You are on page 1of 7

Με αφορμή ένα Λεύκωμα για τα Σχολικά μας χρόνια

ή
Συνθήκες και στιγμιότυπα από τη σχολική ζωή
σε ένα επαρχιακό σχολείο
της δεκαετίας του 1960.
Γιάννης Ποταμιάνος

Ο πρόλογος
Μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μου τηλεφώνησε ένας παλιός συμμαθητής μου και μου
ζήτησε να φτιάξω και εγώ ένα κειμενάκι προκειμένου να εκδώσουμε ένα «Λεύκωμά» της «Τάξης»
μας. Τότε του παραπονέθηκα που δεν με ειδοποίησε πριν από τις γιορτές, ώστε να εκμεταλλευτώ
τον «μπόλικο» ελεύθερο χρόνο εκείνων των ημερών.

Το παράπονο αυτό «μου βγήκε» γιατί στο μυαλό μου ήρθαν τα παλιά μαθητικά «Λευκώματα»
που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία τις ατέλειωτες ώρες υπνηλίας και ανίας των σχολικών
μας μαθημάτων και οι πρώτες μου σκέψεις ήταν να φτιάξω ένα ανάλογο κείμενο «προσεγμένο και
πρωτότυπο», «αναλόγου ύφους και φιλοσοφικού βάθους» αλλά και με κατάλληλες δόσεις
ρομαντισμού και συγκίνησης. Ένα κείμενο που θα αντλούσε κύρος από ρήσεις δυσνόητες ή και
κατανοητές, κλασικών ή σύγχρονων διανοητών. Κάτι σοβαρό και πομπώδες τέλος πάντων που θα
ταίριαζε στην περίπτωση ενός Λευκώματος.

Οφείλω όμως να σας δηλώσω ρητά, ότι απέτυχα, το κείμενο που θα διαβάσετε είναι
αντιφατικό, άλλοτε αποστασιοποιημένο και άλλοτε συναισθηματικό. Άραγε θα μπορούσε να ήταν
διαφορετικό; Ασφαλώς όχι, γιατί αφ' ενός η ώριμη σκέψη και η χρονική απόσταση απομακρύνουν
το συναίσθημα και οδηγούν σε αντικειμενικές αξιολογήσεις των παλιότερων εποχών και αφ'
ετέρου οι ιστορίες των παιδικών μας χρόνων που εγκατέλειψαν τη μνήμη μας και φώλιασαν στην
καρδιά μας επανέρχονται γεμίζοντάς μας με νοσταλγία για τη χαμένη νιότη μας.

