Professional Documents
Culture Documents
Πλάνος Δρόμος
Στην αρχή ξεκίνησε σαν µια θύελλα από το πουθενά και
ντύθηκε τη µορφή ενός ψηλόσωµου και λυγερού αιλουροειδούς.
Δεν είχε µάτια γιατί δεν υπήρχε τίποτα για να δει.
Και ακροπατώντας κι ακραγγίζοντας γλίστρησε κυματιστά
κάνοντας δρόμο πολύ στο αιωρούµενο Μηδέν, ψάχνοντας
για κάτι που δεν ήταν εκεί.
Γύρω υπήρχε µόνο το Χάος.
Η λύσσα και η οργή του ξεφύσηξαν σαν αόρατος άνεμος κι
όλα γύρω ζέσταναν και πύρωσαν και σε µια γωνιά του
Χάους µια σπίθα στροβιλίστηκε κι άναψε και ξεπετάχτηκαν
φλόγες. Κι απ' τις φλόγες αυτές έγινε φωτιά μεγάλη και γύρω της
ήρθανε αργά, σιγά, ψηλαφιστά µορφές που φωτίστηκαν, φιγούρες
παράξενες, αιλουροειδή µε µάτια που λάμπανε, πράσινα,
µαζώχτηκαν και στριµώχτηκαν στη ζεστασιά.
Και το σκοτεινό Τίποτα απόκτησε µια µικρή φωτερή κηλίδα
που αναβοσβήνει και τρεµοφέγγει στη θανατερή ανυπαρξία.
Και οι πρώτες κουβέντες ειπώθηκαν για να γίνουνε ένας
κατοπινός θρύλος που θα ταξιδεύει στο χρόνο από στόμα
σε στόμα ...
ΦΥΓΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΝΑ
Μένω στο κέντρο της πόλης, στο πιο κεντρικό σημείο, στον τρίτο
όροφο ενός νεοαποικιακού κτίσματος που θυμίζει μοναστήρι Καρμελιτών
με τις μπεζ κολόνες στα παράθυρα και στις πόρτες, τα μαύρα και άσπρα
πλακάκια στην είσοδο, το σκουρόχρωμο ξύλο στις αρματωσιές και τα
δεσίματα και την επιγραφή Ρεζιντάνς Σαβόι πάνω από την κεντρική
είσοδο. Κάτι παλιό και ξεπεσμένο πλανιέται εδώ.
Κάτω, οι δρόμοι αδειάζουν στις έξι το απόγευμα και γεμίζουν πάλι στις
εφτά το πρωί. Κόσμος πολύς που τρέχει να προλάβει τα λιγοστά
σαραβαλιασμένα λεωφορεία το βράδυ και που το πρωί πάει βιαστικός
στις δουλειές του. Γνωστό τοπίο.
Όμως τα βράδια, μόλις οι δρόμοι αδειάσουνε, έρχονται οι φύλακες. Οι
σατινέλ. Οι σατινέλ είναι όλοι τους κοκαλιάρηδες, ντυμένοι με κουρέλια.
Ξετυλίγουνε ένα χαρτόκουτο που θα είναι το κρεβάτι τους για τη νύχτα
και το απλώνουνε στην είσοδο του μαγαζιού ή του σπιτιού που φυλάνε.
Δένοντας ένα σπάγκο από δέντρο σε δέντρο φτιάχνουν ένα πρόχειρο
περίφραγμα γύρω από τον προσωπικό τους χώρο. Μαζεύουνε κλαριά κι
ανάβουνε φωτιές στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο για να διώχνουνε τα
κουνούπια και ζεσταίνουνε νερό για τσάι. Δίπλα ακουμπάνε το τόξο με τα
βέλη κι αρχίζουνε το σκούπισμα του δρόμου με μεγάλη επιμέλεια. Η
νύχτα έρχεται και η πόλη τους ανήκει. Μερικοί φύλακες πλέκουν καλάθια
όλη τη νύχτα, ενώ άλλοι διαβάζουν ψαλμούς.
Το πρωινό με την απότομη μεταστροφή της νύχτας σε μέρα, βγαίνουνε
από εσοχές και πόρτες, οικοδομές και εγκαταλειμμένα σπίτια οι
τερατάνθρωποι, που δημιουργούνε σκηνές φρίκης καθώς μαζεύονται
στην κεντρική Λεωφόρο της Επανάστασης που βρίσκεται δίπλα και
διαγώνια στο σπίτι. Σακάτηδες, πεινασμένα και δύσμορφα πρόσωπα,
εξαθλιωμένοι, ρακένδυτοι, φαντάσματα εφιαλτικά βγαίνουν από
μισοτελειωμένες οικοδομές, από εισόδους μαγαζιών κι από
μισοκατεστραμμένα αποικιακά αρχοντικά κι ο καθένας πιάνει το πόστο
της ζητιανιάς του. Κι έτσι όπως περπατάω, βλέπω κάποιον να ξετυλίγει
τις βρομισμένες γάζες στα πρησμένα από γάγγραινα πόδια του, άλλον
καθισμένο κατάχαμα να ζουλάει την πατούσα του για να βγάλει το
σκουλήκι που μπαίνει στο δέρμα και γεννάει τ' αβγά του κι αν δεν το
προλάβεις απλώνεται σ' όλο το σώμα, άλλον να βιδώνει στο κομμένο πόδι
του μια σιδερένια ιδιοκατασκευή για να μπορεί να περπατάει, άλλον με
καφεκίτρινες κηλίδες στο πρόσωπο που του λείπει η μύτη και στη
θέση της είναι μια ανοιχτή πληγή.
Κι όλοι αυτοί απλώνουνε το χέρι ζητώντας ελεημοσύνη και γω πρέπει να
καμώνομαι ότι δεν τους βλέπω. Δίπλα μου βαδίζουνε κι άλλοι που
πουλάνε, άλλος βραχιόλι ψεύτικό για χρυσό, άλλος σκουλαρίκια από
ελεφαντόδοντο, κέρατα βούβαλου σκαλισμένα σε σχήμα πουλιού,
πορτοκάλια, πατάτες, ψωμάκια, σαλάτες, τομάτες, αβοκάντος, χόρτα,
τσιγάρα, σπίρτα, διαμάντια, όλοι γύρω, τριγύρω, ξοπίσω μου στήνουν
χορό με απλωμένα χέρια και πράγματα που τα κουνάνε μπροστά μου,
δίπλα μου, παντού, μουρμουρίζοντας, γυρεύοντας λεφτά. Στρεβλωμένα
χέρια, μαύρα πρόσωπα, άσπρα δόντια. Κινήσεις με τα χέρια που
δείχνουνε να πριονίζουνε τα στομάχια τους, έκφραση για πείνα, μάτια
κοκκινισμένα από το αλκοόλ. Δυστυχία, εξαθλίωση, θάνατος.
Κυριακή ήταν η πορεία για το Πολυτεχνείο. Είχα πάει και γω, μαζί µε τη
Μέδουσα. Βρήκαμε την παρέα και κανονίσαμε να κάνουμε πλάκα στους
οργανωμένους.
Όταν ξεκίνησε η πορεία εμείς κάναμε δικό µας µπλοκ µε δικά µας
συνθήματα «ένα δύο τρία γαµιέται η εξουσία», «εσείς µπάτσοι, εμείς
Απάτσι» και άλλα τέτοια. Στην πλατεία Συντάγµατος σπάσανε τις
βιτρίνες στη Σάουθ Άφρικαν Έργουεϊς και µετά µπροστά στο Χίλτον
έγινε η µεγάλη πλάκα. Μερικοί πήγανε στην τζαμαρία της καφετέριας
και κοροϊδεύανε αυτούς που καθόντουσαν µέσα και κοιτάζανε σαν
βλάκες και κάποια στιγμή πεταχτήκανε πέτρες κι αυτοί µέσα χεσµένοι
αρχίσανε να τσιρίζουνε και να φωνάζουνε «σώστε µας», χοντροί µε
προγούλια, κυράδες µε γούνες βιζόν, σκυλάκια, γκαρσόνια µε παπιγιόν,
ένας κόσμος λιπαρός και αστείος. Και τότε, κάποιος έριξε µια µολότωφ κι
έκανε ένα εκπληκτικό ΜΠΑΜ, πήρανε τα τραπεζομάντιλα φωτιά και οι
κυρίες βγήκανε κάτω απ' τα τραπέζια, τα σκυλάκια γαβγίζανε και
γινότανε το σώσε. Έπεσε πολύ γέλιο. Κι εκεί στα επεισόδια είδα ένα
φανταστικό γκόµενο. Στεκότανε µόνος µέσα στον κόσμο σαν µια
Μυστηριώδης Νήσος. Είχε πολύ µακριά ίσια και κατακόκκινα
µαλλιά κι ένα παχύ φουσκωτό µουστάκι. Κι όπως έστεκε ντούρος και
στητός φάνταζε σαν ήρωας της επανάστασης ζωσµένος µ' άρµατα και
φυσεκλίκια, λεβέντης, επαναστάτης, οπλαρχηγός. Θαµπώθηκα ... Το είπα
στη Μέδουσα κι εκείνη ήθελε να πάει να του µιλήσει, να του πει, η φίλη
µου το και το. Αλλά εκείνη τη στιγμή έπεσε η µολότωφ κι ο κόσμος άρχισε
να σκορπίζει και πάει, τον έχασα.
Αυτά γίνανε νωρίς, το βράδυ όμως τα γέλια µας βγήκανε ξινά. Στην
πλατεία τη νύχτα οι µπάτσοι πυροβολήσανε έναν πιτσιρικά και πάει,
χάλασε το κέφι.
Στη διαδρομή για την αμερικάνικη πρεσβεία, ξέχασα να σου πω, κάτι
τύποι σπάγανε βιτρίνες σε κάποια µικρά κοσµηµατοπωλεία κι αρπάζανε
σκουλαρίκια, δαχτυλιδάκια, εκείνα τα µικρά ξέρεις του πεντακοσάρικου,
κάτι κολιεδάκια, τους την πέσαµε λοιπόν µε τη Μέδουσα, καλά, τι είναι
αυτά και πώς την είδατε έτσι και τα λοιπά, αλλά αυτοί δε µας δώσανε
σημασία. Σε µια στιγμή γύρισε ο ένας και µου είπε: «Δε βλέπεις τι
κάνουμε, µωρό µου, απαλλοτριώνουµε τις ιδιοκτησίες, µήπως νιώθεις και
συ ιδιοκτήτρια;».
Μου την έσπασε χοντρά ο µαλάκας, απαλλοτριώνει τις ιδιοκτησίες των
άλλων για να γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ποιος ξέρει σε ποιες κατίνες των
πέρα συνοικιών θα χάρισε τα δαχτυλιδάκια για να γαµήσει το άτομο.
Αισθάνομαι µόνη, τραγικά, χαζά, κουφά κι ανίερα µόνη. Το ξέρω ότι δε θα
'ναι για καιρό κι όμως αυτή η αίσθηση της µοναξιάς γεννάει τη βαρεμάρα
που µε δέρνει και βαριέμαι, βαριέµαι, βαριέµαι ...
Πάει καιρός που δεν έχω νιώσει µε κάποιον τρυφερά. Γουστάρω να
χαϊδευτώ και να χαϊδέψω ένα κορμί ανθρώπινο. Να νιώσω τις καμπύλες,
τα εξογκώματα και τα βαθουλώματα κάποιου άλλου. Το δικό µου κορμί
έχω βαρεθεί να το χαϊδεύω µε τις ώρες. Είναι κι αυτή η ζεστασιά του
άλλου που µου λείπει κι όπως γράφω ψηλαφίζοµαι και νιώθω το µουνί
µου φουσκωμένο και υγρό. Γαµώτο. Τα στήθια µου µε πονάνε, οι ρώγες
τεντωμένες, στητές σημαδεύουνε όλους τους άντρες.
Τώρα τελευταία έχω βρει κάτι κόλπα και κάνω στο µουνί µου για να
ξεθυμαίνω λιγάκι. Την πρώτη φορά, εκεί που τραβούσα µαλακία στο
κρεβάτι, µου ήρθε και σηκώθηκα, πήρα το βερνίκι για τα νύχια και έβαλα
το µπουκαλάκι ολόκληρο µέσα στο µουνί µου. Φαίνεται ότι δεν είχε
κλείσει καλά και χύθηκε λίγο. Τρελάθηκα από το κάψιμο όλη τη νύχτα.
Τις προάλλες έβαλα ένα ολόκληρο σπρέι µε αποσμητικό ενώ τραβούσα
µαλακία. Μου φαίνεται ότι τελικά θα χώσω µέσα µου όλα τα αντικείμενα
που έχω στο σπίτι.
Η κάβλα µ' έχει τρελάνει, είναι γεγονός.
ΕΠΤΑ
Δύο η ώρα το μεσημέρι κι ακούω δυνατές φωνές. Βγαίνω στη βεράντα και
βλέπω κάτω το δρόμο να παίρνει φωτιά. Έντεκα μαύροι όλων των ηλικιών
τραβιούνται, φωνάζουνε, χειρονομούνε.
