You are on page 1of 33

1ο Πειραματικό Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο

Πορταριάς «Ν. Τσοποτός»

Ε΄ τάξη

Πορταριά 2010
Μια φορά κι έναν καιρό …….. έτσι ξεκινούν όλα τα παραμύθια και μας παρασύρουν σε τόπους φανταστικούς, που μέσα από περιπέτειες το
καλό νικά το κακό, η χαρά διώχνει τη λύπη και η ευτυχία τη δυστυχία. Άραγε η πραγματικότητα μπορεί να συναντηθεί με το παραμύθι; Και τι
μπορεί να συμβεί όταν το αληθινό μπλέξει με το φανταστικό;
Μια τέτοια ιστορία θα σας διηγηθούμε τώρα φτιαγμένη με αγάπη και με την ευχή να γίνει αληθινή.
Σε μια πολιτεία μικρή, σαν κουκίδα πάνω στη γη ήταν όλα σκοτεινά και μελαγχολικά. Οι κάτοικοι δυστυχισμένοι, απελπισμένοι και
φοβισμένοι. Δεν αντηχούσαν γέλια και τραγούδια, αλλά κλάματα και ήχοι από όπλα. Παντού σπίτια μισογκρεμισμένα, σχολεία κλειστά,
πλατείες βομβαρδισμένες. Σ΄ αυτόν τον γκρίζο τόπο έμεναν δυο παιδιά, ο Αχμέτ και η Ρουάν. Όνειρα δεν έκαναν για το μέλλον, παιχνίδια δεν
είχαν, τη χαρά δεν γνώρισαν. Στέκονταν στην πόρτα του φτωχικού σπιτιού τους και αντίκριζαν στρατιώτες, όπλα και αγέλαστα πρόσωπα. Κάθε
μέρα παρακαλούσαν να σταματήσει ο πόλεμος που ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί γινόταν.
Μια μέρα όπως κάθονταν στην κατεστραμμένη αυλή του σπιτιού τους, όπου δεν φύτρωναν πια λουλούδια, που δεν κελαηδούσαν πουλιά,
ξαφνικά είδαν μια λάμψη και από μέσα να ξεπετάγεται ένα δέντρο με πυκνή πράσινη φυλλωσιά. Ένα άρωμα τότε πλημμύρισε το μέρος και
σκέπασε την αποπνικτική μυρωδιά του καπνού. Τα δυο παιδιά γεμάτα απορία, σαστισμένα πλησίασαν το δέντρο και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν
ένα συνηθισμένο δέντρο. Στα κλαδιά του δεν κρέμονταν καρποί, αλλά κάρτες πολύχρωμες που έλαμπαν σα μικρά αστεράκια.
Τι παράξενο δέντρο, είπε ο Αχμέτ και πλησίασε πιο κοντά.
Πρόσεχε! Του φώναξε η Ρουάν τρομαγμένη.
Θα κόψω μια κάρτα, είπε αποφασιστικά το αγόρι. Έχω περιέργεια να δω τι γράφει μέσα.
Και πριν προλάβει ν’ αντιδράσει η Ρουάν, ο Αχμέτ έπιασε απαλά μια κάρτα και την έκοψε προσεκτικά. «Μόρφωση» έγραφε απ’ έξω και
καθώς την άνοιξε από μέσα ξεπετάχτηκαν βιβλία, τετράδια, μολύβια κι ένα όμορφο σχολείο. Διέσχισαν τον ουρανό και μετά από λίγο
προσγειώθηκαν σ’ ένα χώρο κοντά στο σπίτι των δύο παιδιών. Ένα σύννεφο αγκάλιασε το σχολείο, σα να ήθελε να το προστατέψει κι από
μέσα αντήχησαν γέλια, τραγούδια και χαρούμενες παιδικές φωνές.
Η Ρουάν παίρνοντας θάρρος πλησίασε κι αυτή το παράξενο δέντρο. Άπλωσε τα χέρια της κι έπιασε μια κάρτα. «Υγεία» έγραφε και καθώς την
άνοιξε από μέσα πρόβαλε ένα μεγάλο νοσοκομείο, φάρμακα, εμβόλια, γιατροί και νοσοκόμες. Όσο ανέβαινε ψηλά στον ουρανό το
