You are on page 1of 120

Κυριάκου Τζιαμπάζη

Τα αποκαλυπτήρια ενός μύθου

ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2005

1
© Κυριάκος Τζιαμπάζης
2005

Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή,


προσαρμογή ή μετάφραση χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, εκτός απ’ ό,τι
προβλέπουν οι διατάξεις περί πνευματικών δικαιωμάτων (copyright).

ISBN 9963 – 9118 - 0 - 3

2
Το Παρελθόν μας άφησε «μωρούς ωσάν και πρώτα»,
το Μέλλον το γκρεμίζουμε με ακόμα μεγαλύτερη μωρία..
το Χτες ως γνώση μας είναι άχρηστο,
το Αύριο το καθιστούμε άχρηστο
ως βίωση και συμβίωση.
Και, το Σήμερα, ψυχαγωγούμαστε μ΄ έναν
Μακάβριο Χορό γύρω στο
μνήμα που σκάβουμε ολοένα.

Μάριος Πλωρίτης

(από το «Βήμα της Κυριακής» 29/5/2005)

3
Στα παιδιά μου
Έλενα
Κωνσταντίνο

4
Ευχαριστίες

Ο συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει θερμά, όλους όσους είχαν την


καλοσύνη να αφιερώσουν μέρος από τον πολύτιμο χρόνο τους, να διαβάσουν
τα κείμενα και να εκφράσουν τις απόψεις τους.

Ευχαριστώ τον Κώστα Σοφοκλέους για τις γραπτές αλλά και προφορικές
συζητήσεις που είχαμε σε σχέση με τις θέσεις του ΑΚΕΛ, τον Bekir Azgin
καθηγητή ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου για τις γραπτές του
παρατηρήσεις, την Ελένη Βρετού απόφοιτο της φιλοσοφικής σχολής της
Μόσχας, δημοσιογράφο, για τα ουσιαστικά της σχόλια και παρατηρήσεις και
τους πρώην Κυβερνητικούς εκπροσώπους Μιχάλη Παπαπέτρου και Χρήστο
Στυλιανίδη που αφιέρωσαν χρόνο στη μελέτη των κειμένων, εξέφρασαν τα
σχόλια τους και με ενθάρρυναν να εκδώσω το παρόν βιβλίο. Ιδιαίτερες
ευχαριστίες στον Ρικάρδο Λόπεζ για το χρόνο που αφιέρωσε στις ατελείωτες
συζητήσεις μαζί μου για το περιεχόμενο του βιβλίου και την Στέλλα Γεωργίου
M.A in Arts που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο.

5
Περιεχόμενα

Πρόλογος από το Ρικάρντο Λόπεζ.

Εισαγωγή.

ΜΕΡΟΣ Α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η έννοια «κυπριακός λαός»: σύνθεση και διάσπαση.
1.1. εννοιολογική ανάλυση.
1.2. ο «επεκτατισμός» της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
1.3. «εμείς» και «εκείνοι».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης.
2.1. η αρχή της αυτοδιάθεσης στο Διεθνές Δίκαιο. (Γενικά).
2.2. οι κύπριοι στην περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
2.3. η εμφάνιση της ιδέας της ένωσης.
2.4. η ένωση στην περίοδο της αγγλοκρατίας.
2.5. η μετατροπή της αρχής της αυτοδιάθεσης σε πρόβλημα.
2.6. από την ένωση στην ανεξαρτησία:
2.6.1. ένωση ή ανεξαρτησία;
2.6.2. το άλμα προς την ανεξαρτησία.
2.7. ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Πολιτικά προβλήματα συνταγματικής ανάπτυξης.
3.1. μπορούσε να λειτουργήσει το σύνταγμα του 1960;
3.2. από την πολιτική της ένωσης στην ομοσπονδία.
3.3. ΑΚΕΛ και ανεξαρτησία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Περί σχεδίου Ανάν και συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
4.1. η φιλοσοφία του σχεδίου Ανάν.
4.2. περί συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
4.3. αυτοδιάθεση και απόσχιση μετά το δημοψήφισμα.
4.4. η αποδελτίωση των θέσεων συγκυβερνώντων κομμάτων.
4.4.1. η εκκλησία και το σχέδιο Ανάν.
4.4.2. η αντιομοσπονδιακή πολιτική.
4.4.3. μειονοτικά δικαιώματα και ενσωμάτωση.
4.4.4. ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων.
4.4.5. η ηγεσία του ΑΚΕΛ και το «κόλπο» των εγγυήσεων.
4.4.6. επαναπροσέγγιση και καλή γειτονία.
4.4.7. οι κυβερνώντες για το ρόλο του ΟΗΕ.

ΜΕΡΟΣ Β.
Άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε κυπριακές εφημερίδες.
1. ο πολιτικός λόγος της αριστεράς.
2. ναι στο σχέδιο Ανάν, αλλά γιατί.
3. «αφήνεται στον πατριωτισμό σας».
4. το τούνελ του χρόνου.

6
5. μπροστά στο σταυροδρόμι.
6. που οδηγείται η αριστερά;
7. «ο φτωχός και άφραγκος τουρκοκύπριος».
8. ομιλία σε δείπνο ε/κ και τ/κ Αφαντιτών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
1. Διακήρυξη προθέσεων της Κυβέρνησης της Κύπρου για τα μειονοτικά
δικαιώματα των τουρκοκυπρίων (Οκτώβρης 1965).
2. Επιστολή της Κ.Ε. ΑΚΕΛ προς τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα
για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης.
3. Απόσπασμα από την ομιλία του γ.γ. του ΑΚΕΛ πριν από το δημοψήφισμα
της 24ης Απριλίου 2004.
4. Απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου του ΔΗΣΥ πριν από το
δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

7
Πρόλογος από τον Ρικάρντο Λόπεζ

Όταν ο Κυριάκος Τζιαμπάζης μου ζήτησε να προλογίσω τη μελέτη αυτή που


έχετε στα χέρια σας αισθάνθηκα μια τρομερή ανασφάλεια γιατί θυμήθηκα ένα
άλλο παρόμοιο περιστατικό μέσα στη δεκαετία του ογδόντα. Μου ζήτησαν τότε
να παρουσιάσω σε κάποιο σεμινάριο που θα γινόταν στη Λευκωσία, μια
προσέγγιση για την πολιτιστική ταυτότητα της Κύπρου. Με θράσος και ύφος
εκπροσώπου του κονκλαβίου της Ρώμης δέχτηκα και παρουσίασα την άποψή
μου στο συγκεκριμένο σεμινάριο. Ασφαλώς αναγκάστηκα να δεχθώ και την
επίθεση του κύκλου των ατόφιων και αιώνιων πατριωτών της χώρας μας. Από
που ως που ένας εμιγκρέ μιλά για πράγματα που ουσιαστικά δεν γνωρίζει; Η
άποψή τους βασιζόταν στην αποδεδειγμένη ελάχιστη τριβή που είχα με την
Κύπρο, το λαό της και τον πολιτισμό του. Τώρα που το σκέφτομαι είχαν δίκιο.
Σήμερα, ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια και έχοντας φαει με το κουταλάκι τον
πατριωτισμό και την καπηλεία πιστεύω πως δικαιούμαι να πω δυο τρία λόγια
για την Κύπρο, έτσι όπως την βλέπω.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια άλλη χώρα στον κόσμο που να έχει
ταλαιπωρήσει τόσο πολύ τους ανθρώπους της, να τους έχει πει τόσα ψέματα,
να έχει ζητήσει τόσες φορές να θυσιαστούν, να πεθάνουν για να σωθεί, να έχει
αρνηθεί τόσες πολλές φορές την ανάληψη των ευθυνών της, να έχει
μεγαλουργήσει στη δημιουργία ενός μίζερου πολιτικού λόγου, να έχει κλείσει
με νάζι τόσες φορές το μάτι στο φασισμό προσποιούμενη ότι το έκανε στο
όνομα της δημοκρατίας, μια χώρα τέλος πάντων σαν την Κύπρο, που
εξακολουθεί να ζητά τα ίδια και τα ίδια από τα παιδιά της χωρίς να επιστρέφει
οτιδήποτε και πάντα απαιτώντας το μέγιστο από τον καθένα.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει και μια δεύτερη χώρα στον κόσμο όπου οι πολιτικοί
της να έχουν συμπεριφερθεί με τόση ασέβεια και βάναυσο τρόπο στον κόσμο
της, (σκεφθείτε τα όσα ζήσαμε πριν και μετά το δημοψήφισμα), να έχει
ανεχτεί χωρίς τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθεί, το καθημερινό ψέμα των
επαγγελματιών της πολιτικής που επιμένουν να διεκδικούν το αλάθητο και το
απόλυτο, την προσβολή με την οποία έτσι νομίζουν, εξουδετερώνουν τη
διαφορετική άποψη, την καθημερινότητα του φασισμού που ντύνεται και
εμφανίζεται ως προσήλωση στα δημοκρατικά ιδεώδη, (το περίφημο
«επιχείρημα» περί υποχρέωσης της μειοψηφίας να σεβαστεί την ετυμηγορία
του λαού), τα ρεζιλίκια τέλος πάντων που χαρακτηρίζουν την χαμηλή ποιότητα
της πολιτικής ζωής και των πολιτικών αυτού του τόπου.
Μια μικρή, απλή, αναγκαία μα καθόλου αθώα παρένθεση. Η δημοκρατία, ως
πολιτικό σύστημα, πάσχει ασφαλώς από αδυναμίες που πολλές φορές την
καθιστούν αναποτελεσματική. Δεν παύει, όμως, να είναι το καλύτερο πολιτικό
σύστημα που μέχρι τώρα έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Το δημοκρατικό
πολίτευμα δεν είναι δημοκρατικό μόνο επειδή το δηλώνει, αλλά επειδή
συμπεριφέρεται με τρόπο δημοκρατικό. Τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι η μεν
μειοψηφία οφείλει να σέβεται την ετυμηγορία της πλειοψηφίας, η δε
πλειοψηφία οφείλει να σέβεται και να προστατεύει τη μειοψηφία, η οποία ποτέ
δεν χάνει το δικαίωμα της προσπάθειας να γίνει πλειοψηφία. Σ΄ αυτό το
πλαίσιο, η μειοψηφία δικαιούται να εκφράσει τις απόψεις που σίγουρα θα
αμφισβητήσουν πολιτικές τοποθετήσεις, εκφρασθείσες απόψεις και
οπωσδήποτε αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων χωρίς αυτό να σημαίνει,
ότι επειδή λειτουργεί με αυτό τον τρόπο περιφρονεί την τόσο ταλαιπωρημένη
λαϊκή ετυμηγορία. Με άλλα λόγια, θέλω να πω, ότι θεωρώ άκαιρη και
ετσιθελική την τοποθέτηση εκείνων των δυνάμεων που στήριξαν το «όχι» στο

8
δημοψήφισμα, οι οποίες μιλούν για την υποχρέωση να γίνει «σεβαστή η λαϊκή
ετυμηγορία», κυρίως γιατί εν γνώσει τους παρουσιάζουν μια εικόνα της
πολιτικής από την οποία απουσιάζει πανηγυρικά η δυναμική, η διαλεκτική των
πραγμάτων, όπως θα έλεγε η ηγεσία του ΑΚΕΛ. Κλείνω την παρένθεση.
Δεν γνωρίζω, μου φαίνεται, καμιά άλλη χώρα που να έχει δημιουργήσει
ακόμα και ευκαιρίες για εργασία στους επαγγελματίες πολιτικούς της, οι οποίοι
έχουν εξελιχθεί, εν τω μεταξύ, σε επαγγελματίες πατριώτες και
εμπειρογνώμονες επί εθνικών θεμάτων, όχι εθνικού θέματος. Αυτοί οι
άνθρωποι, ενδεχομένως, κερδίζουν το προς το ζην ακουμπώντας στην
τραγωδία της χώρας μας. Επομένως δικαιούμαι να έχω την υποψία, ότι
απεχθάνονται τη λύση, επειδή μια τέτοια εξέλιξη θα τους στείλει στα σπίτια
τους.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, παράλογα και ολίγον σχιζοφρενή, αλλά και
ταυτόχρονα της μέγιστης προσφοράς «σε μια άρρωστη συνέχεια πατρίδα»
καθώς θα έλεγε η Μπέλλου, ζητεί το λόγο ο Κυριάκος Τζιαμπάζης σε μια
προσπάθεια κατανόησης του προβλήματος. Εξετάζει τις διάφορες πτυχές που
προκάλεσαν, αλλά και κυρίως συντηρούν το πρόβλημα της Κύπρου. Και όλα
αυτά με τη σοβαρότητα που απαιτείται.
Και είναι σοβαρό αυτό που υποστηρίζω γιατί μετά από όλα τα λάθη, τα
εγκληματικά λάθη που έχουν διαπραχθεί – που οπουδήποτε αλλού θα είχε
οδηγήσει τουλάχιστον στη φυλακή όσους διέπραξαν τέτοια εγκλήματα – και
ενώ ο κόσμος έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση σχεδόν κατατονικής αδιαφορίας,
που τους απομακρύνει από τη ενεργό δημόσια ζωή και τους μετατρέπει, για
μεγάλη ικανοποίηση των «μπαλκονιέρηδων» της δικιάς μας πολιτικής, από
πολίτες σε ιδιώτες, ένα άτομο αποφασίζει να ασχοληθεί στα σοβαρά, για ακόμα
μια φορά, με το «τιμημένο» πρόβλημα της Κύπρου.
Η απασχόληση αυτή παίρνει και μια άλλη διάσταση όταν αντιλαμβάνεται
κάποιος το βαθμό και την έκταση της παραμόρφωσης της ουσιαστικής έννοιας
της δημοκρατίας που επιχειρούν εδώ και κάποια χρόνια τα πολιτικά κόμματα
στον τόπο αυτό. Η προώθηση, δηλαδή, της αντίληψης ότι τα κόμματα όχι
μόνο δικαιωματικά εκπροσωπούν το λαό, και ως εκ τούτου χειρίζονται την
εντολή που παίρνουν από το λαό – χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη και την
υποχρέωση να λογοδοτούν σ΄ αυτόν για τις πράξεις τους – με όποιον τρόπο
θέλουν, ουσιαστικά αποφασίζοντας για τη ζωή και το θάνατο εκείνων των
ανθρώπων που ακόμα πιστεύουν στα κόμματα και τους κομματάρχες - αλλά
σκέφτονται και στη θέση του. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που
ηγέτης της αριστεράς κάλεσε τους οπαδούς του να μην σκέφτονται, γιατί την
ευθύνη αυτή την έχει η ηγεσία του κόμματος.
Από τις γραμμές του Κυριάκου Τζιαμπάζη περνούν σοβαρότατα θέματα που
παρόλο που αποτελούν ουσιαστικότατο μέρος του ζητήματος κυκλοφορούν
εδώ και χρόνια μέσα σ’ ένα σκοτάδι που ή ίδια η πολιτική ηγεσία έχει
δημιουργήσει για να καλύψει τις, ας τις ονομάζουμε, αδυναμίες της. Σφάλματα
που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που η ηγεσία δεν επιθυμεί
να φανούν γιατί ξεσκεπάζουν το ρόλο της, όποιος και να είναι.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, αλλά ας αρκεστούμε στην αναφορά του
Τζιαμπάζη στον «επεκτατισμό της ελληνοκυπριακής ηγεσίας». Εδώ ο
συγγραφέας επικεντρώνεται στο ρόλο που διαδραμάτισαν σ΄ αυτή τη
διαμόρφωση ο Μακάριος και το ΑΚΕΛ. Και αυτό γιατί ήταν οι μοναδικές
πραγματικά υπαρκτές δυνάμεις στην Κύπρο της εποχής εκείνης. Οι υπόλοιποι
σχηματίστηκαν γύρω από τη μορφή και κάτω από τη σκιά του Αρχιεπισκόπου
και της εκκλησίας με την έμπρακτη πολιτική στήριξη του ΑΚΕΛ. Είμαι της
άποψης ότι έχει σημασία να τονιστεί η θέση αυτή, γιατί αποδεικνύει και

9
υπογραμμίζει την έκταση της παντοτινής ερμαφρόδιτης πολιτικής που
ανέκαθεν ακολούθησε το ΑΚΕΛ μπροστά στις μεγάλες και κρίσιμες στιγμές της
ιστορίας αυτού του τόπου. Το μοναδικό ίσως Μαρξιστικό – Λενινιστικό κόμμα
που επιμένει να παραβλέπει ότι η πρωτοπορία κερδίζεται και δεν επιβάλλεται
(καθαρή Λενινιστική θέση) και ως εκ τούτου μετά από τα τόσα λάθη στην
ιστορία του ο λαός θα έπρεπε αν μη τι άλλο να είχε στείλει τη ηγεσία του στο
σπίτι.
Μέσα από τις γραμμές του Τζιαμπάζη και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα είναι
ένα από τα κύρια στοιχεία ενόχλησης για όσους θα αντιδράσουν, τονίζεται και
φωτίζεται η πτυχή της αναπαραγωγής του πολιτικού λόγου, της ανακύκλωσης
των επιχειρημάτων και της εμμονής να τοποθετηθεί η πραγματικότητα στα
στενά πλαίσια της όποιας πολιτικής αντίληψης, στοιχεία που αναπόφευκτα
οδηγούν το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα.
Είναι μέσα σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο που τρέφεται ο εθνικισμός που ακόμα
δεν έχει καθίσει στο εδώλιο. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια και σε αυτές τις
παραμέτρους εμφανίζονται σχεδόν σαν λογικά τα πλέον παράλογα, όπως π.χ.
η απαίτηση της πλειοψηφίας, όπως φάνηκε στις προεδρικές εκλογές, να λύσει
το πρόβλημα ένας άνθρωπος ο οποίος συνέβαλε στη δημιουργία του.
Μπροστά στα μάτια μας και στις σελίδες που ακολουθούν ξετυλίγεται μια
πορεία και μια πραγματικότητα από την οποία απουσιάζει θριαμβευτικά ο
σεβασμός για την αντίθετη άποψη, που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους, που
προβάλλει τέτοιες απαιτήσεις χωρίς η ίδια να προσφέρει τίποτε, με άλλα λόγια
η πορεία μιας χώρας που ψεύδεται και παράλληλα προσπαθεί με όλα τα μέσα
στη διάθεσή της να κρύψει από μας την αλήθεια.
Και το ερώτημα είναι: μέχρι πότε;
Μην προσπαθήσετε, εν πάση περιπτώσει, να βρείτε απάντηση στο εν λόγω
ερώτημα στις σελίδες αυτές. Το βιβλίο του Κυριάκου Τζιαμπάζη δεν δίνει
απαντήσεις. Προτείνει προβληματισμό. Μας ταρακουνάει και προσπαθεί να μας
ξυπνήσει από το λήθαργο στον οποίο βρισκόμαστε, προσπαθεί να μας βάλει
στη διαδικασία του σκέπτεσθαι. Και επειδή η σκέψη είναι μια πολύ σοβαρή και
υπεύθυνη δουλειά, ίσως μέσα από τους δύσκολους δρόμους της σοβαρότητας
και της ευθύνης βρεθεί κάποια ένδειξη για το πού πάμε και τι μας περιμένει στο
τέλος του δρόμου που ήδη άρχισε να φαίνεται. Και το πιο σημαντικό είναι να
το αντιληφθούμε. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να βοηθήσουμε τον Τζιαμπάζη.
Γιατί έτσι θα βοηθηθούμε και εμείς.

Ρικάρντο Λόπεζ
M.A. in Philosophy

10
Εισαγωγή

Για το πρόβλημα της Κύπρου έχουν γραφτεί αρκετά βιβλία. Αναλώθηκε


αρκετό μελάνι γιατί είναι πρόβλημα που βασανίζει το λαό μας σχεδόν μισό
αιώνα. Χύθηκε και αρκετό αίμα. Χάθηκαν νέοι, ακριβοί μας φίλοι, αδέλφια και
συγγενείς. Η Κύπρος γέμισε προτομές από ήρωες-θύματα σε μια ατελείωτη
αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Ένας βράχος στη θάλασσα,
γράφει κάπου στο Χρονικό του ο Λεόντιος Μαχαιράς και μερικές εκατοντάδες
χιλιάδες ψυχές που δεν μπόρεσαν να βρουν κοινή γλώσσα και να ζήσουν
ειρηνικά και να αναπτυχθούν.

Όλος ο πληθυσμός της πατρίδας μας δεν είναι περισσότερος από ένα
πυκνοκατοικημένο τετράγωνο μιας ευρωπαϊκής πόλης και δημιουργεί
προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στη γειτονιά του. Δεν είναι μόνο ο
ξεριζωμός των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που έγινε εξαιτίας του, αλλά
και η συνεχής αντιπαράθεση δυο γειτονικών λαών, - του ελληνικού και του
τουρκικού - οι οποίοι έφτασαν πολλές φορές στα πρόθυρα πολέμου εξαιτίας
του κυπριακού. Να ισχυριστούμε, ότι η στρατηγική θέση αυτού του «βράχου»
είναι που του δημιουργεί τα προβλήματα ή υπάρχουν και ενδογενείς
παράγοντες που η έλλειψη καλής θέλησης και ο ετσιθελισμός τα δημιουργεί;

Έχω ισχυρή την άποψη, ότι συμβαίνουν και τα δύο. Αλλά υπογραμμίζω με
ιδιαίτερη έμφαση το δεύτερο. Θεωρώ, ότι η εσωτερική πτυχή του κυπριακού
προβλήματος είναι αυτή που το διαιωνίζει. Είναι φυσικό, οι μεγάλες και
κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης
της χώρας μας, να την εντάσσουν στα στρατηγικά γεωπολιτικά τους
συμφέροντα, να καταβάλλουν πολλές προσπάθειες για την ισχυρή τους
παρουσία στην περιοχή. Όμως το βασικό ερώτημα που με απασχολεί είναι: τι
έκανε ή τι έπρεπε να κάνει η πολιτική και κρατική ηγεσία αυτού του μικρού
κράτους για να υπερπηδήσει τους σκοπέλους και τα προβλήματα που της
δημιουργούν τα ξένα στρατηγικά συμφέροντα.

Δυστυχώς, ο εθνικισμός των ηγεσιών και των δύο κοινοτήτων τους θόλωνε
το μυαλό, οι μεν κοιτούσαν προς την Ελλάδα και οι δε προς την Τουρκία. Τον
συμβιβασμό, την ανοχή και τη συναίνεση αντικατέστησε η αδιαλλαξία, την
ειρηνική διαδικασία για επίλυση των διαφορών, η στρατιωτική αντιπαράθεση.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να απομακρύνονται όλο και
περισσότερο οι δυο κοινότητες, να περιπλέκεται και ακόμα περισσότερο να
διαιωνίζεται το πρόβλημα.

Η ετερογένεια του πληθυσμού αντί να αποτελέσει ενοποιητικό στοιχείο,


άγγιξε τον τέλειο χωρισμό, γιατί οι ηγεσίες του προτίμησαν τον άκαμπτο
ντετερμινισμό της αστρολογικής μοίρας, παρά το φόβητρο της καθημερινής
ευθύνης. Το να αρνηθείς, όμως τις ευθύνες σου συνεπάγεται πάντοτε την
πληρωμή ενός τιμήματος που συνήθως εμφανίζεται σα νεύρωση. Και μπορούμε
να βρούμε αρκετές μαρτυρίες, ότι ο φόβος της ελευθερίας δεν είναι μονάχα
μια φράση ανάμεσα στα αυξανόμενα άγχη και στις συνταρακτικές εκδηλώσεις

11
του νευρωτικού συναισθήματος ενοχής, που γίνεται στα τελευταία στάδια της
υποχώρησης. Βρέθηκαν λογικοί άνθρωποι που προσπάθησαν να απαλλάξουν
το σύνολο του λαού από το φόβο της ελευθερίας για να κατακτήσουν την ίδια
την ελευθερία, προσπάθησαν να πείσουν για την αναγκαιότητα ανάληψης της
καθημερινής ευθύνης αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ορισμένα κίνητρα, κάτω από
ορισμένες ψυχολογικές προϋποθέσεις δεν φτάνουν το λογικό επιχείρημα.

Σήμερα η ανθρωπότητα είναι αντιμέτωπη με την προοπτική μιας κοινωνίας


πιο ανοικτής από οποιαδήποτε άλλη έχει γνωρίσει. Η κυπριακή κοινωνία,
ιδιαίτερα η ελληνοκυπριακή - τουρκοκυπριακή εγκλωβίστηκε από τη δική μας
πολιτική και της ηγεσίας της - τα τελευταία σαράντα χρόνια δοκιμάζει τα
συμπτώματα υποχώρησης και που στις σημερινές συνθήκες αμφισβητούνται τα
ίδια τα διαπιστευτήριά της. Αν η κυπριακή κοινωνία δειλιάσει και τα
συμπτώματα της υποχώρησης εδραιωθούν, οι δυνατότητες ενσωμάτωσης της
στο παγκόσμιο και ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα αγγίξουν τα όρια του
αδύνατου, τότε θα καταστούμε μάρτυρες μιας βαθμιαίας αλλά σταθερής
αποσύνθεσης.

Όπως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά του, το ίδιο και
καμιά γενιά δεν μπορεί να εκφέρει άποψη και κρίση για τα προβλήματα της
ιστορίας της χώρας της, χωρίς να αναφερθεί συνειδητά ή ασυνείδητα στα δικά
της προβλήματα.

Αυτό το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας είναι αποτέλεσμα συνειδητής
εργασίας για τα προβλήματα της γενιάς μας. Δεν υποβαθμίζω το περιβάλλον
μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν τα προβλήματα μας, αλλά δεν του αποδίδω
όλες τις ευθύνες γι’ αυτά. Είναι εύκολο να αποδίδεις σε άλλους τις ευθύνες για
να αποφύγεις την ανάληψη των δικών σου ευθυνών. Γι’ αυτό και η κρίση
αφορά την πολιτική που ανέπτυξε τόσο η προηγούμενη όσο και η παρούσα
γενιά. Δεν ασχολήθηκα με την ιστορία και τη θέση του κυπριακού
προβλήματος στις διεθνείς σχέσεις γιατί υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία γύρω
από αυτό το ζήτημα, χωρίς αυτό να ερμηνεύεται, ότι εκφράζω τη συμφωνία
μου γι’ αυτά που γράφουν. Παραμένω πιστός στο αντικείμενο της έρευνας
μου, που είναι ο ρόλος που έχει διαδραματίσει ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός
στην εμφάνιση και διαιώνιση του προβλήματος. Προσπάθησα να δώσω μια
συνθετική ανάλυση των θέσεων και της πρακτικής πολιτικής που ανάπτυξε και
εφάρμοσε η ελληνοκυπριακή ηγεσία στο κυπριακό.

Σ’ αυτό το βιβλίο δεν γράφω την ιστορία του κυπριακού. Προσπαθώ να


αποκαλύψω τους μύθους που δημιούργησε η ελληνοκυπριακή πολιτική και
κρατική ηγεσία γύρω από τα βασικά ζητήματα που συνθέτουν το πρόβλημα για
να κρατήσουν το λαό μακριά από το πρόβλημα που ο ίδιος βιώνει, με
αντιπαροχή το ψηλό βιοτικό επίπεδο. Τον μύθο για την αποκλειστικότητα
εκπροσώπησης του κυπριακού λαού από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, τον
μύθο, ότι αυτοδιάθεση σημαίνει «ένωση», το μύθο της μη λειτουργικότητας
της Ζυρίχης, τον μύθο που ταύτιζε την δημιουργία ομοσπονδίας – χωρίς τη
μετακίνηση πληθυσμών πριν από το 1974 – με τη διχοτόμηση και το μύθο της
μη λειτουργικότητας του σχεδίου Ανάν. Όλοι αυτοί οι μικροί μύθοι συνθέτουν
το μεγάλο μύθο που ασπάζονται οι σημερινοί κρατικοί ηγέτες, ότι στο
ακαθόριστο μέλλον θα έχουμε μια λύση όπως την επιθυμεί η ελληνοκυπριακή
κοινότητα και κλείνουν τα μάτια μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα που
οδηγεί στον οριστικό διαχωρισμό του κυπριακού λαού.

12
Στέκομαι ιδιαίτερα στην πολιτική των ενδογενών παραγόντων και στα
προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την ανάπτυξη της τακτικής και των
τοποθετήσεων τους. Ιδιαίτερα επικριτικός για την περίοδο μετά την πρόσκτηση
της ανεξαρτησίας, όταν ξανοίγονταν οι προοπτικές ανάπτυξης σε όλους τους
τομείς και που η εθνικιστική εσωστρέφεια τις κατέστρεψε.

Μέλος της μεγαλύτερης εθνικότητας της χώρας μου, θεωρώ ηθική και
πολιτική υποχρέωση μου να σταθώ επικριτικά στην πρακτική πολιτική που
ανέπτυξε η ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Δεν διαφεύγει της
προσοχής μου ο εθνικισμός και οι ακραίες θέσεις της τουρκοκυπριακής
ηγεσίας, αλλά θεωρώ, ότι το καθήκον της κριτικής βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό
στους ώμους των προοδευτικών πνευματικών της ανθρώπων. Είναι γεγονός,
ότι τον τελευταίο καιρό έχουν εμφανιστεί αρκετές μελέτες, αλλά και άρθρα
στον καθημερινό τύπο αναφορικά με αυτό το ζήτημα και που δυστυχώς δεν
έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα. Βήμα που δεν έχει γίνει από την
πλειοψηφία των πνευματικών ανθρώπων της ελληνοκυπριακής κοινότητας που
παραμένουν προσκολλημένοι στην προγονολατρία και στα ελληνοχριστιανικά
πρότυπα του παρελθόντος, εδραιώνοντας ανάμεσα στον ελληνοκυπριακό
πληθυσμό σταθερές άρνησης και απαξίωσης για κοινή συμβίωση και κοινό
κράτος.

Είναι εύκολο και για κάποιους πιο «πατριωτικό» να φορτώνεις σε άλλους τις
ευθύνες που ο ίδιος θα έπρεπε να είχες αναλάβει. Όπως γράφει και καθηγητής
Ν. Πατινιώτης «ο σοβινισμός είναι κατεξοχήν το σύμπτωμα της διαταραγμένης
συλλογικής ταυτότητας. Επειδή κάθε υποκείμενο έχει πάντα, ατομικά,
ορισμένα συμπλέγματα, άγχη, αδυναμίες, κ.τ.λ, προσπαθεί να απαλλαγεί από
αυτά μ’ έναν φανταστικό τρόπο: αποφεύγοντας τον κόπο να τα καταλάβει και
να τα διεργασθεί ψυχικά, το επιτυγχάνει προβάλλοντας πάντα την ίδια αιτία και
το «φταίξιμο» στον Άλλο. Αυτός ο μηχανισμός επαναλαμβάνεται και δυναμώνει
μέσα σ’ ένα σύνολο, γιατί το σύνολο πάντα υποβαθμίζει το Λόγο και την
αυτόνομη κριτική σκέψη ενώ δυναμώνει τα πάθη και τα άγχη. Έτσι
δημιουργούνται φανταστικοί εξωτερικοί και εσωτερικοί εχθροί».(1).

Για την ελληνοκυπριακή πολιτική και κρατική ηγεσία αυτή η τοποθέτηση


μετατράπηκε σε αξίωμα. Αυτό ευκολύνει να αποκρύβεται ο εθνικισμός,
ιδιαίτερα ο εθνικισμός της μεγαλύτερης κοινότητας που δεν έχει ανάγκη να
επαληθεύει τις τοποθετήσεις της, εφόσον σαν πλειοψηφούσα δύναμη
καλύπτεται θεωρητικά από την αρχή της δημοκρατικής πλειοψηφίας. Η
ελληνοκυπριακή ηγεσία ερμήνευε με μαθηματικούς κανόνες την αρχή της
δημοκρατικής πλειοψηφίας και αρνιόταν κατηγορηματικά να προσδώσει σ’
αυτήν το πολιτικό της περιεχόμενο. Άποψη που συντηρείται δυστυχώς μέχρι
τις μέρες μας.

Θεωρώ λοιπόν, ότι η μεγαλύτερη κοινότητα θα έπρεπε να υπερασπιστεί τα


συνταγματικά δικαιώματα και προνόμια που δόθηκαν στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα με τις συμφωνίες του 1960 και τις οποίες αποδέχτηκαν και
υπέγραψαν οι εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η αναίρεση της
υπογραφής τους σε σχέση με τα δικαιώματα και προνόμια που κατοχυρώθηκαν
στο σύνταγμα του κυπριακού κράτους δεν ήταν παρά κατάφωρη παραβίαση
της αρχής του Διεθνούς Δικαίου pacta sunt servanda με τη δικαιολογία της
λειτουργικότητας του κράτους. Αλλά και στον οικονομικό τομέα, η

13
ελληνοκυπριακή ηγεσία θα έπρεπε να ήταν περισσότερο γενναιόδωρη για να
κερδίσει την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων της τουρκοκυπριακής
κοινότητας, να αμβλύνει τις ανησυχίες της για να καταστεί δυνατή η απόσπαση
της από την επίδραση της εθνικιστικής της ηγεσίας. Αυτά τα θέματα αποτελούν
αντικείμενο έρευνας σε αυτό το βιβλίο.

Αν και η πόλις ίστατο, τα τείχη της, όπως είπε κάποιος στην αρχαιότητα,
είχαν πέσει. Η Κυπριακή Δημοκρατία ίσταται, αλλά τα τείχη της έχουν πέσει για
δυο λόγους: με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και με την άμεση επικοινωνία
των δύο κοινοτήτων, αλλά και με την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα
πρέπει να θεωρείται, ότι με την ισοπέδωση των τοπικών ορίων, με την
ελευθερία διακινήσεως που αποκτάται στο χώρο, ξανοίγονται νέοι ορίζοντες
στην ελευθερία του πνεύματος και του πολιτισμού. Η νέα κατάσταση
πραγμάτων που τη δημιουργία τους επεδίωξε και η ελληνοκυπριακή κοινότητα
σαν διαχειριστής της Κυπριακής Δημοκρατίας γεννά μια σειρά ερωτήματα: θα
παραμείνουμε εμείς οι κύπριοι και ειδικά οι ελληνοκύπριοι κλειστοί στις φοβίες
μας ή με το ξαφνικό άνοιγμα του γεωγραφικού ορίζοντα θα πρέπει να
διευρύνουμε και εμείς όλους τους ορίζοντες του νου; Θα καταφέρουμε να
ξεφύγουμε από το νευρωτικό φόβο της ελευθερίας ή θα παραμείνουμε
έγκλειστοι στο παρθεναγωγείο της ιστορικής μωρίας; Τα ερωτήματα
περιμένουν απάντηση, αλλά πολύ περισσότερο έμπρακτη υλοποίηση.

Και μια αναγκαία διευκρίνηση: κάποιος μπορεί να διερωτηθεί μελετώντας το


βιβλίο, γιατί αναφέρομαι μόνο στον πρόεδρο Μακάριο και το ΑΚΕΛ. Θα πρέπει
να υπογραμμίσω, ότι οι μοναδικές οργανωμένες δυνάμεις μέχρι το 1970 ήταν
μόνο το Πατριωτικό Μέτωπο με επικεφαλής τον πρόεδρο Μακάριο και το
μοναδικό καλά οργανωμένο κόμμα ήταν το ΑΚΕΛ. Τα άλλα πολιτικά κόμματα
άρχισαν να εμφανίζονται στη νέα δεκαετία, γι’ αυτό και οι αναφορές μου
περιορίζονται σ’ αυτές τις δυνάμεις, που οι αποφάσεις και οι ενέργειες τους
ήταν καθοριστικές για τις επερχόμενες εξελίξεις στη χώρα μας.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναδημοσιεύω κατ’ επιλογή άρθρα που
δημοσίευσα στον εγχώριο τύπο αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις. Μερικά
από αυτά αναδημοσιεύτηκαν και στον τουρκοκυπριακό τύπο. Έχω την άποψη,
ότι η δημοσίευση άρθρων ελληνοκυπρίων στον τουρκοκυπριακό τύπο βοηθούν
στην ανταλλαγή απόψεων και προλειάνουν το έδαφος για συγκλίσεις,
υπερβάσεις και διάλογο, που θα αποτελέσουν τη βάση για τους
προβληματισμούς όλου του λαού στη δημιουργία συναντίληψης για το κοινό
κράτος και τη μελλοντική πορεία ανάπτυξης του. Ταυτόχρονα οι συμπατριώτες
μας τουρκοκύπριοι γίνονται κοινωνοί των προβληματισμών και των θέσεων όχι
μόνο της πολιτικής και κρατικής μας ηγεσίας αλλά και των απλών πολιτών.
Είναι αναγκαίο και εμείς οι ελληνοκύπριοι να είμαστε γνώστες ενός ευρύτερου
φάσματος απόψεων που εκφράζονται στον τουρκοκυπριακό τύπο από τους
ανθρώπους του πνεύματος και της ευρύτερης πολιτικής ζωής.

14
ΜΕΡΟΣ Α

15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. Η έννοια «κυπριακός λαός»: σύνθεση και διάσπαση.

1.1. εννοιολογική ανάλυση.

Για να δώσει ένας μελετητής ολοκληρωμένη και αντικειμενική την αλήθεια


για το κυπριακό πρόβλημα, είναι αναγκαίο να ξεκινήσει με την εννοιολογική
ερμηνεία της κατηγορίας «κυπριακός λαός». Κάποιοι είναι δυνατόν να
διαφωνήσουν με αυτή την προσέγγιση και να υποστηρίξουν την άποψη, ότι τα
αυτονόητα αξιώματα δεν μπορούν και είναι αντιεπιστημονικό να υποβάλλονται
σε ερμηνείες. Επειδή, όμως, η έννοια «κυπριακός λαός» έχει ουσιαστικά
κακοποιηθεί και επιστημονικά διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που είναι
αναπόφευκτη η ερμηνεία της. Αυτό το ουσιαστικό και μεθοδολογικό λάθος που
γίνεται μέχρι τις μέρες μας, να ταυτίζεται εννοιολογικά ο κυπριακός λαός μόνο
με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, υποβάλλει έντονα την αναγκαιότητα
ερμηνευτικής ανάλυσης της έννοιας «κυπριακός λαός».

Οι κύπριοι ιστορικοί στις αναλύσεις τους και η πολιτική ηγεσία στις πολιτικές
της τοποθετήσεις έχουν συγχύσει και περιπλέξει αυτή την έννοια, που ενώ
μιλούν για τους πόθους και τους πολιτικούς στόχους της ελληνοκυπριακής
κοινότητας, αναφέρονται στους πόθους και τους στόχους του κυπριακού λαού.
Οι συχνά επαναλαμβανόμενες τοποθετήσεις, ότι κυπριακός λαός είναι μόνο οι
ελληνοκύπριοι δημιούργησαν το υπόβαθρο για τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά
και την αντίληψη τις αποκλειστικής διαχείρισης του προβλήματος
αποαποικιοποίησης της χώρας μας.

Ο μοναδικός ίσως μελετητής του κυπριακού που ανέλυσε το ζήτημα της


έννοιας «κυπριακός λαός» είναι ο Κ. Χρυσοστομίδης, παρ' όλο που το
προσεγγίζει σε συσχετισμό με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και όχι σαν
ξεχωριστή εννοιολογική κοινωνιολογική κατηγορία. Γράφει σχετικά: «Είναι,
όμως, χαρακτηριστικό πως για να υπάρξει δικαίωμα αυτοδιάθεσης θα πρέπει να
υπάρχει «λαός» υπό την ακριβή του έννοια στο διεθνές δίκαιο. Ο κυπριακός
λαός ήταν και είναι ακόμη ένας και συμπεριλαμβάνει και τις δύο
κοινότητες».(1) Οι ελληνοκύπριοι ιστορικοί αφήνουν τέτοιες αιχμές για την
προέλευση της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ο τουρκοκύπριος Ιμπραχήμ
Αζίζ αναγκάζεται να διατυπώσει τα ακόλουθα: «Γεγονός αναμφισβήτητο είναι,
ότι σήμερα υπάρχει στη νήσο μια τουρκική κοινότητα και οι διάφορες αιχμές
και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν μερικοί ερευνητές της ελληνικής
κοινότητας, δεν συμβάλουν θετικά, δημιουργούν αντιθέσεις και προβλήματα τα
οποία στο τέλος θίγουν την αξιοπρέπεια της τουρκικής κοινότητας».(2)

Αυτό, λοιπόν, που για τον Ιμπραχήμ Αζίζ είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, το
αμφισβητούν μερικοί ελληνοκύπριοι συγγραφείς, υποστηρίζοντας, ότι οι
τουρκοκύπριοι δεν είναι τούρκοι, αλλά έλληνες που εκτουρκίστηκαν, -
λινοπάμπακοι- μετά την κατάληψη της Κύπρου από την Οθωμανική
αυτοκρατορία.(3) Αυτή είναι η πρώτη και η πιο πλατιά διαδεδομένη άποψη. Η
άλλη άποψη είναι, ότι στην Κύπρο ζουν ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι,
υποβαθμίζοντας την εθνική καταγωγή της κάθε κοινότητας ξεχωριστά,

16
καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι γλωσσικό
και όχι εθνικό.(4) Είναι αυταπόδεικτο, ότι το κυπριακό πρόβλημα δεν υπήρξε
ποτέ σαν γλωσσικό πρόβλημα. Η για αιώνες αναγκαστική συμβίωση ελλήνων
και Τούρκων κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, ανάγκασε τους έλληνες να
μιλούν την τουρκική, χωρίς να αποκλείεται και το αντίθετο. Και αυτό πήγαζε
από την ισχυρή θέση που κατείχε η εκκλησία στο οθωμανικό σύστημα
διακυβέρνησης του νησιού. Αλλά και αργότερα κάτω από τη διοίκηση της
Βρετανικής αυτοκρατορίας που μετέφερε τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι τούρκοι
που παρέμειναν στο νησί και αποτελούσαν μειοψηφούσα αριθμητικά
κοινότητα, ήταν αναγκασμένη να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα.

Μελετώντας προσεκτικά την ιστορία της χώρας μας δεν μπορούμε να


υποστηρίξουμε την άποψη, ότι στην Κύπρο διαμορφώθηκαν δύο γλωσσικές
κοινότητες, αλλά δύο εθνικές κοινότητες και που η κάθε μια ένοιωθε να είναι
προέκταση των εθνικών κρατών που σχηματίστηκαν και ολοκληρώθηκαν
στους τελευταίους δύο αιώνες. Μεγάλη συζήτηση γίνεται σε σχέση με το
ζήτημα της καταγωγής των «λινοπάμπακων». Αυτό το θέμα θα πρέπει να
εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της μετακίνησης πληθυσμών -πολιτική που
ακολούθησε η Βυζαντινή αυτοκρατορία και αργότερα η Οθωμανική. Η Κύπρος
δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση της γενικότερης πολιτικής. (5)

Η καταγωγή της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν θα πρέπει να θεωρείται,


ότι προέρχεται από εξισλαμισθέντες έλληνες, αλλά περισσότερο από
Οθωμανούς που μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Η άποψη
που διατυπώνει ο Χρ. Οικονομίδης θα πρέπει να θεωρηθεί πιο σωστή. Η άποψη
του Χρ. Οικονομίδη αναφορικά με την καταγωγή των τουρκοκυπρίων
συνοψίζεται στα ακόλουθα:
α) από τούρκους στρατιώτες που πήραν μέρος στην κατάληψη της Κύπρου
στα 1570/71 και που εγκαταστάθηκαν στο νησί, μεταφέροντας τις
οικογένειές τους,
β) από εποίκους που μεταφέρθηκαν από την Μικρά Ασία στα 1572/75
σύμφωνα με το φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ που έλεγε, ότι, «επειδή στην
Κύπρο έμειναν χέρσες ύστερα από την εκστρατεία (εξ αιτίας της φυγής των
Ενετών, των Γενουατών και άλλων Σ.Σ) εφάνη αναγκαίο να αποικίσουμε τα
χωριά και τις πόλεις, για να αποκτήσουμε την προηγούμενη ευημερία της
νήσου», και
γ) από εξισλαμισθέντες λατίνους που για χρόνια ήταν κρυπτοχριστιανοί και
ήταν γνωστοί στην Κύπρο σαν «λινοπάμπακοι».(6) Με άλλα λόγια,
«λινοπάμπακοι» ήταν μια ασήμαντη μερίδα πληθυσμού από κυπροποιηθέντες
λατίνους.

Η επιμιξία (7) των ελλήνων κατοίκων της Κύπρου με άλλους γειτονικούς


λαούς συνέβηκε πριν από την άφιξη των Οθωμανών στην Κύπρο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος που αναφέρεται στο Χρονικό
του Λεόντιου Μαχαιρά, όταν η μητέρα του ιδρυτή της Κωνσταντινούπολης
Ελένη άραξε στην Κύπρο στην επιστροφή της από την Παλαιστίνη προς την
Κωνσταντινούπολη και τη βρήκε σχεδόν ακατοίκητη. Σύμφωνα με τον Λ.
Μαχαιρά μετέφερε κατοίκους από διάφορες περιοχές της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, - τους κύπριους που είχαν μετοικήσει στη Νέα Ιουστινιανή,
Ιλληρούς, σύριους και άλλους, οι οποίοι αφομοιώθηκαν στον τοπικό
πληθυσμό. «Όταν όμως, οι Οθωμανοί, το 1571 κατέλαβαν τη νήσο και εισήχθη
το σύστημα millet (που διέκρινε τις διάφορες εθνικότητες με βάση τη

17
θρησκεία) η διαδικασία αυτή διεκόπη....Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι
Οθωμανοί προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τους κατοίκους ομαδικώς και
βιαίως, αν και θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει μεμονωμένες
περιπτώσεις».(8)

Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν ή καταβάλλονται για να αποδείξουν ότι


οι τουρκοκύπριοι είναι πρώην έλληνες στερούνται οποιασδήποτε επιστημονικής
θεώρησης και περισσότερο γίνονταν και γίνονται για καθαρά πολιτικούς
λόγους και κυρίως για να ταυτιστεί ένα μέρος των πολιτών της Κύπρου με την
έννοια «κυπριακός λαός».

1.2. ο «επεκτατισμός» της ελληνοκυπριακής ηγεσίας.

Οι ελληνοκύπριοι πολιτικοί, στην περίοδο πριν από την ανεξαρτησία, αλλά


και μετά, μιλούσαν εξ ονόματος όλου του κυπριακού λαού, ενώ στην
πραγματικότητα εξέφραζαν τις απόψεις της μιας μόνο εθνικότητας της Κύπρου.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να αναφέρουμε όλους τους συγγραφείς θα
περιοριστούμε στους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής
κοινότητας - στον ηγέτη της κυπριακής εκκλησίας και στο πολιτικό κόμμα της
αριστεράς το ΑΚΕΛ.

Τον Φεβρουάριο του 1951, ένα μήνα μετά το ενωτικό δημοψήφισμα των
ελληνοκυπρίων, που πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία της εκκλησίας, ο
αρχιεπίσκοπος Μακάριος με επιστολή του προς το Γ.Γ. του ΟΗΕ καταγγέλλει
τους βρετανούς αποικιοκράτες για καταπιεστικά μέτρα. Γράφει: «Ημείς, ο
αρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου και εθνάρχης του κυπριακού λαού, προαγόμεθα
όπως υποβάλωμεν τη υμετέρα εξοχότητι...»(9) Από τις πρώτες λέξεις της
επιστολής του Μακαρίου προς το Γ.Γ. του ΟΗΕ, διαφαίνεται ο «επεκτατισμός»
και η διαγραφή της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την έννοια «κυπριακός
λαός». Ο ηγέτης της εκκλησίας της Κύπρου δεν μπορούσε να είναι ο
«εθνάρχης» του συνόλου του κυπριακού λαού, αλλά ηγέτης της
ελληνοκυπριακής κοινότητας. Με άλλα λόγια, μόνο ένα μέρος του λαού της
Κύπρου και εκείνο όχι εξ ολοκλήρου, γιατί μια μερίδα αμφισβητούσε αυτή του
την ιδιότητα και εννοείται το ΑΚΕΛ και οι οπαδοί του. Για να τεκμηριώσουμε
ακόμα πιο πολύ τη θέση, για τις τάσεις και την πολιτική της ολοκληρωτικής
παραγνώρισης και διαγραφής της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την έννοια
«κυπριακός λαός» δίνουμε απόσπασμα από τον ενθρονιστήριο λόγο του
Μακαρίου: «Δόξαν και οίνον αναπέμπω τη απείρω Αυτού συγκαταβάσει,
ευχαρηστίας δε ολοψύχους απευθύνω προς τους αγαπητούς αδελφούς και
συνεργάτας εν τω αμπελώνι του Κυρίου και τους αντιπροσώπους του
κυπριακού λαού…(10) Τον αρχιεπίσκοπο, όπως είναι γνωστό, δεν τον εκλέγει
το σύνολο του κυπριακού λαού, αλλά μόνο οι εκπρόσωποι των ορθοδόξων
ελληνοκυπρίων χριστιανών που εκπροσωπούν τη μια μόνο εθνικότητα και αυτή
όχι στο σύνολό της. Όπως αναφέρει ένας από τους στενούς συνεργάτες του
Μακαρίου, ο Ν. Κρανιδιώτης, « στα πρώτα στάδια της εκλογικής διαμάχης
υποστηρίχθηκε από τους κύκλους της Κερύνειας, η υποψηφιότητα του
μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, ενώ οι οπαδοί της αριστεράς (ΕΑΣ)
αποφάσισαν να απόσχουν από την εκλογή - την οποίαν αποκάλεσαν «φάρσα
της εθνικοφροσύνης». Ύστερα, όμως, από την εκλογή των ειδικών
αντιπροσώπων, όπου υπερίσχυσαν συντριπτικά οι Μακαριακοί συνδυασμοί, η
υποψηφιότητα του Κυρηνείας εγκαταλείφθηκε και ο Μακάριος εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου».(11) Η χρήση από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο του

18
όρου «αντιπρόσωποι του κυπριακού λαού» αποτελεί έμπρακτη πρακτική
πολιτική για το πως αντιμετώπιζε η εκκλησία την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Το ΑΚΕΛ δεν στάθηκε ικανό να υπερπηδήσει τη «φάρσα της


εθνικοφροσύνης» και πέρασε στην «τραγωδία» για να θυμηθούμε τα λόγια του
Κ. Μαρξ. Δυστυχώς τις ίδιες εκφράσεις, πολιτικές διαπιστώσεις και πρακτικές,
χρησιμοποίησε και η ηγεσία της αριστεράς παραγνωρίζοντας εντελώς την
ύπαρξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. «Το ιστορικό δημοψήφισμα της 15ης
του Γενάρη διατράνωσε αδιάσειστα τόσο στους φίλους όσο και στους εχθρούς
της απελευθερωτικής μας υπόθεσης, πόσο αδιάλλακτα προσηλωμένος είναι ο
κυπριακός λαός στην αξίωση του για εθνική αποκατάσταση».(12)

Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική από αυτή που διατυπώνει το Πρόγραμμα


του ΑΚΕΛ και που στην ουσία του δεν διέφερε από αυτό της εκκλησίας, που
εκείνη την εποχή ήταν ο κύριος εκφραστής της εθνικοφροσύνης. Το ενωτικό
δημοψήφισμα δεν πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον κυπριακό λαό, αλλά
ανάμεσα στους ελληνοκυπρίους. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ αν ήθελε να είναι
αντικειμενική θα αποκάλυπτε όλη την αλήθεια: την ίδια μέρα που οι
ελληνοκύπριοι ψήφιζαν «ένωση με την Ελλάδα», ένα άλλο τμήμα του
κυπριακού λαού -οι τουρκοκύπριοι οργάνωναν συλλαλητήριο ενάντια στην
«ένωση».(13) Αυτές τις αντιδράσεις των τουρκοκυπρίων η ηγεσία του ΑΚΕΛ
προσπαθούσε να τις αποδώσει στην έλλειψη ενημέρωσης. «Πρέπει να πείσουμε
τους τούρκους συμπατριώτες μας - γράφει ο Π. Γεωργίου τότε μέλος του
Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και υπεύθυνος για την τουρκοκυπριακή
κοινότητα, - πως το σύνθημα της αυτοδιάθεσης δε σημαίνει σε καμία
περίπτωση λευτεριά μονάχα για τους έλληνες...Η απελευθέρωση θα είναι
πραγματικά ολοκληρωμένη και για τους έλληνες και για τους τούρκους».(14)
Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα γραπτό στοιχείο, αν η ηγεσία του ΑΚΕΛ
ενημέρωσε και τους τούρκους, μέλη του κόμματος, και αν τους ενημέρωσε
πως αυτά αντέδρασαν, για την ιδέα του δημοψηφίσματος υπέρ της ένωσης και
την οποία τελικά υλοποίησε η ηγεσία της εκκλησίας και της δεξιάς. Το ίδιο το
μίνιμουμ πρόγραμμα του ΑΚΕΛ υπογραμμίζει, ότι ο κυπριακός λαός είναι
αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού λαού, με τον τίτλο που διατυπώνει
στο δεύτερο μέρος του και που είναι ο ακόλουθος: «Ο κυπριακός λαός είναι
αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού λαού». Η άλλη εθνικότητα που έχει την
καταγωγή της στο τουρκικό έθνος θάφτηκε και ξεχάστηκε μέσα στην
ενωσιολογία, τον εθνικιστικό φανατισμό και στη σκοπιμότητα ταύτισης του
κυπριακού λαού με τη μια εθνικότητα - τμήμα του κυπριακού λαού.

Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, οι πολιτικές


δυνάμεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας συνεχίζουν να χρησιμοποιούν την
ίδια ορολογία με το ίδιο περιεχόμενο. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν δεν
επηρέασαν τις εθνικιστικές τους αντιλήψεις και πολιτικές πρακτικές, όπως
αυτές αναπτύχθηκαν στην περίοδο 1960 - 1970. Όπως γράφει και ο Μ.
Δεκλερής, που συμμετείχε σαν εμπειρογνώμονας στις διευρυμένες
ενδοκυπριακές συνομιλίες πριν από τα γεγονότα του 1974, «οι ελληνοκύπριοι
κρατικοί και πολιτικοί παράγοντες συνέχιζαν να παραγνωρίζουν και πολύ
περισσότερο να υποτιμούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα»(15), ενώ κάποιοι
άλλοι έλληνες διπλωμάτες εκτιμούν, ότι οι ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τους
τουρκοκύπριους «ξένους» και δεν τους έπεφτε λόγος.(16)

19
Η εκκλησία και η εξαρτώμενη αστική τάξη, με επικεφαλής, - όπως τον
χαρακτηρίζει ο Ν. Κρανιδιώτης - βυζαντινό ιεράρχη (17) συνεχίζουν να
ταυτίζουν τον κυπριακό λαό με την ελληνοκυπριακή κοινότητα. «Η Κύπρος σας
κατευοδώνει - έλεγε στα ελληνικά στρατεύματα που αποχωρούσαν ύστερα από
απαίτηση της Τουρκίας τον Δεκέμβρη του 1967 - με την διαβεβαίωσιν ότι
ουδέποτε θα παύση στρέφουσα τον νουν και την καρδίαν προς την μεγάλη
πατρίδα, την Ελλάδα».(18) Η Κύπρος ή αν ειπωθεί διαφορετικά, ο κυπριακός
λαός δεν κατευόδωνε τον ελληνικό στρατό. Για ένα τμήμα του, την
τουρκοκυπριακή κοινότητα, η ελληνική μεραρχία που βρισκόταν παράνομα
στην Κύπρο, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κατοχικός στρατός και μόνιμη
απειλή για τη βιολογική τους ύπαρξη. Ακόμη, και μια μερίδα της
ελληνοκυπριακής κοινότητας ένοιωθε ανακούφιση με την αποχώρηση των
ελληνικών στρατευμάτων, εφόσον μειώνονταν έτσι, οι πιθανότητες επέκτασης
του στρατιωτικού καθεστώτος από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Τον κατήφορο του αντιδραστικού εθνικισμού και της ολοκληρωτικής


παραγνώρισης της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν ακολούθησε μόνο η
Εκκλησία και η δεξιά, αλλά ενίσχυσε τις θέσεις τους και η ηγεσία της
αριστεράς με τις τοποθετήσεις της και τις πολιτικές της διακηρύξεις. Ο Α.
Φάντης, βοηθός Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, μιλώντας στο 11ο Συνέδριο του κόμματος που
πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1966, υπογραμμίζει τα ακόλουθα:
«Προσηλωμένοι και στο μέλλον με συνέπεια και αδιαλλαξία σ’ αυτή τη γραμμή,
θα αγωνιστούμε σε κοινό μέτωπο με την κυβέρνηση, με την τιμημένη
εθνοφρουρά, με όλους γενικά τους πατριώτες για τη λύση σύμφωνα με την
οποία η εθνική αποκατάσταση του λαού - η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα
- θα είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης, αβίαστης και συνειδητής απόφασης
του κυπριακού λαού σαν ενιαίου συνόλου…»(19)

Στο πιο πάνω απόσπασμα χρησιμοποιούνται οι όροι «λαός» και «κυπριακός


λαός». Όμως και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, οι πιο πάνω όροι
ταυτίζονται απόλυτα με την ελληνοκυπριακή κοινότητα και όταν αναφέρεται
στο «ενιαίο σύνολο» εννοεί τις πολιτικές δυνάμεις των ελληνοκυπρίων και
οπωσδήποτε δεν εννοούσε τους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους πολίτες
της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιο ξεκάθαρος για το περιεχόμενο του «ενιαίου
συνόλου» το μέλος της ηγεσίας του ΑΚΕΛ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου Χ.
Μιχαηλίδης, που μίλησε στο ίδιο συνέδριο για τα ζητήματα του ενιαίου
μετώπου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι σήμερα ολοφάνερο, ότι δύο είναι
οι κύριοι παράγοντες που έσωσαν την Κύπρο: η ενότητα και η μαχητικότητα
του λαού μας και η διεθνής συμπαράσταση και υποστήριξη. Στη δημιουργία και
των δυο παραγόντων το κόμμα μας έχει δώσει σοβαρό μερτικό. Δεν
μονοπωλούμε το χτίσιμο του Ενιαίου Μετώπου. Συνέβαλαν σ’ αυτό
αποφασιστικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ηγετικοί παράγοντες των δεξιών
επαγγελματικών οργανώσεων, συνέβαλαν οι ηρωικοί εθνοφρουροί μας, ο
απλός αδούλωτος λαός μας…». Και συνεχίζει:«Όπως σταθήκαμε ενωμένοι
μέχρι σήμερα, να σταθούμε ακόμα περισσότερο ενωμένοι μέχρι τέλους στο
αντιϊμπεριαλιστικό χαράκωμα, μαζί με τους μεγάλους φίλους μας, μαζί με τον
Πρόεδρο Μακάριο, με την κυβέρνηση, με τους δεξιούς αδελφούς μας, όλοι
αδελφωμένοι, μια ενιαία ακατανίκητη δύναμη, λαός, στρατός, κυβέρνηση, για
τη λευτεριά και την αυτό-διάθεση της Κύπρου».(20)

Είναι φανερό, ότι οι τουρκοκύπριοι μένουν έξω από τον «λαό».


