Professional Documents
Culture Documents
ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2005
1
© Κυριάκος Τζιαμπάζης
2005
2
Το Παρελθόν μας άφησε «μωρούς ωσάν και πρώτα»,
το Μέλλον το γκρεμίζουμε με ακόμα μεγαλύτερη μωρία..
το Χτες ως γνώση μας είναι άχρηστο,
το Αύριο το καθιστούμε άχρηστο
ως βίωση και συμβίωση.
Και, το Σήμερα, ψυχαγωγούμαστε μ΄ έναν
Μακάβριο Χορό γύρω στο
μνήμα που σκάβουμε ολοένα.
Μάριος Πλωρίτης
3
Στα παιδιά μου
Έλενα
Κωνσταντίνο
4
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ τον Κώστα Σοφοκλέους για τις γραπτές αλλά και προφορικές
συζητήσεις που είχαμε σε σχέση με τις θέσεις του ΑΚΕΛ, τον Bekir Azgin
καθηγητή ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου για τις γραπτές του
παρατηρήσεις, την Ελένη Βρετού απόφοιτο της φιλοσοφικής σχολής της
Μόσχας, δημοσιογράφο, για τα ουσιαστικά της σχόλια και παρατηρήσεις και
τους πρώην Κυβερνητικούς εκπροσώπους Μιχάλη Παπαπέτρου και Χρήστο
Στυλιανίδη που αφιέρωσαν χρόνο στη μελέτη των κειμένων, εξέφρασαν τα
σχόλια τους και με ενθάρρυναν να εκδώσω το παρόν βιβλίο. Ιδιαίτερες
ευχαριστίες στον Ρικάρδο Λόπεζ για το χρόνο που αφιέρωσε στις ατελείωτες
συζητήσεις μαζί μου για το περιεχόμενο του βιβλίου και την Στέλλα Γεωργίου
M.A in Arts που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο.
5
Περιεχόμενα
Εισαγωγή.
ΜΕΡΟΣ Α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η έννοια «κυπριακός λαός»: σύνθεση και διάσπαση.
1.1. εννοιολογική ανάλυση.
1.2. ο «επεκτατισμός» της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
1.3. «εμείς» και «εκείνοι».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης.
2.1. η αρχή της αυτοδιάθεσης στο Διεθνές Δίκαιο. (Γενικά).
2.2. οι κύπριοι στην περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
2.3. η εμφάνιση της ιδέας της ένωσης.
2.4. η ένωση στην περίοδο της αγγλοκρατίας.
2.5. η μετατροπή της αρχής της αυτοδιάθεσης σε πρόβλημα.
2.6. από την ένωση στην ανεξαρτησία:
2.6.1. ένωση ή ανεξαρτησία;
2.6.2. το άλμα προς την ανεξαρτησία.
2.7. ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Πολιτικά προβλήματα συνταγματικής ανάπτυξης.
3.1. μπορούσε να λειτουργήσει το σύνταγμα του 1960;
3.2. από την πολιτική της ένωσης στην ομοσπονδία.
3.3. ΑΚΕΛ και ανεξαρτησία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Περί σχεδίου Ανάν και συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
4.1. η φιλοσοφία του σχεδίου Ανάν.
4.2. περί συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
4.3. αυτοδιάθεση και απόσχιση μετά το δημοψήφισμα.
4.4. η αποδελτίωση των θέσεων συγκυβερνώντων κομμάτων.
4.4.1. η εκκλησία και το σχέδιο Ανάν.
4.4.2. η αντιομοσπονδιακή πολιτική.
4.4.3. μειονοτικά δικαιώματα και ενσωμάτωση.
4.4.4. ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων.
4.4.5. η ηγεσία του ΑΚΕΛ και το «κόλπο» των εγγυήσεων.
4.4.6. επαναπροσέγγιση και καλή γειτονία.
4.4.7. οι κυβερνώντες για το ρόλο του ΟΗΕ.
ΜΕΡΟΣ Β.
Άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε κυπριακές εφημερίδες.
1. ο πολιτικός λόγος της αριστεράς.
2. ναι στο σχέδιο Ανάν, αλλά γιατί.
3. «αφήνεται στον πατριωτισμό σας».
4. το τούνελ του χρόνου.
6
5. μπροστά στο σταυροδρόμι.
6. που οδηγείται η αριστερά;
7. «ο φτωχός και άφραγκος τουρκοκύπριος».
8. ομιλία σε δείπνο ε/κ και τ/κ Αφαντιτών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
1. Διακήρυξη προθέσεων της Κυβέρνησης της Κύπρου για τα μειονοτικά
δικαιώματα των τουρκοκυπρίων (Οκτώβρης 1965).
2. Επιστολή της Κ.Ε. ΑΚΕΛ προς τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα
για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης.
3. Απόσπασμα από την ομιλία του γ.γ. του ΑΚΕΛ πριν από το δημοψήφισμα
της 24ης Απριλίου 2004.
4. Απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου του ΔΗΣΥ πριν από το
δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
7
Πρόλογος από τον Ρικάρντο Λόπεζ
8
δημοψήφισμα, οι οποίες μιλούν για την υποχρέωση να γίνει «σεβαστή η λαϊκή
ετυμηγορία», κυρίως γιατί εν γνώσει τους παρουσιάζουν μια εικόνα της
πολιτικής από την οποία απουσιάζει πανηγυρικά η δυναμική, η διαλεκτική των
πραγμάτων, όπως θα έλεγε η ηγεσία του ΑΚΕΛ. Κλείνω την παρένθεση.
Δεν γνωρίζω, μου φαίνεται, καμιά άλλη χώρα που να έχει δημιουργήσει
ακόμα και ευκαιρίες για εργασία στους επαγγελματίες πολιτικούς της, οι οποίοι
έχουν εξελιχθεί, εν τω μεταξύ, σε επαγγελματίες πατριώτες και
εμπειρογνώμονες επί εθνικών θεμάτων, όχι εθνικού θέματος. Αυτοί οι
άνθρωποι, ενδεχομένως, κερδίζουν το προς το ζην ακουμπώντας στην
τραγωδία της χώρας μας. Επομένως δικαιούμαι να έχω την υποψία, ότι
απεχθάνονται τη λύση, επειδή μια τέτοια εξέλιξη θα τους στείλει στα σπίτια
τους.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, παράλογα και ολίγον σχιζοφρενή, αλλά και
ταυτόχρονα της μέγιστης προσφοράς «σε μια άρρωστη συνέχεια πατρίδα»
καθώς θα έλεγε η Μπέλλου, ζητεί το λόγο ο Κυριάκος Τζιαμπάζης σε μια
προσπάθεια κατανόησης του προβλήματος. Εξετάζει τις διάφορες πτυχές που
προκάλεσαν, αλλά και κυρίως συντηρούν το πρόβλημα της Κύπρου. Και όλα
αυτά με τη σοβαρότητα που απαιτείται.
Και είναι σοβαρό αυτό που υποστηρίζω γιατί μετά από όλα τα λάθη, τα
εγκληματικά λάθη που έχουν διαπραχθεί – που οπουδήποτε αλλού θα είχε
οδηγήσει τουλάχιστον στη φυλακή όσους διέπραξαν τέτοια εγκλήματα – και
ενώ ο κόσμος έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση σχεδόν κατατονικής αδιαφορίας,
που τους απομακρύνει από τη ενεργό δημόσια ζωή και τους μετατρέπει, για
μεγάλη ικανοποίηση των «μπαλκονιέρηδων» της δικιάς μας πολιτικής, από
πολίτες σε ιδιώτες, ένα άτομο αποφασίζει να ασχοληθεί στα σοβαρά, για ακόμα
μια φορά, με το «τιμημένο» πρόβλημα της Κύπρου.
Η απασχόληση αυτή παίρνει και μια άλλη διάσταση όταν αντιλαμβάνεται
κάποιος το βαθμό και την έκταση της παραμόρφωσης της ουσιαστικής έννοιας
της δημοκρατίας που επιχειρούν εδώ και κάποια χρόνια τα πολιτικά κόμματα
στον τόπο αυτό. Η προώθηση, δηλαδή, της αντίληψης ότι τα κόμματα όχι
μόνο δικαιωματικά εκπροσωπούν το λαό, και ως εκ τούτου χειρίζονται την
εντολή που παίρνουν από το λαό – χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη και την
υποχρέωση να λογοδοτούν σ΄ αυτόν για τις πράξεις τους – με όποιον τρόπο
θέλουν, ουσιαστικά αποφασίζοντας για τη ζωή και το θάνατο εκείνων των
ανθρώπων που ακόμα πιστεύουν στα κόμματα και τους κομματάρχες - αλλά
σκέφτονται και στη θέση του. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που
ηγέτης της αριστεράς κάλεσε τους οπαδούς του να μην σκέφτονται, γιατί την
ευθύνη αυτή την έχει η ηγεσία του κόμματος.
Από τις γραμμές του Κυριάκου Τζιαμπάζη περνούν σοβαρότατα θέματα που
παρόλο που αποτελούν ουσιαστικότατο μέρος του ζητήματος κυκλοφορούν
εδώ και χρόνια μέσα σ’ ένα σκοτάδι που ή ίδια η πολιτική ηγεσία έχει
δημιουργήσει για να καλύψει τις, ας τις ονομάζουμε, αδυναμίες της. Σφάλματα
που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που η ηγεσία δεν επιθυμεί
να φανούν γιατί ξεσκεπάζουν το ρόλο της, όποιος και να είναι.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, αλλά ας αρκεστούμε στην αναφορά του
Τζιαμπάζη στον «επεκτατισμό της ελληνοκυπριακής ηγεσίας». Εδώ ο
συγγραφέας επικεντρώνεται στο ρόλο που διαδραμάτισαν σ΄ αυτή τη
διαμόρφωση ο Μακάριος και το ΑΚΕΛ. Και αυτό γιατί ήταν οι μοναδικές
πραγματικά υπαρκτές δυνάμεις στην Κύπρο της εποχής εκείνης. Οι υπόλοιποι
σχηματίστηκαν γύρω από τη μορφή και κάτω από τη σκιά του Αρχιεπισκόπου
και της εκκλησίας με την έμπρακτη πολιτική στήριξη του ΑΚΕΛ. Είμαι της
άποψης ότι έχει σημασία να τονιστεί η θέση αυτή, γιατί αποδεικνύει και
9
υπογραμμίζει την έκταση της παντοτινής ερμαφρόδιτης πολιτικής που
ανέκαθεν ακολούθησε το ΑΚΕΛ μπροστά στις μεγάλες και κρίσιμες στιγμές της
ιστορίας αυτού του τόπου. Το μοναδικό ίσως Μαρξιστικό – Λενινιστικό κόμμα
που επιμένει να παραβλέπει ότι η πρωτοπορία κερδίζεται και δεν επιβάλλεται
(καθαρή Λενινιστική θέση) και ως εκ τούτου μετά από τα τόσα λάθη στην
ιστορία του ο λαός θα έπρεπε αν μη τι άλλο να είχε στείλει τη ηγεσία του στο
σπίτι.
Μέσα από τις γραμμές του Τζιαμπάζη και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα είναι
ένα από τα κύρια στοιχεία ενόχλησης για όσους θα αντιδράσουν, τονίζεται και
φωτίζεται η πτυχή της αναπαραγωγής του πολιτικού λόγου, της ανακύκλωσης
των επιχειρημάτων και της εμμονής να τοποθετηθεί η πραγματικότητα στα
στενά πλαίσια της όποιας πολιτικής αντίληψης, στοιχεία που αναπόφευκτα
οδηγούν το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα.
Είναι μέσα σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο που τρέφεται ο εθνικισμός που ακόμα
δεν έχει καθίσει στο εδώλιο. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια και σε αυτές τις
παραμέτρους εμφανίζονται σχεδόν σαν λογικά τα πλέον παράλογα, όπως π.χ.
η απαίτηση της πλειοψηφίας, όπως φάνηκε στις προεδρικές εκλογές, να λύσει
το πρόβλημα ένας άνθρωπος ο οποίος συνέβαλε στη δημιουργία του.
Μπροστά στα μάτια μας και στις σελίδες που ακολουθούν ξετυλίγεται μια
πορεία και μια πραγματικότητα από την οποία απουσιάζει θριαμβευτικά ο
σεβασμός για την αντίθετη άποψη, που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους, που
προβάλλει τέτοιες απαιτήσεις χωρίς η ίδια να προσφέρει τίποτε, με άλλα λόγια
η πορεία μιας χώρας που ψεύδεται και παράλληλα προσπαθεί με όλα τα μέσα
στη διάθεσή της να κρύψει από μας την αλήθεια.
Και το ερώτημα είναι: μέχρι πότε;
Μην προσπαθήσετε, εν πάση περιπτώσει, να βρείτε απάντηση στο εν λόγω
ερώτημα στις σελίδες αυτές. Το βιβλίο του Κυριάκου Τζιαμπάζη δεν δίνει
απαντήσεις. Προτείνει προβληματισμό. Μας ταρακουνάει και προσπαθεί να μας
ξυπνήσει από το λήθαργο στον οποίο βρισκόμαστε, προσπαθεί να μας βάλει
στη διαδικασία του σκέπτεσθαι. Και επειδή η σκέψη είναι μια πολύ σοβαρή και
υπεύθυνη δουλειά, ίσως μέσα από τους δύσκολους δρόμους της σοβαρότητας
και της ευθύνης βρεθεί κάποια ένδειξη για το πού πάμε και τι μας περιμένει στο
τέλος του δρόμου που ήδη άρχισε να φαίνεται. Και το πιο σημαντικό είναι να
το αντιληφθούμε. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να βοηθήσουμε τον Τζιαμπάζη.
Γιατί έτσι θα βοηθηθούμε και εμείς.
Ρικάρντο Λόπεζ
M.A. in Philosophy
10
Εισαγωγή
Όλος ο πληθυσμός της πατρίδας μας δεν είναι περισσότερος από ένα
πυκνοκατοικημένο τετράγωνο μιας ευρωπαϊκής πόλης και δημιουργεί
προβλήματα τόσο στον εαυτό του όσο και στη γειτονιά του. Δεν είναι μόνο ο
ξεριζωμός των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που έγινε εξαιτίας του, αλλά
και η συνεχής αντιπαράθεση δυο γειτονικών λαών, - του ελληνικού και του
τουρκικού - οι οποίοι έφτασαν πολλές φορές στα πρόθυρα πολέμου εξαιτίας
του κυπριακού. Να ισχυριστούμε, ότι η στρατηγική θέση αυτού του «βράχου»
είναι που του δημιουργεί τα προβλήματα ή υπάρχουν και ενδογενείς
παράγοντες που η έλλειψη καλής θέλησης και ο ετσιθελισμός τα δημιουργεί;
Έχω ισχυρή την άποψη, ότι συμβαίνουν και τα δύο. Αλλά υπογραμμίζω με
ιδιαίτερη έμφαση το δεύτερο. Θεωρώ, ότι η εσωτερική πτυχή του κυπριακού
προβλήματος είναι αυτή που το διαιωνίζει. Είναι φυσικό, οι μεγάλες και
κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης
της χώρας μας, να την εντάσσουν στα στρατηγικά γεωπολιτικά τους
συμφέροντα, να καταβάλλουν πολλές προσπάθειες για την ισχυρή τους
παρουσία στην περιοχή. Όμως το βασικό ερώτημα που με απασχολεί είναι: τι
έκανε ή τι έπρεπε να κάνει η πολιτική και κρατική ηγεσία αυτού του μικρού
κράτους για να υπερπηδήσει τους σκοπέλους και τα προβλήματα που της
δημιουργούν τα ξένα στρατηγικά συμφέροντα.
Δυστυχώς, ο εθνικισμός των ηγεσιών και των δύο κοινοτήτων τους θόλωνε
το μυαλό, οι μεν κοιτούσαν προς την Ελλάδα και οι δε προς την Τουρκία. Τον
συμβιβασμό, την ανοχή και τη συναίνεση αντικατέστησε η αδιαλλαξία, την
ειρηνική διαδικασία για επίλυση των διαφορών, η στρατιωτική αντιπαράθεση.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να απομακρύνονται όλο και
περισσότερο οι δυο κοινότητες, να περιπλέκεται και ακόμα περισσότερο να
διαιωνίζεται το πρόβλημα.
11
του νευρωτικού συναισθήματος ενοχής, που γίνεται στα τελευταία στάδια της
υποχώρησης. Βρέθηκαν λογικοί άνθρωποι που προσπάθησαν να απαλλάξουν
το σύνολο του λαού από το φόβο της ελευθερίας για να κατακτήσουν την ίδια
την ελευθερία, προσπάθησαν να πείσουν για την αναγκαιότητα ανάληψης της
καθημερινής ευθύνης αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ορισμένα κίνητρα, κάτω από
ορισμένες ψυχολογικές προϋποθέσεις δεν φτάνουν το λογικό επιχείρημα.
Όπως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά του, το ίδιο και
καμιά γενιά δεν μπορεί να εκφέρει άποψη και κρίση για τα προβλήματα της
ιστορίας της χώρας της, χωρίς να αναφερθεί συνειδητά ή ασυνείδητα στα δικά
της προβλήματα.
Αυτό το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας είναι αποτέλεσμα συνειδητής
εργασίας για τα προβλήματα της γενιάς μας. Δεν υποβαθμίζω το περιβάλλον
μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν τα προβλήματα μας, αλλά δεν του αποδίδω
όλες τις ευθύνες γι’ αυτά. Είναι εύκολο να αποδίδεις σε άλλους τις ευθύνες για
να αποφύγεις την ανάληψη των δικών σου ευθυνών. Γι’ αυτό και η κρίση
αφορά την πολιτική που ανέπτυξε τόσο η προηγούμενη όσο και η παρούσα
γενιά. Δεν ασχολήθηκα με την ιστορία και τη θέση του κυπριακού
προβλήματος στις διεθνείς σχέσεις γιατί υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία γύρω
από αυτό το ζήτημα, χωρίς αυτό να ερμηνεύεται, ότι εκφράζω τη συμφωνία
μου γι’ αυτά που γράφουν. Παραμένω πιστός στο αντικείμενο της έρευνας
μου, που είναι ο ρόλος που έχει διαδραματίσει ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός
στην εμφάνιση και διαιώνιση του προβλήματος. Προσπάθησα να δώσω μια
συνθετική ανάλυση των θέσεων και της πρακτικής πολιτικής που ανάπτυξε και
εφάρμοσε η ελληνοκυπριακή ηγεσία στο κυπριακό.
12
Στέκομαι ιδιαίτερα στην πολιτική των ενδογενών παραγόντων και στα
προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την ανάπτυξη της τακτικής και των
τοποθετήσεων τους. Ιδιαίτερα επικριτικός για την περίοδο μετά την πρόσκτηση
της ανεξαρτησίας, όταν ξανοίγονταν οι προοπτικές ανάπτυξης σε όλους τους
τομείς και που η εθνικιστική εσωστρέφεια τις κατέστρεψε.
Μέλος της μεγαλύτερης εθνικότητας της χώρας μου, θεωρώ ηθική και
πολιτική υποχρέωση μου να σταθώ επικριτικά στην πρακτική πολιτική που
ανέπτυξε η ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Δεν διαφεύγει της
προσοχής μου ο εθνικισμός και οι ακραίες θέσεις της τουρκοκυπριακής
ηγεσίας, αλλά θεωρώ, ότι το καθήκον της κριτικής βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό
στους ώμους των προοδευτικών πνευματικών της ανθρώπων. Είναι γεγονός,
ότι τον τελευταίο καιρό έχουν εμφανιστεί αρκετές μελέτες, αλλά και άρθρα
στον καθημερινό τύπο αναφορικά με αυτό το ζήτημα και που δυστυχώς δεν
έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα. Βήμα που δεν έχει γίνει από την
πλειοψηφία των πνευματικών ανθρώπων της ελληνοκυπριακής κοινότητας που
παραμένουν προσκολλημένοι στην προγονολατρία και στα ελληνοχριστιανικά
πρότυπα του παρελθόντος, εδραιώνοντας ανάμεσα στον ελληνοκυπριακό
πληθυσμό σταθερές άρνησης και απαξίωσης για κοινή συμβίωση και κοινό
κράτος.
Είναι εύκολο και για κάποιους πιο «πατριωτικό» να φορτώνεις σε άλλους τις
ευθύνες που ο ίδιος θα έπρεπε να είχες αναλάβει. Όπως γράφει και καθηγητής
Ν. Πατινιώτης «ο σοβινισμός είναι κατεξοχήν το σύμπτωμα της διαταραγμένης
συλλογικής ταυτότητας. Επειδή κάθε υποκείμενο έχει πάντα, ατομικά,
ορισμένα συμπλέγματα, άγχη, αδυναμίες, κ.τ.λ, προσπαθεί να απαλλαγεί από
αυτά μ’ έναν φανταστικό τρόπο: αποφεύγοντας τον κόπο να τα καταλάβει και
να τα διεργασθεί ψυχικά, το επιτυγχάνει προβάλλοντας πάντα την ίδια αιτία και
το «φταίξιμο» στον Άλλο. Αυτός ο μηχανισμός επαναλαμβάνεται και δυναμώνει
μέσα σ’ ένα σύνολο, γιατί το σύνολο πάντα υποβαθμίζει το Λόγο και την
αυτόνομη κριτική σκέψη ενώ δυναμώνει τα πάθη και τα άγχη. Έτσι
δημιουργούνται φανταστικοί εξωτερικοί και εσωτερικοί εχθροί».(1).
13
ελληνοκυπριακή ηγεσία θα έπρεπε να ήταν περισσότερο γενναιόδωρη για να
κερδίσει την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων της τουρκοκυπριακής
κοινότητας, να αμβλύνει τις ανησυχίες της για να καταστεί δυνατή η απόσπαση
της από την επίδραση της εθνικιστικής της ηγεσίας. Αυτά τα θέματα αποτελούν
αντικείμενο έρευνας σε αυτό το βιβλίο.
Αν και η πόλις ίστατο, τα τείχη της, όπως είπε κάποιος στην αρχαιότητα,
είχαν πέσει. Η Κυπριακή Δημοκρατία ίσταται, αλλά τα τείχη της έχουν πέσει για
δυο λόγους: με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και με την άμεση επικοινωνία
των δύο κοινοτήτων, αλλά και με την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα
πρέπει να θεωρείται, ότι με την ισοπέδωση των τοπικών ορίων, με την
ελευθερία διακινήσεως που αποκτάται στο χώρο, ξανοίγονται νέοι ορίζοντες
στην ελευθερία του πνεύματος και του πολιτισμού. Η νέα κατάσταση
πραγμάτων που τη δημιουργία τους επεδίωξε και η ελληνοκυπριακή κοινότητα
σαν διαχειριστής της Κυπριακής Δημοκρατίας γεννά μια σειρά ερωτήματα: θα
παραμείνουμε εμείς οι κύπριοι και ειδικά οι ελληνοκύπριοι κλειστοί στις φοβίες
μας ή με το ξαφνικό άνοιγμα του γεωγραφικού ορίζοντα θα πρέπει να
διευρύνουμε και εμείς όλους τους ορίζοντες του νου; Θα καταφέρουμε να
ξεφύγουμε από το νευρωτικό φόβο της ελευθερίας ή θα παραμείνουμε
έγκλειστοι στο παρθεναγωγείο της ιστορικής μωρίας; Τα ερωτήματα
περιμένουν απάντηση, αλλά πολύ περισσότερο έμπρακτη υλοποίηση.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναδημοσιεύω κατ’ επιλογή άρθρα που
δημοσίευσα στον εγχώριο τύπο αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις. Μερικά
από αυτά αναδημοσιεύτηκαν και στον τουρκοκυπριακό τύπο. Έχω την άποψη,
ότι η δημοσίευση άρθρων ελληνοκυπρίων στον τουρκοκυπριακό τύπο βοηθούν
στην ανταλλαγή απόψεων και προλειάνουν το έδαφος για συγκλίσεις,
υπερβάσεις και διάλογο, που θα αποτελέσουν τη βάση για τους
προβληματισμούς όλου του λαού στη δημιουργία συναντίληψης για το κοινό
κράτος και τη μελλοντική πορεία ανάπτυξης του. Ταυτόχρονα οι συμπατριώτες
μας τουρκοκύπριοι γίνονται κοινωνοί των προβληματισμών και των θέσεων όχι
μόνο της πολιτικής και κρατικής μας ηγεσίας αλλά και των απλών πολιτών.
Είναι αναγκαίο και εμείς οι ελληνοκύπριοι να είμαστε γνώστες ενός ευρύτερου
φάσματος απόψεων που εκφράζονται στον τουρκοκυπριακό τύπο από τους
ανθρώπους του πνεύματος και της ευρύτερης πολιτικής ζωής.
14
ΜΕΡΟΣ Α
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Οι κύπριοι ιστορικοί στις αναλύσεις τους και η πολιτική ηγεσία στις πολιτικές
της τοποθετήσεις έχουν συγχύσει και περιπλέξει αυτή την έννοια, που ενώ
μιλούν για τους πόθους και τους πολιτικούς στόχους της ελληνοκυπριακής
κοινότητας, αναφέρονται στους πόθους και τους στόχους του κυπριακού λαού.
Οι συχνά επαναλαμβανόμενες τοποθετήσεις, ότι κυπριακός λαός είναι μόνο οι
ελληνοκύπριοι δημιούργησαν το υπόβαθρο για τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά
και την αντίληψη τις αποκλειστικής διαχείρισης του προβλήματος
αποαποικιοποίησης της χώρας μας.
Αυτό, λοιπόν, που για τον Ιμπραχήμ Αζίζ είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, το
αμφισβητούν μερικοί ελληνοκύπριοι συγγραφείς, υποστηρίζοντας, ότι οι
τουρκοκύπριοι δεν είναι τούρκοι, αλλά έλληνες που εκτουρκίστηκαν, -
λινοπάμπακοι- μετά την κατάληψη της Κύπρου από την Οθωμανική
αυτοκρατορία.(3) Αυτή είναι η πρώτη και η πιο πλατιά διαδεδομένη άποψη. Η
άλλη άποψη είναι, ότι στην Κύπρο ζουν ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι,
υποβαθμίζοντας την εθνική καταγωγή της κάθε κοινότητας ξεχωριστά,
16
καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι γλωσσικό
και όχι εθνικό.(4) Είναι αυταπόδεικτο, ότι το κυπριακό πρόβλημα δεν υπήρξε
ποτέ σαν γλωσσικό πρόβλημα. Η για αιώνες αναγκαστική συμβίωση ελλήνων
και Τούρκων κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, ανάγκασε τους έλληνες να
μιλούν την τουρκική, χωρίς να αποκλείεται και το αντίθετο. Και αυτό πήγαζε
από την ισχυρή θέση που κατείχε η εκκλησία στο οθωμανικό σύστημα
διακυβέρνησης του νησιού. Αλλά και αργότερα κάτω από τη διοίκηση της
Βρετανικής αυτοκρατορίας που μετέφερε τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι τούρκοι
που παρέμειναν στο νησί και αποτελούσαν μειοψηφούσα αριθμητικά
κοινότητα, ήταν αναγκασμένη να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα.
