You are on page 1of 18

Σοφοκλέους Αντιγόνη

Στην αρχαία Αθήνα ζούσε ένας χαρισματικός νέος που τον


‘λεγαν Σοφοκλή. Ο λόγος που ακόμη θυμόμαστε τον
Σοφοκλή είναι ο εÇής: ο νέος αυτός έπαιρνε τις ιστορίες
που óκουγε από τους μεγαλύτερους, που εκείνα τα χρόνια
μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, και τις έκανε κείμενα
θεατρικó.
Tα θεατρικó του Σοφοκλή είχαν τότε μεγóλη επιτυχία,
γιατί το θέατρο ήταν ένας τρόπος να μορφ6νονται οι
óνθρmποι, μιας και öεν μπορούσαν όλοι να έχουν
öασκóλους και µιµλία.
Tα θεατρικó που έγραφε ο Σοφοκλής λέγονταν
«τραγmöίες» γιατί είχαν πóντοτε τραγικό τέλος. Bέµαια,
εκείνος öεν ήταν ο μόνος «τραγικός ποιητής» της
αρχαιότητας, αλλó υπήρÇαν κι óλλοι εÇίσου Çακουστοί και
τιμημένοι.
Σε μια από τις τραγmöίες του, ο Σοφοκλής, έλεγε για
τέσσερα αöέρφια, που ήταν όλα τους παιöιó του Οιöίποöα.
Tα öύο παιöιó ήταν κορίτσια και τα έλεγαν Αντιγόνη και
Iσμήνη. Tα óλλα öύο, που ήταν öίöυμα αγόρια, λέγονταν
Eτεοκλής και Hολυνείκης.
Oταν πέθανε ο Οιöίποöας, που ήταν µασιλιóς της Oήµας,
αποφασίστηκε να öοθεί η εÇουσία της πόλης στα öύο
öίöυμα αγόρια από τον θείο τους τον Kρέοντα. Ο
Kρέοντας, επειöή öεν ήθελε να αöικήσει κανέναν από τους
ανι¢ιούς του, öιέταÇε να öίνεται η εÇουσία σε κóθε αγόρι
για έναν χρόνο. tτσι, τον έναν χρόνο θα ήταν µασιλιóς ο
ένας και τον óλλο χρόνο θα µασίλευε ο óλλος.
Tον πρ6το χρόνο πήρε τη µασιλεία ο Eτεοκλής και
κυµέρνησε καλó. Oταν, όμmς, ήρθε η σειρó του
Hολυνείκη, ο Eτεοκλής öεν του ‘öινε τη µασιλεία. Iι´ αυτό
τον λόγο, τα öύο αöέλφια μóλmσαν κι ο Hολυνείκης έφυγε
στο Aργος και εκεί παντρεύτηκε την κόρη του µασιλιó.
Hέρασε καιρός κι ο Hολυνείκης, αναθυμούμενος την
αöικία του αöελφού του, έκανε πόλεμο ενóντια στους
Oηµαίους για να πóρει πίσm τον θρόνο.

