You are on page 1of 7

Βλάσης Βλασίδης

Στη µεθόριο Ελλάδας - FYROM

Τα µέσα ενηµέρωσης στους νοµούς Φλώρινας, Καστοριάς,


Μοναστηρίου και Περλεπέ

Αντί προλόγου

Όταν το 2001 κυκλοφορούσε το πρώτο µου βιβλίο για τα µέσα ενηµέρωσης


στα Βαλκάνια σηµείωνα στον πρόλογο ότι υπήρχαν ακόµη πολλά πεδία της
κοινωνικής ζωής στα βαλκανικά κράτη που αποτελούσαν terra incognita για τους
επιστήµονες κι ένα από αυτά ήταν τα µέσα ενηµέρωσης. Οκτώ χρόνια µετά το κενό
στην έρευνα παραµένει. Ο µέσος Έλληνας γνωρίζει πολύ καλά, καλύτερα από τον
µέσο βορειοευρωπαίο ή τον αµερικανό τη σηµερινή πραγµατικότητα στις βαλκανικές
χώρες, όµως γνωρίζει ελάχιστα για τα µέσα ενηµέρωσης σε αυτή την τόσο σηµαντική
κι ακόµη ταραγµένη περιοχή. Το ίδιο συµβαίνει και µε την ακαδηµαική κοινότητα.
Απουσιάζουν οι µονογραφίες εκείνες που να περιγράφουν την κατάσταση που
επικρατεί σήµερα, δηλαδή στα τέλη του 2008, στο χώρο των µέσων ενηµέρωσης στη
γύρω περιοχή.
Πάντως οφείλουµε να αναγνωρίσουµε ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κι
ιδίως η τελευταία φάση της απόσχισης του Κοσσόβου µε την επέµβαση του ΝΑΤΟ,
οδήγησε στην εκπόνηση αρκετών άρθρων και µελετών µε τη χρηµατοδότηση Μη
Κυβερνητικών Οργανώσεων. Όµως οι περισσότερες µελέτες εκπονήθηκαν από

1
Αµερικανούς ή Βορειοευρωπαίους ερευνητές, που µπορεί να είχαν ικανοποιητική ή
εξαιρετική θεωρητική κατάρτιση και διάθεση για εργασία, αλλά δεν είχαν ιδέα για
τους ανθρώπους, τη νοοτροπία, την παράδοση, όλο αυτό τον παραδοσιακό
πολιτιστικό ιστό στα Βαλκάνια.
Οι περισσότεροι έδειξαν ότι είχαν εξαιρετικά µεγάλο πρόβληµα να
κατανοήσουν τα Βαλκάνια ως σύνολο, αλλά και το κάθε σηµερινό κράτος χωριστά.
Επίσης δεν µπορούσαν να κατανοήσουν το πόσο και πως το συνολικό παρελθόν της
περιοχής και η πολιτιστική ιδιαιτερότητα του καθενός επηρεάζει το σηµερινό
γίγνεσθαι, πώς επιδρά στην έκφραση του κάθε ατόµου και του κοινωνικού συνόλου,
πώς ορίζει και επηρεάζει τη συµπεριφορά των µειονοτήτων (εθνικών, θρησκευτικών,
πολιτιστικών, γλωσσικών)
Ακόµα µεγαλύτερη ήταν η σύγχυση των Αµερικανών ερευνητών. Άλλωστε οι
περισσότεροι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις δοµές της Ευρωπαικής Ένωσης, τα
ποικίλα όργανα, αλλά και την ποικιλοµορφία των λαών που συµµετέχουν σε αυτή και
τις οµοιότητες των λαών που επιµένουν να ζουν εκτός αυτής, αλλά και τη συχνά
µεγαλύτερη ποικιλοµορφία που υπάρχει εντός των ίδιων των εθνών. Όσοι δεν έχουν
επισκεφθεί την Ευρώπη και δεν έχουν προχωρήσει σε συζητήσεις πέραν των πρώτων
επαφών µε τους Ευρωπαίους φαντάζονται µια Ευρώπη και τους Ευρωπαίους, όπως
τις ΗΠΑ και τους Αµερικανούς πολίτες, δηλαδή τείνουν να υποβαθµίζουν τη
σηµασία των διαφορών θέσεων και προσεγγίσεων, να οµαδοποιούν τις συµπεριφορές
των ανθρώπων και να αποδίδουν την ίδια έκφραση σε ίδια αίτια συµπεριφοράς και να
υπερτονίζουν τη σηµασία της προσωπικότητας και του ηγέτη, κατ’ αναλογία µε το
θεσµικό ρόλο του προέδρου των ΗΠΑ. Κι εδώ γίνεται το πρώτο λάθος. Ουσιαστικά
δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ µια ενιαία αγορά για τα µέσα ενηµέρωσης στην
Ευρώπη. Τα µέσα ενηµέρωσης, τόσο τα έντυπα, όσο και τα ηλεκτρονικά διαφέρουν
πολύ από χώρα σε χώρα, κι αυτό οφείλεται στο διαφορετικό παρελθόν της κάθε
χώρας και σε όσα επηρεάζουν τη δηµοσιογραφία, δηλαδή τον πολιτισµό, την ιστορία,
κλπ.1 Επίσης κάθε χώρα έχει εντελώς διαφορετικό τρόπο µε τον οποίο προσεγγίζει τα
µέσα ενηµέρωσης, ακόµη κι αν είναι γειτονικές χώρες, όπως η Ρουµανία και η
Μολδαβία.2

