Professional Documents
Culture Documents
ΣΚΗΝΕΣ
ΞΕΝΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΑΘΗΝΑ
2
ΕΥΡΙΔΙΚΗ
Πράξη 3η – Εικόνα 1η
(Ο Ορφέας, χωρίς να την κοιτάξει, την παίρνει απ’ χέρι και την πηγαίνει στο τραπέζι, όπου
καθόταν πριν. Η Ευρυδίκη κάθεται, κι εκείνος σε μιαν άλλη καρέκλα, έχοντάς της γυρισμένη
την πλάτη)
ΟΡΦΕΑΣ: Έλα. Θα περιμένουμε εδώ την αυγή. Όταν θα ‘ρθουν τα γκαρσόνια για το
πρώτο πρωινό τραίνο, θα είμαστε ελεύθεροι. Θα τους ζητήσουμε λίγο ζεστό καφέ και κάτι
να φάμε ! Και... θα είσαι πάλι ζωντανή... Κρύωνες πολύ ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ω ! Ναι... Αυτό ήταν το χειρότερο. Το φοβερό κρύο. (Θυμάται) Όμως, μου
απαγόρευσαν να μιλήσω για ο,τιδήποτε. Μπορώ μονάχα να σου πω τι έγινε ως την ώρα
που ο σωφέρ χαμογέλασε μέσ’ από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και το φορτηγό έπεσε
απάνω μας σαν τρελό ζώο...
ΟΡΦΕΑΣ: Είσαι καλά εκεί ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ω, ναι, είμαι εδώ, κοντά σου. (Ακουμπάει το κεφάλι της στην πλάτη του)
ΟΡΦΕΑΣ: Ρίξε το παλτό μου. (Της δίνει το παλτό του, κ εκείνη το ρίχνει στους ώμους της.
Παύση. Είν’ ευτυχισμένοι)
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θυμάσαι το γκαρσόνι ;
ΟΡΦΕΑΣ: Θα το ξαναδούμε αύριο.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Και την αμίλητη ταμία ; Ίσως μάθουμε, επιτέλους, τι σκεφτόταν για μας...
Είναι τόσο ωραία να ξαναγυρίζει κανείς στη ζωή... Σα να βλεπόμαστε για πρώτη φορά.
(Ρωτάει, όπως την πρώτη φορά) Είσαι καλός ; Είσαι κακός ; Πώς σε λένε ;
ΟΡΦΕΑΣ: (μπαίνει στο παιχνίδι, χαμογελώντας) Ορφέα. Και σένα ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ευρυδίκη... (Απαλά προσθέτει) Μόνο αυτή τη φορά, ξ έ ρ ο υ μ ε... (Παύση)
Συχώρεσέ με ! Θα τρόμαξες τόσο...
ΟΡΦΕΑΣ: Ναι! Όταν σε είδα ξαπλωμένη στο αυτοκίνητο, το καθετί σταμάτησε μέσα μου.
Δε φοβόμουν πια !
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Πόνεσες πολύ ;
ΟΡΦΕΑΣ: Ναι !
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (ακουμπάει πάλι στην πλάτη του) Συχώρεσέ με.
ΟΡΦΕΑΣ: Σσσς ! (Παύση)
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θα μ’ έφεραν στο ξενοδοχείο, επειδή κρατούσα ακόμα στα χέρια μου το
γράμμα. Στο είχα γράψει μέσα στο λεωφορείο, πριν ξεκινήσει ! Σου το ‘δωσαν ;
ΟΡΦΕΑΣ: Όχι ! Θα το κράτησαν στην Αστυνομία !
3
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Α ! (Ανασηκώνεται ανήσυχη, ξαφνικά) Λες να το διαβάσουν ;
ΟΡΦΕΑΣ: Ίσως.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε ; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα,
τώρα αμέσως ;
ΟΡΦΕΑΣ: Είναι πολύ αργά πια !
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Μα εγώ έγραψα σε ε σ ε ν α ! Αυτά που έλεγα ήταν μονάχα για σένα ! Πώς
μπορεί να το διαβάσει ένας άλλος ; Θα γελάσουν... Το δίχως άλλο, θα γελάσουν μαζί
μου... Ω, σε παρακαλώ, εμπόδισέ τους, σε παρακαλώ ! Μου φαίνεται σαν να με βλέπουν
ολόγυμνη με τα βρόμικα μάτια τους...
ΟΡΦΕΑΣ: Μπορεί να μην άνοιξαν ούτε το φάκελο !
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Μα δεν πρόφτασα να τον κλείσω. Εκείνη τη στιγμή, ακριβώς, έπεσε το
φορτηγό απάνω μας. Κι ίσως γι’ αυτό να με κοίταξε ο σωφέρ μέσ’ από τον καθρέφτη.
Έβγαλα τη γλώσσα μου, εκείνος με κοίταξε. χαμογέλασε, χαμογέλασα κι εγώ.
ΟΡΦΕΑΣ: Χαμογέλασες και συ ! Ώστε μπορούσες, λοιπόν, να χαμογελάς ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Όχι, όχι ! Δεν μπορούσα. Δεν καταλαβαίνεις… Μόλις είχα τελειώσει αυτό
το γράμμα, σου έλεγα πω; σ αγαπώ, πως πονούσα, αλλά έπρεπε να φύγω... Έβγαλα τη
γλώσσα μου για να κολλήσω το φάκελο — εκείνος, είπε: «Ελπίζω πως ο φίλος σας αξίζει
το χαρτί που ξοδέψατε για να του γράψετε». Κι όλοι γύρω χαμογέλασαν. (Σταματάει,
κουρασμένη) Α, δεν είναι το ίδιο όταν τα διηγείσαι ύ σ τ ε ρ α...
ΟΡΦΕΑΣ: (υπόκωφα) Τι γύρευες στο λεωφορείο της Τουλόν ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Έφευγα !
ΟΡΦΕΑΣ: Είχες πάρει το γράμμα του Ντελάκ ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι. Γι’ αυτό έφευγα !
ΟΡΦΕΑΣ: Γιατί δε μου το ’δειξες αυτό το γράμμα, όταν γύρισα ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν μπορούσα !
ΟΡΦΕΑΣ: Τι σου έγραφε ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Να τον συναντήσω στο τραίνο των 8 και 12’. Αλλιώτικα Θα ‘ρχόταν, λέει,
να με πάρει μόνος του !
ΟΡΦΕΑΣ: Και γι’ αυτό έφυγες ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι ! Δεν ήθελα να τον δεις !
ΟΡΦΕΑΣ: Δε σκέφτηκες πως θα ‘ρχόταν και πως, έτσι κι αλλιώς, θα τον έβλεπα.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, αλλά ήμουν δειλή. Δεν ήθελα να είμαι μπροστά !
ΟΡΦΕΑΣ: Ήσουν ερωμένη του ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (φωνάζει) Όχι... Έτσι σου είπε ; Το ήξερα, κι ήξερα πως θα τον πίστευες.
Με κυνηγάει από καιρό, με μισεί. Ήξερα πως θα σου μιλούσε για μένα. Φοβήθηκα !
ΟΡΦΕΑΣ: Γιατί δε μου τ’ ομολόγησες χτες, όταν σου ζήτησα να μου τα πεις όλα ; Γιατί
δε μου είπες πως ήσουν ερωμένη του ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Δεν ήμουν !
ΟΡΦΕΑΣ: Ευρυδίκη ! Τ ώ ρ α είναι καλύτερα να μου τα πεις όλα !
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Τι πρέπει λοιπόν να σου πω για να με πιστέψεις ;
ΟΡΦΕΑΣ: Δεν ξέρω ! Βλέπεις, αυτό είναι το τρομερό ! Δεν ξέρω πια πώς θα μπορέσω
ποτέ να σε πιστέψω. (Παύση. Ρωτάει απαλά, ταπεινά) Ευρυδικη, για να μπορώ να μην
ανησυχώ, έπειτα, όταν θα μου λες τα πιο απλά πράγματα — πως βγήκες έξω, πως ο
καιρός ήταν ωραίος, πως τραγουδούσες — πες μου την αλήθεια τώρα, όσο τρομερή και
αν είναι, όσο κι αν με πληγώσει. Δε θα με πληγώσει περισσότερο απ’ αυτήν την ασφυξία,
που με πνίγει απ’ την ώρα που έμαθα πως μου είπες ψέματα... Αν είναι πολύ δύσκολο να
ομολογήσεις, μη μου αποκριθείς, αλλά σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη μου πεις
ψέματα... Αυτός ο άνθρωπος έλεγε την αλήθεια ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (ύστερα από αδιόρατο δισταγμό) Όχι !
ΟΡΦΕΑΣ: Δεν ήσουν ποτέ ερωμένη του ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Όχι. (Παύση)
4
ΟΡΦΕΑΣ: (υπόκωφα, κοιτώντας ίσια εμπρός) Αν λες την αλήθεια, θα ήταν πολύ εύκολο
να το καταλάβω. Τα μάτια σου θα είναι καθαρά σαν το νερό της πηγής. Αν λες ψέματα, ή
αν δεν είσαι βέβαιη για τον εαυτό σου, ένας σκούρος, πράσινος κύκλος θα σκεπάζει τις
κόρες σου.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Σε λίγο θα ξημερώσει αγάπη μου και θα μπορείς να με κοιτάξεις... (Απαλά)
Όμως, σε παρακαλώ. μη μιλάς άλλο, μη σκέφτεσαι. Άσε το χέρι σου να με χαϊδέψει. Όλα
θα γίνουν τόσο απλά, αν αφήσεις το χέρι σου να μ’ αγαπήσει, μόνο του, χωρίς να
μιλήσουμε άλλο !
ΟΡΦΕΑΣ: (χαϊδεύοντάς την) Νομίζεις πως α υ τ ό είναι που ο κόσμος λέγει ευτυχία ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι. Το χέρι σου είναι ευτυχισμένο, αυτή την ώρα. Δε ζητάει από μένα,
παρά να είμαι εδώ, ζεστή και υπάκουη, κάτω απ’ την παλάμη του. Κι εσύ, μη μου ζητάς
τίποτ’ άλλο. Αγαπιόμαστε. Είμαστε νέοι. Θα ζήσουμε. Δέξου την ευτυχία, σε παρακαλώ.
ΟΡΦΕΑΣ: Δεν μπορώ !...
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Αν μ’ αγαπάς;...
ΟΡΦΕΑΣ: Δεν μπορώ !...
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Τότε, μη μιλάς, τουλάχιστον.
ΟΡΦΕΑΣ: (σηκώνεται) Δεν το μπορώ, ούτ’ αυτό ! Ένα κοπάδι λόγια φτερουγίζουν από
χτες ολόγυρά μας. Τα λόγια του Ντελάκ, τα δικά σου, τα δικά μου, κι όλα τα λόγια μας
έφεραν εδώ. Τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, μα που βρίσκονται εκεί και περιμένουν μαζί με
τ’ άλλα. Θα τα πούμε όλα, ένα-ένα, π ρ έ π ε ι να τα πούμε. Πρέπει να πάμε ως το τέλος.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (σηκώνεται και φωνάζει) Αγάπη μου !
ΟΡΦΕΑΣ: Όχι, όχι ! Φτάνουν πια τα λόγια ! Λασπωθήκαμε με τα λόγια από χτες ! Τώρα
πρέπει να σε κοιτάξω.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (τρέχει κοντά του κα του κλείνει τα μάτια με τα χέρια της) Περίμενε,
περίμενε, σε παρακαλώ. Το μόνο που π ρ ε π ε ι, είναι να βγούμε απ’ τη νύχτα. Σε λίγο
ξημερώνει. Κιόλα θα γίνουν απλά πάλι !
ΟΡΦΕΑΣ: Δε μπορώ να περιμένω ώσπου να ξημερώσει.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (τον αγκαλιάζει, σφιχτά, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη του.
Ικετευτικά) Ω, σε παρακαλώ, αγάπη μου, μη γυρίσεις, μη με κοιτάξεις. Μπορεί να μην
είμαι ό π ω ς με ήθελες, μπορεί να μην είμαι εκείνη που έπλασες με τη φαντασία σου μέσα
στην ευτυχία της πρώτης μέρας... Όμως, με ν ι ώ θ ε ι ς κοντά σου, δεν είν’ έτσι; Είμ’ εδώ,
είμαι ζεστή. είμαι απαλή και σ’ αγαπώ. Θα σου δώσω όλη την ευτυχία που μπορώ. Αλλά
μη μου ζητάς περισσότερα... Άφησέ με να ζήσω !
ΟΡΦΕΑΣ: Να ζήσεις !...
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Θέλω τόσο πολύ να ζήσω !...
ΟΡΦΕΑΣ: Να ζήσεις ! Όπως η μητέρα σου κι ο ερωμένος της ίσως, με παιδιαρίσματα, με
σαλιαρίσματα, με βρομιές... κι έπειτα ένα καλό φαΐ, λίγος «έρωτας» κι όλα είναι εντάξει.
Α, όχι ! Σ’ α γ α π ώ πάρα πολύ για να σ’ αφήσω να ζήσεις ! (Γυρίζει απότομα, την
κοιτάζει. Μια τρομακτική σιωπή τους χωρίζει. Έπειτα εκείνος ρωτάει υπόκωφα) Σε
κράτησε στην αγκαλιά του εκείνος ο απαίσιος άνθρωπος ; Σ’ άγγιξε με τα χέρια του, που
είναι φορτωμένα δαχτυλίδια;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι !
ΟΡΦΕΑΣ: Πόσον καιρό ήσουν ερωμένη του ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: (του απαντάει τώρα με την ίδια μανία αυτοβασανισμού) Ένα χρόνο !
ΟΡΦΕΑΣ: Είναι αλήθεια πως πέρασες μαζί του την προχτεσινή νύχτα ;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ναι, τη νύχτα πριν σε συναντήσω ! Ήρθε και με πήρε μετά την παράσταση !
Με εξεβίασε ! Με εξεβίαζε κάθε φορά.
(Μπαίνει άξαφνα ο Ντελάκ)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
5
ΦΑΟΥΣΤ
Φυλακή
(Ο Φάουστ εμπρός σε μια σιδερένια πόρτα, κρατώντας ένα μάτσο κλειδιά κ’ ένα λύχνο)
ΦΑΟΥΣΤ:
Ρίγος πια ξεσυνήθιστο με πιάνει,
του κόσμου η συμφορά όλη με βαραίνει.
Πίσω απ’ αυτόν τον υγρό τοίχο μένει,
και το έγκλημά της μια γλυκιά είταν πλάνη !
Να τη ζυγώσεις δειλιάζεις !
Να την ιδείς ξανά τρομάζεις !
Μπρος ! πιο γοργά, όσο αργείς, ο χάρος φτάνει !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Η μάνα μου η πόρνη
πού μ’ έχει σκοτωμένο !
Ο κατεργάρης ό πατέρας
πού μ’ έχει φαγωμένο !
Η αδερφούλα μου ή μικρούλα
μου φύλαξε τα κόκαλα
σε δροσερή μεριά·
έτσι έγινα άγριο ωραίο πουλάκι·
πέτα μακριά, πέτα μακριά.
ΦΑΟΥΣΤ (ανοίγοντας):
Πώς την ακούει ο καλός της πού να το νομίζει !
Ακούει βροντούνε τα δεσμά, το άχερο τρίζει.
(Μπαίνει μέσα)
ΦΑΟΥΣΤ (σιγά):
Σώπα ! να σε γλιτώσω έρχομαι, δες !
ΦΑΟΥΣΤ:
Τους φρουρούς θα ξυπνήσουν σι φωνές
6
(Παίρνει να της λύσει τα δεσμά)
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (γονατιστή):
Την εξουσία σε μένα αυτή,
μπόγια, ποιος σου έχει δώσει ;
Μεσάνυχτα έρχεσαι· γιατί ;
Θα ‘ταν αργά, σαν ξημερώσει ;
Σπλαχνίσου με, να ζήσω δος μου !
(Σηκώνεται)
ΦΑΟΥΣΤ:
Πώς να υπομείνω τόση σύμφορά !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Στην εξουσία σου τώρα μένω.
Μόνο άσε πρώτα να βυζάξω το μικρό.
Τη νύχτα αυτή το χάιδευα οληνώρα·
μου το πήραν, να μου κάμουν κακό,
και το ‘χω γω σκοτώσει, λένε τώρα.
Δε θα χαρώ ποτέ ξανά.
Κόσμος κακός !
μου έχει τραγούδια βγαλμένα !
Έτσι τελειώνει μια ιστορία παλιά,
τι τη λεν για μένα ;
ΦΑΟΥΣΤ (δυνατά):
Γκρέτα ! Γκρέτα
7
ΦΑΟΥΣΤ:
Εγώ είμαι !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Εσύ ! Ω πες το άλλη μια φορά !
(Τον αγκαλιάζει)
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Ω στάσου
Είμαι κοντά σου τόσο καλά.
(Τον χαϊδεύει)
ΦΑΟΥΣΤ:
Βιάσου !
Τι αν δε βιαστείς,
θα το πληρώσουμε ακριβά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Πως, δεν μπορείς πια να φιλείς ;
Καλέ μου, μόλις μ’ έχεις παρατήσει,
κ’ έχεις πια να φιλείς ξεσυνηθίσει :
Τι με πιάνει έτσι τρόμος μες στην αγκαλιά σου,
8
εμένα που τα ουράνια πριν μου ανοίγαν
τα λόγια σου, τα βλέμματά σου,
και τα φιλιά σου λες με πνίγαν, λες με πνίγαν—!
Φίλα με ! σε φιλώ
αλλιώς εγώ.
(Τον αγκαλιάζει)
(Γυρίζει εκείθε)
ΦΑΟΥΣΤ:
Έλα ! πάμε ! καλή μου, καρδιά κάμε !
με χιλιόδιπλη φλόγα σε φιλώ·
αυτό μονάχα σου γυρεύω : πάμε.
ΦΑΟΥΣΤ:
Εγώ είμαι ! πάμε !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Τα δεσμά μου λυείς,
στην αγκαλιά σου με ξανακλείς.
Μα πώς μπορείς και δίχως τρόμο με ζυγώνεις ;
Ξέρεις, καλέ μου, ωστόσο ποια γλιτώνεις ;
ΦΑΟΥΣΤ:
Έλα ! έλα παίρνει πια να ξημερώσει.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Τη μάνα μου έχω γω σκοτώσει
και το παιδί μου έχω πνιγμένο.
Εσέ κ’ εμέ δεν είτανε δοσμένο ;
Κ’ εσέ ! — Εσύ είσαι ! ψέμα ό νους μου το ’χει.
Δος το χέρι σου ! Δεν είν’ όνειρο, όχι !
Το αγαπημένο χέρι ! Μα είν’ υγρό !
Αχ σφούγγισε το ! και θαρρώ
πως είναι ματωμένο.
Αχ Θεέ μου ! τι έχεις καμωμένο !
Βάλ’ το σπαθί σου στο φηκάρι,
σου το γυρεύω χάρη !
ΦΑΟΥΣΤ:
Τα περασμένα μην ξανανιώνεις !
9
Με θανατώνεις !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Όχι, δεν πρέπει να πεθάνεις.!
Τα μνήματα άκου πώς θα κάνεις.
Πρέπει να τα φροντίσεις όλα,
αύριο κιόλα·
στην πρώτη θέση βάλε τη μητέρα,
τον αδερφό μου εκεί πλευρά,
ξέχωρα εμένα, λίγο πιο πέρα,
μα όχι και πολύ μακριά !
Και το μικρό μου στο δεξί μου στήθος.
Κοντά δε θέλω άλλον κανένα !
Να σφίγγουμαι κοντά σε σένα
είτανε μια γλυκιά ευτυχία
που πια δε θα την ξαναβρώ !
Τώρα σε ζυγώνω λες με βία,
και συ με σπρώχνεις απ’ το πλευρό.
Κι όμως εσύ είσαι και κοιτάς τόσο γλυκά.
ΦΑΟΥΣΤ:
Εγώ πως είμαι αν νιώθεις, έρχεσαι κοντά !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Εκεί έξω ;
ΦΑΟΥΣΤ:
Ναι !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Αν έξω είναι το μνήμα,
κι ό Θάνατος προσμένει, πάμε !
Αποδώ στην αιώνια ησυχία
και παραπέρα μήτε βήμα !—
Φεύγεις τώρα ! Ω να μπορούσα,
Ερρίκο, να σε ακολουθούσα !
ΦΑΟΥΣΤ:
Μπορεί ! Θέλησε μόνο ! η πόρτα είν’ ανοιγμένη.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Δεν το μπορώ· τι ελπίδα πια μου μένει ;
Να φύγω τι ωφελεί ; Παραμονεύουν !
Είναι φριχτό ζητιάνα να γυρνώ
και να ‘χω κιόλας μέσα βάρος τόσο !
Είναι φριχτό στην ξενιτιά να περπατώ
και στα στερνά απ’ αυτούς να μη γλιτώσω !
ΦΑΟΥΣΤ:
Θα μείνω μαζί σου.
10
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Τρέξε ! τρέξε !
γλίτωσε το άμοιρο παιδί σου !
Πάρ’ το δρόμο που πάει
στο ρυάκι πλάι,
στο γεφυράκι
μέσα στο δάσος,
πού είναι στ βάλτο αριστερά.
Πιάσ’ το γοργά !
Σαλεύει ακόμα,
σπαράζει δες !
Γλίτωσ’ το ! γλίτωσ’ το !
ΦΑΟΥΣΤ:
Το νου σου βρες !
Μόνο ένα βήμα κ’ είσαι λυτρωμένη !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Τη ράχη να ‘χαμε μονάχα περασμένη !
Κάθεται κει η μάνα μου σ’ ένα λιθάρι,
με πιάνει κρύο στα μαλλιά !
Κάθεται κει η μάνα μου σ’ ένα λιθάρι
και το κεφάλι της κουνά·
δε νεύει, δε σαλεύει, βαρύ έχει το κεφάλι,
κοιμήθηκε πολύ, δεν ξυπνά πια πάλι.
Κοιμήθηκε, να χαίρουμαι μαζί σου.
Καλότυχος καιρός, θυμήσου !
ΦΑΟΥΣΤ:
Παρακάλια και λόγια όλα χαμένα !
Τότε ας σε πάρω με τη βία αποδώ.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Άσε με ! Όχι, τη βία δεν τη βαστώ !
Μη, μη με πιάνεις τόσο αγριεμένα !
Μια φορά όλα δεν τα ‘κανα για σένα ;
ΦΑΟΥΣΤ:
Η μέρα φέγγει ! αγάπη μου! Αγάπη !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Ναι, η μέρα φέγγει ! η στερνή μέρα μέσα μπαίνει !
Σήμερα ό γάμος μου είτανε να γένει.
Κανενός μην πεις σπίτι μου πως είσουν.
ΦΑΟΥΣΤ:
Ω να μην είχα γεννηθή !
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ:
Αφήνομαι σε σένα, κρίση Θεία !
Δική σου είμαι, πατέρα ! Λύτρωσε με ! Σεις
άγγελοι, εσείς ουράνια πλήθια,
κυκλώστε με, δόστε μου βοήθεια !
Ερρίκο, σε φοβάμαι.
ΦΑΟΥΣΤ!
Σώθηκε !
ΦΑΟΥΣΤ:
Ερρίκο ! Ερρίκο !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
12
(Το δωμάτιο της Γκιτλ. Είναι πια Φεβρουάριος, αργά ένα Σαββατόβρα8ο. Ακούγεται ο
θόρυβος του κλειδιού στο δωμάτιο της Γκιτλ και ανοίγει με ορμή η πόρτα. Η σιλουέτα της
Γκιτλ διακρίνεται στο άνοιγμα. Είναι μόνη και ακίνητη και ακουμπάει, από το μέτωπο ίσαμε
τη λεκάνη, στο κούφωμα της πόρτας. Ύστερα παίρνει φόρα και βαδίζει μέσα στο δωμάτιο με
αστάθεια. Γυαλίζει λίγο χιόνι στα μαλλιά της και στο παλτό της. Αφήνει την τσάντα της να
πέσει στο πάτωμα, προχωρεί ψηλαφητά γύρω από το κρεβάτι δίχως άλλο φως από το φως
το χωλ, και πηγαίνει στην κουζίνα όπου παίρνει ένα ποτήρι νερό. Γεμίζει άλλο ένα, το
φέρνει μέσα και κάθεται στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι. Ύστερα από λίγο
ανάβει η λάμπα, παίρνει το καρνέ της — όλα με κουρασμένες κινήσεις — και γυρεύει έναν
αριθμό. Τον παίρνει στο τηλέφωνο και περιμένει. Η φωνή της είναι κουρασμένη και
μεθυσμένη)
ΓΚΙΤΛ: Ο Δόκτωρ Σήγκαν, παρακαλώ;... Τηλεφωνώ... Τι είν’ εκεί; Θέλω το γιατρό. Εσείς
Τι είσθε;... Δεν καταλαβαίνω... χωρατεύετε; Μπορείτε να βρείτε το γιατρό;… Ναι, είναι
μεγάλη ανάγκη... Γκιτλ Μόσχα... Ήμουνα πελάτισσά του... Πέστε του Πώς είμαι πολύ
άρρωστη,.. Παρακαλώ, να μου τηλεφωνήσει.. Το τηλέφωνό μου είναι Κανάλ 62Ο98...
Ευχαριστώ.
(Αφήνει το τηλέφωνο και δίχως να βγάλει το παλτό της πέφτει ανάσκελα στο κρεβάτι. Το
φως την ενοχλεί στα μάτια. Απλώνει το χέρι και ψάχνει το διακόπτη, ίσαμε που σβήνει.
Μένει ακίνητη στο σκοτάδι με το χέρι απάνω στο πρόσωπο. Μετά από λίγο εμφανίζεται ο
Τζέρρυ απ’ τα κάγκελα και το χωλ και μπαίνει σιγά. Φοράει παλτό και καπέλο. Στέκει στην
πόρτα. Το χιόνι τον σκεπάζει. Βλέπει το κλειδί στην κλειδαριά και το βγάζει. Ο τρόπος
αυτός κάνει την Γκιτλ ν’ ανασηκωθεί στον αγκώνα της τρομαγμένη)
(Ο Τζέρρυ την κοιτάζει σοβαρά - σκυθρωπά. Εκείνη αντίθετα παίρνει πιο ελαφρό τόνο)
(Ο Τζέρρυ ρίχνει το κλειδί μέσα στην τσάντα της, πετά την τσάντα στο κρεβάτι και κλείνει
την πόρτα. Βγαίνει στο παράθυρο αμίλητος και ακουμπάει δίχως να βγάλει το καπέλο του)
(Ο Τζέρρυ μετά από ένα δευτερόλεπτο, βγάζει τα σπίρτα του και γονατίζει στη σόμπα του
γκαζιού. Όταν η σόμπα ανάψει, φωτίζει χλωμά την Γκιτλ που πίνει νερό μονορούφι. Ο
Τζέρρυ τη βλέπει και της πιάνει το χέρι από τον καρπό)
(Ο Ίζέρρυ της παίρνει το ποτήρι, δοκιμάζει και της το ξαναδίνει. Η Γκιτλ χαμογελάει)
(Η Γκιτλ δεν απαντάει και ο Τζέρρυ ανάβει τη λάμπα, κάθεται αντίκρυ στο κρεβάτι)
Λέγε!
(Διαβάζει ο ένας τα μάτια του άλλου γι’ αρκετή ώρα. Εκείνη Θα ‘θελε να κλάψει στον ώμο
του, αλλά καταφεύγει σ’ ένα κοροϊδευτικό γέλιο)
(Του σπρώχνει το καπέλο και του αγγίζει τον κρόταφο και το μάγουλο)
Καημένε Τζέρρυ!
(Μεγάλη παύση)
(Σηκώνεται για να φύγει από κοντά του αλλά ζαλισμένη Πέφτει σε καρέκλα. Ο Τζέρρυ
σκεπάζει τα μάτια του με τα δάχτυλά του και μένει στο κρεβάτι. Ύστερα από λίγο καταφέρνει
να συμβιβαστεί)
(Δεν μπορεί να συγκρατήσει το θυμό του. Πετάει το ποτήρι από το κομοδίνο και πετάγεται
όρθιος, άγριος και παραζαλισμένος να την αντιμετωπίσει)
Γιατί; Γιατί;
ΓΚΙΤΛ: (κουρασμένη) Και τι πειράζει;
ΤΖΕΡΡΥ: Μα γιατί το ‘κανες αυτό; Πώς μπόρεσες να το κάνεις;
ΓΚΙΤΛ: Δεν ξέρω γιατί. Κι ύστερα ποιος σου είπε πως το ’κανα;
ΤΖΕΡΡΥ: (έντονα) Το ‘κανες ή δεν το ‘κανες; Κοιμήθηκες μαζί του;
ΓΚΙΤΛ: Μπορεί να κοιμήθηκε εκείνος μαζί μου αλλά όχι εγώ μαζί του.
(Ο Τζέρρυ την κοιτάζει με σφιγμένα χείλια, προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του)
ΤΖΕΡΡΥ: Πες μου τα απ’ την αρχή. Γιατί πήγες μαζί του;
ΓΚΙΤΛ: Είναι μια παλιά ιστορία... Γνώρισα τον Τζάκκυ πριν από τρία χρόνια.
ΤΖΕΡΡΥ: Άσε τα περασμένα. Απόψε γιατί πήγες;
ΓΚΙΤΛ: Ε, είχα πιει καναδυό ποτηράκια παραπάνω και...
ΤΖΕΡΡΥ: Γιατί ήπιες;
ΓΚΙΤΛ: (κουρασμένα) Εσύ ήσουνα στου Φρανκ Τόμσον και γλεντούσες.
ΤΖΕΡΡΥ: Αυτός είν’ ο λόγος;
ΓΚΙΤΛ: (πειραγμένη) Ήμουνα πιωμένη, στο ‘πα. Θες μήπως γραπτή ομολογία;
ΤΖΕΡΡΥ: Μα για να πιεις;
(Εκείνη σηκώνεται βαριεστημένα για να φύγει από κοντά. Εκείνος την πιάνει)
(Σιγή. Η Γκιτλ βηματίζει, τρίβοντας το στομάχι της με την παλάμη της. Ο Τζέρρυ ηρεμεί)
ΤΖΕΡΡΥ: Καλά λοιπόν! Ας μιλήσουμε και γι’ αυτήν. Δείχνει κι αυτή μεγάλο ενδιαφέρον
για σένα κι εγώ είμαι ο μεσάζων ανάμεσά σας. Λοιπόν: Τι Θες να πούμε;
ΓΚΙΤΛ: Είδα το λογαριασμό του τηλεφώνου σου του περασμένου μηνός: Νεμπράσκα:
Εννέα δολάρια και 89 σεντς; Νεμπράσκα: Δώδεκα δολάρια και 65 σεντς. Νεμπράσκα:
15
Δέκα τρία δολάρια. Δεν ήξερα ότι η γυναίκα σου κι εσύ διεκδικείτε το παγκόσμιο ρεκόρ
στα τηλεφωνήματα.
ΤΖΕΡΡΥ: Πρέπει να της τηλεφωνάω, Γκιτλ. Περνάει δύσκολες ώρες.
ΓΚΙΤΛ: Και ποιος δεν περνάει; Έχω πονοκέφαλο. Πήγαινε, σε παρακαλώ.
ΤΖΕΡΡΥ: Δηλαδή τι Θες να πεις; Ότι σου κάνω απιστίες με τη γυναίκα μου απ’ το
τηλέφωνο; Ο λογαριασμός του τηλεφώνου σ’ έκανε να πας να κοιμηθείς μ’ αυτόν τον...
πώς τον λένε;
ΓΚΙΤΛ: Τον Τζάκκυ.
ΤΖΕΡΡΥ: Και δε σκέφτηκες πως αυτό που έκανες μπορούσε να με οδηγήσει στο πρώτο
τραίνο και να σηκωθώ να φύγω από δω; Για να μπορείς να κοιμηθείς μ’ όλους τους
αρσενικούς τη Νέας Υόρκης που σου ξέφυγαν ως τώρα;
(Η Γκιτλ έχει πέσει στο κρεβάτι μπρούμυτα κα μένει ασάλευτη και κακομοιριασμένη. Ο
Τζέρρυ την κοιτάζει και ο θυμός του δίνει τόπο στη συμπόνια. Πετάει το καπέλο του σε μα
καρέκλα, πλησιάζει στο κρεβάτι, γονατίζει και αρχίζει της λύνει τα παπούτσια. Αυτή η
καλοσύνη έχει ένα θλιβερό αντίκτυπο για τη Γκιτλ. Οι ώμοι της τρέμουν και τραυλίζει)
ΓΚΙΤΛ: Ω, Τζέρρυ!
ΤΖΕΡΡΥ: Τι είναι;
ΓΚΙΤΛ: Δε μ’ αγαπάς πια.
ΤΖΕΡΡΥ: Σε μισώ! Δεν είναι πάθος και το μίσος; Δε σου φτάνει; Γύρνα!
(Η Γκιτλ ξαναγυρίζει μπρούμυτα. Της τραβάει το παλτό από το άλλο μπράτσο και της το
παίρνει. Αρχίζει να της ξεκουμπώνει τη μπλούζα)
(Η Γκιτλ ελευθερώνεται απ’ τα χέρια του με απότομο εκνευρισμό. Κουλουριάζεται και τον
κοιτάει στο πρόσωπο)
16
ΓΚΙΤΛ: Γιατί μιλάμε όλη την ώρα για το στομάχι μου Δε έχω άλλες χάρες;
Φεύγα!
(Βγάζει τη μπλούζα πάνω απ’ το κεφάλι της, μα μπλέκει και 8εν καταφέρνει να τη βγάλει
παρόλες τις προσπάθειές της)
(Μαζεύει τη μπλούζα και την κρεμάει σε μια καρέκλα. Ύστερα στέκει και την κοιτάει)
(Σβήνει τη λάμπα. Πηγαίνει γύρω απ’ το κρεβάτι προς την πόρτα και την ανοίγει.
Σταματάει. Ύστερα κλείνει με βρόντο την πόρτα και πετάει το καπέλο του στην καρέκλα. Η
Γκιτλ ακούγοντας την πόρτα να κλείνει, νομίζει πως ο Τζέρρυ έχει φύγει. Ανακάθεται μ’ ένα
λυγμό εγκαταλείψεως)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
17
Η ΛΟΚΑΝΤΙΕΡΑ
Πράξη 1η – Σκηνή 15η
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
23
ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Εικόνα 5η
(Το δωμάτιο της Ίρμας. Πολύ κομψό. Είναι το δωμάτιο πού βλέπαμε να καθρεφτίζεται
στους καθρέφτες στις τρεις πρώτες εικόνες. Ό ίδιος πολυέλαιος. Μεγάλες δαντελένιες
κουρτίνες (γκιπύρ) κρέμονται από ψηλά. τρεις πολυθρόνες. Μεγάλο παράθυρο αριστερά,
δίπλα στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα μηχάνημα με το οποίο ή Ίρμα μπορεί να βλέπει τι
γίνεται στα σαλόνια της. Πόρτα δεξιά. Πόρτα αριστερά. Κάνει τούς λογαριασμούς της,
καθισμένη στην τουαλέτα της (έπιπλο). Δίπλα της ένα κορίτσι: η Κάρμεν. Θόρυβος
πολυβόλου)
(Χτυπάει στον αέρα πρόστυχα τα καινούργια χιλιάρικα που κρατάει στο χέρι της)
ΚΑΡΜΕΝ: (γυρίζει κα κοιτάζει κατάματα την ‘Ιρμα, σκληρή) Ναι, εσείς η ίδια: παράς και
αβρότητες!
ΙΡΜΑ: (Θέλει να είναι συμβιβαστική) Αυτά τα μάτια σου! Μην είσαι άδικη. Τώρα
τελευταία έχεις γίνει ευερέθιστη. Τα γεγονότα μας έχουν τσακίσει τα νεύρα. Θα
ηρεμήσουν όμως τα πράγματα. Θα ανατείλει πάλι η ομορφιά. Ο κύριος Ζορζ.
Κ4ΡΜΕΝ: (το ίδιο ύφος όπως πριν) Τώρα μάλιστα!
ΙΡΜΑ: Δεν θέλω ν’ ακούσω ούτε λέξη εναντίον του Αρχηγού της Αστυνομίας. Χωρίς
αυτόν, θα την είχαμε άσχημα τώρα εμείς. Ναι, εμείς. Γιατί είσαι δεμένη με μένα. Και μ’
αυτόν. (Μεγάλη σιωπή) Εκείνο προπαντός που με κάνει ν’ ανησυχώ, είναι ή δική σου
θλίψη. (Σαν παντογνώστρια) Έχεις αλλάξει, Κάρμεν. Πολύ πριν απ’ την εξέγερση...
ΚΑΡΜΕΝ: Δεν έχω και πολλά πράγματα να κάνω πια στο σπίτι σας, μαντάμ Ίρμα.
ΙΡΜΑ: (ταραγμένη) Μα... Σου εμπιστεύτηκα τα λογιστικά μου. Κάθεσαι στο γραφείο μου.
Ή ζωή μου όλη, από τη μια στιγμή στην άλλη, ανοίγεται μπροστά σου σαν βιβλίο. Από
σένα δεν έχω πια μυστικά. Αυτό δεν σε κάνει ευτυχισμένη;
ΚΑΡΜΕΝ: Φυσικά, σάς ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας, αλλά... δεν είναι το ίδιο.
ΙΡΜΑ: Σου λείπει ε κ ε ί ν ο; (Η Κάρμεν σωπαίνει) Έλα τώρα, Κάρμεν. Όταν ανέβαινες
στον ψεύτικο χιονισμένο βράχο με την ανθισμένη τριανταφυλλιά από κίτρινο χαρτί —
καλά που το θυμήθηκα, Πρέπει να τα κατεβάσω κάποια ώρα στο υπόγειο — κι ο
παραλυτικός λιποθυμούσε μόλις εσύ εμφανιζόσουν και ως εκ θαύματος γινόταν καλά,
έπαιρνες στα σοβαρά τον εαυτό σου; Πες μου, Κάρμεν.
24
(Μικρή σιωπή)
ΚΑΡΜΕΝ: Μαντάμ ‘Ιρμα, όταν τελειώνουμε το κομμάτι μας, δεν μάς επιτρέπετε ποτέ να
μιλάμε γι’ αυτό. Επομένως, δεν έχετε ιδέα ποια είναι τα αληθινά μας αισθήματα. Εσείς,
κυρία, όλ’ αυτά τα παρακολουθείτε από μακριά. Αν όμως, έστω και για μια φορά,
φορούσατε το φόρεμα και το γαλάζιο πέπλο, ή αν γινόσασταν αυτή που εξομολογείται και
την ξεκουμπώνουν, ή η φοράδα του Στρατηγού, ή η χωριατοπούλα που τη βιάζουν στον
αχερώνα.
ΙΡΜΑ: (σοκαρισμένη) Εγώ;
ΚΑΡΜΕΝ: Ή το δουλικό με τη ροζ ποδιά, ή η Αρχιδούκισσα πού την ξεπαρθενεύει ό
χωροφύλακας, ή... τέλος πάντων, δεν πρόκειται να εξαντλήσω όλο το πρόγραμμα, τότε θα
ξέρατε τι αφήνει στην ψυχή αυτό το πράγμα, κι ότι χρειάζεται κάποια δόση ειρωνείας για
να το αντέξει κανείς. Εσείς όμως δεν θέλετε ούτε καν να το συζητήσουμε μεταξύ μας. Σας
φοβίζει ‚ένα χαμόγελο, ένα αστείο.
ΙΡΜΑ: (πολύ σοβαρή) Πράγματι, δεν μου αρέσει να κάνετε αστεία. Το ξέσπασμα ενός
γέλιου, ακόμα κι ‘ένα χαμόγελο, μπορεί να τα γκρεμίσει όλα. Όπου υπάρχει χαμόγελο,
υπάρχει αμφιβολία. Οι πελάτες θέλουν βαρυσήμαντες τελετουργίες. Με στεναγμούς. Το
σπίτι μου είναι σοβαρή υπόθεση. Σας επιτρέπω να παίζετε χαρτιά.
ΚΑΡΜΕΝ: Τότε μην απορείτε με τη θλίψη μας. (Παύση) Σκέφτομαι την κόρη μου, και
σφίγγεται ή καρδιά μου.
(Η Ίρμα σηκώνεται, γιατί ακούστηκε ένα κουδούνισμα, και πηγαίνει σ’ εκείνο το περίεργο
έπιπλο που είναι τοποθετημένο αριστερά, είδος σύνθετου εξοπλισμένου με μια διόπτρα, ένα
ακουστικό και πολυάριθμες λαβές. Καθώς μιλάει, κοιτάζει στη διόπτρα, αφού
προηγουμένως κατέβασε μια λαβή)
ΙΡΜΑ: (χωρίς να κοιτάζει την Κάρμεν) Κάθε φορά πού σου κάνω μια κάπως προσωπική
ερώτηση, κλειδώνεις το πρόσωπό σου, και μου πετάς καταπρόσωπο την κόρη σου. Θες
ακόμα να πας να την δεις; Μην είσαι ανόητη. Ανάμεσα σ’ αυτό το σπίτι και στην εξοχή
που βρίσκεται ή παραμάνα της κόρης σου, υπάρχει φωτιά, νερό, εξέγερση και σίδερο.
Αναρωτιέμαι, μάλιστα, μήπως... (Καινούργιο κουδούνισμα. Η μαντάμ Ίρμα σηκώνει μια
λαβή και κατεβάζει μια άλλη) . . .μήπως καθάρισαν στο δρόμο τον κύριο Ζόρζ. Αν και,
ένας Αρχηγός τής ‘Αστυνομίας ξέρει να πάρει τα μέτρα του. Είναι πονηρός ο Ζοζό μου!
(Κοιτάζει την ώρα σ’ ένα ρολόι πού τράβηξε μες απ’ το κορσάζ της) Έχει αργήσει. (Μοιάζει
ανήσυχη) Ή δεν τόλμησε να βγει. Είναι πονηρός και χέστης.
ΚΑΡΜΕΝ: Όλοι αυτοί οι Κύριοι, για να φτάσουν στα σαλόνια σας, διασχίζουν άφοβα το
τουφεκίδι, ενώ εγώ, για να δω την κόρη μου...
ΙΡΜΑ: Άφοβα; Χεσμένοι απ’ το φόβο τους, ένα φόβο όμως πού τούς ηδονίζει. Με
διεσταλμένα τα ρουθούνια, οσμίζονται, πίσω απ’ το τείχος της φωτιάς και του σίδερου, το
όργιο. Συνεχίζουμε, αν θες, τούς λογαριασμούς μας;
ΚΑΡΜΕΝ: (έπειτα από σιωπή) Σύνολο, με το Ναύτη και τις απλές ταρίφες, τριάντα δύο
χιλιάδες.
ΙΡΜΑ: Όσο πιο πολλούς σκοτώνουν στα περίχωρα, τόσο πιο πολλοί άντρες κυλιούνται
στα σαλόνια μου...
ΚΑΡΜΕΝ: Άντρες;
ΙΡΜΑ: (έπειτα από σιωπή) Μερικοί. Τρέχουν στο κάλεσμα πού τούς στέλνουν τα
κάτοπτρά μου κι οι πολυέλαιοί μου. Κι είναι πάντα οι ίδιοι. Για τους άλλους, ό ηρωισμός
αντικαθιστά τη γυναίκα.
ΚΑΡΜΕΝ: (πικρόχολη) Τη γυναίκα;
25
ΡΜΑ: Πώς αλλιώς να σας ονομάσω, μεγάλες μου, μακροσκελείς μου στείρες; Δεν σας
γονιμοποιούν ποτέ αυτοί, κι ωστόσο... αν δεν ήσασταν εσείς εδώ;
ΚΑΡΜΕΝ: (συγχρόνως με θαυμασμό και δουλοπρέπεια) Εσείς έχετε τις γιορτές σας,
μαντάμ Ίρμα.
ΙΡΜΑ: Η θλίψη μου, η μελαγχολία μου προέρχονται απ’ αυτό το παγερό παιχνίδι.
Ευτυχώς, έχω τα μπιζού μου. Που κινδυνεύουν, άλλωστε, πολύ. (Ονειροπόλα) Έχω τις
γιορτές μου εγώ... κι εσύ τα όργια της καρδιάς σου...
ΚΑΡΜΕΝ: . . . αυτά δεν διευκολύνουν τα πράγματα, κυρία. Η κόρη μου μ’ αγαπάει.
ΙΡΜΑ: (εδώ έχει πολύ διδακτικό ύφος) Είσαι ή πριγκίπισσα πού, με παιχνίδια κι αρώματα,
έρχεται από μακρυά για να τη δει. Η κόρη σου σε τοποθετεί στον Ουρανό. (Ξεσπάει σε
γέλια) αυτό πια παραπάει! Υπάρχει, τελικά, κάποιος για τον οποίο το μπορντέλο μου,
δηλαδή ή Κόλαση, είναι ό Παράδεισος! Για τη μικρή σου, αυτή ή Κόλαση είν’ ό
Παράδεισος! (Γελάει) Θα την κάνεις αργότερα πουτάνα;
ΚΑΡΜΕΝ: Μαντάμ Ίρμα!
ΙΡΜΑ: Έχεις δίκιο. Πρέπει να σ’ αφήσω στο κρυφό μπορντέλο
σου, στο πολύτιμο και ροδαλό πουταναριό σου, στο συναισθηματικό σου κωλάδικο...
Πιστεύεις Πως είμαι ωμή; Και τα δικά μου νεύρα τα ‘χει κάνει κουρέλι αυτή η εξέγερση.
Περνώ περιόδους φόβου, πανικού, χωρίς εσύ να το καταλαβαίνεις... Μου φαίνεται πώς η
εξέγερση δεν έχει στόχο την άλωση των Ανακτόρων αλλά τη λεηλασία των δικών μου
σαλονιών. Φοβάμαι, Κάρμεν. Κι όμως, τα έχω δοκιμάσει όλα, ακόμα και την προσευχή.
(Χαμογελά βεβιασμένα) Όπως ο παραλυτικός σου που τον θεράπευσε το θαύμα. Σε
πληγώνω;
ΚΑΡΜΕΝ: (αποφασιστική) Δύο φορές τη βδομάδα, Τρίτη και Παρασκευή, εμφανιζόμουν,
γιατί έτσι έπρεπε, ως Άχραντη Παρθένος τής Λούρδης σ’ ένα τραπεζικό υπάλληλο. αυτό
για σας σήμαινε λεφτά στο ταμείο σας και δικαίωση του μπορντέλου. Για μένα όμως...
ΙΡΜΑ: (έκπληκτη) Το είχες δεχτεί αυτό. Δεν έδειχνες να σε πειράζει.
ΚΑΡΜΕΝ: Ήμουν ευτυχισμένη.
ΙΡΜΑ: Τότε; Πού βλέπεις το κακό;
ΚΑΡΜΕΝ: Είδα την επίδραση πού είχα στο λογιστή μου. Είδα τους σπασμούς του, είδα
τον ιδρώτα του, άκουσα τα αγκομαχητά του...
ΙΡΜΑ: Αρκετά. Αυτός δεν έρχεται πια. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, γιατί. ‘Ο κίνδυνος ίσως.
Έμαθε τίποτα ή γυναίκα του; (Παύση) Μπορεί και να πέθανε. Ασχολήσου με τους
λογαριασμούς μου.
ΚΑΡΜΕΝ: Τη δική μου εμφάνιση δεν πρόκειται ποτέ να την αντικαταστήσουν τα
λογιστικά σας. Είχε γίνει τόσο αληθινή όσο ή Λούρδη. Τώρα, μαντάμ Ίρμα, λα μέσα μου
στρέφονται προς την κόρη μου. Είναι σ’ έναν αληθινό κήπο...
ΙΡΜΑ: Δε θα μπορέσεις να πας κοντά της, και σε λίγο ό κήπος θα βρίσκεται μέσα στην
καρδιά σου.
ΚΑΡΜΕΝ: Πάψτε!
ΙΡΜΑ: (ανελέητη) Η πόλη έχει γεμίσει πτώματα. Όλοι οι δρόμοι είναι κομμένοι. Έχουν
εξεγερθεί και οι αγρότες. Για ποιο λόγο, άραγε; Κολλητική αρρώστια; Η εξέγερση είναι
μια επιδημία. Έχει της επιδημίας τον μοιραίο και ιερό χαρακτήρα. Έτσι κι αλλιώς, η δική
μας απομόνωση θα γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Οι επαναστάτες τα ‘χουν βάλει με τον
Κλήρο, με το Στρατό, τη Δικαστική Αρχή, μ’ εμένα, την Ίρμα, μάνα ρουφιάνα και μαντάμ
μπορντέλου. Εσένα, θα σε σκοτώσουν, θα σε ξεκοιλιάσουν, και την κόρη σου θα την
υιοθετήσει κάποιος ενάρετος αντάρτης. Αυτά θα είναι τα στερνά μας. (Ανατριχιάζει)
ΚΑΡΜΕΝ: (πού είχε καθίσει στην τουαλέτα τής Ίρμας και ξανάρχισε τούς λογαριασμούς.
Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι) Η Λεγεώνα των Ξένων;
ΙΡΜΑ: (με το μάτι κολλημένο στο μηχάνημα) Ναι. Ο ηρωικός Λεγεωνάριος που
σωριάζεται νεκρός στην άμμο. Η Ραχήλ του κάρφωσε η ανόητη στο αυτί ένα μικρό βέλος.
Παραλίγο να τον παραμορφώσει. Τι ιδέα κι αυτή, να κάθεσαι να σε σημαδεύει ένας δήθεν
Άραβας
κι εσύ να πεθαίνεις — τρόπος του λέγειν, βέβαια! — σε στάση προσοχής πάνω σ’ έναν
αμμόλοφο! (Σιωπή. Κοιτάζει προσεχτικά) Α, τον περιποιείται ή Ραχήλ. Του ετοιμάζει έναν
επίδεσμο, κι αυτός μοιάζει ευτυχισμένος. (Κοιτάζει με πολύ ενδιαφέρον) Μπα, μπα! Σα να
του αρέσει αυτό. Κάτι μου λέει πως θέλει ν’ αλλάξει. το σενάριο, κι από σήμερα να
πεθαίνει σε στρατιωτικό νοσοκομείο, με μια νοσοκόμα στο πλευρό του... Θα χρειαστούμε
καινούργια στολή. Πάλι έξοδα. (Ξαφνικά ανήσυχη) Όχι, αυτό δε μ’ αρέσει. Δε μ’ αρέσει
καθόλου. αυτή ή Ραχήλ μ’ ανησυχεί όλο και περισσότερο. Το καλό που της θέλω, μη μου
παίξει το παιχνίδι τής Σαντάλ. (Γυρίζει την πλάτη της στο μηχάνημα. Στην Κάρμεν)
Αλήθεια, απ’ τη Σαντάλ τίποτα;
ΚΑΡΜΕΝ: Τίποτα.
ΙΡΜΑ: (ξαναγυρίζει στο μηχάνημα) Κι αυτό το μηχάνημα δε δουλεύει καλά! Τι της λέει;
Κάτι. της εξηγεί... Τον ακούει... Τον καταλαβαίνει. Φοβάμαι πώς κι αυτός καταλαβαίνει.
(Καινούργιο κουδούνισμα. Τραβάει μια άλλη λαβή και κοιτάζει) Ψευδής συναγερμός.
Φεύγει ό υδραυλικός.
ΚΑΡΜΕΝ: Ποιος υδραυλικός;
ΙΡΜΑ: Ο αληθινός.
(Σιωπή)
ΚΑΡΜΕΝ: (σκεφτική) Όταν είναι με τις γυναίκες τους, και κάνουν έρωτα μαζί τους,
διατηρούν άραγε τη γιορτή, την πολύ περιορισμένη, τη μικροσκοπική, πού γιορτάζουν
μέσα σ’ ένα μπορντέλο…
ΙΡΜΑ: (την επαναφέρει στην τάξη) Κάρμεν!
ΚΑΡΜΕΝ: Με συγχωρείτε, κυρία... σ’ έναν οίκο ψευδαισθήσεων. Έλεγα, διατηρούν
άραγε τη μικροσκοπική γιορτή πού γιορτάζουν μέσα σ’ έναν οίκο ψευδαισθήσεων, κάπου
μακρυά στα βάθη του μυαλού τους, αλλά παρούσα;
27
ΙΡΜΑ: Δεν αποκλείεται, μικρό μου. Πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. Σαν ένα λαμπιόνι
πού ξέμεινε από μια Εθνική Γιορτή και περιμένει την επόμενη. Ή, αν προτιμάς, σαν ένα
αδιόρατο φως σ’ ένα αδιόρατο παράθυρο ενός αδιόρατου πύργου που αυτοί μπορούν
αστραπιαία να τον μεγεθύνουν και να παν εκεί ν’ αναπαυθούν. (Θόρυβος πολυβόλου)
Τους ακούς; Πλησιάζουν. Με ψάχνουν για να με σφάξουν.
ΚΑΡΜΕΝ: (συνεχίζει τη σκέψη της) Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να είν’ ευχάριστα μέσα σ’
ένα αληθινό σπίτι.
ΙΡΜΑ: (όλο και πιο τρομοκρατημένη) Θα καταφέρουν να περικυκλώσουν το μπορντέλο
προτού φτάσει ό κ. Ζόρζ... Ένα πρέπει να ‘χουμε στο μυαλό μας — αν τη γλυτώσουμε. Το
καπιτονέ πού ντύσαμε τούς τοίχους, δεν φτάνει, οι χαραμάδες στα παράθυρα δεν είναι
αρκετά βουλωμένες. Ακούμε όσα γίνονται στο δρόμο. Άρα, κι απ’ το δρόμο θα πρέπει ν’
ακούγονται όσα γίνονται στο σπίτι...
ΚΑΡΜΕΝ: (πάντα σκεφτική) Μέσα σ’ ένα αληθινό σπίτι, θα πρέπει να είν’ ευχάριστα...
ΙΡΜΑ: Ποιος ξέρει! Αν αρχίσουν όμως τα κορίτσια μου να βάζουν τέτοιες σκέψεις στο
μυαλό τους, Κάρμεν, αυτό θα είναι ή καταστροφή του μπορντέλου. Πραγματικά, το
πιστεύω πως σου λείπει η εμφάνισή σου. Άκου, μπορώ να κάνω κάτι για σένα. Το είχα
υποσχεθεί στη Ρεζίν, το χαρίζω όμως σε σένα. Αν θέλεις, βέβαια. Χτες, μου ζήτησαν
τηλεφωνικώς μία Αγία Τερέζα... (Σιωπή) Α, εξυπακούεται, από την Άχραντη Παρθένο
στην Αγία Τερέζα, είναι ξεπεσμός, απ’ το τίποτα όμως... (Σιωπή) Δε μιλάς; Πρόκειται για
έναν τραπεζίτη. Ξέρεις, πολύ καθαρός. Καθόλου απαιτητικός. Σου τον χαρίζω. Αν,
φυσικά, εξοντωθούν οι αντάρτες.
ΚΑΡΜΕΝ: Αγαπούσα το φόρεμά μου, το πέπλο μου και την τριανταφυλλιά μου.
ΙΡΜΑ: Και στην Αγία Τερέζα’ υπάρχει τριανταφυλλιά. Σκέψου το.
(Σιωπή)
(Μεγάλη σιωπή. 0ι δύο γυναίκες στέκονται ακίνητες, όρθιες, ή μία απέναντι στην άλλη)
τον κόσμο. Ο πουτανισμός σας χρειαζόταν αυτή τη θεαματικότητα. Εγώ όμως; θα έχω
μόνο τον εαυτό μου, και θ είμαι μόνο ό εαυτός μου; Όχι, κυρία. Με τη βοήθεια τής
διαστροφής και της μιζέριας των αντρών, είχα κι εγώ την ώρα της δικής μου δόξας! Από
δω μέσα, με το ακουστικό στο αυτί και στο μάτι τη διόπτρα, μπορούσατε να με βλέπετε
ορθωμένη, δεσποτική και συγχρόνως καλή, μητρική και
τόσο πολύ θηλυκή, με το τακούνι μου πάνω στο ερπετό από χαρτόνι και στα
τριαντάφυλλα από τριανταφυλλί χαρτί. Μπορούσατε να δείτε και τον τραπεζικό υπάλληλο
να γονατίζει μπροστά μου, και να λιποθυμάει μόλις εμφανιζόμουν. Δυστυχώς, σας είχε
γυρισμένη την πλάτη, και δεν είδατε ούτε το εκστατικό του βλέμμα, ούτε τούς ξέφρενους
χτύπους τής καρδιάς μου. Το γαλάζιο πέπλο μου, το γαλάζιο μου φόρεμα, τη γαλάζια
ποδιά μου, τα γαλάζια μου μάτια...
ΙΡΜΑ: Καστανά!
ΚΑΡΜΕΝ: Γαλάζια, εκείνη τη μέρα. Γι’ αυτόν, ήμουν σα να κατέβαινε ο Ουρανός ο ίδιος
και τον άγγιζε στο μέτωπο ευλογώντας τον. Ήμουν ή Παναγία, μια Παναγία που μπροστά
της ένας Ισπανός θα μπορούσε να προσευχηθεί και να πάρει όρκο. Μού τραγουδούσε,
γιατί με ταύτιζε με το χρώμα πού αγαπούσε, κι όταν με κουβαλούσε στο κρεβάτι,
εισχωρούσε μέσα στο γαλάζιο. Άλλη εμφάνιση όμως δεν πρόκειται να ξανακάνω.
ΙΡΜΑ: Σου πρότεινα την Αγία Τερέζα.
ΚΑΡΜΕΝ: Δεν είμαι έτοιμη, κυρία Ίρμα. Πρέπει να ξέρω τι θα απαιτήσει ό πελάτης.
Είναι ρυθμισμένα όλα;
ΙΡΜΑ: Κάθε πουτάνα πρέπει — με συγχωρείς αλλά εκεί που φτάσαμε, ας μιλήσουμε
άντρας προς άντρα — κάθε πουτάνα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε
κατάσταση.
ΚΑΡΜΕΝ: Είμαι μια απ’ τις πουτάνες σας, μαντάμ, και μια απ’ τις καλύτερες, καυχιέμαι
γι’ αυτό. Μέσα σε μια βραδυά μου έτυχε να κάνω...
ΙΡΜΑ: Τις επιδόσεις σου τις ξέρω... Όταν όμως ενθουσιάζεσαι με τη λέξη πουτάνα, όταν
την επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου και τη στολίζεσαι σαν... σαν... σαν... (ψάχνει κα
βρίσκει)... σαν ένα κόσμημα, αυτό δεν είναι όπως όταν χρησιμοποιώ εγώ την ίδια λέξη για
να προσδιορίσω ένα λειτούργημα. Έχεις όμως δίκιο, αγάπη μου, που εξυψώνεις το
επάγγελμά σου και το μετατρέπεις σε δόξα. Κάντο να λάμψει. Λάμψε κι εσύ απ’ αυτό, αν
δεν έχεις παρά μόνο αυτό. (Τρυφερή) Θα κάνω τα πάντα για να σε βοηθήσω σ’ αυτό... Δεν
είσαι μόνο, απ’ όλα τα κορίτσια μου, το πιο πολύτιμο πετράδι. Είσαι κι αυτή στην οποία
εναποθέτω όλη μου την τρυφερότητα. Μείνε όμως μαζί μου... Θα τολμούσες να μ’
εγκαταλείψεις τη στιγμή πού από παντού τα πάντα τρίζουν; Ο Θάνατος — ο αληθινός, ο
30
οριστικός είναι μπροστά στην πόρτα μου, είναι κάτω απ’ τα παράθυρά μου... (Θόρυβος
πολυβόλου) Ακούς;
ΚΑΡΜΕΝ: Ο Στρατός μάχεται θαρραλέα.
ΙΡΜΑ: Ακόμα πιο θαρραλέα οι επαναστάτες. Κι είμαστε δίπλα στην Μητρόπολη, δυο
βήματα απ’ την Αρχιεπισκοπή. Το κεφάλι μου δεν έχει επικηρυχτεί, όχι, θα ήταν πολύ
ωραίο αυτό, ξέρουν όμως ότι κάνω το τραπέζι σε προσωπικότητες. Άρα, μ’ έχουν στο
σημάδι. Και μέσα στο σπίτι δεν υπάρχουν άντρες.
ΚΑΡΜΕΝ: Ο κύριος Αρτύρ;
ΙΡΜΑ: Με δουλεύεις; Αυτό το πράμα δεν είναι άντρας. Είναι εργαλείο. Εξάλλου, μόλις
τελειώσει το κομμάτι του, θα τον στείλω να δει τι γίνεται ό κ. Ζόρζ.
ΚΑΡΜΕΝ: Στη χειρότερη περίπτωση...
ΙΡΜΑ: Αν δηλαδή νικήσουν οι επαναστάτες; Είμαι χαμένη. Εργάτες είναι. Χωρίς
φαντασία. Σεμνότυφοι. Μπορεί κι ενάρετοι.
ΚΑΡΜΕΝ: Θα συνηθίσουν γρήγορα στην ακολασία. Λίγη πλήξη αρκεί...
ΙΡΜΑ: Κάνεις λάθος. Ή δε θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να πλήξει. Ή πιο εκτεθειμένη
όμως απ’ όλους είμαι εγώ. Μ’ εσάς τα κορίτσια είν’ αλλιώς. Σε κάθε επανάσταση υπάρχει
ή μεταρσιωμένη πόρνη πού ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο και ξαναγίνεται παρθένα. Θα είσαι
εσύ αυτή; Οι άλλες θα δίνουν σαν αγίες νερό στους ετοιμοθάνατους. Μετά... θα σας
παντρευτούν. Θα σου άρεσε να γίνεις νύφη;
ΚΑΡΜΕΝ: Άνθη λεμονιάς, τούλια...
ΙΡΜΑ: Μπράβο σου, σκρόφα! Για σένα, παντρεμένη σημαίνει μεταμφιεσμένη. Αγάπη
μου, ανήκεις στο δικό μας Κόσμο εσύ. Όχι, ούτ’ εγώ σε φαντάζομαι παντρεμένη.
Εξάλλου, εκείνο, το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι να μας δολοφονήσουν. Θα
έχουμε ωραίο θάνατο, Κάρμεν. Θα είναι τρομερός ό θάνατος αυτός και μεγαλοπρεπής.
Δεν αποκλείεται να παραβιάσουν τα σαλόνια μου, να σπάσουν τα κρύσταλλά μου, να
ξεσχίσουν τα μπροκάρ μου, και να μας σφάξουν...
ΚΑΡΜΕΝ: Θα δείξουν έλεος...
ΙΡΜΑ: Το μόνο που δε θα δείξουν. Η φρενίτιδά τους φτάνει στο παραλήρημα όταν ξέρει
πως γίνεται ιερόσυλη. Με κράνη και μπότες, με κασκέτα και ξεκούμπωτοι, θα μας
ξεκάνουν δια πυρός και σιδήρου. Θα είναι πάρα πολύ όμορφο αυτό. Δεν πρέπει να
ποθούμε διαφορετικό τέλος. Και συ σκέφτεσαι να φύγεις...
ΚΑΡΜΕΝ: Μα, Κυρία Ίρμα...
ΙΡΜΑ: Εδώ το σπίτι πάει να γίνει στάχτη, το ρόδο να μαχαιρωθεί, κι εσύ, Κάρμεν,
ετοιμάζεσαι να πάρεις πόδι!
ΚΑΡΜΕΝ: Το λόγο τον ξέρετε.
ΙΡΜΑ: Η κόρη σου είναι νεκρή.
ΚΑΡΜΕΝ: Κυρία!
ΙΡΜΑ: Νεκρή ή ζωντανή, ή κόρη σου είναι νεκρή. Φαντάσου τον τάφο της, στολισμένο
με μαργαρίτες και στέφανα από μαργαριτάρια, στο βάθος ενός κήπου... κι αυτόν τον κήπο
στο βάθος της καρδιάς σου όπου θα μπορείς να τον περιποιείσαι...
ΚΑΡΜΕΝ: Θα ήθελα πολύ να την ξαναδώ...
ΙΡΜΑ: (συνεχίζει την προηγούμενη φράση της) . . .την εικόνα της μέσα στην εικόνα του
κήπου και τον κήπο μέσα στην καρδιά σου κάτω απ’ το φλογισμένο φόρεμα τής Αγίας
Τερέζας. Διστάζεις; Σου χαρίζω τον πιο ποθητό θάνατο, κι εσύ διστάζεις; Είσαι δειλή;
ΚΑΡΜΕΝ: Ξέρετε πολύ καλά πως σας είμαι αφοσιωμένη.
ΙΡΜΑ: Τους αριθμούς θα σου διδάξω! Τους υπέροχους αριθμούς που θα μας κάνουν να
περνάμε μαζί τις νύχτες καλλιγράφοντάς τους.
ΚΑΡΜΕΝ: (γλυκά) Ο πόλεμος μαίνεται. Το είπατε κι ή ίδια. Έρχονται τα στίφη.
ΙΡΜΑ: (θριαμβεντικά) Τα στίφη! Εμείς όμως έχουμε τις κουστωδίες μας, τα στρατεύματά
μας, τις πολιτοφυλακές μας, λεγεώνες, τάγματα, σκάφη, αγγελιοφόρους, σάλπιγγες,
31
τρομπέτες, Τα χρώματά μας, φλάμπουρα, λάβαρα, παντιέρες... και τούς αριθμούς μας, για
να μάς οδηγήσουν στην καταστροφή! Μήπως στο θάνατο; Βέβαιος είναι ό θάνατος, αλλά
ποιος θάνατος και πώς θάνατος; (Μελαγχολικά) Εκτός κι αν ό Ζόρζ είν’ ακόμα
παντοδύναμος... Κυρίως, αν μπορέσει να διασχίσει τα στίφη και ‘ρθεί μας σώσει. (Πολύ
βαθύς αναστεναγμός) Θα με ντύσεις. Προηγουμενως όμως, θα επιτηρήσω τη Ραχήλ.
(Ίδιο κουδούνισμα όπως και πριν. Η Ίρμα κολλάει το μάτι της στη διόπτρα)
Μ’ αυτό το μηχάνημα τούς βλέπω, ακούω μάλιστα και τούς αναστεναγμούς τους.
(Σιωπή. Κοιτάζει)
Βγαίνει ό Χριστός με τη συνοδεία του. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο βάζει να τον
δένουν στο σταυρό με σχοινιά που τα φέρνει σε μια βαλίτσα. Λες να είναι αγιασμένα; Κι
όταν γυρίζει σπίτι, πού τα βάζει; Σκασίλα μου! Για να δούμε και τη Ραχήλ. (Τραβάει μια
άλλη λαβή) Α, τέλειωσαν. Κουβεντιάζουν. Τακτοποιούν τα βέλη, το τόξο, τους
επιδέσμους, το άσπρο πηλίκο... Όχι, δεν μου αρέσει καθόλου ό τρόπος πού κοιτάζονται.
Το μάτι τους είναι καθαρό. (Στρέφεται προς την Κάρμεν) Ιδού οι κίνδυνοι απ’ τις
περιποιήσεις. θα ‘ταν καταστροφή αν σι πελάτες μου αντάλλασσαν με τα κορίτσια μου
ένα φιλικό χαμόγελο, ένα βλέμμα, ένα σκούντημα, ένα καλαμπούρι. αυτό θα ήταν πιο
ολέθριο κι από τον έρωτα. (Τραβάει μηχανικά τη λαβή κι αφήνει το ακουστικό. Σκεφτική)
Θα πρέπει να τέλειωσε ο Αρτύρ το κομμάτι του. Όπου να ‘ναι έρχεται... Ντύσε με.
ΚΑΡΜΕΝ: Τι θα βάλετε;
ΙΡΜΑ: Το κρεμ ντεζαμπιγιέ.
(Η Κάρμεν ανοίγει την πόρτα μιας ιματιοθήκης και βγάζει το ντεζαμπιγιέ, ενώ η Ίρμα λύνει
τη ζώνη του ταγιέρ της)
ΚΑΡΜΕΝ: (φέρνοντας ένα δαντελένιο μαντήλι) Η ζωή, όταν την κοιτάζει κανείς από δω
μέσα, όπου οι άντρες έτσι ή αλλιώς ξεγυμνώνονται, μου φαίνεται τόσο απόμακρη, τόσο
βαθιά, ώστε γίνεται το ίδιο εξωπραγματική με μια ταινία με τη γέννηση του Χριστού στη
φάτνη. Όταν ένας άντρας, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, ξεχνιέται σε σημείο πού να λέει: Αύριο
βράδυ θα καταλάβουμε το Οπλοστάσιο’, έχω την εντύπωση ότι διαβάζω μια πρόστυχη
φράση γραμμένη στον τοίχο. Η πράξη του γίνεται τόσο παλαβή, τόσο... ογκώδης, όσο κι
αυτά πού κατά κάποιον τρόπο περιγράφονται σε κάποιους τοίχους... Όχι, δεν είμαι
μυαλωμένη.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
33
ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ
Μονόπρακτο
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½
¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
ΚΛΑΙΡΗ: (μόνη) Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Ή Κυρία είναι ωραία! Ή Κυρία είναι γλυκιά!
Αλλά κι εμείς δεν είμαστε αχάριστες, και κάθε βράδι, εκεί πάνω στη σοφίτα μας, όπως
ρητά το διέταξε η Κυρία, προσευχόμαστε γι’ αυτήν. Ποτέ δεν υψώσαμε φωνή και,
μπροστά της, δεν τολμάμε καν να μιλήσουμε στον ενικό. Έτσι μας σκοτώνει η Κυρία με
τη γλυκύτητά της! Μας δηλητηριάζει με την καλωσύνη της. Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Ή
Κυρία είναι ωραία! Η Κυρία είναι γλυκιά! Μας επιτρέπει να κάνουμε ένα μπάνιο κάθε
Κυριακή, και μέσα στην ίδια της τη μπανιέρα. Μας πετάει που και που καμιά καραμέλα.
Μας πνίγει στα μαραμένα λουλούδια. Η Κυρία ετοιμάζει το ζεστό μας. Η Κυρία μας
μιλάει για τον Κύριο μέχρι να κιτρινίσουμε από τη ζήλεια. Γιατί ή Κυρία είναι καλή! Η
Κυρία είναι ωραία! Ή Κυρία είναι γλυκιά!
ΣΟΛΑΝΖ: (που μόλις γύρισε) Δεν ήπιε; Θέλει και ρώτημα; Έπρεπε να το περιμένω. Ωραία
τα κατάφερες.
ΚΛΑΙΡΗ: Ήθελα να σ’ έβλεπα στη θέση μου.
ΣΟΛΑΝΖ: Εμένα ήξερες να με ειρωνεύεσαι. Η Κυρία μάς ξέφυγε, Κλαίρη ! Η Κυρία μάς
γλίτωσε. Μα πώς μπόρεσες να την αφήσεις να φύγει; Τώρα πάει να βρει τον Κύριο, Θα
καταλάβουν τα πάντα. Είμαστε χαμένες, Καταλαβαίνεις;
ΚΛΑΙΡΗ: Μη μου φορτώνεσαι. Έριξα στο τήλιο της το γκαρντενάλ. Δεν ήθελε να το πιει.
Τι φταίω εγώ...
ΣΟΛΑΝΖ: Όπως πάντα!
ΚΛΑΙΡΗ: … αν εσένα σ’ έκαιγε ή γλώσσα σου να αναγγείλεις τη μεγάλη είδηση, την
απελευθέρωση τού Κυρίου.
ΣΟΛΑΝΖ: Η φράση άρχισε στο δικό σου το στόμα...
ΚΛΑΙΡΗ: Για να συμπληρωθεί στο δικό σου.
ΣΟΛΑΝΖ: Έκανα ό,τι μπορούσα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τις λέξεις. Α, όχι! Μην
αντιστρέφεις την κατηγορία. Σου είχα προετοιμάσει την επιτυχία. Είχα υπολογίσει τα
πάντα. Για να σου δώσω καιρό, κατέβηκα τις σκάλες όσο πιο αργά μπορούσα, πήρα τους
πιο έρημους δρόμους, που απόψε βρήκανε να έχουν πλημμυρίσει στα ταξί. Ήταν αδύνατο
πια να τ’ αποφύγω. Στο τέλος σταμάτησα ένα ασυναίσθητα. Και την ώρα που εγώ κέρδιζα
χρόνο, εσύ κατάστρεφες το παν. Άνοιγες την πόρτα στην Κυρία. Δεν μένει πια παρά να
φύγουμε. Γρήγορα... να μαζέψουμε τα πράγματά μας... να σωθούμε.
ΚΛΑΙΡΗ: Όλες οι σκευωρίες μας στάθηκαν ανώφελες. Είμαστε καταραμένες.
ΣΟΛΑΝΖ: Καταραμένες! Άρχισες πάλι τις αηδίες.
ΚΛΑΙΡΗ: Ξέρεις καλά Τι εννοώ. Το ξέρεις καλά ότι τα πράγματα μάς εγκαταλείπουν.
ΣΟΛΑΝΖ: Ναι! Δουλειά δεν είχαν να κάνουν τα πράγματα και βάλθηκαν ν’ ασχολούνται
μαζί μας!
ΚΛΑΙΡΗ: Μόνο αυτό κάνουν. Μας προδίνουν. Και πρέπει να ‘μαστε καταραμένες για να
μας καταγγέλουν με τέτοια μανία. Τα είδα, Σολάνζ, τα είδα πού έτρεχαν να μαρτυρήσουν
Τα πάντα στην Κυρία. Μετά το τηλέφωνο, ήταν η σειρά των χειλιών μας. Εσύ δεν ήσουν
εδώ, δεν παρακολούθησες, όπως εγώ, όλες τις ανακαλύψεις της Κυρίας. Γιατί εγώ την
34
είδα να βαδίζει σταθερά προς την αποκάλυψη. Δεν υποψιάστηκε τίποτα ακόμη, αλλά δεν
θ’ αργήσει.
ΣΟΛΑΝΖ: Και την άφησες να φύγει!
ΚΛΑΙΡΗ: Είδα την Κυρία, Σολάνζ, την είδα να ανακαλύπτει το ξυπνητήρι που ξεχάσαμε
να βάλουμε πίσω στη θέση του, να ανακαλύπτει την πούδρα πάνω στην τουαλέτα, να
ανακαλύπτει τα υπολείμματα του ρουζ στο πρόσωπό μου, να ανακαλύπτει πως
διαβάζουμε αστυνομικά, να μας ξεσκεπάζει. Και βρέθηκα ολομόναχη να δέχομαι τα
απανωτά χτυπήματα, ολομόναχη να παρακολουθώ την πτώση μας.
ΣΟΛΑΝΖ: Πρέπει να φύγουμε. Αμέσως. Να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να
φύγουμε. Θα πάρουμε το τραίνο... το καράβι.
ΚΛΑΙΡΗ: Και θα πάμε πού; Για να βρούμε ποιον; Δεν έχω δύναμη ούτε τη βαλίτσα να
σηκώσω.
ΣΟΛΑΝΖ: Αρκεί να φύγουμε. Για όπου να ‘ναι. Με ό,τι να ‘ναι.
ΚΛΑΙΡΗ: Και πού θα πάμε; Πώς θα ζήσουμε; Δεν έχουμε δεκάρα.
ΣΟΛΑΝΖ: (κοιτάζοντας γύρω της) Να πάρουμε... να πάρουμε...
ΚΛΑΙΡΗ: Τα λεφτά; Δεν θα σ’ αφήσω. Δεν είμαστε κλέφτρες. Κι έπειτα, η αστυνομία θα
μας έβρισκε γρήγορα. Τα λεφτά τα ίδια θα μας πρόδιναν. Από την ώρα που είδα τα
πράγματα, το ένα μετά το άλλο, να μας ξεσκεπάζουν, τα φοβάμαι, Σολάνζ. Το παραμικρό
λάθος θα μας καταδώσει.
ΣΟΛΑΝΖ: Στο διάβολο! Ας πάνε όλα στο διάβολο! Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να
φύγουμε.
ΚΛΑΙΡΗ: Πολύ αργά... Χάσαμε.
ΣΟΛΑΝΖ: Και θαρρείς πως θα καθήσουμε έτσι τρέμοντας να περιμένουμε το γυρισμό
της; θα καταφθάσουν αύριο κι οι δυο μαζί. Θα μάθουν ποιος έστειλε τα γράμματα. Όλα
θα τα μάθουν! Όλα! Δεν είδες πώς έλαμπε το πρόσωπό της; Με τι αέρα κατέβαινε τη
σκάλα! Δεν είδες το θριαμβευτικό της βάδισμα! Το απάνθρωπο χαμόγελό της! Η ευτυχία
της είναι ο εξευτελισμός μας! Ο θρίαμβός της είναι το κοκκίνισμα τής ντροπής μας! Το
φόρεμά της είναι το κόκκινο της ντροπής μας! Η γούνα της... είδες... την πήρε πίσω τη
γούνα της!
ΚΛΑΙΡΗ: Είμαι πολύ κουρασμένη.
ΣΟΛΑΝΖ: Μόνο αυτό μας έλειπε. Η ντελικάτη δεσποινίς βρήκε την ώρα να εκδηλώσει
την υπερευαισθησία της.
ΚΛΑΙΡΗ: Είμαι πτώμα!
ΣΟΛΑΝΖ: Βέβαια, δεν χωράει συζήτηση, όταν η Κυρία είναι αθώα, οι ένοχες είναι οι
δούλες. Είναι τόσο απλό πράγμα η αθωότητα, Κυρία! Αλλά αν είχα αναλάβει εγώ την
εκτέλεσή σας —σας τ’ ορκίζομαι— θα την έβγαζα πέρα!
ΚΛΑΙΡΗ: Μα, Σολάνζ...
ΣΟΛΑΝΖ: Θα την έβγαζα πέρα! Αυτό το τήλιο, αυτό το δηλητήριο που τολμήσατε να μη
μ’ αφήσετε να πιω —θα σας κρατούσα τις μασέλες ανοιχτές στην ανάγκη, αλλά θα το
κατεβάζατε άσπρο πάτο! Να μου στερείτε το θάνατό μου, εσείς! Ενώ ήμουν έτοιμη να σας
τον ζητήσω γονατιστή, να συρθώ στα πόδια σας, να φιλήσω την άκρη τής φούστας σας!
ΚΛΑΙΡΗ: Δεν ήταν τόσο εύκολο να τα βγάλεις πέρα!
ΣΟΛΑΝΖ: Έτσι λέτε; Έννοια σας και θα ‘βρισκα εγώ τον τρόπο να σάς κάνω το βίο
αβίωτο. Θα σας ανάγκαζα να με ικετεύετε για να σάς δώσω αυτό το δηλητήριο πού
μπορεί, αν μου ‘κανε κέφι, και να μη σας το έδινα. Αλλά όπως και να ‘χει, θα
βλαστημάγατε την ώρα και τη στιγμή πού γεννηθήκατε.
ΚΛΑΙΡΗ: Είστε εκνευριστική, Κλαίρη ή Σολάνζ —γιατί σάς μπερδεύω, ξέρετε, Κλαίρη ή
Σολάνζ— είστε εκνευριστική και αρχίζετε να μ’ εξοργίζετε. Γιατί είστε υπεύθυνη για τη
δυστυχία μας.
ΣΟΛΑΝΖ: Για τολμήστε να το επαναλάβετε.
35
(Η Κλαίρη φοράει την άσπρη τουαλέτα πάνω απ’ το δικό της μαύρο φόρεμα)
ΣΟΛΑΝΖ: Σιωπή! Τον πρωινό της γαλατά, τον αγγελιοφόρο της αυγής, το γλυκό της
καμπανάκι, τον πεντάμορφο χλωμό αγαπημένο. Αλλά ως εδώ! Λάβετε θέσεις, αρχίζει ο
χορός!
ΚΛΑΙΡΗ: Τι πας να κάνεις;
ΣΟΛΑΝΖ: (επίσημα) Να θέσω τέρμα. Γονατίστε!
ΚΛΑΙΡΗ: Το παρακάνεις!
ΣΟΛΑΝΖ: Γονατίστε! Τώρα πια ξέρω τον προορισμό μου.
ΚΛΑΙΡΗ: Θα με πεθάνετε!
ΣΟΛΑΝΖ: (βαδίζοντας κατά πάνω της) Ακριβώς. Η απελπισία μ’ έχει κάνει αδίστακτη.
Είμαι ικανή για όλα. Α, ώστε είμαστε καταραμένες!
ΚΛΑΙΡΗ: Πάψε!
ΣΟΛΑΝΖ: Δεν θα χρειαστεί να φτάσετε ως το έγκλημα.
ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ!
ΣΟΛΑΝΖ: Ακίνητη! Ή Κυρία θα καθήσει ήσυχα και θα μ’ ακούσει. Την αφήσατε να σας
ξεφύγει. Εσείς! Α, τι κρίμα! Κι εγώ που ήθελα να της ξεβράσω όλο μου το μίσος! Να της
διηγηθώ όλες μας τις ψευτιές! Αλλά εσύ, δειλό, ηλίθιο πλάσμα, την άφησες να φύγει.
Αυτή τη στιγμή κολυμπάει στη σαμπάνια! Ακίνητη! Ακίνητη, είπα! Ο θάνατος είναι
παρών και μας παραμονεύει.
ΚΛΑΙΡΗ: Άσε με. Θέλω να βγω έξω.
ΣΟΛΑΝΖ: Ακίνητη! Ίσως βρήκαμε πια τον τρόπο, τον πιο απλό, και το κουράγιο, Κυρία,
για να χαρίσουμε μεμιάς στην αδελφή μου την ελευθερία και σε μένα το θάνατο.
ΚΛΑΙΡΗ: Τι θες να κάνεις; Πού θα μας βγάλουν όλα αυτά;
ΣΟΛΑΝΖ: Σε ικετεύω, Κλαίρη, απάντησε μου.
ΚΛΑΙΡΗ: Φτάνει, Σολάνζ. Δεν αντέχω. Άσε με.
ΣΟΛΑΝΖ: Καλά λοιπόν. Μπορώ να συνεχίσω και μόνη μου, αγαπητή μου, μόνη μου.
Ακίνητη. Αν είσαστε λίγο καλύτερη, η Κυρία δεν θα είχε γλιτώσει. (Προχωρώντας
καταπάνω της) Αλλά τώρα θα ξεμπερδέψω μια και καλή μ’ αυτό δειλό πλάσμα.
ΚΛΑΙΡΗ: Σολάνζ! Σολάνζ! Βοήθεια!
ΣΟΛΑΝΖ: Ουρλιάξτε όσο Θέλετε! Βγάλτε την επιθανάτια κραυγή σας, Κυρία. (Σπρώχνει
την Κλαίρη, πού μένει πια σκυμμένη σε μια γωνιά) ‘Επιτέλους! ‘Η Κυρία πέθανε! ‘Η Κυρία
κοίτεται στο περσικό χαλί... στραγγαλισμένη από τα γάντια της κουζίνας. ‘Η Κυρία δεν
χρειάζεται να σηκωθεί. Η Κυρία μπορεί να με αποκαλεί Δεσποινίδα Σολάνζ. Μάλιστα,
χάρη σ’ αυτό πού έκανα. Ο Κύριος και η Κυρία θα με αποκαλούν Δεσποινίδα Σολάνζ
Λεμερσιέ... Η Κυρία έπρεπε να έχει βγάλει αυτό το μαύρο φόρεμα, είναι γκροτέσκο. Ω!
Κυρία… Είμαστε ίσες τώρα, Κυρία, και βαδίζω με το κεφάλι ψηλά... (Γελάει) Όχι, κύριε
επιθεωρητά, όχι... Δεν θα μάθετε τίποτα για το έργο μου. Τίποτα για το κοινό μας έργο,
για τη συνεργασία μας σε τούτο το φόνο…... Είμαι ή στραγγαλίστρια. Η Δεσποινίς
Σολάνζ, εκείνη πού στραγγάλισε την αδελφή της! Να πάψω; Ή Κυρία είναι πολύ
ευαίσθητη, πράγματι. Αλλά εγώ τη λυπάμαι την Κυρία. Όχι, κύριε επιθεωρητά, δεν έχω
να εξηγήσω τίποτα μπροστά τους. Αυτά τα πράγματα αφορούν μονάχα εμάς... Δεν θα
μάθετε τίποτα, ούτε εσείς ούτε κανένας άλλος. Θα ξέρετε μόνο πώς αυτή τη φορά η
Σολάνζ προχώρησε ως το τέλος. Τη βλέπετε ντυμένη στα κόκκινα. Είναι έτοιμη να βγει.
(Η Σολάνζ πηγαίνει στη μπαλκονόπορτα, την ανοίγει και βγαίνει έξω. Θα πει το μονόλογο
που ακολουθεί με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Οι κουρτίνες σαλεύουν από ένα ελαφρό
αέρα...)
Βγείτε στα μπαλκόνια να τη δείτε να περνά. Την έχουν στη μέση μαυροντυμένοι
καλόγεροι. Είναι δώδεκα το μεσημέρι. Κρατάει μια μεγάλη δάδα. Πλάι της ό δήμιος... να
37
της λέει και να της λέει στ’ αυτί ερωτόλογα. Με συνοδεύει ό δήμιος, Κλαίρη! Με
συνοδεύει ό δήμιος! (Γελάει) Πίσω της ή πομπή. Όλες οι υπηρέτριες της γειτονιάς, όλοι οι
υπηρέτες που συνόδευσαν την Κλαίρη στην τελευταία της κατοικία. (Κοιτάζει κάτω)
(Εδώ και λίγη ώρα, ή Κλαίρη είναι ακουμπισμένη στο κούφωμα της πόρτας της κουζίνας
και, ορατή μόνο από το κοινό, ακούει προσεχτικά την αδελφή της)
(Παίρνει το φλιτζάνι και πίνει, ενώ ή Σολάνζ, γυρισμένη προς το κοινό, μένει ακίνητη με τα
χέρια σταυρωμένα σα να φοράει χειροπέδες)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
39
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ
Πράξη 3η
(Ένας τόπος με φουντωμένα δέντρα, κοντά στο υποστατικό της Ώζε. Προς τα κάτω, κυλάει
ένα ποταμάκι. Από το άλλο μέρος, ένας παλιός νερόμυλος. Ζεστή και κιιλοκαιριάτικη μέρα.
Ο Πέερ Γκυντ, είκοσι χρονώ παλικάρι, γερό και καλοφτιασμένο, κατεβαίνει το μονοπάτι.
Καταπόδι του η μάνα του Ώζε, μικρόσωμη και λιγνή. Είναι φουρκισμένη και βλαστημά)
ΩΖΕ:
Ψέματα, Πέερ, μου κραίνεις !
ΩΖΕ:
Αν είν’ έτσι,
ορκίσου ντε πως είν’ αλήθεια !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Γιατί να τ’ ορκιστώ ;
ΩΖΕ:
Δε σου βαστάει.
Ου, να χαθείς ! Είν’ όλα τούτα παραμύθια !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Στα δυτικά του Γκέντιν.
ΩΖΕ: (κοροϊδευτικά)
40
Έτσι μπράβο !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Από το μέρος του φυσούσε
το μανιασμένο ξεροβόρι.
Πίσω από ρέπιο έναν κορμό, κάτω απ’ το χιόνι
γρασίδι ζήταγε να βρει.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Βαστώντας την ανάσα μου πνιγμένη
σταμάτησα, ακουρμάστηκα. Γροικούσα
το χιόνι που τριζοκοπούσε
κάτω απ’ τα νύχια των ποδιών του.
Το μάτι μου έπαιρνε μονάχα
απάνω απ’ τα κλαδιά το κέρατό του.
Με προσοχή τότες ξεσέρνουμαι και πάω
μεσ’ απ’ τις πέτρες κατά κείνο.
Κρυμμένος απ’ το τρόχαλο χωσιάζω.
Μα την αλήθεια, δεν αντίκρισες ποτέ σου
τέτοιο έν’ αγρίμι, παχουλό, λουστράτο.
Όχι. ο Θεός φυλάξει !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ρίχνω !
Αυτό κυλιέται. Στη στιγμή
πηδώ στη ράχη του μ’ ορμή,
αρπώ το αυτί του το ζερβί με το ‘να χέρι
κ’ είμ’ έτοιμος να χώσω το μαχαίρι
ανάμεσα στις πλάτες του μπηχτό.
Ξάφνω, πατάει έν’ άγριο μουγκρητό,
ορθώνεται στα τέσσερα, τινάζει μ’ οργή,
με ξεπετάει στη γη,
κάνει απ’ το χέρι
και θηκάρι και μαχαίρι
να μου πέσει,
κι αδράχνοντάς με με τα κέρατ’ απ’ τη μέση,
το ζωντανό
ορμά στου Γκέντιν το βουνό.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Το ‘δες αυτό το βουνοτόπι ;
Μίλι μισό στο μάκρος πιάνει.
Μια ράχη κοφτερή σαν το δρεπάνι.
Απ’ όξω της, μες σε γκρεμό, κατρακυλάνε
σερνάνεμ’ οι παγώνες και τραβάνε
41
σε βάθια νυχτωμένα.
Και βλέπεις κι απ’ τις δυο μεριές,
χίλιες τρακόσιες κάτω οργιές,
τα μαύρα, τα βαριά νερά, τα κοιμισμένα.
Στο ραχοβούνι πέρα ως πέρα
εγώ κ’ εκείνο σκίζαμε λακώντας τον αγέρα.
Ποτές μου τέτοιο ζωντανό δεν είχα καβαλήσει !
Θα ‘λεγες πως δρομίζαμε στης λιοβολιάς τη βρύση.
Κάτω μας, μες στην άβυσσο απλωτοί,
φαινόνταν να πετάνε πίσω πέρα,
σα ράπες λιχνισμένες στον αγέρα,
οι μαυροφτέρουγοι αετοί.
Κι είδα στο βάθος, πάνω στη ρίζα του γκρεμού,
να σπάζει. ένα παγόβουνο, χωρίς του βροντηγμού
ο σαματάς ν’ ανέβει ως με τ’ αυτιά μου.
Οι δαίμονες τού σίφουνα μονάχα ολόγυρά μου
στριφογυρνώντας με χορούς και ξελαρυγγητιά
μου ζώνανε τα μάτια και τ’ αυτιά.
ΩΖΕ: (σαστισμένη)
Θε, βόηθα !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ξάφνω, σε Κάποιο εκεί ακρινάρι
της ράχης της απόγκρεμης, σε μια σκασιά κρυμμένος,
τινάζετ’ ένας πέρδικος και κράζει ξιπασμένος
κάτω απ’ τα νύχια του αγριμιού. Αυτό στραβοαλαργάρει,
και μ’ ένα σάλτο ξώμακρο που σκάει θανατερό
γκρεμίζεται μαζί μου.
(Η Ώζε κοντυλά και πιάνεται από ένα δέντρο. Ο Πέερ εξακολουθεί δίχως να σταματήσει)
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Τ’ αγρίμι
42
ενάντια στο τραγί,
του αγέρα το ‘να, τ’ άλλο στη λίμνη βουλιαγμένο,
σμίξαν στο τέλος. Το νερό τινάχτηκε αφρισμένο.
Και να μας δέρνοντας το κύμα πολλήν ώρα,
εκείνο κολυμπώντας μπρος, απάνω του εγώ τώρα
γραπώνοντας, και φτάνουμε στο βορινό ακρογιάλι.
Πήρα το δρόμο τότες κι ήρθα πάλι.
ΩΖΕ:
Αμέ τ’ αγρίμι, Πέερ ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Τ’ αγρίμι; Κάνει κάβο.
ΩΖΕ:
Και δε γκρεμοτσακίστηκες; Δεν πάθαν
τα πόδια σου; Δε σου ‘σπασε ούτε η ράχη ;
Σ’ ευχαριστώ, και σε δοξάζω, Θε μου,
που παραστάθηκες το γιο μου ! —
Το παντελόνι σου όμως σκάλωσε. Ούτε λόγος.
Τι θα μπορούσε ακόμα να σου λάχει !
(Άξαφνα σταματά, τον βλέπει χάσκοντας, μένει πολλήν ώρα δίχως να πει λέξη και στο τέλος
φωνάζει:)
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Μας έλαχε, τι τάχα ! και στους δυο μας.
Έπειτα τέτοιες ιστορίες
μπορούν να ξαναγένουν πότε πότε.
ΩΖΕ, με λύσσα:
Το ξέρω βέβαια, μια παλάβρα
μπορείς να τη γυρίσεις όπως θέλεις,
να τη χρυσοπρεπίσεις, να τη ντύσεις
καινούργια, κι έτσι που κανένας
να μην μπορεί να ξεχωρίσει
τον πρωτινό λιγνό σκαρί της.
Αυτά μου κάνεις κ’ εσύ τώρα.
Τήνε γιομίζεις μεγαλόπρεπη αγριάδα,
φτερούγες αετού κολνάς απ’ όξω,
43
και πιάνουνται στο τέλος όλοι ομάδι
μες στο παραμυθένιο σου το φάδι.
Σου κόφτει τη λαλιά, σ’ ανατρομάζει.
Κανένας πια. δεν ξεχωρίζει τι έχει ακούσει
και τι έχει μάθει, χρόνια τώρα.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αν άλλος με κουβέντιαζ’ έτσι
θα τον ψοφούσα στα χαστούκια.
ΩΖΕ, κλαίοντας:
Ας ήταν, Θε μου, να ησυχάσω
στο μαύρο χώμα. Δεν τον πιάνεις
με τίποτις, μηδέ με δάκρυα
μηδέ με παρακάλια. Πέερ, είσαι χαμένος,
παντοτινά χαμένος, να το ξέρεις.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αγαπημένη μου, γλυκιά μου μητερούλα,
σ’ ό,τι κι αν κραίνεις έχεις δίκιο.
