Professional Documents
Culture Documents
2008
Παραδοσιακά Όργανα
1
Παραδοσιακά Όργανα
2
Παραδοσιακά Όργανα
χέρι χτυπάει το ρυθμό και με το άλλο σταματάει αμέσως την παλμική κίνηση της
μεμβράνης, ακουμπώντας την με την παλάμη ή τον αγκώνα. Ο ικανός παίκτης πετυχαίνει
στο παίξιμό του και ήχους διαφορετικής οξύτητας πιέζοντας τη μεμβράνη στο
κατάλληλο μέρος. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το διαφορετικό ηχόχρωμα που
προσθέτουν τα σφαιρικά κουδουνάκια στον ήχο που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια της
ταραμπούκας. Και ότι, όταν τα κουδουνάκια αυτά έχουν διαφορετικά μεγέθη, όπως
συνήθως συμβαίνει, τότε εύκολα διακρίνει κανείς και ήχους διαφορετικής οξύτητας,
όσο και αν η οξύτητα αυτή δε μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια. Το τουμπελέκι
παίζεται μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, συνήθως την γκάιντα. Ντέφι Το
αρχαιοελληνικό τύμπανο γίνεται στο Βυζάντιο σείστρον ή πληθία ή νταχαρές
(Μακεδονία, Θράκη). Με ή χωρίς κύμβαλα (ζίλια) στον ξύλινο σκελετό του, συνοδεύει
ρυθμικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα σ’ όλες τις περιοχές.
Αερόφωνα
Κλαρίνο –«Κομπανία» Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση, ως λαϊκό μουσικό
όργανο μπαίνει στην Ελλάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Από την
Ήπειρο και τη ∆υτ. Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το β ι ο λ
ί, τ ο λ α γ ο ύ τ ο κ α ι τ ο ν τ έ φ ι ( κ ι α ρ γ ό τ ε ρ α κ α ι μ ε τ ο σ α ν
τ ο ύ ρ ι ) α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν κ ο μ π α ν ί α, το κατ’ εξοχήν λαϊκό
συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζ υ
γ ι ά ζ ο υ ρ ν ά ς ν τ α ο ύ λ ι. Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα «πιασίματα» της
φλογέρας και του ζουρνά, πετυχαίνοντας έτσι, με μιαν ιδιότυπη τεχνική, σ’ ένα
δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών
κλιμάκων. Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα
μελωδικά όργανα, αναγνωρίζεται ως όργανο «εθνικό» και οδηγεί την οργανική μουσική
σε μια νέα, λαμπερή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα
χέρια άξιων δεξιοτεχνών. Φλογέρα- Σουραύλι- Μαντούρα Τα κα’ εξοχήν ποιμενικά
μουσικά όργανα στην Ελλάδα. Και τα τρία, με ποικίλες ονομασίες κατά περιοχή,
διακοσμημένα ή όχι, φτιάχνονται από τους ίδιους που τα παίζουν σε διάφορα μεγέθη,
από διάφορα υλικά: καλάμι, κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού. ∆ιαφέρουν
κυρίως μεταξύ τους στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο. Τρία
είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα: η φλογέρα, το σουραύλι κι η
μαντούρα. Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά, ένα
κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδής
και σπάνια, τετράγωνες). ∆ιαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο
είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο. Το στοιχείο αυτό
διαφοροποιεί, οργανολογικά τα τρία ποιμενικά όργανα.
3
Παραδοσιακά Όργανα
4
Παραδοσιακά Όργανα
καλοφτιαγμένη φλογέρα, έως περίπου 45 εκατοστά μήκος, στα χέρια ενός άξιου
φλογεροπαίχτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννιά φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάβες και μία
Πέμπτη. Η ποιότητα όμως του ήχου δεν είναι ίδια σ’ όλη αυτή την έκταση των
φθόγγων. Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι
κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα,
αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα
περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λίγοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη
οκτάβα. Οι κοντές φλογέρες, έως περίπου 50 εκατοστά με 6 τρύπες μπροστά ή 6
μπροστά και 1 πίσω, δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας (ντο, ρε, μι, φα,
σολ, λα, σι, ντο). Οι μακριές φλογέρες –οι τζαμάρες και τα καβάλια– από 60 περίπου
έως γύρω στα 85 εκατοστά, με 7 τρύπες μπροστά ή 7 μπροστά και 1 πίσω, δίνουν τα
διαστήματα: ένα τόνο και έξι ημιτόνια ή ένα τόνο και επτά ημιτόνια και ο ήχος τους
είναι γενικά βραχνός· τόσο περισσότερο βραχνός όσο μακρύτερες είναι. Μακριά
φλογέρα είναι και η νταρβίρα που συναντάμε ακόμα σήμερα στην Εύβοια, ενώ παλιότερα
παιζόταν επίσης στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο. Γύρω στα 60 εκατοστά, με μόνο 5
τρύπες μπροστά και 1 πίσω, και χωρίς βοηθητικές τρύπες, όπως έχει η τζαμάρα, δίνει
διαστήματα: ένα τόνο και τέσσερα ημιτόνια ή ένα τόνο και πέντε ημιτόνια. Η
νταρβίρα έχει βαθύ και κάπως βραχνό ήχο, όπως η τζαμάρα. Και η σειρά των
διαστημάτων που δίνει είναι επίσης όπως της τζαμάρας: ένας τόνος που ακολουθείται
από ημιτόνια. Στο παίξιμο της φλογέρας, ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους
φθόγγους της μελωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια. Τα στολίδια αυτά:
αποτζατούρες, τρίλιες, τρέμολα, όπως σε κάθε μονοφωνική μουσική, έτσι και στη
μονοφωνική μελωδία της φλογέρας, χαρίζουν νεύρο και έκφραση. Ποιμενικό όργανο όπως
είναι, η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες, όταν βόσκουν τα
κοπάδια τους. Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα, σε γλέντια ή και πανηγύρια,
όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός. Σουραύλι Παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα.