Λίγα λόγια για τις σχολικές συνθήκες


Η περίοδος αυτή ήταν και για μας, όπως εξάλλου για όλα τα παιδιά, περίοδος «γέννησης» και
γαλουχίας. Τότε διαμορφώσαμε τον συναισθηματικό μας κόσμο, τότε οικοδομήσαμε και τον
κόσμο των ιδεών μας.
Δυστυχώς, όσο και αν η μεγάλη χρονική απόσταση και η εύλογη νοσταλγία για τα παιδικά μας
χρόνια ενισχύει τη μεγαλοθυμία μας, δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε, πως εκείνα τα τρυφερά
εφηβικά μας χρόνια τα περάσαμε σε ένα σχολείο στείρο , αυταρχικό και υποβαθμισμένο, γέννημα
ενός αντιδημοκρατικού, απολυταρχικού, δικτατορικού, φασιστικού κυριολεκτικά κράτους. Ένα
σχολείο απολύτως ελεγχόμενο και χειραγωγημένο από τους ανθρωποφύλακες της εθνικοφροσύνης,
της τάξης και της ηθικής, γόνους κυρίως παλιών κομμουνιστοφάγων με πεντακάθαρο χαρτί
κοινωνικών φρονημάτων.
Η καταξιωμένη και πανταχού παρούσα σε όλα τα βιβλία της ιστορίας «πολεμική αρετή των
Ελλήνων», ευλογημένη από τη θρησκευτική ηγεσία, στάλαζε το μίσος στις παιδικές μας ψυχές
ενάντια σε όλους τους γειτονικούς μας λαούς.
Η Ιστορία ήταν γεμάτη μάχες και πολέμους, έσταζε αίμα και μίσος, με τους Έλληνες κάθε
εποχής πάντοτε δικαιωμένους. Η μονομέρεια και η μεροληψία ήταν διαχρονική. Είτε αμυντικοί
ήταν οι πόλεμοι είτε επιθετικοί είχαν πάντα ένα «ιερό» σκοπό. Απελευθερώναμε την ανθρωπότητα
και διαδίδαμε τον ανώτερο Ελληνικό πολιτισμό. Τι και αν σφάζαμε τους Τρώες ή ισοπεδώναμε
πολιτείες σημασία είχε ο εθνικός στόχος, η επέκταση του Ελληνισμού. Εκεί που ένοιωθες την
αμηχανία του συγγραφέα της ιστορία ήταν οι ενδοελληνικοί πόλεμοι. Ποιόν να δικαιώσει τους
Αθηναίους ή τους Σπαρτιάτες; τους Θηβαίους ή τους Μακεδόνες; Προσπαθούσε να δικαιολογήσει
τα αδικαιολόγητα.
Ο αυταρχισμός και τα γερασμένα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη του μεγαλοϊδεατισμού είχαν ως
συνέπεια να βιώνουμε μια εικονική πραγματικότητα. Ο Όμηρος και ο Σοφοκλής, ο Αριστοτέλης
και ο Πλάτωνας, ισοπεδωμένοι και παραμορφωμένοι, διδάσκονταν, από δυσνόητα ή και
ακατανόητα, απωθητικά και βασανιστικά κείμενα, συνοδευμένα από σχολαστικές συντακτικές,
γραμματικές και ετυμολογικές παρατηρήσεις και αναλύσεις.
Τα Θρησκευτικά, η Ηθική, η Ψυχολογία και η Φιλοσοφία ήταν τα πιο στείρα και αντιπαθητικά
βιβλία του σχολείου γραμμένα σε μια νεκρή και ακατανόητη γλώσσα, την καθαρεύουσα.
Ευτυχώς ίσως για μας, γιατί ο στόχος των μαθημάτων και το αντιδραστικό τους περιεχόμενο
γίνονταν τόσο θολά, με όλα αυτά, που χάνονταν, ασκώντας τελικά σχετικά μικρή επίδραση πάνω
μας. Αλήθεια πόσες φορές αργότερα δεν ευχαρίστησα τους κατά κανόνα αδαείς ομιλητές στις
εθνικές ή χουντικές γιορτές, για την μεγάλη εθνική υπηρεσία που πρόσφεραν εκφωνώντας τους
ανιστόρητους και μισαλλόδοξους λόγους τους σε «άπταιστη» καθαρεύουσα;

Οι αναμνήσεις.
Όλα τα παραπάνω τα αναφέρω γιατί αποτελούν το κέλυφος των αναμνήσεών μας, έτσι σαν
εισαγωγή σε δύο τρεις συγκεκριμένες αναμνήσεις, προσφορά στη μνήμη, που καταγράφει αυτό το
Λεύκωμα, γιατί την μνήμη του λαού μου δεν την λένε μόνο «Πίνδο και Άθω», αλλά και Νιοχώρι
και Αιτωλικό και σχολείο και στρατό και δουλειά και γενικά ζωή.

