You are on page 1of 20

«Από τον απολογισμό του παλιού, στο σχεδιασμό του μέλλοντος

πανεπιστημίου»

Η κυβέρνηση παρουσίασε έναν απολογισμό της κατάστασης στα ΑΕΙ, ένα


σχέδιο αλλαγής που καθορίζει το πλαίσιο και τα επίδικα της διαβούλευσης
αλλά και μια νέα συνθήκη, το νέο πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο .λοιπόν,
είναι και καλό και κακό, και πετυχημένο και αποτυχημένο, και σύγχρονο και
παρωχημένο, και διεθνές και επαρχιώτικο και άλλες μάρες κουκουνάρες. Όλα
ή κάποια «ισχύουν» και «αναιρούνται» εν μέρει. Όμως η κυβέρνηση δεν έχει
ανάγκη ούτε ενδιαφέρεται να «μάθει» τις πραγματικότητες του ελληνικού
πανεπιστημίου. Το σχέδιο δεν προκύπτει και δεν αναφέρεται σε μια ενδογενή
δυναμική, αλλά στο «πουθενά» της διεθνούς πραγματικότητας και το
αόριστο των «αναγκών».

Ο απολογισμός της κατάστασης, η τάξη της απάντησης.


«Τι ξέρει» η κυβέρνηση; «Τίποτα», όπως ομολογεί η ίδια. Τα δεδομένα,
greeks statistics κατά την υπουργείο, δηλαδή φούμαρα. Η αξιολόγηση δεν
προχώρησε άρα δεν ξέρουμε τι θα απέδιδε. Περισσότερα θα μάθουμε,
βλέποντας και κάνοντας, όταν η ΠΟΣΔΕΠ δια του Ερευνητικού της Κέντρου
αποφανθεί περί των πραγματικοτήτων των ελληνικών ΑΕΙ και των σχέσεών
τους με τα διεθνή, όταν εμπεδωθούν οι μηχανισμοί αξιολόγησης και δώσουν
εκθέσεις της προκοπής, όταν καταδειχθεί δια των «τετραετών
προγραμματικών συμβάσεων» «τί πουλιά πιάνουν τα ιδρύματα» στο πουθενά
των αξιολογήσεων, κλπ.
Ωστόσο, το κείμενο που εκνεύρισε τους πρυτάνεις, είναι ένα εξαιρετικά
μελετημένο κείμενο, μονάχα που δεν προορίζεται για το πεδίο του διαλόγου,
αλλά αναφέρεται στις συνάφειες της εφαρμογής του: κατακερματισμένη
κοινότητα, αποσυντονισμένο πολιτικό, θεσμοθετικές λειτουργίες του
Μνημονίου, εξετάσεις νομιμοφροσύνης στο «διεθνές» και νομιμοποίηση στον
«λαό.

