Professional Documents
Culture Documents
Εφετείο Κρήτης
Αριθμ. 105/2006
[…Περαιτέρω, το άρθρο 288 του ΑΚ, κατά τη διάταξη του οποίου «ο οφειλέτης
έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού
ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη»,σκοπό έχει να εξάρει, ειδικά για τις
ενοχές, το στοιχείο της καλής πίστης μέσα στα όρια της λογικής ή επιστημονικής
ερμηνείας και απαιτεί από το δικαστή, κατά το ερμηνευτικό του έργο, να έχει
γνώμονα αυτή τη συναλλακτική καλή πίστη. Μέσα στο πλαίσιο τέτοιας ερμηνείας ή
αναλογίας μπορεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού να περισταλεί, να επεκταθεί, να
διορθωθεί ή να συμπληρωθεί η ενοχή, χωρίς φυσικά να μπορεί να οδηγηθεί μέχρι την
υπερβολή (Μπαλής Ενοχικόν παραγρ. 5, Τριανταφυλλόπουλος Ενοχικόν παραγρ. 2,
Ζέπος Ενοχικόν παραγρ. 5 και 7, Τσιριντάνης ΕρμΑΚ στο άρθρο 288, Τούσης
Ενοχικόν παραγρ. 9 σελ. 38 επ., Γ. Κουμάντος Η υποκειμενική καλή πίστις παραγρ. 3
σελ. 42 επ., Ν. Παπαντωνίου Η καλή πίστις, Αστικό Δίκαιο 1957 παραγρ. 2 σελ. 70
επ. και 144 επ., Αποστολίδης Ενοχικόν τόμος α1 παραγρ. 2 αριθμ. 12 επ.). Η
διορθωτική βέβαια επέμβαση στην ενοχή με βάση το άρθρο 288 του ΑΚ θα πρέπει να
γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και οπωσδήποτε να στηρίζεται
σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις
κρατούσες αντιλήψεις (ΑΠ 1028/1990 ΝοΒ 39.1380). Γι’ αυτό συνήθως δεν
δικαιολογείται επέμβαση στη σύμβαση, αν τόσο η παροχή όσο και η αντιπαροχή
έχουν πλήρως εκπληρωθεί ή στο μέτρο που έχουν εκπληρωθεί (Γεωργιάδης-
Σταθόπουλος Αστικός Κώδιξ 1979 στο άρθρο 288 αριθμ. 17). Το εν λόγω άρθρο, το
οποίο περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου (Μπαλής ό.π. σελ. 71, Ζέπος ό.π.
παραγρ. 7 σελ.-158, Τσιριντάνης ό.π. αριθμ. 11, Παπαντωνίου ό.π. σελ. 70, 74,
Τούσης ό.π. σελ. 75, ΑΠ 1064/1972 ΝοΒ 21.629), δεν έχει βεβαίως σχέση με την
ερμηνεία από άποψη βούλησης των μερών. Προϋποθέτει για την εφαρμογή του
δικαιοπραξία σαφή και ρητή. Έτσι, ενώ το άρθρο 200 του ΑΚ εφαρμόζεται
προκειμένου να ερμηνευτεί κάποια σύμβαση, το άρθρο 288, που αναφέρεται στην
εκπλήρωση της παροχής εφαρμόζεται για να προσαρμοστεί η δικαιοπραξία στην
έννοια της καλής πίστης, έτσι ώστε με την καλή πίστη να συμπληρωθούν τα κενά της.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η συμπλήρωση του περιεχομένου της σύμβασης,
για να αποβεί αυτό ορθό και δίκαιο, πρέπει να γίνει μέσα στα όρια που έχουν τεθεί
από τη δικαιοπραξία. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν πρόκειται κυρίως για
συμπλήρωση της βούλησης των συμβαλλόμενων, αλλά για συμπλήρωση της
έκφρασης της βούλησης και της σύμβασης προς ανεύρεση του ακριβούς
περιεχομένου αυτής, δηλαδή εκείνου το οποίο στη συγκεκριμένη περίσταση οφείλει
να αποτελέσει δίκαιο μεταξύ τους, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της καλής πίστης
και των συναλλακτικών ηθών. Η ύπαρξη δε των παραπάνω όρων πρέπει να κρίνεται
αντικειμενικά. Ο δικαστής, δηλαδή, κρίνοντας αντικειμενικά θα εξετάσει τι στη
δεδομένη περίπτωση ο συγκεκριμένος οφειλέτης ή δανειστής θα θεωρούσε ως μέτρο
της παροχής και ακόμη, ούτε καν το αν αυτός τελούσε σε καλή πίστη, αλλά τι απαιτεί
η καλή πίστη, λαμβάνοντας υπόψη τα συναλλακτικά ήθη (αγόρευση Κ. Φαφούτη
2
στην ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31.214, Τσιριντάνης ό.π. αριθμ. 4, Τούσης Ενοχικό
παραγρ. 9 σελ. 40 σημ. 3, Γ. Κου-
----------------------------------
----------------------------------
μάντος ό.π. σελ. 43, Ν. Παπαντωνίου ό.π. σελ. 150 επ.). Στην κατά τα παραπάνω
συμπλήρωση της σύμβασης εξετάζεται κυρίως ο σκοπός της δικαιοπραξίας και το
συμφέρον και των δύο μερών, για να μη αποβεί η συμπλήρωση του περιεχομένου της
σύμβασης προς όφελος ή ζημία αποκλειστικά του ενός από αυτά. Και εφόσον το
άρθρο 288 προσδιορίζει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής, γίνεται δεκτό ότι
προσδιορίζει και το μέγεθος αυτής. Σκοπός δε αυτού του προσδιορισμού είναι, όπως
προεκτέθηκε, η προστασία δικαιολογημένων συμφερόντων του άλλου μέρους και η
αποφυγή ζημίας του ακόμη και αν η δηλωθείσα βούληση είναι σαφής και
αναμφίβολη και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, ώστε ο δικαστής να μπορεί να
προχωρήσει ενδεχομένως και κατά παρέκκλιση του τρόπου εκπλήρωσης της παροχής,
που καθορίστηκε στη δικαιοπραξία (Σπυριδάκης Ενοχικόν στο άρθρο 288 και εκεί
παραπομπές). Περαιτέρω οι επιταγές της καλής πίστης αναφέρονται κατά πρώτο λόγο
στον τρόπο και γενικότερα στις περιστάσεις (τόπο, χρόνο κλπ), κάτω από τις οποίες
θα πρέπει να εκπληρωθεί η κύρια παροχή (το πώς της παροχής). Έτσι μπορεί να
επιβληθούν από την καλή πίστη παρεπόμενες υποχρεώσεις, που δεν είχαν ειδικά
προβλεφθεί (από τα μέρη ή το νόμο), ή και παρεκκλίσεις από τέτοιες υποχρεώσεις. Οι
παρεπόμενες υποχρεώσεις είναι το κύριο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 288 του ΑΚ.
