You are on page 1of 106

Σηµειώσεις Μακροοικονοµικής

Οι σηµειώσεις αυτές δίδονται µε την συγκατάθεση του Τµήµατος Χρηµατοοικονοµικής


και Ασφαλιστικής του ΤΕΙ-Κρήτης (Παράρτηµα Αγίου Νικολάου).

Το υλικό αυτό αποτελεί ιδιοκτησία του Παραρτήµατος Αγίου Νικολάου και


παραχωρείται η χρήση του στους φοιτητές του ΕΑΠ.

Οι σηµειώσεις αυτές είναι βασισµένες στο βιβλίο των D .Begg, R. Dornbusch και
S. Fisher «Εισαγωγή στην Οικονοµική».

1
ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥ∆ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Γιώργος Αγιοµυργιανάκης Μαριάννα Πασχάλη


Αναπληρωτής Καθηγητής Συνεργαζόµενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο

Σεπτέµβριος 2004

2
Εισαγωγή στη Μακροοικονοµική και τους Εθνικούς Λογαριασµούς

Μακροοικονοµική Θεωρία:
Η µακροοικονοµική θεωρία έχει ως αντικείµενο τη µελέτη της λειτουργίας της
οικονοµίας συνολικά, σε αντίθεση µε τη µικροοικονοµική θεωρία που εξετάζει την
οικονοµική δραστηριότητα των επιµέρους θεσµικών µονάδων (νοικοκυριών,
επιχειρήσεων). Η µακροοικονοµική θεωρία, λοιπόν:
• ασχολείται µε τα ευρύτερα µεγέθη της οικονοµίας (π.χ. εθνικό προϊόν,
ποσοστό ανεργίας, ρυθµό πληθωρισµού, επίπεδο επιτοκίων, κ.λ.π.)
• ενδιαφέρεται για την αλληλεπίδραση µεταξύ των τοµέων της οικονοµίας (πως
δηλαδή µια αλλαγή στη λειτουργία ενός τοµέα επηρεάζει τη λειτουργία ενός
άλλου τοµέα της οικονοµίας).

Τα βασικά οικονοµικά µεγέθη µε τα οποία ασχολείται η µακροοικονοµική είναι:


• Το πραγµατικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν (πρόκειται για µέτρο του
συνολικού εισοδήµατος µιας οικονοµίας, δηλαδή της ικανότητάς της να
αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες) και ο ρυθµός µεγέθυνσής του (δηλαδή η
διαχρονική αύξηση του)
• Ο ρυθµός πληθωρισµού (δηλαδή η ετήσια ποσοστιαία αύξηση του γενικού
επίπεδου τιµών ή αλλιώς της µέσης τιµής των αγαθών και υπηρεσιών)
• Το ποσοστό ανεργίας (δηλαδή το ποσοστό του εργατικού δυναµικού-των
ατόµων που εργάζονται είτε αναζητούν εργασία- που δεν απασχολείται)

Η µακροοικονοµική ασχολείται διεξοδικά και µε ζητήµατα οικονοµικής πολιτικής, µε


τα µέτρα και τα εργαλεία, δηλαδή, που διαθέτουν οι κυβερνήσεις και οι σχεδιαστές
πολιτικής για να επηρεάσουν την απόδοση της οικονοµίας ή να αντιµετωπίσουν
δυσµενείς οικονοµικές εξελίξεις που µπορεί να επιδράσουν αρνητικά στην ευηµερία
των πολιτών µιας χώρας. Τέτοια µέτρα, που θα συζητήσουµε αργότερα στην πορεία
της µελέτης σας είναι η δηµοσιονοµική, νοµισµατική, συναλλαγµατική και
εισοδηµατική πολιτική.

Είναι σηµαντικό να κατανοήσουµε ότι στόχος της µακροοικονοµικής πολιτικής είναι


η µεγιστοποίηση της ευηµερίας των πολιτών µιας χώρας ή µιας οικονοµίας, αν

3
θέλετε. Η χρήση των εργαλείων και των µέτρων πολιτικής που προτείνονται στο
πλαίσιο της µακροοικονοµικής στοχεύουν στη βελτίωση των οικονοµικών επιδόσεων,
αλλά και στη δικαιότερη κατανοµή του εισοδήµατος µε απώτερο σκοπό τη βελτίωση
του βιοτικού επιπέδου που απολαµβάνει το σύνολο των πολιτών κάθε χώρας. Για την
επίτευξη του στόχου αυτού και την επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά µέτρων
πολιτικής είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς τη λειτουργία της οικονοµίας, τις
επιδράσεις που κάθε µέτρο πολιτικής προκαλεί και τις αλληλεπιδράσεις µεταξύ των
επιµέρους τοµέων της οικονοµίας που προσδιορίζουν το τελικό αποτέλεσµα κάθε
επέµβασης στη λειτουργία της οικονοµίας.

∆ιάγραµµα Κυκλικής Ροής:


Η µακροοικονοµική, λοιπόν, εξετάζει την οικονοµία ως σύνολο. Τι είναι όµως το
σύνολο της οικονοµίας; Η οικονοµία αποτελείται από επιµέρους οικονοµικές µονάδες
(νοικοκυριά – επιχειρήσεις – υπηρεσίες κεντρικής κυβέρνησης - τοπική
αυτοδιοίκηση) οι αποφάσεις και η οικονοµική δραστηριότητα των οποίων
προσδιορίζει τελικά τις συνολικές επιδόσεις κάθε οικονοµίας.

Στα αµέσως επόµενα, θα χρησιµοποιήσουµε ένα πολύ γνωστό και απλό υπόδειγµα, το
διάγραµµα κυκλικής ροής, που µε αφαιρετικό τρόπο απεικονίζει την λειτουργία της
οικονοµίας. Για λόγους απλούστευσης, θα µελετήσουµε αρχικά µια κλειστή
οικονοµία (µια οικονοµία δηλαδή που δεν έχει συναλλαγές µε το εξωτερικό) και θα
υποθέσουµε ότι δεν υπάρχει σε αυτή την οικονοµία κρατικός τοµέας. Κατά τη
λειτουργία αυτής της οικονοµίας λαµβάνουν χώρα µεταξύ των θεσµικών τοµέων της
οικονοµίας (νοικοκυριά – επιχειρήσεις) οι εξής συναλλαγές:

1. Τα νοικοκυριά προσφέρουν στις επιχειρήσεις τις υπηρεσίες των συντελεστών


παραγωγής που διαθέτουν (κεφάλαιο, γη, εργασία) και οι επιχειρήσεις
χρησιµοποιούν τις υπηρεσίες αυτές για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.
2. Τα νοικοκυριά εισπράττουν εισόδηµα από τις επιχειρήσεις ως αµοιβή για τις
υπηρεσίες που προσφέρουν /ενοικιάζουν.
3. Τα νοικοκυριά χρησιµοποιούν το εισόδηµα που κερδίζουν από την
«ενοικίαση» των παραγωγικών συντελεστών που διαθέτουν, για να
αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρονται ως προϊόν των

4
επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας έτσι στις επιχειρήσεις τους απαραίτητους
πόρους για να πληρώσουν τους συντελεστές που χρησιµοποιούν.

Είναι πολύ εύκολο να απεικονίσουµε σχηµατικά το υπόδειγµα αυτό ως εξής:

Χρήµα
Αγορά Αγαθών

C και Υπηρεσιών
Επιχειρή
Αγαθά και
Υπηρεσίες σεις

Νοικοκυ
ριά

Συντελεστές

Εισόδηµα Αγορά Εργασίας και Y


Συντελεστών Παραγωγής

Σηµειώστε ότι η συναλλαγή που αποτελείται από την προσφορά από τα νοικοκυριά
προς τις επιχειρήσεις παραγωγικών συντελεστών και από την αντίθετης κατεύθυνσης
ροή εισοδήµατος από τις επιχειρήσεις προς τα νοικοκυριά ως αντάλλαγµα των
υπηρεσιών που προσφέρουν ορίζει την αγορά εργασίας και παραγωγικών
συντελεστών. Η συναλλαγή, από την άλλη µεριά, που αποτελείται από την δαπάνη
των νοικοκυριών για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που παράγουν οι επιχειρήσεις
και από την αντίθετης κατεύθυνσης ροή πραγµατικών αγαθών και υπηρεσιών από τις
επιχειρήσεις προς τα νοικοκυριά ορίζει την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.

5
Είναι προφανές ότι αφού έχουµε υποθέσει ότι όλα τα εισοδήµατα που κερδίζουν οι
παραγωγικοί συντελεστές δαπανώνται στην κατανάλωση των προϊόντων που
παράγουν οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να συµπεράνουµε ότι τα εισοδήµατα των
συντελεστών ισούνται πάντα µε τη δαπάνη από µέρους των νοικοκυριών. Με άλλα
λόγια, υπάρχουν 3 ισοδύναµοι τρόποι µέτρησης της οικονοµικής δραστηριότητας
(δηλαδή του ΑΕΠ) µιας οικονοµίας:
1. Μέτρηση της αξίας των παραγόµενων από τις επιχειρήσεις αγαθών και
υπηρεσιών (προϊόν Y)
2. Μέτρηση του ύψους των εισοδηµάτων των συντελεστών παραγωγής
(εισόδηµα Y)
3. Μέτρηση της αξίας της (καταναλωτικής) δαπάνης των νοικοκυριών για αγαθά
και υπηρεσίες ( δαπάνη C)

Είναι προφανές ότι οι 3 αυτοί µέθοδοι δίνουν ακριβώς το ίδιο αποτέλεσµα


(Εισόδηµα = Προϊόν = ∆απάνη: ή Y=C).

Το σύστηµα, λοιπόν, βρίσκεται σε ισορροπία, δηλαδή το εισόδηµα που δηµιουργείται


από την χρήση των παραγωγικών συντελεστών στην παραγωγή, καταναλώνεται
ολόκληρο για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών που προκύπτουν από την
παραγωγική διαδικασία.

Και οι τρεις αυτές µέθοδοι δίνουν µια ισοδύναµη εκτίµηση του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της οικονοµίας, το οποίο αποτελεί το πλέον γνωστό
µέτρο της οικονοµικής δραστηριότητας µιας οικονοµίας. Με τον όρο ΑΕΠ ( για την
ανάλυσή µας Y) ορίζεται το προϊόν που παράγεται από συντελεστές παραγωγής που
βρίσκονται στην εγχώρια οικονοµία ανεξάρτητα από το αν αυτοί κατέχονται από
αλλοδαπούς ή ηµεδαπούς. Πρόκειται για το µέγεθος που χρησιµοποιείται ευρύτατα
για την εκτίµηση του πόσο εύρωστη και ανεπτυγµένη είναι µια οικονοµία.

Μπορεί κανείς να το αντιδιαστείλει µε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΘΠ), το


προϊόν, δηλαδή, που παράγεται από συντελεστές παραγωγής που ανήκουν σε
υπηκόους της χώρας ανεξάρτητα αν η παραγωγή πραγµατοποιείται εντός της
γεωγραφικής επικράτειας της χώρας.

6
ΕΙΣΟ∆ΗΜΑ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑ
ΗΜΕ∆ΑΠΩΝ ΤΑ ΑΛΛΟ∆ΑΠΩΝ
ΣΤΗΝ ΗΜΕ∆ΑΠΩΝ ΣΤΗΝ
ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕ∆ΑΠΗ
Β ΗΜΕ∆ΑΠΗ Γ
Α

ΑΕΠ= Α+Γ ΑΕΘΠ= Α+Β

Ο υπολογισµός του ΑΕΠ δεν είναι µια εύκολη διαδικασία. Είναι µια επίπονη και
δύσκολη διαδικασία που κρύβει κινδύνους λάθους αν κανείς την αντιµετωπίσει
αψήφιστα. Προκείµενου το ΑΕΠ να αποτελεί ένα αξιόπιστο µέτρο της οικονοµικής
δραστηριότητας θα πρέπει κανείς να είναι εξαιρετικά προσεκτικός ώστε:

Στην περίπτωση που µετράµε το ΑΕΠ από την πλευρά του προϊόντος
Να αποφύγει τον διπλό υπολογισµό της αξίας ορισµένων κατηγοριών αγαθών
Προκειµένου να αποφύγουµε το διπλό υπολογισµό χρησιµοποιούµε την
έννοια της προστιθέµενης αξίας (η αύξηση της αξίας των αγαθών που
προκύπτει από τη διαδικασία παραγωγής ή αλλιώς η τελική αξία του
προϊόντος κάθε επιχείρησης µείον την αξία ενδιάµεσων αγαθών1).
Να περιλαµβάνει µόνο τρέχουσα παραγωγή, ανεξάρτητα αν η συναλλαγή
λαµβάνει χώρα σε επόµενη περίοδο.
Να περιλαµβάνει µια εκτίµηση της τεκµαρτής αξίας της αυτοκατανάλωσης.

Στην περίπτωση που µετράµε το ΑΕΠ από την πλευρά του εισοδήµατος

1
Τελικά αγαθά είναι τα έτοιµα για κατανάλωση αγαθά που αγοράζονται από τον τελικό χρήστη ενώ
ενδιάµεσα αγαθά είναι τα µερικώς επεξεργασµένα αγαθά που χρησιµοποιούνται ως εισροές και
καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία µιας άλλης επιχείρησης.

7
Να µην περιλαµβάνει φόρους και µεταβιβαστικές πληρωµές , που δεν
αντιπροσωπεύουν δηµιουργία εισοδήµατος αλλά απλή αναδιανοµή του ήδη
υπάρχοντος εισοδήµατος µεταξύ θεσµικών µονάδων.

Τόσο το ΑΕΠ όσο και το ΑΕΘΠ αποτελούν µέτρα της αξίας παραγωγής και
µετριούνται σε νοµισµατικές µονάδες. Συγκεκριµένα, πρόκειται για το αποτέλεσµα
του γινοµένου τιµής (P) επί ποσότητα παραγωγής (Q).

Επεκτάσεις του Βασικού Υποδείγµατος Κυκλικής Ροής

Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της ανάλυσης µας, το διάγραµµα κυκλικής ροής
που παρουσιάσαµε στα αµέσως προηγούµενα αποτελεί µια πολύ απλουστευτική και
αφαιρετική εικόνα της πραγµατικής λειτουργίας της οικονοµίας. Αυτή είναι και η
συνήθης πρακτική για την µελέτη ενός οικονοµικού φαινοµένου: δηµιουργούµε ένα
πολύ απλό υπόδειγµα για να µπορέσουµε να κατανοήσουµε τα βασικά στοιχεία του
ζητήµατος που µας ενδιαφέρει και να µελετήσουµε τις αρχές της λειτουργίας του και
έπειτα εµπλουτίζουµε το υπόδειγµα αυτό µε περισσότερα στοιχεία ώστε να
προσοµοιάζει περισσότερο στην πραγµατικότητα και να ήµαστε σε θέση να
προβλέψουµε τα αποτελέσµατα συγκεκριµένων παρεµβάσεων και να προτείνουµε
µέτρα πολιτικής.

Όσον αφορά το υπόδειγµα κυκλικής ροής που µελετάµε, θα έπρεπε προκειµένου να


ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, να λαµβάνει υπόψη ότι τα νοικοκυριά δεν
καταναλώνουν όλο το εισόδηµα που κερδίζουν, αλλά αποταµιεύουν ένα µέρος του
για το µέλλον. Επίσης διαθέτουν ένα µέρος του εισοδήµατός τους για την πληρωµή
άµεσων και έµµεσων φόρων. Κάποιες φορές επίσης το εισόδηµα των νοικοκυριών
προσαυξάνεται µέσω µεταβιβαστικών πληρωµών και επιχορηγήσεων (π.χ. επιδόµατα
ανεργίας, συντάξεις, κ.λ.π.). Οι επιχειρήσεις, από την άλλη µεριά, πολλές φορές
πραγµατοποιούν οι ίδιες επενδύσεις αγοράζοντας νέο κεφαλαιουχικό εξοπλισµό που
θα χρησιµοποιήσουν για την παραγωγή των προϊόντων τους. Τέλος, οι σύγχρονες
οικονοµίες, πραγµατοποιούν συναλλαγές µε άλλες χώρες, οπότε υπάρχει δαπάνη των
εγχώριων νοικοκυριών στο εξωτερικό για αγορά αγαθών που παράγονται εκεί
(εισαγωγές) αλλά και αγορά εγχωρίως παραγόµενων προϊόντων που αγοράζονται από

8
νοικοκυριά στο εξωτερικό (εξαγωγές) και αποτελούν εισόδηµα για τη χώρα. Αυτά τα
στοιχεία, δεν περιλαµβάνονται στο βασικό υπόδειγµα που µελετήσαµε παραπάνω.

Θα θεωρήσουµε, λοιπόν, ως διαρροές από την κυκλική ροή των πληρωµών το τµήµα
των πληρωµών των επιχειρήσεων προς τα νοικοκυριά το οποίο δεν επιστρέφει
αυτοµάτως στις επιχειρήσεις ως δαπάνη των νοικοκυριών για την αγορά του
προϊόντος των επιχειρήσεων. Πρόκειται για τις αποταµιεύσεις ή τους φόρους που
πληρώνουν τα νοικοκυριά καθώς και την αγορά εισαγοµένων προϊόντων. Βεβαίως
αντίστοιχα υπάρχουν και εισροές στην κυκλική ροή, όπως οι κυβερνητικές δαπάνες
για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, οι κυβερνητικές επιδοτήσεις, η ξένη βοήθεια, οι
επενδυτικές δαπάνες και οι εξαγωγές. Σηµειώστε, ότι εξ ορισµού βέβαια οι
συνολικές εισροές θα πρέπει να είναι ίσες µε τις συνολικές διαρροές, προκειµένου
να υπάρχει ισορροπία στο σύστηµα.

Στα αµέσως επόµενα και προκειµένου να προσαρµόσουµε το βασικό µας υπόδειγµα


έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγµατική λειτουργία µιας οικονοµίας, θα το
επεκτείνουµε προσθέτοντας κάθε φορά και κάποια στοιχεία τα οποία σκόπιµα, για
λόγους απλούστευσης της ανάλυσης, αγνοήσαµε στην αρχή:

1. Επένδυση (I) και Αποταµίευση (S)

Ορίζουµε ως επένδυση (Ι) την αγορά από τις επιχειρήσεις νέων κεφαλαιουχικών
αγαθών που χρησιµοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία (θα µελετήσουµε τους
λόγους πραγµατοποίησης επενδύσεων σε επόµενο κεφάλαιο αυτών των σηµειώσεων)
καθώς και τα αποθέµατα (στοκ) που διακρατά µια επιχείρηση από την παραγωγή της
τρέχουσας περιόδου για µελλοντική παραγωγή ή πώληση. Αποτελεί µια εισροή στην
κυκλική ροή.

Υπολογίζοντας το εισόδηµα από την πλευρά της αξίας των παραγόµενων από τις
επιχειρήσεις αγαθών και υπηρεσιών και θεωρώντας ότι το παραγόµενο προϊόν
κατανέµεται µεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης (Y=C+I), µπορούµε να ορίσουµε
την επένδυση µαθηµατικά ως I = Y – C.

9
Ορίζουµε, από την άλλη µεριά, ως αποταµίευση (S) το µέρος του εισοδήµατος των
νοικοκυριών που δεν δαπανάται για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών στην τρέχουσα
περίοδο αλλά διακρατάται προκειµένου να χρησιµοποιηθεί για µελλοντική
κατανάλωση. Πρόκειται προφανώς, για µια διαρροή από το σύστηµα κυκλικής ροής.
Υπολογίζοντας το εισόδηµα από την πλευρά του ύψους των εισοδηµάτων των
συντελεστών παραγωγής και θεωρώντας ότι τα νοικοκυριά κατανέµουν το σύνολο
του εισοδήµατος τους µεταξύ κατανάλωσης και αποταµίευσης (Y=C+S), µπορούµε
να ορίσουµε την αποταµίευση µαθηµατικά ως S = Y – C.

Από τα παραπάνω και έχοντας υποθέσει ότι το ΑΕΠ µετρούµενο από την πλευρά του
προϊόντος ισούται µε το ΑΕΠ µετρούµενο από την πλευρά του εισοδήµατος, είναι
προφανές ότι η πραγµατοποιούµενη αποταµίευση πρέπει να είναι ίση µε την
πραγµατοποιούµενη επένδυση (αφού σύµφωνα µε τους παραπάνω ορισµούς: S=Y-C
δηλαδή Y=C+S και Y=C+I Y=C+S=C+I S=I).

Το σύστηµα κυκλικής ροής, λοιπόν, εµπλουτίζεται ως εξής:

C C+I
S

Νοικοκυριά Επιχειρήσεις

10
2. Κρατικός Τοµέας

Θα εµπλουτίσουµε τώρα το υπόδειγµά µας µε τον κρατικό τοµέα. Η ενσωµάτωση του


κρατικού τοµέα στο απλό υπόδειγµα της κυκλικής ροής γίνεται µε την συµπερίληψη
των άµεσων (Td) και έµµεσων (Te) φόρων που επιβάλλονται από το κράτος σε
νοικοκυριά και επιχειρήσεις, της καταναλωτικής δαπάνης του κράτους για την αγορά
αγαθών και υπηρεσιών (G), αλλά και της δαπάνης που πραγµατοποιεί το κράτος για
την χρηµατοδότηση µεταβιβαστικών πληρωµών (B) ή επιδοµάτων προς κάποια
νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Συγκεκριµένα:

Οι άµεσοι φόροι (Td) επιβάλλονται στα εισοδήµατα (µισθούς, κέρδη, τόκους,


ενοίκία, κ.λπ.) και το ύψος τους είναι ανάλογο του φορολογικού συντελεστή
που χρησιµοποιείται κάθε φορά.
Οι έµµεσοι φόροι (Te) επιβάλλονται στη δαπάνη για αγορά συγκεκριµένων
προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι µεταβιβαστικές πληρωµές (B) αφορούν τα επιδόµατα που το κράτος
παρέχει σε θεσµικές µονάδες στη βάση της κοινωνικής, συνήθως, πολιτικής
που ασκεί (π.χ. συντάξεις, επιδόµατα ανεργίας, βοήθεια σε καλλιεργητές των
οποίων η σοδειά καταστράφηκε λόγω καιρικών συνθηκών, σεισµόπληκτους,
κ.λ.π.) και που βέβαια αποτελούν συναλλαγή προς µια κατεύθυνση –χωρίς
αντάλλαγµα.
Τέλος, το κράτος διενεργεί αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. µισθοί
δηµοσίων υπαλλήλων, προµήθειες αγαθών, εξοπλισµών, αµυντικών
συστηµάτων, κ.λ.π.) (G).

11
Οι φόροι αποτελούν διαρροές του συστήµατος, ενώ οι κυβερνητικές δαπάνες και οι
µεταβιβαστικές πληρωµές, εισροές. Το σύστηµα κυκλικής ροής έχει πλέον την
παρακάτω µορφή:

I
C+I+ C+I+G
C G - Te
S G
T
Νοικοκυριά Κυβέρνηση Επιχειρήσεις

B - Td

Y+B-
Td Y

Προσέξτε πως επιδρά η εισαγωγή του κρατικού τοµέα στον υπολογισµό του ΑΕΠ:
Οι φόροι και οι µεταβιβαστικές πληρωµές δεν υπολογίζονται στην µέτρηση του ΑΕΠ
καθώς δεν αποτελούν προστιθέµενη αξία ή καθαρό προϊόν αλλά απλή αναδιανοµή
του υπάρχοντος εισοδήµατος από όσους φορολογούνται σε όσους επιδοτούνται.

Η δαπάνη, ωστόσο, για αγορά αγαθών και υπηρεσιών συµβάλει στην παραγωγή
προϊόντος και προκαλεί τη δηµιουργία εισοδήµατος σε παραγωγικούς συντελεστές
που απασχολούνται στις επιχειρήσεις που προσφέρουν το προϊόν δηµιουργώντας,
έτσι, πρόσθετη αγοραστική δύναµη στα νοικοκυριά που κατέχουν τους συντελεστές
αυτούς, και κατά συνέπεια πρέπει να περιλαµβάνεται στους υπολογισµούς για τη
µέτρηση του ΑΕΠ.

12
Προκύπτουν, έτσι, δύο τρόποι υπολογισµού του ΑΕΠ:
ΑΕΠ σε τιµές αγοράς (δηλαδή σε τιµές που πληρώνουν οι καταναλωτές):
Μετρά το ΑΕΠ περιλαµβανοµένων των έµµεσων φόρων στα αγαθά και
υπηρεσίες: Yτιµές αγοράς =C+I+G

ΑΕΠ σε τιµές κόστους συντελεστών (δηλαδή σε τιµές που εισπράττουν οι


παραγωγοί µετά την καταβολή των έµµεσων φόρων):
Μετρά το ΑΕΠ χωρίς τους έµµεσους φόρους στα αγαθά και υπηρεσίες:
Yτιµές κόστους συντελεστών =C+I+G-Te

Είναι προφανές ότι: Yτιµές αγοράς > Yτιµές κόστους συντελεστών. Η αύξηση των έµµεσων φόρων
αυξάνει την τιµή των αγαθών και υπηρεσιών. Όµως, παρά το γεγονός ότι έτσι
αυξάνεται η αξία του προϊόντος σε τιµές αγοράς, η ποσότητά του προϊόντος δεν
µεταβάλλεται. Πρόκειται για µια πλασµατική (ονοµαστική ή πραγµατική) αύξηση του
ΑΕΠ που δεν αντικατοπτρίζει αύξηση της αγοραστικής δύναµης της οικονοµίας, της
ικανότητάς της δηλαδή να αγοράσει και να καταναλώσει προϊόντα και υπηρεσίες
(µέτρο της ευηµερίας της οικονοµίας). Για το λόγό αυτό αποτελεί ουσιαστικότερο και
πιο αξιόπιστο µέτρο να µετράµε το ΑΕΠ σε τιµές κόστους συντελεστών.

Τα τρία µέτρα µέτρησης του ΑΕΠ σε τιµές κόστους συντελεστών (προϊόν, δαπάνη,
εισόδηµα) είναι ίσα.

Έτσι, λοιπόν, το εισόδηµα από την πλευρά της αξίας των παραγόµενων από τις
επιχειρήσεις αγαθών και υπηρεσιών γίνεται πλέον Y=C+I +G-Te, ενώ το εισόδηµα
από την πλευρά του ύψους των εισοδηµάτων των συντελεστών παραγωγής γίνεται
πλέον Y=C+S-Β+Td.

3. Εξωτερικός Τοµέας
Σε ένα τελευταίο στάδιο, θα εµπλουτίσουµε το υπόδειγµά µας µε τον εξωτερικό
τοµέα της οικονοµίας. Μια οικονοµία που έχει συναλλαγές µε τον υπόλοιπο κόσµο
την χαρακτηρίζουµε ως ανοικτή οικονοµία. Η ενσωµάτωση λοιπόν του εξωτερικού
τοµέα στο βασικό µας υπόδειγµα γίνεται µε την συµπερίληψη των εξαγωγών και
εισαγωγών.

13
Με τον όρο εξαγωγές (Χ) αναφερόµαστε σε αγαθά που παράγονται εγχωρίως αλλά
πωλούνται και καταναλώνονται στο εξωτερικό. Προκαλούν εισροή χρηµατικών ροών
στη χώρα από τους κατοίκους/καταναλωτές των χωρών που αγοράζονται. Με τον όρο
εισαγωγές (Ζ), από την άλλη µεριά, αναφερόµαστε σε αγαθά που παράγονται στο
εξωτερικό αλλά πωλούνται και καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας.
Προκαλούν διαρροές χρηµατικών ροών από τη χώρα προς τους παραγωγούς των
προϊόντων στο εξωτερικό. Οι εισαγωγές αποτελούν διαρροές του συστήµατος, ενώ οι
εισαγωγές εισροές.

Οι εισαγωγές αφορούν αγαθά που δεν περιλαµβάνονται στη µέτρηση του ΑΕΠ από
την πλευρά του προϊόντος αφού δεν αφορούν προστιθέµενη αξία που παράγουν οι
εγχώριοι παραγωγοί, ωστόσο οι εισαγωγές εµφανίζονται στη µέτρηση του ΑΕΠ από
την πλευρά της δαπάνης καθώς αποτελούν δαπάνη του εισοδήµατος των
νοικοκυριών.

Έτσι, λοιπόν, ορίζουµε το ΑΕΠ σε τιµές κόστους συντελεστών, από την πλευρά της
δαπάνης, ως: Y=C+I +G+Χ-Ζ-Te = C+I +G+ΝΧ-Te , όπου ΝΧ= Χ-Ζ οι καθαρές
εξαγωγές.

