You are on page 1of 26

Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (ΧρΙΔ) 2010, 259

Εφετείο Κρήτης

Αριθμ. 105/2006

Προεδρεύων: Α. Αθηναίος, Πρόεδρος Εφετών


Εισηγητής: Κ. Γεωργιάδης, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Καλογερόπουλος – Ν. Κυριακάκης, Κ. Κυριακάκης

Καλή πίστη. Η ενοχή μπορεί να περισταλεί, επεκταθεί, διορθωθεί ή


συμπληρωθεί με κριτήριο τη συναλλακτική καλή πίστη. Διορθωτική επέμβαση
στην ενοχή με βάση την καλή πίστη δεν είναι δυνατή όταν η παροχή και η
αντιπαροχή έχουν πλήρως εκπληρωθεί ή στο μέτρο που έχουν εκπληρωθεί.
Διαφορά του άρθρου 288 ΑΚ από το άρθρο 200 ΑΚ. Η συμπλήρωση του
περιεχομένου σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 288 ΑΚ πρέπει να γίνεται μέσα
στα όρια που έχουν τεθεί από την ίδια τη δικαιοπραξία. Κριτήρια συμπλήρωσης
του περιεχομένου της σύμβασης από τον δικαστή. Επιβολή παρεπόμενων
υποχρεώσεων με βάση το άρθρο 288 ΑΚ, ιδίως στο πλαίσιο διαρκών συμβάσεων.
Προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ είναι η ύπαρξη έγκυρης ενοχής.
Όταν δεν υπάρχει ενοχή (όπως λ.χ. σε περίπτωση λήξης της ενοχικής σχέσης),
είναι δυνατόν να θεμελιωθεί μόνο αδικοπρακτική ευθύνη. Προϋποθέσεις
συρροής ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης.

Διατάξεις: ΑΚ 200, 288, 456, 678, 727, 914, 919

[…Περαιτέρω, το άρθρο 288 του ΑΚ, κατά τη διάταξη του οποίου «ο οφειλέτης
έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού
ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη»,σκοπό έχει να εξάρει, ειδικά για τις
ενοχές, το στοιχείο της καλής πίστης μέσα στα όρια της λογικής ή επιστημονικής
ερμηνείας και απαιτεί από το δικαστή, κατά το ερμηνευτικό του έργο, να έχει
γνώμονα αυτή τη συναλλακτική καλή πίστη. Μέσα στο πλαίσιο τέτοιας ερμηνείας ή
αναλογίας μπορεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού να περισταλεί, να επεκταθεί, να
διορθωθεί ή να συμπληρωθεί η ενοχή, χωρίς φυσικά να μπορεί να οδηγηθεί μέχρι την
υπερβολή (Μπαλής Ενοχικόν παραγρ. 5, Τριανταφυλλόπουλος Ενοχικόν παραγρ. 2,
Ζέπος Ενοχικόν παραγρ. 5 και 7, Τσιριντάνης ΕρμΑΚ στο άρθρο 288, Τούσης
Ενοχικόν παραγρ. 9 σελ. 38 επ., Γ. Κουμάντος Η υποκειμενική καλή πίστις παραγρ. 3
σελ. 42 επ., Ν. Παπαντωνίου Η καλή πίστις, Αστικό Δίκαιο 1957 παραγρ. 2 σελ. 70
επ. και 144 επ., Αποστολίδης Ενοχικόν τόμος α1 παραγρ. 2 αριθμ. 12 επ.). Η
διορθωτική βέβαια επέμβαση στην ενοχή με βάση το άρθρο 288 του ΑΚ θα πρέπει να
γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και οπωσδήποτε να στηρίζεται
σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις
κρατούσες αντιλήψεις (ΑΠ 1028/1990 ΝοΒ 39.1380). Γι’ αυτό συνήθως δεν
δικαιολογείται επέμβαση στη σύμβαση, αν τόσο η παροχή όσο και η αντιπαροχή
έχουν πλήρως εκπληρωθεί ή στο μέτρο που έχουν εκπληρωθεί (Γεωργιάδης-
Σταθόπουλος Αστικός Κώδιξ 1979 στο άρθρο 288 αριθμ. 17). Το εν λόγω άρθρο, το
οποίο περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου (Μπαλής ό.π. σελ. 71, Ζέπος ό.π.
παραγρ. 7 σελ.-158, Τσιριντάνης ό.π. αριθμ. 11, Παπαντωνίου ό.π. σελ. 70, 74,
Τούσης ό.π. σελ. 75, ΑΠ 1064/1972 ΝοΒ 21.629), δεν έχει βεβαίως σχέση με την
ερμηνεία από άποψη βούλησης των μερών. Προϋποθέτει για την εφαρμογή του
δικαιοπραξία σαφή και ρητή. Έτσι, ενώ το άρθρο 200 του ΑΚ εφαρμόζεται
προκειμένου να ερμηνευτεί κάποια σύμβαση, το άρθρο 288, που αναφέρεται στην
εκπλήρωση της παροχής εφαρμόζεται για να προσαρμοστεί η δικαιοπραξία στην
έννοια της καλής πίστης, έτσι ώστε με την καλή πίστη να συμπληρωθούν τα κενά της.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η συμπλήρωση του περιεχομένου της σύμβασης,
για να αποβεί αυτό ορθό και δίκαιο, πρέπει να γίνει μέσα στα όρια που έχουν τεθεί
από τη δικαιοπραξία. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν πρόκειται κυρίως για
συμπλήρωση της βούλησης των συμβαλλόμενων, αλλά για συμπλήρωση της
έκφρασης της βούλησης και της σύμβασης προς ανεύρεση του ακριβούς
περιεχομένου αυτής, δηλαδή εκείνου το οποίο στη συγκεκριμένη περίσταση οφείλει
να αποτελέσει δίκαιο μεταξύ τους, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της καλής πίστης
και των συναλλακτικών ηθών. Η ύπαρξη δε των παραπάνω όρων πρέπει να κρίνεται
αντικειμενικά. Ο δικαστής, δηλαδή, κρίνοντας αντικειμενικά θα εξετάσει τι στη
δεδομένη περίπτωση ο συγκεκριμένος οφειλέτης ή δανειστής θα θεωρούσε ως μέτρο
της παροχής και ακόμη, ούτε καν το αν αυτός τελούσε σε καλή πίστη, αλλά τι απαιτεί
η καλή πίστη, λαμβάνοντας υπόψη τα συναλλακτικά ήθη (αγόρευση Κ. Φαφούτη

2
στην ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31.214, Τσιριντάνης ό.π. αριθμ. 4, Τούσης Ενοχικό
παραγρ. 9 σελ. 40 σημ. 3, Γ. Κου-

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 260

----------------------------------
μάντος ό.π. σελ. 43, Ν. Παπαντωνίου ό.π. σελ. 150 επ.). Στην κατά τα παραπάνω
συμπλήρωση της σύμβασης εξετάζεται κυρίως ο σκοπός της δικαιοπραξίας και το
συμφέρον και των δύο μερών, για να μη αποβεί η συμπλήρωση του περιεχομένου της
σύμβασης προς όφελος ή ζημία αποκλειστικά του ενός από αυτά. Και εφόσον το
άρθρο 288 προσδιορίζει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής, γίνεται δεκτό ότι
προσδιορίζει και το μέγεθος αυτής. Σκοπός δε αυτού του προσδιορισμού είναι, όπως
προεκτέθηκε, η προστασία δικαιολογημένων συμφερόντων του άλλου μέρους και η
αποφυγή ζημίας του ακόμη και αν η δηλωθείσα βούληση είναι σαφής και
αναμφίβολη και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, ώστε ο δικαστής να μπορεί να
προχωρήσει ενδεχομένως και κατά παρέκκλιση του τρόπου εκπλήρωσης της παροχής,
που καθορίστηκε στη δικαιοπραξία (Σπυριδάκης Ενοχικόν στο άρθρο 288 και εκεί
παραπομπές). Περαιτέρω οι επιταγές της καλής πίστης αναφέρονται κατά πρώτο λόγο
στον τρόπο και γενικότερα στις περιστάσεις (τόπο, χρόνο κλπ), κάτω από τις οποίες
θα πρέπει να εκπληρωθεί η κύρια παροχή (το πώς της παροχής). Έτσι μπορεί να
επιβληθούν από την καλή πίστη παρεπόμενες υποχρεώσεις, που δεν είχαν ειδικά
προβλεφθεί (από τα μέρη ή το νόμο), ή και παρεκκλίσεις από τέτοιες υποχρεώσεις. Οι
παρεπόμενες υποχρεώσεις είναι το κύριο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 288 του ΑΚ.
Ειδικότερα στις διαρκείς συμβάσεις, όπως στη σύμβαση εταιρίας, εργασίας κλπ,
επιβάλλεται η υποχρέωση πίστης, η οποία βαρύνει και τα δύο μέρη και σύμφωνα με
την οποία πρέπει να αποφεύγονται ανταγωνιστικές πράξεις, να υποστηρίζεται ο άλλος
απέναντι σε τρίτους, να δίνεται λογοδοσία κλπ (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ό.π. αρ. 44,
45γ#). Υποχρεώσεις, που επιβάλλει η καλή πίστη στα μέρη μετά τη λήξη της
ενοχικής σχέσης, προβλέπονται σε ορισμένες ειδικές διατάξεις, όπως στα άρθρα 456,
678, 727 του ΑΚ, αλλά μπορούν να συναχθούν και άλλες απευθείας από το άρθρο
288, πάντοτε όμως σχετικά με τη συμβατική σχέση που έληξε (Γεωργιάδης-
Σταθόπουλος ό.π., αριθμ. 63, 64). Ο κανόνας για την εφαρμογή του άρθρου 288 του