Ειδικότερα στις διαρκείς συμβάσεις, όπως στη σύμβαση εταιρίας, εργασίας κλπ,
επιβάλλεται η υποχρέωση πίστης, η οποία βαρύνει και τα δύο μέρη και σύμφωνα με
την οποία πρέπει να αποφεύγονται ανταγωνιστικές πράξεις, να υποστηρίζεται ο άλλος
απέναντι σε τρίτους, να δίνεται λογοδοσία κλπ (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ό.π. αρ. 44,
45γ#). Υποχρεώσεις, που επιβάλλει η καλή πίστη στα μέρη μετά τη λήξη της
ενοχικής σχέσης, προβλέπονται σε ορισμένες ειδικές διατάξεις, όπως στα άρθρα 456,
678, 727 του ΑΚ, αλλά μπορούν να συναχθούν και άλλες απευθείας από το άρθρο
288, πάντοτε όμως σχετικά με τη συμβατική σχέση που έληξε (Γεωργιάδης-
Σταθόπουλος ό.π., αριθμ. 63, 64). Ο κανόνας για την εφαρμογή του άρθρου 288 του
3
ΑΚ είναι η ύπαρξη έγκυρης ενοχής, αλλά αρκεί και οποιοσδήποτε άλλος (έννομος)
δεσμός μεταξύ δύο προσώπων. Όταν δεν υπάρχει προσωπικός δεσμός μεταξύ δύο
κοινωνών, παραμένει μόνο η γενική υποχρέωση σεβασμού των έννομων αγαθών των
άλλων κοινωνών και η αποφυγή παράνομης ή ανήθικης συμπεριφοράς απέναντι τους,
η οποία κολάζεται με την αστική ευθύνη βάσει των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ
(Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ό.π., αριθμ. 32, 33). Περαιτέρω, μία υπαίτια ζημιογόνα
συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση, πέραν
της αξίωσης από τη σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία,
όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στη διάταξη
του άρθρου 914 του ΑΚ (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505), οπότε συρρέουν οι αξιώσεις
από τη σύμβαση και την αδικοπραξία υπό προϋποθέσεις που δεν ενδιαφέρουν στην
προκειμένη υπόθεση (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43.1350,
ΕφΑΘ 12669/1989 ΕλλΔνη 35.490, ΕφΑΘ 3770/1990 ΕλλΔνη 31.1519, ΕφΘεσ
456/1970 Αρμ 24.704, ΕφΠειρ 596/1979 ΕΕμπΔ ΛΑ 127, ΕφΑθ 5766/1972 ΕλλΔνη
1973.608, Μπαλής Γεν. Αρχαί, έκδ. Η# παραγρ. 170).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα στην πρώτη έφεση ολλανδική εταιρία
με την επωνυμία «… B.V.» με την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 1484/2002 αγωγή της
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: Ο
εταιρικός της σκοπός είναι, μεταξύ άλλων, η διοργάνωση και πώληση στο κοινό
οργανωμένων ταξιδιών κυρίως εκτός Ολλανδίας, τη δραστηριότητα της δε αυτή ασκεί
με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη. Με το από 8.1.1993
ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης εταιρίας
με την επωνυμία «… Α.Ε.» και σε συνέχεια παλαιότερης συνεργασίας τους,
συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η τελευταία (εναγομένη) θα ενεργεί ως
αποκλειστική πράκτορας της (ενάγουσας) στην Κρήτη και θα παρέχει για λογαριασμό
της στους πελάτες της συναφείς προς το οργανωμένο από αυτήν ταξίδι τους αλλά
επιβοηθητικές και δευτερεύουσας φύσης υπηρεσίες, κατά τη λήξη δε της σύμβασης
αυτής (31.12.1997) θα διαπραγματεύονταν την παράταση ή την ανανέωσή της. Καθ’
όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους η ενάγουσα σύναπτε η ίδια στο όνομα της δια
του νομίμου εκπροσώπου της μισθωτικές συμβάσεις για κάθε τουριστική περίοδο με
τα αναφερόμενα στην αγωγή τουριστικά καταλύματα. Στις αρχές του 1997, όμως,
όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους ιδιοκτήτες των
συγκεκριμένων τουριστικών καταλυμάτων για τη σύναψη των νέων συμβάσεων για
την τουριστική περίοδο του έτους 1998, πληροφορήθηκε από τους ίδιους ότι ήδη η
4
εναγομένη είχε μισθώσει στο όνομά της όλα αυτά τα καταλύματα, τα οποία μάλιστα
πρόσφερε στη συνέχεια στις ανταγωνιστικές της ολλανδικές ομοειδείς επιχειρήσεις
με μειωμένη έναντι του 1997 τιμή και με την επισήμανση ότι μέχρι τότε
χρησιμοποιούντο από την ενάγουσα. Με την ενέργειά της αυτή ενώ ακόμη ίσχυε η
μεταξύ τους σύμβαση, η εναγομένη ενήργησε αντίθετα με όσα επιβάλλει η καλή
πίστη και παρέβη τις παρεπόμενες συμβατικές της υποχρεώσεις περί μη διάψευσης
της εμπιστοσύνης της και αποφυγής πράξεων ανταγωνισμού. Εκτός αυτού, η
εναγομένη προκειμένου να μισθώσει στο όνομά της τα τουριστικά καταλύματα
εκμεταλλεύτηκε την καλή της φήμη (ενάγουσας) για δικό της όφελος, καθώς και το
γεγονός ότι με τους ιδιοκτήτες τους είχε αποκτήσει στενή σχέση ως πράκτορας της
επί σειρά ετών, γνώριζε δε την οργάνωση και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε η
ενάγουσα για την προσέγγιση των ιδιοκτητών καταλυμάτων και τη σύναψη
συμβάσεων. Στην πράξη της αυτή προέβη χρησιμοποιώντας παρασκηνιακές μεθόδους
και παραπείθοντας τους ιδιοκτήτες-ξενοδόχους, έχοντας σαν σκοπό είτε να την
εξαναγκάσει να αποδεχθεί την παράταση της δικής της σύμβασης υπό τους
αναφερόμενους ειδικότερα στην αγωγή απαράδεκτους για την ίδια όρους, είτε να
προσφέρει τα καταλύματα αυτά στους ανταγωνιστές της με την πρόθεση ούτως ή
άλλως να τη ζημιώσει. Πέραν της παράβασης των κατά τα παραπάνω παρεπόμενων
συμβατικών υποχρεώσεών της, η συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά και
αδικοπραξία, επικουρικώς δε και αθέμιτο ανταγωνισμό, διότι της προκάλεσε ζημία
κατά τρόπο παράνομο και υπαίτιο, αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και με σκοπό
ανταγωνισμού. Περαιτέρω η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι συνέπεια της παραπάνω
αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης ήταν να υποστεί τις
παρακάτω ζημίες και για τις εξής αιτίες: α) Αναγκάστηκε να προβεί στη μίσθωση
άλλων καταλυμάτων (που αναφέρονται στην αγωγή), τα οποία όμως ήταν ποιοτικά