Το ΑΕΠ ως Μέτρο των Εθνικών Οικονοµικών Επιδόσεων

Το ονοµαστικό ΑΕΠ µετρά το εισόδηµα σε τρέχουσες τιµές. Το πραγµατικό ΑΕΠ


µετρά το εισόδηµα σε σταθερές τιµές, δηλαδή µετρά το ΑΕΠ κάθε έτους στις τιµές
που επικρατούσαν σε ένα συγκεκριµένο έτος βάσης. Προσαρµόζοντας, µε τον τρόπο
αυτό, το ονοµαστικό ΑΕΠ στις µεταβολές του γενικού επιπέδου των τιµών που
οφείλονται στον πληθωρισµό, αποκτούµε ένα πιο αξιόπιστο δείκτη για διαχρονικές
συγκρίσεις, καθώς µεταβολές του πραγµατικού ΑΕΠ αντικατοπτρίζουν µεταβολές τις
παραγόµενης ποσότητας προϊόντων και υπηρεσιών στην οικονοµία. Αντίθετα,
διαχρονικές αυξήσεις του ονοµαστικού ΑΕΠ µπορούν να προκύψουν και µόνο από
αύξηση του επιπέδου τιµών που δεν συνοδεύεται από αύξηση του παραγόµενου
προϊόντος στην οικονοµία. Ο δείκτης τιµών που χρησιµοποιείται για αυτή την
προσαρµογή ονοµάζεται αποπληθωριστής του ΑΕΠ.

14
Το κατά κεφαλήν πραγµατικό ΑΕΠ ισούται µε το λόγο του πραγµατικού ΑΕΠ προς
τον πληθυσµό. Είναι ένας ακόµα πιο αξιόπιστος δείκτης της ποσότητας των αγαθών
και υπηρεσιών που είναι διαθέσιµα ανά άτοµο σε µια οικονοµία, αλλά δεν παύει να
είναι ένας µέσος όρος που δείχνει τι αναλογεί στα άτοµα. Η ποσότητα των αγαθών
και υπηρεσιών που αναλογεί σε συγκεκριµένα άτοµα εξαρτάται επίσης και από τη
διανοµή του εισοδήµατος.

Το πραγµατικό ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν πραγµατικό ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι


πολύ ατελή µέτρα ευηµερία, καθώς δεν περιλαµβάνουν τις εκτός αγοράς
δραστηριότητες, τα επιβλαβή προϊόντα, όπως η ατµοσφαιρική ρύπανση, καθώς και
χρήσιµες δραστηριότητες, όπως καθηµερινές δουλειές του σπιτιού ή ανεπίσηµες
δραστηριότητες, όπως η φοροδιαφυγή, ή η αξία του ελεύθερου χρόνου. Στην πράξη,
ωστόσο, το ΑΕΠ είναι το µέτρο των οικονοµικών επιδόσεων που χρησιµοποιείται
περισσότερο, καθώς ο υπολογισµός οποιουδήποτε πιο αξιόπιστου µέτρου είναι
εξαιρετικά δαπανηρός, αν όχι, κάποιες φορές, αδύνατος.

15
Προσδιορισµός του Εθνικού Εισοδήµατος

Θεωρούµε ότι µια οικονοµία βρίσκεται σε ισορροπία, όταν η προσφορά


παραγόµενων προϊόντων από τις επιχειρήσεις ισούται µε τη ζήτηση προϊόντων από
µέρους των νοικοκυριών. Με άλλα λόγια, οτιδήποτε παράγεται σε µια οικονοµία θα
πρέπει να καταναλώνεται από κάποιον. Με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω µια
οικονοµία θα βρίσκεται σε ισορροπία όταν: Y = C + I +G + (X-M)

Προσφορά AS Ζήτηση AD

Θυµηθείτε πως:
C = είναι η ιδιωτική κατανάλωση εκ µέρους των νοικοκυριών
I = οι πραγµατικές επενδύσεις των επιχειρήσεων
G = οι κυβερνητικές δαπάνες
(X-M) = οι καθαρές εξαγωγές στο εξωτερικό foreign sector

Αν θεωρήσουµε πως η οικονοµία έχει απεριόριστες δυνατότητες να παράγει προϊόν ή


εισόδηµα, όπως θεωρούσε ο γνωστός οικονοµολόγος Keynes, τότε το επίπεδο
ισορροπίας του εισοδήµατος και προϊόντος στην οικονοµία, δηλαδή το τι παράγεται
θα εξαρτάται µόνο από το τι µπορεί αυτή η οικονοµία να καταναλώσει.

Στόχος µας είναι να βρούµε την τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος, Ye, που
ικανοποιεί τη συνθήκη ισορροπίας Y = C + I +G + (X-M) ή Y = C + I +G αν
υποθέσουµε ότι η οικονοµία που εξετάζουµε είναι κλειστή, (X-M)=0.

Προκειµένου να βρούµε λοιπόν το εισόδηµα ισορροπίας θα πρέπει να γνωρίζουµε τι


προσδιορίζει τις µεταβλητές C, I και G2. Χρειαζόµαστε, λοιπόν, πάλι ένα µοντέλο και
κάποιες υποθέσεις για τους προσδιοριστικούς παράγοντες των µεταβλητών αυτών.
Στην απλούστερη µορφή του ένα τέτοιο µοντέλο θεωρεί την κατανάλωση θετική
συνάρτηση του διαθέσιµου εισοδήµατος [ C=C(Y-T), C΄>0], θετικές αυτόνοµες
επενδύσεις [ I > 0 ], θετικές αυτόνοµες κυβερνητικές δαπάνες [ G > 0 ]και κλειστή
οικονοµία [NX=0].

2
Χρειαζόµαστε δηλαδή για να εξάγουµε µια αριθµητική τιµή για το Υ να έχουµε συγκεκριµένες
συναρτησιακές µορφές για το C, I, G.

16
Κατανάλωση
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούµενα, τα νοικοκυριά λαµβάνουν εισόδηµα (Y) για την
εργασία και το τυχόν κεφάλαιο που παρέχουν στις επιχειρήσεις ως εισροές στην
παραγωγική διαδικασία. Για το εισόδηµα αυτό τα νοικοκυριά πληρώνουν (άµεσους)
φόρους στο κράτος (T), ενώ υπάρχουν φορές που το κράτος ενισχύει το εισόδηµά
τους µε µεταβιβαστικές πληρωµές και επιδόµατα (B).
To εισόδηµα που είναι τελικά διαθέσιµο στα νοικοκυριά για κατανάλωση και
αποταµίευση σε κάθε χρονική περίοδο είναι, µε άλλα λόγια Υd = (Y-T+B). Για να
απλουστεύσουµε την ανάλυσή µας, θα ενσωµατώσουµε τις καθαρές µεταβιβαστικές
πληρωµές στους φόρους, οπότε: Υd = Y-T, όπου Τ οι καθαροί φόροι (Τ-Β).
Είναι αποδεδειγµένο ότι το επίπεδο κατανάλωσης, οι αγορές δηλαδή που κάνουν τα
νοικοκυριά για αγαθά και υπηρεσίες, εξαρτώνται άµεσα από το επίπεδο του
διαθέσιµου εισοδήµατος.
Η συνάρτηση κατανάλωσης δείχνει το επιθυµητό επίπεδο κατανάλωσης σε κάθε
επίπεδο διαθέσιµου εισοδήµατος και έχει τη µορφή: C= C (Y-T), µε C΄>0 που
σηµαίνει ότι όσο υψηλότερο είναι το διαθέσιµο εισόδηµα, τόσο υψηλότερο
αναµένεται να είναι το επίπεδο κατανάλωσης.
Είναι σηµαντικό βέβαια να σηµειώσει κανείς ότι ακόµα και στην περίπτωση που το
εισόδηµά ενός νοικοκυριού είναι µηδενικό, η κατανάλωσή του είναι θετική. Είναι
προφανές ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από λόγους επιβίωσης και κοινωνικής
πολιτικής: τα νοικοκυριά έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης ικανό να
συντηρήσει τα µέλη τους στη ζωή, ακόµα και όταν το εισοδήµά τους είναι µηδενικό.
Αυτό το επίπεδο κατανάλωσης εξασφαλίζεται είτε µε χρήση αποταµιεύσεων που
έχουν πραγµατοποιήσει τα νοικοκυριά στο παρελθόν είτε µε την παροχή
µεταβιβαστικών πληρωµών και επιδοτήσεων (αρνητικών φόρων) από µέρους του
κράτους προς αυτά.
Ας δούµε λοιπόν ένα παράδειγµα συνάρτησης κατανάλωσης. Έστω ότι C = 8 + 0.7 Y

C
C = 8 + 0.7 Y

8
Υ
0

17
Ακόµα και όταν το εισόδηµα είναι µηδενικό, το επίπεδο καταναλωτικής δαπάνης
είναι 8. Αυτό το ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης χρηµατοδοτείται είτε από
αποταµίευση είτε από µεταβιβαστικές πληρωµές και επιδοτήσεις από το κράτος.
Παρατηρήστε ακόµα ότι για κάθε αύξηση του διαθέσιµου εισοδήµατος κατά µια
χρηµατική µονάδα, η κατανάλωση αυξάνεται κατά ένα ποσοστό της µονάδας,
συγκεκριµένα κατά 70%. [ Όταν Υ=0 C=8; όταν Υ=1 C=8,7; όταν Υ=1
C=9,4] Τι σηµαίνει αυτό; Έχουµε υποθέσει ότι κάθε µονάδα εισοδήµατος
κατανέµεται από τα νοικοκυριά µεταξύ κατανάλωσης και αποταµίευσης, ανάλογα µε
τις ανάγκες και τις προτιµήσεις τους. Ο όρος 0,7Υ στη συνάρτηση κατανάλωσης
ποσοτικοποιεί ακριβώς αυτή τη συµπεριφορά των νοικοκυριών: Από κάθε επιπλέον
µονάδα εισοδήµατος τους 0,7 αυτής κατευθύνεται στην κατανάλωση και 0,3 στην
αποταµίευση (0,7+0,3=1).
Το ποσό κατά το οποίο µεταβάλλεται η κατανάλωση όταν αυξάνεται το διαθέσιµο
εισόδηµα κατά µια χρηµατική µονάδα ονοµάζεται οριακή ροπή για κατανάλωση
(MPC) και είναι MPC=0,7 στην περίπτωσή της συνάρτησης που αναφέραµε
προηγουµένως. Η οριακή ροπή για κατανάλωση διαγραµµατικά φαίνεται ως η κλίση
της συνάρτησης κατανάλωσης (πρόκειται για τη "µερική παράγωγο" της συνάρτησης
δηλαδή την µεταβολή της εξαρτηµένης µεταβλητής, C, ως προς τη µεταβολή της
ανεξάρτητης µεταβλητής, Υ, κατά µια µονάδα). Είναι προφανές ότι η οριακή ροπή
προς κατανάλωση παίρνει τιµές µεταξύ 0 και 1, καθώς όταν το εισόδηµα αυξάνεται
κατά µία µονάδα, η µονάδα αυτή είτε θα διατεθεί εξ’ ολοκλήρου για κατανάλωση
(MPC=1), είτε θα διατεθεί ένα µέρος της για κατανάλωση και το υπόλοιπο για
αποταµίευση (0< MPC<1), είτε θα διατεθεί εξ’ ολοκλήρου µόνο για αποταµίευση
(MPC=0).

Αποταµίευση
∆εδοµένης της συνάρτησης κατανάλωσης και της κατανοµής του διαθέσιµου
εισοδήµατος µεταξύ κατανάλωσης και αποταµίευσης µπορούµε επίσης να
εκφράσουµε το επίπεδο ιδιωτικής αποταµίευσης ως συνάρτηση του διαθέσιµου
εισοδήµατος, δηλαδή S = S (Y-T). Η συνάρτηση αποταµίευσης δείχνει το
επιθυµητό επίπεδο αποταµίευσης σε κάθε επίπεδο διαθέσιµου εισοδήµατος.
Η συνάρτηση αποταµίευσης που αντιστοιχεί στο παράδειγµα µας για τη
συνάρτηση κατανάλωσης C = 8 + 0.7 Y, είναι : S = -8 + 0.3 Y .

18
S

S = -8 + 0.3 Y

Υ
0
8

Όταν το εισόδηµα είναι µηδενικό το επίπεδο αποταµίευσης είναι -8, οι


αποταµιεύσεις δηλαδή µειώνονται ή πραγµατοποιείται δανεισµός, προκειµένου να
εξασφαλιστεί το ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης των 8 νοµισµατικών µονάδων.
Για κάθε αύξηση του διαθέσιµου εισοδήµατος κατά µια χρηµατική µονάδα, η
αποταµίευση αυξάνεται κατά ένα ποσοστό της µονάδας, συγκεκριµένα κατά 30%.
Όπως και προηγουµένως, ο όρος 0,3Υ στη συνάρτηση αποταµίευσης ποσοτικοποιεί
την αποταµιευτική συµπεριφορά των νοικοκυριών: Από κάθε επιπλέον µονάδα
εισοδήµατος τους 0,7 αυτής κατευθύνεται στην κατανάλωση και 0,3 στην
αποταµίευση (0,7+0,3=1).
Το ποσό κατά το οποίο µεταβάλλεται η αποταµίευση όταν αυξάνεται το
διαθέσιµο εισόδηµα κατά µια χρηµατική µονάδα ονοµάζεται οριακή ροπή για
αποταµίευση (MPS) και είναι στην περίπτωσή της συνάρτησης που αναφέραµε
προηγουµένως MPS=0,3. ∆ιαγραµµατικά φαίνεται ως η κλίση της συνάρτησης
αποταµίευσης.
∆εδοµένου ότι όλο το εισόδηµα είτε καταναλώνεται είτε αποταµιεύεται είναι
εύκολο να καταλάβει κανείς ότι µπορεί κανείς να εξάγει τη συνάρτηση αποταµίευσης
από τη συνάρτηση κατανάλωσης και αντίστροφα:
Όταν το εισόδηµα είναι µηδενικό, η αποταµίευση αναµένεται να είναι
αρνητική (µείωση αποταµιεύσεων ή δανεισµός) και µάλιστα τόσο όσο
θετική είναι η κατανάλωση όταν το εισόδηµα είναι µηδενικό.
Μια αύξηση του διαθέσιµου εισοδήµατος θα κατανεµηθεί σύµφωνα µε τις
προτιµήσεις των νοικοκυριών µεταξύ κατανάλωσης και ιδιωτικής

19
αποταµίευσης. Εποµένως, το άθροισµα της οριακής ροπής προς
κατανάλωση (MPC) και της οριακής ροπής προς αποταµίευση (MPS)
ισούται µε τη µονάδα: MPC + MPS = 1

Αξίζει να σηµειώσει κανείς ότι τόσο η κατανάλωση όσο και η αποταµίευση


επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες εκτός από το διαθέσιµο εισόδηµα, όπως για
παράδειγµα τα καταναλωτικά πρότυπα, την αξία των περιουσιακών στοιχείων των
νοικοκυριών, τις ευκαιρίες και το κόστος δανεισµού κλπ.. Για τη µελέτη της
καταναλωτικής και αποταµιευτικής συµπεριφοράς έχουν αναπτυχθεί πιο ανεπτυγµένα
οικονοµικά και µαθηµατικά µοντέλα που περιλαµβάνουν τέτοιους παράγοντες.

Επενδυτική ∆απάνη
Η ζήτηση επενδυτικών αγαθών αποτελείται από τις σχεδιαζόµενες ή επιθυµητές
αγορές φυσικού κεφαλαίου (εξοπλισµού) καθώς και από τα αποθέµατα που
διακρατούνται από τις επιχειρήσεις. Η ζήτηση επενδυτικών αγαθών από τις
επιχειρήσεις εξαρτάται κύρια από τις προβλέψεις που κάνουν για το ρυθµό αύξησης
της ζήτησης του προϊόντος που παράγουν καθώς και από το κόστος της επένδυσης
αυτής. Για τις ανάγκες του απλού υποδείγµατος που εξετάζουµε εδώ θα θεωρήσουµε
ότι η επενδυτική ζήτηση είναι αυτόνοµη ( I = I ), δηλαδή σταθερή και ανεξάρτητη
από το επίπεδο εισοδήµατος. ∆ιαγραµµατικά, στο γεωµετρικό χώρο (εισοδήµατος,
επένδυσης) αυτό απεικονίζεται µε µια οριζόντια ευθεία στο επίπεδο της σταθερής
επενδυτικής δαπάνης Ι.

I I=I

0 Υ

Κυβερνητική ∆απάνη
Οι κυβερνητικές δαπάνες (G) αφορούν τους µισθούς των δηµοσίων υπαλλήλων και
τις λοιπές καταναλωτικές δαπάνες του κράτους και εξαρτώνται κύρια από τις ανάγκες
των πολιτών, την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, τον πληθυσµό και το
εισόδηµα. Για τις ανάγκες του απλού υποδείγµατος που εξετάζουµε εδώ θα

20
θεωρήσουµε ότι οι κυβερνητικές δαπάνες είναι επίσης αυτόνοµες ( G = G ), δηλαδή
σταθερές και ανεξάρτητες από το επίπεδο εισοδήµατος. ∆ιαγραµµατικά στο χώρο (Y,
G), απεικονίζονται µε µια οριζόντια ευθεία στο επίπεδο της σταθερής κυβερνητικής
δαπάνης G.

G G=G

0 Υ

Συνολική Ζήτηση
Η συνολική ζήτηση, AD, είναι το άθροισµα των καταναλωτικών δαπανών που έχουν
προγραµµατιστεί από τα νοικοκυριά, των επενδυτικών δαπανών που έχουν
προγραµµατιστεί από τις επιχειρήσεις και των καταναλωτικών δαπανών που έχουν
προγραµµατιστεί από το κράτος (AD=C+I+G). Έχουµε υποθέσει ότι οι επενδύσεις
και οι κυβερνητικές δαπάνες είναι αυτόνοµες. ∆ιαγραµµατικά, η συνολική ζήτηση,
AD είναι η κάθετη άθροιση κατανάλωσης, επένδυσης και κυβερνητικών δαπανών.

AD = C + I + G
AD
C+I

G C

0 Υ

21
Προϊόν Ισορροπίας

AD

450
AD = C + I + G

Υ
0

Η γραµµή των 450 δείχνει τα σηµεία στα οποία η προγραµµατισµένη δαπάνη (AD),
που απεικονίζεται στον κάθετο άξονα του παραπάνω σχήµατος, ισούται µε το
παραγόµενο προϊόν ή το πραγµατοποιούµενο εισόδηµα (Y) ), που απεικονίζεται στον
οριζόντιο άξονα του παραπάνω σχήµατος. Έτσι, η ισορροπία (δηλαδή η ισότητα
µεταξύ συνολικής δαπάνης και παραγόµενου προϊόντος στην οικονοµία) βρίσκεται
στο σηµείο Ε, όπου η προγραµµατισµένη δαπάνη ισούται µε το παραγόµενο προϊόν ή
το πραγµατοποιούµενο εισόδηµα. Το σηµείο Ε ορίζεται ως η τοµή της γραµµής των
45ο µε την ευθεία προγραµµατισµένης δαπάνης.

Ας δούµε ένα αριθµητικό παράδειγµα για την εύρεση του εισοδήµατος ισορροπίας.
Έστω ότι η κατανάλωση, η επένδυση και οι δηµόσιες δαπάνες σε µια οικονοµία,
δίνονται ως:
C = 400 + 0,75Y
I = 600
G = 1.000

Τότε, σύµφωνα µε τον ορισµό, η συνολική ζήτηση στην οικονοµία, υπολογίζεται ως:
AD = C + I + G =400 + 0,75Y+600+1.000 =2.000 + 0,75Y

22
AD=C+I+G=2000+0,75Y
AD

C+I=1000+0,75Y

G=1000
C=400+0,75Y

I=600

Προκειµένου να βρούµε το επίπεδο του εισοδήµατος στην ισορροπία εφαρµόζουµε τη


συνθήκη ισορροπίας:

Υ=AD Ye = 2.000 + 0,75 Ye (1 – 0,75) Ye = 2.000 Ye = [1/(1 – 0,75] x


2.000 Ye = 4 x 2.000 = 8.000

∆εδοµένου ότι η ισορροπία βρίσκεται στο σηµείο όπου Y = AD, θα πρέπει να


βρίσκεται πάνω στη γραµµή των 45 µοιρών.

AD 450

AD =C+I+G =2000+0,75Y
8000

Y
8000

23
Μεταβολές Εθνικής ∆απάνης

Οποιαδήποτε µεταβολή της εθνικής δαπάνης, είτε λόγω αλλαγής


συµπεριφοράς των θεσµικών µονάδων, δηλαδή αλλαγή στις προτιµήσεις µεταξύ
κατανάλωσης και αποταµίευσης (µεταβολή MPC και MPS), είτε λόγω µεταβολής της
κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή µεταβολή στο επίπεδο των κυβερνητικών δαπανών,
είτε λόγω µεταβολής του επενδυτικού κλίµατος, µεταβάλλοντας τη ζήτηση του
προϊόντος που οι επιχειρήσεις παράγουν, προκαλεί µεταβολές στα αποθέµατα των
επιχειρήσεων, µε αποτέλεσµα να δηµιουργεί κίνητρα σ’ αυτές είτε για αύξηση είτε
για περικοπή της παραγωγής.

Αύξηση Επενδυτικής Ζήτησης


Έτσι, για παράδειγµα µια αυτόνοµη αύξηση της επενδυτικής ζήτησης, θα
αυξήσει τη συνολική εθνική δαπάνη, µε αποτέλεσµα οι επιχειρήσεις να βλέπουν τα
αποθέµατα τους να µειώνονται. Η µείωση των αποθεµάτων σε επίπεδα κάτω των
επιθυµητών, λειτουργεί ως κίνητρο για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγή
τους. Εποµένως, η αύξηση της αυτόνοµης επενδυτικής ζήτησης οδηγεί σε αύξηση του
παραγόµενου προϊόντος και του πραγµατικού εισοδήµατος στην οικονοµία, µέχρις
ότου η ανεπιθύµητη µεταβολή των αποθεµάτων µηδενισθεί και η συνολική
επενδυτική ζήτηση φθάσει τα επιθυµητά επίπεδα. Τότε, µόνο η πραγµατική δαπάνη
ισούται µε την επιθυµητή δαπάνη.

450
AD
AD1 =C+I1+G

AD0 =C+I0+G

↑I

Y
Y0 Y1

24
Αύξηση Κυβερνητικών ∆απανών
Ας υποθέσουµε, λοιπόν, ότι στο προηγούµενο αριθµητικό παράδειγµα, η κυβέρνηση
αποφασίζει να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες κατά 100 νοµισµατικές µονάδες
από G0 = 1.000 to G1 = 1.100. Τότε η συνολική ζήτηση θα αυξηθεί από AD0=2.000 +
0,75Y σε AD1 = 2.100 + 0,75Y, ενώ η νέα τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος θα
αυξηθεί από Y0 = 8.000 σε Y1= 8.400 (αφού AD=Y 2100+0,75Υ=Υ Υ(1-0,75) =
2100 Υ=2100/0,25 = 8400.

450
AD
AD1 =C+I+G1=2100+0,75Y

AD0 =C+I+G0=2000+0,75Y

↑ G κατά 100 νµ

Y
Y0=8000 Y1=8400

Αύξηση Y Ισορροπίας κατά


400 νοµισµατικές µονάδες

Βλέπουµε, λοιπόν, ότι µια αύξηση των κυβερνητικών δαπανών κατά 100
νοµισµατικές µονάδες, προκάλεσε πολλαπλάσια αύξηση (400 νοµισµατικές µονάδες)
στο εισόδηµα ισορροπίας. Αυτό είναι το γνωστό φαινόµενο του πολλαπλασιαστή
της δαπάνης. Ο πολλαπλασιαστής προσδιορίζει το ποσό κατά το οποίο µεταβάλλεται
το προϊόν ισορροπίας µιας οικονοµίας µετά από µια µεταβολή ενός συστατικού της
αυτόνοµης ζήτησης.

Ο πολλαπλασιαστής ισούται µε το λόγο της µεταβολής του προϊόντος προς τη


µεταβολή της αυτόνοµης ζήτησης που προκάλεσε τη µεταβολή του προϊόντος.

25
Στο παράδειγµά µας ο πολλαπλασιαστής παίρνει την τιµή 4, αφού
∆Y Y −Y 400
= 1 0 = = 4.
∆G G1 − G0 100
Ο Πολλαπλασιαστής Αυτόνοµων ∆απανών (π) είναι, µε άλλα λόγια, ο
αριθµός εκείνος µε τον οποίο πολλαπλασιάζουµε την αρχική αύξηση της αυτόνοµης
δαπάνης (π.χ. των δηµοσίων δαπανών) για να βρούµε την τελική αύξηση του
εισοδήµατος.

Μεταβολή Εισοδήµατος Ισορροπίας = Πολλαπλασιαστής x Αρχική Μεταβολή


Αυτόνοµων ∆απανών

Αν η αυτόνοµη αύξηση των δαπανών προέρχεται από τη µεριά των δηµοσίων


∆y
δαπανών, τότε: ∆y = π ⋅ ∆g ⇒ π g = .
∆g
Αν η αρχική αύξηση των δαπανών προέρχεται από τη µεριά των αυτόνοµων
∆y
επενδύσεων, τότε: ∆y = π ⋅ ∆i ⇒ π i = .
∆i

Όπως µπορεί κανείς να δει από το διάγραµµα αλλά και από τους απαραίτητους
µαθηµατικούς υπολογισµούς για τον υπολογισµό της επίδρασης µιας µεταβολής της
αυτόνοµης δαπάνης στο εισόδηµα ισορροπίας, η κλίση της AD (δηλαδή η MPC) είναι
ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του µεγέθους της τελικής µεταβολής του
εισοδήµατος ισορροπίας ως αποτέλεσµα µιας µικρής µεταβολής του C, I ή του G, µε
άλλα λόγια, του µεγέθους του πολλαπλασιαστή. ∆είτε για παράδειγµα στο παρακάτω
σχήµα τη διαφορετική επίδραση (δηλαδή το διαφορετικό µέγεθος αύξησης που
προκαλείται) στο Υ, µιας ίσης αύξησης των δηµοσίων δαπανών όταν η AD έχει
διαφορετικές κλίσεις3 (δηλαδή διαφορετική MPC):

3
∆είτε τα δύο ζεύγη παράλληλων AD.

26
450
AD
AD΄0 =C0+I+G1
AD΄1 =C1+I+G1

AD0 =C0+I+G0

AD1 =C1+I+G0
↑G
Y1=8400

Y
Y0 Y΄1 Y΄0

Αύξηση Y Ισορροπίας στην περίπτωση


µετατόπισης από AD0 σε AD΄0

Αύξηση Y Ισορροπίας
στην περίπτωση
µετατόπισης από AD1
σε AD΄1

Είναι προφανές ότι η αύξηση του προκαλείται στο Υ, είναι µεγαλύτερη όσο πιο
κάθετη είναι η AD (όσο µεγαλύτερη, δηλαδή, είναι η κλίση της, MPC).
Ο λόγος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολλαπλασιαστική επίδραση είναι ότι η
αρχική αύξηση του εισοδήµατος που προκαλείται από την αύξηση π.χ. των δηµοσίων
δαπανών, προκαλεί επιπλέον αλλεπάλληλες αυξήσεις στην καταναλωτική δαπάνη το
ύψος των οποίων καθορίζεται από το µέγεθος της οριακής ροπής προς κατανάλωση.
Έτσι, όταν η δαπάνη αρχικά αυξηθεί κατά ∆g, η παραγωγή αυξάνεται αµέσως
κατά ∆g. Τα εισοδήµατα εκείνων που συµβάλλουν στην παραγωγή αυξάνονται
ισόποσα. Θεωρώντας ότι οι φόροι παραµένουν σταθεροί, το διαθέσιµο εισόδηµα
αυτών των συντελεστών αυξάνεται κατά ∆g και η κατανάλωσή τους κατά MPC∆g. Η
αύξηση αυτή της καταναλωτικής ζήτησης προκαλεί εκ νέου αύξηση της παραγωγής
και των εισοδηµάτων των παραγωγών καταναλωτικών αγαθών. Όσοι εισπράττουν
αυτά τα εισοδήµατα, δαπανούν, µε τη σειρά τους, ένα µέρος τους (που
προσδιορίζεται από την MPC), προσθέτοντας στην αύξηση του εισοδήµατος τον όρο
MPC2∆g. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί επ’ άπειρον, οι αυξήσεις, ωστόσο, στην

27
καταναλωτική δαπάνη θα γίνονται ολοένα και µικρότερες, εφ’ όσον η οριακή ροπή
προς κατανάλωση είναι µικρότερη της µονάδας.

