Professional Documents
Culture Documents
Vatra e Tiranës
Νίκος Καββαδίας
Nikos Kavadhias
Përkthyen:
Sokol Çunga, Llambro Ruci
Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού - Εστία Τιράνων
Fondacioni Grek i Kulturës - Vatra e Tiranës
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
NIKOS KAVADHIAS
σε μετάφραση των
Sokol Çunga καί Llambro Ruci
përkthyen:
Sokol Çunga dhe Llambro Ruci
6
NË VEND TË PARATHËNIES
7
στικό κοινό τών Αλβανών.
Και το λέμε αυτο, επειδή οι εκδόσεις «ΤΟΕΝΑ»
πρόκειται να εκδώσουν προσεχώς τις ποιητικές συλλο-
γές τού Νίκου Καββαδία – γι’ αυτό, άλλωστε, συγχο-
ρηγούν ευγενικά, μαζί με την «Tirana Bank», το έντυπο
που κρατάτε, το οποίο φέρνει το αλβανικό κοινό για
πρώτη φορά σε επαφή με το έργο τού ποιητή.
Από τη θέση αυτή ευχαριστώ τους ευγενικούς με-
ταφραστές, τον σεβαστό Llambro Ruci και τον φίλο S.
Çunga, για το έργο που μας παραχώρησαν αφιλοκερ-
δώς· επίσης, ευχαριστώ την κ. Έλγκα Καββαδία και τον
εκδοτικό (ελληνικό) οίκο «ΑΓΡΑ», που δεν εμπόδισαν
την δημοσίευση αυτή· τέλος ευχαριστώ τον συνεργάτη
μας δρ. Andi Rembeçi για την φιλότεχνη επιμέλεια αυ-
τής της δημοσίευσης.
8
të botoj së shpejti koleksionet e poezive të Niko Kava-
dhia – dhe për këtë arsye do të sponsorizojnë mirësje
llshëm së bashku me «Tirana Bank» këtë fashikull që
keni në dorë, e cila sjell publikun shqiptar p ë r h e r ë t ë
parë në kontakt me veprën e poetit.
9
εισαγωγή
του μεταφραστή Sokol Çunga
Ο Καββαδίας,
ο «καταραμένος» και «ανόητος» ποιητής
10
hyrje
e shqipëruesit Sokol Çunga
Kavadhias,
poeti i “mallkuar” dhe i “marrë”
11
μπεις στον δικό του ποιητικό κόσμο, ο ίδιος ο συγγρα-
φέας δηλώνει, κατά κάποιον τρόπο, την ταυτότητά του:
Εγώ είμαι καταραμένος! Έπειτα, αντίκρυ με το όνο-
μα που του έδωσε η οικογένεια / η κοινωνία, βαπτίζει
τον εαυτό του με ένα άλλο όνομα, ένα όνομα πουλιού
του τροπικού: Μαραμπού! Και προσθέτει: ... νομίζω
πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω... (Μα-
ραμπού, Μαραμπού). Ο Καββαδίας ένιωθε ότι για τον
κόσμο, για τον ίδιο κόσμο που ζούμε και εμείς σήμερα,
ήταν καταραμένος και ανόητος. Τότε άφησε την στεριά
γη, που δονείται πιο δυνατά από το πλοίο στην μέση
της θύελλας και τις τρικυμίας, και έδεσε τη μπέσα με
το νερό, με την θάλασσα.
Ο κόσμος, βεβαίως, δεν κρατούσε κακία στον ποιητή.
Στο κάτω-κάτω, ο κόσμος δεν κρατάει κακία σε κανέ-
ναν από τους ποιητές που ζούνε σε αυτή, ούτε στους
καταραμένους ποιητές. Αλλά να, που ο Καββαδίας δεν
ένιωθε καλά στη στεριά, ζαλίζομαι, έλεγε. Ενώ στην
θάλασσα, εκεί όχι, δεν ζαλιζόταν, έλεγε! Δεν άντεχε το
ακίνητο νερό των λάκκων και των λιμανιών. Αηδία-
ζε, όταν έβλεπε τους ανθρώπους να λερώνουν το νερό
της θάλασσας. Πάθαινε ασφυξία από την μπόχα των
ζωντανών ή νεκρών απορριμμάτων. Για αυτό διάλεξε
τον καθαρό αέρα, τη διαφανή θάλασσα, μολονότι αυτή
η ζωή εννοούσε την κατά κόσμο μοναξιά. Διάλεξε να
είναι παντοτινός ταξιδιώτης, για όσο καιρό ανέπνεε.