Μη μου θυμώνεις. Θέλω να σε βλέπω
να χαίρεσαι μαζί μου ευτυχισμένη.
ΩΖΕ:
Σώπα ! Μπορώ να χαίρουμαι, κι αν θέλω,
μια κι έχω για παιδί μου ένα γουρούνι ;
Ωστόσο, είναι καημός να ‘μαι φτωχιά και χήρα
και να ‘μαι βουτηγμένη στη ντροπή μου.
Αυτό ‘ναι το σπολλάτη σου.
(Ξανακλαίει)
Τι μνέσκει
από το βιος που ‘χε ο παπούς σου ;
Πού ‘ν’ τα πιθάρια το χρυσάφι
του γέρου Ράσμου Γκυντ ; Πού ‘ν’ τα φλουριά του ;
Τα ‘δωσε δρόμ’ ο κύρης σου. Σαν άμμο
τα σκόρπισε αγοράζοντας χωράφια
στα τριγυρνά, μες σε χρυσές γυρνώντας σούστες.
Και τα λεφτά που πεταχτήκανε σ’ εκείνο
Το χειμωνιάτικο μεγάλο φαγοπότι,
όπου δικοί και καλεσμένοι
τα σπούσαν τα ποτήρια και σβουρούσαν
και τις μπουκάλες πίσω τους, στον τοίχο ;
Πού ‘ναι τα κείνα τα λεφτά μας ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Πού ‘ν’ τα στέφανα του γάμου ;
Πού ‘ν’ τα ρόδα κι σι μυρτιές ;
ΩΖΕ:
44
Σκασμός μπροστά στη μάνα σου ! Για τήρα,
το σπίτι, το περβόλι ! Σε δυο τζάμια
το ‘να κουρέλια το στουμπώνουν.
Οι φράχτες, οι φραγές είναι πεσμένα,
μαντρί δεν έχει το κοπάδι,
χέρσ’ απομένουν τα χωράφια
και κάθε μήνα κι ένα ενέχυρο μάς παίρνουν.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Σώνουν οι κλάψες. Κάποτες η τύχη
γυρνά κι ας μην το καρτερούσες.
ΩΖΕ:
Η τύχη ; Πέρασαν πια χρόνια
που δεν τη σπέρνουν κατά δώθε.
Δε σου ‘μεινε ανθρωπιά, μα την αλήθεια.
Κι ωστόσο να ‘σαι πάντα το ίδιο,
το δυνατό και τ’ άξιο παλικάρι,
που βλέποντάς σε κάποια μέρα
εκείνος ο παπάς της Κοπεγχάγης,
εκείνος ντε που ρώταε τ’ όνομά σου,
έλεγε πως δεν είταν να σου μοιάζει
μηδέ και βασιλόπουλο εκεί πέρα.
Και μάλιστα, γι’ αυτά τα φιλικά του λόγια,
του χάρισε κ’ έν’ άλογο ο μπαμπάς σου
και χώρια που του χάρισ’ ένα αμάξι.
Αι ! κείνο τον καιρό τα πάντα
ήταν ξεφάντωμα στο σπίτι.
Ο καπετάνιος, ο πρωτόγερος, το τσούρμο
δε λείπαν από κει. Τρώγανε, πίναν,
περιδρομιάζανε. Στο ξέσπασμα μονάχα
γνωρίζεις τους ανθρώπους. Απ’ τη μέρα
π’ ο «Γιάννης ο πραματευτής» πήρε τους δρόμους
με το σακί στον ώμο, όλα λουφάξαν,
ψυχή πια γεννητή δεν πάτησ’ εδώ πέρα.
(Ξαναρχίζει να κλαίει)
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ποιος ήρθε
να σου φουσκώσει τα μυαλά με τέτοιες σάχλες ;
ΩΖΕ: (αγριεμένη)
Ποιος ; Η γυναίκα του κολήγα
που τον γρικούσε να μουγγρίζει.
ΩΖΕ:
Εσύ ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ναι, μάνα, εγώ τις είχα μάσει.
ΩΖΕ:
Τι λες ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αι, βλέπεις, παλικάρι...
ΩΖΕ:
Ποιος είναι παλικάρι ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ο Ασλάκ.
ΩΖΕ:
Φτου ! να σε φτύσω !
Ακούς εκεί να σου τις βρέξει
ένα παλιόσκυλο, μια τέτοια
κρασοκανάτα, σαν αυτόνε
46
τον παλιογυναικά !
(Ξαναρχίζει να κλαίει)
Κατάπια
πολλές ντροπές κι ατιμοσύνες,
μ’ αυτή ’ναι τρισχειρότερη απ’ τις άλλες.
Κι αν είναι παλικάρι, τι με τούτο ;
Έπρεπε να τα βάλεις εσύ κάτω ;
ΓΚΥΝΤ:
Και να τις φάγω κλαις, και να τις βρέξω το ίδιο.
(Γελώντας)
ΩΖΕ:
Πάλι ψέματα είπες ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ναι. τούτη τη φορά δεν αντιλέγω.
Σούπισε το λοιπόν τα δάκρυά σου.
ΩΖΕ:
Αχ, βρωμοκαυγατζή ! Θα με πεθάνεις
με τα καμώματά σου !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Όχι μανούλα,
χρυσή μου μητερούλα, σου ταιριάζει
χίλιες φορές καλύτερη μια τύχη.
Έννοια σου ! Πίστεψε σ’ εμένα.
Όλοι στον τόπο μας μια μέρα
θα σκύψουνε μπροστά μου. Μόνο,
καρτέρα μια να κάνω κάτι,
μα κάτι αληθινά μεγάλο !
ΩΖΕ: (κοροϊδευτικά)
Εσύ ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Κανείς δεν ξέρει τι θα του ‘ρθει.
ΩΖΕ:
47
Ας μπόρειες να μπαλώσεις το βρακί σου,
δε θα ‘θελ’ άλλο τίποτα.
ΩΖΕ:
Αχ, Θε μου, παρηγόρα με, φοβάμαι
πως του ‘στριψε όλως διόλου το μυαλό του !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Εκείνο που σου λέγω. Μόνο
καρτέρα με λιγάκι.
ΩΖΕ:
Ναι, τι λόγος !
«Καρτέρα με να γένω βασιλέας».
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Έννοια σου, μάνα, θα το ιδούμε.
ΩΖΕ:
Μπρε πάψε ! Είσαι για δέσιμο, σου λέγω.
Ωστόσο αλήθεια θα μπορούσες
να γένεις κάτι, αν όλη μέρα
δεν είχες δα το νου σου στις ψευτιές, στις σάχλες,
Να, το κορίτσι πέρ’ από το Έγκστατ
σε γλυκοκοίταζε. Θα μπόρειες να την πάρεις,
αν το ‘θελες με τα σωστά σου.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Λες ;
ΩΖΕ:
Ο μπαμπάς της δε βαστάει
να την κακοκαρδίσει. Έχει και τούτος
τα πείσματά του, μα στο τέλος
τον καταφέρνει πάντοτ’ η Ίγγριτ.
Γρινιάζει ο γέρος, μουρμουρίζει,
μα κάνει ωστόσο το δικό της.
(Ξαναρχίζει να κλαίει)
ΩΖΕ:
Να πάμε ; πού να πάμε ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Στο Έγκστατ.
ΩΖΕ:
Ορίστε σού ’πανε. Κακόμοιρο !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Κι ο λόγος ;
ΩΖΕ:
Πέταξε τώρα το πουλί και πάει.
Αλίμονό μου !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Παρακάτω.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Τι λες ! Το σκιάχτρο αυτό που το φοβόνταν
οι κοπελιές ; αυτός !
ΩΖΕ:
Αυτόνε παίρνει.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Περμενέ με, πάω να ζέψω.
(Κάνει να φύγει)
ΩΖΕ:
Άδικ’ οι κόποι σου, κι ο γάμος
αύριο θα γίνει.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Μπα ! εγώ θα ‘μαι
απόψ’ εκεί.
ΩΖΕ:
Μπρε κακορίζικε ! δε φτάνει
η λύπη μου, μα θες και να με κάνεις
49
περίγελο του κόσμου ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Μη σκανιάζεις,
μανούλα !
Τι το θέλουμε το αμάξι ;
Πάγω να φέρω τη φοράδα.
ΩΖΕ:
Παράτα με !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Όχι. Θα σε πάγω
ίσια στο γάμο.
ΩΖΕ:
Θεός φυλάξει !
Βοήθεια ! Πέερ ! Μα θα πνιγούμε.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Γεννήθηκα για να πεθάνω
με θάνατο παλικαρίσιο !
ΩΖΕ:
Μένα μου λες ; με την κρεμάλα.
Παλιόπαιδο !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Έχει γλίστρα. Μην κουνιέσαι.
ΩΖΕ:
Γαϊδούρι !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ας κόφτ’ η γλώσσα σου όσο θέλει,
αυτό κανένα δεν πειράζει.
Ωραία ! ανηφορούμε τώρα.
ΩΖΕ:
Το νου σου, μη με παραιτήσεις !
50
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Χόπλα ! Θα παίξουμε τον Πέερ πάνω στ’ αγρίμι.
(Καλπάζοντας)
ΩΖΕ:
Τι έπαθα η δύστυχη !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Το βλέπεις;
διαβήκαμε το πέρασμα.
(Βγαίνει αντίπερα)
Έλα,
ένα φιλάκι για τ’ αγρίμι,
που σ’ έκαν’ έτσι να περάσεις.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ωχ ! Ωχ ! δεν έχει πέραση ο παράς σου !
ΩΖΕ:
Παραίτα με !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Να πάμε πρώτα
στα γονικά της νύφης. Θα μιλήσεις
για μένα. Εσύ ‘σαι μυαλωμένη.
Κουβέντιασε το γέρο ξεκουτιάρη.
Πες του πως είναι τιποτένιος ο Ματς Μόεν.
ΩΖΕ:
Παραίτα με !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Και πες του ακόμα
πως ο Πέερ Γκυντ είναι άξιο παλικάρι.
ΩΖΕ:
Όσο γι’ αυτό, να μη σε νοιάζει !
Θα σε καλοσυστήσω. Θα σε μάθουν
απ’ όλες τις μεριές σου. Δε θ’ αφήσω
καμιά σου τρέλα ή χαζομάρα.
Θα σε ξομπλιάσω πέρα ως πέρα.
51
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αλήθεια ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Χμ... Προτιμώ να πάγω μόνος.
ΩΖΕ:
Θα ‘ρθω από πίσω.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Όχι, μανούλα,
δεν έχεις τόση δύναμη.
ΩΖΕ:
Δεν έχω !
Είμ’ έτσι μανιασμένη που βαστάω
να σπάσω με τα δάχτυλά μου πέτρες,
και με τα δόντια μου ! Άφησέ με !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Σ’ αφήνω, μ’ αν υπόσκεσαι...
ΩΖΕ:
Καθόλου !
Θα ‘ρθω μαζί σου, να τους μάθω
ποιος είσαι !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Εδώ θα μείνεις, όχι !
ΩΖΕ:
Ποτές ! Θα σύρω εκεί, το θέλω !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Δε θα σύρεις.
ΩΖΕ:
Και πώς θα μ’ εμποδίσεις ;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Βάζοντάς σε
απάνω στη σκεπή του μύλου.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ναι, μα θα μ’ ακούσεις ;
ΩΖΕ:
Με σκότισες !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Παρακαλώ σε,
μανούλα μου...
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Το θέλω,
μα δεν κοτώ.
(Τη σιμώνει)
ΩΖΕ:
Βρωμόσκυλο !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Πολύ σαλεύεις.
ΩΖΕ:
Που να σε σκούπιζε απ’ τη μέση
ο χάρος, τέτοια βρώμα που ‘σαι !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Το παρακάνεις, μάνα !
ΩΖΕ:
Φτου σου !
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Καλύτερα εγώ λέγω να μου δώσεις
σα μάνα την ευχή σου. Δεν το θέλεις ;
ΩΖΕ:
Το ξύλο που σου πρέπει στα κωλιά σου,
ας είσαι και μεγάλος.
53
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αν είν’ έτσι,
γεια σου, μανούλα μου, εγώ φεύγω !
Υπομονή, δε θα χρονίσω
να ξαναρθώ.
Φεύγει)
(Φωνάζει)
Βοήθεια! Χάνουμαι !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
54
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ
Πράξη 3η
(Στο σπίτι της Ώζε. Νύχτα. Μέσα στο τζάκι καίνε κούτσουρα και φωτίζουνε την κάμαρα. Η γάτα είναι
κουλουριασμένη πάνω σε μια καρέκλα, στα πόδια του κρεβατιού. Η Ώζε κρεβατωμένη, πασπατεύει με τα χέρια
το σκέπασμά της. Είναι ανήσυχη)
ΩΖΕ:
Δε θα ‘ρθει Θε μου; Τι καρτέρι,
τι ατέλειωτο καρτέρι... Κι έχω τόσα
για να του πω, μα ποιον να στείλω,
Ούτε στιγμή να χάνεται δεν πρέπει.
Τι ξαφνικά! ποιος να μου το ‘λεγε! Αχ, μονάχα
Να το ‘ξερα, δε θα στεκόμουν
τόσο αυστηρή για το παιδί μου!
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Τι να την κάνω; Έπρεπε να ‘ρθω κι ήρθα.
ΩΖΕ:
Θα μείνει με τα λόγια της η Κάρη
και θα μπορέσω πια να φύγω ησυχασμένη.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Να φύγεις; Πού να πας; Τι κουβεντιάζεις;
ΩΖΕ:
Αχ! Πέερ, κοντεύει η τελευταία μου ώρα.
Σωθήκανε πια τα ψωμιά μου.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (κάνει ένα κίνημα ανησυχίας κα μερικά βήματα μέσα στην κάμαρη)
Κι εγώ που ξαλαφρώθηκ’ απ’ το φόρτο
κι ερχόμουν ν ανασάνω εδώ λιγάκι...
Και να!... Κρυώνουνε τα πόδια σου, τα χέρια;
55
ΩΖΕ:
Ναι, Πέερ, σε λίγο πια τελειώνω...
Όταν Θα δεις τα μάτια μου να σβήσουν,
προσεχτικά να τα σφαλίσεις.
Κι ύστερα να νοιαστείς για το σεντούκι,
μα να ‘ναι ωραίο νεκροσέντουκο. Όχι,
ξέχασα...
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Σώπα! Δεν είναι ώρα
Να συλλογιόμαστε τα τέτοια.
ΩΖΕ:
Ναι.
(Σκληρά)
ΩΖΕ:
Δικό σου φταίξιμο; Ποιος το ‘πε;
Εκείνο το καταραμένο πιοτό τα φταίει. Ήσουν πιωμένος,
κακόμοιρο παιδί μου. Δεν κατείχες
τι έκανες. Σου ‘χε στρίψει το κεφάλι
και το πιλάλημά σου με τ’ αγρίμι!
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Καλά. Παράτα τούτη την κουβέντα.
Ας τα όλ’ αυτά! Μιαν άλλη μέρα
τα λέμε τα δυσάρεστα.
Έλα τώρα
να κουβεντιάσουμε μονάχα για ό,τι λάχει
και να ξεχάσουμε σκοτούρες, στεναχώριες,
και κάθε πράμα που μας βγήκε
στραβό κι ανάποδο. - Μπρε, να ‘τος! βρίσκεται ακόμα ο γερογάτης;
ΩΖΕ:
Κάνει τη νύχτα τόσο ταβατούρι!
Ξέρεις αυτό τι προμηνάει...
56
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ: (αλλάζοντας την κουβέντα)
Τι νέα απ’ το χωριό;
ΩΖΕ, χαμογελώντας:
Λένε πως έχει
κρυφό καημό με το βουνό κάποιο κορίτσι...
ΩΖΕ:
Του κάκου κλαιν τα γονικά της,
αυτή δεν τους ακούει. Ωστόσο,
θα ‘πρεπε να νοιαστείς, παιδί μου, κι ίσως
να ‘βρισκες, Πέερ, εσύ τον τρόπο...
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Κι ο σιδεράς; Τι φκιάνει τούτος;
ΩΖΕ:
Δεν τον αφήνεις το βρωμιάρη.
Δε μου ρωτάς καλύτερα κι εμένα
για ποιο κορίτσι σου μιλάω...
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Όχι, ας μιλήσουμε μονάχα για ό,τι λάχει
και να ξεχάσουμε σκοτούρες, στεναχώριες,
και κάθε πράμα που μας βγήκε στραβό κι ανάποδο. - Διψάς; Θέλεις να φέρω
κάτι να πιεις; Δε σου βολεί για να ξαπλώσεις;
Κοντό σου πέφτει το κρεβάτι.
Στάσου να δω! Δεν είναι τούτο
το παιδιακίσιο μου κρεβάτι;
Θυμάσαι τον καιρό που ανακαθόσουν
κοντά στο προσκεφάλι μου, το βράδυ;
Άπλωνες πάνω την κουβέρτα και κατόπι,
για να με πάρει ο ύπνος, τραγουδούσες
ένα σωρό παλιά στιχάκια.
ΩΖΕ:
Πώς τα θυμάσαι; Κι όταν έφευγε ο μπαμπάς σου
για μακρινή πορειά, το βράδυ,
παίζαμε το έλκηθρο. Η κουβέρτα
ήτανε τ’ αμαξιού η κουκούλα,
το πάτωμα ήταν το βουνό το παγωμένο.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ναι, ναι, μα το καλύτερο μες σ’ όλα,
ποιο να ‘ταν; το θυμάσαι, μάνα;
Ήταν το σερτικό μας το άτι.
ΩΖΕ:
θαρρείς πως το λησμόνησα, παιδί μου;
57
Μας δάνειζε Το γάτο της η Κάρη
κι εμείς τον βάζαμε το γάτο
απάνω σε σκαμνί.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Και μπρος! στον Πύργο
του Σόρια Μόρια, εκεί κάτω,
στα δυτικά από το φεγγάρι
και στ’ ανατολικά απ’ τον ήλιο.
Διαβαίνουμε βουνά και κάμπους.
Καμτσίκι σου έπαιρνες μια βέργα
που βρήκαμε στο παραγώνι.
ΩΖΕ:
Ολόρθη εγώ μπροστά...
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ναι, ναι, και πότε πότε
άφηνες τα λουριά να χαλαρώσουν
και γύριζες να με ρωτήσεις
μήπως και κρύωνα. Μαζί σου
να ‘ναι ο Θεός, γριά μουρμούρα. Ωστόσο
ήσουν πονόψυχη. Μα τι έχεις κι έτσι
αγκομαχάς;
ΩΖΕ:
Με σφάζ’ η ράχη,
με κόβουν τα σκληρά σανίδια.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Έλα, ξαπλώσου, σε κρατάω.
Έτσι, για δες, καλά ‘σαι τώρα.
ΩΖΕ: (ανήσυχη)
Αχ! όχι, Πέερ, Θέλω να φύγω!
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Να φύγεις;
ΩΖΕ:
Ναι. Σ’ αυτό να βοηθήσεις.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ορίστε λόγια! Για τυλίξου στην κουβέρτα.
Ας κάτσω εγώ μπροστά στα πόδια
του κρεβατιού κι έλα να πούμε
για να περάσ’ η ώρα δυο στιχάκια.
ΩΖΕ:
Δεν πας καλύτερα να φέρεις
τη σύνοψη απ’ το παραγώνι;
Έχω μια ταραχή μες στην ψυχή μου...
58
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Στου Σόρια Μόρια το παλάτι
γλεντάει ο Βασιλιάς και πάμε.
Ξαπλώσου μάνα με ραχάτι
πάνω στη στρώση, ξεκινάμε!
ΩΖΕ:
Παιδί μου, με καλέσανε κι εμένα;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Μα βέβαια, μας καλέσαν και τους δυο μας.
(Περνά ένα σκοινί στην καρέκλα όπου κάθεται κουλουριασμένη η γάτα, παίρνει μια βέργα
και στέκεται μπροστά στα πόδια του κρεβατιού)
ΩΖΕ:
Καλέ μου, Πέερ, τι να ‘ναι αυτό που κουδουνίζει;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Τ’ ασημοκούδουνα, μητέρα.
ΩΖΕ:
Ω! πόσο απόκουφ’ αντηχάνε!
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Περνάμε απ’ ένα φιόρδι παγωμένο.
ΩΖΕ:
Φοβάμαι. Τ’ είναι αυτό που αναστενάζει
και που παράξενα βογκάει κι αγριεμένα;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Στα πλάγια τα έλατα βογκάνε.
Ησύχασε, μητέρα.
ΩΖΕ:
Κι εκεί κάτω
αστράφτει μακριά, σπιθίζει.
Πούθ’ έρχεται μια τέτοια λάμψη;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Απ’ το παλάτι, από τα τζάμια κι απ’ τις πόρτες.
Χορεύουν, δεν ακούς;
59
ΩΖΕ:
Ναι.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Βλέπω
τον Άγιο Πέτρο μπρος στην πόρτα.
Και σε καλωσορίζει να ‘μπεις.
ΩΖΕ:
Μας χαιρετάει;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Μα ναι, μας διπλοχαιρετάει
και μάλιστα κερνά το πιο γλυκό κρασί του.
ΩΖΕ:
Κρασί; Και δίνει και γλυκά;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Ούτε λόγος.
Βαστά ένα δίσκ’ ολόγεμο. Κι η μακαρίτρα
η παπαδιά μας ετοιμάζει τους καφέδες
με τα βουτήματα.
ΩΖΕ:
Αχ, Θε μου! Θε μου!
Θα ξανανταμωθούμε οι δυο μας;
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Όσο συχνά κι όση ώρα θέλεις.
ΩΖΕ:
Σε τι χαρές και πανηγύρια με πηγαίνεις
εμένα τη γριούλα, Πέερ !
ΩΖΕ:
Σωστά πηγαίνεις;
ΩΖΕ:
Ρημάχτηκ’ απ’ το κούνημα, παιδί μου.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Να το παλάτι. Φτάνουμε σε λίγο.
Καλά. Σφαλνώ τα μάτια μου και κάνε,
60
παιδάκι μου, κατά πως ξέρεις.
ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ:
Αι, ντε, Μαυρή, τράβα γερά!
Μωρέ τι κόσμος στο παλάτι! Στη μπασιά του
στριμώνουνται και κράζουν: Να,
μας έρχεται ο Πέερ Γκυντ με τη γριά του.
Αφέντη μου Άγιε Πέτρε, πώς το λες;
Μπορεί κι η μάνα μου να μπει; και να της ταιριάζει!
Ψάξε να βρεις μες στις πολλές
ένα κορμί που να της μοιάζει.
Δε σου μιλάω για σένα. Συφωνώ
να μείνω εγώ έξω απ’ το παλάτι.
Σπολλάτη σου, αν μου πεις: κερνώ.
Αν όχι, φεύγω και σπολλάτη.
Έχω σκαρώσει μπαμπεσιές
που μήτε ο Σατανάς γνωρίζει.
Είπα στη μάνα μου βρισιές.
Σαν άρχιζε να κακανίζει,
να δέρνει, να τσιρίζει αράδα,
πάψε, της έλεγα, πουλάδα!
Μα πρέπει εδώ να τη συντρέχετε πολύ,
να την τιμάτε, να τη σέβεστ’ εδωπέρα.
Απ’ το χωριό μας μην προσμένεις πιο καλή
να ‘ρθει τη σήμερον ημέρα.
Να κι ο Πατήρ ημών Θεός!
Τώρα, Άγιε Πέτρε, θα σου φέξει!
(Με τρόμο)
Μη στέκεσ’ έτσι
μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια. Μίλησε μου,
μανούλα! Εγώ ‘μαι, το παιδί σου!
(Αγγίζει με προφύλαξη το μέτωπο και τα χέρια της Ώζε. Πετάει μονομιάς το σκοινί πάνω
στην καρέκλα κα λέγει με λυγισμένη φωνή)
61
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
62
ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ
Πράξη 3η – Τέλος
ΟΣΒΑΛΤ: (βαριεστημένος) Ναι, καλά, καλά· αυτά είναι ωραία λόγια. Μην ξεχνάς,
μητέρα, πως είμαι άρρωστος άνθρωπος. Δε μπορώ να νοιάζουμαι και πολύ για τους
άλλους. Με φτάνουν οι έγνοιες οι δικές μου.
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (σιγά) Μη σε μέλει, θα ‘μαι καλή κι υπομονετική.
ΟΣΒΑΛΤ: Και χαρούμενη, μητέρα!
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, αγόρι μου, δίκιο έχεις. (πηγαίνοντας κοντά τον) Τι λες, δεν έδιωξα
τώρα απ’ την καρδιά σου το σαράκι πού σ’ έτρωγε;
ΟΣΒΑΛΤ: Ναι, το ‘διωξες. Μα ποιος θα με γλυτώσει τώρα από την τρομάρα;
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Από την τρομάρα;
ΟΣΒΑΛΤ: (πηγαίνοντας στην άλλη άκρη τής σκηνής) Η Ρεγγίνα θα το κατάφερνε μ’ έναν
καλό της λόγο.
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Δε σε καταλαβαίνω. Τι πάει να πει ή τρομάρα... ή Ρεγγίνα;
ΟΣΒΑΛΤ: Είναι πολύ περασμένη ή ώρα μητέρα;
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Κοντεύει να ξημερώσει. (Κοιτάζει από τη τζαμαρία τής σερας) Πέρα
στα βουνά αρχίζει κι όλας να γλυκοχαράζει. Θα ‘χουμε ωραία μέρα, Όσβαλτ. Όπου να
‘ναι, θα δεις πια και τον ήλιο.
ΟΣΒΑΛΤ : Θα μου κάμει μεγάλη χαρά. Α! είναι κάμποσα πράματα ακόμα που με
γεμίζουν χαρά, που με δένουν στη ζωή...
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Αυτό δα έλειπε να μην ήταν!
ΟΣΒΑΛΤ: Κι ας μη μπορώ να εργαστώ, όμως...
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μπα, πολύ γλήγορα θα μπορέσεις να ξαναρχίσεις τη δουλειά σου,
αγόρι μου. Τώρα πάει, δε θα σε βασανίζουν πια μαύροι στοχασμοί.
ΟΣΒΑΛΤ: Αλήθεια, τι καλά που μου έβγαλες αυτές τις ιδέες από το μυαλό μου! Κι άμα
θα ησυχάσω πια και για τ’ άλλο... (κάθεται στον καναπέ) Έλα τώρα να κουβεντιάσουμε,
μητέρα...
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, μπράβο, έλα.
(Φέρνει μια πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και κάθεται κοντά-κοντά με τον Όσβαλτ)
ΟΣΒΑΛΤ: Κι ωστόσο θα βγει ό ήλιος. Και θα το μάθεις εσύ. Και θα φύγει από πάνω μου
αυτή ή τρομάρα.
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Τι θα μάθω, είπες;
ΟΣΒΑΛΤ: (δίχως να προσέξει τι του ‘πε) Μητέρα, δε μου ‘πες πρωτύτερα πως θα ‘κανες
για μένα ό,τι κι αν σου ζητούσα;
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Ναι, βέβαια.
ΟΣΒΑΛΤ: Δεν άλλαξες γνώμη μητέρα;
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: Μη φοβάσαι, χρυσό μου παιδί. Το ξέρεις δα πώς είσαι ή μονάκριβη
λαχτάρα μου σ’ αυτόν τον Κόσμο.
ΟΣΒΑΛΤ: Καλά, καλά. Λοιπόν άκουσε... Εσύ, μητέρα, έχεις καρδιά, είσαι δυνατή, το
ξέρω. Πρέπει λοιπόν να καθίσεις φρόνιμα, όταν θα σου το πω.
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : Μα τόσο πια τρομερό είναι...!
ΟΣΒΑΛΤ Να μη βάλεις τις φωνές. Ακούς; Μου το υπόσχεσαι; Θα καθίσουμε και θα
μιλήσουμε ήσυχα ήσυχα. Μου το υπόσχεσαι, μητέρα;
(Κάθεται στην πολυθρόνα που έχει φέρει ή Κυρία Άλβιγκ δίπλα στον καναπέ. Αρχίζει να
φωτάει· η λάμπα απάνω στο τραπέζι εξακολουθεί να είναι αναμμένη)
(Η Κυρία Άλβιγκ πηγαίνει στο τραπέζι κα σβήνει τη λάμπα. ‘Ο ήλιος βγαίνει. Στο βάθος
φαίνονται τα χιονισμένα κορφοβούνια λουσμένα στο πρωινό φως. Ο Όσβαλτ κάθεται
ακίνητος στην πολυθρόνα έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο βάθος τής σκηνής)
(Ο Όσβαλτ μοιάζει σα να σούρωσε μες στην πολυθρόνα, οι σάρκες του γίνονται πλαδαρές,
το πρόσωπό τον δεν έχει καμιά έκφραση και τα μάτια του στυλώνονται μπροστά του
αποβλακωμένα)
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ : (τρέμοντας σύγκορμη απ’ τη φρίκη της) Τι είν’ αυτό; (ξεφωνίζοντας)
Όσβαλτ! Τι έπαθες! (Γονατίζει μπροστά του και τον τραντάζει) Όσβαλτ! Όσβαλτ! Κοίταξέ
με! Δε με γνωρίζεις;
ΟΣΒΑΛΤ : (άτονα, όπως πριν) Τον ήλιο - τον ήλιο.
(Η Κυρία Άλβιγκ τινάζεται απάνω απελπισμένη, τραβώντας με τα δυο χέρια τα μαλλιά της
και φωνάζει)
(Στέκεται λίγα βήματα μακριά του, με τα χέρια χωμένα στα μαλλιά της, και καρφώνει τα
μάτια της απάνω του με βουβή φρίκη)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
67
ΕΛΛΑ: (που στέκεται κοντά στην πόρτα) Βέβαια, παραξενεύεσαι πολύ πού με βλέπεις,
Γκούνχιλδ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μένει ορθή ανάμεσα τον καναπέ και στο τραπέζι και μόλις ακουμπά τα
δάχτυλά της πάνω στο τραπεζομάνιηλο) Μήπως έκανες λάθος στο δρόμο; Ο οικονόμος
κάθεται στο διπλανό σπίτι.
ΕΛΛΑ: Σήμερα δεν έχω να πω τίποτα στον οικονόμο.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έχεις λοιπόν να πεις σε μένα τίποτα;
ΕΛΛΑ : Ναι. Θάθελα να πούμε δυο λόγια.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (προχωρώντας λίγο) : Τότε—κάθησε.
ΕΛΛΑ: Ευχαριστώ, μπορώ να μείνω κι ορθή.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όπως θέλεις. Ξεκούμπωσε τουλάχιστο το πανωφόρι σου.
ΕΛΛΑ: (ξεκουμπώνει το πανωφόρι της) Κάνει, αλήθεια, πολλή ζέστη εδώ μέσα—
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Κρυώνω πάντα.
ΕΛΛΑ: (στέκεται λίγο κα την κοιτάζει, ακουμπώντας το χέρι της στο στήριγμα της
πολυθρόνας) Ναι,—Γκούνχιλδ, πάνε κι όλας οχτώ χρόνια που δεν ιδωθήκαμε.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ψυχρά) Που δε μιλήσαμε θέλεις να πεις.
ΕΛΛΑ: Ναι, που δε μιλήσαμε θάπρεπε να πω—. Γιατί σίγουρα θα μέβλεπες κάπου-
κάπου,—όταν μια φορά το χρόνο ερχόμουνα να δω τον οικονόμο.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ερχόσουνα, θαρρώ, μια ή δυο φορές το χρόνο.
ΕΛΛΑ: Κ’ εγώ σ’ είδα μια δυο φορές στα πεταχτά. Εκεί στο παράθυρο.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πίσω απ’ τις κουρτίνες, σίγουρα. Ω, έχεις καλά μάτια εσύ ! (Κοφτά
και σκληρά) Όμως μ ι λ ή σ α μ ε για τελευταία φορά εδώ, μες στο δωμάτιό μου—
ΕΛΛΑ: (ξεφεύγοντας) Ναι, ναι, Γκούνχιλδ, θυμάμαι !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ:—μια βδομάδα προτού,—προτού βγει έξω.
ΕΛΛΑ: (κάνοντας λίγα βήματα) Ω, δεν τ’ αφήνεις τώρα α υ τ ά !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με σταθερή και υπόκωφη φωνή) Είτανε μια βδομάδα προτού,—
προτού αφήσουν ελεύθερο το διευθυντή της Τραπέζης.
ΕΛΛΑ: (έρχεται στο προσκήνιο) Βέβαια, βέβαια. Α υ τ ή την στιγμή δε θα την ξεχάσω ! Η
θύμησή της είναι καταθλιπτική. Και μ ι α μ ό ν ο στιγμή να την ξαναφέρεις στο νου
σου— ω!
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (υπόκωφα) Κι όμως είναι αδύνατο να γλυτώσεις απ’ αυτές τις
αναμνήσεις ! (Μ’ έξαψη σταυρώνοντας το χέρια της) Όχι, δεν το καταλαβαίνω Ούτε θα το
καταλάβω ποτέ. Δεν καταλαβαίνω πώς ένα,—ένα τόσο τρομερό πλήγμα μπορεί να βρει
68
ΕΛΛΑ: (διακόπτοντάς την) Δεν είναι αλήθεια, Γκούνχιλδ. Ίσως νάκρυβε μερικά πράματα.
Όμως ψέματα, —σίγουρα, ψέματα δε σούπε ποτέ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πες το όπως σ’ αρέσει. Η ουσία είναι η ίδια.—Έτσι όμως ήρθε η
καταστροφή. Η τελειωτική καταστροφή. Κ’ έγινε καπνός το παλιό μεγαλείο του.
ΕΛΛΑ: (σάμπως στον εαυτό της) Ναι, όλα γκρεμιστήκανε—και γ ι.’ α υ τ ό ν—Και γι’
άλλους.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τινάζεται απειλητική) Όμως αυτό σου τορκίζουμαι, Έλλα,—δε θα
υποκύψω ! Θα πάρω την ικανοποίησή μου. Όσο γι’ αυτό νάσαι βέβαιη.
ΕΛΛΑ: (σαστισμένη) Την ικανοποίησή σου ; Τι εννοείς ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ν’ αποκατασταθεί τόνομα, η τιμή και η περιουσία μας. Ν’
αποζημιωθώ για τη ζωή μου που χάλασε, να ποια θάναι η ικανοποίησή μου ! Κ’ έχω
κάποιον,—ω νάσαι βέβαιη γι’ αυτό —έχω κάποιον που θα τα δ ι ο ρ θ ώ σ ε ι,—που θα
καθαρίσει ό,τι λέρωσε ο διευθυντής της Τραπέζης.
ΕΛΛΑ: Γκούνχιλδ, Γκούνχιλδ !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μεγαλήτερη έξαψη) Γνώριζε πως υπάρχει ένας εκδικητής ! Αυτός
που θαναστυλώσει ό,τι μου γκρέμισε ο πατέρας του.
ΕΛΛΑ: Μιλάς για τον Έρχαρτ ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, για τον Έρχαρτ,—το υπέροχο παιδί μου ! Αυτός θανορθώσει την
οικογένεια, το σπίτι και τόνομά μας. Όλα όσα μ π ο ρ ο ύ ν να διορθωθούν.—Κ’ ίσως να
κάμει ακόμα περισσότερα.
ΕΛΛΑ: (με αλλαγμένο τόνο) Πες μου καθαρά— άλλωστε γι’ α υ τ ό ν το λόγο ήρθα σε
σένα—
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι θέλεις;
ΕΛΛΑ: Ήθελα πολύ να μιλήσουμε για ένα ζήτημα.—Ο Έρχαρτ —νομίζω—--δε μένει
εδώ έξω—μαζί σας.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σκληρά) Ο Έρχαρτ δε μ π ο ρ ε ί να καθίσει μαζί μου. Πρέπει να
μένει στην πόλη.
ΕΛΛΑ: Μου τόγραψε.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Οι σπουδές του το απαιτούν. Όμως έρχεται κάθε βράδι εδώ έξω κα με
βλέπει λίγο.
ΕΛΛΑ: Τότε θα μπορούσα ίσως να τον δω κ’ εγώ ε; Και να του μιλήσω αμέσως ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν ήρθε ακόμα. Μα τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή.
ΕΛΛΑ: Κι όμως Γκούνχιλδ,—π ρ έ π ε ι νάναι εδώ. Γιατί ακούω πάνω εκεί τα βήματά
του.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μια φευγαλέα ματιά) Πάνω στη σάλα ;
ΕΛΛΑ : Ναι, ακούω τα βήματά του από την ώρα που μπήκα εδώ μέσα.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με αρνητικό κίνημα της κεφαλής) Δεν είναι αυτός, Έλλα.
ΕΛΛΑ: (σαστισμένη) Δεν είναι ο Έρχαρτ ; (Με μιαν υποψία) Τότε ποιος είναι ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Ο διευθυντής της Τραπέζης,
ΕΛΛΑ: (σιγά και με συγκρατημένο πόνο) Ο Μπόρκμαν. Ο Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Έτσι περπατάει πάνω-κάτω. Πέρα δώθε. Απ’ το πρωί ως το βράδι.
Όλες τις μέρες του χρόνου.
ΕΛΛΑ: (την κοιτάζει) Πρέπει νάναι φριχτή η ζωή σας, Γκούνχιλδ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Η λέξη φριχτή δε λέει τίποτα ! Σε λίγο δε θα μπορώ ν’ ανθέξω πια !
ΕΛΛΑ: Το καταλαβαίνω.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ν’ ακούω αδιάκοπα, ακατάπαυτα τα βήματά του εκεί πάνω !
ΕΛΛΑ: (επφυλαχτικά): Δεν τον επισκέπτεται κανένας από τους παλιούς του φίλους ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν χ ε ι παλιούς φίλους.
ΕΛΛΑ: Κ’ έτσι ζει λοιπόν εκεί πάνω ολομόνσχος.
70
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Νομίζω ναι. Κι όμως άκουσα να λένε για να γέρο αντιγραφέα που
έρχεται καμιά φορά και τον βλέπει.
ΕΛΛΑ: Α, σίγουρα θάναι ο Φόλνταλ. Καθώς ξέρω, είταν παιδικοί φίλοι.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, έτσι θαρρώ πως είναι. Άλλωστε δεν τον ξέρω καθόλου. Δε
σύχναζε στον κύκλο μας. Όταν ακόμα ε ί χ α μ ε κάποιον κύκλο—
ΕΛΛΑ: Όμως τώρα έρχεται και βλέπει τον ΜΠΟΡΚΜΑΝ ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι. Δεν είναι και πολύ δύσκολος. Κ’ έπειτα έρχεται μόνο σα
σκοτεινιάζει.
ΕΛΛΑ: Αυτός ο Φόλνταλ είναι, θαρρώ, από τα θύματα της χρεωκοπίας της Τραπέζης.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (επιπόλαια) Όσο θυμάμαι, νομίζω πως έχασε κι αυτός λίγα χρήματα.
Μα το ποσόν είταν πολύ ασήμαντο—
ΕΛΛΑ: (με κάποιαν έμφαση) Είταν ολάκερη η περιουσία του.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω Θε μου—η περιουσία του, που λες, είτανε μηδαμινή. Δεν αξίζει τον
κόπο να γίνεται λόγος.
ΕΛΛΑ: Κι ούτε έ κ α ν ε, θαρρώ, καθόλου λόγο—ο Φόλνταλ—όταν έγινε η δίκη.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σε πληροφορώ πως ο Έρχαρτ τον αποζημίωσε με το παραπάνω γι’
αυτή την ασήμαντη υπηρεσία του.
ΕΛΛΑ: (σαστισμένη): Ο Έρχαρτ; πώς μπόρεσε ο Έρχαρτ να τον αποζημιώσει ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Παίρνοντας πάνω του τη μικρότερη κόρη του Φόλνταλ. Της δίνει
μαθήματα,—έτσι που με τον καιρό ίσως μπορέσει και γίνει κάτι—λυτό ξέρεις,—είναι
πολύ περισσότερο από κείνο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν ο πατέρας της.
ΕΛΛΑ: Ο πατέρα ς της,—δε ζει καθόλου άνετα, νομίζω.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κ’ ύστερα ο Έρχαρτ τα κατάφερε να τη σπουδάσει και μουσική.
Προχώρησε τόσο πολύ, που ανεβαίνει καμιά φορά πάνω-—εκεί πάνω στη σάλα, και του
παίζει λίγο.
ΕΛΛΑ: Ώστε αγαπά πάντα τη μουσική, ε ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω ναι, έτσι φαίνεται. Έχει πάνω το πιάνο που μας έστειλες—όταν
είτανε ν’ αποφυλακιστεί—
ΕΛΛΑ: Και σ’ αυτό το πιάνο του παίζει ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι,—κάποτε κάποτε. Τα βράδια. Κι αυτό ο Έρχαρτ το κανόνισε.
ΕΛΛΑ: Κι αναγκάζεται το καημένο το κορίτσι να κάνει κάθε φορά όλο το δρόμο από την
πόλη ως εδώ κι από δω ως την πόλη ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όχι, δεν είναι ανάγκη. Ο Έρχαρτ φρόντισε να μένει στο σπίτι μιας
κυρίας που μένει εδώ κοντά. Σε κάποιας κυρίας Βίλτον—
ΕΛΛΑ: (ζωηρά) Κυρία Βίλτον!
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Είναι μια πολύ πλούσια κυρία. Κάθεται πολύ κοντά μας. Κ’ έρχεται
καμιά φορά και τα λέμε.
ΕΛΛΑ: Και σ’ αρέσει;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Είναι πολύ έξυπνη κ’ έχει μια περίεργη ξαστεράδα στην κρίση της.
Τον Έρχαρτ λόγου χάρη τον έχει σπουδάσει. κατά βάθος. Τον ξέρει κατά γράμμα—ως της
ψυχής του τα βάθη. Γι’ αυτό και κείνος την αποθεώνει,—και το βρίσκω πολύ φυσικό.
ΕΛΛΑ: (κάπως παραπειστικά) Μα τότε είναι περισσότερο γνωστή του Έρχαρτ παρά δική
σου,
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μίλα μου καθαρά.
ΕΛΛΑ: Πριν απ’ όλα θα σου πω τ ο ύ τ ο, ότι κ’ ε γ ώ έχω, νομίζω, κάποιο δικαίωμα
πάνω στον Έρχαρτ. Ή μήπως το αμφισβητείς;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (διασχίζει το δωμάτιο) Φυσικά ! Ξόδεψες τόσα χρήματα γι’ αυτόν—!
ΕΛΛΑ: Ανοησίες ! Δεν είναι γι’ αυτό, Γκούνχιλδ. Είναι γιατί τον αγαπώ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ένα ειρωνικό χαμόγελο) Το γιο μ ο υ ; Μπορείς να τον αγαπάς; Εσύ
; Παρ’ όλ’ αυτά ;
71
ΕΛΛΑ: Ναι, μπορώ. Και γι’ αυτό φυσικά ανησυχώ, όταν αισθάνουμαι πως κάποιος
κίνδυνος τον απειλεί.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Ο Έρχαρτ απειλείται! Και τι τον απειλεί; Ή μάλλον π ο ι ο ς απειλεί
τον Έρχαρτ ;
ΕΛΛΑ: Πρώτα-πρώτα ε σ ύ,—με τον τρόπο σ ο υ—
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ταραγμένη) Εγώ !
ΕΛΛΑ :—κ’ έπειτα αυτή η κυρία Βίλτον,—το φοβάμαι πολύ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (την κοιτάζει κάμποσο αμίλητη) Και πιστεύεις κάτι τέτιο για τον
Έρχαρτ ! Για το γιο μ ο υ. Γι’ α υ τ ό ν που έχει να εκπληρώσει μια τέτιαν αποστολή στη
ζωή του ;
ΕΛΛΑ: (περιφρονητικά) Ωχ, μη μου μιλάς γι’ αποστολές—!
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αγαναχτισμένη) Και τολμάς να μου το λες αυτό με τέτια
περιφρόνηση ;
ΕΛΛΑ: Μα θαρρείς πως ένας άνθρωπος στην ηλικία του Έρχαρτ,—νέος, δροσερός,
γεμάτος υγεία, —θαρρείς λοιπόν πως θα πάει να θυσιαστεί για— για μιαν «αποστολή»
καθώς τη λες ! ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (δυνατά και σταθερά) Ο Έρχαρτ θα το κάνει. Είμαι σίγουρη.
ΕΛΛΑ: (κουνώντας το κεφάλι της) Δεν είσαι σίγουρη κι ούτε το ‘πιστεύεις, Γκούνχιλδ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν το πιστεύω !;
ΕΛΛΑ: Αυτό είναι ένα ό ν ε ι ρ ο που σε λικνίζει ! Γιατί αν δεν έπαιρνες κουράγιο απ’
αυτό το όνειρο, σίγουρα θα σε τσάκιζε η απελπισία.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, θα τσακιζόμουν. (Βίαια) Κ’ ίσως θα το προτιμούσες α υ τ ό,
Έλλα.
ΕΛΛΑ: (σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι της) Ναι ! Θα το προτιμούσα,—αφού δε βρίσκεις
άλλον τρόπο να σωθείς, Παρά θυσιάζοντας τον Έρχαρτ !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (απειλητικά) Θέλεις να μπεις ανάμεσά μας ! Ανάμεσα μητέρας και
παιδιού ! Αυτό θέλεις !
ΕΛΛΑ: Θέλω να τον γλυτώσω από την επιρροή σου,—από την εξουσία σου,—από την
κυριαρχία σου.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (θριαμβευτικά) Δε μπορείς πια να το κάνεις ! Τον κρατούσες στα
δίχτυα σου—ίσαμε που έγινε δεκαπέντε χρονών. Όμως τώρα, τώρα τον ξανακέρδισα ! Το
βλέπεις.
ΕΛΛΑ: Τότε θα σού τον ξαναπάρω. Γιατί εσύ μόνο να τον εξουσιάζεις θέλεις.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και συ ;
ΕΛΛΑ: (θερμά) Εγώ θέλω νάχω την αγάπη του,— την ψυχή του,—την καρδιά του
ολάκερη !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (παράφορα) Αυτό δε θα το πετύχεις ποτέ σου πια !
ΕΛΛΑ: (κοιτάζοντας την) Μήπως φρόντισες κι όλας γι' αυτό ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (δηχτικά) Εκμεταλλεύτηκα τα οχτώ χρόνια—που τον είχα στα χέρια
μου, αγαπητή μου.
ΕΛΛΑ: (συγκρατείται) Τι είπες στον Έρχαρτ για μένα ; Δε μπορείς να μου το πεις ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μόνο την αλήθεια.
ΕΛΛΑ: Δηλαδή ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Του καλλιεργούσα επίμονα την ιδέα πώς έπρεπε νάναι καλός μαζί
σου, επειδή σε σ έ ν α το χρωστούσαμε και το χρωστάμε που περνάμε όπως περνάμε. Και
που βρισκόμαστε κι όλας στη ζωή.
ΕΛΛΑ: Δεν τούπες τίποτ’ άλλο ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ω, αυτό φτάνει, προξενεί μεγάλο πόνο. Το ξέρω από δική μου πείρα.
ΕΛΛΑ: Όμως αυτά τάξερε ο Έρχαρτ κι από πριν.
72
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν ξαναγύρισε κοντά μου, φανταζόταν πως όλ’ αυτά τάκανες από
καλωσύνη. (Την κοιτάζει χαιρέκακα) Τώρα πια δεν το πιστεύει, Έλλα.
ΕΛΛΑ: Και τι πιστεύει τώρα ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα πιστεύει την αλήθεια. Τον ρώτησα πώς εξηγεί τ’ ότι ή θεία
Έλλα δεν έρχεται ποτέ να μας δει—
ΕΛΛΑ: (διακόπτει) Αυτό τόξερε από καιρό !
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα ξέρει περισσότερα. Τον είχες πείσει πως δεν ερχόσουν από
λεπτότητα σε μένα και —σε κείνον πού περπατάει πάνω στη σάλα—.
ΕΛΛΑ: Κι αυτή είταν η αλήθεια.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τώρα πια ο Έρχαρτ δεν πιστεύει λέξη απ’ όλ’ αυτά.
ΕΛΛΑ : Και ποια γνώμη τον έκανες νάχει για μένα ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Πιστεύει αυτό που είναι αληθινό : πως ντρέπεσαι για μάς,—πως μας
περιφρονείς. Ή μήπως είναι ψέματα ; Δε σκόπευες κάποτε να μου τον πάρεις για πάντα ;
Για σκέψου το, Έλλα. Δε φαντάζουμαι να το ξέχασες.
ΕΛΛΑ: (έντονα) Αυτό έγινε όταν το σκάνδαλο είχε κορώσει. Την εποχή που θα γινόταν η
δίκη.—Τώρα πια δεν έχω τέτιους σκοπούς.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ε μ έ ν α χρειάζεται ό Έρχαρτ—όχι έ σ έ ν α. Και γι’ αυτό είναι
νεκρός για σένα. Και συ για κείνον.
ΕΛΛΑ: (ψυχρά, αποφασιστικά) Αυτό θα το δούμε. Γιατί τ ώ ρ α θα μείνω εδώ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (την κοιτάζει κατάματα) Εδώ στο χτήμα ;
ΕΛΛΑ: Ναι, εδώ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (συνέρχεται) : Σωστά, Έλλα, — το χτήμα σου ανήκει.
ΕΛΛΑ: Ανοησίες—
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όλα σου ανήκουν. Κ’ η καρέκλα που κάθουμαι είναι δικιά σου. Και
το κρεββάτι που περνώ άγρυπνη τις νύχτες μου σου ανήκει. Και το ψωμί που τρώμε, μας
το δίνεις εσύ.
ΕΛΛΑ: Αυτό δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ δεν πρέπει νάχει τίποτα
δικό του. Γιατί θάρθουν αμέσως να του το πάρουν.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ξέρω, ξέρω. Πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε από την ελεημοσύνη
και την ευσπλαχνία σου.
ΕΛΛΑ: (ψυχρά) Δε μπορώ να σ’ εμποδίσω να μη βλέπεις έ τ σ ι την κατάσταση,
Γκούνχιλδ.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όχι, ασφαλώς δε μπορείς.— Πότε πρέπει να μετακομίσουμε ;
ΕΛΛΑ: (την κοιτάει) Να μετακομίσετε ;
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ταραγμένη) Δεν πιστεύω να φαντάζεσαι πως θα μείνω μαζί σου κάτω
από την ίδια στέγη !—Όχι, τότε καλήτερα στο άσυλο ή στους πέντε δρόμους !
ΕΛΛΑ: Καλά ! Τότε δόσε μου τον Έρχαρτ—
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τον Έρχαρτ ! Το γιο μ ο υ ! Το παιδί μου !
ΕΛΛΑ: Ναι,—τ ό τ ε θα φύγω αμέσως μαζί του.
ΚΑ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σκέφτεται λίγο, ύστερα παίρνοντας γλήγορα μιαν απόφαση) Ο Έρχαρτ
ας διαλέξει μόνος του μεταξύ των δυο μας.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
73
(Κάποιος χτυπά στην πόρτα της εισόδου. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ ακούει το χτύπημα, κοιτάζει
γλήγορα προς την πόρτα, μα σωπαίνει. Ύστερ’ από λίγο ακούγεται και δεύτερο χτύπημα στην
πόρτα, πιο δυνατό από το πρώτο. Ο ΜΠΟΡΚΜΑΝ αναπηδά· στηρίζει το αριστερό του χέρι
πάνω στο γραφείο και βάζει το δεξιό στο στήθος του)
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εμπρός !
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (στέκεται μπροστά του) Είναι αληθινό αυτό πού είπες πρωτήτερα—δεν
έκανες καρριέρα. Όμως α υ τ ό σου το υπόσχουμαι, Γουλιέλμε: όταν σημάνει κάποτε για
μένα ή ώρα της ικανοποίησης—
ΦΟΛΝΤΑΛ: (κάνει να σηκωθεί) Ω, σ’ ευγνωμονώ πού—!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον εμποδίζει να σηκωθεί) Μη σηκώνεσαι. (Με ταραχή πολλή, που
μεγαλώνει ολοένα) Όταν σημάνει για μένα ή ώρα της ικανοποίησης —όταν θα δούνε πως
δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς εμένα—όταν θαρθούνε να με βρουν, εδώ—και θα
σέρνονται μπροστά μου να με παρακαλούν και να μ’ εκλιπαρούνε ν’ αναλάβω πάλι τη
διεύθυνση τής Τραπέζης—! Της νέας Τραπέζης πού ίδρυσαν—και πού είναι ανίκανοι να
τη διοικήσουν—(Στέκεται όπως πριν μπροστά στο γραφείο κα χτυπά το στήθος του) Ε δ ώ
θα κάθουμαι και θα τους υποδεχθώ! Και θ’ ακουστούνε σε όλη τη χώρα σι όροι που θα
τους θέσει ο Τζων Γαβριήλ ΜΠΟΡΚΜΑΝ —(σταματά απότομα και κοιτάζει τον
ΦΟΛΝΤΑΛ) Με κοιτάζεις σα ν’ αμφιβάλλεις. Δεν το πιστεύεις πώς θάρθουν; Πως μια
μέρα πρέπει—πρέπει νάρθουνε. Δεν το πιστεύεις;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω Θε μου, το πιστεύω, Τζων Γαβριήλ.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ξανακάθεται στον καναπέ) Είμαι βέβαιος. Αν δεν είχα την ακλόνητη
πεποίθηση πως θάρθουν—αν δεν την είχα αυτήν την πεποίθηση,—ω θάχα σφηνώσει μια
σφαίρα στο κεφάλι μου.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (τρομαγμένος) Για όνομα του θεού—!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (θριαμβευτικά) Όμως θάρθουν! Έρχονται κιόλας! Για κοίταξε! Κάθε
μέρα, κάθε ώρα τους περιμένω νάρθουν. Και καθώς βλέπεις, είμαι έτοιμος να τους
υποδεχθώ.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (μ’ έναν δισταγμό) Φτάνει μόνο νάρθουνε γλήγορα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ανήσυχος) Ναι, σωστά. Ο καιρός περνά· τα χρόνια φεύγουν· ή ζωή,—
όχι, όχι,—δεν τολμώ να το συλλογιστώ! (Τον κοιτάζει) Ξέρεις πώς αισθάνουμαι τον εαυτό
μου καμιά φορά;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι, πώς;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σαν ένα Ναπολέοντα πού σακατεύτηκε στην πρώτη κιόλας μάχη πού
έδωσε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (με το χέρι στο χαρτοφύλακα) Το ξέρω κ’ εγώ αυτό το αίσθημα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν αποκλείεται, όμως σε μικρογραφία.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (ήρεμα) Ο μικρός μου ποιητικός κόσμος. έχει για μένα μεγάλη αξία, Τζων
Γαβριήλ.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ζωηρά) Ναι, μα προηγούμαι εγώ που θα μπορούσα να δημιουργήσω
εκατομμύρια. Που θάβαζα μπροστά ορυχεία. Καινούργια μεταλλεία που δεν τα βάζει ο
νους σου. Υδατοπτώσεις! Λατομεία! Που θάνοιγα εμπορικούς δρόμους και θαλάσσιες
συγκοινωνίες σ’ όλον τον κόσμο. Όλα, όλ’ αυτά θα μπορούσα να τα κάνω μόνος μου.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ναι,—ξέρω. Δεν υποχωρούσες μπροστά σε τίποτα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σφίγγοντας τα χέρια του) Κα τώρα είμαι αναγκασμένος να κάθουμαι εδώ
σαν ένας αγριοτετεινός που του λαβώσανε τα φτερά και να βλέπω τούς άλλους να με
προσπερνάνε—και να μ’ αφήνουν πίσω, βήμα-βήμα !
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω, το ίδιο μου συμβαίνει και μ έ ν α.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (χωρίς να τον προσέξει) Ξανακούστηκε ποτέ τέτοια συμφορά; Ένα βήμα
μούμενε για να φτάσω στο σκοπό μου. Οχτώ μέρες προθεσμία μόνο μου χρειάζονταν κι
όλες οι καταθέσεις θα πληρώνονταν. Όλες οι αξίες πού είχα την τόλμη να χρησιμοποιήσω,
θάμπαιναν πάλι στη θέση τους. Οι κολοσσιαίες εταιρείες πού είχα ονειρευτεί είτανε
σχεδόν έτοιμες. Κανένας δε θάχανε ούτε μια πεντάρα—
ΦΟΛΝΤΑΛ: Θε μου μεγαλοδύναμε—είχες αλήθεια φτάσει στο σκοπό σου—
76
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με λύσσα) Και ξαφνικά ρίχτηκε πάνω μου ό προδότης! ‘Ακριβώς τις
μέρες πού περίμενα την πραγματοποίηση! (Τον κοιτάζει) Ξέρεις ποιο είναι, κατά τη γνώμη
μου, το ατιμότερο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει ό άνθρωπος;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι, ποιο είναι;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν είναι ό φόνος. Ούτε ή ληστεία ή νυχτερινή διάρρηξη. Ούτε καν η
επιορκία. Γιατί αυτές τις πράξεις τις κάνει κανένας σε ανθρώπους που τους μισεί, ή που
του είναι αδιάφοροι και δεν τον ενδιαφέρουν.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Τότε, Τζων Γαβριήλ, ποιο είναι το ατιμότερο έγκλημα—;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ έμφαση) Όταν ένας φίλος κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης του
φίλου του, αυτό είναι το πιο άτιμο απ’ όλα.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (κάπως δισταχτικός) Ναι, μα γι’ άκουσε με—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αναπηδώντας) Ξέρω τι θα μου πεις. Μα δεν έχει καμιά σχέση. Οι
άνθρωποι πού είχαν καταθέσεις στην Τράπεζα, θάπαιρναν πίσω τα λεφτά τους. Όλα, μέχρι
πεντάρας·!—Όχι, αγαπητέ μου,— το πιο άτιμο έγκλημα πού μπορεί να κάνει ένας
άνθρωπος είναι να εκμεταλλευθεί τα γράμματα ενός φίλου του,—να παραδώσει στη
δημοσιότητα όσα του είχε εμπιστευθεί σε ιδιωτικές κουβέντες τους, έτσι μεταξύ τους, σα
να τα ψιθύριζε στο άδειο, σκοτεινό και κλειστό δωμάτιο πού βρίσκονταν. Ο άνθρωπος
πού καταφεύγει σε τέτοια μέσα είναι μολυσμένος και δηλητηριασμένος από μιαν
εγκληματική ηθική. Έναν τέτοιο φίλο είχα λοιπόν.— Κι α υ τ ό ς με κατέστρεψε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Μαντεύω γιό ποιόνε λες.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δεν υπήρχε πτυχή σ’ όλη μου τη δράση που να μην του την αποκαλύψω.
Κι αυτός όταν ήρθε ή στιγμή, έστρεψε κατά πάνω μου τα όπλα πού τούχα βάλει εγώ στα
χέρια του.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ποτέ μου δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί—; Μια φορά ό κόσμος είπε πολλά.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι είπε ό κόσμος. Πες μου. Δεν ξέρω τίποτα. Αμέσως ύστερ’ απ’ αυτό—
με απομονώσανε. Τι είπε λοιπόν ό κόσμος, Γουλιέλμε;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ήθελες, λέει, να γίνεις υπουργός.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τη θέση μου την προσφέρανε. Μα την αρνήθηκα.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ώστε λοιπόν δεν είσουν εμπόδιο στο δρόμο του.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ώ όχι,—κι ούτε με πρόδωσε γι’ αυτό,
ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα τότε ειλικρινώς δεν καταλαβαίνω—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Σε σένα μπορώ να το πω, Γουλιέλμε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Τι;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Υπήρχε, ξέρεις, μεταξύ μας—κάποια :γυναικοδουλειά.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Μια γυναικοδουλειά; Τι λες, Τζων Γαβριήλ
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τον διακόπτει) Ναι, ναι, ναι,—αλλ’ ας μη μιλάμε γι’ αυτές τις παλιές,
ιστορίες.—Μια φορά κ α ν έ ν α ς μ α ς δεν έγινε υπουργός.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όμως α υ τ ό ς ανέβηκε πολύ ψηλά.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κ’ εγώ γκρεμίστηκα στο βάραθρο.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ω, τι τρομερή τραγωδία—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με μια καταφατική κίνηση) Τρομερή σαν τη δ ι κ ή σ ο υ, όταν το
καλοσκέφτουμαι.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (με αφέλεια) Ναι, περίπου.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (γελά ελαφρά) Όταν τη δεις όμως από μιαν άλλη πλευρά, τότε φαίνεται
σαν κωμωδία.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Κωμωδία; Πώς αυτό;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όπως τώρα εξελίσσεται,— ναι. Γι’ άκουσε με.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Λέγε.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν ήρθες, δε βρήκες πια τη Φρίντα εδώ.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι.
77
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ενώ λοιπόν εμείς καθόμαστε εδώ πέρα, εκείνη παίζει για να χορεύουν οι
προσκαλεσμένοι του ανθρώπου που με πρόδωσε και με κατέστρεψε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν είχα ούτε την παραμικρήν ιδέα!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, πήρε τις νότες της και πήγε εκεί —στο σπίτι αυτών των κυρίων.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (σα να θέλει να τη δικαιολογήσει) Για σκέψου, το κακόμοιρο το παιδί—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μαντεύεις και για ποιόν άλλον παίζει;
ΦΟΛΝΤΑΛ : Όχι.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ : Για το γιό μου.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι δα!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, τι λες λοιπόν γι’ αυτό, Γουλιέλμε; Ο γιος μου είναι απόψε ανάμεσα
στους Χορευτές της εσπερίδας του. Δεν έχω λοιπόν δίκιο πού μιλώ για κωμωδία;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Τότε σίγουρα δε θα ξέρει.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Τι δεν ξέρει;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Δε θα ξέρει σίγουρα με ποιόν τρόπο – αυτός, ο –
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έλα ονόμασε τον άφοβα. Τώρα πια δεν ταράζουμαι όταν ακούω τόνομά
του.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Έχω την πεποίθηση πως ο γιος σου δεν ξέρει τα καθέκαστα, Τζων Γαβριήλ.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κάθεται σκυθρωπός και χτυπά το τραπέζι) Τα ξέρει όλα—όπως σε βλέπω
και με βλέπεις!
ΦΟΛΝΤΑΛ : Μα τότε πώς είναι δυνατόν να συχνάζει στο σπίτι τ ο υ;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κουνώντας το κεφάλι του) Ο γιος μου δε βλέπει τα πράματα με το μάτι
που τα βλέπω εγώ. Παίρνω όρκο πώς είναι με το μέρος των εχθρών μου! Τέλος πάντων
φρονεί, καθώς αυτές, πώς ό δικηγόρος Χίνκελ έκανε το καθήκον και το χρέος του σαν
πήγε και με πρόδωσε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα προς θεού, ποιος τότε του παρουσίασε έ τ σ ι τα πράματα;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ποιος; Ξεχνάς λοιπόν ποιος τον μεγάλωσε Πρώτα ή Θεία του—από έξη ή
εφτά χρονών. Κι αργότερα—ή μητέρα του!
ΦΟΛΝΤΑΛ: θαρρώ πως σ’ αυτό το κεφάλαιο τις αδικείς.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (αναπηδώντας) Δε συνηθίζω ν’ αδικώ κανέναν άνθρωπο! Αυτές σου λέω
τον μεγάλωσαν καλλιεργώντας στην ψυχή του το μίσος εναντίο μου.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (υποχωρητικά) Ναι, ναι, ναι,—έτσι θάναι.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (πικρόχολα) Ω, αυτές οι γυναίκες ! Μάς θλίβουν και μάς τσακίζουν τη
ζωή μας! Καταστρέφουν τη μοίρα μας,—μάς φράζουν το δρόμο για τη νίκη μας.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όχι όλες, ξέρεις!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Μπα; Ονόμασε μου μερικές που αξίζουν κάτι.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Σωστά, έχεις δίκιο, Οι λίγες πού ξέρω δεν αξίζουν τίποτα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (περιφρονητικά) Ποιο το όφελος λοιπόν ότι υπάρχουν τέτοιες γυναίκες,—
όταν δεν τις ξέρει κανένας.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (με θέρμη) Κι όμως, Τζων Γαβριήλ, υ π ά ρ χ ε ι κάποιο όφελος. Δεν είναι
παρήγορο, δεν είναι υπέροχο να σκέφτεσαι πως κάπου εδώ, τριγύρω μας ή έστω και πολύ
μακριά μας, υπάρχει ή αληθινή γυναίκα;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (με χειρονομία ανυπομονησίας) Πάψε λοιπόν με τις ποιητικές φλυαρίες
σου!
ΦΟΛΝΤΑΛ: (τον κοιτάζει βαθιά απογοητευμένος) Ποιητικές φλυαρίες—έτσι ονομάζεις
τις ιερώτερες πεποιθήσεις μου!;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, παίρνω αυτό το θάρρος! Κι αν δεν πρόκοψες καθόλου στη ζωή,.
μάθε πως α υ τ έ ς είταν η αιτία. Αν άφηνες στην μπάντα αυτές τις ανοησίες, θα μπορούσα
να σε ξαναστήσω στα πόδια σου—να σ’ ανυψώσω.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (βράζοντας μέσα του από θυμό) Αχ, δ έ ν .έ χ ε ι ς τη δύναμη να το κάνεις.
78
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ας πάρω ξανά την εξουσία στα χέρια μου και τότε βλέπεις αν έ χ ω τη
δύναμη.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Έχεις ακόμα πολύ δρόμο να κάνεις.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (ζωηρά) Μήπως έχεις τη γνώμη πως δε θα το πετύχω ποτέ; Απάντησε μου
σ’ αυτό!
ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν ξέρω τι να σ’ απαντήσω.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σηκώνεται, ψυχρός κ’ επιβλητικός, και του δείχνει με μια κίνηση την
πόρτα) Τότε είσαι περιττός εδώ μέσα.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (αναπηδώντας) Περιττός—;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν δεν πιστεύεις πώς θ’ αλλάξει ή τύχη μου—
ΦΟΛΝΤΑΛ: Μα δε μπορώ να πιστεύω κάτι πού είναι ενάντιο στη λογική !—Θάπρεπε ν’
αποκατασταθείς πρώτα—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Προχώρει! Παρακάτω!
ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν τέλειωσα, βέβαια, τα νομικά μου·— ωστόσο από ό,τι έμαθα τότε,
φρονώ—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (γλήγορα) Πώς είναι αδύνατον, έ;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Δεν υπάρχει κανένα προηγούμενο.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Δε χρειάζεται, όταν πρόκειται για εξαιρετικούς ανθρώπούς.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ (σκληρά κι αποφθεγματικά) Δεν είσαι ποιητής, Γουλιέλμε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (σταυρώνοντας άθελα τα χέρια του) Το λες αυτό σοβαρά;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ:(αποκρουστικά, χωρίς να τού απαντήσει) Εμείς ο δυο χάνουμε τον καιρό
μας άδικα. Το καλύτερο είναι να μην ξανάρθεις πια.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Θέλεις λοιπόν να φύγω;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ (χωρίς να τον κοιτάξει) Δε σε χρειάζουμαι πια.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (καλόκαρδα, παίρνοντας το χαρτοφύλακά του) Καλά λοιπόν—ας γίνει κι
αυτό!
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ώστε όλον αυτό τον καιρό μούλεγες ψέματα.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (κουνά το κεφάλι) Ποτέ δεν είπα ψέματα Τζων Γαβριήλ.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ψέματα δεν έλεγες σα μούδινες πάντα ελπίδες κ’ έδειχνες εμπιστοσύνη σε
μένα;
ΦΟΛΝΤΑΛ: Ενόσω πίστευες και συ στην α π ο σ τ ο λ ή μου, δεν ήταν ψέματα. Πίστευα
σε σένα, όσο καιρό πίστευες και συ σε μένα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ξεγελιόμαστε αμοιβαία. Και στο τέλος απατούσαμε και τον εαυτό μας—ό
καθένας για λογαριασμό του.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Όμως αυτό δεν είναι στο βάθος φιλία Τζων Γαβριήλ;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μ’ ένα πικρό χαμόγελο) Βέβαια, ναι, το να ξέρεις ν’ απατάς—αυτό είναι
φιλία. Έχεις δίκιο. Έχω πείρα κι από άλλοτε.
ΦΟΛΝΤΑΛ: (σηκώνοντας τα μάτια του) Ώστε δεν είμαι ποιητής. Κ’ είχες το κουράγιο να
μου το πεις έτσι άκαρδα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σε πιο μαλακό τόνο) Μα, δεν είμαι δα κ’ ειδικός σ’ α υ τ ά τα ζητήματα.
ΦΟΛΝΤΑΛ : Είσαι περισσότερο από όσο φαντάζεσαι.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ;
ΦΟΛΝΤΑΛ: (σιγά) Ναι, Τζων Γαβριήλ. Γιατί κ’ εγώ είχα τις αμφιβολίες μου—πολλές
φορές. Τη φριχτήν αμφιβολία—μήπως σπατάλησα τη ζωή μου για μια φαντασιοπληξία.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Όταν αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου, είσαι χαμένος άνθρωπος.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Γι’ αυτό είτανε μια παρηγοριά για μένα νάρχουμαι εδώ και να παίρνω
θάρρος από σένα πού πίστευες. (Παίρνει το καπέλλο τον) —Τώρα όμως είσαι πια ένας
ξένος για μένα.
79
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και συ για μένα.
ΦΟΛΝΤΑΛ: Καληνύχτα, Τζων Γαβριήλ.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Καληνύχτα, Γουλιέλμε.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
80
Πράξη 4η - Τέλος
(Φτάνουνε σιγά-σιγά στις φυτείες που είναι αριστερά. Οι φυτείες χάνονται λίγο-λίγο από τα
μάτια του θεατή, έτσι που στο τέλος δε φαίνονται πια ούτε αυτοί οι ίδιοι. Το σπίτι και το
χτήμα φεύγουν από το οπτικό πεδίο του κοινού3. Η τοποθεσία αλλάζει ολοένα αργά-αργά
και γίνεται πιο ανώμαλη κι ορεινή, όσο πάει, και πιο άγρια)
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: (από το δάσος δεξιά) Πού είμαστε, Τζων; Δεν καταλαβαίνω πια.
που βρίσκουμαι.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (από ψηλότερα) Ακολούθα τις πατημασιές μου πάνω στο
χιόνι
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: Μα γιατί ν’ ανέβουμε τόσα ψηλά ;
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (κοντήτερα) Πρέπει να βγούμε απ’ το λοξό το μονοπάτι.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΣ: Αχ, σε λίγο πια δε θα μπορώ να κάνω βήμα.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (στην άκρη του δάσους δεξιά) Έλα, Έλα ! Λίγο θέμε ακόμα για να βγούμε
στο ξάγναντο. Εκεί βρισκόταν άλλοτε ένας πάγκος—.
ΕΛΛΑ: (φαίνεται ανάμεσα από τα δέντρα) Τον θυμάσαι ακόμα ;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εκεί μπορείς να ξεκουραστείς.
(Έχουνε φτάσει σ’ ένα μικρό φαλακρό ψήλωμα του δάσους. Πίσω τους μια απότομη πλαγιά.
Αριστερά, βαθιά στον ορίζοντα, διακρίνειαι ένα τοπίο με το φγιορδ και κάτι ράχες βουνών
μακρύτερα η μια κορυφή πίσω από την άλλη. Στο αποδάσωμα αριστερά ένα ξεραμένο πεύκο
μ’ έναν πάγκο μπροστά. Ένα παχύ στρώμα από χιόνι σκεπάζει το μέρος αυτό. Ο Μπόρκμαν
και πίσω του η Έλλα παλεύουν με κόπο ν’ ανοίξουνε δρόμο ανάμεσα απ’ χιόνια)
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (σταματάει αριστερά μπροστά στον γκρεμό) Έλα να κοιτάξεις από δω,
Έλλα.
ΕΛΛΑ: (κοντά του) Τι θέλεις να μου δείξεις, Τζων ;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Κοίτα πόσο πλατύς κ’.ελεόθερος απλώνεται ο κόσμος μπροστά μας—ως
εκεί που φτάνει το μάτι !
ΕΛΛΑ: Σε κείνον τον πάγκο καθόμαστε άλλοτε συχνά—κι αγναντεύαμε ένα κόσμο πολύ
μακρινότερο.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Ναι, μιαν ονειροχώρα αγναντεύαμε τότε.
ΕΛΛΑ: (κουνώντας με λύπη το κεφάλι της) Την ονειροχώρα της ζωής μας, ναι. Μα τώρα
το τοπίο είναι θαμένο μες στο χιόνι.—Και το γέρικο δέντρο ξεράθηκε.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (χωρίς να την ακούει) Διακρίνεις τον καπνό πού βγάζουν τα βαπόρια πέρα
στο φγιορδ ;
ΕΛΛΑ: Όχι.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ τον βλέπω. Τα βαπόρια πάνε κ’ έρχονται. Αδερφώνουν τη ζωή από
τη μιαν άκρη της γης στην άλλη. Σε χιλιάδες πατρίδες ετοιμάζουνε φως και ζεστασιά για
τις ψυχές. Να τι ήθελα να πραγματοποιήσω, να τι. ονειρεύτηκα κάποτε.
ΕΛΛΑ: (σιγά) Και τ’ όνειρό σου έμεινε όνειρο.
81
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Έμεινε όνειρο,· ναι. (Αφουγκράζεται) Και κάτω στον ποταμό—για άκου !
Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα εργοστάσιά μ ο υ. Όλα τα εργοστάσια που λογάριαζα να
βάλω μπροστά ! Άκου τα πώς δουλεύουν. Έχουνε νυχτέρι. Μέρα και νύχτα δουλεύουν
έτσι. Άκου, άκου ! Οι ρόδες γυρίζουν, τα κύλιντρα αστράφτουν—όλο γυρίζουν, όλο
γυρίζουν. Δεν τ’ ακούς, Έλλα ;
ΕΛΛΑ: Όχι.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Εγώ τ’ ακούω.
ΕΛΛΑ: (φοβισμένα) Φοβάμαι πως γελιέσαι, Τζων.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (που ανάβει ολοένα και περισσότερο) Μα όλ’ αυτά, ξέρεις,—είναι
προφυλακές μονάχα γύρω από το βασίλειό μου.
ΕΛΛΑ: Από το βασίλειό σου ; Ποιο βασίλειο εννοείς—;.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Το βασίλειό μου ! Το βασίλειο που λίγο ακόμα ήθελα για να το
καταχτήσω, όταν—όταν ξαφνικά πέθανα.
ΕΛΛΑ: (σιγά, με συγκίνηση) Αχ Τζων, Τζων !
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Και τώρα να το—απροστάτευτο κι ακυβέρνητο,—για να μπαίνουν και να
το κουρσεύουν οι ληστοσυμμορίτες.—Έλλα ! Βλέπεις τις βουνοσειρές—εκεί μακριά ; Τη
μια πάνω από την άλλη ; Γίνονται ψηλότερες. Στοιβάζονται. Εκεί είναι το βαθύ, το
απέραντο, το ανεξάντλητο βασίλειό μου.
ΕΛΛΑ: Αχ Τζων, είναι πολύ παγερός ο αέρας που έρχεται από κείνο το βασίλειο !
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: Αυτός ο αέρας είναι για μένα σαν πνοή ζωής. Αυτός ο αέρας φτάνει ως
εμένα σα χαιρετισμός από υποταχτικά πνεύματα. Τα οσφραίνουμαι τα σκλαβωμένα
εκατομμύρια· νιώθω τις φλέβες του μετάλλου, που απλώνουν τα στριφτά, κλαδωτά και
πλανερά τους χέρια κατά μένα. Τα έβλεπα όλ’ αυτά μπροστά μου σα ζωντανεμένες
σκιές,—κείνη τη νύχτα που κατέβηκα στα υπόγεια της Τραπέζης με το φανάρι στο χέρι.
Ήθελα να σας ξεσκλαβώσω τότε. Και το επιχείρησα. Μα δεν τα κατάφερα. Ο θησαυρός
ξανακυλίστηκε στα βάθη. (Απλώνοντας τα χέρια του) Όμως τώρα θα σας το ψιθυρίσω
μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Σας αγαπώ εσάς που κείτεστε σα νεκρά σε μαύρα βάθη !
Σας αγαπώ, πλούτη που διψάτε τη ζωή—εσείς και τη λαμπρήν ακολουθία σας από
μεγαλείο και δύναμη. Σας αγαπώ, σας αγαπώ, σας αγαπώ !
ΕΛΛΑ: (συγκρατώντας την ολοένα αυξανόμενη ταραχή της) Ναι, εκεί κάτω, και τότε όπως
και τώρα, βρίσκεται η αγάπη σου, Τζων. Εκεί είταν πάντα. Όμως εδώ πάνω στο φως της
ζωής,—εδώ βρισκότανε μια ζεστή, μια ζωντανή ανθρώπινη καρδιά που έπαλλε και
σκιρτούσε για σένα. Κι αυτήν την καρδιά την ποδοπάτησες. Κι όχι μονάχα αυτό. Έκανες
και κάτι πολύ χειρότερο—την π ο ύ λ η σ ε ς για—για—
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (τρέμοντας σα να τον έπιασε σύνγκρυο) Για το βασίλειο—και για τη
δύναμη—και για τη δόξα,— αυτό δε θέλεις να πεις;
ΕΛΛΑ: Ναι, αυτό. Σου τόπα και πρωτήτερα. Σκότωσες τη ζωή της αγάπης στην καρδιά
της γυναίκας που σ’ αγαπούσε. Και που την αγαπούσες και συ. Όσο τουλάχιστο σου ε ί τ
α ν δ υ ν α τ ό ν’ αγαπήσεις έναν άνθρωπο. (Σηκώνοντας το χέρι) Και γι' αυτό σου το
προλέγω—Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν,— Ποτέ σου δε θα πληρωθείς το τίμημα που
ζήτησες για το φόνο που έκανες. Ποτέ σου δε θα μπεις νικητής στο ψυχρό και σκοτεινό
βασίλειό σου.
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (πλησιάζει τρικλίζοντας τον πάγκο και πέφτει πάνω βαρύς) Σα να φοβάμαι
πως το προφήτεψες σωστά, Έλλα.
ΕΛΛΑ: (τον πλησιάζει) Δεν πρέπει να το φ ο β ά σ α ι, Τζων. Δεν έχεις να περιμένεις
τίποτα καλήτερο,
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (βγάζει μια κραυγή και πιάνει το στήθος του) Α—! (Αδύναμα) Τώρα μ’
άφησε.
ΕΛΛΑ: (σειόντας τον) : Τι είταν, Τζων ;
82
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (Πέφτει πάνω στο στήριγμα του πάγκου) Ένα παγωμένο χέρι μούπιασε την καρδιά.
ΕΛΛΑ : Τζων ! Ένιωσες αλήθεια ένα χέρι από πάγο να σου σφίγγει την καρδιά ;
ΜΠΟΡΚΜΑΝ: (μουρμουρίζει) Όχι.—Δεν είταν από πάγο—είταν ένα χέρι από σίδερο.
(Σωριάζεται πάνω στον πάγκο. Η Έλλα βγάζει με βία το πανωφόρι της και τον σκεπάζει)
(Κάνει λίγα βήματα δεξιά, μα ύστερα σταματά, ξαναγυρίζει και τού πιάνει για πολλήν ώρα
με το χέρι της το σφυγμό και το πρόσωπο)
ΕΛΛΑ: (σιγά και σταθερά) Όχι. Καλήτερα έτσι, Τζων Μπόρκμαν. Καλήτερα έτσι για
σένα.
(Τον σκεπάζει καλήτερα με το πανωφόρι της και κάθεται μπροστά του πάνω στο χιόνι)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
83
ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ
(ΡΟΣΜΕΡΣΧΟΛΜ)
Πράξη 4η - Τέλος
(Η Ρεβέκκα στέκει στο τραπέζι και τοποθετεί διάφορα μικροπράματα σε μια μικρή
βαλιτσούλα. Σιγή ένα λεπτό στη σκηνή)
ΡΟΣΜΕΡ: (σαν να τον πιάνει ένας τρόμος) Μην κάνεις αυτή την ερώτηση ! Μην το θίγεις
αυτό, Ρεβέκκα ! Ούτε λέξη άλλη, ούτε λέξη !
ΡΕΒΕΚΚΑ: Ίσα-Ίσα, αυτό ακριβώς πρέπει να ρωτώ. Ξέρεις τίποτα που θα μπορούσε να
πνίξει την αμφιβολία ; Γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα, Τίποτα.
ΡΟΣΜΕΡ: Καλήτερα, για σένα, που δεν το ξέρεις. Καλήτερα και για τους δυο μας.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Όχι, όχι, όχι, — αυτό δε με παρηγορεί διόλου εμένα. Αν ξέρεις κάτι, που θα
μπορούσε να με εξιλεώσει μπροστά στα μάτια σου, τότε το θεωρώ δικαίωμά μου να
απαιτήσω, να το πεις ρητά.
ΡΟΣΜΕΡ: (σαν παρασυρμένος με το στανιό αντίθετα σ’ εκείνο που θέλει) Τότε ας δούμε.
Λες πως νιόθεις μέσα σου τη μεγάλη αγάπη. Πως με μένα ή ψυχή σου εξευγενίστηκε.
Έτσι ; Έκαμες καλά τους λογαριασμούς σου ; Μπορούμε να κάμουμε την επαλήθευση; Ε;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Είμαι έτοιμη.
ΡΟΣΜΕΡ: Πότε θες τότε ;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Όποτε να ‘ναι. Όσο το γρηγορότερο τόσο καλήτερα.
ΡΟΣΜΕΡ: Τότε κάμε με να ιδώ, Ρεβέκκα. — για χάρη μου, — απόψε κιόλας. —
(διακόπτει) Α, όχι, όχι, όχι. Όχι !
ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι, Ρόσμερ ! Ναι, ναι ! Πες μου το, και θα ιδείς.
ΡΟΣΜΕΡ: Έχεις το κουράγιο, — είσαι πρόθυμη να — πρόσχαρα, όπως το είπε ο Ούρλικ
Μπρέντελ, — για χάρη μου, ίδιο απόψε, — πρόσχαρα, — να πάρεις το δρόμο, — που
πήρε η Μπεάτα ;
ΡΕΒΕΚΚΑ: (αργοσηκόνεται εκεί που κάθεται από τον καναπέ και λέει σχεδόν άναυδη)
Ρόσμερ! —
ΡΟΣΜΕΡ: Ναι, ξέρεις, — αυτό είναι το ερώτημα που δε θα μπορέσω να απαλλαγώ ποτέ,
— σαν θα ’χεις φύγει. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή σ’ αυτό θα ξαναγυρίζει ο νους μου. Ω,
μου φαίνεται, σα να σε βλέπω μπρος στα μάτια μου. Στέκεις πέρα, απάνω στο γεφύρι.
Καταμεσίς του γεφυριού. Σκύβεις πάνω απ’ το κάγκελο ! Ένας ίλιγγος σε τραβάει κάτω,
στο νεροσυρμό που βουίζει ! Όχι. Κάνεις πίσω. Δεν το αποφασίζεις, όχι, — εκείνο που
αποφάσισε αυτή.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Μα αν είχα όμως το κουράγιο ; Και την πρόσχαρη τη θέληση ; Τότε ;
ΡΟΣΜΕΡ: Τότε θα όφειλα βέβαια να σε πιστέψω. Τότε θα όφειλα βέβαια να ξανάβρω την
πίστη μου στον σκοπό μου. Την πίστη στην ικανότητά μου να εξευγενίσω τις ψυχές των
ανθρώπων. Την πίστη στην ικανότητα των ανθρώπων να εξευγενιστούν.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (παίρνει αργά - αργά το σάλι της, το ρίχνει στο κεφάλι και λέει συγκρατημένα)
Θα σου αποδοθεί η πίστη σου.
ΡΟΣΜΕΡ: Έχεις το κουράγιο και τη θέληση, — γι’ αυτό, Ρεβέκκα ;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Θα μπορέσεις να κρίνεις αύριο, — ή κι’ αργότερα, — άμα θα με ψαρέψουν
και με βγάλουν.
ΡΟΣΜΕΡ: (πιάνει το μέτωπό του) Υπάρχει μια ελκυστική φρίκη σ’ αυτό —!
ΡΕΒΕΚΚΑ: Γιατί δε θα μου άρεσε βέβαια να με παρατήσουνε κάτω εκεί. Όσο είναι
αναγκαίο μονάχα. Πρέπει να κοιτάξουνε να με βρουν.
ΡΟΣΜΕΡ: (ξεπετιέται απάνω) Μα τούτα εδώ, τούτα εδώ, — είναι παραφροσύνη. Καθαρή
παραφροσύνη. Ή σήκω φύγε, — ή μείνε.—Σε πιστεύω και τούτη τη φορά μοναχά με το
λόγο σου.
ΡΕΒΕΚΚΑ. Τρόπος του λέγειν, Ρόσμερ. Άφησε, ξέρεις, τις δειλίες και τις φυγές ξανά.
Πώς θα μπορούσες να με πιστέψεις με σκέτο το λόγο μου, έπειτα από τη μέρα τη
σημερινή ;
ΡΟΣΜΕΡ: Μα δε θέλω να ιδώ την ήττα σου, Ρεβέκκα !
ΡΕΒΕΚΚΑ: Δε θα υπάρξει καμιά ήττα.
ΡΟΣΜΕΡ: Θα υπάρξει. Δεν είσαι καμωμένη εσύ για να τραβήξεις το δρόμο της Μπεάτας.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Δεν το πιστεύεις ;
85
ΡΟΣΜΕΡ: Καθόλου. Δεν είσαι συ σαν τη Μπεάτα. Δεν βρίσκεσαι κάτω από την επίδραση
να σε κυβερνάει, μια παραζαλισμένη αντίληψη για τη ζωή.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Με κυβερνάει όμως η ροσμερική αντίληψη για τη ζωή, — τώρα. Εκείνο που
είμαι ένοχη, — οφείλω να το εξιλεώσω.
ΡΟΣΜΕΡ: (στυλόνει τα μάτια απάνω της) Επιμένεις αυτού ;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι.
ΡΟΣΜΕΡ: (αποφασισμένος) Καλά. Τότε εγώ, Ρεβέκκα, βλέπω τα πράματα με την
απολυτρωμένη δική μας αντίληψη. Κριτής αποπάνω μας δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό λοιπόν,
ας κοιτάξουμε να κρατήσουμε μόνοι μας δικαιοσύνη.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (παρεξηγόντας τον) Είναι κι’ αυτό επίσης. Είναι κι’ αυτό. Ο δικός μου
θάνατος θα σώσει σε σένα ό,τι καλήτερο έχεις.
ΡΟΣΜΕΡ: Ώ, σε μένα δεν υπάρχει τίποτα πια για να σωθεί.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Υπάρχει. Ενώ εγώ, — από σήμερα και μπρος δε θα ‘μουν, παρά σαν η κακή
γοργόνα του παραμυθιού, που θα πιανόταν από το καράβι του πηγαιμού σου μπρός, και
θα το μπόδιζε να προχωρήσει. Πρέπει να πεταχτώ στη θάλασσα. Ή μήπως θα ‘πρεπε ίσως
να σέρνουμαι εδώ απάνω στον κόσμο, να περιφέρω μια σακάτικη, μισερή ύπαρξη ; Να
αναπολώ κι’ όλο να αναπολώ την ευτυχία, που το παρελθόν μου μ’ έκαμε να χάσω ;
Πρέπει να φύγω από τη μέση, Ρόσμερ.
ΡΟΣΜΕΡ: Αν φύγεις, — θα σ’ ακολουθήσω κι’ εγώ μαζί.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (χαμογελάει αδιόρατα σχεδόν, τον κοιτάζει και λέει σιγαλότερα) Ναι, έλα μαζί
και συ, — να ‘σαι μάρτυρας —
ΡΟΣΜΕΡ: Θα σ’ ακολουθήσω είπα.
ΡΕΙ3ΕΚΚΑ: Ίσαμε το γεφύρι, ναι. Γιατί απάνω δα δεν έχεις την τόλμη να πατήσεις ποτέ
το ποδάρι σου.
ΡΟΣΜΕΡ: Το πρόσεξες ;
ΡΕΒΕΚΚΑ: (ξεπνοϊσμένα και δύσκολα) Ναι. Αυτό μ’ έκαμε να χάσω κάθε ελπίδα στην
αγάπη μου.
ΡΟΣΜΕΡ: Ρεβέκκα, — να, ακουμπάω το χέρι στο κεφάλι σου. (κάνει αυτό που λέει) Και
σε παίρνω γυναίκα μου νόμιμη κι’ αληθινή.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (αρπάζει και τα δυο του χέρια και σκύβει το κεφάλι στο στήθος του)
Ευχαριστώ, Ρόσμερ. (τον αφήνει) Και τόρα πηγαίνω — χαρούμενη.
ΡΟΣΜΕΡ: Άντρας και. γυναίκα οφείλουν να συνακολουθιούνται.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Μονάχα μέχρι το γεφύρι, Ρόσμερ.
ΡΟΣΜΕΡ: Κι’ απάνω επίσης. Όσο μακριά πας, — θα πάω κι’ εγώ μαζί. Γιατί τόρα την
έχω την τόλμη.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Ξέρεις με τόση απόλυτη βεβαιότητα, πως αυτός ο δρόμος είναι ο καλήτερος
για σένα ;
ΡΟΣΜΕΡ: Ξέρω πως είναι ο μόνος.
ΡΕΒΕΚΚΑ. Κι’ αν γελιέσαι σ’ αυτό ; Αν δεν είναι παρά μια πλάνη της φαντασίας σου ;
Κανένα απ’ αυτά τα άσπρα άτια του Ρόσμερσχολμ ;
ΡΟΣΜΕΡ: Και έτσι έστω. Να τούς ξεφύγουμε εμείς εδώ του αρχοντικού, δε γίνεται.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Τότε μείνε, Ρόσμερ.
ΡΟΣΜΕΡ: Ο άντρας οφείλει να ακολουθεί τη γυναίκα του, όπως η γυναίκα τον άντρα.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Και για πες μου. Εσύ με ακολουθείς εμένα ; Ή εγώ ακολουθώ εσένα ;
Ρ0ΣΜΕΡ: Δε θα το εξακριβόναμε ποτέ αυτό ως το βάθος.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Θα ήθελα ωστόσο πάρα πολύ να το μάθαινα.
Ρ0ΣΜΕΡ: Οι δυο εμείς ακολουθούμε ο ένας τον άλλονε, Ρεβέκκα, Εγώ εσένα και συ
εμένα.
86
ΡΕΒΕΚΚΑ: Το ίδιο σχεδόν πιστεύω κι’ εγώ.
ΡΟΣΜΕΡ: Γιατί τόρα είμαστε ένα.
ΡΕΒΕΚΚΑ. Ναι. Τόρα είμαστε ένα. Έτσι πηγαίνουμε χαρούμενοι.
(Βγαίνουν χέρι με χέρι από το χωλ και διακρίνονται να στρίβουν αριστερά. Η πόρτα
απομένει ανοιχτή πίσω τους)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
87
ΕΝΤΑ ΓΚΑΜΠΛΕΡ
Πράξη 1η
ΕΝΤΑ: (πλησιάζει την Κα Έλβστετ, χαμογελάει και λέει σιγά) Έτσι ! Μ’ ένα σμπάρο δυο
τρυγόνια.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τι Θέλετε να πείτε ;
ΕΝΤΑ: Μα δεν καταλάβατε πως ήθελα να φύγει ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Για να γράψει το γράμμα—
ΕΝΤΑ: Και γι’ αυτό και για να μιλήσομε μόνες.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ταραγμένη) Για το ίδιο ζήτημα ;
ΕΝΤΑ: Ναι, για το ίδιο.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (φοβισμένη) Μα δεν υπάρχει τ ί π ο τ’ ά λ λ ο, κυρία Τέσμαν !
Τίποτα, σας βεβαιώνω.
ΕΝΤΑ: Ω, υπάρχουν πολλά ακόμα—και σοβαρά μάλιστα. Αυτό τουλάχιστο μπόρεσα να
το καταλάβω. Ελάτε—θα καθήσομε - όμορφα όμορφα η μια κοντά στην άλλη.
(Αναγκάζει την κυρία Έλβστετ να καθήσει στην πολυθρόνα κοντά στη θερμάστρα κι αυτή
κάθεται σ’ ένα ταμπουρέτο)
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κοιτάζει φοβισμένη το ρολόι της) Μ’ αγαπητή, καλή μου κυρία
Τέσμαν—αυτή την ώρα έπρεπε να πηγαίνω.
ΕΝΤΑ: Αχ, δε σας βιάζει τίποτα—έτσι ; Για πείτε μου λοιπόν τώρα, πώς τα περνάτε σπίτι
σας.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ίσα - ίσα, γ ι’ α ύ τ ό δε θάθελα να γίνει λόγος.
ΕΝΤΑ: Και το λέτε σε μένα, αγαπητή μου—; Θε μου, σε μένα πού γνωριζόμαστε από το
λύκειο ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, μα είσαστε μια τάξη παραπάνω από μένα. Κι από τι φόβο σας
είχα πάρει τότε !
ΕΝΤΑ: Με φοβόσαστε αληθινά ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, σας έτρεμα. Γιατί όσες φορές με συναντούσατε στις σκάλες, με
τραβούσατε απ’ τα μαλλιά.
ΕΝΤΑ: Όχι δα. Τόκανα αυτό ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι. μια φορά μάλιστα είπατε πώς θα μου τα κάψετε.
ΕΝΤΑ: Παιδιάστικες ανοησίες !
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, Τότε όμως ήμουν τόσο κουτή.—Κι αργότερα χωριστήκαμε—
βρεθήκαμε τόσο μακριά η μια από την άλλη. Είταν τόσο διαφορετικός ο κύκλος που
ζούσε η καθεμιά μας.