Το σχέδιο, ο τρόπος σχεδιασμού, το σχεδιαστήριο


Το σχέδιο της κυβέρνησης συνίσταται στη εισαγωγή τρόπων
αναδιάταξης των δομών, μετασχηματισμού των λειτουργιών,
επανακαθορισμού των σχέσεων ΑΕΙ-εξουσίας-κοινωνίας. Ευελιξία και
1
προσαρμοστικότητα. Άλλες οργανωτικές αρχές, ανάλογης ιδεοληπτικής
σαφήνειας, η αποτελεσματικότητα, η παραγωγικότητα, η χρησιμότητα, η
αναγκαιότητα, όροι που αποκτούν νόημα κατά περίπτωση, συσχετίζονται σε
όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, οδηγώντας σε ένα κλειστό και
αυτοαναφορικό σύμπαν, δηλαδή το γατί που κυνηγάει την ουρά του: οι
συστημικές ιδιότητες (ευελιξία, προσαρμοστικότητα…) λειτουργούν ως
οργανωτικές αρχές και αποδίδουν «στρατηγήματα», οικείων στο ΠΑΣΟΚ,
ιδεοληπτικών και σωτηριολογικών σχεδιασμών.
Η νέα «ισορροπία» λοιπόν, δεν αναφέρεται σε ένα σταθερό πλαίσιο ή
την εγκαθίδρυση νέων κανόνων και αρχών. Αυτού του τύπου η Διοίκηση
σημαίνει εγκατάσταση δυναμικών εξισορροπιστικών μηχανισμών,
αξιολόγηση σημαίνει μεταβαλλόμενοι τρόποι ανάκτησης των εκτροπών στον
προσανατολισμό του συστήματος, χρηματοδότηση σημαίνει εργαλείο αλλά
και τρόποι ποδηγέτησης των δυναμικών εν όψει της «ευέλικτης προσαρμογής
στο απροσδιόριστο». Για τους «μηχανικούς της κοινωνίας» οι οργανωτικές
εκδοχές του «πρότυπου» πανεπιστημίου δεν εγγράφουν αξίες και
κανονιστικές αρχές της ιστορίας, του κοινωνικοπολιτικού και πολιτικού τους
περιβάλλοντος, ισχύουν εκτός της μερικής εμπειρίας και «αξίζουν» επί
παντός πανεπιστημίου. Η υποστασιοποίηση συστημικών ιδιοτήτων και ο
χρήση τους ως οργανωτικές αρχές μετατοπίζει έτσι το επίδικο στην τάξη
του «φυσικού» και του «αντικειμενικού».
Αυτό το μοντέλο δεν είναι ακριβώς μοντέλο. Αλλά εκδοχές του
«αρχέτυπου» που απόκειται στην οργανωτική τεχνολογία και εμπειρία της
«επιχείρησης» και ηγεμονικών κόμβων στο εσωτερικό της
(«χρηματιστηριακοί οίκοι» και «οίκοι αξιολόγησης»), το οποίο έρχεται και
στα καθ’ ημάς με «κέντρα αριστείας» και «οίκους αξιολόγησης», διεθνή
κατά προτίμηση. Ευελιξία και προσαρμογή, από α-ιστορικές, δηλαδή εκτός
κοινωνικοπολιτισμικής συνάφειας, ιδιότητες των συστημάτων, απολήγουν
κανόνας, αρχή και αξία της κυβερνητικής «κοινωνικής μηχανικής» που
αξιώνει εγκυρότητα δια της αναγωγής στις αντικειμενικές, σχεδόν θεϊκές,
ιδιότητες της «φυσικής μηχανικής».
Δύο μείζονος σημασίας προβληματικές και εκκωφαντικές αποσιωπήσεις:
η συνάφεια παραγωγής των σχεδίων αυτών, δηλαδή η κυριαρχία του
νεοφιλελευθερισμού. Στη φύση, η ευελιξία, η προσαρμογή και η
αποτελεσματικότητα, ως ιδιότητες των ανοιχτών συστημάτων, οδηγούν
2
στην επιβίωση του πλέον ευέλικτου, προσαρμοστικού και παραγωγικού. Ας
πούμε ότι είναι έτσι. Έτσι και αυτονοήτως στην κοινωνία, καθώς ο
νεοφιλελευθερισμός αποδεικνύεται πιο «ευέλικτος», «προσαρμοστικός»,
«παραγωγικός», αυτή η εκδοχή προτύπων οργάνωσης προσλαμβάνει
χαρακτηριστικά «φυσικής επιλογής» (το κεφάλαιο σε ρόλο θεού και η
ιδεολογία σε λειτουργίες Δέκα Εντολών). Μονάχα που στη «φύση» υπάρχουν
χίλιοι μύριοι θεοί και απειρία Δέκα Εντολών. Εξού και το θεϊκό «εμείς, δεν θα
πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», δηλαδή, τα ευέλικτα κοινωνικά
υποκείμενα, που δεν το ‘χουν σε τίποτα να αλλάξουν και θεό και δέκα
εντολές, θα προσαρμοστούν στο τέλος και παρά τα ΔΝΤ).
Δεύτερη εκκωφαντική αποσιώπηση: στη συνάφεια του κυβερνητικού
διαλόγου, δηλαδή η δυναμική επιβολής στα καθ’ ημάς του
νεοφιλελευθερισμού, όπου εξαναγκάζεται το πανεπιστήμιο (αν θέλει να είναι
«ευέλικτο» και «προσαρμοστικό») να λειτουργεί «απαγορεύοντας» τη
θεματοποίηση των σχέσεών του με το περιβάλλον του, να «κλείνει» τις
λειτουργίες επεξεργασίας της σχέσης «γνώση/πληροφορία» και των σχέσεων
πανεπιστημίου/κοινωνίας. Η πραγματική όμως ευελιξία και η προσαρμογή
αυτού του μοντέλου συναρτάται μονοσήμαντα με την επιτελεστικότητα της
φαντασίωσης περί «απεριόριστης γνώσης και δημιουργικότητας», με το
απέραντο της «καινοτομίας που παράγει καινοτομίες», την φυσική εντροπία
που απορροφά το τεχνολογικό σκουπιδαριό και την «κοινωνική εντροπία» που
αντέχει τον «αβίωτο καπιταλισμό» και ανέχεται τα μνημόνια.
Παρεπόμενη, τρίτη αποσιώπηση: ο φορέας της γνώσης συνεχίζει να
ενδύεται το προμηθεϊκό ιδεώδες της απελευθέρωσης που παράγει η γνώση,
παρά τη μετάβαση από μια κοινωνία της προόδου (που έζησε τη μεγέθυνση
του πλούτου, πνευματικούς, διανοητικούς και πολιτικούς αναβαθμούς,
στοιχημάτισε την «τελείωσή» της) σε μια κοινωνία που στερείται των
στοιχειωδών, απομειώνει προσδοκίες και ελευθερίες, βιώνει τους
κλυδωνισμούς της μετάβασης στο «πουθενά» των «αόρατων» αγορών. Η
διεθνής επιστημονική κοινότητα, ενόσον δεν ανακτά την αυτονομία της και
βολεύεται στην αδρανή («ευέλικτη;;;») σύνδεσή της με την εξουσία και την
αγορά δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Προμηθέας της νεοτερικότητας
μεταλλάσσεται ταχύτατα σε μασκαρά του νεοφιλελευθερισμού.
Το νέο Πανεπιστήμιο που θέλει η κυβέρνηση «ευέλικτο» έναντι των
«κοινωνικών αναγκών», με τα απίστευτα επιτεύγματα και την φρενήρη
3
ανάπτυξή του, προσαρμόστηκε τελικά στις πραγματικότητες του
νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος οδήγησε στη χαοτική κατάσταση της
παγκόσμιας αγοράς και των καταστροφικών σχέσεών της με τις επιχώριες
οικονομίες, την αταξία στις διεθνείς σχέσεις και τους πολέμους, στην
οικολογική υποβάθμιση και την ανεπίστρεπτη απώλεια της κοινωνικής
συνοχής παντού στον κόσμο. Αυτό που «απαγορεύεται στον διάλογο» είναι η
ίδια η ιστορία, η εμπειρία και ο πολιτισμός μας, η δεύτερη ανάγνωση: Οι
«γνώσεις και οι πληροφορίες», οι «αριστείες και οι καινοτομίες» λειτουργούν
κατά ένα ορισμένο τρόπο στις εμπορευματικές κοινωνίες, ενώ
αντιπροσωπεύουν δυναμικές και ενδεχόμενα άλλου τύπου λειτουργιών, σε
ενδεχόμενες άλλες, εναλλακτικές κοινωνίες. Επιστημονικώς, ένας άλλος
κόσμος είναι εφικτός… Πολιτικώς, καταστρέφονται τα πεδία και οι συνθήκες
του εναλλακτικού.
Ο κόσμος του σχεδιαστηρίου, η «εικόνα του κόσμου» από το παράθυρο
Απέναντι στις πολυσχιδείς πραγματικότητες, τις επιτόπιες ιδιομορφίες,
τον πλούτο των παραδόσεων, προϋπόθεση της ευελιξίας των ανοιχτών
συστημάτων, το «νέο πανεπιστήμιο» έρχεται ως ιστορική απόληξη και
γενικός κανόνας. Αν και δεν προκύπτει ως το πλέον «ευέλικτο» ή
«προσαρμοστικό», επιβάλλεται επειδή είναι το καλύτερα αρθρωμένο στις
δομές της εξουσίας και της αγοράς. Στην πραγματικότητα κάθε
πανεπιστήμιο προσαρμόζεται αυξάνοντας την ελαστικότητα και την
πολυπλοκότητά του, κανένα πανεπιστήμιο δεν είναι ίδιο με τα άλλα, το
πανεπιστήμιο «πρότυπο» δεν υπάρχει πουθενά.
Ηγεμονικοί κόμβοι «αριστείας» και «εξωακαδημαϊκοί οίκοι
αξιολόγησης», ενοποιούν οργανωτικά και ταξινομούν ιεραρχικά ιδρύματα και
τμήματα, καθορίζουν την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, τις ιεραρχίες
κύρους και το διανοητικό δυναμικό, τον τρόπο παραγωγής γνώσης και τον
τύπο των προϊόντων στην αγορά (από ετοιματζήδικα διδακτικά πακέτα
εξειδίκευσης που συναιρούν γνώση και μαζική κουλτούρα, έως καινοτομίες
στο καθεστώς του κρατικού μυστικού). Αυτού του τύπου η οργάνωση των ΑΕΙ
δεν έχει να κάνει με «πρότυπα» αλλά με νεοφιλελεύθερες αξιώσεις
ιεραρχικής κατάταξης και ποδηγέτησης του επιστημονικού δυναμικού. Η
εφαρμογή του σε παγκόσμια κλίμακα δεν οδηγεί στην άμβλυνση των
διαφορών αλλά, αντίθετα, στοχεύει και προϋποθέτει την αναπαραγωγή και
ανελαστικοποίηση των ανισοτήτων, μέσω της μετάφρασης σε κώδικες
4
παραγωγικότητας (κατατάξεων;) a partir de l’occident (το έργο το έχουμε
ξαναδεί, από την αποικιοκρατία έως τις μέρες μας, που η πολιτική Δύση
συνεχίζει να υποδύεται το κέντρο του κόσμου.)
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια επιχείρηση (ιδεολογικής)
διάχυσης και (πολιτικής) επιβολής ενός τύπου κωδικοποίησης των
λειτουργιών των ΑΕΙ, για την επιβολή μιας γλώσσας επικοινωνίας ανάμεσα
στα πανεπιστήμια και ανάμεσα στα πανεπιστήμια και το περιβάλλον τους. Ο
εθνικός, ευρωπαϊκός, διεθνής χώρος τριτοβάθμιας και έρευνας, που
φαντασιώνονται και επιχειρούν να επιβάλλουν, είναι αυτός των κλειστών
στην κοινωνία «οίκων αξιολόγησης» και «κέντρων αριστείας» με ιδιαίτερες
θέσεις στην αγορά «καινοτομίας». Η «οίκοι αξιολόγησης των αρίστων»,
απαιτούν «ευελιξία» έναντι της «κλειστής κοινωνίας της γνώσης» και
«προσαρμογή» στην «κλειστή πραγματικότητα του νεοφιλελευθερισμού. Το
αν ο σχεδιασμός αυτός έχει σχέση με την πραγματικότητα των ΑΕΙ και τις
κοινωνικές πραγματικότητες, είναι ένα ερώτημα που δεν χωράει στα
ολοκληρωτικά φαντασιακά. Το κακό είναι ότι δεν πρόκειται για τους
«τρελούς του χωριού» ή τους ιερείς της ουτοπίας, αλλά για την εξουσία που
απώλεσε την αίσθηση των πραγματικών συνεπειών, για το τι φέρνουν οι
σχεδιασμοί που γίνονται σε συνθήκες ιστορικού και πολιτιστικού κενού.
Το νέο ελληνικό πανεπιστήμιο αποκτά λοιπόν ποσοτικοποιήσιμα
χαρακτηριστικά που μπορεί να αναχθούν σε συγκρίσεις, να μεταφραστούν
στις κωδικοποιήσεις των «διεθνών οίκων αξιολόγησης», να του βρουν μια
θέση στις ιεραρχήσεις. Έτσι, ιδρύματα, ακαδημαϊκές μονάδες και
εξατομικευμένοι ερευνητές, θα βρουν τη θέση που τους αναλογεί
«αντικειμενικά» στις κλίμακες των «οίκων αξιολόγησης», ενός «ΟΗΕ της
γνώσης και της πληροφορίας» που δεν προκύπτει στο παγκόσμιο χωριό της
τριτοβάθμιας και της έρευνας με δεδομένες τις διαφορετικότητες, δεν είναι
βεβαίως προϊόν συναίνεσης ή συμβιβασμών, αλλά πάντως κοινών πολιτικών
αρχών. Επιβάλλεται ως εξωακαδημαϊκός μηχανισμός που ποδηγετεί τις
σχέσεις πανεπιστημίου-αγοράς και εξαναγκάζει τα πανεπιστήμια να
αναδιοργανώνονται εσαεί προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη
«ευελιξία» έναντι των «αναγκών της αγοράς και της εξουσίας».
Οι διεθνείς οίκοι αξιώνουν να συνιστούν οι ίδιοι πεδίο αξιολόγησης της
ευελιξίας και της προσαρμογής των ΑΕΙ, ενώ ταυτόχρονα να λειτουργούν οι
ίδιοι ως «περιβάλλον» έναντι του οποίου εγκαλούνται εξατομικευμένα και
5
συλλογικά υποκείμενα να δώσουν εξετάσεις ευελιξίας και
προσαρμοστικότητας. Η σχιζοειδής αυτή φύση των κόμβων αυτών, ανάλογη
των «διεθνών οίκων αξιολόγησης στην οικονομία», τους επιτρέπει να
λειτουργούν ως ανοιχτά συστήματα σε ανοιχτά περιβάλλοντα, ενώ αξιώνουν
από το περιβάλλον τους (το παγκόσμιο χωριό) να λειτουργεί ως κλειστά υπο-
συστήματα εντός ενός και μοναδικού κλειστού περιβάλλοντος, την «κοινωνία
της γνώσης και της πληροφορίας», όπου λειτουργούν ως κέρβεροι των
κατατάξεων και ιερείς της «αριστείας». Δηλαδή, Γιάννης κερνά και Γιάννης
πίνει, ελέω πολιτικής εξουσίας και ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού.
Οι οίκοι αυτοί λειτουργούν ουσιαστικά ως εξουσιαστικοί μηχανισμοί που
«λογοκρίνουν» την πραγματικότητα (την πολλαπλότητα και την ετερότητα,
την εμπειρία και το βίωμα, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα, την
επεξεργασία των διλημμάτων που αντιμετωπίζουν πραγματικά κοινωνικά
υποκείμενα). Λειτουργούν ως «ανελαστικοί» και «απροσάρμοστοι»
ιδεολογικοί μηχανισμοί, που όση «ευελιξία» τους λείπει τόσες «καινοτομίες»
βίας και επιβολής μηχανεύονται τα απεδαφοποιημένα, δι-εθνή
γραφειοκρατικά τέρατα «αξιολόγησης-του-κλειστού-επιμέρους»,
ακαδημαϊκές μονάδες, τοπικές οικονομίες, τοπικά «κράτη».
Στην πραγματικότητα όμως, ως υποσύστημα του παγκόσμιου χωριού,
αυτοί είναι που «προσαρμόζονται» στις πραγματικότητες του διεθνούς
χώρου τριτοβάθμιας και έρευνας, κι ας τους επιβάλλουν οι εξουσίες ως
«περιβάλλον» έναντι του οποίου προσαρμόζεται το παγκόσμιο χωριό. Η
αναστροφή της συστημικής τάξης συνιστά αποτέλεσμα της ιδεολογικής
λειτουργίας της γνώσης και της εξουσιαστικής λειτουργίας των φορέων της,
την επαγωγή της διανοητικής παραγωγής στο καθεστώς του εμπορεύματος,
την κωδικοποίηση των ανοιχτών σχέσεων ανάμεσα σε ανοιχτά συστήματα,
όπως τα πανεπιστήμια και οι κοινωνίες, σε «ιδιότητες» κλειστών
συστημάτων. Εξού και η βία που επιστρατεύουν οι μηχανικοί «της
οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνίας της γνώσης», προκειμένου να
εξασφαλίζουν οι δομές και οι πρακτικές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης την
απαραίτητη ευελιξία και προσαρμοστικότητα έναντι του «καθυστερημένου»,
«δυσπροσάρμοστου» και «ανελαστικού» περιβάλλοντός τους, την κοινωνία
που δεν συγχρονίζεται με τα κέφια τους ή, καμιά φορά, δεν τους κάνει τα
κέφια.