Η συνολική µεταβολή του εισοδήµατος από µια µεταβολή των δηµοσίων


δαπανών, εποµένως, ισούται µε το άθροισµα της αρχικής µεταβολής των δηµοσίων
δαπανών και των διαδοχικών αυξήσεων της καταναλωτικής ζήτησης που
προκαλούνται. Συγκεκριµένα:

∆y = ∆g + MPC∆g + MPC (MPC∆g) + ……… ∆y = ∆g (1 + MPC+ MPC2 +


⎛ 1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
MPC3 + ……)4 ∆y = ∆g ⎜ ⎟ == ∆g ⎜ ⎟
⎝ 1 − MPC ⎠ ⎝ MPS ⎠

Ο πολλαπλασιαστής δηµοσίων δαπανών, λοιπόν, ισούται µε


1 1
= δηλαδή µε το λόγο της µονάδας προς την οριακή ροπή προς
1 − MPC MPS
αποταµίευση.
Αν, εποµένως, σε µια οικονοµία, η οριακή ροπή προς κατανάλωση είναι
ίση µε 0,80 τότε η οριακή ροπή προς αποταµίευση θα είναι 0,20, και ο απλός
πολλαπλασιαστής δαπανών είναι 5.

Οπότε, αν οι δηµόσιες δαπάνες αυξηθούν κατά 100 νοµισµατικές µονάδες,


αναµένεται µια πολλαπλάσια αύξηση του εισοδήµατος, ίση µε 5 x 100 = 500 ν.µ.

4
Από τη στοιχειώδη άλγεβρα γνωρίζουµε ότι 1 +MPC + MPC + MPC 2+ MPC ΄3+…=1/(1 –
MPC).

28
Μια εναλλακτική ισοδύναµη προσέγγιση της ισορροπίας στην οικονοµία µπορεί να
αποδοθεί µέσω της εξίσωσης της προγραµµατισµένης επένδυσης και
προγραµµατισµένης αποταµίευσης, S=I:

S, I

E
I

Y
Y0

Πρόκειται για δύο ισοδύναµες θεωρήσεις της ισορροπίας.

Σηµειώστε, ότι µε s αναφερόµαστε στην εθνική αποταµίευση στην οικονοµία, η


οποία ορίζεται ως το άθροισµα της δηµόσιας (T-G) και της ιδιωτικής αποταµίευσης,
όπως την έχουµε έως τώρα ορίσει. Έχουµε δηλαδή:
sεθνική = sδηµόσια + sιδιωτική = sιδιωτική + (T-G)

Ας δούµε λοιπόν, ένα αριθµητικό παράδειγµα. Θα χρησιµοποιήσουµε το παράδειγµα


της σελίδας 21-22, όπου:
C = 400 + 0,75Y
I = 600
G = 1.000
Υπολογίζουµε την αποταµίευση. Η ιδιωτική αποταµίευση µπορεί εύκολα να εξαχθεί,
όπως έχουµε δει, από την συνάρτηση κατανάλωσης: S= -400 + 0,25Y. Η δηµόσια
αποταµίευση είναι: T-G=-1000. Άρα sεθνική = sδηµόσια + sιδιωτική =-1400+0,25Y.
Εφαρµόζουµε τη συνθήκη ισορροπίας: S=I -1400+0,25Y=600 2000=0,25Y
2000
Y= =8.000 και καταλήγουµε στην ίδια τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος µε
0,25
αυτήν που υπολογίσαµε στο παράδειγµα της σελ. 21-22.

29
Ανεπτυγµένο Μοντέλο: Φόροι
Ας επεκτείνουµε το µοντέλο που χρησιµοποιήσαµε στο προηγούµενο αριθµητικό µας
παράδειγµα µε την επιβολή φόρων από µέρους του κράτους. Έστω, λοιπόν, ότι το το
φορολογικό σύστηµα που έχει υιοθετηθεί έχει τη µορφή:

T = 100 + 0.20Y

Σύµφωνα µε τη συνάρτηση αυτή, η κυβέρνηση επιβάλει ένα φόρο 100 νοµισµατικών


µονάδων από όλους τους πολίτες συν ένα 20% από το εισόδηµα τους. Θεωρώντας ότι
αυτό το φορολογικό σύστηµα αφορά µόνο τα νοικοκυριά, πρέπει να προσαρµόσουµε
τη συνάρτηση κατανάλωσης του προηγούµενου παραδείγµατος (έτσι ώστε να
περιλαµβάνει την επίδραση των φόρων στο διαθέσιµο εισόδηµα).

C = 400 + 0,75Yd =400+0,75(Y-T)= 400 + 0,75 (Y - (100 + 0,20Y ))


C = 325 + 0,6Y5
I = 600
G = 1.000
Τότε:
AD =C+I+G= 1.925 + 0,60Y

Προκειµένου να βρούµε το επίπεδο ισορροπίας του εισοδήµατος της οικονοµίας,


χρησιµοποιούµε τη συνθήκη ισορροπίας:

Y=AD Ye = 1.925 + 0,60Ye Ye = [1/(1 – 0,60)] x 1.925 Ye = 2,50 x 1.925 =


4.812,5

Συνεπώς, Ye = 2.50 x δαπάνη (−Ye) = 2.50 x (−δαπάνη). Ο πολλαπλασιαστής της


δαπάνης είναι λοιπόν π = 2,50.

5
Προσοχή, η MPC εξακολουθεί να είναι 0,75, ενώ υπάρχει και ο όρος του «οραικού φορολογικού
συντελεστή» 0,20.

30
Βλέπουµε λοιπόν, ότι σε αυτή την περίπτωση ο πολλαπλασιαστής είναι:
[1/(1-MPC (1-MPT))], όπου MPT ο οριακός φορολογικός συντελεστής.

Έτσι, [1/(1-0,75 (1-0,20))] = [1/(1-0,60)] = 1/0,40 = 2.50)

Προσέξτε ότι η κλίση της AD είναι MPC=0,60.

Ανεπτυγµένο Μοντέλο: Επιτόκια


Θα συνεχίσουµε την ανάλυσή µας, εµπλουτίζοντας το υπόδειγµα µας µε την
επίδραση των επιτοκίων στη συνολική ζήτηση.

Επένδυση

Η συνολική επενδυτική δαπάνη των επιχειρήσεων αποτελείται από δαπάνες για πάγιο
κεφάλαιο (εξοπλισµό, δηλαδή) και δαπάνες για κεφάλαιο κίνησης (αποθέµατα,
δηλαδή). Οι επιχειρήσεις κάνουν επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο είτε επειδή
προβλέπουν κερδοφόρες ευκαιρίες για επέκταση της παραγωγής τους τις οποίες
προσπαθούν να αξιοποιήσουν, είτε επειδή προσπαθούν να µειώσουν το κόστος
παραγωγής τους υιοθετώντας νέες παραγωγικές µεθόδους. Η ανάληψη ενός
επενδυτικού σχεδίου εξαρτάται από την αξιολόγηση του, δηλαδή από το αν η
επένδυση κρίνεται ότι θα αποφέρει αρκετά πρόσθετα κέρδη ώστε να είναι δυνατή η
έντοκη εξόφληση των δανείων που χρησιµοποιήθηκαν για τη χρηµατοδότηση της ή
σε περίπτωση που η επένδυση χρηµατοδοτήθηκε από κέρδη, θα πρέπει να
αξιολογηθεί αν η επένδυση θα έχει απόδοση ίση τουλάχιστον µε την απόδοση που θα
είχαν τα κεφάλαια αυτά αν η επιχείρηση τα δάνειζε µε τόκο. Θα πρέπει δηλαδή να
εξετάσουµε το κόστος ευκαιρίας της επένδυσης. Όσο υψηλότερο το κόστος ευκαιρίας
τόσο υψηλότερη θα πρέπει να είναι η απόδοση της επένδυσης για να καλυφθεί το
κόστος ευκαιρίας των κεφαλαίων που δεσµεύονται σε αυτήν. Οι επιχειρήσεις
κρατούν επίσης, αποθέµατα είτε για να ικανοποιήσουν άµεσα τυχόν αυξηµένη
ζήτηση (καθώς οι διαδικασίες παραγωγής απαιτούν συνήθως χρόνο για να
ολοκληρωθούν) είτε για να κερδοσκοπήσουν προσδοκώντας αύξηση των τιµών.

Η επένδυση περιλαµβάνει την θυσία (µη κατανάλωση) πόρων στην τρέχουσα περίοδο
προκειµένου να εξασφαλιστούν µελλοντικά κέρδη (δηλαδή αυξηµένη κατανάλωση

31
στο µέλλον). Με άλλα λόγια, oι επιχειρήσεις αναλαµβάνουν το κόστος της επένδυσης
στο παρόν αναµένοντας να απολαύσουν κάποια κέρδη στο µέλλον.

Είναι προφανές ότι για την ανάληψη µιας επένδυσης τα αναµενόµενα κέρδη θα
πρέπει να υπερκαλύπτουν το κόστος. Στη σύγκριση µεταξύ κέρδους και οφέλους και
κατά συνέπεια στην τελική απόφαση σχετικά µε την ανάληψη ή µη της επένδυσης και
του συνολικού ύψους των επενδύσεων που θα πραγµατοποιηθούν, καίριο ρόλο παίζει
το επίπεδο των πραγµατικών επιτοκίων στην οικονοµία. Συγκεκριµένα, όσο πιο ψηλό
είναι το επίπεδο των πραγµατικών επιτοκίων τόσο λιγότερες επενδύσεις θα
αναληφθούν, καθώς τόσο πιο δαπανηρή γίνεται η πραγµατοποίηση τους.
Αυτή η αρνητική σχέση επενδύσεων και πραγµατικού επιτοκίου ερµηνεύεται αν
εξετάσουµε το βασικό κριτήριο που χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της
σκοπιµότητας ανάληψης ενός επενδυτικού σχεδίου, του κριτηρίου, δηλαδή, της
καθαράς παρούσας αξίας.
Σύµφωνα µε το κριτήριο αυτό για κάθε επενδυτικό σχέδιο µπορεί να υπολογιστεί
η σηµερινή ή, όπως ονοµάζεται, η παρούσα αξία των προβλεποµένων αποδόσεων που
θα προκύψουν ως αποτέλεσµα της επένδυσης και η παρούσα αυτή αξία να συγκριθεί
µε την αντίστοιχη παρούσα αξία του κόστους πραγµατοποίησης της επένδυσης.
Αν η παρούσα αξία των αποδόσεων είναι µεγαλύτερη από αυτή του κόστους, αν
δηλαδή η καθαρά παρούσα αξία (ΚΠΑ), όπως ονοµάζεται το αποτέλεσµα της
αφαίρεσης του κόστους από τις εισροές, είναι θετική, τότε, το επενδυτικό αυτό σχέδιο
συµφέρει να πραγµατοποιηθεί. Αν η ΚΠΑ είναι αρνητική, τότε το επενδυτικό σχέδιο
είναι ασύµφορο.
Προκειµένου να υπολογίσουµε την καθαρά παρούσα αξία κάθε επενδυτικού
σχεδίου, προεξοφλούµε τις µελλοντικές αποδόσεις και το κόστος µε το πραγµατικό
επιτόκιο r που επικρατεί στην αγορά.
Έτσι, αν το πραγµατικό επιτόκιο είναι r=5% και η αναµενόµενη απόδοση στο
τέλος του πρώτου έτους της επένδυσης είναι 1.000 €., δηλαδή R1=1.000 €, τότε η
σηµερινή αξία της µελλοντικής αυτής απόδοσης είναι: ΠΑ1 = R1/1+r = 1.000/1,05
=952,38 €.
Αν η επένδυση αναµένεται να αποφέρει θετικές αποδόσεις για n χρόνια στο
µέλλον, τότε η παρούσα αξία αυτής της ροής αποδόσεων είναι:

32
ΠΑ = R0 + R1
+ R 2
+ R 3
+ ...+ R n
1+ r (1+ r) (1+ r)
2 3
(1+ r)n
Σύµφωνα µε το κριτήριο της καθαράς παρούσας αξίας, οι επιχειρήσεις αναλαµβάνουν
µόνο τα επενδυτικά σχέδια που έχουν θετική καθαρά παρούσα αξία. Έτσι, αν στο
προηγούµενο παράδειγµα το κόστος της επένδυσης, Κ, είναι 900 € στην αρχή της
επένδυσης, τότε η ΚΠΑ είναι 52,38 € και εποµένως η επένδυση είναι συµφέρουσα.
Γενικότερα,
ν

ΚΠΑ = −Κ + R 0 + R 1
+ R 2
+ R 3
+ ... + R
1+ r (1 + r )2 (1 + r )3 (1 + r )ν

Αν υπάρχουν περιορισµένα επενδυτικά κεφάλαια, έτσι ώστε να µην είναι δυνατό να


αναληφθούν όλες οι επενδύσεις που έχουν ΚΠΑ>0, τα κεφάλαια αυτά θα επενδυθούν
στα σχέδια µε την υψηλότερη καθαρά παρούσα αξία.
Όπως είναι προφανές από τους µαθηµατικούς τύπους που παρατέθηκαν, η
αύξηση του πραγµατικού επιτοκίου µειώνει την παρούσα αξία κάθε επενδυτικού
σχεδίου, µε αποτέλεσµα τη µείωση των επενδυτικών σχεδίων που έχουν θετική ΚΠΑ
και κατά συνέπεια τη µείωση της συνολικής επενδυτικής ζήτησης.
Η καµπύλη που απεικονίζει τη συνάρτηση επενδύσεων, λοιπόν, δείχνει πόσες
επενδύσεις (σε νοµισµατικές µονάδες) επιθυµούν να αναλάβουν οι επιχειρήσεις σε
κάθε επίπεδο επιτοκίου. ∆εδοµένης της αρνητικής σχέσης επενδύσεων - επιτοκίου
που περιγράψαµε παραπάνω, η καµπύλη αυτή θα έχει αρνητική κλίση στο χώρο
(επενδύσεις, επιτόκιο). Σε σχετικά υψηλά επίπεδα επιτοκίου, αναλαµβάνονται
λιγότερα επενδυτικά σχέδια, καθώς λιγότερα επενδυτικά σχέδια είναι κερδοφόρα
(σύµφωνα µε το κριτήριο της ΚΠΑ) και αντίστροφα.
r

r0

r1

I(r)

I
I0 I1
33
Σε επίπεδο επιτοκίου r0, η επενδυτική ζήτηση είναι I0. Όταν το επίπεδο επιτοκίου
µειώνεται για παράδειγµα σε r1, το επιθυµητό ύψος επενδύσεων αυξάνεται σε I1.

Όταν τα αναµενόµενα µελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων αυξάνονται, όταν το


κόστος των κεφαλαιουχικών αγαθών µειώνεται, ή όταν η αβεβαιότητα στην
οικονοµία µειώνεται και το επιχειρηµατικό κλίµα βελτιώνεται, η καµπύλη
επενδυτικής ζήτησης µετατοπίζεται πάνω και δεξιά, αντικατοπτρίζοντας το γεγονός
ότι σε κάθε επίπεδο πραγµατικού επιτοκίου αντιστοιχεί υψηλότερο επίπεδο
επενδυτικής ζήτησης,

I1 (r)
I0 (r)
I
I0 I1

Κατανάλωση
Όπως έχουµε αναφέρει στα προηγούµενα, το επίπεδο κατανάλωσης προσδιορίζεται
κύρια από το επίπεδο εισοδήµατος. Ωστόσο, αν αναπτύξουµε περαιτέρω το µοντέλο
µας, θα διαπιστώσουµε ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που είναι
προσδιοριστικοί του επίπέδου κατανάλωσης ενός νοικοκυριού, όπως ο πλούτος
(περιουσιακή κατάσταση) του αλλά και η δυνατότητα προσφυγής σε δανεισµό καθώς
και το κόστος αυτού του δανεισµού. Συγκεκριµένα, η αύξηση του πλούτου των
νοικοκυριών, της αξίας δηλαδή των περιουσιακών τους στοιχείων, προκαλεί αύξηση
της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και µετατόπιση της συνάρτησης
κατανάλωσης πάνω και αριστερά, αφού σε κάθε επίπεδο διαθέσιµου προσωπικού
εισοδήµατος τα άτοµα έχουν τη δυνατότητα να δαπανούν περισσότερα. Από την άλλη
µεριά, η δυνατότητα δανεισµού και το κόστος του επηρεάζει επίσης τις

34
καταναλωτικές δυνατότητες των νοικοκυριών. Το κόστος δανεισµού είναι το επίπεδο
του πραγµατικού επιτοκίου στην οικονοµία και κατά συνέπεια µια µείωση του
κόστους δανεισµού, δηλαδή των επιτοκίων, καθιστά το κόστος δανεισµού
χαµηλότερο και κατά συνέπεια αυξάνει την κατανάλωση των νοικοκυριών.

Σύµφωνα µε τη θεωρία κατανάλωσης που ανέπτυξε ο οικονοµολόγος Milton


Friedman, οι καταναλωτές επιδιώκουν την εξοµάλυνση του επιπέδου κατανάλωσής
τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Συγκεκριµένα, ο Friedman υποστήριξε ότι
ενώ το εισόδηµα παρουσιάζει διακυµάνσεις, τα άτοµα αποφεύγουν να µεταβάλλουν
την κατανάλωσή τους. Ανέπτυξε, έτσι, τη θεωρία του µόνιµου εισοδήµατος,
υποστηρίζοντας ότι η κατανάλωση εξαρτάται µόνο από το τµήµα του εισοδήµατος
που οι καταναλωτές θεωρούν ως δεδοµένο ή µόνιµο, και όχι από το σύνολο του
τρέχοντος διαθέσιµου εισοδήµατος. Οι µεταβολές του τρέχοντος εισοδήµατος, που
είναι ή εκλαµβάνονται ως προσωρινές, δεν επηρεάζουν την τρέχουσα κατανάλωση.
Έτσι, µια αύξηση του τρέχοντος εισοδήµατός των νοικοκυριών θα αποταµιευτεί
καθώς δεν πιστεύουν ότι αυτή η προσωρινή αύξηση µπορεί να χρηµατοδοτήσει ένα
αυξηµένο επίπεδο κατανάλωσης µακροχρόνια.
Από την άλλη µεριά, σύµφωνα µε τη θεωρία κατανάλωσης του κύκλου ζωής που
ανέπτυξαν οι οικονοµολόγοι Albert Ando και Franco Modigliani, το εισόδηµα
µεταβάλλεται προβλέψιµα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόµου. Τα άτοµα
προσπαθούν να εξοµαλύνουν την κατανάλωση τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους,
βασιζόµενοι στο προσδοκώµενο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους εισόδηµα. Για
το σκοπό αυτό, οι καταναλωτές χρησιµοποιούν την αποταµίευση και το δανεισµό.
Όπως φαίνεται και από το διάγραµµα που ακολουθεί, κατά την περίοδο της νεότητας
τους, τα άτοµα δανείζονται, ενώ κατά την περίοδο του γήρατος/σύνταξης
χρησιµοποιούν τις αποταµιεύσεις τους για να χρηµατοδοτήσουν την κατανάλωση
τους. Στην ενδιάµεση περίοδο τα άτοµα αποταµιεύουν προκειµένου να εξοφλήσουν
τα δάνεια της περιόδου της νεότητας και να χρηµατοδοτήσουν την µελλοντική
κατανάλωση της περιόδου του γήρατος. Έτσι, ο πλούτος και τα επιτόκια, αποτελούν
προσδιοριστικούς παράγοντες της τρέχουσας κατανάλωσης.

35
Εισόδηµα,
Κατανάλωση Πραγµατικό
Εισόδηµα
Αποταµίευση

∆ανεισµός Χρήση
Αποταµιεύσεων

Μόνιµο Εισόδηµα

Ηλικία
0
Νεότητα Γήρας

Συνολική Ζήτηση και Επιτόκια


Έχοντας διαπιστώσει από τα προηγούµενα, ότι τόσο η επενδυτική ζήτηση από µέρους
των επιχειρήσεων όσο και η κατανάλωση από µέρους των νοικοκυριών εξαρτάται
από τα πραγµατικά επιτόκια, µπορούµε να συµπεράνουµε ότι η συνολική ζήτηση
στην οικονοµία, AD, εξαρτάται από τα επιτόκια.

Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα παραπάνω, θα εµπλουτίσουµε το υπόδειγµα µας έτσι ώστε


να περιλαµβάνει την επίδραση των επιτοκίων στην συνολική ζήτηση.

Εξακολουθούµε να χαρακτηρίζουµε την συνολική ζήτηση ως αποτελούµενη από την


κατανάλωση (C), τις επενδύσεις (I), και τις κυβερνητικές δαπάνες (G) (φορείς:
νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κράτος): AD = C+I+G, αλλά θα υποθέσουµε ότι η
κατανάλωση και η επένδυση εξαρτώνται από µια νέα µεταβλητή, το επιτόκιο.
Συγκεκριµένα, θεωρούµε ότι:
• Η κατανάλωση, C, είναι θετική συνάρτηση του εισοδήµατος των νοικοκυριών
και αρνητική συνάρτηση των επιτοκίων (καθώς όσο αυξάνεται το επίπεδο των
επιτοκίων τόσο µεγαλύτερό είναι το κίνητρο τους να αποταµιεύσουν και κατά

36
συνέπεια να µειώσουν την κατανάλωσή τους και τόσο µεγαλύτερο το κόστος
του δανεισµού)
• Η επενδυτική ζήτηση, Ι, είναι αρνητική συνάρτηση των επιτοκίων, καθώς από
τη µια µεριά αυξάνει το κόστος δανεισµού και από την άλλη αυξάνει το
κόστος ευκαιρίας των κεφαλαίων που χρησιµοποιούνται για τη
χρηµατοδότηση των επενδύσεων
• Οι κυβερνητικές δαπάνες, G, παραµένουν αυτόνοµες, καθώς οι
προσδιοριστικοί παράγοντες του ύψους τους εξαρτώνται κύρια από
πολιτικούς παράγοντες και επιλογές.

∆ιαµορφώνουµε, λοιπόν, το µαθηµατικό µοντέλο που περιγράφει την οικονοµία µας,


ως εξής:
Έστω
C = 300 – 30i + 0,80Yd Αφού Yd = Y – T C = 220 – 30i + 0,60Y

T = 100 + 0,25Y

I = 250 – 20i
G = 480

Κατά συνέπεια, η συνολική ζήτηση είναι:


AD = C+I+G = 950 – 50i + 0,60Y

Και η τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος προκύπτει από τη συνθήκη ισορροπίας:

Ye =AD Ye = 950 - 50i + 0,60 Ye (1 – 0,60) Ye = 950 - 50i


Ye = [1/0,40] x (950 – 50i) Ye = 2,5 x (950 – 50i) Y e = 2.375 – 125i

Βλέπουµε, λοιπόν ότι έχουµε καταλήξει σε µια εξίσωση µε δύο αγνώστους. ∆εν
µπορούµε να καταλήξουµε λοιπόν σε ένα µοναδικό επίπεδο ισορροπίας του
εισοδήµατος στην οικονοµία, αλλά σε συνδυασµούς εισοδήµατος-επιτοκίου που
διατηρούν σε ισορροπία την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών την οποία
περιγράφουµε. Όλοι αυτοί οι συνδυασµοί (Y, i) που περιγράφονται από την εξίσωση

37
Y e = 2.375 – 125i µπορούν να απεικονιστούν µε µια καµπύλη στο γεωµετρικό χώρο
(Y, i). Η καµπύλη αυτή ονοµάζεται καµπύλη IS.

Ορισµός: Η καµπύλη IS απεικονίζει όλους τους δυνατούς συνδυασµούς


εισοδήµατος-επιτοκίου που διατηρούν σε ισορροπία την αγορά προϊόντων και
υπηρεσιών, που εξασφαλίζουν, δηλαδή, ότι η συνολική ζήτηση ισούται µε το
εισόδηµα, ή ότι η αποταµίευση ισούται µε την επένδυση.

Η καµπύλη IS, γραφικά απεικονίζεται στον χώρο (Y, I) και έχει αρνητική κλίση,
καθώς όσο αυξάνεται το επιτόκιο, τόσο µειώνεται η επενδυτική ζήτηση και η
αποταµίευση, και κατά συνέπεια η συνολική ζήτηση και το εισόδηµα.

19

IS: Y e = 2.375 – 125i

0 Y
2375

Η εξαγωγή της καµπύλης IS διαγραµµατικά, παρουσιάζεtαι στο παρακάτω


σχήµα: µία µείωση του πραγµατικού επιτοκίου αυξάνει την επενδυτική ζήτηση και
µέσω αυτής τη συνολική ζήτηση, την παραγωγή και το πραγµατικό εισόδηµα. Η
ευθεία συνολικής ζήτησης µετατοπίζεται πάνω και το εισόδηµα αυξάνεται από y0 σε
y1 ως αποτέλεσµα της µείωσης του επιτοκίου από r0 σε r1. ∆εδοµένου ότι η ισορροπία
στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών εξασφαλίζεται όταν η επιθυµητή δαπάνη
ισούται µε την πραγµατική, η ισορροπία µετατοπίζεται από το σηµείο Α στο σηµείο
Β.

38
45o
AD1= C+I(r1)+G

Β
AD0= C+I(r0)+G

Y0 Y1 Εισόδηµα
r
r0
Α

r1 Β

IS
Y0 Y1 Εισόδηµα

Βλέπουµε, λοιπόν, ότι σε σχετικά υψηλά επίπεδα επιτοκίων (r0), η κατανάλωση και η
επένδυση βρίσκονται σε χαµηλά επίπεδα και κατά συνέπεια και η συνολική ζήτηση
είναι χαµηλή. Το επίπεδο ισορροπίας του εισοδήµατος τότε, βρίσκεται στο επίπεδο
Y0. Αντίθετα, σε χαµηλά επίπεδα επιτοκίων, όπως το r1, η κατανάλωση και η
επένδυση και κατά συνέπεια η συνολική ζήτηση είναι υψηλότερη και το επίπεδο
ισορροπίας του εισοδήµατος είναι τότε Y1.

Ας δούµε τώρα την επίδραση µιας µεταβολής στις µεταβλητές που θεωρήσαµε
εξωγενείς στο µοντέλο µας πάνω στο εισόδηµα ισορροπίας (για παράδειγµα µιας
αυτόνοµης µεταβολής των φόρων ή των κυβερνητικών δαπανών).

39
Παράδειγµα 1: Αύξηση Κυβερνητικών ∆απανών
Για να δούµε την επίδραση µιας αύξησης των κυβερνητικών δαπανών στο εισόδηµα
ισορροπίας θα χρησιµοποιήσουµε το προηγούµενο αριθµητικό παράδειγµα, όπου:

C = 220 – 30i + 0,60Y


I = 250 – 20i
G = 480
AD = C+I+G = 950 – 50i + 0,60Y

Και η καµπύλη IS: Ye = 2.375 – 125i

Ας υποθέσουµε τώρα ότι αυξάνονται οι κυβερνητικές δαπάνες από G0=480 σε G1 =


580. Τότε η συνολική ζήτηση στην οικονοµία θα αυξηθεί σε
AD1 = C+I+G1 = 1.050 - 50I + 0,6Y
Λύνοντας για το επίπεδο ισορροπίας του εισοδήµατος θα προκύψει η νέα καµπύλη
IS1: Ye = 2.625 – 125i.

45o
AD1= C+I(r0)+G1

AD0= C+I(r0)+G0

Y0 Y1 Εισόδηµα
r

r0

IS1

IS0

Y0 Y1 Εισόδηµα

40
Βλέπουµε, λοιπόν, πως η αύξηση των δηµοσίων δαπανών προκάλεσε την αύξηση του
εισοδήµατος ισορροπίας που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο επιτοκίου. Με άλλα λόγια,
η καµπύλη IS µετατοπίστηκε δεξιά.
Για τις συγκεκριµένες αριθµητικές τιµές του παραδείγµατός µας θα έχουµε:

21

19

IS0 IS1
Y
2375 2625

Γενικά οποιαδήποτε αυτόνοµη αύξηση στις εξωγενείς µεταβλητές του υποδείγµατός


µας (C, I G) θα προκαλέσει την αύξηση της συνολικής ζήτησης της οικονοµίας και
κατά συνέπεια την δεξιά µετατόπιση της καµπύλης IS. Αντίθετα, οποιαδήποτε
µεταβολή συνεπάγεται µείωση της συνολικής ζήτησης (π.χ. µείωση δηµοσίων
δαπανών, αύξηση φορολογικών συντελεστών που µειώνει το διαθέσιµο εισόδηµα,
αύξηση της ροπής προς αποταµίευση, κλίµα αβεβαιότητας που µειώνει την
επενδυτική ζήτηση, κ.λ.π.) µετακινεί την καµπύλης IS αριστερά υποδεικνύοντας έτσι
ότι σε κάθε επίπεδο επιτοκίου αντιστοιχεί χαµηλότερο επίπεδο ισορροπίας του
εισοδήµατος.

Προσέξτε στο σηµείο αυτό, ότι ενώ µια µεταβολή των εξωγενών µεταβλητών -των
µεταβλητών, δηλαδή, που δεν εµφανίζονται στους άξονες του διαγράµµατος της IS-
προκαλεί µετατόπιση ολόκληρης της IS, µια µεταβολή των ενδογενών µεταβλητών –
δηλαδή στο εισόδηµα ή στο επιτόκιο- θα προκαλέσει απλά µια µετακίνηση επί της
καµπύλης IS σε ένα νέο συνδυασµό ισορροπίας.

