You are on page 1of 18

AN.

AKHMATOVA 1ο Γυμνάσιο
Ευκαρπίας 2009-2010

2
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Είναι απροχώρητη αυτή η ανωνυμία των τάξεων. Ζουν με το πρόσχημα μιας


τσαλακωμένης αναμονής, μ’ αυτό το δήθεν των πινάκων εργασιών με το ημιτελές
άδειο, μ’ αυτό το διαρκές ξεβαφτικό Γ1, Β3, Α5, που απαριθμεί αμήχανα αριθμούς.
Είτε μπαίνουμε εδώ, είτε μπαίνουμε εκεί, φοράμε τα ίδια γυαλιά ενός ψυχραμένου
ίδιου.
Ποιος όμως τελικά δίνει το όνομα και τη φωνή (δηλ. το περιεχόμενο) στα
πρόσωπα, στα πράγματα, στο χρόνο και στον τόπο;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά είπαμε να ανταγωνιστούμε τη «φαρμακόγλωσσα ενοχή
μας». Μπορούμε να δώσουμε φωνή στην αφωνία; Μπορούμε να κάνουμε τις τάξεις
ενός σχολείου να μιλούν; Και ίσως όχι απλά να μιλούν, αλλά να απευθύνονται;
Έτσι φτιάχτηκε η «ομάδα των ποιητών» για να φτιάξει την «τάξη των
ποιητών»… Ναι, τόσο το βάθος του Καβάφη… αυτό το πάθος του Νερούντα… αυτό
το φως του Ελύτη… λέξεις και εικόνες και σκέψεις της ποιητικής γραφής, έφευγαν
από τα απομακρυσμένα ράφια της βιβλιοθήκης ή του διαδικτύου και κάθε Πέμπτη
γίνονταν ο δρόμος της δικής μας φυγής και συγκίνησης.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδρομής θα είναι μια τάξη γεμάτη πορτρέτα και
λόγια ποιητών. Αυτά θα φαίνονται. Θα είναι όμως γεμάτη και από τους δικούς μας
κραδασμούς, που δε θα φαίνονται… αλλά θα πολλαπλασιάζουν την αντήχηση!
(Ι.Π.)

ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ:

«Ομάδα των ποιητών»… τι είναι αυτό; σκέφτομαι. Ας μπω κι αν δε μου αρέσει


φεύγω, είπα. Τελικά πέρασα τέλεια… Και όταν διαβάζαμε τα ποιήματα όπως π.χ. του
Καβάφη, μελαγχολούσαμε, δακρύζαμε και βλέπαμε τα κοινά σημεία ανάμεσα σε
εμάς και τα ποιήματα… μέσα στον κόσμο των ονείρων, η πραγματικότητα.
Πελαγία Μαυρίδου

Μαζί με τον Καββαδία και τον Ελύτη μάθαμε κι εμείς να εκφραζόμαστε και να
γινόμαστε ομάδα. Από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με την ποίηση… μπορώ και
ονειρεύομαι… μπορώ και επικοινωνώ καλύτερα.
Σωτηρία Μάρτζιου

Το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ από αυτό που περάσαμε δουλεύοντας στην
«ομάδα των ποιητών» είναι ότι συνυπήρχε μάθημα και τρέλα μαζί. Ούτε που θα το
πίστευα αν μου το έλεγαν πριν από δύο χρόνια… ότι θα κάθομαι με τόση κούραση
μετά το εφτάωρο να διαβάζω ποίηση.
Θα μου μείνει χαραγμένη στο μυαλό εκείνη η μέρα που μια ομάδα φίλων
(μαθητών-καθηγητών) με γέλιο και χαρά ζωγραφίζαμε σχεδιάζαμε και κρεμούσαμε
παπύρους με στίχους του Π. Νερούντα, για την παγκόσμια μέρα της ποίησης.
Χριστίνα Μουφτόγλου

Διασκέδασα πολύ στην ομάδα της ποίησης, αλλά ιδιαίτερα τρελάθηκα με τα


ερωτικά ποιήματα του Π. Νερούντα. Δεν πίστευα ποτέ ότι αυτά που γίνονται στη ζωή
μπορεί ένας άνθρωπος να τα μεταφέρει στο χαρτί και να με αγγίξει μέχρι την
υπερβολή.
Γεωργία Κολσούζογλου

3
Θα θυμάμαι για πάντα την παγκόσμια μέρα της ποίησης που στολίζαμε το
σχολείο με ποιήματα του Π. Νερούντα… και τη Γεωργία που διάβαζε τους στίχους
του και έκλαιγε!
Δήμητρα Κουμάνη