κατώτερα από τα παλαιά και άγνωστα στους πελάτες της, που στην πλειοψηφία τους
είναι «επαναλαμβανόμενοι» πελάτες, προτιμούν δηλαδή να ταξιδεύουν και να
καταλύουν σε τόπους και ξενοδοχεία που ήδη γνωρίζουν. Έτσι κατά το έτος 1998
μειώθηκαν οι πελάτες που έστειλε στην Κρήτη κατά 3.865 σε σχέση με αυτούς του
έτους 1997, με συνέπεια να απωλέσει το ποσό των 463.800 ολλανδικών φιορινιών ή
205.276,59 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα λεπτομερέστερα στην αγωγή, β) Επειδή τα
νέα καταλύματα ήταν άγνωστα στους πελάτες της, αναγκάστηκε να τα προσφέρει σε
μειωμένες τιμές, προκειμένου να τους προσελκύσει, και ζημιώθηκε από αυτήν την
αιτία το ποσό των 417.707,50 ολλανδικών φιορινιών ή 184.876,17 ευρώ, κατά τα
5
αναφερόμενα λεπτομερέστερα στην αγωγή, γ) Για τον ίδιο λόγο, κατά το έτος 1998
υπήρχε μειωμένη κάλυψη των νέων τουριστικών καταλυμάτων έναντι του
επιχειρηματικού της στόχου, που ήταν η επίτευξη ποσοστού κάλυψης κατά 80%, και
ζημιώθηκε εξ αυτού κατά το ποσό των 59.583,69 ευρώ, δ) Για την εξεύρεση των
νέων τουριστικών καταλυμάτων και τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων οι
κατανομαζόμενοι στην αγω-
----------------------------------
----------------------------------
γή δύο εκπρόσωποι της ταξίδεψαν επανειλημμένα στην Κρήτη και ζημιώθηκε από
τη σχετική δαπάνη που έκανε κατά το ποσό των 7.014 ολλανδικών φιορινιών ή
3.104,38 ευρώ, ε) Προκειμένου να γνωρίσουν τα νέα καταλύματα και να τα
προωθήσουν στους πελάτες της, διοργάνωσε ταξίδια στην Κρήτη των ολλανδών
τουριστικών πρακτόρων με τους οποίους συνεργάζεται, για τα οποία (ταξίδια)
δαπάνησε και αντίστοιχα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 60.120 ολλανδικών φιορινιών
ή 26.608,94 ευρώ, καθώς και κατά το ποσό των 14.400 ολλανδικών φιορινιών ή
6.237,17 ευρώ για έξοδα παραμονής τους στην Ελλάδα, κατά τα αναφερόμενα
λεπτομερέστερα στην αγωγή, στ) Για τη διαφήμιση των νέων καταλυμάτων κατέβαλε
και αντίστοιχα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 660 ολλανδικών φιορινιών ή 269,75
ευρώ, ζ) Για την εκτύπωση νέων διαφημιστικών φυλλαδίων κατέβαλε και αντίστοιχα
ζημιώθηκε κατά το ποσό των 2.300 ολλανδικών φιορινιών ή 1.032,75 ευρώ, και η)
Για άλλη διαφημιστική καμπάνια, που έκανε σε εφημερίδα, κατέβαλε και αντίστοιχα
ζημιώθηκε κατά το ποσό των 17.258 ολλανδικών φιορινιών ή 7.610,74 ευρώ. Βάσει
αυτών η ενάγουσα, αξιώνοντας επιπλέον και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης από τη σε βάρος της αδικοπραξία (29.347,03 ευρώ), ζήτησε να υποχρεωθεί η
εναγομένη να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 523.949,03 ευρώ. Έχοντας το
παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι αόριστη ως προς τη βάση της, που επιχειρείται
να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ (παράβαση της σύμβασης κατά
παράνομο τρόπο), διότι χωρίς την ύπαρξη της συμβατικής σχέσης των διαδίκων η
συμπεριφορά της εναγομένης δεν θα προσέβαλε κάποιο δικαίωμα της ενάγουσας,
καθόσον δεν αναφέρονται περιστατικά άλλα από εκείνα που αναφέρονται για την
6
παράβαση της σύμβασης. Καθόσον δε αφορά τόσο στη βάση της περί ευθύνης της
εναγομένης λόγω της αντίθετης προς τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς της και με
πρόθεση πρόκλησης ζημίας της ενάγουσας όσο και στην επικουρική βάση της περί
αθέμιτου ανταγωνισμού, η αγωγή είναι αόριστη διότι δεν εκτίθεται σαφώς και
ορισμένως με ποιο τρόπο η εναγομένη παρέπεισε τους ιδιοκτήτες καταλυμάτων, ποιες
ήταν οι επιχειρηματικές μέθοδοι και η οργάνωση της ενάγουσας, με τις οποίες
συνάπτε τις μισθωτικές συμβάσεις και πώς τις εκμεταλλεύτηκε η εναγομένη, με ποιο
τρόπο εκμεταλλεύτηκε τη φήμη της, το δε γεγονός της δυσφήμισής της και της
διάδοσης αναληθών περιστατικών, πέραν του ότι δεν προσδιορίζεται πώς έγινε η
δυσφήμιση και ποια είναι τα αναληθή αυτά περιστατικά, εμφανίζεται στην αγωγή ως
υποθετικό και όχι ως πραγματικό γεγονός. Οι ελλείψεις αυτές της αγωγής ως προς τις
δύο πιο πάνω αναφερόμενες βάσεις της (άρθρα 919 του ΑΚ και 1 του Ν. 146/1914),
για τη στοιχειοθέτηση των οποίων απαιτείται συμπεριφορά της εναγομένης αντίθετης
προς τα χρηστά ήθη, την καθιστούν αόριστη (νομική αοριστία), σύμφωνα με όσα
προεκτέθηκαν σχετικά με το απαραίτητο εξειδίκευσης της έννοιας των χρηστών
ηθών, ώστε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια και απέρριψε για τους
παραπάνω λόγους την αγωγή ως προς τις παραπάνω βάσεις της (αδικοπραξία από
σύμβαση και λόγω αντίθεσης προς τα χρηστά ήθη και αθέμιτος ανταγωνισμός) ως
αόριστη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί
λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Με
βάση το ίδιο περιεχόμενο της αγωγής, ως προς το αίτημα αυτής να επιδικαστεί στην
ενάγουσα αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αντισυμβατική με κριτήριο
την καλή πίστη συμπεριφορά της εναγομένης (σωρευόμενη κύρια βάση), είναι μη
νόμιμη για τους παρακάτω λόγους και σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε
σχετικά με την ευθύνη από παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις βάσει της καλής
πίστης (άρθρο 288 του ΑΚ): Με την επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση, που
συνήφθη μεταξύ αυτής και της εναγομένης και έληγε το έτος 1997, δεν δεσμεύτηκε η
τελευταία ότι κατά την τουριστική περίοδο του έτους 1998 και μετά θα απέχει από
επιχειρηματικές δραστηριότητες όμοιες με της ενάγουσας. Η αποχή από τέτοιες
δραστηριότητες δεν μπορεί να αποτελεί παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση της
