You are on page 1of 73

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τ.

ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ


(Βενετοκρατία-Τουρκοκρατία)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Κρήτη, ως ένα στρατηγικώτατο γεωγραφικό σημείο στην


λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, ενωρίς προσέλκυσε το
2

«ενδιαφέρον» πολλών κατακτητών. Η γεωπολιτική σημασία του


νησιού ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας που εξώθησε τόσους
κατακτητές να κινηθούν εναντίον του. Όντας στο εμπορικό
σταυροδρόμι Δύσης και Εγγύς Ανατολής, αποτελούσε εξαίρετο
σημείο για τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων και για τη διεξαγωγή
επικερδούς εμπορίου.
Στο τέλος του 4ου αιώνα με τις διοικητικές αλλαγές που
πραγματοποιήθηκαν, η επαρχία του Ιλλυρικού υπήχθη στη
δικαιοδοσία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι με αυτήν τη μετατροπή στη
διαχείριση των διοικητικών δεδομένων της αυτοκρατορίας, η
Κρήτη, ούσα τμήμα του Ιλλυρικού, εντάχθηκε και αυτή στην
επικράτεια του Βυζαντίου.
Την ήσυχη ζωή της μακρινής αυτής επαρχίας διετάρασσαν ενίοτε
κάποιες επιδρομές Βανδάλων (6ος αιώνας), Σλάβων (623), αλλά
χωρίς ιδιαιτέρα σοβαρότητα. Αντιθέτως, οι επιδρομές των Αράβων
είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς το κύριο κίνητρο ήταν να
εγκαθιδρύσουν μια μόνιμη κατοχή, αποσκοπώντας αποκλειστικά
στο οικονομικό όφελος. Η παλαιότερη γνωστή επιδρομή των
Αράβων, που αναφέρεται από τις αφηγηματικές πηγές, έγινε το
654, όταν επέστρεφαν από μια λεηλασία του νησιού της Κω. Οι
καταστρεπτικές αυτές επιθέσεις εξακολούθησαν να υφίστανται σε
όλη τη διάρκεια του 8ου αιώνα και κορυφώθηκαν στις αρχές του 9ου
αιώνα, οδηγώντας στην υποδούλωση του νησιού από Άραβες
προερχομένους από την Κόρδοβα της Ισπανίας, το 829. Το Βυζάντιο
δεν έμεινε άπρακτο, αφού σχεδίαζε και απέστελλε εκστρατευτικά
σώματα για την απελευθέρωση της πολύτιμης κτήσης του όλον τον
9ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 10ου, ώσπου ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς
ήταν ο στρατηγός που έδρεψε τη δόξα της ανάκτησης του νησιού
από τους αλλόφυλους κατακτητές.
Η β’ βυζαντινή περίοδος κυριαρχίας στο νησί διήρκεσε από το
961 έως το 1204, όπου συνέβη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
από τα φραγκικά στρατεύματα της Δ’ Σταυροφορίας. Αφού η
βυζαντινή αρχή καταλύθηκε, η επικράτεια της αυτοκρατορίας
διαιρέθηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στους κατακτητές. Η Κρήτη
περιήλθε στην διοικητική εξουσία του Βονιφατίου του
Μομφερρατικού, ο οποίος την πώλησε στους Βενετούς για ένα
ευτελές ποσό, προκειμένου να απαλλαγεί από μια κτήση, που του
ήταν ανέφικτο να διοικήσει και να διαχειρισθεί. Έτσι άρχισε για το
νησί μία νέα περίοδος στυγνής δουλείας: η Βενετοκρατία (1204-
1669). Οι Βενετοί εγκατέστησαν ένα απηνές καθεστώς κυριαρχίας,
χρησιμοποιώντας παράλληλα τον εποικισμό για να ενισχύσουν και
να παγιώσουν την κυριαρχία τους. Όμως οι Κρήτες είχαν τη φυσική
τους ηγεσία, τα μέλη των αρχοντικών οικογενειών του νησιού, που
δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να αποποιηθεί τα προνόμια που
απολάμβανε έως τότε. Η συνέπεια ήταν να ξεσπάσουν
αλλεπάλληλες επαναστάσεις που συγκλόνιζαν την Κρήτη για
αιώνες. Γενικά, οι εξεγέρσεις αυτές υποδαυλίζονταν από τους
εντόπιους Κρήτες άρχοντες, για να αντιταχθούν στη βενετική
3

εξουσία και να περιορίσουν την αυθαιρεσία της. Σκοπός των


Βενετών ήταν να καταφέρουν να δεσμεύσουν τη δυναμική αυτής
της αριστοκρατικής τάξης, με σκοπό να θέσουν υπό τον έλεγχό
τους ολόκληρο τον πληθυσμό και να επιτύχουν την επιποθούμενη γι’
αυτούς κοινωνική γαλήνη και ομαλότητα. Γι’ αυτό οι επαναστάσεις
που εξερράγησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας θα
μπορούσαν να χαρακτηρισθούν κοινωνικού χαρακτήρα ως επί το
πλείστον, και όχι ότι αφορμώντο από εθνικιστικά ελατήρια.
Αποσκοπούσαν στην διατήρηση του κοινωνικού status των
αρχοντικών οικογενειών του νησιού ή καλύτερα ακόμη στην
προώθηση και βελτίωση της θέσης τους γενικότερα.
Η βενετική κυριαρχία τερματίστηκε το 1669, όταν ο τουρκικός
στρατός μετά από μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα (Ηρακλείου
Κρήτης) κατέλαβε την πόλη και οριστικοποίησε την οθωμανική
κυριαρχία στην Κρήτη. Η τουρκική δουλεία ήταν επαχθέστατη,
καθώς οι Οθωμανοί προχώρησαν και στον ευρύ εξισλαμισμό των
κατοίκων, γεγονός πολύ επικίνδυνο για την εθνολογική και
πολιτισμική ταυτότητα των Κρητών. Όμως και πάλι η Κρήτη δεν
έμεινε άπραγη, μπροστά στον βάρβαρο εισβολέα. Οι Κρήτες
συνασπίσθηκαν γύρω από τοπικούς οπλαρχηγούς και με όπλα τη
θέληση και την πολεμική ορμή, ξεκίνησαν δεκάδες επαναστάσεις
κατά των Τούρκων, ιδίως τον 19ο αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη
εφλέγετο από παρόμοιου είδους κινήματα. Οι επαναστάσεις όμως
των Κρητών ήταν εθνεγερτικές με εθνικό χαρακτήρα, που στόχευαν
στην οριστική απομάκρυνση του βάρβαρου δυνάστη και στην
βαθμιαία ένταξη του νησιού στο πρώτο νεοελληνικό κράτος που θα
σχηματιζόταν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν παρέμειναν αμέτοχες σε όλη αυτή τη
διαδικασία. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούσαν να
επιβάλουν τη δική τους πολιτική γραμμή, η καθεμιά αναλόγως με
τα συμφέροντά της. Η συγκλίνουσα όμως παράμετρος στον
πολιτικό χειρισμό όλων ήταν η διατήρηση του πολιτικού status quo
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε ότι στους αγώνες
των Κρητών κράτησαν μια επίζηλη ουδετερότητα, που αν μη τι
άλλο δεν άρμοζε στο διεθνές πρόσωπο των χριστιανικών
δυνάμεων· όμως τα πολιτικά συμφέροντα άλλα υπαγορεύουν. Μόνο
κατά το τέλος του 19ου αιώνα, που τα πράγματα στην Κρήτη είχαν
ξεφύγει από κάθε έλεγχο και με την απειλή ταραχών στις μεγάλες
πόλεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να παρέμβουν δυναμικά
και να αναγκάσουν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το νησί.
Εγκαταστάθηκε καθεστώς αυτονομίας το οποίο ελεγχόταν από τις
ξένες δυνάμεις και διήρκεσε έως το 1913, που επετεύχθη οριστικώς
η ένωση με την μητέρα-Ελλάδα και έθεσε τέρμα στους τιτάνιους
αγώνες των Κρητών για ελευθερία.
4
5

Α’ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
(1204-1669)

Κεφάλαιο 1ο -Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς

1. Η Δ’ Σταυροφορία και η αγοραπωλησία της Κρήτης από τους


Βενετούς

Η Δ’ Σταυροφορία είχε ολέθριες και καταστρεπτικές συνέπειες για


την ολόκληρη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Με την άλωση της
Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα των Σταυροφόρων, η
αυτοκρατορία ως κρατική υπόσταση διαλύθηκε, αλλά το κέντρο
εξουσίας μεταφέρθηκε περιφερειακά, όπως στη Νίκαια, όπου και
δημιουργήθηκε η ομώνυμη αυτοκρατορία, που αργότερα διεκδίκησε
τα πρωτεία στην ανακατάληψη της πρωτεύουσας της
αυτοκρατορίας. Στα εδάφη της ελληνικής χερσονήσου ιδρύθηκαν
ποικίλα και ποικιλώνυμα κρατίδια από τους Φράγκους ηγεμόνες.
Έτσι άρχισε μία νέα περίοδος για τον ελληνισμό: η Φραγκοκρατία.
Στον κυκεώνα αυτών των γεγονότων αναμίχθηκε και η Κρήτη ήδη
από τον Μάη του 1203. Ο πρίγκιπας Αλέξιος (μετέπειτα
συναυτοκράτορας με τον πατέρα του ως Αλέξιος Δ’ Άγγελος), γιος
του απομακρυνθέντος αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου,
προσεταιρίσθηκε τους αρχηγούς των Σταυροφόρων για να
6

εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο και


κατά συνέπεια να διατηρήσει τα δικαιώματα διαδοχής επί του
θρόνου. Προέβαλε πολλές και δελεαστικές προτάσεις στους
Φράγκους ηγεμόνες, προκειμένου να τους διεγείρει το ενδιαφέρον
και να τους ωθήσει να συνδράμουν στον στόχο του. Ανάμεσα στις
πολλές προτάσεις που έκανε, περιλαμβανόταν και το νησί της
Κρήτης που την υποσχέθηκε να την δώσει στον Βονιφάτιο τον
Μομφερρατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204,
με την περιώνυμη συνθήκη Partitio Romaniae («Διανομή της
Ρωμανίας») σύμφωνα με την οποίαν οι Σταυροφόροι διαμοίρασαν
μεταξύ τους τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας,
αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα στον Βονιφάτιο να καταλάβει την
κτήση του. Η κτήση όμως αυτή ήταν μια παραχώρηση στον
Βονιφάτιο χωρίς ουσία, γιατί ο ίδιος δεν διέθετε τα κατάλληλα
μέσα για να κινητοποιηθεί στρατιωτικά και, παράλληλα, δεν
επιθυμούσε να αναλάβει καινούριες ναυτικές περιπέτειες.
Ο ευφυέστατος και πανούργος δόγης της Βενετίας Ερρίκος
Δάνδολος αντιλήφθηκε τη σημασία αυτής της απρόσμενης
ευκαιρίας, δηλαδή της μη εκμετάλλευσης από τον Βονιφάτιο μιας
κατ’ εξοχήν επωφελούς οικονομικά κτήσης, και έσπευσε να
οικειοποιηθεί το όφελος, που πιθανώς θα προέκυπτε. Οι εκπρόσωποι
του δόγη προσέφεραν στον Βονιφάτιο ποικίλα χρηματικά και
πολιτικά ανταλλάγματα και έτσι τον έπεισαν να προχωρήσει στην
πώληση της Κρήτης στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία. Η
συμφωνία παρέμεινε μυστική. Υπογράφθηκε στην Αδριανούπολη
στις 12 Αυγούστου του 1204. Εκεί παρίσταντο ως εντολοδόχοι του
δόγη, ο Μάρκος Σανούδος και ο Ραβάνης ντε λα Κάρκερη από τη
Βερόνα. Η Βενετία κατέβαλε στον μαρκήσιο Βονιφάτιο το
ευτελέστατο ποσό των 1.000 μάρκων αργύρου.

2. Διαμάχη Γενουατών και Βενετών για την κατοχή της Κρήτης

Το σχέδιο που συνέλαβε ο Δάνδολος ήταν εξαιρετικά έξυπνο.


Κατέχοντας την Κρήτη η Βενετία θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο
της νοτίου Μεσογείου, θα συμπλήρωνε το πλαίσιο των νησιωτικών
της κτήσεων και κατ’ επέκτασιν θα δημιουργούσε μία οικονομική
γέφυρα για την εμπορική της δραστηριότητα στην Αίγυπτο και την
Εγγύς Ανατολή. Η εξέχουσα θέση της Κρήτης στην ανατολική
Μεσόγειο θα προσέδιδε στην Βενετία την απόλυτη κυριαρχία στην
θάλασσα.
Στην δεδομένη περίσταση όμως η αναβλητικότητα, που διέκρινε
τους Βενετούς στο να καταλάβουν την Κρήτη, πληρώθηκε με
μεγάλο τίμημα. Η αιτία αυτής της αργοπορίας οφειλόταν στο ότι οι
Βενετοί ήταν απασχολημένοι στο να εδραιώσουν την εξουσία τους
στις υπόλοιπες κτήσεις που είχαν στην Πελοπόννησο και στη
θάλασσα του Αιγαίου. Το γεγονός όμως αυτό το εκμεταλλεύθηκαν
οι Γενουάτες, το αντίπαλο ναυτικό και οικονομικό δέος της
7

Βενετίας, και προσπάθησαν πρώτοι να αποβιβασθούν στην Κρήτη


και να την καταλάβουν. Ο θαρραλέος Γενουάτης πειρατής και
κόμης της Μάλτας, Ερρίκος Πεσκατόρε, φανατικός εχθρός των
Βενετών, κατέλαβε το 1206 ένα εκτεταμένο μέρος της κεντρικής
Κρήτης με τη συνεπικουρία του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα. Ο
τυχοδιώκτης αυτός Γενουάτης κατέλαβε τα τρία μεγάλα φρούρια
του νησιού, Χάνδακα, Σητεία και Ρέθυμνο, τα οποία και οχύρωσε.
Επίσης, έκτισε άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις, προκειμένου να
ελέγχει καλύτερα την ενδοχώρα. Ένα γεγονός δυσερμήνευτο είναι
ότι δεν συνάντησε αντίσταση καθόλου από τον εντόπιο πληθυσμό. Η
πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι οι ντόπιοι θεώρησαν ότι οι Γενουάτες
θα τους απάλλασσαν από τους μισητούς Βενετούς, που είχαν
εξευτελίσει το νησί τους, καθώς αποτέλεσε αντικείμενο
αγοραπωλησίας. Από την άλλη πλευρά θα ωφελούνταν και οι
Γενουάτες, γιατί έτσι θα χρησιμοποιούσαν για τα σχέδιά τους έναν
καινούριο εχθρό κατά των Βενετών: τους δυσαρεστημένους
Κρητικούς.
Οι Βενετοί καταθορυβήθηκαν από την δράση των Γενουατών στην
Κρήτη και απέστειλαν αμέσως στρατό και στόλο (1207).
Επικεφαλής αυτής της επιχείρησης ετέθησαν οι Ρενιέρι Δάνδολο και
Ρουτζέρο Πρεμαρίνο. Η στρατιωτική αυτή επιχείρηση κατέληξε σε
παταγώδη αποτυχία. Μία νέα εκστρατεία οργανώθηκε με αρχηγό
τον Τζάκομο Λόνγκο (1208). Μετά από κάποιες συγκρούσεις, την
άνοιξη του 1209 οι Βενετοί κυρίευσαν το φρούριο του
Παλαικάστρου, βορειοδυτικά του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο
Κρήτης). Η Βενετία ήταν αποφασισμένη να ανακαταλάβει την
Κρήτη με κάθε θυσία που θα χρειαζόταν, ενώ η Γένουα δεν
μπορούσε να βοηθήσει πλέον τον Πεσκατόρε. Οι πολεμικές
επιχειρήσεις εξακολούθησαν μέχρι το 1212. Ο πρώτος Βενετός
Δούκας της Κρήτης κατόρθωσε να επιβληθεί στον Γενουάτη
αντίπαλό του και να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει το νησί με
συνθήκη. Γενουατικές εστίες αντίστασης παρέμειναν ζωντανές
μέσα στο νησί, που συνέχισαν έναν μάταιο και ανώφελο αγώνα
μέχρι το 1217. Η παράδοση του Αλαμάνο ντα Κόστα στους
Βενετούς και η οριστική συνθήκη με τη Γένουα, που υπογράφθηκε
στις 11 Μαΐου 1217, τερμάτισαν τη διαμάχη μεταξύ των ναυτικών
δημοκρατιών για την κατοχή της Κρήτης. Οι Γενουάτες όμως
προσπάθησαν για δεύτερη φορά να αποσπάσουν τον νησί από την
κυριαρχία της Βενετίας, περίπου στα τέλη του 13 ου αιώνα. Ούτε
όμως αυτή η προσπάθεια τελεσφόρησε. Η Βενετία ήταν ο απόλυτος
κυρίαρχος του νησιού. Έτσι άρχισε για το νησί μία νέα περίοδος
σκληρής και απάνθρωπης δουλείας, που προκάλεσε πληθώρα
εξεγέρσεων και κόστισε ακριβά στη Βενετία σε χρήμα και έμψυχο
υλικό.

3. Παγίωση της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη


8

Η ολοκληρωτική κατάκτηση μιας τόσο εκτεταμένης και μακρινής


περιοχής, της οποίας ο πληθυσμός ήταν εξαιρετικά εχθρικός,
αποτελούσε για τους Βενετούς ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Ως
πρώτος δούκας της Κρήτης εστάλη ο Ιάκωβος Τιέπολο το 1209. Η
κίνηση αυτή απετέλεσε μία σοφή πολιτική ενέργεια. Ο Τιέπολο είχε
επιφορτισθεί με το καθήκον να αποδιώξει τους τελευταίους
Γενουάτες που είχαν απομείνει στο νησί και προέβαλλαν κάποια
αντίσταση και να θέσει τις βάσεις για την όσον το δυνατόν
επωφελέστερη οικονομική εκμετάλλευση της νεοαποκτηθείσης
επαρχίας. Μία άλλη παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν ήταν
και οι ενδεχόμενες αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού και να είναι
έτοιμη η βενετική διοίκηση να τις καταστείλει. Για να ευοδωθούν
όλα τα παραπάνω έπρεπε να εγκατασταθεί και να οργανωθεί ένας
ισχυρός βενετικός πυρήνας στο νησί. Αυτό θα ήταν κατορθωτό
μόνο με την αποστολή εποίκων με βενετική υπηκοότητα. Μετά από
κάποια διαβήματα του Τιέπολο η Βενετία έλαβε την απόφαση να
αποστείλει στην Κρήτη εποίκους από τις μεγάλες οικογένειες της
μητρόπολης, εφαρμόζοντας έτσι ένα σύστημα στρατιωτικού
εποικισμού, που θα επέτρεπε στις βενετικές αρχές της Κρήτης να
κινητοποιηθούν άμεσα και με ασφάλεια σε κάποια ενδεχόμενη
επαναστατική ενέργεια των ντόπιων. Οι Βενετοί έποικοι θα
λάμβαναν ως φέουδα τις εκτάσεις της πλέον εύφορης κρητικής γης
και ως αντάλλαγμα θα προσέφεραν τις στρατιωτικές τους
υπηρεσίες και την πίστη τους στην μητρόπολη. Το διάταγμα που
αφορούσε την πρώτη αποστολή υπεγράφη στη Βενετία στις 10
Σεπτεμβρίου 1211. Η ονομασία αυτού του εγγράφου είναι το
Παραχωρητήριο έγγραφο (Carta Concessionis), ένα είδος σύμβασης
της μητρόπολης με τους εποίκους της.
Οι πρώτοι έποικοι αναχώρησαν από τη Βενετία στις 20 Μαρτίου
του 1212. Αποτελούνταν από 132 ευγενείς ή ιππότες και από 48
δημοτικούς ή πεζούς. Ακολούθησε ένας δεύτερος εποικισμός το
1222 και άλλοι δύο, το 1233 και το 1252. Οι έποικοι της τελευταίας
αποστολής έκτισαν τα Χανιά πάνω στα ερείπια της αρχαίας
Κυδωνίας. Σε μεταγενέστερες εποχές έγιναν και άλλοι εποικισμοί
αλλά μικρότερης κλίμακας. Στον 13ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην
Κρήτη περίπου 10.000 Βενετοί έποικοι. Ο αριθμός αυτός ήταν
υπερβολικά μεγάλος για τα στατιστικά δεδομένα της ίδιας της
Βενετίας και αυτό καταδεικνύει την ύψιστη σπουδαιότητα που
απέδιδε η Βενετία στην κτήση της.
Σκοπός της Βενετίας δεν ήταν να εγκαθιδρύσει στην Κρήτη ένα
φεουδαρχικό σύστημα πλήρως εναρμονισμένο στα δυτικά πρότυπα.
Για λόγους πολιτικής και λόγω στρατιωτικής σκοπιμότητας θέλησε
να δημιουργήσει ένα πολίτευμα όμοιο με το δικό της. Έτσι η Κρήτη
κατέστη η «Βενετία της Ανατολής». Όλη η Κρήτη απετέλεσε μία
ενιαία διοικητική περιφέρεια, που έλαβε το όνομα «Βασίλειο της
Κρήτης» (Regno di Candia). Στην Κρήτη υπάγονταν διοικητικά και
τα νησιά της Τήνου και τα Κύθηρα.
Το νησί διαιρέθηκε σύμφωνα με το βενετικό πρότυπο σε έξι
τμήματα, τα λεγόμενα σεξτέρια και είχαν ως εξής:
9

1. Σεξτέριο των Αγίων Αποστόλων. Περιλάμβανε τις περιοχές


Σητείας, Ιεράπετρας, Λασιθίου και Μιραμπέλλου, δηλαδή
όλον περίπου το νομό του σημερινού Λασιθίου.
2. Σεξτέριο του Αγίου Μάρκου. Περιοχές του Ριζοκάστρου και
της Πεδιάδας.
3. Σεξτέριο του Σταυρού. Περιοχές Μονοφατσίου,
Καινούργιου και Πυργιώτισσας.
4. Σεξτέριο του Καστέλλου. Περιοχές Μυλοποτάμου, Αρίου
και Απάνω Συβρίτου (Αμαρίου).
5. Σεξτέριο του Αγίου Παύλου. Περιοχές Καλαμώνος, Κάτω
Συβρίτου και Ψυχρού.
6. Σεξτέριο του Dorsoduro. Περιοχές των Χανίων, Κισάμου
και Σελίνου.

Το διοικητικό αυτό σχήμα διατηρήθηκε σε ισχύ για 100 χρόνια


περίπου. Όμως από τις αρχές του 14ου αιώνα η Κρήτη διαιρέθηκε σε
τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα (territoria), που αντιστοιχούσαν
περίπου στου σημερινούς νομούς:

1. Διαμέρισμα του Χάνδακα (Candia). Ήταν το μεγαλύτερο σε


έκταση και περιλάμβανε το σημερινό νομό με τις επτά
επαρχίες του, την επαρχία Μιραμπέλλου και το οροπέδιο
Λασιθίου.
2. Διαμέρισμα του Ρεθύμνου. Περιλάμβανε τις σημερινές
τέσσερεις επαρχίες του νομού.
3. Διαμέρισμα των Χανίων. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες
Κυδωνίας, Αποκόρωνα, Κισάμου και Σελίνου.
4. Διαμέρισμα Σητείας. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες
Σητείας και Ιεράπετρας.

Η περιοχή των Σφακίων δεν υποτάχθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από


τους Βενετούς. Τη βενετική εξουσία ασκούσε εδώ ένας Προνοητής,
που εξαρτάτο διοικητικά άλλοτε από τον Χάνδακα και άλλοτε από
τα Χανιά.
Ουσιαστικά η διοικητική διαίρεση της Κρήτης ήταν ένα πιστό
αντίγραφο μικρότερης κλίμακας του μητροπολιτικού συστήματος
διοίκησης. Την ανώτατη πολιτική εξουσία κατείχε ο δούκας, ο
οποίος εκλεγόταν από τις επιφανέστερες οικογένειες της Βενετίας.
Έδρα είχε τον Χάνδακα και η θητεία του ήταν διετής. Την εξουσία
του ασκούσε με τη βοήθεια δύο συμβούλων, των οποίων η θητεία
ήταν επίσης δύο χρόνων. Ο δούκας και οι δύο του σύμβουλοι
συνιστούσαν την Αυθεντία της Κρήτης. Στις άλλες πρωτεύουσες
των νομών την εξουσία είχαν ως πολιτικοί διοικητές, οι ρέκτορες,
που όμως κατείχαν και κάποια περιορισμένη στρατιωτική εξουσία.
Ένα άριστα οργανωμένο πλήθος υπαλλήλων ήταν επιφορτισμένο
για την εκτέλεση του έργου της διοίκησης. Οι πιο πολλοί
διορίζονταν απ’ ευθείας από τη Βενετία την οποίαν υπηρετούσαν με
άκρα αφοσίωση. Σημαντική θέση στην υπαλληλική κυριαρχία είχαν
10

οι οικονομικοί υπάλληλοι. Κάθε διαμέρισμα διατηρούσε το δικό του


ταμείο. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές και οι
αστυνόμοι. Οι δημόσιες θέσεις καταλαμβάνονταν αποκλειστικά από
Βενετούς ή από άλλους Ιταλούς. Το μοναδικό επάγγελμα που
επιτρεπόταν στους ντόπιους να ασκούν ήταν αυτό του νοταρίου,
δηλαδή του συμβολαιογράφου.
Αναφορικά με τον στρατιωτικό έλεγχο της Κρήτης, αυτός
επετεύχθη με την ίδρυση φρουρίων σε επίκαιρες θέσεις και με την
ύπαρξη ετοιμοπόλεμου στρατού. Την αρχηγία του στρατού είχε ο
στρατιωτικός διοικητής του Χάνδακα. Την εποπτεία του ναυτικού
είχε ο αρχιναύαρχος του βενετικού στόλου, ο οποίος ήταν στην
κορυφή της ιεραρχίας των αρχών της Κρήτης. Οι Βενετοί
φεουδάρχες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στις γαλέρες ως
κυβερνήτες.
Σε ιδιαιτέρως κρίσιμες περιπτώσεις η Βενετία έστελνε στην
Κρήτη έναν Γενικό Προβλεπτή, με απόλυτες εξουσίες στα
στρατιωτικά ζητήματα. Έτσι με αυτές τις εξουσίες είχε στα χέρια
του απόλυτα τη διοίκηση της Κρήτης. Ο θεσμός αυτός έγινε
μόνιμος από το 1569, όταν ο τουρκικός κίνδυνος ήταν
εμφανέστατος για τη Βενετία. Ο Γενικός Προβλεπτής εκλεγόταν
από τα επισημότερα γένη της Βενετίας. Πολλοί από τους
Προβλεπτές αργότερα, αν είχαν επιτυχημένη πολιτική πορεία,
γίνονταν δόγηδες της μητρόπολης. Οι βενετικές αρχές της Κρήτης
πολλές φορές εξέφραζαν παράπονα στη μητρόπολη για τον
παραγκωνισμό τους από αυτές τις υπερεξουσίες των Γενικών
Προβλεπτών, εν τούτοις όμως ο θεσμό αυτός αποδείχθηκε
πλειστάκις χρήσιμος και σωτήριος σε περιπτώσεις εντόνων
κρίσεων στο νησί. Η θητεία των Προβλεπτών ήταν διετής και με τη
λήξη της θητείας τους υπέβαλλαν λεπτομερή αναφορά στη
μητρόπολη για τα πεπραγμένα τους και για τη γενικότερη
κατάσταση του Βασιλείου της Κρήτης.
11

Κεφάλαιο 2ο -Η αντίσταση του κρητικού λαού κατά των


Βενετών

1. Επαναστάσεις του 13ου αιώνα

Οι Κρητικοί δεν αποδέχθηκαν παθητικά τη στέρηση της εθνικής


και θρησκευτικής τους ελευθερίας από τους αλλόφυλους
κατακτητές. Οι ηγέτες του λαού, οι αρχηγοί των ισχυρών
αρχοντικών οικογενειών του νησιού, πίστευαν απόλυτα στην φυσική
τους εξάρτηση από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η βυζαντινή
αυτοκρατορική ιδέα δεν χάθηκε από το νησί. Οι Κρήτες αμέσως
συνασπίσθηκαν για να αντιταχθούν στον ξένο δυνάστη,
προσπαθώντας να του επιφέρουν όσον το δυνατόν μεγαλύτερα
πλήγματα. Ο ανυπότακτος κρητικός λαός πάλεψε με σθένος κατά
των κατακτητών, υφιστάμενος τρομερές κακώσεις και κακουχίες. Η
αντίσταση, που προβλήθηκε, υπήρξε παροιμιώδης για την ιστορία
της Φραγκοκρατίας. Συνεχώς το νησί τελούσε υπό επαναστατικό
αναβρασμό, λόγω των φιλελευθέρων φρονημάτων των Κρητικών.
Κυρίως όμως στις εκάστοτε συγκρούσεις η Βενετία επικρατούσε,
γιατί είχε πληθώρα υλικών μέσων και γιατί οι Κρήτες άρχοντες
είχαν μεταξύ τους έντονες διαφωνίες και αντιθέσεις, που τις
υπαγόρευαν τα διαφορετικά κατά περίπτωση συμφέροντα του
καθενός από αυτούς.
Για την πρώτη επανάσταση που εκδηλώθηκε το 1211, δεν
υπάρχουν πλήρεις ιστορικές μαρτυρίες. Το πιο πιθανό αίτιο ήταν η
αποστολή και εγκατάσταση στο νησί των πρώτων Βενετών εποίκων
και η αφαίρεση της περιουσίας της Εκκλησίας και των μεγάλων
αρχοντικών οικογενειών της Κρήτης. Οι πρώτοι αυτοί έποικοι
εστάλησαν επί δόγη Πέτρου Ζάνη με σκοπό να εγκατασταθούν στο
νησί και έτσι να ξεκινήσει η οικονομική του εκμετάλλευση.
Έτσι λοιπόν η εξέγερση δεν άργησε να ξεσπάσει. Το επαναστατικό
κίνημα εκδηλώθηκε πρώτα στο Λασίθι, με αρχηγούς τους
Αγιοστεφανίτες ή Αργυρόπουλους. Οι επαναστάτες κυρίευσαν τα
φρούρια της Σητείας και του Μιραμπέλλου και έτσι έγιναν απόλυτοι
κυρίαρχοι της ανατολικής Κρήτης. Ο δούκας τη Κρήτης, Ιάκωβος
Τιέπολο, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους
12