Διαλέξαμε εμείς τους στίχους που μας άρεσαν από τον Π. Νερούντα. Είχαμε
αγωνία, άγχος τρέχαμε πάνω κάτω να τελειώσουμε στην ώρα μας. Ήταν τέλεια!
Γιώτα Μερτζιώτη

Είδα να υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι. Μπήκα μέσα σ’ αυτούς και εντυπωσιάστη-


κα
Αγγελική Μοσχούτη

Μέσα στην ομάδα γνώρισα τα άλλα παιδιά απ’ την πλευρά της ποίησης.
Ιέρα Μιλόση

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας-επεξεργασίας ποιημάτων το


βασικό συναίσθημα ήταν αυτό το πάθος που δεν έσβηνε με τίποτα. Ειδικά όταν
ετοιμάζαμε την παγκόσμια μέρα της ποίησης ένιωσα υπέροχα, η αγωνία να
προλάβουμε να τα έχουμε όλα έτοιμα, μαζί με την κίνηση και την ομαδική δουλειά με
τρέλαινε, με έκανε να ξεχνάω το άγχος και το όριο του χρόνου και παθιαζόμουν,
προσπαθούσα να βάλω τα δυνατά μου για να υπάρξει ένα όμορφο αποτέλεσμα.
Ειρήνη Μοσχούλα

Στην τελευταία της συνάντηση η ομάδα έγραψε το δικό της ποίημα με την
τεχνική της ιδεοθύελλας:
Η ΠΟΙΗΣΗ
Από όνειρα, από ζωή, από έρωτα, από λέξεις…
Ποιος;
Η ποίηση!
Εμπειρία να ζούμε
Ό,τι νομίζουμε,
Ό,τι πιστεύουμε,
Ό,τι αγαπάμε,
Ό,τι επιθυμούμε.
Εμείς, εσείς, αυτοί…
Να κλείσουμε το τίποτε
Ν’ ανοίξουμε το άλλο,
Το επόμενο,
Το μεθεπόμενο,
Την καρδιά μας τη χαρά ή τη λύπη μας
Στον αέρα,
Στο φως!
Η ποίηση!

4
Άννα Αχμάτοβα

5
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα γεννήθηκε το 1889 στην Οδησσό της Ουκρανίας.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Γκορένκο, αλλά υιοθέτησε το επίθετο της
ταταρικής καταγωγής προγιαγιάς της ως ποιητικό ψευδώνυμο, όταν ο πατέρας της
δεν της επέτρεψε να χρησιμοποιεί το οικογενειακό τους όνομα για τις ποιητικές της
ενασχολήσεις - ''για να μην το λερώσει''. Τελείωσε με δυσκολία το Γυμνάσιο λόγω
προβλημάτων υγείας και σπούδασε στο Νομικό Τμήμα Ανωτάτων Σπουδών για
Γυναίκες στο Κίεβο. Το 1910 παντρεύτηκε τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ και το
1912 γέννησε τον γιο τους Λέοντα. Μαζί με το σύζυγό της έγιναν το κέντρο του
ποιητικού κύκλου των Ακμεϊστών ενώ ταξίδεψαν στο εξωτερικό: στο Παρίσι γνώρισε
το ζωγράφο Μοντιλιάνι με τον οποίο είχε ένα σύντομο ειδύλλιο - μάλιστα την
ζωγράφισε αρκετές φορές, όμως μόνο μερικά γυμνά σκίτσα έχουν σωθεί.

Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Γκουμιλιόφ και η Αχμάτοβα χωρίζουν - αργότερα έκανε


δύο ακόμη γάμους: με τον επιστήμονα και ποιητή Βλαντίμιρ Σιλέικο και με τον
ιστορικό τέχνης Νικολάι Πούνιν, οι οποίοι επίσης κατέληξαν σε διαζύγιο. Το 1921 ο
Γκουμιλιόφ εκτελέστηκε ως προδότης της επανάστασης, γεγονός καθοριστικό για την
εξέλιξη της ζωής της ποιήτριας: παρά το διαζύγιό τους, η Αχμάτοβα έπεσε σε
δυσμένεια, τα βιβλία της πολτοποιήθηκαν ενώ τα ποιήματά της απαγορεύτηκαν από
το 1925 έως το 1940. Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πατριωτικά
ποιήματά της δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πράβντα», ενώ κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας των 900 ημερών του Λένινγκραντ μιλούσε στο ραδιόφωνο εμψυχώνοντας
τις γυναίκες της πόλης – όμως μετά τη λήξη του πολέμου το καθεστώς την
καταδίκασε και πάλι σε σιωπή.

