Professional Documents
Culture Documents
ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 11/2006
1
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
Ο θυρεοειδής αδένας εξωτερικά περιβάλλεται από μια λεπτἠ ινώδη κάψα από
συνδετικό ιστό. Η κάψα αυτή συνίσταται από δύο πέταλα (έσω και έξω), τα οποία
συνάπτονται με την παρεμβολή χαλαρού συνδετικού ιστού. Μέσα στο συνδετικό
ιστό πορεύονται τα αγγεία του αδένα και τα πίσω βρίσκονται οι παραθυρεοειδείς
αδένες. Από το επί τα εκτός πέταλο της κάψας (ψευδής θυρεοειδής κάψα), που
αποτελεί προέκταση της μέσης τραχηλικής περιτονίας εξορμούν τρεις ινώδεις
δεσμίδες. Οι δεσμίδες αυτές οι οποίες αναφέρονται ως μέσος και πλάγιοι
θυρεοειδικοί σύνδεσμοι, συναπτουν την οπίσθια επιφάνεια του ισθμού και τις έσω
επιφάνειες των πλάγιων λοβών με την τραχεία και τον κρικοειδή χόνδρο του
λάρυγγα αντίστοιχα.
2
μονό στοίχο επιθηλιακών ενδοκρινών κυττάρων. Το επιθήλιο των θυρεοειδικών
κυστιδίων μπορεί, ανάλογα με τη λειτουργική κατάσταση του αδένα να είναι
πλακώδες, κυβοειδές ή κυλινδρικό. Η επιφάνεια των θυλακικών κυττάρων που
στρέφεται προς το εσωτερικό των θυρεοειδικών κυστιδίων διαμορφώνει κροσσούς.
Στο εσωτερικό των κυστιδίων διαμορφώνεται κοιλότητα όπου συγκεντρώνεται το
έκκριμα των επιθηλιακών κυττάρων, το οποίο έχει τη μορφή κολλοειδούς
διαλύματος.
3
φλέβες που είναι πολυάριθμες και εκβάλλουν συνήθως με τη μορφή ενιαίου
στελέχους στις ανώνυμες ή σπάνια απευθείας στην άνω κοίλη φλέβα. Οι φλέβες
αποχετεύουν τις αντίστοιχες με τους ομώνυμους αρτηριακούς κλάδους περιοχές
του αδένα.
1. Ενεργός μεταφορά του ανόργανου ιωδίου: αυτή γίνεται κατά μήκος της
πλαγιοβασικής μεμβράνης μέσα στο κύτταρο. Η μεταφορά επιτυγχάνεται δια
μέσω μιας ενδογενούς πρωτεϊνης της μεμβράνης που ονομάζεται
συμμεταφορέας Na+/J-. Το ενεργό σύστημα μεταφοράς επιτρέπει στο
θυρεοειδή να διατηρεί μια συγκέντρωση ελεύθερου ιωδίου 30-40 φορές
μεγαλύτερη από το πλάσμα. Τα χαμηλά επίπεδα ιωδίου του ορού αυξάνουν τη
συγκέντρωση του συμμεταφορέα, αυξάνοντας έτσι σε αντιστάθμισμα την
πρόσληψη ιωδίου.
4
3. Οξείδωση του ιωδίου και και ιωδίωση των ατόμων τυροσίνης της
θυρεοσφαιρίνης: το ιόν του ιωδίου οξειδώνεται από την θυρεοειδική
υπεροξειδάση και μεταφέρεται μέσα στην κοιλότητα του θυλακίου από ένα
μεταφορέα ανιόντων που ονομάζεται πενδρίνη. Μέσα στο κολλοειδές
συντελείται η ιωδίωση των τυροσινικών καταλοίπων της θυρεοσφαιρίνης, η
οποία καταλύεται επίσης από την θυρεοειδική υπεροξειδάση. Με τον τρόπο αυτό
παράγονται η Τ3 και η Τ4, οι οποίες παραμένουν δεσμευμένες στη
θυρεοσφαιρίνη σε ανενεργό μορφή.
5
Σχηματικά, η ενδοκυττάρωση του κολλοειδούς και η απελευθέρωση θυρεοειδικών ορμονών στην
κυκλοφορία
Γύρω στο 20% της κυκοφορούσας στο αίμα Τ3 παράγεται από το θυρεοειδή. Το
υπόλοιπο 80% παράγεται στους περιφερικούς ιστούς (κυρίως στα ηπατικά κύτταρα)
με αποϊωδίωση του εξωτερικού δακτυλίου της Τ4 από τα ένζυμα Τ4 5’-δεϊωδινάση Ι
και ΙΙ. Η τύπου Ι δεϊωδινάση εντοπίζεται κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς. Η
δράση της είναι υπεύθυνη για την παραγωγή των 2/3 της συνολικής Τ3 του
σώματος. Η τύπου ΙΙ δεϊωδινάση είναι υπεύθυνη για την παραγωγή της
μεγαλύτερης ποσότητας Τ3 στην υπόφυση, τον εγκέφαλο και το φαιό λίπος.
Ο θυρεοειδής παράγει περίπου 100 nmol Τ4 και 5 nmol Τ3 και λιγότερο από 5 nmol
μιας βιολογικά αδρανούς ορμόνης, της ανάστροφης Τ3 (rT3). Η rT3 παράγεται με
αποϊωδίωση του εσωτερικού δακτυλίου της Τ4. Αυτή η ιωδοθυρονίνη παρουσιάζει
ελάχιστη μεταβολική δραστηριότητα και απαντάται σε ασήμαντες ποσότητες στον
ορό και τη θυρεοσφαιρίνη. Περίπου το 99% της rT3 παράγεται στους περιφερικούς
ιστούς με αποϊωδίωση του εσωτερικού δακτυλίου της Τ4. Αυξάνεται σε πολλές
περιπτώσεις, όπου τα επίπεδα της Τ3 πέφτουν εξαιτίας μειωμένης αποϊωδίωσης του
εξωτερικού δακτυλίου της Τ4 (π.χ. σε χρόνια ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια,οξεία
και χρόνια νόσο, νηστεία και δίαιτες πτωχές σε υδατάνθρακες). Η μειωμένη
παραγωγή της Τ3 μπορεί να αποτελεί μια αντιρροπιστική απάντηση στη νόσο. Η
6
διαταραχή του μεταβολισμού της Τ4 σε Τ3 αποδίδεται σε κυτοκίνες, όπως ο
παράγων νέκρωσης των όγκων (TNF), που εκκρίνονται από τα φλεγμονώδη
κύτταρα.