Ανάμεσά τους δεκάχρονοι πιτσιρίκοι που τις τελευταίες μέρες
μαζευτήκανε και φτιάξανε μια συμμορία βραχύζωη, απ' αυτές που εδώ
φτιάχνονται και διαλύονται συνέχεια. Έχουνε πιάσει κάποιον πιτσιρικά,
τον σπρώχνουν, τον αγριεύουνε, του ρίχνουνε και λίγες σφαλιάρες και
τελικά του παίρνουνε τα λίγα χρήματα που κρατάει. Απελπισμένος ο
μικρός πάει λίγο πιο πέρα χωρίς να φεύγει, βάζει τα κλάματα, ουρλιάζει
και ορμάει μικρός κι ανήμπορος να πάρει τα λεφτά του πίσω, ενώ οι
μεγάλοι πέφτουνε πάνω του και τον χτυπάνε. Ο αρχηγός, αυτός που
άρπαξε τα χρήματα από το μικρό, στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι γιατί το
ένα του πόδι είναι ατροφικό και μόλις που φτάνει στο γόνατο του άλλου
του ποδιού. Με το μεγάλο στρογγυλό ξύλο αρχίζει να χτυπάει το παιδί
που οι άλλοι έχουν ρίξει κάτω. Το χτυπάει παντού, στο σώμα, στο κεφάλι,
στα πόδια, με λύσσα, ενώ κάνει ισορροπία για να κρατηθεί στο ένα του
πόδι. Η σκηνή κρατάει ώρα πολλή. Κάποτε, αφήνουνε το μικρό που
σηκώνεται κλαίγοντας, γεμάτος αίματα και ουρλιάζει να του δώσουν τα
λεφτά του. Τον ξαναπιάνουνε, τον κρατάνε κι ο αρχηγός της συμμορίας
τον βαράει στο κεφάλι με το χοντρό μπαστούνι. Ξανά και ξανά η ίδια
εικόνα. Κάποια στιγμή μπαίνει στη φασαρία ο ένας από τους δύο
λούστρους από την Αγκόλα που κάθονται στη γωνία κάτω από τη μεγάλη
μανγκιά και γυαλίζουνε παπούτσια. Τους λέει να δώσουν τα λεφτά στο
μικρό και να τα μαζέψουν αυτός και η παρέα του και να φύγουν απ' τη
γειτονιά. Ο ανάπηρος αρχηγός του γελάει κατάμουτρα. «Άντε να
γυαλίσεις κανένα παπούτσι, βρομοαγκολέζε». Από απέναντι, κάτω από
την μανγκιά σηκώνεται ο άλλος, ο νεότερος αγκολέζος λούστρος, πετάει
μακριά ένα ζευγάρι παπούτσια που διόρθωνε κι ορμάει σαν βέλος πάνω
στον αρχηγό που εντωμεταξύ έχει καθίσει σε μια μεγάλη πέτρα κι
εξακολουθεί να χτυπάει με το μπαστούνι το μικρό που είναι πεσμένος
στα πόδια του και ξεφωνίζει. Ο νεαρός Aγκολέζος αρπάζει από κάτω ένα
σπασμένο μπουκάλι και με κινήσεις αιλουροειδούς, μέσα σε
δευτερόλεπτα, καταφέρνει αυτό που δε θα μπορούσε κανείς να ανταστεί.
Ξάπλωσε κάτω οκτώ από τα μέλη της συμμορίας που, με ανοιγμένα
κεφάλια, ικέτευαν το μαύρο πάνθηρα να τους λυπηθεί.
Ο Ηλίας γύρισε προχτές από Συρία. Τον είδα στο σπίτι του Ορέστη που
είχανε πέσει πάνω του όλοι να τον φάνε γιατί έφερε, λέει, μαζί του μόνο
μαύρο και δεν έφερε κανένα μισόκιλο άσπρη να τα κονομήσουνε όλοι
χοντρά. Ο Ηλίας έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι του λένε και τους
κοίταζε χαζά. Έφυγε ξανά γρήγορα, γι' Άμστερνταμ. Έχει σκοπό, μετά,
να πάει στο Θιβέτ.
ΕΝΝΙΑ
Την άλλη μέρα στις λασπογειτονιές της Ματέτε πήγα να επισκεφτώ τον
παράξενο αυτόν άνθρωπο. Τα κουνούπια, οι κατσαρίδες κι η βρόμα είχανε
στήσει σ' αυτή τη γειτονιά το μεγάλο τους βασίλειο.
Μάλλον χάρηκε που με είδε.
«Κάτσε, εδώ κοντά μου, να τακτοποιήσω τις δουλειές και να τα λέμε
κιόλας, έχεις ντόμπρα μάτια και βλέμμα που κοιτάει στα ίσια. Έλα, Σέτο»,
φώναξε σ' ένα μηχανικό που ήταν ξαπλωμένος κάτω από το παλιό
φορτηγό ΜΑΝ, «κοίτα και το ντιστριμπιτέρ, εσύ, Αλφόνς, πήδα πάνω
στην καρότσα και μάζεψε το μουσαμά, Ζεφυρέν, πήγαινε να γεμίσεις τα
βαρέλια με τα καύσιμα ... ». Ήτανε οι οδηγοί των αυτοκινήτων, οι
άνθρωποι που έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια στο εσωτερικό. Τους είχε
χρόνια κοντά του, μερικοί μίλαγαν και λίγα ελληνικά, «Φατού, πέσα καφέ
μόκο πουρ μεσιέ ... ».
Μίλαγε ταυτόχρονα σε όλους και σε όλες γύρω του και γύρισε και
σε μένα να με ρωτήσει πώς πίνω τον καφέ.
Η Φατού μου έκανε καφέ. Ένας πίθηκος που ήταν σκαρφαλωμένος στη
σκεπή του φορτηγού, μ' ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα μου και μου έπιασε το
μούσι και μου τράβαγε απαλά τις τρίχες και τις κοίταζε με προσοχή. Μετά
μου πήρε το χέρι, το κράτησε στο δικό του και παρατηρούσε τις αυλακιές
και τη δομή του δέρματος κάνοντας συγκρίσεις με το δικό του δέρμα.
Το σπίτι ήταν γεμάτο παπαγάλους που έβριζαν σε λινγκάλα και στα
ελληνικά και φτεροκοπούσαν γύρω μας καθώς κάναμε την κουβέντα
αυτή με τα διαλείμματα. «Λοιπόν» με ρώτησε «τι σε φέρνει στο σπίτι του
χειρότερου μέλους της αξιοτίμου κοινότητας των Ελλήνων»
«Θέλω να 'ρθω μαζί σου στο Δάσος» του είπα γρήγορα. Με κοίταξε για
μια στιγμή και μου είπε ότι είναι κομμάτι δύσκολο.
«Πρέπει να πάρεις βίζα για το εσωτερικό. Θα βάλουμε κάποιους δικούς
μου ανθρώπους να το κανονίσουνε. Τα πράγματα είναι δύσκολα στα
περάσματα και στο Κολουέζι γίνεται έλεγχος, φοβούνται εδώ διάφορα,
είναι η χούντα, βλέπεις, οι Αμερικάνοι, οι Βέλγοι, οι Γάλλοι, τα διαμάντια,
το κοβάλτιο, το ουράνιο, τα πετρέλαια, τα συμφέροντα των
πολυεθνικών ... ιστορίες, ιστορίες ... άστα ... Εκεί έξω, αν μου λείψει κάτι
και δεν το έχω πάρει μαζί μου, πάει, χάθηκα. Και πρώτα πρώτα τ'
αυτοκίνητα που είναι παλιά και σαράβαλα. Κάτι να σπάσει, κάτι να
χαλάσει και να μη διορθώνεται ... Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.
Καύσιμα σε βαρέλια, λοιπόν, ανταλλακτικά για τ' αυτοκίνητα, εργαλεία
για να καθαρίζουμε και ν' ανοίγουμε δρόμο ή να φτιάξουμε μια πρόχειρη
γέφυρα, φάρμακα, τα κατάλληλα ρούχα, τρόφιμα, αλάτι, σπίρτα,
πετρέλαιο φωτιστικό, όπλα, φυσίγγια. Κι οι οδηγοί μου πρέπει να 'ναι
θαρραλέοι, να μη με παρατήσουνε κάποια στιγμή».
Με τον πίθηκο είχαμε γίνει πια φίλοι. Έπαιρνε μπανάνες από ένα μεγάλο
τσαμπί που ήταν δίπλα, τις καθάριζε και μου τις έδινε και κάθε φορά που
δάγκωνα χτύπαγε παλαμάκια. Ο παπαγάλος στον ώμο μου, έλεγε
συνέχεια κάθε φορά που του έδινα να δαγκώσει κι αυτός: Μοκάκο σούα
μοκάκο σούα ...
Τον ρώτησα πόσα χρόνια λείπει από την Ελλάδα.
«Είμαι εδώ τριάντα χρόνια και στην Ευρώπη δεν έχω νιώσει την ανάγκη
να πάω. Ίσως έχω μυρίσει το λησμοβότανο εδώ πέρα, δεν ξέρω, πάντως η
ζωή μου όλη είναι να πηγαίνω εκεί που ακόμα δεν έχω φτάσει ... Εκεί έξω,
στο Δάσος, είναι η δική μου η ζωή, όταν τις πολύ πρωινές ώρες, ακούω το
σφύριγμα του διπτέρυγου του καλογαμιά, όταν η κουφόβραση πυκνώνει
και μου δυσκολεύει την αναπνοή και νιώθω τη βροχή από μακριά που
έρχεται και το δέρμα μου γυαλίζει και κολλάω ολόκληρος, τις νύχτες που
ψήνουμε στη φωτιά τα μικρά αγριογούρουνα ακούγοντας τα νυκτόβια να
σούρνονται, να κρώζουν, ν' αγωνιούν, λίγες στιγμές πριν το θάνατο, εκεί
έξω είναι η ζωή η δικιά μου ... Σιχαίνομαι την πόλη και τους βολεμένους
χαρτοκώληδες λευκούς».
Όλα έχουν στεγνώσει μετά την μπόρα. Στις Σιτέ η ζωή αρχίζει.
Τα μικρά δισκάδικα στις λασπωμένες γειτονιές του Καλάμου ανεβάζουν
την ένταση των ηλεκτρόφωνων μέχρι την παραμόρφωση, τα μπάσα φουλ,
τα πρίμα φουλ. Ρούμπα ξεχύνεται στους δρόμους του Νγκίρι-Νγκίρι. Οι
λαμπτήρες ανάβουνε και σβήνουνε, μπροστά στα μαγαζάκια τα παιδιά
της γειτονιάς μαζεύονται ξεβράκωτα με πεταχτές κοιλίτσες, με κάποιο
ρουχαλάκι μισολιωμένο και κοιτάζουνε τα χρωματιστά εξώφυλλα των
δίσκων με τ' αστέρια της ζαϊρινής μουσικής κι αφήνονται να λικνίζονται
στους ήχους της σουκούς και στη μαγεία των ηλεκτρικών φώτων. Τα
σινεμαδάκια στις αυλές των σπιτιών στη Ματέτε ξεκινάνε την προβολή
των δύο γαλλικών έργων με τις πετσοκομμένες κόπιες, κάποια ληστεία
στις Κάννες, Αλαίν Ντελόν, Έντυ Κόνσταντιν και Φαντομάς εναντίον
επιθεωρητή Κλουζώ. Οι υπαίθριες μπιραρίες βάζουν τη μουσική για
κράχτη, πελάτες αρχίζουνε να φτάνουνε, η Ρέγκλα πιστή στην παράδοση
ρέει άφθονη. Φωνές. Πέσα Ρέγκλα μόκο. Οι αναθυμιάσεις από τους
ανοιχτούς υπονόμους, φοβερά δυσώδεις, δε φαίνεται ν' απασχολούν
κανένα. Τα κορίτσια στο Ντζίλι στολισμένα κι όμορφα, τα μαλλιά
φτιαγμένα με πλαστικά κοτσιδάκια τεντωμένα στον αέρα ή μπουκλίτσες,
τυλιγμένα με τα καινούρια τους πανιά πάνε ξυπόλητα με στητό βήμα στη
μπιραρία της γειτονιάς.
Παχιές μυρωδιές από τα δέντρα με τ' άσπρα λουλούδια και τις ακακίες με
τα κίτρινα και κόκκινα λουλουδάκια.
Ο Πάπα Γουέμπα εμφανίζεται απόψε στο Σελεμπάο και ο κόσμος της
γειτονιάς στριμώχνεται για να μπορέσει να τον ακούσει.
Φωτιές στη σειρά, αναμμένες απ' αυτούς που έχουνε σπίρτα, για να
διώχνουνε τα κουνούπια. Στις Σιτέ μπορείς να βρεις οτιδήποτε, πάντα
κλεμμένο, φτάνει να πληρώσεις.