Το επιστόμιο του –λοξοκομμένο στα κοντά σουραύλια και ίσιο στα μακριά– κλείνεται
με τάπα, που αφήνει μια λ ε π τ ή σ χ ι σ μ ή α π ’ ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι τ ο φ ύ
σ η μ α. Το σουραύλι είναι και αυτό ένα όργανο τύπου φλάουτου. Το μέρος όμως από
το οποίο φυσάει ο παίκτης δεν είναι εντελώς ανοιχτό, όπως στη φλογέρα, είναι
συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με μια τάπα, που αφήνει μόνο μια λεπτή σχισμή. Η
τάπα λέγεται επίσης γλωσσίδι, φελλός, σούρος, πείρος, ή μπείρος και άλλα. Αμέσως
μετά την τάπα και σε συνέχεια της σχισμής ανοίγεται πάνω στον κυλινδρικό σωλήνα
μια τρύπα (παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη και σπάνια αυγόσχημη) της οποίας η βάση
λεπταίνεται έως ότου γίνει οξεία κόχη. Η τρύπα αυτή λέγεται ανεμολόγος, ή
σουραυλότρυπα, χελιδόνι, αυλάκι, φονιάς και λοιπά. Φτιάχνεται με τον ίδιο τρόπο με
τη φλογέρα, σε διάφορα μεγέθη, από 15 με 20 εκατοστά έως γύρω στα 65 εκατοστά και
από διάφορα υλικά: καλάμι και ξύλο, κυρίως, και σπανιότερα από κόκαλο και
μπρούντζο. Για την τάπα που πρέπει να εφαρμόζει καλά –διαφορετικά «δε μολογάει»–
χρησιμοποιούν μαλακά ξύλα. Το μεγάλο σουραύλι φτιάχνεται και από δύο ή περισσότερα
κομμάτια ξύλου, που προσαρμόζονται το ένα στο άλλο. Το σουραύλι έχει συνήθως 6
τρύπες μπροστά σε ίση απόσταση η μία από την άλλη, η 6 μπροστά μια 1 πίσω για τον
αντίχειρα. Συναντάμε όμως ακόμα και σουραύλια με λιγότερες
5
Παραδοσιακά Όργανα
τρύπες –έτσι τα έφτιαχναν παλιότερα– δηλαδή 5 ή 5+1. Και στα μεταπολεμικά χρόνια
με 7 ή 7+1 τρύπες. Το σουραύλι κρατιέται ίσια, δηλαδή κάθετα στο στόμα. Το φύσημα
του σουραυλιέρη περνάει απ’ τη σχισμή που αφήνει η τάπα, χτυπάει –«σπάει» όπως
λένε– στην απέναντι οξεία κόχη της τρύπας και δημιουργεί τον ήχο. Όπως και στη
φλογέρα, με μαλακό φύσημα το σουραύλι δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο
δυνατό φύσημα, και με τους ίδιους δαχτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια
οκτάβα υψηλότερα. Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι κάπως μουντοί, ενώ οι υψηλοί είναι
λαμπεροί και διαπεραστικοί. Το σουραύλι, έως γύρω στα 50 εκατοστά, δίνει τα
διαστήματα τη διατονικής κλίμακας. Και το μακρύ σουραύλι, τα διαστήματα 1 τόνο και
6 ημιτόνια. Εκτός από τα σουραύλια με λοξοκομμένο επιστόμιο και τάπα, υπάρχουν και
σουραύλια με ίσιο επιστόμιο και τάπα. Λοξοκομμένα είναι συνήθως τα κοντά σουραύλια
που συναντάμε στα νησιά. Ενώ τα μακριά σουραύλια, στη βόρεια Ελλάδα, έχουν ίσιο
επιστόμιο· η τάπα με τη σχισμή και η παραλληλόγραμμη ή τετράγωνη τρύπα φτιάχνονται
στο πίσω μέρος του οργάνου, στην αντίθετη δηλαδή μεριά από αυτή που βρίσκονται οι
τρύπες για τα δάχτυλα. Αυτό βοηθάει τον σουραυλιέρη να κρατάει χαμηλά το σουραύλι
και να μην κουράζεται. Στα σουραύλια αυτά δεν ανοίγουν πάντα τις τρύπες σε ίση
απόσταση τη μία από την άλλη, αλλά συχνά τις χωρίζουν, αφήνοντας μια μεγαλύτερη
απόσταση ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη τρύπα. Η φλογέρα και το σουραύλι
παίζονται μόνα τους αλλά και μαζί με άλλα όργανα όταν ο σουραυλιέρης είναι καλός
και όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Μαντούρα Παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φ τ ι
ά χ ν ε τ α ι μ ό ν ο α π ό κ α λ ά μ ι. Το επιστόμιο της, κλειστό από τον κόμπο
του καλαμιού, είναι τύπου κλαρινέτου, μ’ ένα λεπτό γλωσσίδι. Το μέρος αυτό μπαίνει
ολόκληρο μέσα στο στόμα, όπου με το φύσημα πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον
ήχο. Η μαντούρα ή παντούρα και μπαντούρα, που παίζεται κυρίως στην Κρήτη, ε ί ν α
ι έ ν α ό ρ γ α ν ο τ ύ π ο υ κ λ α ρ ι ν έ τ ο υ , μ ε μ ο ν ό ε π ι κ ρ ο υ σ τ
ι κ ό γ λ ω σ σ ί δ ι. Έχει δηλαδή στο πάνω άκρο της, που είναι κλειστό από τον
κόμπο του καλαμιού, μια λεπτή γλώσσα, κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της
ηχείου. Όταν παίζεται το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα κι εκεί, με το
φύσημα, πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο. Το γλωσσίδι κόβεται συνήθως
από κάτω προς τα πάνω. Κόβεται όμως και με αντίθετη φορά, από πάνω προς τα κάτω,
με το στόμα δηλαδή του γλωσσιδιού κοντά στον κόμπο του καλαμιού. Η μαντούρα
φτιάχνεται από «λιανό καλάμι» σε διάφορα μεγέθη, από 20 εκατοστά περίπου έως γύρω
στα 30 εκατοστά, και έχει συνήθως 4 ή 5 τρύπες, και σπάνια 6. Φτιάχνεται όμως και
από χοντρύτερο καλάμι, και σ’ αυτή την περίπτωση λεπταίνουν συνήθως το μέρος με το
γλωσσίδι που μπαίνει στο στόμα. Υπάρχει και η διπλομαντούρα: δύο μαντούρες
ενωμένες με φυτικές ίνες ή σπάγκο. Ουσιαστικά το φτιάξιμο και το παίξιμο της
μαντούρας είναι μια προετοιμασία για την τσαμπούνα και την γκάιντα. Η διακόσμηση
στη φλογέρα και το σουραύλι –και σπάνια στη μαντούρα– περιορίζεται συνήθως σε
εγχάρακτα σχέδια, άλλοτε γεωμετρικά και άλλοτε από το φυτικό ζωικό κόσμο.
Τσαμπούνα-Γκάιντα Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα
μ.Χ. και τον συναντάμε σε δύο τύπους: την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα
(στη Μακεδονία και Θράκη).
6
Παραδοσιακά Όργανα
Τσαμπούνα
Αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου. Το
επιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας που φτιάχνεται από καλάμι,
διάφορα ξύλα ή και κόκαλο από πόδι αρνιού όρνιου. Στο άκρο του σωλήνα που είναι
μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι –παλιότερα χρησιμοποιούσαν
κρεμμυδόφυλα– που λειτουργεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το
ασκί. Στις τσαμπούνες που δεν έχουν βαλβίδα, ο τσαμπουνάρης, όταν για να
ξεκουραστεί σταματά να φυσάει, κλείνει το άνοιγμα του επιστομίου με τη γλώσσα του
ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλό του, για να μη ξεφουσκώσει το ασκί. Το
επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 6 έως και 18 εκατοστά. Η συσκευή για
την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση, μέσα στην οποία είναι
τοποθετημένοι δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου
κλαρινέτου. Η αυλακωτή βάση καταλήγει σε χοάνη. Άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε
μεγαλύτερη –ανάλογα με την τοπική παράδοση, αλλά και σύμφωνα με το γούστο του
τσαμπουνάρη που τη φτιάχνει– η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής
βάσης, φτιαγμένη από το ίδιο υλικό. Συχνά πρόσθετη: ένα κέρατο ζώου, στερεωμένο
στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγκο στο άλλο άκρο, εκεί που η αυλακωτή βάση ενώνεται
με το ασκί. Η αυλακωτή βάση είναι ανοιχτή μπροστά, με χαμηλές τις δύο πλαϊνές
πλευρές της, για να αφήνει ελεύθερα τα δάχτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δύο
αυλούς. Πίσω κλειστή, εκτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια. Το μέρος αυτό
είναι πάντα μέσα στο ασκί: με την πίεση του αέρα τα γλωσσίδια πάλλονται και
δημιουργούν τον ήχο. Οι δύο αυλοί φτιάχνεται ο καθένας από δύο κομμάτια καλάμι. Το
ένα το μακρύτερο και ανοιχτό στα δύο του άκρα, έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα. Και
το άλλο, πολύ πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο είναι ανοιχτό στο ένα άκρο και
στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι. Κάθε αυλός έχει 5 τρύπες, ή 3
τρύπες. Κύριος αυλός θεωρείται ο αριστερός πάντα. Ο δεξιός είναι ο βοηθητικός. Η
τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως από την αριστερή μασχάλη. Η πίεση
του αέρα στ γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα, από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του
ασκιού που κάνει ο τσαμπουνιάρης με το αριστερό μπράτσο του. Τα διαστήματα της
κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα –διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης
κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνάρηδες– είναι: δύο τόνοι, ένα ημιτό-
7
Παραδοσιακά Όργανα
νιο, δύο τόνοι. Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι
σταθερό, αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα.