Το μεγάλο όμως δράμα της ζωής της Αχμάτοβα ήταν η πολύχρονη φυλάκιση του γιου
της: αρχικά καταδικασμένος σε θάνατο, ο Λέων Γκουμιλιόφ κλείστηκε από το 1938
έως το 1956 σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Το 1950 η Αχμάτοβα για να
σώσει τη ζωή του γιου της, υπερβαίνει τον εαυτό της και γράφει έναν κύκλο
ποιημάτων αφιερωμένο στον διώκτη της Στάλιν, με τίτλο «Δόξα στον Κόσμο».
Τελικά, το 1954, τυγχάνει της συγνώμης του καθεστώτος και της επιτρέπεται να
ταξιδέψει στο εξωτερικό όπου λαμβάνει το 1964 το Διεθνές Βραβείο ''Αίτνα-
Ταορμίνα'', ενώ το 1965 πηγαίνει στην Οξφόρδη για να παραλάβει τιμητικό
διδακτορικό για το σύνολο του έργου της για τον Πούσκιν. Η Άννα Αχμάτοβα πέθανε
στις 5 Μαρτίου 1966, κατά τραγική ειρωνεία την ημέρα της επετείου του θανάτου του
Στάλιν. Στην κηδεία της πλήθος κόσμου την αποχαιρέτησε στο τελευταίο της ταξίδι...

6
ΕΠΟΧΗ- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ

Η Άννα Αχμάτοβα αποτελεί μια σπουδαία ποιητική πένα. Έχει τη μορφή μιας
δυναμικής, ανεξάρτητης, ρομαντικής, πραγματίστριας αλλά και οραματίστριας
γυναίκας. Μιας γυναίκας που βίωσε δραματικά γεγονότα , τα κατέγραψε με τον δικό
της τρόπο πάνω στο χαρτί και τα άφησε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Η Αχμάτοβα θρηνεί για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της πατρίδας στο
"Ρέκβιεμ". Μιας πατρίδας που δεν εγκαταλείπει όμως, στέκεται, παλεύει και
υποφέρει μαζί με τον λαό της. Το "Ρέκβιεμ" είναι μια επική σύνθεση γεμάτη θυμό,
αγανάκτηση, οργή και απέραντη θλίψη για μια πατρίδα που λεηλατείται παρατημένη
στο έλεος των "ιδεατών" πολιτικών αγώνων. Η κραυγή της ποιήτριας μπλέκεται με
τις φωνές των απλών ανθρώπων και δημιουργείται μια σπαρακτική πραγματικότητα.
Μέσα στη συλλογή αυτή αντικατοπτρίζονται και οι προσωπικές δοκιμασίες της
δημιουργού, καθώς ο γιος της ήταν φυλακισμένος. Η Αχμάτοβα με ένα
αριστουργηματικό τέχνασμα μετατρέπει την πρόσκληση του Θανάτου σε μια ερωτική
ικεσία , φανερώνοντας όλο τον λυρισμό της, προκειμένου να λυτρωθεί η ίδια, αλλά
και ο οποιοσδήποτε φοράει την μορφή της ποιήτριας και ζει μέσα από τα δικά της
βιώματα.
Το σκηνικό αλλάζει και γίνεται καθαρά θεατρικό στο "Ποίημα δίχως ήρωα".
Προσωπεία, μάσκες , σκιές κυριαρχούν αντί των ηρώων και κινούνται στο χώρο των
γραμμών και των σελίδων σαν αερικά. Οι περιγραφές της ποιήτριας κατακλύζονται
από μια πολυτέλεια που παραπέμπει σε προγενέστερους αιώνες. Οι απρόσωποι ήρωες
της μεταμορφώνονται από άγγελοι σε διαβόλους κρατώντας την μορφή της ίδιας της
Αχμάτοβα φυλακισμένη… σε ένα γυάλινο κελί στην μέση του σκηνικού. Σε κάθε
στίχο τονίζεται η μοναξιά, η απομόνωση. Τα ονόματα ξεχνιούνται και ο αναγνώστης
βλέπει την μορφή μιας γυναίκας που μάταια προσπαθεί να βρει τη θέση της μέσα στο
σκηνικό που η ίδια δημιούργησε, μέσα στην ίδια της την ζωή… Έτσι λοιπόν, οι
διαφορετικές μορφές της ηρωίδας περιμένουν τον δεσμοφύλακα τους να τις
απελευθερώσει από τη φυλακή τους. Μία ακόμη γυναικεία σκιά κάνει την εμφάνιση
της, πραγματοποιώντας έναν δραματικό μονόλογο απευθυνόμενη και εκείνη σε
εκείνον που μπορεί να τις σώσει. Ολόκληρο το σκηνικό μοιάζει για τον αναγνώστη
ως μια ονειρική πραγματικότητα που κρύβει μέσα της ανεκπλήρωτες επιθυμίες… που
επειδή ακριβώς φορούν διάφορες μάσκες και καλύπτουν τα χαρακτηριστικά τους,
μπορεί να είναι οι επιθυμίες του καθενός, η φαντασία του καθενός και το γυάλινο
κελί να είναι δικό μας τελικά με εμάς φυλακισμένους μέσα…
Οι συλλογές της Άννας Αχμάτοβα είναι ποιητικά μυθιστορήματα πλημμυρισμένα
από τον λυρισμό, την μουσικότητα, την ονειρική φαντασία , τον ερωτισμό και την
αισθησιακή γραφή της ποιήτριας. Πραγματικότητες που απλά διασκεδάζουν με τα
όνειρα ή μήπως όνειρα που διηγούνται την ιδεατή πραγματικότητα? Ακροβατώντας
στο τεντωμένο σχοινί των δύο αυτών κόσμων, η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα είναι
απλά πανέμορφη και η ποιήτρια απλά χαρισματική…
“Μισή καλόγρια, μίση πόρνη”, αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο
κριτικός Μπόρις Αϊκενμπάουμ στη κορυφαία ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα.
Κατά πόσο η συγκεκριμένη φράση μπορεί να φανερώνει την αλήθεια, τον λυρισμό,
την αγωνιστικότητα και την δύναμη της ποιήτριας είναι στην προσωπική κρίση του
καθενός από τους αναγνώστες της.