3
ΑΚ είναι η ύπαρξη έγκυρης ενοχής, αλλά αρκεί και οποιοσδήποτε άλλος (έννομος)
δεσμός μεταξύ δύο προσώπων. Όταν δεν υπάρχει προσωπικός δεσμός μεταξύ δύο
κοινωνών, παραμένει μόνο η γενική υποχρέωση σεβασμού των έννομων αγαθών των
άλλων κοινωνών και η αποφυγή παράνομης ή ανήθικης συμπεριφοράς απέναντι τους,
η οποία κολάζεται με την αστική ευθύνη βάσει των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ
(Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ό.π., αριθμ. 32, 33). Περαιτέρω, μία υπαίτια ζημιογόνα
συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση, πέραν
της αξίωσης από τη σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία,
όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στη διάταξη
του άρθρου 914 του ΑΚ (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505), οπότε συρρέουν οι αξιώσεις
από τη σύμβαση και την αδικοπραξία υπό προϋποθέσεις που δεν ενδιαφέρουν στην
προκειμένη υπόθεση (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43.1350,
ΕφΑΘ 12669/1989 ΕλλΔνη 35.490, ΕφΑΘ 3770/1990 ΕλλΔνη 31.1519, ΕφΘεσ
456/1970 Αρμ 24.704, ΕφΠειρ 596/1979 ΕΕμπΔ ΛΑ 127, ΕφΑθ 5766/1972 ΕλλΔνη
1973.608, Μπαλής Γεν. Αρχαί, έκδ. Η# παραγρ. 170).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα στην πρώτη έφεση ολλανδική εταιρία
με την επωνυμία «… B.V.» με την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 1484/2002 αγωγή της
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: Ο
εταιρικός της σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, η διοργάνωση και πώληση στο κοινό
οργανωμένων ταξιδιών κυρίως εκτός Ολλανδίας, τη δραστηριότητα της δε αυτή ασκεί
με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη. Με το από 8.1.1993
ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης εταιρίας
με την επωνυμία «… Α.Ε.» και σε συνέχεια παλαιότερης συνεργασίας τους,
συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η τελευταία (εναγομένη) θα ενεργεί ως
αποκλειστική πράκτορας της (ενάγουσας) στην Κρήτη και θα παρέχει για λογαριασμό
της στους πελάτες της συναφείς προς το οργανωμένο από αυτήν ταξίδι τους αλλά
επιβοηθητικές και δευτερεύουσας φύσης υπηρεσίες, κατά τη λήξη δε της σύμβασης
αυτής (31.12.1997) θα διαπραγματεύονταν την παράταση ή την ανανέωσή της. Καθ’
όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους η ενάγουσα σύναπτε η ίδια στο όνομα της δια
του νομίμου εκπροσώπου της μισθωτικές συμβάσεις για κάθε τουριστική περίοδο με
τα αναφερόμενα στην αγωγή τουριστικά καταλύματα. Στις αρχές του 1997, όμως,
όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους ιδιοκτήτες των
συγκεκριμένων τουριστικών καταλυμάτων για τη σύναψη των νέων συμβάσεων για
την τουριστική περίοδο του έτους 1998, πληροφορήθηκε από τους ίδιους ότι ήδη η

4
εναγομένη είχε μισθώσει στο όνομά της όλα αυτά τα καταλύματα, τα οποία μάλιστα
πρόσφερε στη συνέχεια στις ανταγωνιστικές της ολλανδικές ομοειδείς επιχειρήσεις
με μειωμένη έναντι του 1997 τιμή και με την επισήμανση ότι μέχρι τότε
χρησιμοποιούντο από την ενάγουσα. Με την ενέργειά της αυτή ενώ ακόμη ίσχυε η
μεταξύ τους σύμβαση, η εναγομένη ενήργησε αντίθετα με όσα επιβάλλει η καλή
πίστη και παρέβη τις παρεπόμενες συμβατικές της υποχρεώσεις περί μη διάψευσης
της εμπιστοσύνης της και αποφυγής πράξεων ανταγωνισμού. Εκτός αυτού, η
εναγομένη προκειμένου να μισθώσει στο όνομά της τα τουριστικά καταλύματα
εκμεταλλεύτηκε την καλή της φήμη (ενάγουσας) για δικό της όφελος, καθώς και το
γεγονός ότι με τους ιδιοκτήτες τους είχε αποκτήσει στενή σχέση ως πράκτορας της
επί σειρά ετών, γνώριζε δε την οργάνωση και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε η
ενάγουσα για την προσέγγιση των ιδιοκτητών καταλυμάτων και τη σύναψη
συμβάσεων. Στην πράξη της αυτή προέβη χρησιμοποιώντας παρασκηνιακές μεθόδους
και παραπείθοντας τους ιδιοκτήτες-ξενοδόχους, έχοντας σαν σκοπό είτε να την
εξαναγκάσει να αποδεχθεί την παράταση της δικής της σύμβασης υπό τους
αναφερόμενους ειδικότερα στην αγωγή απαράδεκτους για την ίδια όρους, είτε να
προσφέρει τα καταλύματα αυτά στους ανταγωνιστές της με την πρόθεση ούτως ή
άλλως να τη ζημιώσει. Πέραν της παράβασης των κατά τα παραπάνω παρεπόμενων
συμβατικών υποχρεώσεών της, η συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά και
αδικοπραξία, επικουρικώς δε και αθέμιτο ανταγωνισμό, διότι της προκάλεσε ζημία
κατά τρόπο παράνομο και υπαίτιο, αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και με σκοπό
ανταγωνισμού. Περαιτέρω η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι συνέπεια της παραπάνω
αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης ήταν να υποστεί τις
παρακάτω ζημίες και για τις εξής αιτίες: α) Αναγκάστηκε να προβεί στη μίσθωση
άλλων καταλυμάτων (που αναφέρονται στην αγωγή), τα οποία όμως ήταν ποιοτικά
κατώτερα από τα παλαιά και άγνωστα στους πελάτες της, που στην πλειοψηφία τους
είναι «επαναλαμβανόμενοι» πελάτες, προτιμούν δηλαδή να ταξιδεύουν και να
καταλύουν σε τόπους και ξενοδοχεία που ήδη γνωρίζουν. Έτσι κατά το έτος 1998
μειώθηκαν οι πελάτες που έστειλε στην Κρήτη κατά 3.865 σε σχέση με αυτούς του
έτους 1997, με συνέπεια να απωλέσει το ποσό των 463.800 ολλανδικών φιορινιών ή
205.276,59 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα λεπτομερέστερα στην αγωγή, β) Επειδή τα
νέα καταλύματα ήταν άγνωστα στους πελάτες της, αναγκάστηκε να τα προσφέρει σε
μειωμένες τιμές, προκειμένου να τους προσελκύσει, και ζημιώθηκε από αυτήν την
αιτία το ποσό των 417.707,50 ολλανδικών φιορινιών ή 184.876,17 ευρώ, κατά τα

5
αναφερόμενα λεπτομερέστερα στην αγωγή, γ) Για τον ίδιο λόγο, κατά το έτος 1998
υπήρχε μειωμένη κάλυψη των νέων τουριστικών καταλυμάτων έναντι του
επιχειρηματικού της στόχου, που ήταν η επίτευξη ποσοστού κάλυψης κατά 80%, και
ζημιώθηκε εξ αυτού κατά το ποσό των 59.583,69 ευρώ, δ) Για την εξεύρεση των
νέων τουριστικών καταλυμάτων και τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων οι
κατανομαζόμενοι στην αγω-

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 261

----------------------------------
γή δύο εκπρόσωποι της ταξίδεψαν επανειλημμένα στην Κρήτη και ζημιώθηκε από
τη σχετική δαπάνη που έκανε κατά το ποσό των 7.014 ολλανδικών φιορινιών ή
3.104,38 ευρώ, ε) Προκειμένου να γνωρίσουν τα νέα καταλύματα και να τα
προωθήσουν στους πελάτες της, διοργάνωσε ταξίδια στην Κρήτη των ολλανδών
τουριστικών πρακτόρων με τους οποίους συνεργάζεται, για τα οποία (ταξίδια)
δαπάνησε και αντίστοιχα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 60.120 ολλανδικών φιορινιών
ή 26.608,94 ευρώ, καθώς και κατά το ποσό των 14.400 ολλανδικών φιορινιών ή
6.237,17 ευρώ για έξοδα παραμονής τους στην Ελλάδα, κατά τα αναφερόμενα
λεπτομερέστερα στην αγωγή, στ) Για τη διαφήμιση των νέων καταλυμάτων κατέβαλε
και αντίστοιχα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 660 ολλανδικών φιορινιών ή 269,75
ευρώ, ζ) Για την εκτύπωση νέων διαφημιστικών φυλλαδίων κατέβαλε και αντίστοιχα
ζημιώθηκε κατά το ποσό των 2.300 ολλανδικών φιορινιών ή 1.032,75 ευρώ, και η)
Για άλλη διαφημιστική καμπάνια, που έκανε σε εφημερίδα, κατέβαλε και αντίστοιχα
ζημιώθηκε κατά το ποσό των 17.258 ολλανδικών φιορινιών ή 7.610,74 ευρώ. Βάσει
αυτών η ενάγουσα, αξιώνοντας επιπλέον και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης από τη σε βάρος της αδικοπραξία (29.347,03 ευρώ), ζήτησε να υποχρεωθεί η
εναγομένη να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 523.949,03 ευρώ. Έχοντας το
παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι αόριστη ως προς τη βάση της, που επιχειρείται
να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ (παράβαση της σύμβασης κατά
παράνομο τρόπο), διότι χωρίς την ύπαρξη της συμβατικής σχέσης των διαδίκων η
συμπεριφορά της εναγομένης δεν θα προσέβαλε κάποιο δικαίωμα της ενάγουσας,
καθόσον δεν αναφέρονται περιστατικά άλλα από εκείνα που αναφέρονται για την