Σπρώχνονται εκών άκων στην αγκαλιά των εθνικιστικών, εξτρεμιστικών

20
δυνάμεων της κοινότητας τους. Είναι οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να τους
προστατεύσουν από το εθνικό ξεκαθάρισμα που απειλούνταν από τις
παρακρατικές ένοπλες εθνικιστικές ομάδες και οι οποίες βρίσκονταν κάτω από
την πολιτική προστασία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας κρατικής και πολιτικής.
Τα μέλη των τουρκοκυπριακών εθνικιστικών ομάδων που βρίσκονταν κάτω
από τη διοίκηση του Ρ. Ντεκτάς αποκαλούνταν στασιαστές, ενώ τα μέλη των
παρακρατικών ελληνοκυπριακών εθνικιστικών ομάδων αποκαλούνταν ήρωες
υπεράσπισης του κυπριακού κράτους. Αλλά και οι μεν και οι δε, οραματίζονταν
τη διάλυση του κυπριακού κράτους. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ αντί να υπερασπιστεί
τους απλούς τουρκοκύπριους που κινδύνευαν από τους ελληνοκύπριους
εξτρεμιστές, αντί να καταδικάσουν τις ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες και να
σταθούν αποφασιστικό εμπόδιο, διαγράφουν από τον κυπριακό λαό την
τουρκοκυπριακή κοινότητα, αγωνίζονται και κομπάζουν για την ενότητα της
τότε αριστεράς με τους παπάδες, με το στρατό και τους διάφορους εθνικιστές
της δεξιάς που κατάρτιζαν σχέδια εξόντωσης των τουρκοκυπρίων και που
τελικά οδήγησαν τις δυο κοινότητες στον οριστικό διαχωρισμό.

1.3. «εμείς» και «εκείνοι».

Καταβλήθηκε προσπάθεια να αποδειχθεί η επεκτατική πολιτική της


ελληνοκυπριακής πλευράς, που ενώ μιλούσε εξ ονόματος του κυπριακού λαού,
από την άλλη διατύπωνε και εξέφραζε μόνο τα συμφέροντα και τους
πολιτικούς στόχους της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Αυτή η τάση και
αντίληψη και θέσεις είναι εξόφθαλμα φανερές, όταν απευθυνόταν σε
διεθνείς οργανισμούς, όταν οι εκπρόσωποι του κυπριακού κράτους ανέβαιναν
σε διεθνή βήματα. Απέφευγαν να πουν, ότι, οι τουρκοκύπριοι δεν συμμετείχαν
στην διοίκηση του κυπριακού κράτους, απέφευγαν να πουν, επίσης, ότι, όταν
οι τουρκοκύπριοι βουλευτές επέ-στρεψαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων το
1965 για να συμμετέχουν στις εργασίες της, οι ελληνοκύπριοι βουλευτές τους
απέπεμψαν για να αποφασίζουν μόνοι για το μέλλον των ελληνοκυπρίων αλλά
και των τουρκοκυπρίων χωρίς τη συμμετοχή των τελευταίων.

Στην εσωτερική πολιτική, οι εκπρόσωποι της κρατικής και πολιτικής ηγεσίας


της ελληνοκυπριακής πλευράς ακολουθούν μια άλλη διατύπωση σε σχέση με
την εξωτερική πολιτική: ο κυπριακός λαός διασπάται στο «εμείς» ή στο «δική
μας πλευρά» και σε εκείνοι ή στο «τουρκοκυπριακή πλευρά». Ίσως κάποιος να
διερωτηθεί «ποιο το κακό» από τέτοιο διαχωρισμό, εφόσον τον πληθυσμό της
Κυπριακής Δημοκρατίας συνθέτουν δυο εθνικές κοινότητες. Βέβαια, αν ο
διαχωρισμός γινόταν για να υπογραμμισθεί η αναγνώριση και ο σεβασμός της
εθνικής οντότητας τμήματος του κυπριακού λαού, η κατοχύρωση των
πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών του δικαιωμάτων, τέτοιος
διαχωρισμός δεν μπορούσε να είναι κατακριτέος. Αντίθετα, όσο και αν φαίνεται
διαχωριστικό στοιχείο, θα αποτελούσε ενοποιητικό παράγοντα και σε τελευταία
ανάλυση θα κατέληγε σε ένα ολοκληρωμένο και κοινό «εμείς». Όπως γράφει
και ο Claude Levi-Straus, «δύσκολο να μη σταματήσει κανείς στην αντίφαση
μιας εξελικτικής διαδικασίας που μπορεί να συνοψισθεί με τον εξής τρόπο: για
να προοδεύσουν οι άνθρωποι, πρέπει να συνεργασθούν· αλλά κατά τη
διάρκεια της συνεργασίας τους βλέπουν σιγά-σιγά να εξομοιώνονται οι
προσφορές τους, τη στιγμή που εκείνο το οποίο έκανε τη συνεργασία τους
γόνιμη και απαραίτητη, ήταν ακριβώς η ετερογένεια τους».(21)

21
Οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και της αναπτυσσόμενης αστικής τάξης δεν
μπορούσαν να οδηγήσουν το «εμείς» και «εκείνοι» σε ένα κοινό «εμείς» και να
υπερασπίζουν τα νόμιμα δικαιώματα των δυο κοινοτήτων ξεχωριστά και του
κυπριακού λαού σαν συνόλου. Η ανερχόμενη αστική τάξη που μέντοράς της
ήταν η φεουδαρχική εκκλησία(22), θεωρούσε, ότι, τα οικονομικά και πολιτικά
της συμφέροντα θα ήταν κατοχυρωμένα αν το δικό της εθνικό «εμείς»
ολοκληρωνόταν με τον κυρίως εθνικό κορμό.(23) Το «εκείνοι», οι
τουρκοκύπριοι ταυτίζονταν εκ των πραγμάτων, με το κατάλοιπο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, άρα «ξένοι» στο σώμα του κυπριακού λαού. Με
αυτή την προσέγγιση κατάφεραν να αποξενώσουν έναν πολύτιμο και γιατί όχι
δυναμικό σύμμαχο από τον απελευθερωτικό αγώνα, αφού πρώτα τον
έσπρωξαν στην ουδετερότητα και στη συνέχεια στην αιματηρή αντιπαράθεση
που υποδαύλισε και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε η αγγλική αποικιοκρατία. Ο
εθνικιστικός φανατισμός δεν τους επέτρεψε να αντιληφθούν, ότι, η για αιώνες
συμβίωση του πληθυσμού, η ανάπτυξη νέων γενεών σε κοινό έδαφος,
μετέτρεψε τα αποικιακά κατάλοιπα της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε τμήμα
του κυπριακού εμείς», φαινόμενο, όχι μόνο κυπριακό, αλλά και στον ευρύτερο
βαλκανικό χώρο, εκεί δηλαδή που κυριάρχησε η πρώην οθωμανική
αυτοκρατορία.

Η εργατική τάξη ήταν η μόνη πολιτική δύναμη ικανή να συνενώσει το


ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό «εμείς» σε κοινό «εμείς». Το κοινό τους
σημείο ήταν η επικράτηση της αυτοσυνείδησης της θέσης της εργατικής τάξης.
Αυτή τη νομοτέλεια δεν μπόρεσε να διαπιστώσει η ηγεσία του ΑΚΕΛ σαν
πολιτικός εκφραστής της εργατικής τάξης και διατηρούσε τη ψευδαίσθηση, ότι
οι τουρκοκύπριοι θα συμπαρατάσσονταν μαζί τους για να υλοποιηθεί το
εθνικιστικό όραμα της ένωσης. Ο Παυλάκης Γεωργίου, σε άρθρο του
διαπιστώνει, ότι, το ΑΚΕΛ «όχι μόνο δεν διαπαιδαγωγούσε τον ελληνικό λαό
για τις δυσκολίες του αγώνα μα ακόμα αγνοούσε το ρόλο των μειονοτήτων. Γι’
αυτό και δεν αποτεινόταν προς αυτές, δεν τις διαφώτιζε και δεν τις καλούσε
στον αγώνα. Δινόταν δε η εντύπωση ιδιαίτερα στους τούρκους πως το κόμμα
μας είναι κόμμα μόνον των ελλήνων και κατά συνέπεια και οι σκοποί και οι
αγώνες του αφορούν μόνο τους έλληνες της Κύπρου... Οι τούρκοι εργαζόμενοι
δυσπιστούν προς τους έλληνες και τους ακελιστές γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη
στο μεγαλοελλαδίτικο σωβινισμό. Και η άγνοια ή η υποτίμηση της τούρκικης
μειονότητας από το πρωτοπόρο κόμμα δεν είναι παρά ξεκάθαρη εκδήλωση του
σωβινισμού αυτού...»(24) Δυστυχώς παρέμειναν στις διαπιστώσεις, και δεν
μπόρεσε η ηγεσία του ΑΚΕΛ να υπερβεί τις σοβινιστικές της τοποθετήσεις.

Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να αναφερθεί, ότι πρώτο το Κομμουνιστικό


Κόμμα της Κύπρου εντόπισε το διχαστικό χαρακτήρα που έφερε η πολιτική της
ένωσης και υποστήριξε την πολιτική της δημιουργίας ανεξάρτητου κυπριακού
κράτους. Σε άρθρο της η εφημερίδα του ΚΚΚ «Νέος Άνθρωπος» υπογράμμιζε,
ότι, «το σύνθημα της ενώσεως προκαλεί διάσπαση του κυπριακού λαού,
δηλαδή των χριστιανών και των μουσουλμάνων, προσφέροντας έτσι υπηρεσίες
στον ιμπεριαλισμό».(25) Για το κομμουνιστικό κόμμα, κυπριακός λαός σήμαινε
έλληνες και τούρκοι και ουδέποτε τον ταύτισε μόνο με τη μια κοινότητα – την
ελληνοκυπριακή, και ούτε αντίκριζε το ζήτημα από τη σκοπιά των αριθμητικών
ποσοστών. Θεωρούσε τους τούρκους της Κύπρου αναπόσπαστο μέρος του
κυπριακού λαού, γι’ αυτό και επέμενε με τις θέσεις του και στη συμμετοχή τους
στην απελευθέρωση του νησιού.

22
Η μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ανάπτυξη της ταξικής πάλης, οι έντονες
και αιματηρές απεργίες του 1948 ανάγκασαν τις ελληνοκυπριακές συντεχνίες
στη συμφωνία τους με τις τουρκοκυπριακές να διατυπώσουν και τα ακόλουθα:
«Να καταδικάσουν την προπαγάνδα του ενός εναντίον του άλλου σαν
καταστροφική και αντίθετη με τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής
τάξης».(26) Με αυτή την πρόνοια της συμφωνίας (άρθρο 5) εννοούσαν
φυσικά το σταμάτημα του συνθήματος της ένωσης. Δυστυχώς, -γράφει ο
πρώτος Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Πλουτής Σέρβας- η ηγεσία του ΑΚΕΛ αντικατέστησε το
διεθνισμό της με τον εθνικισμό. «Και δεν έβλεπε, ότι από γενιά σε γενιά οι
σύνοικοι, που μόνο η θρησκεία τους συνέδεε με την καταγωγή τους, ήταν το
πιο καλό υλικό για τη συνεχή συμβίωση με το σύνολο...».(27)
Το κοινό «εμείς» που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οι συντεχνίες με τη
συμφωνία τους ανατράπηκε πολύ σύντομα από την ηγεσία του ΑΚΕΛ με την
ενεργό συμμετοχή του στο δημοψήφισμα που οργάνωσε η εκκλησία το 1950,
αλλά και με το πρόγραμμα του 1952 που υπογράμμιζε, ότι, «στο κέντρο του
προγράμματος είναι το εθνικό» δηλαδή ο αγώνας για ένωση. Αυτή η πολιτική
πρακτική επεκράτησε μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1974, χωρίς να
υποστηρίζουμε, ότι έχουν εξαλειφθεί και σήμερα από τις διατυπώσεις τόσο των
ηγετών της δεξιάς, όσο και της αριστεράς. Για παράδειγμα η ηγεσία του ΑΚΕΛ
σε ανακοίνωσή της τον Ιούλιο του 1981 για την επέτειο του πραξικοπήματος
αναφέρει τα ακόλουθα: «Ο υπέροχος κυπριακός λαός, στον σκληρό και
πολύπλοκο αγώνα που διεξάγει, δεν είναι μόνος. Μαζί του έχει τις
δημοκρατικές δυνάμεις των τουρκοκυπρίων...τον αδελφό ελληνικό λαό και τις
προοδευτικές δημοκρατικές δυνάμεις της Τουρκίας...».(28) «Εμείς», λοιπόν, οι
ελληνοκύπριοι είμαστε ο «κυπριακός λαός» και «εκείνοι» οι τουρκοκύπριοι ή οι
«ξένοι», συμπαρατάσσονται μαζί μας. Αντί, λοιπόν της σύνθεσης, του ενός
λαού, παραμένει σταθερά η αντίληψη της διάσπασης και του «ξένου σώματος»
στον κυπριακό λαό που αποτελούν μόνο οι ελληνοκύπριοι. Αλλά, αν τα πιο
πάνω γράφονταν στην προτελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, στις
αρχές του νέου αιώνα ο έλληνας διπλωμάτης Γ. Διακοφωτάκης στο κατά τα
άλλα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Περί μειονοτήτων» γράφει τα ακόλουθα:
«Ο ελβετικός λαός αποτελείται από περισσότερα του ενός έθνη. Ο ελληνικός
και ο κυπριακός λαός συνιστούν το ελληνικό έθνος. Τα αραβικά κράτη
αποτελούν τμήμα του αραβικού έθνους».(29) Αβίαστα μπορεί κάποιος να
διερωτηθεί: είναι δυνατόν ο έλληνας διπλωμάτης να μη γνωρίζει, ότι το ένα
πέμπτο του κυπριακού λαού είναι τουρκοκύπριοι; Να πιστέψουμε, ότι και Γ.
Διακοφωτάκης επιλέγει τη μαθηματική εξίσωση «ελληνοκύπριοι=κυπριακός
λαός» ή όπως έγραφαν τρεις έλληνες δημοσιογράφοι –πολιτικοί αναλυτές, ότι
«ο κυπριακός λαός αποτελούσε τη μεγίστη πλειοψηφία του πληθυσμού της
Κύπρου, που ζούσε σε αδελφικές σχέσεις με τις μειονότητες του νησιού από τις
οποίες μεγαλύτερη ήταν η Τουρκική...»(30). Η αντίληψη ότι οι έλληνες
κάτοικοι του νησιού είναι οι μόνοι που συνθέτουν τον κυπριακό λαό, άρα οι
υπόλοιπες μειονότητες είναι έξω από αυτόν και σε προέκταση αντικείμενο της
πολιτικονομικής τους δραστηριότητας. Έχει απόλυτο δίκαιο ο έλληνας
ιστορικός Γ. Γιαννόπουλος που γράφει, ότι για τους ελληνοκύπριους
εθνικιστικές «οι τουρκοκύπριοι όφειλαν απλώς να μην υπάρχουν...».(31)

Όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Κιζίλγιουρεκ «αυτός διαχωρισμός


είναι ότι απέμεινε από τον αγώνα για την ένωση και τη διχοτόμηση. Χρειάζεται
να αντικατασταθεί από το «αίσθημα του εμείς». Ενόσω οι κύπριοι θα
συνειδητοποιούν το κοινό τους συμφέρον και θα προχωρούν με το «αίσθημα
του εμείς», οι ενωτικοί και οι διχοτομηστές, που είναι ηττημένοι ιστορικά και

23
προσπαθούν να υπάρχουν μέσα από το διαχωρισμό «Τούρκοι – Έλληνες», θα
είναι ηττημένοι και στη σύγχρονη πολιτική πράξη. Επειδή έχουν συνείδηση της
πραγματικότητας αυτής, προσπαθούν με κάθε τους ενέργεια να
χαλιναγωγήσουν το «αίσθημα του εμείς» που βρίσκεται σε εξέλιξη».(32)

24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

2. Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης.

2.1. Η αρχή της αυτοδιάθεσης στο διεθνές δίκαιο. (γενικά)

Οι αποικιακές δυνάμεις για να πείσουν τους υπόδουλους λαούς να


συμμετάσχουν στον πόλεμο ενάντια στη ναζιστική Γερμανία τους υποσχέθηκαν
το δικαίωμα αυτοδιάθεσης τους – υπόσχεση που αναίρεσαν αμέσως μετά τη
νίκη τους και το διαμοιρασμό της ανθρωπότητας σε σφαίρες επιρροής. Έτσι
μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα
φούντωσαν και αγκάλιασαν σχεδόν όλους τους λαούς που βρίσκονταν κάτω
από τον αποικιακό ζυγό. Ο κύκλος ζωής του αποικιακού συστήματος ιστορικά
είχε ολοκληρωθεί και έδειχνε σημεία κατάρρευσης, πολιτικά, όμως κρατιόταν
με τη στρατιωτική ισχύ των αποικιακών δυνάμεων.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών που αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες του
πλέον καταστροφικού πολέμου δεν μπορούσε να παραβλέψει τις απαιτήσεις
των υπόδουλων λαών. Παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις τόσο στη διάσκεψη του
Σαν Φραντζίσκο για τη συμπερίληψη ή μη της αρχής της αυτοδιάθεσης αλλά
και την ερμηνεία της, τελικά συμπεριλήφθηκε στις καταστατικές Αρχές του
ΟΗΕ (παρ. 2, άρθρο 1).

Όπως είναι γνωστό, οι ρίζες εμφάνισης αυτής της αρχής βρίσκονται στις
αστικές επαναστάσεις. Κάτω από το λάβαρο της «αρχής του εθνισμού» η
αστική τάξη αγωνιζόταν τον 18ο αιώνα να δημιουργήσει το δικό της εθνικό
ανεξάρτητο κράτος στη θέση των κατακερματισμένων φεουδαρχικών
κρατιδίων. Όμως, το δικαίου του πολέμου σα μέσον διευθέτησης των
διαφορών και των εδαφικών αναπροσαρμογών, όπως και η απόλυτη κυριαρχία
της αποικιοκρατίας δεν επέτρεψαν την καθιέρωση της αρχής του εθνισμού
ούτε και την αναγνώριση του στα πλαίσια του ευρωπαϊκού διεθνούς δικαίου.

Η καθιέρωση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών δεν είχε εύκολη
πορεία, όπως και άλλες αρχές του διεθνούς δικαίου. Η αναγνώριση και η
κατοχύρωση στο καταστατικό του ΟΗΕ της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών
δε σήμαινε και άμεση εφαρμογή της. Οι αποικιακές δυνάμεις κατέβαλαν κάθε
προσπάθεια για υπονόμευση της εφαρμογής της αρχής αυτής και οι
εκπρόσωποι της ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες και ερμηνείες που στην πράξη
υπονόμευαν την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.

Η έμμεση αναφορά που γίνεται στο καταστατικό του ΟΗΕ για την αρχή της
αυτοδιάθεσης των λαών ήταν αποτέλεσμα των συμβιβασμών που έγινε
ανάμεσα στα ιδρυτικά κράτη που βγήκαν νικήτρια στον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο. Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως αναφερόταν στον
καταστατικό χάρτη έχριζε παραπέρα επεξεργασίας. Έτσι στις αποφάσεις της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 5 Φεβρουαρίου 1952 και στις 16 Δεκεμβρίου
του ίδιου χρόνου και στη Διακήρυξη για παροχή ανεξαρτησίας των αποικιακών
κρατών και λαών (αρ.1514 ημ. 14/12/1960 στη 15η Γενική Συνέλευση), στις
συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και άλλα διεθνή έγγραφα, η αρχή
της αυτοδιάθεσης των λαών βρήκε τη συγκεκριμενοποίηση της.

25
Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών σύμφωνα με τις διακηρύξεις της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο, το δικαίωμα
των λαών να αποδεσμευτούν από την αποικιακή δουλεία και να εγκαθιδρύσουν
το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Στη Διακήρυξη της 14ης Δεκεμβρίου 1960
στην παράγραφο 2, αναφέρεται, ότι «όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης και μ’ αυτό το δικαίωμα ελεύθερα επιλέγουν το πολιτικό τους
καθεστώς και εφαρμόζουν τη δική τους οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική
ανάπτυξη». Αυτή η θέση επαναλαμβάνεται και στη Διακήρυξη για τις Αρχές
του Διεθνούς που εγκρίθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1970. Στο κεφάλαιο για την
«Αρχή της ισότητας και αυτοδιάθεσης των λαών» στην παράγραφο β)
αναφέρεται, ότι θα πρέπει να τεθεί άμεσο τέλος στον αποικισμό και να γίνει
σεβαστή η ελεύθερη βούληση των ενδιαφερομένων λαών και ότι η συνέχιση
της αποικιακής κυριαρχίας παραβιάζει την πιο πάνω αρχή.

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών δεν ερμηνεύεται και δεν μπορεί να
ερμηνευθεί σαν υποχρέωση, αλλά μόνο σαν δικαίωμα. Εθνικές μειονότητες
που ιστορικά για τον ένα ή άλλο λόγο δεν ενώθηκαν με τον κυρίως εθνικό
κορμό, δε σημαίνει, ότι δεν μπορούν να ιδρύσουν το δικό τους κράτος ή να
αποτελέσουν συνιδρυτές κράτους μαζί με άλλες εθνικότητες ή γλωσσικές
μειονότητες που ζουν στα ίδια γεωγραφικά σύνορα, αποτελούν το λαό
συγκεκριμένου χώρου και που τον θεωρούν κοινή τους πατρίδα. Με άλλα
λόγια, η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ότι οι
εθνικότητες θα πρέπει να αγωνίζονται για τη δημιουργία κράτους που στα
πλαίσια του να ενώνεται ολόκληρο το έθνος.

Η συνειδητοποίηση της κοινής πατρίδας υπερέχει της ετερογένειας των


πληθυσμών και η άποψη αυτή, επιβεβαιώνεται από τον σύγχρονο πολιτικό
χάρτη. Ενώ τα ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη είναι μόνο δύο εκατοντάδες, οι
εθνικότητες και οι γλωσσικές μειονότητες είναι κατά πολύ πολλαπλάσιες. Αν η
αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών ερμηνευόταν σαν υποχρέωση, ο πολιτικός
χάρτης της υφηλίου θα άλλαζε ριζικά όψη και θα υπήρχαν συνεχείς προστριβές
για διαφιλονικούμενα εδάφη, χωρίς να αναφερθούμε στις γενικότερες
αρνητικές επιπτώσεις από ένα τέτοιο διαχωρισμό.

2.2. Οι κύπριοι στην περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η καταπίεση αρχικά από τους Φράγκους και αργότερα από τους Ενετούς
ήταν σκληρή για τον γηγενή πληθυσμό της Κύπρου. Η προσπάθεια να τον
προσηλυτίσουν στον καθολικισμό, η εξορία των ορθοδόξων επισκόπων και η
εγκαθίδρυση Λατίνων στις θέσεις τους όξυνε τις σχέσεις των κυπρίων και
ενετών.(1) Η νέα αυτοκρατορία που κυριαρχούσε με τη διάλυση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας – η οθωμανική, όχι μόνο αναγνώριζε την πολιτική
και θρησκευτική κυριαρχία της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά και της έδινε τέτοια
προνόμια που την καθιστούσαν κυρίαρχη.

Ως γνωστόν, ο μωαμεθανισμός κατά την εμφάνιση του σα θρησκείας δεν


πολέμησε τον ορθόδοξο χριστιανισμό γιατί θεωρούσε τους οπαδούς του
«πεπλανημένους», γι’ αυτό και στο Κοράνι στο κεφάλαιο Β, εδάφιον 42
αναφέρεται, ότι «η θρησκεία δεν επιβάλλεται, η αληθής οδός διακρίνεται
αρκούντως πεπλανημένης» και ρητά απαγορεύεται ο βίαιος προσηλυτισμός
των χριστιανών στο Ισλάμ. Τα προνόμια των χριστιανών πηγάζουν από το κεφ.
Ε, εδάφιον 52 που αναφέρει: « Οι άνθρωποι του ευαγγελίου θα κρίνωνται

26
σύμφωνα με το Ευαγγέλιον. Εκείνοι οι οποίοι δεν θα κρίνονται σύμφωνα με
ένα Βιβλίον του Θεού είναι άπιστοι». Παράλληλα με τις πρόνοιες του Κορανίου
τα προνόμια της εκκλησίας βασίζονταν και στις συνθήκες του Σινά (624 μ.χ.)
και των Ιεροσολύμων (637 μ.χ.) που υπέγραψαν οι ηγούμενοι των μονών με
τον ανεψιό του Μωάμεθ Άλυ και τις επιβεβαίωσε ο ίδιος με το δακτυλικό του
αποτύπωμα, εφόσον δεν γνώριζε γραφή. Γενικά τα προνόμια που αφορούσαν
την ορθόδοξη εκκλησία αναφέρονταν: α) στην ελευθερία της εκκλησίας, β)
στη θρησκευτική και πολιτική αυτονομία του κλήρου και των χριστιανών, γ)
στην κινητή και ακίνητη περιουσία της εκκλησίας (αναπαλλοτρίωτος,
ακατάσχετος και αφορολόγητος), και, δ) στον κλήρο που απαλλασσόταν από
τα δημόσια βάρη.(2)

Η πιο πάνω αναφορά δεν είναι τυχαία και γίνεται για δυο λόγους: α) να
επαληθευθούν οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι κύπριοι με τις συνεχείς
αντιπροσωπείες που έστελναν στο σουλτάνο(3) για να καταλάβει την Κύπρο
και να απαλλάξει τους χριστιανούς από την σκληρή καταπίεση των Λατίνων
επισκόπων και των ενετών κατακτητών, και, β) πως η κυπριακή εκκλησία
απέκτησε την τεράστια περιουσία.

Όταν η Κύπρος περιήλθε στην κυριαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας


αποκαταστάθηκαν όλοι οι επίσκοποι, αποδόθηκε στην εκκλησία η περιουσία
που της κατασχέθηκε από τους Λατίνους επισκόπους και ο αρχιεπίσκοπος
ανακηρύχθηκε milli-paşa (εθνάρχης) των κυπρίων χριστιανών και του
αποδόθηκαν όλα τα προνόμια που είχαν και οι υπόλοιποι επίσκοποι στην
οθωμανική αυτοκρατορία. Έτσι η εκκλησία της Κύπρου και η ηγεσία της
απόκτησαν όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική δύναμη με το δικαίωμα που
παραχωρήθηκε στον αρχιεπίσκοπο το 1660 να μαζεύει τους φόρους τόσο από
τους χριστιανούς όσο και από τους μουσουλμάνους κατοίκους. Όπως γράφει ο
Κ. Γραικός, οι τούρκοι ήταν ελαστικοί «τα πρώτα χρόνια με αποτέλεσμα τα
ορθόδοξα μοναστήρια να αποκτήσουν την περιουσία που έχασαν κατά τη
φραγκοκρατία-βενετοκρατία, ενώ οι κύπριοι απαλλάσσονται από τη
δουλοπαροικία και πολλοί από αυτούς αποκτούν δικό τους κλήρο».(4)

Στην πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, από το 1571 – 1821 που
άρχισε η εξέγερση των ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας, στην Κύπρο δεν
παρατηρείται οποιαδήποτε επαναστατική δράση των ελλήνων κατοίκων της. Οι
στάσεις του 1764, και του 1804, η μεν πρώτη είχε τρίωρη διάρκεια και
στρεφόταν ενάντια στο τούρκο κυβερνήτη για τη σκληρή και αιμοβόρα
διακυβέρνηση του ( οι στασιαστές έκαψαν το δικαστήριο), ενώ η δεύτερη ήταν
στάση τουρκοκυπρίων και στρεφόταν ενάντια στην ηγεσία της ορθόδοξης
εκκλησίας για τη βαριά φορολογία που τους επιβλήθηκε. Όπως γράφει ο Κ.
Γραικός «τη στάση αυτή την υποκινήσανε οι αγάδες σε μια προσπάθεια να
μειώσουν την εξουσία των ορθοδόξων αρχιερέων»,(5) ενώ ο ιστορικός Φίλιος
Ζαννέτος γράφει ότι ήταν μια στάση των ελλήνων και τούρκων κυπρίων
εναντίον της ελληνικής «ουχί κατά της επισήμου διοικήσεως, αλλά κατά της
εκκλησιαστικής δικτατορίας»(6), όταν διαδόθηκε η είδηση, ότι τα σιτηρά δεν
ήταν αρκετά για τη διατροφή των κατοίκων του νησιού.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι στην περίοδο που αναφέρεται η μελέτη, η


έννοια «έθνος» δεν υπήρχε στην πολιτική ορολογία ούτε και στις αντιλήψεις
των ανθρώπων. Όταν η Κύπρος περιήλθε στην κυριαρχία των Οθωμανών, ο
λαός της χωριζόταν με βάση τη θρησκεία των κατοίκων, σε «χριστιανούς» και

27
«μουσουλμάνους», ορολογία που διατηρήθηκε μέχρι τη μεταβίβαση της νήσου
στη βρετανική αυτοκρατορία (επειδή στην περίοδο της βυζαντινής
αυτοκρατορίας η λέξη «έλληνας» ήταν υποτιμητική και υπονοούσε τους
ειδωλολάτρες). Οι στάσεις που αναφέρονται πιο πάνω δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν σαν «εκδήλωση εθνικισμού, όπως το εννοούμε εμείς σήμερα.
Και στις δυο περιπτώσεις έλειπε το αίτημα για αυτοκυβέρνηση».(7)

Ο εθνικισμός δεν υπήρχε στα μυαλά της ηγεσίας της εκκλησίας. Φορτωμένοι
με προνόμια από την οθωμανική αυτοκρατορία συμπεριφέρονταν σαν ρωμαίοι
αυτοκράτορες. Δεν είναι τυχαίο που οι πατριάρχες με τις εγκυκλίους τους
αποτείνονταν «στο γένος των Ρωμαίων» και όχι των ελλήνων. Στην Κύπρο, ο
κλήρος μένει προσκολλημένος στον τούρκο κατακτητή μέχρι το 1841, δηλαδή
μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού, «όταν χάνει και πάλι τα
προνόμια του, αφού χάνει την είσπραξη των φόρων και ουσιαστικά και τον
έλεγχο στη διοίκηση. Τότε - και πάλι – ο ανώτερος κλήρος θυμάται την
ανάγκη αγώνα για το διώξιμο του ξένου κατακτητή. Τώρα, όμως, οι συνθήκες
έχουν διαφοροποιηθεί αφού υπάρχει πια ένα ελληνικό ανεξάρτητο κράτος.
Χωρίς δισταγμό το παπαδιό υιοθετεί το σύνθημα του Κωλέτη για τη «Μεγάλη
Ιδέα» και δίπλα στο σύνθημα για την ορθοδοξία, δηλαδή την «Πίστη»
προσθέτει και τη λέξη «Πατρίς», εκμεταλλευόμενος τις προσδοκίες του λαού
για ελευθερία και κοινωνική πρόοδο».(8) Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και το
σύνθημα για «ένωση», γιατί πίστευαν, ότι στον ελλαδικό χώρο θα τους
αποδίδονταν τα «εθναρχικά δικαιώματα» που ίσχυαν πριν τους αφαιρεθούν το
1841.

2.3. Η εμφάνιση της ιδέας της ένωσης.

ο Πλουτής Σέρβας γράφει, ότι η πρώτη προκήρυξη των κυπρίων για την
ένωση είναι η Διακήρυξη της Ρώμης που φέρει ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου
1821. Βέβαια μια προσεκτικότερη μελέτη της Διακήρυξης που εξουσιοδοτεί τον
«ευγενή Κύριον Νικόλαον Θυσέα, υιόν του αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου του
Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει και ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα κρίνει
συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν προς τους Χριστιανούς
Μονάρχας ή εις όντινα τούτο κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί
της Νήσου, και υπογράψει ως από μέρους του Κοινού, ετοιμάσει δύναμιν
στρατιωτικήν και κινηθή κατά των εχθρών, δανεισθεί επάνω εις τα κοινά
εισοδήματα ή κτήματα του Κοινού της πατρίδος, ή των μοναστηρίων, των
εκκλησιών, τζαμίων, ή και των όσα η πλεονεξία των Τούρκων εσφετέρισε, ή
όσας γαίας ή άλλα κτήματα, εν τη πατρίδι δεν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή
επάνω εις το δέκατον κοινώς όλων των εν Κύπρω κτημάτων ημών…», είναι
προσφορά αλλαγής δυνάστη παρά απελευθέρωση της νήσου.(9)

Το γενικότερο συμπέρασμα που εξάγεται από το περιεχόμενο της


διακήρυξης της Ρώμης είναι, ότι αυτό που περισσότερο ενδιέφερε τους
εκπροσώπους της εκκλησίας και αυτούς που πλούτισαν σε βάρος των κατοίκων
του νησιού, ήταν η αποκατάσταση της κυριαρχίας τους, γι’ αυτό και
υποθήκευαν το έδαφος και το λαό της. Αυτοί θα γύριζαν κυρίαρχοι για να
επιβάλλουν, να εισπράττουν και πάλι φόρους και τους ήταν αδιάφορο ποιος θα
ήταν ο κατακτητής.

Ο πόθος για «ένωση» εμφανίζεται με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους


και ιδιαίτερα με την πολιτική Κωλέτη για τη «Μεγάλη Ιδέα». Αυτή η πολιτική

28
όπως φαίνεται από τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων δεν βρίσκει πρόσφορο
έδαφος στους έλληνες της Κύπρου, και οι εξεγέρσεις τους έχουν χαρακτήρα
περισσότερο οικονομικό παρά εθνικό και στις οποίες συμμετείχαν και οι
έλληνες και οι τούρκοι κάτοικοι του νησιού.

Η πλέον γνωστή εξέγερση είναι εκείνη του Γκιούρ Ιμάμη στην Πάφο, που
ηγήθηκε των τούρκων και ελλήνων. Ο Γκιαούρ Ιμάμης δεν απαιτεί την
«ένωση» ούτε την αποκατάσταση των «εθναρχικών δικαιωμάτων», αλλά
απαιτεί απελευθέρωση, κοινωνική δικαιοσύνη και για τρεις μήνες κυριαρχεί
στην επαρχία της Πάφου. Η εξουδετέρωση των ξεσηκωμένων καταστέλλεται
από τους γενίτσαρους που είχαν και τις ευλογίες του αρχιεπισκόπου
Πανάρετου δικαιολογώντας τη σφαγή των κατοίκων, γιατί στάλθηκαν εκεί
«προς εξόντωσιν του αρχηγού και πάντων των αυτού συνωμοτών...Πάντες
ευχόμενοι αγαθόν πέρας».(10) Με βάση τα ιστορικά δεδομένα, γενικά μπορεί
κάποιος να ισχυρισθεί, ότι οι τούρκοι της Κύπρου ηγήθηκαν περισσοτέρων
εξεγέρσεων ενάντια στην καταπίεση των Οθωμανών παρά οι έλληνες κάτοικοι
του νησιού. Δύο ασήμαντες, γιατί δεν βρήκαν λαϊκή ανταπόκριση, ήταν οι
εξεγέρσεις με επικεφαλής τον Νικόλαο Θησέα στη Λάρνακα και του καλόγερου
Ιωαννίκου στην Καρπασία.

Μέχρι το 1878 δεν παρατηρείται ουσιαστική πολιτική δραστηριοποίηση των


ελλήνων της Κύπρου ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Αντίθετα, οι έλληνες
κάτοικοι του νησιού λαμβάνουν μέρος στην «τοπική και κεντρική διοίκηση, στα
Μεντζιλίς. Το κεντρικό Μεντζιλίς απαρτιζόταν από τον Πασά, εννέα τούρκους
αντιπροσώπους, τον αρχιεπίσκοπο και τρεις έλληνες αντιπροσώπους».(11) Ο
πόθος και το σύνθημα της «ένωσης» έρχεται στην πολιτική επιφάνεια με τη
συμφωνία του Παρισιού του 1878, με την οποία γίνεται η μεταβίβαση της
Κύπρου στη βρετανική αυτοκρατορία που ανέλαβε την προστασία της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον κίνδυνο ρωσικής επέκτασης προς τα
Δαρδανέλλια και τη Μεσόγειο.

2.4. Η «ένωση» στην περίοδο της αγγλοκρατίας.

Το πρώτο αγγλικό στρατιωτικό απόσπασμα φθάνει στη Λάρνακα στις 12


Ιούλη του 1878. Οι έλληνες κάτοικοι του νησιού τους υποδέχονται σαν
ελευθερωτές και ο τότε επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός εξέφρασε την ευχή, ότι η
χριστιανική Αγγλία θα επαναλάμβανε την ίδια χειρονομία που έκανε με τα
νησιά του Ιονίου, ενώ από την πλευρά της μητροπολιτικής Ελλάδας «ούτε που
θυμήθηκαν τους εθνικούς πόθους των Κυπρίων. Φάνηκε πως η αλλαγή
αφέντη, ήταν κάτι που τους ενδιέφερε μόνον από την άποψη ότι ο δεύτερος
δυνάστης θα ήταν πιο πολιτισμένος από τον πρώτο».(12)

Η «χριστιανική και πολιτισμένη» Αγγλία ήταν δύναμη αποικιοκρατική και


δεν ήταν δυνατόν να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Η εκμετάλλευση του
φυσικού πλούτου, αλλά και οι βαριές φορολογίες βρίσκονταν μέσα στην
αποικιοκρατική της αντίληψη. Και από αυτή την εκμετάλλευση δεν μπορούσε
να αποτελέσει εξαίρεση η εκκλησία με τον πλούτο που διέθετε. Η βρετανική
αποικιοκρατία από την εγκαθίδρυση της στην νήσο επέβαλε βαριές φορολογίες
και στην εκκλησία, γι’ αυτό «και η κυπριακή εκκλησία βρέθηκε στην ανάγκη να
απευθύνει στον ύπατο αρμοστή ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας....(13)

29
Η εκκλησιαστική ηγεσία ανέμενε, ότι με την αλλαγή του καθεστώτος θα της
επιστρέφονταν τα εθναρχικά της δικαιώματα που τις αφαιρέθηκαν το 1841 και
θα επανακτούσε την κυρίαρχη πολιτική και οικονομική της θέση. Η άρνηση του
νέου δυνάστη όχι μόνο να της παραχωρήσει τα φοροσυλλεκτικά και διοικητικά
της δικαιώματα, αλλά αντίθετα να τη φορολογήσει, την έσπρωξε να θυμηθεί
ξανά την «ένωση με τη μητέρα-Ελλάδα».

Ο λαός που ζούσε μέσα στη φτώχεια δεν βρισκόταν ούτε στο φόντο του
ενδιαφέροντος της. «Όλοι, πολιτικοί και θρησκεφτηκοί αρχηγοί, κυτάζανε το
συμφέρο τους με τον πιο ανάλγητο για το λαό τρόπο. Ο αρχιεπίσκοπος
Σωφρόνιος κι’ οι άλλοι Δεσποτάδες φτάσανε μάλιστα στο σημείο να ζητήσουνε
από τον Άγγλο Αρμοστή Biddulf να διατάξει τους Κυβερνητικούς εισπράχτορες
να εισπράττουνε μαζί με τους φόρους και τα «κανονικά» και θρησκεφτηκά
δικαιόματα των Δεσποτάδων από τις Χριστιανικές κοινότητες».(14)
(Διατηρείται η γραφή του συγγραφέα).

Η «ένωση» στα πρώτα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας δεν αποτελούσε


σύνθημα αγώνα των κυπρίων, αλλά μόνο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας γιατί οι
βρετανοί δεν δέχονταν τα λεγόμενα «εθναρχικά» προνόμιά της. Όπως ορθά
υπογραμμίζει ο Ν. Κιζίλγιουρεγκ «η οθωμανική διοίκηση εξασφάλισε και
υποστήριξε το προνόμιο της εκκλησίας να μαζεύει ανεξέλεγκτα φόρους. Της
παρείχε ακόμη και στρατιωτική ενίσχυση για να μπορεί να μαζεύει τους
φόρους. Η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το προνόμιο. Κι’ η
εκκλησία αντέδρασε στο ενδεχόμενο υποταγής της σε νομικό έλεγχο. Όταν οι
άγγλοι επεχείρησαν να επιβάλουν φόρους και στην εκκλησιαστική περιουσία,
οι επίσκοποι παραπονέθηκαν στον ύπατο Αρμοστή και επέμεναν να έχουν τα
προνόμια που πήραν από τον Φουάτ Πασά το 1866. Τον Ιούνιο του 1879 ο
Διοικητής της Λεμεσού Φ. Γουώρεν παρέπεμψε τον επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό
στη δικαιοσύνη επειδή δεν πλήρωσε τους φόρους...Τώρα η εκκλησία πρόβαλε
πιο εντατικά το σύνθημα «ένωσης και μόνον ένωσης».(15)

Η εκκλησία έχοντας κάτω από τον έλεγχο της την παιδεία μετέφερε στη
νεολαία την πολιτική της «ένωσης». «Στην πραγματικότητα ολόκληρο το
εκπαιδευτικό σύστημα ελέγχετο από την εκκλησία και έμμεσα από τον υπουργό
Παιδείας και Θρησκευμάτων από την Αθήνα»(16) και φορείς αυτής της
πολιτικής ήταν, όπως γράφει στα απομνημονεύματα του ο ενωτικός Σάββας
Λοϊζίδης οι καθηγητές που «ήρχοντο από την Ελλάδα και οι άλλοι ήσαν Κύπριοι
που είχαν σπουδάσει εις τας Αθήνας».(17)

Η εκκλησία, όμως δεν επηρέαζε μόνο τη νεολαία. Έχοντας διατηρήσει τους


ιδιαίτερους μηχανισμούς τοπικής διοίκησης από τον καιρό της τουρκοκρατίας,
επηρέαζε άμεσα και τον αγροτικό πληθυσμό. Ως γνωστό η εκκλησία ήταν ο
μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης και από τις ενοικιάσεις της βρίσκονταν σε
οικονομική εξάρτηση χιλιάδες αγρότες. «Ο φτωχός λαός, γράφει ο Πλ. Σέρβας,
- εκτός από τον καθημερινό μόχθο της δουλειάς, τίποτε άλλο δεν είχε να
κάμνει παρά να προσεύχεται στις εκκλησίες και ν΄ ατενίζει, όπως τον δίδασκαν
οι δεσποτάδες, προς την Ακρόπολη...»(18), δηλαδή «ένωση και μόνον
ένωση».

Το σύνθημα της «ένωσης» ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο με την


προσπάθεια της Βρετανίας να εμπορευθεί την Κύπρο στη διεθνή πολιτική
εξυπηρέτησης των συμφερόντων της, όταν πρότεινε στην Ελλάδα να της

30
παραχωρήσει τη νήσο και να της δοθεί για βάση το λιμάνι Αργοστολίου σε
περίπτωση πολέμου με την Γερμανία. Αυτή η πρόταση έγινε πριν από τους
βαλκανικούς πολέμους 1912-13, αλλά και μετά, όταν η Τουρκία μπήκε στο
πόλεμο του 1914 με το μέρος της Γερμανίας και η Βρετανία ακύρωσε τη
συνθήκη του 1878 και πρότεινε την Κύπρο στην Ελλάδα με τον όρο να βγει
στον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας και να βοηθήσει τη Σερβία, πράγμα που
αρνήθηκε η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.

Η συνθηματολογία για την «ένωση» συνεχίζεται και μετά τον πρώτο


παγκόσμιο πόλεμο, παρά τις υποδείξεις της επίσημης Ελλάδας, για το ανέφικτο
τέτοιας πολιτικής, ιδιαίτερα μετά την μικρασιατική καταστροφή. Η ηγεσία της
εκκλησίας από τη μια καλεί τους έλληνες της Κύπρου να απόσχουν από τις
εκλογές του Νομοθετικού Συμβουλίου, από την άλλη ιδρύουν δικό τους
συμβούλιο με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο και τους δεσπότες για να
καθοδηγούν το ελληνοκυπριακό λαό. Δεν ήθελαν να χάσουν την εξουσία τους
πάνω στον ελληνικό κυπριακό λαό, ιδιαίτερα, όταν ο κυβερνήτης Ρόναλντ
Στορρς καταργεί τον υποτελικό φόρο και διαθέτει αρκετά κεφάλαια για την
οικονομική ανάπτυξη της νήσου και παρουσιάζεται μια διαφορετική προσέγγιση
στο κυπριακό ζήτημα. Αλλά και όταν αποφασίζουν να συμμετάσχουν στο
νομοθετικό σώμα, αυτό γίνεται με τα συνθήματα της «ένωσης». Όπως γράφει
ο ιστορικός Δώρος Αλάστος αναφερόμενος στο κλίμα πατριδοκαπηλίας και στο
ποιόν των ενωτικών βουλευτών «τα περισσότερα μέλη του Νομοθετικού
Συμβουλίου προέρχονταν από τις τάξεις των δανειστών χρημάτων, των
εμπόρων και των επαγγελματιών».(19) Του διέφυγαν οι δεσποτάδες, αυτοί
που μαζί με τους άλλους ξεσήκωσαν τον λαό τον Οκτώβρη του 1931 μετά την
καταψήφιση του νομοσχεδίου για αύξηση των φόρων σε καταναλωτικά αγαθά
– καταψήφιση που έγινε δυνατή με τη ψήφο τουρκοκύπριου βουλευτή, που
μίλησε για «κοινή πατρίδα».

Υπάρχουν διάφορες απόψεις για τα οκτωβριανά, αν ήταν στάση ή εξέγερση.


Το γεγονός είναι ένα: με την καθοδήγηση της εκκλησίας, του έλληνα προξένου
και των ενωτικών είτε στάση ονομασθεί είτε εξέγερση, οδήγησε στην επιβολή
της λεγόμενης παλμεροκρατίας και στην καταδίκη της από τον Ε. Βενιζέλο,
που χαρακτήρισε «ανεδαφικάς» και «ουτοπιστικάς» τις ελπίδες που
καλλιεργούν οι εμπνευστές της «ένωσης»>.

Το σύνθημα της «ένωσης» θα εμφανιστεί ξανά μετά τον Β’ παγκόσμιο


πόλεμο και όταν καταρρεύσει η λεγόμενη Διασκεπτική που στόχο ως είχε την
αυτοκυβέρνηση στα πλαίσια της βρετανικής αυτοκρατορίας με την καταδίκη
της από το εκκλησιαστικό κατεστημένο και τη οργανωμένη πια δεξιά. Η νόμιμη
οργανωμένη αριστερά ακολουθεί την εκκλησία σ’ αυτό τον κατήφορο...

2.5. Η μετατροπή της αρχής της αυτοδιάθεσης σε πρόβλημα.

Οποιαδήποτε επανάσταση γίνεται πρώτα απ’ όλα προς το συμφέρον


καθορισμένων κοινωνικών ομάδων και τάξεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τις
δυνάμεις που συμμετέχουν στα απελευθερωτικά κινήματα. Κατά κανόνα, στο
απελευθερωτικό κίνημα συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες, τάξεις,
εθνικές ομάδες και γλωσσικές μειονότητες γιατί αυτός ο αγώνας για πολιτική,
κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση, ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα
όλων. Ο αγώνας τους φέρει δημοκρατικό περιεχόμενο γιατί η προσπάθεια και

31
οι αγώνες τους για αποτίναξη της αποικιακής δουλείας στοχεύει στην
εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους.

Η Κύπρος εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και τη συνεχή εναλλαγή


κατακτητών από αρχαιοτάτων χρόνων, κατέληξε στα τέλη του 19ου αιώνα να
κατοικείται από έλληνες, τούρκους, Μαρωνίτες και Λατίνους που ήταν
απόγονοι των προηγούμενων κατακτητών. Η κυπριακή κοινωνία ήταν
πολυεθνική με κυρίαρχες, όμως κοινότητες τους έλληνες που αποτελούσαν το
82% και τους τούρκους με 18% του πληθυσμού. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας
του πληθυσμού διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στον καθορισμό του
περιεχομένου του αντιαποικιακού του αγώνα και των δυνάμεων που έλαβαν
μέρος σ’ αυτόν.

Ο αντιαποικιακός αγώνας των ελληνοκυπρίων είχε διττό χαρακτήρα: ενώ


από τη μια ήταν απελευθερωτικός και εξ αντικειμένου έφερε προοδευτικό
χαρακτήρα, από την άλλη ήταν εθνικιστικός γιατί μηδένιζε και δεν λάμβανε
υπόψη τα εθνικά συμφέροντα των άλλων κοινοτήτων της χώρας και ιδιαίτερα
της μεγαλύτερης εθνικής ομάδας που ήταν οι τουρκοκύπριοι. Ο αγώνας των
ελληνοκυπρίων είχε για μοναδικό στόχο την προσάρτηση της Κύπρου στην
ελληνική επικράτεια – την ένωση.

Ο απελευθερωτικός αγώνας των ελληνοκυπρίων δεν είχε κοινωνικό


περιεχόμενο, εφόσον κύριος του στόχος ήταν η ένωση της Κύπρου με την
Ελλάδα. Η εκκλησία που ιστορικά, από την εποχή της οθωμανικής
αυτοκρατορίας της ανατέθηκε ο κυρίαρχος πολιτικός και οικονομικός ρόλος,
θεωρούσε πανάκεια λύσης όλων των προβλημάτων που απασχολούσαν τον
κυπριακό λαό, - την «ένωση». Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη
δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, η ηγεσία της αριστεράς
προσπαθούσε να προσδώσει στον αγώνα των ελληνοκυπρίων για «ένωση» και
κοινωνικό περιεχόμενο. Ο ηγέτης του ΑΚΕΛ κ. Ε. Παπαϊωάννου σε άρθρο στο
περιοδικό του κόμματος του έγραφε, ότι «ο κυπριακός λαός αγωνίζεται για να
σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς του, να αποκατασταθεί εθνικά και να
προχωρήσει στο δρόμο προς το σοσιαλισμό».(20)

Ούτε οι θέσεις της ηγεσίας της εκκλησίας ούτε και οι θέσεις του ΑΚΕΛ για
«μετέπειτα σοσιαλισμό» μπορούσαν να συγκινήσουν και πολύ περισσότερο να
κερδίσουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα με το μέρος τους, να γίνουν
σύμμαχοι τους στον αγώνα για απελευθέρωση από την αγγλική αποικιοκρατία.
Ακόμα και αν διακηρύσσονταν ή και καθορίζονταν προγράμματα κοινωνικών
και οικονομικών μεταρρυθμίσεων μετά την απαλλαγή από την βρετανική
αποικιοκρατία δεν μπορούσαν να βρουν ανταπόκριση στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα, όταν ο κύριος στόχος της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν η
ένωση με την Ελλάδα, όπου οι τουρκοκύπριοι θα αποτελούσαν ελάχιστο
ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού και το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό
τους μέλλον αβέβαιο. Με την «ένωση» καλούνταν ουσιαστικά να
εξυπηρετήσουν αποκλειστικά και μόνο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και
να γίνουν συνεργοί στην πραγματοποίηση της «μεγάλης ιδέας» που
προπαγάνδιζαν οι εθνικιστικοί κύκλοι της Ελλάδας και των «εθναρχικών
δικαιωμάτων» που προπαγάνδιζε η εκκλησία και η δεξιά – πολιτικές που
στρεφόταν ουσιαστικά ενάντια στο δικό τους έθνος, αλλά που έφερνε και τη
θρησκευτική τους ηγεσία σε δεύτερη μοίρα.

32
Ο αγώνας των ελληνοκυπρίων για αποτίναξη του αγγλικού ζυγού πήρε
χαρακτήρα εθνικιστικό και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματα και
στις προσδοκίες όλου του κυπριακού λαού. Οι τουρκοκύπριοι δεν ήταν δυνατό
να αγωνιστούν μαζί με τους ελληνοκύπριους για την «ένωση». Αλλά ούτε και
οι άλλες αριθμητικά ασήμαντες μειονότητες, όπως οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι
συμπαρατάχθηκαν με τον αγώνα των ελληνοκυπρίων. Ο αγώνας για «ένωση»
ένωνε μόνο τους ελληνοκυπρίους, ανεξάρτητα από την πολιτική και ιδεολογική
τους τοποθέτηση, εφόσον όλοι οι πολιτικοί τους σχηματισμοί την υποστήριζαν
με φανατισμό. Έτσι ο αγώνας για απαλλαγή από την αγγλική κυριαρχία
μετατράπηκε σε υπόθεση μόνο της μιας εθνικής κοινότητας και άφησε εκτός
την τουρκοκυπριακή κοινότητα με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε τροχοπέδη
ανάπτυξης της απελευθερωτικής πάλης και στη συμμετοχή όλου του λαού. Για
την ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν υπήρχε τουρκοκυπριακή κοινότητα και αν
κάποτε ήταν υποχρεωμένη να αναφερθεί σ’ αυτήν δεν της απέδιδε ιδιαίτερη
σημασία. Την θεωρούσε απλά μειονότητα όπως τους Μαρωνίτες, τους
αρμένιους και τους Λατίνους.

Η δυναμική αντίδραση της τουρκοκυπριακής κοινότητας ενάντια στην


«ένωση» και η με θρησκευτικό φανατισμό τοποθέτηση της ελληνοκυπριακής
κοινότητας υπέρ της «ένωσης» μετέτρεψε το κυπριακό από ζήτημα εφαρμογής
της αρχής της αυτοδιάθεσης, σε πρόβλημα ανάμεσα στις δύο εθνικές
κοινότητες της χώρας μας.

2.6. Από την «ένωση» στην ανεξαρτησία.

Την άποψη για αλλαγή προσανατολισμού από την «ένωση» στην


ανεξαρτησία, μερικοί αναλυτές, κυρίως ξένοι, την αποδίδουν – πριν ο
αρχιεπίσκοπος Μακάριος διατυπώσει αυτή τη θέση στην αγγλίδα βουλευτή και
δημοσιογράφο και ταυτόχρονα αντιπρόεδρο του κόμματος των Εργατικών το
καλοκαίρι του 1958 Μπάρμπαρα Καστλ – στον αντιπρόσωπο της Ινδίας στον
ΟΗΕ Κρίσνα Μένον.

