Professional Documents
Culture Documents
Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς
Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς
Πολύ συχνά στα θέματα της Πίστεως και της προασπίσεώς της, προβάλλεται
-συνήθως από νεωτεριστές, όπως λ.χ. τους οικουμενιστές κ.α.- το επιχείρημα αφ'
ενός της «αγάπης» προς τους καινοτόμους, τους αιρετικούς, τους αιρετίζοντες
Ορθοδόξους κ.λπ., αφ' ετέρου δε της «αποφυγής της κατακρίσεώς» τους.
Σκοπός αλλά και επιτυγχανόμενο αποτέλεσμα της προβολής αυτού του
επιχειρήματος είναι η άμβλυνση των αποστάσεων μεταξύ των «χριστιανικών
ομολογιών» και των θρησκειών.
ήτοι
Η πεποίθηση της Εκκλησίας, όπως προκύπτει από αυτά που μας παρέδωκαν όλοι οι
φίλοι του Θεού, οι Άγιοι, είναι ότι αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν νοείται, διότι
αγάπη εν τω ψεύδει δεν είναι αληθής αγάπη, αγάπη εκ Θεού. Πρέπει παραλλήλως
τόσο να διαφυλάσσεται η αγάπη, όσο και να προφυλάσσεται η αλήθεια, «και την
αγάπην φυλάττεσθαι και την αλήθειαν εκδικείσθαι».
1. Εισαγωγή: Η αληθής αγάπη της Εκκλησίας και η ψευδής αγάπη («αγαπισμός»)
της Νέας Εποχής
● Η κατά Χριστόν αγάπη διαφέρει από την κοσμική αγάπη.
● Η ψευδής αγάπη των αντιθέων.
4. Είναι προτιμότερος ο επαινετός πόλεμος για την αλήθεια της Πίστεως, από τη
συνθηκολόγηση με την αίρεση
6. Η παρεμπόδιση της αιρετικής δραστηριότητος είναι έργο αγάπης, κατά τον Άγιο
Μάξιμο τον Ομολογητή
● Σχόλιο του οσίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς επί των λόγων του Αγίου
Μαξίμου
9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν
επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής
10. Που μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου;
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Ο Θεός είναι αγάπη και όσοι αγαπούν τον Θεόν πρέπει να αγαπούν και τους
αδελφούς των: «ο Θεός αγάπη εστί [...] και ταύτην την εντολήν έχομεν απ'
αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού»[i] · αυτή είναι μία
βασική εντολή της Καινής Διαθήκης του Κυρίου και Θεανθρώπου και
Παντοκράτορος Χριστού, η οποία υφαίνει όλη την πνευματική μας ζωή γύρω από
την διπλή αγάπη, πρώτα προς τον Θεό και έπειτα προς τον πλησίον. «Εν ταύταις
ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»[ii].
● Η κατά Χριστόν αγάπη διαφέρει από την κοσμική αγάπη.
Όμως η χριστιανική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, ως σταδιακή μετοχή
στην άκτιστη θεϊκή ενέργεια της αγάπης, δεν ενεργείται κατά τον τρόπο που
ενεργείται η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου τούτου, όπως άλλωστε και
η ειρήνη του Χριστού δεν είναι καθώς η ειρήνη του κόσμου αυτού: «Ειρήνην
αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ
δίδωμι υμίν»[iii]. Όπως η ειρήνη του Χριστού δεν είναι η εγκόσμια ειρήνη, έτσι
και η αγάπη Του, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, είναι διαφορετική της
διανθρώπινης, διότι αυτή έχει χαρίσματα υπερφερή, δεν διακόπτεται ποτέ και από
τίποτε και δεν ζητεί το συμφέρον της, ούτε επηρεάζεται από τα ανθρώπινα
πράγματα: «η αγάπη [...] ου ζητεί τα εαυτής [...] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»[iv]. Περαιτέρω, ο
αποστολικός λόγος μας τονίζει ότι η αγάπη των πιστών πρέπει να είναι άνευ
υποκρίσεως, δηλαδή αληθής· «η αγάπη ανυπόκριτος· αποστυγούντες το πονηρόν,
κολλώμενοι τω αγαθώ»[v].
«" Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό. Πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μην είσαι
μονόδρομος". Αυτή είναι μία διαφορετική διατύπωση του προαναφερθέντος
Θεοσοφικού-νεοεποχίτικου δόγματος. Αυτός είναι ο λεγόμενος δογματικός
πλουραλισμός. Υπογραμμίζουμε την πρώτη λέξη· τη λέξη δογματικός. Αυτό
σημαίνει ότι σημαντικό δεν είναι ο πλουραλισμός, δηλαδή η συνύπαρξη
διαφορετικών δογμάτων και πίστεων, όσο το ότι ο πλουραλισμός ανάγεται σε
δόγμα. Όποιος αμφισβητήσει αυτό το δόγμα χαρακτηρίζεται φανατικός και
εξοβελίζεται!»[vii] .
«Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται άμεσα με την βασική θεωρία της Νέας
Εποχής, η οποία έντονα προπαγανδίζεται, ότι δεν υπάρχουν όρια (βλ. και στη
διαφήμιση βασικό μήνυμα no limits· δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν σύνορα).
Έτσι το καλό και το κακό για τους κήρυκες της Νέας Εποχής είναι απλώς δύο όψεις
του ιδίου νομίσματος. Πρόκειται για την θεωρία του γίν και γιάνγκ στις ανατολικές
θρησκείες. Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται επίσης με μία άλλη θεμελιώδη
παραδοχή πολλών ομάδων της Νέας Εποχής, που είναι ο υποκειμενισμός. " Έτσι
είναι, αν έτσι νομίζετε". Η ανωτέρω ρήση επεκτεινομένη μας οδηγεί στο βασικό
δόγμα του νεοσατανισμού "Κάνε ό,τι θέλεις· αυτός είναι όλος ο νόμος"»[viii].
Η τεχνητή, ψευδής αντιπαράθεση αληθείας και αγάπης, που εντέχνως εισήχθη από
τη «Νέα Εποχή του Υδροχόου» ("New Aquarian Age") στην ανθρώπινη
διανόηση, με την προβολή του δογματικού πλουραλισμού ως απαραίτητης
προϋποθέσεως για την εξάλειψη των αντιθέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μάχεται
την εκκλησιαστική, χριστιανική διδασκαλία, την αποκεκαλυμμένη δηλαδή από τον
Θεόν αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, σε καίριά της σημεία.