17
θρησκεία) η διαδικασία αυτή διεκόπη....Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι
Οθωμανοί προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τους κατοίκους ομαδικώς και
βιαίως, αν και θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει μεμονωμένες
περιπτώσεις».(8)
Τον Φεβρουάριο του 1951, ένα μήνα μετά το ενωτικό δημοψήφισμα των
ελληνοκυπρίων, που πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία της εκκλησίας, ο
αρχιεπίσκοπος Μακάριος με επιστολή του προς το Γ.Γ. του ΟΗΕ καταγγέλλει
τους βρετανούς αποικιοκράτες για καταπιεστικά μέτρα. Γράφει: «Ημείς, ο
αρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου και εθνάρχης του κυπριακού λαού, προαγόμεθα
όπως υποβάλωμεν τη υμετέρα εξοχότητι...»(9) Από τις πρώτες λέξεις της
επιστολής του Μακαρίου προς το Γ.Γ. του ΟΗΕ, διαφαίνεται ο «επεκτατισμός»
και η διαγραφή της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την έννοια «κυπριακός
λαός». Ο ηγέτης της εκκλησίας της Κύπρου δεν μπορούσε να είναι ο
«εθνάρχης» του συνόλου του κυπριακού λαού, αλλά ηγέτης της
ελληνοκυπριακής κοινότητας. Με άλλα λόγια, μόνο ένα μέρος του λαού της
Κύπρου και εκείνο όχι εξ ολοκλήρου, γιατί μια μερίδα αμφισβητούσε αυτή του
την ιδιότητα και εννοείται το ΑΚΕΛ και οι οπαδοί του. Για να τεκμηριώσουμε
ακόμα πιο πολύ τη θέση, για τις τάσεις και την πολιτική της ολοκληρωτικής
παραγνώρισης και διαγραφής της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την έννοια
«κυπριακός λαός» δίνουμε απόσπασμα από τον ενθρονιστήριο λόγο του
Μακαρίου: «Δόξαν και οίνον αναπέμπω τη απείρω Αυτού συγκαταβάσει,
ευχαρηστίας δε ολοψύχους απευθύνω προς τους αγαπητούς αδελφούς και
συνεργάτας εν τω αμπελώνι του Κυρίου και τους αντιπροσώπους του
κυπριακού λαού…(10) Τον αρχιεπίσκοπο, όπως είναι γνωστό, δεν τον εκλέγει
το σύνολο του κυπριακού λαού, αλλά μόνο οι εκπρόσωποι των ορθοδόξων
ελληνοκυπρίων χριστιανών που εκπροσωπούν τη μια μόνο εθνικότητα και αυτή
όχι στο σύνολό της. Όπως αναφέρει ένας από τους στενούς συνεργάτες του
Μακαρίου, ο Ν. Κρανιδιώτης, « στα πρώτα στάδια της εκλογικής διαμάχης
υποστηρίχθηκε από τους κύκλους της Κερύνειας, η υποψηφιότητα του
μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, ενώ οι οπαδοί της αριστεράς (ΕΑΣ)
αποφάσισαν να απόσχουν από την εκλογή - την οποίαν αποκάλεσαν «φάρσα
της εθνικοφροσύνης». Ύστερα, όμως, από την εκλογή των ειδικών
αντιπροσώπων, όπου υπερίσχυσαν συντριπτικά οι Μακαριακοί συνδυασμοί, η
υποψηφιότητα του Κυρηνείας εγκαταλείφθηκε και ο Μακάριος εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου».(11) Η χρήση από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο του
18
όρου «αντιπρόσωποι του κυπριακού λαού» αποτελεί έμπρακτη πρακτική
πολιτική για το πως αντιμετώπιζε η εκκλησία την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
19
Η εκκλησία και η εξαρτώμενη αστική τάξη, με επικεφαλής, - όπως τον
χαρακτηρίζει ο Ν. Κρανιδιώτης - βυζαντινό ιεράρχη (17) συνεχίζουν να
ταυτίζουν τον κυπριακό λαό με την ελληνοκυπριακή κοινότητα. «Η Κύπρος σας
κατευοδώνει - έλεγε στα ελληνικά στρατεύματα που αποχωρούσαν ύστερα από
απαίτηση της Τουρκίας τον Δεκέμβρη του 1967 - με την διαβεβαίωσιν ότι
ουδέποτε θα παύση στρέφουσα τον νουν και την καρδίαν προς την μεγάλη
πατρίδα, την Ελλάδα».(18) Η Κύπρος ή αν ειπωθεί διαφορετικά, ο κυπριακός
λαός δεν κατευόδωνε τον ελληνικό στρατό. Για ένα τμήμα του, την
τουρκοκυπριακή κοινότητα, η ελληνική μεραρχία που βρισκόταν παράνομα
στην Κύπρο, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κατοχικός στρατός και μόνιμη
απειλή για τη βιολογική τους ύπαρξη. Ακόμη, και μια μερίδα της
ελληνοκυπριακής κοινότητας ένοιωθε ανακούφιση με την αποχώρηση των
ελληνικών στρατευμάτων, εφόσον μειώνονταν έτσι, οι πιθανότητες επέκτασης
του στρατιωτικού καθεστώτος από την Ελλάδα στην Κύπρο.
20
δυνάμεων της κοινότητας τους. Είναι οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να τους
προστατεύσουν από το εθνικό ξεκαθάρισμα που απειλούνταν από τις
παρακρατικές ένοπλες εθνικιστικές ομάδες και οι οποίες βρίσκονταν κάτω από
την πολιτική προστασία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας κρατικής και πολιτικής.
Τα μέλη των τουρκοκυπριακών εθνικιστικών ομάδων που βρίσκονταν κάτω
από τη διοίκηση του Ρ. Ντεκτάς αποκαλούνταν στασιαστές, ενώ τα μέλη των
παρακρατικών ελληνοκυπριακών εθνικιστικών ομάδων αποκαλούνταν ήρωες
υπεράσπισης του κυπριακού κράτους. Αλλά και οι μεν και οι δε, οραματίζονταν
τη διάλυση του κυπριακού κράτους. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ αντί να υπερασπιστεί
τους απλούς τουρκοκύπριους που κινδύνευαν από τους ελληνοκύπριους
εξτρεμιστές, αντί να καταδικάσουν τις ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες και να
σταθούν αποφασιστικό εμπόδιο, διαγράφουν από τον κυπριακό λαό την
τουρκοκυπριακή κοινότητα, αγωνίζονται και κομπάζουν για την ενότητα της
τότε αριστεράς με τους παπάδες, με το στρατό και τους διάφορους εθνικιστές
της δεξιάς που κατάρτιζαν σχέδια εξόντωσης των τουρκοκυπρίων και που
τελικά οδήγησαν τις δυο κοινότητες στον οριστικό διαχωρισμό.
21
Οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και της αναπτυσσόμενης αστικής τάξης δεν
μπορούσαν να οδηγήσουν το «εμείς» και «εκείνοι» σε ένα κοινό «εμείς» και να
υπερασπίζουν τα νόμιμα δικαιώματα των δυο κοινοτήτων ξεχωριστά και του
κυπριακού λαού σαν συνόλου. Η ανερχόμενη αστική τάξη που μέντοράς της
ήταν η φεουδαρχική εκκλησία(22), θεωρούσε, ότι, τα οικονομικά και πολιτικά
της συμφέροντα θα ήταν κατοχυρωμένα αν το δικό της εθνικό «εμείς»
ολοκληρωνόταν με τον κυρίως εθνικό κορμό.(23) Το «εκείνοι», οι
τουρκοκύπριοι ταυτίζονταν εκ των πραγμάτων, με το κατάλοιπο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, άρα «ξένοι» στο σώμα του κυπριακού λαού. Με
αυτή την προσέγγιση κατάφεραν να αποξενώσουν έναν πολύτιμο και γιατί όχι
δυναμικό σύμμαχο από τον απελευθερωτικό αγώνα, αφού πρώτα τον
έσπρωξαν στην ουδετερότητα και στη συνέχεια στην αιματηρή αντιπαράθεση
που υποδαύλισε και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε η αγγλική αποικιοκρατία. Ο
εθνικιστικός φανατισμός δεν τους επέτρεψε να αντιληφθούν, ότι, η για αιώνες
συμβίωση του πληθυσμού, η ανάπτυξη νέων γενεών σε κοινό έδαφος,
μετέτρεψε τα αποικιακά κατάλοιπα της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε τμήμα
του κυπριακού εμείς», φαινόμενο, όχι μόνο κυπριακό, αλλά και στον ευρύτερο
βαλκανικό χώρο, εκεί δηλαδή που κυριάρχησε η πρώην οθωμανική
αυτοκρατορία.
22
Η μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ανάπτυξη της ταξικής πάλης, οι έντονες
και αιματηρές απεργίες του 1948 ανάγκασαν τις ελληνοκυπριακές συντεχνίες
στη συμφωνία τους με τις τουρκοκυπριακές να διατυπώσουν και τα ακόλουθα:
«Να καταδικάσουν την προπαγάνδα του ενός εναντίον του άλλου σαν
καταστροφική και αντίθετη με τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής
τάξης».(26) Με αυτή την πρόνοια της συμφωνίας (άρθρο 5) εννοούσαν
φυσικά το σταμάτημα του συνθήματος της ένωσης. Δυστυχώς, -γράφει ο
πρώτος Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Πλουτής Σέρβας- η ηγεσία του ΑΚΕΛ αντικατέστησε το
διεθνισμό της με τον εθνικισμό. «Και δεν έβλεπε, ότι από γενιά σε γενιά οι
σύνοικοι, που μόνο η θρησκεία τους συνέδεε με την καταγωγή τους, ήταν το
πιο καλό υλικό για τη συνεχή συμβίωση με το σύνολο...».(27)
Το κοινό «εμείς» που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οι συντεχνίες με τη
συμφωνία τους ανατράπηκε πολύ σύντομα από την ηγεσία του ΑΚΕΛ με την
ενεργό συμμετοχή του στο δημοψήφισμα που οργάνωσε η εκκλησία το 1950,
αλλά και με το πρόγραμμα του 1952 που υπογράμμιζε, ότι, «στο κέντρο του
προγράμματος είναι το εθνικό» δηλαδή ο αγώνας για ένωση. Αυτή η πολιτική
πρακτική επεκράτησε μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1974, χωρίς να
υποστηρίζουμε, ότι έχουν εξαλειφθεί και σήμερα από τις διατυπώσεις τόσο των
ηγετών της δεξιάς, όσο και της αριστεράς. Για παράδειγμα η ηγεσία του ΑΚΕΛ
σε ανακοίνωσή της τον Ιούλιο του 1981 για την επέτειο του πραξικοπήματος
αναφέρει τα ακόλουθα: «Ο υπέροχος κυπριακός λαός, στον σκληρό και
πολύπλοκο αγώνα που διεξάγει, δεν είναι μόνος. Μαζί του έχει τις
δημοκρατικές δυνάμεις των τουρκοκυπρίων...τον αδελφό ελληνικό λαό και τις
προοδευτικές δημοκρατικές δυνάμεις της Τουρκίας...».(28) «Εμείς», λοιπόν, οι
ελληνοκύπριοι είμαστε ο «κυπριακός λαός» και «εκείνοι» οι τουρκοκύπριοι ή οι
«ξένοι», συμπαρατάσσονται μαζί μας. Αντί, λοιπόν της σύνθεσης, του ενός
λαού, παραμένει σταθερά η αντίληψη της διάσπασης και του «ξένου σώματος»
στον κυπριακό λαό που αποτελούν μόνο οι ελληνοκύπριοι. Αλλά, αν τα πιο
πάνω γράφονταν στην προτελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, στις
αρχές του νέου αιώνα ο έλληνας διπλωμάτης Γ. Διακοφωτάκης στο κατά τα
άλλα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Περί μειονοτήτων» γράφει τα ακόλουθα:
«Ο ελβετικός λαός αποτελείται από περισσότερα του ενός έθνη. Ο ελληνικός
και ο κυπριακός λαός συνιστούν το ελληνικό έθνος. Τα αραβικά κράτη
αποτελούν τμήμα του αραβικού έθνους».(29) Αβίαστα μπορεί κάποιος να
διερωτηθεί: είναι δυνατόν ο έλληνας διπλωμάτης να μη γνωρίζει, ότι το ένα
πέμπτο του κυπριακού λαού είναι τουρκοκύπριοι; Να πιστέψουμε, ότι και Γ.
Διακοφωτάκης επιλέγει τη μαθηματική εξίσωση «ελληνοκύπριοι=κυπριακός
λαός» ή όπως έγραφαν τρεις έλληνες δημοσιογράφοι –πολιτικοί αναλυτές, ότι
«ο κυπριακός λαός αποτελούσε τη μεγίστη πλειοψηφία του πληθυσμού της
Κύπρου, που ζούσε σε αδελφικές σχέσεις με τις μειονότητες του νησιού από τις
οποίες μεγαλύτερη ήταν η Τουρκική...»(30). Η αντίληψη ότι οι έλληνες
κάτοικοι του νησιού είναι οι μόνοι που συνθέτουν τον κυπριακό λαό, άρα οι
υπόλοιπες μειονότητες είναι έξω από αυτόν και σε προέκταση αντικείμενο της
πολιτικονομικής τους δραστηριότητας. Έχει απόλυτο δίκαιο ο έλληνας
ιστορικός Γ. Γιαννόπουλος που γράφει, ότι για τους ελληνοκύπριους
εθνικιστικές «οι τουρκοκύπριοι όφειλαν απλώς να μην υπάρχουν...».(31)
23
προσπαθούν να υπάρχουν μέσα από το διαχωρισμό «Τούρκοι – Έλληνες», θα
είναι ηττημένοι και στη σύγχρονη πολιτική πράξη. Επειδή έχουν συνείδηση της
πραγματικότητας αυτής, προσπαθούν με κάθε τους ενέργεια να
χαλιναγωγήσουν το «αίσθημα του εμείς» που βρίσκεται σε εξέλιξη».(32)
24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών που αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες του
πλέον καταστροφικού πολέμου δεν μπορούσε να παραβλέψει τις απαιτήσεις
των υπόδουλων λαών. Παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις τόσο στη διάσκεψη του
Σαν Φραντζίσκο για τη συμπερίληψη ή μη της αρχής της αυτοδιάθεσης αλλά
και την ερμηνεία της, τελικά συμπεριλήφθηκε στις καταστατικές Αρχές του
ΟΗΕ (παρ. 2, άρθρο 1).
Όπως είναι γνωστό, οι ρίζες εμφάνισης αυτής της αρχής βρίσκονται στις
αστικές επαναστάσεις. Κάτω από το λάβαρο της «αρχής του εθνισμού» η
αστική τάξη αγωνιζόταν τον 18ο αιώνα να δημιουργήσει το δικό της εθνικό
ανεξάρτητο κράτος στη θέση των κατακερματισμένων φεουδαρχικών
κρατιδίων. Όμως, το δικαίου του πολέμου σα μέσον διευθέτησης των
διαφορών και των εδαφικών αναπροσαρμογών, όπως και η απόλυτη κυριαρχία
της αποικιοκρατίας δεν επέτρεψαν την καθιέρωση της αρχής του εθνισμού
ούτε και την αναγνώριση του στα πλαίσια του ευρωπαϊκού διεθνούς δικαίου.
Η καθιέρωση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών δεν είχε εύκολη
πορεία, όπως και άλλες αρχές του διεθνούς δικαίου. Η αναγνώριση και η
κατοχύρωση στο καταστατικό του ΟΗΕ της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών
δε σήμαινε και άμεση εφαρμογή της. Οι αποικιακές δυνάμεις κατέβαλαν κάθε
προσπάθεια για υπονόμευση της εφαρμογής της αρχής αυτής και οι
εκπρόσωποι της ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες και ερμηνείες που στην πράξη
υπονόμευαν την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
Η έμμεση αναφορά που γίνεται στο καταστατικό του ΟΗΕ για την αρχή της
αυτοδιάθεσης των λαών ήταν αποτέλεσμα των συμβιβασμών που έγινε
ανάμεσα στα ιδρυτικά κράτη που βγήκαν νικήτρια στον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο. Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως αναφερόταν στον
καταστατικό χάρτη έχριζε παραπέρα επεξεργασίας. Έτσι στις αποφάσεις της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 5 Φεβρουαρίου 1952 και στις 16 Δεκεμβρίου
του ίδιου χρόνου και στη Διακήρυξη για παροχή ανεξαρτησίας των αποικιακών
κρατών και λαών (αρ.1514 ημ. 14/12/1960 στη 15η Γενική Συνέλευση), στις
συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και άλλα διεθνή έγγραφα, η αρχή
της αυτοδιάθεσης των λαών βρήκε τη συγκεκριμενοποίηση της.
25
Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών σύμφωνα με τις διακηρύξεις της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο, το δικαίωμα
των λαών να αποδεσμευτούν από την αποικιακή δουλεία και να εγκαθιδρύσουν
το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Στη Διακήρυξη της 14ης Δεκεμβρίου 1960
στην παράγραφο 2, αναφέρεται, ότι «όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης και μ’ αυτό το δικαίωμα ελεύθερα επιλέγουν το πολιτικό τους
καθεστώς και εφαρμόζουν τη δική τους οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική
ανάπτυξη». Αυτή η θέση επαναλαμβάνεται και στη Διακήρυξη για τις Αρχές
του Διεθνούς που εγκρίθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1970. Στο κεφάλαιο για την
«Αρχή της ισότητας και αυτοδιάθεσης των λαών» στην παράγραφο β)
αναφέρεται, ότι θα πρέπει να τεθεί άμεσο τέλος στον αποικισμό και να γίνει
σεβαστή η ελεύθερη βούληση των ενδιαφερομένων λαών και ότι η συνέχιση
της αποικιακής κυριαρχίας παραβιάζει την πιο πάνω αρχή.
Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών δεν ερμηνεύεται και δεν μπορεί να
ερμηνευθεί σαν υποχρέωση, αλλά μόνο σαν δικαίωμα. Εθνικές μειονότητες
που ιστορικά για τον ένα ή άλλο λόγο δεν ενώθηκαν με τον κυρίως εθνικό
κορμό, δε σημαίνει, ότι δεν μπορούν να ιδρύσουν το δικό τους κράτος ή να
αποτελέσουν συνιδρυτές κράτους μαζί με άλλες εθνικότητες ή γλωσσικές
μειονότητες που ζουν στα ίδια γεωγραφικά σύνορα, αποτελούν το λαό
συγκεκριμένου χώρου και που τον θεωρούν κοινή τους πατρίδα. Με άλλα
λόγια, η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ότι οι
εθνικότητες θα πρέπει να αγωνίζονται για τη δημιουργία κράτους που στα
πλαίσια του να ενώνεται ολόκληρο το έθνος.
Η καταπίεση αρχικά από τους Φράγκους και αργότερα από τους Ενετούς
ήταν σκληρή για τον γηγενή πληθυσμό της Κύπρου. Η προσπάθεια να τον
προσηλυτίσουν στον καθολικισμό, η εξορία των ορθοδόξων επισκόπων και η
εγκαθίδρυση Λατίνων στις θέσεις τους όξυνε τις σχέσεις των κυπρίων και
ενετών.(1) Η νέα αυτοκρατορία που κυριαρχούσε με τη διάλυση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας – η οθωμανική, όχι μόνο αναγνώριζε την πολιτική
και θρησκευτική κυριαρχία της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά και της έδινε τέτοια
προνόμια που την καθιστούσαν κυρίαρχη.
26
σύμφωνα με το Ευαγγέλιον. Εκείνοι οι οποίοι δεν θα κρίνονται σύμφωνα με
ένα Βιβλίον του Θεού είναι άπιστοι». Παράλληλα με τις πρόνοιες του Κορανίου
τα προνόμια της εκκλησίας βασίζονταν και στις συνθήκες του Σινά (624 μ.χ.)
και των Ιεροσολύμων (637 μ.χ.) που υπέγραψαν οι ηγούμενοι των μονών με
τον ανεψιό του Μωάμεθ Άλυ και τις επιβεβαίωσε ο ίδιος με το δακτυλικό του
αποτύπωμα, εφόσον δεν γνώριζε γραφή. Γενικά τα προνόμια που αφορούσαν
την ορθόδοξη εκκλησία αναφέρονταν: α) στην ελευθερία της εκκλησίας, β)
στη θρησκευτική και πολιτική αυτονομία του κλήρου και των χριστιανών, γ)
στην κινητή και ακίνητη περιουσία της εκκλησίας (αναπαλλοτρίωτος,
ακατάσχετος και αφορολόγητος), και, δ) στον κλήρο που απαλλασσόταν από
τα δημόσια βάρη.(2)
Η πιο πάνω αναφορά δεν είναι τυχαία και γίνεται για δυο λόγους: α) να
επαληθευθούν οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι κύπριοι με τις συνεχείς
αντιπροσωπείες που έστελναν στο σουλτάνο(3) για να καταλάβει την Κύπρο
και να απαλλάξει τους χριστιανούς από την σκληρή καταπίεση των Λατίνων
επισκόπων και των ενετών κατακτητών, και, β) πως η κυπριακή εκκλησία
απέκτησε την τεράστια περιουσία.
Στην πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, από το 1571 – 1821 που
άρχισε η εξέγερση των ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας, στην Κύπρο δεν
παρατηρείται οποιαδήποτε επαναστατική δράση των ελλήνων κατοίκων της. Οι
στάσεις του 1764, και του 1804, η μεν πρώτη είχε τρίωρη διάρκεια και
στρεφόταν ενάντια στο τούρκο κυβερνήτη για τη σκληρή και αιμοβόρα
διακυβέρνηση του ( οι στασιαστές έκαψαν το δικαστήριο), ενώ η δεύτερη ήταν
στάση τουρκοκυπρίων και στρεφόταν ενάντια στην ηγεσία της ορθόδοξης
εκκλησίας για τη βαριά φορολογία που τους επιβλήθηκε. Όπως γράφει ο Κ.
Γραικός «τη στάση αυτή την υποκινήσανε οι αγάδες σε μια προσπάθεια να
μειώσουν την εξουσία των ορθοδόξων αρχιερέων»,(5) ενώ ο ιστορικός Φίλιος
Ζαννέτος γράφει ότι ήταν μια στάση των ελλήνων και τούρκων κυπρίων
εναντίον της ελληνικής «ουχί κατά της επισήμου διοικήσεως, αλλά κατά της
εκκλησιαστικής δικτατορίας»(6), όταν διαδόθηκε η είδηση, ότι τα σιτηρά δεν
ήταν αρκετά για τη διατροφή των κατοίκων του νησιού.
27
«μουσουλμάνους», ορολογία που διατηρήθηκε μέχρι τη μεταβίβαση της νήσου
στη βρετανική αυτοκρατορία (επειδή στην περίοδο της βυζαντινής
αυτοκρατορίας η λέξη «έλληνας» ήταν υποτιμητική και υπονοούσε τους
ειδωλολάτρες). Οι στάσεις που αναφέρονται πιο πάνω δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν σαν «εκδήλωση εθνικισμού, όπως το εννοούμε εμείς σήμερα.
Και στις δυο περιπτώσεις έλειπε το αίτημα για αυτοκυβέρνηση».(7)
Ο εθνικισμός δεν υπήρχε στα μυαλά της ηγεσίας της εκκλησίας. Φορτωμένοι
με προνόμια από την οθωμανική αυτοκρατορία συμπεριφέρονταν σαν ρωμαίοι
αυτοκράτορες. Δεν είναι τυχαίο που οι πατριάρχες με τις εγκυκλίους τους
αποτείνονταν «στο γένος των Ρωμαίων» και όχι των ελλήνων. Στην Κύπρο, ο
κλήρος μένει προσκολλημένος στον τούρκο κατακτητή μέχρι το 1841, δηλαδή
μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού, «όταν χάνει και πάλι τα
προνόμια του, αφού χάνει την είσπραξη των φόρων και ουσιαστικά και τον
έλεγχο στη διοίκηση. Τότε - και πάλι – ο ανώτερος κλήρος θυμάται την
ανάγκη αγώνα για το διώξιμο του ξένου κατακτητή. Τώρα, όμως, οι συνθήκες
έχουν διαφοροποιηθεί αφού υπάρχει πια ένα ελληνικό ανεξάρτητο κράτος.
Χωρίς δισταγμό το παπαδιό υιοθετεί το σύνθημα του Κωλέτη για τη «Μεγάλη
Ιδέα» και δίπλα στο σύνθημα για την ορθοδοξία, δηλαδή την «Πίστη»
προσθέτει και τη λέξη «Πατρίς», εκμεταλλευόμενος τις προσδοκίες του λαού
για ελευθερία και κοινωνική πρόοδο».(8) Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και το
σύνθημα για «ένωση», γιατί πίστευαν, ότι στον ελλαδικό χώρο θα τους
αποδίδονταν τα «εθναρχικά δικαιώματα» που ίσχυαν πριν τους αφαιρεθούν το
1841.
ο Πλουτής Σέρβας γράφει, ότι η πρώτη προκήρυξη των κυπρίων για την
ένωση είναι η Διακήρυξη της Ρώμης που φέρει ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου
1821. Βέβαια μια προσεκτικότερη μελέτη της Διακήρυξης που εξουσιοδοτεί τον
«ευγενή Κύριον Νικόλαον Θυσέα, υιόν του αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου του
Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει και ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα κρίνει
συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν προς τους Χριστιανούς
Μονάρχας ή εις όντινα τούτο κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί
της Νήσου, και υπογράψει ως από μέρους του Κοινού, ετοιμάσει δύναμιν
στρατιωτικήν και κινηθή κατά των εχθρών, δανεισθεί επάνω εις τα κοινά
εισοδήματα ή κτήματα του Κοινού της πατρίδος, ή των μοναστηρίων, των
εκκλησιών, τζαμίων, ή και των όσα η πλεονεξία των Τούρκων εσφετέρισε, ή
όσας γαίας ή άλλα κτήματα, εν τη πατρίδι δεν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή
επάνω εις το δέκατον κοινώς όλων των εν Κύπρω κτημάτων ημών…», είναι
προσφορά αλλαγής δυνάστη παρά απελευθέρωση της νήσου.(9)
28
όπως φαίνεται από τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων δεν βρίσκει πρόσφορο
έδαφος στους έλληνες της Κύπρου, και οι εξεγέρσεις τους έχουν χαρακτήρα
περισσότερο οικονομικό παρά εθνικό και στις οποίες συμμετείχαν και οι
έλληνες και οι τούρκοι κάτοικοι του νησιού.
Η πλέον γνωστή εξέγερση είναι εκείνη του Γκιούρ Ιμάμη στην Πάφο, που
ηγήθηκε των τούρκων και ελλήνων. Ο Γκιαούρ Ιμάμης δεν απαιτεί την
«ένωση» ούτε την αποκατάσταση των «εθναρχικών δικαιωμάτων», αλλά
απαιτεί απελευθέρωση, κοινωνική δικαιοσύνη και για τρεις μήνες κυριαρχεί
στην επαρχία της Πάφου. Η εξουδετέρωση των ξεσηκωμένων καταστέλλεται
από τους γενίτσαρους που είχαν και τις ευλογίες του αρχιεπισκόπου
Πανάρετου δικαιολογώντας τη σφαγή των κατοίκων, γιατί στάλθηκαν εκεί
«προς εξόντωσιν του αρχηγού και πάντων των αυτού συνωμοτών...Πάντες
ευχόμενοι αγαθόν πέρας».(10) Με βάση τα ιστορικά δεδομένα, γενικά μπορεί
κάποιος να ισχυρισθεί, ότι οι τούρκοι της Κύπρου ηγήθηκαν περισσοτέρων
εξεγέρσεων ενάντια στην καταπίεση των Οθωμανών παρά οι έλληνες κάτοικοι
του νησιού. Δύο ασήμαντες, γιατί δεν βρήκαν λαϊκή ανταπόκριση, ήταν οι
εξεγέρσεις με επικεφαλής τον Νικόλαο Θησέα στη Λάρνακα και του καλόγερου
Ιωαννίκου στην Καρπασία.
29
Η εκκλησιαστική ηγεσία ανέμενε, ότι με την αλλαγή του καθεστώτος θα της
επιστρέφονταν τα εθναρχικά της δικαιώματα που τις αφαιρέθηκαν το 1841 και
θα επανακτούσε την κυρίαρχη πολιτική και οικονομική της θέση. Η άρνηση του
νέου δυνάστη όχι μόνο να της παραχωρήσει τα φοροσυλλεκτικά και διοικητικά
της δικαιώματα, αλλά αντίθετα να τη φορολογήσει, την έσπρωξε να θυμηθεί
ξανά την «ένωση με τη μητέρα-Ελλάδα».
Ο λαός που ζούσε μέσα στη φτώχεια δεν βρισκόταν ούτε στο φόντο του
ενδιαφέροντος της. «Όλοι, πολιτικοί και θρησκεφτηκοί αρχηγοί, κυτάζανε το
συμφέρο τους με τον πιο ανάλγητο για το λαό τρόπο. Ο αρχιεπίσκοπος
Σωφρόνιος κι’ οι άλλοι Δεσποτάδες φτάσανε μάλιστα στο σημείο να ζητήσουνε
από τον Άγγλο Αρμοστή Biddulf να διατάξει τους Κυβερνητικούς εισπράχτορες
να εισπράττουνε μαζί με τους φόρους και τα «κανονικά» και θρησκεφτηκά
δικαιόματα των Δεσποτάδων από τις Χριστιανικές κοινότητες».(14)
(Διατηρείται η γραφή του συγγραφέα).
Η εκκλησία έχοντας κάτω από τον έλεγχο της την παιδεία μετέφερε στη
νεολαία την πολιτική της «ένωσης». «Στην πραγματικότητα ολόκληρο το
εκπαιδευτικό σύστημα ελέγχετο από την εκκλησία και έμμεσα από τον υπουργό
Παιδείας και Θρησκευμάτων από την Αθήνα»(16) και φορείς αυτής της
πολιτικής ήταν, όπως γράφει στα απομνημονεύματα του ο ενωτικός Σάββας
Λοϊζίδης οι καθηγητές που «ήρχοντο από την Ελλάδα και οι άλλοι ήσαν Κύπριοι
που είχαν σπουδάσει εις τας Αθήνας».(17)
30
παραχωρήσει τη νήσο και να της δοθεί για βάση το λιμάνι Αργοστολίου σε
περίπτωση πολέμου με την Γερμανία. Αυτή η πρόταση έγινε πριν από τους
βαλκανικούς πολέμους 1912-13, αλλά και μετά, όταν η Τουρκία μπήκε στο
πόλεμο του 1914 με το μέρος της Γερμανίας και η Βρετανία ακύρωσε τη
συνθήκη του 1878 και πρότεινε την Κύπρο στην Ελλάδα με τον όρο να βγει
στον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας και να βοηθήσει τη Σερβία, πράγμα που
αρνήθηκε η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.
31
οι αγώνες τους για αποτίναξη της αποικιακής δουλείας στοχεύει στην
εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους.