Όπως είναι γνωστό, ο ινδός αντιπρόσωπος μιλώντας το 1954 στην Πολιτική


Επιτροπή του ΟΗΕ για εγγραφή ή μη του κυπριακού στην ημερήσια διάταξη
της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, διατύπωσε τα ακόλουθα, που έμμεσα
οδηγούν στην υποβολή προς τους κυπρίους να διεκδικήσουν ανεξαρτησία και
να αποσύρουν το αίτημα «αυτοδιάθεση – ένωση» που σήμαινε προσάρτηση με
την Ελλάδα: «Το θέμα αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα πρόβλημα μεταξύ
της Ελλάδος και του Ηνωμένου Βασιλείου, γιατί και οι δυο διεκδικούν τη
νήσο... Αν το θέμα ήταν η ελευθερία και η αυτοκυβέρνηση, τότε θα
υποστηρίζαμε την εγγραφή του στην ημερήσια διάταξη της Γενικής
Συνέλευσης». Την ίδια περίπου άποψη εξέφρασε και ο αντιπρόσωπος της
Κολομβίας, υποστηρίζοντας, ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ιερό, αλλά
όσον αφορά την Κύπρο, αφορούσε αλλαγή της κυρίαρχης δύναμης και όχι
ανεξαρτησία του κυπριακού λαού.(21)

Η πρόταση για ανεξαρτησία της Κύπρου δεν είναι νέα στην σύγχρονη
ιστορία της, είναι σχεδόν ταυτόχρονη με τη δυναμική εμφάνιση της «ένωσης»
και χρονολογείται από τις αρχές του περασμένου αιώνα.

33
2.6.1. «Ένωση» ή ανεξαρτησία;

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος που έφερε την Οθωμανική αυτοκρατορία στο


πλευρό της Γερμανίας, έδωσε την ευκαιρία στη Βρετανία να κηρύξει στις 5
Νοεμβρίου 1914 άκυρη τη συμφωνία του Βερολίνου του 1878 και να θέσει την
Κύπρο κάτω από την πλήρη κυριαρχία της. Η Βρετανική αποικιακή διοίκηση
στην περίοδο του πολέμου φυλάκισε τους τουρκοκύπριους υποστηρικτές της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας που δεν αποδέχονταν την ακύρωση της
συμφωνίας, στο κάστρο της Κερύνειας και άλλους τους έθεσε σε περιορισμό.
Με την αλλαγή του καθεστώτος 8000 τουρκοκύπριοι – κυρίως δημόσιοι
υπάλληλοι - μετανάστευσαν στην Τουρκία.(22)

Αυτή η καθεστωτική αλλαγή και με τις συνθήκες αντιπαλότητας που


δημιουργήθηκαν ανάμεσα στη βρετανική αποικιακή διοίκηση και τους
τουρκοκύπριους, οι ελληνοκύπριοι βουλευτές και η ηγεσία της εκκλησίας
θεώρησαν, ότι είναι η ώρα να φέρουν δυναμικά στο προσκήνιο το ζήτημα της
«ένωσης» της νήσου με την Ελλάδα. Στις αρχές του 1917 αντιπροσωπεία με
επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο επισκέπτεται το Λονδίνο για
να επιδώσει υπόμνημα προς την αγγλική κυβέρνηση με αποκλειστικό αίτημα
την «ένωση». Η αγγλική κυβέρνηση αρνείται να δεχτεί την αντιπροσωπεία η
οποία επιστρέφει άπρακτη μέσω Αθηνών. Στην Αθήνα συναντάται με τον
πρωθυπουργό Βενιζέλο, ο οποίος τους υποδείχνει ότι θα πρέπει να «είναι
αισιόδοξοι» για την υπόθεση τους και ότι η Αγγλία θα δώσει την Κύπρο στην
Ελλάδα στα πλαίσια της αγγλοελληνικής φιλίας.(23) Το περιεχόμενο των
συζητήσεων της αντιπροσωπείας αλλά και την πολιτική δραστηριότητα της
εκκλησιαστικής ηγεσίας, αμφισβητεί ο βουλευτής Λάρνακας-Αμμοχώστου
Φίλιος Ζαννέτος.

Στις 29 Ιουλίου 1917 οι ελληνοκύπριοι βουλευτές συνέρχονται σε σύσκεψη,


η οποία συγκλήθηκε με πρωτοβουλία της ηγεσίας της εκκλησίας. Η σύσκεψη
των Πλατρών έχει ουσιαστική σημασία για δυο λόγους: α) το ζήτημα της
«ένωσης» καθορίζεται σαν το κυρίαρχο στοιχείο στις πολιτικές διεκδικήσεις
των ελληνοκυπρίων για απελευθέρωση από τον αγγλικό ζυγό, και β) για
πρώτη φορά εμπλέκεται από τους ελληνοκυπρίους η Ελλάδα στο κυπριακό
πρόβλημα σαν παράγοντας που θα διαπραγματευθεί την τύχη της νήσου.(24)

Ο Φίλιος Ζαννέτος που δεν παρευρέθηκε στη σύσκεψη των Πλατρών


διαφώνησε σε δυο βασικά ζητήματα: α) στην ανάμειξη της Ελλάδας στο
κυπριακό, και, β) στο δικαίωμα της εκκλησίας να χειρίζεται την εθνική υπόθεση
της Κύπρου, ενώ αυτό είναι υπόθεση των πολιτικών. Το πιο ουσιαστικό όμως
θέμα που έθιξε και που ανέπτυξε σε έκταση είναι η πρόταση του για
ανεξαρτησία της Κύπρου, ζήτημα που έπρεπε να διαπραγματευθούν οι κύπριοι
με τη Βρετανία.

Σε άρθρα του ο Φ. Ζαννέτος επεξήγησε αναλυτικά τη θέση που διατύπωσε,


ότι «εγώ δεν αναγνωρίζω δικαιώματα της Ελλάδος επί της Κύπρου». Σε
παράρτημα που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Νέον Έθνος» υπογράμμιζε, ότι
«αποτελεί σφάλμα ασύγγνωστον η ανάμαξις της ελληνικής διπλωματίας, ότι η
κυπριακή υπόθεσις δέον να διεξαχθή ως τοιαύτη και μόνον ερειδομένη επί του
ισχυρού δικαίου της, όπερ, εκτός της ηθικής αρχής της εκ του δόγματος των
εθνικοτήτων, τη παρέχει η κατάλυσις της Συνθήκης του 1878.

34
Αλλ’ εγενόμεθα αντεθνικοί, κατά τινας καλοθελητάς, διότι δογματίζομεν
την μη προσφυγήν εις την ελληνικήν διπλωματίαν· ηρνήθημεν κατ’ αυτούς την
ελληνικότητα των Κυπρίων και την προς την Ελλάδα αφοσίωσιν των... και
προς απόδειξιν τούτου έδει να διαστραφώσιν αι ομιλίαι ημών εν τω
Νομοθετικώ και να εξαχθώσι φαύλα συμπεράσματα από φράσεις και εννοίας,
αίτινες εξανιδίκευσαν τούτ΄ αυτό τας εθνικάς αξιώσεις των Κυπρίων ως
Πανελλήνων... Το είπομεν και το επαναλαμβάνομεν, ότι η ελληνική
ανασύνταξις δεν βασίζεται και δεν οφείλει να βασίζηται επί των κρατικών
δικαιωμάτων του ελευθέρου Βασιλείου επί των λοιπών τμημάτων του
Ελληνισμού, αλλ’ είναι δικαίωμα των ελληνικών τμημάτων, όπως
απελευθερωθούμε να προστίθενται εις το ελεύθερον Βασίλειον ως ίσοι προς
ίσους».(25)

Δικαίωμα, λοιπόν, είναι και όχι υποχρέωση των «ελληνικών τμημάτων» να


ενωθούν ή όχι με τον μητροπολιτικό κορμό. Η ηγεσία της εκκλησίας και των
εθνικιστικών κύκλων που την περιέβαλαν δεν μπορούν να αποδεχτούν αυτή τη
θέση γιατί δεν είναι βέβαιοι ότι ο κυπριακός λαός στο σύνολο του θα
υποστήριζε την «ένωση». Η εφημερίδα «Ελευθερία» σε σχόλιο της απέρριπτε
τη άποψη του Φ. Ζαννέτου ότι η εκκλησία της Κύπρου δεν είχε δικαίωμα να
ασχολείται με το κυπριακό, υπογραμμίζοντας, ότι «η υπό την ηγεσίαν του
αοιδήμου Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου πρεσβεία δεν θα κατηρτίζετο και δεν θα
μετέβαινεν εις Λονδίνον αν οι τότε πρωτοστατήσαντες ενόμιζον ότι ο Εθνάρχης
της Κύπρου ώφειλεν ν΄ ασχολήται «εφ’ ά εκλήθη»...Η εκκλησία της Κύπρου
δια το εθνικόν ζήτημα έχει δικαίωμα και καθήκον αναμείξεως, δεν εξέρχεται δε
της αρχής του «έκαστος εφ’ ω εκλήθη». Τουναντίον μάλιστα προσκαλούσα
αύτη παγκύπριον συνέλευσιν θα συντελέση ουχί να υφαρπασθώσι τα
δικαιώματα των βουλευτών και να μειωθή το κύρος αυτών, αλλά να
επικουρήση το έργον τούτων...».(26)

Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Βενιζέλος-Ζαννέτος»


που υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Κύπριος» και στο οποίο τονίζονται τα
ακόλουθα: «Και ο Βενιζέλος της Κύπρου εξώκειλεν υπό εντελώς
αδικαιολογήτους περιστάσεις εις την ιδέαν της εγκαταλήψεως του ενωτικού
προγράμματος και της προσκολλήσεως προς την ιδέαν της αυτονομίας...Η
Κύπρος δεν ζητεί πλέον Ελλάδα, αλλά ελευθερίαν και γίνεται και αυτή Ελλάς
ουδέ αναγνωρίζει εις την Ελλάδα δικαιώματα επ’ αυτής· δικαίωμα αυτής είναι –
όχι όμως και καθήκον – να ενωθή αν θέλη με την Ελλάδα αφού ελευθερωθή.
Συνταράσσεται και εδώ το Παγκύπριον εκ των αυτονομιακών θεωριών,
αποδοκιμάζεται πανταχόθεν η εγκατάλειψις του ενωτικού προγράμματος,
τονίζεται παντού ο όλεθρος όν είναι δυνατόν να επιφέρη εις την υπόθεσιν μας
ή και υπό ενός έστω βουλευτού διατύπωσις τοιούτων γνωμών».(27)

Παντού και πάντοτε οι πρωτοποριακές απόψεις δεν μπορούν να γίνουν


ανεκτές από το κυρίαρχο κατεστημένο, που θέλει να διαχειρίζεται ερήμην του
λαού τις υποθέσεις του. Έτσι και στην περίπτωση των απόψεων του Φ.
Ζαννέτου αντέδρασε η τότε ηγεσία της εκκλησίας. Ο επίσκοπος Κιτίου Μελέτιος
με επιστολή του στην εφημερίδα «Ελευθερία» διατυπώνει την θέση, ότι «είναι
επίμεπτον μεν πολιτικώς και ηθικώς, επιζήμιον δε εθνικώς» να λέγονται και να
διατυπώνονται τέτοιες απόψεις και πολύ περισσότερο να γίνεται δημόσια
συζήτησης για τα λεχθέντα στην Αθήνα.(28)

35
Η ηγεσία της εκκλησίας προσπαθούσε να φιμώσει κάθε αντίθετη φωνή για
να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις πολιτικές τύχες του λαού και οι θέσεις της
για «ένωση και μόνο ένωση» να μην αμφισβητούνται. Όμως την παραπέρα
ώθηση της άποψης για ανεξαρτησία έδωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου
που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1926. Στην απόφαση του Α΄ ιδρυτικού
συνεδρίου του (σημείο 12 και 13) υπογραμμίζει, ότι ο αγώνας του κυπριακού
λαού δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στο σύνθημα της «ένωσης» γιατί εμποδίζει
τη συνεργασία των ελλήνων και τούρκων και ότι βάση του αγώνα «εκτός από
την ικανοποίηση των άμεσων οικονομικών αιτημάτων, θα είναι η κατάκτηση
της ανεξαρτησίας της Κύπρου μέχρι τελείας αυτοδιοικήσεως και
αυτοδιαθέσεως».(29)

Η θέση αυτή του ΚΚΚ βρέθηκε στο κέντρο της πολιτικής κριτικής της
εκκλησίας και των υποστηρικτών της, αλλά επικρίθηκε και από την μετέπειτα
ηγεσία του ΑΚΕΛ για την αναφορά σε ένταξη της Κύπρου στην «βαλκανική
σοβιετική ομοσπονδία». Όμως όπως πολύ ορθά τονίζει ο βετεράνος
κομμουνιστής – πρώην μέλος του ΑΚΕΛ – Κώστας Σοφοκλέους «αυτό που είχε
σημασία και που ήταν πολύ καθαρό, ήταν η ανεξαρτησία... Συνεπώς ο κάθε
αντικειμενικός κριτής και ιστορικός, θα κρίνει τους εθνικοπολιτικούς
προσανατολισμούς των κομμουνιστών της εποχής εκείνης, όχι με βάση την
πολύ θεωρητική και νεφελώδη πτυχή της βαλκανικής ή αστικής ομοσπονδίας
αλλά με βάση την πρακτική και ολοκάθαρη θέση της ανεξαρτησίας».(30)

Το ΚΚΚ ουδέποτε ερμήνευσε την αυτοδιάθεση της Κύπρου σαν «ένωση» με


την Ελλάδα αλλά την ταύτιζε με την ανεξαρτησία. Τα εκφραστικά του όργανα,
οι εφημερίδες «Νέος Άνθρωπος» και «Νέος Εργάτης» αναφέρονται συνεχώς
στην ανεξαρτησία και όχι στη «σοβιετική βαλκανική ομοσπονδία». Ο «Νέος
Άνθρωπος» επικρίνει την ηγεσία της εκκλησίας για την πολιτική της «ένωσης»,
αλλά και τους «ανθενωτικούς» που υποστήριζαν την συνέχιση της
αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Ταξινομούσε αυτές τις τάσεις ως ακολούθως:
«α) την ομάδα των «ενωτικών» που επιμένει στα παλιά συνθήματα είτε
αυτούσια είτε τροποποιούμενα
β) την ομάδα των «ανθενωτικών», που ακολουθούν πολιτική
συνεργασία με την κυβέρνηση ή ουδετερότητα στο πολιτικό ζήτημα (άρνηση
της ενώσεως), και,
γ) την ομάδα των «αυτονομιστών», που ζητούν την ανεξαρτησία της
Κύπρου δι’ ενιαίου αγώνος των Ελλήνων και Τούρκων (άρνηση της ενώσεως
και θετική αντιϊμπεριαλιστική τακτική».(31)

Η εφημερίδα «Νέος Εργάτης» με συνεχή αρθρογραφία επικρίνει την ηγεσία


της εκκλησίας για την πολιτική της «ένωσης και μόνον ένωσης», όπως και
τους παρακοιμώμενους της βρετανικής εξουσίας που υποστήριζαν «αυτονομία-
δουλειά-ένωση» αλλά κάτω από τη αποικιακή διακυβέρνηση και υποστηρίζει
την πολιτική για πλήρη ανεξαρτησία της Κύπρου.(32) Η ανεξαρτησία ήταν ο
κύριος στόχος του αγώνα του ΚΚΚ και μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον
κοινό αγώνα των δύο κοινοτήτων. Γι’ αυτό και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις
που επέκριναν τα ελληνικά μέλη της νομοθετικής συνέλευσης που λάμβαναν
μόνοι αποφάσεις και δεν συνεννοούνταν με τους τούρκους βουλευτές, ακόμα
και όταν οι τούρκοι συμφωνούσαν μαζί τους.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που ουσιαστικά σήμανε και η αρχή
της κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος, η βρετανική αποικιοκρατία

36
προσφέρει στον κυπριακό λαό σύνταγμα αυτοκυβέρνησης και συνέρχεται η
λεγόμενη «Διασκεπτική». Έχουν γραφεί αρκετά βιβλία με κρίσεις και σχόλια
αναφορικά με τη Διασκεπτική. Η ουσία, όμως του ζητήματος είναι η εξής: η
εκκλησία επαναφέρει με δριμύτητα το σύνθημα «ένωση και μόνον ένωση», το
Κομμουνιστικό κόμμα δεν υπάρχει και το διάδοχο ΑΚΕΛ αφού αποκεφαλίζει
τους υποστηρικτές της Διασκεπτικής τάσσεται ανεπιφύλακτα με την πολιτική
της άμεσης «ένωσης. Η μοναδική φωνή του Αδάμ Αδάμαντος «δεν είμαι
διατεθειμένος να δώσω και το μικρό μου δακτυλάκι για την ένωση» πνίγεται
στην φανατική ενωσιολογία και ο ίδιος αφορίζεται από την ηγεσία του
κόμματος του – το ΑΚΕΛ.(33)

2.6.2. Το άλμα προς την ανεξαρτησία.

Οι δηλώσεις Μακαρίου προς την Μπάρμπαρα Καστλ θεωρούνται από τους


περισσότερους ερευνητές του κυπριακού προβλήματος «πορεία προς τον
όλεθρο» ή πορεία καταστροφής ή όπως έγραφε ο Κ. Σπυριδάκης «αποτελούσε
την πρώτη αντιδημοκρατική πράξη στον Αγώνα» για ένωση και «γιατί ελήφθη
δίχως την έγκριση του Εθναρχικού Συμβουλίου».(34)

Οι ακραίοι εθνικιστές συνασπισμένοι γύρω από τον επίσκοπο Κερύνειας και


με συνεργάτες την ηγεσία του ΑΚΕΛ καταδίκασαν την πολιτική της
ανεξαρτησίας, θεώρησαν τον Μακάριο «νεκροθάφτη» και «επίορκο» της
ένωσης και στις εκλογές του 1959 για εκλογή προέδρου του μελλοντικού
κυπριακού κράτους τον πολέμησαν.

Για να κρίνει κανείς, αν ήταν «πορεία ολέθρου» η εγκατάλειψη της ένωσης


και η αποδοχή της ανεξαρτησίας, εξαρτάται από ποια σκοπιά εξετάζει το
κυπριακό πρόβλημα: αν είναι από τη σκοπιά της πολιτικής «ένωση και μόνο
ένωση», θα πρέπει να γίνει αποδεκτό, ότι με την αποδοχή της ανεξαρτησίας
και μάλιστα με τον συνταγματικό αποκλεισμό της «ενώσεως», θα πρέπει να
θωρείται «πορεία ολέθρου» και «προδοσία». «Το έθνος ολόκληρον, -
αναφέρουν σε ανακοίνωση τους οι οργανώσεις νεολαίας της Ελλάδας -
ανεξαρτήτως κομματικής, πολιτικής ή ιδεολογικής τοποθετήσεως, έχει πλέον
σχηματίσει γνώμην και εις την συνείδησιν του έχει καταδικάσει τους
ενταφιαστάς της ελευθερίας του κυπριακού λαού...ο κυπριακός λαός θα
συνεχίσει σταθερός και αποφασισμένος τον δρόμον του, τον δρόμον της τιμής
και της ελευθερίας, τον δρόμον της Ενώσεως της Κύπρου με την μητέρα
Ελλάδα...».(35)

Ο επίσκοπος Κυρηνείας εμβαθύνει περισσότερο και φοβάται το επερχόμενο


μοιραίο – τη δημιουργία κυπριακής συνείδησης. Σε επιστολή που έστειλε προς
τον πρόεδρο του ελληνικού κοινοβουλίου στις 25/2/1959, μια βδομάδα μετά
την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης –Λονδίνου υπογραμμίζει, ότι «... η
Κύπρος παρέμενεν εις τας αγγλικάς χείρας ως παρακαταθήκη ελληνική, ενώ
τώρα αποκόπτεται οριστικώς εκ του κορμού της Μητρός Ελλάδος. Το ιερόν και
απαράγραπτον δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, το οποίον ασκείται και υπ’ αυτών
των μαύρων της Αφρικής, εξοβελίζεται δια παντός. Συνεπεία δε της διατάξεως,
καθ’ ήν «είναι απηγορευμένη πάσα δραστηριότης δυναμένη να ευνοήση
αμέσως ή εμμέσως την Ένωσιν», θα είναι η ανάπτυξις δραστηριότητος προς
δημιουργίαν «κυπριακού πατριωτισμού», με στόχον διαρκή και μοναδικόν τον
αφελληνισμόν της νήσου». (36)

37
Αν όμως, κριθεί από την άποψη, ότι η Κύπρος απαλλασσόταν από τα
αποικιακά δεσμά και ανοίγονταν προοπτικές οικονομικής και πολιτικής
ανόρθωσης της χώρας – έστω και με τα αποικιακά κατάλοιπα – τότε η
διαφωνία είναι κάθετη με την ποιο πάνω άποψη. Πολύ ορθά τόνιζε στην ομιλία
του ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, ενώπιον της ελληνικής βουλής, ότι «αι
συμφωνίαι αυταί και το πολίτευμα της Κύπρου στηρίζονται επί του πνεύματος
της συνεργασίας των δύο Κοινοτήτων. Εάν δεν επικρατήση το πνεύμα αυτό,
και το ιδανικώτερον πολίτευμα δεν ήτο δυνατόν να λειτουργήση ομαλώς και
να αποδώση καρπούς. Εάν, αντιθέτως, επικρατήση το πνεύμα της συνεργασίας
και του κοινού συμφέροντος, τότε όλα θα βαδίσουν καλώς. Διότι και εάν, προς
αποτροπήν των καταχρήσεων, εθεσπίσθησαν διατάξεις αι οποίαι ενδεχομένως
δυσχεράνουν κάπως την λειτουργίαν του πολιτεύματος, εφόσον υπάρξη,
πρυτανεύση η συνείδησις του κοινού συμφέροντος, είμαι βέβαιος ότι,
προϊόντος του χρόνου, ουδόλως θα επηρεάζουν την ομαλήν λειτουργίαν του
πολιτεύματος».(37)

Υπάρχει, όμως και η τρίτη πλευρά του ζητήματος: ο Μακάριος δεν έκαμε
αυτό το «άλμα» επειδή διείδε το προοδευτικό στοιχείο της ανεξαρτησίας, αλλά
γιατί αντιλήφθηκε, ότι οι βρετανοί αποικιστές επέμεναν στην παραχώρηση του
δικαιώματος αυτοδιάθεσης ξεχωριστά για την κάθε κοινότητα και που αυτό
σήμαινε διχοτόμηση του νησιού. Η ανεξαρτησία ξεπήδησε σαν αναγκαία
διέξοδος και όχι σαν προοδευτικό στοιχείο συνένωσης του λαού και οριστικής
λύσης του προβλήματος. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν είχε απαλλαγεί ολοκληρωτικά
από τα δεσμά της «αυτοδιάθεσης-ένωσης» και θεωρούσε την ανεξαρτησία σαν
ένα αναγκαίο σταθμό στην πορεία προς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Γι’ αυτό και πολύ σύντομα μετά την ανακήρυξη του νησιού σε ανεξάρτητο
κράτος επανέφερε το σύνθημα και την πολιτική της «ένωσης».

Η προοπτική που ξανοιγόταν μπροστά στον κυπριακό λαό με την


εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας, δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποδώσει τους
καρπούς της. Το «άλμα» προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας οδήγησε σε
τραγωδία με τα γεγονότα του 1963. Οι εθνικιστικές δυνάμεις δεν άφησαν να
ολοκληρωθεί αυτό το άλμα που θα βοηθούσε τον κυπριακό λαό να
ακολουθήσει το δρόμο της ειρήνης και της προόδου.

7. Ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ.


Για τον αγώνα της ΕΟΚΑ πολλά έχουν λεχθεί από τους πολιτικούς ταγούς
της χώρας μας αλλά πολύ λίγα έχουν γραφεί από αυτούς. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ
είχε αφορίσει τον ένοπλο αγώνα από την πρώτη μέρα της έναρξης του με
χαρακτηρισμούς που και η ίδια αργότερα θεώρησε υπερβολικούς και τους
απόσυρε. Όμως, ενώ απόσυρε τους χαρακτηρισμούς παρέμεινε πιστή στην
κύρια θέση, που θεωρούσε «βασικό λάθος» τον ένοπλο αγώνα.

Ας εξετάσουμε σε γενικές γραμμές το φόντο, το γενικό, για να καταλήξουμε


στο ειδικό - αν ήταν λάθος η τακτική του ένοπλου αγώνα: α) με τη νίκη των
λαών ενάντια στη φασιστική Γερμανία, αναπτύσσεται παγκόσμια το εθνικο-
απελευθερωτικό κίνημα των λαών και ειδικά στη δεκαετία του ’50. Στις
περισσότερες χώρες αυτά τα κινήματα λαμβάνουν ένοπλη μορφή, ενώ στον
πολιτικό επίπεδο δημιουργούν μεταξύ τους σχέσεις αλληλεγγύης και
εκφράζονται ομαδικά σε διεθνές επίπεδο απαιτώντας την κατάργηση του
αποικισμού, β) οι ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν από την
παγκόσμια κατάσταση, έτσι όπως δημιουργήθηκε σ’ αυτή τη δεκαετία και να

38
εντείνουν τον αγώνα τους ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία, και, γ) το
εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου υποστήριξε τόσο η Σοβιετική
Ένωση, όσο και οι άλλες χώρες του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα οπό το γεγονός,
ότι ο επικεφαλής της ΕΟΚΑ ήταν ο γνωστός σε όλους αντικομουνιστής Γρίβας,
αλλά και χωρίς να σημαίνει, ότι υποστήριζαν τον στρατηγικό στόχο, που ήταν
η «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».

Για παράδειγμα, η σοβιετική συγγραφέας και μελετητής της ιστορίας της


Κύπρου Όλγα Σπάρο γράφει για το απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου και τα
αποτελέσματά του: «Μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο το κίνημα αναπτύχθηκε και
διευρύνθηκε. Μετατράπηκε σε εθνικό απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στον
αγγλικό ιμπεριαλισμό για τη λευτεριά της νήσου (1955-1959) που
ολοκληρώθηκε με τη νίκη του κυπριακού λαού και την εγκαθίδρυση της
ανεξάρτητης και δημοκρατικής Δημοκρατίας της Κύπρου».(38) Επίσης, ο
ρώσος δημοσιογράφος Β. Σ. Μένσικοφ, που έζησε για χρόνια στην Ελλάδα,
γράφει τα ακόλουθα: «Στη δεκαετία του ’50, όταν στην Κύπρο ανέπτυξε
δραστηριότητα η στρατιωτικο-πολιτική οργάνωση ΕΟΚΑ, η ηγεσία της πέρασε
στα χέρια του Γρίβα που έφτασε ειδικά στο νησί γι’ αυτό το σκοπό. Η ΕΟΚΑ
απαιτούσε άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και διεξήγαγε ένοπλο
αγώνα ενάντια στα αγγλικά στρατεύματα. Η ΕΟΚΑ είχε την υποστήριξη όλου
του λαού και αντικειμενικά οι σκοποί της έφεραν προοδευτικό,
αντιϊμπεριαλιστικό χαρακτήρα».(39)

Δεν θα αναφερθούμε σε έλληνες συγγραφείς και πολιτικούς


συμπεριλαμβανομένων και των ηγετών της αριστεράς που υποστήριζαν με
φανατισμό τον αγώνα τον κυπρίων και τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ. Θα
αναφερθούμε μόνο τι γράφει ο κύπριος κομμουνιστής Κλέων Παπαλοΐζου που
έζησε για χρόνια στην Ελλάδα και διετέλεσε πολιτικός κρατούμενος σε διάφορα
νησιά μετά τον εμφύλιο: «Ο ένοπλος αγώνας του 1955 άρχιζε την κατάλληλη
ώρα. Οι συνθήκες ήταν υπερώριμες. Η αγγλική αυτοκρατορία είχε γονατίσει
οικονομικά μετά το τέρμα του β΄ παγκοσμίου πολέμου και όλες οι αποικίες της
η μία μετά την άλλη ξεσηκώνονταν και κατακτούσαν την ανεξαρτησία
τους».(40)

Η άποψη που φέρει την ένοπλη τακτική ή τη μορφή του απελευθερωτικού


αγώνα μέσα στα βασικότερα λάθη, πιστεύουμε, ότι δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Όπως έχουμε τονίσει και προηγούμενα, το κύριο και βασικό
λάθος δεν ήταν η μορφή αλλά το περιεχόμενο του αγώνα, δηλαδή η «ένωση
της Κύπρου με την Ελλάδα». Αυτό το περιεχόμενο δεν ανταποκρινόταν προς
τα συμφέροντα του κυπριακού λαού και ουσιαστικά έστρεφε τη μια κοινότητα
ενάντια στην άλλη. Αν ο ένοπλος αγώνας είχε διαφορετικό περιεχόμενο, η
ένοπλη τακτική θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει πολύ καλύτερα. Ο
αφορισμός λοιπόν, του ένοπλου αγώνα δεν έχει κανένα νόημα και ούτε θα
πρέπει να φορτώνονται σ’ αυτόν οι «αμαρτίες» του περιεχομένου στη μορφή.
Ο Δ. Χριστόφιας αφορίζει τον ένοπλο αγώνα και υποστηρίζει την άποψη, ότι η
μαζική πολιτική πάλη θα «δυσκόλευε και (θα) απότρεπε την υποταγή της
τουρκοκυπριακής κοινότητας στους σωβινιστές τουρκοκυπρίους (θα)
διευκόλυνε την κοινή πάλη των προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων των
τουρκοκυπρίων μαζί με τις υπόλοιπες προοδευτικές δυνάμεις τόσο ενάντια στο
σωβινισμό όσο και ενάντια στην αποικιοκρατία».(41)

39
Είναι δύσκολο να επεξηγηθεί η συλλογιστική αυτή, γιατί ορισμένα ζητήματα
τίθενται σε απόλυτο βαθμό. Δεν εξηγείται πώς η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα
απελευθερωνόταν και δεν θα υποτασσόταν στους σωβινιστές της κοινότητας
της. Με άλλα λόγια, ποιο θα ήταν το κίνητρο αντίστασης ενάντια στους
σωβινιστές. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είχε μετατρέψει σε πανάκεια λύσης
των προβλημάτων της την «ένωση» - γι’ αυτήν υπήρχε κίνητρο. Για τους
τουρκοκύπριους, όμως, η «ένωση» δεν ανταποκρινόταν ούτε και μπορούσε να
ανταποκριθεί στα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα. Για να μην
υποτάσσονταν οι τουρκοκύπριοι στην πολιτική των σωβινιστών θα έπρεπε το
περιεχόμενο του αγώνα να εξυπηρετεί και τα δικά τους εθνικά, οικονομικά και
πολιτικά συμφέροντα. Αυτό είναι αξίωμα κάθε αγώνα.

Αυτό το αξίωμα στην Κύπρο δεν ίσχυσε. Η «ένωση» είτε κατακτιόταν με το


όπλο είτε με ειρηνικό αγώνα, όπως υποστηρίζει ο Δ. Χριστόφιας, δεν μπορούσε
να εμπνεύσει και πολύ περισσότερο να συμπαρασύρει τις μάζες των
τουρκοκυπρίων στον αντιαποικιακό αγώνα. Ο εθνικισμός θα τις άλωνε είτε με
τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Ο Δ. Χριστόφιας στο ίδιο άρθρο αναφέρει, ότι
ο αγώνας «οδηγήθηκε στη χρεοκοπία γιατί δεν ανταποκρίνετο στις συνθήκες
που περιγράψαμε (δηλαδή στο μαζικό ειρηνικό αγώνα, σ.σ.)». Είναι γεγονός,
ότι το περιεχόμενο του αγώνα «χρεοκόπησε» και σ’ αυτή τη «χρεοκοπία» δεν
μπορούσε να μη συμπαρασύρει και τη μορφή – τον ένοπλο αγώνα, αλλά να τα
φορτώνουμε όλα στη μορφή του αγώνα είναι και αντιεπιστημονικό, αλλά και
παραπλάνηση του λαού.
Η Κυπριακή Δημοκρατία έφερε όλες τις πληγές και όλα τα τραύματα της
αντιαποικιακής πάλης και τα κατάλοιπα από τη χρεοκοπία του περιεχομένου -
του στρατηγικού στόχου, που ήταν η «ένωση με την Ελλάδα». Η άποψη της
ηγεσίας του ΑΚΕΛ, - άποψη που υποστηρίζεται μέχρι σήμερα, ότι ο ένοπλος
αγώνας της ΕΟΚΑ είναι ο κύριος και ο απόλυτα υπεύθυνος για τα κακά που
επακολούθησαν είναι λαθεμένη, και παραπλανητική. Η ρίζα του κακού δεν
είναι ο ένοπλος αγώνας, αλλά το περιεχόμενο του αγώνα – ο στόχος της
«ένωσης» που όλοι οι ελληνοκύπριοι ηγέτες υποστήριξαν με πάθος και
φανατισμό χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις εσωτερικές συνθήκες, τις
ευαισθησίες και τις τοποθετήσεις της άλλης εθνικής κοινότητας. Γι’ αυτό και
δεν εκτίμησαν σωστά το «άλμα» του Μακαρίου προς την ανεξαρτησία και πόσο
θα έπρεπε να παλέψουν για τη διατήρηση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους
αντί για τη διάλυση του.

40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

3. Πολιτικά προβλήματα συνταγματικής ανάπτυξης.

3.1. Μπορούσε να λειτουργήσει το σύνταγμα του 1960;

Στη δεκαετία του 1950 είχαν φουντώσει τα απελευθερωτικά κινήματα σε


όλες τις υπόδουλες χώρες. Ο αποικισμός σαν σύστημα βρισκόταν κάτω από
ασφυκτική πίεση και υποχωρούσε. Οι λαοί απελευθερώνονταν και
δημιουργούσαν τα δικά τους εθνικά κράτη. Με την κατάκτηση της
ανεξαρτησίας τους δε σημαίνει ότι, αυτόματα έλυναν όλα τα προβλήματα τους.
Αντίθετα, τα νεοσύστατα κράτη, οι λαοί τους στα πρώτα τους βήματα είχαν
να αντιμετωπίσουν την ισχυρή εξάρτηση της πρώην μητρόπολης και τα
κατάλοιπα του αποικισμού σε όλους τους τομείς της πολιτικής, οικονομικής και
κοινωνικής ζωής. Απαιτούνταν ακόμη αρκετές προσπάθειες για να ενισχυθεί η
ανεξαρτησία τους και να μπουν στο δρόμο της πλήρους αυτοτέλειας. Μερικά
κράτη στην Ασία και την Αφρική δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν και οι
κύριοι στόχοι της απελευθέρωσης τους έμειναν ανεκπλήρωτο όραμα.

Η Κύπρος δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση του γενικού κανόνα.


Όμως, μ΄ αυτό δεν είναι δυνατόν να υποβαθμιστεί η ουσιαστική σημασία της
ανακήρυξης της σε ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το σημαντικό γεγονός στην
ιστορία της χώρας αποτελούσε ουσιαστικό βήμα και ανταποκρινόταν στα
ζωτικά συμφέροντα του κυπριακού λαού. Τα αποικιακά κατάλοιπα ήταν
απόρροια της διευθέτησης του προβλήματος στα συμμαχικά πλαίσια της
Ελλάδας και τα οποία έδωσαν τη δυνατότητα στη μητροπολιτική Αγγλία να
εξασκήσει άμεση και καθοριστική επίδραση στα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο Δ.
Μπίτσιος (1) που έζησε το κυπριακό σ’ αυτή την περίοδο περιγράφει όλες τις
λεπτομέρειες και τις μηχανορραφίες που εξυφαίνονταν πίσω από τις πλάτες
του κυπριακού λαού και πως τελικά κατέληξαν στις συμφωνίες Ζυρίχης-
Λονδίνου, στις πρόνοιες των οποίων βασίστηκε το σύνταγμα του 1960 και
οικοδομήθηκε η δομή του κυπριακού κράτους. Η εθνική σύνθεση του
πληθυσμού ήταν ο δεύτερος ουσιαστικός παράγοντας που άσκησε
αποτελεσματική επίδραση στην οργάνωση της κρατικής εξουσίας και έμελλε να
διαδραματίσει στα πρώτα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας ανασταλτικό
παράγοντα στην εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας της. Πως, όμως, δέχτηκαν οι
πολιτικές δυνάμεις του κυπριακού λαού αυτό τον ιστορικό συμβιβασμό σε
σχέση με τον στόχο των ελληνοκυπρίων για «ένωση» και των τουρκοκυπρίων
για διχοτόμηση;

Η ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αμέσως μετά την υπογραφή των


συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου προγραμμάτιζε αγώνα αθέτησης της
συμφωνίας, παραμερισμού όλων των νομικών και συνταγματικών προνοιών
που ορθώνονταν μπροστά της για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Παρά
το ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ η ενωσιολογία συνέχιζε να κυριαρχεί και μετά την 16η
Αυγούστου 1960, ημέρα ανακήρυξης της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος. «Αν ο
Μακάριος πίστευε σ’ ένα πραγματικό ανεξάρτητο κράτος, - γράφει ο Πλ.

41
Σέρβας, - πρώτο μέλημα του θάπρεπε νάταν να δημιουργήσει απαρχής κλίμα
φιλίας και αλληλοκατανόηση, παρά τις διατάξεις των συμφωνιών...».(2)

Μερικοί ελληνοκύπριοι πολιτικοί συμβούλευσαν τον Μακάριο την ημέρα της


επιστροφής του να εμφανιστεί μαζί με τον ηγέτη των τουρκοκυπρίων Φ.
Κουτσιούκ και να χαιρετήσουν τον κυπριακό λαό. Ο Μακάριος όχι μόνο
αρνήθηκε, αλλά στο λόγο που εκφώνησε στην τεράστια συγκέντρωση των
ελληνοκυπρίων αφιέρωσε μόνο μια πρόταση για τους τουρκοκύπριους. Είπε
συγκεκριμένα: «Ιδιαιτέρως ας συνεργασθώμεν εγκαρδίως και ειληκρινώς με το
φίλον σύνοικον τουρκικόν στοιχείον». Όση η έκταση της πρότασης τόση και
αποδεικνύεται ήταν και η εκτίμηση του προς τους τουρκοκύπριους. Αν
αποδεχόταν αυτή την πρόταση, οπωσδήποτε η συγκέντρωση δεν θα ήταν μόνο
για τους ελληνοκύπριους αλλά μια κοινή δικοινοτική συγκέντρωση με θετικές
επιπτώσεις στην πορεία των σχέσεων των δυο κοινοτήτων. Θα έδινε το μήνυμα
της απελευθέρωσης από τον αποικιακό ζυγό και όχι μήνυμα νίκης της μιας
πλευράς ή/και αντιπαράθεσης μεταξύ τους.

Οι ίδιες σκέψεις και πολιτική αντιπαράθεσης κυριαρχούσαν και στην ηγεσία


της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Είναι πολύ χαρακτηριστικές - όσο απλοϊκές
και αν είναι - οι δηλώσεις του τότε εκπροσώπου των τουρκοκυπρίων κ. Φ.
Κουτσούκ που έκανε προς τους τουρκοκύπριους δημοσιογράφους, όταν
έφτασε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας από το Λονδίνο: «Το κράτος μοιάζει με
αυτοκίνητο: στα χέρια του προέδρου βρίσκεται το τιμόνι και στα δικά μου τα
φρένα». (3)

Η τουρκοκυπριακή ηγεσία αντιμετώπιζε τα δικαιώματα που τις κατοχύρωσαν


οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και κατ’ επέκταση το σύνταγμα της Κυπριακής
Δημοκρατίας σαν αντιστάθμισμα της προσπάθειας των ελληνοκυπρίων που
θεώρησαν την ανεξαρτησία σαν ένα βήμα προς την «ένωση», σαν ένα
προσωρινό σταθμό προς την «αυτοδιάθεση–ένωση».

Την ανεξαρτησία καμιά πολιτική δύναμη δεν την είδε σαν ένα βήμα που
μπορούσε να βοηθήσει τον κυπριακό λαό να αποκαταστήσει τις σχέσεις των
δύο κοινοτήτων που τον αποτελούσε και μαζί να οικοδομήσουν το κοινό τους
μέλλον. Αυτό το καθήκον έπεφτε περισσότερο στους ώμους της μεγαλύτερης
κοινότητας, έπεφτε στους ώμους της πολιτικής ηγεσίας της ελληνοκυπριακής
κοινότητας.

Τις σκέψεις της ελληνοκυπριακής ηγεσίας τις εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά


ο Ε. Ν. Τζελεπής που τη διατύπωσε με τον ακόλουθο τρόπο: « Το τίμημα που
πλήρωνε η Κύπρος, - γράφει, - γινόταν, όμως ακόμη μεγαλύτερο, στο μέτρο
που η «ανεξαρτησία» που της είχαν παραχωρήσει ήταν φανταστική».(4) Η
ανεξαρτησία, λοιπόν ήταν φανταστική. Ακόμη και αν έτσι είχαν τα πράγματα, η
πολιτική ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας θα έπρεπε να εργαστεί για να
την μετατρέψει σε υπαρκτή.

Τα δικαιώματα και τα προνόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας που η


ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας αποδέχτηκε και υπέγραψε
θεωρούνταν «σκανδαλώδη» γιατί αποτελούσαν τροχοπέδη προς την ένωση
για την οποία για χρόνια αγωνίζονταν. «Έπρεπε - γράφει ο Ε. Ν. Τζελεπής, -
ακόμα να εμποδίσει (η Αγγλία, σ.σ) την ελληνική πλειοψηφία να ασκήσει αυτό
το δικαίωμα σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Γιατί αν η ελληνοκυπριακή

42
πλειοψηφία διατηρούσε αυτή τη δυνατότητα, θα μπορούσε μια μέρα να την
εκμεταλλευθεί για να διακηρύξει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα».(5)

Ο εχθρός της ελληνοκυπριακής ηγεσίας είχε αλλάξει εθνικότητα. Δεν ήταν η


βρετανική αποικιοκρατία αλλά τα δικαιώματα και τα προνόμια της
τουρκοκυπριακής κοινότητας που κατοχύρωνε το σύνταγμα του
κυπριακού κράτους. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα εφόσον αντιδρούσε και δεν
αποδεχόταν οποιαδήποτε τροποποίηση του συντάγματος, θα έπρεπε σύμφωνα
με την ομιλία που εκφώνησε ο Μακάριος: «Μέχρις ότου η μικρή τουρκική
κοινότητα, που αποτελεί μέρος της τουρκικής φυλής, του τρομερού εχθρού
του ελληνισμού εξουδετερωθεί, το καθήκον προς τους ήρωες της ΕΟΚΑ δεν
μπορεί να θεωρηθεί λήξαν».(6)

Ο ίδιος ο Πρόεδρος του κυπριακού κράτους που ενώπιον του κοινοβουλίου


της Κυπριακής Δημοκρατίας έδωσε πίστη και σεβασμό στην τήρηση του
συντάγματος, κήρυσσε ουσιαστικά τον «πόλεμο» ενάντια στο 20% του
πληθυσμού της χώρας του. Σταδιακά αλλά αμετάκλητα μετατρεπόταν από
πρόεδρος όλων των κυπρίων σε πρόεδρο της ελληνοκυπριακής κοινότητας,
την οδηγούσε σε πλήρη και μετωπική αντιπαράθεση με την τουρκοκυπριακή
κοινότητα που στέκονταν εμπόδιο στην «ένωση» και απαιτούσε εφαρμογή των
προνοιών του συντάγματος. Αλλά και η ηγεσία του ΑΚΕΛ στο πρόγραμμα της
που επεξεργάστηκε δυο χρόνια μετά την ανεξαρτησία - όχι τη φανταστική
αλλά την πραγματική, - θρηνεί για τον ενταφιασμό της «ένωσης». «Για πολλά
χρόνια - αναφέρεται στο πρόγραμμα, - ο υπόδουλος κυπριακός λαός
αγωνίζεται να ζήσει εθνικά ελεύθερος, με βάση τη διεθνώς ανεγνωρισμένη
αρχή της αυτοδιάθεσης. Πολλές γενεές έζησαν και γαλουχήθηκαν με το
φλογερό πόθο της αυτοδιάθεσης, (σ.σ εννοείται ένωσης) αγωνίστηκαν και
πολλοί θυσιάστηκαν για την πραγματοποίηση αυτού του ιδανικού».(7) Δεν
είναι τυχαίες, λοιπόν οι πολιτικές μεταλλάξεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όταν το
1959 σε συμμαχία με τις πλέον ακραίες εθνικιστικές δυνάμεις αντιπαρατάχθηκε
στην πολιτική της ανεξαρτησίας που εκπροσωπούσε τότε ο Μακάριος, αλλά και
στην «αμέριστη» υποστήριξη του, όταν στράφηκε προς την πολιτική της
«ένωσης».

Από την πρώτη μέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου η
εφαρμογή των προνοιών του συντάγματος αποτέλεσε αντικείμενο έντονων
συζητήσεων και αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων. Η
ελληνοκυπριακή ηγεσία προσπάθησε με όλα τα μέσα να ανακόψει την
υλοποίηση των προνοιών του συντάγματος που η ίδια είχε υπογράψει και
αποδεχτεί. Ακόμα και για το διαχωρισμό των δήμων που η ίδια επέμενε να
κατοχυρωθεί στις συμφωνίες και το σύνταγμα είχε μετανιώσει και δεν ήθελε να
τον εφαρμόσει.(8)

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ παρ’ όλο που στο 10ο συνέδριο της διέγραψε από
το καταστατικό του κόμματος της το στόχο της αυτοδιάθεσης-ένωσης και
διακήρυσσε, ότι το κύριο καθήκον στις νέες συνθήκες ήταν η οικονομική και
πολιτιστική ανέλιξη της χώρας μας, τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση, ότι το στάδιο
αγώνα που περνούσε η πατρίδα μας ήταν «εθνικο-απελευθερωτικό». Τι
εννοούσε, όμως με αυτή τη διατύπωση;

Σε κύριο άρθρο του το περιοδικό «Νέος Δημοκράτης» εκφραστικό όργανο


της Κ.Ε ΑΚΕΛ επεξηγώντας το «εθνικο-απελευθερωτικό στάδιο αγώνα του

43
λαού μας», υπογράμμιζε ανάμεσα στα άλλα και τη ρητή απαγόρευση από τη
συνθήκη εγκαθίδρυσης, την επιδίωξη της αυτοδιάθεσης.(9) Ο γενικός
γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Ε. Παπαϊωάννου, ένα χρόνο αργότερα και πριν
ξεσπάσουν οι διακοινοτικές συγκρούσεις, στις 6 Οκτωβρίου 1963, μιλώντας σε
συγκέντρωση στελεχών του κόμματος του, υπογράμμιζε, ότι «η ίδια η ζωή
έδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας το ανεφάρμοστο πολλών βασικών διατάξεων
της συμφωνίας και του συντάγματος». Και συνεχίζει: «Η τροποποίηση του
συντάγματος πάνω σ’ αυτά και άλλα σημεία θα συμβάλει στην εξομάλυνση των
σχέσεων και στη δημιουργία συνθηκών μέσα στις οποίες θα ακμάσει η
συνεργασία ανάμεσα στις δύο κοινότητες προς αμοιβαίο καλό».(10)

Οι προειδοποιήσεις των εθνικιστικών κύκλων της τουρκοκυπριακής


κοινότητας, ότι θα ανοίξουν νέοι τάφοι, ότι θα επέμβει ο τουρκικός στρατός
κλπ., δεν έκαμψαν την αδιαλλαξία και τον ετσιθελισμό της πολιτικής ηγεσίας
των ελληνοκυπρίων. Ο πρόεδρος Μακάριος δήλωνε, ότι «είμαι αρχηγός
κράτους και θα εφαρμόσω τις αποφάσεις μου», ενώ η ηγεσία του ΑΚΕΛ
επαναφέροντας το σύνθημα της «ένωσης» τόνιζε, ότι «είμαστε πρόθυμοι να
δώσουμε, ό,τι απαιτηθεί από μας στην πάλη για την αναθεώρηση των
συμφωνιών και την εκπλήρωση των εθνικών πόθων του λαού μας».(11)

Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα είχε μεγιστοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό το


ζήτημα της λειτουργίας του συντάγματος και της κρατικής μηχανής που
δημιούργησαν στον ελληνοκυπριακό λαό την πεποίθηση, ότι το σύνταγμα είναι
αδύνατο να επιβιώσει. Ο πρόεδρος Μακάριος και η ηγεσία του ΑΚΕΛ οι μόνοι
πολιτικοί του εκπρόσωποι, τυλιγμένοι στο πέπλο του εθνικισμού δεν
μπορούσαν να αντιληφθούν ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν, ότι η κατάργηση ή
παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας
αναπόφευκτα οδηγούσε σε όξυνση των σχέσεων τους και όχι, όπως έλεγε ο Ε.
Παπαϊωάννου στην «εξομάλυνση προς αμοιβαίο καλό».

Η ελληνοκυπριακή πολιτική και κρατική ηγεσία δεν έδειχνε τον απαραίτητο


σεβασμό προς το σύνταγμα. Αυτό υποστηρίζει και ο Λ. Ιεροδιακόνου που
γράφει, ότι «η ελληνοκυπριακή κοινότητα σαν σύνολο ποτέ (υπογράμμιση
δική μας) δεν είχε αντικρίσει το σύνταγμα με τον απαιτούμενο σεβασμό και
σοβαρότητα. Ιδιαίτερα οι Έλληνες παρουσιάστηκαν απρόθυμοι να θέσουν σε
λειτουργία εκείνες τις πρόνοιες του συντάγματος οι οποίες ενίσχυαν τους
τουρκοκυπρίους να σταθούν σαν χωριστή κοινότητα».(12)

Οι θέσεις των ελληνοκυπρίων πολιτικών για τροποποίηση του συντάγματος


είχαν διπλό στόχο: πρώτο, να υποβαθμίσουν το συνταγματικό status της
τουρκοκυπριακής κοινότητας και να τη μετατρέψουν σε απλή μειονότητα χωρίς
κανένα καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας,
(όπως συχνά έλεγε ο Μακάριος δεν επιθυμούσε τη δημιουργία
τουρκοκυπριακής αριστοκρατίας) και, δεύτερο, αφαιρώντας της τα
συνταγματικά της δικαιώματα θα δημιουργούνταν για τους ελληνοκύπριους
όλες οι προϋποθέσεις, με τη χρήση της αριθμητικής τους υπεροχής, να
εντάξουν την Κύπρο στην ελληνική επικράτεια. «Σκοπός μας, κύριε Πρόεδρε, -
έγραφε ο πρόεδρος του κυπριακού κράτους στον πρωθυπουργό της Ελλάδας
το Γ. Παπανδρέου το 1964 - είναι η κατάλυσις των Συμφωνιών Ζυρίχης και
Λονδίνου δια να δύναται αδέσμευτος ο Ελληνικός Κυπριακός λαός, εν
συνεννοήσει μετά της Μητρός Πατρίδος, να καθορίσει το μέλλον του».(13) Γι’

44
αυτό και οι προσπάθειες για τροποποίηση του συντάγματος αντιμετώπιζαν τη
βίαιη αντίθεση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.

Ποιος πάτησε πρώτος τη σκανδάλη τη νύκτα της 20ης προς την 21η
Δεκεμβρίου 1963, που έδωσε το έναυσμα έναρξης των διακοινοτικών
συγκρούσεων, δεν είναι το κρίσιμο σημείο που χρίζει ανάλυσης και ιδιαίτερης
σημασίας. Το γεγονός είναι, ότι εξ αιτίας του ανταγωνισμού των ηγεσιών, εξ
αιτίας της αδιαλλαξίας, ο κυπριακός λαός οδηγήθηκε στη διάσπαση και την
ένοπλη αντιπαράθεση. Ο εξοπλισμός των εθνικιστικών ομάδων, η σύγκρουση
και οι δολοφονίες αμάχων, είχε σαν αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των
κοινοτήτων. «Δεν ισχυριζόμαστε, - γράφει ο Κ. Π. Κύρρης, - ότι δεν έχουν
ευθύνη και οι δυο κοινότητες και ιδιαίτερα οι ηγεσίες των για τις προστριβές
αυτές...». Αλλά πιο κάτω υπογραμμίζει, ότι περισσότερη ευθύνη για την
όξυνση των σχέσεων των δυο κοινοτήτων φέρουν οι σοβινιστικοί κύκλοι της
τουρκοκυπριακής κοινότητας. Είναι αλήθεια ότι ο Κ. Π. Κύρρης επιρρίπτει
ευθύνες και στον πρόεδρο Μακάριο που «...θέλησε, κάπως εσπευσμένα, ας το
ομολογήσουμε, και χωρίς στάθμιση των συνεπειών των εισηγήσεων του, χωρίς
επαρκή στρατιωτικοπολιτική προετοιμασία...».(14)

Η ευθύνη, λοιπόν, του Μακαρίου και της πολιτικής ηγεσίας των


ελληνοκυπρίων που τον υποστήριζε σε όλες του τις ενέργειες και πολιτικές
αποφάσεις, είναι τοποθετημένη από την ανάποδη. Ο Κ. Π. Κύρρης, και αρκετοί
άλλοι συγγραφείς, όπως και η πολιτική ηγεσία δεν του απονέμουν ευθύνες
γιατί αρνήθηκε να εφαρμόσει τα συνταγματικά δικαιώματα της
τουρκοκυπριακής κοινότητας, που ο ίδιος δυο χρόνια πριν είχε υπογράψει,
αλλά γιατί δεν είχε «επαρκή στρατιωτικοπολιτική προετοιμασία», όταν
αποφάσισε να τροποποιήσει το σύνταγμα. Έπρεπε σύμφωνα με την άποψη του
Κ. Π. Κύρρη, η ελληνοκυπριακή ηγεσία να προετοιμαστεί στρατιωτικά και
πολιτικά και μετά να κάνει το «γιουρούσι» της ενάντια στα δικαιώματα των
τουρκοκυπρίων, έτσι που η τελευταία να μη είναι σε θέση να αντιδράσει.
Απέφυγε, όμως να αναφέρει, ότι η οργάνωση «ΑΚΡΙΤΑΣ»(15) είχε ήδη ιδρυθεί
και είχε προετοιμαστεί παράνομα γι’ αυτό το «γιουρούσι» και ότι «τον
Ιανουάριο του 1963 έγιναν επί τρεις ημέρες, ασκήσεις επί χάρτου στο
προεδρικό μέγαρο της Λευκωσίας, με σκοπό την εξουδετέρωση των
τούρκων».(16)

Η υπαρκτή ανεξαρτησία της Κύπρου δεν εκτιμήθηκε σωστά. Καμιά πολιτική


δύναμη δεν είδε το ζήτημα των συμμαχιών με τις αντίστοιχες δυνάμεις που
υπήρχαν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και σε σχέση με την προώθηση των
δικών τους συμφερόντων. Στάθηκαν στο τυπικό των συνταγματικών διατάξεων
αντί να τις υπερκεράσουν με πολιτικές ενέργειες που δεν παραβίαζαν τις
συνταγματικές πρόνοιες και πολύ περισσότερο τα προνόμια της
τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ο εθνικιστικός φανατισμός ανατίναξε όλες τις
γέφυρες συνεννόησης ανάμεσα στα εθνικά τμήματα του κυπριακού λαού, με
αποτέλεσμα να μην υπάρχουν δυνάμεις που να αγωνιστούν για την εφαρμογή
μιας συνεπούς πολιτικής συνεννόησης. Τέτοια πολιτική θα δημιουργούσε
συνθήκες απάμβλυσης των εθνικών αντιθέσεων, και η ίδια η ζωή θα
εξανάγκαζε τις πολιτικές δυνάμεις να αναζητήσουν πολιτικούς συμμάχους, θα
τις έσπρωχνε σε πολιτικές συμμαχίες, ανεξάρτητα από την εθνικότητα των
δυνάμεων και σε από κοινού σταδιακή υπερπήδηση των συνταγματικών
προβλημάτων.

