You are on page 1of 6

ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΔΕΛΤΙΟ 14 16. 02.

09

Η ΑΠΕΧΘΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ


ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

Καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι την 9.6.1986, οι Τράπεζεs


ενεργούσαν σαν εκτελεστικά όργανα τηs Κυβερνητικήs πιστωτικήs πολιτικήs
με μηδενικό μεταξύ τουs ανταγωνισμό στο πεδίο των όρων και κόστοs
δανεισμού. Το ενδιαφέρον τουs επικεντρωνότανε Πρώτο στη βελτίωση υπέρ
των Τραπεζών, των διοικητικά καθοριζόμενων όρων δανεισμού. Έτσι το
Τραπεζικό σύστημα «εναγκαλίστηκε» την κυβερνητική εξουσία και εξελίχτηκε
σε κύριο παράγοντα τηs διαπλοκήs. Τα «πανωτόκια», προεκλογική προσφορά
τηs ηττηθείσαs στιs εκλογέs (1981) κυβέρνησηs, παρέμεινε ο ακρογωνιαίοs
λίθοs τηs Τραπεζιτικήs πολιτικήs όλων των επόμενων κυβερνήσεων,
συμπεριλαμβανόμενηs και τηs σημερινήs. Δεύτερο σε επιλογή «καλών
πελατών» που δεν ήταν άλλοι από εκείνουs, που θα απέδιδαν τελικά στη
δανείστρια Τράπεζα, με τιs «παράλληλεs εργασίεs» τουs και ανεξάρτητα των
διοικητικά καθοριζόμενων επιτοκίων, μικτά οφέλη μεταξύ 70%, κατ΄
ελάχιστο και άνω του επιθυμητού 100%, του δανειζόμενου κεφαλαίου.
Έτσι τα κριτήρια των Τραπεζών στη διάκριση μεταξύ «καλών» και «κακών»
πελατών δεν ήταν και δεν είναι αυτά που υποτίθεται ότι αντιλαμβάνεται ο
μέσοs ‘Έλληναs και υπαγορεύει η κοινή λογική, δηλαδή η συμβολή των
δανειοληπτών στην οικονομική ανάπτυξη τηs χώραs και η συνέπειά τουs στην
εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεών τουs αλλά αποκλειστικά και
μόνο το «μικτό όφελοs» που θα έφερνε στη δανείστρια Τράπεζα ο
δανειοδοτούμενοs μαζί με τιs «παράλληλεs» εργασίεs του. Αυτά
εδιδάσκοντο στα Σεμινάρια ενδουπηρεσιακήs εκπαίδευσηs
τραπεζοϋπαλλήλων και η «σαράφικη» αυτή νοοτροπία παρουσιαζότανε σαν
υπόδειγμα σύγχρονηs Τραπεζικήs Διοίκησηs που είχε σα μοναδικό στόχο την
κερδοφορία των Τραπεζών και όχι η συμβολή τουs στην οικονομική
ανάπτυξη τηs χώραs

Το θέμα των «παράλληλων τραπεζικών εργασιών» με τιs οποίεs οι Τράπεζεs


υπονόμευσαν μεθοδικά και συστημα-τικά την οικονομική ανάπτυξη και τιs
εξαγωγέs τηs χώραs χάριν τηs κερδοφορίαs τουs αναλύεται πιο κάτω σε
ειδικό κεφάλαιο Το παρόν κεφάλαιο περιορίζεται σε μια μόνο πτυχή του
γενικότερου αυτού προβλήματοs, την απέχθεια των εν Ελλάδι, ελληνικών και
ξένων, Τραπεζών προs τιs παραγωγικέs επενδύσειs.

Οι Νομισματικέs Αρχέs, για να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη τηs


χώραs, καθόριζαν επιτόκια χορηγήσεων χαμηλότερα για τιs παραγωγικέs
δραστηριότητεs έναντι των εμπορικών και για τιs εξαγωγικέs έναντι των
εισαγωγικών και, ταυτόχρονα, προκαθόριζαν το ποσοστό των διαθεσίμων τηs
που κάθε Τράπεζα έπρεπε να επιμερίσει στη δανειοδότηση επί μέρουs
δραστηριοτήτων. Τα χαμηλά επιτόκια από τη μια μεριά και το περιορισμένο
ύψοs «παράλληλων εργασιών», από την άλλη, δραστηριοτήτων
«αναπτυξιακήs προτεραιότηταs» εξηγεί την απέχθεια των ελληνικών
Τραπεζών προs αναπτυξιακέs δραστηριότητεs που προαναφέρθηκαν. Το
αποτέλεσμα, όπωs προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία που έχουν
δημοσιευτεί στο Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο τηs Τράπεζαs τηs Ελλάδοs, ήταν η
προϊούσα συρρίκνωση τηs χρηματοδότησηs παραγωγικών επενδύσεων
και, κατ΄ ακολουθία, η συρρίκνωση των αντίστοιχων παραγωγικών
δραστηριοτήτων.

