Professional Documents
Culture Documents
Θεσσαλονίκη 2004
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Περιεχόµενα
Απρίλιος 2004
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
1
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Τα Τοπικά ∆ίκτυα (Local Area Networks – LAN) είναι δίκτυα υπολογιστών µε γεωγραφική
έκταση µικρότερη των 3 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο άκρων). Ένα
Τοπικό ∆ίκτυο καλύπτει συνήθως ένα γραφείο, ένα σχολείο ή ένα εργαστήριο και περιορίζεται
σχεδόν πάντα στα όρια ενός κτιρίου. Οι ταχύτητες µετάδοσης στα Τοπικά δίκτυα είναι αρκετά
υψηλές. Συνήθεις ταχύτητες µετάδοσης είναι τα 10 Mega bits per second (Mbps) και τα 100
Mbps. Επίσης υπάρχουν και τοπικά δίκτυα µε ταχύτητα µετάδοσης 1 Giga bit per second (1
Gbps) καθώς και δίκτυα τεχνολογίας ΑΤΜ (Asynchronous Transfer Mode) µε ταχύτητα
µετάδοσης 155 Mbps. Για την σύνδεση του κάθε υπολογιστή στο δίκτυο απαιτείται µία κάρτα
δικτύου. Η Κάρτα ∆ικτύου (Network Interface Card – NIC) είναι µία περιφερειακή κάρτα η
οποία τοποθετείται εσωτερικά σε µια υποδοχή του υπολογιστή (slot) και συνδέεται στο µέσο
µεταφοράς του τοπικού δικτύου (καλώδιο, ή οπτική ίνα). Οποιαδήποτε επικοινωνία των
υπολογιστών του δικτύου γίνεται µέσω αυτών των καρτών. Η κάρτα δικτύου υλοποιεί µεγάλο
µέρος των κανόνων επικοινωνίας και συνεπώς για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές µέσα
από ένα τοπικό δίκτυο θα πρέπει οι αντίστοιχες κάρτες δικτύου να υποστηρίζουν το ίδιο
πρωτόκολλο.
2
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
από 100 έως 200 Mbps. Καλύπτουν γεωγραφικά µία πόλη ή µία µητροπολιτική περιοχή µε
γειτονικές πόλεις και προάστεια και χρησιµοποιούν σαν µέσο µετάδοσης οπτικές ίνες.
Τα ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής (Wide Area Networks – WAN ) είναι δίκτυα υπολογιστών µε
γεωγραφική έκταση µεγαλύτερη των 5 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο
άκρων). Ένα ∆ίκτυο Ευρείας Περιοχής µπορεί να καλύπτει µία οµάδα κτιρίων (π.χ.
βιοµηχανίες πανεπιστήµια, κ.λ.π.) ή να καλύπτει την έκταση µίας πόλης ή ακόµη να
γεφυρώνει δύο ηπείρους. Συνήθως ένα ∆ίκτυο Ευρείας Περιοχής χρησιµοποιείται για την
διασύνδεση αποµακρυσµένων Τοπικών ∆ικτύων. Το γνωστότερο παράδειγµα δικτύου ευρείας
περιοχής είναι το ∆ιαδίκτυο (Internet).
Ένα δίκτυο περιλαµβάνει το υλικό και το λογισµικό, τις τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις και τους
χρήστες. Το υλικό είναι κυρίως υπολογιστές αλλά και περιφερειακές συσκευές όπως
εκτυπωτές δικτύου. Επίσης το υλικό ενός δικτύου περιλαµβάνει ειδικές συσκευές
διαδικτύωσης (internetworking devices) δηλαδή συσκευές οι οποίες αναλαµβάνουν την
επικοινωνία µεταξύ δύο ή περισσοτέρων υποδικτύων. Οι ειδικές συσκευές διαδικτύωσης είναι
στις περισσότερες περιπτώσεις δροµολογητές και κατανεµητές. Ο Κατανεµητής (Hub) είναι
µία απλή συσκευή διαδικτύωσης η οποία επιτρέπει την δηµιουργία ενός τοπικού δικτύου
υπολογιστών και περιφεριακών συσκευών. Ο κατανεµητής διαθέτει έναν αριθµό θυρών
(συνήθως 8 ή 16 ) σε κάθε µία από τις οποίες συνδέεται ένας υπολογιστής ή περιφερειακή
συσκευή. Ο ∆ροµολογητής (Router) είναι ειδική συσκευή τηλεπικοινωνιών η οποία
διασυνδέει δύο ή περισσότερα όµοια ή ανόµοια υποδίκτυα και αναλαµβάνει να δροµολογήσει
τα πακέτα πληροφοριών από ένα υποδίκτυο προς το υποδίκτυο όπου βρίσκεται ο
υπολογιστής «παραλήπτης» του κάθε πακέτου. Ο δροµολογητής µπορεί να είναι µία µικρή
επιτραπέζια συσκευή ή ένα πολύ εκτεταµένο σύστηµα ανάλογα µε τον αριθµό των
υποδικτύων που διασυνδέει και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που χρησιµοποιούνται. Είναι
από τις πιο βασικές συσκευές σε εκτεταµένα συστήµατα τηλεπικοινωνιών όπως τα ∆ίκτυα
Ευρείας Περιοχής ή το ∆ιαδίκτυο.
Μία διαδεδοµένη και στοιχειώδης συσκευή διαδικτύωσης χαµηλού κόστους που επιτρέπει την
διασύνδεση υπολογιστών µέσω του τηλεφωνικού δικτύου είναι ο ∆ιαµορφωτής-
Αποδιαµορφωτής δηλαδή το MODEM. Ο ∆ιαµορφωτής-Αποδιαµορφωτής (MODEM) είναι
µία συσκευή η οποία παρεµβάλλεται µεταξύ του υπολογιστή και της τηλεφωνικής γραµµής και
επιτρέπει την µετάδοση και λήψη ψηφιακών δεδοµένων µέσω της τηλεφωνικής γραµµής. Το
MODEM µετατρέπει τα ψηφιακά σειριακά δεδοµένα σε αναλογικά ηλεκτρικά σήµατα
κατάλληλα για µετάδοση µέσα από το τηλεφωνικό δίκτυο (διαµόρφωση) και αντίστροφα
µετατρέπει τα σήµατα που λαµβάνει από το τηλεφωνικό δίκτυο σε ψηφιακά σειριακά δεδοµένα
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
3
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
4
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
ανακλάσεις στα εσωτερικά τοιχώµατα της ίνας και ανιχνεύεται στον δέκτη από φωτοηλεκτρικές
διατάξεις. Ο ρυθµός µετάδοσης δεδοµένων σε µία οπτική ίνα είναι πολύ µεγαλύτερος σε
σχέση µε τις επιδόσεις ενός συµβατικού καλωδίου µε χάλκινους αγωγούς. Μία οπτική ίνα
µπορεί να µεταφέρει δεδοµένα µε ρυθµούς της τάξεως αρκετών giga bits ανά δευτερόλεπτο.
Μία ενδιαφέρουσα τεχνολογία για την υλοποίηση δικτύων ευρείας περιοχής µε χαµηλό κόστος
και ικανοποιητική ταχύτητα είναι το Ψηφιακό ∆ίκτυο Ενοποιηµένων Υπηρεσιών
(Integrated Services Digital Network – ISDN ). Η τεχνολογία αυτή εκµεταλλεύεται το δίκτυο
των εγκατεστηµένων τηλεφωνικών χάλκινων αγωγών και παρέχει την δυνατότητα µετάδοσης
ψηφιακών δεδοµένων µε ταχύτητα 128 Kbps. Οι χρήστες του ISDN µπορούν να
χρησιµοποιούν την σύνδεσή τους είτε για συµβατική τηλεφωνική επικοινωνία, είτε για
υπηρεσίες εικονοτηλεφωνίας (videotelephony), είτε για µετάδοση δεδοµένων και fax είτε για
συνδυασµούς όλων αυτών των υπηρεσιών ανάλογα µε τις ανάγκες τους. Η πιο
χαρακτηριστική εφαρµογή του ISDN είναι η τηλεδιάσκεψη µεταξύ δύο ή περισσοτέρων
χρηστών την οποία το ISDN υποστηρίζει µε ικανοποιητική ποιότητα. Άλλη σηµαντική
εφαρµογή του ISDN είναι η διασύνδεση αποµακρυσµένων τοπικών δικτύων και συνεπώς η
υλοποίηση ενός δικτύου ευρείας περιοχής. Η απλή σύνδεση των 128 Kbps ισοδυναµεί µε δύο
τηλεφωνικές συνδέσεις και ονοµάζεται ISDN Βασικής Προσπέλασης (Basic Rate Interface –
BRI). Ένας χρήστης µπορεί να συνδεθεί επίσης µε ακέραιο αριθµό BRIs (µε ανάλογη αύξηση
της χρέωσης). Επίσης για µεγάλους οργανισµούς διατίθεται και η δυνατότητα σύνδεσης µε
συνολική ταχύτητα 2 Mbps. Η σύνδεση αυτού του τύπου ονοµάζεται ISDN Πρωτεύουσας
Προσπέλασης (Primary Rate Interface – PRI) και αντιστοιχεί σε 30 τηλεφωνικές συνδέσεις. Η
χρέωση του ISDN είναι ανάλογη του χρόνου χρήσης της σύνδεσης.
5
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
τοπικά δίκτυα µε ταχύτητα µετάδοσης 1 giga bit per second) καθώς και τοπικά δίκτυα ΑΤΜ µε
ταχύτητα µετάδοσης 155 mbps.
Μητροπολιτικά ∆ίκτυα (Metropolitan Area Network – MAN): ∆ίκτυα υψηλής ταχύτητας µε
γεωγραφική έκταση από 10 έως 200 Km και ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων από 100 έως 200 Mbps.
Καλύπτουν γεωγραφικά µία πόλη ή µία µητροπολιτική περιοχή µε γειτονικές πόλεις και προάστεια
και χρησιµοποιούν σαν µέσο µετάδοσης οπτικές ίνες.
∆ροµολογητής (Router) : Ειδική συσκευή τηλεπικοινωνιών η οποία διασυνδέει δύο ή περισσότερα
όµοια ή ανόµοια υποδίκτυα και αναλαµβάνει να δροµολογήσει τα πακέτα πληροφοριών από ένα
υποδίκτυο προς το υποδίκτυο όπου βρίσκεται ο υπολογιστής «παραλήπτης» του κάθε πακέτου. Ο
δροµολογητής µπορεί να είναι µία µικρή επιτραπέζια συσκευή ή ένα πολύ εκτεταµένο σύστηµα
ανάλογα µε τον αριθµό των υποδικτύων που διαςυνδέει και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που
χρησιµοποιούνται. Είναι από τις πιο βασικές συσκευές σε εκτεταµένα συστήµατα τηλεπικοινωνιών
όπως τα ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής ή το ∆ιαδίκτυο.
Κατανεµητής (Hub): Απλή συσκευή διαδικτύωσης η οποία επιτρέπει την δηµιουργία ενός τοπικού
δικτύου υπολογιστών και περιφεριακών συσκευών. Ο κατανεµητής διαθέτει έναν αριθµό θυρών
(συνήθως 8 ή 16 ) σε κάθε µία από τις οποίες συνδέεται ένας υπολογιστής ή περιφερειακή συσκευή.
Ρυθµός Μεταφοράς ∆εδοµένων (Data Transfer Rate) ή Ταχύτητα Μετάδοσης: Μέγεθος που
δείχνει πόσα bits δεδοµένων µπορεί να µεταφέρει µία σύνδεση ή γραµµή µεταφοράς ή ένα δίκτυο
γενικότερα, στην µονάδα του χρόνου. Μετριέται σε bps (bits per second) ή στα πολλαπλάσια του bps
δηλαδή σε Kbps (Kilo bits per second = 1024 bps), Mbps (Mega bits per second = 1024 Kbps) και
Gbps (Giga bits per second = 1024 Mbps).
Κάρτα ∆ικτύου (Network Interface Card – NIC): Περιφερειακή κάρτα η οποία απαιτείται για την
σύνδεση του υπολογιστή σε τοπικό δίκτυο. Η κάρτα δικτύου τοποθετείται εσωτερικά σε µια υποδοχή
του υπολογιστή (slot) και συνδέεται στο µέςο µεταφοράς του τοπικού δικτύου (καλώδιο ή οπτική ίνα).
Πρωτόκολλο Επικοινωνίας (Communication Protocol): Σύνολο κανόνων επικοινωνίας µεταξύ
δύο υπολογιστών. Γνωστό παράδειγµα πρωτοκόλλου είναι το ftp (file transfer protocol) το οποίο
διέπει την µεταφορά αρχείων µεταξύ δύο υπολογιστών. Για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές
πρέπει να εκτελούν τα ίδια πρωτόκολλα επικοινωνίας. Σε ένα πραγµατικό δίκτυο λειτουργούν
ταυτόχρονα πολλά πρωτόκολλα τα οποία ελέγχουν τις διάφορες λειτουργίες του δικτύου σε πολλά
επίπεδα.
Ψηφιακό ∆ίκτυο Ενοποιηµένων Υπηρεσιών (Integrated Services Digital Network – ISDN ):
Τεχνολογία για την υλοποίηση δικτύων ευρείας περιοχής µε χαµηλό κόστος και ικανοποιητική
ταχύτητα. Εκµεταλλεύεται το δίκτυο των εγκατεστηµένων τηλεφωνικών χάλκινων αγωγών και παρέχει
την δυνατότητα παράλληλης µετάδοσης ψηφιακών δεδοµένων κάθε είδους (φωνή, αρχεία, κ.λ.π.) µε
συνολική ταχύτητα 128 Kbps (στην βασική του µορφή).
∆ιαµορφωτής-Αποδιαµορφωτής (MODEM): Συσκευή η οποία συνήθως παρεµβάλλεται µεταξύ
ενός υπολογιςτή και µιας τηλεφωνικής γραµµής και επιτρέπει την µετάδοση και λήψη ψηφιακών
δεδοµένων µέσω της τηλεφωνικής γραµµής. Το MODEM µετατρέπει τα ψηφιακά σειριακά δεδοµένα
σε αναλογικά ηλεκτρικά σήµατα κατάλληλα για µετάδοση µέσα από το τηλεφωνικό δίκτυο
(διαµόρφωση) και αντίστροφα (αποδιαµόρφωση). Τα συµβατικά MODEMs που χρησιµοποιούνται για
την σύνδεση ενός χρήστη στο διαδίκτυο είναι συσκευές χαµηλού κόστους και επιτυγχάνουν ρυθµούς
µετάδοσης δεδοµένων µεταξύ 28 Kbps και 56 Kbps (Kilo bits per second) πάνω από συµβατικές
τηλεφωνικές γραµµές. Επίσης υπάρχουν MODEMs µεγαλύτερου κόστους και επιδόσεων όπως τα
ASDL Modems (256Kbps-4Mbps) τα οποία χρησιµοποιούνται σε συνδέσεις ADSL. Υπάρχουν
επίσης MODEMs τα οποία χρησιµοποιούνται για την διασύνδεση µεταξύ δικτύων υπολογιστών µέσω
µόνιµων ψηφιακών συνδέσεων (Baseband Modems µε ταχύτητες 64 Kbps-2Mbps).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
6
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Μια σύντοµη περιγραφή ενός Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών συνοψίζεται στο ότι τα δίκτυα
αυτά είναι ένας αποδοτικός τρόπος σύνδεσης υπολογιστικών συστηµάτων σε περιορισµένη
γεωγραφικά έκταση. Με το όρο "περιορισµένη έκταση" εννοούµε ένα συνολικό φυσικό
µέγεθος του δικτύου της τάξης του ενός ή δύο χιλιοµέτρων, αν και η µεγάλη πλειονότητα των
εγκατεστηµένων δικτύων καλύπτει αποστάσεις λίγων εκατοντάδων µέτρων.