45
Ο εθνικισμός της ελληνοκυπριακής ηγεσίας δεν της επέτρεψε να
συνειδητοποιήσει τη σημασία της κοινής πατρίδας που έκφρασή της αποτελεί η
ύπαρξη κοινού κράτους και έμπρακτη υλοποίηση του δικαιώματος
αυτοδιάθεσης. Αυτό το ουσιαστικό στοιχείο δεν βρισκόταν στο πεδίο όρασης
της γι΄ αυτό και δεν ήταν σε θέση να χαράξει μια ορθολογιστική πολιτική που
να εξυπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα του κυπριακού λαού στο σύνολο του.
Αντίθετα, έδινε στον κάθε εθνικιστή το δικαίωμα να υψώσει τα λάβαρα ενάντια
στην ανεξαρτησία για να βροντοφωνάξει: «Δεν υπάρχει ανάγκη ενιαίου
ανεξάρτητου κράτους. Εμάς - έγραφε ο Κ. Σπυριδάκης - μας χρειάζεται
ενιαίον ελληνικόν έθνος, ένα ενιαίον ελληνικόν κράτος».(17)

Η κυριαρχία του εθνικισμού οδήγησε την πολιτική ηγεσία της


ελληνοκυπριακής κοινότητας να λάβει το 1963, με την έναρξη των
συγκρούσεων, «σκληρά» μέτρα που στρέφονταν ενάντια σε όλη την
τουρκοκυπριακή κοινότητα. Παράνομα και αντισυνταγματικά επέβαλε
οικονομικό και στρατιωτικό αποκλεισμό με σκοπό να συνθλίψει την αντίσταση
της. Με εσωτερική οδηγία που εκδόθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών, το
1964 απαγορεύθηκαν οι πωλήσεις γης από τους ελληνοκύπριους προς τους
τουρκοκύπριους ενώ ενθαρρυνόταν η αντίστροφη πολιτική και από το 1970
αυτή η οδηγία έγινε νόμος (49/1970). Ήταν μια προσπάθεια ξεκληρίσματος
τμήματος των πολιτών της Δημοκρατίας που είχαν διαφορετική εθνική
ταυτότητα. Κι’ αυτό γινόταν στο όνομα του ‘‘δικαίου της ανάγκης‘‘ και της
‘‘ασφάλειας‘‘ της Δημοκρατίας. Η κρατική και πολιτική ηγεσία του
ελληνοκυπριακού πια κράτους κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια οικονομικού
στραγγαλισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Καταρτίστηκε ένας μακρύς
κατάλογος εμπορευμάτων που η διάθεση τους στην τουρκοκυπριακή κοινότητα
είχε απαγορευθεί. Παράλληλα οι ελληνοκύπριοι που είχαν υποστεί ζημιές από
τις διακοινοτικές συγκρούσεις – οι τουρκόπληκτοι – αποζημιώθηκαν με
απόφαση της κυβέρνησης και της Βουλής, ενώ οι χιλιάδες τουρκοκύπριοι –
ελληνόπληκτοι - που εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους δεν πήραν
κανένα ποσό ούτε και προβλεπόταν οτιδήποτε γι’ αυτούς.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν κατάγγειλε αυτά τα μέτρα, αλλά και
υπερψήφισε το νόμο 49/1970, την ώρα που γίνονταν οι ενδοκυπριακές
συνομιλίες για διευθέτηση του προβλήματος. Ζητούσε μόνο «χαλάρωση» των
μέτρων και όχι ακύρωση τους. Όμως τα μέτρα αυτά είχαν σαν επακόλουθο -
όχι να αποκαταστήσουν τις ήδη τεταμένες σχέσεις των δυο κοινοτήτων – αλλά
να ισχυροποιήσουν τις θέσεις του εθνικισμού και στην άλλη κοινότητα. Οι
εθνικιστικές και σοβινιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τον αποκλεισμό για να
εδραιωθούν σαν ηγεσία των τουρκοκυπρίων.

Η αδιαλλαξία του Μακαρίου - παρά τις συμβουλές της ελληνικής


κυβέρνησης να μη προχωρήσει σε τροποποίηση του συντάγματος, έφερε τη
σύγκρουση. Εκτόπισε τους τουρκοκύπριους από τη διαχείριση του κράτους,
μετέτρεψε την Κυπριακή Δημοκρατία από δικοινοτικό κράτος σε καθαρά
ελληνοκυπριακό κράτος. Με την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τα
γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963, όσο και αν η ελληνοκυπριακή ηγεσία ήθελε
να την εκμεταλλευθεί για να οδηγήσει την Κύπρο στις «μητρικές αγκάλες»,
υποχρεώθηκε noles volens σε συμβιβασμό και στις διακοινοτικές συνομιλίες.
Όμως ποτέ δεν εγκατέλειψε την ιδέα της «ένωσης» και συνέχιζε να την
προβάλλει και μετά την έναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών(18).

46
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί, ότι τα γεγονότα του Δεκέμβρη του
1963 ήταν ένα πραξικόπημα ή βίαιη προσπάθεια επιβολής, που οργάνωσε
μέρος των κυβερνώντων για να απαλλαγούν από τα δικαιώματα και τα
προνόμια που κατοχύρωνε το σύνταγμα στον αντιπρόεδρο και τα άλλα
τουρκοκυπριακά μέλη της κυβέρνησης και της Βουλής. Από την άλλη η
τουρκοκυπριακή ηγεσία το αποδέχτηκε γιατί θεώρησε, ότι εξυπηρετούσε τους
δικούς της στόχους, που ήταν η διχοτόμηση του νησιού. Γι’ αυτό και άρχισε να
οικοδομεί το δικό της «κράτος» περιπλέκοντας περισσότερο το πρόβλημα και
εδραιώνοντας το διαχωρισμό(19) καθιστώντας και την επιστροφή στο
σύνταγμα του ’60 δύσκολη και ανέφικτη προοπτική ιδιαίτερα μετά το
πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή τον Ιούλη του 1974.

3.2. Από την ένωση στην ομοσπονδία.

Η πρόταση για ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού κράτους δεν είναι


νέα ούτε και εμφανίστηκε το 1977 με τις συμφωνίες Μακαρίου – Ντενκτάς.
Στην μετά την ανεξαρτησία περίοδο, πρόταση για ομοσπονδιακή διάρθρωση
προήλθε από τον τότε υπουργό εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέϊ
Γκρομύκο. Σε δηλώσεις του το Γενάρη του 1965 έριξε την ιδέα της
ομοσπονδιακής διάρθρωσης σαν μορφής που μπορούσε να επιλεγεί για τη
διευθέτηση του κυπριακού. «Η εσωτερική διάρθρωση του κυπριακού κράτους
– ανέφερε στις δηλώσεις του – αποτελεί αποκλειστική υπόθεση του κυπριακού
λαού, ο οποίος μπορεί να επιλέξει με πλήρη ανεξαρτησία τη μορφή
διακυβέρνησης που του ταιριάζει καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα
συμφέροντα της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας, μέσα στα πλαίσια του
κυπριακού κράτους. Η ομοσπονδιακή μορφή θα μπορούσε να επιλεγεί».(20)

Γιατί έγινε αυτή η πρόταση Γκρομύκο, που στην Κύπρο ξεσήκωσε θύελλα
αντιδράσεων και διαμαρτυριών και μερικοί την χαρακτήρισαν «βόμβα»; Για να
απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το εσωτερικό αλλά και το
διεθνές περιβάλλον. Διαφορετικά θα πρέπει να υποστηρίξουμε την άποψη που
μερικοί διατύπωσαν, ότι ήταν άμεση επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της
Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι η Σοβιετική Ένωση από φίλος της Κύπρου
μεταπηδούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο για δικά της στενά εθνικά συμφέροντα.

Στην Κύπρο, με την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων επανέρχονται


στην πολιτική ζωή τα προ της ανεξαρτησίας εθνικιστικά συνθήματα: οι
ελληνοκυπριακή ηγεσία, κρατική και πολιτική απαιτεί ένωση με την Ελλάδα και
η τουρκοκυπριακή τη διχοτόμηση. Με άλλα λόγια ούτε οι μεν ούτε οι δε
επιθυμούν τη συνέχιση της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα 13 σημεία
για τροποποίηση του συντάγματος που είχε υποβάλει ο πρόεδρος Μακάριος
ήταν το πρόσχημα, ήταν ο προπομπός ενός σχεδίου που θα οδηγούσε στη
διάλυση του κυπριακού κράτους και στην ενσωμάτωση του στην ελληνική
επικράτεια.(21)

Η εθνικιστική εφημερίδα «Πατρίς» στην έκδοση της στις 21 Απριλίου 1966


αποκάλυψε το σχέδιο «Ακρίτας» και συνάμα κατηγορούσε το Μακάριο ότι δεν
το εφάρμοσε με την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων και το οποίο
προνοούσε άμεση ανακήρυξη της ένωσης «σε περίπτωση γενικότερων
συγκρούσεων». Το σχέδιο «Ακρίτας» ήταν, από όποια πλευρά και αν εξεταστεί,
ένα πραξικοπηματικό σχέδιο που οργανώθηκε από τον πρόεδρο του κράτους
και τους συνεργάτες του για πραξικοπηματική διάλυση του κυπριακού κράτους

47
και ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ο Β. Θ. Μαθιόπουλος γράφει, ότι «η
Λευκωσία προκάλεσε με τα 13 σημεία της 30ης Νοεμβρίου 1963 τη μεγάλη
κρίση των Χριστουγέννων της χρονιάς εκείνης... και γίνεται σαφέστερο, αν
αναφερθεί πως, όταν οι ελληνοκύπριοι μπήκαν στα γραφεία των
τουρκοκυπρίων υπουργών το Δεκέμβριο του 1963, βρήκαν μισοτελειωμένο
κείμενο του Κουτσιούκ, που αποτελούσε απάντηση στις προτάσεις Μακαρίου.
Τις απέρριπτε μεν, αλλά δεχόταν διάλογο για να συζητήσει το όλο
πλέγμα».(22)

Με την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων δραστηριοποιείται και ο


διεθνής παράγοντας, ιδιαίτερα ο ΝΑΤΟικός που με τα γεγονότα απειλούσαν τη
συνοχή του. Στις 15 του Γενάρη το 1964 συνέρχεται στο Λονδίνο η
πενταμερής διάσκεψη και στην οποία η Βρετανία διαδραματίζει τον κύριο ρόλο.
Ο υπουργός αποικιών της Βρετανίας Ντάκαν Σάντυς και ο υφυπουργός των
ΗΠΑ Τζιώρτζ Μπώλ ετοίμασαν σχέδιο με το οποίο πρότειναν την υπαγωγή της
Κύπρου κάτω από τον έλεγχο του ΝΑΤΟ με την παρουσία στρατευμάτων της
συμμαχίας και το διορισμό μεσολαβητή. Η κυβέρνηση της Ελλάδας αποδέχτηκε
την πρόταση – σαν πιστός σύμμαχος – την απέρριψε όμως η κυβέρνηση της
Κύπρου και η οποία προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζητώντας
την αποστολή διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης, που έφτασε στο νησί το Μάρτη
του 1964.

Η διεθνοποίηση του κυπριακού με τη μεταφορά του στον ΟΗΕ έφερε στο


προσκήνιο τη Σοβιετική Ένωση, η οποία με διακοίνωση της προς τις
πρωτεύουσες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ τις καλούσε να «αποφύγουν με
τρόπο λογικό και ρεαλιστικό όλες τις συνέπειες που θα προκαλούσε μια
ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο και να σεβαστούν την
κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Κύπρου».(23)

Ο γ.γ. του ΟΗΕ Ου Θαντ διορίζει μεσολαβητή για τη διευθέτηση του


κυπριακού τον Γκάλο Πλάζα. Παράλληλα, όμως, ρόλο μεσολαβητή
αναλαμβάνει και ο αμερικανός Ντιν Άτσεσον και τον Αύγουστο του 1964
καταθέτει τη δική του πρόταση που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία
«διπλή ένωση». Η πρόταση Άτσεσον δεν είναι τυχαία: οι ελληνοκύπριοι
κρατικοί και πολιτικοί παράγοντες συνέχιζαν να υποστηρίζουν την ένωση της
Κύπρου με την Ελλάδα επινοώντας διάφορα συνθήματα, όπως το «αδέσμευτος
ανεξαρτησία – αυτοδιάθεση – ένωση». Ο γ.γ. του ΑΚΕΛ σε άρθρο του
υπογράμμιζε, ότι «γραμμή όλου του λαού είναι η γνήσια
εθνικοαπελευθερωτική γραμμή, βάση της οποίας θα γίνει προσφυγή στα
Ενωμένα Έθνη, η γραμμή της αδέσμευτης ανεξαρτησίας που θα επιτρέψει στον
κυπριακό λαό να αποφασίσει μόνος του το μέλλον του με βάση την αρχή της
αυτοδιάθεσης και που με βεβαιότητα σημαίνει ένωση».(24) Η ελληνοκυπριακή
ηγεσία είχε τη ψευδαίσθηση και ταυτόχρονα παραπλανούσε την κοινότητα
της, ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε με βάση τις καταστατικές του αρχές να
αποφασίσει τη διάλυση κράτους μέλος του. Ο Ντιν Άτσεσον κινήθηκε να βρει
φόρμουλα αμοιβαία αποδεχτή από τα εμπλεκόμενα μέρη με βάση τις
απαιτήσεις για ένωση και διχοτόμηση και να συμβιβάσει τις χώρες-μέλη του
ΝΑΤΟ. Κατηγορείται ο Ντιν Άτσεσον σαν ο εμπνευστής της «διπλής ένωσης».
Όμως αν εξετάσουμε το ζήτημα από την άποψη των απαιτήσεων των ηγεσιών
των δυο κοινοτήτων δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα
που έφτασε και ο Ντιν Άτσεσον. Να υποστηρίξουμε την άποψη, ότι η
διχοτόμηση θα ήταν περισσότερο συμφέρουσα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ

48
από την ένωση με ολόκληρη την Κύπρο; Και στη μια και στην άλλη περίπτωση
οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν να χάσουν. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα
διαλυόταν και η Κύπρος θα εντασσόταν στο χώρο άμεσης επιρροής της δυτικής
συμμαχίας.

Στις 26 Μαρτίου του 1964 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα καταθέτει
την έκθεση του και στα συμπεράσματα του διατυπώνει την άποψη, ότι ούτε η
ομοσπονδία είναι δυνατόν να γίνει αποδεχτή, όπως την είχε εισηγηθεί η
τουρκοκυπριακή ηγεσία, γιατί προέβλεπε τη μετακίνηση πληθυσμών, που οι
αρχές του ΟΗΕ δεν αποδέχονται, αλλά ούτε και η ένωση, την οποία
χαρακτήρισε «την πλέον διαιρετικήν και δυνητικώς την πλέον εκρηκτικήν
άποψην του κυπριακού προβλήματος». Αυτή η άποψη του Γκ. Πλάζα δεν
αναφέρεται στην επιστολή που έστειλε η ηγεσία του ΑΚΕΛ προς τα
κομμουνιστικά κόμματα και ζητούσε να υποστηριχθεί η προσφυγή της Κύπρου
στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενώ αναφέρονται άλλα αποσπάσματα.(Το
πλήρες κείμενο στο παράρτημα). Ο Γκ. Πλάζα στην έκθεση του υποστήριξε τη
συνέχιση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες της
ελληνοκυπριακής κοινότητας την απέρριψαν, γιατί απέκλειε την ένωση. «Η
εισήγηση του Πλάζα – γράφει ο ιστορικός Α. Κάτσης – να μην επιδιωχθεί η
Ένωση δεν αποτελεί αρνητικό στοιχείο για την ελληνική πλευρά, γιατί
απλούστατα η ένωση δεν μπορούσε να γίνει. Η Αμερική αγωνιζόταν για τη
διχοτόμηση και η Ρωσία δεν ευνοούσε μια λύση που θα οδηγούσε την Κύπρο
στο ΝΑΤΟ».(25) Η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο δεν ευνοούσε την ένωση, αλλά
ήταν και ενάντια σ’ αυτή, με τα ιδιαίτερα συμφέροντα που είχε στον αραβικό
κόσμο και δεν θα ήθελε το «πώμα της διώρυγας του Σουέζ» - όπως
χαρακτήρισε την Κύπρο ένας άγγλος πολιτικός – να βρίσκεται στους κόλπους
του ΝΑΤΟ.

Οι ελληνοκύπριοι πολιτικοί συνέχιζαν να απαιτούν την ένωση την άμεση


ένωση - και η ηγεσία του ΑΚΕΛ πρόσθετε και τη λέξη «ατόφια» θεωρώντας ότι
της προσδίδει αντιϊμπεριαλιστικό χαρακτήρα - με την Ελλάδα. «Επιθυμία μου
και ευχή μου – έλεγε ο πρόεδρος του κυπριακού κράτουςΜακάριος,
υποδεχόμενος το νέο πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κύπρο, - να είσθε ο
τελευταίος πρεσβευτής εξ Ελλάδος, πραγματοποιούμενης συντόμως, άνευ
οιωνδήποτε όρων, την ένωσιν μετά της μητρός Ελλάδος».(26) Το κυπριακό με
τέτοιες τοποθετήσεις του αρχηγού του κυπριακού κράτους και των πολιτικών
δυνάμεων δεν μπορούσε να βρει τη λύση του. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το
διεθνές και εσωτερικό περιβάλλον ο υπουργός εξωτερικών της Σοβιετικής
Ένωσης διατύπωσε την άποψη της χώρας του. Η άποψη αυτή είχε δυο πτυχές:
α) ότι θα έπρεπε να συνεχιστεί η ανεξαρτησία της Κύπρου, και αυτό
απευθυνόταν προς την ελληνοκυπριακή πολιτική και κρατική ηγεσία και το
ΝΑΤΟ, και,
β) να εξετασθεί η περίπτωση της ομοσπονδιακής διάρθρωσης του κυπριακού
κράτους, χωρίς τη μετακίνηση πληθυσμών και αυτό απευθυνόταν προς την
πολιτική ηγεσία των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων.

Οι δηλώσεις Γκρομύκο αντιμετώπισαν την πιο βίαιη επίθεση από την


πολιτική ηγεσία της Κύπρου. Ο εθνικισμός της δεν της επέτρεψε να μελετήσει
σε βάθος της απόψεις της Σοβιετικής Ένωσης και να αντιληφθεί, ότι η πολιτική
της ένωσης την έφερνε αντιμέτωπη με την διεθνή αμφικτιονία. Ούτε ο ΟΗΕ,
ούτε η ΕΣΣΔ ούτε η ΗΠΑ ούτε τα αναμεμιγμένα στο κυπριακό κράτη
μπορούσαν να υποστηρίξουν την πολιτική των ελληνοκυπρίων για διάλυση του

49
κυπριακού κράτους. Η «ένωση» - ατόφια η μη - για τους σοβιετικούς σήμαινε
πλήρη υποταγή πλήρη υποταγή της Κύπρου στη σφαίρα επιρροής του ΝΑΤΟ,
και θα δημιουργούσε επικίνδυνες καταστάσεις για τα συμφέροντα της στη
Μέση Ανατολή και ειδικά στην Αίγυπτο και τη Συρία. «Η ένωση» είναι σχέδιο
των ΗΠΑ για μετατροπή της Κύπρου σε βάση του ΝΑΤΟ» γι΄ αυτό και η ΕΣΣΔ
καλούσε να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για
ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς ανάμεσα στις εθνικές ομάδες του
νησιού.(27) Η ελληνοκυπριακή ηγεσία οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία σε
διεθνή απομόνωση και την κατέστησε έρμαιο στις διαπλοκές της διεθνούς
πολιτικής και του ανταγωνισμού των τότε υπερδυνάμεων. Η πρόταση
Γκρομύκο μετέφερε το κυπριακό από τις καλένδες του ΝΑΤΟ στο εσωτερικό
της χώρας και στην ανάγκη συμβίωσης των δυο εθνικοτήτων με τη διατήρηση
του κυπριακού κράτους. Αυτή η πρόταση εξυπηρετούσε τα δικά της
στρατηγικά συμφέροντα αλλά ταυτόχρονα και τα συμφέροντα του κυπριακού
λαού, στο σύνολο του και όχι της μιας από της δύο κοινότητες.

Η παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και η αποδοχή της πρότασης από την
Τουρκία διαφοροποίησε και τις θέσεις των ΗΠΑ. Στο ανακοινωθέν που
εκδόθηκε μετά τη συνάντηση Τζόνσον - Σουνάϊ εκφραζόταν ο σεβασμός και η
ισχύς των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και υποστήριξαν τη διευθέτηση του
κυπριακού που να ικανοποιεί τα συμφέροντα «όλων των ενδιαφερομένων
μερών». Με άλλα λόγια οι μόνοι που απέμειναν και υποστήριζαν τη διάλυση
του κυπριακού κράτους ήταν οι κρατικοί και πολιτικοί ηγέτες της χώρας μας.

Πως απάντησε η ηγεσία των ελληνοκυπρίων; Η κυβέρνηση εξέφρασε τη


δυσφορία της για τις θέσεις της Σοβιετικής Ένωσης και το πολιτικό γραφείο
του ΑΚΕΛ ανέλυσε τους λόγους που τοποθετήθηκε ενάντια στην εισήγηση του
υπουργού εξωτερικών της ΕΣΣΔ:
«Σχετικά μ’ αυτή την άποψη το κόμμα μας έχει καθαρή και διακηρυγμένη
θέση. Ξεκινώντας από τη θεμελιώδη θέση ότι η ουσία του Κυπριακού εθνικού
προβλήματος δεν βρίσκεται στη δημιουργία χωριστής εθνικής οντότητας
με ξεχωριστή εθνική συνείδηση, (δεν θυμίζει τις θέσεις του επισκόπου
Κυρηνείας Κυπριανού; Στο βιβλίο περιλαμβάνεται σχετική φωτοτυπία της
επιστολής που έστειλε προς τον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων) αλλά στην
εθνική αποκατάσταση του κυπριακού λαού, ο οποίος στην καταπληκτική του
πλειοψηφία είναι ελληνικός, η Κ.Ε επαναβεβαιώνει ότι η γραμμή της όπως
καθορίστηκε από το 10ο συνέδριο για ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας,
αποστρατικοποίηση και αυτοδιάθεση παραμένει αναλλοίωτη. Κατά συνέπεια, η
Κ.Ε. απορρίπτει την ομοσπονδοποίηση για ουσιαστικούς λόγους σαν ζήτημα
αρχής και γιατί είναι λανθασμένη και ανεφάρμοστη πρακτικά...».(28)

Και δεν έμεινε μόνο στις ανακοινώσεις. Με επιστολή της Κ.Ε η ηγεσία του
ΑΚΕΛ με την ευκαιρία της συζήτησης του κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του
ΟΗΕ, απευθύνθηκε σε όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και ζητούσε
να υποστηρίξουν το αίτημα των ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση χωρίς να
τους αναφέρει, ότι για το ΑΚΕΛ αυτοδιάθεση σήμαινε ένωση. Με άλλα λόγια, η
ελληνοκυπριακή ηγεσία επέμενε στην υλοποίηση αυτού, που ο μεσολαβητής
του ΟΗΕ Πλάζα αποκαλούσε «την πιο εκρηκτική άποψη του κυπριακού
προβλήματος».

Η «έκρηξη» ήλθε με τις νέες διακοινοτικές συγκρούσεις στο τέλος του 1967
και την άμεση απειλή της Τουρκίας για επέμβαση. Η παρέμβαση των

50
Ηνωμένων Πολιτειών απέτρεψε την εισβολή της Τουρκίας. Η παρέμβαση των
ΗΠΑ δεν έγινε βέβαια για να σωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά η
νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση
εξυπηρετούνταν και τα συμφέροντα του κυπριακού κράτους.

Η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία, μπροστά στο φάσμα της τουρκικής


απειλής, αντιλήφθηκε, ότι δεν μπορούσε πια να παίζει με τη φωτιά.
Αντιλήφθηκε και τη διεθνή της απομόνωση εξαιτίας της πολιτικής της ένωσης
και ότι, τα ‘‘ούτε και τα ‘‘ποτέ‘‘ δεν μπορούσαν να φέρουν θετικά
αποτελέσματα. Αλλά από την άλλη δεν ήθελε να απορρίψει την προηγούμενη
πολιτική της. Ήθελε να αφήσει ανοικτό το παράθυρο προς την ένωση. Έτσι
επινοήθηκε η πολιτική του «εφικτού» και του «ευκταίου», σαν ένας
συμβιβασμός, περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση παρά για τη διεθνή
θέση του κυπριακού. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν ήθελε να αποδεχτεί την
πολιτική της ήττα και την κατάρρευση της σε σχέση με την ένωση. Ο Μακάριος
και η ελληνοκυπριακή ηγεσία, θέλοντας και μη σύρθηκε στο τραπέζι των
συνομιλιών με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, χωρίς όμως να είναι
αποφασισμένη να διευθετήσει το κυπριακό.

Το κύριο ζήτημα που απασχόλησε τις ενδοκυπριακές συνομιλίες στην


περίοδο 1968-1974 ήταν το θέμα της διευρυμένης τοπικής αυτοδιοίκησης ή
αυτονομίας αν κρίνουμε από νομικής άποψης τις απαιτήσεις που έθετε ο
Ντενκτάς, σαν εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής κοινότητας.(29) Δυστυχώς,
στην προ του 1974 περίοδο είχε επιβληθεί η λανθασμένη αντίληψη, ότι η
αυτονομία ή η διευρυμένη τοπική αυτοδιοίκηση της τουρκοκυπριακής
κοινότητας θα οδηγούσε στη διχοτόμηση της νήσου, γι’ αυτό και ταυτιζόταν μ’
αυτήν. Η αυτονομία, όμως θεωρείται έκφραση εθνικής και όχι κρατικής
κυριαρχίας. Κυριαρχία του έθνους ή εθνικότητας – είναι δικαίωμα οικοδόμησης
σε οποιαδήποτε μορφή εθνικών κρατικών θεσμών, ένα από τα οποία είναι και η
δημιουργία μη κυριάρχων αυτόνομων εδαφικών ενοτήτων.

Κάθε εθνικότητα είναι κυρίαρχη, δε σημαίνει, όμως, ότι κάθε μια από αυτές
ασκεί την κυριαρχία της συστήνοντας το δικό της κυρίαρχο κράτος. Η
αυτονομία είναι ανεξάρτητη κρατική αυτοδιοίκηση, το περιεχόμενο και οι
αρμοδιότητες της οποίας καθορίζονται από το σύνταγμα και τους νόμους του
κράτους στη σύσταση του οποίου βρίσκονται οι εδαφικές ενότητες και μπορεί
να επιλύσει με δημοκρατική μορφή το ζήτημα. Η αυτονομία, λοιπόν, είναι μια
από τις μορφές ενσάρκωσης της εθνικής κυριαρχίας, μορφή που η
ελληνοκυπριακή ηγεσία απέρριπτε μετά «βδελυγμίας». Βέβαια, φυσική
απαίτηση της δημοκρατίας ήταν η παραχώρηση σε αυτές τις περιοχές του
δικαιώματος να θεσπίζουν νόμους στα περιθώρια της δικαιοδοσίας τους και στη
βάση της νομοθεσίας που εκδίδανε τα κεντρικά νομοθετικά όργανα. Ο
δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του κράτους όχι μόνο δεν αποκλείει τη
διευρυμένη τοπική αυτοδιοίκηση με αυτονομία περιοχών που διακρίνονται για
την ιδιαίτερη σύνθεση του πληθυσμού ή/και τις οικονομικές τους συνθήκες,
αλλά απεναντίας απαιτεί και το ένα και το άλλο. Αυτό προϋποθέτει, όμως μια
ευρύτερη εκδημοκρατικοποίηση της κρατικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής
της χώρας, γεγονός που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχε εκείνη
την περίοδο, όταν η ίδια η κυπριακή βουλή διεύρυνε τις αρμοδιότητες του
Προέδρου της Δημοκρατίας και του ανάθεσε να διορίζει ακόμα και τα όργανα
τοπικής αυτοδιοίκησης στις πόλεις και τα χωριά. Ο υπέρμετρος
συγκεντρωτισμός δεν άφηνε περιθώρια στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, πολιτική

51
και κρατική να αντιληφθεί και πολύ περισσότερο να δεχτεί διευρυμένη
διοικητική αυτονομία των τουρκοκυπρίων.

Οι θέσεις που εξέφραζε ο Ντενκτάς για το σχηματισμό αυτόνομων


τουρκοκυπριακών περιοχών, όσο παράξενο για μερικούς να βρουν αυτή την
άποψη σωστή, ήταν στη βάση τους δημοκρατικές απαιτήσεις. Δεν
υποστηρίζουμε, ότι ο Ντενκτάς εμπνεόταν από δημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά
γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να επιτύχει. Αντίθετα, οι θέσεις της
ελληνοκυπριακής ηγεσίας για πολιτιστικο-εθνική αυτονομία, όπως την καθόριζε
στο «Χάρτη των δικαιωμάτων των μειονοτήτων», που κατέθεσε στον ΟΗΕ το
Δεκέμβρη του 1965, (το πλήρες κείμενο στο παράρτημα) ήταν στη βάση
και στο περιεχόμενο τους εθνικιστικές. Η πολιτιστική αυτονομία δεν θα
οδηγούσε σε δημοκρατική λύση στο ζήτημα, γιατί θα έδινε στον κάθε δάσκαλο
και χότζα το δικαίωμα της από καθ’ έδρας διδασκαλία του εθνικισμού.
Αντίθετα, η πολιτική αυτονομία θα ενέπλεκε τους πολίτες στα κοινά για να
βρουν λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα, θα δημιουργούσε συνθήκες
απελευθέρωσης από την εθνικιστική τους ηγεσία. Δυστυχώς, ο εθνικισμός της
ελληνοκυπριακής ηγεσίας δεν της επέτρεψε να εμβαθύνει σ’ αυτά τα ζητήματα,
γι΄ αυτό και οι συζητήσεις στις διακοινοτικές συνομιλίες δεν κατέληξαν σε
επίλυση του προβλήματος.(30) Η ταλάντευση του προέδρου Μακαρίου και των
πολιτικών δυνάμεων της ελληνοκυπριακής κοινότητας ανάμεσα στο «εφικτό»
και το «ευκταίο» εμπόδισαν την επίτευξη συμφωνίας και ενίσχυσαν τις
εθνικιστικές δυνάμεις που ανέπτυξαν παράνομη δραστηριότητα για να
επιτύχουν το «ευκταίο». Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή που
ακολούθησε επιβεβαίωσαν πανηγυρικά τις προβλέψεις του Γκάλο Πλάζα. Με
μια μόνο διαφορά: ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα το ουτοπιστικό
όνειρο της ένωσης, ενώ η διχοτόμηση άρχισε να πλανάται πάνω από την
Κύπρο, όχι σαν ιδέα, αλλά υπαρκτή στο έδαφος.

Η ήττα της ελληνοκυπριακής κοινότητας δεν ήταν μόνο στρατιωτική αλλά


κυρίως πολιτική. Το κυπριακό έμπαινε σε νέα τροχιά. Ύστερα από αρκετές
ταλαντεύσεις μεταξύ διευρυμένης αυτονομίας και πολυπεριφερειακής
ομοσπονδίας, αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα της ομοσπονδιακής διάρθρωσης
του κυπριακού κράτους, σαν μορφής που θα οδηγούσε στη ρύθμιση του
κυπριακού προβλήματος. Η συμφωνίες Μακαρίου-Ντενκτάς και Κυπριανού-
Ντενκτάς για διζωνική, διπεριφερειακή ομοσπονδία, εφόσον συντελέστηκε η
μετακίνηση των πληθυσμών, επιβεβαίωνε την αναγνώριση της νέας τάξης
πραγμάτων. Οι ατέρμονες συζητήσεις που ακολούθησαν, η αδιαλλαξία των
πλευρών και η συνεχής προβολή νέων απαιτήσεων από τον Ντενκτάς
περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Η αλλαγή των παγκόσμιων
συνθηκών, που επέφερε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η
μονοκρατορία των ΗΠΑ και η διαφοροποίηση των στόχων και οραμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιούργησε νέες συνθήκες για τη διευθέτηση του
κυπριακού προβλήματος. Στο σχέδιο Ανάν αντανακλούνται οι συνθήκες και τα
δεδομένα που δημιουργήθηκαν στο κυπριακό πρόβλημα από το 1963 και όχι
μόνο από το 1974, όπως διατείνεται η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία. Με
αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

3.3. ΑΚΕΛ και ανεξαρτησία.


Το Φεβρουάριο του 1959, όταν οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, την
Τουρκία και τη Βρετανία είχαν ολοκληρωθεί, κλήθηκαν στη βρετανική
πρωτεύουσα οι εκπρόσωποι των κυπρίων, ανάμεσα τους και εκπρόσωποι του

52
ΑΚΕΛ, για να εκφράσουν τις απόψεις τους αναφορικά με τα συμφωνηθέντα. Οι
εκπρόσωποι του ΑΚΕΛ διαφώνησαν με τις πρόνοιες των συμφωνιών και
πρότειναν τα ακόλουθα δυο σημεία: α) να μη υπογραφούν οι συμφωνίες,
εφόσον απέκλειαν την ένωση, και, β) να σταματήσει ο ένοπλος αγώνας της
ΕΟΚΑ και να ακολουθηθεί η πολιτική του «μαζικο-πολιτικού αγώνα».

Πως ερμηνεύονται οι θέσεις που διατύπωσε η ηγεσία του ΑΚΕΛ;


α) η ηγεσία του ΑΚΕΛ παρέμενε ανένδοτη στο στόχο της ένωσης, χωρίς να
προβληματίζεται για τις αντιδράσεις της Τουρκίας και ιδιαίτερα των
τουρκοκυπρίων ενάντια στην ένωση, αντιδράσεις που εκφράζονταν από την
εποχή που η Κύπρος πέρασε στη βρετανική διακυβέρνηση και κάτω από την
ηγεσία της εκκλησίας είχε ενδυναμωθεί η απαίτηση για προσάρτηση της
Κύπρου στην Ελλάδα.
β) η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν είχε προβληματιστεί στα σοβαρά, ότι τυχόν άρνηση
υπογραφής των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το αποικιακό καθεστώς θα
συνεχιζόταν, η ανεξαρτησία θα παραπεμπόταν στο αόριστο μέλλον, και το πιο
σίγουρο θα ήταν η διχοτόμηση του νησιού, όπως είχε διακηρύξει στο παρελθόν
η βρετανική αποικιοκρατική κυβέρνηση. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί, ότι
η συνέχιση του «μαζικο-πολιτικού αγώνα» με στόχο την ένωση δεν θα
διαφοροποιούσε ουσιαστικά τη στάση των τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας.
γ) οι προτάσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ είχαν περισσότερο το χαρακτήρα
επαλήθευσης της κομματικής τους πολιτικής γραμμής που χάραξαν το 1955
αναφορικά με τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ και λιγότερο ενδιαφέρον για το
μέλλον του κυπριακού λαού σα συνόλου.

Δεν θα ασχοληθούμε με την προεκλογική περίοδο του 1959, όταν η ηγεσία


του ΑΚΕΛ σε συμμαχία με τους ενωτικούς κύκλους κατηγορούσε τον Μακάριο
για «επίορκο», εφόσον απεμπόλησε τον όρκο που είχε δώσει στην εκκλησία
της Φανερωμένης το 1953 για ανένδοτο αγώνα για την ένωση. Αυτό που μένει
από την προεκλογική περίοδο του 1959, είναι ότι η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν
πίστεψε στην ανεξαρτησία της χώρας μας. Τα κεντρικά στοιχεία του
προεκλογικού της αγώνα ήταν να μην εκλεγεί ο Μακάριος και αν εκλεγόταν ο
δικός τους υποψήφιος θα αναθεωρούσαν τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Αν
κάποιος εμβαθύνει σ΄ αυτή την άποψη θα καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι αυτό
που συνέβηκε το Δεκέμβρη του 1963 θα συνέβαινε από το Δεκέμβρη του
1959, μέρα που πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες προεδρικές εκλογές. Και θα
είχαμε την ακόλουθη οξύμωρη κατάσταση: από τη μια οι ελληνοκύπριοι θα
είχαν εκλέξει πρόεδρο που δεν ήθελε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και σε
προέκταση ούτε την ανεξαρτησία, ενώ η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα είχε
εκλέξει αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Έξι μήνες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και συγκεκριμένα στις 20
Μαρτίου 1961, η ολομέλεια της Κ.Ε ΑΚΕΛ σε ανακοίνωση της υπογραμμίζει τα
ακόλουθα: «Χωρίς να είμαστε ούτε προασπιστές ούτε θιασώτες της συμφωνίας
Ζυρίχης-Λονδίνου, πιστεύουμε, πως η άποψη για άμεση ανατροπή της
συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου χωρίς να λογαριάζεται ο λαός, δε σώζει την
κατάσταση».(31) Δεν υπερασπίζουμε τη συμφωνία με βάση την οποία η
Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο κράτος, ούτε είμαστε θιασώτες της, αλλά από την
άλλη δεν μπορούμε να την καταγγείλουμε άμεσα. Χρειάζεται χρόνος και
προγραμματισμός. Αυτή την πολιτική διακήρυσσε στην πράξη η ηγεσία του
ΑΚΕΛ.

53
Ο χρόνος για αναθεώρηση των συμφωνιών δεν άργησε να έλθει και
οπωσδήποτε δεν «έσωσε την κατάσταση». Με την έναρξη των συγκρούσεων
τον Δεκέμβρη του 1963 ανάμεσα στα εθνικιστικά στοιχεία των δυο
κοινοτήτων, το σύνθημα της ένωσης επανήλθε στην επικαιρότητα. Ένωση και
ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας αποτελούν αλληλοαποκλειόμενα συνθήματα και
πολιτικές. Όμως αυτό δεν εμπόδιζε την ηγεσία του ΑΚΕΛ να επικαλείται και να
διακηρύσσει και τα δυο ταυτόχρονα. Ενώ από τη μια το καταστατικό της που η
ίδια είχε τροποποιήσει στο 10ο συνέδριο μιλούσε για ολοκλήρωση της
ανεξαρτησίας της Κύπρου, από την άλλη το 1966 στο 11ο συνέδριο
υμνολογείται η «ένωση με τη μητέρα Ελλάδα» δηλαδή η διάλυση του
κυπριακού κράτους. Επιβεβαιώνεται η άποψη, ότι με την «ολοκλήρωση της
ανεξαρτησίας» η ηγεσία του ΑΚΕΛ εννοούσε διάλυση της ανεξαρτησίας της
Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τα γεγονότα της Κοφίνου της 15ης Νοεμβρίου του 1967 και η άμεση απειλή
επέμβασης της Τουρκίας, οδήγησαν το κυπριακό πρόβλημα σε νέα φάση. Οι
κρατικοί και πολιτικοί ηγέτες της ελληνοκυπριακής κοινότητας αντιλήφθηκαν
ότι δεν μπορούσαν να παίζουν με τη φωτιά, ότι δεν μπορούσαν να
πραγματοποιήσουν το όνειρο της ένωσης και ήταν υποχρεωμένοι να
οδηγηθούν σε συμβιβασμό με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η στροφή
Μακαρίου προς το «εφικτό» δηλαδή τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της
Κύπρου, δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για ρύθμιση του κυπριακού. Όμως
ο ίδιος δεν ήταν πεπεισμένος γι’ αυτή την πολιτική στροφή που του είχε
επιβληθεί από τα ίδια τα γεγονότα, δεν απεμπολούσε την ένωση, και ήταν
συχνές οι αναφορές του σ’ αυτήν. Για τη στροφή προς το «εφικτό» ζητούσε
και την υποστήριξη των ελληνοκυπρίων, γι’ αυτό και προκήρυξε προεδρικές
εκλογές για το Φεβρουάριο του 1968, διαφορετικά θα συνέχιζε να είναι
πρόεδρος άνευ εκλογών και με συνεχείς παρατάσεις από τη Βουλή, όπως και η
ίδια έκανε για τον εαυτό της.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ ακολουθώντας κατά πόδα τον Μακάριο διακήρυξε την
υποστήριξη της προς την πολιτική του «εφικτού». Ταυτόχρονα, όμως δεν
μπορούσε να ξεχάσει και την ένωση, το «ευκταίο». Στην οργανωτική
συνδιάσκεψη του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στις 28 του Γενάρη το
1968 τροποποίησε το καταστατικό της προσθέτοντας στους στόχους την ένωση
που δεν υπήρχε ξεκάθαρα διατυπωμένη στις πρόνοιες του καταστατικού του
1962. Τροποποιήθηκε το άρθρο 1 του καταστατικού και διαμορφώθηκε ως
ακολούθως: «Στο σημερινό στάδιο του αγώνα, που είναι εθνικο-
απελευθερωτικό, αντιϊμπεριαλιστικό, το ΑΚΕΛ αγωνίζεται για την απαλλαγή της
Κύπρου από κάθε δέσμευση και ιμπεριαλιστική εξάρτηση, για την αποχώρηση
όλων των ξένων στρατευμάτων και την πλήρη αποστρατικοποίηση της νήσου
και για τη δημιουργία όλων των αναγκαίων όρων που θα επιτρέψουν
στον κυπριακό λαό να πραγματοποιήσει την εθνική του αποκατάσταση
με την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης». Η ηγεσία του ΑΚΕΛ
παρέπαιε μεταξύ «εφικτού» και ένωσης, μεταξύ ανεξαρτησίας και διάλυσης του
κυπριακού κράτους, παρ’ όλο που είχε ήδη διακηρυχθεί η πολιτική
διακοινοτικών συνομιλιών για ρύθμιση του προβλήματος. Και όμως αυτές τις
αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ τις
χειροκροτούσαν θερμά οι 800 αντιπρόσωποι που λάμβαναν μέρος στη
συνδιάσκεψη. 1

1
Η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Ο Αδάμος Ζαχαριάδης αντιπρόσωπος στη συνδιάσκεψη, μίλησε
ενάντια στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του καταστατικού. Ο Α. Ζαχαριάδης καταγόταν από την

54
Το πραξικόπημα, η τουρκική εισβολή και η οριστική κατάρρευση της
πολιτικής της ένωσης που στήριξε φανατικά η ηγεσία του ΑΚΕΛ, την έφερε σε
αδιέξοδο. Την προσγείωσε στην πραγματικότητα και αυτήν και το Μακάριο.
Όμως δεν είχε την τόλμη να αγγίξει το καταστατικό της – παρ’ όλο που μετά
τα τραγικά γεγονότα τα μέλη απαιτούσαν τη σύγκλιση εκτάκτου συνεδρίου -
και συνέχιζε να διατηρεί τις πρόνοιες που είχε διατυπώσει το 1968, ενώ η
πολιτική της ήταν ουσιαστικά και πρακτικά αντίθετη. Υποστήριξε την
ανεξαρτησία και τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία και καταδίκαζε την
ένωση.

Η τροποποίηση του καταστατικού που έγινε στο συνέδριο του 1982 χωρίς
συζήτηση και χωρίς κανένα πολιτικό κόστος για την ηγεσία του ΑΚΕΛ - από το
οποίο διαγράφηκαν οι λέξεις «εθνικό» και «εθνική αποκατάσταση». Αργά μεν
το έκανε, αλλά ήταν υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων.

Αμμόχωστο, διετέλεσε στέλεχος του ΑΚΕΛ, συνελήφθηκε από τους Άγγλους το Δεκέμβρη του
1955, όταν το κόμμα τέθηκε στην παρανομία και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης
πολιτικών κρατουμένων. Μετά τα γεγονότα του 1974 διαγράφηκε από την ηγεσία του ΑΚΕΛ με την
κατηγορία της «παραβίασης των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» από κομματική
ομάδα που συστάθηκε γι’ αυτό το σκοπό. Άρθρα του δημοσιεύθηκαν στον καθημερινό τύπο.

55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
4. Περί σχεδίου Ανάν και συνεταιριστικής ομοσπονδίας.

4.1. Η φιλοσοφία του σχεδίου Ανάν.

Η ομάδα που διόρισε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ για να προετοιμάσει το σχέδιο(1) για
διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος έλαβε υπόψη της όχι μόνο τις
τοποθετήσεις των δυο πλευρών που διετύπωσαν στη διάρκεια των τελευταίων
συνομιλιών, αλλά και το γεγονός, ότι η ύπαρξη του προβλήματος από το 1963
δημιούργησε δεδομένα που δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν. Αυτά τα
δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη τον πολυετή διαχωρισμό των εθνικών
κοινοτήτων, τους επέβαλε να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.

Το 1963 η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντέδρασε στην προσπάθεια για


αναθεώρηση του συντάγματος που κύριο στόχο είχε την κατάργηση των
προνομίων της. Η σταδιακή ανάπτυξη των θυλάκων που δημιούργησε σε
όργανα εξουσίας, - ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε στην
ελληνοκυπριακή κοινότητα με στόχο την «ένωση» και που προκάλεσε την
τουρκική εισβολή, - τους έδωσε τη δυνατότητα να αναβαθμιστούν. Η νέα
κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε, βρήκε την αντανάκλαση της στο
προτεινόμενο σχέδιο. Κανένας δεν υποστηρίζει, ότι το κατεχόμενο τμήμα
αποτελεί νόμιμο κράτος, - γι΄ αυτό και δεν αναγνωρίζεται διεθνώς – αλλά
κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά, ότι οι τουρκοκύπριοι δεν
αυτοδιοικούνται, έστω και αν αυτή η διοίκηση χαρακτηρίζεται από διεθνή
νομική άποψη «υποτελής».

Το δεύτερο στοιχείο που οι συντάκτες του σχεδίου είχαν να αντιμετωπίσουν


είναι τα «προνόμια». Το σύνταγμα του 1960 κατοχύρωνε τα προνόμια της
τουρκοκυπριακής κοινότητας με την παραχώρηση ειδικών πλειοψηφιών σε
βασικά ζητήματα στο επίπεδο της Βουλής των Αντιπροσώπων και χρήσης veto
στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ζητήματα που αφορούσαν
αποκλειστικά τις εθνικές κοινότητες στο επίπεδο των πολιτιστικών
δικαιωμάτων, αποτελούσαν αντικείμενο θεσμοθέτησης από τις Κοινοτικές
Συνελεύσεις.

Η αντιπροσώπευση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα ανώτερα


αντιπροσωπευτικά όργανα του κυπριακού κράτους, που κατοχυρώνεται στις
πρόνοιες του σχεδίου, αποτελεί έκφραση της διζωνικής ομοσπονδίας και της
πολιτικής ισότητας, που αναγνωρίστηκαν από την ελληνοκυπριακή ηγεσία και
κατοχυρώθηκαν στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η «πολιτική ισότητα» δεν παραβιάζει τις αρχές της πλειοψηφίας –


μειοψηφίας εφόσον αυτή εκφράζεται μόνο στο επίπεδο της γερουσίας που θα
αποτελεί το φίλτρο της εφαρμογής της στο επίπεδο της νομοθετικής
συνέλευσης και δεν εκφράζεται και στο επίπεδο της εκτελεστικής εξουσίας. Αν
οι συντάκτες του σχεδίου παρέμεναν στη γενική διακήρυξη «ένας άνθρωπος –
μία ψήφος» σαν έκφραση των πολιτικών δικαιωμάτων θα κατέληγαν σε
κατοχύρωση μειονοτικών δικαιωμάτων προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα,
αντίληψη που επικράτησε στα μυαλά των ελληνοκυπρίων πολιτικών στη
δεκαετία του 1960 και που τους οδήγησε στην κατάθεση της Χάρτας
μειονοτικών δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ το 1965.

56
Προνόμια σε πολυεθνικά κράτη δίνονται σε εθνικές κοινότητες ή ομάδες που
αριθμητικά αποτελούν μειοψηφία. Δεν νοείται λύση διεθνικών προβλημάτων
χωρίς την παραχώρηση προνομίων, γιατί τότε τα πολιτικά τους δικαιώματα θα
καταπατούνται από την πλειοψηφούσα εθνικότητα. Έτσι λοιπόν, στα δεδομένα
της Κύπρου, αν με το σχέδιο Ανάν δόθηκαν περισσότερα ή λιγότερα προνόμια
προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αυτό είναι θέμα υποκειμενικής
προσέγγισης. Εξαρτάται από την κρίση του σχεδίου, από άτομα, πολιτικά
σύνολα ή κρατικούς παράγοντες και σε αντιστοιχία με τα δικά τους εθνικά και
πολιτικά οράματα. Θα πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψη η γενεσιουργός αιτία της
δημιουργίας του προβλήματος, αλλά και η δυναμική αντίστασης της άλλης
κοινότητας στις απαιτήσεις της κυρίαρχης εθνικής ομάδας.

Η προσπάθεια να βρεθεί η κοινή συνισταμένη για επανένωση του κυπριακού


κράτους και του λαού του, οδήγησε τους συντάκτες του σχεδίου στην πρόταση
για εγκαθίδρυση «συνεταιριστικής ομοσπονδίας». Η πρόταση συμβιβασμού
έφερε τέτοιες διατυπώσεις που δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι το σχέδιο
ανταποκρίνεται αποκλειστικά στις επιθυμίες των ελληνοκυπρίων ή των
τουρκοκυπρίων. Είναι πρόταση εξελικτικής ομοσπονδίας που η ταχύτητα ή η
βραδυπορία εφαρμογής της θα εξαρτηθεί από τη θέληση και των δυο πλευρών
αλλά και από την ίδια τη δυναμική εξέλιξη της πολιτικής αλλά πολύ
περισσότερο της οικονομικής ζωής. Το σχέδιο Ανάν θα αποτελέσει το κοινό
σύνταγμα, το σύνταγμα της Ενιαίας Δημοκρατίας της Κύπρου και θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί σαν κοινό σημείο εκκίνησης για παραπέρα οικονομική, πολιτική
και κοινωνική ανάπτυξη του κυπριακού λαού σαν ενιαίου συνόλου.

Το σχέδιο Ανάν διασώζει την ετερογένεια του κυπριακού λαού, όχι με το


περιεχόμενο που της έδωσαν περασμένες εποχές (συνθήματα και πολιτικές),
που ο χρόνος και η παγκόσμια ανάπτυξη εξάντλησε τα όρια του, αλλά με ένα
σύγχρονο περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες. Γι’
αυτό και η ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας θα πρέπει να δεχθεί
δημιουργικά τη νέα τάξη πραγμάτων, να σκύψει το αυτί της πάνω στη γόνιμη
γη που έχει δημιουργηθεί με την επανένωση των απλών ανθρώπων, να
ενθαρρύνει τις κρυμμένες μέχρι τώρα δυνατότητες, να ξυπνήσει όλες τις
έμφυτες τάσεις των ανθρώπων για ομαδική ζωή, που η πολύχρονη
αντιπαράθεση τις κράτησε και τις κρατά παραμερισμένες. Πρέπει επίσης να
είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει με ανοχή, δίχως έκπληξη, την αποστροφή και τις
μάταιες αντιδράσεις, που θα παρουσιάσουν οι δυνάμεις της αποξένωσης και
του διαχωρισμού στην υποχώρηση τους. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους
ελληνοκύπριους αλλά και τους τουρκοκύπριους. Σε τελευταία ανάλυση την
ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση φέρουν οι πολιτικές ηγεσίες και των δυο
κοινοτήτων, αυτές που δημιούργησαν και το πρόβλημα. Αυτές οι ηγεσίες,
οπωσδήποτε δεν μπορούν να ηγηθούν μιας αναγεννημένης Ενιαίας Κύπρου και
να επιδείξουν την αναγκαία ανοχή και περισσότερο τον συμβιβασμό. Χρειάζεται
μια νέα ηγεσία που να θεωρεί την ανοχή και το συμβιβασμό σα μια δυναμική
αντιμετώπιση της νέας τάξης πραγμάτων και που συνίσταται στο να προβλέπει
κανείς, να καταλαβαίνει και να προάγει οτιδήποτε εκδηλώνει θέληση για κοινή
συμβίωση και κοινή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς.

Γενικά το σχέδιο Ανάν εκτιμάται από όλους τους διεθνείς παράγοντες (ΟΗΕ,
ΕΕ και άλλους) ότι στηρίζεται σε ισορροπίες, ικανές να επανενώσουν τη χώρα.
Αν οι ισορροπίες αυτές διαταραχθούν, το όλο οικοδόμημα δεν μπορεί παρά να

57
καταρρεύσει. Γι’ αυτό και οι τροποποιήσεις που μπορούν να γίνουν σ’ αυτό,
πρέπει να αντιστοιχούν προς τα δεδομένα του συμβιβασμού και στη φιλοσοφία
της «συνεταιριστικής φιλοσοφίας».

4.2. περί «συνεταιριστικής ομοσπονδίας».

Το σχέδιο που είχε προτείνει ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε και που στηρίζεται στις
μακροχρόνιες διαβουλεύσεις, ρητά διατυπώνει, ότι: «Η Ενιαία Κυπριακή
Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος με τη μορφή αδιάλυτου
συνεταιρισμού...» (άρθρο 2, παρ. 1 α). Με άλλα λόγια το κυπριακό κράτος
στηρίζεται στη φιλοσοφία της συνεταιριστικής ομοσπονδίας.

Η βασική φιλοσοφία της συνεταιριστικής ομοσπονδίας είναι η αλληλεγγύη.


Σύμφωνα με τις διάφορες θεωρίες αλλά και με την πρακτική που αναπτύχθηκε,
ανάμεσα στα ομοσπονδιακά όργανα και τα όργανα των συστατικών μελών της
ομοσπονδίας, εγκαθιδρύεται «συνεταιρισμός», που βασίζεται στο διαμοιρασμό
των λειτουργιών. Οι σχέσεις μεταξύ τους οικοδομούνται σε στενή συνεργασία,
εφόσον σ΄ αυτές δεν υπάρχει αντινομία, αλλά αρμονία κοινών συμφερόντων.

Αυτή η συνεργασία εκφράζεται πρώτα απ’ όλα, στην ενότητα δράσης της
ομοσπονδίας με τη δραστηριότητα των ξεχωριστών κρατιδίων, με σκοπό την
υλοποίηση των στόχων που έχουν γενική ή κοινή σημασία και αμοιβαίο
συμφέρον. Τα ομοσπονδιακά όργανα και τα όργανα των κρατιδίων
δημιουργούν ενιαίο κρατικό μηχανισμό και που όλα τα συστατικά του μέρη,
λειτουργούν με κατεύθυνση την υλοποίηση των τρεχουσών υποθέσεων που
έχουν κοινό κρατικό χαρακτήρα.

Αυτή η γενική θεώρηση της συνεταιριστικής ομοσπονδίας βρήκε την


αντανάκλαση της στο σχέδιο Ανάν με την ακόλουθη διατύπωση: «Τα
συνιστώντα κράτη θα συνεργάζονται μεταξύ τους και με την ομοσπονδιακή
κυβέρνηση, και μέσω των Συμφωνιών Συνεργασίας, καθώς και μέσω των
Συνταγματικών νόμων που θα εγκρίνονται τόσο από το ομοσπονδιακό
κοινοβούλιο όσο και από τα νομοθετικά σώματα των δύο συνιστώντων
κρατών» (άρθρο 2, παρ. 2).

Για την παγκόσμια πρακτική και ειδικά των ομοσπονδιακών κρατών αυτό
δεν είναι κάτι το νέο. Στην ιστορία τους, όλα σχεδόν τα ομοσπονδιακά κράτη
πέρασαν αυτό το στάδιο για να φθάσουν το σημερινό τους επίπεδο. Στις ΗΠΑ
για παράδειγμα, συναντούμε όλες τις μορφές συνεταιριστικού κράτους:
συμφωνίες ανάμεσα στα συστατικά του μέρη, αλλά και τη συνεργασία της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τα states, ιδιαίτερα στον τομέα των
επιδοτήσεων. Και οι δυο πλευρές αναλαμβάνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις:
η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραχωρεί στο κρατίδιο ή τα κρατίδια επιδοτήσεις,
με αποτέλεσμα, η κεντρική κυβέρνηση και το κρατίδιο ή κρατίδια συμμετέχουν
από κοινού (συνεταιρίζονται) στην υλοποίηση των κοινών στόχων. Αλλά και σε
περιπτώσεις εκτάκτων καταστάσεων (force majore) η κεντρική κυβέρνηση δε
μένει απαθής, αλλά με επιπρόσθετα κονδύλια βοηθά το πληγέν κρατίδιο από το
ομοσπονδιακό ταμείο, χωρίς τα άλλα να διατυπώνουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις
ή ενστάσεις, ότι θα επηρεαστούν τα δικά του συμφέροντα, γιατί βασικό
στοιχείο του συνεταιρισμού είναι η αλληλεγγύη.

58
Συμφωνίες μεταξύ των κρατιδίων στις ΗΠΑ θα συναντήσουμε αρκετές. Στην
περίοδο της δεκαετίας του 1930 μια σειρά κρατίδια συνήψαν μεταξύ τους
δεκάδες συμφωνίες πάνω σε διαφορετικά θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Το
1934 επτά βορειοανατολικά κρατίδια υπέγραψαν συμφωνία που
ανταποκρίνονται στη σφαίρα αρμοδιότητας τους (αυτή η φράση διατυπώνεται
στο σχέδιο Ανάν) όσον αφορά τους κατώτερους μισθούς γυναικών και
ανηλίκων. Το 1935 ανάμεσα στα κρατίδια Τέξας, Οκλαχόμα, Κάνσας και άλλα,
υπογράφτηκε συμφωνία για τη διαχείριση των πετρελαιοπηγών και του
φυσικού αερίου.

Παρόμοιες περίπου περιπτώσεις συναντούμε στην Αυστραλία και τον


Καναδά. Στην Αυστραλία έχουμε τις συνδιασκέψεις των πρωθυπουργών των
κρατιδίων στις οποίες ουσιαστικά αποφασίζεται η πολιτική της ομοσπονδίας
στην οικονομία και στα κυριότερα έργα υποδομής. Κάτι ανάλογο λειτουργεί και
στον Καναδά.

Για τους ελληνοκύπριους που έχουν συνηθίσει από το 1963 να αποφασίζουν


και να ενεργούν μόνοι, είναι ίσως δύσκολο να προσαρμοστούν στη νέα τάξη
πραγμάτων και να μοιραστούν την εξουσία και το δικαίωμα απόφασης και
ενεργειών για το μέλλον αυτού του τόπου, με άλλους. Αλλά όταν μιλούν για
«άλλους» θα πρέπει πάντα να έχουν υπόψη, ότι μιλούν για ανθρώπους που
ζουν στον ίδιο χώρο, μιλούν για κυπρίους όπως είναι και οι ίδιοι και που η
Κύπρος είναι και δική τους πατρίδα. Αν η κρατική ηγεσία των ελληνοκυπρίων
είναι ειλικρινής στις διακηρύξεις της θα πρέπει να προσδώσει στην
προτεινόμενη ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού κράτους καθήκοντα
ενότητας της κοινωνίας στη βάση του συνεταιρισμού, των κοινών
συμφερόντων και που να εδράζονται στις αρχές της συνεργασίας και της
αλληλεγγύης.