6
παράβαση της σύμβασης. Καθόσον δε αφορά τόσο στη βάση της περί ευθύνης της
εναγομένης λόγω της αντίθετης προς τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς της και με
πρόθεση πρόκλησης ζημίας της ενάγουσας όσο και στην επικουρική βάση της περί
αθέμιτου ανταγωνισμού, η αγωγή είναι αόριστη διότι δεν εκτίθεται σαφώς και
ορισμένως με ποιο τρόπο η εναγομένη παρέπεισε τους ιδιοκτήτες καταλυμάτων, ποιες
ήταν οι επιχειρηματικές μέθοδοι και η οργάνωση της ενάγουσας, με τις οποίες
συνάπτε τις μισθωτικές συμβάσεις και πώς τις εκμεταλλεύτηκε η εναγομένη, με ποιο
τρόπο εκμεταλλεύτηκε τη φήμη της, το δε γεγονός της δυσφήμισής της και της
διάδοσης αναληθών περιστατικών, πέραν του ότι δεν προσδιορίζεται πώς έγινε η
δυσφήμιση και ποια είναι τα αναληθή αυτά περιστατικά, εμφανίζεται στην αγωγή ως
υποθετικό και όχι ως πραγματικό γεγονός. Οι ελλείψεις αυτές της αγωγής ως προς τις
δύο πιο πάνω αναφερόμενες βάσεις της (άρθρα 919 του ΑΚ και 1 του Ν. 146/1914),
για τη στοιχειοθέτηση των οποίων απαιτείται συμπεριφορά της εναγομένης αντίθετης
προς τα χρηστά ήθη, την καθιστούν αόριστη (νομική αοριστία), σύμφωνα με όσα
προεκτέθηκαν σχετικά με το απαραίτητο εξειδίκευσης της έννοιας των χρηστών
ηθών, ώστε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και απέρριψε για τους
παραπάνω λόγους την αγωγή ως προς τις παραπάνω βάσεις της (αδικοπραξία από
σύμβαση και λόγω αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη και αθέμιτος ανταγωνισμός) ως
αόριστη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί
λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Με
βάση το ίδιο περιεχόμενο της αγωγής, ως προς το αίτημα αυτής να επιδικαστεί στην
ενάγουσα αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αντισυμβατική με κριτήριο
την καλή πίστη συμπεριφορά της εναγομένης (σωρευόμενη κύρια βάση), είναι μη
νόμιμη για τους παρακάτω λόγους και σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε
σχετικά με την ευθύνη από παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις βάσει της καλής
πίστης (άρθρο 288 του ΑΚ): Με την επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση, που
συνήφθη μεταξύ αυτής και της εναγομένης και έληγε το έτος 1997, δεν δεσμεύτηκε η
τελευταία ότι κατά την τουριστική περίοδο του έτους 1998 και μετά θα απέχει από
επιχειρηματικές δραστηριότητες όμοιες με της ενάγουσας. Η αποχή από τέτοιες
δραστηριότητες δεν μπορεί να αποτελεί παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση της
εναγομένης με βάση την καλή πίστη, καθόσον η τυχόν τέτοια συμπλήρωση του
περιεχομένου της σύμβασης των διαδίκων θα βρισκόταν έξω από τα όρια που έχουν
τεθεί από τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Άλλωστε, η επικαλούμενη από την
ενάγουσα παρεπόμενη υποχρέωση της εναγομένης να μη μισθώσει τουριστικά

7
καταλύματα για το έτος 1998 δεν αφορά ούτε στον τρόπο και γενικότερα στις
περιστάσεις εκπλήρωσης της σύμβασης των διαδίκων ούτε προβλέπεται από κάποια
ειδική διάταξη νόμου ή θα μπορούσε να συναχθεί απευθείας από το άρθρο 288 του
ΑΚ, δεδομένου ότι μια τέτοια υποχρέωση θα ήταν άσχετη με τη συμβατική σχέση
τους, η οποία ούτως ή άλλως έληγε το έτος 1997. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί
ότι η μίσθωση των τουριστικών καταλυμάτων από την εναγομένη έγινε για την
τουριστική περίοδο του έτους 1998, μετά δηλαδή τη λήξη της μεταξύ των διαδίκων
σύμβασης, ώστε το γεγονός ότι η σχετική διαπραγμάτευση, που κατά την ενάγουσα,
έγινε λίγους μήνες πριν λήξει η σύμβαση των διαδίκων είναι χωρίς έννομο
ενδιαφέρον για το ζήτημα της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης. Ακόμη,
σύμφωνα επίσης με τα όσα προαναφέρθηκαν, η τυχόν συμπλήρωση της σύμβασης
των διαδίκων με την επιβολή στην εναγομένη της υποχρέωσης να μη
δραστηριοποιηθεί στον ίδιο με την ενάγουσα επιχειρηματικό τομέα θα οδηγούσε σε
υπερβολή, καθόσον δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το σκοπό της δικαιοπραξίας μεταξύ
των διαδίκων ούτε το συμφέρον και των δύο μερών, αντίθετα μετά τη λήξη της
σύμβασης τους θα απέβαινε σε όφελος μόνο της ενάγουσας, η οποία θα συνέχιζε να
καρπούται τα οφέλη από αυτή τη σύμβαση, και σε βάρος μόνο της εναγομένης, της
οποίας το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για επέκταση της επιχειρηματικής
δραστηριότητας της θα περιοριζόταν αδικαιολόγητα (άρθρο 5 του ισχύοντος
Συντάγματος). Τέλος, η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά, από τα οποία να
προκύπτει με βεβαιότητα ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η ενάγουσα δεν
μίσθωνε τα αναφερόμενα στην αγωγή τουριστικά καταλύματα, θα ήταν η ίδια
(ενάγουσα) αυτή που θα τα μίσθωνε, ώστε σε κάθε περίπτωση η επικαλούμενη ζημία
της δεν βρίσκεται αναγκαστικά σε αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω συμπεριφορά
της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ως νόμιμη και
βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς την παραπάνω βάση της (ευθύνη της εναγομένης λόγω
μη εκπλήρωσης των όρων της σύμβασης), έσφαλε στην κρίση του και πρέπει να γίνει
δεκτός ο λόγος έφεσης της εναγομένης και οι συναφείς με αυτόν πρόσθετοι λόγοι
έφεσης…]

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (ΧρΙΔ 2010, 261 - συνέχεια)


Συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης και
μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού
_____________________

8
1. Το πραγματικό που αντιμετώπισε η σχολιαζόμενη απόφαση ήταν στις βασικές
γραμμές του το ακόλουθο: Η ενάγουσα, μια ολλανδική εταιρία που
δραστηριοποιούνταν στη διοργάνωση και παροχή στους πελάτες της
οργανωμένων ταξιδιών, κυρίως στην Κρήτη, είχε συμβληθεί με την εναγόμενη,
μια ελληνική εταιρία, προκειμένου η τελευταία να παρέχει στους πελάτες της
ενάγουσας τουριστικές υπηρεσίες συναφείς με τα ταξίδια που οργάνωνε. Οι
συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει ότι η σύμβαση θα έληγε στις 31.12.1997,
οπότε θα διαπραγματεύονταν εκ νέου για την παράταση ή την ανανέωσή της.
Ωστόσο, ήδη στις αρχές του 1997 η εναγόμενη κατάρτισε συμβάσεις μίσθωσης
για την τουριστική περίοδο του έτους 1998 για τα ίδια τουριστικά καταλύματα
που έως τότε συνήθιζε να μισθώνει και να παρέχει στους πελάτες της η ενάγουσα.
Μάλιστα, η εναγόμενη προσέφερε τα καταλύματα αυτά σε

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 262

----------------------------------

ανταγωνιστικές της ενάγουσας ομοειδείς ολλανδικές επιχειρήσεις. Η ενάγουσα


ισχυρίστηκε ότι λόγω της συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη ζημία, την
αποκατάσταση της οποίας ζήτησε με την αγωγή που έκρινε και απέρριψε η
σχολιαζόμενη απόφαση.

2. Προς θεμελίωση της αγωγής της η ενάγουσα επικαλέστηκε αδικοπραξία της


εναγόμενης και συγκεκριμένα παραβίαση αφενός του άρθρου 914 ΑΚ και
αφετέρου των άρθρων 919 ΑΚ και 1 ν. 146/1914. Ως προς τη βάση αυτή το
δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, επειδή η ενάγουσα δεν ισχυρίστηκε
περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τον παράνομο χαρακτήρα (άρθρο
914 ΑΚ) ή την αντίθεση της συμπεριφοράς της εναγόμενης στα χρηστά ήθη
(άρθρα 919 ΑΚ και 1 ν. 146/1914), καθώς οι αγωγικοί της ισχυρισμοί
αναφέρονταν αποκλειστικά στην παράβαση της σύμβασης.

3. Με την επιχειρηματολογία της για την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης η


σχολιαζόμενη απόφαση έθιξε σημαντικά θέματα για τη σχέση αδικοπρακτικής και

9
ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ανάμεσα σ’ αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
λειτουργία της αρχής της καλής πίστης στο πλαίσιο των διατάξεων για την
αδικοπραξία. Στο ζήτημα αυτό η σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται να τραβά μια
μάλλον σαφή οριοθετική γραμμή: Στη μια πλευρά τοποθετεί τις περιπτώσεις στις
οποίες μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται σε κάποιο ζημιογόνο πραγματικό
υφίσταται ένας ιδιαίτερος νομικός δεσμός (Sonderverbindung), ιδίως μια ενοχική
σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288
ΑΚ) προς θεμελίωση ιδιαίτερων υποχρεώσεων μεταξύ των μερών, οι οποίες, αν
παραβιαστούν, οδηγούν σε αξίωση αποζημίωσης με βάση τους κανόνες για την
ενδοσυμβατική ευθύνη. Στην άλλη πλευρά τοποθετεί τις περιπτώσεις στις οποίες
δεν υπάρχει τέτοιος προσωπικός δεσμός, οπότε δεν εφαρμόζεται το άρθρο 288
ΑΚ και δεν γεννιούνται υποχρεώσεις βάσει της αρχής της καλής πίστης. Μεταξύ
των κοινωνών του δικαίου υφίσταται στις περιπτώσεις αυτές μόνο η γενική
υποχρέωση σεβασμού των έννομων αγαθών των άλλων και αποφυγής παράνομης
ή ανήθικης συμπεριφοράς, η δε παράβαση της υποχρέωσης αυτής οδηγεί σε
ευθύνη προς αποζημίωση κατά τους κανόνες για την αδικοπραξία (ιδίως κατά τα
άρθρα 914 και 919 ΑΚ). Ωστόσο, παρά το ιδιαίτερο θεωρητικό και πρακτικό
ενδιαφέρον που παρουσιάζει, το ζήτημα αυτό δεν εξετάζεται περαιτέρω εδώ.
Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι, αν και η θέση που υποστηρίζει η σχολιαζόμενη
απόφαση φαίνεται καταρχήν να είναι πράγματι ορθότερη1, ο περιορισμός της
κριτηρίου της καλής πίστης στο πλαίσιο προϋφιστάμενων ιδιαίτερων νομικών
δεσμών (Sonderverbindung), ιδίως στο πλαίσιο προϋφιστάμενων ενοχών, και ο
συνακόλουθος αποκλεισμός του από το δίκαιο των αδικοπραξιών δεν είναι
αδιαμφισβήτητος2.

