You are on page 1of 99

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ

Πλάνος Δρόμος
Στην αρχή ξεκίνησε σαν µια θύελλα από το πουθενά και
ντύθηκε τη µορφή ενός ψηλόσωµου και λυγερού αιλουροειδούς.
Δεν είχε µάτια γιατί δεν υπήρχε τίποτα για να δει.
Και ακροπατώντας κι ακραγγίζοντας γλίστρησε κυματιστά
κάνοντας δρόμο πολύ στο αιωρούµενο Μηδέν, ψάχνοντας
για κάτι που δεν ήταν εκεί.
Γύρω υπήρχε µόνο το Χάος.
Η λύσσα και η οργή του ξεφύσηξαν σαν αόρατος άνεμος κι
όλα γύρω ζέσταναν και πύρωσαν και σε µια γωνιά του
Χάους µια σπίθα στροβιλίστηκε κι άναψε και ξεπετάχτηκαν
φλόγες. Κι απ' τις φλόγες αυτές έγινε φωτιά μεγάλη και γύρω της
ήρθανε αργά, σιγά, ψηλαφιστά µορφές που φωτίστηκαν, φιγούρες
παράξενες, αιλουροειδή µε µάτια που λάμπανε, πράσινα,
µαζώχτηκαν και στριµώχτηκαν στη ζεστασιά.
Και το σκοτεινό Τίποτα απόκτησε µια µικρή φωτερή κηλίδα
που αναβοσβήνει και τρεµοφέγγει στη θανατερή ανυπαρξία.
Και οι πρώτες κουβέντες ειπώθηκαν για να γίνουνε ένας
κατοπινός θρύλος που θα ταξιδεύει στο χρόνο από στόμα
σε στόμα ...
ΦΥΓΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΝΑ

Όταν ο ήλιος πεθαίνει, ο θεός Χονβούμ βγάζει τα συντρίμμια των


άστρων που έχει μαζέψει στο σάκο του και τα πετάει απλόχερα
πάνω στον ήλιο για να τον βοηθήσει να ξαναλάμψει το πρωί της
άλλης μέρας με την ίδια μεγαλοπρέπεια που έλαμπε και την
προηγούμενη.

Άνοιγμα ημιδιάφανης μεμβράνης με χρωματικές παραλλαγές


και ιριδισμούς. Ξεκινούν με βάση το κορμί σου κι εκτείνονται στις
τέσσερις άκρες του δωματίου αργοσβήνοντας και ενισχύοντας την
οπτική εξαπάτηση, με επακόλουθο τη διαφοροποιημένη μεταφορά
πλασματικής εικόνας στον εγκέφαλο αντί πραγματικής. Σαν αίτιο
εκλαμβάνεται η μικρή ποσότητα φωτός που κατορθώνει να διεισδύσει
από τις μισόκλειστες γρίλιες.
Μικρά σκοτεινιασμένα βαθουλώματα σε λευκή διαφάνεια δέρματος.
Τέντωμα σάρκας σε σφαιρικά αχιβαδοειδή και σε τοξωτές
ευθείες. Τρεμούλιασμα στο δέρμα από ελάχιστη μετατόπιση του
κορμιού πάνω στο μαλακό κρεβάτι. Το δίδυμο των σφιγμένων μηρών
σχηματίζει γωνία με τις διπλωμένες γάμπες. Απαλοί κυµατισμοί και
ζαρώματα στο τσαλακωμένο σεντόνι με το σκληρό χρώμα.
Γρήγορη ματιά στην πλάτη που ανοίγει σαν γιαπωνέζικη βεντάλια,
στο κέντρο σχηματίζεται ελαφρά σμιλεμένη κοίτη. Σταμάτημα
στιγμιαίο με το αερόστατο της μνήμης. Αργή περιφορά της διασταλμένης
από έλλειψη φωτός κόρης στο απαλό χνούδιασμα των τσιτωμένων
γλουτών μέχρι το προκλητικό σχίσιμο που ισορροπεί, χωρίζοντας στα δυο,
τα, σε τέλεια αρμονική συνύπαρξη, κιονόκρανα των ποδιών.
Πισωγύρισμα κι αλαφροπερπάτημα με ανοδική φορά. Σκάλωμα
μεσοχρονικό στην τρυπίτσα του αποκομμένου λώρου. Απαλό γλίστρημα
στο επαναλαμβανόμενο μέσα έξω των πλευρικών οστών. Φωτοσκιάσεις
και παίξιμο φούγκας σε πλήκτρα με μοναδική στιλπνότητα. Η αρχή των
κλαδιών που ξεκινούν από τους καμπυλωτούς ώμους. Αστραπές
εξαπολύονται από τα καλοφορεμένα σκουφιά του στήθους. Τρυφερές οι
θηλές, καμωμένες από δέρμα άλλης υφής. Ακτινοχαϊδέματα σε
ορθωμένες ρώγες με ανταύγειες ουράνιου τόξου. Το αγαπημένο πρόσωπο
χάνεται στο σκοτάδι. Φωτεινό περίγραμμα παίζει φευγαλέα παιχνίδια στο
ανακάτωμα των μαλλιών. Στέψη φωτός για τη γυναίκα που αγαπάω ...

Μένω στο κέντρο της πόλης, στο πιο κεντρικό σημείο, στον τρίτο
όροφο ενός νεοαποικιακού κτίσματος που θυμίζει μοναστήρι Καρμελιτών
με τις μπεζ κολόνες στα παράθυρα και στις πόρτες, τα μαύρα και άσπρα
πλακάκια στην είσοδο, το σκουρόχρωμο ξύλο στις αρματωσιές και τα
δεσίματα και την επιγραφή Ρεζιντάνς Σαβόι πάνω από την κεντρική
είσοδο. Κάτι παλιό και ξεπεσμένο πλανιέται εδώ.
Κάτω, οι δρόμοι αδειάζουν στις έξι το απόγευμα και γεμίζουν πάλι στις
εφτά το πρωί. Κόσμος πολύς που τρέχει να προλάβει τα λιγοστά
σαραβαλιασμένα λεωφορεία το βράδυ και που το πρωί πάει βιαστικός
στις δουλειές του. Γνωστό τοπίο.
Όμως τα βράδια, μόλις οι δρόμοι αδειάσουνε, έρχονται οι φύλακες. Οι
σατινέλ. Οι σατινέλ είναι όλοι τους κοκαλιάρηδες, ντυμένοι με κουρέλια.
Ξετυλίγουνε ένα χαρτόκουτο που θα είναι το κρεβάτι τους για τη νύχτα
και το απλώνουνε στην είσοδο του μαγαζιού ή του σπιτιού που φυλάνε.
Δένοντας ένα σπάγκο από δέντρο σε δέντρο φτιάχνουν ένα πρόχειρο
περίφραγμα γύρω από τον προσωπικό τους χώρο. Μαζεύουνε κλαριά κι
ανάβουνε φωτιές στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο για να διώχνουνε τα
κουνούπια και ζεσταίνουνε νερό για τσάι. Δίπλα ακουμπάνε το τόξο με τα
βέλη κι αρχίζουνε το σκούπισμα του δρόμου με μεγάλη επιμέλεια. Η
νύχτα έρχεται και η πόλη τους ανήκει. Μερικοί φύλακες πλέκουν καλάθια
όλη τη νύχτα, ενώ άλλοι διαβάζουν ψαλμούς.
Το πρωινό με την απότομη μεταστροφή της νύχτας σε μέρα, βγαίνουνε
από εσοχές και πόρτες, οικοδομές και εγκαταλειμμένα σπίτια οι
τερατάνθρωποι, που δημιουργούνε σκηνές φρίκης καθώς μαζεύονται
στην κεντρική Λεωφόρο της Επανάστασης που βρίσκεται δίπλα και
διαγώνια στο σπίτι. Σακάτηδες, πεινασμένα και δύσμορφα πρόσωπα,
εξαθλιωμένοι, ρακένδυτοι, φαντάσματα εφιαλτικά βγαίνουν από
μισοτελειωμένες οικοδομές, από εισόδους μαγαζιών κι από
μισοκατεστραμμένα αποικιακά αρχοντικά κι ο καθένας πιάνει το πόστο
της ζητιανιάς του. Κι έτσι όπως περπατάω, βλέπω κάποιον να ξετυλίγει
τις βρομισμένες γάζες στα πρησμένα από γάγγραινα πόδια του, άλλον
καθισμένο κατάχαμα να ζουλάει την πατούσα του για να βγάλει το
σκουλήκι που μπαίνει στο δέρμα και γεννάει τ' αβγά του κι αν δεν το
προλάβεις απλώνεται σ' όλο το σώμα, άλλον να βιδώνει στο κομμένο πόδι
του μια σιδερένια ιδιοκατασκευή για να μπορεί να περπατάει, άλλον με
καφεκίτρινες κηλίδες στο πρόσωπο που του λείπει η μύτη και στη
θέση της είναι μια ανοιχτή πληγή.
Κι όλοι αυτοί απλώνουνε το χέρι ζητώντας ελεημοσύνη και γω πρέπει να
καμώνομαι ότι δεν τους βλέπω. Δίπλα μου βαδίζουνε κι άλλοι που
πουλάνε, άλλος βραχιόλι ψεύτικό για χρυσό, άλλος σκουλαρίκια από
ελεφαντόδοντο, κέρατα βούβαλου σκαλισμένα σε σχήμα πουλιού,
πορτοκάλια, πατάτες, ψωμάκια, σαλάτες, τομάτες, αβοκάντος, χόρτα,
τσιγάρα, σπίρτα, διαμάντια, όλοι γύρω, τριγύρω, ξοπίσω μου στήνουν
χορό με απλωμένα χέρια και πράγματα που τα κουνάνε μπροστά μου,
δίπλα μου, παντού, μουρμουρίζοντας, γυρεύοντας λεφτά. Στρεβλωμένα
χέρια, μαύρα πρόσωπα, άσπρα δόντια. Κινήσεις με τα χέρια που
δείχνουνε να πριονίζουνε τα στομάχια τους, έκφραση για πείνα, μάτια
κοκκινισμένα από το αλκοόλ. Δυστυχία, εξαθλίωση, θάνατος.

Από τα θολωτά παράθυρα κοιτάζω το λόφο που έχει σχηματιστεί


απέναντι από τα σκουπίδια που ρίχνουν οι γείτονες τη νύχτα.
Το πρωί έρχονται οι ρακοσυλλέκτες και ξεδιαλέγουνε. Μέσα στα
σκουπίδια μαζεύονται αρουραίοι που πετάγονται πανικόβλητοι μόλις
νιώσουν ανθρώπους, καθώς και οι μεγάλες σαύρες με τα μπλε και
πορτοκαλιά χρώματα. Στα σκουπίδια σκαλίζουνε κόκκινοι σκύλοι, γάτες,
τ' άσπρα πουλιά που μοιάζουνε φλαμίγκος με το παρτσακλό περπάτημα
και το χαριτωμένο πέταγμα, αλλά και μικρότερα είδη, κατσαρίδες, μύγες,
κουνούπια, σκαθάρια, χρώματα και φαντασία κι άλλα πραγματάκια
απειροελάχιστα, άλλα ελαχιστότατα κι άλλα αόρατα. Χαμός. Ένα
ολόκληρο σύμπαν μόνο στα σκουπίδια της γειτονιάς μου.

Κινσάσα, Σεπτέμβρης, θερμοκρασία γύρω στους 30 βαθμούς,


ζέστη αποπνικτική, κολλάω ολόκληρος.
Στο ποτάμι, που φαίνεται από το σπίτι, γίνονται κάθε μέρα εκρήξεις,
άγνωστο γιατί, και υψώνονται νερένιοι πίδακες ύψους εξήντα και
ογδόντα μέτρων. Λίγο πριν, το σπίτι σείεται και τρέμει σαν να γίνεται
σεισμός.
Χτες το πρωί έπεσε η πρώτη Μπούλα. Μπαίνουμε για τα καλά στην
περίοδο των βροχών που θα κρατήσουνε εννιά ολόκληρους μήνες. Κατά
τις πέντε το πρωί σηκώθηκε ένας αέρας, γινότανε ένα κακό ... άστραφτε
και μπουμπούνιζε. Σε λίγο, άρχισε η βροχή σε πελώρια κύματα. Κράτησε
τρεις ώρες. Και μετά δρόσισε. Οι δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια.
Εθνικό φαγητό είναι η Μουάμπα. Κοτόπουλο με σάλτσα υποκίτρινη από
ρίζες μυστήριες, ρύζι βραστό κι ένα ψιλοκομμένο χορταρικό που λέγεται
σάκα-σάκα. Από πάνω πασαλείβεις με κατακόκκινο πίλι-πίλι και
τρώγοντας την πρώτη μπουκιά βγάζεις φλόγες σαν δράκος.
Τις μέρες αυτές οι καραφλοί μαύροι ζούνε τον απόηχο του τρομώδη
εφιάλτη που πέρασαν και γι' αυτό κλείνονται νωρίς τις νύχτες στα σπίτια
τους. Κάποιος παρανοϊκός Αμερικάνος πλήρωνε φονιάδες που
κυνηγούσαν τις νύχτες τους καραφλούς μόνο μαύρους και μ' ένα λεπτό
σύρμα και πολύ επιδεξιότητα τους έκοβαν το λαρύγγι πέρα-πέρα. Άλλες
φήμες λένε ότι οι δολοφόνοι ήταν πράκτορες της ΣΙΑ και τα θύματα ήταν
Κουβανοί, σταλμένοι από τον Κάστρο.
Το καινούριο νεκροταφείο της πόλης χτίζεται έξω μακριά στην
περιφέρεια και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Όσο για το παλιό που βρίσκεται
μέσα στην πόλη είναι εδώ και καιρό γεμάτο.
Η Τρυπανοσωμίασις, κοινώς ασθένεια του ύπνου, προσβάλλει κάθε χρόνο
γύρω στις τριάντα χιλιάδες άτομα. Είναι αρρώστια ενδημική όπως και η
λέπρα, που προσβάλλει τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ανθρώπους κάθε
χρόνο. Η φυματίωση υπολογίζεται με τριακόσιες χιλιάδες κι ακολουθούν
άλλες πολλές, πάρα πολλές αρρώστιες.
Ο Κόνγκο κατεβάζει πολλή λάσπη κι έχει άσχημο μουντό χρώμα. Πάνω
στο νερό γλιστράνε φυτά, πού και πού πιρόγες με ψαράδες, στις άκρες του
ποταμού φούσκες πράσινες με όμορφα βιολετί λουλουδάκια. Τα ψάρια
του ποταμού είναι πελώρια, συχνά ζυγίζουν πάνω από είκοσι κιλά και
είναι και νόστιμα.
Χτες έφαγα Καπετάνιο ψητό, Δικηγόρο Σαλάτα και Πιστόλια για
γαρνιτούρα. Καπετάνιος, ψάρι ποταμίσιο, Δικηγόρος, φρουτοσαλάτα,
Πιστόλια, μικρά τρυφερά ψωμάκια.
Καπνίζω το πιο εξωτικό και δυσεύρετο ζώο που λέγεται Οκαπί.
Είναι κάτι σαν αντιλόπη και στο πίσω μέρος έχει ραβδώσεις και
μοιάζει με ζέμπρα.
ΔΥΟ

Σκληρές είναι όλες αυτές οι μέρες που χάθηκες. Κομμάτι άγριος


αυτός ο χωρισμός μας. Κι ούτε καν ξέρω πώς είναι εκεί πέρα που
βρίσκεσαι και τι κάνεις, για να φτιάξω καμιά εικόνα της προκοπής στη
σκοτεινή πλευρά του μυαλού μου, να φωτιστεί λιγάκι και να δω σαν
ταινία τη ζωή σου εκεί ...
Δεν πειράζει όμως, έχω αυτές τις ώρες τις υπέροχες που ζήσαμε μαζί για
να σκέφτομαι. Κι όσο δεν τις ξεθωριάζει η λησμονιά τόσο θα τις
πιλατεύω, άσε που τελευταία έχω την εντύπωση ότι μου συμβαίνει το
καταπληκτικό να φτιάχνω από τις φαντασιώσεις μου γεγονότα
πραγματικά, σαν να 'ναι στιγμές που έχουμε ζήσει κοινά κι όλες αυτές οι
νέες αλήθειες που ξεπηδάνε μέσ' από τ' όνειρο είναι η επιθυμία μου, η πιο
βαθιά, που εκπληρώνεται κάπως έτσι.
Πάντως, αυτό που προέχει και επαναλαμβάνεται σαν επωδός στα ταξίδια
του νου που κάνω κοντά σου, είναι τα γαμήσια που φτιάξαμε μαζί κι όσα
ακόμη δεν προλάβαμε, και οι μυρωδιές που τις αισθάνομαι πραγματικά,
ανακάτωμα από λαδερή παχιά μυρωδιά υακίνθων μαζί με εκκρίσεις
κολπικών υγρών, ζευγαρωμένων με σπερμικούς ροδοκάλυκες τυλίγονται
και πλανιώνται στα μαλακά κλινοσκεπάσματα τις ώρες της νύχτας που
χαϊδεύομαι με τα δικά σου χέρια μόνη ...
Λοιπόν, να δεις, οι μέρες ξεδιπλώνονται χωρίς ταυτότητα από τότε που
έφυγες. Καθημερινές ιστοριούλες με μικρές και μεγάλες δόσεις μιζέριας.
Τις μέρες αυτές, τις γεμάτες ανία, κάθομαι σπίτι με τις ώρες, ακούω
μουσική, διαβάζω βιβλία και σκέφτομαι. Είμαι φοβερά μόνη και κάθε
φορά το νιώθω διαφορετικά.
Αχ, αυτή η κάψα, μέσα Σεπτέμβρη πια, που έρχεται στα σίγουρα από κει
πέρα που εσύ βρίσκεσαι, από την έρημο Καλαχάρι κι από τον αντίλαλο
της φωνής σου που μου λείπει ...
Η ζέστη που τυλίγει ανθρώπους και πόλη κάνει τις κινήσεις νωχελικές,
τον καπνό του τσιγάρου να διαλύεται αργά φτιάχνοντας μορφές και
σχήματα στιγμιαία στην παχιά, υγρή και μπουκωμένη από νέφος
ατμόσφαιρα. Ακούω Μπομπ Μάρλεϋ, τζαμαϊκανό απόγευμα στην Αθήνα
και παραληρηματικά μου έρχονται στο μυαλό οι κόκκινες πασχαλίτσες με
τις έξι μικρές μαύρες βούλες που γεμίσανε τη Θεσσαλονίκη τις πρώτες
μέρες του Ιούνη και τρώγανε τη μελίγκρα στα φυλλώματα των δέντρων,
στους δρόμους και στα πάρκα και οι απελπισμένες όσο και λυσσασμένες
επιθέσεις με μολότωφ από κάποιους πιτσιρικάδες, σ' αυτούς που
εκπροσωπούνε την κυρίαρχη ιδεολογία - τους μπάτσους. Και το νοίκι
απλήρωτο για δεύτερο μήνα.
Έχω ένα τσαντάκι με τα καλλυντικά μου μέσα, ξέρεις, κραγιόν,
ρουζ, οδοντόπαστα, ταμπόν και λοιπά, καθώς και τα σκουλαρίκια
μου - έχω ανοίξει μπόλικες τρύπες στ' αφτιά μου, γίνεται χαμός, στο δεξί
φοράω εφτά σκουλαρίκια και στο αριστερό τρία - έχω πάντα μαζί μου μια
κασέτα των Κιουρ, «σελέξιον» και το τετράδιο με τα ποιήματά μου και κει
κρατάω σημειώσεις για όλα αυτά που μου συμβαίνουνε και όλα αυτά που
ζω. Και πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι, κάθε μέρα κι αλλού. Κοιμάμαι μια
στον Ορέστη, μια στη Χαρά, μια στο Σταύρο, μια στην Έλεν, μια στη
Δήμητρα. Σπίτι μου πάω μόνο για να ταΐσω το γάτο.
Έχω κόψει τα μαλλιά μου πολύ κοντά, αν μ' έβλεπες δε θα με γνώριζες,
και νομίζω ότι μου πάνε. Έτσι λένε κι οι άλλοι. Το στήθος μου έχει
μεγαλώσει, φοβάμαι ότι θα κάνω κυτταρίτιδα σαν τη μάνα μου και θέλω
να ξαναρχίσω χορό, γενικά δεν κινούμαι και πολύ. Και ξέρεις πλαδαρεύω,
φοβάμαι πραγματικά, με πιάνει πανικός στην ιδέα του πάχους και δε
γουστάρω καθόλου.
Από τότε που μπήκα στη σχολή αισθάνομαι άλλος άνθρωπος.
Επιτέλους, θα ξυπνάω το πρωί ή το μεσημέρι, δεν έχει καμιά σημασία,
γιατί εγώ θα το επιλέγω και θα λέω, τι κάνω σήμερα, κι αυτό μπορεί να
είναι κάθε μέρα κάτι διαφορετικό.
Χαίρομαι και είμαι ευτυχισμένη σαν ελεύθερος πολίτης που είμαι πια.
Κατά τα άλλα, η σχολή είναι ένα βλακώδες ίδρυμα, που δίνει ένα χαρτί
ότι είσαι διανοούμενος και μετά σίγουρη ανεργία. Κι αν βρεις δουλειά
έχεις εξασφαλισμένη την αποβλάκωση μέσα στην διαδικασία
παραγωγής, εξάρτημα του συστήματος.

Πριν από λίγες μέρες ξαναβρεθήκαμε με τη Μέδουσα. Στο σπίτι της


Ρόζας ο Αλεξανδράκης οργάνωσε πάρτυ που κράτησε δυο μέρες και
νύχτες. Μέχρι και πούλμαν βάλανε γι' αυτούς που ήρθανε από τη Νίκαια.
Στην αρχή, έτσι για να σπάσει ο πάγος και να γνωριστούνε όσοι δε
γνωριζόντουσαν και να φτιαχτεί ατμόσφαιρα χάι, έγιναν κάτι πελώρια
τρίφυλλα κι ανάφτηκαν τα διακοσμητικά τσίλομ και ο κόσμος κάπνιζε,
άκουγε μουσική, κράταγε το ρυθμό με τα δάχτυλα και έπεφτε γέλιο με
κάτι ανέκδοτα ακυκλοφόρητα που έλεγε ο Αλεξανδράκης. Στη συνέχεια,
η Μέδουσα, που είχε φτιαχτεί εντωμεταξύ, σηκώθηκε κι άρχισε να
κουνιέται και να λικνίζεται στους ήχους της μουσικής κι εκεί οι
συζητήσεις σταμάτησαν, τα μάτια μισόκλεισαν λάγνα, νταγκλαρισμένα
από το μεθύσι της οπτασία ς που αργοσάλευε ηδονικά κι έμοιαζε να κάνει
το ερωτικό της κάλεσμα στον καθένα εκεί μέσα ξεχωριστά. Ακόμη και τα
κορίτσια νιώσανε την επιθυμία των αρσενικών να τις κυριεύει και να τις
ξεσηκώνει ερωτικά και αργοανασαίνανε βλέποντας το κολλητό ελαστικό
και γυαλιστερό κορμί της Μέδουσας να μιμείται ,σπασμούς
οργασμιακούς, πάνω από το μεγάλο αστέρι που σχημάτιζε το ψηφιδωτό
πάτωμα στο παλιό αρχοντικό.
Μια παρέα χεβιμεταλλάδες, που 'χε έρθει από το Αιγάλεω, κατάπινε
αρντάν και άδειαζε κουτιά μπίρας, το ένα πίσω από τ' άλλο, και τρίβανε τ'
αρχίδια τους πάνω από τα βρόμικα τζην παντελόνια. Μορφές εφιαλτικές
στο μισόφωτο, με λιγδωμένα μακριά μαλλιά και κατσαρά γένια, με μάτια
πυρωμένα σίδερα, αγκομαχούσανε στο ρυθμό που κινιότανε το ψιλόλιγνο
κορμί της αιώνιας γυναίκας, που όποιος την κοίταζε έμελλε στη θέα της
να πετρώσει.
Η Μέδουσα μοιράζεται γενναιόδωρα τον έρωτα με όλους. Μένει μια εδώ
και μια εκεί, χωρίς να κολλάει για πολλές μέρες και δίνεται πρόθυμα σ'
όποιον της το ζητάει, σ' όποιον εκείνη θέλει και σ' όποιον την έχει ανάγκη.
Κι από όλους παίρνει και σ' όλους δίνει κάτι. Έτσι, λέει, της κάνει κέφι.
Το κορμί της διάστικτο με ουλές από αναμμένα τσιγάρα και χαρακιές από
ξυράφια, που της έκαναν διάφοροι γκόμενοι που κάποιες στιγμές νόμισαν
ότι την εξουσίαζαν ή άλλοι που ζήλεψαν την αίσθηση που έχει η ίδια για
την ελευθερία και τους κάκιωνε η ιδέα πως όπως δινότανε σ' αυτούς θα
δινότανε και σε άλλους, «και θέλανε να βουλώσουνε το νεροχύτη» όπως
χαρακτηριστικά είπε ο Σταύρος κάποτε. Πολλοί, μετά από κάποιο γαμήσι
μαζί της, είχαν την αίσθηση ότι την επόμενη στιγμή δε θα υπήρχαν πια γι'
αυτήν. Όμως δεν ήταν έτσι. Αγαπούσε όλους αυτούς που ζούσε μαζί τους
τον έρωτα και τους είχε στο μυαλό της, εκτός από εκείνους που
ασκούσανε βία πάνω της.
ΤΡΙΑ

Αλλαγή οπτικής γωνίας. Την αντικειμενική εικόνα διαδέχεται η


υποκειμενική. Τώρα, την εικόνα τη βλέπω μέσα από τα μάτια του
ζευγαριού που συμμετέχει στην ερωτική στιγμή. Κωδικοποιημένο οπτικό
υλικό φτάνει μέσω του οπτικού νεύρου στον εγκέφαλο, στο σημείο που
μαζεύονται οι εικόνες και γίνεται η επεξεργασία τους.
Στιγμή αποσαφήνισης. Οργασμιακά κύματα συνταράζουν το κεντρικό
νευροσύστημα του εγκεφάλου. Για μια στιγμή το οπτικό νεύρο
καλύπτεται από τις έντονες ταλαντεύσεις άλλων αισθητηρίων οργάνων
και χάνει επαφή. Στιγμή μεγαλειώδους μυστηριασμού αποκαλύπτεται.
Και τυφλώνει καίγοντας και καταστρέφοντας το υλικό που χρησιμοποιώ
για να ζήσω και να βιώσω ξανά το χρόνο.
Υπέροχη κίνηση, αρμονία περιδίνησης, τέντωμα στρογγυλεμένου
κορμιού, αιώρηση χορευτική. Πάνω στο κορμί μου αναταράζεται το κορμί
σου και φτιάχνει σχέδια, παιχνίδια, ζωγραφιές μαζί με τελετουργικά και
αισθησιακά καλέσματα. Κάθεσαι πάνω μου, είμαι μέσα σου,
ανασηκώνεσαι απαλά, ανάλαφρα, ξανά και πάλι. Κάθε φορά που
κάθεσαι με μια απόκλιση προς τα εμπρός, με κοιτάζεις και μου χαϊδεύεις
το πρόσωπο με τα μάτια σου. Σιντέφια λάμπουνε, λαμπυρίζουνε και
τρεμοπαίζουνε στα αγαπημένα σου μάτια, στέλνουν ανταύγειες από
ονειρεμένους και φανταστικούς κόσμους, μιλάνε κι υπόσχονται ότι αυτό
που ζούμε θα το ζούμε για πάντα.
Γύρω στα τέλη Σεπτέμβρη κατέγραψα ένα περίεργο περιστατικό, την
ομαδική αυτοκτονία ενός είδους σκαθαριού από αυτά που κατορθώνουν
παρ' όλο τον όγκο τους και τα μικρά σχετικά φτερά τους, να πετάνε με τη
βοήθεια των ελύτρων. Ίσως το ζωάκι είχε κλείσει το βιολογικό του κύκλο
κι οδηγημένο από το ένστικτο σφυροκοπούσε με μανία κάθε φωτισμένο
στόχο είτε αυτός ήταν το παράθυρό μου είτε οι λάμπες του δρόμου. Η
μαζική αυτοκτονία κράτησε τρεις νύχτες. Το πρωί μέτραγα χιλιάδες νεκρά
έντομα στα πεζοδρόμια, κάτω από τις λάμπες, στον εξώστη. Τις επόμενες
μέρες χαθήκανε ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχαν εμφανιστεί.
Εδώ κι ένα μήνα περίπου, ακούμε ότι θα έρθει ο Δικτάτορας στην πόλη
και θα του γίνει επίσημη υποδοχή. Λείπει περιοδεία στην ενδοχώρα πάνω
από δυο μήνες. Γυρνάει από επαρχία σε επαρχία γιορτάζοντας με το λαό
την εκλογική του νίκη, του Αυγούστου, όταν έγιναν εκλογές και ήταν ο
μοναδικός υποψήφιος.
Τις εκλογές τις κέρδισε με 93 τοις εκατό, ποσοστό συνηθισμένο σ' αυτές
τις περιπτώσεις. Από το πίσω παράθυρο του σπιτιού μου φαίνεται ο
σκελετός της αψίδας υποδοχής που έχει στήσει η ελληνική κοινότητα στη
λεωφόρο. Θα γίνει επίσημη υποδοχή και παρέλαση.
Τ όνομά μου σ' αυτή τη χώρα είναι Μαντέφου. Είναι ένα όνομα που το
ξέρουν όλοι με το που με βλέπουν για πρώτη φορά, γιατί, απλούστατα,
Μαντέφου σημαίνει γενειάδα και μια κι εδώ άνθρωποι με γένια δεν
υπάρχουνε, εγώ είμαι ο Μαντέφου. Ο Μαντέφου στη χώρα των Οκαπί και
των Νγκάνγκα λοιπόν ...
Την περασμένη Τρίτη το βραδάκι καθόμασταν στο Ακροπόλ και πίναμε
ούζα. Η κυρα-Κική, η τεράστια χοντρή ιδιοκτήτρια, είχε φτιάξει μια
σπανακόπιτα μούρλια και ψιλοτσιμπούσαμε συζητώντας. Δίπλα μας
καθότανε μια άλλη παρέα Έλληνες. Ο γέρος της παρέας, παλιός κυνηγός
εξηγούσε πώς κυνηγούσαν τους ελέφαντες. «Όταν συναντούσαμε αγέλη
ελεφάντων την ακολουθούσαμε και, κάποια στιγμή, ένας από μας
πήγαινε, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πίσω από τον ελέφαντα που ήταν
τελευταίος στη σειρά και μ' ένα χασαπομάχαιρο προσπαθούσε, χωρίς να
τον πάρουνε μυρωδιά οι άλλοι ελέφαντες, να κόψει τον τένοντα του πίσω
ποδιού του. Όταν τα κατάφερνε, αφήναμε τον ελέφαντα να προχωράει
μαζί με τους άλλους και μεις ακολουθούσαμε από μακριά. Κάποια
στιγμή, ο ελέφαντας εξαντλημένος από το αίμα που έχανε, έπεφτε κάτω
ενώ το κοπάδι προχωρούσε μπροστά χωρίς να το καταλάβει.
Πηγαίναμε κοντά κι αφού ξεψυχούσε, αρχίζαμε με τις μασέτες να τον
κομματιάζουμε».
Ο γέρος συνεχίζει να εξιστορεί το πετσόκομμα του ελέφαντα κι εγώ τον
αφήνω για να κοιτάξω στην πλατεία που βρίσκεται μπροστά μας, μια
φασαρία.
Στη στάση των φούλα-φούλα καμιά τριανταριά άτομα κρατάνε κάποιον
και τον χτυπάνε με ξύλα στο κεφάλι, στο σώμα, παντού.
Αυτός καταφέρνει κάποια στιγμή να τους ξεφύγει κι έρχεται τρέχοντας
στο καφενείο που καθόμαστε. Πίσω του τρέχουν οι άλλοι φωνάζοντας:
«Μογίμπι, μογίμπι».
Η κυρα-Κική σηκώνεται από το κάθισμά της αργά και με τον τεράστιο
όγκο της φράζει την είσοδο στους διώκτες ενώ ο κλέφτης χώνεται από
πίσω της κι εκλιπαρεί να τον σώσουμε. Οι άλλοι ξαναμμένοι σταματάνε
μπροστά στη μεγαλόσωμη λευκή γυναίκα και της ζητάνε τον κλέφτη.
Λένε ότι έκλεβε μέσα στο φούλα-φούλα και ότι όταν τον πιάσανε τους
έδειξε μια ταυτότητα αξιωματικού του στρατού. Ο κλέφτης κρυμμένος
πίσω από την κυρα-Κική με αίματα στα μούτρα του τρέμει και παρακαλεί
τη λευκή να τον σώσει.
Εκείνη γυρνάει και με τα χοντρά της χέρια τον αδράχνει και τον πετάει
πάνω στους διώκτες του. Τον αρπάζουνε, άλλοι τον κρατάνε κι άλλοι τον
χτυπάνε προσπαθώντας να του ανοίξουν το χέρι που το σφίγγει με λύσσα
για να του πάρουν τα λεφτά που έχει κλέψει. Εκείνος ουρλιάζει, κλαίει,
χτυπιέται, αλλά το χέρι του το κρατάει σφιχτά κλεισμένο. Η κυρα-Κική
τους φωνάζει να τον πάρουνε και να φύγουνε μην της χαλάσουνε το
μαγαζί. Πράγματι, ενώ συνεχίζουνε να τον χτυπάνε με μανία, τον
αρπάζουνε και τον παίρνουνε σηκωτό κι απομακρύνονται μέχρι που
χάνονται στη νύχτα. Ο γέρος εξηγούσε στην παρέα δίπλα ότι τώρα ο
κλέφτης δε θα 'βγαινε ζωντανός από τα χέρια τους ...
Το ίδιο βράδυ με ξύπνησε ένας φοβερός κρότος. Σηκώθηκα και κοίταξα
από το παράθυρο. Κάποιος οδηγός, μάλλον μεθυσμένος, έπεσε πάνω
στην αψίδα που είχαν στήσει οι Έλληνες στην κεντρική λεωφόρο για την
υποδοχή του Δικτάτορα και την είχε σωριάσει κάτω, ενώ ο δρόμος είχε
γεμίσει σίδερα, κι αυτός με το σαραβαλιασμένο πια αμάξι του,
προσπαθούσε να κάνει μανούβρες για να εξαφανιστεί από κει πέρα.
Ξάπλωσα και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ.
Δευτέρα βράδυ. Είχα πάει με φίλους στο Πιμ'ς, μια λευκή καφετέρια και
φεύγοντας περάσαμε από το Πετί Πον μια μικρή πλατεία. Είδαμε κόσμο
μαζεμένο, φασαρία, κακό, αυτοκίνητα. Πήγαμε κοντά και τι να δούμε.
Ένας πελώριος ιπποπόταμος σκοτωμένος και οι μαύροι που τον κόβανε
κομμάτια για να τον μοιράσουνε. Καθαρίζανε το λίπος κι ετοιμάζανε
φωτιά εκεί δίπλα. Τον είχανε σκοτώσει οι στρατιώτες. Το κρέας του, μας
είπανε, είναι καλύτερο από του γουρουνιού. Ο φουκαράς, φαίνεται, ήτανε
στο ποτάμι και ψάχνοντας για τροφή βρέθηκε σ' ένα από τα μικρά
ποταμάκια που διασχίζουν την πόλη και σιγά σιγά έφτασε στο κέντρο.
Γυρίζοντας στο σπίτι αργά το βράδυ μάς σταμάτησε ένα μπλόκο
στρατιωτών. Ο οδηγός μας έκοψε λίγο ταχύτητα, διπλάρωσε το στρατιώτη
και μόλις έφτασε ακριβώς δίπλα του και εκείνος νόμιζε ότι θα
σταματούσαμε, έκανε μια με το τιμόνι δεξιά, αριστερά, πάτησε με μανία
το γκάζι και χαθήκαμε ενώ φώναζε «λόμπι, λόμπι» και γελούσε. Αυτά τα
μπλόκα είναι ένα είδος φορολογίας στα αυτοκίνητα, γιατί οι στρατιώτες
πληρώνονται κι αυτοί ελάχιστα κι έτσι βγάζουν μερικά φράγκα για να
πιούνε μια μπίρα.
Σήμερα, Τετάρτη, κυκλοφορεί έντονα η φήμη ότι ο Δικτάτορας γυρνάει κι
ότι είχε ετοιμαστεί πραξικόπημα από μια ομάδα στρατιωτικών που θα τον
περιμένανε στην είσοδο της πόλης για να τον δολοφονήσουν. Συλλάβανε
εκατόν πενήντα άτομα και λέγεται ότι βρέθηκαν πολλά όπλα.
Ο στρατηγός Οντέν είναι ένας τύπος που μου συστήσανε στο καζίνο
Νγκόγι Μπομένγκο και κάτσαμε μαζί κι ήπιαμε και κάτι ουίσκι. Ο Οντέν
είναι Αγκολέζος και παίρνει χρήματα από τη χούντα του Ζαΐρ για ν'
ανατρέψει το καθεστώς της Αγκόλας. Πίσω βέβαια από το Μομπούτου
λέγεται ότι είναι οι Αμερικάνοι. Στα νότια της Αγκόλας βρίσκεται άλλος,
πράκτορας της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης αυτός. Ο Οντέν είναι
καζινόβιος και τρώει όλα τα λεφτά που παίρνει στο μπλακ τζακ και την
αμερικάνικη ρουλέτα. Όπως έμαθα, μάλιστα, έπαιξε κι έχασε στο καζίνο
καμιά πενηνταριά φορτηγά που είχε πάρει από το Δικτάτορα για το
αντάρτικο που οργανώνει στα Βόρεια της Αγκόλας. Τώρα είναι
αξιολύπητος και τον κεράσαμε το δεύτερο ουίσκυ. Δεν μιλάει, μόνο το
μάτι του παίζει τρελά, μεθυσμένα κι αρπαχτικά.
Η Αεροφλότ πάει λίγος καιρός που προσγειώθηκε για πρώτη φορά στο
αεροδρόμιο του Ντζίλι. Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε στον
αεροδιάδρομο, έγινε έκρηξη μέσα στην αίθουσα υποδοχής και μετά
εκδηλώθηκε πυρκαγιά που απλώθηκε στις εγκαταστάσεις του
αεροδρομίου. Φυσικά έγινε μεγάλη ταραχή και το ίδιο βράδυ
ανακοινώθηκε με κοινή συμφωνία κυβέρνησης και διοίκησης Aεροφλότ
ότι οι πτήσεις που είχανε κανονιστεί να γίνονται μια φορά τη βδομάδα
από Μόσχα για Κινσάσα αναβάλλονται επ' αόριστον.
Λέγεται ότι την βόμβα την έβαλε η Σαμπένα που έχει την
αποκλειστικότητα της γραμμής.
'Εδώ, τα ταξί είναι το άλλο πράγμα. Σωροί από σίδερα που τρέχουνε χωρίς
σταματημό αφηνιασμένα στους δρόμους της πόλης κάνοντας
παράτολμους ελιγμούς και εκκωφαντικό θόρυβο που αναρωτιέμαι από
πού προέρχεται μια και μηχανή δε φαίνεται να έχουν. Μπήκα σ' ένα για
να πάω σε κάποια δουλειά. Μπροστά το παρμπρίζ έλειπε κι ο ζεστός
αέρας με χτύπαγε ορμητικά. Ήταν όνειρο. Πάτωμα δεν υπήρχε κι έβλεπα
την άσφαλτο να φεύγει με ταχύτητα κάτω από τα πόδια μου. Καθόμουνα
άβολα πάνω σε κουρέλια βρόμικα και προσπαθούσα να κρατήσω ψηλά τα
πόδια μου να μην πάνε κάτω απ' τα σίδερα και τα χάσω. Ήμουνα
στριμωγμένος ανάμεσα σε δυο χοντρές μαύρες, η μια ούρλιαζε και
χτυπώντας τα χέρια της διαμαρτυρότανε για το ασφαλιστικό σύστημα και
τη γραφειοκρατία.
Πήγαινα να δω τη Σοφία γιατί αισθάνεται φοβερή μοναξιά από τότε που
την παράτησε ο άντρας της και πήγε να ζήσει με μια πιτσιρίκα μαύρη. Η
Σοφία, μια χοντρή σαρανταπεντάρα κακάσχημη είναι πολύ χάλια
ψυχολογικά. Κάθε λίγο κλαψούριζε, κι έλεγε και ξανάλεγε: «Αχ, ο Τζων,
αχ, γιατί μου το 'κανε αυτό, γιατί;» και ρώταγε εμάς που κάτι
υποψιαζόμαστε γιατί της το είχε κάνει ο Τζων αλλά δεν μπορούσαμε και
να της το πούμε. Κι όταν τα κλάματα γίνονταν έκρηξη απελπισίας,
άρπαζε από το τραπεζάκι δίπλα την εφεδρική μασέλα που είχε ξεχάσει να
πάρει μαζί του ο Τζων στη ζούγκλα και την άρχιζε στα φιλιά. «Αχ, ο Τζων
είπε ότι με βρίσκει πολύ άσπρη» έλεγε και ξανάλεγε ενώ φιλούσε με
πάθος τα δόντια από άσπρο και τα ούλα από ροζ ακρυλικό.
Την άλλη μέρα, στην ελληνική εκκλησία ετελέσθη πολυχρόνιον από το
μαύρο ορθόδοξο παπά για το Δικτάτορα και παρέστησαν όλα τα επιφανή
μέλη της ελληνικής παροικίας.
Σήμερα γνώρισα τον Αλαίν, έναν μπεκρούλιακα Βέλγο πενηνταπεντάρη
που συζεί με μια τσίτα. Της φοράει μπεϊμπιλίνο για να μην τον λερώνει
και την κρατάει στην αγκαλιά του όλη μέρα. Κάτι μου θύμισε από τον
Ταρζάν αυτή η ιστορία.
Αύριο είναι Κυριακή και λέω να κάτσω σπίτι.
ΤΕΣΣΕΡΑ