Συνήθως κυμαίνεται ανάμεσα στους φθόγγους σολ και σι (μέσα στο πεντάγραμμο, κλειδί
του σολ). Στο παίξιμο ως τονική χρησιμοποιείται, συνήθως, όχι ο πρώτος χαμηλότερος
φθόγγος, αλλά ο αμέσως επόμενος. Ο πρώτος φθόγγος χρησιμοποιείται ως υποτονική,
χαρακτηριστικός φθόγγος, όπως ξέρουμε, στο «τροπικό» ύφος της ελληνικής δημοτικής
μουσικής. Ό,τι αντιπροσωπεύει ο ζουρνάς και το νταούλι στην ηπειρωτική Ελλάδα,
είναι η τσαμπούνα για τα ελληνικά νησιά: το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε
και συνοδεύει –όπου ακόμα υπάρχει– το χορό και το τραγούδι στο γάμο, τα βαφτίσια
και το πανηγύρι. Σ διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα.
Γκ ά ι ν τα
Αποτελείται από το επιστόμιο, το ασκί και δύο αυλούς. Τα εξαρτήματα της γκάιντας,
το επιστόμιο και οι δύο αυλοί δε δένονται κατευθείαν στο ασκί αλλά προσαρμόζονται,
το καθένα, στο κεφαλάρι, μια βάση από ξύλο ή κόκαλο (κέρατο) μόνιμα δεμένη στο
ασκί. Το επιστόμιο, ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας από ξύλο, κόκαλο ή και
καλάμι απ’ το οποίο φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα ο γκαϊντιέρης, έχει μήκος –
μαζί με το μέρος της ξύλινης ή κοκάλινης βάσης που είναι έξω από το ασκί– από 12,
περίπου, έως και 20 εκατοστά, κάποτε. Έχει κι αυτή βαλβίδα που σταματάει τον αέρα
να φύγει όταν δε φυσάει ο παίκτης. Ο μακρύς αυλός, σε τρία συνήθως κομμάτια, το
ένα μέσα στο άλλο, έχει μήκος 50 περίπου, έως 70, κάποτε και παραπάνω εκατοστά.
Χωρίς τρύπες μ’ ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου),
προσαρμοσμένο στο κομμάτι που είναι κοντά στο ασκί, δίνει ένα μόνο φθόγγο. Το
εσωτερικό κυλινδρικό άνοιγμα του αυλού αυτού δεν είναι πάντα το ίδιο σ’ όλο το
μήκος του. Ο μακρύς αυλός λέγεται μπουρί ή μπάσο. Ο άλλος αυλός, ο κοντός είναι
για τη μελωδία και έχει συνήθως 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω ή 6+1. Είναι
κυλινδρικός και ίσιος ή καταλήγει σε χοάνη, άλλοτε πολύ μικρή και άλλοτε
μεγαλύτερη που γυρίζει και σχηματίζει αμβλεία γωνία με το σωλήνα του αυλού. Στο
επάνω μέρος του κυλινδρικού σωλήνα, εκεί που αυτός ενώνεται με το ασκί,
προσαρμόζεται ένα μπιμπίκι με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (τύπου κλαρινέτου). Οι
τρύπες στον κυλινδρικό σωλήνα του αυλού είναι σε ίση, σχετικά απόσταση η μία από
την άλλη. ∆εν έχουν όμως τις ίδιες διαστάσεις και συχνά διαφέρουν στο σχήμα τους:
οι μεγάλες είναι αυγόσχημες και οι μικρές συνήθως στρογγυλές. Μικρές τρύπες, μία ή
δύο, που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα «είναι για τη φωνή», όπως αυτές στην
τζαμάρα και το ζουρνά, ανοίγονται συχνά στα πλάγια της γυριστής χοάνης ή στο κάτω
μέρος του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα του αυλού. Μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανοίγουν
επίσης συχνά μεταξύ της δεύτερης και τρίτης, απ’ τα κάτω, τρύπας, στο πίσω μέρος
του ίσιου κυλινδρικού σωλήνα. Την τρύπα αυτή τη χρησιμοποιεί ο γκαϊντέρης,
βουλώνοντάς την περισσότερο ή λιγότερο με κερί, για ν’ αποκτήσει το σωστό τονικό
του ύψος ο φθόγγος που δίνει η πρώτη, απ’ τα κάτω, τρύπα του αυλού. Η πρώτη τέλος
απ’ τα πάνω τρύπα –η μικρότερη συνήθως σε σύγκριση με όλες τις άλλες– έχει
σφηνωμένο στο άνοιγμά της, μέσα στο σωλήνα του αυλού, ένα μικρό σωληνάκι, συνήθως
από φτερό κότας. Ο μακρύς αυλός κρατιέται συνήθως κάτω απ’ τη μασχάλη ή τον
αφήνουν να ακουμπάει πάνω στον ώμο ή το μπράτσο. Η τονική της κλίμακας είναι
συνήθως η τέταρτη τρύπα απ’ τα κάτω. Οι 7+1 τρύπες της γκάιντας δίνουν τα
διαστήματα της φυσικής διατονικής κλίμακας. Η γκάιντα παίζεται μόνη της. Παίζεται
όμως και μαζί με άλλα όργανα: γκάιντα και τουμπελέκι
8
Παραδοσιακά Όργανα
ή γκάιντα και νταϊρές (ντέφι). Επίσης γκάιντα και νταούλι και στην περιοχή του
Έβρου γκάιντα και λύρα και προπολεμικά γκάιντα και μασά. Ζουρνάς Ο ζουρνάς ή
καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε, δηλαδή με διπλό γλωσσίδι, στο οποίο
οφείλει τον οξύ, διαπεραστικό του ήχο. Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός, το
κατ’ εξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη
(από 22 έως και 60 εκ.). Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική
Ρούμελη και τον Μωρηά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία. Συνήθως παίζονται δύο
ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο) και με το νταούλι
αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας, κατάλληλο γι
ανοιχτό χώρο. Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε, με
διπλό γλωσσίδι. Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, περίπου 22 έως 60
εκατοστά, από διάφορα ξύλα. Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη: τον κυρίως
ζουρνά, τον κλέφτη, και το κανέλι με την τσαμπούνα. Ο σωλήνας του ζουρνά –συνήθως
ελαφρά κωνικός, κάποτε και κυλινδρικός– καταλήγει σ’ ένα χωνί, περισσότερο ή
λιγότερο ανοιχτό. Στην επάνω μεριά του σωλήνα μπαίνει ο κλέφτης, που πρέπει να
εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα. Στον κλέφτη
προσαρμόζουν το κανέλι με την τσαμπούνα. Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα,
ένας δίσκος από κόκαλο, μέταλλο –συχνά ένα ασημένιο νόμισμα– ή και ξύλο. Τρυπημένη
στο κέντρο, την περνούν απ’ το γλωσσίδι και την αφήνουν «να καθίσει πάνω στον
κλέφτη». Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του πάνω στη φούρλα κι αυτό
βοηθάει να φυσάει ευκολότερα. Η φούρλα, αν και διαφέρει μορφολογικά, λειτουργεί
όπως η φορβία του αρχαιοελληνικού αυλού. Ο ζουρνάς, ή καραμούζα, ή πίπιζα, έχει 7
τρύπες μπροστά, συνήθως στρογγυλές, και σε ίση απόσταση τη μία από την άλλη και 1