Ούτε οι θέσεις της ηγεσίας της εκκλησίας ούτε και οι θέσεις του ΑΚΕΛ για
«μετέπειτα σοσιαλισμό» μπορούσαν να συγκινήσουν και πολύ περισσότερο να
κερδίσουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα με το μέρος τους, να γίνουν
σύμμαχοι τους στον αγώνα για απελευθέρωση από την αγγλική αποικιοκρατία.
Ακόμα και αν διακηρύσσονταν ή και καθορίζονταν προγράμματα κοινωνικών
και οικονομικών μεταρρυθμίσεων μετά την απαλλαγή από την βρετανική
αποικιοκρατία δεν μπορούσαν να βρουν ανταπόκριση στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα, όταν ο κύριος στόχος της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν η
ένωση με την Ελλάδα, όπου οι τουρκοκύπριοι θα αποτελούσαν ελάχιστο
ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού και το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό
τους μέλλον αβέβαιο. Με την «ένωση» καλούνταν ουσιαστικά να
εξυπηρετήσουν αποκλειστικά και μόνο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και
να γίνουν συνεργοί στην πραγματοποίηση της «μεγάλης ιδέας» που
προπαγάνδιζαν οι εθνικιστικοί κύκλοι της Ελλάδας και των «εθναρχικών
δικαιωμάτων» που προπαγάνδιζε η εκκλησία και η δεξιά – πολιτικές που
στρεφόταν ουσιαστικά ενάντια στο δικό τους έθνος, αλλά που έφερνε και τη
θρησκευτική τους ηγεσία σε δεύτερη μοίρα.
32
Ο αγώνας των ελληνοκυπρίων για αποτίναξη του αγγλικού ζυγού πήρε
χαρακτήρα εθνικιστικό και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματα και
στις προσδοκίες όλου του κυπριακού λαού. Οι τουρκοκύπριοι δεν ήταν δυνατό
να αγωνιστούν μαζί με τους ελληνοκύπριους για την «ένωση». Αλλά ούτε και
οι άλλες αριθμητικά ασήμαντες μειονότητες, όπως οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι
συμπαρατάχθηκαν με τον αγώνα των ελληνοκυπρίων. Ο αγώνας για «ένωση»
ένωνε μόνο τους ελληνοκυπρίους, ανεξάρτητα από την πολιτική και ιδεολογική
τους τοποθέτηση, εφόσον όλοι οι πολιτικοί τους σχηματισμοί την υποστήριζαν
με φανατισμό. Έτσι ο αγώνας για απαλλαγή από την αγγλική κυριαρχία
μετατράπηκε σε υπόθεση μόνο της μιας εθνικής κοινότητας και άφησε εκτός
την τουρκοκυπριακή κοινότητα με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε τροχοπέδη
ανάπτυξης της απελευθερωτικής πάλης και στη συμμετοχή όλου του λαού. Για
την ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν υπήρχε τουρκοκυπριακή κοινότητα και αν
κάποτε ήταν υποχρεωμένη να αναφερθεί σ’ αυτήν δεν της απέδιδε ιδιαίτερη
σημασία. Την θεωρούσε απλά μειονότητα όπως τους Μαρωνίτες, τους
αρμένιους και τους Λατίνους.
Η πρόταση για ανεξαρτησία της Κύπρου δεν είναι νέα στην σύγχρονη
ιστορία της, είναι σχεδόν ταυτόχρονη με τη δυναμική εμφάνιση της «ένωσης»
και χρονολογείται από τις αρχές του περασμένου αιώνα.
33
2.6.1. «Ένωση» ή ανεξαρτησία;
34
Αλλ’ εγενόμεθα αντεθνικοί, κατά τινας καλοθελητάς, διότι δογματίζομεν
την μη προσφυγήν εις την ελληνικήν διπλωματίαν· ηρνήθημεν κατ’ αυτούς την
ελληνικότητα των Κυπρίων και την προς την Ελλάδα αφοσίωσιν των... και
προς απόδειξιν τούτου έδει να διαστραφώσιν αι ομιλίαι ημών εν τω
Νομοθετικώ και να εξαχθώσι φαύλα συμπεράσματα από φράσεις και εννοίας,
αίτινες εξανιδίκευσαν τούτ΄ αυτό τας εθνικάς αξιώσεις των Κυπρίων ως
Πανελλήνων... Το είπομεν και το επαναλαμβάνομεν, ότι η ελληνική
ανασύνταξις δεν βασίζεται και δεν οφείλει να βασίζηται επί των κρατικών
δικαιωμάτων του ελευθέρου Βασιλείου επί των λοιπών τμημάτων του
Ελληνισμού, αλλ’ είναι δικαίωμα των ελληνικών τμημάτων, όπως
απελευθερωθούμε να προστίθενται εις το ελεύθερον Βασίλειον ως ίσοι προς
ίσους».(25)
35
Η ηγεσία της εκκλησίας προσπαθούσε να φιμώσει κάθε αντίθετη φωνή για
να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις πολιτικές τύχες του λαού και οι θέσεις της
για «ένωση και μόνο ένωση» να μην αμφισβητούνται. Όμως την παραπέρα
ώθηση της άποψης για ανεξαρτησία έδωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου
που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1926. Στην απόφαση του Α΄ ιδρυτικού
συνεδρίου του (σημείο 12 και 13) υπογραμμίζει, ότι ο αγώνας του κυπριακού
λαού δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στο σύνθημα της «ένωσης» γιατί εμποδίζει
τη συνεργασία των ελλήνων και τούρκων και ότι βάση του αγώνα «εκτός από
την ικανοποίηση των άμεσων οικονομικών αιτημάτων, θα είναι η κατάκτηση
της ανεξαρτησίας της Κύπρου μέχρι τελείας αυτοδιοικήσεως και
αυτοδιαθέσεως».(29)
Η θέση αυτή του ΚΚΚ βρέθηκε στο κέντρο της πολιτικής κριτικής της
εκκλησίας και των υποστηρικτών της, αλλά επικρίθηκε και από την μετέπειτα
ηγεσία του ΑΚΕΛ για την αναφορά σε ένταξη της Κύπρου στην «βαλκανική
σοβιετική ομοσπονδία». Όμως όπως πολύ ορθά τονίζει ο βετεράνος
κομμουνιστής – πρώην μέλος του ΑΚΕΛ – Κώστας Σοφοκλέους «αυτό που είχε
σημασία και που ήταν πολύ καθαρό, ήταν η ανεξαρτησία... Συνεπώς ο κάθε
αντικειμενικός κριτής και ιστορικός, θα κρίνει τους εθνικοπολιτικούς
προσανατολισμούς των κομμουνιστών της εποχής εκείνης, όχι με βάση την
πολύ θεωρητική και νεφελώδη πτυχή της βαλκανικής ή αστικής ομοσπονδίας
αλλά με βάση την πρακτική και ολοκάθαρη θέση της ανεξαρτησίας».(30)
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που ουσιαστικά σήμανε και η αρχή
της κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος, η βρετανική αποικιοκρατία
36
προσφέρει στον κυπριακό λαό σύνταγμα αυτοκυβέρνησης και συνέρχεται η
λεγόμενη «Διασκεπτική». Έχουν γραφεί αρκετά βιβλία με κρίσεις και σχόλια
αναφορικά με τη Διασκεπτική. Η ουσία, όμως του ζητήματος είναι η εξής: η
εκκλησία επαναφέρει με δριμύτητα το σύνθημα «ένωση και μόνον ένωση», το
Κομμουνιστικό κόμμα δεν υπάρχει και το διάδοχο ΑΚΕΛ αφού αποκεφαλίζει
τους υποστηρικτές της Διασκεπτικής τάσσεται ανεπιφύλακτα με την πολιτική
της άμεσης «ένωσης. Η μοναδική φωνή του Αδάμ Αδάμαντος «δεν είμαι
διατεθειμένος να δώσω και το μικρό μου δακτυλάκι για την ένωση» πνίγεται
στην φανατική ενωσιολογία και ο ίδιος αφορίζεται από την ηγεσία του
κόμματος του – το ΑΚΕΛ.(33)
37
Αν όμως, κριθεί από την άποψη, ότι η Κύπρος απαλλασσόταν από τα
αποικιακά δεσμά και ανοίγονταν προοπτικές οικονομικής και πολιτικής
ανόρθωσης της χώρας – έστω και με τα αποικιακά κατάλοιπα – τότε η
διαφωνία είναι κάθετη με την ποιο πάνω άποψη. Πολύ ορθά τόνιζε στην ομιλία
του ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, ενώπιον της ελληνικής βουλής, ότι «αι
συμφωνίαι αυταί και το πολίτευμα της Κύπρου στηρίζονται επί του πνεύματος
της συνεργασίας των δύο Κοινοτήτων. Εάν δεν επικρατήση το πνεύμα αυτό,
και το ιδανικώτερον πολίτευμα δεν ήτο δυνατόν να λειτουργήση ομαλώς και
να αποδώση καρπούς. Εάν, αντιθέτως, επικρατήση το πνεύμα της συνεργασίας
και του κοινού συμφέροντος, τότε όλα θα βαδίσουν καλώς. Διότι και εάν, προς
αποτροπήν των καταχρήσεων, εθεσπίσθησαν διατάξεις αι οποίαι ενδεχομένως
δυσχεράνουν κάπως την λειτουργίαν του πολιτεύματος, εφόσον υπάρξη,
πρυτανεύση η συνείδησις του κοινού συμφέροντος, είμαι βέβαιος ότι,
προϊόντος του χρόνου, ουδόλως θα επηρεάζουν την ομαλήν λειτουργίαν του
πολιτεύματος».(37)
Υπάρχει, όμως και η τρίτη πλευρά του ζητήματος: ο Μακάριος δεν έκαμε
αυτό το «άλμα» επειδή διείδε το προοδευτικό στοιχείο της ανεξαρτησίας, αλλά
γιατί αντιλήφθηκε, ότι οι βρετανοί αποικιστές επέμεναν στην παραχώρηση του
δικαιώματος αυτοδιάθεσης ξεχωριστά για την κάθε κοινότητα και που αυτό
σήμαινε διχοτόμηση του νησιού. Η ανεξαρτησία ξεπήδησε σαν αναγκαία
διέξοδος και όχι σαν προοδευτικό στοιχείο συνένωσης του λαού και οριστικής
λύσης του προβλήματος. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν είχε απαλλαγεί ολοκληρωτικά
από τα δεσμά της «αυτοδιάθεσης-ένωσης» και θεωρούσε την ανεξαρτησία σαν
ένα αναγκαίο σταθμό στην πορεία προς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Γι’ αυτό και πολύ σύντομα μετά την ανακήρυξη του νησιού σε ανεξάρτητο
κράτος επανέφερε το σύνθημα και την πολιτική της «ένωσης».
38
εντείνουν τον αγώνα τους ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία, και, γ) το
εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου υποστήριξε τόσο η Σοβιετική
Ένωση, όσο και οι άλλες χώρες του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα οπό το γεγονός,
ότι ο επικεφαλής της ΕΟΚΑ ήταν ο γνωστός σε όλους αντικομουνιστής Γρίβας,
αλλά και χωρίς να σημαίνει, ότι υποστήριζαν τον στρατηγικό στόχο, που ήταν
η «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».
39
Είναι δύσκολο να επεξηγηθεί η συλλογιστική αυτή, γιατί ορισμένα ζητήματα
τίθενται σε απόλυτο βαθμό. Δεν εξηγείται πώς η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα
απελευθερωνόταν και δεν θα υποτασσόταν στους σωβινιστές της κοινότητας
της. Με άλλα λόγια, ποιο θα ήταν το κίνητρο αντίστασης ενάντια στους
σωβινιστές. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είχε μετατρέψει σε πανάκεια λύσης
των προβλημάτων της την «ένωση» - γι’ αυτήν υπήρχε κίνητρο. Για τους
τουρκοκύπριους, όμως, η «ένωση» δεν ανταποκρινόταν ούτε και μπορούσε να
ανταποκριθεί στα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα. Για να μην
υποτάσσονταν οι τουρκοκύπριοι στην πολιτική των σωβινιστών θα έπρεπε το
περιεχόμενο του αγώνα να εξυπηρετεί και τα δικά τους εθνικά, οικονομικά και
πολιτικά συμφέροντα. Αυτό είναι αξίωμα κάθε αγώνα.
40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
41
Σέρβας, - πρώτο μέλημα του θάπρεπε νάταν να δημιουργήσει απαρχής κλίμα
φιλίας και αλληλοκατανόηση, παρά τις διατάξεις των συμφωνιών...».(2)
Την ανεξαρτησία καμιά πολιτική δύναμη δεν την είδε σαν ένα βήμα που
μπορούσε να βοηθήσει τον κυπριακό λαό να αποκαταστήσει τις σχέσεις των
δύο κοινοτήτων που τον αποτελούσε και μαζί να οικοδομήσουν το κοινό τους
μέλλον. Αυτό το καθήκον έπεφτε περισσότερο στους ώμους της μεγαλύτερης
κοινότητας, έπεφτε στους ώμους της πολιτικής ηγεσίας της ελληνοκυπριακής
κοινότητας.
42
πλειοψηφία διατηρούσε αυτή τη δυνατότητα, θα μπορούσε μια μέρα να την
εκμεταλλευθεί για να διακηρύξει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα».(5)
Από την πρώτη μέρα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου η
εφαρμογή των προνοιών του συντάγματος αποτέλεσε αντικείμενο έντονων
συζητήσεων και αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων. Η
ελληνοκυπριακή ηγεσία προσπάθησε με όλα τα μέσα να ανακόψει την
υλοποίηση των προνοιών του συντάγματος που η ίδια είχε υπογράψει και
αποδεχτεί. Ακόμα και για το διαχωρισμό των δήμων που η ίδια επέμενε να
κατοχυρωθεί στις συμφωνίες και το σύνταγμα είχε μετανιώσει και δεν ήθελε να
τον εφαρμόσει.(8)
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ παρ’ όλο που στο 10ο συνέδριο της διέγραψε από
το καταστατικό του κόμματος της το στόχο της αυτοδιάθεσης-ένωσης και
διακήρυσσε, ότι το κύριο καθήκον στις νέες συνθήκες ήταν η οικονομική και
πολιτιστική ανέλιξη της χώρας μας, τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση, ότι το στάδιο
αγώνα που περνούσε η πατρίδα μας ήταν «εθνικο-απελευθερωτικό». Τι
εννοούσε, όμως με αυτή τη διατύπωση;
43
λαού μας», υπογράμμιζε ανάμεσα στα άλλα και τη ρητή απαγόρευση από τη
συνθήκη εγκαθίδρυσης, την επιδίωξη της αυτοδιάθεσης.(9) Ο γενικός
γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Ε. Παπαϊωάννου, ένα χρόνο αργότερα και πριν
ξεσπάσουν οι διακοινοτικές συγκρούσεις, στις 6 Οκτωβρίου 1963, μιλώντας σε
συγκέντρωση στελεχών του κόμματος του, υπογράμμιζε, ότι «η ίδια η ζωή
έδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας το ανεφάρμοστο πολλών βασικών διατάξεων
της συμφωνίας και του συντάγματος». Και συνεχίζει: «Η τροποποίηση του
συντάγματος πάνω σ’ αυτά και άλλα σημεία θα συμβάλει στην εξομάλυνση των
σχέσεων και στη δημιουργία συνθηκών μέσα στις οποίες θα ακμάσει η
συνεργασία ανάμεσα στις δύο κοινότητες προς αμοιβαίο καλό».(10)
44
αυτό και οι προσπάθειες για τροποποίηση του συντάγματος αντιμετώπιζαν τη
βίαιη αντίθεση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
Ποιος πάτησε πρώτος τη σκανδάλη τη νύκτα της 20ης προς την 21η
Δεκεμβρίου 1963, που έδωσε το έναυσμα έναρξης των διακοινοτικών
συγκρούσεων, δεν είναι το κρίσιμο σημείο που χρίζει ανάλυσης και ιδιαίτερης
σημασίας. Το γεγονός είναι, ότι εξ αιτίας του ανταγωνισμού των ηγεσιών, εξ
αιτίας της αδιαλλαξίας, ο κυπριακός λαός οδηγήθηκε στη διάσπαση και την
ένοπλη αντιπαράθεση. Ο εξοπλισμός των εθνικιστικών ομάδων, η σύγκρουση
και οι δολοφονίες αμάχων, είχε σαν αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των
κοινοτήτων. «Δεν ισχυριζόμαστε, - γράφει ο Κ. Π. Κύρρης, - ότι δεν έχουν
ευθύνη και οι δυο κοινότητες και ιδιαίτερα οι ηγεσίες των για τις προστριβές
αυτές...». Αλλά πιο κάτω υπογραμμίζει, ότι περισσότερη ευθύνη για την
όξυνση των σχέσεων των δυο κοινοτήτων φέρουν οι σοβινιστικοί κύκλοι της
τουρκοκυπριακής κοινότητας. Είναι αλήθεια ότι ο Κ. Π. Κύρρης επιρρίπτει
ευθύνες και στον πρόεδρο Μακάριο που «...θέλησε, κάπως εσπευσμένα, ας το
ομολογήσουμε, και χωρίς στάθμιση των συνεπειών των εισηγήσεων του, χωρίς
επαρκή στρατιωτικοπολιτική προετοιμασία...».(14)
45
Ο εθνικισμός της ελληνοκυπριακής ηγεσίας δεν της επέτρεψε να
συνειδητοποιήσει τη σημασία της κοινής πατρίδας που έκφρασή της αποτελεί η
ύπαρξη κοινού κράτους και έμπρακτη υλοποίηση του δικαιώματος
αυτοδιάθεσης. Αυτό το ουσιαστικό στοιχείο δεν βρισκόταν στο πεδίο όρασης
της γι΄ αυτό και δεν ήταν σε θέση να χαράξει μια ορθολογιστική πολιτική που
να εξυπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα του κυπριακού λαού στο σύνολο του.
Αντίθετα, έδινε στον κάθε εθνικιστή το δικαίωμα να υψώσει τα λάβαρα ενάντια
στην ανεξαρτησία για να βροντοφωνάξει: «Δεν υπάρχει ανάγκη ενιαίου
ανεξάρτητου κράτους. Εμάς - έγραφε ο Κ. Σπυριδάκης - μας χρειάζεται
ενιαίον ελληνικόν έθνος, ένα ενιαίον ελληνικόν κράτος».(17)
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν κατάγγειλε αυτά τα μέτρα, αλλά και
υπερψήφισε το νόμο 49/1970, την ώρα που γίνονταν οι ενδοκυπριακές
συνομιλίες για διευθέτηση του προβλήματος. Ζητούσε μόνο «χαλάρωση» των
μέτρων και όχι ακύρωση τους. Όμως τα μέτρα αυτά είχαν σαν επακόλουθο -
όχι να αποκαταστήσουν τις ήδη τεταμένες σχέσεις των δυο κοινοτήτων – αλλά
να ισχυροποιήσουν τις θέσεις του εθνικισμού και στην άλλη κοινότητα. Οι
εθνικιστικές και σοβινιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τον αποκλεισμό για να
εδραιωθούν σαν ηγεσία των τουρκοκυπρίων.
46
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί, ότι τα γεγονότα του Δεκέμβρη του
1963 ήταν ένα πραξικόπημα ή βίαιη προσπάθεια επιβολής, που οργάνωσε
μέρος των κυβερνώντων για να απαλλαγούν από τα δικαιώματα και τα
προνόμια που κατοχύρωνε το σύνταγμα στον αντιπρόεδρο και τα άλλα
τουρκοκυπριακά μέλη της κυβέρνησης και της Βουλής. Από την άλλη η
τουρκοκυπριακή ηγεσία το αποδέχτηκε γιατί θεώρησε, ότι εξυπηρετούσε τους
δικούς της στόχους, που ήταν η διχοτόμηση του νησιού. Γι’ αυτό και άρχισε να
οικοδομεί το δικό της «κράτος» περιπλέκοντας περισσότερο το πρόβλημα και
εδραιώνοντας το διαχωρισμό(19) καθιστώντας και την επιστροφή στο
σύνταγμα του ’60 δύσκολη και ανέφικτη προοπτική ιδιαίτερα μετά το
πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή τον Ιούλη του 1974.
Γιατί έγινε αυτή η πρόταση Γκρομύκο, που στην Κύπρο ξεσήκωσε θύελλα
αντιδράσεων και διαμαρτυριών και μερικοί την χαρακτήρισαν «βόμβα»; Για να
απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το εσωτερικό αλλά και το
διεθνές περιβάλλον. Διαφορετικά θα πρέπει να υποστηρίξουμε την άποψη που
μερικοί διατύπωσαν, ότι ήταν άμεση επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της
Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι η Σοβιετική Ένωση από φίλος της Κύπρου
μεταπηδούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο για δικά της στενά εθνικά συμφέροντα.
47
και ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ο Β. Θ. Μαθιόπουλος γράφει, ότι «η
Λευκωσία προκάλεσε με τα 13 σημεία της 30ης Νοεμβρίου 1963 τη μεγάλη
κρίση των Χριστουγέννων της χρονιάς εκείνης... και γίνεται σαφέστερο, αν
αναφερθεί πως, όταν οι ελληνοκύπριοι μπήκαν στα γραφεία των
τουρκοκυπρίων υπουργών το Δεκέμβριο του 1963, βρήκαν μισοτελειωμένο
κείμενο του Κουτσιούκ, που αποτελούσε απάντηση στις προτάσεις Μακαρίου.
Τις απέρριπτε μεν, αλλά δεχόταν διάλογο για να συζητήσει το όλο
πλέγμα».(22)
48
από την ένωση με ολόκληρη την Κύπρο; Και στη μια και στην άλλη περίπτωση
οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν να χάσουν. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα
διαλυόταν και η Κύπρος θα εντασσόταν στο χώρο άμεσης επιρροής της δυτικής
συμμαχίας.
Στις 26 Μαρτίου του 1964 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα καταθέτει
την έκθεση του και στα συμπεράσματα του διατυπώνει την άποψη, ότι ούτε η
ομοσπονδία είναι δυνατόν να γίνει αποδεχτή, όπως την είχε εισηγηθεί η
τουρκοκυπριακή ηγεσία, γιατί προέβλεπε τη μετακίνηση πληθυσμών, που οι
αρχές του ΟΗΕ δεν αποδέχονται, αλλά ούτε και η ένωση, την οποία
χαρακτήρισε «την πλέον διαιρετικήν και δυνητικώς την πλέον εκρηκτικήν
άποψην του κυπριακού προβλήματος». Αυτή η άποψη του Γκ. Πλάζα δεν
αναφέρεται στην επιστολή που έστειλε η ηγεσία του ΑΚΕΛ προς τα
κομμουνιστικά κόμματα και ζητούσε να υποστηριχθεί η προσφυγή της Κύπρου
στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενώ αναφέρονται άλλα αποσπάσματα.(Το
πλήρες κείμενο στο παράρτημα). Ο Γκ. Πλάζα στην έκθεση του υποστήριξε τη
συνέχιση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες της
ελληνοκυπριακής κοινότητας την απέρριψαν, γιατί απέκλειε την ένωση. «Η
εισήγηση του Πλάζα – γράφει ο ιστορικός Α. Κάτσης – να μην επιδιωχθεί η
Ένωση δεν αποτελεί αρνητικό στοιχείο για την ελληνική πλευρά, γιατί
απλούστατα η ένωση δεν μπορούσε να γίνει. Η Αμερική αγωνιζόταν για τη
διχοτόμηση και η Ρωσία δεν ευνοούσε μια λύση που θα οδηγούσε την Κύπρο
στο ΝΑΤΟ».(25) Η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο δεν ευνοούσε την ένωση, αλλά
ήταν και ενάντια σ’ αυτή, με τα ιδιαίτερα συμφέροντα που είχε στον αραβικό
κόσμο και δεν θα ήθελε το «πώμα της διώρυγας του Σουέζ» - όπως
χαρακτήρισε την Κύπρο ένας άγγλος πολιτικός – να βρίσκεται στους κόλπους
του ΝΑΤΟ.
49
κυπριακού κράτους. Η «ένωση» - ατόφια η μη - για τους σοβιετικούς σήμαινε
πλήρη υποταγή πλήρη υποταγή της Κύπρου στη σφαίρα επιρροής του ΝΑΤΟ,
και θα δημιουργούσε επικίνδυνες καταστάσεις για τα συμφέροντα της στη
Μέση Ανατολή και ειδικά στην Αίγυπτο και τη Συρία. «Η ένωση» είναι σχέδιο
των ΗΠΑ για μετατροπή της Κύπρου σε βάση του ΝΑΤΟ» γι΄ αυτό και η ΕΣΣΔ
καλούσε να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για
ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς ανάμεσα στις εθνικές ομάδες του
νησιού.(27) Η ελληνοκυπριακή ηγεσία οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία σε
διεθνή απομόνωση και την κατέστησε έρμαιο στις διαπλοκές της διεθνούς
πολιτικής και του ανταγωνισμού των τότε υπερδυνάμεων. Η πρόταση
Γκρομύκο μετέφερε το κυπριακό από τις καλένδες του ΝΑΤΟ στο εσωτερικό
της χώρας και στην ανάγκη συμβίωσης των δυο εθνικοτήτων με τη διατήρηση
του κυπριακού κράτους. Αυτή η πρόταση εξυπηρετούσε τα δικά της
στρατηγικά συμφέροντα αλλά ταυτόχρονα και τα συμφέροντα του κυπριακού
λαού, στο σύνολο του και όχι της μιας από της δύο κοινότητες.
Η παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και η αποδοχή της πρότασης από την
Τουρκία διαφοροποίησε και τις θέσεις των ΗΠΑ. Στο ανακοινωθέν που
εκδόθηκε μετά τη συνάντηση Τζόνσον - Σουνάϊ εκφραζόταν ο σεβασμός και η
ισχύς των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και υποστήριξαν τη διευθέτηση του
κυπριακού που να ικανοποιεί τα συμφέροντα «όλων των ενδιαφερομένων
μερών». Με άλλα λόγια οι μόνοι που απέμειναν και υποστήριζαν τη διάλυση
του κυπριακού κράτους ήταν οι κρατικοί και πολιτικοί ηγέτες της χώρας μας.
Και δεν έμεινε μόνο στις ανακοινώσεις. Με επιστολή της Κ.Ε η ηγεσία του
ΑΚΕΛ με την ευκαιρία της συζήτησης του κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του
ΟΗΕ, απευθύνθηκε σε όλα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και ζητούσε
να υποστηρίξουν το αίτημα των ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση χωρίς να
τους αναφέρει, ότι για το ΑΚΕΛ αυτοδιάθεση σήμαινε ένωση. Με άλλα λόγια, η
ελληνοκυπριακή ηγεσία επέμενε στην υλοποίηση αυτού, που ο μεσολαβητής
του ΟΗΕ Πλάζα αποκαλούσε «την πιο εκρηκτική άποψη του κυπριακού
προβλήματος».
Η «έκρηξη» ήλθε με τις νέες διακοινοτικές συγκρούσεις στο τέλος του 1967
και την άμεση απειλή της Τουρκίας για επέμβαση. Η παρέμβαση των
50
Ηνωμένων Πολιτειών απέτρεψε την εισβολή της Τουρκίας. Η παρέμβαση των
ΗΠΑ δεν έγινε βέβαια για να σωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά η
νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση
εξυπηρετούνταν και τα συμφέροντα του κυπριακού κράτους.
Κάθε εθνικότητα είναι κυρίαρχη, δε σημαίνει, όμως, ότι κάθε μια από αυτές
ασκεί την κυριαρχία της συστήνοντας το δικό της κυρίαρχο κράτος. Η
αυτονομία είναι ανεξάρτητη κρατική αυτοδιοίκηση, το περιεχόμενο και οι
αρμοδιότητες της οποίας καθορίζονται από το σύνταγμα και τους νόμους του
κράτους στη σύσταση του οποίου βρίσκονται οι εδαφικές ενότητες και μπορεί
να επιλύσει με δημοκρατική μορφή το ζήτημα. Η αυτονομία, λοιπόν, είναι μια
από τις μορφές ενσάρκωσης της εθνικής κυριαρχίας, μορφή που η
ελληνοκυπριακή ηγεσία απέρριπτε μετά «βδελυγμίας». Βέβαια, φυσική
απαίτηση της δημοκρατίας ήταν η παραχώρηση σε αυτές τις περιοχές του
δικαιώματος να θεσπίζουν νόμους στα περιθώρια της δικαιοδοσίας τους και στη
βάση της νομοθεσίας που εκδίδανε τα κεντρικά νομοθετικά όργανα. Ο
δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του κράτους όχι μόνο δεν αποκλείει τη
διευρυμένη τοπική αυτοδιοίκηση με αυτονομία περιοχών που διακρίνονται για
την ιδιαίτερη σύνθεση του πληθυσμού ή/και τις οικονομικές τους συνθήκες,
αλλά απεναντίας απαιτεί και το ένα και το άλλο. Αυτό προϋποθέτει, όμως μια
ευρύτερη εκδημοκρατικοποίηση της κρατικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής
της χώρας, γεγονός που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχε εκείνη
την περίοδο, όταν η ίδια η κυπριακή βουλή διεύρυνε τις αρμοδιότητες του
Προέδρου της Δημοκρατίας και του ανάθεσε να διορίζει ακόμα και τα όργανα
τοπικής αυτοδιοίκησης στις πόλεις και τα χωριά. Ο υπέρμετρος
συγκεντρωτισμός δεν άφηνε περιθώρια στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, πολιτική
51
και κρατική να αντιληφθεί και πολύ περισσότερο να δεχτεί διευρυμένη
διοικητική αυτονομία των τουρκοκυπρίων.