41
Παράδειγµα 2: Βελτίωση Επενδυτικού Κλίµατος
Ας υποθέσουµε ότι µετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το
επιχειρηµατικό κλίµα στη χώρα βελτιώνεται µε συνέπεια να παρουσιαστεί µια
αύξηση των αυτόνοµων επενδύσεων. Όπως φαίνεται και στο σχήµα παρακάτω, η
αύξηση αυτή, όλων των υπολοίπων παραγόντων παραµένοντων σταθερών (ceteris
paribus), αυξάνει τη συνολική ζήτηση στην οικονοµία, µετατοπίζοντας την
αντίστοιχη ευθεία πάνω και αριστερά. Προκύπτει, έτσι, αύξηση του εισoδήµατος
ισορροπίας σε κάθε επίπεδο επιτοκίου, δηλαδή δεξιά µετατόπιση της καµπύλης IS για
κάθε επίπεδο επιτοκίου.

45o
AD1= C(Υ-Τ) +I1(r)+G

AD0= C(Υ-Τ)+I0(r)+G

Y0 Y1 Εισόδηµα
r

r0

IS1

IS0

Y0 Y1 Εισόδηµα

Παράδειγµα 3: Αύξηση Φορολογικών Συντελεστών

Ας χρησιµοποιήσουµε το προηγούµενο αριθµητικό παράδειγµα, όπου:


C = 300 – 30i + 0,80Yd
T = 100 + 0,25Y
I = 250 – 20i
G = 480

42
Τότε:
AD = C+I+G = 950 – 50i + 0,60Y και η καµπύλη IS0: Y0e = 2.375 – 125i (1)

Ας υποθέσουµε τώρα ότι αλλάζει το φορολογικό καθεστώς και η φορολογία


αυξάνεται από T0=100+0,25Y σε T1=200+0,25Y. Η αύξηση αυτή των φόρων, µειώνει
το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και κατά συνέπεια την καταναλωτική
δαπάνη των νοικοκυριών. Με άλλα λόγια, η συνάρτηση κατανάλωσης γίνεται τώρα,
C1 = 300-30i + 0,8Yd = 300 – 30 i+ 0,8 (Y - (200+0,25Y)) C1 = 140 – 30i + 0,6Y

Το µοντέλο µας, λοιπόν, γίνεται


C1 = 140 – 30i + 0,6Y
I = 250 – 20i,
G = 480

Η συνολική ζήτηση, λοιπόν, είναι AD1 = C1 + I + G = 870 -50i + 0,6Y και λύνοντας
για το εισόδηµα ισορροπίας (µε τη χρήση της συνθήκηε ισορροπίας AD=Y)
προκύπτει η νέα καµπύλη IS1: Y1e = 2.175 – 125i (2)

Βλέπουµε, λοιπόν, ότι σε κάθε επίπεδο επιτοκίου το εισόδηµα ισορροπίας είναι


µικρότερο στην περίπτωση της IS1 από ότι στην περίπτωση της IS0. Συγκρίνοντας την
(1) και (2), βλέπουµε ότι πρόκειται για δύο ευθείες παράλληλες (έχουν την ίδια
κλίση: 125, ενώ έχουν διαφορετική τεταγµένη επί τη αρχή). ∆ιαγραµµατικά, η
αύξηση των φορολογικών συντελεστών απεικονίζεται µε κάτω µετατόπιση της
καµπύλης συνολικής ζήτησης από AD (από AD0 σε AD1) και κάτω αριστερή
µετατόπιση της IS (από IS0 σε IS1), γεγονός που αντικατοπτρίζει ότι σε κάθε επίπεδο
επιτοκίου, το εισόδηµα ισορροπίας είναι µικρότερο.

43
45o
AD0= C(Υ-Τ0)+I+G1
Α
AD1= C(Υ-Τ0)+I+G

Y1 Y0 Εισόδηµα
r

Α
r0 Β

IS1

IS0

Y1 Y0 Εισόδηµα

Για τις συγκεκριµένες αριθµητικές τιµές του παραδείγµατός µας θα έχουµε:

19

17.4

IS0
IS1

Y
2175 2375

∆ηµοσιονοµική Πολιτική
Με τον όρο «∆ηµοσιονοµική Πολιτική» αναφερόµαστε στην πολιτική κυβερνητικών
δαπανών και στο φορολογικό σύστηµα το οποίο χρησιµοποιείται για να επηρεάσει
την κατάσταση και την πορεία της οικονοµίας. Η κατάρτιση του κατάλληλου

44
µίγµατος δηµοσιονοµικής πολιτικής, ωστόσο, είναι δύσκολο έργο, καθώς για
παράδειγµα πέρα από τη µέγιστη αποτελεσµατικότητα των δηµοσιονοµικών στόχων
πρέπει κανείς να κάνει και επιλογές διάθεσης των πόρων µεταξύ εναλλακτικών
χρήσεων, που αναµφισβήτητα στερούν πόρους από τις άλλες εναλλακτικές χρήσεις.
Το προϊόν ισορροπίας στην οικονοµία είναι θετική συνάρτηση των κυβερνητικών
δαπανών, καθώς µέσω αυτών παράγονται αγαθά και δηµιουργούνται ευκαιρίες
απασχόλησης και αρνητική συνάρτηση των φορολογικών συντελεστών, καθώς
επιδρούν µειωτικά στο διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών.

Οι στόχοι της δηµοσιονοµικής πολιτικής περιλαµβάνουν:


• την αναδιανοµή του πλούτου µέσω του φορολογικού συστήµατος και της
διάρθρωσης των κυβερνητικών δαπανών
• τη σταθεροποίηση της οικονοµίας (πολιτικές µεγέθυνσης του προϊόντος κατά
την περίοδο υφέσεων και µείωσης του σε περίοδο έντονης αύξησης)
• την οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη

Η χρηµατοδότηση των δαπανών της κυβέρνησης µπορεί να γίνει µε:


• φορολογία (άµεση που επιβάλλεται στα φυσικά και νοµικά πρόσωπα– έµµεση
που επιβάλλεται στις συναλλαγές)
• ∆ανεισµό
• Έκδοση Νέου Χρήµατος

Αδυναµίες στην επίτευξη των στόχων µπορούν να θεωρηθούν:


• Η χρονική υστέρηση: η διάγνωση/συνειδητοποίηση ενός προβλήµατος, η
αντίδραση µέσω υιοθέτηση της κατάλληλης πολιτικής και η εµφάνιση των
πρώτων αποτελεσµάτων της έχουν χρονική απόσταση.
• Η δυσκολία ανατροπής µιας δεδοµένης πολιτικής (για παράδειγµα αφού
αυξηθούν οι δαπάνες είναι δύσκολο να µειωθούν και το αντίστροφο για τους
φόρους).
• Η υπερβολική σπατάλη, καθώς συνήθως οι φορείς άσκησης της
δηµοσιονοµικής πολιτικής δεν έχουν κίνητρο να περιορίσουν το χρηµατικό
κόστος των πολιτικών που ασκούν.

45
Χρήµα και Σύγχρονη Τραπεζική

Ο λόγος για τον οποίο διακρατάµε χρήµατα είναι για να αγοράσουµε αγαθά και
υπηρεσίες που χρειαζόµαστε. ∆εν θα µας ενδιέφερε, σε τελική ανάλυση, αν για τα
αγαθά αυτά ανταλλάσσαµε κέρµατα, χαρτονοµίσµατα, ή άλλα αγαθά. Αυτό το οποίο
στην πραγµατικότητα µας ενδιαφέρει δεν είναι τα χρήµατα αυτά καθ’ αυτά, αλλά τα
αγαθά που µπορούν να αγοράσουν. Η πραγµατική αξία των χρηµάτων στην µορφή
που έχουν σήµερα (χαρτί και µέταλλο ή ακόµα και πλαστικό, όπως οι πιστωτικές
κάρτες) είναι µηδαµινή µπροστά στην αξία των αγαθών που αυτά µπορούν να
αγοράσουν. Στην πραγµατικότητα το χρήµα διευκολύνει τις συναλλαγές µας και κατά
συνέπεια εξυπηρετεί την εύρυθµη λειτουργία της οικονοµίας. Φανταστείτε κάθε φορά
που θα χρειαζόσασταν να χρησιµοποιήσετε κάποιο αγαθό ή κάποια υπηρεσία να
χρειαζόταν να τα ανταλλάξετε µε το αγαθό ή την υπηρεσία που παράγετε εσείς: θα
έπρεπε να κουβαλάτε µαζί το προϊόν σας, το οποίο θα ήταν πιθανά δύσκολο να
µεταφερθεί ή ευάλωτο στις καιρικές συνθήκες. Επιπλέον, όποιος διάθετε προς
πώληση αυτό που σας ενδιαφέρει θα έπρεπε να χρειάζεται το δικό σας αγαθό.
∆ιαφορετικά θα έπρεπε να το ανταλλάξετε µε κάποιον τρίτο που θα επιθυµούσε το
δικό σας αγαθό και θα πωλούσε το αγαθό που θα ήθελε αυτός που πουλάει το αγαθό
που εσείς επιθυµείτε ή θα έπρεπε να κάνατε πλήθος τέτοιους συνδυασµούς ώστε να
καταλήξετε τελικά να αποκτήσετε το αγαθό ή την υπηρεσία που θα επιθυµούσατε. Σε
τέτοιες κοινωνίες αντιπραγµατισµού τα αγαθά ανταλλάσσονται µε άλλα αγαθά.

Είναι προφανές, ότι χρησιµοποιώντας χρήµα οι εµπορικές συναλλαγές απλοποιούνται


και έτσι, εξοικονοµεί κανείς χρόνο και προσπάθεια. Μάλιστα, το ρόλο του χρήµατος
µπορεί να παίξει οτιδήποτε είναι γενικά αποδεκτό στις πληρωµές για αγαθά,
υπηρεσίες και χρέη.

Έτσι λοιπόν, στην πραγµατικότητα το χρήµα είναι ένα µέσο συναλλαγών ή


πληρωµών. Ως χρήµα ορίζουµε κάθε γενικά αποδεκτό µέσο πληρωµής για αγορά
αγαθών ή διακανονισµό χρέους. Πέρα από τη λειτουργία του ως µέσο συναλλαγών,
που είναι και το βασικό χαρακτηριστικό που το διαφοροποιεί από άλλα περιουσιακά
στοιχεία, το χρήµα εκτελεί τρεις ακόµα λειτουργίες: είναι µέσο διαφύλαξης αξιών,
µονάδα µέτρησης και µέσο πραγµατοποίησης µελλοντικών πληρωµών.

46
Κατά καιρούς έχουν χρησιµοποιηθεί διάφορα αγαθά ως µέσο συναλλαγών, δηλαδή
ως χρήµα. Θα µπορούσαµε να τα ταξινοµήσουµε στις παρακάτω κατηγορίες:

1. Περιεκτικό Χρήµα
Πρόκειται για µέσο πληρωµής του οποίου η αξία ή η αγοραστική δύναµη είναι όση το
κόστος παραγωγής του ή η αξία του σε άλλες χρήσεις (π.χ. χρυσές λίρες στο
παρελθόν).

2. Παραστατικό Χρήµα
Πρόκειται για µέσο πληρωµής του οποίου η αξία ή η αγοραστική δύναµη είναι πολύ
µεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής του ή την αξία του σε άλλες χρήσεις. (π.χ.
σηµερινά χαρτονοµίσµατα).

3. Πιστωτικό Χρήµα
Πρόκειται για το µέσο συναλλαγών που βασίζεται στο χρέος µιας ιδιωτικής
επιχείρησης ή ατόµου (π.χ. η τραπεζική κατάθεση είναι χρέος της τράπεζας προς τον
κάτοχο του τραπεζικού λογαριασµού)

Είναι πολύ σηµαντικό, ωστόσο, να διευκρινίσουµε ότι η έννοια του «χρήµατος» δεν
είναι ταυτόσηµη µε την έννοια των «µετρητών». Υπάρχουν διάφοροι «επίσηµοι»
ορισµοί της προσφοράς χρήµατος στη σύγχρονη οικονοµική. Ο συµβατικός ορισµός
της προσφοράς χρήµατος αποτελείται από τη νοµισµατική κυκλοφορία και τις
τραπεζικές καταθέσεις που δεν αποφέρουν τόκο, µπορεί, ωστόσο, να περιλάβει κανείς
σε ευρύτερους ορισµούς του χρήµατος και κάποια περιουσιακά στοιχεία µε σχετική
ευκολία ρευστοποιήσεώς. Στις περισσότερες οικονοµίες, υπάρχουν τουλάχιστον
πέντε βασικά µέτρα του χρήµατος, δηλαδή η νοµισµατική βάση Μ0, το Μ1, το Μ2, το
Μ3 και το Μ4. Το ακριβές περιεχόµενο κάθε µέτρου διαφέρει από οικονοµία σε
οικονοµία ανάλογα µε την ανάπτυξη των χρηµατοπιστωτικών αγορών.
Έτσι λοιπόν:
• Μ0 (νοµισµατική βάση): ποσότητα των χαρτονοµισµάτων και των κερµάτων σε
κυκλοφορία, καθώς και τα ρευστά διαθέσιµα των τραπεζών
• Μ1: Μ0 + όλες τις καταθέσεις όψεως
• Μ2: Μ1 +ορισµένες καταθέσεις προθεσµίας, δηλαδή τις καταθέσεις των ατόµων
στις εµπορικές τράπεζες που µπορούν να ρευστοποιηθούν σχετικά ελεύθερα.

47
• Μ3:Μ2+προθεσµιακές καταθέσεις και πιστοποιητικά καταθέσεων του ιδιωτικού
τοµέα, σε εγχώριο και ξένο νόµισµα
• Μ4:Μ3+ τις τοποθετήσεις ιδιωτών σε τίτλους (έντοκα γραµµάτια και οµόλογα)
διάρκειας έως και ενός έτους.

Σύγχρονη Τραπεζική
Κάθε οργανισµός που ειδικεύεται στο να φέρνει σε επικοινωνία τους δανειστές µε
τους δανειζόµενους ονοµάζεται χρηµατοπιστωτικός οργανισµός. Οι κυριότεροι
χρηµατοπιστωτικοί οργανισµοί είναι οι εµπορικές τράπεζες, οι οποίες δανείζονται
χρήµατα από τα άτοµα και τα πιστώνουν µε καταθέσεις και χρησιµοποιούν τα
χρήµατά αυτά για να δανείζουν χρήµατα σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κάποιες
φορές κυβερνήσεις. Βέβαια η τράπεζα είναι µια επιχείρηση η οποία επιδιώκει τη
µεγιστοποίηση των κερδών της. Τα κέρδη της προκύπτουν από τη διαφορά µεταξύ
του επιτοκίου που χρεώνει κατά τη χορήγηση των δανείων και του επιτοκίου που
χορηγεί στους καταθέτες της.

Οι τράπεζες δηµιουργούν «χρήµα» το οποίο δεν υπάρχει στην πραγµατικότητα.


Αµέσως παρακάτω θα µελετήσουµε το µηχανισµό βάσει του οποίου οι εµπορικές
τράπεζες έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Σε κάθε χώρα, οι νοµισµατικές αρχές επιβάλλουν στις εµπορικές τράπεζες να


διακρατούν ένα ελάχιστο ποσοστό, το ύψος του οποίου ορίζεται από τις αρχές, των
καταθέσεων τους στην Κεντρική Τράπεζα, ενώ τους επιτρέπουν να χρησιµοποιήσουν
το υπόλοιπο για την πραγµατοποίηση επενδύσεων κ.λπ. Το τραπεζικό σύστηµα των
υποχρεωτικών διαθεσίµων αποτελεί βασικό συστατικό της διαδικασίας δηµιουργίας
χρήµατος. Έτσι, αν καταθέσετε €1000 στο λογαριασµό καταθέσεων που διακρατάτε
στην εµπορική σας τράπεζα και αν υποθέσουµε ότι το ποσοστό υποχρεωτικών
διαθεσίµων είναι 10%, τότε η τράπεζα θα διακρατήσει €100 µόνο και θα επενδύσει τα
υπόλοιπα € 900 σε χορηγήσεις δανείων σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, στην αγορά
κρατικών οµολόγων (δανεισµός προς το κράτος), κ.λπ. Τι σηµαίνει αυτό; Ότι από τη
µια µεριά, η εµπορική τράπεζα έχει €900 που µπορεί να χρησιµοποιήσει, ενώ ο
αρχικός καταθέτης (εσείς) πιστεύει ότι έχει € 1000 στο λογαριασµό του (και όντως
έχει γιατί σε περίπτωση που θέλει να χρησιµοποιήσει τα χρήµατά του, η τράπεζα θα

48
πραγµατοποιήσει κανονικά την ανάληψη6). Κατά συνέπεια έχουµε συνολικά από ένα
αρχικό κεφάλαιο € 1000, €1900 τελικά στην οικονοµία.
Η αλυσίδα όµως δεν σταµατά εδώ. Ας υποθέσουµε τώρα ότι η τράπεζα χορήγησε τα
€900 µε µορφή καταναλωτικού δανείου σε έναν φοιτητή, ο οποίος τελικά τα
χρησιµοποίησε για να αγοράσει έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι πιθανό ο
πωλητής του Η/Υ να καταθέσει τα χρήµατα αυτά στον τραπεζικό του λογαριασµό
στην ίδια ή σε άλλη εµπορική τράπεζα. Με την ίδια διαδικασία όπως και
προηγουµένως, η τράπεζα θα διακρατήσει το 10% του ποσού (€90) και θα χορηγήσει
τα € 810 σε κάποιον άλλο δανειζόµενο.
Μέχρι τώρα, λοιπόν, έχουµε:
€ 1.000 ... αρχική κατάθεση
€ 900 ...... πρώτο δάνειο και κατάθεση πωλητή
€ 810 ...... δεύτερο δάνειο
------------------------------------
€ 2.
710 συνολικά

Είναι προφανές ότι η διαδικασία αυτή µπορεί να συνεχιστεί για αρκετά βήµατα
ακόµα, και βέβαια οι αυξήσεις στην τελική προσφορά χρήµατος στην οικονοµία θα
είναι ολοένα και µικρότερες σε κάθε καινούργιο βήµα.

Γενικά, η αλληλουχία των διαδοχικών προσθέσεων στην ποσότητα χρήµατος που


κυκλοφορεί στην οικονοµία είναι:
Συνολική Αύξηση =
Αρχική κατάθεση + αρχική κατάθεση x (1-ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίµων
1
ΠΥ∆)+ αρχική κατάθεση x (1- ΠΥ∆)2 +.........=7 αρχική κατάθεση x =
1 − (1 − ΠΥ∆ )
1
= αρχική κατάθεση x .
ΠΥ∆

6
Όλο σύστηµα των υποχρεωτικών διαθεσίµων στηρίζεται στην υπόθεση ότι η ζήτηση για αναλήψεις
µπορεί να ικανοποιηθεί ανά πάσα στιγµή, καθώς στατιστικά δεν είναι πιθανό όλοι οι καταθέτες να
ζητήσουν το σύνολο των καταθέσεών τους. Μόνο σε περίπτωση οµαδικού πανικού όπου οι καταθέτες
φοβούµενοι ότι θα χάσουν τα χρήµατά τους ζητούν τα χρήµατά τους (όπως έγινε στην περίπτωση της
Αµερικής το 1929, µε συνέπεια την µεγαλύτερη οικονοµική κρίση του αιώνα) µπορεί να προκύψουν
δυσκολίες στην ικανοποίηση της ζήτησης των αναλήψεων.
7
Πρόκειται για γεωµετρική πρόοδο.

49
1
Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του πολλαπλασιαστή δαπανών, ο όρος
ΠΥ∆
ονοµάζεται πολλαπλασιαστής χρήµατος και προσδιορίζει τη µέγιστη ποσότητα
δηµιουργίας χρήµατος από µια αρχική κατάθεση. Η τιµή του εξαρτάται από το
επιθυµητό ποσοστό ρευστών διαθεσίµων προς το σύνολο των καταθέσεων των
τραπεζών και το επιθυµητό από τον ιδιωτικό τοµέα ποσοστό των ρευστών σε
κυκλοφορία προς το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων.

Στο παράδειγµά µας ο πολλαπλασιαστής χρήµατος είναι 1/0.1 = 10 και η µέγιστη


αύξηση στην προσφορά χρήµατος στην οικονοµία που θα µπορούσε να προκληθεί
από την αρχική κατάθεση των € 1.000 ισούται µε € 10.000.

Ουσιαστικά, ο πολλαπλασιαστής χρήµατος δίνει τη µεταβολή που προκαλείται στην


ποσότητα χρήµατος από µια µεταβολή της ποσότητας της νοµισµατικής βάσης κατά
µία µονάδα.

Ποσότητα Χρήµατος = Πολλαπλασιαστής χρήµατος x Νοµισµατική Βάση

50
Κεντρική Τράπεζα και Νοµισµατικό Σύστηµα

Είδαµε, λοιπόν, πως οι τράπεζες είναι σε θέση να δηµιουργούν χρήµα µέσω των
καταθέσεων του κοινού σε αυτές. Πως προκύπτουν όµως οι νέες καταθέσεις; Η
ποσότητα χρήµατος που είναι διαθέσιµη σε µια οικονοµία ονοµάζεται προσφορά
χρήµατος, και µπορεί να µετρηθεί οποιαδήποτε στιγµή ως απόθεµα ρευστών
περιουσιακών στοιχείων. Η προσφορά χρήµατος ελέγχεται από το κράτος και
συγκεκριµένα από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία ασκεί νοµισµατική πολιτική
µεταβάλλοντας τη συνολική προσφορά χρήµατος στην οικονοµία συνήθως µε στόχο
τη νοµισµατική σταθερότητα. Η µεταβολή της προσφοράς χρήµατος µπορεί να γίνει
κυρίως µε τους εξής τρόπους:
• Έκδοση Χαρτονοµισµάτων και Κερµάτων:
Το εκδοτικό προνόµιο επιτρέπει στην Κεντρική Τράπεζα µιας χώρας να
εκδώσει χαρτονοµίσµατα ή κέρµατα και να µεταβάλλει τη νοµισµατική βάση
στην οικονοµία.
• Συναλλαγές Ανοικτής Αγοράς:
Η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε αγορές (αύξηση προσφοράς χρήµατος) ή
πωλήσεις (µείωση προσφοράς χρήµατος) κρατικών οµολόγων µεταβάλλοντας
έτσι την προσφορά χρήµατος.
• Μεταβολή Υποχρεωτικών ∆ιαθεσίµων των Τραπεζών:
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας επιβάλλει
στις εµπορικές τράπεζες την υποχρέωση να διατηρούν στην Κεντρική
Τράπεζα ένα ελάχιστο λόγο διαθεσίµων προς καταθέσεις. Αν το ποσοστό των
υποχρεωτικών αυτών διαθεσίµων αυξηθεί, µετά από απόφαση της Κεντρικής
Τράπεζας, τότε οι τράπεζες έχουν λιγότερα διαθέσιµα για δάνεια, µε
αποτέλεσµα η προσφορά χρήµατος να µειώνεται (περιορισµός του
πολλαπλασιαστικού αποτελέσµατος που περιγράφηκε παραπάνω).
• Μεταβολές του Προεξοφλητικού Επιτοκίου
Το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο που επιβάλλει η Κεντρική
Τράπεζα στις εµπορικές τράπεζες όταν τους χορηγεί δάνεια. Μείωση του
προεξοφλητικού επιτοκίου προκαλεί αύξηση του δανεισµού των τραπεζών

51
από την Κεντρική Τράπεζα και εποµένως, της προσφοράς δανείων προς το
κοινό και κατά συνέπεια, αύξηση της προσφοράς χρήµατος.

Για τις ανάγκες της ανάλυσης µας θα υποθέσουµε ότι υπάρχει ένας µόνο τρόπος
ορισµού της προσφοράς χρήµατος στην οικονοµία και ότι η Κεντρική Τράπεζα (ή η
κυβέρνηση) απλά επιλέγει το επίπεδο της προσφοράς χρήµατος που επιθυµεί στην
οικονοµία (εξωγενής προσφορά χρήµατος).

Ζήτηση Χρήµατος

Η ζήτηση χρήµατος είναι ζήτηση πραγµατικών διαθεσίµων. Εξαρτάται από τη


σύγκριση µεταξύ του οφέλους από τη διακράτηση µιας νοµισµατικής µονάδας για
λόγους συναλλακτικούς (δηλαδή εξυπηρέτησης των τρέχοντων συναλλαγών) και του
κόστους ευκαιρίας από τον τόκο που θυσιάζεται µε τη µη διακράτηση τοκοφόρων
τίτλων. Έτσι, υποθέτουµε ότι η ζήτηση χρήµατος εξαρτάται θετικά από το ύψος του
εισοδήµατος (καθώς όσο περισσότερο εισόδηµα διαθέτουν τα νοικοκυριά, τόσο
περισσότερη ποσότητα χρήµατος επιθυµούν να διακρατούν) και αρνητικά από το
επιτόκιο (καθώς όσο υψηλότερο το επιτόκιο τόσο περισσότερο το κοινό επιθυµεί να
αποταµιεύσει/επενδύσει χρήµατα, καθώς τότε το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης
ρευστών διαθεσίµων – οι τόκοι, δηλαδή- αυξάνεται).

Τα Κίνητρα ∆ιακράτησης Χρήµατος

1. Κίνητρο Συναλλαγών
Προκύπτει από τον µη απόλυτο συγχρονισµό πληρωµών και εισπράξεων
(χρειαζόµαστε χρήµατα στο διάστηµα που µεσολαβεί µεταξύ των πληρωµών που
δεχόµαστε και των αγορών που πραγµατοποιούµε στη συνέχεια). Έτσι διακρατούµε
χρήµατα για να χρηµατοδοτήσουµε τις προγραµµατισµένες συναλλαγές µας. Το πόσα
χρήµατα ακριβώς διακρατούµε εξαρτάται από το ύψος του εισοδήµατός µας και τον
προγραµµατισµό των συναλλαγών µας.

52
2. Κίνητρο Προφύλαξης
Εξαιτίας της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τον κόσµο που ζούµε, διακρατάµε
κάποια χρήµατα προκειµένου να αντιµετωπίσουµε απρόβλεπτες καταστάσεις που
τυχόν θα παρουσιαστούν.

3. Κίνητρο Χρηµατοπιστωτικών Επενδύσεων


Βασίζεται στο γεγονός ότι τα άτοµα αποφεύγουν τον κίνδυνο. Έτσι, οι επενδυτές
είναι διατεθειµένοι να θυσιάσουν µια υψηλή µέση απόδοση προκειµένου να
διαµορφώσουν ένα χαρτοφυλάκιο µε χαµηλότερη αλλά πιο προβλέψιµη απόδοση.
∆ιακρατούν, λοιπόν, χρήµατα ως µέρος ενός χαρτοφυλακίου. Το ύψος των ρευστών
διαθεσίµων που διακρατούν εξαρτάται από το κόστος ευκαιρίας (δηλαδή το
ονοµαστικό επιτόκιο).

4. Κίνητρο Κερδοσκοπίας
Αν κάποιος διακρατεί τα περιουσιακά του στοιχεία µε τη µορφή χρήµατος, τότε, στη
διάρκεια του έτους, τα ρευστοποιηµένα αυτά περιουσιακά στοιχεία θα απωλέσουν
τόση αξία όσος είναι ο αναµενόµενος πληθωρισµός. Εποµένως, το αναµενόµενο
κόστος από την παρακράτηση χρήµατος είναι πe. Αν µια εναλλακτική επένδυση σε
µακροχρόνια οµόλογα κι άλλους µη ρευστοποιήσιµους τίτλους έχουν πραγµατική
απόδοση r, αυτό αποτελεί το κόστος ευκαιρίας της διακράτησης χρήµατος, δηλαδή τη
θυσία από τη µη τοποθέτηση των χρηµάτων σε τοκοφόρους τίτλους. Κατά συνέπεια,
το συνολικό κόστος της διακράτησης χρήµατος ισούται µε το άθροισµα r + πe
(κόστος ευκαιρίας + κόστος από πληθωρισµό). Το άθροισµα αυτό δεν είναι τίποτα
άλλο από το ύψος του ονοµαστικού επιτοκίου.

