Professional Documents
Culture Documents
Ανοσογόνο
(Immunogen)
Αντιγόνο
(Antigen)
Αντιγόνο (antigen):
Κάθε ουσία που ερχόμενη σε επαφή με μια ειδική
κατηγορία πρωτεϊνικών μορίων, τα αντισώματα, ή με
μια ειδική στερεοδομή, τον υποδοχέα του Τ-
λεμφοκυττάρου, μπορεί να αντιδράσει στερεοχημικά
με αυτά και να συνδεθεί μαζί τους με μια σχετικά
ισχυρή δύναμη σύνδεσης.
Ανοσογόνο (immunogen):
Κάθε ουσία που εισερχόμενη στον οργανισμό
προκαλεί παραγωγή ειδικών κατ’ αυτής αντισωμάτων
και κυτταρολυτικών Τ-λεμφοκυττάρων, να επάγει
δηλαδή χυμική ή κυτταρική ανοσολογική απάντηση.
Χημική φύση των αντιγόνων
Πρωτεϊνες
Ετεροσακχαρίτες
Πολυνουκλεοτίδια
Λιπίδια
Απτίνες
Gal Galsam
Glu
Galsam
Fuc Gal
Glusam
Thr Ser Ala Thr Met Gly Tyr Lys Asp Val
ΑΠΤΙΝΕΣ NO2
DNP
NO2
Carrier-protein
Οι α π τ ι ν ε ς (haptens) είναι μικρές χημικές ενώσεις που συνήθως φέρουν στο μόριό τους
έναν ή περισσότερους κλειστούς δακτυλίους, συνήθως βενζολικούς ή ιμιδαζολικούς.
Οι απτίνες προσκολλώνται εύκολα πάνω σε πρωτεϊνικά μακρομόρια και συνδέονται μαζί
τους με χημικό δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ ελεύθερων δραστικών αμινομάδων ή
καρβοξυλομάδων του μορίου τους και ορισμένων αμινοξέων της πολυπεπτιδικής αλύσου,
ιδιαίτερα της λυσίνης.
Ανοσογονικότητα
Η ανοσογονικότητα του αντιγόνου δεν αποτελεί
εγγενές χαρακτηριστικό όπως τα φυσικοχημικά
του γνωρίσματα αλλά λειτουργική ιδιότητα που
εξαρτάται τόσο από το ίδιο το αντιγόνο όσο και
από τις γενικότερες συνθήκες του βιολογικού
συστήματος με το οποίο έρχεται σε επαφή.
Ανοσογονικότητα
Είδος ζώου
Ποσότητα του ενεθέντος αντιγόνου
Τρόπος χορήγησης
Μοριακό βάρος
Χημική πολυπλοκότητα
Γενετική σύνθεση, ηλικία
Η δυνατότητα αποδόμησης από τα ένζυμα
των μακροφάγων
Ανοσογονικότητα
Είδος του ζώου
Οδός χορήγησης
Το μοριακό βάρος του αντιγόνου είναι κατά κανόνα πάνω από 100 kD.
Ασθενείς ανοσογονικές ιδιότητες μπορεί να παρουσιάσουν, υπό ορισμένες
προϋποθέσεις, και χημικά μόρια με μικρότερο μοριακό βάρος, ακόμη και
κάτω των 1000 D, οπωσδήποτε όμως μικρά μόρια, όπως τα αμινοξέα και
οι μονοσακχαρίτες, στερούνται ανοσογονικών ιδιοτήτων.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, ένα συγκεκριμένο μοριακό βάρος πάνω από το
οποίο το μόριο είναι ανοσογόνο και κάτω από το οποίο στερείται
ανοσογονικών ιδιοτήτων.
Ανοσογονικότητα
Χημική πολυπλοκότητα
Για να είναι ανοσογόνο ένα χημικό μόριο πρέπει να έχει κάποια χημική
πολυπλοκότητα.
Όσο πιό πολύπλοκο στη χημική δομή του είναι ένα βιολογικό μακρομόριο τόσο
και περισσότερο ισχυρό ανοσογόνο είναι.