52
ΑΚΕΛ, για να εκφράσουν τις απόψεις τους αναφορικά με τα συμφωνηθέντα. Οι
εκπρόσωποι του ΑΚΕΛ διαφώνησαν με τις πρόνοιες των συμφωνιών και
πρότειναν τα ακόλουθα δυο σημεία: α) να μη υπογραφούν οι συμφωνίες,
εφόσον απέκλειαν την ένωση, και, β) να σταματήσει ο ένοπλος αγώνας της
ΕΟΚΑ και να ακολουθηθεί η πολιτική του «μαζικο-πολιτικού αγώνα».
Έξι μήνες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και συγκεκριμένα στις 20
Μαρτίου 1961, η ολομέλεια της Κ.Ε ΑΚΕΛ σε ανακοίνωση της υπογραμμίζει τα
ακόλουθα: «Χωρίς να είμαστε ούτε προασπιστές ούτε θιασώτες της συμφωνίας
Ζυρίχης-Λονδίνου, πιστεύουμε, πως η άποψη για άμεση ανατροπή της
συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου χωρίς να λογαριάζεται ο λαός, δε σώζει την
κατάσταση».(31) Δεν υπερασπίζουμε τη συμφωνία με βάση την οποία η
Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο κράτος, ούτε είμαστε θιασώτες της, αλλά από την
άλλη δεν μπορούμε να την καταγγείλουμε άμεσα. Χρειάζεται χρόνος και
προγραμματισμός. Αυτή την πολιτική διακήρυσσε στην πράξη η ηγεσία του
ΑΚΕΛ.
53
Ο χρόνος για αναθεώρηση των συμφωνιών δεν άργησε να έλθει και
οπωσδήποτε δεν «έσωσε την κατάσταση». Με την έναρξη των συγκρούσεων
τον Δεκέμβρη του 1963 ανάμεσα στα εθνικιστικά στοιχεία των δυο
κοινοτήτων, το σύνθημα της ένωσης επανήλθε στην επικαιρότητα. Ένωση και
ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας αποτελούν αλληλοαποκλειόμενα συνθήματα και
πολιτικές. Όμως αυτό δεν εμπόδιζε την ηγεσία του ΑΚΕΛ να επικαλείται και να
διακηρύσσει και τα δυο ταυτόχρονα. Ενώ από τη μια το καταστατικό της που η
ίδια είχε τροποποιήσει στο 10ο συνέδριο μιλούσε για ολοκλήρωση της
ανεξαρτησίας της Κύπρου, από την άλλη το 1966 στο 11ο συνέδριο
υμνολογείται η «ένωση με τη μητέρα Ελλάδα» δηλαδή η διάλυση του
κυπριακού κράτους. Επιβεβαιώνεται η άποψη, ότι με την «ολοκλήρωση της
ανεξαρτησίας» η ηγεσία του ΑΚΕΛ εννοούσε διάλυση της ανεξαρτησίας της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα γεγονότα της Κοφίνου της 15ης Νοεμβρίου του 1967 και η άμεση απειλή
επέμβασης της Τουρκίας, οδήγησαν το κυπριακό πρόβλημα σε νέα φάση. Οι
κρατικοί και πολιτικοί ηγέτες της ελληνοκυπριακής κοινότητας αντιλήφθηκαν
ότι δεν μπορούσαν να παίζουν με τη φωτιά, ότι δεν μπορούσαν να
πραγματοποιήσουν το όνειρο της ένωσης και ήταν υποχρεωμένοι να
οδηγηθούν σε συμβιβασμό με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η στροφή
Μακαρίου προς το «εφικτό» δηλαδή τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της
Κύπρου, δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για ρύθμιση του κυπριακού. Όμως
ο ίδιος δεν ήταν πεπεισμένος γι’ αυτή την πολιτική στροφή που του είχε
επιβληθεί από τα ίδια τα γεγονότα, δεν απεμπολούσε την ένωση, και ήταν
συχνές οι αναφορές του σ’ αυτήν. Για τη στροφή προς το «εφικτό» ζητούσε
και την υποστήριξη των ελληνοκυπρίων, γι’ αυτό και προκήρυξε προεδρικές
εκλογές για το Φεβρουάριο του 1968, διαφορετικά θα συνέχιζε να είναι
πρόεδρος άνευ εκλογών και με συνεχείς παρατάσεις από τη Βουλή, όπως και η
ίδια έκανε για τον εαυτό της.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ ακολουθώντας κατά πόδα τον Μακάριο διακήρυξε την
υποστήριξη της προς την πολιτική του «εφικτού». Ταυτόχρονα, όμως δεν
μπορούσε να ξεχάσει και την ένωση, το «ευκταίο». Στην οργανωτική
συνδιάσκεψη του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στις 28 του Γενάρη το
1968 τροποποίησε το καταστατικό της προσθέτοντας στους στόχους την ένωση
που δεν υπήρχε ξεκάθαρα διατυπωμένη στις πρόνοιες του καταστατικού του
1962. Τροποποιήθηκε το άρθρο 1 του καταστατικού και διαμορφώθηκε ως
ακολούθως: «Στο σημερινό στάδιο του αγώνα, που είναι εθνικο-
απελευθερωτικό, αντιϊμπεριαλιστικό, το ΑΚΕΛ αγωνίζεται για την απαλλαγή της
Κύπρου από κάθε δέσμευση και ιμπεριαλιστική εξάρτηση, για την αποχώρηση
όλων των ξένων στρατευμάτων και την πλήρη αποστρατικοποίηση της νήσου
και για τη δημιουργία όλων των αναγκαίων όρων που θα επιτρέψουν
στον κυπριακό λαό να πραγματοποιήσει την εθνική του αποκατάσταση
με την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης». Η ηγεσία του ΑΚΕΛ
παρέπαιε μεταξύ «εφικτού» και ένωσης, μεταξύ ανεξαρτησίας και διάλυσης του
κυπριακού κράτους, παρ’ όλο που είχε ήδη διακηρυχθεί η πολιτική
διακοινοτικών συνομιλιών για ρύθμιση του προβλήματος. Και όμως αυτές τις
αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ τις
χειροκροτούσαν θερμά οι 800 αντιπρόσωποι που λάμβαναν μέρος στη
συνδιάσκεψη. 1
1
Η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Ο Αδάμος Ζαχαριάδης αντιπρόσωπος στη συνδιάσκεψη, μίλησε
ενάντια στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του καταστατικού. Ο Α. Ζαχαριάδης καταγόταν από την
54
Το πραξικόπημα, η τουρκική εισβολή και η οριστική κατάρρευση της
πολιτικής της ένωσης που στήριξε φανατικά η ηγεσία του ΑΚΕΛ, την έφερε σε
αδιέξοδο. Την προσγείωσε στην πραγματικότητα και αυτήν και το Μακάριο.
Όμως δεν είχε την τόλμη να αγγίξει το καταστατικό της – παρ’ όλο που μετά
τα τραγικά γεγονότα τα μέλη απαιτούσαν τη σύγκλιση εκτάκτου συνεδρίου -
και συνέχιζε να διατηρεί τις πρόνοιες που είχε διατυπώσει το 1968, ενώ η
πολιτική της ήταν ουσιαστικά και πρακτικά αντίθετη. Υποστήριξε την
ανεξαρτησία και τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία και καταδίκαζε την
ένωση.
Η τροποποίηση του καταστατικού που έγινε στο συνέδριο του 1982 χωρίς
συζήτηση και χωρίς κανένα πολιτικό κόστος για την ηγεσία του ΑΚΕΛ - από το
οποίο διαγράφηκαν οι λέξεις «εθνικό» και «εθνική αποκατάσταση». Αργά μεν
το έκανε, αλλά ήταν υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων.
Αμμόχωστο, διετέλεσε στέλεχος του ΑΚΕΛ, συνελήφθηκε από τους Άγγλους το Δεκέμβρη του
1955, όταν το κόμμα τέθηκε στην παρανομία και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης
πολιτικών κρατουμένων. Μετά τα γεγονότα του 1974 διαγράφηκε από την ηγεσία του ΑΚΕΛ με την
κατηγορία της «παραβίασης των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» από κομματική
ομάδα που συστάθηκε γι’ αυτό το σκοπό. Άρθρα του δημοσιεύθηκαν στον καθημερινό τύπο.
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
4. Περί σχεδίου Ανάν και συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
Η ομάδα που διόρισε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ για να προετοιμάσει το σχέδιο(1) για
διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος έλαβε υπόψη της όχι μόνο τις
τοποθετήσεις των δυο πλευρών που διετύπωσαν στη διάρκεια των τελευταίων
συνομιλιών, αλλά και το γεγονός, ότι η ύπαρξη του προβλήματος από το 1963
δημιούργησε δεδομένα που δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν. Αυτά τα
δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη τον πολυετή διαχωρισμό των εθνικών
κοινοτήτων, τους επέβαλε να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
56
Προνόμια σε πολυεθνικά κράτη δίνονται σε εθνικές κοινότητες ή ομάδες που
αριθμητικά αποτελούν μειοψηφία. Δεν νοείται λύση διεθνικών προβλημάτων
χωρίς την παραχώρηση προνομίων, γιατί τότε τα πολιτικά τους δικαιώματα θα
καταπατούνται από την πλειοψηφούσα εθνικότητα. Έτσι λοιπόν, στα δεδομένα
της Κύπρου, αν με το σχέδιο Ανάν δόθηκαν περισσότερα ή λιγότερα προνόμια
προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αυτό είναι θέμα υποκειμενικής
προσέγγισης. Εξαρτάται από την κρίση του σχεδίου, από άτομα, πολιτικά
σύνολα ή κρατικούς παράγοντες και σε αντιστοιχία με τα δικά τους εθνικά και
πολιτικά οράματα. Θα πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψη η γενεσιουργός αιτία της
δημιουργίας του προβλήματος, αλλά και η δυναμική αντίστασης της άλλης
κοινότητας στις απαιτήσεις της κυρίαρχης εθνικής ομάδας.
Γενικά το σχέδιο Ανάν εκτιμάται από όλους τους διεθνείς παράγοντες (ΟΗΕ,
ΕΕ και άλλους) ότι στηρίζεται σε ισορροπίες, ικανές να επανενώσουν τη χώρα.
Αν οι ισορροπίες αυτές διαταραχθούν, το όλο οικοδόμημα δεν μπορεί παρά να
57
καταρρεύσει. Γι’ αυτό και οι τροποποιήσεις που μπορούν να γίνουν σ’ αυτό,
πρέπει να αντιστοιχούν προς τα δεδομένα του συμβιβασμού και στη φιλοσοφία
της «συνεταιριστικής φιλοσοφίας».
Το σχέδιο που είχε προτείνει ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε και που στηρίζεται στις
μακροχρόνιες διαβουλεύσεις, ρητά διατυπώνει, ότι: «Η Ενιαία Κυπριακή
Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος με τη μορφή αδιάλυτου
συνεταιρισμού...» (άρθρο 2, παρ. 1 α). Με άλλα λόγια το κυπριακό κράτος
στηρίζεται στη φιλοσοφία της συνεταιριστικής ομοσπονδίας.
Αυτή η συνεργασία εκφράζεται πρώτα απ’ όλα, στην ενότητα δράσης της
ομοσπονδίας με τη δραστηριότητα των ξεχωριστών κρατιδίων, με σκοπό την
υλοποίηση των στόχων που έχουν γενική ή κοινή σημασία και αμοιβαίο
συμφέρον. Τα ομοσπονδιακά όργανα και τα όργανα των κρατιδίων
δημιουργούν ενιαίο κρατικό μηχανισμό και που όλα τα συστατικά του μέρη,
λειτουργούν με κατεύθυνση την υλοποίηση των τρεχουσών υποθέσεων που
έχουν κοινό κρατικό χαρακτήρα.
Για την παγκόσμια πρακτική και ειδικά των ομοσπονδιακών κρατών αυτό
δεν είναι κάτι το νέο. Στην ιστορία τους, όλα σχεδόν τα ομοσπονδιακά κράτη
πέρασαν αυτό το στάδιο για να φθάσουν το σημερινό τους επίπεδο. Στις ΗΠΑ
για παράδειγμα, συναντούμε όλες τις μορφές συνεταιριστικού κράτους:
συμφωνίες ανάμεσα στα συστατικά του μέρη, αλλά και τη συνεργασία της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τα states, ιδιαίτερα στον τομέα των
επιδοτήσεων. Και οι δυο πλευρές αναλαμβάνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις:
η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραχωρεί στο κρατίδιο ή τα κρατίδια επιδοτήσεις,
με αποτέλεσμα, η κεντρική κυβέρνηση και το κρατίδιο ή κρατίδια συμμετέχουν
από κοινού (συνεταιρίζονται) στην υλοποίηση των κοινών στόχων. Αλλά και σε
περιπτώσεις εκτάκτων καταστάσεων (force majore) η κεντρική κυβέρνηση δε
μένει απαθής, αλλά με επιπρόσθετα κονδύλια βοηθά το πληγέν κρατίδιο από το
ομοσπονδιακό ταμείο, χωρίς τα άλλα να διατυπώνουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις
ή ενστάσεις, ότι θα επηρεαστούν τα δικά του συμφέροντα, γιατί βασικό
στοιχείο του συνεταιρισμού είναι η αλληλεγγύη.
58
Συμφωνίες μεταξύ των κρατιδίων στις ΗΠΑ θα συναντήσουμε αρκετές. Στην
περίοδο της δεκαετίας του 1930 μια σειρά κρατίδια συνήψαν μεταξύ τους
δεκάδες συμφωνίες πάνω σε διαφορετικά θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Το
1934 επτά βορειοανατολικά κρατίδια υπέγραψαν συμφωνία που
ανταποκρίνονται στη σφαίρα αρμοδιότητας τους (αυτή η φράση διατυπώνεται
στο σχέδιο Ανάν) όσον αφορά τους κατώτερους μισθούς γυναικών και
ανηλίκων. Το 1935 ανάμεσα στα κρατίδια Τέξας, Οκλαχόμα, Κάνσας και άλλα,
υπογράφτηκε συμφωνία για τη διαχείριση των πετρελαιοπηγών και του
φυσικού αερίου.
Στο διάγγελμα του προς τον ελληνοκυπριακό λαό πριν από το δημοψήφισμα
της 24ης του Απρίλη 2004 για την αποδοχή ή μη του σχεδίου Ανάν, ο πρόεδρος
Τ. Παπαδόπουλος διακήρυξε (δακρύζοντας): «Παρέλαβα κράτος διεθνώς
ανεγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου
διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα». Αναλύοντας τις δυο πρώτες προτάσεις
αυτής της τοποθέτησης βρίσκουμε, ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγάγει
την ελληνοκυπριακή κοινότητα στο επίπεδο του κράτους που είναι «διεθνώς
αναγνωρισμένο» και που δεν θέλει να χάσει αυτό το status, δηλαδή ταυτίζει
πλήρως και αποκλειστικά την ελληνοκυπριακή κοινότητα με την Κυπριακή
Δημοκρατία. Στα προηγούμενα κεφάλαια έχουν αναλυθεί οι λόγοι
απομάκρυνσης και αποκλεισμού των τουρκοκυπρίων από τα όργανα εξουσίας
και πως παρέμεινε κυρίαρχη η μια κοινότητα. Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος με
αυτή τη διατύπωση επιμένει να συντηρηθεί η κατάσταση όπως είχε
διαμορφωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963. Σε τελευταία
ανάλυση απορρίπτει την πρόταση για συνεταιριστική ομοσπονδία και επιμένει
στην κυρίαρχη θέση της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
59
Η ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων και
ύστερα από σαράντα χρόνια διαχωρισμού και αντιπαράθεσης, να διέλθει αυτό
τον ιστορικό δρόμο ανάπτυξης, όσο επίπονη και αν είναι η πορεία
αυτοκάθαρσης από τις εθνικιστικές δοξασίες. Αν παραμείνει προσκολλημένη
στην πολιτική κληρονομιά του 1960 κάθε διαπραγμάτευση θα θεωρείται εξ
ορισμού μη αγωνιστική διαδικασία που εναντιώνεται άμεσα σε ένα βιωματικά
ουσιοποιημένο εθνικο-αγωνιστικό φρόνιμα και κάθε συμβιβασμός στην
καλύτερη περίπτωση θα φαντάζει «ενδοτικός» και το μέλλον θα φυλακίζεται σε
εθνικιστικά καλούπια. Ο κυπριακός λαός στο σύνολο του, θα πρέπει να
εκμεταλλευθεί τα θετικά που δημιούργησε ο διεθνής και εσωτερικός
παράγοντας, να αφήσει πίσω τη συντήρηση με τις εθνικιστικές προκαταλήψεις,
να προχωρήσει μπροστά με ανοικτό μυαλό για να ξεπεράσει τα προβλήματα και
να μετουσιώσει το όραμα της Ενωμένης Κύπρου σε πράξη. Είναι η ώρα των
ιστορικών συμβιβασμών.
Από την άποψη του διεθνούς Δικαίου, το δημοψήφισμα ήταν ένα και
αδιαίρετο και αποτελούσε υπόθεση του κυπριακού λαού, ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι ψήφιζαν χωριστά οι δύο κοινότητες. Οι κοινότητες δεν έχουν
διεθνή υπόσταση για να αποφασίζουν ξεχωριστά για το μέλλον του κυπριακού
κράτους, παρά μόνο για τη μορφή που μπορούν να του προδώσουν. Από την
άλλη όμως, αν η εκφρασθείσα θέληση ταυτίζεται, τότε το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος λαμβάνει διεθνή νομική υπόσταση.
60
αυτοδιάθεσης με τη θέληση της και να διαλύσει το κυπριακό κράτος και να το
εντάξει στην ελληνική επικράτεια, ο διεθνής παράγοντας και οι διεθνείς
συγκυρίες το επέτρεψαν. Με τις συνομιλίες που ακολούθησαν και μετά την
εισβολή της Τουρκίας το 1974, καταβλήθηκε προσπάθεια για αποκατάσταση
της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού στο σύνολο του και όχι στο
περιεχόμενο που τις έδινε η μια ή η άλλη κοινότητα. Αυτός ήταν και ο στόχος
του ΟΗΕ και της διεθνούς κοινότητας που για μισό αιώνα προσπαθεί να
ρυθμίσει αυτό το πρόβλημα.
Η 24η του Απρίλη 2004 είχε οριστεί με τη συγκατάθεση των ηγετών και των
δυο κοινοτήτων, το ιστορικό ραντεβού για έκφραση της θέλησης τους από
κοινού για το μέλλον της χώρας τους με την αποδοχή του σχεδίου που
συζήτησε και ολοκλήρωσε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ. Σ’ αυτό το ραντεβού η
ελληνοκυπριακή κοινότητα απάντησε αρνητικά με την απόρριψη του σχεδίου,
ενώ η τουρκοκυπριακή το αποδέχτηκε. Αν η απόφαση της τελευταίας
ταυτιζόταν με αυτή των ελληνοκυπρίων ίσως να δημιουργούνταν τέτοιες
συνθήκες που θα τροχοδρομούσαν τον οριστικό διαχωρισμό της χώρας. Οι
ελληνοκύπριοι δεν προβληματίστηκαν κι’ ούτε τους απασχόλησε αυτό το
ενδεχόμενο. Βρισκόταν έξω από το πεδίο σκέψης τους. Παρέμεναν
«σώκλειστοι» στο δικό τους καθαρό ελληνοκυπριακό κράτος, στο «κράτος-
κοινότητα».
61
ποσοστά που έδωσε κάθε ένας για να συμπληρωθεί το 76% του ΟΧΙ δεν
ενδιαφέρει τη διεθνή κοινότητα Όλα αυτά αφορούν μόνο την κομματική
διαπάλη στο εσωτερικό της χώρας.
Από την εποχή της αποδοχής της αρχής της ομοσπονδίας, η κρατική και
πολιτική ηγεσία απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει πως ακριβώς
αντιλαμβανόταν την ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού κράτους.
Αντίθετα, κατά καιρούς δυνάμωναν και οι φωνές ενάντια στην ομοσπονδία, με
κύριο εκφραστή τους τον Τ. Παπαδόπουλο που την χαρακτήριζε «κυριαρχία
των τουρκοκυπρίων στο βορρά και συγκυριαρχία στο νότο» γιατί δεν υπήρχε
συγκεκριμένη αντίληψη της ομοσπονδιακής διάθρωσης του κυπριακού
κράτους. Ούτε και υπήρχε επιστημονικός προβληματισμός για ανατροπή της
θέσης του κ. Τ. Παπαδόπουλου, ότι η άποψη του μπορεί να λειτουργούσε και
αντίθετα δηλαδή, «κυριαρχία των ελληνοκυπρίων στο νότο και συγκυριαρχία
στο βορρά». Στην ουσία της, η θέση του κ. Τ. Παπαδόπουλου περισσότερο
μιλούσε για «καθαρότητα» κράτους παρά για επανένωση της χώρας. Αυτή η
«καθαρότητα» διατυπώθηκε στο διάγγελμα του με τη θέση για «κοινότητα –
κράτος».
62
Πολιτικό όραμα των Νέων Οριζόντων, όπως οι ίδιοι το διατυπώνουν, είναι η
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης. Βέβαια, ποτέ δεν διευκρινίστηκε, αν
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης σημαίνει και εφαρμογή των 13 που
πρότεινε ο Μακάριος. Αυτό το ζήτημα παραμένει αδιευκρίνιστο και δεν έχει
ξεκαθαριστεί. Από το 1964 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα υποστήριζε,
ότι επιστροφή στη συνταγματική τάξη του 1960 ήταν αδύνατη. Βέβαια, δεν
θεωρείται τόσο αναγκαία η διευκρίνηση, γιατί η επιστροφή στο σύνταγμα της
Ζυρίχης θα πρέπει να καταταγεί στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.
63
κυπριακή κοινωνία, θα τη βοηθήσει να σχηματίσει αντικειμενική αντίληψη των
θέσεων των πολιτικών κομμάτων και της κρατικής μας ηγεσίας.
Η πολιτική της ηγεσίας του ΔΗΚΟ στο κυπριακό δεν μπορεί να διαχωριστεί
από αυτή της κυπριακής κυβέρνησης και ειδικά του Προέδρου Τ.
Παπαδοπούλου. Μένει σταθερά και αμετάκλητα προσηλωμένη στην πολιτική
της «κοινότητας-κράτους». Αυτή η αντίληψη διατυπώνεται σε όλες τις
αποφάσεις της και είναι έντονα αντίθετη με οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στο
κυπριακό.
64
που στην ουσία της σημαίνει «ελληνοκυπριακή κοινότητα=κράτος» είναι η
θέση που με φανατισμό προσπαθεί να επιβεβαιώσει η ηγεσία του ΔΗΚΟ. Σε
τελευταία ανάλυση, η θέση αυτή οδηγεί στο ακόλουθο σχήμα: η
ελληνοκυπριακή κοινότητα διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα το κυπριακό
κράτος και οι τουρκοκύπριοι απολαμβάνουν τα «ευρωπαϊκά» τους δικαιώματα
ενσωματωμένοι σ’ αυτό. Με άλλα λόγια επανέρχεται στην πολιτική φιλοσοφία
προσέγγισης του κυπριακού που επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60
την οποία, ο τότε πρόεδρος Μακάριος τη διατύπωνε ως ακολούθως: «Έχομεν
ήδη μιαν καθαρώς ελληνικήν κυβέρνησιν εις την νήσον. Οι τούρκοι δεν
μετέχουν της κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν...»
και εννοούσε σε διευθέτηση του κυπριακού. Και τώρα γιατί «να
σπεύσωμεν...»; Αυτή η λογική έχει υποβληθεί και κυριάρχησε στην
καταπληκτική πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων.
65
Κανείς δε γνωρίζει τι λεγόταν στους διάλογους Πάουερ-Χριστόφια που
γίνονταν πριν από το δημοψήφισμα. Το γεγονός είναι ένα: όταν ένα πρόβλημα
μετά από χρόνιες συζητήσεις και ειρηνικές διαπραγματεύσεις φτάνει στο τέλος
του, δεν μπορεί η μια από τις δύο πλευρές να κρεμάσει το σπαθί πάνω από το
κεφάλι της άλλης. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο. Το δεύτερο, η μικρή Κύπρος
δεν μπορεί να δεσμεύσει τις μεγάλες δυνάμεις που συνθέτουν τα μόνιμα μέλη
του Συμβουλίου Ασφαλείας με a priori πράξεις και ενέργειες που εμπίπτουν
αποκλειστικά και μόνο στην ευθύνη τους. Η λήψη στρατιωτικών μέτρων για
εφαρμογή των αποφάσεων τους εξετάζεται συγκεκριμένα στις δεδομένες
συνθήκες, όταν απειλείται η ειρήνη και η ασφάλεια. Η εφαρμογή
κατασταλτικών μέτρων αποτελεί την τελευταία ενέργεια στις αποφάσεις του
Συμβουλίου Ασφαλείας. Τρίτο, πως είναι δυνατόν το Συμβούλιο Ασφαλείας να
παραβλέψει όλες τις άλλες διαδικασίες που προβλέπει το Καταστατικό του πριν
φθάσει στη χρήση κατασταλτικών μέτρων επειδή το ζητά η Κύπρος. Γιατί
άμεση χρήση αυτών των μέτρων, εκτός του ότι απαιτεί τεράστια κινητοποίηση
στρατιωτικών δυνάμεων με καταβολή σημαντικών οικονομικών μέσων, το ίδιο
το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να δημιουργεί τέτοιες κρίσεις, αν υπάρχει
περίπτωση να διευθετηθούν διαφορετικά. Τέταρτο, πως ήταν δυνατό να
πεισθεί η Τουρκία να αποδεχτεί την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ, όταν είχε το δεδομένο της καλής πίστης που επέδειξε με την αποδοχή
του σχεδίου Ανάν και πολύ περισσότερο την ώρα που οδεύει προς την
Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει πάνω από το κεφάλι της τέτοια απόφαση του ΟΗΕ.
Είναι σαν να αποδεχόταν εκ των προτέρων, ότι αυτό που συμφώνησε δεν θα
το εφαρμόσει. Και η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορούσε να
δώσει αδιαμφισβήτητα στοιχεία, ότι η Τουρκία δεν θα εφάρμοζε τα
συμφωνηθέντα, δηλαδή θα παραβίαζε τη διεθνή αρχή pacta sunt servanda.
Η ουσία της απόρριψης και της ταύτισης της ηγεσίας του ΑΚΕΛ με το
εθνικιστικό κατεστημένο βρίσκεται σε αιτίες βαθύτερες, όπως μη ανάληψη
ευθυνών, επαναλαμβάνοντας την πολιτική του 1959, η συστράτευση με τις
εθνικιστικές δυνάμεις σε συσχετισμό με τον διαμοιρασμό της εξουσίας και
τέλος η ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων στο «κοινότητα-κράτος». Αυτή η
θέση επαληθεύεται με την πολιτική που ακολουθεί στη μετά – δημοψήφισμα
εποχή, όπου ξεχάστηκαν οι προϋποθέσεις που έθετε για αποδοχή του σχεδίου
Ανάν. Από το τέλος Απριλίου η ηγεσία του ΑΚΕΛ συζητά και θα συζητά μέχρι το
τέλος της θητείας του κ. Τ. Παπαδόπουλου για να βρεθεί η κοινή μεταξύ τους
γραμμή στη διευθέτηση του κυπριακού, αν ποτέ βρεθεί. Το πρόβλημα δεν είναι
αν θα βρεθεί, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει κοινή συνισταμένη.
Σήμερα η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν μιλά και δεν «κουνά το δακτυλάκι της» προς
την κατεύθυνση των διακηρύξεων της συνδιάσκεψη της, διαδραματίζοντας ένα
αλλόκοτο παιχνίδι: για να καθησυχάζει τις κομματικές της μάζες διατυπώνει τη
66
θέση, ότι «το σχέδιο Ανάν είναι στο τραπέζι» αλλά στην ουσία ταυτίζεται
απόλυτα με τις θέσεις του Προέδρου και των κομμάτων του κυβερνητικού
συνασπισμού που θεωρούν το σχέδιο και κλινικά νεκρό. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ
στην πράξη αποδέχεται την ουσιαστική απόρριψη του σχεδίου και την
επιστροφή στο σύνταγμα της Ζυρίχης με μερικές τροποποιήσεις, έτσι που σε
τελευταία ανάλυση θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των
τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία για να παραμείνει και να
υλοποιηθεί η θέση του προέδρου για «κοινότητα- κράτος».