4. Περαιτέρω, η ενάγουσα επιχείρησε να θεμελιώσει την αγωγή της στους κανόνες


για την ενδοσυμβατική ευθύνη. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, όπως
αποδίδεται από τη σχολιαζόμενη απόφαση, η εναγόμενη παραβίασε τις
επιβαλλόμενες από την καλή πίστη υποχρεώσεις και ιδίως την υποχρέωσή της να
μη διαψεύσει την εμπιστοσύνη της ενάγουσας και να αποφεύγει τη διενέργεια
πράξεων ανταγωνισμού. Ενόψει των ισχυρισμών αυτών, το δικαστήριο εξέτασε
1
Βλ. και Αστ. Γεωργιάδη, Γεν. Ενοχ. ΙΙ, 2007, § 18, αρ. 20. Αυτή είναι επίσης η κρατούσα γνώμη στη
Γερμανία, βλ. λ.χ. Larenz, Schuldrecht AT, 1983, § 10 I (σελ. 118 επ)· Grüneberg, σε Palandt,
Bürgerliches Gesetzbuch, 2010, § 242, αρ. 3.
2
Βλ. ιδίως Σταθόπουλο, Γεν. Ενοχ. 2004, § 15 αρ. 40 επ, με περαιτέρω παραπομπές (πρβλ. όμως τον
ίδιο, ό.π. § 5 αρ. 45 επ).

10
τη δυνατότητα θεμελίωσης της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού για το χρονικό
διάστημα μετά τη λήξη της συμβατικής σχέσης υπό το πρίσμα των κανόνων για
τη συμπλήρωση των κενών της δικαιοπραξίας. Στο πλαίσιο αυτό, διέκρινε
ανάμεσα σε ερμηνεία και σε συμπλήρωση της σύμβασης: Μολονότι η
επιχειρηματολογία του δεν είναι πάντα σαφής ή συνεπής, φαίνεται ασφαλές
τουλάχιστον το συμπέρασμα ότι η μεν ερμηνεία θεμελιώνεται στο άρθρο 200 ΑΚ,
η δε συμπλήρωση της σύμβασης στο άρθρο 288 ΑΚ. Όσον αφορά δε τα κριτήρια
συμπλήρωσης της σύμβασης η απόφαση αναφέρει, εκτός από την αρχή της καλής
πίστης, τον σκοπό της σύμβασης και το συμφέρον αμφότερων των μερών, τονίζει
δε ότι η συμπλήρωση πρέπει να γίνεται εντός των ορίων που έχουν τεθεί από τη
σύμβαση, χωρίς όμως να αποκλείει τη διορθωτική επέμβαση του δικαστή επί τη
βάσει αντικειμενικών κριτηρίων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον
όμως συντρέχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.

5. Με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, η απόφαση απέρριψε και την


ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης θεωρώντας ότι η καλή πίστη δεν επέβαλε
μια υποχρέωση αποχής από επιχειρηματικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές προς
τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα μετά
τη λήξη της σύμβασης: Μια τέτοια υποχρέωση θα βρισκόταν εκτός των ορίων
που τέθηκαν από τη συγκεκριμένη σύμβαση, ακόμη κι αν η εναγόμενη είχε
ξεκινήσει τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τρίτους ήδη κατά τη διάρκεια της
σύμβασης. Επιπλέον, η επιβολή της υποχρέωσης μετασυμβατικής αποχής από
επιχειρηματικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές προς τις δραστηριότητες της
ενάγουσας θα ήταν, σύμφωνα με την απόφαση, υπερβολική, καθώς θα
εξυπηρετούσε μονομερώς τα συμφέροντα της ενάγουσας, η οποία θα συνέχιζε να
καρπώνεται συμβατικά οφέλη παρά τη λήξη της σύμβασης. Επιπλέον, θα
συνιστούσε αδικαιολόγητο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος της
εναγόμενης για επέκταση των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

6. Οι σκέψεις του δικαστηρίου για τη διάκριση ανάμεσα σε ερμηνεία και


συμπλήρωση των συμβάσεων ή γενικότερα των δικαιοπραξιών καταδεικνύουν τις
δυσκολίες του προβλήματος που εγγίζουν. Η μεγάλη δυσκολία, την οποία δεν
φαίνεται να λύνουν οι παραδοχές της απόφασης, έγκειται προπάντων στην
ομοιότητα των αποφασιστικών για την εφαρμογή των άρθρων 200 και 288 ΑΚ

11
κριτηρίων: Τόσο η ερμηνεία της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ όσο
και η συμπλήρωση του περιεχομένου της κατ’ άρθρο 288 ΑΚ πρέπει να γίνονται
όπως «[…] απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά
ήθη», κατά βάση επομένως με αντικειμενικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, ακόμη και
η stricto sensu ερμηνεία δηλώσεων βούλησης αφίσταται, ενόψει των κριτηρίων
του άρθρου 200 ΑΚ, σε μεγάλο βαθμό από την αναζήτηση της πραγματικής
ψυχολογικής βούλησης των μερών και αναζητεί την κανονιστική βούληση, τη
βούληση δηλαδή που προκύπτει κατ’ εφαρμογή νομικών κριτηρίων. Κατά τούτο
πρόκειται για κανονιστική ερμηνεία και προσεγγίζει τη συμπλήρωση της
σύμβασης που συντελείται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, επί τη βάσει των
ίδιων κριτηρίων.

7. Την κατάσταση περιπλέκει περισσότερο η δυνατότητα συμπληρωτικής ερμηνείας,


η οποία καταλαμβάνει μια κατά κάποιον τρόπο ενδιάμεση θέση ανάμεσα στην
ερμηνεία με στενή έννοια (εξηγητική ερμηνεία), στην ερμηνεία δηλαδή –ρητών ή
σιωπηρών, αλλά πάντως υφιστάμενων– δηλώσεων βούλησης αφενός, και στην
ανεξάρτητη από οποιαδήποτε βούληση των μερών (ετερόνομη) συμπλήρωση του
περιεχομένου της σύμβασης κατ’ άρθρο 288 ΑΚ. Η ενδιάμεση αυτή θέση
σχετίζεται αφενός με το γεγονός ότι η συμπληρωτική ερμηνεία δεν διορθώνει,
αλλά μόνο συμπληρώνει τη σύμβαση, λαμβάνει δηλαδή χώρα μόνο αναφορικά με
σημεία που δεν ρύθμισαν με τη σύμβασή τους τα ίδια τα μέρη. Συνεπώς, δεν
αφορά το αυτόνομα διαμορφωμένο περιεχόμενο της σύμβασης, πράγμα που τη
διαφοροποιεί από την καθαρά εξηγητική ερμηνεία και την φέρνει κοντά στην
εφαρμογή ετερόνομων

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 263

----------------------------------

12
κανόνων (ενδοτικού3) δικαίου4. Αφετέρου συνδέεται με την παρατήρηση ότι, στον
βαθμό που πρόκειται πράγματι για κάποιου είδους ερμηνεία της σύμβασης, δεν
μπορεί παρά να συνιστά, τουλάχιστον μερικά, προσέγγιση μιας αυτόνομης
ρύθμισης, μιας ρύθμισης δηλαδή που ανάγεται τελικά στα ίδια τα συμβαλλόμενα
μέρη. Πάντως, η αβεβαιότητα για τη σχέση των άρθρων 200 και 288 ΑΚ ως προς
τη συμπλήρωση του κανονιστικού περιεχομένου συμβατικών ενοχών καλύπτεται
συχνά από την παράλληλη επίκληση των εν λόγω διατάξεων5, όπως και από την
παραδοχή είτε ότι η εφαρμογή τους θα έχει πρακτικά το ίδιο αποτέλεσμα 6, είτε ότι
στο κοινό πεδίο εφαρμογής τους αλληλοσυμπληρώνονται7.

8. Όσον αφορά την οριοθέτηση της εξηγητικής έναντι της συμπληρωτικής ερμηνείας
θα μπορούσε, πολύ σχηματικά, να θεωρηθεί ως αποφασιστικό το ερώτημα κατά
πόσο η ρύθμιση του εκάστοτε κρίσιμου ζητήματος εμπεριέχεται στις ήδη
υφιστάμενες δηλώσεις βούλησης που απαρτίζουν τη σύμβαση. Σε περίπτωση
καταφατικής απάντησης η εξεταζόμενη ρύθμιση θεμελιώνεται σε εξηγητική
ερμηνεία, ακόμη κι αν οι οικείες δηλώσεις βούλησης εκφράστηκαν σιωπηρά ή
ακόμη κι αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματική-
ψυχολογική βούληση των συμβαλλομένων, αλλά προκύπτει βάσει των κριτηρίων
της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ’ άρθρο 200 ΑΚ (κανονιστική
βούληση)8. Στην υπόθεση που έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση το περιεχόμενο
της σύμβασης, όπως διαμορφώθηκε αυτόνομα από τα μέρη, προφανώς δεν
περιείχε κάποια ρύθμιση, ρητή ή σιωπηρή, η οποία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα
των κριτηρίων του άρθρου 200 ΑΚ, αντιμετώπιζε το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό
καθένας από τους συμβαλλομένους είχε υποχρέωση να απέχει από
επιχειρηματικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές προς τις δραστηριότητες του

3
Συχνά ακόμη και κανόνες αναγκαστικού δικαίου, όπως εν προκειμένω το άρθρο 288 ΑΚ,
προϋποθέτουν ότι οι συμβαλλόμενοι δεν προέβησαν οι ίδιοι σε κάποια σχετική ρύθμιση, βλ. ενδεικτικά
Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 42.
4
Για τον λόγο αυτό δεν λείπουν απόψεις που εξομοιώνουν τη συμπληρωτική ερμηνεία με εφαρμογή
(ετερόνομων) κανόνων δικαίου, βλ. προπάντων Henckel, AcP 159 (1960), 106 επ, ο οποίος θεωρεί ότι
μόνο η διαπίστωση των κενών της δικαιοπραξίας συνιστά πραγματικά ερμηνεία· βλ. επίσης στο ίδιο
πνεύμα Neuner, FS Canaris, 2007, σελ. 916· Mangold, NJW 1961, 2284.
5
Βλ. λ.χ. Καράκωστα, Γεν. Αρχές, Τόμος ΙΙ, 2005, αρ. 880 επ· Παπαντωνίου, Γεν. Αρχές, 1983, § 67 ΙΙ·
Ασπρογέρακα-Γρίβα, Γεν. Αρχές, 1981, § 88 ΙΙΙ.
6
Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 200 αρ. 36· Δωρής, ΝοΒ 1999, 775·
Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2000, αρ. 533·
Πιτσιρίκος, Δ 1996, 1274.
7
Σταθόπουλος, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 50· Αστ. Γεωργιάδης, ό.π. (υποσ. 1), § 18, αρ. 33.
8
Αναλυτικά για τη διάκριση εξηγητικής και συμπληρωτικής ερμηνείας βλ. Παπαδημητρόπουλο, Η
συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2009, αρ. 86 επ.

