You are on page 1of 211

Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ὁ θαυματουργός

ΑΡΕΣΗ΢ ΥΙΛΟ΢ ΓΝΗ΢ΙΟ΢, ΕΝΘΕΟ΢ ΣΟΤ ΦΡΙ΢ΣΟΤ ΘΕΡΑΠΨΝ

Ἀφιέρωμα ἐλάχιστο στὸν Ἅγιο Νεκτάριο,


προστάτη ἰσόβιο, πρεσβύτη ἀέναο, παροχέα
ἀφειδή.

΢τοιχεἶα βιογραφικά, περὶ προσφορ᾵ς στὴν


λειτουργική, ὑμνογραφία, θεολογία,
ἀπολογητική, διδακτική, μοναχισμό κλπ.

Ἀποσπάσματα ἀπὸ κείμενα τοὖ ἰδίου, καθὼς


καὶ ἐγκύρων μελετητὦν συγγραφέων.

Σινὰ ἐκ τὦν ἀνωτέρω ἐλήφθησαν ἐκ τ῅ς


σελίδος http://www.i-m-
patron.gr/agiosnektarios/ καὶ παρατίθενται
ἐδὦ σὲ πολυτονικὸ τρόπο γραφ῅ς.

Σαἶς τοὖ ἱεράρχου σου πρεσβείαις, ὁ Θεός,


ἐλέησόν με τὸν ἀναξίως αὐτοὖ ὁμώνυμον.
Ἅγιος Νεκτάριος

Ο ΑΓΙΟ΢ ΣΗ΢ ΢ΣΟΡΓΗ΢ ΚΑΙ ΣΗ΢ ΢ΤΓΝΨΜΗ΢

(Βιογραφικὰ στοιχεἶα ποὺ συνέταξε ὁ Θεολόγος Μιχαήλ ΢οφός)

Δὲν θὰ παύση ἡ Ἁγία τοὖ Φριστοὖ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, νὰ ἀναδεικνύῃ ἁγίους ἕως τ῅ς
συντελείας τοὖ αἰὦνος. Φαίρει ἡ Ἐκκλησία διὰ τοὺς νεοφανεἶς ἁγίους, ἐξαιρέτως δέ, διὰ
τὸ νέκταρ τὸ γλυκύτατον τ῅ς ἐναρέτου ζω῅ς, τὸ πολύτιμον σκεὖος τὦν δωρεὦν τοὖ
Παναγίου Πνεύματος, τὸν Θεοφόρον Ἱεράρχη, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον ἐπίσκοπον
Πενταπόλεως.

Ὁ Ἅγιος τοὖ Θεοὖ, γεννήθηκε τὴν 1 Ὀκτωβρίου τοὖ 1846 στὴν ΢ηλυβρία τ῅ς Ἀνατολικ῅ς
Θρᾴκης κι ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Οἱ γονεἶς τοὖ ἦταν ὁ Δημοσθένης Κεφαλ᾵ς κι ἡ
Μαρία Κεφαλ᾵. Ἡ μητέρα του ἦταν πολὺ εὐσεβὴς καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν πέντε ἐτὦν τοὖ
δίδαξε τὸν ν´ ψαλμὸ τοὖ Δαβίδ. Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος ἔφθανε στὸν στίχο «διδάξω ἀνόμους
τὰς ὁδούς σου» τὸν ἐπαναλάμβανε πολλὲς φορές, σὰν νὰ ἤξερε πόσο καθοριστικὸς θὰ
ἦταν ὁ ὆όλος του ἀργότερα.

Γιὰ λόγους οἰκονομικοὺς ἀφοὖ τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ ΢χολαρχεἶο στὴν πατρίδα
του, ἔφυγε σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονὦν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ
προσελήφθη ὡς ὑπάλληλος σὲ συγγενικὸ κατάστημα μὲ μόνη ἀμοιβὴ στέγη καὶ τροφή.
Παρὰ τὶς δύσκολες συνθ῅κες βρίσκει καταφύγιο στὴ μελέτη, τὴ μόνιμη στὴ ζωή του
συντροφιὰ καί, μάλιστα, ὅσα ἀπὸ τὰ ὆ητὰ τὰ θεωροὖσε ὠφέλιμα γιὰ τοὺς ἀγοραστές του,
τὰ σημείωνε στὰ περιτυλίγματα τοὖ καπνοὖ. Ἀργότερα ἐργάστηκε ὡς παιδονόμος στὸ
Ἁγιοταφικὸ Μετόχι τ῅ς Πόλης, ὅπου διευθυντὴς ἦταν ὁ θεἶος του. Ἀγαποὖσε καὶ
συμμετεἶχε σχεδὸν κάθε ἡμέρα στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Ὁ πόθος διὰ τὴν
Μοναχικὴ Πολιτεία ἦταν διακαής.