εναγομένης με βάση την καλή πίστη, καθόσον η τυχόν τέτοια συμπλήρωση του
περιεχομένου της σύμβασης των διαδίκων θα βρισκόταν έξω από τα όρια που έχουν
τεθεί από τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Άλλωστε, η επικαλούμενη από την
ενάγουσα παρεπόμενη υποχρέωση της εναγομένης να μη μισθώσει τουριστικά
7
καταλύματα για το έτος 1998 δεν αφορά ούτε στον τρόπο και γενικότερα στις
περιστάσεις εκπλήρωσης της σύμβασης των διαδίκων ούτε προβλέπεται από κάποια
ειδική διάταξη νόμου ή θα μπορούσε να συναχθεί απευθείας από το άρθρο 288 του
ΑΚ, δεδομένου ότι μια τέτοια υποχρέωση θα ήταν άσχετη με τη συμβατική σχέση
τους, η οποία ούτως ή άλλως έληγε το έτος 1997. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί
ότι η μίσθωση των τουριστικών καταλυμάτων από την εναγομένη έγινε για την
τουριστική περίοδο του έτους 1998, μετά δηλαδή τη λήξη της μεταξύ των διαδίκων
σύμβασης, ώστε το γεγονός ότι η σχετική διαπραγμάτευση, που κατά την ενάγουσα,
έγινε λίγους μήνες πριν λήξει η σύμβαση των διαδίκων είναι χωρίς έννομο
ενδιαφέρον για το ζήτημα της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης. Ακόμη,
σύμφωνα επίσης με τα όσα προαναφέρθηκαν, η τυχόν συμπλήρωση της σύμβασης
των διαδίκων με την επιβολή στην εναγομένη της υποχρέωσης να μη
δραστηριοποιηθεί στον ίδιο με την ενάγουσα επιχειρηματικό τομέα θα οδηγούσε σε
υπερβολή, καθόσον δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το σκοπό της δικαιοπραξίας μεταξύ
των διαδίκων ούτε το συμφέρον και των δύο μερών, αντίθετα μετά τη λήξη της
σύμβασης τους θα απέβαινε σε όφελος μόνο της ενάγουσας, η οποία θα συνέχιζε να
καρπούται τα οφέλη από αυτή τη σύμβαση, και σε βάρος μόνο της εναγομένης, της
οποίας το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για επέκταση της επιχειρηματικής
δραστηριότητας της θα περιοριζόταν αδικαιολόγητα (άρθρο 5 του ισχύοντος
Συντάγματος). Τέλος, η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά, από τα οποία να
προκύπτει με βεβαιότητα ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η ενάγουσα δεν
μίσθωνε τα αναφερόμενα στην αγωγή τουριστικά καταλύματα, θα ήταν η ίδια
(ενάγουσα) αυτή που θα τα μίσθωνε, ώστε σε κάθε περίπτωση η επικαλούμενη ζημία
της δεν βρίσκεται αναγκαστικά σε αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω συμπεριφορά
της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ως νόμιμη και
βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς την παραπάνω βάση της (ευθύνη της εναγομένης λόγω
μη εκπλήρωσης των όρων της σύμβασης), έσφαλε στην κρίση του και πρέπει να γίνει
δεκτός ο λόγος έφεσης της εναγομένης και οι συναφείς με αυτόν πρόσθετοι λόγοι
έφεσης…]
8
1. Το πραγματικό που αντιμετώπισε η σχολιαζόμενη απόφαση ήταν στις βασικές
γραμμές του το ακόλουθο: Η ενάγουσα, μια ολλανδική εταιρία που
δραστηριοποιούνταν στη διοργάνωση και παροχή στους πελάτες της
οργανωμένων ταξιδιών, κυρίως στην Κρήτη, είχε συμβληθεί με την εναγόμενη,
μια ελληνική εταιρία, προκειμένου η τελευταία να παρέχει στους πελάτες της
ενάγουσας τουριστικές υπηρεσίες συναφείς με τα ταξίδια που οργάνωνε. Οι
συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει ότι η σύμβαση θα έληγε στις 31.12.1997,
οπότε θα διαπραγματεύονταν εκ νέου για την παράταση ή την ανανέωσή της.
Ωστόσο, ήδη στις αρχές του 1997 η εναγόμενη κατάρτισε συμβάσεις μίσθωσης
για την τουριστική περίοδο του έτους 1998 για τα ίδια τουριστικά καταλύματα
που έως τότε συνήθιζε να μισθώνει και να παρέχει στους πελάτες της η ενάγουσα.
Μάλιστα, η εναγόμενη προσέφερε τα καταλύματα αυτά σε
----------------------------------
----------------------------------
9
ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ανάμεσα σ’ αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
λειτουργία της αρχής της καλής πίστης στο πλαίσιο των διατάξεων για την
αδικοπραξία. Στο ζήτημα αυτό η σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται να τραβά μια
μάλλον σαφή οριοθετική γραμμή: Στη μια πλευρά τοποθετεί τις περιπτώσεις στις
οποίες μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται σε κάποιο ζημιογόνο πραγματικό
υφίσταται ένας ιδιαίτερος νομικός δεσμός (Sonderverbindung), ιδίως μια ενοχική
σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288
ΑΚ) προς θεμελίωση ιδιαίτερων υποχρεώσεων μεταξύ των μερών, οι οποίες, αν
παραβιαστούν, οδηγούν σε αξίωση αποζημίωσης με βάση τους κανόνες για την
ενδοσυμβατική ευθύνη. Στην άλλη πλευρά τοποθετεί τις περιπτώσεις στις οποίες
δεν υπάρχει τέτοιος προσωπικός δεσμός, οπότε δεν εφαρμόζεται το άρθρο 288
ΑΚ και δεν γεννιούνται υποχρεώσεις βάσει της αρχής της καλής πίστης. Μεταξύ
των κοινωνών του δικαίου υφίσταται στις περιπτώσεις αυτές μόνο η γενική
υποχρέωση σεβασμού των έννομων αγαθών των άλλων και αποφυγής παράνομης
ή ανήθικης συμπεριφοράς, η δε παράβαση της υποχρέωσης αυτής οδηγεί σε
ευθύνη προς αποζημίωση κατά τους κανόνες για την αδικοπραξία (ιδίως κατά τα
άρθρα 914 και 919 ΑΚ). Ωστόσο, παρά το ιδιαίτερο θεωρητικό και πρακτικό
ενδιαφέρον που παρουσιάζει, το ζήτημα αυτό δεν εξετάζεται περαιτέρω εδώ.
Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι, αν και η θέση που υποστηρίζει η σχολιαζόμενη
απόφαση φαίνεται καταρχήν να είναι πράγματι ορθότερη1, ο περιορισμός της
κριτηρίου της καλής πίστης στο πλαίσιο προϋφιστάμενων ιδιαίτερων νομικών
δεσμών (Sonderverbindung), ιδίως στο πλαίσιο προϋφιστάμενων ενοχών, και ο
συνακόλουθος αποκλεισμός του από το δίκαιο των αδικοπραξιών δεν είναι
αδιαμφισβήτητος2.