ΕΝΤΑ: Τότε λοιπόν, ας προσπαθήσαμε νάρθομε κοντήτερα. Να, γι’ ακούστε. Στο λύκειο
μιλούσαμε στον ενικό. Και φώναζε η μια την άλλη με το μικρό της όνομα—
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, κάνετε λάθος.
ΕΝΤΑ: Δεν κάνω καθόλου λάθος ! Το θυμάμαι πολύ καλά. Και γι’ αυτό, πρέπει τώρα να
ξαναγίνομε φίλες, όπως τον παλιό καιρό. (Σπρώχνει το ταμπουρέτο της πιο κοντά) Να
88
έτσι! (Φιλεί την Κα Έλβστετ στο μάγουλο) Τώρα θα μου μιλάς με το «συ» και θα με λες
«Έντα».
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (της σφίγγει και της χαϊδεύει τα χέρια) Ω, τόση καλοσύνη, τόση
ευγένεια—! Δεν είμαι καθόλου συνηθισμένη.
ΕΝΤΑ: Έτσι, λοιπόν, έτσι ! Κ’ εγώ θα σου μιλώ με το «συ» και θα σε λέω όπως άλλοτε
«καλή μου Δώρα».
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τέα με λένε.
ΕΝΤΑ: Ναι, σωστά. Φυσικά. Τέα, ήθελα να πω. (Την κοιτάζει με συμπάθεια) Ώστε—δεν
είσαι συνηθισμένη σε καλοσύνη και σ’ εγκαρδιότητα, Τέα ; Ούτε στο σπίτι σου το ίδιο ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ω, αν είχα σπίτι ! Μα δεν έχω. Ούτε είχα ποτέ μου.
ΕΝΤΑ: (την κοιτάζει λίγο) Το φανταζόμουν πως έτσι θάναι.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κοιτάζοντας απελπισμένη μπρος της) Ναι—ναι—ναι !
ΕΝΤΑ: Δε θυμάμαι πια καλά. Στην αρχή όμως δεν πήγες για παιδαγωγός στο σπίτι του
ειρηνοδίκη ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δηλαδή έπρεπε να κάνω την γκουβερνάντα. Επειδή όμως ή γυναίκα
του, η τότε γυναίκα του—είταν ασθενική—κ’ έμενε τον περισσότερο καιρό στο
κρεβάτι—βρέθηκα στην ανάγκη να πάρω πάνω μου και το νοικοκυριό του σπιτιού.
ΕΝΤΑ: Στο τέλος όμως—έγινες η κυρία του σπιτιού.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κακοκαρδιασμένα) Ναι, έγινα η κυρία.
ΕΝΤΑ: Για στάσου—Πόσος καιρός είναι πάνω – κάτω ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Που παντρεύτηκα ;
ΕΝΤΑ: Ναι.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Πάνε τώρα πέντε χρόνια.
ΕΝΤΑ: Σωστά. Τόσα πρέπει νάναι.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ω αυτά τα πέντε χρόνια—! Ή καλύτερα τα δύο, τα τρία τελευταία. Αν
μπορούσατε σεις να φανταστείτε—
ΕΝΤΑ: (της δίνει ένα ελαφρό χτύπημα στο χέρι) Σεις ; Δεν ντρέπεσαι, Τέα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, όχι, θα προσπαθήσω. Ναι, αν - αν μπορούσες να φανταστείς, να
καταλάβεις.
ΕΝΤΑ: (πεταχτά) Κι ο Έϋλερτ Λέβμποργκ, θαρρώ, έχει τρία χρόνια που βρίσκεται κει
πάνω.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (την κοιτάζει αβέβαια) Ο Έϋλερτ Λέβμποργκ ; Ναι—βέβαια.
ΕΝΤΑ: Τον γνώριζες από την πόλη ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τόσο λίγο σαν καθόλου. Δηλαδή—τ’ όνομα τόχα ακούσει φυσικά.
ΕΝΤΑ: Εκεί πάνω όμως—ερχότανε συχνά σπίτι σας.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, ερχόταν κάθε μέρα και μας έβλεπε. Έκανε μάθημα στα παιδιά,
Γιατί εγώ, φυσικά, δε μπορούσα να τα προφτάσω όλα.
ΕΝΤΑ: Ναι, σωστά.—Κι ο άντρας σου-- ; Ταξίδευε συχνά ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, ξέρετε—ξέρεις, σαν ειρηνοδίκης έπρεπε να κάνει συχνά
περιοδείες στην περιφέρεια.
ΕΝΤΑ: (ακουμπά στην πολυθρόνα) Τέα,.—φτωχή, γλυκιά μου Τέα,—τώρα πρέπει να μου
τα διηγηθείς όλα όπως έγιναν.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τότε πρέπει να ρωτάς.
ΕΝΤΑ: Πώς είναι τέλος πάντων ο άντρας σου, Τέα ; Θέλω να πω—γενικά. Είναι καλός
μαζί σου ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (δισταχτικά) Αυτός ο ίδιος, φυσικά, θαρρεί πως ό,τι κάνει είναι το
καλύτερο πού γίνεται.
ΕΝΤΑ: Μου φαίνεται πως θάναι πολύ μεγαλύτερος από σένα. Καμιά εικοσαριά χρόνια
πιο ηλικιωμένος. Ε ;
89
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ταραγμένη) Κι αυτό ακόμα. Είναι όλα μαζί. Δεν έχει τίποτα που να
με τραβά. Ούτε μια κοινή σκέψη δεν έχομε. Τίποτα, μα τίποτα, μα τίποτα στον κόσμο—.
ΕΝΤΑ: Και μολαταύτα σ’ αγαπά ! Με το δικό του τρόπο, βέβαια.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δεν ξέρω αν μ’ αγαπά. Με βλέπει μάλλον σαν κάτι που του είναι
χρήσιμο. Κ’ έπειτα τού κοστίζω πολύ λίγο. Δεν ξοδεύω τίποτα σχεδόν.
ΕΝΤΑ: Αυτό είναι κουτό από μέρος σου.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (κουνά το κεφάλι) Δε μπορεί, να γίνει αλλιώς. Όχι πια μαζί του.
Αυτός δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από τον εαυτό του. Ίσως και τα παιδιά του λίγο.
ΕΝΤΑ: Και τον Έϋλερτ Λέβμποργκ, Τέα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Τον Έϋλερτ Λέβμποργκ ; Τι τον ανακατεύεις αυτόν ;
ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή μου—τη στιγμή που σε στέλνει τόσο μακριά για χάρη του !
(Χαμογελά σχεδόν απαρατήρητα) Κ’ έπειτα τόπες η ίδια στον Τέσμαν.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (νευρικά) Ώστε τόπα ! Μπορεί. δε λέω. (Με σιγανό τόνο ξεσπώντας)
Όχι δε δυσκολεύομαι να στο πω αμέσως. Έτσι κι αλλιώς θα γίνει γνωστό.
ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή μου Τέα— ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Λοιπόν, με δυο λόγια ! Ο άντρας μου δεν ήξερε τίποτα για το ταξίδι
μου.
ΕΝΤΑ: Πώς ; Ο άντρας σου δεν ήξερε τίποτα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Φυσικά όχι. Εξ άλλου έλειπε απ’ το σπίτι. Είχε πάει ταξίδι—κι αυτός.
Ω, δεν μπορούσα να βαστάξω περισσότερο Έντα ! Είταν αδύνατο ! Έτσι μόνη, έτσι μόνη
εκεί πάνω.
ΕΝΤΑ: Καλά και ύστερα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ύστερα ετοίμασα τα πράματά μου, τα πιο απαραίτητα, κ’ έτσι,
κρυφά, τόσκασα από το σπίτι.
ΕΝΤΑ: Έτσι, χωρίς άλλη διατύπωση ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι ! Μπήκα στο σιδηρόδρομο κ’ ήρθα ολόισα εδώ.
ΕΝΤΑ: Μ’ αγαπητή, καλή μου Τέα—πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό !
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (σηκώνεται και βηματίζει) Μα τι άλλο μοϋμενε να κάνω στον κόσμο !
ΕΝΤΑ: Κι ο άντρας σου τι φαντάζεσαι πως θα πει όταν γυρίσεις πίσω σπίτι ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (στέκεται μπρος στο τραπέζι και την κοιτάζει) Πίσω, κοντά του, εκεί
πάνω;
ΕΝΤΑ: Βέβαια, φυσικά.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Εκεί πάνω, κοντά του, δε θα γυρίσω πια ποτέ.
ΕΝΤΑ: (σηκώνεται και την πλησιάζει) Έφυγες λοιπόν— στα σοβαρά—από τον άντρα σου
;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι. Θαρρώ πως δε μούμενε τίποτ’ άλλο να κάνω.
ΕΝΤΑ: Κ’ έπειτα—να φύγεις έτσι, μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου !
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δε βαριέσαι. Ένα τέτιο πράμα δε μπορεί να μείνει κρυφό.
ΕΝΤΑ: Κι ό κόσμος, δε φαντάζεσαι τι θα πει ο κόσμος, Τέα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ας πει ό,τι του βαστά η ψυχή του. (Κάθεται κουρασμένη και άθυμη
στον καναπέ) Γιατί εγώ έκανα ό,τι έ π ρ ε π ε να κάνω.
ΕΝΤΑ: (ύστερα από μια παύση) Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα ; Τι έχεις στο νου σου ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Ξέρω μόνο πώς πρέπει να ζω εδώ πέρα που
ζει κι ο Λέβμποργκ.— Αν πρέπει δηλαδή να ζω καθόλου.
ΕΝΤΑ: (τραβά μια καρέκλα πιο κοντά, κάθεται και της χαϊδεύει το χέρι) Πες μου, Τέα—
πώς γεννήθηκε αυτή—αυτή η φιλική σχέση ανάμεσα σε σένα και— στον Έϋλερτ
Λέβμποργκ ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Να, έτσι, σιγά - σιγά. Σα ν’ αποχτούσα με τον καιρό ένα είδος
επιρροής πάνω του.
90
ΕΝΤΑ: Έτσι;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ξέχασε τις παλιές του συνήθειες. Όχι τάχα πως τον παρακάλεσα.
Αυτό δεν τόλμησα ποτέ να το κάνω. Έβλεπε μόνο πως η διαγωγή του με δυσαρεστούσε.
Κ’ έτσι έδιωξε σιγά - σιγά τις κακές του συνήθειες.
ΕΝΤΑ: (πνίγει ένα άθελο χλευαστικό γέλιο) Ώστε λοιπόν τον εξύψωσες πάλι—καθώς
λένε—εσύ, η μικρή Τέα.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Αυτό λέει τουλάχιστο κι ό ίδιος. Κι αυτός πάλι—μ’ έκανε έναν
πραγματικόν άνθρωπο. Μ’ έμαθε να σκέφτομαι—και να καταλαβαίνω.
ΕΝΤΑ: Μήπως έδινε και σε σένα μαθήματα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Όχι, ακριβώς μαθήματα, όχι. Μιλούσε όμως μαζί μου. Μιλούσε για
ένα σωρό πράγματα. Κ’ ύστερα ήρθε ο όμορφος, ο ευτυχισμένος καιρός που άρχισα να
τον βοηθώ, που μπορούσα να τον βοηθώ στη δουλειά του.
ΕΝΤΑ: Τον βοηθούσες, αλήθεια, στη δουλειά του ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Ναι, σαν είτανε να γράψει κάτι, τότε το γράφαμε μαζί.
ΕΝΤΑ: Σα δυο καλοί σύντροφοι λοιπόν.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (ζωηρά) Σύντροφοι ! Ναι, για σκέψου, Εντα—έτσι είπε και κείνος.
Πόσο θάπρεπε νάμαι ευτυχισμένη. Κι όμως δε μπορώ νάμαι. Γιατί δεν ξέρω αν αυτό θα
βαστάξει πολύ.
ΕΝΤΑ: Ώστε δεν τούχεις εμπιστοσύνη ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (βαρύθυμα) Η σκιά μιας γυναίκας στέκεται ανάμεσό μας.
ΕΝΤΑ: (φαίνεται γεμάτη περιέργεια) Και ποια μπορεί νάναι α υ τ ή η γυναίκα ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Δεν έχω ιδέα. Κάποια όμως—από τα περασμένα του χρόνια. Μια που
δεν ξέχασε ποτέ του, καθώς φαίνεται.
ΕΝΤΑ: Τι σούχει πει γι’ αυτήν ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Μόνο μια φορά—έτσι στα πεταχτά— μούπε κάτι.
ΕΝΤΑ: Και τι σούπε—τι ;
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Πως σαν είτανε να χωριστούνε, θέλησε να τον σκοτώσει μ’ να
πιστόλι.
ΕΝΤΑ: (ψυχρά και συγκρατημένα) Όχι δα ! Αυτά τα πράματα δεν γίνονται.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Φυσικά όχι. Και γι’ αυτό πιστεύω πως θάταν εκείνη η σαντέζα με τα
κόκκινα μαλλιά, που μια φορά—
ΕΝΤΑ: Ναι, αυτή θάναι.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: Γιατί θυμάμαι που λέγανε μια φορά πως η γυναίκα αυτή γύριζε μ’ ένα
γεμάτο πιστόλι.
ΕΝΤΑ: Ε, τότε φυσικά αυτή θάναι.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (σταυρώνει τα χέρια) Ναι, μα για σκέψου, Έντα—τώρα άκουσα πώς η
σαντέζα αυτή γύρισε πίσω στην πόλη ! Ω—είμαι ολότελα απελπισμένη.
ΕΝΤΑ: (κοιτάζει κλεφτά στο μέσα δωμάτιο) Σσστ ! Έρχεται ο Τέσμαν. (Σηκώνεται και
ψιθυρίζει) Τέα, ό,τι είπαμε να μείνει μεταξύ μας.
ΚΥΡΙΑ ΕΛΒΣΤΕΤ: (πηδάει πάνω) Μα βέβαια—για τόνομα του Θεού— !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
91
ΕΝΤΑ ΓΚΑΜΠΛΕΡ
Πράξη 3η
ΕΝΤΑ: (ύστερ’ από μια μικρή παύση) Δε θα τη συνοδέψετε σπίτι της, Κύριε Λέβμποργκ ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Εγώ ; Ανάμεσ’ απ’ τους δρόμους ; Για να δει τάχα ο κόσμος πως έρχεται
μαζί μου ;
ΕΝΤΑ: Δεν ξέρω, βέβαια, τι άλλο‚ έγινε χτες τη νύχτα. Μα δεν υπάρχει επί τέλους τρόπος
να διορθωθεί ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ό,τι έγινε δεν τελειώνει αυτή τη νύχτα. Το ξέρω πολύ καλά. Κι αυτό
είναι τώρα το πιο τρομερό, πως δε μπορώ πια να κάνω μια τέτοια ζωή. Είναι αδύνατο να
ξαναρχίσω. Η γυναίκα αυτή τσάκισε μέσα μου τη δύναμη και το θάρρος της ζωής.
ΕΝΤΑ: (κοιτάζει μπροστά της) Το γλυκό αυτό και μικρό ανόητο πλάσμα θέλησε να
διευθύνει τη μοίρα ενός ανθρώπου. (Τον κοιτάζει) Πώς μπορέσατε ωστόσο να της
φερθείτε τόσο άκαρδα;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ω, μη λέτε Πως της φέρθηκα άκαρδα.
ΕΝΤΑ: Να καταστρέψετε με μιας ό,τι της γέμιζε τόσο και τόσον καιρό την καρδιά και το
πνεύμα της ! Αυτό δεν το βρίσκετε σεις άκαρδο;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Σε σας, μπορώ να πω την αλήθεια, Έντα.
ΕΝΤΑ: Την αλήθεια ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Υποσχεθείτε μου όμως πρώτα—δόσετέ μου το λόγο σας, πως η Τέα δε θα
μάθει ποτέ αυτό που θα σας εμπιστευθώ τώρα.
ΕΝΤΑ: Έχετε το λόγο μου.
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Καλά. Μάθετε λοιπόν πως δεν είναι αλήθεια όσα είπα.
ΕΝΤΑ: Για τα τετράδια ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Ναι. Δεν τα ξέσχισα. Ούτε τα πέταξα στο φγιόρδ.
ΕΝΤΑ: Όχι, όχι δα—αλλά-—τότε πού είναι ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Κι όμως τα κατάστρεψα. Και για πάντα, Εντα.
ΕΝΤΑ: Αυτό δεν το καταλαβαίνω.
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Η Τέα είπε πως ό,τι έκανα της φαίνεται σαν παιδοχτονία.
ΕΝΤΑ: Ναι—έτσι είπε.
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Μα το να σκοτώσει το παιδί του— αυτό δεν είναι το πιο φριχτό απ’ όσα
μπορεί να κάνει ένας πατέρας.
ΕΝΤΑ: Δεν. είναι αυτό το πιο φριχτό ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Υποθέσετε, Έντα, πως ένας άντρας— εκεί κατά τα ξημερώματα— ύστερ’
από μιαν άγρια νύχτα οργίων, γυρίζει στη μητέρα του παιδιού του και της λέει : Άκου
με—πήγα εδώ κ’ εκεί. Σ’ αυτό και σε κείνο το μέρος. Κ’ είχα και το παιδί μας μαζί μου.
Σ’ αυτό και σε κείνο το μέρος. Ξαφνικά το παιδί μας χάθηκε. Χάθηκε δίχως ν’ αφήσει
ίχνη. Κι ό διάβολος ξέρει τώρα σε τίνος τα χέρια έπεσε. Και ποιοι και πώς θα το
μεταχειριστούνε.
ΕΝΤΑ: Α—μα το κάτω - κάτω πρόκειται μόνο για ένα βιβλίο.
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Μες στο βιβλίο αυτό είταν κλεισμένη της Τέας η αγνή ψυχή.
ΕΝΤΑ: Ναι, το καταλαβαίνω.
92
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Κ’ ύστερα θα καταλαβαίνετε ακόμα πως ούτε γι’ αυτήν, ούτε για μένα δεν υπάρχει
πια κανένα μέλλον.
ΕΝΤΑ: Και τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Τίποτα. Θα κοιτάξω μόνο να δώσω σ’ όλα ένα τέλος. Όσο πιο γλήγορα
τόσο και καλύτερα.
ΕΝΤΑ: (τον πλησιάζει ένα βήμα) Έϋλερτ Λέβμποργκ— γι’ ακούστε με—Δε θα
μπορούσατε να δώσετε ένα όμορφο τέλος ;
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Όμορφο ; (Χαμογελά) Με το κεφάλι στεφανωμένο με κλήματα—έτσι
κάπως φανταζόσαστε κάποτε πως—
ΕΝΤΑ: Α όχι. Με κλήματα—σ’ αυτό έπαψα πια να πιστεύω. Και πάλι όμως όμορφα.
Αυτή τη μόνη. φορά !—Χαίρετε ! Τώρα πρέπει να φύγετε. Και να μην ξανάρθετε πια
ποτέ.
ΛΕΒΜΠΟΡΓΚ: Χαίρετε, κυρία μου. Τους χαιρετισμούς μου παρακαλώ στο Γιώργη
Τέσμαν !
(Κάνει να φύγει)
ΕΝΤΑ: Όχι, σταθήτε μια στιγμή ! Πρέπει να πάρετε μαζί σας κ’ ένα ενθύμιο από μένα.
(Πηγαίνει στο γραφείο, ανοίγει το συρτάρι και το κουτί των πιστολιών και παίρνοντας ένα
ρεβόλβερ, πλησιάζει τον Λέβμποργκ)
(Φεύγει από τον προθάλαμο. Η Έντα, αφουγκράζεται λίγο στην πόρτα. Ύστερα πηγαίνει στο
γραφείο, παίρνει το πακέτο με τα χειρόγραφα, κοιτάζει το περίβλημα, μισοτραβά μερικά
φύλλα και τους ρίχνει μια ματιά. Ύστερα τα παίρνει όλα μαζί και πηγαίνει και κάθεται στην
πολυθρόνα κοντά στη θερμάστρα, με το πακέτο στα γόνατα. Λίγο αργότερα ανοίγει την
πόρτα της θερμάστρας, ύστερα το πακέτο)
ΕΝΤΑ: (πετά ένα τετράδιο στη φωτιά και ψιθυρίζει) Τώρα καίω το παιδί σου, Τέα ! Εσένα
με τα κατσαρά σου τα μαλλιά ! (Ρίχνει ακόμα μερικά τετράδια στη φωτιά) Το παιδί το δικό
σου και του Έϋλερτ Λέβμποργκ. (Ρίχνει και τα υπόλοιπα) Τώρα σας καίω— Τώρα σάς
καίω το παιδί σας.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
93
ΤΑΜΠΙΚ - ΤΑΜΠΟΚ
Μονόπρακτο
(Στις Κάννες βίλλα ευπόρων αστών. Μεγάλο σαλόνι άνετο, έπιπλα με γούστο. Το σαλόνι
βλέπει. σε κήπο ανθισμένο. Καλοκαίρι. Η κ. Καστάν καθισμένη πλέκει. Μπαίνει η
Ζυλλιέτ απ’ την πόρτα του κήπου)
ΖΥΛΛΙΕΤ : (με έμφαση) Η δευτέρα παρουσία πλησιάζει. Δεν θα πιω νερό και θα μπω
στην αιωνιότητα διψασμένη... (κάθεται).
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ : Ζυλλιέτ, ξέρεις γιατί ήρθες εδώ ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Γιατί με προσκαλέσατε.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Φυσικά. Μα ξέρεις γιατί σε προσκαλέσαμε ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Για να περάσω ευχάριστες διακοπές.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ακολουθεί την ιδέα της) Όχι. Ήρθες για να παντρευτείς.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Για να παντρευτώ ; Τι ιδέα είναι αυτή ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η μητέρα σου γι’ αυτό το λόγο σε έστειλε στις Κάννες και γι’ αυτό σε
κάλεσα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ αυτή την υπηρεσία στην αδελφή μσν. Πάντα
σεβόμουνα τις οικογενειακές υποχρεώσεις.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ωραίο πράγμα η οικογένεια !
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Καιρός είναι να κάνεις και συ.
ΖΥΛΛΙΕΤ : Και έπρεπε να περάσω πρώτα από τις Κάννες γι’ αυτή τη δουλειά ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Σου μιλάω σοβαρά, Ζυλλιέτ.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Αμ εγώ ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αν φαντάζεσαι ότι η μητέρα σου και γω θα σ’ αφήναμε να βγαίνεις
όπως κάνεις, κάθε μέρα με όλα αυτά τα αγόρια, να κάθεσαι στις ταράτσες των μπαρ, να
μπαίνεις στο αυτοκίνητό τους μισόγυμνη και να γυρίζεις τις νύχτες μαζί τους ο Θεός ξέρει
ως ποια ώρα, αν δεν ήταν γι’ αυτό τον ιερό σκοπό, είσαι γελασμένη !
ΖΥΛΛ1ΕΤ: Ζήτω η ηθική.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Με εκνευρίζεις μ’ αυτό σου το αηδιασμένο ύφος. Θέλεις λοιπόν να
μείνεις γεροντοκόρη ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος έχει τόσο πολύ αδικήσει αυτή τη
χαριτωμένη κατάσταση...
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Κορόιδευε όσο θέλεις, μα εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω και τι επιτυχίες έχεις
στους άντρες και ότι δεν σου κακοφαίνεται καθόλου. Φτάνει να σηκώσεις το μικρό σου
δαχτυλάκι και θα βρεις αμέσως σύζυγο.
ΖΥΛΛΙΕΤ: (ζωηρά) Το πιστεύετε αλήθεια αυτό ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Βλέπεις πόσο δίκιο έχω ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ναι, είναι αλήθεια ότι αυτό που λέτε με ευχαριστεί. Μα ο γάμος..... Δεν
μπορώ να συνηθίσω σ’ αυτή την ιδέα....το ίδιο όπως και το θάνατο.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μα το θεό, είσαι ανώμαλη.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ακούστε, θεία μου. Ένα πρωί, την ώρα που τα βλέφαρα γίνονται. διάφανα,
ονειρεύτηκα ότι παντρευόμουνα. Είχα για μια στιγμή το όραμα μιας ολόκληρης ζωής πλάι
στον ίδιο άντρα. Μπρ.... Ακόμα αισθάνομαι ανατριχίλα.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Δεν ξέρεις τι λες.
ΖΥΛΛ1ετ: Μια ολόκληρη ζωή με τον ίδιο άντρα Το βάζετε με το νου σας ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τι ανοησίες είναι αυτές ! Όλες το ίδιο δεν κάνουμε ; Η μητέρα σου, η
αδελφή σου, εγώ, δεν περνάμε τη ζωή μας με τον ίδιον άντρα ; Είναι φυσικό !
ΖΥΛΛΙΕΤ : Ω ! όχι δεν είναι καθόλου φυσικό ! Τέλος πάντων, όχι για μένα. Αισθάνομαι
ότι θα είμαι ανίκανη να μείνω πιστή…
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (αγανακτισμένη) Ζυλλιέτ !
ΖΥΛΛΙΕΤ: Να είσαι υποχρεωμένη να διαλέξεις, να απαγορέψεις στον εαυτό σου όλα τα
άλλα που δεν διάλεξες και που τα επιθυμείς με πάθος από τη στιγμή που δεν τα διάλεξες.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η αγάπη κάνει εύκολη την εκλογή.
ΖΥΛΛΙΕΤ: (ονειροπόλα) Η αγάπη... (ζωηρά) Μα εδώ δεν πρόκειται για αγάπη πρόκειται
για σύζυγο. Ένας σύζυγος... Όλη η ζωή καταστρωμένη προσανατολισμένη από πριν σαν
μια σιδηροδρομική γραμμή. Βρίσκεσαι μέσα ως το τέρμα, δεν μπορείς να ξεφύγεις.
95
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αχ, τα νέα μοντέρνα κορίτσια, δεν έχετε καθόλου αισθήματα. Την
εποχή μου...
ΖΥΛΛΙΕΤ: Την εποχή σας !
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … όλος ο κόσμος παντρευόταν. Τι στην ευχή θέλεις να κάνεις εσύ ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δηλαδή παντρευόταν γιατί δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Πολύ ωραία
απασχόληση !
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Φαντάζεσαι τον εαυτό σου στα σαράντα σου, στα πενήντα, στα εξήντα
και νάσαι γεροντοκόρη ;
ΖΥΛΛΙΕΤ : Υπάρχει και η αισθητική χειρουργική.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Η μοναξιά Ζυλιέτ, η μοναξιά... η αρρώστια....
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ώστε ο γάμος είναι μικρό άνετο νοσοκομείο, με ιδιαίτερη νοσοκόμα !
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Λες ανοησίες.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Γηροκομείο με οικείο προσωπικό εχθρό για το υπόλοιπο της ζωής σου. Εμένα
δεν με ενδιαφέρει ο γάμος, με ενδιαφέρει η αγάπη. Μια ζωή αμοιβαίας κατανόησης και
ειλικρίνειας, μια ζωή ελεύθερη, πλατιά.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (εκνευρίζεται) Αρκετά ! Με σκότισες στο τέλος. Μπορείς να λες ότι
θέλεις μα και γω έχω τις πληροφορίες μου, μικρή μου και ξέρω ότι. μέσα στην παρέα των
νεαρών που σε τριγυρίζουν, υπάρχει. ένα αγόρι ‚που σου αρέσει με το παραπάνω.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Τότε ξέρετε περισσότερα από μένα.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Και τον προσκάλεσες νάρθει σήμερα τ’ απόγευμα...
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ποιος σας το είπε ; Ποιος σας είπε ότι ο Φρανσουά Ντελαγιέρ μ’ αρέσει ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Εσύ η ίδια.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Είπα γώ τέτοιο πράγμα ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Ακριβώς ! Ποτέ δεν μιλάς γι’ αυτόν.
ΖΥΛΛΙΕΤ: (συγκινημένη) Θεία μου !
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Μας έχεις πάρει τ’ αυτιά για τον Αντριέν Σμιτ, για τον Ροζέ Βινκότ,
για τον Ανρύ Ζουρντάν και όλους τους άλλους. Για τον Φρανσουά δεν ανοίγεις ποτέ το
στόμα σου... ούτε λέξη ! Φανερό σημάδι ότι αυτός σε ενδιαφέρει. Και τώρα απορώ πώς
αποφάσισες να τον καλέσεις..
ΖΥΛΛΙΕΤ: Εγώ απορώ πώς δέχτηκα.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Και εγώ σου λέω ότι μόνον αυτό περίμενε.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ποτέ δεν με φλερτάρησε.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Καλό σημάδι.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Προσέχει όλα τα κορίτσια της παρέας, εκτός από μένα.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τόσο το καλλίτερο.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν προσπάθησε ποτέ να μείνει μόνος μαζί μου.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Περίφημα.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Και όταν μου μιλάει έχω την εντύπωση ότι έχει επιθυμία να με χαστουκίσει ή
να με δαγκώσει.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ενθουσιασμένη) Πάρα πολύ ωραία.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν είσαστε δύσκολη.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Αυτός ο νέος σε λατρεύει, δεν έχω πια αμφιβολία.
ΖΥΛΛΙΕΤ: (με ανησυχία) Πιστεύετε ; Το πιστεύετε αυτό που λέτε ;
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Ενδιαφέρεσαι, βλέπω.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν ενδιαφέρομαι. Θα ήθελα μόνο να ξέρω. (με ύφος) Θα με ευχαριστούσε αν
είχατε δίκιο.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: (ειρωνικά) Μάλιστα ! Θα το ήθελες να σ’ αγαπάει ο Φρανσουά για να
μου ρίξεις δίκιο. Πολύ με συγκινείς.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Μη με κοροϊδεύετε, θεία μου.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Πάντως, αφού απεχθάνεσαι το γάμο......
96
ΖΥΛΛΙΕΤ: Δεν είπα ότι περιφρονώ την αγάπη.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … και αφού δεν θάχεις τη δύναμη να μείνεις πιστή...
ΖΥΛΛΙΕΤ: Αυτόν που θα τον αγαπώ δεν πρόκειται ποτέ να τον βαρεθώ.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: … και ακόμα, αφού σου είναι τόσο δύσκολο να διαλέξεις…
ΖΥΛΛΙΕΤ: Όχι όταν με έχουν διαλέξει.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Τότε γιατί με κάνεις να χάνω την ώρα μου ;
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ο Φρανσουά δεν με διάλεξε.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Εγώ δεν νομίζω ότι του είσαι. αδιάφορη.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Όχι, η παρουσ1α μου τον νευριάζει. Με βλέπει βέβαια που δείχνομαι.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Έχω ακούσει ότι είναι έξυπνος.
ΖΥΛΛΙΕΤ: Ναι, μα δεν με προσέχει.
ΚΥΡΙΑ ΚΑΣΤΑΝ: Κάνε τον να σε προσέξει. Δεν είσαι πια μικρό κορίτσι. Θα
προσπαθήσω να σας αφήσω μόνους όταν θάρθει. Αρκεί ο θείος σου να μην κάνει καμιά
γκάφα. Αυτή η συνάντηση πρέπει νάναι. αποφασιστική.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
97
Η ΣΤΑΣΗ ΣΑΜΠΩΝΤΕ
Πράξη 1η – Συμφυρμός από τη Σκηνή 1η έως την 7η
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½
¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
(Μικρό οκταγωνικό σαλόνι στο διαμέρισμα της κυρίας Σαμπωντέ. Άνετη επίπλωση.
Αριστερά σε πρώτο πλάνο, εφάπτεται στον τοίχο ένα τραπέζι-τουαλέτα, πάνω στο οποίο
υπάρχουν φιαλίδια, καλλυντικά κι ένα κουδουνάκι. Στο δεύτερο πλάνο, μια πόρτα. Μια
εσωτερική πόρτα στον λοξό τοίχο, στ’ αριστερά. Κυρία είσοδος στο βάθος, η οποία οδηγεί
στη σκάλα, που βλέπουμε όταν η πόρτα είναι ανοιχτή. Παράθυρο στον λοξό τοίχο δεξιά.
Πόρτα στο δεύτερο πλάνο. Τραπέζι πάνω σε χαλί στο πρώτο πλάνο δεξιά. Στους τοίχους,
κρεμασμένες γκραβούρες. Καρέκλες και πολυθρόνες. Η κυρία Σαμπωντέ όρθια,
παρατηρώντας τον εαυτό της μέσα σ’ έναν μικρό καθρέφτη του χεριού)
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ Δεν Θέλω να κολακέψω τον εαυτό μου - καθόλου μάλιστα! Αλλά μερικά
πρωινά... όταν ο ουρανός είναι καθαρός... κι έχω κάνει την τουαλέτα μου... θα έλεγα πως
φαίνομαι το πολύ... το πολύ τριάντα ετών. (Με τσαχπινιά) Η ροζ σκουφίτσα μου στολίζει
το κεφάλι μσν σαν μπιζού... Μοιάζω με λουλουδάκι... Σ’ ένα τέταρτο, Θα βρίσκεται εδώ ο
Πωλ... ο Πωλ Τακαρέλ, ετών είκοσι έξη... και αρχιτέκτων ! Μ’ ένα μέτωπο καλλιτέχνη!...
Τον λέω Πωλ, διότι δεν είναι εδώ... Όταν, όμως, είναι παρών, τον αποκαλώ Κύριο Πωλ...
Υπήρξα πάντοτε ευπρεπής! Μια μέρα, αυτός ο νεαρός... που δεν τον είχα δει ποτέ...
παρουσιάζεται στο σπίτι μου και μου λέει: “Κυρία μου, είχατε την ατυχία να χάσετε τον
Κύριο σύζυγό σας, έναν παλαιό ξυλέμπορο. -Αυτό είν’ αλήθεια, κύριε. “Μήπως
σκέπτεσθε να του ανεγείρετε κανένα μνημείο;” -Για να το κάνω τι, κύριε; “Μα, για να
τιμήσετε τη μνήμη του.” -Ω Θεέ μου, σας ομολογώ πως δεν το σκέφθηκα... Και στ
αλήθεια, δεν μου είχε έρθει ποτέ η ιδέα να... Αλλά αυτός ο νεαρός αρχιτέκτων είναι τόσο
καλοβαλμένος, τόσο τακτικός, τόσο αφοσιωμένος... Αναπτύσσει με τόση χάρη τα σχέδιά
του, τους προϋπολογισμούς του... τα εξηγεί τόσο γοητευτικά, Που, μα την πίστη μου...
αποφάσισα να τιμήσω, τελικά, τη μνήμη τού μακαρίτη Σαμπωντέ... Εδώ και δύο μήνες, ο
Πωλ έρχεται καθημερινά, στη μία η ώρα... Πίνω ηδονικά τη μεθυστική πνοή του... διότι
με αγαπά! Μια μυστική φωνή μου το λέει.. Αλλά κι αυτός είναι όπως εγώ... δεν τολμάει...
δεν τολμάει να εκδηλωθεί... Αχ! Αν ήμουν άνδρας εγώ, μου φαίνεται πως Θα τολμούσα!
(Χτυπάει το εκκρεμές) Μία η ώρα!... Όπου να ’ναι, έρχεται. (Χτύπημα κουδουνιού στην
εξωτερική πόρτα) Αυτός είναι!.. Τι ακρίβεια!... Αααχ! Είναι σίγουρα έρωτας!
ΤΑΚΑΡΕΛ: (μπαίνοντας, μ’ έναν φάκελο για σχέδια κάτω απ’ τη μασχάλη του) Κυρία μου,
σας υποβάλλω τα σέβη μου... Μήπως άργησα;
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Ω, όχι!... Και επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω» με όλες τις δυνάμεις της
ψυχής μου...
ΤΑΚΑΡΕΛ: Για ποιο πράγμα;
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Μα, για την ακρίβειά σας... (κατ΄ ιδίαν) Ευπρέπεια! Ευπρέπεια!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Υποχρέωσίς μου... (Κατ’ ιδίαν) Αυτή η γυναίκα πρέπει να ήταν πολύ
καλοφτιαγμένη... στην αρχή της δεκαετίας του 1830! (Πάει κι αφήνει το φάκελό του πάνω
στο τραπεζάκι, στα δεξιά)
98
ΣΑΜΠΩΝΤΕ¨: (κατ’ ιδίαν) Δε μου λέει τίποτε για το ροζ καπελάκι μου (Παίζει με τις
κορδέλες τον καπέλου, για να τραβήξει την προσοχή του) Χμ!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Κυρία μου, σας έφερα μερικά καινούργια σχέδια επιτυμβίων μνημείων...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αν τα φτιάξατε εσείς, πρέπει να είναι κάτι το μαγευτικό! (Κάθεται)
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ω, Κυρία μσυ (Κατ’ ιδίαν) Ακούω βήματα από πάνω... Ο σύζυγος της
Αγλαΐας δεν έφυγε ακόμη. (Υψηλόφωνα, καθώς κάθεται και δείχνει τα σχέδιά του) Ιδού
μία μικρή σαρκοφάγος ελληνικού ρυθμού... με μικρούς κίονες, επιστύλια, αέτωμα και
στυλοβάτη...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Α, είναι εξαίσιο! Τι Θελκτικό, μικρό σαλέ!... Και πόσο θα κόστιζε αυτό;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Τρεις χιλιάδες φράγκα.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Είναι πάρα πολύ ακριβό!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ιδού ένα άλλο με μαλακότερη τιμή... Μία απλή κολόνα, με μια μαρμάρινη
προτομή στην κορυφή της... Είναι πολύ καλόγουστο.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Δεν θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε την κολόνα;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Μα, πάνω σε τι θα τοποθετούσαμε την προτομή; Δεν μπορούμε να την
κρεμάσουμε σαν φανάρι δρόμου! (Γελάει)
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (γελώντας) Σωστά... Και. .ποια είναι η τιμή;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια οκτακόσια φράγκα.
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Ω! Είναι υπερβολικά ακριβό.
ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν) Κάνει τσιγκουνιές με τη μνήμη του μακαρίτη του Σαμπωντέ.
(Υψηλόφωνα) Μα, τι. στο καλό, όταν θέλει κανείς μάρμαρο…
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (έντονα) Μα εγώ δεν ζητώ μάρμαρο.
ΤΑΚΑΡΕΛ: Α, πολύ· ωραία!... Τότε, σας προτείνω τούβλο· Βουργουνδίας.
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: (χαρωπά) Και ο Σαμπωντέ από τη Βουργουνδία ήταν!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Εξ άλλου. είναι υλικό ευγενές, γελαστό·! Είναι το πιο εύθυμο πράγμα που
φτιάχνουν αυτή την εποχή στις κατασκευές μαυσωλείων.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αυτό ακριβώς χρειάζομαι! Και... ποια θα ήταν η τιμή,
ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια διακόσια φράγκα!
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: (καθώς σηκώνεται) Α! Είναι πάρα πολύ ακριβό!
ΤΑΚΑΡΕΛ: (Κατ’ ιδίαν) Πάλι τα ίδια!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Ο σύζυγός μου ήταν ένας άνδρας απλός... οικονόμος. έως και τσιγκούνης.
(Ξαφνικά, συγκινημένη) Αχ, κύριε Πωλ, με έκανε πολύ δυστυχισμένη, ξέρετε!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ε. δεν υπάρχει πλέον! Μπορείτε να παρηγορηθείτε!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αν ξέρατε! Μου ήταν αδύνατο να ·κρατήσω μαγείρισσα στο σπίτι.
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ήταν δύσκολος στο φαγητό του;
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Όχι. Ήταν ευερέθιστος, γυναικάς, άπιστος!...
ΤΑΚΑΡΕΛ: Πολύ ωραία! Αυτό έπρεπε να μου το πείτε νωρίτερα! Θα του βάλουμε,
λοιπόν, βότσαλο της Ναντέρ, με δέκα τρία φράγκα το μέτρο...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Το κυβικό μέτρο;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Το κυβικό!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Θα το ξανασυζητήσουμε, κύριε Πωλ.. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη.
ΤΑΚΑΡΕΛ: Α, όποτε θέλετε,.. Δεν βιάζομαι...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (κάθεται στ’ αριστερά, κοντά στην τουαλέτα) Λοιπόν, δεν σας ενοχλεί να
έρχεστε κάθε μέρα σε μια φτωχή χήρα;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Αντιθέτως αυτό με βολεύει... διότι..
ΣΑΜΙΙΩΝΤΕ: Διότι;...
ΤΑΚΑΡΕΛ: Διότι... αισθάνομαι. απέραντη ευχαρίστηση να συναντώ ένα πνεύμα τόσο
γοητευτικό όσο το δικό σας.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Α! Κύριε Πωλ! (Κατ’ ιδίαν) Τώρα θα το τολμήσει!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ευχαρίστησις που αυξάνεται ακόμη περισσότερο, αν μπορώ να το πω...
99
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (έντονα συγκινημένη) Αχ, κύριε Πωλ!
ΤΑΚΑΡΕΛ: . . .από τον σεβασμό που μου εμπνέει η αξιοπρέπεια του... επιβλητικού σας
χαρακτήρα.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (απογοητευμένη) Ω!.. (κατ’ ιδίαν) Δεν το τολμάει! (σηκώνεται) Κύριε Πωλ,
το βλέπω καθαρά... δεν μου έχετε εμπιστοσύνη! Νομίζετε πως η καρδιά μου είναι
στεγνή... Λάθος! Έχω ακόμη εδώ μέσα... ολόκληρους θησαυρούς από όνειρα! Εσείς με
καταλαβαίνετε διότι είσθε καλλιτέχνης.
ΤΑΚΑΡΕΛ: Αρχιτέκτων! Και υπό την ιδιότητά μου αυτή, Θα θέλατε να μου επιτρέψετε
μίαν ελαφράν παρατήρησιν σχετικήν με το οικοδόμημα της κομμώσεώς σας;
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Η ροζ σκουφίτσα μου!... Πώς τη βρίσκετε;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Για να είμαι ειλικρινής προτιμώ εκείνη που φορούσατε χθες.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Τη γαλάζια μου,
ΤΑΚΑΡΕΛ: Ακριβώς! Το γαλάζιο είναι Το χρώμα του ουρανού
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (ζωηρά) Ω, θα πάω να τη βάλω! Πάω να τη βάλω! Περιμένετέ με, Πωλ...
(Συνέρχεται) Κύριε Πωλ... (κατ’ ιδίαν) Ευπρέπεια προ παντός ευπρέπεια. (Φεύγει)
(Ο Τακαρέλ, μόνος)
ΤΑΚΑΡΕΛ: (βγάζοντας απ’ την τσέπη του μια τρομπετούλα πιλανόδιου υδραυλικού) Ας
ειδοποιήσουμε στα γρήγορα την Αγλαΐα για την παρουσία μου... Μένει από πάνω, στον
τρίτον όροφο... (Βάζει την τρομπέτα στο στόμα του και τη βγάζει) Είναι μια γυναίκα
παντρεμένη με κάποιον υπάλληλο του τηλεγραφείου... Ακόμη, βέβαια, δεν έχει ανάψει
τελείως τη φλόγα μου... και Θέλω οπωσδήποτε να ξεμπερδεύω μ’ αυτήν την περιπέτεια
πριν από το τέλος του τρέχοντος μηνός… διότι σκοπεύουν να με παντρέψουν... Υπάρχει
ένας συμβολαιογράφος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό... και μπορεί, απ’ τη μια στιγμή στην
άλλη (Βάζει την τρομπέτα στο στόμα του και τη βγάζει) Με το πρόσχημα ενός μαυσωλείου,
έκανα τη γνωριμία της χήρας Σαμπωντέ… Το διαμερισματάκι της μου είναι πολύ βολικό
Πριν να ανεβώ στον τρίτον όροφο, σταματώ στον δεύτερο.. Είναι ο σταθμός μου... ο «ο
σταθμός Σαμπωντέ»... Δέκα λεπτά στάση! (Δείχνοντας την τρομπέτα του) Με τούτο εδώ,
δίνω το σινιάλο… και περιμένω την απάντηση... Όταν ο κύριος Γκαραμτουά, ο σύζυγός
της, έχει βγει έξω, η Αγλαΐα παίζει το πιάνο της (τραγουδώντας) «Καλό έχω καπνό με
στην ταμπακέρα», κι εγώ ανεβαίνω Όταν εκείνος βρίσκεται στο σπίτι κι εγώ δεν πρέπει ν’
ανεβώ, παίζει (τραγουδώντας) «Μαρία, βούτα. το ψωμάκι σου...» Είναι έξυπνο κόλπο…
(ολοκληρώνοντας το σκοπό).... «μέσα στη σάλτσα» Για να δούμε τώρα τι θα μου παίξει!
(Φυσάει στην τρομπέτα του, και βγάζει δυο-τρεις ήχους. Από πάνω, ακούγεται το πιάνο,
που παίζει τον «Καλό καπνό». Ο Τακαρέλ ακούει) Επί τέλους, ξεκουμπίζεται! (Μαζεύει
τα σχέδιά του κι είναι έτοιμος να φύγει)
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (μπαίνοντας) Πώς Φεύγετε κιόλας
ΤΑΚΑΡΕΛ: Χίλια συγγνώμη, αλλά έχω κάποια υπόθεση να...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ Αχ! Μείνετε. Δεν αποφασίσαμε ακόμη τίποτε.!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Θα το κάνουμε αύριο... Έχω ένα πολύ σημαντικό ραντεβού... Με περιμένουν
στη μιάμιση.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ Ω! Τι κρίμα ! Κι εγώ, που είχα ετοιμάσει κάτι να τσιμπήσουμε…
ΤΑΚΑΡΕΛ: Αδύνατον! Πολύ λυπάμαι.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (συνοδεύοντάς τον) Τότε, αύριο οπωσδήποτε!
ΤΑΚΑΡΕΛ: Οπωσδήποτε.
(Βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της πόρτας, όταν, από πάνω, ακούγεται ο σκοπός «Μαρία,.
βούτα το ψωμάκι σου». Ο Τακαρέλ. σταματάει)
Ω, διάβολε!
100
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (χωρίς να τον βλέπει) Άντε. πάλι. αυτό το πιάνο! (Ξανακατεβαίνει προς το
δωμάτιο)
ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν) «Μαρία βούτα το ψωμάκι σου»; Αυτό σημαίνει «μην ανεβείτε»!
Θα περιμένω!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (νομίζοντας πως εκείνος έχει φύγει, κάθεται κοντά στην τουαλέτα. της,
ονειροπολώντας και μονολογώντας) Μόλις φεύγει, μου φαίνεται πως ο ήλιος δύει και πως
αρχίζει να σουρουπώνει!
ΤΑΚΑΡΕΛ: (που έχει κατεβεί πάλι και κάθεται δεξιά, κοντά στο τραπέζι) Συγγνώμη,
άλλαξα γνώμη.
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (γυρίζοντας προς το μέρος του, με χαρά) Πώς; Εσείς; Μα, το σπουδαίο
ραντεβού σας;
ΤΑΚΑΡΕΛ: (φλερτόζικα, καθώς σηκώνεται) Υπάρχουν πρόσωπα, κοντά στα οποία
ξεχνάει κανείς όλα τα ραντεβού !
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (παράφορα) Πωλ!. (Ελέγχοντας τον εαυτό της) Κύριε Πωλ!
ΤΑΚΑΡΕΛ: (πλησιάζοντάς την) Συγχωρήστε την ειλικρίνειά μου!...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Δέχεστε, λοιπόν, Το μικρό μου γεύμα;
ΤΑΚΑΡΕΛ: Μα... δηλαδή...
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: (σηκώνεται και, προχωρώντας προς τα δεξιά, χοροπηδάει χτυπώντας τα
χέρια της) Α! Τι ευχαριστημένη που είμαι! Α, πόσο είμαι ευχαριστημένη !
ΤΑΚΑΡΕΛ: (κατ’ ιδίαν, πηγαίνοντας προς τ’ αριστερά) Είναι εγκληματικό να κάνεις μια
ηλικιωμένη γυναίκα να χοροπηδάει!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Το γευματάκι. μας θα το πάρουμε εδώ.
ΤΑΚΑΡΕΛ: Μόλις ακούω αυτόν το σκοπό, με χτυπάει στα νεύρα και πρέπει ν’ ανεβώ..
(συνέρχεται) δηλαδή πρέπει να φύγω!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Είναι ανυπόφορο!... Θα μετακομίσω!
ΤΑΚΑΡΕΛ (ζωηρά) Ω, μα όχι! Δεν Θέλω!
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Και γιατί;
ΤΑΚΑΡΕΛ: (τρυφερά): Υπάρχουν αναμνήσεις,. που δεν μπορεί κανείς να τις μετακομίσει!
Μου επιτρέπετε, κυρία μου; (Τις φιλάει το χέρι)
ΣΑΜΠΩΝΤΕ: Αχ, Πωλ! (Αυτοσυγκρατούμενη) Κύριε Πωλ! (Κατ’ ιδίαν, βγαίνοντας) Είναι
ένας άγγελος! Ένας άγγελος !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
101
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
Πράξη 3η
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Πάψε!
ΝΥΦΗ:
Τώρα θα φύγω μόνη μου.
Πήγαινε! Θέλω να γυρίσεις.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Πάψε, σου λένε!
ΝΥΦΗ:
Με τα δόντια, με τα χέρια, όπως μπορείς,
βγάλε απ’ τον κοριτσίσιο μου λαιμό
τη σιδερένια τούτη αλυσίδα,
κι άσε μ’ εμένα να χαθώ
στο χωματένιο εδώ το σπίτι μου.
Κι άμα δε θέλεις να με σκοτώσεις
σα μια μικρούλα δεντρογαλιά,
τότε στα χέρια μου τα νυφιάτικα
βάλε την κάνη του ντουφεκιού σου.
Αχ, τι κακό, τι φωτιά,
το κεφάλι μού ανάβει!
Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα!
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Εν’ αργά τώρα πια. Σώπα!
Γιατί μας κυνηγάνε, το βλέπεις,
κι αλλιώς δε γίνεται. Άειντε, πάμε!
ΝΥΦΗ:
Μα με το ζόρι θέλεις να ‘ρθω;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Ποιο ζόρι; Ποιος κατέβηκε
πρώτος τη σκάλα;
ΝΥΦΗ:
Εγώ. Το ξέρω.
102
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Ποιος έβαλε καινούργια
γκέμια στ’ άλογο;
ΝΥΦΗ
Εγώ. Είν’ αλήθεια.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ
Ποια χέρια
μου φορέσαν τα σπιρούνια;
ΝΥΦΗ:
Τούτα τα χέρια που είναι δικά σου,
μα σα σε βλέπω, θέλω με τούτα
όλες τις φλέβες σου τις γαλάζιες
και το μουρμούρισμά τους να λιώσω.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Αλλά φύγε!
Γιατί αν μπορούσα να σε σκοτώσω,
θα σε σαβάνωνα σε μια κάσα
και θα κεντούσα το σάβανό σου
με μανουσάκια και με βιολέτες.
Αχ, Τι κακό, Τι φωτιά το κεφάλι μού ανάβει!
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα!
Γιατ’ έχτισα να σε λησμονήσω
πέτρινο τοίχο μπροστά στο σπίτι μου
να με χωρίζει από το δικό σου.
Αλήθεια λέω. Δεν το θυμάσαι;
Κι όταν σε είδα από μακριά
έριξα σκόνη μέσα στα μάτια μου.
Μα σαν καβάληκα τ’ άλογό μου
εκείνο μ’ έφερε μπρος στην πόρτα σου.
Τότε καρφίτσες μαλαματένιες
μπήκαν στο αίμα μου κι έγινε μαύρο,
κι άμα κοιμήθηκα το κορμί μου αγκάθια γιόμισε και τριβόλια.
Αν φταίει κάποιος, δεν είμ’ εγώ,
αν φταίει κάποιος, είναι ή γη
κι η ευωδιά πού ξεχύνεται
από τα στήθια και τις πλεξούδες σου.
ΝΥΦΗ:
Αχ, τι τρελή, τι τρελή!
Στο λέω, να μοιραστώ δε θέλω
μαζί σου ούτε κρεβάτι ούτε ψωμί,
κι όμως δεν είναι μια στιγμή
που να μπορώ να ζω μακριά σου.
Γιατί με διώχνεις κι εγώ μένω,
μου λες να φύγω, μα με σέρνεις
σαν αχερόκλωνο του αγέρα.
103
Σκέψου, παράτησα έναν άντρα
μ’ όλο το σόι του στη μέση,
κι έφυγα πριν τελειώσει ό γάμος
με το στεφάνι στο κεφάλι.
Όμως εσένα θα σκοτώσουν,
εσένα! Κι έρχονται. Δε θέλω!
Άσε με μόνη! Φύγε, φύγε!
Κανείς δεν είναι να σε σώσει.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Πουλιά της χαραυγής ξυπνήσαν
και φτερουγίζουνε στα δέντρα.
Η νύχτα αργοπεθαίνει τώρα
πάνου στου λιθαριού την κόψη.
Πάμε να βρούμε μια γωνιά
όπου θα σ’ αγαπώ για πάντα,
και δε με νιάζουν οι άνθρωποι
με το φαρμάκι που χύνουν.
ΝΥΦΗ:
Κι εγώ θα κοιμηθώ στα πόδια σου
για να φυλάω τα όνειρά σου.
Γυμνή, κοιτάζοντας τον κάμπο,
σα σκύλα. Γιατί σκύλα είμαι!
Γιατί στα μάτια σε θωρώ
κι η ομορφάδα σου με καίει.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Η μια φωτιά βρίσκει την άλλη.
Η ίδια η φλόγα τα σκοτώνει
μαζί δυο στάχια αδερφωμένα.
Πάμε!
(Την τραβάει)
ΝΥΦΗ:
Πού με τραβάς;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Εκεί που δεν μπορούν να ‘ρθούνε
όσοι μας κυνηγάνε τώρα.
Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω!
ΝΥΦΗ, σαρκαστική:
Στα πανηγύρια να με γυρίζεις
να ’μαι ντροπή κάθε γυναίκας,
κι οι άνθρωποι να με κοιτάνε
με τα σεντόνια του γάμου μου
σα φλάμπουρα στον αέρα.
104
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Το ξέρω. Έπρεπε να σ’ αφήσω.
αν είχα νου για να σκεφτώ.
Μα από κοντά σου δεν μπορώ
να φύγω πια. Κι εσύ, το ίδιο.
Δοκίμασε. Κάν’ ένα βήμα.
Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν
τη μέση μου με τούς γοφούς σου.
ΝΥΦΗ:
Ακούς;
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Ναι! Περπατάνε.
ΝΥΦΗ:
Φεύγα!
Εγώ θα μείνω να πεθάνω
με τα ποδάρια στο νερό
και με τ’ αγκάθια στο κεφάλι.
Και θα με κλαίνε τα φύλλα
βρώμα μαζί και παρθένα.
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Πάψε. Ανεβαίνουν.
ΝΥΦΗ:
Φεύγα!
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Σιγά. Να μη μας καταλάβουν.
Εσύ μπροστά. Πάμε, σου λέω!
(Η Νύφη διστάζει)
ΝΥΦΗ:
Κι οι δυο μαζί! (την αγκαλιάζει)
ΛΕΟΝΑΡΔΟ:
Όπως το θέλεις!
Θα μας χωρίσουν, όταν μονάχα
Θα ’χω πεθάνει.
ΝΥΦΗ:
Κι εγώ μαζί σου.
(Βγαίνουν αγκαλιασμένοι)
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
105
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
Πράξη 3η - Εικόνα τελευταία
(Μπαίνει η Νύφη. Έχει ρίξει στους ώμους της ένα μαύρο σάλι, και δεν φορεί πια το στεφάνι
της πορτοκαλιάς)
ΝΥΦΗ
Εδώ έρχομαι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ:
Δεν τη γνωρίζεις;
ΜΑΝΑ:
Γι’ αυτό ρωτάω ποιος είναι. Δε θέλω να τη γνωρίσω για να μην της καρφώσω τα δόντια
μου στο λαιμό. Οχιά! (Πηγαίνει προς τη Νύφη με ορμή, αλλά συγκρατιέται. Στη Γειτόνισσα)
Κάθεται κει και κλαίει, κι εγώ κοιτάζω ήσυχη και. δεν τής βγάνω τα μάτια. Δεν ξέρω τι
έπαθα. Δεν αγαπούσα τάχα το γιο μου; Αλλά η τιμή του; Πού είναι ή τιμή του; (Χτυπάει τη
Νύφη. Εκείνη πέφτει χάμω)
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ:
Για τ’ όνομα του Θεού! (Προσπαθεί να τις χωρίσει)
ΝΥΦΗ, στη Γειτόνισσα:
Ασ’ την. Ήρθα να με σκοτώσει και να με βάλουν μαζί τους. (Στη Μάνα) Μα όχι με τα
χέρια. Με σιδερένια τσιγκέλια, μ’ ένα δρεπάνι κοφτερό, και να το μπήξεις βαθιά ώσπου
να σπάσει στα κόκαλά μου. Ασ’ την! Θέλω να ξέρει μοναχά, πώς είμαι καθαρή, τίμια.
Τρελή ναι! Μα τώρα να με θάψουνε αν κανάς άντρας καθρεφτίστηκε ποτέ μες στην
ασπράδα των βυζιών μου.
ΜΑΝΑ:
Πάψε, πάψε! Και τι με νιάζει εμένα γι’ αυτό;
ΝΥΦΗ:
Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι, έφυγα! (Με αγωνία) Και συ το ίδιο θα ‘κανες. Καιγόμουνα,
είμουνα γιομάτη πληγές κι απομέσα κι απόξω, κι ο γιος σου είτανε μια σταλιά νερό, κι
εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα, παιδιά, ευτυχία. Αλλά ό άλλος
είταν ένα ποτάμι σκοτεινό γιομάτο κλαριά, πού ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και
τραγουδώντας μουρμουριστά ανάμεσα στα καλάμια. Έτρεχα ν’ ανταμώσω το γιο σου που
είτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό, κι ο άλλος μόστελνε τότε χιλιάδες πουλιά που δε μ’
106
αφήναν να περπατήσω, κι έριχναν πάχνη πάνου στις λαβωματιές μου, τις λαβωματιές μιας
φτωχής μαραμένης γυναίκας, ενού αδύνατου κοριτσιού που το ‘χε ή φωτιά χαϊδεμενο. Δεν
ήθελα, μ’ ακούς; Δεν το ήθελα! Ο γιος σου είταν ή ίδια μου ή ζωή, και δεν τον γέλασα,
όχι, δεν τον εγέλασα. Αλλά το χέρι τού άλλου με πήρε σαν ένα κύμα τής θάλασσας, μου
‘δωκε μια σαν κουτουλιά μουλαριού, και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς, Θα μ’ έσερνε
κοντά του παντοτεινά, παντοτεινά, παντοτεινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιου
σου τα παιδιά κρεμόντανε στα μαλλιά μου!
ΜΑΝΑ:
Δε φταίει εκείνη, ούτε κι εγώ! (Σαρκαστική) Ποιος φταίει τότε; Ψεύτρα, τεμπέλα,
ξεδιάντροπη, πού πέταξες ένα στεφάνι πορτοκαλιάς, για να κερδίσεις μιαν άκρη
κρεβατιού, που είταν ακόμα ζεστό από άλλη γυναίκα!
ΝΎΦΗ:
Πάψε, πάψε! Σκότωσε με αν θέλεις. Εδώ είμαι! Κοίτα τι τρυφερός είν’ ό λαιμός μου. Θα
σου στοιχίσει λιγότερο, παρά να κόψεις μια ντάλια μέσα στον κήπο σου. Μα όχι αυτό, όχι
αυτό! Είμαι τίμια, τίμια σαν ένα κορίτσι νιογέννητο. Κα μπορώ να στο δείξω. Άναψε τη
φωτιά. Θα βάλουμε τα χέρια μας. Εσύ για το γιο σου, εγώ για το κορμί μου. Να ιδείς που
θα τα βγάλεις πρώτη εσύ.
ΜΑΝΑ:
Κα τι με νιάζει εμένα για την τιμή σου; Και τι με νιάζει κι αν πεθάνεις; Και τι με νιάζει
εμένα, τίποτα πια, μα τίποτα; Ευλογημένα να είναι τα στάχια πού κρύβουν τα παιδιά μου
στις ρίζες τους. Ευλογημένη να είναι ή βροχή που πλένει των πεθαμένων τα πρόσωπα. Κι
ευλογημένος ο Θεός που μας ξαπλώνει παντοτεινά τον ένα κοντά στον άλλο.
ΝΥΦΗ:
Άσε να κλάψω μαζί σου.
ΜΑΝΑ:
Κλάψε. Αλλά στην πόρτα.
ΜΑΝΑ:
Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι,
μ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μια μέρα αφορεσμένη και πικρή,
καν δυο καν τρεις θα ‘ταν ή ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη.
Μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματάει εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
ή σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι,
ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
107
π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μια μέρα αφορεσμένη,
καν δυο καν τρεις θα ‘ταν ή ώρα,
με τούτο το μικρό μαχαίρι
δυο παληκάρια μείναν ξερά
με πανιασμένα τα χείλια τους.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματάει εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
ή σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
108
ΓΕΡΜΑ
Πράξη 2η – Εικόνα 2η
(Το σπίτι της Γέρμας. Σούρουπο. Ο Χουάν είναι καθισμένος. Οι κουνιάδες όρθιες.
Μπαίνει η Γέρμα με δυο κανάτια. Στέκεται στην πόρτα.)
ΓΕΡΜΑ: Θα μείνεις;
ΧΟΥΑΝ: Πρέπει να ξενυχτήσω με τα ζωντανά. Αυτή είναι η δουλειά τ’ αφεντικού, το
ξέρεις.
ΓΕΡΜΑ: Το ξέρω. Δεν είναι ανάγκη να το ξαναπείς.
ΧΟΥΑΝ: Έτσι είναι, ο άντρας έχει τη δικιά του ζωή.
ΓΕΡΜΑ: Κ’ η γυναίκα τη δικιά της. Δε σου ζητάω να μείνεις. Έχω εδώ Πέρα ό,τι μου
χρειάζεται. Οι αδερφάδες σου με προσέχουν μια χαρά. Τρώω ζεστό ψωμί και κάτασπρο
τυρί κι αρνί βραστό. Και τα ζωντανά σου στον κάμπο τρώνε χορτάρι νοτισμένο στη
δροσιά. Ώστε μπορείς να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο.
ΧΟΥΑΝ: Για να ‘χει κανένας το κεφάλι του ήσυχο, πρέπει να μη έχεις έγνοιες.
ΓΕΡΜΑ: Κι έχεις εσύ;
ΧΟΥΑΝ: Έχω.
ΤΈΡΜΑ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΧΟΥΑΝ: Δεν ξέρεις τάχα τις ιδέες μου;... Τα γελάδια στο μαντρί και η γυναίκα στο σπίτι.
Μα εσύ όλο και στους δρόμους γυρνάς. Μάλλιασε η γλώσσα μου να σ’ το λέω.
ΓΕΡΜΑ: Σωστά, οι γυναίκες στα σπίτια τους. Όταν τα σπίτια δεν είναι σαν τάφοι. Όταν οι
καρέκλες σπάζουν και τα σεντόνια λιώνουν. Μα όχι εδώ. Κάθε βράδυ που πάω να πέσω,
βρίσκω το κρεβάτι μου πιο καινούργιο και πιο λαμπερό, σαν να το ‘χαν φέρει τωραδά απ’
την πολιτεία.
ΧΟΥΑΝ: Το ξέρεις και συ πως έχω δίκιο να παραπονιέμαι. Ξέρει ακόμα και για ποιο
λόγο πρέπει να ‘χω τα μάτια μου τέσσερα.
Ι’ΕΡΜΑ: Τα μάτια σου τέσσερα; Γιατί; Σου ‘δωσα μήπως αφορμή, ποτέ μου; Ζω
υποταγμένη σε σένα, και τον καημό που με τρώει τον κρατάω κλειδωμένο μέσα μου. Και
κάθε μέρα που περνά θα ‘ναι για μένα και πιο μαύρη. Μα ας μη μιλάμε. Θα βαστάξω το
σταυρό μου όσο πιο καλά μπορώ, και συ μη με ρωτήσεις πια τίποτα. Μονάχα αν
γινόμουνα μεμιάς γριά, με στόμα σαν πελεκημένο λουλούδι, θα μπόραγα να σου
χαμογελάσω και να βαστάξω τη ζωή κοντά σου. Μα τώρα άσε με, άσε με στον πόνο μου.
ΧΟΥΑΝ: Δε νιώθω τι θες να πεις. Εγώ πάντα φροντίζω να μη σου λείψει τίποτα. Στέλνω
και φέρνουν απ’ τα γύρω χωριά όλα τα πράματα που σ’ αρέσουν. Έχω τα ψεγάδια μου, δε
λέω, μα θέλω να βρίσκω ησυχία κι ανάπαψη κοντά σου. Θέλω να κοιμάμαι στον κάμπο
και να ξέρω πως και συ κοιμάσαι.
Ι’ΕΡΜΑ: Εγώ δεν κοιμάμαι, μήτε μπορώ να κοιμηθώ.
109
ΧΟΥΑΝ: Σου λείπει τίποτα; Πε μου ! Αποκρίσου !
ΓΈΡΜΑ: (λέει με ένταση, κοιτώντας διαπεραστικά τον άντρα της) Ναι, μου λείπει.
(Παύση)
ΧΟΥΑΝ: Πάλι τα ίδια! Πέρασαν πια πέντε ολάκερα χρόνια. Εγώ άρχισα κιόλας να το
ξεχνάω.
ΓΕΡΜΑ: Εγώ όμως δεν είμαι εσύ Το ‘πες και μόνος σου, οι άντρες έχουν τη δικιά τους
ζωή, τα κοπάδια, τα δέντρα, Το κουβεντολόι. Μα εμείς σι γυναίκες ποιαν άλλη ζωή έχομε
εξόν απ’ τα παιδιά και τη φροντίδα τους;
ΧΟΥΑΝ: Καθένας με το ριζικό του. Γιατί δεν παίρνεις ένα απ’ τα παιδιά του αδερφού
σου; Εγώ δε σε μποδίζω.
ΓΕΡΜΑ: Δε Θέλω να μεγαλώνω παιδιά αλλωνών. Θα πάγωνε η αγκαλιά μου αν τα
κρατούσα.
ΧΟΥΑΝ: Και προτιμάς να ζεις σαν μια τρελή, δίχως να συλλογιέσαι το χρέος σου, και να
χτυπάς πεισματάρικα το κεφάλι σου σ’ ένα βράχο;...
ΤΕΡΜΑ: Σ’ ένα βράχο που είναι ντροπή που ‘ναι βράχος, ενώ Θα ‘πρεπε να ‘ταν όμορφο
λιβάδι με λουλούδια και δροσερό νερό.
ΧΟΥΑΝ: Η ζωή κοντά σου είναι όλο πίκρα και αγωνία. Στο κάτω κάτω, Θα ‘πρεπε να
υποταχτείς στη μοίρα σου.
ΤΈΡΜΑ: Μ’ αν διάλεξα να ζήσω μες σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους, δεν ήταν για να
υποταχτώ στη μοίρα μου. Σαν θα ‘ρθει η μέρα να μου δέσουν μαντίλι στο σαγόνι και να
μου σταυρώσουν τα χέρια μες στην κάσα, τότε μονάχα θα υποταχτώ στη μοίρα μου.
ΧΟΥΑΝ: Τι Θες λοιπόν να κάνεις;
ΓΕΡΜΑ: Θέλω να πιω νερό και δεν έχω μήτε νερό μήτε ποτήρι. Θέλω ν’ ανέβω στο
βουνό και δεν έχω πόδια. Θέλω να κεντήσω το φουστάνι μου, και δεν έχω κλωστή.
ΧΟΥΑΝ: Μια είν’ η αλήθεια: πως δεν είσαι σωστή γυναίκα — και χαντακώνεις τον
καλόβουλο άντρα που σου ‘λαχε.
ΓΕΡΜΑ: Δεν ξέρω τι είμαι, μήτε και με νοιάζει. Άσε με να βγω λιγάκι έξω ν’ ανασάνω.
Ποτέ μου δε σου ‘δωσα αφορμή.
ΧΟΥΑΝ: Δε μ’ αρέσει να με δαχτυλοδείχνει ο κόσμος. Γι’ αυτό θέλω την πόρτα
αμπαρωμένη και τον καθένα σπιτάκι του.
ΤΈΡΜΑ: Να κουβεντιάζει κανένας δεν είν’ αμαρτία.
ΧΟΥΑΝ: Μπορεί ο κόσμος να το πάρει αλλιώς.
ΧΟΥΑΝ: Σου λέω, δεν αντέχω άλλο! Όταν σου μιλάν στο δρόμο, σφάλνα το στόμα σου
και συλλογίσου πως είσαι γυναίκα παντρεμένη.
ΓΕΡΜΑ: Παντρεμένη...
ΧΟΥΑΝ: Και πως η κάθε φαμελιά έχει την τιμή της, και πως η τιμή είναι φορτίο βαρύ,
που το σηκώνουν όλοι αντάμα. Συχώρα με.
(Η Γέρμα κοιτάει τον άντρα της. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι κ’ η ματιά της τον κάνει να
κλονιστεί)
Αν και δε Θα ‘πρεπε να σου πω «συχώρα με», έτσι που με κοιτάς, μα να σε κλείσω μέσα,
με μάνταλο διπλό, σαν άντρας σου που ‘μαι!
(Παρουσιάζονται στην πόρτα οι δυο αδερφάδες.)
ΓΕΡΜΑ: Φτάνει, σε παρακαλώ. Ας μην πούμε πια ούτε λέξη.
(Παύση)
(Ο Χουάν Βγαίνει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
111
ΜΑΡΤΙΡΙΟ: (Χαμηλόφωνα) Αδέλα! (Παύση. Προχωρεί προς την πόρτα. Δυνατά) Αδέλα!
ΑΔΕΛΑ: Δε μπορώ πια να μένω σ’ αυτή την κόλαση από τότε που μ’ άγγιξε ή φωτιά των
χειλιών του! Θα είμαι όπως με θέλει εκείνος να είμαι! Όλο το χωριό θα ριχτεί καταπάνω
μου, οι άνθρωποι θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα, θα με κυνηγάνε όλοι
εκείνοι πού λένε πώς είναι τίμιοι — κι εγώ, η αγαπητικιά ενός παντρεμένου, θα βάλω στο
κεφάλι μου το αγκαθένιο στεφάνι τής ντροπής...
ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Πάψε!
ΑΔΕΛΑ: Ναι, ναι ! (Χαμηλόφωνα) Πάμε Τώρα να κοιμηθούμε, κι ας τον αφήσουμε να
παντρευτεί την Ανγκούστιας! Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θα πάω να κλειστώ σ’ ένα καλύβι
μοναχικό, και θα τον καρτερώ να ‘ρχεται να με βλέπει όποτε εκείνος θα θέλει, όποτε θα
του ‘ρχεται ή όρεξη!
ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Αυτό δε θα γίνει ποτέ, όσο το αίμα θα είναι ζωντανό μες στ φλέβες μου!
ΑΔΕΛΑ: Όχι εσένα που είσαι σα μαραμένη καλαμιά, μα κι ένα άγριο άλογο μπορώ να
κάμω να γονατίσει με το μικρό μου το δαχτυλάκι μονάχα!
ΜΑΡΤΙΡΙΟ: Μη μού σηκώνεις εμένα φωνή, γιατί δεν ξέρω κι εγώ πού θα φτάσω! Ή
καρδιά μου είναι γεμάτη από μια δύναμη τόσο κακιά που, χωρίς να το θέλω, κι εμένα την
ίδια με πνίγει!
ΑΔΕΛΑ: Μάς λένε ν’ αγαπάμε τις αδερφές μας! Αλλά εμένα ό Θεός μ’ άφησε μόνη στη
σκοτεινιά! Γιατί σε βλέπω τώρα σα να μη σε είχα ποτέ μου ξαναδεί!
(Ακούγεται ένα σφύριγμα και ή ΑΔΕΛΑ τρέχει προς την πόρτα της αυλής, αλλά ή
ΜΑΡΤΙΡΙΟ μπαίνει μπροστά της)
(Παλεύουν)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
113
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ
Πράξη 2η
(Ο Μπλαλωματής κρατώντας με τα χέρια το κεφάλι του τρέχει γύρω γύρω στη σκηνή. Όλοι
βγαίνουν βιαστικά με επιφωνήματα και στραβοκοιτάγματα για τη Μπαλωματού. Αυτή
κλείνει γρήγορα το παράθυρο και την πόρτα)
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Είδες; Είδες τι άτιμος πού ‘ναι ο κόσμος; Τ’ ορκίζομαι στο άγιο αίμα
του Κυρίου Ημών Ιησού πως είμαι αθώα. Α ! Τι να ‘γινε τάχα... Κοίτα, Κοίτα πώς
τρέμουν τα χέρια μου ! Λες και δε θέλουν να σταματήσουν.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Σύχασε, Κυρά μου ! Θα ‘ναι το δίχως άλλο στο δρόμο κι ο άντρας
σου.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (αρχίζει το κλάμα) Ο άντρας μου ;... Αχ Θε μου μεγαλοδύναμε !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τι έπαθες ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Ο άντρας μου με παράτησε. Οι κακές γλώσσες τον κάνανε κ’ έφυγε.
Και τώρα ζω μονάχη μου, δίχως καμιά στοργή.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Καημενούλα !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Κ’ εγώ τόσο τον αγαπούσα ! Τον λάτρευα !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ξεσπάει) Αυτό είναι ψέμα !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (σταματάει απότομα το κλάμα) Τι είπες ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (Σαστισμένος)Λέω πως είναι τόσο αλλόκοτη ιστορία, που μοιάζει σαν
ψεύτικη.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Έχεις πολύ δίκιο. Μα εγώ απ’ τη μέρα που ‘φυγε, μήτε τρώω, μήτε
κοιμάμαι, μήτε ζω. Γιατί αυτός ήταν η χαρά μου, το στήριγμά μου.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τον αγάπαγες τόσο και κείνος σε παράτησε; Πολύ τούβλο θα ‘ταν ο
άντρας σου.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Να μου κάνεις τη χάρη να μαζέψεις τη γλώσσα σου ! Ποιος σου
‘δωσε το δικαίωμα να τον κρίνεις ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Με το συμπάθειο — δεν ήθελα να…
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Αυτό που σου λέω... Στο μυαλό κανένας δεν τον παράβγαινε.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ειρωνικά) Ναι;;;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά) Ναι ! Κι όλες αυτές τις ριμάτες και τα παραμύθια, που λαλάς
και τραγουδάς γυρνολογώντας στα χωριά. είναι σαπουνόφουσκες κοντά σε κείνα που
‘ξερε αυτός... Ήξερε τρεις φορές τόσα !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (σοβαρά) Αδύνατο.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά) Και τέσσερις φορές τόσα ! Μου τα ‘λεγε Το βράδυ σαν
πέφταμε στο κρεβάτι. Παλιές ιστορίες που εσύ μήτε ακουστά δεν τις έχεις !... (Με
μούτες)... Κ’ εγώ έτρεμα απ’ το φόβο μου... μα κείνος μου ‘λεγε : «Τζοβαΐρι της ψυχής
μου, όλ’ αυτά είναι ψέματα !»
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (αγαναχτισμένος) Ψέματα !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (εμβρόντητη) Τι έπαθες ! Σου ‘στριψε ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ψέματα !
Μ11ΑΛΩΜΑΤΟΥ: (αγαναχτισμένη) Μα τι λες τελοσπάντων, καταραμένε Φασουλή ;
114
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (όρθιος, με δύναμη) Πως ο άντρας σου είχε δίκιο. Οι ιστορίες αυτές
είναι όλες ψέματα. Φαντασίες και τίποτ’ άλλο.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (θυμωμένη) Και βέβαια, Εξοχότατε ! Φαίνεται πως με παίρνεις για
καμιά χήνα ! Μια φορά δεν μπορείς ν’ αρνηθείς πως σι ιστορίες αυτές κάνουν εντύπωση.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Αυτό είναι άλλη υπόθεση. Κάνουν εντύπωση μονάχα στις
αισθηματικές ψυχές.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Όλοι οι άνθρωποι έχουν αισθήματα.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ο καθένας με τον τρόπο του. Στον καιρό μου ήξερα πολλούς
ανθρώπους με δίχως αισθήματα. Και στο χωριό μου ζούσε μια γυναίκα... κάποτες... που
‘χε μια πέτρα για καρδιά κι έστηνε ψιλή κουβέντα με τους φίλους της στο παραθύρι, την
ώρα που ο άντρας της ξημεροβραδιαζόταν με τις αρβύλες και τα σκαρπίνια.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (σηκώνεται κι αρπάζει μια καρέκλα) Για μένα το λες αυτό ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Τι ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Για ξαναπές το να τ’ ακούσουμε ! Μπρος, κουράγιο !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (ταπεινά) Έλα τώρα, κυρούλα μου. Τι βάζεις με το νου σου ; Σε ξέρω
τάχα εγώ εσένανε ; Δε σε πρόσβαλα, μαθές. Το λοιπόν γιατί μ’ αποπαίρνεις έτσι ; Το ‘χει
η μοίρα μου, φαίνεται (Σχεδόν κλαίει)
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (ζωηρά, μα συγκινημένη) Άκου, καλέ μου άνθρωπε. Σου μίλησα έτσι
γιατί είμαι στο αμήν. Όλοι στο χωριό με κακογλωσσεύουν και με πολεμάνε. Πώς θες να
μην έχω τα μάτια τέσσερα για να υπερασπίσω τον εαυτό μου την πρώτη στιγμή που Θα
χρειαστεί ! Είμαι νια κ’ έρημη στον κόσμο, κι η μοίρα μ’ άφησε μονάχα με τις θύμησες...
(Κλαίει)
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (πολύ συγκινημένος) Σε νιώθω, μικρούλα μου. Σε νιώθω πιο πολύ απ’
όσο μπορείς να φανταστείς, γιατί... πρέπει ξέρεις — κι αυτό ας μείνει μυστικό — πως η
μοίρα σου είναι ολόιδια — μα το Θεό, ολόιδια με τη δικιά μου.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (με περιέργεια) Αλήθεια !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (πέφτει στο τραπέζι) Εμένα... με παράτησε η γυναίκα μου !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Ο θάνατος δε θα της είναι αρκετή τιμωρία.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Ονειρευόταν έναν κόσμο που δεν ήταν ο δικός μου. Ήταν και ζόρικια,
φαντασμένη. Έκανε σαν παλαβή για το κουβεντολόι και για τα λουσάκια που δε βάσταγε
η τσέπη μου να της ψωνίσω. Κ’ έτσι, μια μέρα συννεφιασμένη, που πέφταν τ’
αστροπελέκια και φυσομανούσε ο αγέρας, με παράτησε για πάντα.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Και τι κάνεις τώρα που γυρνάς τον κόσμο ; Γυρεύω να τη βρω, για να
τη συχωρέσω και να ζήσω μαζί της τα λίγα χρονάκια που μου μένουν. Στην ηλικία μου δε
βολεύεται πια κανένας στα βρωμοχάνια της κακιάς ώρας.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: (γρήγορα) Πιες ένα ζεστό καφέ. Ύστερ’ απ’ όλο αυτό το νταβαντούρι,
θα σ’ ανακουφίσει.
(Πηγαίνει απ’ το ράφι και χύνει τον καφέ, με τη ράχη γυρισμένη στον Μπαλωματή)
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Μωρό μου, με τρελαίνεις ! Τον αγαπάς ολόιδια όπως αγαπάω εγώ τη
γυναίκα μου. (Στέκεται κοντά της σε στάση λατρείας)
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Χίλιες φορές περισσότερο !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Δε γίνεται. Εγώ είμαι ένα παιχνιδάκι κ’ η γυναίκα είν’ ο αφέντης που
με ορίζει. Και πώς ορίζει, Θεούλη μου ! Αυτή είναι η ψυχή του σπιτιού μας.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Και μην ξεχάσεις να του πεις πως τον περιμένω και πως το χειμώνα οι
νύχτες είναι ατέλειωτες.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Το λοιπόν... θα τον δεχτείς καλά σαν γυρίσει:
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Σαν να ‘ταν αντάμα ο βασιλιάς κ’ η βασίλισσα.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (τρέμοντας) Κι αν λάχαινε να γυρίσει τούτη τη στιγμή ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Θα τρελαινόμουν απ’ τη χαρά μου !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Θα τον συχώραγες για την τρέλα του ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Πάει πολύς καιρός που τον έχω συχωρέσει.
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: Παναπεί, θα ‘θελες να ‘ρχόταν τούτη τη στιγμή ;
ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ: Αχ ! και να ‘ρχόταν !
ΜΠΑΛΩΜΑΤΗΣ: (φωνάζει) Ε, λοιπόν, νάτονε !
ΜΠΑΛΏΜΑΤΟΥ: Τι λες ;
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
117
Η ΑΜ ΑΞ Α
Μονόπρακτο
(Ακούγεται μεγάλη φασαρία έξω από την πόρτα του γραφείου και μπαίνει η Πιρικόλ)
ΠΕΡΙΚΟΛ: Το βρίσκω κάπως παράξενο πως για να σας δει κανείς πρέπει να καταλάβει
εξ εφόδου την πόρτα του γραφείου σας. Ελπίζω να είναι απλώς παρεξήγηση του
μπουνταλά του κλητήρος σας.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (κακόκεφα) Ενόμιζα πως θα ήσαστε στην τελετή.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Δεν ξέρω ακόμη, αν θα κάμω την εμφάνισή μου. Αυτό εξαρτάται και λίγο από
σας. Μα, πρώτα· πρώτα, πως πάει η ποδάγρα μας ;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (όλο και πιο μουτρωμένος) Δεν έχω ποδάγρα.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Α! Καθώς βλέπω, τα μπουρίνια μας έχουμε πάλι! Ε! τι να γίνει; Είχα κάτι να
σας ζητήσω και ήλπιζα να σας εύρισκα σε καλύτερη διάθεση. Μ’ αφού είν’ έτσι, τα σέβη
μου. Χαίρετε, τα λέμε άλλη φορά.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, Καμίγια. Έχω κι εγώ να σας μιλήσω. Να
Παρ’ η οργή! Λες και φοβάστε να μείνετε μόνη μαζί μου!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ω! δε με φοβίζει και τόσο συχνά η Υψηλότης σας.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μείνετε. Κάντε μου λίγη συντροφιά, που είμαι άρρωστος... Το ξέρω
πως θα προτιμούσατε να κουβεντιάζατε με το λοχαγό Αγκουΐρε... μα μην τα θέλουμε κι
όλα πια δικά μας...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Με τον Αγκουΐρε; Τώρα δα ήμουνα μαζί του.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τώρα δα ήσαστε μαζί του! Λαμπρά, κυρία μου! Λοιπόν δε μου
χρειάζονται προοίμια, μπορώ να μπω κατ’ ευθείαν στο θέμα.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Εκλαμπρότατε, μου περνά η ιδέα πως μου ετοιμάζετε καμιά σκηνούλα, γιατί
έχετε κάπου δύο μήνες ν’ αφήσετε τη ζήλεια σας να ξεσπάσει. Φοβάμαι μήπως πάρει
κάμποση ώρα αυτή η σκηνή, γι’ αυτό και, με την άδειά σας, λέω να σας ζητήσω μια και
καλή αυτό, που θέλω. Εσείς, βέβαια, δε θα μου αρνηθείτε, κι έτσι μένουνε γι’ αύριο οι
γκρίνιες κι σι θυμοί.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Βρήκατε την ώρα να μου ζητάτε χατήρια ! Με ό,τι σας έχω κάνει ως
τώρα, τα προκόψατε.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ωραία εισαγωγή! Μα τώρα η σειρά μου μιλήσω... Αυτές οι μουσίτσες της
Λίμας έχουν βαλθεί να με ταπεινώσουν με κάθε τρόπο, κι αυτό επειδή είμαι πιο όμορφη
από δαύτες. Αλήθεια, δεν είμαι όμορφη σήμερα; Έχουμε κηρύξει μεταξύ μας σωστό
μικροπόλεμο με μικροσυκοφαντίες και μικροκακίες. Αν δεν ήμουν τόσο βιαστική, θα σας
διηγιόμουνα μερικές. Αφήστε που έχουμε βάλει όλα μας τα δυνατά, ποια θα ξεπεράσει
την άλλη σε φανταχτερά στολίδια κι όμορφες τουαλέτες και σ’ άλλα πολλά. Έχουν κάμει
την τύχη τους μ’ εμάς σι χρυσικοί κι οι μοδίστρες.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τι στην οργή με νοιάζουν εμένα όλα αυτά τα κουραφέξαλα; Αν δε
μπορείτε να παραβγείτε τις κυρίες αυτές με τα διαμαντικά σας, με τους ερωμένους σας
όμως...
ΠΕΡΙΚΟΛ: (κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση) Όσο για ερωμένους, κάνω ακριβώς το
αντίθετο ίσα-ίσα από τις κυρίες αυτές: Προτιμώ το ποιον από το ποσόν.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περικόλ, αφήστε με να μιλήσω. Δεν αστειεύομαι καθόλου αυτή τη
στιγμή.
118
ΠΕΡΙΚΟΛ: (μιλώντας την ίδια ώρα) Ακούστε με, δυο λόγια μόνο να σας πω...
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είμαι πολύ δυσαρεστημένος μαζί σας. Παντού γίνεται λόγος για τα
καμώματά σας, και, να σας πω, πολύ φοβάμαι μήπως με κάνετε και περνάω για κωμικό
πρόσωπο...
ΠΕΡΙΚΟΛ: (μιλώντας την ίδια ώρα) Σήμερα, ίσα-ίσα, μου ήρθε μια πρώτης τάξεως ιδέα,
που θα σκάσουν από το κακό τους όλες αυτές οι κυρίες. Φτάνει μονάχα να φανείτε και
σεις καλός, όπως ξέρετε να είσαστε κάποτε- κάποτε.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μα να πάρ’ η οργή ! Θα μ’ αφήσετε να μιλήσω;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μα να πάρ’ η ευχή! Θα μ’ αφήσετε να μιλήσω; Είμαι γυναίκα κι είσαστε
Καστιλλιάνος, Πρέπει να με σέβεστε λοιπόν. Σιωπή όταν εγώ μιλώ!..
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καλά λοιπόν, μιλήστε! Τι τώρα, τι ύστερα; Ό,τι έχετε ν’ ακούσετε, θα
τ’ ακούσετε...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Σήμερα, καθώς ξέρετε, όλες εδώ στη Λίμα βγαίνουν με την καλύτερη
τουαλέτα τους και κοιτάν ποια θα πρωτοθαμπώσει με τον πλούτο της. Όλα-όλα τ’ αμάξια
στη Λίμα είναι πέντε: τα δύο τα δικά σας, ένα του επισκόπου, ένα του συμβούλου Πέδρο
Χινογιόζα και τέλος η καρότσα της Μαρκησίας Αλταμιράνο. της άσπονδής μου εχθράς,
σαράβαλο σχεδόν κι αυτή σαν την κυρία της, μα όσα νάναι, καρότσα! Λοιπόν, το πρωί,
όταν έμαθα πως δε Θα βγαίνατε σήμερα, μου μπήκε στο νου ότι στο χέρι σας είναι να
κατατροπώσω την αντίπαλό μου, φτάνει να μου χαρίζατε την ωραία καρότσα, που σας
στείλανε απ’ τη Μαδρίτη...
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Αυτό θέλατε να μου ζητήσετε ;..
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μεγαλύτερη χαρά θα μου κάνατε, αν μου δώσετε αυτή την καρότσα, παρά να
μου χαρίζατε ένα μεταλλείο ή και μια ινδιάνικη επαρχία.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δηλαδή μικροπράματα! Μια καρότσα μονάχα θέλει, για να πηγαίνει
αμαξάδα στην εκκλησιά, σα μαρκησία! Θα μου φύγει το μυαλό!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ξέρετε, δον Αντρές, πως τα λεφτά ούτε τα λογαριάζω. Δεν ξέρω τι σας
στοιχίζει αυτό τ’ αμάξι, μα εσείς είσαστε πλούσιος. Αν δεν ήταν για να ταπεινώσω
θανάσιμες εχθρές μου, καταλαβαίνετε, πολύ καλά, ως δε θα σας ζητούσα ποτέ δώρο τόσο
μεγάλης αξίας. Τώρα, αν σας κακοφάνηκε, ξεχάστε το. Κι αν πάλι έκαμ’ άσκημα, που σας
το είπα, σας ζητώ συγγνώμη. Έχω το ελάττωμα, Πρώτα να ενεργώ κι ύστερα να
σκέφτομαι.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καρότσα! Που ακούστηκε θεατρίνα με καρότσα! Μήπως είσαστε
επίσκοπος, κυρία μου, ή μήπως σύμβουλος, ή μήπως μαρκησία για να πηγαίνετε με
καρότσα;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μήπως δεν είμαι η ινφάντα της Καστίλλιας, η βασίλισσα του Σαββά, η θεά
Αφροδίτη και η αγία Ιουστίνα, η παρθένος και μάρτυς, όλες μαζί;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Θεότρελη!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Όλες αυτές αξίζουν κάτι παραπάνω από μια γριά μαρκησία, που ο Πατέρας
της πουλούσε τσόχα γι’ αγωγιάτες στην Κόρδοβα! Ελάτε τώρα, χρυσέ μου Αντρίκο, να,
γέλασε το χειλάκι σας, δεν είσαστε πια μουτρωμένος είσαστε πάλι καλός, όπως πάντοτε,
και θα μου δώσετε την καρότσα σας, ε;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καμίγια, πρώτα-πρώτα μου ζητάτε πράγματα εξωφρενικά. Έπειτα,
άσχημη ώρα διαλέξατε, γιατί έχω τώρα να σας κάμω τα παράπονά μου.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Κι αν ήθελα να κάμω κι εγώ το ίδιο;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ακούστε εδώ, δεν κάνετε καλά να τα γυρίζετε όλα στ’ αστεία. Σας
δηλώνω πως η διαγωγή σας μου είναι τώρα γνωστή και πως δεν εννοώ να είμαι πια
κορόιδο!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Αν δεν μου δώσετε την καρότσα, δε μου μένει άλλο παρά να πάρω τα μούτρα
μου και να γυρίσω σπίτι. Πως να πάω στην τελετή με τα πόδια, σα γυναικούλα, ή με σέδια
σαν κυρία της μεσαίας τάξεως, και μάλιστα ύστερ’ απ’ τα όνειρα, που έκανα! Α! Κύριε
Αντιβασιλέα του Περού, τι άκαρδος που είσαστε!.. Πόσο σας στοιχίζει αυτή η καρότσα;
119
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ξεχάστε την καρότσα, κυρία μου, και απαντήστε μου: Έχω μάθει με το
νι και με το σίγμα όλα σας τα κατορθώματα και θα δείτε πως δεν είμαι πια ο στραβός που
ήμουν όπως όταν σας αγαπούσα. Τώρα δε σας αγαπώ. Τ’ ακούτε; Άνοιξαν τα μάτια μου.
Σας ξέρω πια! Ωστόσο, είμαι πολύ περίεργος να δω σαν τι Θα σοφιζόταν το μυαλουδάκι
σας για να δικαιολογηθείτε... Εμπρός λοιπόν, δοκιμάστε... μιλήστε, διάολε! Μιλήστε!..
Μα, καλά, τι στύλωσε τα μάτια της ψηλά; Που τρέχει ο νους της;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Τι ωραία καρότσα!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Εσείς και γάιδαρο μπορείτε να σκάσετε! Να πάρει ο διάολος την
καρότσα! Ξέρω καλά πω; ο λοχαγός Αγκουΐρε σας αγαπά... και πως τον αγαπάτε κι
εσείς... ναι, κι εσείς... το ξέρω, είμαι βέβαιος... Μα πέστε, λοιπόν, πως δεν είναι αλήθεια...
Εμπρός, κουράγιο! Αρνηθείτε, λόγου χάριν, πως σας χάρισε ένα κρεμεζί ατλαζωτό
φουστάνι... ΑρνηΘείτε το: δε σας κρατώ!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλά θα έκανε να μου χάριζε και κανένα νταντελένιο σάλι. Το δικό μου
σκίστηκε.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Και τον πιάσανε μισόγυμνο μπροστά στην πόρτα σας. Το ξέρω καλά,
το είδα... Μα, να πάρ’ η οργή! Πέστε, λοιπόν, πως είναι ψέμα. Εσείς, που είσαστε τόσο
καλή θεατρίνα, θα λέτε τα ψέματα με όση ευκολία σι άλλοι λένε την αλήθεια.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλοσύνη σας!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Καταλαβαίνετε, ωραία μου φίλη, πως δεν μπορεί να τραβήξει το
πράμα. Από δω κι εμπρός, διακόπτονται οι σχέσεις μας... Κι έπρεπε να έχει γίνει από
καιρό αυτό... γιατί δεν είμαι εγώ καμωμένος για να συντηρώ τις ερωμένες του λοχαγού
Αγκουΐρε. Πολύ ατάραχη σας βλέπω... Μήπως θαρρείτε πως Θα πάρω την απάθειά σας
για τη γαλήνη της αθωότητος ;
ΠΕΡΙΚΟΛ: (με τραγικό τόνο) Είναι η γαλήνη της απελπισίας. Εγώ, μ’ αυτά και μ’ αυτά,
δε βλέπω παρά μόνο πως θα χάσω την ευκαιρία να πάω με τ’ αμάξι στην εκκλησία. Θα
περάσει η ώρα κι όταν πια θα μου ζητήσετε συγγνώμη, θα είναι πολύ αργά.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μπα; Να σας ζητήσω συγγνώμη, κούκλα μου; Δε γυρεύετε και
πολλά!.. Καλά, λοιπόν, σας ζητώ συγγνώμη, που ανακάλυψα κι άλλη σας ερωτοδουλειά
με πολύ σπουδαίο πρόσωπο...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Δυο για την ώρα. Όταν φτάσουμε στα τρία, τότε δε θα σ’ έχω χρεία!..