Σύμφωνα με τους αψευδείς λόγους του Κυρίου, η αλήθεια δεν είναι ένα σύστημα
αφηρημένων θεωρητικών θεολογικών αληθειών, αλλά το ίδιο το Πρόσωπον του
Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η
ζωή»[x] και ο Οποίος ως Θεός είναι και η ένσαρκος Αγάπη, διότι «ο Θεός αγάπη
εστίν»[xi].
Σκοπός των Χριστού και των Χριστιανών είναι η αρπαγή των ανθρώπων από την
αμαρτία και την πλάνη, δια του κηρύγματος της αληθείας· «ους δε εν φόβω
σώζετε εκ του πυρός αρπάζοντες[xii]. Η εμμονή στην αλήθεια επαινείται από τον
Χριστό: «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμι μετά σου, και
ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί σε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει
ταύτη»[xiii] και ακόμη, κατά το παλαιοδιαθηκικό: «έως θανάτου αγώνισαι περί
της αληθείας και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου[xiv] · οι αληθείς δούλοι του
Χριστού, λοιπόν, πολλές φορές λυπούν προσκαίρως για να συνεφέρουν και
σώσουν αιωνίως· «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ελυπήθητε εις μετάνοιαν·
ελυπήθητε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών»[xv]. Ο ίδιος ο
Χριστός μας καθιστά γνωστόν, ότι όσους αγαπά, τους ελέγχει και τους
διαπαιδαγωγεί με σκοπό την απόκτηση ζήλου και μετανοίας· «Εγώ όσους εάν
φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόησον»[xvi].
Η είσοδος της Αληθείας, του Χριστού, στον κόσμο προκαλεί οπωσδήποτε την
αντιπαράθεση του κακού, μέσω των δυνάμεων της πονηρίας και των
υποτεταγμένων στο κακό ανθρώπων, οι οποίοι αφού εδίωξαν τον Θεάνθρωπο,
οπωσδήποτε θα υποβάλουν σε διωγμό και τους μαθητές του Χριστού Χριστια-
νους· «ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι»[xxx]. Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η
αντίδραση κατά του φωτός της αληθείας του Θεανθρώπου Χριστού, όχι λόγω των
ιδιοτήτων της ίδιας της αληθείας, αλλά λόγω της αγάπης πολλών προς το σκότος
της αμαρτίας· «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα
έργα»[xxxi] και έτσι αναποφεύκτως το κήρυγμα του Θεανθρώπου θα προκαλέσει
μάχη εκ μέρους των εχθρών της αληθείας· «Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην
δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ΄ ή διαμερισμόν. Έσονται γαρ από του νυν
πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί»[xxxii].
Η μάχη λοιπόν που προκαλείται πολλές φορές όχι μόνον εντός της ανθρωπίνης
ψυχής εναντίον της προόδου της αληθείας, αλλά και από το περιβάλλον της,
προέρχεται από την αντίδραση του ποικίλου κακού. Για την πραγματικότητα αυτή
μας προειδοποίησε ο Χριστός, ότι δηλαδή οι άνθρωποι μισούν το φως για να μη
ελεγχθούν τα σκοτεινά έργα τους: «Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και
ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού»[xxxiii] · επίσης και η
αρχαία ανθρώπινη σοφία την αποτύπωσε δια στόματος του Λατίνου ποιητού
Τερεντίου, τον 2ο π.Χ. αι. στο απόφθεγμα «η αλήθεια γεννά το μίσος» ("Veritas
odium parit")[xxxiv].
Οι Άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι η εσωτερική ειρήνη είναι γενικώς το θεμέλιο κάθε
αρετής. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «διότι αφ' ότου αφαιρέσει τούτο το
άσχημο κάλυμμα, τότε, καθώς η ψυχή δεν διασπάται με αγένεια σε ποικίλες
σχέσεις, προχωρεί αταράχως στα ενδότερα των πραγματικών δωματίων και
προσεύχεται στον "εν τω κρυπτώ" Πατέρα. Ο Οποίος σε αυτόν πρώτα χορηγεί το
δώρο που είναι επιδεκτικό όλων των άλλων χαρισμάτων, την ειρήνην των
λογισμών, μετά από την οποίαν τελειοποιεί την ταπείνωση, η οποία είναι
γεννήτρια και συνοχεύς κάθε αρετής»[xlv]. Παρομοίως και ο Άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης στον «Αόρατο Πόλεμο» σε πολλά κεφάλαια επισημαίνει τη βασική
θέση της ψυχικής ειρήνης στην οικοδόμηση των αρετών της ψυχής, λέγοντας π.χ.
ότι «Εσύ, έχε φροντίδα (ως ερρέθη) να μην αφήσης ποτέ να συγχυσθή η καρδία
σου, ούτε να ανακατωθή εις κάθε πράγμα, οπού την ενοχλεί· αλλά να κοπιάζης
πάντοτε δια να την κρατής ειρηνικήν και αναπαυμένην. Και ο Θεός, οπού σε
βλέπει πως κάμνεις έτσι και αγωνίζεσαι, θέλει οικοδομήσει με την χάριν του εις την
ψυχήν σου μίαν πόλιν ειρήνης· και η καρδία σου θέλει είναι οίκος τρυφής»[xlvi].
στην πραγματεία του προς την Μοναχή Ξένη γράφει·
Για τον πόλεμο αυτό το Άγιον Πνεύμα κάνει μαχητικό, «οπλίζει», τον πράο
άνθρωπο για να δύναται να «πολεμεί»καλώς, όπως λέγει
χαρακτηριστικώς ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος· «κρείσσων επαινετός
πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού· και δια τούτο τον πραΰν μαχητήν οπλίζει το
Πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον»[liii]. Και ο Άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης, μολονότι -καθώς προανεφέραμε- θεωρεί ότι ακόμη και η αγάπη προς
τον πλησίον πρέπει να φθάνει μόνον μέχρι εκεί που βλάπτεται η ειρήνη της
καρδίας, ωστόσο εξαιρεί από αυτό το όριο τα θέματα της Πίστεως· γράφει:
«Συλλογίσου πως δεν πρέπει να έχης τόσην πολλήν θερμότητα και ζήλον της
ψυχής εις τρόπον οπού δι' αυτόν να υστερήσαι την ησυχίαν και την ειρήνην της
καρδίας [...] Εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και των
παραδόσεων της Εκκλησίας μας, τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος
πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών, πλήν όχι με ταραχήν της καρδίας, αλλά με ένα
θυμόν ανδρείον και σταθερόν, κατ΄ εκείνο του Ιωήλ "εκεί ο πραΰς έστω μαχητής"
(Ιωήλ δ΄ 11)»[liv].