13
αντισυμβαλλομένου του. Συνεπώς, το δικαστήριο καλούνταν να συμπληρώσει τη
σύμβαση, είτε βάσει συμπληρωτικής ερμηνείας είτε βάσει του άρθρου 288 ΑΚ, με
έναν κανόνα που δεν προϋπήρχε στη σύμβαση αναφορικά με την ύπαρξη ή μη και
ενδεχομένως την έκταση μιας υποχρέωσης μη ανταγωνισμού των
συμβαλλομένων.

9. Όσον αφορά τη διάκριση ανάμεσα σε συμπληρωτική ερμηνεία αφενός και


συμπλήρωση του περιεχομένου της σύμβασης βάσει γενικών ρητρών και ιδίως
του άρθρου 288 ΑΚ αφετέρου, κρίσιμο πρέπει να θεωρηθεί το ερώτημα αν η
συμπλήρωση της σύμβασης μπορεί να αναχθεί στην υποθετική βούληση των
συμβαλλομένων, οπότε πρόκειται για συμπληρωτική ερμηνεία. Ως περιεχόμενο
της κρίσιμης υποθετικής βούλησης, μπορεί, επίσης αρκετά σχηματικά, να
θεωρηθεί η ρύθμιση στην οποία θα προέβαιναν οι συμβαλλόμενοι αν καλούνταν
να αντιμετωπίσουν το ζήτημα που δεν κάλυψαν με τη σύμβασή τους. Με το
περιεχόμενο αυτό η υποθετική βούληση συνδέει τη συμπληρωτική ερμηνεία με
την ιδιωτική αυτονομία των συμβαλλομένων: Η εξεύρεση του κανόνα που θα
έθεταν τα ίδια τα μέρη, αν καλούνταν να αναπληρώσουν την έλλειψη μιας
συμβατικής ρύθμισης, είναι η μέγιστη δυνατή προσέγγιση της πραγματικά
αυτόνομης ρύθμισης που μπορεί να επιτύχει ο εφαρμοστής του δικαίου στις
περιπτώσεις που το εκάστοτε κρίσιμο ζήτημα δεν αντιμετωπίστηκε, ρητά ή
σιωπηρά, από τους συμβαλλομένους. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση που
θεμελιώνεται στην υποθετική βούληση των μερών μπορεί να θεωρηθεί ως
επιβεβλημένη από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας9.

10. Ο εντοπισμός του θεμελίου της συμπληρωτικής ερμηνείας στην ιδιωτική


αυτονομία των δικαιοπρακτούντων έχει καταρχάς σημασία για τη σχέση της
συμπληρωτικής ερμηνείας προς το (ενδοτικό) δίκαιο: Η συμπληρωτική ερμηνεία,
ως μέθοδος προσδιορισμού του κανονιστικού περιεχομένου της σύμβασης το
οποίο ανάγεται τελικά στην ιδιωτική αυτονομία των συμβαλλομένων, καταρχήν
προηγείται, κατά τη ρύθμιση της έννομης σχέσης, των κανόνων δικαίου που
επιβάλλονται ετερόνομα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για ειδικές νομοθετικές διατάξεις,
αλλά και για κανόνες που επιβάλλονται ετερόνομα βάσει γενικών ρητρών10.
9
Για τη θεμελίωση της συμπληρωτικής ερμηνείας στην ιδιωτική αυτονομία των δικαιοπρακτούντων
βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 189 επ.
10
Για το εριζόμενο ζήτημα της σχέσης συμπληρωτικής ερμηνείας και ενδοτικού δικαίου βλ.
Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 61 επ και 228 επ με περαιτέρω παραπομπές.

14
Επιπλέον, η σύνδεση της συμπληρωτικής ερμηνείας με την ιδιωτική αυτονομία
των συμβαλλομένων επιτρέπει τον προσδιορισμό της λειτουργίας του κριτηρίου
της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών για την εξεύρεση της κρίσιμης
υποθετικής βούλησης: Κατά τη συμπληρωτική ερμηνεία το κριτήριο αυτό
υποχωρεί, εφόσον από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης προκύπτει ότι
στην ιδιωτική αυτονομία των δικαιοπρακτούντων ανταποκρίνεται περισσότερο
μια άλλη ρύθμιση από αυτήν που φαίνεται να επιβάλλουν η καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη11. Συνεπώς, είναι καταρχήν νοητό ακόμη και να οδηγεί η
συμπληρωτική ερμηνεία σε μια ρύθμιση που δεν ανταποκρίνεται στην καλή πίστη,
όπως ακριβώς μπορούν να κάνουν, εκφράζοντας τη σχετική δικαιοπρακτική
βούληση, οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην έννομη σχέση12. Αυτό ισχύει βεβαίως
μόνο εφόσον τηρείται το ακραίο όριο ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι έγκυρη13, αφού
οι κανόνες που θεσπίζουν την ακυρότητα συμβατικών όρων θέτουν ακριβώς όρια
στη δικαιοπρακτική ελευθερία των συμβαλλομένων. Δεν αποκλείεται πάντως η
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αποκτούν σημασία στο πλαίσιο της
συμπληρωτικής ερμηνείας ως κριτήρια επιλογής ανάμεσα σε ισοδύναμες, όσον
αφορά τη θεμελίωσή τους στην υποθετική βούληση των συμβαλλομένων,
εναλλακτικές ρυθμίσεις.

11. Αντίθετα προς τη συμπληρωτική ερμηνεία, η συμπλήρωση της σύμβασης που


συντελείται βάσει του άρθρου 288 ΑΚ είναι ετερόνομη14, λαμβάνει χώρα δηλαδή
κατ’ επιταγή της έννομης τάξης με βάση προπάντων αντικειμενικά κριτήρια
(καλή πίστη και συ-

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 264

11
Πρβλ. Graf, Vertrag und Vernunft, 1997, σελ. 31 επ.
12
Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 6), άρθρ. 200 αρ. 18.
13
Συνιστά απολύτως κρατούσα γνώμη ότι η συμπληρωτική ερμηνεία δεν μπορεί να οδηγεί σε άκυρες
ρυθμίσεις ή ακόμη περισσότερο σε άκυρες δικαιοπραξίες, Καράσης, Γενικές Αρχές του Αστικού
Δικαίου – Δικαιοπραξία Ι, 1996, αρ. Γ 388· Busche σε Münchener Kommentar zum Bürgerlichen
Gesetzbuch, 2006, § 157, αρ. 56· Armbrüster σε Erman, Handkommentar Bürgerliches Gesetzbuch,
2008, § 157, αρ. 24· BGH NJW 1984, 1177 (1178)· BGH NJW 1970, 468. Πάντως, ο κανόνας αυτός
δεν ισχύει τόσο απόλυτα όσο υποδεικνύει η διατύπωσή του, βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ.
605 επ· πάντως, η κρατούσα γνώμη είναι ορθή στον βαθμό που απαγορεύει τη θεμελίωση, με τη
βοήθεια της συμπληρωτικής ερμηνείας, ρυθμίσεων που αντίκεινται στις επιταγές της έννομης τάξης.
14
Βλ. και Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 50.

15
----------------------------------

ναλλακτικά ήθη), ανεξάρτητα από το αν τη ρύθμιση με την οποία συμπληρώνεται


η σύμβαση θα την έθεταν και οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι. Βέβαια, το άρθρο 288
ΑΚ επιβάλλει στον δικαστή την αξιολόγηση των ειδικών συνθηκών της
κρινόμενης ατομικής περίπτωσης προκειμένου να καταλήξει σε δίκαια
αποτελέσματα, πράγμα ακριβώς που επιτάσσει και η μεθοδολογία της
συμπληρωτικής ερμηνείας15. Επίσης, όπως ακριβώς συμβαίνει και κατά τη
συμπληρωτική ερμηνεία, στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΑΚ λαμβάνονται υπόψη
και υποκειμενικά δεδομένα, όπως οι σκοποί που επιδιώκουν τα μέρη16. Αμφότερα
όμως τα χαρακτηριστικά αυτά δεν αναιρούν τον κατά βάση ετερόνομο χαρακτήρα
της συμπλήρωσης.