10
τη δυνατότητα θεμελίωσης της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού για το χρονικό
διάστημα μετά τη λήξη της συμβατικής σχέσης υπό το πρίσμα των κανόνων για
τη συμπλήρωση των κενών της δικαιοπραξίας. Στο πλαίσιο αυτό, διέκρινε
ανάμεσα σε ερμηνεία και σε συμπλήρωση της σύμβασης: Μολονότι η
επιχειρηματολογία του δεν είναι πάντα σαφής ή συνεπής, φαίνεται ασφαλές
τουλάχιστον το συμπέρασμα ότι η μεν ερμηνεία θεμελιώνεται στο άρθρο 200 ΑΚ,
η δε συμπλήρωση της σύμβασης στο άρθρο 288 ΑΚ. Όσον αφορά δε τα κριτήρια
συμπλήρωσης της σύμβασης η απόφαση αναφέρει, εκτός από την αρχή της καλής
πίστης, τον σκοπό της σύμβασης και το συμφέρον αμφότερων των μερών, τονίζει
δε ότι η συμπλήρωση πρέπει να γίνεται εντός των ορίων που έχουν τεθεί από τη
σύμβαση, χωρίς όμως να αποκλείει τη διορθωτική επέμβαση του δικαστή επί τη
βάσει αντικειμενικών κριτηρίων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον
όμως συντρέχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.
11
κριτηρίων: Τόσο η ερμηνεία της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ όσο
και η συμπλήρωση του περιεχομένου της κατ’ άρθρο 288 ΑΚ πρέπει να γίνονται
όπως «[…] απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά
ήθη», κατά βάση επομένως με αντικειμενικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, ακόμη και
η stricto sensu ερμηνεία δηλώσεων βούλησης αφίσταται, ενόψει των κριτηρίων
του άρθρου 200 ΑΚ, σε μεγάλο βαθμό από την αναζήτηση της πραγματικής
ψυχολογικής βούλησης των μερών και αναζητεί την κανονιστική βούληση, τη
βούληση δηλαδή που προκύπτει κατ’ εφαρμογή νομικών κριτηρίων. Κατά τούτο
πρόκειται για κανονιστική ερμηνεία και προσεγγίζει τη συμπλήρωση της
σύμβασης που συντελείται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, επί τη βάσει των
ίδιων κριτηρίων.
----------------------------------
----------------------------------
12
κανόνων (ενδοτικού3) δικαίου4. Αφετέρου συνδέεται με την παρατήρηση ότι, στον
βαθμό που πρόκειται πράγματι για κάποιου είδους ερμηνεία της σύμβασης, δεν
μπορεί παρά να συνιστά, τουλάχιστον μερικά, προσέγγιση μιας αυτόνομης
ρύθμισης, μιας ρύθμισης δηλαδή που ανάγεται τελικά στα ίδια τα συμβαλλόμενα
μέρη. Πάντως, η αβεβαιότητα για τη σχέση των άρθρων 200 και 288 ΑΚ ως προς
τη συμπλήρωση του κανονιστικού περιεχομένου συμβατικών ενοχών καλύπτεται
συχνά από την παράλληλη επίκληση των εν λόγω διατάξεων5, όπως και από την
παραδοχή είτε ότι η εφαρμογή τους θα έχει πρακτικά το ίδιο αποτέλεσμα 6, είτε ότι
στο κοινό πεδίο εφαρμογής τους αλληλοσυμπληρώνονται7.
8. Όσον αφορά την οριοθέτηση της εξηγητικής έναντι της συμπληρωτικής ερμηνείας
θα μπορούσε, πολύ σχηματικά, να θεωρηθεί ως αποφασιστικό το ερώτημα κατά
πόσο η ρύθμιση του εκάστοτε κρίσιμου ζητήματος εμπεριέχεται στις ήδη
υφιστάμενες δηλώσεις βούλησης που απαρτίζουν τη σύμβαση. Σε περίπτωση
καταφατικής απάντησης η εξεταζόμενη ρύθμιση θεμελιώνεται σε εξηγητική
ερμηνεία, ακόμη κι αν οι οικείες δηλώσεις βούλησης εκφράστηκαν σιωπηρά ή
ακόμη κι αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματική-
ψυχολογική βούληση των συμβαλλομένων, αλλά προκύπτει βάσει των κριτηρίων
της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ’ άρθρο 200 ΑΚ (κανονιστική
βούληση)8. Στην υπόθεση που έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση το περιεχόμενο
της σύμβασης, όπως διαμορφώθηκε αυτόνομα από τα μέρη, προφανώς δεν
περιείχε κάποια ρύθμιση, ρητή ή σιωπηρή, η οποία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα
των κριτηρίων του άρθρου 200 ΑΚ, αντιμετώπιζε το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό
καθένας από τους συμβαλλομένους είχε υποχρέωση να απέχει από
επιχειρηματικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές προς τις δραστηριότητες του
3
Συχνά ακόμη και κανόνες αναγκαστικού δικαίου, όπως εν προκειμένω το άρθρο 288 ΑΚ,
προϋποθέτουν ότι οι συμβαλλόμενοι δεν προέβησαν οι ίδιοι σε κάποια σχετική ρύθμιση, βλ. ενδεικτικά
Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 42.
4
Για τον λόγο αυτό δεν λείπουν απόψεις που εξομοιώνουν τη συμπληρωτική ερμηνεία με εφαρμογή
(ετερόνομων) κανόνων δικαίου, βλ. προπάντων Henckel, AcP 159 (1960), 106 επ, ο οποίος θεωρεί ότι
μόνο η διαπίστωση των κενών της δικαιοπραξίας συνιστά πραγματικά ερμηνεία· βλ. επίσης στο ίδιο
πνεύμα Neuner, FS Canaris, 2007, σελ. 916· Mangold, NJW 1961, 2284.
5
Βλ. λ.χ. Καράκωστα, Γεν. Αρχές, Τόμος ΙΙ, 2005, αρ. 880 επ· Παπαντωνίου, Γεν. Αρχές, 1983, § 67 ΙΙ·
Ασπρογέρακα-Γρίβα, Γεν. Αρχές, 1981, § 88 ΙΙΙ.
6
Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 200 αρ. 36· Δωρής, ΝοΒ 1999, 775·
Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2000, αρ. 533·
Πιτσιρίκος, Δ 1996, 1274.
7
Σταθόπουλος, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 50· Αστ. Γεωργιάδης, ό.π. (υποσ. 1), § 18, αρ. 33.
8
Αναλυτικά για τη διάκριση εξηγητικής και συμπληρωτικής ερμηνείας βλ. Παπαδημητρόπουλο, Η
συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2009, αρ. 86 επ.
13
αντισυμβαλλομένου του. Συνεπώς, το δικαστήριο καλούνταν να συμπληρώσει τη
σύμβαση, είτε βάσει συμπληρωτικής ερμηνείας είτε βάσει του άρθρου 288 ΑΚ, με
έναν κανόνα που δεν προϋπήρχε στη σύμβαση αναφορικά με την ύπαρξη ή μη και
ενδεχομένως την έκταση μιας υποχρέωσης μη ανταγωνισμού των
συμβαλλομένων.