νοσοκομείο μεγάλωνε και η καρδιά της Ρουάν κόντεψε να σπάσει από την αγωνία, μήπως χαθεί στα σύννεφα. Και το είχαν τόσο ανάγκη!
Πόσες ζωές θα είχαν σωθεί αν υπήρχε ένα νοσοκομείο και φάρμακα στη χώρα της. Όμως πριν προλάβει να μιλήσει στον αδελφό της και να
εκφράσει τον φόβο της, το νοσοκομείο κατέβηκε και στάθηκε σ’ ένα τεράστιο οικόπεδο, ενώ τα τανκς που υπήρχαν εκεί μεμιάς
εξαφανίστηκαν. Σειρήνες απ’ τα ασθενοφόρα άρχισαν να ηχούν και γιατροί με άσπρα ρούχα ξεχύνονταν στους δρόμους να βοηθήσουν τους
αρρώστους και τους ταλαιπωρημένους .
Θέλησε να μιλήσει, αλλά ο Αχμέτ της είπε:
Μη λες τίποτε, συνέχισε μόνο να κόβεις κάρτες. Μη σταματάς! Και αμέσως το μικρό αγόρι έκοψε μια κάρτα που έγραφε «Παιχνίδι». Τα μάτια
του έλαμπαν, μια κρυφή ελπίδα είχε στην καρδιά του και ανοίγοντάς την, σιγοψιθύρισε «Μακάρι να μην απογοητευτώ»! Την άνοιξε σιγά- σιγά
και από μέσα βγήκαν παιδικές χαρές, καρουζέλ, μπάλες, κούκλες και αυτοκινητάκια. Ο ουρανός πλημμύρισε από χρώματα και στην πόρτα
κάθε φτωχικού σπιτιού τοποθετήθηκε ένα παιχνίδι. Το καρουζέλ άρχισε να γυρνά και βρήκε τη θέση του δίπλα στο σχολείο. Στην αγκαλιά της
Ρουάν βρέθηκε μια όμορφη κούκλα. Το μικρό κορίτσι την έσφιξε δυνατά, από φόβο μήπως της φύγει και ήταν σίγουρη ότι κρατούσε έναν
πολύτιμο θησαυρό.
Θα φωνάξω όλα τα παιδιά και θα πάμε στην παιδική χαρά, φώναξε ενθουσιασμένος ο Αχμέτ. Στην παιδική χαρά που είχε βρει τη θέση της σ’
ένα μέρος που λίγες μέρες πριν αντηχούσαν πολυβόλα και γίνονταν φοβερές μάχες.
Μη φύγεις τώρα, τον παρακάλεσε η Ρουάν. Μείνε να δούμε τι εκπλήξεις κρύβουν κι οι άλλες κάρτες.
Έχεις δίκιο, συμφώνησε ο Αχμέτ.
Σειρά τώρα είχε η κάρτα της προστασίας. Την έκοψε η Ρουάν και μόλις την άνοιξε από μέσα ξεπετάχτηκαν τρόφιμα, φρούτα, ρούχα, γλυκά και
χιλιάδες σοκολάτες. Μικρά και μεγάλα καλάθια γεμάτα νόστιμα φαγητά διέσχισαν τον ουρανό και σα να τα οδηγούσε ένα μαγικό ραβδάκι,
βρέθηκαν σε κάθε φτωχικό σπίτι, δίπλα στα παιχνίδια. Ο Αχμέτ πήρε μια σοκολάτα και άρχισε να την τρώει λαίμαργα. Πόσο καρό είχε να φάει
σοκολάτα. Είχε ξεχάσει πόσο νόστιμη ήταν. Η Ρουάν απολάμβανε τη γεύση από τα νόστιμα μπισκότα.
Όχι άλλη φτώχεια, όχι άλλη πείνα, φώναξαν τα δύο παιδιά και άρχισαν να χορεύουν ενθουσιασμένα. Επιτέλους είχαν ξεχάσει τον πόνο, το
φόβο, τη δυστυχία.
Εκείνη τη στιγμή συνέβη και το εξής παράξενο. Τα σπίτια πια δεν ήταν γκρεμισμένα, βρώμικα, φτωχικά. Στη θέση τους υπήρχαν όμορφα
σπιτάκια με ευωδιαστούς κήπους και μοναδική καθαριότητα. Τα δυο παιδιά δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που ζούσαν.
Ήταν ένα όνειρο, ένα παιχνίδι της φαντασίας που θα κρατούσε λίγο ή θα διαρκούσε για πάντα!.