επαναστάτες, ζήτησε βοήθεια από τον δραστήριο και υπερφιλόδοξο


δούκα του Αιγαίου, Μάρκο Σανούδο. Ο Σανούδος αποβιβάσθηκε στο
νησί με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και κατόρθωσε να
καταπνίξει την επανάσταση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι
αρχηγοί της επανάστασης αναγκάστηκαν να εκπατριστούν ή να
δώσουν όρκο υποταγής στη Βενετία.
Ο Τιέπολο αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του προς τον
δούκα Σανούδο και έτσι οι δύο Βενετοί άρχοντες οδηγήθηκαν σε μία
φοβερή πολεμική αναμέτρηση που διήρκεσε για τέσσερα χρόνια. Ο
Μάρκος Σανούδο μετά από ένα τέχνασμα των στρατιωτών του μέσα
στον Χάνδακα κατόρθωσε να κυριεύσει το φρούριο και ο Τιέπολο
κατάφερε να δραπετεύσει και να αποφύγει τη σύλληψη ντυμένος
γυναικεία ενδύματα. Οι δραστηριότητες του Σανούδο
κορυφώθηκαν, αφού κατέλαβε και άλλα επτά φρούρια. Ο Τιέπολο
βρήκε ορμητήριο το φρούριο του Τεμένους (Ρόκα, στο σημερινό
χωρίο Προφήτης Ηλίας του δήμου Τεμένους), ενώ με τον Σανούδο
συνέπραξαν και Κρητικοί με αρχηγό τον επιφανή Αρχοντορρωμαίο
Σεβαστό Σκορδίλη. Η Βενετία απέστειλε ισχυρή βοήθεια με
σύντονες διαδικασίες και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον Τιέπολο
να συγκρουστεί με τους αντιπάλους του και να ανακτήσει τον
Χάνδακα. Ο Σανούδο εγκατέλειψε το νησί, αφού πρώτα
συνομολογήθηκε ειρήνη που υπογράφθηκε το 1212 ή το 1213. Μαζί
του απήλθαν και είκοσι Κρήτες άρχοντες.
Τα επόμενα είκοσι χρόνια η Κρήτη κλυδωνίσθηκε από τρεις
σκληρές επαναστάσεις, με επικεφαλής τους Σκορδίληδες και τους
Μελισσηνούς. Ορμητήριο των επαναστατών ήταν οι δύο ορεινές
επαρχίες του Ρεθύμνου, η Απάνω Σύβριτος και η Κάτω Σύβριτος. Γι’
αυτόν τον λόγο αναφέρονται και ως επαναστάσεις των «δύο
Συβρίτων». Σύντομα όμως επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη δυτική
Κρήτη.
Η αφορμή δόθηκε από τον καστελλάνο του φρουρίου Μονοπάρι
του Ρεθύμνου, Πέτρου Φιλικάνεβου, ο οποίος επέδειξε ληστρική
διαγωγή επιτρέποντας στους υπηρέτες του να κλέψουν άλογα και
φορτηγά ζώα από τα ιπποτροφεία της ισχυρής οικογένειας των
Σκορδίληδων. Ο δούκας Παύλος Κουρίνος, γνωστός για την
παροιμιώδη σκληρότητα και ακαμψία του έναντι των ορθοδόξων
Κρητικών, δεν προχώρησε σε κάποια ενέργεια για να απονέμει
δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει μια μεγάλη
επανάσταση (1217). Η αρχηγία αναλήφθηκε από τον Κωνσταντίνο
Σεβαστό Σκορδίλη και από τον Θεόδωρο και Μιχαήλ Μελισσηνό. Ο
στρατός των Βενετών νικήθηκε επανειλημμένως σε μάχες που
διεξήχθηκαν και, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μεγάλο μέρος
της Δυτικής Κρήτης περιήλθε στα χέρια των επαναστατών. Στην
κεντρική διοίκηση κατέστη σαφές ότι η ένοπλη βία δεν θα οδηγούσε
πουθενά και ότι θα έπρεπε να ακολουθηθεί ο δρόμος της
διπλωματίας και της διαλλακτικότητας με τους Κρητικούς. Επειδή
ήταν ανέφικτο να κατατροπωθούν οι επαναστάτες, ο δούκας
Κουρίνος αντικαταστάθηκε από τον Δομήνικο Δελφίνο ο οποίος
γρήγορα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες. Η
13

συνθήκη υπογράφθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1219. Σύμφωνα με


αυτήν παραχωρήθηκαν στους αρχηγούς της επανάστασης ιπποτικά
φέουδα και προνόμια, απελευθερώθηκαν 75 πάροικοι,
κατοχυρώθηκαν διάφορα προνόμια για τους μοναχούς του μετοχίου
της μονής του Αγίου Ιωάννη της Πάτμου στην Κρήτη (Στύλος
Αποκορώνου) και για πρώτη φορά καθιερώθηκε σύστημα ποινικής
δικαιοσύνης για τους Βενετούς που τυχόν θα αδικούσαν τους
χωρικούς της Κρήτης. Από τη δική τους μεριά οι Κρήτες άρχοντες
ορκίστηκαν πίστη στη Βενετία. Μία σημαντική συνέπεια που
πρόκυψε από τις παραπάνω διαδικασίες ήταν ότι οι Κρήτες
άρχοντες απέσπασαν με δυναμικό τρόπο προνόμια και ότι πέτυχαν
να ισχυροποιήσουν την κοινωνική τους θέση, καθώς ήλθαν σε ίση
βαθμίδα με τους Βενετούς φεουδάρχες. Σταδιακά ξεκίνησε να
δημιουργείται το κρητικό αρχοντολόγιο, η λεγόμενη «Κρητική
Ευγένεια» (nobiles Cretensi), η αναγνώριση δηλαδή των
αριστοκρατικών γενών της Κρήτης.
Μία νέα αποστολή Βενετών εποίκων στην Κρήτη (1222)
πυροδότησε μία εξέγερση, με επικεφαλής τους Θεόδωρο και Μιχαήλ
Μελισσηνούς. Ο δούκας Παύλος Κουρίνος, που είχε διορισθεί ξανά
την 8η Ιανουαρίου 1223, εκτελώντας εντολή της Βενετίας, έκλεισε
συνθήκη με τους αρχηγούς της επανάστασης και τους παραχώρησε
δύο νέα ιπποτικά φέουδα (1223).
Μετά από κάποια χρόνια (1228) σημειώθηκε μία νέα και σοβαρή
επανάσταση, με ευρύτερο χαρακτήρα, με αρχηγούς ξανά τις
οικογένειες των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών. Μαζί τους
τάχθηκαν και δύο άλλες αρχοντικές οικογένειες Κρητών, οι
Αρκολέοι και οι Δρακοντόπουλοι. Ο δούκας της Κρήτης Ιωάννης
Στορλάδος δεν είχε τη δυνατότητα να καταστείλει την επανάσταση
και κάλεσε σε βοήθεια τον δούκα Αιγαίου Άγγελο Σανούδο, γιο του
Μάρκου Σανούδου. Ο δούκας του Αιγαίου ανταποκρίθηκε στο
κάλεσμα και ήλθε στην Κρήτη, όπου πολέμησε με απαράμιλλη
γενναιότητα και θάρρος. Ο ίδιος ήταν που έκτισε το φρούριο της
Σούδας.
Οι Κρητικοί έστειλαν αντιπροσώπους τους στον αυτοκράτορα της
Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, προσφέροντάς του το νησί και παράλληλα
ζητώντας στρατιωτική βοήθεια. Ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε
πρόθυμα σε αυτήν την έκκληση και έδωσε από τη Λέσβο, που
υπαγόταν στην επικράτειά του, 33 πλοία στους επαναστάτες όπως
και σημαντική στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τον Μέγα Δούκα
Ιωάννη, που δεν ήταν όμως ικανή για να επιφέρει ένα αξιόλογο
αποτέλεσμα. Εν τούτοις ο Άγγελος Σανούδο επέδειξε απρόθυμη
στάση να συνεχίσει τις συγκρούσεις με τους Κρητικούς, εν μέρει
γιατί ήταν συγγενής με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας εν μέρει
γιατί δωροδοκήθηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Οι Κρητικοί ενισχυμένοι από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα,
μετά από κάποιες επιτυχίες, πολιόρκησαν και κυρίευσαν τα φρούρια
του Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου, Καινούριου. Το φρούριο του
Μονοφατσίου πολιορκήθηκε, αλλά επειδή ο βυζαντινός στόλος
κινδύνευε με πλήρη καταστροφή από τις ισχυρές προσβολές του
14

βενετικού στόλου, αποχώρησε. Λιγοστά απομεινάρια έμειναν στην


Κρήτη από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του Βατάτζη, οι
λεγόμενοι Ανατολικοί, οι οποίοι συνέχισαν έναν μάταιο αγώνα.
Η επανάσταση έληξε με συνθηκολόγηση ανάμεσα στα δύο
αντιμαχόμενα μέρη. Υπογράφθηκαν τρεις αλλεπάλληλες συνθήκες
(1223, 1234, 1236) σύμφωνα με τις οποίες οι αρχηγοί Νικόλαος
Σεβαστός Δαιμονογιάννης και Μιχαήλ Μελισσηνός απέσπασαν την
παραχώρηση φεούδων και προνομίων, ενώ εξασφάλισαν την
προστασία των παροίκων. Η οικογένεια των Δρακοντοπούλων δεν
αποδέχθηκε τις συνθήκες αυτές και έτσι εκ των πραγμάτων
ανακηρύχθηκαν κοινοί εχθροί και για τις δύο συνθηκολογήσασες
πλευρές. Οι Δρακοντόπουλοι ενώθηκαν με τους Ανατολικούς και
πολέμησαν μαζί τους στην ανατολική Κρήτη. Τέλος, λόγω του
αδιεξόδου που τους έφερε ο αγώνας τους, έγινε συμφωνία να
εγκαταλείψουν οι Ανατολικοί το φρούριο του αγίου Νικολάου και τα
μέλη της οικογένειας των Δρακοντοπούλων να μετοικήσουν στο
Μονοφάτσι, όπου έζησαν εκεί υπό επιτήρηση. Οι Ανατολικοί
εγκατέλειψαν την Κρήτη ανενόχλητοι με προορισμό την Μικρά
Ασία.
Το χρονικό διάστημα 1236-1260 υπήρξε μία ειρηνική και ατάραχη
περίοδος. Ένα όμως καθοριστικό και κομβικό χρονικό σημείο ήταν
το 1261, όταν τα στρατεύματα του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, με
στρατηγό τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, κατόρθωσαν και ανέκτησαν
την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε
για την Κρήτη μία σειρά επαναστατικών κινημάτων με χαρακτήρα
εθνικό. Όταν ολοκλήρωσε τα αλυτρωτικά του σχέδια ο Μιχαήλ
Παλαιολόγος, αποφάσισε ότι η Κρήτη έπρεπε να προστεθεί στην
επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για να βολιδοσκοπήσει
την κατάσταση στην Κρήτη, έστειλε στο νησί κάποιον Στέγγο, ο
οποίος είχε στην κατοχή του επιστολές προς τους Κρήτες άρχοντες
Γεώργιο Χορτάτζη και Μιχαήλ Σκορδίλη Ψαρομήλιγγο. Το
αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει νέα επανάσταση με αρχηγούς τους
Σκορδίληδες, τους Χορτάτζηδες και την οικογένεια των
Μελισσηνών. Το κίνημα υποστηριζόταν και από τον γηγενή
πληθυσμό, γιατί έβλεπε στο πρόσωπο του νέου αυτοκράτορα το
μοναδικό νόμιμο φορέα πολιτικής εξουσίας στην Κρήτη και ότι ήταν
η δύναμη που θα συνέδεε την Εκκλησία της Κρήτης με τη μητέρα-
Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Οι πολεμικές επιχειρήσεις
διήρκεσαν για τέσσερα χρόνια και ήταν αιματηρότατες. Η
μεγαλύτερη όμως δυσχέρεια ήταν ότι η βοήθεια που είχε υποσχεθεί
να αποστείλει ο Μιχαήλ Β’ Παλαιολόγος δεν κατέφθασε ποτέ, γιατί
ο ίδιος είχε εμπλακεί σε πολλά μέτωπα, που δεν του επέτρεπαν να
συνδράμει αποτελεσματικά τους Κρήτες επαναστάτες. Σταδιακά, οι
επαναστάτες απομονώθηκαν μέσα στην Κρήτη, καθώς ο ισχυρός
Αρχοντορρωμαίος Αλέξιος Καλλέργης, για να μην χάσει τα
προνόμια που του είχαν αποδοθεί, τήρησε απροκάλυπτα
φιλοβενετική στάση και δεν ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο
Καλλέργης, όπως θα δούμε και παρακάτω, τήρησε γενικά μια
επαμφοτερίζουσα στάση έναντι των Βενετών, και δεν συνέπραττε
15

σε επαναστατικές ενέργειες παρά μόνο αν θίγονταν αναφανδόν τα


οικονομικά του συμφέροντα. Το αποτέλεσμα της επανάστασης ήταν
να υπογραφεί τελικά συνθήκη το 1265, με την οποία η Βενετία
χορήγησε αμνηστία, επικύρωσε παλαιότερα προνόμια που είχε
χορηγήσει σε Κρητικούς άρχοντες, ενώ παραχώρησε και δύο νέα
ιπποτικά φέουδα στους αρχηγούς της επανάστασης. Για τον
απεσταλμένο του αυτοκράτορα Μιχαήλ, τον Στέγγο, εγγυήθηκαν
την ασφαλή αποχώρησή του από την Κρήτη, ενώ από την άλλη
πλευρά ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος αναγνώρισε τα κυριαρχικά
δικαιώματα της Βενετίας στην Κρήτη. Ανεξαρτήτως από τις
συγκρούσεις μεταξύ των δύο μερών και ό,τι έκβαση κι αν είχαν, οι
Βενετοί ακολούθησαν μια πολιτική κατευνασμού και διαλλακτικής
στάσης έναντι των Κρητών αρχόντων, καθώς γνώριζαν καλά ότι οι
τελευταίοι θεωρούνταν από τον εντόπιο πληθυσμό οι φυσικοί του
ηγέτες και ότι έτσι θα μπορούσαν να τους επιφέρουν μεγάλη ζημιά
αν τον κινητοποιούσαν συνεχώς να αναλαμβάνει πολεμική
δραστηριότητα.
Το επόμενο έτος (1266) στον Χάνδακα ξέσπασαν ταραχές, που
ανησύχησαν τις βενετικές αρχές. Ισχυροί Κρητικοί, όπως ο Αλέξιος
Καλλέργης και οι αδελφοί Γεώργιος και Θεόδωρος Χορτάτζης,
κατέστρωναν τα σχέδια για μια νέα επανάσταση, εκμεταλλευόμενοι
το γεγονός ότι η Βενετία εκείνο τον καιρό είχε εμπλακεί σε πόλεμο
με τη Γένουα. Ο Καλλέργης για ακόμη μία φορά υποχώρησε και ο
νέος δούκας Ιωάννης Μπελένιο προβάλλοντας σθεναρή στάση
απάλειψε το ενδεχόμενο για μια νέα επανάσταση.

Η επανάσταση των αδελφών Χορτάτζηδων

Η πρώτη μεγάλη επανάσταση εθνικού χαρακτήρα, εκδηλώθηκε το


1272. Τα αίτια ήταν μάλλον οι αυθαιρεσίες των Βενετών, όπως η
δολοφονία ενός Έλληνα από δύο Βενετούς στον Χάνδακα, η οποία
παρέμεινε ατιμώρητη από τις αρχές. Οι συγγενείς και φίλοι του
αποθανόντος συγκεντρώθηκαν γύρω από το μέγαρο του δούκα και
ζήτησαν την καταδίκη των φονιάδων, γιατί υποστήριξαν ότι ο
φόνος ήταν προμελετημένος. Οι Αρχές, επειδή αρχικά φοβήθηκαν
μήπως γενικευθεί η αναταραχή, δικαιολογήθηκαν λέγοντας ότι θα
αποδώσουν δικαιοσύνη και ότι οι φονιάδες θα εντοπιστούν. Επειδή
όμως οι διαδικασίες δεν προχωρούσαν, η αναταραχή διογκώθηκε
και έτσι οι κάτοικοι των περιχώρων του Χάνδακα συγκεντρώθηκαν
με τον σκοπό να πολιορκήσουν την πόλη, αν δεν συλλαμβάνονταν οι
φονιάδες. Η διοίκηση διέταξε την διάλυσή τους, αλλά επειδή οι
οργισμένοι Κρητικοί δεν υποχωρούσαν, ο στρατός της πόλης
εφόρμησε εναντίον τους και συνέλαβε ορισμένους από αυτούς,
σκορπίζοντας και το υπόλοιπο πλήθος. Οι συλληφθέντες
οδηγήθηκαν στην αγχόνη και έτσι πίστεψαν οι Βενετοί ότι
τερματίστηκε και αυτή η κρίση.
Ο επαναστατικός όμως αναβρασμός δεν έπαυσε να διακατέχει
τους Κρητικούς. Έτσι οι Ρεθυμνιώτες αδελφοί Γεώργιος και
Θεόδωρος Χορτάτζης, άνδρες γενναιότατοι, πατριδολάτρες και
16

εξαιρετικά ανδρείοι, ανέλαβαν την αρχηγία του νέου αγώνα, που


είχε ως αφετηρία την ανατολική Κρήτη. Ορμητήριο των
επαναστατών ήταν το οροπέδιο Λασιθίου. Το μελανό σημείο όμως
της όλης υπόθεσης ήταν ότι ο Αλέξιος Καλλέργης ζήτησε από τον
δούκα Μπελένιο να τον χρίσει αρχιστράτηγο, ώστε να
αντιμετωπιστούν με τη δική του στρατηγική οι επαναστάτες. Η
πράξη του αυτή αφορμήθηκε από την διάθεσή του να καταδείξει σε
όλους τους Κρητικούς ότι ήταν ο μόνος ισχυρός του νησιού και έτσι
να αναγνωρισθεί η ηγετική του θέση. Δυστυχώς, όμως προσπάθησε
να το κάνει αυτό προσχωρώντας στην πλευρά των κατακτητών
Βενετών, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προστάτευε τα
συμφέροντά του. Δείχνοντας λοιπόν την προδοτική στάση του,
συγκέντρωσε στρατό αποτελούμενο από οπαδούς του και
διάφορους μισθοφόρους, ο οποίος ενώθηκε με τον στρατό των
Βενετών. Μαζικά λοιπόν εξεστράτευσαν κατά των Χορτάτζηδων,
τους οποίους συνάντησαν με τον στρατό τους στις όχθες του
ποταμού Αποσελέμη κοντά στην Χερσόνησο. Συνάφθηκε τρομερή
μάχη κατά την οποία οι επαναστάτες νικήθηκαν κατά κράτος και
απωθήθηκαν προς το οροπέδιο του Λασιθίου.
Παράλληλα, φονικότατες μάχες διεξήχθηκαν στην Μεσαρά, όπου
λόγω της απώλειας του δούκα της Κρήτης αλλά και πολλών
Βενετών ευγενών, λίγο έλειψε να κριθεί ο αγώνας υπέρ των
επαναστατημένων Κρητών (1276). Ο Γεώργιος Χορτάτζης τόλμησε
και ένα ιδιαίτερο ριψοκίνδυνο εγχείρημα: πολιόρκησε τον Χάνδακα
με τα στρατεύματά του και έφερε τους Βενετούς σε δυσχερέστατη
θέση. Όλα όμως απέβησαν άκαρπα, γιατί οι προσωπικές διαφωνίες
των αρχηγών, η έλλειψη εφοδίων και η κατάφωρη σύμπραξη του
Αλεξίου Καλλέργη με τους Βενετούς, οδήγησαν την επανάσταση σε
αποτυχία. Η Βενετία δεν έμεινε άπρακτη. Άμεσα έστειλε
οργανωμένη στρατιωτική δύναμη στην Κρήτη, με τη βοήθεια της
οποίας κατόρθωσε ο νέος δούκας του νησιού, Μαρίνος Γραδενίγος,
να καταστείλει και αυτήν την επανάσταση οριστικά πια το 1278.
Η επανάσταση αυτή των Χορτάτζηδων δεν κατέληξε σε
συμβιβασμό, όπως με την παραχώρηση προνομίων ατομικών ή
συλλογικών ή με την παραχώρηση φεούδων, γιατί η στοχοθεσία της
ήταν εξ αρχής εθνική, εμφορείτο από υψηλά ιδανικά και είχε σκοπό
απελευθερωτικό. Μετά όμως την αποτυχία της, οι Χορτάτζηδες
επικηρύχθηκαν και, για να μην συλληφθούν από τους Βενετούς,
κατέφυγαν στην Μικρά Ασία μαζί με πολλούς άλλους Κρήτες
επαναστάτες. Στην Κρήτη η Βενετία επέβαλε ένα πρόγραμμα
φοβερών και απηνεστάτων αντεκδικήσεων προς παραδειγματισμό
και εκφοβισμό.

Η επανάσταση του Αλεξίου Καλλέργη (1282-1299)

Το έτος 1282 εξερράγη η σκληρότερη και μεγαλύτερης κλίμακας


επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας κατά των Βενετών.
Υποκινητής και ψυχή αυτής της επανάστασης υπήρξε, κατά
παράδοξο τρόπο, ο Αλέξιος Καλλέργης. Ο Καλλέργης ήταν ο
17

επιφανέστερος Κρητικός της εποχής του σε οικονομική δύναμη


αλλά και σε φήμη. Είλκε την καταγωγή του από τη μεγάλη
βυζαντινή οικογένεια των Φωκάδων, που είχαν έντονη τη βυζαντινή
συνείδηση και στο οικόσημό τους έφεραν τον δικέφαλο αετό. Το
επώνυμό του μάλλον ότι του δόθηκε κατ’ ευφημισμόν από τους
Βενετούς, ως ο εργάτης του καλού, αφού πολλές ήταν οι φορές που
τους είχε επικουρήσει με ό,τι μέσα διέθετε για να καταστείλουν
επαναστάσεις.
Ο Καλλέργης εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο κατά την
επανάσταση του 1262. Υιοθέτησε καιροσκοπική πολιτική υπέρ των
Βενετών, παρουσιάζοντας τον εαυτό του άλλοτε ως φίλο και
άλλοτε ως εχθρό των Βενετών. Προϊόντος του χρόνου, κατάφερε να
δημιουργήσει μία τεράστια περιουσία με την αμφιλεγόμενή του
στάση και να καταστεί σεβαστός και υπολογίσιμος τόσο από τους
Βενετούς, όσον και από τους υπόλοιπους Κρητικούς. Το φέουδό του
ήταν στην επαρχία Μυλοποτάμου και από εκεί είχε τη δυνατότητα
να ελέγχει ολόκληρη την Κρήτη. Ήταν ένας άνδρας με μεγάλα
χαρίσματα, ανδρεία, στρατηγικό νου, σύνεση και παροιμιώδη
ευγλωττία. Ήταν ένας χαρακτήρας αντιφατικός όμως, που τον
διείπε εγωισμός, ισχυρογνωμοσύνη και φιλαρχία, στοιχεία που
πολλές φορές τον κυρίευαν και έβλαπταν τα οποιαδήποτε
πατριωτικά του αισθήματα. Απολαμβάνοντας τα προνόμια που του
είχαν παραχωρήσει οι Βενετοί, δεν επιθυμούσε καθόλου να τα
θυσιάσει επιδιώκοντας ανώτερα ιδανικά για την εθνική
αποκατάσταση των συμπατριωτών του, όπως γενναία έπραξαν οι
αδελφοί Χορτάτζηδες.
Ο αντιφατικός του χαρακτήρας εφάνη εναργώς, όταν,
συνεργαζόμενος με τους Βενετούς, επέτυχε την οριστική
απομάκρυνση των Χορτάτζηδων από την Κρήτη το 1278 και έτσι
παρέμεινε ο μόνος Κρητάρχης, ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του
νησιού, χωρίς να έχει άλλους ανταγωνιστές.
Οι Βενετοί δεν τήρησαν τις συμφωνίες των προηγουμένων ετών
και επειδή προσπάθησαν να περιορίσουν την ολοένα και αυξανόμενη
δύναμη του Καλλέργη, αυτό πυροδότησε την έκρηξη μιας μεγάλης
επανάστασης που κράτησε για 17 συναπτά έτη. Υφίσταται η άποψη
ότι τη συγκεκριμένη επανάσταση την υποδαύλισε ο αυτοκράτορας
Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη βενετο-
ανδεγαβική συμμαχία και να δημιουργήσει στην Κρήτη έναν
αντιπερισπασμό.
Η επανάσταση έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Με τον Καλλέργη
συνέπραξαν επιφανείς Κρήτες άρχοντες, όπως οι Βαρούχες, οι
Γαβαλάδες και οι Βλαστοί. Το κέντρο των επαναστατών ήταν ο
Μυλοπόταμος στο Ρέθυμνο, αλλά η φλόγα της επανάστασης
απλώθηκε ταχύτατα σε όλο το νησί, με τον αγώνα να προσλαμβάνει
τη μορφή ανταρτοπολέμου.
Οι Βενετοί δοκίμασαν να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα των
επαναστατών, κάνοντας επίδειξη δύναμης και λαμβάνοντας μέτρα
τρομοκράτησης κατά του πληθυσμού. Μοναστήρια
καταστρέφονταν, οι αιχμάλωτοι τιμωρούνταν με αποτρόπαια
18

βασανιστήρια και το οροπέδιο Λασιθίου ανακηρύχθηκε ακατοίκητος


τόπος, με την απαγόρευση ακόμη και της νομής ποιμνίων σ’ αυτό,
γιατί πάντοτε ήταν το καταφύγιο και το ορμητήριο των
επαναστατών (1284). Επίσης, αποπειράθηκαν να συλλάβουν με
πανουργία τον Καλλέργη και τους άλλους αρχηγούς, αλλά χωρίς
κανένα αποτέλεσμα.
Για μια δεκαετία συγκροτήθηκαν πολλές και αμφίρροπες μάχες. Η
Βενετία για να βοηθήσει τις τοπικές αρχές έστελνε συνεχώς
στρατιωτικές επικουρίες και υλικά εφόδια, χωρίς όμως να
επιτευχθεί κανένα αποτέλεσμα.
Το 1296 η Βενετία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί οι
Γενουάτες επεχείρησαν να αποσπάσουν την δυτική Κρήτη. Ο
Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια κατέλαβε και πυρπόλησε τα Χανιά
ζητώντας παράλληλα τη βοήθεια του Αλεξίου Καλλέργη, με την
υπόσχεση ότι, αν το εγχείρημά τους είχε αίσια έκβαση, θα τον
αναγνώριζε ως κληρονομικό ηγεμόνα στην Κρήτη. Στη δεδομένη
περίσταση ο Αλέξιος Καλλέργης δεν θέλησε να συμπράξει με τους
Γενουάτες και αυτό ήταν ένα δείγμα της τάσης του για
συνδιαλλαγή με τη Βενετία. Ο Καλλέργης υποχώρησε, λόγω και της
εξαντλητικής διάρκειας των συγκρούσεων, και έτσι η επανάσταση
έφθασε στο τέλος της.
Η επανάσταση τερματίστηκε με τη Συνθήκη που υπογράφθηκε
ανάμεσα στα δύο μέρη στις 28 Απριλίου 1299 (Pax Alexii Callergi).
Ήταν μία πράξη ύψιστης σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων
μεταξύ Κρητών και Βενετών. Τα δικαιώματα των Κρητών για
πρώτη φορά σταθεροποιήθηκαν. Ο Καλλέργης τήρησε πιστά και
απαρέγκλιτα τους όρους της συνθήκης και όρκισε και τους
απογόνους του να κάνουν το ίδιο.
Η συνθήκη αποτελείτο από 33 άρθρα, υπογράφθηκε από τον δούκα
της Κρήτης Μιχαήλ Βιτάλη και επικυρώθηκε αμέσως από την
μητροπολιτική διοίκηση της Βενετίας. Οι κυριώτεροι όροι ήταν οι
εξής:

1. Δόθηκε γενική αμνηστία και παραχωρήθηκαν πίσω τα


κτήματα που είχαν δημευθεί με την κήρυξη της επανάστασης.
2. Στον Καλλέργη αναγνωρίστηκαν όλα τα δικαιώματα, που είχε
πριν την επανάσταση, και επίσης παραχωρήθηκαν τέσσερα
ακόμη ιπποτικά φέουδα δυτικά του όρους Στρούμπουλας
(δυτικά του σημερινού Ηρακλείου). Επιπλέον, του
αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να παραχωρεί ο ίδιος φέουδα και
προνόμια σε άλλους, όπως και το δικαίωμα να εκτρέφει
πολεμικούς ίππους.
3. Οι επιγαμίες μεταξύ Κρητών και Λατίνων επιτράπηκαν.
4. Δόθηκε φορολογική ατέλεια για τα χρέη που είχαν οι
επαναστάτες, με τη δυνατότητα να πληρωθούν μέσα σε μια
διετία.
5. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων, που σύστησε ο Καλλέργης
κατά τη διάρκεια της επανάστασης, θεωρήθηκαν έγκυρες.
19

6. Απελευθερώθηκαν 100 βιλλάνοι (χωρικοί), που είχαν


συλληφθεί επειδή είχαν βοηθήσει τους επαναστάτες.
7. Στον ίδιο τον Καλλέργη παραχωρήθηκαν τα μοναστήρια του
δημοσίου δυτικά του βουνού Στρούμπουλας.
8. Επίσης, παραχωρήθηκε στον Καλλέργη το δικαίωμα να
μισθώνει τα μοναστήρια της Λατινικής Αρχιεπισκοπής Κρήτης
στην περιοχή του Στρούμπουλα με προνομιακούς όρους.
9. Εξαιρετικώς ενδιαφέροντα ήταν τα άρθρα που αναφέρονταν
στα εκκλησιαστικά πράγματα. Επιτράπηκε στον Καλλέργη να
εγκαταστήσει ορθόδοξο επίσκοπο στην επισκοπή Αγρίου και
να μισθώσει τις επισκοπές Μυλοποτάμου και Καλαμώνος
(Ρέθυμνο). Η επισκοπή Αγρίου ονομάστηκε επισκοπή
Καλλεργιουπόλεως. Αναφέρεται και ορθόδοξος επίσκοπος σ’
αυτήν, ο Αλέξανδρος Καλλιέργης. Η έδρα της επισκοπής ήταν
πιθανώς ο σημερινός οικισμός Αγρίδια στην επαρχία
Μυλοποτάμου.