Λάμπες ασετυλίνης, πετρελαίου, λυχνάρια λαδιού, κεριά φωτίζουνε τους
πάγκους με τα γκούμπα, τα φυστίκια.
Ω, γλυκιά Υβόν
πάει πολύς καιρός που σε ξέρουμε
Η γλυκιά Υβόν ντύνεται
σαν λευκή κυρία
όμως το κρεβάτι της
είναι γεμάτο ψείρες.
Επιτέλους φεύγω απ' την Κινσάσα.
ΔΕΚΑ
Κοιτάζω µια φωτογραφία που έβγαλα την ημέρα που έφτασα στη
Μεσχάντ του Ιράν. Φρίκη. Βρόµικος, µαλλιά κολληµένα από λίγδα,
σκόρπια γένια, ξαναµµένα µάτια, µαυρισµένο δέρµα. Ταξίδι από
Άµστερνταµ, Αθήνα στη Μεσχάντ χωρίς στάσεις. Ο πυρακτωµένος
πορτοκαλής ήλιος λάμπει σ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού πάνω στο
κεφάλι µου. Κοντά στο Αλαµούτ, στην αετοφωλιά του. Γέρου του Βουνού,
συνάντησα καραβάνι µε νοµάδες. Πέρασα τα σύνορα πάνω από έρημα
και κακοτράχαλα βουνά. Η κορυφογραµµή Σουλεϊµάν και το Ιράν πίσω
µου. Λαθρέµποροι των συνόρων, άνθρωποι και ζώα τσακιστήκαµε πάνω
στις πέτρες σε αναβάσεις και καταβάσεις από παγωνιά και φόβο, µέχρι
να φτάσουμε στη Χεράτ. Οπλισμένοι νομάδες έτοιμοι να δώσουνε µάχη
µόλις συναντήσουνε τους φρουρούς της επανάστασης. Αναλαμβάνουν
τη µεταφορά φορτίων όπιου στο Ιράν αφήνοντας πίσω όµηρους,
γυναίκες και παιδιά, εγγύηση στους χονδρέµπορους της Κανταχάρ.
Στη Χεράτ πήρα λεωφορείο. Η Καµπούλ, µια πόλη ζητιάνων.
Βόρεια, το µικρό Παµίρ, ο κλειστός «δρόμος του µεταξιού» στα εφτά
χιλιάδες µέτρα. Το χώμα και οι πέτρες παγωμένες, τα ποτάμια γυάλινα, ο
αέρας χαστουκίζει το πρόσωπο. Οι Κιργισιανοί µε τ' ανέκφραστα
πρόσωπα και τα ρυτιδιασμένα µάτια ζούνε για µέρες κλεισμένοι στις
φτιαγμένες από δέρματα σκηνές τους, όταν οι θύελλες σαρώνουν τα
οροπέδια. Η θερμοκρασία πέφτει στους τριάντα µε σαράντα βαθμούς
κάτω από το µηδέν το χειμώνα και τα τρόφιμα φτάνουνε δύσκολα στη
«σκεπή του κόσμου» µε τα καραβάνια και τις καμήλες. Το χορτάρι είναι
λιγοστό για τη βοσκή των κατσικιών, πέτρα, χώµα, πάγος και τα όρνια να
κάνουνε κύκλους ψηλά στον γκρίζο ουρανό.
Πίσω, στα οροπέδια της Καµπούλ, στο Ιντοκούς, στα ίχνη του
Μεγαλέξανδρου, που οι κορυφές φτάνουν στα εφτάµισι χιλιάδες µέτρα,
και γρήγορο φευγιό για τα σύνορα στο Χυµπέρ Πας.
Στη σειρά οι τύµβοι των σκοτωµένων Άγγλων στρατιωτών. Οι φυλές των
Παστού, ειδικευμένες στην κατασκευή και το λαθρεµπόριο όπλων, του
όπιου κακής ποιότητας και στην καλλιέργειά του, οπλισµένοι, φοβεροί, µε
τους δικούς τους νόµους. Ο πορτοκαλής ήλιος µου καίει το κεφάλι και τα
αραιωµένα µου µαλλιά τα τυλίγω µε κορδέλα για να µην τρέχει ο ιδρώτας
στα µάτια. Τις γαλακτερές νύχτες κοιµάµαι µέσα στο σάκο µου, δίπλα στο
φιδωτό δρόμο, που φωτίζεται µόνο από τα φώτα πορείας των µεγάλων
φορτηγών και τα πολύχρωμα λαμπιόνια που συνηθίζουν να κρεµάνε
ολόγυρα οι οδηγοί τους. Κι έχουνε κάτι γιορταστικό αυτά τα πολύχρωμα
βαγόνια, έτσι όπως κυλάνε µέσα στη νύχτα και περνάνε µπροστά µου. Κι
εγώ άυπνος, σε µια κατάσταση θολή, χωμένος καλά στο σάκο, µε το φόβο
για το ύπουλο σκαθάρι που κάνει τρύπες γλυκές στο σώµα, χωρίς να το
παίρνεις χαµπάρι, παρά µόνο όταν είναι πια πολύ αργά. Και νιώθω τρόµο
για τους ληστές Παστού, τους βακτριανούς καβαλάρηδες που
εμφανίζονται τη νύχτα και σφάζουνε τους αφελείς ταξιδιώτες, λίγα µέτρα
µακριά απ' το δρόμο.
Έμεινα στην Πεσαβάρ για µέρες, δεν ξέρω πόσες. Είχα χάσει τον κώλο
µου από την τσίρλα και το µυαλό µου από τις ζαλάδες. Τα πόδια,
αδύναμα, δε µε κρατούσαν πια. Και το στομάχι µου, αχ, το στομάχι µου,
σάκος στεγνός κι επικίνδυνος. Ήθελα να ξεκολλήσω από κει, να φτάσω
στο Δελχί, στο Νεπάλ, στο Θιβέτ. Πρέπει να µε πείραξε το χασίσι στο
Αφγανιστάν. Ήπια πολύ και δηλητηριάστηκα. Σταμάτησα εντελώς να
τρώω για να χέσω όλο το µαύρο που ήπια, µετά από δυο µέρες έφαγα ένα
µοναχικό γιαούρτι. Κι αυτό µου 'κανε καλό. Αλλά µετά λίγες µέρες
ξανάρχισε. Δυσεντερία. Έπαιρνα γλυκόζη και βιταμίνες για να µην
εξαντληθώ εντελώς κι έτρωγα όπιο που είναι ένα κι ένα για τη
δυσεντερία.
Κοιµόµουνα σ' ένα φτηνιάρικο ξενοδοχείο µε δυο δεκαεφτάχρονους από
το Κασµίρ που πρέπει να ήταν κλεφτρόνια. Τους είχα δει αρκετές φορές
να γυρνάνε µε φωτογραφικές µηχανές και κοσµήµατα και να
µοιράζονται χρήματα. Κάθονταν µε τις ώρες ξαπλωμένοι στα βρόμικα
στράτα και χαϊδεύανε λάγνα τ' αρχίδια τους, καπνίζανε και µιλάγανε
σπάνια. Κάποια νύχτα ξύπνησα από θόρυβο. Ήτανε οι µικροί που
πλησιάζανε στο σκοτάδι από τις δυο µεριές του κρεβατιού. Έπιασα το
φακό και φώτισα µια τον έναν και µια τον άλλο, ενώ πετάχτηκα πάνω και
χούφτωσα το µαχαίρι εκστρατείας απ' το σάκο. Γυµνοί και σε διέγερση, τι
άλλο θα ζήταγαν; Με το µαχαίρι ηρεμήσανε κι ορκιζόντουσαν ότι δεν
είχανε τίποτα κακό στο νου τους. Κάτσαμε κάτω κι οι τρεις, έβγαλα ένα
καλό κοµµάτι όπιο και το φάγαμε µαζί. Μετά από λίγο µου το 'σκασαν το
παραμύθι, δίνανε και λεφτά για να µε γαµήσουνε. Το φαντάζεσαι, σ' αυτή
την ηλικία; Δεν µπόρεσα να κλείσω µάτι µετά απ' αυτό και, σε λίγο,
μάζεψα τα πράγµατά µου και βγήκα πάλι στο δρόµο παρέα µε το σκοτάδι
και τ' αστέρια, το φεγγάρι και τους δηλητηριώδεις τριγµούς της άγνωστης
ανατολίτικη ς νύχτας.
Στο τρένο για τη Λαχώρη µπήκα το ίδιο πρωί. Άφησα πίσω µου την
Πεσαβάρ. Μια βδοµάδα ολόκληρη είχα κολλήσει εκεί. Πεθαµένος για
ύπνο και να µην µπορώ να κοιμηθώ. Ο ένας πάνω στον άλλο µέσα στο
βαγόνι, χαμός, άνθρωποι, πακέτα και ζώα. Έπεσα στο πάτωμα
εξαντλημένος και κοιμήθηκα ενώ ξυπνούσα κάθε τόσο από ανθρώπους
που περνούσανε πάνω µου και µε ποδοπατούσαν.
Τελικά ξύπνησα το µεσηµέρι κι έφαγα για το στομάχι µου ένα καλό
κοµµάτι όπιο, που δεν ήτανε και πολύ σόι σαν ποιότητα και δε µου έκανε
καλό, και κατέβηκα σ' ένα σταθμό να ξεµουδιάσω λίγο.
Στη διάρκεια της µέρας έφτασα στα σύνορα. Κανένα πρόβληµα.
Οι Πακιστανοί τελωνειακοί ζήτησαν να ρίξουνε µια µατιά στο σάκο µου
µόνο, στο σώμα δε µε ψάξανε. Και βρέθηκα σε ουδέτερο έδαφος. Πρώτη
εικόνα, µια τεράστια αντλία νερού και µια µικρή λίµνη, πλλλατς, πήδησα
µέσα, ο ήλιος έκαιγε, το σώµα µου χαλάρωσε, το νερό µε χάιδευε και µε
κράταγε σαν µεγάλη παλάµη στον αφρό. Ένα παιδί του κόσμου στην
αγκαλιά του Θεού. Αργότερα, στέγνωσα ξαπλωμένος στον ήλιο κι
αποκοιµήθηκα για λίγο. Αυτός ο λίγος ήλιος µ' έκανε να νιώσω
θεραπευµένος. Ξεκίνησα να περάσω τα ινδικά σύνορα. Μου πήρε πολύ
χρόνο και απραξία µέχρι να φτάσω στην Ινδία. Οι τελωνειακοί δεν
κοίταξαν καθόλου τα πράγµατά µου. Ακόμη λίγες µέρες και φεύγω για το
Νεπάλ.
Πριν λίγες µέρες σηκώθηκε µια ανεµοθύελλα και µετά µια ξαφνική
µπόρα, τουλούµια ολόκληρα που κράτησε για λίγο. Τα µονσούν
πλησιάζουν πια. Όταν έφτασα εδώ η πλάτη µου είχε πληγές.
Φεύγοντας από τα σύνορα διασχίσαµε δυο χωριουδάκια. Κάποια
στιγμή το λεωφορείο σταμάτησε και γω, πολύ φτιαγμένος, κατέβηκα να
ξεμουδιάσω λίγο. Μέσα στο λεωφορείο την είχαμε καταβρεί µε τον οδηγό,
του φτιάχναμε τσιγάρα και κάπνιζε συνέχεια, είχαμε βρει κι έναν
πλαστικό κουβά και πηγαίναμε ένας ένας και κατουράγαµε µέσα. Κάποια
στιγμή ένας Αµερικάνος που είχε φτιαχτεί για τα καλά µε όπιο και χασίσι
έπιασε κι άδειασε τον κουβά και µας έκανε όλους χάλια, µετά ξέρασε και
γέμισε τα καθίσματα µπροστά, έτσι κι εγώ αποφάσισα να κατέβω και να
µείνω σ' αυτό το υπέροχο µέρος, που έβλεπα τους ανθρώπους να
προσπαθούν να λιχνίσουν το σιτάρι µε τελείως πρωτόγονες, ξύλινες
τσουγκράνες. Έμεινα κοντά τους, λοιπόν, και µ' αφήσανε και µένα να
δοκιµάσω. Το προσπάθησα αλλά δύσκολο να το καταφέρω. Μετά µε
πήρανε και µε βάλανε να µεταφέρω µεγάλα σακιά, µου βάλανε στην
πλάτη ένα σαµάρι και πάνω στο σαμάρι τοποθετούσανε το τεράστιο σακί.
Ουουουχχχ! η πλάτη µου. Ψόφησα κυριολεκτικά.
Στο τρένο συνάντησα ένα Σιχ που µου έδωσε ανθό χασισιού και µε
κέρασε και ένα κρασί του Αλλάχ και µετά µοιραστήκαµε τα λίγα
φαγητά του.
Στο Δελχί δεν είχα και πολλά πράγµατα να κάνω, αισθανόμουνα όμως
πολύ εξασθενηµένος. Περπάτησα στους δρόμους µπερδεµένα κι
ασυνάρτητα, ανάμεσα σε ποδήλατα, αυτοκίνητα, αγελάδες, κάρα και
χιλιάδες ανθρώπους που τρέχανε παντού, χειρονομούσανε, φωνάζανε και
σε παζάρια µε πράγματα θαυμαστά.