Συνοψίζοντας, βλέπουµε ότι η ζήτηση χρήµατος για πραγµατικά ρευστά διαθέσιµα
εξαρτάται από:
– το πραγµατικό εισόδηµα (θετικά)
– το ονοµαστικό επιτόκιο (το κόστος ευκαιρίας διακράτησης χρήµατος) (αρνητικά)
– το επίπεδο τιµών (το οποίο θεωρούµε προσωρινά σταθερό) (αρνητικά)
– τις προσδοκίες σχετικά µε την εξέλιξη του επιπέδου των µελλοντικών επιτοκίων

Προσφορά και Ζήτηση Χρήµατος

53
Θεωρώντας ότι η ζήτηση χρήµατος εξαρτάται αρνητικά από το πραγµατικό επιτόκιο
(i = r + πe ) µπορούµε να την απεικονίζουµε µε µια ευθεία αρνητικής κλίσης στο
χώρο (Χρήµα Μ, Πραγµατικό Επιτόκιο i). Από την άλλη µεριά, έχοντας υποθέσει ότι
η προσφορά χρήµατος καθορίζεται εξωγενώς από τις νοµισµατικές αρχές της
οικονοµίας, µπορούµε να την απεικονίζουµε στο χώρο (Μ, i) ως µια κάθετη γραµµή
στο ύψος της καθορισµένης προσφοράς χρήµατος, M .
Για ένα δεδοµένο επίπεδο εισοδήµατος στην οικονοµία, υπάρχει ένα επίπεδο
επιτοκίου για το οποίο η ζήτηση χρήµατος από νοικοκυριά και επιχειρήσεις ισούται
ακριβώς µε την προσφορά χρήµατος που η κυβέρνηση έχει επιλέξει µέσω της
νοµισµατικής πολιτικής που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα. Το σηµείο Ε (τοµή των
ευθειών που απεικονίζουν την ευθεία προσφοράς χρήµατος και αυτή της ζήτησης
χρήµατος) στο διάγραµµα απεικονίζει ακριβώς αυτό το σηµείο ισορροπίας στην
αγορά χρήµατος. Το επίπεδο ισορροπίας του επιτοκίου είναι το r0.

Προσφορά
Επιτόκιο i Χρήµατος Ms

r0 E

Ζήτηση
Χρήµατος Md

Χρήµα Μ
M

54
Ας δούµε, όµως, τι συµβαίνει σε ένα σηµείο στο χώρο (επιτοκίου, χρήµατος) που δεν
είναι αυτό που εξισορροπεί ζήτηση και προσφορά χρήµατος;

Προσφορά
Επιτόκιο i Χρήµατος Ms
Γ
r2 ∆

ro E

Α Β
r1
Ζήτηση
Χρήµατος Md

Χρήµα Μ

Σε ένα επίπεδο επιτοκίου χαµηλότερο από αυτό του επιπέδου ισορροπίας, το οποίο
ορίζεται ως αυτό που καθιστά ζήτηση και προσφορά χρήµατος ίσες, όπως για
παράδειγµα το r1, η ζήτηση χρήµατος είναι ίση µε Βr1 ενώ η προσφορά χρήµατος ίση
µε Αr1. Υπάρχει λοιπόν υπερβάλλουσα ζήτηση χρήµατος ίση µε ΑΒ. Προκειµένου η
αγορά χρήµατος να βρεθεί σε ισορροπία, θα πρέπει είτε η υπερβάλλουσα ζήτηση
χρήµατος να ικανοποιηθεί (δηλαδή, να αυξηθεί η προσφορά χρήµατος στην
οικονοµία) είτε η υπερβάλλουσα ζήτηση χρήµατος να µειωθεί και να εξισωθεί µε την
ήδη καθορισµένη προσφορά χρήµατος. ∆εδοµένου ότι η συνολική προσφορά
χρήµατος στην οικονοµία είναι δεδοµένη και προσδιορισµένη από την Κεντρική
Τράπεζα, όλη η διαδικασία προσαρµογής στην ισορροπία θα πρέπει να γίνει από την
πλευρά της ζήτησης χρήµατος. Ας δούµε αναλυτικά πως θα γίνει αυτό:

Υποθέτουµε ότι η ποσότητα του πραγµατικού πλούτου W των ατόµων ισούται µε την
πραγµατική ποσότητα ή προσφορά χρήµατος L0 και την πραγµατική ποσότητα
οµολόγων Β0. Τα άτοµα κατανέµουν το συνολικό τους πλούτο µεταξύ πραγµατικών
οµολόγων ΒD και πραγµατικών ρευστών διαθεσίµων LD. Ισχύει λοιπόν ότι:
L0+ Β0 = W = LD + ΒD. Κατά συνέπεια: Β0- ΒD = LD - L0 που σηµαίνει ότι, η
υπερβάλλουσα ζήτηση χρήµατος θα πρέπει να ισούται µε την υπερβάλλουσα
προσφορά οµολόγων.

55
Όταν, λοιπόν, υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση χρήµατος υπάρχει και υπερβάλλουσα
προσφορά οµολόγων. Αυτό συµβαίνει καθώς το κοινό προκειµένου να αυξήσει τα
ρευστά διαθέσιµα που διακρατά ρευστοποιεί τους τίτλους (οµόλογα) που διακρατά,
τους προσφέρει δηλαδή στην αγορά οµολόγων προκειµένου να µεταβάλλει την
κατανοµή του πλούτου που διαθέτει µεταξύ οµολόγων και ρευστών διαθεσίµων υπερ
των οµολόγων. Προκειµένου το κοινό να βρει ελκυστική επένδυση την αγορά
οµολόγων θα πρέπει οι τιµές τους να µειωθούν (βασικός κανόνας της ζήτησης ενός
προϊόντος, όπως ξέρουµε είναι η αρνητική σχέση τιµής –ζητούµενης ποσότητας, σε
αντίθεση µε την προσφορά, όπου υπάρχει θετική σχέση τιµής – προσφερόµενης
ποσότητας). ∆εδοµένου ότι υπάρχει αντίστροφη σχέση µεταξύ της τιµής ενός
οµολόγου και του επιτοκίου που προσφέρει8, θα πρέπει προκειµένου η ζήτηση
οµολογιών να αυξηθεί, να αυξηθεί το επιτόκιο. Η αύξηση αυτή θα συνεχιστεί µέχρι
το επιτόκιο να φτάσει στο επίπεδο ισορροπίας, r0. Η αύξηση, λοιπόν, του επιτοκίου
από το επίπεδο r1 στο επίπεδο r0 θα επιτρέψει την πώληση οµολόγων µε συνέπεια την
µείωση της υπερβάλλουσας προσφοράς οµολόγων και, αυτοµάτως, της
υπερβάλλουσας ζήτησης χρήµατος. Στο επίπεδο επιτοκίου r0 τόσο η αγορά χρήµατος
όσο και η αγορά οµολόγων βρίσκεται σε ισορροπία µε την έννοια ότι σε κάθε µια από
αυτές η προσφορά ισούται µε τη ζήτηση.
Η αντίστροφη, ακριβώς, διαδικασία θα ακολουθηθεί στην περίπτωση που η αγορά
χρήµατος βρίσκεται σε ανισορροπία µε το επίπεδο του επιτοκίου να βρίσκεται σε
επίπεδο υψηλότερο από αυτό που εξασφαλίζει την ισορροπία στην αγορά χρήµατος,
όπως το επίπεδο επιτοκίου r2. Στο επίπεδο αυτό υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά
ρευστών διαθεσίµων ίση µε Γ∆ και κατά συνέπεια, υπερβάλλουσα ζήτηση οµολογιών
καθώς οι τιµές τους είναι πολύ χαµηλές. Η υπερβάλλουσα ζήτηση οµολογιών θα
προκαλέσει τάσεις αύξησης της τιµής τους και βέβαια µείωσης του επιτοκίου µέχρι
του σηµείου του επίπέδου ισορροπίας r0.
Βλέπουµε, λοιπόν, πως η αγορά χρήµατος λειτουργεί όπως οποιαδήποτε αγορά
προϊόντος µε τη διαδικασία προσαρµογής στην ισορροπία να πραγµατοποιείται µέσω
του µηχανισµού των τιµών. Στην περίπτωση όµως των ρευστών διαθεσίµων
εκλαµβάνουµε ως τιµή το επίπεδο του πραγµατικού επιτοκίου.

8
Η τιµή ενός οµολόγου, Pb, ισούται µε την παρούσα αξία της ροής πληρωµών που η εξόφληση του
οµολόγου περιλαµβάνει. Σύµφωνα µε τον ορισµό της παρούσας αξίας, όσο υψηλότερο είναι το
επιτόκιο µε το οποίο προεξοφλείται αυτή η ροή πληρωµών, τόσο πιο χαµηλή θα είναι η τιµή του
Απόδοση
οµολόγου. Ισχύει, δηλαδή, Pb =
r

56
Μεταβολές Ζήτησης Χρήµατος και Ισορροπία στην Αγορά Χρήµατος- Η καµπύλη
LM

Στο προηγούµενο διάγραµµα απεικονίσαµε το επίπεδο ισορροπίας του επιτοκίου για


ένα δεδοµένο επίπεδο εισοδήµατος“Y”. Σύµφωνα, ωστόσο, µε την πρώτη υπόθεση
που κάναµε, η ζήτηση χρήµατος αυξάνεται µε την αύξηση του εισοδήµατος. Αυτό
διαγραµµατικά µπορούµε να το απεικονίσουµε µε µια παράλληλη µετατόπιση της
καµπύλης ζήτησης χρήµατος δεξιά.

Σηµειώστε σε αυτό το σηµείο ότι όταν έχουµε µια καµπύλη σε ένα γεωµετρικό χώρο,
µεταβολές στο επίπεδο των ενδογενών µεταβλητών- δηλαδή των µεταβλητών που
εµφανίζονται στους άξονες- προκαλεί µετακίνηση από το ένα σηµείο στο άλλο επί
της καµπύλης αυτής. Όταν, ωστόσο, έχουµε µια µεταβολή των εξωγενών µεταβλητών
- των µεταβλητών, δηλαδή, που δεν εµφανίζονται στους άξονες, τότε έχουµε
µετακίνηση ολόκληρης της καµπύλης (ή και µεταβολή της κλίσης της) καθώς αυτό
ουσιαστικά ισοδυναµεί µε µεταβολή της συναρτησιακής σχέσης που συνδέει τις δύο
ενδογενείς µεταβλητές.
Ας δούµε, λοιπόν, πως επηρεάζουν την ισορροπία της αγοράς χρήµατος, οι µεταβολές
του εισοδήµατος.

Επιτόκιο i
Ms

r2 E2

r1
E1

r0 Α
E0 Md(Y2)

Md(Y1)
Md(Y0)
Μ

Έστω, λοιπόν, ότι το εισόδηµα αυξάνεται από Y0 σε Y1. Η ζήτηση χρήµατος


αυξάνεται ως αποτέλεσµα του συναλλακτικού κινήτρου διακράτησης χρήµατος. Η

57
καµπύλη ζήτησης χρήµατος µετατοπίζεται δεξιά. Στο αρχικό επίπεδο ισορροπίας, r0,
παρουσιάζεται πλέον υπερβάλλουσα ζήτηση χρήµατος ίση µε ΑE0. Κατά συνέπεια,
το πραγµατικό επιτόκιο ισορροπίας θα αυξηθεί µέχρι να φτάσει το επίπεδο r1,
προκειµένου να επανέλθει σε ισορροπία η αγορά χρήµατος.
Έτσι, προκύπτει µια σειρά συνδυασµών πραγµατικού επιτοκίου και εισοδήµατος που
διατηρούν σε ισορροπία την αγορά χρήµατος. (Για κάθε επίπεδο εισοδήµατος,
προκύπτει µια διαφορετική καµπύλη ζήτησης χρήµατος, και ένα διαφορετικό επίπεδο
επιτοκίου που διατηρεί σε ισορροπία την αγορά χρήµατος –και την αγορά οµολόγων)

Αν σχεδιάσουµε όλους τους συνδυασµούς ( i,Y) που διατηρούν µε τον τρόπο αυτό σε
ισορροπία την αγορά χρήµατος, θα προκύψει η καµπύλη LM. Κάθε σηµείο επί της
καµπύλης LM αποτελεί σηµείο ισορροπίας (Md=Ms) στην αγορά χρήµατος.

Συγκεκριµένα, όταν το εισόδηµα είναι Υ0 η ζήτηση χρήµατος είναι Μd(Υ0). Όταν


αυξηθεί το εισόδηµα σε Υ1 αυξάνεται η ζήτηση χρήµατος σε Μd(Y1) και όταν
αυξηθεί το εισόδηµα σε Υ2 η ζήτηση χρήµατος µετατοπίζεται προς τα επάνω σε
Μd(Υ2). Σε κάθε επίπεδο εισοδήµατος το επιτόκιο ισορροπίας, που ορίζεται από την
ισότητα (τοµή) της σταθερής προσφοράς µε την εκάστοτε καµπύλη ζήτησης
χρήµατος, θα είναι αντίστοιχα το i0, i1 και i2. Στο σχήµα που ακολουθεί παίρνουµε τα
σηµεία Α, Β, Γ που συνδέουν τα επιτόκια ισορροπίας µε τα αντίστοιχα επίπεδα
εισοδήµατος. Η ευθεία που διέρχεται από τα σηµεία αυτά είναι η ονοµαζόµενη
“καµπύλη LM” η οποία δείχνει τους συνδυασµούς επιτοκίων και εισοδήµατος για
τους οποίους η αγορά χρήµατος είναι σε ισορροπία.

Η κλίση της LM είναι θετική και οφείλεται στο γεγονός ότι υψηλότερο εισόδηµα
αυξάνει τη ζήτηση χρήµατος και εποµένως αυξάνει το επιτόκιο ισορροπίας.

Προσφορά Χρήµατος
i i
i3 Γ
i3
LM
i2 Β
i2 Md(Y2)
i1 Α
i1
Md(Y1)
Md(Y0)
Μ Ζήτηση Χρήµατος Y0 Y1 Y32 Υ

58
Αριθµητικό Παράδειγµα 1:
Ας υποθέσουµε ότι έχουµε τις ακόλουθες συναρτησιακές µορφές για τη ζήτηση και
την προσφορά χρήµατος:
Ms = 475
Md = 440 + 0.35Y – 70i
(Σηµειώστε ότι η µορφή της ζήτησης χρήµατος είναι συµβατή µε τις δύο υποθέσεις
που κάναµε για το εισόδηµα και το επιτόκιο, δηλαδή ότι η ζήτηση χρήµατος
εξαρτάται θετικά από το εισόδηµα και αρνητικά από το επιτόκιο).

Θα µπορούσαµε εύκολα να σχεδιάσουµε την προσφορά χρήµατος και βέβαια ξέρουµε


ότι η καµπύλη ζήτησης χρήµατος έχει θετική κλίση. Η ακριβής θέση της καµπύλης
ζήτησης χρήµατος, ωστόσο, και κατά συνέπεια το επίπεδο ισορροπίας του επιτοκίου
προσδιορίζεται από το επίπεδο εισοδήµατος.

Για την ισορροπία θα πρέπει:


Ms = Md ==> 475 = 440 + 0,35y – 70i

Λύνοντας, καταλήγουµε στο ότι Ms = Md 475 = 440 + 0,35y – 70i


35 =0,35y – 70i LM: Ye = 100 + 200i
∆ηλαδή:

LM
Προσφορά Χρήµατος (κλίση 200)
i i

i0 i0

Md=440+35Y-75i

475
Ζήτηση Χρήµατος 100 Y0 Υ

59
Αριθµητικό Παράδειγµα 2:

Μεταβολές στη ζήτηση ή στην προσφορά χρήµατος θα προκαλέσουν αντίστοιχες


µεταβολές στην καµπύλη LM.

Ας υποθέσουµε ότι στο προηγούµενο αριθµητικό παράδειγµα, η προσφορά χρήµατος


αυξάνεται από Ms = 475 σε Ms1 = 575, ενώ η συναρτησιακή µορφή της ζήτησης
χρήµατος παραµένει όπως προηγουµένως, δηλαδή Md = 440 + 0,35Y - 70i.
Εξισώνοντας Ms1 = Md θα καταλήξουµε στη συναρτησιακή µορφή της νέας
καµπύλης LM.
Ms = Md 575 = 440 +0,35Y - 70i 135=0,35Y - 70i LM: Ye = 386 + 200i

Προσφορά
Χρήµατος
LM
(κλίση 200)
i i
LM1
(κλίση 200)

i0 i0

i1
Md=440+35Y-70i

Μ 100 386 Y0 Y1 Υ
475 575

Γενικά, λοιπόν, µια αύξηση της προσφοράς χρήµατος θα προκαλέσει την


(παράλληλη) µετατόπιση της καµπύλης LM πάνω και δεξιά, αυξάνοντας το επίπεδο
εισοδήµατος που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο επιτοκίου ή αυξάνοντας το επίπεδο
επιτοκίου που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο εισοδήµατος, ενώ αντίθετα µια µείωση της
προσφοράς χρήµατος θα προκαλέσει την µετατόπιση της LM κάτω και αριστερά9.

9
Προσέξτε ότι αν η κυβέρνηση χρησιµοποιεί ως εργαλείο τα επιτόκια και όχι την προσφορά
χρήµατος, τότε µια µείωση των επιτοκίων ισοδυναµεί µε µια αύξηση της προσφοράς χρήµατος (µέσω
της επίδρασης στην αγορά οµολόγων: µείωση επιτοκίων=> αύξηση της τιµής των οµολόγων =>
µείωση της ζήτησης και αύξησης της προσφοράς τους=> υπερβάλλουσα προσφορά οµολόγων =>
ρευστοποίηση τους και αύξηση της προσφοράς ρευστών διαθεσίµων στην οικονοµία).

60
Αριθµητικό Παράδειγµα 3:
Ας επιστρέψουµε τώρα στο αρχικό µας αριθµητικό παράδειγµα, όπου Ms = 475 και
Md = 440 + 0,35Y - 70i. Είδαµε πως τότε LM: Ye = 100 + 200i.

Ας υποθέσουµε τώρα ότι η ζήτηση χρήµατος αυξάνεται και γίνεται:


Md1 = 484 + 0,385Y - 77i. Λύνοντας για την ισορροπία (Ms = Md1) θα προκύψει η
νέα καµπύλη LM:
Ms = Md1 => 475 = 484 + 0,385Y - 77i => LM:Ye = -23,38 + 200i

LM1
Προσφορά (κλίση 200)
Χρήµατος
i i LM
(κλίση 200)
i1
i0
i0 Md=484 + 0.385Y - 77i

Md=440+35Y-70i

Μ -23,38 100 Y0 Y1 Υ
475

Η αύξηση της ζήτησης χρήµατος µετατοπίζει την καµπύλη ζήτησης χρήµατος δεξιά.
Η LM µετατοπίζεται αριστερά, αντανακλώντας το γεγονός ότι σε κάθε επίπεδο
εισοδήµατος αντιστοιχεί υψηλότερο επίπεδο επιτοκίου.
Σηµειώστε, ότι η ζήτηση χρήµατος αυξάνεται είτε όταν αυξάνεται το Y, είτε όταν
αυξάνεται το επίπεδο τιµών (δεδοµένου ότι η ζήτηση χρήµατος είναι ουσιαστικά
ζήτηση για αγοραστική δύναµη)

Νοµισµατική Πολιτική
Η νοµισµατική πολιτική σε µια οικονοµία, ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, η
οποία χρησιµοποιώντας ως µέσα/εργαλεία πολιτικής την προσφορά χρήµατος ή,
συχνότερα πλέον, το ύψος των επιτοκίων προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους που
τίθενται για τη σταθεροποίηση της οικονοµίας.
Όπως φαίνεται και από το διάγραµµα που ακολουθεί, η Κεντρική Τράπεζα µπορεί
είτε να θέσει το ύψος του επιτοκίου στο επίπεδο r0 και να επιτρέψει στην προσφορά

61
χρήµατος να προσαρµοστεί στο επίπεδο ισορροπίας L00R, είτε να θέσει την
προσφορά χρήµατος στο επίπεδο L0 και να αφήσει το επιτόκιο να προσαρµοστεί στο
επίπεδο ισορροπίας r0. Σε καµία περίπτωση, όµως δεν µπορεί να θέσει το επίπεδο και
των δύο µεταβλητών, καθώς οι συνδυασµοί επιτοκίου-ποσότητας ρευστών
διαθεσίµων που διατηρούν σε ισορροπία την αγορά χρήµατος βρίσκονται πάνω στην
καµπύλη ζήτησης χρήµατος LL.

Επιτόκιο

r0

LL

L0 Ρευστά ∆ιαθέσιµα

Ισορροπία στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και χρήµατος

Είδαµε στα προηγούµενα ότι η συµπερίληψη του επιτοκίου στις συνθήκες ισορροπίας
τόσο της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών όσο και της αγοράς χρήµατος οδήγησε στην
εύρεση µιας σειράς συνδυασµών (εισοδήµατος, επιτοκίου) που διατηρούν σε
ισορροπία κάθε µια από αυτές. Σε καµία από τις δύο αγορές δεν ήµαστε όµως σε
θέση να επιλέξουµε το µοναδικό συνδυασµό επιτοκίου και εισοδήµατος ισορροπίας
που χαρακτηρίζει την οικονοµία. Προκειµένου να βρούµε το µοναδικό αυτό
συνδυασµό που διατηρεί σε ισορροπία ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αγορές θα

62
πρέπει να χρησιµοποιήσουµε και τις δύο καµπύλες που απεικονίζουν όλους τους
δυνατούς συνδυασµούς ισορροπίας. Υπενθυµίζουµε στο σηµείο αυτό ότι:
Η Καµπύλη IS: απεικονίζει τους συνδυασµούς επιτοκίων και εισοδήµατος για τους
οποίους η αγορά αγαθών και υπηρεσιών βρίσκεται σε ισορροπία.
Η Καµπύλη LM: απεικονίζει τους συνδυασµούς επιτοκίων και εισοδήµατος για τους
οποίους η αγορά χρήµατος βρίσκεται σε ισορροπία.

Οι δύο αυτές καµπύλες είναι στην πραγµατικότητα δύο εξισώσεις µε δύο αγνώστους
(εισόδηµα και επιτόκιο), οι οποίες αν λυθούν ως σύστηµα εξισώσεων µπορούν να µας
δώσουν το µοναδικό συνδυασµό εισοδήµατος- επιτοκίου που διατηρεί σε ισορροπία
ταυτόχρονα τις δύο αυτές αγορές. ∆ιαγραµµατικά, ο συνδυασµός αυτός είναι το
σηµείο τοµής των δύο καµπυλών (όπως είναι γνωστό από τα µαθηµατικά, αυτό το
σηµείο είναι η λύση του συστήµατος των αντίστοιχων εξισώσεων ευθείας).

i
LM

ie

IS
Y
Ye
Όταν είναι γνωστές οι τιµές ισορροπίας Υ, i, τότε µπορούν να βρεθούν και οι τιµές
των µεταβλητών C, I, G.

Ας δούµε ένα αριθµητικό παράδειγµα 1:


Ας υποθέσουµε ότι σε µια οικονοµία η αγορά προϊόντος προσδιορίζεται από τις
παρακάτω συνθήκες:
C = 300 – 30i + 0,80Yd
Αφού Yd = Y – T C = 220 – 30i + 0,60Y
T = 100 + 0,25Y

I = 250 – 20i

63
G = 480

Κατά συνέπεια, η συνολική ζήτηση είναι:


AD = C+I+G = 220 – 30i + 0,60Y + 250 – 20i + 480 = 950 – 50i + 0.60Y

Και η τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος:


Ye = 950 - 50i + 0,60 Ye (1 – 0,60) Ye = 950 - 50i Ye = [1/0,40] x (950 – 50i)
Ye = 2,5 x (950 – 50i) IS :Y e = 2.375 – 125i

Ας υποθέσουµε ότι η αγορά χρήµατος προσδιορίζεται από τις παρακάτω συνθήκες:


Ms = 475
Md = 440 + 0,35Y - 70i

Από την εξίσωση προσφοράς και ζήτησης χρήµατος προκύπτει η καµπύλη LM που
αποτελεί η συνθήκη ισορροπίας στην αγορά χρήµατος, δηλαδή:
Ms = Md 475= 440+ 0,35Y - 70i 0,35Y=75 +70i LM: Y = 100 + 200i.
Έχουµε λοιπόν:

(IS) Y = 2,375 – 125i.


(LM) Y = 100 + 200i.

Λύνοντας αυτό το σύστηµα εξισώσεων παίρνουµε τις τιµές ισορροπίας του επιτοκίου
και του εισοδήµατος:
YIS= YLM 2,375 – 125i = 100 + 200i ie = 7 (%)

Θέτοντας αυτή τη τιµή ισορροπίας στην εξίσωση της LM (ή της IS) παίρνουµε την
τιµή ισορροπίας του εισοδήµατος Ye = 1.500

Άρα ο συνδυασµός εισοδήµατος- επιτοκίου που διατηρεί σε ισορροπία και τις δύο
αγορές είναι: (Υ, i) = (1.500, 7).

Με βάση τις τιµές αυτές µπορούµε να βρούµε τις τιµές για τις υπόλοιπες µεταβλητές:

64
T = 100 + 0.25 (1,500) = 475
Έλλειµµα Προϋπολογισµού = G - T = 480 - 475 = Έλλειµµα 5
Yd =Y-T= (1,500) - 475 = 1,025
C = 300 - 30(7) + 0.8 (1,025) = 910
I = 250 - 20(7) = 110

Y=C+S+T S=Y-C–T S = 1,500 - 910 - 475 = 115.

Βλέπουµε, λοιπόν, ότι από τι 115 ν.µ. που αποταµιεύονται, 110 ν.µ διοχετεύονται σε
επενδύσεις και 5 ν.µ δανείζονται στην κυβέρνηση.

Για να επαληθεύσουµε ότι ο συνδυασµός(Υ, i) = (1.500, 7) διατηρεί την αγορά


χρήµατος σε ισορροπία θα την χρησιµοποιήσουµε στη συνθήκη ισορροπίας:
Md = 440 + 0,35 (1,500) - 70(7) = 475 (Ms)

Με τον ίδιο τρόπο, για να επαληθεύσουµε ότι ο συνδυασµός(Υ, i) = (1.500, 7)


διατηρεί και την αγορά προϊόντος και υπηρεσιών σε ισορροπία:
Υ = C+I+G 1.500=910+110+480

Παράδειγµα 2
Ένας άλλος τρόπος να βρούµε το συνδυασµό εισοδήµατος και επιτοκίου ισορροπίας
είναι να χρησιµοποιήσουµε τις εξισώσεις S = I (αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, αντί
για τη συνθήκη IS) και MS = MD (αγορά χρήµατος) που µας δίνουν το αντίστοιχο
σύστηµα εξισώσεων:
Έστω:
S = - 50 + 0,5Y
I = 450 - 5000r
Για την ισορροπία στην αγορά προϊόντος και υπηρεσιών πρέπει να ισχύει:
S=I - 50 + 0,5Υ = 450 - 5000r (Καµπύλη IS)

ΜS = 200
ΜD = 0,25Υ + 400 - 5000r
Για την ισορροπία στην αγορά χρήµατος πρέπει να ισχύει :
Μ S = ΜD 200 = 0,25Y + 400 - 5000r (Καµπύλη LM)

65
Η λύση του συστήµατος των δύο αυτών εξισώσεων δίνει Υ = 400 και r = 0,06 που
είναι και ο µόνος συνδυασµός εισοδήµατος και επιτοκίου ο οποίος εξασφαλίζει
ταυτόχρονα ισορροπία και στις δύο αγορές. ∆ιαγραµµατικά οι τιµές αυτές δηλ. το
σηµείο γενικής ισορροπίας (YE, rE) είναι οι συντεταγµένες του σηµείου τοµής των
καµπύλων IS και LM.

Ας προσθέσουµε τώρα στο παράδειγµα αυτό το δηµόσιο τοµέα, και ας υποθέσουµε


ότι G=75 και Τ=75. Τότε, οι συνθήκες ισορροπίας στην αγορά προϊόντος και
υπηρεσιών και χρήµατος αντίστοιχα, είναι:
S+T=I+G (Αγορά προϊόντος και υπηρεσιών)
MS = M D (Αγορά χρήµατος)

Τότε:
S+T=I+G - 50 + 0.5(Υ-75) + 75 = 450 - 5000r + 75
MS = M D 200 = 0.25Υ + 400 - 5000r

Λύνοντας, τώρα, το σύστηµα των δύο αυτών εξισώσεων ως προς Υ και r βρίσκουµε
τις τιµές ισορροπίας εισοδήµατος και επιτοκίου ότι Υe = 450 και re = 6,25%.