Με την υπογραφή της συνθήκης ο Καλλέργης απέκτησε


τεράστια δύναμη και επιβολή, αφού έτσι αναδείχθηκε ο μόνος
νόμιμος ηγέτης των ορθοδόξων στην Κρήτη. Κάποιος
κωδικογράφος, πρόσφυγας στην Κρήτη από την Έφεσο σημείωσε
σε ένα χειρόγραφο (πατμιακός κώδικας αρ. 891) στις 18
Σεπτεμβρίου 1310 ότι το τελείωσε «ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ
μεγάλου βασιλέως τοῦ κυροῦ Ἀνδρονίκου καὶ τοῦ αὐθέντου τῆς
Κρήτης κυροῦ Ἀλεξίου Καλλέργη».
Ο Καλλέργης τήρησε πιστότατα τους όρους της συνθήκης και
θεωρήθηκε φίλος της Βενετίας. Το όνομα της οικογένειάς του
αναγράφθηκε στη Χρυσή Βίβλο της βενετικής ευγένειας. Δείγμα
της απόλυτης συμμόρφωσης του Καλλέργη προς τη συνθήκη
αποτέλεσε και η παρέμβασή του να σταματήσει τους
συμπατριώτες του να επαναστατήσουν, όταν κάποιοι Κρητικοί
σκέφτηκαν να εκμεταλλευθούν τη ρευστή κατάσταση που
δημιούργησε ο σεισμός της 8ης Αυγούστου του 1303. Οι Βενετοί
είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Καλλέργη, που
μερικές φορές τον προέτρεπαν να συνδράμει στη συλλογή
πληροφοριών για τον εντοπισμό και τη σύλληψη επαναστατών.
Πολλοί επιφανείς Κρητικοί εξοργίσθηκαν με την έκδηλα
φιλοβενετική στάση του Καλλέργη, οι οποίοι τον κατηγόρησαν
για προδοσία και ιδιοτέλεια, όπως επίσης προσπάθησαν να τον
δολοφονήσουν στον Μυλοπόταμο. Ο Αλέξιος Καλλέργης διέμενε
τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον Χάνδακα. Όμως οι
επαναστάτες κατάφεραν να δολοφονήσουν τον γιο του Ανδρέα
μαζί με πολλούς υποτακτικούς του. Ο Αλέξιος Καλλέργης πέθανε
το 1321 και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης
των Σιναϊτών του Χάνδακα.
2. Επαναστάσεις του 14ου αιώνα

Παρά τις ρυθμίσεις της συνθήκης του Καλλέργη οι αυθαιρεσίες


των Βενετών δεν σταμάτησαν. Είχε εκδηλωθεί το 1319 μία νέα
20

επανάσταση στα Σφακιά. Η αφορμή ήταν μια προσβολή που


έκανε ο Βενετός φρούραρχος Καπελλέτος σε μια κόρη της
οικογένειας των Σκορδίληδων. Ο συγκεκριμένος φρούραρχος
ήταν ο επικεφαλής της φρουράς του μικρού βυζαντινού φρουρίου
που βρισκόταν στον Μπροσγιαλό των Σφακίων. Ερωτευμένος με
την κόρη κάποιου από την οικογένεια των Σκορδίληδων, η οποία
ονομαζόταν Χρυσομαλλούσα, της επιτέθηκε στον δρόμο και την
φίλησε, όμως επειδή αυτή τον χαστούκισε, έσυρε το ξίφος του
και της έκοψε τα μαλλιά. Οι συγγενείς της κοπέλας σκότωσαν
τον φρούραρχο και πολλούς άνδρες της φρουράς του,
κηρύσσοντας εν συνεχεία την επανάσταση. Τα μέλη της
οικογένειας των Σκορδίληδων κατέφυγαν στο φαράγγι της
Σαμαριάς όπου εκεί οργάνωσαν την άμυνά τους. Οι βενετικές
αρχές έστειλαν αμέσως στρατό εναντίον τους για να τους
χτυπήσουν. Πολλοί Κρητικοί από τις δυτικές επαρχίες έσπευσαν
να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Σφακιανούς. Ο δούκας
της Κρήτης Ιουστινιάνης απέστειλε ισχυρές στρατιωτικές
δυνάμεις για να καταπνίξει την επανάσταση, η οποία έλαβε
τέλος μόνο με την ενεργή και απροκάλυπτη βοήθεια του Αλεξίου
Καλλέργη προς τους Βενετούς.
Την ίδια χρονιά σημειώθηκαν και άλλα μικρότερα στασιαστικά
κινήματα, με επικεφαλής τους Βαρούχες και τους Βλαστούς. Όλα
όμως αυτά τα κινήματα τερματίστηκαν, πάντα με την επέμβαση
του Αλεξίου Καλλέργη υπέρ των Βενετών.
Ως το 1333 στο νησί επικρατούσε ησυχία και εσωτερική
ομαλότητα. Δεν άργησε όμως να δοθεί η αιτία για το ξέσπασμα
μιας νέας επανάστασης. Ο νέος δούκας Βλάσιος Ζίνο επέβαλε
έκτακτη εισφορά για να ναυπηγηθούν και να συντηρηθούν
πολεμικές γαλέρες, με σκοπό την καταδίωξη πειρατών, που με
τους στολίσκους τους λυμαίνονταν τα κρητικά παράλια.
Η πρώτη επίσημη διαμαρτυρία σημειώθηκε στο χωριό
Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, όπου 400 συγκεντρωμένοι άνδρες
έδωσαν όρκο να αντισταθούν στις νέες φορολογικές
επιβαρύνσεις. Οι κάτοικοι των δυτικών επαρχιών τάχθηκαν μαζί
τους και έτσι εξερράγη η καινούρια επανάσταση. Τη γενική
αρχηγία της επανάστασης ανέλαβαν ο Βάρδας Καλλέργης, ο
Νικόλαος Πρικοσιρίδης και οι τρεις γενναίοι αδελφοί
Συρόπουλοι. Το νέο κίνημα επικράτησε γρήγορα και οι αρχηγοί
πήραν την απόφαση να επιτεθούν στον Χάνδακα.
Οι Βενετοί βοηθήθηκαν πάλι από την οικογένεια των
Καλλεργών, και ιδιαίτερα από τον γιο του Αλεξίου Καλλέργη,
Γεώργιο, του οποίου η διαγωγή υπήρξε άκρως προδοτική. Το
1334 η επανάσταση έληξε, οι πρωταγωνιστές συνελήφθησαν και
θανατώθηκαν, και οι Μαργαρίτες Μυλοποτάμου πυρπολήθηκαν.
Οι Βενετοί εξόρισαν τις οικογένειες των επαναστατών το 1335
και αποφάσισαν να παραμείνουν ισόβια στη φυλακή τα παιδιά και
οι αδελφοί του Βάρδα Καλλέργη, προς παραδειγματισμό. Επίσης,
απαγόρευσαν σε ξένους ορθοδόξους κληρικούς να παραμένουν
στο νησί για ευνόητους λόγους. Για να επιφέρουν διχασμό στον
21

λαό της Κρήτης, προσέφεραν χρηματικές αποζημιώσεις σε όσους


Κρητικούς έμειναν πιστοί στη Βενετία κατά τη διάρκεια της
επανάστασης.
Επτά χρόνια μετά την επανάσταση του Βάρδα Καλλέργη
εκδηλώθηκε νέο επαναστατικό κίνημα, αρχικά στον Αποκόρωνα,
έπειτα στα Σφακιά, στον Μυλοπόταμο και στην Μεσαρά. Η
επανάσταση υποκινήθηκε από τον Λέοντα Καλλέργη, γιο ή
εγγονό του Αλεξίου Καλλέργη, έναν ευγενή και φιλόπατρι νεαρό,
από τους λίγους πάντως Καλλέργηδες που δεν επέδειξε
προδοτική συμπεριφορά. Ο Λέων, που υποδυόταν τον φίλο των
Βενετών, με μυστικές επιστολές υποκίνησε τον Κώστα Σμυρίλιο
και τους γιους του Μιχαήλ και Ιωάννη να επαναστατήσουν στον
Αποκόρωνα. Σ’ αυτήν την επαναστατική πρόσκληση
ανταποκρίθηκαν και άλλοι αρχηγοί από γνωστές αρχοντικές
οικογένειες, οι Μελισσηνοί, οι Σκορδίληδες, οι Σεβαστοί και οι
Ψαρομήλιγγοι.
Οι Βενετοί βοηθήθηκαν από τον ομώνυμο νεώτερο εγγονό του
Αλεξίου Καλλέργη. Αυτός κατόρθωσε να συλλάβει τους
Σμυρίλιους, οι οποίοι με τη σειρά τους κατέδωσαν τον Λέοντα
Καλλέργη και αποκάλυψαν στους Βενετούς την ύπαρξη μυστικών
επιστολών, που τους είχε αποστείλει στον Αποκόρωνα. Οι
Σμυρίλιοι θανατώθηκαν και ο δούκας Ανδρέας Κορνάρος
συνέλαβε με δόλο τον Λέοντα. Του επεφύλαξε όμως έναν φρικτό
θάνατο: τον έκλεισε σε έναν σάκο και τον έριξε στη θάλασσα.
Μετά τον αποτρόπαιο θάνατο του Λέοντος Καλλέργη οι
συγγενείς του οι Καψοκαλύβες, δηλαδή τα αδέλφια Ιωάννης και
Μιχαήλ Ψαρομήλιγγοι, συνέχισαν με μεγαλύτερο πάθος την
επανάσταση. Έχοντας ως ορμητήριο τα σφακιανά όρη,
κατέλαβαν τις ορεινές περιοχές του Ρεθύμνου και πολιόρκησαν
στον Μυλοπόταμο, τον Αλέξιο Καλλέργη τον νεώτερο, ο οποίος
είχε εκστρατεύσει εναντίον τους. Παραλλήλως, άρχισαν να
κινητοποιούνται και άλλοι αρχηγοί.
Η επανάσταση κρίθηκε σε μια μάχη στην πεδιάδα της
Μεσαράς, όπου εκεί ο δούκας παρέσυρε σε ενέδρα τους
Καψοκαλύβες και συνέτριψε τις δυνάμεις τους. Ο Ιωάννης
σκοτώθηκε στη μάχη, ενώ ο Μιχαήλ, πληγωμένος από ένα βέλος,
διέταξε έναν υποτακτικό του να τον αποκεφαλίσει και να πάει το
κεφάλι στους Βενετούς για να σωθεί αυτός.
Μετά από την αιματηρότατη μάχη στη Μεσαρά, όπου πέθαναν
οι γενναίοι Ψαρομήλιγγοι, η επανάσταση καταπνίγηκε στο
Ρέθυμνο και στην υπόλοιπη δυτική Κρήτη το 1347. Οι Βενετοί,
ακολουθώντας τη γνωστή τακτική εκφοβισμού και
τρομοκρατίας, έστειλαν γυναικόπαιδα στη Βενετία και υπέβαλαν
σε τρομερά βασανιστήρια τους διάφορους ενόχους και
υπόπτους.
Η Βενετία, για να καταφέρει να επιβάλει την ειρήνη και να
αποκαταστήσει τα πράγματα, έστειλε το ίδιο έτος στο νησί
τρεις Προβλεπτές, τον Νικόλαο Φαλέδρο, τον Ιουστινιανό
22

Ιουστινιάνη και τον Ανδρέα Μοροζίνι, έχοντας μαζί τους ισχυρές


στρατιωτικές δυνάμεις και υλικά εφόδια.

Η αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-1366)

Ένα γεγονός που συγκλόνισε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της


Βενετίας και είχε ολέθριες συνέπειες για την Κρήτη από την
άποψη της σχέσης του ντόπιου στοιχείου με τους κατακτητές,
ήταν η επανάσταση των Βενετών φεουδαρχών της Κρήτης κατά
της μητρόπολης. Είναι γνωστή και ως αποστασία του Αγίου
Τίτου. Οι Βενετοί φεουδάρχες της Κρήτης διαμαρτύρονταν για
τις φορολογικές καταπιέσεις που τους επέβαλε η μητρόπολη και
ότι υποτιμούνταν σε σχέση με τους ευγενείς της Βενετίας. Κατά
κάποιο τρόπο θεωρούνταν ευγενείς δεύτερης κατηγορίας. Η
μητρόπολη δεν θέλησε να εκπληρώσει τα αιτήματά τους και έτσι
δημιουργήθηκαν σοβαρές αντιδράσεις. Σταδιακά αναδύθηκε η
ιδέα της αυτονομίας.
Αφορμή για μια πιο δυναμική αντίδραση δόθηκε όταν
επιβλήθηκε μια νέα φορολογία το 1363, με σκοπό να
επισκευασθεί το λιμάνι του Χάνδακα. Οι φεουδάρχες αρνήθηκαν
να πληρώσουν και έτσι αυτό ήταν το έναυσμα για επανάσταση,
με πρωτοστάτες τις οικογένειες των Γραδενίγων και των
Βενιέρων. Ψυχή της αντίδρασης ήταν ο δυναμικός Τίτος Βενιέρ.
Επισήμως η αποστασία εκδηλώθηκε στις 9 Αυγούστου 1363. Οι
αποστάτες κατέλυσαν τη νόμιμη εξουσία, συνέλαβαν τον δούκα
Λεονάρδο Δάνδολο και τους συμβούλους του, τους οποίους
φυλάκισαν. Κήρυξαν την κατάλυση της βενετικής κυριαρχίας
στο νησί και εγκαθίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη
δημοκρατία, υπό την προστασία του αποστόλου Τίτου. Η σημαία
αντικαταστάθηκε και εξελέγη νέος δούκας ο Μάρκος
Γραδενίγος, που είχε τον τίτλο «Διοικητής και Κόσμος Κρήτης»,
ασκώντας την εξουσία με τέσσερεις συμβούλους.
Οι επαναστάτες προσπάθησαν πρωταρχικά να προσεταιρισθούν
τον ντόπιο πληθυσμό και να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των
μεγάλων αρχοντικών οίκων της Κρήτης. Για να το υλοποιήσουν
αυτό, προχώρησαν σε παραχωρήσεις πολύ σημαντικές:
υποσχέθηκαν ισοτιμία, ισονομία της ορθόδοξης και της
καθολικής Εκκλησίας στην Κρήτη, κατάργησαν τις διατάξεις που
απαγόρευαν τη χειροτονία ορθοδόξων ιερέων, επέτρεψαν να
γίνονται ιεροτελεστίες του ορθόδοξου τυπικού στον ναό του
Αγίου Τίτου, ενώ πολλοί Βενετοί προσχώρησαν στην ορθοδοξία.
Με τους Βενετούς αποστάτες συνεργάστηκαν τότε και οι
Καλλέργηδες Ιωάννης, Γεώργιος και Αλέξιος.
Η επανάσταση μεταδόθηκε τάχιστα σε όλες τις πόλεις του
νησιού, όπου καταργήθηκαν οι βενετικές αρχές και διορίστηκαν
καινούριες από τους αποστάτες. Ο Τίτος Βενιέρ τοποθετήθηκε
διοικητής των Χανίων.
Η Βενετία συνταράχθηκε από τα νέα της αποστασίας. Το
πρώτο βήμα ήταν να πληροφορήσει σχετικώς τον πάπα Ουρβανό
23

Ε’ στην Αβινιόν και τους ευρωπαίους ηγεμόνες, για να


εξασφαλίσει τη συνεργασία τους ή την ουδετερότητά τους.
Αρχικά προσπάθησε να λύσει το θέμα ειρηνικά, προτού αναλάβει
στρατιωτική δράση. Πενταμελής πρεσβεία Προβλεπτών
κατέφθασε στην Κρήτη για μια διπλωματική επίλυση του
προβλήματος, όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η προσφυγή στα όπλα ήταν η μόνη λύση. Οργανώθηκε ένα
στρατιωτικό σώμα από Ιταλούς μισθοφόρους με επικεφαλής τον
αρχηγό των μισθοφόρων, Λουκίνο Νταλβέρμη. Οι δυνάμεις
υπολογίζονταν σε 1.000 ιππείς, 11.000 πεζούς. Ο στόλος
αριθμούσε 33 γαλέρες και 12 φορτηγά πλοία με επικεφαλής τον
ναύαρχο Δομήνικο Μικιέλε.
Οι επαναστάτες, όταν έμαθαν ότι η μητρόπολη θα έστελνε
στρατό εναντίον τους, άρχισαν και αυτοί να προετοιμάζονται.
Όμως σύντομα εμφανίστηκαν οι πρώτες διχογνωμίες και
υπαναχωρήσεις. Ο Τίτος Βενιέρ με δυσκολία κατέβαλλε
προσπάθειες να συγκρατήσει την ενότητα.
Ο στόλος της Βενετίας έφθασε στην Κρήτη στις 7 Μαΐου του
1364 και προσορμίστηκε στον όρμο Φρασκιά, κοντά στο φρούριο
του Χάνδακα, δυτικά του Χάνδακα. Οι αποστάτες μόλις
πληροφορήθηκαν την άφιξη του στόλου έσπευσαν να κλείσουν
τους δρόμους που οδηγούσαν προς τον Χάνδακα. Στην πρώτη
μάχη που έγινε στις 9 Μαΐου 1364 ο στρατός των επαναστατών
κυριολεκτικά διαλύθηκε και διασκορπίστηκε. Ο βενετικός στόλος
προχώρησε προς τον Χάνδακα τον οποίο και κατέλαβε χωρίς να
συναντήσει καμία αντίσταση. Η σημαία του Αγίου Μάρκου
υψώθηκε ξανά, ενώ οι Προβλεπτές ξεκίνησαν να εφαρμόζουν
αμέσως τις διαταγές της μητρόπολης. Οι επαναστάτες
θεωρήθηκαν προδότες και δέκα πρωταίτιοι αποκεφαλίστηκαν
χωρίς καμία διαδικασία. Οι εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν μέχρι τον
Αύγουστο με καταδίκες, φυλακίσεις, εξορίες και επικηρύξεις των
ενόχων ή υπόπτων και δήμευση των περιουσιών τους. Στις 17
Αυγούστου 1364 επικηρύχθηκαν οι Καλλέργηδες, ο Ιωάννης για
8.000 δουκάτα, ο Αλέξιος για 3.000 και ο Γεώργιος για 2.000.
Επίσης, διατάχθηκε η διάλυση των οικογενειών των πρωταιτίων
Γραδενίγων και Βενιέρων με την απέλαση των γυναικών και των
παιδιών τους από όλες τις βενετικές κτήσεις της Μεσογείου.
Όλοι απώλεσαν την βενετική ευγένεια και έχασαν τα φέουδά
τους.
Η νίκη αυτή εορτάστηκε στη Βενετία με πρωτοφανείς
εκδηλώσεις ενθουσιασμού, ενώ ο νέος δούκας της Κρήτης
Πέτρος Μοροζίνι καθιέρωσε με θέσπισμά του ως τοπική εορτή
την 10η Μαΐου. Η ημέρα αυτή εορταζόταν με πανηγυρισμούς κα
ιππικούς αγώνες.
Οι επικηρυχθέντες Καλλέργηδες κατέφυγαν στην επανάσταση,
ενώ δεν είχε κατασταλεί ακόμη η αποστασία του Αγίου Τίτου. Με
το μέρος τους πήγαν οι αδελφοί Τίτος και Θεοδωρέλλος Βενιέρ,
οι αδελφοί Αντώνιος και Φραγκίσκος Γραδενίγοι, ο Ιωάννης
Μολίνος, ο Μάρκος Βονάλες και άλλοι πολλοί. Η επανάσταση
24

αυτή, γνωστή και ως επανάσταση των Καλλεργών, ξεκίνησε τον


Αύγουστο 1364 στον Μυλοπόταμο και επεκτάθηκε γρήγορα και
στην υπόλοιπη Κρήτη. Οι επαναστάτες πολέμησαν έχοντας ως
σύμβολό τους τη σημαία του Βυζαντίου, προσδίδοντας έτσι στον
αγώνα τους έναν εθνικό χαρακτήρα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’
Παλαιολόγος έπεισε τον μητροπολίτη Αθηνών Άνθιμο να μεταβεί
στην Κρήτη με τον εκκλησιαστικό τίτλο του «Προέδρου
Κρήτης». Σε λίγο χρόνο ολόκληρη η δυτική Κρήτη ελεγχόταν από
τους επαναστάτες.
Η Βενετία αντέδρασε αποφασιστικά και δυναμικά. Ο πάπας
κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των επαναστατών ιερό και έδωσε
την άδεια να διεξαχθεί στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων
στην Μικρά Ασία. Στο νησί έφθασαν ισχυρές δυνάμεις με πέντε
Προβλεπτές, που είχαν απόλυτες εξουσίες.
Οι επαναστάτες κατάφεραν να εξεγείρουν την ανατολική
Κρήτη και να χρησιμοποιήσουν το οροπέδιο του Λασιθίου ως
ορμητήριο. Τον Μάρτιο του 1365 ο αγώνας διεξήχθηκε με τη
μορφή του κλεφτοπολέμου, όπου ανταρτικά σώματα εκτελούσαν
αιφνίδιες επιθέσεις στους Βενετούς. Οι Βενετοί όμως δεν
κάμπτονταν, γιατί είχαν άφθονα υλικά μέσα και πόρους. Η
σιτοδεία του 1365 έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα των
επαναστατών και υπήρξε η αιτία για διαμάχες ανάμεσα στους
αρχηγούς. Οι Βενετοί, εκμεταλλευόμενοι την κακή κατάσταση,
συνέλαβαν τους Βενετούς αρχηγούς της επανάστασης, με
προδοσία, τους οποίους θανάτωσαν με φοβερά βασανιστήρια. Ο
Τίτος Βενιέρ κατάφερε να δραπετεύσει από την Κρήτη και να
σωθεί. Οι ανατολικές επαρχίες δήλωσαν υποταγή. Ο πυρήνας
της επανάστασης διατηρήθηκε ζωντανός μόνο στα Σφακιά, όπου
εκεί κατέφυγαν οι Καλλέργηδες. Τον Απρίλιο του 1367 ο
Προβλεπτής Ιουστινιάνης πέρασε τα βουνά των Σφακίων και
έφθασε στην Ανώπολη, όπου εκεί κρίθηκε οριστικά η επανάσταση
με τη σύλληψη των Καλλεργών ύστερα από προδοσία.
Οι Βενετοί εκδικήθηκαν με τρόπο φρικτό. Όλοι οι αρχηγοί της
επανάστασης που συνελήφθησαν εκτελέστηκαν. Ο Άνθιμος,
πρώην μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος Κρήτης,
φυλακίστηκε και πέθανε από τις κακουχίες το 1371. Ο
Προβλεπτής Ιουστινιάνη σε αναφορά του προς την μητρόπολη
έγραψε ότι οι Κρητικοί δεν είχαν πια αρχηγούς για να συνεχίσουν
την επανάσταση. Επίσης, διατάχθηκε από τους Βενετούς να
εκκενωθούν η Ελεύθερνα Μυλοποτάμου, το Λασίθι και η Ανώπολη
Σφακίων.
Με την επανάσταση αυτή των Καλλέργηδων τερματίζεται
οριστικά η περίοδος των μεγάλων κρητικών επαναστάσεων. Οι
Βενετοί πια δεν έκαναν λόγο για «ανοικτό πόλεμο» στην Κρήτη.
Οι Κρητικοί, κατά κάποιο τρόπο, έδειχναν να είχαν κουραστεί
από τον συνεχόμενο αγώνα τους εναντίον ενός αντιπάλου που
υπερείχε κατά πολύ σε υλικά μέσα. Επίσης, μετά την πτώση της
Κωνσταντινουπόλεως οι Κρητικοί έχασαν και την τελευταία τους
ελπίδα για σύνδεση με το εθνικό κέντρο. Οι μετέπειτα
25

επαναστάσεις είναι κινήματα μικρής κλίμακας, τοπικής


εμβέλειας και περιορισμένου χαρακτήρα.

3. Επαναστάσεις του 15ου αιώνα

Μετά την καταστολή της επανάστασης των Καλλεργών


ακολούθησε μια μακρά περίοδος εσωτερικής ηρεμίας στο νησί.
Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για την οικονομική
ευημερία και την πρόοδο γενικότερα. Στο πρώτο ήμισυ του 15ου
αιώνα αυξήθηκε το εξαγωγικό εμπόριο της Κρήτης και έτσι
μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια εποχή ευδαιμονίας.
Λίγους μήνες μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
(1453) οργανώθηκε ένα κίνημα, γνωστό ως «Συνωμοσία του
Σήφη Βλαστού», στο Ρέθυμνο. Η Κρήτη ήταν το μοναδικό μέρος,
όπου η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδέα παρέμεινε ζωντανή. Οι
πολυάριθμοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη ενίσχυσαν
περισσότερο την ιδεολογία αυτή, αναπολώντας το χαμένο
μεγαλείο της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Επίσης, ο
ορθόδοξος κλήρος της Κρήτης αντιδρούσε στις ενωτικές
αποφάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Μέσα σ’ αυτές
τις συνθήκες η ιδέα για την αναβίωση της πάλαι ποτέ κραταιής
βυζαντινής αυτοκρατορίας ενισχύθηκε, με κέντρο πια την
Κρήτη. Η ανεδαφική αυτή θεώρηση της βυζαντινής ιδεολογίας
γέννησε μια συνωμοτική κίνηση, της οποίας ψυχή υπήρξε ο
Σήφης Βλαστός από την οικογένεια των Βλαστών του Ρεθύμνου.
Ήταν ένας άνθρωπος με δυνατή προσωπικότητα και επιβολή
στην τοπική κοινωνία. Συνεργάτες του Βλαστού ήταν ο παπάς
Μανασσής Αρκολέος και ο Λεοντάκιος Τρουλινός από το
Ρέθυμνο, ο παπάς Παύλος Καλύβας και ο Γεώργιος Καλλέργης
26

από τα Χανιά. Το κίνημα αυτό εν γένει θα μπορούσε να θεωρηθεί


ως διαμαρτυρία εναντίον της κυρίαρχης Βενετίας που είχε
υιοθετήσει την επιβολή της Ένωσης των Εκκλησιών.
Το κίνημα όμως του Βλαστού καταπνίγηκε προτού προλάβει να
εκδηλωθεί. Τα σχέδια του Βλαστού προδόθηκαν από έναν Βενετό
και έναν ορθόδοξο ιερέα. Οι Βενετοί συνέλαβαν τους
πρωταγωνιστές του κινήματος και τους θανάτωσαν με
βασανιστήρια τον Αύγουστο του 1454. Με μέτρα τρομοκρατίας
και δελεαστικές αμοιβές εξάρθρωσαν όλο το δίκτυο της
συνωμοτικής αυτής κίνησης.
Επίσης, οι Βενετοί επιτέθηκαν με μένος και χαρακτηριστικό
πάθος κατά του ορθοδόξου κλήρου του νησιού, τον οποίο
θεωρούσαν τον κατ’ εξοχήν εχθρό της κυριαρχίας τους. Από
τους 39 συνωμότες που επικηρύχθηκαν οι 10 ήταν ιερείς. Ακόμη
απαγορεύθηκε για πέντε χρόνια η χειροτονία ιερωμένων.
Μια νέα συνωμοτική κίνηση αναδύθηκε στο Ρέθυμνο το 1460,
αλλά και αυτή είχε άσχημο τέλος. Αναμεμιγμένοι ήταν ο
πρωτοπαπάς του Ρεθύμνου Πέτρος Τζαγκαρόπουλος, όπως και
πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο. Η συνωμοσία
γνωστοποιήθηκε στους Βενετούς από έναν Εβραίο, τον Δαβίδ
Μαυρογόνατο. Βεβαίως, υπήρξαν και Έλληνες καταδότες, όπως
ο Ιωάννης Λίμας, σταθερός συνεργάτης των Βενετών. Έτσι οι
βενετικές αρχές με σύντονες ενέργειες συνέλαβαν και
θανάτωσαν τους παράνομους συνωμότες. Ιδιαίτερη και εξέχουσα
θέση ανάμεσα σ’ αυτούς είχε ο Ρεθυμνιώτης Ιωάννης Γαβαλάς.
Με την εξύφανση των δύο παραπάνω συνωμοτικών κινήσεων, η
Βενετία ακολούθησε μία σκληρότερη θρησκευτική πολιτική
υποστηρίζοντας παράλληλα την παπική προπαγάνδα στο νησί.
Με θέσπισμα της μητρόπολης απαγορεύθηκε η προβολή κάθε
στοιχείου της ορθοδοξίας στο νησί.
27

4. Επαναστάσεις του 16ου αιώνα

Η ύστατη επαναστατική προσπάθεια των Κρητικών επί


Βενετοκρατίας είναι η επανάσταση του Γεωργίου Καντανολέου ή
Λυσσογιώργη. Το κίνημα αυτό συναίρεσε στους κόλπους του τις
αντιδράσεις των αγροτοποιμενικών πληθυσμών της δυτικής
Κρήτης στις φορολογικές καταπιέσεις και στις διαφόρων ειδών
αυθαιρεσίες των Βενετών. Ένα μάλλον βέβαιο ενδεχόμενο ήταν
ότι το κίνημα θα έπαιρνε εθνικό χαρακτήρα, που δεν κατάφερε
να εκδηλωθεί.
Στα 1523 στα Κεραμειά των Χανίων σημειώθηκε ανταρσία με
600 ενόπλους. Το κίνημα απλώθηκε στην περιοχή των Σφακίων,
του Σελίνου και της ορεινής Κυδωνίας. Οι βενετικές αρχές
προσπάθησαν να επαναφέρουν την τάξη απειλώντας και
εκφοβίζοντας τους επαναστάτες. Τα πράγματα οδηγήθηκαν στην
ένοπλη σύγκρουση τον Οκτώβριο του 1527. Το αποτέλεσμα ήταν
ότι σε ένα μήνα μέσα κατάφεραν οι Βενετοί να καταστείλουν την
επανάσταση.
Η αντεκδίκηση των Βενετών ήταν αστραπιαία. Τα χωριά των
Χανίων Κεραμειά, Αλίκαμπος, Μεσκλά και Λάκκοι
καταστράφηκαν ολοσχερώς. Όσοι κατάφεραν να διαφύγουν στα
ορεινά κρησφύγετα, επικηρύχθηκαν. Ο Γεώργιος Καντανολέος
επικηρύχθηκε με το ποσό των 1.000 υπερπύρων και έτσι
συνελήφθη με προδοσία. Πολλοί κάτοικοι των επαναστατημένων
χωριών εξορίστηκαν και απαγορεύθηκε η εγκατάσταση νέων.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η οικογένεια των Κόντων,
που 1.050 μέλη της ακολούθησαν τον δρόμο της εξορίας για τα
νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο
Γενικός Προβλεπτής Κρήτης Φίλιππος Πασκουαλίγκο αναφέρει σε
έκθεσή του το 1594 τις οικογένειες που θεωρούσαν οι Βενετοί
επικίνδυνες για τη δημόσια ασφάλεια: οι Κόντοι από τον
Αλίκαμπο, οι Καντανολέοι από το Κουστογέρακο, οι Μουσούροι
από τον Ομαλό κ.ά.
28

Β’ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
(1669-1898)
29

Κεφάλαιο 1ο – Πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και η


επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1669-1821)

1. Η τουρκική κατοχή της Κρήτης και η οργάνωση του εγιαλετίου


Κρήτης

Η κατάκτηση της νήσου από τα στίφη του οθωμανικού στρατού


το 1669 απετέλεσε την οριστική τροχοπέδη σε κάθε είδος
πνευματικής ή οικονομικής ανάπτυξης. Το νησί, το οποίο ήταν μια
εστία ελπίδας για το υπόδουλο έθνος, περιέπεσε και αυτό με τη
σειρά του στο σκότος της οθωμανικής δουλείας. Με τον πολύχρονο
και εξοντωτικό Κρητικό Πόλεμο (1648-1669) ο πληθυσμός του
νησιού μειώθηκε σε σημαντικό βαθμό. Ο αναπτυγμένος αστικός
βίος της εποχής των Βενετών που ανθούσε, τώρα υποχώρησε και τα
μεγάλα κέντρα της Κρήτης ουσιαστικά ερημώθηκαν. Ο Χάνδακας
είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς από την πολυετή πολιορκία.
Από την άλλη, η οικονομία περιορίστηκε στη μορφή του ποιμενικού
βίου, ενώ το εμπόριο απονεκρώθηκε. Έτσι, η κατάκτηση της
Κρήτης από τους Τούρκους έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξη του
εθνικισμού των Κρητών και υποβοήθησε στη σφυρηλάτηση της
εθνικής τους ταυτότητας. Στο νησί πια, όσοι ήταν ορθόδοξοι, αυτοί
ήταν και οι ακραιφνείς Έλληνες.
Με την παγίωση της κυριαρχίας τους, οι Τούρκοι ξεκίνησαν
αμέσως να οργανώσουν στρατιωτικά και διοικητικά τη νέα τους
κατάκτηση. Αρχικά, διατήρησαν το διοικητικό σύστημα των
Βενετών, δηλαδή τη διαίρεση της Κρήτης σε τέσσερα
διαμερίσματα, της Σητείας, του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και των
Χανίων. Αργότερα συνένωσαν το διαμέρισμα Σητείας με αυτό του
Χάνδακα και δημιουργήθηκε έτσι το Εγιαλέτι Κρήτης. Διοικητικό
κέντρο του Εγιαλετίου Κρήτης ορίστηκε ο Χάνδακας. Οι Οθωμανοί
διατήρησαν το ιστορικό όνομα της πόλης, που την έλεγαν Κανδιγιέ
(Κανδία). Κάθε διοικητικό διαμέρισμα της Κρήτης είχε διοικητή
πασά που διοριζόταν από τον σουλτάνο. Τυπικά ο πασάς του
Χάνδακα ήταν ιεραρχικά ανώτερος από τους άλλους πασάδες του
νησιού. Επίσης, κατείχε τον τίτλο του σερασκέρη Κρήτης
(αρχιστρατήγου), ως αρχιστράτηγος των στρατιωτικών δυνάμεων
του Εγιαλετίου.
Οι πασάδες ήταν οι επίσημοι φορείς της εξουσίας του σουλτάνου
στην Κρήτη και τηρητές της εφαρμογής του ιερού νόμου των
μουσουλμάνων. Ήταν επιφορτισμένοι με τη μέριμνα για την
είσπραξη των φόρων και την ασφαλή αποστολή τους στην
Κωνσταντινούπολη. Επίσης, είχαν την υποχρέωση να διατηρούν
ετοιμοπόλεμο στρατό για την αντιμετώπιση κάθε εξωτερικού
30

κινδύνου, καθώς και για την τιθάσευση της ασυδοσίας των


γενιτσάρων, που σταδιακά έγιναν αληθινή μάστιγα για την
τουρκική διοίκηση.
Κάθε πασάς συνεπικουρείτο από στο διοικητικό του έργο από ένα
διβάνιο, ένα συμβούλιο δηλαδή στο οποίο μετείχαν ο πασάς ως
πρόεδρος, ο καδής (ιεροδικαστής), ο μουφτής (ερμηνευτής του
νόμου), ο αρχηγός των γενιτσάρων και ο αρχηγός των
στρατιωτικών ταγμάτων. Στο συμβούλιο αυτό λαμβάνονταν
αποφάσεις για τα τοπικά ζητήματα. Την ευθύνη για την εφαρμογή
των αποφάσεων είχε ο αρχιαστυνόμος.
Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο τάξεις
γενιτσάρων, οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι και οι εντόπιοι
γενίτσαροι, οι επιλεγόμενοι γερλήδες. Οι τελευταίοι προέρχονταν
από τους εξισλαμισθέντες Κρητικούς. Στον Χάνδακα στάθμευαν
πέντε τάγματα αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε
δύναμη 5.000 ανδρών, και 28 στρατώνες γερλήδων γενιτσάρων.
Στον τομέα της δικαιοσύνης, απόλυτος κυρίαρχος της νομικής
ζωής ήταν το κοράνιο. Το ιεροδικείο ήταν υπεύθυνο να παίρνει τις
αποφάσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του ιερού νόμου.
Ιεροδικεία υπήρχαν, ένα σε κάθε διαμέρισμα του νησιού. Όλες οι
υποθέσεις δικάζονταν από τα κατά τόπους ιεροδικεία. Οι αποφάσεις
καταχωρούνταν στους ιερονομικούς κώδικες και έτσι αποκτούσαν
κύρος και ήταν εκτελεστές. Επίσης, οι σουλτανικές διαταγές
έπρεπε να καταχωρηθούν πρώτα στους ιερονομικούς κώδικες, για
να αποκτήσουν νομιμότητα. Ο ιεροδίκης διοριζόταν από τον
ανώτατο δικαστή του οθωμανικού κράτους. Η αμοιβή του
λαμβανόταν από τον καταδικασθέντα.
Ένα πολύ επείγον μέλημα της τουρκικής διοίκησης ήταν η
διανομή των γαιών στην Κρήτη και η οργάνωση του φορολογικού
συστήματος. Μετά την άλωση του Χάνδακα έγινε κτηματογράφηση
και απογραφή του πληθυσμού προς φορολόγηση και το 1671
εξεδόθη το πρώτο διάταγμα της φορολογίας. Το φορολογικό
σύστημα που επιβλήθηκε υπήρξε το πιο επαχθές αναλογικά με τον
υπόλοιπο τουρκοκρατούμενο ελληνισμό.
31

2. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη

Ένα ιδιαιτέρως σημαντικό γεγονός της πρώιμης περιόδου της


τουρκοκρατίας στην Κρήτη ήταν η επανάσταση του
Δασκαλογιάννη, που ξέσπασε το 1770. Η επανάσταση αυτή
εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των Ορλωφικών και της
επιθετικής προς την οθωμανική αυτοκρατορία πολιτικής της Μ.
Αικατερίνης της Ρωσίας. Τα Σφακιά, όπου υπήρξαν το κέντρο
προετοιμασίας της επανάστασης, ήταν μια ορεινή, απομακρυσμένη
περιοχή από τα διοικητικά κέντρα και δεν επέτρεπε τη συχνή
παρουσία των Τούρκων εκεί. Οι Σφακιανοί πλήρωναν τους φόρους
τους και έτσι δεν δέχονταν άλλες οχλήσεις από τους Τούρκους.
Επειδή η επαρχία Σφακίων βρέχεται από θάλασσα, οι κάτοικοί της
βρήκαν εκεί διέξοδο. Εκμεταλλευόμενοι την επιτόπια ξυλεία
ναυπηγούσαν μικρά πλοιάρια στο Μπρόσγιαλο και στο Λουτρό και
ταξίδευαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, φτάνοντας ακόμη και στη
Ρωσία, στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Η ναυτική τους αυτή
δραστηριότητα τούς προσπόριζε αρκετά χρήματα και έτσι η ορεινή
περιοχή των Σφακίων έδειχνε μια εικόνα ευμάρειας.
Μια εξέχουσα προσωπικότητα των μέσων του 18ου αιώνα ήταν και
ο Ιωάννης Βλάχος, ο επονομαζόμενος Δασκαλογιάννης. Ο
Δασκαλογιάννης καταγόταν από την Ανώπολη Σφακίων και
συγκεκριμένα από την οικογένεια των Βλάχων, η οποία ήταν
ονομαστή από την εποχή της Βενετοκρατίας. Ο Δασκαλογιάννης ως
άνθρωπος ήταν εύχαρις, ευπροσήγορος, πατριώτης και γεμάτος
εθνικό ενθουσιασμό. Επειδή είχε κάποιες γραμματικές γνώσεις,
έλαβε την επωνυμία «Δάσκαλος». Ήταν πλούσιος πλοιοκτήτης και
με τα τέσσερα μεγάλα πλοία του ταξίδευε σε όλα τα λιμάνια της
Μεσογείου και έτσι είχε μια γενικότερη εποπτεία των προβλημάτων
εκείνης της εποχής. Στην επαρχία του κατείχε ηγεμονική θέση
λόγω του πλούτου του αλλά και των γραμματικών γνώσεων που
είχε. Το 1750 αναφέρεται ως γραμματικός και το 1765 ως
πρόεδρος (κετχουντάς) της επαρχίας του. Με τον αδελφό του, τον
Νικολό Σγουρομάλλη, ήταν οι αντιπρόσωποι της επαρχίας τους σε
όλες τις υποθέσεις έναντι των αρχών. Ο Δασκαλογιάννης γνώριζε
πολλούς επιφανείς Έλληνες και ξένους της εποχής του. Γνώριζε τον
Εμμ. Μπενάκη στη Μάνη, και ίσως τον Θεόδωρο Ορλώφ, τον οποίο
είχε στείλει η Μ. Αικατερίνη το 1769 στην Πελοπόννησο για να
προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση που θα ακολουθούσε
και να κερδίσει έτσι τη συστράτευση των προκρίτων στο
σχεδιαζόμενο εγχείρημα. Ο Δασκαλογιάννης οραματιζόταν τη
σύσταση ενός απελευθερωτικού κινήματος στην Κρήτη με τη
βοήθεια της Ρωσίας.
Τα γεγονότα έλαβαν γρήγορη τροπή μετά την επανάσταση στη
Μάνη του 1769, που έλαβαν μέρος και αρκετοί Σφακιανοί. Όλο το
1769 έως την άνοιξη του 1770 η επανάσταση προετοιμαζόταν από
τον Δασκαλογιάννη στα Σφακιά, με τη συγκέντρωση όπλων και
32

εφοδίων σε οχυρά μέρη. Η επανάσταση περιορίστηκε στα Σφακιά,


γιατί, επί των διαμορφωθεισών συνθηκών, ήταν αδύνατον να
εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Κρήτη.
Δεν είναι απολύτως γνωστή η ημερομηνία της έκρηξης της
επανάστασης στα Σφακιά. Το πιθανότερο είναι ότι οι πρώτες
επαναστατικές κινητοποιήσεις ξεκίνησαν στις 4 Απριλίου 1770. Την
ημέρα αυτή συγκεντρώθηκαν στην πεδιάδα της Κράπης 2.000
άνδρες από τα γύρω χωριά. Με τη συλλειτουργία είκοσι ιερέων και
σε πανηγυρικό κλίμα, ετέλεσαν τη Δεύτερη Ανάσταση και ξεκίνησαν
να γλεντούν, νιώθοντας χαρούμενοι για τον σκοπό τους.
Πρωτύτερα αρνήθηκαν να καταβάλουν τον κεφαλικό φόρο στον
εισπράκτορα.
Η δύναμη των Σφακιανών δεν ξεπερνούσε τους 2.000 άνδρες,
αλλά είχαν στην κατοχή τους άφθονο οπλισμό και πυρομαχικά. Οι
πρώτοι στόχοι ήταν οι τουρκικοί οικισμοί στις επαρχίες Κυδωνίας,
Αποκορώνου και Αγίου Βασιλείου, αναγκάζοντας τους Τούρκους
αυτών των περιοχών να καταφύγουν στα Χανιά. Οι Τούρκοι όμως
αντέδρασαν σύντομα και αποφασιστικά. Τον Μάη του 1770 ένα
εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών ήταν έτοιμο να εισβάλει στα
Σφακιά από τη μεριά του Αποκόρωνα. Για να γλυτώσουν τις
οικογένειές τους οι Σφακιανοί, τις απέστειλαν στα Κύθηρα και στη
νότια Πελοπόννησο. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να μην εμπλακούν
πολεμικά, παρέχοντας πρώτα εγγυήσεις και όρους παράδοσης
στους επαναστάτες. Όμως κανένα αποτέλεσμα. Έτσι άρχισε η
επίθεση από τρία σημεία ταυτόχρονα. Στην Κράπη έγινε μια μεγάλη
μάχη, όπου όμως οι επαναστάτες εξωθήθηκαν να υποχωρήσουν
προς στις υψηλότερες κορυφές των σφακιανών βουνών. Όλο το
έτος του 1770 οι Σφακιανοί αντέταξαν σκληρή άμυνα στα βουνά και
στα φαράγγια του τόπου τους. Οι καταστροφές όμως που επέφεραν
οι Τούρκοι ήταν ανυπολόγιστες: χωριά καταστράφηκαν, κοπάδια
διαλύθηκαν και πολλοί αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα
του Χάνδακα. Ο Πρωτόπαπας, θείος του Δασκαλογιάννη, ήταν
ανάμεσα στους αιχμαλώτους, ο οποίος έδωσε μάλλον πληροφορίες
για τις σχέσεις του Δασκαλογιάννη με τους Ρώσους. Το πιο όμως
οδυνηρό ήταν η σύλληψη της γυναίκας του Δασκαλογιάννη και των
δύο θυγατέρων του.
Ο χειμώνας που πλησίαζε ήταν δύσκολος. Οι Ρώσοι δεν
απέστειλαν καμία βοήθεια, όπως είχαν υποσχεθεί. Έτσι λοιπόν
υποτάχθηκαν στην σκληρή πραγματικότητα. Οι επαναστάτες
δέχθηκαν τους επαχθέστατους όρους που τους πρόβαλαν οι
Τούρκοι, που ήταν οι εξής:

1. Να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο, που αρνήθηκαν να


πληρώσουν το προηγούμενο έτος.
2. Να παραδώσουν τα όπλα και τα πολεμοφόδιά τους.
3. Να παραδοθούν οι πρωταίτιοι της επανάστασης, για να τους
επιβληθεί η ανάλογη τιμωρία.
4. Να μην επικοινωνούν με κανένα χριστιανικό πλοίο οι
Σφακιανοί, που τυχόν πλησιάσει τα λιμάνια τους.
33

5. Να προσπαθούν να συλλαμβάνουν τα πληρώματα των


χριστιανικών πλοίων και να τα αποστέλλουν στον Χάνδακα.
6. Να ασκείται η δικαστική εξουσία στα Σφακιά από
αξιωματικό και ιεροδίκη, που θα διορίζονται από το διβάνιο
του Χάνδακα.
7. Να μην επιτρέπεται η επιδιόρθωση των εκκλησιών ούτε η
ανέγερση νέων.
8. Να πληρώνουν οι Σφακιανοί κανονικά τον φόρο της δεκάτης
σύμφωνα με το σουλτανικό φιρμάνι, που θα εξεδίδετο
προσεχώς.
9. Να μην επιτρέπεται η ανέγερση υψηλών οικοδομών ούτε η
παρουσία χριστιανικών συμβόλων σ’ αυτές.
10. Να απαγορευθούν οι θρησκευτικές τελετές και οι
κωδωνοκρουσίες.
11. Να παραδοθούν οι αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι.
12. Να φορούν οι Σφακιανοί την προσήκουσα για τους
ραγιάδες ενδυμασία.

Κάτω λοιπόν απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Δασκαλογιάννης πήρε την


απόφαση να παραδοθεί, ελπίζοντας έτσι ότι θα ελάφρυνε τη θέση
των συμπατριωτών του. Ο πασάς του Χάνδακα πίεσε τον αδελφό
του Δασκαλογιάννη, Νικολό Σγουρομάλλη, να γράψει επιστολή στον
αδελφό του και να τον διαβεβαιώνει για τις αγαθές προθέσεις των
Τούρκων. Ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε μαζί με τους συντρόφους
στο στρατόπεδο των Τούρκων στο Φραγκοκάστελλο, όπου έτυχε
εξαιρετικής περιποίησης από τον πασά του Ηρακλείου. Αφού όμως
μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο, του επιφυλασσόταν μια τρομερή
τιμωρία: εγδάρη ζωντανός στις 17 Ιουνίου 1771. Τον οδήγησαν σε
μια ανατολική πλατεία του Ηρακλείου, στην επιλεγόμενη τουρκικά
«ατμεϊντάν» (σημερινό Μεϊντάνι, δίπλα στην πλατεία των
Λιονταριών κεντρικά στο Ηράκλειο), όπου κατά τη διάρκεια της
μεταφοράς ο κατάδικος μόλις που μπορούσε να βαδίσει λόγω των
αγριότατων βασανιστηρίων που είχε υποστεί. Από την προηγούμενη
ημέρα οι δήμιοί του είχαν ετοιμάσει ένα σανίδωμα, με τη μορφή
υψηλού καθίσματος, το οποίο στηριζόταν σε τέσσερεις πασσάλους.
Αφού ανέβασαν εκεί το θύμα, του έδεσαν δυνατά τα χέρια και το
στήθος στους πασσάλους, που εξείχαν πίσω του ως να ήταν η
πλάτη του καθίσματος. Έπειτα, σταυρώνοντας τα σχοινιά, έσφιγγαν
και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος στα ξύλα του καθίσματος. Έτσι
κανένα μέλος δεν μπορούσε να κινηθεί. Μετά ήρθε ο δήμιος με ένα
κοφτερό μαχαίρι και άρχισε να τον γδέρνει και ένας άλλος
κρατούσε μπροστά στο θύμα έναν καθρέφτη και ενέπαιζε τον
μεγάλο αρχηγό. Λέγεται ότι οι Τούρκοι ανάγκασαν τον αδελφό του,
Νικολό Σγουρομάλλη να παρακολουθήσει το μαρτύριο, ο οποίος δεν
άντεξε και παραφρόνησε. Οι υπόλοιποι έγκλειστοι Σφακιανοί
κατάφεραν να δραπετεύσουν μετά από τρία χρόνια και να
επιστρέψουν στα Σφακιά, αντικρύζοντας τις μεγάλες καταστροφές
που είχε πάθει ο τόπος τους από τις λεηλασίες των τουρκικών
στιφών.
34

Η επανάσταση λοιπόν του Δασκαλογιάννη ήταν το πρώτο βήμα


προς την ελευθερία στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, αλλά και
υπήρξε η πρώτη εμπειρία για τις φοβερές συνέπειες της ήττας.

Κεφάλαιο 2ο – Κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα

1. Δράση της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη

Η Κρήτη δεν παρέμεινε πολύ καιρό ακλυδώνιστη από την έκρηξη


μιας επανάστασης. Σύντομα, περίπου τη δεύτερη δεκαετία του 19ου
αιώνα, άρχισε να εντάσσεται στον επαναστατικό αναβρασμό
εναρμονιζόμενη με το εθνικό κέντρο. Όταν ξεκίνησε η δράση της
Φιλικής Εταιρείας στην ελλαδική χερσόνησο, ήταν κάπως δύσκολο
35

να διοργανωθεί η επαναστατική κατήχηση στην απόμακρη Κρήτη.


Οι αιτίες ήταν οι δυσμενείς τοπικές συνθήκες και η μακρινή
απόσταση. Τα κηρύγματα της Εταιρείας είχαν καταφθάσει στην
Κρήτη και πάρα πολλοί Κρήτες ιερωμένοι, έμποροι και λόγιοι που
είχαν ζήσει στην Κωνσταντινούπολη ή στις Παρίστριες Ηγεμονίες
είχαν μυηθεί.
Στο Ιάσιον της Μολδοβλαχίας μυήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1816 ο
κρητικός λόγιος Εμμανουήλ Βερνάρδος ο οποίος υπήρξε και ο
πρώτος επίσημος κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη.
Κατέβηκε στην επαρχία Σφακίων τον Σεπτέμβριο του 1819, για να
φέρει κάποια υλική βοήθεια στο σχολείο της Παναγίας της
Θυμιανής, όμως η αληθινή του πρόθεση ήταν να βολιδοσκοπήσει τα
πράγματα στην Κρήτη και να μυήσει στα ιδεώδη της Φιλικής
Εταιρείας τους εντόπιους παράγοντες. Ανάμεσα στο πλήθος που
κατήχησε ήταν και ο Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης από το χωριό
Νίμπρο Σφακίων.
Ένας άλλος θερμός κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας έφθασε τον
Δεκέμβριο του 1819 στα Χανιά. Ήταν ο καθηγητής Βαρνάβας
Πάγκαλος, καταγόμενος από παλαιά οικογένεια Κρητών φυγάδων.
Κατήχησε πολλούς σημαίνοντες Κρήτες, ακόμη και τον γνωστό
κρυπτοχριστιανό της Μεσαράς, Χουσεΐν (Μιχαήλ) Κουρμούλη.
Διαδοχικά, ο ένας κατηχούσε το άλλο σχηματίζοντας έτσι ένα
εκτεταμένο δίκτυο μυημένων στην Κρήτη. Έτσι, λοιπόν
διαπιστώνουμε ότι η δράση της Φιλικής Εταιρείας ήταν σημαντική
και έπαιξε ενεργό ρόλο για την έκρηξη της επανάστασης του 1821.
Η επανάσταση στηρίχθηκε έτσι σε επιφανείς ανθρώπους, που με το
κύρος και την κοινωνική επιρροή που είχαν, κατάφεραν να σε
σύντομο χρόνο να εξαπλώσουν το επαναστατικό ιδεώδες σε όλο το
νησί.

2. Η επανάσταση του 1821-1830

Η επανάσταση στην Κρήτη ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο σε όλη


την ιστορία του ελληνισμού. Η Κρήτη επαναστάτησε κατά της
οθωμανικής κυριαρχίας με μοναδικό ακατανίκητο όπλο την
ελληνική συνείδηση των κατοίκων, τη ζωτικότητά τους και την
ασυγκράτητη οργή κατά του βαρβάρου δυνάστου.
Ήταν δύσκολη η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη, αμέσως
μετά την επανάσταση στην Πελοπόννησο τον ίδιο καιρό. Η
παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων, η μεγάλη αναλογία του
τουρκικού πληθυσμού και η αγριότητά του ήταν ανασταλτικοί
παράγοντες για να παρθεί η απόφαση από τους κατά τόπους
οπλαρχηγούς να επαναστατήσουν.
Οι τουρκικές αρχές όμως είχαν εντείνει την επιτήρησή τους, μετά
την έκρηξη του κινήματος στην Πελοπόννησο. Μόλις ξέσπασε η
επανάσταση στην Πελοπόννησο, διατάχθηκε ο μητροπολίτης
Γεράσιμος Παρδάλης από την τουρκική διοίκηση να καλέσει στον
Χάνδακα όλους τους επισκόπους του νησιού, μάλλον για να
36

κρατηθούν ως όμηροι. Ο μητροπολίτης, μην μπορώντας να πράξει


διαφορετικά, έστειλε τις σχετικές προσκλήσεις, αλλά παράλληλα
ειδοποίησε τους επισκόπους να μην μεταβούν στον Χάνδακα. Ήρθαν
πέντε επίσκοποι, που κανένας δεν σώθηκε.
Η επαναστατική δραστηριότητα ξεκίνησε από τα Σφακιά στις
αρχές Απριλίου του 1821. Στις 7 Απριλίου στα Γλυκά Νερά Σφακίων
έγινε συνέλευση, για να εξεταστούν τα πράγματα στην Κρήτη και
να μελετηθεί το ενδεχόμενο της σύμπραξης όλων των επαρχιών
στην επανάσταση. Οι Σφακιανοί αναλογίστηκαν και την οδυνηρή
εμπειρία του 1770 και ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Η συνέλευση
επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου 1821 στην Παναγία Θυμιανή. Κατά
τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ελήφθη η απόφαση για την
επανάσταση, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις αρχές
Ιουνίου του 1821. Η 14η Ιουνίου 1821 ήταν η επίσημη ημέρα
έναρξης του κρητικού αγώνα, όπου την ίδια ημέρα σημειώθηκε και
η πρώτη νικηφόρα μάχη στο Λούλο Χανίων.
Οι Τούρκοι όμως από την πλευρά τους δεν έμειναν απαθείς. Στις
19 Ιουνίου 1821 απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ
Δεσποτάκης και ο επίσκοπος Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης
φυλακίστηκε. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών σκοτώθηκαν από τα
εξαγριωμένα πλήθη μουσουλμάνων. Ομάδα φανατικών
μουσουλμάνων εισήλθε στη γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου,
στις Κορακιές Ακρωτηρίου στα Χανιά, και ατίμασε και έσφαξε όλες
τις μοναχές. Οι σφαγές ήταν τόσο άγριες και μέσα στην πόλη των
Χανίων, όπου 400 Χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες μέρες.
Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στο Ρέθυμνο, όπου ο επίσκοπος
Γεράσιμος Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης φυλακίστηκε υπό άθλιες
συνθήκες και τον επόμενο χρόνο απαγχονίστηκε. Οι Τούρκοι
ράντισαν με το αίμα της καρδιάς του τις πολεμικές σημαίες για να
νικήσουν.
Στον Χάνδακα όμως διαδραματίστηκαν απερίγραπτες βιαιότητες.
Ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα είχε δώσει την άδεια σε όλον τον
τουρκικό πληθυσμό να οπλοφορεί. Στις 23 Ιουνίου 1821 έφθασε στο
λιμάνι του Χάνδακα ένα τουρκικό πλοίο, που έφερε την είδηση για
τα έκτροπα στην Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονισμό του
πατριάρχη. Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη μεγαλύτερη σφαγή
που έγινε ποτέ στην Κρήτη, η οποία έμεινε στη μνήμη του λαού ως
«ο μεγάλος αρπεντές». Στις 24 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι σκότωσαν
τον μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και τους επισκόπους Κνωσού
Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο,
Σητείας Ζαχαρία και Διοπόλεως Καλλίνικο. Η μητρόπολη
λεηλατήθηκε και κάηκε, οι ηγούμενοι των μοναστηριών
εκτελέστηκαν και πολλοί άλλοι κληρικοί βρήκαν τραγικό θάνατο.
Της συγκεκριμένης μέρας οι νεκροί στον Χάνδακα ανήλθαν σε 800,
συνυπολογιζομένων και αυτών στα περίχωρα της πόλης. Τα έντονα
διαβήματα των υποπροξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας
συγκράτησαν τους Τούρκους και έσωσαν τους κατοίκους του
Μεγάλου Κάστρου από τον γενικευμένο όλεθρο.
37

Ανάλογα γεγονότα έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον


επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του χωριού
Χουμεριάκο. Η μονή Τοπλού στη Σητεία λεηλατήθηκε και πολλοί
μοναχοί εσφάγησαν από τους εξαγριωμένους μουσουλμάνους.
Η επανάσταση λοιπόν είχε φυσικό ορμητήριο τα Σφακιά. Από εκεί
εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη τη δυτική Κρήτη. Οι Τούρκοι
επεχείρησαν να διαλύσουν τα επαναστατικά κέντρα στα ορεινά
χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα, για να κινηθούν προς τα
χωριά των Σφακίων. Άγριες μάχες έγιναν το καλοκαίρι του 1821
στα Κεραμειά, στη Μαλάξα και στον Αποκόρωνα. Επικεφαλής των
επαναστατών ήταν οι οπλαρχηγοί Α. Παναγιώτου και Γεώργιος
Δασκαλάκης, ο Σήφακας από τον Αποκόρωνα και οι αδελφοί
Ιωάννης και Βασίλειος Χάλης από το χωριό Θέρισο Χανίων. Όλες οι
προσπάθειες των Τούρκων απέτυχαν. Μια σημαντική νίκη
σημείωσαν οι Κρήτες στις 15 Ιουνίου 1821 στους Λάκκους
Κυδωνίας. Ο Λατίφ πασάς των Χανίων με 5.000 άνδρες ηττήθηκε
και ο στρατός του διασκορπίστηκε, καθώς προσπαθούσε να
καταλάβει το Θέρισο. Οι Τούρκοι, υποχωρώντας, εγκατέλειψαν τον
οπλισμό και τα πυρομαχικά τους, πολύτιμα λάφυρα στα χέρια των
επαναστατών.
Στην περιοχή του Ρεθύμνου ένα τουρκικό εκστρατευτικό σώμα
επεχείρησε να κινηθεί προς τα Σφακιά, αλλά δέχθηκε επίθεση στο
χωριό Ρούστικα από τους ρεθυμνιώτες οπλαρχηγούς Αναγνώστη και
Πέτρο Μανουσέλη, Δεληγιαννάκη, Αντ. Χελιδόνη, Γ. Τσουδερό και
αποδεκατίστηκε. Οι αρχηγοί των Τούρκων Γλυμίδης και Κουντούρης
σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Την ίδια μέρα οι
οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Β. Κουρμούλης, Γ. Τσουδερός,
Πωλογιώργης και Μελιδόνης απέκρουσαν επιτυχώς επίθεση των
Τούρκων από τη σημερινή επαρχία Αμαρίου στη θέση Άγ. Ιωάννης ο
Καημένος. Από τα όπλα που άφησαν πίσω οι τρομοκρατημένοι
Τούρκοι οπλίστηκαν πολλοί επαναστάτες.
Στην ανατολική Κρήτη η επανάσταση εκδηλώθηκε λίγες μέρες
αργότερα. Στην περιοχή του Ηρακλείου η επανάσταση ξεκίνησε από
τη Μεσαρά, με κύριο εμψυχωτή και διοργανωτή τον επιφανή
κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη.
Πρωταρχικός στόχος των Τούρκων ήταν να καταστραφούν τα
Σφακιά, για να καταστείλουν έτσι την επανάσταση. Στα τέλη
Ιουλίου 1821 ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου, με την ιδιότητα του
αρχιστρατήγου Κρήτης, οργάνωσε μιας μεγάλης κλίμακας
εκστρατεία, στην οποία συνέβαλαν και οι άλλοι πασάδες του
νησιού. Διοργανώθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα 3.500 ανδρών με
ιππικό και πυροβολικό, το οποίο ξεκίνησε από το Ηράκλειο.
Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της πορείας του δέχθηκε και άλλες
ενισχύσεις από τους υπόλοιπους πασάδες και αγάδες, ανερχόμενο
έτσι στους 8.000 άνδρες. Οι Κρητικοί αποπειράθηκαν να
αναχαιτίσουν τους Τούρκους στην περιοχή του Ρεθύμνου αλλά
ηττήθηκαν και πολλοί οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν. Ο τουρκικός
στρατός ανενόχλητος κατέστρεψε ολοσχερώς τα χωριά του
Αποκόρωνα και έφθασε στον κόλπο της Σούδας, όπου ενώθηκε με
38

τον στρατό των Χανίων. Τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στην


περιοχή του Αποκόρωνα ξεπέρασαν τις 3.000. Στο Θέρισο
κατάφεραν οι επαναστάτες να ανακόψουν την προέλαση των
τουρκικών δυνάμεων. Στη μάχη της 19ης Αυγούστου, που έγινε εκεί,
οι Τούρκοι είχαν απώλειες 200 άνδρες. Όμως και πολλοί Κρητικοί
σκοτώθηκαν.
Οι Σφακιανοί αισθανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης
έκαναν δραματικές εκκλήσεις προς τους άλλους Έλληνες για
επείγουσα βοήθεια. Τα αιτήματά τους αφορούσαν πυρομαχικά, όπλα
αλλά και πολεμικά πλοία, που κάνοντας την εμφάνισή τους στα
κρητικά παράλια, θα εκφόβιζαν τους Τούρκους.
Η βοήθεια δεν κατέφθασε ποτέ και οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον
Οσμάν πασά του Ρεθύμνου, διείσδυσαν στα Σφακιά στις 29
Αυγούστου 1821. Η επαρχία υπέστη φρικτή λεηλασία και
καταστροφή. Οι οπλαρχηγοί στην προσπάθειά τους να σώσουν τον
άμαχο πληθυσμό, που είχε συγκεντρωθεί στις παραλίες με την
ελπίδα της επιβίβασης σε κάποιο πλοίο, δεν αντέταξαν καμία
αντίσταση. Μετά την καταστροφή των Σφακίων οι Τούρκοι
επέστρεψαν στην ασφάλεια των φρουρίων τους. Τα φαινόμενα
έδειξαν ότι η επανάσταση στην Κρήτη έτεινε να κατασταλεί και οι
Τούρκοι επιβεβαίωσαν γι’ αυτό την Υψηλή Πύλη στην
Κωνσταντινούπολη.
Παρά ταύτα, η επανάσταση αναζωπυρώθηκε σχετικά γρήγορα.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 οι επαναστάτες
ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και απώθησαν τους Τούρκους από
τον Αποκόρωνα και την Κυδωνία με συντονισμένες επιθέσεις.
Ενωρίς όμως κατέστη σαφές ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να
είναι επιτυχής αν δεν υπήρχε ενιαία στρατιωτική και πολιτική
διοίκηση. Η πολυαρχία, η φιλοδοξία και οι διαμάχες των
οπλαρχηγών εμπόδιζαν την κοινή και μεθοδευμένη πολεμική δράση.
Η ανάδειξη ενός αρχηγού θα συνέδεε την Κρήτη στενότερα με τις
άλλες επαναστατημένες περιοχές του ελληνισμού και θα
υποστηριζόταν έτσι λυσιτελέστερα ο κρητικός αγώνας. Οι Κρήτες
απευθύνθηκαν στον Δημήτριο Υψηλάντη και του ζήτησαν να
διορίσει έναν Γενικό Αρχηγό Κρήτης. Πιο συγκεκριμένα, το σχετικό
αίτημα διαβίβασε η «Καγκελαρία Σφακίων», η οποία δεν υπέδειξε
κανέναν Κρητικό για την ανάληψη αυτής της θέσης παρά μόνο τον
κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, πρόταση όμως που δεν βρήκε
καμία ανταπόκριση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης υπέδειξε τον
Αλέξανδρο Καντακουζηνό, ο οποίος όμως δεν αποδέχθηκε την
πρόταση. Τότε ο Δημήτριος Υψηλάντης απευθύνθηκε στον Μιχαήλ
Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος δέχθηκε πρόθυμα τη
θέση αυτή. Ο Αφεντούλης κατέβηκε στο νησί τον Νοέμβριο του
1821 και παρέμεινε έως τον Νοέμβριο του 1822, φέρνοντας τον
εντυπωσιακό τίτλο του «Γενικού Επάρχου και Αρχιστρατήγου
Κρήτης».
Η επιλογή του Αφεντούλη για τη θέση του Γενικού Διοικητή
Κρήτης δεν ήταν η πανάκεια για τα ποικίλα προβλήματα που
αντιμετώπιζε η επανάσταση στην Κρήτη. Οι Κρητικοί δεν ήθελαν να
39

τους διοικεί ένας ξένος που δεν γνώριζε καθόλου τον χαρακτήρα
και τα προβλήματα του τόπου τους. Η σωματική του δυσμορφία και
η γενικά η εξωτερική του εμφάνιση δεν ενέπνεαν καθόλου τον
σεβασμό και την εμπιστοσύνη, ενώ η υπεροψία του και ο εγγενής
καιροσκοπισμός του τον έκαναν αντιπαθητικό στους περήφανους
Κρήτες αγωνιστές. Η θέση του υπονομευόταν ακόμη περισσότερο,
λόγω της συνεχούς διαμάχης του με τους Σφακιανούς. Για να
ενδυναμώσει τη θέση του ο Αφεντούλης απένειμε κάποιους τίτλους
και διακρίσεις σε οπλαρχηγούς, προκειμένου να τους πάρει με το
μέρος του. Αυτή η κίνηση απετέλεσε ένα ολέθριο λάθος, γιατί όξυνε
τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις και προκάλεσε βαθειά κρίση στον
κρητικό αγώνα.
Η θέση του Αφεντούλη έγινε ακόμη πιο δυσχερής, όταν είχε
κάποιες πολεμικές αποτυχίες. Τον Μάρτιο του 1822 πολιόρκησε το
Ρέθυμνο, πιστεύοντας ότι θα καταλάβει εύκολα την πόλη. Όμως η
πολιορκία απέτυχε και υπήρξαν βαρύτατες απώλειες. Ανάμεσα
στους νεκρούς ήταν και ο Γάλλος φιλέλληνας Βαλέστρας. Δύο
μήνες αργότερα οι επαναστάτες ηττήθηκαν στην Μαλάξα Χανίων,
στις 10 Μαΐου 1822.
Ο Αφεντούλης αναμφισβήτητα οργάνωσε κάπως τις
επαναστατικές δραστηριότητες και επί ημερών της αρχή του η
επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Επίσης, προσπάθησε να
οργανώσει πολιτικά τον αγώνα και να προετοιμάσει ένα σχέδιο
πολιτικού Οργανισμού. Για τον σκοπό αυτό κάλεσε τον Πέτρο
Ομηρίδη Σκυλίτση, που είχε ήδη αντιπροσωπεύσει το νησί στην Α’
Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου.
Από 11 έως 21 Μαΐου 1822 συγκλήθηκε στους Αρμένους
Αποκορώνου Γενική Συνέλευση των Κρητών, για την ψήφιση
Προσωρινού Πολιτεύματος και για την ανάδειξη των φροντιστών
(υπουργών) του αγώνα. Έλαβαν μέρος 40 εκπρόσωποι των
κρητικών επαρχιών, υπό την προεδρία του Πέτρου Ομηρίδη. Ο
Ομηρίδης υπήρξε διαλλακτικός και εργάστηκε με ζήλο για την
αποκατάσταση της ηρεμίας στο νησί.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέδωσε Προκήρυξη και ψήφισε
σχέδιο συντάγματος με τον τίτλο: «Προσωρινὴ Πολιτεία τῆς νήσου
Κρήτης». Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε 7 μέρη: 1. Περί θρησκείας, 2.
Περί γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της νήσου, 3. Περί της
περιοχής της νήσου, 4. Περί Διοικήσεως, 5. Περί εκλογής της
Διοικήσεως, 6. Περί χρεών και δικαιωμάτων των διοικούντων και 7.
Περί γενικής τάξεως και αλληλογραφίας. Η Γενική Συνέλευση των
Αρμένων ψήφισε επιπροσθέτως ένα «Σχέδιον προσωρινῆς
Διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που πρόβλεπε τη διαίρεση του
νησιού σε 4 επαρχίες. Μία μέρα μετά την επικύρωση του
Προσωρινού Πολιτεύματος, η Γενική Συνέλευση ανακήρυξε με
ψήφισμά της Γενικό Έπαρχο τον Αφεντούλη, και προχώρησε στον
διορισμό των Γενικών Φροντιστών.
Πρακτικά, όλες οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν
ποτέ συνολικά. Ο Πέτρος Ομηρίδης εγκατέλειψε το νησί, μόλις
έγινε γνωστό το γεγονός ότι είχαν αποβιβαστεί οι αιγυπτιακές
40