6
Πανεπιστήμιο, η εξουσία του βαθμολογητή…
Εάν ερχόταν το πανεπιστήμιο στον τόπο του και η επιστημονική
κοινότητα στα συγκαλά της, έναντι των καλά διαβασμένων εξουσιαστικών
και ιδεολογικών μηχανισμών που κατάντησαν και προϋποθέτουν το πολιτικό
«απαίδευτο διανοητικά» και την επιστημονική κοινότητα «απαίδευτη
πολιτικά». Η σχέση ανάμεσα στο πεδίο της γνώσης και το ερευνητικό πεδίο,
είναι ανελαστικά ιεραρχική: το πανεπιστήμιο μπορεί να καταστήσει
αντικείμενο έρευνας, να «γνωρίσει» την εξουσία και τους «διεθνείς οίκους
αξιολόγησης», τα τους τοποθετήσει στις συνάφειες λειτουργίας τους και να
«αξιολογήσει» την «ευελιξία» και την «προσαρμοστικότητα τους».
Το «άπιαστο» για την εξουσία και τους οίκους αξιολόγησης είναι ότι το
πανεπιστήμιο αντιπροσωπεύει το ενδεχόμενο να ορίσει τον εαυτό του ως
αντικείμενο έρευνας, να αποκτήσει συνείδηση της θέσης του στο θεσμικό
οικοδόμημα, να καταστήσει αντικείμενο έρευνας τις σχέσεις του με την
εξουσία, να ξανασκεφτεί την χρήση των προϊόντων του στην αγορά.
Το ανάποδο δεν γίνεται, δεν μπορεί η εξουσία να «γνωρίσει» το
πανεπιστήμιο, ούτε τον εαυτό της, παρά μονάχα αν συνηθίσει στην
παραίτηση ή ρισκάρει το χαρακίρι. Σπάνιο. Δεν μπορούν και δεν πρόκειται να
μπορέσουν «δια βίου» οι «δεξαμενές σκέψης» της ΠΟΣΔΕΠ, επειδή
αυτολογοκρίνονται ή επειδή τους απαγορεύεται, να αποτολμήσουν
«εκθέσεις» για το τι γυρεύει η «αλεπού στο παζάρι» κι αυτοί στην αυλή του
ηγεμόνα. Αυτό που μπορεί να κάνουν είναι να μην σκέφτονται τίποτα άλλο
από τα papers που πρέπει να «παραδοθούν το επόμενο τρίμηνο»
(κυβερνητικές προτάσεις ή πορίσματα αξιολόγησης), που με το ζόρι πιάνουν
τη βάση, εφόσον βέβαια ο πρύτανης έχει ακόμα το ακαδημαϊκό χούι να
βαθμολογεί, όπως έγινε στο Ρέθυμνο.
Η ασύμμετρη θέση εξουσίας-οίκων αξιολόγησης και πανεπιστημίων σε
αυτήν τη ενδεχόμενη διαδικασία παραγωγής και διάχυσης της γνώσης (όπου
εξετάζονται και βγαίνουν αδιάβαστοι ακόμα και υπουργοί παιδείας),
διευθετείται δια της βίαιης υπαγωγής του πανεπιστημίου στην εξουσία, την
αλλοίωση των κανόνων της «τέχνης και της επιστήμης». Η εξουσία
συσκοτίζει την υπεροχή της στο θεσμικό συνεχές, προκειμένου να απαντήσει
στην απροσδιοριστία του δυναμικού που απελευθερώνει η ερευνητική και
εκπαιδευτική πρακτική, η αντιφατική λειτουργία της γνώσης και της
πληροφορίας στο κοινωνικό.
7
Η «ευελιξία» και η «προσαρμοστικότητά» της εξαντλούνται στην βίαιη
αποκαθήλωση του πανεπιστημίου από τους “a qui le droit” ρόλους του, τη
βίαιη συρρίκνωση των λειτουργιών της γνώσης σε ό,τι μπορεί να
διαχειρίζεται ως «πληροφορία», τη βίαιη μετατροπή της διανοητικής και
πνευματικής παραγωγής στο καθεστώς του εμπορεύματος. Επιβάλει έτσι με
το ζόρι ως πραγματικότητα τη φαντασίωση και τη φενάκη της ισοδυναμίας
ελεύθερων ενεργητών που ανταλλάσουν εμπορεύματα: το πανεπιστήμιο και η
εξουσία συνάπτουν συμβόλαια, το πανεπιστήμιο και η αγορά συνάπτουν
συμβόλαια, η σχέση πανεπιστημίων και εξουσίας-αγοράς διέπεται από
συμβατικές σχέσεις και τρέχοντα συναλλακτικά ήθη. Όποιος
«απροσάρμοστος» δεν βρίσκει συμβόλαια, κλείνει το μαγαζί. Και εδώ δεν έχει
θέση ο βαθμολογητής πρύτανης, αλλά ένας άλλος πρύτανης που δεν
πολυχαμπαριάζει από βαθμολογίες γραπτών, αφού θεωρεί ότι όλα είναι
ζήτημα αγοραίας καπατσωσύνης, «προϊόντων που έχουν μετρήσιμη αξία».
Καπιταλισμός ή αλλιώς Κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας!
Η επινόηση «κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας» των
ευροκομισάριων της κοινωνικής μηχανικής, δεν λέει τίποτα πέραν του μισού
αυτονόητου: οι ανθρώπινες κοινωνίες ήταν από γενέσεων Αβραάμ και Ισαάκ
κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας, με τους μύθους και/ή τις
γνώσεις τους, τη χρήση και την ανταλλαγή πληροφοριών. Ήταν, είναι και
μάλλον θα συνεχίζουν να είναι και το άλλο μισό, κοινωνίες της φαντασίας,
της προσδοκίας, του φόβου, της ελπίδας, των αναπαλλοτρίωτης «φυσικής
ιδιότητας» των ανθρώπινων κοινωνιών, της δημιουργικότητας, της
στρατηγικής σχέσης του ανθρώπου με τη ιστορία και το μέλλον. Η
συναίρεση της διαφοράς ανάμεσα στη γνώση, την πληροφορία, την ιδεολογία,
η απομείωση της γνώσης σε «προϊόν» συνιστά ιδεολογική «καινοτομία» από
γενέσεως καπιταλισμού και νεοφιλελεύθερη διαστροφή των
κοινωνικοπολιτισμικών πραγματικοτήτων, η λεγόμενη αλλοτρίωση, συνθήκη
ανελαστικότητας, περιορισμένης ευελιξίας, ασθενούς προσαρμοστικότητας
αλλά και υπερτροφικής βίας των μηχανισμών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.