Περνάει ο καιρός και µε πληγώνει η απουσία σου. Αναρωτιέμαι τι να ζεις


και τι σου κλέβει από το παρόν ολόκληρο το παρελθόν, τις µέρες, τις
νύχτες, το χρόνο που µαζί βιώσαμε και που τότε πιστεύαμε ότι ποτέ δε θα
ξεχαστεί αλλά θα µείνει τόσο ζωντανός όσο εκείνες τις στιγμές που μαζί
τον ζούσαμε.
Είμαι σπίτι. Ο γάτος είναι καθισμένος εδώ δίπλα µου και µε κοιτάει µε τα
γλυκά φωτερά του µάτια. Είναι άρρωστος ο φουκαράς και του δίνω
αντιβίωση εδώ και τρεις µέρες. Ελπίζω να µην έχει τύφο σαν τον άτυχο
τον Ρούµπεν που πέθανε τότε που χωρίσαμε.
Τον κοιτάω, µε κοιτάει και ξάφνου σκύβει και τρίβεται στο χέρι µου και
στο µολύβι, γι' αυτό κι αυτές οι µπερδεµένες γραµµές ...
Όταν προσπαθήσω να κοιτάξω γύρω µου, τις σχέσεις, τους φίλους µου,
τους γνωστούς, τα µέρη που συχνάζω, µπαράκια, σπίτια, το ίδιο µου το
σπίτι, τις ευκαιριακές δουλειές που κάνω για να βγάλω κάνα φράγκο, τα
περιοδικά που διαβάζω, τις µουσικές που ακούω, τις µηχανές που
τρέχουμε εδώ και κει, τα βιβλιοπωλεία, τους εκδότες που προτιμώ, τους
ποιητές, τους συγγραφείς, τα συνθήματα που γράφονται στους τοίχους,
την τηλεόραση και τα προγράµµατά της, τα σινεµά και τις ταινίες, τα
ερωτικά µου, κάποιος γκόµενος που γουστάρω, βαµπ ή κοινός θνητός, τις
µέρες της περιόδου µου, το χάπι που δεν ξέρω καλά καλά αν πρέπει να το
παίρνω γιατί µου πρήζονται τα βυζιά, τα σποραδικά γαµήσια µου, τα πιο
πολλά ανικανοποίητα, στα γρήγορα και πεταχτά συνήθως, ώσπου να
χύσει ο άλλος, τα τσιµπούκια που κάνω και που δεν την βρίσκω παρά
σπάνια, τις µαλακίες που τραβάω µόνη µου στο κρεβάτι, τις
φαντασιώσεις ότι κάποιος και πολύ πρώτος µε γαµάει, καμιά φορά
πολλαπλασιασµένος σε δυο και τρεις, τις βόλτες στα µαγαζιά, τις βιτρίνες
των ρούχων, τα ρούχα που αγοράζω στο Εγκ, τις ώρες που περνάω στο
µπάνιο, τα σπυράκια στο πρόσωπο, τους φακούς επαφής που µε κόβουνε,
το στοµάχι µου που µε πιάνει τακτικά και κρατάει µέρες, κανένα
τσιγαρλίκι πότε πότε, το χορό που ξανάρχισα, τη βόλτα στα Προπύλαια
να δούμε τα φρικιά και τα σκουλαρίκια, στα Εξάρχεια να µάθουµε κανένα
νέο απ' την πρώτη γραµµή της αμφισβήτησης, πρεζάκια, χαπάκια,
µηχανάκια, αλκόλια, µπάτσοι γουρουνοµάνες.
Τα βαριέμαι όλα αφόρητα, τα βαριέμαι σου λέω ...
Τις σκέψεις να φορέσω σουτιέν ή να µη φορέσω; πάει η πράσινη µπλούζα
µε το µπλουτζήν; να φάω ψωμί µε µακαρόνια ή να µη φάω; να κάνω
δίαιτα ή όχι; να βάζω ταµπόν ή σερβιέτες; να φωνάζω για ν' ακουστώ από
τους άλλους ή να περιμένω σιωπηλή να µου απευθύνουνε το λόγο; να
στενεύω τα τζην ή να τα φοράω φαρδιά; να µπω ή να µην µπω στο
σύστημα;
Ξέρεις, η γεύση µου είναι πικρή και στυφή, πικρόστυφη, ξέρεις εσύ. Χτες
βράδυ είχαμε πάει µε τη Μέδουσα σινεµά στο Εβεργκρήν. Είναι οι
τελευταίες µέρες ενός µακριού καλοκαιριού. Και το Εβεργκρήν, όσο δε
βρέχει, παίζει. Αλλά, ίσως, χτες να ήτανε η τελευταία του παράσταση.
Είχε κάνει διάλειµµα κι έπινα λίγο χαμένη, λίγο κουρασμένη, µια κόκα
κόλα µε το χρωματιστό στραβωμένο καλαμάκι και κοίταζα, χωρίς
πραγματικά να βλέπω, τη λευκή οθόνη µε τα µοβ δειλινά που ανοίγουνε
τα βράδια λίγο πριν την παράσταση.
Κάποια κίνηση στα δεξιά της οθόνης τράβηξε το νωχελικό µου ξέχασµα
και συνέχισα να κοιτάζω προς τα κει. Ήτανε το πίσω µέρος µιας
πολυκατοικίας, η ταπεινή πλευρά της µε τη στριφογυριστή σιδερένια
σκάλα. Κάποιος ήταν σκυµµένος και κάτι έδενε.
Σιγά, χωρίς να συνειδητοποιώ τι κάνει, κατέγραφα τις κινήσεις του. Το
µυαλό µου ήταν αλλού, στο όνειρο του πρωταγωνιστή να περάσει µ' ένα
ποταµόπλοιο πάνω από το βουνό, όνειρο που είχα και γω κάποτε και που
µου άφηνε µια θαυμάσια ηδονική γεύση µε φυσαλίδες αποβλάκωσης και
κόκας να σκάνε τριγύρω.
Ο άντρας στη σκάλα έδενε ένα λεπτό σκοινί στο κάγκελο µε κόμπους, κι
όταν τελείωσε σηκώθηκε και κοίταξε για λίγο τον κόσμο στην πλατεία
του κινηματογράφου. Ήταν νέος και κρατούσε στα χέρια του το σκοινί
που η άκρη του τελείωνε σε θηλιά.
Τα φώτα του Εβεργκρήν χαμηλώνανε και ο άντρας πέρναγε τη θηλιά
πάνω από το κεφάλι του.
Στη σκοτεινή οθόνη πηδήσανε χρώματα και οι δυο λέξεις. Μέρος Δεύτερο.
Ο άντρας πέρναγε το σώµα του πάνω από το κάγκελο της σκάλας. Οι
ινδιάνοι µε πρωτόγονες τροχαλίες και σκοινιά τράβαγαν το ποταµόπλοιο
έξω από το νερό και το ανέβαζαν σιγά σιγά στο βουνό.
Ο άντρας στη σκάλα πήδησε στο κενό.
Οι φωνές του κόσμου, ο πρωταγωνιστής που φώναζε στους ινδιάνους «πιο
δυνατά», ο άντρας στη σκάλα που αιωρείται σαν εκκρεμές.
ΠΕΝΤΕ

Μοναδικές στιγµές που προβάλλονται µε αργή κίνηση στην οθόνη της


µνήµης, χρωµατισµένες κι αποτυπωµένες µε τα αισθαντικότερα υλικά
του µυαλού µου που έζησε τον πυρετό του πλησιάσµατός µας, της ένωσής
µας και που µέτραγε µόνο τους βαθμούς της κάψας που µας έκαιγε.
Εσύ, πιο όμορφη παρά ποτέ, ξαπλωμένη γυμνή στο κρεβάτι, µε έκδηλη
ερωτική χαρά στα µάτια, εγώ καθισμένος δίπλα σου, στάζοντας από κάθε
πόρο του σώµατός µου την ωραιότερη αίσθηση που έδωσε ποτέ γυναίκα
σε άντρα, εσύ µε τα όμορφα, καλλίγραµµα, δυνατά, γυναικεία πόδια σου
ανοιχτά κι ανάμεσα τα κυματιστά χέρια σου µε τα στρουµπουλά
δαχτυλάκια να χαϊδεύουν και ν' απλώνουνε παντού το σπέρμα µου, µε
απαλές κυκλικές κινήσεις µέσα κι έξω στον ωραιότερο κάλυκα που
φτιάχτηκε από την ασύλληπτη σύμπτωση. Το χαρισματικό πορφυρό
λουλούδι που µας
έδωσε την ύψιστη δυνατότητα να ενωθούμε και να γίνουμε ένα. Η ένωσή
µας έδιωξε τη µοναξιά και την απελπισία, καθώς ο ένας ένιωσε πάνω στο
στήθος του την καρδιά του άλλου να πάλλεται και να δονείται από έρωτα
και αµοιβαιότητα, όταν αγκαλιαστήκανε οι γλώσσες µας και µπλέξανε τα
µυαλά µας κι ενωθήκανε τα υγρά µας τα εσώτερα κι αισθανθήκαμε τη
ζωή να ξεδιπλώνεται µέσα µας κι από κάτι αφηρηµένο που ήταν πριν να
παίρνει σχήμα και µορφή, να γίνεται κάτι όμορφο και να δείχνει ότι αυτό
είναι η δικαίωση της ύπαρξης.
Αποσπασματικές εικόνες του χτες που ζήσαμε µαζί, επαναλαµβάνονται
στην οθόνη του σήμερα.
Ισηµερία στον Ισηµερινό και ο ήλιος κοιτάζει κατακόρυφα και τα καίει
όλα. Στενοσόκακο µε απροσδιόριστο γλιτσιασµένο ρυπαρό χρώμα.
Άνθρωποι που λες και φυτρώσανε από το µαυρισµένο έδαφος. Στην άκρη
του δρόμου χειράµαξες µε µεγάλες ρόδες αυτοκινήτου. Στις χειρολαβές
σύρματα και λάµες φτιάχνουνε πρόχειρες αιώρες. Ξαπλωμένος
κουβαριαστά σε κάθε άμαξα ο ιδιοκτήτης. Σκοτεινά βλέµµατα κοιτάζουν
µε περιέργεια κάτω από ξεφτισµένα καπέλα. Δείχνουν τα γένια µου.
Γελάνε. Ένας φωνάζει «ο Μαρξ», άλλος «ο Ιησούς». Μεγάλος ανοιχτός
υπόνομος που βγάζει κατευθείαν στην αγορά του Ζάντο. Μέσα ξεχωρίζει
κάθε είδους βρομιά. Όγκοι και σχήματα. Ποιότητα χρώματος στο πιο
ύποπτο µίγµα κιτρινόμαυρου µε σκοτωμένη απόχρωση στο πράσινο
λαχανί. Αποφορά κάθε είδους ζωικής και φυτικής σαπίλας.
Κόσμος πολύς, στριμωξίδι, φωνές, σκουντήγµατα, τσιρίδες, τραβήγµατα
απ' τον αγκώνα. Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι καθισµένοι στις δυο
πλευρές του µεγάλου υπονόμου. Μπροστά τους εκτεθειµένα φρούτα και
καρποί εκπληκτικής ομορφιάς. Ένας χασάπης κουνάει µπροστά µου το
µατωµένο κεφάλι µιας φρεσκοσφαγµένης κατσίκας. Με πιτσιλάνε τα
αίματα. Κροκόδειλος σε φέτες. Η ουρά ακριβοπληρώνεται. Μεγάλες
εµαγιέ λεκάνες µε είδος τζιτζικιού. Ακρίδες, µυρµήγκια µε φτερά, κάμπιες
µικρές και µεγάλες, άσπρες, ροζ, κόκκινες, καφέ, ψαλίδες, σκουλήκια,
χελώνες, κατσαρίδες ξανθές, πίθηκος φρεσκοτεµαχισµένος, το κεφάλι το
µαδάνε σαν µπανάνα, πίθηκος ολόκληρος, µόνο καβουρντισµένος -
θυμίζει καµµένο µωρό - φίδια φρέσκα ή παστά, άγνωστά µου µικρά και
μεγαλύτερα ζώα της ζούγκλας, τσουρουφλισµένα, καρβουνιασµένα,
καµµένα και κοκαλωμένα σε στάσεις αγωνίας θανάτου. Κάποιοι
στρατιώτες περνάνε µε δυο µαύρους που µόλις έχουνε συλλάβει. Τους
φοράνε χειροπέδες και τους χτυπάνε µε τις γροθιές τους ενώ τους πάνε.
Οι ανοιχτοί υπόνομοι γίνονται πολλοί, όλο διακλαδώσεις. Προχωράω
στην τύχη. Το κρέας της αντιλόπης είναι πάµφθηνο. Ψάρια ποταµίσια
που µυρίζουνε, µισοσάπια, άλλα ζωντανά ανοιγοκλείνουνε τα σπάραχνα,
ζούνε µέχρι σαράντα µέρες έξω απ' το νερό. Αγόρασα µπανάνες από µια
κοπέλα.
Το πρόσωπό της γεμάτο χαρακιές που αρχίζουνε από τη ρυτίδα της µύτης
και καταλήγουνε στους κροτάφους. Μιλάει σπασμένα γαλλικά, οι
χαρακιές στο πρόσωπο είναι το διακριτικό της φυλής της. Στη σειρά
γυναίκες που κάθονται ανακούρκουδα και µπροστά στα µισάνοιχτα
πόδια τους έχουνε σωρούς από αβγά. Φαίνονται σαν να τα 'χουνε µόλις
γεννήσει. Βγάζω από την τσάντα τη φωτογραφική µηχανή και σκοπεύω.
Κάποιος δίπλα µου µε πλατιές χειρονομίες φωνάζει: «Αυτό απαγορεύεται
στο Ζαΐρ» και το επαναλαμβάνει συνέχεια. Ένας µικρός µε τραβάει απ'
τον αγκώνα «Να πληρώσεις» µου λέει. Νετάρω για να καθαρίσω την
εικόνα, οι αβγουλούδες φτιάχνονται και κορδώνονται. Ένας στρατιώτης
έρχεται και ρωτάει τι συμβαίνει, κόσμος µαζεύεται. Ο φωνακλάς εξηγεί
στο όργανο ότι προσπάθησα να φωτογραφίσω. Ο στρατιώτης τού κάνει µε
τα δάχτυλα το σήμα της νίκης, γυρνάει σε µένα που κοιτάζω και λέει να
τον ακολουθήσω. Είχα αρκετές αντιρρήσεις αλλά τελικά µε πήγε εκεί που
ήθελε να µε πάει. Πρόχειρα κελιά φυλακής στη γραµµή, δίπλα µικρά
βουνά από σκουπίδια. Κόσμος πολύς µαζεµένος απ' έξω, άντρες, γυναίκες
στριµωγµένοι στα κελιά µέσα, χέρια που στίβουνε τα χοντρά κάγκελα και
στέλνουνε την απελπισία τους στους έξω. Φωνές, κλαυθµοί και οδυρµοί.
Σκέφτηκα ότι την είχα γαµήσει.
Ο στρατιώτης µε πήγα σ' ένα σκοτεινό και µακρύ δωμάτιο και χτυπώντας
το πόδι µε δύναμη κάτω, χαιρέτησε στρατιωτικά και µε παρουσίασε στο
διοικητή του. Ο κοµισάριος φόραγε στην µπουτονιέρα του µια µεγάλη
κονκάρδα µε τη φωτογραφία του Δικτάτορα.
Το σαφάρι σακάκι του σε πράσινο χρώμα είχε τυπωµένο το πρόσωπο
του Δικτάτορα µπροστά και πίσω σε φυσικό µέγεθος. Τα σακάκια αυτά
κυκλοφόρησαν στις εκλογές που γίνανε πριν δυο µήνες και τα φοράνε
σήµερα όλοι οι κυβερνητικοί. Μόδα. Το όργανο ανέφερε στο διοικητή του
τα γεγονότα µιλώντας γρήγορα σε λινγκάλα κι εξαφανίστηκε. O
κοµισάριος συστήθηκε σαν διοικητής ασφάλειας της αγοράς και µου
ζήτησε να καθίσω. Δίπλα γίνονταν ανακρίσεις από άλλους µε πολιτικά.
Στο βάθος της κακοφωτισµένης και βρόµικης αίθουσας χτυπούσανε
κάποια γυναίκα που άρχισε να στριγγλίζει. Την πήρανε σηκωτή από κει
µέσα. Ο δικός µου ζήτησε να παρουσιαστώ. Στοιχεία και λοιπά. Ευτυχώς ή
δυστυχώς δεν είχα το διαβατήριο µαζί. Του είπα το όνοµά µου ενώ µε
κοίταζε πολύ επιφυλακτικά. Μου είπε ότι βρίσκομαι εκεί µε την
κατηγορία της κατασκοπείας. Του απάντησα ότι έχω έρθει στην Αφρική
σαν φίλος. Αφού αναστέναξε, µου είπε ότι - χωρίς να είναι και σίγουρος -
πιστεύει τις καλές µου προθέσεις, όμως µπορεί να φωτογράφιζα την
αγορά για να στείλω τις φωτογραφίες σε εχθρικό κράτος και να
οργανωθεί σαµποτάζ, να ανατιναχτεί η αγορά και να ξεκινήσει
αντεπανάσταση και τότε ο κόσμος δε θα βρίσκει τρόφιμα από την
ανωμαλία που θα δημιουργηθεί και το νεαρό κράτος του Ζαΐρ µε τη νέα
πολιτική ηγεσία θα κινδύνευε να χάσει το δρόμο του εξαιτίας της
επιείκειας που έδειξε στο πρόσωπό µου. Του εξήγησα ότι δεν είχα
προλάβει να φωτογραφίσω.
Είπε ότι, δυστυχώς, το όργανο που µε είχε οδηγήσει σ' αυτόν είχε
βεβαιώσει ότι φωτογράφιζα και ότι η φωτογραφική µηχανή πρέπει να
κατασχεθεί. Του δήλωσα ότι τη µηχανή δεν πρόκειται να την πάρει και
ότι, εν πάση περιπτώσει, αν θέλει να κατάσχει κάτι ας πάρει το φιλµ. Μου
εξήγησε ότι θα κατάσχει το φιλµ µέσα στη µηχανή όπως έκανε την
προηγούμενη µέρα σε τέσσερις Ελβετούς και τέσσερις µηχανές, που
κάνανε φωτογραφική κατασκοπεία στην αγορά. Τον ρώτησα γιατί δεν
υπάρχει κάποια πινακίδα που να λέει ότι απαγορεύεται η φωτογράφηση.
Αυτό τον έκανε να αναστενάξει βαθιά και να µου πει ότι δεν είμαι
καθόλου συνεργάσιμος.
Του είπα ότι µόνο αν χρησιμοποιήσει βία θα πάρει τη φωτογραφική
µηχανή και ότι µαζί µε τη µηχανή θα µείνω κι εγώ εκεί αποφασισμένος
για όλα. Αναστέναξε γι' άλλη µια φορά βαθιά και κοίταξε τα δάχτυλά του
που ήταν µπλεγμένα µμεταξύ τους εκτός από τους αντίχειρες που τους
στριφογύριζε σε κύκλους µια προς τα µέσα και µια αντίστροφα. Πάνω
από το κεφάλι του µια ζωγραφισμένη αφίσα έδειχνε στρατιώτες µε κλοµπ
στα χέρια να βαράνε τρεις γυναίκες κι έναν άντρα. Κάποτε µου είπε:
«Καταλαβαίνω είστε Έλληνας, δεν ξέρετε τους νόμους και θέλετε να
φύγετε και να µην αφήσετε και τη µηχανή σας εδώ». Τον ρώτησα πόσο
είναι το πρόστιμο για την άγνοια των νόμων ή για την κατασκοπεία.
Πάλι αναστέναξε και µετά από µεγάλη παύση, που εγώ τη γέμισα µε
βλέµµατα τριγύρω στις σκληρές ανακρίσεις που τώρα µου φαίνονταν πιο
πολύ διαπραγματεύσεις, µου δήλωσε: «Δώστε πεντακόσια ζαΐρια και
φύγετε», 'Έβγαλα από την τσέπη µου τριακόσια. Του τα κούνησα
µπροστά του και είπα: «Οκέι;». Ο κοµισάριος αναστέναξε πάλι και είπε µε
τη σιγανή φωνή του «εντάξει». Βγήκα γρήγορα από κει µέσα.
Φοινικόλαδο, φυστικόλαδο, µπίλα, καρπός του φοίνικα, µανιόκο,
λιωμένος καρπός τυλιγμένος σε µπανανόφυλλα, σάκα-σάκα, χόρτο
ψιλοκοµµένο, λιωµένο φυστίκι αράπικο, κοϊόβας, στιφόξυνα µικρά
φρούτα.
Μπροστά µου οι υπόνομοι χωρίζουνε, ακολουθώ το δεξιό. Μικροί πάγκοι
µε δεκάδες πήλινα βαζάκια γεμάτα διάφορα περίεργα πραγματάκια. Στο
ένα έχει νύχια ανθρώπων, στο άλλο δόντια άγριων ζώων, νύχια πουλιών,
φτερά, δόντια φιδιών, ξεραμένους σκορπιούς, ξασπρισμένα καύκαλα
πουλιών, γύπα, αετού, νύχια λεοπάρδαλης, αγριόγατας, γκαζέλας,
νεκροκεφαλές πιθήκων, ταριχευµένα κεφάλια πουλιών, ζώων,
σµικρυµένα ανθρώπινα κεφάλια, δέρματα λεοπάρδαλης, κοµµάτια από
τη μουσούδα της, φιδοδέρµατα, τρίχες από ουρά ελέφαντα, άλλα χύµα κι
άλλα φτιαγμένα φυλαχτά. Σε µικρά εμαγιέ πιατάκια κοµµάτια ξύλου
από µπαοµπάµπ, κλαδιά, φλοιός, ρίζες, ξεραμένα φυτά, λουλουδάκια
παράξενα, δηλητήρια και θεριακές, χώμα µε όλα τα χρώματα και όλες τις
αποχρώσεις του κόσμου, κοκκινωπό, κιτρινωπό, καφέ, µαύρο, πέτρες
πορώδεις µε στίγματα γαλάζια και πράσινα, χάντρες, θαλασσινά
κοχυλάκια, µικρά παράξενα σφαιρικά, όλα τακτοποιημένα κατά είδος.
Κοίταξα τους ανθρώπους που κάθονταν πίσω από τους πάγκους και ήταν
οι µόνοι που δε φώναζαν για να πουλήσουνε κι ούτε καν
ενδιαφερόντουσαν για µένα. Ένας γέρος µε κάτασπρα µακριά µαλλιά µε
κοίταξε βαριεστηµένα. Κόκκινες φλεβίτσες αυλάκωναν το άσπρο του
µατιού κάνοντας αντίθεση στο µαύρο πρόσωπο και τα άσπρα κατσαρά
µαλλιά. Μάσκα αιλουροειδούς. Στο µπράτσο του διέκρινα ένα κίτρινο
τατουάζ, µια λεοπάρδαλη µε ανοιχτά σαγόνια και δόντια που έσταζαν
αίμα. Ταμπέλες µπροστά στις αμίλητες γυναίκες µε τα ανεξιχνίαστα
πρόσωπα και τα µαγνητικά βλέµµατα πληροφορούσαν ότι πρόκειται για
τηλεπαθητικές χειρομάντισσες, οραματίστριες. Κάποιος κρατούσε
το χέρι ενός στρατιωτικού, γύρω µαζεύτηκε κόσμος να παρακολουθήσει.
Στέκονταν κι οι δυο όρθιοι. Ο µάντης µιλούσε γρήγορα και κοφτά, στο
στόμα µαζεµένο σάλιο και η φωνή έβγαινε υγρή, πλαδαρή, παχιά, έρρινη.
Πότε πότε έριχνε µατιές στο χέρι που κράταγε και αμέσως ανέβαζε το
βλέµµα στα µάτια του νεαρού στρατιωτικού, που τον κοίταζε µε
επιφύλαξη. Οι άνθρωποι που είχαν µαζευτεί για να παρακολουθήσουν
και ν' ακούσουνε δείχνανε φόβο. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε όμως ο
τρόπος του µάντη τους υπέβαλε, το έβλεπες στα πρόσωπα όλων.
Έφυγα από κει και συνέχισα την περιπλάνηση µες στους σωρούς από τα
καµµένα κουφάρια των πιθήκων και στην µπόχα απ' τα καρβουνιασμένα
ψάρια κι ακολούθησα τον πρώτο υπόνομο που βρήκα µπροστά µου.
Βγήκα σ' ένα µικρό πλάτωμα σκεπασμένο µε τσίγκους που σχηματίζανε
µια στοά. Προχώρησα µέσα από τα χέρια των πωλητών που µε τράβαγαν
πότε από δω και πότε από κει.
Δε µου είχε ξανατύχει να µε αποκαλούν και µάλιστα τόσες φορές,
αφεντικό. «Αφεντικό, από µένα θα ψωνίσεις», «όχι, από µένα», «πουλάω
πιο φτηνά εγώ», «αφεντικό, σε µένα θα πάρεις το καλύτερο πράγμα» ...
Εδώ, το σκηνικό αλλάζει κατά πολύ. Εδώ ήτανε η τέχνη, η αφρικάνικη
τέχνη. Εκατοντάδες πίνακες ζωγραφισμένοι µε λάδι ή µε σκόνες ή
ακρυλικά χρώματα, σκηνές αγροτικές, γυναίκες µε γυμνά στήθια
μεταφέρουνε εξωτικούς καρπούς, ανανάδες, µορφές γέρων µε
τσιµπούκια, πινελιές ανάκατες ή καλοσχηµατισµένες µορφές.
Παραδίπλα κλουβιά µε ζώα, τσακάλια, αλεπούδες, αγριόσκυλα,
µπαµπουίνοι, µαϊµούδες κοκκινοκώλες, παπαγάλοι µε κόκκινες ουρές,
άσπροι αγιούπες, µαραµπού.
Πέτρες και πετράδια, ονειρικά πλασμένα από αγγίγματα χερουβείµ
παιχνιδίζουν στα µάτια, θαμπώνουν την όραση, γαργαλάνε το µυαλό και
δημιουργούνε χαυνωτικές παραισθήσεις, τέτοιες που ο Λήρυ µόνο στα
µανιτάρια και στις παρενέργειές τους αναγνωρίζει. Μέσα στις κοµµένες
σε φέτες πέτρες φτιάχνονται σχήματα και νερά που καθώς τα κοιτάζεις
σαλεύουν και κουνιόνται σαν µαλάκια, σαν ζωντανοί αρμονικοί
οργανισμοί. Μαλαχίτης. Γαλαζοπράσινος, γυαλιστερός, σιντεφένιος,
ουράνιος. Δεν τόλμησα να τον αγγίξω. Ελεφαντόδοντα, σκαλισμένα
ολόκληρα µε µικρές µορφές θεών που φτιάχνουνε συµπλέγµατα
περίεργα και καθόλου ερωτικά. Όντα χωρίς φύλλο. Μου ονοµατίσανε
θεότητες της µητρότητας των Μπαντού, των Μπαλούµπα, των Κίβου, των
Πυγµαίων και πολλών άλλων φυλών. Ξύλινες µάσκες µάγων,
ξεκουφιασµένοι κορμοί δέντρων που φτιάχνονται για να µπαίνει το
κεφάλι µέσα κι ένα κέρατο που στήνει στο πάνω µέρος, δυο µικρές τρύπες
για τα µάτια και πανδαισία χρωμάτων και στολίσματος.
Με µικρές αχιβάδες, γουρουνάκια, χάντρες κι άλλα µπιχλιµπίδια. Άλλες
µάσκες από ψάθα, πιο απλές , αλλά πολύ-πολύ όμορφες. Μουσικά
όργανα, έγχορδα που καταλήγουν σε γλυπτά κορμιά και κεφάλια
θεοτήτων. Χελώνες καµωµένες µικρά οργανάκια, αγάλματα σε φυσικό
µέγεθος από ξύλο. Κάποιο παράξενο άσπρο ξύλο που, όπως µου
εξηγήσανε, λαμπυρίζει τη νύχτα σαν διαμάντι στο σκοτάδι. Μαόνι και
έβενος και σιδερόξυλα που είναι ασήκωτα.
Βέλη, τόξα, χτένες από ελεφαντόδοντο, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
πίπες, µικρά αγαλματάκια. Τύμπανα, ακόντια. Το πιο εκπληκτικό, τα
σπαθιά των αρχηγών φυλών που όταν ξεθηκαρώνονται πρέπει να
πέσουν κεφάλια γιατί έτσι είναι το τελετουργικό. Πιο πέρα, ζυγίζανε
τέσσερα ελεφαντόδοντα πελώρια που το καθένα πήγαινε γύρω στα είκοσι
κιλά. Παραδίπλα µια µικρή φασαρία.
Φωνές «Μογίµπι, µογίµπι». Κάποιοι στρατιώτες που τρέχουνε βιαστικοί,
ένας άνθρωπος πεσμένος κάτω, τα µυαλά του χυμένα πάνω στο
µαυροκίτρινο χώµα. Του είχαν ανοίξει το κεφάλι µε τα κλοµπ. Φεύγουνε
σαν να µη συμβαίνει τίποτα. Κάποιες γυναίκες που είχαν απλώσει
λαχανικά εκεί δίπλα, τα µμαζεύουνε γρήγορα και φεύγουνε χωρίς να
κοιτάζουνε το µακρύ κορμί του σκοτωμένου µε τα ψιλόλιγνα µπερδεµένα
πόδια.
Προχωράω κατά µήκος ενός άλλου υπονόμου προσπαθώντας να βρω µια
έξοδο από τον εφιάλτη που ζω. Οι µπανάνες στην τσάντα που κρατάω
έχουνε γίνει ασήκωτες. Βλαστηµάω τον ιδρώτα που κατεβαίνει στα µάτια
και µε τσούζει. Η µπόχα και η ζέστη, οι µυρωδιές από την τσίκνα, η
δυστυχία και ο θάνατος µε κάνουν να τρεκλίζω. Μοναδική σκέψη µου να
βρω το δρόμο και να φύγω από κει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι φωνές
έχουν αγριέψει στ' αφτιά µου. Ιδρωμένα πρόσωπα µε χαλασμένα δόντια,
µάτια κόκκινα, χέρια που κουνάνε πράγματα µπροστά µου. Βλέπω κάτι
σαν µικρό πέρασμα πάνω από έναν υπόνομο και πηδάω. Στη γραµµή
κάθονται γέρικες φιγούρες, σκυφτές, τυλιγμένες µε βρόμικα υφάσματα.
Κοκαλιάρικα πόδια φαίνονται κάτω από το πανί, πεταχτά γόνατα.
Κατουρηµένοι, κάθονται εκεί σαν εφιαλτικά πουλιά και περιμένουν το
θάνατο. Ανήμποροι από πείνα και γερατειά να κάνουν οτιδήποτε, ακόμα
και ν' απλώσουνε το χέρι και να ζητιανέψουν, σκεπαστήκανε και
κόβοντας κάθε επικοινωνία µε τον κόσμο περιμένουνε το τέλος.
Γύρισα στο Ρεζιντάνς Σαβόι, ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, κλείδωσα την
πόρτα κι έπεσα εξουθενωμένος σε µια καρέκλα.
«Μπανάνες θα 'ναι δύσκολο ν' αγοράζω» σκέφτηκα.
ΕΞΙ

Κυριακή ήταν η πορεία για το Πολυτεχνείο. Είχα πάει και γω, μαζί µε τη
Μέδουσα. Βρήκαμε την παρέα και κανονίσαμε να κάνουμε πλάκα στους
οργανωμένους.
Όταν ξεκίνησε η πορεία εμείς κάναμε δικό µας µπλοκ µε δικά µας
συνθήματα «ένα δύο τρία γαµιέται η εξουσία», «εσείς µπάτσοι, εμείς
Απάτσι» και άλλα τέτοια. Στην πλατεία Συντάγµατος σπάσανε τις
βιτρίνες στη Σάουθ Άφρικαν Έργουεϊς και µετά µπροστά στο Χίλτον
έγινε η µεγάλη πλάκα. Μερικοί πήγανε στην τζαμαρία της καφετέριας
και κοροϊδεύανε αυτούς που καθόντουσαν µέσα και κοιτάζανε σαν
βλάκες και κάποια στιγμή πεταχτήκανε πέτρες κι αυτοί µέσα χεσµένοι
αρχίσανε να τσιρίζουνε και να φωνάζουνε «σώστε µας», χοντροί µε
προγούλια, κυράδες µε γούνες βιζόν, σκυλάκια, γκαρσόνια µε παπιγιόν,
ένας κόσμος λιπαρός και αστείος. Και τότε, κάποιος έριξε µια µολότωφ κι
έκανε ένα εκπληκτικό ΜΠΑΜ, πήρανε τα τραπεζομάντιλα φωτιά και οι
κυρίες βγήκανε κάτω απ' τα τραπέζια, τα σκυλάκια γαβγίζανε και
γινότανε το σώσε. Έπεσε πολύ γέλιο. Κι εκεί στα επεισόδια είδα ένα
φανταστικό γκόµενο. Στεκότανε µόνος µέσα στον κόσμο σαν µια
Μυστηριώδης Νήσος. Είχε πολύ µακριά ίσια και κατακόκκινα
µαλλιά κι ένα παχύ φουσκωτό µουστάκι. Κι όπως έστεκε ντούρος και
στητός φάνταζε σαν ήρωας της επανάστασης ζωσµένος µ' άρµατα και
φυσεκλίκια, λεβέντης, επαναστάτης, οπλαρχηγός. Θαµπώθηκα ... Το είπα
στη Μέδουσα κι εκείνη ήθελε να πάει να του µιλήσει, να του πει, η φίλη
µου το και το. Αλλά εκείνη τη στιγμή έπεσε η µολότωφ κι ο κόσμος άρχισε
να σκορπίζει και πάει, τον έχασα.
Αυτά γίνανε νωρίς, το βράδυ όμως τα γέλια µας βγήκανε ξινά. Στην
πλατεία τη νύχτα οι µπάτσοι πυροβολήσανε έναν πιτσιρικά και πάει,
χάλασε το κέφι.
Στη διαδρομή για την αμερικάνικη πρεσβεία, ξέχασα να σου πω, κάτι
τύποι σπάγανε βιτρίνες σε κάποια µικρά κοσµηµατοπωλεία κι αρπάζανε
σκουλαρίκια, δαχτυλιδάκια, εκείνα τα µικρά ξέρεις του πεντακοσάρικου,
κάτι κολιεδάκια, τους την πέσαµε λοιπόν µε τη Μέδουσα, καλά, τι είναι
αυτά και πώς την είδατε έτσι και τα λοιπά, αλλά αυτοί δε µας δώσανε
σημασία. Σε µια στιγμή γύρισε ο ένας και µου είπε: «Δε βλέπεις τι
κάνουμε, µωρό µου, απαλλοτριώνουµε τις ιδιοκτησίες, µήπως νιώθεις και
συ ιδιοκτήτρια;».
Μου την έσπασε χοντρά ο µαλάκας, απαλλοτριώνει τις ιδιοκτησίες των
άλλων για να γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ποιος ξέρει σε ποιες κατίνες των
πέρα συνοικιών θα χάρισε τα δαχτυλιδάκια για να γαµήσει το άτομο.
Αισθάνομαι µόνη, τραγικά, χαζά, κουφά κι ανίερα µόνη. Το ξέρω ότι δε θα
'ναι για καιρό κι όμως αυτή η αίσθηση της µοναξιάς γεννάει τη βαρεμάρα
που µε δέρνει και βαριέμαι, βαριέµαι, βαριέµαι ...
Πάει καιρός που δεν έχω νιώσει µε κάποιον τρυφερά. Γουστάρω να
χαϊδευτώ και να χαϊδέψω ένα κορμί ανθρώπινο. Να νιώσω τις καμπύλες,
τα εξογκώματα και τα βαθουλώματα κάποιου άλλου. Το δικό µου κορμί
έχω βαρεθεί να το χαϊδεύω µε τις ώρες. Είναι κι αυτή η ζεστασιά του
άλλου που µου λείπει κι όπως γράφω ψηλαφίζοµαι και νιώθω το µουνί
µου φουσκωμένο και υγρό. Γαµώτο. Τα στήθια µου µε πονάνε, οι ρώγες
τεντωμένες, στητές σημαδεύουνε όλους τους άντρες.
Τώρα τελευταία έχω βρει κάτι κόλπα και κάνω στο µουνί µου για να
ξεθυμαίνω λιγάκι. Την πρώτη φορά, εκεί που τραβούσα µαλακία στο
κρεβάτι, µου ήρθε και σηκώθηκα, πήρα το βερνίκι για τα νύχια και έβαλα
το µπουκαλάκι ολόκληρο µέσα στο µουνί µου. Φαίνεται ότι δεν είχε
κλείσει καλά και χύθηκε λίγο. Τρελάθηκα από το κάψιμο όλη τη νύχτα.
Τις προάλλες έβαλα ένα ολόκληρο σπρέι µε αποσμητικό ενώ τραβούσα
µαλακία. Μου φαίνεται ότι τελικά θα χώσω µέσα µου όλα τα αντικείμενα
που έχω στο σπίτι.
Η κάβλα µ' έχει τρελάνει, είναι γεγονός.
ΕΠΤΑ

Η ανάμνηση του κορμιού σου ματώνει το μυαλό μου. Στα χέρια


μου φτερουγίζουνε μνήμες από το άγγιγμα του στήθους σου. Τα
μάτια μου τσούζουνε από το επίμονο σφίξιμο με την προσμονή της
εικόνας σου που μια έρχεται στο σκοτάδι των σφαλισμένων ματιών
και μια φεύγει και χάνεται σαν σταθμός ραδιοφωνικός στα υπερβραχέα.
Σήμερα έκανα έρωτα με το φάσμα σου. Την προβολή του ερωτευμένου
μυαλού μου και του φλογισμένου κορμιού μου τη στέλνω σ' εσένα ν'
αγκαλιαστείς μαζί και, κάποια στιγμή, που θα σφίξεις τα πόδια σου,
ψηλά, στο πορφυρένιο σου στολίδι, εκεί που σμίξαμε κι ενωθήκαμε
αιώνια, θα νιώσεις την πνοή μου να σε διαπερνάει, την ψυχή μου να σ'
αγγίζει, το σπέρμα μου να σε καίει, το στόμα μου στα χείλη σου να σε
ρουφάει. Στο μυαλό μου έχω υλικό υπέροχο, τις στιγμές που ζήσαμε μαζί,
για να μπορέσω ν' αντισταθώ στη λήθη.