τρύπα πίσω για τον αντίχειρα. (Η πίσω τρύπα ανοίγει συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και
δεύτερη τρύπα ή πάνω από την πρώτη.) Εκτός από τις 7+1 τρύπες για τα δάχτυλα, ο
ζουρνάς έχει και άλλες ακόμα τρύπες στο κάτω μέρος του ηχείου του. Οι τρύπες αυτές
δεν πατιόνται ποτέ αλλά μένουν πάνα ανοιχτές, επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου
και στην ποιότητα του ήχου του. Εάν τις κλείσουμε, χαμηλώνει η τονικότητα της
κλίμακας που δίνει το όργανο και αλλοιώνεται η ακρίβεια των διαστημάτων της και το
χρώμα του ήχου. Ο αριθμός τους, ανάλογα με την παράδοση της περιοχής αλλά και την
ακουστική ευαισθησία και επιτηδειότητα εκείνου που φτιάχνει ή και παίζει το
ζουρνά, ποικίλλει από 1 έως 10. Ο αριθμός των τρυπών που ανοίγουν στο κάτω μέρος
του ζουρνά εν είναι ανάλογος με το μήκος του οργάνου. Η έκταση της διατονικής
κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι. Με δυνατότερο όμως
φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών, ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ
περισσότερους φθόγγους. Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά,
γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα. Το ύψος της τονικής
εξαρτάται, όπως και στη φλογέρα, από το μήκος του ζουρνά, αλλά και από τις
διαστάσεις του γλωσσιδιού. Χάρη στην κατάλληλη δαχτυλοθεσία και το κατάλληλο
φύσημα, ο καλός ζουρνατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες
κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει –όταν μέσα του έχει την παράδοση
της δημοτικής μελωδίας– τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης
κλίμακας. Με τον οξύ διαπεραστικό του ήχο ο ζουρνάς είναι όργανο για ανοιχτό χώρο.
Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής. Στο μονοφωνικό αυτό
όργανο ο ζουρνατζής
9
Παραδοσιακά Όργανα
Χορδόφωνα
Ταμπουράς Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μία σειρά από νυκτά όργανα της
οικογενείας του λαγούτου, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον αριθμό των χορδών και
το κούρδισμά τους. Τα αρχέτυπα των οργάνων αυτών, γνωστά ήδη από την 2η χιλιετία
π.Χ. (Μεσοποταμία, Αίγυπτος), έχουν μικρό ηχείο, μακρύ χέρι και παίζονται με
πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα. Στην Αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως
τρίχορδο ή πανδούρα, στο Βυζάντιο ως θαμπούρα (το όργανο του ∆ιγενή Ακρίτα) και
στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς, μπουζούκι, μπαγλαμάς και άλλα. Είναι το κύριο
όργανο στην παράδοση του ρεμπέτικου, της αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύσσεται
στα λιμάνια του Αιγαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του ’50. Την
ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για μια σειρά νυκτά
όργανα της οικογένειας του λαγούτου, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον αριθμό των
χορδών και το κούρντισμά τους. Τα όργανα αυτά έχουν τα παρακάτω κοινά μορφολογικά
χαρακτηριστικά: μικρό και συνήθως αχλαδόσχημο ηχείο· μακρύ, λεπτό και ίσιο έως το
τέλος χέρι (ή κοτσάνι ή ουρά), που συνεχίζει το ηχείο χωρίς να ξεχωρίζει καθαρά
από αυτό, με κινητούς ή μόνιμους μπερντέδες και κλειδιά, συνήθως σε σχήμα Τ, απ’
τα πλάγια και από μπροστά προς τα πίσω οι χορδές που ακουμπούν σε κινητό καβαλάρη
και δένονται σε ένα ή περισσότερα κουμπιά, στερεωμένα στο ηχείο, αμέσως μετά το
καπάκι. Παίζονται με πλήκτρο (πένα) και, παλιότερα, τα πιο μικρά, με τα δάχτυλα.
Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς, τα όργανα αυτά, συνήθως με το μέγεθος, τον
αριθμό των χορδών και το κούρντισμα, είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι,
μπουζούκι, μπαγλαμάς, γιογκάρι, μπουλγκαρί, κίτελι, καβόντο, τζιβούρι,
καραντουζένι και λοιπά. Οι ονομασίες αυτές, ωστόσο δεν αντιπροσωπεύουν, στον
ελλαδικό χώρο, ένα συγκεκριμένο τύπο οργάνου, με αυστηρά καθορισμένες διαστάσεις,
αριθμό χορδών και κούρντισμα. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα όργανα αυτά έχει ο
καθεαυτό ταμπουράς, ένα λαουτοειδές με ημισφαιρικό ηχείο, μ α κ ρ ύ χ έ ρ ι π ο υ
ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ο μ έ τ ρ ο κ α ι μ ε δ ύ ο δ ι π λ έ ς σ υ ν ή θ ω ς χ ο ρ δ
έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς ή μ ε τ ρ ε ι ς ή κ α ι τ έ σ
σ ε ρ ι ς δ ι π λ έ ς χο ρ δ έ ς κ ο υ ρ ν τ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά τ έ τ α ρ τ ε ς
κ α ι π έ μ π τ ε ς. Χάρη στο μακρύ χέρι και τους κινητούς μπερντέδες, που εύκολα
ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν, ο ταμπουράς δίνει όλη την ποικιλία των μουσικών
διαστημάτων της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής: δίεση, λείμμα, ελάχιστο τόνο,
ελάσσονα τόνο και μείζονα τόνο. Σήμερα οι ταμπουράδες που παίζονται είναι το
μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Το μπουζούκι συνήθως τρίχορδο και τετράχορδο. Το
τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές κουρντισμένες σε καθαρή πέμπτη και καθαρή
τέταρτη. Το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές
και διπλές τις δύο
10
Παραδοσιακά Όργανα
υψηλότερες και τα διαστήματα που δίνει είναι: καθαρή τέταρτη, μεγάλη τρίτη και
καθαρή τέταρτη.. Το μπουζούκι έχει μήκος 90 εκατοστά έως περίπου ένα μέτρο. Ο
μπαγλαμάς (40 έως 60 εκατοστά), είναι ένα μικρό τρίχορδο μπουζούκι σε διάφορα
μεγέθη, με το ίδιο κούρντισμα, μια οκτάβα υψηλότερα. Το σάζι είναι ένα μεγάλο
μπουζούκι, που έφτιαχναν σε διάφορα μεγέθη, συνήθως με τρεις διπλές, ή τριπλές
χορδές και ποικίλο κούρντισμα (με βάση τα διαστήματα πέμπτης και τέταρτης).