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ούτε λίγο — ούτε πολύ, με το γενναίο Ραμόν, μιγάδα στην εθνικότητα
και ματαντόρ στο επάγγελμα. Ξέρετε και διαλέγετε τους ερωμένους σας, κυρία μου. Είναι
διάσημος, και ποιος δεν το ξέρει τ’ όνομα του εδώ...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Σωστά. Και τη φήμη του δεν την έχει κλεμμένη όπως τόσοι και τόσοι! Είναι ο
πιο γενναίος ταυρομάχος σ’ όλο το Περού, κι ίσως-ίσως, ο πιο όμορφος κι ο πιο δυνατός!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Διάολε! Πως φαίνεται ότι δεν είσαστε από κείνες, που αφήνουν έναν
αντιβασιλέα για τον πρώτο τυχόντα! Άλλωστε, σαν έξυπνη γυναίκα, έναν ερωμένο
αφήνετε και παίρνετε δύο. Αλλάζετε ένα φλουρί και παίρνετε πίσω λιανά!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ώστε, σα να λέμε, κατά την εκτίμησή σας ένας λοχαγός κι ένας ταυρομάχος
μας κάνουν σε λιανά έναν αντιβασιλέα; Η Υψηλότης σας πέφτει όξω στους λογαριασμούς
της. Εγώ λέω πως χρειάζονται τρεις αντιβασιλείς για ένα λοχαγό, και για ένα ματαντόρ,
τουλάχιστον έξη!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαστε αδιάντροπη...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Εμπρός λοιπόν, θάρρος!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μια ξετσίπωτη, που μήτε νοιάζεται καν να κρύψει τις μπομπές της,
έτσι για τα μάτια του κόσμου!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Κουράγιο! (Απαγγέλλοντας) «Φαντασία πλάνα εσύ, που με τις γητιές μας
πιάνεις, ποια σου έδωσα αφορμή την καρδιά μου να πικράνεις»;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ερωμένον ένα ματαντόρ ! και βρωμοαράπη μάλιστα! Μεσσαλίνα!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Τι πάει να πει αυτό;
120
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαστε...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ελεύθερα, μην κρατιέστε, Υψηλότατε. Θα σας τόχει βέβαια συστήσει ο
γιατρός, να ξεσπάτε έτσι τη φούρκα σας. Ανάβουν τα αίματα και θάναι ένα κι ένα για την
ποδάγρα!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Σιωπή, άτιμη! Έναν μιγάδα ερωμένο ! Να πάρ’ η οργή! Δεν άφησα
χάρη, που να μη σας την κάνω... Για χατήρι σας, έχω σχεδόν εκτεθεί στα μάτια του
κόσμου... γιατί σκάνδαλο δεν είναι, ο αντιπρόσωπος του βασιλέως της Ισπανίας να
παίρνει την ερωμένη του από το παλκοσένικο ;.. Δεν ξέρω τι με κρατάει; . Μα αν δεν
ήμουν άγγελος καλοσύνης, θα σας έχωνα σε κανένα σωφρονιστήριο...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Πού να τολμήσετε!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πού να τολμήσω ;.. Γρήγορα, πένα και μελάνι να υπογράψω τη
διαταγή!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Θα είχαμε επανάσταση στη Λίμα, αν έμπαινε η Περικόλ στη φυλακή.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Επανάσταση, μπω, μπω!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μάλιστα, επανάσταση. Για κρεμάσετε, για κόψετε όλους σας τους
γαλαζοαίματους μαρκήσιους, κόντηδες κι ιππότες εδώ στη Λίμα: φωνή δε θ’ ακουστεί,
χέρι δε θα σηκωθεί να τους γλυτώσει... Για σφάξετε καμιά δεκαριά χιλιάδες άμοιρους
Ινδούς, για στείλετε καμιά δεκαριά χιλιάδες στα κάτεργα: θα σας πουν μπράβο και θα σας
ανακηρύξουν σπουδαίον κυβερνήτη! Για εμποδίστε όμως το λαό, εδώ στη Λίμα, να δει
την αγαπημένη του ηθοποιό; με τις πέτρες θα σας σκοτώσουν.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πως, πως!.. Κι αν απαγορέψω στο θεατρώνη να σας ανανεώσει το
συμβόλαιο, που λήγει...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ε! Θα βγω κι εγώ με την κιθάρα μου στους δρόμους να τραγουδώ κάτω από
τα παράθυρά σας, και τα τραγούδια μου θα τους κάνουν όλους να γελούν με τον
αντιβασιλιά και με την ποδάγρα του.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περίφημα! Και τι θα κάνετε, αν σας στείλω στην Ισπανία με το πρώτο
καράβι ;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μεγαλύτερη ευχαρίστηση δε θα μπορούσατε να μου κάμετε... Πεθαίνω να δω
τη γηραιά Ευρώπη. κι έπειτα στην Ισπανία έχω την πιθανότητα να γίνω ερωμένη του
πρωθυπουργού ή και του βασιλιά, οπότε θα σας εκδικηθώ μια χαρά! Θα σας πατήσω μια
καταγγελία, θα σας φέρουν δεμένο χειροπόδαρα στην Ισπανία, σαν τον Χριστόφορο
Κολόμβο. Και τότε, θα είσαστε πολύ ευχαριστημένος, αν σας γλυτώσω από την κρεμάλα,
και σας στείλω μονάχα να ρέψετε στον πύργο της Σεγόβιας.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ώσπου να γίνουν όμως όλ’ αυτά, να μην ξαναπατήσετε πια το πόδι σας
εδώ μέσα!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Στ’ αλήθεια, πρώτη φορά θα κάνω με τόση ευχαρίστηση τη χάρη στην
Υψηλότητά σας.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μια στιγμή! Αφού είναι η τελευταία φορά, που βλεπόμαστε, πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας... Αν δε σας καταφρονούσα τόσο πολύ, θα σας
χαντάκωνα. Μα ο Αντρές Ριβέρα δεν καταδέχεται να τιμωρήσει μια προσβολή, όταν
έρχεται από τόσο χαμηλά! Σας έχω δώσει αρκετά στρογγυλά ποσά και πολύτιμα δώρα...
κρατήστε τα. Θα σας πληρωθούν και τρία μηνιάτικα κι ελπίζω έτσι να μπείτε στο
φτωχοκομείο, κάνα δυο βδομάδες αργότερα!..
ΠΕΡΙΚΟΛ: Άκουσα με μεγάλη υπομονή τις βρισιές σας και τις φριχτές συκοφαντίες, που
ξεστομίσατε. Όλα τάρριχνα στην κατάσταση της υγείας σας· — όμως η τελευταία
προσβολή δεν καταπίνεται. Κρατώ από παλιά χριστιανική και καστιλιάνικη οικογένεια,
Εκλαμπρότατε, κι επειδή θέλω πάντα να έχω το μέτωπο ψηλά, δε μπορώ να δέχομαι δώρα
από άνθρωπο, που δεν τον αγαπώ. Ό,τι μου χαρίσατε, θα σας το δώσω πίσω. Θα πουλήσω
το σπίτι μου και τα έπιπλά μου, για να σας ξεπληρώσω και τ’ άλλα. Για την ώρα, πάρτε
αυτό το διαμαντένιο περιδέραιο και τα δαχτυλίδια, που μου έχετε χαρίσει... Ως το βράδυ,
δε θάχω πια τίποτα δικό σας... (Βγάζει τα διαμαντικά της κι ετοιμάζεται να φύγει)
121
αποτελειώσει, έδωσ’ ένα σάλτο και γυρίζοντας τη ράχη του στον ταύρο, μου έκαμε μια
χαιρετούρα πολύ χαριτωμένη για άνθρωπο της σειράς του. Εγώ αμέσως κατάλαβα, και
έψαξα να βρω το πουγγί μου, για να του το ρίξω· μα δεν το είχα μαζί μου. Άρπαξα λοιπόν
το πρώτο πολύτιμο πράγμα, που βρήκα απάνω μου. Ποτέ όμως δε θα μου περνούσε από
το νου πως μπορούσαν να δώσουν ερωτική σημασία σ αυτό πούκαμα. Ένα μιγάδα! ένα
ματαντόρ! Έναν άνθρωπο που πίνει και τρώει σκόρδο! Ω, Εκλαμπρότατε!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ναι, ναι, είχα άδικο, φως μου... Ωστόσο, αν ήμουν εγώ ο ταύρος, θα
έβαζα όση δύναμη μου είχε μείνει και θα σου τον συγύριζα για καλά τον κύριο Ραμόν!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Τότε κι εγώ θα φώναζα: «Ζήτω ο ταύρος».
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Είσαι μούρλια! Ζήτησε μου ό,τι θέλεις... Γιατί δεν πιστεύω καθόλου
πως μπάζεις στο σπίτι σου αυτόν τον Ραμόν, που τρώει σκόρδο!
ΠΕΡΙΚΟΛ: Με συγχωρείτε ! Η Υψηλότης σας γνωρίζει ότι σε λίγο θα παίξω τον πρώτο
ρόλο στην Κωμωδία του ποιητού Παρανσοδρέθ· Θα τραγουδήσω ένα τραγουδάκι,
γραμμένο στη διάλεκτο των ανθρώπων αυτών, των μιγάδων· και για να ξεσηκώσω καλά
την προφορά τους, φέρνω σπίτι μου τον Ραμόν, που έχει καλούτσικη φωνή βαρυτόνου και
θα μπορούσε να τραγουδά όλη μέρα, φτάνει να του δίνεις να πίνει. Δύο λόγια μόνο θα
προσθέσω ακόμα: Αν έχει μείνει στην Υψηλότητά σας η παραμικρή αμφιβολία, ας
ξαποστείλει στον Παναμά το λοχαγό και το ματαντόρ στο Κούσκο. Μα αν έχει μαθευτεί
το πράμα, πολύ φοβάμαι πως η εξορία τους θα δώσει αφορμή στους καλοθελητάδες να
γελάσουν εις βάρος σας και εις βάρος μου.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Α! χρυσή μου Περικόλ, πως θα κάμω να ξεχάσεις...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Η αγάπη συγχωρεί πολλά. Θα συστήσω στην Υψηλότητά σας να φυλάγεται
στο εξής από τους υπηρέτες, που δείχνουν τάχα μεγάλη αφοσίωση στους κυρίους των,
ενώ, στ’ αλήθεια, μόνο το κακό τους θέλουν.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πώς είπες ;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Δε θ’ αναφέρω ονόματα. Εγώ δε θα κάνω ποτέ τον καταδότη. Καθώς είμαι
νέα, νόστιμη και θεατρίνα -δε μπορώ ν’ αποφύγω διάφορες αναιδείς προτάσεις. Και μου
φαίνεται πως κάποιος νεαρός ξυπασμένος, που τον τιμάτε με την εμπιστοσύνη σας, και
που εγώ τον πέταξα όξω από τα παρασκήνια, Θα σας έχει σερβίρει όλα αυτά τα ωραία
παραμύθια.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Βρε τον αλιτήριο! Καλά τόλεγα εγώ πάντα! Βρε το κτήνος, ακούς εκεί!
Τόλμησε να σου ριχτεί ! Για τον Μαρτινέθ δε μιλούσες;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Κανενός το κακό δε θέλω.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Α ! Παλιάνθρωπε ! Όχι στο Γκάρθι Βασκέζ. Στη φυλακή του Καλλιάο
θα πας, και ο διάβολος να με πάρει, αν θα βγεις από κει μέσα !
ΠΕΡΙΚΟΛ: Εγώ δεν είπα τίποτα κακό για τον άνθρωπο. Από πού το βγάζετε πως αυτόν
είχα στο νου μου ;
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Άστα σε μένα. Ξέρω εγώ τι λέω... Μα μου ζήτησες, νομίζω, παιδί μου,
την καρότσα μου ;.. Χμ ! Ξέρεις...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μην το αναφέρετε πια! Είμαι τόσο ευτυχισμένη τώρα, που δεν έχασα την
αγάπη σας...
ΛΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Μα αλήθεια, θα σ’ ευχαριστούσε τόσο πολύ ; Κοίτα να δεις, μικρούλα
μου...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Ναι, πολύ θα τόθελα... Μα, ύστερ’ απ’ αυτή τη φοβερή συζήτηση, άλλαξα
γνώμη...
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Λογάριαζες πως θα σου την έδινα... Μα να! διάολε! η καρότσα... όχι
πως τη θέλω εγώ... όμως, τι στο διάολο θα πουν, όταν...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Φτάνει πια! Έπειτα, είναι πολύ αργά, για να πάω στην τελετή. Δεν
προφταίνω...
123
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έννοια σου και τ’ άλογά μου τρέχουν καλά... Τους συμβούλους
φοβάμαι μόνο, π’ ανάθεμά τους. Εκείνος ο Πέδρο Χινογιόζα... Θα τα παρουσιάσει, όπως
θέλει αυτός...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Δε σας χωνεύει, επειδή ο λαός σας αγαπά... Μα θα σου κοστίσει πολύ να σας
κάνω να τα χαλάσετε μαζί του. Φαίνεται πως είναι άνθρωπος, που δε χωρατεύει...
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: (αφού σκεφθεί λίγο) Ας πει ό,τι θέλει! Μη δεν είμ’ ελεύθερος να χαρίζω
ό,τι μου ανήκει κα σε όποιον μου αρέσει;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι, για το Θεό! Το καλοσυλλογίστηκα πόσο παράλογη ήταν η αξίωσή μου,
και ντρέπομαι τώρα. που σας έγινα φόρτωμα. Κι έπειτα, κρατιόμουνα τόσο πολύ
πρωτύτερα, για να μην κλάψω... που μεγαλύτερη όρεξη έχω να πέσω στο κρεβάτι, να
ησυχάσουν τα νεύρα μου, παρά να πάω περίπατο.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Την καημενούλα, πως μ’ αγαπάει! Όχι,. κόρη μου, πρέπει να βγεις να
πάρεις αέρα, θα σου κάμει καλό. Ο Πινέδα εμένα μου συσταίνει να βγαίνω με τ’ αμάξι,
όταν με πιάνουν τα νεύρα μου... Έλα, κούκλα μου, χάρισμά σου η καρότσα. Πες τους έξω,
για να ζέψουν αμέσως.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Για το Θεό, Εκλαμπρότατε, σκεφθείτε το καλά. Παραείσαστε καλός τώρα,
όπως πρωτύτερα παραείσαστε άδικος!
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Πες τους, σου λέω! Θέλω να σκάσουν από τη ζήλεια σι εχθροί σου.
Άλογα, καρότσα κι αμαξάς ανήκουν πια σε σένα.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Μα...
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τέλος πάντων, αν δε δεχθείς το δώρο, θα πει πως μου κρατάς ακόμα
κάκια.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Αφού το παίρνετ’ έτσι, δε μπορώ να σας αρνηθώ... Αλήθεια τα έχω χαμένα...
(Πηγαίνει στην πόρτα και φωνάζει προς τα έξω) Να ζέψουν αμέσως τ’ άσπρα τ’ άλογα
στην καινούρια καρότσα !
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Το καημενάκι ! Πως χτυπά η καρδούλα της ! Λοιπόν μου είσαι ακόμα
κακιωμενη;
ΠΕΡΙΚΟΛ: Πως να μη μου αγγίξει την καρδιά η Τόση σας καλοσύνη, Υψηλότατε!..
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δεν αφήνεις τα Υψηλότατε! Πες με, όπως με λες καμιά φορά.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Καλά, Αντρές! Μου έδωσες πολύ μεγάλη πίκρα και πολύ μεγάλη χαρά
σήμερα.
ΛΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Φίλησε με, άγγελέ μου. Έτσι, σ’ αγαπώ. Να ! Βλέπεις, με την Περικόλ
μου δε θέλω νάμαι αντιβασιλιάς. Κακιά, για θυμήσου πόσο λίγο είπες πως αξίζουν οι
αντιβασιλιάδες στον έρωτα...
ΠΕΡΙΚΟΛ: Έλα, το ξέρεις πολύ καλά πως για μένα είσαι ο Αντρές, κι όχι ο αντιβασιλιάς
του Περού. Κοίτα τι ωραία κεντητά γοβάκια μου έφτιαξε ο Μαρίνο... Είναι ο παπουτσής,
που σου είχα μιλήσει κάποτε για τον ανεψιό του.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τι ωραίο ποδαράκι! Χωράει όλο μέσα στη φούχτα μου. Αλήθεια,
έλεγες πως ο ανεψιός του είναι πολύ μυαλωμένο παλικάρι. Τον παίρνω στην υπηρεσία
μου, στη θέση του Μαρτινέθ.
ΠΕΡΙΚΟΛ: Όχι, κανείς δε θέλω να χάσει τη θέση του εξ αιτίας μου. Κι’ έπειτα, ο
Μαρτινέθ σας είναι χρήσιμος. Κάνει καλά ραπόρτα.
ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ: Του το φυλάς, κατεργάρα! Έλα, έλα. Στο Καλλιάο θα κοιμηθεί απόψε.
Εμπρός, πήγαινε, φως μου, και καλή διασκέδαση! Και να γυρίσεις, μόλις τελειώσει η
τελετή. Αν σου κάνει κανείς καμιά προστυχιά, κοίτα μη μου το κρύψεις... Να πάρ’ η οργή.
Θα σου τους συγυρίσω εγώ αυτούς τους κυρίους... Στάσου, τα διαμαντικά σου ! Τα
ξέχασες; Έλα πιο κοντά, να σου κουμπώσω το περιδέραιο... Αχ, είσαι θεσπέσια σήμερα!
124
ΠΕΡΙΚΟΛ: Παίρνω μαζί μου, τώρα, κάτι πιο πολύτιμο απ’ τα διαμάντια τούτα: Την
αγάπη σου και την εμπιστοσύνη σου.
(Βγαίνει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
125
Ο ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πράξη 1η – Σκηνή 2η
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Έμαθα πως εβγήκε η Σελιμένη
μαζί με την Ελιάνθη να ψωνίσουν
και πως εσείς εδώ την περιμένετε.
Έτρεξα το λοιπόν εφτύς απάνω,
για να σας πω με ειλικρινή καρδιά
πόσον από καιρό σας εχτιμάω
και φίλος σας επιθυμώ να γίνω.
Αξίζουν οι καρδιές μας να ενωθούνε
με το δεσμό της πιο θερμής φιλίας.
Φίλον τόσο πιστό και της δικιάς μου
σειράς δε στέκει να τον αρνηθείτε.
(Όσο μιλεί ο Ορόντας, ο Άλκης μένει βυθισμένος στη συλλογή και μοιάζει σα να μην
κατάλαβε, πώς σ’ αφτόνε μιλούνε. Τότε μονάχα βγαίνει από τη συλλογή τον, όταν ό
Ορόντας του μιλάει)
ΑΛΚΗΣ:
Σε μένα, κύριε;
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Ναι ! Σας ενοχλώ;
ΑΛΚΗΣ:
Όχι, καθόλου! Απόρεσα μονάχα.
Τόσο τρανή τιμή δεν την περίμενα.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μα γιατί ν’ απορέσετε ; ΙΙοιος άλλος
την αξίζει στον κόσμο, όσον εσείς ;
ΑΛΚΗΣ:
Κύριε...
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Κανείς δεν είναι σ τη Γαλλία
καλύτερος από την αφεντιά σας.
126
ΑΛΚΗΣ:
Κύριε....
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Ναι. Με κανένα δε συγκρίνεστε,
Απ’ όλους τους σπουδαίους είσαστε πρώτος.
Α Λ Κ Η Σ:
Κύριε...
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Τ’ αστροπελέκι να με κάψει,
αν ψέματα σας λέω. Για να σας δείξω
την άμετρην αγάπη μου, δεχτείτε
να σας σφιχταγκαλιάσω· και μια θέση
δόστε μου μέσα στην καλή καρδιά σας.
Το χέρι σας, παρακαλώ. Και φίλοι
παντοτινοί κι αχώριστοι.
ΑΛΚΗΣ:
Μα, κύριε !...
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Αι ; Πώς ; Αρνιέστε ;
ΑΛΚΗΣ:
Μα πολύ μεγάλη
μου κάνετε τιμή κ’ εγώ νομίζω,
πως η φιλία δεν είν’ έφκολο πράμα
και την προδίνουν όσοι με το πρώτο
και σ’ όποιον λάχει την προσφέρνουν έτσι.
Χρειάζεται προσοχή πολλή και γνώση.
Πριν αγαπήσεις, πρέπει να γνωρίσεις.
Μπορεί να μην ταιριάζουν τα αίματά μας
κι αντίς για φίλοι εγκάρδιοι, οχτροί να γίνουμε.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Διάβολε! Γνωστικά πολύ τα λέτε
και πιο πολύ από πρώτα σας θαβμάζω.
Λοιπόν ας μπιστεφτούμε στον καιρό
να μας ενώσει κάποτε. Και τώρα
είμαι στους ορισμούς σας. Ό,τι θέλετε !
Θέλετε να μιλήσω στο παλάτι
για λόγου σας ; Πολύ με λογαριάζει
ό βασιλιάς και πάντοτε μ’ ακούει
μ’ εμπιστοσύνη σ’ όλα τα ζητήματα.
Σας ξαναλέω : στους ορισμούς σας είμαι.
Έχετε τόσο φωτεινό μυαλό,
που θέλω — πρώτο δείγμα της φιλίας —
να σας διαβάσω ένα σοννέτο. Μόλις
το τέλειωσα. Και. θέλω να μου πείτε
127
τη γνώμη σας, πριν το τυπώσω.
ΑΛΚΗΣ:
Κύριε...
Μα δεν καταλαβαίνω εγώ από τέτοια.
Άδικα μην κοπιάζετε.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Γιατί ;
ΑΛΚΗΣ:
Γιατ’ έχω το κακό συνήθιο να μαι
πιότερο απ’ όσο στέκει ειλικρινής.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Αφτό θέλω κ’ εγώ. Θα πειραζόμουν,
αν αντίς να μου πείτε ορθά κοφτά
τη γνώμη σας, μου λέγατε άλλ’ αντ’ άλλων.
ΑΛΚΗΣ:
Αφού το θέλετ’ έτσι, εμπρός ! Ακούω.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
«Ελπίς». Έτσι είναι ό τίτλος. Το έχω γράψει
για μια κυρία, που μου δωκεν ελπίδες.
Αν οι στίχοι δεν είναι μεγαλόστομοι,
είναι όμως τρυφεροί κα μελωμένοι.
ΑΛΚΗΣ:
Θα ιδούμε.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μα δεν ξέρω, αν είναι το ύφος
του σοννέτου μου απλό κι εφκολονόητο
κι αν οι λέξεις είναι καλά βαλμένες.
ΑΛΚΗΣ:
Θα ιδούμε, Κύριε.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Και σας βεβαιώνω,
πως το γραψα μονάχα σ’ να τέταρτο.
ΑΛΚΗΣ:
Η ώρα καμιά δεν έχει σημασία.
ΟΡΟΝΤΑΣ (Διαβάζει):
Άγει και φέρει με η ελπίς,
ματαία ελπίς ! Ώσπερ λεπίς
εν τοις εγκάτοις μσυ σφηνούται,
αφού ποσώς; δεν πραγματούται.
128
ΦΙΛΩΤΑΣ:
Ή πρώτη σας στροφή με καταμάγεψε !
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Απέναντί μου, ωραία Φυλλίς,
είσαι φιλόφρων, αφελής.
Αν ολιγώτερον πως ήσο,
θα ήτο δυσχερές να ελπίσω.
ΦΙΛΩΤΑΣ:
Ω ! Τι λεπτά κ’ εβγενικά τα λέτε!
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Αν ούτω πως αγωνιών
μάτην προσμένω έτη όλα,
με της ελπίδος τον ιόν
θέλω τινάξει φευ ! τα κώλα.
Ελπίς, ω λέξις θεσπεσία,
κατάντησες απελπισία!
ΦΙΛΩΤΑΣ:
Θαβμάσιο τέλος, έξοχο, σπουδαίο !
ΦΙΛΩΤΑΣ:
Δε ματάκουσα στίχους τόσο ωραίους.
ΑΛΚΗΣ (Χωριστά):
Διάβολε!
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μα, θαρρώ, με κολακέβετε.
ΦΙΛΩΤΑΣ:
Καθόλου!
ΑΛΚΗΣ:
Πολύ λεπτό και δύσκολο το θέμα.
Όλοι θαρρούν, πως είναι ταλαντούχοι.
Μα κάποτε σε κάποιον (κρύβω τ’ όνομα)
πού μου διάβαζε στίχους του, είπα φόρα,
πως πρέπει κάθε κύριος σοβαρός
να μπορεί να κρατάει τον εαφτό του,
άμα τον πιάν’ η τρομερή φαγούρα
να μουντζουρώνει το χαρτί· να βάζει
φρένο στη τάχα εσώψυχην ορμή του,
που τόνε σπρώχνει στη μωρολογιά·
και διόλου να μη βιάζονταν να δείχνει
τα γραφτά του, τι καταντάει γελοίος.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μου δίνετε μ’ αφτά να καταλάβω,
πως δε θα πρεπ’ εγώ...
ΑΛΚΗΣ:
Δεν είπ’ αφτό.
Στον άλλον είπα : τα σαχλά ποιήματα
μας θανατώνουν απ’ ανία και πλήξη.
Και φτάν’ η λόξα αφτή του, για να χάσει
ο κάθε κύριος την υπόληψή του.
Ένα κουσούρι αν έχεις και χιλιάδες
αρετές, οι άλλοι βλέπουν το κουσούρι.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μήπως και το δικό μου το σοννέτο
έχει ψεγάδια;
ΑΛΚΗΣ:
Μα δεν είπ’ αφτό !
Για να του κόψω τη στιχομανία,
του δειξα πόσοι καθώς πρέπει κύριοι
στα χρόνια μας γενήκανε ρεζίλι.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Γράφω κ’ εγώ κακά; Τούς μοιάζω τάχα;
ΑΛΚΗΣ:
Δεν είπ’ αφτό, παρά στον άλλον είπα :
τι σ’ αναγκάζει να σκαρώνεις ρίμες ;
Ποιος σατανάς σε βάζει και τυπώνεις ;
Τον κακομοίρη, που άσκημα βιβλία
τυπώνει για να βγάλει το ψωμί του,
τoν συχωρνάμε, ας είναι ! Μα τους άλλους ;
Στον κακό πειρασμό αντιστάσου, κύριε,
μην ενοχλής τον κόσμο, δε σου φταίει.
Μην καταστρέφεις την καλή την γνώμη,
130
πού έχουν όλοι για σένα στο παλάτι,
μόνα για να σου δώσει ό τυπογράφος
του μωρού και γελοίου γραφιά τον τίτλο.
Έτσι είπα, αλλ’ αν κατάλαβε, δεν ξέρω !
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Όλ’ αφτά γνωστικά πολύ τα βρίσκω,
μα τι σχέση με το σοννέτο μου έχουν ;
ΑΛΚΗΣ:
Στο συρτάρι σας κλείστε το για πάντα.
Μιμηθήκατε πρότυπα γελοία.
Η φράση σας δεν έχει φυσικότητα :
Τι ναι τούτο : «ελπίς ώσπερ λεπίς».
Και τούτο : «αν ολιγώτερόν πως ήσο»
και τ’ άλλο αφτό : «ω ελπίς - απελπισία»;
Ύφος μακαρονίστικο, μεγάλη
εκζήτηση και ματαιοφροσύνη.
Παιχνίδια λέξεων, στόμφος και προσποίηση.
Έτσι δεν ομιλεί ποτές η Αλήθεια !
Ω ! Το φριχτό της εποχής μας γούστο !
Είχανε πιο πολύ οι παλιότεροί μας.
Ό,τι θαμάζουν οι καιροί μας
δε φτάνει ετούτο το παλιό τραγούδι :
Αν μου χαοίσει το Παρίσι
ο βασιλιάς με το σκοπό
παντοτινά να με χωρίσει
απ’ τη γυναίκα, π’ αγαπώ,
αλλού, θαν του λεγα, να ορίσει
και να κρατήσει το Παρίσι
κ’ εγώ κρατώ την αγαπώ
γι’ αυτήν τρελαίνομαι πω ! πω !
Ύφος απλό και γλώσσ’ απλή, μα πόσο
ανώτερον απ’ όλα τα στριμένα
τής μόδας, που σου πρήζουν το σηκώτι !
Τι λαγαρό το πάθος αναβλύζει !
Αν μου χαρίσει το Παρίσι
ο βασιλιάς με το σκοπό
παντοτινά να με χωρίσει
απ’ την γυναίκα π’ αγαπώ,
αλλού, θαν του λεγα, να ορίσει
και να κρατήσει το Παρίσι κ εγώ κρατώ την αγαπώ,
γι’ αυτήν τρελαίνομαι, πω, πω !
Έτσι μιλάει καρδιά συγκινημενη.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Ωστόσο είναι καλοί οι δικοί μου στίχοι.
ΑΛΚΗΣ:
Δικαιωμά σας να τους κρίνετε έτσι,
μα πρέπει να δεχτείτε, πως κ εμένα
δικαιωμά μου αντίθετα να κρίνω.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Φτάνει, πού συμφωνούν μ’ εμένα οι άλλοι.
ΑΛΚΗΣ:
Δεν ξέρω να υποκρίνομαι σα δάφτους.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Η κρίση σας καθόλου δε λαθέβει ;
ΑΛΚΗΣ:
Ναι, θα λάθεβεν, αν σας επαινούσα !
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Δεν έχω ανάγκη από τον έπαινό σας !
ΑΛΚΗΣ:
Ανάγκη να μην έχετε, έτσι πρέπει..
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Είμαι περίεργος να βλεπα τι στίχους
θα κάνατε κ’ εσείς σ’ αφτό το θέμα.
ΑΛΚΗΣ:
Έτσι κακούς θε να κανα χιλιάδες,
μα κανενού δεν ήθελα τούς δείξει.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Μεγάλη αφτοπεποίθηση και ιδέα...
ΑΛΚΗΣ:
Αλλού να πάτε να σας λιβανίσουν.
ΟΡΟΝΤΑΣ:
Πιο χαμηλά τον τόνο, μικρέ κύριε.
ΑΛΚΗΣ:
Ο τόνος μου σωστός, μεγάλε κύριε !
ΟΡΟΝΤΑΣ:
132
Έκανα λάθος. Τώρα σας αφήνω.
Δούλος σας, κύριε, με όλην την καρδιά μου.
ΑΛΚΗΣ:
Ω ! κ’ εγώ ταπεινότατός σας δούλος.
(Ο Ορόντας φεύγει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
133
Ο ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πράξη 2η – Σκηνή 1η
ΑΛΚΗΣ :
Να σας μιλήσω καθαρά, κυρία ;
Καθόλου δε μ’ αρέσ’ ή διαγωγή σας
κι ακράτητην οργή βαθιά μου ανάβει
και λέω να τα χαλάσουμε, έτσι πρέπει.
Συντομ’ αργά, θα γίνει αφτο μια μέρα.
Χίλιους όρκους κι αν κάνω, πως δε θέλω,
δεν μπορώ ν’ αποφύγω το μοιραίο.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ:
Λοιπόν, για να μου στήσετε καβγά,
με φέρατε στέκουνο σπίτι μου, όπως βλέπω ;
ΛΑΚΗΣ:
Δε σας στήνω καβγά. Σας λέω μονάχα,
πως ανοίγετε αμέσως την καρδιά σας
σ’ όποιον λάχει. Πολλοί σας ερωτέβονται,
σας κυνηγούνε. Δεν τ’ ανέχομαι, όχι !
ΣΕΛΙΜΕΝΗ:
Κι αν πολλοί μ’ έρωτέβονται, Τι φταίω ;
Νά τούς μποδίσω να με βρίσκουν όμορφη ;
Κι όταν μπροστά μου βλέπω και λιγώνονται,
νά παίρνω το ραβδί και να τους διώχνω ;
ΑΛΚΗΣ :
Όχι ραβδί ! Η καρδιά σας να μην είταν
τόσο πρόθυμη κ’ έφκολη για δάφτους.
Όπου να πατε, η χάρη σας μαγέβει
κι όσους τραβάνε τα γλυκά σας μάτια,
ο τρόπος ο καλός σας τους κρατάει.
Ο τρόπος σας αποτελειώνει το έργο
της ομορφιάς σας κι όσοι τ’ άρματα τους
σας παραδίνουν, σκλάβοι σας για πάντα.
Σ’ όλους γέλια χαρίζετε κ’ ελπίδες
κ’ έτσι κανείς δε φέβγει από κοντά σας.
Άν δείχνατε πιο λίγην καλωσύνη,
το κοπάδι τους όλο θα σκορπούσε.
Μα πείτε μου, τι βρίσκετ’ επί τέλους
του Κλείτανδρου και τόσο σας αρέσει ;
134
Μα ποιαν αξία, ποιαν αρετή σπουδαία
μπόρεσε να κερδίσει την καρδιά σας ;
Μήπως με κείνο το μακρύ νυχάκι
του μικρού δαχτυλιού του σας μαγέβει ;
Μήπως και σας, καθώς και τόσες άλλες,
η ξανθιά του περούκα σας θαμπώνει ;
Μην οι φαρδιές πτυχές της φορεσιάς του
κ’ οι πλούσιες του μεταξωτές κορδέλες
ή το πλατύ και φουσκωτό βρακί του
κατώρθωσαν, κυρία νά σας σκλαβώσουν ;
Μην το γέλιο κ’ ή σφυριχτή λαλιά του
δονήσανε τις πιο λεπτές χορδές σας ;
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Αχ ! άδικα πολύ τον υποψιάζεστε !
Δεν ξέρετε γιατί τόν καλοπιάνω ;
Για τη δίκη μου, λέει, θα ξεσηκώσει
τούς φίλους του όλους να ενδιαφερθούνε.
ΑΛΚΗΣ :
Κάλλιο, κυρία, να χάσετε τη δίκη
παρα να καλοπιασετ’ ένα εχτρό μου.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Μα εσείς όλο το σύμπαν το ζηλέβετε !
ΑΛΚΗΣ :
Σ’ όλο το σύμπαν είσαστε καλόβολη.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Αφτό το πράμα θα πρεπε ίσα ισα
να σας καθησυχάσει. Ενώ αν δειχνόμουν
καλόβολη σ’ έναν μονάχα, τότε
θα χατε πολύ δίκιο να ζηλέβετε.
ΑΛΚΗΣ :
Ζηλέβω δίκια, αφού σ’ εμέ δε δίνετε
τίποτα παραπάνου από τους άλλους.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Την εφτυχία, πως είστε ο αγαπημένος μου.
ΑΛΚΗΣ :
Και πώς νά το πιστέψει αφτό ηκαρδιά μου ;
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Αφού μονάχα σας το λέω, νομίζω,
πως τούτ’ η ομολογία σας παραφτάνει.
ΑΛΚΗΣ :
Πολύ καλά, μα ποιος μέ βεβαιώνει,
135
πως δε λέτε τα ίδια και στους άλλους ;
ΣΕΛΙΜΕΝΗ :
Χαριτωμένο κομπλιμέντο, άλήθεια,
κ’ έβγενικό πολύ το φέρσιμό σας !
Λοιπόν για να σας βγάλω απ’ τη σκοτούρα,
ό,τι σας είπα, τώρα τό ξελέω.
Κ’ έτσι κανείς δε θα σας απατάει
παρά μονάχα έσείς τόν εαφτό σας.
Είστ’ εφχαριστημένος ;
ΑΛΚΗΣ:
Δεν μπορώ
να μη σας αγαπάω. Αν το κατάφερνα
την καρδιά μου νά ξαναπάρω πίσω,
το Θεό γονατιστός θα εφχαριστούσα !
Ό,τι μπορώ το κάνω, για να σπάσω
την άλυσο, που δένει με μαζί σας,
μα ως τώρα παν οι κόποι μου χαμένοι
θα χω αμαρτίες πολλές και τις πλερώνω.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ:
Σεις μ’ αγαπάτε, όσο κανείς στον κόσμο.
ΑΛΚΗΣ:
Στην αγάπη κανένας δε με φτάνει.
Ο νους δεν το χωράει ! Ποτέ, κανένας
δεν αγάπησε τόσο σαν και μένα.
ΣΕΛΙΜΕΝΗ:
Έχετε ωστόσο μέθοδο δικιά σας :
να τσακώνεστε μ’ όποιους αγαπάτε.
Ξεσπάει όλ’ η φωτιά σας σε πικρόλογα —
τέτοια γκρινιάρα αγάπη δε ματαείδα.
ΑΛΚΗΣ:
Στο χέρι σας, είναι κυρία, ν’ αλλάξω. Ας πάψουμε, παρακαλώ, τή γκρίνια κ’ ειλικρινά άς
μιλήσουμε, να ιδούμε...
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
136
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Τουανέττα !
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Τι ;
ΑΙΤΕΛΙΚΗ : Για κοίταξέ με λιγάκι.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Λοιπόν, σας κοιτάω.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Τουανέττα !
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ε, τι λοιπόν, «Τουανέττα» ;...
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε το μαντεύεις για ποιο πράμα θέλω να σου μιλήσω ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Μα θέλει και ρώτημα ; για το νεαρό μας φίλο. Γιατί, έξη μέρες τώρα, όλο
γι’ αυτόν κουβεντιάζοιμε και χαλάει το κέφι σας άμα πάψουμε να μιλάμε γι’ αυτόν.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Αφού το ξέρεις το λοιπόν, γιατί δεν αρχίζεις πρώτη εσύ να μου μιλάς γι’
αυτόν, να με γλιτώνεις κι απ’ τον κόπο να σε φέρνω στην κουβέντα ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Δε μου δίνετε τον καιρό. Έχετε πάντα τόση προθυμία ν’ ανοίγετε αυτή
την κουβέντα, που δεν μπορώ να σας προλάβω.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Σου τ’ ομολογώ, πως δε θα κουραζόμουνα ποτές να σου μιλάω γι’ αυτόν,
και πως η καρδιά μου βρίσκει αφορμή κάθε στιγμή ν’ ανοίγεται ολόθερμα σε σένα. Μα,
πες μου, Τουεννέττα, καταδικάζεις τα αισθήματα που έχω γι’ αυτόν ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Κάθε άλλο !
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Έχω δικιο να παραδίνουμαι σ’ αυτές τις γλυκειές συγκινήσεις ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Δε λέω αυτό.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και θα ’θελες να μένω αναίσθητη μπροστά στις τρυφερές του εδηλώσεις
και στο φλογερό πάθος που έχει για μένα ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Θεός φυλάξοι !
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πες μου λιγάκι : δε βρίσκεις, όπως κι εγώ, κάτι το Ουράνιο, κάτι σαν
ενέργεια της μοίρας στην αναπάντεχη περιπέτεια της γνωριμίας μας ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ναι.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε νομίζεις πως αυτή η πράξη του, να αναλάβει θερμά την υπεράσπισή μου
χωρίς να με γνωρίζει, δείχνει άνθρωπο ολότελα ξεχωριστό ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ναι.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και ότι είν’ αδύνατο να φερθεί κανείς πιο ευγενικά ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Συμφωνώ.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Και πως έκανε όλα τούτα με την πιο μεγάλη προθυμία ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ω ! ναι.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Δε βρίσκεις, Τουανέττα, πως είναι λεβεντόπαιδο ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Βεβαιότατα !
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως έχει τρόπους πολύ αριστοκρατικούς ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Χωρίς αμφιβολία.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως τα λόγια του κ’ οι πράξεις του έχουν κάτι το πολύ εύγενικό ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Κι αυτό είναι βέβαιο.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Πως δεν μπορείς ν’ ακούσεις λόγια πιο φλογερά από κείνα που μου λέει ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Αλήθεια.
137
ΑΓΓΕΑΛΙΚΗ : Και πως τίποτα δεν είναι πιο σκληρό από τον αναγκαστικό περιορισμό,
που δε μας επιτρέπει ν’ ανταμώσουμε κείνος κι εγώ, να πούμε τους φλογερούς πόθους
που μας ειμπνέει ο Θεός ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Έχετε δίκιο.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Αλλά, καλή μου Τουανέττα νομίζεις πως μ’ αγαπάει όσο μου λέει ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Ε ! έ ! Τι να σας πω ; Αύτά τα πράματα καμιά φορά., θέλουνε κάποια
σιγουριά. Οι προσποιητές αγάπες μοιάζουν πολύ με τις αληθινές. Κι έχω δει ως τώρα
μεγάλους ηθοποιούς στα τέτοια.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Α ! Τσυανέττα. Τ’ είν’ αυτά που μου λες ; Αλίμονο ! με τον τρόπο που
μιλάει, είναι ποτέ δυνατό να μη μου λέει την αλήθεια ;
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Οπωσδήποτε, αυτό θα το ξεδιαλύνετε πολύ σύντομα. Εκείνο που σας
έγραψε χτες, πως θα σας ζητήσει σε γάμο, γρήγορα θα φανεί αν είν’ αλήθεια ή όχι. Αυτό
θα είναι η καλύτερη απόδειξη.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ : Α ! Τουανέττα, αν αυτός με ξεγελάει, δε θα πιστέψω πια κανέναν άντρα,,
στον αιώνα τον άπαντα.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ : Να. Ξανάρχεται ο πατέρας σας.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
138
(Μπαίνει η Μπελίνα την ώρα που μόλις ο Αργκάν έχει καβγαδίσει με την Τουανέττα)
ΑΡΓΚΑΝ : Ελάτε κοντά, κύριε Μποννεφού, ελάτε. Πάρτε ένα κάθισμα παρακαλώ. Η
γυναίκα μου μού είπε, κύριε, πως είσθε πάρα πολύ καθώς πρέπει άθρωπος κι ένας από
τους καλούς της φίλους. Και της ανέθεσα να σας μιλήσει για μια διαθήκη που θέλω να
κάνω.
ΜΠΕΛΙΝΑ : Αλίμονο ! Είμαι ολότελα ανίκανη να μιλάω για τέτοια πράματα.
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μου εξήγηοε, κύριε, τας προθέσεις σας και το σχέδιο που έχετε
προς χάριν της. Έχω όμως να σας πω, ως προς αυτό, ότι δε θα μπορέσετε να δώσετε
τίποτα στη γυναίκα σας με τη διαθήκη σας.
ΑΡΓΚΑΝ : Μα γιατί ;
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Το Έ θ ι μ ο ν επικρατεί εδώ. Αν κατοικούσατε σε χώρα του
γραπτού δικαίου, θα μπορούσατε να το κάνετε αυτό. Αλλά, στο Παρίσι, και στα μέρη που
140
επικρατεί το έθιμον, στα περισσότερα τουλάχιστο, είναι πράγμα που δεν μπορεί να γίνει,
και η διαθήκη θα ήταν άκυρος. Ή μόνη παραχώρηση, που, άντρας και γυναίκα
συνδεδεμένοι δια του γάμου, μπορούν να κάνουν ο ένας προς τον άλλο, είναι μια
αμοιβαία δωρεά εν τη ζωή. Αλλά και πάλι θα πρέπει να μην υπάρχουν παιδιά, είτε των
δυο συζύγων είτε του ενός εξ αυτών κατά τον θάνατον του πρώτου αποθνήσκοντος.
ΑΡΓΚΑΝ : Να ένα Έθιμο πολύ παράλογο ! Να μην μπορεί ένας σύζυγος ν’ αφήσει τίποτα
σε μια γυναίκα, που τον λατρεύει τόσο τρυφερά και τον φροντίζει με τόσες περιποιήσεις !
Θα επθυμούσα να συμβουλευτώ και τό δικηγόρο μου, να δω τι θα μπορούσα να κάνω.
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Δεν πρέπει να πάτε σε δικηγόρους, γιατί είναι συνήθως
αυστηροί στα τέτοια και το θεωρούν μεγάλο έγκλημα να κάνεις διαθήκη, παραβαίνοντας
το νόμο. Είναι άνθρωποι δύσκολοι οι δικηγόροι και τελείως ανίδεοι από ελιγμούς της
συνειδήσεως. Υπάρχουν άλλα πρόσωπα που μπορείτε να τα συμβουλευθείτε, πρόσωπα
πιο συγκαταβατικά, που ξέρουν τερτίπια για να
περνούν μαλακά - μαλακά πάνω από το νόμο και να κάνουνε νόμιμο το παράνομο. Που
ξέρουν να εξομαλύνουν τις δυσκολίες μιας υποθέσεως και να βρίσκουν τρόπους να
παρακάμπτουν το Έθιμο με κάποιο πλάγιο συμφέρον. Χωρίς αυτά, τι θα γινόμασταν εμείς
κάθε μέρα ; Χρειάζουνται εύκολίες στα πράματα, ειδ’ αλλοιώς, δε θα κάναμε τίποτα και
δε θα ’ξιζε το επάγγελμά μας ούτε μια πεντάρα.
ΑΡΓΚΑΝ : Η γυναίκα μου, κύριε, μου είχε πει, πως είσαστε πολύ έμπειρος και πολύ
καθώς πρέπει άνρωπος. Τι μπορώ λοιπόν να κάνω, σας παρακαλώ, για να της δώσω την
περιουσία μου και να τη στερήσω από τα παιδιά μου ;
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι μπορείτε να κάνετε ; Μπορείτε ήσυχα - ήσυχα να βρείτε ένα
στενό φίλο της συζύγου σας, στον οποίο ν’ αφήσετε με όλους τους νομίμους τύπους δια
της διαθήκης σας, ό,τι σας επιτρέπει το Εθιμικόν δίκαιον και κατόπιν αυτός ο φίλος να της
τα μεταβιβάσει όλα. Μπορείτε επίσης να υπογράψετε χρεωστικά ομόλογα, όχι ύποπτα, σε
διαφόρους δανειστάς, οι οποίοι θα δανείσουν τ’ όνομά τους στη γυναίκα σας και θα της
δώσουν συγχρόνως έγγραφον δήλωσιν, ότι αυτό που έκαναν τό έκαναν μόνο και μόνο για
να την ευχαριστήσουν. Μπορείτε επίσης, ενόσω βρισκόσαστε στη ζωή, να δώσετε χρήμα
ρευστό στα χέρια της ή και γραμμάτια, που τυχόν θα έχετε, πληρωτέα εις τον κομιστήν.
ΜΠΕΛΙΝΑ : Θεέ μου ! Δεν πρέπει να βασανίζεστε για όλ’ αυτά ! Αν είναι να μου
πεθάνεις, αντρούλη μου, δε θέλω πια να βρίσκομαι στον κόσμο.
ΑΡΓΚΑΝ : Αγάπη μου !
ΜΠΕΛΙΝΑ : Ναι, αγαπημένε μου, αν έχω τη δυστυχία να σε χάσω...
ΑΡΓΚΑΝ : Ακριβή μου γυναικούλα !
ΜΠΕΛΙΝΑ : Τι να την κάνω πια τη ζωή ;
ΑΡΓΚΑΝ : Έρωτά μου !
ΜΠΕΛΙΝΑ : Και θ’ ακολουθήσω το δρόμο σου, για να νιώσεις πόσο τρυφερά σ’ αγαπώ.
ΑΡΓΚΑΝ : Μου ραγίζεις την καρδιά, αγάπη μου κάνε κουράγιο, σε παρακαλώ.
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Στη Μπελίνα). Μα αυτά τα δάκρυα είναι παράλογα. Τα
πράματα δεν έφτασαν ακόμα ως εκεί !
ΜΠΕΛΙΝΑ : Α ! Κύριε, ξέρετε τι θα πει σύζυγος που να τον αγαπάς με τόσο τρυφερή
αγάπη !
ΑΡΓΚΑΝ : Το μόνο μου παράπονο, αν πεθάνω, αγάπη μου, είναι που δεν απόχτησα ένα
παιδί μαζί σου.
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα και τώρα μπορεί να γίνει αυτό.
ΑΡΓΚΑΝ : Πρέπει, αγάπη μου, να κάνω τη διαθήκη μου, με τον τρόπο που λέει ο κύριος.
Αλλά, για πιο σίγουρα, θέλω να δώσω στα χέρια σου είκοσι χιλιάδες φράγκα χρυσά, που
έχω κρυμμένα μέσα σέ μιά τρύπα, στον τοίχο της κάμαράς μου, και δυο γραμμάτια
πληρωτέα στον κομιστή, που μου τα χρωστάνε, το ένα ο κύριος Δάμων και τ’ άλλο ο
κύριος Γεράντης.
141
ΜΠΕΛΙΝΑ : Όχι, όχι ! Δε θέλω τίποτα, τίποτα ! Α ! Πόσα είπατε, πως έχετε μέσα στης
κάμαρας την τρύπα ;
ΑΡΓΚΑΝ : Είκοσι χιλιάδες φράγκα, αγάπη μου.
ΜΠΕΛΙΝΑ : Μη μου μιλάτε πια για περιουσίες, σας παρακαλώ. Α ! Και ποιάς άξίας είναι
τα δυο γραμμάτιά σας ;
ΑΡΓΚΑΝ : Είναι, αγάπη μου, το ένα τεσσάρων χιλιάδων φράγκων και τ’ άλλο έξη
χιλιάδων.
ΜΠΕΛΙΝΑ : Όλα τα άγαθά του κόσμου, αγάπη μου, δεν αξίζουνε τίποτα μπροστά σε
σένα.
ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Στον Αργκάν). Θέλετε να προχωρήσουμε στη διαθήκη ;
ΑΡΓΚΑΝ : Μάλιστα, κύριε. Μα θα μας είναι πιο βολικό στο μικρό μου γραφείο. Οδήγησέ
με, εκεί σε παρακαλώ, αγάπη μου.
ΜΠΕΛΙΝΑ : Εμπρός, καημένο μου παιδί.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
142
Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ
Πράξη 1η – Σκηνή 3η
ΝΤΟΡΙΝΑ : Δε μου λέτε, χάσατε τη λαλιά σας ; Συνέχεια εγώ πρέπει να μπαίνω στη Θέση
σας ; Τι πάθατε κι ακούτε ένα τέτοιο σχέδιο χωρίς να λέτε λέξη ;
ΜΑΡΙΑΝΑ : Ενάντια σ’ ένα πατέρα τόσο αυταρχικό, πες μου, Τι θες να κάνω ;
ΝΤΟΡΙΝΑ : Ό,τι είναι απαραίτητο για να γλιτώσετε τον κίνδυνο.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Δηλαδή ;
ΝΤΟΡΙΝΑ : Να του πείτε πως μια καρδιά δεν μπορεί να αγαπά μέσω τρίτου, ότι μια και
παντρεύεστε για σας κι όχι γι’ αυτόν, σε σας πρέπει να αρέσει ο σύζυγος, κι ότι αν τον
Ταρτούφο του τον βρίσκει τόσο γοητευτικό, δεν έχει παρά να τον παντρευτεί ο ίδιος.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Ομολογώ πως ένας πατέρας έχει επάνω μας τόση δύναμη, που ποτέ δε
βρήκα το σθένος να του αντιμιλήσω.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Για να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους, ο Βαλέριος ήρθε και ζήτησε το
χέρι σας· εσείς, Τώρα τον αγαπάτε, ναι ή όχι ;
ΜΑΡΙΑΝΑ : Γιατί είσαι τόσο άδικη, Ντορίνα ; Μα θέλει και ρώτημα ; Χίλιες φορές δε
σου άνοιξα την καρδιά μου να δεις τη φλόγα που την καίει ;
ΝΤΟΡΙΝΑ : Και που θέλετε να ξέρω αν τα λόγια σας φανέρωναν τα πραγματικά σας
αισθήματα, Κι αν ο έρωτας του Βαλέριου σας συγκινεί αληθινά ;
ΜΑΡΙΑΝΑ : Α, πόσο με πληγώνεις, Ντορίνα, ν’ αμφιβάλλεις, όταν εγώ σου έχω
φανερώσει τα αισθήματά μου πολύ περισσότερο κι απ’ όσο ταιριάζει !
ΝΤΟΡΙΝΑ : Ωραία, λοιπόν, τον αγαπάτε.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Με όλη μου τη δύναμη.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Και όπως δείχνουν τα πράματα, σας αγαπάει Κι αυτός το ίδιο.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Έτσι πιστεύω.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Κι άλλο δε θέλετε κι οι δυο, παρά να παντρευτείτε.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Σίγουρα.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Και με το δεύτερο αυτό γάμο, τι σκοπεύετε να κάνετε ;
ΜΑΡΙΑΝΑ : Αν θελήσει ο πατέρας να με εξαναγκάσει, θα ζητήσω από το θάνατο τη
σωτηρία μου.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Θαύμα ! Να λοιπόν μια λύση που δεν την είχα σκεφτεί, να πας στον άλλο
κόσμο για να γλιτώσεις τους μπελάδες αυτουνού εδώ. Ωραίο φάρμακο βρήκατε, μα την
αλήθεια ! Λυσσάω όταν ακούω τέτοιες αηδίες.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Ω Θεέ μου, πόσο εύκολα θυμώνει ! Δε μπορείς να συμπονέσεις λιγάκι,
Ντορίνα, την απελπισία των άλλων ;
ΝΤΟΡΙΝΑ : Δε συμπονάω κανένα όταν λέει αρλούμπες, όπως του λόγου σας, και μόλις τα
δει λιγάκι σκούρα, βάζει την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Μα τι θέλεις, τέλος πάντων ; Με το δειλό μου χαρακτήρα...
ΝΤΟΡΙΝΑ : Ο έρωτας χρειάζεται και δύναμη και θάρρος.
ΜΑΡΙΑΝΑ : Μα δεν είναι χρέος του Βαλέριου, αυτός να με κερδίσει απ’ τον πατέρα μου
;
ΝΤΟΡΙΝΑ : Νάτα μας ! Ώρες είναι να φταίει ο Βαλέριος για τις παλαβομάρες του αφέντη
Οργκόν !
143
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
144
Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ
Πράξη 3η – Σκηνή 3η
(Μπαίνει η Ελμίρα)
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είθε ο πανάγαθος Θεός να δίνει πάντα υγεία και στην ψυχή και στο σώμα
σας, και μακάρι να έχετε τόσες ευλογίες όσες ποθεί για σας ο ταπεινότερος δούλος του.
ΕΛΜΙΡΑ : Μένω υπόχρεη για μια ευχή γεμάτη ευλάβεια. Αλλ’ ας καθίσουμε, θα
συζητήσουμε πιο άνετα.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Πώς νιώθετε μετά την αδιαθεσία σας ;
ΕΛΜΙΡΑ : Πολύ καλά. Ο πυρετός μου έπεσε αμέσως και ο πονοκέφαλος πέρασε.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Δίχως άλλο οι προσευχές μου δεν έχουν τη δύναμη να φθάσουν ως τον
Πανάγαθο, αλλά θα’ θελα να βεβαιωθείτε πως δεν έπαψα στιγμή να προσεύχομαι για σας.
ΕΛΜΙΡΑ : Λυπούμαι που σας έφερα τόση αναστάτωση.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Μα υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο απ’ την πολύτιμη υγεία σας ; Αν το
καλούσε η ανάγκη, με χαρά θα σας έδινα τη δική μου.
ΕΛΜΙΡΑ : Νομίζω πως το παρακάνει η χριστιανική φιλανθρωπία σας, και σας είμαι
ευγνώμων για την τόση αυταπάρνηση.
ΕΛΜΙΡΑ : Κάνω πολύ λιγότερα απ’ όσα σας αξίζουν.
ΕΛΜΙΡΑ : Ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως για κάτι και χαίρομαι που εδώ κανείς δε μας
ακούει.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είμαι κι εγώ γοητευμένος, Κυρία, και είναι μεγάλη ευτυχία για μένα να
βρίσκομαι μόνος μαζί σας. Είναι μια χάρη που πολύ συχνά ζήτησα στις προσευχές μου,
χωρίς, μέχρι τώρα, ο Πανάγαθος να μου την έχει παραχωρήσει.
ΕΛΜΙΡΑ : Εγώ, αυτό που θέλω είναι δυο λόγια να σας πω, αλλά κι εσείς να μου ανοίξτε
την καρδιά σας και να μη μου κρύψετε τίποτε.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Κι εγώ, άλλη χάρη δε ζητώ παρά να σας φανερώσω ό,τι έχω μέσα στην
ψυχή μου. Θέλω να σας ορκιστώ πως όλη η φασαρία που κάνω ενάντια στους επισκέπτες
που προσελκύει εδώ η χάρη σας δεν προέρχεται από κακία ή από μίσος, αλλά από ένα
είδος θέρμη, από ένα αυθόρμητο αίσθημα...
ΕΛΜΙΡΑ : Μα έτσι το βλέπω κι εγώ, και ξέρω καλά πόσο φροντίζετε για τη σωτηρία της
ψυχής μου.
ΤΛΡΤΟΥΦΟΣ : (Της σφίγγει την άκρη των δακτύλων) Ω ναι, Κυρία, φυσικά... και νιώθω
τόσο ζήλο...
ΕΛΜΙΡΑ : Με παρασφίγγετε, θαρρώ !
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Μα... είν’ από το ζήλο ! Να σας πονέσω, φυσικά, ποτέ δε θα τολμούσα.
ΕΛΜΙΡΑ : Σίγουρα. Μα ας μιλήσουμε για το δικό μας θέμα. Άκουσα πως ο άντρας μου
θέλει να πάρει πίσω την υπόσχεση που έδωσε στο Βαλέριο και να δώσει την κόρη του σε
σας. Πείτε μου, είν’ αλήθεια ;
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ναι ίσως... ναι, μου φαίνεται... κάτι άκουσα, Θαρρώ... Αλλά, Κυρία, δεν
είν’ αυτό εκείνο που ποθώ. Αλλού βλέπω τα θέλγητρα και την εξαίσια χάρη που και
καρδιά και θέληση και νου μου έχουν πάρει.
ΕΛΜΙΡΑ : Εσάς, που για τους πειρασμούς παίρνετε τόσα μέτρα ;
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Έχω, Κυρία, και καρδιά, δεν είμαι από πέτρα !
ΕΛΜΙΡΑ : Νόμιζα πως φροντίζετε μονάχα για τα Θεία, και πως για κάθε εγκόσμιο
νιώθετε αηδία.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Άλλη η ορμή που μας ωθεί προς τα ουράνια κάλλη
κι άλλη προς τα εγκόσμια. Δε σβήνει η μια την άλλη !
Τα θεία δημιουργήματα που είναι γεμάτη η κτίσις
εύκολα γοητεύουνε κι εξάπτουν τις αισθήσεις.
Κι αν η γυναίκα, εδώ στη γη, το Θεό απεικονίζει,
ό,τι πιο ωραίο έχει ο Θεός εσάς, Κυρία, στολίζει.
Σε σας, στο πρόσωπό σας, έδωσε ομορφιές
που ανάβουνε τα βλέμματα και καίνε τις καρδιές.
Μόλις σας πρωτοαντίκρισα, ο νους μου αποξεχάστει
κι αμέσως εγονάτισα κι ευλόγησα τον Πλάστη,
κι ένιωσα ερωτική φωνή μέσα μου να στενάζει
γι’ αυτήν που μόνη, εδώ στη γη, τόσο πολύ του μοιάζει.
Έξαφνα εφοβήθηκα κι είπα πως, δίχως άλλο,
ο Σατανάς με έσπρωχνε σε αμάρτημα μεγάλο,
και μάλιστα, τον πειρασμό θέλοντας να εμποδίσω,
σκέφθηκα πως δεν έπρεπε να σας ξαναντικρίσω.
Μα τέλος ανακάλυψα πως είχα κάνει λάθος,
κι ότι δεν είναι ένοχο αυτό το εξαίσιο πάθος.
Ότι εύκολα μπορώ να βρω κάποιο συμβιβασμό :
Τα του έρωτα στον έρωτα, τα τ’ ουρανού στον ουρανό.
Ίσως δεν περιμένατε μπροστά σας να τολμάω
ν’ ανοίγω την καρδιά μου, κι ούτε να σας μιλάω
για έρωτα. Μα θα ’θελα να ξέρετε, Κυρία,
πως σεις είσθε του πάθους μου η μόνη σωτηρία.
Σεις είσθε η Κυρία των δικών μου λογισμών,
σεις η αφετηρία όλων μου των στεναγμών,
σεις, τέλος, θα μου δώσετε όποια μου πρέπει θέση,
αφέντη, αν το θέλετε, δούλου αν σας αρέσει.
ΕΛΜΙΡΑ : Να μια εξομολόγηση γεμάτη φιλοφροσύνη, που όμως
διόλου δεν περίμενα και μου κάνει κατάπληξη. Θαρρώ πως έπρεπε
να δείξετε περισσότερη φρόνηση και πολύ να το σκεφθείτε
πριν αποφασίσετε κάτι τέτοιο. Και μάλιστα εσείς, που φέρει κάθε
πράξη σας της ευλαβείας τη μάρκα.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Είμαι, Κυρία, ευλαβής, αλλά είμαι κι από σάρκα !
Τ’ αμέτρητά σας θέλγητρα, όποιος και να τα δει,
ο νους του αναστατώνεται, δεν μπορεί να σκεφθεί.
Κι εμένα με συγκλόνισε έρωτας φοβερός,
γιατί, στο κάτω κάτω, δεν είμαι και Θεός !
Αν αξιοκατάκριτο βρίσκετε αυτό το πάθος,
φταίνε τα χίλια κάλλη σας, δεν είν’ δικό μου λάθος.
146
Μόλις τα είδα να λάμπουνε σαν φως μες στο σκοτάδι,
άναψε μέσα μου φωτιά, κι αυτά της ρίχναν λάδι.
Το βλέμμα σας, ελκυστικό σαν θεία οπτασία,
νίκησε κάθε αντίσταση, κι όλος απελπισία
παράτησα και προσευχές, και δάκρυα και νηστεία,
και μόνο εσάς αποζητώ, συνέχεια, μ’ απληστία.
Χίλιες φορές σας μίλησαν οι αναστεναγμοί μου,
τα μάτια μου, οι πράξεις μου· τώρα μιλά η φωνή μου :
Αν δείξτε κάποια εύνοια για τον ανάξιο σκλάβο
που έχετε στα πόδια σας, αν δω και καταλάβω
πως κι η δική σας η καρδιά, Κυρία, θα θελήσει
με τη δική μου να ενωθεί, να την παρηγορήσει,
τότε θα σας λατρεύω εγώ, γλυκύτατόν μου κάλλος,
όσο δεν σας ελάτρεψε ποτέ κανένας άλλος !
Η τιμή σας δε διατρέχει εδώ κίνδυνο κανένα.
Το όνομα κι η φήμη σας είναι ασφαλή με μένα.
Οι αυλικοί, που πίσω τους τρέχει κάθε γυναίκα,
για ένα τους κατόρθωμα του λένε λόγια δέκα,
κάθε επιτυχία τους άσκεπτα τη φωνάζουν,
όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ανόητα κομπάζουν,
κι η γλώσσα τους σ’ όποιον βρεθεί λέει μ’ αδιακρισία
σε ποίας βωμό προσφέρουνε του έρωτα θυσία.
Μα όσοι σε μένα μοιάζουνε, το στόμα πάντα κλείνουν
κι ένα όνομα αστόχαστα ποτέ τους δε μολύνουν.
Τη φήμη μας τόσο πολύ, τόσο άγρυπνα φρουρούμε
που δε φοβάται τίποτα εκείνη που αγαπούμε.
Κι όποια θελήσει να πεισθεί απ’ το δικό μας λόγο
βρίσκει έρωτα ανεμπόδιστο, αγάπη δίχως φόβο.
ΕΛΜΙΡΑ : Σας ακούω, και βλέπω πως η ρητορική σας τα καταφέρνει μια χαρά ! Λέτε τα
σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Μα δε φοβάστε μην πάω και τα φανερώσω όλα στον
άντρα μου, πράγμα που σίγουρα θ’ άλλαζε τα αισθήματά του απέναντί σας ;
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ξέρω, Κυρία, πως η τόση καλοσύνη σας θα συγχωρήσει το θράσος μου.
Πως θα μου δώσετε άφεση για την ανθρώπινη αδυναμία μου και για έναν έρωτα που ίσως
σας θίγει, και πως, γνωρίζοντας τα τόσα σας θέλγητρα, θα παραδεχτείτε πως δε φταίω αν
έχω κι εγώ μάτια να τα βλέπω.
ΕΛΜΙΡΑ : Ίσως μια άλλη δε θα τα βλεπε έτσι τα πράματα. Αλλά εγώ είμαι πολύ
διακριτική και θα σας το αποδείξω, δε θα πω λέξη στον άντρα μου. Αλλά γι’ αντάλλαγμα,
Θέλω κι εγώ μια χάρη : να τον σπρώξετε να δώσει τη συγκατάθεσή του στο γάμο της
Μαριάνας με το Βαλέριο και να παραιτηθείτε από κάθε σχέδιο που θα έδινε σε σας την
ελπίδα.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
147
Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ
Πράξη 4η – Σκηνή 3η – 4η – 5η – 6η – 7η και 8η
ΟΡΓΚΟΝ : Πολύ χαίρομαι που είστε όλοι σας μαζεμένοι εδώ. (Στη Μαριάνα, δείχνοντάς
της το συμβόλαιο.) Εδώ μέσα, είναι γραμμένα πράματα που πολύ θα σε διασκεδάσουν,
Κόρη μου ! Καταλαβαίνεις, πιστεύω, τι θέλω να πω.
ΜΑΡΙΑΝΑ : (Πέφτει στα γόνατα) Σας εξορκίζω, Πατέρα, στ’ όνομα του Θεού που ξέρει
τον πόνο μου, και σ’ ό,τι άλλο μπορεί να μαλακώσει την καρδιά σας. Μη
χρησιμοποιήσετε τα δικαιώματα που έχετε σαν πατέρας, και με υποχρεώνουν σε όλα να
σας υπακούω. Μη με κάνετε να μετανοιώσω για ό,τι σας χρωστάω. Μην κάνετε
αβάσταχτη τη ζωή που μου χαρίσατε. Κι αν είστε ενάντιος στη γλυκιά μου ελπίδα, κι αν
μου απαγορεύετε ν’ ανήκω σ’ αυτόν που τόλμησα να αγαπήσω, δείξτε τουλάχιστο τη λίγη
καλοσύνη που σας ζητώ γονατιστή, και γλιτώστε με από έναν άντρα που τον σιχαίνομαι.
Μη με σπρώχνετε στην απελπισία χρησιμοποιώντας επάνω μου, τη δύναμή σας !
ΟΡΓΚΟΝ : (Νιώθει ότι συγκινείται) Καρδιά μου, μη λυγίζεις ! Όχι ανθρώπινες αδυναμίες
!
ΜΑΡΙΑΝΑ : Εγώ δε λέω τίποτα για την αγάπη που του ’χετε. Δείξτε τη σ’ όλους. Χαρίστε
του ό,τι έχετε. Κι αν δε φτάνουν αυτά, χαρίστε του και τη δική μου περιουσία. Με χαρά
σας τη δίνω, να την κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά μη θυσιάσετε κι εμένα ! Προτιμώ χίλιες
φορές, κλεισμένη σ’ ένα μοναστήρι, να περιμένω να τελειώσουν οι θλιβερές μέρες που
μου ’χει ορίσει ο Θεός.
ΟΡΓΚΟΝ : Μάλιστα ! Μόλις δουν πως ένας πατέρας έχει αντίρρηση στους έρωτές τους,
μου γίνονται καλόγριες ! Σήκω επάνω ! Όσο λιγότερο τον θέλεις, τόσο μεγαλύτερη αξία
θα ’χει η πράξη σου στα μάτια του Θεού. Ο γάμος αυτός ας είναι μια απονέκρωση για τις
αισθήσεις σου, και πάψε να με ζαλίζεις άλλο !
ΝΤΟΡΙΝΑ : Μα, Αφέντη !..
ΟΡΓΚΟΝ : Πάψε συ ! Μόνο σ’ ανθρώπους της σειράς σου να μιλάς ! Εδώ μέσα, σου
απαγορεύω ν’ ανοίγεις το στόμα σου.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ : Αν μου επιτρέπεις να σου απαντήσω με μια συμβουλή...
ΟΡΓΚΟΝ : Αδελφέ μου, οι συμβουλές σου είν’ οι καλύτερες του κόσμου. Δείχνουν πως
έχεις πολύ μυαλό, και πολύ τις σέβομαι. Αλλά, με την άδειά σου, δε θα τις ακολουθήσω.
ΕΛΜΙΡΑ : (Στον άντρα της) Εγώ δεν ξέρω τι να πω με όλ’ αυτά που βλέπω ! Η
στενοκεφαλιά σας δεν έχει όρια, και, για να μας διαψεύσετε προηγουμένως, θα πει πως
κάτι στο μυαλό σας δεν πάει καλά.
ΟΡΓΚΟΝ : Δούλος σας, αλλά πιστεύω αυτό που βλέπω. Ξέρω καλά την αδυναμία που
έχετε για το γιο μου. Φοβηθήκατε πρωτύτερα να τον βγάλετε ψεύτη φανερώνοντας την
παλιοδουλειά που είχε σκαρώσει. Αλλά ήσαστε πολύ ήρεμη για να σας πιστέψω, και το
πρόσωπό σας θα έδειχνε πολύ περισσότερη ταραχή αν όλα αυτά ήταν αλήθεια.
ΕΛΜΙΡΑ : Ώστε, κατά τη γνώμη σας, για μια απλή εξομολόγηση που μας κάνουν, πρέπει
να αναστατώνουμε τον κόσμο; Άλλος τρόπος ν’ αντιδράσουμε, έξω από τις φωνές και τη
σύγχυση δεν υπάρχει ; Ε λοιπόν, εγώ προτιμώ ν’ απαντώ με το χαμόγελο γιατί σιχαίνομαι
τις φασαρίες, και μπορώ κάλλιστα, με ψυχραιμία, να δείξω τη φρονιμάδα μου. Δε
συμπαθώ καθόλου αυτές τις εξαγριωμένες σεμνότυφες που αρματώνουν την τιμή τους με
148
νύχια και με δόντια, έτοιμες να κατασπαράξουν τον άλλο για μια κουβέντα που είπε. Ο
Θεός να με φυλάει από τέτοιου είδους φρονιμάδα! Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη
δαιμονισμένη ηθική, και πιστεύω πως μια αρνητική απάντηση δοσμένη ψυχρά και
σταθερά φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα.
ΟΡΓΚΟΝ : Τέλος ! Ξέρω καλά τι μου γίνεται, κι ο δρόμος που εχάραξα είναι και ο
σωστός.
ΕΛΜΙΡΑ : Ε λοιπόν, ακόμη μια φορά, σας θαυμάζω ! Τι θα λέγατε όμως αν εγώ
κατάφερνα να σας κάνω να δείτε ότι σας λέμε την αλήθεια ;
ΟΡΓΚΟΝ: Να δω ;
ΕΛΜΙΡΑ : Ναι.
ΟΡΓΚΟΝ: Κουραφέξαλα !
ΕΛΜΙΡΑ : Μα τέλος πάντων, αν μπορέσω να σας κάνω να το δείτε, εδώ μέσα ; και να 'ναι
μέρα μεσημέρι ;
ΟΡΓΚΟΝ : Παραμύθια !
ΕΛΜΙΡΑ : Τι άνθρωπος ! Απαντήστε μου, επιτέλους ! Δε σας ζητώ να μας πιστέψετε.
Αλλ’ ας υποθέσουμε ότι εδώ μέσα βρίσκουμε μια κρυψώνα απόπου μπορείτε να τα δείτε
και να τ’ ακούσετε όλα. Τότε τι θα λέγατε για τον προστατευόμενό σας ;
ΟΡΓΚΟΝ : Θα ’λεγα... Θα ’λεγα... δε θα ’λεγα τίποτα γιατί δεν είναι δυνατόν.
ΕΛΜΙΡΑ : Σαν να παρατράβηξε αυτό το αστείο, και βρίσκω πως αρκετά ανέχτηκα να με
κατηγορείτε για ψευτιά. Γι’ αυτό και μόνο, πρέπει εσείς ο ίδιος να σταθείτε μάρτυρας ότι
σας λέμε την αλήθεια.
ΟΡΓΚΟΝ : Σύμφωνοι ! Θέλω πολύ να δω την καπατσοσύνη σας, και τι τρόπο θα βρείτε
για να κερδίσετε το στοίχημά σας.
ΕΛΜΙΡΑ : Φέρτε τον μου εδώ.
ΝΤΟΡΙΝΑ : Κυρία, είναι πονηρός, και δύσκολα θα τον γελάσετε.
ΕΛΜΙΡΑ : Μόνος του, αυτός που αγαπά, γελάει τον εαυτό του, σπρωγμένος απ’ τον
έρωτα κι απ’ τον εγωισμό του. Φωνάξτε τον να κατεβεί. (Στον Κλεάνθη και στη Μαριάνα)
Σεις, αποτραβηχτείτε. Ας φέρουμε πιο εδώ ετούτο το τραπέζι, κι εσείς μπείτε από κάτω.
ΟΡΓΚΟΝ : Πώς
ΕΛΜΙΡΑ : Είναι απαραίτητο να είστε καλά κρυμμένος.
ΟΡΓΚΟΝ: Μα... κάτω απ’ το τραπέζι ;
ΕΛΜΙΡΑ : Ω, Θεέ μου, αφήστε με να κάνω όπως ξέρω. Έχω το σχέδιό μου. Θα πείτε τη
γνώμη σας μετά. Μπείτε λοιπόν από κάτω και προσέξτε καλά, ούτε να φανείτε ούτε να
ακουστείτε.
ΟΡΓΚΟΝ : Μου φαίνεται πως παραείμαι βολικός. Μα θέλω να δω πώς θα τα βγάλετε
πέρα.
ΕΛΜΙΡΑ : Ακριβώς. Και να δούμε τι θα πείτε τότε. (Ο Οργκόν είναι κάτω απ το τραπέζι)
Και να ’χετε υπόψη σας πως, αν μιλήσω λίγο παράξενα, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να
σκανταλιστείτε. Πρέπει να έχω την άδεια να πω ό,τι θελήσω, Θα ’ναι για να πεισθείτε
εσείς, όπως σας το υποσχέθηκα. Αφού δεν υπάρχει άλλη λύση, Θα προσπαθήσω, με
γλυκόλογα, να κάνω αυτόν τον υποκριτή να ρίξει τη μάσκα του. Θα κολακέψω την αγάπη
του και τις πρόστυχες επιθυμίες του. Θα του δείξω πως είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι
θέλει. Κι επειδή για σας και μόνο θα κάνω πως ανταποκρίνομαι στα αισθήματά του, δε θα
σταματήσω παρά μόνο όταν πεισθείτε. Τα πράματα δε θα τραβήξουν παρά μόνο ως εκεί
που θα τ’ αφήσετε εσείς να τραβήξουν. Εσείς Θα πρέπει να σταματήσετε τις τρελές
διαχύσεις του μόλις δείτε ότι το παράκανε. Εσείς θα με γλιτώσετε από τα χέρια του μόλις
νιώσετε ικανοποιημένος. Είναι δικό σας το συμφέρον, κάντε ό,τι νοίζετε. Κι όταν... Μα
έρχεται. Σιωπή ! Προσέξτε μη σας δει !
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Αν νιώθετε ακριβώς κι εσείς όπως εγώ, Κυρία, γιατί να μη μου δώσετε
έμπρακτη μαρτυρία ;
ΕΛΜΙΡΑ : Μα πώς να συγκατατεθώ σ’ αυτό που μου ζητάτε χωρίς να θίξω τον Θεό, που
όλο γι’ αυτόν μιλάτε ;
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Αν είναι μόνο ο Θεός, Κυρία, που εμποδίζει,
πιστέψτε με, το κώλυμα αυτό μη σας φοβίζει.
Μη βάζει φράγμα απέραστο στης ευτυχίας το δρόμο.
ΕΛΜΙΡΑ : Κι όμως, εγώ, σας βεβαιώ, είμαι γεμάτη τρόμο !
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Φόβοι, αγωνίες, ενδοιασμοί... όλ’ αυτά είν’ γελοία !
Να διώξω κάθε έγνοια σας μπορώ με ευκολία.
Απαγορεύει ο Θεός κάποιες ευχαριστήσεις,
αλλά, Κυρία, με το Θεό υπάρχουν πάντα λύσεις !
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Ποιος ο λόγος ; Ο άντρας σας, μεταξύ μας, είναι άνθρωπος που πολύ
εύκολα τον σέρνει κανείς από τη μύτη. Θα το ’χε και καμάρι του να μας βρει εδώ μαζί.
Έτσι που τον έκανα, είναι ικανός όλα να τα βλέπει και τίποτα να μην πιστεύει.
ΕΛΜΙΡΑ : Ας είναι. Πηγαίνετε μισό λεπτό και ρίξτε μια προσεκτική ματιά παντού.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Κυρία, όλα είναι με το μέρος μου. Κοίταξα παντού, σ’ όλο το σπίτι. Δεν
υπάρχει ψυχή. Και μπορώ επιτέλους...
ΟΡΓΚΟΝ : Σιγότερα παρακαλώ ! Για πού το βάλατε ; Σαν να παραπήρατε φόρα ! Για δες
τονε τον ενάρετο άνθρωπο ! Αλλού αυτά ! Πολύ εύκολα υποκύπτουμε στους πειρασμούς,
βλέπω ! Απ’ τη μια παντρεύεται την κόρη μου, κι απ’ την άλλη ξελογιάζει τη γυναίκα
μου ! Μωρέ μπράβο ! Κρατιόμουνα... κρατιόμουνα... κι όλο έλεγα πως θ’ άλλαζε τόνο.
Μα πού ; Παρατράβηξε, Κύριε, το αστείο. Φτάνει ! Ξεστραβώθηκα.
ΕΛΜΙΡΑ : (Στον Ταρτούφο) Από ανάγκη, κι ενάντια στη θέλησή μου έκανα ό,τι έκανα.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Τι ; Ώστε πιστεύετε...
ΟΡΓΚΟΝ : Εμπρός ! Φτάνουν τα λόγια. Ξεκουμπίδια αποδώ μέσα, χωρίς δεύτερη
κουβέντα !
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Σκοπός μου ήταν...
ΟΡΓΚΟΝ : Είπα, φτάνουν τα λόγια ! Μαζεύτε τα και δρόμο.
ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ : Εσείς να τα μαζέψετε. Μας κάνει και τ’ αφεντικό ! Το σπίτι μου ανήκει
και Θα σας δείξω αμέσως πως άδικα προσπαθείτε να τα βάλετε μαζί μου. Δε βρίσκεστε
στο σπίτι σας για να ’χετε το δικαίωμα να μου μιλάτε σ’ αυτό τον τόνο. Έχω τη δύναμη να
σας τιμωρήσω γι’ αυτή σας την ξετσιπωσιά. και για την προσβολή που κάνετε στο Θεό.
Να ξέρετε πως θα το μετανοιώσει πικρά αυτός που θέλει να με διώξει.
ΕΛΜΙΡΑ : Μα τι είναι αυτά που λέει ; Τι εννοεί ;
ΟΡΓΚΟΝ : Μα την πίστη μου, τα ’χω τελείως χαμένα, αλλά δε μου φαίνεται καθόλου
αστεία αυτή η ιστορία.
ΕΛΜΙΡΑ : Δηλαδή ;
ΟΡΓΚΟΝ : Τώρα καταλαβαίνω το σφάλμα μου, κι αυτό που με φοβίζει είναι η δωρεά !
ΕΛΜΙΡΑ : Η δωρεά ;
ΟΡΓΚΟΝ: Ναι, έχω υπογράψει. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη που με αναστατώνει.
152
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
153
ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ
Πράξη 2η – Σκηνή 5η – 6η και 7η
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : (Στη Ζακελίνα, που πάει κι αυτή να φύγει) Στάσου του λόγου σου !
(Στον Γερόντιο) Κύριε, της παραμάνας σας εδώ πρέπει να της κάνω μια μικρή θεραπεία.
ΖΑΚΕΛΙΝΑ : Ποιανής ; Εμένα ; Η υγεία μου είναι η καλύτερη του κόσμου !
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ: Τόσο το χειρότερο, παραμάνα, τόσο το χειρότερο ! Αυτή τη μεγάλη
υγεία πρέπει να τη φοβάται κανείς. Και δε θα είναι κακό να σου κάνω κάποια μικρή
φλεβοτομούλα και να σου δώσω κανένα μαλαχτικό κλυστηράκι.
ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ : Μα, Κύριε, αυτό είναι ένα σύστημα, που δεν το καταλαβαίνω. Γιατί να
φλεβοτομηθεί κανείς όταν δεν είναι άρρωστος ;
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ : Δεν έχει σχέση αυτό, και το σύστημα που εφαρμόζω είναι σωτήριο.
Όπως πίνει κανείς νερό, για να προλάβει τη δίψα, έτσι πρέπει και να φλεβοτομείται, για
να προλάβει την αρρώστια.
ΖΑΚΕΛΙΝΑ : (Φεύγοντας) Μα την πίστη μου, δεν τα ακούω εγώ αυτά και δεν έχω καμιά
όρεξη να κάνω το κορμί μου φαρμακαποθήκη.
(Φεύγει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
157
ΚΕΝ: Μπερτ! Τι λες, πιάνουμε μαζί να καθαρίσουμε αυτά τα τζάμια; Να μπει λίγο φως
θεού εδώ μέσα;
ΜΠΕΡΤ: (με ενθουσιασμό) Θέλεις;
ΚΕΝ: Εσύ;
ΜΠΕΡΤ: Άκου, λέει. Ένα κομμάτι την ημέρα να κάνουμε, σ’ ένα - δυο μήνες θ’
αστράφτουν! Να δούμε και λίγο ήλιο πια.
ΚΕΝ: Επ, κοίτα κει πέρα στο βάθος.
Βλέπεις το γεροντάκο στήν πολυθρόνα;
Και τριαντάφυλλα ολόγυρα στο φράχτη;
Είναι ένας κηπάκος, ανθισμένος.
(Μ’ ένα ξεσκονόπανο στο χέρι, ό Μπέρτ ανεβαίνει στο τραπέζι. Καθαρίζουν αργά ένα
τετράγωνο παραθυράκι μπροστά τους, και αυτόματα, απ’ όλα τα παράθυρα, χύνεται στο
δωμάτιο άπλετο το καλοκαιριάτικο φως του ήλιου)
(Σιγά σιγά, καθώς μιλάνε, το φως αλλάζει - για να γίνει, τέλος χειμωνιάτικο)
(Ο Μπέρτ πάει λίγο πιο πέρα, αισθάνεται μόνος. Ο Κεν μένει στο παράθυρο, κοιτάζει έξω,
το γυαλίζει και σιγοτραγουδάει)
(Γυρίζει στον Κεν, χωρίς να τον κοιτάζει κατάματα και με βαθιά αγωνία)
ΚΕΝ: Άλλαζα γνώμες κάθε τόσο, Μπέρτ... Δεν έπρεπε ν’ ανοίξω αυτή την τρύπα στο
παπούτσι μου. Τώρα με το χιόνι, το πόδι μου είναι μούσκεμα.
ΜΠΕΡΤ: Αν μελετήσεις, Κέννεθ. Αν βάλεις το νου σου σε κάτι μεγάλο, είμαι βέβαιος πως
θα προκόψεις. Είσαι έξυπνος, πολύ πιο έξυπνος από μένα.
ΚΕΝ: Ναι, αλλά συ έβαλες ένα σκοπό στη ζωή σου,
Μπέρτ. Κυνηγάς με πείσμα ένα αλαργινό φως. Εγώ ποτέ δεν είπα: «θα πάω εκεί, κι ας
αργήσω...»
(Ο τόνος του αλλάζει σαν ν αποτείνεται σ’ ένα πλήθος ανθρώπων. Ο τρόπος πού μιλάει κάτι
σκληρόπετρο έχει. πιο εξοργισμένο μέσα του, αδιαφορεί για τις αναλογίες)
(Το φως τώρα πέφτει φυσικότερο απάνω τους. Είναι ένα ψυχρό χειμωνιάτικο φως πού έχει
αντικαταστήσει το καλοκαιρινό. Ο Μπέρτ πηγαίνει στην κρεμάστρα να βάλει το σουέτερ του)
Πω, πω, παν να σπάσουν τα μηνίγγια μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου έχω αυτό τον
πονοκέφαλο.
ΜΠΕΡΤ: (με λεπτότητα) Δε φαντάζομαι να το ‘ριξες στο πιστό, Κεν;
(Ο Κεν δεν απαντάει. Ξαφνικά σηκώνεται όρθιος και απαγγέλλει πολύ δυνατά)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
160
Ο ΒΡΟΧΟΠΟΙΟΣ
Πράξη 2η
(Το σεληνόφως και μόνον φωτίζει το εσωτερικό της αποθήκης. Είναι ένα πρωτόγονο
γραφικό δωμάτιο πίσω απ’ το σπίτι. Ένα ταβάνι με απότομη κλίση από χοντρά δοκάρια.
Μεγάλα παράθυρα, που φέρνουν τον ουρανό μέσο στο δωμάτιο. Ένας τροχός
ακουμπισμένος στον τοίχο—διάφορα πέτσινα είδη—σέλλες κλπ. Ένα κάθισμα αμαξιού
χρησιμεύει σαν πάγκος, σκεπασμένος με ξέθωρα μαξιλάρια. Μια παλιά κούνια κοντά στον
τοίχο. Ένα δωμάτιο τυχαία ρομαντικό... Ο Αστρολέοντας ετοιμάζεται να απλώσει. Βγάζει τις
μπότες του και το μαντήλι απ’ το λαιμό του και στέκει στη μέση του δωματίου ακίνητος, σαν
να σκέφτεται εντατικά. Ξαφνικά πάει στην πόρτα, την κλείνει και την αμπαρώνει με τον
πάγκο. Πάει στα παράθυρα και προσπαθεί να τ’ ανοίξει αλλά είναι καρφωμένα. Η ζέστη
είναι αφόρητη. Βγάζει το πουκάμισό του και κάθεται στην άκρη της κούνιας, υποφέροντας
από τη ζέστη. Κουνάει το πουκάμισό του, για να κάνει αέρα. Τότε αποφασίζει να
εξουδετερώσει τα προφυλακτικά του μέτρα—και ξαμπαρώνει την πόρτα. Την ανοίγει και
ξαπλώνει πάνω στην κούνια. Η ησυχία είναι σαν ζωντανό πράμα... .ενώ αναπαύεται, ενώ
γλιστράει μέσα στην μοναξιά του, μουρμουρίζει ίνα λυπητερό τραγουδάκι. Σιγά-σιγά
δυναμώνει, ώστε ν’ ακούγεται και καμμιά λέξη. Ξαφνικά ακούει Κάτι και τινάζεται πάνω)
(Η Μάγκυ γλιστράει και στέκει στο άνοιγμα τής πόρτας χωρίς να κοιτάει προς τα μέσα.
Χτυπά με το δάχτυλο την άκρη τής πόρτας. Με προσπάθεια ηρεμίας)
ΜΑΓΚΥ: Εγώ είμαι, ή Μάγκυ. (Ο Αστρολέοντας βάζει το πουκάμισό του. Μια νευρική
παύση. Χωρίς να περάσει το κατώφλι η Μάγκυ απλώνει να του δώσει τα σεντόνια) Σούφερα
αυτά εδώ.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Τι είναι;
ΜΑΓΚΥ : Σεντόνια. Πάρτα.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Γι’ αυτό ήρθες;
ΜΑΓΚΥ: (Διστακτικά) Όχι.. ήρθα γιατί... (Δε μπορεί να συνεχίσει)
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Απαλά) Ακούω, Μάγκυ.
ΜΑΓΚΥ: Ήρθα για να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτό που είπες στο Θωμά.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Αν δεν το πίστευα, δεν θα τόλεγα.
ΜΑΓΚΥ: Αυτό, πού είπες για το ΤζΙμ, αυτό βέβαια το πιστεύεις.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Κι αυτό, πού είπα για σένα, Μάγκυ.
ΜΑΓΚΥ: Δε λες αλήθεια.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Μάγκυ. Υπάρχει κάτι, που σε τρομάζει. Τι;
ΜΑΙ’ΚΥ: Εσύ. Δεν σ’ εμπιστεύομαι.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Γιατί; Τι σε κάνει και δεν μ’ εμπιστεύεσαι;
ΜΑΓΚΥ: Όλα σου.. Ο τρόπος πού μιλάς, πού καυχιέσαι όλη την ώρα—ακόμα κι αυτό το
όνομά σου.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Τι έχει τ’ όνομά μου;
ΜΑΓΚΥ: Μυρίζει απάτη. Έχει κάτι το ψεύτικο, το φτιαχτό.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Έχεις απόλυτα δίκιο. Είναι φτιαχτό...
161
ΜΑΓΚΥ : Να λοιπόν, βλέπεις;..
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Και γιατί όχι; Ξέρεις με τι όνομα γεννήθηκα; Σμιθ... Σμιθ, στο Θεό σου,
Σμιθ. Τι σόι ετικέττα είν’ αυτή για έναν τύπο σαν κι εμένα; Εγώ ήθελα ένα όνομα, πού
νάχει μέσα του την άπλα τ’ ουρανού και την παλληκαριά. Αστρολέοντας... Να ένα
υπέροχο όνομα... Κι είναι δικό μου.
ΜΑΓΚΥ: Όχι—δεν είναι. Γεννήθηκες Σμιθ—κι αυτό είναι τ’ όνομά σου.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Εδώ πέφτεις έξω, Μάγκυ. Τ’ όνομα, πού διαλέγεις για τον εαυτό σου
είναι πολύ πιο δικό σου απ’ αυτό, πούχεις από γεννησιμιού σου. Κι αν ήμουνα εγώ στη
θέση σου, θα πέταγα αυτό το Μάγκυ και θα διάλεγα κάτι άλλο.
ΜΑΓΚΥ: Καλωσύνη σου—αλλά είμαι εγώ πολύ ευχαριστημένη με τ όνομά μου.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: ΔΕ λες αλήθεια. Με τίποτα δικό σου δεν είσαι ευχαριστημένη. Κι είμαι
σίγουρος πως το Μάγκυ δε σ’ αρέσει καθόλου.
ΜΑΓΚΥ: Μπορεί να μην αρέσει σε σένα, Αστρολέοντα, αλλά εμένα μ’ αρέσει.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μάγκυ...Πώς να στο πω, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα.
ΜΑΓΚΥ: Αντιπροσωπεύει εμένα. «Εμένα». Δεν είμαι ούτε η Ελένη τής Τροίας, ούτε η
Λουκρητία Βοργία—ούτε ή πριγκίπισσα του παραμυθιού.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Θάθελες νάσαι;
ΜΑΓΚΥ: Αστρολέοντα, λες ανοησίες !
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πού τις βλέπεις τις ανοησίες; Αν ονειρευτείς πως είσαι κάτι - θα γίνεις
κάτι. Αλλά—«Μάγκυ» - δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν τόσες και τόσες υπέροχες γυναίκες
με υπέροχα ονόματα : Ελεονώρα, Δυσδαιμόνα, Λάουρα, Εσμεράλδα, Αριάδνη,
Ντουλτσινέα. (Σηκώνει τους ώμους ελαφρά σαν ν’ ανατριχιάζει) Μάγκυ...
ΜΑΓΚΥ : Καληνύχτα, Αστρολέοντα.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Με ξαφνική έμπνευση) Μια στιγμή, Μάγκυ, κάτσε μια στιγμούλα. Σου
βρήκα το ωραιότερο—το πιο υπέροχο όνομα απ’ όλα. Άκου. (Με λυρισμό) Μελισάνθη.
ΜΑΓΚΥ: (Ξερά) Δε μ’ αρέσει.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Πάω στοίχημα πως δεν ξέρεις το ιστορικό αυτής τής κυρίας, γι’ αυτό δε σ’
αρέσει. Αν ήξερες όμως ποια ήτανε. Τι αριστούργημα ήταν αυτή ή γυναίκα...
ΜΑΓΚΥ: Για πες μου.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Ήταν η πιο όμορφη—ήταν η πεντάμορφη γυναίκα του Βασιλιά Άμλετ.
Ξέρεις ποιος ήταν αυτός;
ΜΑΓΚΥ: (Ενθαρρύνοντας τον) Για λέγε.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Αυτός, μάτια μου, ήταν ο λεβέντης, που πέρασε ωκεανούς και θάλασσες
Κι έφερε πίσω το χρυσόμαλλο δέρας. Και ξέρεις, γιατί τόκανε αυτό; Ι’ιατί του το ζήτησε
η βασίλισσα Μελισάνθη. Αυτή η Μελισάνθη, που λες, ήταν άλλο πράμα. Σωστό
πανόραμα. Είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, και κάθε φορά που την έβλεπε ό Άμλετ, του
ρχόταν τέτοια ζαλάδα, που έπεφτε χάμω. Ό,τι του ζητούσε, της τόδινε—χατήρι δεν της
χαλούσε. Και μια μερα του λέει: «Άμλετ, γουστάρω για τη γιορτή μου ένα χρυσόμαλλο
δέρας». Αυτός λοιπόν, μόλις τ’ άκουσε, πηδάει μέσα στο καράβι του και παίρνει δρόμο
για να της το φέρει. Κι όταν ξαναγύρισε—ματωμένος και κουρελής—έτρεξε αμέσως κι
άπλωσε το δέρας αυτό το χρυσόμαλλο μπροστά στα κάτασπρα ποδαράκια της
Μελισάνθης. Και κείνη έσκυψε και το σήκωσε, το τύλιξε γύρω στους ολόγυμνους
τριανταφυλλένιους ώμους της και λέει: «Έχω το χρυσόμαλλο δέρας. Από δω κι εμπρός
δεν θα τουρτουρίσω ποτέ»,.. Μελισάνθη! Τι γυναίκα! Τι όνομα!