Ας µελετήσουµε, τώρα, τη διαδικασία µετακίνησης της οικονοµίας προς το σηµείο


ισορροπίας. Έστω ότι η οικονοµία βρίσκεται στο σηµείο Α, στο σχήµα που
ακολουθεί, όπου το επιτόκιο είναι r1 και το εισόδηµα y1. Η αγορά αγαθών βρίσκεται
σε ισορροπία (αφού το σηµείο Α βρίσκεται επί της καµπύλης IS), αλλά η αγορά
χρήµατος βρίσκεται εκτός ισορροπίας (καθώς το σηµείο Α βρίσκεται εκτός της
καµπύλης LM και συγκεκριµένα στα αριστερά της). Στο σηµείο Α το επιτόκιο r1 είναι
µεγαλύτερο από αυτό που θα διατηρούσε σε ισορροπία την αγορά χρήµατος για το
επίπεδο εισοδήµατος y1, έτσι η ζήτηση χρήµατος θα είναι µικρότερη από την
προσφορά (υπερβάλλουσα προσφορά χρήµατος). Για να υπάρξει ισορροπία στην
αγορά χρήµατος όταν το εισόδηµα είναι y1, πρέπει το επιτόκιο να είναι χαµηλότερο
από το r1 όπου η ζήτηση χρήµατος είναι µικρότερη από την προσφορά. Με τη
διαδικασία προσαρµογής που περιγράφηκε νωρίτερα, θα αυξηθεί η ζήτηση
οµολόγων, µε συνέπεια να αυξηθεί η τιµή τους και να µειωθεί το επιτόκιο. Όταν το
επιτόκιο αρχίσει να µειώνεται, η επενδυτική ζήτηση θα αρχίσει να αυξάνεται και

66
κατά συνέπεια θα αυξηθεί και το Υ. Έτσι, θα αρχίσει µια κίνηση κατά µήκος της ΙS
από το σηµείο Α προς το σηµείο Ε. Εφόσον αυξήθηκε το εισόδηµα, θα αυξηθεί και η
ζήτηση χρήµατος για συναλλαγές. Η διαδικασία αυτή θα σταµατήσει µόνο όταν
επιτευχθεί ταυτόχρονη ισορροπία στην αγορά χρήµατος και στην αγορά προϊόντος,
δηλαδή στο σηµείο τοµής των δύο καµπυλών, ΥΕrE. Στο σηµείο αυτό δεν υπάρχει
τάση για περαιτέρω µεταβολές (σηµείο ισορροπίας).

r
A B
r1
E LM
rE

r2 ΙS

Y1 YE Υ

Ας υποθέσουµε, τώρα, ότι η οικονοµία βρίσκεται στο σηµείο Β. Η αγορά χρήµατος


βρίσκεται σε ισορροπία (το σηµείο Β βρίσκεται επί της καµπύλης LM), όχι όµως και
η αγορά αγαθών (το σηµείο Β βρίσκεται εκτός της καµπύλης IS και συγκεκριµένα
στα δεξιάά της). Στην αγορά αγαθών θα έχουµε µεγαλύτερη προσφορά από ζήτηση
µε αποτέλεσµα: υπερβολικά αποθέµατα στις επιχειρήσεις → µείωση της παραγωγής
→ µείωση του εισοδήµατος → µείωση της ζήτησης χρήµατος → µείωση των
επιτοκίων, µέχρι του επιπέδου re. Κινούµεθα, λοιπόν, επί της καµπύλης LM µέχρι να
φθάσουµε στο σηµείο ισορροπίας Ε.
Μεταβολές στις Αγορές Προϊόντος και Υπηρεσιών και Μεταβολές Επιτοκίου και
Εισοδήµατος Ισορροπίας

Όπως έχουµε δει η θέση της Καµπύλης IS εξαρτάται από οποιαδήποτε µεταβλητή
επηρεάζει την αγορά προϊόντος και υπηρεσιών (επένδυση, κατανάλωση,
κυβερνητικές δαπάνες, κ.λπ.), ενώ η θέση της Καµπύλης LM από την προσφορά
χρήµατος και το επίπεδο τιµών. Ας δούµε, λοιπόν, πως επηρεάζουν τέτοιες µεταβολές
το επίπεδο ισορροπίας του εισοδήµατος και του επιτοκίου στην οικονοµία.

67
∆ηµοσιονοµική και Νοµισµατική Πολιτική

Είναι προφανές από το διάγραµµα των καµπυλών IS-LM ότι οτιδήποτε µετακινεί
δεξιά την IS ή την LM αυξάνει το προϊόν ισορροπίας στην οικονοµία, καθώς
µετακινεί το σηµείο τοµής των δύο καµπύλών δεξιά. Κατά συνέπεια, επεκτατική
δηµοσιονοµική πολιτική -που µετακινεί την IS δεξιά (αύξηση δηµοσίων δαπανών ή
µείωση φορολογικών συντελεστών)- ή επεκτατική νοµισµατική πολιτική -που
µετακινεί την LM δεξιά (αύξηση προσφοράς χρήµατος ή µείωση επιτοκίων) αυξάνει
το επίπεδο ισορροπίας του εισοδήµατος.
Από την άλλη µεριά, περιοριστική δηµοσιονοµική ή νοµισµατική πολιτική,
µετακινώντας αριστερά την IS ή την LM αντίστοιχα, µειώνει το επίπεδο εισοδήµατος
ισορροπίας µετακινώντας αριστερά το σηµείο τοµής των δύο καµπυλών.

∆ηµοσιονοµική Πολιτική
Ας δούµε, λοιπόν, την επίδραση της δηµοσιονοµικής πολιτικής. Έστω ότι η
οικονοµία βρίσκεται αρχικά στο σηµείο ισορροπίας Α, µε τιµές ισορροπίας για το
εισόδηµα και το επιτόκιο Y0, r0.
Ας υποθέσουµε τώρα ότι η κυβέρνηση αποφασίζει να ασκήσει επεκτατική
δηµοσιονοµική πολιτική µέσω αύξησης των δηµοσίων δαπανών (G). Η αύξηση του G
θα µετατοπίσει δεξιά την καµπύλη IS. Στο αρχικό επίπεδο επιτοκίου r0, η αγορά
χρήµατος εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισορροπία, στην αγορά προϊόντος ωστόσο,
παρουσιάζεται υπερβάλλουσα ζήτηση, µε συνέπεια τα αποθέµατα των επιχειρήσεων
να µειώνονται, να αυξάνεται η παραγωγή και το εισόδηµα. (σηµείο Β). Στο σηµείο
αυτό, όµως, η αγορά χρήµατος βρίσκεται σε ανισορροπία (το σηµείο Β βρίσκεται
εκτός της LM) Η αύξηση του εισοδήµατος που προκλήθηκε θα αυξήσει τη ζήτηση
χρήµατος για συναλλακτικούς σκοπούς, µε συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων στο
επίπεδο r1 όπου αποκαθίσταται η ισορροπία στην αγορά χρήµατος.
r
LM
r1 Γ

r0 A Β

IS1
IS0

Y0 Y1 Εισόδηµα
68
Η νέα ισορροπία µετατοπίζεται στο σηµείο τοµής της καµπύλης LM µε τη νέα
καµπύλη IS1, δηλαδή στο σηµείο Γ µε τιµές ισορροπίας για το εισόδηµα και το
επιτόκιο r1, Y1. Βλέπουµε, λοιπόν, ότι η άσκηση επεκτατικής δηµοσιονοµικής
πολιτικής, προκαλεί την αύξηση του εισοδήµατος και την αύξηση του επιτοκίου
ισορροπίας.

Η αύξηση του επιτοκίου προκαλεί µείωση των ιδιωτικών επενδύσεων (παραγκωνισµό


των ιδιωτικών επενδύσεων). Έχουµε, λοιπόν, µια διαφοροποίηση στη σύνθεση του
προϊόντος υπέρ των δηµοσίων επενδύσεων. Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε αν η
επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική ασκούταν µέσω µείωσης των φορολογικών
συντελεστών.

Νοµισµατική Πολιτική
Ας δούµε, τώρα, την επίδραση της επεκτατικής νοµισµατικής πολιτικής. Έστω ότι η
οικονοµία βρίσκεται αρχικά στο σηµείο ισορροπίας Α, µε τιµές ισορροπίας για το
εισόδηµα και το επιτόκιο Y0, r0. Ας υποθέσουµε τώρα ότι η κυβέρνηση αποφασίζει να
ασκήσει επεκτατική νοµισµατική πολιτική µέσω αύξησης της προσφοράς χρήµατος
(Μ). Η αύξηση του Μ θα µετατοπίσει δεξιά την καµπύλη LM. Με διαδικασία
προσαρµογής αντίστοιχη µε αυτήν που περιγράφηκε παραπάνω, το σηµείο
ισορροπίας µετατοπίζεται στο σηµείο τοµής της IS µε τη νέα καµπύλη LM1, δηλαδή
στο σηµείο Γ, όπου το επίπεδο ισορροπίας εισοδήµατος και επιτοκίου είναι y0, r0.

r
LM LM1

r0 A
Β
r1
Γ

IS

Y0 Y1
Εισόδηµα

69
Βλέπουµε, λοιπόν, ότι η άσκηση επεκτατικής νοµισµατικής πολιτικής, προκαλεί την
αύξηση του εισοδήµατος και τη µείωση του επιτοκίου ισορροπίας.

Επιλογή Κατάλληλου Μίγµατος Οικονοµικής Πολιτικής:


Η Αποτελεσµατικότητα της Νοµισµατικής και της ∆ηµοσιονοµικής Πολιτικής

Ένα σηµαντικό ερώτηµα για τους σχεδιαστές της οικονοµικής πολιτικής είναι
ποια πολιτική είναι η πλέον αποτελεσµατική για τους στόχους που έχουν επιλέξει,
κύρια για τη µεγέθυνση του εθνικού εισοδήµατος. Οι υπεύθυνοι για το σχεδιασµό και
την άσκηση της οικονοµικής πολιτικής, προκειµένου να µεταβάλλουν το επίπεδο
εισοδήµατος στην οικονοµία µπορούν να χρησιµοποιήσουν είτε µέτρα
δηµοσιονοµικής πολιτικής (δηλαδή να µεταβάλλούν τις δηµόσιες δαπάνες ή τους
φόρους) µετακινώντας την καµπύλη IS προς την επιθυµητή κατεύθυνση, είτε µέτρα
νοµισµατικής πολιτικής (δηλαδή να αυξοµειώσουν την προσφορά χρήµατος)
µετακινώντας την καµπύλη LM προς την επιθυµητή κατεύθυνση.
Για να αυξηθεί το εισόδηµα θα πρέπει να ασκηθεί επεκτατική δηµοσιονοµική
πολιτική, δηλαδή να αυξηθούν οι δηµόσιες δαπάνες ή να µειωθούν οι φόροι ώστε η
IS να µετατοπισθεί επάνω και δεξιά, µε αποτέλεσµα την αύξηση τόσο του Υ όσο και
του r. Η αύξηση του εισοδήµατος θα µπορούσε εναλλακτικά να επιτευχθεί και µε την
άσκηση επεκτατικής νοµισµατικής πολιτικής, δηλαδή, αύξηση της προσφοράς
χρήµατος, ώστε να µετατοπισθεί η LM κάτω και δεξιά, µε αποτέλεσµα την αύξηση
του Υ και τη µείωση του r.
Το αντίθετο θα πρέπει να γίνει σε περίπτωση πληθωρισµού ζήτησης, αύξησης,
δηλαδή, του επιπέδου τιµών που οφείλεται στην αυξηµένη ζήτηση στην οικονοµία, η
οποία δεν µπορεί να καλυφθεί από την υπάρχουσα προσφορά προϊόντος και κατά
συνέπεια προκαλεί αύξηση των τιµών. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισµός του
εισοδήµατος θα οδηγήσει στον περιορισµό της ζήτησης και κατά συνέπεια στη
µείωση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονοµία. Η περιοριστική δηµοσιονοµική
ή νοµισµατική πολιτική είναι οι κατάλληλες οικονοµικές πολιτικές προς αυτή την
κατεύθυνση.
Η αποτελεσµατικότητα της δηµοσιονοµικής ή της νοµισµατικής πολιτικής, το
µέγεθος, δηλαδή, της επίδρασης των πολιτικών αυτών στο εισόδηµα, ή αλλιώς το
µέγεθος της µεταβολής του εισοδήµατος που προκύπτει ως αποτέλεσµα των
πολιτικών αυτών, εξαρτάται από το σηµείο της LM στο οποίο βρίσκεται σε ισορροπία

70
η οικονοµία. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η καµπύλη LM είναι
οριζόντια σε χαµηλά επίπεδα επιτοκίου και εισοδήµατος και κάθετη σε υψηλά
επίπεδα επιτοκίου και εισοδήµατος. Έχει δηλαδή, ένα οριζόντιο και ένα σχεδόν
κάθετο τµήµα, όπως φαίνεται στο σχήµα που ακολουθεί.
Όταν η οικονοµία βρίσκεται στο οριζόντιο10 τµήµα της LM (δηλαδή όταν η
τοµή IS-LM βρίσκεται στο οριζόντιο τµήµα της LM), βρισκόµαστε σε ύφεση και η
δηµοσιονοµική πολιτική είναι πλήρως αποτελεσµατική (το µέγεθος της µεταβολής
του εισοδήµατος ως αποτέλεσµα της δηµοσιονοµικής πολιτικής είναι µέγιστο).
Αντίθετα, όταν η τοµή IS-LM βρίσκεται στο κάθετο11 τµήµα της LM, η
δηµοσιονοµική πολιτική είναι σχεδόν έως πλήρως αναποτελεσµατική (το µέγεθος της
µεταβολής του εισοδήµατος ως αποτέλεσµα της δηµοσιονοµικής πολιτικής είναι
ελάχιστο έως µηδενικό).

IS
r IS LM
IS
IS
IS
IS

YA YB YA YB YAYB Υ

10
Όταν τα πραγµατικά επιτόκια είναι πολύ χαµηλά, τα άτοµα είναι σχετικά αδιάφορα
ανάµεσα στην παρακράτηση οµολογιών που έχουν χαµηλότατη απόδοση και στην
παρακράτηση χρήµατος. Οι κάτοχοι χαρτοφυλακίων έχουν στρέψει το κερδοσκοπικό
ενδιαφέρον τους στην παρακράτηση χρήµατος καθώς αναµένουν αύξηση των επιτοκίων και
µείωση των τιµών των οµολόγων. Έτσι, η ζήτηση για ρευστά διαθέσιµα είναι πολύ υψηλή.
Καθώς όλοι περιµένουν τα επιτόκια ν’ αυξηθούν και τις τιµές των οµολόγων να πέσουν, η
ζήτηση για τοκοφόρους τίτλους τείνει στο µηδέν. Έτσι, όταν µειώνεται η ζήτηση για
ρευστότητα, οι κάτοχοι χαρτοφυλακίων δεν στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς τοκοφόρους
τίτλους, µε αποτέλεσµα να µην προκαλείται αύξηση της ζήτησης για οµόλογα ή/και µετοχές.
11
Στο κάθετο τµήµα της καµπύλης LM, τα επιτόκια είναι υψηλά και η ζήτηση οµολογιών και
τοκοφόρων τίτλων πολύ υψηλή. Tα χρηµατικά διαθέσιµα που παρακρατούνται για
κερδοσκοπικούς σκοπούς έχουν περιορισθεί σε ένα ελάχιστο µέγεθος και το όριο για την
επέκταση του εισοδήµατος είναι η διαθεσιµότητα του χρήµατος για τη χρηµατοδότηση των
συναλλαγών.

71
Ας εξετάσουµε, τώρα, την αποτελεσµατικότητα της νοµισµατικής πολιτικής. Ας
σηµειώσουµε ότι δεδοµένου του σχήµατος της καµπύλης LM η νοµισµατική πολιτική
απεικονίζεται µε µετατόπιση µόνο του σχεδόν κάθετου τµήµατος της LM. Το
οριζόντιο τµήµα της LM παραµένει σταθερό, όπως φαίνεται στο σχήµα που
ακολουθεί.
Έτσι, όταν η οικονοµία βρίσκεται σε ύφεση, όπως π.χ. στο σηµείο Α (τοµή IS-LM
στο οριζόντιο τµήµα της LM), η νοµισµατική πολιτική είναι πλήρως
αναποτελεσµατική (δεν προκαλεί καµία µεταβολή στο εισόδηµα ισορροπίας).
Αντίθετα, όταν η οικονοµία βρίσκεται στο κάθετο µέρος της LM (π.χ. σηµείο Γ), η
νοµισµατική πολιτική είναι πλήρως αποτελεσµατική.

r LM
IS
Γ LM
IS
IS
Β
Α

YA YA YB YAYB
YB Υ

Συµπερασµατικά, βλέπουµε ότι η δηµοσιονοµική πολιτική είναι αποτελεσµατική


σε περιόδους ύφεσης, ενώ η νοµισµατική πολιτική σε περιόδους άνθησης της
οικονοµίας. Ο διαφορετικός βαθµός αποτελεσµατικότητας της νοµισµατικής
πολιτικής οφείλεται στο βαθµό ευαισθησίας των επενδύσεων στις µεταβολές του
επιτοκίου. ∆ηλαδή, σε περιόδους ευηµερίας οι επενδύσεις επηρεάζονται πολύ και από
µικρές ακόµα µεταβολές στα επιτόκια ενώ σε περιόδους ύφεσης είναι αδιάφορες προς
τις µεταβολές των επιτοκίων που προκαλούνται από τη νοµισµατική πολιτική.

Η οικονοµία, συνήθως, βρίσκεται στο ενδιάµεσο τµήµα της καµπύλης LM. Για ένα
δεδοµένο εισόδηµα ισορροπίας το µίγµα νοµισµατικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής
που επιλέγεται προσδιορίζει το ύψος του επιτοκίου και τη σύνθεση του ΑΕΠ (δηλαδή
το ποσοστό συµµετοχής του δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα). Για παράδειγµα, η

72
ταυτόχρονη άσκηση περιοριστικής νοµισµατικής πολιτικής (αριστερά µετατόπιση
LM) και επεκτατικής δηµοσιονοµικής πολιτικής (δεξιά µετατόπιση IS),
χρησιµοποιείται κυρίως για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης. Το αποτέλεσµα θα
είναι µεν εισόδηµα πλήρους απασχόλησης, αλλά και σχετικά υψηλό επιτόκιο που
προκαλεί παραγκωνισµό των ιδιωτικών επενδύσεων υπέρ των δηµοσίων επενδύσεων.
Εναλλακτικά, το επίπεδο εισοδήµατος πλήρους απασχόλησης θα µπορούσε να
επιτευχθεί µέσω άσκησης περιοριστικής δηµοσιονοµικής πολιτικής και επεκτατικής
νοµισµατικής πολιτικής που θα οδηγούσε σε χαµηλότερο επιτόκιο και, κατά
συνέπεια, θα δηµιουργούσε ευνοϊκό κλίµα για ιδιωτικές επενδύσεις.
Σηµειώστε, βέβαια, ότι υπάρχουν χρονικές υστερήσεις στην εµφάνιση των
αποτελεσµάτων της άσκησης δηµοσιονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής, που
µπορεί να διαρκέσουν από 6 µήνες µέχρι ένα έτος.

73
Συνολική Ζήτηση

Ας εισάγουµε τώρα στην ανάλυσή µας το επίπεδο τιµών και πως αυτό σχετίζεται µε
το υπόδειγµα IS-LM και την εξαγωγή της καµπύλης συνολικής ζήτησης στην
οικονοµία.

Το επίπεδο τιµών “p” είναι η µέση τιµή όλων των αγαθών που παράγονται στην
οικονοµία. Στο υπόδειγµα που εξετάζουµε είναι ουσιαστικά η τιµή µια µονάδας
προϊόντος Υ (θεωρώντας το Υ οµογενές).

Το επίπεδο τιµών εισάγεται στην ανάλυσή µας, µέσω της πραγµατικής προσφοράς
χρήµατος. Η πραγµατική προσφορά χρήµατος (M/P) είναι ο λόγος της ονοµαστικής
προσφοράς χρήµατος (M) προς το επίπεδο τιµών (P) και δείχνει την ποσότητα των
αγαθών που µπορούν να αγοραστούν µε την ονοµαστική προσφορά χρήµατος,
δηλαδή την αγοραστική της δύναµη. Όταν το επίπεδο τιµών είναι σταθερό η
πραγµατική προσφορά χρήµατος αυξάνεται µόνο αν αυξηθεί η ονοµαστική προσφορά
χρήµατος, όταν όµως το επίπεδο τιµών µεταβάλλεται, η πραγµατική προσφορά
χρήµατος αυξάνεται αν αυξηθεί η ονοµαστική προσφορά χρήµατος ή αν µειωθεί το
επίπεδο τιµών και η ονοµαστική προσφορά χρήµατος παραµένει αµετάβλητη.

Ας υποθέσουµε τώρα ότι οι τιµές στην οικονοµία µειώνονται. Όταν το επίπεδο της
ονοµαστικής προσφοράς χρήµατος είναι δεδοµένο, η µείωση των τιµών P0 σε P1
αυξάνει την πραγµατική προσφορά χρήµατος και µετατοπίζει, κατά τα γνωστά, την
καµπύλη LM δεξιά από LM0 σε LM1. ∆εδοµένης της καµπύλης IS προκαλείται
αύξηση του επιπέδου ισορροπίας του εισοδήµατος από Υ0 σε Υ1, αφού το σηµείο
ισορροπίας της οικονοµίας µετατοπίζεται από το Α στο Β . Αυτή η αρνητική σχέση
µεταξύ επίπέδου τιµών και επιπέδου ισορροπίας του εισοδήµατος, αντικατοπτρίζεται
στην καµπύλη ζήτησης της οικονοµίας που απεικονίζει όλους τους συνδυασµούς
τιµών και εισοδήµατος που διατηρούν σε ταυτόχρονη ισορροπία τις αγορές
προϊόντων και υπηρεσιών και χρήµατος.

74
r LM0
LM1
↓P
r0 Α

r1 Β

IS

P0 Α

Β
P1

MDS

Y0 Y1

Η καµπύλη συνολικής ζήτησης (AD), λοιπόν, δείχνει ποια είναι η ποσότητα του
πραγµατικού εθνικού προϊόντος που ζητείται σε κάθε επίπεδο τιµών. Όπως
φαίνεται και στο σχήµα, η καµπύλη της AD είναι κατερχόµενη (έχει αρνητική
κλίση), δηλαδή όσο αυξάνεται το επίπεδο τιµών τόσο µικρότερη ποσότητα
πραγµατικού εθνικού προϊόντος ζητείται και αντίστροφα.

Επίπεδο
τιµών

ΑD

Πραγµατικό Εθνικό Προϊόν


75
Η αύξηση της τιµής ενός προϊόντος ισοδυναµεί µε µείωση του πραγµατικού
εισοδήµατος των καταναλωτών µε αποτέλεσµα να µειωθεί η ζητούµενη ποσότητα του
προϊόντος. Αυτό ισχύει για τη ζήτηση ενός µεµονωµένου προϊόντος, όχι όµως και για
τη συνολική ζήτηση στην οικονοµία, καθώς όταν αυξηθεί ο δείκτης τιµών κατά ένα
ποσοστό θ’ αυξηθεί και το ονοµαστικό εισόδηµα κατά το ίδιο ακριβώς ποσοστό.

Οι λόγοι για τους οποίους η καµπύλη AD είναι κατερχόµενη είναι η “επίδραση του
επιτοκίου” και η “επίδραση της πραγµατικής αξίας των χρηµατικών τίτλων”. ∆ηλαδή,
όταν αυξάνεται το γενικό επίπεδο των τιµών, χρειάζεται στην οικονοµία περισσότερο
χρήµα για τη διευκόλυνση των συναλλαγών και µε δεδοµένη την προσφορά χρήµατος το
επιτόκιο θ’ αυξηθεί ως αποτέλεσµα της υπερβάλλουσας ζήτησης χρήµατος. Η αύξηση
του επιτοκίου θα έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση της επενδυτικής ζήτησης των
επιχειρήσεων και τη µείωση της ζήτησης των νοικοκυριών για σπίτια και διαρκή
καταναλωτικά αγαθά. Η αύξηση του επιτοκίου, λοιπόν, που προκαλείται από την
αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών θα επιφέρει µείωση της ποσότητας του
ζητούµενου πραγµατικού εθνικού προϊόντος. Από την άλλη µεριά, όταν αυξάνεται το
γενικό επίπεδο των τιµών µειώνεται η αξία των οµολογιών που έχει το κοινό και
εποµένως της αξίας του πλούτου του µε αποτέλεσµα τη µείωση της καταναλωτικής
ζήτησης.

Η συνολική ζήτηση (ΜDS), λοιπόν, δείχνει τους συνδυασµούς (εισοδήµατος,


επιπέδου τιµών) όπου η σχεδιαζόµενη δαπάνη ισούται µε πραγµατικό προϊόν όταν τα
επιτόκια είναι σε τέτοιο επίπεδο ώστε να διατηρούν την αγορά χρήµατος σε
ισορροπία (Ms=Md).

Όταν συµπεριλάβουµε στην ανάλυσή µας την «επίδραση των πραγµατικών


διαθεσίµων», η κλίση της MDS µικραίνει (γίνεται δηλαδή πιο οριζόντια).
Συγκεκριµένα, µια µείωση των τιµών πέρα από την LM, µετατοπίζει και την καµπύλη
IS δεξιά καθώς αυξάνει τον πραγµατικό πλούτο των νοικοκυριών και κατά συνέπεια
την καταναλωτική τους δαπάνη (επίδραση πραγµατικών διαθεσίµων). Η καµπύλη
ζήτησης που προκύπτει τότε είναι πιο οριζόντια, όπως φαίνεται στο διάγραµµα που
ακολουθεί.

76
r LM0
LM1

Α
Γ

IS0

P0 Α

P1
ΜDS'

ΜDS

Y0 Y1 Y2

Σηµειώστε ότι µεταβολές στην ισορροπία IS-LM (η άσκηση δηλαδή νοµισµατικής –


δηµοσιονοµικής πολιτική) επιδρούν στη θέση της καµπύλης ζήτησης: οτιδήποτε
µετακινεί δεξιά µια από τις καµπύλες IS-LM µετατοπίζει και την καµπύλη ζήτησης
δεξιά.

Συνολική Προσφορά

Για να προσδιορίσουµε ποιος από τους συνδυασµούς τιµών και πραγµατικού


εισοδήµατος της καµπύλης ζήτησης ισχύει θα πρέπει να εισάγουµε στο υπόδειγµά
µας την καµπύλη συνολικής προσφοράς, η οποία απεικονίζει το επίπεδο προϊόντος
που οι επιχειρήσεις-παραγωγοί επιθυµούν να προσφέρουν σε κάθε επίπεδο τιµών.

77
Προκειµένου να εξάγουµε την καµπύλη συνολικής προσφοράς, πρέπει προηγουµένως
να αναφερθούµε στη ζήτηση και στην προσφορά εργασίας.

Ζήτηση Εργασίας
Υποθέτουµε ότι το προϊόν παράγεται από επιχειρήσεις που χρησιµοποιούν ως εισροές
στην παραγωγή κεφάλαιο, Κ, και εργασία, L. Μέσω της παραγωγικής διαδικασίας
µετατρέπουν τις εισροές αυτές σε προϊόν Υ. Η συνάρτηση παραγωγής απεικονίζει
ακριβώς αυτή την παραγωγική διαδικασία Y = f(K,L). Θεωρούµε ότι το προϊόν
αυξάνεται (µε φθίνοντα ρυθµό) καθώς αυξάνεται είτε η εργασία είτε το κεφάλαιο που
χρησιµοποιείται στην παραγωγή (∂f()/∂K>0, ∂f()/∂L >0, ∂2f()/∂K2 < 0,∂2f()/∂L2< 0)12.

Ας υποθέσουµε ότι το απόθεµα κεφαλαίου που χρησιµοποιείται στην παραγωγική


διαδικασία είναι σταθερό/δεδοµένο, K (η ανάλυσή µας αφορά τη βραχυχρόνια
περίοδο). Τότε, το επίπεδο προϊόντος που θα παραχθεί εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από
την ποσότητα εργασίας που χρησιµοποιείται στην παραγωγή. Όσο περισσότερη
εργασία χρησιµοποιείται, τόσο περισσότερο προϊόν παράγεται, όπως φαίνεται και
από το διάγραµµα της συνάρτησης παραγωγής που ακολουθεί:

Y = f( K ,L)
Y1

Y0

L
L0 L1

12
Οι πρώτες παράγωγοι είναι τα γνωστά από τη µικροοικονοµική, οριακό προϊόν κεφαλαίου (MPK)και
οριακό προϊόν εργασίας (MPL) αντίστοιχα.

78
Φυσικά, στόχος των επιχειρήσεων είναι να µεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, δηλαδή
τη διαφορά συνολικών εσόδων (τιµή επί προϊόν: ΡxΥ) και συνολικών εξόδων
(ποσότητα χρησιµοποιούµενων εισροών επί αντίστοιχες αµοιβές: wxL+rxK). Καθώς
έχουµε υποθέσει ότι το κεφαλαίο διατηρείται σταθερό, η µόνη απόφαση που έχουν να
πάρουν οι παραγωγοί προκειµένου να µεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, είναι πόση
εργασία να µισθώσουν/απασχολήσουν, δηλαδή πόσο προϊόν να παράγουν.
Συγκεκριµένα, το µαθηµατικό πρόβληµα που αντιµετωπίζουν είναι η µεγιστοποίηση
της συνάρτησης των κερδών ως προς την ποσότητα εργασίας που θα µισθώσουν:

Max Π ≡ P.f(Kt,L) - (w.L + r.Kt).

