You are on page 1of 16

Κάποτε… -μοιάηει καρρείσ με παραμφκι- …κάποτε ιταν ζνα παιδί απλό και καλόβολο.

Το μόνο πράγμα ςτθ ηωι του ιταν ο Πατζρασ. Ζςκυβε το κεφάλι μ’ αγάπθ ςτο ςτικοσ Του κι άφθνε εκεί όλουσ του τουσ πόκουσ. Κι ο Πατζρασ, πάντα, ζκανε αλθκινζσ όλεσ του τισ επικυμίεσ, αυτζσ που είχαν ειπωκεί κι αυτζσ ακόμθ που δεν υπιρχαν λόγια να εκφραςτοφν.

Το παιδί περίςςια ευτυχιςμζνο ζγραφε τραγοφδια για τον αγακό Πατζρα. Ήταν μια ωραία εποχι εκείνθ. Ο ουρανόσ γελοφςε, γιόρταηε όλθ θ γθ με τθ χαρά τουσ.

Ίςωσ οι γονείσ χαρίηουν ςτα παιδιά τουσ πλοφτθ, παιχνίδια, ηωάκια, βιβλία. Ήξερε να κάνει δϊρα ο Πατζρασ: Κι ζντυνε τον ουρανό Του μ’ άπειρα μζτρα γαλάηιο, ζςτρωνε τθ γθ του μ’ αγριολοφλουδα και δρόςιηε με ποτάμια το κουραςμζνο χϊμα.

Το δειλινό, όταν ο Πατζρασ ζδινε άδεια ςτον ιλιο ν’ αναπαυτεί, Εκείνοσ με το παιδί Του ζςτεκαν λίγο να κουβεντιάςουν μαηί. Ήταν ωραίεσ ςτιγμζσ. Πότε, πότε το πατρικό χζρι ςθκωνόταν ςτοργικά να διορκϊςει τα μαλλιά ι μια πτυχι ςτο φόρεμα του παιδιοφ. Ήκελε και φρόντιηε να ‘ναι όλα τζλεια ςτ’ αγαπθμζνο Του πλάςμα. Εκείνο Τον κοίταηε ςτα μάτια και χαμογελοφςε.

Κάποτε ο Πατζρασ καλοφςε όλα τα πουλιά και τα νερά να παίξουν το γλυκφτερο ςκοπό, για να τραγουδιςει το παιδί Του. Εκείνο τραγουδοφςε, ίςωσ όχι κάποτε ςωςτά, προςπακοφςε όμωσ… Στιγμζσ-ςτιγμζσ ακουγόταν ςιγανι θ πατρικι φωνι να κατευκφνει ςτοργικά το παιδικό τραγοφδι… Το ίδιο τραγοφδι πάντα, το τραγοφδι τθσ Γραφισ. Όλα κυλοφςαν όμορφα…

…ϊςπου ιρκε ο ξζνοσ… Ήταν ζνασ τφποσ παράξενοσ που τρόμαηε το παιδί. Του ‘ςτθνε καρτζρι ςτισ γωνίεσ και προςπακοφςε να το ςαγθνζψει. Εκείνο φοβικθκε γιατί ο ξζνοσ άλλαηε χίλιεσ μορφζσ. Άλλοτε βίαιοσ, επικετικόσ, άλλοτε γλυκόσ, γαλινιοσ… Άλλοτε ειρωνευόταν, άλλοτε επαινοφςε το παιδί και πάντα μια λζξθ είχε ςτο ςτόμα του: «ΕΛΑ» Το παιδί πάλευε απεγνωςμζνα. Δυο, τρεισ φορζσ βρικε άδειο τθσ χαράσ το κρφςταλλο. Μια φορά καρρϊ ο ξζνοσ προςπάκθςε να πάρει τθ μορφι του Πατζρα. Δεν τα κατάφερε ευτυχϊσ.

Κι είχαν και κάτι άλλο: ςου δείχνανε μόνο τον εαυτό ςου. Αυτό ιταν που άρεςε ςτο παιδί… Επιτζλουσ κα ‘βριςκε ευκαιρία να περιποιθκεί μόνο του τον εαυτό του, όχι για κακό, μόνο για να ξεκουράςει τον Πατζρα. Είναι αλικεια πωσ δεν είχε κακό ςτο νου του, όταν ευχαρίςτθςε τον ξζνο… Νόμιςε πωσ ιταν ςωςτό. Κάτω ςτθ φυλακι, χϊμα, χϊμα. Μπροσ –πίςω, αριςτερά, δεξιά, πλάγια… ο εαυτόσ του, ο εαυτόσ του, ο εαυτόσ του. Και πάνω ψθλά -τρομερό- κι εκεί ο εαυτόσ του, πάλι ο εαυτόσ του μζςα από τουσ κακρζφτεσ.

Δεν ανθςφχθςε… Αφζκθκε ρεμβαςτικά ςτα όνειρα των κακρεφτϊν. Θα τα ‘βγαηε πζρα μια χαρά μόνο του. Να, μια πτυχι τςαλακωμζνθ… ζτςι μπράβο… τθ διόρκωςε… όχι πολφ καλά βζβαια, ο Πατζρασ κα τθν ζκανε καλφτερα. Για ςτάςου, να κι άλλεσ μικρζσ ατζλειεσ. Δε βαριζςαι… Αςτεία… Πεσ μου, ξζνε, είμαι εν τάξει

You might also like