Ο δρόμος κάτω από το σπίτι ακίνητος. Η μοναξιά και η ερήμωση της


ψυχής, το αίσθημα της απώλειας είναι οι μόνιμες γεύσεις μου. Ακροβατώ
σε περιπάτους σκέψεων με ισορροπίες που κάθε λίγο χάνονται και τότε
με πιάνει ναυτία και ίλιγγος, ζαλίζομαι, γέρνω να σωριαστώ σε πηγάδια
του μυαλού πελώρια, σε βάθη απροσμέτρητα, στα έγκατα της
εγκατάλειψης του υπερβατικού μου εγώ που μπορεί τη μια στιγμή να
υπάρχει και την επόμενη, με την ίδια ευκολία να εξαφανιστεί μπαίνοντας
στον αριστερόστροφο κοχλία που οδηγεί στο λαβύρινθο της τρέλας και
της παράκρουσης, της ανυπαρξίας.
Σ' αυτό το λαμπρό ανάκτορο όπου ο ανθρώπινος νους μέσα από
το λόγο και τη γλώσσα κρατιέται μ' αόρατα νήματα στον τόπο της
λογικής. Και σκέφτομαι και λέω: αν αφαιρέσω όλα τα σύμφωνα
από τη γλώσσα αυτή που τώρα μιλάω, ξαφνικά θα καταρρεύσει
το γλωσσικό οικοδόμημα και θ' αρχίσω να ψελλίζω στην αρχή, κάπως
έτσι, α α α ω α ε α η ε η η α ε αι ω ω ω υ η α αήεια και νόημα δε θα βγαίνει,
κανείς δε θα με καταλαβαίνει και θα κλείσω τελεσίδικα αυτό το
ρημαδιασμένο στόμα μου, και τότε, θα χωθώ όπως η στρουθοκάμηλος με
το κεφάλι στην άμμο για να κρύψω τη δυσμορφία του μυαλού μου, το
άλεσμα της γλώσσας και το ροκάνισμα της λογικής και της σκέψης.

Δύο η ώρα το μεσημέρι κι ακούω δυνατές φωνές. Βγαίνω στη βεράντα και
βλέπω κάτω το δρόμο να παίρνει φωτιά. Έντεκα μαύροι όλων των ηλικιών
τραβιούνται, φωνάζουνε, χειρονομούνε.
Ανάμεσά τους δεκάχρονοι πιτσιρίκοι που τις τελευταίες μέρες
μαζευτήκανε και φτιάξανε μια συμμορία βραχύζωη, απ' αυτές που εδώ
φτιάχνονται και διαλύονται συνέχεια. Έχουνε πιάσει κάποιον πιτσιρικά,
τον σπρώχνουν, τον αγριεύουνε, του ρίχνουνε και λίγες σφαλιάρες και
τελικά του παίρνουνε τα λίγα χρήματα που κρατάει. Απελπισμένος ο
μικρός πάει λίγο πιο πέρα χωρίς να φεύγει, βάζει τα κλάματα, ουρλιάζει
και ορμάει μικρός κι ανήμπορος να πάρει τα λεφτά του πίσω, ενώ οι
μεγάλοι πέφτουνε πάνω του και τον χτυπάνε. Ο αρχηγός, αυτός που
άρπαξε τα χρήματα από το μικρό, στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι γιατί το
ένα του πόδι είναι ατροφικό και μόλις που φτάνει στο γόνατο του άλλου
του ποδιού. Με το μεγάλο στρογγυλό ξύλο αρχίζει να χτυπάει το παιδί
που οι άλλοι έχουν ρίξει κάτω. Το χτυπάει παντού, στο σώμα, στο κεφάλι,
στα πόδια, με λύσσα, ενώ κάνει ισορροπία για να κρατηθεί στο ένα του
πόδι. Η σκηνή κρατάει ώρα πολλή. Κάποτε, αφήνουνε το μικρό που
σηκώνεται κλαίγοντας, γεμάτος αίματα και ουρλιάζει να του δώσουν τα
λεφτά του. Τον ξαναπιάνουνε, τον κρατάνε κι ο αρχηγός της συμμορίας
τον βαράει στο κεφάλι με το χοντρό μπαστούνι. Ξανά και ξανά η ίδια
εικόνα. Κάποια στιγμή μπαίνει στη φασαρία ο ένας από τους δύο
λούστρους από την Αγκόλα που κάθονται στη γωνία κάτω από τη μεγάλη
μανγκιά και γυαλίζουνε παπούτσια. Τους λέει να δώσουν τα λεφτά στο
μικρό και να τα μαζέψουν αυτός και η παρέα του και να φύγουν απ' τη
γειτονιά. Ο ανάπηρος αρχηγός του γελάει κατάμουτρα. «Άντε να
γυαλίσεις κανένα παπούτσι, βρομοαγκολέζε». Από απέναντι, κάτω από
την μανγκιά σηκώνεται ο άλλος, ο νεότερος αγκολέζος λούστρος, πετάει
μακριά ένα ζευγάρι παπούτσια που διόρθωνε κι ορμάει σαν βέλος πάνω
στον αρχηγό που εντωμεταξύ έχει καθίσει σε μια μεγάλη πέτρα κι
εξακολουθεί να χτυπάει με το μπαστούνι το μικρό που είναι πεσμένος
στα πόδια του και ξεφωνίζει. Ο νεαρός Aγκολέζος αρπάζει από κάτω ένα
σπασμένο μπουκάλι και με κινήσεις αιλουροειδούς, μέσα σε
δευτερόλεπτα, καταφέρνει αυτό που δε θα μπορούσε κανείς να ανταστεί.
Ξάπλωσε κάτω οκτώ από τα μέλη της συμμορίας που, με ανοιγμένα
κεφάλια, ικέτευαν το μαύρο πάνθηρα να τους λυπηθεί.

Πρέπει, επιτέλους, να κάνω κάτι για να φύγω απ' αυτή την


αναθεματισμένη πόλη.
Από ψηλά, κοιτάζω τα κεφάλια των ανθρώπων κι από κάτω τα δυο πόδια
που κινούνται σαν ψαλίδι που ανοιγοκλείνει. Η οπτική, από ψηλά,
εξαπάτηση πρέπει να διορθώνεται με τη φαντασία. Α, αυτός έχει και
κορμό κι όχι μόνο κεφάλι και πόδια και κοιτάζω πάλι μακριά μέχρι εκεί
που φτάνει το μάτι. Λίγο ποτάμι, ένα νησί με φοίνικες, τα κτίρια στην
απέναντι πόλη, Μπραζαβίλ, κάποιο που σπινθηρίζει εκτυφλωτικά στον
ήλιο, μπροστά μου και δεξιά κτίρια, κτίρια, κτίρια που βαδίζουνε
καταπάνω μου. Άλλα γίγαντες, άλλα νάνοι. Δίπλα, στη λεωφόρο, οι
στρατιώτες σπρώχνουνε καμιά δεκαπενταριά ανθρώπους δεμένους,
μεταξύ τους με σκοινιά, εκείνοι σκοντάφτουνε , πέφτουνε και οι
στρατιώτες τους χτυπάνε με τα όπλα για να σηκωθούνε.
ΟΚΤΩ

Οι βραδιές είναι γεμάτες βροχή. Κάνει και ψύχρα. Οι βρεγμένοι


δρόμοι αντανακλούν τα πολύχρωμα νέον φώτα και στη γλίτσα της
ασφάλτου λαμπυρίζουνε ιριδισμοί και ανταύγειες. Πού και πού
λακκούβες με μαζεμένα νερά ταράζονται και τρεμουλιάζουνε από
τις σταγόνες της βροχής χωρίς να φανερώνουν συγκεκριμένα σχήματα
πέρα από άμορφα καθρεφτίσματα που δημιουργούνται από τα φώτα. Η
μοναξιά των καλοκλεισμένων και θαμπωμένων από ανθρώπινες ανάσες,
αυτοκινήτων που περνούν με βαλσαμωμένες σκιές ανθρώπων μέσα τους,
με απαλούς ήχους καλολαδωμένων μηχανών και μικρά συννεφάκια
καμμένης βενζίνης που βγαίνει στο πίσω μέρος και νωχελικά ανεβαίνει
ψηλά και χάνεται. Θόρυβος από κομμένη εξάτμιση βαριάς μηχανής που
μαρσάρει.
Έχω αφήσει στο σπίτι το γάτο χωρίς φαΐ εδώ και δυο μέρες.
Θα 'χει χέσει το σύμπαν. Κι όμως δε θέλω να γυρίσω σπίτι. Η μοναξιά μού
τη δίνει. Νιώθω να τρελαίνομαι στην ιδέα να βρεθώ μέσα στο μικρό
δωμάτιο με τους ηλίθιους ήχους που βγαίνουνε κούφια και ασυνάρτητα
από τα διπλανά, πάνω και κάτω διαμερίσματα και περνάνε τα
κακοφτιαγμένα ντουβάρια και προσγειώνονται στ' αφτιά μου. Αχ, ναι τ'
αφτιά μου, ξέρεις σου το 'πα, είμαι ενθουσιασμένη με τ' αφτιά μου, έχω
ανοίξει πολλές τρύπες και στα δυο μου αφτιά και φοράω ένα σωρό
σκουλαρίκια.
Λέω να πάω στην πλατεία, στη φωτιά, να δω κανένα γνωστό, όμως βρέχει
και μου τη σπάει η ιδέα να στηθώ με τις ώρες μέσα στη βροχή μόνο και
μόνο για να πω δυο κουβέντες με κάποιον άνθρωπο. Κι αυτή η μαλάκω η
Χαρά πήγε κι έμπλεξε στα άσπρα κι αναγκάστηκε ν' αφήσει το σπίτι της
και να τρέχει στα Χανιά. Χειμωνιάτικα. Τι ιστορία κι αυτή. Αν πήγαινα
στο Εναλλάξ ή στο Μπλούσποτ ή στο Τραμ ή στο 51; ή; τους βαριέμαι
όλους αυτούς τους μαλάκες που την πέφτουνε για να γαμήσουνε κι άμα
πεις όχι σου λένε «γιατί είσαι κολλημένη, μωρό μου ... ». Α, ναι, η Χαρά
και η μαλακία που πήγε κι έκανε. Ήθελε να μάθει φωτογραφία και τ'
αποφάσισε σοβαρά. Βρήκε και κάποιον, μέσω του Σταύρου, που πούλαγε
τη μηχανή του, μια Κάνον με τρεις φακούς, και σκοτεινό θάλαμο,
ευκαιρία μεγάλη γιατί ο τύπος πρεζάκι, χοντρά χωμένος στην πρέζα, τα
λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο. Της ζήτησε λοιπόν πρέζα και όχι λεφτά,
αξίας γύρω στις είκοσι χιλιάδες, δηλαδή τζάμπα. Όμως η Χαρά δεν είχε
ιδέα απ' αυτά τα κυκλώματα, πήρε τα είκοσι χιλιάρικα δανεικά από το
Σταύρο γιατί ήτανε μεγάλη ευκαιρία και πού θα την ξανάβρισκε και μετά
πήγε στην Καστέλα, στη Στέφι τη Γερμανίδα που είναι χωμένη στ' άσπρα
και την παρακάλεσε να της βρει εκείνη. Της έδωσε τα λεφτά και περίμενε.
Πράγματι, η Στέφι της βρήκε άσπρη, πήρε μάλιστα και το ποσοστό της
για την εξυπηρέτηση γιατί ήτανε νταγκλαρισμένη καιρό κι έφυγε. Ο
Ορέστης που εξέτασε τη σκόνη το βράδυ, όμως, αποφάνθηκε ότι
πρόκειται για χοντρή μάπα, δηλαδή άσπρη κομμένη με χάπια και δεν
κάνει τίποτα. Η Χαρά φλίπαρε χοντρά.
Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο το πρεζάκι που πούλαγε τα
φωτογραφικά και της απαντάει κάποιος άλλος. Τελικά, με τα πολλά,
βγαίνει ότι είναι μπάτσος που περιμένει στο σπίτι για να συλλάβει
πιθανές διασυνδέσεις του τυπά που τον έχουνε πιάσει το ίδιο πρωί. Η
Χαρά ξαναφλιπάρει κι αυτή τη φορά πιο χοντρά.
Βρίσκεται με πρέζα που είναι και μπαλαμούτι, αγορασμένη με δανεικά
λεφτά που πρέπει να τα δώσει πίσω. Να, το σάλτο ... Πάει ξανά στο
Σταύρο και με κλάματα του λέει το και το. Εκείνος της φέρνεται καλά και
της λέει: «Εντάξει κορίτσι μου, δε χάθηκε ο κόσμος, τη ζημιά θα τη
χρεωθώ εγώ». Αυτή την πιάνει το φιλότιμο και του ξεκαθαρίζει ότι θα
κόψει τον κώλο της αλλά τα λεφτά θα του τα δώσει οπωσδήποτε. Έρχεται
κι ο Ορέστης και με τα πολλά και με τις στενοχώριες αποφασίζουνε να
βάλουνε κάτω την πρέζα και να την πιούνε. Κι έτσι και γίνεται.

Ο Ηλίας γύρισε προχτές από Συρία. Τον είδα στο σπίτι του Ορέστη που
είχανε πέσει πάνω του όλοι να τον φάνε γιατί έφερε, λέει, μαζί του μόνο
μαύρο και δεν έφερε κανένα μισόκιλο άσπρη να τα κονομήσουνε όλοι
χοντρά. Ο Ηλίας έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι του λένε και τους
κοίταζε χαζά. Έφυγε ξανά γρήγορα, γι' Άμστερνταμ. Έχει σκοπό, μετά,
να πάει στο Θιβέτ.
ΕΝΝΙΑ

Καίγομαι, φλέγομαι, πυρπολούμαι, γίνομαι παρανάλωμα και τα


μάτια σου με κοιτάζουνε, με βλέπουνε, με χαϊδεύουνε, μου μιλάνε,
με μαγεύουνε. Νιώθω υπνωτισμένος, νιώθω υποταγμένος, νιώθω
δικός σου, αισθάνομαι το παραλήρημα της κοσμικής ευωχίας, την
παράκρουση του αλαφροΐσκιωτου στο χαώδες κατώφλι της τρέλας. Η
ομορφιά σου με μεθάει, με συντρίβει, με ανεβάζει σε ύψη
απροσμέτρητα, με θαμπώνει, με εξαγνίζει, με αναστατώνει.
Τα μάτια σου με κοιτάζουνε, αυγή στην άκρη του κόσμου, μοναδική
οπτασία που ακριβοπερίμενα από χιλιάδες χρόνια, ψαχουλεύοντας στο
ρόδινο φως το ζευγάρωμά μας. Στο στόμα σου ήχοι απόκρυφοι κι
αμετάφραστοι, στέμμα από φως στο κεφάλι σου, η διαφάνεια στο δέρμα
σου, τα στήθια σου που τρεμουλιάζουνε, οι ρώγες σου που μεγαλώνουνε
και μ' ερεθίζουνε, η στιλπνότητα της κοιλιάς σου μέχρι εκεί που βλέπω με
χαυνώνει, τα χείλη σου που κλαυθμηρίζουνε μικρούς ευτυχισμένους
στεναγμούς, τα χέρια σου που έχουν χωθεί στα πλευρά μου κι έχουμε
γίνει ένα.

Με καλέσανε σ' ένα σπίτι. Γλέντι ελληνικό. Κάτω από μανγκιές,


ιβίσκους και ακακίες με μπλε λουλούδια. Τσιτσάνης, Μπέλλου,
τσιφτετέλι. Το τραπέζι γεμάτο ποτά και μπίρες, δίπλα οι μαύροι
υπηρέτες ψήνανε σουβλιστά αρνίσια κεφαλάκια και τ' ανοίγανε στη μέση
για να μας τα σερβίρουνε. Ουίσκι με κεφαλάκι αρνίσιο. Ελληνικά
πράγματα. Μυαλά αρνίσια και Μαρτέλ ή Γκραν Μαρνιέ. Νεαροί πυγμαίοι
σκαρφαλώνανε στα πελώρια δέντρα και μας κατεβάζανε μάνγκος και
παπάγιας.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε ένας άντρας με μάτι αετίσιο, ασπρομάλλης με
κινήσεις άβολες και νευρικές, με χέρια μακριά που τα κουνούσε σαν να
'θελε να τ' αγκαλιάσει όλα και όλους και μίλησε με φωνή βροντερή.
«Είμαστε εκμεταλλευτές, ρε. Κι εγώ μαζί σας. Έχουμε έρθει σ' αυτή τη
χώρα, βάλαμε τους ντόπιους να δουλεύουνε για μας και τους παίρνουμε
και τη γύρη απ' το στόμα». Είχε αρχίσει να τρεκλίζει και να ρετάρει ενώ με
μια κίνηση αναποδογύρισε το ποτήρι του στο τραπέζι. «Εσύ», γύρισε σε
κάποιον δεξιά του, «δάσκαλος ήσουνα κι ήρθες εδώ να διδάξεις τα
ελληνόπουλα γλώσσα. Και τι έκανες; Στην Μπούνια, σ' αυτή την
πανέμορφη μικρή πόλη, την Ελλάδα του Βορρά, πήγες κι έφτιαξες
λιοτρίβια και τον καρπό του φοίνικα που τον μάζευες τσάμπα τον έκανες
ελιά και θησαύρισες».
Γέμισε το ποτήρι του, ενώ οι υπηρέτες σέρβιραν τα τελευταία ποτά κι
άνοιγαν τα τελευταία κεφαλάκια. Έδειξε τους υπηρέτες. «Αυτούς εδώ,
τους λέμε κάφουρες, πιθήκια, σκούρους μεταξύ μας, συνθηματικά. Και
τους στρατηγούς και τη χούντα που τους γλείφουμε, τους λέμε "οι
Μεγάλοι Μαύροι", τέτοιοι είμαστε. Εσύ», γύρισε στον άλλο που καθότανε
αριστερά του, «Παναγιώτη, πληρώνεις στους στρατιώτες ματαμπίς κάθε
μήνα, για να κρατάνε στη φυλακή εκείνο το φουκαρά που πήγε τάχα να
σκοτώσει τη γυναίκα σου. Κι αυτοί οι δύστυχοι έρχονται και μου ζητάνε
λεφτά για τη γυναίκα τους που πεθαίνει, για το παιδί τους που το
χτύπησε αρρώστια βαριά, για κάποιον πατέρα που έχει ανάγκη και γω
κάνω ότι δεν ακούω, δε δίνω δεκάρα ποτέ, γιατί;;; Γιατί ακόμα κι αλήθεια
να είναι, που τις περισσότερες φορές λένε ψέματα, δε δίνω, όπως κι όλοι
εσείς άλλωστε - συμφωνία κυρίων - γιατί άμα δώσω, την άλλη στιγμή θα
μου έρθουνε χίλιοι να τους δώσω κι εκεινών ... ».
Μίλαγε, τρέκλιζε, από τα μάτια του τρέχανε δάκρυα και μάζευε τ'
αποπίματα από τα μισοαδειασμένα ποτήρια με την μπίρα, το κονιάκ και
το ουίσκι και τα άδειαζε με μια κίνηση. Στο τέλος άρχισε να πετάει τα
ρούχα του κι έμεινε τσιτσίδι κι ενώ οι καλεσμένοι σοκαρισμένοι αρχίσανε
να φεύγουνε με τις γυναίκες τους, έβαλε μια μεγάλη φωνή «Είμαστε
καθάρματα, ρε», έφτυσε τη μασέλα του στο πάτωμα προχώρησε προς το
μεγάλο κινέζικο βάζο του σαλονιού και κατούρησε μέσα, ενώ κλαίγοντας
έλεγε «Κωλοκινέζοι ... » και πήγε κι έπεσε μπρούμυτα στον καναπέ. Ο
Κυριάκος, ο οικοδεσπότης μας, έψαχνε τους δίσκους του και φώναζε στον
κόσμο που έφευγε «Δέκα κασόνια μπίρες αδειάσαμε, συν τέσσερις
δανεικές, συν οχτώ μπουκάλια ουίσκι, έξι κονιάκ και φάγαμε είκοσι
τέσσερα κεφαλάκια ... ». Κι έβαλε στο πικάπ έναν παλιό δίσκο: «Επέσατε
θύματα αδέλφια εσείς σε άνιση μάχη κι αγώνα ... »

Την άλλη μέρα στις λασπογειτονιές της Ματέτε πήγα να επισκεφτώ τον
παράξενο αυτόν άνθρωπο. Τα κουνούπια, οι κατσαρίδες κι η βρόμα είχανε
στήσει σ' αυτή τη γειτονιά το μεγάλο τους βασίλειο.
Μάλλον χάρηκε που με είδε.
«Κάτσε, εδώ κοντά μου, να τακτοποιήσω τις δουλειές και να τα λέμε
κιόλας, έχεις ντόμπρα μάτια και βλέμμα που κοιτάει στα ίσια. Έλα, Σέτο»,
φώναξε σ' ένα μηχανικό που ήταν ξαπλωμένος κάτω από το παλιό
φορτηγό ΜΑΝ, «κοίτα και το ντιστριμπιτέρ, εσύ, Αλφόνς, πήδα πάνω
στην καρότσα και μάζεψε το μουσαμά, Ζεφυρέν, πήγαινε να γεμίσεις τα
βαρέλια με τα καύσιμα ... ». Ήτανε οι οδηγοί των αυτοκινήτων, οι
άνθρωποι που έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια στο εσωτερικό. Τους είχε
χρόνια κοντά του, μερικοί μίλαγαν και λίγα ελληνικά, «Φατού, πέσα καφέ
μόκο πουρ μεσιέ ... ».
Μίλαγε ταυτόχρονα σε όλους και σε όλες γύρω του και γύρισε και
σε μένα να με ρωτήσει πώς πίνω τον καφέ.
Η Φατού μου έκανε καφέ. Ένας πίθηκος που ήταν σκαρφαλωμένος στη
σκεπή του φορτηγού, μ' ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα μου και μου έπιασε το
μούσι και μου τράβαγε απαλά τις τρίχες και τις κοίταζε με προσοχή. Μετά
μου πήρε το χέρι, το κράτησε στο δικό του και παρατηρούσε τις αυλακιές
και τη δομή του δέρματος κάνοντας συγκρίσεις με το δικό του δέρμα.
Το σπίτι ήταν γεμάτο παπαγάλους που έβριζαν σε λινγκάλα και στα
ελληνικά και φτεροκοπούσαν γύρω μας καθώς κάναμε την κουβέντα
αυτή με τα διαλείμματα. «Λοιπόν» με ρώτησε «τι σε φέρνει στο σπίτι του
χειρότερου μέλους της αξιοτίμου κοινότητας των Ελλήνων»
«Θέλω να 'ρθω μαζί σου στο Δάσος» του είπα γρήγορα. Με κοίταξε για
μια στιγμή και μου είπε ότι είναι κομμάτι δύσκολο.
«Πρέπει να πάρεις βίζα για το εσωτερικό. Θα βάλουμε κάποιους δικούς
μου ανθρώπους να το κανονίσουνε. Τα πράγματα είναι δύσκολα στα
περάσματα και στο Κολουέζι γίνεται έλεγχος, φοβούνται εδώ διάφορα,
είναι η χούντα, βλέπεις, οι Αμερικάνοι, οι Βέλγοι, οι Γάλλοι, τα διαμάντια,
το κοβάλτιο, το ουράνιο, τα πετρέλαια, τα συμφέροντα των
πολυεθνικών ... ιστορίες, ιστορίες ... άστα ... Εκεί έξω, αν μου λείψει κάτι
και δεν το έχω πάρει μαζί μου, πάει, χάθηκα. Και πρώτα πρώτα τ'
αυτοκίνητα που είναι παλιά και σαράβαλα. Κάτι να σπάσει, κάτι να
χαλάσει και να μη διορθώνεται ... Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.
Καύσιμα σε βαρέλια, λοιπόν, ανταλλακτικά για τ' αυτοκίνητα, εργαλεία
για να καθαρίζουμε και ν' ανοίγουμε δρόμο ή να φτιάξουμε μια πρόχειρη
γέφυρα, φάρμακα, τα κατάλληλα ρούχα, τρόφιμα, αλάτι, σπίρτα,
πετρέλαιο φωτιστικό, όπλα, φυσίγγια. Κι οι οδηγοί μου πρέπει να 'ναι
θαρραλέοι, να μη με παρατήσουνε κάποια στιγμή».
Με τον πίθηκο είχαμε γίνει πια φίλοι. Έπαιρνε μπανάνες από ένα μεγάλο
τσαμπί που ήταν δίπλα, τις καθάριζε και μου τις έδινε και κάθε φορά που
δάγκωνα χτύπαγε παλαμάκια. Ο παπαγάλος στον ώμο μου, έλεγε
συνέχεια κάθε φορά που του έδινα να δαγκώσει κι αυτός: Μοκάκο σούα
μοκάκο σούα ...
Τον ρώτησα πόσα χρόνια λείπει από την Ελλάδα.
«Είμαι εδώ τριάντα χρόνια και στην Ευρώπη δεν έχω νιώσει την ανάγκη
να πάω. Ίσως έχω μυρίσει το λησμοβότανο εδώ πέρα, δεν ξέρω, πάντως η
ζωή μου όλη είναι να πηγαίνω εκεί που ακόμα δεν έχω φτάσει ... Εκεί έξω,
στο Δάσος, είναι η δική μου η ζωή, όταν τις πολύ πρωινές ώρες, ακούω το
σφύριγμα του διπτέρυγου του καλογαμιά, όταν η κουφόβραση πυκνώνει
και μου δυσκολεύει την αναπνοή και νιώθω τη βροχή από μακριά που
έρχεται και το δέρμα μου γυαλίζει και κολλάω ολόκληρος, τις νύχτες που
ψήνουμε στη φωτιά τα μικρά αγριογούρουνα ακούγοντας τα νυκτόβια να
σούρνονται, να κρώζουν, ν' αγωνιούν, λίγες στιγμές πριν το θάνατο, εκεί
έξω είναι η ζωή η δικιά μου ... Σιχαίνομαι την πόλη και τους βολεμένους
χαρτοκώληδες λευκούς».

Όλα έχουν στεγνώσει μετά την μπόρα. Στις Σιτέ η ζωή αρχίζει.
Τα μικρά δισκάδικα στις λασπωμένες γειτονιές του Καλάμου ανεβάζουν
την ένταση των ηλεκτρόφωνων μέχρι την παραμόρφωση, τα μπάσα φουλ,
τα πρίμα φουλ. Ρούμπα ξεχύνεται στους δρόμους του Νγκίρι-Νγκίρι. Οι
λαμπτήρες ανάβουνε και σβήνουνε, μπροστά στα μαγαζάκια τα παιδιά
της γειτονιάς μαζεύονται ξεβράκωτα με πεταχτές κοιλίτσες, με κάποιο
ρουχαλάκι μισολιωμένο και κοιτάζουνε τα χρωματιστά εξώφυλλα των
δίσκων με τ' αστέρια της ζαϊρινής μουσικής κι αφήνονται να λικνίζονται
στους ήχους της σουκούς και στη μαγεία των ηλεκτρικών φώτων. Τα
σινεμαδάκια στις αυλές των σπιτιών στη Ματέτε ξεκινάνε την προβολή
των δύο γαλλικών έργων με τις πετσοκομμένες κόπιες, κάποια ληστεία
στις Κάννες, Αλαίν Ντελόν, Έντυ Κόνσταντιν και Φαντομάς εναντίον
επιθεωρητή Κλουζώ. Οι υπαίθριες μπιραρίες βάζουν τη μουσική για
κράχτη, πελάτες αρχίζουνε να φτάνουνε, η Ρέγκλα πιστή στην παράδοση
ρέει άφθονη. Φωνές. Πέσα Ρέγκλα μόκο. Οι αναθυμιάσεις από τους
ανοιχτούς υπονόμους, φοβερά δυσώδεις, δε φαίνεται ν' απασχολούν
κανένα. Τα κορίτσια στο Ντζίλι στολισμένα κι όμορφα, τα μαλλιά
φτιαγμένα με πλαστικά κοτσιδάκια τεντωμένα στον αέρα ή μπουκλίτσες,
τυλιγμένα με τα καινούρια τους πανιά πάνε ξυπόλητα με στητό βήμα στη
μπιραρία της γειτονιάς.
Παχιές μυρωδιές από τα δέντρα με τ' άσπρα λουλούδια και τις ακακίες με
τα κίτρινα και κόκκινα λουλουδάκια.
Ο Πάπα Γουέμπα εμφανίζεται απόψε στο Σελεμπάο και ο κόσμος της
γειτονιάς στριμώχνεται για να μπορέσει να τον ακούσει.
Φωτιές στη σειρά, αναμμένες απ' αυτούς που έχουνε σπίρτα, για να
διώχνουνε τα κουνούπια. Στις Σιτέ μπορείς να βρεις οτιδήποτε, πάντα
κλεμμένο, φτάνει να πληρώσεις.
Λάμπες ασετυλίνης, πετρελαίου, λυχνάρια λαδιού, κεριά φωτίζουνε τους
πάγκους με τα γκούμπα, τα φυστίκια.