Έτσι, ο κόσμος δεν είχε σκοπό να καταριέται τον ποιη-
τή, ούτε κι ο ποιητής ήθελε να πάρει την κατάρα πάνω
του· αλλά, τελικά αυτό συνέβη: ο κόσμος καταράστηκε
τον ποιητή με εξορία, ο ποιητής κατάλαβε την κατάρα
και επέλεξε να γευτεί την ζωή, όπως την ήθελε. Όλη
αυτή η σκέψη, σύμφωνα με την κρύα λογική, δε στέκει,
12
së poetit. Përpara se të hysh në botën e tij poetike,
vetë shkrimtari saktëson, njëfarësoj, identitetin e vet:
Unë jam i mallkuar! Më pas, përkundër emrit që i
ka dhënë familja / shoqëria, që me poezinë e parë,
pagëzon veten me një emër tjetër, me emrin e një
zogu të tropikut: Marabu! Dhe shton: ... të vetmuar
dhe të çmendur, njësoj jemi, të dy (Marabu, Marabu).
Kavadhias ndjente se për botën, këtë botë ku jetojmë
edhe ne sot, ishte i mallkuar dhe i marrë. Atëherë, e
la mënjanë tokën që lëkundet më fort se anija mes
gjeratores dhe tufanit, për ta lidhur besën me ujin, me
detin.
Bota nuk e pati me sy të keq poetin. Në fund të
fundit, bota nuk ka pasur me sy të keq asnjë nga po-
etët që kanë jetuar në të, as poetët e mallkuar. Por ja
që Kavadhiasi nuk ndjehej mirë në stere, më merren
mendtë, thoshte. Kurse në det, atje jo, nuk i merreshin
mendtë, thoshte! Nuk i pëlqente uji i ndenjur i pe
llgjeve apo i porteve. I vinin zorrët në fyt kur shikonte
njerëzit që ndotnin ujin e detit. I merrej fryma nga
duhma e maleve me mbeturina, qoftë të gjalla, qoftë të
vdekura. Prandaj zgjodhi ajrin e pastër, ujin e kthjellët,
ndonëse kjo jetë kishte shumë vetmi. Zgjodhi të ishte
udhëtar i përhershëm, për sa kohë që merrte frymë.
Kështu, bota nuk deshi ta mallkonte, poeti nuk deshi
të mallkohej, por, në fund ndodhi: bota e mallkoi me
syrgjyn, poeti e ndjeu mallkimin dhe zgjodhi të shi-
jonte jetën, siç ia kishte ënda. E gjithë kjo mënyrë të
menduari, parë me syrin e arsyes së ftohtë, është mar-
ri, është paranojë. Kështu vjen natyrshëm emri i dytë
i poetit: Marabu, që do të thotë, pak a shumë, i marrë.
13
είναι παρανοϊκό. Εδώ μπαίνει σε ισχύ, με φυσικό τρό-
πο, το δεύτερο όνομα του ποιητή: Μαραμπού, που πάει
να πει, περίπου, ανόητος.
Με εκλεκτή γλώσσα, με ήχους οι οποίοι χορεύουν στη
γλώσσα που τα προφέρει, έχοντας μία μανιώδη ακρί-
βεια, ο Καββαδίας έκτισε το ποιητικό του σύμπαν σε
52 ποιήματα που εκδόθηκαν σε 3 συλλογές (χωρίς να
αριθμούμε εδώ τα ποιήματα που εκδόθηκαν σε περιοδι-
κά, εφημερίδες ή αυτά που εκδόθηκαν μετά του θανά-
του του). Οι στίχοι του είναι γραφικές εικόνες. Συχνά οι
αντιθετικές εικόνες βρίσκονται δίπλα η μία στην άλλη
(juxtaposition), σαν σε μία παράλογη ταινία: το κορίτσι
από το Αμόι βρίσκεται δίπλα με την μουλάτρα από την
Τενερίφη, ο πυρετός των Τροπικών απέναντι στη σύφιλη
της Ρίο, οι πνιγμένοι ναύτες έρχονται για ρεσάλτο και
για να χτενίσουν για πάντα το κορίτσι, ενώ εκείνη, όπως
της ζήτησε ο ποιητής, τροχίζει τα σπαθιά. Ο πόνος, ο
έρωτας, η τρέλα, οι αρρώστιες των ναυτών, η κούρα-
ση από τις βάρδιες στα καράβια, ο βρόμικος αέρας των
πόλεων και των λιμανιών, τα κορμιά των ιεροδούλων
και των ναυτών, τα σκαλισμένα με τατουάζ είναι μερικά
από τα θέματα των ποιημάτων. Αλλά παραπάνω απ’
αυτά και κυρίως ασχολείται με τον άνθρωπο· και τον
πόνο του ανθρώπου, που είναι η μητέρα της ποίησης.