Τα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών (Local Area Networks - LANs), είναι ένας από τους
µεγαλύτερους τοµείς ανάπτυξης στην βιοµηχανία των υπολογιστών. Σηµαντικοί λόγοι για την
ραγδαία αυτή ανάπτυξη του τοµέα των LANs, είναι το γεγονός ότι αποτελούν κρίσιµο
εξοπλισµό για την αυτοµατοποίηση σε περιβάλλον γραφείου (Office Automation) καθώς και
την διασύνδεση µεταξύ διαφορετικών συστηµάτων όπως πχ η διασύνδεση µεταξύ
Προσωπικών Υπολογιστών (PCs), περιφερειακών διατάξεων καθώς και µεταξύ ∆ιακοµιστών
(servers). Συνεπώς, η επέκταση της αγοράς των LANs συµβαδίζει µε την επέκταση της
αγοράς των υπολογιστών και της πληροφορικής γενικότερα.
Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι το γεγονός ότι η τεχνολογία των υπολογιστών καθ' εαυτή
αναπτύσσεται ραγδαία, έτσι ώστε αυξηµένη υπολογιστική ισχύς, να είναι διαθέσιµη µε
προσιτό κόστος. Τέτοιες συσκευές εµφανίζουν πιο έντονα την ανάγκη για επικοινωνίες
µεγάλης ταχύτητας κάτι που ικανοποιείται µε την χρήση LANs µε χαµηλό επίσης κόστος.
Επιπλέον οι εξελίξεις των τεχνολογιών "Ολοκλήρωσης Πολύ Μεγάλης Κλίµακας" (VLSI-Very
Large Scale Integration) επιτρέπουν την σχεδίαση και ανάπτυξη Τοπικών ∆ικτύων µε
αυξηµένες δυνατότητες και µειωµένο κόστος.
Παραµένοντας στο θέµα των εφαρµογών θα αναφερθούµε και σε µία σηµαντική περιοχή, την
περιοχή των εφαρµογών ολοκλήρωσης Πολλαπλών Μέσων (Multimedia Applications). Οι
εφαρµογές αυτές χαρακτηρίζονται από αυξηµένες ανάγκες επικοινωνίας µε απαιτήσεις
ταχύτητας και ποιότητας εξυπηρέτησης. Πιο συγκεκριµένα µια τυπική εφαρµογή Multimedia
περιλαµβάνει τον χειρισµό "αντικειµένων" µεγάλου πληροφοριακού όγκου, όπως είναι οι
ψηφιοποιηµένες εικόνες µεγάλης ευκρίνειας. Επίσης, γίνεται χειρισµός τύπων πληροφορίας
που ενδογενώς χαρακτηρίζονται από µεγάλη ευαισθησία ως προς τον χρόνο εξυπηρέτησης,
όπως είναι το video, το hifi audio κ.λ.π. Άρα, οι επικοινωνιακές ανάγκες για µια κατανεµηµένη
εφαρµογή Multimedia (π.χ. Remote Consultation) είναι ιδιαίτερα υψηλές. Λόγω της εκρηκτικής
ανάπτυξης των τεχνολογιών Multimedia, έχουµε µια πολύ έντονη δραστηριότητα σε
ερευνητικό επίπεδο άλλα και στο επίπεδο ανάπτυξης, µε επίκεντρο τις επικοινωνίες που
ολοκληρώνουν την µεταφορά πολλών τύπων πληροφορίας (κείµενο, ήχο, εικόνα κ.λ.π.) και
που αναφέρονται σαν Multimedia Communications.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
7
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Μία έκφραση για τον ορισµό της έννοιας του Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών θα µπορούσε να
είναι η εξής: Επικοινωνιακά συστήµατα προορισµένα να διασυνδέουν υπολογιστές ή άλλες
συσκευές χειρισµού πληροφορίας µέσα σε περιορισµένη γεωγραφικά έκταση.
Αν και ο ορισµός αυτός είναι κατά βάση σωστός, είναι συγχρόνως αρκετά ευρύς έτσι ώστε
εύκολα να ισχύει και για συστήµατα που σαφώς δεν είναι Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών. Ενα
εύστοχο αντιπαράδειγµα είναι η περίπτωση ενός µικρού τηλεφωνικού κέντρου (PABX -
Private Automatic Branch Exchange) το οποίο σαφώς διασυνδέει "συσκευές χειρισµού
πληροφορίας" (τερµατικά, modems, fax, κ.λ.π.) χωρίς να έχει όµως καµία σχέση µε Τοπικό
∆ίκτυο Υπολογιστών.
Μια πιο περιεκτική προσέγγιση είναι η παράθεση των σηµαντικότερων χαρακτηριστικών ενός
Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών. Η λίστα των χαρακτηριστικών ενός Τοπικού ∆ικτύου έχει ως
εξής:
α. Γεωγραφική έκταση. Η µέγιστη έκταση ενός Τοπικού ∆ικτύου είναι συνάρτηση του
µέγιστου επιτρεπόµενου µήκους των γραµµών µεταφοράς (οµοαξονικά ή
συνεστραµµένα καλώδια, οπτικές ίνες, κ.λ.π.), έτσι ώστε οι κανόνες επικοινωνίας να
υλοποιούνται µε ανεκτή απόδοση. Στην πράξη ένα Τοπικό ∆ίκτυο µπορεί να έχει
συνολικό µήκος που κυµαίνεται από λίγα µέτρα έως λίγα χιλιόµετρα. Συνέπεια αυτών
των µεγεθών είναι το γεγονός ότι ένα Τοπικό ∆ίκτυο µπορεί να εκτείνεται µέσα στα
όρια ενός γραφείου, ή ενός κτιρίου ή ενός συγκροτήµατος κτιρίων όπως πχ ένα
εργοστάσιο.
8
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
1G
10M
10M Computer
Ρυθµός Bus
µετάδοσης Computer Local Area Network
1M
10K
10K
Telephone Wide Area Network
Exchange
1K
1K
1m
1m 100m
100 m 10km
10 Km 1000 Km
Απόσταση (m: µέτρα)
Distance (metres)
Σχήµα 2.1 Η σχέση των LANs µε άλλους τύπους δικτύων ως προς την έκταση και την ταχύτητα
επικοινωνίας
δ. Κόστος. Το κόστος ενός δικτύου είναι συνάρτηση του κόστους των γραµµών
µεταφοράς και του κόστους του υλικού (Hardware) που απαιτείται για την σύνδεση
ενός υπολογιστή στο δίκτυο. Επειδή οι γραµµές µεταφοράς είναι ιδιωτικές (λόγω του
µικρού µήκους του δικτύου), το κόστος αυτών είναι ουσιαστικά το αρχικό κόστος
εγκατάστασης. Αν ληφθεί υπ' όψιν η τάξη µεγέθους του προσφερόµενου εύρους ζώνης
(τυπική τιµή 100 Mbits/sec) και η αναβάθµιση υπηρεσιών και δυνατοτήτων που
επιφέρει ένα Τοπικό ∆ίκτυο σε έναν χώρο εργασίας, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι
τα Τοπικά ∆ίκτυα είναι συστήµατα συγκριτικά χαµηλού κόστους.
9
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
WORKSTATION
B
PC PC
PC WORKSTATION
A DAT
10
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Ένα Τοπικό ∆ίκτυο αποτελείται από έναν αριθµό συνδεδεµένων σ' αυτό, υπολογιστικών
συστηµάτων και από το σύστηµα των γραµµών µεταφοράς οι οποίες διακινούν την
πληροφορία µεταξύ των υπολογιστικών συστηµάτων. Στο σχήµα 2.3 δίνεται µία σχηµατική
παράσταση ενός δικτύου επικοινωνίας σε πολύ γενικευµένη µορφή. Ένας αριθµός
υπολογιστών (κάθε τύπου) συνδέεται µε τα επικοινωνιακά µέσα (σύστηµα γραµµών
µεταφοράς). Η σύνδεση κάθε συσκευής µε το δίκτυο γίνεται µέσω ενός, εξειδικευµένου για
τον σκοπό αυτό, τµήµατος Hardware το οποίο µπορεί να ονοµασθεί Network Interface ή σε
ελεύθερη µετάφραση : Σύστηµα ∆ιασύνδεσης µε το ∆ίκτυο.
Network Stations
Host Computers
Network Interfaces
Communication Medium
Ο όρος Τοπολογία του Τοπικού ∆ικτύου αναφέρεται στην δοµή των γραµµών µεταφοράς του
δικτύου και στον τρόπο σύνδεσης των σταθµών του δικτύου µε τις γραµµές µεταφοράς. Στη
συνέχεια τα υπολογιστικά συστήµατα που είναι συνδεδεµένα στο δίκτυο θα αναφέρονται σαν
Σταθµοί του δικτύου (Network Stations) ή σαν Χρήστες του δικτύου (Network Users) ή σαν
Κόµβοι του δικτύου (Network Nodes). Oι γραµµές µεταφοράς θα αναφέρονται σαν
Επικοινωνιακά Μέσα ή Κανάλια (Communication Media - Channels).
11
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Η Τοπολογία αστέρος επιτρέπει την διασύνδεση µεταξύ των σταθµών του δικτύου, µέσω ενός
κεντρικού κόµβου ο οποίος αναλαµβάνει την µεταφορά κάθε πακέτου πληροφορίας από τον
σταθµό αποστολέα προς τον σταθµό παραλήπτη. Συνεπώς, κάθε κόµβος του δικτύου
συνδέεται απ' ευθείας µε τον κεντρικό σταθµό όπως φαίνεται στην τυπική δοµή του σχήµατος
2.4.α.
b. Bus
a. Star
d. Tree
c. Ring
e. Unconstrained
Είναι σαφές ότι η τοπολογία αστέρος έχει έντονα κεντρικοποιηµένο χαρακτήρα. Ο κεντρικός
κόµβος είναι απαραίτητος για την λειτουργία του δικτύου και κατάρρευση του κόµβου αυτού
(failure) σηµαίνει κατάρρευση όλου του δικτύου. Άρα, ο κεντρικός κόµβος απαιτείται να έχει
αυξηµένη αξιοπιστία, κάτι που µεταφράζεται σε αυξηµένο κόστος. Απ' την άλλη πλευρά η
κεντρικοποιηµένη λειτουργία δικτύων τύπου αστέρος έχει και κάποια πλεονεκτήµατα. Η
ύπαρξη µιας γραµµής µεταξύ κάθε σταθµού και κεντρικού κόµβου απαλλάσσει τους σταθµούς
του δικτύου από επιβαρηµένους αλγόριθµους ελέγχου και προσπέλασης στο δίκτυο. Επίσης,
όλες οι διαδικασίες δροµολόγησης αναλαµβάνονται από τον κεντρικό σταθµό.
Παραδείγµατα τέτοιων δοµών είναι οι συνδέσεις των τερµατικών ενός minicomputer ή ενός
mainframe µε την κεντρική µονάδα. Αν και στο παράδειγµα αυτό ο κύριος όγκος των
λειτουργιών βασίζεται στην επικοινωνία µεταξύ τερµατικού και κεντρικής µονάδας, κάθε
επικοινωνία µεταξύ τερµατικών χρησιµοποιεί ως ενδιάµεσο τον κεντρικό κόµβο. Άλλα γνωστά
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
12
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
συστήµατα µε τοπολογία αστέρος είναι τα τηλεφωνικά δίκτυα είτε αυτά είναι συµβατικά δίκτυα
είτε δίκτυα ψηφιακής τηλεφωνίας ή ακόµη ISDN δίκτυα (Integrated Services Digital Networks).
Στην περίπτωση αυτή κεντρικό σύστηµα είναι το τηλεφωνικό κέντρο και κάθε χρήστης
(συνδροµητής) συνδέεται κατ' ευθείαν µε το κέντρο.
Μια τυπική τοπολογία ανοικτού βρόγχου φαίνεται στο σχήµα 2.4.β. Όλοι οι σταθµοί του
δικτύου είναι συνδεδεµένοι πάνω σε ένα κοινό επικοινωνιακό µέσο το οποίο αναλαµβάνει να
µεταφέρει τα πακέτα πληροφορίας από την πηγή προς τον προορισµό. Το επικοινωνιακό
µέσο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ένα παθητικό µέσο όπως ένα συνεστραµµένο
καλώδιο (twisted pair) ή ένα οµοαξονικό καλώδιο (coaxial cable) ή ακόµη και ο αέρας όταν
χρησιµοποιείται ραδιοζεύξη, ή υπέρυθρη ακτινοβολία για την µεταφορά της πληροφορίας. Η
χρήση οπτικών ινών µπορεί να υιοθετηθεί επίσης, αν και λόγω της µονοκατευθυντήριας
λειτουργίας των ινών, είναι απαραίτητη η ύπαρξη δύο παράλληλων γραµµών (inbound και
outbound bus).
Η σύγκρουση εδώ εννοείται σαν η κατάσταση εκείνη στην οποία δύο ή περισσότεροι σταθµοί
εκπέµπουν συγχρόνως πάνω στο κοινό κανάλι µε αποτέλεσµα τα πληροφοριακά πακέτα να
αλληλοκαταστρέφονται. Γενικά η σύγκρουση είναι µια ανεπιθύµητη κατάσταση η οποία
σηµαίνει απώλεια χρόνου για όλο το δίκτυο.
13
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
∆ίκτυα µε τοπολογία Bus έχουν προταθεί σε µια πληθώρα εργασιών. ∆ύο γνωστά
παραδείγµατα τέτοιων δικτύων είναι το Ethernet και το Token Bus, τα οποία αποτελούν διεθνή
πρότυπα (standards) και περιλαµβάνονται στις δραστηριότητες προτυποποίησης της
επιτροπής 802 του ΙΕΕΕ (Institute of Electrical and Electronics Engineers).