Η ανάπτυξη και λειτουργία του θυρεοειδούς γίνεται διαµέσω της ενεργοποίησης του
υποδοχέα της θυρεοειδοτρόπου ορµόνης, που ανήκει στη µεγάλη οικογένεια των G-
συνδεδεµένων µε πρωτεϊνη υποδοχέων. Όλοι οι υποδοχείς αυτής της οικογένειας έχουν
7
κοινή µοριακή αρχιτεκτονική:επτά διαµεµβρανικά τµήµατα, τρεις εξωκυττάριες αγκύλες,
τρεις ενδοκυττάριες αγκύλες, ένα εξωκυττάριο αµινοτελικό και ένα καρβοξυτελικό άκρο
εντός του κυτταροπλάσµατος.Ο υποδοχέας της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης συνδέεται
εκλεκτικά με την υπομονάδα της G-πρωτεϊνης που ενεργοποιεί την την αδενυλική
κυκλάση και αυξάνει τη συγκέντρωση του cAMP, που είναι ο ενδοκυττάριος
δεύτερος αγγελιοφόρος της TSH. Σε υψηλότερες συγκεντρώσεις
θυρεοειδοτρόπου ορμόνης ο υποδοχέας συνδέεται επίσης στην υπομονάδα q της
G-πρωτεϊνης άλφα, που έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της φωσφολιπάσης-
C. Υπάρχουν πρόσφατα στοχεία ότι ο υποδοχέας της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης
συνδέεται και με άλλα μέλη της οικογένειας των G-πρωτεϊνών.
Το μονοπάτι του cAMP ρυθμίζει την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών και τον
πολλαπλασιασμό των επιθηλιακών θυρεοειδικών κυττάρων και κατ’ αυτόν τον
τρόπο συμμετέχει στον υπερθυρεοειδισμό, καθώς και στο σχηματισμό αδενωμάτων
του θυρεοειδούς. Τόσο η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, όσο και η ανάπτυξη
των επιθηλιακών θυρεοειδικών κυττάρων διεγείρονται ή αναστέλλονται από
τοπικούς παράγοντες, όπως ο IGF-I (insulin-like growth factor I ). ο επιδερμιδικός
αυξητικός παράγοντας και ο μεταπλαστικός αυξητικός παράγοντας ( transforming
growth factor, TGF-)
8
Η έκκριση της καλσιτονίνης βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των επιπέδων του ασβεστίου
στο αίµα. Η αύξηση ή η ελάττωση του ασβεστίου αυξάνει ή ελαττώνει αντίστοιχα τα
επίπεδα της καλσιτονίνης. Η ηµιζωή της ορµόνης στην κυκλοφορία διαρκεί 2 έως 15 λεπτά.
Η Τ3 εισέρχεται στο κύτταρο ή παράγεται τοπικά, και στη συνέχεια µεταφέρεται µέσα στον
πυρήνα, όπου συνδέεται µε τον υποδοχέα της Τ3. Ο πρωτεϊνικός υποδοχέας της Τ3 έχει
τρεις διαφορετικές περιοχές: α) µια περιοχή σύνδεσης µε το DNA, που παρουσιάζει υψηλό
βαθµό οµοιότητας µεταξύ των διαφόρων υπότυπων υποδοχέων β) ένα καρβοξυτελικό
άκρο σύνδεσης της Τ3 γ) ένα αµινοτελικό άκρο, το οποίο δεν είναι απαραίτητο για την
πλήρη λειτουργία του υποδοχέα.
Η δράση των θυρεοειδικών ορµονών έγκειται κυρίως στην αλληλεπίδραση της Τ3 µε τους
πυρηνικούς υποδοχείς, οι οποίοι συνδέονται σε ρυθµιστικές περιοχές των γονιδίων
τρποποιώντας την έκφραση των περιοχών αυτών. Η Τ3 προκαλεί ταυτόχρονα αύξηση και
µείωση της γονιδιακής έκφρασης και πιθανόν να επηρεάζει και τη σταθερότητα του mRNA.
Η λειτουργική κατάσταση του θυρεοειδούς επηρεάζει τόσο την έκφραση του mRNA που
κωδικοποιεί τον Τ3-πρωτεϊνικό υποδοχέα, όσο και τη συγκέντρωση των Τ3 υποδοχέων
στους ιστούς. Σε ανθρώπους µε χρόνια νόσο ελαττωµένη συγκέντρωση θυρεοειδικών
ορµονών στον ορό συσχετίζεται µε αυξηµένη έκφραση του mRNA των Τ3-υποδοχέων στα
κύτταρα του περιφερικού αίµατος και στα δείγµατα βιοψίας ήπατος. Παρόλο που είναι
πιθανό η έκφραση του mRNA των Τ3 -υποδοχέων να αυξάνεται ως αντιστάθµισµα της
χαµηλής συγκέντρωσης θυρεοειδικών ορµονών στον ορό, ωστόσο οι ελεύθεροι
(unoccupied) Τ3-υποδοχείς καταστέλλουν κάποια γονίδια που συνήθως διεγείρονται από
την Τ3. Κατά συνέπεια, αύξηση των Τ3-υποδοχέων ως αντιστάθµισµα της χαµηλής
συγκέντρωσης θυρεοειδικών ορµονών στον ορό θα µπορούσε να έχει αντίθετα
αποτελέσµατα, ανάλογα µε τον ιστό.
9
Η περίσσεια θυρεοειδικών ορµονών ελαττώνει τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις,
αυξάνει τη συσταλτότητα της καρδιάς και έχει θετική χρονότροπη δράση. Το έλλειµµα
θυρεοειδικών ορµονών έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσµατα: αυξάνει τις περιφερικές
αγγειακές αντιστάσεις, ελαττώνει τη συσταλτότητα της καρδιάς και επιβραδύνει τον
καρδιακό ρυθµό.