Τέλος, τρεις μέρες πριν πεθάνει, ο Καββαδίας γράφει:
«Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει / κι ένας
βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια». Έζησε όπως
ήθελε, μποέμ του ωκεανού, σκλάβος της καμπίνας του
ασυρματιστή, στα ανοιχτά πελάγη με τον καθαρό αέρα και
τη διάφανη θάλασσα. Για αυτόν ο θάνατος ήταν ακίνητο
νερό, βούρκος γεμάτος με νωθρά και μαλθακά όντα. “Rien
n’est beau comme ça, matelot”, και εννοούσε τον θάνατο.
14
Me një gjuhë të qëmtuar, me tinguj që lodrojnë
në gjuhën që i shqipton, me saktësi prej maniaku,
Kavadhiasi ndërtoi gjithësinë e tij poetike në 52 po-
ezi botuar në 3 vëllime (pa futur këtu poezitë e bo-
tuara nëpër periodikë, gazeta apo ato të botuara pas
vdekjes). Vargjet e tij janë peizazhe. Shpesh pamje të
kundërta vendosen pranë njëra-tjetrës (juxtaposition),
si në një film të çakorduar: vajza nga Amoi vendoset
pranë mulates së Tenerifës, temperatura e Tropikut
kundruall sifilizit të Rios, detarët e mbytur ngrihen
për të pushtuar anijen dhe t’i krehin vajzës flokët për
herë të fundit, kurse kjo, pas kërkesës së poetit, është
duke mprehur shpatat. Malli, dashuria, çartamendja,
sëmundjet e detarëve, lodhja nga turnet në anije, ajri
i ndotur i qyteteve dhe i porteve, trupat e prostitutave
dhe trupat e detarëve skalitur me tatuazhe janë disa
nga temat e poezive. Por më shumë merret me njeriun
dhe dhimbjen njerëzore, mëmën e poezisë.
Në fund, tri ditë para se të vdesë Kavadhiasi
shkruan: “Një meduzë e kaltër ta vuri syrin, merr
shenjë, / mbete peng në pellg, rrethuar nga rraxhat
dhe oktapodët (Traverso). Jetoi siç deshi, bohem i
oqeanit, skllav i kabinës së radistit, në ajër të pastër
dhe ujë të kthjellët. Për të vdekja ishte ujë i ndenjur,
moçal me qenie të plogështa dhe të squllëta. “Rien
n’est beau comme ça, matelot”, dhe e kishte fjalën për
vdekjen.
Edhe kështu mund të lexohet Kavadhiasi.
15
Αυτός είναι ένας από τους πολλούς τρόπους με τους
οποίους μπορεί κανείς να αναγνώσει τον Καββαδία.
16
Përkthimi i këtyre poezive ishte përvojë me shu-
më fytyra: kënaqësi dhe lodhje, sfidë dhe mirënjohje.
Kënaqësi sepse, më në fund, solla në shqip një tubë
poezi që i kam dashur kaq fort dhe i kam kënduar
pafundësisht me vete. Lodhje për arsyen e thjeshtë se,
përveç hijeshisë poetike të tekstit, shqipëruesit i bie
për barrë të ndeshet edhe me estetikën e vargut, me
metrin dhe rimën. Sfidë sepse nuk do të doja t’i hyja
në hak poezisë së Kavadhiasit. Mirënjohja i drejtohet,
në fund, Poetit, i cili u bë shkak që ta dashuroja më
fort gjuhën në të cilën shkroi, dhe, njëkohësisht, më
shtyu t’i latoja aftësitë e vargëzimit të disiplinuar në
shqip.