Ω, γλυκιά Υβόν
πάει πολύς καιρός που σε ξέρουμε
Η γλυκιά Υβόν ντύνεται
σαν λευκή κυρία
όμως το κρεβάτι της
είναι γεμάτο ψείρες.
Επιτέλους φεύγω απ' την Κινσάσα.
ΔΕΚΑ

Τα κανάλια έχουν παγώσει, οι ποταμοί έχουν παγώσει, το καζανάκι, οι


τοίχοι του καµπινέ, το λάδι στο ντουλάπι, όλα παγωμένα, στα παράθυρα
κρούστα πάγου, παγοπέδιλα τσουλάνε σ' όλα τα κανάλια του
Άµστερνταµ!
Περασμένα μεσάνυχτα κι είμαι κόκαλο από την επήρεια της άσπρη ς
διαστημικής σκόνης. Πίνω τεκίλα και Σάουθερν Κόµφορτ για να ζεσταθώ.
Η πειρατική σημαία ανεμίζει για πάντα στο διαστηµόπλοιό µου, χτυπάω
παλαμάκια και κάνω πήδους µες στο δωμάτιο για να µπορέσω να
ζεσταθώ κοµµάτι. Η εταιρεία γκαζιού πέθανε απλήρωτη. Χορεύω
ξέφρενους και σπάνιους χορούς περιµένοντας το χλομό ήλιο να σκάσει
για να φυτρώσουνε τα πρώτα φράγκα που έχω σπείρει. Κόσμος και
κοσµάκης που περιμένει. Κι ο Ηλίας καθυστερεί κάπου στο πέρασμα
Συρίας-Βόλου. Το αιώνιο τροπάρι του διαστήματος.
Έχω σύντροφο που αστράφτει και βροντάει, ένα ρετρό τζουκ-µπόξ µε όλα
του τα νίκελ καλογυαλισµένα, δεν ξέρει να κάνει πήδους σαν και µένα
στο διάστημα, ξέρει όμως να τραγουδάει και το πούστικο µε κάνει να
νιώθω γερασμένος και κουρασµένος κάθε φορά που ταξιδεύω στο γύρω
γύρω όλοι στη µέση ο Μανόλης. Καβαλάω τότε το πειρατικό και τους
βοµβαρδίζω όλους µε τα µπλουζ και τους ρίχνω Μπρους Σπρίνγκστην και
τους ρίχνω Μποµπ Μάρλεϋ και τους ρίχνω Φράνκι Μίλερ και τελειώνω
µέσα σε κύµατα οργασµιακής ηδονής. Άλλες φορές στριμώχνω πάνω
στην κονσόλα πλοήγησης την Πάτυ Σµιθ κι αγκαλιασµένοι σε βέβηλα
σχήματα γκαζώνω στο κάργα, δεν κόβω καθόλου ταχύτητα κι ανεβαίνω
βολίδα φλεγόμενη στο βουβό και παλαβωµένο διάστηµα και στα
παιχνιδίσµατα των αστεριών ΒΖΖΖΟΥΜ! Κι όσο ακούω φωνές πίσω µου
να µου φωνάζουν «άντε κατέβα» τόσο εγώ ανεβαίνω.
Έφτασα στο κεφαλόσκαλο της στρατόσφαιρας και σταμάτησα κοµµάτι
για να κατουρήσω από κάτω µου όλο τον κόσμο, προσπαθώ να κρατήσω
την αναπνοή µου για να µη ζαλιστώ και πέσω στην άβυσσο, είναι
δύσκολο, νιώθω φαγούρα στα πόδια µου, κοιτάζω και βλέπω ξεµαλλιάρες
ρίζες που έχουν τεντώσει και µε κρατάνε δεµένο κάτω στη γη και
αποφασίζω να ξαναγυρίσω. Είναι άτιµες αυτές οι ρίζες, δεν µπορώ να τις
κόψω µε τίποτα. Κράτησα όµως µια µικρή θεσούλα στ' αστέρια, κάτι σαν
πίσω πόρτα, στη διάλεκτο των µπάσταρδων των µεγαλουπόλεων. Έχασα
πολλά απ' αυτά που αγάπησα τ' ορκίζοµαι.
Ο Ηλίας ήρθε χωρίς να φέρει τίποτα µαζί του και χάθηκε. Πέρασε σαν
αστραπή, παράνοια, άγνοια, µυστικισµός, εγωισµός, ένα φασκιωµένο µε
αµυντικούς µηχανισµούς άτοµο. Χιλιάδες εγκεφαλικά κύτταρα πάνε
στράφι, µπορεί να 'ναι και καλύτερα έτσι.
Μιλήσαµε, εγώ είπα τα δικά µου αυτός δε µίλαγε, δεν ήθελε, δεν άκουγε,
δεν κάπνιζε, δεν έπινε, µόνο έτρωγε. Και κείνο το επίµονο βλέµµα στα
µάτια του σαν να µη συνειδητοποιούσε τίποτα από το µονόλογό µου. Στο
διάολο, αναγκάστηκα να παίξω το παιχνίδι του σκληρού «τσάκισε-το-
τσόφλι-που-περιβάλλει-τον-εγκέφαλο-και-δώσ' -του-να-καταλάβει-πως-
πρέπει-να-επικοινωνήσει-µε-τη-βάση!!!»
Και κάποια στιγμή, στο τέλος, τα ξέρασε όλα. Ο Ηλίας. Έχει σιχαθεί ΟΛΑ
και ΟΛΟΥΣ. Τις πόλεις, τους ανθρώπους, τις σχέσεις που είναι επιφάνεια
και φθορά. Όλο το παραμύθι που ζούμε.
Εγώ σκέφτηκα, θ' αυτοκτονήσει. Εκείνος λέει, θα φύγει µακριά να σώσει
την ψυχή του. Θα περάσει µια τελευταία φορά από την Αθήνα και µετά
θα φύγει για Θιβέτ. Οι µπάσταρδοι των µεγαλουπόλεων βγήκανε στους
δρόμους σεργιάνι κι εγώ έχασα ένα φίλο.
ΦΥΓΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΝΑ

Κοιτάζω µια φωτογραφία που έβγαλα την ημέρα που έφτασα στη
Μεσχάντ του Ιράν. Φρίκη. Βρόµικος, µαλλιά κολληµένα από λίγδα,
σκόρπια γένια, ξαναµµένα µάτια, µαυρισµένο δέρµα. Ταξίδι από
Άµστερνταµ, Αθήνα στη Μεσχάντ χωρίς στάσεις. Ο πυρακτωµένος
πορτοκαλής ήλιος λάμπει σ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού πάνω στο
κεφάλι µου. Κοντά στο Αλαµούτ, στην αετοφωλιά του. Γέρου του Βουνού,
συνάντησα καραβάνι µε νοµάδες. Πέρασα τα σύνορα πάνω από έρημα
και κακοτράχαλα βουνά. Η κορυφογραµµή Σουλεϊµάν και το Ιράν πίσω
µου. Λαθρέµποροι των συνόρων, άνθρωποι και ζώα τσακιστήκαµε πάνω
στις πέτρες σε αναβάσεις και καταβάσεις από παγωνιά και φόβο, µέχρι
να φτάσουμε στη Χεράτ. Οπλισμένοι νομάδες έτοιμοι να δώσουνε µάχη
µόλις συναντήσουνε τους φρουρούς της επανάστασης. Αναλαμβάνουν
τη µεταφορά φορτίων όπιου στο Ιράν αφήνοντας πίσω όµηρους,
γυναίκες και παιδιά, εγγύηση στους χονδρέµπορους της Κανταχάρ.
Στη Χεράτ πήρα λεωφορείο. Η Καµπούλ, µια πόλη ζητιάνων.
Βόρεια, το µικρό Παµίρ, ο κλειστός «δρόμος του µεταξιού» στα εφτά
χιλιάδες µέτρα. Το χώμα και οι πέτρες παγωμένες, τα ποτάμια γυάλινα, ο
αέρας χαστουκίζει το πρόσωπο. Οι Κιργισιανοί µε τ' ανέκφραστα
πρόσωπα και τα ρυτιδιασμένα µάτια ζούνε για µέρες κλεισμένοι στις
φτιαγμένες από δέρματα σκηνές τους, όταν οι θύελλες σαρώνουν τα
οροπέδια. Η θερμοκρασία πέφτει στους τριάντα µε σαράντα βαθμούς
κάτω από το µηδέν το χειμώνα και τα τρόφιμα φτάνουνε δύσκολα στη
«σκεπή του κόσμου» µε τα καραβάνια και τις καμήλες. Το χορτάρι είναι
λιγοστό για τη βοσκή των κατσικιών, πέτρα, χώµα, πάγος και τα όρνια να
κάνουνε κύκλους ψηλά στον γκρίζο ουρανό.
Πίσω, στα οροπέδια της Καµπούλ, στο Ιντοκούς, στα ίχνη του
Μεγαλέξανδρου, που οι κορυφές φτάνουν στα εφτάµισι χιλιάδες µέτρα,
και γρήγορο φευγιό για τα σύνορα στο Χυµπέρ Πας.
Στη σειρά οι τύµβοι των σκοτωµένων Άγγλων στρατιωτών. Οι φυλές των
Παστού, ειδικευμένες στην κατασκευή και το λαθρεµπόριο όπλων, του
όπιου κακής ποιότητας και στην καλλιέργειά του, οπλισµένοι, φοβεροί, µε
τους δικούς τους νόµους. Ο πορτοκαλής ήλιος µου καίει το κεφάλι και τα
αραιωµένα µου µαλλιά τα τυλίγω µε κορδέλα για να µην τρέχει ο ιδρώτας
στα µάτια. Τις γαλακτερές νύχτες κοιµάµαι µέσα στο σάκο µου, δίπλα στο
φιδωτό δρόμο, που φωτίζεται µόνο από τα φώτα πορείας των µεγάλων
φορτηγών και τα πολύχρωμα λαμπιόνια που συνηθίζουν να κρεµάνε
ολόγυρα οι οδηγοί τους. Κι έχουνε κάτι γιορταστικό αυτά τα πολύχρωμα
βαγόνια, έτσι όπως κυλάνε µέσα στη νύχτα και περνάνε µπροστά µου. Κι
εγώ άυπνος, σε µια κατάσταση θολή, χωμένος καλά στο σάκο, µε το φόβο
για το ύπουλο σκαθάρι που κάνει τρύπες γλυκές στο σώµα, χωρίς να το
παίρνεις χαµπάρι, παρά µόνο όταν είναι πια πολύ αργά. Και νιώθω τρόµο
για τους ληστές Παστού, τους βακτριανούς καβαλάρηδες που
εμφανίζονται τη νύχτα και σφάζουνε τους αφελείς ταξιδιώτες, λίγα µέτρα
µακριά απ' το δρόμο.
Έμεινα στην Πεσαβάρ για µέρες, δεν ξέρω πόσες. Είχα χάσει τον κώλο
µου από την τσίρλα και το µυαλό µου από τις ζαλάδες. Τα πόδια,
αδύναμα, δε µε κρατούσαν πια. Και το στομάχι µου, αχ, το στομάχι µου,
σάκος στεγνός κι επικίνδυνος. Ήθελα να ξεκολλήσω από κει, να φτάσω
στο Δελχί, στο Νεπάλ, στο Θιβέτ. Πρέπει να µε πείραξε το χασίσι στο
Αφγανιστάν. Ήπια πολύ και δηλητηριάστηκα. Σταμάτησα εντελώς να
τρώω για να χέσω όλο το µαύρο που ήπια, µετά από δυο µέρες έφαγα ένα
µοναχικό γιαούρτι. Κι αυτό µου 'κανε καλό. Αλλά µετά λίγες µέρες
ξανάρχισε. Δυσεντερία. Έπαιρνα γλυκόζη και βιταμίνες για να µην
εξαντληθώ εντελώς κι έτρωγα όπιο που είναι ένα κι ένα για τη
δυσεντερία.
Κοιµόµουνα σ' ένα φτηνιάρικο ξενοδοχείο µε δυο δεκαεφτάχρονους από
το Κασµίρ που πρέπει να ήταν κλεφτρόνια. Τους είχα δει αρκετές φορές
να γυρνάνε µε φωτογραφικές µηχανές και κοσµήµατα και να
µοιράζονται χρήματα. Κάθονταν µε τις ώρες ξαπλωμένοι στα βρόμικα
στράτα και χαϊδεύανε λάγνα τ' αρχίδια τους, καπνίζανε και µιλάγανε
σπάνια. Κάποια νύχτα ξύπνησα από θόρυβο. Ήτανε οι µικροί που
πλησιάζανε στο σκοτάδι από τις δυο µεριές του κρεβατιού. Έπιασα το
φακό και φώτισα µια τον έναν και µια τον άλλο, ενώ πετάχτηκα πάνω και
χούφτωσα το µαχαίρι εκστρατείας απ' το σάκο. Γυµνοί και σε διέγερση, τι
άλλο θα ζήταγαν; Με το µαχαίρι ηρεμήσανε κι ορκιζόντουσαν ότι δεν
είχανε τίποτα κακό στο νου τους. Κάτσαμε κάτω κι οι τρεις, έβγαλα ένα
καλό κοµµάτι όπιο και το φάγαμε µαζί. Μετά από λίγο µου το 'σκασαν το
παραμύθι, δίνανε και λεφτά για να µε γαµήσουνε. Το φαντάζεσαι, σ' αυτή
την ηλικία; Δεν µπόρεσα να κλείσω µάτι µετά απ' αυτό και, σε λίγο,
μάζεψα τα πράγµατά µου και βγήκα πάλι στο δρόµο παρέα µε το σκοτάδι
και τ' αστέρια, το φεγγάρι και τους δηλητηριώδεις τριγµούς της άγνωστης
ανατολίτικη ς νύχτας.

Στο τρένο για τη Λαχώρη µπήκα το ίδιο πρωί. Άφησα πίσω µου την
Πεσαβάρ. Μια βδοµάδα ολόκληρη είχα κολλήσει εκεί. Πεθαµένος για
ύπνο και να µην µπορώ να κοιμηθώ. Ο ένας πάνω στον άλλο µέσα στο
βαγόνι, χαμός, άνθρωποι, πακέτα και ζώα. Έπεσα στο πάτωμα
εξαντλημένος και κοιμήθηκα ενώ ξυπνούσα κάθε τόσο από ανθρώπους
που περνούσανε πάνω µου και µε ποδοπατούσαν.
Τελικά ξύπνησα το µεσηµέρι κι έφαγα για το στομάχι µου ένα καλό
κοµµάτι όπιο, που δεν ήτανε και πολύ σόι σαν ποιότητα και δε µου έκανε
καλό, και κατέβηκα σ' ένα σταθμό να ξεµουδιάσω λίγο.
Στη διάρκεια της µέρας έφτασα στα σύνορα. Κανένα πρόβληµα.
Οι Πακιστανοί τελωνειακοί ζήτησαν να ρίξουνε µια µατιά στο σάκο µου
µόνο, στο σώμα δε µε ψάξανε. Και βρέθηκα σε ουδέτερο έδαφος. Πρώτη
εικόνα, µια τεράστια αντλία νερού και µια µικρή λίµνη, πλλλατς, πήδησα
µέσα, ο ήλιος έκαιγε, το σώµα µου χαλάρωσε, το νερό µε χάιδευε και µε
κράταγε σαν µεγάλη παλάµη στον αφρό. Ένα παιδί του κόσμου στην
αγκαλιά του Θεού. Αργότερα, στέγνωσα ξαπλωμένος στον ήλιο κι
αποκοιµήθηκα για λίγο. Αυτός ο λίγος ήλιος µ' έκανε να νιώσω
θεραπευµένος. Ξεκίνησα να περάσω τα ινδικά σύνορα. Μου πήρε πολύ
χρόνο και απραξία µέχρι να φτάσω στην Ινδία. Οι τελωνειακοί δεν
κοίταξαν καθόλου τα πράγµατά µου. Ακόμη λίγες µέρες και φεύγω για το
Νεπάλ.

Πριν λίγες µέρες σηκώθηκε µια ανεµοθύελλα και µετά µια ξαφνική
µπόρα, τουλούµια ολόκληρα που κράτησε για λίγο. Τα µονσούν
πλησιάζουν πια. Όταν έφτασα εδώ η πλάτη µου είχε πληγές.
Φεύγοντας από τα σύνορα διασχίσαµε δυο χωριουδάκια. Κάποια
στιγμή το λεωφορείο σταμάτησε και γω, πολύ φτιαγμένος, κατέβηκα να
ξεμουδιάσω λίγο. Μέσα στο λεωφορείο την είχαμε καταβρεί µε τον οδηγό,
του φτιάχναμε τσιγάρα και κάπνιζε συνέχεια, είχαμε βρει κι έναν
πλαστικό κουβά και πηγαίναμε ένας ένας και κατουράγαµε µέσα. Κάποια
στιγμή ένας Αµερικάνος που είχε φτιαχτεί για τα καλά µε όπιο και χασίσι
έπιασε κι άδειασε τον κουβά και µας έκανε όλους χάλια, µετά ξέρασε και
γέμισε τα καθίσματα µπροστά, έτσι κι εγώ αποφάσισα να κατέβω και να
µείνω σ' αυτό το υπέροχο µέρος, που έβλεπα τους ανθρώπους να
προσπαθούν να λιχνίσουν το σιτάρι µε τελείως πρωτόγονες, ξύλινες
τσουγκράνες. Έμεινα κοντά τους, λοιπόν, και µ' αφήσανε και µένα να
δοκιµάσω. Το προσπάθησα αλλά δύσκολο να το καταφέρω. Μετά µε
πήρανε και µε βάλανε να µεταφέρω µεγάλα σακιά, µου βάλανε στην
πλάτη ένα σαµάρι και πάνω στο σαμάρι τοποθετούσανε το τεράστιο σακί.
Ουουουχχχ! η πλάτη µου. Ψόφησα κυριολεκτικά.
Στο τρένο συνάντησα ένα Σιχ που µου έδωσε ανθό χασισιού και µε
κέρασε και ένα κρασί του Αλλάχ και µετά µοιραστήκαµε τα λίγα
φαγητά του.
Στο Δελχί δεν είχα και πολλά πράγµατα να κάνω, αισθανόμουνα όμως
πολύ εξασθενηµένος. Περπάτησα στους δρόμους µπερδεµένα κι
ασυνάρτητα, ανάμεσα σε ποδήλατα, αυτοκίνητα, αγελάδες, κάρα και
χιλιάδες ανθρώπους που τρέχανε παντού, χειρονομούσανε, φωνάζανε και
σε παζάρια µε πράγματα θαυμαστά.
Το στομάχι µου άρχισε να πηγαίνει προς το καλύτερο µετά τη βρομιά του
Αφγανιστάν που κόντεψε να µε αποτελειώσει. Έπινα Λάσσι, τυρόγαλο
αραιωμένο µε νερό και ζάχαρη, πάγο, χυμό µάνγκο και γάλα, έτρωγα ρύζι
και γλυκά Ντρανγκ-ι-µπονγκ κι ανακάτευα τριµµένα φύλλα καναβουριάς
µε γλυκόζη και πάγο. Αυτή ήταν η θεραπεία µου. Σίγουρα πολύ καλύτερη
από το να καπνίζω τσίλοµ. Σε λίγες µέρες έγινα περδίκι και µπόρεσα να
φύγω. Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνω σ' αυτή την πολύβουη,
βρόμικη πόλη περιμένοντας τη βίζα για το Νεπάλ.
Καθώς προχωρούσα αυτή τη φορά στην Ασία, κάποιος άνεμος πίσω µου
έσβηνε τα χνάρια µου κι έλεγα στον εαυτό µου, το δρόµο της επιστροφής
δε θα τον ξαναβρείς πια.
Πέρασα από το Σιβαπούρ, ένα χωριουδάκι νότια της Ποόνα, όπου υπάρχει
ένα τζαμί. Μπροστά στο τζαμί ένας τεράστιος βράχος. Οι άνθρωποι
κάνουν κύκλο γύρω από το βράχο και ψέλνουν το όνομα του ασκητή
Καµάρ Αλή. Και µόλις τον ακουμπήσουν µε το δάχτυλο ο βράχος
σηκώνεται ψηλά στον αέρα, στέκεται για λίγο και µετά σκάει πάλι στο
έδαφος.
Ψηλά στο Θιβέτ, στα τριάµισι χιλιάδες µέτρα, σ' ένα µικρό χωριό.
Πηγαίνω κάθε µέρα στις θερμές πηγές, γδύνομαι τσιτσίδι και
πλατσουρίζω µε τις ώρες µονάχος. Νιώθω να ξαναγεννιέμαι, νιώθω να
εξαγνίζομαι από την παλιά και µακροχρόνια αρρώστια της πέρα όχθης.
Στη σκέψη µου µπλέκονται κάποια πρόσωπα που υπάρχουν πίσω µου. Τι
ασυναρτησία και τι χαμένος χρόνος στη ζωή µου. Και πόσο άθλια και
µίζερη η καθημερινότητα. Ανατριχιάζω στην ιδέα να ξαναδώ όλες αυτές
τις ανούσιες και γλιτσιασµένες φάτσες γνωστών και µη, τις ζουπηγµένες
θανατερές µμεγαλουπόλεις. Τοπία στεγνά, χωρίς ίχνος συγκίνησης, χωρίς
αισθησιασμό, διόλου κέφι και όρεξη να ερωτευτείς, εικόνες που παγώνουν
το µυαλό και αφαιρούν κάθε ικµάδα. Πίκρα, µίσος, απόρριψη, χλευασμός,
ανταγωνισμός.
Θέλω να ξεχάσω τα συνεχή και ηλίθια ταξίδια µου από δω στην Ευρώπη.
Τις σακούλες µε τα προφυλακτικά που κατάπινα για να περάσω το
µαύρο, τους τελωνειακούς, τα αεροδρόμια. Πρέπει να τελειώσει αυτό
κάποτε.
Κι όµως τις νύχτες βρυκολακιάζω, τις νύχτες µε τυλίγει το σάβανο των
ενοχών, οι Ερινύες φτεροκοπάνε γύρω από το κεφάλι µου που βουίζει και
πονάει, είναι οι ρίζες που δεν έκοψα.
ΔΥΟ

Οι µέρες δεν περνάνε, οι νύχτες σκληρές.


Χτες είχα πάει µε τη Μέδουσα και τον Ορέστη στο Τρας και φλίπαρα
χοντρά. Ορκίστηκα να µην ξαναπατήσω το πόδι µου εκεί. Έγινε φάση.
Καθόμασταν µε τα φιλαράκια και πίναμε τις µπίρες µας, κόσμος γύρω,
ακούγαμε τους Κλας, ωραία ατμόσφαιρα, πολύς τζόγος, ειρηνικά,
αµφισβητησιακά και χάι όταν σπάνε οι πρώτες τζαμαρίες, ανοίγουνε οι
πόρτες µε πάταγο και πριν οι δυο µπράβοι του µαγαζιού προλάβουνε να
κουρδίσουνε τα µπράτσα τους πέφτουνε κάτω µε ανοιγμένα κεφάλια.
Είχανε σκάσει οι Σκινς και ο Άµποτ. Με κλοµπ και σιδερένιες γροθιές
βαράγανε δεξιά κι αριστερά. Οι πρώτοι που πήγανε κάτι να πούνε
τραβηχτήκανε έξω από το µαγαζί µέσα σε κλάσματα και όπως αργότερα
έμαθα τους γαµήσανε στο ξύλο. Βαράγανε όλοι µαζί κι ήταν εφιαλτικό να
βλέπεις τους ειρηνόφιλους πανκ να στέκονται χαζεµένοι µπροστά σ' αυτή
την απίθανη βία και να µην κάνουν τίποτα για ν' αµυνθούνε.

Αφθονία στην πλατεία από αφγκάν, λιβανέζικη φούντα ψιλοµάπα,


µαροκάνικο κιφ, νεπαλέζικο µαύρο. Χάπια αρντάν, τριπάκια µάικρο και
πέιπερ. 'Ασπρο που καπνίζουνε, που σνιφάρουνε µε καλαµάκι ή σαν
πρέζα στον αντίχειρα, άλλοι που τσιµπιούνται αβέρτα, χασισέλαιο για
στάξιμο στο τσιγάρο. Πολύ πράγμα σου λέω.
Μόλις φανεί ο προμηθευτής στη γωνία, σηκώνονται και τρέχουνε προς τα
κει. «Σαν γάτοι που βλέπουνε τον ψαρά», είπε ο Σταύρος.
Τις νύχτες οι περιθώριοι ανάβουνε µια µεγάλη φωτιά από χαρτόκουτα και
κουφώματα από τα παλιά σπίτια, στη µέση της πλατείας, και
κλωθογυρίζουνε ψιλοσυζητώντας και βλαστηµώντας ενώ αδειάζουνε το
ένα µπουκάλι παλιόκρασο µετά το άλλο. Η παρέα εξαγριωµένη από τον
απαθή πληθυσμό βγαίνει πότε-πότε στα προπύλαια οργανώνοντας
κάποια συγκέντρωση, πότε για κάποιον που πήγε φυλακή, πότε για την
ηρωίνη που πουλάνε οι µπάτσοι για να διαλύσουνε τα κινήματα
αµφισβήτησης και αφού φωνάξουν για κάµποση ώρα τα συνθήµατα
στους µπάτσους που έχουν ζώσει την περιοχή ξεκινάνε καµιά πορεία,
πότε προς το Σύνταγµα πότε προς την Οµόνοια κι εκεί γίνονται οι
φασαρίες, κάποιες βιτρίνες σπάνε, κάποιον ξεµοναχιάζουν οι µπάτσοι και
τον σαπίζουν στο ξύλο, γίνονται συλλήψεις, πέφτουνε πέτρες, µολότωφ
και το γλέντι ανάβει για τα καλά. Δακρυγόνα και καπνογόνα, κυνηγητά
στους δρόµους.
Στην αρχή φοβόµουνα αλλά τώρα έχω πάρει τον αέρα. Και να δεις, οι
αριστεριστές, εκείνοι οι παλιοί που κατεβαίνανε στην πλατεία πριν από
χρόνια και ήταν οι πρώτοι σε κάθε σαµατά που γινότανε, είναι τώρα
αραχτοί στα σπίτια τους και δεν ξεµυτάνε πια έξω. Τους είδα πώς ζούνε,
βολεμένοι µπροστά στα βίντεο σαρκάζουνε τους πάντες και τα πάντα,
γκόµενες από δίπλα, κότες που δε µιλάνε καθόλου, κάποιες που ξέρω
παίζουνε στις αθηναϊκές τσόντες κι έχουνε γίνει πρώτες σταρ - ένεκα που
τα παιδιά ουδέποτε είχανε και την ηλίθια αστική ηθική για να τους
αποτρέπει από κάτι τέτοιο.

Στα γύρω από την πλατεία σπίτια, που είναι εγκαταλειµμένα από
µπερδεµένες κληρονομιές, µπαίνουνε τα πρεζάκια και µοιράζουνε τη
νοθευµένη δόση στα τρία. Βρίζοντας τον προμηθευτή που κάθεται εκείνη
την ώρα στο διαµέρισµά του στον περιφερειακό - παλιός φίλος κι αυτός -
ανάβουνε το σπαρµατσέτο, ρίχνουνε τη σκόνη στο κουτάλι µε λίγο
νεράκι, ανακατεύουνε µε την άκρη της σύριγγας για να ζεσταθεί και να
λιώσει, για να γίνει η ένεση και να κυλήσει στο αίμα και να πάει στα
νεύρα και να νιώσουνε το φλας στον εγκέφαλο και να κατέβουνε στην
πλατεία για να νιώσουνε για λίγο άνθρωποι.
ΤΡΙΑ

Το φως που πέφτει και χάνεται γρήγορα αυτή την ώρα. Λυκόφως.
Μαζί φεύγει µια ένταση από τον κόσμο που γέμιζε κι έτρεχε στους
δρόμους. Μυστηριακά σε ροζ φόντο υψώνονται τα επιβλητικά
κτίρια του κέντρου της πόλης. Φιγούρες ανθρώπων που γλιστράνε
στις άκρες του δρόμου και ξεδιπλώνουνε πεταμένα χαρτόκουτα
για να ετοιμάσουνε το νυχτοκρέβατο. Μια σαύρα µε χρώματα στο
πορτοκαλί και γαλάζιο σε πολλές αποχρώσεις στο λυγερό κορµί
της, ξεδιπλώνει τη µακριά της γλώσσα για κάποιο έντοµο.
Φοίνικες σαλεύουν στην ακινησία του σούρουπου, νωχελικά.
Μου λείπεις ... Το κοµµάτι που έχει δεθεί για πάντα µαζί σου βρίσκεται
στο στήθος µου και µε τσιτώνει, µε σφίγγει, µε πονάει. Είναι η ώρα
πανάθεµά τη.
Μια παχιά µυρωδιά πλανιέται και τρυπώνει παντού. Οι κοντινοί θόρυβοι
της πόλης. Μονότονο σφύριγµα αφρικάνικου ρυθµού.
Γεύση βρασµένου νερού στο στόµα. Μυρωδιές λουλουδιών που
εναλλάσσονται µε την αποφορά των ανοιχτών υπονόµων. Ντουούττ
κλαψιάρικο από µαούνα που διασχίζει το ποτάµι. Το αιλουροειδές
περπάτηµα των µαύρων ανθρώπων κάτω από τα πελώρια δέντρα της
λεωφόρου. Κάποιο ώριµο µάνγκο ξεκολλάει από το κλαδί του και πέφτει
µε παφ στο γρασίδι. Σκοτεινές µορφές ανθρώπων στα χαλάσµατα παλιού
αποικιακού σπιτιού γύρω από φωτιά που καίει και σπάει τη χοντρή
υγρασία στο αρχίνισµα της νύχτας. Μυρωδιά από ψηµένο κρέας µαϊµούς
στροβιλίζεται, κάνει κύκλους τσικνίζοντας τα γύρω. Μυτερά φύλλα
φυτών και δέντρων, λόγχες σκοτεινές, απειλητικές, αφιλόξενες,
εντυπωσιακές.
Απαλή ερωτιάρικη µουσική από σαξόφωνό και κιθάρα στο βάθος του
δρόµου. Φώτα νέον που αναβοσβήνουν σε κόκκινο-µπλε-άσπρο. Μπιγκ
Στέηκ και Τοντόν µπίρα. Λευκοί θεοί που παρκάρουνε τα
καλογυαλισμένα αμάξια τους. Το φορτηγό ξεκινάει.
Με το Σακέλη αρχίζει το ταξίδι και οι κουβέντες µας που είναι και αυτές
ταξίδια κι εμπειρίες αυτού του περίεργου ανθρώπου, που µιλάει συνέχεια
και παραστατικά χτυπώντας τα χέρια πάνω στο τιµόνι του φορτηγού.
Όταν πρωτόρθε στο Κογκό, νέος, πήγε στα βόρεια, στη Στάνλεϋβιλ και
δούλεψε στις φυτείες καουτσούκ ενός Έλληνα που είχε τεράστιες εκτάσεις
και όλη µέρα γύριζε µε το άλογο και µ' ένα µαστίγιο στο χέρι για να
επιβλέπει τους µαύρους εργάτες και τους λευκούς επιστάτες του. Μετά τη
δουλειά, τους λευκούς τους κλείδωνε σ' ένα σπίτι µε σιδεριές στα
παράθυρα και στις πόρτες.
Κάποια µέρα, ο Σακέλης κατάφερε και την κοπάνισε κι έφυγε από τη
Στανλεϊβίλ. Σήµερα η πόλη έχει πεθάνει. Εξαφανίστηκε κάτω από την
οργιαστική βλάστηση µετά τον πόλεµο µε τους Σίµπα.
Ενώ µιλάει, βλέπουµε πάνω στο χωµατόδροµο µια ύαινα να τρέχει. Και ο
Σακέλης συνεχίζει:
«Αν ένας κυνηγός στο Δάσος σκοτώσει µια ύαινα, πρέπει να την ανοίξει
µε το µαχαίρι του και να καλεί στο άνοιγμα µέσα καρβουνόσκονη και
πιπεριά. Η ύαινα θεωρείται µεταµόρφωση του Μάγου ... ».
Μου δείχνει στο µπάσιµο ενός µικρού χωριού ένα µεγάλο καύκαλο
χελώνας στερεωµένο πάνω σ' έναν πάσσαλο: «Αυτό είναι φετίχ, για να
διώχνει τους κλέφτες. Κοντά στα ποτάμια οι άντρες πάνε για ψάρεμα και
οι γυναίκες ψάχνουν στους αγρούς για ποντικούς που τους θεωρούνε
µεγάλη νοστιµιά. Μέσα στο Δάσος οι άντρες πάνε για το κυνήγι της
αντιλόπης ή του αγριογούρουνου ή οποιουδήποτε ζώου τους τύχει, γιατί οι
άνθρωποι εδώ είναι πραγµατικά παµφάγοι και τρώνε τα πάντα».
«Από γυναίκες πώς πας;»
«Θα δεις» µου είπε. «Εγώ είμαι παντρεμένος µε πολλές γυναίκες, εδώ
µόνο οι Μπαλούµπηδες κρατάνε το έθιμο της παρθενιάς, οι άλλες φυλές
αυτά τα πράγµατα περί έρωτος τα θεωρούνε τόσο σηµαντικά όσο είναι το
φαγητό ή το χέσιµο ... ».
Μου έδωσε ένα µικρό καρπό κι έβαλε κι εκείνος ένα στο στόμα. Τον
µάσησα, λίγο στυφός. «Καρπός κόλα, σε βοηθάει να µένεις ξύπνιος» µου
είπε «εδώ πιστεύουνε ότι διώχνει τη νοσταλγία, έχουνε άπειρες ρίζες και
φυτά για κάθε περίπτωση, για κάθε αρρώστια. Τα πιστεύω αυτά, έχω δει
µε τα µάτια µου ν' ανασταίνουν πεθαµένο µε µια ρίζα που του έδωσε ο
Μάγος».
Στα σχέδια του Σακέλη είναι να βρει µια ωραία έκταση, κάποιο
οροπέδιο ίσως, και να βάλει ανθρώπους να το καθαρίσουν, δουλειά που
θα πάρει αρκετό χρόνο. Το καθάρισµα δεν µπορεί να γίνει µε φωτιά γιατί
η πυκνή βλάστηση και τα πελώρια δέντρα δεν καίγονται, έτσι, πρέπει να
κοπούν και να µεταφερθούν. Στη συνέχεια, αφού ξεραθούν κάπως, θα
καούν κι έτσι θα ξεχερσωθεί η γη.
Μέχρι τότε υπολογίζει να έχει φέρει το τρακτέρ και ν' αρχίσει το
όργωµα για να φυτέψει καφέ ή µπανανιές. Πρέπει βέβαια ν' ανοιχτεί κι
ένας δρόµος προς το ποτάµι απ' όπου µε ποταµόπλοια θα µεταφέρεται το
προϊόν. Το ποταµόπλοιο θα το φτιάξει µε σχέδια δικά του, έχει ένα σιδερά
στην Κινσάσα που θα του κόψει λαµαρίνες και θα τις κολλήσει όπως
ακριβώς θα του λέει εκείνος κι όταν τελειώσει το σκαρί θα βάλει µέσα τις
δυο µηχανές από τα παλιά φορτηγά ΜΑΝ που έχει εδώ και τόσα χρόνια
και θ' ανέβει το ποτάµι.
Άκουσα κι έµαθα πολλά από το Σακέλη. Για τους ιθαγενείς, τους
Μπαλούµπα, τους Τσιλούµπα και τις συνήθειές τους, για την
ανθρωποφαγία, για τους νεκροζώντανους, για τη ζωή και τη φιλοσοφία
της κεντρικής Αφρικής, για τη µαγεία και τη λατρεία των ψυχών, που
είναι το κέντρο της ζωής τους, για τους έρωτες και το ζευγάρωµά τους. Για
τις τροφές, για τα ζώα, για τα δέντρα, για τα φίδια, για τα ψάρια, για το
πώς βλέπουν τους ξένους. Για τ' αεροπλάνα που πέφτουνε καµιά φορά
στο Δάσος κι αµέσως γίνονται από τους ιθαγενείς κατσαρόλες και
τηγάνια.
Στα ταξίδια µας, µε δίδαξε πού να κοιµάµαι τις νύχτες για να µην
κινδυνεύω από τα ζώα του Δάσους κι απ' τα µυρµήγκια, πώς να περνάω
τα ποτάμια και ν' ανοίγω δρόμο καθαρίζοντας το µονοπάτι µε τη µασέτα
µου, ν' ανάβω φωτιά τις νύχτες στο Δάσος, να κάνω έρωτα µε τις γυναίκες
που µου προσφέρουνε για να µην τους προσβάλλω, να σέβομαι τους
Μάγους και τους γέρους της φυλής, ν' αναγνωρίζω τις φυλές από τις
χαρακιές στα πρόσωπα, να προσέχω και να φοβάμαι τους πυγµαίους και
τη φυλή των ανθρώπων-λεοπαρδάλεων, να καταλαβαίνω τα Σουαχίλι και
να µιλάω Λινγκάλα.
Και το ταξίδι συνεχίζεται.
Εκείνες τις άρρωστες νύχτες που ξυπνάω σ' ένα κοιµισµένο σώμα κι
αισθάνομαι εγκλωβισµένος µέσα στο σώμα αυτό που δεν αντιδράει κι ο
πανικός µου είναι ο φόβος κάποιου σε νεκροφάνεια κλεισμένου µέσα στο
φέρετρο. Κι είναι µια ένταση που περιέχει την αγωνία του θανάτου κι
αρχίζει από το σώµα για να καταλήξει στο µυαλό. Και νιώθω το σώµα
µου τελείως αµέτοχο, ξένο και µόνο το µυαλό ζει πυρετικά κι οργίζεται
και τρομάζει και σιγά σιγά αναθυµούµενο παρόμοια εμπειρία αρχίζει
αργά, µεθοδικά την προσπάθεια να επιβάλει το ξύπνημα στο σώμα.
ΤΕΣΣΕΡΑ

Εδώ τώρα, οι φίλοι οι παλιοί ένας ένας περνάνε στην άλλη διάσταση.
ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ τις ονοµάζουνε και όλοι τους βουτηγµένοι στ' άσπρα
περιμένουνε το ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ να έρθει και να µοιράσει τις δόσεις.
Μπαίνεις στο σπίτι του Ορέστη, στο πρώτο δωµάτιο κάθονται δυο-τρεις
ευχαριστηµένοι και φτιαγµένοι, πας στην κουζίνα, ο Αλέξανδρος και η
Κατερίνα ζεσταίνουνε τις δόσεις στα κουτάλια µε σφιγµένα τα µπράτσα
ψηλά για να πεταχτούν οι φλέβες. Πας στο µέσα δωµάτιο, τέσσερις-πέντε
γύρω από το τραπέζι κι επάνω στο κρύσταλλο απλωµένες µυτιές κι ένας
ένας σκύβει και ρουφάει µε το καλαμάκι στο ρουθούνι τη γραµµή
ΦΡΟΟΥΧΧΧ ... κανείς δε µιλάει και δείχνουν να ενοχλούνται από κάποιον
που δεν είναι µέσα.

Της Μέδουσας της το είπε ο Ορέστης. Έχει έρθει πολύ πράμα και στην
πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με µια
τράµπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, µπορείς να
βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι µεγάλος πειρασμός.
Το Τσαφ είναι ένα µαγαζί σκοτεινό. Ακόµη και την ηµέρα καίνε στο
ταβάνι γυµνοί ηλεκτρικοί λαµπτήρες. Τα τραπεζάκια µε φορµάικα
σκούρα καφέ. Τα καθίσματα αποµίµηση δέρμα, πάλι στο καφέ. Σκοτεινό
και το πλαστικό δάπεδο, µπεζ κρεµ οι τοίχοι. Εκεί πάω τώρα.
Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες στα τραπεζάκια, προϊστορικοί µαλλιάδες κι
αντικοµφορµιστές της πλατείας µε γκριζαρισµένα µαλλιά, πλατιά
µέτωπα ξεχερσωµένα απ' τα χρόνια. Πρεζόνια µε τατουάζ στο πρόσωπο
και ουλές στα µπράτσα από µολυσµένες σύριγγες. Κάποιος πανκ µε
πέτσινα και καρφιά, τεντωµένος, πίνει µπίρα και µασουλάει πότε πότε
αµφεταµίνες.
Απ' τη µεριά της πλατείας η αίθουσα έχει µεγάλη τζαµαρία, τα τζάµια
άπλυτα, η µαρκίζα πολύ µεγάλη, ο ήλιος βγαίνει κάπως λοξά κι έτσι το
φως δε φτάνει εύκολα στο µαγαζί που προχωράει στο βάθος για αρκετά
µέτρα. Μια διαφήμιση µπίρας µε κιτρινοπράσινο νέον φωτίζει κρυόκωλα
στο βάθος τα έρηµα σκαμνιά του µπαρ.
Η Χριστίνα µπήκε µέσα κι ήρθε και κάθισε δίπλα µας. Είπαµε ένα γεια
και κείνη ζήτησε να την κεράσουμε έναν καφέ. Ο Σταύρος που καθότανε
δίπλα της πέρασε το χέρι του πάνω στον ώµο της και το γλίστρησε κάτω
από τη σκωροφαγωµένη λουτρ στο λεπτό ακρυλικό φωσφοριζέ µπλουζάκι
µέχρι που έπιασε µ' όλη τη χούφτα το αριστερό της βυζί. Με τα δυο
δάχτυλα γύρεψε τη ρώγα κι όταν την ένιωσε την τσίµπησε και µε την
παλάµη µάλαξε το βυζί µερικές φορές. Της είπε: «Εγώ θα σ' τον πάρω τον
καφέ, µωρό µου ... »
Ο Χρήστος που κάθεται δίπλα µ' ένα ξυράφι στο δεξί του χέρι τραβάει
χαρακιές στο αριστερό, που το έχει ακουµπισµένο πάνω στο µέταλλο του
τραπεζιού. Μικρά αυλάκια αίµα σχηματίζονται από τις δυο πλευρές του
καρπού και κυλάνε πάνω στο τραπέζι. Οι κινήσεις είναι αργές, νωχελικές,
αδιάφορες.
Ο Σταύρος βγάζει από τη µέσα τσέπη του µπουφάν δυο µικροσκοπικά
χαπάκια και τα βάζει στο χέρι της Χριστίνας. Εκείνη σηκώνει τα µάτια
της, του χαµογελάει και τα βάζει και τα δυο στο στόµα. Πιάνει ένα
µισογεµάτο ποτήρι από το τραπέζι και το αδειάζει.

Ο Χρήστος τον τελευταίο καιρό, καταπίνει συνέχεια αµφεταµίνες.