Λαγούτο Αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι)
και το αραβικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο). Με 4 δ ι π λ έ ς χ ο ρ δ έ ς, κ ο
υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς κ α τ ά π έ μ π τ ε ς, είναι το κατ’ εξοχήν όργανο αρμονικής
(ίσον) και ρυθμικής συνοδείας στο τυπικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, την
κομπανία (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι και ντέφι) αλλά και στη νησιωτική
ζυγιά: βιολί ή λύρα και λαγούτο. Παλιότερα παιζόταν και ως μελωδικό (σόλο) όργανο,
παράδοση που εξακολουθεί στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες. Το λαγούτο
στην Ελλάδα έχει μεγάλο αχλαδόσχημο (επιπεδόκυρτο) ηχείο και μακρύ χέρι, μ ε μ π ε
ρ ν τ έ δ ε ς, «σπασμένο» προς τα πίσω, στο επάνω μέρος· έχει κλειδιά απ’ τα
πλάγια, τέσσερις διπλές χορδές στερεωμένες στον καβαλάρη, πάνω στο καπάκι, και
παίζεται με πένα (πλήκτρο). Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη
(μπόγια). Σήμερα, έχει επικρατήσει το μεσαίο μέγεθος. Κι αυτό όμως διαφέρει στις
διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κατασκευαστή, αν και οι διάφορές είναι μικρές
και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου. Οι διαφορές αυτές οφείλονται
και στον εκτελεστή, που, ανάλογα με τη σωματική του διάπλαση –υψηλός ή κοντός,
παχύς ή αδύνατος, με μακριά ή κοντά δάχτυλα– αλλά και τις καθαρά μουσικές του
προτιμήσεις, ζητάει απ’ τον κατασκευαστή το ηχείο π.χ. του οργάνου να είναι
περισσότερο ή λιγότερο βαθύ, το χέρι μακρύτερο ή κοντύτερο και λοιπά. Πρώτου
μεγέθους λαγούτο, μεγαλύτερο στο μάκρος, το φάρδος και το βάθος, σε σύγκριση με
όλα τα άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα, είναι σήμερα το κρητικό
λαγούτο. Η πένα του λαγούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (όρνιου),
συνήθως αγιούπα (γύπα), αετού ή γερακιού, και στην ανάγκη από φτερό διάνου ή
πλαστικό. Ο ήχος του λαγούτου παράγεται με το τσίμπημα των χορδών από την πένα και
προς τα κάτω και προς τα πάνω. Την πένα, με την ουρά της ανάμεσα στο δείκτη και το
μεσαίο δάχτυλο, ο λαουτιέρης την κρατάει με τον αντίχειρα και το δείκτη. Το
λαγούτου κουρντίζεται κατά πέμπτες: ντο, σολ, ρε, λα (η πρώτη χορδή, το λα, μια
οκτάβα χαμηλότερα από το λα του τονοδότη. Από τα τέσσερα ζεύγη των χορδών του, το
πρώτο κουρντίζεται ουνίσονο και τα άλλα σε διάστημα οκτάβας. Συχνά, ωστόσο,
συναντάμε λαγούτα με το τρίτο ζεύγος κουρντισμένο επίσης ουνίσονο. Η μελωδική
έκταση του λαγούτου είναι δύο οκτάβες και μία έκτη. Ο λαουτιέρης λέγεται και
μπασαδόρος, ή πασαδόρος γιατί κρατάει τα μπάσα. Παίζει το λαγούτο καθισμένος, με
το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, ακουμπώντας το ηχείο του οργάνου στο στήθος και στο
πόδι του. Παίζει επίσης όρθιος, βαδίζοντας. Συνοδευτικό όργανο όπως είναι σήμερα,
το λαγούτο έχει πάντα την ανάγκη ενός μελωδικού οργάνου. Και τέτοια όργανα είναι
κυρίως το βιολί, η λύρα, το κλαρίνο και το σαντούρι.
11
Παραδοσιακά Όργανα
12
Παραδοσιακά Όργανα
13
Παραδοσιακά Όργανα
τ η ν ψ ί χα τ ω ν δ α κ τ ύ λ ω ν , ό π ω ς π . χ . σ τ ο β ι ο λ ί , α λ λ ά μ ε
τ ο ν ύ χ ι , π ο υ α κ ο υ μ π ά ε ι α π ’ τ α π λ ά γ ι α σ τ η χο ρ δ ή . Η
μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη, υψηλότερη χορδή. Η δεύτερη χορδή (μια πέμπτη
χαμηλότερη από την πρώτη) χρησιμοποιείται πολύ λίγο για τη μελωδία και η τρίτη
χορδή (σε διάστημα πέμπτης ή τέταρτης από τη δεύτερη) σπάνια. Στο παίξιμο, όμως,
το δοξάρι «πιάνει» συχνά, δηλαδή τρίβει, τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη, πάνω
στην οποία παίζεται η μελωδία ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί, συνοδεύοντας
έτσι τη μελωδία με μια υποτυπώδη «αρμονία», μ’ ένα ίσο. Με το ίσο αυτό, εκτός από
τα σύμφωνα διαστήματα, δημιουργούνται, ανάλογα πάντα με τη μελωδία, και στιγμιαίες
διάφωνες αρμονικές προστριβές, που χαρίζουν στο παίξιμο της λύρας ένα
χαρακτηριστικό χρώμα και νεύρο, ιδιαίτερα στους χορούς, όταν η λύρα παίζει μόνη
της, χωρίς τραγούδι. Στην τεχνική του «αρμονικού» αυτού παιξίματος συμβάλλει και ο
καβαλάρης της λύρας. Πολύ λίγο κυρτός, όπως είναι, επιτρέπει στο λυράρη να παίζει
και τις δύο χορδές μαζί –κάποτε και τις τρεις– χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Όταν,
παλιότερα η λύρα παιζόταν μόνη της, αυτοσυνοδευόταν «αρμονικά» και ρυθμικά από το
ίσο, από το δυνατό χτύπημα του εδάφους με το πέλμα του δεξιού ποδιού του λυράρη
και από το ρυθμικό χτύπημα και τον ήχο που έδιναν τα γερακοκούδουνα με το πήγαινε-
έλα του δοξαριού. Η αχλαδόσχημη λύρα είναι ένα όργανο κυρίως για γρήγορους
σκοπούς, για τις χορευτικές δηλαδή μελωδίες, που παίζονται κατά κανόνα στην πούντα
ου δοξαριού, με γρήγορες, χωριστές δοξαριές. Οι αργές μελωδίες, με δύο ή τρεις
φθόγγους ενωμένους σε ένα δοξάρι, παίζονται πολύ λίγο. Σημειώνουμε ότι οι παλιοί
λυράρηδες έπαιζαν στη φυσική και όχι στη συγκερασμένη κλίμακα και δεν
χρησιμοποιούσαν το βιμπράτο. Σήμερα, αντίθετα, οι περισσότεροι λυράρηδες παίζουν