Συνολικά, η δράση των θυρεοειδικών ορµονών στους διάφορους ιστούς συνοψίζεται στα
εξής αποτελέσµατα:
10
γενετικά. Τέλος,µεγάλες δόσεις φαρµάκων, όπως η φαινυτοϊνη, η ασπιρίνη και τα
παράγωγά τους, παρεκτοπίζουν την Τ4 από τις θέσεις σύνδεσής της µε τη σφαιρίνη,
ελαττώνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο ψευδώς τα επίπεδα της ολικής Τ4 του ορού.
Άµεση µέτρηση της ελεύθερης Τ4: µε την εξέταση αυτή αποφεύγεται η παγίδα του να
ερµηνεύονται τα επίπεδα της ολικής Τ4, που επηρεάζονται από τα επίπεδα των
πρωτεϊνών που συνδέουν τις θυρεοειδικές ορµόνες στον ορό. Τα επίπεδα της ελεύθερης
Τ4 του ορού δίνουν πιο ακριβή εικόνα σχετικά µε τη λειτουργία του θυρεοειδούς σε σχέση
µε την ολική Τ4
Έµµεση εκτίµηση της ελεύθερης Τ4: για να γίνει, απαιτούνται δύο ανεξάρτητες
δοκιµασίες, η µια να µετρά την ολική Τ4 του ορού και η άλλη το ποσοστό σύνδεσης της
θυρεοειδικών πρωτεϊνων ή την πρόσληψη της Τ3 από ρητίνη. Ο δείκτης ελεύθερηςΤ4
υπολογίζεται χρησιµοποιώντας τα επίπεδα της ολικής Τ4 και της σφαιρίνης, το ποσοστό
σύνδεσης των θυρεοειδικών ορµονών,ή την πρόσληψη της Τ3 από ρητίνη. Ο δείκτης
αυτός είναι άµεσα ανάλογος µε τα επίπεδα της ελεύθερης Τ4.
Προσδιορισµός της θυρεοσφαιρίνης: ο θυρεοειδής είναι η µόνη πηγή αυτής της υψηλού
µοριακού βάρους ιωδιωµένης πρωτεϊνης, που ανιχνεύεται εύκολα σε φυσιολογικούς
ανθρώπους και είναι συνήθως αυξηµένη σε ασθενείς µε µη τοξική ή τοξική βρογχοκήλη. Η
11
κύρια χρήση της θυρεοσφαιρίνης του ορού είναι η αξιολόγηση ασθενών µετά από υφολική
ή ολική θυρεοειδεκτοµή µε ή χωρίς εξαίρεση µε 131J για ανάπτυξη διαφοροποιηµένου
θυρεοειδικού καρκίνου. Φυσιολογικές ή αυξηµένες τιµές θυρεοσφαιρίνης ορού
πιστοποιούν την ύπαρξη υπολειµµατικού φυσιολογικού ή καρκινικού θυρεοειδικού ιστού σε
ασθενείς που λαµβάνουν κατασταλτικές της TSH δόσεις L-θυροξίνης ή µετά από διακοπή
της l-θυροξίνης.
Δοκιµασία πρόσληψης ραδιενεργού ιωδίου: το ισότοπο επιλογής για την εξέταση αυτή
είναι το 123I, το οποίο εκθέτει τον ασθενή σε ασήµαντη ποσότητα ακτινοβολίας. Έχει αξία
στη διαφορική διάγνωση του υπερθυρεοειδισµού. Η απορρόφηση του 123J είναι χαµηλή σε
ασθενείς εκτεθειµένους σε µεγάλες ποσότητες ιωδίου. Η πρόσληψη του 123J είναι χρήσιµη
για το υπολογισµό της δόσης του 131J για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισµού.
ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
ΜΕ ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟ
12
6. Άλλα σπανιότερα αίτια, όπως:
• Το εµβρυονικό καρκίνωµα των όρχεων, που διεγείρουν την έκκριση των Τ3 και Τ4
ΧΩΡΙΣ ΥΠΕΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟ
Κλινική εικόνα
Ο θυρεοειδής µε τις εκκρινόµενες από αυτόν ορµόνες επιδρά σε µια ποικιλία συστηµάτων
του οργανισµού:
13
• Στο νευροµυϊκό: Παρατηρείται µυική αδυναµία και εύκολη κόπωση ως απόρροια της
απώλειας της µυικής µάζας ή της µυοπάθειας κυρίως των κεντρικών µυών των άνω και
κάτω άκρων µε χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση τη δυσκολία ανέγερσης από το βαθύ
κάθισµα. Επίσης, προκαλείται έντονη νευρικότητα και τρόµος των άκρων σε συνδυασµό
µε τα αυξηµένα εν τω βάθει τενόντια αντανακλαστικά και την επιτάχυνση των δύο
φάσεων σύσπασης και χάλασης.
• Στα οστά και το µεταβολισµό του Ca+2: Παρατηρούνται ελαφρώς αυξηµένα επίπεδα
Ca+2, αλκαλικής φωσφατάσης, οστεοκαλσίνης στο πλάσµα, όπως και αυξηµένη
αποβολή Ca+2 και υδροξυπολίνης στα ούρα, ως αποτέλεσµα της αυξηµένης οστικής
απορρόφησης. Σε παρατεταµένο υπερθυρεοειδισµό πιθανή είναι η εκδήλωση
οστεοπόρωσης, λόγω της παρατεταµένης απώλειας οστικής µάζας.
• Στο δέρµα: Το δέρµα των υπερθυρεοειδικών είναι έντονα θερµό και υγρό αντανακλώντας
την αποµάκρυνση της παραγόµενης θερµότητας. Πιθανή είναι, τέλος, η εκδήλωση
προκνηµιαίου µυξοιδήµατος, κυρίως σε ασθενείς µε ν.Grave’s.
• Στο γαστρεντερικό σύστηµα: Χαρακτηριστική είναι η αυξηµένη κινητικότητα του λεπτού
και παχέος εντέρου µε εκδήλωση µαλακών κενώσεων µέχρι και διάρροιας, πιο σπάνια.
• Στο ουροποιητικό: Οι υπερθυρεοειδικοί εµφανίζουν έντονη πολυδιψία και συχνουρία, ενώ
η νεφρική αιµάτωση και η σπειραµατοδιήθηση παρουσιάζεται αυξηµένη.
• Στους οφθαλµούς: Η οφθαλµοπάθεια της ν.Grave’s.