Η Τοπολογία ∆ακτυλίου φαίνεται στο σχήµα 2.4.γ. Στην τοπολογία αυτή οι σταθµοί
συνδέονται διαδοχικά και ο πρώτος συνδέεται επίσης µε τον τελευταίο έτσι ώστε να
σχηµατίζεται ένας κλειστός δακτύλιος (ring). Στην τοπολογία δακτυλίου οι σταθµοί
παρεµβάλλονται ενεργητικά στις γραµµές µεταφοράς και κάθε πακέτο πληροφορίας ξεκινά
από τον σταθµό - αποστολέα και φθάνει στον σταθµό - παραλήπτη αφού περάσει µέσα από
τους ενδιάµεσους σταθµούς που παρεµβάλλονται. Οι ενδιάµεσοι σταθµοί ενεργούν σαν
επαναλήπτες (repeaters).
Αν και η ενεργητική παρεµβολή κάθε σταθµού στο δίκτυο δηµιουργεί κάποια προβλήµατα
αξιοπιστίας, η τοπολογία ring έχει το µεγάλο πλεονέκτηµα των σύγχρονων (ή πολλαπλών)
µεταδόσεων. Το πλεονέκτηµα αυτό έγκειται στο ότι σε ένα δίκτυο βρόγχου µπορούν
συγχρόνως να συµβαίνουν περισσότερες από µία µεταδόσεις επειδή το δίκτυο διαθέτει
πολλές ανεξάρτητες γραµµές µεταφοράς (µία γραµµή µεταξύ δύο διαδοχικών σταθµών). Η
αξιοπιστία ενός τέτοιου δικτύου µπορεί να αυξηθεί µε χρήση δύο αντί ενός βρόγχων και ένας
σηµαντικός αριθµός δικτύων βρόγχου έχουν ήδη προταθεί. Η επιτροπή 802 του ΙΕΕΕ έχει
καταλήξει στην προτυποποίηση ενός είδους δικτύου βρόγχου το οποίο είναι γνωστό σαν
Token Ring.
Το σχήµα 2.4.δ είναι αναπαράσταση µιας Τοπολογίας ∆ένδρου. Στις τοπολογίες αυτές
θεωρούµε µία οργάνωση του όλου δικτύου κατά επίπεδα. Το δίκτυο αρχίζει από έναν κόµβο
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
14
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
στο πρώτο επίπεδο ο οποίος συνδέεται µε έναν αριθµό κόµβων του επόµενου επιπέδου οι
οποίοι θεωρούνται θυγατρικοί κόµβοι του πρώτου.
(a) (b)
Οµοίως κάθε κόµβος του επιπέδου αυτού συνδέεται µε έναν αριθµό κόµβων του αµέσως
επόµενου επιπέδου και η ίδια δοµή επαναλαµβάνεται για όλα τα διαδοχικά επίπεδα. Με τον
τρόπο αυτό ο αριθµός των κόµβων ενός επιπέδου αυξάνεται µε γεωµετρικό τρόπο σε
συνάρτηση µε την τάξη του επιπέδου. Στην τοπολογία δένδρου, υπάρχει µία µόνον δυνατή
διαδροµή για την µεταφορά ενός πακέτου, η οποία (διαδροµή) εξαρτάται από τις θέσεις του
αποστολέα και του παραλήπτη σταθµού στο δένδρο. Το σχήµα 2.5.α δίνει παραδείγµατα
τέτοιων διαδροµών σε µια τοπολογία δένδρου. Η τοπολογία δένδρου, µπορεί να νοηθεί και
σαν σύστηµα επιµέρους τοπολογιών αστέρος. Το σχήµα 2.5.β δίνει γραφικά την άποψη αυτή.
Για τον λόγο αυτό η τοπολογία δένδρου αναφέρεται πολλές φορές και σαν star-of-stars
topology.
Όλοι οι προηγούµενοι τύποι τοπολογιών ακολουθούν ένα γεωµετρικά συµµετρικό σχήµα και
ανάλογα µε τα επιµέρους πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα, κάθε τύπος είναι ενδεδειγµένος
για ένα συγκεκριµένο περιβάλλον και µία συγκεκριµένη εφαρµογή. Εκτός των προηγουµένων
τύπων υπάρχουν βέβαια και µη κανονικές τοπολογίες (unconstrained topologies) όπως στο
παράδειγµα του σχήµατος 2.4.ε. Οι τοπολογίες αυτές υιοθετούνται συνήθως σε περιπτώσεις
∆ικτύων Ευρείας Περιοχής (WANs), ενώ είναι σπάνιες σε τοπικό περιβάλλον (LANs). Μια
unconstrained τοπολογία διαµορφώνεται µετά από εκτίµηση του αναµενόµενου φορτίου
µεταξύ των θέσεων που θα διασυνδεθούν και ο στόχος είναι συνήθως η ελαχιστοποίηση του
κόστους των γραµµών µεταφοράς. Αυτός είναι και ο λόγος που η συντριπτική πλειονότητα
των δικτύων µη κανονικής τοπολογίας είναι ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής (WANs). Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγµα δικτύου µε µη κανονική τοπολογία είναι το INTERNET.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
15
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Οι Γραµµές Μεταφοράς ενός Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών είναι τα στοιχεία εκείνα που
εξασφαλίζουν την φυσική σύνδεση µεταξύ των κόµβων του δικτύου. Ο ρόλος των γραµµών
αυτών είναι η µεταφορά κατάλληλα διαµορφωµένων παλµών ηλεκτρικής, ηλεκτροµαγνητικής ή
φωτεινής ενέργειας. Το είδος της διαµόρφωσης αυτών των ενεργειακών παλµών εξαρτάται
από την χρησιµοποιούµενη µέθοδο κωδικοποίησης πάνω στη γραµµή (Line Coding) ενώ το
είδος της διαµορφούµενης ενέργειας (ηλεκτρική, οπτική ή ηλεκτροµαγνητική) εξαρτάται από
τον τύπο της γραµµής µεταφοράς.
Πρόκειται για ζεύγη χάλκινων µονωµένων και παράλληλων αγωγών. Οι δύο αγωγοί είναι
συνεστραµένοι µε στόχο την µείωση των παρεµβολών από γειτονικά ζεύγη ή γενικά την
µείωση των επιδράσεων από εξωτερικές γραµµές ηλεκτροµαγνητικού θορύβου. Τα
συνεστραµένα ζεύγη χρησιµοποιήθηκαν αρχικά στην τηλεφωνία στην οποία βρίσκουν και
σήµερα ευρύτατη εφαρµογή. Στα Τοπικά ∆ίκτυα βρίσκουν εφαρµογή σαν λύσεις χαµηλού
κόστους. Γενικά τα twisted pairs που χρησιµοποιούνται στα Τοπικά ∆ίκτυα µπορούν να
γεφυρώσουν περιορισµένες αποστάσεις της τάξεως των 100 µέτρων ενώ οι ρυθµοί
µετάδοσης είναι της τάξεως των 100 Mbps.
Τα οµοαξονικά καλώδια, προσφέρουν σαφώς µεγαλύτερο εύρος ζώνης από τον προηγούµενο
τύπο γραµµής µεταφοράς. Το οµοαξονικό καλώδιο αποτελείται από έναν κεντρικό αγωγό
κυλινδρικού σχήµατος ο οποίος περιβάλλεται από έναν επίσης κυλινδρικό εξωτερικό αγωγό.
Μεταξύ των δύο αγωγών παρεµβάλλεται διηλεκτρικό υλικό που δρα σαν µονωτής. Το όλο
σύστηµα, τέλος, προστατεύεται από ένα εξωτερικό µονωτικό περίβληµα. Η διαµόρφωση του
εξωτερικού αγωγού ο οποίος περιβάλλει πλήρως τον εσωτερικό έχει σαν αποτέλεσµα την
µεγάλη ανοσία των καλωδίων αυτών σε εξωτερικές παρεµβολές και θορύβους, γεγονός που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
16
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
οδηγεί σε πολύ χαµηλούς ρυθµούς λαθών στο µέσο µεταφοράς. Το πλεονέκτηµα αυτό σε
συνδυασµό µε το αυξηµένο εύρος ζώνης των οµοαξονικών καλωδίων είναι οι λόγοι για την
επιλογή του τύπου αυτού σε πολλές υλοποιήσεις Τοπικών ∆ικτύων. Το µειονέκτηµα των
οµοαξονικών καλωδίων είναι ότι δεν είναι τόσο πρακτικά στην συνδεσµολογία τους όσο τα
συνεστραµένα ζεύγη. Επίσης, το κόστος των οµοαξονικών καλωδίων είναι µεγαλύτερο από
αυτό των συνεστραµένων ζευγών. Κλασικό παράδειγµα δικτύων που χρησιµοποιούν
οµοαξονικό καλώδιο ήταν οι υλοποιήσεις του Ethernet παλαιότερα, στις οποίες γινόταν χρήση
δύο εναλλακτικών τύπων οµοαξονικών καλωδίων και ανάλογα µε τον χρησιµοποιούµενο τύπο
καλωδίου, το δίκτυο χαρακτηριζόταν σαν thick (παχύ) Ethernet µε διάµετρο καλωδίου 0.5 in. ή
thin (λεπτό) Ethernet µε διάµετρο καλωδίου 0.17 in.
Η τεχνολογία των οπτικών ινών είχε ραγδαία εξέλιξη κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων
δεκαετιών και προσφέρει σήµερα προϊόντα µε δυνατότητες ζεύξης µεγάλων αποστάσεων σε
πολύ υψηλές ταχύτητες και, συγχρόνως, µε προσιτό κόστος. Η οπτική ίνα µεταφέρει
διαµορφωµένους παλµούς οπτικής φωτεινής ενέργειας και µπορεί να θεωρηθεί σαν
κυλινδρικός κυµατοδηγός που λειτουργεί στην περιοχή των οπτικών συχνοτήτων. Η δοµή
τυπικών οπτικών ινών δίνεται στο σχήµα 2.6. Το µέσο αυτό αποτελείται από δύο διαφανή
υλικά, τον πυρήνα (core) και το περίβληµα (cladding). Ο πυρήνας έχει συντελεστή
ανακλάσεως n1 και ορισµένη ακτίνα α (Σχήµα 2.6). Το περίβληµα έχει διαφορετικό συντελεστή
ανακλάσεως n2, και ισχύει n2 < n1, έτσι ώστε να έχουµε το φαινόµενο της ολικής ανακλάσεως
του φωτός στο όριο µεταξύ πυρήνα και περιβλήµατος. Οι παλµοί του φωτός µεταφέρονται
µέσα από τον πυρήνα της ίνας µε διαδοχικές ανακλάσεις στο περίβληµα.
Οι επιδόσεις των οπτικών ινών περιορίζονται από το φαινόµενο των πολλαπλών modes
µετάδοσης, δηλαδή από το γεγονός ότι η φωτεινή ενέργεια ενός παλµού µπορεί να
ανακλασθεί µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους ταυτόχρονα στο περίβληµα, όπως φαίνεται
στο σχήµα 2.6.β. Το αποτέλεσµα είναι ότι κλάσµατα της φωτεινής ενέργειας ενός παλµού
έχουν να διανύσουν µεγαλύτερη απόσταση µεταξύ των διαδοχικών σηµείων ανάκλασης. Το
φαινόµενο αυτό έχει σαν αποτέλεσµα ένας "στενός" παλµός, (παλµός µικρής διάρκειας), να
φθάνει στον δέκτη διαπλατυσµένος. Το φαινόµενο αυτό ονοµάζεται dispersion (διάχυση), και
θέτει περιορισµούς στην µέγιστη απόσταση που µπορεί να καλυφθεί χωρίς την χρήση
επαναλήπτη (repeater) και στην µέγιστη συχνότητα λειτουργίας της ίνας. Οι ίνες αυτού του
είδους ονοµάζονται multimode fibers. Για τον περιορισµό του φαινοµένου της διάχυσης έχει
αναπτυχθεί ο τύπος των monomode fibers, στις οποίες η διάµετρος του πυρήνα είναι πολύ
µικρότερη, περιορίζοντας έτσι τις πολλαπλές modes διάδοσης.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
17
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Ένας άλλος τρόπος βελτίωσης των επιδόσεων µιας οπτικής ίνας είναι η χρήση υλικών µε
βαθµιαία µεταβολή του συντελεστή ανακλάσεως από µία µέγιστη τιµή (στο κέντρο του
πυρήνα) προς µία ελάχιστη τιµή (στο περίβληµα). Το σχήµα 2.6.γ δείχνει το προφίλ του
συντελεστού ανακλάσεως σε µία ίνα αυτού του τύπου. Οι ίνες του τύπου αυτού αναφέρονται
σαν graded-index fibers ενώ οι ίνες µε την βηµατική αλλαγή του συντελεστή ανάκλασης στο
όριο πυρήνα - περιβλήµατος, αναφέρονται σαν step-index fibers. Η διάµετρος του πυρήνα
µιας multimode ίνας είναι µεταξύ 50 και 200 µm. Ο πυρήνας µιας monomode ίνας µπορεί να
έχει διάµετρο µεταξύ 8 και 12 µm. Τέλος, στην περίπτωση των ινών graded-index ο πυρήνας
έχει διάµετρο περίπου 50 µm.
Προφίλ συντελεστών
διάθλασης
n2 n1
Monomode step-index
Multimode step-index
Multimode graded-index
18
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
µέσο σε δίκτυο υπολογιστών είναι το ιστορικό δίκτυο ALOHA που αναπτύχθηκε από το
Πανεπιστήµιο της Χαβάης και ήταν το πρώτο τοπικό δίκτυο. Η χρήση του ελεύθερου χώρου
σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου είναι εφικτή και µε τη µορφή υπέρυθρων ζεύξεων (infra-red).
Αν και υπάρχουν ορισµένα πρακτικά προβλήµατα, οι υπέρυθρες ζεύξεις είναι µια
ενδιαφέρουσα λύση για περιβάλλοντα υψηλού θορύβου ή για υλοποιήσεις ασύρµατων
Τοπικών ∆ικτύων. Ήδη έντονη δραστηριότητα παρατηρείται στην τεχνολογική αυτή περιοχή,
µε αποτέλεσµα την ανάπτυξη διεθνών προδιαγραφών, όπως η προδιαγραφή IEEE 802.11
και την εµφάνιση ανάλογων προϊόντων, όπως τα Wi-Fi interfaces µε τα οποία εξοπλίζονται
αρκετές συσκευές (συνήθως φορητές όπως π.χ. τα laptop computers).