«Το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος»


Λάθος, καθώς κανένα σύστημα δεν μπορεί να αναχθεί στη λειτουργία
του. Αλλά και σωστό και γνωστό, από τον 19ο αιώνα, στους κύκλους των
παιδαγωγών, που ξαναβγαίνει τώρα ως «αποκάλυψη» στα στέκια των
8
αναρχικών: παρά το ΔΝΤ, παραμένει πανούργος ο ανθρώπινος νους και
πανούργα ιστορία. Αλλά, είναι γνωστό από τότε ότι «μόνο αυτό το σύστημα
διδασκαλίας», επειδή ακριβώς διδάσκει το «άρχειν και το άρχεσθαι» μαζί με
τα μαθήματα, από δασκάλους σε μαθητευόμενους, διατελούντων εν ιεραρχία
και διατεταγμένων εντός αυστηρής δομής τελετουργιών μύησης, μπορεί να
παραγάγει φοιτητές που αποφαίνονται αναλόγως και προσανατολίζουν τη
διανοητική τους εργασία προς ανάλογα ερωτήματα. Με άλλα λόγια, η
παραγωγή γνώσης σε όλο της το εύρος (όχι η στριμόκωλη χρήση και η
ανταλλαγή των «προϊόντων της» στην κλειστή αγορά της «γνώσης και της
πληροφορίας») απελευθερώνει πληροφορίες πέραν των κωδικοποιήσεων της
«εξεταστέας ύλης» και κωδικοποιείται ως πληροφορία «εκτός της τάξης»,
στο κοινωνικό, σε εναλλακτικά διανοητικά σχέδια.
Μόνο το πανεπιστήμιο μπορεί να απελευθερώσει ή να υποδεχτεί
κοινωνικές δυναμικές που θέτουν ως διακύβευμα τον επανακαθορισμό της
θέσης και της λειτουργία του, μόνο εκεί μπορεί να μεταφραστεί η απόφανση
για το «σύστημα διδασκαλίας» στο ερώτημα «πώς παράγεται η γνώση;» ή
στο κανονιστικό ερώτημα «πώς πρέπει να παράγεται η γνώση» ή «ποιό είναι
το (μεταβαλλόμενο) δέον σύστημα διδασκαλίας», σε μεταβαλλόμενες
κοινωνικές συνάφειες και όχι στο πουθενά. Μόνο το πανεπιστήμιο μπορεί να
διατυπώσει και να επεξεργαστεί ηθικοπολιτικά διακυβεύματα, κι ας είναι
συναρμολογημένο στις δομές της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, κι ας
είναι εμποτισμένο από την φαντασίωση της «αντικειμενικής» γνώσης σε
όλους τους δυνατούς «διεπιστημονικούς» της αναβαθμούς, κι ας είναι
παρακολούθημα συμφερόντων μέσα στη φενάκη περί ουδέτερων «ιδιοτήτων»
του.
Το διακύβευμα είναι η σχετική αυτονομία του πανεπιστημίου, το εύρος
της ελευθερίας που ευνοεί ή περιστέλλει τον στοχασμό επί των σχέσεων με
το περιβάλλον και τα επίπεδα αυτού του περιβάλλοντος, η βάσανος του
αυτοσυνειδησίας, η ευθύνη επί του προϊόντος χρήσης και ανταλλαγής, αλλά
και η συνείδηση των πολλαπλών, ιδίως ιδεολογικών λειτουργιών της γνώσης.
Αναλόγως, το διακύβευα είναι να κλείσει το πανεπιστήμιο απέναντι στο
περιβάλλον του, με απρόβλεπτες συνέπειες στο επίπεδο της ευελιξίας και της
προσαρμοστικότητάς του, της αναπαραγωγής του ως δημόσιο και
ακαδημαϊκό. Όσο δεν θεματοποιούνται οι σχέσεις πανεπιστημίου
περιβάλλοντος στην ερευνητική και διανοητική πρακτική, τόσο το
9
πανεπιστήμιο θα ανελαστικοποιείται, τόσο θα εκτρέπεται από την
συνταγματική τάξη, θα απομειώνεται η αυτονομία του και θα ποδηγετείται
από αγοραίους «ακαδημαϊκούς και οικονομικούς οίκους αξιολόγησης».
Κυβέρνηση: ο άρρωστος είναι ζωντανός!
Κάθε σύστημα προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, ακόμα και ο
άρρωστος είναι ένας ζωντανός. Έτσι και η «πάσχουσα» ελληνική
τριτοβάθμια ανέπτυξε ορισμένου τύπου σχέσεις με την κοινωνία και την
διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, λειτουργεί έτσι κι αλλιώς στην παραγωγή και
διάχυση της γνώσης, στα ερευνητικά επιτεύγματα και την καινοτομία. Ο
τόπος της λησμονιάς και της αποσιώπησης: η ελληνική επιστημονική και
καλλιτεχνική κοινότητα είναι μέρος των διεθνών ηγεμονικών δικτύων της
γνώσης και της τέχνης από καιρό και όχι ως περιφέρεια. Δεν υπάρχει «κενό
σχέσεων» ούτε «κενό προσαρμογής». Το διακύβευμα «σχέσεις ελληνικής-
διεθνούς κοινότητας» (σε όλους τους δυνατούς πληθυντικούς) δεν
μνημονεύεται στο σχέδιο της κυβέρνησης και τα επίδικα δεν φαίνονται στους
στόχους της. Εδρεύουν στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον του
πανεπιστημίου, στη λειτουργία του στις πολυεπίπεδες εσωτερικές του
συνάφειες, την προσαρμογή του στις πολυπεπίπεδες συνάφειες του
περιβάλλοντός του, συμπεριλαμβανομένης και της διεθνούς επιστημονικής
και καλλιτεχνικής κοινότητας.
Τρία ενδεικτικά στοιχεία της συνθήκης του ελληνικού πανεπιστημίου: α.
ελληνικά, μια από τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες (ας αποφασίσει η κα
Διαμαντοπούλου, παρόλα τα κονδύλια που παίρνει από την ΕΕ, αν θα είναι
«ομιλούμενη»), σε εποχές που «κοστίζει η μετάφραση» και «επιβραδύνει» τις
ταχύτητες ανταλλαγής εμπορευμάτων και μηνυμάτων. β. Ελληνική πολιτεία
και, γ. ελληνική οικονομία με περιφερειακούς ρόλους και λειτουργίες στο
διεθνές πολιτικό και οικονομικό χωριό. Ας κοιτάξουν λοιπόν η εξουσία και η
αγορά, ποιοι χώροι είναι «διεθνοποιημένοι» και ποιοι «εξαρτημένοι», πριν
μιλήσουν για τις σχέσεις της ελληνική επιστημονικής και καλλιτεχνικής
κοινότητας με τα διεθνή. Καλό θα ήταν μάλιστα να προσαρμοστούν στις
κατακτήσεις της επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας, αν θέλουν να
είναι «μέσα» σε ότι συμβαίνει στο διεθνές χωριό και να μην τρέχουν πίσω από
ΔΝΤ.