Συμπτώματα Σημεία
Εφιδρώσεις
Κολπική μαρμαρυγή
14
Συμπτώματα Σημεία
Ακροπάθεια
Γυναικομαστία
Διάρροιες
Οστεοπόρωση
15
επίπεδα των θυρεοδιεγερτικών αυτοαντισωµάτων συσχετίζονται µε την πορεία της νόσου,
όπου για ένα ποσοστό ασθενών είναι η κατάληξη σε υποθυρεοεισµό, λόγω της παρουσίας
ενός άλλου αντισώµατος που αποκλείει τον υποδοχέα TSH και της ιστικής καταστροφής
που επέρχεται από τα ενεργοποιηµένα
πλέον κυτταροτοξικά Τ λεµφοκύτταρα.
16
Πιθανή είναι , όµως, και η απουσία των τυπικών συµπτωµάτων και σηµειών µε έκδηλη
µόνο την απώλεια βάρους και την εύκολη κόπωση. Ο εξόφθαλµος µπορεί να εµφανιστεί µε
την έναρξη της νόσου ή να έπεται αυτής. Η παθογένεια του εξόφθαλµου βασίζεται στο
γεγονός ότι τα κυκλοφορούντα Τ λεµφοκύτταρα αναγνωρίζουν το ίδιο ή παρόµοιο αντιγόνο
µε αυτό των θυρεοειδικών κυττάρων και στους ινοβλάστες, στους µυς και τα λιπώδη
κύτταρα του κόγχου µε αποτέλεσµα τη διήθηση αυτού και την παραγωγή κυτοκινών
(ιντερφερόνη-γ, παράγοντα νέκρωσης κυττάρων-β και ιντερλευκίνη-1). Αυτές διεγείρουν
τον πολλαπλασιασµό των ινοβλαστών του κόγχου, την παραγωγή γλυκοζαµινογλυκανών
και την έκφραση των HLA-DR4 µε αποτέλεσµα την εξάπλωση της τοπικής φλεγµονής. Το
προκαλόυµενο, λοιπόν, οίδηµα σε συνδυασµό µε την συσσώρευση των
γλυκοζαµινογλυκανών οδηγούν στην κατάληψη του οπισθοβολβικού χώρου και κατ’
επέκταση την παρεκτόπιση προς τα εµπρός του βολβού, δηλαδή στον εξόφθαλµο.
Παράλληλα, η διόγκωση των µυών του βολβού και του ανελκτήρα του άνω βλεφάρου µε
την επακόλουθη ίνωση αυτών προκαλούν διπλωπία και σύσπαση του άνω βλεφάρου. Η
οφθαλµοπάθεια διακρίνεται σε µη διηθητική και διηθητική. Η πρώτη περίπτωση,
χαρακτηρίζεται από διέγερση του συµπαθητικού, λόγω της αυξηµένης παραγωγής
θυρεοειδικών ορµονων, µε αποτέλεσµα την έλξη του άνω βλεφάρου και τη διεύρυνση της
βλεφαρικής σχισµής, ενώ η δεύτερη οφείλεται στις ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις του κόγχου
µε αποτέλεσµα τον εξόφθαλµο, την οφθαλµοπληγία και τα φλεγµονώδη συµφορητικά
φαινόµενα, που µπορεί να οδηγήσουν µέχρι και σε νευροπάθεια του οπτικού νεύρου.
17
Εικόνα 6:Εικόνα εξόφθαλµου σε προφιλ θέση
Διάγνωση: Η διάγνωση της νόσου βασίζεται, κατάρχην, στο ιστορικό του ασθενούς και
την κλινική εικόνα και έπειτα ακολουθείται µια σειρά επιβεβαιωτικών εξετάσεων. Η
απλούστερη και πιο κοινή εξέταση είναι η µέτρηση των επιπέδων των θυρεοειδικών
ορµονών( Τ3 και Τ4) στο αίµα, οι οποίες βρίσκονται παθολογικά αυξηµένες, ενώ σε
περιπτώσεις κύησης ή λήψης οιστρογόνων προτιµάται η µέτρηση των ελεύθερων
κλασµάτων των Τ3 και Τ4( FT3 και FT4, αντίστοιχα) ή ο υπολογισµός του δείκτη
ελεύθερης θυροξίνης. Παράλληλα, παρατηρούνται χαµηλά επίπεδα της TSH (συνήθως
κάτω από 0,1 mU/l). Ο υπερηχογραφικός έλεγχος µπορεί να αποκαλύψει τη διόγκωση του
θυρεοειδούς, που χαρακτηρίζεται ως διάχυτη µε ήπια ανοµοιογένεια του θυρεοειδικού
ιστού. Η πρόσληψη Ι131 από το θυρεοειδή παρουσιάζεται αυξηµένη, σε αντίθεση µε τις
περιπτώσεις θυρεοτοξίκωσης χωρίς υπερθυρεοειδισµό και αυτές του υποθυρεοειδισµού
18
και τέλος, το σπινθηρογράφηµα του αδένα αποκαλύπτει την αµφοτερόπλευρη απεικόνιση
των δύο λοβών, σε αντίθεση µε τη µονόπλευρη απεικόνιση του τοξικού αδενώµατος.
Πιθανότατα, να ανιχνευθούν και αυξηµένα τα θυρεοδιεγερτικά αντισώµατα.
Θεραπεία: Ο πρωταρχικός στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη της ύφεσης της νόσου
και η διατήρηση αυτής επί µονίµου βάσεως, µε αντιθυρεοειδικά φάρµακα και σε αποτυχία
αυτού του στόχου η αφαίρεση του πάσχοντος αδένα µε συµπληρωµατική χορήγηση 131J.
19
χειρουργήσιµες περιπτώσεις. Πιθανές ανεπιθύµητες παρενέργειες είναι: ο
υποθυρεοειδισµός, λόγω της εκτεταµένης καταστροφής του θυρεοειδικού παρεγχύµατος.
