You are on page 1of 47

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Της Ένωσης Θυµάτων Καρτελ µε την επωνυµία «STOPCARTEL,», µε έδρα την


Ελλάδα ,Λεωφορος Συγγρου 132,17671,Αθηνα και την Μεγάλη Βρετανία, όπως αυτή
νόµιµα εκπροσωπείται

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ

Της παράλειψης επαρκούς λειτουργίας Ανεξάρτητης Αρχής Ανταγωνισµού µε


καθήκον την εφαρµογή των κανόνων ελεύθερου ανταγωνισµού στην Ελλάδα

ΩΣ ΑΝΤIΘΕΤΩΝ

1. Στις διατάξεις των άρθρων 3(ζ),10, 81 και 82 ΣυνθΕΚ


2. Στις διάταξεις των άρθρων 3, παρ.1 του Κανονισµού 1/2003 ΕΚ

Σηµείωση: Η παρούσα καταγγελία ακολουθεί το υπόδειγµα του εντύπου Γ του


Παραρτήµατος του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής της 7ης Απριλίου
2004

1/36
Περίληψη

Το αντικείµενο της παρούσης καταγγελίας είναι οι περιορισµοί στην λειτουργία


του αποτελεσµατικού ελεύθερου ανταγωνισµού στις αγορές των προϊόντων και
υπηρεσιών στην Ελλάδα. Οι περιορισµοί αυτοί προκύπτουν πρωτίστως από την
παράβαση εκ µέρους της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας της υποχρέωσής της να
εξασφαλίζει καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισµού στην εσωτερική αγορά. Τα κράτη
µέλη οφείλουν να λαµβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό µέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει
την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την συνθήκη ΕΚ, οφείλουν να
διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της και να απέχουν από
κάθε µέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγµατοποίηση των σκοπών της
συνθήκης ΕΚ.
Η Ελληνική ∆ηµοκρατία µε τις συνεχείς νοµοθετικές ρυθµίσεις αλλά και την
πάγια και γενική διοικητική πρακτική των οργάνων της, εξάλειψε ή περιόρισε
αισθητά τον ανταγωνισµό στην ελληνική αγορά, ενθαρρύνοντας εµµέσως τις
παραβατικές συµπεριφορές αυτών που επιθυµούν να συνάψουν απαγορευµένες
συµφωνίες ή να καταχρασθούν της δεσπόζουσας θέσης τους και στεγανοποίησε σε
µεγάλο βαθµό την ελληνική αγορά έναντι των πιέσεων του υγιούς ανταγωνισµού απο
τα υπόλοιπα κράτη-µέλη της ενιαίας αγοράς.

2/36
Ι. Το νοµοθετικό πλαίσιο περί ελεύθερου ανταγωνισµού στην Ελλάδα, ο ν.703/77

1. Οι βασικές νοµοθετικές ρυθµίσεις

Ο νόµος 703/77 αποτελεί το βασικό νοµοθέτηµα προστασίας του ελεύθερου


ανταγωνισµού στην Ελλάδα.
Σύµφωνα µε τις πληροφορίες στον διαδικτυακό τόπο της, τα καθήκοντα της
Επιτροπής Ανταγωνισµού είναι τα εξής:
Η Επιτροπή Ανταγωνισµού (Ε.Α.) είναι θεµατοφύλακας της εύρυθµης
λειτουργίας της αγοράς και εγγυάται την εφαρµογή του δικαίου του ανταγωνισµού. H
Eπιτροπή Ανταγωνισµού λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή και έχει διοικητική και
οικονοµική αυτοτέλεια.

Γενικοί Στόχοι
- ∆ιατήρηση ή αποκατάσταση της υγιούς ανταγωνιστικής δοµής της αγοράς
- Προστασία των συµφερόντων του καταναλωτή
- Οικονοµική ανάπτυξη

Μέσα

- Καταπολέµηση των πρακτικών που περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισµό


και καταλήγουν σε βλάβη των καταναλωτών
- Καταπολέµηση των φραγµών εισόδου στην αγορά, η οποία πρέπει να είναι
ελεύθερη και ανοιχτή για όλες τις επιχειρήσεις
H Επιτροπή Ανταγωνισµού είναι το όργανο, το οποίο έχει ως αρµοδιότητα την
εφαρµογή του ν. 703/77 "Περί Ελέγχου των Μονοπωλίων και Ολιγοπωλίων και
Προστασίας του Ελεύθερου Ανταγωνισµού".
Με τον ν. 2996/95 η Επιτροπή Ανταγωνισµού απέκτησε τη µορφή ανεξάρτητης
αρχής µε διοικητική αυτοτέλεια, ενώ µε τον ν. 2837/2005, απέκτησε και οικονοµική
αυτοτέλεια. Τέλος, µε τον ν. 3373/2005 η Επιτροπή Ανταγωνισµού απέκτησε
διακεκριµένη νοµική προσωπικότητα που της επιτρέπει να παρίσταται αυτοτελώς σε
κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείµενο πράξεις ή παραλήψεις της, ενώ
παράλληλα της αναγνωρίστηκε αρµοδιότητα κανονιστικής παρέµβασης σε κλάδους

3/36
της οικονοµίας (άρθρο 5 ν. 703/77). Επιπλέον, διευρύνθηκαν οι ελεγκτικές της
εξουσίες όπως διευρυνθήκαν και οι αρµοδιότητες της στην εφαρµογή των κοινοτικών
κανόνων ανταγωνισµού, συµφώνως προς τις διατάξεις του Κανονισµού 1/2003.
Ειδικότερα, η Επιτροπή Ανταγωνισµού, µεταξύ άλλων:
- ∆ιαπιστώνει την ύπαρξη συµπράξεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείµενο
ή αποτέλεσµα τον περιορισµό του ανταγωνισµού, κατά τα προβλεπόµενα στο
άρθρο 1 παρ. 1 ν. 703/77.
- Αποφασίζει την απαλλαγή συµπράξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισµό,
αλλά έχουν θετικά οικονοµικά αποτελέσµατα, είναι προς όφελος του
καταναλωτή, δεν δηµιουργούν προϋποθέσεις κατάργησης του ανταγωνισµού
και δεν δεσµεύουν υπέρµετρα τις συµµετέχουσες επιχειρήσεις, κατά τα
προβλεπόµενα στο άρθρο 1 παρ. 3 ν. 703/77.
- ∆ιαπιστώνει την καταχρηστική συµπεριφορά επιχειρήσεων µε δεσπόζουσα
θέση στην αγορά κατ' εφαρµογή του άρθρου 2 ν. 703/77.
- ∆ιαπιστώνει την καταχρηστική εκµετάλλευση, από µία ή περισσότερες
επιχειρήσεις, της σχέσης οικονοµικής εξάρτησης, κατ’ εφαρµογή του άρθρου
2α ν. 703/77.
- Επιβάλλει κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του ν. 703/77.
- Λαµβάνει ασφαλιστικά µέτρα, όταν πιθανολογείται παράβαση των άρθρων 1,
2, 2α και 5 ν. 703/77.
- Εξετάζει µετά από αίτηµα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα
συγκεκριµένο κλάδο της ελληνικής αγοράς και, εφόσον διαπιστώσει ότι στο
συγκεκριµένο κλάδο δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσµατικού
ανταγωνισµού, µπορεί µε αιτιολογηµένη απόφασή της, να λάβει κάθε
απολύτως αναγκαίο κανονιστικό µέτρο που αφορά τη διάρθρωση της αγοράς
και αποσκοπεί στη δηµιουργία συνθηκών αποτελεσµατικού ανταγωνισµού.
- Εφαρµόζει τις διατάξεις των άρθρων 81 και 82 της Συνθ. ΕΚ.
- Παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισµού,
των υπουργικών αποφάσεων και των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται
στις περιπτώσεις προσβολής των προηγούµενων αποφάσεων.

Υπενθυµίζεται ότι σύµφωνα µε το άρθρο 29, παρ. 1 του ν.703/77, Ποινικές


κυρώσεις: «όποιος ατοµικώς ή ως εκπρόσωπος νοµικού προσώπου συνάπτει

4/36
συµφωνίες, λαµβάνει αποφάσεις ή εφαρµόζει εναρµονισµένη πρακτική από αυτές που
απαγορεύονται...καθώς και όποιος µε τις ιδιότητες αυτές...καταχράται τη δεσπόζουσα
θέση στην αγορά του ίδιου ή της επιχείρησης που εκπροσωπεί ή...καταχράται την σχέση
οικονοµικής εξάρτησης..., τιµωρείται µε χρηµατική ποινή από τρείς χιλιάδες (3.000)
Ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) Ευρώ».
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισµού έχει σύµφωνα µε το άρθρο 8γ του
ν.703/77 την ευθύνη της λειτουργίας της σύµφωνα µε το νόµο, τις κανονιστικές
πράξεις και τις αποφάσεις της Ολοµελείας της: «ιδίως: α) παρακολουθεί την εκτέλεση
των Αποφάσεων της Επιτροπής και ενηµερώνει την Ολοµέλεια και τον Υπουργό
Ανάπτυξης, β) συντονίζει και κατευθύνει την Γενική ∆ιεύθυνση Ανταγωνισµού της
Επιτροπής Ανταγωνισµού...στ) αποφασίζει...για την διενέργεια αυτεπαγγέλτων
ελέγχων από την Γενική ∆ιεύθυνση Ανταγωνισµού». Σύµφωνα µε τον Κανονισµό
Λειτουργίας και ∆ιαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισµού (ΦΕΚ 1890/Α’/29-12-
2006), ο Πρόεδρος συγκαλεί την Ολοµέλεια και τα Τµήµατα της Επιτροπής,
καθορίζει την ηµερησία διάταξη και αποφασίζει εάν και πότε θα συζητηθεί µία
υπόθεση στην Ολοµέλεια ή στα Τµήµατα καθορίζοντας τον τόπο και τον χρόνο της
συζήτησης (άρθρα 3 και 10).

ΙΙ. Ο Κανονισµός 1/2003 ΕΚ

Ο Κανονισµός 1/2003 ΕΚ επέφερε σηµαντικές µεταρρυθµίσεις στο σύστηµα


εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού στην ΕΕ. Οι βασικότερες διατάξεις του έχουν
ως εξής:

«(5)....Ο παρών κανονισµός δεν θίγει ούτε τους εθνικούς κανόνες περί των
απαιτούµενων αποδεικτικών προτύπων ούτε την υποχρέωση των αρχών ανταγωνισµού
και των δικαστηρίων των κρατών µελών να εξακριβώνουν τα κρίσιµα πραγµατικά
περιστατικά µιας υπόθεσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω κανόνες και υποχρεώσεις
συνάδουν προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
(17) Τόσο για να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρµογή της νοµοθεσίας ανταγωνισµού όσο
και για να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν καλύτερη διαχείριση του δικτύου, επιβάλλεται
να διατηρηθεί σε ισχύ ο κανόνας σύµφωνα µε τον οποίον οι αρχές ανταγωνισµού των
κρατών µελών παύουν αυτοδικαίως να είναι αρµόδιες αφ' ης στιγµής η Επιτροπή
κινήσει η ίδια διαδικασία για συγκεκριµένη υπόθεση.

5/36
(22) Στο πλαίσιο ενός συστήµατος παράλληλων αρµοδιοτήτων και προκειµένου να
διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της οµοιόµορφης
εφαρµογής της κοινοτικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού, πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση
αντικρουόµενων αποφάσεων. Επιβάλλεται συνεπώς να αποσαφηνισθούν, σύµφωνα µε
τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, τα αποτελέσµατα των αποφάσεων της Επιτροπής και
των διαδικασιών στα δικαστήρια και τις αρχές ανταγωνισµού των κρατών µελών.
(35) Για να επιτευχθεί η πλήρης επιβολή της κοινοτικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού, τα
κράτη µέλη θα πρέπει να διορίζουν και να εξουσιοδοτούν αρχές προκειµένου αυτές να
εφαρµόζουν τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ως δηµόσιες αρχές επιβολής του νόµου.
Θα πρέπει να µπορούν να διορίζουν διοικητικές και δικαστικές αρχές για την εκτέλεση
των διαφόρων καθηκόντων που ανατίθενται στις αρχές ανταγωνισµού δυνάµει του
παρόντος κανονισµού

Άρθρο 3
Σχέση µεταξύ των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης και των εθνικών νοµοθεσιών
ανταγωνισµού
1. Οσάκις οι αρχές ανταγωνισµού των κρατών µελών ή τα εθνικά δικαστήρια
εφαρµόζουν την εθνική νοµοθεσία ανταγωνισµού σε συµφωνίες, αποφάσεις ενώσεων
επιχειρήσεων ή εναρµονισµένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος
1 της συνθήκης, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εµπόριο µεταξύ κρατών
µελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρµόζουν επίσης το άρθρο 81 της
συνθήκης, στις εν λόγω συµφωνίες, αποφάσεις ή εναρµονισµένες πρακτικές. Όταν οι
αρχές ανταγωνισµού των κρατών µελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρµόζουν την εθνική
νοµοθεσία ανταγωνισµού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το
άρθρο 82 της συνθήκης, εφαρµόζουν επίσης το άρθρο 82 της συνθήκης.
2. Η εφαρµογή της εθνικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού δεν επιτρέπεται να έχει ως
αποτέλεσµα την απαγόρευση συµφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή
εναρµονισµένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εµπόριο µεταξύ
κρατών µελών, αλλά οι οποίες δεν περιορίζουν τον ανταγωνισµό κατά την έννοια του
άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του
άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ή καλύπτονται από κανονισµό για την
εφαρµογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης. Ο παρών κανονισµός δεν
εµποδίζει τα κράτη µέλη να θεσπίζουν και να εφαρµόζουν στο έδαφός τους

6/36
αυστηρότερες εθνικές διατάξεις οι οποίες να απαγορεύουν ή να επιβάλλουν κυρώσεις
σε µονοµερή συµπεριφορά στην οποία επιδίδονται επιχειρήσεις.

Άρθρο 5
Αρµοδιότητες των αρχών ανταγωνισµού των κρατών µελών
Οι αρχές ανταγωνισµού των κρατών µελών είναι αρµόδιες να εφαρµόζουν τα άρθρα 81
και 82 της συνθήκης σε συγκεκριµένες περιπτώσεις. Προς το σκοπό αυτό, δύνανται,
αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:
- για την παύση της παράβασης,
- για τη λήψη προσωρινών µέτρων,
- για την αποδοχή ανάληψης δεσµεύσεων,
- για την επιβολή προστίµου, χρηµατικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόµενης
από την εθνική τους νοµοθεσία.
Εάν µε βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται οι
προϋποθέσεις µιας απαγόρευσης, δύνανται επίσης να αποφαίνονται ότι δεν συντρέχει
λόγος δράσης από µέρους τους.

Άρθρο 9
Αναλήψεις δεσµεύσεων
1. Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση µε την οποία να απαιτεί την παύση
µιας παράβασης και οι εµπλεκόµενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν
ορισµένες δεσµεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την
προκαταρκτική της εκτίµηση, τότε η Επιτροπή δύναται µε απόφασή της να καταστήσει
αυτές τις δεσµεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής
δύναται να εκδοθεί για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα και πρέπει να συµπεραίνει ότι
δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή....

Άρθρο 16
Οµοιόµορφη εφαρµογή της κοινοτικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού
...
2. Όταν οι αρχές ανταγωνισµού των κρατών µελών αποφαίνονται για συµφωνίες,
αποφάσεις ή πρακτικές δυνάµει του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της συνθήκης, οι
οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείµενο απόφασης της Επιτροπής, δεν δύνανται να

7/36
λαµβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται µε την απόφαση που έχει λάβει η
Επιτροπή.

Άρθρο 29
Ατοµική ανάκληση
1. Όταν η Επιτροπή, εξουσιοδοτηµένη δυνάµει κανονισµού του Συµβουλίου, όπως οι
κανονισµοί αριθ. 19/65/ΕΟΚ, (ΕΟΚ) αριθ. 2821/71, (ΕΟΚ) αριθ. 3976/87, (ΕΟΚ)
αριθ. 1534/91 ή (ΕΟΚ) αριθ. 479/92, να εφαρµόζει το άρθρο 81 παράγραφος 3 της
συνθήκης εκδίδοντας κανονισµούς, έχει κηρύξει το άρθρο 81 παράγραφος 1 της
συνθήκης ανεφάρµοστο σε ορισµένες κατηγορίες συµφωνιών, αποφάσεων ενώσεων
επιχειρήσεων ή εναρµονισµένων πρακτικών, δύναται, µε πρωτοβουλία της ή κατόπιν
καταγγελίας, να ανακαλέσει το ευεργέτηµα του κανονισµού απαλλαγής εφόσον
διαπιστώσει ότι σε συγκεκριµένη περίπτωση συµφωνία, απόφαση ή εναρµονισµένη
πρακτική που εµπίπτει στον κανονισµό απαλλαγής παράγει αποτελέσµατα τα οποία δεν
συµβιβάζονται µε το άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης.
2. Όταν σε συγκεκριµένη περίπτωση συµφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή
εναρµονισµένες πρακτικές που εµπίπτουν σε κανονισµό της Επιτροπής όπως
αναφέρεται στην παράγραφο 1, παράγουν αποτελέσµατα τα οποία δεν συµβιβάζονται µε
το άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης στο έδαφος ενός κράτους µέλους, ή σε τµήµα
του εδάφους αυτού, το οποίο συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά µιας αυτοτελούς
γεωγραφικής αγοράς, η αρχή ανταγωνισµού του εν λόγω κράτους µέλους δύναται να
ανακαλέσει το ευεργέτηµα της εφαρµογής του εν λόγω κανονισµού απαλλαγής στο
συγκεκριµένο έδαφος.

Άρθρο 35
Ορισµός των αρχών ανταγωνισµού των κρατών µελών
1. Τα κράτη µέλη ορίζουν την αρχή ανταγωνισµού ή τις αρχές που είναι αρµόδιες για
την εφαρµογή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης κατά τρόπο ώστε να τηρούνται
όντως οι διατάξεις του παρόντος κανονισµού. Τα µέτρα που είναι αναγκαία για την
παραχώρηση στις αρχές αυτές της εξουσίας να εφαρµόζουν τα εν λόγω άρθρα
λαµβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004. Οι οριζόµενες αρχές ενδέχεται να
περιλαµβάνουν δικαστήρια.
2. Όταν η επιβολή της κοινοτικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού ανατίθεται σε εθνικές
διοικητικές και δικαστικές αρχές, τα κράτη µέλη µπορούν να παρέχουν διάφορες

8/36
εξουσίες και καθήκοντα στις διάφορες αυτές εθνικές αρχές, είτε είναι διοικητικές είτε
δικαστικές».