ΜΑΓΚΥ: (Σκεφτικά) Αστρολέοντα, είσαι για τα σίδερα. Έπιασες ένα σωρό ιστορίες, που
έχω διαβάσει σ’ εκατό διαφορετικά βιβλία, τις ανακάτεψες καλά-καλά και σκάρωσες το
πιο χοντρό και γελοίο ψέμα, Πού άκουσα ποτέ μου...
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: (Με θυμό) Δεν ήταν ψέμα—ήταν μια ιστορία, ένα όνειρο.
ΜΑΓΚΥ: Ποια είναι ή διαφορά;
162
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Άμα δε βλέπεις τη διαφορά, παίρνω πίσω αυτό, που είπα για τ’ όνομά
σου. Το Μάγκυ, σού πάει θαύμα... Να σου πω κι ένα άλλο όνομα, που θα σουρχότανε
γάντι;— Θωμάς... Γιατί εσύ κι ο αδερφός σου είσαστε ένα—δε νοιώθετε από όνειρα.
ΜΑΓΚΥ: (Έντονα) Και ποιος σούπε πώς όλα τα όνειρα πρέπει νάναι σαν και τα δικά σου;
Μελισάνθες, αστροπελέκια και πράσιν’ άλογα;.. Υπάρχουν κι άλλης λογής όνειρα,
Αστρολέοντα... Απλά και ταπεινά όνειρα, σαν κι αυτά, που κάνει μια γυναίκα, όταν
μαντάρει κάλτσες η όταν συγυρίζει την κουζίνα...
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Τι όνειρα, Μάγκυ;
ΜΑΓΚΥ: (Κλαίγοντας) Να, πως ξαφνικά ακούει μια ανδρική φωνή να λέει: «Μάγκυ, είν’
έτοιμο το πουκάμισό μου;» Πώς μπαίνει μέσα ό άντρας της κι ακούει πάλι την ίδια φωνή
να τη ρωτάει: «Πούν’ σι παντούφλες μου;». Όνειρα πώς ακούει παιδιά να παίζουν και να
φωνάζουν και να γελάνε... Υπάρχουν όλων των ειδών όνειρα, κύριε Αστρολέοντα. Τα
δικά μου είναι μικρά—σαν και τ’ όνομά μου – Μάγκυ —είναι όμως και γνήσια σαν και τ’
όνομά μου—-ναι γ ν ή σ ι α. Λοιπόν μπορείς να κρατήσεις εσύ τα δικά σου όνειρα—κι
εγώ τα δικά μου...
(Μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της ξεκινάει να φύγει, αλλά την αρπάζει και τη
φέρνει κοντά του, σχεδόν στην αγκαλιά του)
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μάγκυ.
ΜΑΓΚΥ: Σε παρακαλώ.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Συγχώρεσε με, Μάγκυ...
ΜΑΓΚΥ : Δεν πειράζει... Άσε με να φύγω...
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ : Εύχομαι τα όνειρά σου να γίνουν αληθινά, Μάγκυ—το εύχομαι μ’ όλη
μου την καρδιά.
ΜΑΓΚΥ: Ποτέ δε θα γίνουν αληθινά—ποτέ.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πίστευε στον εαυτό σου και θα γίνουν.
ΜΑΓΚΥ: Είν’ αργά. Δεν πιστεύω σε τίποτα πια.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Είσαι γυναίκα. Πίστεψε σ’ αυτό.
ΜΑΓΚΥ: Πώς μπορώ όταν κανένας άλλος δεν το πιστεύει;
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: ‘Εσύ π ρ ώ τ η πρέπει να το πιστέψεις. (Αμέσως) Πες μου, Μάγκυ—είσαι
όμορφη;
ΜΑΓΚΥ: (Με πόνο) Όχι—είμαι άσχημη.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Βλέπεις; Βλέπεις; Δεν το ξέρεις Πώς είσαι γυναίκα.
ΜΑΓΚΥ Το ξέρω. Είμαι. Μια άσχημη γυναίκα.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, Μάγκυ. Μια πραγματική γυναίκα δε
μπορεί ποτέ νάναι άσχημη. Είναι όλες όμορφες—ή κάθε μια με το δικό της τρόπο—αλλά
είν’ όλες όμορφες.
ΜΑΓΚΥ: Εγώ δεν είμαι. Όταν κοιτάω στον καθρέφτη.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μην αφήνεις το Θωμά να είναι ο καθρέφτης σου. Για να δεις αυτό, που
θέλεις, πρέπει πρώτα να το νοιώσεις μέσα σου. Και τότε θάρθει μια μέρα, πού ό
καθρέφτης σου θάναι ό άντρας, που σ’ αγαπά. Τα μάτια του θάναι ό καθρέφτης σου. Κι
όταν κοιτάς εκεί μέσα—θάσαι κάτι παραπάνω απ’ όμορφη. Θάσαι ωραία.
ΜΑΓΚΥ: (Με κραυγή) Αυτό δε θα γίνει ποτέ.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Κάντο να γίνει, Μάγκυ. Γιατί δεν κάνεις την αρχή τώρα... Άσε με να
λύσω τα μαλλιά σου. (Απλώνει το χέρι του)
ΜΑΓΚΥ: (Πανικόβλητη) Όχι.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Μη φοβάσαι, Μάγκυ... (της βγάζει τις φουρκέτες και την παίρνει στην
αγκαλιά του) Τώρα κλείσε τα μάτια σου, Μάγκυ—κλείστα. (Εκείνη υπακούει) Και τώρα
πες—είμαι όμορφη!
163
ΜΑΓΚΥ: (Με προσπάθεια) Είμαι—είμαι—... δε μπορώ.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πες το Μάγκυ... πες το!
ΜΑΓΚΥ: Είμαι... όμορφη.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Ξαναπέστο.
ΜΑΓΚΥ: (Με μικρή κραυγή) Όμορφη.
ΑΣΤΡΟΛΕΩΝ: Πες το—και πίστεψέ το.
ΜΑΓΚΥ: (Με ανάταση) Είμαι όμορφη... Είμαι όμορφη... όμορφη..
(Τη φιλά. Η Μάγκυ σφίγγεται πάνω του. Το φιλί διαρκεί ώρα. Όταν τελειώνει, η Μάγκυ
σωριάζεται πάνω στην κούνια κλαίγοντας με λυγμούς)
(Οι λυγμοί της γίνονται πια δυνατοί, πιο σπαραχτικοί, γιατί για πρώτη φορά ένοιωσε
ευτυχισμενη)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
164
ΑΝΝΑ ΚΡΙΣΤΙ
Πράξη 4η
(Ένας παράξενος τρόμος φαίνεται να πιάνει ξαφνικά την Άννα. Ορμάει στο τραπέζι, παίρνει
απ’ το συρτάρι το περίστροφο και μαζεύεται στη γωνιά αριστερά, πίσω απ’ το μπουφέ.
Ύστερ’ από λίγο η πόρτα ανοίγει διάπλατα και στο άνοιγμα παρουσιάζεται ο Ματ Μπερκ.
Είναι σε κακή κατάσταση - τα ρούχα του σκισμένα και βρώμικα, σκεπασμένα με πριονίδι,
σα να είχε συρθεί ή να είχε κοιμηθεί κατάχαμα σε κανένα μπαρ. Έχει ένα κόκκινο σημάδι
στο μέτωπό του, πάνω απ’ το ένα του μάτι, άλλο ένα στο μάγουλό του, πάνω στο μήλο, και
οι κόμποι των χεριών του είναι γδαρμένοι και ματωμένοι—φανερά σημάδια πάλης. Τα
μάτια του είναι κόκκινα, τα βλέφαρά του βαριά και το πρόσωπό του φαίνεται πρισμένο.
Αλλά, εκτός απ’ αυτά τα φαινόμενα, που έχουν την αιτία τους σε βαρύ μεθύσι, τα μάτια του
μαρτυράνε άγριο διανοητικό τυράννισμα, ανίσχυρο θυμό ζώου που το περιορίζει η ίδια η
κακομοιριά κ’ η δυστυχία του)
ΜΠΕΡΚ: (κυττάζει γύρω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και λέει τραχιά) Όποιος κι αν είν’
εδώ μέσα, ας μην κρύβεται από μένα—αν και θάπρεπε να ξέρεις πως είχα κάθε δίκιο να
γυρίσω και να σε σκοτώσω. (Στέκεται κι ακούει. Μην ακούγοντας τίποτα κλείνει την πόρτα
και προχωρεί προς το τραπέζι. Πέφτει στην πολυθρόνα και λέει αποκαμωμένος) Κανένας
δεν είν’ εδώ, μου φαίνεται, κ’ εγώ είμαι πολύ κουτός που ξεκίνησα κ’ ήρθα. (Με κάποια
βουβή αγωνία, ανίκανος να καταλάβει τι νόημα έχουν τα πράματα) Μάλιστα, Ματ Μπερκ,
κατάντησες ένας μεγάλος γάιδαρος. Τι σου μπήκε τώρα στο νου —δε μου λες : Είναι
καιρός που εκείνη έφυγε από δω, σου λέω, κι ούτε θα ξαναδείς πια την όψη της. (Η Άννα
ορθώνεται, διστακτική, παλεύοντας ανάμεσα στη χαρά και στο φόβο. Τα μάτια του Μπερκ
πέφτουνε στη βαλίτσα της. Σκύβει, για να δει καλλίτερα) Τι είναι τούτο (Χαρούμενα) Δική
της είναι. Δεν έφυγε ! Όμως πού είναι ; Βγήκε στη στεριά ; (Κατσουφιάζοντας) Τι πάει να
κάμει στη στεριά, νύχτα ώρα, με τέτοιον παλιό-καιρο ; (Πόνος και θυμός προκαλούν
ξαφνική σύσπαση στο πρόσωπό του) Αυτό είναι, ε ; Η κατάρα του θεού να πέσει στο
κεφάλι της (Παράφορα) θα κάτσω να περιμένω ώσπου νάρθει να την πνίξω—να της πάρω
τη βρωμερή της τη ζωή. (Η Άννα κάνει ξαφνιασμένη κίνηση, η όψη της σκληραίνει.
Προχωρεί προς το κέντρο κρατώντας με το δεξί χέρι το περίστροφο στο πλευρό της)
ΑΝΝΑ: (με ψυχρό, σκληρό τόνο) Τι γυρεύεις εδώ ;
ΜΠΕΡΚ: (γυρίζει, ανοίγοντας το στόμα από τρομάρα) Έλα, Θε μου ! (Μένουν για μια
στιγμή ακίνητοι κι αμίλητοι, έχοντας καρφωμένα τα μάτια τους ο ένας στου άλλου)
ΑΝΝΑ: (με την ίδια τραχιά φωνή) Λοιπόν—έχασες τη λαλιά σου ;
ΜΠΕΡΚ: (προσπαθώντας να πάρει ξέγνοιαστο, φυσικό τόνο) Μούκοψες το αίμα, έτσι που
μου παρουσιάστηκες ξαφνικά, τη στιγμή που νόμιζα πως ήμουν ολομόναχος.
ΑΝΝΑ : Αδιαντροπιά που την έχεις όμως, να μπαίνεις εδώ μέσα χωρίς ούτε να χτυπήσεις
! Τι γυρεύεις;
ΜΠΕΡΚ: (αόριστα) Α, τίποτα. Ήθελα μόνο να σου πω δυο λόγια, για τελευταία φορά —
αυτό ήταν. (Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της)
ΑΝΝΑ: (κοφτά, σηκώνοντας το περίστροφο) Το νου σου ! Μην κάνεις πως έρχεσαι κοντά
μου. Άκουσα τι λογάριαζες πριν να μου κάμεις.
165
ΜΠΕΡΚ: (βλέποντας τώρα μόλις το περίστροφο) Ώστε τώρα θες να με σκοτώσεις ; Ο Θεός
να μη σου το χρωστάει ! (Με περιφρονητικό γέλιο) Ή μπας και σου περνάει ιδέα πώς θα τη
φοβηθώ αυτή την τενεκεδένια παλιοσφυρίχτρα ; (Πάει ολόισα προς το μέρος της)
ΑΝΝΑ: (άγρια) Έχε το νου σου, είπα !
ΜΠΕΡΚ: (έχει πλησιάσει τόσο, που το περίστροφο ακουμπάει σχεδόν στο στήθος του)
τράβα λοιπόν ! (Με ξαφνική άγρια λύπη) Ρίξε, σου λέω, να ξεμπερδεύουμε ! Τελείωσέ με
με μια σφαίρα και θα σου το χρωστάω χάρη. Γιατί ήταν σκυλίσια ή ζωή που έζησα τούτες
τις δυο μέρες, απ’ τη στιγμή που έμαθα τι είσαι. Μακάρι να μην είχα γεννηθεί σ’ αυτό τον
κόσμο !
ΑΝΝΑ: (ανίκανη ν’ αντισταθεί στη συγκίνησή της, αφίνει το περίστροφο να πέσει στο
πάτωμα, λες και τα δάχτυλά της δεν είχαν τη δύναμη να το κρατήσουν, και λέει υστερικά) Τι
ήθελες και ήρθες; Γιατί δε φεύγεις ; Φύγε σου λέω (Τον προσπερνάει και σωριάζεται στην
κουνιστή πολυθρόνα)
ΜΠΕΡΚ: (ακολουθώντας την—με βαθιά θλίψη) Έχεις δίκιο να με ρωτάς γιατί ήρθα. (Με
θυμό) Γιατί είμαι ένας μεγάλος βλάκας—να κάθομαι να βασανίζομαι για τη σαπίλα που
μου φανέρωσες και να πίνω ολόκληρον ωκεανό για να ξεχάσω. Να ξεχάσω ; Ο διάολος να
με πάρει αν μπορώ να ξεχάσω—τη στιγμή που όλη ώρα, και στον ύπνο και στον ξύπνο
μου, έχω μπροστά στα μάτια μου τη φάτσα σου με το διαβολικό της γέλιο—έτσι πού
κατάντησα να λέω πως το τρελλοκομείο είναι το μέρος που σου ταιριάζει.
ΑΝΝΑ: (ρίχνοντας ματιές στα χέρια και στο πρόσωπό του—περιφρονητικά) Στην
κατάσταση πού βρίσκεσαι, κάπου έπρεπε να σ’ έχουν βάλει. Δε μπορώ να καταλάβω πώς
δε σ’ έχωσαν μέσα. Με κάποιον έστησες καυγά, ε ;
ΜΠΕΡΚ: Ναι—με τον καθέναν που θέλησε να μου κάμει τον καμπόσο. (Άγρια) Και κάθε
φορά που έσκαγα μια γροθιά κατάμουτρα σε κάποιον, δεν έβλεπα το δικό του παρά το
δικό σου το πρόσωπο—κ ήθελα να σου δώσω μια που να σε στείλω στον άλλο κόσμο, για
να μη σε βλέπω και να μη σε συλλογιέμαι πια.
ΑΝΝΑ: (τα χείλη της τρέμουν, αξιολύπητα) Ευχαριστώ !
ΜΠΕΡΚ: (περπατώντας πάνω-κάτω, στενόχωρα) Ωραία, παίξε μ’ εμένα τώρα ! Αχ,
σίγουρα δεν είμαι άντρας, αφού γυρίζω και σου μιλάω. Έχεις δίκιο να γελάς μαζί μου.
ΑΝΝΑ: Δε γελάω μαζί σου, Ματ.
ΜΠΕΡΚ: Εσύ να είσαι τέτοια πού είσαι κ’ εγώ να είμαι ο Ματ Μπερκ—και να γυρίζω
πίσω και να ξαναρίχνω τα μάτια μου απάνω σου ! Ντροπή μου !
ΑΝΝΑ: (κακιωμένη) Τότε σήκω και φύγε. Κανένας δε σε κρατάει !
ΜΠΕΡΚ: (σε σύγχυση) Να κάθομαι εγώ ν’ ακούω τέτοια λόγια από μια γυναίκα σαν εσένα
και να φοβάμαι να της κλείσω το στόμα μ’ ένα μπάτσο ! Αχ, Θε μου, είμ’ ένα
παλιοτόμαρο, που θάπρεπε να το φτάνει ο καθένας ! (Παράφορα) Όμως δε θα φύγω από
δω, πριν να τον πω το λόγο μου ! (Σηκώνει τη γροθιά του απειλητικά) Κ’ έχε το νου σου να
μη με φέρεις στην άκρη ! (Αφίνοντας να πέσει η γροθιά του, απελπισμένα) Μη θυμώνεις !
Μου φαίνεται πως λέω παλαβομάρες, σα νάμαι τρελλός για δέσιμο. Είναι τέτοια ή λύπη
που μούβαλες στην καρδιά, που έχω χάσει τα λογικά μου. (Σκύβει ξαφνικά και την πιάνει
δυνατά απ’ το μπράτσο) Πες μου πως είναι ψέμα., σου λέω ! Αυτό ήρθα γυρεύοντας ν’
ακούσω από σένα.
ΑΝΝΑ: (άχρωμα) Ψέμα ; Ποιο ;
ΜΠΕΡΚ: (με παθητικά παρακλητικό τόνο) Όλα εκείνα τα κακά πράματα που μου είπες
εδώ και δυο μέρες. Σίγουρα πρέπει να είναι ψέμα ! Ήθελες να παίξεις μαζί μου, ε ; Πες
μου πως ήτανε ψέμα, Άννα, και θα γονατίσω να κάμω την προσευχή μου στον
Παντοδύναμο και να του πω «σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου !»
ΑΝΝΑ: (φοβερά ταραγμένη - αδύναμα) Δε μπορώ, Ματ. (Παρακλητικά, καθώς εκείνος
γυρίζει αλλού) Ω, Ματ. δε μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχει καμιά σημασία το τι ήμουν,
αφού δεν είμαι πια ; Άκουσέ με ! Ετοίμασα τη βαλίτσα μου τ’ απόγεμα και βγήκα στη
166
στεριά. Κάθησα εδώ και περίμενα ολομόναχη δυο μέρες, με την ιδέα πως ίσως να γύριζες
—πως ίσως να τα ξανασκεφτόσουν όσα σου είπα—κ’ ίσως—ωχ, κ’ εγώ δεν ξέρω τι
ελπίδες είχα Αλλά φοβόμουν, ακόμα και να βγω για μια στιγμή απ’ την καμπίνα—
αλήθεια σου το λέω—φοβόμουνα μην έρθεις και δε με βρεις εδώ. Ύστερα έχασα κάθε
ελπίδα, αφού δε φάνηκες, και πήγα στο σταθμό. Έφευγα για τη Νέα Υόρκη—έφευγα για
να ξαναπάω—
ΜΠΕΡΚ: (τραχιά) Η κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου !
ΑΝΝΑ: Άκουσε, Ματ! Εσύ δεν είχες έρθει κ’ εγώ είχα χάσει κάθε ελπίδα. Αλλά—σαν
έφτασα στο σταθμό—δε μπόρεσα να τραβήξω μπρος. Είχα πάρει το εισιτήριό μου, ήμουν
έτοιμη σε όλα. (Βγάζει το εισιτήριο από την τσέπη της κα προσπαθεί να του το βάλει
μπροστά στα μάτια) Όμως άρχισα να συλλογιέμαι σένα—και δε μπορούσα να πάρω το
τραίνο—δε μπορούσα ! Κ’ έτσι ξαναγύρισα εδώ’—για να περιμένω ακόμα. Ω, Ματ, δε
βλέπεις πως άλλαξα ; Δε μπορείς να συχωρέσεις κάτι πού είναι. φευγάτο και νεκρό—και
να το ξεχάσεις ;
ΜΠΕΡΚ: (γυρίζοντας κατά πάνω της, πνιγμένος και πάλι από θυμό) Να ξεχάσω ; Δε θα
ξεχάσω ως την ώρα πού θα πεθάνω, σου λέω—και θα με τυραννάνε οι σκέψεις μου.
(Ξεφρενιασμένος) Ω, θα ήθελα να βρισκόταν μπροστά μου αντίπαλος ένας από κείνους
τούτη τη στιγμή· θα τον κοπάναγα με τις γροθιές μου, ώσπου να τον καταντήσω ένα
ματωμένο κουφάρι ! Να δώσει ό Θεός να ψηθούν ούλοι τους στην Κόλαση ως τη Δεύτερη
Παρουσία—και συ μαζί τους, γιατί και συ δεν είσαι καλλίτερη από κείνους !
ΑΝΝΑ: (τρεμουλιάζοντας) Ματ ! (Ύστερ’ από μικρή παύση, με φωνή που φανερώνει
νεκρική, παγερή ηρεμία) Πάει καλά—είπες ό,τι είχες να πεις—τώρα μπορείς να του δίνεις.
ΜΠΕΡΚ: (ξεκινάει σιγά για την πόρτα - διστάζει—κ’ ύστερα από μικρή παύση της λέει) Και
συ τι θα κάμεις ;
ΑΝΝΑ: Τι σε νοιάζει εσένα ;
Μπερκ: Σε ρωτάω.
ΑΝΝΑ: (στον ίδιο τόνο) Η βαλίτσα μου είν’ έτοιμη και το εισιτήριό μου τόχω παρμένο.
Αύριο θα πάω στη Νέα Υόρκη.
ΜΠΕΡΚ: (μ’ απόγνωση) Πάει να πει—θα ξαναρχίσεις τα ίδια ;
ΑΝΝΑ: (παγερά) Ναι.
ΜΠΕΡΚ: (με αγωνία) Όχι ! Μη με βασανίζεις με τέτοιες κουβέντες ! Είσαι ένας δαίμονας,
σταλμένος για να με κάμει ολότελα παλαβό!
ΑΝΝΑ: (η φωνή της τσακίζει) Ω, για τ’ όνομα του θεού, Ματ, άφησέ με στην ησυχία μου
! Φύγε ! Δε βλέπεις πως δεν αντέχω πια; Γιατί θέλεις να με τυραννάς ;
ΜΠΕΡΚ: (μ’ αγανάχτηση) Ο Θεός να σου δώσει συχώρεση—Και το χειρότερο που θα σου
πω, δε σου αξίζει ;
ΑΝΝΑ: Πολύ καλά. Μπορεί να είν’ έτσι. Αλλά μην το λες και το ξαναλές, όλη την ώρα.
Γιατί δεν κάνεις εκείνο που έλεγες να κάμεις; Γιατί δεν παίρνεις εκείνο το πλοίο, που θα
σε πάει στην άλλη άκρη του κόσμου—κ’ έτσι να μη με ξαναδείς άλλη φορά ;
ΜΠΕΡΚ: Θα το πάρω.
ΑΝΝΑ: (ξαφνιασμένη) Πώς—ώστε φεύγεις—αληθινά ;
ΜΠΕΡΓΚ: Υπόγραψα σήμερα το μεσημέρι—μεθυσμένος καθώς ήμουν, και το πλοίο
φεύγει αύριο.
ΑΝΝΑ: Και που πάει ;
ΜΠΕΡΚ: Στο Κέηπ Τάουν.
ΑΝΝΑ: (θυμάται πως το όνομα αυτό το άκουσε λίγο πριν και τον ρωτάει ξαφνιασμένη και
συγχυσμένη) Στο Κέηπ Τάουν ; Πού βρίσκεται ; Πολύ μακριά ;
ΜΠΕΡΚ: Στην άκρη της Αφρικής. Πολύ μακριά για σένα.
ΑΝΝΑ: (με βιασμένο γέλιο) Ώστε τον κρατάς το λόγο σου, (Ύστερ’ από μικρή παύση, με
περιέργεια) Πώς το λένε το πλοίο.
167
ΜΠΕΡΚ: Λόντονντέρρυ.
ΑΝΝΑ: (θυμάται ξαφνικά πως μ’ αυτό το ίδιο πλοίο φεύγει κι ο πατέρας της) Λόντονντέρυ
! Είναι το ίδιο— ω. αυτό πια παρα είναι ! (Ξεσπάει σε άγριο, ειρωνικό γέλιο) Χα—χα—χα
!
ΜΠΕΡΚ: Τι σ’ έπιασε τώρα ;
ΑΝΝΑ: Χα—χα- χα ! Είναι αστείο, πολύ αστείο ! Είναι για να πεθάνει κανείς από τα
γέλια !
ΜΠΕΡΚ: (ερεθισμένος) Από τα γέλια—για τι πράμα ;
ΑΝΝΑ: Αυτό είναι μυστικό. Δε θ’ αργήσεις να το μάθεις. Αστείο είναι, μα την αλήθεια!
(Συγκρατεί το γέλιο της κ’ ύστερ’ από κάποια παύση, το λέει κυνικά) Τι λογής τόπος είναι
αυτό το Κέηπ Τάουν : θάχε πολλές κυρίες, φαντάζομαι ;
ΜΠΕΡΚ: Στο διάβολο να .πάνε ! Ποτέ μου να μη δω γυναίκα, ως τη στιγμή που θα
πεθάνω !
ΑΝΝΑ: Αυτό το λες τώρα. Αλλά βάζω στοίχημα πως, ώσπου να φτάσεις εκεί, θα μ’ έχεις
ολότελα ξεχάσει και θ’ αρχίσεις να λες σε κάποιαν άλλη τις ίδιες καυχησιάρικες
κουβέντες που μου είπες εμένα την πρώτη φορά πού μ’ απάντησες.
ΜΠΕΡΚ: (πειραγμένος από την προσβολή) Ε λοιπόν όχι ! Τι διάβολο—λες πως σου
μοιάζω—πως μοιάζω με σένα, που σ’ ούλη σου τη ζωή παρατάς τον έναν για να πιάσεις
τον άλλον ;
ΑΝΝΑ: (θυμωμένη κ’ επιθετική) Ναι, αυτό ίσα-ίσα θέλω να σου πω ! Το ίδιο έκανες και
συ σ’ όλη σου τη ζωή—σε κάθε λιμάνι έπιανες κ’ ένα καινούργιο κορίτσι. Γιατί λες πως
είσαι καλλίτερος από μένα ;
ΜΠΕΡΚ: (σε τέλεια απόγνωση) Μα δεν έχεις καμιά ντροπή ; Είμαι βλάκας πού κάθομαι
και κουβεντιάζω μαζί σου—με μια γυναίκα που έχει πετρώσει στην αμαρτία. θα φύγω από
δω και θα σ’ αφήσω για πάντα (Ξεκινάει προς τη πόρτα, ύστερα σταματάει και γυρίζει
φρενιασμένος κατά πάνω της) Πιστεύω πως τις ίδιες ψευτιές που μου είπες εμένα θα είπες
και σ’ ούλους τους άλλους πριν από μένα ;
ΑΝΝΑ: (με αγανάκτηση) Αυτό είναι ψέμα ! Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράμα !
ΜΠΕΡΚ: (αξιοθρήνητα) Όμως μπορεί και να τάλεγες.
ΑΝΝΑ: (ορμητικά, με ένταση που όλο και μεγαλώνει) Ζητάς να μου ρίξεις την κατηγόρια
πώς ήμουν ερωτευμένη—αληθινά ερωτευμένη—μ’ εκείνους ;
ΜΠΕΡΚ: Σίγουρα, την έχω αυτή την ιδέα.
ΑΝΝΑ: (παράφορα, σαν αυτή να είναι η τελευταία προσβολή —προχωρώντας απειλητικά
κατά πάνω του) Βούλωσέ το λοιπόν ! Φτάνει πια—αρκετά σ’ άφησα κ’ είπες ! Μην
τολμήσεις να πεις λέξη πια ! Να τους ερωτευτώ, ε ; Ω, Θε μου ! Μα τι κούτσουρο είσαι
συ ; Να τους ερωτευτώ ; (Άγρια) Τους μισούσα, σου λέω ! Τους μισούσα—τους μισούσα !
Ο Θεός να ρίξει φωτιά να με κάψει τούτη τη στιγμή, ο Θεός να παιδέψει την ψυχή της
μάννας που με γέννησε. αν δε σου λέω την καθαρή αλήθεια !
ΜΠΕΡΚ: (άφταστα ευχαριστημένος από τον ορμητικό της τρόπο, με όψη που αρχίζει και
φωτίζεται, αλλά αβέβαιος ακόμα, αμφίρροπος ανάμεσα στην αμφιβολία και στον πόθο του
να την πιστέψει, της λέει μ’ απόγνωση) Αχ, αν μπορούσα να σε πιστέψω !
ΑΝΝΑ: (αποκαμωμένη) Ω, τι ωφελεί που κάθομαι και σου μιλάω; Ανώφελα είν’ όλα.
(Παρακλητικά) Ω Ματ, αυτό ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να σου περνάει από το μυαλό
! Δεν πρέπει ! Βάλε στο νου σου για μένα ό,τι άλλο κακό θέλεις—κ’ εγώ δε θα πω λέξη,
γιατί θάχεις δίκιο. Όμως, αυτό όχι ! (Έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα) Δε μπορώ να το
υποφέρω ! Θα μου ήταν αβάσταχτο να ξέρω πως φεύγεις τόσο μακριά, που δε θα σε
ξαναδώ πια ποτέ. και πως έχεις τέτοια ιδέα για μένα !
ΜΠΕΡΚ: (ύστερ’ από ενδόμυχη πάλη—μ’ ένταση—αναγκάζοντας με δυσκολία τα λόγια να
βγουν από το στόμα του) Αν το πίστευα—πως ποτέ σου δεν αγάπησες άλλον άντρα στον
κόσμο εξόν από μένα—τα άλλα ίσως και να μπορούσα να σου τα συχωρέσω.
ΑΝΝΑ: (με χαρούμενο ξεφωνητό) Ματ !
168
ΜΠΕΡΚ: (αργά) Αν είν’ αλήθεια αυτό που λες, μπορεί με το δίκιο μου να πίστευα πως
άλλαξες— και πως κ’ εγώ ο ίδιος θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις, όσπου να πάψεις πια ολότελα
να είσαι εκείνο που ήσουν σ’ όλη σου τη ζωή.
ΑΝΝΑ: (αρπάζεται από τα λόγια του -με κομένη ανάσα) Ω, Ματ ! Αυτό προσπαθούσα να
σου πω, τόση ώρα !
ΜΠΕΡΚ: (απλά) Γιατί εγώ έχω μέσα μου τη δύναμη να κάνω τους άντρες να παίρνουν το
δρόμο που θέλω—μπορεί και τις γυναίκες. Και λέω πως θα σ’ έκανα ν’ αλλάξεις και να
γίνεις μια ολότελα καινούργια γυναίκα—έτσι πού ούτ’ εγώ ούτε και συ η ίδια να
μπορούμε πια να καταλάβουμε τι λογής γυναίκα στάθηκες στα περασμένα σου.
ΑΝΝΑ: Ναι, θα μπορούσες, Ματ ! Είμαι βέβαιη πως θα μπορούσες !
ΜΠΕΡΚ: Και λέω πώς μπορεί το φταίξιμο να μην ήταν δικό σου — μόνο έγινες αυτό που
έγινες εξαιτίας από κείνον το γέρο χιμπαντζή τον πατέρα σου που σ’ άφησε και
μεγάλωσες ολομόναχη. Αν μπορούσα να πιστέψω πως εσύ μονάχα εμένα—
ΑΝΝΑ: (σε αμήχανη στενοχώρια) Πρέπει να το πιστέψεις, Ματ! Τι θέλεις να κάμω ; Είμ’
έτοιμη να κάμω ό,τι θελήσεις—ό,τι κι αν θελήσεις—για να σου δείξω πως δε λέω ψέματα
!
ΜΙΙΕΡΚ: (σα να βρήκε ξαφνικά μια λύση, ψάχνει στην τσέπη του σακκακιού του, χουφτώνει
κάτι και της λέει επίσημα) Δέχεσαι να πάρεις έναν όρκο—έναν όρκο φοβερό και τρομερό,
που θα παράδινε την ψυχή σου στους διαβόλους της Κόλασης, αν έλεγες ψέματα ;
ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Ό,τι όρκο θέλεις, Ματ—είμ’ έτοιμη να τον πάρω.
ΜΙΙΕΡΚ: (βγάζει από την τσέπη του ένα φτηνό και παλιόν Εσταυρωμένο και της τον δείχνει
κρατώντας τον ψηλά) Ορκίζεσαι σ’ αυτόν ;
ΑΝΝΑ: (απλώνοντας το χέρι της να τον πάρει) Ναι— είμαι πρόθυμη. Δος μου τον.
ΜΠΕΡΚ: (κρατώντας το σταυρό μακρυά της) Είν’ ένας σταυρός, που μου τον είχε δώσει η
μάννα μου—ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή της ! (Σταυροκοπιέται μηχανικό) Ήμουν παιδί
τότε κ’ εκείνη μου είπε να μη τον χάσω παρά να τον έχω κοντά μου και στον ύπνο και
στον ξύπνο μου, για να με φυλάει. Ή μάννα μου πέθανε ύστερ’ από λίγο. Όμως από τότε
τον φυλάω απάνω μου ως τα τώρα. Και σου λέω πως έχει μεγάλη δύναμη, και πως, στις
θάλασσες που πλανιέμαι. με γλύτωσε από μεγάλες συφορές. Την τελευταία φορά, που
βούλιαξε το καράβι μου, τον είχα κρεμασμένον στο λαιμό μου—και μ’ έβγαλε σίγουρα
στη στεριά, τη στιγμή που οι άλλοι χαθήκανε. (Πολύ σοβαρά) Και να το ξέρεις πως, αν
πάρεις όρκο σ’ αυτόν, η ίδια η μάννα μου θα σε βλέπει από τον ουρανό και θα
παρακαλέσει τον Παντοδύναμο και τους Άγιους να σου δώσουνε την πιο μεγάλη κατάρα
τους. αν σ’ ακούσει να ορκιστείς ψέματα
ΑΝΝΑ: (επηρεασμένη από τον τρόπο του—με δεισιδαιμονία) Αν ήτανε ψέμα, δε θα
τολμούσα—πίστεψέ με. Αλλά σού λέω την αλήθεια και γι’ αυτό δε φοβάμαι να ορκιστώ.
Δόστο μου.
ΜΠΕΡΚ: (δίνοντάς της το σταυρό, σχεδόν ταραγμένος, σα να φοβάται για τη δική της την
ασφάλεια) Έχε το νου σου τι όρκο θα πάρεις, σου λέω !
ΑΝΝΑ: (κρατώντας με προσοχή το σταυρό) Έλα—τι όρκο θέλεις να πάρω ; Πες μου τον
εσύ.
ΜΠΕΡΚ: Ορκίσου πως εγώ είμαι ο μόνος άντρας στον κόσμο, που αγάπησες ποτέ σου.
ΑΝΝΑ: (κυττάζοντάς τον σταθερά στα μάτια) Τ’ ορκίζομαι.
ΜΠΕΡΚ: Και πως από τη μέρα τούτη θα ξεχάσεις όλο το κακό πούκαμες και ποτέ δε θα
το ξανακάμεις.
ΑΝΝΑ: (ζωηρά) Τ ορκίζομαι ! Τ’ ορκίζομαι στο Θεό !
ΜΠΕΡΚ: Κι αν λες ψέματα, η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι σου. Πες
το.
ΑΝΝΑ: Η πιο βαρειά κατάρα του Θεού να πέσει στο κεφάλι μου, αν λέω ψέματα !
ΜΠΕΡΚ: (με βαθύτατο στεναγμό) Ω, δόξα νάχει ο Θεός ! Τώρα σε πιστεύω !
169
(Της παίρνει το σταυρό, με πρόσωπο που λάμπει από χαρά, και τον ξαναβάζει στην τσέπη
του. Περνάει το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση της κ’ είναι έτοιμος να τη φιλήσει, όταν
σταματάει τρομαγμένος κάποια τρομερή αμφιβολία)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
170
(Μέσα στο γραφείο τού Έζρα Μαίινον βασιλεύει ψυχρή, αυστηρή ατμόσφαιρα. Τα έπιπλα
είναι παλιάς μόδας. Οι τοίχοι έχουν σταχτύ χρώμα και λευκές γαρνιτούρες, πού σκορπάνε
ανέκφραστη μελαγχολία. Δεξιά μια πόρτα οδηγεί στο χωλλ στα δεξιά μια φωτογραφία τού
Ουάσιγκτον και τα πορτραίτα των Χάμιλτον και Μάρσαλ. Στο βάθος, ακριβώς στη μέση, το
τζάκι. Δεξιά μια βιβλιοθήκη με νομικά βιβλία. Πάνω από το τζάκι ένα μεγάλο πορτραίτο τού
Εζρα Μαίινον. Αμέσως καταλαβαίνει κανείς τη μεγάλη του ομοιότητα με τον Άνταμ
Μπράντ. Η φωτογραφία τον δείχνει μεγαλόσωμο, σαραντάρη σχεδόν, καθισμένο
μεγαλόπρεπα σε μία πολυθρόνα, ν’ ακουμπάει με σταθερότητα τα χέρια του στα στηρίγματά
της και με την επίσημη δικαστική τήβεννο. Είναι όμορφος άντρας, με βλοσυρό κι αυτός
μυστικόπαθο βλέμμα. Το πρόσωπό του ψυχρό, χωρίς να διαγράφεται στα χαραχτηριστικά
του κανένα απολύτως συναίσθημα. Νομίζει κανείς πάλι πως φορεί το ίδιο προσωπείο που
είδαμε στο πρόσωπο της γυναίκας του, τής κόρης του και τού Μπράντ. Αριστερά δυο
παράθυρα και στη μέση ένα τραπεζάκι. Λίγο προς τα αριστερά ένα μεγάλο τραπέζι και δυο
πολυθρόνες. Προς ταδεξιά κι άλλη πολυθρόνα. Παχιά χαλιά στο πάτωμα. Ενώ ο ήλιος
κοντύει να βασιλέψει. Μια άσπρη χρυσαφένιαανταύγεια πλημμυρίζει το γραφείο. Για μία
στιγμή οι αχτίδεςτου γραφείου γίνονται πιο ζωηρές, ύστερα ξεχύνουν πορφυρένια απόχρωση
και τέλος απλώνονται οι πρώτοι ίσκιοι του δειλινού σκορπώντας μεγαλείτερη μελαγχολία
στη μυστικόπαθη ατμόσφαιρα του γραφείου. Η Λαβίνια στέκεται μπρος στο τραπέζι. Μάταια
προσπαθεί να κρύψει τη μεγάλη της ψυχική αγωνία. Το πρόσωπό της είναι καταβεβλημένο.
Ρίχνει με τρυφερότητα τη ματιά της στο πορτραίτο του πατέρα της κι απομένει καθηλωμένη
σ' αυτή τη στάση. Ύστερα πλησιάζει περισσότερο και χαϊδεύει το ζωγραφισμένο χέρι που
ακουμπάει στο στήριγμα τής πολυθρόνας, σα να θέλει μ αυτή τη χειρονομία να τον
προστατέψει και να τού δώσει θάρρος)
(Ακούει θόρυβο στο χωλλ κι απομακρύνεται αμέσως απ’ την προσωπογραφία. Η πόρτα
άνοίγει κ’ έρχεται η Κριστάιν. Προσπθαθεί να κρύψει τη μεγάλη της ανησυχία αφίνοντας νι
διαγράφεται στό πρόσωπό της περιφρόνηση κα γανάχτηση)
(Η Κριστάιν ανατριχιάζει, ρίχνει μιά ματιά οτέ πορτραίτο του άντρα της και παίρνει από κει
τρομαγμένη το βλέμμα της. Η Λαβίνια πηγαίνει και κλείνει την πόρτα. Η Κριστάιν της λέει
με μεγάλη περιφρόνηση) :
τιποτένια !... Είσαι μια πρόστυχη γυναίκα χωρίς το παραμικρό ίχνος ντροτιής !...
Αδιαφορώ αν είσαι μητέρα μου, αν εσύ μ’ φερες στον κόσμο !... Εσύ μ’ έκανες τόσο
δυστυχισμένη σήμερα !
(Η Κριστάιν προσπαθεί να βρει θάρρος. Τα τελευταία λόγια της κόρης της είναι μια επίθεση
που δε μπορεί πια να την αναχαιτίοει. Προοπαθεί να δώσει ήρεμο τόνο στη φωνή της, όπως
θα έκανε μια αθώα γυναίκα)
ΚΡΙΣΤΙΑΝ : Ξέρω πολύ καλά, Λαβίνια, πως από τότε πού ένιωσες τον εαυτό σου, μισείς
τη δυστυχισμένη μητέρα σου. Δε φανταζόμουν όμως ποτέ πως το απέραντο μίσος σου
θάφτανε ως αυτό το σημείο !... (Σαν έτοιμη ν’ αποκρούσει και νέα πίεσή της) Πολύ καλά !
Λοιπόν, αγαπώ τον Άνταμ Μπραντ ! Τι σκοπεύεις να κάμεις ;
ΛΑΒΙΝΙΑ : Τολμάς, χωρίς την παραμικρή ντροπή, να ξεστομίζεις μια τέτοια λέξη !
Απάτησες με τον πιο αισχρό τρόπο τον καλό μου πατέρα, αυτόν τό χρυσό άνθρωπο που
σου έχει απόλυτη εμιτιστοσύνη, σε λατρεύει τόσο ! Πώς τόλμησες καί να σκεφτείς
μονάχα κάτι τέτόιο !
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με έξαψη) Θά με καταλάβαινες αμέσως αν είσουνα καταδικασμένη από τη
μοίρα νά ζεις μαζί μ’ έναν άντρα που μισείς :
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Τρομοκραιημένη κοιτάζει με θολό θλιμένο βλέμμα το πορτραίτο του πατέρα
της) Πάψε, πάψε ! Δε μπορώ να σ’ ακούω ! Πώς τολμάς να δηλητηριάζεις με τα
φαρμακερά λόγια σου αυτή την άγια εικόνα !
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Την πιάνει βάναυσα απ’ το μπράτσο) Θέλω άκούσεις! Έχω τήν άιταίτηση νά
μέ προσέξεις Δε θα σου μιλήσω σα μητέρα στο παιδί της. Ας υποθέσουμε πως αυτή τη
στιγμή είμαστε δυο γυναίκες, πως δε μας συνδέει καμιά συγγένεια. Άλλωστε
αποξενωθήκαμε κιόλας με τα πικρά λόγια που ξεστόμισες σα νάμουνα η χειρότερη
γυναίκα του κόσμου ! Μην ξεχνάς πως αποκάλεσες έκείνη που σ’ έφερε στον κόσμο
τιποτένια, πόρνη ! Δε βρίσκω λόγια να σου περιγράιμω τη φρίκη που ένιωθα όλα αυτά τα
περασμένα είκοσι χρόνια που είμουν αναγκασμένη ν’ αφίνω τό κορμί μου στήν αγκαλιά
ένός ! . . .
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Προσπαθεί να της ξεφύγει. Βάζει τα χέρια στ’ αυτιά της) Πάψε, πάψε ! Τα
λόγια σου μέ σκοτώνον με τον πιο απάνθρωπο τρόπο ! Άσε με να φύγω ! (Φεύγει από
κοντά της σα θηρίο που διστάζει να χυμήξει στο θύμα του. Ψελλίζει με στεγνή φωνή) Ώστε
αντιπαθούσες, μισούσες, τον πατέρα απ’ την πρώτη στιγμή που τον παντρεύτηκες !
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Με πίκρα) Όχι ! Πριν παντρευτούμε είμουνα τρελλά ερωτευμένη μαζί του.
Σου φαίνεται παράξενο ε ; Η στολή του ύπολοχαγού τον εκανε άληθινό πριγκιπόπουλο
στη φαντασία μου ! Στο πρόσωπό του απλωνόταν ασυνήθιστη μυστικοπάθεια, μια
γαλήνη, μια ρωμαντικότητα... Από τη στιγμή όμως που παντρευτήκαμε άρχισα να νιώθω
αηδία γι’ αυτόν !
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Ανοιγοκλείνει μ’ έκπληξη τα μάτια και ψελλίζει με την τραχειά φωνή της)
Ώστε τήν έποχή που μέσα σου φώλιαζε η αηδία και το μίσος γεννήθηκα εγώ η άτυχη κόρη
σόυ ; Πάντοτε με τυραννούσε αυτή η ύποψία. Από τότε ακόμα, μητέρα, που είμουν μικρό
κοριτσάκι και σε πλησίαζα με μεγάλη άγάπη εσύ μ’ έσπρωχνες με αηδία από κοντά σου.
Ποτέ δε μ’ αγκάλιασες με τρυφερότητα, ποτέ δε μου είπες όμορφα. λόγια... Απ’ τη στιγμή
που μπόρεσα να σε φωνάζω «μαμά, μανούλα» στο πρόσωπό σου απλωνόταν η άηδία κι
ούτε μπορούσα να ξεχωρίσω το φαρμάκι που ξεχείλιζε η καρδιά σου ! (Με ανείπωτο
μίσος) Ω ! σε μισώ, σε μισώ αφάνταστα ! Σε μισώ όσο δε φαντάζεσαι ! Έχώ το δικαίωμα
να σε μισώ τώρα, γιατί αυτό επιβάλλει η δικαιοσύνη !
173
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Κλονίζεται — πρσσπαθεί πάλι ν’ αμυνθεί) Προσπάθησα να σ’ αγάπήσω μόλις σ’
έφερα στον κόσμο. Προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου να νιώσω πως είχα
καθήκον ν’ αγαπήσω το δικό μου το σπλάχνο, το ίδιο μου το αίμα ! Χαμένος όμως
πήγε ο κόπος μου ! Δυσκολευόμουν να πιστέψω ακόμα πως εσύ ήσουν δικό μου παιδί !
Εσύ μόνο μου θύμιζες με φρίκη την πρώτη νύχτα του γάμου μου κα το άχαρο ταξίδι του
γάμου που έκαμα με τον πάτέρα σου !
ΛΑΒΙΝΙΑ : Πάψε επιτέλους ! Κλείσε αυτό το στόμα που χύνει δηλητήριο. Πώς μπορείς
νάσαι τόσο άσπλαχνη έσύ η... (Μέ δόση παράξενης ζήλειας κα μέ παραπονεμένη φωνή) Κι
όμως τον αδελφό μου τον Όριν όχι μόνο δεν τον μισείς, αλλά τον λατρεύεις πραγματικά !
Πώς συμβαίνει σύτό ;
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Γιατί το παιδί αυτό ήρθε στον κόσμο τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμουν
ένα ηθικό στήριγμα. Είχα πάρει κιόλας την απόφαση να γίνω άλλη γυναίκα. Στο διάστημα
της εγκυμοσύνης μου ο πατέρας σου πάσχιζε ν’ αποδειχτεί ήρωας στις μάχες στο Μεξικό.
Τον αντιπαθούσα τόσο που είχα σχεδόν σβήσει τη μορφή του απ’ τη σκέψη μου. Μόλις
γεννήθηκε όμως ο Οριν νόμισα για μιά στιγμή πώς απόχτησα άλλον άντρα, έναν άντρα
όπως άκριβώς τον ήθελα έγώ, γιο που θα με παρηγορούσε στις θλιμένες στιγμές της
κατοπινής άχαρης ζωής μου. Η αγάπη μου για τον Όριν δεν έχει όρια. (Μέ πίκρα) Στο
τέλος όμως έσύ κι ο άκαρδος πατέρας σου με αποξενώσατε από από το λατρευτό μου
παιδί. Ο πατέρας σου θέλησε να τον κάνει κι αυτόν ήρωα και τον έστειλε στον πόλεμο για
να γίνει σακάτης και δυστυχισμένος. Ούτε και καταδέχτηκε ν’ ακούσει τα παρακάλια μου,
να προσέξει πόσο υπόφερε η γυναίκα του για το παιδί της, που ίσως να μην το ξανάβλεπε
ποτέ πια. (Κοιτάζει τι Λαβίνια μέ μεγαλείτερο μίσος) Ξέρω καλά, Λαβίνια, πως εσύ
χάλασες τόν κόσμο για ν’ ατιομακρύνεις απ’ τη μαύρη ζωή μου το παιδί μου, τη μόνη
έλπίδα που μου άπόμεινε.
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Βλοσυρά) Είχε καθήκον κ’ είταν τιμή του να υπηρετήσει την πατρίδα !
Έπειτα, μην ξεχνάς πως το τιμημένο όνομα των Μαίινονς ! Δε θα ένιωθε τύψεις η
περήφανη ψυχή του αν ένας Μαίινον φρόντιζε με τα μέσα να μην πάει στον πόλεμο τον
αδελφό μου ! Μέρα νύχτα τον σκέφτουμαι !
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Όπως καταλαβαίνεις πολύ καλά δέ θα ερωτευόμουνα ποτε τον Άνταμ αν
είχα κοντά μου τον Όριν. Οταν έφυγε άπό κοντά μου ένιωσα μεγάλο κενό στην ψυχή μου.
Σιγά-σιγά πλημμύρισε μέσα μου τό μίσος, ο πόθος για έκδίκηση κ’ η λαχτάρα για ένα
μεγάλο έρωτα που στερήθηκα ύστερα απ΄ το γάμο μου. Ακριβώς εκείνη την εποχή
συνάντησα τον Μρνατ. Κάτι μούλεγε μέσα μου πως είταν τρελλά έρωτευμένος μαζί μου.
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Μ αυστηρότητα και περιφρόνηοη στη φωνή της) Κάθε άλλο παρά
έρωτευμένος είναι μαζί σου. Σε βεβαιώνω εγώ γι’ αυτό. Καμώνεται τον έρωτευμένο με
σένα για να εκδικηθεί πιο εύκολα τον πατέρα ! Ξέρεις πρώτ’ άπ’ όλα ποιός είναι αυτός ο
Μπράντ ; Είναι, ο γιος εκείνης της γκουβερνάντας που κάποτε έδιωξε ό’ιτατέρας ! . . .
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή της — με ψυχρή φωνή) Ωστε μπόρεσες να
μάθεις κι αυτή τή λεπτομέρεια; Φαντάστηκες πως μ’ αυτά που μου είπες θα μ’ έκανες ν’
άλλάξω γώμη, ν’ απογόητευτώ. Εγώ το ήξερα αυτό πολύ πριν άπό σένα. Μου
εμπιστεύθήκε τις είλικρινείς του προθέσεις άπ’ την πρώτη στιγμή που μου
εκμυστηρεύθηκε τον μεγάλο του έρωτα.
ΛΑΒΙΝΙΑ : Ω ! Ωστε τα μακάβρια σχέδια σ έκαναν τόσο χαρούμενη τον τελευταίο καιρό
; Καταλαβαίνω... Πλησίαζε ή μεγάλη στιγμή !...
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Ξερά κι άποφασισιστικά) Για εξήγησέ μου σε παρακαλώ : Τι σκοπεόεις να
κάνεις ; Καταλαβαίνω ! Προτού ακόμα ο πατέρας σου μπει στο σπίτι θα τρέξεις να του
βάλεις ψύλλους στ’ σύτιά...
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Με σιγανή ψυχρή φωνή) Όχι ! Εκτός αν εσύ με αναγκάσεις ! (Προσέχει
κάποια έκπληη που ζωγράφίζεται στό πρόσώπο της μητέρας της. Συνεχίζει μέ βλοσυρό
βλέμμα) Μην προσπαθεϊς νά μέ ξεγελάσεις μ’ αυτή τη βλακώδη έκπληξη που τόσο
174
πετυχημένα άφησες ν’ απλωθεϊ στο πρόσωπό σου !. . . Ξέρεις πολύ καλά κ’ έσύ ή ίδια πως σου
αξίζει η μεγαλείτερη τιμωρία, τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις κσταχθόνιες σκέψεις
σου. Ο πατέρας είναι απ’ τους άνθρώπους που δε διστάζει να ξευτελίσει και το
(Η Λαβίνια την κοιτάζει με βλέμμα αετού και σηκώνοντας απειλητικά το δάχτυλο της λέει)
ΛΑΒΙΝΙΑ : Αν δεν είμουνα κόρη σου θα σε φώναζα με μια λέξη που θα σου κόστιζε σ’
όλη σου τη ζωή !
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Γυρίζει αλλού το πρόσωπο - - η φωνή της εξακολουθεί να τρέμει) Είμαι
ανόητη που κάθόυμαι και σ’ ακούω και συγχίζουμαι εξ αιτίας σου. Με ζηλεύεις και με
εχθρεύεσαι ! Ναι, ζηλεύεις εκείνη που σου χάρισε το φως της ζωής ! (Σιωπή. Η Λαβίνια
την προσέχει. Η Κριστάιν φαίνεται σαν κάτι να σκέφτεται. Το πρόσωπό της παίρνει απαίσια
έκφραση. Απευθύνεται με κρύα, παγωμένη φωνή στη Λαβίνια) Λοιπόν, περιμένεις την
τελική μου απάντηση, ε ; Σου υπόσχουμαι να κάμω όπως με πρόσταξες ! Σου υπόσχουμαι
πως από απόψε, που θα μας επισκεφθεί ο Άνταμ, δε θα τον ξαναδώ ποτέ πια ! Είσαι
ευχαριστημένη ;
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Την προσέχει καχύποπτα) Καλά έλεγα εγώ πως ερωτεόεσαι παράφορα καί
ξεχνάς εύκολα...
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Βιάζεται να μιλήσει) Μήπως φαντάστηκες πως θα σου κάνω τη χάρη να με
δεις να μαραζώνω από θλίψη κι απελπισία για τη χαμένη αγάπη μου ; Α ! όχι, Λαβίνια !
Εγώ δεν είμαι σα μερικές γυναίκες.... Εγώ μπορώ κ’ επιβάλλουμαι στον εαυτό μου κ’ έχω
ατσλένια θέληση ! Σε. βεβαιώνω πως μια τέτοια χαρά δε θα τη νιώσεις ποτέσου !
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Εξακολουθεί να την υποψιάζεται – με μεγάλη περιφρόνηση) Αν εγώ αγαπούσα
πραγματικά έναν άντρα !.
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Πειράζεται) Ναι, αν αγαπούσες στα σοβαρά;... Είμαι σίγουρη πως εσύ τον
αγαπάς μ’ όλο το σφοδρό πάθος που ξεχειλίζει απ’ την καρδιά σου ! (Φαίνεται πολύ καλά
τώρα η μεγάλη της ζήλεια) Τι ανόητη που είσαι ! Δεν κατάλαβες, κόρη μου, πως εγώ του
είπα να σου κάνει γλυκά μάτια για να μην υποψιαστείς...
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αηδιάζει — ξεσπώντας) Φαντάστηκες πως μ’ εξαπάτησε με τις προσποιήσεις
του; Τον ψυχολόγησα απ’ την πρώτη στιγμή. Κατάλαβα πως είχα νά κάμω μ’ έναν μεγάλο
ψεύτη. Στην αρχή του έδωσα θάρρος. Είχα υπ’ όψη μου να εξακριβώσω ορισμένες
λεπτομέρειες. Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα ένιωσα θανάσιμο μίσος γι αύτόν.
(Η Κιστάιν χαμογελάει εμπαιχτικά και γυρίζει τάχα για να φύγει. Η Λαβίνια γίνεται πάλι
απειλητική) Περίμενε ! Δε σου έχω καμιά. Εμιτιστοσύνη ! Ξέρω πολύ καλά πως άρχισες
κιόλας να σχεδιάζεις το μέσο που θα σε απαλλάξει απ’ την υπόσχεση που μου έδωσες !
Όμως μην κοπιάζεις άδικα ! Θα σε παρακολουθώ σε κάθε βήμα σου ! Θάχω μάλιστα καί
συνεργάτες στο δύσκολο έργο μου... Έγραψα κιόλας στον πατέρα και στόν Όριν μόλις
γύρισα απ’ τη Ν. Υόρκη.
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : (Τρομαγμένη) Τους έγραψες πως με υποψιάζεσαι με τον Άνταμ ;...
ΛΑΒΙΝΙΑ : Στο γράμμα μου εκείνο εκφράστηκα με υπονοούμενα, για να λάβουν κι αυτοί
τα μέτρα τους και να σε προσέχουν σα γυρίσουν. Τους έγραψα πως σχετίστηκες με
κάποιον πλοίαρχο Μπραντ και πως ο κόσμος είχε κιόλας αρχίσει τα κουτσσμπολιά.
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Α! Καλά τα κατάφερες ! Νομιζεις τώρα πως πέτυχε το σχέδιο σου ;
Φαντάζεσαι πως μ’ αυτό που σκάρωσες θα μ΄έχεις στη διάθεσή σου και θα.μπορείς να με
κάνεις ό,τι θέλεις; (Δε μπορεί άλλο να συγκρατήσει την οργή της – απειλητικά) Λάβε τα
176
μέτρα σου, Λαβίνια ! Θάσαι υπεύθυνη αν συμβεί... (Μετανοιώνει αμέσως με τα λόγια αυτά)
ΛΑΒΙΝΙΑ : (Αρχίζει να ιην υποπτεύεται σοβαρά) Τι να συμβεί ;
(Γυρίζει με περιφρόνηση τς πλάτες της στη μητέρα της και βγαίνει έξω από το γραφείο μ’
επιβλητικότητα, χωρίς να καταδεχτεί να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Η Κριστάιν την
παρακολουθεί με το βλέμμα της κι απομένει στην ίδια στάση ως που ακούει την εξώπορτα
να κλείνει με πάταγο. Ύστερα βυθίζεται σε παράξενες. σκέψεις. Το πρόσωπό της παίρνει
απαίσια διαβολεμένη έκφραση. Τέλος παίρνοντας μιά τελική απόφαση πλησιάζει στο
τραπέζι, κόβει ένα κομμάτι χαρτί απ’ το μπλόκ και γράφει μερικές λέξεις. Πετάει τό
σημείωμα μέσα στό μακρύ ευρύχωρο μανίκι της κα πλησιάζοντας στο αοιχτό παράθυρο
φωνάζει)
ΚΡΙΣΤΑΙΝ : Άνταμ ! (Πηγαίνει στήν πόρτα νά τόν υποδεχτεί. Ξαφνικά χωρίς να θέλει η
ματιά της καρφώνεται στο πορτραίτο του άντρα της. Κοιτάζει την εΙκόνα μέ ανείπωτο μίσος
και με γλώσσα που, στάζει φαρμάκι ζητώντας κδίκηση ψιθυρίζει με μανία) Μπορείς να
ευχαριστήσεις την πολυαγαπημένη σου κόρη, Έζρα.
(Πλησιάζει την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να μπει μέσα ο Μπραντ. Τον
πιάνει απ’ το χέρι και τον τραβάει στη μέση του γραφείου κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Είναι καταπληχτική η ομοιότητα του νέου με την προσωπογραφία που, κρέμεται πάνω απ’
το τζάκι)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
177
ΟΡΓΙΣΜΕΝΑ ΝΙΑΤΑ
Πράξη 3η – Σκηνή 2η
(Απ’ το δωμάτιο του Κλιφφ έρχεται ο ήχος μιας κορνέτας της τζαζ, που παίζει ο Τζίμμυ.
Μόλις ανοίγει η αυλαία, η Έλενα είναι αριστερά και σερβίρει τσάι στην Άλισον. Η Άλισον
κάθεται στην πολυθρόνα δεξιά. Σκύβει και πιάνει την πίπα του Τζίμμυ. Έπειτα, μαζεύει μια
στάχτη από κάτω και τη βάζει στο τασάκι που είναι στο μπράτσο της πολνθρόνας)
ΑΛΙΣΟΝ : Ακόμα καπνίζει αυτόν το φτηνό καπνό. Στην αρχή δεν τόν υπόφερα, όμως
έπειτα τόν συνήθισα.
ΕΛΕΝΑ : Ναι.
ΑΛΙΣΟΝ : Την περασμένη βδομάδα πήγα στον κινηματογράφο, και ένας γέρος πού
καθότανε κάμποσες σειρές πιο μπροστά, κάπνιζε αυτό τον καπνό. Σηκώθηκα και πήγα και
κάθισα πίσω του.
ΕΛΕΝΑ : (Πλησιάζει. με το φλιτζάνι) Έλα, πιες το, θα σου κάνει καλό.
ΑΛΙΣΟΝ : (Το παίρνει) Ευχοφιστώ.
ΑΛΙΣΟΝ : Πόσες φορές αυτούς τους μήνες, αναλογιζόμουνα τα βράδια που περνούσαμε
σ’ αυτό το δωμάτιο. Όλα πρόσκαιρα κι απόμακρα. Κάνεις ώραίο τσάι.
ΕΛΕΝΑ : (Κάθεται στο τραπέζι αριστερά) Κάτι που μ’ έμαθε ο Τζίμμυ.
ΑΛΙΣΟΝ : (Σκεπάζει το πρόσωπό της) Άχ, γιατί να ’μαι εδώ. Όλοι θα προτιμούσατε να
βρισκόμουνα μίλια μακριά !
ΕΛΕΝΑ : Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ κι
όχι εγώ.
ΑΛΙΣΟΝ : Άσ’ τα αυτά Έλενα, δεν υπάρχουν κανόνες.
ΕΛΕΝΑ : Μα εσύ, δεν είσαι η γυναίκα του ; Ό,τι κι αν συνέβη, ποτέ δεν μπόρεσα να το
ξεχάσω αυτό. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα.
ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, ακόμα κι εγώ έχω πάψει να πιστεύω στα θεία δικαιώματα που σου
δίνει ο γάμος, εδώ και πολύν καιρό. Ακόμα πριν να συναντήσω τον Τζίμμυ. Τώρα είναι
178
άκουσα. Σύμφωνα μ’ αυτά που πίστεψα και υποστήριξα στη ζωή μου, αυτό που έκανα
είναι λάθος και κακοήθεια συνάμα.
ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, δε θα τον αφήσεις !
ΕΛΕΝΑ : Μάλιστα — αυτό θα κάνω. (Πριν προφτάσει η Άλισον να τη διακόψει, συνεχίζει)
Δεν παραμερίζω για να ξαναγυρίσεις εσύ. Να κάνεις ό,τι θέλεις. Ειλικρινά σου λέω, πως
θα ’σουνα ανόητη, μα βέβαια, αυτό είναι δική σου δουλειά. Άλλωστε, σου έδωσα αρκετές
συμβουλές.
ΑΛΙΣΟΝ : Μα δε θα ’χει κανέναν.
ΕΛΕΝΑ : Αχ, χρυσή μου, κάποια θα βρει. Μπορεί και να αρχίσει να διατηρεί ένα είδος
αυλής, όπως έκανε ένας πάπας στην Αναγέννηση. Ξέρω, θα μου πεις, πως σου μιλάω και
πάλι για θεσμούς, νόμους και κανόνες, μα πίστεψέ με, κανείς δεν μπορεί να ευτυχήσει έξω
απ’ αυτούς. Μόλις φάνηκες στο κατώφλι, άρρωστη, κουρασμένη και πληγωμένη, όλα
τελειώσανε για μένα. Βλέπεις, δεν ήξερα για το παιδί. Έπαθα σοκ. Αυτό ήταν ένα είδος
τιμωρίας για όλους μας.
ΑΛΙΣΟΝ : Με είδες και έπρεπε να σου πω τι έγινε. Εχασα το παιδί. Είναι ένα γεγονός.
Δεν είναι ούτε μομφή, ούτε τιμωρία. Τίποτα.
ΕΛΕΝΑ : Ίσως να μην είναι. Μα εγώ έτσι αίσθάνομαι.
ΑΛΙΣΟΝ : Μα δεν καταλαβαίνεις ; Δεν είναι λογικό.
ΕΛΕΝΑ : Όχι, δεν είναι. (Ήρεμα) Μα ξέρω πως είναι το σωστό.
ΑΛΙΣΟΝ : Έλενα, (Πάει κοντά της) δεν πρέπει να τον αφήσεις. Σε χρειάζεται, το ξέρω, σε
έχει ανάγκη...
ΕΛΕΝΑ : Έτσι νομίζεις ;
ΑΛΙΣΟΝ : Μπορεί να μην είσαι η πιο κατάλληλη γι’ αυτόν, μα καμιά μας δεν του
ταίριαζε.
ΕΛΕΝΑ : (Πάει στο βάθος) Γιατί δε σταματάει αυτός ο διαολεμένος θόρυβος ;
ΑΛΙΣΟΝ : Ζητάει κάτι πολύ διαφορετικό από μας τις δυο. Τι ακριβώς, δεν ξέρω — ένα
είδος διασταύρωσης ανάμεσα στη μητέρα και σε μια ελληνίδα εταίρα, μια οπαδό, ένα
μίγμα Κλεοπάτρας και Μπόζουελ. Άσε να περάσει λίγος καιρός.
ΕΛΕΝΑ : (Ανοίγει διάπλατα την πόρτα) Σε παρακαλώ ! Πάψε πια ! Δεν μπορώ να σκεφτώ
! (Μια μικρή παύση και η κορνέτα ξαναρχίζει. Βουλώνει τα αυτιά της) Για τ’ όνομα του
Θεού, Τζίμμυ ! (Σταματάει) Τζίμμυ, θέλω να σου μιλήσω !
ΤΖΙΜΜΥ : (Απ’ έξω) Είναι ακόμα μέσα η φίλη σου ;
ΕΛΕΝΑ : Έλα, μην είσαι ανόητος, έλα δω. (Πάει προς τ’ αριστερά)
ΑΛΙΣΟΝ : (Σηκώνεται) Δε θέλει να με δει.
ΕΛΕΝΑ : Κάτσε εκεί. Μην είσαι κουτή ! Λυπάμαι. Δε θα είναι πολύ ευχάριστα, μα εγώ τ’
αποφάσισα να φύγω και πρέπει να του το πω, και τώρα μάλιστα.
(Μπαίνει ό Τζίμμυ)
ΤΖΙΜΜΥ : Κι άλλη σκοτεινή συνομωσία ; (Κοιτάζει τήν Άλισον) Γιατί αυτή δεν κάθεται ;
Είναι σαν φάντασμα.
ΕΛΕΝΑ : Με συγχωρείς χρυσή μου. Μήπως θέλεις κι άλλο τσάι ή μια ασπιρίνη. Πες μου.
(Η Άλισον κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και κάθεται. Δε σηκώνει τα μάτια της. Η Έλενα
μιλάει στον Τζίμμυ, παίρνοντας το παλιό εκείνο ύφος, σαν να δίνει διαταγές) Γιατί
εκπλήττεσαι; Ήτανε πολύ άρρωστη. Ήτανε —
ΤΖΙΜΜΥ : (Ήρεμα) Δεν έχω ανάγκη από ιστορική έκθεση. Καταλαβαίνω την κατάστασή
της.
ΕΛΕΝΑ : Και δε σου κάνει εντύπωση ;
180
ΤΖΙΜΜΥ : Δεν μπορώ να πω πως χαίρομαι με την ιδέα πως κάποιος είναι άρρωστος και
υποφέρει. Το παιδί ήταν και δικό μου, ξέρεις. Μα (Σηκώνει τοή ώμους του) δεν είναι η
πρώτη φορά που χάνω κάποιον.
ΑΛΙΣΟΝ : (Σχεδόν σαν ανάσα) Για μένα είναι η πρώτη.
ΤΖΙΜΜΥ: Γιατί έχεις τόσο σοβαρό, επίσημο ύφος ; Τι θέλει αυτή εδώ ;
ΑΛΙΣΟΝ : Λυπάμαι. Εγώ - (Βάζει το χέρι στο στόμα της. Η Έλενα πλησιάζει τον Τζίμμυ,
που είναι στο κέντρο και του πιάνει το χέρι)
ΕΛΕΝΑ : Μη, σε παρακαλώ. Δε βλέπεις την κατάστασή της ; Δεν έκανε τίποτα, δεν είπε
τίποτα, δεν έφταιξε σε τίποτα.
ΤΖΙΜΜΥ : (Με σιγανή, παραδομένη φωνή) Όλες σας θέλετε να ξεφύγετε από τον πόνο
του να είναι κανείς ζωντανός. Και πάνω άπ’ όλα, θέλετε να ξεφύγετε από τον έρωτα.
(Προχωρεί στο τραπέζι της τουαλέτας) Το ’ξερα πως κάτι τέτοιο θα ’βγαινε στη μέση —
κάποιο πρόβλημα, όπως μια άρρωστη σύζυγος — κάτι που δε θα το άντεχαν τα
λεπτεπίλεπτά σου αισθήματα. (Πετάει τα πράματα της Έλενας απ’ το τραπέζι της τουαλέτας
και πάει στην ντουλάπα. Εδώ, αρχίζουν να χτυπάνε οι καμπάνες) Είναι ανώφελο να ξεγελάς
τον εαυτό σου, σχετικά με τον έρωτα. Στον έρωτα δε βουτάς στα μαλακά, δίχως να
λερώσεις τα χέρια σου. (Της δίνει τα σύνεργα του μακιγιάζ της, κείνη τα παίρνει. Ανοίγει
την ντουλάπα) Χρειάζεσαι κουράγιο και μυική δύναμη. Κι άν δεν αντέχεις στη σκέψη πως
θα αναστατωθεί η καλοσυνάτη και καθαρή ψυχή σου, (Πάει πίσω της) τότε απαρνήσου
την όλη ιδέα της ζωής και γίνε αγία. (Της βάζει το φόρεμα στο χέρι) Γιατί δε θα πετύχεις
ποτέ σαν ανθρώπινο ον. Διαλέγεις ή ετούτο τον κόσμο ή την αιώνια ζωή.
(Τον κοιτάζει για μια στιγμή και φεύγει βιαστική. Εκεινος είναι ταραγμένος, αποφεύγει το
βλέμα της Άλισον και πάει στο παράθυρο. Ακουμπάει σαν για να ξεκουραστεί, κι έπειτα
κοπανάει το χέρι του)
(Σκοτείνιασε γύρω τους. Ο Τζίμμυ ακουμπάει το μέτωπό του στο παράθυρο. Η Άλισον έχει
κουβαριαστεί στην πολυθρόνα δεξιά. Σπάει τη σιωπή και πηγαίνει κοντά στο τραπέζι)
ΤΖΙΜΜΥ : Ούτε ένα ματσάκι λουλούδια δεν έστειλες στην κηδεία της. Ένα μικρό
μπουκέτο λουλούδια. Κι αυτό ακόμα, μου το αρνήθηκες, έτσι δεν είναι ; (Κάνει πάλι να
ξεκινήσει, μα αυτός μιλάει πάλι) Αδικία πέρα για πέρα. Αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεινάνε,
αυτοί που δε θα ’πρεπε αγαπιούνται, αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεθαίνουν ! (Εκείνη
πλησιάζει στη σόμπα. Τώρα γυρίζει και την κοιτάζει) Είχα άδικο να πιστεύω πως υπάρχει
κάτι, ένα είδος δύναμης φλογερής στο μυαλό και στο πνεύμα, που ψάχνει κάτι πολύ
δυνατό, ανάλογο με το δικό της ! Τα πιο σημαντικά, τα πιο δυνατά πλάσματα σ’ αυτό τον
κόσμο είναι και τα πιο μοναχικά. Σαν τη γέρικη αρκούδα που ακολουθεί τη δική της
ανάσα μέσα στο κατασκότεινο δάσος. Δεν υπάρχει κοπάδι για να την ανακουφίσει. Αυτή
η φωνή που κραυγάζει, δεν είναι απαραίτητο να βγαίνει από ένα αδύνατο πλάσμα, πες μου
! (Πλησιάζει λίγο) Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε είδα, σ’ αυτό το αποτρόπαιο πάρτυ ;
Δε με είχες προσέξει, εγώ όμως δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω σου, όλο το
βράδυ. Έμοιαζες να ’χεις μια ηρεμία αναπαυτική στην ψυχική σου διάθεση. Αυτό
ζητούσα. Πρέπει κανείς να ’ναι αφάνταστα δυνατός, για να πετύχει αυτή την ηρεμία, για
να ’χει τη δύναμη να ηρεμήσει. Μονάχα όταν παντρευτήκαμε, κατάλαβα πως αυτό δεν
ήτανε ηρεμία, ούτε άνεση. Για να ηρεμήσει και να ανακουφιστεί η ψυχή του ανθρώπου,
πρέπει πρώτα να ιδρώσει και να σπαράξει. Όσο για σένα, δε σε είδα ποτέ να
αναστατωθείς, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα δεν είδα στο μέτωπό σου.
(Της ξεφεύγει μια κραυγή και φέρνει τη γροθιά της στο στόμα της, για να τη σταματήσει.
Πλησιάζει στο τραπέζι, και κουμπάει)
ΤΖΙΜΜΥ : Μπορεί να ’μαι μια χαμένη υπόθεση, μα πίστευα πως αν μ’ αγαπούσες τίποτα
δε θα ’χε σημασία.
(Εκείνη κλαίει βουβά. Αυτός πλησιάζει κοντά της για να την αντιμετωπίσει)
ΑΛΙΣΟΝ : Δεν έχει σημασία ! Είχα άδικο, άδικο ! Δε θέλω να ’μαι αμέτοχη, δε θέλω να
’μαι αγία. Θέλω να ’μαι κι εγώ μια χαμένη υπόθεση. Θέλω να ’μαι χαλασμένη και
ασήμαντη ! (Αυτός, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, να την παρακολουθεί. Η φωνή της
δυναμώνει λιγάκι, υψώνεται) Μα καταλαβαίνεις ; Πάει ! Πάει ! Έφυγε. Αυτό το αβοήθητο
πλασματάκι που είχα μέσα μου. Νόμιζα πώς εκεί μέσα δεν κινδύνευε, πως είχε κάθε
ασφάλεια. Νόμιζα πως τίποτα δεν μπορεί να μου το πάρει. Ήτανε δικό μου, εγώ είχα κάθε
ευθύνη. Μα πάει. Το ’χασα. (Κυλάει κάτω, στα πόδια του τραπεζιού) Το μόνο που
αναζητούσα ήτανε ο θάνατος. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ μου. Δεν φανταζόμουνα πως θα
’ναι έτσι ! Πονούσα και μονάχα εσένα σκεφτόμουνα, εσένα κι αυτό που έχασα. (Μόλις
που καταφέρνει να μιλήσει) Σκεφτόμουνα : αν μπορούσε — αν μπορούσε να με δει τώρα,
έτσι ήλίθια, άσκημη, ξεφτελισμένη. Έτσι αποζητούσε να με δει. Σ’ αυτό ήθελε να
τσαλαβουτήσει μέσα ! Είμαι μέσα στη φωτιά, καίγομαι και το μόνο που ζητάω, είναι να
πεθάνω ! Του κόστισε το παιδί του, κι όλα όσα θα μπορούσα ίσως να αποχτήσω ! Μα τι
σημασία έχει — αυτό ζητούσε από μένα ! (Σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει) Μα δεν
το βλέπεις ; Επιτέλους, χώθηκα μέσα στη λάσπη. Σούρνομαι στο χώμα. Αχ, Θε μου —
182
(Σωριάζεται στα πόδια του. Αυτός παγώνει για μια στιγμή, έπειτα σκύβει και την παίρνει
στην αγκαλιά του, εκείνη τρέμει σύγκορμη. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του και ψιθυρίζει)
ΤΖΙΜΜΥ : Μη, σε παρακαλώ. . . Μη. . . δεν το μπορώ. (Εκείνη, κολλημένη απάνω του,
προσπαθεί να πάρει ανάσα) Είσαι πολύ καλά μαζί μου. Τώρα είσαι καλά. Σε παρακαλώ...
Εγώ... όχι πια... (Εκείνη ξαφνικά χαλαρώνει. Εκείνος την κοιτάζει, κατάκοπος και λέει με
τρυφερή ειρωνία) Θα φωλιάσουμε μαζί στης αρκούδας μας τη σπηλιά, και στη μικρή
φωλίτσα του σκίουρου και θα ζούμε με καρύδια και μέλι — πολλά πολλά καρύδια. Θα
τραγουδάμε τραγούδια για μας — για τις γεμάτες θαλπωρή σπηλιές και τη ζέστα των
δέντρων και θα λιαζόμαστε. Κι εσύ, με τα μεγάλα σου μάτια, θα με κοιτάς. Και θα
φροντίζεις τη γούνα μου, θα με βοηθάς να κρατάω πάντα σε καλή κατάσταση τα νύχια
μου, γιατί είμαι αγαπησιάρα και ψωραλέα αρκούδα. Κι εγώ θα φροντίζω τη φουντωτή
ουρίτσα σου, να ’ναι γυαλιστερή, γιατί είσαι ένα πολύ όμορφο σκιουράκι, μα είσαι και συ
κουτούτσικο, και πρέπει να ’σαι προσεχτικό. Υπάρχουν στημένες φριχτές παγίδες ολούθε,
ατσάλινες και παραμονεύουνε να τσακώσουνε τα τρελούτσικα, λιγουλάκι σατανικά και
ντροπαλούτσικα μικρά ζωάκια. Σωστά ; (Με πόνο και συγκίνηση) Καημένα σκιουράκια !
ΑΛΙΣΟΝ : (Με την ίδια κωμική υπερβολή) Καημένες αρκούδες ! (Γελάει λιγάκι, έπειτα τον
κοιτάζει με τρυφερότητα και προσθέτει πολύ πολύ απαλά) Αχ καημένες, καημένες
αρκούδες.
(Τον αγκαλιάζει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
183
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ:. Ίσως αυτή να είναι μια ευνοϊκή ευκαιρία για ν’ αναφέρω ποια είμαι.
Ο πατέρας μου είναι ο Λόρδος Μπράκνελ. Δε θ’ άκουσες ποτέ, φαντάζομαι, να μιλούν για
το μπαμπά
ΣΕΣΙΛΥ: Δε νομίζω.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έξω απ’ τον οικογενειακό μας κύκλο, ο μπαμπάς, μ’ ευχαρίστησή
μου το λέω, είναι εντελώς άγνωστος. Έχω την ιδέα πως αυτό είναι και το σωστό. Μου
φαίνεται πως το σπίτι είναι η κατάλληλη σφαίρα για τον άνδρα. Και βέβαια όταν ένας
άνδρας αρχίσει να παραμελεί τα οικιακά του καθήκοντα, καταντάει θλιβερά θηλυπρεπής,
δεν είν’ έτσι ; Κι’ εμένα δε μου αρέσει αυτό. Κάνει τούς άνδρες πάρα πολύ ελκυστικούς.
Η μαμά, Σέσιλυ, που οι αντιλήψεις της στα ζητήματα της ανατροφής είναι αξιοσημείωτα
αυστηρές, μ’ ανάθρεψε με τρόπο που να γίνω εξαιρετικά μύωψ· είναι κι’ αυτό ένα μέρος
από το σύστημά της· δεν πιστεύω λοιπόν να σε πειράζει αν σε κοιτάζω με τα γυαλιά μου ;
ΣΕΣΙΛΥ: Ω. καθόλου, Γκουέντολην. Μ’ αρέσει πολύ να με κοιτάζουν.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Αυστηρά) Αλήθεια ; Δεν αμφιβάλλω πως θα μένει εδώ και ή μητέρα
σου ή καμιά συγγενής σου περασμένης ηλικίας ;
ΣΕΣΙΛΥ: Α, όχι ! Δεν έχω μητέρα και μάλιστα ούτε κι’ άλλους συγγενείς.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Σοβαρά ;
ΣΕΣΙΛΥ: Ο αγαπητός μου κηδεμόνας, με τη βοήθεια της Μις Πρισμ, έχει αναλάβει το
κοπιαστικό καθήκον να φροντίζει για μένα.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ο κηδεμόνας σου ;
ΣΕΣΙΛΥ: Ναι, είμαι υπό την κηδεμονία του κυρίου Ουόρδινγκ.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ω ! Παράξενο πώς δε μου ανέφερε ποτέ ότι κηδεμονεύει κάποιον. Τι
εχεμύθεια ! Ώρα με την ώρα γίνεται και πιο ενδιαφέρων. Εν τούτοις δεν είμαι βέβαιη πως
αυτό το νέο μου εμπνέει αμιγώς ευχάριστα συναισθήματα. (Σηκώνεται και πηγαίνει κοντά
της) Σε συμπαθώ πολύ, Σέσιλυ· σε συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα !
Οφείλω όμως να σου δηλώσω ότι, τώρα πού ξέρω πως σ’ έχει στην κηδεμονία του ο
κύριος Ουόρδινγκ, δε μπορώ να μην εκφράσω την ευχή να ήσουν – να, λιγάκι πιο μεγάλη
απ’ όσο φαίνεσαι — και να μην ήσουν και τόσο πολύ ελκυστική στην εμφάνιση. Δηλαδή,
αν μπορώ να μιλήσω ειλικρινώς —
ΣΕΣΙΛΥ: Σε παρακαλώ ! Νομίζω πώς, όταν έχει κανείς να πει κάτι δυσάρεστο, Πρέπει να
είναι πάντοτε εντελώς ειλικρινής.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Λοιπόν, για να μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, Σέσιλυ, θα
επιθυμούσα να είχες κλεισμένα τα σαρανταδύο και να ήσουν άσχημη παραπάνω απ’ όσο
είναι συνήθως η γυναίκα σ’ αυτή την ηλικία. Ο Έρνεστ έχει πολύ ευθύ χαρακτήρα. Είναι
η ενσάρκωση της αλήθειας και της τιμής. Του είναι αδύνατο να κάμει, τόσο μια ατιμία
όσο και μια απάτη. Αλλ’ ακόμη και οι άνθρωποι με τον ευγενέστερο ηθικό χαρακτήρα
που γίνεται, είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στην επίδραση των φυσικών θελγήτρων των
άλλων. Η σύγχρονη, όπως και η Αρχαία Ιστορία, μας παρέχει πολλά θλιβερότατα
παραδείγματα αυτού που αναφέρω. Αν δηλαδή δεν ήταν κι’ αυτό, η Ιστορία δε θα ήταν
καθόλου για διάβασμα.
ΣΕΣΙΛΥ: Με συγχωρείς, Γκουέντολην, για τον Έρνεστ μιλάς ;
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Ναι.
ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, μα ο κηδεμόνας μου δεν είναι ο κύριος Έρνεστ Ουόρδινγκ. Είναι ο αδελφός
του — ο μεγαλύτερος αδελφός του.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Ξανασηκώνεται) Ο Έρνεστ ποτέ δε μου είπε πως έχει αδελφό.
ΣΕΣΙΛΥ: Με λύπη μου πρέπει να πω πως εδώ και πολύν καιρό δε βρίσκονται σε καλές
σχέσεις.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Α ! έτσι εξηγείται. Και τώρα που το σκέπτομαι, ποτέ μου δεν άκουσα
άνθρωπο ν αναφέρει τον αδελφό του. Αυτό το θέμα φαίνεται αποκρουστικό στους πιο
πολλούς. Σέσιλυ, μούβγαλες ένα βάρος από τη σκέψη μου. Είχα σχεδόν αρχίσει ν’
ανησυχώ. Θα ήταν τρομερό αν κάποιο σύννεφο σκίαζε μια φιλία σαν τη δική μας — δεν
είν’ έτσι ; Χωρίς αμφιβολία, είσαι εντελώς, μα εντελώς βέβαιη πως ο κηδεμόνας σου δεν
είναι ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ ;
ΣΕΣΙΛΥ: Εντελώς βέβαιη. (Παύση) Για να πω την αλήθεια, πρόκειται να γίνω δικός του
κηδεμόνας.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξεταστικά) Παρντόν ;
ΣΕΣΙΛΥ: (Κάπως δειλά κι’ εμπιστευτικά) Πολυαγαπημένη μου Γκουέντολην, δεν υπάρχει
λόγος να το κρατήσω μυστικό από σένα. Είναι βέβαιο πως η εφημεριδούλα της κομητείας
μας θ’ αναγράψει το γεγονός την ερχόμενη βδομάδα. Ο κ. Έρνεστ Ουόρδινγκ κι’ εγώ
αρραβωνιαστήκαμε.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σηκώνεται, με απόλυτη ευγένεια) Αγαπητή μου Σέσιλυ, υποθέτω πως
θα υπάρχει κάποιο μικρό λάθος. Ο κ. Έρνεοτ Ουόρδινγκ είναι αρραβωνιασμένος μαζί
μου. Η αναγγελία θα δημοσιευτεί στο Μόρνινγκ Πόστ το Σάββατο, το αργότερο.
185
ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται, πολύ ευγενικά) Φοβάμαι πως θα έχεις κάμει κάποια παρανόηση. Ο
Έρνεστ μου έκαμε πρόταση ακριβώς προ δέκα λεπτών. (Δείχνει το ημερολόγιό της)
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Εξετάζει προσεχτικά το ημερολόγιο με τα φασαμαίν της) Είναι
ασφαλώς πολύ περίεργο, γιατί εμένα μου ζήτησε να γίνω γυναίκα του χτες στις 5.30’ το
απόγευμα. Αν σ’ ενδιαφέρει να πιστοποιήσεις το γεγονός, ορίστε παρακαλώ. (Βγάζει το
δικό της ημερολόγιο) Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς το ημερολόγιό μου. Πρέπει να έχει κανείς
πάντοτε κάτι εντυπωσιακό να διαβάζει στο τραίνο. Λυπάμαι, αγαπητή Σέσιλυ, αν αυτό
αποτελεί απογοήτευση για σένα, φοβάμαι όμως πως έχω προτεραιότητα.
ΣΕΣΙΛΥ: Θα με στενοχωρούσε περισσότερο απ’ όσο μπορώ να σου πω, αγαπητή
Γκουέντολην, αν το πράγμα σου προξενούσε ψυχικό ή φυσικό πόνο, ασ8άνομαι όμως την
υποχρέωση να δηλώσω ότι, από τότε που ο Έρνεστ σου έκαμε την πρότασή του, είναι
φανερό πως άλλαξε γνώμη.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Στοχαστικά) Αν ό καημένος ό νέος πιάστηκε σε καμιάν ανόητη
υπόσχεση, θα το θεωρήσω καθήκον μου να τον γλυτώσω αμέσως και με σταθερό χέρι.
ΣΕΣΙΛΥ: (Σκεπτικά και λυπημένα) Σε όποιο άτυχο μπλέξιμο κι αν βρέθηκε μπερδεμένο το
αγοράκι μου, εγώ δε θα τον μαλώσω ποτέ γι’ αυτό μετά το γάμο μας.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μήπως υπονοείτε εμένα, Μις Κάρντιου, όταν μιλάτε για μπλέξιμο ;
Είσαστε φαντασμένη. Σε μια περίσταση σαν κι’ αυτή, το να πει κανείς εκείνο που
σκέπτεται, είναι κάτι παραπάνω από ηθικό καθήκον. Είναι ευχαρίστηση.
ΣΕΣ1ΛΥ. Μήπως εννοείτε, Μις Φέαρφαξ, ότι εγώ έκαμα τον Έρνεστ να πιαστεί σε
κάποια υπόσχεση ; Πώς τολμάτε ; Σε τέτοιες ώρες, δε φορεί κανείς το επιφανειακό
προσωπείο της καλής συμπεριφοράς. Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Σαρκαστικά) Με χαρά μου το λέω, πως δεν έχω δει ποτέ μου σκάφη.
Είναι ολοφάνερο πως οι κοινωνικές μας σφαίρες υπήρξαν πάρα πολύ διαφορετικές.
(Μπαίνει ό Μέρριμαν. Φέρνει δίσκο, τραπεζομάντιλο και σερβίτσιο. Η Σέσιλυ είναι έτοιμη
να απαντήσει. Η παρουσία του υπηρέτη ασκεί ανασταλτική επίδραση, που κάνει και τα δυο
κορίτσια να βράζουν μέσα τους)
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Έχει πολλά ενδιαφέροντα μέρη για περίπατο στα γύρω, Μις
Κάρντιου;
ΣΕΣΙΛΥ: Ω, ναι ! Πάρα πολλά. Από την κορυφή κάποιου πολύ κοντινού λόφου, μπορεί
κανείς να δει πέντε κομητείες.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Πέντε κομητείες ! Δεν πιστεύω να μου άρεσε αυτό. Μισώ το
συνωστισμό.
ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Γι’ αυτό, φαντάζομαι, θα κατοικείτε στην πόλη ;
(Η Γκουέντολην δαγκώνει το χείλος της και χτυπάει νευρικά το πόδι της με την ομπρέλλα
της)
ΣΕΣΙΛΥ: Ώ, τα λουλούδια είναι τόσο κοινά εδώ, Μις Φέαρφαξ, όσο οι άνθρωποι στο
Λονδίνο.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Εγώ προσωπικώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα καταφέρνει κανείς
να ζει στην εξοχή, αν δηλαδή υπάρχει στην εξοχή άνθρωπος που να είναι κάποιος. Η
εξοχή μου είναι πάντοτε θανάσιμα βαρετή.
ΣΕΣ1ΛΥ: Α ! Αυτό είν’ εκείνο που ονομάζουν οι εφημερίδες αγροτική κατάπτωση, δεν
είν’ έτσι ; Πιστεύω πως η αριστοκρατία, τη σημερινή ακριβώς εποχή, υποφέρει πάρα πολύ
απ’ αυτό. Είναι σχεδόν επιδημική αρρώστια μεταξύ τους, όπως μου είπαν. Μπορώ να σας
προσφέρω ένα τσάι, Μις Φέαρφαξ ;
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Με εξεζητημένη ευγένεια) Ευχαριστώ. (Ιδιαίτερα) Σιχαμένο κορίτσι.!
Αλλά έλα που το θέλω το τσάι !
ΣΕΣΙΛΥ: (Με γλύκα) Ζάχαρη ;
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: (Υπεροπτικά) Όχι, ευχαριστώ. Η ζάχαρη δεν είναι πια της μόδας.
(Η Σέσιλυ την κοιτάζει με θυμό, παίρνει τη ζαχαρολαβίδα και της βάζει τέσσερα κομμάτια
ζάχαρη στο φλιτζάνι)
(Ο Μέρριμαν το δίνει και βγαίνει με τον υπηρέτη. Η Γκουέντολην πίνει τσάι και κάνει
μορφασμό. Αφήνει αμέσως το φλιτζάνι, απλώνει το χέρι της να πάρει το ψωμί με βούτυρο,
το κοιτάζει και βλέπει πώς είναι κέηκ. Σηκώνεται με αγανάκτηση)
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Μου γεμίσατε το φλιτζάνι μου μ’ ένα σωρό κομμάτια ζάχαρη, κι’ ενώ
ζήτησα ολοκάθαρα ψωμί με βούτυρο, μου δώσατε κέηκ. Είναι γνωστή η ευγένεια του
χαρακτήρος μου και το εξαιρετικά μειλίχιο φυσικό μου, σας ειδοποιώ όμως, Μις
Κάρντιου, πως ίσως το παρακάνετε.
ΣΕΣΙΛΥ: (Σηκώνεται) Για να σώσω το φτωχό, το αθώο, το απονήρευτο αγόρι μου από τις
μηχανορραφίες οποιουδήποτε κοριτσιού, δεν ξέρω κι’ εγώ πού θα μπορούσα να φτάσω.
ΓΚΟΥΕΝΤΟΛΗΝ: Από τη στιγμή που σας είδα, ένιωσα δυσπιστία απέναντί σας.
Αισθάνθηκα πως είσαστε όλο ψευτιά και ανειλικρίνεια. Δε γελιέμαι ποτέ σε τέτοια
ζητήματα. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τους ανθρώπους είναι, χωρίς εξαίρεση, σωστές.
ΣΕΣΙΛΥ: Μου φαίνεται, Μις Φέαρφαξ, πώς κάνω κατάχρηση της πολύτιμης ώρας σας.
Χωρίς αμφιβολία, θα έχετε πολλές άλλες επισκέψεις τέτοιου είδους να κάμετε στα
περίχωρα.
(Μπαίνει ο Τζακ)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
187
(Ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Ορλεάνη, 1869. Στην πόρτα του δρόμου κρέμεται μια
κουρτίνα από καλάμια, μέσα από την οποία διακρίνει κανείς το ηλιόλουστο δημόσιο πάρκο.
Ακούγεται ένα κουδουνάκι. Σε λίγο ξανακτυπά. Η Μαρί Σιντονί Κρεσώ,. παραμερίζει τα
καλέμια και ρίχνει μι ματιά στο γραφείο. Είναι μια ελκυστική κοπέλα που μπορεί ν’
αντιμετωπίσει ο,τιδήποτε στη ζωή, εκτός από μια κλήση σε δικηγορικό γραφείο. Ο κ.
Καϋζάκ, ένας ξερακιανός ανθρωπάκος με διαπεραστικά μαύρα μάτια, μπαίνει από ένα
εσωτερικό δωμάτιο)
ΜΑΡΙ-ΣΙΝΤΟΝΙ (δείχνοντας ένα γράμμα που κρατά στο χέρι της) Με ... καλέσατε ...
ναρθώ να. σας δω.
ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά και σύντομα) Το όνομά σας, κυρία μου ;
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Δεσποινίς Μαρί Σιντονί Κρεσώ, κύριε.
ΚΑΫΖΑΚ: (μετά από μια παύση) Μάλιστα. Καθήστε, παρακαλώ, δεσποινίς.
(Πηγαίνει στο γραφείο του κι ανοίγει πολλά συρτάρια παίρνοντας έγγραφα από το καθένα.
Αφού μαζεύει μια μεγάλη δέσμη από έγγραφα επιστρέφει. στο κέντρο του δωματίου. και λέει
απότομα)
(Επιστρέφει στο γραφείο του, ανοίγει κι άλλα συρτάρια, και γυρίζει με περισσότερα χαρτιά.