Πλησίασαν και τα δυο στο δέντρο κι έκοψαν την ίδια στιγμή από μια κάρτα. «Ελπίδα» έγραφε η μια, «Μέλλον» έγραφε η άλλη. Τις άνοιξαν
σιγά- σιγά, προσεκτικά και τις ακούμπησαν στο έδαφος. Τότε από μέσα ξεχύθηκαν χιλιάδες παιδιά από όλα τα μέρη του κόσμου. Αγάπη, φιλία,
ειρήνη φώναζαν και στα χέρια τους κρατούσαν λουλούδια. Λευκά περιστέρια πέταξαν στον ουρανό και ο ήλιος φώτισε το μέρος.
Έτσι θα είναι ο κόσμος σε λίγο. Χαρούμενος, φωτεινός, φώναξε ο Αχμέτ.
Εμείς τα παιδιά θα φροντίσουμε για αυτό, συμπλήρωσε η Ρουάν.
Συνέχισαν να χορεύουν, Τώρα και τα άλλα παιδιά είχαν μπει στο χορό και ένα πανηγύρι , μια μεγάλη γιορτή είχε ξεκινήσει.
Ώσπου ξαφνικά ένας φοβερός θόρυβος ακούστηκε, ο ουρανός σκοτείνιασε κι ένας μαυροντυμένος άντρας με σκυθρωπό πρόσωπό
εμφανίστηκε. Αδιαφορώντας για τα παιδιά που τον κοιτούσαν απορημένα πέρασε ανάμεσα τους και πλησίασε απειλητικά το δέντρο. Άρχισε
να το ταρακουνά, τα φύλλα του άρχισαν να κιτρινίζουν, να πέφτουν, να μαραίνονται. Η δύναμη του άντρα ήταν φοβερή, το δέντρο έδειχνε να
μην αντέχει. Είχε μαζέψει τα γυμνά κλαδιά του ανήμπορο να αντισταθεί στη μανία του άντρα. Όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα έπεφτε, ο κορμός
του είχε λυγίσει. Ο Αχμέτ και η Ρουάν κοιτούσαν απογοητευμένοι και τα μάτια τους είχαν γεμίσει δάκρυα. Τόσο λίγο λοιπόν κράτησε το
όνειρο, η χαρά, η ελπίδα. Οι κάρτες άρχισαν να κλείνουν η μια πίσω από την άλλη. Ο απρόσμενος επισκέπτης γελούσε ικανοποιημένος,
φαινόταν τόσο ενθουσιασμένος κι έλεγε συνέχεια: «Δε θ’ αφήσω ένα δέντρο να μου χαλάσει τα σχέδια για έναν κόσμο δυστυχισμένο».
Όλα τέλειωσαν, σιγοψιθύρισε η Ρουάν.
Πάει το δέντρο μας, είπε ο Αχμέτ.
Και τότε ξαφνικά ένα λαμπερό αστέρι φώτισε το σκοτεινό ουρανό. Με το φως του, αγκάλιασε το δέντρο, άγγιξε τις κάρτες που άρχισαν να
ανοίγουν πάλι και ζέστανε στις καρδιές των παιδιών.
Χιλιάδες πεταλούδες, πουλιά και λουλούδια γέμισαν το μέρος που το χάιδευε το φως του αστεριού. Ο κακόψυχος άνδρας άρχισε να παγώνει,
οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Το δέντρο άρχισε να ορθώνεται πάλι, καταπράσινο, όμορφο, αγέρωχο. Ο μαυροντυμένος άνδρας αντίθετα
πάλι, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τα χέρια του και τα πόδια του δεν υπάκουαν στις διαταγές του. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Αυτός
ακίνητος σιγά -σιγά μεταμορφωνόταν σ ένα βράχο που μέσα του έκλεισε κάθε σπόρο δυστυχίας, πόνου, φτώχειας, πολέμου, κακίας.
Απ΄ την άλλη το δέντρο άπλωνε τα κλαδιά του και στην κορυφή του άνοιξαν τρεις κάρτες. Οι κάρτες της αγάπης, της φιλίας και της ειρήνης.