ΙΙΙ. Βασικές αποκλίσεις του ελληνικού νοµοθετικού πλαισίου από το κοινοτικό


κεκτηµένο

Οι βασικές αποκλίσεις του ελληνικού νοµοθετικού πλαισίου από το κοινοτικό


κεκτηµένο είναι οι εξής:

Α) Η διατήρηση του συστήµατος των προηγούµενων γνωστοποιήσεων και η


παράνοµη εφαρµογή του από την Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού

Το ελληνικό δίκαιο ανταγωνισµού είναι το µοναδικό δίκαιο κράτους µέλους το


οποίο διατηρεί σε ισχύ το παλαιό σύστηµα των γνωστοποιήσεων συµπράξεων
προκειµένου αυτές να τύχουν αρνητικής πιστοποίησης ή απαλλαγής από τη διάταξη
του άρθρου 1 του ν.703/77 (το οποίο αποτελεί στην ουσία µεταγγραφή του άρθρου 81
της ΣυνθΕΚ).
Τα άρθρα 21,22,23 του ν.703/77 ορίζουν τα εξής
«Άρθρο 21
Γνωστοποιήσεις Συµπράξεων
1. Οι προβλεπόµενες στο άρθρο 1 παρ.1 συµφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις
εναρµονισµένης πρακτικής πρέπει να γνωστοποιούνται από τις συµπράττουσες
επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στην Επιτροπή Ανταγωνισµού µέσα σε
τριάντα (30) ηµέρες από τη σύναψη, λήψη ή τέλεσή τους.
2. Παράλειψη της γνωστοποίησης συνεπάγεται εις βάρος της καθεµίας των
επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες συµπράττουν και παρέλειψαν
τη γνωστοποίηση: α) οριστική αδυναµία εφαρµογής του άρθρου 1, παρ.3, β)
επιβολή προστίµου ύψους τουλαχισοτν δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ µέχρι
τοις δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της
τρέχουσας ή προηγούµενης της παράβασης χρήσης.»

«Άρθρο 22
Περιεχόµενο γνωστοποίησης

9/36
1. Η γνωστοποίηση πρέπει να περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξέταση
από την Επιτροπή Ανταγωνισµού της συγκεκριµένης περίπτωσης ή την ενέργεια
ερευνών κατά τοµείς ή τον έλεγχο των συµπράξεων επιχειρήσεων, οπωσδήποτε
επί ποινή απαραδέκτου...
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού µπορεί µε απόφασή της να ζητήσει για το παραδεκτό
της γνωστοποίησης την υποβολή και άλλων εγγράφων και στοιχείων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής καθορίζονται το περιεχόµενο, ο τύπος κι ο τρόπος
υποβολής και καταχώρισης...
4. Με τη γνωστοποίηση υποβάλλεται ταυτόχρονα η αίτηση αρνητικής
πιστοποίησης σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 11. Αίτηση για την
εφαρµογή της παραγράφου 3 του άρθρου 1 υποβάλλεται οποτεδήποτε, εφόσον
έχει προηγηθεί προσήκουσα γνωστοποίηση.»

«Άρθρο 23
Συνέπειαι γνωστοποιήσεως
Η γνωστοποίηση σύµβασης, σύµπραξης ή πρακτικής που γίνεται κατά το άρθρο 21
δεν έχει ως αποτέλεσµα την υποχρεωτική εξέτασή της από την Επιτροπή
Ανταγωνισµού. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού µπορεί να διεξάγει έρευνα για
συγκεκριµένη γνωστοποίηση οποτεδήποτε είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν
καταγγελίας και να ζητεί, για το σκοπό της έρευνας, την προσκόµιση πρόσθετων
στοιχείων και την παροχή διευκρινίσεων από τα εµπλεκόµενα µέρη. Συµπράξεις
που γνωστοποιούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 21 δεν λογίζονται
προσωρινά έγκυρες.»

Άλλες διατάξεις που αφορούν το καθεστώς γνωστοποιήσεων είναι οι εξής:

«Άρθρο 10
Αποφάσεις εφαρµογής του άρθρου 1 παράγραφος 3
1. Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισµού είναι αποκλειστικώς αρµοδία προς την
εφαρµογήν του άρθρου 1 παράγραφος 3.
2. Οσάκις η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισµού εκδίδει απόφασιν περί
εφαρµογής του άρθρου 1 παρ.3: α) καθορίζει το χρόνο έναρξης της...β) καθορίζει
την διάρκειαν ισχύος ταύτης και γ) δύναται να εξαρτά ταύτην εκ προϋποθέσεων και
βαρών.

10/36
3. Η Επιτροπή...δύναται να ανανεώση την ανωτέρω απόφασιν της..
4. Η Επιτροπή µπορεί, αφού ενηµερώσει τις ενδιαφερόµενες επιχειρήσεις ή ενώσεις
επιχειρήσεων, να ανακαλέσει ή να τροποιήσει την απόφασή της περί εφαρµογής του
άρθρου 1 παρ. ..»

Άρθρον 11
Αρνητικές πιστοποιήσεις
1. ‘Υστερα από αίτηση της ενδιαφερόµενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων που
υποβάλλεται στη Γραµµατεία,...,η Επιτροπή Ανταγωνισµού πιστοποιεί, εντός
διµήνου υπό την υποβολή της αίτησης, ότι µε βάση τα γνωστά σε αυτή στοιχεία δεν
υφίσταται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1,2 και 2α του παρόντος
νόµου. Η πιστοποίηση αυτή µπορεί να ζητηθεί και όταν πρόκειται για σύµπραξη
επιχειρήσεως, εκµετάλλευση δεσπόζουσας θέσης ή σχέσης οικονοµικής εξάρτησης,
που πρόκειται να πραγµατοποιηθεί στο µέλλον.
2. Η έκδοση της πιστοποίησης, όπως προβλέπεται στην προηγούµενη παράγραφο, δεν
αποκλείει τη µεταγενέστερη έκδοση αντίθετης απόφασης για την ίδια υπόθεση από
την Επιτροπή Ανταγωνισµού.
3. Μέχρι την έκδοση απόφασης αντίθετης προς αρνητική πιστοποίηση που
προηγήθηκε, οι οικείες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν υπόκεινται στις
συνέπειες και κυρώσεις, που προβλέπει ο παρών νόµος...»

Άρθρο 8β
Αρµοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισµού
1. Με την επιφύλαξη των αρµοδιοτήτων άλλων αρχών που ορίζονται µε σχετική
διάταξη νόµου, η Επιτροπή Ανταγωνισµού είναι αποκλειστικώς αρµόδια για την
τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόµου και των άρθρων 81 και 82 της
Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού έχει ιδίως τις ακόλουθες αρµοδιότητες:
α) Αποφασίζει αν είναι ισχυρές, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 1 παρ.3, οι κατά το
άρθρο 1 παρ.1 του παρόντος νόµου απαγορευόµενες συµπράξεις.
β) Πιστοποιεί ότι δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.1, του
άρθρου 2 και του άρθρου 2α, κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στο άρθρο 11 του
παρόντος νόµου.»
...

11/36
ιε)Ανακαλεί το ευεργέτηµα απαλλαγής, σύµφωνα µε την παρ.2 του άρθρου 29 του
Κανονισµού 1/2003 του Συµβουλίου της 16ης ∆εκεµβρίου 2002 «για την εφαρµογή
των κανόνων ανταγωνισµού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης
Ευρωπαϊκής Κοινότητας»

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόµος 703/77 διατήρησε σε ισχύ το
σύστηµα της υποχρεωτικής γνωστοποίησης συµφωνιών και εν γένει συµπράξεων. Η
υποχρέωση γνωστοποίησης µάλιστα είναι ανεξάρτητη της αίτησης αρνητικής
πιστοποίησης ή εξαίρεσης (ή κατά άλλη ορολογία «απαλλαγής»). Η αίτηση
αρνητικής πιστοποίησης υποβάλλεται µε την γνωστοποίηση ενώ της εξαίρεσης
κατ’αρθρο 1, παρ. 3 οποτεδήποτε µετά από τη γνωστοποίηση. Η Επιτροπή
Ανταγωνισµού οφείλει να αποφασίσει εντός διµήνου από της γνωστοποίησης για την
αρνητική πιστοποίηση. Επιπλέον, η Επιτροπή Ανταγωνισµού έχει το αποκλειστικό
προνόµιο της απόφασης εξαίρεσης κατ’άρθρο 1, παρ. 3 χωρίς να υπόκειται σε αυτήν
την περίπτωση σε προθεσµία έκδοσης απόφασης εκ του νόµου.
Είναι σαφές ότι η διαδικασία αυτή δεν συνάδει µε τους σκοπούς της
µεταρρύθµισης του Καν. 1/2003, η βασικότερη των οποίων ήταν η κατάργηση του
συστήµατος προηγούµενης γνωστοποίησης και της σχετικής αποκλειστικής
αρµοδιότητας της Ευρωπαικής Επιτροπής να εκδίδει αποφάσεις για την εξαίρεση
γνωστοποιηθέντων συµπράξεων βάσει του άρθρου 81, παρ. 3 της ΣυνθΕΚ. Η
κατάργηση αυτή αποσκοπούσε στην πλήρη και άµεση εφαρµογή των κοινοτικών
κανόνων ανταγωνισµού χωρίς την διοικητική παρεµβολή της Ευρωπαικής Επιτροπής
ή κάποιας άλλης διοίκησης καθώς, όπως αναφέρει και ο Καν. 1/2003, το σύστηµα
κοινοποιήσεων εµποδίζε την Επιτροπή να επικεντρώσει το έργο της στην καταστολή
των πλέον σοβαρών παραβάσεων και συνεπαγόταν σηµαντικό κόστος για τις
επιχειρήσεις. Κατ’αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις αλλά και οι πολίτες θα
αποκτούσαν ενεργό ρόλο στην εφαρµογή και υπεράσπιση των κανόνων
ανταγωνισµού στην κοινή αγορά καθώς το νέο σύστηµα εξαιρέσεων άµεσης
εφαρµογής προβλέπει ότι οι αρχές ανταγωνισµού και τα δικαστήρια των κρατών
µελών θα είναι αρµόδια να εφαρµόζουν όχι µόνο το άρθρο 81 παράγραφος 1 της
συνθήκης και το άρθρο 82 της συνθήκης, που είναι άµεσα εφαρµοστέα σύµφωνα µε
τη νοµολογία του &ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά και το άρθρο 81
παράγραφος 3 της ΣυνθΕΚ.

12/36
Κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται λοιπόν στην κοινή αγορά βρίσκεται
αντιµέτωπη αφενός µε το σύνολο των εθνικών δικαίων και διαδικασιών που την
απαλλάσσουν από την υποχρέωση γνωστοποίησης των εµπορικών τους συµφωνιών
και υποστήριξης του έννοµου χαρακτήρα τους ενώπιον κάποιας Αρχής
Ανταγωνισµού (κοινοτικής ή εθνικής) και αφετέρου µε την Ελληνική διαδικασία
υποχρεωτικής εντός διµήνου γνωστοποίησης κάθε εµπορικής συµφωνίας απ’απειλή
προστίµου. Όπως είναι αναµενόµενο, το καθεστώς αυτό διασπά την οµοιοµορφία της
άµεσης εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού στην κοινή αγορά, δηµιουργεί
γραφειοκρατικά βάρη στις επιχειρήσεις και τελικά αποµονώνει την Ελλάδα από την
υπόλοιπη κοινή αγορά αφού είναι λογικό µια επιχείρηση που έχει τη δυνατότητα
επιλογής να αποφεύγει τυχόν γραφειοκρατικά εµπόδια στην επιχειρηµατική της
δραστηριότητα και να προτιµήσει την αποµακρυνθεί από την Ελληνική αγορά.
Σηµειωτέον ότι η γνωστοποίηση κατ΄άρθρο 21 του ν.703/77, δεν συνεπάγεται και
απόφαση εκ µέρους της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού (άρθρο 23 του
ν.703/77) και, συνεπώς, οι ενδιαφερόµενες επιχειρήσεις να αναµένουν για µακρό
χρονικό διάστηµα την λήψη της σχετικής απόφασης.
Ακόµη, λαµβανοµένης υπόψιν της απουσίας άλλου συστήµατος προηγούµενης
γνωστοποίησης στην κοινή αγορά αλλά και της απόλυτης οµοιότητας µεταξύ τοτ
άρθρου 81, παρ. 3 της ΣυνθΕΚ και του άρθρου 1, παρ. 3 του ν.703/77, είναι λογικό η
εκκρεµοδικία µιας γνωστοποίησης συµφωνίας ενώπιον της Ελληνικής Επιτροπής
Ανταγωνισµού να λαµβάνει δυσανάλογη βαρύτητα για την γνωστοποιούσα
επιχείρηση, ιδίως αν αυτή συµµετέχει σε παρόµοιες συµφωνίες σε άλλα κράτη µέλη.
Πράγµατι, σε µία τέτοια περίπτωση, η τυχόν απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής
Ανταγωνισµού θα αποτελεί και το µόνο επίσηµο ‘τέστ’ συµβατότητας της συµφωνίας
µε ουσιαστικό κανόνα δικαίου που είναι αντιγραφή των διατάξεων του άρθρου 81,
παρ.1 και 3 της ΣυνθΕΚ. Είναι, κατά συνέπεια, εύλογο για µια επιχείρηση να
αναστείλει την θέση σε ισχύ άλλων συµφωνιών σε άλλα κράτη µέλη ενόψει της
απόφασης της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού, ακυρώνοντας έτσι τα
βασικότερα πλεονεκτήµατα του Καν. 1/2003. Επίσης, προκαλούνται αµφιβολίες για
το κατά πόσο, στο πλαίσιο του ∆ικτύου των αρχών ανταγωνισµού, η Επιτροπή, ως
θεµατοφύλακας της συνθήκης, είναι σε τελική ανάλυση, υπεύθυνη για την
κατάστρωση πολιτικής και για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρµογής της
κοινοτικής νοµοθεσίας ανταγωνισµού, όπως αναφέρεται στην Ανακοίνωση για τη
συνεργασία στα πλαίσια του ∆ικτύου Αρχών Ανταγωνισµού (Επίσηµη Εφηµερίδα της

13/36
Ευρωπαϊκής Ένωσης C 101/43 της 27.4.2004, σηµείο 43). Υπενθυµίζουµε ότι,
σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου, η Ευρωπαική Επιτροπή, η οποία
σύµφωνα µε το άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ είναι επιφορτισµένη µε τη
διασφάλιση της τήρησης των αρχών που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της
συνθήκης, είναι υπεύθυνη για την χάραξη και την υλοποίηση των προσανατολισµών
της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισµού (βλ. άνω, idem, σηµείο 50).
Στο πεδίο του ουσιαστικού και διαδικαστικού δικαίου, οι σχετικές διατάξεις του
ελληνικού δικαίου παραβιάζουν ευθέως τον Καν. 1/2003.
Ειδικότερα, µια συµφωνία η οποία πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 81, παρ.
3 της ΣυνθΕΚ δεν µπορεί να απαγορευθεί από την εφαρµογή της εθνικής νοµοθεσίας
ανταγωνισµού (άρθρο 3, παρ. 2 του Καν.1/2003). Αν, ωστόσο, µια τέτοια συµφωνία
µεταξύ δύο ελληνικών επιχειρήσεων η οποία επηρεάζει το διακοινοτικό εµπόριο και
πληρεί τις προϋποθέσεις εξαίρεσης του άρθρου 81, παρ. 3, δεν κοινοποιηθεί εγκαίρως
στην Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού, τότε απόλλυται οριστικά η δυνατότητα
εφαρµογής του άρθρου 1, παρ. 3 του ν.703/77 (άρθρο 21 του ν.703/77). Με άλλα
λόγια, η συµφωνία αυτή δεν θα τύχει εξαίρεσης (ή απαλλαγής) σύµφωνα µε το
ελληνικό δίκαιο λόγω µη γνωστοποίησης ( ή έγκαιρης γνωστοποίησης) στην
Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού η οποία είναι και η µόνη αρµόδια να εκδώσει
σχετική απόφαση. Κατά συνέπεια, η εν λόγω συµφωνία είναι µη σύνοµη µε την
ελληνική νοµοθεσία ανταγωνισµού, κάτι αντίθετο σε ρητή διάταξη του Καν.1/2003.
Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο µε τον οποίο η Ελληνική
Επιτροπή Ανταγωνισµού εφάρµοσε στην πράξη τις σχετικές διατάξεις και το
σύστηµα της υποχρεωτικής γνωστοποίησης γενικότερα.
Σύµφωνα µε την Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισµού της 15-2-2007,
Κριτήρια ελέγχου και κρίσεως υποθέσεων: «...οι αυτεπάγγελτοι έλεγχοι πρέπει
κατά κανόνα να γίνονται κατά προτεραιότητα των ελέγχων και κρίσεων των
καταγγελιών...για τον ίδιο λόγο πρέπει να εκδίδονται...και κατά σειρά
προτεραιότητας οι γνωµοδοτήσεις της Επιτροπής, βάσει ερωτήµατος των δηµοσίων
αρχών...».
Η Ανακοίνωση αυτή προκαλεί εύλογα ερωτηµατικά για την συµβατότητά της µε
τον Καν.1/2003 (βλ. επίσης ανωτ. Ανακοίνωση για τη συνεργασία στα πλαίσια του
∆ικτύου Αρχών Ανταγωνισµού σηµείο 4: «Κάθε αρχή ανταγωνισµού διατηρεί
ακέραια την ευθύνη για τη διασφάλιση της προσήκουσας διεκπεραίωσης των