Το καπέλο.
Στο Νιοχώρι λοιπόν σε ηλικία δεκατριών ετών παρακαλώ, ξεκινώντας την Δευτέρα του
εξαταξίου Γυμνασίου είχα την πρώτη επαφή μου με τον παραλογισμό.
Φοιτούσαμε σε ένα σχολείο στεγασμένο «κατά το ήμισυ» σε ένα μικρό διώροφο νοικιασμένο
κτήριο, προορισμένο για κατοικία, με προαύλιο έναν μικρό στενόμακρο κήπο. Το υπόλοιπο μισό
σχολείο στεγάζονταν στις κοινοτικές αποθήκες , και στο πρόχειρα διαμορφωμένο «γκαράζ» του
κοινοτικού καταστήματος.
Στα διαλείμματα οι μισοί μαθητές γύρναγαν στους γύρω χαλικόδρομους γεμάτους με
λασπόνερα το χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Οι υπόλοιποι μισοί αυλίζονταν στο στενόμακρο
κήπο του σχολείου. Ο κήπος αυτός ήταν χωρισμένος με μία ασβεστωμένη γραμμή φυλασσόμενη
στα διαλείμματα από τον εφημερεύοντα καθηγητή. Η γραμμή αυτή ήταν το συνεχώς
παραβιαζόμενο όριο ανάμεσα στα δύο φύλλα. Ήταν ένα άχτιστο τείχος, ένα ανάχωμα που σκοπό
είχε να εμποδίσει τον αγνό εφηβικό έρωτα, τον έρωτα που θεωρούνταν μίασμα, μαύρη κηλίδα
στην υπόληψη και το ήθος, ιδιαίτερα των μαθητριών. Μπορούμε να πούμε πως η γραμμή αυτή
ήταν ο παρθενικός υμένας του σχολείου μας που φυλάσσονταν με μανία από τους αυτόκλητους
θεματοφύλακες μιας αποστεωμένης και αναχρονιστικής ηθικής.
Τα μεν κορίτσια ήταν ντυμένα με μπλε ποδιές που έφταναν κάτω από το γόνατο,
διακοσμημένες με την κονκάρδα του σχολείου, με άσπρο γιακά, με άσπρες κοντές κάλτσες (κοινώς
σοσόνια) και απαραιτήτως ίσιο παπούτσι. Αυτά όσο λειτουργούσε το σχολείο γιατί μετά
επιστρατεύονταν ζώνες σούστες και παραμάνες, πάντα με κίνδυνο τη παρατήρηση ή την αποβολή,
προκειμένου να σηκωθεί η ποδιά «λίγο ψηλότερα» από το γόνατο. Ο αυστηρότερος έλεγχος
γίνονταν συνήθως και προς λύπη των φεμινιστριών από τις ίδιες τiς γυναίκες, δηλαδή τις
καθηγήτριες. Οι άνδρες ήταν πιο μεγαλόψυχοι σ' αυτούς τους ελέγχους έκαναν και τα «στραβά
μάτια» χαρίζοντας λίγους πόντους. (ανυστερόβουλα άραγε;). Οι καθηγήτριες όμως ανυποχώρητες
(μήπως υπήρχε και λίγο ζήλια ή αίσθηση απειλής πίσω από αυτή τη συμπεριφορά;…).
Τα δε αγόρια με κουρεμένο το κεφάλι «γουλί» μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου και τα μεγάλα αυτιά
να προεξέχουν, με φούντα σαν μικρά τραγιά μετά την Τετάρτη (σημερινή πρώτη Λυκείου). Αυτή
τη γελοία εμφάνιση συμπλήρωναν τα σκούρα μπλε πηλήκια με την κουκουβάγια. Τα καπέλα αυτά
έπρεπε να στέκονται «περήφανα» και ατσαλάκωτα σαν αστυνομικά ή στρατιωτικά πηλήκια, η
παραποίησή του σχήματός τους με καρφίτσωμα στο πλάι απαγορεύονταν αυστηρά. Επιπλέον τα
πηλήκια αυτά έπρεπε να έχουν και το επαρκές μέγεθος ώστε να κατεβαίνουν χαμηλά μέχρι τα
αυτιά.
Κάποιος σύγχρονος μαθητής θα απορούσε για την εμμονή μου στις λεπτομέρειες της
εμφάνισης. Αλλά εδώ εδράζεται ο παράλογος αυταρχισμός, θύμα του οποίου υπήρξα. Εγώ το
καπέλο μου το αγόρασα στην πρώτη τάξη. Στην αρχή το αντιμετώπιζα με καμάρι, μετά με
αδιαφορία και στο τέλος με αντιπάθεια και μίσος. Πηγαίνοντας στη Β' τάξη οι γονείς μου
θεώρησαν φυσικό όπως εξάλλου και οι γονείς των περισσοτέρων παιδιών να μην μου πάρουν και
καινούργιο καπέλο αλλά να κρατήσω το ίδιο. Μεταξύ μας τώρα δεν είχαν να μου πάρουν ούτε
παντελόνι, στο καπέλο θα κολλούσαμε. Εξάλλου υπήρχε και ο μικρός μου αδελφός που θα πήγαινε
στην πρώτη τάξη και που ήθελε το δικό του καπέλο, ήταν και η αδελφή μου δύο χρόνια
μεγαλύτερη που ήθελε, ποδιά και όλη την αμφίεση που προανέφερα, ήταν τα τετράδια και τα
βιβλία Άντε να τα αγοράσεις όλα αυτά το 1963-64.