17
ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ
18
LETËR NJË ZONJE TË PANJOHUR
19
σὲ δωμάτια φωτεινὰ στὴν μακρινή σας πατρίδα... Τὸ δικό μου
δὲν θὰ σᾶς τὸ στείλω ποτέ μου...
Κάποια στιγμὴ μὲ κοιτάξατε μέσα στὰ μάτια, ὅπως ἀκριβῶς
θὰ κοιτούσατε ἕνα πράγμα χωρὶς σημασία! Ἀσφαλῶς δὲν εἴδα-
τε τίποτα μέσα τους. Τί μποροῦσα ἐγὼ νὰ εἶμαι γιὰ σᾶς; Ἕνα
μηδέν, ἕνα τίποτε... Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἴσαστε γιὰ μένα ἐσεῖς;
Οὔτε αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω... Ἐγὼ εἶδα στὰ μάτια σας ὁλόκληρους
κόσμους... Ἀναχωρήσεις... ἐγκαταλείψεις... θανάτους... ἐπιθυμίες...
Ἐγὼ πάντα θὰ σᾶς θυμᾶμαι...Γιατί; Μήπως σᾶς ἔχω ἀγαπήσει;
Ἀλλοίμονον! Ὄχι... Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀγαπήσει ποτέ μου, κι οὔτε ποτὲ
θὰ ἀγαπήσω. Ὅμως θὰ σᾶς θυμᾶμαι ὅπως ὅλες τὶς γυναῖκες ποὺ
ἔχω γνωρίσει... Ἔχω μίαν ἀπέραντη μνήμη... Δυὸ τὶς θυμᾶμαι πε-
ρισσότερο ἀπὸ ὅλες. Ἡ πρώτη ἦταν μία χορεύτρια στὶς Βερμοῦδες.
Κάποτε κλάψαμε χωρὶς νὰ ξέρουμε τὸ γιατί, γιὰ πράγμα-
τα ἀόριστα, μακρυσμένα... Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔκλαιγα
μπροστὰ σὲ γυναίκα... Ἔχω ἀπὸ τότε νὰ κλάψω... Ἡ δεύτερη
ἦταν μιὰ Ἰσπανίδα στὴ Χουέλμπα... Τί μπορεῖ νὰ σᾶς ἐνδια-
φέρουν τέτοιες ἀφηγήσεις κυρία; Γιατί τώρα σᾶς γράφω; Γιατί;
Γιατί σεῖς εἴσαστε ἡ τρίτη... Εἴσαστε ἡ μόνη ποὺ δὲν μιλήσαμε
διόλου κι ὅμως θὰ σᾶς θυμᾶμαι περισσότερο ἀπὸ ὅλες... «Τί ρο-
μαντικὸς» θὰ λέγατε ἂν ποτὲ διαβάζατε τοῦτες ἐδῶ τὶς ἀνοησίες,
Κυρία... Λάθος... Λάθος μεγάλο... Τὸν ρομαντισμό μου τὸν ἔχω δεῖ
μὲ τὰ μάτια μου νὰ πεθαίνει μέσα στὶς βρώμικες πλῶρες γεμάτες
βαριὰ μυρωδιὰ καὶ μέσα σὲ σκοτεινὰ δωμάτια ποὺ τὰ κατοι-
κοῦσαν πένθιμες πόρνες... Τί βαριές, πρόστυχες λέξεις, Κυρία!...
Τώρα θὰ πέσω νὰ κοιμηθῶ! Αὐτὴν τὴν ὥρα καὶ σεῖς, φα-
ντάζομαι θὰ κάνετε τὸ ἴδιο... Κάποιος θὰ ἔχει βρεθεῖ νὰ σᾶς
ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ βαριὰ ροῦχα σας, καὶ νὰ πέσει κοντά σας!
Κάποιος διώχνει σήμερα τὸ κενὸ ποὺ χθὲς σᾶς εἶχε κυκλώσει.
Πόσο θά ’θελα νὰ τὸ ξέρω! Ἐγὼ τώρα θὰ πέσω ὅπως πάντοτε
μόνος... Εἶναι χρόνια ποὺ κοιμᾶμε μοναχός...
Καληνύχτα Κυρία... Καληνύχτα.
Φεβρουάριος 1932
20
imja nuk do të ketë fatin e tyre, se nuk do ta dërgoj kurrë...