Το στομάχι µου άρχισε να πηγαίνει προς το καλύτερο µετά τη βρομιά του
Αφγανιστάν που κόντεψε να µε αποτελειώσει. Έπινα Λάσσι, τυρόγαλο
αραιωμένο µε νερό και ζάχαρη, πάγο, χυμό µάνγκο και γάλα, έτρωγα ρύζι
και γλυκά Ντρανγκ-ι-µπονγκ κι ανακάτευα τριµµένα φύλλα καναβουριάς
µε γλυκόζη και πάγο. Αυτή ήταν η θεραπεία µου. Σίγουρα πολύ καλύτερη
από το να καπνίζω τσίλοµ. Σε λίγες µέρες έγινα περδίκι και µπόρεσα να
φύγω. Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνω σ' αυτή την πολύβουη,
βρόμικη πόλη περιμένοντας τη βίζα για το Νεπάλ.
Καθώς προχωρούσα αυτή τη φορά στην Ασία, κάποιος άνεμος πίσω µου
έσβηνε τα χνάρια µου κι έλεγα στον εαυτό µου, το δρόµο της επιστροφής
δε θα τον ξαναβρείς πια.
Πέρασα από το Σιβαπούρ, ένα χωριουδάκι νότια της Ποόνα, όπου υπάρχει
ένα τζαμί. Μπροστά στο τζαμί ένας τεράστιος βράχος. Οι άνθρωποι
κάνουν κύκλο γύρω από το βράχο και ψέλνουν το όνομα του ασκητή
Καµάρ Αλή. Και µόλις τον ακουμπήσουν µε το δάχτυλο ο βράχος
σηκώνεται ψηλά στον αέρα, στέκεται για λίγο και µετά σκάει πάλι στο
έδαφος.
Ψηλά στο Θιβέτ, στα τριάµισι χιλιάδες µέτρα, σ' ένα µικρό χωριό.
Πηγαίνω κάθε µέρα στις θερμές πηγές, γδύνομαι τσιτσίδι και
πλατσουρίζω µε τις ώρες µονάχος. Νιώθω να ξαναγεννιέμαι, νιώθω να
εξαγνίζομαι από την παλιά και µακροχρόνια αρρώστια της πέρα όχθης.
Στη σκέψη µου µπλέκονται κάποια πρόσωπα που υπάρχουν πίσω µου. Τι
ασυναρτησία και τι χαμένος χρόνος στη ζωή µου. Και πόσο άθλια και
µίζερη η καθημερινότητα. Ανατριχιάζω στην ιδέα να ξαναδώ όλες αυτές
τις ανούσιες και γλιτσιασµένες φάτσες γνωστών και µη, τις ζουπηγµένες
θανατερές µμεγαλουπόλεις. Τοπία στεγνά, χωρίς ίχνος συγκίνησης, χωρίς
αισθησιασμό, διόλου κέφι και όρεξη να ερωτευτείς, εικόνες που παγώνουν
το µυαλό και αφαιρούν κάθε ικµάδα. Πίκρα, µίσος, απόρριψη, χλευασμός,
ανταγωνισμός.
Θέλω να ξεχάσω τα συνεχή και ηλίθια ταξίδια µου από δω στην Ευρώπη.
Τις σακούλες µε τα προφυλακτικά που κατάπινα για να περάσω το
µαύρο, τους τελωνειακούς, τα αεροδρόμια. Πρέπει να τελειώσει αυτό
κάποτε.
Κι όµως τις νύχτες βρυκολακιάζω, τις νύχτες µε τυλίγει το σάβανο των
ενοχών, οι Ερινύες φτεροκοπάνε γύρω από το κεφάλι µου που βουίζει και
πονάει, είναι οι ρίζες που δεν έκοψα.
ΔΥΟ
Στα γύρω από την πλατεία σπίτια, που είναι εγκαταλειµμένα από
µπερδεµένες κληρονομιές, µπαίνουνε τα πρεζάκια και µοιράζουνε τη
νοθευµένη δόση στα τρία. Βρίζοντας τον προμηθευτή που κάθεται εκείνη
την ώρα στο διαµέρισµά του στον περιφερειακό - παλιός φίλος κι αυτός -
ανάβουνε το σπαρµατσέτο, ρίχνουνε τη σκόνη στο κουτάλι µε λίγο
νεράκι, ανακατεύουνε µε την άκρη της σύριγγας για να ζεσταθεί και να
λιώσει, για να γίνει η ένεση και να κυλήσει στο αίμα και να πάει στα
νεύρα και να νιώσουνε το φλας στον εγκέφαλο και να κατέβουνε στην
πλατεία για να νιώσουνε για λίγο άνθρωποι.
ΤΡΙΑ
Το φως που πέφτει και χάνεται γρήγορα αυτή την ώρα. Λυκόφως.
Μαζί φεύγει µια ένταση από τον κόσμο που γέμιζε κι έτρεχε στους
δρόμους. Μυστηριακά σε ροζ φόντο υψώνονται τα επιβλητικά
κτίρια του κέντρου της πόλης. Φιγούρες ανθρώπων που γλιστράνε
στις άκρες του δρόμου και ξεδιπλώνουνε πεταμένα χαρτόκουτα
για να ετοιμάσουνε το νυχτοκρέβατο. Μια σαύρα µε χρώματα στο
πορτοκαλί και γαλάζιο σε πολλές αποχρώσεις στο λυγερό κορµί
της, ξεδιπλώνει τη µακριά της γλώσσα για κάποιο έντοµο.
Φοίνικες σαλεύουν στην ακινησία του σούρουπου, νωχελικά.
Μου λείπεις ... Το κοµµάτι που έχει δεθεί για πάντα µαζί σου βρίσκεται
στο στήθος µου και µε τσιτώνει, µε σφίγγει, µε πονάει. Είναι η ώρα
πανάθεµά τη.
Μια παχιά µυρωδιά πλανιέται και τρυπώνει παντού. Οι κοντινοί θόρυβοι
της πόλης. Μονότονο σφύριγµα αφρικάνικου ρυθµού.
Γεύση βρασµένου νερού στο στόµα. Μυρωδιές λουλουδιών που
εναλλάσσονται µε την αποφορά των ανοιχτών υπονόµων. Ντουούττ
κλαψιάρικο από µαούνα που διασχίζει το ποτάµι. Το αιλουροειδές
περπάτηµα των µαύρων ανθρώπων κάτω από τα πελώρια δέντρα της
λεωφόρου. Κάποιο ώριµο µάνγκο ξεκολλάει από το κλαδί του και πέφτει
µε παφ στο γρασίδι. Σκοτεινές µορφές ανθρώπων στα χαλάσµατα παλιού
αποικιακού σπιτιού γύρω από φωτιά που καίει και σπάει τη χοντρή
υγρασία στο αρχίνισµα της νύχτας. Μυρωδιά από ψηµένο κρέας µαϊµούς
στροβιλίζεται, κάνει κύκλους τσικνίζοντας τα γύρω. Μυτερά φύλλα
φυτών και δέντρων, λόγχες σκοτεινές, απειλητικές, αφιλόξενες,
εντυπωσιακές.
Απαλή ερωτιάρικη µουσική από σαξόφωνό και κιθάρα στο βάθος του
δρόµου. Φώτα νέον που αναβοσβήνουν σε κόκκινο-µπλε-άσπρο. Μπιγκ
Στέηκ και Τοντόν µπίρα. Λευκοί θεοί που παρκάρουνε τα
καλογυαλισμένα αμάξια τους. Το φορτηγό ξεκινάει.
Με το Σακέλη αρχίζει το ταξίδι και οι κουβέντες µας που είναι και αυτές
ταξίδια κι εμπειρίες αυτού του περίεργου ανθρώπου, που µιλάει συνέχεια
και παραστατικά χτυπώντας τα χέρια πάνω στο τιµόνι του φορτηγού.
Όταν πρωτόρθε στο Κογκό, νέος, πήγε στα βόρεια, στη Στάνλεϋβιλ και
δούλεψε στις φυτείες καουτσούκ ενός Έλληνα που είχε τεράστιες εκτάσεις
και όλη µέρα γύριζε µε το άλογο και µ' ένα µαστίγιο στο χέρι για να
επιβλέπει τους µαύρους εργάτες και τους λευκούς επιστάτες του. Μετά τη
δουλειά, τους λευκούς τους κλείδωνε σ' ένα σπίτι µε σιδεριές στα
παράθυρα και στις πόρτες.
Κάποια µέρα, ο Σακέλης κατάφερε και την κοπάνισε κι έφυγε από τη
Στανλεϊβίλ. Σήµερα η πόλη έχει πεθάνει. Εξαφανίστηκε κάτω από την
οργιαστική βλάστηση µετά τον πόλεµο µε τους Σίµπα.
Ενώ µιλάει, βλέπουµε πάνω στο χωµατόδροµο µια ύαινα να τρέχει. Και ο
Σακέλης συνεχίζει:
«Αν ένας κυνηγός στο Δάσος σκοτώσει µια ύαινα, πρέπει να την ανοίξει
µε το µαχαίρι του και να καλεί στο άνοιγμα µέσα καρβουνόσκονη και
πιπεριά. Η ύαινα θεωρείται µεταµόρφωση του Μάγου ... ».
Μου δείχνει στο µπάσιµο ενός µικρού χωριού ένα µεγάλο καύκαλο
χελώνας στερεωµένο πάνω σ' έναν πάσσαλο: «Αυτό είναι φετίχ, για να
διώχνει τους κλέφτες. Κοντά στα ποτάμια οι άντρες πάνε για ψάρεμα και
οι γυναίκες ψάχνουν στους αγρούς για ποντικούς που τους θεωρούνε
µεγάλη νοστιµιά. Μέσα στο Δάσος οι άντρες πάνε για το κυνήγι της
αντιλόπης ή του αγριογούρουνου ή οποιουδήποτε ζώου τους τύχει, γιατί οι
άνθρωποι εδώ είναι πραγµατικά παµφάγοι και τρώνε τα πάντα».
«Από γυναίκες πώς πας;»
«Θα δεις» µου είπε. «Εγώ είμαι παντρεμένος µε πολλές γυναίκες, εδώ
µόνο οι Μπαλούµπηδες κρατάνε το έθιμο της παρθενιάς, οι άλλες φυλές
αυτά τα πράγµατα περί έρωτος τα θεωρούνε τόσο σηµαντικά όσο είναι το
φαγητό ή το χέσιµο ... ».
Μου έδωσε ένα µικρό καρπό κι έβαλε κι εκείνος ένα στο στόμα. Τον
µάσησα, λίγο στυφός. «Καρπός κόλα, σε βοηθάει να µένεις ξύπνιος» µου
είπε «εδώ πιστεύουνε ότι διώχνει τη νοσταλγία, έχουνε άπειρες ρίζες και
φυτά για κάθε περίπτωση, για κάθε αρρώστια. Τα πιστεύω αυτά, έχω δει
µε τα µάτια µου ν' ανασταίνουν πεθαµένο µε µια ρίζα που του έδωσε ο
Μάγος».
Στα σχέδια του Σακέλη είναι να βρει µια ωραία έκταση, κάποιο
οροπέδιο ίσως, και να βάλει ανθρώπους να το καθαρίσουν, δουλειά που
θα πάρει αρκετό χρόνο. Το καθάρισµα δεν µπορεί να γίνει µε φωτιά γιατί
η πυκνή βλάστηση και τα πελώρια δέντρα δεν καίγονται, έτσι, πρέπει να
κοπούν και να µεταφερθούν. Στη συνέχεια, αφού ξεραθούν κάπως, θα
καούν κι έτσι θα ξεχερσωθεί η γη.
Μέχρι τότε υπολογίζει να έχει φέρει το τρακτέρ και ν' αρχίσει το
όργωµα για να φυτέψει καφέ ή µπανανιές. Πρέπει βέβαια ν' ανοιχτεί κι
ένας δρόµος προς το ποτάµι απ' όπου µε ποταµόπλοια θα µεταφέρεται το
προϊόν. Το ποταµόπλοιο θα το φτιάξει µε σχέδια δικά του, έχει ένα σιδερά
στην Κινσάσα που θα του κόψει λαµαρίνες και θα τις κολλήσει όπως
ακριβώς θα του λέει εκείνος κι όταν τελειώσει το σκαρί θα βάλει µέσα τις
δυο µηχανές από τα παλιά φορτηγά ΜΑΝ που έχει εδώ και τόσα χρόνια
και θ' ανέβει το ποτάµι.