14/36
υποθέσεων µε τις οποίες ασχολείται.»). Και αυτό, όχι µόνο για τα λανθασµένα
κριτήρια της απόφανσης για τον βαθµό προτεραιότητας που πρέπει να απολαµβάνει
κάθε υπόθεση, δηλαδή, για την κατηγοριοποίηση των υποθέσεων ανάλογα µε το
είδος της διαδικασίας (αυτεπάγγελτοι έλεγχοι, γνωµοδοτήσεις, καταγγελίες,
γνωστοποιήσεις) και όχι µε τη φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε
υπόθεσης. Αλλά και για το βαθµό προτεραιότητας τόσο των καταγγελιών όσο και των
γνωστοποιήσεων (που επιβάλλει ρητά ο νόµος) ο οποίος είναι χαµηλότερος αυτού
των αυτεπαγγέλτων ελέγχων και των γνωµοδοτήσεων προς άλλες υπηρεσίες της
Ελληνικής ∆ιοίκησης. Με άλλα λόγια, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού
απεφάνθη ότι µια καταγγελία καρτέλ που παραβιάζει κατάφωρα το άρθρο 81, παρ. 1
της ΣυνθΕΚ, ή µια γνωστοποιηθείσα σύµπραξη που δεν παραβιάζει το άρθρο 1, παρ.
3 της ΣυνθΕΚ είναι πιο ασήµαντες υποθέσεις από τα πιο ασήµαντα ερωτήµατα των
άλλων υπηρεσιών της Ελληνικής ∆ιοίκησης. ∆ιαφαίνεται λοιπόν το έλλειµµα της
Ελληνικής Αρχής Ανταγωνισµού στην προσήκουσα διεκπεραίωση των εκκρεµών
υποθέσεων της.
Μια άλλη αξιοπερίεργη Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισµού είναι αυτή
της 17-7-2008 που έχει ως εξής:
«Για την επιβαλλόµενη, βάσει του άρθρου 21 παρ.1 του ν.703/77, υποχρέωση
γνωστοποίησης συµπράξεων
Σύµφωνα µε τα άρθρο 21 παρ.1 του ν. 703/77: «Οι προβλεπόµενες στο άρθρο 1
παρ.1 συµφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρµονισµένης πρακτικής πρέπει να
γνωστοποιούνται από τις συµπράττουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στην
Επιτροπή Ανταγωνισµού µέσα σε τριάντα (30) ηµέρες από τη σύναψη ή τέλεσή τους».
Σύµφωνα δε µε τη παρ.2 του ιδίου άρθρου, «Παράλειψη της γνωστοποίησης
συνεπάγεται σε βάρος της καθεµίας των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, οι
οποίες συµπράττουν ή παρέλειψαν τη γνωστοποίηση: α) οριστική αδυναµία εφαρµογής
του άρθρου 1 παρ.3 και β) επιβολή προστίµου ύψους 15.000 ευρώ έως 10% των
ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή προηγούµενης της παράβασης
χρήσης».
Κατά το γράµµα της ανωτέρω διάταξης, κάθε ένα από τα µέρη υποχρεούται να
κοινοποιεί στην Επιτροπή Ανταγωνισµού τις συµφωνίες που συνάπτονται µεταξύ τους.
Με βάση αυτή την ερµηνεία, η παράλειψη γνωστοποίησης συνεπάγεται κυρώσεις εις
βάρος καθεµίας των επιχειρήσεων οι οποίες συµπράττουν.

15/36
Εντούτοις, η Επιτροπή Ανταγωνισµού κάνει δεκτό ότι αρκεί η γνωστοποίηση της
σύµπραξης από µία εκ των συµπραττουσών επιχειρήσεων προκειµένου να εκπληρωθεί
η υποχρέωση που επιβάλλει το ανωτέρω άρθρο. Εποµένως, εφόσον, π.χ. µία σύµβαση
διανοµής γνωστοποιηθεί βάσει του άρθρου 21 από το διανοµέα ή τον παραγωγό, η
τυχόν παράλειψη γνωστοποίησης εκ µέρους του άλλου µέρους δεν συνεπάγεται επιβολή
προστίµου σε αυτό».
. Κατά όλως περίεργο τρόπο, η ανακοίνωση αυτή, έρχεται εκ των υστέρων µε
ερµηνεία καταργητική του νόµου να τροποποιήσει τις διατάξεις περί
γνωστοποιήσεων χωρίς ωστόσο να τροποποιεί τη σηµαντικότερη εκ των δύο εδαφίων
της σχετκής διάταξης, αυτής για την απώλεια του δικαιώµατος εξαίρεσης (ή
απαλλαγής) σύµφωνα µε το άρθρο 1, παρ. 3 του ν.703/77 λόγω έλλειψης
γνωστοποίησης. Αποτελεί δε δείγµα της δικαιοπρακτικής συµπεριφοράς της
Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού η οποία δεν δίστασε να καταργήσει ρητή
διάταξη του ν.703/77 µε απλή ανακοίνωση της.
Υπενθυµίζουµε τέλος ότι πριν την θέση σε ισχύ του Καν. 1/2003, το Ανώτατο
∆ιοικητικό ∆ικαστήριο στην Ελλάδα, το Συµβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) απεφάνθη
ότι, ακόµη και όταν οι συµπράττουσες επιχειρήσεις επικαλούνται την εξαίρεση της
σύµβασης τους βάσει του άρθρου 1, παρ. 3 του ν. 703/77 λόγω του ότι εµπίπτει σε
Κανονισµό Οµαδικών εξαιρέσεων της ΕΕ, υποχρεούνται σε έγκαιρη γνωστοποίηση
βάσει του άρθρου 21, παρ. 2 του ν. 703/77. Η παράλειψη τέτοιας γνωστοποίησης
εντός της προθεσµίας του νόµου συνεπάγεται την οριστική αδυναµία εφαρµογής του
άρθρου 1, παρ. 3 του ν.703/77 και την οριστική απώλεια της δυνατότητας να κριθεί
αυτή η σύµβαση ισχυρή στην Ελλάδα βάσει της παραπάνω διάταξης ακόµη και αν
καλύπτεται από κοινοτικό Κανονισµό Οµαδικών εξαιρέσεων (Στε 1737/2001, ∆ΕΕ
2003, 220, Νο Β 2002, 1549).

Β. Αίτηση αρνητικής πιστοποίησης και αίτηση χορήγησης εξαίρεσης («απαλλαγής»)

Όπως είδαµε ανωτέρω, η αίτηση αρνητικής πιστοποίησης δεν σχετίζεται µε την


διαδικασία γνωστοποίησης παρά µόνο στο σηµείο όπου η διάταξη του άρθρου 22,
παρ. 4, υποχρεώνει σε υποβολή της σχετικής αίτησης ταυτόχρονα µε την υποβολή της
γνωστοποίησης της σύµπραξης.
Ο ν.703/77 περιέχει δύο αντικρουόµενες διατάξεις στα άρθρα 23 και 11
αντιστοίχως. Ενώ το άρθρο 23 δηλώνει ότι η Επιτροπή Ανταγωνισµού δεν

16/36
υποχρεούται να εξετάσει τυχόν γνωστοποίηση σύµπραξης και να λάβει απόφαση
επ’αυτής, το άρθρο 11 αναφέρει ότι η Επιτροπή αποφασίζει εντός 2 µηνών από την
ηµεροµηνία γνωστοποίησης για τυχόν αιτήσεις αρνητικής πιστοποίησης.
Μάλιστα, το άρθρο 11 επιτρέπει, µε ρητή διατύπωσή του, σε επιχειρήσεις να
υποβάλουν αίτηση αρνητικής πιστοποίησης για µελλοντικές συµπράξεις, καταχρήσεις
δεσπόζουσας θέσης ή σχέσης οικονοµικής εξάρτησης. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται
στις επιχειρήσεις να αιτηθούν την παροχή αρνητικής πιστοποίησης ακόµη και για
µονοµερή συµπεριφορά που θα λάβει χώρα στο µέλλον χωρίς να είναι δυνατόν να
προβλέψει κανείς τη φύση, τα χαρακτηριστικά, την ένταση και τα περιοριστικά
αποτελέσµατα της συµπεριφοράς στο µέλλον.
Το ίδιο αντιφατικές και αντιθετικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 23 και 10, παρ.
1 καθώς µε την πρώτη αφήνεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής
Ανταγωνισµού η έρευνα ή µη µιας γνωστοποίησης ενώ µε την δεύτερη καθιερώνεται
η αποκλειστική αρµοδιότητα της για την εφαρµογή του άρθρου 1, παρ. 3 του
ν.703/77, η παροχή δηλαδή εξαίρεσης (ή απαλλαγής) από την απαγόρευση του
άρθρου 1, παρ.1. Συνδυαστικά, οι δύο αυτές διατάξεις καταλήγουν στην αδυναµία
εφαρµογής του άρθρου 1, παρ. 3 του ν.703/77 από οποιαδήποτε άλλη διοικητική ή
δικαιοδοτική αρχή εάν η Επιτροπή Ανταγωνισµού δεν αποφασίσει να κινήσει σχετική
διαδικασία. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η εν λόγω σύµπραξη πληρεί τις
προϋποθέσεις του άρθρου 81, παρ. 3 της ΣυνθΕΚ. Συνεπώς, υφίσταται κίνδυνος µία
σύµπραξη που είναι συµβατή µε τους κονοτικούς κανόνες ανταγωνισµού να µην είναι
νόµιµη στην Ελλάδα εάν η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού δεν αποφασίσει, στο
πλαίσιο της απόλυτης διακριτικής της ευχέρειας, να κινήσει τη σχετική διαδικασία
εξέτασης της (υποχρεωτικής) γνωστοποίησης και του σχετικού αιτήµατος εξαίρεσης
(απαλλαγής) βάσει του άρθρου 1, παρ.3 του ν.703/77.

Γ. Κανονιστική παρέµβαση της Επιτροπής Ανταγωνισµού

Η πιο σηµαντική κατηγορία αυτεπάγγελτων ελέγχων βάσει του ν.703/77


ρυθµίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 και αφορά στην κανονιστική παρέµβαση
της Επιτροπής Ανταγωνισµού σε κλάδους της οικονοµίας:
«1. Μετά από αίτηµα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα, η Επιτροπή
Ανταγωνισµού εξετάζει συγκεκριµένο κλάδο της ελληνικής οικονοµίας και εφόσον
διαπιστώσει ότι στoν κλάδο αυτόν δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσµατικού

17/36
ανταγωνισµού και κρίνει ότι η εφαρµογή των άρθρων 1, 2, 2α και 4επ. δεν επαρκεί για
τη δηµιουργία συνθηκών αποτελεσµατικού ανταγωνισµού µπορεί, µε αιτιολογηµένη
απόφασή της, να λάβει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό µέτρο συµπεριφοράς ή
διαρθρωτικού χαρακτήρα για τη δηµιουργία συνθηκών αποτελεσµατικού ανταγωνισµού
στον συγκεκριµένο κλάδο της οικονοµίας. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού, το αργότερο
µέσα σε εξήντα (60) ηµέρες από την έναρξη της διαδικασίας κατά την προηγούµενη
παράγραφο, οφείλει να γνωστοποιήσει τις αιτιολογηµένες απόψεις της ως προς την
ύπαρξη συνθηκών αποτελεσµατικού ανταγωνισµού στο συγκεκριµένο υπό εξέταση
κλάδο της εθνικής οικονοµίας, καθορίζοντας και τις επιµέρους αγορές από τις οποίες
αποτελείται ο κλάδος αυτός.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού δηµοσιεύει τις απόψεις της επαρκώς και µε πρόσφορο
τρόπο και θέτει αυτές σε δηµόσια διαβούλευση. Η δηµόσια διαβούλευση διαρκεί
τουλάχιστον τριάντα (30) ηµέρες.
3. Μετά το πέρας της δηµόσιας διαβούλευσης και εφόσον η Επιτροπή Ανταγωνισµού
διαπιστώσει ότι και µετά τη διενέργεια της διαβούλευσης, στο συγκεκριµένο κλάδο της
οικονοµίας δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσµατικού ανταγωνισµού, ανακοινώνει
συγκεκριµένα διαρθρωτικά µέτρα ή µέτρα συµπεριφοράς τα οποία θεωρεί ότι είναι τα
απολύτως αναγκαία και πρόσφορα και σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, για
την δηµιουργία συνθηκών αποτελεσµατικού ανταγωνισµού. Τα µέτρα, τα οποία είναι
δυνατόν να επιβληθούν από την Επιτροπή Ανταγωνισµού, είναι, ιδίως, η τήρηση της
αρχής της διαφάνειας, της µη διακριτικής µεταχείρισης, του λογιστικού διαχωρισµού
και της υποχρέωσης κοστοστρέφειας στις τιµές.
4. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού δηµοσιεύει επαρκώς και µε πρόσφορο τρόπο τις απόψεις
της για τα µέτρα που ανακοινώνει κατά την προηγούµενη παράγραφο και θέτει αυτές σε
δηµόσια διαβούλευση. Η δηµόσια διαβούλευση διαρκεί τουλάχιστον τριάντα (30)
ηµέρες.
5. Η Επιτροπή Ανταγωνισµού, µετά το πέρας της διαβούλευσης κατά την προηγούµενη
παράγραφο και αφού λάβει υπόψη τα αποτελέσµατα αυτής, επιβάλλει, µε απόφασή της,
η οποία είναι και η µόνη εκτελεστή, τα συγκεκριµένα µέτρα συµπεριφοράς ή
διαρθρωτικού χαρακτήρα τα οποία θεωρεί ότι είναι τα απολύτως αναγκαία και
σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας για τη δηµιουργία συνθηκών
αποτελεσµατικού ανταγωνισµού.
6. Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισµού κοινοποιείται αµελλητί στον Υπουργό
Ανάπτυξης ο οποίος, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία τριάντα (30) ηµερών, µπορεί, µε

18/36
αιτιολογηµένη απόφασή του, να άρει την εφαρµογή των µέτρων που επέβαλε η
Επιτροπή Ανταγωνισµού ή να τροποποιήσει αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογείται από
λόγους κοινωνικής πολιτικής ή εθνικής οικονοµίας ή δηµοσίου συµφέροντος, που
προφανώς υπερβαίνουν το σκοπό της λήψης όλων ή µερικών από τα συγκεκριµένα
µέτρα.
7. Το αργότερο µέσα σε ένα έτος από την έκδοση των αποφάσεων κατά τις
παραγράφους 5 ή 6, η Επιτροπή Ανταγωνισµού οφείλει να κινήσει τη διαδικασία
εξέτασης του σχετικού κλάδου της οικονοµίας και να αξιολογήσει κατά πόσον έχουν
αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσµατικού ανταγωνισµού ή κατά πόσον είναι
αναγκαίο, να τροποποιηθούν τα µέτρα τα οποία έχει λάβει και να επιβληθούν µέτρα
ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση. Για το σκοπό αυτόν ακολουθείται η
διαδικασία των προηγούµενων παραγράφων. Σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός
Ανάπτυξης µπορεί να υποβάλει σχετικό αίτηµα στην Επιτροπή Ανταγωνισµού, εφόσον
το κρίνει αναγκαίο.
8. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύµφωνα µε τις παραγράφους 6 και 7, προσβάλλονται
µε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, από όποιον έχει προς
τούτο έννοµο συµφέρον.
9. Για την εφαρµογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ανταγωνισµού συλλέγει τα
αναγκαία στοιχεία σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 25, 26 και 27 του
ν.703/1977.
10. Σε κάθε επιχείρηση η οποία δεν εφαρµόζει τις αποφάσεις που εκδίδονται σύµφωνα
µε τις παραγράφους 6 και 7 επιβάλλεται, µε απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισµού,
σύµφωνα µε το άρθρο 9 του ν.703/1977, πρόστιµο τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων
(15.000) ευρώ, που µπορεί να φτάσει µέχρι ποσό ίσο µε το 15% του ετήσιου κύκλου
εργασιών της επιχείρησης, που υπολογίζεται σύµφωνα µε το άρθρο 4στ του ν.703/1977.
11. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης η οποία εκδίδεται ύστερα από σύµφωνη
γνώµη της Επιτροπής Ανταγωνισµού, ρυθµίζονται τα θέµατα, που αφορούν στη δηµόσια
διαβούλευση...καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτοµέρεια.
12. Αν, από τη διαδικασία της έρευνας και της διαβούλευσης κατά τις διατάξεις του
άρθρου αυτού, προκύψει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής των άρθρων 81
και 82 της Συνθ Ε.Κ., εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κανονισµού (Ε.Κ.) αριθ. 1/2003
του Συµβουλίου της 16ης ∆εκεµβρίου 2002 (L1/4.1.2003) και κατά περίπτωση οι
διατάξεις του άρθρου αυτού που είναι σχετικές µε τα προαναφερόµενα άρθρα της Συνθ.
Ε.Κ. και οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 επ. του ν.703/1977.»