Στο διάγγελμα του προς τον ελληνοκυπριακό λαό πριν από το δημοψήφισμα
της 24ης του Απρίλη 2004 για την αποδοχή ή μη του σχεδίου Ανάν, ο πρόεδρος
Τ. Παπαδόπουλος διακήρυξε (δακρύζοντας): «Παρέλαβα κράτος διεθνώς
ανεγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου
διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα». Αναλύοντας τις δυο πρώτες προτάσεις
αυτής της τοποθέτησης βρίσκουμε, ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγάγει
την ελληνοκυπριακή κοινότητα στο επίπεδο του κράτους που είναι «διεθνώς
αναγνωρισμένο» και που δεν θέλει να χάσει αυτό το status, δηλαδή ταυτίζει
πλήρως και αποκλειστικά την ελληνοκυπριακή κοινότητα με την Κυπριακή
Δημοκρατία. Στα προηγούμενα κεφάλαια έχουν αναλυθεί οι λόγοι
απομάκρυνσης και αποκλεισμού των τουρκοκυπρίων από τα όργανα εξουσίας
και πως παρέμεινε κυρίαρχη η μια κοινότητα. Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος με
αυτή τη διατύπωση επιμένει να συντηρηθεί η κατάσταση όπως είχε
διαμορφωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963. Σε τελευταία
ανάλυση απορρίπτει την πρόταση για συνεταιριστική ομοσπονδία και επιμένει
στην κυρίαρχη θέση της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η διεθνής πείρα αλλά και η εξελικτική ανάπτυξη των ομοσπονδιών διδάσκει,


ότι καμιά ομοσπονδία δεν ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα, όπως είναι στην
σημερινή κατάσταση. Συγκεκριμένο παράδειγμα η Ελβετία, όπου στα πρώτα
της βήματα, η διακίνηση των πολιτών και των αγαθών γινόταν με θεωρήση
διαβατηρίων και καταβολή δασμών. Σήμερα όμως δύσκολα θα λέγαμε ότι είναι
συνομοσπονδιακό κράτος και όχι ενιαίο.

59
Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων και
ύστερα από σαράντα χρόνια διαχωρισμού και αντιπαράθεσης, να διέλθει αυτό
τον ιστορικό δρόμο ανάπτυξης, όσο επίπονη και αν είναι η πορεία
αυτοκάθαρσης από τις εθνικιστικές δοξασίες. Αν παραμείνει προσκολλημένη
στην πολιτική κληρονομιά του 1960 κάθε διαπραγμάτευση θα θεωρείται εξ
ορισμού μη αγωνιστική διαδικασία που εναντιώνεται άμεσα σε ένα βιωματικά
ουσιοποιημένο εθνικο-αγωνιστικό φρόνιμα και κάθε συμβιβασμός στην
καλύτερη περίπτωση θα φαντάζει «ενδοτικός» και το μέλλον θα φυλακίζεται σε
εθνικιστικά καλούπια. Ο κυπριακός λαός στο σύνολο του, θα πρέπει να
εκμεταλλευθεί τα θετικά που δημιούργησε ο διεθνής και εσωτερικός
παράγοντας, να αφήσει πίσω τη συντήρηση με τις εθνικιστικές προκαταλήψεις,
να προχωρήσει μπροστά με ανοικτό μυαλό για να ξεπεράσει τα προβλήματα και
να μετουσιώσει το όραμα της Ενωμένης Κύπρου σε πράξη. Είναι η ώρα των
ιστορικών συμβιβασμών.

4.3. Αυτοδιάθεση και απόσχιση μετά το δημοψήφισμα.

Το κυρίαρχο δικαίωμα της ελληνοκυπριακής κοινότητας να αποφασίσει για


το πολιτικό της μέλλον δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ήταν δικαίωμα της να
αποφασίσει έτσι όπως αποφάσισε στο δημοψήφισμα. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και
για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτό δεν πρέπει να παραβλέπεται και πολύ
περισσότερο να υποβαθμίζεται, γιατί η ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν συνιστά
το μόνο και αποκλειστικό συστατικό μέρος αυτού του λαού. Η τουρκοκυπριακή
κοινότητα αποφάσισε διαφορετικά, αποδέχτηκε το σχέδιο Ανάν και ήταν
κυριαρχικό της δικαίωμα.

Από την άποψη του διεθνούς Δικαίου, το δημοψήφισμα ήταν ένα και
αδιαίρετο και αποτελούσε υπόθεση του κυπριακού λαού, ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι ψήφιζαν χωριστά οι δύο κοινότητες. Οι κοινότητες δεν έχουν
διεθνή υπόσταση για να αποφασίζουν ξεχωριστά για το μέλλον του κυπριακού
κράτους, παρά μόνο για τη μορφή που μπορούν να του προδώσουν. Από την
άλλη όμως, αν η εκφρασθείσα θέληση ταυτίζεται, τότε το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος λαμβάνει διεθνή νομική υπόσταση.

Με την απο-αποικιοποίηση της Κύπρου οικοδομήθηκε κοινό κράτος με


απόφαση και των δυο κοινοτήτων – θέληση που εκφράστηκε με την υπογραφή
των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Το γεγονός, ότι δεν είχε διεξαχθεί
δημοψήφισμα για την έγκριση του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας
δε σημαίνει, ότι ο λαός δεν άσκησε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του. Η
διεθνής κοινότητα αναγνώρισε την Κυπριακή Δημοκρατία, τη δέχτηκε μέλος
του ΟΗΕ γιατί υπήρχε το τεκμήριο της αποδοχής της πρώτα απ’ όλα από τον
ίδιο τον κυπριακό λαό, με τη συμμετοχή του στην οικοδόμηση των οργάνων
εξουσίας του κράτους του. Ακόμα και οι δυνάμεις που έντονα διαφωνούσαν με
τις συμφωνίες που ανακήρυσσαν τη νήσο σε ανεξάρτητο κράτος, όπως το
ΑΚΕΛ και την ενωτική Δημοκρατική Ένωση, συμμετείχαν στις εκλογές, όχι για
να διαλύσουν το κυπριακό κράτος, αλλά για να αναθεωρήσουν τις πρόνοιες
του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας που με τις πρόνοιες του, τους
εμπόδιζε να διαλύσουν τη Κυπριακή Δημοκρατία.

Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1963 και τις προσπάθειες της


ελληνοκυπριακής κρατικής και πολιτικής ηγεσίας να ταυτίσει το δικαίωμα

60
αυτοδιάθεσης με τη θέληση της και να διαλύσει το κυπριακό κράτος και να το
εντάξει στην ελληνική επικράτεια, ο διεθνής παράγοντας και οι διεθνείς
συγκυρίες το επέτρεψαν. Με τις συνομιλίες που ακολούθησαν και μετά την
εισβολή της Τουρκίας το 1974, καταβλήθηκε προσπάθεια για αποκατάσταση
της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού στο σύνολο του και όχι στο
περιεχόμενο που τις έδινε η μια ή η άλλη κοινότητα. Αυτός ήταν και ο στόχος
του ΟΗΕ και της διεθνούς κοινότητας που για μισό αιώνα προσπαθεί να
ρυθμίσει αυτό το πρόβλημα.

Η 24η του Απρίλη 2004 είχε οριστεί με τη συγκατάθεση των ηγετών και των
δυο κοινοτήτων, το ιστορικό ραντεβού για έκφραση της θέλησης τους από
κοινού για το μέλλον της χώρας τους με την αποδοχή του σχεδίου που
συζήτησε και ολοκλήρωσε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ. Σ’ αυτό το ραντεβού η
ελληνοκυπριακή κοινότητα απάντησε αρνητικά με την απόρριψη του σχεδίου,
ενώ η τουρκοκυπριακή το αποδέχτηκε. Αν η απόφαση της τελευταίας
ταυτιζόταν με αυτή των ελληνοκυπρίων ίσως να δημιουργούνταν τέτοιες
συνθήκες που θα τροχοδρομούσαν τον οριστικό διαχωρισμό της χώρας. Οι
ελληνοκύπριοι δεν προβληματίστηκαν κι’ ούτε τους απασχόλησε αυτό το
ενδεχόμενο. Βρισκόταν έξω από το πεδίο σκέψης τους. Παρέμεναν
«σώκλειστοι» στο δικό τους καθαρό ελληνοκυπριακό κράτος, στο «κράτος-
κοινότητα».

Η απόσχιση – αυτή τη φορά από την ελληνοκυπριακή κοινότητα – δεν είναι


η λύση του προβλήματος, παρά το γεγονός, ότι ένα σεβαστό ποσοστό
ελληνοκυπρίων την υποστηρίζει, αν οι δημοσκοπήσεις διατυπώνουν σωστά τη
θέληση τους.

Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες για να


ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια για ενωποίηση της Κύπρου από νέα αφετηρία,
όπως επιδιώκει η ελληνοκυπριακή κρατική και πολιτική ηγεσία. Τίποτα βέβαια,
δεν μπορεί να είναι τελειωμένο και τετελεσμένο στις διεθνείς σχέσεις. Όμως το
σχέδιο Ανάν είναι εκεί και όλη η προσπάθεια είναι να ταυτιστεί η θέληση των
δυο κοινοτήτων, παρ΄ όλο που είναι φανερό, πόσο δύσκολη είναι η νέα
αφετηρία, όταν στην πλειοψηφία τους οι ελληνοκύπριοι του έχουν κάνει στο
σχέδιο όχι μόνο νεκρώσιμη ακολουθεία αλλά και τρισάγιο και ο τάφος έχει
«τσιμεντωθεί» με το 76% του ΟΧΙ.

4.4. Η αποδελτίωση των θέσεων των κυβερνώντων κομμάτων.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έθεσε το σχέδιο Ανάν στο περιθώριο.


Αυτή είναι η θέληση του λαού ανεξάρτητα κάτω από ποιες συνθήκες πήρε
αυτή την απόφαση. Πιθανόν το ΟΧΙ να είναι ανομοιογενές, αλλά αυτό που
μετρά είναι το αποτέλεσμα. Το γεγονός της απόρριψης είναι εκεί και αυτό είναι
που αναγνωρίζουν τόσο ο ΟΗΕ όσο και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.

Εξ άλλου, ο επίσημος εκπρόσωπος του κράτους μας, η κυπριακή κυβέρνηση


δεν μπορεί ούτε και είναι δυνατόν να αποδελτιώνει στις διεθνείς της σχέσεις το
αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται, ότι προήλθε
από αυτούς που υποστηρίζουν την ένωση, από αυτούς που υποστηρίζουν τη
διχοτόμηση, από αυτούς που είναι ενάντια στην ομοσπονδία, από αυτούς που
υποστηρίζουν την επανένωση αλλά ψήφισαν ενάντια στο σχέδιο Ανάν. Τα

61
ποσοστά που έδωσε κάθε ένας για να συμπληρωθεί το 76% του ΟΧΙ δεν
ενδιαφέρει τη διεθνή κοινότητα Όλα αυτά αφορούν μόνο την κομματική
διαπάλη στο εσωτερικό της χώρας.

Η αποδελτίωση των θέσεων των κυβερνώντων κομμάτων αφορά εμάς τους


πολίτες του κυπριακού κράτους. Αναφέρομαι στους «πολίτες» και όχι στους
ελληνοκύπριους γιατί το ΟΧΙ επηρεάζει και τους τουρκοκύπριους. Γιατί με το
ΟΧΙ εμείς σαν κοινότητα παραμείναμε «κοινότητα-κράτος», ενώ οι
τουρκοκύπριοι σε κατάσταση κατοχής.

4.4.1. Η εκκλησία και το σχέδιο Ανάν.

Στις σημερινές συνθήκες δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι υπάρχει στην


πολιτική επιφάνεια το ζήτημα της «ένωσης» που πρόβαλε η ηγεσία της
εκκλησίας πριν από το δημοψήφισμα. Φαίνεται, όμως, ότι στα μυαλά μερικών
και ειδικά εκκλησιαστικών παραγόντων δεν έχει ξεχαστεί και το ακούσαμε να
εκφέρεται από τα χείλη τους σαν στοιχείο πολιτικό για να ισχυροποιηθεί το ΟΧΙ
στο δημοψήφισμα. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε, ότι από επίσημης
κυβερνητικής πλευράς δεν υπήρξε αντίδραση στην αναφορά για την ένωση και
από τη συγκυβέρνηση μόνο το ΑΚΕΛ αντέδρασε, αλλά δυστυχώς δεν
προβληματίστηκε με ποιες δυνάμεις συμπαρατάσσεται. Την ηγεσία του ΑΚΕΛ τη
φόβιζε περισσότερο η συμπαράταξη με το Δημοκρατικό Συναγερμό παρά με
τους εθνικιστές και τους παπάδες. Και είναι το δεύτερο αμάρτημα μετά το 1960
που τότε πορεύτηκε ξανά με τους εθνικιστές.

4.4.2. Η αντιομοσπονδιακή πολιτική.

Από την εποχή της αποδοχής της αρχής της ομοσπονδίας, η κρατική και
πολιτική ηγεσία απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει πως ακριβώς
αντιλαμβανόταν την ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού κράτους.
Αντίθετα, κατά καιρούς δυνάμωναν και οι φωνές ενάντια στην ομοσπονδία, με
κύριο εκφραστή τους τον Τ. Παπαδόπουλο που την χαρακτήριζε «κυριαρχία
των τουρκοκυπρίων στο βορρά και συγκυριαρχία στο νότο» γιατί δεν υπήρχε
συγκεκριμένη αντίληψη της ομοσπονδιακής διάθρωσης του κυπριακού
κράτους. Ούτε και υπήρχε επιστημονικός προβληματισμός για ανατροπή της
θέσης του κ. Τ. Παπαδόπουλου, ότι η άποψη του μπορεί να λειτουργούσε και
αντίθετα δηλαδή, «κυριαρχία των ελληνοκυπρίων στο νότο και συγκυριαρχία
στο βορρά». Στην ουσία της, η θέση του κ. Τ. Παπαδόπουλου περισσότερο
μιλούσε για «καθαρότητα» κράτους παρά για επανένωση της χώρας. Αυτή η
«καθαρότητα» διατυπώθηκε στο διάγγελμα του με τη θέση για «κοινότητα –
κράτος».

Όταν αναφερόμαστε σε αντι-ομοσπονδιακή πολιτική, φέρνουμε αμέσως στη


σκέψη μας την πολιτική των Νέων Οριζόντων. Αυτό, γιατί από την ίδρυση του
αυτός ο πολιτικός σχηματισμός αντιτάχθηκε έντονα στη δημιουργία
ομοσπονδιακού κράτους. Βέβαια, ο σπόρος της πολιτικής ενάντια στη
μετατροπή του κυπριακού κράτους σε ομοσπονδιακό είχε ριφθεί πολύ πριν
εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο οι Νέοι Ορίζοντες. Και πιο συγκεκριμένα,
τόσο ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, όσο και ο ηγέτης της ΕΔΕΚ είχαν
ταχθεί ενάντια στην ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού κράτους.

62
Πολιτικό όραμα των Νέων Οριζόντων, όπως οι ίδιοι το διατυπώνουν, είναι η
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης. Βέβαια, ποτέ δεν διευκρινίστηκε, αν
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης σημαίνει και εφαρμογή των 13 που
πρότεινε ο Μακάριος. Αυτό το ζήτημα παραμένει αδιευκρίνιστο και δεν έχει
ξεκαθαριστεί. Από το 1964 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα υποστήριζε,
ότι επιστροφή στη συνταγματική τάξη του 1960 ήταν αδύνατη. Βέβαια, δεν
θεωρείται τόσο αναγκαία η διευκρίνηση, γιατί η επιστροφή στο σύνταγμα της
Ζυρίχης θα πρέπει να καταταγεί στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.

Οι Νέοι Ορίζοντες μιλούν για ενιαίο κράτος, όπου η ελληνοκυπριακή


πλειοψηφία θα κυβερνά και η τουρκοκυπριακή μειονότητα θα υποτάσσεται.
Τέτοια, περίπου αντίληψη έχουν και οι ηγεσίες του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ, - σ’
αυτή συμπαρατάχθηκε και η ηγεσία του ΑΚΕΛ - όταν υπογραμμίζουν ότι δεν
μπορεί να λειτουργήσει το κράτος μας σε συνθήκες πολιτικής ισότητας, γιατί
παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας.
Με απλά λόγια, αποδέχονται την ομοσπονδία αλλά με την παραχώρηση
μειονοτικών δικαιωμάτων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Με αυτή την
μορφή διάρθρωσης του κυπριακού κράτους, η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία
παραμένει κυρίαρχη και δεν υποβιβάζεται στο επίπεδο κοινότητας. Η θέση για
επαναδιαπραγμάτευση όλων των πτυχών του σχεδίου Ανάν αυτό ακριβώς τον
στόχο έχει, γι’ αυτό και δεν ανακοινώνονται οι συγκεκριμένες προτάσεις από
την κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Η επεξήγηση, ότι δεν ανακοινώνονται γιατί
δεν είναι επιθυμητή οποιαδήποτε εσωτερική συζήτηση και διαμάχη, οδηγεί
αναπόφευκτα στο δεδομένο, ότι ο λαός δεν θα πρέπει να γνωρίζει τι εισηγείται
η κρατική του ηγεσία. Οι κυβερνώντες οδηγούνται σ’ αυτό που οι ίδιοι
κατηγορούσαν την προηγούμενη κυβέρνηση, ότι διαπραγματευόταν πίσω από
τις πλάτες του λαού. Ακόμη και στο «εθνικό συμβούλιο» (γιατί εθνικό και δεν
ονομάζεται συμβουλευτική προεδρική επιτροπή ή σώμα;) ακολουθείται
αντίστροφη διαδικασία: ο πρόεδρος δεν υποβάλλει ολοκληρωμένες απόψεις,
για να συζητηθούν από τα μέλη του «εθνικού συμβουλίου», και να καταλήξουν
αν είναι δυνατόν σε κοινή γραμμή. Αντίθετα, ο πρόεδρος ακούει, σκέφτεται και
αποφασίζει χωρίς ενημέρωση των μελών των μελών του συμβουλίου.

4.4.3. Μειονοτικά δικαιώματα και ενσωμάτωση.

Όπως αναφέρεται και στο προηγούμενο κεφάλαιο, στην ιστορία του


κυπριακού δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για μειονοτικά
δικαιώματα που θα πρέπει να παραχωρηθούν στους τουρκοκύπριους. Το 1965,
η τότε κρατική ηγεσία της χώρας μας με τη θερμή υποστήριξη της ηγεσίας του
ΑΚΕΛ υπέβαλε στη Γ. Συνέλευση και στη Γραμματεία του ΟΗΕ Χάρτη των
μειονοτικών Δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων (αν μπορούμε να τον
ονομάσουμε έτσι) στον οποίο απαριθμούσε τα μειονοτικά δικαιώματα των
συμπατριωτών μας.

Η σημερινή λοιπόν, σκέψη για παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων στους


τουρκοκυπρίους θα πρέπει να μας οδηγήσει σαράντα χρόνια πίσω και να
ξαναμελετήσουμε αυτά που προσδιορίσαμε σαν μειονοτικά δικαιώματα. Αν
αυτό έχουν υπόψη τους αυτοί που υποστηρίζουν παραχώρηση μειονοτικών
δικαιωμάτων ας το πουν μεγαλόφωνα. Η χάραξη από μέρους τους ανοικτής
πολιτικής θα δώσει την ευκαιρία όχι μόνο στην ελληνοκυπριακή αλλά και στην
τουρκοκυπριακή κοινότητα να συζητήσει αυτά τα ζητήματα. Η ανοικτή
συζήτηση δεν έχει να βλάψει κανένα, αντίθετα θα έχει θετικές επιπτώσεις στην

63
κυπριακή κοινωνία, θα τη βοηθήσει να σχηματίσει αντικειμενική αντίληψη των
θέσεων των πολιτικών κομμάτων και της κρατικής μας ηγεσίας.

Μέχρι σήμερα, η τωρινή κυβέρνηση υποστηρίζει, ότι «αυτοί που πρέπει να


γνωρίζουν τις θέσεις μας, τις γνωρίζουν». Με άλλα λόγια αυτοί που γνωρίζουν
τις θέσεις τις κυπριακής κυβέρνησης είναι όλοι οι ξένοι, (αν πράγματι τις
γνωρίζουν) εκτός από τον κυπριακό λαό. Είναι παράδοξο και αντιδημοκρατικό
η νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να συζητά το περιεχόμενο
της λύσης του διακοινοτικού προβλήματος με όλους τους άλλους και να μην το
συζητά με τους πολίτες αυτού του κράτους, ανεξάρτητα από την εθνικότητα
τους.

Για να πείσουμε τους τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας για την ορθότητα


των θέσεων της κυβέρνησης θα πρέπει να τους καταστήσουμε κοινωνούς των
δικαιωμάτων και των ελευθεριών που θα κατοχυρώνουν τα δικαιώματα που
τους προτείνονται. Διαφορετικά δεν είναι σε θέση να κρίνουν, να κατακρίνουν,
να υποστηρίξουν να απορρίψουν και πολύ περισσότερο να προτείνουν. Πρέπει
να αφήσουν τη δημοκρατική διαδικασία να λειτουργήσει, αυτοί που προτείνουν
την επιστροφή στη δεκαετία του ΄60.

Ίσως κάποιος να διερωτηθεί γιατί αφιερώνεται τόσος χώρος σε ένα ζήτημα


που δεν έχει ακουστεί και δεν έχει συζητηθεί. Αν αναφέρεται είναι γιατί οι
υποστηρικτές της άποψης που απορρίπτουν την πολιτική ισότητα των δύο
κοινοτήτων οδηγούν αναπόφευκτα στην πολιτική παραχώρησης μειονοτικών
δικαιωμάτων. Βέβαια στις σύγχρονες συνθήκες δεν μπορούν ή νοιώθουν
αδυναμία να πουν τα πράγματα με το όνομα τους και καλύπτονται πίσω από
την αρχή της πλειοψηφίας λες και το πρόβλημα είναι μια απλή αριθμητική
πράξη. Το κυπριακό σαν εθνικό πρόβλημα – εθνικό όχι με το περιεχόμενο που
έδινε η ελληνοκυπριακή ηγεσία δηλαδή προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα,
αλλά σαν πρόβλημα πολιτικών σχέσεων ανάμεσα στις δυο βασικές εθνότητες
της χώρας μας, - δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με μαθηματικούς
υπολογισμούς και να εξάγονται πολιτικά συμπεράσματα.

Η πολιτική ισότητα είναι στοιχείο που κατοχυρώθηκε για την


τουρκοκυπριακή κοινότητα από το σύνταγμα του ΄60 αλλά και στις διάφορες
αποφάσεις του ΟΗΕ. Αν οι σημερινοί διαχειριστές του κυπριακού δεν
αναγνωρίζουν αυτή την αρχή ή της αποδίδουν διαφορετικό περιεχόμενο γιατί
υποβιβάζει κατά την αντίληψη τους την «ελληνοκυπριακή κοινότητα-κράτος»
σε απλή κοινότητα, γεγονός απαράδεκτο γι΄ αυτούς, τότε έχουν απόλυτο
δίκαιο να την πολεμούν.

4.4.4. ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων.

Η πολιτική της ηγεσίας του ΔΗΚΟ στο κυπριακό δεν μπορεί να διαχωριστεί
από αυτή της κυπριακής κυβέρνησης και ειδικά του Προέδρου Τ.
Παπαδοπούλου. Μένει σταθερά και αμετάκλητα προσηλωμένη στην πολιτική
της «κοινότητας-κράτους». Αυτή η αντίληψη διατυπώνεται σε όλες τις
αποφάσεις της και είναι έντονα αντίθετη με οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στο
κυπριακό.

Η πολιτική προσέγγιση «δεν παρέλαβα κράτος για να παραδώσω κοινότητα»


έτσι όπως τη διατύπωσε στο διάγγελμα του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και

64
που στην ουσία της σημαίνει «ελληνοκυπριακή κοινότητα=κράτος» είναι η
θέση που με φανατισμό προσπαθεί να επιβεβαιώσει η ηγεσία του ΔΗΚΟ. Σε
τελευταία ανάλυση, η θέση αυτή οδηγεί στο ακόλουθο σχήμα: η
ελληνοκυπριακή κοινότητα διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα το κυπριακό
κράτος και οι τουρκοκύπριοι απολαμβάνουν τα «ευρωπαϊκά» τους δικαιώματα
ενσωματωμένοι σ’ αυτό. Με άλλα λόγια επανέρχεται στην πολιτική φιλοσοφία
προσέγγισης του κυπριακού που επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60
την οποία, ο τότε πρόεδρος Μακάριος τη διατύπωνε ως ακολούθως: «Έχομεν
ήδη μιαν καθαρώς ελληνικήν κυβέρνησιν εις την νήσον. Οι τούρκοι δεν
μετέχουν της κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν...»
και εννοούσε σε διευθέτηση του κυπριακού. Και τώρα γιατί «να
σπεύσωμεν...»; Αυτή η λογική έχει υποβληθεί και κυριάρχησε στην
καταπληκτική πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων.

Η ΕΔΕΚ με επικεφαλής τον επίτιμο πρόεδρο της, επιστρέφει επίσημα στον


παλαιό αστερισμό της. «Κανένα σχέδιο Ανάν εκτός από λύση που να στηρίζεται
στις ευρωπαϊκές αρχές», καθημερινή επωδός των δηλώσεων των ηγετών της.
Και επιστρατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα για να υποστηριχθούν τα
ανθρώπινα δικαιώματα των ελληνοκυπρίων, της μοναδικής κοινότητας που
πρέπει να διαχειρίζεται το κυπριακό κράτος. Τα σοσιαλιστικά ιδεώδη
αντικαθίστανται με εθνικιστικές παρορμήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα
αποτελούν ένα νέο ιδιόμορφο σύγχρονο σχέδιο τύπου ΑΚΡΙΤΑΣ που δεν έχει
σκοπό τη φυσική εξόντωση των τουρκοκυπρίων, - όπως τότε το 1963 - αλλά
την πολιτική τους ενσωμάτωση στην ελληνοκυπριακή κοινωνία. Η Ευρωπαϊκή
Ένωση που οικοδομήθηκε με τις προσπάθειες και την αποφασιστική συμβολή
των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων στη βάση της ομοφωνίας και της
ισότητας των κρατών ανεξάρτητα από το μέγεθος τους – αρχή που την
απολαμβάνει και τη χρησιμοποιεί και η μικρή Κύπρος – δεν αποτελεί
παράδειγμα προς προβληματισμό και περίσκεψη για την ηγεσία της ΕΔΕΚ.
Αντίθετα, όλες οι νουθεσίες και οι προτροπές των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών
κομμάτων για μια θετική προσέγγιση του σχεδίου Ανάν από μέρους της
έπεφταν στο κενό. Η συγκυριακή αύξηση των ποσοστών της στις εκλογές για
το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο την έσπρωξε στις πιο ακραίες εθνικιστικές και
αλαζονικές προσεγγίσεις.

4.4.5. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ και το «κόλπο» των εγγυήσεων.


Σ’ αυτή την ανάλυση δεν θα ασχοληθούμε αν ο γ.γ. του ΑΚΕΛ δεσμεύτηκε ή
όχι με το «όχι» στη μυστική συνάντηση ή συναντήσεις που είχαν από κοινού
Πρόεδρος –Χριστόφιας - Σ. Ντενκτάς, πριν από την έκτακτη συνδιάσκεψη του
κόμματος του που πραγματοποιήθηκε για να εξετάσει την τύχη του σχεδίου
Ανάν. Λαμβάνεται ως δεδομένο αυτό που θα μείνει στην ιστορία – η απόρριψη
του σχεδίου από τη συνδιάσκεψη. Ο γ.γ. του ΑΚΕΛ Δ. Χριστόφιας, παρ’ όλο
που στην ομιλία του αναφέρθηκε σε μια πλειάδα θετικών προνοιών, και
διαφώνησε με την άποψη του προέδρου, ότι στο σχέδιο εμβαθύνει τη
διχοτόμηση, κατέληξε στην απόρριψη, γιατί σύμφωνα με την άποψη του, δεν
υπήρχαν οι αναγκαίες εγγυήσεις για την εφαρμογή του σχεδίου και ζητούσε να
ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο Ασφαλείας αναφορικά με αυτό το ζήτημα.
Ζητούσε οι εγγυήσεις να τεθούν κάτω από το κεφάλαιο 7 του Καταστατικού
Χάρτη του ΟΗΕ το οποίο προνοεί μεταξύ άλλων και τη χρήση στρατιωτικής
βίας.

65
Κανείς δε γνωρίζει τι λεγόταν στους διάλογους Πάουερ-Χριστόφια που
γίνονταν πριν από το δημοψήφισμα. Το γεγονός είναι ένα: όταν ένα πρόβλημα
μετά από χρόνιες συζητήσεις και ειρηνικές διαπραγματεύσεις φτάνει στο τέλος
του, δεν μπορεί η μια από τις δύο πλευρές να κρεμάσει το σπαθί πάνω από το
κεφάλι της άλλης. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο. Το δεύτερο, η μικρή Κύπρος
δεν μπορεί να δεσμεύσει τις μεγάλες δυνάμεις που συνθέτουν τα μόνιμα μέλη
του Συμβουλίου Ασφαλείας με a priori πράξεις και ενέργειες που εμπίπτουν
αποκλειστικά και μόνο στην ευθύνη τους. Η λήψη στρατιωτικών μέτρων για
εφαρμογή των αποφάσεων τους εξετάζεται συγκεκριμένα στις δεδομένες
συνθήκες, όταν απειλείται η ειρήνη και η ασφάλεια. Η εφαρμογή
κατασταλτικών μέτρων αποτελεί την τελευταία ενέργεια στις αποφάσεις του
Συμβουλίου Ασφαλείας. Τρίτο, πως είναι δυνατόν το Συμβούλιο Ασφαλείας να
παραβλέψει όλες τις άλλες διαδικασίες που προβλέπει το Καταστατικό του πριν
φθάσει στη χρήση κατασταλτικών μέτρων επειδή το ζητά η Κύπρος. Γιατί
άμεση χρήση αυτών των μέτρων, εκτός του ότι απαιτεί τεράστια κινητοποίηση
στρατιωτικών δυνάμεων με καταβολή σημαντικών οικονομικών μέσων, το ίδιο
το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να δημιουργεί τέτοιες κρίσεις, αν υπάρχει
περίπτωση να διευθετηθούν διαφορετικά. Τέταρτο, πως ήταν δυνατό να
πεισθεί η Τουρκία να αποδεχτεί την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ, όταν είχε το δεδομένο της καλής πίστης που επέδειξε με την αποδοχή
του σχεδίου Ανάν και πολύ περισσότερο την ώρα που οδεύει προς την
Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει πάνω από το κεφάλι της τέτοια απόφαση του ΟΗΕ.
Είναι σαν να αποδεχόταν εκ των προτέρων, ότι αυτό που συμφώνησε δεν θα
το εφαρμόσει. Και η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορούσε να
δώσει αδιαμφισβήτητα στοιχεία, ότι η Τουρκία δεν θα εφάρμοζε τα
συμφωνηθέντα, δηλαδή θα παραβίαζε τη διεθνή αρχή pacta sunt servanda.

Η ουσία της απόρριψης και της ταύτισης της ηγεσίας του ΑΚΕΛ με το
εθνικιστικό κατεστημένο βρίσκεται σε αιτίες βαθύτερες, όπως μη ανάληψη
ευθυνών, επαναλαμβάνοντας την πολιτική του 1959, η συστράτευση με τις
εθνικιστικές δυνάμεις σε συσχετισμό με τον διαμοιρασμό της εξουσίας και
τέλος η ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων στο «κοινότητα-κράτος». Αυτή η
θέση επαληθεύεται με την πολιτική που ακολουθεί στη μετά – δημοψήφισμα
εποχή, όπου ξεχάστηκαν οι προϋποθέσεις που έθετε για αποδοχή του σχεδίου
Ανάν. Από το τέλος Απριλίου η ηγεσία του ΑΚΕΛ συζητά και θα συζητά μέχρι το
τέλος της θητείας του κ. Τ. Παπαδόπουλου για να βρεθεί η κοινή μεταξύ τους
γραμμή στη διευθέτηση του κυπριακού, αν ποτέ βρεθεί. Το πρόβλημα δεν είναι
αν θα βρεθεί, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει κοινή συνισταμένη.

Κοινή γραμμή μεταξύ Τ. Παπαδόπουλου και ηγεσίας ΑΚΕΛ υπάρχει γιατί


γνώριζε η ηγεσία του ΑΚΕΛ, ότι με το «τσιμέντωμα» του «όχι» θα
δημιουργούνταν διαφορετικές συνθήκες και άρα, οι προϋποθέσεις που έθετε με
την απόφαση της συνδιάσκεψης του θα αποτελούσαν παρελθόν. Οι εγγυήσεις
που επίμονα ζητούσε και γνώριζε ότι δεν μπορούσαν να δοθούν έτσι όπως η
ίδια απαιτούσε, δεν ήταν παρά ένα «κόλπο» για να εξασφαλισθεί το «όχι» και
να τεθεί στο περιθώριο το σχέδιο Ανάν. Αν πραγματικά την απασχολούσαν οι
εγγυήσεις της εφαρμογής του σχεδίου Ανάν θα έπρεπε να προβληματισθεί
πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και οπωσδήποτε λύσεις μπορούσαν να βρεθούν.

Σήμερα η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν μιλά και δεν «κουνά το δακτυλάκι της» προς
την κατεύθυνση των διακηρύξεων της συνδιάσκεψη της, διαδραματίζοντας ένα
αλλόκοτο παιχνίδι: για να καθησυχάζει τις κομματικές της μάζες διατυπώνει τη

66
θέση, ότι «το σχέδιο Ανάν είναι στο τραπέζι» αλλά στην ουσία ταυτίζεται
απόλυτα με τις θέσεις του Προέδρου και των κομμάτων του κυβερνητικού
συνασπισμού που θεωρούν το σχέδιο και κλινικά νεκρό. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ
στην πράξη αποδέχεται την ουσιαστική απόρριψη του σχεδίου και την
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης με μερικές τροποποιήσεις, έτσι που σε
τελευταία ανάλυση θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των
τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία για να παραμείνει και να
υλοποιηθεί η θέση του προέδρου για «κοινότητα- κράτος».

4.4.6. Επαναπροσέγγιση και καλή γειτονία.


Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ότι το ΑΚΕΛ ήταν πρωτοπόρο στην
χάραξη πολιτικής για την αναγκαιότητα επαναπροσέγγισης των δυο
κοινοτήτων μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974. Αυτό απαιτούσαν οι συνθήκες
της εποχής εκείνης, που είχαμε ανάγκη να αποδείξουμε ότι τρέφαμε ειρηνικά
συναισθήματα παρά τα τραγικά γεγονότα που προηγήθηκαν το 1963 και το
1974, ότι μπορούσαμε να ξανασμίξουμε και να αφοσιωθούμε στην
ανοικοδόμηση της χώρας μας.

Η ζωή όμως τρέχει και η επαναπροσέγγιση σα σύνθημα που κράτησε για


δεκαετίες είναι αναγκαίο να εξαργυρωθεί σε λύση και διευθέτηση του
προβλήματος. Εδώ ακριβώς φάνηκε και το πρόβλημα. Το ΑΚΕΛ και
συγκεκριμένα η ηγεσία του, μπλεγμένη στους δαιδαλώδης θαλάμους της
εξουσίας, επιμένει να βρίσκεται ακόμη προσκολλημένη στο σύνθημα ή στην
πολιτική (δεν έχει σημασία) της «επαναπροσέγγισης».

Επαναπροσέγγιση στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί


παρά σαν παράταση του status quo που σε τελευταία ανάλυση θα οδηγήσει
στη λαϊκή έκφραση «τζιοίνοι ποτζή τζιε μεις ποδά» σε σχέσεις καλής γειτονίας.
Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα είτε στη διχοτόμηση είτε, στην καλύτερη
περίπτωση, στη συνομοσπονδία. Η εμμονή και μόνο στην επαναπροσέγγιση
έχει και μια άλλη διάσταση: στο χρόνιο εγκλωβισμό των τουρκοκυπρίων με
στόχο την υποταγή τους στις απαιτήσεις και τους όρους της «κοινότητας-
κράτους». Με άλλα λόγια, είτε οι τουρκοκύπριοι θα ενσωματωθούν στην
«κοινότητα-κράτος» όπως το οργάνωσε και το διευθύνει η ελληνοκυπριακή
κοινότητα από το 1963 είτε θα παραμείνουν το «αντικείμενο δικαίου» για την
Κυπριακή Δημοκρατία.

Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η επαναπροσέγγιση πήρε άλλο


περιεχόμενο. Οι κοινές συναντήσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων δεν
έχουν για στόχο τη γνωριμία των απλών ανθρώπων, αλλά την κοινή δράση για
λύση του προβλήματος. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ επειδή έχει μείνει προσκολλημένη
στο σύνθημα της επαναπροσέγγισης αντιμετωπίζει προβλήματα με τα
οργανωμένα τουρκοκυπριακά σύνολα που στην πλειοψηφία τους απαιτούν
δράση για επανένωση του νησιού παρά αόριστες τοποθετήσεις για
επαναπροσέγγιση.

Είναι άγνωστο ποιες ήταν οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις της ηγεσίας του


ΑΚΕΛ στις συναντήσεις που είχε με τους εκπροσώπους των τουρκοκυπριακών
κομμάτων. Αν βέβαια, ζήτησαν τη βοήθεια τους για τις εγγυήσεις όπως ήταν η
απόφαση της συνδιάσκεψης τους και συζήτησαν μαζί τους τρόπους και
μεθόδους για το πως θα εξασφαλιστούν αυτές οι εγγυήσεις, τότε θα πρέπει να
δούμε να πραγματοποιούνται και άλλες συναντήσεις. Όχι για να πείσουν για

67
την ορθότητα της θέσης τους αλλά για να πεισθούν ότι υπάρχουν και άλλες
παράλληλες διευθετήσεις. Διαφορετικά ο κύκλος των επαφών της ηγεσίας του
ΑΚΕΛ έχει ολοκληρωθεί και θα παραμείνει απλώς το σύνθημα της
επαναπροσέγγισης χωρίς περιεχόμενο, στείρο και αρνητικό. Και δεν θα είναι το
μοναδικό επακόλουθο: ολόκληρη η πολιτική ηγεσία των τουρκοκυπρίων θα
κατηγορείται από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, ότι είναι απρόθυμη να δει τις νέες
πραγματικότητες, να δείξει κατανόηση των ανησυχιών και των προβλημάτων
των ελληνοκυπρίων και να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος. Το δικό
της πρόβλημα, η ηγεσία του ΑΚΕΛ θα προσπαθήσει να το μετακυλήσει στους
ώμους των τουρκοκυπριακών πολιτικών σχηματισμών.

4.4.7. Οι κυβερνώντες για το ρόλο του ΟΗΕ.


Η κρατική ηγεσία και οι πολιτικοί σχηματισμοί που μετέχουν στην
κυβέρνηση έχουν μια ιδιόμορφη αντίληψη του ρόλου που θα πρέπει να
διαδραματίσει ο ΟΗΕ. Καλλιεργούν στους απλούς πολίτες την άποψη, ότι ο
ΟΗΕ θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες μετά το «όχι» για επίλυση του
κυπριακού, σεβόμενος την απόφαση του. Να αναλάβει πρωτοβουλίες για να
πεισθεί η Τουρκία να παρακαθίσει σε νέες συνομιλίες και να αναθεωρήσουν
από κοινού το κείμενο του σχεδίου Ανάν, υποστηρίζοντας, ότι οι πρόνοιες του
ήταν ετεροβαρείς. Ζητούν επανασυζήτηση του σχεδίου και ότι θα ζητήσουν τη
αναδιατύπωση των προνοιών εκείνων που θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν για
να καταστεί η ρύθμιση βιώσιμη και λειτουργική. Προσθέτουν ακόμη, ότι οι
αλλαγές που επιδιώκει η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν θα είναι σε βάρος των
δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων.

Καταστατική υποχρέωση, αλλά και ο κυριότερος σκοπός του Οργανισμού


Ηνωμένων Εθνών είναι η διαφύλαξη της ειρήνης και η ρύθμιση των διεθνών
διαφορών.(2) Το κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα, αλλά δεν ξεκίνησε σαν
τέτοιο. Ξεκίνησε σαν εσωτερικό πρόβλημα, ως διαφορά των δύο κοινοτήτων
της νήσου αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών του συντάγματος.

Το 1968 ξεκίνησαν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες, ύστερα από αρκετές


προσπάθειες του ΟΗΕ, όταν το πρόβλημα έφτασε στο απόγειο του με τις
συγκρούσεις του 1967 και είχε απειληθεί η ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή.
Οι δυο κοινότητες προσπάθησαν να βρουν λύση με συνομιλίες των
αντιπροσώπων τους είτε αυτές ονομάζονταν «ενδοκυπριακές» είτε
«ενισχυμένες ενδοκυπριακές». Η αναφορά σ’ αυτές, δεν γίνεται για λόγους
ιστορικούς, αλλά για άντληση εμπειριών και διεύρυνσης του προβληματισμού.

Α) Ο ΟΗΕ έχει ετοιμάσει το λεγόμενο σχέδιο Ανάν, πάνω στο οποίο


ουσιαστικές διαφορές δεν μπορεί να επιφέρει. Δεν μπορεί να απομακρυνθεί
από αυτό για ένα και ουσιαστικό λόγο: οι προσπάθειες του δεν μπορούν να τα
δίνουν όλα στη μια πλευρά, αλλά ως ρυθμιστές θα προσπαθούν να βρουν τη
χρυσή τομή για να ικανοποιήσουν και τις δυο πλευρές. Γι’ αυτό και συνεχώς
τονίζουν ότι δεν μπορούν να ανοίξουν για συζήτηση όλες τις πτυχές του
σχεδίου, γιατί αυτό σημαίνει συζήτηση του προβλήματος από μηδενική βάση.
Αλλά και αν ξανανοιχθεί όλο το σχέδιο, ο ΟΗΕ ως το όργανο που θα βοηθήσει
στη ρύθμιση του κυπριακού, θα υποβάλλει τη μέση λύση, έστω κι’ αν αυτή δεν
θα είναι δεσμευτική για τα μέρη.

68
Η συμμαχία των κυβερνώντων κομμάτων διατυπώνει με επιμονή την
άποψη, ότι δεν δέχεται ούτε αυστηρά χρονοδιαγράμματα ούτε και επιδιαιτησία,
όπως υπήρχε στις προηγούμενες συνομιλίες. Η επιδιαιτησία(3) παρ’ όλο που
είναι μια μέθοδος επίλυσης διεθνών προβλημάτων και προνοείται από τις
καταστατικές αρχές του ΟΗΕ, δεν είναι υποχρεωτική αν η μια πλευρά δεν την
εγκρίνει. Γι’ αυτό και η γραμματεία του διεθνούς οργανισμού δεν επέμενε σ’
αυτή τη διαδικασία για επανέναρξη των συνομιλιών.

Το χρονοδιάγραμμα δεν εξαρτάται από την ελληνοκυπριακή πλευρά για να


το θέτει με τόσο αυστηρό τρόπο. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που η
ίδια δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα. Εξ άλλου η πολιτική ζωή τρέχει με
τέτοιους ρυθμούς που αν δεν την προλάβεις, αυτό που συμφώνησες σήμερα
αύριο θα είναι ανέφικτο και ανεδαφικό. Το «βάθος χρόνου» που επιζητά η
ελληνοκυπριακή πλευρά, δεν είναι και η καλύτερη συνταγή που θα οδηγήσει
σε δικαιότερη διευθέτηση του προβλήματος. Το πιο ζωντανό παράδειγμα είναι
το σύνταγμα του 1960. Μέχρι το 1974 κατατασσόταν στην κατηγορία του «μη
λειτουργικού» άρα και του «μη βιώσιμου», και σήμερα όλοι οι πολιτικοί
υποστηρίζουν την άποψη, ότι θα μπορούσε με λίγη καλή θέληση να ήταν
βιώσιμο και λειτουργικό.

Οι συνομιλίες, αν αυτές επαναρχίσουν, δεν θα είναι ανάμεσα στην Τουρκία


και την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και πάλιν ανάμεσα στους εκπροσώπους
των δύο κοινοτήτων. Θα έχουμε την ίδια κατάσταση, όπως ξεκίνησε το 1968
αλλά και με τις τελευταίες συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα
του γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Να συνταχτεί ένα νέο σύνταγμα για το κυπριακό
κράτος και το οποίο θα οδηγήσει στην επανένωση της χώρας.

Β) Τα συγκυβερνώντα υποστηρίζουν την άποψη, ότι η προηγούμενη


κυβέρνηση, πίσω από τις πλάτες του λαού αποδέχτηκε απαράδεκτες πρόνοιες
που κατοχυρώθηκαν στο σχέδιο Ανάν. Όμως και αυτή η κυβέρνηση αρνείται
να ενημερώσει το λαό για τις πρόνοιες που επιθυμεί να διαπραγματευθεί και
ακολουθεί την ίδια τακτική συσκοτισμού με την προηγούμενη κυβέρνηση. Σε
τελευταία ανάλυση, και αυτή η κυβέρνηση σε περίπτωση που αρχίσουν
συνομιλίες και καταλήξουν σε συμφωνημένο σχέδιο λύσης, θα φέρουν ξανά το
λαό μπροστά σε ένα δίλημμα: ναι ή όχι. Θα είναι πάλι εκ των πραγμάτων ένα
δοτό σύνταγμα, εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να το συζητήσει και να επιφέρει τις
οποιεσδήποτε αλλαγές. Έτσι είχαν τα πράγματα και το 1959 με την υπογραφή
των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου.

Βέβαια, υπάρχει και διέξοδος από αυτό το πρόβλημα: να συσταθεί


συντακτική συνέλευση και μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα να επεξεργαστεί το
σύνταγμα ενός ενωμένου κυπριακού κράτους.(3) Μέσα στις σημερινές
συνθήκες, τέτοια άποψη φαντάζει ουτοπική γιατί οι κυβερνώντες κύκλοι δεν
είναι δυνατόν να συγκατατεθούν στην αφαίρεση του δικαιώματος να
διαχειρίζονται με αποκλειστικότητα το μέλλον της χώρας. Και δεν υπονοείται
μόνο η ελληνοκυπριακή ηγεσία αλλά και η τουρκοκυπριακή.

Η εκλογή συντακτικής συνέλευσης, με ισάριθμη αντιπροσώπευση, ένδειξη


της ισότητας των εθνικοτήτων, θα ωθήσει τις πολιτικές δυνάμεις να βρουν
συμμάχους και στις δυο κοινότητες, που πιστεύουν στην ανάγκη να
διευθετηθεί το πρόβλημα του λαού της χώρας μας. Εξ αντικειμένου υπάρχουν
δυνάμεις και στις δυο κοινότητες που οι πολιτικές τους τοποθετήσεις θα τους

69
οδηγήσουν σε ταυτότητα θέσεων και εξεύρεσης συμβιβασμού. Από την άλλη, η
λαϊκή αντιπροσώπευση που θα εκφραστεί με τη σύσταση συντακτικής
συνέλευσης, θα εκτοπίσει σε μεγάλο βαθμό τις εθνικιστικές δυνάμεις που
αντιτάσσονται σε οποιαδήποτε λύση που δεν θα είναι «νίκη του ελληνισμού» ή
εκείνες τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται την πολιτική της διζωνικής
ομοσπονδίας προβάλλοντας μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις ή θα αναγκάσει όλες
αυτές τις δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο κυπριακό
πρόβλημα.

Με τη λειτουργία συντακτικής συνέλευσης, ο κυπριακός λαός στο σύνολο


του, θα βρεθεί μπροστά σε λύση που θα τη γνωρίζει και έτσι θα αποφύγει το
δίλημμα του «ναι» και του «όχι» για μια ρύθμιση που προσδιόρισαν άλλοι σε
συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες και με τη μεσολάβηση εξωγενών
παραγόντων που πιθανόν να βρίσκονται κάτω από την επίδραση άλλων
διεθνών επιρροών. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι όσο πιο πλατειά
εφαρμόζονται οι θεσμοί της δημοκρατίας, τόσο πιο ορθά και δίκαια λύνονται τα
εθνικά, κοινωνικά και άλλα προβλήματα. Όσο περισσότερο συμμετέχει ο λαός
τόσο περισσότερο δημοκρατικές αλλά και αποδεκτές από όλους λύσεις
δίνονται.

Υπάρχει σωρεία κοινών διακηρύξεων πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών


οργανώσεων που διατυπώθηκαν ύστερα από συζητήσεις διμερείς και
πολυμερείς για κοινές ή και παραπλήσιες θέσεις και απόψεις για τη διευθέτηση
του προβλήματος. Με τη σύσταση συντακτικής συνέλευσης που θα αγκαλιάζει
όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων θα επιβεβαιωθεί στην πράξη η
ταυτότητα των θέσεων τους, όταν θα ψηφίζουν κάθε άρθρο του συντάγματος.
Είναι λογικό να τεθεί το ερώτημα: και αν δεν καταλήξει η συντακτική
συνέλευση σε αποτέλεσμα; Αυτή η πιθανότητα υπάρχει, όπως υπάρχει και στις
συνομιλίες που θα ξεκινήσουν υπό την ομπρέλα του ΟΗΕ. Οι πιθανότητες είναι
οι ίδιες και στις δυο περιπτώσεις. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ένα νέο
«όχι» - ανεξάρτητα αν θα είναι δυνατό ή χλιαρό – η διχοτόμηση θα είναι το
τελικό αποτέλεσμα. Στη δεύτερη, όμως περίπτωση, αφήνεται άμεσα στον
κυπριακό λαό να αποφασίσει τελεσίδικα πια, πως θα λύσει το πρόβλημα της
πατρίδας του.

70
ΜΕΡΟΣ Β

Άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε κυπριακές εφημερίδες

1. Ο πολιτικός λόγος της αριστεράς.


2. Ναι στο σχέδιο Ανάν αλλά γιατί.
3. «Αφήνεται στον πατριωτισμό σας».
4. Το τούνελ του χρόνου.
5. Μπροστά στο σταυροδρόμι.
6. Που οδηγείται η αριστερά;
7. Ο «φτωχός και άφραγκος τουρκοκύπριος».
8. Ομιλία σε δείπνο ε/κ και τ/κ Αφαντιτών.

71
1. Ο πολιτικός λόγος της αριστεράς

Πολλοί είναι οι πολιτικοί αναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον


πολιτικό λόγο της κυπριακής αριστεράς στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί
στη χώρα μας και να καταλήξουν σε συμπεράσματα για τα βαθύτερα αίτια που
συνθέτουν τις πολιτικές της τοποθετήσεις. Με αυτό το άρθρο θα επιχειρήσουμε
μια διαφορετική προσέγγιση ανάλυσης του λόγου της.

Η σκέψη και η γλώσσα είναι δυο βασικές βιολογικές λειτουργίες του


ανθρώπου που δεν μπορούν να διαχωριστούν. Αν τις προσεγγίσουμε από
φιλοσοφικής άποψης είναι δύσκολο να πούμε ποια από τις δυο λειτουργίες
προηγείται, και προσομοιάζει προς το ερώτημα που παιδιά ρωτούσαμε: ποιο
έγινε πρώτο – η κότα ή το αυγό.

Αλλά για να έλθουμε στο προκείμενο, και να αποδείξουμε την άμεση


σύζευξη της σκέψης και της γλώσσας, είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τον
παρακάτω συνειρμό: όταν η σκέψη αδυνατεί να συλλάβει έννοιες και
προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αναπόφευκτα η γλώσσα μειώνει τις
δυνατότητες να εκφραστεί και πολύ περισσότερο να τις μεταδώσει σαν
πληροφορίες στο κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη, αν η γλώσσα είναι άωρη
και αδυνατεί να τις διατυπώσει, νομοτελειακά οδηγεί στη μείωση των
βιολογικών λειτουργιών του εγκεφάλου, δηλαδή μειώνει τις δυνατότητες της
σκέψης να αναπτυχθεί και να επεξεργαστεί την πολυπλοκότητα των
κοινωνικών φαινομένων, τον μεταβολισμό των ιδεών.

Η μείωση του φραστικού φάσματος και η χρήση της διαλέκτου σαν


υπαλλακτικής λύσης εκφράζει την «αφυδάτωση» της γλώσσας άρα και της
σκέψης μειώνει δηλαδή το γνωστικό πλούτο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να
συρρικνώνεται ισομορφικά και ο αριθμός των κατηγοριών στις οποίες ο
χρήστης της «λαϊκίστικης» γλώσσας κατατέμνει τον εσωτερικό και εξωτερικό
κόσμο. Από την άλλη, οι δέκτες – οι πολίτες – παραμένουν στο «λαϊκισμό» της
γλώσσας σαν πολύχρωμης φαντασμαγορίας και αδυνατούν να
αποκωδικοποιήσουν τα ουσιαστικά μηνύματα.

Η ηγεσία της κυπριακής αριστεράς στην ιστορική της πορεία επέδειξε τη


σταθερότητα της σε στερεότυπες σταθερές και δεν μπόρεσε να αποφύγει την
αφόρητη επαναληπτικότητα, στην προσέγγιση του κυριότερου πολιτικού
προβλήματος – του κυπριακού. Οι πολιτικές σταθερές του ιδεολογήματος
«εθνικό», «αυτοδιάθεση-ένωση» και η αδυναμία ιδεοεπεξεργασίας του όρου
«συμβιβασμός» και «ενδοτισμός» την οδήγησε σε ένα ουσιοποιημένο εθνικο-
αγωνιστικό φρόνιμα με αποτέλεσμα τα «όχι» έρχονται να προσαρμοστούν στις
αγωνιστικές-αντιστασιακές σταθερές των αντιϊμπεριαλιστικών συμβολισμών. Ο
συμβιβασμός πριν από την ανεξαρτησία αποτελούσε αντεθνική πράξη και
προδοσία γιατί αναιρούσε τη σταθερή «αυτοδιάθεση-ένωση» και μετά την
ανεξαρτησία «συμβιβασμός με τον ιμπεριαλισμό» γιατί και πάλι αναιρούσε την
ίδιο ιδεολόγημα.
Τα ανελαστικά «όχι» της ε/κ αριστεράς, στον συμβιβασμό – αν ιστορικά
αρχίσουμε από τη Διασκεπτική (1948) και φτάσουμε στο σχέδιο Ανάν –
απορρέει από μια εθνική κοσμοαντίληψη, τη φωτογραφίζει, και δεν είναι μια
συγκυριακή διαφωνία σ’ ένα «στρατηγικό» ζήτημα. Τα διαχρονικά <<όχι>>

72
της αριστεράς αποτελούν τμήμα μιας ευρύτερης ιδεολογικο-πολιτικής
πλατφόρμας αρχέγονης αντίληψης για «αντίσταση» στον αγγλο-αμερικάνικο
ιμπεριαλισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά από τις δηλώσεις και αποφάσεις
της ηγετικής ομάδας – ‘’η Αγγλία είναι ο κακός δαίμονας της Κύπρου’’ και
άλλα.

Η κληρονομιά αυτή, στις σημερινές συνθήκες, την οδηγεί στη ρηχή


συμπερασματολογία και στην υπεραπλοποίηση με αποτέλεσμα να υποβάλλεται
στην ελληνοκυπριακή κοινωνία τόσο ο φόβος της υπαρξιακής συνέχειας όσο
και ο κλασικός κίνδυνος του ιδεολογικού (για την αριστερά – «πολιτικός και
ιδεολογικός συμβιβασμός με τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό») και εθνικού
αποπροσανατολισμού (γενικότερα – «επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού»).

Τα στερεότυπα του παρελθόντος «ένωση=αυτοδιάθεση» και τα εποχιακά


τοποθετημένα επίθετα «άμεση – ατόφια – ευκταίο – εφικτό» με σκοπό τον
εμπλουτισμό και την ωραιοποίηση του πολιτικού λόγου κατέστησαν «σχεδόν
αδύνατο –όπως πολύ ορθά έγραψε σε άρθρο του ο Ν. Κιλζιλγιουρέκ στο
«Πολίτη» στις 20/7/2004 – να διαχωριστεί η «πολιτική για την ένωση» από
την «ένωση ως θρησκεία».