Αυτή τον παρακολουθεί με μάτια γεμάτα ταραχή)
ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, επιπροσθέτως προς τα καθήκοντά μου ως δικηγόρου εις την πόλην
αυτήν, εκπροσωπώ και μια Ιστορικήν Εταιρείαν των Παρισίων. Παρακαλώ, προσπαθήστε,
να με καταλάβετε δεσποινίς. Η Ιστορική αυτή Εταιρεία ασχολείται με την ανακάλυψιν
του Γαλλικού Θρόνου. Ως γνωρίζετε, την εποχήν της Επαναστάσεως… το 1795, δια την
ακρίβειαν, δεσποινίς, εξηφανίσθει ο πραγματικός και νόμιμος διάδοχος του Γαλλικού
Θρόνου. Εκυκλοφόρησε η φήμη ότι το αγόρι αυτό, το οποίον ήτο τότε 10 ετών, ήλθε εις
την Αμερικήν και δια μίαν περίοδον έζησε εις Νέαν Ορλεάνην. Τώρα γνωρίζομεν ότι ή
διάδοσις αντεπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Γνωρίζομεν επίσης ότι εδώ απέκτησεν
νόμιμον απόγονον, ο οποίος εν συνεχεία απέκτησεν νόμιμον απόγονον, και ότι (ξαφνικά η
Μαρί Σιντονί αρχίζει να ψάχνει κάτι μέσα στην τσάντα της αγοράς) ... Δεσποινίς, μπορείτε
να με τιμήσετε με την προσοχή σας επί τινα ακόμη χρόνον ;
188
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (μ’ αγωνία) Η βεντάλια μου, η βεντάλια μου, κύριε. (Τη βρίσκει κι
αμέσως αρχίζει να .κάνει αέρα δαιμονισμένα. Ξαφνικά φωνάζει) Κύριε, από τι κινδυνεύω ;
ΚΑΫΖΑΚ: (αυστηρά) Εάν η δεσποινίς κάνει μιας στιγμής, μιας στιγμής μόνον υπομονήν,
θα τα μάθει όλα… Λοιπόν ως έλεγον ο, νόμιμος απόγονος απέκτησε εδώ νόμιμον
απόγονον, και η βασιλική γραμμή διαδοχής της Γαλλίας καταλήγει (συμβουλεύεται τα
έγγραφά του) εις κάποιον Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ.
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σταματά τη βεντάλια της και τον κοιτάζει) Μπα— Μπαπτίστ...
ΚΑΫΖΑΚ: (σκύβοντας μπροστά με τρομακτική έμφαση) Δεσποινίς, μπορείτε ν αποδείξετε
ότι είσθε η θυγάτηρ του Μπαπτίστ— Αντενόρ Κρεσώ ;
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Γιατί... γιατί...
ΚΑΫΖΑΚ: Δεσποινίς, έχετε πιστοποιητικόν γάμου των γονέων σας ;
ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Μάλιστα, κύριε.
ΚΑΫΖΑΚ: Εάν αποδειχθεί έγκυρον, και εάν είναι αληθές ότι δεν έχετε πραγματικούς και
νομίμους αδελφούς...
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΊ: Όχι, κύριε...
ΚΑΫΖΑΚ: Τότε ; δεσποινίς, δεν· έχω τίποτε άλλο να πράξω από το να σας αναγγείλω ότι
είστε η πραγματική και από πολλού χαμένη διάδοχος του θρόνου της Γαλλίας.
(Σηκώνεται την πλησιάζει με μεγάλη αξιοπρέπεια, και φιλά το χέρι της. Η Μαρι—Σιντονί
αρχίζει να κλαίει. Ο κ. Καϋζακ πηγαίνει στο γραφείο, γεμίζει ένα ποτήρι νερό και
ψυθιρίζοντας «Υψηλοτάτη» της το προσφέρει)
ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: (όπως προηγουμένως, ξαφνικά. και δυνατά) Κύριε, από τι κινδυνε5ω ;
ΚΑΫΖΑΚ: (πλησιάζοντάς την και χαμηλώνοντας τη φωνή του) Ως γνωρίζει η Υμετέρα
Βασιλική Υψηλότης υπάρχουν αρκεταί οικογένειαι εις την Νέαν Ορλεάνην αι οποίαι,
ισχυρίζονται, άνευ εγγράφων (κουνά την περγαμηνή και τις σφραγίδες στο χέρι του), άνευ
αποδείξεων ότι ρέει εις τας φλέβας των βασιλικόν αίμα. Ο κίνδυνος εξ αυτών, πάντως, δεν
είναι μέγας. Ο μέγας κίνδυνος προέρχεται εκ Γαλλίας. Εκ των φανατικών
Δημοκρατικών...
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Φανατ....
ΚΑΫΖΑΚ: Όμως υμείς, Υψηλοτάτη, είναι ανάγκη να εμπιστευθήτε τον εαυτό σας εις τας
χείρας μου.
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: (κλαίοντας και πάλι) Σας παρακαλώ μη με λέτε «Υψηλοτάτη».
ΚΑΫΖΑΚ: Μου... επιτρέπετε να σας αποκαλώ κυρία Ντε Κρεσώ ;
ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Μάλιστα, κύριε, δεσποινίς Κρεσώ. Είμαι η Μαρί— Σιντονί Κρεσώ.
ΚΑΫΖΑΚ: Λανθάνομαι... χμ. ... αν πω ότι έχετε παιδιά ;
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ (ξεψυχισμένα) Μάλιστα, κύριε. Έχω τρία παιδιά.
(Ο κ. Καϋζάκ την κοιτάζει σκεφτικά για μια στιγμή και επιστρέφει στο γραφείο του)
189
ΚΑΫΖΑΚ: Κυρία μου, από τούδε και εις το εξής θα σας κοιτάζουν χιλιάδες μάτια, τα
μάτια ολοκλήρου του κόσμου. Πρέπει να σας τονίσω ότι είναι ανάγκη να είστε πολύ
διακριτική, πολύ προσεκτική.
ΜΑΡ1—ΣΙΝΤΟΝΙ: (σηκώνεται, απότομα, νευρικά) Κύριε Καϋζάκ, δε θέλω να έχω καμιά
σχέση με όλα αυτά… Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά κάπου
υπάρχει κάποιο λάθος, δεν ξέρω πού. Πρέπει να πηγαίνω τώρα.
ΚΑΫΖΑΚ: (ορμά μπροστά) Κυρία μου δεν γνωρίζετε τι πράττετε. Δεν είναι τόσο εύκολο
να αποποιηθήτε το αξίωμά σας. Δεν γνωρίζετε ότι εντός ενός ή δύο μηνών, όλαι αι
εφημερίδες, του κόσμου, περιλαμβανομένης και της Τάιμς—Πικαίην της Νέας·
Ορλεάνης, θα δημοσιεύσουν το όνομά σας ; Οι μεγαλύτεροι ευγενείς της Γαλλίας θα
περάσουν τον ωκεανό δια να σας επισκεφθούν. Θα σας επισκεφθεί ο Επίσκοπος της
Λουιζιάνας... Ο Δήμαρχος...
ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι...
ΚΑΫΖΑΚ: Θα σας δοθούν πολλά χρήματα, και αρκετά ανάκτορα.
ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Όχι, όχι.
ΚΑΫΖΑΚ: Και στρατιωτική φρουρά. δια να σας προστατεύει.
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι.
ΚΑΫΖΑΚ: Θα καταστήτε πρόεδρος του Λε Πετί Σαλόν και Βασίλισσα του Μαρντί
Γκρα… Ακόμα μια γουλιά νερό, Υψηλοτάτη.
ΜΑΡΙ—ΣΊΝΤΟΝΊ: Ω, κύριε, τι να κάνω ; .... Ω, κύριε, σώστε με ! Δε θέλω τον Επίσκοπο,
ούτε το Δήμαρχο.
ΚΑΫΖΑΚ: Επιθυμείτε να σας υποδείξω τι να πράξετε ;
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Ω, ναι, ω, Θεέ μου !
ΚΑΫΖΑΚ: Επί του παρόντος, επιστρέψτε εις την οικίαν σας και ξαπλώστε. Ολίγη
ανάπαυσις και ολίγη σκέψις θα σας βοηθήσουν να αποφασίσετε περί του τι πρέπει να
πράξετε. Ελάτε να με ιδείτε την Πέμπτη το πρωί.
ΜΑΡΙ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Νομίζω κάπου υπάρχει κάποιο λάθος.
ΚΑΫΖΑΚ: Μου επιτρέπετε να υποβάλω μιαν ερώτησιν προς την κυρίαν Ντε Κρεσώ ;
Μπορώ να έχω το προνόμιον να δώσω εις Αυτήν - μέχρις ότου γίνει η μεγάλη
ανακοίνωσις — ένα μικρό... χρηματικόν δώρον ;
ΜΑΡΊ—ΣΙΝΤΟΝΙ: Όχι, όχι.
ΚΑΫΖΑΚ: Η Ιστορική Εταιρεία δεν είναι πλουσία. Η Ιστορική Εταιρεία αντιμετωπίζει
δυσχερείας εις την αναζήτησιν των τελευταίων εγγράφων, άτινα θα επιβεβαιώσουν το
υψηλόν αξίωμα της Κυρίας. Θα ήτο, όμως, ευτυχής να παραχωρήσει εις την κυρίαν ένα
ορισμένον ποσόν, το οποίον συνέλεξαν οι αφοσιωμένοι υπήκοοι της.
ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Σας παρακαλώ, όχι. Δε θέλω τίποτα. Πρέπει, να πηγαίνω τώρα.
ΚΑΫΖΑΚ: Ας μου επιτραπεί να παρακαλέσω την κυρίαν να μην τρομάξει. Επί του
παρόντος ολίγη ανάπαυσις και σκέψεις.., Ευπειθής, θεράπων και αφοσιωμένος υπήκοος.
ΜΑΡΙ – ΣΙΝΤΟΝΙ: Χαίρετε, καλημέρα σας, κύριε Καϋζάκ. (σταματά για. λίγο στην πόρτα,
ύστερα γυρίζει και λέει με πολλή ειλικρίνεια) Ω, κύριε Καϋζάκ, μην αφήσετε τον Επίσκοπο
να με επισκεφθεί. Τον Δήμαρχο ναι — μα όχι τον Επίσκοπο.
(Φεύγει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
190
(Ο Τζωρτζ και η Έμιλυ μπαίνουν στο μαγαζί και κάθονται απάνω στα σκαμνιά)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Ως κ. Μόργκαν) Γεια σου Τζωρτζ. Καλώς την Έμιλυ. Τι θα
πάρουμε ; Εϊ, Έμιλυ Γουέμπ, τί έπαθες κι ε1σαι κλαμένη ;
ΤΖΩΡΤΖ : (Ψάχνει να βρει μια εξήγηση) Να.. να, τώρα δα, Τώρα δα, πήρε μια τρομάρα, κ.
Μόργκαν. Κόντεψε να την πατήσει εκείνο το φορτηγό τού εργοστασίου. Όλος ο κόσμος
το λέει πως εκείνος ο Τομ Χάνκινς οδηγεί σαν παλαβός.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : Έλα, πιες ένα ποτήρι νερό, Έμιλυ. Φαίνεσαι άνω – κάτω.
Ορίστε! Ωραία, τι θα πάρουμε τώρα ;
ΕΜΙΛΥ : Εγώ θα πάρω μια λεμονάδα, παρακαλώ, κ. Μόργκαν.
ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι. Έλα να πάρουμε από ένα παγωτό, Έμιλυ. — Δύο παγωτά φράουλα με
σόδα, κ. Μόργκαν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ : (Σερβίροντας τα παγωτά) Αμέ για να περάσει κανείς το δρόμο
πρέπει να ’χει τα μάτια του τέσσερα την σήμερον ημέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα.
Εκατόν εικοσιπέντε άλογα έχει το Γκρόβερ Κόρνερς αυτή τη στιγμή που σας μιλώ. Και
τώρα που μας κουβαλήσαν κι αυτά τα αυτοκίνητα, το καλύτερο πού έχει να κάνει κανείς
είναι να κάθεται σπιτάκι του. Εγώ πού με βλέπετε, θυμάμαι έναν καιρό πού ένας σκύλος
μπορούσε να ξαπλώσει όλη μέρα καταμεσής στη δημοσιά, και να μην τον πειράξει ούτε
κουνούπι.
Αμέσως, δεσποινίς Έλλις, έφθασα αμέσως ! Να τα παγωτά σας. Φάτε τα να τα
ευχαριστηθείτε.
(Βγαίνει)
ΤΖΩΡΤΖ : Όχι. Όχι. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Βλέπεις εγώ δεν πρόκειται να γίνω ένας
απλός γεωργός. Ύστερα από λίγον καιρό μπορεί να βάλω υποψηφιότητα για την πολιτική.
Γι’ αυτό τα γράμματά σου θα είναι πολύτιμα για μένα. Ξέρεις, θα μου γράφεις τι γίνεται
και τι δεν γίνεται εδώ πέρα, Κι όλα αυτά...
ΕΜΙΛΥ : Όπως και να ’ναι, τρία χρόνια είναι πολύς καιρός· Ίσως τα γράμματα από το
Γκρόβερς Κόρνερς να μην είναι και τόσο πολύτιμα ύστερα από λίγους μήνες. Το
Γκρόβερς Κόρνερς δεν είναι και σπουδαίο μέρος όταν το συγκρίνεις με όλο το Νιου
Χάμσαϊαρ· όμως εγώ το βρίσκω πολύ ωραίο μέρος.
ΤΖΩΡΤΖ : Ποτέ δε θα ’ρθει η μέρα που δε θα με νοιάζει τι γίνεται εδώ. Αυτό το ξέρω
καλά, Έμιλυ.
ΕΜΙΛΥ : Τέλος πάντων, εγώ θα προσπαθήσω να ’ναι Τα γράμματά μου ενδιαφέροντα.
(Παύση)
ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, ξέρεις, όποτε βρίσκω κανένα γεωργό τόν ρωτάω αν νομίζει πως είναι
απαραίτητο να πάει κανείς στη Γεωπονική Σχολή, για να γίνει ένας γεωργός της
προκοπής.
ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, και πολλοί μάλιστα μου είπανε πως είναι χαμένος καιρός. Όλα αυτά
μπορείς να τα μάθεις κι απ’ τα φυλλάδια τού στέλνει ή κυβέρνηση. Και ο θείος Λουκ
γερνάει· είναι έτοιμος να μου παραδώσει το χτήμα του και αύριο ακόμα. αν μπορούσα εγώ
να πάω.
ΕΜΙΛΥ : Ώ, Θεέ μου !
ΤΖΩΡΤΖ : Και έπειτα, όπως λες κι εσύ, να λείψω όλο αυτό τον καιρό... να ’μαι σ’ άλλα
μέρη, να γνωρίσω άλλο κόσμο... Αν αυτό μπορεί να γίνει. Τότε δε θέλω να φύγω. Οι
καινούργιοι φίλοι δεν είναι ποτέ καλύτεροι από τούς παλιούς. Ασφαλώς, ποτέ δεν είναι
δυνατόν να είναι καλύτεροι. Έμιλυ... νομίζω πως είσαι ο πιο καλός μου φίλος. Δεν
χρειάζεται να πάω και να γνωρίσω άλλους σε άλλα μέρη.
ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ, όμως μπορεί να είναι απαραίτητο να πας να μάθεις πώς να
ξεχωρίζεις τα ζωντανά και το χώμα και όλα τα πράγματα. Κι έπειτα, αν θα μπεις στην
πολιτική, ίσως να πρέπει να γνωρίσεις κόσμο κι από άλλα μέρη τής πολιτείας... πάλι, εγώ
δεν ξέρω.
ΤΖΩΡΤΖ : (Ύστερα από παύση) Έμιλυ, θα πάρω μια απόφαση τώρα αμέσως. Δεν θα πάω.
Θα το πω στον μπαμπά απόψε κιόλας.
ΕΜΙΛΥ : Μα, Τζωρτζ, δεν βλέπω γιατί πρέπει ν’ αποφασίσεις τώρα αμέσως. Έχεις ακόμα
μπροστά σου ένα ολόκληρο χρόνο.
ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, σε ευχαριστώ πού μου μίλησες πριν για το... για το ελάττωμά μου. Και
αυτό που μου είπες ήταν σωστό· όμως σε ένα έπεσες έξω, όταν είπες πως ένα χρόνο τώρα
δεν έδινα σημασία στους άλλους, και... να, σ’ εσένα, παραδείγματος χάρη. Άκουσε,
Έμιλυ... μου λες πως παρακολουθούσες, ό,τι και αν έκανα... Μα κι εγώ έκανα το ίδιο για
σένα, όλη την ώρα. Μα, βέβαια, εγώ πάντα σε λογάριαζα σαν ένα απ’ τα πρόσωπα που...
λογάριαζα περισσότερο. Πάντα κοίταζα να δω αν ήσουνα στο γήπεδο, και με ποιον
ήσουνα. Και πάντοτε κουβεντιάζαμε... κι αστειευόμασταν στο σχολείο, και για μένα αυτό
είχε μεγάλη σημασία, Βέβαια δε μιλήσαμε ποτέ όπως μιλούμε τώρα. Τελευταία πρόσεξα
πως μου φερνόσουνα παράξενα, και τρεις μέρες τώρα προσπαθώ να ’ρθω μαζί σου καθώς
γυρίζουμε σπίτι, όμως πάντα κάτι βγαίνει στη μέση. Χτες σε περίμενα εκεί, ακυυμπώντας
στον τοίχο. κι εσύ πέρασες πηγαίνοντας σπίτι σου μαζί με τη Μις Κόρκοραν.
ΕΜΙΛΥ : Τζωρτζ !... Τι αστεία που είναι η ζωή ! Πού να το ’ξερα ; Εγώ μάλιστα, νόμιζα
πως...
192
ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ, άκουσε, θα σου πω γιατί δε θέλω να πάω στη Γεωπονική Σχολή.
Νομίζω πως όταν κανείς βρει ένα πρόσωπο που να το συμπαθεί πολύ, και που κι εκείνο
τον συμπαθεί, τουλάχιστον αρκετά για να ένδιαφέρεται για τον χαρακτήρα του, να λοιπόν,
θαρρώ πως αυτό είναι σπουδαίο σαν τη Γεωπονική Σχολή και μάλιστα σπουδαιότερο.
Έτσι θαρρώ εγώ.
ΕΜΙΛΥ : Κι εγώ πιστεύω πως είναι φοβερά σπουδαίο.
ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ.
ΕΜΙΛΥ : Ναι, Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ : Έμιλυ αν διορθωθώ και αλλάξω όλως διόλου... ήθελες να γίνεις... δηλαδή θα
μπορούσες να είσαι...
ΕΜΙΛΥ : Είμαι και τώρα· πάντα ήμουν...
(Παύση)
(Περπατούν σιωπηλά και επίσημα προς το προσκήνιο, γυρνούν και περνούν από το πλαίσιο
που παριστάνει την πόρτα των Γουέμπ και βγαίνουν)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
193
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ
Εικόνα 10η
(Βράδυ. Η Μπλανς έχει ανοίξει την «μαλ-καμπίνα» της στη μέση της κρεβατοκάμαρας – έχει
απλώσει στο πάνω μέρος κάτι φουστάνια κλαρωτά, με λουλούδια. Όσο ταχτοποιούσε τα
ρούχα δε σταμάτησε να πίνει. Κατέχεται από υστερικό κέφι. Στολίστηκε με μια παλιά
στραπατσαρισμένη τουαλέττα από λευκό σατέν. Φοράει κι ένα ζευγάρι ασημένια
πασουμάκια μ’ αστραφτερά μπιχλιμπίδια στα τακούνια. Τώρα βάζει ένα καπέλλο με φτερά.
Κοιτάζεται στον καθρέφτη της τουαλέττα και μιλάει σιγά, μ’ έξαρση, σα να ’χει μπροστά της
συντροφιά από φανατικούς θαυμαστές της)
(Παίρνει τρέμοντας τον καθρέφτη του χεριού για να κοιταχτεί από πιο κοντά. Ανασαίνει
βαθειά κι αφήνει τον καθρέφτη με δύναμη, γυρισμένο ανάποδα – σπάει το κρύσταλλο. Ο
Στάνλεϋ στρίβει τη γωνιά του σπιτιού, φορώντας ακόμα το παρδαλό πράσινο πουκάμισο.
Ακούγεται μουσική που συνεχίζεται σ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής. Εκείνος μπαίνει στην
κουζίνα κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα. Καθώς όρμισε μέσα κι αντίκρισε τη Μπλανς,
πετάει ένα σιγανό σφύριγμα. Στο δρόμο κατέβασε τα ποτηράκια του. Κρατάει μερικά
μπουκάλια μπύρα)
(Η Μπλανς πηγαίνει αργά προς την τουαλέτα και σταυρώνει τα χέρια της)
ΣΤΑΝΛΕΫ: Είχα έναν ξάδερφο, πού άνοιγε τα μπουκάλια της μπύρας με τα δόντια του.
(Χτυπάει το στόμιο του μπουκαλιού στην κώχη του τραπεζιού) Τίποτ’ άλλο δεν ήξερε να
κάνει, αλλά σ’ αυτό ήτανε άσσος! Ήταν ο άνθρωπος-ανοιχτήρι! Ώσπου μια βραδιά, σ’ ένα
γάμο, καθώς πήγε ν’ ανοίξει ένα μπουκάλι του σπάει το μπροστινό δόντι. Το πήρε τόσο
κατάκαρδα, πού άμα ερχόταν καμιά παρέα στο σπίτι, αυτός το ‘σκαγε απ’ την πίσω πόρτα
.
(Τινάζεται το πώμα τής μπύρας και ξεχύνεται ο αφρός. Ο Στάνλεϋ γελάει χαρούμενα,
υψώνοντας το μπουκάλι πάνω απ’ το κεφάλι του)
Χα! χα! Βροχή απ’ τον ουρανό (Της προτείνει το μπουκάλι) Δεν αφήνουμε τώρα τη
γκρίνια στην μπάντα, να πιούμε κάνα ποτηράκι;
ΜΠΛΑΝΣ: Όχι, ευχαριστώ.
ΣΤΑΝΛΕΫ: Λοιπόν, ή νύχτα τούτη θα μείνει αξέχαστη και στους δυο μας! (Πηγαίνει στη
ντουλάπα, σκύβει να πάρει κάτι) Εσύ θα ‘χεις τον εκατομμυριούχο Κι’ εγώ το γιό μου!
ΜΠΛΑΝΣ: (Οπισθοχωρώντας) Τι. κάνεις εκεί;
ΣΤΑΝΛΕΫ: Θα βάλω κάτι που το ‘χω μόνο για τις εξαιρετικές περιπτώσεις σαν τη
σημερινή. Οι μεταξωτές πυτζάμες που φορούσα την πρώτη νύχτα του γάμου μου (Τις
βγάζει απ’ το συρτάρι)
ΜΠΛΑΝΣ: Ω!.
ΣΤΑΝΛΕΫ: Άμα χτυπήσει το τηλέφωνο και μου πούνε «γεννήθηκε αγόρι ! » θα σκίσω
ένα κομμάτι και θα το σηκώσω ψηλά σα σημαία ! (Ανεμίζει το φανταχτερό σακάκι της
πυτζάμας) Μου φαίνεται πως είμαστε κι οι δυο τυχεροί ... (Περνάει στην κουζίνα,
κρατώντας το σακάκι της πυτζάμας ριγμένο στο μπράτσο του)
ΜΠΛΑΝΣ: Όσο σκέφτομαι —πως σε λίγο θα ξανάβρω την ησυχία μου μού ‘ρχεται να
κλαίω από χαρά.
195
ΣΤΑΝΛΕΫ: Καλά, ό εκατομμυριούχος απ’ το Ντάλλας δε θα σου ταράζει την ησυχία σου;
ΜΠΛΑΝΣ: Δεν είναι από εκείνους που ξέρεις! Είναι κύριος πολύ καθώς πρέπει και μ’
εκτιμά. (Αυτοσχεδιάζοντας μ’ έξαψη) Του αρέσει μόνο ή συντροφιά μου . . Καμιά φορά το
χρήμα κάνει τούς ανθρώπους να νοιώθουν μεγάλη μοναξιά . . . Μια γυναίκα έξυπνη,
καλλιεργημενη και με ανατροφή, μπορεί να γεμίσει αφάνταστα τη ζωή ενός άντρα! Αυτά
τα προσόντα εγώ τα έχω δεν είναι πράγματα που χάνονται με τα χρόνια. Η φυσική
ομορφιά περνάει γρήγορα, είναι κάτι προσωρινό. Αλλά η ομορφιά του νου, ο ψυχικός
πλούτος, η τρυφερότητα της καρδιάς—κι αυτά εγώ τα έχω ! - δε σβύνουν εύκολα! Ίσα -
Ίσα, δυναμώνουν με τον καιρό παράξενο να λέω πως είμαι φτωχή, ενώ κρύβω τόσους
θησαυρούς στην καρδιά μου!... (Ένας συγκρατημένος λυγμός) Πιστεύω πώς είμαι μια
πολύ-πολύ πλούσια γυναίκα! Αλλά φέρθηκα κουτά Κι έρριξα τα μαργαριτάρια μου στα
…
ΣΤΑΝΛΕΫ: Στα γουρούνια…
ΜΠΛΑΝΣ: Γουρούνια, ναι, γουρούνια και δεν το λέω μόνο για μένα. Το λέω και για το
φίλο σου, τον κύριο Μίτσελ! Ήρθε να με δει απόψε. Τόλμησε να παρουσιαστεί μπροστά
μου με τα ρούχα της δουλειάς, για να μου πει ένα σωρό συκοφαντίες, όλες τις
βΡΩΜΑΙΟΣερές ιστορίες που είχε ακούσει από σένα. Όμως τον έστειλα από κει που ‘ρθε!
ΣΤΑΝΛΕΫ: Μπα;
ΜΠΛΑΝΣ: Αργότερα ξαναγύρισα. Ήρθε μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα να με
παρακαλέσει να τον συγχωρήσω. Με ικέτευε να τον συγχωρήσω! Αλλά υπάρχουν και
πράγματα που δεν τα συγχωρεί κανείς εύκολα. Την προστυχιά που γίνεται με υπολογισμό,
δε μπορεί κανείς να τη συγχωρήσει! Είναι η πιο ασυγχώρητη πράξη—το μόνο που ποτέ,
μα ποτέ δεν έκανα . . . Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου, του είπα, ήμουν κουτή πού νόμισα πως
ταιριάζουμε ο ένας στον άλλο. Οι δρόμοι μας στη ζωή είναι πολύ διαφορετικοί. Δε
συμβιβάζονται οι αντιλήψεις μας, οι ιδέες μας, η καταγωγή μας. Πρέπει να ‘μαστε
ρεαλιστές. Αντίο, λοιπόν, φίλε μου, κι ας μην κρατάμε κακία μεταξύ μας.
ΣΤΑΝΛΕΫ: Αυτό έγινε πριν ή μετά πού πήρες το τηλεγράφημα;
ΜΠΛΑΝΣ: Ποιο τηλεγράφημα; Α, όχι, όχι. Μετά! Το τηλεγράφημα ήρθε ακριβώς.
ΣΤΑΝΛΕΫ: Ακριβώς, δεν ήρθε κανένα τηλεγράφημα!
ΜΠΛΑΝΣ: Ω, ω!
ΣΤΑΝΛΕΫ: Δεν υπάρχει εκατομμυριούχος! Ούτε ο Μιτς γύρισε πάλι εδώ με
τριαντάφυλλα, γιατί ξέρω πού είναι!
ΜΠΛΑΝΣ: Ω !
ΣΤΑΝΛΕΫ: Όλ’ αυτά είναι φαντασίες και κόλπα και ψευτοκαμώματα !
ΜΠΛΑΝΣ: Ω!
ΣΤΑΝΛΕΫ: Δε βλέπεις τα χάλια σου; Δε βλέπεις που έγινες σαν καρνάβαλος με τούτο το
φουστάνι, πού το νοικιάζουνε τα παλιατζήδικα τις απόκρηες για πενήντα σεντια; Κι αυτή
ή κορώνα στο κεφάλι; Καμιά βασίλισσα θαρρείς πώς είσαι;
ΜΠΛΑΝΣ: Ω, Θεέ μου!.
ΣΤΑΝΛΕΫ: Απ’ την αρχή σε κατάλαβα! Ούτε μια φορά δε σε πίστεψα. Ήρθες εδώ, μας
γέμισες με πούντρες και μυρουδιές, έβαλες χάρτινο αμπαζούρ στη λάμπα - και να! Το
σπίτι έγινε μονομιάς Αίγυπτος και συ βασίλισσα του Νείλου! Κάθεσαι στο θρόνο σου και
μου ρουφάς το ουίσκυ! Αυτά κάνεις! Χα, χα Μ’ ακούς; Χα, χα, χα !
(Στον τοίχο, πίσω απ’ τη Μπλανς, πέφτουνε ανταύγειες με πένθιμα χρώματα : Σκιές σε
σχήμα απειλητικό, τραβηγμένο. Η Μπλανς ανασαίνει βαρειά και πάει στο τηλέφωνο. Καλεί
το Κέντρο. Ο Στάνλεϋ περνάει στο μπάνιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα)
196
(Αφήνει τ’ ακουστικό και πάει με προφυλάξεις στην κουζίνα. Η νύχτα είναι γεμάτη άγριες
φωνές, σαν τις κραυγές της ζούγκλας. Οι σκιές κι οι ανταύγειες με τα πένθιμα χρώματα
σαλεύουνε στον τοίχο ελικοειδώς, απλώνονται σα φλόγες, Ο τοίχος του βάθους γίνεται τώρα
διαφανής. Προβάλλει το πεζοδρόμιο πίσω απ’ το σπίτι. Εκεί μια π ό ρ ν η ξεγέλασε κάποιον
μ ε θ υ σ μ έ ν ο πού την κυνηγάει, την αρπάζει και συμπλέκονται. Ακούγεται απότομα η
διαπεραστική σφυρίχτρα ενός α σ τ υ φ ύ λ α κ α. Ο μεθυσμένος κι η πόρνη εξαφανίζονται.
Σε λίγο στρίβει τη γωνιά η Ν έ γ ρ α, κρατώντας ένα επίχρυσο τσαντάκι. Το ψάχνει με
φούρια. Η Μπλανς ξανάρχεται στο τηλέφωνο έχει τα δάχτυλά της ανάμεσα στα χείλια, σα να
δαγκώνει)
(Ανοίγει ορμητικό η πόρτα του μπάνιου και βγαίνει ό Στάνλεϋ φορώντας τις φαινταχτερές
πυτζάμες του. Γυρίζει μ’ ένα χαμόγελο προς το μέρος της, καθώς δένει το κορδονέττο της
πυτζάμας στη μέση του. Η Μπλανς ανασαίνει δύσκολα, τραβιέται απ’ το τηλέφωνο
πηγαίνοντας πλάγια, παράλληλα με τον τοίχο. Τον κοιτάζει επίμονα - όσο διαρκεί το
μέτρημα ως το δέκα. Απ’ το παρατημένο ακουστικό του τηλεφώνου ηχεί το γνωστό σήμα της
ελεύθερης γραμμής, επίμονα κι εκνευριστικά)
(Πηγαίνει και βάζει στη θέση του τ’ ακουστικό. Αμέσως γυρίζει και την κοιτάζει κατάματα.
ΙΙεριφέρεται ανάμεσα στη Μπλανς και στην εξώπορτα, ενώ το χείλι του καμπυλώνεται σ’
ένα χαμόγελο. Το σιγανό πιάνο, που μόλις ακουγότανε, αρχίζει να δυναμώνει. Ο τόνος του
παραλλάζει και φτάνει στο αγκομαχητό, σα μια ατμομηχανή που έρχεται κοντά μας. Η
Μπλανς γέρνει σφραγίζοντας τ’ αυτιά με τις γροθιές της, ώσπου σβήνει ό θόρυβος)
(Ο Στάνλεϋ προχωρεί ακόμα ένα βήμα. Τότε ή Μπλανς σπάει ένα μπουκάλι στη γωνιά του
τραπεζιού και τον αντιμετωπίζει προτείνοντας το κομμάτι που της έμεινε στο χέρι)
(Ορμάει πάνω της, αναποδογυρίζοντας το τραπέζι. Η Μπλανς αφήνει μια κραυγή και κάνει
να τον χτυπήσει με την άκρη του μπουκαλιού. Εκείνος όμως της πιάνει το χέρι)
ΣΤΑΝΛΕΫ: Τίγρισσα ! Ε τίγρισσα ! Παράτα το μπουκάλι! Άστο, σου λέω. Αυτό έπρεπε
να ‘χε γίνει απ’ την αρχή!
(Η Μπλανς γονατίζει βογγώντας, ενώ το μπουκάλι της έπεσε απ’ το χέρι. Ο Στάνλεϋ
σηκώνει το άψυχο σώμα της και το πηγαίνει στο κρεβάτι. Απ’ το γειτονικό κέντρο ακούγεται
δυνατά ή κορνέττα κι ο ρυθμικός ήχος των «ντράμς»)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
198
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½
¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
ΤΖΩΝ: (την αρπάζει) Κάτσε εδώ ! Θέλω να δεις κάτι ! (Τη γυρίζει προς τον τοίχο) Αυτόν
τον πίνακα ! Κοίτα ! (Τη σπρώχνε προς τον πίνακα)
ΑΛΜΑ: Τον ξέρω... (Γυρίζει αλλού το κεφάλι)
199
ΤΖΩΝ: Ποτέ σου δεν τόλμησες να του ρίξεις μια ματιά !
ΑΛΜΑ: (παλεύοντας) Είστε τρελός !
ΤΖΩΝ: (κρατώντας την) Με λες εμένα «αδύναμο», και συ δεν μπορείς να κοιτάξεις ούτε
μια ζωγραφιά με τα εντόσθια του ανθρώπου...
ΑΛΜΑ: Δεν έχουν καμιά σημασία...
ΤΖΩΝ: Α υ τ ό είναι το λάθος σου ! Νομίζεις πως το σώμα σου εσένα είναι
παραγεμισμένο με ροδοπέταλα ! Γύρνα και κοίταξε δω — θα σου κάνει καλό ! (Την
αναγκάζει να κοιτάξει τον πίνακα)
ΑΛΜΑ: Πώς μπορείτε να μιλάτε έτσι, την ώρα που ο πατέρας σας πεθαίνει—;
(Προσπαθεί να του ξεφύγει)
ΤΖΩΝ: Κάτσε ήσυχα !
ΑΛΜΑ: …εξαιτίας σας !
ΤΖΩΝ: Κι εξαιτίας σου !
ΑΛΜΑ: Αυτή την ώρα τουλάχιστον —
ΤΖΩΝ: Κοίτα !
ΑΛΜΑ: ... θα μπορούσατε να νιώσετε λίγη ντροπή !Λ
ΤΖΩΝ: (με τρελή μανία, μορφάζοντας) Φτάνει ! Τώρα, άκου το μάθημα της ανατομίας.
(Την κρατάει με το ‘να χέρι, με τ’ άλλο δείχνει τον πίνακα) Εκεί πάνω είν’ ο εγκέφαλος,
που διψάει γι’ Α λ ή θ ε ι α, και ποτέ δεν του δίνουν αρκετή, και ποτέ δεν χορταίνει ! Εδώ
στη μέση, είν’ η Κ ο ι λ ι ά, που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το Φ ύ λ ο, που
διψάει για έρωτα, επειδή νιώθει μοναξιά πότε πότε... Εγώ τα ‘θρεψα, τα χόρτασα και τα
τρία, όσο μπορούσα κι όπως ήθελα... Εσύ, δε χόρτασες κανένα.. Μπορεί την κοιλιά σου,
λίγο, με φασκόμηλο !.. Αλλά από έρωτα, από αλήθεια — τίποτα, τίποτα, τίποτα... μόνο
φουσκωμένα λόγια... και καμώματα και πόζες ! (Της αφήνει το χέρι) Τώρα μπορείς να
πηγαίνεις. Το μάθημα τελείωσε.
ΑΛΜΑ: Έ τ σ ι, λοιπόν, βλέπετε εσείς τους ανθρώπινους πόθους; Αυτό εκεί πέρα (δείχνει
τον πίνακα) δεν είναι η ανατομία ενός ζώου, αλλά ενός α ν θ ρ ώ π ο υ. Ο έρωτας δε
βρίσκεται εκεί που νομίζετε.. και το μυαλό ζητάει μιαν άλλη αλήθεια απ’ τη δική σας...
Λείπει κάτι απ’ αυτόν τον πίνακα !
ΤΖΩΝ: Αυτό που λένε ισπανικά «Άλμα», δεν είν’ έτσι ;
ΑΛΜΑ: Ναι, αυτό δεν το δείχνει ο πίνακας ! Αλλά, υ π ά ρ χ ε ι ωστόσο, κάπου εκεί, δε
φαίνεται... μα υ π ά ρ χ ε ι ! Και μ’ α υ τ ό σας αγαπούσα εγώ... μ’ αυτό ! Κι όχι με κείνο
που είπατε πριν ! Ναι, σας αγαπούσα με την ψυχή μου, Τζων, και π έ θ α ι ν α από αγάπη
την ώρα που με βασανίζατε και με πληγώνατε…
ΤΖΩΝ: (γυρίζει αργά προς αυτήν και της μιλάει απαλά, ευγενικά) Δε θα σας άγγιζα.
ΑΛΜΑ: (δεν καταλαβαίνει) Τι ;
ΤΖΩΝ: Εκείνη τη νύχτα στο Καζίνο... δε θα σας άγγιζα… ακόμα κι αν δεχόσαστε ν’
ανεβείτε α π ά ν ω... δεν... δε θα μπορούσα…
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
200
(Ένα απαλό χρυσό φως χαϊδεύει κάποιον ανεμοδείχτη και τα φτερά του πέτρινου Αγγέλου. Ο
αέρας δυναμώνει και πέφτει, κάθε τόσο, σ’ όλη τη σκηνή. Το ιατρείο έχει αλλάξει ριζικά.
Όλα είναι βαμμένα κάτασπρα. Και μοντέρνα. Μόνο ο ανατομικός πίνακας βρίσκεται στην
παλιά του θέση. Ο Τ ζ ω ν κάθεται μπρος σ’ ένα τραπέζι κι εξετάζει ένα «δείγμα» με το
μικροσκόπιο. Κάποιο ρολόι, μακριά, χτυπάει 5. Ο ήλιος χάνεται πίσω από ένα σύννεφο, όσο
χτυπάει η καμπάνα. Έπειτα, βγαίνει πάλι. Με τον τελευταίο χτύπο, μπαίνει στο γραφείο ο
δισταχτικά η Ά λ μ α. Φοράει κοκκινωπό φόρεμα και «ασσορτί» καπέλο με φτερό)
ΑΛΜΑ: Τον Αύγουστο, το Σεπτέμβρη... Τώρα όμως ο Θαλασσινός αέρας το σάρωσε σαν
βραδινή καταχνιά... και ξέρω τώρα πως δεν θα πεθάνω... πως ο θάνατος δε θα είναι τόσο
απλός κι εύκολος...
ΤΖΩΝ: Υποφέρατε πάλι απ’ την καρδιά σας; (Παίρνει το επαγγελματικό του ύφος, βγάζει
ένα ασημένιο ρολόι και της πιάνει το σφυγμό)
ΑΛΜΑ: Και τώρα, το στηθοσκόπιο !
(Τα δάχτυλά της μένουν πάνω στο πρόσωπό του, σαλεύοντας απαλά απάνω-κάτω, όπως τα
χέρια ενός τυφλού που διαβάζει «Μπράιγ». Ο Τζων, πολύ αμήχανος, της κατεβάζει ευγενικά
τα χέρια)
Τότε τη ρώτησα : «Κι αν εκείνος δε με θέλει πια» ; Δεν είμαι βέβαιη αν είπε τίποτα... τα
χείλια της έπαψαν να σαλεύουν... ναι, μου φαίνεται πως έπαψε ν’ ανασαίνει !
Όχι ;
202
(Ο Τζων δεν αποκρίνεται)
(Ο αέρας δυναμώνει ακόμα πιο πολύ, σαν άγριο κόρο από φωνές. Κι οι δυο τους γυρίζουν
λίγο προς το παράθυρο. Η Άλμα πιάνει το καπέλο της, σα να φοβήθηκε μην της το πάρει ο
αέρας)
ΑΛΜΑ: Ναι, καταλαβαίνω ! Τώρα, που δε θέλετε πια τίποτ’ άλλο από μένα, βρίσκετε ότι
μπορεί να υπάρξει ένας... π ν ε υ μ ι τ ι κ ό ς δεσμός μεταξύ μας !
ΤΖΩΝ: Δε με πιστεύετε ;
ΑΛΜΑ: (ένας τραχύς τόνος ανεβαίνει στη φωνή της) Μην προσπαθείτε να μου δώσετε
κουράγιο, σα να ‘μουνα καμιά απ’ τις πελάτισσές σας. Δε χρειάζεται. Είμαι δυνατή τώρα.
Ήρθα εδώ σαν ίσος προς ίσον... Είπατε να μιλήσουμε μ’ ανοιχτά χαρτιά. Εμπρός,
λοιπόν, ας μιλήσουμε, χωρίς ψέματα — χωρίς έλεος — ακόμα και χωρίς ντροπή. Όλος ο
κόσμος το ξέρει πως σας αγαπώ... Πάντα το ‘ξερε... Σας αγαπούσα από παιδί, από τότε
που συναντιόμαστε μπροστά στο σιντριβάνι, και διαβάζαμε την επιγραφή κάτω απ’ τον
Άγγελο : «Αιωνιότης»... Ναι, θυμάμαι τ’ ατέλειωτα απογέματα, που έπρεπε να μένω σπίτι
για να διαβάσω μουσική κι οι φίλοι σας απ’ έξω φώναζαν : «Τζόννυ ! Τζόννυ !» Πώς
τρεμούλιαζα, και μόνο που άκουγα τ’ όνομά σας ! Και πώς... έτρεχα στο παράθυρο, για να
σας δω να πηδάτε τα κάγκελα ! Σας έπαιρνα από πίσω, ως τα μισά του δρόμου, μόνο και
μόνο για να μπορώ να βλέπω το παλιό κόκκινο πουλόβερ σας, να τρέχει στο οικόπεδο
όπου παίζατε !.. Ναι, τόσο νωρίς άρχισε αυτή η θλιβερή αγάπη και δε μ’ άφησε στιγμή
από τότε, μα όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε... Έζησα, δυο βήματα απ’ την πόρτα σας, όλες
τις μέρες της ζωής μου, αδύναμη και χαμένη, γεμάτη λατρεία και φόβο, για την
πρωτόγνωρη δύναμή σας... Αυτή είναι η ιστορία μου !.. Και τώρα, πείτε μου ε σ ε ί ς : γ ι
α τ ί δ ε ν έ γ ι ν ε τ ί π ο τ α μ ε τ α ξ ύ μ α ς ; Γιατί απότυχα; Γιατί ήρθατε τ ό σ ο
κοντά — κι όμως, ό χ ι ο λ ό τ ε λ α κοντά μου ;
ΤΖΩΝ: Όποτε βρεθήκαμε μαζί... εκείνες τις τρεις-τέσσερις φορές —
ΑΛΜΑ: Τόσες μόνο ;
ΤΖΩΝ: Ναι, μόνο τόσες !.. Κάθε φορά... σα να γυρεύαμε κάτι ο ένας απ’ τον άλλον...
χωρίς να ξέρουμε κι οι ίδιοι τι θέλαμε... Όμως, δεν ήτανε σωματικός πόθος... Εκείνο το
βράδυ στο Καζίνο... σας φέρθηκα «πρόστυχα»... αλλά στην πραγματικότητα δεν ποθούσα
το σ ώ μ α σας!
ΑΛΜΑ: Το ξέρω, μου το είπατε...
ΤΖΩΝ: Ούτε και σεις μπορούσατε να μου το δώσετε.
203
ΑΛΜΑ: Τότε... όχι !
ΤΖΩΝ: Είχατε να μου δώσετε κάτι άλλο...
ΑΛΜΑ: Τι ;
(Ο Τζων ανάβει ένα μεγάλο σπίρτο. Άθελά του, κρατάει τη διπλωμένη παλάμη του πάνω απ’
τη φλόγα του κεριού, για να τη ζεστάνει. Κοιτάνε κι οι δυο τη φλόγα θλιβερά, χωρίς ακόμα
να ‘χουν ξεκαθαρίσει ολότελα τις σκέψεις τους. Η φλόγα φτάνει ως τα δάχτυλα του Τζων. Η
Άλμα σκύβει και τη σβήνει με ένα φύσημα. Έπειτα, αρχίζει να βάζει τα γάντια της)
ΤΖΩΝ: Δεν το ξέρατε ούτε και σεις η ίδια, κι εγώ δεν μπορούσα να ανακαλύψω. Νόμιζα
πως ήταν ένας πάγος, που έλαμπε σαν φλόγα. Τώρα όμως, πιστεύω πως αληθινά ή τ α ν φ
λ ό γ α, που εγώ την έπαιρνα για πάγο ! Ακόμα δεν το καταλαβαίνω, αλλά ξέρω πως
υπήρχε, όπως ξέρω πως τα μάτια σας κι η φωνή σας είναι τα πιο όμορφα πράγματα που
γνώρισα στη ζωή μου... και τα πιο ζεστά... Κι ωστόσο, λες και δεν είναι μέρος του
κορμιού σας...
ΑΛΜΑ: Μιλάτε σα να ‘χει πάψει το κορμί μου να υπάρχει για σας. Ναι, α υ τ ό ε ί ν α ι.
Προσπαθήσατε να μου το κρύψετε αλλά μου το ‘πατε καθαρά. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν
— και με τι τραγική ειρωνεία ! Ε σ ε ί ς σκέφτεστε τώρα, όπως σκεφτόμουν ε γ ώ άλλοτε
— κι εγώ, όπως εσείς τότε. (Γελάει) Ήρθα να σας πω, ότι σήμερα δε μου φαίνεται πια
τόσο σπουδαίο, να ‘ναι κανείς κ α θ ω σ π ρ έ π ε ι κ ύ ρ ι ο ς και σεις μου λέτε πως
πρέπει να μείνω καθωσπρέπει κυρία. (Γελάει βίαια) Οι ρόλοι αναποδογυρίστηκαν
σαρκαστικά !.. (Προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στην ταραχή της) Μυρίζει αιθέρα εδώ
μέσα... με ζαλίζει...
ΤΖΩΝ: Ν’ ανοίξω το παράθυρο... (Σηκώνεται και πάει στο παράθυρο)
ΑΛΜΑ: Ευχαριστώ.
ΤΖΩΝ: (τ’ ανοίγει) Νιώθετε καλύτερα ;
ΑΛΜΑ: Ναι... Θυμάστε κείνα τα άσπρα χαπάκια που μου δώσατε κάποτε ; Μου
τέλειωσαν και θα ‘θελα μερικά...
ΤΖΩΝ: Θα σας γράψω μια συνταγή. (Καθίζει στο γραφείο του και γράφειο)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
204
(Σούρουπο. Μπαίνει η Ά λ μ α, πάει αργά προς το σιντριβάνι και σκύβει να πιει. Σταματάει,
βγάζει ένα μικρό άσπρο πακέτο απ’ την τσάντα της και αρχίζει να το ξετυλίγει. Αυτή τη
στιγμή, παρουσιάζεται ένας Ν έ ο ς. Φοράει καρρώ κοστούμι και «μελών». Κοιτάει τον
Άγγελο κι έπειτα βλέπει την Άλμα. Σταματάει κοντά στον πάγκο. Η Άλμα τον κοιτάει.
Μακριά, ένα τραίνο σφυρίζει. Ο Νέος ξεροβήχει. Το τραίνο ξανασφυρίζει. Ο Νέος πάει
προς το σιντριβάνι, με μάτια καρφωμένα στην Άλμα. Εκείνη διστάζει λίγο, με το
μισανοιγμένο πακέτο στο χέρι. Έπειτα, πάει και στέκεται διστακτικά μπροστά στον πάγκο.
Αυτός βάζει τα χέρια στις τσέπες σιγοψιθυρίζοντας. Την κοιτάει πάνω απ’ τον ώμο του,
προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο. Η Άλμα με μιαν αβέβαιη κίνηση σηκώνει το βέλο
της. Το σφύριγμα του Νέου σβήνει. Κουνιέται μπρος-πίσω πάνω στα τακούνια του, καθώς
το τραίνο σφυρίζει πάλι. Ξαφνικά, σκύ6ει στο σιντρι6άνι και πίνει. Η Άλμα τρυπώνει το
πακέτο στην τσάντα της. Καθώς ο Νέος ορθώνεται, εκείνη μιλάει με φωνή που μόλις
ακούγεται)
ΑΛΜΑ: Όλα τα δωμάτια μοιάζουν άδεια, όταν είναι κανείς μόνος. (Τα μάτια της
κλείνουν)
ΝΕΟΣ: (ευγενικά) Είσαστε κουρασμένη ;
ΑΛΜΑ: Εγώ ; Κουρασμένη ; (Πάει να το αρνηθεί, έπειτα γελάει αδύναμα κι ομολογεί την
αλήθεια) Ναι... λιγάκι... Αλλά θα μου περάσει. Μόλις πήρα ένα χαπάκι για τον ύπνο.
ΝΕΟΣ: Τόσο νωρίς ;
205
ΑΛΜΑ: Ω, δε θα με κοιμήσει. Μόνο θα μου καλμάρει τα νεύρα.
ΝΕΟΣ: Γιατί είσαστε ταραγμένη ;
ΑΛΜΑ: Κέρδισα ένα παιχνίδι τα’ απόγεμα.
ΝΕΟΣ: Αυτό δεν είναι λόγος. Αν χ ά ν α τ ε, μάλιστα !
ΑΛΜΑ: Αυτό το παιχνίδι δ ε ν ήθελα να το κερδίσω.
ΝΕΟΣ: Λοιπόν, κι εγώ είμαι ταραγμένος.
ΑΛΜΑ: Γιατί ;
ΝΕΟΣ: Πρώτη φορά εργάζομαι και φοβάμαι μη δεν τα καταφέρω.
(Εκείνη η ανεξήγητη, ξαφνική οικειότητα, που γεννιέται, καμιά φορά, ανάμεσα σε δυο
ξένους, πιο πολύ παρά ανάμεσα σε παλιούς φίλους ή εραστές, τους αναταράζει και τους δυο)
(Γελάνε κι οι δυο)
ΝΕΟΣ: (βάζει ένα χαπάκι στο στόμα του, πάει στο σιντριβάνι και πίνει νερό. Έπειτα, λέει
στον πέτρινο Άγγελο) Ευχαριστώ, Άγγελε ! (Του κάνει ένα μικρό χαιρετισμό και
ξαναγυρίζει κοντά στην Άλμα)
ΑΛΜΑ: Η ζωή είναι γεμάτη από μικρές ευλογίες σαν κι αυτήν — όχι μ ε γ ά λ ε ς και
σπουδαίες ευλογίες, αλλά μ ι κ ρ έ ς και βολικές... Έτσι, μπορούμε και συνεχίζουμε το
δρόμο μας... (Έχει ακουμπήσει πίσω, με μισόκλειστα μάτια)
ΝΕΟΣ: (γυρίζοντας κοντά της) Νυστάξατε ;
ΑΛΜΑ: Ω, όχι, καθόλου ! Έκλεισα μόνο τα μάτια μου. Ξέρετε πως νιώθω αυτή τη στιγμή
; Σα νούφαρο.
ΝΈΟΣ: Νούφαρο ;
ΑΛΜΑ: Ναι, σαν άσπρο νούφαρο πάνω σε μια κινέζικη λίμνη... Δεν κάθεστε ;
(Ο Νέος &στάζει μια στιγμή, έπειτα βγάζει το καπέλο του και κάθεται, κρατώντας το αδέξια
πάνω στα γόνατά του)
ΝΕΟΣ: Χα, χα ! Άρτσι Κραίμερ. Μucho gusto, όπως λένε στην Ισπανία.
ΑΛΜΑ: Usted habla aspagnol, senor ;
ΝΕΟΣ: Un poquito ! Usted habla espagnol senorita ;
ΑΛΜΑ: Me tambien. Un poquito !
ΝΕΟΣ: (ενθουσιασμένος, γελάει) Χα... χα... χα ! Καμιά φορά un poquito, φτάνει και
περισσεύει !
(Η Άλμα γελάει, όπως δεν είχε γελάσει ποτέ ως τώρα: λίγο κουρασμένα αλλά πολύ φυσικά)
ΝΕΟΣ: (σκύβει προς αυτήν, εμπιστευτικά) Πώς μπορεί να περάσει κανείς τη περάσει τη
βραδιά του, στην πόλη σας ;
ΑΛΜΑ: Στην πόλη δεν υπάρχει τίποτα, αλλά κάτω στη Λίμνη έχει ένα σωρό κέντρα, που
προσφέρουν κάθε είδους νυχτερινές διασκεδάσεις. Υπάρχει ένα που το λένε : «Το Καζίνο
206
της Λίμνης». Άλλαξε διευθυντή τώρα τελευταία, αλλά δε νομίζω ν’ άλλαξε και ατμόσφαιρα.
ΝΕΟΣ: Και πώς ήταν η ατμόσφαιρά του ;
ΑΛΜΑ: Εύθυμη, πολύ εύθυμη, κύριε Κράμερ.
ΝΕΟΣ: Μα τότε, τι καθόμαστε κα κάνουμε σε τούτον τον πάγκο ; Vamonos.
ALΜΑ: Como no senor !
ΝΕΟΣ: Χα, χα, χα ! (Πηδάει απάνω) Θα φωνάξω ένα ταξί ! (Βγαίνει φωνάζοντας) Ταξί !
Ταξί! Ταξί !
(Η Άλμα σηκώνεται. Καθώς πάει προς το σιντριβάνι, μια μουσική φράση ξαναφέρνει πίσω
το δραματικό τόνο του έργου. Η Άλμα κοιτάει τον πέτρινο Άγγελο κα σηκώνει το γαντωμένο
χέρι της, σα να τον αποχαιρετάει. Έπειτα, γυρίζει αργά προς το Κοινό, με το χέρι σηκωμένο
ακόμα — σα ν’ απορεί και σα να δίνει τέλος σε μιαν ιστορία)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
207
ΚΑΜΙΝΟ ΡΕΑΛ
Συμφυρμός από την 6η και 11η Στάση
Γιατί μου ‘μαθες τι σημαίνει τρυφερότητα στον έρωτα. Δεν το ‘ξερα πριν. Πήδαγα απ’ τη
μια κρεβατοκάμαρα στην άλλη — σαν ένας κουβάς νερό που τον χώνουν σε διάφορες
φωτιές. Ποτέ ωστόσο δεν είχα ερωτευθεί, προτού ανακαλύψω πως ο έρωτας μπορεί να
‘ναι κάτι τόσο τρυφερό.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Σου ‘γινα συνήθεια. Κι αυτό το θαρρείς έρωτα... Καλύτερα να με
παρατήσεις, καλύτερα να χωρίσουμε και να μ’ αφήσεις να φύγω, γιατί ένας κρύος άνεμος
φυσάει απ’ τα βουνά — πάνω απ’ την ερημιά — ίσαμε μέσα στην καρδιά μου... Αν
210
μείνεις κοντά μου, θ’ ακούσεις λόγια σκληρά όλο κακία — Θα σε πληγώσω στην περηφάνια σου
— Θα ματώσω τον ανδρισμό σου που πήρε το δρόμο της παρακμής.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Άραγε, γιατί η απογοήτεψη κάνει εκδικητικούς τους ανθρώπους;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί, στο βάθος, ο καθένας μας νιώθει πως είναι ολομόναχος.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Ναι, όταν υπάρχει δυσπιστία ανάμεσά μας.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πρέπει να υπάρχει. Αυτή μας προστατεύει απ’ την προδοσία των άλλων.
ΙΑΚΩΒΟΣ: Θαρρώ πως πιο καλά μας προστατεύει η αγάπη.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Στο ξαναλέω, Ιάκωβε, είναι η συνήθεια... Είμαστε ένα ζευγάρι γέρικα
γεράκια στο ίδιο κλουβί... έχομε γίνει σαν ένα πλάσμα σι δυο μας. Αυτό είναι που μας
κάνει να βλέπουμε σαν έρωτα τη συνήθεια, σ’ αυτό το σκοτεινό τέλος του Καμίνο Ρεάλ...
Για ποιο πράμα μπορούμε να ‘μαστε βέβαιοι; Ούτε ακόμα και για την ύπαρξή μας, καλέ
μου φίλε. Κι από ποιον μπορούμε να ελπίζουμε μια απάντηση στις ερωτήσεις που μας
βασανίζουν: «Πού βρίσκομαι; Τι μέρος είναι αυτό;»… Μονάχα από ένα χοντροξενοδόχο
που μιλάει με γρίφους και μια γύφτισσα που κάνει πως διαβάζει χαρτιά. Τι άλλο μας
προσφέρει αυτή η ζωή; Μιαν ατέλειωτη σειρά από μικρογεγονότα, που μαρτυρούν
μονάχα πως η πορεία μας, κι η πορεία όλων των άγνωστων ολόγυρά μας, συνεχίζεται. Για
πού; Ως πότε; Γιατί;… Κι φύγουμε ποτέ, πού μας μένει να πάμε;.. Στο μοιραίο σανατόριο;
Στο φρικαλέο «Ριτς»; Ή απ’ την αυτή στην άγνωστη έρημο;... Είμαστε ολομόναχοι
φοβισμένοι... Ακούμε τους Οδοκαθαριστάς με το καμπανάκι τους — όχι πολύ μακριά
μας... Και μ’ όλο που πληγώσαμε τόσες φορές τους άλλους, απλώνουμε τα χέρια μας σ’
αυτούς για βοήθεια — για συντροφιά — για διέξοδο απ’ το σκοτάδι που μας σκεπάζει...
Κουρνιάζουμε ο ένας κοντά στον άλλο για να βρούμε λίγη κοινωνική ζεστασιά... Κι αυτό
τ’ ονομάζουμε αγάπη... Το φανταζόμαστε σαν ένα λουλούδι που βλασταίνει στο
φεγγάρι... σαν τους άγριους μενεξέδες που ξεπετάγονται δειλά στο βουνό...
Τρυφερότητα... Έρωτας... Όχι, Ιάκωβε, οι μενεξέδες του βουνού δεν ραγίζουνε τους
βράχους!
ΙΑΚΩΒΟΣ: Τους ραγίζουν, αν δεν τους εμποδίσεις να φυτρώσουν.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Δεν το νιώθεις πως απόψε θα σε απατήσω;
ΙΑΚΩΒΟΣ: Γιατί Θα το κάνεις;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Γιατί έχω ξεπεράσει την τρυφερότητα του έρωτα.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
211
(Η Α σ σ ο ύ ν τ α παρουσιάζεται κα μπαίνει στο σπίτι. Είναι γριά, φοράει ένα γκρίζο σάλι
και κουβαλάει ένα καλάθι με χορταρικά, γιατί είναι «φαττουκιέρε» κομπογιαννίτισα)
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Βένγκο, βένγκο. Μπουόνα σέρα. Μπουόνα σέρα». Κάτι κακό αναδεύει
στον αέρα... Όχι άνεμος, μα όλα σαλεύουν...
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δεν βλέπω τ ί π ο τ α να σαλεύει — κι ούτε και συ βλέπεις...
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τίποτε δε σαλεύει, γ ι α ύ τ ό και. δεν το βλέπεις. Όμως όλα σαλεύουνε... κι
εγώ ακούω τις φωνές των άστρων. Εσύ τις ακούς ; Τις ακούς, εσύ ;
ΣΕΡΑΦΙΝΑ. Κουταμάρες ! Δεν είναι οι «φωνές των άστρων». Είναι ο σκόρος, που τρώει
το σπίτι... Τι κουβαλάς σ’ αυτά τ’ άσπρα σακουλάκια ;
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σκόνη ! Θαυματουργή σκόνη ! Ρίχνεις μια πρέζα στον καφέ του άντρα
σου...
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Και σε τι χρησιμεύει ;
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Τι χρησιμεύει ; Σ’ ό,τι χρησιμεύει κι ο άντρας !.. Τη φτιάχνω από ξερό αίμα
τράγου.
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Νταβέρο» !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Είν’ ένα κι ένα ! Μα έχε το νου σου, να τη ρίξεις στον καφέ του τ ο β ρ ά δ
υ, όχι το πρωί.
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Ο άντρας μου δεν έχει ανάγκη από μαντζούνια.
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Να με συμπαθάς, βαρωνέσσα. Μπορεί όμως νάχει ανάγκη απ’ το α ν τ θ ε τ
ο μαντζούνι... Έχω και τέτοιο...
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Άκου γριά, δε χρειαζόμαστε κ α ν έ ν α μαντζούνι, κατάλαβες ;
(Σηκώνει το κεφάλι της με περήφανο χαμόγελο. Απ’ όξω ακούγεται ένα φορτηγό στη
δημοσιά να ζυγώνει. Στέκονται και αφουγκράζονται, αλλά το φορτηγό περνάει κα χάνεται)
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Στην Ασσούντα) Δεν ήταν αυτός. Το δικό του φορτηγό είναι θερίο... 10
τόννοι ! Σαν έρχεται, τραντάζει όλα τα τζάμια της γειτονιάς !.. Ασσούντα, ξεκούμπωσέ
μου μερικές κόπιτσες... Πάω να σκάσω !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... είν’ αλήθεια αυτό που σούπα ;
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Αλήθεια είναι, μα δε χρειαζότανε να μου το πει κ α ν έ ν α ς !.. Ασσούντα,
θα σου πω κάτι, πού μπορεί να μην το πιστέψεις.
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Δεν γίνεται να μου πεις τ ί π ο τ α, που να μην το πιστέψω.
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Βα μπένε !» «Σέντι», Ασσούντα ! Ήξερα πως «έπιασα»... το ίδιο κιόλας
βράδυ!
(Ρίχνει πίσω το κεφάλι της χαμογελώντας περήφανα κι’ ανοίγει τη βεντάλια της)
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Την κυττάει σοβαρά, κι έπειτα σηκώνεται και δίνει στη Σεραφίνα το καλάθι
της) «Έκκο» ! Πούλα έ σ ό τα μαντζούνια !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Δε με πιστεύεις ;
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: (Σταματώντας) Το είδε ο Ροζάριο ;
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Έβαλα τις φωνές. Μα όταν ξύπνησε αυτός, το τριαντάφυλλο είχε χαθεί. Δεν
κράτησε παρά μια στιγμή. Μα εγώ το ε δ α, το ε ί δ α, και κατάλαβα αμέσως Πως είχα
«πιάσει»... πως μέσα στο κορμί μου ένα άλλο τριαντάφυλλο φύτρωσε !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Κι αυτός ;.. το πίστεψε πως το είδες ;
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Όχι ! Γέλασε. Γέλασε, κι εγώ έβαλα τα κλάματα...
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Και σε πήρε στην αγκαλιά του, κι έπαψες να κλαις !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Σι» !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Σεραφίνα... γιατί, δηλαδή, πρέπει ε σ ύ νάσαι α λ λ ο ι ώ τ ι κ η απ’ τους
άλλους; «Σημάδια», «θαύματα», «μυστήρια» ! «Μιλάς με την Παναγιά» ! Λες πως σου
αποκρίνεται σ’ ό,τι τη ρωτάς, Πως σου κουνάει το κεφάλι και σου χαμογελάει... Άκου,
Σεραφίνα, κάτω απ’ την Παναγιά έχεις ένα καντήλι. Ο αέρας μπαίνει απ’ τις γρύλλιες και
τρεμοσβύνει το φως του καντηλιού. Οι σκιές σαλεύουν. Και συ νομίζεις πως σου μιλάει η
Παναγία !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μου κάνει νοήματα !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Γιατί δηλαδή μονάχα σε σένα ; Είσαι πιο σπουδαία εσύ απ’ τους άλλους ;
Γυναίκα Βαρώνου, λέει ! Στη Σικελία, τόντις λέγανε το θειό του Βαρώνο, αλλά στη
Σικελία ο λ ο ι είναι βαρώνοι, φτάνει νάχουν ένα κομμάτι γης κα χωριστό σπίτι για τις
κατσίκες !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Του λέγανε «Βοσέντσα !» του θειου του και φιλούσανε το χέρι του, άμα τον
βλέπανε ! (Φιλάει πολλές φορές τη ράχη της παλάμης της με σεβασμό)
ΑΣΣΟΥΝΤΑ. Του θειου του, στη Σικελία !—«Σι !» Μα, ε δ ώ, τι κάνει ο κανακάρης σου ;
Οδηγάει ένα φορτηγό με μπανάνες !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Ξεσπώντας) «Νο» ! Ό χ ι μπανάνες !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Αμέ ;
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: «Στάι τσίτα !» (Της κάνει μια απηλειτική χειρονομία) «Νο - Βιένι κουί»,
Ασσούντα !
(Ένα αυτοκίνητο ζυγώνει και χάνεται. Η Σεραφίνα αφήνει τη βεντάλια της να πέσει. Η
Ασσούντα ανοίγει μια μποτίλια με δυνατό κρότο. Η Σεραφίνα βγάζει μια έντρομη φωνή)
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: «Στάϊ τρανκουίλλα ! Κάλματι» ! (Της βάζει ένα ποτήρι κρασί) Πιες το, και
πριν αδειάσει το ποτήρι, θα τον έχεις στην αγκαλιά σου !
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Η καρδιά μου πάει να σπάσει !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ: Η καρδιά της γυναίκας πρέπει ν’ αντέχει στα χτυπήματα. (Πάει στην πόρτα)
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: Μείνε μαζί μου !
ΑΣΣΟΥΝΤΑ:. Πρέπει να πάω σε μια γυναίκα, που ήπιε ποντικοφάρμακο, επειδή είχε
αδύνατη καρδιά... (Φεύγει)
ΣΕΡΑΦΙΝΑ: (Γυρίζει νωχελικά στον καναπέ. Σηκώνει τα χέρια της ως τα μεγάλα
φουσκωμένα στήθια της, και μουρμουρίζει δυνατά) Ω, τι όμορφο που είναι νάχεις δ υ ό
ζωές μέσα στο κορμί σου... όχι μια, αλλά δ υ ο !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
214
ΟΡΓΙΑ
Επεισόδιο 5ο
ΚΟΠΕΛΑ:
Δικό σου είναι το σπίτι ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Σ’ άρεσε ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Όμορφο είναι.
ΑΝΤΡΑΣ:
Βγάλε την καμπαρντίνα σου...
ΚΟΠΕΛΑ:
Είσαι σίγουρος ότι δε θα ’ρθει κανείς ;
ΑΝΤΡΑ Σ:
Σπίτι μου είναι.
ΚΟΠΕΛΑ:
Και μένεις μόνος ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ναι, τώρα μένω μόνος.
ΚΟΠΕΛΑ:
Τώρα ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Κάποτε έμεναν εδώ η γυναίκα μου
και τα παιδιά. Την άνοιξη έφυγαν..
και δεν ξαναγύρισαν...
ΚΟΠΕΛΑ:
Μπρρ, έπιασαν τα κρύα
από το πρωί συννέφιασε άσχημα...
ΑΝΤΡΑΣ:
Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή,
όταν το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα,
είναι η ωραιότερη στιγμή για να κάνεις έρωτα.
215
ΚΟΠΕΛΑ:
Εμένα μου φαίνεται πάντα το ίδιο !
ΑΝΤΡΑΣ:
Λες ψέματα — υποκρίτρια. Με τη συννεφιά
Σου αρέσει πιο πολύ να μένεις σπίτι.
Και να κλείνεις τα παράθυρα,
για να φτιάξεις την πρώτη θαλπωρή μες στο δωμάτιο:
μια θαλπωρή λησμονημένη, αλλά τόσο
βαθιά γνώριμη:
τη θαλπωρή άλλων καιρών!
Νιώθεις τη νοσταλγία της φωτιάς·
και η σάρκα σου, κάτω απ’ το πρώτο μάλλινο,
νιώθει αυτή την καινούρια δροσιά
μες στην καρδιά ενός ουρανού ακόμα γαλήνιου.
ΚΟΠΕΛΑ:
Πώς είναι τα παιδιά σου;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ο ένας είναι έξι χρονών, ο άλλος τεσσάρων.
Δυο αγοράκια σοβαρά, σαν όλα τ’ άλλα.
Ώρες ώρες μού φαίνονται μεγαλύτερα από μένα...
ΚΟΠΕΛΑ:
Να βγάλω την καμπαρντίνα μου ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ναι, σου είπα... Ο μεγάλος είναι σκληρός,
τα σκούρα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη για τη μάνα του.
Ο μικρός τής έχει την ίδια αγάπη,
αλλά τα μάτια του γελούν, δεν τον νοιάζει τίποτα,
είναι ανάλαφρος και αστείος, σαν ζωάκι,
και ο σεβασμός του για το μεγάλο αδερφό
κρύβει έναν εύθυμο οίκτο...
ΚΟΠΕΛΑ:
Καλά λες, είναι πολύ ωραία η δροσιά,
όταν μέσα έχει ζεστούλα.
Ναι, μου φαίνεται σαν να ‘ναι πέρσι.
ΑΝΤΡΑΣ:
Ή σαν να ‘ναι μετά
Από δέκα χρόνια... (αν ζεις ακόμα).
Είναι μια μέρα
μελλοντική — σ’ αρέσει; —
στο τέλος ενός καλοκαιριού
που δεν έχει έρθει ακόμα... Βλέπεις ;
Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, παρόλο που κυλάει τόσο αργά !
216
ΚΟΠΕΛΑ:
Μα γιατί είπες: αν ζω ακόμα;
ΑΝΤΡΑΣ:
Γδύσου τώρα.
ΚΟΠΕΛΑ:
Ξέρεις. ήμουν άρρωστη.
Έκανα δυο χρόνια σανατόριο.
ΑΝΤΡΑΣ:
Ναι, αλλά γδύσου τώρα.
ΚΟΠΕΛΑ:
Θες να με κοιτάς που ξεντύνομαι ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ναι.
ΚΟΠΕΛΑ:
Πλάκα έχεις...
(Αρχίζει να γδύνεται)
ΑΝΤΡΑΣ:
Το καλοκαίρι πέρασε,
αλλά είσαι ακόμα μαυρισμένη...
ΚΟΠΕΛΑ:
Δεν έχεις καθόλου μουσική ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Όχι. Θα τα κάνουμε όλα μες στη σιωπή.
ΚΟΠΕΛΑ:
Μα για ποια με πέρασες ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Γι’ αυτό που είσαι, το κορίτσι
της πρώτης καλοκαιριάτικης μέρας χωρίς ήλιο.
ΚΟΠΕΛΑ:
Έτσι μάλιστα...
ΑΝΤΡΑΣ:
Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια;
ΚΟΠΕΛΑ:
Όχι, γιατί;
ΑΝΤΡΑΣ
217
Γιατί είσαι ολόγυμνη,
σαν ζώο σε λιβάδι.
ΚΟΠΕΛΑ:
Τι κακό βλέμμα που έχεις !
ΑΝΤΡΑΣ:
Δεν ντρέπεσαι ποτέ ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Ντράπηκα λιγάκι την πρώτη φορά· μετά ποτέ.
ΑΝΤΡΑΣ:
Μα δε σκέφτεσαι την κοιλιά σου ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Ορίστε ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Την καλιά σου ! Την κοιλιά σου !
Αυτό το μέρος του σώματος που όλοι το κρύβουν,
που δεν πρέπει να υπάρχει,
που όλοι παριστάνουν ότι δεν το έχουν,
ή τουλάχιστον ότι δεν το σκέφτονται,
ότι έχουν λευτερωθεί..
Ακόμα κι ο πατέρας σου !
ΚΟΠΕΛΑ:
Αστείος είσαι ! Ποιος κάθεται
να σκεφτεί τέτοια πράγματα...
ΑΝΤΡΑΣ:
Βρίσκεις φυσικό
Να έχεις φύλο,
αυτό το λείο όριο
στο βάθος της κοιλιάς σου,
που το γλείφει μια μαύρη πλημμυρίδα...
Κι όμως, είναι αφύσικο... αφύσικο !
Δεν ξέρεις ότι είναι απαράδεκτο και σκανδαλώδες
η προσωπική μας περίπτωση να επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα ;
Αυτό κάνεις με το να μου επιδεικνύεσαι γυμνή...
Για να σου δώσω να καταλάβεις... σκέψου δυο πατεράδες...
ναι. δυο πατεράδες... δυο ενήλικους άντρες,
χωρίς τίποτα πια
από την ελαφράδα της νιότης,
να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο,
σαν άταχτα παιδιά,
με ανοιγμενα τα παντελόνια
και να κοιτάζονται...
218
ΚΟΠΕΛΑ:
Α. α ! Ω, ω ! Μα τι πας και σκέφτεσαι...
ΑΝΤΡΑΣ:
Έτσι είσαι κι εσύ με τη γυμνή κοιλιά σου...
ΚΟΠΕΛΑ:
Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα.
Εσύ δε θα ξεντυθείς ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Όχι, γιατί ξέρω ότι είσαι βρώμικη
και σ’ αρέσει περισσότερο ένας άντρας με λυμένο το παντελόνι,
παρά μες στη γύμνια της φύσης του, απλός όπως κι εσύ.
ΚΟΠΕΛΑ:
Δεν πα’ να κάνεις ό,τι θες...
ΑΝΤΡΑΣ:
Σ’ αρέσει να κάνεις κακό;
ΚΟΠΕΛΑ:
Τι ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Να κάνεις κακό.
ΚΟΠΕΛΑ
Στον άντρα;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ναι, κατάλαβες τώρα...
ΚΟΠΕΛΑ:
Τι να καταλάβω ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Τι πάει να πει κακό;
Δε σου κάνει κακό ένας άντρας
όταν σε παίρνει με τις κλοτσιές και τις μπουνιές ;
ΚΟΠΕΛΑ
Εμένα ; Ας τολμήσει κανείς
να σηκώσει χέρι πάνω μου ! Καθάρισε !
ΑΝΤΡΑΣ
Κόρη φτωχών ανθρώπων... χαριτωμένη...
σάρκα που αμύνεται παρ’ όλη τη φτήνια της...
Που πρέπει ν’ αγωνιστεί, μασκαρεύοντας σε νίκες
τις υποχωρήσεις της μπροστά στα συνεχή χτυπήματα…
219
ΚΟΠΕΛΑ:
Το πρόσωπό σου έγινε πανί.. και μου φαίνεται
ότι τρέμεις... Τι έχεις ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Είμαι χλομός ; Τρέμω ;
Ίσως φταίει το φως...
Εξάλλου... είμαι λιγάκι άρρωστος.
Αλλά μη σε νοιάζει.
Λοιπόν, σ’ αρέσει να κάνεις κακό ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Ναι, αλλά πώς, πώς ;
ΑΝΤΡΑΣ:
Θα σου πω... Ποιος ήταν ο τελευταίος
που πήγες μαζί του;
ΚΟΠΕΛΑ:
Την περασμένη Κυριακή...
Ήταν, θυμάμαι,
ένας νεαρός από τη Σικελία,
που κάνει στρατιωτικό εδώ στην Μπολόνια :
ήρθε ίσια απ’ το σπίτι των γονιών του...
ΑΝΤΡΑΣ:
Ήταν ωραίο παιδί ; Μελαχρινός ; Καστανός ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Δεν ξέρω… Θύμιζε ληστή.
ΑΝΤΡΑΣ:
Λοιπόν... σκέψου ότι αυτό το ληστή,
που ετοιμάζεται να σου κάνει έρωτα, όπως τον κάνει αυτός,
σαν μια μητέρα που σε σφίγγει στο στήθος της
ή σαν ένας πατέρας που σε κλείνει σπίτι
με το μεγάλο σιτσιλιάνικο φύλο του
— το δυνατό σαν κορμός και τρυφερό σαν φρούτο —
σκέψου ότι κάποιος τον δένει αυτό το στρατιώτη
και σου λέει : Κοίτα αυτή την ανίσχυρη
δύναμη : ταπείνωσε την, πλήγωσε την,
εκδικήσου τον για την απαίτησή του να γονιμοποιήσει...
κάν’ τον να κλάψει σαν παιδί χωρίς σπέρμα...
(Η Κοπέλα γελάει)
Αχ, η συναίσθησή σου
είναι μικρή σαν το πεπρωμένο σου !
(Η Κοπέλα γελάει)
ΚΟΠΕΛΑ:
Δε σε καταλαβαίνω...
ΑΝΤΡΑΣ:
Βρίσκεσαι μόνη μαζί του !
Μόνη ! Μόνη !
ΚΟΠΕΛΑ:
Εννοείται...
ΑΝΤΡΑΣ
Εντάξει, πάρε εμάς τους δυο...
Τι γαλήνη !
Είναι η πρώτη βραδιά !
Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα,
είναι φτιαγμένος από ανθρώπους που γυρνούν απ’ τις δουλειές τους
κι από ένα ποτάμι αυτοκινήτων —ακούς; —
που κυλά μες στο φως σαν μια ανάσα.
Ο άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα — εγώ —
μπροστά σ’ ένα μνημείο από σάρκα γεμάτη φρέσκο αίμα — εσένα —
τρέμει, χτυπούν τα δόντια του.
Βρίσκεται σ’ έκσταση.
Αυτό που ήταν ιερό στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν γιος,
μόλις πραγματοποιηθεί, τον κάνει αθάνατο.
Μάθε ότι όλ’ αυτά επιστρέφουν και επαναλαμβάνονται.
Κάθε νέα στύση τα προϋποθέτει.
Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν τη θυμάσαι.
Σ’ αυτή την επανάληψη αναζητούμε
ένα εναρκτήριο γεγονός.
Και η αναζήτηση δε σταματάει ποτέ,
γιατί κάθε φορά το ξεχνάμε.
Μέσα απ’ την επανάληψη
ξαναζούμε ένα και μοναδικό πράγμα.
Μαζί με το θύμα σου
ΚΟΠΕΛΑ:
Βοήθεια, τι κάνεις ; Βοήθεια !
ΑΝΤΡΑΣ:
Σκάσε, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω.
ΚΟΠΕΛΑ:
Βοήθεια, μανούλα μου, λυπήσου με, άσε με !
ΑΝΤΡΑΣ:
Δε θα σου κάνω κακό... ίσως.
Ίσως να μου είναι αρκετός ο φόβος σου,
ο αληθινός φόβος, που γράφεται κύματα κύματα στα μούτρα σου,
κρυμμένος πίσω απ’ την ντροπή...
και από τη σκέψη ότι, αν φανερωθεί, θα είναι χειρότερα...
Βλέπεις ; Βλέπεις ότι καμιά άλλη πραγματικότητα δε μετράει ;
Είναι μια έκσταση όπου ο κόσμος χάνεται
και αρχίζει να εμφανίζεται πάλι ο Θεός.
ΚΟΠΕΛΑ:
Ναι. αλλά πάμε τώρα, είναι αργά,
πρέπει να γυρίσω σπίτι!
ΑΝΤΡΑΣ:
Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου
έφυγαν το Πάσχα. Είναι ψέμα.
Τους σκότωσα. Έπρεπε να σκοτώσω μόνο εκείνη,
αλλά ήταν πιο ωραίο να τους σκοτώσω όλους.
Έπειτα τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι.
ΚΟΠΕΛΑ:
Δεν είναι αλήθεια ! Δε σε πιστεύω !
Σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια !
ΑΝΤΡΑΣ:
Ξέρεις ότι δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου
ο θάνατός σου; Γιατί δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο
εκτός απ’ το θάνατο — και τη θέλησή μου.
Ξέρεις ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσεις σπίτι σου;
Να μην ξαναδείς τη μάνα σου ;
222
ΚΟΠΕΛΑ:
Τι ‘ν’ αυτά που λες ; Αχ, Θεέ μου...
ΑΝΤΡΑΣ:
Θα μείνεις εδώ,
στα χέρια μου,
γιατί είσαι μια μικρούλα
με τα χέρια κοκκινισμένα απ’ τη δουλειά
και μια πρώτη ανάλαφρη ρυτίδα στο μέτωπο...
Είσαι μια μικρούλα σαν αγοράκι, παράτολμη και εύπιστη σαν αρσενικό.
Τη σχισμή στο βάθος της κοιλιάς σου τη δίνεις
στον άντρα σαν σε φίλο, ε ;
Έτσι θα μάθεις να δείχνεις τόση εμπιστοσύνη στη φιλία !
ΚΟΠΕΛΑ:
Μιλάς σαν τρελός, Θεέ μου,
Άσε με να φύγω...
ΑΝΤΡΑΣ:
Θα σε γαμήσω εκατό φορές και θα κρατιέμαι…
Και θα σε πάρω στις μπουνιές και στις κλοτσιές,
σαν μεθύστακας σύζυγος...
ΚΟΠΕΛΑ:
Φτάνει φτάνει, μαμά, μανούλα μου !
ΑΝΤΡΑΣ:
Θα σε πιάσω στις μπουνιές και στις κλοτσιές,
γιατί έτσι αξίζει να τιμωρηθεί η αθωότητά σου !
Και πνίγομαι από τη λαχτάρα να χαθώ
και να τελειώνω μια για πάντα.
(Αρχίζει να τη χτυπάει)
ΚΟΠΕΛΑ:
Αχ, όχι! Μη στην πλάτη !
ΑΝΤΡΑΣ:
Θα σε χτυπάω όπου θέλω...
(Συνεχίζει να τη χτυπάει)
ΚΟΠΕΛΑ:
Σε παρακαλώ, μη στην πλάτη ! Ήμουν
στο σανατόριο ! Σ’ το είπα, σ’ το είπα !
ΑΝΤΡΑΣ
Αααααχ, το ξέρω :
και να ‘ξερες πόσο χάρηκα !
Ήσουν στο σανατόριο, εκεί που παν οι άποροι...
223
Σαν το σκυλί, ψωρόσκυλο,
που μου ήρθες με το πουτανίστικο φουστανάκι σου...
να με συγκινήσεις... γεμάτη υγεία, κακομοίρα,
κι ας είχες τα πνευμόνια σου τρύπια...
Είσαι φτωχή και η ζωή σε χτυπάει,
έτσι δεν είναι; Κι εγώ κάνω ό,τι κι η ζωή.
Φώναξε, αν θες, τώρα, γιατί μετά θα σκάσεις·
γιατί αύριο το πρωί — αν ε σε σκοτώσω —
θα συμβιβαστείς και θα ξαναπάρεις
τους δρόμους σαν να μην έγινε τίποτα !
Τι σημαντική που είναι η επιβίωση, αγία, αγαπημένη μου πουτάνα !
Θα διηγείσαι αυτή την ιστορία, θριαμβεύτρια,
κι ύστερα θα βρεις κάποιον άλλον, γιατί η ζωή
σε βαράει από δω κι από κει κι εσύ προχωρείς ηρωικά,
έτσι δεν είναι ;
ΚΟΠΕΛΑ:
Ναι. ναι, έτσι είναι. Άσε με τώρα να φύγω !
ΑΝΤΡΑΣ:
Ούτε να σου περνάει απ’ το μυαλό !
(Κάνει εμετό)
(Λιποθυμάει πάνω στα ξερατά του. Η Κοπέλα καταφέρνει να λύσει τα χέρια της, φορά μόνο
τα παπούτσια της και το πανωφόρι πάνω στο γυμνό κορμί της και φεύγει τρέχοντα)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
225
ΛΕΥΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Εικόνα 1η – Το υπνοδωμάτιο των κοριτσιών
(Στο τραπέζι ανάμεσα στα δυο κρεβάτια, μια λάμπα πετρελαίου με τριανταφυλλί
λαμπόγυαλο. Μεσάνυχτα. Το ρολόι χτυπάει δώδεκα. Με το ένατο χτύπημα μια από τις
κοπέλες κουνιέται ανήσυχη. Μετά το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού, ησυχία. Σε λίγο, η
κοπέλα δυναμώνει τη λάμπα. Μέσα στο αδύνατο φως διακρίνονται έπιπλα, στους τοίχους
κάδρα, ένας σταυρός. Η κοπέλα, με ξέπλεκα τα μαλλιά της, κάθεται στο κρεβάτι. Φοράει
άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως το λαιμό. Η άλλη κοιμάται με το κεφάλι χωμένο στο
πάπλωμα. Βγάζει το πόδι της έξω από το σκέπασμα μέχρι το γόνατο. Άσπρο, παχουλό,
γυμνό, κρέμεται από το κρεβάτι και τα δάχτυλα ακουμπάνε στο πάτωμα. Το πόδι ζει παρ’
όλο πού είναι ακίνητο)
ΜΠΙΑΝΚΑ: (γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος που κοιμάται η άλλη) Παυλίνα... (Μικρή
παύση) Παυλίνα... Παυλινάκι. Δε μ’ ακούς ; Κάνεις πως δεν ακούς, ε ; Κοιμήσου. Είσαι
κακιά. (Χώνει το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι και παίρνει ένα βιβλίο. Το φέρνει προς το
φως, ξαπλώνει στο πλευρό κι αρχίζει να διαβάζει. Σταματάει, αφουγκράζεται για λίγο την
αναπνοή της άλλης) Παυλίνκο... Μίλα μου... Σε ικετεύω. Κρυώνω μωρέ... Να ’ρθω να
ζεσταθώ κοντά σου ; Είδα ένα όνειρο... πως έπεσα στο πηγάδι. Παγωμένο νερό, παντού...
άνοιξα το στόμα κι έμπαινε το νερό μέσα μου, απ’ όλες τις τρύπες. Είδα κι εσένα μέσα
στο πηγάδι· το πρόσωπό σου... Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεπαγιασμένη. (Η
ΜΠΙΑΝΚΑ ανασηκώνει το πάπλωμα και πλησιάζει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Σκύβει
απάνω της. Αγγίζει το πάπλωμα, το χαϊδεύει. Φέρνει γύρο το κρεβάτι, κάθεται στο χαλάκι
και της λέει ψιθυριστά) Λίνα... Ξύπνα. Σε παρακαλώ. Θα σου διαβάσω... (Χαϊδεύει την
πατούσα της, ακουμπάει το στόμα στη γάμπα της. Το πόδι κινείται ανήσυχο και κρύβεται
κάτω από το πάπλωμα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ, μουρμουρίζοντας μέσα στον ύπνο της, γυρίζει και
τυλίγεται καλά στα σκεπάσματα. Φανερώνεται το κεφάλι της, με άσπρο σκουφί. Η
ΜΠΙΑΝΚΑ τραβάει απότομα το πάπλωμα από πάνω της. Η ΠΑΥΛΙΝΑ είναι ξαπλωμένη
ανάσκελα με μακριά άσπρη πουκαμίσα κουμπωμένη ως τα γόνατα. Έχει κλειστά τα μάτια κι
απ’ το στόμα βγαίνει σιγά-σιγά, μελανιά, η γλώσσα της. Με το σκύψιμο της ΜΠΙΑΝΚΑΣ, η
ΠΑΥΛΙΝΑ βγάζει όλη τη γλώσσα της έξω) Παυλίνα, Τι έχεις ; (Σταυρώνει τα χέρια)
ΠΑΥΛΙΝΑ: (με βραχνή φωνή) Φαρμακώθηκα... Από έρωτα για τον Βενιαμίν. Πεθαίνω.
Μπιμπινίτσα, χαιρέτα μου τη θεία, τον παππού, τη μαγείρισσα... Το βάζο με το δηλητήριο
θα το ’βρεις κάτω απ’ το κρεβάτι. Θα συναντηθούμε στον ουρανό. Φουκαριάρα μου
Μπιμπινίτσα... (Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι)
(Η ΠΑΥΛΙΝΑ αναστενάζει)
ΜΠΙΑΝΚΑ: (αφήνει το βάζο πάνω στο ντουλάπι) Πάλι κοιμάται ! Το απαίσιο ζυμαρικό
κοιμάται πάλι ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Κοιμάται ! Χοντροζύμαρο ! (Κοιτάζει την
ΠΑΥΛΙΝΑ που έχει ξεσκεπαστεί λίγο, μέχρι τους ώμους, και κάνει πως ροχαλίζει) Τι
παλιόμαλλα είναι αυτά ; Μουστάκια κάτω απ’ τις μασχάλες, φτου ! Ξύπνα, βασιλιά μου !
Κοιμισμένε μου πολεμιστή, βασίλισσά μου ! Ξύπνα, γιατί θα σου φάω τη μύτη.
(Πλησιάζει το στόμα της στο πρόσωπο της ΠΑΥΛΙΝΑΣ κι ακουμπάει προσεκτικά τα δόντια
στη μύτη της)
ΠΑΥΛΙΝΑ: (ανακάθεται και σκεπάζει τη μύτη με τις παλάμες της) Δος μου πίσω τη μύτη
μου, ψοφιοσκούληκο.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (χαϊδεύει με την παλάμη την κοιλιά της) Μμμ... Μνιάμ... μνιάμ... καλή η μύτη
της Λίνας... καλή μυτίτσα... Νόστιμη σα γλυκοπατάτα...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Σκουλήκια έχεις στην κοιλιά σου... Είσαι παραγεμισμένη με
σκουληκαντέρες.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (σκεπάζει το στόμα της με την παλάμη) Σταμάτα γιατί. θα κάνω εμετό.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Θα κοιμάσαι και θα σου βγαίνουν απ’ τη μύτη, απ’ τα’ αφτιά... άσπρα,
μακριά... σα μακαρόνια... Θα σου βγαίνουν απ’ τον πισινό...
ΜΠΙΑΝΚΑ: Είσαι απαίσια, Λίνα... Κι εσύ έχεις μουστάκια παντού. Και στις δυο
μασχάλες, κι εκεί, κάτω απ’ την κοιλίτσα... Ζυμάρι μου αφράτο, ζεστούτσικο, γλυκό μου,
δε σου κρατάω κακία...
(Η ΠΑΥΛΙΝΑ χασμουριέται)
Μην κοιμάσαι... Βαριέμαι μονάχη, μην κοιμάσαι, Λινάκι... Να σου διαβάσω, Θέλεις ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: (με τεχνητή φωνή, σα να παριστάνει κάποιον) Είσαι βαρετή μ’ αυτά τα
διαβάσματα... Δεν έχω όρεξη ν’ ακούσω πάλι ποιήματα... Χρυσάνθεμα, τριαντάφυλλα,
κρίνα και σαχλαμάρες.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρεις τι έχω για σένα ; Ένα πούρο...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Νηστικιά δεν καπνίζω. Θα μου ’ρθει εμετός. Τι βιβλίο είναι αυτό ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: (παίρνει το βιβλίο από το πάπλωμα) Να ‘ρθω να ξαπλώσω κοντά σου ; Δεν
είναι ποιήματα... Πολύ μυστήριο βιβλίο, πρέπει να το διαβάσουμε γρήγορα, πριν το δει ο
μπαμπάς πως λείπει από τη βιβλιοθήκη. Τόχω αρχίσει εγώ... Παυλίνα... Κοιμάσαι ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Διάβασέ μας, τέλος πάντων, τα τραλαλά σου.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς κρυώνω, τρέμω ολόκληρη, σαν το φύλλο στο κλαρί.
ΠΑΥλΙΝΑ: Άντε, διάβαζε, μη σ’ αρχίσω στις βρισιές. Σαρανταποδαρούσα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Χθες, στην καλύβα, είδα κάτι... Μου κόπηκε η ανάσα... Πήγα να σκάσω από
τα γέλια...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Ε, δείξ’ το μου, τέλος πάντων... (Παίρνει το βιβλίο από την ΜΠΙΑΝΚΑ, του
ρίχνει μια ματιά πρώτα χωρίς ενδιαφέρον, μετά αρχίζει να διαβάζει με προσοχή) Για
φαντάσου !
ΜΠΙΑΝΚΑ: Είδες ; είδες ; Διάβασε φωναχτά... Μετά εγώ. Ζεστή που είσαι...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Έλα, έλα, κρυόμπλαστρο. (Η ΠΑΥΛΙΝΑ διαβάζει λίγο με βραχνή φωνή, σα
να’ ναι βουλωμένη ή μύτη της) «Στον άνθρωπο, σε ορισμένα τετράποδα και μικρές
μαϊμούδες, σε ορισμένα σαρκοβόρα, αρκούδες, ύαινες, στις λευκές φώκιες και τέλος στα
227
ΝΤΑΜΑΝ του ΚΑΠΣΚΙ, ο κόλπος του θήλεος είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει καλυμμένος
από μεμβράνη, την οποίαν το πέος του άρρενος διατρυπά κατά την πρώτη επαφή...»
ΜΠΙΑΝΚΑ: Τι είναι αυτό το ΝΤΑΜΟΝ του ΚΑΠΣΚΙ ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Όχι ΝΤΑΜΟΝ. ΝΤΑΜΑΝ. Ξέρω κι εγώ ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Άκου όνομα...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μου ‘ρθε μια λιγούρα... Πεινάω. Γουρούνι ολόκληρο τώρα το ξεκοκάλιζα.
Μέχρι και το Νταμάν έτρωγα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι έχω κρυμμένο για σένα... Να γλείφεις τα δάχτυλά σου...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι ’ναι ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Κάτι γλυκό, κάτι άσπρο και. μαλακό, σαν κι εσένα... Μάντεψε !
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μπιμπινίτσα, μη με βασανίζεις... πεθαίνω της πείνας, στ’ ορκίζομαι.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Μην πεθάνεις ! Στάσου !
(Πετάγεται από το κρεβάτι και τρέχει σε μια κουρτίνα-παραβάν. Βγαίνει αμέσως μ’ ένα
πιατάκι γεμάτο φρουτοσαλάτα. Κάθεται στο κρεβάτι με το πιάτο στα γόνατα)
ΠΑΥΛΙΝΑ: Αχ, δικό μου, Μπι.. Μπι.. Μπιμπινίτσα, γλυκιά μου... Κουταλάκι ; Καλά, με
τι θα το φάω ; Ποτέ σου δε σκέφτεσαι πρακτικά.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Φά’ το με το χέρι...
ΠΑΥΛΙΝΑ: (ξαναδίνει το βιβλίο και παίρνει το πιάτο με τη φρουτοσαλάτα. Δοκιμάζει με τη
γλώσσα της) Λεμόνι... Τώρα θα του δώσω να καταλάβει. Διάβαζε εσύ.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (κοιτάζει τη φίλη της) Μόνο τρώγε σιγά, γιατί θα πάθεις τίποτα. (Διαβάζει)
«Ο άνθρωπος είναι ζώον θηλαστικόν, ομφαλογενές. Ως εκ τούτου, τα γεννητικά του
όργανα και ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους είναι τα ίδια όπως και εις όλα τα ζώα που
έχουν τρίχωμα, μαστούς και. ομφαλό. Ούτος κατά το σύνηθες δεν είναι καλυμμένος καθ’
ολοκληρίαν με τρίχες, αλλά δεν υπάρχει επάνω του ούτε ένα σημείο που να μη φύονται
τρίχες...».