Όπωs προκύπτει από τα στοιχεία η Τραπεζική πιστοδότηση των κυρίων


παραγωγικών κλάδων τηs Εθνικήs Οικο-νομίαs περιορίστηκε, μεταξύ 1980-
2001, από 75 % στο 32,2 % του συνόλου. Ειδικά η πιστοδότηση του εξαγω-
γικού εμπορίου μειώθηκε στο 1/3 (από 2,8% στο 0,8%). Αντίθετα η
πιστοδότηση κλάδων του εισαγωγικού εμπορίου, το μεγαλύτερο μέροs του
εσωτερικού εμπορίου και τηs καταναλωτικήs πίστηs,
υπερτετραπλασιάστηκε και αυξήθηκε από 13,1 % στο 45,8 %. Η
ανακατανομή επιτεύχθηκε όχι με μεταφορά πιστώσεων από τον ένα κλάδο
στον άλλο αλλά με ασύμμετρη, βοηθούντοs του πληθωρισμού και τηs
απουσίαs ελέγχου, πιστωτική έκταση.

Η αδυναμία των ελληνικών προϊόντων να κρατήσουν τη θέση τουs στην


εγχώρια αγορά δεν οφείλεται σε επιθετική εμπορική πολιτική (μεγάλη και
αποτελεσματική διαφήμιση, χαμηλέs τιμέs, καλύτερη ποιότητα, κλπ των
ξένων ανταγωνιστών) με παράλληλη αδράνεια ή μειωμένη ποιοτική και
εμπορική ανταγωνιστικότητα των ελληνικών.. Δεν απέτυχε η εγχώρια
παραγωγή στην άμυνα τηs εσωτερικήs αγοράs. Απλά το αντιπαραγωγικό
Τραπεζικό σύστημα άνοιξε την κερκόπορτα τηs άλωσήs τηs με δύο
κινήσειs «ματ» τηs Τραπεζικήs κερδοσκοπίαs.

Η πρώτη, η σταδιακή συρρίκνωση τηs δανειοδότησηs των εγχώριων


παραγωγικών δραστηριοτήτων και τηs δανειοδότησηs των εξαγωγικών
επιχειρήσεων, από 75,0% το 1980 σε 32,2% το 2001. Η δεύτερη και πιο
σημαντική όμωs από τη συρρίκνωση τηs πιστοδότησηs, ήταν η με
γεωμετρική πρόοδο αύξηση του κόστουs τηs πιστοδότησηs από 14%-
18% το 1979-1980 σε 183,3% - 288,7% το 1990 που έχει επίσηs αναλυθεί
ανωτέρω. Έτσι το 36,4% δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο των χορηγήσεων
των εμπορικών Τραπεζών προs τιs παραγωγικέs και εξαγωγικέs επιχειρήσειs
αλλά το λογιστικό υπόλοιπο των οφειλών τουs που περιλαμβάνει δανεισθέν
κεφάλαιο, τόκουs, έξοδα και πανωτόκια επί όλων αυτών. Ενδεικτική και
αποδεικτική περίπτωση αποτελεί η οφειλή κεφαλαίου κρεατοπαραγωγικήs
επιχείρησηs που κάλυπτε μόλιs το 13,18% τηs συνολικήs οφειλήs έναντι του
86,82 % που κάλυπταν τόκοι, έξοδα και πανωτόκια. Με βάση αυτά τα
δεδομένα η πραγματική συρρίκνωση τηs δανειοδότησηs των εγχώριων
παραγωγικών και εξαγωγικών δραστηριοτήτων πρέπει να υπολογίζεται από
76,0% (1980) πολύ κάτω του 15,0 -20,0 % (2002 και μετέπειτα).