δυνάμεις στα τέλη Μαΐου 1822, ενώ ο Αφεντούλης παρέμεινε για


λίγους μήνες ανίσχυρος.
Επειδή ο σουλτάνος Μαχμούτ Δ’ έβλεπε ότι δεν ήταν δυνατόν να
αντιδράσει αποτελεσματικά στην Κρήτη, ζήτησε τη βοήθεια του
Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο τελευταίος αποδέχθηκε την
πρόσκληση, γιατί τα μελλοντικά σχέδιά του περιλάμβαναν την
Κρήτη στις κτήσεις του. Απέστειλε λοιπόν ισχυρές στρατιωτικές
στο νησί, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χασάν πασά. Στις 28
Μαΐου 1822 προσορμίστηκε στο λιμάνι της Σούδας ο αιγυπτιακός
στόλος, που αποτελείτο από 30 πολεμικά και 84 φορτηγά πλοία.
Ο Χασάν πασάς δεν χρονοτρίβησε καθόλου. Οι κινήσεις του ήταν
ταχύτατες. Στις αρχές Ιουνίου του 1822 επιτέθηκε στην τοποθεσία
της Μαλάξας, όπου όμως οι επαναστάτες κράτησαν τις θέσεις
τους. Επειδή όμως οι οπλαρχηγοί συνεχώς διαφωνούσαν μεταξύ
τους και δεν υπήρχε η επιβαλλομένη πειθαρχία και τάξη, δεν
διαγραφόταν καμία ελπίδα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του
Χασάν πασά στο μέλλον. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια επίθεση
των Κρητών στα Τσικαλαριά στα Χανιά στις 12 Ιουνίου απέτυχε με
τίμημα βαρύτατες απώλειες για τους επαναστάτες. Λόγω
συνεχόμενων αποτυχιών οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να
υποχωρήσουν σε πιο ασφαλείς θέσεις και έτσι η Μαλάξα πέρασε στα
χέρια των Τούρκων στις 13 Ιουνίου 1822.
Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα επιτέθηκε
και ισοπέδωσε τα Ανώγεια, των οποίων οι κάτοικοι βρήκαν
καταφύγιο στα όρη. Οι Ανωγειανοί όμως οπλαρχηγοί αντεπιτέθηκαν
με σφοδρότητα στο στρατόπεδο του Σερίφ στον Άγιο Μύρωνα
(χωριό βορειοδυτικά του σημερινού Ηρακλείου) και επιφέροντας τη
σύγχυση, κατάφεραν να παρασύρουν ένα σώμα 350 Τουρκαλβανών
στον Κρουσώνα και να το εξοντώσουν εξ ολοκλήρου.
Το καλοκαίρι του 1822 η επανάσταση στην Κρήτη βρισκόταν υπό
την απειλή σοβαρότατου κινδύνου. Όλες οι εκκλήσεις που απηύθυνε
ο Αφεντούλης για βοήθεια έμειναν αναπάντητες. Ένα αισιόδοξο
γεγονός ήταν ότι τον Ιούλιο του 1822 ο Στέφανος Βασιλόπουλος
έφερε 900 όπλα, που αγοράστηκαν στην Μασσαλία με χρήματα του
Βαρβάκη, και δόθηκαν στις ανατολικές επαρχίες για να
αναγεννηθεί η επανάσταση.
Ο Χασάν πασάς από τις πρώτες συγκρούσεις του στρατού του με
τους επαναστάτες αντιλήφθηκε ότι η καταστολή της επανάστασης
ήταν ένα έργο εξαιρετικά δυσχερές. Αποφάσισε λοιπόν να
μεταχειρισθεί ηπιότερες μεθόδους. Αποφυλάκισε τον επίσκοπο
Κυδωνίας Καλλίνικο και τον ανάγκασε να στείλει στους
επαναστάτες ποιμαντική εγκύκλιο στις 4 Ιουλίου 1822,
προτρέποντάς τους να παραδώσουν τα όπλα. Παραλλήλως, ο Χασάν
καλούσε τον λαό της Κρήτης με προκηρύξεις να υποταχθεί στον
ηγεμόνα της Αιγύπτου, δίδοντας την υπόσχεση μιας αγαθούς
διακυβέρνησης. Οι Χανιώτες οπλαρχηγοί Χάληδες ήταν αυτοί που
απάντησαν στον Χασάν, διατρανώνοντας την επιμονή τους για τη
συνέχιση του αγώνα.
41

Ο Χασάν ξεκίνησε πάλι τις πολεμικές επιχειρήσεις την 1η


Αυγούστου 1822. Εξόρμησε με ισχυρές δυνάμεις από τον Πλατανιά
στα Χανιά, σκοπεύοντας να διαλύσει τις επαναστατικές εστίες στην
ορεινή Κυδωνία. Μέχρι την 6η Αυγούστου είχε καταλάβει τα χωριά
Λάκκους και Θέρισσο, υφιστάμενος όμως τις αλλεπάλληλες
οχλήσεις των τοπικών οπλαρχηγών. Κατά τη διάρκεια όμως των
μαχών ο Χασάν έχασε 600 άνδρες, γεγονός που τον έκανε να
ανησυχήσει ιδιαιτέρως. Άφησε την ορεινή Κυδωνία, πέρασε στον
Αποκόρωνα καίοντας τα πάντα στο πέρασμά του, και προχώρησε
έως το Ρέθυμνο, στον Μυλοπόταμο. Η προέλαση αυτή των
αιγυπτιακών δυνάμεων έφερε σε πολύ κρίσιμη κατάσταση την
επανάσταση, καθώς δεν μπορούσε κανείς οπλαρχηγός να
αναχαιτίσει οριστικά την ορμή των δυνάμεων των Αιγυπτίων.
Στον Μυλοπόταμο ο Χασάν στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του
Χριστού της Χαλέπας Μυλοποτάμου, όπου εκεί του επιτέθηκαν
Ανωγειανοί και Μυλοποταμίτες οπλαρχηγοί στις 30 Αυγούστου
1822, επιφέροντάς του μεγάλες ζημιές. Την επόμενη μέρα δέχθηκε
νέα επίθεση, η οποία εξελίχθηκε σε πολύωρη και πολύνεκρη μάχη
στη θέση Σκλαβόκαμπος. Επειδή η περιοχή δεν ήταν ασφαλής, ο
Χασάν κινήθηκε ανατολικά προς το Ηράκλειο. Εν συνεχεία εισέβαλε
στην επαρχία Πεδιάδας, με σκοπό να εισέλθει στο οροπέδιο
Λασιθίου, που ήταν ορμητήριο των επαναστατών. Οι επαναστάτες
όμως, παρακολουθώντας από κοντά τις κινήσεις του αιγυπτιακού
στρατού, είχαν καταλάβει τις προσβάσεις. Ο Χασάν λοιπόν δεν
κατάφερε να εκβιάσει την είσοδό του στο οροπέδιο και έτσι
κατευθύνθηκε προς τη Βιάννο, όπου και στρατοπέδευσε. Στα τέλη
Οκτωβρίου 1822 πέρασε στην Ιεράπετρα και από κει με σύντονες
κινήσεις πέρασε στα χωριά Μάλες, Κρούστας και Κριτσά στο
Μιραμπέλλο. Από αυτά τα χωριά κινήθηκε στο οροπέδιο του
Καθαρού και από κει εισέβαλε στο οροπέδιο του Λασιθίου,
καταστρέφοντας όλα τα χωριά της περιοχής.
Η επανάσταση λοιπόν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο και
παραλλήλως η εσωτερική αναρχία είχε κορυφωθεί. Ο Αφεντούλης
είχε έλθει σε οξύτατη αντιπαράθεση με τους Κρήτες οπλαρχηγούς
και η θέση του ήταν πια προβληματική. Με συνεχείς αναφορές του
στον Κωλέττη και στον Κουντουριώτη ζητούσε την αντικατάστασή
του, προβάλλοντας ως δικαιολογία, αδυναμία εκτέλεσης
καθηκόντων. Ο Γενικός Γραμματέας της Καγκελαρίας Νεόφυτος
Οικονόμος και οι Φροντιστές συνέλαβαν και φυλάκισαν τον
Αφεντούλη, κατηγορώντας τον για αδράνεια και για προδοτική
διάθεση. Η Κρήτη έμεινε χωρίς διοικητή και οι «Παραστάται καὶ
Πληρεξούσιοι τῆς Πατρίδος» Αναγνώστης Παναγιώτου, Γεώργιος
Παπαδάκης, Νικόλαος Ανδρέου, Αναγνώστης Ιερωνυμάκης και
Εμμανουήλ Αντωνιάδης, που είχαν σταλεί στην Πελοπόννησο,
ζήτησαν τον διορισμό του Εμμ. Τομπάζη στη θέση του Αφεντούλη
(28 Νοεμβρίου 1822). Ο Τομπάζης κατέβηκε στο νησί μετά από έξι
μήνες.
Ο Χασάν έχοντας καταστρέψει το Λασίθι πέρασε τον χειμώνα στο
Μιραμπέλλο, όπου τον Φεβρουάριο του 1823 έλαβε χώρα ένα πολύ
42

σημαντικό επεισόδιο. Σε ένα σπήλαιο στο χωριό Μίλατος κατέφυγαν


τρομοκρατημένοι 2.000 άμαχοι, μαζί με λίγους οπλοφόρους. Ο
αιγυπτιακός στρατός πολιόρκησε το σπήλαιο για 15 μέρες. Λόγω
του αποκλεισμού τους οι δυστυχείς άμαχοι παραδόθηκαν και άλλοι
εκτελέστηκαν επί τόπου, ενώ άλλοι πωλήθηκαν ως δούλοι.
Εν τω μεταξύ ο Τομπάζης έφθασε στην Κρήτη με τον τίτλο του
«Αρμοστή» στις 21 Μαίου 1823, μαζί με μια μικρή ναυτική μοίρα
και με ένα σώμα 600 εθελοντών. Η άφιξη του Τομπάζη αναπτέρωσε
τις ελπίδες των αγωνιστών για την ευόδωση της επανάστασης. Ο
Τομπάζης αποβιβάστηκε στο Καστέλλι Κισάμου και αυτό έκανε την
φρουρά της περιοχής να παραδοθεί, που με μια έντιμη συμφωνία ο
Τομπάζης εγγυήθηκε την ασφαλή μεταφορά τους στα Χανιά.
Αντί όμως ο Τομπάζης να καταλάβει τη Γραμπούσα και να
δημιουργήσει έτσι μια απόρθητη ναυτική βάση για τον έλεγχο των
ακτών, στράφηκε κατά της περιοχής του Σελίνου. Ένας μεγάλος
αριθμός Τούρκων αμάχων πολιορκήθηκε στην Κάντανο. Έγιναν
διαπραγματεύσεις για να παραδοθούν, αλλά οι Τούρκοι
κωλυσιεργούσαν, ελπίζοντας ότι θα σταλεί βοήθεια από τα Χανιά.
Στο τέλος συνθηκολόγησαν και έφυγαν προς τα Χανιά, αλλά στην
περιοχή Σέμπρωνας περικυκλώθηκαν από Σφακιανούς αγωνιστές και
αποδεκατίστηκαν (7 Ιουνίου 1823).
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν. Ο νέος στρατηγός των
τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων ήταν τώρα ο Χουσεΐν βέης, καθώς ο
Χασάν σκοτώθηκε σε ατύχημα με το άλογό του, γαμπρός και αυτός
του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής
τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ έφτασε στην Κρήτη στις αρχές Ιουνίου 1823
και αποβίβασε 3.000 άνδρες μαζί με πολεμικό υλικό.
Μπροστά στα νέα δεδομένα, ο Τομπάζης συγκάλεσε σε συνέλευση
τους οπλαρχηγούς στο χωριό Αρκούδαινα στον Αποκόρωνα στις 22
Ιουνίου 1823. Στη συνέλευση αυτή ψηφίστηκε ο «Ὀργανισμὸς τῆς
ἐνιαυσίου τοπικῆς διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που στις βασικές
του διατάξεις είχε ως πρότυπο το σύνταγμα της Επιδαύρου. Όλες οι
εξουσίες συναιρέθηκαν στο πρόσωπο του Αρμοστή, ο οποίος δεν
ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτεί πουθενά. Έτσι η εσωτερική
κατάσταση στο νησί έτεινε προς το χειρότερο και η αναρχία
συνεχίστηκε.
Οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, παρά τις όποιες εξελίξεις, δεν
χρονοτρίβησαν καθόλου. Ο Χουσεΐν λοιπόν επικεφαλής 12.000
στρατιωτών, με υποστήριξη πυροβολικού και ιππικού, ήλθε το
Ηράκλειο και στρατοπέδευσε στην περιοχή της Αγ. Βαρβάρας. Ο
Τομπάζης κατάφερε να συγκεντρώσει 3.000 άνδρες στην περιοχή
της Γέργερης. Σε μάχη που έγινε στις 20 Αυγούστου 1823, οι
Κρητικοί δεν κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του
πολυάριθμου εχθρικού στρατεύματος και υποχώρησαν, έχοντας
απώλειες 300 ανδρών. Ο Τομπάζης δεν μπόρεσε να στρατολογήσει
άλλους στην περιοχή της Μεσαράς και έτσι αναχώρησε για τις
δυτικές επαρχίες. Ο Χουσεΐν υπέταξε τη Μεσαρά ανενόχλητος και
πέρασε στην περιοχή του Ρεθύμνου. Στις αρχές του Οκτώβρη 1823
στρατοπέδευσε στο χωριό Μελιδόνι Μυλοποτάμου και πολιόρκησε
43

370 γυναικόπαιδα και 30 ενόπλους στο παρακείμενο σπήλαιο. Η


πολιορκία κράτησε τρεις μήνες, με το δράμα των εγκλείστων να
κορυφώνεται, όταν οι Τούρκοι έριξαν εύφλεκτες ύλες από μία οπή
του σπηλαίου και έβαλαν φωτιά. Όλοι οι πολιορκηθέντες πνίγηκαν
από τους καπνούς.
Ο Χουσεΐν συνέχισε την προέλασή του ανενόχλητος προς τα
δυτικά. Ο Τομπάζης προσπάθησε να καταλάβει το φρούριο της
Γραμπούσας αλλά δεν τα κατάφερε. Επίσης, προσπάθησε να
πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Σούδας αλλά δεν
μπόρεσε να υλοποιήσει το σχέδιό του. Απηύθυνε δραματικές
εκκλήσεις για βοήθεια προς την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά δεν υπήρχε
καμία ανταπόκριση, λόγω του ότι την περίοδο εκείνη, περί το 1824,
η επαναστατημένη πατρίδα κλυδωνιζόταν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Η Κρήτη λοιπόν έμεινε αβοήθητη. Ο Χουσεΐν κατέστρεψε τα χωριά
του Αποκόρωνα τον Φεβρουάριο του 1824 και τον επόμενο μήνα
εισέβαλε στα Σφακιά, από το φαράγγι του Κατρέ και την Κράπη.
Μπροστά στον όγκο του τουρκοαιγυπτιακού στρατού πολλοί
Σφακιανοί οπλαρχηγοί υποχώρησαν και δήλωσαν υποταγή. Οι
εχθρικές δυνάμεις έφθασαν ανεμπόδιστες μέχρι το λιμάνι του
Λουτρού, όπου ο Τομπάζης διέταξε να κάψουν τις αποθήκες των
εφοδίων, για να μην περιέλθουν στους εχθρούς. Στο φαράγγι της
Αγ. Ρούμελης συγκεντρώθηκαν τρομοκρατημένοι άμαχοι, που
ζητούσαν τη σωτηρία στα πλοία. Ο ελληνικός στόλος με
συντονισμένες ενέργειες παρέλαβε 10.000 άτομα από το λιμάνι του
Λουτρού και 2.000 από άλλα λιμάνια των παρακείμενων ακτών.
Ο Τομπάζης δεν είχε πια άλλο λόγο να παραμένει στην Κρήτη.
Στις 12 Απριλίου 1824 με προκήρυξή του προς όλους τους
Κρητικούς συνιστούσε να συνεχίσουν τον αγώνα. Έφυγε από την
Κρήτη μαζί με τον κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, ο οποίος
πέθανε λίγο αργότερα στην Ύδρα, έχοντας δώσει τα πάντα για να
περισώσει την πατρίδα του.
Αφού ο Τομπάζης απεχώρησε, η επανάσταση στην Κρήτη
ουσιαστικά έσβησε. Την ημέρα αποχώρησης του Τομπάζη, ο Χουσεΐν
με προκήρυξή του από το λιμάνι της Σούδας προς τον λαό της
Κρήτης δήλωσε ότι παραχωρεί γενική αμνηστία. Λίγοι Κρητικοί
έμειναν ανυπόταχτοι και συνέχισαν έναν απελπισμένο αγώνα με τη
μορφή κλεφτοπολέμου. Σχημάτισαν ανταρτικές ομάδες, με τις
οποίες διενεργούσαν δολιοφθορές. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι
«Καλησπέρηδες». Οι Τούρκοι δεν έμειναν άπραγοι. Οργάνωσαν και
αυτοί τρομοκρατικές ομάδες αποτελούμενες από φανατικούς
γενιτσάρους. Αυτοί ονομάζονταν «Ζουρίδες» (νυφίτσες).
Περί τα μέσα του 1825 οι Κρήτες πατριώτες που είχαν καταφύγει
στην Πελοπόννησο και πολεμούσαν με τους άλλους Έλληνες,
αποφάσισαν να αναθερμάνουν την επανάσταση στην Κρήτη. Ένα
σώμα 300 ανδρών, με επικεφαλής τους Δημ. Καλλέργη και τον Εμμ.
Αντωνιάδη, κατέφθασε στην Κρήτη και αποβιβάστηκε στην περιοχή
της Γραμπούσας. Με ένα ευφυές σχέδιο κατέλαβαν το φρούριο στις
9 Αυγούστου 1825 και παράλληλα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το
44

φρούριο της Κισάμου. Έτσι η κρητική επανάσταση ξαναζωντάνεψε


και άρχισε η περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828).
Ο Μουσταφά πασάς, που είχε διαδεχθεί τον Χουσεΐν στη διοίκηση
της Κρήτης, θορυβήθηκε και εξεστράτευσε εναντίον των
επαναστατών στην Γραμπούσα με δύναμη 2.000 ανδρών. Η
προσπάθειά του να ανακαταλάβει το φρούριο της Γραμπούσας
απέτυχε. Οι επαναστάτες όμως περιορίστηκαν στην Γραμπούσα,
όπου για να επιβιώσουν στράφηκαν προς την πειρατεία. Για δύο
χρόνια το φρούριο ήταν ορμητήριο πειρατικών επιδρομών κατά των
κρητικών παραλίων και κατά οποιουδήποτε διερχομένου πλοίου.
Στη Γραμπούσα οργανώθηκε ένας οικισμός και χτίστηκε και
εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Κλεφτρίνα.
Το φρούριο ενισχύθηκε και οργανώθηκε. Με την οικονομική
συνδρομή Ελλήνων και Κρητών αγοράστηκε το πλοίο του Τομπάζη
«Περικλής», που μετέφερε εφόδια και τρόφιμα στη φρουρά της
Γραμπούσας. Την επίσημη επαναστατική αρχή απετέλεσε μια
προσωρινή διοικούσα επιτροπή με την επωνυμία «Κρητικὸν
Συμβούλιον».
Ένα σώμα 1.000 Κρητικών και 100 άλλων μεταφέρθηκε από τον
Μιαούλη και άλλους Υδραίους καπετάνιους στη Γραμπούσα στα
τέλη του Οκτωβρίου 1827, για να παρακινήσουν σε επανάσταση τις
κρητικές επαρχίες. Επειδή οι οπλαρχηγοί των δυτικών επαρχιών
φάνηκαν απρόθυμοι, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ανατολικά. Στις
20 Νοεμβρίου 1827 ισχυρή δύναμη με αρχηγό τον Ιω. Χάλη,
αποβιβάστηκε στον Άγ. Νικόλαο. Η αντίσταση που πρόβαλαν οι
Τούρκοι κάμφθηκε εύκολα και οι επαναστάτες κινήθηκαν προς το
χωριό Κριτσά και από κει στην περιοχή της Νεάπολης. Τουρκική
δύναμη στάλθηκε από το Ηράκλειο, με αρχηγό τον Λαδάογλου, αλλά
διαλύθηκε και ο ίδιος ο Λαδάογλου σκοτώθηκε. Εν τω μεταξύ
έφθαναν από την άλλη Ελλάδα συνεχώς εθελοντές και έτσι η
δύναμη των επαναστατών ανήλθε στους 3.000 άνδρες. Όμως η
απουσία κεντρικής διοίκησης και πειθαρχίας οδήγησε και αυτό το
εγχείρημα σε αποτυχία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1827 οι επαναστάτες
δέχθηκαν επίθεση στα ανατολικά χωριά της επαρχίας Πεδιάδας από
σώμα Τουρκαλβανών και υποχώρησαν. Άλλοι επέστρεψαν στην
Γραμπούσα, άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και άλλοι έφυγαν
στα νησιά.
Στους πρώτους μήνες του 1828, στα πλαίσια του σχεδίου του
Καποδίστρια για την πάταξη της πειρατείας, στάλθηκε στην
Γραμπούσα ο Αλ. Μαυροκορδάτος, με αγγλικό και γαλλικό στόλο. Τα
πειρατικά πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και το φρούριο
παραδόθηκε στον Άγγλο ταγματάρχη Ουρκουάρτ, ο οποίος
σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Λίγο πριν αυτές τις εξελίξεις, στην Γραμπούσα είχε αποβιβαστεί
(5 Ιανουαρίου 1828) ο Ηπειρώτης αγωνιστής Χατζημιχάλης
Νταλιάνης με ένα εκστρατευτικό σώμα 600 πεζών και 100 ιππέων.
Στις αρχές Μαρτίου του 1828 ο Νταλιάνης κατέλαβε το
Φραγκοκάστελλο και εκεί οχυρώθηκε. Ο Μουσταφά πασάς
διοργάνωσε μια μεγάλη στρατιά για να επιτεθεί στον Νταλιάνη, ο
45

οποίος βρισκόταν σε δυσχερέστατη θέση. Ο Μουσταφά με δύναμη


8.000 πεζών και 300 ιππέων έφτασε στο οροπέδιο του Ασκύφου
Σφακίων στις 13 Μαΐου 1828. Πέντε μέρες αργότερα ο τουρκικός
στρατός έφτασε στο Φραγκοκάστελλο, όπου συγκροτήθηκε μια από
τις πιο φονικές μάχες της επανάστασης. Ο Χατζημιχάλης αφού
πολέμησε γενναιότατα, σκοτώθηκε μαζί με 385 επίλεκτους
στρατιώτες του. Οι Τούρκοι έχασαν 800 άνδρες. Η τραγική ήττα
αυτών των γενναίων πολεμιστών στο Φραγκοκάστελλο (18 Μαΐου
1828) συνδέθηκε στη λαϊκή παράδοση της Κρήτης με ένα
δυσεξήγητο οπτικό φαινόμενο, τους «Δροσουλίτες», που
παρατηρείται κατά τα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου, υπό ορισμένες
ατμοσφαιρικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή.
Όταν ο Μουσταφά πασάς επέστρεφε στα Χανιά, δέχθηκε αιφνίδια
επίθεση από Σφακιανούς οπλαρχηγούς. Στα Χάλαρα του Αγίου
Αντωνίου ο Μουσταφάς έχασε 1.000 άνδρες, παθαίνοντας σχεδόν
ολοκληρωτική καταστροφή, αφού ο στρατός του τράπηκε σε φυγή
αφήνοντας πίσω του όπλα και εφόδια. Στις 30 Μαΐου του 1828 η
διαλυμένη στρατιά του Μουσταφά έφθασε στα Χανιά.
Η κρητική επανάσταση αναζωπυρώθηκε σε όλες τις επαρχίες της
Κρήτης και οι Τούρκοι αντέδρασαν με απίστευτες ωμότητες. Ο
πασάς του Ηρακλείου Σουλεϊμάν υποσχέθηκε δώρα σε Τούρκους που
θα έφερναν ακρωτηριασμένα μέλη Χριστιανών. Το καλοκαίρι του
1828 διεξήχθηκαν φονικές μάχες στην Μεσαρά, όπου οι οπλαρχηγοί
Μιχ. Κόρακας, Ν. Μαλικούτης και Ιωάσαφ Ξωπατέρας περιόρισαν
τους Τούρκους στα χωριά. Ο Ξωπατέρας πολιορκήθηκε από ισχυρές
τουρκικές δυνάμεις στον πύργο της μονής Οδηγητρίας, όπου βρήκε
τραγικό θάνατο τον Μάρτιο του 1828. Τον θάνατό του εκδικήθηκαν
οι οπλαρχηγοί της Μεσαράς σκοτώνοντας τον γενίτσαρο Αγριολίδη
(Αύγουστος 1828). Το ακέφαλο πτώμα του μεταφέρθηκε στο
Ηράκλειο και αυτό εξαγρίωσε τον μουσουλμανικό όχλο, ο οποίος
προχώρησε στη σφαγή 800 περίπου ατόμων στην πόλη του
Ηρακλείου και στα περίχωρα. Αυτό έμεινε στη μνήμη του λαού, ως
«ο αρπεντές του Αγριολίδη». Στα Χανιά ο Μουσταφά πασάς δεν
παρακίνησε τον όχλο να προβεί σε όμοιες ωμότητες, γιατί φοβόταν
την αντίδραση των Μ. Δυνάμεων.
Οι σφαγές του αμάχου πληθυσμού στην Κρήτη από τους Τούρκους
προκάλεσαν την αγανάκτηση των Ευρωπαίων. Έτσι, τον Οκτώβριο
1828 αγγλικός και γαλλικός στόλος κατέφθασαν στο λιμάνι της
Σούδας και ο ναύαρχος Μάλκολμ μεσολάβησε για την κατάπαυση
του πυρός συνάμα εμποδίζοντας απόβαση τουρκοαιγυπτιακών
ενισχύσεων στο νησί. Αυτή την ευνοϊκή στάση έναντι της Κρήτης
θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Καποδίστριας. Τον Νοέμβριο του 1828
έστειλε τον αντιπρόσωπό του Εμμ. Τομπάζη, για να συνεννοηθεί με
τους οπλαρχηγούς για την κατάληψη της Σητείας. Ένα ισχυρό
εκστρατευτικό σώμα οργανώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 1828. Ο
σκοπός επετεύχθη και η πόλη καταλήφθηκε. Όμως οι επαναστάτες
επιδόθηκαν στην λαφυραγωγία, ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους.
Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά. Ένα στρατιωτικό σώμα
4.000 ανδρών κινήθηκε προς τη Σητεία την οποία ανακατέλαβε
46

χωρίς αντίσταση, αιχμαλωτίζοντας πολλούς χριστιανούς. Λίγοι


Σφακιανοί έμειναν να πολιορκούν το φρούριο της Ιεράπετρας.
Η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή για λίγους μήνες ακόμη του
1829 σε ολόκληρο το νησί. Η ύπαιθρος ελεγχόταν από τους
επαναστάτες, ενώ οι Τούρκοι ήταν απομονωμένοι στην ασφάλεια
των τριών μεγάλων φρουρίων, των Χανίων, του Ρεθύμνου και του
Ηρακλείου.
Μετά από τόσες θυσίες η επανάσταση έτεινε να σβήσει. Δέκα
χρόνια πολεμικών προσπαθειών θα τελείωναν χωρίς καμία δικαίωση
για τον βασανισμένο κρητικό λαό. Το Πρωτόκολλο της 22 ης
Ιανουαρίου 1830 δεν περιλάμβανε την Κρήτη μέσα στα όρια του
νεότευκτου ελληνικού κράτους. Την άφηνε στην απόλυτη
δικαιοδοσία του σουλτάνου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εφαρμόζοντας
πλήρως το σχέδιό τους περί συντήρησης της θνησιγενούς
οθωμανικής αυτοκρατορίας, απέκλεισαν σε έναν ολόκληρο λαό το
δικαίωμά του να ενταχθεί στον εθνικό κορμό. Η είδηση αυτή ήταν
που οδήγησε όλους τους Κρητικούς σε πλήρη απογοήτευση. Το
«Κρητικόν Συμβούλιον», που το αποτελούσαν οι Κ. Κριτοβουλίδης,
Α. Στεφανάκης, Τζώρτζης Σαουνάτσος, Ν. Λιμπρίτης, Γ.
Καλομενόπουλος, Μ. Χιονάκης, Α. Ιωαννίδης, Ι. Μιχαήλ, Γ.
Βενέτικος, Γ. Σακόρραφος, Α. Αρετίνης, Α. Παπαδάκης, Ι. Κονδύλης
και Μ. Λιδάς, με γραμματέα τον Ν. Δαμβέργη, συνεδρίασε έκτακτα
στο χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου στις 22 Απριλίου 1830 και
εξέδωσε προκήρυξη η οποία απέδιδε ρεαλιστικά την τραγική
κατάσταση που βρισκόταν ο πληθυσμός της Κρήτης κάτω από την
φρικτή τουρκική τυραννία.
Ένα αίτημα του Κρητικού Συμβουλίου να παραμείνει τουλάχιστον
η Γραμπούσα στα χέρια των Κρητών, έμεινε αναπάντητο. Έγινε
προσπάθεια να καταληφθεί το φρούριο αλλά οδήγησε σε αποτυχία.
Τον Ιούνιο του 1830 στόλος των Μ. Δυνάμεων προσορμίστηκε στον
όρμο του Παλαικάστρου, δυτικά του Ηρακλείου, για να επιβάλει την
ειρήνευση στο πολύπαθο νησί. Οι Κρήτες αποδέχθηκαν την οικτρή
τους μοίρα και προχώρησαν σε ανακωχή, αφού πρώτα
καθορίστηκαν οι υποχρεώσεις και των δύο εθνολογικών στοιχείων
της νήσου. Οι Τούρκοι όμως παραβίασαν αμέσως τη συμφωνία και
ξεκίνησαν ξανά τις ωμότητες βυθίζοντας το νησί στο χάος και
στην αναρχία.