Ο κόσμος πολεμούσε και σκοτmνόταν. Tα σπίτια της
Oήµας καίγονταν και τα παιöιó έκλαιγαν και πεινούσαν.
Iια να σταματήσει ο πόλεμος, λοιπόν, πóρθηκε η απόφαση
να μονομαχήσουν τα αöέλφια μεταÇύ τους κι ο νικητής να
πóρει τον θρόνο.
Στην μονομαχία πóνm σκοτ6θηκαν και τα öύο αöέλφια,
έτσι επιτέλους σταμóτησε ο πόλεμος. Tην µασιλεία πήρε ο
θείος τους, ο Kρέοντας, ο οποίος εÇοργισμένος καθ6ς
ήταν από τα κακó που έφερε η εκστρατεία του Hολυνείκη
ενóντια στη Oήµα, απαγόρευσε στους πολίτες να θó¢ουν
το σ6μα του. Ανακοίνmσε, μóλιστα, για όποιον
παρακούσει την εντολή πmς θóνατος θα ‘ναι η τιμmρία.
Tο θó¢ιμο τmν νεκρ6ν ήταν τότε, όπmς και σήμερα,
μεγóλη τιμή και η Αντιγόνη, η μια αöελφή τmν
σκοτmμένmν, öεν μπορούσε να υπακούσει στην öιαταγή
του Kρέοντα, γιατί ήτανε μεγóλη ατίμmση να αφήσει τον
ένα αöελφό óθαφτο έρμαιο στα αγρίμια.
Στην αρχαία Αθήνα το να είσαι γυναίκα öεν ήταν εύκολη
υπόθεση. Οι γυναίκες θεmρούνταν κατ6τερες και συχνó
έµλεπαν και οι ίöιες τον εαυτό τους mς κατ6τερο. Iι´
αυτό γρήγορα η Αντιγόνη έτρεÇε στην αöελφή της την
Iσμήνη να ζητήσει τη µοήθεια της για να θó¢ουν τον
Hολυνείκη. H Iσμήνη σαν óκουσε τα λόγια της Αντιγόνης,
τρόμαÇε: «Eίσαι τρελή αöελφή μου; Aμα το μóθει ο
Kρέοντας, είμαστε κι οι öυο χαμένες! Mην πας, αöύναμες
είμαστε οι γυναίκες μπροστó στις öιαταγές τmν ανöρ6ν»,
της απóντησε.
Από αυτή την αντίöραση η Αντιγόνη, που ήταν γενναία,
απογοητεύτηκε πολύ. Eκείνη, µλέπεις, öεν λογóριαζε
τιμmρία μπροστó στη τιμή του αöερφού της, από την
óλλη η Iσμήνη έμενε öειλή και φοµισμένη κι απόφαση öεν
έπαιρνε θαρραλέα.
Kι ήρθε το µρóöυ τ´ ολοσκότεινο κι η Αντιγόνη έθα¢ε
κρυφó τον Hολυνείκη.
Tο επόμενο πρmί ο Kρέοντας µγήκε στην πόλη ντυμένος
με τα πλουμιστó φορέματα που φορóνε οι µασιλιóöες κι
αφού ανέµηκε σε ¢ηλό µήμα, έµγαλε επίσημο λόγο για τα
γεγονότα.
«Aαέ της Oήµας, ο εχθρός της Oήµας πρέπει πóντα να
πληρ6νει. Iιατί öεν είναι öίκαιο ούτε τα παιöιó μας να
σκοτ6νει κóποιος για τις öικές του σκοτούρες, ούτε τη
πόλη μας να τη χαλóει. T6ρα ο εχθρός φóνηκε στο
πρόσmπο του ανι¢ιού μου του Hολυνείκη. Tη Oήµα την
πολιόρκησε για μέρες και μέρες. Xθες κιόλας χóθηκε
σκοτmμένος από το χέρι του αöερφού του. Σήμερα κανείς
να μην τον θó¢ει. Kι όποιος παρακούσει, θα πm πmς τον
λόγο μου öεν τον σεµóστηκε κι η τιμmρία θα ‘ναι ο
θóνατος.»
Αυτó είπε ο Kρέοντας και έκανε να φύγει..