Άκουσα κι έµαθα πολλά από το Σακέλη. Για τους ιθαγενείς, τους
Μπαλούµπα, τους Τσιλούµπα και τις συνήθειές τους, για την
ανθρωποφαγία, για τους νεκροζώντανους, για τη ζωή και τη φιλοσοφία
της κεντρικής Αφρικής, για τη µαγεία και τη λατρεία των ψυχών, που
είναι το κέντρο της ζωής τους, για τους έρωτες και το ζευγάρωµά τους. Για
τις τροφές, για τα ζώα, για τα δέντρα, για τα φίδια, για τα ψάρια, για το
πώς βλέπουν τους ξένους. Για τ' αεροπλάνα που πέφτουνε καµιά φορά
στο Δάσος κι αµέσως γίνονται από τους ιθαγενείς κατσαρόλες και
τηγάνια.
Στα ταξίδια µας, µε δίδαξε πού να κοιµάµαι τις νύχτες για να µην
κινδυνεύω από τα ζώα του Δάσους κι απ' τα µυρµήγκια, πώς να περνάω
τα ποτάμια και ν' ανοίγω δρόμο καθαρίζοντας το µονοπάτι µε τη µασέτα
µου, ν' ανάβω φωτιά τις νύχτες στο Δάσος, να κάνω έρωτα µε τις γυναίκες
που µου προσφέρουνε για να µην τους προσβάλλω, να σέβομαι τους
Μάγους και τους γέρους της φυλής, ν' αναγνωρίζω τις φυλές από τις
χαρακιές στα πρόσωπα, να προσέχω και να φοβάμαι τους πυγµαίους και
τη φυλή των ανθρώπων-λεοπαρδάλεων, να καταλαβαίνω τα Σουαχίλι και
να µιλάω Λινγκάλα.
Και το ταξίδι συνεχίζεται.
Εκείνες τις άρρωστες νύχτες που ξυπνάω σ' ένα κοιµισµένο σώμα κι
αισθάνομαι εγκλωβισµένος µέσα στο σώμα αυτό που δεν αντιδράει κι ο
πανικός µου είναι ο φόβος κάποιου σε νεκροφάνεια κλεισμένου µέσα στο
φέρετρο. Κι είναι µια ένταση που περιέχει την αγωνία του θανάτου κι
αρχίζει από το σώµα για να καταλήξει στο µυαλό. Και νιώθω το σώµα
µου τελείως αµέτοχο, ξένο και µόνο το µυαλό ζει πυρετικά κι οργίζεται
και τρομάζει και σιγά σιγά αναθυµούµενο παρόμοια εμπειρία αρχίζει
αργά, µεθοδικά την προσπάθεια να επιβάλει το ξύπνημα στο σώμα.
ΤΕΣΣΕΡΑ
Εδώ τώρα, οι φίλοι οι παλιοί ένας ένας περνάνε στην άλλη διάσταση.
ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ τις ονοµάζουνε και όλοι τους βουτηγµένοι στ' άσπρα
περιμένουνε το ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ να έρθει και να µοιράσει τις δόσεις.
Μπαίνεις στο σπίτι του Ορέστη, στο πρώτο δωµάτιο κάθονται δυο-τρεις
ευχαριστηµένοι και φτιαγµένοι, πας στην κουζίνα, ο Αλέξανδρος και η
Κατερίνα ζεσταίνουνε τις δόσεις στα κουτάλια µε σφιγµένα τα µπράτσα
ψηλά για να πεταχτούν οι φλέβες. Πας στο µέσα δωµάτιο, τέσσερις-πέντε
γύρω από το τραπέζι κι επάνω στο κρύσταλλο απλωµένες µυτιές κι ένας
ένας σκύβει και ρουφάει µε το καλαμάκι στο ρουθούνι τη γραµµή
ΦΡΟΟΥΧΧΧ ... κανείς δε µιλάει και δείχνουν να ενοχλούνται από κάποιον
που δεν είναι µέσα.
Της Μέδουσας της το είπε ο Ορέστης. Έχει έρθει πολύ πράμα και στην
πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με µια
τράµπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, µπορείς να
βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι µεγάλος πειρασμός.
Το Τσαφ είναι ένα µαγαζί σκοτεινό. Ακόµη και την ηµέρα καίνε στο
ταβάνι γυµνοί ηλεκτρικοί λαµπτήρες. Τα τραπεζάκια µε φορµάικα
σκούρα καφέ. Τα καθίσματα αποµίµηση δέρμα, πάλι στο καφέ. Σκοτεινό
και το πλαστικό δάπεδο, µπεζ κρεµ οι τοίχοι. Εκεί πάω τώρα.
Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες στα τραπεζάκια, προϊστορικοί µαλλιάδες κι
αντικοµφορµιστές της πλατείας µε γκριζαρισµένα µαλλιά, πλατιά
µέτωπα ξεχερσωµένα απ' τα χρόνια. Πρεζόνια µε τατουάζ στο πρόσωπο
και ουλές στα µπράτσα από µολυσµένες σύριγγες. Κάποιος πανκ µε
πέτσινα και καρφιά, τεντωµένος, πίνει µπίρα και µασουλάει πότε πότε
αµφεταµίνες.
Απ' τη µεριά της πλατείας η αίθουσα έχει µεγάλη τζαµαρία, τα τζάµια
άπλυτα, η µαρκίζα πολύ µεγάλη, ο ήλιος βγαίνει κάπως λοξά κι έτσι το
φως δε φτάνει εύκολα στο µαγαζί που προχωράει στο βάθος για αρκετά
µέτρα. Μια διαφήμιση µπίρας µε κιτρινοπράσινο νέον φωτίζει κρυόκωλα
στο βάθος τα έρηµα σκαμνιά του µπαρ.
Η Χριστίνα µπήκε µέσα κι ήρθε και κάθισε δίπλα µας. Είπαµε ένα γεια
και κείνη ζήτησε να την κεράσουμε έναν καφέ. Ο Σταύρος που καθότανε
δίπλα της πέρασε το χέρι του πάνω στον ώµο της και το γλίστρησε κάτω
από τη σκωροφαγωµένη λουτρ στο λεπτό ακρυλικό φωσφοριζέ µπλουζάκι
µέχρι που έπιασε µ' όλη τη χούφτα το αριστερό της βυζί. Με τα δυο
δάχτυλα γύρεψε τη ρώγα κι όταν την ένιωσε την τσίµπησε και µε την
παλάµη µάλαξε το βυζί µερικές φορές. Της είπε: «Εγώ θα σ' τον πάρω τον
καφέ, µωρό µου ... »
Ο Χρήστος που κάθεται δίπλα µ' ένα ξυράφι στο δεξί του χέρι τραβάει
χαρακιές στο αριστερό, που το έχει ακουµπισµένο πάνω στο µέταλλο του
τραπεζιού. Μικρά αυλάκια αίµα σχηματίζονται από τις δυο πλευρές του
καρπού και κυλάνε πάνω στο τραπέζι. Οι κινήσεις είναι αργές, νωχελικές,
αδιάφορες.
Ο Σταύρος βγάζει από τη µέσα τσέπη του µπουφάν δυο µικροσκοπικά
χαπάκια και τα βάζει στο χέρι της Χριστίνας. Εκείνη σηκώνει τα µάτια
της, του χαµογελάει και τα βάζει και τα δυο στο στόµα. Πιάνει ένα
µισογεµάτο ποτήρι από το τραπέζι και το αδειάζει.
Όταν άρχιζε να πέφτει η νύχτα στα µισοσκότεινα και υγρά µονοπάτια του
δάσους που περπατάγαμε, οι µαύροι που µας συνοδεύανε κόβανε µε τις
µασέτες τους γρήγορα κι επιδέξια λεπτά και γερά κλαδιά, τα καθάριζαν,
τα έδεναν µε χορτόσχοινο κι αφού κάναµε έναν έλεγχο τριγύρω για
τερµιτοφωλιές, φτιάχναµε πρόχειρα κρεβάτια σαράντα µε πενήντα
πόντους πάνω απ' το χώµα, ανάβαµε φωτιά, ζεσταίναµε νερό για τσάι και
ψήναμε κοµµάτια αντιλόπης περασµένα σε λεπτά ξύλα που τα
στριφογυρίζαµε για να ξεροψηθεί το κρέας. Οι µαύροι τα δικά τους
κοµµάτια τα ψήνανε µέχρι που να μαυρίσουν τελείως και να καούν κι έτσι
τα φχαριστιόντουσαν. Αν βρίσκανε κανένα ποντικό του δάσους κάνανε
µεγάλη χαρά. Χρειάζεται επιδεξιότητα για να χτυπήσεις τον ποντικό µε
το τόξο. Τον ανοίγανε στη µέση, πετάγανε τα άντερα, τον γδέρνανε και
µετά τον ψήνανε από τις δυο πλευρές καλά καλά κι ύστερα ξαπλώνοντας
απολάμβαναν το φαγητό τους.
Προχωρούσαμε ψάχνοντας για το οροπέδιο. Ο Σακέλης έλεγε και
ξανάλεγε: «Δεν µπορώ να τους καταλάβω αυτούς τους ανθρώπους.
Γεννηθήκανε εδώ, στη µέση του Δάσους και δεν πήγανε ποτέ παραπέρα,
µια ολόκληρη ζωή κολληµένοι στο ίδιο χωριό. Και µόνο σπάνια, από
κάποιον περαστικό ταξιδιώτη µαθαίνουνε για άλλα µέρη κι ανθρώπους.
Αυτό το ψήλωµα, εγώ, έχω σκοπό να το καλλιεργήσω. Θα βάλω
ανθρώπους να το καθαρίσουνε και θα σπείρω καλαµπόκι. Και ξέρεις γιατί
θέλω εκεί ψηλά, για να βλέπω. Άμα το µάτι µου δε φεύγει µακριά, νιώθω
να πνίγοµαι. Δεν µπορώ τόσα χρόνια να τους καταλάβω αυτούς τους
ανθρώπους, δεν έχουνε νεύρο, δεν έχουν ανησυχία».
Περπατούσαμε για µέρες πολλές. Η πορεία δύσκολη. Το χώµα στην
περίοδο της ξηρασίας είναι ακόμη υγρό. Τα παπούτσια µου, δυο µπάλες
κοκκινόλασπης, γίνονται ασήκωτα, και κάθε λίγο πρέπει να σταµατάω
και να τα καθαρίζω µ' ένα ξύλο. Πάντα ήμουνα δυσκοίλιος και τώρα που
επί µια βδοµάδα έτρωγα µόνο ρύζι, µιας και δε βρίσκαµε κυνήγι, δεν
µπορούσα να χέσω κι ένιωθα την κοιλιά µου ασήκωτη σαν τα παπούτσια
µου. Σε κάθε ποταµάκι που συναντούσαµε ο Σακέλης κι εγώ, για να µη
βραχούµε, πιανόµασταν από τις κλιµατσίδες που κρέµονταν από τα
πελώρια δέντρα, τις δοκιµάζαµε πρώτα, αν είναι γερές, παίρναμε φόρα
και πηδάγαµε αντίκρυ. Καµιά φορά, η κλιµατσίδα στην εναέρια διαδροµή
για απέναντι µας πρόδινε και τότε «μπλαφ» πέφταµε στο νερό
βλαστημώντας. Οι µαύροι που πήγαιναν µπροστά ξυπόλητοι, άνοιγαν
δρόµο µε τις µασέτες κι αν για κάποιο λόγο, το µονοπάτι που είχε
καιρό να πατηθεί έκλεινε από µεγάλα φυτά, καθόµασταν για ώρα
περιµένοντας ν' ανοίξουν το πέρασµα. Στην αρχή πήγαινα να βοηθήσω
αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι αυτές οι στάσεις ήταν ευκαιρίες για
κουβέντα µε το Σακέλη κι έτσι καθόµουνα κοντά του, κι ενώ άναβε την
πίπα του κι εγώ έστριβα κάποιο τσιγάρο, τον ρώταγα για το Δάσος.
Στην περιοχή του Ιλέμπο άκουσα για πρώτη φορά να μιλάνε για τους
Μαμιβάτα. Οι Μαμιβάτα ζουν τη νύχτα, είναι ανθρώπινοι στην όψη αλλά
δεν είναι πια άνθρωποι, είναι νεκροζώντανοι. Οι ντόπιοι λένε γι' αυτούς
ότι τρέφονται μόνο με φρούτα. Τους φοβούνται και μόνο τ' όνομα
Μαμιβάτα είναι ικανό να δημιουργήσει το μεγαλύτερο τρόμο. Όταν, στις
αρχές, ρωτούσα τι σημαίνει η λέξη με κοιτούσαν με επιφύλαξη και δεν
απαντούσαν. Αργότερα, κάποιος μου είπε ότι η λέξη σημαίνει γοργόνα,
πράγμα που είναι αλήθεια, όμως τη μυστική σημασία της λέξης κανένας
δεν ήθελε να μου την πει.
Κάποιο βράδυ ο Νγκάνγκα της περιοχής μας κάλεσε στη φωτιά του.
Κάθισα δίπλα του. Μου έδωσε να μασήσω κόλα κι ενώ πίναμε κρασί από
ζαχαροκάλαμο κι ο ίδιος μασούλαγε ρίζες τζουμιλόνγκο κι έριχνε
κοκκινόχωμα στη φωτιά, άρχισε την κουβέντα με το Σακέλη. Έτσι έμαθα
τι συμβαίνει στην περιοχή.