19/36
Η διάταξη του άρθρου 5 του ν.703/77 αποτελεί προσαρµογή της ιδέας των
«κλαδικών ερευνών» περί των συνθηκών του ανταγωνισµού σε τοµείς της οικονοµίας
και συνδυάζεται στη συγκεκριµένη περίπτωση µε υποδείγµατα εξουσιών
ρυθµιστικών κανονιστικών αρχών.
Το πρώτο ζήτηµα που τίθεται από την εν λόγω διάταξη είναι οι προϋποθέσεις
εφαρµογής της διάταξης και, πιο συγκεκριµένα, η δυνατότητα που δίνεται στην
Επιτροπή Ανταγωνισµού να λάβει τα διαρθρωτικά ή άλλα µέτρα εφόσον εξακριβώσει
την αδυναµία δηµιουργίας συνθηκών «αποτελεσµατικού ανταγωνισµού» από την
εφαρµογή των άρθρων 1, 2 και 2α του ν.703/77. Υπενθυµίζουµε στο σηµείο αυτό ότι
τα άρθρα 1 και 2 του ν.703/77 είναι αντιγραφή των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ. Η
σχετική διατύπωση δεν κάνει διάκριση µεταξύ ατοµικών υποθέσεων και γενικότερων
αυτεπάγγελτων ελέγχων που µπορούν πάντα να διεξαχθούν µε βάση τα άρθρα 1 και 2
του ν.703/77 και δεν αντιµετωπίζει την περίπτωση µη εφαρµογής ή ελλιπούς
εφαρµογής των ως άνω διατάξεων. Αντίθετα, εκκινεί από την υπόθεση της
αδυναµίας, σε κάποιες περιπτώσεις, των άρθρων 1 και 2 να εξασφαλίσουν ένα υγιές
επίπεδο ανταγωνισµού σε κάποιες αγορές. Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις τα άρθρα
81 και 82 της ΣυνθΕΚ συνεχίζουν να εφαρµόζονται καθώς µάλιστα δεν είναι δυνατόν
η απουσία ανταγωνισµού σε έναν ολόκληρο κλάδο της ελληνικής οικονοµίας να µην
επιηρεάζει αισθητά το διακοινοτικό εµπόριο. Συνεπώς, ο Έλληνας νοµοθέτης
παραδέχεται εµµέσως πλην σαφώς ότι, στις συγκεκριµένες περιπτώσεις, ούτε η
εφαρµογή των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ µπορεί να αποδώσει αποτελέσµατα
καθόσον οι διατάξεις αυτές συγκρινόµενες µε τα άρθρα 1 και 2 του ν.703/77 είναι
στην ουσία τους ακριβή αντίγραφα η µία της άλλης. Πρόκειται για ευθεία και άµεση
αµφισβήτηση του κοινοτικού κεκτηµένου και για αδιαµφισβήτητη άρνηση
εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ.
Η κατάσταση αυτή δεν µεταβάλλεται από την ακροτελεύτια παράγραφο του
άρθρου 5 οποία και διατυπώνει τον κανόνα ότι της εφαρµογής των άρθρων 81 και 82
(αλλά και των άρθρων 1 και 2 του ν.703/77) αν, κατά τη διάρκεια του ελέγχου του
κλάδου κατά το άρθρο 5, προκύψουν στοιχεία που αρκούν για την πλήρωση των
προυποθέσεων εφαρµογής τους. Η δυνατότητα εφαρµογής των άρθρων 81 και 82 της
ΣυνθΕΚ έχει εξαλειφθεί ήδη από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 5, όπως
κατεδείχθη ανωτέρω. Άλλωστε, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού, λαµβάνοντας
τις σχετικές αποφάσεις της – ανεξάρτητα από τις κοινοτικές διατάξεις – και

20/36
διατάσσοντας µέτρα αποκατάστασης του ανταγωνισµού καταργεί αυτοµάτως το λόγο
ύπαρξης κάποιας άλλης διαδικασίας. Ακόµη πιο ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη αυτή
σε σχέση µε τα άρθρα 1 και 2 του ν.703/77 καθόσον η Επιτροπή καλείται να
εφαρµόσει αυτά τα άρθρα, αφού έχει διαπιστώσει προηγουµένως ότι η εφαρµογή
τους δεν φέρνει αποτελέσµατα στη σχετική αγορά!
Ένα άλλο ζήτηµα σχετικό µε τη διάταξη του άρθου 5 είναι ότι θίγει την
ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισµού καθόσον τα µέτρα που λαµβάνει µε
απόφασή της η Επιτροπή, µπορούν να τροποιηθούν ή να καταργηθούν, χωρίς
περιορισµό, από τον Υπουργό Ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτά, πρέπει να γίνει
κατανοητό ότι τα µέτρα που λαµβάνει η Επιτροπή επανεισάγουν – υποτίθεται – τον
υγιή ανταγωνισµό στην αγορά και συνεπώς εφάπτονται του πεδίου εφαρµογής των
άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ. ∆εν διευκρινίζεται µάλιστα εάν, η τυχόν εφαρµογή των
άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ, εµπεριέχεται στην κανονιστική απόφαης της Επιτροπής ή
πρέπει να ανοιγούν ξεχωριστές ατοµικές υποθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρµογή των κανονιστικών αρµοδιοτήτων της Επιτροπής
επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του ν.703/77 στον κλάδο των
πετρελαιοειδών συνοδεύθηκε από σηµαντικές παράνοµες πράξεις και παραλείψεις
της Επιτροπής Ανταγωνισµού (βλ. κατωτέρω).
Τέλος, στα µέτρα που µπορεί να υιοθετήσει η Επιτροπή Ανταγωνισµού,
περιλαµβάνονται και µέτρα κοστροστρέφειας. Η επιβολή τέτοιων µέτρων
προϋποθέτει την απόδειξη προηγούµενης επικράτησης σε όλη την αγορά
καταχρηστικά υψηλών τιµών ή τιµών καρτέλ, πράγµα υπερβολικά δύσκολο να
αποδειχθεί και να γενικευθεί ως υπο-περίπτωση του άθρου 81 και 82 της ΣυνθΕΚ.
Κατά συνέπεια, σε περίπτωση υιοθέτησης µέτρων κοστοστρέφειας, είναι πολύ πιθανό
να απαγορευθούν και να τιµωρηθούν συµπράξεις που επιτρέπονται κατά τις διατάξεις
του άρθρου 81, παρ.1 ή παρ. 3 της ΣυνθΕΚ.

∆. Σύνθεση της Επιτροπής Ανταγωνισµού

Σύµφωνα µε το άρθρο 8, παρ. 3 του ν.703/77, η Επιτροπή Ανταγωνισµού είναι


11µελής και απαρτίζεται, µεταξύ άλλων, από έναν εκπρόσωπο του Συνδέσµου
Ελληνικών Βιοµηχανιών (ΣΕΒ).
Η συµµετοχή του εκπροσώπου του ΣΕΒ ως πλήρους µέλους της Επιτροπής
αποτελεί καταφανή περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων καθώς οι περισσότερες από

21/36
τις εταιρίες που έχουν αποτελέσει αντικείµενο ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισµού
είναι µέλη του ΣΕΒ. Άλλωστε, ο νυν Πρόεδρος του ΣΕΒ ήταν Πρόεδρος της εταρίας
∆ΕΛΤΑ η οποία τιµωρήθηκε λίγους µήνες πριν ως ηγέτιδα του µεγαλύτερου καρτέλ
που είχε ποτε αποκαλυφθεί στην Ελλάδα, αυτό του γάλακτος.
Η Επιτροπή Ανταγωνισµού εξέτασε το ασυµβίβαστο του µέλους της που
εκπροσωπεί τον ΣΕΒ στην υπόθεση του καρτέλ του χάλυβα µετά από σχετικό αίτηµα
εξαίρεσης που υπέβαλε η καταγγέλλουσα IRON TENCO. Η υπόθεση εκκρεµεί ακόµη
ενώπιον της Ολοµέλειας της Επιτροπής. Στο στάδιο της συζήτησης, η Επιτροπή
απέρριψε το σχετικό αίτηµα εξαίρεσης της καταγγέλλουσας.
Σε σχόλιο της στην έκθεση για την κατάσταση του ανταγωνισµού σε όλες τιος
χώρες για το 2008, η γνωστή επιθεώρηση Global Competition Review, σχολίασε το
ζήτηµα της σύνθεσης της Επιτροπής Ανταγωνισµού αναφέροντας ότι η συµµετοχή
εκπροσώπου του ΣΕΒ και αναπληρωτή του, πλήττουν την ήδη τραυµατισµένη εικόνα
της Επιτροπής Ανταγωνισµού.

Συµπέρασµα επί του νοµοθετικού πλαισίου:


Εκ των άνω αβίαστα συνάγεται το συµπέρασµα ότι πλείονες διατάξεις του
ν.703/77 αντιβαίνουν τα άρθρα 3, παρ. 1, εδ. ζ, 10, 81 και 82 της ΣυνθΕΚ.
Στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 Συνθ.ΕΚ ορίζεται ότι «Για τους σκοπούς του
άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαµβάνει, σύµφωνα µε τους όρους και µε το
χρονοδιάγραµµα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:
...ζ) ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισµό µέσα στην
εσωτερική αγορά»
Στη διάταξη του άρθρου 10 Συνθ.ΕΚ ορίζεται ότι «Τα κράτη µέλη λαµβάνουν
κάθε γενικό ή ειδικό µέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των
υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις
των οργάνων της Κοινότητας. ∆ιευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της
αποστολής της.
Απέχουν από κάθε µέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγµατοποίηση
των σκοπών της παρούσας συνθήκης.»
Κατά την έννοια των άρθρων 81 και 82 Συνθ ΕΚ, ως υποκείµενα των
τιθέµενων από τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων απαγορεύσεων καθίστανται
οι επιχειρήσεις, ήτοι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή οικονοµική ενότητα που
ασκεί εµπορική ή άλλη οικονοµική δραστηριότητα. Τα άρθρα αυτά ρυθµίζουν

22/36
την συµπεριφορά των επιχειρήσεων εντός της εσωτερικής αγοράς και δεν
αφορούν καταρχήν τα θεσπιζόµενα από τα κράτη µέλη νοµοθετικά ή
κανονιστικά µέτρα.
Κατά πάγια όµως νοµολογία του ∆ΕΚ, µολονότι τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΣυνθΕΚ,
αυτά καθεαυτά, αφορούν αποκλειστικά τη συµπεριφορά των επιχειρήσεων και δεν
αναφέρονται σε νοµοθετικά ή κανονιστικά µέτρα των κρατών µελών, σε συνδυασµό
προς το καθήκον συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ και σύµφωνα µε την
επιταγή του άρθρου 3 παρ. 1, εδ. ζ΄ περί διασφάλισης ενός καθεστώτος που
εξασφαλίζει τον ανόθευτο ανταγωνισµό µέσα στην εσωτερική αγορά,
επιβάλλουν στα κράτη µέλη την υποχρέωση να µη λαµβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ
µέτρα, ακόµα και νοµοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, ικανά να µαταιώσουν την
πρακτική αποτελεσµατικότητα των κανόνων ανταγωνισµού που εφαρµόζονται στις
επιχειρήσεις (βλ. υποθ. ∆ΕΚ C-14/68, 13.02.1969, υπόθ. ∆ΕΚ Walt Wilhelm C-
13/77, 16.11.1977, υποθ. ∆ΕΚ INNO C-69/93, υποθ. ∆ΕΚ C-96/94 Centro Servizi
Spediporto, υποθ. ∆ΕΚ C-35/99, Arduino) Το κράτος µέλος το οποίο θεσπίζει ή
διατηρεί σε ισχύ την επίδικη νοµοθεσία φέρει την ευθύνη της παράβασης του
κοινοτικού δικαίου (βλ. Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 30ης
Ιανουαρίου 2003, Consorzio Industrie Fiammiferi (CIF) κατά Autorit Garante della
Concorrenza e del Mercatο).
Οι ως άνω αναλυόµενες διατάξεις της ελληνικής νοµοθεσίας αντιβαίνουν τις
προαναφερόµενες διατάξεις της ΣυνθΕΚ στο µέτρο που µαταιώνουν την πρακτική
αποτελεσµατικότητα των κανόνων ανταγωνισµού που εφαρµόζονται στις
επιχειρήσεις.
Υπενθυµίζεται ότι η ίδια η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού παραδέχεται τη
σηµασία της οµοιόµορφης εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού, κοινοτοκών και
ελληνικών, βασιζόµενη στην απόλυτη οµοιότητα των βασικών τους διατάξεων.
Σε Ανακοίνωσή της 24-10-2005 (βλ. κατωτέρω) περί των προϋποθέσεων λήψης
ασφαλιστικών µέτρων και της έννοιας του «δηµοσίου συµφέροντος», η Επιτροπή
τονίζει ότι θα παραβιαζόταν η αρχή της ενιαίας και οµοιόµορφης εφαρµογής των
κοινοτικών κανόνων ανταγωνισµού (άρθρα 81 και 82 ΣυνθΕΚ), που είναι ο στόχος
του Καν.1/2003, εάν η µεν Ευρωπαική Επιτροπή µόνο αυτεπαγγέλτως µπορεί να
λαµβάνει ασφαλιστικά µέτρα εκ λόγων προστασίας του ανταγωνισµού για παράβαση
των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ, η δε Ελληνική Αρχή Ανταγωνισµού ένεκα άλλων
λόγων ή εκφάνσεων του δηµοσίου συµφέροντος ή λόγων που αφορούν το πρόσωπο

23/36
της αιτούσας επιχείρησης. Κατά την Επιτροπή, συνεπώς, τίθεται ζήτηµα
ανοµοιόµορφης εφαρµογής του κοινοτικού δικαίου ακόµη και στην περίπτωση κατά
την οποία η εθνική Αρχή Ανταγωνισµού λαµβάνει προσωρινές αποφάσεις επί του
εθνικού δικαίου κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση µε τις αντίστοιχες επί
κοινοτικού δικαίου.
Περαιτέρω σε άλλη Ανακοίνωσή της 17-12-2001 περί καθέτων περιορισµών, η
Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού ανέφερε ότι δεν είναι εύλογο συµφωνίες οι οποίες
δεν επηρεάζουν αισθητά το διακοινοτικό εµπόριο και συνεπώς δεν εµπίπτουν, εξ
αυτού του λόγου, στο πεδίο εφαρµογής των κοινοτικών κανόνων, να υπόκεινται σε
διαφορετική µεταχείριση στο ελληνικό δίκαιο, το οποίο είναι πανοµοιότυπο του
κοινοτικού.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καµµία αµφιβολία ότι η ελληνική νοµοθεσία
ανταγωνισµού µε τις πανοµοιότυπες µε τα άρθρα 81 και 82 διατάξεις δεν µπορεί να
περιλαµβάνει διατάξεις οι οποίες προκαλούν ανοµοιοµορφία και κατακερµατισµό
στην εφαρµογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισµού.

ΙV. Βασικές αποκλίσεις του ελληνικού κανονιστικού πλαισίου από το κοινοτικό


κεκτηµένο

Α. Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισµού της 24-10-2005 περί των


προϋποθέσεων λήψης ασφαλιστικών µέτρων και της έννοιας του «δηµοσίου
συµφέροντος»,

Στην Ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή Ανταγωνισµού αναφέρεται στις


προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών µέτρων δυνάµει της διάταξης του άρθρου 9, παρ.
5 του ν.703/77. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, για την λήψη των µέτρων αυτών
απαιτείται κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισµό ως θεσµό και όχι στην
επιχείρηση που ενδεχοµένως βλάπτεται. Επιπλέον, δεν µπορεί πλέον η θιγόµενη
επιχείρηση να αιτηθεί τη λήψη τέτοιων µέτρων καθώς η σχετική διάταξη του
ν.703/77 τροποποίηθηκε ώστε να απαλειφθεί η σχετική δυνατότητα.
Η Ανακοίνωση αυτή συγχέει τον κίνδυνο βλάβης του δηµοσίου συµφέροντος ως
προϋπόθεση του βασίµου όπως ισχύει στο κοινοτικό δίκαιο µε τον κίνδυνο βλάβης
της θιγόµενης επιχείρησης ως µη επαρκούς προϋπόθεσης του παραδεκτού. Η
Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν χωρεί πλέον αίτηση της θιγόµενης επιχείρησης αφού

24/36
µόνο σε περιπτώσεις βλάβης του θεσµού του ανταγωνισµού κινείται η Επιτροπή
αυτεπάγγελτα για τη λήψη τέτοιων µέτρων. Το γεγονός ότι από µία παράνοµη κατά
τους κανόνες ανταγωνισµού συµπεριφορά ανακλαστικά θίγεται και ο καταγγέλων δεν
θεµελιώνει δικαίωµά του να αιτηθεί την προσωρινή προστασία του νόµου.
Ωστόσο, η αντίθετη ερµηνεία είναι η ορθή: ο κίνδυνος βλάβης του δηµοσίου
συµφέροντος είναι σαφώς προϋπόθεση του βασίµου της λήψης ασφαλιστικών
µέτρων. Αυτό δεν µπορεί να σηµαίνει ότι απαγορεύεται η αίτηση ιδιώτη για τη λήψη
τέτοιων µέτρων. Αρκεί µόνο να θεµελιώνεται στη βλάβη του δηµοσίου συµφέροντος
και όχι αποκλειστικά στη βλάβη της επιχείρησης του. Η ερµηνεία της Επιτροπής
καταλήγει στην πλήρη απαγόρευση υποβολής αιτήσεων λήψης ασφαλιστικών µέτρων
στην Ελλάδα ακόµη και στη βάση των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ από
οιανδήποτε επιχείρηση καθόσον όλες οι παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 της
ΣυνθΕΚ θίγουν ανακλαστικά κάποια ιδιωτικά συµφέροντα ανταγωνιστών ή
καταναλωτών.

B. Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισµού της 15-2-2007 περί Κριτηρίων ελέγχου


και κρίσεως υποθέσεων

Με την Ανακοίνωση της αυτή, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού δηµοσίευσε


την απόφαση της για τον κατά προτεραιότητα έλεγχο ορισµένων υποθέσεων.
Καταρχήν, λόγω του τεκµαιροµένου δηµοσίου συµφέροντος, οι αυτεπάγγελτοι
έλεγχοι πρέπει κατά κανόνα να γίνονται κατά προτεραιότητα των ελέγχων και
κρίσεων των καταγγελιών. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να εκδίδονται και κατά σειρά
προτεραιότητας οι γνωµοδοτήσεις της Επιτροπής, βάσει ερωτήµατος των δηµοσίων
αρχών.
Όσον αφορά τις καταγγελίες, εισάγονται κριτήρια προτεραιότητας τα οποία είναι
η γεωγραφική έκταση της καταγγελλόµενης παράβασης (τοπική ή εθνική), οι
συνέπειες στους καταναλωτές και ειδικά στην άνοδο των τιµών, το
πολλαπλασιαστικό αποτέλεσµα της καταγγελλόµενης παράβασης και η σηµασία των
καινοφανών ζητηµάτων που µπορεί να θέτει η καταγγελία.
Τα κριτήρια τα οποία εισάγονται από την Ανακοίνωση αυτή δεν συµβαδίζουν µε
το κοινοτικό κεκτηµένο στον τοµέα του ανταγωνισµού. Η θέσπιση κανόνων σύµφωνα
µε τους οποίους γνωµοδοτήσεις και αυτεπάγγελτοι έλεγχοι έχουν εξ αντικειµένου
προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε καταγγελίας, έστω και της πλέον επείγουσας και

25/36
σοβαρής, κινδυνεύουν να αφήνουν ανέλεγκτες σοβαρότατες καταγγελίες επί των
άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ. Η υποβάθµιση των πιθανών καταγγελιών για
παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισµού δεν συµβαδίζει µε τη βασική
αρχή του Καν. 1/2003 ο οποίος αποκέντρωσε την εφαρµογή των άρθρων 81 και 82
και υποχρεώνει τα κράτη µέλη να τοποθετούν αρµόδιες εθνικές αρχές που να
εφαρµόζουν τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισµού.
Το ίδιο ισχύει και για τα κριτήρια προτεραιότητας στον έλεγχο και στην κρίση
καταγγελιών. Απουσιάζει από τα σχετικά κριτήρια και η παραµικρή µνεία στο εάν η
καταγγελία αναφέρεται σε ενδεχόµενες παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 της
ΣυνθΕΚ ή στο εάν επηρεάζονται αρνητικά και αγορές άλλων κρατών µελών της ΕΕ.