α)η εµφάνιση µία ή περισσότερων υποτροπών σε νέα άτοµα µετά από αντιθυρεοειδική
φαρµακευτική αγωγή και σε νέες γυναίκες που σκοπεύουν να τεκνοποιήσουν, ενώ έχει
αποτύχει η προηγούµενη φαρµακευτική αγωγή,
Επιπλοκές: Μια πολύ επικίνδυνη επιπλοκή και δυνητικά θανατηφόρος είναι η θυρεοτοξική
κρίση, δηλαδή η οξεία έξαρση των συµπτωµάτων του υπερθυρεοειδισµού. Κλινικά
χαρακτηρίζεται από ανησυχία, υπερπυρεξία, ταχυκαρδία, διέγερση, σύγχυση, παραλήρηµα
και κώµα µε πιθανή κατάληξη του ασθενούς από καρδιακή ανεπάρκεια και καταπληξία.
Εργαστηριακά χαρακτηρίζεται από αυξηµένα επίπεδα των Τ3 και Τ4. Η επικρατέστερη
άποψη επί της παθογένειας αυτής είναι ο µεγάλος αριθµός αδέσµευτων κυτταρικών
υποδοχέων των κατεχολαµινών, µε αποτέλεσµα την αυξηµένη ευαισθησία της καρδιάς και
20
του εγκεφάλου προς αυτές. Παράλληλα, η ελαττωµένη δέσµευση των Τ3 και Τ4 από την
TBG προκαλεί αύξηση των FT3 και FT4 στην κυκλοφορία. Έτσι, σε περίπτωση µιας οξείας
νόσου ή λοίµωξης ή χειρουργικού stress, η περίσσεια των παραγόµενων εξ αυτών των
καταστάσεων κατεχολαµινών σε συνδυασµό µε τα αυξηµένα ελεύθερα κλάσµατα Τ3 και Τ4
προκαλούν την κλινική εκδήλωση της θυρεοτοξικής κρίσης. Η θνητότητα αυτής ανέρχεται
σε υψηλά ποσοστά, 10-75%, και η θεραπεία αυτής βασίζεται στα γενικά µέτρα
αντιµετώπισης της υπερθερµίας, αφυδάτωσης και συνοδού καταπληξία και επιπρόσθετα
στην χορήγηση καρβιµαζόλης(30mg ανά 6ωρο) µε ιωδιούχα(0,5-3g/ηµερησίως) και
προπρανολόλη(80mg ανά 6ωρο per os).
Παθογένεια: Η νόσος δεν κατατάσσεται στις αυτοάνοσες νόσους, λόγω της απουσίας των
αντίστοιχων αντισωµάτων κατά των υποδοχέων της TSH, όπως συµβαίνει στην
προηγούµενη νόσο. Ο αδένας παρουσιάζει από µακρού χρονικού διαστήµατος αλλοιώσεις
βρογχοκήλης µε χαρακτηριστικές υπερπλαστικές περιοχές µε διατεταµένα θυλάκια που
σχηµατίζουν πολλαπλούς όζους µε λειτουργική αυτονοµία. Οι υπερπαραγόµενες
θυρεοειδικές ορµόνες από τους αυτόνοµους πολλαπλούς όζους προκαλούν την καταστολή
της ενδογενούς παραγωγής της TSH µε την ακόλουθο καταστολή του υπόλοιπου
παρεγχύµατος σχηµατίζοντας τελικά νησίδια αδρανούς παρεγχύµατος µε εκτεταµένες
εστίες εκφύλισης γύρω από τους υπερπλαστικές περιοχές.
Κλινική εικόνα: Η κλινική εικόνα της νόσου είναι σαφώς ηπιότερη της προηγούµενης
νόσου, λόγω της οριακής αύξησης των τιµών των Τ3 και Τ4. Χαρακτηρίζεται από την
παρουσία βρογχοκήλης, η οποία είναι ψηλαφητή, πολυοζώδης µε ανώµαλη επιφάνεια,
αλλά χωρίς ροίζο και φύσηµα, από την εκδήλωση των συµπτωµάτων υπερθυρεοειδισµού
µε προέχοντα τα σηµεία από το κυκλοφορικό(κολπική µαρµαρυγη, καρδιακή ανεπάρκεια)
και την απώλεια βάρους, ενώ απουσιάζουν τα σηµεία οφθαλµοπάθειας και το προκνηµιαίο
µυξοίδηµα. Πιθανή είναι η εκδήλωση µυοπάθειας και συµπτωµάτων από την πίεση
παρακείµενων οργάνων.
Διάγνωση: Βασίζεται, κυρίως, στην ανεύρεση οριακά αυξηµένων τιµών της Τ3 και Τ4 και
ελαττωµένης τιµής της TSH και επιπρόσθετα στην απεικόνιση θερµών όζων στο
σπινθηρογράφηµα του θυρεοειδούς.
21
Εικόνα 11:Σπινθηρογράφηµα θυρεοειδούς N.Plummer
Αποτελεί ένα υπερλειτουργούντα µονήρη όζο του θυρεοειδούς είτε ως προέχων όζος µιας
πολυοζώδους βρογχοκήλης είτε ως αµιγής µονήρης όζος µέσα σε ένα υγιή θυρεοειδή.
Κλινική εικόνα: Χαρακτηρίζεται από ψηλαφητό, µονήρη, ευκίνητο όζο διαµέτρου περί των
3cm, που περιβάλλεται από υγιές παρέγχυµα. Τα συµπτώµατα του υπερθυρεοειδισµού
εκδηλώνονται συνήθως όταν η διάµετρος του όζου υπερβεί τα 3cm και είναι ηπιότερα
αυτών της νόσου Grave’s. Προέχουν κυρίως τα συµπτώµατα του κυκλοφορικού, όπως
ταχυκαρδία, κολπική µαρµαρυγή και καρδιακή ανεπάρκεια, όπως και η απώλεια βάρους
και η µυοπάθεια. Χαρακτηριστική είναι η απουσία της οφθαλµοπάθειας και του
προκνηµιαίου µυξοιδήµατος, όπως και στην περίπτωση της τοξικής πολυοζώδους
βρογχοκήλης.
22
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Βασίζεται στα εργαστηριακά και πάλι ευρήµατα της οριακής αύξησης των Τ3
και Τ4 και της µείωσης της TSH, ενώ χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση ενός µονήρη
θερµού όζου στο σπινθηρογράφηµα του αδένα. Διακρίνεται σε µη αντιρροπούµενο
αδένωµα, όπου το γύρω παρέγχυµα απεικονίζεται στο σπινθηρογράφηµα και οι τιµές των
Τ3 και Τ4 είναι εντός των φυσιολογικών τιµών χωρίς εκδήλωση της κλινικής εικόνας
θυρεοτοξίκωσης, και σε µη αντιρροπούµενο, όπου το γύρω παρέγχυµα δεν απεικονίζεται
και οι τιµές των Τ3,Τ4 είναι οριακά αυξηµένες.