με βιμπράτο, χρησιμοποιούν το δοξάρι του βιολιού και παραγγέλνουν τις λύρες τους
στα εργαστήρια που έχουν δημιουργηθεί στις μεγάλες πόλεις, τα νεώτερα χρόνια. Με
το πέρασμα των χρόνων η αχλαδόσχημη λύρα παρουσιάζει ορισμένες μορφολογικές
αλλαγές που συντελούνται προοδευτικά με κέντρο την Κρήτη. Η αρχική μορφή της
αχλαδόσχημης λύρας είναι το λυράκι. Οι ανάγκες ωστόσο της μουσικής, άλλες στο χορό
και άλλες στο τραγούδι, περιορίζουν σιγά-σιγά το λυράκι για τις χορευτικές
μελωδίες. Με μικρή και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη, δίνει οξύ, διαπεραστικό ήχο· ό,τι
ακριβώς χρειάζεται σ’ ένα χοροστάσι. Η βροντολύρα έχει μεγαλύτερη, βαθύτερη και
πλατύτερη στη βάση της σκάφη (μάγουλα). Στα χαρακτηριστικά αυτά οφείλει το
βαθύτερο ήχο της και το χαμηλότερο κούρντισμά της σε σύγκριση με το λυράκι. Το
χαμηλότερο κούρντισμα βοηθεί να τραγουδούν, λυράρης και τραγουδιστές, πολλές ώρες
χωρίς να κουράζονται. Ενώ το λυράκι, κουρντισμένο πάντα υψηλότερα, κουράζει πολύ
γρήγορα τη φωνή, που είναι φυσικό να μην αντέχει το πολύωρο τραγούδι στην υψηλή
περιοχή της έκτασής της. Η βιολολύρα, προϊόν και αυτή της προσπάθειας να αποκτήσει
η λύρα τον ήχο και τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού, εκτός από άλλες αλλαγές,
έχει και το οκτάσχημο ηχείο του βιολιού. Η αχλαδόσχημη λύρα παιζόταν παλιότερα
μόνη της. Στα νεότερα όμως χρόνια, απ’ την εποχή κυρίως του μεσοπολέμου και
έπειτα, παίζεται μαζί με λαγούτο, που περιορίζεται σε μιαν απλή «αρμονική» και
ρυθμική συνοδεία. Κούρντισμα αλά τούρκα: ρε-λα-ρε. Κούρντισμα κατά πέμπτες ρε-λα-
μι.
14
Παραδοσιακά Όργανα
Βιολί Το βιολί, ως λαϊκό μουσικό όργανο, επισημαίνεται στην Ελλάδα ήδη από τον 17ο
αιώνα. Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη
νησιωτική Ελλάδα, στα τυπικά οργανικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά. Το βιολί ως
λαϊκό όργανο ή ως όργανο για την εκτέλεση της έντεχνης μουσικής, φτιάχνεται στην
Ελλάδα με βάση τα πρότυπα της ∆ύσης. Ως λαϊκό όργανο είχε παλιότερα και
συμπαθητικές χορδές, συνήθως μία ή δύο, κάποτε όμως και τέσσερις. Επίσης
κουρντιζόταν και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντουζένι (σολ-ρε-λα-ρε) και παιζόταν από
πολλούς κρατημένο πάνω στον αριστερό μηρό, όπως η λύρα. Σήμερα κουρντίζεται γενικά
κατά πέμπτες, σολ-ρε-λα-μι, παίζεται κρατημένο στον ώμο και σπάνια έχει
συμπαθητικές χορδές. Με το κούρντισμα αλά τούρκα, σολ-ρε-λα-ρε, το παίξιμο είναι
«πιο γλυκό», εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι παλιότεροι λαϊκοί μουσική. Γιατί η
υψηλότερα κουρντισμένη χορδή είναι κατά ένα τόνο χαμηλότερη σε σύγκριση με το
ευρωπαϊκό κούρντισμα, το αλά φράγκα ή ψηλό ντουζένι (σολ-ρελα-μι), και γιατί με το
αλά τούρκα ο λαϊκός βιολιστής ή βιολιτζής δεν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί
το πέμπτο δάχτυλο, αλλά μόνο, το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, τα εύκολα δηλαδή
«δυνατά» δάχτυλα, με τα οποία «γλύφει τις νότες», «χαϊδεύει τις χορδές». Πιάνει
δηλαδή εύκολα τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας, τις διάφορες έλξεις και
μικροδιαστήματα, με τα ανεπαίσθητα αλλά τόσο χαρακτηριστικά γκλισάντα από τον ένα
στον άλλο φθόγγο και τα ποικίλα μελωδικά στολίδια, τις αποτζατούρες, τα γκρουπέτα,
τις τρίλιες και τα λοιπά. Ο γνήσιος λαϊκός βιολιστής απλώς ακουμπάει το βιολί στον
ώμο του, χωρίς όμως και να πιέζει με το αριστερό σαγόνι, όπως γίνεται στους
βιολιστές της έντεχνης μουσικής. Στον λαϊκό μουσικό το κράτημα του βιολιού γίνεται
ουσιαστικά με τον καρπό του αριστερού χεριού (αντίχειρα και δείκτη και μέρος της
παλάμης). Αυτό όμως υποχρεώνει το βιολιστή σ’ ένα συγκρατημένο και κάπως αραιό
βιμπράτο, που περιορίζεται σε λίγες πάντα νότες. Η μελωδία παίζεται συνήθως στις
δύο υψηλότερα κουρντισμένες χορδές μι και λα. Οι δύο άλλες ρε και σολ, κρατούσαν
παλιότερα το ίσο. Στα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
οι χορδές ρε και σολ χρησιμοποιούνται και για τη μελωδία. Το αριστερό χέρι
κρατιέται σταθερά στην πρώτη «θέση» (position). Αυτό όμως δεν το εμποδίζει να
παίρνει «κλεφτά» με το πέμπτο δάχτυλο, ορισμένες υψηλότερες νότες, όταν το απαιτεί
η μελωδία. Από την τεχνική του δοξαριού ο λαϊκός βιολιστής χρησιμοποιεί κυρίως τις
χωριστές δοξαριές, κάθε νότα δηλαδή και μία δοξαριά, και λίγο την τεχνική του
λεγκάτο, από δύο δηλαδή και πάνω νότες σε κάθε δοξαριά. Στο παίξιμο δε
χρησιμοποιεί ολόκληρο το δοξάρι αλλά το μισό, δηλαδή από τη μέση περίπου ως την
κορυφή και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο του δοξαριού, την πούντα, και αγνοεί τις
διπλές νότες (τρίτες, έκτες και λοιπά). Το βιολί ως μελωδικό όργανο το συναντάμε
και στα δύο λαϊκά οργανικά σύνολα, την κομπανία (βιολί-κλαρίνο-λαγούτο-σαντούρι)
και τη νησιωτική ζυγιά (βιολί-λαγούτο). Κεμεντζές Η φ ι α λ ό σ χ η μ η λύρα των
Ελλήνων του Πόντου, με τ ρ ε ι ς χ ο ρ δ έ ς κ ο υ ρ δ ι σ μ έ ν ε ς σ ε τ έ τ α ρ
τ ε ς κ α θ α ρ έ ς. Οι μικρές διαστάσεις του καβαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να