V. Παραβάσεις των κανόνων της ΣυνθΕΚ από την διοικητική πρακτική της
Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού

Η πάγια πρακτική της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού όσον αφορά την


έρευνα και τον κολασµό συµπεριφορών και συµπράξεων περιοριστικών του
ανταγωνισµού δεν έχει αποδώσει παρά ελάχιστα αποτελέσµατα µέχρι σήµερα. Η
Ελλάδα παραµένει πάντα στην τελευταία θέση µεταξύ των Αρχών Ανταγωνισµού της
ΕΕ από τότε που συµπεριελήφθη στην ετήσια κατάταξη της διεθνούς επιθεώρησης
Global Competition Review. Ο Ελληνικός Τύπος αναφέρεται πλέον σε καθηµερινή
βάση στη οργανωµένη και ανεξέλεγκτη δράση των καρτέλ και των µονοπωλίων στην
χώρα και τα σχετικά δηµοσιεύµατα είναι πλέον αναρίθµητα και είναι αδύνατον
πρακτικά να επισυναφθούν στην καταγγελία. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι σε
διάστηµα τριών µόλις ηµερών τρείς διαφορετικές εφηµερίδες είχαν σχετικά εκτενή
δηµοσιεύµατα για διαφορετικά θέµατα σχετικά µε την πολιτική ανταγωνισµού στην
Ελλάδα (ΤΑ ΝΕΑ 4-5/10/2008, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5/10/2008, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ 6/10/2008).
Πιο συγκεκριµένα, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού έχει λάβει αποφάσεις –
µετά την υιοθέτηση και θέση σε ισχύ του Καν. 1/2003 - που έρχονται σε αντίθεση µε
αποφάσεις τόσο της Ευρωπαικής Επιτροπής όσο και του ∆ΕΚ και αµφισβητούν
ευθέως το κοινοτικό κεκτηµένο.

Α. Αποφ.αριθ. 252/III/2003 ΑΡΓΟΣ – ΕΥΡΩΠΗ της 2-10-2003

26/36
Στην υπό κρίση υπόθεση οι καταγγελλόµενες εταιρίες διανοµής Τύπου, ΑΡΓΟΣ
και ΕΥΡΩΠΗ, συνήψαν συµφωνία µεταξύ τους, µε σκοπό την διαµόρφωση κοινής
πολιτικής έναντι των υποπρακτόρων τους και των τελικών σηµείων πωλήσεως
(περίπτερα κτλ) σχετικά µε την αµοιβή και τους άλλους όρους των συµβάσεων
αυτών. Οι εταιρίες ΑΡΓΟΣ και ΕΥΡΩΠΗ κατείχαν και κατέχουν συλλογικά το
σύνολο της σχετικής αγοράς διανοµής έντυπου τύπου (εφηµερίδων και περιοδικών)
στην ελληνική επικράτεια.
Ο κύκλος εργασιών της εταιρίας ΑΡΓΟΣ για το έτος 2001 ανέρχονταν σε
83.696.553,53 €. O κύκλος εργασιών της εταιρίας ΕΥΡΩΠΗ για το έτος 2001
ανέρχονταν σε 40.556.019,30 €
Η Επιτροπή επέβαλε .πρόστιµο 100.000 € στην ΑΡΓΟΣ και 75.000 € στην
ΕΥΡΩΠΗ για την στο σκεπτικό περιγραφόµενη οριζόντια µεταξύ τους συµφωνία
Παρατηρεί σχετικά κανείς ότι η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού δεν εφάρµοσε
το άρθρο 81 της ΣυνθΕΚ παρότι οι ‘οριζόντιες’ παραβάσεις εφαρµόσθηκαν σε όλη
την Ελληνική αγορά και άρα τεκµαίρεται ο αρνητικός αισθητός επηρασµός του
διακοινοτικού εµπορίου. Παραλείποντας την εφαρµογή εν προκειµένω του άρθρου
81, η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 3, παρ. 1 της ΣυνθΕΚ. Επιπλέον, διαφαίνεται η
άρνηση στην ουσία επιβολής προστίµου σε µία τόσο σοβαρή σύµπραξη ‘οριζόντιου
χαρακτήρα’ και µάλιστα στις δύο επιχειρήσεις που δυοπωλούν την αγορά µέσω
συλλογικής δεσπόζουσας θέσης (όπως είχε κρίνει η Επιτροπή σε προηγουµένη
απόφαση επι ασφαλιστικών µέτρων της καταγγέλλουσας κατά των ΑΡΓΟΣ και
ΕΥΡΩΠΗ.

Β. Αποφ.αριθ. 249/III/2003 ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ – ΑΙΓΑΙΟΝ της 30-9-2003

Η υπόθεση αφορούσε εναρµονισµένη πρακτική των δύο αεροπορικών εταιριών


της Ελλάδας, της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ και της ΑΙΓΑΙΟΝ µε αποτέλεσµα α) τη µείωση
της προµήθειας των ταξιδιωτικών πρακτόρων από 9,24% σε 6,94% (χωρίς ΦΠΑ) επί
της τιµής των πωλουµένων αεροπορικών εισιτηρίων, για τους κοινούς προορισµούς
β) την κατάργηση των οικονοµικών ναύλων προς τους κοινούς προορισµούς και
γ)την ένταξη των παιδιών ηλικίας από 2 έως 12 ετών σε ακριβότερη κατηγορία
ναύλου (LOW/LRT).
Η Επιτροπή έκρινε ότι η οµοιοµορφία της συµπεριφοράς των καταγγελλοµένων
υπήρξε αποτέλεσµα µεταξύ τους συνεννόησης, η οποία εκδηλώθηκε µε την

27/36
κοινοποίηση επιστολής τους προς τρίτους. ∆εδοµένου δε ότι η εναρµονισµένη αυτή
πρακτική αναφερόταν στη διαµόρφωση τιµών, ήταν εξ ορισµού αντίθετη προς το
άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/77.
Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτγροπή θεώρησε ότι παρείλκε η διερεύνηση της
συµπεριφοράς των καταγγελλοµένων επιχειρήσεων και υπό το πρίσµα της
συλλογικής δεσπόζουσας θέσης αφού ήδη είχε διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 1
παράγραφος 1 του Ν. 703/1977. Η Επιτροπή δήλωσε ότι «η καταχρηστική
εκµετάλλευση της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης έχει αναπτυχθεί στην θεωρία και
ακολουθηθεί και από την νοµολογία για να παρακαµφθούν οι δυσκολίες που
συνδέονται µε την απόδειξη της εναρµονισµένης πρακτικής των επιχειρήσεων».
Επειδή η διαπιστωθείσα εναρµονισµένη πρακτική αποτελούσε σοβαρή παράβαση
του άρθρου 1 του ν. 703/77, για την οποία, συνεκτιµωµένων, αφενός ότι
πραγµατοποιήθηκε σε χρονική περίοδο οικονοµικής κρίσης των αεροπορικών
εταιριών λόγω των γνωστών γεγονότων της 11.9.2001 στις Η.Π.Α. και αφετέρου ότι
αµφότερες οι καταγγελλόµενες παρουσίασαν ζηµίες κατά την οικονοµική χρήση
πραγµατοποίησης της παράβασης, επιβλήθηκε πρόστιµο ύψους 176.082 € στην
εταιρία ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ και τριάντα τεσσάρων χιλιάδων είκοσι εννέα Ευρώ 34.029 €
στην εταιρία ΑΙΓΑΙΟΝ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,0216%, επί των
ακαθάριστων εσόδων τους για το έτος 2001.
Η απόφαση αυτή παρουσιάζει την ίδια έλλειψη εφαρµογής του άρθρου 81
καθόσον αφορούσε εναρµονισµένη πρακτική δυοπωλίου που κάλυπτε όλη την
ελληνική επικράτεια και την ίδια ατιµωρησία όσον αφορά το επίπεδο του προστίµου.
Επίσης, αµφισβητεί ευθέως την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης που είναι
ακλόνητα εδραιωµένη ως αυτόνοµη έννοια στο κοινοτικό δίκαιο.

Γ. Αποφ.αριθ. 277/IV/2005 Σούπερ µάρκετ της 1-4-2005 και Αποφ. 284/ΙV/2005


Σούπερ µαρκετ πρόστιµα

Στη συγκεκριµένη υπόθεση, η Επιτροπή Ανταγωνισµού διαπίστωσε ότι η ένωση


των ελληνικών σούπερ µάρκετ, ΣΕΣΜΕ, κατήρτισε σε κεντρικό επίπεδο καταλόγους
ποσοστών εκπτώσεων επί τιµολογίου προσδιορίζοντας ένα ανώτατο όριο ποσοστoύ
έκπτωσης επί τιµολογίου. Η ανωτέρω αναφερόµενη ενέργεια του ΣΕΣΜΕ εκρίθη ότι
συνιστούσε παράβαση του άρθρου 1παρ. 1 του ν. 703/77 και παράβαση του άρθρου
81 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Επίσης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη εναρµονισµένης πρακτικής

28/36
µεταξύ των µελών του ΣΕΣΜΕ σχετικά µε τις τιµές και τους όρους προµήθειας των
εκπτωτικών προϊόντων. Η ανωτέρω συµπεριφορά επτά συνολικά επιχειρήσεων
συνιστούσε – κατά την Επιτροπή - παράβαση του άρθρου 1 παρ.1 του ν.703/77 και
παράβαση του άρθρου 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ ως παρέµβαση στη διαµόρφωση των τιµών.
Οταν ετέθη το ζήτηµα των προστίµων, η Επιτροπή αποφάσισε να υπολογίσει τα
πρόστιµα µε βάση το συνολικό κύκλο εργασιών των µελών του ΣΕΣΜΕ και όχι τον
κύκλο εργασιών του ίδιου του ΣΕΣΜΕ. Αιτιολογώντας τον συγκεκριµένο
υπολογισµό, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ανάγκη αποτελεσµατικής εφαρµογής του
άρθρου 81 ΣυνθΕΚ που ερείδεται σε υπέρτερο δηµόσιο συµφέρον όπως αναφέρεται
στον Καν. 1/2003, σύµφωνα µε τον οποίο, η Επιτροπή Ανταγωνισµού και η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως αρµόδιες για την εφαρµογή των άρθρων 81 και 82 της
Συνθήκης, ενεργούν προς χάριν του δηµόσιου συµφέροντος και συνεργάζονται στενά
µε στόχο την προάσπιση του ανταγωνισµού. Από τη διατύπωση αυτή, δηλαδή, από
την υποχρέωση συνεργασίας µεταξύ της Ελληνικής Επιτροπής µε την Ευρωπαική
Επιτροπή, η πρώτη κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η ορθή βάση υπολογισµού του
προστίµου ήταν ο συνολικός κύκλος εργασιών των µελών του ΣΕΣΜΕ στην εγχώρια
αγορά για το έτος 2001, δηλαδή 5,428€ δισεκατοµµύρια. Λαµβάνοντας υπόψη αυτό
το ποσό και τη σοβαρή φύση της παράβασης, η Επιτροπή επέβαλε στον ΣΕΣΜΕ
πρόστιµο ύψους 15.000.000€ που αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,28% του συνολικού
κύκλου εργασιών των µελών αυτού στην εγχώρια αγορά για το έτος 2001. Στις
επιµέρους επιχειρήσεις τα πρόστιµα αντιστοιχούσαν περίπου σε ποσοστό 0,08% του
συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά για το έτος 2003.
Συµπερασµατικά, οι αποφάσεις αυτές, ενώ επικαλούνται τον Καν. 1/2003 και την
ανάγκη σεβασµού της υποχρέωσης συνεργασίας µεταξύ των Αρχών Ανταγωνισµού
και της Ευρωπαικής Επιτροπής, επιβάλλουν υπερβολικά χαµηλά πρόστιµα που
απέχουν πολύ από την πρακτική της. Ευρωπαικής Επιτροπής και, βεβαιότατα, δεν
βοηθούν στην εφαρµογή του άρθρου 81, παρ. 1 της ΣυνθΕΚ.

∆. Αποφ. αριθ. 312/V/2006 ΕΚΕ της 7-7-2006

Η υπόθεση αυτή αφορούσε το καρτέλ τιµών που αναπτύχθηκε µεταξύ των µελών
της Ένωσης των κονσερβοποιών ροδακίνου σε σχέση µε την τιµή αγοράς του
ροδάκινου από τους παραγωγούς. Σύµφωνα µε την απόφαση, από τα πρακτικά των
Γενικών Συνελεύσεων της Ένωσης, τα µέλη της που συµµετείχαν στις Γενικές

29/36
Συνελεύσεις συµφωνούσαν κατ΄επανάληψη για την προσφορά συγκεκριµένης τιµής
στους παραγωγούς, κατά την αγορά προιόντος προς επεξεργασία από τους ίδιους.
Προέκυψε η ενεργός συµµετοχή των µελών της κατά τις συζητήσεις καθορισµού
ενιαίας τιµής και η σύµφωνη γνώµη τους στις σχετικές µε το θέµα αποφάσεις ή η
αποδοχή των αποτελεσµάτων τους, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Ν. 703/77.
Όσον αφορά την επιβολή προστίµων, η Επιτροπή δήλωσε ότι η σχετική υπόθεση
αποτελεί την πρώτη περίπτωση στην οποία εξετάζεται ο τρόπος και το πεδίο
εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού επί των βασικών όρων λειτουργίας µιας
µεγάλης γεωργικής και µεταποιητικής αγοράς στην Ελλάδα. Λαµβάνοντας υπόψη τις
ιδιαιτερότητες της φύσης και του καινοφανούς χαρακτήρα της κρινόµενης υπόθεσης
και τις ειδικές συνθήκες που διαχρονικά δηµιούργησαν εύλογη σύγχυση στους
ενδιαφερόµενους, η Επιτροπή επέβαλε συµβολικό µόνο πρόστιµο 1.000 € στην
Ενωση και σε κάθε ένα από τα µέλη της, χωρίς το γεγονός αυτό να προδικάζει, όπως
δήλωσε η Επιτροπή, τη µελλοντική πολιτική της για ανάλογες περιπτώσεις.
Σε µία ακόµη περίπτωση καρτέλ τιµών µε βαρύτατες επιπτώσεις στους αγρότες
αλλά και στους καταναλωτές, η Επιτροπή αρνήθηκε να επιβάλει το απαιτούµενο
πρόστιµο. Το αποτέλεσµα ήταν η επανάληψη των πρακτικών καρτέλ όπως
κατήγγειλαν οι ροδακινοπαραγωγοί το καλοκαίρι του 2008 χωρίς η Επιτροπή να
αντιδράσει και να επιβάλλει τις προβλεπόµενες στην απόφαση χρηµατικές ποινές.

Ε. Αποφ. αριθ. 369/V/2007 καρτέλ του γάλακτος της 29-11-2007

Η υπόθεση αφορούσε την σύσταση και λειτουργία από τις γαλακτοβιοµηχανίες


στην Ελλάδα καρτέλ για την εφαρµογή κοινών τιµών αγοράς του γάλακτος από τους
παραγωγούς, την απαγόρευση µετακίνησής τους από µία βιοµηχανία σε άλλη και την
ανταλλαγή εµπορικών πληροφοριών µεταξύ των µελών του καρτέλ. Η συµφωνία
µείωσης των τιµών αγοράς του γάλακτος από τους παραγωγούς αποσκοπούσε στην
υφαρπαγή από τις γαλακτοβιοµηχανίες µέρους των επιδοτήσεων της ΕΕ προς τους
παραγωγούς (πριµ).
Στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, υπεβλήθη η µοναδική µέχρι τώρα αίτηση
επιείκειας στην Ελλάδα. Η εταιρία ΜΕΒΓΑΛ υπέβαλε αίτηση για χορήγηση
απαλλαγής από το πρόστιµο προσκοµίζοντας αποδεικτικά στοιχεία. Την εποµένη της
υποβολής της αίτησης επιείκειας, η αιτουµένη εταιρία έδωσε συνέντευξη τύπου και
δηµοσιοποίησε το γεγονός της κατάθεσης της αίτησης επιείκειας. Εντούτοις, η

30/36
Επιτροπή δέχθηκε να συνεχίσει την εξέταση της αίτησης επιείκειας, έκανε δεκτή την
εκ νέου υποβολή της αίτησης και, κατόπιν της προσωρινής απόρριψης της αίτησης
για πλήρη απαλλαγή από το ενδεχόµενο πρόστιµο, παρεκάλεσε την αιτούσα να
καταθέσει νέα αίτηση για µείωση του ενδεχόµενου προστίµου, όπως και έγινε.
Τελικά, η αιτούσα απέσυρε την αίτησή της κατά τη διάρκεια της συζήτησης ενώπιον
της Επιτροπής Ανταγωνισµού.
Ο χειρισµός εκ µέρους της Επιτροπής Ανταγωνισµού της πρώτης αίτησης
επιείκειας στην Ελλάδα ήταν απολύτως αποτυχηµένος αφού, όχι µόνο δεν
τιµωρήθηκε έγκαιρα η αιτούσα για τη δηµοσιοποίηση της αίτησής της αλλά της
επετράπη να αλληλογραφεί µε την Επιτροπή και να υποβάλει νέες αιτήσεις επιείκειας
εµποδίζοντας άλλες εταιρίες να υποβάλουν ενδεχόµενες αιτήσεις ελπίζοντας στην
πλήρη ή σηµαντική απαλλαγή από το πρόστιµο. Το τελικό αποτέλεσµα είναι η
πλήρης έλλειψη αιτήσεων επιείκειας στην Ελλάδα, γεγονός µοναδικό για κράτος
µέλος της ΕΕ από το 1981.