7
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Εσπέρα, 1912
Ροζάριο, 1914
Λευκό κοπάδι, 1917
Αγριοβότανο, 1921
Anno Domini MCMXXI, 1922
Η εικόνα της Αχμάτοβα,1924- ποιητική ανθολογία
Από έξι βιβλία, συλλεκτικός τόμος, 1940
Ποίημα δίχως Ήρωα, 1962- βασισμένο στο έργο του Πούσκιν ''Ευγένιος Ονέγκιν''.
Ρέκβιεμ, Μόναχο 1963
Το διάβα του χρόνου,1965

Στα ελληνικά κυκλοφορούν:


Ποίημα χωρίς Ήρωα, Ωκεανίδα (1982)
Ρέκβιεμ, Υπερίων (1998)
Ρέκβιεμ, Αρμός (2007)
Ποιήματα της Άννα Αχμάτοβα υπάρχουν επίσης στις ανθολογίες:
Ρώσοι ποιητές του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα (2004)
Ξένη Ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα (2007)

8
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

9
Αντιπροσωπευτι
κά
ποιήματα

Το πρώτο από τα ποιήματα


επιλέχθηκε από τους μαθητές

10
ως το ωραιότερο

ΡΕΚΒΙΕΜ

VII

Κι έπεσεν η λέξη, η πέτρινη του νόμου


πα στο στήθος μου το ακόμα ζωντανό.
Τι να γίνει, από καιρό προετοιμαζόμουν
όπως όπως θα τα βγάλω πέρα και μ’
αυτό.

Έχω σήμερα πολλές δουλειές. Για μέτρα:


Πρέπει κάθε μνήμη ευθύς να σκοτωθεί
πρέπει την καρδιά να κάνω πέτρα
πρέπει πάλι τη ζωή να μάθω απ’ την
αρχή.

Γιατί αλλιώς… Θροΐζει, να, ζεστά το


θέρος
στο παράθυρό μου στέκω κι είναι σαν
γιορτή.
Το ‘λεγε η καρδιά μου από καιρό, τα
ξέρω
τούτο εδώ το φως και τα’ άδειο σπίτι
στη σιωπή.

11
12
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ι
Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.
ΙΙ
Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:
Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,
Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».
Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.
Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.
Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε
Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα
Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε
Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν
Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει
Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,
Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,
Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.
Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη
Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.
Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου
Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.
Μάρτιος 1940

13
TO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Στο στήθος ένα σφίξιμο


το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».

Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,


μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις.
Ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις

Η ΜΟΥΣΑ

Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ


σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. «Εγώ.»
Mετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

14
ΡΕΚΒΙΕΜ

Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:


Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Τα βουνά λυγίζουν μπρος σ’ αυτή τη συμφορά


δεν κυλάει ο μέγας ποταμός
μα της φυλακής τα σίδερα γερά
κι από πίσω τους του κάτεργου η «μονιά»
κι ο θανατερός καημός.
Δροσερό φυσάει το αγέρι, γι’ άλλους, ξένους
γι’ άλλους γλυκοφέγγει αχνά το δειλινό
ίδιοι εμείς παντού, δεν παίρνουμε είδηση κανένας
τα κλειδιά μονάχα ακούμε σιχαμένα
και τα βήματα βαριά των στρατιωτών.
Σηκωνόμασταν, λες κ’ ήτανε για τους εωθινούς
μες στην αποθηριωμένη πόλη οδεύοντας ξανά,
συναντιόμασταν πιο ξέπνοοι κι από τους νεκρούς
χαμηλότερος ο ήλιος και στο πούσι ο Νέβας, στους καπνούς,
κι όμως τραγουδάει η ελπίδα πέρα μακριά.
Καταδίκη… και τα δάκρυα ευθύς, μα τί να σώσουν
έχει απ’ όλους ήδη αποκοπεί
λες και τη ζωή με πόνο απ’ την καρδιά θα ξεριζώσουν
λες και βάναυσα τ’ ανάσκελα θα την ξαπλώσουν
μα βαδίζει… και τρικλίζει… μοναχή.
Τάχατες οι αθέλητές μου φίλες πού είναι τώρα εκείνες
των σατανικών μου δύο ετών;
Τί στης Σιβηρίας τις θύελλες βλέπουν, στου χιονιού τη δίνη
τί φαντάζονται στον κύκλο γύρω απ’ τη σελήνη
Στέλνω σ’ όλες τους τον ύστατο χαιρετισμό.

15
ΑΥΤΗ ΕΙΜΑΙ

Αυτή είμαι σας εύχομαι μιαν άλλη, καλύτερη.


Δεν εμπορεύομαι πια την ευτυχία,
σαν τους τσαρλατάνους και τους χοντρέμπορους.
Όσο όλοι αναπαύονταν ειρηνικά στο Σότσι,
εμένα μ’ επισκέπτονταν έρποντας τέτοιες νύχτες,
κι άκουγα να χτυπούν τέτοια κουδούνια!
Οι ανοιξιάτικες ομίχλες πάνω από την Ασία
και οι φοβερά ζωηρόχρωμες τουλίπες
ύφαναν χαλί εκατοντάδες μίλια.
Ω, τι να την κάνω αυτή την αγνότητα
τι να την κάνω την απλή ακεραιότητα;
Ω, τι να κάνω μ’ αυτούς τους ανθρώπους!
δεν τα κατάφερα ποτέ να μείνω θεατής,
για κάποιο λόγο πάντα εισερχόμουν
στις πλέον απαγορευμένες ζώνες της ουσίας.

16
17
Κατά τη σχολική χρονιά 2009-10 προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε τους
ακόλουθους ποιητές: Ν. Χικμέτ, Σ. Πλαθ, Αν. Αχμάτοβα, Βλ. Μαγιακόφσκι.
Πηγές πληροφοριών είναι οι ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, μελέτες ή
αφιερώματα στους συγκεκριμένους ποιητές, εισαγωγές σχολικών εγχειριδίων, σχόλια
μεταφραστών και ιστοσελίδες του διαδικτύου.

Στην ομάδα συνεργάστηκαν οι μαθητές:


Γεωργία Κολσούζογλου,
Δήμητρα Κουμάνη,
Σωτηρία Μάρτζιου,
Πελαγία Μαυρίδου,
Γιώτα Μερτζιώτη,
Γέρα Μιλόση,
Ειρήνη Μοσχούλα,
Αγγελική Μοσχούτη,
Χριστίνα Μουφτόγλου

Δημιουργία Εντύπου:
Ειρήνη Μοσχούλα

Βιβλιοδεσία:
Γεώργιος Λαδόπουλος
Επεξεργασία των εικόνων-πορτρέτων:
Νίκος Σαμαρίνας (Διευθυντής)
Εκτύπωση:
Χριστίνα Καραμούλα
Βάψιμο αίθουσας:
Παντελής Μοσχούτης

Την ευθύνη είχε η καθηγήτρια:


Ιόλη Πολυδωρίδου

1ο Γυμνάσιο Ευκαρπίας
Παλαιών Πατρών Γερμανού 1 τ.κ. 56429
Τηλ. 2310-681695
mail@gym-n-efkarp.thess.sch.gr

Διευθυντής : Νικόλαος Σαμαρίνας

18

You might also like