τρίβει και στα δάχτυλα να πατούν συχνά δ υ ο χ ο ρ δ έ ς τ α υ τ ό χ ρ ο ν α,
δημιουργώντας έτσι την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που χαρακτηρίζει την ποντιακή λύρα. Ο
κεμεντζές η λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας, έχει
φιαλόσχημο ηχείο και κοντό χέρι που συνεχίζει το ηχείο, χωρίς μπερντέδες, κλειδιά
εμπρός προς τα πίσω, ταστιέρα, καβαλάρη, τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον
κορδοδέτη και παίζεται
15
Παραδοσιακά Όργανα
με δοξάρι. Φτιάχνεται συνήθως από τον ίδιο τον εκτελεστή, σε διάφορα μεγέθη, με
μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις. Το τοίχωμα του ηχείου δεν πρέπει να είναι
περισσότερο από 3-4 χιλιοστά πάχος, ενώ το καπάκι πρέπει να είναι λεπτότερο, γύρω
στα 2-3 χιλιοστά. Στο ηχείο ανοίγονται, «για τη φωνή», από δύο τρύπες σε κάθε
πλευρά και στο καπάκι τέσσερις, τα λεγόμενα τρυπία. Στο καπάκι ανοίγονται και τα
ρωθώνια, δύο μακρόστενες και συνήθως λίγο κυρτές προς τα έξω τρύπες. Στα τρία
κλειδιά, τα ώτια –συνήθως σε σχήμα Τ– τυλίγονται οι τρεις χορδές που ακουμπούν
στον πάνω καβαλάρη, στον κάτω καβαλάρη και δένονται στον κορδοδέτη, το παλληκάρ· Ο
κάτω καβαλάρης, ο γάιδιαρον ή το γαϊδούρ, είναι λεπτός, πολύ λίγο κυρτός και πολύ
μικρός στις διαστάσεις του σε σύγκριση με τον καβαλάρη της αχλαδόσχημης λύρας. Η
ψυχή, το σουλάρ’ (στύλος), ακουμπάει με το επάνω άκρο στο καπάκι (περίπου κάτω από
το αριστερό πόδι του καβαλάρη, στη μεριά της υψηλότερα κουρντισμένης χορδής) και
με το κάτω άκρο στη βάση του ηχείου. Το μήκος των χορδών που πάλλονται με το
τρίψιμο του δοξαριού, δηλαδή η απόσταση από τον πάνω έως τον κάτω καβαλάρη είναι
συνήθως γύρω στα 28-32 εκατοστά. Το δοξάρι, γύρω στα 50-55 εκατοστά μήκος,
φτιάχνεται από σκληρό ξύλο και είναι κυρτό. Παλιότερα είχε τρίχες από ουρά αλόγου,
που έδεναν στα δυο του άκρα με διάφορους τρόπους, συνήθως μ’ ένα κομμάτι πανί στο
μέρος που κρατιέται και μ’ ένα κόμπο στο άλλο άκρο. Σήμερα πολλοί κεμεντζετζήδες
χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού. Η διακόσμηση της ποντιακής λύρα με εγχάρακτα ή σε
χαμηλό ανάγλυφο γεωμετρικά σχέδια, ρόδακες, στυλιζαρισμένα θέματα από το φυτικό
κόσμο και τα λοιπά, περιορίζεται κυρίως στη γλώσσα (ταστιέρα) και στην κεφαλή και
σπανιότερα στο παλληκάρ’ (κορδοδέτη) και το ηχείο (πίσω μέρος και πλαϊνά). Στη
γλώσσα χρησιμοποιούν επίσης και το διάτρητο σκάλισμα και στην κεφαλή κολλούσαν
παλιότερα μικρά καθρεφτάκια ή άλλα επίπεδα διακοσμητικά αντικείμενα. Ο
κεμεντζετζής όταν κάθεται παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή
ανάμεσα στα δύο πόδια, που κρατάει ενωμένα. Και στις δύο περιπτώσεις ο κεμεντζές
δεν κρατιέται κάθετος, αλλά γερμένος λίγο προς τα αριστερά και μπροστά. Όταν
παίζει όρθιος, ο κεμεντζές στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού
χεριού, που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου. Η ποντιακή λύρα κουρντίζεται πάντα
κατά τέταρτες καθαρές. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρονται για το απόλυτο ύψος των
φθόγγων δε χρησιμοποιούν τονοδότη, γι αυτό και το κούρντισμά της είναι συνήθως
χαμηλότερο από το λα του τονοδότη. Στην ποντιακή λύρα οι χορδές πατιόνται με την
ψίχα των δακτύλων, όπως στο βιολί, και μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο πρώτες
υψηλότερες χορδές, στην πρώτη «θέση» (position). Σπάνια χρησιμοποιούν ένα ή δύο
ακόμα φθόγγους, υψηλότερους από την πρώτη θέση, και αυτό «κλεφτά»,όπως λένε, με
προέκταση δηλαδή του πέμπτου δαχτύλου. Όταν ο κεμετζετζής παίζει μια μελωδία,
πατάει συχνά με τα ίδια δάχτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή. Κάτι ανάλογο
γίνεται και με το δοξάρι. Στο παίξιμο «πιάνει», δηλαδή τρίβει δυο συνήθως χορδές,
τη χορδή στην οποία παίζεται η μελωδία και τη δίπλα σ’ αυτήν χορδή. Στο παίξιμο
αυτό είναι φανερός ο ρόλος του καβαλάρη. Οι τόσο μικρές διαστάσεις του: 2-2,5
εκατοστά μήκος και 1-1,5 εκατοστά ύψος, που εξακολουθούν να τις διατηρούν
αναλλοίωτες οι Πόντιοι κεμεντζετζήδες, προκαλούν, θα λέγαμε, το δοξάρι να τρίβει
και τα δάχτυλα να πατούν συχνά δύο χορδές ταυτόχρονα.
16
Παραδοσιακά Όργανα
17
Παραδοσιακά Όργανα
β α λ ά ρ η δ ε ς υ ψ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς φ θ ό γ γ ο υ ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ α μ ι
κ ρ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α που χαρακτηρίζουν την κλίμακα όπου κινείται ο μουσικός.
Το κανονάκι, ή κανόνι, ή ψαλτήριο, φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή
άλλα ξύλα, σ ε σ χ ή μ α τ ρ α π ε ζ ί ο υ, μ ε τ η δ ε ξ ι ά π λ ε υ ρ ά κ ά θ ε
τ η π ρ ο ς τ η μ ε γ ά λ η β ά σ η κ α ι τ ι ς χ ο ρ δ έ ς ( ε ν τ έ ρ ι ν ε ς ή
α π ό π λ α σ τ ι κ ή ύ λ η ) κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν δ ύ ο π α ρ ά λ λ η λ ω ν π
λ ε υ ρ ώ ν τ ο υ. Στο καπάκι –επίσης ξύλινο, εκτός από το δεξιό μέρος, 15
εκατοστά περίπου πλάτος, που είναι φτιαγμένο από δέρμα– ανοίγουν μία ή
περισσότερες τρύπες «για τη φωνή», στρογγυλές ή αυγόσχημες, συχνά διακοσμημένες.