23
παράγωγο του βενζοφουρανίου µε 37% ιώδιο και δοµή όµοια µε της θυροξίνης
προκαλώντας τη µείωση της αποϊωδίωσης της Τ4 σε Τ3 στους ιστούς . Χρησιµοποιείται για
την ανάταξη κοιλιακών αρρυθµιών. Σε περιπτώσεις χαµηλής περιεκτικότητας του
πλάσµατος σε Ιώδιο σε συνδυασµό µε προδιάθεση υπερθυρεοειδισµού εκδηλώνεται
υπερθυρεοειδισµός, το λεγόµενο φαινόµενο JOD-BASEDOW(σε ποσοστό 1-23%), ενώ
αντίθετα στις περιπτώσεις υψηλών επιπέδων Ιωδίου, η περαιτέρω προσθήκη Ιωδίου
προκαλεί ινώδεις αντιδράσεις στο θυρεοειδή µε πιθανό αποτέλεσµα την εκδήλωση του
υποθυρεοειδισµού(σε ποσοστό 1-32%). Η θυρεοτοξίκωση, λοιπόν, στην περίπτωση λήψης
αµιοδαρόνης µπορεί να προκληθεί είτε λόγω περίσσειας Ιωδίου είτε λόγω ανάπτυξης
θυρεοειδίτιδας εξ αµιοδαρόνης, η οποία χαρακτηρίζεται από την εκφόρτιση των
αποθηκευµένων θυρεοειδικών ορµονών. Η διαφορική διάγνωση µεταξύ των 2 αιτιών
πρόκλησης θυρεοτοξίκωσης από αµιοδαρόνη είναι απαραίτητη λόγω της διαφορετικής
αντιµετώπισης της εκάστοτε περίπτωσης και βασίζεται στο υπερηχογράφηµα του
θυρεοειδούς µε Doppler, όπου στην µεν περίσσειας Ιωδίου παρατηρείται αυξηµένη
αιµατική ροή, ενώ στην θυρεοειδίτιδα µειωµένη. Η θεραπεία της πρώτης συνίσταται στη
χορήγηση αντιθυρεοειδικών, όπως καρβιµαζόλης, και β-αδρενεργικών αποκλειστών, ενώ
στη δεύτερη στη χορήγηση πρεδνιζολόνης για διάστηµα αρκετών εβδοµάδων
Αποτελεί σπάνιο όγκο των ωοθηκών, ο οποίος συχνά συνυπάρχει µε καρκινωµατώδη όγκο
των ωοθηκών ή µε την πολλαπλή ενδοκρινή νεοπλασία τύπου ΙΙΑ. Σε περίπτωση
24
εκδήλωσης θυρεοτοξίκωσης στα πλαίσια τερατώµατος των ωοθηκών, οι θυρεοειδικές
ορµόνες ανευρίσκονται αυξηµένες, ενώ η TSH µειωµένη, όπως και η πρόσληψη του Ι131
από το θυρεοειδή, ενώ στην περιοχή του τερατώµατος αυξηµένη. Θεραπευτικά, συνίσταται
η χειρουργική αφαίρεση του τερατώµατος, αφού προηγουµένως έχει προηγηθεί ειδική
αγωγή µε αντιθυρεοειδικά φάρµακα και β-αδρενεργικούς αποκλειστές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, έχει ενοχοποιηθεί έντονα η παρουσία αυξηµένης και βιολογικά
αλλοιωµένης β-hCG. Σύµφωνα µε τις µελέτες παρατηρήθηκε ελαττωµένη περιεκτικότητα
αυτής σε σιαλικό οξύ µε πιθανό αποτέλεσµα την παρατηρούµενη αύξηση της πρόσληψης
Ιωδίου από τα FRTL-5 κύτταρα, και της θειαµιδίνης, όπως και την αυξηµένη δραστικότητα
την αδενυλικής κυκλάσης.
25
Εικόνα 14:Ιστολογική εικόνα θυρεοειδούς σε θυρεοειδίτιδα DE QUERVAIN
Κλινική εικόνα: Η κλινική εικόνα εισβάλλει οξέως µε άλγος στην περιοχή του θυρεοειδούς
µε επέκταση στα αυτιά και την ινιακή χώρα, ο οποίος επιτείνεται κατά τον βήχα και
κατάποση, πυρετό(συνήθως δεκατική πυρετική κίνηση), καταβολή των δυνάµεων, πιθανή
διόγκωση του ενός ή και των δύο λοβών του θυρεοειδούς, οι οποίοι είναι εξαιρετικά
ευαίσθητοι στη ψηλάφηση και συµπτώµατα υπερθυρεοειδισµού, κυρίως στην αρχική φάση
της νόσου. Κατά την αποδροµή της νόσου είναι δυνατόν να παρουσιασθεί παροδικός
υποθυρεοειδισµός. Η νόσος διαρκεί 6-10 εβδοµάδες εώς και 3-6 µήνες.
Θεραπεία: Συνίσταται στην χορήγηση κορτικοστεροειδών για λίγες µέρες( δόση 30mg) για
ύφεση των συµπτωµάτων και έπειτα στην βαθµιαία ελάττωση της δόσης για τελική
διακοπή της αγωγής µετά από 5-7 εβδοµάδες, όπου η νόσος κατά κανόνα υποχωρεί.
Αποτελεί φλεγµονή του θυρεοειδούς αδένα, που εµφανίζεται 4 µε 8 µήνες µετά τον τοκετό.
26
Επιδηµιολογία: Εµφανίζεται σε ένα ποσοστό 5-10% των εγκυµονόντων γυναικών και
συχνότερα σε γυναίκες που έχουν ατοµικό ιστορικό θυρεοειδίτιδας ή αυτοάνοσης νόσου.
Επίσης, υπάρχει έντονη συσχέτιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου Ι µε τη θυρεοειδίτιδα
post martum.