1
Cathie Burton, Alun Drake, Hitting the headlines in Europe. A Country-by- Country Guide to Effective
Media Relations, London, 2004, σ.15.
2
Burton, Drake, σ.85.

2
Τα ίδια άτοµα όταν έλθουν στα Βαλκάνια γνωρίζοντας ή αγνοώντας το
ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του κάθε λαού τείνουν να αποδεχθούν όλες τις
ιδεοληψίες και τις θέσεις του πρώτου λαού µε τον οποίο έρχονται σε επαφή και µετά
να βλέπουν τους υπόλοιπους λαούς µε τα µάτια του βαλκάνιου λαού. Χάνουν δηλαδή
µε την πρώτη ευκαιρία το πιο σηµαντικό χαρακτηριστικό της αγγλοσαξωνικής
ειδησεογραφίας, δηλαδή την απόσταση από τα γεγονότα, τη κριτική θεώρησή τους
και την αποφυγή µεταφοράς συναισθηµάτων στο κοινό.
Από την πλευρά τους οι Βαλκάνιοι αντιµετωπίζουν τους δυτικούς ερευνητές
και δηµοσιογράφους που επισκέπτονται για πρώτη φορά τα Βαλκάνια µε ένα
ιδιαίτερο τρόπο. Πρώτα από όλα τίθεται το θέµα της γλώσσας επικοινωνίας: όλοι οι
δυτικοί και κυρίως οι Αµερικανοί µιλούν µόνο αγγλικά και έχουν την απαίτηση από
τους ντόπιους να είναι εξοικειωµένοι µε τη δική τους γλώσσα. Ελάχιστοι είναι οι
ξένοι που µιλούν είτε άνετα είτε τα βασικά της τοπικής γλώσσας. Και φυσικά οι
περισσότεροι ντόπιοι δεν νιώθουν άνετα µε τους δυτικούς, όταν πρέπει να
συνεννοηθούν µε τους δυτικούς σε µια γλώσσα που δεν χειρίζονται µε ευχέρεια. Έτσι
η επικοινωνία σπανίως φεύγει από τα τετριµµένα και τα συνηθισµένα.
Αντίθετα όταν ο ντόπιος έχει απέναντί του έναν δυτικό ερευνητή που µιλά τη
δική του γλώσσα έστω και στα βασικά σηµεία, νιώθει πολύ πιο άνετα και η συζήτηση
µπορεί να προχωρήσει σε βάθος και να δοθεί µια πιο ολοκληρωµένη εικόνα για τον
προς έρευνα θέµα.3 Πάντως σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή λάθος γλώσσας (π.χ. να
µιλά κανείς αλβανικά στη Σερβία ή τουρκικά στην Ελλάδα) αποµακρύνει ακόµη
περισσότερο την πιθανότητα µιας καλής έρευνας στις βαλκανικές χώρες.4
Έτσι οι µελέτες που παρήχθησαν µπορεί να βοήθησαν σηµαντικά για να
σκιαγραφηθεί το τοπίο σε εθνικό και πανεθνικό επίπεδο στα Βαλκάνια στις αρχές του
21ου αι. όµως ήδη οι περισσότερες µελέτες δείχνουν ξεπερασµένες. Και παρότι τα
Βαλκάνια συνεχίζουν να βρίσκονται στην επικαιρότητα, ωστόσο οι νέες µελέτες είναι
λίγες. Κι είναι κρίµα, διότι πλέον όλοι, επιστήµονες, πολιτικοί και γραφειοκράτες,
κάθε ιδεολογικής απόχρωσης, αναγνωρίζουν τη σηµασία των µέσων ενηµέρωσης για
κάθε σύγχρονη κοινωνία.
Η αρχική θεοποίηση του ρόλου των µέσων ενηµέρωσης οφείλεται στους
οπαδούς του συµπεριφορισµού (behaviorism) που άρχισε να αναπτύσσεται στην