67
την ορθότητα της θέσης τους αλλά για να πεισθούν ότι υπάρχουν και άλλες
παράλληλες διευθετήσεις. Διαφορετικά ο κύκλος των επαφών της ηγεσίας του
ΑΚΕΛ έχει ολοκληρωθεί και θα παραμείνει απλώς το σύνθημα της
επαναπροσέγγισης χωρίς περιεχόμενο, στείρο και αρνητικό. Και δεν θα είναι το
μοναδικό επακόλουθο: ολόκληρη η πολιτική ηγεσία των τουρκοκυπρίων θα
κατηγορείται από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, ότι είναι απρόθυμη να δει τις νέες
πραγματικότητες, να δείξει κατανόηση των ανησυχιών και των προβλημάτων
των ελληνοκυπρίων και να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος. Το δικό
της πρόβλημα, η ηγεσία του ΑΚΕΛ θα προσπαθήσει να το μετακυλήσει στους
ώμους των τουρκοκυπριακών πολιτικών σχηματισμών.
68
Η συμμαχία των κυβερνώντων κομμάτων διατυπώνει με επιμονή την
άποψη, ότι δεν δέχεται ούτε αυστηρά χρονοδιαγράμματα ούτε και επιδιαιτησία,
όπως υπήρχε στις προηγούμενες συνομιλίες. Η επιδιαιτησία(3) παρ’ όλο που
είναι μια μέθοδος επίλυσης διεθνών προβλημάτων και προνοείται από τις
καταστατικές αρχές του ΟΗΕ, δεν είναι υποχρεωτική αν η μια πλευρά δεν την
εγκρίνει. Γι’ αυτό και η γραμματεία του διεθνούς οργανισμού δεν επέμενε σ’
αυτή τη διαδικασία για επανέναρξη των συνομιλιών.
69
οδηγήσουν σε ταυτότητα θέσεων και εξεύρεσης συμβιβασμού. Από την άλλη, η
λαϊκή αντιπροσώπευση που θα εκφραστεί με τη σύσταση συντακτικής
συνέλευσης, θα εκτοπίσει σε μεγάλο βαθμό τις εθνικιστικές δυνάμεις που
αντιτάσσονται σε οποιαδήποτε λύση που δεν θα είναι «νίκη του ελληνισμού» ή
εκείνες τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται την πολιτική της διζωνικής
ομοσπονδίας προβάλλοντας μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις ή θα αναγκάσει όλες
αυτές τις δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο κυπριακό
πρόβλημα.
70
ΜΕΡΟΣ Β
71
1. Ο πολιτικός λόγος της αριστεράς
72
της αριστεράς αποτελούν τμήμα μιας ευρύτερης ιδεολογικο-πολιτικής
πλατφόρμας αρχέγονης αντίληψης για «αντίσταση» στον αγγλο-αμερικάνικο
ιμπεριαλισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά από τις δηλώσεις και αποφάσεις
της ηγετικής ομάδας – ‘’η Αγγλία είναι ο κακός δαίμονας της Κύπρου’’ και
άλλα.
Μετά το 1974 και ύστερα από αρκετούς κλυδωνισμούς στο λόγο της ηγεσίας
του ΑΚΕΛ τοποθετήθηκε και η λέξη «ομοσπονδία», όχι σαν ουσιαστικό αλλά
σαν ένα άλλο επίθετο δίπλα στα τόσα άλλα. Γιατί αν ήταν ουσιαστικό δεν θα το
είχε τοποθετήσει στο επίπεδο του φαινομένου που είναι ασταθές και
εναλλασσόμενο, όπως το εξετάζει η διαλεκτική φιλοσοφία, αλλά σαν
ουσιαστικό και αναλλοίωτο. Απέφυγε ακόμη και να το μελετήσει, γιατί ένα
φαινόμενο δεν μπορεί να γίνει γνωστό παρά μόνο διαμέσου της ιστορίας του.
Γι’ αυτό και στο λόγο της η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν τοποθετεί την ομοσπονδία σε
δομικό επίπεδο, αλλά σαν υποχώρηση, συμβιβασμό (προσωρινό;), όπως και το
1960 θεωρούσε την ανεξαρτησία.
73
την άποψη της διευθέτησης του εθνικού προβλήματος). Γιατί και σε προέκταση
«υποχώρηση» θεωρείται και η αναχώρηση από την «ένωση».
74
2. Ναι στο σχέδιο Ανάν, αλλά γιατί;
3. Η αντίληψη, ότι οι ελληνοκύπριοι είναι πιο έξυπνοι και δραστήριοι γι' αυτό
και η κοινωνία μας έχει αναπτυχθεί και το βιοτικό μας επίπεδο βρίσκεται σε
ζηλευτά επίπεδα, ενώ των τουρκοκυπρίων πολύ χαμηλά και αυτό για πολλούς
είναι αποτέλεσμα της τεμπελιάς τους και του χαμηλού πνευματικού τους
επιπέδου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κλασσική μορφή ρατσιστικής
αντιμετώπισης. Αυτό βέβαια, δεν βαραίνει τους απλούς ανθρώπους που τους
είναι αδύνατο να εμβαθύνουν σε πολύπλοκα ζητήματα, αλλά την
ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία που άφησε να καλλιεργηθεί τέτοια
αντιμετώπιση. Αλήθεια τρίτη.
75
6. Ο αγώνας του λαού μας πήρε άλλη μορφή. Η απελευθέρωση και η
επανένωση του νησιού κύριος στόχος. Αλλά ποια μορφή θα είχε το κράτος;
Οπωσδήποτε δεν μπορούσε να έχει την προηγούμενη μορφή του ούτε και η
ελληνοκυπριακή κοινότητα να είναι η κυρίαρχη όπως ήταν από το 1964 -
1974. Ύστερα από αρκετές παλινδρομήσεις η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία
αποδέχτηκε να παραχωρήσει μέρος της εξουσίας και στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα - συμφώνησε στην ομοσπονδιακή διάρθρωση του κυπριακού
κράτους. Αλήθεια έκτη.
10. Είναι η πρώτη φορά από το 1964 που οι απόψεις των δύο κοινοτήτων της
χώρας μας πλησιάζουν τόσο πολύ. Το σχέδιο Άναν τις φέρνει στα πρόθυρα
της λύσης γιατί αποφεύγει τις μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις για τη μια και την
άλλη κοινότητα. Το κυριότερο όμως είναι το γεγονός της επανένωσης της
πατρίδας μας. Χωρίς τείχη και συρματοπλέγματα. Επιβάλλει την πολιτική της
συναίνεσης και του πολιτικού συμβιβασμού, της ισότητας και του σεβασμού
της διαφορετικότητας. Αλήθεια δέκατη.
76
Το σχέδιο Άναν μόνο εμείς, ε/κ και τ/κ μπορούμε να το κάνουμε βιώσιμο και
λειτουργικό. Για να αποκαταστήσουμε τα σύνορα του κυπριακού κράτους και
επανενωμένη τη χώρα μας να την εντάξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα
σύνορα του κυπριακού κράτους να αποτελούν την εσχατιά της Ευρώπης.
77
3. «Αφήνεται στον πατριωτισμό σας».
Στα πρώτα στάδια της παιδικής μου ηλικίας, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι
έννοιες και ιδέες, γνώριζα, ότι για να είναι κάποιος πατριώτης έπρεπε να φέρει
μύστακα. Όσο μεγαλύτερος ήταν μύστακας τόσο περισσότερο πατριώτης
φάνταζε. Ρωτούσα συνεχώς τον πατέρα μου γιατί δεν καλλιεργούσε μύστακα
και μάλιστα αρκετά μεγάλο, εφόσον τον έβλεπα να συμμετέχει στα κοινά του
χωριού μου. Απέφευγε να μου απαντήσει. Η απάντηση, όμως ήλθε πολύ
γρήγορα. Ήμουν γύρω δέκα χρονών, όταν ένα βράδυ ξεσηκώθηκε η
πλειοψηφία του χωριού μαζί και ο πατέρας μου. Σε όλα τα σπίτια του χωριού
που τις Κυριακές δεν κρεμούσαν ελληνική σημαία κάποιοι έγραψαν:
«Μήπως είναι τουρκόσπιτο»; Ήταν γύρω στο 1956 αν θυμάμαι καλά.
Στο χωριό μου την Αφάνεια, ζουν και τουρκοκύπριοι. Την επομένη,
περνούσε έξω από το σπίτι μας ο τουρκοκύπριος Σιαπάνης και σταμάτησε όπως
κάθε μέρα να μας δώσει πεπόνια από την παραγωγή του. Η μάνα μου τον
φίλεψε με καφέ, όπως πάντα και ο Σιαπάνης ρώτησε τον πατέρα μου τι γράφει
στον τοίχο του σπιτιού μας. Για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω τι ειπώθηκε
μεταξύ τους γιατί ο πατέρας μου του απάντησε στα τούρκικα. Το μόνο που
κατάλαβα με το τέλος της συνομιλίας τους ήταν η φράση του Σιαπάνη: «Ο
θεός να μας προσέχει».
Οι πατριώτες με μεγάλους μύστακες, πλήθαιναν και στη μια και στην άλλη
πλευρά. Η γης σκαφτόταν συνέχεια και δεχόταν τους ήρωες-θύματα της
εξαλλοσύνης μας. Σκότωναν οι άγγλοι, σκότωναν οι τουρκοκύπριοι, σκότωναν
οι ελληνοκύπριοι. Και η αιτία; Αυτός ο «μερράς» που λέγεται Κύπρος. Και
κανένας δεν σκέφτηκε: «καλά δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά να ζήσουμε
ειρηνικά χωρίς σκοτωμούς»; Οι μύστακες, όμως, δεν μπορούσαν να κάνουν
διαφορετικά: οι μεν κοίταζαν προς τον «αιώνιο πόθο - την ένωση». και οι
άλλοι προς τη «διχοτόμηση». Οι αποικιοκράτες υποστήριζαν το δικαίωμα
«αυτοδιάθεσης» και στις δυο κοινότητες.
78
έλεγαν ο καθένας την κοινότητα του. Και τον Δεκέμβρη του 1963 άρχισαν τα
γεγονότα. Κάποιοι έλειπαν από την τάξη μου. Όπως μας είπαν οι ίδιοι, είχαν
ήδη προετοιμαστεί στη χρήση όπλων πριν από τα γεγονότα του Δεκέμβρη.
Όπως έγινε και στην άλλη πλευρά. Εμείς, οι πλειοψηφία των μαθητών
παρακινούμενοι από τους μυστακοφόρους κάναμε σχεδόν καθημερινά
διαδηλώσεις με σύνθημα <<ένωσης και μόνον ένωσης>>. Εχθρός μας τώρα
δεν ήταν ο άγγλος αποικιοκράτης, αλλά οι τουρκοκύπριοι. Ήταν ο Αχμέτ ο
συγχωριανός μου - που μας έκτισε το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, ήταν ο
εννιάχρονος τότε Ιμπραήμ, γιος του χότζα Νιαζί, ο οποίος στον Β' παγκόσμιο
πόλεμο ήταν μαζί με τον πατέρα μου στρατιώτες στο ίδιο χαράκωμα και
υπεράσπιζαν τα ίδια ιδανικά.
Για τη δική μας ανταρσία κανένας δεν μιλούσε. Οι διαδηλώσεις για την
«ένωση» πλήθαιναν, τη διάλυση του κράτους της Κύπρου εμείς την
επιδιώκαμε. Μουστακαλήδες, παπάδες, δεξιοί, σοσιαλιστές, κεντρώοι και
κομμουνιστές σε ένα παραλήρημα εθνικιστικού πατριωτισμού, θέλαμε να
διαλύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία και να την εντάξουμε στην ελληνική
επικράτεια. Εχθρός αυτής της πρακτικής πολιτικής που αναπτύχθηκε, η
τουρκοκυπριακή κοινότητα, που δεν ήθελε να απορροφηθεί στο ελληνικό
κράτος. Και η αντιπαράθεση οξύνθηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί εμείς οι
ελληνοκύπριοι σαν κράτος πια, είχαμε το απάνω χέρι. Και με αυτή την
αλαζονική πολιτική φτάσαμε στο τραγικό και για μας και για τους
τουρκοκύπριους διαχωρισμό με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή
Μου λένε, «μη πηγαίνεις σαν τουρίστας, αλλά σαν προσκυνητής». Δεν
γνωρίζω τι ακριβώς είμαι: «τουρίστας ή προσκυνητής». Αυτό που είμαι βέβαιος
είναι ότι αγαπώ την πατρίδα μου και θέλω να τη γνωρίσω. Χωρίς ταμπέλες ή
χαρακτηρισμούς. Αυτοί που μοιράζουν χαρακτηρισμούς και ταμπέλες δεν με
ενδιαφέρουν. Η ίδια η κοινωνία των πολιτών θα τους προσπεράσει.
79
Μπορεί κάποιοι να ισχυριστούν, ότι «είσαι τουρίστας, δεν είσαι πατριώτης».
Ναι, εκνευρίζομαι που χρειάζεται να πάρω εκείνο το άχρηστο χαρτί, αλλά και
όταν με σταματούν στην επιστροφή. Εκνευρίζομαι ακόμη περισσότερο, όταν οι
τουρκοκύπριοι φίλοι μου πρέπει να επιστρέψουν τα μεσάνυκτα, λες και είναι
φυλακισμένοι και βγήκαν με δωδεκάωρη άδεια. Θέλω να κυκλοφορώ σε όλη
την Κύπρο, χωρίς να συναντώ συρματοπλέγματα και ξένους στρατούς.
Δεν ξέρω αν τώρα που επισκέπτομαι τα κατεχόμενα κάτω από τις σημερινές
συνθήκες και όρους, ο πατριωτισμός μου είναι λιγότερος από κάποιους άλλους.
Διερωτώμαι όμως: ποιο το περιεχόμενο του όρου «πατριωτισμός» στις
σημερινές συνθήκες; Γιατί πολύ συχνά ακούω να λένε: «αφήνεται στον
πατριωτισμό σας». Δεν λένε, όπως τότε «αφήστε μύστακα». Ποιος είναι σε
θέση να εξηγήσει στους πολίτες του κυπριακού κράτους (ελληνοκύπριους και
τουρκοκύπριους) αυτό τον όρο; Οι μυστακοφόροι, οι κεντρώοι, οι σοσιαλιστές
ή οι κομμουνιστές;
80
4. Το τούνελ του χρόνου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που περνούσα κάτω από τα σκέπαστρα του
Λήδρα Πάλας για να επισκεφθώ τους τουρκοκύπριους φίλους μου. Βέβαια δεν
θα ξεχάσω την πρώτη μέρα που πρώτος εμφανίστηκα στο οδόφραγμα του
Περγάμου και ο πρώτος που άνοιξε τον κατάλογο. Συγκινημένος έτρεχα πίσω
στο χρόνο, είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια. Συγκίνηση, δάκρυα,
αγκαλιές, καλωσόρισμα από τους συγχωριανούς μου. Συνάντησα τους
παιδικούς μου φίλους, που μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο στα αλώνια της Αφάνειας.
Η κουβέντα μας στράφηκε στην πολιτική. Η συζήτηση για τις σπουδές των
παιδιών μας μπορούσε να περιμένει. Εξάλλου από αυτήν θα εξαρτηθεί και το
δικό τους ειρηνικό μέλλον. Διερωτηθήκαμε ποίοι φέρουν την ευθύνη και πως
εμείς η κοινωνία των πολιτών, η νεολαία εκείνης της εποχής αφήσαμε να μας
παρασύρει ο εθνικισμός και χάσαμε γονείς, αδέλφια και φίλους σ΄ αυτή την
αλλοπρόσαλλη πολιτική των ηγεσιών και των δύο κοινοτήτων.
81
κυριότερο, ότι δεν θα μπορούσε να απορροφηθεί από την ελληνοκυπριακή
πλειοψηφία, που τελικός της στόχος ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Τα ίσα δικαιώματα που αναφέρονται στην πιο πάνω απόφαση της Κ.Ε ΑΚΕΛ δεν
είναι τίποτε άλλο παρά πολιτιστικά δικαιώματα, δηλαδή να έχει η τ/κ κοινότητα
τα δικά της εθνικο-πολιτιστικά κέντρα σχολεία, τζαμιά, μουσεία, τύπο,
αθλητικά κέντρα. Με άλλα λόγια ζητούσαμε να ανταλλάξουμε την πολιτική
εξουσία που τους είχαμε παραχωρήσει με την υπογραφή μας με πολιτιστικά
δικαιώματα. Γι’ αυτό και η πολιτική ηγεσία της ε/κ κοινότητας ετοίμασε τον
«Χάρτη των δικαιωμάτων των μειονοτήτων» και σαν κυπριακή κυβέρνηση τον
κατέθεσε στη Γ.Σ. του ΟΗΕ τον Οκτώβρη του 1965. Οι θέσεις για πολιτιστικο-
εθνική αυτονομία της τ/κ κοινότητας ήταν στη βάση και στο περιεχόμενο τους
εθνικιστικές και όποιος υιοθετεί την άποψη του εθνικισμού «δεν τον
στενοχωρεί ούτε ότι θα κτίσει τείχη σε κάθε πόλη, σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε
χωριό» γράφει κάπου ο Λένιν. Και στην Κύπρο σε κείνη την περίοδο
υιοθετήθηκε η άποψη του εθνικισμού και κτίστηκαν τείχη παντού, ακόμα και
στο πιο μικρό χωριό, μέχρι που φτάσαμε στο μεγάλο τείχος που μοιράζει
ολόκληρη την πατρίδα μας.
Το σχέδιο Ανάν συντάχτηκε τον 21ο αιώνα και όχι στα μέσα του
περασμένου αιώνα. Πιστεύω ότι το γνωρίζει ο κ. Β. Γεωργίου. Από τότε μέχρι
σήμερα συνέβησαν τέτοια γεγονότα που είτε μερικοί το θέλουν είτε όχι δεν
μπορούν να στρέψουν την κοινωνία σαράντα χρόνια πίσω. Δεν έχουμε άλλη
επιλογή αν πραγματικά θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα μας, Το σχέδιο Ανάν
μας δίνει διέξοδο. Χωρίς να λέμε, ότι δεν χρειάζονται μεγάλα αποθέματα
συμβιβασμού, κατανόησης, συναίνεσης και διαλόγου, για να κερδίσουμε την
εμπιστοσύνη των τουρκοκυπρίων συμπολιτών μας και να οικοδομήσουμε μαζί
το κοινό μας μέλλον.
Ο Γ.Γ του ΟΗΕ έλεγε την αλήθεια, ότι στις 10 Μαρτίου είχαμε ραντεβού με
το ιστορικό μας πεπρωμένο. Δυστυχώς, ο ογκόλιθος που ονομάζεται Ντεκτάς
μας ανέκοψε το δρόμο. Αν όμως, στις νέες προοπτικές που διαγράφονται μέχρι
την 1η Μαΐου 2004, μπούμε στο zaman tüneli με κατεύθυνση το βορρά, όπως
εισηγείται ο κ. Β. Γεωργίου, αν με διάφορες δικαιολογίες περί πλειοψηφιών και
μειοψηφιών, περί λειτουργικότητας και βιωσιμότητας αποτελέσουμε το βράχο
που θα ανακόψει το νέο ραντεβού με το ιστορικό μας πεπρωμένο, τα τείχη της
διχοτόμησης θα είναι οριστικά. Και οι επιπτώσεις απροσδιόριστες.
82
5. Μπροστά στο σταυροδρόμι.
Αυτό το νησί ανήκει στο λαό του, που το αποτελούν οι τουρκοκύπριοι και οι
ελληνοκύπριοι. Οι αποφάσεις και οι ενέργειες της μιας ή της άλλης εθνικής
κοινότητας επηρεάζουν το μέλλον του κυπριακού λαού σαν συνόλου. Γι΄ αυτό
και το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν δεν θα έχει επιπτώσεις μόνο στη μια
κοινότητα. Θα καθορίσει και το μέλλον της άλλης.
Για μισό αιώνα οι κοινότητες μας ζουν απομονωμένες η μια από την άλλη.
Περάσαμε όλοι μας σαν σύνολο δύσκολες καταστάσεις, με αντιπαραθέσεις,
ένοπλες και μη. Αυτό τον μισό αιώνα φορτωθήκαμε εμπειρίες και καταλήξαμε
και οι δυο κοινότητες, στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε σε
ειρήνη με μοιρασμένη την Πατρίδα μας. Η ευτυχία των κατοίκων αυτού του
νησιού εξαρτάται από την κοινή συμβίωση.
Τα οργανωμένα πολιτικά σύνολα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι και των δυο
κοινοτήτων είναι αναγκαίο να υπερπηδήσουν την εθνική τους εσωστρέφεια.
Να διαβουλευθούν μεταξύ τους πριν πάρουν τις οριστικές τους αποφάσεις.
Γιατί είναι αυτά, τα οργανωμένα πολιτικά σύνολα που θα κυβερνήσουν από
κοινού αυτό το κράτος στο σύντομο μέλλον. Αν οι διαβουλεύσεις και οι
αποφάσεις περιοριστούν σε εθνικά κριτήρια και εκτιμήσεις είναι δυνατόν να
διολισθήσουν σε εθνικιστικές τοποθετήσει Είναι η ώρα να δοθεί η ευκαιρία
στη συναίνεση που θα βοηθήσει στην επανένωση της χώρας μας. Η πρόταση
Ανάν δίνει τη βάση προς αυτή την κατεύθυνση. Στην εξέταση της πρότασης
του Γ.Γ. του ΟΗΕ δεν πρέπει να κυριαρχήσει η αντίληψη της νίκης της μιας
πλευρά πάνω στην άλλη. Αντίθετα, στην προτεινόμενη ομοσπονδιακή
διάρθρωση του κράτους μας είναι αναγκαίο να προσδώσουμε καθήκοντα
ενότητας της κοινωνίας και του λαού μας, στη βάση του συνεταιρισμού, των
κοινών συμφερόντων. Καθήκοντα ενότητας που να εδράζονται στις αρχές της
συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Η πρόταση Ανάν που θα αποτελέσει το
σύνταγμα του κοινού μας κράτους όχι μόνο θέτει τέλος στην μακρόχρονη
αντιπαράθεση και αποξένωση των δυο κοινοτήτων, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί
και την αφετηρία για παραπέρα οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη
του συνόλου του κυπριακού λαού.
83
επιείκειας σε ότι υπήρξε ή σε ότι υπάρχει. Είναι μια δυναμική αντιμετώπιση,
που συνίσταται στο να προβλέπει κανείς, να καταλαβαίνει και να προάγει
οτιδήποτε εκδηλώνει θέληση για κοινή συμβίωση.
*Το άρθρο αυτό γράφτηκε από κοινού με τον Hasan Yalkut, που κατάγεται
από τον Άγιο Συμεών Καρπασίας. Έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο του
1974. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Αλήθεια», «ORTAM», «YENI
DÜZEN, «AFRIKA» πριν από το δημοψήφισμα.
84
6. Που οδηγείται η αριστερά;
Τρία χρόνια αργότερα γλίστρησαν ξανά στο σύνθημα της ένωσης, γιατί δεν
είχαν το θάρρος να διαφωνήσουν ανοικτά με τον Μακάριο και να αντισταθούν
στον εθνικισμό. Κάτι ψέλλισαν στα παρασκήνια. Φοβήθηκαν να πουν ανοικτά
την άποψη τους, ότι δεν συμφωνούσαν για αναθεώρηση του συντάγματος. Και
τότε επικαλέστηκαν τις διαθέσεις της πλειοψηφίας του λαού και το άλλοθι της
επιβολής της ανεξαρτησίας. Και τελικά οδηγηθήκαμε στη διχοτόμηση και τα
συρματοπλέγματα.
Το ΑΚΕΛ βρίσκεται για πρώτη φορά στην ιστορία του στην εξουσία. Μήπως
αυτό μετρά περισσότερο από την επανένωση της χώρας μας; Προτιμά να τη
μοιράζεται με αυτούς που δεν τους ενδιαφέρει η λύση, με αυτούς «που δεν
συμμερίζεται τις εκτιμήσεις» τους παρά με τους τουρκοκύπριους σε μια
επανενωμένη Κύπρο; Πως αλλιώς θα πρέπει να εξηγείται το ΟΧΙ. Έστω και μη
βροντερό! Και τι σημαίνει μη βροντερό;
Η κάλυψη πίσω από τα συναισθήματα του λαού που κάποιοι ηγετικοί κύκλοι
καλλιέργησαν συμπεριλαμβανομένων και στελεχών του κόμματος της
αριστεράς δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για απόρριψη του σχεδίου Ανάν.
Και εφόσον όλες οι εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ είναι θετικές για το σχέδιο
Ανάν πως καταλήγει στην απόρριψη αντί στο ΝΑΙ; Γιατί δεν διαχωρίζει την
αναβολή των δημοψηφισμάτων από τη γενικότερη θετική εκτίμηση; Να
παλέψει για το ΝΑΙ αλλά και για την αναβολή.
85
«παροξυσμούς». Να γίνεσαι συμμέτοχος και να επαυξάνεις την ισχύ του
παροξυσμού γιατί φοβάσαι να τον πολεμήσεις και να αποδείξεις την ορθότητα
των «εκτιμήσεων» σου. Τότε προς τι οι εκτιμήσεις; Για να επικαλείσαι και
πάλιν, μετά από δεκαετίες, ότι «εμείς τα λέγαμε»; Όταν πια το κακό θα έχει
συντελεστεί;
Η ηγεσία του ΔΗΣΥ τοποθετήθηκε με το σπαθί της στην ηγεσία του αγώνα
του κυπριακού λαού για επανένωση της πατρίδας μας. Χωρίς ενδοιασμούς και
χωρίς φόβο έναντι του «παροξυσμού» και πολύ περισσότερο έναντι του
κινδύνου να διασπαστεί εξ αιτίας της σύνθεσης των μελών του. Διέρρηξε τις
σχέσεις της με τον εθνικισμό που την κατηγορούσαμε για χρόνια. Είναι το
κόμμα που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των τουρκοκυπρίων και όχι
κλαψουρίζοντας να επιζητά την «κατανόηση τους για τις ανησυχίες και τους
προβληματισμούς των ελληνοκυπρίων», όπως αναφέρεται στην απόφαση της
Κ.Ε. του ΑΚΕΛ που αντικατέστησε το διεθνισμό και την αλληλεγγύη με την
κατανόηση περί εθνικισμού.
86
7. «ο φτωχός και άφραγκος τουρκοκύπριος».
2. Ίσως να διαφεύγει του αγαπητού Χασάν ή να μην το έχει διαβάσει, ότι στα
πρώτα χρόνια που λειτούργησε η Κυπριακή Δημοκρατία το ζητούμενο ήταν ο
«φτωχός τούρκος». Από πού προήλθε η διαίρεση των δημαρχείων το 1960 και
κατοχυρώθηκε στο σύνταγμα του κυπριακού κράτους; Δεν το ζήτησε η
τουρκοκυπριακή αλλά η ελληνοκυπριακή ηγεσία «...επειδή αι τουρκικαί
συνοικίαι είναι ελεειναί και έχουν πολλά προβλήματα, θα πρέπει να
δαπανώνται ικανά χρήματα προερχόμενα από ελληνοκυπρίους
φορολογουμένους δια την θεραπείαν των...». Αυτές είναι θέσεις και απόψεις
που εξέφρασε η τότε κυρίαρχη πολιτικά, θρησκευτική ηγεσία με επικεφαλής το
Μακάριο για να διχοτομηθούν οι δήμοι που αργότερα αποτέλεσαν το «μήλον
της έριδος» ανάμεσα στις δυο κοινότητες.
Η θεωρία λοιπόν, και η πολιτική προσέγγιση για τον «φτωχό τούρκο» δεν
είναι σημερινή ούτε νέα, αλλά ανάγεται από τον καιρό της προσπάθειας για
87
εγκαθίδρυση κυπριακού κράτους. Αλλά και αργότερα, προτού ακόμα
ξεσπάσουν οι συγκρούσεις του 1963, ο πρόεδρος Μακάριος δηλώνει, ότι «δεν
θα ανεχθεί την δημιουργία αριστοκρατίας μειονοτήτων». Το ζήτημα της
οικονομικής εξάρτησης των τουρκοκυπρίων ήταν στο κέντρο της προσοχής της
ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Οι ελληνοκυπριακή κοινότητα δεν είχε
εμποτιστεί με τη σκέψη, ότι η οικονομική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής
κοινότητας θα βοηθούσε στο ξεπέρασμα των πολιτικών δυσκολιών, και θα
δημιουργούσε συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης και κοινής προσπάθειας για
οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας σα συνόλου. Όπως
αποδείχτηκε εκ των υστέρων η αντίθετη πορεία οδήγησε σε πολιτικές
αντιπαραθέσεις, όξυνση των σχέσεων και τελικά σε οριστική ρήξη και
διαχωρισμό. Ο διαχωρισμός από το 1963, και η μετατροπή της
τουρκοκυπριακής κοινότητας από υποκείμενο δικαίου σε αντικείμενο δικαίου,
εδραίωσε αυτή τη φιλοσοφία και αντίληψη όχι μόνο της πλειοψηφίας των
ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων αλλά και των ελληνοκυπρίων γενικά.
