Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων πλήθυναν στην διάρκεια της τελευταίας τριετίας, ιδιαίτερα στον τομέα των τραπεζών. Οι εργασιακές σχέσεις επηρεάσθηκαν άμεσα καθώς στις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις προκύπτουν ανάγκες ομοιογενοποίησης των εργασιακών σχέσεων, ατομικών και συλλογικών. Εύλογα, οι ανάγκες αυτές αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις διοικήσεις και τους εργαζόμένους ή ομάδες αυτών, και οδηγούν στην δημιουργία συλλογικών διαφορών. Καθώς ο κλάδος των τραπεζών χαρακτηρίζεται από ανέπτυγμένο σύστημα συλλογικών εργασιακών σχέσεων, ίσως το πλέον ανεπτυγμένο στις ελληνικές εργασιακές σχέσεις, οι δημιουργούμενες συλλογικές διαφορές είναι δυνατόν, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, να οδηγηθούν στις διαδικασίες μεσολάβησης και διαιτησίας του ν. 1876/90 (ΟΜΕΔ).
Η παρούσα μελέτη που βασίζεται στην ΔΑ 47/2000 που εκδόθηκε για την επίλυση της συλλογικής διαφοράς εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των μελών του Ενωτικού Συλλόγου Εργαζομένων Τράπεζας Πειραιώς (ΕΣΕΤΠ) που απασχολούνται στην Τράπεζα Πειραιώς (ΤΠ), αναλύει πρώτον, την ανάγκη σαφούς προσδιορισμού από τα μέρη του αντικειμένου (ορίων και περιεχομένου) της συλλογικής διαφοράς στο νέο πεδίο ισχύος που δημιουργείται μετά την συγχώνευση επιχειρήσεων, δεύτερον, τον επικουρικό ρόλο της υποχρεωτικής διαιτησίας, και τρίτον, την ανάγκη εσωτερικής συνέπειας μεταξύ του σταδίου της μεσολάβησης και του σταδίου της διαιτησίας όσον αφορά την νομική κατάσταση των προηγουμένων συλλογικών ρυθμίσεων (ανάγκη καταγγελίας κλπ.) των οποίων επιδιώκεται η νέα ρύθμιση. Η ενλόγω περίπτωση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθώς δίνει την δυνατότητα η επιστημονική συζήτηση περί του ισχύοντος συστήματος διαιτησίας στην χώρα μας να μεταφερθεί από το θέμα της συνταγματικότητας (το οποίο έχει ήδη κριθεί) στο θέμα της λειτουργικότητας και του επικουρικού ρόλου αυτής. Σημειωτέον επίσης ότι η ΔΑ 47/2000 είναι η πρώτη διαιτητική απόφαση η οποία στα πλαίσια του ν. 1876/90 κατέληξε στο ότι δεν χωρεί διαιτητικός προσδιορισμός των όρων αμοιβής και εργασίας που να δεσμεύει τα μέρη της συλλογικής διαφοράς και, συνεπώς, δεν είχε νέο ρυθμιστικό χαρακτήρα.
Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων πλήθυναν στην διάρκεια της τελευταίας τριετίας, ιδιαίτερα στον τομέα των τραπεζών. Οι εργασιακές σχέσεις επηρεάσθηκαν άμεσα καθώς στις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις προκύπτουν ανάγκες ομοιογενοποίησης των εργασιακών σχέσεων, ατομικών και συλλογικών. Εύλογα, οι ανάγκες αυτές αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις διοικήσεις και τους εργαζόμένους ή ομάδες αυτών, και οδηγούν στην δημιουργία συλλογικών διαφορών. Καθώς ο κλάδος των τραπεζών χαρακτηρίζεται από ανέπτυγμένο σύστημα συλλογικών εργασιακών σχέσεων, ίσως το πλέον ανεπτυγμένο στις ελληνικές εργασιακές σχέσεις, οι δημιουργούμενες συλλογικές διαφορές είναι δυνατόν, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, να οδηγηθούν στις διαδικασίες μεσολάβησης και διαιτησίας του ν. 1876/90 (ΟΜΕΔ).
Η παρούσα μελέτη που βασίζεται στην ΔΑ 47/2000 που εκδόθηκε για την επίλυση της συλλογικής διαφοράς εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των μελών του Ενωτικού Συλλόγου Εργαζομένων Τράπεζας Πειραιώς (ΕΣΕΤΠ) που απασχολούνται στην Τράπεζα Πειραιώς (ΤΠ), αναλύει πρώτον, την ανάγκη σαφούς προσδιορισμού από τα μέρη του αντικειμένου (ορίων και περιεχομένου) της συλλογικής διαφοράς στο νέο πεδίο ισχύος που δημιουργείται μετά την συγχώνευση επιχειρήσεων, δεύτερον, τον επικουρικό ρόλο της υποχρεωτικής διαιτησίας, και τρίτον, την ανάγκη εσωτερικής συνέπειας μεταξύ του σταδίου της μεσολάβησης και του σταδίου της διαιτησίας όσον αφορά την νομική κατάσταση των προηγουμένων συλλογικών ρυθμίσεων (ανάγκη καταγγελίας κλπ.) των οποίων επιδιώκεται η νέα ρύθμιση. Η ενλόγω περίπτωση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθώς δίνει την δυνατότητα η επιστημονική συζήτηση περί του ισχύοντος συστήματος διαιτησίας στην χώρα μας να μεταφερθεί από το θέμα της συνταγματικότητας (το οποίο έχει ήδη κριθεί) στο θέμα της λειτουργικότητας και του επικουρικού ρόλου αυτής. Σημειωτέον επίσης ότι η ΔΑ 47/2000 είναι η πρώτη διαιτητική απόφαση η οποία στα πλαίσια του ν. 1876/90 κατέληξε στο ότι δεν χωρεί διαιτητικός προσδιορισμός των όρων αμοιβής και εργασίας που να δεσμεύει τα μέρη της συλλογικής διαφοράς και, συνεπώς, δεν είχε νέο ρυθμιστικό χαρακτήρα.
Οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων πλήθυναν στην διάρκεια της τελευταίας τριετίας, ιδιαίτερα στον τομέα των τραπεζών. Οι εργασιακές σχέσεις επηρεάσθηκαν άμεσα καθώς στις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις προκύπτουν ανάγκες ομοιογενοποίησης των εργασιακών σχέσεων, ατομικών και συλλογικών. Εύλογα, οι ανάγκες αυτές αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις διοικήσεις και τους εργαζόμένους ή ομάδες αυτών, και οδηγούν στην δημιουργία συλλογικών διαφορών. Καθώς ο κλάδος των τραπεζών χαρακτηρίζεται από ανέπτυγμένο σύστημα συλλογικών εργασιακών σχέσεων, ίσως το πλέον ανεπτυγμένο στις ελληνικές εργασιακές σχέσεις, οι δημιουργούμενες συλλογικές διαφορές είναι δυνατόν, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, να οδηγηθούν στις διαδικασίες μεσολάβησης και διαιτησίας του ν. 1876/90 (ΟΜΕΔ).
Η παρούσα μελέτη που βασίζεται στην ΔΑ 47/2000 που εκδόθηκε για την επίλυση της συλλογικής διαφοράς εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των μελών του Ενωτικού Συλλόγου Εργαζομένων Τράπεζας Πειραιώς (ΕΣΕΤΠ) που απασχολούνται στην Τράπεζα Πειραιώς (ΤΠ), αναλύει πρώτον, την ανάγκη σαφούς προσδιορισμού από τα μέρη του αντικειμένου (ορίων και περιεχομένου) της συλλογικής διαφοράς στο νέο πεδίο ισχύος που δημιουργείται μετά την συγχώνευση επιχειρήσεων, δεύτερον, τον επικουρικό ρόλο της υποχρεωτικής διαιτησίας, και τρίτον, την ανάγκη εσωτερικής συνέπειας μεταξύ του σταδίου της μεσολάβησης και του σταδίου της διαιτησίας όσον αφορά την νομική κατάσταση των προηγουμένων συλλογικών ρυθμίσεων (ανάγκη καταγγελίας κλπ.) των οποίων επιδιώκεται η νέα ρύθμιση. Η ενλόγω περίπτωση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθώς δίνει την δυνατότητα η επιστημονική συζήτηση περί του ισχύοντος συστήματος διαιτησίας στην χώρα μας να μεταφερθεί από το θέμα της συνταγματικότητας (το οποίο έχει ήδη κριθεί) στο θέμα της λειτουργικότητας και του επικουρικού ρόλου αυτής. Σημειωτέον επίσης ότι η ΔΑ 47/2000 είναι η πρώτη διαιτητική απόφαση η οποία στα πλαίσια του ν. 1876/90 κατέληξε στο ότι δεν χωρεί διαιτητικός προσδιορισμός των όρων αμοιβής και εργασίας που να δεσμεύει τα μέρη της συλλογικής διαφοράς και, συνεπώς, δεν είχε νέο ρυθμιστικό χαρακτήρα.
Δημήτρης Α. Ιωάννου & Χρήστος Α. Ιωάννου - Λιτότητα, λαϊκισμός και ανάπτυξη - Η παρανόηση περί ανάπτυξης και λιτότητας, Foreign Affairs The Hellenic Edition Νο 28 - 2014
Κωνσταντίνος Γάτσιος και Δημήτριος Α. Ιωάννου 2013 Η Παθογένεια της Ελληνικής Οικονομίας, Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, σελ. 119-127, Ιούλιος - Οκτώβριος 2013
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ PIACT ΣΤΗΝ ΠΛΗΘΩΡΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΕΕΔ ΤΟΜΟΣ 60 2001 σελ 1219-1226
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΣΕ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν 1876-1990, ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 01 07 2011