Στο σχολείο τώρα. Πρώτες βδομάδες, καθηγητές ελάχιστοι. Ο θεολόγος μας έκανε και
μαθηματικά. Αλλά ο έλεγχος, έλεγχος. Στο τρίτο διάλειμμα κάποιας μέρας, το μεγάλο, εντολή
άνωθεν και τα σκυλιά δεμένα. Όλα τα αγόρια σε παράταξη κατά τάξη και ύψος, στο στενόμακρο
προαύλιο. Προσοχή! το παράγγελμα από το φιλόλογο που έκανε και χρέη γυμναστή. Εμείς
κλαρίνο. Σχολαστικό έλεγχος από το διευθυντή και το επιτελείο του. Μαλλιά, νύχια, καπέλα.
Ξαφνικά βλέπω ένα δάχτυλο κάτω απ' τη μύτη μου και σταγονίδια σάλιου ραντίζουν το πρόσωπό
μου.

- Εσύ έξω!
- Γιατί κύριε.
- Το καπέλο σου είναι μικρό, να πάρεις άλλο.
- Δεν έχω χρήματα κύριε
- Δύο μέρες αποβολή.

Γυρίζω σπίτι κλαμένος. Οι γονείς αναστατωμένοι. Ο πατέρα μου, μια και δυο, με το
μπαλωμένο του παντελόνι και τις μπότες της δουλειάς πηγαίνει στο γραφείο του διευθυντή
αγριεμένος. Ζητάει να μάθει αν το ήθος του παιδιού του έχει σχέση με το μέγεθος του καπέλου, και
αν την αποβολή πρέπει να την πάρει ο ίδιος ή ο γιος του. Τις απαντήσεις τις περίμενε μέχρι να
πεθάνει. Η αποβολή, αποβολή όμως. Έτσι λοιπόν λερώθηκε για πρώτη φορά το μαθητικό μου
μητρώο. Όμως ας μην είμαστε και αχάριστοι, «ουδέν κακόν αμιγές καλού», το κύρος μου στους
συμμαθητές μου ανέβηκε, και αρκετοί καθηγητές αναγνωρίζοντας το δίκιο μου με κοίταζαν με
συμπάθεια. Λέτε να ήταν «κρυφοκομουνιστές», «συνοδοιπόροι», δημοκράτες, ή απλώς καλοί
άνθρωποι;
Οι γυμναστικές επιδείξεις.
Το σκηνικό έχει αλλάξει λίγο. Πέρασαν εξάλλου δύο - τρία χρόνια απ' την αποβολή για το
καπέλο. Όχι τυχαία χρόνια αλλά χρόνια μιας δειλής μεταρρύθμισης που ο απόηχός της έφτασε και
μέχρι την ξεχασμένη επαρχία, και δη την Αιτωλοακαρνανία. Το καπέλο καταργήθηκε, οι ποδιές
όμως όχι, πάντως «φιλελευθεροποιήθηκαν» και αυτές λίγο, κόντυναν έχασαν τα σήματα και
μερικές και τους γιακάδες τους, απόκτησαν ζώνες, εν ολίγοις έγιναν πιο ανθρώπινες. Οι εξετάσεις
από το δημοτικό στο γυμνάσιο καταργήθηκαν, αργότερα και από το γυμνάσιο στο λύκειο. Τα
βιβλία γράφονταν στην δημοτική και δίνονταν δωρεάν στους μαθητές, οι καθηγητές ήταν πιο
ανθρώπινοι.
Παρ' όλα αυτά ο αυταρχισμός καλά κρατούσε. Ο κινηματογράφος αντί για τέχνη θεωρούνταν
αμαρτία. Στην τάξη και στο δρόμο ο καθηγητής ήταν ακόμα ένας μικρός θεός. Η παλιά νοοτροπία
του υπερβολικού αυταρχισμού έβρισκε ισχυρά στηρίγματα σε πολλούς αντιδραστικούς καθηγητές,
ή σε όσους λόγω ανεπάρκειας βολεύονταν με αυτή για να επιβάλλουν την πειθαρχία στο μάθημά
τους.
Στο τέλος του χρόνου κάθε σχολείο έκανε τις λεγόμενες «γυμναστικές επιδείξεις». Γίνονταν
διάφοροι αγώνες, χοροί και παρελάσεις. Όπως και στο στρατό όταν γίνεται επιθεώρηση, όλοι
βρίσκονται επί ποδός. Πολλοί, ακόμα και εκπαιδευτικοί θεωρούσαν ως δικαίωση του
παιδαγωγικού τους έργου την επιτυχημένη διεξαγωγή τους.