Εξισώνοντας την πρώτη παράγωγο ως προς L µε το µηδέν βρίσκουµε την ποσότητα


της εργασίας που µεγιστοποιεί τα κέρδη των επιχειρήσεων:
P.∂f/∂L - w = 0 w/P =.∂f/∂L w/P = MPL

Εποµένως, οι επιχειρήσεις µεγιστοποιούν τα κέρδη τους αυξάνοντας την απασχόληση


µέχρι του σηµείου όπου το οριακό προϊόν της εργασίας, MPL (η αύξηση του
παραγόµενου προϊόντος από ένα δεδοµένο απόθεµα κεφαλαίου όταν απασχολείται
ένας επιπλέον εργάτης) είναι ίσο ακριβώς µε το πραγµατικό ηµεροµίσθιο (λόγος του
ονοµαστικού ηµεροµισθίου προς το επίπεδο τιµών που δείχνει την ποσότητα αγαθών
που µπορεί κανείς να αγοράσει µε το ονοµαστικό ηµεροµίσθιο). Με άλλα λόγια, οι
επιχειρήσεις µισθώνουν τόση εργασία όση εξασφαλίζει ότι το έσοδο από την
επιπλέον µονάδα εργασίας που θα µισθωθεί, δηλαδή η αξία του επιπλέον προϊόντος
που θα παραχθεί από την µίσθωση µιας επιπλέον µονάδας εργασίας (MPL x P)
ισούται µε το κόστος αυτής της µονάδας που είναι η αµοιβή του εργάτη (w).

Προσφορά Εργασίας
Στο εργατικό δυναµικό περιλαµβάνονται τα άτοµα που επιθυµούν να εργαστούν.
Πρόκειται ουσιαστικά για όσους εργάζονται συν τους ανέργους που αν και επιθυµούν
και αναζητούν εργασία δεν έχουν εργασία. Ο αριθµός των ατόµων που εισέρχονται
στο εργατικό δυναµικό για αναζήτηση εργασίας αυξάνεται όσο αυξάνεται το
πραγµατικό ηµεροµίσθιο.

79
Αγορά Εργασίας
AJ LF

A B C
w1

w* E F

LD

N1 N* N2 N3

Η LD είναι η καµπύλη ζήτησης εργασίας που δείχνει πόση εργασία ζητούν οι


επιχειρήσεις σε κάθε επίπεδο πραγµατικού µισθού. Η αρνητική της κλίση απεικονίζει
το γεγονός ότι όσο µειώνεται ο πραγµατικός µισθός τόσο οι επιχειρήσεις αυξάνουν
τον αριθµό των εργαζοµένων τους. Η καµπύλη LF είναι η καµπύλη προσφοράς
εργασίας. Έχει θετική κλίση που δείχνει ότι όσο υψηλότερος είναι ο πραγµατικός
µισθός τόσο περισσότερα άτοµα επιθυµούν να συµµετέχουν στο εργατικό δυναµικό.
Η καµπύλη AJ δείχνει πόσοι εργάτες αποδέχονται µια θέση εργασίας σε κάθε επίπεδο
πραγµατικού µισθού.

Το σηµείο ισορροπίας της αγοράς εργασίας είναι το σηµείο Ε όπου η ζητούµενη


απασχόληση από τις επιχειρήσεις ισούται µε τον αριθµό των θέσεων εργασίας που
επιθυµούν να αποδεχθούν τα άτοµα (AJ = LD).

Η οριζόντια απόσταση µεταξύ των καµπύλών AJ και LF δείχνει την εκούσια ανεργία
σε κάθε επίπεδο µισθού. Στο επίπεδο µισθού ισορροπίας το ποσοστό εκούσιας
ανεργίας EF στο σύνολο του εργατικού δυναµικού Ν2 ονοµάζεται φυσικό ποσοστό

80
ανεργίας (N2 – N*). Προσέξτε, λοιπόν, ότι στο σηµείο ισορροπίας της αγοράς
εργασίας υπάρχει ανεργία, η οποία, ωστόσο, είναι εκούσια/ηθεληµένη.
Όταν ο µισθός είναι µεγαλύτερος από το µισθό ισορροπίας, w*, κάποιοι εργαζόµενοι
παραµένουν ακούσια άνεργοι, δηλαδή αν και επιθυµούν να εργαστούν, δεν µπορούν
να βρουν εργασία. Στο επίπεδο πραγµατικού µισθού w1 η συνολική ανεργία είναι (N3
– N1), η ακούσια ανεργία είναι ίση µε ΑΒ ενώ η εκούσια µε BC.

Εξαγωγή της Καµπύλης Συνολικής Προσφοράς (AS)

Ας υποθέσουµε ότι βραχυχρόνια το κεφάλαιο είναι σταθερό και ο ονοµαστικός


µισθός διατηρείται σταθερός. Στη βάση αυτών των υποθέσεων µπορούµε να
προσδιορίσουµε την ποσότητα εργασίας που θα απασχοληθεί, καθώς και του
προϊόντος που θα παραχθεί στην οικονοµία ως συνάρτηση του επιπέδου τιµών. Η
σχέση µεταξύ παραγόµενου προϊόντος και επιπέδου τιµών εκφράζεται µε τη συνολική
προσφορά στην οικονοµία. Ας δούµε πως προκύπτει η σχέση αυτή:

Μια αύξηση του επιπέδου τιµών προκαλεί µείωση του πραγµατικού µισθού, w/P. Η
µείωση του πραγµατικού µισθού, αυξάνει τη ζήτηση εργασίας από µέρους των
επιχειρήσεων και έτσι προκύπτει αύξηση της απασχόλησης (µέσω της DL) και κατά
συνέπεια αύξηση του παραγόµενου προϊόντος (µέσω της συνάρτησης παραγωγής). Η
θετική αυτή σχέση µεταξύ τιµών και παραγόµενου προϊόντος αντικατοπτρίζεται µε
την καµπύλη προσφοράς, S, η θετική κλίση της οποίας υποδεικνύει ακριβώς ότι για
να βρίσκεται η αγορά εργασίας σε ισορροπία κάθε αύξηση των τιµών συνοδεύεται
από αύξηση του παραγόµενου προϊόντος.

P
S

Ρ1 B

Ρ0 A

Υ0 Υ1 Υ 81
Αν τώρα θέσουµε στο ίδιο διάγραµµα την καµπύλη ζήτησης και την καµπύλη
προσφοράς θα µπορέσουµε να εξάγουµε την ισορροπία στην οικονοµία, δηλαδή τις
τιµές εισοδήµατος, Y, και επιπέδου τιµών, P, που διατηρούν σε ισορροπία τις αγορές
χρήµατος, αγαθών και υπηρεσιών και εργασίας. Έχοντας τις τιµές ισορροπίας για το
εισόδηµα και τις τιµές, µπορούµε να υπολογίσουµε τις τιµές των υπολοίπων
µεταβλητών του υποδείγµατός µας, όπως, την κατανάλωση, την αποταµίευση, τις
επενδύσεις, κ.λπ.

D S

S
D

Είδαµε, λοιπόν, ότι η καµπύλη συνολικής προσφοράς απεικονίζει την ποσότητα του
πραγµατικού εθνικού προϊόντος που θα παραχθεί και θα προσφερθεί σε κάθε επίπεδο
τιµών. Σύµφωνα µε την Κεϋνσιανή θεωρία το επίπεδο των τιµών παραµένει σταθερό
(αυτό συµβαίνει βραχυχρόνια) µέχρι να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση στην
οικονοµία. Έτσι, κάθε αύξηση της συνολικής ζήτησης έχει ως αποτέλεσµα µόνο την
αύξηση του ΑΕΠ. Η καµπύλη συνολικής προσφοράς της οικονοµίας, στο πλαίσιο
αυτού του υποδείγµατος, είναι οριζόντια µέχρι να επιτευχθεί το επίπεδο πλήρους
απασχόλησης. Όταν το επίπεδο πλήρους απασχόλησης επιτευχθεί (συνήθως στη
µακροχρόνια περίοδο), δεν υπάρχουν στην οικονοµία περιθώρια αύξησης του
προϊόντος, καθώς δεν υπάρχει αναξιοποίητο εργατικό δυναµικό. Στην περίπτωση
αυτή, κάθε αύξηση της συνολικής ζήτησης έχει ως αποτέλεσµα αποκλειστικά και

82
µόνο την αύξηση του επιπέδου των τιµών. Η καµπύλη AS είναι τότε κατακόρυφη.
Συνολικά, η καµπύλη AS περιλαµβάνει 3 τµήµατα: το οριζόντιο ή Κεϋνσιανό τµήµα,
το ενδιάµεσο και το κατακόρυφο ή κλασικό τµήµα. Στο ενδιάµεσο τµήµα, µια
αύξησης της ζήτησης θα οδηγήσει τόσο σε αύξηση των τιµών όσο και σε αύξηση της
παραγωγής. Μια τέτοια καµπύλη AS παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήµα.

Επίπεδο ΑS Κλασσικό
τιµών P τµήµα
Ενδιάµεσο
τµήµα

Kεϋνσιανό
τµήµα

Υ1 ΥF
Πραγµατικό Εθνικό Προϊόν

Μέχρι το επίπεδο Υ1 η παραγωγή βρίσκεται σε πολύ χαµηλά επίπεδα και λόγω της
εκτεταµένης υποαπασχόλησης µπορεί ν’ αυξηθεί χωρίς αυξήσεις στις αµοιβές των
παραγωγικών συντελεστών. Το τµήµα αυτό της καµπύλης AS ονοµάζεται Κεϋνσιανό.
Ο Keynes υποστήριξε ότι οι τιµές και οι µισθοί σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν
ακαµψία προς τα κάτω και δεν µειώνονται όταν υπάρχει πλεονάζουσα προσφορά
εργασίας, όπως συµβαίνει σε ανταγωνιστικές συνθήκες αγοράς. Η ακαµψία αυτή
οφείλεται στο γεγονός ότι α) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζοµένων στις
διαπραγµατεύσεις για τον ορισµό των µισθών δεν αφήνουν τις αµοιβές της εργασίας
να µειωθούν, β) υπάρχουν θεσµικά ορισµένα κατώτατα όρια για τους µισθούς και τις
τιµές που έχουν οριστεί από το κράτος και γ) οι ίδιες οι επιχειρήσεις πολλές φορές
δεν κρίνουν σκόπιµη τη µείωση των µισθών και τιµών ακόµη και εάν υπάρχουν
πλεονάσµατα προσφοράς εργασίας. Εφόσον λοιπόν υπάρχει ακαµψία τιµών και
µισθών προς τα κάτω, η καµπύλη AS θα είναι οριζόντια στο επίπεδο τιµών που
επικρατεί µέχρι να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση. Αυτό συµβαίνει στη βραχυχρόνια
περίοδο.
Το κατακόρυφο ή κλασσικό τµήµα της καµπύλης αντιστοιχεί στο επίπεδο
πλήρους απασχόλησης. Όσο κι αν αυξηθεί το επίπεδο των τιµών το προϊόν δεν µπορεί

83
ν’ αυξηθεί πέρα από το µέγιστο δυνατό που ορίζεται από τις παραγωγικές ικανότητες
της οικονοµίας. Αυτό συµβαίνει στη µακροχρόνια περίοδο.
Στο ενδιάµεσο τµήµα (µεταξύ Y1 και YF) η αύξηση του προϊόντος
συνοδεύεται και από γενική αύξηση των τιµών. Η καµπύλη έχει θετική κλίση. Καθώς
αυξάνεται το προϊόν εξαιτίας του νόµου της φθίνουσας απόδοσης αυξάνεται το
οριακό κόστος και για να προσφερθεί περισσότερο προϊόν χρειάζεται αύξηση των
τιµών. Επί πλέον, καθώς η οικονοµία πλησιάζει στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης,
παρατηρούνται αυξήσεις στις τιµές των παραγωγικών συντελεστών και των υλικών
µε αποτέλεσµα ν’ αυξηθεί το κόστος παραγωγής. Αυτό συµβαίνει στη µεσοχρόνια
περίοδο.

Προσδιορισµός του πραγµατικού εθνικού προϊόντος και του επιπέδου των τιµών
από τις καµπύλες AD και AS

Το µέγεθος του πραγµατικού ΑΕΠ και το επίπεδο τιµών σε µια οικονοµία


προσδιορίζονται από την αλληλεπίδραση των δυνάµεων της συνολικής ζήτησης και
της συνολικής προσφοράς. Όπως αναφέρθηκε στα προηγούµενα, η οικονοµία θα
ισορροπήσει στο σηµείο που η συνολική ζήτηση ισούται µε τη συνολική προσφορά,
δηλ. στο σηµείο που τέµνονται οι δύο καµπύλες.

ΑS
Γενικό ΑS Ρ’3
ΑD’
Επίπεδο Ρ3
τιµών ΑD
Ρ1 Ρ’2
ΑD
ΑD’
Ρ2
Ρ1 ΑD

ΑD ΑD’
Υ16
Πραγµατικό Εθνικό Προϊόν Υ1 Υ’1 Υ2 Υ’2 Υ3

Μεταβολές AD - Μετατοπίσεις της καµπύλης συνολικής ζήτησης (AD)

Όπως έχει αναφερθεί στα προηγούµενα, οτιδήποτε προκαλεί µετατόπιση της


καµπύλης IS ή της LM προκαλεί επίσης µετατόπιση της συνολικής ζήτησης (AD).

84
Στο σηµείο αυτό υπενθυµίζουµε ότι παράγοντες που µετατοπίζουν την καµπύλη IS
και κατά συνέπεια την καµπύλη AD είναι: α) µεταβολές στην αυτόνοµη κατανάλωση,
β) µεταβολές στην ιδιωτική επένδυση, γ) µεταβολές στις κυβερνητικές δαπάνες και
τους φόρους. Για παράδειγµα, αύξηση των δηµοσιών δαπανών ή των επενδύσεων ή
µείωση των φόρων θα µετατοπίσει την καµπύλη IS δεξιά και την καµπύλη AD δεξιά
και αντίστροφα. Παράγοντες που µετατοπίζουν την καµπύλη LM και κατά συνέπεια
την καµπύλη AD είναι: α) µεταβολές στη ζήτηση χρήµατος και β) µεταβολές στην
προσφορά χρήµατος. Για παράδειγµα, µία αύξηση της προσφοράς χρήµατος θα
προκαλέσει µετατόπιση της καµπύλης LM και εποµένως της AD δεξιά (αύξηση του
Υe). Το ίδιο αποτέλεσµα θα φέρει µια µείωση της ζήτησης χρήµατος. Αντίθετα, µια
µείωση της προσφοράς χρήµατος ή µια αύξηση της ζήτησης χρήµατος µετατοπίζει τις
καµπύλες LM και AD αριστερά (µείωση του Υe).

Η επίδραση µιας µεταβολής της συνολικής ζήτησης στο πραγµατικό εθνικό προϊόν
και στο επίπεδο τιµών θα εξαρτηθεί από το σηµείο πάνω στην καµπύλη AS που
ισορροπεί η οικονοµία.

Μεταβολές της συνολικής προσφοράς (AS)


Με δεδοµένες τις παραγωγικές δυνατότητες µιας οικονοµίας, η θέση της
καµπύλης AS προσδιορίζεται από το κόστος παραγωγής. Μια αύξηση του κόστους
παραγωγής έχει σαν αποτέλεσµα τη µετακίνηση της AS προς τα πάνω και αριστερά,
αντανακλώντας την αύξηση της τιµής σε κάθε επίπεδο προσφερόµενου προϊόντος,
ενώ µια µείωση µετακινεί την AS προς τα κάτω και δεξιά.
Όπως φαίνεται από το παρακάτω σχήµα, µια µετατόπιση της καµπύλης AS προς τα
επάνω έχει σαν αποτέλεσµα αύξηση τιµών και µείωση του ΑΕΠ δηλ. ανεργία. Αυτό
είναι το φαινόµενο του στασιµοπληθωρισµού, της συνύπαρξης, δηλαδή, ανεργίας
και πληθωρισµού, ή πληθωρισµού κόστους καθώς όπως θα δούµε παρακάτω αιτία
είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής και όχι η αύξηση της ζήτησης
(πληθωρισµός ζήτησης).

85
ΑS'
P ΑS

P2
P1
ΑD

Y2 Y1
Y

Η αύξηση του κόστους παραγωγής µπορεί να προέλθει από: α) αύξηση των µισθών
που δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, β) αύξηση των
τιµών των πρώτων υλών και των καυσίµων (που µπορεί να προέλθει και από
υποτίµηση του νοµίσµατος σε περίπτωση εισαγοµένων α΄ υλών και καυσίµων ή από
µονοπώλια που αυξάνουν τις τιµές των προϊόντων τους) και γ) µείωση της
παραγωγικότητας. Προφανώς, µείωση του κόστους παραγωγής προκύπτει από τα
αντίστροφα των παραπάνω.

Μετατοπίσεις της AS µπορεί να προέλθουν επίσης από: α) µεταβολή της τεχνολογίας


που µπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα της εργασίας και β) αυξοµειώσεις
στην προσφορά εργατικού δυναµικού (µετανάστευση, επιδόµατα ανεργίας, απεργίες,
προτιµήσεις των εργαζοµένων για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, κ.λπ.).

86
ΑΝΕΡΓΙΑ

Το εργατικό δυναµικό αποτελείται από όσους έχουν εργασία και όσους έχουν
δηλώσει ότι επιθυµούν και είναι διαθέσιµοι να εργαστούν. Το ποσοστό συµµετοχής
στο εργατικό δυναµικό είναι το ποσοστό του πληθυσµού που είναι σε ηλικία εργασίας
κι έχει δηλώσει ότι συµµετέχει στο εργατικό δυναµικό. Το ποσοστό ανεργίας είναι το
ποσοστό του εργατικού δυναµικού που δεν έχει εργασία αλλά έχει δηλώσει ότι
επιθυµεί και είναι διαθέσιµο για εργασία.

Ας δούµε τις ροές στην αγορά εργασίας:

Νέες Προσλήψεις,
Εργαζόµενος Ανακλήσεις Άνεργος

Απολύσεις,
παραιτήσεις,
προσωρινή παύση εργασίας

Απογοητευµένοι
Συνταξιοδοτούµενοι, εργάτες
προσωρινά
αποχωρούντες

Εκτός Εργατικού
Επανεισερχόµενιι
∆υναµικού νεοεισερχόµενοι
Αποδοχή
Θέσεως
Εργασίας

Κάποιος µπορεί να εργάζεται, να είναι άνεργος ή να βρίσκεται εκτός εργατικού


δυναµικού. Τα βέλη δείχνουν την κίνηση των ατόµων. Σε κάθε διαδροµή
παρατηρείται µια σηµαντικά µεγάλη ροή.

Κάποιες οµάδες πληθυσµού εµφανίζονται συχνά πιο ευάλωτες στην ανεργία, ανάλογα
µε το φύλο, την ηλικία, την εθνική προέλευση και την περιφέρεια από την οποία
προέρχονται. Έτσι, το ποσοστό των ανέργων γυναικών είναι κατά κανόνα µικρότερο
των ανέργων ανδρών, όπως άλλωστε και τα ποσοστά ανεργίας των νέων κάτω από 22

87
ετών και των ατόµων πάνω από 45 ετών είναι µεγαλύτερα από τα ποσοστά του
εθνικού µέσου όρου.

Τύποι Ανεργίας
Πέρα από τη διάκριση της ανεργίας σε εκούσια (όταν ο εργαζόµενος επιλέγει
οικιοθελώς να µην αποδεχθεί µια θέση εργασίας σε ένα δεδοµένο επίπεδο µισθού) και
ακούσια (όταν ο εργαζόµενος θα αποδεχόταν µια θέση εργασίας στο δεδοµένο
επίπεδο µισθού που επικρατεί αλλά δεν µπορεί να βρει µια θέση εργασίας),
διακρίνουµε την ανεργία σε:

1. Ανεργία Τριβής:
Η ανεργία τριβής οφείλεται στο χρονικό διάστηµα που µεσολαβεί όταν ένας
εργαζόµενος µετακινείται από µια δουλειά σε µια άλλη. Οφείλεται στο γεγονός ότι η
εγκατάλειψη µιας θέσεως εργασίας και η ανεύρεση µιας άλλης δε γίνεται αυτόµατα.
Περιλαµβάνει τα άτοµα που µετακινούνται από µια θέση εργασίας σε άλλη, καθώς
και τα άτοµα των οποίων τα φυσικά ή διανοητικά χαρακτηριστικά τα καθιστούν
ανίκανα για εργασία.

2. ∆οµική ή ∆ιαρθρωτική Ανεργία


Οφείλεται στην αναντιστοιχία µεταξύ των εργασιακών δεξιοτήτων και προσόντων
που διαθέτουν οι άνεργοι από τη µια µεριά και των απαιτήσεων των εργοδοτών για
συγκεκριµένες δεξιότητες και προσόντα από την άλλη. Αν και υπάρχουν κενές
θέσεις εργασίας, δεν µπορούν να πληρωθούν, λόγω αναντιστοιχίας µεταξύ των
προσόντων των υποψηφίων και των απαιτήσεων των εργοδοτών, που οφείλεται σε
διαρθρωτικές µεταβολές που συµβαίνουν στο οικονοµικό σύστηµα, όπως οι
τεχνολογικές καινοτοµίες.

3. Ανεργία λόγω Ανεπάρκειας της Ζήτησης


Πρόκειται για την κευνσιανή ανεργία που παρουσιάζεται όταν η συνολική ζήτηση
πέφτει και οι τιµές και οι µισθοί δεν έχουν προσαρµοστεί για να επαναφέρουν την
οικονοµία σε πλήρη απασχόληση.

4. Κλασική Ανεργία

88
∆ηµιουργείται όταν ο µισθός διατηρείται εσκεµµένα πάνω από το επίπεδο στο οποίο
η καµπύλη προσφοράς εργασίας τέµνει την καµπύλη ζήτησης εργασίας.

AJ LF

A B C
w1

w* E F

LD

N1 N* N2 N3

Ας υποθέσουµε ότι οι εργαζόµενοι, µέσω των διαπραγµατεύσεων των εργατικών


συνδικάτων, καταφέρνουν να διατηρήσουν τον πραγµατικό µισθό στο επίπεδο w1.
Στην περίπτωση αυτή, η ισορροπία βρίσκεται στο σηµείο Α, ενώ η συνολική ανεργία
είναι AC. Από αυτήν, η BC είναι εκούσια και η AB ακούσια.

Οι τρεις πρώτοι τύποι ανεργίας αποτελούν µορφές εκούσιας ανεργίας ενώ ο τέταρτος
µορφή ακούσιας ανεργίας.

Το φυσικό ποσοστό ανεργίας είναι το ποσοστό ανεργίας που υπάρχει όταν η αγορά
είναι σε ισορροπία. Πρόκειται για εξ’ ολοκλήρου εκούσια ανεργία, η οποία
περιλαµβάνει την ανεργία τριβής και τη δοµική ανεργία.

89
AJ LF

w* E F

LD

N* N1

Η LD είναι ζήτηση εργασίας, η LF το εργατικό δυναµικό και η AJ απεικονίζει τους


εργάτες που αποδέχονται τις θέσεις εργασίας. Η AJ βρίσκεται αριστερά της LF καθώς
κάποια µέλη του εργατικού δυναµικού βρίσκονται στη µετάβαση µεταξύ θέσεων
εργασίας ή κάποιοι άλλοι περιµένουν καλύτερες προσφορές. Η ισορροπία βρίσκεται
στο w*, N*. Το φυσικό ποσοστό ανεργίας είναι EF.

90
Πληθωρισµός

Με τον όσο πληθωρισµός αναφερόµαστε στην αύξηση του µέσου επιπέδου τιµών των
αγαθών. Τα αίτια του πληθωρισµού ανάγονται είτε σε διαταραχές από την πλευρά της
συνολικής ζήτησης, είτε σε διαταραχές από την πλευρά της συνολικής προσφοράς.
Στην πρώτη περίπτωση µιλάµε για πληθωρισµό ζήτησης και στη δεύτερη για
πληθωρισµό κόστους.

Ως πληθωρισµός ζήτησης ορίζεται η ποσοστιαία µεταβολή των τιµών που οφείλεται


στην αύξηση της συνολικής δαπάνης στην οικονοµία. Η θεωρία του πληθωρισµού
ζήτησης είναι συνεπής ιδιαίτερα µε την κλασική θεώρηση της οικονοµικής
προσαρµογής, καθώς, στην περίπτωση της κάθετης (µακροχρόνιας ή κλασικής)
καµπύλης προσφοράς, η αύξηση της ζήτησης επιφέρει µόνο αύξηση των τιµών. Ο
πληθωρισµός ζήτησης προκαλείται από µετατόπιση της καµπύλης συνολικής ζήτησης
και συνοδεύεται συνήθως από αύξηση της συνολικής παραγωγής.

AS

P1 B
ΑD1
P0 A

ΑD0

y0 y1

Ο πληθωρισµός κόστους ορίζεται ως η ποσοστιαία µεταβολή των τιµών που


οφείλεται στην αυτόνοµη αύξηση του κόστους παραγωγής στην οικονοµία. Ο
πληθωρισµός κόστους προκαλείται από µετατόπιση της καµπύλης συνολικής
προσφοράς ώστε, σε κάθε επίπεδο παραγωγής, να απαιτείται ένα υψηλότερο επίπεδο
τιµών από ό,τι πριν την µετατόπιση. Η µετατόπιση της καµπύλης συνολικής
προσφοράς µπορεί να οφείλεται στην απαίτηση υψηλότερων ηµεροµισθίων από τα
εργατικά συνδικάτα, στην αύξηση του περιθωρίου κέρδους των εργοδοτών, στην
αύξηση τιµών λόγω ποσοστιαίας προσαύξησης στο κόστος (π.χ. άνοδο των τιµών των

91
πρώτων υλών κ.α.). Σε όλες τις περιπτώσεις όπου η καµπύλη συνολικής ζήτησης έχει
τη συνηθισµένη αρνητική κλίση, ο πληθωρισµός κόστους συνοδεύεται από µείωση
της παραγωγής. Όταν η αύξηση του κόστους οδηγεί τόσο σε αύξηση του επιπέδου
των τιµών όσο και σε µείωση της παραγωγής, τότε έχουµε το φαινόµενο του
στασιµοπληθωρισµού.

ΑS1
P ΑS0

P1 B
P0 A AD

y1 y0 y

Το Κόστος του Πληθωρισµού


Ι. Το κόστος του προσδοκώµενου πληθωρισµού
Συνήθως υπάρχει προσαρµογή των ονοµαστικών επιτοκίων, των φορολογικών
συντελεστών και των µεταβιβαστικών πληρωµών στις µεταβολές του ποσοστού
πληθωρισµού, αν και µερικές φορές ακόµα και αν ο πληθωρισµός είναι
προσδοκώµενος η οικονοµία δεν προσαρµόζεται πλήρως, µε την έννοια ότι µπορεί να
υπάρχουν στρεβλώσεις στους φόρους, τα επιτόκια, κ.λπ. Το κόστος του
προσδοκώµενου πληθωρισµού περιλαµβάνει:
Το Κόστος Ευκαιρίας Χρήµατος («κόστος σόλας»-«shoeleather cost»). Ο
πληθωρισµός στρεβλώνει τη χρήση του χρήµατος, εφόσον αυξάνει το κόστος
ευκαιρίας παρακράτησης ρευστών διαθεσίµων (δηλαδή το ονοµαστικό επιτόκιο).
Καθώς, η κερδοσκοπική ζήτηση του χρήµατος µειώνεται, οι πολίτες αναγκάζονται να
πηγαίνουν συχνότερα στην Τράπεζα για αναλήψεις χρηµάτων, φθείροντας
γρηγορότερα, τις σόλες των παπουτσιών τους!
Το Κόστος των Νέων Τιµοκαταλόγων. Ο πληθωρισµός αναγκάζει τις επιχειρήσεις
να αλλάζουν πιο συχνά τους τιµοκαταλόγους των προϊόντων τους, µε συνέπεια να
αυξάνονται τα έξοδα για την έκδοση νέων τιµοκαταλόγων. Αν οι επιχειρήσεις
θελήσουν να αποφύγουν το κόστος έκδοσης νέων καταλόγων και δεν αλλάξουν τις
τιµές των προϊόντων τους τόσο συχνά όσο αυξάνονται οι τιµές λόγω πληθωρισµού,

92
τότε επέρχονται αλλαγές στις σχετικές τιµές (π.χ. µειώνεται η τιµή πώλησης σε σχέση
µε την τιµή των πρώτων υλών) µε αρνητικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις.

ΙΙ. Το κόστος του µη-προσδοκώµενου πληθωρισµού


Το κόστος του µη-προσδοκώµενου πληθωρισµού περιλαµβάνει:

Αναδιανοµή του εισοδήµατος.


Ο µη προσδοκώµενος πληθωρισµός αναδιανέµει τον πλούτο από τους πιστωτές στους
χρεώστες, βοηθώντας τους δανειζόµενους και ζηµιώνοντας τους δανειστές, από τον
ιδιωτικό στον δηµόσιο τοµέα και από τους νεότερους στους γηραιότερους.