ΠΑΥΛΙΝΑ: Άσε τώρα τον ΙΊλίνιο. (Ξαναπαίρνει από την ΜΠΙΑΝΚΑ το βιβλίο. Τα δυο
κορίτσια κρύβονται κάτω από το πάπλωμα. Φαίνονται μόνον τα κεφάλια και οι ώμοι. Το
σκουφάκι στο κεφάλι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ στράβωσε) Ω ! εδώ είναι το ζουμί !... Κασμήλα !
ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι κασμήλα. Καμήλα. Έχουμε πει γι’ αυτήν.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Τότε, μην ακούς. Θα διαβάσω από μέσα μου. Αλλά βλέπω πολύ ενδιαφέρον.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγωίστρια.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Βδέλλα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Άντε, άντε, διάβασε.
ΠΑΥΛΙΝΑ: «Οι δρομάδες και οι γάτες έχουν την άκρη του πέους λυγισμένη προς τα
πίσω...». Αυτό δε γίνεται.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Γιατί ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνοπούλι μου... Το πέος σηκώνεται όρθιο μπροστά όταν μεγαλώνει.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ξέρω κι εγώ...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Τι δεν ξέρεις ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Η δρομάς και η καμήλα είναι το ίδιο πράγμα, αλλά πώς να συγκρίνεις την
καμήλα με το γάτο ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Βρε Παναγιά μου, βέβαια... Ο Ντρομάς είναι διπλωματικός ακόλουθος στην
Ασία. Ασχολείται με μεταφράσεις... Τώρα, δε θυμάμαι πώς λεγόταν αυτός ο φίλος του
Σλοβάτσκι. Λεγόταν... Σπίτσ... Σπίτσ... Ναι ! Εσύ τα ξέρεις όλα... αυτός που λες, με τέτοιο
πόστο, κι όμως τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Σπιτσνάγγελ...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Σπιτσνάγγελ, μάλιστα... Όλο με κόβεις στα πιο κρίσιμα σημεία για να κάνεις
επίδειξη γνώσεων... «Το πέος των μηρυκαστικων καθώς και των αγριόχοιρων είναι
λεπτοκαμωμένο, ενώ στα μονόνυχα, στον ελέφαντα και στη θαλάσσια αγελάδα είναι παχύ
και στρογγυλό...». (Ξεσπάει σε γέλια) Αγελάδα με πέος ! Για κοίτα κάτι επιστήμονες ! Η
αγελάδα έχει μαστάρια.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Θαλασσινή, σου λέει.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι επειδή είναι θαλασσινή ; Η αγελάδα πρέπει να ‘χει μαστάρια.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Η θαλασσινή αγελάδα δεν αρμέγεται. επομένως δεν της χρειάζονται
μαστάρια.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μαστάρια, μαστάρια. Και τη μαγείρισσα δεν την αρμέγουν, έχει όμως
μαστάρους.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Όχι μαστάρους. Μαστάρια. Δε σ’ αντέχω, όταν σακατεύεις έτσι τη γλώσσα.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Εξυπνάκια... Κάνεις την έξυπνη και κοιτάς πώς να μπήξεις τα καρφιά σου...
ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγώ, καρφιά ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Και δε μας λες, τι απέγινε με κείνον τον τρελό, τον Σπιτσνάγγελ ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ήθελα εγώ να σε πικράνω μ’ αυτόν τον Σπιτσνάγγελ ; Είσαι πρόστυχη,
Λίνα.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Για ψάξε να βρεις μήπως έχεις κανένα μασταράκι απάνω σου.
ΜΠΑΝΚΑ: Εσύ τι έχεις ; Βυζάκτα ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Πάντως, εσύ, δεν έχεις. Ο βδέλλες δεν έχουν βυζιά.
(Η ΜΠΙΑΝΚΑ χωρίς μιλά, εγκαταλείπει το κρεβάτι της ΠΑΥΛΙΝΑΣ. Εκείνη πετάει από
κοντά της το βιβλίο. Η ΜΠΙΑΝΚΑ χαμηλώνει αμίλητη το φως. Τα κορίτσια γυρίζουν τις
πλάτες τους. Το ρολόι χτυπάει την ώρα)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
229
ΛΕΥΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Εικόνα 10η – Η προίκα της νύφης
ΜΠΙΑΝΚΑ: Η τελευταία βραδιά πού είμαστε μαζί... Τι καμώματα είναι πάλι αυτά ; Με
τα παπούτσια θα κοιμηθείς ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Δώρο απ’ τον παππού... Ιππασίας... Μου ’δωσε και το καμουτσίκι για να
είμαι κομπλέ... Και ξέρεις τι ζήτησε μόνο για όλα αυτά ; Να φορέσω τις μπότες μπροστά
του, ή να παίξω μαζί του τ’ αλογάκι... Είπα πως θα πεθάνω από τα γέλια... Ήθελε να με
αρραβωνιαστεί...
ΜΠΙΑΝΚΑ: Παυλίνα, πώς μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα... Αυτός, συνέχεια, με παρακαλάει, μου φιλάει τα
χέρια... Είναι πολύ διστακτικός... σα να μην έχει πάει με γυναίκα ποτέ του... Μόλις κάτσω
στην καρέκλα μπροστά του, κι ανοίξω λίγο τα πόδια, αμέσως αναψοκοκκινίζει, τον πιάνει
τρεμούλα, και κοιτάζει εκεί σα να ονειρεύεται... Τώρα, τι βλέπει εκεί... αυτό δε μ’
ενδιαφέρει. Όμως «αυτό» δε θα τον αφήσω να το πιάσει... Καμιά φορά κάνω πώς τάχα δεν
καταλαβαίνω, όταν βάζει το χέρι του, κι έπειτα, ξαφνικά, του δίνω μια στο βρωμόχερο !
Μια μέρα έβαλε τα κλάματα !
ΜΠΙΑΝΚΑ: Πώς μπορείς ! Αυτό είναι θανάσιμο αμάρτημα.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μα εγώ δεν κάνω τίποτα. Δεν κουνιέμαι καθόλου.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ζώα...
ΠΑΥΛΙΝΑ: Κι εσύ άμα παντρευτείς, τι θα κάνεις ; Θα σπέρνεις μαργαρίτες ;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ο Βενιαμίν μου τ’ ορκίστηκε. Δε θα μ’ αγγίξει.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Μάλιστα, δε θα σ’ αγγίξει... Αλλά, πεταλουδίτσα μου... θα έρθουν τα
παιδιά... και για να έρθουν τα παιδιά πρέπει το αρσενικό να σου μπήξει εκείνο το παλούκι
του...
ΜΠΙΑΝΚΑ: (κλείνει τ’ αφτιά της) Όχι, όχι, όχι, όχι.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Ναι, ναι, ναι, ναι !
ΜΠΙΑΝΚΑ: Και είναι μεγάλο ;
ΠΑΥΛΙΝΑ: Σαν του αλόγου...
ΜΠΙΑΝΚΑ: Α, σε μένα δε χωράει.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Σε σένα, παιδί μου, με το ζόρι χωράει βελόνα, αλλά σε μια αληθινή
γυναίκα... σαν τη μαγείρισσα, να πούμε... Αυτηνής είναι σα γούνινο καπέλο...
ΜΠΙΑΝΚΑ: Τότε, δεν μπορώ να παντρευτώ... Άμα με τρυπήσει θα με σκοτώσει.
ΠΑΥΛΙΝΑ: Πολλές γυναίκες πεθαίνουν απ’ αυτό... Μπορείς όμως να του το κόψεις την
πρώτη νύχτα του γάμου.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (τρέχει στην ΠΑΥΛΙΝΑ, την αγκαλιάζει) Φοβάμαι....
(Τα κορίτσια ξαπλώνονν στο κρεβάτι. Μένουν αγκαλιασμένα από τους ώμους. Η ΠΑΥΛΙΝΑ
πάλι κάτι μασουλάει. Σε λίγο κοιμάται. Χτυπά το ρολόι. Η ΜΠΊΑΝΚΑ βγαίνει από το
κρεβάτι. Ανοίγει την ντουλάπα με τα σεντόνια. Βάζει στον καναπέ και στο τραπεζάκι τα
εσώρρουχα και τα σεντόνια, όλη την προίκα της, μαζί με τα τραπεζομάντιλα, τα πετσετάκια
κλπ. Παίρνει ένα ένα κομμάτι στο χέρι της και, ονομάζοντάς το, το σκίζει. Τα σκισμένα
ρούχα τα κάνει ένα σωρό. Ενεργεί με μανία, αλλά συστηματικά. Σε όσα κομμάτια δε
230
σκίζονται εύκολα, βοηθάει με τα δόντια. Ξεσκίζει τρία χασεδένια πουκάμισα —ένα άσπρο,
ένα ροζ και ένα γαλάζιο— τρία πουκάμισα ρεγιόν και τα ανάλογα κιλοτάκια, ένα σεμνό
ντεσού από ροζ μεταξωτό, στολισμένο με νταντέλα, ένα πιο λουσάτο ντεσού μαύρο, τέσσερις
πουκαμίσες για τη νύχτα, μερικούς στηθόδεσμους. Αποκαμωμένη, κάθεται στον καναπέ. Σε
λίγο, αρχίζει να σκίζει τα σεντόνια. Συναντά δυσκολίες μ’ αυτά, καθώς και με τις πετσέτες.
Ξετρυπώνει κάτω από το μαξιλάρι ένα μεγάλο ραφτάδικο ψαλίδι. Κόβει με σύστημα,
κομμάτι - κομμάτι. Στο μεταξύ, ξυπνάει η ΠΑΥΛΙΝΑ. Κοιτάζει αμίλητη την ΜΠΙΑΝΚΑ. Έχει
παραλύσει. Κάθεται στο κρεβάτι ακίνητη. Η ΜΠΙΑΝΚΑ δεν την κοιτάζει, εκτελεί την
εργασία της συγκεντρωμένη, σβέλτα, με ακρίβεια, σαν αυτόματο. Τώρα κόβει με το ψαλίδι
τα μεγάλα τραπεζομάντιλα για δώδεκα άτομα. Η ΠΑΥΛΙΝΑ τρομαγμένη πλαγιάζει και
σκεπάζεται ως το κεφάλι με το πάπλωμα. Η ΜΠΙΑΝΚΑ τελειώνει. Την τεμαχισμένη προίκα
τη διπλώνει, τη δένει με κορδέλες. Κλείνει την πόρτα της ντουλάπας με το κλειδί)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
231
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½
¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
ΡΩΜΑΙΟΣ:
— Μα κοίτα
σ’ εκείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλει ;...
Είναι η Ανατολή, κι’ είν’ η Ιουλιέτα ο ήλιος. Έβγα,
ωραίε ήλιε, και θάμπωσε τη φθονερή Σελήνη,
που χλώμιασε κι’ αρρώστησε κιόλας απ’ το κακό της
να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη απ’ την ίδια.
Τότε και εσύ, μην είσαι πια δική της.
Το φόρεμα πού βάζουν οι παρθένες της, είν’ άχαρο
και ξέθωρο, και μοναχά οι άμυαλες το φορούνε.
Πέταξέ το από πάνω σου ! Είν’ η βασίλισσά μου !
Είναι η αγάπη μου, και—αχ-—ας τόξερε πως είναι !...
Μιλεί, κι’ όμως δεν πρόφερε λέξη· μα τι με τούτο ;
Τα μάτια της μιλούν· κι εγώ θ’ αποκριθώ... Μα όχι,
παραθαρρεύτηκα θαρώ.. Δε μου μιλούν εμένα...
Δυο αστέρια πρέπει του ρανού τη θέση τους ν’ αφήσουν
για λίγο, και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουν
αντί γι’ αυτά στις σφαίρες τους, ως να γυρίσουν πάλι.
Μα αν πήγαιναν τα μάτια της εκεί, Κι’ εκείνα ερχόνταν
στο λιόκαλό της πρόσωπο, δεν ήθελε ντροπιάσει
η λάμψη τους τ’ αστέρια αυτά, καθώς τού ήλιου η λάμψη
το λύχνο ; Ναι, τα μάτια της θάχυναν στον αιθέρα
τέτοιο ένα φως, που τα πουλιά, θαρώντας πούναι ημέρα,
θάρχιζαν τα τραγούδια τους.—Για δες πώς ακουμπάει
το πρόσωπο στο χέρι της ! Αχ, νάμουνα χειρόχτι
σ’ αυτό το χέρι, ν’ άγγιζα το μάγουλό της.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Θεέ μου.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Μιλεί !... Ω λιόκαλε άγγελε, μίλα πάλι! Γιατί όπως
απάνω απ’ το κεφάλι μου λάμπεις, τούτη τη νύχτα,
μοιάζεις με φτερωτόν ουράνιο αγγελιοφόρο,
πού στρέφουνε κατάπληχτα τα μάτια των ανθρώπων
και τον θωρούν να περπατεί στα νέφη που αργοπλένε.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
232
Ρωμαίο, Ρωμαίο ! Αλίμονο, γιατί νάσαι ο Ρωμαίος.
Αρνήσου τον πατέρα σου κι’ άλλαξε τόνομά σου.
Ή αν δε θες, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς,
και πια δε θα ονομάζομαι κόρη του Καπουλέτου.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Νακούσω ακόμη, ή να μιλήσω ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Εχθρός μου είν’ τόνομά σου.
Μα πάλι ο ίδιος θάσουνα, κι’ αν δε σε λέγαν έτσι.
Τι είναι Μοντέκης τάχατες ; Ούτε χέρι, ούτε πόδι,
ούτε μπράτσο, ούτε πρόσωπο, κι’ ούτε κανένα μέρος
που αποτελεί τον άνθρωπο... Ω άλλαξε τόνομά σου !
Τόνομα τι σημαίνει; Αυτό πού το καλούμε ρόδο
το ίδιο θα μύριζε γλυκά κι’ αν έπαιρνε όνομα άλλο.
Έτσι κι’ εσύ, κι’ αν σ’ έλεγαν αλλιώς κι’ όχι Ρωμαίο,
θάχες τις χάρες τις πολλές που σε στολίζουν, δίχως
να σου τις δίνει τόνομα. Ρωμαίο παράτησέ το !
Κι’ αντί γι’ αυτό που τίποτα δεν είν’ απ’ τη ζωή σου,
πάρε με εμένα ολάκερη.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Κρατώ το λόγο που είπες.
Ονόμασέ με «αγάπη σου», και με ξαναβαφτίζεις.
Ρωμαίος πια δεν θα λέγομαι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ποιος είσαι εσύ που, παίρνοντας για σκέπασμα τη νύχτα,
κρυφοπατείς στα μυστικά μου ;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Με όνομα δεν ξέρω
να πω ποιος είμαι. Τόνομά μου, αγαπητή μου αγία,
είναι για μένα μισητό, γιατί είναι και για σένα
κι’ αν τόχα τώρα εδώ γραφτό, θα τόκανα κομμάτια.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ταφτιά μου από το στόμα σου μήτε εκατό ως τα τώρα
λόγια δεν χάρηκαν, μα εγώ γνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι συ ο Ρωμαίος, ο γιος δεν είσαι τού Μοντέκη
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Όχι δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά, σα δε σ’ αρέσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Πώς μπόρεσες ναρθείς εδώ, πε μου, και τι γυρεύεις ;
Του κήπου μας είναι ψηλός ο τοίχος και περνιέται
δύσκολα, κι’ είναι θάνατος βέβαιος αυτό το μέρος
για σένα, αν τύχει να σε ιδεί κανείς απ’ τους δικούς μου.
233
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Λαφριά μούδωσε ο έρωτας φτερά να τούς περάσω.
Πέτρινοι φράχτες δεν μπορούν να κλείσουν της αγάπης
το δρόμο. Κι’ ό,τι ο έρωτας μπορεί, το κάνει κιόλα.
Γι’ αυτό δεν είναι εμπόδιο για μένα ούτε οι δικοί σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Όμως, αν τύχει να σε ιδούν εδώ, θα σε σκοτώσουν.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ω, πιο μεγάλο κίνδυνο κλείνουν τα δυο σου μάτια,
για μένα, παρά είκοσι σπαθιά τους. Κοίταξέ με
εσύ γλυκά, και η έχθρητα η δική τους δε με πιάνει.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Θάταν φριχτό να σ’ έβλεπαν εδώ.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Έχω της νύχτας
τη σκέπη και απ’ τα μάτια τους με κρύβει. Ανίσως όμως
δε μ’ αγαπάς καλύτερα να μ’ έβρουν.
Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου,
παρά ν’ αργήσει ο θάνατος ναρθεί, και να μου λείπει
η αγάπη σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ποιος σούδειξε ναρθείς σ’ αυτό το μέρος ;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ο Έρωτας που μ’ έβαλε νάρθω να σε γυρέψω.
Αυτός το νου μου φώτισε, ‘γω τούδωσα τα μάτια.
Δεν είμαι ναυτικός, ωστόσο αν είσουνα στις χώρες
πού τις δέρνουν τα κύματα στα πέρατα του κόσμου,
θαρχόμουν, τέτοιο θησαυρό για νάβρω, ως εκειπέρα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει
την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω.
Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα
τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε
οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω.
Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις,
μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας
γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης.
Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι
θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε
θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σού λέω «όχι»,
ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω.
Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ‘ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη,
εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι’ ίσως
234
θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με,
θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν
πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν.
Θάπρεπε να δειχτώ κι’ εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα,
τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω,
κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο
συχώρεσέ με, Κι’ αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου
πού έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ω αγαπημένη, στην ιερή σού ορκίζομαι Σελήνη,
εκεί ψηλά, πού τις κορφές των δέντρων ασημώνει—
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ω, όχι, μην ορκίζεσαι στην άστατη Σελήνη,
που αδιάκοπα το δίσκο της αλλάζει, όλο το μήνα,
στο δρόμο της, για να μη μοιάσει η αγάπη σου μ’ αυτήνε
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Σε τι θέλεις να σου ορκιστώ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Μην ορκιστείς καθόλου.
Ή, αν θες, ορκίσου, πιο καλά, στον όμορφο εαυτό σου,
γιατί είσαι τώρα εσύ για μένα ο Θεός και το είδωλό μου·
και θα πιστέψω.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Αν τής καρδιάς μου όλη ή λατρεία —
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ρωμαίο,
μην ορκιστείς καλύτερα ! Μ’ όλο ποϋσαι η χαρά μου,
τούτη τη σημερινή ένωσή μας δεν τη χαίρομαι· ήρθε
πολύ γοργά, πολύ μεμιάς, πολύ ανεπάντεχα,
πολύ σα μια αστραπή που σβήνει πριν προλάβει
να πει κανείς «αστράφτει!»... Καληνύχτα, αγαπημένε !
Ίσως το τρυφερό τούτο μπουμπούκι της αγάπης
στης άνοιξης τη ζωογόνα ανάσα,
να γίνει ένα όμορφο λουλούδι ως να ιδωθούμε πάλι.
Καλή σου νύχτα ! Είθε ναρθεί τόσο γλυκιά γαλήνη
μες στην καρδιά σου, όση κι’ εμένα αυτή η βραδιά μου δίνει !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Θα φύγω δίχως μια μικρή αμοιβή νάχω από σένα ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Και ποια αμοιβή μπορείς, απόψε, νάχεις από μένα;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Την αγάπη σου αντάλλαγμα δος μου για τη δική μου.
235
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Εγώ κιόλα σ’ την έδωσα, προτού μου τη γυρέψεις
εσύ. Ωστόσο θα ήθελα να σου την πάρω πίσω !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Να μου την πάρεις ; Και γιατί, γλυκιά μου αγαπημένη ;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Για να δειχτώ γενναιόδωρη και να σ’ την ξαναδώσω !
Όμως ποθώ κάτι που τόχω πάντα σ’ αφθονία.
Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα,
κι’ η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι’ όσο σου δίνω,
τόσο έχω περισσότερη. Γιατί κι’ οι δυο τους είναι
χωρίς σωσμό. Κάποιος με κράζει μέσα. Αντίο, καλέ μου !
(Αποτραβιέται)
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ω, ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα !... Όμως φοβάμαι,
αφού ‘ναι νύχτα, σε όνειρο τα βλέπω τούτα απόψε,
τόσο γλυκό, που δεν μπορεί να γίνονται στ’ αλήθεια.
(Ξαναπαρουσιάζεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ρωμαίο, δυο λόγια: κι’ έπειτα στ’ αλήθεια καληνύχτα.
Αν είναι τόντι η αγάπη σου τίμια, κι’ είναι ο σκοπός σου
ο γάμος, μήνυσέ μου πρωί, μ’ αυτόν που θα σου στείλω,
πού θες και πότε ο γάμος μας να γίνει. Κι’ εγώ τότε
θαποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου, και εσένα
θακολουθήσω αφέντη μου μες στη ζωή.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Έρχομαι ! Μα αν η αγάπη σου είναι αλαφριά μονάχα,
τότε παρακαλώ—
ΠΑΡΑΜΑΝΑ:
Κυρία.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Αμέσως παραμάνα !—
Τότε να μη σε ξαναϊδώ, και να μ’ αφήσεις μόνη
236
στον πόνο μου. Αύριο λοιπόν θα στείλω—
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Σου ορκίζομαι.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Λοιπόν, χίλιες φορές, καλή σου νύχτα !...
(Αποτραβιέται)
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Χίλιες φορές για μένανε κακή, χωρίς το φως σου.—
Η αγάπη την αγάπη πάει να βρει με προθυμία,
όπως αφήνει το παιδί δασκάλους και βιβλία.
Μα όταν η αγάπη την αγάπη παρατά, σκυμμένη
περπατεί σαν παιδί που στο σκολειό πηγαίνει.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Στ ! Ρωμαίο, στ ! Ω, ας είχα κυνηγού φωνή
να κράξω το περήφανο γεράκι μου. Μα, αχ, είναι
βραχνή η σκλαβιά, και δεν μπορεί να υψώσει τη φωνή της.
Αλλιώς θάκανα να σειστεί το σπήλαιο όπου κοιμάται
η Ηχώ, και την αέρινη θε νάκανα φωνή της
απ’ τη δική μου πιο βραχνή να γίνει, αντιλαλώντας
τόνομα του Ρωμαίου. - Ρωμαίο !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Είναι ή ψυχή μου
που με καλεί με τόνομά μου ! Ω, πώς αντιλαλάει
η αγαπημένη μας φωνή, γλυκά, αργυρά τη νύχτα,
σα μουσική απαλή, στ’ αφτί πού καρτεράει ν’ ακούσει !
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ρωμαίο !
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Αγάπη μου !
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Αύριο ποιαν ώρα θες να στείλω
τον άνθρωπό μου ;
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Στις εννιά πρωί θα τον προσμένω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Χωρίς άλλο.., Μου φαίνεται πώς θα προσμένω ως τότε
είκοσι χρόνια... Μα γιατί σε φώναξα ; Δεν ξέρω—
ξέχασα τι είχα να σου πω.
237
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Καλά. θα περιμένω
να θυμηθείς.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Θα το ξεχνώ πάντα για να μη φύγεις
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Ρωμαίο,
κοντεύει πρωί. Θάθελα πια να φύγεις· όμως όχι
πιο πέρα απ’ ό,τι ένα πουλί που το κρατεί δεμένο
ένα παιδί, και δεν το αφήνει—το φτωχό δεσμώτη—
να πεταρίζει παρά λίγο πιο μακριά απ’ το χέρι του
κι’ αμέσως πάλι το τραβά κοντά του
με τη μεταξωτή κλωστή, ζηλεύοντας ακόμη
και αυτή τη λίγη λευτεριά του.
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Θα ήθελα νάμουν το πουλί σου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ:
Κι’ εγώ θάθελα νάσουνα. Όμως με τα πολλά μου
τα χάδια θα σε σκότωνα, φοβάμαι. Καληνύχτα !
Τούτη η πίκρα του χωρισμού έχει μια γλύκα τόση,
που «καληνύχτα» θα σου λέω, ως που να ξημερώσει.
(Φεύγει)
ΡΩΜΑΙΟΣ:
Ύπνος νάρθει στα μάτια σου και στην καρδιά σου ειρήνη.
Ύπνος και ειρήνη θάθελα για σένα να είχα γίνει –
Πάω στο κελλί το γέροντα τώρα, να του ιστορήσω
την ευτυχία μου, κι απ’ αυτόν βοήθεια να ζητήσω.
(Φεύγει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
238
ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ
Πράξη 3η – Σκηνή 2η
ΛΗΡ:
Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου ! Λύσσα ! Φύσα !
Νεροποντές και καταρράχτες, σεις, χυθείτε,
ως να ποτίσετε πυργιά κι ανεμοδείχτες !
Σεις, φλόγες θειάφινες και σαν τη σκέψη γλήγορες
προδρόμοι του δρυκόπου αστραποπέλεκου,
τ’ άσπρα μαλλιά μου καψαλιάστε !
Και συ, που σύμπαντα ταράζεις, κεραυνέ,
χτύπα της γης τον στρόγγυλο όγκο, κάν’ τον πλάκα !
Της φύσης σύντριψε τις μήτρες, λυώσε μονομιάς
όλους τούς σπόρους πού γεννούν αχάριστους ανθρώπους.
ΤΡΕΛΟΣ:
Ε, μπάρμπα μου, νεράκι από δεσποτικόν αγιασμό σε στεγνό σπίτι ε1να καλύτερο απ’ αυτό
το νεράκι τής βροχής στ’ ανοιχτά. Καλέ μπάρμπα, μέσα, και ζήτησε χάρη απ’ τα κορίτσια
σου. Τέτοια νύχτα δε λυπάται ούτε σοφούς ούτε τρελούς.
ΛΗΡ:
Φύσα τ’ ασκί σου, φούσκα ! Ξέρναγε, αστραπή ! —
Χύσου, βροχή ! Η βροχή, ο αγέρας, η βροντή,
η αστραπή δεν είναι κόρες μου. Μαζί σας,
στοιχειά μου, δεν τα βάζω για την ασπλαχνιά σας.
Σε σας δε μοίρασα βασίλειο, δε σας είπα
παιδιά μου, εσείς δε μου χρωστάτε υποταγή.
Λοιπόν, ας πάψει το φριχτό σας γλέντι· εδώ
σκλάβος σας στέκω, ένας φτωχός σακατεμένος,
ανήμπορος και καταφρονεμένος γέρος.
Όμως σας λέω βοηθούς δουλόπρεπους, που ενώσατε
με δυο κακούργες κόρες τα ουρανοκατέβατα
φουσάτα σας πάνω σ’ ένα κεφάλι τόσο
γέρικο κι άσπρο σαν αυτό. Ω, ω, ντροπή !
ΤΡΕΛΟΣ:
Όποιος έχει σπίτι να χώσει μέσα το κεφάλι του, έχει την καλύτερη περικεφαλαία.
Σαν μπει σε σπίτι το βρακί
που δε χωρεί και το κεφάλι,
ψειριάζουν και τα δυο πολύ.
Γυφτόγαμος, χαρά μεγάλη.
Όποιος τη φτέρνα του τη βάζει
στη θέση πόχει την καρδιά του,
239
από ‘να αγκάθι αυτός φωνάζει
κι ο ύπνος γίνεται αγρυπνιά του.
Γιατί δε φάνηκε ακόμα όμορφη γυναίκα, που να μη στραβομουτσουνιάζει στον καθρέφτη.
ΛΗΡ:
Άρχισε ο νους μου να σαλεύει. — Γιόκα μου, έλα·
τι κάνεις, γιόκα μου, κρυώνεις ; Κι εγώ κρυώνω. —
Πού ‘ναι, καλέ μου, τ’ αχυρόστρωμα που λες ;
Πόσο παράξενη είναι ή τέχνη της ανάγκης,
χαμένα πράματα πολύτιμα τα κάνει !
Πού ‘ναι η καλύβα σου ; — Φτωχό, τρελό μου αγόρι,
έχω μιαν άκρη στην καρδιά μου, πού λυπάται
για σένα τώρα.
ΤΡΕΛΟΣ:
Εκείνος πόχει μια σταλιά μυαλό,
με χάι χάι, μ’ αγέρα και βροχή,
της τύχης στέργει κάθε χωρατό —
κι έβρεχε η βροχή, βροχή καθημερινή.
ΛΗΡ:
Σωστά, γιέ μου.
ΤΡΕΛΟΣ:
Ωραία βραδυά, μπορεί να κρυώσει ακόμα και μια κοκότα.
Θα ειπώ μια προφητεία, πριν φύγω:
Όταν πιο πολύ οι παπάδες θα μιλούν παρά θα κάνουν
και στη μπίρα οι μπιραράδες μπόλικο νερό θα βάνουν,
όταν θα γενούν μαστόροι οι ευγενήδες στους ραφτάδες
και θα καίνε όχι τους άθεους, μοναχά τους γυναικάδες,
όταν κάθε νόμου κρίση θα ‘ναι δίκαιη και σωστή
κι οι δανδίδες δίχως χρέη κι όχι οι μάγκες πια φτωχοί,
όταν οι αβανιές δε θα ‘χουν άλλες γλώσσες για να μένουν
κι οι κλεφτοπορτοφολάδες σε στριμούρα δε θα μπαίνουν,
όταν φόρα θα μετράνε τα λεφτά οι καταχραστές
και θα χτίζουν οι ρουφιάνοι κι οι πουτάνες εκκλησιές,
τότε στο βασίλειο της Αλβιόνας
θα γενεί μεγάλος κυκεώνας :
Γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός — και ποιος θα ζήσει να τα ιδει.
που με τα πόδια θα μπορεί ο πάσα ένας να περπατεί.
Αυτή την προφητεία θα την κάνει ο Μερλίνος, γιατί
εγώ ζω πριν απ’ την εποχή του.
(Βγαίνει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
240
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Γ΄
Πράξη 1η – Σκηνή 2η
ΑΝΝΑ:
Ποιός μάγος σκοτεινός κάλεσε αυτόν το δαίμονα,
για να εμποδίσει το ιερό μας έργο ;
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Αχρείοι !
αφήστε αμέσως κάτω αυτό το λείψανο,
γιατί θα κάνω, μα τον Άγιο Παύλο, λείψανο
όποιον δεν υπακούσει.
ΑΝΝΑ:
Τι τρέμετε ; Φοβόσαστε ; Αχ, αλίμονο,
δεν αδικώ κανένα : είστε θνητοί,
και του θνητού το μάτι δεν μπορεί
ν’ αντικρίσει το διάβολο.—
Φύγε από δω, φριχτέ μεσίτη του Άδη !
είχες δύναμη μόνο στο θνητό κορμί του,
στην ψυχή του δεν έχεις. Λοιπόν φύγε !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Άγια ψυχή, κάνε έλεος, μην οργίζεσαι έτσι !
ΑΝΝΑ:
Για το Θεό, φύγε, δαίμονα απαίσιε.
Μη μας ταράζεις πια. Γιατί έχεις κάνει
τον ωραίο τούτον κόσμο κόλασή σου,
γεμάτη από φωνές που καταριούνται
κι’ απ’ αναστεναγμούς βαριούς.
Αν σ’ ευφραίνει να βλέπεις τα φριχτά σου τα έργα,
κοίτα το δείγμα αυτό της κακουργίας σου ! -
Ω, άρχοντές μου, δείτε, δείτε, τις πληγές
του νεκρού Βασιλιά που άνοιξαν τα πηγμένα
στόματά τους και στάζουν αίμα πάλι !—
Ντράπου, ντράπου, ω βουνό σιχαμερής ασκήμιας :
241
Εσύ είσαι εδώ, γι’ αυτό αναβρύζει το αίμα
από τις κρύες τούτες κι’ άδειες φλέβες.
Η πράξη σου, η απάνθρωπη κι’ αφύσικη,
το αφύσικο έχει φέρει τούτο αιμάτωμα.—
Ω Θεέ, που του ‘χες δώσει το αίμα αυτό, εκδικήσου
το θάνατό του ! Ω γη, που το ήπιες, εκδικήσου
το θάνατό του ! Ας τον χτυπήσει ό κεραυνός σας,
ουρανοί, το φονιά — ή άνοιξε, γη, από κάτω
και κατάπιε τον, όπως πίνεις τώρα
το αίμα του τίμιου τούτου Βασιλιά, πού εσφάχτη
απ’ το σατανικό του χέρι.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Δέσποινα,
ξεχνάς τούς νόμους της θεϊκής αγάπης,
που αντιπληρώνει το κακό με το καλό,
και την κατάρα μ’ ευλογία.
ΑΝΝΑ:
Αχρείε,
για σένα δεν υπάρχουν ούτε του Θεού,
ούτε του ανθρώπου νόμοι. Κανένα θηρίο
δεν είναι τόσο άγριο,
που να μη νιώθει μια σταλιά συμπόνια.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Εγώ δε νιώθω, ώστε δεν είμαι εγώ θηρίο.
ΑΝΝΑ:
Ω, τι θαύμα να λένε την αλήθεια οι διάβολοι !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Και θαύμα πιο τρανό να οργίζονται έτσι οι άγγελοι.—
Δώσε μου, θεία εικόνα της τέλειας γυναίκας,
την άδεια ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου,
μ’ αυτή την ευκαιρία,
απ’ τα φανταστικά μου κακουργήματα.
ΑΝΝΑ:
Δώσ’ μου φαρμακερό το κόσμου απόβρασμα,
μ’ αυτή την ευκαιρία, την άδεια
να σε καταραστώ, εσένα τον κατάρατο,
για τούτα σου τα εγκλήματα.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ω ομορφότερη
απ’ ό,τι λόγια ανθρώπινα μπορούν να πούνε,
στρέξε ν’ ακούσεις την απολογία μου.
ΑΝΝΑ:
Ω φριχτότερε απ’ ό,τι ανθρώπινη ψυχή
μπορεί να φανταστεί !
242
μια απολογία για σένα μόνο υπάρχει :
να κρεμαστείς.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Μια τέτοια απελπισία
θα ‘ταν ομολογία πώς είμαι φταίχτης.
ΑΝΝΑ:
Με τέτοια απελπισία,
θα ξέπλενες το κρίμα σου
παίρνοντας δίκια απ’ τον εαυτό σου εκδίκηση
για κείνους που ‘χεις άδικα σκοτώσει.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Κι’ αν δεν τους σκότωσα ;
ΑΝΝΑ:
Ε, τότε θα ζούνε.
Όμως δε ζουν, και, απαίσιε Σατανά,
συ τους έχεις σκοτώσει.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Δε σκότωσα τον άντρα σου.
ΑΝΝΑ:
Τότε θα ζει.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Όχι, είναι πεθαμένος : τον εσκότωσε
το χέρι του Εδουάρδου.
ΑΝΝΑ:
Λέει ψέματα το βρώμικό σου στόμα.
Η Μαργαρίτα η ίδια, η Βασίλισσα,
είδε το δολοφόνο σπαθί σου ν’ αχνίζει
απ’ το αίμα του — το ίδιο σπαθί που κάποτε
έστρεψες προς το στήθος της, μα πρόλαβαν
τ’ αδέρφια σου κι’ εμπόδισαν το χτύπημα.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Μ’ ανάγκασε η κακή της γλώσσα, που ήθελε
να ρίξει απάνω στις αθώες μου πλάτες
τα εγκλήματα εκεινών.
ΑΝΝΑ:
Σ’ ανάγκασε μονάχα
η αιμοβόρα ψυχή σου, που δεν ονειρεύτηκε
άλλο ποτέ από φόνους. Συ δε σκότωσες
τούτον το Βασιλιά;
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
243
Το δέχομαι.
ΑΝΝΑ:
Το δέχεσαι,
σκαντζόχοιρε ; Τότε ας δεχτεί κι ο Θεός
να κολαστείς για τούτο το έγκλημά σου !
Ώ, τι αγαθός κι’ ευγενικός και δίκαιος που είταν !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Γι’ αυτό του πρέπει η βασιλεία των ουρανών,
όπου βρίσκεται τώρα.
ΑΝΝΑ:
Ναι, έχει πάει
στον ουρανό, όπου εσύ ποτέ σου δε θα πας.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Τότε να μου χρωστά και χάρη που τον βοήθησα
να πάει. Γιατί είταν πιο πολύ εκειπάνω
η θέση του παρά στη γη.
ΑΝΝΑ:
Κι’ εσένα η θέση σου
δεν είναι αλλού παρά στην Κόλαση.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ω, ναι·
και μια άλλη θέση αν θέλεις να σ’ την πω.
ΑΝΝΑ:
Ω, καμιά φυλακή.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Η κρεβατοκάμαρά σου.
ΑΝΝΑ:
Αναπαμό να μη γνωρίσει ή κάμαρα
όπου πλαγιάζεις !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Κι’ ούτε θα γνωρίσει
ενόσω δεν πλαγιάζω δίπλα σου.
ΑΝΝΑ:
Το ελπίζω.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Εγώ το ξέρω. Όμως, γλυκιά Λαίδη Άννα,—
για ν’ αφήσουμε πια τη ζωηρή μας συζήτηση
και να ‘ρΘουμε σε μια ησυχότερη ομιλία,—
όποιος είταν η αιτία γι’ αυτόν τον πρόωρο θάνατο
των Πλανταγενετών,
244
του Ερρίκου και του Εδουάρδου, δεν είναι ένοχος
όσο κι’ εκείνος πού ‘κανε το φόνο ;
ΑΝΝΑ:
Εσύ είσουνα η αιτία κι εσύ ο κατάρατος
Φονιάς.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Αιτία είταν η ομορφιά σου :
η ομορφιά σου που ερχότανε στον ύπνο μου
και με παρακινούσε να δώσω το θάνατο
σ’ όλο τον κόσμο, ναι, για να μπορέσω
να ζήσω μια ώρα στη γλυκιά σου αγκάλη.
ΑΝΝΑ:
Αν πίστευα ότι λες, φονιά, τούτα τα νύχια
Θα ’χαν ξεσκίσει κιόλα από το πρόσωπό μου
αυτή την ομορφιά.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Τούτα τα μάτια
δε θα ‘στρεγαν ποτέ να ιδούν το ρήμαγμα
της γλυκιάς σου ομορφιάς. Δε θα μπορούσες
να της κάνεις κακό, αν είμουνα κοντά σου.
Γιατί, όπως ό ήλιος δίνει τη χαρά στον κόσμο,
έτσι κι αυτή σ εμένα.
Είναι το φως μου, η ζωή μου.
ΑΝΝΑ:
Μαύρη νύχτα
να σκεπάσει το φως σου,
και θάνατος τη ζωή σου !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Μην καταριέσαι τον εαυτό σου, ουράνιο πλάσμα,
τι είσαι εσύ και τα δυο.
ΑΝΝΑ:
Μακάρι να ‘μουν,
για να σ’ εκδικηθώ.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Θα είταν αφύσικο
να εκδικηθείς αυτόν που σ αγαπά.
ΑΝΝΑ:
Δίκαιο και λογικό θα ήταν να εκδικηθώ
τον άνθρωπο που σκότωσε τον άντρα μου.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ο άνθρωπος που σου πήρε, Δέσποινα, τον άντρα σου
245
το ‘κανε για να πάρεις άλλον πιο καλό.
ΑΝΝΑ:
Πιο καλός δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Υπάρχει κάποιος άλλος
που σ’ αγαπά καλύτερα.
ΑΝΝΑ:
Πώς λέγεται ;
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Πλανταγενέτης.
ΑΝΝΑ:
Έτσι λέγονταν εκείνος.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Το ίδιο λέγεται κι’ αυτός, μα είναι καλύτερος.
ΑΝΝΑ:
Πού είναι ;
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Εδώ.
Γιατί με φτύνεις ;
ΑΝΝΑ:
Άμποτε
να είταν για σένα φονικό φαρμάκι !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ποτέ φαρμάκι δεν εβγήκε από ένα τέτοιο
γλυκό μέρος.
ΑΝΝΑ:
Ποτέ δε στάθηκε φαρμάκι
σε φριχτότερο φρύνο. Φύγε από μπροστά μου !
Μου πληγώνεις τα μάτια.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Τα δικά σου μάτια
πλήγωσαν τα δικά μου, ωραία μου Δέσποινα.
ΑΝΝΑ:
Μακάρι να είταν βασιλίσκοι, να σε σκότωναν !
246
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Μακάρι να ‘ταν, για να πέθαινα μεμιά·
τι τώρα με σκοτώνουν, κι’ όμως ζω.
Αυτά τα μάτια σου έκαναν τα μάτια μου
να κλάψουνε πικρά, και ντρόπιασαν το φως τους
με ποτάμια από δάκρυα παιδικά :
τούτα τα μάτια που δεν έχυσαν ποτέ
συμπόνιας δάκρυα : ούτε τότε πού ‘κλαιγαν
ο πατέρας μου ο Γιόρκ και ο Εδουάρδος,
ακούγοντας τον άθλιο γόο που ‘κανε ο Ρούτλανδ
όταν ο μαύρος Κλίφφορντ έσειε το σπαθί του
απάνω απ’ το κεφάλι του,
ούτε τότε που ο αντρείος πατέρας σου ιστορούσε
σαν το παιδί, τη θλιβερή θανή
του δικού μου πατέρα, και είκοσι φορές
σταμάτησε η μλιά του
απ’ το αναφιλητό κι από το κλάμα —
έτσι που όλο όσοι τον ακούγαν
είχαν ογρά τα πρόσωπα, σα δέντρα
ύστερ’ από βροχή.
Κείνες τις μαύρες μέρες, τ αντρίκια μου μάτια
καταφρονούσαν τ’ αδύναμα δάκρυα·
μα ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει η τόση λύπη
το πέτυχε η ομορφιά σου,
και τα κανε να τυφλωθούν από το κλάμα.
Ποτέ δεν έχω πέσει να παρακαλέσω
ούτε φίλο ούτε εχτρό· η γλώσσα μου δεν έμαθε
ποτέ τα λόγια τα γλυκά της κολακείας·
μα τώρα που σκοπός μου είναι τα κάλλη σου,
παρακαλεί η περήφανη καρδιά μου
και αναγκάζει τη γλώσσα μου να σου μιλήσει.
Μα η ομορφιά σου
μ’ έσπρωξε να το κάνω. Χτύπα ! Εγώ τον σκότωσα
και τον Εδουάρδο —
ΑΝΝΑ:
Σήκω, υποκριτή !
Αν και ποθώ το θάνατό σου, δεν θέλω
να γίνω ο δήμιός σου εγώ.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ε, τότε,
πες μου να σκοτωθώ, και θα το κάνω.
ΑΝΝΑ:
Σου το έχω πει.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Μου το είπες στο θυμό σου. Πες το πάλι,
και τούτο εδώ το χέρι, που για την αγάπη σου
σκότωσε την αγάπη σου, θα σκοτώσει, γι’ αγάπη σου, μια αγάπη
πολύ πιστότερη· και θα ‘σαι εσύ η αιτία
και για τους δυο θανάτους.
ΑΝΝΑ:
Πώς ήθελα να ξέρω την καρδιά σου !
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Τη φανερώνει ή γλώσσα μου.
ΑΝΝΑ:
Φοβάμαι και τα δυο πώς είναι ψεύτικα.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Τότε δε στάθηκε άνθρωπος αληθινός στον κόσμο.
ΑΝΝΑ:
Καλά, καλά, βάλ’ το σπαθί στη θήκη.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Πες μου λοιπόν πως είμαστε πια φίλοι.
248
ΑΝΝΑ:
Αυτό θε να το δούμε αργότερα.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Όμως μπορώ να ζω με την ελπίδα ;
ΑΝΝΑ:
Όλοι, θαρώ με μιαν ελπίδα ζούμε.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Δέξου από μένα αυτό το δαχτυλίδι.
ΑΝΝΑ:
Δέχομαι δε θα πει παραχωρώ.
(Φορεί το δαχτυλίδι)
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Δες, όπως ζώνει αυτό το δαχτυλίδι
το δάχτυλό σου, έτσι κλείνει και το στήθος σου
τη δόλια μου καρδιά. Κράτησ’ τα και τα δυο,
γιατί είναι και τα δυο δικά σου. Κι αν μπορεί
ο αφοσιωμένος δύστυχος ικέτης σου
να ζητήσει μια χάρη
από το σπλαχνικό σου χέρι, θα του κάνεις
τη ζωή του για πάντα ευτυχισμένη.
ΑΝΝΑ:
Τι θες λοιπών ;
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Ν αφήσεις
αυτό το πένθιμο έργο σ’ αυτόν που ’χει
μεγαλύτερο λόγο να πονεί,
και να φύγεις αμέσως για το Κρόσμπυ·
κι’ εκεί —
σα θάψω μ’ όλη την πρεπούμενη πομπή το σώμα αυτού του τίμιου Βασιλιά,
στου Τσέρσυ τη μονή, και ραντίσω τον τάφο του
με της μετάνοιας μου τα δάκρυα,—θα ‘ρθω αμέσως
να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
Για πολλούς λόγους που δεν ξέρεις, σε ικετεύω,
κάνε μου αυτή τη χάρη.
ΑΝΝΑ:
Μ’ όλη μου την καρδιά. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια
να βλέπω που έχεις έτσι μετανιώσει.
ΓΚΛΟΣΤΕΡ:
Δε μ’ αποχαιρετάς ;
249
ΑΝΝΑ:
Ζητάς πολλά.
Όμως αφού με μαθαίνεις εσύ
πώς να σε κολακέψω,
φαντάσου πως σου το ‘χω πει το χαίρε.
(Φεύγει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
250
ΑΜΛΕΤ
Πράξη 3η – Σκηνή 1η
ΑΜΛΕΤ:
Ω, ταπεινά σ’ ευχαριστώ· καλά, καλά, καλότατα.
ΟΦΙΛΙΑ:
Αφέντη μου, έχω μερικά χαρίσματά σου
που από καιρό ποθούσα να σ’ τα ξαναδώσω·
παρακαλώ σε τώρα πάρ’ τα.
ΑΜΛΕΤ:
Εγώ ; όχι δα· ποτέ δε σου ‘χω δώσει τίποτα.
ΟΦΙΛΙΑ:
Καλέ μου αφέντη, ξέρω εγώ καλά πως μου ‘δωσες·
μαζί και λόγια με γλυκόπνοη ευωδιά
που τα ‘κανε πολύ πλουσιότερα τα δώρα·
σαν χάθη το άρωμά τους, πάρ ‘τα πίσω τώρα·
σε αγνή ψυχή το πλούσιο χάρισμα φτωχαίνει
σαν τύχει ό χαριστής κακός να γένει. Ορίστε, αφέντη μου.
ΑΜΛΕΤ:
Χα, χα ! Είσαι τίμια ;
ΟΦΙΛΙΑ:
Αφέντη μου ;
ΑΜΛΕΤ:
Είσαι όμορφη ;
ΟΦΙΛΙΑ:
Τι θες να πεις, αφέντη μου ;
ΑΜΛΕΤ:
Γιατί, αν είσαι τίμια κι όμορφη, η τιμή σου δεν πρέπει να ‘χει καμιά σχέση με την
ομορφιά σου.
ΟΦΙΛΙΑ:
Μπορεί η ομορφιά, αφέντη μου, να βρει άλλη παρέα καλύτερη απ’ την τιμή ;
251
ΑΜΛΕΤ:
Βεβαιότατα, γιατί μάλλον η δύναμη της ομορφιάς θα μεταμορφώσει την τιμή κι από αυτό
που είναι θα την κάμει μεσίτρα, παρά η δύναμη της τιμής να μπορέσει ν’ αλλάξει την
μορφιά και να την κάμει όμοιά της· αυτό ήταν άλλοτε παραδοξολογία, αλλά η εποχή μας
το βγάζει σωστό. Σ’ αγάπησα κάποτε.
ΟΦΙΛΙΑ:
Αλήθεια, αφέντη μου, μ’ έκαμες να το πιστέψω.
ΑΜΛΕΤ:
Δεν έπρεπε να μ’ είχες πιστέψει· γιατί όσα μυρουδικά αρετής κι αν ρίξουμε στον παλιό
μας μπελντέ, το καταλαβαίνουμε στη γέψη· δε σ’ αγάπησα.
ΟΦΙΛΙΑ:
Τόσο το χειρότερο, γελάστηκα.
ΑΜΛΕΤ:
Να πας σε μοναστήρι· τι θες να γίνεις γεννήτρα αμαρτωλών Κι εγώ είμαι, ας πούμε,
τίμιος· κι όμως έχω να κατηγορήσω τον εαυτό μου για πράματα που κάλλιο να μη μ’ είχε
κάμει η μάνα μου· είμαι πολύ φαντασμένος, εκδικητικός, φιλόδοξος· είμαι με τόσες
κακίες φορτωμένος, όσες δεν έχω σκέψεις να τις χωρέσουν, φαντασία να τους δώσει
μορφή, ή καιρό να τις βάλω σε πράξη. Τι θέλουν τέτοιοι κακόμοιροι σαν εμένα να
σέρνονται ανάμεσα ουρανό και γη ; Είμαστε όλοι αλήτες, Κανέναν μας μην πιστεύεις.
Άντε να κλειστείς σε μοναστήρι. — Που είναι ο πατέρας σου ;
ΟΦΙΛΙΑ:
Στο σπίτι, αφέντη μου.
ΑΜΛΕΤ:
Να τον κλείσετε μέσα για να μην κάνει αλλού τον τρελό, μόνο μέσ’ στο σπίτι του. Γεια
σου.
ΑΜΛΕΤ:
Αν παντρευτείς, θα σου δώσω τούτη την πικρή προφητεία για προίκα σου : κι ας είσαι
αγνή σαν το κρούσταλλο και καθαρή σαν το χιόνι, απ’ την αβανιά δε θα γλυτώσεις. Άντε,
πήγαινε σε μοναστήρι. Γεια σου. — Ή αν θέλεις και καλά να παντρευτείς, Πάρε έναν
τρελό· γιατί οι φρόνιμοι πολύ καλά ξέρουν τι τέρατα τους κάνετε. Σε μοναστήρι, εμπρός·
και γρήγορα. Γεια σου.
ΑΜΛΕΤ:
Έχω ακούσει και για τα βαψίματά σας, τα ξέρω καλά· ο Θεός σας δίνει ένα πρόσωπο και
σεις το φκιάνετε άλλο· λυγιζόσαστε, σουσουραδίζετε, μιλάτε με νάζι και δίνετε
χαϊδευτικά παρατσούκλια στα πλάσματα του θεού· και την ακολασία σας την
παρουσιάζετε για άγνοια. Άντε, δεν τα υποφέρω πια, αυτά με τρέλαναν. Σου λέω δε
252
θέλουμε άλλες παντρειές· όσοι είναι ως τώρα παντρεμένοι, όλοι έξω από έναν, θα ζήσουν· οι
άλλοι θα μείνουν έτσι. Σε μοναστήρι, άντε.
(Βγαίνει)
ΟΦΙΛΙΑ:
Ω τόσο ευγενικό μυαλό πώς σακατεύτη !
Μάτι, λαλιά, σπαθί αυλικού, σοφού, στρατιώτη,
η απαντοχή, το ρόδο στ’ όμορφο βασίλειο,
της μόδας ο καθρέφτης, πρότυπο στους τρόπους,
το θώρι όσων θωρούν, τόσο να πέσει, τόσο !
Κι εγώ η πιο άθλια κι έρμη απ’ τις γυναίκες,
που βύζαξα το μέλι απ’ τα γλυκά του λόγια,
να βλέπω το έξοχο, το υπέροχό του πνεύμα
σαν σήμαντρο γλυκό που ράισε να γκρινιάζει·
το ασύγκριτό του θώρι, τα ανθισμένα νιάτα
να τα μαραίνει το ξεφρένιασμα. Ω μαύρη μου ώρα,
τι να ‘χω δει και τι να βλέπω τώρα !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
253
ΑΜΛΕΤ
Πράξη 3η – Σκηνή 4η
Μπαίνει ο ΑΜΛΕΤ)
ΑΜΛΕΤ:
Δοιπόν, μητέρα μου, τι τρέχει ;
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Άμλετ, στον πατέρα σου έκαμες πολύ κακό.
ΑΜΛΕΤ:
Μητέρα, στον πατέρα μου έκαμες πολύ κακό.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Έλα, έλα, μου αποκρίνεσαι μ’ ανούσια γλώσσα.
ΑΜΛΕΤ:
Άντε, άντε, μου αποτείνεσαι με ανόσια γλώσσα.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Τι είναι αυτά, Άμλετ ;
ΑΜΛΕΤ:
Τι, μητέρα μου ;
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Με ξέχασες ;
ΑΜΛΕΤ:
Όχι, όχι, μα τον σταυρωμένο, όχι και τόσο·
είσαι η βασίλισσα, η γυναίκα του αντραδέρφου σου,
κι είσαι — που να μην ήσουνα — η μητέρα μου.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Ε, όχι, άλλους θα βάλω να μπορούν να σου μιλήσουν.
ΑΜΛΕΤ:
Έλα, έλα εδώ, και κάτσε κάτω· μη σαλέψεις·
δε φεύγεις πριν μπροστά σου βάλω έναν καθρέφτη
254
όπου να δεις μέσα και μέσα τον εαυτό σου.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Τι μελετάς να κάμεις ; Δε θα με σκοτώσεις;
Βοήθεια, βοήθεια, ώ !
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Αλί μου, τι έκανες ;
ΑΜΛΕΤ:
Δεν ξέρω, τι, είν’ ο βασιλιάς ;
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Τι ξαφνικό κι απαίσιο έγκλημα είν’ αυτό ;
ΑΜΛΕΤ:
Απαίσιο έγκλημα ! σχεδόν τόσο κακό,
καλή μητέρα, σαν να θανατώσεις βασιλιά
κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Να θανατώσεις βασιλιά ;
κι απέ να παντρευτείς τον αδερφό του.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Να θανατώσεις βασιλιά ;
ΑΜΛΕΤ:
Ναι, κυρά, το ‘πα.—
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Τι έχω κάμει πού τολμάς με γλώσσα αδιάντροπη
τόσο σκληρά να με αποπαίρνεις ;
255
ΑΜΛΕΤ:
Πράξη τέτοια,
που σβει τη χάρη και το χρώμα της ντροπής·
την αρετή τη λέει υποκρίτρα· βγάζει το τριαντάφυλλο
από το μέτωπο τ’ ωραίο αγνής αγάπης
και βάζει εκεί ένα απόστημα· τα λόγια του αρρεβώνα
τα κάνει ψεύτικα σαν όρκους τζογαδόρων·
ω, τέτοια πράξη, που απ’ το σώμα το ιερό
του γάμου ξεριζώνει την ψυχή την ίδια
και τη γλυκειά του τελετή την κάνει ψαλμωδία
φλύαρη· κοκκινίζει η όψη τ’ ουρανού
κι αυτός ο ατόφιος στέρεος όγκος με θλιμμένο
πρόσωπο, ωσάν την κρίση ν’ αντικρύζει, λιώνει
πού συλλογιέται αυτή την πράξη.
ΓΕΤΡΟΥΔΗ:
Ωιμέ, τι πράξη,
πού έτσι μουγκρίζει και βροντάει ο πρόλογός της ;
ΑΜΛΕΤ: Κοίταξε εδώ, δες την εικόνα αυτή κι αυτή,
που παρουσιάζουν δυο αδερφούς σ’ αντιπαράσταση.
Δες πόση χάρη έχει απλωθεί σ’ αυτό το πρόσωπο·
σγουρά Υπερίονα· του Δία του ίδιου μέτωπο·
ματιά σαν του Άρη, φοβερίζει και προστάζει·
κορμοστασιά σαν του Ερμή του αγγέλου, μόλις
ακροπατεί σε κορυφή ουρανοφιλούσα.
Σύνθεση τόντι και μορφή που επάνω της
ο κάθε Θεός λες κι έχει βάλει τη σφραγίδα του
να εγγυηθούν στον κόσμο για έναν άντρα· αυτός
ήταν ο άντρας σου.— Δες τώρα τη συνέχεια :
τούτος είν’ ο άντρας σου· σαν ήρα καπνισμένη,
που το γερό το αδέρφι της μολύνει. Έχεις μάτια ;
Άφησες τη βοσκή στο ωραίο αυτό βουνό
για να παχαίνεις μέσ’ σ’ αυτόν τον βούρκο ; Χα ! Έχεις μάτια ;
Μη μου πεις έρωτας, γιατί στην ηλικία σου
η θέρμη των αιμάτων ημερεύει, πέφτει
κι ακολουθεί την κρίση· ποια όμως κρίση θα ‘πεφτε
σ’ αυτό απ’ αυτό ; Νουν έχεις σίγουρα, τι αλλιώς
δε σάλευες — μα ‘παθε ο νους σου αποπληξία·
γιατί ούτε η τρέλα δε θα λάθευε· ούτε ο νους
δεν εσκλαβώθη έτσι ποτέ στη λύσσα του έρωτα
που να μην έχει λίγη δύναμη να ξεχωρίσει
την τόση διαφορά. Ποιος διάολος σ’ έμπλεξε έτσι
στην τυφλομύγα ; Μάτια δίχως την αφή,
αφή αόμματη, αφτιά χωρίς χέρια και μάτια,
όσφρηση δίχως τίποτ’ άλλο, ή κι ένα μέρος
αρρωστημένο από μια γνήσια αίσθηση
δε θα ‘χε τόση στραβομάρα. — Ω ντροπή,
πού ‘ναι το χρώμα σου ; Άδη αντάρτη, αφού σηκώνεις
τέτοια επανάσταση σε μιας κυράς τα κόκαλα,
ας γίνει στη φωτιά της νιότης η αρετή
256
κερί, στη φλόγα της να λιώνει· κι ας μη ντρέπεται
σαν κάνει επίθεση το πάθος το ασυγκράτητο,
αφού ως κι ο πάγος με άλλη τόση καίει ορμή,
κι είναι μεσίτρα ο νους στον πόθο.
ΓΕΡΤΡΟΎΔΗ:
Ω Άμλετ, μη μιλάς πια· μου γυρνάς τα μάτια
μέσ’ στης ψυχής μου τα κατάβαθα, όπου βλέπω
λεκέδες τόσο μελανούς που δεν ξεφάφονται.
ΑΜΛΕΤ:
Μόν’ για να ζεις σε λιγδωμένου κρεβατιού
τον σάπιο ιδρώτα, στην χλιαρήν ακολασία,
να κάνεις έρωτα και γλύκες μέσα σ’ ένα
γουρνοσταλιό —
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Ω, πάψε πια· τα λόγια αυτά σου σαν μαχαίρια
μπαίνουν στ’ αφτιά μου. Πάψε πια, Άμλετ ακριβέ μου !
ΑΜΛΕΤ:
Μ’ έναν φονιά κι έναν αχρείο· μ’ έναν σκλάβο
που ούτε το δέκατο δεν έχει απ’ το εικοστό
του πρώτου αφέντη σου· έναν καραγκιόζη βασιλιά·
πορτοφολά του θρόνου και της εξουσίας,
που απ’ το σεντούκι το πολύτιμο το στέμμα
το βούτηξε και το ‘χωσε στην τσέπη του !
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Όχι πια !
ΑΜΛΕΤ:
Έναν βασιλέα από κουρέλια και μπαλώματα —
(Μπαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Αλίμονο, είναι τρελός !
ΑΜΛΕΤ:
Ήρθες για να μαλώσεις τον οκνό σου γιο
που αφήνοντας καιρό και πάθος να περνάει
δεν εχτελεί τη βιαστική, την τρομερή σου προσταγή ;
Ω, πες μου !
ΑΜΛΕΤ:
Πώς είσαι, κυρία ;
257
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Αλίμονο, πώς είσαι συ,
που έτσι καρφώνεις στο κενό τα μάτια
και με τον άυλον αέρα κουβεντιάζεις ;
Το πνέμα σου άγριο ξεπροβάλλει από τα μάτια σου,
και, σαν στρατιώτες σε συναγερμό στον ύπνο τους
τα πλαγιασμένα σου μαλλιά, σαν ξαφνικά
να παίρνουν ζωή, πετιούνται ορθά. Καλό παιδί μου,
την κάψα και φωτιά της ταραχής σου ράντισε
με κρύα υπομονή. Μα τι κοιτάζεις ;
ΑΜΛΕΤ:
Αυτόν, αυτόν ! Δες τι χλωμή ή θωριά του !
Μορφή κι αιτία του ενωμένα αν εμιλούσαν
στις πέτρες, θα τις συγκινούσαν. — Ω, μη με κοιτάζεις,
μήπως μ’ αυτό σου το ύφος το θλιμμένο αλλάξεις
τη στέρια διάθεσή μου· κι ό,τι πάω να κάμω
πάρει άλλο χρώμα· δάκρυα ίσως αντίς αίμα.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Σε ποιον τα λες αυτά ;
ΑΜΛΕΤ:
Τίποτα εκεί δε βλέπεις ;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Τίποτα κι όμως όλα όσα ναι κει τα βλέπω.
ΑΜΛΕΤ:
Και τίποτα δεν άκουσες ;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Τίποτα, μόνο εμάς.
ΑΜΛΕΤ:
Πώς, κοίτα κει ! Κοίτα πώς φεύγει αργά και πάει !
Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε !
Κοίταξε κει, να, τώρα βγαίνει από την πόρτα !
(Βγαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Γέννημα μόνο του μυαλού σου· πράμα ασώματο
η έξαψη μόνο πλάθει.
ΑΜΛΕΤ:
Έξαψη !
Δες ο σφυγμός μου, ταχτικός σαν τον δικόν σου,
κρατάει τον ίδιο υγείας ρυθμό· δεν είναι τρέλα
όσα ξεστόμισα· δοκίμασέ με κι όλα
σ’ τα ξαναλέω λέξη προς λέξη· η τρέλα θα πηδούσε
258
μακριά. Μητέρα, έτσι να δεις Θεό, μη βάζεις
το γλυκό στην ψυχή σου μπάλσαμο πώς τάχα
μιλάει η τρέλα μου κι όχι τ ανόμημά σου·
θα κάμει στο έλκος σου μια πέτσα επάνω-επάνω
και μέσα κρυφοβόσκοντα ή κακιά σαπίλα
θα προχωρεί παντού. Στο Θεό ξομολογήσου·
μετάνιωσε για ό,τι έγινε, απόφυγε στο μέλλον
και μη τ’ αγριόχορτα φουσκίζεις και τα κάνεις
θρασύτερα. Συχώρα αυτή την αρετή μου,
γιατί στην έγκωμη, παχύσαρκη εποχή μας
ως κι η αρετή πρέπει να παίρνει απ’ την κακία συμπάθιο,
ναι, ταπεινά σκυφτή να της ζητάει την άδεια
για να τής της κάμει τ καλό.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Αχ, Άμλετ, την καρδιά μου μου ’σκιεσες στα δύο.
ΑΜΛΕΤ:
Ω, πέτα πέρα το χειρότερο κομμάτι
και ζήσε αγνότερη με τ άλλο.— Καληνύχτα.
Όμως στου θείου μου το κρεβάτι να μην πας·
πάρε, αν δεν έχεις, αρετή με το στανιό.
Κρατήσου απόψε· λίγο
θα σ’ ευκολύνει αυτό τη δεύτερη φορά·
την τρίτη πιο πολύ· τι λίγο-λίγο ή χρήση
μπορεί ν’ αλλάξει και της φύσης τη συνήθεια
και, ή να δαμάσει ή να πετάξει έξω τον διάβολο
με θαυμαστήν ορμή. Και πάλι καληνύχτα·
κι όταν ποθήσεις ευλογία, θα σου ζητήσω να μ’ εύλογήσεις.— Όσο για τον κύριο τούτον
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Τι θες να κάμω ;
ΑΜΛΕΤ:
Κάθε άλλο απ’ ό,τι σου είπα πριν· άσ’ τονε πάλι
να σε τραβήξει ο μπεκροβασιλιάς στο στρώμα·
στο μάγουλο να σε γλυκοτσιμπήσει· να σε ειπεί
ποντίκι του· για δυο βρωμόχνωτα φιλιά, ή μπατσάκια
στον σβέρκο με τα κολασμένα του τα δάχτυλα
στρέξε όλα αυτά να του τα φανερώσεις, πως
259
ουσιαστικά τρελός δεν είμαι, παρά ή τρέλα μου
είναι φκιαστή. Αυτό καλό ‘ναι να το μάθει·
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Ω, να ‘σαι βέβαιος αν τα λόγια είναι πνοή,
κι είναι ή πνοή ζωή, δεν έχω εγώ ζωή
να δώσω πνοή σ’ αυτά που μου ‘πες.
ΑΜΛΕΤ:
Πρέπει να πάω στην Αγγλία· αυτό το ξέρεις ;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ:
Ωχού, το ξέχασα· έχει γίνει τέτοια απόφαση.
ΑΜΛΕΤ:
Τα έγγραφα έχουν σφραγιστεί και τα κομίζουν
οι δυο μου σύσκολοι, που εγώ τους επιστεύομαι
όσο δυο οχιές φαρμακερές· αυτοί μου ανοίγουν
τον δρόμο· μου είναι οι αρχηγοί στην προδοσία.
Ασ’ το, ας τραβήξει· κι έχει γούστο να ξεκάμεις
με τη δική του μηχανή τον μάστορή της.
Δύσκολα, μα θα σκάψω κάτω απ’ τα λαγούμια τους
μια όργιά, να τούς τινάξω στ’ άστρα· είναι γλυκό
δυο πονηριές αντίπαλες να συγκρουστούν.
Τούτον να τον μαζέψω και να τα μαζεύω·
τ’ άντερα αυτά θα τα τραβήξω πλάι στην κάμαρη.—
Μητέρα, καληνύχτα.—-Αλήθεια αυτός ο σύμβουλος
τώρα ‘ναι σιωπηλός πολύ και σοβαρός,
ενώ, όσο ζούσε, ήταν ό φίλος φλύαρος και λωλός.—
Κύριε, εμπρός, να τελειώνουμε με σένα.—
Μητέρα, καληνύχτα.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
260
ΑΜΛΕΤ
Πράξη 5η – Σκηνή 1η
Α’ ΚΩΜ: Είναι να τηνε Θάψουνε σαν χριστιανή μια που γυρεύει στανικά να σώσει τις
αμαρτίες της ;
Β’ ΚΩΜ: Είναι σου λέω· και γι’ αυτό ίσα, φτιάχ’ της τον τάφο· ο κορονάτος την έβαλε
κάτω και της έβγαλε χριστιανικό θάψιμο.
Α’ ΚΩΜ: Αυτό δε γίνεται, έξω κι αν πνίχτηκε «ναμύνη ζωής».
Β’ ΚΩΜ: Ε, έτσι το ‘βραν.
Α’ ΚΩΜ: Πρέπει να ‘ναι «ναμύνη ζωής», αλλιώς δε γίνεται. Γιατί δω ‘ναι ο κόμπος· γιατί
αν πάω και πνιχτώ «εγνώσει», αυτό ‘ναι μια πράξη· και μια πράξη έχει τρεις κλάδωσες :
το πράττω, το ποιώ, το κάνω· αραγούν, αυτή πνίχτηκε «εγνώσει».
Β’ ΚΩΜ: Όχι, άκουσε, μαστροτσάπα μου, —
Α’ ΚΩΜ. Με το συμπάθιο : εδώ ‘ναι το νερό· πάει καλά· εδώ στέκεται ο άθρωπος· πάει
καλά· αν ο άθρωπος πάει σ’ αυτό το νερό και πνιχτεί, θα ειπεί, θέλει δε θέλει, πως πήγε·
αυτό να σημειώσεις· αν όμως το νερό πάει σ’ αυτόν και τον πνίξει, δεν έχει πνιχτεί μόνος
του· αραγούν, εκείνος δεν έχει εγκληματήσει στον εαυτό του, δεν κόβει ο ίδιος τη ζωή
του.
Β’ ΚΩΜ: Μα έτσι είν’ ο νόμος ;
Α’ ΚΩΜ: Αμ έτσι βέβαια· ό βασιλικός ο νόμος της ανάκρισης.
Β’ ΚΩΜ: Θες να μάθεις την αλήθεια ; Αν αυτή δεν ήταν αρχοντοπούλα, δε θα τη θάβανε
με την εκκλησία.
Α’ ΚΩΜ: Α, αυτό το ‘πες σωστά· κι είναι μάλιστα άδικο οι μεγαλουσάνοι να ‘χουν το
λεύτερο και να πνιχτούν και να κρεμαστούν περισσότερο από τους άλλους χριστιανούς.
Έλα, την τσάπα μου. Δεν έχει παλιό αρχοντολόι, μονάχα οι περιβολάρηδες, οι σκαφτιάδες
κι οι νεκροθάφτες, αυτοί κρατάνε την τέχνη του Αδάμ.
Β’ ΚΩΜ: Τι, αυτός ήταν άρχοντας ;
Α’ ΚΩΜ: Αμέ, αυτός πρωτόβαλε άρματα.
Β’ ΚΩΜ: Άντε, δεν είχε άρματα.
Α’ ΚΩΜ: Τι, δωλολάτρης είσαι ; Έτσι ξηγάς την Αγία Γραφή ; Η Αγία Γραφή το λέει «ο
Αδάμ ήταν ο πρώτος αρματολός». Ε, μπόρηγε να ‘ναι αρματολός δίχως άρματα ; Θα σου
βάλω άλλο ένα ζήτημα· α δε μου δώσεις σωστή απόκριση, τότε ξομολογήσου,—
Β’ ΚΩΜ: Άντε, μπρος.
Α’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, κι από καλαφάτη,
κι από μαραγκό ;
Β’ ΚΩΜ: Ο κρεμαλοφτιάχτης· γιατί το κοδόμημα αυτουνού φιλεύει χιλιάδες και πάλι
βαστάει.
Α’ ΚΩΜ: Μ’ αρέσει η ξυπνάδα σου, μα την πίστη μου· καλή ‘ναι η κρεμάλα· αμή πώς
καλή ; καλή για κείνους που κάνουν κακά κι εσύ κάνεις κακά να λες πως η κρεμάλα είναι
κοδόμημα πιο στέρεο κι απ’ την εκκλησιά· αραγούν, η κρεμάλα είναι καλή για σένα. Έλα,
μπρος, άλλο.
Β’ ΚΩΜ: Ποιος είν’ εκείνος που κοδομάει στερεώτερα κι από χτίστη, καλαφάτη και
μαραγκό;
261
Α’ ΚΩΜ: Ναι, αυτό να μου πεις, κι άι καλιά σου.
Β’ ΚΩΜ: Στην πίστη μου, τώρα θα σ’ το πω.
Α’ ΚΩΜ: Πες το.
Β’ ΚΩΜ: Στο διάτανο, δε μπορώ.
Α’ ΚΩΜ: Μην κοπανάς το μυαλό σου περισσότερο, γιατί τ’ οκνό σου το γαϊδούρι δε
σιάζει την περπατησιά του με το ξύλο· κι όταν στο εξής σου βάλουν αυτό το ζήτημα, να
ειπείς : «ο νεκροθάφτης»· τα σπίτια που σου φτιάνει αυτός σου βαστάνε ως τη δεύτερη
παρουσία. Χάιντε πετάξου στου Γιόχαν· φέρε μου ένα καραφάκι ρακί.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
262
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Κι’ αν έρθει, θα φερθώ με κάποια αναίδεια.
Ας πούμε πως με βρίζει,
εγώ θα πω, χωρίς καμιά ντροπή,
πως κελαϊδεί γλυκύτερ’ απ’ τα’ αηδόνι.
Ας πούμε πως μου ρίχνει άγριες ματιές,
εγώ θα πω πως τα μάτια της είναι
λαγαρά σαν τριαντάφυλλα
που τα ’χει λούσει η δρόσο της αυγής.
Ας πούμε πως βουβαίνεται, μη θέλοντας
να βγάλει ούτε μια λέξη, εγώ θ’ αρχίσω
να παινεύω την έξυπνη λαλιά της
και τη γοητευτική της ευγλωττία.
Κι ν πει να της αδειάσω τη γωνιά,
θα την ευχαριστήσω, σα να μου ’λεγε
να καθίσω κοντά της μια βδομάδα.
Αν πει πως δεν παντρεύεται, θ’ αρχίσω
να τη ρωτάω επίμονα
πότε θα προκηρύξουμε τους γάμους μας
στην εκκλησία, και πότε θα τούς κάνουμε. —
Μα να την κιόλα ! Εμπρός λοιπόν, Πετρούκιε.
(Έρχεται η ΚΑΤΕΡΙΝΑ)
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Καλά άκουσες, μα όχι πολύ σωστά.
Με λένε Κατερίνα, όταν μιλούν για μένα.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Στην πίστη μου, λες ψέματα·
λέγεσαι Καίτη, απλά, ή η καλή Καίτη,
και επίσης κάποτε η κακίστρα η Καίτη !
Μα είσαι η Καίτη, η πιο χαριτωμένη Καίτη
μες στη Χριστιανοσύνη·
η Καίτη, η Καίτω, το χρυσό κουφέτο.
Γι’ αυτό, Καίτη, άκουσέ με,
Καίτη, μοναδική παρηγοριά μου ! —
263
Ακούοντας να παινεύουνε παντού
την καλή σου καρδιά, να κουβεντιάζουν
για τι; πολλές σου χάρες, και να υμνούνε
τη μεγάλη ομορφιά σου
(όμως όχι ποτέ κι’ όσο το αξίζει)
εκίνησα να ’ρθω να σε γυρέψω.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Εκίνησες ! Καλά ! Τότε κουνήσου
να φύγεις από δω το γρηγορότερο.
Σε κατάλαβα αμέσως ό,τι σε είδα,
πώς είσαι σωστό μόμπιλο.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Τι μόμπιλο ;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Ένα τρίποδο !
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Το ’βρες !
Τότε κάθισε απάνω μου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Οι γάιδαροι πλαστήκαν
για να σηκώνουν βάρη· αυτό είσαι εσύ.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Οι γυναίκες πλαστήκαν
για να σηκώνουν. Και εσύ ’σαι γυναίκα. —
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Όχι τέτοια κωθόνια σαν του λόγου σου,
αν θες να πεις για μένα.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Έννοια σου, Καίτη,
και δε θα σε βαρύνω εσένα. Ξέρω
πως είσαι τόσο νέα, τόσο αλαφριά, και δεν...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Είμαι πολύ αλαφριά για να με πιάσει
ένας άχαρος μπούφος σαν κι’ εσένα.
Κι’ όμως έχω το βάρος που μου πρέπει...
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ω χαμηλοπετούσα περιστέρα,
κάποιο γεράκι θα σε πάρει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Θα με πάρει
για περιστέρι και θα βρει ξεφτέρι.
264
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Έλα, έλα σφήγκα· είσαι πολύ κακιά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Πρόσεξε, γιατί η σφήγκα έχει κεντρί.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ε, τότε θα χρειαστεί να της το βγάλουμε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Αν ξέραν οι κουτοί πού ’ναι κρυμμένο.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ποιος δεν το ξέρει ; Στην ουρά !
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Στη γλώσσα.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Σε ποια γλώσσα;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Στη δική σου,
αφού μωρολογάς για ουρές. Αντίο !
Σου αφήνω γεια.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Πώς ! και θα μείνει η γλώσσα μου
μες στην ουρά σου ; Όχι, μη φεύγεις, Καίτη !
Είμαι αρχοντόπουλο.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Αυτό θα το δούμε. (Τον χτυπά)
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Μα την ψυχή μου, θα σε δείρω, αν κάνεις
πως με ξαναχτυπάς !
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Τότε θα χάσεις πια το οικόσημό σου.
Αν βάλεις χέρι απάνω μου,
δε θα ’σαι καθώς είπες, αρχοντόπουλο,
και ούτε οικόσημο θα ’χεις.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Καταγίνεσαι
με τα οικόσημα, Καίτη ; Ω τότε γράψε με
κι’ εμένα στα βιβλία σου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
265
Ποιο είν’ το στέμμα σου ;
Ένα λειρί κοκόρου ;
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ένας κόκορας
χωρίς λειρί, αν η Καίτη γίνει η κότα μου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Όχι για μένα κόκορας λαλείς
σαν πετεινάρι νικημένο.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Αχ, Καίτη,
γιατί φέρνεσαι έτσι άγρια ;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Το ’χω σύστημα,
όταν βλέπω αγριόχοιρο.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Εδώ δεν είναι
κανένα τέτοιο ζώο. Λοιπόν ημέρωσε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Πώς, είναι ! είναι !
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Δείξε μου το !
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Αν είχα έναν καθρέφτη, θα σου το ’δειχνα.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Τι ; Θες να πεις το πρόσωπό μου ;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Μπρ6ο,
είσαι αρκετά ξυπνός στην ηλικία σου.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Βλέπω, μα τον Άη-Γιώργη,
πως είμαι πολύ νέος για σένα,
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Κι’ όμως
σε βλέπω γερασμένο.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Είναι απ’ τις έγνοιες.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Φαντάζομαι τις έγνοιες σου !
266
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Άκου, Καίτη:
σου λέω αλήθεια, δε θα μου ξεφύγεις.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Όχι· θα τσακωθούμε, αν μείνω εδώ.
Άφησέ με να φύγω.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ούτε ιδέα.
Σε βρίσκω τρομερά χαριτωμένη.
Είχα ακούσει να λένε
πώς είσαι άγρια, σκουντούφλα κι’ ακατάδεχτη.
Τώρα βλέπω όλα αυτά πως είναι ψέματα·
γιατί σε βρίσκω ευχάριστη κι’ αστεία
και τέλεια ευγενικιά·
λίγο ακριβή στα λόγια μα γλυκιά
σα λουλούδι της άνοιξης. Δεν ξέρεις
να μουτρώνεις, δεν ξέρεις
ν’ αγριοκοιτάζεις, ούτε να δαγκώνεις
τα χείλια σου, όπως κάνουν ο κακόγνωμες
γυναίκες· ούτε βρίσκεις ευχαρίστηση
να αντιμιλείς πικρά· μονάχα δέχεσαι
τούς άντρες που σε θέλουν,
με ήμερη καλοσύνη και με λόγια
γλυκά, διακριτικά και φιλικά.
Γιατί λένε ότι η Καίτη είναι κουτσή ;
Άπιστε κόσμε, η Καίτη είναι σα βέργα
της φουντουκιάς, λιγνή και λυγερή,
μελαχρινή στην όψη σα φουντούκι,
πιο γλυκιά απ’ τον καρπό του.
Περπάτησε να δω. — Μπα, δεν κουτσαίνεις !
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Άμε, κουτέ, να δίνεις προσταγές
στα κοπέλια σου.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Ομόρφηνε ποτέ
κανένα δάσος η Άρτεμη,
όπως η Καίτη αυτό εδώ το σαλόνι
με τη βασιλική περπατησιά της ;
Αχ, η Άρτεμη λοιπόν ας είσαι εσύ,
κι’ ας είναι εκείνη ή Καίτη
και τότε ας είναι η Καίτη αγνή, και η Άρτεμη
ας είναι ή παιχνιδιάρα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Πού τα ’χεις μάθει αυτά τα όμορφα λόγια ;
267
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Τα λέω «εξ υπογυίου»·
είναι το πνεύμα της μάνας μου.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Αλίμονο,
τι ξυπνή μάνα, και τι ανόητος γιος
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Δεν είμαι, λες, ξυπνός ;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ:
Μόνο όσο φτάνει για να μην κοιμάσαι ;
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ:
Αυτό θέλω να γίνει στο κρεβάτι σου,
καλή μου Κατερίνα. Και γιαυτό,
ας σταματήσει πια τούτη ή φλυαρία·
και σου λέω καθαρά : —
Ο πατέρας σου δέχεται να γίνεις
γυναίκα μου, και μείναμε οι δυο σύμφωνοι
για την προίκα· λοιπόν θέλεις δε θέλεις,
θα παντρευτούμε. Εγώ είμαι τωόντι, Καίτη,
ο άντρας που σου ταιριάζει.
Τι, μα το φως που μ αφήνει να βλέπω
την ομορφιά σου, —
αυτή την ομορφιά σου που με κάνει
τόσο να σ’ αγαπώ, — δεν πρέπει εσύ να πάρεις
άλλον άντρα από μένα·
γιατί είμαι ό μόνος που ’χω γεννηθεί
να σε μερώσω, Καίτη :
και απ’ την άγρια κατσούλα που είσαι τώρα
να σε κάνω Καιτούλα,
γλυκιά σαν όλες τις γατούλες των σπιτιών. —
Να που ’ρχεται ο πατέρας σου.
Κοίτα μη μ’ αρνηθείς, πρέπει και θέλω
να γίνει η Καίτη εξάπαντος γυναίκα μου.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
268
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ
Πράξη 1η – Σκηνή 5η
(Μπαίνει ή ΒΙΟΛΑ)
ΒΙΟΛΑ:
Η τιμημένη κυρία του σπιτιού, ποια είναι ;
ΟΛΙΒΙΑ:
Μίλησε σε μένα. Θ’ απαντήσω από μέρος της, τι θέλεις ;
ΒΙΟΛΑ:
Λαμπρή κι υπέροχη κι ασύγκριτη ομορφιά, παρακαλώ, πες μου αν αυτή ‘ναι η κυρία του
σπιτιού, γιατί δεν την έχω ιδεί ποτέ. Θα μου κακοφανεί να πάει χαμένος ο λόγος μου,
γιατί, έξω που είναι καλοσυνταγμένος, έκανα πολύν κόπο για να τον μάθω απέξω. Ωραίες
μου κυρίες, μη μ’ αφήσετε να ρεζιλευτώ. Είμαι πολύ μυγιάγγιχτος και. το παραμικρό
άσκημο φέρσιμο το παίρνω κατάκαρδα.
ΟΛΙΒΙΑ:
Από πού έρχεσαι, Κύριε ;
ΒΙΟΛΑ:
Δε μπορώ να ειπώ άλλο απ’ ό,τι έμαθα, κι αυτή η ερώτηση δεν είναι στο μέρος μου. Καλή
κι ευγενικιά μου, δώσ’ μου λίγο θάρρος, αν είσαι η κυρία του σπιτιού, για να προχωρήσω
στον ρόλο μου.
ΟΛΙΒΙΑ:
Είσαι θεατρίνος ;
ΒΙΟΛΑ:
Όχι, καρδιά της καρδιάς μου. Κι όμως στης διαβολιάς τα νύχια ορκίζομαι πως δεν είμαι
αυτό που παρασταίνω. Είσαι η κυρία του σπιτιού ;
ΟΛΙΒΙΑ:
Αν δεν κάνω κατάχρηση του εαυτού μου, είμαι.
ΒΙΟΛΑ:
Βεβαιότατα, αν είσαι, κάνεις κατάχρηση του εαυτού σου, γιατί. εκείνο που είναι δικό σου
για να το χαρίσεις, δεν είναι δικό σου για να το κρατάς. Αλλ’ αυτό δεν είναι μέσα στην
εντολή που έχω. Θα σου απαγγείλω τον λόγο μου, που είναι ύμνος για σένα, κι έπειτα θα
σου φανερώσω την ουσία της αποστολής μου.
ΟΛΙ ΒΙΑ:
Έλα στην ουσία. Τον ύμνο σ’ τον χαρίζω.
269
ΒΙΟΛΑ:
Κρίμα, έκανα τόσον κόπο να τον μάθω, κι είναι σε στίχους.
ΟΛΙΒΙΑ:
Ένας λόγος περισσότερο για να ‘ναι ψεύτικος. Παρακαλώ, ας μένει. Μου είπαν πως
φέρθηκες άσκημα έξω απ’ την πόρτα μου. Κι έδωσα την άδεια να μπεις μάλλον για να σε
θαυμάσω παρά να σ’ ακούσω. Αν είσαι τρελός, να φύγεις. Αν έχεις τα λογικά σου, να
είσαι σύντομος. Δεν είμαι σήμερα στα φεγγάρια που μπορεί κανείς να κάνει ασυνάρτητες
κουβέντες μαζί μου. Πες μου ό,τι έχεις να πεις.
ΒΙΟΛΑ:
Είμαι αποσταλμένος.
ΟΛΙΒΙΑ:
Βέβαια κάτι τρομερό θα ‘χεις να μου πεις για να κάνεις τόσες τσιριμόνιες. Κάμε την
αναφορά σου.
ΒΙΟΛΑ:
Αυτό ενδιαφέρει μόνον τα δικά σου αυτιά. Δε φέρνω κήρυγμα πολέμου, ούτε όρους
υποταγής. Ελιάς κλαδί κρατώ στο χέρι. Τα λόγια μου είναι ειρηνικά και σοβαρά.
ΟΛΙΒΙΑ:
Ωστόσο άρχισες με τρόπο βάρβαρο. Ποιος είσαι ; Τι θέλεις ;
ΒΙΟΛΑ:
Τον βάρβαρο τρόπο μου τον πήρα απ’ την υποδοχή που μου ‘καναν. Το τι είμαι και τι
θέλω είναι τόσο μυστικό όσο κι η παρθενική σκέψη : για το δικό σου αυτί αποκάλυψη, για
ό,τινος άλλου ιεροσυλία.
ΟΛΙΒΙΑ:
Άφησέ μας μόνους. Ας ακούσουμε αυτή την αποκάλυψη. Τώρα, Κύριε, στο προκείμενο.
ΒΙΟΛΑ:
Γλυκιά κυρά μου, —
ΟΛΙΒΙΑ:
Παρηγορητική θεωρία, που παίρνει άλλωστε πολλή συζήτηση. Πού είναι το κείμενό σου ;
ΒΙΟΛΑ:
Μέσα στο στήθος του Ορσίνου.
ΟΛΙΒΙΑ:
Στο στήθος του ; Σε ποιο κεφάλαιο του στήθους του ;
ΒΙΟΛΑ:
Για ν’ αποκριθώ μεθοδικά, στο πρώτο φύλλο της καρδιάς του.
ΟΛΙΒ1Α:
Ω, το ‘χω διαβάσει, δεν είναι πιστό κείμενο. Δεν έχεις τίποτ’ άλλο να πεις ;
ΒΙΟΛΑ:
270
Καλή κυρά μου, άσε να ιδώ το πρόσωπό σου.
ΟΛΙΒΙΑ:
Έχεις εντολή απ’ τον κύριό σου να συζητήσεις με το πρόσωπό μου ; Να που έφυγες απ’ το
κείμενο. Αλλά θα τραβήξω την κουρτίνα, για να σου δείξω την εικόνα. Κοίταξε, κύριε,
τέτοια ήμουν εγώ, σαν τούτη τη ζουγραφιά πού βλέπεις τώρα. Δεν είναι καλοκαμωμένη ;
(Βγάζει το βέλο)
ΒΙΟΛΑ:
Έξοχη, αν ο Θεός μόνον τη ζωγράφισε.
ΟΛΙΒΙΑ:
Είναι στέρεο το χρώμα, κύριε, αντέχει. και στον άνεμο και σ’ ό,τι καιρό.
ΒΙΟΛΑ:
Θαύμα αρμονία χρωμάτων, όπου η φύση η ίδια
έβαλε το άσπρο και το κόκκινο
με το απαλό, μαστορικό της χέρι.
Κυρά μου, είσαι η σκληρότερη θνητή,
που θες να πας στον τάφο αυτές τις χάρες,
χωρίς ν’ αφήσεις ένα αντίτυπο στον κόσμο.
ΟΛΙΒΙΑ:
Α όχι, κύριε, δε θα ‘μαι δα τόσο σκληρόκαρδη. Θα βγάλω πιστοποιητικό της καλλονής
μου σε κάμποσα αντίγραφα. Θα κάμω απογραφή του εαυτού μου και θα τα βάλω όλα μου
τα μέλη λεπτομερώς στη διαθήκη μου : δύο χείλη, αρκετά κόκκινα, δυο γαλανά μάτια, με
τα βλέφαρά τους, ένας λαιμός, ένα σαγόνι, και ούτω καθεξής. Μήπως σ’ έστειλαν εδώ για
να μ’ εκτιμήσεις ;
ΒΙΟΛΑ:
Το βλέπω τι είσαι, είσαι περήφανη πολύ.
Όμως κι αν είσαι ο διάολος, είσαι ωραία !
Ο κύριός μου σε λατρεύει. Ω, τέτοια αγάπη
δε θα ‘πρεπε να μείνει δίχως ανταπόκριση,
κι ακόμα αν ήσουν η πεντάμορφη του κόσμου.
ΟΛΙΒΙΑ:
Πώς με αγαπάει ;
ΒΙΟΛΑ:
Η συλλογή του συννεφιά, το δάκρυ του
κατακλυσμός, τα βογκητά του κεραυνοί,
φωτιά και λάβρα οι στεναγμοί του.
ΟΛΙ ΒΙΑ:
Ο κύριός σου
ξέρει τη γνώμη που έχω. Δεν τον αγαπώ·
τον έχω όμως για τίμιο, τον ξέρω ευγενικό,
με βιο πολύ, με νιότη δροσερή κι αμόλυντη,
φήμη καλή, καλή καρδιά και μόρφωση,
271
κι αντρειά, και φυσική ομορφιά και χάρη
σε όψη κι ανάστημα. Μα να που δε μπορώ,
δεν τονε θέλω. Αυτό το ξέρει από καιρό.
ΒΙΟΛΑ:
Αν σ’ αγαπούσα εγώ με τέτοια φλόγα,
με τέτοιον πόνο, τέτοια αζώητη ζωή,
την άρνησή σου δίχως νόημα θα την έβρισκα,
δε θα την ένιωθα.
ΟΛΙΒΙΑ:
Μπα, και τι θα ‘κανες ;
ΒΙΟΛΑ:
Καλύβα θα ‘φτιαχνα με ιτιές μπροστά στην πόρτα σου,
για να λατρεύω τη θεά μου μες στο σπίτι της.
Τραγούδια θα ‘γραφα γι’ αγάπη απελπισμένη,
και στη σιωπή της νύχτας θα σ’ τα τραγουδούσα.
Θα φώναζα ν’ αντιλαλούν οι λόφοι τ’ όνομά σου,
και θα ‘κανα το φλύαρο μουρμούρισμα του αέρα
όλο να λέει : «Ολίβια !» Ω, δε θα ‘χες πια ησυχία
πού να σταθείς ανάμεσα ουρανό και γη,
ώσπου θα με λυπόσουν.
ΟΛΙΒΙΑ:
Ίσως. Ποια ‘ναι η γενιά σου ;
ΒΙΟΛΑ:
Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά·
μα είμαι από γένος.
ΟΛΙ ΒΙΑ:
Πήγαινε στον κύριό σου.
Να βιάσω την καρδιά μου δε μπορώ· και πια ας μη στείλει,
έξω κι αν τύχει εσύ να ‘ρθείς για να μου πεις
πώς θα το πάρει. Στο καλό· και για τον κόπο σου
σ’ ευχαριστώ. Να, πάρε, ξόδιασε για χάρη μου.
ΒΙΟΛΑ:
Δεν είμαι ταχυδρόμος· κράτα το πουγκί σου.
Ανταμοιβή χρειάζεται ο αφέντης μου, όχι εγώ·
κι άμποτε την καρδιά εκείνου που θ’ αγαπήσεις
να τηνε κάμει ο έρωτας στουρνάρι κι ο καημός σου,
σαν του κυρίου μου, να βρει την περιφρόνηση.
Χαίρε, ωραία σκληρόκαρδη !
(Βγαίνει)
ΟΛΙΒΙΑ:
Ποια ‘ναι η γενιά σου ;
«Πάνω απ’ την τύχη μου, όμως κι έτσι είμαι καλά·
272
μα είμαι από γένος». Είσαι, αυτό τ’ ορκίζομαι :
η γλώσσα σου, η θωριά, το ανάστημά σου, οι τρόποι
και το μυαλό σου πέντε οικόσημα σου δίνουν.
Για στάσου, όχι κι έτσι δα — σιγά, σιγά !
Έξω κι αν ήταν να ‘ναι ο κύριος έτσι. — Μπα !
Τόσο γοργά πιάνει κανέναν το κακό ;
Θαρρώ το νιώθω πως αυτού του νέου οι χάρες
κλεφτά, γλυκά, μαργιόλικα γλιστράνε
μέσα απ’ τα μάτια μου.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
273
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω
πως σ’ αγαπώ ; Δες, σαν ορκίζομαι, πώς κλαίω.
Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός ούτ’ η ειρωνεία·
της πίστης δάκρυα είν’ αυτά. Πώς κοροϊδία
μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα,
αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα ;
ΕΛΕΝΗ:
Η πονηριά σου όσο πάει. και δυναμώνει.
Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει.
Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία·
πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία ;
Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις,
δε βρίσκεις άκρη· και τους όρκους που αραδιάζεις
σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν
κι είν’ αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Όταν ορκίζομουν σ’ αυτή, δεν είχα κρίση.
ΕΛΕΝΗ:
Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Ξυπνώντας):
Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια !
Με τι τα μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω ;
Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν
για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια !
Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου,
που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ’ την πνοή
του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται,
μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου· άσε με, αχ,
να προσκυνήσω της ασπράδας τη βασίλισσα,
του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω !
274
ΕΛΕΝΗ:
Ω κόλαση ! Ω ντροπή ! Σεις βλέπω συμφωνήσατε
να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε
κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε.
Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει
παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε ;
Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη,
σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ’ όρκους
και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου,
ενώ απ’ τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε !
Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας,
και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα !
Τι ωραία δουλειά, τι αντρών γενναίο κατόρθωμα,
να περγελάς μια δόλια νέα για να την κάνεις
να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια της ! Αυτό
κανείς δεν το ‘κανε ευγενής, έτσι μια κόρη
να την προσβάλει, και να φέρει σ’ αγανάχτηση,
μόνο για γούστο του, μια αδύνατη ψυχή.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Δημήτρη, φέρνεσαι, άσκημα, και μην το κάνεις.