• Το κόστος
• Η ταχύτητα µετάδοσης
• Η τάξη µεγέθους των αποστάσεων που θα γεφυρωθούν
• Οι απαιτήσεις αξιοπιστίας
• Οι απαιτήσεις ασφάλειας επικοινωνιών
• κλπ.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
19
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο τµήµα αυτό παρατίθεται µια περιγραφή των διαφόρων τεχνικών προσπέλασης του
επικοινωνιακού µέσου σ' ένα Τοπικό ∆ίκτυο. Ο τρόπος χρήσης των επικοινωνιακών
δυνατοτήτων του δικτύου είναι ουσιαστικά ένα σύνολο κανόνων στους οποίους πρέπει να
υπακούν όλοι οι σταθµοί του δικτύου. Στην πράξη οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται από ένα
σύνολο αλγορίθµων οι οποίοι εκτελούνται σε κάθε σταθµό του δικτύου. Οι κανόνες
επικοινωνίας είναι µε την έννοια αυτή, κατανεµηµένοι και παράλληλοι. Το σύνολο των
κανόνων επικοινωνίας είναι γνωστό και σαν Πρωτόκολλο Επικοινωνίας.
Με βάση το επίπεδο των λειτουργιών που ελέγχονται από ένα συγκεκριµένο πρωτόκολλο
µπορούµε να κατατάξουµε τα πρωτόκολλα σε µια ιεραρχία επιπέδων. Στο τµήµα αυτό θα
εστιάσουµε την προσοχή µας σε τεχνικές που αφορούν την προσπέλαση του επικοινωνιακού
µέσου.
Ο όρος Πακέτο Πληροφορίας αναφέρεται σε ένα σύνολο bits το οποίο µεταφέρεται σαν
ενότητα από ένα σταθµό του δικτύου προς τον παραλήπτη σταθµό. Κάθε πακέτο έχει ένα
ορισµένο µήκος. Το µήκος είναι ο συνολικός αριθµός bits που περιέχει το πακέτο. Πολλές
φορές το µήκος του πακέτου αναφέρεται µε όρους της διάρκειας του χρόνου που είναι
απαραίτητος για την µετάδοση του πακέτου. Αν το µήκος του πακέτου είναι L Bits, τότε η
µετάδοση του πακέτου απαιτεί χρόνο tp ίσο µε tp=L*tb, όπου tb η διάρκεια ενός bit
πληροφορίας πάνω στο κανάλι και R=1 / tb είναι ο ρυθµός µετάδοσης δεδοµένων σε bits/sec.
Όταν αρχίσει η µετάδοση ενός πακέτου πάνω στο επικοινωνιακό κανάλι θα συνεχιστεί έως
ότου όλο το πακέτο µεταδοθεί, υπό τον όρο βέβαια ότι δεν θα δηµιουργηθούν καταστάσεις
σύγκρουσης, δυσλειτουργίας ή άλλου λάθους. Με την έννοια αυτή το πακέτο πληροφορίας
είναι η ελάχιστη ποσότητα πληροφορίας πάνω στο κανάλι.
Κάθε πακέτο θεωρείται ότι αποτελείται από ένα ορισµένο αριθµό πεδίων (fields). Ένα πεδίο
είναι ένα σύνολο bits µε προκαθορισµένο µήκος (αριθµός bits του πεδίου) και
προκαθορισµένη σηµασία για όλους τους σταθµούς του δικτύου. Στο σχήµα 3.1 το γεγονός
αυτό δίνεται γραφικά. Η δοµή του σχήµατος 3.1 ισχύει για τα περισσότερα Τοπικά ∆ίκτυα ενώ
βέβαια, ανάλογα µε τον τύπο του δικτύου, το µήκος των πεδίων ποικίλει. Η γενικευµένη δοµή
του σχήµατος 3.1 περιέχει τα εξής πεδία:
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
20
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Pr: Preamble. Είναι ένας αριθµός από bits ο ρόλος των οποίων είναι να ενεργοποιήσουν και να
συγχρονίσουν τα κυκλώµατα εισόδου του δέκτη. Τα bits αυτά δεν µεταφέρουν χρήσιµη πληροφορία.
DA: Destination Address ή ∆ιεύθυνση Προορισµού. Πρόκειται για την κωδικοποιηµένη ταυτότητα του
παραλήπτη σταθµού στον οποίο απευθύνεται το πακέτο.
SA: Source Address ή ∆ιεύθυνση Πηγής. Είναι η κωδικοποιηµένη ταυτότητα του αποστολέα σταθµού.
CF: Control Field ή Πεδίου Ελέγχου. Περιέχει πληροφορίες για τον τύπο του πακέτου δηλαδή για τα
δεδοµένα των επόµενων πεδίων, πληροφορίες για την προτεραιότητα του πακέτου κ.λ.π.
IF: Information Field ή Πεδίο Πληροφορίας. Είναι ο κορµός του πακέτου επειδή περιέχει την
πληροφορία που ο αποστολέας σταθµός επιθυµεί να µεταδώσει. Από µια άποψη είναι η µόνη οµάδα
bits του πακέτου που περιέχει χρήσιµη πληροφορία για τους επικοινωνούντες σταθµούς ενώ τα
προηγούµενα πεδία υπάρχουν για την υποστήριξη της επικοινωνίας.
CRC: Cyclic Redundancy Codes. Πρόκειται για το πεδίο που περιέχει τους κωδικούς ελέγχου λαθών.
Το περιεχόµενο του πεδίου αυτού εξαρτάται από το περιεχόµενο των υπολοίπων πεδίων. Το CRC
υπολογίζεται από τον σταθµό εκποµπής και προστίθεται στο προς µετάδοση πακέτο. Στο σηµείο
λήψης, ο δέκτης υπολογίζει µε τον ίδιο αλγόριθµο το CRC και αν παρατηρηθεί διαφορά µε την τιµή του
CRC πεδίου που ελήφθη, ο δέκτης θεωρεί ότι το πακέτο αλλοιώθηκε και το απορρίπτει.
Pr DA SA CF IF CRC
Pr DA SA CF IF
Η δοµή του σχήµατος 3.1 και οι µηχανισµοί που περιγράφονται χρησιµοποιούνται από την
πλειονότητα των Τοπικών ∆ικτύων. Βέβαια, ο αριθµός των bits κάθε πεδίου, η ακριβής
σηµασία των bits αυτών καθώς και οι αλγόριθµοι υπολογισµού του CRC πεδίου, διαφέρουν
από δίκτυο σε δίκτυο. Ένα σηµαντικό µέρος της σχεδίασης ενός δικτύου αφορά την δοµή και
το περιεχόµενο των πακέτων πληροφορίας. Επιπλέον, σε δίκτυα που χρησιµοποιούν
ελεγχόµενες τεχνικές προσπέλασης διακινούνται και πακέτα που δεν µεταφέρουν χρήσιµη
πληροφορία αλλά είναι απαραίτητα για την υποστήριξη της επικοινωνίας και αναφέρονται ως
πακέτα ελέγχου (Control Packets).
21
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
στις περιπτώσεις όπου το µέσο επικοινωνίας είναι ο αέρας, και όλοι οι σταθµοί µεταδίδουν τα
πακέτα τους στο κοινό κανάλι. Τυπικά παραδείγµατα τέτοιων δικτύων είναι τα ALOHA,
CSMA/CD Bus (Ethernet) και Token Bus. Είναι σαφές ότι, για τον συντονισµό των σταθµών
έτσι ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις ή να αφιερώνεται ορθολογικά το κανάλι στους
σταθµούς, είναι απαραίτητη η ύπαρξη κανόνων ελέγχου της προσπέλασης.
MULTIPLE ACCESS
CONTROLLED RANDOM
22
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Μία πρώτη ταξινόµηση των αλγορίθµων πολλαπλής προσπέλασης µπορεί να βασισθεί στην
ύπαρξη ή όχι αιτιοκρατικών κανόνων (deterministic rules) οι οποίοι αναθέτουν σε έναν
συγκεκριµένο σταθµό το κανάλι για κάθε χρονική στιγµή. Εάν οι σταθµοί του δικτύου
προσπελαύνουν το κανάλι κατά έναν προβλέψιµο ή αιτιοκρατικό τρόπο τότε αναφερόµαστε σε
Μεθόδους Ελεγχόµενης Προσπέλασης (Controlled Access Methods). Εάν αντίθετα οι σταθµοί
προσπελαύνουν το κανάλι µε τυχαίο τρόπο, έτσι ώστε η ακριβής στιγµή της προσπέλασης για
κάθε σταθµό να είναι απρόβλεπτη ή µη προκαθορισµένη, τότε έχουµε τις Μεθόδους Τυχαίας
Προσπέλασης (Random Access Methods). Το σχήµα 3.2 δίνει την κατάταξη αυτή γραφικά και
επιπλέον περιέχει τις βασικές τεχνικές προσπέλασης σε κάθε κατηγορία. Οι τεχνικές
προσπέλασης αναφέρονται συχνότατα και σαν πρωτόκολλα του δευτέρου επιπέδου σύµφωνα
µε το µοντέλο OSI.
Ας σηµειωθεί ότι µια δεύτερη κατάταξη των διαφόρων πρωτοκόλλων πολλαπλής προσέγγισης
µπορεί να βασισθεί στον βαθµό που οι χρησιµοποιούµενοι αλγόριθµοι ακολουθούν µια
κεντρικοποιηµένη λειτουργία. Εάν ένας συγκεκριµένος σταθµός ελέγχει όλες τις λειτουργίες και
παραχωρεί το δικαίωµα χρήσης του καναλιού στους υπόλοιπους έχουµε κεντρικοποιηµένη
λειτουργία (centralized). Αν αντίθετα οι αλγόριθµοι εκτελούνται από όλους τους σταθµούς
παράλληλα και η προσπέλαση αποφασίζεται από κάθε σταθµό ανεξάρτητα, τότε έχουµε
κατανεµηµένη (distributed) λειτουργία. Τα δίκτυα που χρησιµοποιούν κατανεµηµένη
λειτουργία είναι γενικά πιο αξιόπιστα καθώς δεν εξαρτώνται από την καλή λειτουργία του
κεντρικού σταθµού ελέγχου. Όπως είναι φυσικό, η κεντρικοποιηµένη λειτουργία είναι εφικτή
µόνο στις περιπτώσεις των Μεθόδων Ελεγχόµενης Προσπέλασης.
Η τεχνική προσπέλασης που χρησιµοποιείται σε ένα Τοπικό ∆ίκτυο επηρεάζει ισχυρά την
απόδοση του δικτύου. Μια εναλλακτική διατύπωση του γεγονότος αυτού είναι ότι τα διάφορα
χρησιµοποιούµενα πρωτόκολλα επικοινωνίας προσφέρουν διαφορετικές δυνατότητες στους
χρήστες του δικτύου. Άρα τα πρωτόκολλα επικοινωνίας είναι αντικείµενα προς αξιολόγηση
και σύγκριση. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να δοθούν τα κριτήρια αξιολόγησης των
διαφόρων πρωτοκόλλων πριν παρουσιάσουµε τα πρωτόκολλα καθ' εαυτά. Το επόµενο τµήµα
είναι εστιασµένο στο ζήτηµα των κριτηρίων και των µεγεθών τα οποία χρησιµοποιούνται ως
βάση για την αξιολόγηση των διαφόρων πρωτοκόλλων επικοινωνίας.
23
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο επίπεδο Σύνδεσης ∆εδοµένων (Data Link Layer) επί παραδείγµατι, ο στόχος ενός
πρωτοκόλλου είναι να ρυθµίσει τις διαδικασίες µετάδοσης έτσι ώστε τα πακέτα πληροφορίες
να µεταφέρονται από έναν σταθµό του δικτύου προς ένα άλλο σταθµό του ίδιου δικτύου. Άρα
ένα κρίσιµο µέγεθος είναι ο ρυθµός των επιτυχώς µεταδιδοµένων πακέτων στη µονάδα του
χρόνου (throughput). Κατά συνέπεια ένα πρωτόκολλο µε µεγαλύτερο throughput είναι
καλύτερο από ένα πρωτόκολλο µε χαµηλό throughput. Σε ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας τα
κρίσιµα µεγέθη µπορεί να είναι διαφορετικά. Στο επίπεδο µεταφοράς (Transport Layer) του
µοντέλου OSI µπορεί να αξιολογηθεί π.χ. η αξιοπιστία της µετάδοσης µεταξύ των
επικοινωνούντων σταθµών.
Στη συνέχεια θα περιορισθούµε στην περιγραφή των κρισίµων µεγεθών που αφορούν την
βασική µετάδοση πακέτων πληροφορίας µεταξύ σταθµών του ίδιου δικτύου η οποία εµπίπτει
στο επίπεδο Data Link. Τα µεγέθη αυτά είναι:
- Throughput. Είναι ο ρυθµός των επιτυχώς µεταδιδοµένων πακέτων στο δίκτυο στη
µονάδα του χρόνου. ∆εν θα πρέπει να συγχέεται µε τον ρυθµό µεταφοράς (ταχύτητα
µετάδοσης) δεδοµένων του δικτύου στο κανάλι επειδή οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται.
Το throughput (συχνά συµβολιζόµενο µε τα γράµµατα "S" ή "s"), επηρεάζεται από την µέθοδο
προσπέλασης του καναλιού, λόγω των συγκρούσεων, των αναµεταδόσεων, των
καθυστερήσεων, κ.λ.π., που τυπικά συµβαίνουν σε ένα κατανεµηµένο σύστηµα όπως είναι ένα
Τοπικό ∆ίκτυο. Συνεπώς σε δύο δίκτυα µε τον ίδιο ρυθµό µετάδοσης δεδοµένων στο κανάλι, τα
οποία όµως χρησιµοποιούν διαφορετικά πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα χαρακτηριστικά του
throughput θα είναι διαφορετικά και ανάλογα µε την αποτελεσµατικότητα του κάθε πρωτοκόλλου
επικοινωνίας.
Το κανονικοποιηµένο throughput λαµβάνει τιµές από 0 έως 1. Η φυσική έννοια αυτού του
περιορισµού είναι ότι στο χρονικό διάστηµα που απαιτείται για την µετάδοση ενός πακέτου πάνω
στο κανάλι, µπορεί να µεταδοθεί επιτυχώς το πολύ ένα πακέτο.
Στο σχήµα 3.3.α το δίκτυο µοντελοποιείται σαν µια ουρά αναµονής (queue) η οποία δέχεται
φορτίο G. Οι κανόνες του πρωτοκόλλου θεωρούνται σαν µηχανισµοί εξυπηρέτησης (server) και
τελικά τα πακέτα που εξυπηρετήθηκαν, αφήνουν το σύστηµα µε ρυθµό S ίσο µε το throughput.
Το φορτίο εισόδου µετρείται σε µονάδες όµοιες µε τις µονάδες του throughput.
Το σχήµα 3.3.β δείχνει την συνάρτηση S(g) για δυο δίκτυα (Α και Β). Στο παράδειγµα αυτό είναι
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
24
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
φανερό ότι το δίκτυο Α έχει καλύτερα χαρακτηριστικά throughput από ότι το δίκτυο Β. Στο ίδιο
σχήµα συµπεριλαµβάνεται και η ιδανική καµπύλη S(g). Οι µονάδες είναι κανονικοποιηµένες σε
πακέτα ανά διάρκεια πακέτου στο κανάλι.