Αβεβαιότητα
Η ύπαρξη πληθωρισµού αυξάνει την αβεβαιότητα στην οικονοµία. Ο
προγραµµατισµός των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων καθίσταται δυσχερής
(αδυναµία αξιόπιστων υπολογισµών για την παρούσα αξία των επενδυτικών σχεδίων,
καθώς και µείωση του ποσοστού αποταµίευσης) µε συνέπεια την αποθάρρυνση των
επενδυτικών δαπανών.

Φορολογική Επιβάρυνση. Όταν δεν υπάρχει φορολογική τιµαριθµοποίηση, όταν


δηλαδή το φορολογητέο εισόδηµα είναι το ονοµαστικό εισόδηµα και όχι το
πραγµατικό, τότε η ύπαρξη πληθωρισµού αυξάνει τη φορολογική επιβάρυνση των
ατόµων καθώς γίνεται µετακύλιση σε υψηλότερα φορολογικά κλιµάκια

Καµπύλη Phillips
Ο οικονοµολόγος A.W. Phillips διαπίστωσε εµπειρικά σε έρευνα του τη δεκαετία του
1950 για την Μεγάλη Βρετανία, την εµπειρική σχέση µεταξύ ετήσιου πληθωρισµού
και ανεργίας. Συγκεκριµένα, διαπίστωσε ότι όσο υψηλότερος είναι ο πληθωρισµός
τόσο υψηλότερο το προϊόν και χαµηλότερη η ανεργία σε µια οικονοµία. Αυτή η
αρνητική σχέση µεταξύ πληθωρισµού και ανεργίας απεικονίζεται διαγραµµατικά µε
τη καµπύλη Phillips.

Αν και πολλοί σχεδιαστές πολιτικής, στη βάση της σχέσης ανταλλαγής που
εκφράζεται από την καµπύλη Phillips, επεχείρησαν να επιλέξουν το ποσοστό

93
πληθωρισµού ή ανεργίας µέσω του καθορισµού του αντίστοιχου ποσοστού ανεργίας
ή πληθωρισµού, η ισχύς της σχέσης αυτής έχει αµφισβητηθεί.

Ποσοστό
Πληθωρισµού
Καµπύλη Phillips

Ποσοστό
Ανεργίας

Επιπτώσεις της Αύξησης της Συνολικής Ζήτησης


Ας υποθέσουµε ότι η οικονοµία βρίσκεται στο σηµείο Ε, όπου ο πληθωρισµός είναι
µηδενικός και η ανεργία στο φυσικό της ποσοστό U*.Ας υποθέσουµε τώρα ότι
εξαιτίας µιας αύξησης των κυβερνητικών δαπανών η συνολική ζήτησης στην
οικονοµία αυξάνεται, µε συνέπεια την αύξηση των τιµών. Η οικονοµία θα
µετατοπιστεί στο σηµείο Α, όπου υπάρχει υψηλότερος πληθωρισµός και χαµηλότερο
ποσοστό ανεργίας.

Ποσοστό
Ανεργίας

A C
π1

U1 U* PC0 Ποσοστό94
Ανεργίας
Αν η ονοµαστική προσφορά ρευστών διαθεσίµων είναι σταθερή µακροχρόνια, και
τόσο οι τιµές όσο και οι µισθοί προσαρµόζονται, η οικονοµία θα γυρίσει πίσω στο
σηµείο Ε. Αν, ωστόσο, η ονοµαστική προσφορά ρευστών διαθεσίµων δεν είναι
σταθερή µακροχρόνια, η οικονοµία ίσως µετατοπισθεί σε ένα νέο σηµείο ( C) όπου η
ανεργία βρίσκεται στο φυσικό της επίπεδο, ο πληθωρισµός όµως παραµένει στα
αυξηµένα επίπεδα.

Τελικά, η µακροχρόνια καµπύλη Phillips είναι κάθετη, καθώς η οικονοµία πάντα


επιστρέφει τελικά στο φυσικό ποσοστό U*. Η βραχυχρόνια καµπύλη Phillips
απεικονίζει την βραχυχρόνια σχέση ανταλλαγής µεταξύ ανεργίας και πληθωρισµού.
Η θέση της εξαρτάται από τις προσδοκίες σχετικά µε τον αναµενόµενο πληθωρισµό.

LRPC

A
π1 C
PC1

E
U1 U* PC0

95
Προσδοκίες και Αξιοπιστία

LRPC

π1 E

A
π2
F PC1

Β
PC2

U* U1

Αρχικά η ενέργεια αυτή µειώνει την πραγµατική προσφορά χρήµατος στην οικονοµία
και µετακινεί την οικονοµία από το Ε στο Α. Η ανεργία αυξάνεται σε U1. Αν τα
άτοµα πιστεύσουν ότι η αύξηση της προσφοράς χρήµατος θα παραµείνει π2,
αναµένουν το νέο σηµείο µακροχρόνιας ισορροπίας να είναι το F. H βραχυχρόνια
καµπύλη Phillips µετατοπίζεται από τη θέση PC1 στην PC2 και η οικονοµία
µετακινείται από το Α στο Β. Υπάρχει απότοµη πτώση της αύξησης των
ονοµαστικών µισθών επειδή τα άτοµα αντιλαµβάνονται ότι ο πληθωρισµός θα είναι
χαµηλότερος κι εποµένως οι µισθολογικές διεκδικήσεις µπορούν να µετριαστούν. Η
οικονοµία µετακινείται προς τα επάνω επί της PC2 από το σηµείο Β στο F.

96
Μακροοικονοµική Ανοικτής Οικονοµίας

Η µακροοικονοµική της ανοικτής οικονοµίας, αφορά τη µελέτη οικονοµιών που


έχουν συναλλαγές µε άλλες οικονοµίες και µάλιστα οικονοµίες όπου οι διεθνείς
συναλλαγές διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο. Στην περίπτωση µιας ανοικτής
οικονοµίας, οι οικονοµικές πολιτικές που εφαρµόζονται στον υπόλοιπο κόσµο
µπορούν να επηρεάσουν τις επιδόσεις της εγχώριας οικονοµίας και την
αποτελεσµατικότητα της εγχώριας οικονοµικής πολιτικής, κύρια µέσω της επίδρασης
των συναλλαγµατικών ισοτιµιών.

Η Αγορά Συναλλάγµατος
Πρόκειται για την αγορά όπου πραγµατοποιείται η ανταλλαγή των εθνικών
νοµισµάτων. Στην αγορά αυτή καθορίζεται η ισοτιµία των νοµισµάτων, η µεταξύ
τους σχέση ανταλλαγής.
Ας εξετάσουµε πως καθορίζεται η συναλλαγµατική ισοτιµία, µεταξύ 2 νοµισµάτων
στην αγορά συναλλάγµατος. Ας εξετάσουµε, λοιπόν, πως διαµορφώνεται η ισοτιµία
µεταξύ ευρώ και δολλαρίου:

SS

$/€ SS1

e0

e1

DD

Ποσότητα Ευρώ

97
Η DD απεικονίζει τη ζήτηση ευρώ από Αµερικανούς που επιθυµούν να αγοράσουν
ευρωπαϊκά προϊόντα ή περιουσιακά στοιχεία. Η SS απεικονίζει την προσφορά ευρώ
από κατοίκους των χωρών της ευρω-ζώνης που επιθυµούν να αγοράσουν
αµερικάνικα προϊόντα ή περιουσιακά στοιχεία. Η ζήτηση για ευρώ δηµιουργείται από
ξένους εισαγωγείς ή ξένες επιχειρήσεις για την πληρωµή Ευρωπαίων εξαγωγέων, για
αγορά Ευρωπαϊκών τίτλων ή για τη διενέργεια επενδύσεων στην Ευρώπη. Η
προσφορά ευρώ δηµιουργείται όταν Ευρωπαίοι εισαγωγείς ή επιχειρήσεις
ανταλλάσσουν ευρώ για συνάλλαγµα προκειµένου να πληρώσουν ξένους εξαγωγείς ή
να αγοράσουν ξένους τίτλους.

Όπως σε κάθε αγορά που έχουµε εξετάσει µέχρι τώρα, το επίπεδο ισορροπίας
ορίζεται από την τοµή των καµπυλών προσφοράς και ζήτησης, δηλαδή από την
εξίσωση της ζήτησης και της προσφοράς για ευρώ. Έτσι, η συναλλαγµατική ισοτιµία
$/€ ισορροπίας είναι e0.

Αν η τιµή του συναλλάγµατος είναι ελεύθερα κυµαινόµενη, τότε π.χ. µια αύξηση της
ζήτησης από αµερικανικούς θεσµικούς παράγοντες για Ευρωπαϊκούς τίτλους
(µετοχές, οµόλογα, κ.λπ.) θα προκαλέσει µια αύξηση της ζήτησης για ευρώ από DD
σε D1D1 µε αποτέλεσµα την ανατίµηση του ευρώ από e0 σε e2. Αντίστοιχα, µια
µείωση της ζήτησης ή αύξηση της προσφοράς ευρώ οδηγεί σε υποτίµηση της
τρέχουσας ισοτιµίας της δραχµής. Αν υποθέσουµε ότι η προσφορά ευρώ από τους
κατοίκους της ευρω-ζώνης αυξάνεται, τότε η SS µετατοπίζεται στη θέση SS1 και η
νέα ισοτιµία ισορροπίας είναι η e1.

$/€
SS
e2

e0

DD1
DD

Ποσότητα

98
Αν, τώρα, η Κεντρική Τράπεζα δεν επιθυµεί την ανατίµηση του ευρώ από e0
σε e2, τότε µπορεί να παρέµβει στην αγορά ευρώ. Αν επιθυµεί π.χ. τη διατήρηση της
ισοτιµίας στο επίπεδο e0, τότε θα καλύψει την υπερβάλλουσα ζήτηση για ευρώ
προσφέροντας ευρώ στην αγορά και αγοράζοντας αντίστοιχα ξένο συνάλλαγµα. Με
την κίνηση αυτή (διαγραµµατικά θα απεικονιζόταν µε µετατόπιση της καµπύλης
προσφοράς δεξιά) θα αυξήσει τα συναλλαγµατικά της διαθέσιµα.

Στο σηµείο αυτό προσέξτε ότι η συναλλαγµατική ισοτιµία µεταξύ 2 νοµισµάτων


µπορεί να ορισθεί µε δύο τρόπους. Στην περίπτωση της ισοτιµίας µεταξύ δολαρίου
και ευρώ, η συναλλαγµατική ισοτιµία µπορεί να ορισθεί είτε ως δολάρια προς ευρώ,
είτε ευρώ προς δολάρια. Έτσι, η ισοτιµία µεταξύ δολαρίου και ευρώ µπορεί να
ορισθεί είτε ως €/$ µε τιµή 1,2176 είτε ως $/€ µε τιµή 0,82129.

Υποτίµηση του νοµίσµατος λαµβάνει χώρα όταν το νόµισµα µπορεί να αγοράσει


λιγότερα, ενώ ανατίµηση λαµβάνει χώρα όταν το νόµισµα µπορεί να αγοράσει
περισσότερα. Ανάλογα µε το πώς ορίζεται η συναλλαγµατική ισοτιµία, µια αύξηση
της συναλλαγµατικής ισοτιµίας µπορεί να σηµαίνει ανατίµηση ή υποτίµηση του
νοµίσµατος. Για παράδειγµα, υποτίµηση του ευρώ (ή ανατίµηση του δολαρίου)
λαµβάνει χώρα όταν €/$ από 1,2176 γίνεται 1.1 ή όταν $/€ από 0,82129 γίνεται 0,9.
Από την άλλη µεριά, ανατίµηση του ευρώ (ή υποτίµηση του δολαρίου) λαµβάνει
χώρα όταν €/$ από 1,2176 γίνεται 1.3 ή όταν $/€ από 0,82129 γίνεται 0,7.

Το συναλλαγµατικό καθεστώς που επιλέγεται µπορεί να είναι είτε καθεστώς


σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών, όπου το ύψος της συναλλαγµατικής ισοτιµίας
αποφασίζεται από τις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες µε παρεµβάσεις τους στην
αγορά συναλλάγµατος εξασφαλίζουν την διατήρηση της ισοτιµίας σε αυτό το
θεσµικά καθορισµένο ύψος, είτε καθεστώς ελεύθερα κυµαινόµενων ισοτιµιών, όπου
το ύψος της συναλλαγµατικής ισοτιµίας καθορίζεται από την αλληλεπίδραση των
δυνάµεων προσφοράς και ζήτησης συναλλάγµατος ελεύθερα, σύµφωνα µε τους
κανόνες της ανταγωνιστικής αγοράς. Έτσι, κάτω από καθεστώς ελεύθερα
κυµαινόµενων ισοτιµιών, η τρέχουσα αξία του ευρώ µεταβάλλεται από µέρα από
µέρα. Σ΄ αυτή την περίπτωση η Κεντρική Τράπεζα δεν παρεµβαίνει και εποµένως η
µεταβολή των συναλλαγµατικών διαθεσίµων είναι µηδενική. Αντίθετα, κάτω από
καθεστώς σταθερών ισοτιµιών, η συναλλαγµατική ισοτιµία παραµένει σταθερή ή

99
ελεγχόµενη, ενώ η Κεντρική Τράπεζα αυξοµειώνει τα συναλλαγµατικά της διαθέσιµα
ανάλογα. Μετά το 1973 και την κατάρρευση του συστήµατος σταθερών ισοτιµιών
που ίσχυε µέχρι τότε, οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες είναι ουσιαστικά κυµαινόµενες.
Εντούτοις, οι Κεντρικές Τράπεζες των περισσοτέρων χωρών παρεµβαίνουν κατά
διαστήµατα στις αγορές για να εξοµαλύνουν τις ανεπιθύµητες διακυµάνσεις.

Παρέµβαση στην αγορά Συναλλάγµατος

$/€ SS

e1 A
E C

DD1
DD

DD2

Ποσότητα Ευρώ

Ας υποθέσουµε ότι στην οικονοµία ακολουθείται καθεστώς σταθερών


συναλλαγµατικών ισοτιµιών και ότι η κυβέρνηση έχει ορίσει την συναλλαγµατική
ισοτιµία στο ύψος e1. H ζήτηση ευρώ απεικονίζεται µε την καµπύλη DD1 και η
προσφορά µε την καµπύλη SS. Όπως φαίνεται από το παραπάνω διάγραµµα, στο
ύψος ισοτιµίας e1 που είναι το θεσµικά καθορισµένο, υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση
ευρώ ίση µε AC. Προκειµένου να διατηρηθεί η ισοτιµία στο ύψος αυτό, η Κεντρική
Τράπεζα πρέπει να προσφέρει AC ευρώ σε αντάλλαγµα δολαρίων. Τα δολάρια αυτά
αυξάνουν τα συναλλαγµατικά διαθέσιµα.
Ακριβώς το αντίθετο συµβαίνει όταν υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά νοµίσµατος
στην αγορά συναλλάγµατος. Ας υποθέσουµε ότι η ζήτηση είναι DD2 και ότι η
κυβέρνηση έχει ορίσει την συναλλαγµατική ισοτιµία στο ύψος e1. Προκειµένου να

100
διατηρηθεί η ισοτιµία στο ύψος αυτό, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αγοράσει ΕΑ
ευρώ σε αντάλλαγµα δολαρίων. Έτσι µειώνονται τα συναλλαγµατικά διαθέσιµα της
χώρας σε δολάρια.
Η µόνη περίπτωση στην οποία δεν χρειάζεται καµία παρέµβαση στην αγορά
συναλλάγµατος από µέρους της Κεντρικής Τράπεζας είναι όταν η ζήτηση είναι DD,
οπότε το ύψος συναλλαγµατικής ισοτιµίας e1 είναι αυτό που προκύπτει από την
αλληλεπίδραση ζήτησης και προσφοράς.

∆ιεθνής Ανταγωνιστικότητα
Η πραγµατική τιµή συναλλάγµατος ορίζεται ως ο λόγος των τιµών µεταξύ εγχώριων
και ξένων αγαθών, όπου οι εγχώριες τιµές έχουν µετατραπεί σε ξένο νόµισµα. Αυτό
γίνεται αν ο δείκτης των εγχώριων τιµών (P) πολλαπλασιαστεί µε την ονοµαστική
τιµή συναλλάγµατος (e), δηλαδή την αξία µιας µονάδας εγχώριου νοµίσµατος σε
τρέχουσες µονάδες ξένου συναλλάγµατος.

ΠραγµατικήΤιµήΣυναλλ άγµατος =
ΟνοµαστικήΤιµήΣυναλλ άγµατος × ΕγχώριεςΤιµές e× P
⇒ε =
∆ιεθνείςΤιµές P*

∆εδοµένου του ορισµού της πραγµατικής τιµής συναλλάγµατος παραπάνω, µια


αύξηση ή ανατίµηση του ε, σηµαίνει, ότι οι εγχώριες τιµές εκφρασµένες σε ξένο
νόµισµα αυξάνουν έναντι των διεθνών τιµών. Σ’ αυτή την περίπτωση θα υπάρξει
µείωση της τιµολογιακής ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων. Τα
εγχώρια αγαθά καθίστανται ακριβότερα από τα παραγόµενα στο εξωτερικό, µε
αποτέλεσµα να αυξάνονται οι εισαγωγές και να µειώνονται οι εξαγωγές της χώρας.
Αν το ε αντίθετα µειωθεί, αν δηλαδή η πραγµατική τιµή συναλλάγµατος υποτιµηθεί,
τότε αναµένουµε αύξηση της τιµολογιακής ανταγωνιστικότητας των εγχώριων
προϊόντων. Τα εγχώρια αγαθά καθίστανται φθηνότερα από τα παραγόµενα στο
εξωτερικό, µε αποτέλεσµα να µειώνονται οι εισαγωγές και να αυξάνονται οι
εξαγωγές της χώρας.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα, λοιπόν, µιας οικονοµίας εξαρτάται από την
ονοµαστική συναλλαγµατική ισοτιµία και τους σχετικούς ρυθµούς πληθωρισµού σε
κάθε οικονοµία. Μέτρο της ανταγωνιστικότητας είναι η πραγµατική συναλλαγµατική
ισοτιµία, που είναι η σχετική τιµή των αγαθών σε διαφορετικές χώρες µετρηµένη σε
κοινό νόµισµα.

101
Το Ισοζύγιο πληρωµών

Στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών πραγµατοποιείται η συστηµατική καταγραφή


όλων των συναλλαγών που πραγµατοποιούνται µεταξύ των κατοίκων της χώρας και
των κατοίκων του υπόλοιπου κόσµου. Στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
καταγράφονται οι διεθνείς ροές αγαθών, υπηρεσιών και µεταβιβαστικών πληρωµών.
Στο λογαριασµό κίνησης των κεφαλαίων καταγράφονται οι διεθνείς συναλλαγές σε
χρηµατοπιστωτικούς τίτλους.

Όταν η συναλλαγµατική ισοτιµία κυµαίνεται ελεύθερα µεταβολές του ισοζυγίου


τρεχουσών συναλλαγών αντισταθµίζονται µε µεταβολές αντίθετης κατεύθυνσης στο
λογαριασµό κεφαλαίων. Παρεµβάσεις για τη διατήρηση της ισοτιµίας σε δεδοµένο
επίπεδο καταγράφονται στο λογαριασµό κίνησης των κεφαλαίων.

Προσδιοριστικοί παράγοντες του ισοζυγίου πληρωµών

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επηρεάζεται από την ανταγωνιστικότητα της


χώρας (πραγµατική συναλλαγµατική ισοτιµία), καθώς και από το εγχώριο εισόδηµα
και το εισόδηµα των κατοίκων των άλλων χωρών, παράγοντες που προσδιορίζουν τη
ζήτηση για εξαγωγές και εισαγωγές. Ο λογαριασµός κίνησης των κεφαλαίων
επηρεάζεται από το επίπεδο των εγχώριων επιτοκίων σε σχέση µε τα διεθνή επιτόκια,
που προσδιορίζει τις διεθνείς ροές κεφαλαίων. Όταν δεν υπάρχουν εµπόδια στην
κίνηση κεφαλαίων, υπάρχει τέλεια κινητικότητα κεφαλαίων που σηµαίνει ότι µια
τεράστια ποσότητα κεφαλαίων µπορεί να µεταφερθεί από ένα νόµισµα σε ένα άλλο
οποτεδήποτε η απόδοση των τίτλων σε ένα νόµισµα (το επιτόκιο δηλαδή) είναι
υψηλότερη από την απόδοση των τίτλων σε ένα άλλο νόµισµα.

Βασικές Σχέσεις στην Ανοικτή Οικονοµία

Ισοτιµία Αγοραστικής ∆ύναµης (Purchasing Power Parity-PPP)


Πρόκειται για το νόµο της µιας τιµής, σύµφωνα µε τον οποίο ένα αγαθό δεν µπορεί
να έχει διαφορετική τιµή σε διαφορετικές χώρες. Έτσι, αν ένα ποδήλατο κοστίζει
€100 στις ΗΠΑ και $300 στη Γερµανία, τότε η ισοτιµία θα πρέπει να είναι 3$/€. Η
σχέση αυτή βρίσκει εφαρµογή στη µακροχρόνια περίοδο.

102
Ακάλυπτη Ισότητα Επιτοκίων (Uncovered Interest Parity)
Η αναµενόµενη µεταβολή της συναλλαγµατικής ισοτιµίας ισούται µε τη διαφορά των
επιτοκίων µεταξύ χωρών. Έτσι, Αν τα επιτόκια είναι 5% στην Ευρώπη και 4% στις
ΗΠΑ, τότε αναµένεται µια 1% υποτίµηση της ισοτιµίας $/€.

Εσωτερική και Εξωτερική Ισορροπία µιας Οικονοµίας

Η χώρα βρίσκεται σε εσωτερική ισορροπία όταν η συνολική ζήτηση είναι στο


επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Η χώρα βρίσκεται σε εξωτερική ισορροπία όταν
ισοσκελίζεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών του ισοζυγίου πληρωµών. Ο
συνδυασµός εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας είναι η θέση µακροχρόνιας
ισορροπίας της οικονοµίας.

Αποµάκρυνση της οικονοµίας από την εσωτερική και εξωτερική ισορροπία

Αύξηση οικονοµικής
Περισσότερη δραστηριότητας στο
αποταµίευση, πιο σφικτή εξωτερικό,
δηµοσιονοµική και χαµηλότερη
νοµισµατική πολιτική πραγµατική
συναλλαγµατική
ισοτιµία

Οικονοµική
Ύφεση Άνθηση

Λιγότερη αποταµίευση,
Ύφεση στο εξωτερικό, πιο χαλαρή
υψηλότερη πραγµατική δηµοσιονοµική και
συναλλαγµατική νοµισµατική πολιτική
ισοτιµία Έλλειµµα
Πλεόνασµα

103
Όταν η οικονοµία βρίσκεται σε εσωτερική και εξωτερική ισορροπία, δεν υπάρχει
ούτε οικονοµική άνθηση, ούτε ύφεση και το ισοζύγιο πληρωµών είναι
ισοσκελισµένο. Σε κάθε τετράγωνο του παραπάνω σχήµατος καταγράφονται
διαταραχές που προκαλούν αποµάκρυνση της οικονοµίας από την εσωτερική και
εξωτερική ισορροπία. Για παράδειγµα, η σφικτή δηµοσιονοµική και νοµισµατική
πολιτική µειώνει τη συνολική ζήτηση, προκαλώντας ύφεση στην εγχώρια οικονοµία
αλλά και πλεόνασµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αφού µειώνεται η ζήτηση
εισαγωγών. Με την αύξηση, όµως, της ζήτησης εξαγωγών, η οικονοµική άνθηση στο
εξωτερικό οδηγεί και σε αύξηση της εγχώριας οικονοµικής δραστηριότητας και στη
δηµιουργία πλεονάσµατος στις τρέχουσες συναλλαγές.

Μακροοικονοµική Πολιτική και Καθεστώς Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών


Στο καθεστώς των σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών η νοµισµατική πολιτική
είναι σχεδόν ανίσχυρη. Αντίθετα, η δηµοσιονοµική πολιτική είναι ισχυρό µέσο
άσκησης πολιτικής.
Στο καθεστώς των κυµαινόµενων συναλλαγµατικών ισοτιµιών η νοµισµατική
πολιτική είναι ένα ισχυρό µέσο πολιτικής στη βραχυχρόνια περίοδο, ενώ αντίθετα, η
δηµοσιονοµική πολιτική είναι λιγότερο ισχυρή. Συγκεκριµένα:

Σταθερές Συναλλαγµατικές Ισοτιµίες


Σε καθεστώς των σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών υπάρχει διασύνδεση µεταξύ
της εξωτερικής ισορροπίας και της εγχώριας προσφοράς χρήµατος. Η παρέµβαση της
κυβέρνησης στην αγορά συναλλάγµατος για τη διατήρηση του ύψους της ισοτιµίας
στο καθορισµένο επίπεδο επηρεάζει άµεσα την προσφορά χρήµατος.

Νοµισµατική Πολιτική

Κάτω από την υπόθεση της τέλειας κινητικότητας κεφαλαίων και της ακαµψίας
τιµών, µια αύξηση τη προσφοράς χρήµατος, θα µειώσει τα επιτόκια, προκαλώντας
εκροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Η προσφορά χρήµατος µειώνεται καθώς η
Κεντρική Τράπεζα οφείλει να διατηρήσει τη συναλλαγµατική ισοτιµία σταθερή. Η
νοµισµατική πολιτική είναι εντελώς ανίσχυρη. Η Κεντρική Τράπεζα δεν µπορεί να
επιλέξει και τη συναλλαγµατική ισοτιµία και την προσφορά χρήµατος στην
οικονοµία, καθώς τα εγχώρια και διεθνή επιτόκια δεν µπορεί να διαφέρουν.

104
∆ηµοσιονοµική Πολιτική
Κάτω από την υπόθεση της τέλειας κινητικότητας κεφαλαίων και της ακαµψίας
τιµών, µια αύξηση των κυβερνητικών δαπανών θα αυξήσει τη ζήτηση στην οικονοµία
και θα αυξήσει τα επιτόκια, προκαλώντας εισροή κεφαλαίων προς το εσωτερικό.
Προκαλείται αύξηση της προσφοράς χρήµατος που διατηρεί το επίπεδο της
συναλλαγµατικής ισοτιµίας. Καθώς τα επιτόκια δεν µπορούν να αυξηθούν, δεν
υπάρχει παραγκωνισµός των ιδιωτικών επενδύσεων.

Κυµαινόµενες Συναλλαγµατικές Ισοτιµίες


Νοµισµατική Πολιτική
Ας υποθέσουµε ότι η οικονοµία βρίσκεται αρχικά σε ισορροπία µε συναλλαγµατική
ισοτιµία e1. Στο χρόνο t, η ονοµαστική προσφορά χρήµατος µειώνεται στο 50%. ΟΙ
κερδοσκόποι αντιλαµβάνονται ότι η συναλλαγµατική ισοτιµία τελικά θα διπλασιαστεί
σε e2 για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα µετά την πτώση των τιµών κατά
50%. Επειδή οι τιµές είναι βραχυχρόνια άκαµπτες, στο χρόνο η πραγµατική
προσφορά χρήµατος µειώνεται και το εγχώριο επιτόκιο αυξάνεται ξεπερνώντας το
επίπεδο των διεθνών επιτοκίων. Μόνο µε την εκτίναξη από το σηµείο Α στο σηµείο
Β, µε την οποία πείθονται οι κερδοσκόποι ότι οι µετέπειτα απώλειες κεφαλαίου λόγω
της διολίσθησης της ισοτιµίας θα αντισταθµίσουν τα υψηλότερα επιτόκια µπορεί η
ισοτιµία να προσαρµοστεί για να διατηρηθεί η ισορροπία στην αγορά
συναλλάγµατος. Με την πτώση των εγχώριων τιµών. Η πραγµατική προσφορά
χρήµατος αυξάνεται και τα επιτόκια επιστρέφουν στο ύψος των διεθνών επιτοκίων.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσαρµογής, η ισοτιµία φθάνει στο επίπεδο
e2. Η αρχική εκτίναξη της συναλλαγµατικής ισοτιµίας από το Α στο Β υπερβαίνει την
απαιτούµενη µακροχρόνια µεταβολή της.

105
e
e3 B
C
e2

e1 A

Χρόνος
t
Η νοµισµατική πολιτική λοιπόν, είναι πολύ αποτελεσµατική βραχυχρόνια.

∆ηµοσιονοµική Πολιτική
Η δηµοσιονοµική είναι λιγότερο ισχυρή. Μια αύξηση των κυβερνητικών δαπανών, θα
αυξήσει τα επιτόκια, προκαλώντας παραγκωνισµό των ιδιωτικών επενδύσεων.
Επιπλέον προκαλείται ανατίµηση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας που µειώνει την
τιµολογιακή ανταγωνιστικότητα και κατά συνέπεια µειώνει τις καθαρές εξαγωγές.

106

You might also like