3. Η επανάσταση του 1866-1869

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου η Κρήτη


δόθηκε στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ως αντάλλαγμα για τις
πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε στον σουλτάνο κατά τη
διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου εξ
αρχής προσέβλεπε στην κατοχή της νήσου και στην παγίωση της
εξουσίας του σ’ αυτήν. Άμεσα φρόντισε να λάβει μέτρα για την
εσωτερική γαλήνη και ομαλότητα, ώστε να αποφύγει τυχόν
μελλοντική ανάμιξη οποιουδήποτε εξωτερικού παράγοντα. Διόρισε
47

πολιτικό διοικητή του νησιού τον Μουσταφά Ναϊλή πασά και τη


στρατιωτική διοίκηση ανέθεσε στον Οσμάν Νουρ-Ελ-Ντιν βέη.
Από την αρχή η αιγυπτιακή διοίκηση προσπάθησε, έστω και
φαινομενικά, να μεταχειρισθεί ισότιμα χριστιανούς και
μουσουλμάνους. Χορήγησε γενική αμνηστία και κάλεσε όλους τους
Κρητικούς να καταθέσουν τα όπλα και να ζήσουν ειρηνικά. Πολλοί
μουσουλμάνοι, καθώς δεν μπορούσαν να υπακούσουν στις διαταγές
του Μουσταφά επειδή ήταν συνηθισμένοι να διαπράττουν έκτροπα,
μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Όμως και πολλοί Κρητικοί
αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και εγκατέλειψαν την
Κρήτη, έχοντας ως προορισμό την άλλη Ελλάδα. Το Πατριαρχείο με
συνοδική επιστολή τον Ιανουάριο του 1831 παρακάλεσε τους
Κρήτες να μην φεύγουν από την πατρίδα τους, γιατί θα
προστατεύονταν από την αιγυπτιακή εξουσία.
Αναφορικά με τη διοικητική οργάνωση, δημιουργήθηκαν δύο
συμβούλια, οι λεγόμενοι σουράδες, ένα στο Ηράκλειο και ένα άλλο
στα Χανιά, ενώ άλλα δύο μικρότερα οργανώθηκαν στο Ρέθυμνο και
στα Σφακιά. Οι χριστιανοί σ’ αυτά αντιπροσωπεύονταν σε μειοψηφία
που ήταν ανίσχυρη να επιβάλει τις απόψεις της.
Η αιγυπτιακή κατοχή (1830-1840) σε πολλά σημεία ευεργέτησε
την Κρήτη, αφού ένα ευρύ πρόγραμμα κοινωφελών έργων ξεκίνησε
να εφαρμόζεται στο νησί. Λήφθηκε μέριμνα για την οργάνωση τη
παιδείας και για την ίδρυση σχολείων για χριστιανούς και
μουσουλμάνους. Το ίδιο έγινε και για τους άλλους τομείς.
Για να εφαρμοστεί βέβαια ένα τόσο φιλόδοξο πρόγραμμα
απαιτήθηκαν μεγάλα ποσά, που αυτό σήμαινε αύξηση της
φορολογίας και εκμετάλλευση του εγχώριου πλούτου. Τα
επαχθέστατα φορολογικά μέτρα που επιβλήθηκαν, προκάλεσαν την
αντίδραση των Κρητικών, με το κίνημα των Μουρνιών να αποτελεί
τη μεγιστοποίησή της. Τον Σεπτέμβριο του 1833 περίπου 7.000
άοπλοι χριστιανοί συγκεντρώθηκαν στο χωριό Μουρνιές Κυδωνίας
στα Χανιά, για να δηλώσουν την αντίθεσή τους στην οικονομική
καταπίεση της αιγυπτιακής διοίκησης. Απαγορεύθηκε η παραμονή
οπλοφόρων για να μην θεωρηθεί ως ένοπλη εξέγερση. Η
συγκέντρωση αυτή δεν περιορίστηκε μόνο στην καταγγελία των
φορολογικών μέτρων αλλά προχώρησε και σε διαμαρτυρία για τις
αυθαιρεσίες της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Ο Μεχμέτ Αλή αντέδρασε άμεσα και βίαια. Ο Οσμάν-Νουρ-Ελ-Ντιν
βέης επιτέθηκε με το ιππικό του και διέλυσε τη συγκέντρωση. Οι 41
πρωταίτιοι συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν επί τόπου.
Παραλλήλως, σε όλη την Κρήτη απαγχονίστηκαν σημαίνοντες
Κρητικοί και μουσουλμάνοι, που έβλεπαν με συμπάθεια το κίνημα
των Μουρνιών και κρυφίως το υποστήριζαν. Η διαμαρτυρία αυτή
των Κρητών έπεσε στο κενό, καθώς οι Μ. Δυνάμεις ήταν εντελώς
απρόθυμες να ασχοληθούν με το Κρητικό Ζήτημα.
Οι γενικότερες όμως περιπλοκές του Ανατολικού Ζητήματος τα
έτη 1839-1841 επηρέασαν την εξέλιξη των κρητικών υποθέσεων. Ο
Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου ενεπλάκη σε πόλεμο με την Τουρκία, τον
οποίο και έχασε. Έτσι, οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη του
48

Λονδίνου στις 3 Ιουλίου 1840 απέσπασαν την Κρήτη από τους


Αιγυπτίους και την επανέφεραν στην σουλτανική κυριαρχία.
Προτού υπογραφεί η Συνθήκη του Λονδίνου, διάφοροι εξόριστοι
Κρήτες οπλαρχηγοί έλαβαν την απόφαση να κατεβούν στην Κρήτη
και να οργανώσουν νέα επανάσταση, ελπίζοντας ότι έτσι θα
προβάλουν το Κρητικό Ζήτημα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε στις 22
Φεβρουαρίου 1841 σε όλη την Κρήτη. Στις δυτικές επαρχίες
αρχηγοί ήταν οι αδελφοί Χαιρέτη και στις ανατολικές ο
Βασιλογεώργης. Με προκήρυξη που εξεδόθη από τους αρχηγούς της
επανάστασης υπενθυμιζόταν στον κρητικό λαό η τεράστια
προσπάθεια που είχε καταβάλει τα προηγούμενα χρόνια και
πολύχρονοι αιματηροί του αγώνες. Όλοι οι Κρήτες προτρέπονταν
να αγωνιστούν ξανά για την ελευθερία τους.
Οι Σφακιανοί από τη μεριά τους δεν έδειξαν καμία προθυμία να
συμμετάσχουν σε έναν νέο και αβέβαιο πολεμικό αγώνα. Ο
Μουσταφά πασάς προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους
επαναστάτες αλλά απέτυχε. Έτσι τη λύση έδωσε η ένοπλη
σύγκρουση. Άρχισε ένας αιματηρός και φονικός αγώνας. Σκληρές
μάχες έγιναν στον Αποκόρωνα και στην ανατολική Πεδιάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση της εποχής βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία
να παράσχει την οποιαδήποτε βοήθεια και οι Μεγάλες Δυνάμεις
πίεζαν τους επαναστάτες να κάνουν ανακωχή. Στις 5 Απριλίου 1841
οι επαναστάτες υπέβαλαν στους βασιλείς Αγγλίας, Γαλλίας και
στον τσάρο της Ρωσίας υπόμνημα στο οποίο εξιστορούσαν τα δεινά
του κρητικού λαού. Όμως καμία απάντηση δεν εδόθη. Ο αγώνας
λοιπόν αυτός έληξε χωρίς κανένα αποτέλεσμα, με τη μαζική φυγή
επαναστατών και αμάχων στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Γενικά, η περίοδος 1841-1866 υπήρξε ειρηνική. Ο Μουσταφά
Ναϊλή πασάς επανήλθε στην Κρήτη ως διοικητής στις 31
Οκτωβρίου 1842 και παρέμεινε στην άσκηση της εξουσίας ως το
1850, όταν στη θέση του τοποθετήθηκε ο Σαλίχ Βαμίκ πασάς. Ο
Σαλίχ Βαμίκ πασάς κυβέρνησε το νησί με αίσθημα δικαιοσύνης και
άφησε καλές εντυπώσεις. Αντιθέτως, ο Βελή πασάς, γιος του
προηγούμενου Μουσταφά, που διαδέχθηκε τον Σαλίχ, επανέφερε τη
σκληρότητα προγενεστέρων εποχών.
Στην εξέλιξη των κρητικών πραγμάτων σημαντικές συνέπειες
είχε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856). Με τη Συνθήκη των
Παρισίων του 1856 ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το Χάτι
Χουμαγιούν, το οποίο παραχωρούσε εκτεταμένα προνόμια στους
χριστιανούς υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι
τουρκικές αρχές στην Κρήτη αρνούνταν να εφαρμόσουν πλήρως τις
διατάξεις του Χάτι Χουμαγιούν. Η στάση τους αυτή ήταν η αιτία
για την έκρηξη νέων επαναστάσεων.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Βελή πασά στην Κρήτη ήταν
κατηγορηματικά αντίθετη στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Χάτι
Χουμαγιούν. Ιδιαίτερη αντίδραση προκάλεσε η επιβολή στους
Κρητικούς νέων φόρων και η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Τον
Απρίλιο του 1858 στη θέση Μπουτσουνάρια έξω από τα Χανιά
συγκεντρώθηκαν 5.000 Κρητικοί, που εξέλεξαν επιτροπή για να
49

συντάξει υπόμνημα το οποίο θα υπέβαλε στους προξένους των


Μεγάλων Δυνάμεων και στον σουλτάνο. Το πολιτικό αυτό κίνημα
ονομάστηκε «Κίνημα του Μαυρογένη» από το όνομα του κύριου
υποκινητή του. Ο Βελή πασάς θέλησε να χρησιμοποιήσει
στρατιωτική βία αλλά ο στρατιωτικός διοικητής αρνήθηκε.
Ωστόσο, οι απεσταλμένοι του σουλτάνου που έφθασαν στην Κρήτη
τον Ιούνιο του 1858, δέχθηκαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των
Κρητών. Ο Βελή πασάς απομακρύνθηκε και τη θέση του κατέλαβε ο
Σαμή πασάς, ο οποίος άρχισε αμέσως συνομιλίες με τον οπλαρχηγό
Μανουσογιαννάκη. Με ειδικό φιρμάνι, που εξεδόθη στις 7 Ιουλίου
1858, παραχωρήθηκαν στους Κρητικούς ποικίλα προνόμια τα οποία
αναβάθμισαν, έως ένα επίπεδο τη ζωή των χριστιανών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι την εποχή 1858-1866 παρατηρήθηκε στην
Κρήτη μία κίνηση «αντεπαναστατών», που απέβλεπε στη
δημιουργία ενός ελληνικού νησιωτικού κράτους, υπό αγγλική
προστασία. Η κίνηση αυτή μάλλον ήταν άκαιρη και ανεδαφική,
καθώς η Κρήτη δεν χρειαζόταν έναν καινούριο δυνάστη αλλά την
πραγματική της ελευθερία από κάθε λογής επίδοξους κυριάρχους.
Ψυχή των «αντεπαναστατών» υπήρξε η Ελισάβετ Κονταξάκη.
Η περίοδος 1866-1869 θα συγκλονίσει την Κρήτη με την
επανάσταση που εξερράγη, αφού απετέλεσε το αποκορύφωμα του
πόθου των Κρητών για ελευθερία. Καταδείχθηκε έτσι ο εθνικός
χαρακτήρας του Κρητικού Ζητήματος και με τις διαστάσεις που
πήρε απασχόλησε έντονα την ευρωπαϊκή διπλωματία.
Δύο ήταν οι αφορμές που έκαναν τους Κρητικούς να
επαναστατήσουν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: η επιβολή
νέων φόρων και το λεγόμενο μοναστηριακό ζήτημα. Ο Ισμαήλ
πασάς, διοικητής της Κρήτης από το 1861, μετά από ένα διάστημα
αγαθούς διακυβέρνησης, άλλαξε τακτική και επέβαλε υψηλή
φορολογία, κατά κύριο λόγο στα γεωργικά προϊόντα. Επίσης,
θέλησε να αναμιχθεί στο μοναστηριακό ζήτημα, που είχε
δημιουργηθεί την εποχή εκείνη. Έγιναν συζητήσεις για τη σύσταση
Επιτροπής που θα ασχολείτο με το θέμα, αλλά τα μέλη που
επρόκειτο να εκλεγούν συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν.
Από την άνοιξη του 1866 ξεκίνησαν συγκεντρώσεις σε διάφορα
χωριά, στο Ατσιπόπουλο, στα Ανώγεια, στον Άγιο Μύρωνα και στο
Κράσι. Στις 14 Μαΐου 1866 συνήλθε η πρώτη παγκρήτια συνέλευση
στα Μπουτσουνάρια των Χανίων. Συντάχθηκε υπόμνημα προς τον
σουλτάνο, το οποίο περιέγραφε τα είδη των καταπιέσεων που
υφίσταντο οι Κρήτες, ζητώντας δικαιοσύνη. Η Συνέλευση αυτή
διαλύθηκε την ίδια μέρα, αλλά αμέσως την επόμενη υπογράφθηκε
από κάποιους άλλους ένα άλλο υπόμνημα με αποδέκτες τους
βασιλείς της Αγγλίας, της Γαλλίας και τον τσάρο της Ρωσίας, με
αίτημα την ένωση της Κρήτης με την άλλη Ελλάδα.
Η Υψηλή Πύλη απέστειλε την απάντησή της στους Κρήτες στα
μέσα Ιουλίου 1866, που ήταν απορριπτική για τα αιτήματά τους.
Τότε οι πληρεξούσιοι των κρητικών επαρχιών συγκεντρώθηκαν στο
Μπρόσνερο Αποκορώνου και υπέγραψαν την πρώτη επαναστατική
διακήρυξη, που την επέδωσαν άμεσα στις 20 Ιουλίου 1866 στους
50

προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, η επαναστατική


Συνέλευση κάλεσε τον λαό σε εξέγερση στις 21 Αυγούστου 1866, με
προκήρυξη που εξέδωσε από το χωριό Ασκύφου Σφακίων.
Η απόφαση για επανάσταση ήταν δεδομένη πια, αλλά οι
διπλωματικές συνθήκες ήταν δυσμενείς. Η αγγλική και γαλλική
διπλωματία, λόγω των ιδιαιτέρων οικονομικών συμφερόντων τους,
ήταν αντίθετες σε κάθε μετατροπή της εδαφικής ακεραιότητας της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνη η Ρωσία ήταν ευνοϊκή προς την
επανάσταση στην Κρήτη, γιατί είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των
Παρισίων του 1856. Υποκινούσε την επανάσταση μέσω των
αντιπροσώπων της στο νησί, ιδίως του Σπ. Δενδρινού, προξένου της
στα Χανιά, και του Ιω. Μητσοτάκη, υποπροξένου της στο Ηράκλειο.
Ο Ιω. Μητσοτάκης ίδρυσε στο Ηράκλειο «Μυστική Εταιρεία» για
την προετοιμασία της επανάστασης και την κινητοποίηση των
παραγόντων στο εσωτερικό νησί.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα ο λαϊκός ενθουσιασμός ήταν διάχυτος,
αλλά το επίσημο κράτος δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει καθ’
οιονδήποτε τρόπο την κρητική επανάσταση, αφού διαρκώς ο
τουρκικός κίνδυνος γινόταν ολοένα και πιο ορατός στα σύνορα της
Θεσσαλίας, με τη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων. Η
κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου ήταν αντίθετη με την κρητική
επανάσταση και με υπόμνημα προς τον πρόξενό της στα Χανιά, Νικ.
Σακόπουλο, στις 16 Απριλίου 1866 εφιστούσε την προσοχή για τις
καταστρεπτικές συνέπειες μιας ακόμη επανάστασης στην Κρήτη.
Μόλις ξεκίνησε η επανάσταση, οι εξόριστοι Κρητικοί αλλά και οι
άλλοι Έλληνες κινητοποιήθηκαν ενεργά, ώστε να συγκεντρώσουν
χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια. Στην Αθήνα η «Κεντρικὴ ὑπὲρ
τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπὴ» ιδρύθηκε με σκοπό να βοηθήσει τον αγώνα
των Κρητών συστηματικότερα. Στη Σύρο ιδρύθηκε η «Εἰδικὴ ἐπὶ
τῶν Ἀποστολῶν Ἐπιτροπὴ», για να ενισχύσει την πολεμική
προσπάθεια των Κρητών, με την αποστολή εφοδίων και εθελοντών.
Πολύτιμος αρωγός σ’ αυτές τις προσπάθειες υπήρξε η Ελληνική
Ακτοπλοΐα. Τα πλοία «Ὕδρα», «Πανελλήνιον», «Ἀρκάδιον», «Κρήτη»
και «Ἕνωσις» ανέλαβαν επικίνδυνες αποστολές εφοδιασμού των
επαναστατών στα κρητικά παράλια, πολλές φορές διασπώντας τον
τουρκικό ναυτικό αποκλεισμό του νησιού.
Η Τουρκία είχε αποστείλει στην Κρήτη ήδη από τις αρχές
καλοκαιριού του 1866 ένα στρατιωτικό σώμα 4.600 ανδρών, που
ενώθηκε με τον στρατό των Τούρκων και των Αιγυπτίων που
στάθμευε στο νησί. Έτσι, η δύναμη των εχθρών ανήλθε στην αρχή
των εχθροπραξιών σε 25.000 άνδρες. Μόλις όμως εξερράγη η
επανάσταση κατέφθασαν στο νησί επιπλέον επικουρικές δυνάμεις.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1866 βρίσκονταν στην Κρήτη 45.000
στρατιώτες του οθωμανικού στρατού, χωρίς να υπολογιστούν τα
στρατεύματα των ντόπιων ατάκτων. Η υπεροχή ανήκε στους
Τούρκους, αφού είχαν άφθονο πολεμικό υλικό, σύγχρονο οπλισμό και
συνεχή οικονομική υποστήριξη. Επίσης, ο τουρκικός στόλος
περιπολούσε στα παράλια, ώστε να εμποδίζει τυχόν αποβιβάσεις
εθελοντικών σωμάτων από την άλλη Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά,
51

οι Κρήτες ήταν εμπειροπόλεμοι, λιτοδίαιτοι και ανθεκτικοί στις


κακουχίες και είχαν την ικανότητα να μετατρέψουν τον αγώνα σε
έναν καταστρεπτικό για τους Τούρκους κλεφτοπόλεμο. Το μεγάλο
όμως θύμα του αγώνα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που αναγκαζόταν
να καταφεύγει στην εξορία, ενώ οι επαναστάτες ήταν
υποχρεωμένοι να εγκαταλείπουν τον αγώνα προκειμένου να
βοηθήσουν τις οικογένειές τους.
Μία από τις πιο σημαντικές ελλείψεις του αγώνα των Κρητών για
την ελευθερία ήταν η απουσία ενός Γενικού Αρχηγού. Την ανώτατη
εξουσία ασκούσε η Γενική Συνέλευση και αργότερα η Προσωρινή
Κυβέρνηση. Στην περιοχή των Χανίων τη στρατιωτική ηγεσία είχε ο
Ιω. Ζυμβρακάκης. Στην περιοχή του Ρεθύμνου επικεφαλής ήταν ο
συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, που έφθασε στην Κρήτη τον
Σεπτέμβριο του 1866 με ένα μικρό σώμα εθελοντών. Στις
ανατολικές επαρχίες την αρχηγία είχε ο Μιχ. Κόρακας. Οι τρεις
αυτοί άνδρες είχαν συμβολικά τον τίτλο του Γενικού Αρχηγού στην
περιοχή τους.
Οι πρώτες συγκρούσεις ξεκίνησαν κατά τα μέσα Αυγούστου του
1866 στο Σέλινο Χανίων. Ο Κ. Κριάρης κατέλαβε τη θέση του
Σταυρού και εξώθησε τους Τούρκους να οχυρωθούν στην Κάντανο.
Ο Αιγύπτιος Σαχίν, με 5.000 στρατιώτες, αποπειράθηκε να
καταλάβει τις Βρύσες Κυδωνίας για να αποκόψει τις διόδους
επικοινωνίας με τα Σφακιά. Οι επαναστάτες από τον Αποκόρωνα
επιτέθηκαν στον Σαχίν και τον ανάγκασαν να αποχωρήσει στα
Χανιά. Ο Σαχίν ανακλήθηκε αμέσως στην Αίγυπτο και
αντικαταστάθηκε από τον Ισμαήλ πασά.
Ο σουλτάνος ανέθεσε την καταστολή της επανάστασης στον
Μουσταφά πασά τον Γκιριτλή, ο οποίος έφθασε στην Κρήτη στις 30
Αυγούστου 1866. Κάλεσε τους επαναστάτες με προκήρυξή του να
καταθέσουν τα όπλα σε πέντε μέρες και τον λαό σε υποταγή,
υποσχόμενος να εκπληρώσει τα δίκαια αιτήματά τους. Η Γενική
Συνέλευση, που συνεδρίασε στους Κάμπους Κυδωνίας στις 7
Σεπτεμβρίου 1866 απέρριψε τις προτάσεις του Μουσταφά. Ο
Μουσταφάς με ισχυρές δυνάμεις επιτέθηκε και απώθησε τους
επαναστάτες από τη Μαλάξα και αμέσως κατευθύνθηκε στο Σέλινο,
για να ελευθερώσει τους αποκλεισμένους στην Κάντανο. Η
επιχείρησή του είχε αίσιο πέρας, αλλά κατά την επιστροφή του στα
Χανιά δέχθηκε αλλεπάλληλες επιθέσεις και έχασε πολλού άνδρες.
Αποπειρώμενος ο Μουσταφάς μία τρίτη επιχείρηση επιτέθηκε στα
ορεινά χωριά της Κυδωνίας, όπου έκαψε πολλά από αυτά. Στη θέση
Αλιάκες οι επαναστάτες τον απέκρουσαν και συνέτριψαν ένα σώμα
1.500 Τούρκων στα Κεραμειά. Ο Μουσταφάς εγκατέλειψε την
Κυδωνία και εισέβαλε στον Αποκόρωνα, όπου ο Γενικός Αρχηγός
της επαρχίας, Ιω. Ζυμβρακάκης, ηττήθηκε κατά κράτος στο χωριό
Βαφέ στις 12 Οκτωβρίου 1866.
Η ήττα στο Βαφέ Αποκορώνου επέδρασε δυσμενώς στο ηθικό των
επαναστατών. Πολλοί πίστεψαν ότι η επανάσταση θα ήταν
βραχύβια και άρχισαν να χάνουν το θάρρος τους. Ο Μουσταφά
πασάς εκμεταλλεύθηκε το δυσμενές ψυχολογικό κλίμα και κάλεσε
52

με νέα προκήρυξη τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα,


δηλώνοντας ότι θα χορηγήσει αμνηστία σε όλους. Ιδιαιτέρως
καλούσε σε υποταγή τους Σφακιανούς αγωνιστές. Πολλά χωριά των
Σφακίων δήλωσαν υποταγή, αλλά και οι κάτοικοι των άλλων
επαρχιών. Σταδιακά η επανάσταση άρχισε να παρουσιάζει κάμψη.
Μετά την περιφανή νίκη του στον Αποκόρωνα, ο Μουσταφάς
άφησε στις Βρύσες τον Μεχμέτ πασά και ο ίδιος, με δύναμη 15.000
ανδρών και με ισχυρό πυροβολικό, εισέβαλε στο Ρέθυμνο. Έδρα της
επαναστατικής Επιτροπής Ρεθύμνου είχε οριστεί η μονή Αρκαδίου
(αφιερωμένη στην τιμή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης), όπου
ο Πάνος Κορωναίος είχε εγκαταστήσει ως φρούραρχο τον
ανθυπολοχαγό Ιω. Δημακόπουλο από τη Μεσσηνία, ο οποίος
υποστηριζόταν από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη. Στις 8
Νοεμβρίου 1866 ο Μουσταφά επιτέθηκε στη μονή από τον Ρέθυμνο
με δύναμη περίπου 23.000 στρατιωτών, αφού πρώτα διέταξε τον
Ρεσίτ πασά να εισβάλει στον Μυλοπόταμο, με σκοπό να απασχολεί
τους Μυλοποταμίτες οπλαρχηγούς. Στο Αρκάδι είχαν καταφύγει 600
γυναικόπαιδα και περίπου 300 οπλοφόροι. Ο Πάνος Κορωναίος
βρισκόταν με τις δυνάμεις του στην περιοχή του Αμαρίου.
Κάποιοι από τους αγωνιστές συγκρούσθηκαν με τις
εμπροσθοφυλακές των Τούρκων στις θέσεις Σκολούφια, Χάρκεια και
Καβούσι, αλλά υποχώρησαν μπροστά στην υπέρτερη δύναμη του
εχθρού και εγκλείσθηκαν στη μονή. Η επίθεση άρχισε, αφού οι
έγκλειστοι απέρριψαν τις προτάσεις για παράδοση. Παρά τον όγκο
των δυνάμεών τους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν το
μοναστήρι την ίδια μέρα. Ο Μουσταφάς προχώρησε σε πιο δραστικά
μέτρα. Έφερε από το Ρέθυμνο πυροβολαρχία βαρέος πεδινού
πυροβολικού, με την οποία βομβάρδισε και συνέτριψε τη δυτική
πύλη της μονής στις 9 Νοεμβρίου 1866. Ο ηγούμενος της μονής
σκοτώθηκε μαχόμενος στις επάλξεις, ενώ την κρίσιμη ώρα ο
Κωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε την αποθήκη πυρομαχικών και
έτσι η μονή σωριάστηκε σε ερείπια. Πολλοί ήταν οι Έλληνες που
σκοτώθηκαν και μαζί τους εκατοντάδες Τούρκοι. Περίπου 100
Έλληνες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους, ανάμεσα
στους οποίους ήταν και ο Δημακόπουλος.
Η ανυπέρβλητη αυτή θυσία των αγωνιστών στη μονή Αρκαδίου
συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο τότε, αφού θύμισε ξανά το
Μεσολόγγι και το Κούγκι. Φιλελεύθεροι άνθρωποι ανέλαβαν
ενέργειες υπέρ των Κρητών, με το να ιδρύουν επιτροπές, να
διενεργούν εράνους και να δημοσιεύουν συγκινητικά κείμενα.
Από την άλλη πλευρά, στην περιοχή του Ηρακλείου οι πολεμικές
επιχειρήσεις άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1866. Τουρκικό
στρατιωτικό τμήμα κατέλαβε το χωριό Άγιος Μύρων στην επαρχία
Μαλεβιζίου και κατέσφαξε τα γυναικόπαιδα. Έπειτα οι Τούρκοι
επιτέθηκαν στους επαναστάτες στον Αλμυρό, αλλά απέτυχαν με
μεγάλες απώλειες (8 Σεπτεμβρίου 1866). Σε μάχη που έγινε στις 13
Οκτωβρίου 1866 στην περιοχή των χωριών Κασταμονίτσας-
Αμαριανού της επαρχίας Πεδιάδας οι επαναστάτες δεν κατάφεραν
53

να αντέξουν την επίθεση 8.000 εχθρών και υποχώρησαν αφήνοντας


70 νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Μετά την καταστροφή της μονής Αρκαδίου ο Μουσταφάς
στράφηκε για δεύτερη φορά κατά της ορεινής Κυδωνίας και του
Σελίνου στα Χανιά, στις 27 Νοεμβρίου 1866. Την εποχή εκείνη είχε
ξεσπάσει διαμάχη μεταξύ των Γενικών Αρχηγών, Ιω. Ζυμβρακάκη,
Π. Κορωναίου και Μ. Κόρακα, σχετικά με το θέμα οργάνωσης μιας
ανώτατης στρατιωτικής αρχής στην Κρήτη. Οι φιλονικίες των
αρχηγών ευνόησαν τις κινήσεις του Μουσταφά, αφού ουσιαστικά
δεν βρήκε καμία αντίσταση. Με μια εκπληκτική κίνηση κατά τα
τέλη του Δεκέμβρη αποβίβασε μέρος του στρατού του με πλοία
στην Αγία Ρούμελη και στο Φραγκοκάστελλο.
Η θέση των Σφακιανών ήταν αληθινά τραγική. Ο άμαχος
πληθυσμός τρομοκρατημένος είχε καταφύγει στα παράλια
αναζητώντας σωτηρία από τα παραπλέοντα ελληνικά και
ευρωπαϊκά πλοία. Ο σκληρός όμως χειμώνας και οι τραχείς
συνθήκες διαβίωσης ανάγκασαν τον Μουσταφά να εγκαταλείψει τα
Σφακιά, αφού αρκέστηκε στην υποταγή ορισμένων οπλαρχηγών.
Επιστρέφοντας όμως συντρίφθηκε στο φαράγγι του Κατρέ από την
άγρια επίθεση Σφακιανών αγωνιστών, όπου έχασε 500 άνδρες του.
Ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε τον οπλισμό του και τα εφόδιά
του επί τόπου, πολύτιμα λάφυρα στα χέρια των επαναστατών.
Παράλληλα δυτικά του Ηρακλείου, στα τέλη Δεκεμβρίου του
1866, κατέφθασε στην Κρήτη το πλοίο «Πανελλήνιον» με τον
Μανιάτη συνταγματάρχη Δημ. Πετροπουλάκη με 350 εθελοντές. Η
απόβαση των εθελοντών έγινε στην παραλία του Φόδελε, όπου τους
επιτέθηκε ισχυρή τουρκική δύναμη και τους ανάγκασε να
υποχωρήσουν στα ορεινά μέρη της επαρχίας Μαλεβιζίου.
Γενικά, ο Μουσταφάς πίστευε ότι είχε επιτύχει τον αντικειμενικό
του σκοπό: να καταστείλει την επανάσταση των Κρητών.
Αντιθέτως, η επανάσταση δεν είχε κατασταλεί και αυτό το γνώριζε
καλά η Υψηλή Πύλη, η οποία είχε να αντιμετωπίσει την κατακραυγή
της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και τη μεταστροφή της
ευρωπαϊκής διπλωματίας υπέρ των Κρητών. Ο σουλτάνος έστειλε
τον Ιανουάριο του 1867 τον Σερβέρ εφέντη με φιρμάνι, για την
εκλογή ενός μουσουλμάνου και ενός χριστιανού από κάθε επαρχία
του νησιού, για να προτείνουν λύσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Όμως
η αποστολή του Σερβέρ δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Ο
σουλτάνος τότε ανακάλεσε τον Μουσταφά και διόρισε στη θέση του
τον εξωμότη Ομέρ πασά, έναν ικανότατο στρατηγό, στον οποίον
ανατέθηκε το έργο της εκκαθάρισης της Κρήτης από τους
επαναστάτες.
Ο Ομέρ έφθασε στο νησί τον Μάρτιο του 1867 και ανέλαβε
αμέσως τη γενική αρχηγία όλων των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων,
που ανέρχονταν σε 25.000 στρατιώτες. Τον Απρίλιο του 1867
επιχείρησε να εισβάλει στα Σφακιά, με πολλαπλές επιθέσεις από
πολλά σημεία ταυτόχρονα, αλλά απέτυχε. Έλαβε την απόφαση να
κινηθεί ανατολικά, αφού πρώτα άφησε τον Μεχμέτ πασά στον
Αποκόρωνα και τον Αλή Σαρχός στην Κυδωνία, για να απασχολούν
54