Σύνδεση με την «αόρατη» αγορά και τις «ανάγκες» της


10
Σύνδεση με την αγορά δεν είναι υπαγωγή του πανεπιστημίου σε
συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αλλά «τυποποίηση» της εκπαιδευτικής και
ερευνητικής παραγωγής ως «εμπόρευμα» που ενσωματώνει και παράγει αξίες
χρήσης και αξίες ανταλλαγής στην κοινωνία/αγορά: από την επιχείρηση που
επενδύει στην καινοτομία έως την οικογένεια που επενδύει σε διευθυντικά
καθεστώτα κύρους ή την πολιτική αγορά που οικειοποιείται την επιστημονική
γλώσσα ως σύμβολο ισχύος. Η καινοτομία μπορεί να είναι και για την
επιχείρηση που προκαλεί μόλυνση του περιβάλλοντος και για την επιχείρηση
που παράγει απορρυπαντικά μολυσμένου περιβάλλοντος ή ακόμα για την
επιχείρηση που επενδύει στη γνώση για την παραγωγή προϊόντων που είναι
ανταγωνιστικά των ρυπογόνων, καθιστά την οικολογία «προϊόν» και
τοποθετείται ως θανάσιμος εμπορικός αντίπαλος επιχειρήσεων που
ρυπαίνουν. Η «ευελιξία» της επιχειρηματικότητας, δηλαδή η εγγραφή στο
εσωτερικό της ανταγωνιστικών κοινωνικών αξιώσεων, συντελείται δια της
μετατροπής και του πολιτικού σχεδίου σε «εμπόρευμα», αρμοδιότητας των
πολιτικών στη σχέση τους με τους πολίτες-καταναλωτές, και ειδικότητας
πλέον των «οίκων δημοσκοπήσεων»
Το πανεπιστήμιο είναι συνδεμένο με την αγορά, πάντα συνέβαινε αυτό
αλλά όχι μόνο αυτό, επιβίωνε γιατί ήταν ευέλικτο ως σχετικά αυτόνομος
θεσμός του δημόσιου χώρου και προσαρμοζόταν γιατί στοιχημάτιζε τη
σχέση του με την εξουσία και την αγορά εντός των όρων αναπαραγωγής του.
Μονάχα που ο ενικός αριθμός, πανεπιστήμιο-κοινωνία, δεν μπορεί να είναι
κυριολεκτικός παρά μονάχα στο επίπεδο της αφαίρεσης που προσδιορίζει τη
σχετική, ως «συστημική» ιδιότητα ή πολιτική αρχή, αυτονομία του δημόσιου
πανεπιστημίου έναντι του περιβάλλοντος. Στο όριο παραπέμπουν η «ευελιξία»
και η «προσαρμογή», εκεί παίζεται η εσωτερική συνοχή και η αναπαραγωγή
του. Ορίζοντας έτσι το ενικού αριθμού όριο, τα πολυσήμαντα πανεπιστήμια
διαφόρων εσωτερικών επιπέδων και λειτουργιών, μπορούν και είναι
«ευέλικτα» και προσαρμοστικά έναντι του περιβάλλοντός τους, την
πληθυντική και πολυεπίπεδη κοινωνία. Αλλιώς μιλάμε για κάτι άλλο και όχι το
πανεπιστήμιο που καταλαβαίνουμε.
Πανεπιστήμια: τα Βαλκάνια της εξουσίας και της αγοράς
Το πανεπιστήμιο και η σύγχρονη κοινωνία είναι «Βαλκάνια, δεν είναι
παίξε γέλασε» και αυτό το ξέρουν καλά οι φαντασιόπληκτοι των -ισμών: η
θεώρηση της κοινωνίας ως οργανισμού συναρμολογημένων οργάνων και
11
δεδομένων ροών ύλης, ενέργειας, πληροφορίας ή ως μηχανής
συναρμολογημένων εξαρτημάτων, καθορισμένων λειτουργιών και ροών ύλης,
ενέργειας, πληροφορίας εν όψει μιας φαντασιακής «λειτουργικής
ολοκλήρωσης» ή «λειτουργικών αναβαθμών», που προσδίδουν εσαεί ευελιξία
και προσαρμοστικότητα. Αυτή η φαντασίωση που εξέθρεψε ολοκληρωτισμούς
δεν είναι τίποτα άλλο παρά συγκυριακοί, δηλαδή σε συγκεκριμένης ιστορικές
συνάφειες, τρόποι δράσης και παραγωγής μοντέλων σχεδιασμού που δεν
μπορούν να ενσωματώσουν και γιαυτό αποσιωπούν τον «θόρυβο» (αυτό κι
αν είναι συστημική ιδιότητα») ο οποίος παράγεται έτσι κι αλλιώς στον βίο
των ζωντανών οργανισμών (γιαυτό πεθαίνουν παρά το ότι είναι τα πλέον
σοφά δημιουργήματα του θεού ή τα φύσης), των μηχανών που «χαλάνε»
(παρόλο που συνιστούν «λογικά επιτεύγματα») και τις κοινωνίες που
αλλάζουν κάθε λίγο και λιγάκι, αν και διατείνονται από την βικτωριανή εποχή
ότι είναι το απαύγασμα και η κορύφωση της εξέλιξης.
Στην εποχή μας που ψοφάνε τα ζωντανά, χαλάνε οι μηχανές και
αλλάξουν οι κοινωνίες σε πυκνές χρονικότητες, κάτι καταλαβαίνουν όλοι
περί της «ευελιξίας» και της «προσαρμοστικότητάς» της κοινωνίας μας,
δεν περιμένουν τις δεξαμενές σκέψεις. Ξέρουμε πια όλοι ότι δεν πρόκειται
για «κοινωνία της γνώσης» αλλά για καπιταλιστική κοινωνία (που με το ζόρι
της επιστήμης και της καταστολής συναιρεί διακριτά επίπεδα της
εσωτερικής της δομής και των πολυεπίπεδων σχέσεών με το περιβάλλον
της). Ένα σύστημα με εξαιρετικά ανελαστικές δομές και γι αυτό μη
προσαρμόσιμες στη μακρά διάρκεια των οικο-κοινωνικών ισορροπιών, το
οποίο παράγει ανεξέλεγκτα σκουπιδαριό, οικολογικά εγκλήματα και διάλυση
των κοινωνικών δεσμών, θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση ομάδων και
πληθυσμών, υποθηκεύει το μέλλον της ανθρωπότητας στο μεθαυριανό
κέρδος, εκθέτει αλλοτριωμένα υποκείμενα σε μεταλλαγμένα ανθρώπινα και
οικολογικά περιβάλλοντα.
Βρομάνε τα ψοφίμια που δεν προλαβαίνουν να αποσυντεθούν γιατί είναι
περισσότερα από τα ζωντανά, η σκουριά στις χωματερές είναι καταφανώς
ογκωδέστερη των μηχανών που λειτουργούν, βοά ο αποσυντονισμός των
κοινωνιών και κλυδωνίζεται η σχέση των κοινωνιών με το περιβάλλον τους.
Η επιστημονική κοινότητα, αντί να κοιτάει πως θα «ελιχθεί» και πως θα
«βολευτεί» (είναι κι αυτό μια εκδοχή της προσαρμογής) στο παγκόσμιο
χωριό, ας αναρωτηθεί μήπως η γνώση και η δημιουργικότητα μπορεί να
12
επενδυθούν, δια της συνειδητής πράξης και σε μια στρατηγικής φύσης σχέση
των κοινωνικών υποκειμένων με την ιστορικότητα, το παρελθόν της μνήμης
και το μέλλον της προσδοκίας: το ζήτημα της ευελιξίας και της
προσαρμοστικότητας, ως ζωτικής σημασίας ερώτημα για την επιβίωση των
κοινωνικών και του πολιτισμού μας.
Αυτονομία και συνείδηση των «ανυπόφορων δεσμών», και δικών μας
ιδεολογικών δουλειών και δουλειών που απορρέουν από την ένταξή μας στο
σύστημα: καθηγητές/πολίτες υπόφοροι ιδεολογιών και συμφερόντων,
ευαίσθητοι οικολόγοι και ξετσίπωτοι καταναλωτές, διαχειριστές της
παραγωγής της γνώσης και έμποροι των «προϊόντων» της, δασκάλες το πρωί
και πουτάνες το βράδυ –το πέρα-δώθε δεν είναι μόνο δείγμα ευελιξίας και
προσαρμογής, είναι και μνημείο αλλοτρίωσης που φέρνει πουτανιά στο
σχολείο, δασκαλίκι στο μπαρ και «δεξαμενές σκέψεις» στο ΔΝΤ.
Ο στρουθοκαμηλισμός, ανώτερο στάδιο «ευελιξίας» του
νεοφιλελευθερισμού
Πάλι ξέρουμε, και αυτό δεν το μάθαμε από το παιδαγωγικό ινστιτούτο
ούτε από καμιά «δεξαμενή σκέψης», ότι εδώ και δεκαετίες η μετάλλαξη των,
διευρυμένης ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, επιχώριων σχολείων μέσω
της «εξειδίκευσης», της «κατάρτισης», της «αξιολόγησης», της «ανάγκης»,
του «σύγχρονου» και του «διεθνούς», οδήγησε στην ανελαστικοποίηση των
εκπαιδευτικών δομών και την ολοένα και πιο δύσκολη προσαρμογή τους, όχι
σε μοντέλα, αλλά σε πολλαπλές κοινωνικές ανάγκες και αντιφατικές
κοινωνικές προσδοκίες, στις πραγματικότητες του κόσμου μας.
Μονάχα που τώρα το σκουπιδαριό είναι μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα
των στραπατσαρισμένων εκπαιδευτικών-μαθητών και των «τρελαμένων»
γονιών, της έκπτωσης της διδασκαλίας και της επιτελεστικότητας της
μύησης, του εκφυλισμού των «τελετουργιών» μετοχής των παιδιών στον
κόσμο της γνώσης και του πολιτισμού. Το σκουπιδαριό φέρνει ασφυξία σε
πραγματικούς ανθρώπους και δεν γιατρεύεται με πολιτικές «νέου σχολείου»
όπως και η ανεργία δεν γιατρεύεται με πολιτικές κοινωνικής συνοχής. Ο
αποσυντονισμός που έφεραν εκσυγχρονιστές και μεταρρυθμιστές στο
πανεπιστήμιο, έφερε και την ανελαστικοποίηση των εσωτερικών του δομών
και τις ανελαστικές του σχέσεις με την εξουσία, είναι η βοώσα
πραγματικότητα της περιορισμένης ευελιξίας και περιορισμένης
προσαρμοστικότητας στην, ανοιχτών στοιχημάτων, κοινωνία. Το δεν «πάει
13
άλλο» των πρυτάνεων δεν έχει κανένα νόημα, εάν δεν στυλώσουν τα ποδάρια
στο όριο του σχετικά αυτόνομου δημόσιου πανεπιστημίου από τους
κυβερνώντες και την αγορά.
Η πραγματική πολιτική και ασυμφιλίωτη σύγκρουση, των ασυμφιλίωτων
συμφερόντων, αρχών και αξιών της ανοιχτής κοινωνίας μας είναι επί του
ερωτήματος «τι προσδίδει αυξημένη ευελιξία και διευρυμένη
προσαρμοστικότητα στο πανεπιστήμιο» (εννοείται, και αυτό δεν το
συζητάμε, το δημόσιο και ακαδημαϊκό που λειτουργεί με τους κανόνες της
τέχνης και της επιστήμης). Και υπό αυτούς τους όρους, ας δούμε πόσο
«ευέλικτο» και πόσο «προσαρμοστικό» είναι το σχέδιο τους στις
πραγματικότητες του πανεπιστημίου και της κοινωνίας μας, πόσο μπορεί να
«ελιχθεί» και να «προσαρμοστεί», όχι μόνο στο γράμμα του Συντάγματος,
αλλά στο ηθικοπολιτικό και αξιακό σύμπαν της κοινωνίας, στις μείζονες
ισορροπίες κοινωνικής συνοχής.