Στην ιερά υμνογραφία, τονίζεται η αλληλένδετος σχέση των θεϊκών δωρεών της
αγάπης και της αληθείας (ως Ορθοδοξίας)· σε ύμνους της Παρακλητικής (της
Οκτωήχου), αναφέρονται λ.χ. τα εξής· «Μοιράζεις Άγγελον της ειρήνης,
Παντοκράτορ, που περιφρουρεί την ποίμνη Σου, διότι Εσύ είσαι αίτιος της ειρήνης
και της αγάπης, και ο οποίος διαφυλάττει την έμφρονη Πίστη, και με τη δύναμή
Σου καταλύει τις αιρέσεις»[lv]· αλλού, μεταφορικώς, με βάση τον τρισύνθετο,
τριμερή Σταυρό του Χριστού («εκ πεύκης και κέδρου και κυπαρίσσου»),
υπενθυμίζεται στους πιστούς η «τρίπλοκος» σειρά των αρετών ευσεβείας, πίστης
και αγάπης: «Ας προσκυνήσουμε τον θείον Σταυρόν, περιφέροντας την ευσέβεια
ως κέδρο, ως κυπάρισσο την πίστη και ως πεύκη την αγάπη»[lvi].
Ο μέγας εν Μονασταίς άγιος Αββάς Δωρόθεος της Γάζης (ca 500-555 μ.X.) οι
ασκητικές διατυπώσεις του οποίου αποτελούν απαραίτητο και ωφελιμώτατο
ανάγνωσμα των Μοναχών, ιδίως των αρχαρίων, περιγράφει τη διττή αγάπη, δηλ.
προς τον Θεό και τον άνθρωπο, με εικόνα πολύ όμορφη: «Και σάς λέγω
παράδειγμα από τους Πατέρες για να εννοήσετε την δύναμη του λόγου. Υποθέστε
ότι υπάρχει ένας κύκλος στη γη· λ.χ. μία στρογγυλή χαρακιά από το κέντρο του
διαβήτη. Κέντρο λέγεται εκεί ειδικώς το εσωτερικόν του κύκλου έως το κέντρο.
Βάλτε το νού σας σε αυτό που λέγεται. Αυτός ο κύκλος εννοείστε ότι είναι ο
κόσμος, και το κέντρο του κύκλου ο Θεός, και οι ευθείες του κύκλου προς το
κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Στο βαθμό, λοιπόν,
που οι άγιοι εισέρχονται προς τα μέσα επιποθώντας να προσεγγίσουν τον Θεό,
κατά την αναλογία της εισόδου έρχονται πλησίον του Θεού και μεταξύ των· και
όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν αλλήλους, και όσο πλησιάζουν
αλλήλους, πλησιάζουν τον Θεό. Παρομοίως νοήσατε και τον χωρισμό. Δηλαδή
όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και στρέφωνται προς τα έξω, είναι φανερόν
ότι όσο εξέρχονται και απομακρύνουν τον εαυτό τους από τον Θεό, τόσο
απομακρύνονται από αλλήλους, και όσο απομακρύνονται από αλλήλους, τόσο
απομακρύνονται από τον Θεό. Ορίστε, αυτή είναι η φύση της αγάπης. Καθ' όσον
είμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, κατά τόσο έχουμε και διάσταση καθένας
προς τον πλησίον· εάν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο προσεγγίζουμε τον Θεό
με την προς αυτόν αγάπη, τόσο ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον, και
όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό»[lviii].
Λοιπόν, κατά τον άγιο Αββά Δωρόθεο, στο βαθμό που προσεγγίζεται αληθώς ο
Θεός από τον άνθρωπο αυξάνει και η (αληθής) αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
«... και δια τούτο η αδελφική σου ιδιότητα, με κάποιον άνθρωπο επιτήδειο και
αρμόδιο και με πληρέστατη αναφορά, να Μας γνωστοποιήσει ποια καινοτομία κατά
της αρχαίας πίστεως ανέκυψε, που θεωρήθηκε επάξια να αντιμετωπισθεί με
αυστηρή απόφαση. Διότι και η εκκλησιαστική διοίκηση και του θεοφιλεστάτου
Βασιλέως η πίστη, μας έδωσε πολλή μέριμνα για την ειρήνη των Χριστιανών,
ώστε αφού αφαιρεθούν οι διχόνοιες, να διαφυλαχθή αμόλυντος η
καθολική πίστη και εκείνοι οι οποίοι υπερασπίζονται τα φαύλα, των οποίων η
πίστη θα δοκιμασθεί, να οχυρωθούν, αφού ανακληθούν από την πλάνη, μέσω της
αυθεντίας Σου· και να μη προσαχθεί καμμία δυσχέρεια από του μέρους αυτού,
εφόσον ο προαναφερθείς Πρεσβύτερος, στην ιδική του διακήρυξη ομολόγησε ότι
είναι έτοιμος να διορθωθεί, αν τυχόν ευρεθεί σ' αυτόν κάτι άξιο μέμψεως. Διότι
πρέπει αναφορικώς με τις καταγγελίες αυτές να φροντίζει κανείς πολύ
περισσότερο για τούτο, δηλαδή δίχως θόρυβο και φιλονεικία και η αγάπη να
διαφυλάττεται και η αλήθεια να υπερασπίζεται, τιμιώτατε αδελφέ»[lix].