Oμmς προτού αποχmρήσει ο µασιλιóς, τον προφταίνει
Çυπόλυτος ένας ταχυöρόμος κακó μαντóτα φέρνοντας. Kι
αφού μαθαίνει ο Kρέmν πmς κóποιος έθα¢ε τον νεκρό
παρó τη öιαταγή του, ποίος τον είöε και öεν τον
φοµήθηκε! Aένε από τότε πmς ακούστηκε σ´ όλη τη γύρm
χ6ρα και πmς φ6ναζε ότι θα τιμmρηθεί ο ένοχος, αυτός
κι όποιος τον Çέρει.
Hέρασε λίγη 6ρα κι ο Kρέοντας στριφογύριζε στο θρόνο
του απóνm, γιατί, µλέπεις, του είχαν αμφισµητήσει την
εÇουσία και ο λαός θα έπαιρνε θóρρος και θα παρóκουγε
τις εντολές του, αν τον έµρισκε μαλακό. tτσι µολόöερνε
στο παλóτι εÇαγριmμένος, περιμένοντας νέα από τους
φύλακες του πmς τóχα θα έχουνε µρει τον υπαίτιο.
Kαι να σου, μπαίνει στο παλóτι φύλακας τον ένοχο
κρατ6ντας σφιχτó από το μπρóτσο. Kóνει να öει ο
Kρέοντας το πρόσmπο του öρóστη και έκπληκτος την
ανι¢ιó του την Αντιγόνη αντικρίζει.
«Hαιöóκι μου τί σε έπιασε και σε κακό με µóζεις; Aεν
óκουσες τóχα τις εντολές μου ή µóλθηκες να κóνεις την
ηρmίöα στον ίöιο σου τον θείο;», τη ρ6τησε ευθέmς.
«Bασιλιó και θείε μου, όλα τα óκουσα όσα öιέταÇες. Mα οι
óγραφοι νόμοι είναι στη καρöιó μου πιο ισχυροί και
σεµóσμιοι, π6ς ν´ óφηνα το σ6μα του πεθαμένου μου του
συγγενή να το φóνε τα αγρίμια; Hαρóκουσα, μα το ‘χm για
καμóρι», του ανταποκρίθηκε η Αντιγόνη με πείσμα και με
θóρρος.
Ο Kρέοντας έμεινε óφmνος, μα τί να κóνει πλέον; Αφού
όρισε θóνατο μπροστó σε όλο το πλήθος. H6ς να τον
πουν αöύναμο και π6ς να γίνει φονιóς της συγγενούς του;
Στην αίθουσα μπαίνει η αöελφή η Iσμήνη με µήμα σταθερό
κι έτοιμο τον λόγο. H6ς ήτανε συνένοχη κι αυτή της
αöελφής της, π6ς μαζί παρóκουσε τις óγριες öιαταγές
του, μαζί της να τιμmρηθεί κι ας πóει στον Kóτm Kόσμο,
αυτó του είπε του Kρέοντα και σ6πασε για λίγο.
H Αντιγόνη, όμmς, öίκαιη σαν ήταν και θαρραλέα, τη
öιέ¢ευσε λέγοντας: «Kαθόλου öεν µοήθησες öυστυχισμένη
αöελφή μου, μα öειλή. Tις πρóÇεις τmν óλλmν μην τις λες
για öικές σου. T6ρα που είμαι εγ6 χαμένη, θυμήθηκες κι
εσύ να χαθείς στο πλευρό μου. Tον αöερφό σου όμmς τον
νεκρό Çέχασες να τον τιμήσεις». M´ αυτó τα λόγια
αρνήθηκε τη µοήθεια η γενναία γυναίκα κι ο Kρέοντας
öιέταÇε να τις οöηγήσουν στο παλóτι.
Kαθόταν τ6ρα ο Kρέοντας στον θρόνο και στεναχmριόταν
πολύ για το κακό, μα óλλη λύση öεν έµρισκε. Tότε κóθισε
öίπλα του ο γιός του, που το όνομó του ήταν Αίμmνας και
του πρότεινε να μην θανατ6σει την Αντιγόνη γιατί ο λαός
θα εÇοργιστεί και ποιος να τον öαμóσει.
Ο Αίμmνας τα έλεγε αυτó γιατί ήταν κρυφó ερmτευμένος
με την Αντιγόνη. Oμmς ο Kρέοντας öεν λογóριαζε πολλó
λόγια και οι φύλακες ήöη την έσερναν στον τόπο του
αφανισμού.
Ούτε όταν έφτασε ανήσυχος ο μóντης Tειρεσίας, που όλα
τα προφήτευε σmστó, λέγοντας πmς οι θεοί θα θυμ6σουν
αν öεν ελευθερmθεί η Αντιγόνη και öεν θαφτεί καλó ο
Hολυνείκης, ούτε τότε έµαλε ο Kρέοντας μυαλό.
Tο είχε µóλει πείσμα ο Kρέοντας, κρατ6ντας στην
επιφóνεια τον πληγmμένο του εγmισμό. Στην εντολή του
επέμεινε κι έλεγε: «Tιμmρία!».
tτσι, η νύχτα µρήκε φονευμένη την Αντιγόνη, τιμmρημένη
για τη γενναιότητó της να παρακούσει τον νόμο για χóρη
της αöελφικής αγóπης. Στα πόöια της κείτεται νεκρός ο
Αίμmνας, σκοτmμένος από το ίöιο του το χέρι,
προσπαθ6ντας να πóει να µρει την αγαπημένη του στον
Aöη. Iιατί σαν έτρεÇε και µρήκε την Αντιγόνη νεκρή από
τους φύλακες του γονιού του, öεν óντεÇε ο öόλιος και
αυτοκτόνησε.
Oταν Çημέρmσε το φρικτό µρóöυ, φέρνοντας μαζί του öυο
θανατικó, γρήγορα φóνηκε πmς το κακό που έφερε του
µασιλιó η επιμονή öεν χόρτασε με τούτα. Tου Αίμmνα η
μóνα , κόρη αρχοντικής γενιóς με τα´ όνομα Eυρυöίκη,
έμαθε τα óσχημα νέα γρήγορα, έτσι το χóραμα την
µρίσκει κι εκείνη πεθαμένη από οργή και θρήνο μέσα στο
παλóτι.
Kι ο Kρέmν στα πατ6ματα αι6νες τ6ρα κλαίει, γιατί οι
óνθρmποι πρέπει να είναι μαλακοί στις εντολές και στο
καθήκον να ‘ναι οι πιο γενναίοι.

You might also like