Professional Documents
Culture Documents
στο κείµενό µου νέα πνοή. Η Ιωάννα Βόγλη, ο ∆ηµήτρης Σλαβούδης, ο Σπύρος
Τσούγκος, ο Σπύρος Κακουριώτης, ο Στάθης Τσιράς, ο Ηλίας Ντίνας, ο
Περικλής Παπανδρέου, η Ρόζα Βασιλάκη, η Λαµπρινή Ρόρη, η Κατερίνα
Τσέκου, η Γιασεµή Χιλµή και ο Χριστόφορος Κωτσάκης µε ενθάρρυναν και µε
στήριξαν σε όλη τη διάρκεια των πέντε ετών που κράτησε αυτή η προσπάθεια.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Επίκεντρο και τον Πέτρο Πα-
πασαραντόπουλο που ανέλαβαν το εγχείρηµα της έκδοσης του βιβλίου.
Ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω στους γονείς µου, οι οποίοι µου ενέπνευσαν
την αγάπη για τη γνώση από τότε που ήµουν πάρα πολύ µικρή. Η ενασχόληση
µε τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 και τις συνέπειές τους στην ελληνική
κοινωνία οφείλεται στην δική τους επιρροή. Η Κατοχή, η Αντίσταση και ο
εµφύλιος πόλεµος σηµάδεψαν τη ζωή τους και κατ’ επέκταση και τη δική µου
ζωή.
Τέλος, θα ήθελα να αφιερώσω το βιβλίο στον σύντροφό µου, Πολυµέρη Βό-
γλη, ο οποίος µοιράστηκε µαζί µου τις αγωνίες και τις σκέψεις µου, για όσο
καιρό αυτή η έρευνα καταλάµβανε το µεγαλύτερο µέρος του χρόνου και της
ενέργειάς µου. Χωρίς τη στήριξή του δεν θα είχε ολοκληρωθεί.
Ένας πόλεµος χωρίς τέλος 11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Νίκος Μαραντζίδης
Πανεπιστήµιο Μακεδονίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τέλος, ο λόγος για το παρελθόν στην πολιτική ρητορική δεν είναι κάτι στα-
θερό και άκαµπτο. ∆ιαφοροποιείται ξανά και ξανά, συµπληρώνεται, και πολλές
φορές βασικές ερµηνείες για τα γεγονότα ανατρέπονται ακολουθώντας τις
κοινωνικές αλλαγές ή επιδιώκοντας την προετοιµασία τους. Ωστόσο, µια
καινούργια ερµηνεία ή αναπαράσταση ενός γεγονότος δεν µπορεί να
παρουσιαστεί de novo και να ενσωµατωθεί απλώς στον πολιτικό λόγο µιας
παράταξης ή ενός καθεστώτος υπακούοντας στις υπαγορεύσεις της πολιτικής
συγκυρίας. Η συγκρότηση µιας καινούργιας αφήγησης δεν µπορεί να διαγράψει
τις παλαιότερες. Αντίθετα, η διαφοροποίηση των αναπαραστάσεων του
παρελθόντος στη διάρκεια του χρόνου είναι µια διαδικασία προσθετική στην
οποία οι παλαιότερες ερµηνείες εµπεριέχονται στις νέες, ή το αντίστροφο,
άλλοτε ως ιδεολογικό υπόβαθρο, άλλοτε ως δίδαγµα, ή απλώς ως κοµµάτι της
ιστορίας (Olick, 1999: 381-402).
Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η ρητορική των πολιτικών δυνάµεων
της Ισπανίας κατά την περίοδο της µετάβασης στη δηµοκρατία, στην οποία οι
συζητήσεις για το παρελθόν ήταν πιο έντονες από ποτέ. Τη στιγµή που η
κοινωνία διαισθάνθηκε ότι υπήρχαν κάποιες οµοιότητες µεταξύ της πολιτικής
κατάστασης του 1970 και του 1930, ο πόλεµος αναδύθηκε και πάλι στην
επιφάνεια. Ο στόχος της συναίνεσης απαιτούσε την υιοθέτηση νέας ρητορικής
από όλους, και ο πόλεµος έπρεπε να ερµηνευθεί µε έναν τρόπο που να
εγγυάται την πολιτική ειρήνευση τόσο στο παρόν όσο και στο µέλλον (Aguilar-
Fernandez, 2005: 241-245). Προκειµένου η κοινωνία να µπορέσει να
συµφιλιωθεί µε τις αγριότητες του παρελθόντος και να µην τις διαιωνίσει στο
παρόν και το µέλλον, υιοθετήθηκε από τις πολιτικές δυνάµεις η ερµηνεία της
σύγκρουσης µε όρους «συλλογικής τρέλας». Η θέαση του παρελθόντος από
µια εντελώς διαφορετική σκοπιά υπό την πίεση της πολιτικής συγκυρίας δεν
σήµαινε, όµως, ότι ήταν αποτέλεσµα της αλληλεπίδρασης παρόντος και
παρελθόντος στη συγκεκριµένη χρονική στιγµή. Κάθε πολιτική πλευρά,
ιδιαίτερα οι υποστηρικτές του καθεστώτος, ενσωµάτωσαν στον λόγο τους τη
νέα αφήγηση µε τέτοιο τρόπο, ώστε να µην είναι ανακόλουθη της προηγούµε-
νης στάσης και ρητορικής τους (Aguilar-Fernandez, 2005: 245-249, 322-325).