Η περιοχή τιµών του κανονικοποιηµένου φορτίου g είναι από µηδέν έως άπειρο. Η τιµή 1
σηµαίνει ότι στην διάρκεια µετάδοσης ενός πακέτου στο κανάλι, εισέρχεται στο σύστηµα ακριβώς
ένα πακέτο (σχήµα 3.3.α).
Οι µονάδες της χωρητικότητας είναι όµοιες µε τις µονάδες του throughput και του φορτίου
εισόδου. Στο σχήµα 3.3.β σηµειώνονται οι τιµές της χωρητικότητας CA και CB για τα δύο
υποθετικά δίκτυα LAN A και LAN B αντίστοιχα.
G
S(g)
1
C
A
A C
B
B
S
0 g
1
(a) (b)
- Μέση καθυστέρηση (Mean Delay). Είναι η µέση τιµή των καθυστερήσεων της
µετάδοσης των πακέτων, από την στιγµή που είναι έτοιµα προς µετάδοση στον σταθµό
εκποµπής, µέχρι την στιγµή που η µετάδοσή τους στο δίκτυο ολοκληρώνεται µε
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
25
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
επιτυχία.
Τα πακέτα που εισέρχονται στο δίκτυο προς µετάδοση περιµένουν στην ουρά εκποµπής για ένα
χρονικό διάστηµα και στη συνέχεια οι κανόνες προσπέλασης του δικτύου επιτρέπουν σ' αυτά να
µεταδοθούν. Το γεγονός αυτό αναπαρίσταται στο σύστηµα αναµονής που φαίνεται στο σχήµα
3.3.α. Η ουρά αναµονής του συστήµατος αυτού (queue) στην πράξη υλοποιείται από το σύνολο
των buffers εκποµπής των σταθµών του δικτύου.
Η καθυστέρηση της µετάδοσης κάθε πακέτου ποικίλει και εξαρτάται δραστικά από τις συνθήκες
λειτουργίας του δικτύου (φορτίο εισόδου) και από τους χρησιµοποιούµενους κανόνες
προσπέλασης (δηλαδή από το πρωτόκολλο επικοινωνίας). Συνεπώς η καθυστέρηση µετάδοσης
του κάθε πακέτου πληροφορίας δεν είναι ένα καθορισµένο µέγεθος, αλλά είναι ένα τυχαίο
µέγεθος.
Η µέση καθυστέρηση d, όπως προκύπτει και θεωρητικά αλλά και από µετρήσεις, µεταβάλλεται
δραστικά σαν συνάρτηση του throughput S. Για το λόγο αυτό η συµπεριφορά του πρωτοκόλλου
αποδίδεται µε τη χρήση των καµπυλών D(s), όπως αυτές του σχήµατος 3.4. Στο σχήµα αυτό τα
υποθετικά δίκτυα Α και Β παρουσιάζουν διαφορετικές επιδόσεις µε σαφή ανωτερότητα του Α.
D(s) B
00 1 1 S
S
- Μέσο µήκος ουράς (Mean Queue Length). Λόγω της αναµονής των πακέτων στους buffers
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
26
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
εκποµπής, σε κάθε σταθµό δηµιουργείται µία ουρά αναµονής το µήκος της οποίας είναι
συνάρτηση του χρόνου. Το µήκος της ουράς αυξάνει όταν ένα ή περισσότερα πακέτα φθάνουν
στον σταθµό προς µετάδοση. Αντίστοιχα, το µήκος µειώνεται κατά ένα όταν ένα πακέτο
µεταδίδεται επιτυχώς στο κανάλι (εξυπηρετείται). Το µέσο µήκος ουράς (συχνά συµβολιζόµενο
ως "Q" ή "q") είναι η µέση τιµή του µήκους της ουράς και είναι µία χρήσιµη ένδειξη για την τάξη
µεγέθους των απαιτούµενων buffers εκποµπής.
Το µέσο µήκος Q της ουράς αναµονής επηρεάζεται δραστικά από τις συνθήκες λειτουργίας του
δικτύου όπως και από το χρησιµοποιούµενο πρωτόκολλο. Η συµπεριφορά του Q δίνεται στις
περισσότερες περιπτώσεις σαν µία συνάρτηση Q(s) του throughput. Αν ένα δίκτυο Α
παρουσιάζει µικρότερες τιµές καθυστέρησης από ένα άλλο δίκτυο Β, θα έχει και µικρότερο µέσο
µήκος ουράς. Το µέσο µήκος της ουράς µετράται σε αριθµό πακέτων.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
27
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στις προηγούµενες ενότητες έγινε µία συνοπτική εισαγωγή σε βασικές έννοιες σχετικές µε τα
Τοπικά ∆ίκτυα Yπολογιστών και τα συστήµατα επικοινωνίας δεδοµένων γενικότερα. Στην
παρούσα ενότητα παρουσιάζονται τα πιο γνωστά πρωτόκολλα πολλαπλής προσπέλασης. Ο
όρος Πολλαπλή Προσπέλαση (Multiple Access) αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου πολλοί
σταθµοί χρησιµοποιούν ένα κοινό κανάλι για τις µεταξύ τους επικοινωνίες. Οι µέθοδοι
(πρωτόκολλα) πολλαπλής προσπέλασης µπορούν να ταξινοµηθούν σε δύο µεγάλες
κατηγορίες:
• Ελεγχόµενες Μέθοδοι Προσπέλασης (Controlled Access Methods)
• Τυχαίες Μέθοδοι Προσπέλασης (Random Access Methods)
1 slot
S1
S1 S2S2 S3 S3 Sn
Sn S1S1
ts
Το TDMA πρωτόκολλο είναι από τις παλαιότερες µεθόδους πολλαπλής προσπέλασης και έχει
εφαρµογή σε δορυφορικές ζεύξεις, στην ψηφιακή τηλεφωνία, κ.λ.π. Για τις δυνατότητες του
TDMA πρωτοκόλλου σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου ισχύουν τα εξής: Αν και η προσπέλαση
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
28
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
των σταθµών στο κανάλι είναι πλήρως ελεγχόµενη και υλοποιήσιµη µε απλούς µηχανισµούς,
εµφανίζει ένα σοβαρό µειονέκτηµα. Το µειονέκτηµα αυτό έγκειται στο ότι όταν ένας σταθµός
δεν έχει πακέτα πληροφορίας προς µετάδοση, το αντίστοιχο slot είναι κενό και
αντιπροσωπεύει καθαρή απώλεια χρόνου. Η σταθερή ανάθεση των slots στους χρήστες δεν
επιτρέπει την εκµετάλλευση των άδειων slots από χρήστες που εκείνη τη στιγµή έχουν πακέτα
προς µετάδοση.
Άρα το TDMA πρωτόκολλο συµπεριφέρεται αποδοτικά όταν το φορτίο εισόδου έχει υψηλές
τιµές (0.75 έως 1, σε κανονικοποιηµένες τιµές). Αντίθετα, σε χαµηλές τιµές φορτίου λόγω των
πολλών άδειων slots η συνολική απόδοση πέφτει. Όπως και από το σχήµα 2.1 προκύπτει
κάθε χρήστης έχει δικαίωµα προσπέλασης κάθε N * ts δευτερόλεπτα όπου Ν ο αριθµός όλων
των χρηστών. Ο µηχανισµός που µόλις περιγράφηκε αναφέρεται και σαν Round-Robin
TDMA. Ένας άλλος µηχανισµός TDMA βασίζεται στην ανάθεση των slots στους χρήστες µε
τυχαίο τρόπο και αναφέρεται σαν Random TDMA. Στην περίπτωση αυτή εκτελείται
ταυτόχρονα και παράλληλα από όλους τους χρήστες ένας κοινός αλγόριθµος ο οποίος
επιλέγει τυχαία τον χρήστη που δικαιούται να µεταδώσει στο κανάλι κατά την διάρκεια του
επόµενου slot.
Γενικά η απόδοση του TDMA είναι ικανοποιητική για µετάδοση δεδοµένων όπως φωνή, audio
ή video. Στην περίπτωση όµως της κρουστικής (bursty) κινήσεως που παρατηρείται στις
επικοινωνίες µεταξύ υπολογιστών, η απόδοση του TDMA είναι ανεκτή µόνο για υψηλές τιµές
του φορτίου.
Στην αρχή της περιγραφής του TDMA αναφέρθηκε ο καταµερισµός των επικοινωνιακών
πόρων του καναλιού. Με τον όρο αυτό (Communication Resources) εννοούµε τον συνδυασµό
του χρόνου χρήσης και του διαθέσιµου εύρους ζώνης του καναλιού. Ένας χρήστης µπορεί στη
γενική περίπτωση να χρησιµοποιεί ένα κλάσµα του χρόνου του καναλιού (TDMA) ή ένα
κλάσµα του εύρους ζώνης του καναλιού για όλη την διάρκεια της επικοινωνίας. Η δεύτερη
αυτή περίπτωση αναφέρεται σαν FDMA (Frequency Division Multiple Access) ή Πολλαπλή
Προσπέλαση µε ∆ιαχωρισµό Συχνότητας. Πρόκειται για µία πολύ γνωστή τεχνική στην
τηλεφωνία ενώ στον χώρο των Τοπικών ∆ικτύων βρίσκει εφαρµογή στα λεγόµενα
Πολυκαναλικά Τοπικά ∆ίκτυα (Multichannel Local Area Networks) και στις περιπτώσεις των
broadband LAN's.
To FDMA στα χαµηλά φορτία προσφέρει το 50% της απόδοσης του TDMA ενώ για
µεγαλύτερες τιµές του φορτίου η απόδοσή του τείνει στην απόδοση του TDMA. Το κοινό
σηµείο µεταξύ TDMA & FDMA είναι ότι η ανάθεση των επικοινωνιακών πόρων του καναλιού
είναι για κάθε χρήστη προκαθορισµένη και αµετάβλητη. Οι τεχνικές αυτές αναφέρονται σαν
Μέθοδοι Σταθερής Ανάθεσης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι τεχνικές CDMA (Code
Division Multiple Access) & WDMA (Wavelength Division Multiple Access).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
29
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Οι δύο αυτές τεχνικές είναι αποδοτικές για ειδικές περιπτώσεις δικτύων. Το CDMA βασίζεται
στην διαµόρφωση του σήµατος κάθε χρήστη από µία συνάρτηση που ανήκει σ' ένα σύνολο
συναρτήσεων µεγάλου εύρους ζώνης και στην αποκωδικοποίηση του σήµατος αυτού µε
χρήση της ίδιας συνάρτησης στο δέκτη και εν συνεχεία ολοκλήρωση του προκύπτοντος
σήµατος. Το CDMA λόγω της κακής εκµετάλλευσης του εύρους ζώνης του καναλιού,
χρησιµοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις (όπως οι εφαρµογές που θέτουν ισχυρές απαιτήσεις
ασφαλείας δεδοµένων ή όπως στην περίπτωση της χρήσης ραδιοκαναλιών (RF) σαν µέσο
επικοινωνίας). Το WDMA βασίζεται στον διαχωρισµό του µήκος κύµατος της φωτεινής
ενέργειας και όπως είναι αυτονόητο βρίσκει εφαρµογή σε κανάλια οπτικών ινών, όπου
συνδυάζεται µε TDMA ή άλλες τεχνικές.
N N+1
Ph 1
Ph 2
Ph 3
t1 t2 t3
Στο σχήµα 3.6 ο µηχανισµός Polling αναπαρίσταται µε τη µορφή τριών φάσεων: Στην πρώτη
φάση (Ph1) ο κεντρικός σταθµός CS µεταδίδει στον σταθµό Ν (station N) το µήνυµα-ερώτηση.
Ο σταθµός Ν αντιδρά µε την µετάδοση των πακέτων του προς τον σταθµό παραλήπτη DS
(Ph2). Στο τέλος της µετάδοσης ο σταθµός Ν µεταδίδει το µήνυµα-απάντηση προς τον ειδικό
(κεντρικό) σταθµό (Ph3). Στη συνέχεια εξυπηρετείται µε τον ίδιο τρόπο ο σταθµός Ν+1 κ.ο.κ.
Είναι σαφές ότι σε χαµηλά φορτία οι σταθµοί δεν θα έχουν προς µετάδοση πακέτα και η
δειγµατοληψία κάθε αδρανούς σταθµού χρειάζεται χρόνο t1+t3 ο οποίος αντιπροσωπεύει
καθαρή απώλεια. Βέβαια σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περίπτωση στο TDMA, η απώλεια
αυτή είναι αµελητέα, όπως φαίνεται στο σχήµα 3.7. Τα πακέτα ερώτησης και απάντησης
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
30
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
έχουν διάρκειες t1 και t3 αντίστοιχα, πολύ µικρότερες από την διάρκεια t2 ενός πακέτου
πληροφορίας. Αυτό οφείλεται στο ότι τα µηνύµατα ερώτησης και απάντησης περιέχουν λίγα
bits (π.χ. 50 έως 100) συγκρινόµενα µε τα πακέτα πληροφορίας (1000 έως 8000 bits).
t1 t2 t3 t1+t3
Polling
TDMA
t2
Σχήµα 3.7 Σύγκριση απωλειών χρόνου στα πρωτόκολλα TDMA και Polling
Άρα το Polling πρωτόκολλο µπορεί να νοηθεί σαν µια σηµαντική βελτίωση του TDMA καθώς
διατηρεί το πλεονέκτηµα της πλήρως ελεγχόµενης προσπέλασης σε συνδυασµό µε την
µικρότερη απώλεια χρόνου στην περίπτωση της δειγµατοληψίας ενός αδρανούς σταθµού. Η
µετάδοση των µηνυµάτων ερώτησης και απάντησης αν και δεν περιλαµβάνει την µετάδοση
χρήσιµης πληροφορίας, είναι απαραίτητη για την λειτουργία του πρωτοκόλλου. Τα µηνύµατα
αυτά ισοδυναµούν µε χρονικό κόστος επίβλεψης (overhead) του δικτύου.
και προφανώς lim(Smax) = 1 όταν η ποσότητα (t1+t3)/t2 τείνει στο 0. Άρα η απόδοση
του Polling αυξάνεται καθώς οι διάρκειες t1 και t3 µειώνονται σε σχέση µε το t2.
Επειδή οι χρόνοι t1 και t3 δεν µπορούν να πέσουν κάτω από ένα ελάχιστο όριο (ίσο
προς τον χρόνο µετάδοσης λίγων δεκάδων bits) η µόνη διαθέσιµη τακτική είναι η
αύξηση του µήκους των πακέτων πληροφορίας, δηλαδή η χρήση µεγάλων πακέτων,
έτσι ώστε: t2 >> t1+ t3.
Η απόδοση του Polling πρωτοκόλλου µειώνεται καθώς ο αριθµός των χρηστών αυξάνεται.
Αυτό ισχύει βέβαια και στο TDMA. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, για το ίδιο φορτίο, ένα
δίκτυο µε περισσότερους σταθµούς καταναλίσκει περισσότερο χρόνο για την δειγµατοληψία
των σταθµών από ένα δίκτυο µε λιγότερους σταθµούς.