Ένας από αυτούς ήταν και ο θεολόγος του σχολείου μας. Ήταν Κυριακή απόγευμα, όπως όλοι
θυμάστε (απευθύνομαι στους συμμαθητές μου με την ευρεία έννοια), τότε γίνονταν η εβδομαδιαία
βόλτα στο κεντρικό δρόμο, το λεγόμενο «νυφοπάζαρο». Σε αυτή τη βόλτα με μια παρέα παιδιών
συναντήσαμε τον Θεολόγο μας. Ήταν με μερικούς μαθητές «κολλητούς» του και έκαναν την δική
τους βόλτα. Χαιρετίσαμε με την παρέα μου ευγενικά και πήγαμε να συνεχίσουμε την βόλτα μας.
Εσύ μου λέει (καθ' υπόδειξη άραγε των κολλητών του;), να ξεντυθείς γρήγορα και να πας να
ασβεστώσεις τις γραμμές στο γήπεδο. Νόμιζα πως αστειεύονταν και χαμογέλασα, αυτός όμως
σοβαρολογούσε οπότε αρνήθηκα ευγενικά, τότε μου ζήτησε τα στοιχεία μου και με απείλησε με
αποβολή. Του τα έδωσα είναι αλήθεια τσαντισμένος.
Την άλλη μέρα έφαγα την καμπάνα «τετραήμερη αποβολή» παρακαλώ. Δεν υπήρχαν εξάλλου
και περισσότερες μέρες να μου δώσουν γιατί τέλειωνε το σχολικό έτος. Για να λέμε όλη την
αλήθεια στη συνεδρίαση του συλλόγου είχα και μερικούς καθηγητές που υποστήριξαν την άρνησή
μου, γιατί δεν ήταν σε ώρες σχολείου. Όμως ξανά η καμπάνα έπεσε, αμετάκλητα και το μαθητικό
μου μητρώο λερώθηκε γα δεύτερη φορά. Δεν θα με πείραζε τόσο η αγγαρεία ακόμα και εκείνη την
ώρα, όσο η αδικία της αυθαίρετης επιλογής μου καθώς και ειρωνεία και το χαμόγελο των
γλειψιματιών (και όχι μόνο) μαθητών που τον συνόδευαν.