Πρωτοποριακέs πρωτοβουλίεs εκσυγχρονισμού πολλών κλάδων τηs


ελληνικήs οικονομίαs βρέθηκαν αντιμέτωπεs με την αντιπαραγωγική
νοοτροπία των ελληνικών Τραπεζών μεταξύ των οποίων και η Αγροτική
Τράπεζα «εξειδικευμένη» στιs Αγροτικέs Βιομηχανίεs. Πριν να τελειώσει η
κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων, οι επενδυτέs βρέθηκαν, χάριs στα
πανωτόκια που είχαν τεθεί σε εφαρμογή από το 1981 με τιs προαναφερθείσεs
νομικέs και λογιστικέs υπερβάσειs των Τραπεζών, όχι μόνο υπερχρεωμένοι
αλλά και ακάλυπτοι καθώs κατά τιs Τράπεζεs όσα είχαν επενδύσει δεν είχαν
αξία αφού δεν είχαν τεθεί σε λειτουργία και καθώs απαράβατοs όροs ήταν
δάνεια και πιστώσειs να καλύπτονται με εμπράγματεs ασφάλειεs τριπλάσιαs
αξίαs όχι απλώs του δανεισθέντοs κεφαλαίου αλλά τηs με γεωμετρική πρόοδο
αυξανόμενηs, με τόκουs, πανωτόκια και πολλαπλέs παράνομεs χρεώσειs
συνολικήs οφειλήs. Επρεπε λοιπόν «να κόψουν το λαιμό τουs να βρουν
αυτέs τιs ασφάλειεs» αλλιώs η οικονομική καταστροφή τουs έπρεπε να
θεωρείται δεδομένη προs ανακούφιση των Τραπεζών από «ανεπιθύμητουs
πιστούχουs» χωρίs «παράλληλεs εργασίεs». Αυτή την «Τραπεζική δόξα»
εξύμνησε στην έκθεσή του προs τη Γ.Σ. των μετόχων τηs Α.Τ.Ε. για τη χρήση
του 2002 ο απελθών Διοικητήs τηs ο οποίοs τόνισε ότι οι χορηγήσειs τηs είναι
ασφαλέστατεs καθώs καλύπτονται με εμπράγματεs ασφάλειεs τριπλάσιαs
αξίαs. Το σημαντικό δεν ήταν, κατά τον Διοικητή, ότι βιομηχανίεs αιχμήs
είχαν γίνει ήδη προβληματικέs πριν να τεθούν καν σε λειτουργία, αλλά ότι το
λογαριασμό των μεγάλων ζημιών που σημείωσε η Α.Τ.Ε. στο χρηματιστήριο
δεν θα πλήρωναν οι «ατυχήσαντεs» μέτοχοι τηs Α.Τ.Ε. αλλά οι αγρότεs τηs
χώραs με την εκποίηση, «για ένα κομμάτι ψωμί», των χωραφιών τουs, των
σπιτιών τουs, του παραγωγικού εξοπλισμού τουs. Συμπερασματικά,
σημαντικό θέμα δεν ήταν η κατάρρευση τηs Ελληνικήs γεωργίαs αλλά η
συγκάλυψη των χρηματιστηριακών ζημιών τηs Α.Τ.Ε. !

Παράλληλεs εργασίεs με μεταχρονολογημένεs επιταγέs σε


μεταπρατικέs και διαμεσολαβητικέs οικονομικέs δραστηριότητεs το el
dorado τηs Τραπεζικήs κερδοφορίαs.

Κατά γενικό κανόνα ο διακανονισμόs του συνόλου σχεδόν τόσο των


εξαγόμενων όσο και των εισαγόμενων προϊόντων γινότανε «έναντι
φορτωτικών εγγράφων» που σήμαινε ότι με την άφιξη του εμπορεύματοs ο
παραλήπτηs έπρεπε να καταβάλλει στη μεσολαβούσα Τράπεζα την αξία τουs
και να παραλάβει από το Τελωνείο ή το μεταφορέα (για τιs ενδοκοινοτικέs
συναλλαγέs) το εμπόρευμα. Σε εμπορεύματα αξίαs και κυρίωs μη φθαρτά
(μηχανήματα, εξοπλισμό, ρουχισμό και παρόμοια) ήταν συνηθισμένη, σαν
εξαίρεση, μια πιστωτική διευκόλυνση 10-90 ημερών με την εγγύηση τηs
μεσολαβούσαs Τράπεζαs ενώ για φρούτα, λαχανικά, κρέατα και γενικά νωπά
προϊόντα, ο διακανονισμόs ήταν κατά γενικό κανόνα τοιs μετρητοίs.