12. Η θέση αυτή καθορίζει την οπτική γωνία που υιοθετεί ο εφαρμοστής του δικαίου
κατά την εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ και κατά τη συμπληρωτική ερμηνεία της
σύμβασης. Στην πρώτη περίπτωση η εξειδίκευση της γενικής ρήτρας σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις αποτελεί εξεύρεση ενός κανόνα δικαίου που παρέχει
η ετερόνομη ρυθμιστική τάξη για την εκάστοτε κρίσιμη έννομη σχέση17· ο
κανόνας όμως αυτός, όσο ειδικός κι αν είναι, δεν είναι καταρχήν πραγματικά
ατομικός, αλλά διατηρεί τον χαρακτήρα του ως αφηρημένου κανόνα δικαίου,
προορισμένου δηλαδή να ισχύσει σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις, όσο σπάνια κι
αν ανακύπτουν αυτές. Ο δικαστής επομένως, με την κρίση του επί της εφαρμογής
σε μια έννομη σχέση του κριτηρίου της καλής πίστης κατά το άρθρο 288 ΑΚ, δεν
αποφαίνεται απλώς ότι η συγκεκριμένη έννομη σχέση πρέπει να ρυθμιστεί με
έναν ορισμένο τρόπο, αλλά και ότι κάθε άλλη περίπτωση με τα ίδια
χαρακτηριστικά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Παρά την
εξατομικευμένη αντιμετώπιση, η αφετηρία του δικαστή είναι καταρχήν η έννομη
τάξη ως ετερόνομο ρυθμιστικό σύστημα των έννομων σχέσεων, την οποία
«συμπληρώνει» διά της συναγωγής ενός ειδικού, πλην όμως αφηρημένου, κανόνα
από το γενικό κριτήριο της γενικής ρήτρας που εφαρμόζει (εν προκειμένω της
καλής πίστης). Αντίθετα, η ίδια η αφετηρία της συμπληρωτικής ερμηνείας, ήτοι η
15
Για την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ ενόψει των συνθηκών
της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 20. Για
τον προσανατολισμό της συμπληρωτικής ερμηνείας στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης
βλ. μεταξύ άλλων Παπανικολάου, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 520
16
Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 60.
17
Πρβλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 1), § 18, αρ. 11 και 12.

16
ερμηνευόμενη δικαιοπραξία, συνιστά εξ ορισμού ατομική ρύθμιση: Ο δικαστής
που ερμηνεύει συμπληρωτικά δεν εφαρμόζει έναν ειδικό μεν πλην όμως
αφηρημένο κανόνα, αλλά έναν ατομικό κανόνα, έναν κανόνα δηλαδή για τη
συγκεκριμένη, και όχι για μια τέτοιου είδους δικαιοπραξία18. Βεβαίως, η διάκριση
μπορεί να είναι πολύ δύσκολη αν όχι αδύνατη στην πράξη, καθώς δεν αποκλείεται
ούτε να έχει ο ειδικός (αφηρημένος) κανόνας ουσιαστικά μόνο ατομικά
χαρακτηριστικά ούτε να είναι ο ατομικός κανόνας επιδεκτικός εφαρμογής και σε
άλλες περιπτώσεις υπό επαρκώς όμοιες συνθήκες.

13. Η κρίσιμη για τη συμπληρωτική ερμηνεία υποθετική βούληση των


συμβαλλομένων ευρίσκεται κυρίως βάσει των σκοπών που επιδιώκονται με τη
σύμβαση, είτε πρόκειται για σκοπούς που καθίστανται αυτοτελώς περιεχόμενο της
δικαιοπραξίας, είτε για σκοπούς που συνάγονται από το υπόλοιπο συμβατικό
περιεχόμενο, είτε τέλος για κοινούς σκοπούς των συμβαλλομένων που δεν
βρήκαν κάποια έκφραση στη σύμβαση, διαπιστώνονται όμως αποδεικτικά19. Η
κρισιμότητα της τελεολογικής προσέγγισης τονίζεται –στο πλαίσιο βέβαια της
εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ– και από την σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία
ορθά επισημαίνει ότι η συμπλήρωση της σύμβασης δεν μπορεί να εξυπηρετεί
μονομερώς τα συμφέροντα του ενός συμβαλλομένου σε βάρος των συμφερόντων
του άλλου. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται
στο περιοδικό εσφαλμένα ως 12******

14. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι ο πρωταρχικός σκοπός των
συμβαλλομένων συνίστατο στη συνεργασία για την παροχή τουριστικών
υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της σύμβασης και στην αναμενόμενη από τη
συνεργασία αυτή αύξηση των αμοιβαίων οικονομικών οφελών. Ο σκοπός αυτός
δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει την υποθετική βούληση των συμβαλλομένων για
τη δημιουργία μιας υποχρέωσης αποχής από πράξεις ανταγωνισμού μετά τη λήξη
της σύμβασης. Αντιθέτως, ο συμβατικός σκοπός επιβάλλει την αντίθετη θεώρηση:
Αν οι συμβαλλόμενοι είχαν εξετάσει, κατά την κατάρτιση της σύμβασης20, το

18
Armbrüster, ό.π. (υποσ. 13), § 157, αρ. 20· Larenz/Wolf, BGB AT, 2004, § 28 αρ. 117.
Αντιδιαμετρικά αντίθετοι Flume, BGB AT, Τόμος ΙΙ, 1979, § 16 4 b: «Es gilt, nicht für “diesen”
Vertrag, sondern für “einen solchen” Vertrag die ergänzende Regelung zu finden»· Bucher,
Schweizerisches Obligationenrecht AT, 1988, § 12 V 2.
19
Βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 385 επ.
20
Για τον κρίσιμο χρόνο της συμπληρωτικής ερμηνείας βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 58
επ και 349 επ με περαιτέρω παραπομπές

17
ζήτημα αν θα δικαιούνται ή όχι να δρουν ανταγωνιστικά μετά τη λήξη της
σύμβασης, προφανώς θα είχαν συμφωνήσει (υποθετική βούληση) ότι θα είναι
ελεύθεροι να προβαίνουν σε κάθε γενικά επιτρεπτή, ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου
1 ν. 146/1914, ενέργεια. Διαφορετική ρύθμιση θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με
υποχρέωση μετασυμβατικής συνέχισης της συνεργασίας με μικρότερη ένταση, ήτοι
με παραλείψεις των συμβαλλομένων και όχι με θετικές ενέργειες. Ένα τέτοιο
αποτέλεσμα θα αντέβαινε καταρχήν ευθέως στην ίδια τη συμβατική πρόβλεψη για
συγκεκριμένο χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης και παύσης αυτής της
συνεργασίας. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται
στο περιοδικό εσφαλμένα ως 13******

15. Ενόψει του προαναφερόμενου σκοπού των συμβαλλομένων, οποιαδήποτε


μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού θα μπορούσε να συνδεθεί
αποκλειστικά με την υποθετική βούληση των μερών για απαγόρευση αθέμιτης
εκμετάλλευσης πλεονεκτημάτων που αποκτήθηκαν λόγω της προηγούμενης
συνεργασίας κατά τη διάρκεια της σύμβασης21. Η υποθετική βούληση με το
περιεχόμενο αυτό θα μπορούσε να θεμελιωθεί στη διαπίστωση ότι μια τέτοια
αθέμιτη εκμετάλλευση είναι σε θέση να επηρεάσει αρνητικά τη συνεργασία των
μερών ήδη κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Για παράδειγμα, εφόσον οι
συμβαλλόμενοι καλούνταν να ρυθμίσουν το ζήτημα αν, μετά τη λήξη της
σύμβασης, θα επιτρέπεται η εκμετάλλευση επιχειρηματικών μυστικών του
αντισυμβαλλομένου, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τους λόγω της σύμβασης και
κατά τη διάρκεια αυτής, με σκοπό την αποκόμιση ανταγωνιστικών
πλεονεκτημάτων μετά τη λήξη της σύμβασης, προφανώς θα είχαν απαντήσει
αρνητικά. Διότι διαφορετικά κάθε συμβαλλόμενος θα ήταν πρακτικά
αναγκασμένος να μην εμπιστεύεται επαρκώς τον αντισυμβαλλόμενό του, πράγμα
που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του εκατέρωθεν αναμενόμενου οφέλους
από τη συνεργασία των συμβαλλομένων ήδη κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Με
βάση τις σκέψεις αυτές καθίσταται προφανές ότι η σχολιαζόμενη απόφαση ορθά
απέρριψε την θεμελίωση, βάσει συμπληρωτικής ερμηνείας, της υποχρέωσης της
εναγόμενης για μη ανταγωνισμό της ενάγουσας μετά τη λήξη της σύμβασης· υπό
την προϋπόθεση βέβαια ότι η ανταγωνιστική δραστηριότητα της εναγόμενης δεν
αφορούσε την αθέμιτη, κατά τα προαναφερόμενα, εκμετάλλευση

21
Πρβλ. BGH, 6.7.2004, XI ZR 254/02, σελ. 8 (www.bundesgerichtshof.de).

18
πλεονεκτημάτων από την προηγούμενη συνεργασία των μερών.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 14******

16. Στους σκοπούς των συμβαλλομένων θα μπορούσε περαιτέρω να συμπεριληφθεί η


επιδίωξη μιας ομαλής μετάβασης από σχέσεις συνεργασίας (πριν τη λήξη της
σύμβασης) σε σχέσεις ανταγωνισμού (μετά τη λήξη της σύμβασης). Ένας τέτοιος
σκοπός είναι κατά κάποιον τρόπο εγγενής σε κάθε συνεργασία επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται στον ίδιο επιχειρηματικό χώρο. Ειδικά στην προκειμένη
περίπτωση πάντως μπορεί να συναχθεί και από τη συμβατική πρόβλεψη για
διαπραγματεύσεις κατά τη λήξη της σύμβασης σχετικά με την προοπτική
παράτασης ή ανανέωσής της. Ωστόσο, ούτε ο σκοπός αυτός είναι ικανός να
δικαιολογήσει την υποθετική βούληση των μερών για μια μετασυμβατική
υποχρέωση μη ανταγωνισμού. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της
παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 15******

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 265

----------------------------------

17. Καταρχάς, μια τέτοια υποχρέωση θα παρέτεινε ως έναν βαθμό τη συνεργασία και
συνεπώς θα εμπόδιζε στην ουσία τη μετάβαση που υποτίθεται ότι επιδιώκει να
ενισχύσει, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με τη ρητή βούληση των συμβαλλομένων
για λύση της σύμβασης στον καθορισμένο χρόνο. Επιπλέον, επειδή βεβαίως μια
υποχρέωση μη ανταγωνισμού δεν θα μπορούσε να είναι μονομερής, στην ουσία
θα στερούσε αμφότερους τους συμβαλλομένους από πεδία νόμιμης
επιχειρηματικής δραστηριότητας (λ.χ. αναφορικά με ορισμένη κατηγορία
πελατών ή τρίτων αντισυμβαλλομένων) και θα οδηγούσε ενδεχομένως σε
αντίστοιχη μείωση των κύκλων εργασιών τους, πράγμα προφανώς αντίθετο προς
τις επιδιώξεις τους. Ο κυριότερος όμως λόγος που εμποδίζει την αποδοχή της
κρίσιμης υποθετικής βούλησης είναι η διαπίστωση ότι ο σκοπός της μετάβασης
από σχέσεις συνεργασίας σε σχέσεις ανταγωνισμού μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα
μειονεκτήματα αυτά, συνεπώς με μικρότερη επιβάρυνση για τα μέρη.