Η θρησκεία και οι θρησκευτικές δοξασίες που τελευταία αντικατέστησαν την


πίστη στα σοσιαλιστικά ιδεώδη, ενοποιημένη με τις εθνικιστικές παρορμήσεις
συνθέτουν ένα πλέγμα παραδοσιακής πολιτικής που ακολουθούσε η ηγεσία της
εκκλησίας από την μεταβίβαση της Κύπρου στη βρετανική αποικιοκρατία.
Τίποτα τυχαίο δεν υπάρχει στον φυσικό κόσμο, όπως και στις κοινωνίες. Στη
μετασοβιετική εποχή η ε/κ αριστερή κοινωνία χρειαζόταν επειγόντως ένα νέο
κοσμοείδωλο και η ηγεσία της αριστεράς προσφέρει τον χριστιανικό
σοσιαλισμό, έστω κι’ αν αυτό που επιχειρείται οδηγεί ουσιαστικά σε
συνοθύλευμα.

Μετά το 1974 και ύστερα από αρκετούς κλυδωνισμούς στο λόγο της ηγεσίας
του ΑΚΕΛ τοποθετήθηκε και η λέξη «ομοσπονδία», όχι σαν ουσιαστικό αλλά
σαν ένα άλλο επίθετο δίπλα στα τόσα άλλα. Γιατί αν ήταν ουσιαστικό δεν θα το
είχε τοποθετήσει στο επίπεδο του φαινομένου που είναι ασταθές και
εναλλασσόμενο, όπως το εξετάζει η διαλεκτική φιλοσοφία, αλλά σαν
ουσιαστικό και αναλλοίωτο. Απέφυγε ακόμη και να το μελετήσει, γιατί ένα
φαινόμενο δεν μπορεί να γίνει γνωστό παρά μόνο διαμέσου της ιστορίας του.
Γι’ αυτό και στο λόγο της η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν τοποθετεί την ομοσπονδία σε
δομικό επίπεδο, αλλά σαν υποχώρηση, συμβιβασμό (προσωρινό;), όπως και το
1960 θεωρούσε την ανεξαρτησία.

Στις 7-8/8/1981 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» είχα ασχοληθεί με το


ζήτημα της αυτοδιάθεσης και το ταύτιζα με την ανεξαρτησία της Κύπρου. Γι’
αυτά τα άρθρα είχα αρκετά αρνητικά σχόλια. Μέχρι σήμερα καμιά πολιτική
δύναμη δεν έχει τουλάχιστον δημόσια αποδεχτεί αυτή την τοποθέτηση για να
μπορέσει να ανατρέψει την αντίληψη της «μέγιστης» υποχώρησης που κατά
την άποψη τους είναι η ομοσπονδία. Αν γινόταν η αντικειμενική τοποθέτηση
«αυτοδιάθεση = ανεξαρτησία», η μορφή του κράτους σαν έκφραση της ουσίας
του δεν θα αντιμετωπιζόταν σαν «υποχώρηση», αλλά σαν ένα στατικό (από
την άποψη της διάρθρωσης του κράτους) και σαν δυναμικό φαινόμενο (από

73
την άποψη της διευθέτησης του εθνικού προβλήματος). Γιατί και σε προέκταση
«υποχώρηση» θεωρείται και η αναχώρηση από την «ένωση».

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ παραμένοντας προσκολλημένη στην Bassa* γλώσσα


των στερεότυπων συμβολισμών ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα σε διαδοχικά
επίπεδα περιγραφής ( μια και η περιγραφή είναι μόνο ιεραρχικό επίπεδο και
εμπεριέχει a priori την ατέλεια) δεν μπορεί να κατανοήσει και σωστά να
ερμηνεύσει τις σημερινές συνθήκες για να οδηγηθεί σε αντικειμενικά σωστές
αποφάσεις.

Και σαν κατακλείδα: κατανοώ σημαίνει ανάγω.

*Αρχέγονη διάλεκτος στη Λιβερία


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα <<Πολίτης>> στις 20/2/2005.

74
2. Ναι στο σχέδιο Ανάν, αλλά γιατί;

1. Η Κυπριακή Δημοκρατία εμφανίστηκε σαν δικοινοτικό κράτος. Αυτό


διαχέεται σε όλες τις πρόνοιες του συντάγματος του 1960. Αν δεν λειτούργησε
το κυπριακό κράτος ευθύνη δεν φέρουν μόνο οι τουρκοκύπριοι. Ευθύνη
φέρουν οι κρατικοί και οι πολιτικοί ηγέτες και των δύο κοινοτήτων, που οι μεν
από την πρώτη μέρα λειτουργίας του κυπριακού κράτους κοιτούσαν προς την
Ελλάδα και οι δε προς την Τουρκία. Το κοινό κράτος δεν τους ενδιέφερε και αν
υπάρχει σήμερα κυπριακό κράτος είναι αποτέλεσμα των αντιθέσεων των
μητέρων-πατρίδων και όχι της υπεράσπισης του από οποιανδήποτε κοινότητα.
Αλήθεια πρώτη.

2. Η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1964 μετατράπηκε σε καθαρό


ελληνοκυπριακό κράτος. Ο εξοστρακισμός των τουρκοκυπρίων από τα όργανα
του κυπριακού κράτους και ο αποκλεισμός τους από την διεύθυνση του,
έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να αναπτυχθεί και να
προοδεύσει, αφού το ιδιοποιήθηκε. Αλήθεια δεύτερη.

3. Η αντίληψη, ότι οι ελληνοκύπριοι είναι πιο έξυπνοι και δραστήριοι γι' αυτό
και η κοινωνία μας έχει αναπτυχθεί και το βιοτικό μας επίπεδο βρίσκεται σε
ζηλευτά επίπεδα, ενώ των τουρκοκυπρίων πολύ χαμηλά και αυτό για πολλούς
είναι αποτέλεσμα της τεμπελιάς τους και του χαμηλού πνευματικού τους
επιπέδου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κλασσική μορφή ρατσιστικής
αντιμετώπισης. Αυτό βέβαια, δεν βαραίνει τους απλούς ανθρώπους που τους
είναι αδύνατο να εμβαθύνουν σε πολύπλοκα ζητήματα, αλλά την
ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία που άφησε να καλλιεργηθεί τέτοια
αντιμετώπιση. Αλήθεια τρίτη.

4. Ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων δεν επιβλήθηκε το 1974. Ξεκίνησε από


το 1964. Διώχναμε τους τουρκοκύπριους από τα χωριά μας και μειώθηκε
ουσιαστικά ο αριθμός των μεικτών χωριών. Τότε που σφαζόμασταν και γέμισε
η χώρα μας ''ήρωες‘‘ τόσο στη μια όσο και στην άλλη κοινότητα αντί να μιλάμε
για θύματα εσωτερικού σπαραγμού πλήθυναν οι «πατριώτες» και στη μια και
στην άλλη πλευρά με τις ευλογίες των πολιτικών ηγεσιών και των δύο
κοινοτήτων. Καμία πολιτική δύναμη από τη μια ή την άλλη πλευρά σκέφτηκε
ότι πρέπει να υπερασπιστεί το κυπριακό κράτος και πολύ περισσότερο τους
απλούς ανθρώπους. Η Ένωση και η Διχοτόμηση αποτελούσαν την κυρίαρχη
πολιτική και που στο όνομα τους θυσιάζονταν οι απλοί πολίτες αυτής της
χώρας. Αλήθεια τέταρτη.

5. Το 1974 - ύστερα από τον εμφύλιο σπαραγμό ανάμεσα στην


ελληνοκυπριακή κοινότητα και την επικράτηση των ενωτικών στοιχείων με τη
βοήθεια της χούντας, οι επεκτατικοί κύκλοι της Άγκυρας κατέλαβαν το βόρειο
τμήμα της χώρας μας ( που ανήκει στους ε/κ και τ/κ) με τα γνωστά
επακόλουθα που ζούμε μέχρι σήμερα. Παράλληλα παραδώσαμε με αυτό τον
τρόπο εξ ολοκλήρου την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην επικυριαρχία των
εθνικιστικών κύκλων που εκπροσωπούνται από την Ντενκτασιακή ηγεσία.
Αλήθεια Πέμπτη.

75
6. Ο αγώνας του λαού μας πήρε άλλη μορφή. Η απελευθέρωση και η
επανένωση του νησιού κύριος στόχος. Αλλά ποια μορφή θα είχε το κράτος;
Οπωσδήποτε δεν μπορούσε να έχει την προηγούμενη μορφή του ούτε και η
ελληνοκυπριακή κοινότητα να είναι η κυρίαρχη όπως ήταν από το 1964 -
1974. Ύστερα από αρκετές παλινδρομήσεις η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία
αποδέχτηκε να παραχωρήσει μέρος της εξουσίας και στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα - συμφώνησε στην ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού
κράτους. Αλήθεια έκτη.

7. Από τότε προσπαθούμε να βρούμε τη χρυσή τομή. Δυστυχώς η επικυριαρχία


των εθνικιστικών κύκλων στην τ/κ κοινότητα και των στρατοκρατών στην
Άγκυρα δεν άφηνε περιθώρια συμβιβασμού. Αλήθεια έβδομη.

8. Σήμερα οι πολιτικές συνθήκες στην Τουρκία έχουν σε ένα βαθμό


διαφοροποιηθεί. Οι στρατιωτικοί υποχωρούν και θα υποχωρήσουν ακόμα
περισσότερο, γιατί οι νέες συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να επιβάλουν τις
απόψεις τους με τη βία των όπλων και εννοώ στο εσωτερικό της χώρας τους.
Ένα πραξικόπημα στην Τουρκία θα είχε απρόβλεπτες επιπτώσεις για το μέλλον
το δικό τους και για την ακεραιότητα της Τουρκίας. Ο Τ. Ερτογάν και οι
πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν αργά αλλά σταθερά θα επιβάλουν την
πολιτική τους. Η παραδοχή, ότι αυτό που υπάρχει στην Κύπρο δεν είναι λύση
αποτελεί το πρώτο βήμα. Χωρίς να υποστηριχθεί η άποψη, ότι η Τουρκία δεν
θα θέλει να κατοχυρώσει κάποια δικαιώματα της. Αλήθεια όγδοη.

9. Στις νέες συνθήκες οι τουρκοκύπριοι έχουν ενθαρρυνθεί και εκδηλώνουν με


μαζικές συγκεντρώσεις τη θέληση τους για λύση του κυπριακού. Θέλουν σε
τελευταία ανάλυση να απαλλαγούν από «μητρική επιτήρηση» και να
χειραφετηθούν. Να ζήσουν σαν ανεξάρτητη κοινότητα στα πλαίσια του
κυπριακού κράτους. Όχι όμως με τους όρους του συντάγματος του 1960. Το
σχέδιο Ανάν τους δίνει αυτή τη διέξοδο. Γι' αυτό και φανατικά το αποδέχονται.
Αλήθεια έννατη.

10. Είναι η πρώτη φορά από το 1964 που οι απόψεις των δύο κοινοτήτων της
χώρας μας πλησιάζουν τόσο πολύ. Το σχέδιο Άναν τις φέρνει στα πρόθυρα
της λύσης γιατί αποφεύγει τις μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις για τη μια και την
άλλη κοινότητα. Το κυριότερο όμως είναι το γεγονός της επανένωσης της
πατρίδας μας. Χωρίς τείχη και συρματοπλέγματα. Επιβάλλει την πολιτική της
συναίνεσης και του πολιτικού συμβιβασμού, της ισότητας και του σεβασμού
της διαφορετικότητας. Αλήθεια δέκατη.

11. Δεν έχουμε άλλη επιλογή αν πραγματικά θέλουμε να λύσουμε το


πρόβλημα μας. Το σχέδιο Άναν μας δίνει τη διέξοδο. Χωρίς να λέμε, ότι, δεν
χρειάζονται μεγάλα αποθέματα συμβιβασμού, κατανόησης και συναίνεσης. Για
να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των τουρκοκυπρίων συμπολιτών μας. Για να
χειραφετηθούν και από κοινού να οικοδομήσουμε το κοινό μας μέλλον.
Ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Άναν λέγει την αλήθεια, ότι στις 10 Μαρτίου έχουμε
ραντεβού με το ιστορικό μας πεπρωμένο. Αν με διάφορες δικαιολογίες περί
λειτουργικότητας και βιωσιμότητας το προσπεράσουμε, τα τείχη της οριστικής
διχοτόμησης θα είναι δεδομένα. Και οι επιπτώσεις απροσδιόριστες. Όχι μόνο
για τους τουρκοκύπριους αλλά και για τη δική μας κοινότητα.

76
Το σχέδιο Άναν μόνο εμείς, ε/κ και τ/κ μπορούμε να το κάνουμε βιώσιμο και
λειτουργικό. Για να αποκαταστήσουμε τα σύνορα του κυπριακού κράτους και
επανενωμένη τη χώρα μας να την εντάξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα
σύνορα του κυπριακού κράτους να αποτελούν την εσχατιά της Ευρώπης.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 11/3/2003.

77
3. «Αφήνεται στον πατριωτισμό σας».

Στα πρώτα στάδια της παιδικής μου ηλικίας, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι
έννοιες και ιδέες, γνώριζα, ότι για να είναι κάποιος πατριώτης έπρεπε να φέρει
μύστακα. Όσο μεγαλύτερος ήταν μύστακας τόσο περισσότερο πατριώτης
φάνταζε. Ρωτούσα συνεχώς τον πατέρα μου γιατί δεν καλλιεργούσε μύστακα
και μάλιστα αρκετά μεγάλο, εφόσον τον έβλεπα να συμμετέχει στα κοινά του
χωριού μου. Απέφευγε να μου απαντήσει. Η απάντηση, όμως ήλθε πολύ
γρήγορα. Ήμουν γύρω δέκα χρονών, όταν ένα βράδυ ξεσηκώθηκε η
πλειοψηφία του χωριού μαζί και ο πατέρας μου. Σε όλα τα σπίτια του χωριού
που τις Κυριακές δεν κρεμούσαν ελληνική σημαία κάποιοι έγραψαν:
«Μήπως είναι τουρκόσπιτο»; Ήταν γύρω στο 1956 αν θυμάμαι καλά.

Στο χωριό μου την Αφάνεια, ζουν και τουρκοκύπριοι. Την επομένη,
περνούσε έξω από το σπίτι μας ο τουρκοκύπριος Σιαπάνης και σταμάτησε όπως
κάθε μέρα να μας δώσει πεπόνια από την παραγωγή του. Η μάνα μου τον
φίλεψε με καφέ, όπως πάντα και ο Σιαπάνης ρώτησε τον πατέρα μου τι γράφει
στον τοίχο του σπιτιού μας. Για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω τι ειπώθηκε
μεταξύ τους γιατί ο πατέρας μου του απάντησε στα τούρκικα. Το μόνο που
κατάλαβα με το τέλος της συνομιλίας τους ήταν η φράση του Σιαπάνη: «Ο
θεός να μας προσέχει».

Ο θεός, βέβαια, αδυνατεί να εμποδίσει τις αποφάσεις των ανθρώπων και


ιδιαίτερα των πολιτικών. Δεν μπορούσε να βάλει το χέρι του και να ανακόψει
τον κατήφορο που είχαμε πάρει σαν ελληνοκυπριακή κοινότητα. Κάποιοι
μεγάλωναν τους μύστακες τους σε βάρος αυτού του λαού, πλήθαιναν οι τάφοι
των ηρωικών νεκρών και από τις δυο πλευρές. Θυμάμαι και τον Ιμπραήμ που
σκοτώθηκε από τα πυρά της ΕΟΚΑ. Τότε και στο χωριό μας ήρθε η πρώτη
παγομάρα. Πήγα στην κηδεία του μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Πήγαν
και άλλοι ελληνοκύπριοι συγχωριανοί μου, φίλοι του Ιμπραήμ. Τον θάψαμε,
αλλά μαζί του θάψαμε και την ειρηνική μας συμβίωση. Εμφανίστηκαν
πατριώτες και στην άλλη κοινότητα. Κοιμόμασταν με το φόβο της επίθεσης.

Οι πατριώτες με μεγάλους μύστακες, πλήθαιναν και στη μια και στην άλλη
πλευρά. Η γης σκαφτόταν συνέχεια και δεχόταν τους ήρωες-θύματα της
εξαλλοσύνης μας. Σκότωναν οι άγγλοι, σκότωναν οι τουρκοκύπριοι, σκότωναν
οι ελληνοκύπριοι. Και η αιτία; Αυτός ο «μερράς» που λέγεται Κύπρος. Και
κανένας δεν σκέφτηκε: «καλά δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά να ζήσουμε
ειρηνικά χωρίς σκοτωμούς»; Οι μύστακες, όμως, δεν μπορούσαν να κάνουν
διαφορετικά: οι μεν κοίταζαν προς τον «αιώνιο πόθο - την ένωση». και οι
άλλοι προς τη «διχοτόμηση». Οι αποικιοκράτες υποστήριζαν το δικαίωμα
«αυτοδιάθεσης» και στις δυο κοινότητες.

Ήλθε η Ανεξαρτησία και ανασάναμε από το φόβο. Τώρα μπορούσαμε να


ζήσουμε χωρίς να έχουμε την έγνοια της επίθεσης. Ήταν τότε που πήγαινα
γυμνάσιο και τα αυτοκίνητα του χωριού στάθμευαν στο χάνι του Κόδρου. Και
μέχρι να αναχωρήσουμε για το χωριό κυκλοφορούσαμε στο Σαράγιο και το
γυναικοπάζαρο. Τότε γνώρισα αυτή την περιοχή. Και η γνωριμία μου κράτησε
μόνο τρία χρόνια. Έπεσε ο μιναρές του Μπαϊρακτάρη, τοποθετήθηκε βόμβα στο
μνημείο του Μάρκου Δράκου. Γνωστοί οι ηθικοί αυτουργοί. Τα γράδα όμως του
πατριωτισμού μέσα στον απλό κόσμο ανέβηκαν και στις δυο πλευρές.
Eπανεμφανίστηκαν οι μυστακοφόροι και στις δυο πλευρές για να σώσουν όπως

78
έλεγαν ο καθένας την κοινότητα του. Και τον Δεκέμβρη του 1963 άρχισαν τα
γεγονότα. Κάποιοι έλειπαν από την τάξη μου. Όπως μας είπαν οι ίδιοι, είχαν
ήδη προετοιμαστεί στη χρήση όπλων πριν από τα γεγονότα του Δεκέμβρη.
Όπως έγινε και στην άλλη πλευρά. Εμείς, οι πλειοψηφία των μαθητών
παρακινούμενοι από τους μυστακοφόρους κάναμε σχεδόν καθημερινά
διαδηλώσεις με σύνθημα <<ένωσης και μόνον ένωσης>>. Εχθρός μας τώρα
δεν ήταν ο άγγλος αποικιοκράτης, αλλά οι τουρκοκύπριοι. Ήταν ο Αχμέτ ο
συγχωριανός μου - που μας έκτισε το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, ήταν ο
εννιάχρονος τότε Ιμπραήμ, γιος του χότζα Νιαζί, ο οποίος στον Β' παγκόσμιο
πόλεμο ήταν μαζί με τον πατέρα μου στρατιώτες στο ίδιο χαράκωμα και
υπεράσπιζαν τα ίδια ιδανικά.

Η τουρκοκυπριακή ανταρσία έπρεπε να κτυπηθεί (με εισαγωγικά ή χωρίς


εισαγωγικά η λέξη ανταρσία). Και χάνονταν αθώοι άνθρωποι και στις δυο
πλευρές. Θυμάμαι κάποιο τουρκοκύπριο εφημεριδοπώλη που ερχόταν από τη
Λευκωσία και διάνεμε τις τουρκοκυπριακές εφημερίδες. Κάθε Κυριακή
σταματούσε στο καφενείο του πατέρα μου και εγώ του έφτιαχνα «καβέ σατέ»
(καφέ σκέτο). Μια Κυριακή του 1964 ήπιε τον καφέ του και κατευθύνθηκε
προς τη Σίντα. Την επόμενη Κυριακή δεν φάνηκε. Ρώτησα τον πατέρα μου και
μου είπε πως τον σκότωσαν οι μυστακοφόροι. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τη
θλίψη του πατέρα μου όταν έμαθε για το σκοτωμό του παιδικού του φίλου
τουρκοκύπριου Σκόρδου από το Πυρόϊ. Είπαν πως ήταν αναμεμιγμένος στην
ανταρσία.

Για τη δική μας ανταρσία κανένας δεν μιλούσε. Οι διαδηλώσεις για την
«ένωση» πλήθαιναν, τη διάλυση του κράτους της Κύπρου εμείς την
επιδιώκαμε. Μουστακαλήδες, παπάδες, δεξιοί, σοσιαλιστές, κεντρώοι και
κομμουνιστές σε ένα παραλήρημα εθνικιστικού πατριωτισμού, θέλαμε να
διαλύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία και να την εντάξουμε στην ελληνική
επικράτεια. Εχθρός αυτής της πρακτικής πολιτικής που αναπτύχθηκε, η
τουρκοκυπριακή κοινότητα, που δεν ήθελε να απορροφηθεί στο ελληνικό
κράτος. Και η αντιπαράθεση οξύνθηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί εμείς οι
ελληνοκύπριοι σαν κράτος πια, είχαμε το απάνω χέρι. Και με αυτή την
αλαζονική πολιτική φτάσαμε στο τραγικό και για μας και για τους
τουρκοκύπριους διαχωρισμό με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή

Ύστερα από τριάντα χρόνια ολοκληρωτικής αποξένωσης, στο τείχος άνοιξε


μια οπή. Για τα ξήλωμα του φαίνεται πως υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος,
παρόλο που οι απλοί άνθρωποι βρήκαν την κοινή γλώσσα να συνεννοηθούν
και να πουν: «ότι έγινε-έγινε. Εμείς πρέπει να δούμε μπροστά και όχι το
παρελθόν, χωρίς να το ξεχνούμε, για να μη το επαναλάβουμε». Και
κυκλοφορούμε ελεύθερα χωρίς φόβο. Μπορούμε εμείς της ηλικίας μου, που
δεν έτυχε να γνωρίσουμε την όμορφη Αμμόχωστο με τον Άγ. Νικόλαο και τους
άλλους ιστορικούς χώρους να την επισκεφθούμε. Να γνωρίσουμε την πατρίδα
μας που η αντιπαράθεση και ο πόλεμος για δεκαετίες μας στέρησαν.

Μου λένε, «μη πηγαίνεις σαν τουρίστας, αλλά σαν προσκυνητής». Δεν
γνωρίζω τι ακριβώς είμαι: «τουρίστας ή προσκυνητής». Αυτό που είμαι βέβαιος
είναι ότι αγαπώ την πατρίδα μου και θέλω να τη γνωρίσω. Χωρίς ταμπέλες ή
χαρακτηρισμούς. Αυτοί που μοιράζουν χαρακτηρισμούς και ταμπέλες δεν με
ενδιαφέρουν. Η ίδια η κοινωνία των πολιτών θα τους προσπεράσει.

79
Μπορεί κάποιοι να ισχυριστούν, ότι «είσαι τουρίστας, δεν είσαι πατριώτης».
Ναι, εκνευρίζομαι που χρειάζεται να πάρω εκείνο το άχρηστο χαρτί, αλλά και
όταν με σταματούν στην επιστροφή. Εκνευρίζομαι ακόμη περισσότερο, όταν οι
τουρκοκύπριοι φίλοι μου πρέπει να επιστρέψουν τα μεσάνυκτα, λες και είναι
φυλακισμένοι και βγήκαν με δωδεκάωρη άδεια. Θέλω να κυκλοφορώ σε όλη
την Κύπρο, χωρίς να συναντώ συρματοπλέγματα και ξένους στρατούς.

Δεν ξέρω αν τώρα που επισκέπτομαι τα κατεχόμενα κάτω από τις σημερινές
συνθήκες και όρους, ο πατριωτισμός μου είναι λιγότερος από κάποιους άλλους.
Διερωτώμαι όμως: ποιο το περιεχόμενο του όρου «πατριωτισμός» στις
σημερινές συνθήκες; Γιατί πολύ συχνά ακούω να λένε: «αφήνεται στον
πατριωτισμό σας». Δεν λένε, όπως τότε «αφήστε μύστακα». Ποιος είναι σε
θέση να εξηγήσει στους πολίτες του κυπριακού κράτους (ελληνοκύπριους και
τουρκοκύπριους) αυτό τον όρο; Οι μυστακοφόροι, οι κεντρώοι, οι σοσιαλιστές
ή οι κομμουνιστές;

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 5/7/2003.

80
4. Το τούνελ του χρόνου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που περνούσα κάτω από τα σκέπαστρα του
Λήδρα Πάλας για να επισκεφθώ τους τουρκοκύπριους φίλους μου. Βέβαια δεν
θα ξεχάσω την πρώτη μέρα που πρώτος εμφανίστηκα στο οδόφραγμα του
Περγάμου και ο πρώτος που άνοιξε τον κατάλογο. Συγκινημένος έτρεχα πίσω
στο χρόνο, είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια. Συγκίνηση, δάκρυα,
αγκαλιές, καλωσόρισμα από τους συγχωριανούς μου. Συνάντησα τους
παιδικούς μου φίλους, που μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο στα αλώνια της Αφάνειας.

Οι επισκέψεις έγιναν συνήθεια. Πριν από λίγες μέρες ξεπροβόδιζα τον


φίλο μου από το Βαρώσι Tevfik. Μπήκαμε κάτω από τις τέντες του Λήδρα
Πάλας που σχηματίζουν ένα είδος σήραγγας. Περπατώντας μιλούσαμε για τα
παιδιά μας που τον ερχόμενο χρόνο ολοκληρώνουν τις πανεπιστημιακές τους
σπουδές και την επιθυμία τους να μεταβούν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές
σπουδές. Και εκεί μου πέταξε μια φράση στα τούρκικα: zaman tüneli. Γύρισα
και τον κοίταξα. Το «τούνελ του χρόνου» μου λεει. «Εγώ επιστρέφω τριάντα
χρόνια πίσω. Ήμουν για λίγο στο μέλλον. Εσύ ζεις το μέλλον που εγώ
ονειρεύομαι για μένα και τα παιδιά μου. Εσύ έρχεσαι στο παρελθόν σαν
επισκέπτης, αλλά δεν το ζεις. Εγώ είμαι μόνιμος κάτοικος του».

Η κουβέντα μας στράφηκε στην πολιτική. Η συζήτηση για τις σπουδές των
παιδιών μας μπορούσε να περιμένει. Εξάλλου από αυτήν θα εξαρτηθεί και το
δικό τους ειρηνικό μέλλον. Διερωτηθήκαμε ποίοι φέρουν την ευθύνη και πως
εμείς η κοινωνία των πολιτών, η νεολαία εκείνης της εποχής αφήσαμε να μας
παρασύρει ο εθνικισμός και χάσαμε γονείς, αδέλφια και φίλους σ΄ αυτή την
αλλοπρόσαλλη πολιτική των ηγεσιών και των δύο κοινοτήτων.

Την Κυριακή 31/8/03 διάβασα στον «Πολίτη» το άρθρο του κ. Βάσου


Γεωργίου, μέλους της Κ.Ε. ΑΚΕΛ. Εκών άκων πέρασα ξανά το zaman tüneli.
Όχι αυτό του Λήδρα Πάλας, αλλά το πολιτικό τούνελ του χρόνου, αυτό που
μας έφερε στο σημερινό τούνελ. Και διερωτήθηκα πως είναι δυνατόν να
υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα, σύμβουλοι πολιτικών προσώπων και πολιτειακοί
παράγοντες, σήμερα, στο χάραμα του 21ου αιώνα, που σκέφτονται με τα
πρότυπα της δεκαετίας του 1960.

Ο κ. Β. Γεωργίου υποβάλει διάφορα ερωτήματα προς τους


τουρκοκύπριους πολιτικούς - ερωτήματα που κατά τη άποψη του θα έπρεπε να
υποβάλουν οι δημοσιογράφοι και όχι αυτός. Και γράφει: «1. Αν οι ίδιοι
διεκδικούν, στα πλαίσια της λύσης του κυπριακού, η Κοινότητα του 18% να
έχει περισσότερα δικαιώματα από αυτήν του 82%». Αυτό το ερώτημα δεν
υποβάλλεται για πρώτη φορά στην ιστορία του κυπριακού προβλήματος. Ο κ.
Γεωργίου δεν πρωτοτυπεί, γιατί υποβλήθηκε με τη μορφή πολιτικής
τοποθέτησης πριν ακριβώς σαράντα χρόνια. Και του υπενθυμίζω: «Ο ελληνικός
κυπριακός λαός είναι πάντα πρόθυμος να συνεργαστεί ειλικρινά με τους
Τουρκοκύπριους, αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα γ’ αυτούς τα οποία είναι έτοιμος
να διασφαλίσει με όλα τα μέσα. Αυτό όμως που διαλαμβάνει το Σύνταγμα δεν
είναι ίσα δικαιώματα, αλλά προνόμια της μειονότητας σε βάρος της
πλειονότητας» (απόφαση της Κ.Ε ΑΚΕΛ 23/11/1963).

Θα γνωρίζει ο κ. Β. Γεωργίου, ότι τα προνόμια που δόθηκαν στην


τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμών, αλλά το

81
κυριότερο, ότι δεν θα μπορούσε να απορροφηθεί από την ελληνοκυπριακή
πλειοψηφία, που τελικός της στόχος ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Τα ίσα δικαιώματα που αναφέρονται στην πιο πάνω απόφαση της Κ.Ε ΑΚΕΛ δεν
είναι τίποτε άλλο παρά πολιτιστικά δικαιώματα, δηλαδή να έχει η τ/κ κοινότητα
τα δικά της εθνικο-πολιτιστικά κέντρα σχολεία, τζαμιά, μουσεία, τύπο,
αθλητικά κέντρα. Με άλλα λόγια ζητούσαμε να ανταλλάξουμε την πολιτική
εξουσία που τους είχαμε παραχωρήσει με την υπογραφή μας με πολιτιστικά
δικαιώματα. Γι’ αυτό και η πολιτική ηγεσία της ε/κ κοινότητας ετοίμασε τον
«Χάρτη των δικαιωμάτων των μειονοτήτων» και σαν κυπριακή κυβέρνηση τον
κατέθεσε στη Γ.Σ. του ΟΗΕ τον Οκτώβρη του 1965. Οι θέσεις για πολιτιστικο-
εθνική αυτονομία της τ/κ κοινότητας ήταν στη βάση και στο περιεχόμενο τους
εθνικιστικές και όποιος υιοθετεί την άποψη του εθνικισμού «δεν τον
στενοχωρεί ούτε ότι θα κτίσει τείχη σε κάθε πόλη, σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε
χωριό» γράφει κάπου ο Λένιν. Και στην Κύπρο σε κείνη την περίοδο
υιοθετήθηκε η άποψη του εθνικισμού και κτίστηκαν τείχη παντού, ακόμα και
στο πιο μικρό χωριό, μέχρι που φτάσαμε στο μεγάλο τείχος που μοιράζει
ολόκληρη την πατρίδα μας.

Το σχέδιο Ανάν συντάχτηκε τον 21ο αιώνα και όχι στα μέσα του
περασμένου αιώνα. Πιστεύω ότι το γνωρίζει ο κ. Β. Γεωργίου. Από τότε μέχρι
σήμερα συνέβησαν τέτοια γεγονότα που είτε μερικοί το θέλουν είτε όχι δεν
μπορούν να στρέψουν την κοινωνία σαράντα χρόνια πίσω. Δεν έχουμε άλλη
επιλογή αν πραγματικά θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα μας, Το σχέδιο Ανάν
μας δίνει διέξοδο. Χωρίς να λέμε, ότι δεν χρειάζονται μεγάλα αποθέματα
συμβιβασμού, κατανόησης, συναίνεσης και διαλόγου, για να κερδίσουμε την
εμπιστοσύνη των τουρκοκυπρίων συμπολιτών μας και να οικοδομήσουμε μαζί
το κοινό μας μέλλον.

Ο Γ.Γ του ΟΗΕ έλεγε την αλήθεια, ότι στις 10 Μαρτίου είχαμε ραντεβού με
το ιστορικό μας πεπρωμένο. Δυστυχώς, ο ογκόλιθος που ονομάζεται Ντεκτάς
μας ανέκοψε το δρόμο. Αν όμως, στις νέες προοπτικές που διαγράφονται μέχρι
την 1η Μαΐου 2004, μπούμε στο zaman tüneli με κατεύθυνση το βορρά, όπως
εισηγείται ο κ. Β. Γεωργίου, αν με διάφορες δικαιολογίες περί πλειοψηφιών και
μειοψηφιών, περί λειτουργικότητας και βιωσιμότητας αποτελέσουμε το βράχο
που θα ανακόψει το νέο ραντεβού με το ιστορικό μας πεπρωμένο, τα τείχη της
διχοτόμησης θα είναι οριστικά. Και οι επιπτώσεις απροσδιόριστες.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» ημερ. 9/9/2003. Αναδημοσιεύτηκε


και στις τουρκοκυπριακές εφημερίδες ORTAM και AFRIKA.

82
5. Μπροστά στο σταυροδρόμι.

Ο κυπριακός λαός βρίσκεται μπροστά σε σταυροδρόμι. Από την επιλογή του


θα εξαρτηθεί όχι μόνο το μέλλον αυτής της γενιάς αλλά και των μελλοντικών
γενεών. Σε μας, όμως έλαχε η μοίρα να αποφασίσουμε αν θα βαδίσουμε από
κοινού αυτό το δρόμο ή ξεχωριστά.

Αυτό το νησί ανήκει στο λαό του, που το αποτελούν οι τουρκοκύπριοι και οι
ελληνοκύπριοι. Οι αποφάσεις και οι ενέργειες της μιας ή της άλλης εθνικής
κοινότητας επηρεάζουν το μέλλον του κυπριακού λαού σαν συνόλου. Γι΄ αυτό
και το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν δεν θα έχει επιπτώσεις μόνο στη μια
κοινότητα. Θα καθορίσει και το μέλλον της άλλης.

Για μισό αιώνα οι κοινότητες μας ζουν απομονωμένες η μια από την άλλη.
Περάσαμε όλοι μας σαν σύνολο δύσκολες καταστάσεις, με αντιπαραθέσεις,
ένοπλες και μη. Αυτό τον μισό αιώνα φορτωθήκαμε εμπειρίες και καταλήξαμε
και οι δυο κοινότητες, στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε σε
ειρήνη με μοιρασμένη την Πατρίδα μας. Η ευτυχία των κατοίκων αυτού του
νησιού εξαρτάται από την κοινή συμβίωση.

Τα οργανωμένα πολιτικά σύνολα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι και των δυο
κοινοτήτων είναι αναγκαίο να υπερπηδήσουν την εθνική τους εσωστρέφεια.
Να διαβουλευθούν μεταξύ τους πριν πάρουν τις οριστικές τους αποφάσεις.
Γιατί είναι αυτά, τα οργανωμένα πολιτικά σύνολα που θα κυβερνήσουν από
κοινού αυτό το κράτος στο σύντομο μέλλον. Αν οι διαβουλεύσεις και οι
αποφάσεις περιοριστούν σε εθνικά κριτήρια και εκτιμήσεις είναι δυνατόν να
διολισθήσουν σε εθνικιστικές τοποθετήσει Είναι η ώρα να δοθεί η ευκαιρία
στη συναίνεση που θα βοηθήσει στην επανένωση της χώρας μας. Η πρόταση
Ανάν δίνει τη βάση προς αυτή την κατεύθυνση. Στην εξέταση της πρότασης
του Γ.Γ. του ΟΗΕ δεν πρέπει να κυριαρχήσει η αντίληψη της νίκης της μιας
πλευρά πάνω στην άλλη. Αντίθετα, στην προτεινόμενη ομοσπονδιακή
διάρθρωση του κράτους μας είναι αναγκαίο να προσδώσουμε καθήκοντα
ενότητας της κοινωνίας και του λαού μας, στη βάση του συνεταιρισμού, των
κοινών συμφερόντων. Καθήκοντα ενότητας που να εδράζονται στις αρχές της
συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Η πρόταση Ανάν που θα αποτελέσει το
σύνταγμα του κοινού μας κράτους όχι μόνο θέτει τέλος στην μακρόχρονη
αντιπαράθεση και αποξένωση των δυο κοινοτήτων, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί
και την αφετηρία για παραπέρα οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη
του συνόλου του κυπριακού λαού.

Αντιλαμβανόμαστε τις ανησυχίες που διατυπώνουν οι απλοί πολίτες, γιατί


είμαστε και εμείς συστατικό τους μέρος. Οι ανησυχίες πηγάζουν από το
γεγονός, ότι από το 1963 η κάθε κοινότητα αποφάσιζε και ενεργούσε από μόνη
της και είναι δύσκολο τώρα, ύστερα από μισό αιώνα να συνηθίσουμε τη νέα
τάξη πραγμάτων και να μοιραστούμε την εξουσία και το δικαίωμα απόφασης
και ενεργειών με άλλους. Αλλά όταν μιλούμε για «άλλους» θα πρέπει πάντα
να έχουμε υπόψη μας πως μιλάμε για κυπρίους, και πως κοινή είναι η μοίρα
μας και κοινή είναι η πατρίδα. Γι΄ αυτό και πρέπει να τολμήσουμε, να
αφήσουμε στο παρελθόν την αποξένωση και τις εθνικιστικές προκαταλήψεις.

Τον συμβιβασμό και την ανοχή από θεωρία να μετουσιώσουμε σε πράξη


πολιτικής συμπεριφοράς, γιατί το περιεχόμενο τους δεν είναι η έκφραση

83
επιείκειας σε ότι υπήρξε ή σε ότι υπάρχει. Είναι μια δυναμική αντιμετώπιση,
που συνίσταται στο να προβλέπει κανείς, να καταλαβαίνει και να προάγει
οτιδήποτε εκδηλώνει θέληση για κοινή συμβίωση.

Είναι η ώρα των ιστορικών συμβιβασμών. Τα στερεότυπα του παρελθόντος,


που ξεπεράστηκαν από την ίδια τη ζωή, αποτελούν ιστορικά απολιθώματα που
σύντομα ο λαός της Κύπρου θα τα εκθέσει στο μουσείο της νέας πολιτικής
ιστορίας της Κύπρου.

Να προχωρήσουμε μπροστά με ανοικτά μυαλά, να ξεπεράσουμε τους


δισταγμούς για να μετατρέψουμε το όραμα του κοινού κράτους σε πράξη. Στις
24 Απριλίου θα πρέπει να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή. Και είναι η ώρα να
συσσωρεύσουμε όλη τη σοφία, τη σύνεση και την πολιτική φαντασία. Στα
χέρια όλων μας είναι να διαμορφώσουμε το κοινό μας μέλλον.

*Το άρθρο αυτό γράφτηκε από κοινού με τον Hasan Yalkut, που κατάγεται
από τον Άγιο Συμεών Καρπασίας. Έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο του
1974. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Αλήθεια», «ORTAM», «YENI
DÜZEN, «AFRIKA» πριν από το δημοψήφισμα.

84
6. Που οδηγείται η αριστερά;

Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν τραγωδία. Το 1959 η αριστερά αρνήθηκε το


συμβιβασμό της Ζυρίχης και συμμάχησε με αυτούς που αργότερα
καταπολέμησαν την ανεξαρτησία της Κύπρου. Τους ακραίους εθνικιστές και
τους λογής-λογής πολιτικούς αγύρτες.. Είχε μείνει προσκολλημένη στον
«αιώνιο πόθο – την ένωση» όπως ο μητροπολίτης της Κερύνειας, ο Π.
Ιωαννίδης, και τόσοι άλλοι εθνικιστές. Και τότε είχαν βγει μαζί στα μπαλκόνια
για να πολεμήσουν τον συμβιβασμό της Ζυρίχης.

Τρία χρόνια αργότερα γλίστρησαν ξανά στο σύνθημα της ένωσης, γιατί δεν
είχαν το θάρρος να διαφωνήσουν ανοικτά με τον Μακάριο και να αντισταθούν
στον εθνικισμό. Κάτι ψέλλισαν στα παρασκήνια. Φοβήθηκαν να πουν ανοικτά
την άποψη τους, ότι δεν συμφωνούσαν για αναθεώρηση του συντάγματος. Και
τότε επικαλέστηκαν τις διαθέσεις της πλειοψηφίας του λαού και το άλλοθι της
επιβολής της ανεξαρτησίας. Και τελικά οδηγηθήκαμε στη διχοτόμηση και τα
συρματοπλέγματα.

Σήμερα επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό με άλλους παίκτες. Η αριστερά


αρνείται το συμβιβασμό καλυπτόμενη πίσω από τον «παροξυσμό» ενάντια στο
σχέδιο Ανάν. Δεν τολμά παρά τις διαπιστώσεις ότι τα εθνικιστικά στοιχεία
δημιούργησαν αυτό το κλίμα. Θα έχουν και στις σημερινές συνθήκες το
θάρρος να βγουν στα μπαλκόνια με το συνονθύλευμα των ακραίων εθνικιστών
και αντι-ομοσπονδιακών για να υποστηρίξουν το βροντερό ΟΧΙ ή θα
περιοριστούν στις εσωστρεφείς κομματικές συνάξεις για να ενημερώνουν τι
τους μεταφέρει η επαγρύπνηση;

Το ΑΚΕΛ βρίσκεται για πρώτη φορά στην ιστορία του στην εξουσία. Μήπως
αυτό μετρά περισσότερο από την επανένωση της χώρας μας; Προτιμά να τη
μοιράζεται με αυτούς που δεν τους ενδιαφέρει η λύση, με αυτούς «που δεν
συμμερίζεται τις εκτιμήσεις» τους παρά με τους τουρκοκύπριους σε μια
επανενωμένη Κύπρο; Πως αλλιώς θα πρέπει να εξηγείται το ΟΧΙ. Έστω και μη
βροντερό! Και τι σημαίνει μη βροντερό;

Η κάλυψη πίσω από τα συναισθήματα του λαού που κάποιοι ηγετικοί κύκλοι
καλλιέργησαν συμπεριλαμβανομένων και στελεχών του κόμματος της
αριστεράς δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για απόρριψη του σχεδίου Ανάν.
Και εφόσον όλες οι εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ είναι θετικές για το σχέδιο
Ανάν πως καταλήγει στην απόρριψη αντί στο ΝΑΙ; Γιατί δεν διαχωρίζει την
αναβολή των δημοψηφισμάτων από τη γενικότερη θετική εκτίμηση; Να
παλέψει για το ΝΑΙ αλλά και για την αναβολή.

Το ΝΑΙ θα αντιστοιχούσε προς τις θετικές εκτιμήσεις που γίνονται στην


απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ. Γιατί σε τελευταία ανάλυση στην ιστορία θα
μείνει η θέση και όχι η εκτίμηση. Και η εκ των υστέρων «αυτοκριτικές» θα
είναι άχρηστες, όπως ήταν και αυτή που έγινε το 1986 για την ενωτική
πολιτική του ΑΚΕΛ μετά την ανεξαρτησία. Όταν πια το κακό του 1974 είχε
συντελεστεί.

Ο φόβος της ελευθερίας είναι σύμπλεγμα ευθυνοφοβίας και έλλειψη


αποφασιστικότητας. Υποταγή στο κατεστημένο. Το «θέλει τόλμην η ελευθερία»
σημαίνει να τολμάς, και όχι να κρύβεσαι πίσω από σοφιστείες για

85
«παροξυσμούς». Να γίνεσαι συμμέτοχος και να επαυξάνεις την ισχύ του
παροξυσμού γιατί φοβάσαι να τον πολεμήσεις και να αποδείξεις την ορθότητα
των «εκτιμήσεων» σου. Τότε προς τι οι εκτιμήσεις; Για να επικαλείσαι και
πάλιν, μετά από δεκαετίες, ότι «εμείς τα λέγαμε»; Όταν πια το κακό θα έχει
συντελεστεί;

Η ηγεσία του ΔΗΣΥ τοποθετήθηκε με το σπαθί της στην ηγεσία του αγώνα
του κυπριακού λαού για επανένωση της πατρίδας μας. Χωρίς ενδοιασμούς και
χωρίς φόβο έναντι του «παροξυσμού» και πολύ περισσότερο έναντι του
κινδύνου να διασπαστεί εξ αιτίας της σύνθεσης των μελών του. Διέρρηξε τις
σχέσεις της με τον εθνικισμό που την κατηγορούσαμε για χρόνια. Είναι το
κόμμα που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των τουρκοκυπρίων και όχι
κλαψουρίζοντας να επιζητά την «κατανόηση τους για τις ανησυχίες και τους
προβληματισμούς των ελληνοκυπρίων», όπως αναφέρεται στην απόφαση της
Κ.Ε. του ΑΚΕΛ που αντικατέστησε το διεθνισμό και την αλληλεγγύη με την
κατανόηση περί εθνικισμού.

Η ηγεσία του ΑΚΕΛ με το μη βροντερό ΟΧΙ, βρίσκεται σε συμμαχία με τους


καλόγερους, τους παπάδες και τους εθνικιστές που στέκονται εμπόδιο στην
επανένωση της χώρας μας, στην απαλλαγή της από την κατοχή και τον
τουρκικό στρατό. Οδηγεί την αριστερά στην ανυποληψία και στον μελλοντικό
μαρασμό.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αλήθεια» στις 20/4/2004.

86
7. «ο φτωχός και άφραγκος τουρκοκύπριος».

Έχω διαβάσει με προσοχή το άρθρο του Χασάν Καχφετζίογλου που


δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 15 Αυγούστου 2004 και που
αναφέρεται στην πολιτική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας έναντι των
τουρκοκυπρίων, η οποία κατά τη γνώμη του προάγει την αντίληψη ότι «ο
καλύτερος τούρκος είναι ο φτωχός τούρκος». Θα ήθελα να μου επιτρέψει ο
αγαπητός μου φίλος Χασάν, να συμπληρώσω με ορισμένα στοιχεία που ίσως να
του διέφυγαν ή να μην τα έχει υπόψη του διατυπώνοντας ταυτόχρονα και
κάποιες κριτικές απόψεις.

1. Με βρίσκει σύμφωνο η διαπίστωση που γίνεται ότι είχε κυριαρχήσει σε


προηγούμενες εποχές, η προπαγάνδα «ότι ο καλύτερος τούρκος είναι ο νεκρός
τούρκος». Σωστά διατυπώνεται η άποψη, ότι αυτή η προπαγάνδα δημιούργησε
το μίσος με αποτέλεσμα οι ελληνοκύπριοι να θεωρούν κάθε τουρκοκύπριο
«στασιαστή» που η εξόντωση του ήταν εθνική υποχρέωση. Έτσι
δημιουργήθηκαν θύματα-ήρωες στη μια κοινότητα και θήτες-ήρωες στη άλλη
κοινότητα. Για να είμαστε αντικειμενικοί, αυτό λειτούργησε και αντίστροφα, γι’
αυτό και το «μίσος» στο οποίο αναφέρεται κυριάρχησε στην κοινωνία της
δεκαετίας του ΄60. Ο Χ. Καχφετζίογλου καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι «παρά
τον ισχυρό αυτό μηχανισμό προπαγάνδας, δεν υπάρχει ενδιαφέρον πλέον γι’
αυτού του είδους τις προσεγγίσεις που παράγει ο «εθνικισμός».

Είναι ορθό, ότι αυτός «ο ισχυρός μηχανισμός προπαγάνδας» που


αναφέρεται, στις σύγχρονες συνθήκες να μη μπορεί να μιλά για «νεκρό
τούρκο» ή «νεκρό-έλληνα», αλλά οι πολιτικές προϋποθέσεις υπάρχουν. Η
ανάπτυξη τέτοιων βρικολακιασμένων ομάδων είτε αυτές ονομάζονται «Χρυσή
Αυγή» είτε ονομάζονται «Γκρίζοι Λύκοι» είναι δυνατόν να συμπαρασύρουν την
κοινωνία προς τέτοιες κατευθύνσεις. Όσο το πρόβλημα εκκρεμεί, ο εθνικισμός
θα παράγει τέτοιες προσεγγίσεις και γιατί να αποκλειστεί η περίπτωση, σε
κάποια συγκεκριμένη περίοδο να εκφραστεί ξανά με αυτό τον τρόπο, εφόσον
το «προζύμι» υπάρχει. Όσο η κυπριακή κοινωνία σα σύνολο αδυνατεί να
αποδεχτεί δημοσίως τα λάθη και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο
παρελθόν, όσο προσπαθεί να τα αποκρύψει, η κάθαρση είναι αδύνατη. Η
κάθαρση βέβαια, προϋποθέτει δύναμη ψυχής, πολιτική αποφασιστικότητα και
πολιτικό θάρρος και που δυστυχώς μέχρι σήμερα η πολιτική ηγεσία και των
δυο κοινοτήτων δεν απέδειξε ότι διαθέτει.

2. Ίσως να διαφεύγει του αγαπητού Χασάν ή να μην το έχει διαβάσει, ότι στα
πρώτα χρόνια που λειτούργησε η Κυπριακή Δημοκρατία το ζητούμενο ήταν ο
«φτωχός τούρκος». Από πού προήλθε η διαίρεση των δημαρχείων το 1960 και
κατοχυρώθηκε στο σύνταγμα του κυπριακού κράτους; Δεν το ζήτησε η
τουρκοκυπριακή αλλά η ελληνοκυπριακή ηγεσία «...επειδή αι τουρκικαί
συνοικίαι είναι ελεειναί και έχουν πολλά προβλήματα, θα πρέπει να
δαπανώνται ικανά χρήματα προερχόμενα από ελληνοκυπρίους
φορολογουμένους δια την θεραπείαν των...». Αυτές είναι θέσεις και απόψεις
που εξέφρασε η τότε κυρίαρχη πολιτικά, θρησκευτική ηγεσία με επικεφαλής το
Μακάριο για να διχοτομηθούν οι δήμοι που αργότερα αποτέλεσαν το «μήλον
της έριδος» ανάμεσα στις δυο κοινότητες.

Η θεωρία λοιπόν, και η πολιτική προσέγγιση για τον «φτωχό τούρκο» δεν
είναι σημερινή ούτε νέα, αλλά ανάγεται από τον καιρό της προσπάθειας για

87
εγκαθίδρυση κυπριακού κράτους. Αλλά και αργότερα, προτού ακόμα
ξεσπάσουν οι συγκρούσεις του 1963, ο πρόεδρος Μακάριος δηλώνει, ότι «δεν
θα ανεχθεί την δημιουργία αριστοκρατίας μειονοτήτων». Το ζήτημα της
οικονομικής εξάρτησης των τουρκοκυπρίων ήταν στο κέντρο της προσοχής της
ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Οι ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν είχε
εμποτιστεί με τη σκέψη, ότι η οικονομική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής
κοινότητας θα βοηθούσε στο ξεπέρασμα των πολιτικών δυσκολιών, και θα
δημιουργούσε συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης και κοινής προσπάθειας για
οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας σα συνόλου. Όπως
αποδείχτηκε εκ των υστέρων η αντίθετη πορεία οδήγησε σε πολιτικές
αντιπαραθέσεις, όξυνση των σχέσεων και τελικά σε οριστική ρήξη και
διαχωρισμό. Ο διαχωρισμός από το 1963, και η μετατροπή της
τουρκοκυπριακής κοινότητας από υποκείμενο δικαίου σε αντικείμενο δικαίου,
εδραίωσε αυτή τη φιλοσοφία και αντίληψη όχι μόνο της πλειοψηφίας των
ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων αλλά και των ελληνοκυπρίων γενικά.
Ακόμα και εκείνες οι δυνάμεις που εξ ιδεολογίας θα έπρεπε να πολεμήσουν
αυτή την αντίληψη και πολιτική όχι μόνο δεν την αντιμετώπισαν αλλά με την
πολιτική τους την «τσιμέντωσαν». Η μείωση του βιοτικού επιπέδου των
τουρκοκυπρίων μετά τα γεγονότα του 1963 ήταν αποτέλεσμα του οικονομικού
τους αποκλεισμού που στόχευε στην οικονομική και πολιτική τους εξάρτηση
από την ελληνοκυπριακή κοινότητα. (Για τη νεότερη γενιά, θα πρέπει να
πούμε, ότι η ελεύθερη διακίνηση των τουρκοκυπρίων μετά τα γεγονότα του
1963, αποκαταστάθηκε προς τα τέλη του 1967).

3. Συμφωνώ με τη θέση που διατυπώνει ο Χ. Καχφετζίογλου, ότι η πολιτική


του «φτωχού τουρκοκύπριου» γίνεται «αισθητή σε όλες τις δηλώσεις σε
επίσημο επίπεδο». Είναι κυρίαρχη η αντίληψη, ότι «αν αρθούν οι περιορισμοί
θα αναπτυχθεί οι οικονομία τους, θα ανέβει το βιοτικό τους επίπεδο, θα
μειωθεί η ανάγκη για λύση..». Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα απέκλεια το
τελευταίο. Όμως τι κάνει η πλούσια ελληνοκυπριακή κοινότητα για να
αποφευχθεί στην προοπτική τέτοια κατάσταση; Σωστή η άποψη του Χ.
Καχφετζίογλου, ότι η πολιτική ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας δεν
θέλει να αναγκάσει τους «ελληνοκύπριους να πληρώσουν το κόστος για το
γεγονός ότι οι δυο κοινότητες δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο». Το ερώτημα
που υποβάλλεται απόλυτα φυσιολογικό: τότε ποιος θα το αναλάβει; Δίνει τις
δικές του απαντήσεις, αλλά από αυτές απουσιάζει η πρόσκληση για κοινό
κράτος που θα πρέπει να αναλάβει αυτή την υποχρέωση. Θεωρώ, ότι είναι
ουσιαστική παράληψη από το άρθρο του.

Η γενική τοποθέτηση που αναφέρει ο Χ. Καχφετζίογλου, ότι «ο δρόμος για


να μπορέσουν να δημιουργήσουν μόνοι τους ένα οικονομικό και δημοκρατικό
οικοδόμημα περνά μέσα από τη «μη εξάρτηση» από την Τουρκία ή την
ελληνοκυπριακή πλευρά» είναι κατά τη γνώμη μου ουτοπική. Αν μιλούσαμε
για τις κλειστές και προστατευτικές κοινωνίες του παρελθόντος θα
συμφωνούσα απόλυτα μαζί του. Σήμερα, όμως, σε συνθήκες
παγκοσμιοποίησης και εξάρτησης της οικονομίας ενός κράτους από το άλλο,
τέτοια τοποθέτηση φαντάζει αναχρονιστική. Τότε, πως θα αναπτυχθεί η
τουρκοκυπριακή κοινότητα; Ο Χ. Καφετζίογλου εστιάζει την προσοχή του στη
βοήθεια της Ε.Ε, των ΗΠΑ, της Βρετανίας. Κατά τη γνώμη μου η λύση του
προβλήματος δεν βρίσκεται στην εξωτερική βοήθεια, αλλά στην ενοποίηση της
χώρας και του κράτους. Το νέο κυπριακό κράτος θα πρέπει να διαθέσει τους
πόρους που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας

88
και αυτό θα οδηγήσει στην «εξάρτηση» και των δυο κοινοτήτων από το κοινό
κράτος. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει διάλογο, εθνικές υπερβάσεις, συμβιβασμούς
και αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Ιδιαίτερα, κατανόηση των
προβλημάτων που θα ανακύψουν.

Ο Claude Levi-Straus, σε ένα άρθρο που έγραψε πριν μερικές δεκαετίες και
κυκλοφόρησε σαν έγγραφο της UNESCO, έγραφε τα ακόλουθα: «Είναι
δύσκολο να μη σταματήσει κανείς στην αντίφαση μιας εξελικτικής διαδικασίας
που μπορεί να συνοψισθεί με τον εξής τρόπο: για να προοδεύσουν οι
άνθρωποι πρέπει να συνεργασθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της συνεργασίας
τους βλέπουν σιγά-σιγά να εξομοιώνονται οι προσφορές τους, τη στιγμή που
εκείνο το οποίο έκανε τη συνεργασία τους γόνιμη και απαραίτητη, ήταν
ακριβώς η ετερογένειά τους».

Δεν θα έλεγα, ότι τέτοια αντίληψη διαπερνά τις σκέψεις των πολιτικών
φιγούρων της χώρας μας. Όμως από την άλλη, η αναζήτηση νέων δρόμων
ανάπτυξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα οδηγήσει σε διεύρυνση του
χάσματος των δυο κοινοτήτων παρά σε εξομοίωση και σε ενσωμάτωση των
δυο κοινωνιών που για χρόνια έμειναν απομακρυσμένες η μια από την άλλη.
Αυτή η κατάσταση είναι μια ουσιαστική αντίφαση στην επικρατούσα πολιτική
που θα πρέπει να βρει δημιουργικά τη λύση της. Σωστά διερωτάται ο Χ.
Καχφετζίογλου, γιατί «ο φτωχός και άφραγκος τούρκος» να θέλει λύση, όταν
αυτή η λύση δεν θα του αλλάξει τη σημερινή οικονομική του εξαθλίωση και
απλώς θα είναι μια τυπική αλλαγή «αφέντη». Από την άλλη, όμως ο
οικονομικά ανεξάρτητος τουρκοκύπριος γιατί να θέλει λύση, όταν η οικονομική
του ανεξαρτησία και ευμάρεια δεν προήλθε από το κοινό κράτος.