ΣΤ. Αποφ. αριθ. 376/V/2008 ΙΚΑ – Τράπεζες της 18-1-2008

Η υπόθεση αφορούσε γνωστοποίηση της σύµβασης µεταξύ, αφενός, του ΙΚΑ,


µεγαλύτερου δηµόσιου ασφαλιστικού φορέα στην Ελλάδα, και αφετέρου των 26
τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και είναι µέλη της Ένωσης
Ελληνικών Τραπεζών και του ∆ιατραπεζικού συστήµατος πληρωµών ∆ΙΑΣ ΑΕ. Η
σύµβαση προέβλεπε την διευκόλυνση καταβολής των εργοδοτικών εισφορών εκ
µέρους των υπόχρεων προς το ΙΚΑ διαµέσου των τραπεζών. Στην σύµβαση οριζόταν
ενιαία αµοιβή των τραπεζών ανά συναλλαγή και και valeur 3 εργασίµων ηµερών που
θα ίσχυε για όλες τις τράπεζες. Η σύµβαση συνήφθη µεταξύ του ΙΚΑ και όλων των
τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα χωρίς να προηγηθεί µειοδοτικός
διαγωνισµός αλλά αντίθετα είχε προηγηθεί συµφωνία µεταξύ των µελών της ΕΤΕ για
το τίµηµα της παρεχόµενης υπηρεσίας.
Η Επιτροπή δέχθηκε τη χορήγηση εξαίρεσης βάσει του άρθρου 1, παρ. 3 του
ν.703/77.
Όσον αφορά την κατάργηση του ανταγωνισµού σε ένα σηµαντικό τµήµα της
οικείας αγοράς (αρθρο 1, παρ.3 του ν.703/77), Επιτροπή κάνει επίκληση της
Ανακοίνωσης της Ευρωπαικής Επιτροπής «Κατευθυντήριες γραµµές για την
εφαρµογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 ΕΚ», ο.π.), αναφερόµενη στη σκέψη 110: «Η

31/36
τελευταία προϋπόθεση της εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 81 παράγραφος 3 δεν
πληρούται, αν η συµφωνία καταργεί τον ανταγωνισµό σε µια από τις σηµαντικότερες
εκφράσεις του, και ιδίως σε περίπτωση κατάργησης του ανταγωνισµού όσον αφορά
τις τιµές».
Η Επιτροπή θεώρησε ότι η ενιαία τιµή (αµοιβή των τραπεζών ανά συναλλαγή και
valeur 3 εργασίµων ηµερών) έχει ορισθεί στη σύµβαση µε τρόπο ώστε, ως προς το
θέµα καθορισµού της τιµής της παρεχόµενης στο ΙΚΑ υπηρεσίας, ο ανταγωνισµός
µεταξύ των υφιστάµενων στην ελληνική αγορά τραπεζών να περιορίζεται.
Όµως προέκυψε ότι η εν λόγω σύµβαση και το ενιαίο τίµηµα που καθιερώνει, ήταν
αποτέλεσµα µιας συγκυρίας που οριοθετούσε αφ΄ενός η πίεση του χρόνου που
δηµιουργούσε η επικείµενη είσοδος της Ελλάδος στη ζώνη Ευρώ και η οποία δεν
άφηνε περιθώρια για την οργάνωση διαγωνισµών και αφ΄ετέρου οι αδυναµίες του
λειτουργικού σχεδιασµού του ΙΚΑ. Πέραν όµως αυτού, το ενιαίο τίµηµα επέτρεψε σε
πολλές µεσαίες και µικρές τράπεζες, να εξασφαλίσουν την είσοδό τους σε µια
καινούργια αγορά εξαιρετικά σηµαντική, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν γι’ αυτές
απαγορευτική. Από την άποψη αυτή παράλληλα µε τους όποιους περιορισµούς
συνεπάγεται για την οικεία αγορά το ενιαίο τίµηµα, αντισταθµίζεται ως ένα βαθµό
από την διεύρυνση της βάσης της που σηµατοδοτεί ο µεγαλύτερος αριθµός των
τραπεζών που εµπλέκονται και αντιστρατεύονται έτσι τάσεις και καταστάσεις
µονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών σχηµάτων στον τραπεζικό τοµέα.
Με βάση τα ανωτέρω η Επιτροπή κατέληξε ότι η σύµβαση δεν παρέχει στις
συµπράττουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα σηµαντικής κατάργησης του
ανταγωνισµού στην οικεία αγορά, αφ΄ενός λόγω της συµβολής της στη διεύρυνση της
τελευταίας και αφ΄ετέρου λόγω του ειδικού βάρους που αποδεδειγµένα διαθέτει το
ΙΚΑ, στη διαµόρφωση του υφισταµένου καθεστώτος.
Σε αυτήν την υπόθεση, η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρµόσει το άρθρο 81 ως
όφειλε καθώς η σύµπραξη µεταξύ όλων των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην
Ελλάδα και του µεγαλύτερου ασφαλιστικού ιδρύµατος της χώρας δύναται να
επηρεάσει το διακοινοτικό εµπόριο τόσο λόγω του αριθµού των συναλλαγών που
αφορά όσο και εξαιτίας του αριθµού των επιχειρήσεων και του σηµαντικού ύψους
των χρηµατικών ποσών. Υπενθυµίζουµε ότι η ίδια η Επιτροπή χαρακτηρίζει την
αγορά ως «εξαιρετικά σηµαντική».
Επίσης, η Επιτροπή, προκειµένου να αποφύγει τον σκόπελο της συµφωνίας του
καρτέλ των τραπεζών επί της κοινής χρέωσης ανά συναλλαγή – η οποία είναι η

32/36
υψηλότερη στην Ευρώπη – επικαλείται την σκέψη 110 της Ανακοίνωσης της
Ευρωπαικής Επιτροπής γαι την εφαρµογή του άρθρου 1, παρ. 3, καταλήγοντας όµως
στο αντίθετο αποτέλεσµα: ενώ στη σκέψη 110, η Ευρωπαική Επιτροπή αποκλείει την
χορήγηση εξαίρεσης του άρθρου 81, παρ.3 σε περίπτωση συµφωνίας τιµών µεταξύ
ανταγωνιστών, η Ελληνική Επιτροπή καταλήγει στο συµπέρασµα ότι αυτή µπορεί να
επιτρέπεται. Ως δικαιολογία προτάσσεται η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη,
γεγονός που δεν άφηνε χρονικά περιθώρια για διοργάνωση διαγωνισµού. Με αυτήν
βέβαια την αιτιολογία, πριν την έναρξη κυκλοφορίας του ευρώ, ο ανταγωνισµός θα
είχε καταργηθεί σε όλα τα κράτη µέλη της ευρωζώνης. Ούτε βέβαια µπορεί να
αιτιολογηθεί η αποδοχή ενός καρτέλ τιµών στην υπόθεση ότι το ΙΚΑ εζήτησε κοινή
τιµολογιακή πολιτική ούτε ότι η συµφωνία τιµών επέτρεψε σε µικρότερες τράπεζες
να συµµετάσχουν στη σύµβαση. Αντίθετα, το δυσανάλογο ύψος των χρεώσεων ανά
συναλλαγή επιτρέπει αβίαστα το συµπέρασµα ότι η κατάργηση του ανταγωνισµού
µέσω συµφωνίας καρτέλ επέφερε την επιβολή στον έλληνα καταναλωτή και
ασφαλισµένο µονοπωλιακής τιµής. Τέλος, δεν πληρούται και η προϋπόθεση περί
αναλογικότητας και αναγκαιότητας των περιορισµών αφού το ΙΚΑ θα µπορούσε να
ζητήσει προσφορές, να αποδεχθεί την χαµηλότερη και να καλέσει τις υπόλοιπες
τράπεζες να ενταχθούν στη σύµβαση στη ίδια τιµή ( η οποία και τεκµαίρεται και ως η
πλησιέστερη στην ανταγωνιστική τιµή).

Ζ. Αποφ. αριθ. 385/V/2008 VIVARTIA – κατεψυγµένα της 20-3-2008

Η υπόθεση αυτή αφορούσε την παραποµπή της εταιρείας VIVARTIA στην


Επιτροπή Ανταγωνισµού για παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ όσον
αφορά τον καθορισµό τιµών µεταπώλησης και γεωγραφικών περιορισµών και την
επιβολή υποχρέωσης µη άσκησης ανταγωνισµού για τα έτη 2004 έως 2006
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η VIVARTIA παρέβη το άρθρο 1 του ν. 703/77 και
το άρθρο 81 ΣυνθΕΚ λόγω καθορισµού τιµών µεταπώλησης και γεωγραφικών
περιορισµών καθώς και το άρθρο 82 της ΣυνθΕΚ λόγω επιβολής υποχρέωσης µη
άσκησης ανταγωνισµού για τα έτη 2004 έως 2006.
Όσον αφορά την επιβολή προστίµων, η Επιτροπή δέχθηκε ότι µε δεδοµένη τη
σοβαρότητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων, καθορισµό τιµών και γεωγραφικοί
περιορισµοί αφ’ ενός και επιβολή υποχρέωσης µη άσκησης ανταγωνισµού από
εταιρεία κατέχουσα δεσπόζουσα θέση αφ’ ετέρου (70% σε όγκο στη λιανική αγορά

33/36
συσκευασµένων καταψυγµένων λαχανικών) τα ποσοστά προστίµου που τις αφορούν
ορίσθηκαν σε 8% και 6% του προαναφερθέντος κύκλου εργασιών αντίστοιχα.
Λαµβάνοντας όµως υπόψη το πνεύµα συνεργασίας που επέδειξε η εταιρία καθόλη
και την τροποποίηση των επίµαχων σηµείων των συµφωνητικών της πριν την έκδοση
σχετικής µε το θέµα απόφασης, η Επιτροπή εξαντλώντας την επιείκειά της, µείωσε τα
εν λόγω ποσοστά στο 3 και 2% αντίστοιχα.
Πρόκειται για µία ακόµη υπόθεση ουσιαστικής ατιµωρησίας σοβαρότατων
παραβάσεων του ανταγωνισµού και µάλιστα από τη µεγαλύτερη εταιρία τροφίµων
της Ελλάδας, η οποία είχε καταδικασθεί ως µέλος του καρτέλ του γάλακτος. Η
αιτιολογία της συρρίκνωσης του προστίµου στο 1/3 του αρχικού επιπέδου δεν
ευσταθεί καθόσον δεν αποτελεί συνεργασία µε την Επιτροπή η τροποποίηση των
περιοριστικών και καταχρηστικών συµβάσεων της καταγγελλόµενης µεσούσης της
διαδικασίας. Μάλιστα, η Επιτροπή είχε δηµοσιεύσει στην Ανακοίνωσή της για τον
τρόπο υπολογισµού των προστίµων ότι η βάση του προστίµου για πολύ σοβαρές
παραβάσεις πρέπει να υπολογίζεται στο 30% του τζίρου στην επίµαχη αγορά. Στη
συγκεκριµένη υπόθεση το πρόστιµο ανήλθε µόλις στα 3 και 2%.

H. Αποφ. αριθ. 413/V/2008 ∆ικηγορικοί Σύλλογοι της 2-10-2008

Το επίδικο ζήτηµα στην υπόθεση αυτή ήταν οι γεωγραφικοί περιορισµοί στην


παροχή νοµικών υπηρεσιών που προέρχονται από την οργάνωση των δικηγορικών
συλλόγων της χώρας και αφορούσε στις πολιτικές και τις διοικητικές υποθέσεις ήτοι
την παροχή νοµικών υπηρεσιών ενώπιον των Πολιτικών και ∆ιοικητικών
Πρωτοδικείων και Εφετείων. Σύµφωνα µε την καταγγελία, οι αρχές του
ανταγωνισµού παραβιάζονται εξαιτίας γεωγραφικών περιορισµών στην παροχή
νοµικών υπηρεσιών σε δικαστήρια (παραστασιακή δικηγορία) επειδή δικηγόροι
διορισµένοι σε Πρωτοδικείο συγκεκριµένης γεωγραφικής αρµοδιότητας δεν έχουν
δικαίωµα παράστασης σε Πρωτοδικείο άλλης, αν δεν συµπράξουν µε δικηγόρο της
περιφέρειας αυτής (άρθρο 44). Περαιτέρω, δικηγόρος συγκεκριµένου Πρωτοδικείου
δεν έχει δικαίωµα παράστασης σε συµβόλαιο που αφορά ακίνητο αν το συµβόλαιο
συντάσσεται ενώπιον Συµβολαιογράφου περιφερείας άλλου Πρωτοδικείου άνευ
συµπράξεως δικηγόρου της περιφερείας του Πρωτοδικείου αυτού. Ο καταγγέλλων,
δικηγόρος Θες/νίκης ισχυρίσθηκε ότι οι υπάρχουσες διατάξεις είναι εκτός
πραγµατικότητος, ελληνικής και κοινοτικής, και αντιβαίνουν στο ελληνικό (άρθρο 1

34/36
Ν. 703/77) και στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισµού (άρθρο 81 της ΣυνθΕΚ και
άρθρο 1 του Κανονισµού 1/2003) [παραποµπή στις παρ. 58, 59, 64 και 66 της
απόφασης του ∆ΕΚ στην υπόθεση Wouters, Συλλ. 2002, Ι-1653].
Η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία γιατί η αναγκαστική σύµπραξη του
εγχωρίου δικηγόρου παρέχει πλεονεκτήµατα στον πελάτη: α. εκµετάλλευση εκ
µέρους του καταναλωτή του συγκριτικού πλεονεκτήµατος του εγχωρίου εν σχέσει
προς τον νοµιµοποιούµενο δικηγόρο, β. σε πολλές περιπτώσεις σηµαντική οικονοµία
κλίµακος ώστε, τελικώς, η σύµπραξη να έχει µάλλον θετική επίδραση στο κόστος
παροχής των υπηρεσιών παρά να επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή από καθαρώς
οικονοµικής πλευράς. Τυχόν άρση αυτού του γεωγραφικού περιορισµού θα
επεβάρυνε τον καταναλωτή οικονοµικώς ενώ θα επηρέαζε αρνητικά, λόγω της
περιπλοκότητος των σχετικών µε τις παρεχόµενες υπηρεσίες δικονοµικών και
συναφών καθηκόντων, την ποιότητα των υπηρεσιών και, συνεπώς, την παραγωγή και
την τεχνική ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 85 παρ. 1 της Συνθ ΕΚ. Πράγµατι,
αν υπετίθετο ότι όλη η Επικράτεια αποτελεί, ως προς το δικαίωµα παράστασης, µια
ενιαία Πρωτοδικειακή και Εφετειακή Περιφέρεια, το πιθανότερο αποτέλεσµα από
πλευράς οικονοµικής θα ήταν η παροχή υπηρεσιών µόνον από ισχυρές οικονοµικώς
δικηγορικές εταιρείες και η σταδιακή υπαλληλοποίηση και συρρίκνωση των
δικηγόρων των Περιφερειακών Πρωτοδικείων.
Ακόµη και αν υφίστατο πράγµατι περιορισµός, αυτός δικαιολογείται τελικώς
απολύτως από σκοπούς οι οποίοι προάγουν ουσιωδώς τον ανταγωνισµό διότι: α. Εν
όψει της αληθούς και ογκουµένης γενικής τάσεως, η οποία προεξετέθη και δεν
αµφισβητείται, ήτοι επιλογής από τους δικηγόρους των Πρωτοδικείων εκείνων
ενώπιον των οποίων εισάγεται µέγα πλήθος υποθέσεων (βλπ. ανωτέρω), τα λοιπά
Πρωτοδικεία θα εκινδύνευαν να µην έχουν τους αναγκαίους για την διεξαγωγή των
υποθέσεων δικηγόρους –συλλειτουργούς της ∆ικαιοσύνης (βλπ. στη συνέχεια). β.
Στο πλαίσιο της εφαρµογής του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ η ορθή απονοµή της
δικαιοσύνης –και η επιβίωση των δικηγόρων, ως οικονοµικών επιχειρήσεων
θεωρουµένων- αναγνωρίζεται ως επιτακτικός λόγος δηµοσίου συµφέροντος. Οι
σχετικές διατάξεις έχουν θεσπισθεί το µεν για λόγους εξυπηρέτησης του γενικότερου
δηµοσίου και κοινωνικού συµφέροντος που συνδέονται µε την ευδόκιµη άσκηση του
δικηγορικού λειτουργήµατος και δεν προσκρούουν στην επαγγελµατική ελευθερία, το
δε χάριν της εύρυθµης απονοµής της δικαιοσύνης από τα δικαιοδοτικά όργανα. Οι

35/36
διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο Σύνταγµα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα
∆ικαιώµατα του Ανθρώπου.
Είναι σαφές ότι η ως άνω απόφαση αντιβαίνει ευθέως την νοµολογία WOUTERS,
την πολιτική της Ευρωπαικής Επιτροπής για το άνοιγµα των κλειστών επαγγελµάτων
στον ανταγωνισµό και την κοινή λογική. Επίσης επιχειρεί να διευρύνει το πεδίο µη
εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού και στους συµβολαιογράφους καταλήγοντας
σε ανάλογα συµπεράσµατα µε αυτά που αφορούν στους δικηγόρους. Σηµειώνεται ότι
το µέλος της Επιτροπής που εισηγήθηκε και συνέταξε το σχέδιο της απόφασης στην
Ολοµέλεια της Επιτροπής είναι δικηγόρος, µέλος του ∆ΣΑθηνών, πρώην σύµβουλος
του ∆ΣΑθηνών και δη «παλαιός συνδικαλιστής». Όµως, όχι µόνο δεν δήλωσε
εξαίρεση αλλά ανέλαβε το ρόλο του εισηγητή. Τέλος, η Επιτροπή καταδικάσθηκε
από το ∆ιοικητικό Εφετείο Αθηνών για την παράλειψή της να εξετάσει την
καταγγελία εντός ευλόγου χρονικού διαστήµατος.