Ακόμα και εκείνες οι δυνάμεις που εξ ιδεολογίας θα έπρεπε να πολεμήσουν
αυτή την αντίληψη και πολιτική όχι μόνο δεν την αντιμετώπισαν αλλά με την
πολιτική τους την «τσιμέντωσαν». Η μείωση του βιοτικού επιπέδου των
τουρκοκυπρίων μετά τα γεγονότα του 1963 ήταν αποτέλεσμα του οικονομικού
τους αποκλεισμού που στόχευε στην οικονομική και πολιτική τους εξάρτηση
από την ελληνοκυπριακή κοινότητα. (Για τη νεότερη γενιά, θα πρέπει να
πούμε, ότι η ελεύθερη διακίνηση των τουρκοκυπρίων μετά τα γεγονότα του
1963, αποκαταστάθηκε προς τα τέλη του 1967).
88
και αυτό θα οδηγήσει στην «εξάρτηση» και των δυο κοινοτήτων από το κοινό
κράτος. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει διάλογο, εθνικές υπερβάσεις, συμβιβασμούς
και αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Ιδιαίτερα, κατανόηση των
προβλημάτων που θα ανακύψουν.
Ο Claude Levi-Straus, σε ένα άρθρο που έγραψε πριν μερικές δεκαετίες και
κυκλοφόρησε σαν έγγραφο της UNESCO, έγραφε τα ακόλουθα: «Είναι
δύσκολο να μη σταματήσει κανείς στην αντίφαση μιας εξελικτικής διαδικασίας
που μπορεί να συνοψισθεί με τον εξής τρόπο: για να προοδεύσουν οι
άνθρωποι πρέπει να συνεργασθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της συνεργασίας
τους βλέπουν σιγά-σιγά να εξομοιώνονται οι προσφορές τους, τη στιγμή που
εκείνο το οποίο έκανε τη συνεργασία τους γόνιμη και απαραίτητη, ήταν
ακριβώς η ετερογένειά τους».
Δεν θα έλεγα, ότι τέτοια αντίληψη διαπερνά τις σκέψεις των πολιτικών
φιγούρων της χώρας μας. Όμως από την άλλη, η αναζήτηση νέων δρόμων
ανάπτυξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας θα οδηγήσει σε διεύρυνση του
χάσματος των δυο κοινοτήτων παρά σε εξομοίωση και σε ενσωμάτωση των
δυο κοινωνιών που για χρόνια έμειναν απομακρυσμένες η μια από την άλλη.
Αυτή η κατάσταση είναι μια ουσιαστική αντίφαση στην επικρατούσα πολιτική
που θα πρέπει να βρει δημιουργικά τη λύση της. Σωστά διερωτάται ο Χ.
Καχφετζίογλου, γιατί «ο φτωχός και άφραγκος τούρκος» να θέλει λύση, όταν
αυτή η λύση δεν θα του αλλάξει τη σημερινή οικονομική του εξαθλίωση και
απλώς θα είναι μια τυπική αλλαγή «αφέντη». Από την άλλη, όμως ο
οικονομικά ανεξάρτητος τουρκοκύπριος γιατί να θέλει λύση, όταν η οικονομική
του ανεξαρτησία και ευμάρεια δεν προήλθε από το κοινό κράτος.
89
8. Ομιλία σε δείπνο ε/κ και τ/κ Αφαντιτών.
Αγαπητοί συγχωριανοί,
Είναι με μεγάλη χαρά που σας καλωσορίζω σ’ αυτό το τραπέζι. Θυμάμαι, ότι
αυτές τις μέρες, όταν όλοι ζούσαμε ειρηνικά γιορτάζαμε το Μπαϊράμι όλοι μαζί,
όπως γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα και την Λαμπρή και ιδιαίτερα το πανηγύρι
του χωριού μας. Με την ευκαιρία του Μπαϊραμιού εύχομαι σε όλους σας υγεία,
ευτυχία και ότι ποθείται για σας και τα παιδιά σας, αλλά και ειρήνη στην
Πατρίδα μας.
Είμαστε ένας λαός σ αυτή τη χώρα. Ένας λαός που ταλαιπωρείται και
αλληλοεξοντώνεται σχεδόν μισό αιώνα. Καθήκον μας είναι να τον ενώσουμε
ξανά και στηριγμένος στις πανανθρώπινες και ευρωπαϊκές αξίες να του
δώσουμε την ευκαιρία να μεγαλουργήσει.
Παράλληλα, όμως, είμαστε και δυο εθνικότητες. Το καθήκον μας δεν είναι
να τις σμίξουμε. Είμαστε σαν την απεραντοσύνη της Μεσαορίας και την
ομορφιά του Πενταδάκτυλου. Αυτό είμαστε εμείς οι δυο αγαπητοί μου φίλοι.
Μοίρα μας δεν είναι να γίνουμε ένα. Είναι να βλέπουμε ο ένας τον άλλο γι
αυτό που είμαστε, να το διακρίνουμε και να το τιμάμε στο αντίθετό του,
βρίσκοντας ο καθένας την ολοκλήρωση του.
Εμείς είμαστε η γενιά που μπορεί και είναι σε θέση να επηρεάσει τους
πολιτικούς και τους πολίτες. Εμείς ειδικά που ζήσαμε και μεγαλώσαμε μαζί.
Εμείς που παίζαμε στα αλώνια της Αφάνειας. Εμείς που παιδιά παίζαμε μαζί
ποδόσφαιρο, «βασιλέα» και άλλα παιχνίδια. Γι αυτό και πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε όλα τα αποθέματα της ανοχής, της συναίνεσης, της
υπομονής και να γίνουμε το γεφύρι επανένωσης της πατρίδας μας. Να
90
διδάξουμε τα παιδιά μας να ζουν μαζί, να μοιράζονται τις αγωνίες τους για το
μέλλον.
Μπογάζι Λευκωσίας,
18 Οκτωβρίου 2003.
91
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
92
1. ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ
Η «Διακήρυξη προθέσεων» που διαβιβάστηκε στο Γ.Γ. του ΟΗΕ Ου Θαντ στις
11 Οκτωβρίου 1965 έχει ως ακολούθως:
93
6. Το δικαίωμα προσφυγής εις αρμόδιον δικαστήριον, της αποτελεσματικής
προστασίας ενώπιον οιουδήποτε τοιούτου δικαστηρίου και της δικαίας
απονομής της δικαιοσύνης.
7. Ο καθορισμός απάντων των αδικημάτων και ποινών δια Νόμου.
8. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας
και αλληλογραφίας.
9.Το δικαίωμα ελευθερίας, κινήσεως και διαμονής και το δικαίωμα
αναχωρήσεως εκ της νήσου και επιστροφής εις αυτήν.
10. Απαγόρευσις της απελάσεως ημεδαπών και της συλλογικής απελάσεως
αλλοδαπών.
11.Το δικαίωμα του έχειν εθνικότητα και η απαγόρευσις αυθαιρέτου στερήσεως
ή αλλαγής εθνικότητος.
12. Το δικαίωμα γάμου και δημιουργίας οικογενείας συμφώνως προς τον
νόμον περί προσωπικού θεσμού εκάστου.
13. Το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας.
14. Το δικαίωμα ελευθερίας γνώμης και εκφράσεως.
15.Το δικαίωμα ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και του συνεταιρίζεσθαι
και η απαγόρευσις της αναγκαστικής συμμετοχής εις οργάνωσιν.
16. Το δικαίωμα συμμετοχής εις την διακυβέρνησιν της χώρας απ΄ ευθείας ή
μέσω ελευθέρως εκλογομένων αντιπροσώπων και το δικαίωμα ελευθέρων
εκλογών.
17. Το δικαίωμα εκπαιδεύσεως.
18. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ατομικώς ή μετ΄ άλλων, και η απαγόρευσις της
αυθαιρέτου στερήσεως τοιαύτης περιουσίας.
19. Απαγόρευσις της στερήσεως ελευθερίας δια την μη εκπλήρωσιν συμβατικής
υποχρεώσεως.
20. Το δικαίωμα συμμετοχής εις την πνευματικήν ζωήν, απολαύσεως των
τεχνών και συμμετοχής εις την επιστημονικήν πρόοδον κι εις τα εξ αυτής
πηγάζοντα αγαθά.
21. Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και το δικαίωμα των συλλογικών
διαπραγματεύσεων (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος απεργίας).
22. Το δικαίωμα εργασίας και ασκήσεως επαγγέλματος και το δικαίωμα δικαίων
όρων εργασίας και ασφαλών και υγιεινών συνθηκών εργασίας.
23. Το δικαίωμα κοινωνικής ασφαλείας, κοινωνικής και ιατρικής περιθάλψεως
και προστασίας της υγείας, και
24. Το δικαίωμα προστασίας παίδων και νεαρών προσώπων και
εργοδοτουμένων γυναικών.
94
πνευματικήν ζωήν και τον προσωπικόν θεσμόν αυτών και εις τα συναφή
θέματα.
Τα δικαιώματα ταύτα είναι τα ακόλουθα:
1. Να απολαύουν της πνευματικής ζωής των.
2. Να χρησιμοποιούν την ιδικήν των γλώσσαν –
α) Εις τας προσωπικάς των σχέσεις.
β) Εις τας επισήμους σχέσεις των μετά των Αρχών.
γ) Εις τα δικαστήρια.
3) Να έχουν τα ιδικά των σχολεία και να διδάσκωνται εις την γλώσσαν και
συμφώνως προς το πρόγραμμα της εκλογής των.
4) Να πρεσβεύουν και να ακολουθούν την ιδικήν των θρησκείαν και να
κατέχουν και διαχειρίζωνται θρησκευτικήν περιουσίαν.
5) Να απολαύουν πλήρους αυτονομίας εις τα ζητήματα προσωπικού θεσμού,
ως είναι ο γάμος και το διαζύγιον.
6) Να έχουν τας ιδικάς των εκπαιδευτικάς, μορφωτικάς, κοινωνικάς και
αθλητικάς οργανώσεις.
7) Να εκδίδουν εφημερίδας και άλλα έντυπα εις την γλώσσαν των, και
8) Να αντιπροσωπεύονται κατ΄ αναλογίαν προς τον αριθμόν των εις τα όργανα
τοπικής διοικήσεως.
Σημείωσις: Η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας της Κύπρου θα χορηγή επαρκή
οικονομικήν βοήθειαν εις τα σχολεία των κοινοτήτων.
95
2. Επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ προς όλα τα κομμουνιστικά
κόμματα ημερομηνίας 17/9/1965
1. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.
96
2. Τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο.
Ενώ το κυπριακό πρόβλημα είναι απλό, το έχει περιπλέξει η ανάμιξη των
ιμπεριαλιστών. Ενώ εδώ υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του κυπριακού λαού και
των ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ, αυτοί μαζί με την Τουρκία προσπαθούν να το
εμφανίσουν σαν διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της
Κύπρου.
Οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και η Τουρκία προσπαθούν να εμφανιστούν
μπροστά στην παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη σαν υπερασπιστές μιας
καταπιεζόμενης μειονότητας, δηλαδή της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο.
Δυστυχώς, είναι αλήθεια ότι κατόρθωσαν να πείσουν μια σημαντική μερίδα της
παγκόσμιας κοινής γνώμης, ότι το κυπριακό συνίσταται στο πως θα
συμβιβαστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα δυο εθνικών κοινοτήτων, και
προτείνουν λύσεις που στηρίζονται στη λανθασμένη υπόθεση ότι στην Κύπρο
υπάρχουν δυο εθνικές κοινότητες με ασυμβίβαστα δικαιώματα και
συμφέροντα, που δεν είναι δυνατό να ζήσουν και να δουλέψουν μαζί ειρηνικά.
Αυτό είναι διαστρέβλωση της πραγματικής κατάστασης. Ο πληθυσμός της
Κύπρου αποτελείται πράγματι από την ελληνική πλειονότητα, την τουρκική
μειονότητα (18%) και τη Μαρωνιτική και αρμενική μειονότητα. Για πολλές
δεκαετίες, για να μη πούμε για αιώνες, Έλληνες, Τούρκοι, Μαρωνίτες και
Αρμένιοι – όλος ο πληθυσμός της νήσου – έζησαν και δούλεψαν ειρηνικά μαζί
και αγωνίστηκαν ενωμένοι για τα προβλήματα τους.
Αυτή την αρμονική και ειρηνική συμβίωση κατόρθωσαν να διαταράξουν οι
Βρετανοί αποικιστές και να διασπάσουν την ενότητα του κυπριακού λαού.
Εφαρμόζοντας το γνωστό ιμπεριαλιστικό δόγμα «διαίρει και βασίλευε» - όπως
άλλωστε έκαμαν και σε τόσες άλλες χώρες – και χρησιμοποιώντας σαν τυφλά
όργανα της πολιτικής τους διάφορες κυβερνήσεις της Άγκυρας και τους
τουρκοκύπριους πράκτορές τους με επικεφαλής τον γνωστό Ραούφ Ντεκτάς, οι
Βρετανοί έσυραν πίσω από το άρμα της πολιτικής τους τον τουρκοκυπριακό
πληθυσμό. Οι πράκτορες των Βρετανών που κατόρθωσαν με τη βία και την
τρομοκρατία να επιβληθούν σαν ηγέτες της τουρκοκυπριακής μειονότητας,
ενεργούν σαν τυφλά όργανα της διαιρετικής βρετανικής πολιτικής. Αυτοί
υποστήριζαν το 1955 το αίτημα: «η Κύπρος να παραμείνει βρετανική αποικία»,
ακριβώς όπως ήθελαν τότε οι βρετανοί. Τον επόμενο χρόνο, 1956, όταν η
βρετανική κυβέρνηση με Δήλωση του τότε υπουργού αποικιών, πρόβαλε
επίσημα την άποψη της ύπαρξης δυο εθνικών κοινοτήτων στην Κύπρο και
διακήρυξε ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης πρέπει να ασκηθεί όχι από τον
κυπριακό λαό σαν σύνολο, αλλά χωριστά από τους Έλληνες και τους Τούρκους
της Κύπρου, η τουρκοκυπριακή σοβινιστική ηγεσία με επικεφαλής τον Ντεκτάς,
υποστηριζόμενη και από την κυβέρνηση της Άγκυρας, πρόβαλε αμέσως νέο
αίτημα: τη διχοτόμηση της Κύπρου, που έγινε από τότε η σημαία του αγώνα
της τουρκοκυπριακής σοβινιστικής ηγεσίας.
Η θέση του Κόμματος μας είναι ότι όλες οι φόρμουλες που ανακαλύφθηκαν
από τον ιμπεριαλισμό και που στηρίζουν τη λύση του προβλήματος μας πάνω
στη βάση δυο «χωριστών κοινοτήτων» με ασυμβίβαστα συμφέροντα και
δικαιώματα, πρέπει να απορριφθούν από τις προοδευτικές και δημοκρατικές
δυνάμεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η ορθή φόρμουλα που είναι δεκτή
από το Κόμμα μας και τον κυπριακό λαό, είναι ότι ο λαός της Κύπρου σαν
σύνολο, Έλληνες και Τούρκοι, πρέπει να αποφασίσουν το μέλλον της χώρας
τους δίχως οποιαδήποτε ξένη επέμβαση. Οποιαδήποτε λύση πρέπει να
στηρίζεται στις αρχές του ΟΗΕ και να περιλαμβάνει ικανοποιητικές εγγυήσεις
και διασφαλίσεις για τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής
97
και κάθε άλλης μειονότητας που ζει στην Κύπρο. Η θέση της κυβέρνησης της
Κύπρου είναι η ίδια με τη θέση του Κόμματος μας. Ο Πρόεδρος Μακάριος
διακήρυξε την προθυμία της κυβέρνησης του να προσφέρει εγγυήσεις και
διασφαλίσεις για τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής και
των άλλων μειονοτήτων, και να δεχθεί την επίβλεψη και τον έλεγχο του ΟΗΕ
για την εφαρμογή αυτών των εγγυήσεων και το σεβασμό των μειονοτικών
δικαιωμάτων. Ο Πρόεδρος Μακάριος προτίθεται να διακηρύξει αυτή την
πολιτική του επίσημα και αμετάκλητα στην 20η Σύνοδο της Γενικής
Συνέλευσης του ΟΗΕ.
4. Η «συμπεφωνημένη λύση».
Το Κόμμα μας, η κυβέρνηση και ο λαός της Κύπρου πάντοτε ζητούσαν μια
ειρηνική λύση του προβλήματος μας. Το Κόμμα μας ιδιαίτερα τόνιζε με έμφαση
98
ότι το πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι στρατιωτικό πρόβλημα που για να λυθεί
απαιτείται στρατιωτική δύναμη. Πάντοτε υποστηρίζαμε μια ειρηνική διευθέτηση
που να βασίζεται στις διεθνώς ανεγνωρισμένες αρχές της εθνικής
ανεξαρτησίας, της αυτοδιάθεσης και στην εγγυημένη προστασία των
δικαιωμάτων της μειονότητας.
Αντίθετα προς την ειρηνική λύση τη βασισμένη πάνω σε αρχές που ζητά ο
λαός της Κύπρου, η Τουρκία και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ
υποστηρίζουν μια «συμπεφωνημένη λύση» που να βασίζεται όχι πάνω στις
διεθνείς ανεγνωρισμένες αρχές, αλλά στην ικανοποίηση των συμφερόντων του
ΝΑΤΟ. Θα θέλαμε να επισύρουμε την προσοχή των φίλων μας για την
πραγματική σημασία του όρου της «συμπεφωνημένης λύσης». Αυτοί που
πρέπει να συμφωνήσουν είναι η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα, στην
πραγματικότητα το ΝΑΤΟ. Είναι σταθερή πεποίθηση μας, ότι η άποψη για
«συμπεφωνημένη λύση» του κυπριακού αποτελεί καμουφλαρισμένη επέμβαση
στα εσωτερικά της Κύπρου. Αποβλέπει στο να αναμίξει τρίτους σε ένα
πρόβλημα που είναι καθαρά εσωτερικό και για τη λύση του οποίου μόνος
ενδιαφερόμενος είναι ο κυπριακός λαός. Ο κυπριακός λαός Έλληνες και
Τούρκοι, σαν ενιαίο σύνολο πρέπει να λύσει μόνος τα προβλήματα του σαν
κυρίαρχος χωρίς ανάμιξη τρίτων στα εσωτερικά του.
Σχετικά με το θέμα της «συμπεφωνημένης λύσης» είναι χαρακτηριστικό ότι
ακόμα και ο Πολιτικός Μεσολαβητής που ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον
να βοηθήσει στην εξεύρεση «συμπεφωνημένης λύσης», σύμφωνα με τους
όρους εντολής που είχε, χειρίζεται πολύ σωστά αυτό το σημείο. Στην παρ. 170
της έκθεσης του, αναφερόμενος στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων για
εξεύρεση λύσης του κυπριακού γράφει:«Κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία που
έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να φέρει καρπούς θα ήταν αν αντιπρόσωποι και
των δυο κυριότερων παρατάξεων που ανήκουν στην Κύπρο: της
ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, συναντιούνταν μια ή
και περισσότερες φορές».
Γι’ αυτό είμαστε εναντίον της «συμπεφωνημένης λύσης» και επιμένουμε για
μια λύση που θα εξευρεθεί από το λαό της Κύπρου σαν σύνολο και που θα
βασίζεται στις προαναφερόμενες αρχές.
5. Η έκθεση Πλάζα.
Όπως είναι γνωστό το Συμβούλιο Ασφαλείας στην απόφαση του τον Μάρτη
του 1964 συστήνει στο Γ.Γ του ΟΗΕ να διορίσει Μεσολαβητή ο οποίος θα
καταβάλει προσπάθεια για την προώθηση μιας ειρηνικής και «συμπεφωνημένης
λύσης» του κυπριακού προβλήματος.
Στις 26 του Μάρτη του 1965 ο Μεσολαβητής κ. Γκάλο Πλάζα υπέβαλε στο
Γ.Γ. του ΟΗΕ μιαν έκθεση των δραστηριοτήτων του. Σ’ αυτή την έκθεση, αφού
ανασκοπεί όλες τις πλευρές και το ιστορικό του κυπριακού προβλήματος, ο
Πολιτικός Μεσολαβητής υποβάλλει ποιες αρχές κατά την άποψη του πρέπει να
ληφθούν υπόψη για τη λύση του κυπριακού. Στην παρ. 130 της έκθεση του
γράφει:
«...Οποιαδήποτε ρύθμιση του προβλήματος πρέπει να λάβει υπόψη τις
ακόλουθες σκέψεις: πρέπει να αναγνωρίζει, όπως έκαμε και το Συμβούλιο
Ασφαλείας που σύστησε διορισμό Μεσολαβητή, ότι το κυπριακό δεν είναι
δυνατόν να λυθεί με προσπάθεια επαναφοράς στην κατάσταση που υπήρχε
πριν από τον Δεκέμβρη του 1963, αλλά ότι θα εξευρεθεί νέα λύση.
»Πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις αρχές του ΟΗΕ, από τις οποίες οι
ακόλουθες ιδιαίτερα φαίνονται σχετικές: Οι σκοποί, οι αρχές και οι
υποχρεώσεις που αναφέρονται στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και
99
ασφάλειας, η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, ο σεβασμός των αρχών της
ισότητας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτοδιάθεσης των λαών, ο σεβασμός
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, η αναγνώριση της
κυρίαρχης ισότητας των κρατών-μελών, η αποχή από την απειλή ή τη
χρησιμοποίηση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της ανεξαρτησίας
οποιουδήποτε κράτους και ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν από
τις συνθήκες, που δεν αντιτίθενται προς τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών,
βάσει του Χάρτη του ΟΗΕ.
»Πρέπει να συντελεί στην ευημερία του κυπριακού λαού ως συνόλου, και γι’
αυτό πρέπει να ικανοποιεί τις επιθυμίες της πλειοψηφίας του λαού και
ταυτόχρονα να μεριμνά για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων όλου του
λαού.
»Πρέπει επίσης, για την εξυπηρέτηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας
και της ευημερίας του κυπριακού λαού, να αποτελεί οριστική διευθέτηση».
Η θέση του Κόμματος μας είναι ότι η έκθεση Πλάζα είναι ένα σημαντικό
έγγραφο που διακρίνεται για τη ρεαλιστική και τίμια προσέγγιση του κυπριακού
προβλήματος και ότι η έκθεση αυτή μπορεί και πρέπει να δώσει τη βάση για τη
λύση του προβλήματος.
Οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ και η Τουρκία απέρριψαν την έκθεση Πλάζα και
μποϋκόταραν και σαμπόταραν τη μελλοντική δράση του Μεσολαβητή.
Περιμένουμε ότι οι αντιπροσωπείες των σοσιαλιστικών, των αδεσμεύτων και
των δημοκρατικών χωρών στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα υιοθετήσουν
σωστή θέση έναντι της έκθεσης Πλάζα.
6. Οι βρετανικές βάσεις.
Η θέση του Κόμματος μας έναντι των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων
είναι γνωστή σε όλα τα αδελφά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Ζητούμε
την κατάργηση των βάσεων ανεξάρτητα από τη μελλοντική διευθέτηση,
θέλουμε την Κύπρο αποστρατικοποιημένη, κάτω από την εγγύηση του ΟΗΕ για
το αποστρατικοποιημένο καθεστώς της.
Είμαστε βέβαιοι, ότι όλοι οι φίλοι μας στη Γενική Συνέλευση θα υποστηρίξουν
αυτή τη γραμμή.
100
οποίου είμαστε βέβαιοι, ότι θα έχουμε την υποστήριξη όλων των δημοκρατικών
και προοδευτικών χωρών-μελών του ΟΗΕ.
101
3. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Γ.Γ. ΑΚΕΛ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ
ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ (ΑΠΡΙΛΗΣ 2004).
....Από το 1974 και εντεύθεν, ο λαός μας ε/κύπριοι και τ/κύπριοι πληρώνουμε
καθημερινά το τίμημα του εγκλήματος και της προδοσίας.....Πολλοί, που και
σήμερα αρνούνται την καταβολή του τιμήματος της λύσης, στην
πραγματικότητα εκείνο που αρνούνται είναι την παραδοχή του εγκλήματος και
της προδοσίας. Και προτιμούν να οδηγήσουν την Κύπρο σε καινούργιες
ατραπούς παρά να δεχτούν ότι η λεγόμενη εθνικοφροσύνη εγκλημάτησε σε
τούτο τον τόπο και ότι η ιστορία περιμένει στο ταμείο για να εξοφληθούν τα
οφειλόμενα....
Από το 1977 το ΑΚΕΛ προσπάθησε να ενδιατρίψει στο περιεχόμενο και στις
ιδιομορφίες της λύσης που αποδεχθήκαμε. Με τόλμη διακηρύξαμε ότι στα
πλαίσια μιας ομοσπονδίας η πολιτική ισότητα είναι συστατικό της
στοιχείο. Διακηρύξαμε με παρρησία ότι εφόσον μιλούμε για διζωνική,
δικοινοτική ομοσπονδία αναπόφευκτα μια περιοχή θα βρίσκεται υπό
τουρκοκυπριακή διοίκηση. Υπερασπιστήκαμε ευθύς εξαρχής το δικαίωμα των
προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους. Ταυτόχρονα,
χωρίς να φοβούμαστε το πολιτικό κόστος, διακηρύξαμε ότι για ορισμένους η
επιστροφή θα σήμαινε επιστροφή υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.... Δεν
δεχόμαστε λοιπόν ότι ως ΑΚΕΛ δεν είπαμε την αλήθεια....
....Στους πρώτους μήνες μετά την εισβολή, το ΑΚΕΛ διακήρυξε την πολιτική
της επαναπροσέγγισης Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων πιστεύοντας ακράδαντα ότι η
επαναπροσέγγιση είναι το στέρεο θεμέλιο του κοινού αγώνα για τη σωτηρία
της κοινής μας πατρίδας αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει
η λύση που θα εξευρεθεί. Διακηρύξαμε ότι η επαναπροσέγγιση είναι συστατικό
στοιχείο του αγώνα. Σήμερα η επαναπροσέγγιση γίνεται καθολικά αποδεχτή.
Από άλλους με ειλικρίνεια , από άλλους με λιγότερη ειλικρίνεια. Έγινε θα έλεγα
του συρμού να το παίζει κάποιος επαναπροσεγγιστής. Τότε όμως, που το ΑΚΕΛ
διακήρυσσε και πάλευε για την επαναπροσέγγιση δέχθηκε επιθέσεις,
λοιδορήθηκε, προπηλακίστηκε. Στον αντίποδα της επαναπροσέγγισης βρίσκεται
ο εθνικισμός-σοβινισμός. Το ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ο πιο συνεπής,
ανειρήνευτος πολέμιος του εθνικισμού-σοβινισμού σε όποια μορφή και αν
εκδηλώνεται.....
....Η δραματική αλλαγή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη διάλυση της
Σοβιετικής Ένωσης και της κοινότητας των σοσιαλιστικών κρατών οδήγησε στη
λεγόμενη <<νέα τάξη πραγμάτων>> και τη σχεδόν μονοκρατική επιβολή του
ιμπεριαλισμού στις διεθνείς σχέσεις. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η επικράτηση
αυτή είναι προσωρινή. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ως αποτέλεσμα της πάλης
των λαών και ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, θα
αλλάξουν τα πράγματα. Θα γυρίσει ξανά ο τροχός της ιστορίας. Κανένας όμως
δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα γίνει αυτό. Μέχρι τότε, οι αγωνιζόμενοι λαοί
είναι υποχρεωμένοι να διεξάγουν την πάλη τους μέσα σε αντίξοες συνθήκες
της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης πραγμάτων.
....Η νέα τάξη πραγμάτων επιδείνωσε τα διεθνή δεδομένα γύρω από το
κυπριακό. Είμαστε και εμείς υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε τον αγώνα μας
μέσα στα δεδομένα της εποχής μας, όπου το διεθνές δίκαιο και ο χάρτης των
Ηνωμένων Εθνών, ακόμα και αυτός τούτος ο Διεθνής Οργανισμός, πλείστες
τόσες φορές εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μοναδικής υπερδύναμης. Και η
κατάσταση αυτή οδηγεί σε κατάφωρες αδικίες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αισθανόμαστε και εμείς αυτή την αδικία. Πόσες φορές το Κόμμα μας μίλησε για
υποκρισία των ισχυρών, για δυο μέτρα και σταθμά; Πόσες φορές δεν
102
καταγγείλαμε τους σχεδιασμούς πέραν του Ατλαντικού; Ορισμένοι σύντροφοι,
διαπαιδαγωγημένοι με τα ιδανικά και τις αξίες αυτού του Κόμματος,
επαναστατούν μπροστά στην αδικία, τους εκβιασμούς και τις απειλές. Δίκαιη η
οργή τους, που είναι οργή όλων μας. Μόνο που αυτήν την οργή πρέπει να
ξέρουμε να την χαλιναγωγούμε και να την καναλιάζουμε στο σωστό δρόμο
αγώνα.
Η λύση του κυπριακού, το είπαμε άπειρες φορές, θα είναι ένας
συμβιβασμός με τους τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας. Θα έχει
μήπως και στοιχεία συμβιβασμού με τον ιμπεριαλισμό; Μέσα στις
συνθήκες της «νέας τάξης» είναι αναπόφευκτο να έχει τέτοια στοιχεία.