Από αυτή την παραδοχή προέκυψε ένας λόγος για το παρελθόν, βασικό
χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η ενοχοποίηση των Ναζί και των συµµάχων
τους καθώς και των κατά τόπους συνεργατών τους για όλα τα δεινά του
πολέµου. Στο ίδιο πλαίσιο, και ως αποτέλεσµά του, γεννήθηκε ο «µύθος» της
Αντίστασης. Για να µπορέσει να συνταχθεί ένα έθνος µε την πλευρά των
αθώων, και όχι µε εκείνη των ενόχων, έπρεπε να µπορεί να επιδείξει ένα
αντιστασιακό παρελθόν, µια οποιασδήποτε µορφής αντιστασιακή
δραστηριότητα εναντίον των Γερµανών και των συµµάχων τους (Judt, 2000:
296. Μαραντζίδης & Αντωνίου, 2008: 13-19).
Συµβάλλοντας στη νοµιµοποίηση των µεταπολεµικών κυβερνήσεων και σε
πολλές περιπτώσεις στη διατήρηση της εθνικής ενότητας, παραλλαγές αυτής
της αφήγησης συγκροτήθηκαν και επικράτησαν σε όλη σχεδόν τη ∆υτική
Ευρώπη. Η κατασκευή ενός εθνικού αντιστασιακού παρελθόντος σε πολλές
περιπτώσεις ήταν ο µόνος τρόπος να αποφευχθούν ή να τερµατιστούν
εµφύλιες συγκρούσεις που είχαν ήδη ξεκινήσει µε την αποχώρηση των
γερµανικών στρατευµάτων. Η αναγνώριση της Αντίστασης ως εθνικής
αποτελούσε µια πιεστική αναγκαιότητα για τις κυβερνήσεις της
Απελευθέρωσης, οι οποίες έπρεπε να νοµιµοποιήσουν την εξουσία τους
απέναντι στις κατακερµατισµένες κοινωνίες που άφηνε πίσω της η γερµανική
Κατοχή (Μαραντζίδης, αδηµ.).
Κεντρικό ζήτηµα αναδείχθηκε στις συνθήκες της Απελευθέρωσης η επανί-
δρυση της νοµιµότητας και η αντιπροσωπευτικότητα των µεταπελευθερωτικών
κυβερνήσεων. Η απουσία σε πολλές περιπτώσεις των παραδοσιακών
πολιτικών ελίτ από την αντιστασιακή δραστηριότητα επέτρεψε την ανάδειξη
νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάµεων που στην Απελευθέρωση αντλούσαν
τη νοµιµοποίησή τους από την αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι επίσηµες,
µεταπολεµικές κυβερνήσεις έπρεπε, λοιπόν, να σταθεροποιήσουν την εξουσία
τους απέναντι σε οµάδες ένοπλων, συχνά ανταγωνιστικών µεταξύ τους.
Παράλληλα, για να αποφευχθούν οι εµφύλιες συγκρούσεις, ήταν απαραίτητο
ένα modus vivendi που θα καθιστούσε δυνατή τη συνύπαρξη αντιστασιακών και
µη αντιστασιακών, δωσιλόγων ή ανθρώπων που δεν είχαν καµία εµπλοκή στην
πολιτική στα µεταπολεµικά εθνικά κράτη (Lagrou, 2000: 30-31. Μαραντζίδης &
Αντωνίου, 2008: 13-19).