14
Επιπλέον, η σύνδεση της συμπληρωτικής ερμηνείας με την ιδιωτική αυτονομία
των συμβαλλομένων επιτρέπει τον προσδιορισμό της λειτουργίας του κριτηρίου
της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών για την εξεύρεση της κρίσιμης
υποθετικής βούλησης: Κατά τη συμπληρωτική ερμηνεία το κριτήριο αυτό
υποχωρεί, εφόσον από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης προκύπτει ότι
στην ιδιωτική αυτονομία των δικαιοπρακτούντων ανταποκρίνεται περισσότερο
μια άλλη ρύθμιση από αυτήν που φαίνεται να επιβάλλουν η καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη11. Συνεπώς, είναι καταρχήν νοητό ακόμη και να οδηγεί η
συμπληρωτική ερμηνεία σε μια ρύθμιση που δεν ανταποκρίνεται στην καλή πίστη,
όπως ακριβώς μπορούν να κάνουν, εκφράζοντας τη σχετική δικαιοπρακτική
βούληση, οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην έννομη σχέση12. Αυτό ισχύει βεβαίως
μόνο εφόσον τηρείται το ακραίο όριο ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι έγκυρη13, αφού
οι κανόνες που θεσπίζουν την ακυρότητα συμβατικών όρων θέτουν ακριβώς όρια
στη δικαιοπρακτική ελευθερία των συμβαλλομένων. Δεν αποκλείεται πάντως η
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αποκτούν σημασία στο πλαίσιο της
συμπληρωτικής ερμηνείας ως κριτήρια επιλογής ανάμεσα σε ισοδύναμες, όσον
αφορά τη θεμελίωσή τους στην υποθετική βούληση των συμβαλλομένων,
εναλλακτικές ρυθμίσεις.
----------------------------------
11
Πρβλ. Graf, Vertrag und Vernunft, 1997, σελ. 31 επ.
12
Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 6), άρθρ. 200 αρ. 18.
13
Συνιστά απολύτως κρατούσα γνώμη ότι η συμπληρωτική ερμηνεία δεν μπορεί να οδηγεί σε άκυρες
ρυθμίσεις ή ακόμη περισσότερο σε άκυρες δικαιοπραξίες, Καράσης, Γενικές Αρχές του Αστικού
Δικαίου – Δικαιοπραξία Ι, 1996, αρ. Γ 388· Busche σε Münchener Kommentar zum Bürgerlichen
Gesetzbuch, 2006, § 157, αρ. 56· Armbrüster σε Erman, Handkommentar Bürgerliches Gesetzbuch,
2008, § 157, αρ. 24· BGH NJW 1984, 1177 (1178)· BGH NJW 1970, 468. Πάντως, ο κανόνας αυτός
δεν ισχύει τόσο απόλυτα όσο υποδεικνύει η διατύπωσή του, βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ.
605 επ· πάντως, η κρατούσα γνώμη είναι ορθή στον βαθμό που απαγορεύει τη θεμελίωση, με τη
βοήθεια της συμπληρωτικής ερμηνείας, ρυθμίσεων που αντίκεινται στις επιταγές της έννομης τάξης.
14
Βλ. και Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 50.
15
----------------------------------
12. Η θέση αυτή καθορίζει την οπτική γωνία που υιοθετεί ο εφαρμοστής του δικαίου
κατά την εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ και κατά τη συμπληρωτική ερμηνεία της
σύμβασης. Στην πρώτη περίπτωση η εξειδίκευση της γενικής ρήτρας σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις αποτελεί εξεύρεση ενός κανόνα δικαίου που παρέχει
η ετερόνομη ρυθμιστική τάξη για την εκάστοτε κρίσιμη έννομη σχέση17· ο
κανόνας όμως αυτός, όσο ειδικός κι αν είναι, δεν είναι καταρχήν πραγματικά
ατομικός, αλλά διατηρεί τον χαρακτήρα του ως αφηρημένου κανόνα δικαίου,
προορισμένου δηλαδή να ισχύσει σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις, όσο σπάνια κι
αν ανακύπτουν αυτές. Ο δικαστής επομένως, με την κρίση του επί της εφαρμογής
σε μια έννομη σχέση του κριτηρίου της καλής πίστης κατά το άρθρο 288 ΑΚ, δεν
αποφαίνεται απλώς ότι η συγκεκριμένη έννομη σχέση πρέπει να ρυθμιστεί με
έναν ορισμένο τρόπο, αλλά και ότι κάθε άλλη περίπτωση με τα ίδια
χαρακτηριστικά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Παρά την
εξατομικευμένη αντιμετώπιση, η αφετηρία του δικαστή είναι καταρχήν η έννομη
τάξη ως ετερόνομο ρυθμιστικό σύστημα των έννομων σχέσεων, την οποία
«συμπληρώνει» διά της συναγωγής ενός ειδικού, πλην όμως αφηρημένου, κανόνα
από το γενικό κριτήριο της γενικής ρήτρας που εφαρμόζει (εν προκειμένω της
καλής πίστης). Αντίθετα, η ίδια η αφετηρία της συμπληρωτικής ερμηνείας, ήτοι η
15
Για την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ ενόψει των συνθηκών
της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 20. Για
τον προσανατολισμό της συμπληρωτικής ερμηνείας στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης
βλ. μεταξύ άλλων Παπανικολάου, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 520
16
Πρβλ. Σταθόπουλο, ό.π. (υποσ. 2), § 5 αρ. 60.
17
Πρβλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 1), § 18, αρ. 11 και 12.
16
ερμηνευόμενη δικαιοπραξία, συνιστά εξ ορισμού ατομική ρύθμιση: Ο δικαστής
που ερμηνεύει συμπληρωτικά δεν εφαρμόζει έναν ειδικό μεν πλην όμως
αφηρημένο κανόνα, αλλά έναν ατομικό κανόνα, έναν κανόνα δηλαδή για τη
συγκεκριμένη, και όχι για μια τέτοιου είδους δικαιοπραξία18. Βεβαίως, η διάκριση
μπορεί να είναι πολύ δύσκολη αν όχι αδύνατη στην πράξη, καθώς δεν αποκλείεται
ούτε να έχει ο ειδικός (αφηρημένος) κανόνας ουσιαστικά μόνο ατομικά
χαρακτηριστικά ούτε να είναι ο ατομικός κανόνας επιδεκτικός εφαρμογής και σε
άλλες περιπτώσεις υπό επαρκώς όμοιες συνθήκες.
14. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι ο πρωταρχικός σκοπός των
συμβαλλομένων συνίστατο στη συνεργασία για την παροχή τουριστικών
υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της σύμβασης και στην αναμενόμενη από τη
συνεργασία αυτή αύξηση των αμοιβαίων οικονομικών οφελών. Ο σκοπός αυτός
δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει την υποθετική βούληση των συμβαλλομένων για
τη δημιουργία μιας υποχρέωσης αποχής από πράξεις ανταγωνισμού μετά τη λήξη
της σύμβασης. Αντιθέτως, ο συμβατικός σκοπός επιβάλλει την αντίθετη θεώρηση:
Αν οι συμβαλλόμενοι είχαν εξετάσει, κατά την κατάρτιση της σύμβασης20, το
18
Armbrüster, ό.π. (υποσ. 13), § 157, αρ. 20· Larenz/Wolf, BGB AT, 2004, § 28 αρ. 117.