Το Αιτωλικό
Τον επόμενο χρόνο στη Πέμπτη Γυμνασίου τη λεγόμενη εβδόμη το οικογενειακό συμβούλιο
αποφάσισε να συνεχίσω στο σχολείο στο Αιτωλικό. Φοβόταν μήπως με βάλουν στο μάτι και
φερθούν εκδικητικά αφήνοντας με στην ίδια τάξη. Πήρα λοιπόν τα μπογαλάκια μου και το
«αστικό» λεωφορείο και πήγα στο Γυμνάσιο(Λύκειο) Αιτωλικού.
Πρώτη μέρα στο σχολείο, όπως πάντα, η ημέρα του αγιασμού. Κατεβαίνοντας από την
«Αστική» και ακολουθώντας μια ομάδα παιδιών πήγαινα προς το σχολείο. Ήμουνα
προετοιμασμένος για κάποιες μικροεκπλήξεις αλλά αυτό που αντίκρισα στρίβοντας στην γωνία
όπου βρίσκεται το παλιό υπέροχο δημοτικό σχολείο, με άφησε άφωνο. Το σχολείο στο οποίο
πήγαινα στεγάζονταν σε δύο μακρόστενες τσίγκινες στρατιωτικές αποθήκες, που τα έλεγαν όπως
έμαθα αργότερα ΤΟΛ.
Τις αποθήκες αυτές τις είχαν χωρίσει σε αίθουσες με διπλό άβαφο «χάρμποτ» και το κενό που
μεσολαβούσε το γέμισαν με άχυρο. Σ' αυτό το σχολείο πέρασα τα δύο σπουδαιότερα χρόνια της
εφηβείας μου. Το χειμώνα τουρτουρίζαμε σε μισοσκότεινες αίθουσες. Το άχυρο μέσα στους
τοίχους μούχλιαζε από την υγρασία και βρομούσε. Τα διαλύματα σκορπίζαμε στους γύρω δρόμους,
γιατί αυλή δεν υπήρχε. Τότε έμαθα και το τσιγάρο. Εκεί στις γωνίες των δρόμων, στην απέναντι
καφενείο-ταβέρνα, και στην «εξέδρα» το άλλο καφενείο που βρίσκονταν στη στάση των
λεωφορείων. Εκεί με τα παιδιά από τη Γαυριά περιμένοντας, μία και δύο ώρες καμιά φορά
ανάβαμε τα τσαλακωμένα «χύμα» τσιγάρα μας και περνάγαμε την ώρα μας με τις πλάκες «πολλές
φορές χοντροκομμένες» και τα γέλια.

Η Τάξη μας.
Είχαμε μια τάξη πολύ «ζωηρή» με πολύ χαμηλές επιδόσεις στη βαθμολογία. Για τις επιδόσεις
μας ίσως έφταιγαν οι σχολικές συνθήκες που σας περιέγραψα, ίσως το περιεχόμενο και η ποιότητα
των βιβλίων, ίσως το εκπαιδευτικό σύστημα, ίσως η έλλειψη εξωσχολικών βιβλίων, ίσως οι
οικογενειακές και οι κοινωνικές συνθήκες ίσως και κάτι ακόμα «που κανένα στόμα δεν το `βρε και
δεν το `πε ακόμα».
Και όμως αυτή η τάξη θα μου μείνει αξέχαστη. Μπορεί λόγω της ηλικίας στην οποία
βρισκόμουν, μπορεί λόγω της ελευθερίας που ένοιωθα με την απομάκρυνσή μου από την
οικογενειακή εστία, μπορεί λόγω των φίλων που απέκτησα, μπορεί ακόμα και λόγω της επαφής
μου με μερικούς καθηγητές.
Σ’ αυτό το σχολείο γνωριστήκαμε με τον φίλο μου τον Γιώργο που ως συμφοιτητές και
συγκάτοικοι περάσαμε μαζί τα περισσότερα φοιτητικά μας χρόνια, σ’ αυτό γνώρισα και πολλούς
άλλους φίλους που βγήκαν απ' την ζωή μου λόγω συνθηκών αλλά όχι απ' την καρδιά μου. Με
τρυφερότητα θυμάμαι και κάποιους από τους καθηγητές μας νέους κυρίως και «περαστικούς»
συνήθως, που κάτω από άθλιες κτιριακές και εργασιακές συνθήκες, έχοντας να αντιμετωπίσουν
τον άκαμπτο επαρχιώτικο συντηρητισμό προσπαθούσαν φιλότιμα να ενσταλάξουν κάτι το
καινούργιο και προοδευτικό στα αγνά νεανικά μας μυαλά. Πολλούς από αυτούς τους συνάντησα
αργότερα στο πεζοδρόμιο όταν ο κλάδος μας, βλέπετε έγινα και εγώ καθηγητής, αγωνίζονταν για
την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας του και την καλυτέρευση της παιδείας.
Δεν θέλω να μακρηγορήσω περιγράφοντας στιγμιότυπα, από τη σχολική μας ζωή, με τα
ποντίκια που έβγαιναν από τους τοίχους ή με τα σκασιαρχεία και τις υπέροχες βαρκάδες στη
λιμνοθάλασσα. Ούτε να περιγράψω την προετοιμασία και την συλλογική προσπάθεια που κάναμε
σαν τάξη για να προετοιμάσουμε την παράσταση του θεατρικού έργου «Μαντώ Μαυρογένους».
Είμαι σίγουρος πως άλλοι συμμαθητές μας θα γράψουν πολλά για αυτά. Εγώ θα αναφέρω ένα άλλο
περιστατικό: Την αποχή σύσσωμης της τάξης μας, από τις απολυτήριες εξετάσεις του Ιουνίου από
τα Μαθηματικά.