Για να διεισδύσει ο ξένοs εισαγωγέαs στην εσωτερική αγορά είχε τέσσερα


κύρια μέσα ανταγωνισμού:

(α) εκπτώσειs επί των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων σε επίπεδα


αποτελεσματικού ανταγωνισμού των εγχώριων.

(β) πιστωτικέs διευκολύνσειs με στόχο τη μείωση τηs χρηματοδοτικήs


επιβάρυνσηs τηs διαδικασίαs διανομήs-πώλησηs των εισαγόμενων
προϊόντων στην εσωτερική αγορά που αποκλειστικά ή συμπληρωματικά
είχε τον ίδιο στόχο δηλαδή τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό έναντι των
εγχώριων στο επίπεδο τηs λιανικήs τιμήs.

(γ) την οργάνωση ειδικών υποδομών, κέντρων και δικτύων διανομήs.

(δ) τη διαφήμιση και προβολή των εισαγόμενων προϊόντων για ενίσχυση τηs
ενεργού ζήτησηs τουs και τηs προτίμησηs των καταναλωτών. Για τα
κρέατα και γενικά τα ευρείαs κατανάλωσηs διατροφικά προϊόντα ο
ανταγωνισμόs περιοριζότανε στο (α) και στο (β) ενώ το (γ) και (δ)
χρησιμοποιούντο επικουρικά για «πολυτελή» και «επώνυμα» προϊόντα
(ποτά, κοσμήματα, καλλυντικά, ενδύματα μόδαs και παρόμοια).

Η μεγάλη διαφορά κόστουs χρήματοs για τον Έλληνα εισαγωγέα (35,5% το


1994, 18,5% το 2000) σε σύγκριση με το κόστοs χρήματοs π.χ. του Γερμανού
εξαγωγέα ( 7% το 1994 και 8,59% το 2000) απλοποιούσε την επιλογή. Για
τον Έλληνα εισαγωγέα μια ολιγοήμερη πίστωση του εξαγωγέα σήμαινε την
πραγματοποίηση του μεγαλύτερου επιχειρηματικού του ονείρου. «Να κάνει
χρυσέs δουλειέs χωρίs ίδια κεφάλαια και χωρίs δανεικά». Διαθέτονταs τα
εισαγόμενα εμπορεύματα στουs λιανοπωλητέs του με πίστωση 30-90 ημερών
με κάλυψη συναλλαγματικών και κυρίωs μεταχρονολογημένων επιταγών, τιs
οποίεs προεξοφλούσε στη συνέχεια στιs Τράπεζεs, τουs «κατακτούσε»
κάνονταs κοινωνούs του κοινού επιχειρηματικού ονείρου χρυσέs δουλειέs
χωρίs λεφτά. Από την άλλη μεριά για το Γερμανό και γενικά το Κοινοτικό
εξαγωγέα η επιβάρυνσή του για μία πιστωτική διευκόλυνση 30-60 ημερών, με
κόστοs χρήματοs μεταξύ 6-8% το χρόνο, σήμαινε μια εφάπαξ επιβάρυνση 10-
12 τοιs χιλίοιs του πωληθέντοs εμπορεύματοs. Η πιο οικονομική και
αποδοτική δαπάνη για τον εκτοπισμό των εγχώριων προϊόντων και την
κατάκτηση τηs Ελληνικήs εσωτερικήs αγοράs.

Το επιχειρηματικό όνειρο του Έλληνα μεταπράτη, σε αντίθεση με τον Έλληνα


παραγωγό, βρήκε κατανόηση και ενθουσιώδη ανταπόκριση στο Τραπεζικό
σύστημα τηs χώραs που αναζητούσε με τη σειρά του τη χρυσή ευκαιρία των
«παράλληλων εργασιών» για να υπερβεί τα διοικητικά καθοριζόμενα και
«γελοία» επιτόκια του 16%-18% και να πραγματοποιεί κέρδη 70% κατ΄
ελάχιστο με ορίζοντα το 100% επί των δανειζομένων κεφαλαίων όχι βέβαια
από τα εταιρικά τουs κεφάλαια αλλά τιs χαμηλότοκεs καταθέσειs των
καταθετών τουs.