Θ. Κανονιστική παρέµβαση στον τοµέα των πετρελαιοειδών βάσει του άρθρου 5 του
ν.703/77 και Αποφ. αριθ. 377/V/2008 ΕΛΠΕ/Euroil της 18-1-2008

Στις 2-8-2006, υπεβλήθη στην Επιτροπή Ανταγωνισµού, αίτηµα του Υπουργού


Ανάπτυξης να εξετασθεί ο κλάδος εµπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων σύµφωνα µε
το άρθρο 5 του ν. 703/77.
Τον Σεπτέµβριο 2006, η Επιτροπή δηµοσίευσε την ‘Εκθεση διαβούλευσης,
εκθέτοντας τα προβλήµατα ανταγωνισµού στον κλάδο των πετρελαιοειδών.
Ειδικότερα, τα ενδεχόµενα προβλήµατα που παρουσιάζονται στην αγορά
ετσιάζονται, σύµφωνα µε την Έκθεση, στην υψηλή συγκέντρωση στο στάδιο της
διύλισης και εντείνονται από το νοµικό καθεστώς που αφορά στην τήρηση
αποθεµάτων ασφαλείας (90 ηµερών). Το σύστηµα αυτό εµφανίζεται να λειτουργεί ως
εµπόδιο στην πραγµατοποίηση εισαγωγών πετρελαιοειδών από τις εταιρίες εµπορίας.
Η τιµολογιακή πολιτική των εγχώριων εταιρειών διύλισης, η οποία -πλην των
πιθανών εκπτώσεων όγκου στις εταιρίες εµπορίας- είναι η ίδια, όσο και η ανάλυση
των επιµέρους στοιχείων κόστους από τις εταιρείς διύλισης (κόστος τήρησης
αποθεµάτων ασφαλείας, κόστος πρώτης ύλης, κόστους αργού), η οποία δεν έχει µέχρι
σήµερα καταστεί εφικτή, συµβάλλουν στη δηµιουργία ενός καθεστώτος
αβεβαιότητας

36/36
Ειδικότερα, στην αγορά της χονδρικής εµπορίας καταγράφονται, σύµφωνα µε την
¨Εκθεση, περιορισµοί στην αδειοδότηση των αποθηκευτικών χώρων και προκύπτει
µια στρεβλή κατάσταση µε έκδηλο αποτέλεσµα όχι µόνο τις αυξητικές επιδράσεις
στην τιµή αλλά και το φαινόµενο ορισµένοι νοµοί να παρουσιάζονται ανεξήγητα
«ακριβοί». Σηµαντικό πρόβληµα, στο στάδιο της χονδρεµπορίας είναι το ότι η τιµή
χονδρικής δεν διαµορφώνεται µε αρκετά διάφανο τρόπο: οι συµβάσεις που
καταρτίζουν οι εταιρίες µε τις επιχειρήσεις λιανικής εµπορίας δεν προσδιορίζουν ούτε
τον τρόπο διαµόρφωσης των τιµών χονδρικής, αλλά ούτε και τυχόν παροχές
(εκπτώσεις, πιστωτική πολιτική).
Σύµφωνα µε την Έκθεση, η µεταφορά των υγρών καυσίµων µε δηµόσιας χρήσης
βυτιοφόρα αυτοκίνητα (∆ΧΒ) δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά. Ακόµη, οι επιχειρήσεις
λιανικής εµπορίας που συνεργάζονται αποκλειστικά µε κάποια εταιρία εµπορίας
καταρτίζουν συµβάσεις οι οποίες εµφανίζονται να περιέχουν όρους που δεσµεύουν
σηµαντικά τους πρατηριούχους ως προς τη λειτουργία των πρατηρίων και τη
διαµόρφωση των τελικών τιµών.
Όσον αφορά στα πρατήρια τα οποία δεν συνεργάζονται αποκλειστικά µε κάποια
εταιρεία εµπορίας και τα οποία µπορούν να προµηθευτούν καύσιµα από τα
διυλιστήρια (ανεξάρτητα πρατήρια), αυτά αντιµετωπίζουν δυσχέρειες ως προς την
πρόσβασή τους στα διυλιστήρια.
Όπως καταφαίνεται από την Έκθεση, όλα σχεδόν τα προαναφερθέντα
προβλήµατα προέρχονται από επιχειρηµατικές πρακτικές οι οποίες παραβιάζουν τα
άρθρα 81 και 82 της ΣυνθΕΚ.
Εντούτοις, και παρόλη την ρητή υποχρέωση της Επιτροπής να εφαρµόσει τις ως
άνω διατάξεις όταν επαρκούν τα στοιχεία που συνελέγησαν και να εκκινήσει τις
σχετικές αυτεπάγγελτες έρευνες, η Απόφαση αριθ. 334/V/2007 της 5-2-2007 µε βάση
το άρθρο 5 του ν.703/77, της Επιτροπής Ανταγωνισµού µετά την διαβούλευση
επέβαλε στα διυλιστήρια και στις εταιρίες εµπορίας κάποια µέτρα διαφάνειας των
τιµών τους. Έτσι, κραυγαλέες πρακτικές καρτέλ και κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης
όπως η κοινή πολιτική εκπτώσεων µεταξύ των δύο διυλιστηρίων και η ουσιαστική
απαγόρευση των εισαγωγών δεν ελέχθησαν και δεν εφαρµόσθηκαν οι κοινοτικοί
κανόνες ανταγωνισµού.
Ακόµη χειρότερα, η Επιτροπή επέλεξε να αποδεχθεί χωρίς δηµοσιότητα τις
πρακτικές που κατηγορούσε δηµόσια.

37/36
Ο ν. 3054/2002 όπως τροποποιήθηκε από το ν. 3335/2005, επέτρεψε την
πρόσβαση των ανεξάρτητων πρατηριούχων απευθείας στα διυλιστήρια της χώρας
ώστε να αποφεύγεται η διαµεσολάβηση των εταιριών εµπορίας και να µειωθούν οι
τελικές τιµές καταναλωτή.
Η πρώτη εταιρία που αντέδρασε στον νέο νοµοθετικό πλαίσιο ήταν τα
διυλιστήρια ΕΛΠΕ ΑΕ, ο µεγαλύτερος ελληνικός βιοµηχανικός όµιλος. Με το
υπ’αριθ. 4785/5-8-2005 έγγραφο που κατέθεσε στην Επιτροπή Ανταγωνισµού, η
ΕΛΠΕ ΑΕ γνωστοποίησε ανυπόγραφο σχέδιο σύµβασης προµήθειας πετρελαιοειδών
προϊόντων σε ανεξάρτητα πρατήρια ζητώντας παράλληλα από την Επιτροπή την
έκδοση απόφασης αρνητικής πιστοποίησης σύµφωνα µε το άρθρο 11, παρ. 1 του
ν.703/77 ή εξαίρεσης σύµφωνα µε το άρθρο 1, παρ.3 του ν.703/77. Με την υπ’αριθ.
450/27-1-2006 επιστολή της Γενικής ∆ιεύθυνσης της Επιτροπής Ανταγωνισµού, η
ΕΛΠΕ ΑΕ γνωστοποίησε υπογεγραµµένη σύµβαση µεταξύ των ΕΛΠΕ ΑΕ και της
πρώτης εταιρίας που εµπορεύεται πετρελαιοειδή για λογαριασµό ανεξάρτητων
πρατηρίων, της Euro Oil AE. Η Euro Oil AE θα προµηθευόταν αποκλειστικά για τα
δύο πρατήρια της που λειτουργούν ως Ανεξάρτητα πρατήρια. Επρόκειτο δηλαδή για
σύµβαση τύπου «προσχώρησης» εφόσον δεν προηγήθηκαν αλλά ούτε και
ακολούθησαν συζητήσεις ή διαπραγµατεύσεις σχετικά µε τους όρους της σύµβασης.
Με τη σύµβαση αυτή, η ΕΛ.ΠΕ. ΑΕ επέβαλε προσαυξήσεις στην αντισυµβαλλόµενη,
τα λεγόµενα premia. Η πρακτική αυτή είχε ήδη σχολιασθέι στην Έκθεση
διαβούλευσης του Σεπτεµβρίου 2006: «...Εκτός όµως από τον κοινό τρόπο
υπολογισµού..., οι εταιρείες διύλισης, όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως επιβάλλουν
και ορισµένες προσαυξήσεις (premia). Οι εν λόγω διορθωτικές προσαυξήσεις, για κάθε
πωλούµενο προϊόν, περιλαµβάνουν µεταξύ των άλλων συγκεκριµένα στοιχεία κόστους
(διακίνηση, αποθήκευση, χρηµατοοικονοµικά κόστη, κ.λ.π). Τονίζεται ότι οι εγχώριες
εταιρείες διύλισης, δεν προβαίνουν σε αναλυτικό επιµερισµό της εν λόγω προσαύξησης,
µε αποτέλεσµα οι πελάτες τους (εταιρείες εµπορίας, µεγάλοι τελικοί καταναλωτές) να
µη γνωρίζουν επακριβώς τι περιλαµβάνεται στο premium. Σε αρκετές περιπτώσεις, το
ποσό αυτό ενδέχεται να είναι υψηλότερο σε σχέση µε αυτό που χρεώνουν τα διυλιστήρια
στο εξωτερικό και δεδοµένου ότι επηρεάζει σε σηµαντικό βαθµό το κόστος αγοράς του
προϊόντος θα πρέπει να προκύπτει µε διαφάνεια ...Απόρροια των παραπάνω
διαπιστώσεων, είναι η απουσία διαφάνειας στον τρόπο τιµολόγησης των εταιρειών
διύλισης».

38/36
Εντούτοις, στις 18-1-2008, η Ολοµέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισµού υιοθέτησε
την µη δηµοσιευθείσα Απόφαση 377/V/2008 µε την οποία χορήγησε αρνητική
πιστοποίηση όσον αφορά την γνωστοποιηθείσα σύµβαση ΕΛΠΕ ΑΕ- Euro Oil AE
απορρίπτοντας όλες τις ενστάσεις της τελευταίας καθώς και τα επιχειρήµατα της περί
διακριτικής µεταχείρισης και υπερτιµολόγησης της ΕΛΠΕ ΑΕ εις βάρος των
ανεξάρτητων πρατηριούχων.
Μόλις 4 µήνες αργότερα, στις 27-5-2008, η Επιτροπή εκκίνησε εκ νέου τη
διαδικασία του άρθρου 5 του ν.703/77 µε νέα Εκθεση της όπου αναφέρονται τα εξής:
«...Τιµολογιακή πολιτική....Οι εταιρείες διύλισης, όπως αναφέρθηκε και
προηγουµένως, επιβάλλουν ορισµένες προσαυξήσεις (premia) στην τιµή διυλιστηρίου.
Οι εν λόγω διορθωτικές προσαυξήσεις, για κάθε πωλούµενο προϊόν, περιλαµβάνουν
µεταξύ των άλλων συγκεκριµένα στοιχεία κόστους (διακίνηση, αποθήκευση,
χρηµατοοικονοµικά κόστη, κ.λ.π). Oι εταιρείες διύλισης δεν προβαίνουν σε αναλυτικό
επιµερισµό της εν λόγω προσαύξησης, µε αποτέλεσµα οι πελάτες τους (εταιρείες
εµπορίας, µεγάλοι τελικοί καταναλωτές) να µη γνωρίζουν επακριβώς τι περιλαµβάνεται
στο premium. Σε αρκετές περιπτώσεις, το ποσό αυτό ενδέχεται να είναι υψηλότερο σε
σχέση µε αυτό που χρεώνουν τα διυλιστήρια στο εξωτερικό και δεδοµένου ότι επηρεάζει
σε σηµαντικό βαθµό το κόστος αγοράς του προϊόντος το ποσό αυτό θα πρέπει να
υπολογίζεται µε διαφάνεια. Εν κατακλείδι...ο τρόπος τιµολόγησης των εταιρειών
διύλισης είναι αδιαφανείς».
Στις 27-8-2008, η Επιτροπή ανακοίνωσε τις νέες προτάσεις µέτρων της για την
αγορά των καυσίµων όπου «παρακαλούνται» τα διυλιστήρια να µην επιβάλουν στα
ανεξάρτητων πρατήρια προσαυξήσεις που στην ουσία αφαιρούν κάθε κίνητρο από τα
πρατήρια να κάνουν χρήση της τελευταίας διάταξης του νόµου που επιτρέπει την
απευθείας προµήθεια..
Κατά συνέπεια, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού, όχι µόνο δεν εφήρµοσε, ως
όφειλε, τις διατάξεις των άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ στις παραβάσεις που
απεκάλυψε κατά τη διάρκεια της έρευνας της αλλά, στην περίπτωση των
ανεξάρτητων πρατηριούχων, επέτρεψε µε εµπιστευτική απόφαση της την παραβίαση
εκ µέρους των διυλιστηρίων της ΕΛ.ΠΕ. ΑΕ του άρθρου 82 της ΣυνθΕΚ δια της
επιβολής καταχρηστικά υψηλών προσαυξήσεων στους πρατηριούχους σε σύγκριση
µε άλλους πελάτες. Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή εξάλειψε κάθε πιθανότητα
µείωσης των τιµών των καυσίµων στην Ελλάδα.

39/36
Ι. Αποδοχή δεσµεύσεων, δελτίο τύπου στην υπόθεση DIAS ATM, DIAS DEBIT και
DIAS TRANSFER της 30-2008

Σύµφωνα µε το δελτίο της Επιτροπής Ανταγωνισµού, στην από 29-7-2008


συνεδρίαση της, η Επιτροπή έκανε δεκτές τις δεσµεύσεις που υπέβαλαν οι τράπεζες
για την ικανοποίηση των αιτιάσεων που περιλάµβανε η Εισήγηση της Γενικής
∆ιεύθυνσης Ανταγωνισµού, αναφορικά µε τον καθορισµό των διατραπεζικών
προµηθειών DIAS ATM, DIAS DEBIT και DIAS TRANSFER. Με τις δεσµεύσεις
αυτές οι τράπεζες ανέλαβαν να µειώσουν δραστικά το ύψος των µεταξύ τους
διατραπεζικών προµηθειών και το ύψος των προµηθειών που εισέπρατταν γι’ αυτές
τις υπηρεσίες από τους καταναλωτές.
Πιο συγκεκριµένα, οι τράπεζες ανέλαβαν την υποχρέωση να παραλείψουν στο
µέλλον οποιαδήποτε συµφωνία που δεν πληροί τους όρους και προϋποθέσεις των
κανόνων ανταγωνισµού. ∆εσµεύθηκαν επίσης να µειώσουν τις µεταξύ τους
διατραπεζικές προµήθειες για την χρήση των ATM σε ποσοστό κατά µέσον όρο 50%
αυτών που ισχύουν σήµερα. Επιπλέον οι τράπεζες δεσµεύονται να µειώσουν κατά το
ίδιο ποσοστό και τις εισπραττόµενες από τους χρήστες των ATM προµήθειες. Οι
τράπεζες δήλωσαν επίσης ότι δεν τίθεται ούτε θα τεθεί στο µέλλον θέµα ενιαίας
τιµολόγησης για την παροχή υπηρεσιών µε τα συστήµατα DIAS DEBIT και DIAS
TRANSFER. Παράλληλα οι τράπεζες αναφορικά µε τα προαναφερθέντα συστήµατα
DIAS DEBIT και DIAS TRANSFER, αναλαµβάνουν την υποχρέωση να µειώσουν
τις τυχόν µεταξύ τους διµερείς προµήθειες σε επίπεδο χαµηλότερο από εκείνο που
ίσχυε και να προσαρµόσουν την έναντι των πελατών τους τιµολογιακή πολιτική, ώστε
να προκύπτει υπέρ αυτών ανάλογη ωφέλεια από την αναπροσαρµογή των µεταξύ
τους προµηθειών.
Αποδεχόµενη τις ανωτέρω δεσµεύσεις, η Επιτροπή έθεσε τέλος στην
αυτεπάγγελτη έρευνα της.
Η Εθνική Συνοµοσπονδία Ελληνικού Εµπορίου αντέδρασε στην παραπάνω
απόφαση µε το εξής δελτίο τύπου της 1-8-2008:
«Η Εθνική Συνοµοσπονδία Ελληνικού Εµπορίου µε έκπληξη πληροφορήθηκε από
δηµοσιεύµατα του τύπου, την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισµού, σχετικά µε την
αποδοχή των δεσµεύσεων των Τραπεζών για µείωση του ύψους των προµηθειών µε τις
οποίες επιβαρύνονται οι πολίτες – χρήστες των ΑΤΜ, ως αποτέλεσµα της αντίστοιχής
µείωσης των διατραπεζικών προµηθειών. Είναι γνωστόν ότι, οι Τράπεζες είχαν

40/36
κατηγορηθεί για εναρµονισµένη πρακτική στο παραπάνω θέµα, δηλαδή ότι, από κοινού
είχαν προσδιορίσει το ύψος των παραπάνω προµηθειών.
Με την συγκεκριµένη απόφαση, δυστυχώς, η Επιτροπή Ανταγωνισµού στέλνει διττό
µήνυµα τόσο προς τον απλό πολίτη, όσο και προς τις επιχειρήσεις. Ο απλός πολίτης, η
κοινωνία όλη, περιµένει από την Επιτροπή Ανταγωνισµού να τον προστατέψει από
«παράνοµες πρακτικές» που ακολουθούν κάποιοι και ελπίζει στην παραδειγµατική
τιµωρία τους, αλλά και στην µη επανάληψη παρόµοιων πρακτικών στο µέλλον.
Το µήνυµα που εστάλη στους επίδοξους παραβάτες του υγιούς ανταγωνισµού είναι
ότι, µπορούν να παραβιάζουν τους κανόνες του, µέχρις ότου συλληφθούν και όταν αυτό
συµβεί να δεσµεύονται ότι, δεν θα το επαναλάβουν και να τυγχάνουν «άφεσης
αµαρτιών». Βέβαια, µε την παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισµού, ο
πολίτης θα έχει κάποια οφέλη από την µείωση των προµηθειών που θα τον χρεώνουν οι
Τράπεζες όταν συναλλάσσεται µε αυτές µέσω των ΑΤΜ, αλλά δεν περιµένει µόνο αυτό.
Αφού η τελευταία δεν µπορεί να επιβάλλει υλική αποζηµίωση στον κάθε πολίτη για την
ζηµία που υπέστη όλα αυτά τα χρόνια, θα περίµενε µια ηθική ικανοποίηση, την
καταδίκη των Τραπεζών.
Η Εθνική Συνοµοσπονδία Ελληνικού Εµπορίου θεωρεί ότι, ο θεσµός των
δεσµεύσεων θα πρέπει να εφαρµόζεται µε µεγαλύτερη προσοχή και ευαισθησία, έτσι
ώστε να συµβαδίζει µε τον καλύτερο τρόπο µε το αίσθηµα του απλού πολίτη, για την
απόδοση του δικαίου επί «ίσοις όροις», αλλά και την προστασία του ελεύθερου
ανταγωνισµού και την τιµωρία όσων τον παραβαίνουν».
Ως µέτρο σύγκρισης, αναφέρουµε εδώ την πρώτη απόφαση δεσµεύσεων της
Ολλανδικής Αρχής Ανταγωνισµού της 6-6-2008 µε την οποία υποχρεώθηκαν εταιρίες
τροφοδοσίας σχολείων να τροποιήσουν αµέσως τις συµβάσεις αποκλειστικότητας
που είχαν συνάψει για την επόµενη σχολική χρονιά. Λόγω του επείγοντος, η
Ολλανδική Αρχή Ανταγωνισµού έκανε δεκτές τις δεσµεύσεις χωρίς όµως να
τερµατίσει την έρευνα η οποία και θα συνεχιζόταν κατά τη διάρκεια της νέας
σχολικής χρονιάς.
Οι δεσµεύσεις των Τραπεζών είναι στην ουσία µία υπόσχεση εφαρµογής του
νόµου και αποφυγής παράνοµης σύµπραξης. Η µόνη σηµαντική δέσµευση είναι η
µείωση κατά µέσο όρο 50% των µεταξύ τους προµηθειών και η µεταφορά τους στον
καταναλωτή. Αυτή η δέσµευση δεν αφορά την διαπιστωµένη ύπαρξη εναρµονισµένης
πρακτικής µε τον από κοινού καθορισµό των προµηθειών. Το καρτέλ που
συνέστησαν οι τράπεζες παραµένει έτσι ατιµώρητο. Η δέσµευση της µείωσης κατά