Αυτά δεν τα γράφω, θέλοντας να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε χαίροντας για την
κάκωσή τους - μη γένοιτο - αλλά περισσότερο χαίροντας και συναγαλλόμενος με
την επιστροφή τους. Διότι τι είναι πιο τερπνό στους πιστούς, από το να βλέπουν τα
τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα, να συνάγονται «εις εν»; Ούτε πάλιν
παραινώντας να προτιμάτε τη σκληρότητα από τη φιλανθρωπία - να μη τρελαθώ
τόσο! - αλλά παρακαλώντας με προσοχή και δοκιμασία να κάνετε και να ενεργείτε
τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε «τα πάντα τοις πάσι», κατά τον
τρόπο που καθένας έχει την ανάγκη σας. Όμως θέλω και εύχομαι να είστε
παντελώς σκληροί και αμείλικτοι ως προς το να βοηθήσετε τους αιρετικούς, με
αποτέλεσμα την υποστήριξη της φρενοβλαβούς δοξασίας τους. Διότι εγώ
βεβαίως ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη το να
δοκιμάζετε να δώσετε ισχύ στην πλάνη, προς περισσότερη φθορά εκείνων
που έχουν καταληφθή από αυτήν»[lx] .
Σε άλλο κείμενό του, ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει ότι βάση της αγάπης είναι η
Πίστη:
«Διότι η Πίστη είναι βάση όσων ακολουθούν μετά από αυτήν, εννοώ της ελπίδος
και της αγάπης, διότι στηρίζει με βεβαιότητα την αλήθεια»[lxi].
Είναι καταφανές, ότι η μείωση της δογματικής αληθείας της Πίστεως, χάριν μιας
επιφανειακής ειρήνης, είναι κατά τους Αγίους Πατέρες μισανθρωπία, εφ' όσον
βοηθεί την μακράν της αληθείας απώλεια του (αιρετικού ή ετεροθρήσκου)
πλησίον.
● Σχόλιο του οσίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς επί των λόγων του Αγίου
Μαξίμου
«Ο σύγχρονος "διάλογος της αγάπης", ο οποίος τελείται υπό την μορφήν γυμνού
συναισθηματισμού, είναι εις την πραγματικότητα ολιγόπιστος άρνησις του
σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αληθείας (Β΄ Θεσ. 2,
13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους " αγάπης της αληθείας" (αυτόθι 2, 10).
Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια· η αγάπη ζη και υπάρχει αληθεύουσα.
Η αλήθεια είναι η καρδία εκάστης θεανθρωπίνης αρετής, επομένως και της
αγάπης. Και εκάστη εξ αυτών κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπον Κύριον
Ιησούν ως τον μόνον ο οποίος είναι η σάρκωσις και η εικών της Θείας Αληθείας,
δηλαδή της Παναληθείας [...] Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπον και μάλιστα το
Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος,
και ως εκ τούτου είναι αθάνατος και μη πεπερασμένη, αιωνία [...] Εν Χριστώ οι
άνθρωποι ζώμεν " αληθεύοντες εν αγάπη", διότι μόνον ούτω δυνάμεθα να
"αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός" (Εφ. 4, 15) Τούτο
πραγματοποιείται πάντοτε "συν πάσι τοις αγίοις" (Εφ. 3, 18), πάντοτε εν τη
Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι άλλως δεν δύναται ο άνθρωπος να αυξάνη
εις Εκείνον, "ος εστιν η κεφαλή" του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή εις τον
Χριστόν».
«Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς
τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων
κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν
θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του Αγίου: "Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι,
ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφω ταύτα ..."»[lxii]. κ.λπ., όπως έχει το
παραπάνω κείμενο του Αγίου Μαξίμου.
«Παναγιώτατε,
Ψάλλετε και Υμείς και οι ακολουθούντες υμίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον
της "Αγάπης". Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη! " Αγάπη άνευ όρων και ορίων". Εν ονόματι
της Αγάπης τούτο, εν ονόματι της Αγάπης εκείνο, εν ονόματι της Αγάπης το
Άλλο ... Περίεργον όμως! Εφ' όσον η καρδία υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ
αυτών εκπηγάζουσι πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της
Δύσεως και δημιουργούνται πελάγη, εις α ανέτως και μετ' ευφροσύνης κολυμβώσι
πασών των αποχρώσεων οι αιρετικοί, πως δεν διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης
και δια τους ταλαιπώρους Ορθοδόξους; Δι' εκείνους εκ των Ορθοδόξων, οίτινες
σκανδαλίζονται, βλέποντες τον Ορθόδοξον Πατριάρχην Κων/λεως να αθετή εν
ονόματι της Αγάπης!- ιερούς Κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους Παραδόσεις, να
κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι Πατέρες της
Εκκλησίας; Δι΄ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης Υμών, Παναγιώτατε; Δι΄
αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας ή οίκτου;
Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ' αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους
Ορθοδόξους! Επί τέλους, Παναγιώτατε, πού οδηγείτε την Εκκλησίαν;».
«Εκείνος ο οποίος δεν έχει την αλήθεια, δεν έχει τη χαρά, δεν έχει τη δυνατότητα
να έχει την πραγματική χαρά, την εόρτιο χαρά. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής
Ιωάννης λέει "να μη λέτε σ' αυτόν να χαίρει", γιατί, αν λέει ο ορθόδοξος σ'
αυτόν, στον αιρετικό, να χαίρει, η ευχή αυτή θα είναι τουλάχιστον ένας
κενός (κούφιος) λόγος, εφ' όσον είναι απραγματοποίητη. Και όχι μόνον
αυτό, αλλά θα ήταν και μια απάτη. Γιατί, εφ' όσον γνωρίζω το
απραγματοποίητο της ευχής, εμφανίζομαι σαν να θέλω και να επιχειρώ να
"αποκοιμίσω" τον αιρετικό στην πλάνη του, να τον εξαπατήσω, να τον
παραπλανήσω. Πράττω δηλ. κι εγώ ό,τι πράττει αυτός σε άλλους. Όπως δηλ. οι
αιρετικοί "υποδύονται το χριστιανικόν προσωπείον προς το ούτως απατάν τους
αφελεστέρους"154, έτσι και ο ορθόδοξος».