Ξυπνάει αργά και κατεβαίνει στην πλατεία, κάθεται σ' ένα
παγκάκι, βγάζει από την τσέπη δυο αµφέτες, τις βάζει στο στόµα
και τις καταπίνει µε σάλιο. Μετά, πάει στο µανάβη, φέρνει βόλτα
τα καφάσια κι αρπάζει ένα µήλο, µε το ξυράφι που έχει πάντα
µαζί του το καθαρίζει, το κόβει σε µικρές φέτες και το τρώει αργά
αργά καθισμένος πάλι στο παγκάκι που το φωτίζει ο χλοµός
χειµωνιάτικος ήλιος. Μύριες σκέψεις και πρόσωπα φαίνονται να
περνάνε συγκεχυµένα κι ανάκατα από µπροστά του. Τα µάτια του
υγραµένα βλέπουνε παραμορφωτικά τον κόσμο που περνάει.
Με το Μήτσο που τον φιλοξενεί στο ταρατσάκι της οδού Μεθώνης τα πάει
µια χαρά. Πριν από λίγο καιρό αποφασίσανε να κάνουνε έρωτα οι δυο
τους για να σπάσουνε τις συμβατικές ετεροφυλικές σχέσεις που
αναπτύσσουνε οι µικροαστοί και οι ηθικολόγοι κοµµουνιστές µεταξύ
τους. Για να προχωρήσουνε, όπως µας είπανε, σε µια πιο ουσιαστική
σχέση φιλίας, χωρίς ανταγωνισµούς και τις µαλακίες που δημιουργούν οι
εµπορευµατοποιηµένες αλλοτριωτικές σχέσεις µέσα σε µια κοινωνία που
µας καταδικάζει σε ανήµπορους, παθητικούς θεατές.
Πηδηχτήκανε, λοιπόν, και για να λέµε τα πράγµατα µε τ' όνοµά τους, δεν
πηδηχτήκανε ακριβώς αλλά ο ένας τον έπαιξε στον άλλο κι έπειτα
κάνανε κι από ένα τσιμπούκι της συμφοράς αλλά, επειδή κανένας από
τους δυο δεν έφτανε σε οργασμό, τραβήξανε από µια µαλακία στο τέλος
και χύσανε σ' ένα παλιό µισοξεσκισµένο Πλεϊµπόι κάτι καλλονές µε
πελώρια µαστάρια.

Χτες βράδυ, χτυπηµένη, µατωµένη, κουρελιασµένη, εφιαλτικά


αξιοθρήνητη ήρθε η Μέδουσα και µου χτύπησε την πόρτα. Μόλις µε είδε
άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε στο πάτωµα διπλώθηκε και σφάδαζε. Είχε
βγει για µια βόλτα στην πλατεία και σε κάποια γωνία τη στριμώξανε µια
παρέα σκινς και τη βιάσανε.
Πέντε η ώρα τ' απόγευμα στην καρδιά της Αθήνας. Φοβερό να τη βλέπω
στο πάτωμα να σέρνεται σαν κουρέλι, να κλαίει, να ζητάει ν'
αυτοτιµωρηθεί γι' αυτό που της είχε συμβεί. Τηλεφώνησα στο Σταύρο
αργότερα για να του πω τη φοβερή ιστορία. Είπε ότι ο καθένας
αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Έκλεισα το τηλέφωνο τσαντισµένη.
ΠΕΝΤΕ

Σταµατήσαµε στο χωριό του Μακούτου-Βε για να ξεκουραστούµε.


Μας προσφέρανε καπνιστό ψάρι ποταµίσιο και µετά ο Μακούτου-Βε µας
έπαιξε µουσική. Καθισµένοι όλοι κατάχαµα στο µαυρισµένο χώμα της
καλύβας, εκείνος σταυροπόδι, είχε περασµένο µπροστά του το έγχορδο µε
το σκαλιστό σε σχήµα γυναίκας µπράτσο που ανέβαινε ψηλά. Μπροστά
στα χείλη του τα χείλη της, στο στήθος του τα στήθη της και στη µέση του
ο σκαλισµένος κύκλος του αφαλού της που συμβολίζει το κέντρο της
φύσης. Πότε πότε γύριζε τη γυναίκα-όργανο προς το µέρος µου και µε
κοίταζε καθώς, µε τα περασμένα µπροστά της χέρια του, χάιδευε τις
χορδές που βγάζανε έναν ήχο κυµατιστό σαν φτερό που κατεβαίνει µε
απαλά ζικ-ζακ από ψηλά. Δίπλα του ένας άλλος νέος της φυλής Μπάλα
έπαιζε επιδέξια µε τους αντίχειρες πάνω στο αναποδογυρισµένο καύκαλο
χελώνας και στα στερεωμένα πάνω του µμετάλλινα ελάσματα, ενώ µε το
στόμα ακολουθούσε το ρυθμό «να να ναρινά νανίνα ω ω ω ω ω ώ ώ ώ».
Σε λίγο ήρθε κι άλλος στην παρέα µ' ένα µικρό τυµπανάκι, σαν µπρίκι του
καφέ, που πάνω του είχε στερεωμένες µε χορτόσχοινα δυο µπάλες κι
όπως το στριφογύριζε ταχύτατα στο χέρι, οι µπάλες χτύπαγαν το
τεντωμένο τομάρι κι έβγαζαν ένα µονότονο βαθύ ήχο.
Κόσμος είχε µαζευτεί έξω από την καλύβα και από την πόρτα και τ'
ανοίγματα βάζανε τα κεφάλια µέσα, κοίταζαν τους Μουντέλε και
σκάγανε στα γέλια. Σε λίγο, οι µουσικοί σηκωθήκανε όρθιοι στη σειρά και
σαν χορευτικό τρίο, στο λιγοστό φως που έμπαινε στην κάμαρα,
προχώραγαν µε πολύ µικρά βηµατάκια παίζοντας και κάνοντας «έ ε
µποπ ποπ µποπ» κάνανε µια στροφή και ξανά «έ ε µποπ ποπ µποπ». Στη
λάσπη του τοίχου χορεύανε οι σκιές των τριών «έ ε µποπ ποπ µποπ», ο
ιδρώτας ασήµιζε τα πρόσωπα, τα χέρια κουνιόντουσαν σαν µεγάλες
φτερούγες, τα πόδια χτυπάγανε γυμνά στο µαυρισµένο χώμα, η ριάνµπα
ανακάτευε το κεφάλι µε χρώματα, αρώματα και γεύσεις.
Το πρωί που ξύπνησα ένιωσα τάση για εµετό, ατονία σ' όλο µου το κορµί,
πόνο στην κοιλιά, στο κεφάλι, σε λίγο διάρροια, ο πυρετός ανέβαινε σιγά
σιγά, αρχίσανε τα ρίγη, τρέμω σαν νευρόσπαστο, κρυώνω, ντύνοµαι µ'
όλα τα ρούχα που έχω µαζί µου, ιδρώνω φοβερά, το κεφάλι µου πάει να
σπάσει από τον πόνο, δεν µπορώ καθόλου να συγκεντρωθώ και µόνο η
ακοή µου οξύνεται εφιαλτικά, κι αθέλητα συγκεντρώνομαι και ακούω
θορύβους που άλλες στιγμές δε θα τους άκουγα. Το κεφάλι µου πάει να
σπάσει, κάθε µικρόηχος µεγεθύνεται τερατωδώς µέσα στους λαβύρινθους
των αφτιών µου και µπουµπουνίζει στο µυαλό µου και µε τρελαίνει.
Μια στυφή µυρωδιά καπνού γλιστράει στα ρουθούνια µου, σαπισµένα
φύλλα µπανάνας, φρέσκο ξύλο, κάποιοι ψήνουνε εκεί έξω
πουκουγιαζάνµπα, ποντικούς των αγρών, τρελαίνοµαι καθηλωµένος
πάνω στο χορτάρινο στρώµα της καλύβας του Μακούτου-Βε. Βγάζω ένα
κουτί Νιβακίνες και καταπίνω έξι χάπια µαζί. Μαλάρια. Την τρίτη µέρα
ένιωσα καλύτερα. Ο Σακέλης µου έβαζε βρεγµένα πανιά στο µέτωπο και
το παραµιλητό µού είχε τελείως στεγνώσει το στόμα.
Βγήκα για λίγο έξω από τη σκοτεινή καλύβα. Ο Σακέλης συζητούσε µε
τους γέροντες, τους έδειχνε τις βουνοκορφές που ροδίζανε στη δύση και
τους ρώταγε τι είναι πάνω κει στα υψώµατα. Κανένας τους δε φαινότανε
να έχει πάει µέχρι εκεί. Κι όταν ο Σακέλης τους είπε ότι θέλει ν' ανέβει
εκεί πάνω, του είπανε ορθά κοφτά να µην το επιχειρήσει «γιατί µεσιέ
Νικόλας δεν υπάρχει τίποτα εκεί".
Μιλούσε µόνο µε τους γέροντες του χωριού και φαινότανε φίλος
µαζί τους. Αυτός ο παράξενος άνθρωπος από τη µακρινή Ρόδο
που είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη ζούγκλα,
πάνω από τριάντα χρόνια, είχε φτιάξει οικογένειες και παιδιά σε
διάφορες περιοχές και σε χωριά µέσα στο απέραντο Δάσος κι απ'
όπου περνούσαμε τον γνωρίζανε και του µιλούσανε σαν να 'τανε
άνθρωπος δικός τους. Αλλά ακόμη και γι' αυτόν µερικά πράγµατα
ήταν αδιανόητα, πίθηκο για παράδειγμα δε θα 'τρωγε ποτέ.
«Άµα φας πίθηκο, καφουροποιήθηκες, πάει τελείωσε» έλεγε
και ανατρίχιαζε κάθε φορά που τύχαινε να µας καλέσουν για
φαγητό και βγάζανε πίθηκο καπνιστό ή καρβουνιασµένο. Έλεγε
«όχι» και οι άλλοι που δεν καταλάβαιναν τον κοίταζαν µ' απορία.
«Οι Μουντέλε δεν τρώνε τον πίθηκο» τους έλεγε κι εκείνοι του
απαντούσαν ότι οι παπάδες της Αποστολής τρώνε κι ο Σακέλης
ανατρίχιαζε χειρότερα κι έβριζε τους παπάδες.
Ο παράξενος οδηγός µου µε το πεισματάρικο στόμα καθότανε
συλλογισµένος. Όταν τον ρώτησα τι σκέφτεται µου είπε ότι σ' όλη
του τη ζωή θέλει να πηγαίνει εκεί που δεν έχει ξαναπατήσει το
ποδάρι του. Είναι κάτι µέσα του που τον σπρώχνει και τον γοητεύει να
βλέπει καινούρια µέρη, νέους ανθρώπους, να πηγαίνει στο άγνωστο. Κι
αυτή τη φορά του έχει καρφωθεί στο µυαλό ν' ανέβει στο ψηλό εκείνο
βουνό.

Όταν άρχιζε να πέφτει η νύχτα στα µισοσκότεινα και υγρά µονοπάτια του
δάσους που περπατάγαμε, οι µαύροι που µας συνοδεύανε κόβανε µε τις
µασέτες τους γρήγορα κι επιδέξια λεπτά και γερά κλαδιά, τα καθάριζαν,
τα έδεναν µε χορτόσχοινο κι αφού κάναµε έναν έλεγχο τριγύρω για
τερµιτοφωλιές, φτιάχναµε πρόχειρα κρεβάτια σαράντα µε πενήντα
πόντους πάνω απ' το χώµα, ανάβαµε φωτιά, ζεσταίναµε νερό για τσάι και
ψήναμε κοµµάτια αντιλόπης περασµένα σε λεπτά ξύλα που τα
στριφογυρίζαµε για να ξεροψηθεί το κρέας. Οι µαύροι τα δικά τους
κοµµάτια τα ψήνανε µέχρι που να μαυρίσουν τελείως και να καούν κι έτσι
τα φχαριστιόντουσαν. Αν βρίσκανε κανένα ποντικό του δάσους κάνανε
µεγάλη χαρά. Χρειάζεται επιδεξιότητα για να χτυπήσεις τον ποντικό µε
το τόξο. Τον ανοίγανε στη µέση, πετάγανε τα άντερα, τον γδέρνανε και
µετά τον ψήνανε από τις δυο πλευρές καλά καλά κι ύστερα ξαπλώνοντας
απολάμβαναν το φαγητό τους.
Προχωρούσαμε ψάχνοντας για το οροπέδιο. Ο Σακέλης έλεγε και
ξανάλεγε: «Δεν µπορώ να τους καταλάβω αυτούς τους ανθρώπους.
Γεννηθήκανε εδώ, στη µέση του Δάσους και δεν πήγανε ποτέ παραπέρα,
µια ολόκληρη ζωή κολληµένοι στο ίδιο χωριό. Και µόνο σπάνια, από
κάποιον περαστικό ταξιδιώτη µαθαίνουνε για άλλα µέρη κι ανθρώπους.
Αυτό το ψήλωµα, εγώ, έχω σκοπό να το καλλιεργήσω. Θα βάλω
ανθρώπους να το καθαρίσουνε και θα σπείρω καλαµπόκι. Και ξέρεις γιατί
θέλω εκεί ψηλά, για να βλέπω. Άμα το µάτι µου δε φεύγει µακριά, νιώθω
να πνίγοµαι. Δεν µπορώ τόσα χρόνια να τους καταλάβω αυτούς τους
ανθρώπους, δεν έχουνε νεύρο, δεν έχουν ανησυχία».
Περπατούσαμε για µέρες πολλές. Η πορεία δύσκολη. Το χώµα στην
περίοδο της ξηρασίας είναι ακόμη υγρό. Τα παπούτσια µου, δυο µπάλες
κοκκινόλασπης, γίνονται ασήκωτα, και κάθε λίγο πρέπει να σταµατάω
και να τα καθαρίζω µ' ένα ξύλο. Πάντα ήμουνα δυσκοίλιος και τώρα που
επί µια βδοµάδα έτρωγα µόνο ρύζι, µιας και δε βρίσκαµε κυνήγι, δεν
µπορούσα να χέσω κι ένιωθα την κοιλιά µου ασήκωτη σαν τα παπούτσια
µου. Σε κάθε ποταµάκι που συναντούσαµε ο Σακέλης κι εγώ, για να µη
βραχούµε, πιανόµασταν από τις κλιµατσίδες που κρέµονταν από τα
πελώρια δέντρα, τις δοκιµάζαµε πρώτα, αν είναι γερές, παίρναμε φόρα
και πηδάγαµε αντίκρυ. Καµιά φορά, η κλιµατσίδα στην εναέρια διαδροµή
για απέναντι µας πρόδινε και τότε «μπλαφ» πέφταµε στο νερό
βλαστημώντας. Οι µαύροι που πήγαιναν µπροστά ξυπόλητοι, άνοιγαν
δρόµο µε τις µασέτες κι αν για κάποιο λόγο, το µονοπάτι που είχε
καιρό να πατηθεί έκλεινε από µεγάλα φυτά, καθόµασταν για ώρα
περιµένοντας ν' ανοίξουν το πέρασµα. Στην αρχή πήγαινα να βοηθήσω
αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι αυτές οι στάσεις ήταν ευκαιρίες για
κουβέντα µε το Σακέλη κι έτσι καθόµουνα κοντά του, κι ενώ άναβε την
πίπα του κι εγώ έστριβα κάποιο τσιγάρο, τον ρώταγα για το Δάσος.

Στη ζούγκλα ο άνθρωπος δεν έχει νιώσει ποτέ τι σημαίνει έλλειψη


βλάστησης. Ούτε ποτέ ήρθε στην ανάγκη να πάρει ένα σπόρο, να ξύσει το
χώµα, να κάνει µια λακκούβα, να τον θάψει και µετά να περιμένει, µέρα
τη µέρα να πεταχτεί ένα µικρό βλασταράκι, τοσοδούλι, µέσ' απ' τις
ραγισµατιές του χώµατος και ν' αρχίσει να ψηλώνει. Όλα γύρω
φυτρώνουν και ανακυκλώνονται µόνα τους.
Η ζούγκλα φροντίζει από µόνη της τον εαυτό της.
Στην Ελλάδα που µάθαµε πως οτιδήποτε χρειαζόµαστε πρέπει να το
φυτέψουµε και να το καλλιεργήσουµε και µετά να το καταναλώσουµε,
µας είναι δύσκολο να καταλάβουµε αυτή την απλοχεριά της φύσης. Κι
όταν οι Έλληνες βρίσκονται µπροστά σ' αυτό το θαύµα, πάλι δεν µπορούν
να καταλάβουν γιατί οι ντόπιοι δε φυτεύουν πιο πολλά από το κάθε είδος
που στην αγορά αξίζει πολλά χρήματα. Δεν µπορούν να καταλάβουν ότι
αυτοί οι άνθρωποι δε νοιάζονται για το κέρδος, το κέρδος που είναι πιο
πολύ απ' αυτό που χρειάζονται, κι όλη αυτή την ιστορία µε τις πλαστές
και πρόσθετες ανάγκες, καταναλωτική κοινωνία και τα παρόμοια.

Γυρίσαμε στο χωριό µετά από µέρες. Ο Σακέλης ήταν ενθουσιασµένος µε


την εξερεύνησή µας στην περιοχή.
Ήπιαµε αρκετό κρασί από Μπίλα. Ο Μακούτου-Βε φώναξε τις γυναίκες
του, η µια έσφιγγε στην αγκαλιά το µωρό της που θήλαζε, η άλλη ήταν
ηλικιωµένη και η τρίτη ήταν κοπελίτσα, λεπτούλα κι ασχηµάτιστη. Μας
κάλεσε να διαλέξουμε. Ο Σακέλης - τον ένιωθα - έψαχνε να βρει έναν
τρόπο για να τ' αποφύγει, χωρίς όµως να ποοσβάλει και το Μακούτου-Βε
για τη φιλοξενία του. Έδειξε µια µικρούλα που ήτανε δεν ήτανε δέκα
χρονώ. «Μα αυτή είναι η κόρη µου» είπε ο Μακούτου-Βε. Κι έτσι
τελειώσαµε µε την επιµονή του αρχηγού της φυλής να µας τρατάρει
γυναίκα για τη νύχτα.
Ο Σακέλης έπεσε να κοιµηθεί στην καλύβα κι εγώ βγήκα έξω και
προχώρησα προς το σκούρο όγκο του φορτηγού. Το φεγγάρι γλίστραγε
πάνω στα φύλλα µπανανιάς που σκέπαζαν τις καλύβες.
Πιο πέρα, σ' ένα φρεσκοσκαµµένο τάφο, µια παρέα ξενύχταγε κάποιον.
Πήγα κοντά. Τέσσερις νέοι κάπνιζαν ριάνµπα, πίνανε φοινικόκρασο και
παίζανε κάποιο σκοπό µ' ένα ξυλόφωνο. Πότε πότε χύνανε λίγο κρασί
στο χώµα για να πιει κι ο φίλος τους που είχε πεθάνει την προηγούµενη
µέρα και που τώρα ξενυχτάγανε µαζί για να του κάνουνε παρέα.
Κάθισα για λίγο µαζί τους, ένιωθα ψόφιος, η νύχτα ήταν γλυκιά κι οι
άνθρωποι γελάγανε µε το παραµικρό. Θέλανε να µάθουνε πώς είναι ο
κόσµος πέρα από κει που ερχόµουνα. Ο µυθικός κόσµος που δεν είχαν δει
ποτέ. Η ζωή τους, κάποια στιγµή, τελείωνε απλά, όπως απλά και άμεσα
ζούσαν. Ο θάνατος ήταν πολύ κοντά στη ζωή. Τέσσερις φίλοι που
πάλευαν µε τις προλήψεις, τους τρόµους, τους ανταγωνισµούς που
γεννάει το απόλυτο σκοτάδι και η τραχιά ζωή µες στη ζούγκλα που
ακόµα και την ηµέρα είναι σκοτεινά.
Έφυγα και πήγα στην καµπίνα του φορτηγού. Σε λίγο ήρθανε δυο µικρές
θα 'τανε δε θα 'τανε δώδεκα χρονών. Με µια λάµπα πετρελαίου στο χέρι
µου χτυπήσανε το τζάµι. Τα κουνούπια βουίζανε. Πολλά µάτια γύρω
κοίταγαν. Ανεβασµένοι στο καπώ του αυτοκινήτου, στους µαρσπιέδες,
στα φτερά οι ντόπιοι παρακολουθούσαν µε περιέργεια. 'Έσβησα τη
λάµπα, τα κορµιά γυµνωµένα απ' το πανί ασήµιζαν στις αχτίδες του
φεγγαριού. Οι µικρές αναστενάζανε και κλαψούριζαν αγκοµαχώντας
στην αγκαλιά µου.
Την άλλη µέρα φύγαµε. Αποχαιρετώντας µας ο Μακούτου-Βε είπε την
κουβέντα του κατευόδιου: «ο δρόµος που διαλέγει κάθε άνθρωπος µοιάζει
καινούργιος αλλά η γη είναι παλιά όσο παλιός είναι κι ο κόσµος».
Προσπάθησα να κάνω τον ήχο «ιιΙΙΚ» ρουφώντας προς τα µέσα τον αέρα
και στέλνοντάς τον στην πάνω κοιλότητα του λάρυγγα.
Ο ήχος, αν βέβαια βγει σωστά, σημαίνει ότι το συνομιλητή σου τον
άκουσες από τα βάθη της ψυχής σου κι ότι τον εκτιμάς.
ΕΞΙ

Τα σκυλιά από την πλατεία χαθήκανε.


Ο Ινδιάνος ο Γεράσιµος ζει στη γωνιά πικραµένος. Του σκοτώσανε το
σκύλο.
Ο Σταύρος ο λούστρος έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη του, περπατάει τώρα µε
δεκανίκι. Τη µέρα που τον πήγαινε στο νοσοκομείο λένε ότι του βρήκανε
στην τσέπη ένα βιβλιάριο καταθέσεων µε δυο εκατοµµύρια.
Ο Γερμανός που κοιμότανε στις οικοδομές και στην πλατεία και τον
ακολουθούσανε όλα τα σκυλιά έχει χαθεί εδώ και καιρό.
Ο «Αιθέρας», ο επίσημος ζήτουλας της πλατείας, µου τη σπάει κατάφωρα.
Κάθε φορά που µε βλέπει - το ίδιο κάνει µε όλους - αφού µε ζυγίσει πρώτα
µε µια µατιά, µου την πέφτει να του δώσω φράγκα για να φάει. Την ώρα
που ψάχνοµαι, κοιτάζει τα χέρια µου και την τσάντα λες και θέλει να
αρπάξει, ναι, αυτό είναι, αρπαχτικός. Δε µε κοιτάει στα µάτια αλλά θέλει
να δει τι θα ψαρέψω στο πορτοφόλι για να του δώσω, ενώ ρουφάει
συνέχεια τη µύτη του που είναι κατακόκκινη απ' όλες τις µαλακίες του
κόσµου που τραβάει για να τη βρει. Αιθέρα, βενζίνη, κι ό,τι άλλα σκατά
βρει µπροστά του. Είναι λιγδερός και ανατριχιαστικός και καθόλου
αξιοπρεπής ενώ ο Σπύρος ο Νικοτινοµανής είναι πολύ κύριος. Όταν
περνάω από τη γωνία που στήνεται, στο παλιό οικόπεδο, φωνάζει κάτι
ακαθόριστο, πάω κοντά του «έχετε κανένα τσιγαράκι φίλτρο;» είναι η
µπερδεµένη του κουβέντα, του δίνω µερικά από το πακέτο, τα παίρνει στα
χέρια και τ' ανεβάζει µε µια καµπύλη κυµατιστά στη µύτη. Τα περνάει
ένα ένα σαν να παίζει πλαγίαυλο µπροστά από τα ρουθούνια του,
µυρίζοντας παθιασµένος και µετά τα χώνει στη γκρεµίλα του τοίχου, σε
µια τρύπα που έχει για καβάτζα. Τέλος, µε µια µεγαλόπρεπη κίνηση σε
διώχνει λέγοντας «Εντάξει, ευχαριστώ».

Πριν από λίγο καιρό, ο Χρήστος ξεκίνησε τσακισµένος ψυχολογικά να


πάει στην Πάτρα.
Το στραπάτσο το έπαθε τις τελευταίες μέρες, όταν τσακώθηκε μ' έναν
τυπά κάποιο βράδυ στην πλατεία, καθώς καθόντουσαν γύρω από τη
φωτιά που άναβαν κάθε νύχτα με παλιόξυλα, παράθυρα και πόρτες που
ξεκολλούσαν από τα παλιά σπίτια που βρίσκονται εκεί γύρω, και χρόνια
τώρα μένουνε ξενοίκιαστα, με τρύπες στη θέση των παραθύρων και τις
πόρτες να χάσκουνε εφιαλτικά.
Όπως κάθονταν δίπλα δίπλα με τον τύπο που είχε κατέβει στην
πλατεία πολύ νταουνιασμένος γιατί στη ζήτα της ημέρας είχε
ακούσει πιο πολλές βρισιές από τα φράγκα που είχε μαζέψει κι
ένιωθε φοβερή επιθετικότητα, έγινε η φασαρία. Στην πρώτη μαλακία του
Χρήστου, εκείνος του 'ριξε δυο μπουνιές στη μούρη και μόλις τον ξάπλωσε
κάτω του 'ριξε και μερικές κλοτσιές.. Όταν ο Χρήστος σηκώθηκε ήταν
πλημμυρισμένος στα αίματα και τα μπροστινά του δόντια είχαν
ξεκολλήσει και κρέμονταν από μια πέτσα.
Αγριεμένος ο Χρήστος τα τράβηξε με το χέρι και τα πέταξε στον τύπο,
που τον κοίταζε φρικαρισμένος από την εικόνα του πασαλειμμένου στα
αίματα ανθρώπου, στο φως από τις φλόγες που τρεμούλιαζαν πάνω στο
πρόσωπο το τρελαμένο από τον πόνο και τη μαύρη τρύπα στη θέση του
στόματος.
Αργότερα, όταν πήγε στραπατσαρισμένος στην Πάτρα για να μείνει με τη
μάνα του και τον αδελφό του ξαναθυμάται τις ιδέες του περί
επικοινωνίας και κάποιο απόγευμα λέει στη μάνα του, έτσι όπως πίνανε
τον καφέ τους:
«Μάνα, κοίταξε να δεις, αυτές οι σχέσεις που έχουμε οι δυο μας είναι
τελείως συμβατικές, πρέπει λοιπόν να φροντίσουμε τις τυπικές αυτές
σχέσεις να τις κάνουμε σχέσεις ουσιαστικές, σχέσεις μάνας-γιου και να
έρθουμε κοντά οι δυο μας για ν' αγαπηθούμε πραγματικά».
«Και πώς θα γίνει αυτό, αγόρι μου;»
«Αυτό θα γίνει μόνο αν γαμηθούμε, μάνα».
Η μάνα του τρελάθηκε κι άρχισε να ξεφωνίζει. Ο Χρήστος, σηκώθηκε,
αναποδογύρισε τον καφέ και βγήκε από το σπίτι βρίζοντας.
Στο δρόμο έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του κάτω
στην άσφαλτο, τον πήρανε τα αίματα, πήγε στο απέναντι μαγαζί και με
το κεφάλι του βάρεσε μια στη βιτρίνα και την κατέβασε, πήρε ένα μεγάλο
τζάμι μυτερό κι άρχισε να καρφώνει τα χέρια του και την κοιλιά του.
Αίματα τρέχανε σ' όλο του το σώμα, ώσπου ήρθανε οι μπάτσοι
ειδοποιημένοι από τον αδελφό μου και τον πήρανε για το νοσοκομείο.
ΕΠΤΑ

Στην περιοχή του Ιλέμπο άκουσα για πρώτη φορά να μιλάνε για τους
Μαμιβάτα. Οι Μαμιβάτα ζουν τη νύχτα, είναι ανθρώπινοι στην όψη αλλά
δεν είναι πια άνθρωποι, είναι νεκροζώντανοι. Οι ντόπιοι λένε γι' αυτούς
ότι τρέφονται μόνο με φρούτα. Τους φοβούνται και μόνο τ' όνομα
Μαμιβάτα είναι ικανό να δημιουργήσει το μεγαλύτερο τρόμο. Όταν, στις
αρχές, ρωτούσα τι σημαίνει η λέξη με κοιτούσαν με επιφύλαξη και δεν
απαντούσαν. Αργότερα, κάποιος μου είπε ότι η λέξη σημαίνει γοργόνα,
πράγμα που είναι αλήθεια, όμως τη μυστική σημασία της λέξης κανένας
δεν ήθελε να μου την πει.
Κάποιο βράδυ ο Νγκάνγκα της περιοχής μας κάλεσε στη φωτιά του.
Κάθισα δίπλα του. Μου έδωσε να μασήσω κόλα κι ενώ πίναμε κρασί από
ζαχαροκάλαμο κι ο ίδιος μασούλαγε ρίζες τζουμιλόνγκο κι έριχνε
κοκκινόχωμα στη φωτιά, άρχισε την κουβέντα με το Σακέλη. Έτσι έμαθα
τι συμβαίνει στην περιοχή.
Όταν κάποιος χρειάζεται εργάτες για να ξεχερσώσει μια περιοχή
σαβάνας ή Δάσους και δε βρίσκει, γιατί λίγο-πολύ όλοι προτιμάνε να
κάθονται ή να κάνουν τις λίγες δουλειές που είναι αναγκαίες, παρά να
πηγαίνουν να δουλέψουν μ' ένα μεροκάματο που φτάνει ίσα για ν'
αγοράσουν ένα πακέτο τσιγάρα Οκαπί, τότε, λοιπόν, αυτός ο κάποιος
πηγαίνει στο Μάγο και τον πληρώνει παραγγέλνοντας τους ανθρώπους
που χρειάζεται. Ο Μάγος αρχίζει το ψάξιμο μέχρι να εντοπίσει τους
ανθρώπους που, κατά τη γνώμη του, κάνουν γι' αυτή τη δουλειά. Τότε
στέλνει τους βοηθούς του και ποτίζουνε τα υποψήφια θύματα με κάποιο
δηλητήριο που είναι φτιαγμένο με μια συνταγή που μόνο ο Μάγος την
ξέρει και πηγαίνει κληρονομικά από Μάγο σε Μάγο. Ο άνθρωπος που
πήρε το δηλητήριο πέφτει μετά από λίγο σε καταληψία και όλοι νομίζουν
πως πέθανε. Τον κλαίνε οι δικοί του, καταριώνται τους εχθρούς του που
τον φθονήσανε και θελήσανε το θάνατό του και μετά τον θάβουνε στο
μέρος που θάβουνε όλους τους νεκρούς. Για να 'ναι σίγουροι ότι κανείς δε
θα πάει να τον ξεθάψει για κανιβαλισμό, κάθονται όλη τη νύχτα και τον
μοιρολογάνε με τις λάμπες.
Όμως, κάποια στιγμή, ο Νγκάνγκα που παραφυλάει, γυμνώνεται και
κρατώντας στο δεξί του χέρι το φετίχ των πνευμάτων, κάθεται στο χώμα,
σέρνεται προς τα μπρος και κάνει επίκληση στις υπερφυσικές δυνάμεις
που βρίσκονται γύρω να τον βοηθήσουν στο έργο του. Οι δυνάμεις αυτές
υπάρχουν στα φυτά, στα δέντρα, σε κάποια σημεία του σώματος, νύχια,
τσίνορα, μαλλιά, στο νεκρό, σ' έναν κουφό ή επιληπτικό συνεργάτη του
Νγκάνγκα και με την επίκληση απελευθερώνονται και τον βοηθάνε. Κι
όταν, αργά τη νύχτα, παίρνει ο ύπνος τους συγγενείς του νεκρού, τότε οι
βοηθοί του πηγαίνουν τον ξεθάβουν και τον μεταφέρουν στον Νγκάνγκα
που τον ξαπλώνει μέσα σ' έναν κύκλο από ξύλα, τον κύκλο της Θείας
Δίκης. Του δίνει το αντίδοτο και ο νεκρός ζωντανεύει. Όμως δεν είναι πια
άνθρωπος, είναι Μαμιβάτα και υπακούει μόνο στο Μάγο.

Σε κάποια μυστική γωνιά του Δάσους, που με οδήγησε ο Σακέλης, κοντά


στο Κολουέζι, υπήρχε μια ορθόδοξη εκκλησία κι ένα οικοτροφείο για
παιδάκια που το διαχειριζότανε μια πανέμορφη μαύρη κοπέλα, η
Θεμελίνα.
Μόλις κατεβήκαμε από το φορτηγό τα παιδάκια μαζεύτηκαν γύρω μας
και μας κοίταζαν με περιέργεια. Μόλις έκανα το πρώτο βήμα προς το
μέρος τους, εκείνα τρομοκρατημένα έκαναν όλα μαζί πίσω ξεφωνίζοντας.
Η Θεμελίνα χαιρότανε πραγματικά που είχε ξένους, το έβλεπες στον
τρόπο της, στο γέλιο της.
Μας κάλεσε να φάμε, γιατί μόλις είχανε στρώσει το τραπέζι.
Μπήκαμε σ' ένα σκοτεινό χώρο, φτιαγμένο με λάσπη και ξύλο που
ήτανε η τραπεζαρία. Σιγά σιγά ήρθαν και τα παιδιά κι όταν καθίσαμε στο
μεγάλο τραπέζι με τους φαρδιούς πάγκους τα παιδιά περίμεναν να τους
βάλει πρώτα τις φωνές η αδελφή Θεμελίνα για να καθίσουνε, τελικά,
στριμωγμένα μακριά από μένα που τους φαινόμουνα πολύ περίεργος,
ίσως για τα γένια μου.
«Το φαγητό είναι καραβόλοι» μας εξήγησε η Θεμελίνα και μας σέρβιρε
πάνω σε φύλλα μπανάνας πέντε-έξι τεράστια σαλιγγάρια για τον
καθένα, φτιαγμένα με κόκκινη σάλτσα. Περίεργος τη ρώτησα πού έμαθε
να μιλάει τόσο καλά τα ελληνικά και η αδελφή Θεμελίνα μου εξήγησε ότι
έμεινε σ' ένα μοναστήρι στην Κάλυμνο πάνω από τέσσερα χρόνια και κει
έμαθε να μαγειρεύει και τους καραβόλους με σάλτσα.
«Ναι, είναι πολύ ωραία μαγειρεμένοι» της είπα και ρούφηξα έναν με
εμφανή αηδία και καθώς ήτανε τεράστιος γέμισε το στόμα μου με κάτι
μαλακό και γλοιώδες, σαν σκατό. Αλλά και τα παιδάκια δε φαίνονταν
περισσότερο ενθουσιασμένα. Η Θεμελίνα μας κοίταζε όλους με αυστηρή
μεγαλοπρέπεια.
Κάποια στιγμή, ο Σακέλης βγήκε βιαστικά έξω για να πάει στο
φορτηγό. Προφανώς έφευγε για να γλυτώσει από τους καραβόλους. Είπα
ότι έχω και γω μια δουλειά και πήγα πίσω του. Στο μονοπάτι ένα φίδι είχε
στηθεί όρθιο στο ύψος του προσώπου του Σακέλη και ζυγιαζότανε για να
πηδήσει. Εκείνος χωρίς να κινείται μου φώναξε να μην πλησιάσω. Σιγά
σιγά έβγαλε το σακάκι του και τη στιγμή που το φίδι εκσφενδονιζότανε
στο πρόσωπό του, είχε ήδη περάσει το σακάκι μπροστά. Με μια μαγική
κίνηση κουκούλωσε το φίδι και το τύλιξε, αφήνοντας έξω, από τα δυο και
πλέον μέτρα, μόνο την ουρά που μαζευότανε και χτυπούσε δεξιά κι
αριστερά. «Είναι ένα μάμπα» είπε. «Γρήγορο και δηλητηριώδες».
Σήμερα, μάθαμε ότι οι Τανζανοί εισβάλανε στην επαρχία της Σάμπα,
όμως η Θεμελίνα που είχε πάει το πρωί στο Λουμπουμπάσι δεν είδε καμιά
ιδιαίτερη κίνηση. Λέει ότι πρόκειται για μια συνηθισμένη ιστορία
ρουτίνας. Μας διηγήθηκε ότι παρακολούθησε στο κέντρο της πόλης μια
δημόσια εκτέλεση με πυρωμένα σίδερα.
Θύματα δυο μαύροι που λήστεψαν και σκότωσαν μια λευκή γυναίκα.
Η Θεμελίνα που έχει γεννηθεί σ' ένα χωριό κοντά στο Λουμπουμπάσι,
έχασε όλη της την οικογένεια από τα μάγια που τους έκαναν οι
συγχωριανοί τους γιατί τους ζήλευαν που ήταν πλούσιοι. Πεθάνανε όλα
της τα αδέλφια και η μητέρα, ενώ ο πατέρας της επειδή ήτανε πολύ
δυνατός άνθρωπος γλύτωσε αλλά έμεινε παράλυτος στα πόδια και τώρα
ζητιανεύει στο Λουμπουμπάσι. Η Θεμελίνα την ίδια εποχή βρισκότανε
στην Κάλυμνο, στο μοναστήρι γι' αυτό και δεν την πιάσανε τα μάγια.
Κάποιο παιδάκι σηκώθηκε από το τραπέζι και η Θεμελίνα το ρώτησε πού
πάει, εκείνο είπε, για χέσιμο. Η Θεμελίνα θύμωσε: «Τι σας έχω πει τόσες
φορές;». «Καλά, πάω στην κόλαση» είπε το παιδάκι. Ίσως αυτού του
είδους η εκπαίδευση να είχε δημιουργήσει τραύματα στα παιδιά με
αποτέλεσμα να γίνουν όλα δυσκοίλια και όπως μάθαμε αργότερα είχαν
όλα αιμορροΐδες μεγάλες σαν τριαντάφυλλα και υποφέρανε απ' αυτή την
ευαίσθητη ηλικία.
ΟΚΤΩ

Στις έξι το πρωί χτυπάει το κουδούνι και φαντάσου ποιος ήταν;


Η Μυστηριώδης Νήσος μ' ένα μπουκάλι στο χέρι. Μου είπε ότι τριγύριζε
όλη τη νύχτα και το ξημέρωμα βρέθηκε μπροστά στο σπίτι όπου
θυμήθηκε ότι μια κοινή μας φίλη - καλή μου Μέδουσα - του είχε πει ότι
μένω εγώ. Κι έτσι, απλά, σκέφτηκε να χτυπήσει.
Ήπιαμε κρασί από το μπουκάλι που ήταν μισοάδειο και το κόκκινο χρώμα
του μας τύλιξε. Στα μάτια του λάμπανε μοβ ανταύγειες. Ο ιδρώτας
ασήμιζε στο γυμνό μουσκεμένο ευλύγιστο κορμί του. Η ψωλή του,
διογκωμένη, υγραμένη, ζεστή παραμίλαγε. Η κλειτορίδα μου, την ένιωθα,
ξεπρόβαλλε από τα μισανοιγμένα χείλη του μουνιού μου κοκκινισμένη
από το αίμα κι έλαμπε στο πρωινό φως του ήλιου.
Κι ακολούθησαν μέρες τρυφερές, μέρες γλυκές, μέρες ερωτιάρες.
Ταξίδεψα με τη Μυστηριώδη Νήσο σε χώρες μαγικές, τα λόγια του ήταν
χάδια στ' αφτιά μου, με τις όμορφες υπερβάσεις του με ξεμυάλιζε και με
μέθαγε.
Ποιητής στη ζωή και στο λόγο, η Μυστηριώδης Νήσος, έψαχνε για
ανθρώπινη ζεστασιά ακόμη και κει που δεν υπήρχε. Η πολική νύχτα, το
βόρειο σέλας, ο ήλιος του μεσονυκτίου ήτανε τα ζωντανά οράματά του.
Χαμένος για ένα διάστημα στο Παρίσι καθότανε, λέει, με τις ώρες και
παρατηρούσε από το παράθυρο τον παπουτσή της γειτονιάς του να
καρφώνει και να σολιάζει λεπτοραμμένες και φινετσάτες γυναικείες
μπότες και μποτίνια. Και ζήλευε τα χέρια του νεαρού κάλφα που
χάιδευαν τα μαλακά σεβρό δέρματα που τον άλλο καιρό τυλίγονταν σε
μικροκαμωμένα κι ευαίσθητα γυναικεία ποδαράκια και σε λεπτούλια
δαχτυλάκια με περιποιημένα νύχια και σ' αλαβάστρινους σφιχτούς
αστραγάλους και αρχές σμιλεμένης γάμπας κι ανατρίχιαζε ερεθισμένος
με τις φετιχιστικές φαντασιώσεις του.
Ο έρωτας με λύτρωσε. Η σκέψη για τον άλλο άνθρωπο με πλημμυρίζει, η
έγνοια του στην απουσία, η παρουσία του, όταν βρισκόμαστε μαζί, η
βαθιά ικανοποίηση της ταύτισης που αισθάνεσαι ότι ο άλλος είναι δικιά
σου προέκταση κι αντίστροφα με κάνει δυνατή. Η χαρά ν' ανακαλύπτω
τις ίδιες σκέψεις στον άλλο για τα ίδια πράγματα, η ευτυχία της
επικοινωνίας, το γκρέμισμα των τοίχων της μοναξιάς και μαζί η κατάρα
της θνησιμότητας που με παιδεύει πάει περίπατο ...