3
Βλ. και την άποψη των Cathie Burton, Alun Drake ότι παρόµοια είναι η κατάσταση σε όλα τα
ευρωπαικά κράτη και κοινωνίες (Burton, Drake, Hitting, σ.39).
4
Burton, Drake, Hitting, σ.42.

3
Αµερική τη δεκαετία του 1920. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή οι επιστήµονες οφείλουν
να παρατηρούν την αντίδραση του ατόµου στις εξωτερικές επιδράσεις, άρα τα µέσα
ενηµέρωσης απεικονίστηκαν ως παντοδύναµα που ασκούν άµεση και ισχυρή επιρροή
στο κοινό τους.5
Πολλοί επικοινωνιολόγοι έχουν ασχοληθεί µε τα µέσα ενηµέρωσης και
κυρίως το ρόλο που παίζουν στη διαµεσολάβηση µεταξύ πολιτικών και κοινού, αλλά
και γενικότερα στη διαµόρφωση της Κοινής Γνώµης. Οι θεωρητικοί που
χρησιµοποιούν το µαρξισµό ως εργαλείο βλέπουν τα µέσα ενηµέρωσης ως κύριους
µηχανισµούς που χρησιµοποιεί η ηγετική τάξη, τόσο στις καπιταλιστικές όσο και στις
σοσιαλιστικές χώρες προκειµένου να ενοποιήσει και να διαµορφώσει ιδεολογικά την
κοινωνία.6
Οι θεωρητικοί της Σχολής της Φραγκφούρτης και ιδίως οι Horkheimer,
Adorno, Marcuse στάθηκαν κριτικά απέναντι στα µέσα ενηµέρωσης και στο ρόλο
που παίζουν στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης και του κάθε άτοµο χωριστά. Ο
Habermas από την άλλη είχε και έχει πιο θετική άποψη για τα µέσα ενηµέρωσης,
καθώς θεωρεί ότι στο παρελθόν η µετάβαση από τον απολυταρχισµό στον οικονοµικό
φιλελευθερισµό βοηθήθηκε πολύ από την κυκλοφορία των εφηµερίδων.7
Οι θεωρητικοί των µέσων ενηµέρωσης, Marshal Mc Luan και Harold Innis,
κυρίως ο δεύτερος, επικέντρωσαν τη µελέτη τους στις σχέσεις των µέσων
ενηµέρωσης και στην εξουσία. Ο Innis µάλιστα διατύπωσε την άποψη ότι τα µέσα
ενηµέρωσης είναι από µόνα τους κι ανεξάρτητα από το µήνυµα που µεταφέρουν ή το
περιεχόµενό τους, εξαιρετικά σηµαντικά για τον τρόπο µε τον οργανώνεται και
επιβάλλεται η πολιτική εξουσία.8
Τέλος οι οπαδοί της κριτικής-ερµηνευτικής σχολής απορρίπτουν την οπτική
της άβουλης µάζας που αποδίδουν οι προηγούµενες σχολές σκέψης στο κοινό και
προωθούν την ιδέα ότι τα άτοµα, το καθένα χωριστά αλλά και ως σύνολο
αντιµετωπίζουν κριτικά το µήνυµα που εκπέµπουν οι διάφορες µορφές εξουσίες και
τα ίδια τα µέσα ενηµέρωσης ως αυτόνοµες πηγές πληροφόρησης και ισχύος. Μάλιστα