«Εάν πάλι λέμε στον αιρετικό ειλικρινώς και όχι υποκριτικώς "να χαίρει", τούτο
σημαίνει ότι και ο ορθόδοξος χριστιανός αναγνωρίζει ότι και στην πίστη του
ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά άρα και η αλήθεια155. Η και το χειρότερο,
μόνο και κυρίως στην πίστη του ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά και η
αλήθεια, και όχι στη δική του. Γιατί μία από τις δύο δοξασίες, εφ' όσον
διαφέρουν, έχει την πραγματική αλήθεια και χαρά. Δεν μπορεί και οι δύο. Κατ'
αυτόν τον τρόπο όμως εμφανίζεται ότι παραδέχεται και ασπάζεται τις
πεποιθήσεις του ετεροδόξου. Επί πλέον συντελεί στο να ενισχύεται ο
ετερόδοξος στην πίστη του, να νομίζει ότι είναι ορθή, να εμμένει σ΄ αυτή και
ακόμη να την διαδίδει και στους άλλους».
«Μετά απ' όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι με το να λέει ο ορθόδοξος "χαίρε" στον
ετερόδοξο ή στον εθνικό, ακολουθεί, συμμετέχει και συμφωνεί («κοινωνεί») και
στις πλανημένες πεποιθήσεις του και στις παραπλανητικές του πράξεις, τ. έ. στα
πονηρά του έργα»[lxvi].
Πάντως, αν και μόνον το να λέμε «χαίρε» στους αιρετικούς στερεώνει την ασέβειά
τους κατά τον τρόπο που εξέθεσε επαρκώς ο Καθηγητής κ. Π. Μπούμης, πόσο
περισσότερο βλάπτουν την ομολογία της ευσεβείας και αληθείας οι υπόλοιπες
πράξεις αθεμίτου κοινωνίας με τους αιρετικούς, συμπροσευχές, ανταλλαγές
εορτίων δώρων, όλα απαγορευμένα από τους ιερούς Κανόνες, πολύ περισσότερο
δε η υπογραφή κοινών «ερμαφρόδιτων» κειμένων, μειγμάτων ορθοδοξίας και
ετεροδοξίας;
«Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεσή τους στον
οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη
της αληθείας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ήμασταν ακόμη ρωμαιοκαθολικοί, και
η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη - υπήρξε για μας πολύ
εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν
μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν
είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την
ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης
σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους
επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο»[lxvii].
9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν
επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής
Η κριτική κατά της αιρέσεως και ο ένθεος ζήλος προς σωτηρίαν των αιρετικών,
καθώς και ο πνευματικός πόνος για την απώλεια όσων εμπλέκονται σε αιρέσεις,
υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να διαστραφή από την αδυναμία της ανθρωπίνης
φύσεως και να στραφή με εμπάθεια κατά συγκεκριμένων προσώπων. Ο κίνδυνος
αυτός επισημαίνεται και τονίζεται από τους Αγίους Πατέρας, ώστε να μη
παρεκκλίνουμε από τον αρχικό και καλο-προαίρετο σκοπό μας, που είναι η εν
αγάπη και αληθεία Χριστού σωτηρία πάντων και όχι βέβαια η εξύβριση ή γενικώς η
ζημία των αιρετικών, ακόμη και εκείνων που εσκεμμένως υπερασπίζονται το
ψεύδος.
Στη Βίβλο των ερωταποκρίσεων των αγίων Βαρσανουφίου του Μεγάλου και
Ιωάννου του Προφήτου (6ος αι.), αντιμετωπίζεται η ερώτηση κάποιου αν πρέπει,
μετά από προτροπή άλλου πιστού, να αναθεματίσει τον αιρεσιάρχη Νεστόριο και
τους οπαδούς του. Η απάντηση είναι, ότι εκείνοι ως αιρετικοί, είναι ήδη κάτω από
το ανάθεμα, δηλ. της Εκκλησίας · ο καθένας μας πρέπει να φροντίζει για τις
αμαρτίες του γι΄ αυτό και δεν πρέπει να σπεύδει σε αναθεματισμούς
άλλων ανθρώπων, αλλά να φροντίζει να πενθεί. Σε αμέσως συναπτή
ερώτηση, για το μήπως κανείς δώσει την εντύπωση ότι είναι και ο ίδιος κρυπτός
αιρετικός, αν δεν αναθεματίσει τους αιρετικούς, επαναλαμβάνεται και πάλιν, ότι
πρέπει κανείς να αρνείται να αναθεματίσει άλλους· προσθέτει, όμως, ότι αν αυτός
που εξ αρχής προέτρεψε σε αναθεματισμό επιμείνει στην προτροπή, τότε για να μη
σκανδαλισθεί εκείνος, ενδείκνυται να αναθεματίσει ο ερωτώμενος τους αιρετικούς.
Ουδέποτε όμως επιτρέπεται ο αναθεματισμός προσώπου, τα φρονήματα του οποίου
δεν γνωρίζουμε· ιδού μερικά αποσπάσματα·
«ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψ΄ (700): Εάν κάποιος μου πεί να αναθεματίσω τον Νεστόριο και
τους ομοίους του αιρετικούς, να αναθεματίσω ή όχι; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Είναι φανερόν,
ότι ο Νεστόριος και οι κατ΄ αυτόν αιρετικοί είναι κάτω από το ανάθεμα· όμως εσύ
μη τρέχεις καθόλου σε αναθεματισμό κάποιου. Διότι αυτός που έχει τον εαυτό του
για αμαρτωλό, οφείλει να πενθεί τις αμαρτίες του και τίποτε άλλο· αλλά ούτε
πρέπει να κρίνει εκείνους που αναθεματίζουν κάποιον· διότι ο καθένας δοκιμάζει
τον εαυτό του. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψα΄ (701): Εάν όμως κάποιος εξ αιτίας αυτού νομίσει
ότι και εγώ φρονώ τα ίδια με εκείνον, τί να του πω; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Πές του· αν και
είναι φανερό, ότι εκείνοι είναι άξιοι του αναθεματισμού, αλλά εγώ είμαι
αμαρτωλότερος από κάθε άνθρωπο και φοβούμαι μήπως κρίνοντας άλλον,
κατακρίνω τον εαυτό μου. [...] Αυτά πές του και εάν επιμείνει στα ίδια, τότε για τη
συνείδηση εκείνου, να αναθεματίσεις τον αιρετικό [...] Αδελφέ, εγώ αυτός τον
οποίον μου αναφέρεις, δεν γνωρίζω πως φρονεί. Το να αναθεματίσω λοιπόν
κάποιον που δεν γνωρίζω, μου φαίνεται ότι αποβαίνει σε κατάκριμα. Τούτο όμως
σου λέω, ότι εκτός από την Πίστη των αγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων [της
Α΄ Οικουμ. Συνόδου της Νικαίας] δεν γνωρίζω άλλη. Και όποιος φρονεί
διαφορετικά από αυτήν έρριξε τον εαυτό του στο ανάθεμα»[lxviii].