Η Μυστηριώδης Νήσος χάθηκε. Έχω μέρες να τον δω. Πέρασε χτες από το
σπίτι και μου πήρε τα λεφτά που είχα στην άκρη για να πληρώσω τους
λογαριασμούς κι έφυγε χωρίς ν' αφήσει ένα σημείωμα.

Ήρθε σήμερα στο σπίτι. Μου φάνηκε χλομός. Απέφευγε να με κοιτάξει


στα μάτια. Το 'βλεπα καθαρά ότι είναι πια στην αρρώστια. Του ζήτησα να
μείνει κοντά μου για να τον βοηθήσω. Να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι
μου για να ξεκολλήσει. Μου είπε ότι είναι εδώ και καιρό στην πανούκλα
και μου το έκρυβε. Πολλές φορές έχει προσπαθήσει να βγει αλλά κάθε
φορά δημιουργεί προβλήματα στους ανθρώπους που αγαπάει, ζει
δισυπόστατα, λέει ψέματα. Τώρα πια θέλει μόνο ν' αποτελειώσει αυτό που
άρχισε.
Άρρωστος πια για τα καλά γυρνάει στις ίδιες γειτονιές, κρυφά κι ένοχα,
μην τον δει κανένα μάτι γνώριμο, παλιό και συναντάει άλλους αρρώστους
και συναλλάσσεται μαζί τους βοτάνια και σκόνες για ν' αποτελειώσει τα
κομμάτια που παραμένουν ανέγγιχτα ακόμη από την πανούκλα, γιατί ο
καινούριος παραμορφωμένος εαυτός δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον
παλιό.
ΕΝΝΙΑ

Στο μικρό χωριό των Γιάνζι είχε έρθει εδώ και δυο μέρες από τ' ανατολικό
μονοπάτι ο Αλμπίνος. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, απλά κοίταξε γύρω
του με μισόκλειστα μάτια και για κάποιο λόγο αποφάσισε να πάει να
καθίσει στο πλάι της χωματένιας καλύβαςτου Τάτα Πάντζι. Τα σπίτια του
χωριού, όλα καμωμένα από κόκκινη λάσπη, κλαδιά φοίνικα και φύλλα
μπανανιάς, σχημάτιζαν στην οροφή έναν περιπετειώδη κύκλο. Στην
υποτιθέμενη πλατεία, κάτω από τη μεγάλη μανγκιά, κάθονταν οι γέροι
και κοίταζαν με περιέργεια και κάποια καχυποψία, τον παράξενο
επισκέπτη.
Κάποιες κουβέντες, σε γλώσσα άγνωστη, που έλεγε στον εαυτό του,
έφταναν στ' αφτιά των γέρων. Μερικά από τα παιδιά του χωριού που
μαζεύτηκαν γύρω και κοίταζαν με περιέργεια τον ροζ άνθρωπο, τον
ρώτησαν ποιο είναι τ' όνομά του, από πού έρχεται κι όταν δεν πήραν
καμιά απάντηση, ούτε καν ένα βλέμμα, βαρέθηκαν και φύγανε για το
ποτάμι να συνεχίσουν τα παιχνίδια τους με μια μισοβουλιαγμένη πιρόγα.
Η Μάμα Πάντζι βγήκε απ' την καλύβα κι αφού τον κοίταξε για ώρα του
έδωσε μανιόκο μέσα σε φύλλο μπανανιάς που πότε πότε μασούλαγε και
κάθε λίγο χτύπαγε τα κουδούνια που ήταν κρεμασμένα στο απλό καφετί
ρούχο που κάλυπτε όλο του το σώμα και άφηνε γυμνά τα μακριά του
πόδια.
Ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά, η λάσπη στον τοίχο της καλύβας του Τάτα
Πάντζι άρχισε να ζεσταίνεται και ο ξένος που ήτανε ακούρευτος και
γλιτσιασμένος γέμιζε ιδρώτα αλλά δεν κουνιότανε ν' αναζητήσει τη σκιά
κάτω από τα μεγάλα μπαομπάμπ που στέκανε στη μέση της πλατείας,
μόνο έκλεινε τα μάτια. Από μακριά έμοιαζε ν' αχνίζει μέσ' στο
αφρικάνικο απομεσήμερο και μόνο η κίνηση που έκανε κάθε λίγο για να
χτυπήσει τις κουδούνες του τον έκαναν πλάσμα ζωντανό και υπαρκτό. Τα
σκυλιά πήγαιναν κοντά του, τον μύριζαν κι έφευγαν βιαστικά. Οι γέροι
συνέχιζαν να τον παρατηρούν με τις ώρες, μασώντας καρπό κόλας και
λέγοντας πότε πότε και κάτι για τον Αλμπίνο. Όπως μου 'πε ο Σακέλης
είχαν καταλήξει ότι πρόκειται για Ντόκι.
Καλέσανε ένα νέο που είχε περάσει την τελετουργία της ενηλικίωσης και
του είπαν ότι αυτός θα ήταν ο εκλεκτός που θα γλύτωνε το χωριό από την
απειλή του Ντόκι που ήτανε ο ξένος. Θα περίμενε να σηκωθεί ο ξένος για
να φύγει και τότε θα τον ακολουθούσε και θα έκανε αυτό που οι πρόγονοι
είχανε προστάξει.
Όταν άρχισε να βραδιάζει ο Αλμπίνος σηκώθηκε και πήρε το δρόμο προς
το μονοπάτι της ρεματιάς. Καθώς ξεμάκραινε, ακούγονταν για ώρα τα
κουδούνια του. Οι γέροι της φυλής μαζεμένοι στο πλάτωμα του χωριού
συζητούσαν γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει και περίμεναν το
κυνήγι. Σε λίγο, απ' τη μεριά της ρεματιάς ήρθε τρέχοντας και γεμάτος
αίματα ο νέος που μόλις δυο μέρες πριν είχε περάσει τον εικονικό θάνατο
στην τελετή της μύησης. Πλησίασε τους γέροντες και τους πρόσφερε
ζεστά εντόσθια ανθρώπου που εκείνοι τα ρίξανε αμέσως στη φωτιά.
Ο πατέρας του νεαρού σηκώθηκε και πήγε με το παιδί στην καλύβα του
Νγκάνγκα Μουγκούντου που τους περίμενε στο κατώφλι. Ο νεαρός
παράδωσε τη ματωμένη μασέτα του στο Μάγο, εκείνος μπήκε για λίγο
μέσα και γύρισε κρατώντας το Γκιχαλού Γκιμουγκούντου στα χέρια και με
το μπαστούνι φετίχ χτύπησε το νεαρό φονιά με δύναμη στο μέτωπο
εξορκίζοντας το αίμα του θύματος με τα λόγια:

«Εσύ, άνθρωπε σκοτωμένε,


μην τολμήσεις να τρελάνεις αυτό το νέο.
Φύγε και χάσου στον κόσμο
τον εξαποδώ κι άσε αυτό το παλικάρι
να ζήσει ήσυχο».

Ο Σακέλης μου εξήγησε τι θα γίνει στη συνέχεια.


Μετά απ' αυτό ο Μάγος πήρε το νεαρό φονιά μέσα στην καλύβα κι
έκλεισε πίσω του την πόρτα. Σε λίγο, θα πήγαινε στη φωτιά, όταν τα
εντόσθια θα είχαν πια καρβουνιάσει, για να φάει κι αυτός μαζί με τους
άλλους κι ο νέος θα έμενε μέσα κλεισμένος για να προφυλαχτεί μέχρι την
επόμενη νύχτα που το τελετουργικό θα συνεχιζόταν και θα τελείωνε με
την κάθαρση του φονιά από το Μάγο. Την άλλη νύχτα, ο Μάγος, ο
πατέρας του παιδιού, το παιδί, ο Σακέλης κι εγώ κατεβήκαμε στα «τρία
μονοπάτια» δίπλα στο ποτάμι, αφού προηγουμένως περάσαμε από το
νεκροταφείο, για να προσκαλέσει ο Μάγος τα πνεύματα των νεκρών που
θα παίρνανε μέρος στην τελετή. Εκεί, ο νεαρός μάζεψε ξερά χόρτα για τη
φωτιά και ο Μάγος έβγαλε από το σάκο-φετίχ αρωματικό Μουσάνγκου-
Σάνγκου και ξερό πιπέρι, τα 'ριξε πάνω στα ξερά χόρτα κι έβαλε φωτιά.
Όταν κάηκαν μάζεψε τη στάχτη και με το παλικάρι μαζί μπήκανε στο
ποτάμι μέχρι το στήθος, γέμισε με νερό μια άδεια κολοκύθα, έριξε μέσα
τη στάχτη κι άρχισε να βρέχει το κεφάλι του νεαρού, ενώ το σώμα του
βρισκόταν ολόκληρο στο νερό. Ο Σακέλης μου εξήγησε ότι από τη στιγμή
που ο νέος θα βγει από το νερό θα είναι κι αυτός ένας Νγκάνγκα
Μουγκούντου και ο κύριός του θα του δώσει ένα σάκο Μουγκούντου που
θα 'ναι πια δικός του.
Τότε ο πατέρας του νέου Νγκάνγκα θα πληρώσει το Μάγο με μια κότα,
ένα σακί καρπούς κόλας και μια κολοκύθα με φοινικόκρασο.
Καθίσαμε κάτω κι ήπιαμε το κρασί. Μετά τραβήξαμε για το χωριό την
ώρα που τα κοκόρια ξυπνούσαν.

Στην περιοχή της Σάμπα ο Μπλε Μπαν έχει περιφράξει ένα πελώριο
χτήμα με σκοπό να εκμεταλλευτεί το υπέδαφος που έχει διαμάντια.
Οι Μπαλούμπα, συνεννοημένοι με κάποιους στρατιώτες, περνάνε μια
νύχτα τα συρματοπλέγματα και φτυαρίζουνε το χώμα σε πλαστικές
σακούλες. Οι στρατιώτες που φρουρούν το χτήμα τους παίρνουν είδηση
και αρχίζει η μάχη. Την άλλη μέρα ο μεσιέ Μπλε Μπαν πάει στο
στρατόπεδο και με τον Κολονέλ κάνουν επιθεώρηση να δουν από ποιον
λείπουνε σφαίρες και ποιανού το όπλο μυρίζει μπαρούτι. Όμως, οι
στρατιώτες, από το προηγούμενο κιόλας βράδυ έχουν λύσει τα πιστόλια,
τα έχουνε λαδώσει και έχουνε αναπληρώσει τις σφαίρες που τους
λείπουνε με κλεμμένες. Έτσι, αφού περάσουν τρεις μέρες και τελειώσει η
φασαρία, πάνε στους χωρικούς και κοσκινίζουνε το χώμα, βγάζουνε τα
διαμάντια και την κάνουνε. Απ' αυτούς ο Σακέλης αγοράζει τα διαμάντια
πολύ φτηνά.
Οι Τσιλούμπα. Ο Βασιλιάς που ξεσήκωσε τους ρεμπέλ και ο πόλεμος στη
Σάμπα των ογδόντα ημερών. Εκατόμβες νεκρών και από τις δυο πλευρές.
Οι κυβερνητικοί δεν μπορούσαν να βάλουν τους ρεμπέλ στο χέρι και ο
πρόεδρος έφερε τους Πυγμαίους με τα τόξα και τα δηλητηριώδη βέλη,
όμως κι αυτοί δεν κατάφεραν τίποτα και τότε άρχισε να δίνει στους
στρατιώτες του ναρκωτικά για να μη φοβούνται και να μην παίρνουν
δρόμο.

Περάσαμε από το τελευταίο στρατιωτικό μπλόκο. Ο Σακέλης κατέβηκε


από το φορτηγό και τους έδωσε από πενήντα ζαΐρια. Ο ένας παρ' όλα
αυτά επέμενε να κοιτάξει μέσα στο μπαούλο που είχαμε στο πίσω μέρος
του φορτηγού. Ο Σακέλης έβγαλε από την τσέπη του κι άλλα
πενηντάρικα, που τα είχε από τα πριν έτοιμα και τους τα μοίρασε. Οι
στρατιώτες φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι. Αρχίσανε τα «μερσί πατρόν»
και μας είπανε να περάσουμε.
Ο ένας πήγε και σήκωσε τη μπάρα. Ο Σακέλης πήδησε στο φορτηγό και
χαμογελώντας πάντα έβαλε μπροστά, είπε στα ελληνικά «γαμιέστε
παλιοπούστηδες» και τους χαιρέτησε χαμογελώντας πάντα. Ούτε χαρτιά
ζητήσανε ούτε τίποτα. Κι έπρεπε να προσέχουμε μη μας ξεφύγει κανένα
«μαλάκα», γιατί η λέξη μοιάζει πολύ με το «μακάκο» που είναι η
θανάσιμη βρισιά.
«Αν σου ζητάγανε ν' ανοίξεις το μπαούλο, τι θα 'κανες;» τον ρώτησα.
«Μπα, το μπαούλο δε θα το άνοιγα με τίποτα» απάντησε. Δεν ήμουνα και
τόσο σίγουρος.
Προχωρήσαμε στο χωματόδρομο και λίγο λίγο άρχισαν να φαίνονται τα
λασπόσπιτα και ο δρόμος έγινε άσφαλτος, μισοκατεστραμμένη, αλλά
άσφαλτος. Οι Σιτέ, λαμαρινοκατασκευές, πλίνθες, φύλλα μπανανιάς
αλλά και κεραίες τηλεόρασης, ξεπηδάγανε εδώ κι εκεί.
Στον κεντρικό δρόμο της Τσικάπα ο κόσμος μυρμήγκιαζε και το
αυτοκίνητο προχωρούσε σημειωτόν. Κάποια στιγμή ο Σακέλης
σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, μπροστά σ' ένα φούρνο, όπου
οι μαμάδες φόρτωναν τα καλάθια τους με καυτά ψωμάκια και με
δυσκολία τ' ανέβαζαν στα κεφάλια τους.
«Πάμε να δούμε ένα φίλο» μου είπε.
Ο Λιβανέζος είχε ένα μαγαζάκι με γενικό εμπόριο στην αγορά της
Τσικάπα. Μόλις είδε το Σακέλη άφησε κάποιον στο πόδι του και μας
πέρασε στο πίσω μέρος του εμπορικού, σε μια μισοσκότεινη μεγάλη
αίθουσα.
Ανάμεσα σε μεγάλους μπόγους είδα ένα ανοιχτό φέρετρο και δίπλα
κάποιος καθισμένος κάτι έκανε στο νεκρό.
Από ένα ντουλάπι ο Χαμπίμπ έβγαλε κι άπλωσε πάνω στο γραφείο του
ένα σακούλι με γυαλιά. Ο Σακέλης άρχισε να ξεχωρίζει μεθοδικά τα
γυαλιά κοιτάζοντάς τα για μια στιγμή στο φως, κι έπειτα μετρώντας τη
διάμετρό τους ανάμεσα στα δόντια του, τα έβαζε στην μπάντα.
Συζητάγανε για ώρα οι δυο τους, κι εγώ πλησίασα τον άνθρωπο δίπλα
στο φέρετρο κι είδα ότι έραβε τον πεθαμένο. Ο Χαμπίμπ όμως, με πήρε
είδηση κι είπε στο Σακέλη να με φωνάξει.
Αργότερα, έμαθα ότι τον πεθαμένο τον είχε αγοράσει ο Χαμπίμπ από
τους συγγενείς του και αφού του αδειάσανε όλα του τα εντόσθια τον
παραγέμισαν με σακούλες με γυαλιά, τον ράψανε και μετά θα τον
στέλνανε αεροπορικώς στο Λίβανο, μιας και η εξαγωγή διαμαντιών
απαγορεύεται από τις μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν όλη την
παραγωγή και τη διακίνηση των διαμαντιών.
Αφού τελειώσανε οι διαπραγματεύσεις, ο Λιβανέζος με το Σακέλη
φιληθήκανε και βγήκαμε στο δρόμο.
Στο δρόμο για τις Σιτέ της Τσικάπα, ο Σακέλης άνοιξε το μπαούλο που
ήτανε γεμάτο ζαΐρια κι άρχισε να φωνάζει από τον τηλεβόα. Κόσμος
πολύς μαζεύτηκε γύρω μας. Ο Σακέλης αγοράζει γυαλιά! Μας φέρνουν
τριάρια, πεντάρια, εφτάρια, δεκάρια κι αν βρεθεί δεκαοχτάρι κάνει σαν
τρελός. Πληρώνει με χαρτονομίσματα, εγώ τα μετράω, χούφτες και
πακέτα ζαΐρια που παίρνω από το μπαούλο.
Χτες φύσηξε δυνατός αέρας. Θύελλα που ξερίζωνε δέντρα και στο διάβα
της έπαιρνε παράγκες, ξήλωνε σκεπές στα χωριά, σήκωνε χώματα κι
έσπερνε τον τρόμο στα μυαλά των ανθρώπων που χάζευαν με τα στοιχειά
που βυσσοδομούσαν και τρέχανε να κρυφτούν χωρίς να ξέρουνε πού. Κι
έπειτα ήρθε η βροχή. Καταρρακτώδης στην αρχή κι έπειτα σε κύματα που
μοιάζανε ν' ανεβοκατεβαίνουν πάνω στα πελώρια δέντρα και στον
κόκκινο δρόμο που έγινε ποτάμι. Κλεισμένοι στο φορτηγό βλέπαμε το
νερό ν' ανεβαίνει χωρίς να μπορούμε να βγούμε, ούτε να προχωρήσουμε.
Φύσαγε κι έβρεχε. Τσουβάλια, τουλούμια κι ασκοί του Αιόλου. Θεριά και
τέρατα. Μυθικές νύμφες εξαγριωμένες. Σειρήνες δαιμονικές και
μαινάδες αφιονισμένες. Κρότοι που τσακίζανε τ' αφτιά, ο ουρανός
κοβότανε στα δυο, τα σύννεφα φωτίζονταν από πίσω εφιαλτικά.
Όλες οι λαίλαπες κι οι καταιγίδες, οι τυφώνες κι οι κυκλώνες αγκάλιαζαν
το ακινητοποιημένο φορτηγό κι ο Σακέλης μόνο κάπνιζε και κοίταζε
αμίλητος.
Περάσανε ώρες για να μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε το φορτηγό από τη
λάσπη. Είχαμε πίσω μας το Κένγκε, το Μας, τη Μανίμπα, το
Μπουλούνγκου. Σταματήσαμε στον ποταμό Κασσάι. Στο πέρασμα των
μπακ θα ξεφορτώναμε βαρέλια με καύσιμα, στο χωριό που ο Σακέλης
έχει οικογένεια.

Η Καγίμπα έκανε μεγάλη χαρά όταν μας είδε να φτάνουμε στο χωριό της.
Ο Σακέλης είχε τρία παιδιά μαζί της και πέρναγε μερικές μέρες το χρόνο
κοντά της. Η Καγίμπα τον θεωρούσε σύζυγό της και τα παιδιά δείχνανε
περήφανα για τον Μουντέλε πατέρα τους. Ήτανε μιγαδάκια και στο
χωριό τα εκτιμούσανε πολύ. Η Καγίμπα ήταν η μεγάλη κόρη του
Νγκάνγκα Μαπέσα Λετουνί που ήτανε γνωστός στην περιοχή για το
κέρατο Μπουλούκου που είχε στην κατοχή του. Το κέρατο που έχει τη
μαγική δύναμη να διώχνει τα κακά πνεύματα ή να τα ηρεμεί. Ο Σακέλης
έδωσε σ' όλους δώρα. Στην Καγίμπα ένα ωραίο τυπωμένο βαξ πανί στο
μοβ με κίτρινα πουλιά που πετάγανε μ' ανοιχτά φτερά. Ενθουσιασμένη
έφερε μερικές γύρες και τυλίχτηκε με το πανί και μετά πήγε δίπλα του
και τον έπιασε κοκέτικα. Στα παιδιά έφερε μπλουζάκια και
παντελονάκια. Στον πατέρα της Καγίμπα έδωσε μια Μπουμπού από
πράσινο ύφασμα, σπίρτα, αλάτι και φωτιστικό πετρέλαιο σε μπιτόνια.
Η Καγίμπα, για να δείξει τη χαρά της που ήρθε ο άντρας της, έφτιαξε το
καλό φαγητό. Φούγκουα με σκουλήκια Μπίντζο. Ο Σακέλης της ζήτησε
να βράσει για μας ξεχωριστά τα χόρτα. Η νύχτα έπεσε και κάτσαμε στη
φωτιά παρέα με την οικογένεια του Σακέλη. Ο Νγκάνγκα Μαπέσα, ένας
επιβλητικός άντρας, ήρθε στη φωτιά, μας χαιρέτησε και κάθισε μαζί μας.
Το σώμα του ήταν γεμάτο ξεραμένη λάσπη, το πρόσωπο βαμμένο πάνω
από τη λάσπη με κίτρινα, πράσινα και μοβ χρώματα και στα μαλλιά του
είχε μπλεγμένα λουλούδια. Κάθισε δίπλα μας και κάπνιζε από μια
μεγάλη νερόπιπα με θόρυβο.
Η κουβέντα μας περιστράφηκε γύρω από τις φήμες που ακούγονταν
τελευταία ότι κάποιοι θάνατοι οφείλονταν στους Σίμπα, τα Λιοντάρια,
τους αθάνατους αντάρτες που κανένα τόξο δεν μπορεί να τους σκοτώσει.
Εδώ και λίγες μέρες εμφανίστηκαν στο Ιλέμπο κι έχουν απλώσει τη σκιά
μιας απειλής. Άλλοι λένε πως είναι οι Ανιότος, οι άνθρωποι-λεοπαρδάλεις
που ζουν στην περιοχή του ποταμού Κουίλου και καλύπτονται από ένα
φοβερό μυστήριο. Και η μύγα τσε-τσε κάνει θραύση τελευταία στην
περιοχή ...
Όμως η ώρα περνούσε, το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό και μεις πήγαμε
για ύπνο.
ΔΕΚΑ

Πόναγα που δεν τον έβλεπα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω να τον
βρω.
Η πόρτα από το παλιό νεοκλασικό σπίτι έλειπε ολόκληρη. Προχώρησα
στο μικρό διάδρομο με τις σπασμένες πλάκες και το φυτρωμένο χορτάρι
για ν' ανεβώ τα σκαλιά που οδηγούσανε στον πάνω όροφο. Το ξύλινο
κάγκελο έλειπε ολότελα, τα σκαλιά γεμάτα χώματα από τους σοβάδες
του τοίχου που είχε πέσει. Ανέβηκα με δυσκολία. Στον πάνω όροφο
κάθονταν στα μισοσκότεινα φάτσες γνωστές της πλατείας. Τα σκυλιά
μόλις με είδανε ήρθανε κοντά κουνώντας την ουρά τους. Τον είδα στο
ημίφως ξαπλωμένο σ' ένα βρόμικο παλιόστρωμα. Κάθισα δίπλα του. Πιο
πέρα σύριγγες της μιας χρήσης πεταμένες, παλιές εφημερίδες, κεριά
λιωμένα. Εκείνος κράταγε ένα μπουκάλι κρασί. Ήπιε μια γερή γουλιά, με
κοίταξε και μου 'πε ότι μ' αγαπάει αλλά δε θέλει να με βλέπει, δεν μπορεί.
Και η Μυστηριώδης Νήσος έγειρε κοντά μου κι άρχισε ένα μακρύ
μονόλογο.
«Εδώ, στην πλατεία, ήτανε η μοναδική φορά στη ζωή μου που ένιωσα ότι
έχω φίλους, ανθρώπους που μ' αγαπάνε. Ένιωσα ότι δεν είμαι μόνος και
βρήκα μέσα μου τέτοια δύναμη που κάποια μέρα, στα καλά του
καθουμένου, περπάτησα και στάθηκα καταμεσής στο δρόμο και μίλησα
στ' αυτοκίνητα που φρενάρισαν αντίκρυ μου. Τέρμα, ως εδώ. Από δω και
πέρα στην πλατεία και στους γύρω δρόμους θα κυκλοφοράνε μόνο τα
ποδήλατα, τα παπάκια και οι μηχανές. Κι αυτοί χάζεψαν και με κοίταζαν
και η ουρά πίσω τους άρχισε να μεγαλώνει και ν' απλώνει και σε λίγη ώρα
τ' αυτοκίνητα σταμάτησαν να κυκλοφορούν ως πέρα, οι δρόμοι
φρακάρανε κι εγώ στεκόμουνα εκεί για ώρα πολλή κι όταν τέλος φτάσανε

οι μπάτσοι κι επιχείρησαν να με πιάσουνε και να με πάρουνε σηκωτό, οι


φίλοι όρμησαν πάνω τους και δεν τους άφησαν ... ».
Έπινε από το μπουκάλι και μίλαγε ...
«Μια φωνή, ω, είχα μια φωνή ... Άρχιζα να τραγουδάω αφού πρώτα
τσάκιζα τη φωνή μου με κονιάκ και την έσπαζα με τσιγάρα, την έφτιαχνα
και την ετοίμαζα για ν' ανοιγοκλείνει σαν τρυπημένο και μισοκολλημένο
ακορντεόν και μετά ξεκίναγα τα φωνητικά από τους πρώιμους
ρομαντικούς για να προχωρήσω στο Λούντβιχ φον Μπετόβεν, Μπαχ,
Σούμπερτ, αφού πέρναγα πριν από τους Χάυντν, Χέντελ για να πάω
αμέσως μετά στους βιρτουόζους Λιστ και Μότσαρτ και να φτάσω
επιτέλους στη βασίλισσα Έλλα Φιτζέραλντ και στο μεγάλο Λούις
Αρμστρονγκ και μετά, σαλταρισμένος πια, όρμαγα ακάθεκτος στα
τραγούδια των Ουράια Χηπ και Λεντ Ζέπελιν κι όλη η πλατεία μέχρι κάτω
ούρλιαζε: Κι άλλο, κι άλλο».
Η πόρτα έλειπε και την ώρα που μίλαγε στο διπλανό δωμάτιο ένα ζευγάρι
τσακωνότανε για κάποια χρήματα, για μια μοιρασιά.
«Μια μέρα, που λες, εμφανίστηκε στην πλατεία ο Γερμανός και κοιμότανε
μαζί μας στο χορτάρι, κοντά στο άγαλμα ή στα παγκάκια. Εγώ
κοιμόμουνα πάντα στο παγκάκι που μου το φυλάγανε τα σκυλιά της
πλατείας. Καθόμασταν μέχρι αργά στη φωτιά κι όταν αποτελειώναμε τα
κρασιά μας, πήγαινα στο παγκάκι μου και τα σκυλιά μού κάνανε χώρο
και ξάπλωνα μαζί τους. Από πάνω μας ο ανοιχτός ουρανός, τ' άστρα, οι
φυλλωσιές των ακακιών, δίπλα το τρίξιμο της φωτιάς που σιγόκαιγε,
κάποιοι ψίθυροι από τους τελευταίους έρωτες της νύχτας, τιτίβισμα
μικρών πουλιών πάνω στα κλαδιά των δέντρων, καζανάκια τουαλέτας
στις γειτονικές πολυκατοικίες, ασυνάρτητες κουβέντες και παραμιλητά
και οι τελευταίες μεθυσμένες κραυγές των λιγοστών ινδιάνων της πόλης
που ενώνονταν με τα ερωτικά βογκητά νυμφιδίων που το 'χανε σκάσει
από τα σπίτια τους για να ζήσουνε τις μέρες και τις νύχτες της πλατείας.
Στην πιάτσα, οι ταξιτζήδες βροντάγανε τσαντισμένοι τις πόρτες των ταξί
βλαστημώντας τη μοναξιά τους και τον ξερόβηχα του τσιγάρου που τους
έπνιγε.
Κάποια στιγμή, ο Γερμανός χάθηκε για λίγες μέρες κι εμφανίστηκε μ' ένα
μεγάλο αντίσκηνο που δεν είπε πώς το είχε 'κονομήσει. Τον βοηθήσαμε
να το στήσει στη μέση της πλατείας κι από κείνη τη μέρα η σκηνή έγινε το
σπίτι μας. Το φαντάζεσαι; Κοιμόμασταν όλοι εκεί μέσα, ο Γερμανός, η
γκόμενά του, οι άλλοι, τα σκυλιά κι εγώ. Όλοι μας ανάκατα.
Εκείνο τον καιρό ερχότανε στην πλατεία κι ένας τύπος που είχε πολύ
μακριά μαλλιά και μέσα στα μαλλιά του ζούσανε μικρά ζώα, γατάκια
σκυλάκια, που φαίνονταν σαν να 'χανε φυτρώσει πάνω στο κεφάλι και
τους ώμους του. Θα νόμιζαν ότι ο κόσμος όλος αρχίζει και τελειώνει στις
πλάτες, στους ώμους και στο κεφάλι αυτού του παράξενου τύπου. Εκεί τα
τάιζε, εκεί κατούραγαν, εκεί τσακώνονταν, εκεί ερωτεύονταν.
Και ξυπνάγαμε αργά τα πρωινά, όταν ο ήλιος ήτανε ντάλα και
τανυζόμασταν μες στην πυρωμένη σκηνή, διπλωμένοι κι ανακατεμένοι
από τη νύχτα, άνθρωποι και σκυλιά, μπουσουλούσαμε και βγαίναμε έξω,
χασμουριόμασταν, τα σκυλιά κατούραγαν τεντώνοντας στον αέρα το
ποδάρι κι εκσφενδονίζανε το κάτουρο πάνω στο γείσο της σκηνής και η
μέρα ξεδιπλωνότανε, οι χαφιέδες πιάνανε δουλειά κι οι έμποροι σκάγανε
λιγάκι στην πλατεία να τους δούνε οι γάτες και να τρέξουνε ξοπίσω για
τη δόση τους».
Ο καβγάς δίπλα είχε ανάψει για τα καλά. Η κοπέλα έκλαιγε κι έβριζε τον
άντρα που είχε κάνει όλη τη δόση μόνος του και δεν είχε αφήσει για κείνη
καθόλου.
«Στην πλατεία λεγόντουσαν όλα. Οι μάσκες πέσανε κι όλοι οι
αποκρυφισμοί βγήκανε στη φόρα. Όλα τα ζώδια ζωντανέψανε και
περπατάγανε εδώ και κει και κουβεντιάζανε. Δίδυμοι πιασμένοι χέρι χέρι
κοιτάζονταν ερωτευμένα, καρκίνοι με το πλευρικό τους βάδισμα, ζυγοί
αμφιταλαντευόμενοι παλατζάρανε, λιοντάρια χασμουριόντουσαν,
γλειφόντουσαν και πότε πότε βρυχόντουσαν, ψάρια έκαναν
μπουρμπουλήθρες σαν μπαλονάκια σε κόμικ, σκορπιοί καμαρωτοί με
σηκωμένες απειλητικά τις ουρές τους στον αέρα, τοξότες σκοπεύανε
κατευθείαν στο ψητό, κριάρια που δεν παίρνανε από λόγια κουτούλαγαν
κάθε διαφωνούντα. Νηκτικά πουλιά περπάταγαν άτσαλα κι αστεία,
τινάζοντας πότε πότε τα φτερά τους, μαγεία να τους βλέπεις, κι η μοίρα
μας μπλεκότανε κοινή ... ».
Όταν έφυγα από κει ένιωθα μεθυσμένη. Ο απέραντος κόσμος τόσο δα
μικρός. Τοίχοι, κάγκελα, στολές, κτίρια, δρόμοι, πρόσωπα ανθρώπων
στείρα, άγονα, αποστειρωμένα, παγερά, βλοσυρά, θανατερά. Έκανα
προσπάθεια να φτάσω σπίτι, να κλειστώ και να κλάψω μόνη. Εικόνες που
πληγώνουν τα μάτια, κουβέντες που ματώνουν τ' αφτιά. Τη Μυστηριώδη
Νήσο ήξερα ότι δε θα την ξανάβλεπα. Τον Ηλία τον πιάσανε στα σύνορα
της Τουρκίας. Ο Χρήστος γυρνάει μισότρελος στην Πάτρα. Βλέπει παντού
συνομωσίες. Η Μέδουσα κάνει πεζοδρόμιο και παίρνει χάπια. Ο Σπύρος ο
Νικοτινομανής πέθανε στο παγκάκι που κοιμότανε. Ο Ορέστης είναι
μέσα, τον έδωσε κάποιος φίλος. Η Κατερίνα πέθανε στη φυλακή από
υπερβολική δόση. Ο Γερμανός, χαφιές της αστυνομίας. Οι άνεμοι της
ξηρασίας πάνω απ' την πλατεία.
ΕΝΤΕΚΑ

Στο δρόμο για τη Μουάντα.


Ο αυτοκινητόδρομος είναι στενός και περνάει µέσα από µικροσκοπικά
χωριά, τα σπίτια είναι χτισμένα µε λάσπη, οι στέγες φτιαγμένες µε
µπανανόφυλλα. Γυναίκες κουβαλάνε στα κεφάλια τους, µε τέλεια
ισορροπία, καλάθια πλεγµένα ή µεγάλες εµαγιέ λεκάνες γεµάτες µε
παπάγιας, µάνγκος, µπανάνες, αβοκάντος, ανανάδες και άσπρες-ροζ
παχιές κάµπιες, µεζές καταπληκτικός. Άλλες κουβαλάνε µόνο µια τσάπα
στο κεφάλι κάνοντας επίδειξη δεξιοτεχνίας.
Παιδιά, κότες, πίθηκοι, κουρούνες, κατσίκες, πέρδικες, ποδηλάτες, όλοι
στο µοναδικό στενό ασφαλτοστρωµένο δρόµο. Ο Σακέλης κάνει αγώνα
για ν' ανοίξει δρόµο προσπαθώντας να σκοτώσει όσο πιο λίγα γίνεται απ'
αυτά που συναντάμε. Απολογισμός, τέσσερις κότες νεκρές και µια
κατσίκα, µόνο στον πηγαιμό. Σ' όλη τη διαδροµή διασταυρωνόµασταν µε
σαραβαλιασμένα φορτηγά που µουγκρίζανε σαν ζώα της ζούγκλας,
φορτωμένα µέχρι τον ουρανό και πάνω στιβαγµένους δεκάδες
ανθρώπους που ταξιδεύανε πληρώνοντας εισιτήριο απ' το ένα µέρος στο
άλλο. Κάπου στο πλάι του δρόμου είδα ένα λαξεμένο βράχο που έγραφε
ότι από δω πέρασε ο εξερευνητής Στάνλεϋ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε
το Κογκό κι έφερε τον πολιτισµό.
Η µια κότα µας έκανε ζηµιά στο ντιστριµπιτέρ και σταµατήσαµε στην
άκρη του δρόμου να κοιτάξουμε τη µηχανή που είχε ανάψει.
Αμέσως ξετρύπωσαν από την πυκνή βλάστηση παιδάκια που όταν µε
είδαν να φωτογραφίζω µε παρακάλεσαν να τα τραβήξω κι εκείνα µια
φωτογραφία. Μετά, χαθήκανε ευχαριστημένα σκαρφαλώνοντας σαν
τσίτες στους κοκοφοίνικες.
Τη νύχτα ήταν πανσέληνος και στον ουρανό φτιάχνονταν παιχνίδια και
όνειρα και ήταν αίσθηση δυνατή αυτό που ζούσα.
Στα χωριά και στις πόλεις που περνούσαμε ο κόσμος γλένταγε.
Μικρά µπαράκια µε ορχήστρες, αφρικάνικη ρούμπα, πολύχρωμα
λαμπιόνια παίζανε µε τα µάτια µου, πλακάτ µε λαϊκές ζωγραφιές
των µουσικών, πάγκοι µε φυστίκια γκούµπα, χορταρικά σάκα-σάκα,
µανιόκο, µικροεµπορεύµατα, φωτισµένοι µε κεριά και ασετυλίνες, παχιές
µυρωδιές από λουλούδια και τσίκνα.
Μαγιέλε λοκόλα µοκοµπόσο αµονί µπίταµπε. Πονηρός σαν χιµπατζής
που βλέπει την µπανάνα.
Ξηµέρωνε. Την ώρα που τρέχαµε στο χωµατόδροµο κοπάδια από πέρδικες
σηκώνονταν και πέταγαν µπροστά µας στο δρόμο που έμοιαζε µε
ξεραμένη κοίτη ποταμού. Στη «φωνή» άκουγα εδώ και ώρα ένα µονόλογο
στα ελληνικά. «Μ' ακούει κανένας Έλληνας;
Μ' ακούει κανένας Έλληνας;» Μια µοναχική κραυγή που προσπαθούσε
να σπάσει την αποµόνωσή της. Μονότονη, απελπιστική.
«Αχ, ο άνθρωπος, ο καλλιεργηµένος, µόλις βρεθεί στην ερηµιά και στο
τίποτα έχει τη γνώση για να ξαναρχίσει πάλι απ' την αρχή» είπε ο
σύντροφός µου.
Στο κανάλι δεκαέξι, µέσα από παράσιτα, ακουγότανε η µονότονη κλήση
του Έλληνα «Μ' ακούει κανένας Έλληνας; Μ' ακούει κανένας Έλληνας;»
Ο Σακέλης συνέχισε. «Στην Ευρώπη, στη Δύση, σ' αυτά που λέμε
πολιτισμένα µέρη κυκλοφορείς µες στις πόλεις που το καθετί είναι
φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια. Η παντοδυναµία του ανθρώπου! Έτσι
είναι και κανείς δεν µπαίνει στον κόπο να το σκεφτεί παραπέρα. Όμως
εδώ, το πράγμα αλλάζει και είναι η φύση που είναι παντοδύναμη και ο
άνθρωπος µικραίνει και γίνεται ένα τόσο δα πραγµατάκι µέσα σε άλλες
ψυχούλες που πάσχουνε, πρόσκαιρες και ανήµπορες, µπροστά στην
αιωνιότητα που συµβολίζει η απέραντη ζούγκλα ... ». Έλεγε, έλεγε, ενώ
τα παράσιτα µπερδεύονταν µε τη φωνή στο σιµπί «Μ' ακούει κανένας
Έλληνας ... » κι εγώ αποκοιµήθηκα, κοιτώντας µπροστά τις πέρδικες να
φτερουγίζουνε.