Στη Γαλλία, η εσωτερική κρίση της περιόδου 1940-1944 άφησε βαθύτερα
σηµάδια από την ήττα και τη γερµανική κατοχή. Το πολιτικό κατά βάση,
αντιστασιακό κίνηµα είχε συγκροτηθεί όχι µόνο µε στόχο την απελευθέρωση
της χώρας από τους Γερµανούς, αλλά κυρίως εναντίον της κυβέρνησης του
Vichy και των δωσιλόγων. Με την Απελευθέρωση, αυτή η διαίρεση που πήρε
26 Eλένη Πασχαλούδη
1
Conseil National de la Résistance (Εθνικό Αντιστασιακό Συµβούλιο). Η βιβλιογραφία για τον Ντε
Γκωλ και τον ρόλο του στη συγκρότηση του CNR και της γαλλικής Αντίστασης είναι τεράστια. Ενδει-
κτικά µόνο αναφέρονται: J. Touchard (1978), Le gaullisme 1940-1969, Παρίσι: Seuil. O.Wiewiorka
(1995), Une certaine idée de la Résistance: Défense de la France 1940-1949, Παρίσι: Seuil. J.-P.
Azema & F. Bedarida (επιµ.) (1993), La France des années noires, Παρίσι: Seuil.
Ένας πόλεµος χωρίς τέλος 27
Ήδη από τον καιρό του πολέµου, ο Ντε Γκωλ ως αρχηγός του CNR µε τη
συνεργασία ή την αποδοχή όλων των αντιστασιακών οργανώσεων (στο
εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας) επιδίωξε να νοµιµοποιηθεί το
Συµβούλιο και όχι η κυβέρνηση του Vichy ως νόµιµος εκπρόσωπος της
Γαλλίας. Μετά την Απελευθέρωση, η αποσιώπηση αυτής της διαίρεσης
διασφάλιζε την ενότητα που ήταν απαραίτητη για την αναγέννηση της γαλλικής
δηµοκρατίας (Lagrou, 2000: 30-31. Judt, 1992: 147-192).
Βασική παραδοχή στη συγκρότηση του «γκωλικού µύθου» ήταν η
αντίσταση του γαλλικού λαού στους κατακτητές, που, αν και γνώρισε πολλές
διαφορετικές εκδοχές, υιοθετήθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάµεις τουλάχιστον
την πρώτη µεταπολεµική περίοδο (Rousso, 1991: 19). Με βασικό στόχο την
επίτευξη της εθνικής ενότητας, το αντιστασιακό παρελθόν του γαλλικού λαού σε
αυτή την αφήγηση απεκδυόταν κάθε πολιτικό ή κοινωνικό χαρακτηριστικό. Οι
αναφορές στις ένοπλες αντιστασιακές οµάδες ή σε συγκεκριµένες µορφές
πολιτικής δράσης που αποσκοπούσαν σε κοινωνικές µεταρρυθµίσεις
αποφεύγονταν, και η «Αντίσταση» αποκτούσε ένα αόριστο εθνικό ή εθνικιστικό
περιεχόµενο. Με αυτό τον τρόπο µπορούσαν να διεκδικήσουν την αντιστασιακή
ταυτότητα, που ήταν χρήσιµη στο µεταπολεµικό παρόν, όχι µόνο εκείνοι που
είχαν επιδείξει ανάλογη δράση στο παρελθόν, αλλά περίπου όλοι όσοι την
εποχή της Απελευθέρωσης δεν υπερασπίζονταν τη ναζιστική Γερµανία.
Αποκτώντας αυτή την ευρύτητα, η «Αντίσταση» ενσωµατώθηκε στη ρητορική
όλων των πολιτικών δυνάµεων, αποτελώντας απαραίτητο προσόν για την
πολιτική νοµιµοποίηση στο παρόν και το µέλλον της γαλλικής πολιτικής
(Lagrou, 1997: 181-222. Judt, 1992: 147-172).
Η αριστερά, από την πλευρά της, ανέπτυξε τη δική της εκδοχή του
«αντιστασιακού µύθου», η οποία διέφερε σε αρκετά σηµεία από εκείνη του Ντε
Γκωλ: παράλληλα µε τον εθνικό προσανατολισµό, έδινε στην Αντίσταση
πολιτική χροιά και πολιτικούς στόχους. Σύµφωνα µε την εκδοχή που
ενσωµατώθηκε περισσότερο στη ρητορική του Κοµµουνιστικού Κόµµατος, η
Αντίσταση ήταν αγώνας, εκτός από εθνικοαπελευθερωτικός, αντιφασιστικός
αλλά και ταξικός εναντίον µιας προδοτικής ελίτ. Στις σχετικές αναφορές σε
επετειακά και πολιτικά κείµενα οι αντιστασιακοί παρουσιάζονται ως κληρονόµοι
της Κοµµούνας, ενώ ο Πεταίν ως γνήσιος απόγονος του Μπαζαίν, που επέλεξε
να παραδοθεί αντί να πολεµήσει µε τους Πρώσους το 1870 (Rousso, 1991: 19,
26).