Αντιδιαμετρικά αντίθετοι Flume, BGB AT, Τόμος ΙΙ, 1979, § 16 4 b: «Es gilt, nicht für “diesen”
Vertrag, sondern für “einen solchen” Vertrag die ergänzende Regelung zu finden»· Bucher,
Schweizerisches Obligationenrecht AT, 1988, § 12 V 2.
19
Βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 385 επ.
20
Για τον κρίσιμο χρόνο της συμπληρωτικής ερμηνείας βλ. Παπαδημητρόπουλο, ό.π. (υποσ. 8), αρ. 58
επ και 349 επ με περαιτέρω παραπομπές
17
ζήτημα αν θα δικαιούνται ή όχι να δρουν ανταγωνιστικά μετά τη λήξη της
σύμβασης, προφανώς θα είχαν συμφωνήσει (υποθετική βούληση) ότι θα είναι
ελεύθεροι να προβαίνουν σε κάθε γενικά επιτρεπτή, ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου
1 ν. 146/1914, ενέργεια. Διαφορετική ρύθμιση θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με
υποχρέωση μετασυμβατικής συνέχισης της συνεργασίας με μικρότερη ένταση, ήτοι
με παραλείψεις των συμβαλλομένων και όχι με θετικές ενέργειες. Ένα τέτοιο
αποτέλεσμα θα αντέβαινε καταρχήν ευθέως στην ίδια τη συμβατική πρόβλεψη για
συγκεκριμένο χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης και παύσης αυτής της
συνεργασίας. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται
στο περιοδικό εσφαλμένα ως 13******
21
Πρβλ. BGH, 6.7.2004, XI ZR 254/02, σελ. 8 (www.bundesgerichtshof.de).
18
πλεονεκτημάτων από την προηγούμενη συνεργασία των μερών.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 14******
----------------------------------
----------------------------------
17. Καταρχάς, μια τέτοια υποχρέωση θα παρέτεινε ως έναν βαθμό τη συνεργασία και
συνεπώς θα εμπόδιζε στην ουσία τη μετάβαση που υποτίθεται ότι επιδιώκει να
ενισχύσει, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με τη ρητή βούληση των συμβαλλομένων
για λύση της σύμβασης στον καθορισμένο χρόνο. Επιπλέον, επειδή βεβαίως μια
υποχρέωση μη ανταγωνισμού δεν θα μπορούσε να είναι μονομερής, στην ουσία
θα στερούσε αμφότερους τους συμβαλλομένους από πεδία νόμιμης
επιχειρηματικής δραστηριότητας (λ.χ. αναφορικά με ορισμένη κατηγορία
πελατών ή τρίτων αντισυμβαλλομένων) και θα οδηγούσε ενδεχομένως σε
αντίστοιχη μείωση των κύκλων εργασιών τους, πράγμα προφανώς αντίθετο προς
τις επιδιώξεις τους. Ο κυριότερος όμως λόγος που εμποδίζει την αποδοχή της
κρίσιμης υποθετικής βούλησης είναι η διαπίστωση ότι ο σκοπός της μετάβασης
από σχέσεις συνεργασίας σε σχέσεις ανταγωνισμού μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα
μειονεκτήματα αυτά, συνεπώς με μικρότερη επιβάρυνση για τα μέρη.
19
Συγκεκριμένα, τον σκοπό αυτόν θα μπορούσε κάλλιστα να ικανοποιήσει η
αποδοχή της υποθετικής βούλησης των συμβαλλομένων για αμοιβαία υποχρέωση
έγκαιρης γνωστοποίησης στον αντισυμβαλλόμενο της απόφασής τους να μην
προβούν σε παράταση ή ανανέωση της σύμβασης μετά την πάροδο του ορισμένου
χρόνου διάρκειάς της. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 16******
19. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής φαίνεται πειστική η θεμελίωση της οικείας
υποθετικής βούλησης σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη: Αν τα μέρη
καλούνταν να ρυθμίσουν το ζήτημα ποια θα είναι τα εκατέρωθεν καθήκοντά τους
σε περίπτωση που κάποιος συμβαλλόμενος αποφασίσει, ήδη κατά τη διάρκεια της
20
σύμβασης, να μην προχωρήσει σε παράταση ή ανανέωση της σύμβασης μετά τη
λήξη της, θα συμφωνούσαν, με σκοπό την ομαλή μετάβαση σε σχέσεις
ανταγωνισμού, τη γέννηση μιας υποχρέωσης για ενημέρωση του
αντισυμβαλλομένου σχετικά με την επικείμενη διακοπή της συνεργασίας κατά τη
λήξη της σύμβασης. Όσον αφορά δε τον ακριβή χρόνο στον οποίο θα πρέπει να
ενημερωθεί ο αντισυμβαλλόμενος, κρίσιμες είναι οι κατ’ ιδίαν περιστάσεις κάθε
ατομικής περίπτωσης. Συνήθως όμως ο χρόνος αυτός δεν θα απέχει πολύ από τη
λήψη της απόφασης περί διακοπής της συνεργασίας, εφόσον βέβαια η
προκαθορισμένη λήξη της σύμβασης δεν απέχει τόσο πολύ ώστε να καθιστά
πρόωρη οποιαδήποτε ανακοίνωση των σχετικών προθέσεων.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 18******
21
χρονικό διάστημα μετά την πάροδο της προκαθορισμένης συμβατικής διάρκειας.
Παρά ταύτα, η δημιουργία μιας υποχρέωσης γνωστοποίησης της τυχόν απόφασης
για μη συνέχιση της συνεργασίας ενισχύει τουλάχιστον τη βεβαιότητα κάθε
συμβαλλομένου ότι οι επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ενόψει της (κατά βάση
πάντα αβέβαιης) συνέχισης της συνεργασίας με τον αντισυμβαλλόμενό του δεν
είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες ως άχρηστες επειδή ο τελευταίος έχει
στην πραγματικότητα προαποφασίσει να μη συνεχίσει τη συνεργασία. Κατά
τούτο, η εξεταζόμενη υποχρέωση ενισχύει τη συνεργασία των μερών ήδη κατά τη
διάρκεια της σύμβασης, μολονότι καθαυτή αναφέρεται στον χρόνο μετά το πέρας
της σύμβασης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 19******
22. Πάντως, αν, παρά τις σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν φαίνεται πειστική η
θεμελίωση σε συμπληρωτική ερμηνεία της υποχρέωσης των μερών για έγκαιρη
προειδοποίηση του αντισυμβαλλομένου τους σχετικά με την πρόθεση μη
συνέχισης της σύμβασης, το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί κατ’
22
Βλ. υποσ. 20.