Αιτιολογία: Η παθογένεια της νόσου δεν έχει σαφώς διευκρινιστεί. Δύο στις τρείς γυναίκες
παρουσιάζουν θετικά τα αντιθυρεοειδικά, αντιθυρεοσφαιρινικά και αντιµικροσωµιακά
αντισώµατα και γι’αυτό θεωρήθηκε ότι η νόσος µπορεί να έχει αυτοάνοση βάση. Άλλωστε,
κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρείται ανοσοκαταστολή προς αποφυγή παραγωγής
αντισωµάτων που µπορούν να βλάψουν το έµβρυο, ενώ µετά τον τοκετό παρατηρείται
αντίρροπη αύξηση της φυσικής δραστηριότητας των λευκοκυττάρων µε αποτέλεσµα την
παραγωγή αντισωµάτων και ακολούθως τη βλάβη του θυρεοειδούς αδένα. Ως εκλυτικός
παράγοντας της νόσου έχει ενοχοποιηθεί η αύξηση της β χοριακής γοναδοτροπίνης(βhCG)
κατά τη διάρκεια της κύησης, λόγω της δοµικής οµοιότητας των αλύσων της µε την TSH.
Κλινική εικόνα: Η κλινική εικόνα της θυρεοειδίτιδας είναι γενικά ήπια. Εκδηλώνεται σε
τρεις φάσεις:α)την υπερθυρεοειδική, η οποία διαρκεί 2-6 εβδοµάδες και χαρακτηρίζεται
από διόγκωση του θυρεοειδούς(στερεάς σύστασης, ανώδυνη), απώλεια βάρους,
ταχυκαρδία, νευρικότητα, εφιδρώσεις, δυσανεξία στη θερµότητα, εύκολη κόπωση,β)την
υποθυρεοειδική φάση, διάρκειας 2-6 εβδοµάδων επίσης και εκδηλώνεται µε αύξηση του
βάρους, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο ψύχος, εύκολη κόπωση, γ)τη φάση
αποκατάστασης, η οποία ολοκληρώνεται σε 3-9µήνες µετά τον τοκετό.
Διάγνωση: Βασίζεται στην ανεύρεση υψηλών τιµών Τ3 και Τ4 και χαµηλών τιµών TSH.
Σηµαντική είναι η διαφορική διάγνωση της της θυρεοειδίτιδας µετά τον τοκετό από τη
νόσου Grave’s, ειδικά όταν εκδηλώνεται τους πρώτους µήνες µετά τον τοκετό και
στηρίζεται στην πρόσληψη του Ι131 από τον αδένα, όπου στην πρώτη περίπτωση είναι
µειωµένη και στη Grave’s αυξηµένη. Βέβαια, λόγω της παρενέργεια του ραδιοισοτόπου
Ιωδίου να εκκρίνεται στο γάλα κατά το θηλασµό, θα ήταν καλό να αποφεύγεται η εξέταση ή
να διακόπτεται ο θηλασµός του νεογνού για 3-5 ηµέρες τουλάχιστον.
ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
27
YΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
O όρος δηλώνει την ανεπαρκή λειτουργία του θυρεοειδούς και την ελάττωση των
θυρεοειδικών ορµόνων στο αίµα, έχει δε αντικαταστήσει τον παλιότερο όρο µυξοίδηµα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισµός συµβαδίζει µε ατροφία του αδένα,
υπάρχουν όµως και καταστάσεις στις οποίες ο αδένας είναι διογκωµένος λόγω διήθησης ή
λόγω υπερβολικής διέγερσης από την TSH. Η κλινική εικόνα διαφέρει στις διάφορες
περιόδους της ζωής του ατόµου. Κατά την ενδοµήτρια ζωή και τη νεογνική ηλικία έχει
δυσµενή επίπτωση στην ωρίµανση του εγκεφάλου και στη σωµατική αύξηση και
ανάπτυξη. Στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση της σωµατικής αύξησης, ενώ
στους ενήλικες η έλλειψη των ορµονών εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωϊκών
λειτουργιών. Τα αίτια του πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισµού φαίνονται στον πίνακα 1.
• Υποθυροειδισµός µε βρογχοκήλη
• Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
• Έλλειψη ιωδίου
• Δυσορµονογένεση
• Βρογχοκηλογόνα φάρµακα
28
Παθογένεια
Κλινική εικόνα
Σύνδρομο
καρπιαίου
σωλήνα,
κώφωση
29
Δέρμα Γαστρεντερικό Καρδιαγγειακό Αίμα Νευρομυϊκό
σύστημα σύστημα σύστημα
Διάγνωση
Στις τυπικές περιπτώσεις η κλινική εικόνα είναι σαφής και επιβεβαιώνεται από την
αυξηµένη ΤSH (συνήθως άνω των 20 mU/l) και την ελαττωµένη Τ4 και λιγότερο την Τ3. Η
χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια ορού είναι αυξηµένα, καθώς και ορισµένα ένζυµα, όπως η
γαλακτική δεϋδρογενάση και η κρεατινοφωσφοκινάση, το δε ηλεκτροκαρδιογράφηµα
εµφανίζει φλεβοκοµβική βραδυκαρδία µε χαµηλό βολτάζ και διαταραχές των κυµάτων ST
και T.
Θεραπεία
Mετά την πλήρη κλινική και εργαστηριακή τεκµηρίωση της διάγνωσης, αρχίζει η θεραπεία
υποκατάστασης µε Τ4 σε δοσολογία που υπαγορεύεται από την ηλικία του ασθενούς και
τη βαρύτητα του υποθυρεοειδισµούς. Δεδοµένου ότι η θεραπεία είναι ισόβια, επιβάλλεται
ο αποκλεισµός άλλων καταστάσεων που προκαλούν παροδικό υποθυρεοειδισµό (Πίνακας
3).
30
7. Παροδικός νεογνικός υποθυρεοειδισµός (σπάνιος)
Συνήθως χορηγείται το µισό της πλήρους δόσης υποκατάστασης, που κυµαίνεται µεταξύ
100-150 µg ηµερησίως για 3 εβδοµάδες, και στη συνέχεια χορηγείται ολόκληρη η δόση.