Όταν κάποιος χρειάζεται εργάτες για να ξεχερσώσει μια περιοχή
σαβάνας ή Δάσους και δε βρίσκει, γιατί λίγο-πολύ όλοι προτιμάνε να
κάθονται ή να κάνουν τις λίγες δουλειές που είναι αναγκαίες, παρά να
πηγαίνουν να δουλέψουν μ' ένα μεροκάματο που φτάνει ίσα για ν'
αγοράσουν ένα πακέτο τσιγάρα Οκαπί, τότε, λοιπόν, αυτός ο κάποιος
πηγαίνει στο Μάγο και τον πληρώνει παραγγέλνοντας τους ανθρώπους
που χρειάζεται. Ο Μάγος αρχίζει το ψάξιμο μέχρι να εντοπίσει τους
ανθρώπους που, κατά τη γνώμη του, κάνουν γι' αυτή τη δουλειά. Τότε
στέλνει τους βοηθούς του και ποτίζουνε τα υποψήφια θύματα με κάποιο
δηλητήριο που είναι φτιαγμένο με μια συνταγή που μόνο ο Μάγος την
ξέρει και πηγαίνει κληρονομικά από Μάγο σε Μάγο. Ο άνθρωπος που
πήρε το δηλητήριο πέφτει μετά από λίγο σε καταληψία και όλοι νομίζουν
πως πέθανε. Τον κλαίνε οι δικοί του, καταριώνται τους εχθρούς του που
τον φθονήσανε και θελήσανε το θάνατό του και μετά τον θάβουνε στο
μέρος που θάβουνε όλους τους νεκρούς. Για να 'ναι σίγουροι ότι κανείς δε
θα πάει να τον ξεθάψει για κανιβαλισμό, κάθονται όλη τη νύχτα και τον
μοιρολογάνε με τις λάμπες.
Όμως, κάποια στιγμή, ο Νγκάνγκα που παραφυλάει, γυμνώνεται και
κρατώντας στο δεξί του χέρι το φετίχ των πνευμάτων, κάθεται στο χώμα,
σέρνεται προς τα μπρος και κάνει επίκληση στις υπερφυσικές δυνάμεις
που βρίσκονται γύρω να τον βοηθήσουν στο έργο του. Οι δυνάμεις αυτές
υπάρχουν στα φυτά, στα δέντρα, σε κάποια σημεία του σώματος, νύχια,
τσίνορα, μαλλιά, στο νεκρό, σ' έναν κουφό ή επιληπτικό συνεργάτη του
Νγκάνγκα και με την επίκληση απελευθερώνονται και τον βοηθάνε. Κι
όταν, αργά τη νύχτα, παίρνει ο ύπνος τους συγγενείς του νεκρού, τότε οι
βοηθοί του πηγαίνουν τον ξεθάβουν και τον μεταφέρουν στον Νγκάνγκα
που τον ξαπλώνει μέσα σ' έναν κύκλο από ξύλα, τον κύκλο της Θείας
Δίκης. Του δίνει το αντίδοτο και ο νεκρός ζωντανεύει. Όμως δεν είναι πια
άνθρωπος, είναι Μαμιβάτα και υπακούει μόνο στο Μάγο.
Η Μυστηριώδης Νήσος χάθηκε. Έχω μέρες να τον δω. Πέρασε χτες από το
σπίτι και μου πήρε τα λεφτά που είχα στην άκρη για να πληρώσω τους
λογαριασμούς κι έφυγε χωρίς ν' αφήσει ένα σημείωμα.
Στο μικρό χωριό των Γιάνζι είχε έρθει εδώ και δυο μέρες από τ' ανατολικό
μονοπάτι ο Αλμπίνος. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, απλά κοίταξε γύρω
του με μισόκλειστα μάτια και για κάποιο λόγο αποφάσισε να πάει να
καθίσει στο πλάι της χωματένιας καλύβαςτου Τάτα Πάντζι. Τα σπίτια του
χωριού, όλα καμωμένα από κόκκινη λάσπη, κλαδιά φοίνικα και φύλλα
μπανανιάς, σχημάτιζαν στην οροφή έναν περιπετειώδη κύκλο. Στην
υποτιθέμενη πλατεία, κάτω από τη μεγάλη μανγκιά, κάθονταν οι γέροι
και κοίταζαν με περιέργεια και κάποια καχυποψία, τον παράξενο
επισκέπτη.
Κάποιες κουβέντες, σε γλώσσα άγνωστη, που έλεγε στον εαυτό του,
έφταναν στ' αφτιά των γέρων. Μερικά από τα παιδιά του χωριού που
μαζεύτηκαν γύρω και κοίταζαν με περιέργεια τον ροζ άνθρωπο, τον
ρώτησαν ποιο είναι τ' όνομά του, από πού έρχεται κι όταν δεν πήραν
καμιά απάντηση, ούτε καν ένα βλέμμα, βαρέθηκαν και φύγανε για το
ποτάμι να συνεχίσουν τα παιχνίδια τους με μια μισοβουλιαγμένη πιρόγα.
Η Μάμα Πάντζι βγήκε απ' την καλύβα κι αφού τον κοίταξε για ώρα του
έδωσε μανιόκο μέσα σε φύλλο μπανανιάς που πότε πότε μασούλαγε και
κάθε λίγο χτύπαγε τα κουδούνια που ήταν κρεμασμένα στο απλό καφετί
ρούχο που κάλυπτε όλο του το σώμα και άφηνε γυμνά τα μακριά του
πόδια.
Ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά, η λάσπη στον τοίχο της καλύβας του Τάτα
Πάντζι άρχισε να ζεσταίνεται και ο ξένος που ήτανε ακούρευτος και
γλιτσιασμένος γέμιζε ιδρώτα αλλά δεν κουνιότανε ν' αναζητήσει τη σκιά
κάτω από τα μεγάλα μπαομπάμπ που στέκανε στη μέση της πλατείας,
μόνο έκλεινε τα μάτια. Από μακριά έμοιαζε ν' αχνίζει μέσ' στο
αφρικάνικο απομεσήμερο και μόνο η κίνηση που έκανε κάθε λίγο για να
χτυπήσει τις κουδούνες του τον έκαναν πλάσμα ζωντανό και υπαρκτό. Τα
σκυλιά πήγαιναν κοντά του, τον μύριζαν κι έφευγαν βιαστικά. Οι γέροι
συνέχιζαν να τον παρατηρούν με τις ώρες, μασώντας καρπό κόλας και
λέγοντας πότε πότε και κάτι για τον Αλμπίνο. Όπως μου 'πε ο Σακέλης
είχαν καταλήξει ότι πρόκειται για Ντόκι.
Καλέσανε ένα νέο που είχε περάσει την τελετουργία της ενηλικίωσης και
του είπαν ότι αυτός θα ήταν ο εκλεκτός που θα γλύτωνε το χωριό από την
απειλή του Ντόκι που ήτανε ο ξένος. Θα περίμενε να σηκωθεί ο ξένος για
να φύγει και τότε θα τον ακολουθούσε και θα έκανε αυτό που οι πρόγονοι
είχανε προστάξει.
Όταν άρχισε να βραδιάζει ο Αλμπίνος σηκώθηκε και πήρε το δρόμο προς
το μονοπάτι της ρεματιάς. Καθώς ξεμάκραινε, ακούγονταν για ώρα τα
κουδούνια του. Οι γέροι της φυλής μαζεμένοι στο πλάτωμα του χωριού
συζητούσαν γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει και περίμεναν το
κυνήγι. Σε λίγο, απ' τη μεριά της ρεματιάς ήρθε τρέχοντας και γεμάτος
αίματα ο νέος που μόλις δυο μέρες πριν είχε περάσει τον εικονικό θάνατο
στην τελετή της μύησης. Πλησίασε τους γέροντες και τους πρόσφερε
ζεστά εντόσθια ανθρώπου που εκείνοι τα ρίξανε αμέσως στη φωτιά.
Ο πατέρας του νεαρού σηκώθηκε και πήγε με το παιδί στην καλύβα του
Νγκάνγκα Μουγκούντου που τους περίμενε στο κατώφλι. Ο νεαρός
παράδωσε τη ματωμένη μασέτα του στο Μάγο, εκείνος μπήκε για λίγο
μέσα και γύρισε κρατώντας το Γκιχαλού Γκιμουγκούντου στα χέρια και με
το μπαστούνι φετίχ χτύπησε το νεαρό φονιά με δύναμη στο μέτωπο
εξορκίζοντας το αίμα του θύματος με τα λόγια:
Στην περιοχή της Σάμπα ο Μπλε Μπαν έχει περιφράξει ένα πελώριο
χτήμα με σκοπό να εκμεταλλευτεί το υπέδαφος που έχει διαμάντια.
Οι Μπαλούμπα, συνεννοημένοι με κάποιους στρατιώτες, περνάνε μια
νύχτα τα συρματοπλέγματα και φτυαρίζουνε το χώμα σε πλαστικές
σακούλες. Οι στρατιώτες που φρουρούν το χτήμα τους παίρνουν είδηση
και αρχίζει η μάχη. Την άλλη μέρα ο μεσιέ Μπλε Μπαν πάει στο
στρατόπεδο και με τον Κολονέλ κάνουν επιθεώρηση να δουν από ποιον
λείπουνε σφαίρες και ποιανού το όπλο μυρίζει μπαρούτι. Όμως, οι
στρατιώτες, από το προηγούμενο κιόλας βράδυ έχουν λύσει τα πιστόλια,
τα έχουνε λαδώσει και έχουνε αναπληρώσει τις σφαίρες που τους
λείπουνε με κλεμμένες. Έτσι, αφού περάσουν τρεις μέρες και τελειώσει η
φασαρία, πάνε στους χωρικούς και κοσκινίζουνε το χώμα, βγάζουνε τα
διαμάντια και την κάνουνε. Απ' αυτούς ο Σακέλης αγοράζει τα διαμάντια
πολύ φτηνά.
Οι Τσιλούμπα. Ο Βασιλιάς που ξεσήκωσε τους ρεμπέλ και ο πόλεμος στη
Σάμπα των ογδόντα ημερών. Εκατόμβες νεκρών και από τις δυο πλευρές.
Οι κυβερνητικοί δεν μπορούσαν να βάλουν τους ρεμπέλ στο χέρι και ο
πρόεδρος έφερε τους Πυγμαίους με τα τόξα και τα δηλητηριώδη βέλη,
όμως κι αυτοί δεν κατάφεραν τίποτα και τότε άρχισε να δίνει στους
στρατιώτες του ναρκωτικά για να μη φοβούνται και να μην παίρνουν
δρόμο.
Η Καγίμπα έκανε μεγάλη χαρά όταν μας είδε να φτάνουμε στο χωριό της.
Ο Σακέλης είχε τρία παιδιά μαζί της και πέρναγε μερικές μέρες το χρόνο
κοντά της. Η Καγίμπα τον θεωρούσε σύζυγό της και τα παιδιά δείχνανε
περήφανα για τον Μουντέλε πατέρα τους. Ήτανε μιγαδάκια και στο
χωριό τα εκτιμούσανε πολύ. Η Καγίμπα ήταν η μεγάλη κόρη του
Νγκάνγκα Μαπέσα Λετουνί που ήτανε γνωστός στην περιοχή για το
κέρατο Μπουλούκου που είχε στην κατοχή του. Το κέρατο που έχει τη
μαγική δύναμη να διώχνει τα κακά πνεύματα ή να τα ηρεμεί. Ο Σακέλης
έδωσε σ' όλους δώρα. Στην Καγίμπα ένα ωραίο τυπωμένο βαξ πανί στο
μοβ με κίτρινα πουλιά που πετάγανε μ' ανοιχτά φτερά. Ενθουσιασμένη
έφερε μερικές γύρες και τυλίχτηκε με το πανί και μετά πήγε δίπλα του
και τον έπιασε κοκέτικα. Στα παιδιά έφερε μπλουζάκια και
παντελονάκια. Στον πατέρα της Καγίμπα έδωσε μια Μπουμπού από
πράσινο ύφασμα, σπίρτα, αλάτι και φωτιστικό πετρέλαιο σε μπιτόνια.
Η Καγίμπα, για να δείξει τη χαρά της που ήρθε ο άντρας της, έφτιαξε το
καλό φαγητό. Φούγκουα με σκουλήκια Μπίντζο. Ο Σακέλης της ζήτησε
να βράσει για μας ξεχωριστά τα χόρτα. Η νύχτα έπεσε και κάτσαμε στη
φωτιά παρέα με την οικογένεια του Σακέλη. Ο Νγκάνγκα Μαπέσα, ένας
επιβλητικός άντρας, ήρθε στη φωτιά, μας χαιρέτησε και κάθισε μαζί μας.
Το σώμα του ήταν γεμάτο ξεραμένη λάσπη, το πρόσωπο βαμμένο πάνω
από τη λάσπη με κίτρινα, πράσινα και μοβ χρώματα και στα μαλλιά του
είχε μπλεγμένα λουλούδια. Κάθισε δίπλα μας και κάπνιζε από μια
μεγάλη νερόπιπα με θόρυβο.