Εσύ θες την Ερμία,— το ξέρεις και το ξέρω.
Λοιπόν εδώ, μ’ όλο τον τρόπο τον καλό,
κι απ’ την καρδιά μου μέσα σου παραχωρώ
το μερτικό μου απ’ της Ερμίας την αγάπη·
το ίδιο κάνε εσύ σε με για την Ελένη,
που εγώ αγαπώ και θα λατρεύω μέχρι τάφου.
ΕΛΕΝΗ:
Ω ! φλύαροι, ψεύτες και πρωτάκουστοι στον κόσμο !
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Λύσανδρε, κράτα την Ερμία σου· δεν τη θέλω.
Κι αν την αγάπησα ποτέ, πάει πια, μου πέρασε.
Σ’ εκείνην ήταν η καρδιά ξενιτεμένη
και τώρα γύρισε στο σπίτι, στην Ελένη,
να μείνει εκεί για πάντα.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Ελένη, μην πιστεύεις.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Την πίστη μην εξευτελίζεις. Δεν την ξέρεις,
έξω αν θες να την πληρώσεις ακριβά.
Δες, να η αγάπη σου, έρχεται, να η ακριβή σου.
(Mπαίνει η ΕΡΜΙΑ)
ΕΡΜΙΑ:
Ω, νύχτα σκοτεινή, που παίρνεις απ’ το μάτι
και δίνεις πιότερη ικανότητα στ’ αφτί·
275
κι αν έχει η όραση ζημιά απ’ το φως που χάνεται,
διπλοπληρώνεται για τούτο η ακοή.—
Δε σ’ ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ’ αφτί μου
σε σένα μ’ έφερε, γι’ αυτό το ευχαριστώ.
Μ’ αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ’ αφήσεις ;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ’ τον έρωτα στασιό ;
ΕΡΜΙΑ:
Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου ;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Του Λύσανδρου έρωτας, πού δεν τον άφηνε ήσυχο,—
η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ
τη νύχτα απ’ όλα αυτά τ’ αστέρια και τις πούλιες.
Τι τρέχεις πίσω μου ; Μ’ αυτό δεν το κατάλαβες,
πως από σένα μίσος μ’ έδιωξε για σένα ;
ΕΡΜΙΑ:
Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι.
ΕΛΕΝΗ:
Α, είναι και τούτη μέσ’ σ’ αυτή τη συμπαιγνία !
Τώρα το βλέπω : συμφωνήσανε κι οι τρεις τους
για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιχνίδι.
Κακίστρω Ερμία ! κόρη αχάριστη ! και συ
συνώμοσες μαζί μ’ αυτούς και τα σκεδιάσατε
για να με μπλέξετε μέσ’ στη σαχλή ειρωνεία σας ;
Όλα, λοιπόν, που ή μια στην άλλη εμπιστευόμαστε
τα μυστικά μας, οι όρκοι μας οι αδερφικοί,
οι ώρες που ευχάριστα περνούσαμε μαζί
προτού χωρίσουμε, όλα αυτά είναι ξεχασμένα ;
Όλη ή φιλία μας του σκολειού, τ’ αθώα παιδιάτικα
παιχνίδια ; Εμείς, Ερμία, σαν δυο φκιαστοί θεοί,
με τις βελόνες μας επλάσαμε κι οι δυο μας
ένα λουλούδι, στο ίδιο σκέδιο, καθισμένες
κι οι δυο στον ίδιο καναπέ κι οι δυο μας το ίδιο
τραγούδι λέγοντας κι οι δυο στον ίδιο τόνο,
σαν να ‘χαν σμίξει στο ίδιο σώμα τα πλευρά μας,
τα χέρια, ο νους μας κι οι φωνές μας. Μεγαλώσαμε
μαζί σαν ένα διπλοκέρασο, που φαίνεται
σαν χωρισμένο, όμως είν’ ένα με τα μέρη του·
δυο προφαντές, σ’ ένα κλωνί δεμένες, φράουλες·
στο θώρι δυο κορμιά, μα τόντις μια καρδιά·
δυο κι όμως ένα, σαν στα οικόσημα ζευγάρι,
που δυο φιγούρες ένα στέμμα στεφανώνει.
Και κουρελιάζεις την παλιά μας την αγάπη
να συμμαχήσεις μ’ άντρες για να κοροϊδέψετε
τη φιλενάδα σου ; Αμ αυτό, αυτό δεν το θέλει
ούτε η φιλία ούτε μιας κόρης ή καρδιά.
276
Πρέπει γι’ αυτό όλα τα κορίτσια σαν εμένα
να σ’ αποδιώξουν, κι ας ντροπιάζομαι εγώ μόνο.
ΕΡΜΙΑ:
Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου.
Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις ;
ΕΛΕΝΗ:
Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο
να τρέχει πίσω μου γι’ αστεία και να παινεύει
το πρόσωπό μου και τα μάτια μου ; Δεν έκανες
τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη,—
που τώρα μόλις λίγο πριν με κλωτσοπάτησε —
να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορη,
ουράνια, ασύγκριτη ; Πώς τέτοια λέει σ’ αυτή
που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται
τον έρωτά σου, που ήτον πλούτος στην ψυχή του,
να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες
εσύ με την δική σου συγκατάθεση ; Αν
εγώ δεν είμαι σαν εσένα τυχερή,
να ‘χω τη χάρη σου να πλέχω στην αγάπη,—
παρ’ αγαπώ η πανάθλια δίχως ανταγάπη,—
να με λυπάσαι θα ‘πρεπε, όχι να μ’ εμπαίζεις.
ΕΡΜΙΑ:
Τι θες να πεις δε νιώθω.
ΕΛΕΝΗ:
Και πολύ καλά,
γιατί κρατιέσαι και καμώνεσαι θλιμμένο
βλέμμα και μόλις στρίψω αλλούθε, ευθύς στραβώνεις
το στόμα σου κι ένας στον άλλον κάνει νοήματα.
Ε, συνεχίστε το γλυκό σας χωρατό·
πετυχεμένο είν’ το παιχνίδι σας και πρέπει
στα χρονικά να μπει. Μ’ αν είχατε μια στάλα
συμπόνια, λύπηση και φέρσιμο καλό,
δε θα με κάνατε παιχνίδι σας. Μα χαίρετε·
το λάθος είναι και δικό μου και δεν έχει
άλλη γιατρειά, παρά να λείψω η να πεθάνω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Ελένη, στάσου, εύγενικιά ψυχή, άκουσέ με,
ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη !
ΕΛΕΝΗ:
Έξοχα !
ΕΡΜΙΑ:
Φίλε μου, έτσι μη την κοροϊδεύεις.
277
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Αν όχι με καλό, θ’ ακούσει με στανιό !
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα ‘χω·
δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε παρακάλια της.
Σ’ το λέω, Ελένη, σ’ αγαπώ, μα τη ζωή μου·
σ’ αυτό σ’ ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω,
να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ’ αγαπώ.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Κι εγώ σου λέω πως σ’ αγαπώ απ’ αυτόνε πιο πολύ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Αφού το λες, με το σπαθί σου απόδειξέ το κιόλα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Εμπρός!
ΕΡΜΙΑ:
Τι είν’ όλα τούτα, Λύσανδρέ μου ;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Τραβήξου, αράπισσα !
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Όχι δα ! Για δες τον, τάχα
πώς πολεμάει να της ξεφύγει· πρώτα κάνεις
τάχα πως θες ν’ ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι·
είσαι δειλός, καημένε !
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Φεύγα, στα κομμάτια !
Άσε με, γάτα, γκολιτσίδα, άσε, γιατί
θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι !
ΕΡΜΙΑ:
Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαζες, καλέ μου ;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Καλός σου ! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε !
Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά !
ΕΡΜΙΑ:
Δε χωρατεύεις ;
ΕΛΕΝΗ:
Πώς ! Και συ τ ίδιο κάνεις.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.
278
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Θα προτιμούσα
να σ’ χω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω,
κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει·
λόγο από σένα δεν πιστεύω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Μα τι θέλεις,
να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τή σφάξω ;
κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω.
ΕΡΜΙΑ:
Κι είναι κακό χειρότερο απ’ το μίσος σου άλλο ;
Μίσος ! Γιατί ; Αχ, αλί μου, τι ‘ναι τούτα, αγάπη μου ;
Δεν είμαι γω η Ερμία ; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος ;
Ωραία και τώρα είν’ η όμορφή μου όπως και πριν.
Σαν ήρθε η νύχτα μ αγαπούσες·
νύχτα είν’ ακόμα και μ’ αφήνεις ;
Με τι, μ’ αφήνεις, θεός φυλάξοι, σοβαρά, να ειπούμε ;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Μα τη ζωή μου, σοβαρά· και πια ποτέ
δε θέλω να σε ξαναϊδώ. Γι’ αυτό απελπίσου,
μην αμφιβάλλεις, μην ξετάζεις, χώνεψέ το,
πάρε το απόφαση, είναι αλήθεια κι όχι αστεία,
πως σε μισώ και πως λατρεύω την Ελένη.
ΕΡΜΙΑ:
Ωιμέ ! — συ αγύρτισσα, συ ανθέ σκουληκιασμένε,
συ κλέφτρα της αγάπης ! τι ‘ρθες μεσ’ στη νύχτα
για να μου κλέψεις την καρδιά του αγαπημένου μου ;
ΕΛΕΝΗ:
Ωραία, αλήθεια κι απαλήθεια ! Μα δεν έχεις
διόλου σεμνότητα και κοριτσιού ντροπή,
συμμαζεμό σταλιά ; Τι θες λοιπών, να βγάλεις
λόγια αγανάχτησης απ’ την ευγενικιά μου
τη γλώσσα ; Φτού σου ! φτού, υποκρίτρα εσύ και κούκλα !
ΕΡΜΙΑ:
Πώς ; Κούκλα ! Αμ έτσι το λοιπόν είναι τα πράματα ;
Τώρα το βλέπω πως τους είπε να συγκρίνουν
ποια ‘ναι απ’ τις δυο μας πιο ψηλή· το μπόι της έδειξε.
Με την ψηλή, καμαρωτή κορμοστασιά της
το νου του σήκωσε.— Και τόσο πια μου ψήλωσες
στα μάτια του, επειδή είμ’ εγώ τόσο κοντή ;
Πόσο κοντή είμ’ εγώ, ζωγραφιστό μου ξόανο ;
πόσο κοντή είμαι ; πες· δεν είμαι δα και τόσο
πού να μη φτάνω με τα νύχια μου τα μάτια σου.
279
ΕΛΕΝΗ:
Παρακαλώ σας, κύριοι, μ’ όλο που μ’ εμπαίζετε,
μην την αφήσετε να με πειράξει. Εγώ
δεν ξέρω από κακίες, ούτε είμαι μαθημένη
σε γυναικοκαβγάδες και κυρατσισιές.
Είμαι δειλή σαν κάθε κόρη, μην αφήνετε
να με χτυπήσει κι ούτε πρέπει να νομίζετε
πως, επειδή είναι τάχα πιο κοντή από μένα,
μπορώ μαζί της να τα βάλω.
ΕΡΜΙΑ:
Άκου την, πάλι
κοντή με λέει !
ΕΛΕΝΗ:
Καλή μου Ερμία, μη μου κακιώνεις·
Γω σ’ αγαπούσα πάντα, Ερμία μου, πάντα εφύλαξα
τα μυστικά σου και ποτέ μου δε σε πείραξα.
Το μόνο στον Δημήτρη απόψε που μαρτύρησα
πως θα το σκάζατε, κι αυτό απ’ την αγάπη μου.
Σας ακολούθησε κι εγώ τον ακολούθησα.
Μ’ αυτός μ’ απόδιωξε μακριά και με φοβέρισε
να με χτυπήσει και — τι λέω ; — να με σκοτώσει !
Και τώρα, αν ήσυχα μ’ αφήσετε να φύγω,
για την Αθήνα θα τραβήξω με την τρέλα μου.
Πίσω σας πια δε θα ‘ρθω. Αφήστε με να φύγω.
Βλέπετε πόσο απλή κι ανόητη είμαι.
ΕΡΜΙΑ:
Φεύγα, ποιος σε κρατεί ;
ΕΛΕΝΗ:
Κάποια καρδιά, που αφήνω εδώ.
ΕΡΜΙΑ:
Τον Λύσανδρο ;
ΕΛΕΝΗ:
Όχι, τον Δημήτρη.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Μη φοβάσαι,
δε σε πειράζει, Ελένη μου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: .
Όχι, Κύριε, κι άσε,
μην παίρνεις δα το μέρος της.
ΕΛΕΝΗ:
Ω, είναι κακίστρω
280
και διαστρεμμένη όταν θυμώνει ! Στο σκολειό
ήτανε πάντα καβγατζού και πεισματάρα,
αν και μικρόσωμη.
ΕΡΜΙΑ:
Μικρόσωμη είπες πάλι !
όλο μικρόσωμη, κοντή και τίποτ’ άλλο ! —
Πώς το επιτρέπετε, εσείς, έτσι να με βρίζει ;
Σταθείτε, αφήστε να την πιάσω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Φεύγα, ζάρωμα,
γκρεμίσου, μόριο, που έχεις φάει το ζαροβότανο,
κοντορεβίθι, βαλανίδι !
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Πάρα δείχνεις
να την κρατήσεις προθυμία κι είναι εις βάρος σου.
Ασ’ την: να μη μιλήσεις πια για την Ελένη.
Άσε το μέρος της, γιατί αν μια στάλα αγάπη
δείξεις γι’ αυτή, το μετανόησες κιόλας.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:
Τώρα
δε με κρατεί, κι αν σου βαστάει, έλα από πίσω μου,
να δούμε ποιος από τους δυο μας στην Ελένη
έχει δικαίωμα πιο πολύ. Εγώ ή εσύ.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ:
Πίσω σου εγώ; Όχι ! πάμε πλάι με πλάι μαζί !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
281
ΜΑΡΙΑ ΣΤΟΥΑΡΤ
Πράξη 3η – Σκηνή 3η
(Η Μαρία συγκεντρώνει τις δυνάμεις της και κάνει να προχωρήσει προς την Ελισάβετ, αλλά
στο δρόμο σταματάει με φρίκη, οι κινήσεις της δείχνουν σφοδρή ψυχική πάλη)
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Ποιος μου είχε πει για μια
ταπεινωμένη ; Μια περήφανη είναι,
που οι συμφορές δεν την έχουν δαμάσει.
ΜΑΡΙΑ:
Ας είναι ! Ας το δεχτώ και τούτο ακόμα.
Ευγενικιά μου μάταιη περηφάνια,
σύρε ! Ας ξεχάσω ποια είμαι κι όσα ω; τώρα
υπόφερα· μπροστά σ’ εκείνη ας πέσω,
που μ’ έριζε σ’ αυτή την καταφρόνια.
Μα σταθείτε
τώρα κι εσείς γενναιόψυχη, αδερφή μου.
Στην ντροπή μη μ’ αφήσετε πεσμένη,
το ρηγικό σας χέρι απλώστε τώρα
και σκώστε με απ’ το μέγα πέσιμό μου.
ΜΑΡΙΑ:
Πούθε ν’ αρχίσω, πού να βρω τα λόγια
τα φρόνιμα, που δίχως να πληγώσουν
θ’ αγγίξουν την καρδιά σας ; Δώσε, Θεέ μου,
στην ομιλία μου δύναμη και βγάλ’ της
κάθε κεντρί. Μα για τον εαυτό μου
δεν μπορώ να μιλήσω, δίχως πάλι
κακό να πω για σας, και δεν το θέλω.
Φερθήκατε σ’ εμένα μ’ έναν τρόπο
όχι σωστό, γιατί βασίλισσα είμαι
κι εγώ, και με κρατήσατε σα σκλάβα·
ήρθα άσυλο γυρεύοντας, κι εσείς,
τους ιερούς της ξενίας πατώντας νόμους
και των εθνών το δίκαιο απέναντί μου,
στη φυλακή με κλείσατε, μού πήραν
και φίλους και υπηρέτες με ασπλαχνία,
σε στέρηση άπρεπη έμεινα, με στήσαν
μπρος σ’ ατιμωτικό ένα δικαστήριο...
Μα ας τα’ αφήσουμε τούτα· αιώνια λήθη
τα φριχτά βάσανά μου ας τα σκεπάσει.
Ας πω πως ήταν όλ’ αυτά μοιραία.
Δε φταίτε εσείς, δε φταίω κι εγώ, ένα πνεύμα
ήρθε κακό απ’ την άβυσσο, ν ανάψει
283
στις καρδιές μας το μίσος που απ’ τα χρόνια
τα νεανικά μας έχει χωρισμένες.
Άξαινε αυτό μ’ εμάς, και την απαίσια
φλόγα άνθρωποι κακοί του τη σιμπούσαν.
Τρελοί θιασώτες αρματώναν χέρια,
που κανείς δεν τους ζήτησε τη βοήθεια.
Αυτή ‘ναι η μαύρη μοίρα των ρηγάδων :
διαιρούν τον κόσμο, όταν αυτοί μαλώσουν,
και ξαμολάν τις Ερινύες του μίσους.
—Δεν έχει ξένο στόμα ανάμεσά μας,
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Με φύλαξε απ’ αυτό, η καλή μου η τύχη,
στον κόρφο μου την όχεντρα να βάλω.
—Στη μοίρα μην τα ρίχνετε, η καρδιά σας
η μαύρη φταίει κι η άγρια του σπιτιού σας
δοξομανία. Χωρίς ανάμεσά μας
τίποτα να ‘χει γίνει, μου κηρύχνει
τον πόλεμο ο παπάς ο λυσσασμένος,
ο θείος σας, που τ’ αυθάδικό σου χέρι
κατά τους θρόνους όλους το ξαμώνει·
σας ξεμυάλισε αυτός το οκόσημό μου
να πάρετε, να σκώσετε απαιτήσεις
στο θρόνο μου, να μπείτε σε μια πάλη
για ζωή και για θάνατο μ’ έμενα.
Ενάντια μου ξεσήκωσε τα πάντα,
σπαθιά λαών και γλώσσες ιερωμένων,
της θρησκόληπτης τρέλας τ’ άγρια όπλα.
Και στην ειρηνική μου ακόμα χώρα
της ανταρσίας μου σίμπησε τις φλόγες.
Αλλά ο Θεός είναι μ’ εμέ· τη νίκη
δεν κέρδισε ο παπάς ο φαντασμένος.
Για το δικό μου ετοίμαζε κεφάλι
το χτύπημα, και πέφτει το δικό σας !
ΜΑΡΙΑ:
Στο χέρι το Θεού ‘μαι. Η δύναμή σας
τόσο σκληρήν εφαρμογή δε θα ‘χει.
284
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Θα με μποδίσει ποιος ; Τούς βασιλιάδες
ο θείος σας τους εδίδαξε, πως πρέπει
με τούς οχτρούς να κλειούν ειρήνη :
η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου σκολειό μου ας γίνει !
Δίκαιο εθνών για με η συγγένεια τι ‘ναι;
Απ’ τα καθήκοντα όλα η Εκκλησία
μας λύνει, αγιάζει αυτή τους ορκοπάτες
και τους βασιλοχτόνους. Των δικών σας
παπάδων τα μαθήματα εφαρμόζω.
Για σας ποια εγγύηση θα ‘χα, αν τα δεσμά σας
τα ‘λυνα μεγαλόψυχα ; Πού να ‘βρω
μια κλειδαριά την πίστη σας να κλείσω
που να μην την ανοίγει του άγιου Πέτρου
το κλειδί ; Μόνη ασφάλεια είναι ή βία.
Δε γίνονται με φίδια συμφωνίες.
ΜΑΡΙΑ:
Α, η θλιβερή σας, σκοτεινή υποψία !
Για εχθρά και ξένη με είχατε από πάντα.
Αν κληρονόμα με κηρύχνατε, όπως
μου πρέπει, θα με κάνανε πιστή σας
και φίλη και συγγένισσα η αγάπη
κι η ευγνωμοσύνη.
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Είν’ έξω, λαίδη Στούαρτ,
οι φίλοι σας, αδέρφια οι καλογέροι
και σπίτι η παποσύνη. Κληρονόμα
να κάμω εσάς ! Προδοτική παγίδα !
Για να μου ξεπλανέψετε το λαό μου,
Αρμίδα δολοπλόκα, πριν πεθάνω,
της χώρας τ’ αρχοντόπουλα πιδέξια
να μπλέξετε μες στου έρωτα τα δίχτυα
και στου καινούριου ηλιού το ανάβλεμμα όλοι
να στραφούν…
ΜΑΡΙΑ:
Βασιλεύετε με ειρήνη !
Καμιά δεν έχω αξίωση για το θρόνο.
Όπως μ’ έχετε κάμει, της ψυχής μου
κοπήκαν τα φτερά, τα μεγαλεία
δε με τραβούν, είμ’ ο ίσκιος της Μαρίας.
Χρόνια στης φυλακής την καταφρόνια
η περηφάνια μου έγινε συντρίμμια.
Μου κάματε ό,τι το χειρότερο είναι,
με χαλάσατε απάνω στον ανθό μου.
—Τώρα, αδερφή, δώστε ένα τέλος. Πέστε
τη λέξη, που για δαύτην έχετε έρθει·
βέβαια σκοπός δεν ήταν του ερχομού σας
το θύμα σας φριχτά να ειρωνευτείτε.
285
Πέστε τη λέξη αυτή, πέστε : «Μαρία,
ελεύτερη είστε πια ! Τη δύναμή μου
έχετε νιώσει, τώρα διδαχτείτε
τη μεγαλοψυχία μου να τιμάτε».
Πέστε την και η ζωή και η λευτεριά μου
θα μου είναι ως δώρο απ’ το δικό σας χέρι.
—Μια λέξη όλα τα σβει. Την περιμένω.
Ω συντομέψτε την απαντοχή μου !
Αν μ’ αυτή δεν τελειώσετε τη λέξη,
κακό για σας. Αν τώρα από κοντά μου
δε φύγετε σα θεά καλοσυνάτη
και σεβαστή..., αδερφή ! για όλο το πλούσιο
νησί, για όλες τις χώρες που τις ζώνει
η θάλασσα, δε θα ‘θελα να στέκω
μπροστά σας έτσι, όπως εσείς μπροστά μου !
ΕΛΙΣΑΒΕΤ:
Την ήττα σας λοιπόν ομολογείτε ;
Τελειώσαν οι πλεχτάνες σας ; Στο δρόμο
κανένας δολοφόνος πια δεν είναι ;
Δεν προσπαθεί κανένας τυχοδιώκτης
ο θλιβερός ιππότης σας να γίνει ;
—Ναι, πάει, λαίδη Μαρία, δε μου πλανάτε
Κανέναν πια. Έχει ο κόσμος άλλες έγνοιες.
Κανενός δε γουστάρει ο… τέταρτός σας
να γίνει άντρας, γιατί, όπως τους συζύγους,
έτσι και τους μνηστήρες σας ξοφλάτε.
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
286
ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ
Τέλος
(Η ΘΕΚΛΑ μένει μόνη. Λίγες στιγμές αργότερα, μπαίνει ο ΓΚΟΥΣΤΑΒ. Πηγαίνει ίσια στο
τραπέζι να πάρει την εφημερίδα, κάνοντας πως δε βλέπει τη ΘΕΚΛΑ)
(Κάθεται στην αριστερή καρέκλα. Η ΘΕΚΛΑ. χωρίς να το προσέξει, κάθεται στον καναπέ)
ΘΕΚΛΑ: Αλήθεια;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και ξέρεις να ντύνεσαι!
ΘΕΚΛΑ: Εσύ μ’ έμαθες. Δε θυμάσαι που ανακάλυψες ποια χρώματα μου πάνε;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Εγώ; Όχι.
ΘΕΚΛΑ: Ναι, εσύ. Το ξέχασες; (Γελάει) Και, μάλιστα, θύμωνες, όταν δε φορούσα κάτι
κόκκινο της φωτιά!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε θύμωνα. Ποτέ δε θύμωνα μαζί σου.
ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα!... Να, όταν προσπαθούσες να με μάθεις πώς να σκέφτομαι σωστά.
Θυμάσαι; Εκείνο τον καιρό, δεν ήξερα –
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και βέβαια ήξερες! Όλοι ξέρουν να σκέφτονται... Και, τώρα, είσαι φοβερή
και κοφτερή — τουλάχιστο, στα βιβλία σου!
ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανη, μιλάει γρήγορα) Λοιπόν, αγαπητέ μου Γκούσταβ, χάρηκα πολύ που
σε ξαναείδα, και μάλιστα έτσι φιλικά... ήρεμα...
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ω, ποτέ δεν ήμουνα «ταραχοποιός». Και η ζωή σου μαζί μου ήταν πολύ
ήσυχη...
ΘΕΚΛΑ: Ναι. Παραήταν...
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Α; Μα νόμιζα πως αυτό ήθελες. Έτσι έλεγες, όταν ήμαστε
αρραβωνιασμένοι.
ΘΕΚΛΑ: Ξέρει κανείς τι θέλει, εκείνη την εποχή; Κι έπειτα, η μητέρα μου με είχε
δασκαλέψει να παίζω το ήσυχο ποταμάκι και να μην αντιμιλώ στους κυρίους.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τώρα, όμως, το «ποταμάκι» έγινε καταρράκτης! Π ζωή των καλλιτεχνών
είναι λαμπερή και πολυκύμαντη, κι ο άντρας σου δε μοιάζει με στεκάμενη λίμνη...
ΘΕΚΛΑ: Χμ, ξέρεις... το πολύ Κύριε ελέησον...
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Αλλάζει θέμα) Μπα! Φοράς ακόμα τα σκουλαρίκια που σου χάρισα;
ΘΕΚΛΑ: (Αμήχανα) Γιατί όχι; Δε γίναμε εχθροί.. τα φοράω σαν σύμβολο... σαν
υπενθύμιση πως είμαστε φίλοι... Άλλωστε, δε βρίσκεις πια τέτοια σκουλαρίκια. (Βγάζει το
ένα)
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Καλά κι ωραία όλα αυτά — αλλά ο άντρας σου τι λέει;
ΘΕΚΛΑ: Ας λέει ό,τι θέλει.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Μα μπορεί να τον πληγώνει που τα φοράς... νιώθει κάπως γελοίος!
ΘΕΚΛΑ: (Κοφτά, σαν στον εαυτό της) Είναι από μόνος του!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Βλέποντας πως η ΘΕΚΛΑ δυσκολεύεται να ξαναβάλει το σκουλαρίκι) Μου
επιτρέπεις να σε βοηθήσω;
ΘΕΚΛΑ: Γιατί όχι; Ευχαριστώ.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Της τσιμπάει το αυτί, καθώς της βάζει το σκουλαρίκι) Αυτό το μικρό
αυτάκι!... Σκέψου να μας έβλεπε ο άντρας σου!
ΘΕΚΛΑ: Τι Θρήνος και οδυρμός θα γινόταν!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ζηλεύει;
ΘΕΚΛΑ: Αν ζηλεύει; Άλλο τίποτα!
ΘΕΚΛΑ: Καταλαβαίνεις τόσο καλά τόσα πολλά! Μαζί σου νιώθει κανείς ελεύθερος...
Ξέρεις ότι ζηλεύω τη μέλλουσα γυναίκα σου;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις ότι ζηλεύω τον άντρα σου;
ΘΕΚΛΑ: (Σηκώνετα) Τώρα, όμως, πρέπει να χωρίσουμε. Για πάντα.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, πρέπει. Αλλά όχι χωρίς ν’ αποχαιρετιστούμε. Ε;
ΘΕΚΛΑ: (Ανήσυχη) Όχι!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Την ακολουθεί) Ναι! Θ’ αποχαιρετιστούμε! Θα πνίξουμε τις αναμνήσεις
μας σ’ ένα μεθύσι τόσο βαθύ, που, όταν ξυπνήσουμε, δε θα θυμόμαστε τίποτα... (Την
αγκαλιάζει απ’ τη μέση) Η άρρωστη ψυχή του άντρα σου σε μολύνει με τον μαρασμό της
και σε τραβάει στον βυθό. Εγώ θα φυσήξω καινούρια ζωή, Θα κάνω το ταλέντο σου να
ξανανθίσει σαν φθινοπωρινό τριαντάφυλλο. Θα – (Τη φιλάει)
ΘΕΚΛΑ: Άφησε με! Σε φοβάμαι!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γιατί;
ΘΕΚΛΑ: Γιατί μου παίρνεις την ψυχή!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και σου δίνω τη δική μου σ’ αντάλλαγμα. Άλλωστε, εσύ δεν έχεις ψυχή —
δεν είναι παρά μια φαντασίωση!
ΘΕΚΛΑ: Λες τις χειρότερες κακίες μ’ έναν τρόπο που δεν μπορεί κανείς να σου θυμώσει.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή έχω γράψει πρώτος υποθήκη απάνω σου, και το ξέρεις... Λοιπόν,
λέγε. Πού; Και πότε;
ΘΕΚΛΑ: Όχι! Δεν μπορώ!... Τον λυπάμαι. Με αγαπάει, και δε θέλω να τον πληγώσω.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δε σ’ αγαπάει!
ΘΕΚΛΑ: Ναι!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι! Θες να σ’ το αποδείξω;
ΘΕΚΛΑ: Πώς;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: (Μαζεύει από κάτω τα κομμάτια της σκισμένης φωτογραφίας) Ορίστε! Δες
και μόνη σου.
ΘΕΚΛΑ: Α!... Γιατί το ’κανε αυτό;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Επειδή σε περιφρονεί!
ΘΕΚΛΑ: Ω, το κτήνος!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βλέπεις;... Λοιπόν;..
ΘΕΚΛΑ: Ο ψεύτης! Ο διπρόσωπος! Ο φαρισαίος! Ορκιζόταν πως με λάτρευε — και με
μισούσε! Μου έκανε κηρύγματα για ειλικρίνειες κι εντιμότητες, μ’ έμαθε να λέω την
αλήθεια — και με κορόιδευε!... Αλλά... για στάσου, για στάσου... τι ακριβώς έγινε... Με
υποδέχτηκε ψυχρά, όταν γύρισα... Δεν κατέβηκε στην αποβάθρα... Κι έπειτα, άρχισε να
λέει αποφθέγματα για τις γυναίκες... και, μετά, είπε πως τον «στοιχειώνεις»... και, ύστερα,
πως θέλει να γίνει γλύπτης, επειδή αυτή είναι η τέχνη του καιρού μας — όπως ακριβώς
έλεγες κι εσύ, κάποτε!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Όχι, δα!
ΘΕΚΛΑ: Ναι!... Α, τώρα καταλαβαίνω! Τώρα, αρχίζω να βλέπω τι εκδικητικό κάθαρμα
είσαι!... Εσύ ήσουν εδώ... εσύ — και τον κατασπάραξες!... Εσύ καθόσουνα στον καναπέ...
εσύ τον έπεισες πως είναι επιληπτικός... πως πρέπει να μην κάνουμε έρωτα... πως πρέπει
ν’ αποδείξει ότι είναι άντρας, επαναστατώντας κατά της γυναίκας του! Εσύ! Πόσον καιρό
βρίσκεσαι εδώ;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οκτώ μέρες.
ΘΕΚΛΑ: Ήρθες εδώ με το βρόμικο σχέδιο να καταστρέψεις την ευτυχία. μου, κι έκανες
κάθε ατιμία για να το πετύχεις… Μου παράστησες τον μάγο και τον μαγεμένο... ώσπου
άνοιξα τα μάτια μου και σε τσάκωσα!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Φυσικά. ήθελα μ’ όλη μου την ψυχή
το ναυάγιο του γάμου σας. Αλλά ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως αυτό θα γινόταν και χωρίς
την παρέμβασή μου. Κι άλλωστε, είχα τόσα άλλα να κάνω, που δε μου έμενε καιρός για
290
μηχανορραφίες. Ήρθα εδώ — και το «πρόβατό» σου έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του
λύκου. Κέρδισα τη συμπάθειά του, προκαλώντας μερικά αντανακλαστικά του — Πώς; θα
ήταν απρέπεια να σ’ το εξηγήσω. Στην αρχή, τον λυπήθηκα, επειδή βρισκόταν στην ίδια
κατάσταση όπου ήμουν κι εγώ κάποτε. Έπειτα, όμως, άρχισε να ξύνει τις παλιές πληγές
μου — ξέρεις, για το βιβλίο σου και για τον «ηλίθιο». Εμένα!... Και, τότε, μ’ έπιασε η
μανία να τον κομματιάσω και ν ανακατέψω τα κομμάτια του, έτσι που να μην μπορεί
Κανένας να τα ξανακολλήσει. Και το πέτυχα — χάρη στη θαυμάσια προεργασία που είχες
κάνει εσύ... Ύστερα, ήταν η σειρά σου: Ήσουνα το ελατήριο του ρολογιού, κι έπρεπε να
σε στρίψω ώσπου να σπάσεις κι εσύ. Όταν μπήκα, πριν, δεν ήξερα τι ακριβώς θα πω και
θα κάνω. Βέβαια, είχα πολλά σχέδια στον νου μου, όπως σι σκακιστές, αλλά π ο ι ο θα
εφάρμοζα, εξαρτιόταν απ’ τις δικές σου κινήσεις. Η μια κίνηση προκάλεσε την άλλη, με
βοήθησε και η τύχη και σ’ έκανα «ματ». Τώρα, η «βασίλισσα» είναι αιχμάλωτή μου!
ΘΕΚΛΑ: Όχι, δα!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ναι, δα! Αυτό που φοβόσουν πιο πολύ απ’ όλα, έγινε! Ο Κόσμος ——που
τον αντιπροσωπεύουν οι δύο ταξιδιώτισσες και που δεν τις προσκάλεσα εγώ – ο Κόσμος,
λοιπόν, είδε πως συμφιλιώθηκες με τον πρώην σύζυγό σου και πως έπεσες μετανιωμένη
στην πιστή και νόμιμη αγκαλιά του! Δε φτάνει αυτό;
ΘΕΚΛΑ: Μπορεί να «φτάνει» σε σένα για την εκδίκησή σου. Μα λογαριάζεις χωρίς τους
άλλους παίκτες.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Οι άλλοι παίκτες έχασαν! Και ξέρεις γιατί;
ΘΕΚΛΑ: (Κάνει μια περιφρονητική γκριμάτσα) Δεν ξέρω, γιατί δεν έχασα!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Έχασες. Χάσατε! Σας έπιασα στα δίχτυα μου, επειδή εγώ ήμουν
δυνατότερος από σας, κι εξυπνότερος. Εσύ κι αυτός είσαστε οι ηλίθιοι! Βλέπεις, δεν είναι
ντε και καλά ηλίθιοι όσοι δε γράφουν μυθιστορήματα και δε ζωγραφίζουν. Μην το
ξεχνάς!
ΘΕΚΛΑ: Δεν έχεις αισθήματα διόλου;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Διόλου! Γι’ αυτό μπορώ και σκέφτομαι — πράγμα που εσύ σπάνια
κάνεις— και ενεργώ, όπως το κατάλαβες, μόλις τώρα.
ΘΕΚΛΑ: Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή πλήγωσα τον εγωισμό σου!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι εννοείς «μόνο και μόνο»; Τον εγωισμό των άλλων δεν πρέπει να τον
αγγίζεις — είναι το πιο ευαίσθητο σημείο των ανθρώπων!
ΘΕΚΛΑ: Είσαι ένα εκδικητικό κτήνος! Σε μισώ!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είσαι ένα ακόλαστο κτήνος! Σε μισώ!
ΘΕΚΛΑ: Έτσι είμαι από τη φύση μου, ε;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Κι εγώ το ίδιο!
ΘΕΚΛΑ: Εσύ δε Θα μάθεις ποτέ να συγχωρείς!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Πως! Εσένα σε συγχώρεσα κιόλας.
ΘΕΚΛΑ: Εσύ; Το είδα.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Βέβαια! Το μόνο που έκανα ήταν να έρθω εδώ —Έπαιξα λίγο με τον άντρα
σου, κι αυτό έφτασε για να γίνει θρύψαλα... Αλλά γιατί εγώ, που είμαι ο κατήγορος,
κάθομαι και απολογούμαι σε σένα—;
ΘΕΚΛΑ: (Σαρκαστικά) .. .τον «εγκληματία»!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Γελάς; Δεν έχεις να κατηγορήσεις τον αυτό σου για τίποτα;
ΘΕΚΛΑ: Όχι, για τίποτα! Πρώτα πρώτα, ό,τι έκανα, το έκανα επειδή το αγάπησα και το
πίστεψα. Έπειτα, οι Χριστιανοί λένε πως τις πράξεις μας τις κατευθύνει η Θεία Πρόνοια...
άλλοι την ονομάζουν Μοίρα... Έτσι ή αλλιώς, είμαστε αθώοι για ό,τι κάνουμε.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ως ένα σημείο. Έχουμε, όμως, ένα περιθώριο εκλογής — κι εκεί αρχίζει η
ευθύνη κι η ενοχή μας. Και, τότε, αργά ή γρήγορα, οι δανειστές μάς χτυπάν την Πόρτα.
Είμαστε αθώοι, αλλά υπεύθυνοι! Αθώοι απέναντι στο Θεό —που δεν πιστεύουμε πια—
και υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους.
291
ΘΕΚΛΑ: Κι εσύ, ήρθες να απαιτήσεις την εξόφληση του «χρέους»!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου έκλεψες. όχι αυτό που σου χ ά ρ ι σ α;
Μου έκλεψες την υπόληψη μου — και δεν μπορώ να την ξαναβρώ παρά μόνο
βρομίζοντας τη δική σου. Δεν έχω δίκιο:
ΘΕΚΛΑ: Την υπόληψή σου! Χμ... Και, τώρα, είσαι ικανοποιημένος απ’ την «εξόφληση»;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Είμαι! (Χτυπάει το κουδούνι για να έρθει ο καμαριέρης)
ΘΕΚΛΑ: Και Θα γυρίσεις θριαμβευτής στην αρραβωνιαστικιά σου!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Δεν έχω καμιά αρραβωνιαστικιά, κι ούτε θέλω ναι έχω. Δε γυρίζω σπίτι,
γιατί δεν έχω σπίτι, και δε θέλω να έχω. Τώρα φεύγω με το πλοίο των οκτώ.
ΘΕΚΛΑ: Δεν μπορούμε ναι χωρίσουμε φιλικά;
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: «Φιλικά»; Για σένα, μερικές λέξεις έχουν χάσει κάθε νόημα πια. Τι θα πει
«φιλικά»; Μήπως θα ήθελες να ζήσουμε κι οι τρεις μαζί;... Εσύ, και μόνο εσύ, Θα
μπορούσες να θάψεις το μίσος μας, αποζημιώνοντας με για ό,τι έχασα — αλλά δεν είσαι
ικανή ! Εσύ δεν έκανες τίποτ’ άλλο παρά ν α π α ί ρ ν ε ι ς από μένα, κι αυτά που πήρες
τα σκόρπισες και δεν μπορείς να μου τα δώσεις πίσω... Θα ήσουν ευχαριστημένη, αν σου
έλεγα: «Συγχώρεσε με, που μου κομμάτιασες την καρδιά... Συγχώρεσε με, που με
ατίμασες... Συγχώρεσε με, που, εφτά χρόνια, μ’ έκανες περίγελο των φοιτητών μου...
Συγχώρεσε με, που σε λύτρωσα απ’ την τυραννία των γονιών σου κι απ’ τη σκλαβιά της
αμάθειας και της προκατάληψης... που σ’ έκανα αφέντρα του σπιτιού μου, σου έδωσα
κοινωνική θέση, φίλους και, από παιδί, σε έκανα γυναίκα! Συγχώρεσε με, όπως σε
συγχώρεσα κι εγώ! Τώρα, σβήνω το χρέος σου. Πήγαινε να τακτοποιήσεις τον
λογαριασμό σου με τον άλλο «δανειστή σου!»
ΘΕΚΛΑ: Τον «άλλο» —; Πού είναι; Τι του έκανες; Αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι... κάτι
απαίσιο!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Τι «του έκανα»;... Τον αγαπάς ακόμα;
ΘΕΚΛΑ: Ναι! Τον αγαπώ!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Και για μένα είπες το ίδιο, πρωτύτερα... Έλεγες αλήθεια;
ΘΕΚΛΑ: Ναι, αλήθεια.
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Ξέρεις τι είσαι;
ΘΕΚΛΑ: Δε με νοιάζει αν με περιφρονείς!
ΓΚΟΥΣΤΑΒ: Σε λυπάμαι... Δε φταις εσύ που είσαι έτσι... Φταίει. ο χαρακτήρας σου —
αλλά, αυτό, έχει τρομερές συνέπειες... Καημένη Θέκλα! Δεν ξέρω, αλλά σχεδόν
μετανιώνω γι’ αυτό που έκανα, αν και είμαι αθώος, όπως εσύ... Μα, πάλι, ίσως σου κάνει.
καλό να νιώσεις όπως ένιωσα εγώ κάποτε... Ξέρεις πού είναι ο άντρας σου;
ΘΕΚΛΑ: Νομίζω πως... καταλαβαίνω, τώρα... Φονιά!... Είναι εκεί, πλάι. Και τ’ άκουσε
όλα... τα είδε όλα! Κι όποιος δει τον δαίμονά του, πεθαίνει!
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
292
(Ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Ο Κουρτ χυμάει, την αρπάζει στα χέρια του, τη σηκώνει ψηλά
και τη δαγκώνει στο λαρύγκι έτσι που αυτή βάζει τις φωνές. Ύστερα την πετάει επάνω στη
chaise longue)
ΑΛΙΣ: Μη δαγκώνεις !
ΚΟΥΡΤ: (Εκτός εαυτού) Ναι, θέλω να σου δαγκώσω το λαρύγγι και να βυζάξω το αίμα
σου σαν αγριόγατος ! Εξύπνησες το θηρίο μέσα μου, που χρόνια τώρα παιδεβόμουνα να
το σκοτώσω με χίλιες δυο αφοσιώσεις και θεληματικές θυσίες. Όταν ήρθα νόμιζα πως
ήμουν μια σταλιά καλύτερος από σας και τώρα είμαι ο ατιμότερος ! Από τότε που σε
είδα—σε όλη την απαίσια γυμνότητά σου, από τότε που το πάθος μου έκανε και τα μάτια
μου να βλέπουν αλλοιώτικα, νοιώθω μέσα μου όλη τη δύναμη της κακίας. Το άσκημο
έγινε ωραίο, το καλό έγινε άσκημο κι ανήμπορο !. . Έλα, έλα να σε πνίξω.. . μ’ ένα φιλί !
(Την αγκαλιάζει)
ΑΛΙ Σ: (Του δείχνει το αριστερό της χέρι) Να το σημάδι της αλυσίδας που εσύ την
έσπασες. Ήμουν σκλάβα και τώρα έγινα ελεύτερη !..
ΚΟΥΡΤ: Θα σε δέσω όμως εγώ !..
ΑΛΙ Σ: Εσύ ;
ΚΟΥΡΤ: Εγώ !
294
ΑΛΙ Σ: Εγώ για μια στιγμή σε είχα πάρη για...
ΚΟΥΡΤ: Για θεοφοβούμενο ;
ΑΛΙΣ: Ναι, όλο σαλιάριζες για την αμαρτία...
ΚΟΥΡΤ: Αλήθια ;
ΑΛΙΣ: Και νόμιζα πως ήρθες εδώ να κάνης τον ιεροκήρυκα,..
ΚΟΥΡΤ: Μπα, έτσι νόμισες ; Σε μια ώρα που θάμαστε μέσα στην πόλη τότε θα ιδής ποιος
είμαι !..
ΑΛΙΣ: Απόψε κιόλας θα πάμε στο θέατρο για να μας δουν ! Αυτός θα ρεζιλεφτή, αν του
φύγω, το καταλαβαίνεις ;
ΚΟΥΡΤ: Αρχίζω να καταλαβαίνω και βλέπω ότι η φυλακή δεν είνε αρκετή...
ΑΛΙΣ: Όχι, δεν είνε αρκετή ! Πρέπει να γίνη και σκάνδαλο !
ΚΟΥΡΤ; ΤΙ παράξενος κόσμος ! Εσύ κάνεις το σκάνδαλο κι’ αυτός παίρνει στην
καμπούρα του το ρεζιλίκι !
ΑΛΙ Σ: Αφού ο κόσμος είνε τόσο ηλίθιος !
ΚΟΥΡΤ: Σα νάχουν ποτιστή και μεθύση οι τοίχοι ετούτοι απ’ όλα τα εγκλήματα των
κακούργων πού ήταν κλεισμένοι εδώ μέσα και φτάνει ν’ ανασάνης μόνο για να μπούνε
μέσα σου ! Άλλο δεν είχες στο νου σου παρά το θέατρο και το σουπέ, μου φαίνεται ! Εγώ
όμως συλλογιζόμουνα το γιό μου !
ΑΛΙΣ: (Τον χτυπάει στο στόμα με το γάντι της) Βλάκα !
Tout beau !
Κ0ΥΡΤ: Με συγχωρείς !
ΑΛΙΣ: Αν γονατίσης μάλιστα.
(Ο Κουρτ γονατίζει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
295
(Η Άννα μόνη της με τον Τάννερ τον κοιτάζει και περιμένει. Στην αρχή αυτός κάνει μια
αναποφάσιστη κίνηση. Αλλά κάποιος μαγνήτης τον τραβάει κοντά της και μένει, άβουλος
και τσακισμένος)
ΑΝΝΑ: Ναι, ξέρω. Κι όμως Τζώνη, οι άνδρες σαν αυτόν μένουν γεροντοπαλίκαρα,
κάθονται σε περιποιημένα απαρτμάν και τους λατρεύει η σπιτονοικοκυρά τους. Ενώ οι
άνδρες σαν εσένα παντρεύονται πάντοτε.
ΤΑΝΝΕΡ: (χτυπάει το μέτωπό του) Αλήθεια, φρικτή, απαίσια αλήθεια ! Την αντιμετώπιζα
σ’ όλη μου τη ζωή και δεν μπορούσα να την καταλάβω.
ΑΝΝΑ: Το ίδιο συμβαίνει και με τις γυναίκες. Η ποιητική ιδιοσυγκρασία είναι πολλή
ωραία, πολλή ευχάριστη, πολλή ανώδυνη, πολλή ρομαντική. Αλλά είναι ιδιοσυγκρασία
που ταιριάζει σε γεροντοκόρες.
ΤΑΝΝΕΡ: Αυτές είναι καταδικασμένες. Η ζωτική δύναμις τις προσπερνάει με αδιαφορία.
ΑΝΝΑ: Δεν ξέρω τι εννοείς μ’ αυτή τη λέξη. Αλλά φαντάζομαι πως έχεις δίκιο.
ΤΑΝΝΕΡ: Δεν σε ενδιαφέρει ο Τάβυ ;
ΑΝΝΑ: (κοιτάζει προσεκτικά γύρω της, για να εξακριβώσει μηπως τυχόν την ακούει από
πουθενά ο Τάβυ) Όχι, καθόλου.
ΤΑΝΝΕΡ: Και σε ενδιαφέρω εγώ ;
ΑΝΝΑ: (σηκώνεται ήσυχα και κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλό της προς το μέρος του) Έλα,
Τζώνη, μην κάνεις τον βλάκα ;
ΤΑΝΝΕΡ: Άτιμη, ασυγκράτητη γυναίκα ! Σατανά !
ΑΝΝΑ: Βόα συσφιγκτήρα ! Ελέφαντα !
ΤΑΝΝΕΡ: Υποκρίτρια !
ΑΝΝΑ: (τρυφερά) Πρέπει να είμαι λίγο για χάρη του άντρα μου.
ΤΑΝΝΕΡ: Για χάρη μου ; (Διορθώνει με πείσμα τον εαυτό του) Για χάρη του άντρα σου
εννοώ ;
ΑΝΝΑ: (αγνοεί τη διόρθωσή του) Ναι, για χάρη σου. Είναι καλύτερα για σένα να πάρεις
μια γυναίκα, που νάναι υποκρίτρια, όπως την λες. Οι γυναίκες που δεν είναι υποκρίτριες,
ζουν και ντύνονται σαν καλόγριες κι όμως μπερδεύουν και τον εαυτό τους και τους
άνδρες τους σ’ ένα σωρό φασαρίες. Δεν θα προτιμούσες μια γυναίκα, που να σε
καταλαβαίνει, να σε βοηθάει και να μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη ;
ΤΑΝΝΕΡ: (με απελπισία) Αλίμονο, είσαι έξυπνη. Στην υπέρτατη στιγμή η ζωτική δύναμις
σε προικίζει με κάθε προτέρημα. Αλλά μπορώ κι εγώ να είμαι υποκριτής. Η διαθήκη του
πατέρα σου με διόρισε κηδεμόνα σου και όχι αρραβωνιαστικό σου. Θα φανώ πιστός στην
εντολή του πατέρα σου.
ΑΝΝΑ: (με χαμηλή φωνή σειρήνας) Ε μ έ να με ρώτησε ποιον θέλω να έχω κηδεμόνα,
πριν κάνει αυτή τη διαθήκη. Κι ε γ ώ διάλεξα εσένα.
ΤΑΝΝΕΡ: Ώστε κι τελευταία θέληση του πατέρα σου δική σου ήταν κι αυτή ; Η παγίδα
είχε στηθεί από την πρώτη στιγμή.
ΑΝΝΑ: (συγκεντρώνει όλη τη γοητεία της) Από την αρχή… από τα παιδικά μας χρόνια…
και για τους δυο μας… την είχε στήσει η Ζωτική Δύναμις, όπως σου αρέσει να λες.
ΤΑΝΝΕΡ: Δεν θα σε παντρευτώ ! Δεν θα σε παντρευτώ !
ΑΝΝΑ: Θα με παντρευτείς, θα με παντρευτείς !
ΤΑΝΝΕΡ: Σου λέω όχι, όχι, όχι !
ΑΝΝΑ: Σου λέω ναι, ναι, ναι !
ΤΑΝΝΕΡ: Όχι !
ΑΝΝΑ: (χαϊδευτικά, ικετευτικά, σχεδόν εξαντλημένη) Ναι σου λέω, τώρα που είναι καιρός
ακόμα πριν το μετανιώσουμε… Ναι !
ΤΑΝΝΕΡ: (σαν να τον τρομάζει μια μακρινή απήχηση από το παρελθόν) Πότε τα ξανάζησα
όλα αυτά εγώ ; Ονειρευόμαστε κι οι δυο μας ;
ΑΝΝΑ: (χάνει άξαφνα το κουράγιο της. Με αγωνία που δεν κρύβεται) Όχι. Είμαστε ξυπνοί
και είπες όχι. Αυτό είναι όλο.
ΤΑΝΝΕΡ: (πρόστυχα) Και λοιπόν ;
ΑΝΝΑ: Λοιπόν, έκανα λάθος. Δεν μ’ αγαπάς.
297
ΤΑΝΝΕΡ: (την αγκαλιάζει) Ψέματα λες. Σ’ αγαπάω. Η ζωτική δύναμις με έχει μαγέψει.
Έχω ολόκληρο τον κόσμο στα χέρια μου όταν αγκαλιάζω εσένα. Αλλά αγωνίζομαι για την
ελευθερία μου, για την αξιοπρέπειά μου, για τον εαυτό μου, ενιαίο κι αδιαίρετο.
ΑΝΝΑ: Η ευτυχία σου τα’ αξίζει όλ’ αυτά μαζί.
ΤΑΝΝΕΡ: Θα πουλούσες εσύ για την ευτυχία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και τον εαυτό σου
μαζί;
ΑΝΝΑ: Για μέναν η ζωή μας δεν είναι πάντα ευτυχία. Ίσως θα είναι θάνατος. Αλλά
πρόσεξε, Τζώνη. Αν έρθει κανείς και μας δει καθώς είμαστε έτσι, θα πρέπει οπωσδήποτε
να με παντρευτείς.
ΤΑΝΝΕΡ: Αν βρισκόμαστε τώρα οι δυο μας στην άκρη ενός γκρεμού θα σ’ έσφιγγα
ακόμα περισσότερο και θα πηδούσα μαζί σου.
ΑΝΝΑ: (ζαλίζεται, κλονίζεται διαρκώς περισσότερο από τη μεγάλη της προσπάθεια) Άσε
με, Τζώνη. Δεν μπορώ πια… Τόλμησα πάρα πολύ. Κράτησε περισσότερο από ό,τι
φανταζόμουνα. Δεν αντέχω πια.
ΤΑΝΝΕΡ: Κι εγώ δεν αντέχω πια. Καλύτερα να πεθάνουμε.
ΑΝΝΑ: Ναι. Δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν έχω πια δυνάμεις. Νομίζω ότι θα λιποθυμήσω.
(Λιποθυμάει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
298
(Ο ΦΟΥΡΕΣ έρχεται μέσα ίσος κι αλύγιστος. Κρύβει την ηθική συντριβή του πίσω από ένα
ακατάληπτο πείσμα)
ΦΟΥΡΕΣ: (Προκλητικά) Με διατάξατε, πολίτα υπουργέ. Να με, είμαι στη διάθεσή σας. Τι
έχει να μου κατηγορήσει ή δημοκρατία;
ΦΟΥΣΕ: (χωρίς να προσέξει τον προκλητικό τόνο του, με νωχέλεια) Καθίστε, παρακαλώ,
πολίτα Φουρές ! Έτσι μιλά κανείς καλήτερα.
(Ο Φουρές κάθεται δισταχτικά. Όλο του το είναι φανερώνει μια δύσπιστη άμυνα ενάντια σε
μιαν αθέατη επίθεση)
ΦΟΥΣΕ: Γιατί σάς κάλεσα, πολίτα Φουρές; Για να σας πω μόνο κατιτί πολύ απλό.
(Σχεδόν εγκάρδια) Κάνετε κουταμάρες, πολίτα ανθυπολοχαγέ!
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
301
Η ΨΕΥΤΡΑ
Πράξη 1η – Εικόνα 1η
(Η Ίζαμπέλα, ζαπλωμένη στο σοφά, καπνίζει, χασμουριέται και διαβάζει ένα περιοδικό,
εντελώς ελεύθερα με την αίσθηση της γυναίκας που δεν τη βλέπει κανένας. Το ραδιόφωνο
παίζει μουσική. Σε μια στιγμή τεντώνεται, σηκώνεται και πηγαίνει στο παράθυρο. Τραβάει
προσεχτικά την κουρτίνα και κατασκοπεύει κάποιον που βρίσκεται κάτω. Μετά
εξακολουθώντας να. καπνίζει και σιγοσφυρίζοντας τη μουσική που παίζει το ραδιόφωνο
έρχεται στον καθρέφτη της ντουλέπας που είναι κοντά στο προσκήνιο και δοκιμάζει
διάφορες κομμώσεις. Κάποια στιγμή, σα να πήρε μια απόφαση κλείνει το ραδιόφωνο και
πάει αποφασιστικά στο τηλέφωνο όπου αρχίζει ένα τηλεφώνημα. Αλλά. στο τέταρτο, πέμπτο
νούμερο μετανοιώνει και το κλείνει. Παίρνει την τελευταία ρουφηξιά. του τσιγάρου και
πετάει το αποτσίγαρο στο πάτωμα σβύνοντάς το με το πόδι. Ακούγεται απ’ έξω θόρυβος)
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (με δυνατή φωνή) Ποιος είναι;... (Οι θόρυβοι γίνονται πιο κοντινοί.
Πανικόβλητη) Ποιος είναι ;
ΕΛΜΙΡΑ : (εκτός σκηνής) Τι φωνάζεις παιδί μου εγώ είμαι, ποιος να. είναι !
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μίλα λοιπόν : Μούκοψες τη χολή... στο διάολο....
ΕΛΒΙΡΑ : (μπαίνει. είναι μια γυναίκα ασήμαντη μάλλον, γύρω στα. πενήντα. Έχει όμως ένα
καρφωτό βλέμμα επίμονο και διαρκώς περίεργο, σε σημείο που να προκαλεί φόβο. Φαίνεται
αυταρχικό και κενόδοξο άτομο, αλλά με φροντισμένη συμπεριφορά. ώστε να το καλύπτει)
Μπα ; Τι φοβάσαι : Τους κλέφτες ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γιατί, αποκλείεται να ήταν «αυτός» ; Έχει να. με δει τρεις μέρες. Τρεις
μέρες του κάνω την άρρωστη. Θα βράζει τώρα. Μήπως τον συνάντησες κάτω ;
ΕΛΒΙΡΑ : Δε συνάντησα κανέναν.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο) Προχθές όμως ήταν εκεί κάτω τόν είδα…
ΕΛΒΙΡΑ : Που κάτω ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Εκεί, απέναντι, στο πεζοδρόμιο.
ΕΛΒΙΡΑ : Θα περνούσε τυχαία, φαίνεται.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Όχι. Στεκόταν εκεί και κοίταζε στο παράθυρό μας.
ΕΛΒΙΡΑ : Και σε είδε ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ευτυχώς όχι.
ΕΛΒΙΡΑ : Ένας άνδρας σαν κι αυτόν, να φέρεται σαν παιδαρέλι. Αααχ… μυαλά !...
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε λοιπόν, μάθε ότι εμένα μ’ αρέσει ακριβώς γιατί φέρεται σαν παιδαρέλι
και δε λογαριάζει κανέναν, κι ας είναι αυτός που είναι.
ΕΛΒΙΡΑ : Τότε τι κάθεσαι και μου σκοτίζεις το κεφάλι ; Έχεις τρεις μέρες που μου
παίζεις κρυφτούλι. Τι θέλεις να παραστήσεις ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Κάποιο σκοπό είχα κι εγώ για να το κάνω. Φαίνεται όμως ότι έφερε
αντίθετα αποτελέσματα. Εγώ έκανα την άρρωστη για να μείνω δυο τρεις μέρες ελεύθερη.
Αυτός όμως παλουκώθηκε εκεί κάτω απέναντι απ’ την πόρτα. Άντε να βγεις έξω!
ΕΛΒΙΡΑ : Κι αντί να κάνει το παλούκι γιατί δεν ανεβαίνει πάνω ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λες καλέ ; Τρελλάθηκες ; Ν’ ανεβεί πάνω ε ; Για φαντάσου να
τουρχόταν καμιά τέτοια ιδέα ;
ΕΛΒΙΡΑ : Τι θα γίνει ! Θα. τον δεχτώ εγώ. Ειιένα με ξέρει.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα τι θα δεχτείς καλέ ; Ποιον θα δεχτείς ; Είσαι με τα καλά σου ;
302
ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί : Τι θα γίνει ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να γίνει ; Αν την ώρα που βρίσκεται αυτός επάνω έρθει κι ο Αλπίνο ο
αρραβωνιαστικός μου και θρονιαστεί εδώ μέσα σαν νοικοκύρης, τότε να δεις τραγούδια.
Ο Αλπίνο κάθε βράδυ αυτή την ώρα είναι εδώ, απόψε άργησε λίγο.
ΕΛΒΙΡΑ : Ε τότε για ποιό λόγο ρε παιδάκι μου έφτιαξες αυτό το μπέρδεμα. —Δεν ξέρω
ίσως να είμαι αργόστροφη ή βλάκας— αλλά γιατί σκέφτηκες να κάνεις την άρρωστη,
ακόμα δεν μπόρεσα να το καταλάβω.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Έχεις δίκιο....γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν τόσο ερωτευμένος
μαζί μου, κι ότι θα στηνόταν μπάστακας απέναντι απ’ την πόρτα μου.
ΕΛΒΙΡΑ : (ειρωνικά) Οουου. Ερωτευμένος !.....
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό απόψε τελειώνω την αρρώστια μου. Θα. γίνω καλά. Είναι
προτιμότερο. Από αύριο θα ξαναβγώ. (Προχωρώντας προς τα μέσα στο σοφά) Εσύ τι
έκανες ; Ρώτησες τίποτα γι’ αυτά που σου είπα ή όχι ; Τι έμαθες ;
ΕΛΒΙΡΑ : (που ήρθε στο προσκήνιο για να βγάλει επανωφόρι κι έναν καπελάκι σκούρο) Τι
είπες;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (πέφτει στο σοφά και ξεφυλλίζει ένα περιοδικό) Σε ρώτησα αν έμαθες
τίποτα για την οικονομική κατάσταση του υποψήφιου άνδρα μου. (Ησυχία) Δε μου λες,
κουτή είσαι ;
ΕΛΒΙΡΑ : (Πέφτοντας απ’ τα σύννεφα) Αααα ! Ναι ! Όχι ! Δεν έμαθα τίποτ’ ακόμα.
ΕΛΒΙΡΑ : (Πετώντας το περιοδικό) Και γιατί παρακαλώ ;
ΕΛΒΙΡΑ : Ε ; Και πώς θέλεις να μάθω ! Ντέτεκτιβ είμ’ εγώ ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Σηκώνοντας τον τόνο) Καλέ δε μου είπες ότι θα πήγαινες σε κάτι γραφεία,
δεν ξέρω πώς τα είδες κιόλας, για να πάρεις πληροφορίες ;
ΕΛΒΙΡΑ : Ε λοιπόν ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι λοιπόν. Σουλατσάρισες όλη την ημέρα και μου λες ότι δεν έκανες
τίποτα ; Τι παιχνίδι μου παίζεις μπορώ να ξέρω ; Πρόσεξε αν πας να με καταφέρεις να
παντρευτώ με ψέμματα γελιέσαι. να το ξέρεις : Δε με γελάς εμένα !
ΕΛΒΙΡΑ : Μα γιατί να. σε γελάσω. Τι βλακείες είν’ αυτές ! Τα γραφεία είναι κλειστά το
απόγευμα και δεν το ήξερα.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Εγώ ξέρω ότι ένα μήνα μου λες γι’ αυτές τις πληροφορίες και κάθε φορά
βρίσκεις μια δικαιολογία.. Λοιπόν : Για να μην πω το όχι, την ώρα που με ρωτάει ο παπάς
και γίνουμε όλοι ρεζίλι, στο λέω να το βάλεις καλά στο κεφάλι σου : Δεν τον παντρεύομαι
αν δεν ξέρω με κάθε λεπτομέρεια την οικονομική του κατάσταση. (Συλλαβίζοντας) Δ ε ν
τα ο ν π α ν τ ρ ε ύ ο μ α ι !
ΕΛΒΙΡΑ : Τον παντρεύεσαι. Τον παντρεύεσαι...
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (έξω φρενών, αναιδής, τινάζεται όρθια) Στο διάολο.... Δεν τον παντρεύομαι
καλέ !... Με νομίζεις τόσο ηλίθια να παντρευτώ έναν άνθρωπο που δε θέλω κι από πάνω
να μην έχει ούτε...
ΕΛΒΙΡΑ : Έχει το αγρόκτημα, πώς δεν έχει ; Δε σου φτάνει ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Και τι να το κάνω εγώ το αγρόκτημα. Θ’ ανοίξω ορνιθοπωλείο ή θα
μεγαλώσω βόδια;
ΕΛΒΙΡΑ : Ε ! Τι θέλεις παιδί μου ;...... Την Εθνική Τράπεζα ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μα μου λες κτήματα. ! Πόσα κτήματα είναι ξέρεις ; Πόσα σπίτια έχει ;
Είναι δικά. του, εντελώς δικά του αυτά ; Δεν το ξέρεις βέβαια Εσύ μου είπες ότι είναι
τρεις. Αυτός και δυο αδελφές, εκτός από τη μάνα του που μπορεί να. πάρει κι αυτή
μερίδιο.
ΕΛΒΙΡΑ : Μια μέρα θα με ευγνωμονείς γι’ αυτό το γάμο. Τίποτ’ άλλο δε σου λέω ! Θα
μου πεις : μαμά είχες δίκιο.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Δε. χρειάζεται ούτε να σ’ ευγνωμονώ ούτε να σε βρίζω. Δεν τον ήθελα γι’
άντρα μου αυτόν τον άνθρωπο καταλαβαίνεις ; Με το ζόρι το κάνω γιατί μου το
επιβάλλεις εσύ.
303
ΕΛΒΙΡΑ: (πνιγμένη από αγανάκτηση) Ενώ τον άλλο τον ήθελες, ε ; Που είναι και
παντρεμένος.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Αυτόν τον θέλω, τον αγαπάω, καταλαβαίνεις ;
ΕΛΒΙΡΑ : Αφού δεν είναι δυνατόν να σε παντρευτεί !
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Θα χωρίσει από τη γυναίκα του, δεν πάνε καλά.
ΕΛΒΙΡΑ : Άντε βρε κουτορνίθι, όλοι έτσι λένε για να εκμεταλλεύονται ανόητες σαν και
σένα.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Γιατί μ’ εκμεταλλεύεται ; Πηγαίνω μαζί του γιατί μ’ αρέσει, τον εαυτό μου
ικανοποιώ.
ΕΛΜΙΡΑ : Έτσι πες, όχι πως θα χωρίσει ! Σιγά μη χωρίσει μια γυναίκα με τέτοια
περιουσία. Κορόιδο τον νόμισες ; Γιατί νομίζεις ότι την παντρεύτηκε.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Γι’ αυτό πήγε ο γάμος τους κατά διαβόλου κι έτσι θέλεις να με κάνεις και
μένα αλλά εγώ δε θα υποκύψω. Δε θα κάνω κάτι που δε θέλω. Προτιμώ να σηκωθώ να
φύγω από δω και να μη βλέπω κανέναν.
ΕΛΒΙΡΑ : (μυξοκλαίγοντας) Ορίστε. Κι αυτό έπρεπε να τα’ ακούσω ! Να κάνεις τόσα για
το καλό της, κι αυτή να με βρίζει κατάμουτρα. Να προσπαθώ να την προφυλάξω κι αυτή
να με βρίζει.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιος σου είπε πως το δικό σου μυαλό είναι παραπάνω απ’ το δικό μου
που θέλεις να με προφυλάξεις, ε ; Θέλεις να με κουμαντάρεις όχι να με προφυλάξεις.
Νομίζεις ότι είμαι ακόμα μωρό παιδί.
ΕΛΒΙΡΑ : (κλαίγοντας) Πες μου κι άλλα αφού δε σε πλακώνω στο ξύλο !...
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ναιεε, βγάλε τώρα και το μαντήλι να σκουπίσεις τα δάκρυα. Νομίζεις ότι
με τα δάκρυα θα με πείσεις πως , έχεις δίκιο.
ΕΛΒΙΡΑ : (Ξαναβάζοντας το μαντήλι στην τσέπη) Ολόκληρη ιστορία για το τίποτα ! Τι
έχει ; Πού το έχει : Πώς το έχει ; Τώρα που θα έρθει ρώτησε τον ίδιο να στο πει.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ποιον να ρωτήσω ; Τον Αλπίνο !
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ωραία !
ΕΛΒΙΡΑ : Γιατί ; Υποψήφιος γαμπρός δεν είναι ; Πρέπει να ξέρεις τι περιουσία έχει.
Πέστου το ξεκάθαρα : «Θέλω να ξέρω ποιον παίρνω και γιατί τον παίρνω». Νέτα σκέτα.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Το γιατί τον παίρνω.. είναι πολύ γνωστό. (Ειρωνικά) Είμαι ερωτευμένη !
Πολύ έρωτευμένη. (Γελάει) Βέεβαια ! Αν του κάνω και τέτοιες ερωτήσεις τότε θα
καταλάβει πολύ καλά γιατί τον παντρεύομαι. Αυτός και τώρα δεν το πιστεύει ότι τον
αγαπάω. Φαντάσου τι θα γίνει αν τον ρωτήσω πόσα λεφτά βγάζει.
ΕΛΒΙΡΑ: Ε τότε δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Κάνε ο,τι καταλαβαίνεις. (Προχωρεί προς
την κουίντα, σταματάει, γυρίζει) Αρκεί να παντρευτείς.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : (Τσιρίζοντας) Δεν παντρεύομαι.
ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί ; Μήπως συμβαίνει τίποτα με τον άλλο και δε μου το λες ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Τι να συμβαίνει ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Μήπως είσαι έγκυος ;
ΕΛΒΙΡΑ : Το μυαλό σου όλο στις σαχλαμάρες πηγαίνει. . . . Α έμενα έγκυος ήταν
δύσκολο να κάνω έκτρωση ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε τότε τι είναι ;
ΕΛΒΙΡΑ: Καλέ αυτός έβαλε μπρος το διαζύγιο με τη γυναίκα του κι εγώ θα του πω ότι
παντρεύομαι ;
ΙΖΑΜΠΕΛΑ: Λοιπόν ; Τι θα κάνεις θα συνεχίσεις και μ’ αυτόν ;
ΕΛΒΙΡΑ : Ακριβώς.
ΙΖΑΜΠΕΛΑ : Ε… τότε κράτησέ τους και τους δυο !
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
304
ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΔΑΚΡΥΑ
ΤΗΣ ΠΕΤΡΑ ΦΟΝ ΚΑΝΤ
Πράξη 3η
Κάριν;
ΚΑΡΙΝ: Τι;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουν χτες βράδυ.
ΚΑΡΙΝ: Χόρευα.
ΠΕΙΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί;
ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν;
ΠΕΙΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα.
ΚΑΡΙΝ: Ναι;
ΠΕΙΡΑ: Ναι Με ποιον χόρευες λοιπόν μαζί;
ΚΑΡΙΝ: Τι Θες να πεις;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιον χόρευες μαζί. Μπήκες;
ΚΑΡΙΝ: Μ’ έναν άντρα.
ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα;
ΚΑΡΙΝ; Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα.
ΠΕΙΡΑ: Έλα Τώρα. (Πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν τόνικ) Θες και συ άλλο ένα;
ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα.
ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως!
ΚΑΡΙΝ: Αν δεν γουστάρεις και Τόσο μην το κάνεις.
ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δεν Θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να είσαι πιο ευγενική ; Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ.
ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας;
ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι;
ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε.
ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος!
ΠΕΤΡΑ: Ναι;
ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο
δέρμα μου. Και... κάτι χείλια ! Ξέρεις τώρα, σι νέγροι έχουν χοντρά χείλια, καυτά. (Η
Πέτρα κρατάει την καρδιά της) Λιποθυμάς, αγαπημένη; (Ξεσπάει σ’ ένα γέλιο ατέλειωτο)
Και πού ‘σαι, δε σου ‘πα το καλύτερο ακόμα.
ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι Τόσο χυδαία.
ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Εμείς είχαμε αποφασίσει να λέμε
πάντα την αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέματα.
ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέματα.
ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν Ο.Κ. δεν είν’ αλήθεια!
305
ΠΕΤΡΑ: Ναι; (Γεμάτη ελπίδα) Λες αλήθεια;
ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ’ έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι;
ΠΕΙΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε κι ο κόσμος ! Όχι. Δεν καταλαβαίνω, αληθινά δεν
καταλαβαίνω.
Γιατί... γιατί...
ΚΑΡΙΝ: Έλα, Παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ’
αγαπώ... αλλά... (Σηκώνει τους ώμους. Η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα) Κοίτα, ήταν φως
φανάρι απ’ την αρχή ότι εγώ κάποτε Θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμ’ εγώ. Και μετά
αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα
παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ’ την πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα πού’ λεγες πάντα
για ελευθερίες και τέτοια ;... Εσύ δεν ήσουνα πού ‘λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να
καταπιέζουμε η μια την άλλη ; Έλα παράτα τα κλάματα, μ’ ακούς;
ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονάει τόσο, Σα να με τρύπησαν μ’ ένα μαχαίρι.
ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονάς.
ΠΕΙΡΑ: Η καρδιά μου να πονάει. Η καρδιά μου να πονάει. Πονάω, πονάς, πονάει.
Αυτή πονάει. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μσν να πονάει.
ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, Ο.Κ. το
ξέρουμε αυτό...
ΠΕΙΡΑ: Είσαι όμορφη ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου
! Θεέ μου! (Πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ;
ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου.
(Κοιτάζει η μια την άλλη και για μια στιγμή γελούν αυθόρμητα. Σταματούν.
Σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα)
Εδώ είμαστε, λοιπόν : «Η τελευταία κολλεξιόν της Πέρα φον Καντ, μια αξιόλογη
συνεισφορά στον χώρο της μόδας κάνει όλον τον Κόσμο ν’ ανυπομονεί πότε Θα μπει ο
χειμώνας». Έχει και τη φωτογραφία σου!
ΚΑΡΙΝ: Έλα, πού είναι;
ΠΕΤΡΑ: Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο ! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε ; Έλα πες το μου!
ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία!
ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου
φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (Αγκαλιά ζει και φιλάει την Πέτρα) Σ’αγαπώ έλα!
ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω.
(Φιλιούνται)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
307
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Πράξη 2η – Εικόνα 1η
(1901. Νύχτα. Στο ίδιο δωμάτιο, δέκα χρόνια αργότερα. Από τα έπιπλα των προηγούμενων
σκηνών μόνο το κρεβάτι απομένει, κι αυτό είναι στολισμένο με καινούργιες κεντημένες
κουρτίνες. Στους τοίχους κρέμονται πίνακες ζωγραφικής. Ακριβά έπιπλα διακοσμούν το
δωμάτιο. Δεν υπάρχει πια νιπτήρας, αλλά ένα λουτρό, αριστερά. Εκεί που ήταν η
γκαρνταρόμπα, στην προηγούμενη πράξη, γκρεμίστηκε ο τοίχος και μπήκε μια πόρτα, που
οδηγεί στο ντρέσινγκ-ρουμ. Το σύνολο είναι πανάκριβο, μεγαλοπρεπές και κατακαίνουργο.
Μόνο η μια πλευρά του κρεβατιού είναι στρωμένη. Υπάρχει μόνο ένα μαξιλάρι πάνω στο
κρεβάτι, και ριγμένο απάνω του είναι «Ο Θεός αγάπη εστί». Όταν σηκώνεται η αυλαία, δεν
είναι κανείς στο δωμάτιο. Μπαίνει η Αγνή και βροντάει την πόρτα πίσω της. Στέκεται στα
ποδαρικά του κρεβατιού, βγάζοντας τα γάντια της. Πάει στο τραπεζάκι της τουαλέτας, ρίχνει
απάνω τα γάντια της και κοντοστέκεται στο χτύπημα τη πόρτας. Για μια στιγμή μένει
ακίνητη. Το χτύπημα επαναλαμβάνεται, πιο επίμονο)
ΑΓΝΗ: Έχει και παράχει ! Γιατί πριν γράψεις αυτό το μυθιστόρημα, δεν είχαν πάρει τα
μυαλά σου αέρα... Κάθε φορά που τέλειωνες ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο ή ξέρω γω
τι... και θεωρούσες τον εαυτό σου τη μεγαλύτερη ιδιοφυία, απ’ τον καιρό του Σαίξπηρ...
(Εκείνος λέει: «Τώρα μάλιστα!»)... έτρεμα μη τυχόν και πετύχει. Δόξα σοι ο Θεός όμως,
όλα σου τα έργα είχαν παταγώδη αποτυχία, κι έτσι μπόρεσα να τα βγάλω κι εγώ πέρα με
μεγαλομανία σου... Τώρα όμως μ’ αυτή τη φυλλάδα —που και συ ο ίδιος παραδεχόσουνα
πως ήταν για τα σκουπίδια. ως τη στιγμή που διάβασες τις κριτικές — πήρες... Αλλά, δε
βαριέσαι ! Χάνω τα λόγια μου.
ΜΑΙΚ: Ίσως να είμαι ματαιόδοξος, αλλά η ερίτιμος κυρία κάνει ένα τραγικό σφάλμα.
ΑΓΝΗ: (γελάει) Άκου ! Άκου τι λέει ! Να ‘σαι παντρεμένη μ’ έναν άντρα έντεκα χρόνια
και να σου μιλάει σα ν’ αγορεύει στη Βουλή. «Τραγικό σφάλμα» ! Κακομοίρη μου ! Να
μπορούσες να δεις μόνο από μια μεριά την κατάντια σου ! Πούλησες την ψυχή σου για
μια επιφυλλίδα της κακιάς ώρας.
ΜΑΙΚ: Αν εξακολουθήσεις έτσι...
ΑΓΝΗ: Όχι ! Θα τ’ ακούσεις όλα ! (Εκείνος χτυπάει το πάτωμα με το μπαστούνι του) Και
μη με διακόπτεις ! Ακούς ; Γιατί μόνο ένας σ’ αγαπάει σ αυτόν τον κόσμο, κι ας είσαι ό,τι
είσαι. Κι αν θες να σου πω...
ΜΑΙΚ: Κάνεις λάθος. Πράγματι υπάρχει ένας άνθρωπος που μ’ αγαπάει σ’ αυτόν τον
κόσμο, ακριβώς γι’ αυτό που είμαι.
ΑΓΝΗ: Και τι είσαι, αγάπη μου ;
ΜΑΙΚ: Ρώτησέ τ η ν, να σου πει.
ΑΓΝΗ: . . .την ;...
ΜΑΙΚ: Μάλιστα. «Την».
ΑΓΝΗ: Ω... (Πιάνεται απ’ το στύλο του κρεατιού) Ποια είναι ;
ΜΑΙΚ: Δεν την ξέρεις.
ΑΓΝΗ: Είναι νέα ; Πόσω χρονών είναι ;
ΜΑΙΚ: Δεν πρόκειται να συνεχίσω, γιατί έγινες πτώμα.
ΑΓΝΗ: Πτώμα ;
ΜΑΙΚ: Κίτρινη, πώς το λένε. (Στην πόρτα) Αγνή, μη νομίζεις πως είμαι τόσο κτήνος,
που... Κάτσε κάτω. Έλα, Αγνή, κάθησε... Αγνή !
ΑΓΝΗ: (απομακρύνεται) Όχι, όχι... Δεν είναι τίποτα. Καλά είμαι. Τι σου περνάει απ’ το
νου ; Πως θα λιποθυμούσα, στα είκοσι εννιά μου χρόνια, για ένα πράμα τόσο... τόσο
συνηθισμένο !
ΜΑΙΚ: Συνηθισμένο ;
ΑΓΝΉ: Και μάνα με δυο παιδιά ; Εγώ δε λιποθύμησα όταν έπαθε μαγουλάδες ο γιος μου.
ΜΑΊΚ: Μα είναι κάπως διαφορετική η περίπτωση, δεν νομίζεις ;
ΑΓΝΗ: Όχι, Μάικ. Κι αυτό είναι ένα είδος μαγουλάδες.
ΜΑΙΚ: Την αγαπώ !
ΑΓΝΗ: Δηλαδή, δε μ’ αγαπάς εμένα πια. (Εκείνος δεν απαντά) Δεν εννοώ σα φίλη ή
σαν... μητέρα των παιδιών σου. Σα γυναίκα σου, λέω. Πες μου, τώρα, αλλά μ’ όλη σου
την ειλικρίνεια ; γι’ αυτό κοιμόσουνα στο γραφείο ;
ΜΑΙΚ: Κοιμόμουνα ; Μάτι δεν έκλεισα !
ΑΓΝΗ: Έτσι. Τότε θα ροχάλιζε ο μάγειρας.
ΜΑΙΚ: Κι από πότε ροχαλίζω ;
ΑΓΝΗ: Εσύ ; Ποτέ. Ο μάγειρας. Τον ακούω κάθε νύχτα, όταν περνάω απ’ το διάδρομο.
ΜΑΙΚ: (πηγαίνει στην πόρτα. Την ανοίγει) Καληνύχτα.
ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά.
ΜΑΙΚ: Τ’ είπες ;
ΑΓΝΗ: Όνειρα γλυκά.
309
ΜΑΙΚ: (Σταματάει στην πόρτα, έπειτα την κλείνει με βρόντο) Ε, όχι, λοιπόν ! Να με πάρει
ο διάολος, αν το καταπιώ κι αυτό !
ΑΓΝΗ: Τι συμβαίνει ;
ΜΑΙΚ: «Ροχαλίζει ο μάγειρας». Αγνή, αγαπώ μιαν άλλη. Μου ‘ρχεται σαν τρέλα ! Εσύ,
τα παιδιά, εκείνη, τα παιδιά, εσύ, εγώ, εκείνη... Τρεις βδομάδες τώρα κοντεύω να χάσω το
μυαλό μου, κι εσύ λες: ροχαλίζει ο μάγειρας…
ΑΓΝΗ: Μα, αγάπη μου...
ΜΑΙΚ: Όχι, όχι, όχι! Αυτή η απερίγραπτη αυτοπεποίθησή σου μου ανακατεύει τα σωθικά.
Το ξέρω πως δεν το παίρνεις στα σοβαρά, αλλά, πίστεψέ με, αγαπώ αυτή τη γυναίκα ! Ή
θα γίνει δική μου ή θα μου στρίψει.
ΑΓΝΗ: Καλά ακόμα δεν έγινε... δική σου ;
ΜΑΙΚ: Επιτέλους ! Ενδιαφέρθηκες ! Γιατί να μη δείξεις αυτό το ενδιαφέρον τόσον καιρό
; Σε παρακάλεσα, σε ικέτευσα, σύρθηκα στα πόδια σου για να μου δώσεις λίγη
κατανόηση, λίγη ζεστασιά, λίγη αγάπη. Τίποτα εσύ. Ακόμα και το βιβλίο μου, που το
ενεπνεύσθηκα από σένα, που βγήκε για σένα — κι αυτό ακόμα, από την αρχή, το
αντίκρισες σαν αντίζηλο. Ό,τι και να ’κανα με τίποτα δεν μπορούσα να σε μαλακώσω:
σου πήρα αμάξι, υπηρέτες, φορέματα, πίνακες, σου ‘δωσα λεφτά, τα πάντα... Τίποτα εσύ:
μισούσες το βιβλίο μου. Και τώρα ; Τώρα, να. Μ έστειλες στην αγκαλιά μιας άλλης. Μιας
άλλης, που καταλαβαίνει τουλάχιστον ένα πράμα: ότι πρέπει να με μοιραστεί με το έργο
μου.
ΑΓΝΉ: Ξέρει επίσης ότι θα πρέπει να σε μοιράζεται και με άλλες γυναίκες ;
ΜΑΙΚ: Δε χρειάζεται. Επιτέλους βρήκα μια γυναίκα, που να μπορεί να συζεί με το έργο
μου. Αυτό μόνο φτάνει, να της είμαι πιστός.
ΑΓΝΗ: Μα πώς συζεί με το έργο σου ; Τι κάνει δηλαδή ;
ΜΑΙΚ: Ακούει. Μ’ ενθαρρύνει. Μ’ ένα βλέμμα, μ’ ένα χάδι, μ ένα — τέλος πάντων, μου
δίνει κουράγιο. Χαίρεται όταν χαίρομαι. Όταν στοχάζομαι, στοχάζεται κι εκείνη μαζί
μου...
ΑΓΝΉ: Κι όταν χάφτεις μύγες, χάφτει κι αυτή μαζί σου ;
ΜΑΙΚ: Μα κατάλαβες τι σου λέω τόσην ώρα ή μιλάω στο βρόντο ; Τέλος πάντων, δεν
μπορείς να δεις ότι άλλαξα ;
ΑΓΝΗ: Όχι.
ΜΑΙΚ: Ε, τότε είσαι στραβή. Εσύ πάντως έχεις αλλάξει.
ΑΓΝΗ: Εγώ !
ΜΑΙΚ: Ωχ ! Ας μην αρχίσουμε τα ίδια.
ΑΓΝΗ: Για λέγε...
ΜΑΙΚ: Δεν αξίζει τον κόπο. Δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζω άλλο, μια και...
ΑΓΝΗ: Μια κι έβγαλες το άχτι σου.
ΜΑΙΚ: Δεν... δεν το ‘θελα, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να σε πληγώσω. Δυστυχώς, δεν
μπορούσε να γίνει αλλιώτικα. Βρίσκομαι στο έλεος ενός πάθους, που είναι δυνατότερο κι
από μένα.
ΑΓΝΗ: Σαράκι, ε;
ΜΑΙκ: Μαρτύριο.
ΑΓΝΗ: Κι όμως δεν μπορείς να το πεις απόλυτα μαρτύριο.
ΜΑΙΚ: Ασφαλώς όχι. Από μιαν άλλη πλευρά είναι θεσπέσιο.
ΑΓΝΗ: Το μεγαλύτερο πράμα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος.
ΜΑΙΚ: Χαίρομαι που το καταλαβαίνεις.
ΑΓΝΗ: Και βέβαια το καταλαβαίνω. Ανθρώπινο είναι.
ΜΑΙΚ: Καλά. Και πώς το ξέρεις ;
ΑΓΝΗ: Ποιο ;
ΜΑΙΚ: Ό.. .τι είναι ανθρώπινο ;
310
ΑΓΝΗ: Μα... άνθρωπος δεν είμαι κι εγώ ;
ΜΑΙΚ: Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς έτσι. Τι θες να πεις ;
ΑΓΝΉ: Ε, μπορεί να ‘χω κι εγώ μια σχετική πείρα. Έτσι δεν είναι ; Καληνύχτα.
ΜΑΙΚ: Μια στιγμή. Στάσου. Δεν μας το κάνετε πιο λιανά;
ΑΓΝΉ: Τι πιο λιανά, αγαπητέ μου;
ΜΑΙΚ: Τι λογής πράμα είν’ αυτή η «σχετική πείρα» σου — δε μας εξηγείς ;
ΑΓΝΗ: Άκου, φίλτατέ μου. Με απέλυσες, χωρίς προειδοποίηση κι εγώ ούτε
παραπονέθηκα καν — όπως θα ‘κανε ακόμα και ο τελευταίος υπάλληλος. Τα ανέχθηκα
όλα, γιατί καταλαβαίνω πως ένας άνθρωπος είναι ανίσχυρος σ’ ένα αίσθημα, που είναι και
μαρτύριο και σαράκι και θεσπέσιο.
ΜΑΙΚ: Αγνή !
ΑΓΝΗ: Μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω. Εγώ σ’ άφησα να κάνεις ό,τι θέλεις, κι εσύ,
αντί να φύγεις ευτυχισμένος και με τη συνείδησή σου ήσυχη, γιατί δεν αφήνεις πίσω σου
ένα ράκος...
ΜΑΙΚ: Ν’ απαντήσεις χωρίς περιστροφές σ’ αυτό που σε ρωτάω, πριν... να τα κάνω
λίμπα εδώ μέσα. Ε... θα μείνεις μονάχη, αν σ’ αφήσω ;
ΑΓΝΉ: Μονάχη ; Μα έχω τα παιδιά μου.
ΜΑΙΚ: Αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιο.
ΑΓΝΗ: (έπειτα από μια σιωπή πολλά προμηνύουσα) Καλύτερα, λέω, να φύγεις αμέσως
από δω μέσα, πριν δείξω μια όψη του εαυτού μου που δεν την ξέρεις.
ΜΑΙΚ: Απαιτώ μιαν απάντηση ; Έχεις εραστή ;
ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει) Καληνύχτα.
ΜΑΙΚ: Έντεκα ολόκληρα χρόνια ορκιζόμουνα στ’ όνομά σου. Ήσουνα για μένα το πιο
αγνό, το...
ΜΑΙΚ: (συμπληρώνει τη φράση) Το πιο ευγενικό πράμα της ζωής σου ! Καληνύχτα.
ΜΑΙΚ: Θ’ απαντήσεις ; Λέγε ! Αλλιώς δε θα με ξαναδείς.
ΑΓΝΗ: Έξω από δω !
ΜΑΙΚ: Όχι, δε βγαίνω !
ΑΓΝΗ: Καλά. Τότε ένα πράμα μου μένει να κάνω. (Παίρνει το κάλυμμα από το κρεβάτι
και βγαίνει στο ντρέσινγκ-ρουμ)
ΜΑΙΚ: Τι;... Τι σημαίνουν όλα αυτά; (Εκείνη δεν απαντά. Γυρίζει μ’ ένα άλλο κάλυμμα κι
ένα βαλιτσάκι. Τ’ απιθώνει στην πολυθρόνα κι ανοίγει το βαλιτσάκι).. Δε μου λες ; (Εκείνη
παίρνει τη νυχτικιά της και το «νεγκλιζέ», τα βάζει στο βαλιτσάκι) Πίστεψέ με, αγάπη μου,
δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω για τίποτα. Μόνο πες μου πού πας ;
ΑΓΝΗ: (πηγαίνει στην τουαλέτα, παίρνει τις βούρτσες και το χτένι) Φωνάζεις, σε
παρακαλώ, ένα αμάξι ;
ΜΑΙΚ: Αγνή!
ΑΓΝΗ: (βάζει τις βούρτσες και το χτένι στο βαλιτσάκι) Σε παρακαλώ, Μάικ, δε θέλω να
φτάσω πολύ αργά. Είναι κιόλας περασμένη η ώρα. Μου δίνεις το ξυπνητήρι ;
ΜΑΙΚ: Όχι, δεν είναι δυνατόν να ‘χω κάνει τέτοιο λάθος ! Χτες ακόμα μου λεγες ότι είχα
προτερήματα...
ΑΓΝΗ: Με συγχωρείς. (Τον προσπερνάει, παίρνει το ξυπνητήρι, το βάζει στο βαλιτσάκι)
ΜΑΙΚ: (κάνει να τη σταματήσει, καθώς περνάει από μπροστά του, αλλά συγκρατείται)
Καλά, λοιπόν. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις».
ΑΓΝΗ: (κλείνει τη βαλίτσα, τη σηκώνει, παίρνει το κάλυμμα στο χέρι, πηγαίνει προς το
μέρος του, περνώντας πίσω απ’ την πολυθρόνα και του απλώνει το χέρι) Αντίο, Μάικ. (Της
φράζει το δρόμο)
ΜΑΙΚ: Πιστεύεις, δηλαδή, ότι μπορώ να σ’ αφήσω να κάνεις τέτοια τρέλα ; Ε ;
ΑΓΝΗ: Ένας κύριος δεν κρατάει με το ζόρι μια κυρία, όταν αυτή θέλει να φύγει.
ΜΑΙΚ: Με συγχωρείς. (Παραμερίζει)
311
ΑΓΝΗ: Ευχαριστώ. (Τη γραπώνει απ’ το μπράτσο και την τραβάει πίσω. Καθώς παλεύουν,
της πέφτει η βαλίτσα και το κάλυμμα. Την ρίχνει στο κρεβάτι) Μάικ! Άσε με να φύγω, σου
λέω ! Δεν...
ΜΑΙΚ: Άκου, ως εδώ μ’ έχεις φέρει μ’ αυτές τις παλαβομάρες σου !... (Καταφέρνει να του
ξεφύγει, φεύγει απ’ το κρεβάτι και τον κλοτσάει στο καλάμι) Ωχ ! (Τρίβει το καλάμι και
κουτσαίνει. Ακουμπάει στο χερούλι του καναπέ)
ΑΓΝΗ: Έξω.
ΜΑΙΚ: Απάνω στο καλάμι.
ΑΓΝΗ: Έξω. (Βγάζει το σακάκι του, το ρίχνει στην πολυθρόνα. Καθώς κάνει ένα μα προς
το μέρος της) Θα σηκώσω όλο το σπίτι στο πόδι, αν έρθεις κοντά μου. (Εκείνη
σκαρφαλώνει στο κρεβάτι)
ΜΑΙΚ: Πού ‘ναι το μαξιλάρι μου ;
ΑΓΝΗ: (απλώνει το χέρι της στο κορδόνι του κουδουνιού) Φύγε, αλλιώς θα χτυπήσω το
κουδούνι !
ΜΑΙΚ: (βγαίνοντας στο ντρέσινγκ-ρουμ) Φτιάξε το κρεβάτι απ’ τη δική μου τη μεριά.
ΑΓΝΗ: Είσαι ένα γαϊδούρι, ένα ξεκαπίστρωτο γαϊδούρι.
ΜΑΙΚ: (ξαναμπαίνει, κρατώντας το μαξιλάρι) Εσύ είσαι — και πρέπει να σου βάλω
χαλινάρι. Για να καταλάβεις τι άντρας είμαι. Στρώσ’ το κρεβάτι, σου λέω ! (Της πετάει το
μαξιλάρι)
ΑΓΝΗ: Δεν πεθαίνω καλύτερα !
ΜΑΙΚ: Πάψε. Φτιάξε το κρεβάτι.
ΑΓΝΗ: (του πετάει το μαξιλάρι) «Ο Θεός αγάπη εστί» : Συγγραφέας είσαι ή σκιτζής ;
ΜΑΙΚ: (πιάνει το μαξιλάρι και το πετάει) Σήκω από κει, η θα σε βγάλω σηκωτή !
ΑΓΝΗ: (σηκώνεται) Και το βιβλίο σου είναι για τον τενεκέ των σκουπιδιών.
ΜΑΙΚ: Δε στο ‘λεγα ; Δε θα σ’ έβλαπτε να μ’ άκουγες πού και πού. Πάρε δω ! (Της ρίχνει
το κασκόλ-κομφόρτερ) Δίπλωσέ το !
ΑΓΝΗ: (του το ξαναρίχνει) Να το διπλώσεις εσύ !
ΜΑΙΚ: (της το ξαναρίχνει) Δίπλωσέ το, είπα !
(Του ρίχνεται και εκείνος πιάνει τα χέρια της. Εκείνη προσπαθεί να τον τσιμπήσει. Εκείνος
γλιστράει, ενώ παλεύουν, και κάθεται στη βάση του κρεβατιού. Προσπαθεί να τον χτυπήσει
στο κεφάλι. Εκείνος κατορθώνει να σηκωθεί και της κρατάει τα χέρια πίσω)
(Ρίχνει το σακάκι του στα κάγκελα, στα ποδαρικά του κρεβατιού, και περπατώντας πάνω
στη βάση πηγαίνει και την αγκαλιάζει)
½¾
½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾½¾
313
ΤΕΛΟΣ