«Δια τούτο και ο θείος Χρυσόστομος κάμνει λόγον ολόκληρον ότι δεν πρέπει να
αναθεματίζη τινάς κανένα άνθρωπον ζωντανόν ή αποθανόντα (Τόμ. ϛ΄). Εν ω και
λέγει ταύτα "τι άλλο θέλει να ειπή το ανάθεμα, οπού λέγεις άνθρωπε, πάρεξ ας
αφιερωθή ούτος εις τον διάβολον και πλέον ας μην έχη χώραν σωτηρίας και ας
γένη αποξενωμένος από τον Χριστόν;" [...] Ο δε άγιος Βαρσανούφιος λέγει ότι όχι
μόνον τους αιρετικούς, αλλ' ουδέ τον διάβολον πρέπει να αναθεματίζη τινάς, διατί
αναθεματίζει τον ίδιον τον εαυτόν του, οπού αγαπά και κάμνει του διαβόλου τα
θελήματα και έργα. Όρα περί του αναθέματος πλατύτερον εις τα προλεγόμενα της
εν Γάγγρα Συνόδου εν τω ημετέρω Κανονικώ»[lxix].
Δεν πρέπει λοιπόν να είναι άκριτη η εμπαθής ή επίκριση της αιρέσεως, αλλά με
σκοπό την ωφέλεια των αιρετικών (και των αιρετιζόντων), διότι επιτρέπεται ή και
επιβάλλεται με κάποιες βέβαια προϋποθέσεις, η επίκριση των δογματικών και
ιεροκανονικών παρεκτροπών, όπως θα δούμε συν Θεώ στην επόμενη ενότητα (η
σε μία εκ των επομένων).
10. Πού μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του
Αντιχρίστου;
«Μία από τις συνηθισμένες συμπεριφορές των ανθρώπων που πάσχουν από την
νόσο της εκκοσμικεύσεως είναι και η υποκρισία. Η γνησιότης υποχωρεί και όλα
γίνονται ψεύτικα. Έτσι, αντί για πηγαία αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα
εαυτής"[lxxii], έχουμε αγαπολογία, αντί για ταπείνωση, ταπεινολογία κ.ο.κ.».
● Ακολουθεί στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ περί της Alice Bailey, ειδική αναφορά στο θέμα της
διαστρεβλώσεως και του μονομερούς τονισμού της χριστιανικής αγάπης από την
Νέα Εποχή του Αντιχρίστου (του «Υδροχόου») και την κατασκευασμένη τεχνητή
αντίθεση δογματικής αληθείας και διανθρώπινης αγάπης, με σκοπό την τάση
ελαχιστοποιήσεως των δογμάτων (δογματικός μινιμαλισμός).
● ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η Αλίκη Μπέηλυ (Alice Ann Bailey, 1880-1949), τρίτη κατά σειρά πρόεδρος της
Θεοσοφικής Εταιρείας μετά την Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ και την Άννυ
Μπεζάντ, υπήρξε επίσης ιδρύτρια, μαζί με τον σύζυγό της, Φόστερ Μπέηλυ, του
Lucis Trust (1922) και της Σχολής Αρκέην (Arcane School, 1923), «σκοπός της
ήταν η εκπαίδευση εκείνων που είναι "συνειδητοί γνώστες του Σχεδίου και
μεμυημένοι μαθητές της Ιεραρχίας", για να βοηθηθούν στη "μαθήτευση στη Νέα
Εποχή" και στην "υπηρεσία στην ανθρωπότητα", ώστε να επισπευσθεί η
"επανεμφάνιση του Χριστού" (Μπέϊλη, Αυτοβιογραφία, σ. 308) [lxxvi]».
«Το ότι δεν έχει ακόμη εμφανισθεί ο νέος χριστός, τούτο οφείλεται κατά την
αντίληψη της κίνησης στα εμπόδια που παρενέβαλε η Εκκλησία, και επειδή οι
"Νέοι εξυπηρετηταί του κόσμου" δεν εξετέλεσαν την απαραίτητη υπηρεσία για να
εμπεδωθούν ορθές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (Μπέϊλη, Η επανεμφάνισις, σελ.
15)»[lxxviii].
1. «Αν οι άνθρωποι αναζητήσουν τον Χριστό που άφησε τους μαθητές Του πριν
από αιώνες, θα αποτύχουν να αναγνωρίσουν τον Χριστό που ευρίσκεται στη
διαδικασία της επιστροφής. Ο Χριστός δεν έχει θρησκευτικές "μπάρες" στη
συνείδησή Του. Δεν Τον ενδιαφέρει σε ποια πίστη θα εντάξει κάποιος τον εαυτό
του»[lxxix].
2. «Ποια είναι αυτή η εκκλησία του Χριστού; Αποτελείται από το σύνολο όλων
εκείνων στους οποίους μπορεί ή ζωή του Χριστού ή Χριστο-συνειδητότητα
[Χριστο-επίγνωση] ή να ευρεθεί η ευρίσκεται στη διαδικασία προς εξεύρεση
εκφράσεως· είναι η σύναξη όλων όσοι αγαπούν τους συνανθρώπους τους, διότι το
να αγαπά κάποιος τον συνάνθρωπό του είναι το θεϊκό διδασκαλείο που μας κάνει
πλήρη μέλη της κοινότητος του Χριστού. Δεν είναι η αποδοχή οιουδήποτε
ιστορικού γεγονότος η θεολογικού συμβόλου [πίστεως] εκείνο που μας θέτει εν
αρμονία με τον Χριστό»[lxxx].