τους επαναστάτες στη δυτική Κρήτη. Ο Ομέρ σε όλη τη διάρκεια


της πορείας του δεχόταν επιθέσεις από τους οπλαρχηγούς του
Μυλοποτάμου και του Μαλεβιζίου, αλλά έφθασε στο Ηράκλειο στις
10 Μαΐου 1867, όπου σχεδίαζε επίθεση κατά του Λασιθίου. Ο
Κόρακας με τους τοπικούς οπλαρχηγούς απέκλεισε τις προσβάσεις
προς το Λασίθι, αλλά ο Ομέρ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο
Καστέλλι Πεδιάδος, όπου είχαν καταφθάσει εκεί ο Αιγύπτιος Ισμαήλ
και ο Αλή Σαρχός από τα δυτικά. Εξαπατώντας τους επαναστάτες
πέρασε από το χωριό Γεράκι και ανέβηκε έως την κορυφή του όρους
Αφέντης, απωθώντας τον οπλαρχηγό Πετροπουλάκη στη θέση
Καράς το πηγάδι. Στις 21 Μαΐου 1867 τα τουρκικά στρατεύματα
εισέβαλαν στο οροπέδιο. Ο Κόρακας με ένα μικρό σώμα ιππικού
κατάφερε να απωθήσει τους Τούρκους, αλλά ο ανώτερος οπλισμός
των εχθρών τελικά υπερίσχυσε. Το Λασίθι υπέκυψε στην
καταστρεπτική μανία των τουρκικών ορδών.
Η επιτυχία αυτή των Τούρκων ήταν εφήμερη. Μόλις αποχώρησαν
από το οροπέδιο, οι κάτοικοι επέστρεψαν στον τόπο τους. Ο Ομέρ
γύρισε στο Ηράκλειο και από κει κατευθύνθηκε στα Χανιά, ενώ οι
δυνάμεις του Ρεσίτ πασά και του Αλή Σαρχός κινήθηκαν προς τη
Μεσαρά. Σε μάχη που έγινε στο χωριό Γέργερη στις 13 Ιουνίου 1867
οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Ο Ομέρ έφτασε με στόλο
στο Τυμπάκι της Μεσαράς, για να οργανώσει εκεί την εκστρατεία
που σχεδίαζε να κάνει εναντίον των Σφακίων. Στις 23 Ιουνίου 1867
ένα τμήμα του στρατού του διαπεραιώθηκε με πλοία στα Σφακιά,
ενώ άλλα τμήματα πορεύθηκαν διά ξηράς. Ο Ρεσίτ και ο Μεχμέτ
εισέβαλαν από δύο σημεία στο οροπέδιο του Ασκύφου, όπου εκεί
συναντήθηκαν με τις δυνάμεις του Ομέρ. Ενωμένες πια οι
τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις υπέταξαν ολόκληρη την επαρχία, παρά
τη λυσσώδη αντίσταση των Κρητών αγωνιστών.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ομέρ έδειξαν ότι ο τουρκικός
στρατός είχε τη δυνατότητα να υπερισχύει στις αναμετρήσεις με
τους επαναστάτες, αλλά δεν μπορούσε να μονιμοποιήσει την
κατοχή του σε απομακρυσμένες περιοχές του νησιού. Όταν ο
τακτικός στρατός των Τούρκων αποχωρούσε, οι επαναστάτες
επέστρεφαν από τα ορεινά καταφύγιά τους. Όμως οι θυσίες που
χρειάστηκαν από την πλευρά της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν
δικαιώθηκαν καθόλου από τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων των
τουρκικών στρατευμάτων.
Ο σουλτάνος, στα πλαίσια μιας υποχωρητικής πολιτικής,
ανακάλεσε τον Ομέρ και κήρυξε την παύση των εχθροπραξιών για
πέντε βδομάδες στην Κρήτη, από την 5η Σεπτεμβρίου 1867,
παραχωρώντας γενική αμνηστία. Έστειλε στην Κρήτη τον Μεγάλο
Βεζίρη Ααλή πασά, για να κομίσει νέα διοικητικά προνόμια στους
Κρήτες, που αποτέλεσαν τη βάση του Οργανικού Νόμου του 1868.
Επρόκειτο για ένα καθεστώς ημιαυτονομίας, με παραχώρηση
ορισμένων προνομίων στους χριστιανούς κατοίκους της νήσου. Ο
Ααλή πασάς κατέφθασε στις 22 Σεπτεμβρίου 1867 στην Κρήτη και
εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία καλούσε τους επαναστάτες να
καταθέσουν τα όπλα και τον λαό να εκλέξει πληρεξουσίους μέσα σε
55

δύο βδομάδες. Διαβίβασε την πρόθεσή του στην Γενική Συνέλευση


των Κρητών ότι ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει οποιοδήποτε είδος
πολιτεύματος αρκεί να αποκηρύξουν το αίτημά τους για ένωση με
την Ελλάδα. Η απάντηση βεβαίως ήταν αρνητική και οι πολεμικές
αναμετρήσεις συνεχίστηκαν. Ο Ααλή όμως προκήρυξε εκλογές και
συγκρότησε στα Χανιά μια άτυπη συνέλευση, από 30
μουσουλμάνους και 20 χριστιανούς, ανθρώπους που δεν είχαν
κανένα κύρος για να αναλάβουν τέτοιες θέσεις.
Η βρετανική διπλωματία, πάντα ως αυλόκολακας των Τούρκων,
τάχθηκε με το μέρος του Ααλή και, με ανθρώπους της που
διέτρεχαν το νησί, προέτρεπε τον λαό να δηλώσει υποταγή.
Παραπάνω έγινε λόγος για το κίνημα αυτό των «αντεπαναστατών»,
ανθρώπων που δεν εμφορούνταν από πατριωτικό ενθουσιασμό αλλά
ούτε και διακρίνονταν για τη γνήσια εθνική τους συνείδηση.
Στις 11 Νοεμβρίου 1867 ο Ααλή πασάς ανακοίνωσε στη
ψευδοσυνέλευση τις 14 βασικές διατάξεις του Οργανικού Νόμου.
Σύμφωνα με αυτές η Κρήτη αποτελούσε ένα βιλαέτι της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, διοικούμενο από Γενικό Διοικητή, που
διοριζόταν από τον σουλτάνο. Το νησί διαιρέθηκε σε πέντε
διοικήσεις και είκοσι επαρχίες. Στην κεντρική και στις επαρχιακές
διοικήσεις θα μπορούσαν να διορίζονται και σε κάποια αναλογία
χριστιανοί υπάλληλοι. Στη σύνθεση των δικαστηρίων θα μετείχαν
και χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Επίσης, αναγνωριζόταν η ισοτιμία
ελληνικής και τουρκικής γλώσσας.
Ο Ααλή πασάς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ικανοποιημένος
από τις πολιτικές του κινήσεις, αλλά όμως η επανάσταση δεν είχε
ακόμη κατασταλεί. Τον Νοέμβριο του 1867 ανέλαβε τη διοίκηση
του νησιού ο Χουσεΐν Αυνή πασάς, ο οποίος διαφοροποιήθηκε
πολιτικά από τους προηγούμενους διοικητές της Κρήτης.
Τροποποίησε τη μέθοδο στρατιτωτικού ελέγχου του νησιού, με το
να οικοδομήσει πύργους σε επίκαιρες θέσεις και να εγκαταστήσει
μόνιμες φρουρές σ’ αυτούς. Στις φρουρές αυτές ανατέθηκε το
καθήκον να ελέγχουν τους επαναστάτες. Το σύστημα αυτό έφερε
κάποιο αποτέλεσμα, αλλά οι επαναστάτες μετέβαλαν τον αγώνα σε
κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ολόκληρο το 1868.
Η επανάσταση όμως άρχισε να κάμπτεται σε σοβαρό βαθμό. Ο
κρητικός λαός είχε κουραστεί πολύ από τις κακουχίες. Η αποστολή
εφοδίων από την υπόλοιπη Ελλάδα είχε περιοριστεί σοβαρά, καθώς
είχαν ενταθεί οι περιπολίες του τουρκικού στόλου αφ’ ότου ανέλαβε
την ηγεσία του στόλου ο Hobart πασάς. Στο τέλος Δεκεμβρίου του
1868 ο Hobart καταδίωξε το πλοίο «Ἕνωσις» ως το λιμάνι της
Σύρου, όπου το απέκλεισε. Η Υψηλή Πύλη κατηγόρησε την Ελλάδα
για ανάμιξη στις κρητικές υποθέσεις και απειλήθηκε πόλεμος, ο
οποίος αποφεύχθηκε μόνο με την επέμβαση των Μεγάλων
Δυνάμεων. Έτσι, με τουρκικό τελεσίγραφο η Ελλάδα σταμάτησε την
αποστολή εφοδίων και εθελοντών στην Κρήτη.
Από τον Οκτώβριο του 1868 η επανάσταση στη δυτική Κρήτη είχε
ουσιαστικά εκπνεύσει. Ο Κόρακας και οι οπλαρχηγοί των
ανατολικών επαρχιών επέμεναν στη συνέχιση του αγώνα, αλλά
56

μάταια. Οι κάθε λογής βιοποριστικές ανάγκες των επαναστατών


τούς εμπόδιζαν να συνεχίσουν να μάχονται.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε τραγικό τέλος στις 11 Δεκεμβρίου
1868, στη Γωνιά Κισάμου. Πολιορκήθηκε με αιφνιδιαστική επίθεση
από τους Τούρκους και τα πιο πολλά μέλη της σκοτώθηκαν. Οι
οπλαρχηγοί των ανατολικών επαρχιών έλαβαν την απόφαση στις 30
Δεκεμβρίου 1868 να συνεχίσουν τον αγώνα, αλλά δεν έβρισκαν
σύμφωνο τον λαό, που είχε κουραστεί από τις στερήσεις.
Τον Ιανουάριο του 1869 τα γεγονότα είχαν ραγδαία εξέλιξη. Η
ευρωπαϊκή διπλωματία στράφηκε σύσσωμη υπέρ των Τούρκων. Οι
Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να απαγορεύσουν στην Ελλάδα τον
σχηματισμό εθελοντικών σωμάτων για πολεμική δράση σε εδάφη
της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον εφοδιασμό από τα λιμάνια
της πλοίων που θα βοηθούσαν οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση
στις κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στις 18 Ιανουαρίου 1869 ο πασάς του Ηρακλείου εξέδωσε
διάταγμα, που έδιδε στους πρωταγωνιστές της επανάστασης διορία
δέκα ημερών να παραδοθούν, υποσχόμενος γενική αμνηστία. Μετά
το πέρας αυτής της προθεσμίας θα προκηρύσσονταν με 500
οθωμανικές λίρες ο καθένας. Η καινούρια αυτή εξέλιξη έκανε τους
οπλαρχηγούς των ανατολικών επαρχιών να συγκεντρωθούν στο
χωριό Τζερμιάδω Λασιθίου, στις 26 Ιανουαρίου 1869. Στη
συνεδρίαση αυτή οι γνώμες διχάστηκαν. Οι πιο πολλοί οπλαρχηγοί
παραδόθηκαν, ενώ οι εναπομείναντες που αρνήθηκαν να υποστούν
αυτήν την ταπείνωση, επικηρύχθηκαν.
Η επανάσταση έτσι τελείωσε χωρίς να ευοδωθεί ο πόθος των
Κρητών για ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Οι θυσίες σε ανθρώπους
και οι υλικές ζημιές υπήρξαν τεράστιες. Η λύση του Κρητικού
Ζητήματος δεν θα διδόταν με μια τοπική επανάσταση χωρίς και τη
βοήθεια της διεθνούς διπλωματίας, αλλά με μια πολεμική
αναμέτρηση στη Βαλκανική που θα ταπείνωνε την Τουρκία.
4. Η επανάσταση του 1878.

Η Υψηλή Πύλη θεώρησε ότι ο Οργανικός Νόμος ήταν μία


χειρονομία καλής θελήσεως προς τον χριστιανικό πληθυσμό της
Κρήτης. Εν τούτοις, ο Οργανικός Νόμος ήταν μια παγίδα για τους
Κρήτες. Το χριστιανικό στοιχείο στην Γενική Συνέλευση δεν
αντιπροσωπευόταν αναλογικά με τους πληθυσμιακούς του
αριθμούς. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο καμιά από τις προτάσεις των
χριστιανών δεν ήταν δυνατόν να εγκριθεί. Στην πραγματικότητα ο
Οργανικός Νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ σε όλες του τις διατάξεις.
Οι συνεχόμενες παραβιάσεις του έκαναν τους Κρήτες να
διαμαρτύρονται, αλλά οι τουρκικές αρχές φυλάκιζαν τους
αντιτιθέμενους στο Νόμο.
Η κατάσταση στο νησί τα έτη 1869-1874 ήταν τραγική. Ο
πληθυσμός είχε ελαττωθεί σε τραγικά επίπεδα από τις σφαγές και
τους εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημώσει και οι γεωργικοί
κλήροι έμεναν ακαλλιέργητοι. Ουσιαστικά η Κρήτη έπρεπε να
αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Το διάστημα 1869-1878 η
57

Τουρκία έστελνε στο νησί ως Γενικούς Διοικητές, στρατιωτικούς


που ήταν εντελώς αντίθετοι σε κάθε μεταρρύθμιση. Γενικά, η
τουρκική διοίκηση αυτών των ετών χαρακτηριζόταν από
φαυλότητα και σφοδρό αντιχριστιανικό μένος.
Τα πολιτικά και στρατιωτικά τεκταινόμενα στην Ευρώπη είχαν
αντίκτυπο και στην Κρήτη. Ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας
του 1870 έκανε την Τουρκία να εντείνει τα μέτρα επιτήρησης στο
νησί. Τα πράγματα στην Κρήτη επηρεάστηκαν περισσότερο από την
επανάσταση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης που ξέσπασε το 1875.
Αμέσως υπήρξε επαναστατικός αναβρασμός και παρατηρήθηκαν
κινητοποιήσεις στο νησί. Ο αρχιμανδρίτης από τα Σφακιά
Παρθένιος Κελαϊδής βολιδοσκοπούσε από την Τεργέστη τους
εξόριστους Κρητικούς αρχηγούς για τη δυνατότητα να εκραγεί
στην Κρήτη μια νέα επανάσταση. Ήδη στην Κρήτη είχαν ιδρυθεί
επαναστατικά κομιτάτα. Οι περισσότεροι Κρητικοί απέρριπταν την
ιδέα μιας νέας επανάστασης, ενώ άλλοι προωθούσαν το σχέδιο να
καταστεί η Κρήτη αγγλικό προτεκτοράτο. Την άποψη αυτή
υποστήριζε η αγγλόφιλη μερίδα στο νησί και οι Σφακιανοί
οπλαρχηγοί. Η ιδέα όμως αυτή δεν ήταν αποδεκτή από τον λαό,
αφού άλλωστε και η Αγγλία δεν είχε εκδηλώσει φανερά την
πρόθεσή της αυτή. Γύρω στο 1876 κάποιοι Κρήτες υποστήριζαν την
ιδέα να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη Ηγεμονία. Υπέδειξαν ως
ηγεμόνα τον Γρηγόριο Υψηλάντη, πρέσβη της Ελλάδος στη Βιέννη,
ο οποίος όμως δεν αποδέχθηκε την πρόταση.
Το 1876 η Γενική Συνέλευση των Κρητών ζήτησε με υπόμνημά της
την κατοχύρωση του Οργανικού Νόμου με σουλτανικό φιρμάνι,
αφού θα τροποποιείτο στις βασικές του διατάξεις. Η Υψηλή Πύλη
δεν δέχθηκε να συζητήσει τίποτε από όλα αυτά. Στις αρχές του
1877 η εσωτερική κατάσταση στην Κρήτη ταράχθηκε, όταν
ψηφίστηκε το τουρκικό σύνταγμα του Μιδάτ. Οι Κρήτες υπέβαλαν
υπόμνημα στον Γενικό Διοικητή Σαμίχ πασά και του ζήτησαν να
εξαιρεθεί η Κρήτη από το τουρκικό σύνταγμα και να θεωρηθεί
επαρχία αυτοδιοικούμενη, όπως αναγνωριζόταν από τον Οργανικό
Νόμο. Ο Σαμίχ πασάς διέλυσε τη Γενική Συνέλευση και οι χριστιανοί
αντιπρόσωποι κατέφυγαν στον Αποκόρωνα. Έτσι μια νέα
επανάσταση ήταν προ των πυλών.
Τον Ιούλιο του 1877 εξελέγη 24μελής Επιτροπή στις δυτικές
επαρχίες με αντικείμενο τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος.
Στην Αθήνα ιδρύθηκε το «Κρητικὸν Κέντρον» και άρχισε αμέσως η
συγκέντρωση όπλων και εφοδίων για την Κρήτη. Είχαν ήδη
δημιουργηθεί τρία επαναστατικά κομιτάτα, ένα στο Βάμο, ένα στα
Χανιά και ένα στο Ρέθυμνο. Τον Αύγουστο του 1877 το
επαναστατικό κομιτάτο Χανίων εξέλεξε μία Μεταπολιτευτική
Επιτροπή, που είχε έδρα την Κράπη. Αργότερα, οι αντιπρόσωποι
των κομιτάτων συγκάλεσαν παγκρήτια επαναστατική συνέλευση
στο χωριό Φρε του Αποκορώνου για να εκλεγεί Προεδρείο.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ως υπουργός Εξωτερικών στην
Οικουμενική Κυβέρνηση Κουμουνδούρου, δήλωσε στις 27
Δεκεμβρίου 1877 ότι η Ελλάδα θα υποστηρίξει ενεργώς την κρητική
58

επανάσταση, ενώ οι εξόριστοι Κρήτες οπλαρχηγοί άρχισαν να


κατεβαίνουν στην Κρήτη. Τον Ιανουάριο του 1878 συγκροτήθηκε
στο Φρε η «Παγκρήτιος Ἐπαναστατικὴ Συνέλευσις», με πλήθος
αντιπροσώπων.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ευρισκομένη σε πόλεμο με τη Ρωσία
εκείνη την περίοδο δεν μπορούσε να αποστείλει στρατιωτικές
δυνάμεις στην Κρήτη. Έτσι, λοιπόν, με παρότρυνση της Αγγλίας,
υιοθέτησε την πολιτική του συμβιβασμού και της διαπραγμάτευσης.
Ο Κωστής Αδοσίδης πασάς και ο Σελήμ εφέντης επωμίσθηκαν το
έργο των συνομιλιών με τους Κρήτες και παραλλήλως να
προτείνουν νέες παραχωρήσεις επί του Οργανικού Νόμου. Ο
Ρεθύμνιος Ι. Τσουδερός συνέταξε την απάντηση, που περιλάμβανε
τους εξής όρους: 1. Να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία,
φόρου υποτελής στον σουλτάνο, 2. Ο διοικητής να είναι χριστιανός
και να εκλέγεται με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο
Αδοσίδης πασάς ζήτησε διορία δέκα ημερών, ώστε να διαβιβάσει τα
αιτήματα των Κρητών στην Κωνσταντινούπολη. Όμως δεν ήρθε
καμία απάντηση από την Υψηλή Πύλη.
Αυτό ήταν και η αφορμή για να ξεσπάσει η επανάσταση. Οι
Τούρκοι, για να προστατευθούν, εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και
κλείστηκαν στα μεγάλα φρούρια της νήσου. Ως τα τέλη Μαρτίου
1878 όλη η Κρήτη ελεγχόταν από τους επαναστάτες, εκτός από τα
φρούρια της νήσου, που δεν ήταν εφικτό να κυριευθούν χωρίς τη
χρήση βαρέος πεδινού πυροβολικού.
Τον Ιούλιο του 1878 οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην
Κρήτη επέβαλαν ανακωχή με την υπόσχεση ότι το Κρητικό Ζήτημα
θα απασχολούσε το Συνέδριο του Βερολίνου που θα εργαζόταν για
την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του
Φεβρουαρίου του 1878. Η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε
να στείλει δύο αντιπροσώπους της στο Συνέδριο του Βερολίνου, τον
Κωσταρό Βολουδάκη και τον Ιωάννη Σφακιανάκη. Η ελληνική
κυβέρνηση, αντιδρώντας μυωπικά, ματαίωσε τη μετάβασή τους στο
Βερολίνο, γιατί έτρεφε υποψίες ότι θα προωθούσαν τη λύση της
αυτόνομης ηγεμονίας και όχι το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα.
Οι Κρήτες αντιπρόσωποι μετέβαιναν στο Βερολίνο με σκοπό να
επιτύχουν με οποιοδήποτε τρόπο την απόσειση του τουρκικού
ζυγού, έστω και αν προκρινόταν προς το παρόν η λύση της
αυτόνομης ηγεμονίας. Δεδομένης της αρνητικής στάσης της
ευρωπαϊκής διπλωματίας έναντι του αιτήματος για ένωση με την
Ελλάδα, έπρεπε οι Έλληνες πολιτικοί να φανούν ανώτεροι των
περιστάσεων και να αντιληφθούν την κρισιμότητα των στιγμών για
την ελευθερία του νησιού.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις στο Συνέδριο του Βερολίνου αποφάσισαν και
επέβαλαν στην Τουρκία την εφαρμογή του Οργανικού Νόμου, αφού
γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις. Έτσι, οι Κρητικοί αποφάσισαν
να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα τους. Η Τουρκία ικανοποιημένη
που η λύση της ένωσης αποκλείστηκε για τους Κρήτες, δέχθηκε να
προβεί σε παραχωρήσεις προνομίων για το χριστιανικό
πληθυσμιακό στοιχείο της Κρήτης. Ο γαζή Αχμέτ Μουχτάρ πασάς
59

και ο Σελήμ εφέντης κατέφθασαν στην Κρήτη ως νέοι


διαπραγματευτές, ενώ ο Γενικός Διοικητής, Κωστής Αδοσίδης
πασάς, και ο Άγγλος πρόξενος στα Χανιά Sandwith έπειθαν τη
Γενική Συνέλευση των Κρητών να υποδείξει αντιπροσώπους για να
ξεκινήσουν συνομιλίες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι τον Οκτώβριο του 1878 υπογράφθηκε η
Σύμβαση της Χαλέπας, στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων, η οποάι
επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό φιρμάνι και αποτέλεσε το νέο
πολιτικό Οργανισμό της Κρήτης. Οι κυριότερες διατάξεις ήταν:

1. Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης δύναται να είναι


χριστιανός. Η θητεία του ορίστηκε να είναι πέντε χρόνια, με
δυνατότητα ανανέωσης.
2. Ο Γενικός Διοικητής έχει ένα σύμβουλο από το αντίθετο
θρήσκευμα.
3. Η Γενική Συνέλευση έχει 80 μέλη, 49 χριστιανούς και 31
μουσουλμάνους.
4. Ιδρύθηκε η Κρητική Χωροφυλακή.
5. Αναγνωρίσθηκε η ελληνική ως επίσημη γλώσσα των
δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Μόνο τα επίσημα
πρακτικά συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες.
6. Χορήγηση γενικής αμνηστίας.
7. Προσωρινή απαλλαγή από κάποιους φόρους.
8. Επιτράπηκε η ίδρυση φιλολογικών συλλόγων και η έκδοση
εφημερίδων.

Ο Χάρτης της Χαλέπας ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα για τη


λύση του Κρητικού Ζητήματος, αφού έτσι δημιουργήθηκε ένα
καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας με ιδιαίτερα προνόμια. Ο
Αλέξανδρος Καραθεοδωρής ήταν ο πρώτος διοικητής, ο οποίος
άσκησε την εξουσία του για λίγους μήνες. Τον διαδέχθηκε ο
Ιωάννης Φωτιάδης, ένας άνθρωπος μορφωμένος, με ευρεία
διοικητική πείρα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με δικαιοσύνη
και φρόνηση. Υποστήριξε την παιδεία και προώθησε λύσεις για
σημαντικά προβλήματα.

5. Η επανάσταση του 1897-1898.

Τα επόμενα δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης της


Χαλέπας ως την επανάσταση του 1889, η Κρήτη γνώρισε έντονους
κομματικούς φατριασμούς, που είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στην
ομαλή ανάπτυξη του τόπου, καθώς όλοι μετατράπηκαν σε
μανιώδεις πολιτευτές. Τα κόμματα που κυριάρχησαν ήταν των
Καραβανάδων και των Ξυπόλυτων. Το πρώτο αντιπροσώπευε τη
συντηρητική μερίδα, όπου ανήκαν οι πιο σοβαροί και οι πιο
μορφωμένοι πολιτικοί της Κρήτης. Οι Ξυπόλυτοι αντιπροσώπευαν
τις φιλελεύθερες τάσεις της εποχής εκείνης. Ο κομματικός
60

φανατισμός ήταν έντονος και δίχασε τρομερά τον λαό, που τον
οδήγησε πολλές φορές σε πράξεις βίας.
Στις εκλογές που έγιναν το 1888 κέρδισε το κόμμα των
Ξυπόλυτων. Οι Καραβανάδες όμως αντέδρασαν με έναν τρόπο
απροσδόκητο. Στη Γενική Συνέλευση την 6η Μαΐου 1889 κατέθεσαν
ψήφισμα, με το οποίο κήρυτταν την ένωση της Κρήτης με την
Ελλάδα. Η πράξη βεβαίως αυτή ήταν παράνομη και κρίθηκε ως
επαναστατική. Ο Γενικός Διοικητής Ν. Σαρτίνσκης εξέδωσε
ένταλμα να συλληφθούν ηγετικά στελέχη των Καραβανάδων, που
είχαν όμως ξεφύγει και κήρυξαν νέα επανάσταση.
Το ζήτημα ήταν ότι οι συνθήκες τότε στην Κρήτη δεν ήταν
πρόσφορες για την εξάπλωση ενός νέου επαναστατικού κινήματος.
Η Τουρκία ανακάλεσε τον Γενικό Διοικητή Ν. Σαρτίνσκη και διόρισε
στη θέση του τον σκληρό στρατιωτικό Σακήρ πασά. Ο Σακήρ
κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο. Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε
επίκαιρα σημεία του νησιού και ο μουσουλμανικός όχλος
ανενόχλητος επιδόθηκε σε νέες καταστροφές. Τα στρατοδικεία
καταδίκαζαν συνεχώς σε θάνατο, με την τραγική κατάσταση να
επιτείνεται μέρα με την ημέρα.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τις περιστάσεις ακύρωσε τον Χάρτη
της Χαλέπας με φιρμάνι που εξεδόθη στις 17 Δεκεμβρίου 1889, το
οποίο ήταν παράνομο, καθώς δεν ενημερώθηκαν οι Μεγάλες
Δυνάμεις. Έτσι στην Κρήτη αναβίωσε η τουρκοκρατία των
περασμένων καιρών. Ανακλήθηκαν όλα τα προνόμια και επιβλήθηκε
επαχθέστατη φορολογία.
Όλη αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μία πενταετία από το 1890
έως το 1895, που ήταν η πιο ζοφερή για την Κρήτη. Τα παλαιά μίση
αναζωπυρώθηκαν και οι πράξεις βίας ήταν πια μια καθημερινή
πραγματικότητα. Επειδή οι Κρήτες ηγέτες αντιλήφθηκαν ότι η
ένωση με την Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με μια τοπική
επανάσταση, σταδιακά άρχισε να προβάλλεται η ιδέα της
μεταπολίτευσης, δηλαδή της ίδρυσης μια αυτόνομης ηγεμονίας,
υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, και να μετατεθεί για
το μέλλον η ιδέα της ένωσης με το εθνικό κέντρο.
Τον Ιούνιο του 1892 εκδηλώθηκε στα Σφακιά ένα κίνημα μικρής
εμβέλειας, που όμως καταπνίγηκε τον Σεπτέμβριο του 1892 χωρίς
να λάβει κάποια έκταση. Στα Σφακιά όμως ιδρύθηκε τον
Φεβρουάριο του 1893 μια μυστική αδελφότητα, που σκοπό είχε τον
προσηλυτισμό των Κρητών οπλαρχηγών και πολιτικών και την
προετοιμασία μιας νέας επανάστασης. Η εν λόγω αδελφότητα δεν
είχε ούτε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα ούτε κάποιον αρχηγό.
Η Τουρκία υπό το βάρος των πιέσεων για την αποτρόπαια σφαγή
των Αρμενίων (Ιανουάριος 1895) επεδίωξε να διασκεδάσει τις
εντυπώσεις, με το να προβεί σε μια απροσδόκητη ενέργεια στην
Κρήτη. Αντικατέστησε τον Μαχμούτ, Γενικό Διοικητή Κρήτης, με
τον Αλ. Καραθεοδωρή τον Μάρτιο του 1895. Οι Κρήτες υπάκουσαν
στην πρόσκληση του νέου Γενικού Διοικητή να στείλουν
αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Εν τούτοις οι Τουρκοκρήτες
οργάνωσαν παγκρήτιο τρομοκρατικό κομιτάτο, που επιδόθηκε σε
61

φοβερές λεηλασίες και φόνους, υποσκάπτοντας έτσι το έργο του


Καραθεοδωρή. Ο λαός δεν μπόρεσε να αντιδράσει, αλλά όμως
οργανώθηκαν σχεδόν αμέσως ανταρτικές ομάδες για αντεκδίκηση.
Ο Γενικός Διοικητής υπ’ αυτές τις περιστάσεις ήταν ανήμπορος να
εκτελέσει τα καθήκοντά του. Έτσι, όταν οι Κρήτες αιτήθηκαν την
επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, διέλυσε τη Γενική Συνέλευση
στις 28 Ιουνίου 1895.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο πολιτευτής από τα
Σφακιά Μανούσος Κούνδουρος, που ήταν πρωτοδίκης στο Βάμο του
Αποκόρωνα από το 1890. Πίστευε ότι η αυτονομία θα ήταν το
πρώτο βήμα για την ένωση και κινήθηκε μυστικά για την οργάνωση
μιας Μεταπολιτευτικής Επιτροπής. Οι απόψεις του βρήκαν
υποστήριξη βεβαίως από τον Άγγλο πρόξενο στα Χανιά Billioti. Τα
περισσότερα μέλη της μυστικής αδελφότητας τάχθηκαν με τον
Κούνδουρο. Γραμματέας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής ανέλαβε
ο Ιωσήφ Λεκανίδης.
Σε υπόμνημα που συνέταξε ο Κούνδουρος αναπτύσσονταν με
σαφήνεια και πληρότητα οι πολιτικές του θέσεις. Σκοπός του ήταν
να το υποβάλει σε Γενική Συνέλευση και μετά στους προξένους των
Μεγάλων Δυνάμεων προς έγκριση. Το υπόμνημα του Κούνδουρου
έλαβε την έγκριση στις 3 Σεπτεμβρίου του 1895 σε συνέλευση που
συγκροτήθηκε στο χωριό Κλήμα Αποκορώνου και στις 10 του ίδιου
μήνα σε Γενική Συνέλευση στην Κράπη Σφακίων και αμέσως
υποβλήθηκε και στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι
βασικές του διατάξεις ήταν: 1. Να ανακηρυχθεί η Κρήτη σε
αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στον σουλτάνο, αντί 15.000
οθωμανικών λιρών ετησίως 2. Η εξουσία θα ασκείτο από χριστιανό
διοικητή με θητεία πέντε ετών, χωρίς ο σουλτάνος να έχει
δικαίωμα να τον αντικαταστήσει 3. Να δοθούν εκ νέου τα προνόμια
του Χάρτη της Χαλέπας αλλά βελτιωμένα.
Η σύσταση φυσικά της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής θεωρήθηκε
αμέσως πράξη επαναστατική. Ο Γενικός Διοικητής Αλ.
Καραθεοδωρής διέταξε να συλληφθούν όλα τα μέλη της
Μεταπολιτευτικής, αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας απέτυχαν εντελώς.
Ο Καραθεοδωρής αντικαταστάθηκε από τον Τουρχάν πασά τον
Μάρτιο του 1896. Ο Τουρχάν έφερε μαζί του φιρμάνι για χορήγηση
γενικής αμνηστίας, αλλά οι Μεταπολιτευτικοί το απέρριψαν. Ο
πατριωτισμός άρχισε στην Κρήτη να ζωντανεύει και οι πολιτικές
διενέξεις του παρελθόντος υποχώρησαν. Οι αγωνιστές δένονταν
μεταξύ τους με το αρχαίο έθιμο της αδελφοποιίας.
Από 4 Μαΐου έως την 18η του 1896 η τουρκική φρουρά του χωριού
Βάμο στον Απόκόρωνα πολιορκήθηκε και εκδιώχθηκε. Η νίκη αυτή
των Κρητών προσέδωσε μεγάλη δύναμη στη Μεταπολιτευτική
Επιτροπή. Επίσης, επηρέασε σημαντικά τη στάση των Μεγάλων
Δυνάμεων. Οργανώθηκε στο νησί η «Γενικὴ Ἐπαναστατικὴ τῶν
Κρητῶν Συνέλευσις» και στην Αθήνα ανασυστήθηκε η «Κεντρικὴ
ὑπὲρ τῶν Κρητῶν Ἐπιτροπὴ». Από τον Ιούλιο του 1896 άρχισαν να
καταφθάνουν στην Κρήτη σώματα εθελοντών, με αρχηγούς τον Κ.
62