19
Συγκεκριμένα, τον σκοπό αυτόν θα μπορούσε κάλλιστα να ικανοποιήσει η
αποδοχή της υποθετικής βούλησης των συμβαλλομένων για αμοιβαία υποχρέωση
έγκαιρης γνωστοποίησης στον αντισυμβαλλόμενο της απόφασής τους να μην
προβούν σε παράταση ή ανανέωση της σύμβασης μετά την πάροδο του ορισμένου
χρόνου διάρκειάς της. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 16******

18. Πράγματι, η μετάβαση από σχέσεις συνεργασίας σε σχέσεις ανταγωνισμού μπορεί


να είναι απότομη και ζημιογόνα, εφόσον οι συμβαλλόμενοι δεν είναι επαρκώς
προετοιμασμένοι για τη μετάβαση αυτή. Ασφαλώς, όταν η σύμβαση λήγει στον εξ
αρχής συμβατικά καθορισμένο χρόνο, οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν καταρχήν
ανάγκη προστασίας· η τυχόν έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας καταλογίζεται
αποκλειστικά στους ίδιους. Ωστόσο, η θέση αυτή αμβλύνεται όταν οι
συμβαλλόμενοι έχουν κάποια δικαιολογημένη προσδοκία ότι η σύμβαση και η
αμοιβαία συνεργασία δεν θα λήξει τελικά στον προκαθορισμένο χρόνο, αλλά θα
συνεχιστεί μετά από αυτόν βάσει μιας σχετικής συμφωνίας για παράταση ή
ανανέωση της σύμβασης. Στους παράγοντες δε που δημιουργούν μια τέτοια
δικαιολογημένη προσδοκία συμπεριλαμβάνεται κατά κανόνα και η ύπαρξη
σχετικής ρητής συμβατικής πρόβλεψης, όπως στην υπόθεση που έκρινε η
σχολιαζόμενη απόφαση. Βεβαίως, η ύπαρξη μιας περισσότερο ή λιγότερο
δικαιολογημένης προσδοκίας αυτού του είδους δεν αναιρεί καταρχήν το δικαίωμα
κάθε συμβαλλομένου να μην συμφωνήσει τελικά στη συνέχιση της συνεργασίας.
Παρά ταύτα, σε μια τέτοια περίπτωση φαίνεται να ανταποκρίνεται στο συμφέρον
αμφότερων των συμβαλλομένων η υποχρέωση για έγκαιρη διάλυση της
προσδοκίας του αντισυμβαλλομένου προκειμένου αυτός να προετοιμαστεί
κατάλληλα για τον μετά τη συνεργασία χρόνο, λ.χ. καταρτίζοντας τις αναγκαίες
συμβάσεις με τρίτους, και να αποφύγει έτσι ζημίες που θα του δημιουργούσε η
έλλειψη προετοιμασίας. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 17******

19. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής φαίνεται πειστική η θεμελίωση της οικείας
υποθετικής βούλησης σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη: Αν τα μέρη
καλούνταν να ρυθμίσουν το ζήτημα ποια θα είναι τα εκατέρωθεν καθήκοντά τους
σε περίπτωση που κάποιος συμβαλλόμενος αποφασίσει, ήδη κατά τη διάρκεια της

20
σύμβασης, να μην προχωρήσει σε παράταση ή ανανέωση της σύμβασης μετά τη
λήξη της, θα συμφωνούσαν, με σκοπό την ομαλή μετάβαση σε σχέσεις
ανταγωνισμού, τη γέννηση μιας υποχρέωσης για ενημέρωση του
αντισυμβαλλομένου σχετικά με την επικείμενη διακοπή της συνεργασίας κατά τη
λήξη της σύμβασης. Όσον αφορά δε τον ακριβή χρόνο στον οποίο θα πρέπει να
ενημερωθεί ο αντισυμβαλλόμενος, κρίσιμες είναι οι κατ’ ιδίαν περιστάσεις κάθε
ατομικής περίπτωσης. Συνήθως όμως ο χρόνος αυτός δεν θα απέχει πολύ από τη
λήψη της απόφασης περί διακοπής της συνεργασίας, εφόσον βέβαια η
προκαθορισμένη λήξη της σύμβασης δεν απέχει τόσο πολύ ώστε να καθιστά
πρόωρη οποιαδήποτε ανακοίνωση των σχετικών προθέσεων.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 18******

20. Το συμπέρασμα υπέρ της συναγωγής, βάσει συμπληρωτικής ερμηνείας, μιας


υποχρέωσης έγκαιρης προειδοποίησης του αντισυμβαλλομένου σχετικά με την
επικείμενη διακοπή της συνεργασίας, ενισχύεται από τη σκέψη ότι ήδη η
συνεργασία κατά τη διάρκεια της σύμβασης προϋποθέτει, αν πρόκειται να είναι
αποτελεσματική, τη μεγαλύτερη δυνατή βεβαιότητα αναφορικά με τον χρόνο που
αναμένεται να διαρκέσει η συνεργασία αυτή. Ο λόγος έγκειται στη διαπίστωση
ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης οι συμβαλλόμενοι επενδύουν στη μεταξύ τους
συνεργασία. Η επένδυση αυτή είναι τόσο θετική, δεδομένου ότι οι συμβαλλόμενοι
εναποθέτουν εν πολλοίς τις επιχειρηματικές προοπτικές τους στα χέρια του
αντισυμβαλλομένου τους, όσο και αρνητική, στον βαθμό που τα μέρη αφενός
απορρίπτουν δυνατότητες συνεργασίας με τρίτους και αφετέρου παραλείπουν να
προετοιμαστούν έγκαιρα για το χρονικό διάστημα στο οποίο δεν θα μπορούν
πλέον να επαφίενται στη συνεργασία με τον αντισυμβαλλόμενό τους. Όσο
μεγαλύτερη είναι η βεβαιότητα για την αναμενόμενη διάρκεια της σύμβασης,
τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ετοιμότητα των συμβαλλομένων να προβούν σε
τέτοιες επενδύσεις στον βέλτιστο βαθμό, στον βαθμό δηλαδή που ούτε υπερβαίνει
το αναγκαίο μέτρο (οι συμβαλλόμενοι δεν αναμένουν αδικαιολόγητα μεγάλη
διάρκεια σύμβασης) ούτε υπολείπεται αυτού (οι συμβαλλόμενοι δεν αναμένουν
αδικαιολόγητα σύντομη διάρκεια σύμβασης). Βεβαίως, λόγω της δυνατότητας
καθενός από τους συμβαλλομένους να αρνηθεί τελικά την παράταση ή ανανέωση
της σύμβασης, η βεβαιότητα αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη όσον αφορά το

21
χρονικό διάστημα μετά την πάροδο της προκαθορισμένης συμβατικής διάρκειας.
Παρά ταύτα, η δημιουργία μιας υποχρέωσης γνωστοποίησης της τυχόν απόφασης
για μη συνέχιση της συνεργασίας ενισχύει τουλάχιστον τη βεβαιότητα κάθε
συμβαλλομένου ότι οι επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ενόψει της (κατά βάση
πάντα αβέβαιης) συνέχισης της συνεργασίας με τον αντισυμβαλλόμενό του δεν
είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες ως άχρηστες επειδή ο τελευταίος έχει
στην πραγματικότητα προαποφασίσει να μη συνεχίσει τη συνεργασία. Κατά
τούτο, η εξεταζόμενη υποχρέωση ενισχύει τη συνεργασία των μερών ήδη κατά τη
διάρκεια της σύμβασης, μολονότι καθαυτή αναφέρεται στον χρόνο μετά το πέρας
της σύμβασης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 19******

21. Ενάντια στο συμπέρασμα που υποστηρίζεται παραπάνω θα μπορούσε


ενδεχομένως να αντιτάξει κανείς ότι ο συμβαλλόμενος που έχει αποφασίσει τη
διακοπή της συνεργασίας δεν επιθυμεί τη γέννηση μιας υποχρέωσης για
γνωστοποίηση αυτής της απόφασης στον αντισυμβαλλόμενό του και ότι επομένως
αποκλείεται η συναγωγή της οικείας υποθετικής βούλησης στο πλαίσιο
συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης. Ωστόσο, κατά τον κρίσιμο για την
συμπληρωτική ερμηνεία χρόνο, τον χρόνο δηλαδή κατάρτισης της σύμβασης22,
κανένας από τους συμβαλλομένους δεν θα μπορούσε να έχει ήδη λάβει κάποια
απόφαση για τη λήξη της σύμβασης ούτε θα μπορούσε να προβλέψει ποιο από τα
μέρη, ο ίδιος ή ο αντισυμβαλλόμενός του, θα έχει στο μέλλον ανάγκη προστασίας
ενόψει μιας δικαιολογημένης προσδοκίας αναφορικά με την προοπτική συνέχισης
της συμβατικής σχέσης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 20******

22. Πάντως, αν, παρά τις σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν φαίνεται πειστική η
θεμελίωση σε συμπληρωτική ερμηνεία της υποχρέωσης των μερών για έγκαιρη
προειδοποίηση του αντισυμβαλλομένου τους σχετικά με την πρόθεση μη
συνέχισης της σύμβασης, το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί κατ’

22
Βλ. υποσ. 20.

22
εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ και του κριτηρίου της καλής πίστης23. Στην
περίπτωση αυτή, η εν λόγω υποχρέωση θα επιβαλ-

----------------------------------

ΧρΙΔ 2010, 266

----------------------------------

λόταν στους συμβαλλομένους ετερόνομα, ως επιταγή της έννομης τάξης για


συμβατικές σχέσεις με παρόμοιο περιεχόμενο, επειδή αυτό επιτάσσει η «ευθύτητα
και η εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές»24. Για τον λόγο αυτόν, επειδή
δηλαδή πρόκειται για καθαρά ετερόνομη ρύθμιση, είναι απολύτως ορθή η
επίκληση από τη σχολιαζόμενη απόφαση συνταγματικών κανόνων (οικονομική
ελευθερία της εναγόμενης – άρθρο 5 Σ) με σκοπό την εξειδίκευση του κριτηρίου
της καλής πίστης: Δεδομένου ότι η κρίσιμη υποχρέωση επιβάλλεται ως επιταγή
της έννομης τάξης και όχι ως απόφαση των ίδιων των συμβαλλομένων, είναι
απολύτως συνεπής η επίκληση γενικότερων αξιολογήσεων της έννομης τάξης
ακόμη κι αν αυτές ενσωματώνονται σε κανόνες που βρίσκονται εκτός του στενού
πεδίου του οικείου πλέγματος διατάξεων που εφαρμόζεται κάθε φορά25.