31
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
αριθµός δειγµατοληψιών στην µονάδα του χρόνου ανά σταθµό). Η δυνατότητα αυτή είναι
ενσωµατωµένη στο FIP.
Βέβαια, η ύπαρξη ενός ειδικού σταθµού µε κεντρικό ρόλο στο πρωτόκολλο, είναι ένα
µειονέκτηµα. Το µειονέκτηµα εστιάζεται στην αξιοπιστία του συνολικού δικτύου καθώς η
λειτουργία του όλου δικτύου εξαρτάται από την καλή λειτουργία του κεντρικού σταθµού. Η
επόµενη Μέθοδος Ελεγχόµενης Προσπέλασης στην οποία θα αναφερθούµε είναι µια
βελτίωση του Polling, απαλλαγµένη από την κεντρικοποιηµένη λειτουργία και τα σχετικά
µειονεκτήµατα.
Η λειτουργία του Token Bus έχει ως εξής: θεωρούµε ότι στο δίκτυο είναι συνδεδεµένοι Ν
σταθµοί, αριθµηµένοι από τον 1 έως τον Ν. Ο πρώτος σταθµός αν έχει πακέτα προς
µετάδοση, τα µεταδίδει και, όταν η µετάδοση τελειώσει, µεταδίδει ένα ειδικό πακέτο, κατά
κανόνα µικρού µήκους. Το ειδικό αυτό πακέτο ονοµάζεται Token πακέτο και µεταδίδεται από
τον 1ο σταθµό στον 2ο σταθµό. Όποιος σταθµός λάβει το πακέτο Token έχει το δικαίωµα να
χρησιµοποιεί το κανάλι. Αν ο 2ος σταθµός έχει πακέτα, τα µεταδίδει και µετά το τέλος της
µετάδοσης, µεταδίδει ένα πακέτο Token στον σταθµό 3. Με τον τρόπο αυτό όλοι οι σταθµοί
του δικτύου εξυπηρετούνται και όταν και ο Ν-οστός σταθµός εξυπηρετηθεί, µεταδίδει ένα
Token προς τον σταθµό 1 και ο κύκλος ξαναρχίζει.
1 1 2 2 3 4 4 5 N N 1 1
Time
(a)
(b)
Σχήµα 3.8 Λειτουργία του Token Bus και Λογικός δακτύλιος του Token
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
32
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο σχήµα 3.8 ο µηχανισµός του πρωτοκόλλου αναπαρίσταται διαγραµµατικά. Στο σχήµα
3.8.a δίνεται µία τυπική σειρά µεταδόσεων στην οποία συµµετέχουν όλοι οι σταθµοί. Ο κύκλος
αρχίζει πάλι όταν και ο Ν-στός σταθµός µεταδώσει το Token στον 1ο. Στο παράδειγµα του
σχήµατος οι σταθµοί 3 και 5 δεν είχαν πακέτα προς µετάδοση και περιορίζονται στην
αποστολή του Token πακέτου προς τους επόµενους σταθµούς (4 και 6 αντίστοιχα). Το σχήµα
3.8.b αναπαριστά το γεγονός ότι το πακέτο Token µεταβιβάζεται κυκλικά από σταθµό σε
σταθµό. Η µεταβίβαση αυτή αναφέρεται συχνά και σαν Logical Ring operation. Το νόηµα του
πακέτου Token είναι ότι αποτελεί ένα "δικαίωµα χρήσης" του κοινού καναλιού. Άρα µεταδίδει ο
χρήστης που "έχει" το Token δηλαδή αυτός που το έλαβε τελευταίος.
Ένας χρήστης που έχει το Token µπορεί να µεταδώσει όλα τα πακέτα του ή να µεταδώσει
µόνο ένα και στη συνέχεια να µεταβιβάσει το Token στον επόµενο σταθµό. Στην πρώτη
περίπτωση έχουµε την λεγόµενη Εξαντλητική Τακτική (Exhaustive Mode) ενώ στην δεύτερη
περίπτωση έχουµε Μη Εξαντλητική Τακτική (non-Exhaustive Mode).
Το πρωτόκολλο Token Bus χαρακτηρίζεται από υψηλή απόδοση και υψηλό βαθµό ελέγχου
του δικτύου. Η πληροφορία επίβλεψης (overhead) του δικτύου είναι η µετάδοση του Token
από σταθµό σε σταθµό. Επειδή η µετάδοση του Token δεν αποτελεί µετάδοση πληροφορίας
είναι ουσιαστικά απώλεια χρόνου. Η µέγιστη τιµή του throughput του δικτύου (χωρητικότητα)
επιτυγχάνεται για φορτία που τείνουν στο 1 (κανονικοποιηµένη τιµή), και είναι:
όπου Τt η διάρκεια ενός Token πακέτου και Τp η διάρκεια ενός πακέτου πληροφορίας. Ο
λόγος Τt/Tp είναι το κανονικοποιηµένο µέγεθος tn του πακέτου Token. Το µέγεθος αυτό
επηρεάζει σηµαντικά και την απόδοση σε όρους καθυστερήσεων του πρωτοκόλλου.
D(S)
10
5 N=100 ts=0.2
N=100 ts=0.1
N=50 ts=0.2
N=50 ts=0.1
0 0.5 1
33
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο σχήµα 3.9 δίνονται οι καµπύλες της µέσης καθυστέρησης D σαν συνάρτηση του
Throughput S σε κανονικοποιηµένες τιµές. Η δυσµενής επίδραση, της αύξησης του tn είναι
σαφής. Στο ίδιο σχήµα διαφαίνεται επίσης ένας άλλος παράγοντας, ο αριθµός των χρηστών Ν
του δικτύου. Όταν το Ν αυξάνεται, η µέση καθυστέρηση D αυξάνεται για τους ίδιους λόγους
που ισχύουν και στο Polling.
Παρά τα µειονεκτήµατα αυτά, η απόδοση του Token Bus στα µεσαία και υψηλά φορτία (0.5
έως 1) είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική. Το Token Bus µπορεί σαφώς να νοηθεί σαν εξέλιξη του
Polling. Τα σηµεία που έχουν εξελιχθεί είναι δύο: η µετάδοση ενός µόνο µηνύµατος (Token)
για την µεταφορά του ελέγχου από έναν σταθµό σε έναν άλλο, και η ανάληψη του ρόλου του
κεντρικού σταθµού από όλους τους σταθµούς διαδοχικά. Στο Token bus έχουµε στιγµιαίους
σταθµούς-ελεγκτές αντί για ένα µόνιµο ελεγκτή όπως στο Polling. Πιο συγκεκριµένα ο σταθµός
που έχει το Token και χρησιµοποιεί το κανάλι είναι ο κεντρικός σταθµός του δικτύου για όσο
διάστηµα έχει το Token. Γενικά το Token Bus έχει καλύτερη απόδοση όσο το µήκος του
πακέτου πληροφορίας αυξάνεται. Η απόδοση του πρωτοκόλλου στα µικρά φορτία (0 έως 0.5)
είναι συνήθως χειρότερη από την απόδοση των Μεθόδων Τυχαίας Προσπέλασης στην ίδια
περιοχή φορτίου.
Station A Station A
*
Station B
* Station C
Η αρχική ιδέα (pure ALOHA) του πρωτοκόλλου έχει ως εξής: Όποιος χρήστης έχει ένα ή
περισσότερα πακέτα δεδοµένων τα µεταδίδει. Ο χρόνος στο pure ALOHA είναι συνεχής και
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
34
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
κάθε χρήστης µπορεί να µεταδώσει τα πακέτα του αµέσως µόλις δηµιουργηθούν. Όπως είναι
φυσικό στο κοινό κανάλι συµβαίνουν συγκρούσεις όταν δύο πακέτα συµπέσουν χρονικά έστω
και κατά ένα µόνο µέρος (σχήµα 3.10). Το γεγονός της σύγκρουσης είναι ανιχνεύσιµο µε
µεθόδους που εξαρτώνται από το είδος του καναλιού επικοινωνίας. Στην περίπτωση ενός
LAN ένας ποµπός αντιλαµβάνεται µία σύγκρουση αν στο κανάλι υπάρχουν παλµοί
διαφορετικοί από αυτούς που ο ίδιος µεταδίδει. Άλλη τακτική είναι η µέτρηση της στάθµης της
ισχύος που υπάρχει στη γραµµή. Η τακτική αυτή χρησιµοποιείται και σε οµοαξονικά καλώδια
αλλά κυρίως σε οπτικές ίνες. Όταν η φωτεινή ισχύς στην ίνα ξεπεράσει ένα ανώτερο κατώφλι
επισηµαίνεται µια σύγκρουση.
Στην περίπτωση των ραδιοκαναλιών, επειδή στο σηµείο εκποµπής η ισχύς του ποµπού είναι
πολύ µεγαλύτερη από την ισχύ των λαµβανοµένων σηµάτων, οι τεχνικές αυτές δεν είναι
εφαρµόσιµες. Μια εναλλακτική µέθοδος η οποία µάλιστα χρησιµοποιήθηκε στην πρώτη
υλοποίηση του ALOHA, είναι η αποστολή ενός µηνύµατος Θετικής Αναγνώρισης (Positive
Acknowledge) από τον παραλήπτη σταθµό όταν ένα πακέτο φθάσει άφθαρτο. Αν το µήνυµα
θετικής αναγνώρισης δεν φθάσει µέσα σε ένα προκαθορισµένο χρονικό διάστηµα τότε ο
ποµπός θεωρεί ότι το µήνυµα που έστειλε έχει καταστραφεί. Ανεξάρτητα µε την τεχνική
αναγνώρισης των συγκρούσεων, οι σταθµοί των οποίων τα πακέτα συγκρούσθηκαν
περιµένουν ένα τυχαίο χρονικό διάστηµα και µετά επιχειρούν πάλι εκποµπή του πακέτου. Το
διάστηµα της αναµονής είναι τυχαίο διότι αν ήταν σταθερό η σύγκρουση θα επαναλαµβανόταν
πάλι επειδή και οι δύο σταθµοί θα επιχειρούσαν επανεκποµπή ταυτόχρονα.
Σε µικρές τιµές του φορτίου ο ρυθµός συγκρούσεων είναι µικρός και το ALOHA λειτουργεί
αποδοτικά.
A A
B B
C C
D D
Σχήµα 3.11 Μεταδόσεις πακέτων των σταθµών στο pure και στο slotted ALOHA
Το throughput S του pure ALOHA υπολογίζεται σαν συνάρτηση του φορτίου G, από
την σχέση:
S = G e -2G
Η µέγιστη τιµή του S είναι Smax = 0.184 και ισχύει για G = 0.5. Η µικρή τιµή της
χωρητικότητας του pure ALOHA (18,4 %) είναι συνέπεια της απουσίας κάθε
συντονισµού µεταξύ των χρηστών.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
35
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Μία σηµαντική βελτίωση του pure ALOHA είναι το slotted ALOHA. Στην περίπτωση αυτή οι
σταθµοί είναι υποχρεωµένοι να αρχίζουν τις µεταδόσεις τους στην αρχή χρονικών
διαστηµάτων προκαθορισµένης διάρκειας (slots). Ενώ στο pure ALOHA ο χρόνος είναι
συνεχής, στο slotted ALOHA ο χρόνος είναι διαχωρισµένος σε slots. Η διαφοροποίηση αυτή
φαίνεται στο σχήµα 3.11.
S = G e -G
Η µέγιστη τιµή του S είναι Smax = 0.368 για G = 1. Είναι φανερό ότι η εισαγωγή ενός
βαθµού τάξης µε τον συγχρονισµό των σταθµών στην αρχή των slots επιφέρει
δραστική βελτίωση στην απόδοση του πρωτοκόλλου ALOHA.
Η λειτουργία του CSMA/CD έχει ως εξής: Ένας αριθµός σταθµών είναι συνδεδεµένος σε ένα
κοινό κανάλι. Οι σταθµοί έχουν την δυνατότητα ανίχνευσης της κατάστασης του καναλιού έτσι
ώστε να γνωρίζουν αν το κανάλι είναι αδρανές ή µεταφέρει κάποιο πακέτο (ανίχνευση
φέροντος- Carrier Sense). Ένας σταθµός που έχει πακέτα προς µετάδοση "ακούει" αρχικά το
κανάλι και αν το βρει αδρανές µεταδίδει. Αν το κανάλι είναι απασχοληµένο ο σταθµός
περιµένει έως ότου τελειώσει η τρέχουσα µετάδοση και στην συνέχεια µεταδίδει. Οι
διαδικασίες αυτές µπορούν να οργανωθούν σύµφωνα µε τρεις εκδοχές οι οποίες είναι και η
βάση για τον διαχωρισµό των CSMA/CD πρωτοκόλλων σε τρεις κατηγορίες: Non persistent
CSMA/CD, 1-persistent CSMA/CD και p-persistent CSMA/CD.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
36
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο Non persistent CSMA/CD αν ο σταθµός βρει το κανάλι ελεύθερο µεταδίδει αµέσως.
Αν το κανάλι είναι απασχοληµένο, ο σταθµός περιµένει για ένα τυχαίο χρονικό
διάστηµα και στη συνέχεια προχωρεί σε νέα ανίχνευση του καναλιού κ.ο.κ.
Το διάστηµα Slot Time είναι κρίσιµη παράµετρος του συστήµατος και συνήθως είναι
ίσο µε το διπλάσιο του χρόνου διάδοσης των παλµών από το ένα άκρο του καναλιού
στο άλλο, ενώ επιτρέπεται να είναι και µεγαλύτερο.
Οι σταθµοί στο CSMA/CD έχουν επίσης την δυνατότητα ανίχνευσης συγκρούσεων (Collision
Detection). Αν ένας σταθµός καθώς εκπέµπει ανιχνεύσει σύγκρουση, σταµατά αµέσως την
µετάδοση και εκπέµπει ένα ειδικό σήµα (Jamming Signal) ώστε όλοι οι σταθµοί να
πληροφορηθούν την σύγκρουση. Οι σταθµοί που συµµετέχουν σε µια σύγκρουση
αποφασίζουν την επαναµετάδοση του πακέτου σε µελλοντικό χρόνο. Το πακέτο που
συγκρούσθηκε θα επαναµεταδοθεί σε ένα τυχαίο χρονικό διάστηµα.
Στο standard 802.3 του ΙΕΕΕ το τυχαίο αυτό διάστηµα καθορίζεται από µία οµοιόµορφη
στατιστική κατανοµή µε όρια το µηδέν και µία συνάρτηση του αριθµού των
συγκρούσεων που συνέβησαν στο πακέτο αυτό. Πιο συγκεκριµένα η επαναµετάδοση
γίνεται µε καθυστέρηση από 0 έως d µονάδες χρόνου, όπου το d υπολογίζεται από την
σχέση:
0 ≤ d < 2κ
µε k = min (n, 10). Tο n είναι ο αριθµός των συγκρούσεων που συνέβησαν στο πακέτο.