Μάνο και τον Ιω. Νταφώτη, δημιουργό του περίφημου «Τάγματος


τῶν Ἐπιλέκτων Κρητῶν».
Οι διάφορες βιαιοπραγίες των Τούρκων είχαν αποσταθεροποιήσει
πλήρως τα πράγματα. Στις 11 Μαΐου 1896 έγιναν σφαγές και
λεηλασίες κατά του ελληνικού στοιχείου στα Χανιά και
επεκτάθηκαν και στην ύπαιθρο. Τα ίδια γεγονότα έγιναν και στο
Ηράκλειο, ιδίως στα χωριά της Πεδιάδας. Στις 26 Ιουνίου 1896 οι
μοναχοί της μονής του Αγίου Ιωάννου στην Ανώπολη της Πεδιάδας
κατεσφάγησαν και πολλά χωριά καταστράφηκαν από τους Τούρκους
ατάκτους.
Όλες αυτές οι φρικαλεότητες εξώθησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να
επέμβουν και να ασκήσουν πίεση στην Υψηλή Πύλη να κάνει νέες
παραχωρήσεις στους Κρήτες. Έπειτα από χρονοβόρες
διαπραγματεύσεις στα Χανιά οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων
επέδωσαν στους Κρήτες πληρεξουσίους τον νέο Οργανισμό Κρήτης
που περιλάμβανε τα εξής στοιχεία: την εξουσία ασκούσε χριστιανός
Διοικητής διοριζόμενος από τον σουλτάνο, με πενταετή θητεία και
με την υψηλή επιστασία των Μ. Δυνάμεων. Οι θέσεις των
χριστιανών υπαλλήλων θα είναι διπλάσιες σε αριθμό από τις
αντίστοιχες των μουσουλμάνων. Προβλέφθηκε η αναδιοργάνωση
της Κρητικής Χωροφυλακής, με εκπαίδευση από Ευρωπαίους
αξιωματικούς. Παραχωρήθηκε πλήρης οικονομική και δικαστική
ανεξαρτησία με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η Επαναστατική Επιτροπή, της οποίας προήδρευε ο Μ.
Κούνδουρος αποδέχθηκε τις νέες διατάξεις. Η επανάσταση έληξε
τον Αύγουστο του 1896 με πολλά οφέλη για τον κρητικό λαό.
Τον Σεπτέμβριο του 1896 ως νέος Γενικός Διοικητής Κρήτης
διορίστηκε ο Γεώργιος Βέροβιτς πασάς. Ένα μήνα αργότερα
συντελέστηκε ο φόνος του εισαγγελέα Κριάρη στα Χανιά και μια
απειλητική προκήρυξη κυκλοφόρησε εις βάρος των χριστιανών. Οι
Μεγάλες Δυνάμεις ανησυχώντας για την έκβαση των πραγμάτων
πίεσαν την Τουρκία να θέσει αμέσως σε εφαρμογή τις διατάξεις του
νέου Οργανισμού. Κάποιες διατάξεις εφαρμόστηκαν αλλά η
τουρκική αντίδραση άρχισε να εκδηλώνεται με φόνους και
βιαιότητες.
Ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέβαλλαν προσπάθειες για να
αποτρέψουν την επέκταση των ταραχών, η ελληνική κυβέρνηση του
Δεληγιάννη, δεχομένη πιέσεις από την κοινή γνώμη, αποφάσισε να
επέμβει στην Κρήτη. Αρχικά απέστειλε πολεμικά πλοία με
επικεφαλής τον πρίγκιπα Γεώργιο, για να εμποδίσουν τη μεταφορά
τουρκικού στρατού στο νησί. Όταν όμως οι Μ. Δυνάμεις θέλησαν να
επιβάλουν καθεστώς διεθνούς κατοχής της Κρήτης στις 3
Φεβρουαρίου του 1897, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τον
συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο με 1.500 άνδρες για να
καταλάβει το νησί και να κηρύξει την ένωση με την Ελλάδα. Ο
Βάσσος αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι Χανίων την 1η Φεβρουαρίου
του 1897 και εξέδωσε αμέσως προκήρυξη με την οποία
καταλάμβανε το νησί στο όνομα του βασιλέως της Ελλάδος,
κηρύττοντας ταυτόχρονα την ένωση.
63

Η νέα επανάσταση έλαβε μεγάλες διαστάσεις μέσα στην Κρήτη. Ο


Τιμ. Βάσσος επιτέθηκε και κατέλαβε τον πύργο των Τούρκων στις
Βουκολιές Χανίων στις 7 Φεβρουαρίου 1897, καθώς και τα
στρατόπεδά τους στην Αγιά και στα Λιβάδια. Οι Μ. Δυνάμεις όμως
παρενέβησαν και τον απέτρεψαν να εγγίσει τα Χανιά. Ταυτόχρονα
έγινε μια σκηνοθετημένη παραβίαση της ουδέτερης ζώνης που
είχαν κηρύξει οι Μ. Δυνάμεις ανάμεσα σε επαναστάτες και
Τούρκους, η οποία οδήγησε στον σφοδρό κανονιοβολισμό του
«Επαναστατικού Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου» που είχε
οργανωθεί από τους επαναστάτες. Οι Ευρωπαίοι ναύαρχοι
προτίμησαν να σκοτώσουν χριστιανούς παρά να εμποδίσουν τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων, με το πρόσχημα της
διατήρησης μιας κίβδηλης ειρήνης.
Αντιμέτωπες μ’ αυτές τις εξελίξεις οι Μ. Δυνάμεις πρότειναν τη
λύση της αυτονομίας στις 17 Φεβρουαρίου 1897, αλλά οι Κρήτες
την απέρριψαν. Τα κρητικά παράλια αποκλείσθηκαν από τα
πολεμικά πλοία των ευρωπαϊκών κρατών και έτσι εμποδίστηκε η
μεταφορά εθελοντών και εφοδίων. Ο αγώνας όμως έγινε
δριμύτερος. Φονικότατες μάχες διεξήχθηκαν στην περιοχή του
Ηρακλείου γύρω από την κωμόπολη των Αρχανών από τον
Ιανουάριο του 1897 έως τον Ιούνιο του 1897. Οι συγκρούσεις αυτές
περιγράφηκαν με καταπληκτική ενάργεια και ρεαλισμό από τον
Ηλία Βουτιερίδη στο βιβλίο του «Ἡμερολόγιον τοῦ τάγματος τῶν
ἐπιλέκτων Κρητῶν» (1898).
Το ατυχές αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897
ανάγκασε την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την
Κρήτη στις 21 Απριλίου 1897. Μπροστά στα τετελεσμένα γεγονότα,
οι Κρήτες ηγέτες δέχθηκαν τη λύση της αυτονομίας, χωρίς να
μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Σε τρεις Γενικές Συνελεύσεις,
στους Αρμένους (26 Ιουνίου 1897), στις Αρχάνες (30 Ιουλίου 1897)
και στο Μελιδόνι (16 Οκτωβρίου 1897) αποφασίστηκε να γίνει
αποδεκτή η λύση των Μεγάλων Δυνάμεων, που καθιέρωνε την
αυτονομία στο νησί. Συζητήθηκε έντονα το ζήτημα για τη μορφή
του νέου πολιτεύματος και κυρίως για το πρόσωπο του κυβερνήτη.
Οι Κρήτες ζήτησαν Ευρωπαίο, όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν
ως ύπατο Αρμοστή, τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος.
Η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος είναι η μεγάλη σφαγή
που έγινε στο Ηράκλειο την 25η Αυγούστου 1898. Ένα αγγλικό
άγημα, ως στρατιωτική συνοδεία, εγκαθιστούσε χριστιανούς
υπαλλήλους του Εκτελεστικού στο φορολογικό γραφείο της πόλης
σύμφωνα με την απόφαση που είχε ληφθεί από τους Ναυάρχους των
Μ. Δυνάμεων. Όμως εξαγριωμένος τουρκικός όχλος αντιδρώντας σ’
αυτήν τη νέα κατάσταση διέπραξε μια απάνθρωπη σφαγή κατά των
χριστιανών της πόλης, με περίπου 500 θύματα, καταδεικνύοντας
για άλλη μια φορά τα βάρβαρα ένστικτά του. Μέσα στον παροξυσμό
των ταραχών σκοτώθηκαν και 17 Άγγλοι στρατιώτες μαζί και ο
Πρόξενος της Αγγλίας, Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Οι Άγγλοι
αντέδρασαν άμεσα. Συνέλαβαν 17 γνωστούς για τη δράση τους
Τουρκοκρήτες και τους απαγχόνισαν, ενώ άλλοι απελάθηκαν ή και
64

φυλακίστηκαν. Ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου κατέπλευσε στο


λιμάνι του Ηρακλείου και ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να
αποχωρήσει από την πόλη, αλλά και από όλα τα άλλα φρούρια της
Κρήτης. Στις 2 Νοεμβρίου του 1898 αποχώρησε και ο τελευταίος
Τούρκος στρατιώτης από το πολύπαθο νησί. Ένα μήνα αργότερα,
στις 9 Δεκεμβρίου του 1898, ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάστηκε
στη Σούδα ως ύπατος Αρμοστής. Η μακραίωνη και σκοτεινή
τουρκική δουλεία έληξε, με την παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων, που
ικανοποίησαν αφ’ ενός το αίσθημα των Κρητών για ελευθερία, αφ’
ετέρου όμως εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση για να
εγκαθιδρύσουν ένα προτεκτοράτο οικονομικών και πολιτικών
συμφερόντων στο νησί.

Κεφάλαιο 3ο – Η Κρητική Πολιτεία

Το καινούριο καθεστώς της αρμοστείας, δηλαδή αυτόνομο


κρατίδιο υπό την υψηλή προστασία των Μ. Δυνάμεων, που
επιβλήθηκε στην Κρήτη αποτέλεσε στο νου των Κρητών ένα απλό
μεταβατικό στάδιο προς την ένωση με την μητέρα-Ελλάδα. Μία
πλευρά όμως του ζητήματος που την κάλυπτε η αχλύ της
διπλωματίας ήταν το πόσο θα διαρκούσε η αόριστη κατοχή του
νησιού από τα στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά, μετά
από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των προστατίδων δυνάμεων,
επελέγη ο πρίγκιπας Γεώργιος για να αναλάβει τα ηνία της
εξουσίας στην Κρήτη.
Ο ύπατος Αρμοστής κατέφθασε στο λιμάνι της Σούδας με τη
ρωσική ναυαρχίδα «Νικόλαος Α’» στις 9 Δεκεμβρίου 1898 και έγινε
δεκτός με φρενήρεις εκδηλώσεις ενθουσιασμού από τον λαό.
Εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα Χανίων και πήρε την εντολή από τις Μ.
Δυνάμεις να ασκήσει τα καθήκοντά του για τρία χρόνια, ώστε να
εδραιώσει στο νησί το αυτόνομο καθεστώς υπό την ψιλή
επικυριαρχία του σουλτάνου. Παράλληλα χορηγήθηκε δάνειο
4.000.000 φράγκων βοηθητικό για την οικονομική ανόρθωση της
νεοσύστατης πολιτείας.
Αφού ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρίγκιπας Γεώργιος,
συγκρότησε 16μελή επιτροπή από 12 χριστιανούς και 4
μουσουλμάνους, με πρόεδρο τον Ιω. Σφακιανάκη, η οποία ανέλαβε
να εκπονήσει νέο σύνταγμα. Ο σχεδιασμός του νέου συντάγματος
αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός συντηρητικού συντάγματος με
κύριο χαρακτηριστικό την ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας και,
ει δυνατόν, την αποδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού. Το
«Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας» εγκρίθηκε από τις Μ. Δυνάμεις
και προσυπογράφθηκε από τον ύπατο Αρμοστή. Δημοσιεύθηκε στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 16 Απριλίου 1899.
65

Ακολούθως συστάθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής


Πολιτείας, την οποίαν αποτελούσαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως
υπουργός Δικαιοσύνης, ο Κ. Φούμης ως υπουργός Οικονομικών, ο Ν.
Γιαμαλάκης ως υπουργός της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ο Μαν.
Κούνδουρος ως υπουργός Εσωτερικών και ο Χασάν Σκυλιανάκης ως
υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Γεώργιος ήταν να
αφοπλίσει τους Κρήτες, με την αιτιολογία ότι έτσι θα
εξασφαλιζόταν η νομιμότητα και η ειρήνη στο νησί. Στην
πραγματικότητα όμως προχώρησε σ’ αυτήν την ενέργεια,
προκειμένου να απαλείψει κάθε μελλοντική εστία
αποσταθεροποίησης της θέσης του στο νησί, που θα λειτουργούσε
εναντίον του και κατά των επιλογών του.
Σταδιακά διαμορφώθηκαν ευνοϊκές συνθήκες ως προς την
εύρυθμη και ομαλή λειτουργία του νέου πολιτεύματος και έτσι οι
Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν τη διοίκηση του νησιού στον
ύπατο Αρμοστή την 1η Μαΐου του 1899 σε επίσημη τελετή. Το
μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού στόλου των Ευρωπαίων είχε ήδη
αποχωρήσει από τα παράλια της Κρήτης, αλλά παρέμειναν
ορισμένα στρατιωτικά τμήματα, καθώς και κάποιες εκπαιδευτικές
αποστολές που θα λειτουργούσαν επικουρικά στο έργο των Αρχών
της Κρητικής Πολιτείας. Οργανώθηκε ένα σώμα Κρητικής
Χωροφυλακής 1.500 ανδρών, με επικεφαλής τον Ιταλό λοχαγό
Κραβέρι. Η Κρήτη, ως αυτόνομο κράτος, απέκτησε τη δική της
σημαία, που αποτελείτο από έναν λευκό σταυρό και ένα λευκό
αστέρι στο άνω αριστερό κόκκινο τεταρτημόριο, ενώ τα άλλα τρία
τεταρτημόρια ήταν κυανού χρώματος, ευθέως παραπέμποντας
στην ελληνική σημαία.
Ο Γεώργιος ανέλαβε να προωθήσει την ιδέα της ένωσης στις
ευρωπαϊκές Αυλές, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής βασιλικής
Αυλής και κυβέρνησης. Τον Σεπτέμβριο του 1900 επισκέφθηκε τον
τσάρο της Ρωσίας, Νικόλαο Β’. Έπειτα μετέβη στην Αγγλία, Γαλλία
και στην Ιταλία. Τα αποτελέσματα αυτής της περιοδείας ήταν
απογοητευτικά, γιατί οι τέσσερεις δυνάμεις απέρριψαν το αίτημά
του για ένωση, δείχνοντας έτσι την επιθυμία τους να μην
ανακινήσουν πλέον το Κρητικό Ζήτημα. Απλά έδωσαν υποσχέσεις
αόριστου χαρακτήρα και με επίσημη διακοίνωσή τους τον
Φεβρουάριο του 1901 απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο μετατροπής του
καθεστώτος που ίσχυε στο νησί.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος όμως ως πολιτικός άνδρας ήταν
κατηγορηματικά αντίθετος προς τη μεθοδολογία προώθησης του
ενωτικού αιτήματος από τον Γεώργιο. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι για
να επιτευχθεί η ένωση θα έπρεπε να ακολουθηθεί μία σταδιακή
πορεία, να ολοκληρωθεί η αρμοστειακή διακυβέρνηση και να
τερματισθεί η ξένη κατοχή της νήσου, και εν συνεχεία να εκλεγεί
εντολοδόχος από τον κρητικό λαό και να οργανωθεί πολιτοφυλακή.
Ο Βενιζέλος δεν βρήκε υποστηρικτές στις πολιτικές του θέσεις και
αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 6/19 Μαρτίου
1901, που όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον ύπατο Αρμοστή. Λίγες
66

μέρες αργότερα, ο Γεώργιος για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας


απέλυσε τον Βενιζέλο από τα καθήκοντά του.
Οι απερίσκεπτες όμως ενέργειες του Γεωργίου μορφοποίησαν μια
άστατη πολιτική κατάσταση στο νησί. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο
αντίθετοι πολιτικοί πόλοι, των συντηρητικών με επικεφαλής τον
Μαν. Κούνδουρο και των φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελ.
Βενιζέλο. Η έντονη αυτή πολιτική διαμάχη επηρέασε και τον
κρητικό λαό, ο οποίος άρχισε να αντιτίθεται στην αρμοστειακή
διακυβέρνηση και να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τη μη
επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Το συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα
προξένησε τη δημιουργία κινήματος από πλευράς των
φιλελευθέρων, ώστε να διεκδικήσουν δυναμικά την υλοποίηση των
επιδιώξεών τους.
Με τον Βενιζέλο συνέπραξαν ο Κωνσταντίνος Φούμης και ο
Κωνσταντίνος Μάνος, οι οποίοι συνέστησαν την ηγετική τριανδρία
της εξέγερσης, ενώ μαζί τους τάχθηκαν και τοπικοί οπλαρχηγοί. Ως
κέντρο των επαναστατών επιλέχθηκε το χωριό Θέρισο Χανίων,
λόγω της οχυρής θέσης του.
Με την έναρξη της εξέγερσης στις 10/23 Μαρτίου 1905, πλήθος
υποστηρικτών συνέρρευσε από όλη την Κρήτη, ώσπου έφθασε στον
αριθμό των 7.000, στοιχείο που κατέδειξε ότι η επαναστατική
πράξη της τριανδρίας αντιπροσώπευε τις επιθυμίες ολόκληρου του
κρητικού λαού. Επίσης, διοργανώθηκαν διάφορες συγκεντρώσεις
και συλλαλητήρια, και εκφωνήθηκαν λόγοι συμπαράστασης από
σημαντικές προσωπικότητες του νησιού, όπως ο Ιω. Σφακιανάκης.
Η ηγεσία της επανάστασης αντιλήφθηκε σύντομα ότι, λόγω των
διεθνών διπλωματικών περιπλοκών, οι Μ. Δυνάμεις δεν θα
προέβαιναν στη βίαιη καταστολή του κινήματος. Η τριανδρία
συνάντησε τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων
στις 2/15 Ιουλίου του 1905 στις Μουρνιές Χανίων και ζήτησε την
αποστολή διεθνούς εξεταστικής επιτροπής, που θα εκτιμούσε τη
διαμορφωθείσα κατάσταση. Έτσι τέθηκε υπό αμφισβήτηση η
ικανότητα του Γεωργίου να υπερβεί την πολιτική κρίση και
επιτεύχθηκε εμμέσως η αναγνώριση της επανάστασης. Στις 15
Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε νέα συνάντηση με τους εκπροσώπους
των Μ. Δυνάμεων και αποφασίσθηκε να τερματισθεί η εξέγερση,
αφού έγινε δεκτή η πρόταση για την αποστολή εξεταστικής
επιτροπής.
Η διεθνής εξεταστική επιτροπή επιτήρησε και έλεγξε την άσκηση
της διοίκησης από τον ύπατο Αρμοστή. Στις 30 Μαρτίου του 1906 η
επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα στους εντολοδόχους της, που
κατέληγε σε δύο συμπεράσματα: η ένωση αποτελούσε τη μοναδική
λύση για το Κρητικό Ζήτημα και ότι ο πρίγκιπας Γεώργιος ήταν
ανεπαρκής για την άσκηση της διοίκησης. Οι Μ. Δυνάμεις
παραχώρησαν το δικαίωμα στον Έλληνα βασιλιά να διορίζει εκείνος
τον ύπατο Αρμοστή και απήλλαξαν τον πρίγκιπα Γεώργιο από τα
καθήκοντά του.
Με αυτές τις ενέργειες το απολυταρχικό καθεστώς του πρίγκιπα
Γεωργίου απομακρύνθηκε και η Κρητική Πολιτεία συνδέθηκε
67

στενότερα με το εθνικό κέντρο. Επίσης, η στελέχωση της Κρητικής


Χωροφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς οδήγησε στην αποχώρηση
των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Το κίνημα του Θερίσου
αποτέλεσε ένα καταλυτικό γεγονός για την προβολή του Κρητικού
Ζητήματος στην επικαιρότητα.
Ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο
Ζαΐμη στη θέση του υπάτου Αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας, ο
οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906,
για πέντε χρόνια. Ο Ζαΐμης υιοθέτησε μια μετριοπαθή πολιτική και
αφοσιώθηκε στην επίλυση του Κρητικού Ζητήματος, ώστε να
επιτευχθεί η ειρήνευση και η ομαλότητα στο νησί.
Σε διάστημα τεσσάρων μηνών καταρτίσθηκε το σχέδιο για το νέο
σύνταγμα, που χαρακτηριζόταν από στοιχεία εκδημοκρατισμού.
Παράλληλα, με διάταγμα στις 13 Οκτωβρίου 1907, συγκροτήθηκε η
Πολιτοφυλακή Κρήτης, που αποτελείτο από δύο τάγματα, το ένα
στα Χανιά και το άλλο στο Ηράκλειο. Όλα τα παραπάνω, μαζί με τη
συνεχή εκπαίδευση και αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής,
αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για την αποχώρηση των ξένων
στρατευμάτων από την Κρήτη. Στις 24 Ιουλίου 1908 εγκατέλειψαν
το νησί μεγάλα τμήματα στρατού των προστατίδων δυνάμεων,
περιορίζοντας τον έλεγχό τους μόνο στα αστικά κέντρα. Οι
Μεγάλες Δυνάμεις απέσυραν τα στρατεύματά τους από την Κρήτη
στις 13/26 Ιουλίου 1909, ενισχύοντας όμως τις μοίρες του στόλου
τους επειδή φοβούνταν τη δημιουργία προκλήσεων μεταξύ Ελλάδος
και Τουρκίας.
Την οριστική λύση στο Κρητικό Ζήτημα έδωσαν οι διεθνείς
συγκυρίες. Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν την
ευκαιρία που η Ελλάδα χρειαζόταν. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου,
στις 17/30 Μαΐου 1913, ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε
δικαίωμα κυριαρχίας στην Κρήτη. Η επίσημη ανακήρυξη της
ένωσης έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1913, με την τελετή έπαρσης της
ελληνικής σημαίας στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, παρόντων του
πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου και του βασιλέως Κωνσταντίνου. Έτσι,
δόθηκε η δίκαιη λύση για το Κρητικό Ζήτημα, επιβραβεύοντας τους
αγώνες του κρητικού λαού για την ελευθερία.
68

Επίλογος

Οι Κρητικές Επαναστάσεις είναι ένα φαινόμενο μοναδικό στην


ιστορία. Οι συντεταγμένοι αγώνες των Κρητών για την ελευθερία
ξεκίνησαν με την άφιξη των Βενετών κατακτητών στο νησί. Οι
Βενετοί εγκατέστησαν ένα σκληρό καθεστώς κυριαρχίας στην
Κρήτη, με σκοπό να εκμεταλλευθούν την κτήση τους αυτή, όσον το
δυνατόν αποτελεσματικότερα. Οι Κρήτες όμως, με επικεφαλής τους
τοπικούς άρχοντες του νησιού, αγωνίστηκαν με πάθος, για αιώνες,
εναντίον των κατακτητών τους. Οι εξεγέρσεις αυτές έλαβαν
περισσότερο τη μορφή της κοινωνικής διαμαρτυρίας από τους
Κρήτες άρχοντες, για να διατηρήσουν τα κεκτημένα προνόμιά τους.
Στόχο είχαν αυτές οι εξεγέρσεις να προασπίσουν την κοινωνική
θέση των μεγάλων αρχοντικών οικογενειών, εκτός από ελάχιστες
εξαιρέσεις που τα κίνητρα ήταν αμιγώς πατριωτικά.
Με την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, οι Κρήτες
βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν απάνθρωπο εισβολέα. Οι Κρήτες δεν
έμειναν άπραγοι. Πολέμησαν με πάθος και τρομερή γενναιότητα
κατά των βαρβάρων δυναστών τους και απέδειξαν περίτρανα τον
εθνικό χαρακτήρα των αγώνων τους, καθώς το πάγιο αίτημα ήταν
η ένωση με την Ελλάδα, σε όλες τις επαναστάσεις που ξέσπασαν
τον 19ο αιώνα στο νησί.
Οι Μ. Δυνάμεις έπαιξαν τον ρόλο τους, ενίοτε στο παρασκήνιο,
προς την επίλυση του φλέγοντος Κρητικού Ζητήματος. Αρχικά,
προσπάθησαν να περιορίσουν ή και να αποκλείσουν διπλωματικά
τους Κρήτες, αλλά αγνόησαν το ανθρωπιστικό δικαίωμα του κάθε
λαού για αυτοδιάθεση. Κράτησαν μια διαφανή ουδετερότητα σε
όλον τον 19ο αιώνα, μέχρι που στο τέλος του αιώνα αποφάσισαν να
παρέμβουν δυναμικά και να απομακρύνουν τους Τούρκους από την
Κρήτη. Το αυτόνομο κράτος της Κρητικής Πολιτείας ήταν πια
γεγονός και οι Μεγάλες Δυνάμεις απέκτησαν πλήρως τον έλεγχο
του νησιού, μέχρι που επετεύχθη η ένωση με την μητέρα Ελλάδα
την 1η Δεκεμβρίου 1913, θέτοντας έτσι οριστικά το τέρμα στους
μακροχρόνιους αγώνες των Κρητών για ελευθερία.
69

Κείμενο που θα μπει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου

Οι Κρητικές Επαναστάσεις από τη Βενετοκρατία έως και την


Τουρκοκρατία υπήρξαν ένα φαινόμενο ιδιαίτερο σε όλο το φάσμα
της ελληνικής ιστορίας. Ήταν οι τιτάνιοι αγώνες ενός λαού με
ανυπέρβλητο θάρρος και απαράμιλλη γενναιότητα, που ποτέ δεν
κράτησε παθητική στάση έναντι των κατακτητών του. Πολέμησε με
ακατάσχετη ορμή και τρομερή ζωτικότητα, καταδεικνύοντας έτσι
το πάθος του για ελευθερία. Έχοντας να αγωνιστούν με υπέρτερους
αντιπάλους σε όλους τους τομείς, οι Κρήτες συνέχισαν
ακατάβλητοι να διεκδικούν τα νόμιμα δίκαιά τους. Οι πολεμικοί
αγώνες των Κρητών προσέφεραν τα μέγιστα στην εθνική
ολοκλήρωση και, με την προσάρτηση του νησιού το 1913, ετέθη το
οριστικό τέρμα στις θυσίες και στους αγώνες του πολύπαθου
κρητικού λαού.

Βιβλιογραφία

Γενικά ιστορικά έργα


70

Βερνάρδος Μανουήλ ὁ Κρὴς, Ἱστορία τῆς Κρήτης, ἐν Ἀθήναις 1846.


Καλομενόπουλος Νικ., Κρητικὰ, ἐν Ἀθήναις 1894.
Ξάνθης Ι., Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἀθῆναι 1872.
Ξανθουδίδης Στ., Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς Κρήτης, ἐν Ἀθήναις 1909.
Τσάκωνας Πολ., Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς Κρήτης, τ. Α’, Ρέθυμνον
1964.
Ψιλάκης Β., Ἱστορία τῆς Κρήτης, τ. Α’-Γ’, ἐν Χανίοις 1899-1909.
Δετοράκης Θ., Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1991.

Βενετοκρατία

Ζουδιανός Ν., Ἱστορία τῆς Κρήτης ἐπὶ Ἑνετοκρατίας, Ἀθῆναι 1960.

Θεοτόκης Σπ., «Ἡ δῆθεν ἀφορμὴ ἡ προκαλέσασα τὴν ἀποστασίαν


τῆς Κρήτης κατὰ τὸ 1363», ΕΕΒΣ Η’ (1930), 206-213.

ΕΕΒΣ = Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Αθήνα 1924 κ.ε.

Μαλτέζου Χρ., «Ἡ βενετοκρατούμενη Κρήτη», ΙΕΕ Θ’ (1979), 266-


270, 277-278.
ΙΕΕ = Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

Μανούσακας Μ.Ι., Ἡ ἐν Κρήτῃ συνωμοσίᾳ τοῦ Σήφη Βλαστοῦ (1453-


1454) καὶ ἡ νέα συνωμοτικὴ κίνησις τοῦ 1460-1462, Ἀθῆναι 1960.

Μέρτζιος Κ.Δ., «Ἡ συνθήκη Ἑνετῶν-Καλλέργη καὶ οἱ συνοδεύοντες


αὐτὴν κατάλογοι», ΚΧ 3 (1949), 262-292.

Ξανθουδίδης Στ., Ἡ Ἑνετοκρατία ἐν Κρήτῃ καὶ οἱ κατὰ τῶν Ἑνετῶν


αγῶνες τῶν Κρητῶν, Ἀθῆναι 1939.

του ίδιου, «Συνθήκη μεταξύ Ἑνετικῆς Δημοκρατίας καὶ Ἀλεξίου


Καλλέργη», Αθηνᾶ 14 (1902), 282-331.

Ξηρουχάκη Αγ., Ἡ βενετοκρατούμενη Ἀνατολή. Κρήτη καὶ


Ἑπτάνησος, ἐν Ἀθήναις 1934.

του ίδιου, Τὸ διοικητικὸν σύστημα τῆς Βενετίας ἐν Κρήτῃ,


Ἀλεξάνδρεια 1932.
Παπαδία-Λάλα, Αγροτικές ταραχές και εξεγέρσεις στη
βενετοκρατούμενη Κρήτη (1509-1528). Η «επανάσταση του
Γεωργίου Γαδανολέου-Λυσσογιώργη, Αθήνα 1983.

Borsari S., Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo, Napoli 1963.

Gerland Ernst, Histoire de la noblesse crétoise, Paris 1907.

Τουρκοκρατία
71

Μουρέλλος Ι. Δ., Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἡράκλειον 1950.

Βακαλόπουλος Απ., Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Δ’, 1973, 405-408.

Κελαϊδής Πάρις, Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Δασκαλογιάννη (Κρήτη 1770),


Ἀθήνα.

Μπάρμπα Παντζελιός, Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εισαγωγή-


σχόλια Β. Λαούρδα, Ηράκλειο 1947.

Σπανάκης Στ., Η επανάσταση του 1770 και ο Δασκαλογιάννης,


Ηράκλειο 1971.

Δετοράκης Θ., «Ἡ δράση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ ἡ ἔκρηξη τῆς


ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 στὴν Κρήτη», Ἀπόστολος Τίτος 25 (1976),
79-85 και 99-100.

Βαγιακάκος Δ., «Κρῆτες πρόσφυγες εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐπὶ


Καποδίστρια», Μνημοσύνη Α’ (1967), 41-70 και Β’ (1969), 102-173.

Καλαντζής Κ., «Ἡ μάχη τοῦ Ἀργυροκαστρίτη καὶ τοῦ Χατζῆ-Μιχάλη


στὸ Φραγκοκάστελλο (1828)», Ἠώς-Ἀφιέρωμα, 262-264.

Κριτοβουλίδου Κ., Ἀπομνημονεύματα τοῦ περὶ τῆς αὐτονομίας τῆς


Ἑλλάδος πολέμου τῶν Κρητῶν, ἐν Ἀθήναις 1859.

Μπελιᾶ Ἐλ., Τὸ Κρητικὸν Ζήτημα ἐπὶ Καποδίστρια, Πεπραγμένα Γ’ ΙΙΙ,


231-248.

Τσοκόπουλος Γ. Β., Ἱστορία τῶν ἐπαναστάσεων τῆς Κρήτης 1820-


1889, ἐν Ἀθήναις.

Ράσεντ Ζενάπ Ισμάτ, Ἡ Κρήτη ὑπὸ τὴν αἰγυπτιακὴν ἐξουσίαν (1830-


1840), Ἡράκλειον Κρήτης 1978 (μετάφραση από τα αραβικά Ευγ.
Μιχαηλίδου).
Βενέρης Τιμ., Τὸ Ἀρκάδι διὰ μέσου τῶν αἰώνων, Ἀθῆναι 1938.

Παπαντωνάκης Γ., Ἡ διπλωματικὴ ἱστορία τῆς Κρητικῆς


ἐπαναστάσεως τοῦ 1866, ἐν Ἀθήναις 1926.

Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου Κ., Η εσωτερική κατάσταση στην Κρήτη


1868-1877, Αθήνα 1984.

Πρεβελάκης Ελ., «Τὸ καθεστὼς τῆς Χαλέπας καὶ τὸ φιρμάνι τοῦ


1889», ΚΧ 17 (1963), 163-183.

Βουτιερίδης Ηλ., Πολεμικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Τάγματος τῶν


Ἐπιλέκτων Κρητῶν, Ἀθῆναι 1898.
72

Η τελευταία φάση του Κρητικού ζητήματος, συλλογικός τόμος,


Ηράκλειο 2001.

Β. Αναστασόπουλος, «Το τέλος του Κρητικού Ζητήματος (1897-


1909). Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα», Ιστορικά
Θέματα 40 (2005), 82-99.

Στ. Αλιγιζάκη, Θέρισο 1905, Χανιά 2003.

Θ. Βαΐδης, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1908. Βίβλος Ελευθερίου


Βενιζέλου 1864-1911, τ. 1, Ἱστορικαὶ Ἐκδόσεις, Αθήνα.

Γ. Τ. Τσερεβελάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο οραματιστής


πολιτικός, Αθήνα 2008.

Victor Berard, Κρητικές Υποθέσεις. Οδοιπορικό 1897, Αθήνα 1994.


73

You might also like