You are on page 1of 11

Ήταν απόγευμα. Ο ήλιος πήγαινε για να δύσει. Ο ουρανός βάφονταν με πορτοκαλιά χρώματα.

Ο παππούς-Γεράσης μόλις είχε γυρίσει από το λιοστάσι. Το άλογο ήταν φορτωμένο με δυο μεγάλες κοφ ίνες,
τους αρκάδες, γεμάτες με ελιές, τις μαυρομάτες, όπως τις έλεγε χαϊδευτικά. Κατά κοντά κι η γιαγιά-Ρηνιώ με
το μικρό κοφινάκι στο χέρι γεμάτο μ' αγριόχορτα που 'χε μαζέψει. Ο Γερασιμάκης κι το Λενιώ ξ εχύθηκαν
από τ' ανώγειο του σπιτιού, πήδηξαν δυο-δυο τα σκαλιά κι έτρεξαν να χωθούν στην αγ καλιά του παππού
τους, προτού η μητέρα τους προλάβει να τα συγκρατήσει. Περίμεναν πως και πως αυτή τη στιγμή για ν'
ανεβούν στο άλογο και να κάνουν μια μικρή βόλτα στην αυλή, προτού ο παππούς το πάει στο διπλανό
στάβλο.
Σαν τελείωσαν, μαζεύτηκαν κοντά στη γιαγιά τους, που στην άκρη της αυλής καθάριζε τ' αγριόχορτα. Τη ν
κοίταζαν σαν να περίμεναν κάτι. Η γιαγιά τα κοίταξε καλά καλά, κι άρχισε τις ιστορίες της.