Η αποχή.
Η αποχή από το μάθημα των μαθηματικών ήταν για μένα το κορυφαίο γεγονός της μαθητικής
μου ζωής, αυτό που με σημάδεψε πιο βαθιά από όλα. Τότε γεννήθηκε μέσα μου ένας νέος
άνθρωπος. Σημαδεύτηκα μόνιμα και όχι «στιγμιαία». Την έπαθα σαν τον Οβελίξ που έπεσε στο
καζάνι με το μαγικό φίλτρο, έτσι η επίδραση αυτών των γεγονότων πάνω μου ήταν παντοτινή.
Ανάλογα συναισθήματα ένοιωσα τα χρόνια που ακολούθησαν, μόνο σε κορυφαίες στιγμές της
ζωής μου, στις καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, και στις αντιχουντικές διαδηλώσεις
που ζήσαμε σαν φοιτητές.
Ίσως αυτή η αποχή ήταν και η πρώτη αποχή μαθητών που έγινε επί χούντας, μιλάμε για τον
Ιούνιο του 1968. Ο φόβος που συγκρούεται με την αίσθηση του καθήκοντος, το ατομικό συμφέρον
που θυσιάζεται στη συλλογική βούληση, η ανιδιοτέλεια της πράξης, ο ρομαντισμός, η γνησιότητα
των σχέσεων, η αποκοτιά, η περηφάνια και η λεβεντιά είναι μερικές από τις λέξεις που έρχονται
στο μυαλό μου για να περιγράψουν την στάση μας.
Τις λευκές κόλλες τις δώσαμε πολλοί από εμάς παρόλο που ξέραμε τα θέματα, από αλληλεγγύη
προς το σύνολο. Τέτοιες πράξεις μόνο νέοι αμόλυντοι από το πνεύμα της νέας εποχής, το πνεύμα
του ατομικισμού μπορούν να πράξουν. Για πολλούς από εμάς οι στιγμές εκείνες δεν ήταν τόσο
στιγμές συλλογικές, ήταν περισσότερο στιγμές προσωπικές, ερωτικές, γι' αυτό και σημαδευτήκαμε
ανεξίτηλα, παντοτινά. Αυτές τις στιγμές αναζητάμε και γι' αυτό τις θυμόμαστε ακόμα.
Βέβαια ο καθηγητής μας των μαθηματικών τότε δεν έφταιγε, γι' αυτό και είπα παραπάνω πως
του χρωστάμε κάποια συγγνώμη. Τα θέματα που έβαλε εύκολα ήταν, και ο ίδιος καμιά σχέση δεν
είχε με τον αυταρχισμό. Όχι μόνο αυτό αλλά και πολλές φορές στο μέλλον τον συναντήσαμε σε
διαδηλώσεις του κλάδου των καθηγητών. Ελπίζω να παρηγορηθεί όμως αν μάθει, αν δεν το ξέρει
ήδη, πως πρωτεργάτης και υποκινητής της αποχής ήταν ο έρωτας δύο συμμαθητών μας. Και εγώ
αργότερα το έμαθα, και ομολογώ πως χάρηκα ιδιαίτερα που μια τέτοια πράξη είχε και την αιτία
που της άξιζε.
Δεν ξέρω αν αυτή η αποχή ήταν η κατάληξη των συζητήσεων που κάναμε στις εκδρομές μας
και των τραγουδιών του Θεοδωράκη που σιγοτραγουδούσαμε , μόνοι μας ή και με μερικούς
καθηγητές μας. Ξέρω όμως πως αυτή η αποχή ήταν η αφετηρία μας, το σημείο από το οποίο
ξεκινήσαμε μετά από λίγους μήνες την πλούσια σε αγώνες φοιτητική μας ζωή, αγώνες που δεν
δικαιώθηκαν.
Δεν ξέρω τι πήγε στραβά στον αγώνα μας, Μπορεί η ήττα να ήταν νομοτέλεια και οι συνθήκες
ανώριμες. Μπορεί να φταίμε εμείς, που όταν η ζωή κυλούσε δίπλα μας, παλεύαμε με
ανεμόμυλους. Μπορεί να φταίμε εμείς, οι αιθεροβάμονες, που όταν το σαράκι ήταν μέσα στα
«σοσιαλιστικά κάστρα», συζητάγαμε για το χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης, για τις
συμμαχίες του προλεταριάτου, για το ρόλο του κόμματος.
Όμως, τουλάχιστον, εμείς σκεφτόμαστε μόνο για μας, δεν προσπαθήσαμε να πατρονάρουμε
τους άλλους, δεν σκεφτόμαστε πάνω από το κίνημα για το κίνημα, βρισκόμαστε μέσα στο ίδιο το
κίνημα. Δεν υπήρξαμε καθοδηγητές αλλά ατίθασοι καθοδηγούμενοι και συνήθως μόνοι μας.
Μπορεί να μην είχαμε τα κότσια να οδηγήσουμε τις κοινωνικές συγκρούσεις , αλλά είμαστε μέσα
στις ίδιες τις συγκρούσεις. Μπορεί να μην ενταχθήκαμε σε κάποια πολιτική γραμμή με τίμημα
πολλές φορές την πολιτική μοναξιά, αλλά δεν νιώσαμε και την πίκρα της κατάρρευσης του
«σοσιαλιστικού παραδείσου». Στο μεγάλο παζάρι της μεταπολίτευσης δεν εξαργυρώσαμε ό,τι
ζήσαμε και για αυτό συνεχίζουμε να το ζούμε. Δεν φύγαμε και δεν θα φύγουμε. Θα συνεχίσουμε
να παλεύουμε και να ζούμε:

«Με την ατέλειωτη αίσθηση


Που προορισμένη είναι για τους ταπεινούς και αυτούς που καθαρή έχουν
την καρδιά τους:
Να ζεις μ' υπερβολή τη νιότη σου και με φιληδονία τα γηρατειά σου.»
Μ.Μπρέχτ.

Τελειώνοντας, θέλω να εξομολογηθώ στους φίλους μου και συμμαθητές μου το αυτονόητο.
Πως αυτά τα παιδικά χρόνια, τα τόσο μίζερα και δύσκολα, τα θυμάμαι με νοσταλγία. Ίσως επειδή
υπήρχε μια γνησιότητα στα συναισθήματα των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών. Ίσως επειδή
το σαράκι του ατομισμού και του ανταγωνισμού δεν είχε διαβρώσει σε τόσο μεγάλο βαθμό τις
κοινωνικές μας σχέσεις. Ίσως γιατί η νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων είναι η άμυνα των
γηρατειών μας. Ίσως επειδή ανάγουμε τη δικαίωση ή μη των επιλογών που κάναμε στη ζωή μας
στις συνθήκες των παιδικών μας χρόνων. Ίσως απλά γιατί θέλουμε να ξαναγίνουμε παιδιά. Ίσως
γιατί αυτή η νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων είναι μια μάχη ενάντια στο θάνατο.

Πάντα δικός σας.


Γιάννης Ποταμιάνος

Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο με τίτλο


«ΓΥΜΝΑΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΑ στο ΑΙΤΩΛΙΚΟ»
Και υπότιτλο «Λεύκωμα Αναμνήσεων
Γυμνασιοπαίδων
1960-1970»

Εκδόσεις Γράμμα
Αθήνα 2006

You might also like