You are on page 1of 52

ΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών


Τµήµα Αυτοµατισµού

∆ρ. Ευάγγελος Β. Κοψαχείλης

Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών


ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

Θεσσαλονίκη 2004
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Περιεχόµενα

1 ∆ίκτυα Υπολογιστών - εισαγωγή στις βασικές έννοιες 2


1.1 Βασική ορολογία δικτύων υπολογιστών 5

2 Εισαγωγή στα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών 7


2.1 Εξέλιξη και εφαρµογές των Τοπικών ∆ικτύων 7
2.2 Τα χαρακτηριστικά του τυπικού Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών 8
2.3 Τοπολογίες των Τοπικών ∆ικτύων (LAN Topologies) 11
2.3.1 Τοπολογία Αστέρος (Star Topology) 12
2.3.2 Τοπολογία ∆ιαύλου ή Ανοικτού Βρόγχου (Bus Topology) 13
2.3.3 Η Τοπολογία ∆ακτυλίου ή Κλειστού Βρόγχου (Ring Topology) 14
2.3.4 Η Τοπολογία ∆ένδρου (Tree Topology) 14
2.3.5 Μη Κανονικές Τοπολογίες (Unconstrained Topologies) 15
2.4 Γραµµές Μεταφοράς (Transmission Media) 16
2.4.1 Συνεστραµένα Καλώδια (Twisted pairs) 16
2.4.2 Οµοαξονικά Καλώδια (Coaxial Cables) 16
2.4.3 Οπτικές ίνες (Optical Fibers) 17
2.4.4 Άλλα µέσα µετάδοσης 18

3 Τεχνικές χρήσης των επικοινωνιακών πόρων (Communication 20


Resources) ενός Τοπικού ∆ικτύου
3.1 Πληροφοριακά Πακέτα (Information Packets, Data Packets) 20
3.2 Πολλαπλή Προσπέλαση και Αφιερωµένες Συνδέσεις 21
3.3 Πολλαπλή Προσπέλαση και Τεχνικές Ελέγχου 22
3.4 Αξιολόγηση Πρωτοκόλλων Επικοινωνίας - Κριτήρια και χαρακτηριστικά 23
µεγέθη
3.5 Πρωτόκολλα Πολλαπλής Προσπέλασης 27
3.5.1 Ελεγχόµενες Μέθοδοι Προσπέλασης (Controlled Access Methods) 27
Το πρωτόκολλο TDMA
Το πρωτόκολλο Polling
Tο πρωτόκολλο Token bus
3.5.2 Μέθοδοι Τυχαίας Προσπέλασης (Random Access Methods) 33
Το πρωτόκολλο ALOHA
Το πρωτόκολλο CSMA/CD

4 Προδιαγραφές (standards) και µοντέλα επικοινωνιών 38


4.1 Επίπεδα επικοινωνίας και Υπηρεσίες 39
4.2 Tα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς OSI 42
4.2.1 Το Φυσικό Επίπεδο (Physical Layer) 43
4.2.2 Το Επίπεδο Σύνδεσης ∆εδοµένων (Data Link Layer) 43
4.2.3 Το Επίπεδο ∆ικτύου (Network Layer) 43
4.2.4 Το Επίπεδο Μεταφοράς (Transport Layer) 44
4.2.5 Το Επίπεδο Συνόδου (Session Layer) 45
4.2.6 Το Επίπεδο Παρουσίασης (Presentation Layer) 45
4.2.7 Το Επίπεδο Εφαρµογής (Application Layer) 45
4.3 Η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ 46
4.4 Η ιεραρχία πρωτοκόλλων TCP/IP 48

Απρίλιος 2004
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

1
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

1. ∆ίκτυα Υπολογιστών - Εισαγωγή στις βασικές έννοιες


Η επικοινωνία δηλαδή η µετάδοση και λήψη πληροφοριών σε µικρή ή µεγάλη απόσταση είχε
πάντα µεγάλη σηµασία και οδήγησε τους ανθρώπους από πολύ παλιά σε προσπάθειες
µετάδοσης πληροφοριών µε τα διαθέσιµα τεχνολογικά µέσα της κάθε εποχής. Τις τελευταίες
δεκαετίες η ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών είχε σαν αποτέλεσµα την µεγάλη ανάπτυξη
των δικτύων υπολογιστών. Ένα δίκτυο υπολογιστών διασυνδέει έναν αριθµό υπολογιστών και
άλλων ψηφιακών συσκευών και επιτρέπει στους χρήστες του να επικοινωνούν δηλαδή να
µεταδίδουν δεδοµένα αλλά και να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες και τις δυνατότητες
(πόρους) αποµακρυσµένων υπολογιστών ή συστηµάτων. Κάθε δίκτυο χαρακτηρίζεται από
την αρχιτεκτονική του. Αρχιτεκτονική δικτύου (Network architecture) ονοµάζεται η δοµή
του δικτύου δηλαδή η τοπολογία των συνδέσεων µεταξύ των υπολογιστών, των συσκευών
διαδικτύωσης και γενικά όλων των στοιχείων του δικτύου, καθώς και οι προδιαγραφές των
στοιχείων του δικτύου και τα χρησιµοποιούµενα πρωτόκολλα επικοινωνίας. Παραδείγµατα
αρχιτεκτονικής δικτύου αποτελούν οι προδιαγραφές των δικτύων Ethernet, Token Ring, ATM,
κλπ. Ανάλογα µε την γεωγραφική έκταση που καλύπτει ένα δίκτυο διακρίνουµε δύο γενικές
κατηγορίες δηλαδή τα Τοπικά ∆ίκτυα και τα ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής. Επίσης υπάρχει µία
ενδιάµεση ενδιαφέρουσα κατηγορία δικτύων υψηλής ταχύτητας, τα µητροπολιτικά δίκτυα.

Τα Τοπικά ∆ίκτυα (Local Area Networks – LAN) είναι δίκτυα υπολογιστών µε γεωγραφική
έκταση µικρότερη των 3 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο άκρων). Ένα
Τοπικό ∆ίκτυο καλύπτει συνήθως ένα γραφείο, ένα σχολείο ή ένα εργαστήριο και περιορίζεται
σχεδόν πάντα στα όρια ενός κτιρίου. Οι ταχύτητες µετάδοσης στα Τοπικά δίκτυα είναι αρκετά
υψηλές. Συνήθεις ταχύτητες µετάδοσης είναι τα 10 Mega bits per second (Mbps) και τα 100
Mbps. Επίσης υπάρχουν και τοπικά δίκτυα µε ταχύτητα µετάδοσης 1 Giga bit per second (1
Gbps) καθώς και δίκτυα τεχνολογίας ΑΤΜ (Asynchronous Transfer Mode) µε ταχύτητα
µετάδοσης 155 Mbps. Για την σύνδεση του κάθε υπολογιστή στο δίκτυο απαιτείται µία κάρτα
δικτύου. Η Κάρτα ∆ικτύου (Network Interface Card – NIC) είναι µία περιφερειακή κάρτα η
οποία τοποθετείται εσωτερικά σε µια υποδοχή του υπολογιστή (slot) και συνδέεται στο µέσο
µεταφοράς του τοπικού δικτύου (καλώδιο, ή οπτική ίνα). Οποιαδήποτε επικοινωνία των
υπολογιστών του δικτύου γίνεται µέσω αυτών των καρτών. Η κάρτα δικτύου υλοποιεί µεγάλο
µέρος των κανόνων επικοινωνίας και συνεπώς για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές µέσα
από ένα τοπικό δίκτυο θα πρέπει οι αντίστοιχες κάρτες δικτύου να υποστηρίζουν το ίδιο
πρωτόκολλο.

Τα Μητροπολιτικά ∆ίκτυα (Metropolitan Area Network – MAN) είναι δίκτυα υψηλής


ταχύτητας µε γεωγραφική έκταση από 10 έως 200 Km και ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

2
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

από 100 έως 200 Mbps. Καλύπτουν γεωγραφικά µία πόλη ή µία µητροπολιτική περιοχή µε
γειτονικές πόλεις και προάστεια και χρησιµοποιούν σαν µέσο µετάδοσης οπτικές ίνες.

Τα ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής (Wide Area Networks – WAN ) είναι δίκτυα υπολογιστών µε
γεωγραφική έκταση µεγαλύτερη των 5 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο
άκρων). Ένα ∆ίκτυο Ευρείας Περιοχής µπορεί να καλύπτει µία οµάδα κτιρίων (π.χ.
βιοµηχανίες πανεπιστήµια, κ.λ.π.) ή να καλύπτει την έκταση µίας πόλης ή ακόµη να
γεφυρώνει δύο ηπείρους. Συνήθως ένα ∆ίκτυο Ευρείας Περιοχής χρησιµοποιείται για την
διασύνδεση αποµακρυσµένων Τοπικών ∆ικτύων. Το γνωστότερο παράδειγµα δικτύου ευρείας
περιοχής είναι το ∆ιαδίκτυο (Internet).

Ένα δίκτυο περιλαµβάνει το υλικό και το λογισµικό, τις τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις και τους
χρήστες. Το υλικό είναι κυρίως υπολογιστές αλλά και περιφερειακές συσκευές όπως
εκτυπωτές δικτύου. Επίσης το υλικό ενός δικτύου περιλαµβάνει ειδικές συσκευές
διαδικτύωσης (internetworking devices) δηλαδή συσκευές οι οποίες αναλαµβάνουν την
επικοινωνία µεταξύ δύο ή περισσοτέρων υποδικτύων. Οι ειδικές συσκευές διαδικτύωσης είναι
στις περισσότερες περιπτώσεις δροµολογητές και κατανεµητές. Ο Κατανεµητής (Hub) είναι
µία απλή συσκευή διαδικτύωσης η οποία επιτρέπει την δηµιουργία ενός τοπικού δικτύου
υπολογιστών και περιφεριακών συσκευών. Ο κατανεµητής διαθέτει έναν αριθµό θυρών
(συνήθως 8 ή 16 ) σε κάθε µία από τις οποίες συνδέεται ένας υπολογιστής ή περιφερειακή
συσκευή. Ο ∆ροµολογητής (Router) είναι ειδική συσκευή τηλεπικοινωνιών η οποία
διασυνδέει δύο ή περισσότερα όµοια ή ανόµοια υποδίκτυα και αναλαµβάνει να δροµολογήσει
τα πακέτα πληροφοριών από ένα υποδίκτυο προς το υποδίκτυο όπου βρίσκεται ο
υπολογιστής «παραλήπτης» του κάθε πακέτου. Ο δροµολογητής µπορεί να είναι µία µικρή
επιτραπέζια συσκευή ή ένα πολύ εκτεταµένο σύστηµα ανάλογα µε τον αριθµό των
υποδικτύων που διασυνδέει και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που χρησιµοποιούνται. Είναι
από τις πιο βασικές συσκευές σε εκτεταµένα συστήµατα τηλεπικοινωνιών όπως τα ∆ίκτυα
Ευρείας Περιοχής ή το ∆ιαδίκτυο.

Μία διαδεδοµένη και στοιχειώδης συσκευή διαδικτύωσης χαµηλού κόστους που επιτρέπει την
διασύνδεση υπολογιστών µέσω του τηλεφωνικού δικτύου είναι ο ∆ιαµορφωτής-
Αποδιαµορφωτής δηλαδή το MODEM. Ο ∆ιαµορφωτής-Αποδιαµορφωτής (MODEM) είναι
µία συσκευή η οποία παρεµβάλλεται µεταξύ του υπολογιστή και της τηλεφωνικής γραµµής και
επιτρέπει την µετάδοση και λήψη ψηφιακών δεδοµένων µέσω της τηλεφωνικής γραµµής. Το
MODEM µετατρέπει τα ψηφιακά σειριακά δεδοµένα σε αναλογικά ηλεκτρικά σήµατα
κατάλληλα για µετάδοση µέσα από το τηλεφωνικό δίκτυο (διαµόρφωση) και αντίστροφα
µετατρέπει τα σήµατα που λαµβάνει από το τηλεφωνικό δίκτυο σε ψηφιακά σειριακά δεδοµένα
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

3
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

(αποδιαµόρφωση). Τα τελευταία χρόνια λόγω της µεγάλης διάδοσης του διαδικτύου το


MODEM είναι µία πολύ διαδεδοµένη συσκευή χαµηλού κόστους. Τα συµβατικά MODEMs
επιτυγχάνουν ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων µεταξύ 28 Kbps και 56 Kbps (Kilo bits per
second) πάνω από συµβατικές τηλεφωνικές γραµµές. Επίσης υπάρχουν MODEMs
µεγαλύτερου κόστους και επιδόσεων όπως τα ASDL Modems (256Kbps-4Mbps) τα οποία
χρησιµοποιούνται σε συνδέσεις ADSL. Υπάρχουν επίσης MODEMs τα οποία
χρησιµοποιούνται για την διασύνδεση µεταξύ δικτύων υπολογιστών µέσω µόνιµων ψηφιακών
συνδέσεων (Baseband Modems µε ταχύτητες 64 Kbps-2Mbps).

Όταν δύο συστήµατα επικοινωνούν µε οποιονδήποτε τρόπο (δηλαδή ανταλλάσσουν


πληροφορίες), θα πρέπει να ακολουθούν ένα πρωτόκολλο. Το Πρωτόκολλο (Protocol) είναι
µία συλλογή κανόνων που διέπουν την επικοινωνία µεταξύ συσκευών, κυκλωµάτων ή ακόµη
και τµηµάτων λογισµικού. Το σύνολο των κανόνων επικοινωνίας ονοµάζεται ειδικότερα
Πρωτόκολλο Επικοινωνίας (Communication Protocol). Ένα γνωστό παράδειγµα
πρωτοκόλλου είναι το ftp (file transfer protocol) το οποίο διέπει την µεταφορά αρχείων µεταξύ
δύο υπολογιστών. Για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές πρέπει να εκτελούν τα ίδια
πρωτόκολλα επικοινωνίας. Σε ένα πραγµατικό δίκτυο λειτουργούν ταυτόχρονα πολλά
πρωτόκολλα τα οποία ελέγχουν τις διάφορες λειτουργίες του δικτύου σε πολλά επίπεδα. Το
λογισµικό του δικτύου εκτελείται σε όλες τις συνδεδεµένες συσκευές και υλοποιεί όλους τους
απαιτούµενους κανόνες επικοινωνίας (έλεγχοι µετάδοσης, κωδικοποίηση, έλεγχοι λαθών
κ.λ.π).

Οι τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις µπορούν να είναι πολλών ειδών. Υπάρχουν συνδέσεις από


ζεύγη χάλκινων αγωγών (συνεστραµµένα ζεύγη – twisted pairs), από οµοαξονικά καλώδια
(coaxial calbes), ή από οπτικές ίνες. Επίσης υπάρχουν και ασύρµατα δίκτυα όπου η γραµµή
µεταφοράς είναι απλά ο αέρας. Το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό µιας σύνδεσης (ή γραµµής
µεταφοράς) είναι ο ρυθµός µεταφοράς ή µετάδοσης δεδοµένων. Ο Ρυθµός Μεταφοράς
∆εδοµένων (Data Transfer Rate) ή απλά η Ταχύτητα Μετάδοσης είναι ένα µέγεθος που
δείχνει πόσα bits δεδοµένων µπορεί να µεταφέρει µία σύνδεση ή γραµµή µεταφοράς στην
µονάδα του χρόνου. Μετριέται σε bps (bits per second) ή στα πολλαπλάσια του bps δηλαδή
σε Kbps (Kilo bits per second = 1024 bps), Mbps (Mega bits per second = 1024 Kbps) και
Gbps (Giga bita per second = 1024 Mbps). Σε µία δεδοµένη γραµµή µεταφοράς το µέγεθος
αυτό µειώνεται καθώς αυξάνει η απόσταση µεταξύ του ποµπού και του δέκτη των δεδοµένων.
Η σπουδαιότερη εξέλιξη των τελευταίων ετών στον τοµέα των γραµµών µεταφοράς είναι η
διάδοση των οπτικών ινών. Οι oπτικές ίνες (οptical fibers) είναι γραµµές µεταφοράς
δεδοµένων στις οποίες η µετάδοση βασίζεται στην εκποµπή παλµών φωτός. Εξωτερικά µία
οπτική ίνα µοιάζει µε λεπτό πλαστικό νήµα. Η φωτεινή ενέργεια µεταφέρεται µε διαδοχικές
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

4
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

ανακλάσεις στα εσωτερικά τοιχώµατα της ίνας και ανιχνεύεται στον δέκτη από φωτοηλεκτρικές
διατάξεις. Ο ρυθµός µετάδοσης δεδοµένων σε µία οπτική ίνα είναι πολύ µεγαλύτερος σε
σχέση µε τις επιδόσεις ενός συµβατικού καλωδίου µε χάλκινους αγωγούς. Μία οπτική ίνα
µπορεί να µεταφέρει δεδοµένα µε ρυθµούς της τάξεως αρκετών giga bits ανά δευτερόλεπτο.

Μία ενδιαφέρουσα τεχνολογία για την υλοποίηση δικτύων ευρείας περιοχής µε χαµηλό κόστος
και ικανοποιητική ταχύτητα είναι το Ψηφιακό ∆ίκτυο Ενοποιηµένων Υπηρεσιών
(Integrated Services Digital Network – ISDN ). Η τεχνολογία αυτή εκµεταλλεύεται το δίκτυο
των εγκατεστηµένων τηλεφωνικών χάλκινων αγωγών και παρέχει την δυνατότητα µετάδοσης
ψηφιακών δεδοµένων µε ταχύτητα 128 Kbps. Οι χρήστες του ISDN µπορούν να
χρησιµοποιούν την σύνδεσή τους είτε για συµβατική τηλεφωνική επικοινωνία, είτε για
υπηρεσίες εικονοτηλεφωνίας (videotelephony), είτε για µετάδοση δεδοµένων και fax είτε για
συνδυασµούς όλων αυτών των υπηρεσιών ανάλογα µε τις ανάγκες τους. Η πιο
χαρακτηριστική εφαρµογή του ISDN είναι η τηλεδιάσκεψη µεταξύ δύο ή περισσοτέρων
χρηστών την οποία το ISDN υποστηρίζει µε ικανοποιητική ποιότητα. Άλλη σηµαντική
εφαρµογή του ISDN είναι η διασύνδεση αποµακρυσµένων τοπικών δικτύων και συνεπώς η
υλοποίηση ενός δικτύου ευρείας περιοχής. Η απλή σύνδεση των 128 Kbps ισοδυναµεί µε δύο
τηλεφωνικές συνδέσεις και ονοµάζεται ISDN Βασικής Προσπέλασης (Basic Rate Interface –
BRI). Ένας χρήστης µπορεί να συνδεθεί επίσης µε ακέραιο αριθµό BRIs (µε ανάλογη αύξηση
της χρέωσης). Επίσης για µεγάλους οργανισµούς διατίθεται και η δυνατότητα σύνδεσης µε
συνολική ταχύτητα 2 Mbps. Η σύνδεση αυτού του τύπου ονοµάζεται ISDN Πρωτεύουσας
Προσπέλασης (Primary Rate Interface – PRI) και αντιστοιχεί σε 30 τηλεφωνικές συνδέσεις. Η
χρέωση του ISDN είναι ανάλογη του χρόνου χρήσης της σύνδεσης.