Η ιστορία που θα ακούσετε αρχίζει από πολύ παλιά. Τότε που οι θεοί κατοικούσαν μαζί με τους ανθρώπους
σ' αυτή την χώρα, την Ελλάδα.
Ας είναι. Κι όπως ξεκινά το παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι δώστου κλότσο για να αρχίσει το κουβάρι να
ξετυλίξει …
Εκείνα τα χρόνια οι θεοί γινόταν προστάτες στις πόλεις, να καλή ώρα όπως οι Αι -Ανάργυροι στην Πορταριά. Για
την πόλη, που αργότερα ονομάστηκε Αθήνα, μάλωναν δυο μεγάλοι θεοί.
Από τη μια ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας, που εξουσίαζε τις θάλασσες, τους ωκεανούς, τα πελάγη κι
όλα τα πλάσματα που ζούσαν μέσα στο νερό, τα ψάρια, τις γοργόνες, τους τρίτωνες κι όλα τα πλεούμενα και
τις ζωές των ναυτικών. Όταν ήταν χαρούμενος η θάλασσα λαμποκοπούσε στο φως του ήλιου κι ασήμωνε στις
αχτίδες του φεγγαριού. Μα όταν θύμωνε γινόταν χαλασμός. Τα κύματα σηκωνόταν κάστρα άπαρτα , κι έπεφταν
με ορμή στα βράχια και τις αμμουδιές κι άφριζαν σαν να ήθελαν να τα καταπιούν όλα. Αλίμονο σε κείνους που
τύχαιναν να ταξιδεύουν με τα καράβια τους. Άρπαζε τα πανιά, έσπαζε τα κατάρτια με τους αέρηδες και τσάκιζε τα
σκαριά πετώντας τα στα βράχια των ακτών.
Κι από την άλλη η Αθηνά, η θεά της σοφίας, κόρη του Δία του μεγαλύτερου από τους θεούς που κατοικούσαν
στον Όλυμπο. Ντυμένη με πανοπλία προστάτευε τους αδύναμους, βοηθούσε τους ταξιδευτές κι όσους είχαν
το δίκαιο με το μέρος τους.
Ο Ποσειδώνας έδινε στους κατοίκους το νερό για δώρο αν τον διάλεγαν για προστάτη τους. Κι η Αθηνά ένα
δένδρο, την ελιά. Οι κάτοικοι διάλεξαν την Αθηνά για προστάτη τους κι έτσι η ελιά σύντομα γέμισε τις πλαγιές
και τους λόφους κι έδωσε τα δώρα της. Την ελιά και το λάδι. Τα χρόνια περνούσαν. Οι άνθρωποι αγάπησαν την
ελιά. Γευόταν τους καρπούς της, τις ελιές, και το δάκρυ της, το λάδι. Την καλλιέργησαν σ' όλα τα μέρη, λόφους
και κάμπους, ακρογιαλιές και νησιά. Κι ελιά, χωρίς να αποζητά μεγάλες φροντίδες, τους χάριζε τροφή, σε καλές
και δύσκολες εποχές.
Γι' αυτό κι ο Χριστός την ευλόγησε και πολλές φορές στάθηκε στον ίσκιο της για να μιλήσει στους ανθρώπους, κι
άλλες φορές ακούμπησε στον κορμό της για να ξεκουραστεί.
Κι οι άνθρωποι με το λάδι ανάβουν το καντηλάκι μπρος στην εικόνα για να συνοδεύσει την προσευχή τους.
Με το λάδι σταυρώνουν τα παιδιά στη βάπτιση και τα μυρώνουν με το μύρο.
Ευλογημένο δέντρο, ευλογημένοι κι καρποί του...
Η γιαγιά σταμάτησε για λίγο, ο Γερασιμάκης και το Λενιώ κρέμονταν απ' το στόμα της. Τα αγριόχορτα ε ίχαν
καθαριστεί κι η γιαγιά μάζευε τις ρίζες και τ' άχρηστα για να τα πάει στις κότες. Ξαφνικά σταμάτησε και
κοιτάζοντάς τα τους είπε:
Αύριο θα κάνουμε το πρώτο πάτημα της χρονιάς κι αν θέλετε θα δείτε πως βγάζουμε το λάδι.
Τι ήθελε να το πει. Τα παιδιά σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν σαν τρελά.
Ε! αν κάνετε έτσι δε θα βγάλουμε λάδι, θέλει υπομονή και κόπο για να βγει κι ο παππούς κουράζεται εύκολα .
Ας μην τον κουράζουμε κι εμείς.
Τα παιδιά σταμάτησαν τα χοροπηδητά. Η μητέρα τους τα φώναξε ν' ανεβούν στο σπίτι μιας και το σούρου πο
είχε πέσει για τα καλά. Ψηλά τα πρώτα αστέρια λαμπύριζαν στον ουρανό με πρώτο την Πούλ ια.
Η άλλη μέρα ήταν η μεγαλύτερη μέρα της ζωής τους. Με το που ξυπνήσανε, έτρεξαν στην αυλή για να βρ ουν
τη γιαγιά και τον παππού. Όμως είχαν φύγει από το χάραμα για να μαζέψουν όσες περισσότερες ελιές
μπορούσαν. Η μέρα κυλούσε αργά -αργά.