Οι µονάδες χρόνου είναι ίσες µε την διάρκεια του Slot Time. Ο αλγόριθµος αυτός
αναφέρεται σαν Trunkated Exponential Backoff Algorithm.
Από την περιγραφή του CSMA/CD γίνεται φανερή η σχέση του µε το ALOHA. Οι βελτιώσεις
που ενσωµατώνει το CSMA/CD είναι:
1. Ανίχνευση φορέα. Με τον τρόπο αυτό δεν παρενοχλούνται πακέτα σταθµών όταν
έχουν ήδη καταλάβει το κανάλι, σε αντίθεση µε το ALOHA.
2. Ανίχνευση συγκρούσεων. Μία σύγκρουση ανιχνεύεται µε συνέπεια την διακοπή
της µετάδοσης και την εξοικονόµηση χρόνου, ενώ στο ALOHA η µετάδοση συνεχίζεται.
Πριν το CSMA/CD είχε προταθεί µια απλούστερη µορφή χωρίς την δυνατότητα
ανίχνευσης συγκρούσεων (CSMA). H διαφοροποίηση σε non persistent, 1-persistent
και p-persistent ισχύει και στο απλό CSMA.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
37
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Η απόδοση του CSMA/CD επηρεάζεται από δύο κρίσιµες παραµέτρους: τον χρόνο διάδοσης
των παλµών από το ένα άκρο του δικτύου στο άλλο, και την πιθανότητα προσπέλασης p στο
p-persistent. To 1-persistent είναι ειδική περίπτωση του p-persistent µε p=1. Ο χρόνος
διάδοσης από άκρο σε άκρο του καναλιού (round-trip propagation delay), αντιπροσωπεύει το
κρίσιµο διάστηµα από την αρχή της µετάδοσης ενός πακέτου, µέσα στο οποίο είναι δυνατή
µια σύγκρουση. Αυτό οφείλεται στο ότι δύο έτοιµοι χρήστες µπορούν να ανιχνεύσουν το
κανάλι, να το βρουν αδρανές και να αρχίσουν την µετάδοση των πακέτων τους τα οποία θα
συγκρουσθούν τελικά. Όσο µεγαλύτερος είναι ο χρόνος round-trip τόσο συχνότερες είναι οι
συγκρούσεις µε αντίστοιχη µείωση της απόδοσης.
Η παράµετρος p επηρεάζει επίσης τον ρυθµό συγκρούσεων, επειδή για µεγαλύτερες τιµές του
p αυξάνεται η πιθανότητα δύο έτοιµοι σταθµοί να αρχίσουν µετάδοση και να συγκρουσθούν.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του p σηµαίνει και περισσότερες απόπειρες µετάδοσης άρα
έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του throughput έστω και µε µεγαλύτερες καθυστερήσεις
λόγω συγκρούσεων. Η εξάρτηση της απόδοσης του CSMA/CD από τον χρόνο round-trip
φαίνεται στο σχήµα 3.12. Η παράµετρος a αναπαριστά τον κανονικοποιηµένο χρόνο round-
trip.
D(S)
100
80
a=0.01
60 a=0.1
40
20
0 S
0 0.5 1
Σχήµα 3.12 Χαρακτηριστικές καθυστερήσεων του CSMA/CD ως προς τον χρόνο round-trip
38
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στις υλοποιήσεις που έγιναν στην πράξη, επικράτησαν διάφορα συστήµατα προδιαγραφών,
εστιασµένα σε κάποιες περιοχές του µοντέλου OSI όπως πχ τα συστήµατα προδιαγραφών
της σειράς IEEE 802 για τα κατώτερα επίπεδα, και η ιεραρχία TCP/IP για τα µεσαία και
ανώτερα επίπεδα (περιγράφονται στη συνέχεια). Τα συστήµατα αυτά, είναι σε µεγάλο βαθµό
συµβατά µε τα αντίστοιχα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς OSI. Σε ένα πραγµατικό
επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων, συνήθως γίνεται χρήση ενός συνδυασµού
προδιαγραφών. Παραδείγµατος χάριν, ένα δίκτυο µπορεί στα κατώτερα επίπεδα να είναι
συµβατό µε την προδιαγραφή IEEE 802.3 (CSMA/CD), και στα µεσαία και τα ανώτερα
επίπεδα να χρησιµοποιεί πρωτόκολλα και εφαρµογές συµβατές µε την ιεραρχία TCP/IP.
39
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Ένας άλλος φορέας από τον οποίο υπήρξε σηµαντική συµβολή στην προτυποποίηση στον
χώρο των επικοινωνιών, ήταν ο οργανισµός Dept. of Defence ή DoD δηλαδή το Υπουργείο
Αµύνης των Η.Π.Α. Το σύστηµα προδιαγραφών του οργανισµού αυτού αναφέρεται συχνά
σαν DoD σύστηµα και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του προγράµµατος ARPANET από την
υπηρεσία DARPA (Defence Advanced Research Projects Agency). Το ARPANET
αναπτύχθηκε αρχικά σαν στρατιωτικό δίκτυο. Το Internet προέκυψε στην συνέχεια από το
ARPANET. Το σύστηµα προδιαγραφών DoD περιλαµβάνει αρκετές εκατοντάδες
προδιαγραφών οι οποίες είναι γνωστές ως RFCs (Request For Comments). Η ιεραρχία
πρωτοκόλλων του συστήµατος DoD είναι γνωστή και σαν ιεραρχία ή περιβάλλον TCP/IP, από
τα ονόµατα των κεντρικών πρωτοκόλλων TCP και IP που περιλαµβάνονται σ' αυτό. Τα
πρωτόκολλα TCP (Transmission Control Protocol) και ιδίως το IP (Internet Protocol)
αποτελούν την βάση του Internet. Στο σύστηµα αυτό δίνεται έµφαση κυρίως στις
προδιαγραφές για τα µεσαία και τα ανώτερα επίπεδα επικοινωνίας.
Επίσης, αξίζει να αναφέρουµε τον οργανισµό WWW Consortium και τον οργανισµό IETF
(Internet Engineering Task Force) οι οποίοι αναπτύσσουν προδιαγραφές ειδικότερα για το
περιβάλλον του World Wide Web.
Στη συνέχεια ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση του µοντέλου OSI, της σειράς
προδιαγραφών ΙΕΕΕ 802, της ιεραρχίας TCP/IP, καθώς και των σχέσεων ανάµεσα στα
συστήµατα αυτά. Προηγουµένως όµως, αναλύεται η ιδέα των επάλληλων επιπέδων
λειτουργίας καθώς και οι σχετικές µ' αυτή έννοιες.
Για να έχουµε επικοινωνία µεταξύ δύο µηχανών ή συστηµάτων, είναι απαραίτητο και τα δύο
µέρη να ακολουθούν ένα κοινό σύνολο κανόνων για την δηµιουργία και µετάφραση των
µηνυµάτων που ανταλλάσσονται. Στην πράξη τα κοινά αυτά σύνολα κανόνων είναι
πολυσύνθετα και εκτεταµένα έτσι ώστε ο έλεγχος αλλά και η ανάπτυξη και ενσωµάτωση νέων
µεθόδων σ' ένα επικοινωνιακό σύστηµα να είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Είναι λοιπόν απαραίτητο
να γίνει ένας διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας σε οµάδες. Το κριτήριο για το
διαχωρισµό αυτό είναι το επίπεδο των λειτουργιών που ελέγχονται από τους συγκεκριµένους
κανόνες. Ένα παράδειγµα δύο διαφορετικών επιπέδων λειτουργίας είναι οι κανόνες που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
40
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
αφορούν το είδος της φυσικής σύνδεσης (π.χ. οµοαξονικό καλώδιο ή οπτική ίνα), σε
αντιδιαστολή µε τους κανόνες αναπαράστασης ακέραιων ή αλφαριθµητικών χαρακτήρων.
Άρα ο διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας είναι εφικτός µε βάση το επίπεδο των
ελεγχοµένων λειτουργιών. Ο διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας σε επίπεδα µπορεί να
βελτιστοποιηθεί αν ακολουθηθούν οι εξής γενικές κατευθύνσεις:
Η κατανοµή των κανόνων επικοινωνίας οδηγεί σε µία ιεραρχία επιπέδων επικοινωνίας όπως
αναπαρίσταται στο σχήµα 4.1. Στο σχήµα αυτό ένα ορισµένο επίπεδο επικοινωνίας
αναφέρεται σαν επίπεδο Ν (Ν layer) ενώ το αµέσως ανώτερο καθώς και το αµέσως κατώτερο
επίπεδο αναφέρονται σαν επίπεδα Ν+1 και Ν-1 αντίστοιχα. Στο µοντέλο αυτό κάθε επίπεδο
ανταλλάσσει µηνύµατα µε το αντίστοιχο επίπεδο που λειτουργεί στην άλλη µηχανή. Άρα για
κάθε επίπεδο της ιεραρχίας του σχήµατος αυτού θεωρούµε ότι έχουµε ένα πρωτόκολλο που
ρυθµίζει την επικοινωνία µεταξύ οµόλογων επιπέδων των µηχανών Α και Β. Επειδή τα
πρωτόκολλα αυτά ρυθµίζουν την µεταφορά πληροφορίας από µία µηχανή (π.χ. Α) σε µία
άλλη (π.χ. Β) θεωρούµε ότι η επικοινωνία αυτή είναι peer-to-peer επικοινωνία.
A B
Peer-to-peer
N+1 N+1
N Interfaces N
N-1 N-1
1 1
Physical Connection
41
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Επιπλέον, κάθε επίπεδο Ν αλληλεπιδρά µε τα γειτονικά του επίπεδα Ν+1 και Ν-1, µε σαφώς
καθορισµένο τρόπο (layer interfaces). Η συνολική ιεραρχία του σχήµατος 4.1 υποστηρίζει την
επικοινωνία µεταξύ των µηχανών Α και Β (end users) σύµφωνα µε την ακόλουθη τακτική:
Μηνύµατα από τον ένα end user (έστω Α) παραλαµβάνονται από το ανώτερο επίπεδο στη
µηχανή Α. Στο επίπεδο αυτό γίνονται οι έλεγχοι και οι µετασχηµατισµοί που προβλέπει το
πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού και στη συνέχεια τα µετασχηµατισµένα µηνύµατα
προωθούνται προς το αµέσως κατώτερο επίπεδο επικοινωνίας, µέσω του interface µεταξύ
των δύο αυτών επιπέδων. Η πορεία αυτή "προς τα κάτω" συνεχίζεται έως ότου το µήνυµα
φθάσει στο κατώτερο επίπεδο όπου και µεταφέρεται στην µηχανή Β. Εκεί το µήνυµα
ακολουθεί µία πορεία "προς τα πάνω" έως ότου φθάσει στο ανώτερο επίπεδο της µηχανής Β.
Σε κάθε επίπεδο επικοινωνίας της µηχανής Β, στο µήνυµα εφαρµόζονται µετασχηµατισµοί
αντίστροφοι αυτών που έγιναν στην µηχανή Α.
Τελικά το µήνυµα που ξεκίνησε από τον end user Α φθάνει στον end user B. Ο όρος end user
(τελικός χρήστης) χρησιµοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε οντότητα χρησιµοποιεί το
δίκτυο. Οι end users µπορεί να είναι άνθρωποι-χρήστες του δικτύου ή µηχανές οι οποίες
χρησιµοποιούν το δίκτυο όπως πχ στοιχεία ή εφαρµογές λογισµικού (ή processes, όπως
αναφέρονται στα σχετικά standards).
N+1 Layer
N+1_PDU
N_PCI N_SDU
N Layer
N_PDU
Σχήµα 4.2 Επίπεδα επικοινωνίας και µονάδες πληροφορίας (PDU’s, SDU’s, PCI’s)
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
42
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στο µοντέλο OSI κάθε επίπεδο χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες των κατωτέρων επιπέδων
επικοινωνίας και προσθέτει σ' αυτές τις δικές του δυνατότητες έτσι ώστε το αµέσως ανώτερο
επίπεδο να απολαµβάνει ένα µεγαλύτερο σύνολο υπηρεσιών.
Στο τµήµα αυτό δίνουµε µια συνοπτική περιγραφή των επιπέδων επικοινωνίας που
προβλέπονται στο µοντέλο αναφοράς OSI. Το σύστηµα των επτά επιπέδων που συνολικά
περιλαµβάνει το µοντέλο OSI διαπνέεται από την φιλοσοφία του "ανοικτού συστήµατος" και
για τον λόγο αυτό η δοµή των 7 επιπέδων µπορεί να υιοθετηθεί έτσι ώστε να περιγραφεί
οποιοδήποτε επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το
µοντέλο OSI δεν πρέπει να νοηθεί σαν µια συγκεκριµένη πρόταση υλοποίησης ενός δικτύου.
Στην πραγµατικότητα πρόκειται για ένα ευρύ πλαίσιο κανόνων και συµβάσεων που ρυθµίζουν
τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες του κάθε επιπέδου. Τα επίπεδα αυτά από το κατώτερο, που
διασυνδέει δύο µηχανές φυσικά (σχήµα 4.3), προς το ανώτερο περιγράφονται στην συνέχεια.
Application Application
Presentation Presentation
Session Session
Transport Transport
Network Network
Physical Physical
Physical Connection
43
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Το Φυσικό Επίπεδο περιλαµβάνει τους κανόνες που αφορούν το είδος των γραµµών
µεταφοράς ενός δικτύου, τις στάθµες των χρησιµοποιούµενων ηλεκτρικών σηµάτων και όλα
τα σχετικά χαρακτηριστικά. Επί πλέον ρυθµίζει τους κανόνες κωδικοποίησης των
µεταδιδοµένων bits, τις τεχνικές ανίχνευσης ειδικών καταστάσεων (συγκρούσεις, απουσία ή
παρουσία σήµατος φορέα, κ.λ.π.).
Λόγω του ότι τα θέµατα αυτά εξαρτώνται δραστικά από τον τύπο, την ταχύτητα, την
τοπολογία, κ.λ.π. κάθε δικτύου, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές προδιαγραφές. Αυτές
περιλαµβάνουν τεχνικές όπως την απλή RS232, τµήµατα των Χ.21 και V.24 της CCITT, κ.λ.π.
Η πλέον συστηµατική τυποποίηση στο φυσικό επίπεδο για τα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών
είναι η σειρά των προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ η οποία περιλαµβάνει διαφορετικές
προδιαγραφές φυσικού επιπέδου για κάθε τύπο Τοπικού ∆ικτύου.