Η κουβέντα μας περιστράφηκε γύρω από τις φήμες που ακούγονταν
τελευταία ότι κάποιοι θάνατοι οφείλονταν στους Σίμπα, τα Λιοντάρια,
τους αθάνατους αντάρτες που κανένα τόξο δεν μπορεί να τους σκοτώσει.
Εδώ και λίγες μέρες εμφανίστηκαν στο Ιλέμπο κι έχουν απλώσει τη σκιά
μιας απειλής. Άλλοι λένε πως είναι οι Ανιότος, οι άνθρωποι-λεοπαρδάλεις
που ζουν στην περιοχή του ποταμού Κουίλου και καλύπτονται από ένα
φοβερό μυστήριο. Και η μύγα τσε-τσε κάνει θραύση τελευταία στην
περιοχή ...
Όμως η ώρα περνούσε, το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό και μεις πήγαμε
για ύπνο.
ΔΕΚΑ
Πόναγα που δεν τον έβλεπα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω να τον
βρω.
Η πόρτα από το παλιό νεοκλασικό σπίτι έλειπε ολόκληρη. Προχώρησα
στο μικρό διάδρομο με τις σπασμένες πλάκες και το φυτρωμένο χορτάρι
για ν' ανεβώ τα σκαλιά που οδηγούσανε στον πάνω όροφο. Το ξύλινο
κάγκελο έλειπε ολότελα, τα σκαλιά γεμάτα χώματα από τους σοβάδες
του τοίχου που είχε πέσει. Ανέβηκα με δυσκολία. Στον πάνω όροφο
κάθονταν στα μισοσκότεινα φάτσες γνωστές της πλατείας. Τα σκυλιά
μόλις με είδανε ήρθανε κοντά κουνώντας την ουρά τους. Τον είδα στο
ημίφως ξαπλωμένο σ' ένα βρόμικο παλιόστρωμα. Κάθισα δίπλα του. Πιο
πέρα σύριγγες της μιας χρήσης πεταμένες, παλιές εφημερίδες, κεριά
λιωμένα. Εκείνος κράταγε ένα μπουκάλι κρασί. Ήπιε μια γερή γουλιά, με
κοίταξε και μου 'πε ότι μ' αγαπάει αλλά δε θέλει να με βλέπει, δεν μπορεί.
Και η Μυστηριώδης Νήσος έγειρε κοντά μου κι άρχισε ένα μακρύ
μονόλογο.
«Εδώ, στην πλατεία, ήτανε η μοναδική φορά στη ζωή μου που ένιωσα ότι
έχω φίλους, ανθρώπους που μ' αγαπάνε. Ένιωσα ότι δεν είμαι μόνος και
βρήκα μέσα μου τέτοια δύναμη που κάποια μέρα, στα καλά του
καθουμένου, περπάτησα και στάθηκα καταμεσής στο δρόμο και μίλησα
στ' αυτοκίνητα που φρενάρισαν αντίκρυ μου. Τέρμα, ως εδώ. Από δω και
πέρα στην πλατεία και στους γύρω δρόμους θα κυκλοφοράνε μόνο τα
ποδήλατα, τα παπάκια και οι μηχανές. Κι αυτοί χάζεψαν και με κοίταζαν
και η ουρά πίσω τους άρχισε να μεγαλώνει και ν' απλώνει και σε λίγη ώρα
τ' αυτοκίνητα σταμάτησαν να κυκλοφορούν ως πέρα, οι δρόμοι
φρακάρανε κι εγώ στεκόμουνα εκεί για ώρα πολλή κι όταν τέλος φτάσανε
Νύχτες τροπικές, τ' αστέριασµα τ' ουρανού στις παραλίες του Ατλαντικού,
τ' απαλό παιχνίδισμα του φεγγαριού πάνω στις ανατριχίλες του νερού, τ'
αντιφεγγίσµατα από τις φωτιές και τις συζητήσεις ένα γύρω, τα
ζεσταμένα κορμιά πάνω στην άµµο, οι χελώνες Μίντας που γεννάνε τ'
αβγά τους, ήχοι, κρωγµοί νυχτοπουλιών, κρυστάλλινοι, µονότονοι, το
νερό που παραδέρνει πάνω στα χαλίκια, µπρος και πίσω, αιώνια
παλινδρόµηση µιας ειρηνικής συνύπαρξης, το παιχνίδισµα της φωτιάς
πάνω στα πρόσωπα, τα τρεµουλιάσµατα της φλόγας στα µάτια µέσα, το
ζεστό χρώμα των προσώπων, δυο πορφυρένιες οπτασίες που στέκουνε
αντικριστά σε κάποια έρημη παραλία, τα χέρια που βυθίζονται στην
άµµο, το όμορφο κορμί της Φατού µε τα διπλωμένα πόδια, δυο
φαντάσματα γεννημένα από την άµµο µόνο γι' αυτές τις νύχτες, ένα
παιχνίδι των κόκκων της άµµου που γέννησε δυο πρόσκαιρες φιγούρες
ανθρώπων έτοιμες να ερωτευτούνε ξανά και ξανά. Αυτές τις νύχτες
στέλναμε την καυτή και λαχανιασμένη ανάσα µας στον ουρανό που
καταύγαζε το πάθος µας κι έσταζε έρωτα.
ΔΩΔΕΚΑ
Ταξιδεύαµε όλη τη νύχτα µε το φορτηγό. Στ' αφτιά µου η φωνή σου. Γύρω
µας η ζούγκλα. Μπροστά µας η νύχτα. Πού και πού κάποιο ουρλιαχτό.
Κάποιο ζώο κυνηγηµένο διασταυρώνεται µε τα µεγάλα φώτα πορείας και
χάνεται στον κόκκινο δρόμο. Μεθύσι από το βόµβο του µοτέρ, τ'
ανασηκώματα του θαλάμου και τα πεσίµατα της καρότσας. Νύχτα
πλανεύτρα-αφρικάνικη νύχτα. Τα παράθυρα κλειστά. Ο αέρας
αποπνικτικός. Τσιγάρα και καπνοί.
Έξω, το ατέλειωτο αχανές ζωικό σπινθήρισμα. Μες στα δέντρα φονικά
και σάρκες ξεσκισμένες. Τερατώδεις σκιές κάτω από ένα φεγγάρι
µπανάνα καραδοκούν. Τα χέρια του Σακέλη, που µασάει καρπό κόλας,
κρατάνε σφιχτά το τιµόνι. Το στριφογυρίζει διαρκώς αλλάζοντας την
πορεία σε κάθε κακοτοπιά του δρόµου. Λάσπη, λάσπη, λάσπη. Σαµάρια
και ράχες, τρύπες, νερά, χαντάκια, χωµατόδροµος. Κοιτάζουμε συνέχεια
µπροστά. Όλα κι όλα τριάντα µέτρα. Μουσικές κάποιας άλλης ζωής. Ήχοι
της δεκαετίας στ' αφτιά. Τότε έλεγα «στρυχνίνη µοναξιάς στο ποτήρι των
αναµνήσεων», τώρα απλώς ζω. Δε βαριέσαι, το δρόμο τον έχω κάνει
πολλές φορές. Γεύση άσχημη, στυφή στο στόµα. Άντε πάλι να
ξανακαπνίσουµε. Δυόμισι λεπτά συντομεύει τη ζωή το κάθε τσιγάρο.
Ο πιο αργός και πιο ανώδυνος τρόπος για αυτοκτονία. Χαίρω πολύ. Και το
φορτηγό συνεχίζει το δρόµο του. Το ίδιο αργά, µε σπασίµατα στη µέση,
ανασηκώματα, µουγκρίσµατα, αλλαγές ταχυτήτων και αεροφτυσίµατα.
Νύχτα, ατέλειωτη νύχτα, ξελογιάστρα νύχτα που ζουρλαίνεις το µυαλό,
κατσαβίδι στη λογική µε στριφογυρίσματα στ' όνειρο, στην απελπισία,
στο χαμόγελο, στο άραγμα των αισθήσεων.
Ταξιδιώτης σ' ένα ταξίδι πολύ µακρινό που η αρχή του χάνεται στις
αναδιπλώσεις της µνήµης κι αυτός ακόµη ο σκοπός του ταξιδιού
ξεθωριασμένος µέσα στους ήλιους που κάποτε λάµπανε εκτυφλωτικά
στην Καραϊβική και στα αστεριάσµατα της νύχτας στον Ινδικό. Το µυαλό
µου θολωμένο από ριάνµπα και πυρετό. Μαστούρης κι αγριεμένος βλέπω
οράματα στους φωτερούς στόχους που καρφώνουνε τα φώτα πορείας.
Γυναίκες κι άντρες που γνώρισα στη ζωή ξεπετάγονται για στιγμές και
µένουν εκεί, ακίνητοι, µέχρι που οι µπροστινές ρόδες του φορτηγού τούς
φτάνουν και τους τσαλαπατάνε. Άλλοι µου χαμογελάνε λυπημένα κι
άλλοι κοροϊδευτικά, άλλοι δεν κοιτάζουν κι άλλοι .... χέστα. Νεκρές ψυχές
που αναδύθηκαν από ζαρώµατα και σκοτεινιάσµατα της µνήµης,
µισοφαγωµένα πρόσωπα από το δυνατό οξύ της λήθης. Η Χριστίνα, µε
κοντοκουρεµένα τα µαλλιά, µπλε βελούδινο παντελόνι, πουκαµισάκι στο
σιελ µεταξωτό, γόβες χρυσοµπλέ, διαµαντένιο περιδέραιο, κατακόκκινο
στόµα, στα χέρια της ο Ρούµπεν, ο σιαµέζος µας γάτος. Το δεξιό φτερό τής
πιάνει τον ώμο και η ρόδα τη συνθλίβει µαζί µε το Ρούµπεν. Η Μόνικα, µε
την κόκκινη ινδική φούστα, το κοµµένο ροζ νυχτικό για µπλουζάκι, τα
τεράστια στήθια της τεντωμένα µπροστά µας, τα κατάξανθα σαν στάχυα
µαλλιά της φουντωμένα σαν πελώριος ανανάς, µας περιμένει καταµεσής
του δρόμου σαν καουµπόυ στο Φαρ Ουέστ. Το φορτηγό τη χτυπάει
ακριβώς στη µέση της μηχανής και την εξαφανίζει σε κλάσµατα. Ο
Μπόρο που χορεύει µε βήµατα πλάγια, το «Α Κάζα ντ' Ιρένε» που
ακούγεται πλέιµπακ, και κρατώντας στο αριστερό χέρι το µικρόφωνο µας
κάνει τσαλιµάκια, τσαχπίνικα πηδηµατάκια µέχρι να τον πάρουµε κι
αυτόν από κάτω. Με πιάνει ναυτία κι εµετός. Δε λέω κουβέντα στον οδηγό
κι ανάβω πάλι τσιγάρο.
Ανεβασµένος κάπου, µετά από µια πορεία που έχεις την αίσθηση ότι
υπήρξε ανοδική - γιατί αλήθεια; - και κοιτάζοντας µε µάτια που δε
βλέπουν ούτε πολύ κοντά µα ούτε και πολύ µακριά, εκεί, κάπου στο
µεταίχµιο της µυωπίας που µεταλλάζει σε πρεσβυωπία, κοντοθωρώντας
και µακρυθωρώντας στ' ανάκατα γεγονότα µιας ζωής που κυλάει ακόµα
κι έχοντας µπλέξει στα γεγονότα αυτά ιστορίες φανταστικές που
βγαίνουν µέσ' απ' τη στρέβλωση επιθυµιών καταπιεσμένων, κρυφών και
µερικές φορές ανυποψίαστων και γιατί όχι, από την αδυναµία µιας
αραχλιασµένης µνήµης να ξαναδεί τις διαδροµές των όσων έζησε,
κοιτάζω µε απορία, λοιπόν, τριγύρω µπας κι αναγνωρίσω ποιος και τι
είµαι τέλος πάντων. Στο µυαλό µου µέσα τόσα πράγµατα.