∆ίπλα στα κλειδιά, στην αριστερή πλευρά, το κανονάκι έχει τα μανταλάκια, ένα είδος
κινητούς καβαλάρηδες, που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν
το ύψος των διαφόρων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου. ∆εξιά, πάνω στη δερμάτινη
επιφάνεια, βρίσκεται ο καβαλάρης. Το κανονάκι κουρντίζεται μ’ ένα κινητό μετάλλινο
κλειδί, παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν, και
σήμερα στη διατονική κλίμακα. Η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η κ α λ ύ π τ ε ι
σ υ ν ή θ ω ς τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι τ ρ ε ι ς ν ό τ ε ς. Υπάρχουν όμως και
κανονάκια με μικρότερη μελωδική έκταση, όπως και κανονάκια χωρία μανταλάκια. Το
κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή, μ ε δ ύ ο π έ ν
ε ς ( π λ ή κ τ ρ α ) ή ν ύ χ ι α , ό π ω ς λ έ γ ο ν τ α ι ε π ί σ η ς , π ο υ π
ρ ο σ δ έ ν ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ε ί κ τ ε ς ω ν δ ύ ο χ ε ρ ι ώ ν μ ε μ ε τ α λ
λ ι κ έ ς δ α χ τ υ λ ή θ ρ ε ς, ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα. Με τις πένες,
που δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι), ο
εκτελεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το
αριστερό χέρι τις χαμηλές και με το δεξιό της υψηλές) κι αυτό βοηθάει να έχει
καλύτερη τεχνική και δυνατότερο ήχο. Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική, στα
πλαϊνά του ηχείου, και στα γλυπτά ανοίγματα για τις φωνές, πάνω στο καπάκι, είναι
επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής. Σαντούρι Η πλατιά διάδοση του σαντουριού
στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, μετά την Καταστροφή
του ’22. Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους. Χάρη στις
τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες (όργανο μελωδικό και πολυφωνικό) αποτελεί
μέρος της κομπανίας στην στεριανή Ελλάδα ή της νησιώτικης ζυγιάς: βιολί-λαγούτο.
Το σαντούρι, σ ε σ χ ή μ α ι σ ό σ κ ε λ ο υ τ ρ α π ε ζ ί ο υ, έχει μεταλλικές
χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του (σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν
τρεις έως πέντε χορδές κουρντισμένες ουνίσονο) και π α ί ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ο λ ε π
τ ά ρ α β δ ά κ ι α, τις μπαγκέτες, τυλιγμένα στις άκρες, σήμερα με μπαμπάκι, και
άλλοτε με δέρμα. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από διάφορα ξύλα, καλά ξεραμένα.
Για το καπάκι χρησιμοποιούν λευκή ξυλεία, χωρίς ρόζους και με πυκνά νερά. Πάνω σ’
αυτό στερεώνουν τα κολονάκια ή γέφυρες, δηλαδή τους καβαλάρηδες, και ανοίγουν μια
ή περισσότερες τρύπες για τη φωνή, συνήθως στρογγυλές. Για τα δύο πλαϊνά, τα
μπαλκόνια, χρησιμοποιούν σκληρά ξύλα. Στο δεξιό, τον ντάκο, βάζουν τα κλειδιά και
στο αριστερό, το κούτσουρο, καρφώνουν μικρά καρφιά, χωρίς κεφαλή, που τα αφήνουν
να εξέχουν λίγο πάνω στην επιφάνεια του κούτσουρου. Στα καρφιά αυτά στερεώνουν τις
χορδές. Κλειδιά και μικρά καρφιά είναι λίγο πλάγια και όχι κάθετα προς το καπάκι,
για ν’ αντέχουν στο τέντωμα των χορδών. Οι χορδές, για να κρατιόνται σε μία
σταθερή απόσταση από το καπάκι ακουμπούν, αριστερά και δεξιά, πάνω
18
Παραδοσιακά Όργανα
στα μαξιλάρια. Η πλάκα ή πάτος και τα άλλα πλαϊνά του οργάνου (μπροστά και πίσω)
γίνονται από διάφορα ξύλα. Το σαντούρι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του
σαντουριέρη ή ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι, ή ακόμα και κρεμασμένο απ’ το
λαιμό του εκτελεστή, όταν στο γάμο πηγαίνουν για να πάρουν τη νύφη, σε πατινάδες
και τα λοιπά. Η σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η μ ε λ ω δ ι κ ή τ ο υ έ κ τ α σ η ε ί ν α ι
τ ρ ε ι ς ο κ τ ά β ε ς κ α ι λ ί γ ε ς α κ ό μ η ν ό τ ε ς . Συναντάμε όμως και
μικρότερα σαντούρια με μικρότερη μελωδική έκταση. Οι μπαγκέτες, με το άκρο τους
γυρισμένο λίγο προς τα επάνω, κρατιόνται, με τη βοήθεια του αντίχειρα, ανάμεσα στο
δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο. Στο παίξιμο ο εκτελεστής χρησιμοποιεί κυρίως τον
καρπό και λιγότερο τα δάχτυλα. Αρχικά το σαντούρι ήταν ένα μελωδικό κυρίως όργανο.
Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα, βιολί, κλαρίνο και τα λοιπά, ενώ
παράλληλα –και ανάλογα πάντα με το είδος της μελωδίας– άλλοτε κρατούσε ένα ίσο
(τονική ή πέμπτη της κλίμακας) και άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις
(διαστήματα οκτάβας, πέμπτης και τέταρτης). Με τον καιρό και με την επίδραση της
δυτικής εναρμονισμένης μελωδίας, οι απλές αυτές συνηχήσεις μετατρέπονται σε
κανονικές συγχορδίες, απλές ή με έβδομες, απομακρύνοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό
μέλος απ’ το παραδοσιακό τροπικό ύφος του. Το σαντούρι είναι μια παραλλαγή του
ψαλτηρίου, με σημαντικές ωστόσο διαφορές. Στο κανονάκι ο ήχος παράγεται με το
τσίμπημα των χορδών και είναι σχετικά αδύνατος. Η επανάληψη ενός φθόγγου, όσο
γρήγορη και αν είναι, δε δίνει την εντύπωση της συνέχειας του ήχου, που έχουμε
όταν ακούμε ένα έγχορδο με τόξο ή ένα πνευστό. Στο σαντούρι ο ήχος παράγεται με το
χτύπημα των χορδών και είναι σχετικά δυνατός. Η τεχνική αυτή του παιξίματος
επιτρέπει μια μεγάλη ποικιλία σε ατάκες, αποχρώσεις ηχητικές, λεπτούς τονισμούς,
μελωδικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα. Επίσης, με τη δυνατότητα της γρήγορης
επανάληψης ενός φθόγγου, ο καλός σαντουριέρης κατορθώνει να δίνει την εντύπωση της
συνέχειας του ήχου.
Ιδιόφωνα
Το κουδούνι Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, αρχαία
Ελλάδα), το κουδούνι ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους.
Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατονεί και γίνεται κυρίως ποιμενικό
εργαλείο: βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του. Η
επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) είναι
βασικό μέλημα των τσοπάνηδων, μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία, ενώ συχνά
συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού. Επίσης το
κουδούνι καλεί τους πιστούς στην εκκλησία ή ειδοποιεί για τον ερχομό κάποιου
επισκέπτη. Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από
μπρούτζο) και τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλιάζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική
σφυρηλάτηση-χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα τη εξωτερικής
επιφάνειας γύρω στα χείλια (τα χυτά). Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις
ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων ή των Αποκρεώ σε
ορισμένα έθιμα ευετηρίας, όπου επανακτούν τον αρχαϊκό, αποτρεπτικό τους ρόλο.
19
Παραδοσιακά Όργανα
20