Το παγκόσμιο χωριό, παζάρι της καινοτομίας


Μια διευκρίνιση. Το διεθνές χωριό, δεν είναι ακριβώς διεθνές, αλλά η
«διεθνής της καινοτομίας» που βρίσκει το δάσκαλό της «σε άλλους
πλανήτες». Κίνα, Ρωσία, Ινδία και διάφοροι «αναδυόμενοι» έχουν ρημάξει τα
θυσαυροφυλάκια της «καινοτομίας» και έχουν στείλει αδιάβαστους τους
ιερείς της «πατέντας», ως προς το τι σημαίνει «προϊόν της γνώσης και
πληροφορία που γίνεται αξία χρήσης και ανταλλαγής», πως οι
«πληροφορίες» προσαρμόζονται στην ορισμένων προσανατολισμών αγορά
[τους], που έχει αλλάξει τα φώτα στην αγορά [μας]. Η πολιτική Δύση των ΔΝΤ
και των «οίκων αξιολόγησης των Λόντρων και των Παρισίων» (το τρελό
καράβι της Ευρώπης που αν ζούσε ο Μιτεράν και ο Κολ θα είχαν κρεμάσει στο
κατάρτι την Μέρκελ και τον Σαρκοζί, αν ζούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής θα είχαν ρημάξει στη σφαλιάρα τους
κληρονόμους τους) ακολουθεί κατά πόδας την ολοένα και περισσότερο
«ανελαστική» και περιορισμένης «ευελιξίας» Αμερική, ανελαστικοποιεί τις
εσωτερικές της δομές, μοιάζει ολοένα και περισσότερο με το
«απροσάρμοστο» που το παίζει θεματοφύλακας των αξιών της
νεοτερικότητας. Η «παρακμή» είναι το ανώτατο στάδιο της περιορισμένης
ευελιξίας και της ασθενούς προσαρμοστικότητας, ιδιότητες των
συστημάτων ισχύουσες ακόμα και για την Γηραιά.
14
Απαγορευμένο ερώτημα: ποια είναι η γεωγραφία της «διεθνούς των
αξιολογήσεων», πως λειτουργεί η ιεραρχία των «κέντρων αριστείας», ποιές
είναι οι τοπικότητες της «καινοτομίας», της μετατροπής τους σε αξίες
χρήσης και αξίες που παράγουν αξίες ανταλλαγής, ποια συμφέροντα
μεγεθύνονται και ποιες κοινωνίες πληρώνουν τη νύφη; Το παγκόσμιο χωριό,
που εν μέρει κατασκεύασαν και εν μέρει φαντασιώνονται, είναι ένα
ιεραρχημένο δίκτυο πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων που προορίζει
την «καινοτομία» για το κέντρο (;) (το πεδίο του θανάσιμου ανταγωνισμού
μεταξύ των οίκων αξιολόγησης και των επιχειρήσεων, της τρελαμένης Δύσης
και των «αναδυόμενων»). Επιφυλάσσουν για τα «περιφερειακά» την
υπεργολαβία και για τον εαυτό τους τον έλεγχο της ερευνητικής και
γνωστικής διαδικασίας, τον ρόλο του «θησαυροφύλακα κατσαπλιά» που
αδειάζει τις «βιβλιοθήκες του κόσμου». «Βιβλιοθήκη» είναι μια αποθήκη
γνώσεων, εν δυνάμει αξιών χρήσης και ανταλλαγής εκτός της αγοράς, εκτός
της συγκυρίας που ορίζει τις τιμές των προϊόντων, ανοιχτό πεδίο της
εναλλακτικότητας και για το «πώς παράγεται η γνώση» και για το «πώς,
πολλαπλώς, λειτουργεί» στην κοινωνία. Μόνο από λάθος ή σε ολοκληρωτικά
καθεστώτα καταστράφηκαν βιβλιοθήκες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ας
γίνει μάθημα στους ιεροφύλακες της καινοτομίας και της πατέντας: τα
μοναστήρια που κατείχαν την «απόλυτη ιερή γνώση», είχαν τις
«επιφυλάξεις» τους και διέσωσαν τον «ανόσιο» ειδωλολατρικό πλούτο …
Επί των ημερών μας, πληρώνουν οι φορολογούμενοι τους έλληνες
ερευνητές που δουλεύουν πάνω στα φωτοβολταϊκά, τη νανοτεχνολογία, τις
οπτικές ίνες, τα λέιζερ… και στο τέλος η Ελλάδα εισάγει καινοτόμα
προϊόντα από «αλλού», από το πουθενά της ελεύθερης αγοράς, η οποία
«καρπώνεται την υπεραξία» της (ελληνικής) δημιουργικότητας και
«προστατεύει» την καινοτομία ως ιδιοκτησία του «κορυφαίου κέντρου
αριστείας», που πάντα θα είναι «αλλού», ποτέ δεν θα κατοικοεδρεύει στην
«περιφέρεια». Και η αλούτερη κυβέρνησή μας εισάγει καινοτομίες οργάνωσης
των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων που τα καθιστούν
«περιφερειακά» εξαρτήματα ενός, εκτός τόπου και χρόνου, «διεθνούς
χωριού», χωρίς «βιβλιοθήκες» και χωρίς μνήμη. Είναι ικανοί να κοκορεύονται
σε λίγο για τις υπεργολαβίες, τα διδακτικά πακέτα, τις δεξιότητες από το
νηπιαγωγείο, για ό,τι αναιρεί την αυτονομία του εθνικού χώρου τριτοβάθμιας
και έρευνας και περιστέλλει τη δυναμική και την αναπαλλοτρίωτη
15
δημιουργικότητα κάθε ακαδημαϊκής και ερευνητικής μονάδας, προκειμένου
να τη συναρμολογήσει σε εξαιρετικά ανελαστικά και απροσάρμοστα δίκτυα,
μέρος των μηχανισμών πολιτικής κυριαρχίας και οικονομικής εκμετάλλευσης
της μέσα και έξω από τα σύνορα «κοινωνικής περιφέρειας».