3. «Δεν θα έλθει [ο «Χριστός»] για να μεταστρέψει τον "εθνικό" κόσμο, διότι στα
μάτια του Χριστού και των αληθών μαθητών Του, δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος και
οι καλούμενοι εθνικοί έχουν επιδείξει ιστορικώς λιγότερο από το κακό της
εμπαθούς διαμάχης που έχει επιδείξει ο στρατευμένος χριστιανικός κόσμος. Η
ιστορία των χριστιανικών εθνών και της χριστιανικής εκκλησίας είναι ιστορία μιας
επιθετικής στρατεύσεως - το τελευταίο επιθυμητό από τον Χριστό πράγμα, όταν
επεδίωκε να ιδρύση την εκκλησία επί γης»[lxxxi].
5. «Η εκκλησία σήμερα είναι ο τάφος του Χριστού και ο λίθος της θεολογίας έχει
κυλισθεί έμπροσθεν της θύρας του μνημείου. Ωστόσο, δεν υπάρχει νόημα στην
επίθεση κατά του Χριστιανισμού. Η Χριστιανωσύνη δεν μπορεί να γίνει στόχος
επιθέσεως· είναι μια έκφραση - ουσιαστικώς, μολονότι ακόμη όχι τελείως εν τη
πράξει -της αγάπης του Θεού, ο οποίος διαποτίζει το κτιστό Του σύμπαν. Η
εκκλησιαστικότητα [churchianity], όμως, έχει αφήσει τον εαυτό της τελείως έκθετο
σε επίθεση, και η μάζα των σκεπτομένων ανθρώπων το γνωρίζουν αυτό·
δυστυχώς, αυτοί οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι ακόμη μια μικρή μειονότητα, η
οποία (όταν γίνει πλειονότητα - και είναι σήμερα μία η οποία αυξάνεται ραγδαίως)
θα ανακοινώσει την καταστροφή των εκκλησιών και θα επικυρώσει τη διασπορά
της αληθούς διδασκαλίας του Χριστού»[lxxxiii].
6. «... σίγουρα, Εκείνος πρέπει να αισθάνεται (με πονεμένη καρδιά) ότι η απλότης
την οποίαν εδίδαξε και ο απλός δρόμος προς τον Θεό στον οποίον έδωσε έμφαση
έχουν εξαφανισθεί μέσα στις ομίχλες της θεολογίας (εισαγμένες από τον άγιο
Παύλο) και στις συζητήσεις των ανθρώπων της εκκλησίας δια μέσου των αιώνων.
Οι άνθρωποι έχουν ταξιδέψει μακριά από την απλότητα της σκέψεως και από τον
απλό και πνευματικό βίο που ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί»[lxxxiv]
● ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[vi]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν Λόγος 9, 2 PG 54,
623.
[viii]. Αυτόθι, σελ. 13, όπου και η υποσημείωση [ν.4] του συγγραφέως περί του
δόγματος αυτού του νεοσατανισμού: «Τον διετύπωσε ο Aleister Crowley, ο οποίος
ονόμαζε τον εαυτό του The great beast (το μέγα θηρίον). Την εποχή αυτή βιβλίο
που τον προβάλλει και τον ωραιοποιεί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρχέτυπο»
του περιοδικού Άβατον».
[ix]. Αυτόθι, σελ. 32. Σχετικώς με την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου
(«Υδροχόου») βλέπε όλο το βιβλίο, αλλά ιδίως τα σχετικά κεφάλαια στο Μοναχού
Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Σύγχρονες αιρέσεις. Μια πραγματική απειλή, εκδ.
Παρακαταθήκη, 20072, σελ. 73-95, 254-263. Επίσης, του μακαριστού Αντωνίου
Γ. Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», εκδ. Ι.Μ.
Νικοπόλεως. Πρέβεζα 1990, σελ. 7-12.
[xi]. Α΄ Ιω. 4, 16
[xii]. Ιούδα 23
[xv]. Β΄ Κορ. 7, 9
[xvi]. Αποκ. 3, 19
[xvii]. Γαλ. 1, 8
[xviii]. Α΄ Κορ. 1, 13
[xxi]. Α΄Κορ. 1, 10
[xxii]. Εφ. 4, 15
[xxv]. Β΄ Ιω. 3
[xxvi]. Α΄ Ιω. 3, 18
[xxviii]. Ιακ. 2, 10
[xxxi]. Ιω. 3, 19
[xxxiii]. Ιω. 3, 20
[xxxv]. Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία 15, 11-12 PG 34, 584A.B.
[xxxvi]. Φιλ. 4, 7
[xxxix]. Ματθ. 10, 22. 24, 9 Μάρκ. 13, 13 και Λουκ. 21, 17.
[xlii]. Μάρκ. 9, 50
[xliii]. Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, τόμ. Α΄, εκδ. J.A.
Cramer, Olms, Hildes-heim 1967, σελ. 370.
[xlvii]. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία εις τον λγ΄ (33) Ψαλμόν 10, PG 29, 376
B.C.
[xlviii]. Φιλ. 3, 8
[xlix]. Εφ. 2, 15
[l]. Κολ. 1, 20
[lii]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Φιλιππησίους 2, PG 62,
189,191. «Ουχ απλώς την φιλίαν θαυμάζει, ουδέ απλώς την αγάπην, αλλά την εξ
επιγνώσεως· τουτέστιν, ουχ ίνα προς άπαντας τη αυτή χρήσησθε αγάπη· τούτο
γαρ ουκ αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι εστιν, εν επιγνώσει; Τουτέστι, μετά κρίσεως
μετά λογισμού, μετά του αισθάνεσθαι. Εισί γαρ τινες αλόγως φιλούντες, απλώς και
ως έτυχεν· όθεν ουδέ σφοδράς είναι τας τοιαύτας φιλίας συμβαίνει [...] Ουκ εμού
ένεκεν ταύτα λέγω, φησίν, αλλ' υμών αυτών· δέος γαρ μη τις παραφθαρή υπό της
των αιρετικών αγάπης [...] Ου δι' εμέ, φησί, ταύτα λέγω, αλλά ίνα ήτε υμείς
ειλικρινείς· τουτέστιν, Ίνα μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι
παραδέχησθε».
[liii]. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Β΄, Απολογητικός της εις Πόντον
φυγής ένεκεν 82, PG 35, 488C. Έμμεση αναφορά στο αγιογραφικό χωρίο « ο
πραΰς έστω μαχητής» (Ιωήλ 4,11).
[liv]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ένθ' ανωτ., 2, 19, σελ. 271 (και
υποσημ. 114).