Αυτό το ταπεινό μέρος, η μικρή αυτή χώρα έγινε ένας τόπος μοναδικός, μαγικός. Απ΄ τη μια φιλοξενεί τον μαρμαρωμένο άνδρα και από την
άλλη το δέντρο της ζωής. Απ΄ τη μια η κακία και το μίσος και απ’ την άλλη η καλοσύνη, η χαρά και η ελπίδα. Από τη μια ο βράχος που κλείνει
μέσα του ό, τι όλοι θέλουμε να διαγράψουμε και να ξεχάσουμε και απ’ την άλλη το δέντρο που συμβολίζει όλα όσα θέλουμε να γεμίζουν τη
ζωή μας. Το δέντρο των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών για έναν κόσμο ειρήνης, αγάπης, φιλίας και ίσων
ευκαιριών.
Τότε ο Αχμέτ και η Ρουάν άρχισαν να φτιάχνουν ένα ποίημα. Ένα ποίημα που τα πουλιά το έκαναν τραγούδι και το κελαηδούν σ’ όλο τον
κόσμο.
Δικαίωμα έχω στη ζωή, στ’ όνειρο, στην ελπίδα.
Ισότητα για όλα τα παιδιά, ένα όνομα, μια πατρίδα.
Καρδιές χαρούμενα να χτυπούν, ήλιος να τις φωτίζει.
Αγάπης μήνυμα ν’ αντηχεί, γλυκό τραγούδι ν’ αρχίζει.
Ίσως κάποιοι αδιαφορούν, ξεχνούν τα όνειρά μας.
Ωραία που θα ‘τανε κι αυτοί να μπουν στη συντροφιά μας.
Μόρφωση, υγεία και χαρά, ο κόσμος ένα περιβόλι.
Αξιοπρέπεια, στοργή μια αγκαλιά να αισθανθούνε όλοι.
Εδώ το παραμύθι τελειώνει. Άραγε μπορεί να γίνει πραγματικότητα; Άραγε είναι δυνατόν να φυτρώσουν όμοια δέντρα σε κάθε γωνιά της γης
όπου ηχούν όπλα, ακούγονται κλάματα και δυστυχισμένες φωνές; Ένα δέντρο που θα συμβολίζει την αγάπη, την ελπίδα, τον κόσμο που
ονειρεύονται τα παιδιά.
Άραγε η ζωή μπορεί να γίνει παραμύθι και το όνειρο πραγματικότητα; Ποιος ξέρει, ίσως ναι ίσως και όχι. Όμως σίγουρα τα παιδιά θα
συνεχίσουν να προσπαθούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, σ’ ένα κόσμο αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης ,που δε θα κυβερνά το συμφέρον και η κακία,
αλλά η καλοσύνη και το χαμόγελο.
Το παραμύθι έτυχε διάκρισης στον
διαγωνισμό που διοργάνωσε η
UNICEF και το βραβείο παρέλαβαν
οι μαθητές Μαρδέλης Γιώργος και
Πατέρας Στάθης, συνοδευόμενοι
από την εκπαιδευτικό Τσαλαβρέτα
Ευαγγελία σε εκδήλωση - έκθεση
που διοργανώθηκε στη Στοά του
Βιβλίου στην Αθήνα την Πέμπτη
18 Νοεμβρίου 2010.,

Το παραμύθι γράφτηκε από τους μαθητές της Ε τάξης στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος «Τα παιδιά ζωγραφίζουν και γράφουν τα
δικαιώματά τους» με την καθοδήγηση της δασκάλας Τσαλαβρέτα Ευαγγελίας.

Συμμετείχαν οι μαθητές και μαθήτριες:

Αλιώρη Βιολέτα, Ανδρεάδης Γαβριήλ, Ανηλιώτη Αποστολία, Βαρώτα Αθανασία, Γκιώνη Φωτεινή, Γουλιώτη Κατερίνα, Ζυμπέρης Αιμίλιος, Ιμπράνη
Χριστίνα, Κοντοβά Σταυρούλα, Κουτσαρνάκης Αποστόλης, Κυρίκος Ναπολέων, Λατίφι Χρίστος, Μαρδέλης Γιώργος, Μουχαρέμ Νίκος, Παπαθανασίου
Γιάννης, Πατέρας Στάθης, Στάχτος Μάριος, Τσαγκρασούλης Ορέστης, Χατζηγούλα Ιωάννα

You might also like