1.1 Βασική ορολογία δικτύων υπολογιστών

Αρχιτεκτονική δικτύου (Network architecture): Η δοµή ενός δικτύου υπολογιστών δηλαδή η


τοπολογία των συνδέσεων µεταξύ των υπολογιστών, των συσκευών διαδικτύωσης και γενικά όλων
των στοιχείων του δικτύου, καθώς και οι προδιαγραφές των στοιχείων του δικτύου και τα
χρησιµοποιούµενα πρωτόκολλα επικοινωνίας. Παραδείγµατα αρχιτεκτονικής δικτύου αποτελούν οι
προδιαγραφές των δικτύων Ethernet, Token Ring, ATM, κλπ.
∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής (Wide Area Networks – WAN ) : ∆ίκτυα υπολογιστών µε γεωγραφική
έκταση µεγαλύτερη των 5 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο άκρων). Ένα ∆ίκτυο
Ευρείας Περιοχής µπορεί να καλύπτει µία οµάδα κτιρίων (π.χ. βιοµηχανίες, εκπαιδευτικά ιδρύµατα,
κ.λ.π.) ή να καλύπτει την έκταση µίας πόλης ή ακόµη να γεφυρώνει δύο ηπείρους. Συνήθως ένα
∆ίκτυο Ευρείας Περιοχής χρησιµοποιείται για την διασύνδεση αποµακρυσµένων Τοπικών ∆ικτύων.
∆ίκτυα Τοπικά (Local Area Networks – LAN) : ∆ίκτυα υπολογιστών µε γεωγραφική έκταση
µικρότερη των 3 χιλιοµέτρων περίπου (απόσταση µεταξύ των δύο άκρων). Ένα Τοπικό ∆ίκτυο
καλύπτει συνήθως ένα γραφείο, ένα σχολείο ή ένα εργαστήριο και περιορίζεται σχεδόν πάντα στα
όρια ενός κτιρίου. Οι ταχύτητες µετάδοσης στα Τοπικά δίκτυα είναι αρκετά υψηλές. Συνήθεις
ταχύτητες µετάδοσης είναι τα 10 mega bits per second (mbps) και τα 100 mbps. Επίσης υπάρχουν
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

5
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

τοπικά δίκτυα µε ταχύτητα µετάδοσης 1 giga bit per second) καθώς και τοπικά δίκτυα ΑΤΜ µε
ταχύτητα µετάδοσης 155 mbps.
Μητροπολιτικά ∆ίκτυα (Metropolitan Area Network – MAN): ∆ίκτυα υψηλής ταχύτητας µε
γεωγραφική έκταση από 10 έως 200 Km και ρυθµούς µετάδοσης δεδοµένων από 100 έως 200 Mbps.
Καλύπτουν γεωγραφικά µία πόλη ή µία µητροπολιτική περιοχή µε γειτονικές πόλεις και προάστεια
και χρησιµοποιούν σαν µέσο µετάδοσης οπτικές ίνες.
∆ροµολογητής (Router) : Ειδική συσκευή τηλεπικοινωνιών η οποία διασυνδέει δύο ή περισσότερα
όµοια ή ανόµοια υποδίκτυα και αναλαµβάνει να δροµολογήσει τα πακέτα πληροφοριών από ένα
υποδίκτυο προς το υποδίκτυο όπου βρίσκεται ο υπολογιστής «παραλήπτης» του κάθε πακέτου. Ο
δροµολογητής µπορεί να είναι µία µικρή επιτραπέζια συσκευή ή ένα πολύ εκτεταµένο σύστηµα
ανάλογα µε τον αριθµό των υποδικτύων που διαςυνδέει και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που
χρησιµοποιούνται. Είναι από τις πιο βασικές συσκευές σε εκτεταµένα συστήµατα τηλεπικοινωνιών
όπως τα ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής ή το ∆ιαδίκτυο.
Κατανεµητής (Hub): Απλή συσκευή διαδικτύωσης η οποία επιτρέπει την δηµιουργία ενός τοπικού
δικτύου υπολογιστών και περιφεριακών συσκευών. Ο κατανεµητής διαθέτει έναν αριθµό θυρών
(συνήθως 8 ή 16 ) σε κάθε µία από τις οποίες συνδέεται ένας υπολογιστής ή περιφερειακή συσκευή.
Ρυθµός Μεταφοράς ∆εδοµένων (Data Transfer Rate) ή Ταχύτητα Μετάδοσης: Μέγεθος που
δείχνει πόσα bits δεδοµένων µπορεί να µεταφέρει µία σύνδεση ή γραµµή µεταφοράς ή ένα δίκτυο
γενικότερα, στην µονάδα του χρόνου. Μετριέται σε bps (bits per second) ή στα πολλαπλάσια του bps
δηλαδή σε Kbps (Kilo bits per second = 1024 bps), Mbps (Mega bits per second = 1024 Kbps) και
Gbps (Giga bits per second = 1024 Mbps).
Κάρτα ∆ικτύου (Network Interface Card – NIC): Περιφερειακή κάρτα η οποία απαιτείται για την
σύνδεση του υπολογιστή σε τοπικό δίκτυο. Η κάρτα δικτύου τοποθετείται εσωτερικά σε µια υποδοχή
του υπολογιστή (slot) και συνδέεται στο µέςο µεταφοράς του τοπικού δικτύου (καλώδιο ή οπτική ίνα).
Πρωτόκολλο Επικοινωνίας (Communication Protocol): Σύνολο κανόνων επικοινωνίας µεταξύ
δύο υπολογιστών. Γνωστό παράδειγµα πρωτοκόλλου είναι το ftp (file transfer protocol) το οποίο
διέπει την µεταφορά αρχείων µεταξύ δύο υπολογιστών. Για να επικοινωνήσουν δύο υπολογιστές
πρέπει να εκτελούν τα ίδια πρωτόκολλα επικοινωνίας. Σε ένα πραγµατικό δίκτυο λειτουργούν
ταυτόχρονα πολλά πρωτόκολλα τα οποία ελέγχουν τις διάφορες λειτουργίες του δικτύου σε πολλά
επίπεδα.
Ψηφιακό ∆ίκτυο Ενοποιηµένων Υπηρεσιών (Integrated Services Digital Network – ISDN ):
Τεχνολογία για την υλοποίηση δικτύων ευρείας περιοχής µε χαµηλό κόστος και ικανοποιητική
ταχύτητα. Εκµεταλλεύεται το δίκτυο των εγκατεστηµένων τηλεφωνικών χάλκινων αγωγών και παρέχει
την δυνατότητα παράλληλης µετάδοσης ψηφιακών δεδοµένων κάθε είδους (φωνή, αρχεία, κ.λ.π.) µε
συνολική ταχύτητα 128 Kbps (στην βασική του µορφή).
∆ιαµορφωτής-Αποδιαµορφωτής (MODEM): Συσκευή η οποία συνήθως παρεµβάλλεται µεταξύ
ενός υπολογιςτή και µιας τηλεφωνικής γραµµής και επιτρέπει την µετάδοση και λήψη ψηφιακών
δεδοµένων µέσω της τηλεφωνικής γραµµής. Το MODEM µετατρέπει τα ψηφιακά σειριακά δεδοµένα
σε αναλογικά ηλεκτρικά σήµατα κατάλληλα για µετάδοση µέσα από το τηλεφωνικό δίκτυο
(διαµόρφωση) και αντίστροφα (αποδιαµόρφωση). Τα συµβατικά MODEMs που χρησιµοποιούνται για
την σύνδεση ενός χρήστη στο διαδίκτυο είναι συσκευές χαµηλού κόστους και επιτυγχάνουν ρυθµούς
µετάδοσης δεδοµένων µεταξύ 28 Kbps και 56 Kbps (Kilo bits per second) πάνω από συµβατικές
τηλεφωνικές γραµµές. Επίσης υπάρχουν MODEMs µεγαλύτερου κόστους και επιδόσεων όπως τα
ASDL Modems (256Kbps-4Mbps) τα οποία χρησιµοποιούνται σε συνδέσεις ADSL. Υπάρχουν
επίσης MODEMs τα οποία χρησιµοποιούνται για την διασύνδεση µεταξύ δικτύων υπολογιστών µέσω
µόνιµων ψηφιακών συνδέσεων (Baseband Modems µε ταχύτητες 64 Kbps-2Mbps).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

6
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

2. Εισαγωγή στα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών

2.1 Εξέλιξη και εφαρµογές των Τοπικών ∆ικτύων

Μια σύντοµη περιγραφή ενός Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών συνοψίζεται στο ότι τα δίκτυα
αυτά είναι ένας αποδοτικός τρόπος σύνδεσης υπολογιστικών συστηµάτων σε περιορισµένη
γεωγραφικά έκταση. Με το όρο "περιορισµένη έκταση" εννοούµε ένα συνολικό φυσικό
µέγεθος του δικτύου της τάξης του ενός ή δύο χιλιοµέτρων, αν και η µεγάλη πλειονότητα των
εγκατεστηµένων δικτύων καλύπτει αποστάσεις λίγων εκατοντάδων µέτρων.

Τα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών (Local Area Networks - LANs), είναι ένας από τους
µεγαλύτερους τοµείς ανάπτυξης στην βιοµηχανία των υπολογιστών. Σηµαντικοί λόγοι για την
ραγδαία αυτή ανάπτυξη του τοµέα των LANs, είναι το γεγονός ότι αποτελούν κρίσιµο
εξοπλισµό για την αυτοµατοποίηση σε περιβάλλον γραφείου (Office Automation) καθώς και
την διασύνδεση µεταξύ διαφορετικών συστηµάτων όπως πχ η διασύνδεση µεταξύ
Προσωπικών Υπολογιστών (PCs), περιφερειακών διατάξεων καθώς και µεταξύ ∆ιακοµιστών
(servers). Συνεπώς, η επέκταση της αγοράς των LANs συµβαδίζει µε την επέκταση της
αγοράς των υπολογιστών και της πληροφορικής γενικότερα.

Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι το γεγονός ότι η τεχνολογία των υπολογιστών καθ' εαυτή
αναπτύσσεται ραγδαία, έτσι ώστε αυξηµένη υπολογιστική ισχύς, να είναι διαθέσιµη µε
προσιτό κόστος. Τέτοιες συσκευές εµφανίζουν πιο έντονα την ανάγκη για επικοινωνίες
µεγάλης ταχύτητας κάτι που ικανοποιείται µε την χρήση LANs µε χαµηλό επίσης κόστος.
Επιπλέον οι εξελίξεις των τεχνολογιών "Ολοκλήρωσης Πολύ Μεγάλης Κλίµακας" (VLSI-Very
Large Scale Integration) επιτρέπουν την σχεδίαση και ανάπτυξη Τοπικών ∆ικτύων µε
αυξηµένες δυνατότητες και µειωµένο κόστος.

Παραµένοντας στο θέµα των εφαρµογών θα αναφερθούµε και σε µία σηµαντική περιοχή, την
περιοχή των εφαρµογών ολοκλήρωσης Πολλαπλών Μέσων (Multimedia Applications). Οι
εφαρµογές αυτές χαρακτηρίζονται από αυξηµένες ανάγκες επικοινωνίας µε απαιτήσεις
ταχύτητας και ποιότητας εξυπηρέτησης. Πιο συγκεκριµένα µια τυπική εφαρµογή Multimedia
περιλαµβάνει τον χειρισµό "αντικειµένων" µεγάλου πληροφοριακού όγκου, όπως είναι οι
ψηφιοποιηµένες εικόνες µεγάλης ευκρίνειας. Επίσης, γίνεται χειρισµός τύπων πληροφορίας
που ενδογενώς χαρακτηρίζονται από µεγάλη ευαισθησία ως προς τον χρόνο εξυπηρέτησης,
όπως είναι το video, το hifi audio κ.λ.π. Άρα, οι επικοινωνιακές ανάγκες για µια κατανεµηµένη
εφαρµογή Multimedia (π.χ. Remote Consultation) είναι ιδιαίτερα υψηλές. Λόγω της εκρηκτικής
ανάπτυξης των τεχνολογιών Multimedia, έχουµε µια πολύ έντονη δραστηριότητα σε
ερευνητικό επίπεδο άλλα και στο επίπεδο ανάπτυξης, µε επίκεντρο τις επικοινωνίες που
ολοκληρώνουν την µεταφορά πολλών τύπων πληροφορίας (κείµενο, ήχο, εικόνα κ.λ.π.) και
που αναφέρονται σαν Multimedia Communications.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

7
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

2.2 Τα χαρακτηριστικά του τυπικού Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών

Μία έκφραση για τον ορισµό της έννοιας του Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών θα µπορούσε να
είναι η εξής: Επικοινωνιακά συστήµατα προορισµένα να διασυνδέουν υπολογιστές ή άλλες
συσκευές χειρισµού πληροφορίας µέσα σε περιορισµένη γεωγραφικά έκταση.

Αν και ο ορισµός αυτός είναι κατά βάση σωστός, είναι συγχρόνως αρκετά ευρύς έτσι ώστε
εύκολα να ισχύει και για συστήµατα που σαφώς δεν είναι Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών. Ενα
εύστοχο αντιπαράδειγµα είναι η περίπτωση ενός µικρού τηλεφωνικού κέντρου (PABX -
Private Automatic Branch Exchange) το οποίο σαφώς διασυνδέει "συσκευές χειρισµού
πληροφορίας" (τερµατικά, modems, fax, κ.λ.π.) χωρίς να έχει όµως καµία σχέση µε Τοπικό
∆ίκτυο Υπολογιστών.

Μια πιο περιεκτική προσέγγιση είναι η παράθεση των σηµαντικότερων χαρακτηριστικών ενός
Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών. Η λίστα των χαρακτηριστικών ενός Τοπικού ∆ικτύου έχει ως
εξής:

α. Γεωγραφική έκταση. Η µέγιστη έκταση ενός Τοπικού ∆ικτύου είναι συνάρτηση του
µέγιστου επιτρεπόµενου µήκους των γραµµών µεταφοράς (οµοαξονικά ή
συνεστραµµένα καλώδια, οπτικές ίνες, κ.λ.π.), έτσι ώστε οι κανόνες επικοινωνίας να
υλοποιούνται µε ανεκτή απόδοση. Στην πράξη ένα Τοπικό ∆ίκτυο µπορεί να έχει
συνολικό µήκος που κυµαίνεται από λίγα µέτρα έως λίγα χιλιόµετρα. Συνέπεια αυτών
των µεγεθών είναι το γεγονός ότι ένα Τοπικό ∆ίκτυο µπορεί να εκτείνεται µέσα στα
όρια ενός γραφείου, ή ενός κτιρίου ή ενός συγκροτήµατος κτιρίων όπως πχ ένα
εργοστάσιο.

β. Ρυθµοί Μετάδοσης. Η ταχύτητα µετάδοσης των δεδοµένων πάνω στις γραµµές


µεταφοράς του δικτύου κυµαίνεται από 1Megabit/sec έως 100Mbits/sec. Το
µεγαλύτερο ποσοστό, των εν λειτουργία Τοπικών ∆ικτύων χρησιµοποιεί ρυθµούς
µετάδοσης µεταξύ 1Mbit/sec έως 1Gbits/sec. Στο σχήµα 2.1 δίνεται µία κατάταξη των
διαφόρων κατηγοριών δικτύων µε βάση την γεωγραφική έκταση αυτών και τους
χρησιµοποιούµενους ρυθµούς µετάδοσης.

γ. Συνδετικότητα (Connectivity). Τα Τοπικά ∆ίκτυα συνήθως είναι σχεδιασµένα µε


βάση την αντίληψη περί "ανοικτού συστήµατος" (open systems) και δίνουν την
δυνατότητα σε οποιαδήποτε συνδεδεµένη συσκευή του δικτύου να επικοινωνεί µε
οποιαδήποτε άλλη συσκευή στο δίκτυο. Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό
είναι δυνατό όσον αφορά τους βασικούς κανόνες επικοινωνίας, ενδέχεται ορισµένες
εφαρµογές χαµηλού κόστους κυρίως, να είναι περιοριστικές ως προς την
συνδετικότητα.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

8
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

1G

Local Area Metropolitan Area


100M Networks Networks

10M
10M Computer
Ρυθµός Bus
µετάδοσης Computer Local Area Network
1M

Data Rates (bps)


1M
(bps) Bus Wide Area
Networks
100K
100K

10K
10K
Telephone Wide Area Network
Exchange
1K
1K

1m
1m 100m
100 m 10km
10 Km 1000 Km
Απόσταση (m: µέτρα)
Distance (metres)

Σχήµα 2.1 Η σχέση των LANs µε άλλους τύπους δικτύων ως προς την έκταση και την ταχύτητα
επικοινωνίας

δ. Κόστος. Το κόστος ενός δικτύου είναι συνάρτηση του κόστους των γραµµών
µεταφοράς και του κόστους του υλικού (Hardware) που απαιτείται για την σύνδεση
ενός υπολογιστή στο δίκτυο. Επειδή οι γραµµές µεταφοράς είναι ιδιωτικές (λόγω του
µικρού µήκους του δικτύου), το κόστος αυτών είναι ουσιαστικά το αρχικό κόστος
εγκατάστασης. Αν ληφθεί υπ' όψιν η τάξη µεγέθους του προσφερόµενου εύρους ζώνης
(τυπική τιµή 100 Mbits/sec) και η αναβάθµιση υπηρεσιών και δυνατοτήτων που
επιφέρει ένα Τοπικό ∆ίκτυο σε έναν χώρο εργασίας, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι
τα Τοπικά ∆ίκτυα είναι συστήµατα συγκριτικά χαµηλού κόστους.

ε. Κατανεµηµένη χρήση πόρων (Resource sharing). Κατά κανόνα κάθε σύστηµα


συνδεδεµένο σε ένα Τοπικό ∆ίκτυο έχει πρόσβαση σ' όλους τους πόρους (Resources)
και τις δυνατότητες που συνολικά διαθέτουν οι συνδεδεµένες συσκευές. Οι
δυνατότητες αυτές µπορεί να είναι δυνατότητες αποθήκευσης, επεξεργασίας,
επικοινωνίας µε εξωτερικά συστήµατα κ.λ.π. Η κατανεµηµένη χρήση πόρων είναι από
τα πλέον σηµαντικά χαρακτηριστικά των Τοπικών ∆ικτύων. Στο σχήµα 2.2 έχουµε µία
γραφική περιγραφή του Resource sharing. Τα PCs που περιλαµβάνονται στο Τοπικό
∆ίκτυο (LAN) έχουν τη δυνατότητα να χρησιµοποιούν την µονάδα µαζικής
αποθήκευσης που είναι συνδεδεµένη στο workstation A (DAT). Επίσης, αν το
workstation B διαθέτει αυξηµένες δυνατότητες επεξεργασίας (π.χ. εγκατεστηµένα
ισχυρά πακέτα στατιστικής επεξεργασίας), τα PCs µπορούν να αναθέσουν εργασίες
προς εκτέλεση στο workstation B. Τέλος, η ύπαρξη του Gateway (G) δίνει σε κάθε
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

9
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

µηχανή του Τοπικού ∆ικτύου την δυνατότητα προσπέλασης του δορυφορικού


καναλιού µέσω του επίγειου σταθµού που φαίνεται στο σχήµα. Άρα, οι δυνατότητες
των workstations A και Β και του Gateway είναι διαθέσιµες σε όλες τις µηχανές του
δικτύου.

WORKSTATION
B
PC PC

PC WORKSTATION
A DAT

Σχήµα 2.2 Παράδειγµα Resource Sharing

στ. Ρυθµοί λαθών µετάδοσης. Τα τοπικά δίκτυα χαρακτηρίζονται από πολύ


χαµηλούς ρυθµούς λαθών µετάδοσης αν και οι ταχύτητες λειτουργίας είναι της τάξεως
των Mbits/sec. Αυτό είναι συνέπεια του µικρού µήκους των Τοπικών ∆ικτύων σε
συνδυασµό µε την υψηλή ποιότητα των χρησιµοποιουµένων γραµµών µεταφοράς
(οµοαξονικά ή συνεστραµένα καλώδια, οπτικές ίνες, κλπ).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

10
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

2.3 Τοπολογίες των Τοπικών ∆ικτύων (LAN Topologies)

Ένα Τοπικό ∆ίκτυο αποτελείται από έναν αριθµό συνδεδεµένων σ' αυτό, υπολογιστικών
συστηµάτων και από το σύστηµα των γραµµών µεταφοράς οι οποίες διακινούν την
πληροφορία µεταξύ των υπολογιστικών συστηµάτων. Στο σχήµα 2.3 δίνεται µία σχηµατική
παράσταση ενός δικτύου επικοινωνίας σε πολύ γενικευµένη µορφή. Ένας αριθµός
υπολογιστών (κάθε τύπου) συνδέεται µε τα επικοινωνιακά µέσα (σύστηµα γραµµών
µεταφοράς). Η σύνδεση κάθε συσκευής µε το δίκτυο γίνεται µέσω ενός, εξειδικευµένου για
τον σκοπό αυτό, τµήµατος Hardware το οποίο µπορεί να ονοµασθεί Network Interface ή σε
ελεύθερη µετάφραση : Σύστηµα ∆ιασύνδεσης µε το ∆ίκτυο.

Network Stations

Host Computers

Network Interfaces

Communication Medium

Σχήµα 2.3 Γενικευµένη δοµή ενός LAN

Ο όρος Τοπολογία του Τοπικού ∆ικτύου αναφέρεται στην δοµή των γραµµών µεταφοράς του
δικτύου και στον τρόπο σύνδεσης των σταθµών του δικτύου µε τις γραµµές µεταφοράς. Στη
συνέχεια τα υπολογιστικά συστήµατα που είναι συνδεδεµένα στο δίκτυο θα αναφέρονται σαν
Σταθµοί του δικτύου (Network Stations) ή σαν Χρήστες του δικτύου (Network Users) ή σαν
Κόµβοι του δικτύου (Network Nodes). Oι γραµµές µεταφοράς θα αναφέρονται σαν
Επικοινωνιακά Μέσα ή Κανάλια (Communication Media - Channels).

Στο σχήµα 2.4 περιλαµβάνονται παραδείγµατα τεσσάρων τοπολογιών που χρησιµοποιούνται


στην συντριπτική πλειονότητα των Τοπικών ∆ικτύων και είναι γνωστές σαν κανονικές
τοπολογίες. Περιλαµβάνεται επίσης ένα παράδειγµα τυχαίας τοπολογίας (Unconstrained
Topology) που συναντάται περισσότερο σε συστήµατα ευρείας έκτασης (Wide Area Networks
- WANs). Οι Τοπολογίες των Τοπικών ∆ικτύων περιγράφονται συνοπτικά ως εξής:
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

11
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

2.3.1 Τοπολογία αστέρος (Star Topology)

Η Τοπολογία αστέρος επιτρέπει την διασύνδεση µεταξύ των σταθµών του δικτύου, µέσω ενός
κεντρικού κόµβου ο οποίος αναλαµβάνει την µεταφορά κάθε πακέτου πληροφορίας από τον
σταθµό αποστολέα προς τον σταθµό παραλήπτη. Συνεπώς, κάθε κόµβος του δικτύου
συνδέεται απ' ευθείας µε τον κεντρικό σταθµό όπως φαίνεται στην τυπική δοµή του σχήµατος
2.4.α.

b. Bus
a. Star

d. Tree
c. Ring

e. Unconstrained

Σχήµα 2.4 Τοπολογίες Τοπικών ∆ικτύων

Είναι σαφές ότι η τοπολογία αστέρος έχει έντονα κεντρικοποιηµένο χαρακτήρα. Ο κεντρικός
κόµβος είναι απαραίτητος για την λειτουργία του δικτύου και κατάρρευση του κόµβου αυτού
(failure) σηµαίνει κατάρρευση όλου του δικτύου. Άρα, ο κεντρικός κόµβος απαιτείται να έχει
αυξηµένη αξιοπιστία, κάτι που µεταφράζεται σε αυξηµένο κόστος. Απ' την άλλη πλευρά η
κεντρικοποιηµένη λειτουργία δικτύων τύπου αστέρος έχει και κάποια πλεονεκτήµατα. Η
ύπαρξη µιας γραµµής µεταξύ κάθε σταθµού και κεντρικού κόµβου απαλλάσσει τους σταθµούς
του δικτύου από επιβαρηµένους αλγόριθµους ελέγχου και προσπέλασης στο δίκτυο. Επίσης,
όλες οι διαδικασίες δροµολόγησης αναλαµβάνονται από τον κεντρικό σταθµό.

Παραδείγµατα τέτοιων δοµών είναι οι συνδέσεις των τερµατικών ενός minicomputer ή ενός
mainframe µε την κεντρική µονάδα. Αν και στο παράδειγµα αυτό ο κύριος όγκος των
λειτουργιών βασίζεται στην επικοινωνία µεταξύ τερµατικού και κεντρικής µονάδας, κάθε
επικοινωνία µεταξύ τερµατικών χρησιµοποιεί ως ενδιάµεσο τον κεντρικό κόµβο. Άλλα γνωστά
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

12
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

συστήµατα µε τοπολογία αστέρος είναι τα τηλεφωνικά δίκτυα είτε αυτά είναι συµβατικά δίκτυα
είτε δίκτυα ψηφιακής τηλεφωνίας ή ακόµη ISDN δίκτυα (Integrated Services Digital Networks).
Στην περίπτωση αυτή κεντρικό σύστηµα είναι το τηλεφωνικό κέντρο και κάθε χρήστης
(συνδροµητής) συνδέεται κατ' ευθείαν µε το κέντρο.

2.3.2 Τοπολογία ∆ιαύλου ή Ανοικτού Βρόγχου (Bus Topology)

Μια τυπική τοπολογία ανοικτού βρόγχου φαίνεται στο σχήµα 2.4.β. Όλοι οι σταθµοί του
δικτύου είναι συνδεδεµένοι πάνω σε ένα κοινό επικοινωνιακό µέσο το οποίο αναλαµβάνει να
µεταφέρει τα πακέτα πληροφορίας από την πηγή προς τον προορισµό. Το επικοινωνιακό
µέσο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ένα παθητικό µέσο όπως ένα συνεστραµµένο
καλώδιο (twisted pair) ή ένα οµοαξονικό καλώδιο (coaxial cable) ή ακόµη και ο αέρας όταν
χρησιµοποιείται ραδιοζεύξη, ή υπέρυθρη ακτινοβολία για την µεταφορά της πληροφορίας. Η
χρήση οπτικών ινών µπορεί να υιοθετηθεί επίσης, αν και λόγω της µονοκατευθυντήριας
λειτουργίας των ινών, είναι απαραίτητη η ύπαρξη δύο παράλληλων γραµµών (inbound και
outbound bus).

Το µέσο επικοινωνίας (Bus) θεωρείται παθητικό ακόµη κι όταν παρεµβάλλονται ενεργές


συσκευές ενίσχυσης (repeaters), κάτι απαραίτητο σε buses µεγάλου µήκους. Το σηµαντικό
στοιχείο είναι ότι οποιοδήποτε πακέτο πληροφορίας µεταδοθεί στο Bus, γίνεται αντιληπτό και
λαµβάνεται από όλους τους σταθµούς. Επιπλέον δίκτυα µε τοπολογία Bus χαρακτηρίζονται
πολλές φορές σαν ∆ίκτυα Πολλαπλής Προσπέλασης (Multiple Access Networks). Αυτό
συµβαίνει επειδή το µέσο επικοινωνίας είναι προσπελάσιµο από όλους τους σταθµούς του
δικτύου. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι και η αναγκαιότητα για την υλοποίηση κανόνων
προσπέλασης έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόµενα συγκρούσεων (collisions) µεταξύ των
σταθµών.

Η σύγκρουση εδώ εννοείται σαν η κατάσταση εκείνη στην οποία δύο ή περισσότεροι σταθµοί
εκπέµπουν συγχρόνως πάνω στο κοινό κανάλι µε αποτέλεσµα τα πληροφοριακά πακέτα να
αλληλοκαταστρέφονται. Γενικά η σύγκρουση είναι µια ανεπιθύµητη κατάσταση η οποία
σηµαίνει απώλεια χρόνου για όλο το δίκτυο.

Στην σχεδίαση δικτύων η πιθανότητα σύγκρουσης αντιµετωπίζεται συχνά σαν κάτι


συνυφασµένο µε την λειτουργία του δικτύου, οπότε και αντιµετωπίζεται µε χρήση
προσχεδιασµένων αλγορίθµων. Παραδείγµατα τέτοιων δικτύων είναι τα ΑLOHA, Ethernet,
κ.λ.π. Σε άλλες περιπτώσεις η σύγκρουση αποκλείεται από τους κανόνες προσπέλασης του
µέσου και όταν συµβεί οφείλεται σε λανθασµένη λειτουργία ενός ή περισσοτέρων σταθµών.
Τέτοια δίκτυα είναι τα δίκτυα που λειτουργούν σύµφωνα µε πρωτόκολλα όπως το TDMA
(Time Division Multiple Access).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

13
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Κλείνοντας, θα αναφέρουµε ένα σηµαντικότατο πλεονέκτηµα της Τοπολογίας ανοικτού


βρόγχου, το οποίο ισχύει λόγω της παθητικής λειτουργίας του επικοινωνιακού µέσου. Οι
τοπολογίες Bus χαρακτηρίζονται από αυξηµένη αξιοπιστία επειδή το επικοινωνιακό µέσο, σαν
παθητικό, είναι πολύ λιγότερο ευάλωτο σε βλάβες και δυσλειτουργίες. Επιπλέον το γεγονός
ότι κάθε σταθµός του δικτύου εκτελεί, στην γενική περίπτωση, τους αλγόριθµους
προσπέλασης ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους σταθµούς, συνεπάγεται ότι η κατάρρευση
(failure) ενός σταθµού, δεν επηρεάζει δυσµενώς την λειτουργία του υπόλοιπου δικτύου.

∆ίκτυα µε τοπολογία Bus έχουν προταθεί σε µια πληθώρα εργασιών. ∆ύο γνωστά
παραδείγµατα τέτοιων δικτύων είναι το Ethernet και το Token Bus, τα οποία αποτελούν διεθνή
πρότυπα (standards) και περιλαµβάνονται στις δραστηριότητες προτυποποίησης της
επιτροπής 802 του ΙΕΕΕ (Institute of Electrical and Electronics Engineers).

2.3.3 Η Τοπολογία ∆ακτυλίου ή Κλειστού Βρόγχου (Ring Topology)

Η Τοπολογία ∆ακτυλίου φαίνεται στο σχήµα 2.4.γ. Στην τοπολογία αυτή οι σταθµοί
συνδέονται διαδοχικά και ο πρώτος συνδέεται επίσης µε τον τελευταίο έτσι ώστε να
σχηµατίζεται ένας κλειστός δακτύλιος (ring). Στην τοπολογία δακτυλίου οι σταθµοί
παρεµβάλλονται ενεργητικά στις γραµµές µεταφοράς και κάθε πακέτο πληροφορίας ξεκινά
από τον σταθµό - αποστολέα και φθάνει στον σταθµό - παραλήπτη αφού περάσει µέσα από
τους ενδιάµεσους σταθµούς που παρεµβάλλονται. Οι ενδιάµεσοι σταθµοί ενεργούν σαν
επαναλήπτες (repeaters).

Αν και η ενεργητική παρεµβολή κάθε σταθµού στο δίκτυο δηµιουργεί κάποια προβλήµατα
αξιοπιστίας, η τοπολογία ring έχει το µεγάλο πλεονέκτηµα των σύγχρονων (ή πολλαπλών)
µεταδόσεων. Το πλεονέκτηµα αυτό έγκειται στο ότι σε ένα δίκτυο βρόγχου µπορούν
συγχρόνως να συµβαίνουν περισσότερες από µία µεταδόσεις επειδή το δίκτυο διαθέτει
πολλές ανεξάρτητες γραµµές µεταφοράς (µία γραµµή µεταξύ δύο διαδοχικών σταθµών). Η
αξιοπιστία ενός τέτοιου δικτύου µπορεί να αυξηθεί µε χρήση δύο αντί ενός βρόγχων και ένας
σηµαντικός αριθµός δικτύων βρόγχου έχουν ήδη προταθεί. Η επιτροπή 802 του ΙΕΕΕ έχει
καταλήξει στην προτυποποίηση ενός είδους δικτύου βρόγχου το οποίο είναι γνωστό σαν
Token Ring.

2.3.4 Η Τοπολογία ∆ένδρου (Tree Topology)

Το σχήµα 2.4.δ είναι αναπαράσταση µιας Τοπολογίας ∆ένδρου. Στις τοπολογίες αυτές
θεωρούµε µία οργάνωση του όλου δικτύου κατά επίπεδα. Το δίκτυο αρχίζει από έναν κόµβο
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

14
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

στο πρώτο επίπεδο ο οποίος συνδέεται µε έναν αριθµό κόµβων του επόµενου επιπέδου οι
οποίοι θεωρούνται θυγατρικοί κόµβοι του πρώτου.

(a) (b)

Σχήµα 2.5 ∆ιαδροµές σε Τοπολογία ∆ένδρου και η έννοια star-of-stars

Οµοίως κάθε κόµβος του επιπέδου αυτού συνδέεται µε έναν αριθµό κόµβων του αµέσως
επόµενου επιπέδου και η ίδια δοµή επαναλαµβάνεται για όλα τα διαδοχικά επίπεδα. Με τον
τρόπο αυτό ο αριθµός των κόµβων ενός επιπέδου αυξάνεται µε γεωµετρικό τρόπο σε
συνάρτηση µε την τάξη του επιπέδου. Στην τοπολογία δένδρου, υπάρχει µία µόνον δυνατή
διαδροµή για την µεταφορά ενός πακέτου, η οποία (διαδροµή) εξαρτάται από τις θέσεις του
αποστολέα και του παραλήπτη σταθµού στο δένδρο. Το σχήµα 2.5.α δίνει παραδείγµατα
τέτοιων διαδροµών σε µια τοπολογία δένδρου. Η τοπολογία δένδρου, µπορεί να νοηθεί και
σαν σύστηµα επιµέρους τοπολογιών αστέρος. Το σχήµα 2.5.β δίνει γραφικά την άποψη αυτή.
Για τον λόγο αυτό η τοπολογία δένδρου αναφέρεται πολλές φορές και σαν star-of-stars
topology.

2.3.5 Μη Κανονικές Τοπολογίες (Unconstrained Topologies)

Όλοι οι προηγούµενοι τύποι τοπολογιών ακολουθούν ένα γεωµετρικά συµµετρικό σχήµα και
ανάλογα µε τα επιµέρους πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα, κάθε τύπος είναι ενδεδειγµένος
για ένα συγκεκριµένο περιβάλλον και µία συγκεκριµένη εφαρµογή. Εκτός των προηγουµένων
τύπων υπάρχουν βέβαια και µη κανονικές τοπολογίες (unconstrained topologies) όπως στο
παράδειγµα του σχήµατος 2.4.ε. Οι τοπολογίες αυτές υιοθετούνται συνήθως σε περιπτώσεις
∆ικτύων Ευρείας Περιοχής (WANs), ενώ είναι σπάνιες σε τοπικό περιβάλλον (LANs). Μια
unconstrained τοπολογία διαµορφώνεται µετά από εκτίµηση του αναµενόµενου φορτίου
µεταξύ των θέσεων που θα διασυνδεθούν και ο στόχος είναι συνήθως η ελαχιστοποίηση του
κόστους των γραµµών µεταφοράς. Αυτός είναι και ο λόγος που η συντριπτική πλειονότητα
των δικτύων µη κανονικής τοπολογίας είναι ∆ίκτυα Ευρείας Περιοχής (WANs). Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγµα δικτύου µε µη κανονική τοπολογία είναι το INTERNET.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

15
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

2.4 Γραµµές Μεταφοράς (Transmission Media)

Οι Γραµµές Μεταφοράς ενός Τοπικού ∆ικτύου Υπολογιστών είναι τα στοιχεία εκείνα που
εξασφαλίζουν την φυσική σύνδεση µεταξύ των κόµβων του δικτύου. Ο ρόλος των γραµµών
αυτών είναι η µεταφορά κατάλληλα διαµορφωµένων παλµών ηλεκτρικής, ηλεκτροµαγνητικής ή
φωτεινής ενέργειας. Το είδος της διαµόρφωσης αυτών των ενεργειακών παλµών εξαρτάται
από την χρησιµοποιούµενη µέθοδο κωδικοποίησης πάνω στη γραµµή (Line Coding) ενώ το
είδος της διαµορφούµενης ενέργειας (ηλεκτρική, οπτική ή ηλεκτροµαγνητική) εξαρτάται από
τον τύπο της γραµµής µεταφοράς.

Στη συνέχεια θα αναφερθούµε στα συνηθέστερα είδη γραµµών µεταφοράς που


χρησιµοποιούνται στα Τοπικά ∆ίκτυα. Μια πρώτη ταξινόµηση των γραµµών µεταφοράς είναι ο
διαχωρισµός µεταξύ περιορισµένων (bounded) µέσων, και µη περιορισµένων (unbounded)
µέσων. Παραδείγµατα περιορισµένων µέσων είναι οι διάφοροι τύποι καλωδίων και οι οπτικές
ίνες, ενώ µη περιορισµένο µέσο είναι ο αέρας µέσα από τον οποίο µπορεί να µεταδοθεί
ηλεκτροµαγνητική ή υπέρυθρη ακτινοβολία (infra-red). Οι πλέον διαδεδοµένοι τύποι γραµµών
µεταφοράς στα Τοπικά ∆ίκτυα είναι οι εξής :

2.4.1 Συνεστραµένα Καλώδια (Twisted pairs)

Πρόκειται για ζεύγη χάλκινων µονωµένων και παράλληλων αγωγών. Οι δύο αγωγοί είναι
συνεστραµένοι µε στόχο την µείωση των παρεµβολών από γειτονικά ζεύγη ή γενικά την
µείωση των επιδράσεων από εξωτερικές γραµµές ηλεκτροµαγνητικού θορύβου. Τα
συνεστραµένα ζεύγη χρησιµοποιήθηκαν αρχικά στην τηλεφωνία στην οποία βρίσκουν και
σήµερα ευρύτατη εφαρµογή. Στα Τοπικά ∆ίκτυα βρίσκουν εφαρµογή σαν λύσεις χαµηλού
κόστους. Γενικά τα twisted pairs που χρησιµοποιούνται στα Τοπικά ∆ίκτυα µπορούν να
γεφυρώσουν περιορισµένες αποστάσεις της τάξεως των 100 µέτρων ενώ οι ρυθµοί
µετάδοσης είναι της τάξεως των 100 Mbps.

2.4.2 Οµοαξονικά Καλώδια (Coaxial Cables)

Τα οµοαξονικά καλώδια, προσφέρουν σαφώς µεγαλύτερο εύρος ζώνης από τον προηγούµενο
τύπο γραµµής µεταφοράς. Το οµοαξονικό καλώδιο αποτελείται από έναν κεντρικό αγωγό
κυλινδρικού σχήµατος ο οποίος περιβάλλεται από έναν επίσης κυλινδρικό εξωτερικό αγωγό.
Μεταξύ των δύο αγωγών παρεµβάλλεται διηλεκτρικό υλικό που δρα σαν µονωτής. Το όλο
σύστηµα, τέλος, προστατεύεται από ένα εξωτερικό µονωτικό περίβληµα. Η διαµόρφωση του
εξωτερικού αγωγού ο οποίος περιβάλλει πλήρως τον εσωτερικό έχει σαν αποτέλεσµα την
µεγάλη ανοσία των καλωδίων αυτών σε εξωτερικές παρεµβολές και θορύβους, γεγονός που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

16
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

οδηγεί σε πολύ χαµηλούς ρυθµούς λαθών στο µέσο µεταφοράς. Το πλεονέκτηµα αυτό σε
συνδυασµό µε το αυξηµένο εύρος ζώνης των οµοαξονικών καλωδίων είναι οι λόγοι για την
επιλογή του τύπου αυτού σε πολλές υλοποιήσεις Τοπικών ∆ικτύων. Το µειονέκτηµα των
οµοαξονικών καλωδίων είναι ότι δεν είναι τόσο πρακτικά στην συνδεσµολογία τους όσο τα
συνεστραµένα ζεύγη. Επίσης, το κόστος των οµοαξονικών καλωδίων είναι µεγαλύτερο από
αυτό των συνεστραµένων ζευγών. Κλασικό παράδειγµα δικτύων που χρησιµοποιούν
οµοαξονικό καλώδιο ήταν οι υλοποιήσεις του Ethernet παλαιότερα, στις οποίες γινόταν χρήση
δύο εναλλακτικών τύπων οµοαξονικών καλωδίων και ανάλογα µε τον χρησιµοποιούµενο τύπο
καλωδίου, το δίκτυο χαρακτηριζόταν σαν thick (παχύ) Ethernet µε διάµετρο καλωδίου 0.5 in. ή
thin (λεπτό) Ethernet µε διάµετρο καλωδίου 0.17 in.

2.4.3 Οπτικές ίνες (Optical Fibers)

Η τεχνολογία των οπτικών ινών είχε ραγδαία εξέλιξη κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων
δεκαετιών και προσφέρει σήµερα προϊόντα µε δυνατότητες ζεύξης µεγάλων αποστάσεων σε
πολύ υψηλές ταχύτητες και, συγχρόνως, µε προσιτό κόστος. Η οπτική ίνα µεταφέρει
διαµορφωµένους παλµούς οπτικής φωτεινής ενέργειας και µπορεί να θεωρηθεί σαν
κυλινδρικός κυµατοδηγός που λειτουργεί στην περιοχή των οπτικών συχνοτήτων. Η δοµή
τυπικών οπτικών ινών δίνεται στο σχήµα 2.6. Το µέσο αυτό αποτελείται από δύο διαφανή
υλικά, τον πυρήνα (core) και το περίβληµα (cladding). Ο πυρήνας έχει συντελεστή
ανακλάσεως n1 και ορισµένη ακτίνα α (Σχήµα 2.6). Το περίβληµα έχει διαφορετικό συντελεστή
ανακλάσεως n2, και ισχύει n2 < n1, έτσι ώστε να έχουµε το φαινόµενο της ολικής ανακλάσεως
του φωτός στο όριο µεταξύ πυρήνα και περιβλήµατος. Οι παλµοί του φωτός µεταφέρονται
µέσα από τον πυρήνα της ίνας µε διαδοχικές ανακλάσεις στο περίβληµα.

Οι επιδόσεις των οπτικών ινών περιορίζονται από το φαινόµενο των πολλαπλών modes
µετάδοσης, δηλαδή από το γεγονός ότι η φωτεινή ενέργεια ενός παλµού µπορεί να
ανακλασθεί µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους ταυτόχρονα στο περίβληµα, όπως φαίνεται
στο σχήµα 2.6.β. Το αποτέλεσµα είναι ότι κλάσµατα της φωτεινής ενέργειας ενός παλµού
έχουν να διανύσουν µεγαλύτερη απόσταση µεταξύ των διαδοχικών σηµείων ανάκλασης. Το
φαινόµενο αυτό έχει σαν αποτέλεσµα ένας "στενός" παλµός, (παλµός µικρής διάρκειας), να
φθάνει στον δέκτη διαπλατυσµένος. Το φαινόµενο αυτό ονοµάζεται dispersion (διάχυση), και
θέτει περιορισµούς στην µέγιστη απόσταση που µπορεί να καλυφθεί χωρίς την χρήση
επαναλήπτη (repeater) και στην µέγιστη συχνότητα λειτουργίας της ίνας. Οι ίνες αυτού του
είδους ονοµάζονται multimode fibers. Για τον περιορισµό του φαινοµένου της διάχυσης έχει
αναπτυχθεί ο τύπος των monomode fibers, στις οποίες η διάµετρος του πυρήνα είναι πολύ
µικρότερη, περιορίζοντας έτσι τις πολλαπλές modes διάδοσης.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

17
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Ένας άλλος τρόπος βελτίωσης των επιδόσεων µιας οπτικής ίνας είναι η χρήση υλικών µε
βαθµιαία µεταβολή του συντελεστή ανακλάσεως από µία µέγιστη τιµή (στο κέντρο του
πυρήνα) προς µία ελάχιστη τιµή (στο περίβληµα). Το σχήµα 2.6.γ δείχνει το προφίλ του
συντελεστού ανακλάσεως σε µία ίνα αυτού του τύπου. Οι ίνες του τύπου αυτού αναφέρονται
σαν graded-index fibers ενώ οι ίνες µε την βηµατική αλλαγή του συντελεστή ανάκλασης στο
όριο πυρήνα - περιβλήµατος, αναφέρονται σαν step-index fibers. Η διάµετρος του πυρήνα
µιας multimode ίνας είναι µεταξύ 50 και 200 µm. Ο πυρήνας µιας monomode ίνας µπορεί να
έχει διάµετρο µεταξύ 8 και 12 µm. Τέλος, στην περίπτωση των ινών graded-index ο πυρήνας
έχει διάµετρο περίπου 50 µm.

Προφίλ συντελεστών
διάθλασης
n2 n1

Monomode step-index

Multimode step-index

Multimode graded-index

Σχήµα 2.6 ∆οµή και λειτουργία των οπτικών ινών

2.4.4 Άλλα µέσα µετάδοσης

Οι προηγούµενοι τύποι γραµµών µεταφοράς χρησιµοποιούνται στην συντριπτική πλειονότητα


των εν λειτουργία Τοπικών ∆ικτύων. Επίσης εκτός των τύπων αυτών αξίζει να αναφερθεί η
χρήση του αέρα σαν µέσο µεταφοράς είτε ηλεκτροµαγνητικής (ασύρµατα ραδιοκανάλια) είτε
υπέρυθρης (infra-red) ακτινοβολίας. Παράδειγµα χρήσης ραδιοζεύξεων σαν επικοινωνιακό
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

18
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

µέσο σε δίκτυο υπολογιστών είναι το ιστορικό δίκτυο ALOHA που αναπτύχθηκε από το
Πανεπιστήµιο της Χαβάης και ήταν το πρώτο τοπικό δίκτυο. Η χρήση του ελεύθερου χώρου
σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου είναι εφικτή και µε τη µορφή υπέρυθρων ζεύξεων (infra-red).
Αν και υπάρχουν ορισµένα πρακτικά προβλήµατα, οι υπέρυθρες ζεύξεις είναι µια
ενδιαφέρουσα λύση για περιβάλλοντα υψηλού θορύβου ή για υλοποιήσεις ασύρµατων
Τοπικών ∆ικτύων. Ήδη έντονη δραστηριότητα παρατηρείται στην τεχνολογική αυτή περιοχή,
µε αποτέλεσµα την ανάπτυξη διεθνών προδιαγραφών, όπως η προδιαγραφή IEEE 802.11
και την εµφάνιση ανάλογων προϊόντων, όπως τα Wi-Fi interfaces µε τα οποία εξοπλίζονται
αρκετές συσκευές (συνήθως φορητές όπως π.χ. τα laptop computers).

Κλείνοντας, το τµήµα αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουµε ότι, η µέθοδος της φυσικής


σύνδεσης µεταξύ των κόµβων ενός Τοπικού ∆ικτύου, δηλαδή ο τύπος της γραµµής
µεταφοράς, σχετίζεται άµεσα µε την τοπολογία του δικτύου και µε το περιβάλλον λειτουργίας
του. Επίσης υπάρχουν διάφοροι σηµαντικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν ισχυρά την
τελική επιλογή του τύπου της γραµµής µεταφοράς. Τέτοιοι παράγοντες είναι:

• Το κόστος
• Η ταχύτητα µετάδοσης
• Η τάξη µεγέθους των αποστάσεων που θα γεφυρωθούν
• Οι απαιτήσεις αξιοπιστίας
• Οι απαιτήσεις ασφάλειας επικοινωνιών
• κλπ.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

19
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

3 Τεχνικές χρήσης των επικοινωνιακών πόρων (Communication


Resources) ενός Τοπικού ∆ικτύου

Στο τµήµα αυτό παρατίθεται µια περιγραφή των διαφόρων τεχνικών προσπέλασης του
επικοινωνιακού µέσου σ' ένα Τοπικό ∆ίκτυο. Ο τρόπος χρήσης των επικοινωνιακών
δυνατοτήτων του δικτύου είναι ουσιαστικά ένα σύνολο κανόνων στους οποίους πρέπει να
υπακούν όλοι οι σταθµοί του δικτύου. Στην πράξη οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται από ένα
σύνολο αλγορίθµων οι οποίοι εκτελούνται σε κάθε σταθµό του δικτύου. Οι κανόνες
επικοινωνίας είναι µε την έννοια αυτή, κατανεµηµένοι και παράλληλοι. Το σύνολο των
κανόνων επικοινωνίας είναι γνωστό και σαν Πρωτόκολλο Επικοινωνίας.
Με βάση το επίπεδο των λειτουργιών που ελέγχονται από ένα συγκεκριµένο πρωτόκολλο
µπορούµε να κατατάξουµε τα πρωτόκολλα σε µια ιεραρχία επιπέδων. Στο τµήµα αυτό θα
εστιάσουµε την προσοχή µας σε τεχνικές που αφορούν την προσπέλαση του επικοινωνιακού
µέσου.

3.1 Πληροφοριακά Πακέτα (Information Packets, Data Packets)

Ο όρος Πακέτο Πληροφορίας αναφέρεται σε ένα σύνολο bits το οποίο µεταφέρεται σαν
ενότητα από ένα σταθµό του δικτύου προς τον παραλήπτη σταθµό. Κάθε πακέτο έχει ένα
ορισµένο µήκος. Το µήκος είναι ο συνολικός αριθµός bits που περιέχει το πακέτο. Πολλές
φορές το µήκος του πακέτου αναφέρεται µε όρους της διάρκειας του χρόνου που είναι
απαραίτητος για την µετάδοση του πακέτου. Αν το µήκος του πακέτου είναι L Bits, τότε η
µετάδοση του πακέτου απαιτεί χρόνο tp ίσο µε tp=L*tb, όπου tb η διάρκεια ενός bit
πληροφορίας πάνω στο κανάλι και R=1 / tb είναι ο ρυθµός µετάδοσης δεδοµένων σε bits/sec.
Όταν αρχίσει η µετάδοση ενός πακέτου πάνω στο επικοινωνιακό κανάλι θα συνεχιστεί έως
ότου όλο το πακέτο µεταδοθεί, υπό τον όρο βέβαια ότι δεν θα δηµιουργηθούν καταστάσεις
σύγκρουσης, δυσλειτουργίας ή άλλου λάθους. Με την έννοια αυτή το πακέτο πληροφορίας
είναι η ελάχιστη ποσότητα πληροφορίας πάνω στο κανάλι.

Κάθε πακέτο θεωρείται ότι αποτελείται από ένα ορισµένο αριθµό πεδίων (fields). Ένα πεδίο
είναι ένα σύνολο bits µε προκαθορισµένο µήκος (αριθµός bits του πεδίου) και
προκαθορισµένη σηµασία για όλους τους σταθµούς του δικτύου. Στο σχήµα 3.1 το γεγονός
αυτό δίνεται γραφικά. Η δοµή του σχήµατος 3.1 ισχύει για τα περισσότερα Τοπικά ∆ίκτυα ενώ
βέβαια, ανάλογα µε τον τύπο του δικτύου, το µήκος των πεδίων ποικίλει. Η γενικευµένη δοµή
του σχήµατος 3.1 περιέχει τα εξής πεδία:
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

20
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Pr: Preamble. Είναι ένας αριθµός από bits ο ρόλος των οποίων είναι να ενεργοποιήσουν και να
συγχρονίσουν τα κυκλώµατα εισόδου του δέκτη. Τα bits αυτά δεν µεταφέρουν χρήσιµη πληροφορία.

DA: Destination Address ή ∆ιεύθυνση Προορισµού. Πρόκειται για την κωδικοποιηµένη ταυτότητα του
παραλήπτη σταθµού στον οποίο απευθύνεται το πακέτο.

SA: Source Address ή ∆ιεύθυνση Πηγής. Είναι η κωδικοποιηµένη ταυτότητα του αποστολέα σταθµού.

CF: Control Field ή Πεδίου Ελέγχου. Περιέχει πληροφορίες για τον τύπο του πακέτου δηλαδή για τα
δεδοµένα των επόµενων πεδίων, πληροφορίες για την προτεραιότητα του πακέτου κ.λ.π.

IF: Information Field ή Πεδίο Πληροφορίας. Είναι ο κορµός του πακέτου επειδή περιέχει την
πληροφορία που ο αποστολέας σταθµός επιθυµεί να µεταδώσει. Από µια άποψη είναι η µόνη οµάδα
bits του πακέτου που περιέχει χρήσιµη πληροφορία για τους επικοινωνούντες σταθµούς ενώ τα
προηγούµενα πεδία υπάρχουν για την υποστήριξη της επικοινωνίας.

CRC: Cyclic Redundancy Codes. Πρόκειται για το πεδίο που περιέχει τους κωδικούς ελέγχου λαθών.
Το περιεχόµενο του πεδίου αυτού εξαρτάται από το περιεχόµενο των υπολοίπων πεδίων. Το CRC
υπολογίζεται από τον σταθµό εκποµπής και προστίθεται στο προς µετάδοση πακέτο. Στο σηµείο
λήψης, ο δέκτης υπολογίζει µε τον ίδιο αλγόριθµο το CRC και αν παρατηρηθεί διαφορά µε την τιµή του
CRC πεδίου που ελήφθη, ο δέκτης θεωρεί ότι το πακέτο αλλοιώθηκε και το απορρίπτει.

Pr DA SA CF IF CRC

Pr DA SA CF IF

Σχήµα 3.1 Τυπική δοµή πακέτου πληροφορίας

Η δοµή του σχήµατος 3.1 και οι µηχανισµοί που περιγράφονται χρησιµοποιούνται από την
πλειονότητα των Τοπικών ∆ικτύων. Βέβαια, ο αριθµός των bits κάθε πεδίου, η ακριβής
σηµασία των bits αυτών καθώς και οι αλγόριθµοι υπολογισµού του CRC πεδίου, διαφέρουν
από δίκτυο σε δίκτυο. Ένα σηµαντικό µέρος της σχεδίασης ενός δικτύου αφορά την δοµή και
το περιεχόµενο των πακέτων πληροφορίας. Επιπλέον, σε δίκτυα που χρησιµοποιούν
ελεγχόµενες τεχνικές προσπέλασης διακινούνται και πακέτα που δεν µεταφέρουν χρήσιµη
πληροφορία αλλά είναι απαραίτητα για την υποστήριξη της επικοινωνίας και αναφέρονται ως
πακέτα ελέγχου (Control Packets).

3.2 Πολλαπλή Προσπέλαση και Αφιερωµένες Συνδέσεις


Πρόκειται για δύο τεχνικές προσπέλασης που αποτελούν συγχρόνως την βάση για την
κατάταξη των Τοπικών ∆ικτύων σε δύο µεγάλες κατηγορίες. Οι τεχνικές αυτές έχουν άµεση
σχέση µε την Τοπολογία του δικτύου καθώς κάθε τοπολογία υποδεικνύει και την
αποτελεσµατικότερη τεχνική προσπέλασης.
Με τον όρο Πολλαπλή Προσπέλαση (Multiple Access) περιγράφεται ένα σύνολο µεθόδων
προσπέλασης του καναλιού επικοινωνίας, µε κοινό χαρακτηριστικό το ότι πολλοί σταθµοί
χρησιµοποιούν το ίδιο µέσο επικοινωνίας για να µεταδώσουν τα πακέτα πληροφορίας. Η
τεχνική αυτή χρησιµοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στις τοπολογίες ανοικτού βρόγχου (Bus) ή
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

21
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

στις περιπτώσεις όπου το µέσο επικοινωνίας είναι ο αέρας, και όλοι οι σταθµοί µεταδίδουν τα
πακέτα τους στο κοινό κανάλι. Τυπικά παραδείγµατα τέτοιων δικτύων είναι τα ALOHA,
CSMA/CD Bus (Ethernet) και Token Bus. Είναι σαφές ότι, για τον συντονισµό των σταθµών
έτσι ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις ή να αφιερώνεται ορθολογικά το κανάλι στους
σταθµούς, είναι απαραίτητη η ύπαρξη κανόνων ελέγχου της προσπέλασης.

Σε αντιδιαστολή µε την πολλαπλή προσπέλαση είναι η τακτική των Αφιερωµένων Συνδέσεων


ή όπως αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία η τακτική των peer to peer συνδέσεων. Στην
περίπτωση αυτή δύο σταθµοί του δικτύου επικοινωνούν µέσω µίας γραµµής η οποία
διασυνδέει αποκλειστικά και µόνον τους δύο αυτούς σταθµούς. Παραδείγµατα peer to peer
συνδέσεων έχουµε σε δίκτυα τοπολογίας βρόγχου (Ring Topologies) καθώς επίσης και σε
τοπολογίες αστέρος (star) και δένδρου (tree). Οι peer to peer συνδέσεις συνεπάγονται
απλούστερους κανόνες ελέγχου αλλά επιβάλλουν σύνθετους κανόνες λειτουργίας του όλου
δικτύου προκειµένου να υπάρχει η δυνατότητα κάθε σταθµός του δικτύου να επικοινωνεί µε
κάθε άλλο σταθµό (Connectivity). Παραδείγµατα δικτύων µε peer to peer συνδέσεις είναι τα
Token Ring και DQDB MAN.

3.3 Πολλαπλή Προσπέλαση και Τεχνικές Ελέγχου


Τα δίκτυα Πολλαπλής Προσπέλασης χαρακτηρίζονται από την απλότητα του µέσου
επικοινωνίας σε συνδυασµό µε την αυξηµένη συνδετικότητα (Connectivity) του δικτύου. Η
απλότητα και η φύση του µέσου (παθητικό κανάλι στις περισσότερες περιπτώσεις)
συνεπάγονται αυξηµένη αξιοπιστία του δικτύου συνολικά. Τα πλεονεκτήµατα αυτά
συνδυάζονται όµως µε την ανάγκη για αποτελεσµατικούς αλγορίθµους προσπέλασης του
κοινού καναλιού έτσι ώστε η απόδοση του δικτύου να µεγιστοποιείται. Στη συνέχεια θα
περιγράψουµε τις πιο γνωστές µεθόδους προσπέλασης που χρησιµοποιούνται σε τοπικό
περιβάλλον.

MULTIPLE ACCESS

CONTROLLED RANDOM

TDMA Token Bus Polling ALOHA CSMA CSMA/CD

Σχήµα 3.2 Κατάταξη βασικών πρωτοκόλλων Πολλαπλής Προσπέλασης


ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

22
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Μία πρώτη ταξινόµηση των αλγορίθµων πολλαπλής προσπέλασης µπορεί να βασισθεί στην
ύπαρξη ή όχι αιτιοκρατικών κανόνων (deterministic rules) οι οποίοι αναθέτουν σε έναν
συγκεκριµένο σταθµό το κανάλι για κάθε χρονική στιγµή. Εάν οι σταθµοί του δικτύου
προσπελαύνουν το κανάλι κατά έναν προβλέψιµο ή αιτιοκρατικό τρόπο τότε αναφερόµαστε σε
Μεθόδους Ελεγχόµενης Προσπέλασης (Controlled Access Methods). Εάν αντίθετα οι σταθµοί
προσπελαύνουν το κανάλι µε τυχαίο τρόπο, έτσι ώστε η ακριβής στιγµή της προσπέλασης για
κάθε σταθµό να είναι απρόβλεπτη ή µη προκαθορισµένη, τότε έχουµε τις Μεθόδους Τυχαίας
Προσπέλασης (Random Access Methods). Το σχήµα 3.2 δίνει την κατάταξη αυτή γραφικά και
επιπλέον περιέχει τις βασικές τεχνικές προσπέλασης σε κάθε κατηγορία. Οι τεχνικές
προσπέλασης αναφέρονται συχνότατα και σαν πρωτόκολλα του δευτέρου επιπέδου σύµφωνα
µε το µοντέλο OSI.
Ας σηµειωθεί ότι µια δεύτερη κατάταξη των διαφόρων πρωτοκόλλων πολλαπλής προσέγγισης
µπορεί να βασισθεί στον βαθµό που οι χρησιµοποιούµενοι αλγόριθµοι ακολουθούν µια
κεντρικοποιηµένη λειτουργία. Εάν ένας συγκεκριµένος σταθµός ελέγχει όλες τις λειτουργίες και
παραχωρεί το δικαίωµα χρήσης του καναλιού στους υπόλοιπους έχουµε κεντρικοποιηµένη
λειτουργία (centralized). Αν αντίθετα οι αλγόριθµοι εκτελούνται από όλους τους σταθµούς
παράλληλα και η προσπέλαση αποφασίζεται από κάθε σταθµό ανεξάρτητα, τότε έχουµε
κατανεµηµένη (distributed) λειτουργία. Τα δίκτυα που χρησιµοποιούν κατανεµηµένη
λειτουργία είναι γενικά πιο αξιόπιστα καθώς δεν εξαρτώνται από την καλή λειτουργία του
κεντρικού σταθµού ελέγχου. Όπως είναι φυσικό, η κεντρικοποιηµένη λειτουργία είναι εφικτή
µόνο στις περιπτώσεις των Μεθόδων Ελεγχόµενης Προσπέλασης.
Η τεχνική προσπέλασης που χρησιµοποιείται σε ένα Τοπικό ∆ίκτυο επηρεάζει ισχυρά την
απόδοση του δικτύου. Μια εναλλακτική διατύπωση του γεγονότος αυτού είναι ότι τα διάφορα
χρησιµοποιούµενα πρωτόκολλα επικοινωνίας προσφέρουν διαφορετικές δυνατότητες στους
χρήστες του δικτύου. Άρα τα πρωτόκολλα επικοινωνίας είναι αντικείµενα προς αξιολόγηση
και σύγκριση. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να δοθούν τα κριτήρια αξιολόγησης των
διαφόρων πρωτοκόλλων πριν παρουσιάσουµε τα πρωτόκολλα καθ' εαυτά. Το επόµενο τµήµα
είναι εστιασµένο στο ζήτηµα των κριτηρίων και των µεγεθών τα οποία χρησιµοποιούνται ως
βάση για την αξιολόγηση των διαφόρων πρωτοκόλλων επικοινωνίας.

3.4 Αξιολόγηση Πρωτοκόλλων Επικοινωνίας - Κριτήρια και χαρακτηριστικά


µεγέθη
Η διαδικασία της αξιολόγησης ενός πρωτοκόλλου περιλαµβάνει την εκτίµηση ενός αριθµού
κρισίµων µεγεθών και την σύγκριση των µεγεθών αυτών µε οµόλογα µεγέθη άλλων
πρωτοκόλλων. Για την επιλογή των κρισίµων µεγεθών είναι απαραίτητο να αποµονωθεί το
επίπεδο των λειτουργιών που προορίζεται να ελεγχθεί για το υπό αξιολόγηση πρωτόκολλο.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

23
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Στο επίπεδο Σύνδεσης ∆εδοµένων (Data Link Layer) επί παραδείγµατι, ο στόχος ενός
πρωτοκόλλου είναι να ρυθµίσει τις διαδικασίες µετάδοσης έτσι ώστε τα πακέτα πληροφορίες
να µεταφέρονται από έναν σταθµό του δικτύου προς ένα άλλο σταθµό του ίδιου δικτύου. Άρα
ένα κρίσιµο µέγεθος είναι ο ρυθµός των επιτυχώς µεταδιδοµένων πακέτων στη µονάδα του
χρόνου (throughput). Κατά συνέπεια ένα πρωτόκολλο µε µεγαλύτερο throughput είναι
καλύτερο από ένα πρωτόκολλο µε χαµηλό throughput. Σε ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας τα
κρίσιµα µεγέθη µπορεί να είναι διαφορετικά. Στο επίπεδο µεταφοράς (Transport Layer) του
µοντέλου OSI µπορεί να αξιολογηθεί π.χ. η αξιοπιστία της µετάδοσης µεταξύ των
επικοινωνούντων σταθµών.

Στη συνέχεια θα περιορισθούµε στην περιγραφή των κρισίµων µεγεθών που αφορούν την
βασική µετάδοση πακέτων πληροφορίας µεταξύ σταθµών του ίδιου δικτύου η οποία εµπίπτει
στο επίπεδο Data Link. Τα µεγέθη αυτά είναι:

- Throughput. Είναι ο ρυθµός των επιτυχώς µεταδιδοµένων πακέτων στο δίκτυο στη
µονάδα του χρόνου. ∆εν θα πρέπει να συγχέεται µε τον ρυθµό µεταφοράς (ταχύτητα
µετάδοσης) δεδοµένων του δικτύου στο κανάλι επειδή οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται.

Το throughput (συχνά συµβολιζόµενο µε τα γράµµατα "S" ή "s"), επηρεάζεται από την µέθοδο
προσπέλασης του καναλιού, λόγω των συγκρούσεων, των αναµεταδόσεων, των
καθυστερήσεων, κ.λ.π., που τυπικά συµβαίνουν σε ένα κατανεµηµένο σύστηµα όπως είναι ένα
Τοπικό ∆ίκτυο. Συνεπώς σε δύο δίκτυα µε τον ίδιο ρυθµό µετάδοσης δεδοµένων στο κανάλι, τα
οποία όµως χρησιµοποιούν διαφορετικά πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα χαρακτηριστικά του
throughput θα είναι διαφορετικά και ανάλογα µε την αποτελεσµατικότητα του κάθε πρωτοκόλλου
επικοινωνίας.

Το throughput εκφράζεται σε bits/sec ή πακέτα/sec. Όµως η πλέον εύχρηστη µέτρηση του


throughput είναι η κανονικοποιηµένη τιµή του σε αριθµό πακέτων προς την διάρκεια µετάδοσης
ενός πακέτου στο κανάλι. Η χρήση των κανονικοποιηµένων τιµών βοηθά στην εξαγωγή
συγκριτικών συµπερασµάτων, χωρίς να απαιτείται η περιγραφή των παραµέτρων λειτουργίας
όπως ο ρυθµός µετάδοσης του µέσου, το µήκος του πακέτου, κ.λ.π. Το throughput δίνεται
συχνά σαν συνάρτηση του φορτίου εισόδου.

Το κανονικοποιηµένο throughput λαµβάνει τιµές από 0 έως 1. Η φυσική έννοια αυτού του
περιορισµού είναι ότι στο χρονικό διάστηµα που απαιτείται για την µετάδοση ενός πακέτου πάνω
στο κανάλι, µπορεί να µεταδοθεί επιτυχώς το πολύ ένα πακέτο.

- Φορτίο Εισόδου (Input Load). Το φορτίο εισόδου (συχνά συµβολιζόµενο ως G η g)


είναι ο ρυθµός µε τον οποίο τα πακέτα εισέρχονται στο δίκτυο προς µετάδοση.

Στο σχήµα 3.3.α το δίκτυο µοντελοποιείται σαν µια ουρά αναµονής (queue) η οποία δέχεται
φορτίο G. Οι κανόνες του πρωτοκόλλου θεωρούνται σαν µηχανισµοί εξυπηρέτησης (server) και
τελικά τα πακέτα που εξυπηρετήθηκαν, αφήνουν το σύστηµα µε ρυθµό S ίσο µε το throughput.
Το φορτίο εισόδου µετρείται σε µονάδες όµοιες µε τις µονάδες του throughput.

Το σχήµα 3.3.β δείχνει την συνάρτηση S(g) για δυο δίκτυα (Α και Β). Στο παράδειγµα αυτό είναι
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

24
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

φανερό ότι το δίκτυο Α έχει καλύτερα χαρακτηριστικά throughput από ότι το δίκτυο Β. Στο ίδιο
σχήµα συµπεριλαµβάνεται και η ιδανική καµπύλη S(g). Οι µονάδες είναι κανονικοποιηµένες σε
πακέτα ανά διάρκεια πακέτου στο κανάλι.

Η περιοχή τιµών του κανονικοποιηµένου φορτίου g είναι από µηδέν έως άπειρο. Η τιµή 1
σηµαίνει ότι στην διάρκεια µετάδοσης ενός πακέτου στο κανάλι, εισέρχεται στο σύστηµα ακριβώς
ένα πακέτο (σχήµα 3.3.α).

- Χωρητικότητα (Capacity). Η χωρητικότητα συµβολίζεται συχνά µε "C" ή "c", και


ορίζεται ως η µέγιστη τιµή του throughput.

Οι µονάδες της χωρητικότητας είναι όµοιες µε τις µονάδες του throughput και του φορτίου
εισόδου. Στο σχήµα 3.3.β σηµειώνονται οι τιµές της χωρητικότητας CA και CB για τα δύο
υποθετικά δίκτυα LAN A και LAN B αντίστοιχα.

G
S(g)
1
C
A
A C
B
B

S
0 g
1
(a) (b)

Σχήµα 3.3. Μοντέλο δικτύου και παραδείγµατα της συνάρτησης S(g)

- Μέση καθυστέρηση (Mean Delay). Είναι η µέση τιµή των καθυστερήσεων της
µετάδοσης των πακέτων, από την στιγµή που είναι έτοιµα προς µετάδοση στον σταθµό
εκποµπής, µέχρι την στιγµή που η µετάδοσή τους στο δίκτυο ολοκληρώνεται µε
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

25
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

επιτυχία.

Τα πακέτα που εισέρχονται στο δίκτυο προς µετάδοση περιµένουν στην ουρά εκποµπής για ένα
χρονικό διάστηµα και στη συνέχεια οι κανόνες προσπέλασης του δικτύου επιτρέπουν σ' αυτά να
µεταδοθούν. Το γεγονός αυτό αναπαρίσταται στο σύστηµα αναµονής που φαίνεται στο σχήµα
3.3.α. Η ουρά αναµονής του συστήµατος αυτού (queue) στην πράξη υλοποιείται από το σύνολο
των buffers εκποµπής των σταθµών του δικτύου.

Η καθυστέρηση της µετάδοσης κάθε πακέτου ποικίλει και εξαρτάται δραστικά από τις συνθήκες
λειτουργίας του δικτύου (φορτίο εισόδου) και από τους χρησιµοποιούµενους κανόνες
προσπέλασης (δηλαδή από το πρωτόκολλο επικοινωνίας). Συνεπώς η καθυστέρηση µετάδοσης
του κάθε πακέτου πληροφορίας δεν είναι ένα καθορισµένο µέγεθος, αλλά είναι ένα τυχαίο
µέγεθος.

Άρα για την εξαγωγή συµπερασµάτων σχετικά µε τα χαρακτηριστικά της καθυστέρησης


- µετάδοσης των πακέτων σε ένα δίκτυο, απαιτείται η χρήση στατιστικών τεχνικών. Ο υπολογισµός
της µέσης τιµής των καθυστερήσεων των πακέτων είναι ένα κρίσιµο µέγεθος που περιγράφει
ουσιαστικά την ποιότητα του πρωτοκόλλου και του δικτύου γενικότερα.

Η µέση καθυστέρηση εξυπηρέτησης (επιτυχούς µετάδοσης) των πακέτων πληροφορίας


συµβολίζεται συνήθως µε τα σύµβολα "D" ή "d" και µετράται σε µονάδες χρόνου (msec, µsec,
κ.λ.π.), ή σε κανονικοποιηµένες µονάδες χρόνου ίσες µε την διάρκεια µετάδοσης ενός πακέτου
πληροφορίας πάνω στο κανάλι. Η χρήση των κανονικοποιηµένων µονάδων χρόνου διευκολύνει,
όπως και στην περίπτωση του throughput, την εξαγωγή συγκριτικών συµπερασµάτων. Στο
σχήµα 3.4 φαίνονται οι καµπύλες της µέσης καθυστέρησης µετάδοσης D σαν συνάρτηση D(s)
του throughput s, για δύο δίκτυα Α και Β.

Η µέση καθυστέρηση d, όπως προκύπτει και θεωρητικά αλλά και από µετρήσεις, µεταβάλλεται
δραστικά σαν συνάρτηση του throughput S. Για το λόγο αυτό η συµπεριφορά του πρωτοκόλλου
αποδίδεται µε τη χρήση των καµπυλών D(s), όπως αυτές του σχήµατος 3.4. Στο σχήµα αυτό τα
υποθετικά δίκτυα Α και Β παρουσιάζουν διαφορετικές επιδόσεις µε σαφή ανωτερότητα του Α.

D(s) B

00 1 1 S
S

Σχήµα 3.4 Παραδείγµατα της συνάρτησης D (s)

- Μέσο µήκος ουράς (Mean Queue Length). Λόγω της αναµονής των πακέτων στους buffers
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

26
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

εκποµπής, σε κάθε σταθµό δηµιουργείται µία ουρά αναµονής το µήκος της οποίας είναι
συνάρτηση του χρόνου. Το µήκος της ουράς αυξάνει όταν ένα ή περισσότερα πακέτα φθάνουν
στον σταθµό προς µετάδοση. Αντίστοιχα, το µήκος µειώνεται κατά ένα όταν ένα πακέτο
µεταδίδεται επιτυχώς στο κανάλι (εξυπηρετείται). Το µέσο µήκος ουράς (συχνά συµβολιζόµενο
ως "Q" ή "q") είναι η µέση τιµή του µήκους της ουράς και είναι µία χρήσιµη ένδειξη για την τάξη
µεγέθους των απαιτούµενων buffers εκποµπής.

Το µέσο µήκος Q της ουράς αναµονής επηρεάζεται δραστικά από τις συνθήκες λειτουργίας του
δικτύου όπως και από το χρησιµοποιούµενο πρωτόκολλο. Η συµπεριφορά του Q δίνεται στις
περισσότερες περιπτώσεις σαν µία συνάρτηση Q(s) του throughput. Αν ένα δίκτυο Α
παρουσιάζει µικρότερες τιµές καθυστέρησης από ένα άλλο δίκτυο Β, θα έχει και µικρότερο µέσο
µήκος ουράς. Το µέσο µήκος της ουράς µετράται σε αριθµό πακέτων.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

27
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

3.5 Πρωτόκολλα Πολλαπλής Προσπέλασης

Στις προηγούµενες ενότητες έγινε µία συνοπτική εισαγωγή σε βασικές έννοιες σχετικές µε τα
Τοπικά ∆ίκτυα Yπολογιστών και τα συστήµατα επικοινωνίας δεδοµένων γενικότερα. Στην
παρούσα ενότητα παρουσιάζονται τα πιο γνωστά πρωτόκολλα πολλαπλής προσπέλασης. Ο
όρος Πολλαπλή Προσπέλαση (Multiple Access) αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου πολλοί
σταθµοί χρησιµοποιούν ένα κοινό κανάλι για τις µεταξύ τους επικοινωνίες. Οι µέθοδοι
(πρωτόκολλα) πολλαπλής προσπέλασης µπορούν να ταξινοµηθούν σε δύο µεγάλες
κατηγορίες:
• Ελεγχόµενες Μέθοδοι Προσπέλασης (Controlled Access Methods)
• Τυχαίες Μέθοδοι Προσπέλασης (Random Access Methods)

3.5.1 Ελεγχόµενες Μέθοδοι Προσπέλασης (Controlled Access Methods)

3.5.1.1 Το Πρωτόκολλο TDMA


Η πλέον απλή µέθοδος πολλαπλής προσπέλασης έγκειται στην διαίρεση των επικοινωνιακών
πόρων του καναλιού σε ίσα (ή άνισα) κλάσµατα και στην ανάθεση καθενός από τα κλάσµατα
αυτά σε καθένα από τους σταθµούς. Μία µέθοδος αυτού του τύπου είναι το πρωτόκολλο
πολλαπλής Προσπέλασης µε ∆ιαχωρισµό Χρόνου (Time Division Mulstiple Access- TDMA).
Στο TDMA πρωτόκολλο ο χρόνος του κοινού καναλιού διαµοιράζεται µε τη µορφή slots
(χρονικές περίοδοι προκαθορισµένης διάρκειας) και κάθε χρήστης έχει το δικαίωµα να
µεταδίδει µόνο στα slots που του ανήκουν. Στο σχήµα 3.5 αναπαρίσταται η ανάθεση των slots
σε Ν χρήστες σύµφωνα µε το TDMA πρωτόκολλο. Ο χρήστης 1 χρησιµοποιεί το κανάλι για
διάστηµα ts και µεταδίδει ένα πακέτο πληροφορίας µε διάρκεια ίση (ή µικρότερη) του ts. Στη
συνέχεια το δικαίωµα χρήσης του καναλιού για τα επόµενα ts δευτερόλεπτα έχει ο χρήστης 2,
κ.ο.κ. Όταν και ο Ν-οστός χρήστης χρησιµοποιήσει το αντίστοιχο slot, ο κύκλος αρχίζει πάλι
από τον 1ο χρήστη και συνεχίζεται µε τον ίδιο τρόπο.

1 slot

S1
S1 S2S2 S3 S3 Sn
Sn S1S1

ts

Σχήµα 3.5 ∆ιαχωρισµός του χρόνου στο TDMA

Το TDMA πρωτόκολλο είναι από τις παλαιότερες µεθόδους πολλαπλής προσπέλασης και έχει
εφαρµογή σε δορυφορικές ζεύξεις, στην ψηφιακή τηλεφωνία, κ.λ.π. Για τις δυνατότητες του
TDMA πρωτοκόλλου σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου ισχύουν τα εξής: Αν και η προσπέλαση
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

28
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

των σταθµών στο κανάλι είναι πλήρως ελεγχόµενη και υλοποιήσιµη µε απλούς µηχανισµούς,
εµφανίζει ένα σοβαρό µειονέκτηµα. Το µειονέκτηµα αυτό έγκειται στο ότι όταν ένας σταθµός
δεν έχει πακέτα πληροφορίας προς µετάδοση, το αντίστοιχο slot είναι κενό και
αντιπροσωπεύει καθαρή απώλεια χρόνου. Η σταθερή ανάθεση των slots στους χρήστες δεν
επιτρέπει την εκµετάλλευση των άδειων slots από χρήστες που εκείνη τη στιγµή έχουν πακέτα
προς µετάδοση.
Άρα το TDMA πρωτόκολλο συµπεριφέρεται αποδοτικά όταν το φορτίο εισόδου έχει υψηλές
τιµές (0.75 έως 1, σε κανονικοποιηµένες τιµές). Αντίθετα, σε χαµηλές τιµές φορτίου λόγω των
πολλών άδειων slots η συνολική απόδοση πέφτει. Όπως και από το σχήµα 2.1 προκύπτει
κάθε χρήστης έχει δικαίωµα προσπέλασης κάθε N * ts δευτερόλεπτα όπου Ν ο αριθµός όλων
των χρηστών. Ο µηχανισµός που µόλις περιγράφηκε αναφέρεται και σαν Round-Robin
TDMA. Ένας άλλος µηχανισµός TDMA βασίζεται στην ανάθεση των slots στους χρήστες µε
τυχαίο τρόπο και αναφέρεται σαν Random TDMA. Στην περίπτωση αυτή εκτελείται
ταυτόχρονα και παράλληλα από όλους τους χρήστες ένας κοινός αλγόριθµος ο οποίος
επιλέγει τυχαία τον χρήστη που δικαιούται να µεταδώσει στο κανάλι κατά την διάρκεια του
επόµενου slot.
Γενικά η απόδοση του TDMA είναι ικανοποιητική για µετάδοση δεδοµένων όπως φωνή, audio
ή video. Στην περίπτωση όµως της κρουστικής (bursty) κινήσεως που παρατηρείται στις
επικοινωνίες µεταξύ υπολογιστών, η απόδοση του TDMA είναι ανεκτή µόνο για υψηλές τιµές
του φορτίου.
Στην αρχή της περιγραφής του TDMA αναφέρθηκε ο καταµερισµός των επικοινωνιακών
πόρων του καναλιού. Με τον όρο αυτό (Communication Resources) εννοούµε τον συνδυασµό
του χρόνου χρήσης και του διαθέσιµου εύρους ζώνης του καναλιού. Ένας χρήστης µπορεί στη
γενική περίπτωση να χρησιµοποιεί ένα κλάσµα του χρόνου του καναλιού (TDMA) ή ένα
κλάσµα του εύρους ζώνης του καναλιού για όλη την διάρκεια της επικοινωνίας. Η δεύτερη
αυτή περίπτωση αναφέρεται σαν FDMA (Frequency Division Multiple Access) ή Πολλαπλή
Προσπέλαση µε ∆ιαχωρισµό Συχνότητας. Πρόκειται για µία πολύ γνωστή τεχνική στην
τηλεφωνία ενώ στον χώρο των Τοπικών ∆ικτύων βρίσκει εφαρµογή στα λεγόµενα
Πολυκαναλικά Τοπικά ∆ίκτυα (Multichannel Local Area Networks) και στις περιπτώσεις των
broadband LAN's.
To FDMA στα χαµηλά φορτία προσφέρει το 50% της απόδοσης του TDMA ενώ για
µεγαλύτερες τιµές του φορτίου η απόδοσή του τείνει στην απόδοση του TDMA. Το κοινό
σηµείο µεταξύ TDMA & FDMA είναι ότι η ανάθεση των επικοινωνιακών πόρων του καναλιού
είναι για κάθε χρήστη προκαθορισµένη και αµετάβλητη. Οι τεχνικές αυτές αναφέρονται σαν
Μέθοδοι Σταθερής Ανάθεσης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι τεχνικές CDMA (Code
Division Multiple Access) & WDMA (Wavelength Division Multiple Access).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

29
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Οι δύο αυτές τεχνικές είναι αποδοτικές για ειδικές περιπτώσεις δικτύων. Το CDMA βασίζεται
στην διαµόρφωση του σήµατος κάθε χρήστη από µία συνάρτηση που ανήκει σ' ένα σύνολο
συναρτήσεων µεγάλου εύρους ζώνης και στην αποκωδικοποίηση του σήµατος αυτού µε
χρήση της ίδιας συνάρτησης στο δέκτη και εν συνεχεία ολοκλήρωση του προκύπτοντος
σήµατος. Το CDMA λόγω της κακής εκµετάλλευσης του εύρους ζώνης του καναλιού,
χρησιµοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις (όπως οι εφαρµογές που θέτουν ισχυρές απαιτήσεις
ασφαλείας δεδοµένων ή όπως στην περίπτωση της χρήσης ραδιοκαναλιών (RF) σαν µέσο
επικοινωνίας). Το WDMA βασίζεται στον διαχωρισµό του µήκος κύµατος της φωτεινής
ενέργειας και όπως είναι αυτονόητο βρίσκει εφαρµογή σε κανάλια οπτικών ινών, όπου
συνδυάζεται µε TDMA ή άλλες τεχνικές.

3.5.1.2 Το πρωτόκολλο Polling


To πρωτόκολλο Polling είναι µία Ελεγχόµενη Μέθοδος Προσπέλασης και η λειτουργία του έχει
κεντρικοποιηµένη φύση. Ένας ειδικός σταθµός ελέγχει τους υπόλοιπους χρήστες
αποστέλλοντας ένα µήνυµα µε το οποίο "ερωτά" κάθε χρήστη αν έχει πακέτα προς µετάδοση.
Ο χρήστης αν όντως έχει πακέτα τα µεταδίδει και σηµειώνει το τέλος της εξυπηρέτησης µε ένα
µήνυµα-απάντηση προς τον ειδικό σταθµό. Αν δεν υπάρχουν µηνύµατα ο χρήστης απλά το
δηλώνει µε το µήνυµα-απάντηση προς τον ειδικό σταθµό και η διαδικασία επαναλαµβάνεται
για τον επόµενο σταθµό.
CS DS

N N+1

Ph 1

Ph 2

Ph 3

t1 t2 t3

Σχήµα 3.6 Λειτουργία του πρωτοκόλλου Polling

Στο σχήµα 3.6 ο µηχανισµός Polling αναπαρίσταται µε τη µορφή τριών φάσεων: Στην πρώτη
φάση (Ph1) ο κεντρικός σταθµός CS µεταδίδει στον σταθµό Ν (station N) το µήνυµα-ερώτηση.
Ο σταθµός Ν αντιδρά µε την µετάδοση των πακέτων του προς τον σταθµό παραλήπτη DS
(Ph2). Στο τέλος της µετάδοσης ο σταθµός Ν µεταδίδει το µήνυµα-απάντηση προς τον ειδικό
(κεντρικό) σταθµό (Ph3). Στη συνέχεια εξυπηρετείται µε τον ίδιο τρόπο ο σταθµός Ν+1 κ.ο.κ.
Είναι σαφές ότι σε χαµηλά φορτία οι σταθµοί δεν θα έχουν προς µετάδοση πακέτα και η
δειγµατοληψία κάθε αδρανούς σταθµού χρειάζεται χρόνο t1+t3 ο οποίος αντιπροσωπεύει
καθαρή απώλεια. Βέβαια σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περίπτωση στο TDMA, η απώλεια
αυτή είναι αµελητέα, όπως φαίνεται στο σχήµα 3.7. Τα πακέτα ερώτησης και απάντησης
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

30
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

έχουν διάρκειες t1 και t3 αντίστοιχα, πολύ µικρότερες από την διάρκεια t2 ενός πακέτου
πληροφορίας. Αυτό οφείλεται στο ότι τα µηνύµατα ερώτησης και απάντησης περιέχουν λίγα
bits (π.χ. 50 έως 100) συγκρινόµενα µε τα πακέτα πληροφορίας (1000 έως 8000 bits).

t1 t2 t3 t1+t3

Polling

TDMA
t2

Σχήµα 3.7 Σύγκριση απωλειών χρόνου στα πρωτόκολλα TDMA και Polling

Άρα το Polling πρωτόκολλο µπορεί να νοηθεί σαν µια σηµαντική βελτίωση του TDMA καθώς
διατηρεί το πλεονέκτηµα της πλήρως ελεγχόµενης προσπέλασης σε συνδυασµό µε την
µικρότερη απώλεια χρόνου στην περίπτωση της δειγµατοληψίας ενός αδρανούς σταθµού. Η
µετάδοση των µηνυµάτων ερώτησης και απάντησης αν και δεν περιλαµβάνει την µετάδοση
χρήσιµης πληροφορίας, είναι απαραίτητη για την λειτουργία του πρωτοκόλλου. Τα µηνύµατα
αυτά ισοδυναµούν µε χρονικό κόστος επίβλεψης (overhead) του δικτύου.

Η ανώτατη τιµή του Throughput (Χωρητικότητα) η οποία αντιστοιχεί σε


κανονικοποιηµένο φορτίο ίσο µε την µονάδα είναι:

Smax = t2 / (t1 + t2 +t3)

και προφανώς lim(Smax) = 1 όταν η ποσότητα (t1+t3)/t2 τείνει στο 0. Άρα η απόδοση
του Polling αυξάνεται καθώς οι διάρκειες t1 και t3 µειώνονται σε σχέση µε το t2.

Επειδή οι χρόνοι t1 και t3 δεν µπορούν να πέσουν κάτω από ένα ελάχιστο όριο (ίσο
προς τον χρόνο µετάδοσης λίγων δεκάδων bits) η µόνη διαθέσιµη τακτική είναι η
αύξηση του µήκους των πακέτων πληροφορίας, δηλαδή η χρήση µεγάλων πακέτων,
έτσι ώστε: t2 >> t1+ t3.

Η απόδοση του Polling πρωτοκόλλου µειώνεται καθώς ο αριθµός των χρηστών αυξάνεται.
Αυτό ισχύει βέβαια και στο TDMA. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, για το ίδιο φορτίο, ένα
δίκτυο µε περισσότερους σταθµούς καταναλίσκει περισσότερο χρόνο για την δειγµατοληψία
των σταθµών από ένα δίκτυο µε λιγότερους σταθµούς.

Το πρωτόκολλο Polling είναι σε χρήση σε αρκετά συστήµατα επικοινωνίας υπολογιστών.


Ένας σηµαντικός χώρος εφαρµογών είναι τα βιοµηχανικά δίκτυα υπολογιστών και
αισθητήρων. Το βιοµηχανικό πρότυπο FIP (Field Industry Protocol) είναι διεθνές standard
βιοµηχανικών δικτύων και βασίζεται στο Polling πρωτόκολλο. Η χρήση του κεντρικού σταθµού
ελέγχου επιτρέπει την ανάθεση διαφορετικού εύρους ζώνης ανά σταθµό (διαφορετικός
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

31
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

αριθµός δειγµατοληψιών στην µονάδα του χρόνου ανά σταθµό). Η δυνατότητα αυτή είναι
ενσωµατωµένη στο FIP.

Βέβαια, η ύπαρξη ενός ειδικού σταθµού µε κεντρικό ρόλο στο πρωτόκολλο, είναι ένα
µειονέκτηµα. Το µειονέκτηµα εστιάζεται στην αξιοπιστία του συνολικού δικτύου καθώς η
λειτουργία του όλου δικτύου εξαρτάται από την καλή λειτουργία του κεντρικού σταθµού. Η
επόµενη Μέθοδος Ελεγχόµενης Προσπέλασης στην οποία θα αναφερθούµε είναι µια
βελτίωση του Polling, απαλλαγµένη από την κεντρικοποιηµένη λειτουργία και τα σχετικά
µειονεκτήµατα.

3.5.1.3 Το πρωτόκολλο Token Bus


Το πρωτόκολλο Token Bus είναι µία εξελιγµένη Μέθοδος Ελεγχόµενης Προσπέλασης. Η
λογική του πρωτοκόλλου αυτού, µε µικρές τροποποιήσεις, µπορεί να λειτουργήσει σε δίκτυα
τοπολογίας βρόγχου και στην περίπτωση αυτή αναφέρεται σαν Token Ring. Στο τµήµα αυτό
θα περιορισθούµε στην κατηγορία των δικτύων πολλαπλής προσπέλασης και θα περιγραφεί η
εκδοχή του Token Bus η οποία µπορεί να υλοποιηθεί σε δίκτυα ανοικτού βρόγχου (Bus).

Η λειτουργία του Token Bus έχει ως εξής: θεωρούµε ότι στο δίκτυο είναι συνδεδεµένοι Ν
σταθµοί, αριθµηµένοι από τον 1 έως τον Ν. Ο πρώτος σταθµός αν έχει πακέτα προς
µετάδοση, τα µεταδίδει και, όταν η µετάδοση τελειώσει, µεταδίδει ένα ειδικό πακέτο, κατά
κανόνα µικρού µήκους. Το ειδικό αυτό πακέτο ονοµάζεται Token πακέτο και µεταδίδεται από
τον 1ο σταθµό στον 2ο σταθµό. Όποιος σταθµός λάβει το πακέτο Token έχει το δικαίωµα να
χρησιµοποιεί το κανάλι. Αν ο 2ος σταθµός έχει πακέτα, τα µεταδίδει και µετά το τέλος της
µετάδοσης, µεταδίδει ένα πακέτο Token στον σταθµό 3. Με τον τρόπο αυτό όλοι οι σταθµοί
του δικτύου εξυπηρετούνται και όταν και ο Ν-οστός σταθµός εξυπηρετηθεί, µεταδίδει ένα
Token προς τον σταθµό 1 και ο κύκλος ξαναρχίζει.

1 1 2 2 3 4 4 5 N N 1 1

Time
(a)

(b)

Σχήµα 3.8 Λειτουργία του Token Bus και Λογικός δακτύλιος του Token
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

32
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Στο σχήµα 3.8 ο µηχανισµός του πρωτοκόλλου αναπαρίσταται διαγραµµατικά. Στο σχήµα
3.8.a δίνεται µία τυπική σειρά µεταδόσεων στην οποία συµµετέχουν όλοι οι σταθµοί. Ο κύκλος
αρχίζει πάλι όταν και ο Ν-στός σταθµός µεταδώσει το Token στον 1ο. Στο παράδειγµα του
σχήµατος οι σταθµοί 3 και 5 δεν είχαν πακέτα προς µετάδοση και περιορίζονται στην
αποστολή του Token πακέτου προς τους επόµενους σταθµούς (4 και 6 αντίστοιχα). Το σχήµα
3.8.b αναπαριστά το γεγονός ότι το πακέτο Token µεταβιβάζεται κυκλικά από σταθµό σε
σταθµό. Η µεταβίβαση αυτή αναφέρεται συχνά και σαν Logical Ring operation. Το νόηµα του
πακέτου Token είναι ότι αποτελεί ένα "δικαίωµα χρήσης" του κοινού καναλιού. Άρα µεταδίδει ο
χρήστης που "έχει" το Token δηλαδή αυτός που το έλαβε τελευταίος.

Ένας χρήστης που έχει το Token µπορεί να µεταδώσει όλα τα πακέτα του ή να µεταδώσει
µόνο ένα και στη συνέχεια να µεταβιβάσει το Token στον επόµενο σταθµό. Στην πρώτη
περίπτωση έχουµε την λεγόµενη Εξαντλητική Τακτική (Exhaustive Mode) ενώ στην δεύτερη
περίπτωση έχουµε Μη Εξαντλητική Τακτική (non-Exhaustive Mode).

Το πρωτόκολλο Token Bus χαρακτηρίζεται από υψηλή απόδοση και υψηλό βαθµό ελέγχου
του δικτύου. Η πληροφορία επίβλεψης (overhead) του δικτύου είναι η µετάδοση του Token
από σταθµό σε σταθµό. Επειδή η µετάδοση του Token δεν αποτελεί µετάδοση πληροφορίας
είναι ουσιαστικά απώλεια χρόνου. Η µέγιστη τιµή του throughput του δικτύου (χωρητικότητα)
επιτυγχάνεται για φορτία που τείνουν στο 1 (κανονικοποιηµένη τιµή), και είναι:

Smax = tp / (tp + tt)

όπου Τt η διάρκεια ενός Token πακέτου και Τp η διάρκεια ενός πακέτου πληροφορίας. Ο
λόγος Τt/Tp είναι το κανονικοποιηµένο µέγεθος tn του πακέτου Token. Το µέγεθος αυτό
επηρεάζει σηµαντικά και την απόδοση σε όρους καθυστερήσεων του πρωτοκόλλου.

D(S)
10

5 N=100 ts=0.2
N=100 ts=0.1
N=50 ts=0.2
N=50 ts=0.1

0 0.5 1

Σχήµα 3.9 Χαρακτηριστικές καθυστέρησης του Token Bus


ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

33
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Στο σχήµα 3.9 δίνονται οι καµπύλες της µέσης καθυστέρησης D σαν συνάρτηση του
Throughput S σε κανονικοποιηµένες τιµές. Η δυσµενής επίδραση, της αύξησης του tn είναι
σαφής. Στο ίδιο σχήµα διαφαίνεται επίσης ένας άλλος παράγοντας, ο αριθµός των χρηστών Ν
του δικτύου. Όταν το Ν αυξάνεται, η µέση καθυστέρηση D αυξάνεται για τους ίδιους λόγους
που ισχύουν και στο Polling.

Παρά τα µειονεκτήµατα αυτά, η απόδοση του Token Bus στα µεσαία και υψηλά φορτία (0.5
έως 1) είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική. Το Token Bus µπορεί σαφώς να νοηθεί σαν εξέλιξη του
Polling. Τα σηµεία που έχουν εξελιχθεί είναι δύο: η µετάδοση ενός µόνο µηνύµατος (Token)
για την µεταφορά του ελέγχου από έναν σταθµό σε έναν άλλο, και η ανάληψη του ρόλου του
κεντρικού σταθµού από όλους τους σταθµούς διαδοχικά. Στο Token bus έχουµε στιγµιαίους
σταθµούς-ελεγκτές αντί για ένα µόνιµο ελεγκτή όπως στο Polling. Πιο συγκεκριµένα ο σταθµός
που έχει το Token και χρησιµοποιεί το κανάλι είναι ο κεντρικός σταθµός του δικτύου για όσο
διάστηµα έχει το Token. Γενικά το Token Bus έχει καλύτερη απόδοση όσο το µήκος του
πακέτου πληροφορίας αυξάνεται. Η απόδοση του πρωτοκόλλου στα µικρά φορτία (0 έως 0.5)
είναι συνήθως χειρότερη από την απόδοση των Μεθόδων Τυχαίας Προσπέλασης στην ίδια
περιοχή φορτίου.

3.5.2 Μέθοδοι Τυχαίας Προσπέλασης (Random Access Methods)

3.5.2.1 Το πρωτόκολλο ALOHA


Το πρωτόκολλο ALOHA υλοποιήθηκε αρχικά στο Πανεπιστήµιο της Hawaii την δεκαετία του
70. Είναι η παλαιότερη Μέθοδος Τυχαίας Προσπέλασης και η απλότητα που το χαρακτηρίζει
είναι ένας από τους σηµαντικούς λόγους για τους οποίους το ALOHA βρίσκει ακόµη και
σήµερα εφαρµογή σε δορυφορικές κυρίως ζεύξεις ή γενικά σε δίκτυα που χρησιµοποιούν
ραδιοκανάλια. Το πρωτόκολλο ALOHA εφαρµόζεται σε περιπτώσεις όπου πολλοί
ασυγχρόνιστοι σταθµοί χρησιµοποιούν ένα κοινό κανάλι ανταγωνιστικά.

Station A Station A
*
Station B

* Station C

Σχήµα 3.10 Σύγκρουση πακέτων στο pure ALOHA πρωτόκολλο

Η αρχική ιδέα (pure ALOHA) του πρωτοκόλλου έχει ως εξής: Όποιος χρήστης έχει ένα ή
περισσότερα πακέτα δεδοµένων τα µεταδίδει. Ο χρόνος στο pure ALOHA είναι συνεχής και
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

34
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

κάθε χρήστης µπορεί να µεταδώσει τα πακέτα του αµέσως µόλις δηµιουργηθούν. Όπως είναι
φυσικό στο κοινό κανάλι συµβαίνουν συγκρούσεις όταν δύο πακέτα συµπέσουν χρονικά έστω
και κατά ένα µόνο µέρος (σχήµα 3.10). Το γεγονός της σύγκρουσης είναι ανιχνεύσιµο µε
µεθόδους που εξαρτώνται από το είδος του καναλιού επικοινωνίας. Στην περίπτωση ενός
LAN ένας ποµπός αντιλαµβάνεται µία σύγκρουση αν στο κανάλι υπάρχουν παλµοί
διαφορετικοί από αυτούς που ο ίδιος µεταδίδει. Άλλη τακτική είναι η µέτρηση της στάθµης της
ισχύος που υπάρχει στη γραµµή. Η τακτική αυτή χρησιµοποιείται και σε οµοαξονικά καλώδια
αλλά κυρίως σε οπτικές ίνες. Όταν η φωτεινή ισχύς στην ίνα ξεπεράσει ένα ανώτερο κατώφλι
επισηµαίνεται µια σύγκρουση.

Στην περίπτωση των ραδιοκαναλιών, επειδή στο σηµείο εκποµπής η ισχύς του ποµπού είναι
πολύ µεγαλύτερη από την ισχύ των λαµβανοµένων σηµάτων, οι τεχνικές αυτές δεν είναι
εφαρµόσιµες. Μια εναλλακτική µέθοδος η οποία µάλιστα χρησιµοποιήθηκε στην πρώτη
υλοποίηση του ALOHA, είναι η αποστολή ενός µηνύµατος Θετικής Αναγνώρισης (Positive
Acknowledge) από τον παραλήπτη σταθµό όταν ένα πακέτο φθάσει άφθαρτο. Αν το µήνυµα
θετικής αναγνώρισης δεν φθάσει µέσα σε ένα προκαθορισµένο χρονικό διάστηµα τότε ο
ποµπός θεωρεί ότι το µήνυµα που έστειλε έχει καταστραφεί. Ανεξάρτητα µε την τεχνική
αναγνώρισης των συγκρούσεων, οι σταθµοί των οποίων τα πακέτα συγκρούσθηκαν
περιµένουν ένα τυχαίο χρονικό διάστηµα και µετά επιχειρούν πάλι εκποµπή του πακέτου. Το
διάστηµα της αναµονής είναι τυχαίο διότι αν ήταν σταθερό η σύγκρουση θα επαναλαµβανόταν
πάλι επειδή και οι δύο σταθµοί θα επιχειρούσαν επανεκποµπή ταυτόχρονα.

Σε µικρές τιµές του φορτίου ο ρυθµός συγκρούσεων είναι µικρός και το ALOHA λειτουργεί
αποδοτικά.

A A
B B
C C
D D

Pure ALOHA Slotted ALOHA

Σχήµα 3.11 Μεταδόσεις πακέτων των σταθµών στο pure και στο slotted ALOHA

Το throughput S του pure ALOHA υπολογίζεται σαν συνάρτηση του φορτίου G, από
την σχέση:
S = G e -2G

Η µέγιστη τιµή του S είναι Smax = 0.184 και ισχύει για G = 0.5. Η µικρή τιµή της
χωρητικότητας του pure ALOHA (18,4 %) είναι συνέπεια της απουσίας κάθε
συντονισµού µεταξύ των χρηστών.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

35
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Μία σηµαντική βελτίωση του pure ALOHA είναι το slotted ALOHA. Στην περίπτωση αυτή οι
σταθµοί είναι υποχρεωµένοι να αρχίζουν τις µεταδόσεις τους στην αρχή χρονικών
διαστηµάτων προκαθορισµένης διάρκειας (slots). Ενώ στο pure ALOHA ο χρόνος είναι
συνεχής, στο slotted ALOHA ο χρόνος είναι διαχωρισµένος σε slots. Η διαφοροποίηση αυτή
φαίνεται στο σχήµα 3.11.

Η συνάρτηση S(G) για το slotted ALOHA είναι:

S = G e -G

Η µέγιστη τιµή του S είναι Smax = 0.368 για G = 1. Είναι φανερό ότι η εισαγωγή ενός
βαθµού τάξης µε τον συγχρονισµό των σταθµών στην αρχή των slots επιφέρει
δραστική βελτίωση στην απόδοση του πρωτοκόλλου ALOHA.

Συνοψίζοντας, το ALOHA είναι ένα πρωτόκολλο µε ικανοποιητική απόδοση σε χαµηλές τιµές


φορτίου. Το ισχυρό σηµείο του ALOHA είναι η απλότητα και η έλλειψη πολύπλοκων
µηχανισµών συντονισµού µεταξύ χρηστών. Για τον λόγο αυτό, είναι ενδεδειγµένο για
εφαρµογές που συνεπάγονται δυσχέρειες στον συντονισµό των σταθµών όπως στην
περίπτωση της χρήσης ραδιοκαναλιών.

3.5.2.2 Το πρωτόκολλο CSMA/CD


Το πρωτόκολλο CSMA/CD (Carrier Sense Multiple Access with Collision Detection) είναι ίσως
το πλέον διαδεδοµένο πρωτόκολλο σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου. Αυτό είναι συνέπεια του
ότι υπάρχει ήδη από το 1984 standard του ΙΕΕΕ όπου προδιαγράφεται το πρωτόκολλο
CSMA/CD. Η πρώτη υλοποίηση του CSMA/CD έγινε στην Xerox Corporation το 1976 από
τους Metcalfe και Boggs και είναι γνωστή µε την ονοµασία Ethernet. Στην συνέχεια η επιτυχία
του Ethernet οδήγησε στην διαµόρφωση του standard 802.3 από το ΙΕΕΕ. Ο δρόµος όµως
είχε ανοίξει µε το ALOHA το 1970 και ουσιαστικά το CSMA/CD είναι µια πολύ αποτελεσµατική
βελτίωση του ALOHA.

Η λειτουργία του CSMA/CD έχει ως εξής: Ένας αριθµός σταθµών είναι συνδεδεµένος σε ένα
κοινό κανάλι. Οι σταθµοί έχουν την δυνατότητα ανίχνευσης της κατάστασης του καναλιού έτσι
ώστε να γνωρίζουν αν το κανάλι είναι αδρανές ή µεταφέρει κάποιο πακέτο (ανίχνευση
φέροντος- Carrier Sense). Ένας σταθµός που έχει πακέτα προς µετάδοση "ακούει" αρχικά το
κανάλι και αν το βρει αδρανές µεταδίδει. Αν το κανάλι είναι απασχοληµένο ο σταθµός
περιµένει έως ότου τελειώσει η τρέχουσα µετάδοση και στην συνέχεια µεταδίδει. Οι
διαδικασίες αυτές µπορούν να οργανωθούν σύµφωνα µε τρεις εκδοχές οι οποίες είναι και η
βάση για τον διαχωρισµό των CSMA/CD πρωτοκόλλων σε τρεις κατηγορίες: Non persistent
CSMA/CD, 1-persistent CSMA/CD και p-persistent CSMA/CD.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

36
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Στο Non persistent CSMA/CD αν ο σταθµός βρει το κανάλι ελεύθερο µεταδίδει αµέσως.
Αν το κανάλι είναι απασχοληµένο, ο σταθµός περιµένει για ένα τυχαίο χρονικό
διάστηµα και στη συνέχεια προχωρεί σε νέα ανίχνευση του καναλιού κ.ο.κ.

Στο 1-persistent CSMA/CD αν ο σταθµός βρει το κανάλι ελεύθερο µεταδίδει µε


πιθανότητα 1 αµέσως. Αν το κανάλι είναι απασχοληµένο ο σταθµός περιµένει το τέλος
της τρέχουσας µετάδοσης και στη συνέχεια µεταδίδει αµέσως µε πιθανότητα 1.

Στο p-persistent αν το κανάλι βρεθεί ελεύθερο ο σταθµός µεταδίδει µε πιθανότητα p,


όπου p είναι παράµετρος του συστήµατος. Αν το κανάλι είναι κατειληµµένο ο σταθµός
περιµένει το τέλος της µετάδοσης και στη συνέχεια µεταδίδει µε πιθανότητα p. Αν δεν
µεταδώσει αµέσως µετά την λήξη της προηγούµενης µετάδοσης, (µε πιθανότητα 1-p),
µεταδίδει µε πιθανότητα p µετά από ένα προκαθορισµένο χρονικό διάστηµα, που
ονοµάζεται Slot Time, κ.ο.κ. Η διαδικασία συνεχίζεται έως ότου ο σταθµός µεταδώσει ή
το κανάλι καταληφθεί από τρίτους σταθµούς.

Το διάστηµα Slot Time είναι κρίσιµη παράµετρος του συστήµατος και συνήθως είναι
ίσο µε το διπλάσιο του χρόνου διάδοσης των παλµών από το ένα άκρο του καναλιού
στο άλλο, ενώ επιτρέπεται να είναι και µεγαλύτερο.

Οι σταθµοί στο CSMA/CD έχουν επίσης την δυνατότητα ανίχνευσης συγκρούσεων (Collision
Detection). Αν ένας σταθµός καθώς εκπέµπει ανιχνεύσει σύγκρουση, σταµατά αµέσως την
µετάδοση και εκπέµπει ένα ειδικό σήµα (Jamming Signal) ώστε όλοι οι σταθµοί να
πληροφορηθούν την σύγκρουση. Οι σταθµοί που συµµετέχουν σε µια σύγκρουση
αποφασίζουν την επαναµετάδοση του πακέτου σε µελλοντικό χρόνο. Το πακέτο που
συγκρούσθηκε θα επαναµεταδοθεί σε ένα τυχαίο χρονικό διάστηµα.

Στο standard 802.3 του ΙΕΕΕ το τυχαίο αυτό διάστηµα καθορίζεται από µία οµοιόµορφη
στατιστική κατανοµή µε όρια το µηδέν και µία συνάρτηση του αριθµού των
συγκρούσεων που συνέβησαν στο πακέτο αυτό. Πιο συγκεκριµένα η επαναµετάδοση
γίνεται µε καθυστέρηση από 0 έως d µονάδες χρόνου, όπου το d υπολογίζεται από την
σχέση:
0 ≤ d < 2κ

µε k = min (n, 10). Tο n είναι ο αριθµός των συγκρούσεων που συνέβησαν στο πακέτο.
Οι µονάδες χρόνου είναι ίσες µε την διάρκεια του Slot Time. Ο αλγόριθµος αυτός
αναφέρεται σαν Trunkated Exponential Backoff Algorithm.

Από την περιγραφή του CSMA/CD γίνεται φανερή η σχέση του µε το ALOHA. Οι βελτιώσεις
που ενσωµατώνει το CSMA/CD είναι:

1. Ανίχνευση φορέα. Με τον τρόπο αυτό δεν παρενοχλούνται πακέτα σταθµών όταν
έχουν ήδη καταλάβει το κανάλι, σε αντίθεση µε το ALOHA.
2. Ανίχνευση συγκρούσεων. Μία σύγκρουση ανιχνεύεται µε συνέπεια την διακοπή
της µετάδοσης και την εξοικονόµηση χρόνου, ενώ στο ALOHA η µετάδοση συνεχίζεται.
Πριν το CSMA/CD είχε προταθεί µια απλούστερη µορφή χωρίς την δυνατότητα
ανίχνευσης συγκρούσεων (CSMA). H διαφοροποίηση σε non persistent, 1-persistent
και p-persistent ισχύει και στο απλό CSMA.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

37
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Η απόδοση του CSMA/CD επηρεάζεται από δύο κρίσιµες παραµέτρους: τον χρόνο διάδοσης
των παλµών από το ένα άκρο του δικτύου στο άλλο, και την πιθανότητα προσπέλασης p στο
p-persistent. To 1-persistent είναι ειδική περίπτωση του p-persistent µε p=1. Ο χρόνος
διάδοσης από άκρο σε άκρο του καναλιού (round-trip propagation delay), αντιπροσωπεύει το
κρίσιµο διάστηµα από την αρχή της µετάδοσης ενός πακέτου, µέσα στο οποίο είναι δυνατή
µια σύγκρουση. Αυτό οφείλεται στο ότι δύο έτοιµοι χρήστες µπορούν να ανιχνεύσουν το
κανάλι, να το βρουν αδρανές και να αρχίσουν την µετάδοση των πακέτων τους τα οποία θα
συγκρουσθούν τελικά. Όσο µεγαλύτερος είναι ο χρόνος round-trip τόσο συχνότερες είναι οι
συγκρούσεις µε αντίστοιχη µείωση της απόδοσης.

Η παράµετρος p επηρεάζει επίσης τον ρυθµό συγκρούσεων, επειδή για µεγαλύτερες τιµές του
p αυξάνεται η πιθανότητα δύο έτοιµοι σταθµοί να αρχίσουν µετάδοση και να συγκρουσθούν.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του p σηµαίνει και περισσότερες απόπειρες µετάδοσης άρα
έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του throughput έστω και µε µεγαλύτερες καθυστερήσεις
λόγω συγκρούσεων. Η εξάρτηση της απόδοσης του CSMA/CD από τον χρόνο round-trip
φαίνεται στο σχήµα 3.12. Η παράµετρος a αναπαριστά τον κανονικοποιηµένο χρόνο round-
trip.

D(S)
100

80

a=0.01
60 a=0.1
40

20

0 S
0 0.5 1
Σχήµα 3.12 Χαρακτηριστικές καθυστερήσεων του CSMA/CD ως προς τον χρόνο round-trip

Συνοψίζοντας, το CSMA/CD χαρακτηρίζεται από απλότητα, αξιοπιστία και αυξηµένη απόδοση


όταν ο χρόνος διάδοσης από άκρο σε άκρο του καναλιού είναι µικρός, όπως συµβαίνει σε ένα
Τοπικό ∆ίκτυο. Η απόδοση του CSMA/CD σε µικρά και µεσαία φορτία (0 έως 0.6) είναι
ιδιαίτερα ικανοποιητική, σε περιβάλλον Τοπικού ∆ικτύου. Οι παράγοντες αυτοί σε συνδυασµό
µε την ύπαρξη του ΙΕΕΕ standard 802.3, εξηγούν την µεγάλη σπουδαιότητα και διάδοση του
CSMA/CD.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

38
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

4 Προδιαγραφές (standards) και µοντέλα επικοινωνιών

Η θέσπιση προδιαγραφών είναι ένας σηµαντικότατος παράγοντας ανάπτυξης για κάθε


τεχνολογικό τοµέα. Κατά κανόνα η επικράτηση µιας προδιαγραφής (standard) πυροδοτεί την
αγορά των σχετικών προϊόντων και έχει σαν αποτέλεσµα την ανάπτυξη πολλών εµπορικών
υλοποιήσεων και συνεπώς και της συγκεκριµένης τεχνολογίας. Για τις επικοινωνίες ειδικότερα,
η θέσπιση προδιαγραφών είναι απαραίτητη επειδή η επικοινωνία καθ' εαυτή έχει ενδογενή την
ανάγκη των προδιαγραφών. Χωρίς µια ελάχιστη συµφωνία ανάµεσα σε δύο µηχανές σχετικά
µε την κωδικοποίηση, την οργάνωση και το νόηµα τελικά των πακέτων πληροφορίας, η
επικοινωνία είναι αδύνατη.

Το πλέον ολοκληρωµένο, γενικό και ευέλικτο σύστηµα προδιαγραφών, είναι το µοντέλο


αναφοράς OSI (Open System Interconnection Refference Model - OSI RM). Το µοντέλο OSI
καλύπτει όλο το φάσµα των λειτουργιών σε ένα επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων. Είναι
προϊόν του οργανισµού ISO (International Standardization Organisation) και της CCITT
(Commitee Consultative Internationale a Telephonie et Telegraphie) ή ITU-Τ (International
Telecommunications Union – Telecommunication Standardization Sector) όπως είναι πλέον
γνωστή µετά το 1993. Το µοντέλο OSI είναι έτσι σχεδιασµένο ώστε να µπορεί να καλύψει
οποιοδήποτε επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων. Προβλέπει επτά επάλληλα επίπεδα
επικοινωνίας και δίνει σαφείς προδιαγραφές για τις υπηρεσίες που παρέχει κάθε επίπεδο, τα
πρωτόκολλα επικοινωνίας σε κάθε επίπεδο και τις διεπαφές (interfaces) µεταξύ των
επιπέδων. Το µοντέλο OSI δεν πρέπει να νοηθεί σαν µια συγκεκριµένη πρόταση υλοποίησης
ενός δικτύου. Στην πραγµατικότητα πρόκειται για ένα ευρύ πλαίσιο κανόνων και συµβάσεων
που ρυθµίζουν τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες του κάθε επιπέδου.

Στις υλοποιήσεις που έγιναν στην πράξη, επικράτησαν διάφορα συστήµατα προδιαγραφών,
εστιασµένα σε κάποιες περιοχές του µοντέλου OSI όπως πχ τα συστήµατα προδιαγραφών
της σειράς IEEE 802 για τα κατώτερα επίπεδα, και η ιεραρχία TCP/IP για τα µεσαία και
ανώτερα επίπεδα (περιγράφονται στη συνέχεια). Τα συστήµατα αυτά, είναι σε µεγάλο βαθµό
συµβατά µε τα αντίστοιχα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς OSI. Σε ένα πραγµατικό
επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων, συνήθως γίνεται χρήση ενός συνδυασµού
προδιαγραφών. Παραδείγµατος χάριν, ένα δίκτυο µπορεί στα κατώτερα επίπεδα να είναι
συµβατό µε την προδιαγραφή IEEE 802.3 (CSMA/CD), και στα µεσαία και τα ανώτερα
επίπεδα να χρησιµοποιεί πρωτόκολλα και εφαρµογές συµβατές µε την ιεραρχία TCP/IP.

Ένα σηµαντικό σύστηµα προδιαγραφών το οποίο καλύπτει κυρίως τα κατώτερα επίπεδα


επικοινωνίας προέκυψε από το έργο της επιτροπής 802 του ΙΕΕΕ (Institute of Electrical and
Electronics Engineers). Το έργο της επιτροπής 802 αποκρυσταλλώθηκε στην σειρά
προδιαγραφών IEEE 802 (802.1, 802.2, 802.3, κοκ).
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

39
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Ένας άλλος φορέας από τον οποίο υπήρξε σηµαντική συµβολή στην προτυποποίηση στον
χώρο των επικοινωνιών, ήταν ο οργανισµός Dept. of Defence ή DoD δηλαδή το Υπουργείο
Αµύνης των Η.Π.Α. Το σύστηµα προδιαγραφών του οργανισµού αυτού αναφέρεται συχνά
σαν DoD σύστηµα και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του προγράµµατος ARPANET από την
υπηρεσία DARPA (Defence Advanced Research Projects Agency). Το ARPANET
αναπτύχθηκε αρχικά σαν στρατιωτικό δίκτυο. Το Internet προέκυψε στην συνέχεια από το
ARPANET. Το σύστηµα προδιαγραφών DoD περιλαµβάνει αρκετές εκατοντάδες
προδιαγραφών οι οποίες είναι γνωστές ως RFCs (Request For Comments). Η ιεραρχία
πρωτοκόλλων του συστήµατος DoD είναι γνωστή και σαν ιεραρχία ή περιβάλλον TCP/IP, από
τα ονόµατα των κεντρικών πρωτοκόλλων TCP και IP που περιλαµβάνονται σ' αυτό. Τα
πρωτόκολλα TCP (Transmission Control Protocol) και ιδίως το IP (Internet Protocol)
αποτελούν την βάση του Internet. Στο σύστηµα αυτό δίνεται έµφαση κυρίως στις
προδιαγραφές για τα µεσαία και τα ανώτερα επίπεδα επικοινωνίας.

Επίσης, αξίζει να αναφέρουµε τον οργανισµό WWW Consortium και τον οργανισµό IETF
(Internet Engineering Task Force) οι οποίοι αναπτύσσουν προδιαγραφές ειδικότερα για το
περιβάλλον του World Wide Web.

Στη συνέχεια ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση του µοντέλου OSI, της σειράς
προδιαγραφών ΙΕΕΕ 802, της ιεραρχίας TCP/IP, καθώς και των σχέσεων ανάµεσα στα
συστήµατα αυτά. Προηγουµένως όµως, αναλύεται η ιδέα των επάλληλων επιπέδων
λειτουργίας καθώς και οι σχετικές µ' αυτή έννοιες.

4.1 Επίπεδα Επικοινωνίας και Υπηρεσίες

Η έννοια των επιπέδων (layers) επικοινωνίας είναι συνυφασµένη µε κάθε µοντέλο


επικοινωνίας υπολογιστών. Στο παρόν τµήµα θα ακολουθηθούν οι συµβολισµοί, και η τακτική
γενικότερα, του µοντέλου OSI επειδή είναι το πλέον γενικό και επεκτάσιµο από τα υπάρχοντα
µοντέλα επικοινωνιακών λειτουργιών.

Για να έχουµε επικοινωνία µεταξύ δύο µηχανών ή συστηµάτων, είναι απαραίτητο και τα δύο
µέρη να ακολουθούν ένα κοινό σύνολο κανόνων για την δηµιουργία και µετάφραση των
µηνυµάτων που ανταλλάσσονται. Στην πράξη τα κοινά αυτά σύνολα κανόνων είναι
πολυσύνθετα και εκτεταµένα έτσι ώστε ο έλεγχος αλλά και η ανάπτυξη και ενσωµάτωση νέων
µεθόδων σ' ένα επικοινωνιακό σύστηµα να είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Είναι λοιπόν απαραίτητο
να γίνει ένας διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας σε οµάδες. Το κριτήριο για το
διαχωρισµό αυτό είναι το επίπεδο των λειτουργιών που ελέγχονται από τους συγκεκριµένους
κανόνες. Ένα παράδειγµα δύο διαφορετικών επιπέδων λειτουργίας είναι οι κανόνες που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

40
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

αφορούν το είδος της φυσικής σύνδεσης (π.χ. οµοαξονικό καλώδιο ή οπτική ίνα), σε
αντιδιαστολή µε τους κανόνες αναπαράστασης ακέραιων ή αλφαριθµητικών χαρακτήρων.

Άρα ο διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας είναι εφικτός µε βάση το επίπεδο των
ελεγχοµένων λειτουργιών. Ο διαχωρισµός των κανόνων επικοινωνίας σε επίπεδα µπορεί να
βελτιστοποιηθεί αν ακολουθηθούν οι εξής γενικές κατευθύνσεις:

Κάθε επίπεδο λειτουργιών πρέπει να περιλαµβάνει οµοειδείς λειτουργίες.


Η επιλογή των ορίων µεταξύ των επιπέδων πρέπει να απλοποιεί τις διασυνδέσεις
ή διεπαφές (interfaces) µεταξύ διαδοχικών επιπέδων και να ελαχιστοποιεί τις
ανταλλαγές µηνυµάτων µεταξύ διαδοχικών επιπέδων.
Κάθε επίπεδο χρησιµοποιεί τις δυνατότητες των κατωτέρων επιπέδων και
προσθέτει σ' αυτές τις δικές του δυνατότητες. Το σύνολο των δυνατοτήτων που
προκύπτει έτσι καθίσταται διαθέσιµο στο αµέσως ανώτερο επίπεδο.

Η κατανοµή των κανόνων επικοινωνίας οδηγεί σε µία ιεραρχία επιπέδων επικοινωνίας όπως
αναπαρίσταται στο σχήµα 4.1. Στο σχήµα αυτό ένα ορισµένο επίπεδο επικοινωνίας
αναφέρεται σαν επίπεδο Ν (Ν layer) ενώ το αµέσως ανώτερο καθώς και το αµέσως κατώτερο
επίπεδο αναφέρονται σαν επίπεδα Ν+1 και Ν-1 αντίστοιχα. Στο µοντέλο αυτό κάθε επίπεδο
ανταλλάσσει µηνύµατα µε το αντίστοιχο επίπεδο που λειτουργεί στην άλλη µηχανή. Άρα για
κάθε επίπεδο της ιεραρχίας του σχήµατος αυτού θεωρούµε ότι έχουµε ένα πρωτόκολλο που
ρυθµίζει την επικοινωνία µεταξύ οµόλογων επιπέδων των µηχανών Α και Β. Επειδή τα
πρωτόκολλα αυτά ρυθµίζουν την µεταφορά πληροφορίας από µία µηχανή (π.χ. Α) σε µία
άλλη (π.χ. Β) θεωρούµε ότι η επικοινωνία αυτή είναι peer-to-peer επικοινωνία.

A B
Peer-to-peer

N+1 N+1

N Interfaces N

N-1 N-1

1 1
Physical Connection

Σχήµα 4.1 Peer to Peer επικοινωνία σύµφωνα µε το µοντέλο αναφοράς OSI


ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

41
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Επιπλέον, κάθε επίπεδο Ν αλληλεπιδρά µε τα γειτονικά του επίπεδα Ν+1 και Ν-1, µε σαφώς
καθορισµένο τρόπο (layer interfaces). Η συνολική ιεραρχία του σχήµατος 4.1 υποστηρίζει την
επικοινωνία µεταξύ των µηχανών Α και Β (end users) σύµφωνα µε την ακόλουθη τακτική:
Μηνύµατα από τον ένα end user (έστω Α) παραλαµβάνονται από το ανώτερο επίπεδο στη
µηχανή Α. Στο επίπεδο αυτό γίνονται οι έλεγχοι και οι µετασχηµατισµοί που προβλέπει το
πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού και στη συνέχεια τα µετασχηµατισµένα µηνύµατα
προωθούνται προς το αµέσως κατώτερο επίπεδο επικοινωνίας, µέσω του interface µεταξύ
των δύο αυτών επιπέδων. Η πορεία αυτή "προς τα κάτω" συνεχίζεται έως ότου το µήνυµα
φθάσει στο κατώτερο επίπεδο όπου και µεταφέρεται στην µηχανή Β. Εκεί το µήνυµα
ακολουθεί µία πορεία "προς τα πάνω" έως ότου φθάσει στο ανώτερο επίπεδο της µηχανής Β.
Σε κάθε επίπεδο επικοινωνίας της µηχανής Β, στο µήνυµα εφαρµόζονται µετασχηµατισµοί
αντίστροφοι αυτών που έγιναν στην µηχανή Α.

Τελικά το µήνυµα που ξεκίνησε από τον end user Α φθάνει στον end user B. Ο όρος end user
(τελικός χρήστης) χρησιµοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε οντότητα χρησιµοποιεί το
δίκτυο. Οι end users µπορεί να είναι άνθρωποι-χρήστες του δικτύου ή µηχανές οι οποίες
χρησιµοποιούν το δίκτυο όπως πχ στοιχεία ή εφαρµογές λογισµικού (ή processes, όπως
αναφέρονται στα σχετικά standards).

Οι µετασχηµατισµοί και οι έλεγχοι που συµβαίνουν σε κάθε επίπεδο επικοινωνίας εξαρτώνται


από το χρησιµοποιούµενο στο επίπεδο αυτό, πρωτόκολλο. Αυτό όµως που προβλέπεται στα
περισσότερα µοντέλα επικοινωνίας είναι ότι, κάθε επίπεδο λειτουργίας προσθέτει πληροφορία
ελέγχου σε κάθε πακέτο ή πληροφοριακή µονάδα ,που κατευθύνεται προς τα κατώτερα
επίπεδα. Ο µηχανισµός αυτός δίνεται στο σχήµα 4.2 για το µοντέλο αναφοράς OSI.

N+1 Layer
N+1_PDU

N_PCI N_SDU

N Layer

N_PDU

N-1 Layer (N-1)_SDU

Σχήµα 4.2 Επίπεδα επικοινωνίας και µονάδες πληροφορίας (PDU’s, SDU’s, PCI’s)
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

42
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Κάθε επίπεδο µεταβιβάζει προς το αµέσως κατώτερο, µονάδες πληροφορίας οι οποίες


αναφέρονται σαν Protocol Data Units (PDUs). Στο σχήµα 4.2 το επίπεδο Ν+1 µεταβιβάζει
µονάδες πληροφορίας που αναφέρονται σαν (Ν+1)_PDUs.

Το αµέσως κατώτερο επίπεδο Ν θεωρεί τα (Ν+1)_PDUs σαν µονάδες πληροφορίας προς


εξυπηρέτηση (Service Data Units - SDUs). Άρα τα (Ν+1)_PDUs, για το επίπεδο Ν είναι
Ν_SDUs. Στο επίπεδο Ν προστίθεται η κατάλληλη πληροφορία ελέγχου (σηµειώνεται σαν
Ν_PCI: N_Protocol Control Information) και το σύνολο Ν_PCI και N_SDU νοείται σαν η
µονάδα πληροφορίας του πρωτοκόλλου του επιπέδου Ν. Άρα τα πακέτα Ν_PCI και N_SDU
συνενωµένα, µεταβιβάζονται προς το αµέσως κατώτερο επίπεδο Ν-1 σαν Ν_PDU.

Στο µοντέλο OSI κάθε επίπεδο χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες των κατωτέρων επιπέδων
επικοινωνίας και προσθέτει σ' αυτές τις δικές του δυνατότητες έτσι ώστε το αµέσως ανώτερο
επίπεδο να απολαµβάνει ένα µεγαλύτερο σύνολο υπηρεσιών.

4.2 Tα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς OSI

Στο τµήµα αυτό δίνουµε µια συνοπτική περιγραφή των επιπέδων επικοινωνίας που
προβλέπονται στο µοντέλο αναφοράς OSI. Το σύστηµα των επτά επιπέδων που συνολικά
περιλαµβάνει το µοντέλο OSI διαπνέεται από την φιλοσοφία του "ανοικτού συστήµατος" και
για τον λόγο αυτό η δοµή των 7 επιπέδων µπορεί να υιοθετηθεί έτσι ώστε να περιγραφεί
οποιοδήποτε επικοινωνιακό σύστηµα δεδοµένων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το
µοντέλο OSI δεν πρέπει να νοηθεί σαν µια συγκεκριµένη πρόταση υλοποίησης ενός δικτύου.
Στην πραγµατικότητα πρόκειται για ένα ευρύ πλαίσιο κανόνων και συµβάσεων που ρυθµίζουν
τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες του κάθε επιπέδου. Τα επίπεδα αυτά από το κατώτερο, που
διασυνδέει δύο µηχανές φυσικά (σχήµα 4.3), προς το ανώτερο περιγράφονται στην συνέχεια.

Application Application

Presentation Presentation

Session Session

Transport Transport
Network Network

Data Link Data Link

Physical Physical
Physical Connection

Σχήµα 4.3 Η ιεραρχία 7 επιπέδων του µοντέλου αναφοράς OSI


ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

43
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

4.2.1 Το Φυσικό Επίπεδο (Physical Layer)

Το Φυσικό Επίπεδο περιλαµβάνει τους κανόνες που αφορούν το είδος των γραµµών
µεταφοράς ενός δικτύου, τις στάθµες των χρησιµοποιούµενων ηλεκτρικών σηµάτων και όλα
τα σχετικά χαρακτηριστικά. Επί πλέον ρυθµίζει τους κανόνες κωδικοποίησης των
µεταδιδοµένων bits, τις τεχνικές ανίχνευσης ειδικών καταστάσεων (συγκρούσεις, απουσία ή
παρουσία σήµατος φορέα, κ.λ.π.).

Λόγω του ότι τα θέµατα αυτά εξαρτώνται δραστικά από τον τύπο, την ταχύτητα, την
τοπολογία, κ.λ.π. κάθε δικτύου, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές προδιαγραφές. Αυτές
περιλαµβάνουν τεχνικές όπως την απλή RS232, τµήµατα των Χ.21 και V.24 της CCITT, κ.λ.π.
Η πλέον συστηµατική τυποποίηση στο φυσικό επίπεδο για τα Τοπικά ∆ίκτυα Υπολογιστών
είναι η σειρά των προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ η οποία περιλαµβάνει διαφορετικές
προδιαγραφές φυσικού επιπέδου για κάθε τύπο Τοπικού ∆ικτύου.

4.2.2 Το Επίπεδο Σύνδεσης ∆εδοµένων (Data Link Layer)

Οι κανόνες του επιπέδου αυτού ρυθµίζουν την δοµή των προς µετάδοση πακέτων, την
προσπέλαση των σταθµών στο κανάλι επικοινωνίας και την χρήση και ανάθεση του καναλιού
στους σταθµούς γενικότερα. Άρα οι κανόνες του δευτέρου επιπέδου ελέγχουν την µετάδοση
πακέτων πληροφορίας από έναν σταθµό του δικτύου σε έναν άλλο σταθµό του ίδιου δικτύου.
Όπως και στο φυσικό επίπεδο, υπάρχουν σε χρήση πολλές εναλλακτικές τεχνικές που η
καθεµιά είναι καταλληλότερη για την τοπολογία του κάθε δικτύου. Από τις γνωστότερες
αναφέρουµε τις HDLC, SDLC, CSMA/CD, Token Ring, WLAN (Wireless LAN). Και στο
επίπεδο αυτό, η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ είναι η πλέον συστηµατική προσπάθεια
θέσπισης τυποποιήσεων.

4.2.3 Το Επίπεδο ∆ικτύου (Network Layer)

Το τρίτο επίπεδο είναι υπεύθυνο για τους κανόνες δροµολόγησης των πακέτων µέσα από
συστήµατα διασυνδεδεµένων δικτύων (σε αντίθεση µε το δεύτερο επίπεδο που ρυθµίζει την
µετάδοση πακέτων µέσα στα όρια ενός υποδικτύου). Οι κανόνες αυτοί υλοποιούνται στα όρια
µεταξύ δύο υποδικτύων από τους σταθµούς που διασυνδέουν τα δύο υποδίκτυα (Gateways),
όπως φαίνεται στο σχήµα 4.4.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

44
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Gateways
G
G

C
B
A

Subnetworks D

Σχήµα 4.4 Σύστηµα υποδικτύων συνδεδεµένων µε Gateways

Τα Gateways στο επίπεδο αυτό είναι γνωστότερα µε τον όρο Routers, και αναλαµβάνουν την
µετάδοση των πληροφοριακών πακέτων µέσα από συστήµατα πολλών διασυνδεδεµένων
υποδικτύων. Άρα προσφέρουν στα ανώτερα επίπεδα (transport) την συνδετικότητα που
απαιτείται µεταξύ δύο σταθµών, χωρίς να είναι απαραίτητη για τα ανώτερα επίπεδα
οποιαδήποτε γνώση για τον δρόµο που ακολουθούν τα πακέτα. Το πιο διαδεδοµένο
πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού είναι το IP (Internet Protocol) της ιεραρχίας TCP/IP.