Ανοσογονικότητα
Γενετικοί παράγοντες
Πολυμορφία του MHC, των υποδοχέων του Β και
Τ κυττάρου και πρωτεϊνών που συμμετέχουν σε
ανοσορυθμιστικούς μηχανισμούς.
Ηλικία
Lys-Try-Glu-Tyr-Fen
lysine
Επίτοποι πρωτεϊνικών αντιγόνων
Νεοεπίτοποι (neoepitopes)
(εμφανίζονται μετά από φωσφορυλιώσεις ή
πρωτεόλυση, δηλαδή μετά από αντιδράσεις που
αλλάζουν τη στερεοδομή των πρωτεϊνών)
Επίτοποι σακχαρικών αντιγόνων
Στα σακχαρικά αντιγόνα, οι προέχοντες επίτοποι σχηματίζονται από 4-6 μονοσάκχαρα σε συνεχή ή
πλευρική σύνδεση.
Τα συνηθέστερα μονοσάκχαρα είναι η γλυκόζη, η γαλακτόζη, η φουκόζη, η γλυκοζαμίνη και η
γαλακτοζαμίνη. Τέτοιες μικρές ετεροσακχαρικές άλυσοι βρίσκονται συνήθως πάνω σε άλλα μεγάλα
πολυσακχαρικά μόρια ή πάνω σε πρωτεϊνες (γλυκοπρωτεϊνες), ή ακόμη και σε λιπίδια (γλυκολιπίδια).
Κάθε αλλαγή σε ένα ή περισσότερα από τα μονοσάκχαρα που σχηματίζουν τον επίτοπο, είναι ικανή να
αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή της προέχουσας στερεοχημικής διαμόρφωσης ώστε να προκύψει
τελικά ένας νέος αντιγονικός επίτοπος. Κλασικό παράδειγμα αποτελούν τα αντιγόνα Α και Β των
ερυθροκυττάρων του ανθρώπου.
Ιδιότητες Τ-κυτταρικών επιτόπων
MHC
molecule
TCR
T cell
Υπεραντιγόνα (Superantigens)
Θυμοανεξάρτητα αντιγόνα
Πρόκειται για μη-πρωτεϊνικά αντιγόνα που επάγουν την παραγωγή
αντισωμάτων από τα Β-κύτταρα χωρίς την παρουσία βοηθητικών
Τ-κυττάρων.
Η αντισωματική απάντηση στα αντιγόνα αυτά γίνεται σε ορισμένες
περιοχές του λεμφικού ιστού όπως στη marginal zone του
σπληνός.
Σχεδόν κατά κανόνα, στον αντιγονικό επίτοπο που προέχει στην εξωτερική επιφάνεια του αντιγονικού μορίου,
υπάρχουν χημικές ομάδες (αμινομάδες και καρβοξυλομάδες) που μπορούν να ανταλλάξουν ηλεκτρόνια με ανάλογες
ομάδες που βρίσκονται σε παρακείμενα χημικά μόρια, ή να συνδεθούν μαζί τους με υδρογονικούς δεσμούς, ή ακόμη
να συγκρατηθούν κοντά τους με δυνάμεις Van der Waals.
Ενίοτε αναπτύσσονται και υδρόφοβες δυνάμεις εάν τύχει να βρεθούν υδρόφοβες χημικές ομάδες του επίτοπου
απέναντι σε υδρόφοβες ομάδες της παρακείμενης χημικής δομής.
Ολες αυτές οι χημικές ομάδες του επίτοπου που μπορούν να αντιδράσουν στερεοχημικά με ανάλογες ομάδες μιας
άλλης παρακείμενης στερεοδομής, όπως είναι για παράδειγμα το αντίσωμα, και να συνδεθούν μαζί τους με τις
παραπάνω μη-ειδικές χημικές δυνάμεις σύνδεσης, φέρονται ως “ελεύθερες ή διαθέσιμες δραστικές χημικές ομάδες”.
Για κάθε αντιγονικό επίτοπο παράγονται στον
οργανισμό πολλά αντισώματα έτσι ώστε η έννοια της
απόλυτης ειδικότητας του αντισώματος με τον
επίτοπο δεν είναι ακριβής.