Ανάλογα παραδείγµατα µπορούµε να αντλήσουµε από το Βέλγιο και την
Ολλανδία, παρόλο που η εσωτερική πολιτική τους κατάσταση ήταν εκ διαµέτρου
αντίθετη από εκείνη της Γαλλίας. Και στις δύο περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της
28 Eλένη Πασχαλούδη
οποία το αντιστασιακό κίνηµα αν ξεχώριζε για κάτι αυτό θα ήταν η αδυναµία και
η ατονία του. Παρ’ όλα αυτά, µε κυβερνητικές παρεµβάσεις και νοµοθετικές
ρυθµίσεις θεσπίστηκαν επετειακοί εορτασµοί, στο πλαίσιο των οποίων
καλλιεργούνταν συστηµατικά στην κοινή γνώµη η πεποίθηση ότι η χώρα είχε
να επιδείξει αξιοσηµείωτη αντιστασιακή δραστηριότητα (Lagrou, 2000: 60-65).
Αλλά και στην περίπτωση του Βελγίου και της Γαλλίας, όπου δεν σηµειώθη-
καν παρόµοιες ρητορικές υπερβολές, τόσο τα κριτήρια µε τα οποία τελικά
συγκροτήθηκε ένα ιστορικό αφήγηµα για την περίοδο του Β΄ Παγκοσµίου
Πολέµου όσο και η τελική δοµή αυτού του αφηγήµατος ήταν παρόµοια: υπό το
βάρος µιας εξαιρετικά κρίσιµης πολιτικής συγκυρίας το παρελθόν
προσαρµόστηκε, η ιστορία ξαναγράφτηκε για να υπηρετήσει την ενότητα και τη
συνέχεια του έθνους καθώς και την ανάγκη της αποκατάστασης της
καθεστηκυίας τάξης. Από την άλλη πλευρά, όµως, η ευκολία µε την οποία
συγκροτήθηκαν αυτές οι αφηγήσεις καθώς και η ευνοϊκή υποδοχή που είχαν και
στις τρεις περιπτώσεις αποκαλύπτουν την αδυναµία των αντιστασιακών
κινηµάτων. Με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους στις τρεις
χώρες οι πολιτικές οµάδες και τα άτοµα που είχαν πραγµατικά επιδείξει
αντιστασιακή δραστηριότητα, συγκεκριµένα ένοπλη, δεν κατάφεραν να την
κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά στην µεταπολεµική κοινωνία. ∆εν µπόρεσαν να τη
χρησιµοποιήσουν νοµιµοποιητικά και πολύ περισσότερο δεν κατάφεραν να
υπερασπιστούν τα κοινωνικά και πολιτικά προτάγµατα των αντιστασιακών κινη-
µάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα ο όρος «Αντίσταση» να αποκτήσει και στις
τρεις κυρίαρχες αφηγήσεις ένα καθαρά εθνικό ή εθνικιστικό περιεχόµενο, που
σήµαινε σχεδόν αποκλειστικά την αντίσταση εναντίον των δυνάµεων του Άξονα
και τη συµπαράταξη στο πλευρό των Συµµάχων (Lagrou, 1997: 181-222).