Οι κανόνες του επιπέδου αυτού ρυθµίζουν την δοµή των προς µετάδοση πακέτων, την
προσπέλαση των σταθµών στο κανάλι επικοινωνίας και την χρήση και ανάθεση του καναλιού
στους σταθµούς γενικότερα. Άρα οι κανόνες του δευτέρου επιπέδου ελέγχουν την µετάδοση
πακέτων πληροφορίας από έναν σταθµό του δικτύου σε έναν άλλο σταθµό του ίδιου δικτύου.
Όπως και στο φυσικό επίπεδο, υπάρχουν σε χρήση πολλές εναλλακτικές τεχνικές που η
καθεµιά είναι καταλληλότερη για την τοπολογία του κάθε δικτύου. Από τις γνωστότερες
αναφέρουµε τις HDLC, SDLC, CSMA/CD, Token Ring, WLAN (Wireless LAN). Και στο
επίπεδο αυτό, η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ είναι η πλέον συστηµατική προσπάθεια
θέσπισης τυποποιήσεων.
Το τρίτο επίπεδο είναι υπεύθυνο για τους κανόνες δροµολόγησης των πακέτων µέσα από
συστήµατα διασυνδεδεµένων δικτύων (σε αντίθεση µε το δεύτερο επίπεδο που ρυθµίζει την
µετάδοση πακέτων µέσα στα όρια ενός υποδικτύου). Οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται στα όρια
µεταξύ δύο υποδικτύων από τους σταθµούς που διασυνδέουν τα δύο υποδίκτυα (Gateways),
όπως φαίνεται στο σχήµα 4.4.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
44
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Gateways
G
G
C
B
A
Subnetworks D
Τα Gateways στο επίπεδο αυτό είναι γνωστότερα µε τον όρο Routers, και αναλαµβάνουν την
µετάδοση των πληροφοριακών πακέτων µέσα από συστήµατα πολλών διασυνδεδεµένων
υποδικτύων. Άρα προσφέρουν στα ανώτερα επίπεδα (transport) την συνδετικότητα που
απαιτείται µεταξύ δύο σταθµών, χωρίς να είναι απαραίτητη για τα ανώτερα επίπεδα
οποιαδήποτε γνώση για τον δρόµο που ακολουθούν τα πακέτα. Το πιο διαδεδοµένο
πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού είναι το IP (Internet Protocol) της ιεραρχίας TCP/IP.
To τέταρτο επίπεδο επικοινωνίας είναι υπεύθυνο για την αξιόπιστη µεταφορά της
πληροφορίας µεταξύ των δύο επικοινωνούντων σταθµών (end-to-end). Περιλαµβάνει
αλγορίθµους ανίχνευσης λαθών και µηχανισµούς επανεκποµπής, έτσι ώστε το αµέσως
ανώτερο επίπεδο (session) να διαθέτει ένα λογικό κανάλι επικοινωνίας απηλλαγµένο από
λάθη µεταξύ των δύο επικοινωνούντων σταθµών. Μια σηµαντική παράµετρος της
επικοινωνίας η Ποιότητα Υπηρεσιών (Quality of Service) ρυθµίζεται επίσης στο επίπεδο
Transport. Στο µοντέλο αναφοράς OSI προβλέπονται πέντε κλάσεις πρωτοκόλλων µεταφοράς
(Transport Protocols TP0 έως ΤΡ4) µε απλούστερη την ΤΡ0 και συνθετότερη και πλέον
δυναµική την ΤΡ4.
Το 4ο επίπεδο επικοινωνίας έχει µια ιδιαίτερη σηµασία στην ιεραρχία των επτά επιπέδων του
µοντέλου OSI. Τα κατώτερα επίπεδα σε συνδυασµό µε το επίπεδο Transport, είναι εστιασµένα
στην υποστήριξη της µεταφοράς των πληροφοριακών πακέτων µέσα από το σύστηµα
υποδικτύων που διασυνδέουν δύο µηχανές (end users). Το επίπεδο Μεταφοράς (Transport)
προσφέρει στα ανώτερα επίπεδα έναν αξιόπιστο και ελεύθερο λαθών, µηχανισµό µεταφοράς
της πληροφορίας. Απ' την άλλη πλευρά, τα ανώτερα επίπεδα (5,6 και 7) ασχολούνται µε την
επεξεργασία των πακέτων πληροφορίας κατά ένα τρόπο τελείως ανεξάρτητο του δικτύου. Άρα
το επίπεδο Transport αποτελεί ουσιαστικά το όριο ανάµεσα στο δίκτυο και τις εφαρµογές που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
45
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
εκτελούνται στις µηχανές που χρησιµοποιούν το δίκτυο για την επικοινωνία τους. Το πιο
γνωστό πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού είναι το TCP (Transmission Control Protocol) της
ιεραρχίας TCP/IP.
To 7o επίπεδο του µοντέλου OSI ρυθµίζει την σχεδίαση και υλοποίηση των εφαρµογών που
βασίζονται στις υπηρεσίες του δικτύου. Με τον όρο εφαρµογή (application) εννοούµε ένα
σύνολο λειτουργιών που είναι επιθυµητές από τους χρήστες του δικτύου. Οι εφαρµογές
υλοποιούνται µε τον συνδυασµό στοιχείων λογισµικού που "τρέχουν" στις δύο µηχανές που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
46
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
επικοινωνούν στα άκρα του δικτύου. Αυτά τα στοιχεία λογισµικού ονοµάζονται application
processes. Οι κανόνες επικοινωνίας του Επιπέδου Εφαρµογής (δηλαδή τα πρωτόκολλα του
7ου επιπέδου) ρυθµίζουν την διακίνηση της πληροφορίας µεταξύ των application processes,
που “τρέχουν” στα δύο άκρα του δικτύου.
Τα πρωτόκολλα αυτά αναφέρονται στο µοντέλο OSI σαν Στοιχεία Υπηρεσιών Εφαρµογής
(Application Service Elements - ASEs). Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι των στοιχείων αυτών
που περιλαµβάνονται στις προδιαγραφές του µοντέλου: CASEs (Common Application
Service Elements) και SASEs (Specific Application Service Elements).
Η πρώτη κατηγορία περιλαµβάνει πρωτόκολλα που ρυθµίζουν γενικές λειτουργίες που
αφορούν οποιοδήποτε σενάριο επικοινωνίας µε ένα αποµακρυσµένο σύστηµα όπως:
Αποµακρυσµένη σύνδεση (Remote Log-in), Έλεγχοι κωδικών πρόσβασης (Password
checks), κ.λ.π.
Η δεύτερη κατηγορία (SASEs) περιλαµβάνει πρωτόκολλα που ρυθµίζουν πιο ειδικές
λειτουργίες όπως: Μεταφορά, Προσπέλαση και ∆ιαχείριση Αρχείων (File Transfer, Access
and Management - FTAM), Εικονικά τερµατικά (Virtual terminals), Χειρισµό Μηνυµάτων
(Message Handling -MHS), Προσπέλαση σε Βάσεις ∆εδοµένων (Data Base Access), κ.λ.π.
Κάθε εφαρµογή χρησιµοποιεί συνήθως έναν συνδυασµό από ASEs για την
πραγµατοποίηση των λειτουργιών που περιλαµβάνει.
47
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
Στην σειρά ΙΕΕΕ 802 περιλαµβάνονται πρότυπα σχετικά µε δίκτυα που χρησιµοποιούν ως
φυσικό κανάλι επικοινωνίας διάφορα είδη µέσων όπως οµοαξονικά ή συνεστραµένα καλώδια,
οπτικές ίνες και ασύρµατες ζεύξεις. Επίσης περιλαµβάνονται πρότυπα που αφορούν θέµατα
όπως η ολοκλήρωση υπηρεσιών, η ασφάλεια, η διαλειτουργικότητα, η διαχείριση δικτύου,
κλπ. Μέχρι σήµερα η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ περιλαµβάνει τα εξής βασικά
πρότυπα:
• IEEE 802.1: Local Area Networks - Media Access Control (MAC) Bridges
• IEEE 802.3: Carrier Sense Multiple Access with Collision Detection (CSMA/CD)
Access Method and Physical Layer Specifications
• IEEE 802.4: Token-Passing Bus Access Method and Physical Layer Specifications
• IEEE 802.5: Token Ring Access Method and Physical Layer Specifications
• IEEE 802.6: Distributed Queue Dual Bus ΜΑΝ (DQDB-ΜΑΝ) access method and
physical layer specifications
• IEEE 802.9: Integrated Services (IS) LAN Interface at the Medium Access Control
(MAC) and Physical (PHY)
• IEEE 802.11: Wireless LAN Medium Access Control (MAC) and Physical Layer
(PHY) Specifications
• IEEE 802.12: Demand Priority Access Method, Physical Layer and Repeater
Specification
IEEE 802.15: Wireless Medium Access Control (MAC) and Physical Layer (PHY)
specifications for Wireless Personal Area Networks (WPANs)
• IEEE 802.16: Wireless MANs - Air Interface for Fixed Broadband Wireless Access
Systems
48
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
802.10
Security 802.1 Local Area Networks - Media Access Control (MAC) Bridges
LLC
Data Link
802.2 Logical Link Control
802.3 802.4 802.5 802.6 802.7 802.9 802.11 802.12 802.15 802.16 MAC
CSMA Token Token MAN B-LAN IS- Wireless Demand WPAN Wireless
/CD Bus Ring LAN LAN Priority MAN Physical
Επίπεδα
Mοντέλου
OSI
Η σχέση των προτύπων 802 του ΙΕΕΕ µε το σύστηµα των 7 επιπέδων του µοντέλου
αναφοράς OSI δίνεται στο σχήµα 4.5.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι η επιτροπή 802 διαχωρίζει το επίπεδο Data Link του
µοντέλου OSI σε δύο υπο-επίπεδα, τα LLC (Logical Link Control) και MAC (Medium Access
Control). Το µεν LLC είναι ενιαίο για όλα τα προτεινόµενα από την επιτροπή 802 δίκτυα και
είναι ουσιαστικά το Interface προς τα ανώτερα επίπεδα. Σε αντίθεση µε το LLC, το υπο-
επίπεδο MAC περιλαµβάνει τους κανόνες προσπέλασης του µέσου επικοινωνίας και διαφέρει
ανάλογα µε τον τύπο του κάθε δικτύου. Τέλος, για κάθε τύπο δικτύου που περιλαµβάνει η
σειρά προδιαγραφών ΙΕΕΕ 802, οι κανόνες προσπέλασης (MAC), συνοδεύονται από τις
προδιαγραφές του Φυσικού επιπέδου (Physical Layer).
Εκτός από τα δύο συστήµατα προδιαγραφών που προαναφέραµε, υπάρχουν σε χρήση και
άλλα συστήµατα από τα οποία τα σηµαντικότερα είναι η ιεραρχία TCP/IP που αναπτύχθηκε
αρχικά από τον φορέα DARPA και οι ειδικές προδιαγραφές για το περιβάλλον του World Wide
Web τις οποίες αναπτύσσουν ο οργανισµός WWW Consortium και ο οργανισµός IETF
(Internet Engineering Task Force). Επειδή όµως το World Wide Web βασίζεται στο
περιβάλλον TCP/IP πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια οικογένεια προδιαγραφών.
Ο φορέας DARPA (Defence Advanced Research Project Agency) έχει αναπτύξει ένα σύστηµα
προδιαγραφών και πρωτοκόλλων τα οποία αρχικά προορίζονταν για το ARPANET, ένα
δίκτυο υπολογιστών για στρατιωτική χρήση. Το σύστηµα αυτών των προδιαγραφών είναι
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
49
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
γνωστό ως ιεραρχία TCP/IP ή περιβάλλον TCP/IP. Τα TCP και IP είναι τα δύο κεντρικά
πρωτόκολλα του συστήµατος αυτού. Το σύστηµα του φορέα DARPA αναφέρεται και σαν
ιεραρχία DoD επειδή ο φορέας DARPA ανήκει στο Υπουργείο Αµύνης των Η.Π.Α.
(Department of Defence - DoD).
Η ιεραρχία πρωτοκόλλων TCP/IP αναπαρίσταται στο σχήµα 4.6. Στα δύο κατώτερα επίπεδα
δεν περιλαµβάνονται σαφείς προδιαγραφές και τα επίπεδα αυτά αναφέρονται σαν
Communication Link Layer. Τα ανώτερα πρωτόκολλα του συστήµατος µπορούν να
λειτουργούν σε περιβάλλον τοπικών δικτύων, δηµοσίων δικτύων δεδοµένων, δορυφορικών
ζεύξεων, κ.λ.π.
FTP MIME TELNET HTTP DNS RPC SNMP Ping NFS Application
SMTP Presentation
Session
IP ICMP Network
ARP
Communication Link Layer Data Link
Physical
Επίπεδα
Mοντέλου
OSI
Το κέντρο του όλου συστήµατος είναι το ΙΡ (Internet Protocol) που προσφέρει υπηρεσίες 3ου
επιπέδου (Επίπεδο ∆ικτύου ή Network Layer). Πάνω από το ΙΡ λειτουργεί το TCP
(Transmission Control Protocol). Οι λειτουργίες του TCP είναι λειτουργίες επιπέδου Transport
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
50
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών
και είναι αντίστοιχες µε αυτές του επιπέδου 4 του µοντέλου OSI (Connection Oriented,
Transport Protocol Class 4 - TP4). Το σύστηµα διαθέτει επίσης το πρωτόκολλο UDP (User
Datagram Protocol) το οποίο είναι κι αυτό πρωτόκολλο του Transport επιπέδου. Η διαφορά
του UDP από το TCP είναι ότι το UDP προσφέρει Connectionless υπηρεσίες. Στο ίδιο
επίπεδο λειτουργεί το ICMP (Internet Control Message Protocol), ένα πρωτόκολλο υπεύθυνο
για διαγνωστικές λειτουργίες, διόρθωση και σήµανση λαθών, κλπ. Επίσης µεταξύ του IP και
του Communication Link Layer λειτουργεί το πρωτόκολλο ARP (Address Resolution Protocol)
το οποίο υποστηρίζει την αντιστοίχιση των διευθύνσεων IP µε τις διευθύνσεις του επιπέδου
σύνδεσης δεδοµένων (Data Link Layer), το οποίο εδώ θεωρείται ως τµήµα του
Communication Link Layer.
Πάνω από το επίπεδο του TCP λειτουργεί µία οµάδα πρωτοκόλλων του επιπέδου εφαρµογής.
Εδώ παρατηρούµε ότι τα πρωτόκολλα του επιπέδου εφαρµογής της ιεραρχίας TCP/IP,
καλύπτουν την περιοχή που αντιστοιχεί στα τρία ανώτερα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς
OSI (Επίπεδα Συνόδου, Παρουσίασης και Εφαρµογής). ∆ηλαδή τα επίπεδα Συνόδου και
Παρουσίασης συγχωνεύονται µε το Επίπεδο Εφαρµογής.
Επίσης υπάρχουν και ορισµένα άλλα υποστηρικτικά πρωτόκολλα στο επίπεδο αυτό όπως τα:
• Ping
• …κλπ
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004
51