4. Το τελευταίο που θέλω να υπογραμμίσω και που έχει σχέση με το πρώτο


σημείο είναι το ακόλουθο που γράφει: «Τώρα, ένας μέσος τουρκοκύπριος
σκέφτεται πως οι ελληνοκύπριοι εμποδίζουν την εξαγωγή των προϊόντων του
στην Ευρώπη. Εμποδίζουν τις απευθείας πτήσεις...εμποδίζουν...». Όλα αυτά τα
εμπόδια δεν αυξάνουν τις τάσεις για ανάπτυξη του εθνικισμού και τις τάσεις για
διαχωρισμό;

Δεν υποστηρίζω ούτε θα υποστηρίξω την άποψη, ότι οι τουρκοκύπριοι θα


πρέπει να παραμείνουν εξαρτημένοι από την ελληνοκυπριακή κοινότητα για να
κρατηθεί δήθεν, όπως υποστηρίζουν μερικοί, η «φλόγα» της επανένωσης,
όταν η ελληνοκυπριακή κοινότητα στην καταπληκτική της πλειοψηφία δεν
αποδέχτηκε να θυσιάσει ούτε ένα σεντ από την οικονομική της ευμάρεια και να
βοηθήσει στην επανένωση της χώρας. Από την άλλη δεν είμαι βέβαιος ότι τα
259 εκατομμύρια ευρώ και οι απευθείας διευκολύνσεις λύουν το πρόβλημα και
δημιουργούν τις προϋποθέσεις επανένωσης. Φοβάμαι, ότι τέτοια κατάσταση θα
απομακρύνει ακόμη περισσότερο ένα νέο ραντεβού για επανένωση και
εγκαθίδρυση κοινού ομόσπονδου κράτους. Γι’ αυτό βέβαια, δεν θα φέρει καμιά
ευθύνη η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτό θα βαρύνει αποκλειστικά και μόνο
εμάς τους ελληνοκύπριους.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 22/8/2004.

89
8. Ομιλία σε δείπνο ε/κ και τ/κ Αφαντιτών.

Αγαπητοί συγχωριανοί,

Είναι με μεγάλη χαρά που σας καλωσορίζω σ’ αυτό το τραπέζι. Θυμάμαι, ότι
αυτές τις μέρες, όταν όλοι ζούσαμε ειρηνικά γιορτάζαμε το Μπαϊράμι όλοι μαζί,
όπως γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα και την Λαμπρή και ιδιαίτερα το πανηγύρι
του χωριού μας. Με την ευκαιρία του Μπαϊραμιού εύχομαι σε όλους σας υγεία,
ευτυχία και ότι ποθείται για σας και τα παιδιά σας, αλλά και ειρήνη στην
Πατρίδα μας.

Είμαστε όλοι παιδιά αυτής της μικρής πατρίδας. Κι όμως καταφέραμε να


γίνουμε η χώρα με τους πιο πολλούς ήρωες στον κόσμο. Χάσαμε γονείς,
αδέλφια, παιδιά σε μια ανόητη αλληλοεξόντωση. Και όλα τα θύματα της
εθνικιστικής μας εξαλλοσύνης τα αντικαταστήσαμε με μετάλλια ή πλακέτες.
Ο χρόνος έφερε τη σοφία. Αντιληφθήκαμε ότι η ζωή μια φορά δίνεται στον
άνθρωπο και κανένας, μα κανένας δεν έχει δικαίωμα να του την αφαιρέσει.
Θέλουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας να μεγαλώνουν ο ένας
δίπλα στον άλλο, να δημιουργούν και να αναπτύσσουν αυτή τη χώρα και όχι
να αναλώνονται με μια σφαίρα στο μέτωπο. Θέλουμε να φτιάξουμε μια πατρίδα
ειρηνική, δημοκρατική με ευκαιρίες ανέλιξης για όλους. Μια πατρίδα που θα
την αγαπάμε και θα την τιμάμε όλοι. Μια πατρίδα που θα την υπερασπίζουμε
όλοι μαζί και να είμαστε περήφανοι που θα έχουμε τέτοια πατρίδα.

Είμαστε ένας λαός σ αυτή τη χώρα. Ένας λαός που ταλαιπωρείται και
αλληλοεξοντώνεται σχεδόν μισό αιώνα. Καθήκον μας είναι να τον ενώσουμε
ξανά και στηριγμένος στις πανανθρώπινες και ευρωπαϊκές αξίες να του
δώσουμε την ευκαιρία να μεγαλουργήσει.

Παράλληλα, όμως, είμαστε και δυο εθνικότητες. Το καθήκον μας δεν είναι
να τις σμίξουμε. Είμαστε σαν την απεραντοσύνη της Μεσαορίας και την
ομορφιά του Πενταδάκτυλου. Αυτό είμαστε εμείς οι δυο αγαπητοί μου φίλοι.
Μοίρα μας δεν είναι να γίνουμε ένα. Είναι να βλέπουμε ο ένας τον άλλο γι
αυτό που είμαστε, να το διακρίνουμε και να το τιμάμε στο αντίθετό του,
βρίσκοντας ο καθένας την ολοκλήρωση του.

Εμείς δεν πρέπει να γίνουμε η καταραμένη γενιά που θα ενταφιάσει τις


προσδοκίες των παιδιών μας που αναμένουν να ανοίξουν τα φτερά τους. Γιατί
εμείς πρέπει να τους κληροδοτήσουμε το μίσος και την κατάρα της
αλληλοεξόντωσης; Γιατί πρέπει να τους σκεπάσουμε τον ήλιο και να τους
θολώσουμε το μυαλό με απαρχαιωμένες αντιλήψεις του ρατσισμού και του
εθνικιστικού φανατισμού; Γιατί πρέπει να τους αφαιρέσουμε το δικαίωμα να
σκέφτονται, να συζητούν, να προβληματίζονται, να δημιουργούν αλλά και να
ερωτεύονται;

Εμείς είμαστε η γενιά που μπορεί και είναι σε θέση να επηρεάσει τους
πολιτικούς και τους πολίτες. Εμείς ειδικά που ζήσαμε και μεγαλώσαμε μαζί.
Εμείς που παίζαμε στα αλώνια της Αφάνειας. Εμείς που παιδιά παίζαμε μαζί
ποδόσφαιρο, «βασιλέα» και άλλα παιχνίδια. Γι αυτό και πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε όλα τα αποθέματα της ανοχής, της συναίνεσης, της
υπομονής και να γίνουμε το γεφύρι επανένωσης της πατρίδας μας. Να

90
διδάξουμε τα παιδιά μας να ζουν μαζί, να μοιράζονται τις αγωνίες τους για το
μέλλον.

Να γυρίσουμε σελίδα. Να κοιτάξουμε το μέλλον. Να κτίσουμε από κοινού το


μέλλον. Είναι στα χέρια μας.

Μπογάζι Λευκωσίας,

18 Οκτωβρίου 2003.

91
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. Διακήρυξη προθέσεων της κυβέρνησης της Κύπρου για τα


μειονοτικά δικαιώματα των τουρκοκυπρίων (1965).
2. Επιστολή της Κ. Ε. του ΑΚΕΛ προς τα κομμουνιστικά και
εργατικά κόμματα για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης (Οκτώβρης
1965).
3. Απόσπασμα από την ομιλία του Γ.Γ. του ΑΚΕΛ στην έκτακτη
συνδιάσκεψη για το σχέδιο Ανάν (Απρίλης 2004).
4. Απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου του ΔΗΣΥ στο
έκτακτο συνέδριο για το σχέδιο Ανάν (Απρίλης 2004).

92
1. ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ

Η «Διακήρυξη προθέσεων» που διαβιβάστηκε στο Γ.Γ. του ΟΗΕ Ου Θαντ στις
11 Οκτωβρίου 1965 έχει ως ακολούθως:

«Η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κύπρου,


Πιστεύουσα ότι διακήρυξης εκ μέρους της των θεμελιωδών δικαιωμάτων και
ελευθεριών, των οποίων θα απολαύη πας πολίτης, ανεξαρτήτως εθνικότητος,
θρησκείας, γλώσσης ή φύλου·
Των κοινοτικών προνομίων των παραχωρηθησομένων εις τας διαφόρους
μειονοτικάς κοινότητας εν Κύπρω και των εσωτερικών νομικών κατοχυρώσεων
και διεθνών διασφαλίσεων δια τα τοιαύτα δικαιώματα και προνόμια θα
αποτελέση εποικοδομητικόν βήμα προς την κατεύθυνσιν άρσεως τυχόν
ανησυχίας των μειονοτήτων εν Κύπρω περί της μελλοντικής των θέσεως.
Έχουσα υπ‘ όψιν τα σχετικά σημεία της Εκθέσεως του Μεσολαβητού των
Ηνωμένων Εθνών δια την Κύπρον:
Διακηρύττει ότι είναι ετοίμη και πρόθυμος:-
1. Να εφαρμόση εν Κύπρω τα ακόλουθα:
α) Κώδικα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών συμφώνως προς την
Παγκόσμιον Διακήρυξιν περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
β) Αυτονομίαν δι όλας τας μειονοτικάς κοινότητας επί εκπαιδευτικών,
μορφωτικών και θρησκευτικών ζητημάτων, θεμάτων προσωπικού θεσμού και
άλλων συναφών θεμάτων.
γ) Συμμετοχήν των μειονοτικών κοινοτήτων εις την Βουλήν, συμφώνως προς
την σύστασιν του Μεσολαβητού των Ηνωμένων Εθνών.
2) Να δεχθή, κατά το αρχικόν στάδιον και δια μίαν λογικήν μεταβατικήν
περίοδον, επιπροσθέτως προς τας εσωτερικάς νομικάς κατοχυρώσεις δια την
εφαρμογήν των τοιούτων δικαιωμάτων και υπό την μορφήν εγγυήσεως:
α) Συμφώνως προς την σύστασιν του Μεσολαβητού των Ηνωμένων
Εθνών με επαρκές επιτελείον παρατηρητών και συμβούλων, υπό όρους τους
οποίους ήθελε καθορίσει ο Γενικός Γραμματεύς των Ηνωμένων Εθνών.
β) Ειδικώτερον, προς τον σκοπόν διασφαλίσεως της τηρήσεως των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την υιοθέτησιν υπό της Δημοκρατίας καταλλήλου
μηχανισμού, τον οποίον ήθελε συστήσει ο Γενικός Γραμματεύς των Ηνωμένων
Εθνών, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των
Ηνωμένων Εθνών.
Λεπτομέρειαι των ως άνω αναφερομένων Δικαιωμάτων, Προνομίων και
Εγγυήσεων παρέχονται εις τον επισυνημμένον Χάρτην:

Ι. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΙ.


Τα προτεινόμενα δικαιώματα είναι τα ακόλουθα:
1. Το δικαίωμα ελευθερίας, ισότητος και προστασίας κατά πάσης διακρίσεως.
2. Το δικαίωμα ζωής, ελευθερίας και ασφαλείας παντός προσώπου.
3.Απαγόρευσις βασανιστηρίων και απανθρώπου ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως
ή τιμωρίας.
4. Απαγόρευσις δουλείας, υποτελείας και καταναγκαστικής εργασίας.
5. Το δικαίωμα εκάστου δια την κατά νόμον αναγνώρισιν της προσωπικότητος
αυτού.

93
6. Το δικαίωμα προσφυγής εις αρμόδιον δικαστήριον, της αποτελεσματικής
προστασίας ενώπιον οιουδήποτε τοιούτου δικαστηρίου και της δικαίας
απονομής της δικαιοσύνης.
7. Ο καθορισμός απάντων των αδικημάτων και ποινών δια Νόμου.
8. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας
και αλληλογραφίας.
9.Το δικαίωμα ελευθερίας, κινήσεως και διαμονής και το δικαίωμα
αναχωρήσεως εκ της νήσου και επιστροφής εις αυτήν.
10. Απαγόρευσις της απελάσεως ημεδαπών και της συλλογικής απελάσεως
αλλοδαπών.
11.Το δικαίωμα του έχειν εθνικότητα και η απαγόρευσις αυθαιρέτου στερήσεως
ή αλλαγής εθνικότητος.
12. Το δικαίωμα γάμου και δημιουργίας οικογενείας συμφώνως προς τον
νόμον περί προσωπικού θεσμού εκάστου.
13. Το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας.
14. Το δικαίωμα ελευθερίας γνώμης και εκφράσεως.
15.Το δικαίωμα ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και του συνεταιρίζεσθαι
και η απαγόρευσις της αναγκαστικής συμμετοχής εις οργάνωσιν.
16. Το δικαίωμα συμμετοχής εις την διακυβέρνησιν της χώρας απ΄ ευθείας ή
μέσω ελευθέρως εκλογομένων αντιπροσώπων και το δικαίωμα ελευθέρων
εκλογών.
17. Το δικαίωμα εκπαιδεύσεως.
18. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ατομικώς ή μετ΄ άλλων, και η απαγόρευσις της
αυθαιρέτου στερήσεως τοιαύτης περιουσίας.
19. Απαγόρευσις της στερήσεως ελευθερίας δια την μη εκπλήρωσιν συμβατικής
υποχρεώσεως.
20. Το δικαίωμα συμμετοχής εις την πνευματικήν ζωήν, απολαύσεως των
τεχνών και συμμετοχής εις την επιστημονικήν πρόοδον κι εις τα εξ αυτής
πηγάζοντα αγαθά.
21. Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και το δικαίωμα των συλλογικών
διαπραγματεύσεων (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος απεργίας).
22. Το δικαίωμα εργασίας και ασκήσεως επαγγέλματος και το δικαίωμα δικαίων
όρων εργασίας και ασφαλών και υγιεινών συνθηκών εργασίας.
23. Το δικαίωμα κοινωνικής ασφαλείας, κοινωνικής και ιατρικής περιθάλψεως
και προστασίας της υγείας, και
24. Το δικαίωμα προστασίας παίδων και νεαρών προσώπων και
εργοδοτουμένων γυναικών.

Εν τη ενασκήσει των δικαιωμάτων και ελευθεριών του έκαστος δεν θα


υποβάλλεται ειμή εις περιορισμούς καθιερωμένους υπό του νόμου,
αποκλειστικώς προς τον σκοπόν της εξασφαλίσεως της αναγνωρίσεως και του
σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων και της ικανοποιήσεως των ευλόγων
απαιτήσεων της εθνικής, της δημοσίας τάξεως και της γενικής ευημερίας εις
μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν.

ΙΙ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΤΟΜΩΝ ΘΕΩΡΟΥΜΕΝΩΝ ΩΣ ΜΕΛΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΟΣ


Επιπροσθέτως προς τα θεμελιώδη Δικαιώματα της Ελευθερίας τα εκτιθεμένα
ανωτέρω, αποτελεί πρόθεσιν της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου,
όπως ομάδες ατόμων, αι οποίαι κέκτηνται χαρακτηριστικά διαφοροποιούντα
αυτάς εκ του κυρίου σώματος του λαού της Κύπρου – είται αύται ονομάζονται
μειονότητες, είτε εθνικαί ομάδες, είτε κοινότητες – απολαύουν αυτονομίας και
ελευθερίας εις τα ζητήματα αναφερόμενα εις την θρησκείαν, την παιδείαν, την

94
πνευματικήν ζωήν και τον προσωπικόν θεσμόν αυτών και εις τα συναφή
θέματα.
Τα δικαιώματα ταύτα είναι τα ακόλουθα:
1. Να απολαύουν της πνευματικής ζωής των.
2. Να χρησιμοποιούν την ιδικήν των γλώσσαν –
α) Εις τας προσωπικάς των σχέσεις.
β) Εις τας επισήμους σχέσεις των μετά των Αρχών.
γ) Εις τα δικαστήρια.
3) Να έχουν τα ιδικά των σχολεία και να διδάσκωνται εις την γλώσσαν και
συμφώνως προς το πρόγραμμα της εκλογής των.
4) Να πρεσβεύουν και να ακολουθούν την ιδικήν των θρησκείαν και να
κατέχουν και διαχειρίζωνται θρησκευτικήν περιουσίαν.
5) Να απολαύουν πλήρους αυτονομίας εις τα ζητήματα προσωπικού θεσμού,
ως είναι ο γάμος και το διαζύγιον.
6) Να έχουν τας ιδικάς των εκπαιδευτικάς, μορφωτικάς, κοινωνικάς και
αθλητικάς οργανώσεις.
7) Να εκδίδουν εφημερίδας και άλλα έντυπα εις την γλώσσαν των, και
8) Να αντιπροσωπεύονται κατ΄ αναλογίαν προς τον αριθμόν των εις τα όργανα
τοπικής διοικήσεως.
Σημείωσις: Η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας της Κύπρου θα χορηγή επαρκή
οικονομικήν βοήθειαν εις τα σχολεία των κοινοτήτων.

ΙΙΙ. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΙΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ


Επιπροσθέτως προς τας αποτελεσματικάς διασφαλίσεις, βάσει των νόμων
της Δημοκρατίας – ιδιαιτέρως δε δια κατοχυρωματικών διατάξεων και
δικαιώματος προσφυγής εις το αρμόδιον δικαστήριον – η Κυβέρνησις της
Δημοκρατίας της Κύπρου είναι διατεθειμένη να δεχθή δια μίαν λογικήν
μεταβατικήν περίοδον εγγύησιν των Ηνωμένων Εθνών.

Η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας της Κύπρου, ακολουθούσα τας συστάσεις


του Μεσολαβητού των Ηνωμένων Εθνών, είναι διατεθειμένη να δεχθή την
παρουσίαν εν Κύπρω αντιπροσώπου των Ηνωμένων Εθνών με επαρκές
επιτελείον παρατηρητών και συμβούλων, οι οποίοι θα παρακολουθούν, βάσει
όρων, τους οποίους ήθελε καθορίσει ο Γενικός Γραμματεύς, την εγαρμογήν
πάντων των ανωτέρω αναφερομένων δικαιωμάτων προς τον σκοπόν δ΄ επίσης
της διασφαλίσεως της τηρήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να υιοθετήση
τον κατάλληλον μηχανισμόν, τον οποίον ο Γενικός Γραμματεύς ήθελε συστήσει
κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής Ανθρωπίων Δικαιωμάτων των
Ηνωμένων Εθνών».

95
2. Επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ προς όλα τα κομμουνιστικά
κόμματα ημερομηνίας 17/9/1965

1. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Οι συμφωνίες αυτές επιβλήθηκαν στην ηγεσία και το λαό της Κύπρου το


1959. το Κόμμα μας κατάγγειλε τις συμφωνίες σαν ένα εύρημα του
ιμπεριαλισμού μέσον του οποίου οι Βρετανοί και ο διεθνής ιμπεριαλισμός
επιδιώκουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους και τα κυριαρχικά δικαιώματα στη
χώρα μας. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου αντιστρατεύονται βασικές αρχές
του Χάρτη του ΟΗΕ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτές τις Συμφωνίες και το Σύνταγμα που
επιβλήθηκε στο λαό μας, χωρίς αυτό να τύχει ποτέ της έγκρισης του:
α) Ο κυπριακός λαός δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίσει για το πολιτικό
του μέλλον, δηλαδή στερήθηκε του διεθνώς αναγνωρισμένου δικαιώματος της
αυτοδιάθεσης, η ενάσκηση του οποίου απαγορεύθηκε «νομικά» με αυτές τις
Συμφωνίες.
β) Ο κυπριακός λαός δεν έχει το στοιχειώδες δικαίωμα να αλλάξει ποτέ και
με κανένα τρόπο έστω και ένα βασικό άρθρο του Συντάγματος, που έχει
επιβληθεί, δικαίωμα που έχει κάθε λαός ανεξάρτητης χώρας.
γ) Με βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης η Μ. Βρετανία διατηρεί κυρίαρχες
στρατιωτικές βάσεις και δικαίωμα απεριόριστης χρήσης του εναέριου χώρου,
των αεροδρομίων, των λιμανιών και των δρόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας
για στρατιωτικούς σκοπούς.
δ) Με βάση τις Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας η Ελλάδα και η Τουρκία
διατηρούν στρατιωτικές μονάδες στην Κύπρο και μαζί με τη Βρετανία έχουν
δικαίωμα να επεμβαίνουν, είτε από κοινού είτε κάθε μια χωριστά, για να
εμποδίσουν οποιαδήποτε αλλαγή του ζυριχικού καθεστώτος της Κύπρου.
ε) Σε όλα τα βασικά ζητήματα οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής κλπ.,
χρειάζεται χωριστή πλειοψηφία των 15 Τούρκων βουλευτών στη Βουλή των
αντιπροσώπων. Μα αυτό τον τρόπο 8 ψήφοι Τούρκων βουλευτών μπορούν να
εξουδετερώσουν τις 35 ψήφους των Ελλήνων και 7 των Τούρκων, δηλαδή
συνολικά 42 ψήφους στη Βουλή των Αντιπροσώπων και να αποτελέσουν
τροχοπέδη στην κανονική λειτουργία του κράτους. Το ίδιο μπορεί να γίνει και
μέσον του «Βέτο» που το ζυριχικό Σύνταγμα παραχωρεί στον Τούρκο
Αντιπρόεδρο.
Οι πιο πάνω πρόνοιες των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, που
συγκρούονται άμεσα και παραβιάζουν βασικές αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, είναι
αρκετές για να πείσουν τον καθένα ότι οι συμφωνίες αυτές έχουν
δημιουργήσει ένα δήθεν ανεξάρτητο κράτος, στην πραγματικότητα όμως ένα
κράτος με ακρωτηριασμένη ανεξαρτησία, δεσμευμένο με ένα σωρό
απαράδεκτους περιορισμούς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Γενική
Συνέλευση του ΟΗΕ και στη διατύπωση της απόφασης, οι ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις θα καταβάλουν προσπάθειες να επιτύχουν εκ μέρους του ΟΗΕ
αναγνώριση της εγκυρότητας αυτών των συμφωνιών. Η θέση του Κόμματος
μας και η θέση της κυπριακής κυβέρνησης είναι ότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης-
Λονδίνου είναι άκυρες, γιατί είναι αντίθετες με βασικές αρχές του ΟΗΕ και
έχουν επιβληθεί κατά εκβιαστικό τρόπο στον κυπριακό λαό και την ηγεσία του.
Γι’ αυτό το λόγο πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι αντιπροσωπείες των
Σοσιαλιστικών, των αδεσμεύτων και των άλλων δημοκρατικών χωρών θα
υποστηρίξουν σθεναρά τη θέση μας πάνω σ’ αυτό το θέμα.

96
2. Τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο.
Ενώ το κυπριακό πρόβλημα είναι απλό, το έχει περιπλέξει η ανάμιξη των
ιμπεριαλιστών. Ενώ εδώ υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του κυπριακού λαού και
των ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ, αυτοί μαζί με την Τουρκία προσπαθούν να το
εμφανίσουν σαν διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της
Κύπρου.
Οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και η Τουρκία προσπαθούν να εμφανιστούν
μπροστά στην παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη σαν υπερασπιστές μιας
καταπιεζόμενης μειονότητας, δηλαδή της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο.
Δυστυχώς, είναι αλήθεια ότι κατόρθωσαν να πείσουν μια σημαντική μερίδα της
παγκόσμιας κοινής γνώμης, ότι το κυπριακό συνίσταται στο πως θα
συμβιβαστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα δυο εθνικών κοινοτήτων, και
προτείνουν λύσεις που στηρίζονται στη λανθασμένη υπόθεση ότι στην Κύπρο
υπάρχουν δυο εθνικές κοινότητες με ασυμβίβαστα δικαιώματα και
συμφέροντα, που δεν είναι δυνατό να ζήσουν και να δουλέψουν μαζί ειρηνικά.
Αυτό είναι διαστρέβλωση της πραγματικής κατάστασης. Ο πληθυσμός της
Κύπρου αποτελείται πράγματι από την ελληνική πλειονότητα, την τουρκική
μειονότητα (18%) και τη Μαρωνιτική και αρμενική μειονότητα. Για πολλές
δεκαετίες, για να μη πούμε για αιώνες, Έλληνες, Τούρκοι, Μαρωνίτες και
Αρμένιοι – όλος ο πληθυσμός της νήσου – έζησαν και δούλεψαν ειρηνικά μαζί
και αγωνίστηκαν ενωμένοι για τα προβλήματα τους.
Αυτή την αρμονική και ειρηνική συμβίωση κατόρθωσαν να διαταράξουν οι
Βρετανοί αποικιστές και να διασπάσουν την ενότητα του κυπριακού λαού.
Εφαρμόζοντας το γνωστό ιμπεριαλιστικό δόγμα «διαίρει και βασίλευε» - όπως
άλλωστε έκαμαν και σε τόσες άλλες χώρες – και χρησιμοποιώντας σαν τυφλά
όργανα της πολιτικής τους διάφορες κυβερνήσεις της Άγκυρας και τους
τουρκοκύπριους πράκτορές τους με επικεφαλής τον γνωστό Ραούφ Ντεκτάς, οι
Βρετανοί έσυραν πίσω από το άρμα της πολιτικής τους τον τουρκοκυπριακό
πληθυσμό. Οι πράκτορες των Βρετανών που κατόρθωσαν με τη βία και την
τρομοκρατία να επιβληθούν σαν ηγέτες της τουρκοκυπριακής μειονότητας,
ενεργούν σαν τυφλά όργανα της διαιρετικής βρετανικής πολιτικής. Αυτοί
υποστήριζαν το 1955 το αίτημα: «η Κύπρος να παραμείνει βρετανική αποικία»,
ακριβώς όπως ήθελαν τότε οι βρετανοί. Τον επόμενο χρόνο, 1956, όταν η
βρετανική κυβέρνηση με Δήλωση του τότε υπουργού αποικιών, πρόβαλε
επίσημα την άποψη της ύπαρξης δυο εθνικών κοινοτήτων στην Κύπρο και
διακήρυξε ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης πρέπει να ασκηθεί όχι από τον
κυπριακό λαό σαν σύνολο, αλλά χωριστά από τους Έλληνες και τους Τούρκους
της Κύπρου, η τουρκοκυπριακή σοβινιστική ηγεσία με επικεφαλής τον Ντεκτάς,
υποστηριζόμενη και από την κυβέρνηση της Άγκυρας, πρόβαλε αμέσως νέο
αίτημα: τη διχοτόμηση της Κύπρου, που έγινε από τότε η σημαία του αγώνα
της τουρκοκυπριακής σοβινιστικής ηγεσίας.
Η θέση του Κόμματος μας είναι ότι όλες οι φόρμουλες που ανακαλύφθηκαν
από τον ιμπεριαλισμό και που στηρίζουν τη λύση του προβλήματος μας πάνω
στη βάση δυο «χωριστών κοινοτήτων» με ασυμβίβαστα συμφέροντα και
δικαιώματα, πρέπει να απορριφθούν από τις προοδευτικές και δημοκρατικές
δυνάμεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η ορθή φόρμουλα που είναι δεκτή
από το Κόμμα μας και τον κυπριακό λαό, είναι ότι ο λαός της Κύπρου σαν
σύνολο, Έλληνες και Τούρκοι, πρέπει να αποφασίσουν το μέλλον της χώρας
τους δίχως οποιαδήποτε ξένη επέμβαση. Οποιαδήποτε λύση πρέπει να
στηρίζεται στις αρχές του ΟΗΕ και να περιλαμβάνει ικανοποιητικές εγγυήσεις
και διασφαλίσεις για τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής

97
και κάθε άλλης μειονότητας που ζει στην Κύπρο. Η θέση της κυβέρνησης της
Κύπρου είναι η ίδια με τη θέση του Κόμματος μας. Ο Πρόεδρος Μακάριος
διακήρυξε την προθυμία της κυβέρνησης του να προσφέρει εγγυήσεις και
διασφαλίσεις για τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής και
των άλλων μειονοτήτων, και να δεχθεί την επίβλεψη και τον έλεγχο του ΟΗΕ
για την εφαρμογή αυτών των εγγυήσεων και το σεβασμό των μειονοτικών
δικαιωμάτων. Ο Πρόεδρος Μακάριος προτίθεται να διακηρύξει αυτή την
πολιτική του επίσημα και αμετάκλητα στην 20η Σύνοδο της Γενικής
Συνέλευσης του ΟΗΕ.

3. Η λεγόμενη ομοσπονδιακή λύση.


Όταν οι ιμπεριαλιστές, η Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι σοβινιστές ηγέτες
αντιλήφθηκαν ότι το αίτημα τους για διχοτόμηση της Κύπρου δεν εύρισκε
καμιάν απήχηση διεθνώς και κατά συνέπεια ήταν αδύνατο να το πετύχουν,
τροποποίησαν τη θέση τους και σήμερα συνηγορούν υπέρ της λεγόμενης
«ομοσπονδιακής» λύσης του κυπριακού – να γίνει δηλαδή η Κύπρος
ομοσπονδία δύο κρατών, ενός ελληνικού και ενός τουρκικού. Αυτή την αλλαγή
όσον αφορά τη θέση τους για τη λύση του κυπριακού, την περιγράφει με
σαφήνεια ο Πολιτικός Μεσολαβητής του ΟΗΕ για το κυπριακό Δρ. Γκάλο Πλάζα
ο οποίος, στην παρ. 72 της έκθεσης του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας,
γράφει: «Η πρώτη τάση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν να επιδιώξει το
διαχωρισμό των Τούρκων από την ελληνική κοινότητα με την απροκάλυπτη
πραγματική διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού
έθνους» (για την οποία έχει υπολογισθεί και η σχετική διαχωριστική γραμμή,
όπως αναφέρει ο Δρ. Πλάζα στην αμέσως επομένη παράγραφο). Ωστόσο
αντιλαμβανόμενοι, ότι αυτό δεν θα γινόταν αποδεκτό από τους Έλληνες και
τους ελληνοκύπριους, «τροποποίησαν την άποψη αυτή και προέβαλαν το
αίτημα της δημιουργίας ομοσπονδιακού κράτους, μετά τον φυσικό διαχωρισμό
των δυο κοινοτήτων». (Βλέπε επίσης παράγραφο 97 της έκθεσης Πλάζα). Από
τα πιο πάνω γίνεται ολοφάνερο, ότι η λεγόμενη ομοσπονδιακή λύση
εφευρέθηκε από τους εμπνευστές της σαν υποκατάστατο της διχοτόμησης.
Για όσους ξέρουν την κυπριακή πραγματικότητα, είναι καθαρό ότι η
ομοσπονδιακή λύση είναι ανεφάρμοστη, γιατί στην Κύπρο δεν υπάρχει
συνεχόμενη περιοχή η οποία να κατοικείται από αμιγώς τουρκικό πληθυσμό.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να επιτευχθεί η ομοσπονδιακή λύση και αυτός είναι
να μετακινηθούν από τα σπίτια και τις περιουσίες τους και να μεταφερθούν
καταναγκαστικά σε άλλες περιοχές, με άλλα λόγια να ξεριζωθούν 150 χιλιάδες
έλληνες και δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι. Ακόμη και ο Μεσολαβητής του ΟΗΕ
παραδέχθηκε το ανεφάρμοστο μιας τέτοιας λύσης. Στην έκθεση του παρ. 153
έγραψε σχετικά τα ακόλουθα:
«...Φαίνεται ότι θα απαιτούσε αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού –
πολλών χιλιάδων και από τις δυο πλευρές – πράγμα που είναι αντίθετο προς
όλες τις πεφωτισμένες αρχές του καιρού μας, περιλαμβανομένων και των
αρχών που εκτίθενται στην παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων...».
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι αντιπροσωπείες των σοσιαλιστικών και των
άλλων δημοκρατικών χωρών στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα απορρίψουν
τη λεγόμενη ομοσπονδιακή λύση.

4. Η «συμπεφωνημένη λύση».
Το Κόμμα μας, η κυβέρνηση και ο λαός της Κύπρου πάντοτε ζητούσαν μια
ειρηνική λύση του προβλήματος μας. Το Κόμμα μας ιδιαίτερα τόνιζε με έμφαση

98
ότι το πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι στρατιωτικό πρόβλημα που για να λυθεί
απαιτείται στρατιωτική δύναμη. Πάντοτε υποστηρίζαμε μια ειρηνική διευθέτηση
που να βασίζεται στις διεθνώς ανεγνωρισμένες αρχές της εθνικής
ανεξαρτησίας, της αυτοδιάθεσης και στην εγγυημένη προστασία των
δικαιωμάτων της μειονότητας.
Αντίθετα προς την ειρηνική λύση τη βασισμένη πάνω σε αρχές που ζητά ο
λαός της Κύπρου, η Τουρκία και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ
υποστηρίζουν μια «συμπεφωνημένη λύση» που να βασίζεται όχι πάνω στις
διεθνείς ανεγνωρισμένες αρχές, αλλά στην ικανοποίηση των συμφερόντων του
ΝΑΤΟ. Θα θέλαμε να επισύρουμε την προσοχή των φίλων μας για την
πραγματική σημασία του όρου της «συμπεφωνημένης λύσης». Αυτοί που
πρέπει να συμφωνήσουν είναι η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα, στην
πραγματικότητα το ΝΑΤΟ. Είναι σταθερή πεποίθηση μας, ότι η άποψη για
«συμπεφωνημένη λύση» του κυπριακού αποτελεί καμουφλαρισμένη επέμβαση
στα εσωτερικά της Κύπρου. Αποβλέπει στο να αναμίξει τρίτους σε ένα
πρόβλημα που είναι καθαρά εσωτερικό και για τη λύση του οποίου μόνος
ενδιαφερόμενος είναι ο κυπριακός λαός. Ο κυπριακός λαός Έλληνες και
Τούρκοι, σαν ενιαίο σύνολο πρέπει να λύσει μόνος τα προβλήματα του σαν
κυρίαρχος χωρίς ανάμιξη τρίτων στα εσωτερικά του.
Σχετικά με το θέμα της «συμπεφωνημένης λύσης» είναι χαρακτηριστικό ότι
ακόμα και ο Πολιτικός Μεσολαβητής που ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον
να βοηθήσει στην εξεύρεση «συμπεφωνημένης λύσης», σύμφωνα με τους
όρους εντολής που είχε, χειρίζεται πολύ σωστά αυτό το σημείο. Στην παρ. 170
της έκθεσης του, αναφερόμενος στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων για
εξεύρεση λύσης του κυπριακού γράφει:«Κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία που
έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να φέρει καρπούς θα ήταν αν αντιπρόσωποι και
των δυο κυριότερων παρατάξεων που ανήκουν στην Κύπρο: της
ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, συναντιούνταν μια ή
και περισσότερες φορές».
Γι’ αυτό είμαστε εναντίον της «συμπεφωνημένης λύσης» και επιμένουμε για
μια λύση που θα εξευρεθεί από το λαό της Κύπρου σαν σύνολο και που θα
βασίζεται στις προαναφερόμενες αρχές.

5. Η έκθεση Πλάζα.
Όπως είναι γνωστό το Συμβούλιο Ασφαλείας στην απόφαση του τον Μάρτη
του 1964 συστήνει στο Γ.Γ του ΟΗΕ να διορίσει Μεσολαβητή ο οποίος θα
καταβάλει προσπάθεια για την προώθηση μιας ειρηνικής και «συμπεφωνημένης
λύσης» του κυπριακού προβλήματος.
Στις 26 του Μάρτη του 1965 ο Μεσολαβητής κ. Γκάλο Πλάζα υπέβαλε στο
Γ.Γ. του ΟΗΕ μιαν έκθεση των δραστηριοτήτων του. Σ’ αυτή την έκθεση, αφού
ανασκοπεί όλες τις πλευρές και το ιστορικό του κυπριακού προβλήματος, ο
Πολιτικός Μεσολαβητής υποβάλλει ποιες αρχές κατά την άποψη του πρέπει να
ληφθούν υπόψη για τη λύση του κυπριακού. Στην παρ. 130 της έκθεση του
γράφει:
«...Οποιαδήποτε ρύθμιση του προβλήματος πρέπει να λάβει υπόψη τις
ακόλουθες σκέψεις: πρέπει να αναγνωρίζει, όπως έκαμε και το Συμβούλιο
Ασφαλείας που σύστησε διορισμό Μεσολαβητή, ότι το κυπριακό δεν είναι
δυνατόν να λυθεί με προσπάθεια επαναφοράς στην κατάσταση που υπήρχε
πριν από τον Δεκέμβρη του 1963, αλλά ότι θα εξευρεθεί νέα λύση.
»Πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις αρχές του ΟΗΕ, από τις οποίες οι
ακόλουθες ιδιαίτερα φαίνονται σχετικές: Οι σκοποί, οι αρχές και οι
υποχρεώσεις που αναφέρονται στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και

99
ασφάλειας, η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, ο σεβασμός των αρχών της
ισότητας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτοδιάθεσης των λαών, ο σεβασμός
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, η αναγνώριση της
κυρίαρχης ισότητας των κρατών-μελών, η αποχή από την απειλή ή τη
χρησιμοποίηση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της ανεξαρτησίας
οποιουδήποτε κράτους και ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν από
τις συνθήκες, που δεν αντιτίθενται προς τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών,
βάσει του Χάρτη του ΟΗΕ.
»Πρέπει να συντελεί στην ευημερία του κυπριακού λαού ως συνόλου, και γι’
αυτό πρέπει να ικανοποιεί τις επιθυμίες της πλειοψηφίας του λαού και
ταυτόχρονα να μεριμνά για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων όλου του
λαού.
»Πρέπει επίσης, για την εξυπηρέτηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας
και της ευημερίας του κυπριακού λαού, να αποτελεί οριστική διευθέτηση».

Η θέση του Κόμματος μας είναι ότι η έκθεση Πλάζα είναι ένα σημαντικό
έγγραφο που διακρίνεται για τη ρεαλιστική και τίμια προσέγγιση του κυπριακού
προβλήματος και ότι η έκθεση αυτή μπορεί και πρέπει να δώσει τη βάση για τη
λύση του προβλήματος.
Οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και η Τουρκία απέρριψαν την έκθεση Πλάζα και
μποϋκόταραν και σαμπόταραν τη μελλοντική δράση του Μεσολαβητή.
Περιμένουμε ότι οι αντιπροσωπείες των σοσιαλιστικών, των αδεσμεύτων και
των δημοκρατικών χωρών στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα υιοθετήσουν
σωστή θέση έναντι της έκθεσης Πλάζα.

6. Οι βρετανικές βάσεις.
Η θέση του Κόμματος μας έναντι των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων
είναι γνωστή σε όλα τα αδελφά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Ζητούμε
την κατάργηση των βάσεων ανεξάρτητα από τη μελλοντική διευθέτηση,
θέλουμε την Κύπρο αποστρατικοποιημένη, κάτω από την εγγύηση του ΟΗΕ για
το αποστρατικοποιημένο καθεστώς της.

Είμαστε βέβαιοι, ότι όλοι οι φίλοι μας στη Γενική Συνέλευση θα υποστηρίξουν
αυτή τη γραμμή.

7. Τι περιμένουμε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και από τους


φίλους μας.
Το Κόμμα μας και ο λαός της Κύπρου ζητούν από τη Γενική Συνέλευση του
ΟΗΕ να επαναβεβαιώσει εκείνο που βεβαίωσε ήδη όταν δεχόταν την Κύπρο
σαν κράτος-μέλος του Οργανισμού, ότι δηλαδή , η Κύπρος δικαιούται να είναι
ένα γνήσια και ολότελα ανεξάρτητο, αδέσμευτο, εδαφικά ενιαίο κυρίαρχο
κράτος, ισότιμο μέλος του ΟΗΕ και ότι μέσα σε καθεστώς πλήρους και
αδέσμευτης ανεξαρτησίας ο κυπριακός λαός σα σύνολο θα είναι ελεύθερος να
αποφασίσει κυριαρχικά το πολιτικό του μέλλον, χωρίς οποιαδήποτε ξένη
επέμβαση, σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης, που είναι βασική αρχή
του Χάρτη του ΟΗΕ.
Είναι αυτό που περιμένουμε να υποστηρίξουν όλοι οι φίλοι μας κατά τη
διάρκεια των συζητήσεων στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Αυτές είναι οι απόψεις του Κόμματος μας που θεωρήσαμε χρήσιμο να
διαβιβάσουμε σε όλα τα αδελφά κομμουνιστικά, εργατικά, σοσιαλιστικά και
γενικά τα προοδευτικά κόμματα, με την πεποίθηση ότι μ’ αυτό τον τρόπο
βοηθούμε στην ορθή κατανόηση του κυπριακού προβλήματος, για τη λύση του

100
οποίου είμαστε βέβαιοι, ότι θα έχουμε την υποστήριξη όλων των δημοκρατικών
και προοδευτικών χωρών-μελών του ΟΗΕ.

101
3. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Γ.Γ. ΑΚΕΛ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ
ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ (ΑΠΡΙΛΗΣ 2004).

....Από το 1974 και εντεύθεν, ο λαός μας ε/κύπριοι και τ/κύπριοι πληρώνουμε
καθημερινά το τίμημα του εγκλήματος και της προδοσίας.....Πολλοί, που και
σήμερα αρνούνται την καταβολή του τιμήματος της λύσης, στην
πραγματικότητα εκείνο που αρνούνται είναι την παραδοχή του εγκλήματος και
της προδοσίας. Και προτιμούν να οδηγήσουν την Κύπρο σε καινούργιες
ατραπούς παρά να δεχτούν ότι η λεγόμενη εθνικοφροσύνη εγκλημάτησε σε
τούτο τον τόπο και ότι η ιστορία περιμένει στο ταμείο για να εξοφληθούν τα
οφειλόμενα....
Από το 1977 το ΑΚΕΛ προσπάθησε να ενδιατρίψει στο περιεχόμενο και στις
ιδιομορφίες της λύσης που αποδεχθήκαμε. Με τόλμη διακηρύξαμε ότι στα
πλαίσια μιας ομοσπονδίας η πολιτική ισότητα είναι συστατικό της
στοιχείο. Διακηρύξαμε με παρρησία ότι εφόσον μιλούμε για διζωνική,
δικοινοτική ομοσπονδία αναπόφευκτα μια περιοχή θα βρίσκεται υπό
τουρκοκυπριακή διοίκηση. Υπερασπιστήκαμε ευθύς εξαρχής το δικαίωμα των
προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους. Ταυτόχρονα,
χωρίς να φοβούμαστε το πολιτικό κόστος, διακηρύξαμε ότι για ορισμένους η
επιστροφή θα σήμαινε επιστροφή υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.... Δεν
δεχόμαστε λοιπόν ότι ως ΑΚΕΛ δεν είπαμε την αλήθεια....
....Στους πρώτους μήνες μετά την εισβολή, το ΑΚΕΛ διακήρυξε την πολιτική
της επαναπροσέγγισης Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων πιστεύοντας ακράδαντα ότι η
επαναπροσέγγιση είναι το στέρεο θεμέλιο του κοινού αγώνα για τη σωτηρία
της κοινής μας πατρίδας αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει
η λύση που θα εξευρεθεί. Διακηρύξαμε ότι η επαναπροσέγγιση είναι συστατικό
στοιχείο του αγώνα. Σήμερα η επαναπροσέγγιση γίνεται καθολικά αποδεχτή.
Από άλλους με ειλικρίνεια , από άλλους με λιγότερη ειλικρίνεια. Έγινε θα έλεγα
του συρμού να το παίζει κάποιος επαναπροσεγγιστής. Τότε όμως, που το ΑΚΕΛ
διακήρυσσε και πάλευε για την επαναπροσέγγιση δέχθηκε επιθέσεις,
λοιδορήθηκε, προπηλακίστηκε. Στον αντίποδα της επαναπροσέγγισης βρίσκεται
ο εθνικισμός-σοβινισμός. Το ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ο πιο συνεπής,
ανειρήνευτος πολέμιος του εθνικισμού-σοβινισμού σε όποια μορφή και αν
εκδηλώνεται.....
....Η δραματική αλλαγή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη διάλυση της
Σοβιετικής Ένωσης και της κοινότητας των σοσιαλιστικών κρατών οδήγησε στη
λεγόμενη <<νέα τάξη πραγμάτων>> και τη σχεδόν μονοκρατική επιβολή του
ιμπεριαλισμού στις διεθνείς σχέσεις. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η επικράτηση
αυτή είναι προσωρινή. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ως αποτέλεσμα της πάλης
των λαών και ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, θα
αλλάξουν τα πράγματα. Θα γυρίσει ξανά ο τροχός της ιστορίας. Κανένας όμως
δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα γίνει αυτό. Μέχρι τότε, οι αγωνιζόμενοι λαοί
είναι υποχρεωμένοι να διεξάγουν την πάλη τους μέσα σε αντίξοες συνθήκες
της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης πραγμάτων.
....Η νέα τάξη πραγμάτων επιδείνωσε τα διεθνή δεδομένα γύρω από το
κυπριακό. Είμαστε και εμείς υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε τον αγώνα μας
μέσα στα δεδομένα της εποχής μας, όπου το διεθνές δίκαιο και ο χάρτης των
Ηνωμένων Εθνών, ακόμα και αυτός τούτος ο Διεθνής Οργανισμός, πλείστες
τόσες φορές εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μοναδικής υπερδύναμης. Και η
κατάσταση αυτή οδηγεί σε κατάφωρες αδικίες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αισθανόμαστε και εμείς αυτή την αδικία. Πόσες φορές το Κόμμα μας μίλησε για
υποκρισία των ισχυρών, για δυο μέτρα και σταθμά; Πόσες φορές δεν

102
καταγγείλαμε τους σχεδιασμούς πέραν του Ατλαντικού; Ορισμένοι σύντροφοι,
διαπαιδαγωγημένοι με τα ιδανικά και τις αξίες αυτού του Κόμματος,
επαναστατούν μπροστά στην αδικία, τους εκβιασμούς και τις απειλές. Δίκαιη η
οργή τους, που είναι οργή όλων μας. Μόνο που αυτήν την οργή πρέπει να
ξέρουμε να την χαλιναγωγούμε και να την καναλιάζουμε στο σωστό δρόμο
αγώνα.
Η λύση του κυπριακού, το είπαμε άπειρες φορές, θα είναι ένας
συμβιβασμός με τους τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας. Θα έχει
μήπως και στοιχεία συμβιβασμού με τον ιμπεριαλισμό; Μέσα στις
συνθήκες της «νέας τάξης» είναι αναπόφευκτο να έχει τέτοια στοιχεία.
Βέβαια μπορούμε να επιλέξουμε την οδό του ασυμβίβαστου αγώνα, που
φαινομενικά είναι και η πλέον επαναστατική, η πλέον μαρξιστική, αν θέλετε.
Φαινομενικά όμως, γιατί αν αυτός ο ασυμβίβαστος αγώνας θα έχει ως
αποτέλεσμα να περνά ο καιρός και να παγιώνεται η διχοτόμηση, πρέπει να
διερωτηθούμε αν έχουμε την πολυτέλεια της αναμονής. Πρέπει να
διερωτηθούμε πως θα είναι η Κύπρος αν περάσουν ακόμα μερικές δεκαετίες με
άλυτο το Κυπριακό. Και τέλος πρέπει να διερωτηθούμε αν στο τέλος της
ημέρας η ασυμβίβαστη γραμμή στο όνομα του μαρξισμού είναι πράγματι
επαναστατική γραμμή ή εντελώς το αντίθετο. Υπάρχουν παραδεχτοί και
απαράδεχτοι συμβιβασμοί. Πρέπει να αξιολογήσουμε τον συμβιβασμό που
βρίσκεται σήμερα μπροστά μας και όχι να απορρίψουμε τον κάθε
συμβιβασμό...
Αξιολογώντας τα διεθνή δεδομένα πρέπει να πούμε πως δεν άλλαξαν όλα
εναντίον μας. Η πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι
ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας δημιούργησαν μια καινούργια συγκυρία
που δεν υπήρχε προηγούμενα. Μια συγκυρία που έδωσε ήδη μια πρωτοφανή
κινητικότητα στο κυπριακό. Μια συγκυρία και ορισμένα καινούργια δεδομένα
που μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για να σπάσουν τα μακρόχρονα
αδιέξοδα, τα οποία προκαλούσε η τουρκική αδιαλλαξία...
Το ΑΚΕΛ αξιολόγησε το Σχέδιο Ανάν καταγράφοντας τα αρνητικά αλλά και
τα θετικά του στοιχεία. Επειδή κρίναμε ότι παρά τα αρνητικά του στοιχεία το
σχέδιο προνοεί για μια επανενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρο, το αποδεχθήκαμε
ως βάση για διαπραγμάτευση. Το ίδιο αποφάσισε και το Εθνικό Συμβούλιο. Οι
εκτιμήσεις ότι με τη λύση που προτείνει το σχέδιο Ανάν διαλύεται τάχα
η Κυπριακή Δημοκρατία και ότι το Σχέδιο νομιμοποιεί και εμβαθύνει τη
διχοτόμηση δεν είναι ορθές και δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Αν ήταν
αυτές οι εκτιμήσεις μας τότε δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεχτό το Σχέδιο Ανάν
ούτε καν ως βάση για διαπραγμάτευση...
Η αρνητική στάση και η κωλυσιεργία της Άγκυρας και του κ. Ντεκτάς δεν
επέτρεψαν για αρκετό χρόνο να υπάρξει διαπραγμάτευση και συμφωνία επί
του Σχεδίου. Η άνοδος του Ερτογάν στην εξουσία στην Τουρκία, οι μαζικές
κινητοποιήσεις των Τ/κυπρίων υπέρ της λύσης και της ένταξης στην
Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στα κατεχόμενα
δημιούργησαν μια διαφορετική κατάσταση... Πέραν τούτου, ο Ερτογάν
κατόρθωσε να προωθήσει ορισμένα πακέτα εκδημοκρατικοποίησης της χώρας
και να δώσει την εντύπωση ότι περιορίζει την ανάμειξη του στρατού στην
πολιτική ζωή. Με αυτά τα δεδομένα η διεθνής κοινότητα έγινε καλός δέκτης
των διαβεβαιώσεων Ερτογάν ότι θέλει να λύσει το Κυπριακό και όλες οι πιέσεις
στράφηκαν στην ε/κυπριακή πλευρά.
Αποτέλεσμα των πιέσεων ήταν οι συναντήσεις στη Ν. Υόρκη όπου
συμφωνήθηκε συγκεκριμένη διαδικασία που προέβλεπε: α) εντατικές
διαπραγματεύσεις στην Κύπρο, β) διευρυμένες διαπραγματεύσεις με την

103
παρουσία της Ελλάδας και της Τουρκίας, γ) επιδιαιτητικό ρόλο του Γ.Γ. του
ΟΗΕ αν τα πρώτα δυο στάδια δεν απέφεραν αποτέλεσμα ή εξακολουθούσαν να
υπάρχουν κενά και, τέλος, δ) διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι δεν υπήρξε ουσιαστική διαπραγμάτευση ούτε
στην Κύπρο ούτε στη Ελβετία. Ως αποτέλεσμα τούτου ο Γ.Γ. προχώρησε και
άσκησε τον επιδιαιτητικό του ρόλο που είχε ως κατάληξη το Σχέδιο Ανάν 5....
Η αντικειμενική, νηφάλια, επιστημονική ανάλυση του Σχεδίου Ανάν 5 που
βρίσκεται σήμερα ενώπιον μας, μας οδηγεί στις πιο κάτω βασικές διαπιστώσεις:
- Με το Σχέδιο Ανάν επανενώτεται η Κύπρος. Η Κυπριακή Δημοκρατία
μετατρέπεται σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία υπό την ονομασία Ενωμένη
Κυπριακή Δημοκρατία, με μια κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία
ιθαγένεια.
- Τερματίζεται η κατοχή με τη σταδιακή αποχώρηση 39 και πλέον
χιλιάδων στρατευμάτων.
- Επιτυγχάνεται η σταδιακή επιστροφή 85 μέχρι 90 χιλιάδων προσφύγων
υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Διασφαλίζεται σταδιακά το δικαίωμα
επιστροφής υπό τ/κυπριακή διοίκηση μέσα, αλήθεια από πολλές δυσκολίες και
σκοπέλους.
- Γενικά αποκαθίστανται έστω και σταδιακά τα ανθρώπινα δικαιώματα και
βασικές ελευθερίες.
- Προνοούνται αποτελεσματικοί μηχανισμοί ξεπεράσματος αδιεξόδων που
δεν υπήρχαν στο Σύνταγμα του 1960.
- Μεταβατική περίοδος περιορίζεται σε 45 μόνο μέρες. Όλα τα όργανα
του κράτους θα βρίσκονται σε ισχύ από την πρώτη στιγμή.
- Θα περιοριστεί το ποσοστό ροής ανθρώπων από την Τουρκία στο 5%
του πληθυσμού που θα έχει την εσωτερική ιθαγένεια της τ/κυπριακής
συνιστώσας πολιτείας, για περίοδο 19 χρόνων ή μέχρι την ένταξη της Τουρκίας
στην ΕΕ. Στη συνέχεια θα εφαρμόζεται ο ειδικός νόμος για την ιθαγένεια που
απαγορεύει την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης του νησιού.
- Θα υπάρχει μια Κεντρική Τράπεζα και το νόμισμα θα εξακολουθήσει να
είναι η Κυπριακή Λίρα.
- Διανοίγεται μακροπρόθεσμα η προοπτική πραγματικής επανένωσης και
ειρηνικής συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ταυτόχρονα στις εκτιμήσεις μας δεν αποκρύβουμε ότι στο Σχέδιο
εξακολουθούν να υπάρχουν και αρνητικές πτυχές όπως είναι:
- Η μη ικανοποιητική ρύθμιση της πτυχής της ασφάλειας καθώς και η
απουσία απτών εχέγγυων για την εφαρμογή της λύσης δημιουργεί
αντικειμενικά αίσθημα ανασφάλειας.
- Η παραμονή ενός αριθμού 60-70000 εποίκων.
- Η παραμονή 6000 στρατιωτών από την Τουρκία και την Ελλάδα μέχρι
το 2011, 3000 μέχρι το 2018 και, σε μόνιμη βάση εκτός αν συναποφασίσουν
διαφορετικά 950 και 650 αντίστοιχα, μετά το 2018.
- Η ύπαρξη μιας μόνιμης παρέκκλισης από το κοινοτικό κεκτημένο,
εκείνης που προνοεί ότι η μόνιμη εγκατάσταση μη ομιλούντων την τουρκική
στο τ/κυπριακό συνιστών κράτος δεν θα υπερβαίνει το 1/3 του τουρκόφωνου
πληθυσμού.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι η πολυπλοκότητα πολλών διατάξεων
της λύσης και οι ασάφειες που εξακολουθούν να υπάρχουν εγκυμονούν
ορισμένους κινδύνους. Κατά συνέπεια απαιτείται πολλή καλή θέληση για να
λειτουργήσει η προτεινόμενη λύση και μέχρι σήμερα δεν έχουμε απτά δείγματα
αυτής της βούλησης από την πλευρά της Τουρκίας. Από την άλλη, όμως,
πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι η Κύπρος από την 1 η του Μάη εντάσσεται

104
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα το περιβάλλον της λύσης θα είναι ριζικά
διαφορετικό από τα σημερινά δεδομένα. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της
προσοχής μας πως δεν θα είναι προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών
φιλοδοξιών της Τουρκίας να δημιουργεί εντάσεις στο νησί....
Εμείς κάνουμε μια νηφάλια και κατά το δυνατό αντικειμενική ανάλυση του
Σχεδίου. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε στην ίδια την κοινωνία. Οι θιασώτες του
«όχι» εκμεταλλεύτηκαν το κενό που αντικειμενικά δημιουργούσε τόσο ο δικός
μας προβληματισμός όσο και των άλλων, για να παρουσιάσουν και μάλιστα με
τα πιο μελανά χρώματα τις αρνητικές και μόνο πτυχές του Σχεδίου. Υπήρξε
υπερβολή, διαστρέβλωση και παραπληροφόρηση. Το υπαρκτό αίσθημα
ανασφάλειας, που οφείλεται στη μακρόχρονη παρουσία των κατοχικών
στρατευμάτων και στη ντε φάκτο διχοτόμηση, έτυχε εκμετάλλευσης. Οι
αντίπαλοι της ομοσπονδιακής λύσης με αφορμή τα αρνητικά στοιχεία του
Σχεδίου Ανάν βρήκαν την ευκαιρία να στρέψουν τα πυρά τους ενάντια σε
αυτήν τούτη τη λύση της ομοσπονδίας. Οι εθνικιστές κάθε απόχρωσης βρήκαν
την ευκαιρία να χύσουν ξανά το δηλητήριο του εθνικισμού-σοβινισμού. Όσοι
αισθάνονται να βολεύονται με την παρούσα διχοτομική κατάσταση εξαπέλυσαν
σταυροφορία κατά του Σχεδίου καπηλευόμενοι την Κυπριακή Δημοκρατία.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας παροξυσμός αρνητισμού στην ε/κυπριακή
κοινωνία που δεν επιτρέπει τον νηφάλιο προβληματισμό και τη νηφάλια
συζήτηση. Με τον πιο εύκολο τρόπο η διαφορετική άποψη χαρακτηρίζεται
προδοσία.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Προέδρου, το συναισθηματικά
φορτισμένο διάγγελμα του, με πολλές από τις εκτιμήσεις του οποίου δεν
συμφωνούμε, επιδείνωσε την κατάσταση....
....Κατανοούμε λοιπόν τους προβληματισμούς των πολιτών. Δεν μπορούμε
όμως να δείξουμε την παραμικρή κατανόηση προς τους εθνικιστικούς
αντιομοσπονδιακούς κύκλους που με τον παροξυσμό τους απειλούν να
οδηγήσουν τον τόπο σε περιπέτειες.
....Είναι προφανές ότι το κλίμα που επικρατεί, έστω και αν το ΑΚΕΛ ταχθεί
υπέρ του «ναι», δεν πρόκειται να αντιστραφεί μέχρι τη ημέρα του
δημοψηφίσματος. Εμείς δεν επιδιώκουμε ένα «ηχηρό όχι» στο
δημοψήφισμα γιατί ένα τέτοιο «όχι» θα έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Μεταξύ άλλων θα οδηγήσει στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν ακόμα και ως
βάση για διαπραγμάτευση....
Έχοντας υπόψη όλα αυτά, η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ,
που συνήλθε στις 9 και 10 Απριλίου 2004, ύστερα από ενδελεχή συζήτηση,
διαμόρφωσε την εξής πρόταση προς την Παγκύπρια Συνδιάσκεψη του
Κόμματος.........
8. Σήμερα το Κόμμα μας βρίσκεται μπροστά σε ένα Σχέδιο που τα θετικά του
στοιχεία με την πιθανή αποδοχή του θα μπορούσαν, παρά τους κινδύνους, να
δημιουργήσουν ελπιδοφόρα προοπτική για ειρηνική συμβίωση Ε/κυπρίων και
Τ/κυπρίων. Το ΑΚΕΛ δεν συμμερίζεται εκτιμήσεις του Προέδρου της
Δημοκρατίας σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν και ιδιαίτερα με την
εκτίμηση ότι αυτό «δεν καταλύει την ντε φάκτο διχοτόμηση, αλλά αντίθετα τη
νομιμοποιεί και την εμβαθύνει». Η ηγεσία του Κόμματος θα αναπτύξει διάλογο
με τον Πρόεδρο σ’ αυτά τα ζητήματα και στα πλαίσια της συνεργασίας μας.
9. Η Κ.Ε. διαπιστώνει πως η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό
μέτωπο οδηγεί στην απόρριψη του Σχεδίου, ακόμα και ως βάση για
διαπραγμάτευση, πράγμα που ενισχύει τον εθνικισμό-σοβινισμό και μειώνει τις
δυνατότητες βελτίωσης του Σχεδίου κυρίως στα θέματα που άπτονται της
ασφάλειας και της σιγουριάς στην εφαρμογή του.