[lv]. Δευτέρα του α΄ ήχου, Κανών των Ασωμάτων, θ΄ ωδή: «Νέμεις της ειρήνης
Άγγελον, περιφρουρούντα, Παντοκράτορ, την ποίμνην σου, (της ειρήνης γαρ και
της αγάπης συ αίτιος), και την έμφρονα πίστιν φυλάττοντα, και πάσας τας
αιρέσεις, τη ση δυνάμει καταλύοντα».
[lvi]. Παρασκευή του πλ.δ΄ ήχου, Κανών του Σταυρού, δ΄ ωδή: «Ωσεί κέδρον
ευσέβειαν, πίστιν ως κυπάρισσον, την αγάπην τε, ωσεί πεύκην περιφέροντες, τον
Σταυρόν τον θείον, προσκυνήσωμεν».
«Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω
ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ
τοις πιστοίς τερπνότερον, του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα,
συναγόμενα εις εν. Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι·
μη ούτω μανείην· αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα
καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται
υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν
της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους
βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας
χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή
προκατειλημμένων φθοράν».
[lxi]. Του Αυτού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 26, PG 90,
1189Α· «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ' αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης,
βεβαίως το αληθές υφεστώσα».
[lxiii]. Επιστολή προς τον Πατριάρχην Οικουμενικόν Πατριάρχην (εν έτει 1969) εν
Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα· Οικουμενισμός και
Ζηλωτισμός, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος,
Αθήναι 19972, σελ. 19ε. · βλ. επίσης εν Iερομονάχου Φιλίππου Θωμάδων, Η
αλήθεια της Ορθοδοξίας και η πλάνη των Φράγκων (Ρωμαιοκαθολικών), εκδ.
Αδελφότης Θωμάδων, Άγιον Όρος, α.χ., σελ. 25ε. )
[lxv]. Β΄ Ιω. 10
153. Ιω. Δαμασκηνού, Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν, PG 96, 545. [μεταγλώττιση
δική μας: «Σε ποιόν είναι εορτή και πανήγυρη; Σε ποιόν είναι θυμηδία και
αγαλλίαση, παρά μόνο σε εκείνους που με την ψυχή και την έννοια και το στόμα
ομολογούν την Θεότητα που γνωρίζεται [ότι υπάρχει] αδιαιρέτως σε τρεις
Υποστάσεις; »].
154. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία η΄ εις την προς Εβραίους, PG 63, 73.
[μεταγλώττιση δική μας: «υποδύονται το χριστιανικό προσωπείο με σκοπό να
εξαπατούν έτσι όσους είναι πιο αφελείς»].
[μεταγλώττιση δική μας: «Σε ποιόν θα ευχηθούμε να χαίρει, παρά σε όσους έχουν
τον ίδιο βίο και την ίδια πίστη με [μας]; Συνεπώς, αν προσφερθεί από μας στους
ασεβείς, η προσφώνηση αυτού του είδους, οπωσδήποτε προσφέρθηκε σαν σε
ομότροπους και πιστούς». ]
[lxvii]. Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κουτσας, εκδ,
Ακρίτας, Αθήνα 19932, σ. 52. Η παραπομπή εμμέσως, παρά τω Πρεσβυτέρου
Αναστασίου Γκοτσόπουλου, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, εκδ. «Θεοδρομία»,
Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 179.
[lxix]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ Επιστολάς του
Αποστόλου Παύλου, τόμ. Α΄, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ.
215ε. (ερμηνεία εις το Προς Ρωμαίους θ΄ 3, εν τη υποσημειώσει 226).
[lxx]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας Επτά Καθολικάς
Επιστολάς, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 694ε. (ερμηνεία
εις το Ιούδα 9, εν τη υποσημειώσει 9)
[lxxxi]. Αυτόθι, σελ. 110· "He will not come to convert the "heathen"
world for, in the eyes of the Christ and of His true disciples, no such
world exists and the so-called heathen have demonstrated historically
less of the evil of vicious conflict than has the militant Christian world.
The history of the Christian nations and of the Christian church has been
one of an aggressive militancy-the last thing desired by the Christ when
He sought to establish the church on earth" (Excerpt from Chapter Five:
The teachings of the Christ).
[lxxxii]. Αυτόθι, σελ. 110ε. · "The major effect of His appearance will
surely be to demonstrate in every land the effects of a spirit of
inclusiveness- an inclusiveness which will be channeled or expressed
through Him. All who seek right human relations will be gathered
automatically to Him, whether they are in one of the great world
religions or not;" (Excerpt from Chapter Five: The teachings of the
Christ).
[lxxxiii]. Αυτόθι, σελ. 140· "The church today is the tomb of the Christ and
the stone of theology has been rolled to the door of the sepulchre. There
is, however, no point in attacking Christianity. Christianity cannot be
attacked; it is an expression-in essence, if not yet entirely factual-of the
love of God, immanent in His created universe. Churchianity has,
however, laid itself wide open to attack, and the mass of thinking people
are aware of this; unfortunately, these thinking people are still a small
minority which (when it is a majority and it is today a rapidly growing
one) will spell the doom of the churches and endorse the spread of the
true teaching of the Christ" (Excerpt from: Chapter Six : The New World
Religion).
[lxxxiv]. Αυτόθι, σελ. 140ε.· "... surely, He must feel (with an aching
heart) that the simplicity which He taught and the simple way to God
which He emphasized have disappeared into the fogs of theology
(initiated by St. Paul) and in the discussions of churchmen throughout
the centuries. Men have travelled far from the simplicity of thought and
from the simple, spiritual life which the early Christians lived"(Excerpt
from: Chapter Six : The New World Religion).
[lxxxvi]. Αυτόθι, σελ. 159· "Churchmen need to remember that the human
spirit is greater than all the churches and greater than their teaching. In
the long run, the human spirit will defeat them and proceed triumphantly
into the Kingdom of God, leaving them far behind unless they enter as a
humble part of the mass of men [...] The churches in the West need also
to realise that basically there is only one Church, but it is not necessarily
only the orthodox Christian institution. God works in many ways,
through many faiths and religious agencies; this is one reason for the
elimination of non-essential doctrines. By the emphasising of the
essential and in their union will the fullness of truth be revealed. This,
the new world religion will do and its implementation will proceed apace,
after the reappearance of the Christ". (Excerpt from: Chapter Six : The
New World Religion).