Οι «παράλληλεs εργασίεs», μεταπρατικέs και μη παραγωγικέs,


περιλαμβάνανε, πέρα των πιστοδοτήσεων, την έκδοση εγγυητικών επιστολών,
ασφαλίσειs κινητών και ακινήτων, ανοίγματα πιστώσεων εισαγωγών και
εξαγωγών, εμβάσματα και κυρίωs προεξοφλήσειs συναλλαγματικών και
μεταχρονολογημένων επιταγών τηs πελατείαs του πιστούχου. Στιs
περιπτώσειs αυτέs συμπίπτανε τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα τόσο του
πιστούχου όσο και τηs Τράπεζαs και έτσι εξηγείται η μείωση τηs
χρηματοδότησηs τηs εγχώριαs παραγωγήs από 75 % (1980) στο 32,2%
(2001) με παράλληλη αύξηση των συναφών με την υποστήριξη των
εισαγωγών δραστηριοτήτων πιστοδοτήσεων από 13,1% (1980) σε 45,8%
(2001) (βλ. σελ. 10). Αν λάβουμε υπόψη ότι τα στατιστικά στοιχεία στα οποία
βασίζονται οι συγκρίσειs αυτέs έχουν ληφθεί από το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο
τηs Τράπεζαs τηs Ελλάδοs στο οποίο τα στοιχεία «τηs συνολικήs Τραπεζικήs
χρηματοδότησηs κατά κλάδο» δεν αναφέρονται στο χορηγηθέν κεφάλαιο
αλλά στο λογιστικό υπόλοιπο των οφειλών των πιστούχων που περιλαμβάνει
υπόλοιπο οφειλόμενου κεφαλαίου συν οφειλόμενουs τόκουs, έξοδα και
επιβαρύνσειs. Στην περίπτωση χοιροτροφικήs επιχείρησηs που
προαναφέρθηκε, η οφειλή κεφαλαίου κάλυπτε μόλιs το 13,18 % του
λογιστικού υπολοίπου και το υπόλοιπο 86,82% τόκουs, έξοδα και πανωτόκια.
Τηρουμένων των αναλογιών και με βάση ανάλογεs περιπτώσειs
χρηματοδοτήσεων παραγωγικών επιχειρήσεων που έχουμε υπόψη, η καθαρή
κεφαλαιουχική οφειλή κυμαίνεται μεταξύ 30%-50% του λογιστικού υπολοίπου
τηs οφειλήs. Έτσι η πραγματική συρρίκνωση τηs χρηματοδότησηs δραστη-
ριοτήτων εσωτερικήs παραγωγήs πρέπει να υπολογίζεται από 75,0% (1980)
στο 11% - 22% (2001).

Με βάση την προαναφερθείσα κερδοσκοπική και αντι-αναπτυξιακή


συμπεριφορά των ελληνικών Τραπεζών η πρόβλεψη για την επιτυχία τηs
κυβερνητικήs πολιτικήs ανάκαμψηs τηs οικονομίαs είναι αρκετά δυσοίωνη.
Στα επόμενα χρόνια, όταν η μια μετά την άλλη χώρα θα θέτει την οικονομία
τηs σε αναπτυξιακή τροχιά, η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την
αποτυχία τηs κυβερνητικήs πολιτικήs ανάκαμψηs τηs οικονομίαs αλλά ένα
τεράστιο πρόβλημα. Τη χρεοκοπία των ελληνικών νοικοκυριών και των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θυσία στο βωμό τηs τραπεζικήs
κερδοφορίαs. Αν η κυβέρνηση στην ενίσχυση των Τραπεζών δεν θέσει
απαράβατο όρο την αναπροσαρμογή όλων των συμβάσεων δανεισμού
μέσα στουs περιορισμούs που έχουν οροθετηθεί από τιs τρειs
προαναφερθείσεs αποφάσειs του Α.Π. η αποτυχία θα είναι συγκλονιστική.

------------------ . . . . -----------------------
Χάριν συντόμευσηs παραλήφθηκαν Πίνακεs του αρχικού κειμένου. Οποιοs
θέλει ολόκληρο το κείμενο, παρακαλείται να το ζητήσει.

Με την ευκαιρία σαs υπενθυμίζομε την ανάγκη να διευρύνομε τάχιστα τον


αριθμό των Πολιτών που πληροφορούνται την ύπαρξη και λειτουργία τηs
ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ γι αυτό παρακαλούμε να μαs στέλνετε όσα
περισσότερα e-mail μπορείτε ώστε να επιταχύνομε την ενημέρωσή
τουs.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ

You might also like