Το παρελθόν και οι αναπαραστάσεις του είχαν αρκετά διαφορετική εξέλιξη
στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία το 1943, διαρκούντος του Β΄ Παγκοσµίου
Πολέµου, άλλαξε στρατόπεδο. Αυτή η ανορθόδοξη πορεία καθιστούσε το
παρελθόν της Ιταλίας, αµέσως µετά τη λήξη του Πολέµου, προβληµατικό. Η
διαπραγµάτευσή του έφερνε τόσο την ίδια τη χώρα όσο και τους συµµάχους της
αντιµέτωπους µε δύο πολύ σοβαρές προκλήσεις: αφενός, η Ιταλία ήταν αναγκαίο
να ενταχθεί πλήρως στην αφήγηση των νικητών και, αφετέρου, έπρεπε στο
εσωτερικό της χώρας να αποφευχθεί ο εµφύλιος πόλεµος που ήταν προ των
πυλών. Σε αυτό το πιεστικό πολιτικό πλαίσιο προέκυψε στον πολιτικό λόγο των
συµµάχων µια αφήγηση η οποία καταρχήν «συγχωρούσε» το φασιστικό
παρελθόν, σχεδόν αποσιωπώντας το. Παραµονές του Ψυχρού Πολέµου η Ιταλία
ήταν απαραίτητη στη µεγάλη «δηµοκρατική οικογένεια» των δυτικοευρωπαϊκών
χωρών· ως εκ τούτου, έπρεπε να συγκροτήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα την
30 Eλένη Πασχαλούδη
αναφερθούν στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης και η πεισµατική,
από την πλευρά της Αριστεράς, διεκδίκηση της αντιστασιακής κληρονοµιάς σε
βάρος της αντίστοιχης του ∆ΣΕ αποτελούν κενά στην αφήγηση που
συγκροτούν οι παρατάξεις για το πρόσφατο παρελθόν. Και ενώ οι επικλήσεις
του παρελθόντος και οι αφηγήσεις που συγκροτούνται από αυτές ορίζουν το
ιδεολογικό και πολιτικό στίγµα των παρατάξεων, οι σιωπές αναδεικνύουν τα
όρια και τις αδυναµίες τους. Ό,τι θεωρείται κακό ή αρνητικό παρελθόν, ό,τι δεν
χωρά στο άκαµπτο πλαίσιο της εθνικοφροσύνης, ή απλώς ό,τι δεν είναι
αξιοποιήσιµο πολιτικά, αποσιωπάται.
Οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος στην πολιτική ρητορική και τα
επετειακά κείµενα των παρατάξεων συγκροτούν µοιραία τρεις ανταγωνιστικές
µεταξύ τους αφηγήσεις για τα εν λόγω γεγονότα. Ανασυνθέτοντας αυτές τις
αφηγήσεις, όπως θα αναλυθεί στο πλαίσιο της ανά χείρας µελέτης, αναδεικνύεται
ότι παρά τις τεράστιες διαφορές που έχουν µεταξύ τους συµπίπτουν ως προς
τους στόχους που καλούνται να υπηρετήσουν. Προορισµένες να ενταχθούν στην
πολιτική ρητορική των παρατάξεων, σχετίζονται αναµφίβολα µε την πολιτική τους
στρατηγική. Υπό αυτή την έννοια οι τρεις αφηγήσεις δεν υπηρετούν σε καµία
περίπτωση την ιστορική αλήθεια· αντίθετα, συνιστούν συνειδητή απόπειρα
επιρροής της συλλογικής µνήµης, µε στόχο να καταστήσουν ελκυστικότερες τις
παρατάξεις στο εκλογικό σώµα.
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα για τη δεκαετία του 1940 έχει προχωρήσει
πολύ, και µια σειρά από ζητήµατα που σχετίζονται µε την περίοδο έχουν
διερευνηθεί εκτενώς. Εξίσου σηµαντικές µελέτες έχουν γραφτεί για τον τρόπο
που επηρέασαν οι συγκρούσεις τη συγκρότηση της ατοµικής και της συλλογικής
µνήµης. Η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν (Μπούσχοτεν, 1997) και η Anne Collard
(Collard, 1993) στράφηκαν στη συλλογική και την κοινωνική µνήµη, ενώ το
βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη, Γιασασίν Μιλλέτ (Μαραντζίδης, 2001) εξετάζει τον
τρόπο µε τον οποίο η ατοµική και η συλλογική µνήµη επηρεάζουν την πολιτική
συµπεριφορά σε συλλογικό και ατοµικό επίπεδο. Η µελέτη της Μαρίας
Θανοπούλου και η έρευνα του S. Aschenbrenner επικεντρώνονται στην
ανάδειξη των µηχανισµών συγκρότησης της συλλογικής µνήµης σε τοπικό
επίπεδο, παίρνοντας ως παραδείγµατα τη Λευκάδα η πρώτη και ένα
µεσσηνιακό χωριό ο δεύτερος (Θανοπούλου, 1999. Aschenbrenner, 1992: 115-
136). Τέλος, το ∆ιπλό Βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη επικεντρώνεται στην
ατοµική µνήµη, στον τρόπο που οι άνθρωποι ανακαλούν το παρελθόν και
εντάσσουν τον εαυτό τους σε αυτό. Ωστόσο, ενώ υπάρχει µια αξιόλογη
προσπάθεια κατανόησης και ανάλυσης της συλλογικής και της ατοµικής
µνήµης, δεν έχει ερευνηθεί διεξοδικά η προσπάθεια του επίσηµου κράτους και
Ένας πόλεµος χωρίς τέλος 37
διάστηµα 1953-1959. Περνά στην πρώτη θέση για το διάστηµα 1960-1963, από
όπου το διάστηµα 1964-1965 µετατοπίζεται στην τρίτη θέση κυρίως λόγω της
αύξησης της κυκλοφορίας της Καθηµερινής και του Βήµατος. Το 1966 ανεβαίνει
η κυκλοφορία της και πάλι στη δεύτερη και το 1967 στην πρώτη θέση
(Χαιρετάκης, χ.χ.: 76).