Ο Γερασιμάκης και το Λενιώ δεν έπαιξαν εκείνη τη μέρα. Στήθηκαν στην αυλόπορτα και κοίταζαν στο
καλντερίμι πότε θα φανεί το άλογο φορτωμένο μαζί με τον παππού και την γιαγιά.
Ακόμα και το μεσημέρι δεν ανέβηκαν για φαγητό κι η μητέρα τους, τους έφερε στην αυλή μια φέτα ψωμί με λάδι
και ζάχαρη για να φάνε. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει, όταν φάνηκε από μακριά το άλογο με τον παππού και την
γιαγιά.
Τα παιδιά ξεχύθηκαν στο καλντερίμι να τους προϋπαντήσουν.
Μέχρι να ξεφορτώσει ο παππούς το άλογο, η γιαγιά είχε ανάψει το καζάνι για να γίνει ο θερμός, το ζεστό νερό,
που θα χρειάζονταν.
Ο παππούς κουβάλησε τις κοφίνες στο κατώι του σπιτιού και τις στοίβαξε κοντά στις άλλες που είχαν γ εμίσει
τις προηγούμενες μέρες. Στο κατώι τα παιδιά δεν είχαν μπει ποτέ μέχρι τότε. Μόνο από την μεγάλη ξύλ ινη
πόρτα είχαν ρίξει κλεφτές ματιές όταν η γιαγιά έμπαινε για να πάρει πράγματα, λάδι, ελιές, πατάτες ,
κρεμμύδια, σαπούνι κι όλα τα χρειαζούμενα του νοικοκυριού.
Τα παιδιά κάθισαν πάνω σε ένα κασόνι και κοίταζ αν γύρω γύρω σαν να ήταν σε μαγικό κόσμο.
Από τα ξύλινα δοκάρια κρέμονταν εργαλεία, πράγματα, αρμαθιές με κρεμύδια, σκόρδα, φασόλια και
καλαμπόκια. Σε μια άκρη ξεχώριζαν πιθάρια και κάδες και παραδίπλα τα' αμπάρι για το στάρι. Δίπλα τ ους
μύριζε η κασόνα με το σαπούνι που είχαν δει τη γιαγιά να το φτιάχνει από το λάδι.
Ήταν μισοσκόταδο και μόνο το φως από τους λύχνους, που είχε ανάψει ο παππούς, προσπαθούσε να
φωτίσει το κατώι.
Στο βάθος ο παππούς άδειαζε τις ελιές πάνω σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν πελεκημένη στο σχήμα της λ εκάνης.
Μόλις τελείωσε, με μια μεγάλη κυλινδρική πέτρα άρχισε να την κουνάει πέρα δώθε και να σπάζει τις ελ ιές.
Η γιαγιά μάζευε τις λιωμένες ελιές σε τσουβάλια.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσει το λιώσιμο των ελιών. Τα παιδιά παρακολουθούσαν αμίλητα.
Ο παππούς έβαλε ένα τσουβάλι πάνω σ' ένα ξύλινο πατητήρι.
Έβγαλε τα αρβύλια του, ανέβηκε πάνω στο πατητήρι, πιάστηκε από τα δοκάρια κι άρχισε να π ατά το τσουβάλι.
Η γιαγιά κουβάλησε θερμό από το καζάνι και τον έριχνε σιγά -σιγά στο τσουβάλι προσέχοντας να μην κά ψει τα
πόδια του παππού.
Από το τσουβάλι άρχισε να τρέχει ένα χρυσοκίτρινο υγρό που έτρεχε σ' ένα κιούπι κάτω από το πατητήρ ι.
Τα παιδιά πλησίασαν. Ο παππούς έπιασε να τραγουδά.
Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από τον κόπο και την χαρά του. Η γιαγιά, χαμογελαστή, με μια κουτάλ α μάζευε
το χρυσοκίτρινο υγρό και το έβαζε σε μια μεγάλη κανάτα, τη λαδίκα, κι αυτή την άδειαζε στο πιθάρι. Ήταν το
πρώτο λάδι της χρονιάς.
Η μητέρα έφτασε σε λίγο με μια πιατέλα με ψημένο ψωμί. Έσταξε πάνω τους λίγο φρέσκο λάδι και μοίρασ ε σ'
όλους. Για τον Γερασιμάκη και το Λενιώ ήταν το καλύτερο φαγητό που 'χαν φάει ποτέ.
Η ώρα κυλούσε και τα βλέφαρα των παιδιών βάραιναν. Η αγκαλιά της μητέρας τους ήταν η ζεστή φωλιά που
κούρνιασαν. Μακρινά ακούγονταν το τραγούδι του παππού και οι φωνές της γιαγιάς …
Η μικρή ιστορία “Ο παππούς Γεράσης κι η γιαγια Ρηνιώ”
γράφτηκε για τις ανάγκες του εκπαιδευτικού προγράμματος
“Ελιά του ήλιου η θυγατέρα” του 1ου Πειραματικού Ολοήμερου
Δημοτικού Σχολείου Πορταριάς «Ν. Τσοποτός» για τους μικρούς συμμετέχοντες.

Κείμενο: Ηρακλής Καραγιάννης, δάσκαλος.


Εικονογράφηση: Αποστόλος Κόκκαλης, μάθητης.

You might also like