23
Στην ουσία πρόκειται εν πολλοίς για αντίστοιχη υποχρέωση με αυτήν που επιβάλλει στα
διαπραγματευόμενα μέρη το άρθρο 197 ΑΚ, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται δεκτό ότι αντίθετη προς
την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και επομένως θεμελιωτική της υποχρέωσης αποζημίωσης
συμπεριφορά υπάρχει και «[…] όταν το ένα μέρος, αν και έχει αποφασίσει να μην προβεί στη σύναψη
της σύμβασης, δημιουργεί στο άλλο την εντύπωση ότι επιθυμεί την κατάρτισή της και δεν το
αποτρέπει από τη διενέργεια εξόδων που συνδέονται με τη σύμβαση […]», έτσι κατά λέξη Απ.
Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές, 2002, § 34 αρ. 7. Βλ. περαιτέρω μεταξύ πολλών Καράση στον ΑΚ
Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 197-198 αρ. 4· Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, 1985, αρ. 235β. Από τη
γερμανική νομολογία βλ. ενδεικτικά BGH, 6.7.2004, XI ZR 254/02, σελ. 17
(www.bundesgerichtshof.de). Μάλιστα, δεδομένου ότι στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση τα μέρη
ενεργούσαν στο πλαίσιο ήδη υφιστάμενου ενοχικού δεσμού, τα θεμελιούμενα στην καλή πίστη
εκατέρωθεν καθήκοντά τους είναι μάλλον αυξημένα σε σχέση με τις περιπτώσεις στις οποίες τα μέρη
βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των διαπραγματεύσεων.
24
Πάγια διατύπωση για το περιεχόμενο της αρχής της καλής πίστης, βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, ό.π.
(υποσ. 2), § 5 αρ. 12· ΑΠ 1464/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
25
Για την εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία των κανόνων δικαίου και ιδίως των γενικών
ρητρών (πρόκειται για τη λεγόμενη «έμμεση τριτενέργεια» των συνταγματικών διατάξεων) βλ.
ενδεικτικά Παπανικολάου, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 257 επ· Απ. Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 23), § 6, αρ. 44 επ.
Ειδικά για τη σημασία της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας σε σχέση με τα όρια
εντός των οποίων οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνούν περιορισμούς του μεταξύ τους
ανταγωνισμού βλ. ενδεικτικά BGH, 18.7.2005, ΙI ZR 159/03, σελ. 8 (www.bundesgerichtshof.de), με
περαιτέρω παραπομπές (η απόφαση θέτει όρια στη δυνατότητα θέσπισης συμβατικών ρητρών
περιοριστικών του ανταγωνισμού επί τη βάσει της απαγόρευσης αντίθετων στα χρηστά ήθη
δικαιοπραξιών – § 138 ΓερμΑΚ = άρθρο 178 ΑΚ).

23
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 21******

23. Βέβαια, αν επιχειρήσει κανείς να αναλύσει περαιτέρω τους ουσιαστικούς λόγους


για τους οποίους η «ευθύτητα και η εντιμότητα που απαιτούνται στις
συναλλαγές» επιτάσσουν την έγκαιρη προειδοποίηση του αντισυμβαλλομένου, θα
αναχθεί τελικά σε επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που αναπτύχθηκαν
προηγουμένως σε σχέση με τη διαπίστωση της υποθετικής βούλησης των μερών
στο πλαίσιο συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης. Η ουσιαστική
διαφοροποίηση έγκειται, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, στη διαφορετική
οπτική που υιοθετεί ο εφαρμοστής του δικαίου στη μια και στην άλλη περίπτωση:
Ενώ η συμπληρωτική ερμηνεία αναζητεί τη ρύθμιση που ανταποκρίνεται στις
ανάγκες και στα συμφέροντα των συγκεκριμένων συμβαλλομένων, η εφαρμογή
του άρθρου 288 ΑΚ επιβάλλει μια ρύθμιση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των
συναλλαγών και τα συμφέροντα των συναλλασσομένων γενικά. Στην προκειμένη
περίπτωση η αποδοχή της αμοιβαίας υποχρέωσης των συμβαλλομένων για
ειδοποίηση του άλλου μέρους ως προς την πρόθεση μη συνέχισης της σύμβασης
επιβάλλεται (ετερόνομα) από την έννομη τάξη επειδή η υποχρέωση αυτή
συμβάλλει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος συνεργασίας και εμπιστοσύνης
μεταξύ των μερών και στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων τους. Το
γεγονός ότι το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει κανείς υπό τη μια και την άλλη
οπτική είναι το ίδιο οφείλεται στο ότι η ρύθμιση που είναι κατάλληλη στη
συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανώς κατάλληλη και σε όλες τις περιπτώσεις
που εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος
της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 22******

24. Η σχολιαζόμενη απόφαση δεν εξέτασε, ελλείψει ίσως σχετικών ισχυρισμών από
την πλευρά της ενάγουσας, τη λύση που υποστηρίζεται εδώ, η οποία οδηγεί σε
ευθύνη της εναγόμενης λόγω αθέτησης της υποχρέωσής της να ενημερώσει την
ενάγουσα για την πρόθεσή της να μην προχωρήσει σε ανανέωση ή παράταση της
σύμβασης μετά τη λήξη της. Αποφασιστικό δηλαδή δεν είναι το γεγονός ότι η
εναγόμενη προχώρησε, ήδη κατά τη διάρκεια της σύμβασης, σε
προπαρασκευαστικές ενέργειες με σκοπό την άσκηση ανταγωνιστικών προς την
ενάγουσα δραστηριοτήτων για τον μετά τη λήξη της σύμβασης χρόνο, αλλά το

24
γεγονός ότι δεν ενημέρωσε εγκαίρως την ενάγουσα για την παγιωμένη πρόθεσή της
να μην συνεχίσει τη συνεργασία τους. Κρίσιμος δε χρόνος στον οποίο γεννήθηκε η
εν λόγω υποχρέωση ήταν η στιγμή κατά την οποία παγιώθηκε η απόφαση για μη
συνέχιση της συνεργασίας, το αργότερο δηλαδή τη στιγμή κατά την οποία η
εναγόμενη προχώρησε στις κρίσιμες προπαρασκευαστικές ενέργειες, ήτοι στη
μίσθωση τουριστικών καταλυμάτων για την πρώτη τουριστική περίοδο μετά την
προγραμματισμένη λήξη της σύμβασης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της
παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 23******

25. Αντίστοιχα προσδιορίζεται και η έκταση της ευθύνης: Αφού η ευθύνη της
εναγόμενης θεμελιώνεται στη μη έγκαιρη προειδοποίηση της ενάγουσας για την
σκοπούμενη παύση της συνεργασίας τους, η υποχρέωση αποζημίωσης που
βαρύνει την εναγόμενη συνίσταται αποκλειστικά στην αποκατάσταση της ζημίας
που υπέστη η ενάγουσα λόγω της μη έγκαιρης ενημέρωσής της. Συνεπώς, το ύψος
της οφειλόμενης αποζημίωσης ανέρχεται στο ποσό που θα ήταν αναγκαίο για να
αποκατασταθεί η κατάσταση που θα υπήρχε χωρίς την αντισυμβατική
συμπεριφορά, για να περιέλθει δηλαδή η ενάγουσα στην κατάσταση που θα
βρισκόταν αν είχε ενημερωθεί έγκαιρα για τις προθέσεις της εναγόμενης.
Αντιθέτως, οι ίδιες οι ανταγωνιστικές ενέργειες της εναγόμενης δεν συνιστούν
αντισυμβατική συμπεριφορά και για τον λόγο αυτό δεν οδηγούν καθαυτές σε
υποχρέωση αποζημίωσης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 24******

26. Ανεξάρτητα από το αν θα θεμελιωθεί σε συμπληρωτική ερμηνεία ή στην καλή


πίστη κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, η λύση που προτείνεται εδώ φαίνεται να οδηγεί σε
δικαιότερα αποτελέσματα από τη λύση στην οποία κατέληξε το δικαστήριο. Διότι
από τη μια πλευρά διατηρεί ανέπαφη τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να
αποφασίζουν ελεύθερα αν θα παρατείνουν ή θα ανανεώσουν τη σύμβαση μετά τη
λήξη της και συνεπώς να προβαίνουν ακώλυτα σε ανταγωνιστικές ενέργειες,
εφόσον τελικά προκρίνουν τη διακοπή της συνεργασίας τους. Από την άλλη
πλευρά διασφαλίζει όμως επιπλέον αφενός ότι τα μέρη δεν θα διαψεύδονται στη
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους όσον αφορά τις προθέσεις του
αντισυμβαλλομένου τους για τη διάρκεια της σύμβασης και αφετέρου ότι κανένα
από τα μέρη δεν θα αντλεί αθέμιτα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα από τέτοιου

25
είδους καιροσκοπικές συμπεριφορές. Αντίστοιχα δικαιότερη είναι και η έκταση
της ευθύνης, η οποία ισορροπεί ανάμεσα σε δύο άκρα: Αφενός απόρριψη κάθε
ευθύνης, μολονότι η εναγόμενη επέδειξε μια συμπεριφορά αντίθετη προς το
επιβαλλόμενο από τη σύμβαση πνεύμα συνεργασίας (αυτή είναι η λύση που
προέκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση), και αφετέρου αποδοχή της ευθύνης για
ανταγωνιστικές ενέργειες μετά τη λήξη της σύμβασης όπως επιδίωκε η ενάγουσα.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 25******

Αντώνης Παπαδημητρόπουλος

Δικηγόρος – Δ.Ν.

26

You might also like