Η Καθηµερινή: Από την ίδρυσή της το 1919, συνδέθηκε µε την αντιβενιζε-
λική παράταξη, αποτελώντας σηµείο αναφοράς για την έκφραση της
συντηρητικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέµου. Μετά το τέλος του Β΄
Παγκοσµίου Πολέµου η έκδοσή της συνεχίστηκε, και η εφηµερίδα για όλη την
περίοδο 1950-1967 αποτέλεσε µία από τις πιο σηµαντικές εφηµερίδες γνώµης
για την παράταξη της ∆εξιάς. Ανάµεσα στην Καθηµερινή και στο αναγνωστικό
της κοινό σε όλο το διάστηµα που εξετάζεται διατηρήθηκε µια ιδιαίτερη σχέση, η
οποία µεταφράστηκε στη διατήρηση υψηλών ποσοστών κυκλοφορίας για την
εφηµερίδα. Η Καθηµερινή ήταν πρώτη σε κυκλοφορία για την περίοδο 1953-
1959 και δεύτερη για το διάστηµα 1963-1965 εξαιτίας της ανόδου της
Ακροπόλεως. Επανέκτησε την πρώτη θέση το 1964, ενώ σταδιακά άρχισε και
πάλι να διολισθαίνει στη δεύτερη και µετά στην τρίτη θέση εξαιτίας της αύξησης
της κυκλοφορίας του Βήµατος από το 1965 και µετά (Κατσίγερας, 2008: 267-
272. Χαιρετάκης, χ.χ.: 76).
Το Βήµα: Το Βήµα αποτελεί µετεξέλιξη της εφηµερίδας Ελεύθερον Βήµα
που πρωτοεκδόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1922 ως όργανο του Κόµµατος
των Φιλελευθέρων. Έκτοτε συνδέθηκε άµεσα µε τη βενιζελική παράταξη και την
πολιτική της. Η έκδοσή του διακόπηκε στις 15 Σεπτεµβρίου 1944, για να
συγχωνευθεί στην κοινή έκδοση πρωινών εφηµερίδων µε τον τίτλο Ηνωµένος
Τύπος. Μετά την Απελευθέρωση επανέλαβε την έκδοσή του, υπό τη διεύθυνση
του ∆. Λαµπράκη µε τίτλο Το Βήµα. Η εφηµερίδα και µετά τον Πόλεµο
ακολούθησε τη φιλελεύθερη πολιτική του Μεσοπολέµου και υποστήριξε τις
κυβερνήσεις του Κέντρου. Μόνη εξαίρεση υπήρξε η προεκλογική περίοδος του
1952, όταν κατέβηκε στην πολιτική ο Α. Παπάγος, οπότε τάχθηκε στο πλευρό
του Ελληνικού Συναγερµού. Γρήγορα, όµως, επανήλθε στο πλευρό του
Κέντρου, εκπροσωπώντας τη συντηρητική µερίδα της παράταξης (Μάγιερ,
1959:198-207).
Στη σειρά κατάταξης των εφηµερίδων µε βάση την κυκλοφορία τους Το
Βήµα κρατά επίσης υψηλή θέση. Από την τρίτη θέση στην οποία βρίσκεται το
1953 µετατοπίζεται στην τέταρτη για το διάστηµα 1954-1960. Ανεβαίνει στην
τρίτη θέση και πάλι την περίοδο 1961-1962, το 1963 πέφτει στην τέταρτη, αλλά
από το 1964 και µετά η κυκλοφορία του αυξάνεται ραγδαία, ώσπου το 1967,
40 Eλένη Πασχαλούδη
2
Content Analysis