Në një çast më vështruat mes syve, pikërisht siç do të shi-
konit një gjë pa vlerë! Sigurisht nuk patë asgjë brenda tyre.
Ç’mund të isha unë për ju? Një zero, një asgjë... Ç’mund të
ishit ju për mua? As këtë nuk e di... Unë pashë në sytë tuaj
botë të tëra... Nisje... braktisje... vdekje... pasione... Unë gjith-
një do t’ju kujtoj... Përse? Mos ju kam dashuruar? Mjerë! Jo...
Unë nuk kam dashuruar kurrë dhe kurrë nuk do të dashuroj.
Por do t’ju kujtoj, si gjithë gratë që kam njohur... Kam një ku-
jtesë të pafundme... Dy i mbaj mend më shumë nga të gjitha.
E para ishte një kërcimtare në Bermunde.
Dikur qamë pa ditur psenë, për gjëra të papërcaktuara, të
largëta... Ishte hera e parë që qaja para një gruaje... Kam pa
qarë qysh atëherë... E dyta ishte një spanjolle në Huelba...
Ç’mund t’ju interesojnë rrëfime të tilla, Zonjë? Pse ju shk-
ruaj tani? Sepse ju jini e treta... Jini e vetmja që nuk folëm
aspak, megjithatë do t’ju kujtoj më shumë nga të gjitha...
“Ç’romantik” do të thoshit nëse ndonjëherë do të lexonit këto
budallallëqe, Zonjë... Gabim... Gabim i madh... Romantiz-
min tim e kam parë me sy të vdesë mes bashesh të qelbura
mbushur me erë të rëndë dhe mes dhomave të errëta ku ba-
nonin të përdala të pikëlluara... Ç’fjalë të rënda, të poshtra,
Zonjë!..
Tani do të bie të fle! Në këtë orë edhe ju, marr me mend
se do të bëni të njëjtën gjë... Dikush do të jetë gjendur t’ju
lehtësojë nga rrobat e rënda dhe të prehet pranë jush! Dikush
dëbon sot boshllëkun që dje ju kishte rrethuar. Sa shumë do
të doja ta dija! Unë tani do të shtrihem si gjithnjë vetëm... Ka
vite që fle vetëm...
Natën e mirë Zonjë... Natën e mirë.
Shkurt 1932
21
ΑΓΑΠΑΩ
22
DASHUROJ
23
Μαραμπού
24
Marabu
25
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
26
S’e ndante nga vetja Gazetën e Bashkirçevës,
të shenjtën e Avilës e dashuronte çmendurisht,
sytë ia ngulte detit për orë e orë me radhë
dhe recitonte vargje të dëshpëruara në frëngjisht.
27
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
28
Gra të përdala joshnin detarët atypari,
njëra ma rrëmbeu, sakaq, kapelën buzagaz,
(zakon i vjetër francez i kurvave të rrugës)
e ndoqa pa vullnet, pa qejf, pa maraz.
29
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...
Ο πιλοτος Νάγκελ
30
Detarët që me mua ishin në shërbim
thonë se kam vite pa shkuar me grua,
se jam kërmë e gjallë dhe se pi kokainë.
Po ta dinin pse, do të më falin, thua?
Piloti Nagel
Për poetin N. Rando
31
A bord de l’ «Αspasia»
32
A bord de l’ «Aspasia»
33
Kuro Siwo
34
Kuro Siwo
35
William George Allum
36
William George Alum
37
Πολλὲς φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ τρίβει, οἱ θερμαστὲς ...
Τοῦ κάκου, γνώριζε αὐτὸς - καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι –
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν βγαίνουνε ποτὲς ...
Παραλληλισμοί
38
Shpesh e kishin parë netëve në errësirë
tek fërkonte gjoksin me barëra gjithfarë...
Medet! E dinte – siç e dimë të gjithë –
se shenjat e Anamit1, nuk zhbihen, s’ka të ngjarë...
Përqasje
39
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
Τοῦ Ἰ. Πικραμένου
40
Një kaldajist me ngjyrë nga Xhibuti
Për J. Pikramenon
41
Εσμεράλδα
42
Esmeralda
43
Mal du départ
Στὴν ἀδερφή μου Ζένια
44
Mal du depart
45
Ευγενική χορηγία / Sponsorizuan: