You are on page 1of 9

Η «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ» ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η αρχιτεκτονική και η σχέση της με τη συλλογική μνήμη

Εισαγωγή:

Στις διαλέξεις που παρακολουθήσαμε κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, ένα θέμα
που απασχόλησε ή αναφέρθηκε αρκετές φορές ήταν αυτό της ανάγκης
διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης μετά την Ελληνική
Επανάσταση. Οπότε, ήταν επόμενο να σταθούμε στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν
για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος. Η αρχιτεκτονική ήταν πάντοτε ένα από αυτά.
Είτε μέσα από την αναγνώριση και εκτίμηση των αρχαίων μνημείων, είτε μέσα
από την ανέγερση νεοκλασσικών κτιρίων, η αρχιτεκτονική διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο στο να θυμηθούμε τις ρίζες μας, να αποκτήσουμε παρελθόν και
ιστορία, να αποκτήσουμε συλλογική ταυτότητα, συνείδηση και μνήμη.

Έχοντας την εμπειρία αυτής της πραγματικότητας αντιλαμβανόμαστε τη


σημασία της σχέσης αρχιτεκτονικής και μνήμης. Παρ’ όλ’ αυτά είναι γεγονός πως
αυτή η σχέση δεν είναι κάτι καινούριο. Κάτι δηλαδή που αφορά αποκλειστικά το
πρόσφατο παρελθόν μας. Είναι μία σχέση που χάνεται στο χρόνο και ξεκινά από
τη στιγμή που, οι κοινωνίες ανακαλύπτουν τη γραφή. Τότε η μνήμη αποκτά υλική
υπόσταση. Στόχος αυτής της σύντομης διάλεξης είναι: αφου προηγηθεί μία μικρή
αναφορά στην έννοια της μνήμης και μία σύντομη ιστορική αναδρομή να
επιστρέψουμε στην Αθήνα του 19ου αιώνα και στην Ελλάδα του σήμερα. Έτσι θα
έχουμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε τις αρχιτεκτονικές κατασκευές της
μνήμης με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο.

Η έννοια της μνήμης:

Η μνήμη είναι ένας όρος που ερμηνεύεται και χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως,


ανεξάρτητα με το αν χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ή σε κάποιο
επιστημονικό πεδίο. Ό όρος χρησιμοποιείται στη βιολογία, την πληροφορική και
γενικά τις νέες τεχνολογίες, την ψυχολογία και την ψυχιατρική και τέλος στις
κοινωνικές επιστήμες. Η ιστορία, η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία
ασχολούνται με τη συλλογική μνήμη, όπου και θα μας απασχολήσει μέσα από
κάποια δίπολα.

Ατομική και Συλλογική μνήμη: Η συλλογική μνήμη είναι ουσιαστικά η μνήμη του
συνόλου, ενώ η ατομική μνήμη είναι η μνήμη του ατόμου. Αυτό είναι το προφανές
άλλωστε. Ο Zacques Le Goff, στο βιβλίο του «Ιστορία και μνήμη»1 παραθέτει
1
Le Goff, Z., 1998, Ιστορία και μνήμη, μετφρ. Γ. Κουμπουρλής, σ. 88-89, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη
κάποιες αντιστοιχίες για την κατανόηση της συλλογικής μνήμης. Για παράδειγμα,
γράφει ότι όπως το κάθε άτομο οργανώνει τις πληροφορίες στο μυαλό του, για
να μπορεί να τις συγκρατήσει και να τις ανακαλέσει, έτσι και ένα σύνολο
ανθρώπων οργανώνει τα στοιχεία και τα πράγματα που το αφορούν (π.χ. είτε
κυριολεκτικά σε βιβλιοθήκες, είτε μεταφορικά) για να τα ανακαλέσει.

Σημαντικό είναι ότι η ατομική και η συλλογική μνήμη έχουν μια σχέση αμφίδρομη.
Με άλλα λόγια, από τη μία πλευρά ένα άτομο όταν αφηγείται ή γράφει κάτι που
έχει διατηρήσει στη μνήμη του το κοινοποιεί και το μεταφέρει σαν πληροφορία
και σαν ανάμνηση στο σύνολο στο οποίο ανήκει. 2
Από την άλλη, όταν το ίδιο
άτομο θελήσει να ανακαλέσει αναμνήσεις, ακόμα και αν αυτές σχετίζονται με
προσωπικά βιώματα, θα το κάνει μέσα από το πρίσμα του παρόντος, των
κοινωνικών συνθηκών και των αντιλήψεων που έχει θέσει η κοινωνική του ομάδα.

Μνήμη και Ιστορία: Για πολλά χρόνια ταυτιζόταν η συλλογική μνήμη με την
ιστορία. Το κάθε έθνος θεωρούσε ότι οι αναμνήσεις του ήταν και η ιστορία του.
Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες είναι ότι η συλλογική μνήμη
είναι υποκειμενική, ενώ η ιστορία, προσπαθεί τουλάχιστον, να είναι αντικειμενική
και να καταγράφει την αλήθεια. «Αν και η μνήμη είναι ένα διακύβευμα της
εξουσίας, αν και επιτρέπει συνειδητές ή ασυνείδητες χειραγωγήσεις, αν και
υπακούει σε ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα, η ιστορία έχει σαν πρότυπό της
την αλήθεια.»3 Παρ’ όλ’ αυτά η μία είναι απαραίτητη για την άλλη. Η μνήμη είναι
για την ιστορία πηγή πληροφοριών, ενώ η ιστορία είναι αναγκαία για την μνήμη,
καθώς οφείλει, να εντοπίζει τα σφάλματα της και να τα αποκαλύπτει
υποβοηθούμενη από την χρονική απόσταση των γεγονότων.

Μνήμη και Λήθη: Η υποκειμενικότητα της μνήμης ουσιαστικά οφείλεται στο ότι οι
κοινωνικές ομάδες είναι επιλεκτικές. Επιλέγουν τι θα θυμούνται, τι θα ξεχάσουν
και τι θα διασκευάσουν ώστε να τις καλύπτει. Έτσι προκύπτει η λήθη, το
αρνητικό της μνήμης. Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης στο άρθρο του «Πρέπει να
ξεχνάς για να θυμάσαι» λέει: «Η συλλογική μνήμη είναι μια ιδεολογική σχέση που
συνδέει το επιθυμητό μέλλον με το επιθυμητό παρελθόν του. Με άλλα λόγια,
εμείς «κατασκευάζουμε» και στη συνέχεια προστατεύουμε το παρελθόν που θέλει
να έχει το παρόν μας. Η κατασκευή αυτή είναι μια φαντασιακή κατασκευή που
ασυνείδητα ονομάζουμε μνήμη.»4 Ο καθένας μας ανήκει σε κάποια κοινωνική
ομάδα. Μπορεί αυτή να είναι η οικογένεια του ή ακόμα και το έθνος στο οποίο
ανήκει. Η κάθε μία από αυτές της ομάδες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις
2
Pierre Janet, 1922, Η εξέλιξη της μνήμης και της έννοιας του χρόνου, όπως αναφέρεται στο Le Goff,
Z., 1998, Ιστορία και μνήμη, μετφρ. Γ. Κουμπουρλής, σ. 88, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη
3
ό. π., σ. 90
4
Τουρνικιώτης, Π., 2004, «Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι», Αρχιτέκτονες, 45, σ. 65-67
ιδέες της διαμορφώνει, αυτά που θέλει να θυμάται, να αποσιωπά ή και να
διαγράφει. Επομένως, χειραγωγεί καλοπροαίρετα ή όχι τις μνήμες της. Ένα
παράδειγμα χειραγώγησης είναι η Μακρόνησος. Εκεί, χρησιμοποιούσαν το χώρο
ως μέσο για να χειραγωγήσουν την μνήμη, τους αποκόπτοντας τους από ηχητικά
ή οπτικά ερεθίσματα. Στόχος τους, ήταν η καταστολή της ιδεολογίας του
έγκλειστου μέσα από μία διαδικασία απώλειας της συνειδήσεως του. Είναι
ενδιαφέρον πως αυτοί οι χώροι, όταν χρησιμοποιούνταν για αυτούς τους
σκοπούς, ήταν τόποι λήθης. Σήμερα είναι τόποι μνήμης, έντονα φορτισμένοι
συναισθηματικά, που συμβολίζουν την ελευθερία και την αντίσταση στη βία.5

Αρχιτεκτονική και μνήμη: Η συλλογική μνήμη λοιπόν, μεταφορικά είναι μία


κατασκευή. Μήπως είναι και κυριολεκτικά; Η συλλογική μνήμη για να
διαμορφωθεί και να εδραιωθεί έχει ανάγκη από ένα μέσο. Χρειάζεται υλικά και
οπτικά τεκμήρια που να επαληθεύουν τις ιδέες και τα γεγονότα. Αυτό το μέσο,
συνήθως, είναι είτε η αρχιτεκτονική είτε ο γραπτός λόγος (π.χ. συγγράμματα,
λογοτεχνικά κείμενα). Και τα δύο εξάλλου είναι μορφές επικοινωνίας. Η
αρχιτεκτονική έχει την ικανότητα να περνά νοήματα και να συμβολίζει
πράγματα, έχοντας επιπλέον το πλεονέκτημα της εικόνας, η οποία εντυπώνεται
σαφώς πιο εύκολα και πιο έντονα απ’ ότι ένα κείμενο.

Στην πράξη, η δημιουργία μνημείων ή η προστασία αρχιτεκτονικών έργων από το


παρελθόν δηλώνει την πρόθεση να διατηρήσουμε κάτι στη μνήμη μας, ενώ η
κατεδάφιση κάποιων έργων πολλές φορές συνδέεται με κάτι που θέλουμε να
ξεχάσουμε. Για παράδειγμα στην Ελλάδα χτίσαμε νεοκλασσικά, αναδείξαμε τον
Παρθενώνα και παράλληλα εξαφανίσαμε τα ίχνη της Τουρκοκρατίας σβήνοντας
έτσι 400 χρόνια. Ο John Ruskin στο βιβλίο του «The seven lamps of architecture»
έγραφε: «Μπορεί να ζούμε χωρίς αυτή, να πιστεύουμε (σε μια θρησκεία) χωρίς
αυτή, αλλά δεν μπορούμε να θυμόμαστε χωρίς αυτή»6.

Αρχιτεκτονική και μνήμη στο πέρασμα του χρόνου:

Η μνήμη μέσα στους αιώνες σχετίζεται με την αρχιτεκτονική. Συνοπτικά


μπορούμε να πούμε τα εξής: Αρχικά είναι αποκλειστικά «επιγραφική». Η
αρχιτεκτονική διαδραματίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο. Είναι το «χαρτί» στο
οποίο γράφονται τα κατορθώματα βασιλιάδων, ωδές σε νεκρούς κτλ. Αργότερα
με την εμφάνιση του Χριστιανισμού και τις εκκλησίες αρχίζει η αρχιτεκτονική να
έχει έναν πιο συμβολικό χαρακτήρα. Στην Αναγέννηση, παρ’ όλο που διατηρείται

5
ό. π.
6
Μετάφραση του: “We may live without her (architecture) and worship without her, but we cannot
remember without her.” Ruskin, J., 1989, The Seven Lamps of Architecture, p. 178, New York, Dover
Publications
η επιγραφική μνήμη (π.χ. ταφικά μνημεία) και η χριστιανική μνήμη, για πρώτη
φορά εμφανίζεται το καλλιτεχνικό, ιστορικό και πατριωτικό ενδιαφέρον για έργα
του παρελθόντος και η αξιολόγησή τους ως μνημεία. Σε αυτή την περίοδο,
γίνεται ίσως η πλήρης αποδέσμευση της μνήμης από τη γραφή. Με την
διατήρηση των αρχαιοτήτων εκφράζεται ο θαυμασμός και η εκτίμηση των
προγόνων για την αρχιτεκτονική τους και για όσα αυτή συμβολίζει ή
«αφηγείται», αλλά και η διάθεση να συνδεθεί ο πολιτισμός της αναγέννησης με
αυτόν της αρχαιότητας ως συνέχεια του. Πρόκειται για την μνήμη του απώτατου
παρελθόντος που έρχεται να «σβήσει» τις άσχημες αναμνήσεις του Μεσαίωνα
και που αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς όλων, όπως παλαιότερα ήταν η πίστη.
Προτού φτάσουμε στον 19ο αιώνα μεσολαβεί η Γαλλική Επανάσταση που
επαναφέρει στο προσκήνιο την επιγραφική μνήμη, η οποία μέχρι τότε παρέμενε
σχετικά στάσιμη, με νέους τύπους μνημείων, όπως ονόματα δρόμων, νομίσματα,
κ.ά. Κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στις ραγδαίες εξελίξεις της βιομηχανικής
επανάστασης και των τεχνολογικών ανακαλύψεων. Αυτές οι καθοριστικές
αλλαγές ωθούν την αρχιτεκτονική εντονότερα από ποτέ στη μνήμη του
παρελθόντος, καθώς αυτό φαίνεται ιδανικό μπροστά στις νέες συνθήκες και
ταυτόχρονα ισχυροποιεί τη θέση της Ευρώπη έναντι των άλλων ηπείρων,
προβάλλοντας έναν κοινό ανώτερο πολιτισμό. Το αποτέλεσμα είναι η μελέτη του
παρελθόντος και ακμή του κλασσικισμού, του ιστορικισμού και του
εκλεκτικισμού που δανείζονται για τα νέα κτίρια αρχιτεκτονικά στοιχεία άλλων
εποχών σε μια περίοδο που εμφανίζονται νέα υλικά και τεχνολογίες που
επιτρέπουν πειραματισμούς και νέες μορφές.

Η Αθήνα του 19ου αιώνα:

« Η Αθήνα είναι μια πόλη είκοσι χιλιάδων ψυχών και δύο χιλιάδων σπιτιών. Η
παρουσία της κυβέρνησης έκανε να ανεγερθούν όλες αυτές οι οικοδομές και
κρατάει τόσο κόσμο συγκεντρωμένο στο ίδιο σημείο. Η ευκαιριακή αυτή
πρωτεύουσα δεν έχει ρίζες στο έδαφος.»7 Αυτά έγραφε ο Edmond About το 1854
και ήταν αλήθεια. Η Αθήνα έπρεπε να αποκτήσει βαρύτητα και λόγους για να
αποτελεί την πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κάπως έτσι
φτάνουμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε στην αναζήτηση της εθνικής
ταυτότητας και στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, όχι βέβαια με τη
βοήθεια επιγραφών όπως έκαναν άλλοτε.

Τον 19ο αιώνα έγιναν για την Αθήνα κάποιες επιλογές. Επέλεξε τι πρέπει και τι
χρειάζεται να θυμάται, αλλά και τον τρόπο ώστε να γίνει και να θεωρείται
7
Edmond About, 1854, La Grece contemporaine, Paris, Librarie de L. Hachette όπως αυτό αναφέρεται
στο Γιακουμής, Χ., 1997, Η Ελλάδα – Φωτογραφικό και λογοτεχνικό ταξίδι στον 19ο αιώνα, σ. 130,
Αθήνα, Εκδόσεις Μπάστας - Πλέσσας
σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η σύγχρονη Αθήνα είναι αποτέλεσμα αυτών
των επιλογών, οι οποίες δεν οφείλονται αποκλειστικά, στη γενικότερη στροφή
της Ευρώπης, εκείνη την εποχή, προς τον κλασικισμό και τον νεοκλασικισμό,
αλλά και σε άλλους παράγοντες. Το έναυσμα, βέβαια ήταν αυτή η εκτίμηση των
Ευρωπαίων για την ελληνική αρχαιότητα, οι οποίοι αρκετά χρόνια πριν την
Ελληνική Ανεξαρτησία του 1830, επισκέπτονταν τη χώρα μας για να θαυμάσουν
από κοντά τον Παρθενώνα και τα άλλα αρχαία μνημεία. Ο Gustave Flaubert
γρλαφει σε γράμμα στη μητέρα του το 1850: «Τι ερείπια! Τι άνθρωποι οι
Έλληνες! Τι καλλιτέχνες! Διαβάζουμε κρατάμε σημειώσεις. Όσο για μένα
βρίσκομαι σε Ολύμπια διάθεση, εισπνέω το αρχαίο πνεύμα με όλη τη δύναμη του
νου μου.» 8 Οι ίδιοι οι Έλληνες δεν ένιωθαν την ίδια εκτίμηση για αυτά τα έργα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού τα έβλεπε ως ερείπια, που
μάλιστα μέσα στην πορεία του χρόνου είχαν σχετιστεί με μύθους και θρύλους,
μιας εποχή που θεωρούσαν ξένη και μακρινή. Αυτά τα ερείπια ήταν για πολλά
χρόνια, όμως ο μοναδικός λόγος επίσκεψης των Ευρωπαίων και αυτό ήταν κάτι
που είχε μεγάλη σημασία για τους Έλληνες (η διάθεση αυτή εμφανίζεται κυρίως
στην αθηναϊκή ελίτ). Άρχισαν να βλέπουν σιγά σιγά στους εαυτούς τους, τους
απόγονούς αυτού του πολιτισμού που μέχρι τότε δεν τους κινούσε το ενδιαφέρον
και καθώς χρονολογικά βρισκόμαστε πριν την Ελληνική Επανάσταση, τα αρχαία
μνημεία γίνονται σύμβολα για τις εθνικές διεκδικήσεις. 9

Μετά την Ελληνική Επανάσταση, το νέο ελληνικό κράτος με τον Ι. Καπποδίστρια


κυβερνήτη, για πρώτη φορά, αποφασίζει την προστασία των αρχαίων μνημείων,
απαγορεύει την αρχαιοκαπηλία και κατασκευάζει το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο
στην Αίγινα. Τα επόμενα χρόνια με τη βαυαρική βασιλεία όλη αυτή η προσπάθεια
εντείνεται, καθώς ο Όθωνας προέρχεται από ένα περιβάλλον που θαυμάζει και
εκτιμά βαθειά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την κληρονομιά που άφησε. Το
1834 η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα της Ελλάδας κυρίως λόγω της φήμης που είχε
αποκτήσει από τα μνημείων.10

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι οι αλλαγές που γίνονται στην πόλη ξεκινούν από
κάποιους Έλληνες μορφωμένους και από το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον και στην
πορεία μεταφέρονται στο σύνολο του πληθυσμού, κυρίως μέσω των επεμβάσεων
που γίνονται στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Η Αθήνα θα μπορούσε να είναι
ένα μουσείο ιστορικών μορφών αλλά για χάρη των αρχαίων μνημείων
απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίστηκαν πάρα πολλά κομμάτια της. Εξαφανίστηκαν

8
Gustave Flaubert, 1850, Επιστολή στη μητέρα του, όπως αυτό αναφέρεται στο Γιακουμής, Χ., 1997,
Η Ελλάδα – Φωτογραφικό και λογοτεχνικό ταξίδι στον 19ο αιώνα, σ. 130, Αθήνα, Εκδόσεις Μπάστας -
Πλέσσας
9
Papadimitriou, Ch., 2005-2006, Reconstructing Parthenon. B. Tscumi and the new Acropolis Museum,
p. 21, Architectural Association (MA in Histories and Theories)
10
ό. π.
μεσαιωνικά λείψανα, μεσαιωνικές οχυρώσεις και τείχη, ένας Φράγκικος πύργος
και βέβαια τα υπολείμματα της τουρκικής κατοχής. Όλες οι υπόλοιπες χρονικές
περίοδοι (πέραν τις αρχαίας κλασικής περιόδου) και ιδιαίτερα αυτή της
τουρκοκρατίας διαγράφηκαν με την καταστροφή των κτισμάτων που τις
εκπροσωπούσαν.11 Μπορεί ο ελληνικός διαφωτισμός να βασίστηκε σε κείμενα και
συγγράμματα Ελλήνων και ξένων υπέρμαχων μιας νέας Ελλάδας που θα άφηνε
πίσω της τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και θα έβρισκε τις βάσεις της
μέσα από έναν αρχαίο και θαυμαστό για τα ιδεώδη και τα έργα του πολιτισμό,
αλλά ουσιαστικά εδραιώθηκε μέσα από τις ριζικές αλλαγές στο τοπίο. Ο
ευρύτερος πληθυσμός ανέπτυξε το αίσθημα της εθνικής συνείδησης και
ταυτότητας κατά κύριο λόγο μέσω των αρχαίων μνημείων που αναδείχθηκαν και
αποκαταστάθηκαν εκείνη την περίοδο και μέσω της ιστορίας και του πολιτισμού
που αυτά αφηγούνταν.

Πρακτικά, εκτός από την καταστροφή σπουδαίων έργων από άλλες παρελθούσες
εποχές για την ανάδειξη των μνημείων ξεκινά μία πολύ έντονη οικοδομική
δραστηριότητα που γεμίζει την Αθήνα με αξιόλογα νεοκλασικά, ιστορικιστικά και
εκλεκτικιστικά κτίρια, όπως ήδη γίνεται στις ευρωπαϊκές πόλεις από τον 18 ο
αιώνα. Η Ακαδημία Αθηνών (Theophilos von Hansen, 1859-1885), τα Νέα
Ανάκτορα, σήμερα προεδρικό μέγαρο (Ernst Ziller, 1890-1897), η Κεντρική
δημοτική Αγορά Αθηνών (Ιωάννης Kουμέλης, 1878-1880), το Μέγαρο της
Δουκίσσης Πλακεντίας, σήμερα Βυζαντινό μουσείο (Σταμάτιος Κλεάνθης, 1848),
Μέγαρο Σλήμαν («Iλίου Mέλαθρον»), σήμερα Νομισματικό μουσείο (Ernst Ziller,
1878-1879) και πολλά άλλα ακόμα γνωστών και ανώνυμων αρχιτεκτόνων.

Η Ελλάδα του σήμερα:


Εικ. 136

Εικόνα 136: Η Ακαδημία


Μη θέλοντας να κλείσει αυτή η διάλεξη με παράθεση αντιλήψεων της σημερινής
Αθηνών, από τα
σημαντικότερα μνημεία του
Ελλάδας, θα ήθελα να παραθέσω ένα επίκαιρο γεγονός και μία προσωπική
ελληνικού νεοκλασικισμού
εμπειρία. Το επίκαιρο αφορά το Νέο Μουσείο Ακρόπολης. Λόγω των εγκαινίων τις
(Theophilos von Hansen,
τελευταίες μέρες αποτελεί πρώτο θέμα, ενώ η επιστροφή των μαρμάρων που 1859-1885).
βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο είναι κεντρικό θέμα όλων το συζητήσεων.
Σχεδόν δύο αιώνες μετά την ελληνική ανεξαρτησία είναι ένα από τα λίγα θέματα
που βρίσκει την ελληνική γνώμη συσπειρωμένη, σύμφωνη και σίγουρη ότι πρέπει
να γυρίσουν στον τόπο τα γλυπτά που μας ανήκουν. Ο στόχος επομένως, για
εθνική ταυτότητα και συλλογική μνήμη έχει επιτευχθεί. Παράλληλα κανείς δεν
αναζήτησε τον Φράγκικο Πυργο που καταστράφηκε ή το τζαμί που για χρόνια
ήταν εγκατεστημένο στην Ακρόπολη. Κατασκευάσαμε λοιπόν το παρελθόν μας.

11
Κοκκού, Α.,,2003, «Τα αθηναικά μνημεία και το αστικό περιβάλλον», Επτά Ημέρες, 23/11/2003,
Αθήνα, εφημερίδα Καθημερινή
Την ίδια στιγμή που τα μάτια όλου του κοσμου όπως λένε τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης στην Αθήνα είναι στραμμένα στην Ακρόπολη κανείς δεν θυμάται την
Αθήνα που περιγράφει ο Christopher Wordsworth το 1832 «Η πόλη της Αθήνας
ήταν γεμάτη ερείπια. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένοι: σχεδόν όλα τα
σπίτια δεν είχαν στέγες.»

Ανεξάρτητα με τις χειραγωγήσεις της μνήμης και την αρχιτεκτονική, οι


άνθρωποι πάντοτε προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να διατηρούν πράγματα στη
μνήμη τους. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε στη μέθοδο απομνημόνευσης, που
ανακάλυψε ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος, περίπου τον 5 ο αιώνα π.Χ.. Η ανακάλυψη
του βασιζόταν στη δυνατότητα να εξασκήσει κανείς τη μνήμη του,
τοποθετώντας στο μυαλό εικόνες πραγμάτων μέσα σε συγκεκριμένους χώρους.
Αργότερα αυτή η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στη ρητορική. Η τέχνη
της μνήμης όπως ονομάστηκε, δεν σχετίζεται άμεσα με την αρχιτεκτονική άλλα
αποδεικνύει πόσο πιο εύκολα εντυπώνονται κάποια πράγματα στο μυαλό μας αν
τα εντάξουμε στο χώρο ή αν τα διατηρούμε στο μυαλό μας ως εικόνα. Σε αυτό
αναφέρεται και ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Περί μνήμης και
αναμνήσεως». Θεωρεί πως η μνήμη σχετίζεται άμεσα με την αίσθηση της όρασης
και πως εάν κάποιος δεν έχει εικόνα κάποιου πράγματος δεν μπορεί και να το
θυμάται12.

Η συλλογική μνήμη αρχίζει να σχετίζεται με την αρχιτεκτονική με την


ανακάλυψη της γραφής. Είναι το «χαρτί» στο οποίο γράφονται τα κατορθώματα

12
Αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Αριστοτέλη «Περί μνήμης και αναμνήσεων», που σχετίζονται
με την εικόνα:
«ἀλλ΄ εἰ δὴ τοιοῦτόν ἐστι τὸ συμβαῖνον περὶ τὴν μνήμην͵ πότερον τοῦτο μνημονεύει τὸ πάθος͵ ἢ
ἐκεῖνο ἀφ΄ οὗ ἐγένετο; εἰ μὲν γὰρ τοῦτο͵ τῶν ἀπόντων οὐδὲν ἂν μνημονεύοιμεν· εἰ δ΄ ἐκεῖνο͵ πῶς
αἰσθανόμενοι τοῦτο μνημονεύομεν οὗ μὴ αἰσθανόμεθα͵ τὸ ἀπόν; εἴ τ΄ ἐστὶν ὅμοιον ὥσπερ τύπος ἢ
γραφὴ ἐν ἡμῖν͵ ἡ τούτου αἴσθησις διὰ τί ἂν εἴη μνήμη ἑτέρου͵ ἀλλ΄ οὐκ αὐτοῦ τούτου; ὁ γὰρ ἐνεργῶν
τῇ μνήμῃ θεωρεῖ τὸ πάθος τοῦτο καὶ αἰσθάνεται τούτου.»
«τί μὲν οὖν ἐστι μνήμη καὶ τὸ μνημονεύειν͵ εἴρηται͵ ὅτι φαντάσματος͵ ὡς εἰκόνος οὗ φάντασμα͵ ἕξις͵
καὶ τίνος μορίου τῶν ἐν ἡμῖν͵ ὅτι τοῦ πρώτου αἰσθητικοῦ καὶ ᾧ χρόνου αἰσθανόμεθα.»
βασιλιάδων, ωδές σε νεκρούς κτλ. Οι κοινωνίες αργούν πάρα πολύ να
διαχωρίσουν τα μνημεία από τη γραφή. Για αιώνες η μνήμη αποκτά υλική
υπόσταση είτε ως επιγραφή πάνω σε οβελίσκους, κολώνες και κτίρια είτε ως
έγγραφο. Οι κοινωνίες έτσι στοχεύουν να διατηρήσουν στο χρόνο
αξιομνημόνευτα γεγονότα (επιγραφές) ή να διατηρήσουν πρακτικα θέματα που
αφορούν στη σωστή λειτουργία τους.

Τα πρώτα μνημεία παρουσιάζονται στην Αρχαία Μεσοποταμία και την Αρχαία


Αίγυπτο από την 3η μέχρι την 1η χιλιετία π.Χ. με τη μορφή επιγραφών σε στήλες
και οβελίσκους. Αρχικά αφορούσαν κατορθώματα βασιλιάδων, αλλά στη συνέχεια
εμφανίζονται νομοθετικές, ιερατικές και επιτάφιες στήλες. Αργότερα στην
Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη η μνημόνευση με επιγραφές διευρύνεται, και πλέον
χρησιμοποιούνται εκτός από στήλες και μάρμαρα ή απλές πέτρες.

Στα βυζαντινά χρόνια και τον Μεσαίωνα η συλλογική μνήμη ελέγχεται από τους
διοικητικούς και θρησκευτικούς ηγέτες και περισσότερο αναφέρεται στη
θρησκεία. Γι’ αυτό και τα μνημεία, αλλάζουν χαρακτήρα. Συνεχίζονται οι
επιτάφιες επιγραφές, αλλά η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στις εκκλησίες και τις
αγιογραφίες που μνημονεύουν πρόσωπα και γεγονότα. Όσο αφορά στο Μεσαίωνα,
χαρακτηριστικός ήταν ο αφορισμός προσώπων από την εκκλησία και η διαγραφή
τους από τα βιβλία και άρα και από τη μνήμη τους13.

Κατά την Αναγέννηση γίνεται μια μεγάλη αλλαγή. Για πρώτη φορά αρχίζουν να
μελετώνται και να προστατεύονται ως μνημεία, έργα του παρελθόντος. Η μνήμη
αποδεσμεύεται από τη γραφή. Αυτό, δεν οφείλεται όμως τόσο στην αισθητική ή
ιστορική τους αξία. Τον 15ο αιώνα, ο ίδιος ο πάπας αναγκάζεται να στρέψει το
λαό στη κοινή του ιστορία εφόσον δεν αρκεί πια η πίστη για να διατηρήσει την
κυριαρχία του. 14
Έτσι ο λαός βρίσκει στα ερείπια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
την εθνική του ταυτότητα.

Αργότερα με την Γαλλική Επανάσταση, επανέρχεται η συλλογική μνήμη με τη


μορφή επιγραφών και συμβόλων. Αγάλματα, αναμνηστικές πλάκες,
γραμματόσημα και νομίσματα, μνημονεύουν πρόσωπα, γεγονότα και ιδέες της
επανάστασης διαγράφοντας το παρελθόν της βασιλείας. Παράλληλα, τα μουσεία
και οι βιβλιοθήκες που μέχρι τότε απευθύνονταν στους ηγεμόνες και τους
ευγενείς ανοίγουν για πρώτη φορά στο λαό για να γνωρίσει το παρελθόν του. 15

13
ό. π.
14
Ο πάπας Παύλος III, το 1534 έθεσε σε ισχύ τα πρώτα μέτρα για τη διατήρηση των μνημείων. Ακόμα
επανεξετάζει τις αρχές του Ρωμαικού Δικαίου, ανακαινίζει τις εκκλησίες και υιοθετεί μια γενικότερη
οθμανιστική παιδεία. (από προσωπικές σημειώσεις ΜΚ130 Ειδ,. Κεφ. Ιστορίας Αρχιτεκτονικής 3)
15
Le Goff, Z., 1998, Ιστορία και μνήμη, μετφρ. Γ. Κουμπουρλής, σ. 131, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως «ιστορικός» ενώ οι ραγδαίες εξελίξεις της
βιομηχανικής επανάστασης και των τεχνολογικών ανακαλύψεων τον σημαδεύουν.
Αυτές οι καθοριστικές αλλαγές ωθούν την αρχιτεκτονική εντονότερα από ποτέ
στη μνήμη του παρελθόντος, καθώς αυτό φαίνεται ιδανικό μπροστά στις νέες
συνθήκες και ταυτόχρονα ισχυροποιείται η θέση της Ευρώπη έναντι των άλλων
ηπείρων, προβάλλοντας έναν κοινό ανώτερο πολιτισμό. Αναγνωρίζονται ευρέως
τα κλασσικά ιδεώδη και η αισθητική και ιστορική αξία των αρχαίων έργων που
πολλές φορές αντιγράφονται για να συνεχίσουν τον αρχαίο και αναγεννησιακό
πολιτισμό. Για παράδειγμα ο Ναπολέων χρησιμοποιεί τα ρωμαϊκά πρότυπα για να
εξυπηρετήσει το μιλιταριστικό και θριαμβευτικό πνεύμα της δικής του
Αυτοκρατορίας.16 Από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η Αψίδα του Θριάμβου
και η εκκλησία de la Madeleine. Σε όλες τις περιόδους μπορούμε να βρούμε
παραδείγματα χειραγώγησης σαν αυτό. Εξάλλου από την εμφάνιση των πρώτων
μνημείων, η μνήμη και άρα και η αρχιτεκτονική που την εξυπηρετεί, δεν είναι
ανεξάρτητη της εξουσίας.

Διεπιστημονικό σεμινάριο
Διάλεξη
Φοιτήτρια: Τατσιώνη Άννα
Ημ/νια: 22-06-09

16
Λάββας, Γ., 2002, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής, σ. 215, Θεσσαλονίκη, University Studio Press

You might also like