Διάλογος για το επιτρεπτό και το απαγορευμένο


Επειδή όμως ανάλογα ζητήματα «απαγορεύονται» στην κυβερνητική
διαβούλευση, ας τα τοποθετήσουμε εκεί που μπορεί να ευδοκιμήσουν, σε
ανοιχτά πεδία διαλόγου, όπου θα βγουν στο τραπέζι τα διακυβεύματα και όχι
ό,τι ορίζει η εξουσία ως επίδικο. Το μόνο «αντικείμενο» διαλόγου στην
κοινότητα είναι η μετά λόγου γνώσεως δράση, δηλαδή η επινόηση ευέλικτων
απαντήσεων στις προκλήσεις και ταυτόχρονα η δράση για τη διαμόρφωση
συνθηκών παραγωγής «ευέλικτων» απαντήσεων που δεν θα ανελαστικοποιούν
το πανεπιστήμιο ως εξουσιαστική δομή αλλά θα το «κατασκευάζουν» ως
ανοιχτό δημόσιο χώρο, ως δημόσιο θεσμό ανοιχτό στην κοινωνία. Απάντηση
στο φόβο, στον οποίο στοχεύει και προϋποθέτει το κυβερνητικό σχέδιο, είναι
κατ’ αρχήν η απομάγευση της απειλής που οδηγεί σε εθελοδουλίες ή
«άρνηση απάντησης», η επινόηση αντισχεδίων «ευέλικτης προσαρμογής» που
θα διασφαλίζουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και την οργανωτική αυτονομία
των δημόσιων πανεπιστημίων -ακόμα και έναντι των ισχυρών, αλλά όχι
«φοβερών» εξουσιαστικών δικτύων, όπου συναρμολογούνται οικονομικά,
πολιτικά και ακαδημαϊκά συμφέροντα και όπου διακυβεύεται η ίδια η πολιτική
αυτονομία του πολιτικού.
Όσο το πολιτικό (με τις δικές του «δεξαμενές σκέψης») δεν θεματοποιεί
τη σχέση του με το διεθνές, εξορκίζει τις πραγματικότητες της εξάρτησης
και δεν περιφρουρεί την αυτονομία του, όχι μόνο ως αξία της
νεοτερικότητας, αλλά και ως συστημική ιδιότητα ευελιξίας και
προσαρμοστικότητας, τόσο θα υποδουλώνεται σε «διεθνείς οίκους και
αγορές», τόσο θα ανελαστικοποιείται και θα εκτρέπεται στον αυταρχισμό και
την ιδεολογική καταστολή, τόσο θα εκτρέφει την πνευματική πτώχεια και το
πολιτισμικό σκουπιδαριό των μέσων ενημέρωσης.
Ανάλογα τίθενται τα διακυβεύματα για το πανεπιστήμιο. Όσο δεν
περιφρουρεί την αυτονομία του ως προϋπόθεση στοχασμού επί της
λειτουργία της γνώσης στην αγορά (σε ένα επίπεδο) και τη κοινωνία (σε
άλλο επίπεδο), τόσο θα συντρέχει την ανελαστικοποίηση του πολιτικού και
16
των κοινωνικών δομών, θα συμβάλει στην παραγωγή σκουπιδαριού και θα
μολύνεται το ίδιο, με όσες «καινοτομίες» απορρύπανσης κι αν επινοήσει,
όσες αλλαγές κι αν σχεδιάσει το ΔΝΤ.
Το «καλόν καγαθόν» του πολιτισμού μας και η «αριστεία» τους
Η «αριστεία» δεν παραπέμπει στο «καλόν καγαθόν» ίδρυμα, σε
ηθικοπολιτικές αξιώσεις και αρχές, αλλά σε «πρωτιές» νέτα-σκέτα στα
διάφορα γήπεδα της κοινωνίας της γνώσης. Δηλαδή, «άριστοι» ονομάζονται
και ο πρωταθλητής στο Καμπιονάτο και ο νικητής της αλάνας στο 90’. Αυτό
που διασώζεται είναι το παιχνίδι και το κυνήγι της αξιολόγησης, η ιεραρχική
κατάταξη. Αυτή η κατάταξη πάλι, υιοθετεί την ιδιόλεκτο της «φυσικής
επιλογής», εγκαθιστά στην ιστορία τους «διεθνείς οίκους αξιολόγησης» σε
ρόλους θεού που κατέχουν και εφαρμόζουν τους φυσικούς νόμους της
«ευελιξίας» και της «προσαρμογής». Πτώματα δεινοσαύρων υπάρχουν
παντού: εν ονόματι της «αριστείας» και δια του ελέγχου της
χρηματοδότησης, τμήματα φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας, παιδαγωγικών
έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη, ενώ μεταλλαγμένοι οργανισμοί
«διαχείρισης διάφορων πόρων», «διοίκησης διάφορων επιχειρήσεων …
διάφορων χρηματοοικονομικών προϊόντων», «διάφορα τμήματα διάφορων …
εφαρμοσμένων επιστημών» παράγουν ανελαστικές σχέσεις ανάμεσα στο
πανεπιστήμιο και την κοινωνία, συντρέχουν την καταστολή στην πολιτική
κοινωνία.
Η ανοιχτή διδασκαλία της γνώσης έγινε «εργασία», μετρήσιμη ως προς
την απόδοσή της, ενώ η πρόσβαση στην γνώση και τον πολιτισμό
συναρτάται προς την κοινωνική ανισότητα, μέσω της νεοφιλελεύθερης
διαστροφής που μεταφράζει τον ενεργητικό ρόλο του μαθητή-φοιτητή στην
εκπαιδευτική διαδικασία σε ρόλο συναλλασσόμενου-πελάτη και χρήστη-
καταναλωτή εκπαιδευτικών προϊόντων. Το δίδακτρα δεν είναι τίποτα άλλο
παρά μνημείο ανελαστικοποίησης της κοινωνικής ιεραρχίας, φυσικοποίηση
των κοινωνικών διαφορών, μηχανισμός αναπαραγωγής της κυριαρχίας και
εκμετάλλευσης, με ανεπίστρεπτες συνέπειες για την φυσιογνωμία του
δημόσιου και ακαδημαϊκού πανεπιστημίου, τις σχέσεις στο εσωτερικό του και
τις σχέσεις του με την κοινωνία.
Ο δια της «αξιολόγησης» μετασχηματισμός της έρευνας και της
διδασκαλίας σε «εργασία» μετασχηματίζει και τον φοιτητή από
αναντικατάστατο μέτοχο της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας σε
17
άβουλο ανειδίκευτο, εξορισμένο στην αγορά των προϊόντων ενός
πανεπιστημίου, παράρτημα του κράτους και υποχείριο της αγοράς ή
ελεύθερη «ευέλικτη» και «προσαρμοστική» επιχείρηση. Τα κολλέγια και τα
διεθνή εκπαιδευτικά δίκτυα που ψάχνουν ευκαιρίες πλουτισμού στην αγορά
υπηρεσιών εκπαίδευσης, εν όψει μια άλλης αγοράς «ευέλικτων και
προσαρμόσιμων εργαζομένων», αποτυπώνουν μια δυναμική εκτός των
προδιαγραφών των δημόσιων και ακαδημαϊκών πανεπιστημίων εις βάρος των
ανοιχτών πανεπιστημίων και των ανοιχτών κοινωνιών.