Ξύπνησα καθώς ο αέρας µε χτύπαγε στο πρόσωπο και στα µπράτσα.


Ένιωθα ρίγη και πυρετό. Έξω, ο ήλιος πλησίαζε στο τέλος του, οι φοίνικες
λικνιζόντουσαν αργά, τα κλαδιά των µπαοµπάµπ έτριζαν, το χόρτο της
σαβάνας ταραζότανε και κυµάτιζε από τον αέρα, οι πέρδικες σηκώνονταν
και πέταγαν κοπαδιαστά µπροστά µας, πίσω µας σύννεφο το
κοκκινόχωµα, κόλλαγα από την κουφόβραση και τον πυρετό. Η µπόρα
πλησίαζε, τω ένιωθα. Κοπάδια βουβάλια σήκωναν τα κεφάλια καθώς
τρώγανε και παρακολουθούσαν αδιάφορα το φορτηγό, πάνω στις πλάτες
τους οι άσπροι ερωδιοί τα ψειρίζανε.
Πέρα, στο δέλτα του Κόγκο, τα νερά ταράζονταν από τον αέρα, τα
µανγκρόβια έλη, απέραντα νησιά χωρίς καθόλου χώµα, µόνο οι ρίζες των
τεράστιων δέντρων χάνονταν µέσα στα νερά. Ιπποπόταµοι κυλιούνταν
στις λάσπες.
Σε λίγο θα φτάναµε στον Ατλαντικό και σ' ένα µικρό ψαροχώρι, την
Μπανάνα, θα συναντούσαμε τον Πιερ, ένα Βέλγο ψαρά, φίλο του Σακέλη.
Το µικρό λιµανάκι στην Μπανάνα είχε όλα κι όλα καµιά δεκαριά καΐκια
και πιρόγες. Δυο-τρία απ' αυτά ήτανε από τα χρόνια µισοβουλιαγµένα
στα ρηχά νερά του µικρού κόλπου που σχηµατιζότανε σ' αυτό το σημείο
των εκβολών του ποταμού.
Ο Πιερ, αιώνια µεθυσµένος µε µπίρα Ρέγκλα, καθότανε στη σκιά της
ψάθας δίπλα στο σπιτάκι της Φατού που τα βυζιά της κοίταζαν τον
ουρανό, και µίλαγε µε τους ψαράδες του για το νυχτερινό ψάρεμα.
Κανονίζανε να γίνει νωρίς η αναχώρηση για να μπορέσουνε να
ξανοιχτούνε αρκετά προτού πέσει η νύχτα, ήτανε η δεύτερη µέρα που
γέμιζε το φεγγάρι και η πορεία στη θάλασσα γίνεται δύσκολη όταν είναι
πίσσα σκοτάδι.
Οι µαύροι ψαράδες ακούγανε τον λευκό µε προσοχή. Η Φατού έφερε
καινούρια µπίρα στον Πιερ και την άνοιξε. Τις µπίρες τις είχε στη σκιά, σ'
έναν τενεκεδένιο κουβά µε νερό από το ποτάµι για να τις κρατάει κάπως
δροσερές. Κάποιος από τους ψαράδες που κοιτούσε πέρα προς την άκρη
της Μπανάνας, στα σπίτια των στρατιωτών, είδε την κόκκινη βάρκα που
έστριβε προς το λιµανάκι.
«Μουντέλε, µουντέλε» φώναξε κι όλοι κοιτάξανε προς τη βάρκα. Ο Πιερ
µόνος συνέχιζε να µιλάει για τα δίχτυα που έπρεπε να φορτωθούν και να
βρίζει τη Φατού για τη ζεστή µπίρα που ήταν κάτουρο.
Ο θόρυβος της µηχανής ακουγότανε τώρα σιγά. Τα νησάκια που
ταξίδευαν στο ποτάµι κρύψανε τη βάρκα για λίγο από τα µάτια όλων.

Όταν η βάρκα έφτασε κοντά, ο Μουντέλε µανουβράρισε πρύµνα-πλώρα


κι έβαλε το λεβιέ στο κράτει, σηκώθηκε όρθιος και πέταξε το σκοινί έξω
στον Πιερ που τρέκλιζε σε δυο λαστιχένια πόδια και που φώναξε κάτι σ'
έναν από τους ψαράδες του και κείνος άρπαξε το σκοινί και το 'φερε
βόλτες στον πάσσαλο που ήταν µπηγµένος βαθιά στην άµµο.
«Σαβά µον πτι γκρεκ;» ρώτησε µε τη βραχνή µεθυσµένη φωνή
του ο µεσιέ Πιερ.
Όταν ο Τάσος, ο Μουντέλε, άκουσε ότι είµαστε Έλληνες τρόµαξε,
ταράχτηκε, έχασε τη φωνή του από την κατάπληξη και τη λαχτάρα που
βρέθηκε µε συµπατριώτες.

Στο βρόμικο µπαράκι της Μουάντα. Η µουσική που βγαίνει από


χιλιοπαιγµένους παλιούς δίσκους του Πάπα Γουέµπα. «Όλοι είµαστε
πτώµατα» τραγουδάνε οι µουσικοί της Μπραζαβίλ. Ο κακοφωτισµένος
χώρος. Τα κουνούπια στα πόδια και στα χέρια. Οι σακάτηδες που
ξαπλωµένοι απ' έξω ζητάνε λεφτά. Η βρόµικη πίστα. Οι δυο πιτσιρίκες
που γαµιώνται για λίγα ζαΐρια και που τώρα ξεµαλλιάζονται. Ο χοντρός
ιδιοκτήτης ιδρωμένος τις κοιτάζει.
Οι µεθυσµένες τσιρίδες, τα τρεκλίσµατά τους και τα χτυπήματα όταν
πέφτουνε κάτω στη µουσκεµένη από µπίρα Ρέγκλα πίστα. Τα τέσσερα
πιτσιρίκια που κοιτάζουνε µε περιέργεια. Τα πανιά που ξετυλίγονται, τα
κουρεμένα κεφάλια τους, οι ψεύτικες κοτσίδες που φεύγουνε. Τα λεπτά
μακριά πόδια τους, τα µεγάλα πέλματα.
Ο Πιερ αδιάφορος πίνει την µπίρα του κι εξακολουθεί να µιλάει παλαβά
και ασυνάρτητα µε τον Έλληνα ναυτικό. Ο ναυτικός που παρακολουθεί
τον καβγά των κοριτσιών. Η Φατού µε τα νύχια της ξεσκίζει το πρόσωπο
της Λάουλε και γραµµές αίματος εμφανίζονται στο µαύρο πρόσωπο του
κοριτσιού. Ο Πιερ τρεκλίζοντας πλησιάζει τα πεσμένα κατάχαμα κορίτσια
και χειροκροτώντας δείχνει τη νικήτρια κι εμένα. Η βραδιά είναι δική µας.
Το τραγούδι τελειώνει µε το ρεφρέν «ο κυβερνήτης είναι ένα ΠΤΩΜΑ».
Δυο ψαράδες του Βέλγου µπαίνουνε στο µπαρ και πάνε κοντά του. Τα
κουρελιασµένα ρούχα τους µόλις που καλύπτουνε τα λιγνά τους κορµιά.
Του ενός του µπαίνει στο γυµνό πόδι ένα γυαλί που έχει ξεμείνει στο
πάτωμα από τα σπασμένα µπουκάλια. Κλαίει και σκούζει σαν
πληγωμένος σκύλος. Παίρνω από το χέρι τη Φατού και πάµε στο πίσω
µέρος του µαγαζιού, σ' ένα πνιγηρό καµαράκι.
Με τη Φατού που τα βυζιά της κοιτάζουν το Θεό. Χαμένες ώρες.
Χαμένες ηδονές. Οι στιγμές κι ο χρόνος πλαδαρεύουνε και φτιάχνουνε σε
αργό γύρισμα τα ερωτικά µας αγγίγματα. Οι δονήσεις διαπερνούν τα
κορμιά µας σαν θύελλες που πάνε κι έρχονται. Τα µάτια δε χορταίνουνε
να βλέπουνε. Τα αφτιά, τα δάχτυλα, οι γλώσσες, τα χείλη. Οι ίδιες µας οι
εκκρίσεις, οι ταλαντεύσεις, τα γαργαλίσµατα, οι ερεθισμοί, οι κοφτές,
καυτές, γρήγορες, επιταχυνόµενες και αμέσως µετά πολύ αργές εισπνοές,
βαριές εκπνοές κι ανάσες, τα έντονα και βαθιά, διερευνητικά και
διεγερμένα κοιτάγματα, γλειψίµατα γλώσσας στα µισανοιγµένα χείλη. Ο
ένας µέσα στον άλλο µε παλινδρόμηση, τελετουργικά ακραγγίγµατα,
στεναγμοί ανακούφισης από βαθιά ψυχική ευφορία, ο ένας ενώνεται µε
τον άλλο στην πιο λεπτή και τέλεια ισορροπία µε κυματιστές κινήσεις,
κυκλικές, µμυστηριώδεις κι ολόκληρο το σώμα συµµετέχει στην
ιεροτελεστία.

Νύχτες τροπικές, τ' αστέριασµα τ' ουρανού στις παραλίες του Ατλαντικού,
τ' απαλό παιχνίδισμα του φεγγαριού πάνω στις ανατριχίλες του νερού, τ'
αντιφεγγίσµατα από τις φωτιές και τις συζητήσεις ένα γύρω, τα
ζεσταμένα κορμιά πάνω στην άµµο, οι χελώνες Μίντας που γεννάνε τ'
αβγά τους, ήχοι, κρωγµοί νυχτοπουλιών, κρυστάλλινοι, µονότονοι, το
νερό που παραδέρνει πάνω στα χαλίκια, µπρος και πίσω, αιώνια
παλινδρόµηση µιας ειρηνικής συνύπαρξης, το παιχνίδισµα της φωτιάς
πάνω στα πρόσωπα, τα τρεµουλιάσµατα της φλόγας στα µάτια µέσα, το
ζεστό χρώμα των προσώπων, δυο πορφυρένιες οπτασίες που στέκουνε
αντικριστά σε κάποια έρημη παραλία, τα χέρια που βυθίζονται στην
άµµο, το όμορφο κορμί της Φατού µε τα διπλωμένα πόδια, δυο
φαντάσματα γεννημένα από την άµµο µόνο γι' αυτές τις νύχτες, ένα
παιχνίδι των κόκκων της άµµου που γέννησε δυο πρόσκαιρες φιγούρες
ανθρώπων έτοιμες να ερωτευτούνε ξανά και ξανά. Αυτές τις νύχτες
στέλναμε την καυτή και λαχανιασμένη ανάσα µας στον ουρανό που
καταύγαζε το πάθος µας κι έσταζε έρωτα.
ΔΩΔΕΚΑ

Ταξιδεύαµε όλη τη νύχτα µε το φορτηγό. Στ' αφτιά µου η φωνή σου. Γύρω
µας η ζούγκλα. Μπροστά µας η νύχτα. Πού και πού κάποιο ουρλιαχτό.
Κάποιο ζώο κυνηγηµένο διασταυρώνεται µε τα µεγάλα φώτα πορείας και
χάνεται στον κόκκινο δρόμο. Μεθύσι από το βόµβο του µοτέρ, τ'
ανασηκώματα του θαλάμου και τα πεσίµατα της καρότσας. Νύχτα
πλανεύτρα-αφρικάνικη νύχτα. Τα παράθυρα κλειστά. Ο αέρας
αποπνικτικός. Τσιγάρα και καπνοί.
Έξω, το ατέλειωτο αχανές ζωικό σπινθήρισμα. Μες στα δέντρα φονικά
και σάρκες ξεσκισμένες. Τερατώδεις σκιές κάτω από ένα φεγγάρι
µπανάνα καραδοκούν. Τα χέρια του Σακέλη, που µασάει καρπό κόλας,
κρατάνε σφιχτά το τιµόνι. Το στριφογυρίζει διαρκώς αλλάζοντας την
πορεία σε κάθε κακοτοπιά του δρόµου. Λάσπη, λάσπη, λάσπη. Σαµάρια
και ράχες, τρύπες, νερά, χαντάκια, χωµατόδροµος. Κοιτάζουμε συνέχεια
µπροστά. Όλα κι όλα τριάντα µέτρα. Μουσικές κάποιας άλλης ζωής. Ήχοι
της δεκαετίας στ' αφτιά. Τότε έλεγα «στρυχνίνη µοναξιάς στο ποτήρι των
αναµνήσεων», τώρα απλώς ζω. Δε βαριέσαι, το δρόμο τον έχω κάνει
πολλές φορές. Γεύση άσχημη, στυφή στο στόµα. Άντε πάλι να
ξανακαπνίσουµε. Δυόμισι λεπτά συντομεύει τη ζωή το κάθε τσιγάρο.
Ο πιο αργός και πιο ανώδυνος τρόπος για αυτοκτονία. Χαίρω πολύ. Και το
φορτηγό συνεχίζει το δρόµο του. Το ίδιο αργά, µε σπασίµατα στη µέση,
ανασηκώματα, µουγκρίσµατα, αλλαγές ταχυτήτων και αεροφτυσίµατα.
Νύχτα, ατέλειωτη νύχτα, ξελογιάστρα νύχτα που ζουρλαίνεις το µυαλό,
κατσαβίδι στη λογική µε στριφογυρίσματα στ' όνειρο, στην απελπισία,
στο χαμόγελο, στο άραγμα των αισθήσεων.
Ταξιδιώτης σ' ένα ταξίδι πολύ µακρινό που η αρχή του χάνεται στις
αναδιπλώσεις της µνήµης κι αυτός ακόµη ο σκοπός του ταξιδιού
ξεθωριασμένος µέσα στους ήλιους που κάποτε λάµπανε εκτυφλωτικά
στην Καραϊβική και στα αστεριάσµατα της νύχτας στον Ινδικό. Το µυαλό
µου θολωμένο από ριάνµπα και πυρετό. Μαστούρης κι αγριεμένος βλέπω
οράματα στους φωτερούς στόχους που καρφώνουνε τα φώτα πορείας.
Γυναίκες κι άντρες που γνώρισα στη ζωή ξεπετάγονται για στιγμές και
µένουν εκεί, ακίνητοι, µέχρι που οι µπροστινές ρόδες του φορτηγού τούς
φτάνουν και τους τσαλαπατάνε. Άλλοι µου χαμογελάνε λυπημένα κι
άλλοι κοροϊδευτικά, άλλοι δεν κοιτάζουν κι άλλοι .... χέστα. Νεκρές ψυχές
που αναδύθηκαν από ζαρώµατα και σκοτεινιάσµατα της µνήµης,
µισοφαγωµένα πρόσωπα από το δυνατό οξύ της λήθης. Η Χριστίνα, µε
κοντοκουρεµένα τα µαλλιά, µπλε βελούδινο παντελόνι, πουκαµισάκι στο
σιελ µεταξωτό, γόβες χρυσοµπλέ, διαµαντένιο περιδέραιο, κατακόκκινο
στόµα, στα χέρια της ο Ρούµπεν, ο σιαµέζος µας γάτος. Το δεξιό φτερό τής
πιάνει τον ώμο και η ρόδα τη συνθλίβει µαζί µε το Ρούµπεν. Η Μόνικα, µε
την κόκκινη ινδική φούστα, το κοµµένο ροζ νυχτικό για µπλουζάκι, τα
τεράστια στήθια της τεντωμένα µπροστά µας, τα κατάξανθα σαν στάχυα
µαλλιά της φουντωμένα σαν πελώριος ανανάς, µας περιμένει καταµεσής
του δρόμου σαν καουµπόυ στο Φαρ Ουέστ. Το φορτηγό τη χτυπάει
ακριβώς στη µέση της μηχανής και την εξαφανίζει σε κλάσµατα. Ο
Μπόρο που χορεύει µε βήµατα πλάγια, το «Α Κάζα ντ' Ιρένε» που
ακούγεται πλέιµπακ, και κρατώντας στο αριστερό χέρι το µικρόφωνο µας
κάνει τσαλιµάκια, τσαχπίνικα πηδηµατάκια µέχρι να τον πάρουµε κι
αυτόν από κάτω. Με πιάνει ναυτία κι εµετός. Δε λέω κουβέντα στον οδηγό
κι ανάβω πάλι τσιγάρο.

Στο άνοιγµα του ουρανού, στο παιχνίδισµα των σύννεφων, στο


εκτυφλωτικό φλας της αστραπής, στο επιβλητικό αντιβούισµα του
κεραυνού, στους κρουνούς των νερών τ' ουρανού που περνάνε και
φεύγουνε, στην απότομη εναλλαγή του καυτού ήλιου, στη θαμπή σελήνη,
στα ουρλιαχτά των ζώων, ερωτικά και πεινασµένα, στο σούρσιµο του
ερπετού στη χλόη, στο θρόισµα των φύλλων, στα γιγάντια δέντρα που
ανεβαίνουν και χάνονται, στα ποτάµια που κυλάνε υδροχαρή φυτά µε
άνθη, στις κραυγές των παπαγάλων τις πρωινές ώρες, στα σφυρίγµατα,
στα πεταρίσµατα των πουλιών του δάσους, στα κρωξίµατα των πικ-µπεφ,
στην ανατριχιαστική κάθοδο της τεράστιας αράχνης, στο τελετουργικό,
ερωτικό ξάπλωµα του αρσενικού σε θέση σποράς και γονιµοποίησης, στο
απάντηµα του θηλυκού στην αριστερή πλευρά, στο κουλούριασµα του
πίθωνα και στην ένωση του φιδιού µε το στόµα του που αγκαλιάζει τον
κόσµο, σαν το ουράνιο τόξο που αγκαλιάζει τη γη, στους τρελούς που
ξεγυµνωµένοι και βρόµικοι περπατάνε στους δρόµους των µεγάλων
πόλεων, τρώνε τα σαπισμένα σκουπίδια και πίνουνε νερό από τους
υπονόµους, στους ψαράδες της Βαγκένια κοντά στο Κισανγκάνι, που
ψαρεύουν στους καταρράχτες απαράλλαχτα εδώ κι εκατοντάδες χρόνια,
στο νεαρό κορίτσι µε το υπέροχο φουσκωτό στήθος στο άνω Ζαΐρ µε τις
χάντρες στο λαιµό και στο δεξί µπράτσο, στα παχιά της χείλη, στο
κοντόσγουρο µαλλί της και το συνοφρυωµένο πρόσωπο, στο περήφανο
ανάστηµά της, στην πλύστρα του µικρού χωριού στο Ιλέµπο που
ξεκαρδιζότανε στα γέλια κάθε φορά που µ' έβλεπε ενώ έστιβε στο ποτάµι
το ολλανδέζικο βαξ, στον ερωδιό Γολιάθ που πετάει πάνω από τις
σαβάνες µε το µυτερό ράµφος του έτοιµο, τα µακριά του πόδια όµορφα
διπλωµένα στην κοιλιά του, στο µικρό χωριό, το χωµένο στις πλαγιές του
Κίβου και στο φόβο για τη λάβα που βγαίνει τη νύχτα αυτή, στις
πιρόγες στον ποταµό Κασσάι και στους ανθρώπους που όρθιοι κάνουν
κουπί, ισορροπώντας για ν' ανέβουν το ρεύµα του ποταµού, στην
αντιλόπη που τεντώνει τ' αφτιά της για να εντοπίσει τον εχθρικό ήχο
ψηλά στο οροπέδιο της Βιρούνγκα, στο Κίβου, στο λυπηµένο πρόσωπο της
όµορφης µικρούλας εµψυχώτριας-χορεύτριας που ανήκει στο «Λαϊκό
Κίνηµα της Επανάστασης» µε το πεισµατικά σφιγµένο στόµα και µε το
βλέµµα φυλακισµένου τσιτάχ στα λοξά της µάτια, στο φόβο όλων των
ζώων του Δάσους, της αντιλόπης, του βουβαλιού, της καµηλοπάρδαλης,
της ζέµπρας στη µυρωδιά του ανθρώπου, στο ξέφρενο τρέξιµο, µακριά
από τον κίνδυνο, χωρίς στάλα νερό, διψασµένα στην καυτή ισηµερινή
νύχτα, µακριά στην Καράµπα, στον αγκολέζο Σέντο που πέθανε πριν
δυο µέρες στην Κινσάσα και τον έχουν τώρα στη Σιτέ, στη µεγάλη αυλή,
στολισµένο µε φοινικόκλαδα και τον κλαίνε τις νύχτες οι γυναίκες µε
µοιρολόγια, ενώ το λείψανο έχει αρχίσει να µυρίζει και να βγάζει
πτωµατικά υγρά και οι ψείρες τρέχουν πάνω στο πρόσωπο και
μπαινοβγαίνουνε στ' αφτιά και στα ρουθούνια, στους γιατρούς που
γυρίζουν µέσα σε µυρµηγκιές λεπρών και γαγγραινοπαθούντων χωρίς να
τους βλέπουνε, στις χάλκινες µάσκες των Μάγων, στα τελετουργικά
φετίχ µε τα γυάλινα µάτια και τα καρφιά στο ξύλινο σώµα, που
προµηνύουν µύρια κακά κι εχθρούς που καραδοκούν παντού.

Ανεβασµένος κάπου, µετά από µια πορεία που έχεις την αίσθηση ότι
υπήρξε ανοδική - γιατί αλήθεια; - και κοιτάζοντας µε µάτια που δε
βλέπουν ούτε πολύ κοντά µα ούτε και πολύ µακριά, εκεί, κάπου στο
µεταίχµιο της µυωπίας που µεταλλάζει σε πρεσβυωπία, κοντοθωρώντας
και µακρυθωρώντας στ' ανάκατα γεγονότα µιας ζωής που κυλάει ακόµα
κι έχοντας µπλέξει στα γεγονότα αυτά ιστορίες φανταστικές που
βγαίνουν µέσ' απ' τη στρέβλωση επιθυµιών καταπιεσμένων, κρυφών και
µερικές φορές ανυποψίαστων και γιατί όχι, από την αδυναµία µιας
αραχλιασµένης µνήµης να ξαναδεί τις διαδροµές των όσων έζησε,
κοιτάζω µε απορία, λοιπόν, τριγύρω µπας κι αναγνωρίσω ποιος και τι
είµαι τέλος πάντων. Στο µυαλό µου µέσα τόσα πράγµατα.

Το όνειρο ελευθερίας των Αβορίγινων της Αυστραλίας που τέλειωσε


τραγικά στις άθλιες τενεκεδουπόλεις του Κουίνσλαντ, οι περήφανοι
Μασάι που εξευτελίζονται µπροστά στους φωτογραφικούς φακούς των
τουριστών για µια χούφτα σελίνια, οι Εσκιµώοι που είναι πάντα τύφλα
στο µεθύσι.
Είχα περάσει διάφορες φάσεις και στιγµές που ήθελα να µε απαλλάξει ο
θάνατος, σαν κατάσταση τελειωτική και αµετάκλητη, από διάφορους
εφιάλτες και καταστάσεις που ξεσκίζανε κοµµάτια σάρκες, εντόσθια,
νεύρα και φτιάχνανε πληγές. Όµως άλλες ώρες κι άλλες στιγµές
ακολουθούσαν και ένας νέος άνθρωπος φτιαχνότανε και ξαναζούσα, µε
µεγάλες προσπάθειες είναι η αλήθεια, ξαναζούσα όµως και χαιρόµουνα
ξανά και µίλαγα ακόµη και για κείνες τις άλλες ώρες και
ξαναερωτευόµουνα κι έφτιαχνα σχέδια, όνειρα και παιχνίδια.
Και το καταραμένο ταξίδι συνεχίζεται µέσα σε αποπνικτική ζέστη και
ρίγη πυρετού, µε τον ιδρώτα να µε τυλίγει και να µε κάνει ν' αχνίζω. Πέρα
στον ορίζοντα αστραπές φωτίζουνε ένα ζωικό και φυτικό µεγαλείο
ολόγυρα σε ασπροµπλέ αποχρώσεις και κάποιες κούφιες βροντές
µακρινές. Και παρακαλάγαµε να έρθει η βροχή κοντά µας και να
µουσκέψει τα τζάµια, τις ρόδες, το φορτίο καφέ και το δρόµο κι ας
κολλάγαµε στη λάσπη κι ας παραδέρναµε µες στη βροχή την ώρα που θα
προσπαθούσαµε να ξεκολλήσουµε το φορτηγό. Ψηλά στον ουρανό
κάποια αστέρια κυνηγιούνται. Πλησιάζουµε στο µπλόκο του στρατού.
Και η Βιρζινί, που όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι του ιατρείου της
γυµνός, ανέβαινε πάνω µου και καθότανε, ενώ τα πόδια της φτάνανε στο
πάτωµα, κι έσπρωχνε γερά. Και η σανγκρίγια που έφτιαχνε σ' ένα
τεράστιο γυάλινο δοχείο και την αδειάζαµε το ίδιο βράδυ και την ώρα που
γαµιόµασταν ξέρναγε ο ένας πάνω στον άλλο.
Και την άλλη µέρα σπίτι µου, στις δώδεκα, περιµένω πάντα πέντε
γράµµατα µε ποιήµατα δικά της. Κι όταν µας είδε µια µέρα, τυχαία, µε τη
Χριστίνα αγκαλιασµένους στο δρόµο θύµωσε, οργίστηκε κι όταν πια της
είπα τέρµα, ήρθε σπίτι µου, έσπασε την πόρτα, µπήκε σαν σίφουνας και
διέλυσε τα λίγα πράγµατα που είχα εκεί µέσα. Ξεντέριασε το στρώµα,
έκανε το τραπέζι φύλλο φτερό, τη σόµπα βίδες, τα τηγάνια και το γκάζι
πήγανε στο δρόµο απ' τον τρίτο που έµενα. Όταν γύρισα το µεσηµέρι
βρήκα ένα χάος και το άσπρο ποντικάκι που μου είχε χαρίσει λιωμένο στο
πάτωμα.
Την Κονστάνς που μεθυσμένοι κι οι δυο μας εκείνο το βράδυ που είχε
παρατήσει τον άντρα της περπατούσαμε άσκοπα και τελικά πέσαμε μέσα
στη μέση του δρόμου και κει που πέσαμε γαμηθήκαμε - ευτυχώς ο δρόμος
δεν είχε πολλή κίνηση, ήτανε κι άγρια μεσάνυχτα - κι οι οδηγοί μας
βλέπανε την τελευταία στιγμή και στρίβανε κι άλλοι κάθονταν και
κοιτούσαν για λίγο κι άλλοι ξεφώνιζαν κι έβριζαν σαν παλαβοί.
Και τη Μισέλ που γαμιόμασταν στο βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια κι όταν
μπαίνανε πελάτες τους λέγαμε να πάρουνε ό,τι θέλουνε και να μας
αφήσουν ήσυχους.
Τη μέρα που γαμιόμαστε με την Τζουν κι άνοιξε η πόρτα με άλλο κλειδί
στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που έμενα και μπήκε μια κοπέλα από το
Ισραήλ με τη βαλίτσα της στο χέρι κι όταν εξηγήθηκε ότι από λάθος ο
ξενοδόχος της είχε δώσει το δωμάτιο το δικό μου την καλέσαμε να
ξαπλώσει μαζί μας και συνεχίσαμε το γαμήσι, που πριν λίγο είχαμε
διακόψει, και οι τρεις μας τώρα.
Και τη Ρένα που ο πατέρας της είχε βάλει ντετέκτιβ να την
παρακολουθούνε.

Αχ, οι νύχτες, τόσο όμοιες μεταξύ τους, έρχονται να με τυλίξουνε και να


με σφίξουνε, βασανιστικές, εφιαλτικές, ξερές, πικρόχολες, ερεθιστικές
καλύπτουνε τον ορίζοντα και τον κόσμο που η μέρα μ' αφήνει να βλέπω
απ' το παράθυρο του φορτηγού. Και τα σκεπάζουνε όλα μέχρι πέρα
μακριά κι αφήνουνε μόνο κάτι μικρά φωτάκια να φαίνονται, έτσι για
ανάμνηση της μεγαλοσύνης του κόσμου που εκτείνεται γύρω. Αχ, αυτές
οι νύχτες που φτερουγίζουνε σαν μεγάλα σκοτεινά πουλιά με κοφτερά
νύχια και σιδερένια ράμφη, γρατζουνάνε και ραμφίζουνε το
υποσυνείδητο, ματώνουνε τις χαυνωμένες αισθήσεις κι ερεθίζουνε τη
φαντασία και τον ύπνο μου.
Αχ, αυτές οι αφρικάνικες νύχτες, ποτέ δεν είναι μαύρες και απειλητικές,
μόνο να, ζωγραφίζουνε στον ουρανό μια σκούρα μπλε απόχρωση με
έντονη γαλακτερή διαφάνεια κι ίσα ίσα που διακρίνω τα σύννεφα που
ταξιδεύουνε σε χώρες μακρινές και περνάνε αργά στον ουρανό μπροστά
μου. Και καθώς τα κοιτάζω κι αλλάζουνε σχήματα και φτιάχνουνε
εικόνες βλέπω εικόνες δικές σου να γλιστράνε αργά στον ουρανό της
Κινσάσα και να χάνονται και να διαλύονται κοντά στο ποτάμι καθώς
περνάνε και φεύγουν πάνω από την Μπραζαβίλ. Και θέλω να μπήξω
κραυγές μεγάλες για τα παιχνίδια που μου φτιάχνουνε οι νύχτες και το
σαλεμένο μυαλό μου, μα κάτι με δένει και με κρατάει.
Αχ, αυτή η νύχτα η ατέλειωτη, η αφρικάνικη με πνίγει, με κάνει να
ιδρώνω, με σφίγγει στο στήθος και μου κόβει την αναπνοή και μετά η
ανάσα επιταχύνεται και λαχανιάζω.

Ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα με το φορτηγό. Στ' αφτιά μου η φωνή σου.


Μπροστά η νύχτα. Γύρω μας μόνο ζούγκλα. Πού και πού κάποιο
ουρλιαχτό. Κάποιο ζώο κυνηγημένο διασταυρώνεται με τα μεγάλα φώτα
πορείας και χάνεται. Μεθύσι από το βούισμα του μοτέρ, τις αλλαγές
ταχυτήτων και τα ανεβοκατεβάσματα της καρότσας. Νύχτα πλανεύτρα,
νύχτα αφρικάνικη. Κάποιοι κυνηγοί καθισμένοι γύρω από φωτιές
ψήνουνε κυνήγι. Μυρωδιά από ψημένο κρέας.

Η εικόνα των δυο ανθρώπων στην Πιγκάλ που χτυπιόντουσαν με


μαχαίρια στα μούτρα, στα χέρια, στο σώμα, παντού, καταξεσκισμένοι, με
τις ίδιες κινήσεις σαν τα μηχανικά ανθρωπάκια που βγαίνουνε στο
μεγάλο ρολόι του Μονάχου και κάνουνε κάθε μια ώρα τον κύκλο, με τις
ίδιες πάντα κινήσεις σφαζόντουσαν. Κι ο ένας έλεγε, σου γαμώ το Χριστό
και ο άλλος επαναλάμβανε, σου γαμώ το Μωάμεθ, στερεότυπα,
ακούραστα, τα ίδια ακριβώς λόγια, τις ίδιες ακριβώς κινήσεις.
Στη συνοικία που έμενα στο Παρίσι, τη Λα Γκουτ Ντορ, κάθε Κυριακή
στριμώχνονταν μπροστά στα μπουρδέλα εκατοντάδες Άραβες για να
γαμήσουνε και οι πουτάνες από μέσα δεν προλάβαιναν ούτε να
σηκωθούν από το κρεβάτι, παρά μόνο μια γριά βοηθός τούς σκούπιζε μ'
ένα βρεγμένο πανί, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένες, το μουνί κι έμπαινε ο
επόμενος. Η κάθε πουτάνα έπαιρνε διακόσιους με τρακόσιους και αργά το
βράδυ, όσοι δεν είχανε προλάβει να γαμήσουν φωνάζανε και χτυπάγανε
τις πόρτες. Τις άλλες μέρες δεν υπήρχε καθόλου κόσμος μπροστά στα
μπουρδέλα. Μόνο τις Κυριακές.
Και τη Μαργαρίτα στην Τζαμποάνκα, που πίναμε κάθε απόγευμα μαζί
κόκα κόλα και μου μάθαινε φιλιππινέζικα. Με τα πολύ μακριά της
μαλλιά, μέχρι τον κώλο κάτω, που έκοψε μια τούφα και μου την έδωσε
όταν έφευγα, για να τη θυμάμαι, και τον αδελφό της που είχε σφάξει
δεκαεννιά ανθρώπους και που ήταν μπόσης στο λιμάνι.
Και τη Βελγίδα που γνώρισα εκείνο το απόγευμα στο Πασσύ κι αφού
γαμηθήκαμε και της υποσχέθηκα ύπνο και φαγητό, την πήγαινα σ' ένα
σπίτι με το μετρό, κι εκεί στο Μονπαρνάς, την ώρα που ξεκίναγε το μετρό
πετάχτηκα έξω, λίγο πριν κλείσουνε οι πόρτες και την κοίταζα καθώς
έφευγε με μια τεράστια απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Και τον Κωνσταντίνο που 'χε μεγαλώσει στα Μανιάτικα του Πειραιά, με
το φοβερό βλέμμα που όπου κοίταζε άνοιγε τρύπες και διηγότανε
τρομερά γαμήσια με κοκαΐνη που την άλειφε στην ψωλή του και την έδινε
στις κυρίες του Κολωνακίου να τη βάλουνε στο στόμα και μετά τους
πασάλειβε το μουνί με κόκα και τις έγλειφε κι έφερνε τον κήπο των
Ασσασίνων κάτω κι έμπαινε μέσα.
Και τότε που δούλευε στον εβραίο αρχιγκάγκστερ στη Φραγκφούρτη σαν
σωματοφύλακας και πηγαίνανε για μπάνιο με τη μερσεντές που ήτανε
γεμάτη οπλοπολυβόλα κάτω από τα καθίσματα.
Και τους τούρκους φονιάδες που δε μίλαγαν λέξη γερμανικά και τους είχε
ο Εβραίος μόνο για να σκοτώνουνε. Έδειχνε το θύμα κι ο Τούρκος πήγαινε
με το μαχαίρι στο χέρι και του έκοβε το λαρύγγι. Ούτε να ρωτήσει ποιος,
γιατί και τα λοιπά. Τίποτα.
Και τον τσέχο Γιαν που πιάσαμε μαζί δουλειά στο μεγαλοκατάστημα στη
Φραγκφούρτη και τη δεύτερη μέρα μου πρότεινε να μείνουμε κρυφά μέσα
και να κλέψουμε. Τα κλεμμένα θα τα μεταφέραμε μ' ένα φορτηγό και θα
τα πουλούσαμε σε κάποιον άλλο Τσέχο.
Στιγμές παράξενες μεταξύ ύπνου και ξύπνου, στο μεταίχμιο συνειδητού
και ασυνείδητου, στο κατώφλι της στιγμής που παύεις να ορίζεις τη σκέψη
και αρχίζει να αυτενεργεί το μυαλό και να σκέφτεται μόνο του ανάκατα
και με τις δικές του επιλογές. Χαυνωμένος από τις αμέτρητες ώρες
ταξιδιού με τον πυρετό που με τυλίγει και με ορίζει κατά πώς θέλει.