5
Βλ. πρόχειρα, Harold Mendelsohn, «Behaviorism, Functionalism, and Mass Communications
Policy», Public Opinion Quarterly, 38 (1974), 379-389.
6
Jay G. Boumler, Michael Gurevitch, “The Political Effects of Mass Communication”, Michael
Gurevitch, Tony Bennett, James Curran, Janett Woollacott (επιµ.), Culture, Society and the Media,
New York, 1982, σ.239.
7
Βλ. Jurgen Habermas, The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a
Category of Bourgeois Society, Cambridge, 1989.
8
Harold Innis, The Bias of Communication, Toronto, 1951.

4
διατυπώνουν τη θέση ότι τα µέσα ενηµέρωσης δεν µεταφέρουν απλώς την
πληροφορία, αλλά µε το περιεχόµενο και τον τρόπο µε τον οποίο επιλέγουν την
πληροφορία και την παρουσίασή της λειτουργούν και σηµειολογικά. Πολλές από τις
επιλογές των ανθρώπων και των κοινωνιών είναι αποτέλεσµα της επιλογής των
ειδήσεων από τα µέσα ενηµέρωσης και από την εγγύτητα που δηµιουργεί η
τηλεόραση ανάµεσα στο γεγονός στα πέρατα του κόσµου και στο κοινό της.9 Πάντως
όλοι αποδέχονται τον καταλυτικό ρόλο των µέσων ενηµέρωσης σε κάθε κοινωνία.
Ένα ερώτηµα που βασανίζει τους ερευνητές είναι κατά πόσο τα θεωρητικά
µοντέλα επικοινωνίας µπορούν να έχουν εφαρµογή σε όλα τα κοινωνικά σύνολα και
υποσύνολα και πώς εξηγούν τις δοµηµένες σχέσεις µεταξύ της κοινωνίας και της
εξουσίας. Ένα άλλο ερώτηµα που µε βασάνιζε προσωπικά ήταν κατά πόσο η
λεγόµενη παγκοσµιοποίηση έχει προχωρήσει τόσο πολύ , ώστε κοινωνίες που ζουν σε
ένα κοινό γεωγραφικό χώρο, ανήκουν όµως σε διαφορετικά έθνη, ζουν σε
διαφορετικά κράτη µε διαφορετικό πολιτικό παρελθόν, µπορούν να έχουν
περισσότερα κοινά σηµεία από ότι διαφορές, και να συµπεριφέρονται παρόµοια στα
ίδια ερεθίσµατα.
Έτσι στα τέλη του 2006 επέλεξα ένα χώρο που έχει τα παραπάνω
χαρακτηριστικά. Η περιοχή που συνορεύει η Ελλάδα µε την Αλβανία και τη FYROM
κάποτε αποτελούσε ενιαίο γεωγραφικό και πολιτικό χώρο. Όµως από το 1913 κ.ε.
χωρίστηκε από τους Βαλκανικούς Πολέµους που δηµιούργησαν την πολιτική
κατάσταση που ίσχυσε σε γενικές γραµµές µέχρι το 1990. Οι νοµοί Καστοριάς,
Φλώρινας, Μοναστηρίου (Bitola) και Περλεπέ (Prilep) της FYROM, τα τοπικά µέσα
ενηµέρωσης και οι κοινωνίες τους τέθηκαν υπό παρακολούθηση.
Το κύριο ερώτηµα που τέθηκε ήταν η διακρίβωση των σχέσεων µεταξύ των
παραγόντων, δηλαδή των φορέων άσκησης της πολιτικής και της εξουσίας, των
µέσων ενηµέρωσης, των µηνυµάτων που µεταδίδονται και των αντιδράσεων του
κοινού. Και µάλιστα κατά πόσο υπάρχει ή βρίσκεται σε εξέλιξη µια σύγκλιση των
τοπικών κοινωνιών, έτσι ώστε να είναι ορατή στον ορίζοντα µια διάθεση προσέγγισής
τους άσχετα από τις πολιτικές που ασκούν τα κράτη. Ή κατά πόσο τα σύνορα ορίζουν
ακόµη διαφορετικές κοινωνίες και διαφορετικές συµπεριφορές. Και φυσικά το ρόλο
που παίζουν τα µέσα ενηµέρωσης προς τη µια ή την άλλη κατεύθυνση.