4.2.4 Το Επίπεδο Μεταφοράς (Transport Layer)

To τέταρτο επίπεδο επικοινωνίας είναι υπεύθυνο για την αξιόπιστη µεταφορά της
πληροφορίας µεταξύ των δύο επικοινωνούντων σταθµών (end-to-end). Περιλαµβάνει
αλγορίθµους ανίχνευσης λαθών και µηχανισµούς επανεκποµπής, έτσι ώστε το αµέσως
ανώτερο επίπεδο (session) να διαθέτει ένα λογικό κανάλι επικοινωνίας απηλλαγµένο από
λάθη µεταξύ των δύο επικοινωνούντων σταθµών. Μια σηµαντική παράµετρος της
επικοινωνίας η Ποιότητα Υπηρεσιών (Quality of Service) ρυθµίζεται επίσης στο επίπεδο
Transport. Στο µοντέλο αναφοράς OSI προβλέπονται πέντε κλάσεις πρωτοκόλλων µεταφοράς
(Transport Protocols TP0 έως ΤΡ4) µε απλούστερη την ΤΡ0 και συνθετότερη και πλέον
δυναµική την ΤΡ4.

Το 4ο επίπεδο επικοινωνίας έχει µια ιδιαίτερη σηµασία στην ιεραρχία των επτά επιπέδων του
µοντέλου OSI. Τα κατώτερα επίπεδα σε συνδυασµό µε το επίπεδο Transport, είναι εστιασµένα
στην υποστήριξη της µεταφοράς των πληροφοριακών πακέτων µέσα από το σύστηµα
υποδικτύων που διασυνδέουν δύο µηχανές (end users). Το επίπεδο Μεταφοράς (Transport)
προσφέρει στα ανώτερα επίπεδα έναν αξιόπιστο και ελεύθερο λαθών, µηχανισµό µεταφοράς
της πληροφορίας. Απ' την άλλη πλευρά, τα ανώτερα επίπεδα (5,6 και 7) ασχολούνται µε την
επεξεργασία των πακέτων πληροφορίας κατά ένα τρόπο τελείως ανεξάρτητο του δικτύου. Άρα
το επίπεδο Transport αποτελεί ουσιαστικά το όριο ανάµεσα στο δίκτυο και τις εφαρµογές που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

45
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

εκτελούνται στις µηχανές που χρησιµοποιούν το δίκτυο για την επικοινωνία τους. Το πιο
γνωστό πρωτόκολλο του επιπέδου αυτού είναι το TCP (Transmission Control Protocol) της
ιεραρχίας TCP/IP.

4.2.5 Το Επίπεδο Συνόδου (Session Layer)

To 5ο επίπεδο χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα κατώτερα επίπεδα


επικοινωνίας µε στόχο την ρύθµιση του διαλόγου µεταξύ δύο µηχανών. Στο επίπεδο αυτό η
επικοινωνία δύο µηχανών (διάλογος) καταµερίζεται σε δραστηριότητες (activities). Το επίπεδο
Συνόδου (Session) ελέγχει την ροή της πληροφορίας κατά την διάρκεια κάθε activity. Για τον
έλεγχο και τον συγχρονισµό των activities το επίπεδο αυτό εισάγει σηµεία συγχρονισµού στην
διάρκεια του διαλόγου έτσι ώστε αν συµβεί κάποια απώλεια συγχρονισµού ή κάποια διακοπή
της επικοινωνίας να είναι δυνατή η συνέχιση του διαλόγου από το τελευταίο σηµείο
συγχρονισµού πριν την διακοπή. Τα σηµεία αυτά είναι δύο τύπων (Major marks & Minor
marks). Σε πολλές πραγµατικές υλοποιήσεις το επίπεδο αυτό συγχωνεύεται µε το
προηγούµενο επίπεδο (Επίπεδο Μεταφοράς – Transport).

4.2.6 Το Επίπεδο Παρουσίασης (Presentation Layer)

Στο 6ο επίπεδο πραγµατοποιούνται όλοι οι µετασχηµατισµοί της πληροφορίας που


σχετίζονται µε την κωδικοποίηση των πληροφοριακών οντοτήτων καθώς και µε τις διαδικασίες
κρυπτογράφησης της πληροφορίας.

Οι προδιαγραφές του µοντέλου OSI περιλαµβάνουν τους βασικούς κανόνες κωδικοποίησης


(Basic Encoding Rules - BER) καθώς και του κανόνες γενικευµένης περιγραφής των PDUs
του επιπέδου εφαρµογής (Abstract Syntax Notation One - ASN.1). Οι κανόνες αυτοί
ρυθµίζουν την διαµόρφωση των PDUs σαν δοµές δεδοµένων διαφόρων τύπων (real,
integer, string, time, boolean, κ.λ.π.) και την κωδικοποίηση κάθε τύπου δεδοµένων σε bit
streams προς µετάδοση.
Η χρήση των προδιαγραφών ASN.1 και ΒΕR δίνει µία γενικευµένη κωδικοποίηση
ανεξάρτητη της µηχανής, του λειτουργικού συστήµατος ή της εφαρµογής λογισµικού που
την παράγει. Παρά τα προφανή πλεονεκτήµατα αυτής της κωδικοποίησης, σε πολλές
εφαρµογές το επίπεδο Presentation συρρικνώνεται για λόγους απλότητας, στην απλή
χρήση ενός διαδεδοµένου κώδικα (όπως πχ ο κώδικας χαρακτήρων ISO 8859-1).

4.2.7 Το Επίπεδο Εφαρµογής (Application Layer)

To 7o επίπεδο του µοντέλου OSI ρυθµίζει την σχεδίαση και υλοποίηση των εφαρµογών που
βασίζονται στις υπηρεσίες του δικτύου. Με τον όρο εφαρµογή (application) εννοούµε ένα
σύνολο λειτουργιών που είναι επιθυµητές από τους χρήστες του δικτύου. Οι εφαρµογές
υλοποιούνται µε τον συνδυασµό στοιχείων λογισµικού που "τρέχουν" στις δύο µηχανές που
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

46
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

επικοινωνούν στα άκρα του δικτύου. Αυτά τα στοιχεία λογισµικού ονοµάζονται application
processes. Οι κανόνες επικοινωνίας του Επιπέδου Εφαρµογής (δηλαδή τα πρωτόκολλα του
7ου επιπέδου) ρυθµίζουν την διακίνηση της πληροφορίας µεταξύ των application processes,
που “τρέχουν” στα δύο άκρα του δικτύου.

Τα πρωτόκολλα αυτά αναφέρονται στο µοντέλο OSI σαν Στοιχεία Υπηρεσιών Εφαρµογής
(Application Service Elements - ASEs). Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι των στοιχείων αυτών
που περιλαµβάνονται στις προδιαγραφές του µοντέλου: CASEs (Common Application
Service Elements) και SASEs (Specific Application Service Elements).
Η πρώτη κατηγορία περιλαµβάνει πρωτόκολλα που ρυθµίζουν γενικές λειτουργίες που
αφορούν οποιοδήποτε σενάριο επικοινωνίας µε ένα αποµακρυσµένο σύστηµα όπως:
Αποµακρυσµένη σύνδεση (Remote Log-in), Έλεγχοι κωδικών πρόσβασης (Password
checks), κ.λ.π.
Η δεύτερη κατηγορία (SASEs) περιλαµβάνει πρωτόκολλα που ρυθµίζουν πιο ειδικές
λειτουργίες όπως: Μεταφορά, Προσπέλαση και ∆ιαχείριση Αρχείων (File Transfer, Access
and Management - FTAM), Εικονικά τερµατικά (Virtual terminals), Χειρισµό Μηνυµάτων
(Message Handling -MHS), Προσπέλαση σε Βάσεις ∆εδοµένων (Data Base Access), κ.λ.π.
Κάθε εφαρµογή χρησιµοποιεί συνήθως έναν συνδυασµό από ASEs για την
πραγµατοποίηση των λειτουργιών που περιλαµβάνει.

4.3 Η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ

Το µοντέλο αναφοράς OSI προδιαγράφει τα πλαίσια λειτουργίας ενός συστήµατος µεταφοράς


δεδοµένων ιδιαίτερα στα µεσαία και ανώτερα επίπεδα (επίπεδα 3 έως και 7). Αντίθετα, στα
κατώτερα επίπεδα 1 και 2 (Physical & Data Link Layers), οι κατευθύνσεις του µοντέλου OSI
επιµένουν περισσότερο στην περιγραφή υπηρεσιών παρά στην σύσταση ενός µοναδικού
πρωτοκόλλου επικοινωνίας. Ο λόγος αυτής της διαφοροποίησης είναι ότι η σχεδίαση του
µοντέλου αναφοράς OSI ήταν όσο το δυνατόν πιο γενική έτσι ώστε το µοντέλο να ισχύει για
όλα τα επικοινωνιακά συστήµατα δεδοµένων, ενώ από την άλλη πλευρά, στην πράξη
χρησιµοποιείται µια πληθώρα διαφορετικών τεχνικών µετάδοσης πακέτων πληροφορίας στα
όρια ενός υποδικτύου.

Μία πολύ σηµαντική δραστηριότητα προτυποποίησης που καλύπτει την θέσπιση


προδιαγραφών για την κατηγορία των Τοπικών (LANs) και των Μητροπολιτικών δικτύων
(ΜΑΝs), είναι το έργο της επιτροπής 802 του ΙΕΕΕ (Institute of Electrical and Electronics
Engineers). Το έργο της επιτροπής 802 (ΙΕΕΕ Project 802) έχει αποκρυσταλλωθεί στην
σειρά προδιαγραφών ΙΕΕΕ 802. Η σειρά αυτή περιλαµβάνει πρότυπα που περιγράφουν
αναλυτικά τα δύο κατώτερα επίπεδα επικοινωνίας για αρκετά είδη Τοπικών ∆ικτύων καθώς
και για Μητροπολιτικά ∆ίκτυα.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

47
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

Στην σειρά ΙΕΕΕ 802 περιλαµβάνονται πρότυπα σχετικά µε δίκτυα που χρησιµοποιούν ως
φυσικό κανάλι επικοινωνίας διάφορα είδη µέσων όπως οµοαξονικά ή συνεστραµένα καλώδια,
οπτικές ίνες και ασύρµατες ζεύξεις. Επίσης περιλαµβάνονται πρότυπα που αφορούν θέµατα
όπως η ολοκλήρωση υπηρεσιών, η ασφάλεια, η διαλειτουργικότητα, η διαχείριση δικτύου,
κλπ. Μέχρι σήµερα η σειρά προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ περιλαµβάνει τα εξής βασικά
πρότυπα:

• IEEE 802.1: Local Area Networks - Media Access Control (MAC) Bridges

• IEEE 802.2: Logical Link Control

• IEEE 802.3: Carrier Sense Multiple Access with Collision Detection (CSMA/CD)
Access Method and Physical Layer Specifications

• IEEE 802.4: Token-Passing Bus Access Method and Physical Layer Specifications

• IEEE 802.5: Token Ring Access Method and Physical Layer Specifications

• IEEE 802.6: Distributed Queue Dual Bus ΜΑΝ (DQDB-ΜΑΝ) access method and
physical layer specifications

• IEEE 802.7: Recommended Practice for Broadband Local Area Networks

• IEEE 802.9: Integrated Services (IS) LAN Interface at the Medium Access Control
(MAC) and Physical (PHY)

• IEEE 802.10: Standard for Interoperable LAN/MAN Security (SILS)

• IEEE 802.11: Wireless LAN Medium Access Control (MAC) and Physical Layer
(PHY) Specifications

• IEEE 802.12: Demand Priority Access Method, Physical Layer and Repeater
Specification
IEEE 802.15: Wireless Medium Access Control (MAC) and Physical Layer (PHY)
specifications for Wireless Personal Area Networks (WPANs)

• IEEE 802.16: Wireless MANs - Air Interface for Fixed Broadband Wireless Access
Systems

Τα βασικά αυτά πρότυπα συνοδεύονται από συµπληρώµατα, παραρτήµατα, ειδικές


συστάσεις, εκπαιδευτικά πακέτα, συνόψεις και διάφορα άλλα υποστηρικτικά κείµενα µε
αποτέλεσµα η σειρά να περιλαµβάνει σήµερα περισσότερα από 85 τεύχη. Επίσης στην
εξέλιξη του χρόνου, αρκετά πρότυπα αποσύρονται και αντικαθίστανται από νεώτερες versions
σαν αποτέλεσµα των τεχνολογικών εξελίξεων.
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

48
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

802.10
Security 802.1 Local Area Networks - Media Access Control (MAC) Bridges
LLC

Data Link
802.2 Logical Link Control

802.3 802.4 802.5 802.6 802.7 802.9 802.11 802.12 802.15 802.16 MAC
CSMA Token Token MAN B-LAN IS- Wireless Demand WPAN Wireless
/CD Bus Ring LAN LAN Priority MAN Physical

Επίπεδα
Mοντέλου
OSI

Σχήµα 4.5 Το σύστηµα προδιαγραφών 802 του ΙΕΕΕ

Η σχέση των προτύπων 802 του ΙΕΕΕ µε το σύστηµα των 7 επιπέδων του µοντέλου
αναφοράς OSI δίνεται στο σχήµα 4.5.

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι η επιτροπή 802 διαχωρίζει το επίπεδο Data Link του
µοντέλου OSI σε δύο υπο-επίπεδα, τα LLC (Logical Link Control) και MAC (Medium Access
Control). Το µεν LLC είναι ενιαίο για όλα τα προτεινόµενα από την επιτροπή 802 δίκτυα και
είναι ουσιαστικά το Interface προς τα ανώτερα επίπεδα. Σε αντίθεση µε το LLC, το υπο-
επίπεδο MAC περιλαµβάνει τους κανόνες προσπέλασης του µέσου επικοινωνίας και διαφέρει
ανάλογα µε τον τύπο του κάθε δικτύου. Τέλος, για κάθε τύπο δικτύου που περιλαµβάνει η
σειρά προδιαγραφών ΙΕΕΕ 802, οι κανόνες προσπέλασης (MAC), συνοδεύονται από τις
προδιαγραφές του Φυσικού επιπέδου (Physical Layer).

4.4 Η ιεραρχία πρωτοκόλλων TCP/IP

Εκτός από τα δύο συστήµατα προδιαγραφών που προαναφέραµε, υπάρχουν σε χρήση και
άλλα συστήµατα από τα οποία τα σηµαντικότερα είναι η ιεραρχία TCP/IP που αναπτύχθηκε
αρχικά από τον φορέα DARPA και οι ειδικές προδιαγραφές για το περιβάλλον του World Wide
Web τις οποίες αναπτύσσουν ο οργανισµός WWW Consortium και ο οργανισµός IETF
(Internet Engineering Task Force). Επειδή όµως το World Wide Web βασίζεται στο
περιβάλλον TCP/IP πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια οικογένεια προδιαγραφών.

Ο φορέας DARPA (Defence Advanced Research Project Agency) έχει αναπτύξει ένα σύστηµα
προδιαγραφών και πρωτοκόλλων τα οποία αρχικά προορίζονταν για το ARPANET, ένα
δίκτυο υπολογιστών για στρατιωτική χρήση. Το σύστηµα αυτών των προδιαγραφών είναι
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

49
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

γνωστό ως ιεραρχία TCP/IP ή περιβάλλον TCP/IP. Τα TCP και IP είναι τα δύο κεντρικά
πρωτόκολλα του συστήµατος αυτού. Το σύστηµα του φορέα DARPA αναφέρεται και σαν
ιεραρχία DoD επειδή ο φορέας DARPA ανήκει στο Υπουργείο Αµύνης των Η.Π.Α.
(Department of Defence - DoD).

Τα πρωτόκολλα που αποτελούν το σύστηµα TCP/IP περιγράφονται σε ένα σύνολο από


προδιαγραφές που ονοµάζονται RFCs (Request for Comments). Αν και δεν είναι επίσηµα
διεθνή standards, λόγω των πολλών υλοποιήσεων που διατίθενται από όλους σχεδόν τους
κατασκευαστές, το σύστηµα TCP/IP είναι ένα de facto standard. Το σύστηµα αυτό αποτελεί
τον πυρήνα του Internet και αυτό εξηγεί εν µέρει και την τόσο µεγάλη του διάδοση και
σηµασία. Οι προδιαγραφές που αναπτύσσουν ο οργανισµός WWW Consortium και ο
οργανισµός IETF (Internet Engineering Task Force) για το περιβάλλον του World Wide Web,
όπως είναι φυσικό, σχετίζονται στενά µε την ιεραρχία TCP/IP (ουσιαστικά βασίζονται σ΄ αυτήν
επειδή το World Wide Web βασίζεται στην ιεραρχία TCP/IP).

Η ιεραρχία πρωτοκόλλων TCP/IP αναπαρίσταται στο σχήµα 4.6. Στα δύο κατώτερα επίπεδα
δεν περιλαµβάνονται σαφείς προδιαγραφές και τα επίπεδα αυτά αναφέρονται σαν
Communication Link Layer. Τα ανώτερα πρωτόκολλα του συστήµατος µπορούν να
λειτουργούν σε περιβάλλον τοπικών δικτύων, δηµοσίων δικτύων δεδοµένων, δορυφορικών
ζεύξεων, κ.λ.π.

FTP MIME TELNET HTTP DNS RPC SNMP Ping NFS Application

SMTP Presentation

Session

TCP UDP Transport

IP ICMP Network

ARP
Communication Link Layer Data Link

Physical

Επίπεδα
Mοντέλου
OSI

Σχήµα 4.6 Η ιεραρχία πρωτοκόλλων TCP/IP

Το κέντρο του όλου συστήµατος είναι το ΙΡ (Internet Protocol) που προσφέρει υπηρεσίες 3ου
επιπέδου (Επίπεδο ∆ικτύου ή Network Layer). Πάνω από το ΙΡ λειτουργεί το TCP
(Transmission Control Protocol). Οι λειτουργίες του TCP είναι λειτουργίες επιπέδου Transport
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

50
ΤΕΙ Θεσσαλονίκης – Σχολή Τεχνολογικών Εφαρµογών
Τµήµα Αυτοµατισµού
Ε. Β. Κοψαχείλης - Εισαγωγή στα ∆ίκτυα Υπολογιστών

και είναι αντίστοιχες µε αυτές του επιπέδου 4 του µοντέλου OSI (Connection Oriented,
Transport Protocol Class 4 - TP4). Το σύστηµα διαθέτει επίσης το πρωτόκολλο UDP (User
Datagram Protocol) το οποίο είναι κι αυτό πρωτόκολλο του Transport επιπέδου. Η διαφορά
του UDP από το TCP είναι ότι το UDP προσφέρει Connectionless υπηρεσίες. Στο ίδιο
επίπεδο λειτουργεί το ICMP (Internet Control Message Protocol), ένα πρωτόκολλο υπεύθυνο
για διαγνωστικές λειτουργίες, διόρθωση και σήµανση λαθών, κλπ. Επίσης µεταξύ του IP και
του Communication Link Layer λειτουργεί το πρωτόκολλο ARP (Address Resolution Protocol)
το οποίο υποστηρίζει την αντιστοίχιση των διευθύνσεων IP µε τις διευθύνσεις του επιπέδου
σύνδεσης δεδοµένων (Data Link Layer), το οποίο εδώ θεωρείται ως τµήµα του
Communication Link Layer.

Πάνω από το επίπεδο του TCP λειτουργεί µία οµάδα πρωτοκόλλων του επιπέδου εφαρµογής.
Εδώ παρατηρούµε ότι τα πρωτόκολλα του επιπέδου εφαρµογής της ιεραρχίας TCP/IP,
καλύπτουν την περιοχή που αντιστοιχεί στα τρία ανώτερα επίπεδα του µοντέλου αναφοράς
OSI (Επίπεδα Συνόδου, Παρουσίασης και Εφαρµογής). ∆ηλαδή τα επίπεδα Συνόδου και
Παρουσίασης συγχωνεύονται µε το Επίπεδο Εφαρµογής.

Τα κυριότερα πρωτόκολλα επιπέδου εφαρµογής της ιεραρχίας TCP/IP είναι τα εξής:

• FTP (File Transfer Protocol) υπεύθυνο για µεταφορά αρχείων


• SMTP (Simple Mail Transfer Protocol) για την µεταφορά µηνυµάτων ηλεκτρονικού
ταχυδροµείου (και η επέκτασή του ΜΙΜΕ)
• TELNET για την σύνδεση µεταξύ host και αποµακρυσµένου τερµατικού (remote
terminal)
• HTTP (Hyper Text Transfer Protocol) το βασικό πρωτόκολλο για προσπέλαση του
World Wide Web.

Επίσης υπάρχουν και ορισµένα άλλα υποστηρικτικά πρωτόκολλα στο επίπεδο αυτό όπως τα:

• DNS (Domain Name System)

• Ping

• RPC (Remote Procedure Call)

• SNMP (Simple Network Management Protocol)

• NFS (Network File Server)

• …κλπ
ΕΒΚ-ΑΠΡ2004

51

You might also like