Ο Φραντζ, αχ ο Φραντζ. Ξεφορτώναμε όλη μέρα σακιά αλεύρι


και τα φορτώναμε στα φορτηγά. Ογδόντα κιλά το κάθε σακί. Κτηνωδία.
Στην κορδέλα ο σουρωμένος Κλάους, που κατέβαζε 20 μπουκάλια μπίρα
στη βάρδια, ούρλιαζε και μας τα 'στελνε όλο και
πιο γρήγορα. Κι ερχόντουσαν τα σακιά βολίδα το 'να πίσω από τ'
άλλο στην κυλιόμενη λουρίδα, με δαιμονισμένο ρυθμό. Κι ο
Κλάους ούρλιαζε: «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα». Και μεις ούτε ένα
τσιγάρο δεν προλαβαίναμε να κάνουμε. Ο Φραντζ, παιδί των
στρατοπέδων που κάνανε πειράματα για να φτιάξουνε Άρειους
στη χιτλερική Γερμανία. Αργότερα τον υιοθέτησε ένας γνωστός
ηθοποιός καμπαρετίστας στο Μόναχο κι έτσι ο Φραντζ μεγάλωσε
στην κάτω Βαυαρία σ' ένα καθολικό περιβάλλον. Κατάξανθος,
πραγματικός Άρειος. Και δεκατέσσερις ώρες κάθε μέρα φορτώναμε σακιά.

Η ώρα πρέπει να 'ναι τεσσεράμισι. Μόλις άκουσα το πουλί που


σφύριξε με τον ιδιαίτερο τρόπο του. Μακρόσυρτα με καμπύλες και
ευθείες και κάποια στιγμή ένα απότομο σταμάτημα που σε κάνει
να νιώθεις ότι σ' άφησε στη μέση.
Ένας κόσμος μαγικός. Ένας κόσμος όπου όλα μπορούν να συμβούν. Ένας
κόσμος που οι άνθρωποι χάνουνε τη λογική και ξαναμαθαίνουνε να
σκέπτονται. Τεράστιες περιουσίες που χάνονται από τα χέρια των λευκών
τόσο γρήγορα όσο γρήγορα φτιαχτήκανε, από τη μια μέρα στην άλλη, και
ξαναφτιάχνονται πάλι σε χρόνο
ρεκόρ, έξω από κάθε λογική.
Οι διώκτες της τύχης. Οι κυνηγοί της τύχης. Οι τυχοδιώκτες.
Το παιδικό παιχνίδι με το σβουράκι, το ΠΑΡΤΑΟΛΑ. Εκείνοι που
δε σταματάνε πουθενά είναι εκείνοι που ξεκίνησαν μην έχοντας
τίποτα. Παιδική ηλικία γεμάτη στερήσεις. Κερδίζουνε και χάνουνε. Δε
χάνονται. Ο στόχος είναι δυσδιάκριτος. Κάποιος ηρωισμός
τού ή όλα ή τίποτα. Ίσως το συναίσθημα, πίκρα, πληγή, εγώ δεν
είχα τίποτα μικρός, τώρα θα τα έχω όλα. Όταν ήμουν μικρός ήθελα εκείνο
το παιχνιδάκι με το πουλάκι που ανεβοκατέβαινε κι έπινε νερό απ' το
ποτήρι. Και δεν το απόχτησα ποτέ...
Η αίσθηση της κοινοβιακής ζωής έπειτα από αποτυχημένες, κατά
καιρούς, απόπειρες μου έχει αφήσει την ωραιότερη γεύση ζωής
με άλλους ανθρώπους, κοινής ζωής. Πίκρα δεν υπάρχει ή κι αν
υπάρχει παραμερίζεται και χάνεται από την καταπληκτική εμπειρία του
να ζήσεις με άλλους μαζί τα ίδια πράγματα έστω για μέρες
ή για ώρες. Άλλωστε το Μετάνιωσα ή Μετανοώ τείνει να εκλείψει
από το ανθρώπινο λεξιλόγιο, ακριβώς όπως τείνει να χαθεί η θεία,
βαθιά, αναγκαία και λοιπά κουραφέξαλα ανθρώπινη πίστη και
ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο υπέρτατο ον, στο δημιουργό,
στο Βάαλ, Κράαλ, Βούδα, Ιεχωδά και στις διάφορες άλλες προσωνυμίες,
θεό του καλού φλαφλαμπλαμπλάκακα.
Όμως υπήρξανε και σατανάδες που αγάπησα εκείνες τις μέρες
που ζούσα με άλλους ανθρώπους μαζί και μοιραζόμασταν τη ζωή,
άλλος δίνοντας πιο πολλά άλλος πιο λίγα. Κι αυτοί οι σατανάδες
ήτανε φερμένοι από τον έξω κόσμο, φίλοι που έρχονταν να με δουν
με μια ατομικότητα στο έπακρο αναπτυγμένη που χλεύαζαν και
αμφισβητούσαν αυτό που εμείς κάναμε ή νομίζαμε πως κάναμε, μ'
αυτή την κριτική προσγειωνόμασταν και, το πιο σπουδαίο, δε χάναμε
επαφή με τον περίγυρο, για να μη νομίζουμε ότι εμείς ήμαστε
το κέντρο σ' αυτήν εδώ τη ζωή και σ' αυτόν εδώ το χώρο. Έτσι
λοιπόν και τον καιρό που ζούσαμε στην Μπενάκη ή στην
Μπεργκερστράσσε ή στη Λεονροντστράσσε, Μόναχο, Αθήνα, Παρίσι,
Φραγκφούρτη.

Πρέπει να είχα κλείσει κάποιες στιγμές τα μάτια και να με πήρε


ο ύπνος. Κούραση και ερεθισμός από το συνεχές ανακάτωμα του
δρόμου. Ψίθυροι και θροΐσματα έρχονται σιγανά από το μισόκλειστο
παράθυρο. Ξεραμένο στόμα και έντονη δίψα. Και τα μάτια
του Σακέλη κλείνουνε στιγμές στιγμές και τινάζεται για να διώξει
τη νύστα, περνάει το αριστερό χέρι του πάνω στο πρόσωπο και
τρίβει με την παλάμη τα μάτια και το στόμα του για να ξυπνήσει.
Τα τσιμπήματα απ' τα κουνούπια και το ξύσιμο μου 'χουν κάνει
πληγές στα πόδια. Ένα μυαλό φλογισμένο από σκέψεις που ασφυκτιά να
βρει τρόπους να εκφραστεί και στους αντίποδες ένα σώμα
μαλθακό που συνήθως στέκει σε στάσεις άβολες και χαζές ή που
περνάει τις ώρες του καθισμένο πάνω σ' αφράτα μαξιλάρια και δε
βρίσκει τρόπους αλλά ούτε και προβληματίζεται.
Ζω σε δυο ρυθμούς. Σωματικά ζω νωθρά σε μια ανθρώπινη εξελικτική
στιγμή όπου το σώμα καταδικάζεται σε υπολειτουργία και
το μυαλό δυναστεύει τα πάντα. Κι όμως, το σώμα είναι κάτι πολύ
όμορφο, ζωντανό κι έτοιμο να χαρεί και να γευτεί τόσα πολλά και
πολύ πιο άμεσα από το τρεμουλιάρικο υλικό του μυαλού που κολυμπάει
μέσα σε κάποια υγρά, κρυμμένο στο καύκαλο του κεφαλιού.

Είναι κάποιες στιγμές που έχω μια αγωνία θανάτου, μια αγωνία
χωρίς φανερό λόγο, μια αίσθηση βαθιά ότι χάνω και χάνομαι, ένα
αλλόκοτο συναίσθημα μαυρίλας που με αδράχνει και με σφίγγει,
με πλημμυρίζει, με αναστατώνει, το παρακολουθώ και το ζω κάπως
αμέτοχος, κάπως χαμένος, κάπως αποστασιοποιημένος, χωρίς
να κάνω το παραμικρό για να το σταματήσω, να το εμποδίσω, να
το αποτρέψω να με διαλύσει, να με καταλάβει, να με εξουθενώσει,
να με κάνει ένα τόσο δα μικρό φοβισμένο ζωάκι σ' έναν τεράστιο
και βλοσυρό κόσμο. Και κείνο το πελώριο χέρι με σφίγγει και με
λιώνει και με εξαφανίζει και γω σιγά σιγά το παίρνω απόφαση,
συνειδητοποιώ την αδυναμία μου να αντισταθώ και να ξεφύγω και
αφήνομαι μουδιασμένος στο θάνατο της ψυχής μου, στο ζούπηγμα
των αισθήσεων, στο ξεχαρβάλωμα της μνήμης, στον εκμηδενισμό
της εσωτερικότητας και της ευαισθησίας μου και μόνο λυγμούς και
δάκρυα μπορώ να αρθρώσω και η βουβαμάρα στο πρόσωπό μου
σβήνει κάθε άλλη έκφραση και κάθε άλλη ματιά και ξεθωριάζω,
σβήνω και χάνομαι σαν προσωπικότητα και σαν ανθρώπινη ύπαρξη και
στη θέση μου μένει ένας σκούρος λεκές, μια κηλίδα που
αφήνει σ' όποιον τη βλέπει αμφιβολίες για την ποιότητα και την
προέλευσή της και ίσως και κάποιο μικρό ερωτηματικό. Και μετά
το μακροβούτι στην ανυπαρξία ξαναεπιστρέφω κι αναδύομαι σε
μια μαβιά μελαγχολική μεριά του υποσυνείδητου και νιώθω σαν
αμφίβιο, αισθάνομαι σαν βίδρα των ποταμών, των λιμνών και των
θαλασσών, ανοίγω διάπλατα τα μάτια ν' αντικρίσω τον κόσμο τον
καινούριο, σαλιώνω τα μπροστινά μου πόδια με τη γλώσσα μου
και καθαρίζω τ' αφτιά μου για ν' ακούσω τον αντίλαλο και το
βουητό από το σμάρι τις αγριομέλισσες, τον παφλασμό της ουράς
της γοργόνας και το ανεπανάληπτο τραγούδι της σειρήνας, νιώθω
το άρωμα της χοάνης του αιώνιου θηλυκού και το σπαρτάρισμα
της ζωής που ξαναγυρνάει στο μεταλλαγμένο κορμί μου να με τσιτώνει
και να με κάνει ζωντανή ύπαρξη και έτοιμο για έρωτα. Και
ξεκινάω με μια καινούρια αγάπη κι ένα νέο πάθος για να ζήσω,
να φτιάξω, να κουβαλήσω, να παλέψω, ν' αγαπήσω, να καταστρέψω και
να ζήσω πάλι από την αρχή τον κύκλο το βιολογικό που
ξαναφτάνει αναπόφευκτα στο θάνατο.

Στιγμές που η ένταση χάνεται και σβήνει σαν τη μέρα που προχωράει στο
τέλος. Οι γυναίκες κυκλοφορούνε γυμνές από τη μέση
και πάνω. Τα όμορφα στήθια τους. Μπορώ να διαλέξω όποια θέλω και να
μείνω μαζί της και να κάνω όσα παιδιά θέλω. Πρέπει να δώσω στον
πατέρα της μια μπουμπού κι ένα παντελόνι, στη μάνα ένα φόρεμα και
μια κατσίκα, αλάτι, σπίρτα, τσιγάρα και πετρέλαιο φωτιστικό. Η κοπέλα
θα είναι γυναίκα μου.
Τα μάγια στη φυλή των Τσιλούμπα είναι φοβερά.
Δε φοβούνται τους εχθρούς τους γιατί όταν θέλουνε μπορούν
να πάνε στο Μάγο, να τον πληρώσουν και κείνος τότε στέλνει τον
κεραυνό και τους καίει.
Οι άνθρωποι σ' αυτά τα μέρη μπορούνε να μεταμορφώνονται σε
ζώα. Κι έτσι άνθρωποι έχουν σκοτώσει άλλους ανθρώπους που
τους νομίσανε ζώα.
Το βόα, άμα σε αρπάξει και τυλιχτεί γύρω σου, πρέπει να τον
κόβεις με το μαχαίρι, όσο εκείνος τυλίγεται, εσύ να κόβεις. Είναι
νόστιμος, ιδιαίτερα κοκκινιστός. Τον ελέφαντα τον κάνουνε καπνιστό.
Από την μπίλα, με απόσταξη, κάνουνε ρακί.
Όταν βρέχει οι ρόδες του φορτηγού κολλάνε στο κοκκινόχωμα
και δε γυρίζουνε, γι' αυτό κατεβαίνουμε και καθαρίζουμε το πάνω
μέρος της γλίτσας για να πιάνουνε οι ρόδες και να γυρνάνε. Από
τις βροχές ανοίγουνε μεγάλοι λάκκοι που πρέπει να τους γεμίζουμε με τα
φτυάρια για να μπορέσει το αυτοκίνητο να προχωρήσει.
Τομάρια ζέμπρας, λεοπάρδαλης και τσιτάχ.
Φουφού είναι το καθημερινό φαγητό μας. Νερό πίνουμε στα ποτάμια.
Έχει άφθονο κυνήγι κι αν είσαι καλός κυνηγός τρως κάθε
μέρα κρέας αντιλόπης. Τα ψάρια τα πιάνουνε με γαλαζόπετρα κι
έτσι άμα φας κινδυνεύεις να πάθεις δηλητηρίαση. Χρειάζεται
φακός και μαχαίρι. Η κόμπρα που σηκώθηκε έφτυσε το δηλητηριώδες
σάλιο της. Το φίδι των δυο μέτρων που τυλίγεται και επιτίθεται σε
χτυπάει μέχρι να σε σκοτώσει με το σώμα του.
Χωματόδρομος, φυτείες καφέ και καλλιέργειες μανιόκο. Η φυλή
Τσιλούμπα στο Κασσάι. Τα διαμάντια και όλη η περιοχή φυλάγεται καλά.
Οι εργάτες στα ορυχεία πληρώνονται μ' ένα πακέτο τσιγάρα για τη
δουλειά μιας ημέρας.
Πρέπει να φυλαγόμαστε από σκορπιούς, φίδια, κοριούς. Ο χοίρος πεθαίνει
με δυο ασπιρίνες και ο παπαγάλος με το μαϊντανό.
Το ποταμόπλοιο το κατασκευάζεις με λαμαρίνες και του βάζεις δυο
ντηζελομηχανές φορτηγού ΜΑΝ μεταχειρισμένες. Σύνολο κόστους 500
ζαΐρια. Τρακτέρ για καλλιέργεια καφέ και μανιόκου. Μύλο για άλεσμα
μανιόκου. Και μεταφορά με πλοίο από το ποτάμι τρεις μέρες, με φορτηγό
από τους άθλιους δρόμους στην καλύτερη περίπτωση μια βδομάδα. Η
αρρώστια του ύπνου από τσίμπημα της μύγας τσε-τσε στον ποταμό
Κασσάι. Τα μπακ που περνάνε τα φορτηγά στην άλλη όχθη του ποταμού.

Ξετύλιγμα σύνθεσης με χλιαρές, νωχελικέ ς ταλαντεύσεις


αυτοδρομούμενης επιθυμίας για συντροφιά και γκρέμισμα τοίχων
σιωπής. Ιδεόγραμμα παρενθετικής μοναξιάς. Απόφραξη στοώδους
συναισθήματος εγκατάλειψης. Αμφιταλάντευση με παλινδρομήσεις στο
γνωστό και το άγνωστο, στο επιθυμητό και το ανεπιθύμητο.

Το ταξίδι ξετυλίγεται και συνεχίζεται στον ατέλειωτο δρόμο του


εγώ και υπάρχω. Μαζί ξεδιπλώνεται και η μπομπίνα με τις σποραδικές
εικόνες που κρατάω σαν ντοκουμέντο για προσωπικές στιγμές και ώρες.
Μέρες υπέροχες στο Παρίσι. Τότε που κάπνιζα περιτμημένα αποτσίγαρα
που μάζευα στους δρόμους. Τότε που έβγαινα τη νύχτα παγανιά να
μαζέψω τα σάπια φρούτα στο αραβικό μανάβικο για να φάω. Τότε που
λήστευα τους κλοσάρ για μια γουλιά κόκκινο κρασί ορντινέρ. Τότε που τις
γκόμενες για να τις γαμήσω τις πήγαινα σ' ένα τσουβάλι που είχα
κρυμμένο στο νεκροταφείο του Ντανφέρ και τους έλεγα μπάτε μέσα, κι
εκεί τις γάμαγα. Τότε που για να πάρω τον υπόγειο και να πάω από το
Μπρούκλιν στο Βίλατζ πήδαγα πούστηδες στις τουαλέτες του Μπορ Χολ.
Τότε που στο Λονδίνο έμενα στα κατειλημμένα σπίτια και στο Παρίσι
κάτω από την Πον Νεφ. Στο Μόναχο μαζί με τους ρόκερ στη
Λεονροντστράσσε. Στη Ρεμς περνούσα στο καταχείμωνο νύχτες με
σούπες από μπιζέλια αχνιστές αχνιστές στο δημόσιο άσυλο και στο
Αμβούργο κάνοντας πορνοσόου στο Σαλάμπο με νεγρίλες τραβεστί. Στο
Σαν Πιέτρο ντε Μακορίς νταβατζής σε γερασμένες πουτάνες και στο
λιμάνι της Οζάκα που κοιμόμουνα με τους βαρκάρηδες σε μια παγωμένη
παράγκα πάνω σ' έναν ξύλινο πάγκο κάνοντας ισορροπία όλη νύχτα για
να μην πέσω στο υγρό χώμα. Στην
Αθήνα σε οικοδομές του περιφερειακού και στο δεύτερο υπόγειο της οδού
Μεταξά στα Εξάρχεια χωρίς φως καθόλου. Τότε που η ψυχή μου
ζεσταινότανε μόνο σαν πάγωνα το αίμα των άλλων.
Ο ιδρώτας τώρα κυλάει από πάνω μου και στάζει στα παπούτσια. Η νύχτα
πυρωμένη σαν κάφτρα τσιγάρου. Οι λόγχες των φοινικόδεντρων εκεί έξω
προσπαθούνε να καρφώσουνε το φεγγάρι που ξεγλιστράει ανάμεσά τους
και τρέχει στο πλαϊνό παράθυρο μαζί μου. Στ' αριστερά μας ο ήλιος θ'
ανιχνεύει τώρα τη σκοτεινιά για να την καβαλήσει. Ροδίζει στο πράσινο.
Κι ανάβω καινούριο τσιγάρο. Η αφρικάνικη νύχτα προχωράει στο φινάλε
της με κρετσέντο μουσικό από ρούμπα ζαϊρινή και φύλλα ριάνμπας, στα
δόντια καρπός κόλας για να μείνω ξάγρυπνος. Κάποιο δάκρυ
μπλέκεται στις σταγόνες ιδρώτα και τρέχει στα γένια μου μέσα και
με γαργαλάει. Έτσι για να δραματοποιηθεί η στιγμή και να γεννηθεί και
μια αίσθηση ελεγείας στο ταριχευμένο μου όνειρο.
ΦΥΓΗ ΤΡΙΤΗ
ΕΝΑ

Εκεί έξω και μακριά, το ταραγμένο κύμα, που στέλνει η θάλασσα,


χτυπάει με δύναμη πάνω στην προκυμαία κι ο αέρας παίρνει τις
σταγόνες του αλατισμένου νερού και τις στριφογυρίζει ραντίζοντας τις
πλάκες του φάρου. Ο καφετής σκίουρος, στα ριζά μιας πουρναριάς, φέρνει
στο στόμα με ταχύτητα, κρατώντας τα με τα μπροστινά του πόδια,
αγριοβελανίδια που τα καθαρίζει με τα μπροστινά δόντια, φτύνει τη
φλούδα και καταπίνει τον καρπό.
Τα ζάρια βροντάνε και στριφογυρνάνε στις γωνίες μέσα στο ξύλινο τάβλι,
στο παλιό καφενείο της γειτονιάς.
Ο καπνός βγαίνει από τις καπνοδόχες παχύς και ντελικάτος, στο
γκρίζο φόντο σχηματίζονται και στάζουνε τα δάκρυα που χύνουμε
όλοι εμείς.

Στη φυλακή του Άγκρι, στο Ερζερούμ. Οι Τούρκοι μου δίνουνε μέχρι και
τριάντα χρόνια για τα δυο κιλά χασίσι που είχα μαζί μου.
Ίσως ό,τι είναι για τους ανθρώπους ταπεινό και ξεχασμένο,
ανύπαρκτο και καθημερινό έξω από τη φυλακή, εδώ γίνεται πράγμα
σπουδαίο και καβγάδες γίνονται για το αν το πηρούνι έχει τέσσερα ή
πέντε δόντια, αν το ποτήρι το νερό χωράει διακόσια ή διακόσια είκοσι
γραμμάρια, αν τα σαλιγκάρια είναι δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, αν τα
παιδιά αλλάζουν δόντια στα τέσσερα χρόνια τους και οι ήχοι από τις
κουβέντες που κάνουμε κάθε βράδυ γίνονται εικόνες που καρφώνονται
στα σφαλισμένα μάτια και τρυπάνε πυρακτωμένες τον εγκέφαλο και
σκέφτομαι τη μέρα που θα βγω από δω μέσα και θα περπατήσω σ' ένα
μαχαλά τυχαίο και θ' ακούσω το σφύριγμα του τρένου από πέρα, θα
καθίσω σ' ένα καϊβέ και θα παραγγείλω κρασί του Αλλάχ κι όταν έρθει
θα πιάσω στο χέρι μου το φλιτζάνι, αν ακόμα θυμάται το χέρι πώς πρέπει
να πιάνει τόσο μικρά και φίνα αντικείμενα, και μπροστά θα περνάνε
γυναίκες, γυναίκες αμέτρητες, όλες πανέμορφες με λυτά τα μαλλιά
τους και κάποιο παιδάκι σφιγμένο στην αγκαλιά ... Η γυναίκα είναι το
κυρίαρχο στο μυαλό, η γυναίκα η δικιά μας, εκεί, είναι σίγουρα αλλιώτικη
από τις γυναίκες εδώ έξω.

Η γυναίκα η δικιά μας είναι καμωμένη από χρυσάφι και μεταξένιο δέρμα,
είναι ολόκληρη υγρή και γλιστράει, έχει πολλά στήθια όσα και τρίχες στα
μαλλιά της, είναι εύκολη, είναι ζεστή, χαμογελαστή, υπάκουη, ερωτιάρα,
είναι γλυκιά στην κουβέντα της και χυδαία στον έρωτα, έχει αμέτρητες
εσοχές, απέραντες καμπύλες και ανεξερεύνητα βαθουλώματα, όταν
σκύβει το κορμί της γίνεται ουράνιο τόξο και μυρίζει όλα τα μυρωδικά του
κόσμου. Αυτή είναι η γυναίκα μας κι όταν έρχεται κάποιος καινούριος
εμείς πρώτα τον ρωτάμε: «Για πες μας, ψωλαρά μας, πότε γάμησες
τελευταία;» κι αν τύχει και είναι πρόσφατο, τα μπούτια μας ψηλά
μυρμηγκιάζουνε, τα καυλιά μας τινάζονται στητά για να μάθουν
λεπτομέρειες και τον βάζουμε να μας τα διηγηθεί με το Νι και με
το Σίγμα.
«Και πώς της σήκωσες τα πόδια;», «από πίσω τη γάμησες;», «τι σου 'λεγε
προτού της τον βάλεις;», «όταν έχυνε φώναζε;», «ήτανε στενή;». Τέτοια
ρωτάμε κι εκείνος ξεχνάει την απελπισία του και με μάτια φλογισμένα
πετάγεται όρθιος και με κινήσεις παθιασμένες μας δείχνει πώς την έβαλε
πάνω στο τραπέζι, πώς άνοιξε εκείνη τα πόδια, πώς σάλιωσε την ψωλή
του και πώς της τον έχωσε στον κώλο κι εκείνη τον παρακάλαγε να τον
βγάλει γιατί καίει και την άλλη της αρέσει και ζητάει να τον χώσει πιο
βαθιά. Αγκομαχάει και στο τέλος μπήγει μια στριγγλιά για να μας δείξει
πώς χύσανε πια και μετά όταν βγάζει την ψωλή του εκείνη πονάει και
τσιρίζει και η ψωλή βγαίνει μ' ένα χλουτς κι είναι πασαλειμμένη με σκατά
και μεις ξαπλωμένοι στο πάτωμα και στο μισόφως τον έχουμε στο χέρι
και τον παίζουμε και του λέμε να μας ξαναπεί πώς γινότανε το μουνί της
όταν την έγλειφε κι όλες τις άλλες λεπτομέρειες και μας τρελαίνει όταν
μας περιγράφει πώς οι τρίχες σαλιωμένες από το δικό του σάλιο
κόλλαγαν πάνω στα μουνόχειλα και πώς εκείνος έβαζε το δάχτυλο και
έτριβε την αναψοκοκκινισμένη κλειτορίδα και ανακάτευε τα παχιά
μουνόχειλα με τα δυο δάχτυλα - το μέσο και το δείχτη - και όλοι μας πια
χύνουμε ξεφωνίζοντας κατάρες στους θεούς και τους ανθρώπους που μας
κρατάνε φυλακισμένους σ' αυτή τη φριχτή τρύπα στην άκρη της γης.
Πιο πέρα μερικοί Τούρκοι παίρνουνε νουμεράδα έναν πιτσιρικά
Γάλλο που τον πιάσανε πριν δυο μήνες στο Τοπ-Χανέ με ένα κιλό
άσπρη. Ο πιτσιρικάς στην αρχή, όταν μπήκε και του την πέσανε,
νόμισε ότι του κάνανε πλάκα, κατάλαβε όμως ότι του το ζητάγανε
σοβαρά το πρώτο βράδυ που τον πιάσανε πέντε μαζί και τον γαμήσανε.
Ένας του έκλεινε το στόμα δυο του κράταγαν τα χέρια, ένας τα πόδια και
ο πέμπτος του κατέβασε το παντελόνι και τον γάμησε. Και μετά,
ματωμένο, τον γαμήσανε και οι υπόλοιποι.
Το Θιβέτ δεν μπόρεσε να με κρατήσει. Οι ρίζες είναι βαθιές ...
ΔΥΟ

Μάικρο, Πέιπερ, Νταϊναμάιτ, η Αθήνα στις φλόγες. Χάπια, χαπάκια,


χαπούλια. Περπάτησα κάτω απ' τη νύχτα και το ψιλοβρόχι. Τέλη
Φλεβάρη, ότι αρχίζει να τρίζει η χώρα απ' άκρο σ' άκρο από τις πρώτες
κυήσεις των σπόρων στο χώμα. Μαζί μου φτερουγίζουνε οι ήχοι μιας
μακρόσυρτης χαδιάρας κορνέτας που εναλλάσσονται με τις μελαγχολικές
στριγγλιές ενός καλοπαιγμένου σαξόφωνου. Η μελωδία γλιστράει μέσα
μου σιγά σιγά, σαν πλημμυρίδα, με γεμίζει, πονάω αφόρητα, για στιγμές
μεγάλες αιώνιες.
Μικρά κομματάκια οργανωμένων ήχων μέσα στην αταξία του πελώριου
συμπαντικού στερεώματος γλιστράνε και τρυπώνουνε απ' τις τρυπούλες
των αφτιών μου στο εκπληκτικά περίπλοκο νευρικό μου πλέγμα και οι
παλμικές δονήσεις μεταφέρονται στα αισθητήρια κέντρα του εγκεφάλου
όπου γίνεται η επεξεργασία και η αξιολόγησή τους μέχρι την τελική
σύνθεση μαζί με επιλεγμένες συνειδητά εικόνες ή, καμιά φορά, έτσι,
τελείως τυχαίες που ξεπετιώνται μόνες τους από το χαώδες και σκοτεινό
μη συνειδητό.
Νιώθω τα χέρια μου να κρέμονται στα πλευρά μου πολύ χαμηλά,
τους ώμους μου κυρτωμένους, το λαιμό μου μακρύ, φιδίσιο, τη μύτη μου ν'
ανασαίνει βαριά, κατάκοπα, τα πόδια μου να πατάνε σαν σίδερα με γκλιν
και γκλαν στη γλιτσιασμένη άσφαλτο με τους δαιδαλώδεις ιριδισμούς του
πετρόλ αποτυπωμένους από τα φώτα νέον που αντικαθρεφτίζονται σαν
ποιητικοί λεκέδες καμωμένοι από τα ζώα της πόλης που γουργουριστά
περνοδιαβαίνουνε σταματώντας μπροστά σε κόκκινα μάτια που
αστραπιαία ανοιγοκλείνουνε σε πράσινα.
Με το πέτσινο κορμάκι μου και την ερωτική τρέλα που παραδέρνει στο
κεφάλι μου, προσπερνάω τον εαυτό μου με μια σβέλτη κίνηση ζαρκαδιού,
ξεπετιέμαι μπροστά του κανά δυο μέτρα και με οδηγώ στο πεπρωμένο του
ενστίκτου που με κάνει να λιώνω τις μαβιές ώρες του ανάλαφρου ύπνου
μου στα μενεξελιά πρωινά της Αθήνας.
Ήταν τότε που χάθηκαν τα γνωστά και τα οικεία. Ήταν τότε που χάθηκες
εσύ. Ήταν τότε που χάθηκε η Μυστηριώδης Νήσος. Η πόλη ολόκληρη
άρχισε να χάνει το σχήμα της και η μέρα φώτιζε τη νύχτα. Κι η νύχτα, σαν
σκοτεινό φίδι, κουλουριαζότανε στα φωτερά μεσημέρια. Κι οι δρόμοι
αναταράζονταν από το παλιρροϊκό κύμα που γλιστρούσε κι έφευγε κάτω
απ' την άσφαλτο. Και τα παλιά και ξεχασμένα αντικείμενα τα 'βλεπες
χύμα, πεταμένα παντού. Τα αυτοκίνητα κάνανε πήδους μεγάλους και
όπως σκάγανε διαλύονταν και στο τέλος απόμεναν σκελετοί χωρίς
καθόλου λαμαρίνες, μόνο ρόδες, σασί, άξονας, τιμόνι και τα εντόσθια
μιας ξεχαρβαλωμένης μηχανής που μισοδούλευε φάλτσα και έμοιαζε
σαν επιθανάτιος ρόγχος μεγάλου ζώου που μόλις σφάχτηκε. Σπασμένα
τζάμια, βίδες, λαμαρίνες μπερδεύονταν ολόγυρα. Τα κτίρια τελείωναν
αυτές τις στιγμές τον τεχνικά προδιαγραμμένο κύκλο ζωής του τσιμέντου
και κονιορτοποιούνταν διαμιάς. Και ο ουρανός ζουμερός και υγρός, στάζει
στις σιδερένιες και ξεγυμνωμένες αρματωσιές που απομένουν
σκουριασμένες, θύμηση και σκήνωμα ενός πολιτισμού που τελείωσε.
Και οι σπιλάδες ενός ανέμου που ονομάζεται Ουραγκάν κουβαλάνε το
χώμα από την Πάρνηθα, την Πεντέλη και τον Υμηττό και
σκεπάζουνε την πόλη και τα απομεινάρια της. Κι από ένα άνοιγμα
τ' ουρανού πέφτουν αστρολούλουδα κι όλα θολώνουν, σβήνουν και
χάνονται μαζί με το τριπάκι που πήρα σήμερα και η νύχτα η ίδια
χασμουρήθηκε με το στόμα το δικό μου και χάθηκε, έγινε φως
κι εγώ αποκοιμήθηκα.
ΤΡΙΑ

Τις τελευταίες μέρες έχω σιχαθεί το φαγητό, το οποιοδήποτε φαγητό. Δεν


έχω καθόλου γεύση. Νιώθω αδύναμος και καταπονημένος.
Αρρώστησα την εποχή της Ελάνκα από δηλητηριασμένο ψάρι μπότο. Μου
το εξήγησε ο Σακέλης που έκανε διάγνωση. «Αυτοί οι καταραμένοι οι
Τσιλούμπα ρίχνουν γαλαζόπετρα για ν' αναγκάσουν τα ψάρια που
πληγώνουνε να ξετρυπώνουνε από τις πέτρες του ποταμιού κι έτσι το
ψάρι δηλητηριάζεται και μπορεί να σε ξαποστείλει» είπε.
Για μέρες ξέρναγα κι είχα ζαλάδες. Ο Σακέλης μου έδινε χάπια από ένα
μεγάλο βάζο που είχε στο φορτηγό, πανάθεμά τον κι αν ήξερε κι ο ίδιος τι
χάπια ήτανε αυτά, για τι αρρώστιες και πότε είχαν λήξει, κι εγώ μες στην
απελπισία μου τα κατάπινα κι ήμουνα για μέρες φυτό. Κάποια στιγμή
που συνήλθα διαπίστωσα ότι ο Σακέλης είχε φύγει κι εγώ ήμουνα πια
μόνος μου σ' ένα χωριουδάκι που δεν έχει πατήσει λευκός.
Μου είχε αφήσει λίγα τρόφιμα και για μέρες έτρωγα μόνο ρύζι που το
έβραζα σε μια άδεια κονσέρβα. Μεσημέρι-βράδυ το ίδιο φαγητό. Έσταζα
μέσα λίγες σταγόνες από λάδι κοκοφοίνικα, το άφηνα να κρυώσει και
χαζεύοντας τους ανθρώπους του χωριού, έτρωγα ανόρεχτα μασώντας ένα
ένα τα σπυριά του ρυζιού. Τέλειωνα το φαγητό μου με δυο-τρία μάνγκος
που με βοηθούσαν στο στομάχι. Τα κουνούπια με τσίμπαγαν λιγότερο
γιατί είχα γίνει πια ντόπιος.
Οι κρίσεις ξανάρχισαν παρόλο που βράζω κάθε φορά το νερό μου. Κι ο
πυρετός τώρα με τρελαίνει, όπως βιδώνεται στα πιο απόκρυφα μέρη του
εγκεφάλου σαν τρυπάνι.
Η μαλάρια με κάνει να τρέμω. Αισθάνομαι το μυαλό μου να καίει, το
σώμα μου να ριγάει, να τινάζεται, να παγώνει, να ιδρώνει, χωρίς
δυνάμεις. Μοκόλο σε μοκόλο. Θέρμη στο μυαλό και στο σώμα. Υπάρχουνε
στιγμές που έρχεται ο Σακέλης, σαν αχνή φιγούρα και κάθεται δίπλα μου
και μου κάνει συντροφιά. Δεν ξέρω αν είναι πραγματικός ή γέννημα της
φαντασίας μου. Είναι και κάποια κοριτσόπουλα που έρχονται και
κάθονται δίπλα μου και με πιάνουν και με χαϊδεύουν απαλά στο καυτό
μου στέρνο, δεν ξέρω αν είναι αληθινές.
Κι εκεί στο σουρούπωμα τα βουνά χωρίζουνε από τον ουρανό που
εξακολουθεί να φωτίζεται από τον κρυμμένο ήλιο και μενεξεδιάζει τα
σύννεφα και οι ερωδιοί πετάνε σε σχηματισμούς Λ, δημιουργώντας έτσι
μια γωνία που στην κεφαλή της βρίσκεται ο οδηγός και οι άλλοι
ακολουθούνε σε δύο πτέρυγες.
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα αφήνουνε το ποτάμι, περνάνε από πάνω μας και
πάνε στα δάση για ύπνο. Και το φάντασμα του Σακέλη μου μιλάει για
τους Ανιότος, τους ανθρώπους-λεοπαρδάλεις, τους μυστηριώδεις
κατοίκους της περιοχής Κουίλου. Επιθυμία μου να μπω μέσα στο Δάσος
και να γίνω ένα μ' αυτό. Δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ και να βράσω το
ρύζι. Έτσι κι αλλιώς το έχω σιχαθεί.
Επιθυμία του μυαλού είναι να μεταλλαχτώ σε μια από τις ψυχές αυτού
του απέραντου πράσινου σύμπαντος και να νιώσω βαθιά μέσα μου την
υπέρτατη πληρότητα που νιώθουν όλα τα έμψυχα όντα στον έναν και
μοναδικό ρυθμό της ζωής της Ζούγκλας. Το Δάσος είναι η ολότητα που με
καλεί να συμμετάσχω. Μες στο ταραγμένο μυαλό μου ετοιμάζω την
τελετή ενσωμάτωσής μου. Θα μεταμορφωθώ σε αιλουροειδές για να
περπατήσω στους δρόμους της φύσης.
Στανλεϊβίλ, η χαμένη πόλη που την έχει σκεπάσει η βλάστηση.
Ο μαύρος Αετός με το απότομο τίναγμα του κεφαλιού και το
εξεταστικό βλέμμα.
Τα ξεραμένα κι αποφλοιωμένα δέντρα που στέκουνε μέσα στα
στάσιμα λασπόνερα.
Η φοβερή στύση του φυλακισμένου Χιμπατζή και οι ξαναμμένες
στριγγλιές ενώ σπάει τα ξύλινα κάγκελα του κλουβιού του.
Η Τσίτα με το ασπρομπέζ τρίχωμα και το μπλε πρόσωπο κοιτά-
ζει ύπουλα.
Το βικτωριανό κεφάλι του Μπούφου καθώς το στριφογυρίζει
για να κοιτάξει με το έκπληκτο και μυωπικό βλέμμα του.
Τα χασμουρητά και τα γλειψίματα της βαριεστημένης Λέαινας
στο ισημερινό μεσημέρι. Το τέντωμα κι ανασκέλωμα του κορμιού
της στον ίσκιο.
Το ροζ Φλαμίγκο και ο κυματισμός του μακριού λαιμού του.
Η διστακτικότητα στις αόρατες κινήσεις του Γατόπαρδου.
Οι απολιθωμένοι Κροκόδειλοι και τα εκπληκτικά αντανακλαστικά τους.
Το υπέροχο πέταγμα των Ερωδιών, το λίκνισμα και η αιώρησή
τους στο χάδι του ανέμου, πάνω στα λεπτά κλαδάκια των τεράστιων
ακακιών που ξεκουράζονται.
Η συναρπαστική εικόνα δύο και τριών δέντρων ή φυτών που
συμβιώνουνε πάνω στο ίδιο σώμα.
Τα ρουμπινένια τσαμπιά των λουλουδιών που κρέμονται στα
κλαριά των ακακιών με τα φύλλα της χιλιοποδαρούσας.
Οι ακτίνες του ήλιου που λάμπουν και ζεσταίνουνε.
Οι τελευταίοι σπασμοί και τα επιθανάτια τινάγματα των φτερών
της μεγάλης πολύχρωμης πεταλούδας.
Η γεύση του καρπού της λησμονιάς στα δόντια.
Το κάλεσμα της λεοπάρδαλης.

ΤΕΛΟΣ

You might also like