9
Βλ. John B. Thompson, Ideology and Modern Culture: Critical Social Theory in the Era of Mass
Communication, Stanford, 1990. Roger Silverstone, “Television and everyday life: towards an
anthropology of the television audience”, Margorie Ferguson (επιµ.), Public Communication: The New
Imperatives, London, 1990.

5
Όταν ξεκίνησε η έρευνα για τα µέσα ενηµέρωσης των νοµών Φλώρινας,
Καστοριάς, Μοναστηρίου και Περλεπέ δεν φανταζόµουν ότι επρόκειτο για µια
πραγµατική terra incognita. Από την αρχική έρευνα διαπίστωσα την ένδεια στοιχείων,
ακόµη και βασικής βιβλιογραφίας. Τα ελάχιστα άρθρα που εντοπίστηκαν αφορούσαν
το παρελθόν των µέσων ενηµέρωσης σε κάποιες περιοχές. Ειδικότερα για την
περιοχή Καστοριάς δεν υπήρχε κανένα στοιχείο. Μελέτες που να περιλαµβάνουν
ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες δεν υπήρχαν για κανένα νοµό τουλάχιστον κατά την
έναρξη της έρευνας για κανέναν από τους εµπλεκόµενους φορείς (µέσα ενηµέρωσης,
κοινό, δηµοσιογράφοι, πολιτικοί, θεµατολογία, κλπ.).
Έτσι η έρευνα έπρεπε να ξεκινήσει από το µηδέν, δηλαδή από την καταγραφή
των µέσων ενηµέρωσης, την περιγραφή τους και τη λειτουργία τους, ενώ
καταβλήθηκε ειλικρινής προσπάθεια για να διακριβωθούν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.
Ως εργαλεία χρησιµοποιήθηκαν οι δηµοσκοπήσεις, δηλαδή ποσοτικά στοιχεία και
στατιστική ανάλυση δεδοµένων σε βασική µορφή, προκειµένου να συλλεγούν και να
εξεταστούν ποσοτικά δεδοµένα. Ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στη διακρίβωση των
απαντήσεων του κοινού για ενηµέρωση και στην ικανότητα των µέσων ενηµέρωσης
της κάθε χώρας να καλύψουν τις ανάγκες του κοινού, τόσο για ειδήσεις τοπικές και
από τα εθνικά κέντρα, όσο και για τα τεκταινόµενα από την άλλη πλευρά των
συνόρων.
Ταυτόχρονα πραγµατοποιήθηκε µια σειρά συνεντεύξεων µε τους ιδιοκτήτες
των µέσων ενηµέρωσης, δηµοσιογράφους, συνδικαλιστές, και πολιτικούς παράγοντες
έτσι ώστε να ερµηνευτεί καλύτερα η θέση των µέσων ενηµέρωσης στο εθνικό και
τοπικό πολιτικό πλαίσιο, η σχέση τους µε την εξουσία και την κοινωνία, η
οικονοµική τους αυτονοµία, η εξάρτηση από πολιτικούς και οικονοµικούς