Βέβαια μπορούμε να επιλέξουμε την οδό του ασυμβίβαστου αγώνα, που
φαινομενικά είναι και η πλέον επαναστατική, η πλέον μαρξιστική, αν θέλετε.
Φαινομενικά όμως, γιατί αν αυτός ο ασυμβίβαστος αγώνας θα έχει ως
αποτέλεσμα να περνά ο καιρός και να παγιώνεται η διχοτόμηση, πρέπει να
διερωτηθούμε αν έχουμε την πολυτέλεια της αναμονής. Πρέπει να
διερωτηθούμε πως θα είναι η Κύπρος αν περάσουν ακόμα μερικές δεκαετίες με
άλυτο το Κυπριακό. Και τέλος πρέπει να διερωτηθούμε αν στο τέλος της
ημέρας η ασυμβίβαστη γραμμή στο όνομα του μαρξισμού είναι πράγματι
επαναστατική γραμμή ή εντελώς το αντίθετο. Υπάρχουν παραδεχτοί και
απαράδεχτοι συμβιβασμοί. Πρέπει να αξιολογήσουμε τον συμβιβασμό που
βρίσκεται σήμερα μπροστά μας και όχι να απορρίψουμε τον κάθε
συμβιβασμό...
Αξιολογώντας τα διεθνή δεδομένα πρέπει να πούμε πως δεν άλλαξαν όλα
εναντίον μας. Η πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι
ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας δημιούργησαν μια καινούργια συγκυρία
που δεν υπήρχε προηγούμενα. Μια συγκυρία που έδωσε ήδη μια πρωτοφανή
κινητικότητα στο κυπριακό. Μια συγκυρία και ορισμένα καινούργια δεδομένα
που μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για να σπάσουν τα μακρόχρονα
αδιέξοδα, τα οποία προκαλούσε η τουρκική αδιαλλαξία...
Το ΑΚΕΛ αξιολόγησε το Σχέδιο Ανάν καταγράφοντας τα αρνητικά αλλά και
τα θετικά του στοιχεία. Επειδή κρίναμε ότι παρά τα αρνητικά του στοιχεία το
σχέδιο προνοεί για μια επανενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρο, το αποδεχθήκαμε
ως βάση για διαπραγμάτευση. Το ίδιο αποφάσισε και το Εθνικό Συμβούλιο. Οι
εκτιμήσεις ότι με τη λύση που προτείνει το σχέδιο Ανάν διαλύεται τάχα
η Κυπριακή Δημοκρατία και ότι το Σχέδιο νομιμοποιεί και εμβαθύνει τη
διχοτόμηση δεν είναι ορθές και δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Αν ήταν
αυτές οι εκτιμήσεις μας τότε δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεχτό το Σχέδιο Ανάν
ούτε καν ως βάση για διαπραγμάτευση...
Η αρνητική στάση και η κωλυσιεργία της Άγκυρας και του κ. Ντεκτάς δεν
επέτρεψαν για αρκετό χρόνο να υπάρξει διαπραγμάτευση και συμφωνία επί
του Σχεδίου. Η άνοδος του Ερτογάν στην εξουσία στην Τουρκία, οι μαζικές
κινητοποιήσεις των Τ/κυπρίων υπέρ της λύσης και της ένταξης στην
Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στα κατεχόμενα
δημιούργησαν μια διαφορετική κατάσταση... Πέραν τούτου, ο Ερτογάν
κατόρθωσε να προωθήσει ορισμένα πακέτα εκδημοκρατικοποίησης της χώρας
και να δώσει την εντύπωση ότι περιορίζει την ανάμειξη του στρατού στην
πολιτική ζωή. Με αυτά τα δεδομένα η διεθνής κοινότητα έγινε καλός δέκτης
των διαβεβαιώσεων Ερτογάν ότι θέλει να λύσει το Κυπριακό και όλες οι πιέσεις
στράφηκαν στην ε/κυπριακή πλευρά.
Αποτέλεσμα των πιέσεων ήταν οι συναντήσεις στη Ν. Υόρκη όπου
συμφωνήθηκε συγκεκριμένη διαδικασία που προέβλεπε: α) εντατικές
διαπραγματεύσεις στην Κύπρο, β) διευρυμένες διαπραγματεύσεις με την
103
παρουσία της Ελλάδας και της Τουρκίας, γ) επιδιαιτητικό ρόλο του Γ.Γ. του
ΟΗΕ αν τα πρώτα δυο στάδια δεν απέφεραν αποτέλεσμα ή εξακολουθούσαν να
υπάρχουν κενά και, τέλος, δ) διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι δεν υπήρξε ουσιαστική διαπραγμάτευση ούτε
στην Κύπρο ούτε στη Ελβετία. Ως αποτέλεσμα τούτου ο Γ.Γ. προχώρησε και
άσκησε τον επιδιαιτητικό του ρόλο που είχε ως κατάληξη το Σχέδιο Ανάν 5....
Η αντικειμενική, νηφάλια, επιστημονική ανάλυση του Σχεδίου Ανάν 5 που
βρίσκεται σήμερα ενώπιον μας, μας οδηγεί στις πιο κάτω βασικές διαπιστώσεις:
- Με το Σχέδιο Ανάν επανενώτεται η Κύπρος. Η Κυπριακή Δημοκρατία
μετατρέπεται σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία υπό την ονομασία Ενωμένη
Κυπριακή Δημοκρατία, με μια κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία
ιθαγένεια.
- Τερματίζεται η κατοχή με τη σταδιακή αποχώρηση 39 και πλέον
χιλιάδων στρατευμάτων.
- Επιτυγχάνεται η σταδιακή επιστροφή 85 μέχρι 90 χιλιάδων προσφύγων
υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Διασφαλίζεται σταδιακά το δικαίωμα
επιστροφής υπό τ/κυπριακή διοίκηση μέσα, αλήθεια από πολλές δυσκολίες και
σκοπέλους.
- Γενικά αποκαθίστανται έστω και σταδιακά τα ανθρώπινα δικαιώματα και
βασικές ελευθερίες.
- Προνοούνται αποτελεσματικοί μηχανισμοί ξεπεράσματος αδιεξόδων που
δεν υπήρχαν στο Σύνταγμα του 1960.
- Μεταβατική περίοδος περιορίζεται σε 45 μόνο μέρες. Όλα τα όργανα
του κράτους θα βρίσκονται σε ισχύ από την πρώτη στιγμή.
- Θα περιοριστεί το ποσοστό ροής ανθρώπων από την Τουρκία στο 5%
του πληθυσμού που θα έχει την εσωτερική ιθαγένεια της τ/κυπριακής
συνιστώσας πολιτείας, για περίοδο 19 χρόνων ή μέχρι την ένταξη της Τουρκίας
στην ΕΕ. Στη συνέχεια θα εφαρμόζεται ο ειδικός νόμος για την ιθαγένεια που
απαγορεύει την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης του νησιού.
- Θα υπάρχει μια Κεντρική Τράπεζα και το νόμισμα θα εξακολουθήσει να
είναι η Κυπριακή Λίρα.
- Διανοίγεται μακροπρόθεσμα η προοπτική πραγματικής επανένωσης και
ειρηνικής συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ταυτόχρονα στις εκτιμήσεις μας δεν αποκρύβουμε ότι στο Σχέδιο
εξακολουθούν να υπάρχουν και αρνητικές πτυχές όπως είναι:
- Η μη ικανοποιητική ρύθμιση της πτυχής της ασφάλειας καθώς και η
απουσία απτών εχέγγυων για την εφαρμογή της λύσης δημιουργεί
αντικειμενικά αίσθημα ανασφάλειας.
- Η παραμονή ενός αριθμού 60-70000 εποίκων.
- Η παραμονή 6000 στρατιωτών από την Τουρκία και την Ελλάδα μέχρι
το 2011, 3000 μέχρι το 2018 και, σε μόνιμη βάση εκτός αν συναποφασίσουν
διαφορετικά 950 και 650 αντίστοιχα, μετά το 2018.
- Η ύπαρξη μιας μόνιμης παρέκκλισης από το κοινοτικό κεκτημένο,
εκείνης που προνοεί ότι η μόνιμη εγκατάσταση μη ομιλούντων την τουρκική
στο τ/κυπριακό συνιστών κράτος δεν θα υπερβαίνει το 1/3 του τουρκόφωνου
πληθυσμού.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι η πολυπλοκότητα πολλών διατάξεων
της λύσης και οι ασάφειες που εξακολουθούν να υπάρχουν εγκυμονούν
ορισμένους κινδύνους. Κατά συνέπεια απαιτείται πολλή καλή θέληση για να
λειτουργήσει η προτεινόμενη λύση και μέχρι σήμερα δεν έχουμε απτά δείγματα
αυτής της βούλησης από την πλευρά της Τουρκίας. Από την άλλη, όμως,
πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι η Κύπρος από την 1 η του Μάη εντάσσεται
104
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα το περιβάλλον της λύσης θα είναι ριζικά
διαφορετικό από τα σημερινά δεδομένα. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της
προσοχής μας πως δεν θα είναι προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών
φιλοδοξιών της Τουρκίας να δημιουργεί εντάσεις στο νησί....
Εμείς κάνουμε μια νηφάλια και κατά το δυνατό αντικειμενική ανάλυση του
Σχεδίου. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε στην ίδια την κοινωνία. Οι θιασώτες του
«όχι» εκμεταλλεύτηκαν το κενό που αντικειμενικά δημιουργούσε τόσο ο δικός
μας προβληματισμός όσο και των άλλων, για να παρουσιάσουν και μάλιστα με
τα πιο μελανά χρώματα τις αρνητικές και μόνο πτυχές του Σχεδίου. Υπήρξε
υπερβολή, διαστρέβλωση και παραπληροφόρηση. Το υπαρκτό αίσθημα
ανασφάλειας, που οφείλεται στη μακρόχρονη παρουσία των κατοχικών
στρατευμάτων και στη ντε φάκτο διχοτόμηση, έτυχε εκμετάλλευσης. Οι
αντίπαλοι της ομοσπονδιακής λύσης με αφορμή τα αρνητικά στοιχεία του
Σχεδίου Ανάν βρήκαν την ευκαιρία να στρέψουν τα πυρά τους ενάντια σε
αυτήν τούτη τη λύση της ομοσπονδίας. Οι εθνικιστές κάθε απόχρωσης βρήκαν
την ευκαιρία να χύσουν ξανά το δηλητήριο του εθνικισμού-σοβινισμού. Όσοι
αισθάνονται να βολεύονται με την παρούσα διχοτομική κατάσταση εξαπέλυσαν
σταυροφορία κατά του Σχεδίου καπηλευόμενοι την Κυπριακή Δημοκρατία.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας παροξυσμός αρνητισμού στην ε/κυπριακή
κοινωνία που δεν επιτρέπει τον νηφάλιο προβληματισμό και τη νηφάλια
συζήτηση. Με τον πιο εύκολο τρόπο η διαφορετική άποψη χαρακτηρίζεται
προδοσία.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Προέδρου, το συναισθηματικά
φορτισμένο διάγγελμα του, με πολλές από τις εκτιμήσεις του οποίου δεν
συμφωνούμε, επιδείνωσε την κατάσταση....
....Κατανοούμε λοιπόν τους προβληματισμούς των πολιτών. Δεν μπορούμε
όμως να δείξουμε την παραμικρή κατανόηση προς τους εθνικιστικούς
αντιομοσπονδιακούς κύκλους που με τον παροξυσμό τους απειλούν να
οδηγήσουν τον τόπο σε περιπέτειες.
....Είναι προφανές ότι το κλίμα που επικρατεί, έστω και αν το ΑΚΕΛ ταχθεί
υπέρ του «ναι», δεν πρόκειται να αντιστραφεί μέχρι τη ημέρα του
δημοψηφίσματος. Εμείς δεν επιδιώκουμε ένα «ηχηρό όχι» στο
δημοψήφισμα γιατί ένα τέτοιο «όχι» θα έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Μεταξύ άλλων θα οδηγήσει στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν ακόμα και ως
βάση για διαπραγμάτευση....
Έχοντας υπόψη όλα αυτά, η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ,
που συνήλθε στις 9 και 10 Απριλίου 2004, ύστερα από ενδελεχή συζήτηση,
διαμόρφωσε την εξής πρόταση προς την Παγκύπρια Συνδιάσκεψη του
Κόμματος.........
8. Σήμερα το Κόμμα μας βρίσκεται μπροστά σε ένα Σχέδιο που τα θετικά του
στοιχεία με την πιθανή αποδοχή του θα μπορούσαν, παρά τους κινδύνους, να
δημιουργήσουν ελπιδοφόρα προοπτική για ειρηνική συμβίωση Ε/κυπρίων και
Τ/κυπρίων. Το ΑΚΕΛ δεν συμμερίζεται εκτιμήσεις του Προέδρου της
Δημοκρατίας σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν και ιδιαίτερα με την
εκτίμηση ότι αυτό «δεν καταλύει την ντε φάκτο διχοτόμηση, αλλά αντίθετα τη
νομιμοποιεί και την εμβαθύνει». Η ηγεσία του Κόμματος θα αναπτύξει διάλογο
με τον Πρόεδρο σ’ αυτά τα ζητήματα και στα πλαίσια της συνεργασίας μας.
9. Η Κ.Ε. διαπιστώνει πως η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό
μέτωπο οδηγεί στην απόρριψη του Σχεδίου, ακόμα και ως βάση για
διαπραγμάτευση, πράγμα που ενισχύει τον εθνικισμό-σοβινισμό και μειώνει τις
δυνατότητες βελτίωσης του Σχεδίου κυρίως στα θέματα που άπτονται της
ασφάλειας και της σιγουριάς στην εφαρμογή του.
105
10. Συνυπολογίζοντας τα αντικειμενικά δεδομένα που είναι σήμερα μπροστά
μας, το ΑΚΕΛ καλεί τα Ηνωμένα Έθνη και το διεθνή παράγοντα να
προχωρήσουν στην αναβολή των δημοψηφισμάτων για μερικούς μήνες
ώστε να προηγηθεί η δυνατότητα αντικειμενικής παρουσίασης του Σχεδίου στο
λαό, να δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης στη βάση που αναφέραμε πιο
πάνω και κάλυψης των κενών που υπάρχουν, έτσι που να καταστεί δυνατή η
έγκρισή του από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων.
11. Σε αντίθετη περίπτωση το ΑΚΕΛ θα είναι υποχρεωμένο να μην υποστηρίξει
την έγκριση του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα.
12. Η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ καλεί τους Τ/κύπριους συμπατριώτες μας να επιδείξουν
κατανόηση απέναντι στις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των
Ε/κυπρίων, να συνεχίσουν να εμπιστεύονται το ΑΚΕΛ και να συνεχίσουμε από
κοινού τον αγώνα για επανένωση της πατρίδας μας....
Τέλος, ζητούμε την αναβολή ώστε να αξιοποιηθεί ο χρόνος για μια
διαπραγμάτευση που φυσικά δεν θα οδηγήσει σε άλλο Σχέδιο αλλά τουλάχιστο
θα δώσει διασφαλίσεις ότι η εφαρμογή του Σχεδίου θα προχωρήσει έτσι όπως
προβλέπεται στο ίδιο το Σχέδιο...
106
4. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΗΣΥ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ (15/4/2004).
107
τα όσα λέγω, προκαλώ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απαντήσει
συγκεκριμένα ποια από τις απαιτήσεις μας δεν έχει ικανοποιηθεί.
3. Η διασφάλιση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν καταλύεται με τα
δημοψηφίσματα και δε μένει μετέωρη, αφού για να τεθούν σε ισχύ οι πρόνοιες
της λύσης θα πρέπει πρώτα να υπάρξει επικύρωση της συμφωνίας με βάση τα
ισχύοντα σε κάθε μια από τις τρεις των εγγυητριών δυνάμεων, στην περίπτωση
της Τουρκίας και από την τουρκική εθνοσυνέλευση. Και αφού υπογραφεί και
από τις τρεις κατατεθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι δυνατόν ο Πρόεδρος
να ισχυρίζεται το αντίθετο, όταν μάλιστα γνωρίζει πως χωρίς την ικανοποίηση
των πιο πάνω όρων η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να μην επικυρώσει ή υπογράψει
τη σχετική συμφωνία; Είναι ή όχι αλήθεια πως με βάση τις πρόνοιες του
σχεδίου αν δεν υπάρξει επικύρωση όπως πιο πάνω περιγράφεται, το σχέδιο και
η λύση δεν εφαρμόζονται και θεωρούνται εξ υπαρχής άκυρα και χωρίς την
όποια συνέπεια για την Κυπριακή Δημοκρατία;
4. Το 9% των εδαφών μας και 122 χιλιάδες πρόσφυγες επιστρέφουν κάτω
από ελληνοκυπριακή διοίκηση;
5. Είναι θετικό το γεγονός πως αντί 21%, ο αριθμός των προσφύγων που
επιστρέφουν αυξάνεται στο 33%. Το σύνολο των ελληνοκυπρίων προσφύγων
π[ου επιστρέφουν και άλλων ανακτούν το 1/3 της περιουσίας τους και
αποζημιώνονται πλήρως για το υπόλοιπο;
6. Κατοχυρώνεται η ελευθερία διακίνησης για όλους τους Κυπρίους αλλά
και το δικαίωμα δευτερεύουσας κατοικίας που επιτρέπει στο σύνολο των
Κυπρίων να διαμένουν απεριόριστα στην πόλη ή το χωριό που επιλέγουν.
7. Επιστρέφονται όλες ανεξαιρέτως οι εκκλησίες, τα ξωκλήσια και τα
μοναστήρια αλλά και τα κοιμητήρια όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοι μας.
8. Επιστρέφουν όλοι ανεξαιρέτως οι Καρπασίτες και οι απόγονοί τους με
πλήρη αποκατάσταση στις περιουσίες τους σε ένα ειδικό καθεστώς αυτονομίας
που τους επιτρέπει να έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα διαχείρισης στα
πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά και πολεοδομικά θέματα αλλά και το
δικαίωμα να εκπροσωπούνται στη Βουλή της τουρκοκυπριακής πολιτείας. Στην
πράξη πέρα απ΄ αυτά, ακτογραμμή που ανέρχεται στο 15% του συνόλου της
Κύπρου περιέρχεται και πάλι στους ελληνοκυπρίους.
9. Καταργούνται όλες οι μόνιμες αποκλίσεις από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
10. Διασφαλίζεται μια για πάντα ο Κυπριακός Ελληνισμός γιατί: (α) Σταματά
η ροή εποίκων και των Τούρκων εκ Τουρκίας αφού το ποσοστό παρουσίας τους
δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% του πληθυσμού της Τουρκοκυπριακής
πολιτείας. (β) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ο πληθυσμός της
Ελληνοκυπριακής πολιτείας να μειωθεί κάτω από τα 2/3 των Ελλήνων
κατοίκων της. (γ) Η ελληνική παιδεία, οι πολιτιστικές παραδόσεις και η
θρησκεία μας προστατεύονται, αφού σύμφωνα με το Σύνταγμα αποτελούν
ουσιαστικά στοιχεία της ιδιότητας που πρέπει να έχουν τα 2/3 τουλάχιστον του
πληθυσμού της Ελληνοκυπριακής πολιτείας. (δ) Ο Εθνικός Ύμνος και η
ελληνική σημαία όχι μόνο δεν απαγορεύονται αλλά αν το επιθυμούμε μπορεί
να είναι το επίσημο σύμβολο και ο ύμνος της Ελληνοκυπριακής πολιτείας. (ε)
Αποτρέπεται ο εκτουρκισμός των υπό κατοχή περιοχών, αφού με τις πρόνοιες
επιστροφής Ελληνοκυπρίων στις πατρογονικές εστίες ανάκτησης περιουσίας,
δικαιώματος δευτερεύουσας κατοικίας, της επιστροφής των εκκλησιών μας
αλλά και του δικαιώματος αγοράς γης από οποιονδήποτε Ελληνοκύπριο μετά
τη λήξη των χρονικών περιορισμών, δημιουργούνται συνθήκες να ξαναριζώσει
και να προκόψει το ελληνικό στοιχείο στη γη που θα είναι κομμάτι της Ε.Κ.Δ.
11. Καταργείται οριστικά η διαχωριστική γραμμή της κατοχής και τα
σύνορα της Κύπρου είναι η Κερύνεια και ο Απόστολος Ανδρέας και η Πάφος
108
και η Αμμόχωστος αφού την εποπτεία δεν έχουν οι πολιτείες αλλά η κεντρική
κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους....
12. Είναι ή όχι θετικό το γεγονός πως σε 29 μήνες τα κατοχικά
στρατεύματα που διαρκώς αναβαθμίζονται και εκσυγχρονίζονται, από 45
χιλιάδες μειώνονται σε στρατιωτικό απόσπασμα των 6 χιλιάδων με βάση διεθνή
πλέον συνθήκη που επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί ισάριθμο απόσπασμα
ενώ το 2011 περιορίζονται στις 3 χιλιάδες για να περιοριστούν το 2018 σε 950
Έλληνες και 650 Τούρκοι στρατιώτες. Θέλω ακόμα να προσθέσω πως οι χώρες
που υπογράφουν το πρωτόκολλο στρατιωτικής παρουσίας υποχρεώνονται με
αφετηρία την 1η Ιουνίου 2010 να το αναθεωρούν ανά τριετία με απώτερο
στόχο την πλήρη αποχώρηση όλων των στρατευμάτων.
13. Από τις 129 χιλιάδες εποίκων νομιμοποιούνται να παραμείνουν μόνο
55 χιλιάδες ενώ οι υπόλοιποι που θωρούνται παράνομοι, υποχρεούνται να
φύγουν. Δεν θα ήθελα να ωραιοποιήσω τις πρόνοιες που αφορούν τους
εποίκους. Αλλά αναλογιζόμενος τον κίνδυνο της μονιμοποίησης του συνόλου
αλλά και της βεβαίας αύξησης των εποίκων από μια μη λύση θεωρώ πως είναι
το λιγότερο κακό αυτό που το σχέδιο προβλέπει.
14. Αποκαθίστανται έστω και σταδιακά τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι
βασικές ελευθερίες και έγινε δεκτή η δική μας θέση πως θα πρέπει πέρα από
την αναφορά στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να περιληφθεί
πλήρης κατάλογος των βασικών ελευθεριών σαν αναπόσπαστο μέρος του
Συντάγματος.
15. Ρυθμίζεται αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις δικές μας προτάσεις, η
ικανοποιητική αντιπροσώπευση της Ε.Κ.Δ στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, διασφαλίζεται η μία και ενιαία έκφραση της Κύπρου στην Ευρώπη,
ενώ με τις πρόνοιες της συμφωνίας συνεργασίας ρυθμίζεται και η υλοποίηση
και η εφαρμογή των αποφάσεων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε
ολόκληρη την επικράτεια της χώρας.
16. Μειώνονται από 365 σε 45 μόνο μέρες οι μεταβατικές διατάξεις που
αφορούν την άσκηση εκτελεστικής συμπροεδρίας, ενώ στις 13 Ιουνίου με τις
εκλογές για όλα τα θεσμικά όργανα της χώρας αποφεύγεται ο κίνδυνος
δισλειτουργίας τους κράτους. Να σημειωθεί, ότι με βάση τις πρόνοιες της
λύσης από την πρώτη μέρα λειτουργίας του ομόσπονδου κράτους όλοι οι
ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, θα βρίσκονται στις θέσεις τους.
17. Οι πρόνοιες για το Συμβούλιο Περιουσιών βελτιώνονται σημαντικά σε
βαθμό που να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του....
18. Θα υπάρχει μια Κεντρική Τράπεζα, η δομή της οποίας όπως και οι όροι
εντολής και λειτουργίας της, θα ρυθμίζεται με βάση τις δικές μας εισηγήσεις.
Θα υπάρχει μόνο ένα νόμισμα και αυτό δεν θα είναι άλλο από την κυπριακή
λίρα.........
109
παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση
κηδεμόνα».
Εκφράζουν αυτές οι απόψεις αυτό που για 30 χρόνια επιδιώκαμε, δηλαδή
μια λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Από πότε σε μια πραγματική
ομοσπονδία οι συνιστώσες πολιτείες έχουν λόγο διεθνώς; Δεν υπήρξε πάγια
δική μας αξίωση για ένα ομοσπονδιακό κράτος με μια κυριαρχία με μια
υπηκοότητα και με μια μόνο διεθνή προσωπικότητα ώστε να αποτρέψουμε
αυτό που μόνιμα διεκδικούσε και διεκδικεί ο κ. Ντεκτάς για την ύπαρξη δύο
κρατιδίων με διεθνή αναγνώριση και λόγο διεθνώς; Σε τι άλλο οδηγεί αυτή η
προσέγγιση του Προέδρου παρά σε λύση δύο χωριστών κρατών;....
Πιστεύουμε πως η ένταξη μιας επανενωμένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ένωση προσφέρει τα μεγαλύτερα εχέγγυα για ασφάλεια για ξεπέρασμα των
δυσκολιών για μια πραγματικά νέα εποχή που θα επιτρέψει στον κυπριακό λαό
μακριά από αντιπαραθέσεις, μακριά από εξοπλισμούς, να ζήσει με προοπτική
και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο......
Έχοντας μπροστά μας το δίλημμα «επανένωση ή διχοτόμηση», λαμβάνοντας
Τούτη είναι η ώρα της αλήθειας. Είναι η ώρα που η ιστορία κτυπά την πόρτα
μας. Και εγώ δεν θα την αγνοήσω. Γι’ αυτό και σας παρακαλώ ας
μετατρέψουμε αυτή την ευκαιρία σε μια συλλογική επιλογή. Μια επιλογή που
με το «ναι» στο δημοψήφισμα ανοίγει το δρόμο για επανένωση της Κύπρου.
110
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Εισαγωγή.
Κεφάλαιο Πρώτο.
111
9. Πάνος Μυρτιώτης: Μακάριος - ιστορικά ντοκουμέντα. Λευκωσία 1976, σελ.
13.
10. Π. Μυρτιώτης: Μακάριος – από το χωριό Παναγιά στο θρόνο του
Αποστόλου Βαρνάβα. Λευκωσία 1976, σελ. 102.
11. Ν. Κρανιδιώτη: Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960, σελ. 44.
12. ΑΚΕΛ: Ο δρόμος προς τη λευτεριά – για ένα μίνιμουμ πρόγραμμα του
ΑΚΕΛ για τη συγκρότηση του ενιαίου απελευθερωτικού μετώπου πάλης. Από το
βιβλίο «Τρία κείμενα για την Κύπρο». Αθήνα 1977, σελ. 11.
13. Ιχσάν Αλή: Τα απομνημονεύματα μου. Λευκωσία 1990, σελ. 11.
14. Π. Γεωργίου: Σοβαρό το καθήκον μας για το κέρδισμα των τούρκων
συμπατριωτών μας στον εθνικό αγώνα. Περιοδικό K.E. ΑΚΕΛ «Δημοκράτης»,
αρ. 8, 1954, σελ.3-5. Είναι, επίσης ενδιαφέρον το άρθρο του ιδίου στο ίδιο
περιοδικό, αριθμός 12, 1954, όπως και η έκθεση για το κυπριακό των
στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Γ. Ιωαννίδη, Κ. Καλογιάννη,
Π. Ρούσου που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό αρ. 1-2 1952, και με κεφάλαιο
ειδικά αφιερωμένο στην τουρκική κοινότητα και στο οποίο επισημαίνουν το
«τούρκικο ζήτημα» σε σχέση με τον μεγαλοελλαδίτικο εθνικισμό ανεξάρτητα
αν στη μελέτη τους υποστηρίζουν την ένωση.
15. Μ. Δεκλερή: Κυπριακό 1972-1974 – η τελευταία ευκαιρία. Αθήνα 1981,
σελ. 22.
16. Μ. Αλεξανδράκης, Β. Θεοδωρόπουλος, Ευστ. Λαγάκος: Το κυπριακό 1950-
1970. Μια ενδοσκόπηση. Αθήνα 1987, σελ.99.
17. Ο Ν. Κρανιδιώτης ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μακαρίου
στο βιβλίο του «Δύσκολα χρόνια» γράφει τα ακόλουθα:«Κληρονόμος των
ιδεωδών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και φορέας αυτοκρατορικών
προνομίων...εξέφραζε, μέσα από την αλύτρωτη κυπριακή κοινωνία, τα ιδεώδη
και τα σύμβολα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», όπως εννοούσαν τον
όρο αυτό τα συντηρητικά στοιχεία της δεξιάς. Οι εκκλησιαστικές όμως
καταβολές του Μακαρίου συντελέσανε ώστε στα μοναστηριακά και αργότερα
στα επισκοπικά του χρόνια να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τον
απολυταρχικό χαρακτήρα του και να ενισχύσει το συγκεντρωτισμό του. Οι
φιλοδοξίες του θύμιζαν ανάλογες φιλοδοξίες μεσαιωνικών αρχόντων...Ο
Μακάριος στηριζόταν ιδιαίτερα στο οικονομικό υπόβαθρο της Εκκλησίας. Η
κυπριακή Εκκλησία ήταν ισχυρός οικονομικός παράγοντας στον τόπο, και
συνέχιζε, από την άποψη αυτή, την παλιά μεσαιωνική φεουδαρχική
παράδοση...Ο Μακάριος, χρησιμοποίησε τη δύναμη και το κύρος της Εκκλησίας
όχι μονάχα για να επιβληθεί εκκλησιαστικά αλλά και να κυριαρχήσει πολιτικά»,
σελ. 46-47.