105
10. Συνυπολογίζοντας τα αντικειμενικά δεδομένα που είναι σήμερα μπροστά
μας, το ΑΚΕΛ καλεί τα Ηνωμένα Έθνη και το διεθνή παράγοντα να
προχωρήσουν στην αναβολή των δημοψηφισμάτων για μερικούς μήνες
ώστε να προηγηθεί η δυνατότητα αντικειμενικής παρουσίασης του Σχεδίου στο
λαό, να δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης στη βάση που αναφέραμε πιο
πάνω και κάλυψης των κενών που υπάρχουν, έτσι που να καταστεί δυνατή η
έγκρισή του από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων.
11. Σε αντίθετη περίπτωση το ΑΚΕΛ θα είναι υποχρεωμένο να μην υποστηρίξει
την έγκριση του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα.
12. Η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ καλεί τους Τ/κύπριους συμπατριώτες μας να επιδείξουν
κατανόηση απέναντι στις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των
Ε/κυπρίων, να συνεχίσουν να εμπιστεύονται το ΑΚΕΛ και να συνεχίσουμε από
κοινού τον αγώνα για επανένωση της πατρίδας μας....
Τέλος, ζητούμε την αναβολή ώστε να αξιοποιηθεί ο χρόνος για μια
διαπραγμάτευση που φυσικά δεν θα οδηγήσει σε άλλο Σχέδιο αλλά τουλάχιστο
θα δώσει διασφαλίσεις ότι η εφαρμογή του Σχεδίου θα προχωρήσει έτσι όπως
προβλέπεται στο ίδιο το Σχέδιο...

106
4. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΗΣΥ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ (15/4/2004).

...Έφθασε η ώρα να λεχθούν κάποιες αλήθειες. Αλήθειες που θα καταγράψει η


ιστορία. Κι αν είμαι υποχρεωμένος να το πράξω είναι γιατί η σιωπή θα
μετατρεπόταν σε συνενοχή, και οι ώρες εθνικής ευθύνης που περνούμε δεν
επιτρέπουν την απόκρυψη γεγονότων που ωραιοποιούν εικόνες ή δημιουργούν
πλάνη πως υπήρξαμε για άλλη μια φορά το θύμα της διεθνούς συνωμοσίας και
πλεκτάνης που μοναδικό στόχο είχε να μας οδηγήσει στον αφανισμό και την
καταστροφή.
...παρακολούθησα όπως και όλοι εσείς το δραματικό διάγγελμα του
Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν αποκρύβω πως εκπλάγηκα από όσα
ελέχθησαν. Δεν αποκρύβω πόσο απογοητεύτηκα όταν παρακολουθούσα τον
Πρόεδρο να δαιμονοποιεί τη μία μετά την άλλη τις πρόνοιες του σχεδίου,
προκειμένου να καταλήξει σε μια από πολλού προειλημμένη απόφαση. Σε μια
απόφαση που έβρισκε θετική ανταπόκριση μέσα σ΄ ένα λαό που έντεχνα του
καλλιεργήθηκε το συναίσθημα της οργής και που θεωρούσε σαν τη μόνη ορθή
για να διασώσει την εθνική του αξιοπρέπεια. Και επειδή η αόριστη και
αστήρικτη κριτική εύλογα δε γίνεται αποδεκτή, θεωρώ υποχρέωση να
τεκμηριώσω με γεγονότα πόσο επικίνδυνο είναι συνειδητά να παραπλανάς ένα
λαό χάριν των όποιων προσωπικών σου απόψεων ή επιλογών.
Στο διάγγελμα του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκειμένου να γίνει
πειστικός ανέφερε τα ακόλουθα: «Δεν θα επιχειρήσω ούτε δαιμονοποίηση ούτε
εξωραϊσμό του σχεδίου ΑΝΑΝ. Δεν δέχομαι όμως τον ισχυρισμό ότι όποιος
επισημαίνει αδυναμίες του σχεδίου αναγκαστικά επιδίδεται σε
παραπληροφόρηση ή ότι αυτό δεν είναι αντικειμενική ενημέρωση του λαού».
Πριν τεκμηριώσω την άποψη μου για τις προθέσεις του κ. Παπαδόπουλου θ’
άθελα ο καθένας να διερωτηθεί πόσο αντικειμενική είναι η ενημέρωση ενός
ηγέτη προς το λαό του, όταν ένα διάγγελμα 16 σελίδων οι 13 σελίδες
αναλώνονται στο μηδενισμό κάθε θετικής διάταξης του σχεδίου, η μισή σελίδα
για τις ενδεχόμενες συνέπειες του «όχι», αλλά πόσο πειστικός μπορεί να είναι
ένας εθνάρχης όπως τον αποκάλεσε ο μητροπολίτης Πάφου, όταν σε απάντηση
στο αγωνιώδες ερώτημα «τι πράττουμε μετά το όχι» περιορίζεται να απαντήσει
μέσα σε 3 γραμμές πως¨«δεν θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε για την επίλυση
του Κυπριακού. Η ιστορία δεν τελειώνει την 1η Μαΐου. Θα συνεχίσουμε να
αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για λύση και να προωθούμε μέτρα στήριξης των
συμπατριωτών μας Τουρκοκυπρίων». Αυτή είναι η υπαλλακτική πρόταση του
Προέδρου σε όσους καλεί να απορρίψουν το σχέδιο ΑΝΑΝ. Λυπούμαι που θα
είμαι σκληρός, αλλά αντιστρέφοντας τη φράση του Προέδρου θα ρωτήσω:
Ποίος τελικά πουλά ελπίδες; Ποίος επιδίδεται σε παραπληροφόρηση ή τάχα
αντικειμενική ενημέρωση του λαού, όταν ισχυρίζεται ότι δεν έχουν
ικανοποιηθεί ούτε οι ελάχιστες των αξιώσεων μας; Ποιες όμως ήταν οι
ελάχιστες των αξιώσεων μας; Και πόσο έχουν ικανοποιηθεί;
Είναι αρνητικές ή θετικές οι πρόνοιες που προβλέπουν ότι:
1. Η Ε.Κ.Δ έχει μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα,
μια και μόνη υπηκοότητα. Η ομοσπονδία είναι αδιάλυτος, αφού απαγορεύεται η
όποια μορφή απόσχισης ή διχοτόμησης ή ένωσης του μέρους ή του όλου με
οποιαδήποτε άλλη χώρα.
2. Διασφαλίζεται η λειτουργικότητα του κράτους με την ικανοποίηση του
συνόλου των αξιώσεων που έχουμε εγείρει, και επειδή δεν θα ήθελα να
απαριθμήσω τη μια μετά την άλλη των προνοιών της λύσης που αποδεικνύουν

107
τα όσα λέγω, προκαλώ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απαντήσει
συγκεκριμένα ποια από τις απαιτήσεις μας δεν έχει ικανοποιηθεί.
3. Η διασφάλιση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν καταλύεται με τα
δημοψηφίσματα και δε μένει μετέωρη, αφού για να τεθούν σε ισχύ οι πρόνοιες
της λύσης θα πρέπει πρώτα να υπάρξει επικύρωση της συμφωνίας με βάση τα
ισχύοντα σε κάθε μια από τις τρεις των εγγυητριών δυνάμεων, στην περίπτωση
της Τουρκίας και από την τουρκική εθνοσυνέλευση. Και αφού υπογραφεί και
από τις τρεις κατατεθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι δυνατόν ο Πρόεδρος
να ισχυρίζεται το αντίθετο, όταν μάλιστα γνωρίζει πως χωρίς την ικανοποίηση
των πιο πάνω όρων η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να μην επικυρώσει ή υπογράψει
τη σχετική συμφωνία; Είναι ή όχι αλήθεια πως με βάση τις πρόνοιες του
σχεδίου αν δεν υπάρξει επικύρωση όπως πιο πάνω περιγράφεται, το σχέδιο και
η λύση δεν εφαρμόζονται και θεωρούνται εξ υπαρχής άκυρα και χωρίς την
όποια συνέπεια για την Κυπριακή Δημοκρατία;
4. Το 9% των εδαφών μας και 122 χιλιάδες πρόσφυγες επιστρέφουν κάτω
από ελληνοκυπριακή διοίκηση;
5. Είναι θετικό το γεγονός πως αντί 21%, ο αριθμός των προσφύγων που
επιστρέφουν αυξάνεται στο 33%. Το σύνολο των ελληνοκυπρίων προσφύγων
π[ου επιστρέφουν και άλλων ανακτούν το 1/3 της περιουσίας τους και
αποζημιώνονται πλήρως για το υπόλοιπο;
6. Κατοχυρώνεται η ελευθερία διακίνησης για όλους τους Κυπρίους αλλά
και το δικαίωμα δευτερεύουσας κατοικίας που επιτρέπει στο σύνολο των
Κυπρίων να διαμένουν απεριόριστα στην πόλη ή το χωριό που επιλέγουν.
7. Επιστρέφονται όλες ανεξαιρέτως οι εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τα
μοναστήρια αλλά και τα κοιμητήρια όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοι μας.
8. Επιστρέφουν όλοι ανεξαιρέτως οι Καρπασίτες και οι απόγονοί τους με
πλήρη αποκατάσταση στις περιουσίες τους σε ένα ειδικό καθεστώς αυτονομίας
που τους επιτρέπει να έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα διαχείρισης στα
πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά και πολεοδομικά θέματα αλλά και το
δικαίωμα να εκπροσωπούνται στη Βουλή της τουρκοκυπριακής πολιτείας. Στην
πράξη πέρα απ΄ αυτά, ακτογραμμή που ανέρχεται στο 15% του συνόλου της
Κύπρου περιέρχεται και πάλι στους ελληνοκυπρίους.
9. Καταργούνται όλες οι μόνιμες αποκλίσεις από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
10. Διασφαλίζεται μια για πάντα ο Κυπριακός Ελληνισμός γιατί: (α) Σταματά
η ροή εποίκων και των Τούρκων εκ Τουρκίας αφού το ποσοστό παρουσίας τους
δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% του πληθυσμού της Τουρκοκυπριακής
πολιτείας. (β) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ο πληθυσμός της
Ελληνοκυπριακής πολιτείας να μειωθεί κάτω από τα 2/3 των Ελλήνων
κατοίκων της. (γ) Η ελληνική παιδεία, οι πολιτιστικές παραδόσεις και η
θρησκεία μας προστατεύονται, αφού σύμφωνα με το Σύνταγμα αποτελούν
ουσιαστικά στοιχεία της ιδιότητας που πρέπει να έχουν τα 2/3 τουλάχιστον του
πληθυσμού της Ελληνοκυπριακής πολιτείας. (δ) Ο Εθνικός Ύμνος και η
ελληνική σημαία όχι μόνο δεν απαγορεύονται αλλά αν το επιθυμούμε μπορεί
να είναι το επίσημο σύμβολο και ο ύμνος της Ελληνοκυπριακής πολιτείας. (ε)
Αποτρέπεται ο εκτουρκισμός των υπό κατοχή περιοχών, αφού με τις πρόνοιες
επιστροφής Ελληνοκυπρίων στις πατρογονικές εστίες ανάκτησης περιουσίας,
δικαιώματος δευτερεύουσας κατοικίας, της επιστροφής των εκκλησιών μας
αλλά και του δικαιώματος αγοράς γης από οποιονδήποτε Ελληνοκύπριο μετά
τη λήξη των χρονικών περιορισμών, δημιουργούνται συνθήκες να ξαναριζώσει
και να προκόψει το ελληνικό στοιχείο στη γη που θα είναι κομμάτι της Ε.Κ.Δ.
11. Καταργείται οριστικά η διαχωριστική γραμμή της κατοχής και τα
σύνορα της Κύπρου είναι η Κερύνεια και ο Απόστολος Ανδρέας και η Πάφος

108
και η Αμμόχωστος αφού την εποπτεία δεν έχουν οι πολιτείες αλλά η κεντρική
κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους....
12. Είναι ή όχι θετικό το γεγονός πως σε 29 μήνες τα κατοχικά
στρατεύματα που διαρκώς αναβαθμίζονται και εκσυγχρονίζονται, από 45
χιλιάδες μειώνονται σε στρατιωτικό απόσπασμα των 6 χιλιάδων με βάση διεθνή
πλέον συνθήκη που επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί ισάριθμο απόσπασμα
ενώ το 2011 περιορίζονται στις 3 χιλιάδες για να περιοριστούν το 2018 σε 950
Έλληνες και 650 Τούρκοι στρατιώτες. Θέλω ακόμα να προσθέσω πως οι χώρες
που υπογράφουν το πρωτόκολλο στρατιωτικής παρουσίας υποχρεώνονται με
αφετηρία την 1η Ιουνίου 2010 να το αναθεωρούν ανά τριετία με απώτερο
στόχο την πλήρη αποχώρηση όλων των στρατευμάτων.
13. Από τις 129 χιλιάδες εποίκων νομιμοποιούνται να παραμείνουν μόνο
55 χιλιάδες ενώ οι υπόλοιποι που θωρούνται παράνομοι, υποχρεούνται να
φύγουν. Δεν θα ήθελα να ωραιοποιήσω τις πρόνοιες που αφορούν τους
εποίκους. Αλλά αναλογιζόμενος τον κίνδυνο της μονιμοποίησης του συνόλου
αλλά και της βεβαίας αύξησης των εποίκων από μια μη λύση θεωρώ πως είναι
το λιγότερο κακό αυτό που το σχέδιο προβλέπει.
14. Αποκαθίστανται έστω και σταδιακά τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι
βασικές ελευθερίες και έγινε δεκτή η δική μας θέση πως θα πρέπει πέρα από
την αναφορά στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να περιληφθεί
πλήρης κατάλογος των βασικών ελευθεριών σαν αναπόσπαστο μέρος του
Συντάγματος.
15. Ρυθμίζεται αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις δικές μας προτάσεις, η
ικανοποιητική αντιπροσώπευση της Ε.Κ.Δ στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, διασφαλίζεται η μία και ενιαία έκφραση της Κύπρου στην Ευρώπη,
ενώ με τις πρόνοιες της συμφωνίας συνεργασίας ρυθμίζεται και η υλοποίηση
και η εφαρμογή των αποφάσεων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε
ολόκληρη την επικράτεια της χώρας.
16. Μειώνονται από 365 σε 45 μόνο μέρες οι μεταβατικές διατάξεις που
αφορούν την άσκηση εκτελεστικής συμπροεδρίας, ενώ στις 13 Ιουνίου με τις
εκλογές για όλα τα θεσμικά όργανα της χώρας αποφεύγεται ο κίνδυνος
δισλειτουργίας τους κράτους. Να σημειωθεί, ότι με βάση τις πρόνοιες της
λύσης από την πρώτη μέρα λειτουργίας του ομόσπονδου κράτους όλοι οι
ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, θα βρίσκονται στις θέσεις τους.
17. Οι πρόνοιες για το Συμβούλιο Περιουσιών βελτιώνονται σημαντικά σε
βαθμό που να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του....
18. Θα υπάρχει μια Κεντρική Τράπεζα, η δομή της οποίας όπως και οι όροι
εντολής και λειτουργίας της, θα ρυθμίζεται με βάση τις δικές μας εισηγήσεις.
Θα υπάρχει μόνο ένα νόμισμα και αυτό δεν θα είναι άλλο από την κυπριακή
λίρα.........

Πόσο όμως μπορώ να διαχωρίσω τις συμπεριφορές μελών του Εθνικού


Συμβουλίου, του κυβερνητικού εκπροσώπου μη εξαιρουμένου, από τη
γενικότερη στάση του Προέδρου αφού με την ανοχή του και επί καθημερινής
βάσεως ο λαός στην Κύπρο βομβαρδίζετο κυριολεκτικά με συνομωσιολογίες σε
βάρος μας, με την παραπληροφόρηση που πάντα στόχο είχε τη διαμόρφωση
μιας κοινής γνώμης με αρνητική προδιάθεση. Και πως άλλως να εξηγήσω το
μηδενισμό του συνόλου των όσων είχαμε πετύχει μεταδίδοντας ουσιαστικά το
μήνυμα της ήττας; Πόσο όμως δεν είναι ενδεικτική των αντιλήψεων του
Προέδρου για την επιδιωκόμενη λύση όταν στο διάγγελμα του με δάκρυα
λύπης ανέφερε πως «παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα

109
παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση
κηδεμόνα».
Εκφράζουν αυτές οι απόψεις αυτό που για 30 χρόνια επιδιώκαμε, δηλαδή
μια λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Από πότε σε μια πραγματική
ομοσπονδία οι συνιστώσες πολιτείες έχουν λόγο διεθνώς; Δεν υπήρξε πάγια
δική μας αξίωση για ένα ομοσπονδιακό κράτος με μια κυριαρχία με μια
υπηκοότητα και με μια μόνο διεθνή προσωπικότητα ώστε να αποτρέψουμε
αυτό που μόνιμα διεκδικούσε και διεκδικεί ο κ. Ντεκτάς για την ύπαρξη δύο
κρατιδίων με διεθνή αναγνώριση και λόγο διεθνώς; Σε τι άλλο οδηγεί αυτή η
προσέγγιση του Προέδρου παρά σε λύση δύο χωριστών κρατών;....
Πιστεύουμε πως η ένταξη μιας επανενωμένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ένωση προσφέρει τα μεγαλύτερα εχέγγυα για ασφάλεια για ξεπέρασμα των
δυσκολιών για μια πραγματικά νέα εποχή που θα επιτρέψει στον κυπριακό λαό
μακριά από αντιπαραθέσεις, μακριά από εξοπλισμούς, να ζήσει με προοπτική
και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο......
Έχοντας μπροστά μας το δίλημμα «επανένωση ή διχοτόμηση», λαμβάνοντας

υπόψη τις διεθνείς, τις περιφερειακές και τοπικές συγκυρίες, θα πρέπει να

τολμήσουμε. Να αναλάβουμε τις ιστορικές ευθύνες.....

Τούτη είναι η ώρα της αλήθειας. Είναι η ώρα που η ιστορία κτυπά την πόρτα
μας. Και εγώ δεν θα την αγνοήσω. Γι’ αυτό και σας παρακαλώ ας
μετατρέψουμε αυτή την ευκαιρία σε μια συλλογική επιλογή. Μια επιλογή που
με το «ναι» στο δημοψήφισμα ανοίγει το δρόμο για επανένωση της Κύπρου.

110
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

Εισαγωγή.

1. Ν. Πατινιώτης: Μορφολογία και συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας.


Πάτρα 1974, υλικά σεμιναρίου, σελ. 258.

Κεφάλαιο Πρώτο.

1. Κύπρος Χρυσοστομίδης: Το κράτος της Κύπρου στο Διεθνές Δίκαιο.


Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1994, σελ. 179-185. Στο βιβλίο δεν
ερευνάται η νομιμότητα του Δικαίου της Ανάγκης, αλλά λαμβάνεται σα
δεδομένο η ’’οικειοθελής’’ αποχώρηση των τουρκοκυπρίων υπουργών και
βουλευτών από τα θεσμικά όργανα του κυπριακού κράτους. Δεν ερευνάται –
έστω και από την άποψη του Δικαίου της Ανάγκης που διαπραγματεύεται μέρος
του βιβλίου του - γιατί οι πρώτες ενέργειες των ελληνοκυπρίων κρατικών
παραγόντων ήταν η κατάργηση της Κοινοτικής Συνέλευσης και η δημιουργία
της Εθνικής Φρουράς. Από πολιτικής άποψης οι δυο αυτές βασικές ενέργειες
της κυβέρνησης Μακαρίου μπορούν να ερμηνευθούν: α) η ελληνική παιδεία
από κοινοτική μετατρέπεται σε κρατική, με την ίδρυση υπουργείου Παιδείας
άρα η τ/κ παιδεία υποβιβάζεται στο επίπεδο των δικαιωμάτων της μειονότητας,
και, β) η δημιουργία της Εθνικής Φρουράς υποβλήθηκε από την ανάγκη
«κρατικοποίησης» των ιδιωτικών παρακρατικών ένοπλων ομάδων που
διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων
από τη μια και από την άλλη υποβάλλει την κυριαρχία της ε/κ κοινότητας σαν
κρατικής κοινότητας. Με άλλα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία μετατράπηκε σε
«κράτος-κοινότητα», αυτό που δεν επιθυμεί η χάσει η πλειοψηφία των
ελληνοκυπρίων.
2. Ιμπραχίμ Αζίζ: Το παρελθόν και η πορεία της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Λευκωσία 1981, σελ. 16.
3. Κώστας Π. Κύρρης: Peace-full co-existence in Cyprus under British rule
1878-1959. Nicosia, p.p. 9-13.
4.Κώστας Γραικός: Ιστορία της Κύπρου. Τόμος Α΄, 1980 και τόμος Β΄, 1982.
5. Μ. Β. Λεφτσιένκο: Ιστορία του Βυζαντίου. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από
τον εκδοτικό οίκο «Νέα Ελλάδα» το 1952. Αναφέρεται στις μεγάλες
μετακινήσεις πληθυσμών στην περίοδο του Βυζαντίου και της αλλοίωσης της
σύνθεσης του πληθυσμού του. Περιγράφει την εγκατάσταση Γότθων και
Βησιγότθων στη Θράκη, την Ήπειρο και αλλού, όπως και την εγκατάσταση των
Σλάβων στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.
6. Χρ. Οικονομίδη: Η εξέλιξη του ελληνικού και τούρκικου πληθυσμού της
Κύπρου επί τουρκοκρατίας. Λευκωσία 1966. Με ο ζήτημα της σύνθεσης του
πληθυσμού στην περίοδο της κυριαρχίας των Λουζινιανών και των Ενετών
ασχολείται και ο άγγλος ιερέας στο τρίτομο έργο του ‘‘Η ιστορία της
Ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου‘‘, που εκδόθηκε με τη βοήθεια του τότε
αρχιεπισκόπου Κύπρου.
7. Για το θέμα της επιμιξίας των κατοίκων της Κύπρου αναφέρεται σε άρθρο
του ο καθηγητής του πανεπιστημίου Κύπρου Κωνσταντίνος Δέλτα. Εφημερίδα
«Πολίτης», ημ. 22/4/2004.
8. Π. Τερλεξής: Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού. Εκδόσεις Ράππα,
Αθήνα 1971, σελ. 48.

111
9. Πάνος Μυρτιώτης: Μακάριος - ιστορικά ντοκουμέντα. Λευκωσία 1976, σελ.
13.
10. Π. Μυρτιώτης: Μακάριος – από το χωριό Παναγιά στο θρόνο του
Αποστόλου Βαρνάβα. Λευκωσία 1976, σελ. 102.
11. Ν. Κρανιδιώτη: Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960, σελ. 44.
12. ΑΚΕΛ: Ο δρόμος προς τη λευτεριά – για ένα μίνιμουμ πρόγραμμα του
ΑΚΕΛ για τη συγκρότηση του ενιαίου απελευθερωτικού μετώπου πάλης. Από το
βιβλίο «Τρία κείμενα για την Κύπρο». Αθήνα 1977, σελ. 11.
13. Ιχσάν Αλή: Τα απομνημονεύματα μου. Λευκωσία 1990, σελ. 11.
14. Π. Γεωργίου: Σοβαρό το καθήκον μας για το κέρδισμα των τούρκων
συμπατριωτών μας στον εθνικό αγώνα. Περιοδικό K.E. ΑΚΕΛ «Δημοκράτης»,
αρ. 8, 1954, σελ.3-5. Είναι, επίσης ενδιαφέρον το άρθρο του ιδίου στο ίδιο
περιοδικό, αριθμός 12, 1954, όπως και η έκθεση για το κυπριακό των
στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Γ. Ιωαννίδη, Κ. Καλογιάννη,
Π. Ρούσου που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό αρ. 1-2 1952, και με κεφάλαιο
ειδικά αφιερωμένο στην τουρκική κοινότητα και στο οποίο επισημαίνουν το
«τούρκικο ζήτημα» σε σχέση με τον μεγαλοελλαδίτικο εθνικισμό ανεξάρτητα
αν στη μελέτη τους υποστηρίζουν την ένωση.
15. Μ. Δεκλερή: Κυπριακό 1972-1974 – η τελευταία ευκαιρία. Αθήνα 1981,
σελ. 22.
16. Μ. Αλεξανδράκης, Β. Θεοδωρόπουλος, Ευστ. Λαγάκος: Το κυπριακό 1950-
1970. Μια ενδοσκόπηση. Αθήνα 1987, σελ.99.
17. Ο Ν. Κρανιδιώτης ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μακαρίου
στο βιβλίο του «Δύσκολα χρόνια» γράφει τα ακόλουθα:«Κληρονόμος των
ιδεωδών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και φορέας αυτοκρατορικών
προνομίων...εξέφραζε, μέσα από την αλύτρωτη κυπριακή κοινωνία, τα ιδεώδη
και τα σύμβολα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», όπως εννοούσαν τον
όρο αυτό τα συντηρητικά στοιχεία της δεξιάς. Οι εκκλησιαστικές όμως
καταβολές του Μακαρίου συντελέσανε ώστε στα μοναστηριακά και αργότερα
στα επισκοπικά του χρόνια να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τον
απολυταρχικό χαρακτήρα του και να ενισχύσει το συγκεντρωτισμό του. Οι
φιλοδοξίες του θύμιζαν ανάλογες φιλοδοξίες μεσαιωνικών αρχόντων...Ο
Μακάριος στηριζόταν ιδιαίτερα στο οικονομικό υπόβαθρο της Εκκλησίας. Η
κυπριακή Εκκλησία ήταν ισχυρός οικονομικός παράγοντας στον τόπο, και
συνέχιζε, από την άποψη αυτή, την παλιά μεσαιωνική φεουδαρχική
παράδοση...Ο Μακάριος, χρησιμοποίησε τη δύναμη και το κύρος της Εκκλησίας
όχι μονάχα για να επιβληθεί εκκλησιαστικά αλλά και να κυριαρχήσει πολιτικά»,
σελ. 46-47.
18. Π. Μυρτιώτης: Μακάριος – ιστορικά ντοκουμέντα, σελ. 60.
19. Το 11ο συνέδριο του ΑΚΕΛ. Περιοδικό «Νέος Δημοκράτης», αρ. 21, σελ.
70.
20. στο ίδιο σελ. 73 και 76.
21. Συλλογική εργασία:«Ο φόβος της ελευθερίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
1971, σελ. 211.
22. Λ. Ιεροδιακόνου: Το κυπριακό πρόβλημα, Αθήνα 1975, σελ. 31-32.
Επίσης: Π. Τερλεξή: Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού, σελ. 5.
23. Στα μέσα του περασμένου αιώνα οι ιδεολόγοι της εκκλησίας στην
προσπάθεια τους να αποδείξουν την αναγκαιότητα της ένωσης της Κύπρου με
την Ελλάδα αναζητούν την εθνική συνείδηση στις αρχές του μεσαίωνα, παρ΄
όλο που και οι ίδιοι παραδέχονται, ότι «συνείδησης κοινής εθνικής καταγωγής
δεν ήτο δυνατόν να υπάρχει ακόμη την εποχήν εκείνην...».Βλέπε: Θ.

112
Σοφοκλέους:«Εθνική συνείδησης των κυπρίων επί φραγκοκρατίας». Έκδοση
Γραφείου Εθναρχίας, 1949, σελ. 5-6.
24. Π. Γεωργίου: Το ΑΚΕΛ και οι μειονότητες. Περιοδικό «Δημοκράτης» 1954,
αρ. 12, σελ. 294-297. Βλέπε επίσης: Παντελή Βαρνάβα: Ένας μεταλλωρύχος
θυμάται, σελ. 48-49. Για την υποτίμηση των τ/κ εργατών από τους ε/κ
συναδέλφους τους αναφέρεται ο Α. Ζιαρτίδης σε ομιλία του τον Απρίλη του
1955. Δες Α. Ζιαρτίδη:Ομιλίες-Διαλέξεις-Δηλώσεις. Έκδοση Γ.Σ. ΠΕΟ,
Λευκωσία 1980, σελ. 14-26. Η υποτίμηση που αναφέρεται σ΄ αυτή την
περίοδο, περιορίζεται στη μη χρήση της τουρκικής γλώσσας στις συνελεύσεις
των εργατών, αλλά και στα κομματικά και συνδικαλιστικά έγγραφα. Βέβαια η
γλωσσική επικοινωνία είναι ουσιαστικός παράγοντας, όχι όμως και ο
μοναδικός. Οι τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονταν, ότι ο πολιτικός στόχος του
κόμματος και του αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος ήταν η ενσωμάτωση
της Κύπρου στην ελληνική επικράτεια. Η αντίδραση των αριστερών
τουρκοκυπρίων στην ένωση δικαιολογούταν από την ηγεσία του ΑΚΕΛ σαν
αδυναμία επεξήγησης των θέσεων της και αρνιόταν να εξετάσει τα βαθύτερα
αίτια.
25. Εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου «Νέος Άνθρωπος» ημ.
1/5/1927.
26. Εφημερίδα <<Εργατικό Βήμα>>, ημερ. 17/6/1981.
27. Πλουτής Σέρβας: Κοινή Πατρίδα. Εκδόσεις «Πρόοδος», Λευκωσία 1997,
σελ.130.
28. Ανακοίνωση Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ. Εφημερίδα «Χαραυγή» ημ.
12/7/1981.
29. Γεώργιος Ι. Διακοφωτάκης: Περί μειονοτήτων κατά το Διεθνές Δίκαιο.
Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2001, σελ. 98.
30. Α.Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί
του. Εκδόσεις GUTENBERG, τέταρτη έκδοση, σελ. 17-18.
31. Γιάννης Ν. Γιαννόπουλος: Ο μεταπολεμικός κόσμος - ελληνική και
ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963). Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1992, σελ.338.
32. Ν. Κιζίγκιουρεκ: Ολική Κύπρος, σελ.43.

Κεφάλαιο Δεύτερο.
1. Ανδρέα Μιτσίδη: Σύντομη ιστορία της εκκλησίας της Κύπρου. Λευκωσία
1994, σελ. 35-43. Περισσότερο αναλυτικά για τη θρησκευτική καταπίεση των
Φράγκων ασχολείται ο άγγλος στρατιωτικός ιερέας John Hackett που θήτευσε
στην Κύπρο στο τρίτομο έργο του: «Η ιστορία της Ορθόδοξης εκκλησίας της
Κύπρου». Τόμος ΙII, Αθήνα 1932. Η φωτοτυπία αφορά τα 14 φέουδα που
αφαιρέθηκαν από την ορθόδοξη εκκλησία και δόθηκαν στους λατίνους
επισκόπους. Ανάμεσα σ΄ αυτά αναφέρεται και το χωριό του συγγραφέα.
Αργότερα το Ορνίθι έχει ενσωματωθεί στην Αφάνεια, όπως και η αναφερόμενη
Μαντία (Μάγκια).
2. Ολόκληρο το κείμενο των συμφωνιών του Σινά και των
Ιεροσολύμων όπως και άλλα σχετικά θέματα που αφορούν τα εθναρχικά
δικαιώματα, βρίσκονται στο βιβλίο του Ανδρέα Χ. Γαβριηλίδη: Τα εθναρχικά
δικαιώματα και το ενωτικόν Δημοψήφισμα». Λευκωσία 1972, σελ. 77-83. Για
τη μετατροπή της ηγεσίας της εκκλησία σε τμήμα του φοροσυλλεκτηκού
μηχανισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναφέρεται και στο βιβλίο του ο
Μ.Ν. Μιχαήλ : Η Ιερά Μονή Κύκκου στο Οθωμανικό οικονομικό πλαίσιο με
βάση τον κώδικα 56 (1844-1890). Εκδόσεις Κέντρου Μελετών Ιερά Μ.
Κύκκου, Λευκωσία 2003.

113
3. Η Κάτια Χατζηδημητρίου αναφέρει, ότι οι κύπριοι έστειλαν το 1566 και
το 1569 αντιπροσωπείες στην Κωνσταντινούπολη για να πείσουν τον σουλτάνο
να καταλάβει την Κύπρο. «Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία 1987, σελ. 216.
4. Κώστα Γραικού: Κυπριακή ιστορία. Λευκωσία 1980, τόμος Α, σελ. 166.
5. Στο ίδιο, σελ. 172.
6. Φ. Ζαννέτου: Ιστορία της νήσου Κύπρου, εκδόσεις ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ, Β΄
έκδοση, 1997, σελ. 1146.
7. Από το βιβλίο του Π. Τερλεξή, σελ.53.
8. Κ. Γραικού: Ιστορία της Κύπρου. Λευκωσία 1982, τόμος Β, σελ. 9.
9. Πλουτή Σέρβα: Κυπριακό – Ευθύνες. Εκδόσεις Γραμμή, 1980, σελ. 16.
10. Κ. Γραικού: Ιστορία της Κύπρου, τόμος Α, σελ. 189.
11. Πλ. Σέρβα, στο ίδιο, σελ. 26.
12. Πλ. Σέρβα., στο ίδιο, σελ. 31.
13. Ε. Ν. Τζελεπή: Το κυπριακό και οι συνωμότες του, σελ.12.
14. Γιάννη Λέφκη: Οι ρίζες. Λεμεσός-Κύπρος 1984, σελ.21.
15. Ν. Κιζίγκιουρεκ: Ολική Κύπρος, σελ. 31.
16. Π. Τερλεξή, στο ίδιο, σελ. 57.
17. Σάββα Λοϊζίδη: Άτυχη Κύπρος. Εκδόσεις Μπεργάδη, Αθήνα 1980, σελ. 14.
18. Πλ. Σέρβα, στο ίδιο, σελ. 37.
19. Από το βιβλίο του Πλ. Σέρβα <<Ευθύνες>>, σελ.70.
20. Ε. Παπαϊωάννου: 25 χρόνια πάλης. Άρθρο στο περιοδικό <<Νέος
Δημοκράτης>>, 1951, σελ. 173.
21. Για τις συζητήσεις στην Πολιτική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη συγκεκριμένη
περίοδο, αναφέρεται αναλυτικά ο Π. Τερλεξής στο βιβλίο που αναφέραμε πιο
πάνω, στις σελίδες 161-213.
22. Bekir Azgin: The Turkish Cypriot Mass Media. Sϋdosteuropa-Hand-Buch,
band VIII, ZYPERN, σελίδα 644. Το κείμενο είναι γραμμένο στα αγγλικά.
23. Εφημερίδα <<Ελευθερία>>, ημερ. 22/9/1917. Επιστολή επισκόπου Κιτίου
Μελέτιου.
24. Εφημ. <<Ελευθερία>>, ημερ. 4/8/1917. <<Το κυπριακό ζήτημα. Δυο
Υπομνήματα των Ελλήνων βουλευτών>>. Τα υπομνήματα δόθηκαν στον
άγγλο διοικητή και τον έλληνα πρόξενο.
25. Εφημερίδα <<Νέον Έθνος>>, ημερομηνίας 9/9/1917.
26. Εφημερίδα <<Ελευθερία>> ημερ. 13/10/1917.
27. Στην ίδια εφημερίδα της ίδιας ημερομηνίας.
28. Εφημερίδα <<Ελευθερία>> ημερ. 22/9/1917.
29. Εφημερίδα <<Νέος Άνθρωπος>> ημ. 18/9/1926.
30. Κ. Σοφοκλέους: Πάλη για την ελευθερία. Τόμος Α΄, έκδοση Β΄, 2003 σελ.
95. Την άποψη για εγκαθίδρυση ομοσπονδίας τη διετύπωσε ο Λένιν σε άρθρο
του στην <<Πράβδα>> στις 29/3/1913 με τίτλο:<<Ο βαλκανικός πόλεμος
και ο αστικός σοβινισμός>>. Σ΄ αυτό το άρθρο δεν γίνεται αναφορά σε
<<σοβιετική βαλκανική ομοσπονδία>>. Δες Λένιν Άπαντα, τόμος 23, σελ. 38-
39, στα ρωσικά. Η λέξη <<σοβιετική>> τοποθετήθηκε αργότερα, ίσως από την
ηγεσία της Γ΄ Διεθνούς.
31. <<Νέος Άνθρωπος>>, ημ. 5/3/1928.
32. Εφημερίδα <<Νέος Εργάτης>> ημ. 18/4/1929. και ημερ. 26/6/1929.
33. Λουκάς Κακουλλής: Αδάμ Αδάμαντος – το αηδόνι της Αμμοχώστου.
Έκδοση 2002.
34. Εφημερίδα <<Αλλαγή>>, ημ. 18/1/1976.
35. << Ηγωνίσθησαν οι κύπριοι – ενίκησεν η Τουρκία. Η αλήθεια για το
κυπριακόν>>. Έκδοσις πολιτικών νεολαιών. Αθήνα – Μάρτιος 1959.
Υπογράφουν: η νεολαία του κόμματος των Προοδευτικών (Μαρκεζίνη), η

114
νεολαία της Δημοκρατικής Ενώσεως (Η. Τσιριμώκος), η νεολαία της
Δημοκρατικής αριστεράς (ΕΔΑ) και η νεολαία της Νέας αγροτικής κινήσεως,
όλες οργανώσεις νεολαίας της Ελλάδας.
36. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 26/2/1959. Δημοσιεύθηκε και στην πιο
πάνω αναφερόμενη έκδοση.
37. Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα: Ιστορία χαμένων ευκαιριών (κυπριακό
1950-1963), Αθήνα 1981, τόμος Β΄, σελ. 248.
38. Ο. Σπάρο: Η κατάκτηση της Κύπρου από την Αγγλία. Μόσχα 1974, σελ.
268-269, στα ρωσικά. Μετάφραση από το συγγραφέα.
39. Β. Μ. Μένσικοφ: Στο στρατηγικό σταυροδρόμι>>. Μόσχα 1975, σελ. 175,
στα ρωσικά. Μετάφραση από το συγγραφέα.
40. Κλέων Παπαλοίζου: Το κυπριακό και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αθήνα
1973, σελ. 13.
41. Δ. Χριστόφιας: Το <<προδοτικό>> ΑΚΕΛ και οι <<αριστεροί>>
εθνικόφρονες. Εφημερίδα <<Νεολαία>>, ημερ. 7/7/1977.
42. Κ. Τζιαμπάζη: Είναι προδοτικό το ΑΚΕΛ; άρθρο στην εφ,
«Ελευθεροτυπία» (Κύπρου), ημερ. 2/4/1995. Το άρθρο αντικρούει την άποψη
ότι το ΑΚΕΛ ήταν προδοτικό.

Κεφάλαιο Τρίτο.
1. Δ. Μπίτσιος: Κρίσιμες ώρες. Εκδόσεις <<Εστία>>.
2. Πλ. Σέρβα: Η κυπριακή τραγωδία – πως τα καταφέραμε και φτάσαμε
στο μηδέν. Εκδόσεις <<Διάλογος>>, Αθήνα 1975, σελ. 82.
3. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 22/2/1959.
4. Ε. Ν. Τζελεπή: Το κυπριακό και οι συνωμότες του, σελ. 127.
5. στο ίδιο, σελ. 127.
6. Το απόσπασμα αυτό από την ομιλία του Μακαρίου που εκφώνησε στις
4/9/1962 είναι από το βιβλίο του Ζήνων Σταυρινίδη: The cyprus conflict,
national identity and statehood, σελ. 63. Ο συγγραφέας παραπέμπει στο βιβλίο
του Rauf Dektash: The cyprus problem, 1970. Το ίδιο απόσπασμα αναφέρεται
και στο βιβλίο των Brendan O’Malley – Ian Craig: Η συνωμοσία της Κύπρου,
εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2002, σελ. 175, με παραπομπή στο υπόμνημα
Philips Talbot στους πρεσβευτές Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας US State
Department papers 78 398A, 26.1.64. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου έχει
ερευνήσει τα αρχεία του Γραφείου Τύπου και πληροφοριών της Κυπριακής
Δημοκρατίας, αλλά δεν εντόπισε τη συγκεκριμένη ομιλία, παρ’ όλο που οι
εφημερίδες της εποχής αναφέρουν, ότι ο Μακάριος εκφώνησε ομιλία στη
συγκεκριμένη ημερομηνία στο μνημόσυνο του Χαρ. Μούσκου στο χωριό
Παναγιά.
7. Το Πρόγραμμα του ΑΚΕΛ. Έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, 1962, σελ. 1.
8. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ αντιγράφει από την επιστολή που του επέδωσαν
οι ιεράρχες της Κύπρου, τα ακόλουθα για την επιμονή τους στην εγκαθίδρυση
χωριστών δήμων, παρ’ όλο που η κυβέρνηση της Ελλάδας
διαφωνούσε:<<...επειδή αι τουρκικαί συνοικίαι είναι ελεειναί και έχουν πολλά
προβλήματα, θα πρέπει να δαπανώνται ικανά χρήματα προερχόμενα από
ελληνοκυπρίους φορολογουμένους δια την θεραπείαν των, όσα δε και αν
δαπανηθούν, οι τουρκοκύπριοι δεν θα είναι ικανοποιημένοι, τούτο δε θα
προκαλεί συνεχώς προστριβάς, αίτινες θα παραβλάπτουν επ’ άπειρον την
ειρηνικήν συμβίωσιν, ενώ αν υπάρχουν κεχωρισμένοι δήμοι, οι τουρκοκύπριοι
δεν θα δύνανται να αιτιώνται ή εαυτούς δια την κακήν των λειτουργίαν...>>.
Από το βιβλίο Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών, Αθήνα 1981, τόμος Β’, σελ.172.

115
Δες επίσης Γλαύκου Κληρίδη: Η Κατάθεση μου. Αθήνα 1988, τόμος Α’, σελ.
448.
- Πόσο θυμίζει τις αντιδράσεις των πολιτικών που απέρριπταν το
σχέδιο Ανάν. Τα ίδια κίνητρα, σχεδόν η ίδια φρασεολογία. Μόνο που αυτή τη
φορά αφορούσε τον οριστικό διαχωρισμό της πατρίδας μας και όχι την εκλογή
δημάρχων ή κοινοταρχών στα χωριά και τις πόλεις μας.
9. Περιοδικό <<Νέος Δημοκράτης>>: <<Τα δυο
χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας», περ. «Ν. Δημοκράτης»,
αρ. 10, Αύγουστος 1962.
10. Ε. Παπαϊωάννου: <<Η κυπριακή κατάσταση>>, <<Ν. Δημοκράτης>>
αρ. 14, Οκτώβρης 1963, σελ. 15-16.
11. στο ίδιο, σελ. 17.
12. Λεόντιος Ιεροδιακόνου: Το κυπριακό πρόβλημα. Εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 1975, σελ. 371-372.
13. Από το βιβλίο του Ν. Κρανιδιώτη: Ανοχύρωτη Πολιτεία, τ. Α’, σελ. 135.
14. Κ. Π. Κύρρης: Κύπρος, Τουρκία και Ελληνισμός. Εκδόσεις Λάμπουσα,
1980, σελ. 8.
15. Ο Λ. Ιεροδιακόνου αναφέρει στο βιβλίο του, ότι ιδρυτές της οργάνωσης
ΑΚΡΙΤΑΣ ήταν οι Μακάριος, Γιωρκάτζης, Τ. Παπαδόπουλος, Ν. Κόσιης και Γλ.
Κληρίδης. Ο Γλ. Κληρίδης γράφει στην ‘‘Κατάθεση ‘‘ του ότι δεν συμμετείχε
στην οργάνωση.
16. Άγγελος Βλάχος: Δέκα χρόνια Κυπριακού. Εκδόσεις Εστία,1980, σελ.
274.
17. Κ. Σπυριδάκης: Εφημερία <<Ελευθερία>> ημ. 21/2/1971. Ο
Κωνσταντίνος Σπυριδάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής
Συνέλευσης και με τη διάλυση της πρώτος υπουργός Παιδείας.
18. Το Μάρτιο του 1971, ο πρόεδρος Μακάριος σε ομιλία του στη Γιαλούσα
διακήρυξε, ότι <<η Κύπρος είναι ελληνική και θα παραμείνει ελληνική.
Ελληνική την παραλάβαμε και ελληνική θα την παραδώσουμε στην Ελλάδα>>,
με αποτέλεσμα οι συνομιλίες που διεξήγαγαν ο Γλ. Κληρίδης και ο Ρ. Ντεκτάς
να διακοπούν για ένα διάστημα εξαιτίας της αντίδρασης του τελευταίου στην
ομιλία Μακαρίου.
19. Σοφόκλη Γ. Σοφόκλη: Οι νομικές επιπτώσεις της ανακήρυξης της
<<Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου>>. Κυκλοφόρησε το 1983 σε
πολυγραφημένη έκδοση. Στα συμπεράσματα της μελέτης του διατυπώνει την
ενδιαφέρουσα άποψη, ότι <<σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή
πρακτική των διεθνών σχέσεων, η ύπαρξη ενός κράτους δεν εξαρτάται
υποχρεωτικά από την αναγνώριση του από άλλα κράτη>>, σελ. 64.
20. Εφημερίδα <<Ιζβέστια>> ημ. 21/1/1965.
21. Δες άρθρα του αντιστράτηγου Γ. Καραγιάννη, πρώτου αρχηγού της
Εθνικής Φρουράς στην εφημερίδα <<Εθνικός Κήρυξ>> ημ. 13/6/1964.
22. Βάσος Μαθιόπουλος: Θα χάσουμε την Κύπρο; Εκδόσεις <<Λιβάνη>>
Αθήνα 1984, σελ. 109.
23. Ε.Ν. Τζελεπή: στο ίδιο, σελ. 169.
24. Ε. Παπαϊωάννου: Το ΝΑΤΟ δεν θα περάσει. Περιοδικό <<Ν.
Δημοκράτης>>, αρ. 17, 1964, σελ. 5. Την ίδια περίοδο διατυπώνονται και
κάποιες διαφορετικές απόψεις από στελέχη του ΑΚΕΛ, αλλά που δυστυχώς ο
εθνικιστικός φανατισμός τις έπνιγε και δεν τις άφηνε να αναπτυχθούν. Η θέση
που ανέπτυξε ο Ζαχαρίας Φιλιππίδης στην Δ΄ ολομέλεια της Κ.Ε, με την οποία
απέδιδε και στην ε/κ πολιτική ηγεσία ευθύνες, δεν κατανοήθηκε ούτε και
προβλημάτισε την πλειοψηφία των μελών της. Ο Ζ. Φιλιππίδης αποφεύγοντας
να αναφερθεί στην ένωση, που ήταν στην ημερήσια διάταξη, είπε τα

116
ακόλουθα, σε σχέση με τις διακοινοτικές συγκρούσεις που συνεχίζονταν: «Η
δουλειά της ενότητας μέσα στους Τούρκους πρέπει να πούμε ότι κατεστράφη.
Βέβαια ο κύριος υπεύθυνος γι΄ αυτή την καταστροφή στις σχέσεις ελλήνων και
τούρκων είναι ο ιμπεριαλισμός και η τουρκική εξτρεμιστική ηγεσία της Κύπρου
και της Άγκυρας. Όμως δεν μπορούμε να απαλλαγούμε και εμείς των ευθυνών
μας από αυτή την κατάσταση. Το κόμμα μας έδειξε αδυναμία στον τομέα της
αποτελεσματικής διαφώτισης των πλατιών λαϊκών μαζών. Η αδυναμία μας
επέτρεψε να αναπτυχθεί, πλατιά στο λαό ο σοβινισμός και το αντιτουρκικό
αίσθημα. Η αδυναμία μας ενδυνάμωσε την τάση εκείνων που πιστεύουν ότι το
κυπριακό πρόβλημα δεν είναι πολιτικό αλλά στρατιωτικό (σ.σ. εννοεί τις
παρακρατικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν με το σχέδιο Ακρίτας). Δεν
μπορούμε να μιλούμε για ειρηνική συμβίωση μεταξύ ελλήνων και τούρκων και
να ανεχόμαστε τις λεηλασίες, τους κατεδαφισμούς των σπιτιών και τις ομηρίες.
Πάνω στα θέματα αυτά εδείξαμε αδυναμία και ο τύπος μας χλιαρότητα...»,
περ. «Ν. Δημοκράτης», αρ. 16, Ιούλης 1964.
25. Άριστος Κάτσης: Από την ανεξαρτησία στην τουρκική εισβολή. Κύπρος
1977, σελ. 77.
26. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 26/8/1964.
27. ‘‘Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης‘‘. Συλλογική εργασία.
Μόσχα 1975, σελ.144, στα ρωσικά. Επίσης, στο βιβλίο ‘‘Ιστορία της εξωτερικής
πολιτικής της ΕΣΣΔ‘‘ που γράφτηκε με την καθοδήγηση του Α. Γκρομύκο και
Μπ. Ν. Παναμαριώφ. Μόσχα 1977, σελ. 303-305. Οι επισκέψεις Κοσύγκιν και
Ποτγκόρνι στην Άγκυρα και η επίσκεψη του τούρκου προέδρου Σουνάι στη
Μόσχα ανανέωσαν τη φιλία που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Λένιν και τον
Αταρτούκ, όταν το 1921 η σοβιετική Ρωσία εφοδίασε την Τουρκία με
στρατιωτικό εξοπλισμό, χρυσό και άλλα είδη για να αντιμετωπίσει στην
επέμβαση των δυνάμεων που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την
επιδρομή της Ελλάδας. Σ΄ αυτή την περίοδο η ΕΣΣΔ είχε συνάψει οικονομικές
συμφωνίες και ανάλαβε την εγκατάσταση μιας σειράς εργοστασίων, όπως
αλουμινίου κλπ. Σχετικά δες επίσης το βιβλίο του Ε.Α. Γεωργιάν ‘‘Τουρκική
Δημοκρατία-Βασικοί θεσμοί και συνταγματική ανάπτυξη‘‘. Μόσχα 1975. Οι
μεταφράσεις έγιναν από το συγγραφέα.
28. Απόφαση Πολιτικού Γραφείου ΑΚΕΛ ημ. 26/1/1965. Οι λόγοι που
αναφέρονται στην ανακοίνωση και καταβάλλεται προσπάθεια να επεξηγηθεί
γιατί το η ηγεσία του ΑΚΕΛ τάσσεται ενάντια στην ομοσπονδία είναι οι
ακόλουθοι: «α) ο τουρκικός πληθυσμός της Κύπρου, που αποτελεί μόνο το
18% του συνόλου είναι διεσπαρμένος σ΄ όλη την έκταση της Κύπρου,
ανάμεσα στην ελληνική πλειονότητα πράγμα που καθιστά αδύνατη τη
συγκρότηση οποιωνδήποτε χωριστών τοπικών οργάνων. Μόνο με το ξερίζωμα
πληθυσμών θα μπορούσε να δημιουργηθεί ορισμένη περιοχή με τουρκική
οντότητα. Αυτό όμως είναι αντίθετο με τις Καταστατικές αρχές του ΟΗΕ αλλά
και θα έφερνε πολλά δεινά και στους έλληνες και στους τούρκους και θα
οδηγούσε τελικά στο διαμελισμό. β) με την ομοσπονδιακή κρατική διάρθρωση
μέσα στις κυπριακές συνθήκες, δημιουργούνται προϋποθέσεις που δίνουν την
ευκαιρία στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, με την εφαρμογή του
γνωστού δόγματος «διαίρει και βασίλευε», να υποδαυλίζουν και να
καλλιεργούν τα φυλετικά πάθη και τις αντιθέσεις και να γίνουν έτσι αυτοί οι
πραγματικοί ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του τόπου και πέραν τούτου να
εκβιάζουν τις κυβερνήσεις και της Ελλάδας και της Τουρκίας. γ) η
ομοσπονδιακή κρατική διάρθρωση, μακριά από του να εξαλείψει το πνεύμα
καχυποψίας που καλλιέργησε με τις ραδιουργίες του ο ιμπεριαλισμός, θα
αποβεί μόνιμη πηγή νέων δυσκολιών και δεινών για όλο το λαό, πηγή έντονης

117
αναταραχής και ανωμαλίας, πράγμα που θα δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους
για την ειρήνη στη Μ. Ανατολή και κατ΄ επέκταση διεθνώς». Μερικά
ουσιαστικά σχόλια: α) η απόρριψη της ομοσπονδιακής διάρθρωσης δεν είχε
σχέση με την ανάμιξη του πληθυσμού, αλλά η αποδοχή της θα ερμηνευόταν
σαν εγκατάλειψη της ένωσης και εδραίωση της ανεξαρτησίας. Και εφόσον η
ανεξαρτησία είχε τοποθετηθεί στον αντίποδα «δημιουργία χωριστής εθνικής
οντότητας με ξεχωριστή εθνική συνείδηση» κάθε άλλη άποψη δεν μπορούσε
παρά να απορριφθεί. Όλα τα άλλα είναι απλά επινόηση που στερούνται
επιστημονικής ανάλυσης. Γιατί και μορφή ομοσπονδίας θα μπορούσε να βρεθεί
και να υλοποιηθεί χωρίς τη μετακίνηση πληθυσμών. Όλα τα άλλα που
αναφέρονται στα σημεία β και γ είναι πολιτικά στοιχεία που μπορούσε με λίγη
καλή θέληση είτε να περιοριστούν είτε να εξουδετερωθούν.
29. Για τις συζητήσεις στις ενδοκυπριακές συνομιλίες είναι πολύ
διαφωτιστικό το βιβλίο του Μ. Δεκλερή: Κυπριακό 1972-1974 – η τελευταία
ευκαιρία. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1981.
30. Κ. Τζιαμπάζη:‘‘ Επί των τύπων των ήλων‘‘. Άρθρο στην εφημερίδα
‘‘Ελευθεροτυπία‘‘ (Κύπρου), ημ. 27-28 Αυγούστου 1981. Το άρθρο αναλύει το
ζήτημα της αυτοδιάθεσης και την ταυτίζει με την ανεξαρτησία.
31. Ν. Δημοκράτης, περιοδικό, αρ. 5, σελ. 12, 1961.

Κεφάλαιο τέταρτο.
1. Σχέδιο Γενικού Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών: Η συνολική διευθέτηση
του κυπριακού προβλήματος. 31 Μαρτίου 2004.
2. Κυριάκου Τζιαμπάζη: Η ρύθμιση των διεθνών διαφορών. Λευκωσία 1981.
3. Στο ίδιο, σελ. 31-65.
4. Κ. Τζιαμπάζη: Διευρυμένες διακοινοτικές - λαϊκή αντιπροσώπευση.
Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (Κύπρου), ημ. 31/9/1981. Ο συγγραφέας
προβάλλει την άποψη για σύσταση συντακτικής συνέλευσης με ίση συμμετοχή
των μερών για επεξεργασία συντάγματος.

118

You might also like