Είναι κάποιες στιγμές που έχω μια αγωνία θανάτου, μια αγωνία
χωρίς φανερό λόγο, μια αίσθηση βαθιά ότι χάνω και χάνομαι, ένα
αλλόκοτο συναίσθημα μαυρίλας που με αδράχνει και με σφίγγει,
με πλημμυρίζει, με αναστατώνει, το παρακολουθώ και το ζω κάπως
αμέτοχος, κάπως χαμένος, κάπως αποστασιοποιημένος, χωρίς
να κάνω το παραμικρό για να το σταματήσω, να το εμποδίσω, να
το αποτρέψω να με διαλύσει, να με καταλάβει, να με εξουθενώσει,
να με κάνει ένα τόσο δα μικρό φοβισμένο ζωάκι σ' έναν τεράστιο
και βλοσυρό κόσμο. Και κείνο το πελώριο χέρι με σφίγγει και με
λιώνει και με εξαφανίζει και γω σιγά σιγά το παίρνω απόφαση,
συνειδητοποιώ την αδυναμία μου να αντισταθώ και να ξεφύγω και
αφήνομαι μουδιασμένος στο θάνατο της ψυχής μου, στο ζούπηγμα
των αισθήσεων, στο ξεχαρβάλωμα της μνήμης, στον εκμηδενισμό
της εσωτερικότητας και της ευαισθησίας μου και μόνο λυγμούς και
δάκρυα μπορώ να αρθρώσω και η βουβαμάρα στο πρόσωπό μου
σβήνει κάθε άλλη έκφραση και κάθε άλλη ματιά και ξεθωριάζω,
σβήνω και χάνομαι σαν προσωπικότητα και σαν ανθρώπινη ύπαρξη και
στη θέση μου μένει ένας σκούρος λεκές, μια κηλίδα που
αφήνει σ' όποιον τη βλέπει αμφιβολίες για την ποιότητα και την
προέλευσή της και ίσως και κάποιο μικρό ερωτηματικό. Και μετά
το μακροβούτι στην ανυπαρξία ξαναεπιστρέφω κι αναδύομαι σε
μια μαβιά μελαγχολική μεριά του υποσυνείδητου και νιώθω σαν
αμφίβιο, αισθάνομαι σαν βίδρα των ποταμών, των λιμνών και των
θαλασσών, ανοίγω διάπλατα τα μάτια ν' αντικρίσω τον κόσμο τον
καινούριο, σαλιώνω τα μπροστινά μου πόδια με τη γλώσσα μου
και καθαρίζω τ' αφτιά μου για ν' ακούσω τον αντίλαλο και το
βουητό από το σμάρι τις αγριομέλισσες, τον παφλασμό της ουράς
της γοργόνας και το ανεπανάληπτο τραγούδι της σειρήνας, νιώθω
το άρωμα της χοάνης του αιώνιου θηλυκού και το σπαρτάρισμα
της ζωής που ξαναγυρνάει στο μεταλλαγμένο κορμί μου να με τσιτώνει
και να με κάνει ζωντανή ύπαρξη και έτοιμο για έρωτα. Και
ξεκινάω με μια καινούρια αγάπη κι ένα νέο πάθος για να ζήσω,
να φτιάξω, να κουβαλήσω, να παλέψω, ν' αγαπήσω, να καταστρέψω και
να ζήσω πάλι από την αρχή τον κύκλο το βιολογικό που
ξαναφτάνει αναπόφευκτα στο θάνατο.
Στιγμές που η ένταση χάνεται και σβήνει σαν τη μέρα που προχωράει στο
τέλος. Οι γυναίκες κυκλοφορούνε γυμνές από τη μέση
και πάνω. Τα όμορφα στήθια τους. Μπορώ να διαλέξω όποια θέλω και να
μείνω μαζί της και να κάνω όσα παιδιά θέλω. Πρέπει να δώσω στον
πατέρα της μια μπουμπού κι ένα παντελόνι, στη μάνα ένα φόρεμα και
μια κατσίκα, αλάτι, σπίρτα, τσιγάρα και πετρέλαιο φωτιστικό. Η κοπέλα
θα είναι γυναίκα μου.
Τα μάγια στη φυλή των Τσιλούμπα είναι φοβερά.
Δε φοβούνται τους εχθρούς τους γιατί όταν θέλουνε μπορούν
να πάνε στο Μάγο, να τον πληρώσουν και κείνος τότε στέλνει τον
κεραυνό και τους καίει.
Οι άνθρωποι σ' αυτά τα μέρη μπορούνε να μεταμορφώνονται σε
ζώα. Κι έτσι άνθρωποι έχουν σκοτώσει άλλους ανθρώπους που
τους νομίσανε ζώα.
Το βόα, άμα σε αρπάξει και τυλιχτεί γύρω σου, πρέπει να τον
κόβεις με το μαχαίρι, όσο εκείνος τυλίγεται, εσύ να κόβεις. Είναι
νόστιμος, ιδιαίτερα κοκκινιστός. Τον ελέφαντα τον κάνουνε καπνιστό.
Από την μπίλα, με απόσταξη, κάνουνε ρακί.
Όταν βρέχει οι ρόδες του φορτηγού κολλάνε στο κοκκινόχωμα
και δε γυρίζουνε, γι' αυτό κατεβαίνουμε και καθαρίζουμε το πάνω
μέρος της γλίτσας για να πιάνουνε οι ρόδες και να γυρνάνε. Από
τις βροχές ανοίγουνε μεγάλοι λάκκοι που πρέπει να τους γεμίζουμε με τα
φτυάρια για να μπορέσει το αυτοκίνητο να προχωρήσει.
Τομάρια ζέμπρας, λεοπάρδαλης και τσιτάχ.
Φουφού είναι το καθημερινό φαγητό μας. Νερό πίνουμε στα ποτάμια.
Έχει άφθονο κυνήγι κι αν είσαι καλός κυνηγός τρως κάθε
μέρα κρέας αντιλόπης. Τα ψάρια τα πιάνουνε με γαλαζόπετρα κι
έτσι άμα φας κινδυνεύεις να πάθεις δηλητηρίαση. Χρειάζεται
φακός και μαχαίρι. Η κόμπρα που σηκώθηκε έφτυσε το δηλητηριώδες
σάλιο της. Το φίδι των δυο μέτρων που τυλίγεται και επιτίθεται σε
χτυπάει μέχρι να σε σκοτώσει με το σώμα του.
Χωματόδρομος, φυτείες καφέ και καλλιέργειες μανιόκο. Η φυλή
Τσιλούμπα στο Κασσάι. Τα διαμάντια και όλη η περιοχή φυλάγεται καλά.
Οι εργάτες στα ορυχεία πληρώνονται μ' ένα πακέτο τσιγάρα για τη
δουλειά μιας ημέρας.
Πρέπει να φυλαγόμαστε από σκορπιούς, φίδια, κοριούς. Ο χοίρος πεθαίνει
με δυο ασπιρίνες και ο παπαγάλος με το μαϊντανό.
Το ποταμόπλοιο το κατασκευάζεις με λαμαρίνες και του βάζεις δυο
ντηζελομηχανές φορτηγού ΜΑΝ μεταχειρισμένες. Σύνολο κόστους 500
ζαΐρια. Τρακτέρ για καλλιέργεια καφέ και μανιόκου. Μύλο για άλεσμα
μανιόκου. Και μεταφορά με πλοίο από το ποτάμι τρεις μέρες, με φορτηγό
από τους άθλιους δρόμους στην καλύτερη περίπτωση μια βδομάδα. Η
αρρώστια του ύπνου από τσίμπημα της μύγας τσε-τσε στον ποταμό
Κασσάι. Τα μπακ που περνάνε τα φορτηγά στην άλλη όχθη του ποταμού.
Στη φυλακή του Άγκρι, στο Ερζερούμ. Οι Τούρκοι μου δίνουνε μέχρι και
τριάντα χρόνια για τα δυο κιλά χασίσι που είχα μαζί μου.
Ίσως ό,τι είναι για τους ανθρώπους ταπεινό και ξεχασμένο,
ανύπαρκτο και καθημερινό έξω από τη φυλακή, εδώ γίνεται πράγμα
σπουδαίο και καβγάδες γίνονται για το αν το πηρούνι έχει τέσσερα ή
πέντε δόντια, αν το ποτήρι το νερό χωράει διακόσια ή διακόσια είκοσι
γραμμάρια, αν τα σαλιγκάρια είναι δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, αν τα
παιδιά αλλάζουν δόντια στα τέσσερα χρόνια τους και οι ήχοι από τις
κουβέντες που κάνουμε κάθε βράδυ γίνονται εικόνες που καρφώνονται
στα σφαλισμένα μάτια και τρυπάνε πυρακτωμένες τον εγκέφαλο και
σκέφτομαι τη μέρα που θα βγω από δω μέσα και θα περπατήσω σ' ένα
μαχαλά τυχαίο και θ' ακούσω το σφύριγμα του τρένου από πέρα, θα
καθίσω σ' ένα καϊβέ και θα παραγγείλω κρασί του Αλλάχ κι όταν έρθει
θα πιάσω στο χέρι μου το φλιτζάνι, αν ακόμα θυμάται το χέρι πώς πρέπει
να πιάνει τόσο μικρά και φίνα αντικείμενα, και μπροστά θα περνάνε
γυναίκες, γυναίκες αμέτρητες, όλες πανέμορφες με λυτά τα μαλλιά
τους και κάποιο παιδάκι σφιγμένο στην αγκαλιά ... Η γυναίκα είναι το
κυρίαρχο στο μυαλό, η γυναίκα η δικιά μας, εκεί, είναι σίγουρα αλλιώτικη
από τις γυναίκες εδώ έξω.
Η γυναίκα η δικιά μας είναι καμωμένη από χρυσάφι και μεταξένιο δέρμα,
είναι ολόκληρη υγρή και γλιστράει, έχει πολλά στήθια όσα και τρίχες στα
μαλλιά της, είναι εύκολη, είναι ζεστή, χαμογελαστή, υπάκουη, ερωτιάρα,
είναι γλυκιά στην κουβέντα της και χυδαία στον έρωτα, έχει αμέτρητες
εσοχές, απέραντες καμπύλες και ανεξερεύνητα βαθουλώματα, όταν
σκύβει το κορμί της γίνεται ουράνιο τόξο και μυρίζει όλα τα μυρωδικά του
κόσμου. Αυτή είναι η γυναίκα μας κι όταν έρχεται κάποιος καινούριος
εμείς πρώτα τον ρωτάμε: «Για πες μας, ψωλαρά μας, πότε γάμησες
τελευταία;» κι αν τύχει και είναι πρόσφατο, τα μπούτια μας ψηλά
μυρμηγκιάζουνε, τα καυλιά μας τινάζονται στητά για να μάθουν
λεπτομέρειες και τον βάζουμε να μας τα διηγηθεί με το Νι και με
το Σίγμα.
«Και πώς της σήκωσες τα πόδια;», «από πίσω τη γάμησες;», «τι σου 'λεγε
προτού της τον βάλεις;», «όταν έχυνε φώναζε;», «ήτανε στενή;». Τέτοια
ρωτάμε κι εκείνος ξεχνάει την απελπισία του και με μάτια φλογισμένα
πετάγεται όρθιος και με κινήσεις παθιασμένες μας δείχνει πώς την έβαλε
πάνω στο τραπέζι, πώς άνοιξε εκείνη τα πόδια, πώς σάλιωσε την ψωλή
του και πώς της τον έχωσε στον κώλο κι εκείνη τον παρακάλαγε να τον
βγάλει γιατί καίει και την άλλη της αρέσει και ζητάει να τον χώσει πιο
βαθιά. Αγκομαχάει και στο τέλος μπήγει μια στριγγλιά για να μας δείξει
πώς χύσανε πια και μετά όταν βγάζει την ψωλή του εκείνη πονάει και
τσιρίζει και η ψωλή βγαίνει μ' ένα χλουτς κι είναι πασαλειμμένη με σκατά
και μεις ξαπλωμένοι στο πάτωμα και στο μισόφως τον έχουμε στο χέρι
και τον παίζουμε και του λέμε να μας ξαναπεί πώς γινότανε το μουνί της
όταν την έγλειφε κι όλες τις άλλες λεπτομέρειες και μας τρελαίνει όταν
μας περιγράφει πώς οι τρίχες σαλιωμένες από το δικό του σάλιο
κόλλαγαν πάνω στα μουνόχειλα και πώς εκείνος έβαζε το δάχτυλο και
έτριβε την αναψοκοκκινισμένη κλειτορίδα και ανακάτευε τα παχιά
μουνόχειλα με τα δυο δάχτυλα - το μέσο και το δείχτη - και όλοι μας πια
χύνουμε ξεφωνίζοντας κατάρες στους θεούς και τους ανθρώπους που μας
κρατάνε φυλακισμένους σ' αυτή τη φριχτή τρύπα στην άκρη της γης.
Πιο πέρα μερικοί Τούρκοι παίρνουνε νουμεράδα έναν πιτσιρικά
Γάλλο που τον πιάσανε πριν δυο μήνες στο Τοπ-Χανέ με ένα κιλό
άσπρη. Ο πιτσιρικάς στην αρχή, όταν μπήκε και του την πέσανε,
νόμισε ότι του κάνανε πλάκα, κατάλαβε όμως ότι του το ζητάγανε
σοβαρά το πρώτο βράδυ που τον πιάσανε πέντε μαζί και τον γαμήσανε.
Ένας του έκλεινε το στόμα δυο του κράταγαν τα χέρια, ένας τα πόδια και
ο πέμπτος του κατέβασε το παντελόνι και τον γάμησε. Και μετά,
ματωμένο, τον γαμήσανε και οι υπόλοιποι.
Το Θιβέτ δεν μπόρεσε να με κρατήσει. Οι ρίζες είναι βαθιές ...
ΔΥΟ
ΤΕΛΟΣ