22
εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ και του κριτηρίου της καλής πίστης23. Στην
περίπτωση αυτή, η εν λόγω υποχρέωση θα επιβαλ-
----------------------------------
----------------------------------
23
Στην ουσία πρόκειται εν πολλοίς για αντίστοιχη υποχρέωση με αυτήν που επιβάλλει στα
διαπραγματευόμενα μέρη το άρθρο 197 ΑΚ, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται δεκτό ότι αντίθετη προς
την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και επομένως θεμελιωτική της υποχρέωσης αποζημίωσης
συμπεριφορά υπάρχει και «[…] όταν το ένα μέρος, αν και έχει αποφασίσει να μην προβεί στη σύναψη
της σύμβασης, δημιουργεί στο άλλο την εντύπωση ότι επιθυμεί την κατάρτισή της και δεν το
αποτρέπει από τη διενέργεια εξόδων που συνδέονται με τη σύμβαση […]», έτσι κατά λέξη Απ.
Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές, 2002, § 34 αρ. 7. Βλ. περαιτέρω μεταξύ πολλών Καράση στον ΑΚ
Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 197-198 αρ. 4· Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, 1985, αρ. 235β. Από τη
γερμανική νομολογία βλ. ενδεικτικά BGH, 6.7.2004, XI ZR 254/02, σελ. 17
(www.bundesgerichtshof.de). Μάλιστα, δεδομένου ότι στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση τα μέρη
ενεργούσαν στο πλαίσιο ήδη υφιστάμενου ενοχικού δεσμού, τα θεμελιούμενα στην καλή πίστη
εκατέρωθεν καθήκοντά τους είναι μάλλον αυξημένα σε σχέση με τις περιπτώσεις στις οποίες τα μέρη
βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των διαπραγματεύσεων.
24
Πάγια διατύπωση για το περιεχόμενο της αρχής της καλής πίστης, βλ. ενδεικτικά Σταθόπουλο, ό.π.
(υποσ. 2), § 5 αρ. 12· ΑΠ 1464/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
25
Για την εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία των κανόνων δικαίου και ιδίως των γενικών
ρητρών (πρόκειται για τη λεγόμενη «έμμεση τριτενέργεια» των συνταγματικών διατάξεων) βλ.
ενδεικτικά Παπανικολάου, ό.π. (υποσ. 6), αρ. 257 επ· Απ. Γεωργιάδη, ό.π. (υποσ. 23), § 6, αρ. 44 επ.
Ειδικά για τη σημασία της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας σε σχέση με τα όρια
εντός των οποίων οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνούν περιορισμούς του μεταξύ τους
ανταγωνισμού βλ. ενδεικτικά BGH, 18.7.2005, ΙI ZR 159/03, σελ. 8 (www.bundesgerichtshof.de), με
περαιτέρω παραπομπές (η απόφαση θέτει όρια στη δυνατότητα θέσπισης συμβατικών ρητρών
περιοριστικών του ανταγωνισμού επί τη βάσει της απαγόρευσης αντίθετων στα χρηστά ήθη
δικαιοπραξιών – § 138 ΓερμΑΚ = άρθρο 178 ΑΚ).
23
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 21******
24. Η σχολιαζόμενη απόφαση δεν εξέτασε, ελλείψει ίσως σχετικών ισχυρισμών από
την πλευρά της ενάγουσας, τη λύση που υποστηρίζεται εδώ, η οποία οδηγεί σε
ευθύνη της εναγόμενης λόγω αθέτησης της υποχρέωσής της να ενημερώσει την
ενάγουσα για την πρόθεσή της να μην προχωρήσει σε ανανέωση ή παράταση της
σύμβασης μετά τη λήξη της. Αποφασιστικό δηλαδή δεν είναι το γεγονός ότι η
εναγόμενη προχώρησε, ήδη κατά τη διάρκεια της σύμβασης, σε
προπαρασκευαστικές ενέργειες με σκοπό την άσκηση ανταγωνιστικών προς την
ενάγουσα δραστηριοτήτων για τον μετά τη λήξη της σύμβασης χρόνο, αλλά το
24
γεγονός ότι δεν ενημέρωσε εγκαίρως την ενάγουσα για την παγιωμένη πρόθεσή της
να μην συνεχίσει τη συνεργασία τους. Κρίσιμος δε χρόνος στον οποίο γεννήθηκε η
εν λόγω υποχρέωση ήταν η στιγμή κατά την οποία παγιώθηκε η απόφαση για μη
συνέχιση της συνεργασίας, το αργότερο δηλαδή τη στιγμή κατά την οποία η
εναγόμενη προχώρησε στις κρίσιμες προπαρασκευαστικές ενέργειες, ήτοι στη
μίσθωση τουριστικών καταλυμάτων για την πρώτη τουριστική περίοδο μετά την
προγραμματισμένη λήξη της σύμβασης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της
παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 23******
25. Αντίστοιχα προσδιορίζεται και η έκταση της ευθύνης: Αφού η ευθύνη της
εναγόμενης θεμελιώνεται στη μη έγκαιρη προειδοποίηση της ενάγουσας για την
σκοπούμενη παύση της συνεργασίας τους, η υποχρέωση αποζημίωσης που
βαρύνει την εναγόμενη συνίσταται αποκλειστικά στην αποκατάσταση της ζημίας
που υπέστη η ενάγουσα λόγω της μη έγκαιρης ενημέρωσής της. Συνεπώς, το ύψος
της οφειλόμενης αποζημίωσης ανέρχεται στο ποσό που θα ήταν αναγκαίο για να
αποκατασταθεί η κατάσταση που θα υπήρχε χωρίς την αντισυμβατική
συμπεριφορά, για να περιέλθει δηλαδή η ενάγουσα στην κατάσταση που θα
βρισκόταν αν είχε ενημερωθεί έγκαιρα για τις προθέσεις της εναγόμενης.
Αντιθέτως, οι ίδιες οι ανταγωνιστικές ενέργειες της εναγόμενης δεν συνιστούν
αντισυμβατική συμπεριφορά και για τον λόγο αυτό δεν οδηγούν καθαυτές σε
υποχρέωση αποζημίωσης. ******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου
εμφανίζεται στο περιοδικό εσφαλμένα ως 24******
25
είδους καιροσκοπικές συμπεριφορές. Αντίστοιχα δικαιότερη είναι και η έκταση
της ευθύνης, η οποία ισορροπεί ανάμεσα σε δύο άκρα: Αφενός απόρριψη κάθε
ευθύνης, μολονότι η εναγόμενη επέδειξε μια συμπεριφορά αντίθετη προς το
επιβαλλόμενο από τη σύμβαση πνεύμα συνεργασίας (αυτή είναι η λύση που
προέκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση), και αφετέρου αποδοχή της ευθύνης για
ανταγωνιστικές ενέργειες μετά τη λήξη της σύμβασης όπως επιδίωκε η ενάγουσα.
******ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο πλαγιάριθμος της παραγράφου εμφανίζεται στο περιοδικό
εσφαλμένα ως 25******
Αντώνης Παπαδημητρόπουλος
Δικηγόρος – Δ.Ν.
26