Πέραν των συνταγματικών στα διοικητικά, η διαφορά ακαδημαϊκών και


διοικητικών λειτουργιών δεν μπορεί να σημαίνει ούτε ανταγωνιστικές
λειτουργίες ως προς τον προσανατολισμό του συστήματος, που θα απαιτούν
ολοένα και περισσότερο ιεραρχικές δομές, ούτε να αντιμετωπιστεί με την
ψευδαίσθηση ότι διοίκηση και ακαδημαϊκά αποτυπώνουν ανταγωνιστικές
ιδεολογικοπολιτικές προοπτικές, των καλών της ακαδημαϊκής κοινότητας και
των στραβομούτσουνων της αγοράς. Εάν δεν αναχθεί η διάκριση αυτή σε
κανονιστικές αρχές και όχι ουδέτερες «συστημικές ιδιότητες», τότε θα
παρασυρθούμε στη δυναμική ανελαστικοποίησης των ιεραρχικών δομών του
συστήματος, θα εγκατασταθούν εξω-ακαδημαϊκοί μηχανισμοί εν όψει της
ανάκτησης του ελέγχου της ερευνητικής και εκπαιδευτικής διεργασίας, δια
του μόνο τρόπου που ξέρουν, την εισαγωγή τεχνολογιών οργάνωσης από το
ιδίωμα και τον κόσμο της επιχειρηματικότητας.
Πέραν των συνταγματικών, εάν δεν περιφρουρήσουμε το καθεστώς
ελευθερίας στην έρευνα και τη διδασκαλία ανεξαρτήτως βαθμίδας και
«έτους σπουδών», εάν προσχωρήσουμε στο κατακερματισμό τη ενιαίας
διεργασίας «παραγωγή, διάχυση, χρήση της γνώσης» ανάλογα με «επίπεδα»
κατάρτισης και εξειδίκευσης ή διεπιστημονικότητας, τότε απομειώνουμε την
ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του συστήματος. Το δημόσιο και
ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο θα επιβιώσει με αυτά τα ταυτοτικά του
χαρακτηριστικά, μόνον εφόσον καθιστά αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας
την ίδια την έρευνα και τη διδασκαλία, μόνον εφόσον αναστοχάζεται
«διεπιστημονικώς» επί των λειτουργιών που επιτελεί στο εσωτερικό του και
την κοινωνία. Από το πρώτο έτος και «δια βίου».
Αν οδηγηθούμε σε μοντέλα όπου η μετοχή των φοιτητών στη γνώση και
τον πολιτισμό αναλογεί σε κλίμακες πτυχίων και ιεραρχημένα menus
18
δεξιοτήτων και ικανοτήτων, συρρικνώνουμε το εύρος ελευθερίας των
υποκειμένων ανάλογα με επίπεδα των εκπαιδευτικών δομών στα οποία έχουν
πρόσβαση, συντρέχουμε στον αποκλεισμό από τον πλούτο της γνώσης και του
πολιτισμού, συμβάλλουμε στην εμπέδωση μιας κατάστασης όπου
διακυβεύεται η ίδια η ελευθερία των υποκειμένων, με τις ιδιότροπες ή
συλλογικές ανάγκες, τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις τους, των νέων
που λειτουργούν σήμερα υπό το κράτος του φόβου, της «ανάγκης» και της
μαζικής κουλτούρας.
Η πολιτικές που θεωρούν ξεπερασμένη την «μαζική τριτοβάθμια
εκπαίδευση», εν ονόματι του Μνημονίου ή των απροσδιόριστων «αναγκών»
της αγοράς για τεχνικές ειδικεύσεις, είναι σε τελική ανάλυση πολιτικές
αναίρεσης της εξισωτικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών μηχανισμών, όχι
μόνο ως προς την κοινωνική κινητικότητα, αλλά κυρίως ως προς την
φυσικοποίηση της ιεραρχίας «δεξιοτήτων», «ικανοτήτων», «ευελιξίας» και
«προσαρμοστικότητας». Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα που «πιστοποιεί» τη
αντίστροφη λειτουργία των (αντινομικών ως προς τις λειτουργίες τους)
εκπαιδευτικών μηχανισμών, δηλαδή ότι συντρέχουν την αναπαραγωγή των
ηγετικών ομάδων, που ενώ διατείνονται ότι είναι ανοιχτές στην αλλαγή και
αλλάζουν τα φώτα στις ασθενέστερες τάξεις, «κλειδώνουν» τη δική τους
κυριαρχική θέση στο σύστημα, επιβάλλοντας την ανισότητα ως φυσική
ιδιότητα της κοινωνίας.
Τελικά, το σύνολο της κυβερνητικής πρότασης, απολογισμός,
διαβούλευση επί της ανακαίνισης, σχεδιασμός του μέλλοντος νέου
πανεπιστημίου, οργανώνεται πάνω σε επάλληλα κλεισίματα της συνάφειας
σύνταξής της, με στόχο επάλληλα κλεισίματα ενός ανοιχτού συστήματος
έναντι του ανοιχτού περιβάλλοντος του. Εκτός διακυβευμάτων ο
καπιταλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός, εκτός η βίαιη εγκατάσταση εξω-
οικονομικών, εξω-πολιτικών και εξω-ακαδημαϊκών μηχανισμών, εκτός ο
διάλογος επί του ρόλου και των λειτουργιών του πανεπιστημίου και επί των
σχέσεών του με το περιβάλλον του: φυσικοποίηση της ιστορικής εξέλιξης,
μετάφραση της λογικής των συστημάτων σε ιδιότητες των ιδιοτήτων της…
(ευελιξία της «ευελιξίας», προσαρμογή της «προσαρμοστικότητας»,
παραγωγή της «παραγωγικότητας», χρήση της «χρησιμότητας», ανάγκη της
«αναγκαιότητας» κλπ. κλπ. κλπ. κλπ.)

19
«Τι κάνουμε;». Ερώτημα χωρίς απάντηση εάν δεν προσδιορίσουμε το
«ποιοι είμαστε και σε ποια προοπτική εγγράφονται οι απαντήσεις μας», εάν
δεν μετρήσουμε και δεν συμφιλιωθούμε με το μπόι των ελληνικών
πανεπιστημίων έναντι των κατσαπλιάδων που μας θέλουν «περιφέρεια»,
δηλαδή με το «τι μπορούμε να κάνουμε», εδώ και τώρα, κάθε στιγμή.
Οπωσδήποτε πάντως, πέρα από το «έτσι πρέπει να γίνει», που προϋποθέτει
τον «καλό ηγεμόνα» και δεν έχει κοινωνικό υποκείμενο με ευθύνη και
συνείδηση, δεν προϋποθέτει πραγματικό πεδίο δράσης, πραγματικό σχεδιασμό
των ποικίλων «μεταβάσεων», δεν επιτρέπει τη συμφιλίωση με την αλλαγή που
συντελείται έτσι κι αλλιώς, χωρίς να «κοιτάει τη δική μας μελαγχολία».
Δεν υπάρχει απάντηση εκτός της συνάφειας των διακυβευμάτων, δεν
υπάρχει σχέδιο εκτός των επίδικων, δεν μπορεί να διαμορφωθεί σχέδιο
δράσης ερήμην των πεδίων του διαλόγου και της σύγκρουσης –έχουμε πια
την εμπειρία της «μπαταριάς στον γάμο του Καραγκιόζη» και της
κουτοπονηριάς των ΜΜΕ. Ας καταλάβουμε πρώτα τι συντελείται, τα
αντιφατικά ενδεχόμενα που παράγονται, και με τη δική μας συμβολή αλλά και
πέρα από τις δυνατότητες μας να καθορίσουμε τις εξελίξεις.
Το στοίχημα είναι, με συνείδηση της μερικότητας που αντιπροσωπεύουμε
ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα στο πανεπιστήμιο, με πλήρη συνείδηση
της μερικότητας των αρχών και των αξιών που διαχειριζόμαστε ως αξίες
οικουμενικής ισχύος, να οργανώσουμε τη δράση μας εντός του παιχνιδιού,
όπου αυτό παίζεται, να μάθουμε και να το επηρεάσουμε. Ταυτόχρονα, και
αυτό έχει να κάνει με την, εντός των αρχών και των αξιών του δημόσιου
πανεπιστημίου, αναπλαισίωση των πάσης φύσεως ιδεολογικών και άλλων
ιδιοτελειών, να περιφρουρήσουμε και να δημιουργήσουμε συνθήκες
αναπαραγωγής της πολλαπλότητας των ταυτοτήτων, των ανοιχτών
ενδεχόμενων, των ανοιχτών στην κοινωνία πανεπιστημίων.

20

You might also like