41/36
µέσο όρο 50% είναι πολύ δύσκολα επαληθεύσιµη (π.χ. σε ποίαν αναγωγή θα
υπολογισθεί ο µέσος όρος) και δεν έχει προβλεφθεί καµµία διαδικασία αστυνόµευσης
της συµµόρφωσης των τραπεζών µε τον σχετικό όρο. Επιπλέον, εάν το συνολικό
κόστος των διατραπεζικών προµηθειών µειωθεί κατά 50%, µία τράπεζα ούτε κερδίζει
ούτε χάνει σε σύγκριση µε την παρούσα κατάσταση αφού έχει λιγότερο κόστος όταν
πληρώνει αυτή την προµήθεια και λιγότερο κέρδος όταν η άλλη τράπεζα της
καταβάλλει την προµήθεια. Τέλος, δεν είναι σαφές κατά πόσον το αυθαίρετο
ποσοστό του 50% λειτουργέι υπέρ του ανταγωνισµού ή όχι. Σε περίπτωση πλήρους
απουσίας εναρµονισµένης πρακτικής, λόγου χάριν, οι σχετικές τιµές θα τείνουν -
µέσω του ανταγωνισµού - προς το µηδέν. Το πλαφόν του 50% προσφέρει ένα
σηµαντικό κίνητρο αντικατάστασης της εναρµονισµένης πρακτικής µε σιωπηρή
σύµπραξη γύρω από την ίδα τιµή, χωρίς όµως αυτήν την φορά να είναι δυνατή η
καταδίκη αυτής της πρακτικής αφού θα έχει επιβληθεί από τις δεσµεύσεις.
Συµπεραίνεται λοιπόν ότι η απόφαση αυτή λειτουργεί contra legem και αθωώνει
παράνοµες συµπράξεις µεταξύ όλων των τραπεζών που λειτουργούν στην Ελλάδα και
οι οποίες θα έπρεπε να είχαν τιµωρηθεί µε την εφαρµογή του άρθρου 81 της ΣυνθΕΚ.

VI. Οργανωτικά προβλήµατα και αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επιτροπής


Ανταγωνισµού

Πέραν των αποφάσεων που αντίκεινται στους κοινοτικούς κανόνες


ανταγωνισµού, η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισµού έχει αποδειχθεί εντελώς
αφερέγγυα και αναξιόπιστη στην τήρηση προθεσµιών και στην διεκπεραίωση του
έργου της.
∆ύο εσωτερικά έγγραφα που δηµοσιεύθηκαν περιγράφουν την κατάσταση των
υπηρεσιών και την αδυναµία προώθησης της εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού.
Το πρώτο φέρει ηµεροµηνία 18 Ιανουαρίου 2006, και είναι εµπιστευτική
επιστολή 6 Προϊσταµένων της Γενικής ∆ιεύθυνσης Ανταγωνισµού της Επιτροπής
Ανταγωνισµού προς τον Πρόεδρο της και στον οποίο του απηύθυναν κατηγορίες για
παράνοµες ενέργειες, ύποπτη καθυστέρηση στην έρευνα των υποθέσεων και
ευνοιοκρατία (βλ. εφηµερίδα Ελευθεροτυπία 23-1-2007). Η αντίδραση του Προέδρου
ήταν να µη δώσει καµµία απάντηση στο υπόµνηµα αλλά να εκδιώξει τους
συγγράψαντες. Από τους Προισταµένους αυτούς 5 ήδη εκδιώχθηκαν από την
Επιτροπή Ανταγωνισµού ή µετακινήθηκαν.

42/36
Το δεύτερο έγγραφο αποτελεί υπόµνηµα διαµαρτυρίας του συλλόγου των
εργαζοµένων στην Επιτροπή που απεστάλη προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής στις 7-
8-2008 (Αρ. Πρωτ.244) µε τον τίτλο «Προβλήµατα και ∆υσλειτουργίες της Επιτροπής
Ανταγωνισµού» το οποίο δηµοσιεύθηκε σε εφηµερίδες. Σε αυτό το υπόµνηµα,
γίνονται αναφορές στην έλλειψη προγράµµατος δράσης και προτεραιοτήτων, στην
απαξίωση του έργου της Επιτροπής, στην οµολογία του Προέδρου της Επιτροπής ότι
η Επιτροπή άρχισε στην ουσία να λειτουργεί από το 2005, στις καθυστερήσεις στη
διερεύνηση των υποθέσεων για τις οποίες δεν ευθύνονται οι υπάλληλοι αλλά η
ηγεσία της Επιτροπής κλπ.
Επιπλέον, όσον αφορά τις καθυστερήσεις στην διερεύνηση των υποθέσεων,
Επιτροπή έχει ήδη καταδικασθεί δύο φορές για υπαίτια παράλειψη εξέτασης
καταγγελίας και µάλιστα σε µία από αυτές τις υποθέσεις καταδικάσθηκε σε
αποζηµίωση υπέρ του καταγγέλλοντος (Αποφ. ∆ιοικητ. Πρωτ. Αθ. 4418/25.7.2007).
Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις επί πρακτικών που έλαβαν χώρα πολλά έτη πρίν
(βλέπε πχ. Αποφ. αριθ. 325/V/2007 της 11-1-2007 επί καταγγελίας 4-3-1999, Αποφ.
αριθ. 356/V/2007 της 27-9-2007 επί καταγγελίας 17-7-2002, Αποφ. 376/V/2008 της
18-1-2008 επί γνωστοποιήσεως 14-3-2002) και οι εκκρεµείς ακόµη υποθέσεις που
χρονολογούνται από τότε (βλέπε π.χ. Αποφ. 342/V/2007 για περαιτέρω εξέταση της
καταγγελίας της εταιρίας Φλωράς της 17.3.2003, υποθέσεις Σαρρής και ∆ρίτσας που
βρίσκονται στο στάδιο της συζήτησης µε καταγγελίες από το 1996 και το 2002
αντίστοιχα). Ενηµερωτικά, πρέπει να σηµειωθεί ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής έχει
κατ’επανάληψη τονίσει ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου το πρόβληµα που
δηµιουργούν οι πολλές και παλαιές υποθέσεις που ανέρχονται σε εκατοντάδες ενώ το
Ευρωπαικό Κοινοβούλιο έχει ήδη πραγµατοποιήσει ακρόαση σχετικά µε αναφορές
κατά της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού από καταγγέλλοντες.
Χαρακτηριστική είναι επίσης και η περίπτωση της καταγγελίας της εταιρίας
IRON TENCO κατά του ελληνικού καρτέλ του χάλυβα η οποία δεν άρχισε να
διερευνάται προτού η καταγγέλλουσα υποβάλει µύνηση κατά του Προέδρου της
Επιτροπής για παράβαση καθήκοντος. Υπενθυµίζουµε στο σηµείο αυτό ότι, κατά του
Προέδρου της Επιτροπής έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος και
διενεργείται προανάκριση για κατάχρηση εξουσίας επειδή οι καταγγελίες κατά των
καρτέλ στην Ελλάδα δεν διερευνόνταν εγκαίρως και συστηµατικά.

VIΙ. ∆ικαστικές Αποφάσεις

43/36
Η κραυγαλέα και αποδεδειγµένη ανεπάρκεια της Ελληνικής Επιτροπής
Ανταγωνισµού δεν αντισταθµίζεται από την νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων η
οποία στα θέµατα της εφαρµογής του δικαίου του ανταγωνισµού είναι ανύπαρκτη.
ράγµατι, τα Ελληνικά ∆ικαστήρια έχουν αναπτύξει συγκεκριµένη νοµολογία µη
εφαρµογής των κανόνων του ανταγωνισµού.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ’αριθ. 937/2006 της 13-2-2006 απόφαση
του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η αιτούσα εταιρία Daemotor, πρώην µέλος του δικτύου διανοµής οχηµάτων
Chevrolet και Daewoo της εταιρίας Chevellas, υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών µέτρων
κατά της απόφασης της Chevellas να την αποβάλει από το δίκτυο διανοµής της. Η
αίτηση έγινε καταρχάς δεκτή από το ∆ικαστήριο µε την υπ’αριθ. 5346/2004 απόφασή
του. Η απόφαση αυτή ανεκλήθη από το Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών (αποφ.
195/2005) το οποίο έκρινε – µεταξύ άλλων – ότι µόνη αρµόδια να εξετάσει αιτήµατα
λήψης ασφαλιστικών µέτρων για παραβάσεις των διατάξεων του ν.703/77 είναι η
Επιτροπή Ανταγωνισµού. Η αιτούσα επανήλθε στο Μονοµελές Πρωτοδικείο µε νέα
αίτηση ισχυριζόµενη ότι υπάρχουν νέα δεδοµένα και συγκεκριµένα ότι, µετά από
σχετική τροποποίηση, το άρθρο 9, παρ.5 του ν.703/77 και η σχετική Ανακοίνωση της
Επιτροπής Ανταγωνισµού χαρακτηρίζουν ως µόνα αρµόδια να κρίνουν διαφορές
εφαρµογής δικαίου ανταγωνισµού µεταξύ ιδιωτών και δη, επί διαδικασιών
ασφαλιστικών µέτρων, είναι τα πολιτικά δικαστήρια και όχι πλέον η Επιτροπή
Ανταγωνισµού. Το ∆ικαστήριο απέρριψε αυτόν τον ισχυρισµό: «...Περαιτέρω η
αιτούσα ιχυρίζεται ότι επήλθε µεταβολή του νοµικού πλαισίου µε τη θέση σε ισχύ από
την 2-8-2005 του ν.3373/2005 που τροποποίησε το άρθρο 9 του ν.703/77, µε το οποίο
κατέστη αρµόδιο το ∆ικαστήριο τούτο και όχι η επιτροπή ανταγωνισµού και ως εκ
τούτου µπορεί να ληφθούν ασφαλιστικά µέτρα. Όµως µε την
τροποποίηση...προστέθηκαν νέες αρµοδιότητες στην επιτροπή ανταγωνισµού για την
αποτροπή άµεσα επικείµενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στιο δηµόσιο συµφέρον,
χωρίς να αφαιρεθούν οι παλιές αρµοδιότητες, οι οποίες παρέµειναν στην αρµοδιότητά
της εν λόγω επιτροπής...». Ο εισαγγελέας του Ανώτατου ∆ικαστηρίου της Ελλάδας,
του Αρείου Πάγου, αρνήθηκε να προσβάλλει επί νοµικού σφάλµατος την απόφαση
αυτή και καθώς οι αιτούσα είχε εξαντλήσει τα ένδικα µέσα στην διαδικασία των
ασφαλιστικών µέτρων, η απόφαση έγινε οριστική και αµετάκλητη.

44/36
Με άλλα λόγια, οι αιτούµενοι προσωρινή προστασία ασφαλιστικών µέτρων σε
περιπτώσεις παράβασης των άρθρων 1 και 2 του ν.703/77 και 81 και 82 της ΣυνθΕΚ
βρίσκονται στην Ελλάδα ενώπιον απολύτου αρνησιδικίας: ούτε η Επιτροπή
Ανταγωνισµού αλλά ούτε και τα δικαστήρια δέχονται ότι είναι αρµόδια να κρίνουν
τέτοιες αιτήσεις. Παράδειγµα, η αιτούσα εταιρία στην υπόθεση του κάρτελ του
χάλυβα , IRON TENCO, είδε την αίτησή της στην Επιτροπή Ανταγωνισµού για λήψη
ασφαλιστικών µέτρων να απορρίπτεται µε απλή επιστολή του Προέδρου της
Επιτροπής χωρίς καν την απαιτούµενη απόφαση του άρθρου 9, παρ. 5 του ν.703/77.
Άρα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής Ανταγωνισµού αποφάσισαν να υιοθετήσουν την
πρακτική να µην εισαγάγουν τέτοια αιτήµατα στην Ολοµέλεια της Επιτροπής αλλά να
τα απορρίπτουν δια απλής επιστολής του Προέδρου.
Μία άλλη χαρακτηριστική δικαστική απόφαση είναι η απόφ. 1406/2008 της 15-9-
2008 του Τριµελούς ∆ιοκητικού Πρωτοδικείου. Στο δικαστήριο προσέφυγε η ατοµική
επιχείρηση ALTO Σαρρής αιτούµενη αποζηµίωση για την παράλειψη της Επιτροπής
Ανταγωνισµού να εξετάσει και να αποφανθεί επί της καταγγελίας του κατά της
εταιρίας FIAT ΕΛΛΑΣ για µεγάλο χρονικό διάστηµα που υπερβαίνει τα 10 χρόνια.
Το ∆ικαστήριο απέρριψε την αγωγή παρότι διαπίστωσε την παράνοµη παράλειψη της
Επιτροπής Ανταγωνισµού, µεταξύ άλλων, διότι: «...Περαιτέρω ο ενάγων
υπολαµβάνει ότι η Επιτροπή, εάν επιλαµβάνετο, όπως όφειλε, εγκαίρως της
καταγγελίας του, θα δικαίωνε αυτόν και µε τον τρόπο αυτό θα αποτρεπόταν η ζηµία
του. Όµως, δεν µπορεί να συναχθεί µε βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των
πραγµάτων ότι η εναγόµενη Επιτροπή, και εάν ακόµη είχε επιληφθεί εγκαίρως...της
καταγγελίας του ενάγοντος και επιβάλλοντας κυρώσεις εις βάρος της προµηθεύτριας
επιχείρησης, θα απέτρεπε τη ζηµία αυτού, αφού δεν είναι σίγουρο εάν και πόσο
σύντοµα θα συµµορφωνόταν η εν λόγω επιχείρηση σε µία τέτοια απόφαση της
Επιτροπής και εάν θα ανετρέποντο τα αποτελέσµατα της καταγγελίας της σύµβασης
του ενάγοντος µε την προµηθεύτρια...».
Η ως άνω απόφαση αποτελεί δηµόσια οµολογία µη εφαρµογής των αποφάσεων
της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισµού και αποτυπώνει την κατάσταση ανυπαρξίας
ασφάλειας δικαίου στην Ελλάδα όσον αφορά την εφαρµογή των κανόνων
ανταγωνισµού.
Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι, παρότι η παράβαση των κανόνων ανταγωνισµού
στην Ελλάδα αποτελεί ποινικό αδίκηµα, τα Ελληνικά ∆ικαστήρια έχουν εφαρµόσει
την συγκεκριµένη διάταξη του άρθρου 29 του ν.703/77 σε µία µόνη υπόθεση που

45/36
αφορούσε το ∆Σ της ελληνικής εταιρίας διανοµής Coca Cola στα 31 χρόνια
εφαρµογής του νόµου.
_____________________________________________________________

Επειδή, από το πλήθος των προαναφερόµενων πράξεων και παραλείψεων της


Ελληνικής ∆ιοίκησης συνάγεται τεκµηριωµένη και εµπεριστατωµένη απόδειξη της
προσαπτόµενης πρακτικής (C-441/02 Commission v. Germany).
Επειδή, κατά πάγια νοµολογία του ∆ΕΚ, µολονότι τα άρθρα 81 ΕΚ και 82
ΣυνθΕΚ, αυτά καθεαυτά, αφορούν αποκλειστικά τη συµπεριφορά των επιχειρήσεων
και δεν αναφέρονται σε νοµοθετικά ή κανονιστικά µέτρα των κρατών µελών, σε
συνδυασµό προς το καθήκον συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ και
σύµφωνα µε την επιταγή του άρθρου 3 παρ. 1 ζ΄ περί διασφάλισης ενός
καθεστώτος που εξασφαλίζει τον ανόθευτο ανταγωνισµό µέσα στην εσωτερική
αγορά, επιβάλλουν στα κράτη µέλη την υποχρέωση να µη λαµβάνουν ή διατηρούν σε
ισχύ µέτρα, ακόµα και νοµοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, ικανά να µαταιώσουν
την πρακτική αποτελεσµατικότητα των κανόνων ανταγωνισµού που εφαρµόζονται
στις επιχειρήσεις
Επειδή η Ελλάδα, θεσπίζοντας τις επίµαχες διατάξεις και υιοθετόντας την
συγκεκριµένη διοικητική πρακτική φέρει ευθέως την ευθύνη της παράβασης των
κοινοτικών διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισµού όπως ορίζονται ορίζονται στα
άρθρα 81, 82, 85 της ΣυνθΕΚ και της διάταξης του άρθρου 3, 9 και 16 του Καν.ΕΕ
1/2003.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΟΥΜΕ

1. Να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η υπό κρίση Καταγγελία


2. Να επιβληθεί πρόστιµο κατά του Ελληνικού ∆ηµοσίου για τη θέσπιση και
διατήρηση σε ισχύ, του ως άνω ρυθµιστικού πλαισίου και των συναφών
κανονιστικών διατάξεων.

Αθήνα, 7 Νοεµβρίου 2008

46/36
∆ρ.Γιώργος Κοσµόπουλος,
Πρόεδρος ∆ιοικητικού Συµβουλίου
Ενωσης Θυµάτων Καρτέλ και Μονοπωλίων «STOPCARTEL»

47/36

You might also like