18. Π. Μυρτιώτης: Μακάριος – ιστορικά ντοκουμέντα, σελ. 60.
19. Το 11ο συνέδριο του ΑΚΕΛ. Περιοδικό «Νέος Δημοκράτης», αρ. 21, σελ.
70.
20. στο ίδιο σελ. 73 και 76.
21. Συλλογική εργασία:«Ο φόβος της ελευθερίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
1971, σελ. 211.
22. Λ. Ιεροδιακόνου: Το κυπριακό πρόβλημα, Αθήνα 1975, σελ. 31-32.
Επίσης: Π. Τερλεξή: Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού, σελ. 5.
23. Στα μέσα του περασμένου αιώνα οι ιδεολόγοι της εκκλησίας στην
προσπάθεια τους να αποδείξουν την αναγκαιότητα της ένωσης της Κύπρου με
την Ελλάδα αναζητούν την εθνική συνείδηση στις αρχές του μεσαίωνα, παρ΄
όλο που και οι ίδιοι παραδέχονται, ότι «συνείδησης κοινής εθνικής καταγωγής
δεν ήτο δυνατόν να υπάρχει ακόμη την εποχήν εκείνην...».Βλέπε: Θ.
112
Σοφοκλέους:«Εθνική συνείδησης των κυπρίων επί φραγκοκρατίας». Έκδοση
Γραφείου Εθναρχίας, 1949, σελ. 5-6.
24. Π. Γεωργίου: Το ΑΚΕΛ και οι μειονότητες. Περιοδικό «Δημοκράτης» 1954,
αρ. 12, σελ. 294-297. Βλέπε επίσης: Παντελή Βαρνάβα: Ένας μεταλλωρύχος
θυμάται, σελ. 48-49. Για την υποτίμηση των τ/κ εργατών από τους ε/κ
συναδέλφους τους αναφέρεται ο Α. Ζιαρτίδης σε ομιλία του τον Απρίλη του
1955. Δες Α. Ζιαρτίδη:Ομιλίες-Διαλέξεις-Δηλώσεις. Έκδοση Γ.Σ. ΠΕΟ,
Λευκωσία 1980, σελ. 14-26. Η υποτίμηση που αναφέρεται σ΄ αυτή την
περίοδο, περιορίζεται στη μη χρήση της τουρκικής γλώσσας στις συνελεύσεις
των εργατών, αλλά και στα κομματικά και συνδικαλιστικά έγγραφα. Βέβαια η
γλωσσική επικοινωνία είναι ουσιαστικός παράγοντας, όχι όμως και ο
μοναδικός. Οι τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονταν, ότι ο πολιτικός στόχος του
κόμματος και του αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος ήταν η ενσωμάτωση
της Κύπρου στην ελληνική επικράτεια. Η αντίδραση των αριστερών
τουρκοκυπρίων στην ένωση δικαιολογούταν από την ηγεσία του ΑΚΕΛ σαν
αδυναμία επεξήγησης των θέσεων της και αρνιόταν να εξετάσει τα βαθύτερα
αίτια.
25. Εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου «Νέος Άνθρωπος» ημ.
1/5/1927.
26. Εφημερίδα <<Εργατικό Βήμα>>, ημερ. 17/6/1981.
27. Πλουτής Σέρβας: Κοινή Πατρίδα. Εκδόσεις «Πρόοδος», Λευκωσία 1997,
σελ.130.
28. Ανακοίνωση Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ. Εφημερίδα «Χαραυγή» ημ.
12/7/1981.
29. Γεώργιος Ι. Διακοφωτάκης: Περί μειονοτήτων κατά το Διεθνές Δίκαιο.
Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2001, σελ. 98.
30. Α.Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί
του. Εκδόσεις GUTENBERG, τέταρτη έκδοση, σελ. 17-18.
31. Γιάννης Ν. Γιαννόπουλος: Ο μεταπολεμικός κόσμος - ελληνική και
ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963). Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1992, σελ.338.
32. Ν. Κιζίγκιουρεκ: Ολική Κύπρος, σελ.43.
Κεφάλαιο Δεύτερο.
1. Ανδρέα Μιτσίδη: Σύντομη ιστορία της εκκλησίας της Κύπρου. Λευκωσία
1994, σελ. 35-43. Περισσότερο αναλυτικά για τη θρησκευτική καταπίεση των
Φράγκων ασχολείται ο άγγλος στρατιωτικός ιερέας John Hackett που θήτευσε
στην Κύπρο στο τρίτομο έργο του: «Η ιστορία της Ορθόδοξης εκκλησίας της
Κύπρου». Τόμος ΙII, Αθήνα 1932. Η φωτοτυπία αφορά τα 14 φέουδα που
αφαιρέθηκαν από την ορθόδοξη εκκλησία και δόθηκαν στους λατίνους
επισκόπους. Ανάμεσα σ΄ αυτά αναφέρεται και το χωριό του συγγραφέα.
Αργότερα το Ορνίθι έχει ενσωματωθεί στην Αφάνεια, όπως και η αναφερόμενη
Μαντία (Μάγκια).
2. Ολόκληρο το κείμενο των συμφωνιών του Σινά και των
Ιεροσολύμων όπως και άλλα σχετικά θέματα που αφορούν τα εθναρχικά
δικαιώματα, βρίσκονται στο βιβλίο του Ανδρέα Χ. Γαβριηλίδη: Τα εθναρχικά
δικαιώματα και το ενωτικόν Δημοψήφισμα». Λευκωσία 1972, σελ. 77-83. Για
τη μετατροπή της ηγεσίας της εκκλησία σε τμήμα του φοροσυλλεκτηκού
μηχανισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναφέρεται και στο βιβλίο του ο
Μ.Ν. Μιχαήλ : Η Ιερά Μονή Κύκκου στο Οθωμανικό οικονομικό πλαίσιο με
βάση τον κώδικα 56 (1844-1890). Εκδόσεις Κέντρου Μελετών Ιερά Μ.
Κύκκου, Λευκωσία 2003.
113
3. Η Κάτια Χατζηδημητρίου αναφέρει, ότι οι κύπριοι έστειλαν το 1566 και
το 1569 αντιπροσωπείες στην Κωνσταντινούπολη για να πείσουν τον σουλτάνο
να καταλάβει την Κύπρο. «Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία 1987, σελ. 216.
4. Κώστα Γραικού: Κυπριακή ιστορία. Λευκωσία 1980, τόμος Α, σελ. 166.
5. Στο ίδιο, σελ. 172.
6. Φ. Ζαννέτου: Ιστορία της νήσου Κύπρου, εκδόσεις ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ, Β΄
έκδοση, 1997, σελ. 1146.
7. Από το βιβλίο του Π. Τερλεξή, σελ.53.
8. Κ. Γραικού: Ιστορία της Κύπρου. Λευκωσία 1982, τόμος Β, σελ. 9.
9. Πλουτή Σέρβα: Κυπριακό – Ευθύνες. Εκδόσεις Γραμμή, 1980, σελ. 16.
10. Κ. Γραικού: Ιστορία της Κύπρου, τόμος Α, σελ. 189.
11. Πλ. Σέρβα, στο ίδιο, σελ. 26.
12. Πλ. Σέρβα., στο ίδιο, σελ. 31.
13. Ε. Ν. Τζελεπή: Το κυπριακό και οι συνωμότες του, σελ.12.
14. Γιάννη Λέφκη: Οι ρίζες. Λεμεσός-Κύπρος 1984, σελ.21.
15. Ν. Κιζίγκιουρεκ: Ολική Κύπρος, σελ. 31.
16. Π. Τερλεξή, στο ίδιο, σελ. 57.
17. Σάββα Λοϊζίδη: Άτυχη Κύπρος. Εκδόσεις Μπεργάδη, Αθήνα 1980, σελ. 14.
18. Πλ. Σέρβα, στο ίδιο, σελ. 37.
19. Από το βιβλίο του Πλ. Σέρβα <<Ευθύνες>>, σελ.70.
20. Ε. Παπαϊωάννου: 25 χρόνια πάλης. Άρθρο στο περιοδικό <<Νέος
Δημοκράτης>>, 1951, σελ. 173.
21. Για τις συζητήσεις στην Πολιτική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη συγκεκριμένη
περίοδο, αναφέρεται αναλυτικά ο Π. Τερλεξής στο βιβλίο που αναφέραμε πιο
πάνω, στις σελίδες 161-213.
22. Bekir Azgin: The Turkish Cypriot Mass Media. Sϋdosteuropa-Hand-Buch,
band VIII, ZYPERN, σελίδα 644. Το κείμενο είναι γραμμένο στα αγγλικά.
23. Εφημερίδα <<Ελευθερία>>, ημερ. 22/9/1917. Επιστολή επισκόπου Κιτίου
Μελέτιου.
24. Εφημ. <<Ελευθερία>>, ημερ. 4/8/1917. <<Το κυπριακό ζήτημα. Δυο
Υπομνήματα των Ελλήνων βουλευτών>>. Τα υπομνήματα δόθηκαν στον
άγγλο διοικητή και τον έλληνα πρόξενο.
25. Εφημερίδα <<Νέον Έθνος>>, ημερομηνίας 9/9/1917.
26. Εφημερίδα <<Ελευθερία>> ημερ. 13/10/1917.
27. Στην ίδια εφημερίδα της ίδιας ημερομηνίας.
28. Εφημερίδα <<Ελευθερία>> ημερ. 22/9/1917.
29. Εφημερίδα <<Νέος Άνθρωπος>> ημ. 18/9/1926.
30. Κ. Σοφοκλέους: Πάλη για την ελευθερία. Τόμος Α΄, έκδοση Β΄, 2003 σελ.
95. Την άποψη για εγκαθίδρυση ομοσπονδίας τη διετύπωσε ο Λένιν σε άρθρο
του στην <<Πράβδα>> στις 29/3/1913 με τίτλο:<<Ο βαλκανικός πόλεμος
και ο αστικός σοβινισμός>>. Σ΄ αυτό το άρθρο δεν γίνεται αναφορά σε
<<σοβιετική βαλκανική ομοσπονδία>>. Δες Λένιν Άπαντα, τόμος 23, σελ. 38-
39, στα ρωσικά. Η λέξη <<σοβιετική>> τοποθετήθηκε αργότερα, ίσως από την
ηγεσία της Γ΄ Διεθνούς.
31. <<Νέος Άνθρωπος>>, ημ. 5/3/1928.
32. Εφημερίδα <<Νέος Εργάτης>> ημ. 18/4/1929. και ημερ. 26/6/1929.
33. Λουκάς Κακουλλής: Αδάμ Αδάμαντος – το αηδόνι της Αμμοχώστου.
Έκδοση 2002.
34. Εφημερίδα <<Αλλαγή>>, ημ. 18/1/1976.
35. << Ηγωνίσθησαν οι κύπριοι – ενίκησεν η Τουρκία. Η αλήθεια για το
κυπριακόν>>. Έκδοσις πολιτικών νεολαιών. Αθήνα – Μάρτιος 1959.
Υπογράφουν: η νεολαία του κόμματος των Προοδευτικών (Μαρκεζίνη), η
114
νεολαία της Δημοκρατικής Ενώσεως (Η. Τσιριμώκος), η νεολαία της
Δημοκρατικής αριστεράς (ΕΔΑ) και η νεολαία της Νέας αγροτικής κινήσεως,
όλες οργανώσεις νεολαίας της Ελλάδας.
36. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 26/2/1959. Δημοσιεύθηκε και στην πιο
πάνω αναφερόμενη έκδοση.
37. Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα: Ιστορία χαμένων ευκαιριών (κυπριακό
1950-1963), Αθήνα 1981, τόμος Β΄, σελ. 248.
38. Ο. Σπάρο: Η κατάκτηση της Κύπρου από την Αγγλία. Μόσχα 1974, σελ.
268-269, στα ρωσικά. Μετάφραση από το συγγραφέα.
39. Β. Μ. Μένσικοφ: Στο στρατηγικό σταυροδρόμι>>. Μόσχα 1975, σελ. 175,
στα ρωσικά. Μετάφραση από το συγγραφέα.
40. Κλέων Παπαλοίζου: Το κυπριακό και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αθήνα
1973, σελ. 13.
41. Δ. Χριστόφιας: Το <<προδοτικό>> ΑΚΕΛ και οι <<αριστεροί>>
εθνικόφρονες. Εφημερίδα <<Νεολαία>>, ημερ. 7/7/1977.
42. Κ. Τζιαμπάζη: Είναι προδοτικό το ΑΚΕΛ; άρθρο στην εφ,
«Ελευθεροτυπία» (Κύπρου), ημερ. 2/4/1995. Το άρθρο αντικρούει την άποψη
ότι το ΑΚΕΛ ήταν προδοτικό.
Κεφάλαιο Τρίτο.
1. Δ. Μπίτσιος: Κρίσιμες ώρες. Εκδόσεις <<Εστία>>.
2. Πλ. Σέρβα: Η κυπριακή τραγωδία – πως τα καταφέραμε και φτάσαμε
στο μηδέν. Εκδόσεις <<Διάλογος>>, Αθήνα 1975, σελ. 82.
3. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 22/2/1959.
4. Ε. Ν. Τζελεπή: Το κυπριακό και οι συνωμότες του, σελ. 127.
5. στο ίδιο, σελ. 127.
6. Το απόσπασμα αυτό από την ομιλία του Μακαρίου που εκφώνησε στις
4/9/1962 είναι από το βιβλίο του Ζήνων Σταυρινίδη: The cyprus conflict,
national identity and statehood, σελ. 63. Ο συγγραφέας παραπέμπει στο βιβλίο
του Rauf Dektash: The cyprus problem, 1970. Το ίδιο απόσπασμα αναφέρεται
και στο βιβλίο των Brendan O’Malley – Ian Craig: Η συνωμοσία της Κύπρου,
εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2002, σελ. 175, με παραπομπή στο υπόμνημα
Philips Talbot στους πρεσβευτές Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας US State
Department papers 78 398A, 26.1.64. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου έχει
ερευνήσει τα αρχεία του Γραφείου Τύπου και πληροφοριών της Κυπριακής
Δημοκρατίας, αλλά δεν εντόπισε τη συγκεκριμένη ομιλία, παρ’ όλο που οι
εφημερίδες της εποχής αναφέρουν, ότι ο Μακάριος εκφώνησε ομιλία στη
συγκεκριμένη ημερομηνία στο μνημόσυνο του Χαρ. Μούσκου στο χωριό
Παναγιά.
7. Το Πρόγραμμα του ΑΚΕΛ. Έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, 1962, σελ. 1.
8. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ αντιγράφει από την επιστολή που του επέδωσαν
οι ιεράρχες της Κύπρου, τα ακόλουθα για την επιμονή τους στην εγκαθίδρυση
χωριστών δήμων, παρ’ όλο που η κυβέρνηση της Ελλάδας
διαφωνούσε:<<...επειδή αι τουρκικαί συνοικίαι είναι ελεειναί και έχουν πολλά
προβλήματα, θα πρέπει να δαπανώνται ικανά χρήματα προερχόμενα από
ελληνοκυπρίους φορολογουμένους δια την θεραπείαν των, όσα δε και αν
δαπανηθούν, οι τουρκοκύπριοι δεν θα είναι ικανοποιημένοι, τούτο δε θα
προκαλεί συνεχώς προστριβάς, αίτινες θα παραβλάπτουν επ’ άπειρον την
ειρηνικήν συμβίωσιν, ενώ αν υπάρχουν κεχωρισμένοι δήμοι, οι τουρκοκύπριοι
δεν θα δύνανται να αιτιώνται ή εαυτούς δια την κακήν των λειτουργίαν...>>.
Από το βιβλίο Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών, Αθήνα 1981, τόμος Β’, σελ.172.
115
Δες επίσης Γλαύκου Κληρίδη: Η Κατάθεση μου. Αθήνα 1988, τόμος Α’, σελ.
448.
- Πόσο θυμίζει τις αντιδράσεις των πολιτικών που απέρριπταν το
σχέδιο Ανάν. Τα ίδια κίνητρα, σχεδόν η ίδια φρασεολογία. Μόνο που αυτή τη
φορά αφορούσε τον οριστικό διαχωρισμό της πατρίδας μας και όχι την εκλογή
δημάρχων ή κοινοταρχών στα χωριά και τις πόλεις μας.
9. Περιοδικό <<Νέος Δημοκράτης>>: <<Τα δυο
χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας», περ. «Ν. Δημοκράτης»,
αρ. 10, Αύγουστος 1962.
10. Ε. Παπαϊωάννου: <<Η κυπριακή κατάσταση>>, <<Ν. Δημοκράτης>>
αρ. 14, Οκτώβρης 1963, σελ. 15-16.
11. στο ίδιο, σελ. 17.
12. Λεόντιος Ιεροδιακόνου: Το κυπριακό πρόβλημα. Εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα 1975, σελ. 371-372.
13. Από το βιβλίο του Ν. Κρανιδιώτη: Ανοχύρωτη Πολιτεία, τ. Α’, σελ. 135.
14. Κ. Π. Κύρρης: Κύπρος, Τουρκία και Ελληνισμός. Εκδόσεις Λάμπουσα,
1980, σελ. 8.
15. Ο Λ. Ιεροδιακόνου αναφέρει στο βιβλίο του, ότι ιδρυτές της οργάνωσης
ΑΚΡΙΤΑΣ ήταν οι Μακάριος, Γιωρκάτζης, Τ. Παπαδόπουλος, Ν. Κόσιης και Γλ.
Κληρίδης. Ο Γλ. Κληρίδης γράφει στην ‘‘Κατάθεση ‘‘ του ότι δεν συμμετείχε
στην οργάνωση.
16. Άγγελος Βλάχος: Δέκα χρόνια Κυπριακού. Εκδόσεις Εστία,1980, σελ.
274.
17. Κ. Σπυριδάκης: Εφημερία <<Ελευθερία>> ημ. 21/2/1971. Ο
Κωνσταντίνος Σπυριδάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής
Συνέλευσης και με τη διάλυση της πρώτος υπουργός Παιδείας.
18. Το Μάρτιο του 1971, ο πρόεδρος Μακάριος σε ομιλία του στη Γιαλούσα
διακήρυξε, ότι <<η Κύπρος είναι ελληνική και θα παραμείνει ελληνική.
Ελληνική την παραλάβαμε και ελληνική θα την παραδώσουμε στην Ελλάδα>>,
με αποτέλεσμα οι συνομιλίες που διεξήγαγαν ο Γλ. Κληρίδης και ο Ρ. Ντεκτάς
να διακοπούν για ένα διάστημα εξαιτίας της αντίδρασης του τελευταίου στην
ομιλία Μακαρίου.
19. Σοφόκλη Γ. Σοφόκλη: Οι νομικές επιπτώσεις της ανακήρυξης της
<<Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου>>. Κυκλοφόρησε το 1983 σε
πολυγραφημένη έκδοση. Στα συμπεράσματα της μελέτης του διατυπώνει την
ενδιαφέρουσα άποψη, ότι <<σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή
πρακτική των διεθνών σχέσεων, η ύπαρξη ενός κράτους δεν εξαρτάται
υποχρεωτικά από την αναγνώριση του από άλλα κράτη>>, σελ. 64.
20. Εφημερίδα <<Ιζβέστια>> ημ. 21/1/1965.
21. Δες άρθρα του αντιστράτηγου Γ. Καραγιάννη, πρώτου αρχηγού της
Εθνικής Φρουράς στην εφημερίδα <<Εθνικός Κήρυξ>> ημ. 13/6/1964.
22. Βάσος Μαθιόπουλος: Θα χάσουμε την Κύπρο; Εκδόσεις <<Λιβάνη>>
Αθήνα 1984, σελ. 109.
23. Ε.Ν. Τζελεπή: στο ίδιο, σελ. 169.
24. Ε. Παπαϊωάννου: Το ΝΑΤΟ δεν θα περάσει. Περιοδικό <<Ν.
Δημοκράτης>>, αρ. 17, 1964, σελ. 5. Την ίδια περίοδο διατυπώνονται και
κάποιες διαφορετικές απόψεις από στελέχη του ΑΚΕΛ, αλλά που δυστυχώς ο
εθνικιστικός φανατισμός τις έπνιγε και δεν τις άφηνε να αναπτυχθούν. Η θέση
που ανέπτυξε ο Ζαχαρίας Φιλιππίδης στην Δ΄ ολομέλεια της Κ.Ε, με την οποία
απέδιδε και στην ε/κ πολιτική ηγεσία ευθύνες, δεν κατανοήθηκε ούτε και
προβλημάτισε την πλειοψηφία των μελών της. Ο Ζ. Φιλιππίδης αποφεύγοντας
να αναφερθεί στην ένωση, που ήταν στην ημερήσια διάταξη, είπε τα
116
ακόλουθα, σε σχέση με τις διακοινοτικές συγκρούσεις που συνεχίζονταν: «Η
δουλειά της ενότητας μέσα στους Τούρκους πρέπει να πούμε ότι κατεστράφη.
Βέβαια ο κύριος υπεύθυνος γι΄ αυτή την καταστροφή στις σχέσεις ελλήνων και
τούρκων είναι ο ιμπεριαλισμός και η τουρκική εξτρεμιστική ηγεσία της Κύπρου
και της Άγκυρας. Όμως δεν μπορούμε να απαλλαγούμε και εμείς των ευθυνών
μας από αυτή την κατάσταση. Το κόμμα μας έδειξε αδυναμία στον τομέα της
αποτελεσματικής διαφώτισης των πλατιών λαϊκών μαζών. Η αδυναμία μας
επέτρεψε να αναπτυχθεί, πλατιά στο λαό ο σοβινισμός και το αντιτουρκικό
αίσθημα. Η αδυναμία μας ενδυνάμωσε την τάση εκείνων που πιστεύουν ότι το
κυπριακό πρόβλημα δεν είναι πολιτικό αλλά στρατιωτικό (σ.σ. εννοεί τις
παρακρατικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν με το σχέδιο Ακρίτας). Δεν
μπορούμε να μιλούμε για ειρηνική συμβίωση μεταξύ ελλήνων και τούρκων και
να ανεχόμαστε τις λεηλασίες, τους κατεδαφισμούς των σπιτιών και τις ομηρίες.
Πάνω στα θέματα αυτά εδείξαμε αδυναμία και ο τύπος μας χλιαρότητα...»,
περ. «Ν. Δημοκράτης», αρ. 16, Ιούλης 1964.
25. Άριστος Κάτσης: Από την ανεξαρτησία στην τουρκική εισβολή. Κύπρος
1977, σελ. 77.
26. Δες κυπριακές εφημερίδες ημ. 26/8/1964.
27. ‘‘Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης‘‘. Συλλογική εργασία.
Μόσχα 1975, σελ.144, στα ρωσικά. Επίσης, στο βιβλίο ‘‘Ιστορία της εξωτερικής
πολιτικής της ΕΣΣΔ‘‘ που γράφτηκε με την καθοδήγηση του Α. Γκρομύκο και
Μπ. Ν. Παναμαριώφ. Μόσχα 1977, σελ. 303-305. Οι επισκέψεις Κοσύγκιν και
Ποτγκόρνι στην Άγκυρα και η επίσκεψη του τούρκου προέδρου Σουνάι στη
Μόσχα ανανέωσαν τη φιλία που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Λένιν και τον
Αταρτούκ, όταν το 1921 η σοβιετική Ρωσία εφοδίασε την Τουρκία με
στρατιωτικό εξοπλισμό, χρυσό και άλλα είδη για να αντιμετωπίσει στην
επέμβαση των δυνάμεων που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την
επιδρομή της Ελλάδας. Σ΄ αυτή την περίοδο η ΕΣΣΔ είχε συνάψει οικονομικές
συμφωνίες και ανάλαβε την εγκατάσταση μιας σειράς εργοστασίων, όπως
αλουμινίου κλπ. Σχετικά δες επίσης το βιβλίο του Ε.Α. Γεωργιάν ‘‘Τουρκική
Δημοκρατία-Βασικοί θεσμοί και συνταγματική ανάπτυξη‘‘. Μόσχα 1975. Οι
μεταφράσεις έγιναν από το συγγραφέα.
28. Απόφαση Πολιτικού Γραφείου ΑΚΕΛ ημ. 26/1/1965. Οι λόγοι που
αναφέρονται στην ανακοίνωση και καταβάλλεται προσπάθεια να επεξηγηθεί
γιατί το η ηγεσία του ΑΚΕΛ τάσσεται ενάντια στην ομοσπονδία είναι οι
ακόλουθοι: «α) ο τουρκικός πληθυσμός της Κύπρου, που αποτελεί μόνο το
18% του συνόλου είναι διεσπαρμένος σ΄ όλη την έκταση της Κύπρου,
ανάμεσα στην ελληνική πλειονότητα πράγμα που καθιστά αδύνατη τη
συγκρότηση οποιωνδήποτε χωριστών τοπικών οργάνων. Μόνο με το ξερίζωμα
πληθυσμών θα μπορούσε να δημιουργηθεί ορισμένη περιοχή με τουρκική
οντότητα. Αυτό όμως είναι αντίθετο με τις Καταστατικές αρχές του ΟΗΕ αλλά
και θα έφερνε πολλά δεινά και στους έλληνες και στους τούρκους και θα
οδηγούσε τελικά στο διαμελισμό. β) με την ομοσπονδιακή κρατική διάρθρωση
μέσα στις κυπριακές συνθήκες, δημιουργούνται προϋποθέσεις που δίνουν την
ευκαιρία στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, με την εφαρμογή του
γνωστού δόγματος «διαίρει και βασίλευε», να υποδαυλίζουν και να
καλλιεργούν τα φυλετικά πάθη και τις αντιθέσεις και να γίνουν έτσι αυτοί οι
πραγματικοί ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του τόπου και πέραν τούτου να
εκβιάζουν τις κυβερνήσεις και της Ελλάδας και της Τουρκίας. γ) η
ομοσπονδιακή κρατική διάρθρωση, μακριά από του να εξαλείψει το πνεύμα
καχυποψίας που καλλιέργησε με τις ραδιουργίες του ο ιμπεριαλισμός, θα
αποβεί μόνιμη πηγή νέων δυσκολιών και δεινών για όλο το λαό, πηγή έντονης
117
αναταραχής και ανωμαλίας, πράγμα που θα δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους
για την ειρήνη στη Μ. Ανατολή και κατ΄ επέκταση διεθνώς». Μερικά
ουσιαστικά σχόλια: α) η απόρριψη της ομοσπονδιακής διάρθρωσης δεν είχε
σχέση με την ανάμιξη του πληθυσμού, αλλά η αποδοχή της θα ερμηνευόταν
σαν εγκατάλειψη της ένωσης και εδραίωση της ανεξαρτησίας. Και εφόσον η
ανεξαρτησία είχε τοποθετηθεί στον αντίποδα «δημιουργία χωριστής εθνικής
οντότητας με ξεχωριστή εθνική συνείδηση» κάθε άλλη άποψη δεν μπορούσε
παρά να απορριφθεί. Όλα τα άλλα είναι απλά επινόηση που στερούνται
επιστημονικής ανάλυσης. Γιατί και μορφή ομοσπονδίας θα μπορούσε να βρεθεί
και να υλοποιηθεί χωρίς τη μετακίνηση πληθυσμών. Όλα τα άλλα που
αναφέρονται στα σημεία β και γ είναι πολιτικά στοιχεία που μπορούσε με λίγη
καλή θέληση είτε να περιοριστούν είτε να εξουδετερωθούν.
29. Για τις συζητήσεις στις ενδοκυπριακές συνομιλίες είναι πολύ
διαφωτιστικό το βιβλίο του Μ. Δεκλερή: Κυπριακό 1972-1974 – η τελευταία
ευκαιρία. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1981.
30. Κ. Τζιαμπάζη:‘‘ Επί των τύπων των ήλων‘‘. Άρθρο στην εφημερίδα
‘‘Ελευθεροτυπία‘‘ (Κύπρου), ημ. 27-28 Αυγούστου 1981. Το άρθρο αναλύει το
ζήτημα της αυτοδιάθεσης και την ταυτίζει με την ανεξαρτησία.
31. Ν. Δημοκράτης, περιοδικό, αρ. 5, σελ. 12, 1961.
Κεφάλαιο τέταρτο.
1. Σχέδιο Γενικού Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών: Η συνολική διευθέτηση
του κυπριακού προβλήματος. 31 Μαρτίου 2004.
2. Κυριάκου Τζιαμπάζη: Η ρύθμιση των διεθνών διαφορών. Λευκωσία 1981.
3. Στο ίδιο, σελ. 31-65.
4. Κ. Τζιαμπάζη: Διευρυμένες διακοινοτικές - λαϊκή αντιπροσώπευση.
Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (Κύπρου), ημ. 31/9/1981. Ο συγγραφέας
προβάλλει την άποψη για σύσταση συντακτικής συνέλευσης με ίση συμμετοχή
των μερών για επεξεργασία συντάγματος.
118