παράγοντες της χώρας.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στις εφηµερίδες, τους ραδιοφωνικούς και
τηλεοπτικούς σταθµούς, τα παραδοσιακά µέσα ενηµέρωσης. ∆εν έγινε έρευνα για τα
περιοδικά που εκδίδονται και κυκλοφορούν στους τέσσερις συνοριακούς νοµούς,
ούτε στα sites και τα blogs στο Internet λόγω του εφήµερου του βίου των
περισσότερων από αυτά και της αδυναµίας επικοινωνίας µε τους συντάκτες τους.
Αναπτύχθηκε προβληµατισµός αν πρέπει η έρευνα να ακολουθήσει ένα
µοντέλο επικοινωνίας. Τελικά δεν χρησιµοποιήθηκε κάποιο ιδιαίτερο µοντέλο, διότι
υπήρχε πλήρης έλλειψη βασικών δεδοµένων, άγνοια και επιφυλάξεις για τις
δυνατότητες διεξαγωγής της έρευνας σε όλες τις περιοχές και για τη θέληση του
6
κοινού και των µέσων ενηµέρωσης να συµµετάσχουν σε αυτή. Υπήρχε δηλαδή
έντονη επιφύλαξη ότι το όποιο µοντέλο που είχε επιλεγεί στην αρχή της έρευνας, θα
εγκλώβιζε τον ερευνητή σε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο έρευνας που δεν θα έδινε
συγκρίσιµα, άρα µη αξιοποιήσιµα στοιχεία.
Στις αρχικές έρευνες συµµετείχε η καθηγήτρια Snezana SSalamovska,
καθηγήτρια στο Οικονοµικό Τµήµα του Πανεπιστηµίου Κίριλ Όχριντσκι στον
Περλεπέ και η ερευνητική της οµάδα. Όµως αποχώρησε για προσωπικούς λόγους στα
τέλη του 2007. Οι έρευνες συµπεριφοράς του κοινού στη Φλώρινα και την Καστοριά
διεξήχθησαν από οµάδα φοιτητών του Τµήµατος Βαλκανικών Σπουδών του
Πανεπιστηµίου ∆υτικής Μακεδονίας υπό την καθοδήγηση του υπογράφοντος.
Παρά τις καλές προθέσεις η παρούσα ερευνητική εργασία δεν θα µπορούσε να
είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη συνδροµή και τη βοήθεια όλων των ατόµων που
απασχολούνται στα µέσα ενηµέρωσης των δυο χωρών, τους οποίους και ευχαριστώ.
Μεγάλες ευχαριστίες οφείλω στο Νίκο Φραγκόπουλο, ανταποκριτή της ΕΤ3 και του
ΑΠΕ-ΜΠΕ στα Σκόπια, τον Ατάνας Γκεοργκίεφ που βοήθησε στην επιλογή των
συναντήσεων µε δηµοσιογράφους στα Σκόπια ώστε να γίνουν κατανοητές οι σχέσεις
εξουσίας- µέσων ενηµέρωσης µετά την άνοδο του Νίκολα Γκρούεφσκι στην
πρωθυπουργία της FYROM και την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο εργασίας
των δηµοσιογράφων στη γειτονική χώρα, και στα συνδικαλιστικά τους ζητήµατα.

You might also like