Στους ηλικιωµένους και σε ασθενείς µε γνωστή στεφανιαία νόσο η αρχική δόση είναι 25 µg
και αυξάνει κατά 25 µg ανά µήνα. Οι µικρές αυτές δόσεις συνιστώνται, διότι η σχετικώς
ταχεία αύξηση του όγκου παλµού µπορεί να προκαλέσει στηθάγχη, έµφραγµα του
µυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια ή αρρυθµίες. Η θυροξίνη λαµβάνεται πάντα σε εφάπαξ
δόση ηµερησίως, διότι η ηµιπερίοδος ζωής στο πλάσµα είναι περίπου 7 ηµέρες. Η
βιοχηµική επιβεβαίωση του ευθυρεοειδισµού στηρίζεται στην επάνοδο της TSH στα
φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση πoυ η ΤSH βρίσκεται χαµηλότερα από τα κατώτερα
φυσιολογικά όρια, ακόµη και αν οι Τ4 Τ3 είναι φυσιο-λογικές, θεωρείται ότι η χορηγούµενη
δόση είναι υπερβολική και η κατάσταση Χαρακτηρίζεται ως υποκλινικός
υπερθυρεοειδισµός. Στις περιπτώσεις αυτές ενέχεται ο κίνδυνος της επιτάχυνσης της
οστεοπόρωσης στις εµµηνοπαυσιακές γυναίκες και της πρόκλησης καρδιακών αρρυθµιών.
Μετά τη διαµόρφωση της τελικής δόσης υποκατάστασης, η χορήγησή της είναι ισόβια και
εφιστάται η προσοχή του ασθενούς ώστε να µη διακόψει ποτέ τη θεραπεία. Για το σκοπό
αυτό συστήνεται οι ορµονικές εξετάσεις Τ3 Τ4 TSH να διενεργούνται άπαξ ετησίως, ώστε
να ελέγχεται η συµµόρφωση του ασθενούς στην ισόβια θεραπεία.
Η δόση της θυροξίνης πρέπει να αυξάνει κατά τη διάρκεια της κύησης, περίπου κατά 50
µg ηµερησίως, διότι η αύξηση της TBG που παρατηρείται ελαττώνει το ελεύθερο κλάσµα
της Τ4, που δεν µπορεί να αντιρροπηθεί από την έκκριση θυροξίνης. Η δόση της Τ4
συνήθως είναι κάπως µικρότερη στους ασθενείς µε Graves που ανέπτυξαν
υποθυρεοειδισµό µετά από λήψη 131Ι, καθώς το κολόβωµα του θυρεοειδούς που
παρέµεινε εξακολουθεί να λειτουργεί αυτόνοµα. Η χορήγηση θυροξίνης σε κάθε άλλη
περίπτωση, πλην της θεραπείας του υποθυρεοειδισµού, όπως π.χ. σε περιπτώσεις
παχυσαρκίας, δεν έχει καµία ένδειξη και απαγορεύεται αυστηρώς.
Μuξοιδηµατικό κώµα
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από την κωµατώδη κατάσταση του ασθενούς που
εµφανίζει υποθερµία, υποαερισµό, βραδυκαρδία και τα σηµεία του υποθυρεοειδισµού µε
ανάλογο ιστορικό. Η υποθερµία είναι συχνή και η θερµοκρασία χαµηλότερη από 32°C εως
24°C. Οι ασθενείς παρουσιάζουν υποαερισµό µε κατακράτηση CO2 και υποξαιµία που
οφείλεται σε συνδυασµό απόφραξης των ανώτερων αναπνευστικών οδών και αδυναµίας
των αναπνευστικών µυών, διήθησης των πνευµόνων και δυσλειτουργίας των
αναπνευστικών κέντρων. Από το καρδιαγγειακό σύστηµα παρατηρείται βραδυκαρδία,
χαµηλό δυναµικό στo ΗΚΓ, αλλοιώσεις του διαστήµατoς ST, παράταση του QT, υπόταση
και περικαρδιακό υγρό. Είναι δυνατόν επίσης να παρατηρείται υπογλυκαιµία και
υπονατριαιµία. Η διάγνωση στηρίζεται στo ιστορικό και στην κλινική εξέταση, διότι ο
31
προσδιορισµός των Τ3 Τ4 TSH καθυστερεί και η κατάσταση του ασθενούς επιβάλλει
άµεση θεραπεία.
Θεραπεία
ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ ΜΕ ΒΡΟΓΧΟΚΗΛΗ
Πρόκειται για αυτοάνοση διαταραχή που απαντά συχνό-τερα σε γυναίκες ηλικίας 20-60
ετών. Ιστολογικώς ο αδένας παρουσιάζει εκτεταµένη λεµφοκυπαρική διήθηση και εστίες
υπερπλασίας των θυρεοξειδικών θυλακίων, τα κύτταρα των οποίων διατίθενται κατά µάζες
µε κενοτοπιώδες και έντονα ηωσινοφιλικό κυπαρόπλασµα, καθώς και έντονη ίνωση.
32
Φαρµακευτικός υποθυρεοειδισµός
Ανθρακικό λίθιο
Χρησιµοποιείται ευρύτατα στην ψυχιατρική για τη θεραπεία των µανιοκαταθλιπτικών
ψυχώσεων και προκαλεί ελάττωση της έκκρισης των θυρεοειδικών ορµονών. Η χορήγησή
του µπορεί να προκαλέσει βρογχοκήλη και υποθυρεοειδισµό, ιδίως σε άτοµα µε
υποκείµενη αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα.
Ιώδιο
Ιωδιοπενία
Δυσορµονογένεση
Συγγενής υποθυρεοειδισµός
33
2. οι κληρονοµικές ενζυµικές ανεπάρκειες (10%),
Υποκλινικός υποθυρεοειδισµός
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
34
• Irwin Klein, M.D., and Kaie Ojamaa, Ph.D, Thyroid Hormone and the Cardiovascular
System, NEJM, Volume 344:501-509, February 15, 2001, Number 7
• Χαρσούλης Φ.,Βακάλης Δ., Παθολογική Φυσιολογία, University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, 2004
• http://www.thyro.gr
• www.mja.com/au
• www.thyroidmanager.org
• www.thyroidimaging.com
• www.cmaj.ca
• www.annals.org
• http://medlib.med.utah.edu/WebPath/ENDOHTML/ENDOIDX.html
• www.mednet.gr
• http://web.auth.gr/nuclmed/magazine/gr/index.html
35