Σὸ 1868 σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτὦν φεύγει ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ μεταβαίνει στὴν Φἶο καὶ ὑπηρετεἶ
ὡς γραμματοδιδάσκαλος στὸ Λιθί, ἕως τὸ 1873, ὅπου προσέρχεται στὴν Νέα Μονὴ καὶ
μετὰ ἀπὸ τριετ῅ δοκιμασία λαμβάνει στὶς 7 Νοεμβρίου 1876 τὸ ἀγγελικὸ σχ῅μα μὲ τὸ
ὄνομα Λάζαρος. ΢τὶς 15 Ἰανουαρίου (ἡμέρα τ῅ς βαπτίσεώς του) τὸ 1877 χειροτονεἶται
διάκονος ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Φίου, Γρηγόριο καὶ μετονομάζεται σὲ Νεκτάριο. ΢τὴν Φἶο
φοιτᾶ στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ὁ σεισμὸς τοὖ 1881 τὸν ἀναγκάζει νὰ ἔρθει στὴν Ἀθήνα, ὅπου
στὸ Βαρβάκειο δίνει τὶς ἀπολυτήριες ἐξετάσεις, ὡς κατ᾿ οἷκον διδαχθεὶς καὶ παίρνει τὸ
ἀπολυτήριο.

Σὸ 1881 ταξιδεύει στὴν Ἀλεξάνδεια, ὅπου συναντᾶ τὸν πατριάρχη ΢ωφρόνιο, ὁ ὁποἶος
τὸν παροτρύνει νὰ σπουδάσει στὸ πανεπιστήμιο, κάτι ποὺ γίνεται ἐφικτὸ μὲ τὴν
οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τὦν ἀδελφὦν Φωρέμη. Σὸ 1882 π῅ρε τὴν ὑποτροφία τοὖ
κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Π῅ρε τὸ πτυχίο του τὸν Ὀκτώβριο τοὖ 1885 μὲ βαθμὸ
«καλὦς».

΢τὶς 23 Μαρτίου τοὖ 1886 χειροτονεἶται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας ΢ωφρόνιο.
΢τὶς 6 Αὐγούστου τοὖ ἰδίου ἔτους χειροθετεἶται Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Πνευματικὸς
καὶ τοποθετεἶται στὴν Πατριαρχικὴ Ἀντιπροσωπεία Καΐρου. Ἐργάζεται συνεχὦς μὲ ζ῅λο
καὶ αὐταπάρνηση. Ἡ Ἐκκλησία τ῅ς Ἀλεξανδρείας τὸν ἀμείβει μὲ τὸ ὕπατο ἀξίωμα. ΢τὶς
15 Ἰανουαρίου τοὖ 1889 χειροτονεἶται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στὸν Ἅγιο Νικόλαο
Καΐρου (ὁ ὁποἶος ἀνακαινίστηκε ὆ιζικὦς ὑπὸ τοὖ Ἁγίου), ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ΢ωφρόνιο,
τὸν πρώην Κερκύρας Ἀντώνιο καὶ τὸν ΢ιναίου Πορφύριο. Ὡς μητροπολίτης συνέχισε νὰ
ἀσκεἶ τὰ ἴδια καθήκοντα, χωρὶς μάλιστα νὰ πληρώνεται, λόγω τ῅ς δειν῅ς οἰκονομικ῅ς
κατάστασης τοὖ Πατριαρχείου. Ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τ῅ς 50ετηρίδος
τ῅ς ἀρχιερατείας τοὖ εὐεργέτη καὶ προστάτη του Πατριάρχη, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει
διώκτης του. Μὲ μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε τὸ ἀξίωμα τ῅ς ἀρχιερωσύνης καὶ εἷναι
ἀξιοσημείωτο νὰ ἀναφέρωμεν τί ἔλεγε πρὸς τὸν Κύριο: «Κύριε διατὶ μὲ ἀνύψωσες εἰς
τοσούτον μέγα ἀξίωμα; Ἐγὼ σοὖ ἐζήτησα νὰ γίνω μόνον Θεολόγος κι ὄχι Μητροπολίτης.
Ἐκ νεαρ᾵ς ἡλικίας ΢οὖ ἐζήτησα νὰ γίνω ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης τοὖ Θείου Λόγου ΢ου, καὶ
΢ύ, Κύριε, τώρα μὲ δοκιμάζεις μὲ τόσα πράγματα. Ἀλλ᾿ ὑποτάσσομαι, Κύριε, εἰς τὸ
θέλημά ΢ου, καὶ δέομαι: καλλιέργησε ἐντός μου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὸν σπόρον
τὦν λοιπὦν ἁγίων ἀρετὦν, δι᾿ Ὠν τρόπων γνωρίζεις, καὶ ἀξίωσόν με νὰ ζήσω πάσας τὰς
ἐπὶ γ῅ς ἡμέρας μου συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοὖ μακαρίου Παύλου, ὅστις λέγει: «Ζὦ
δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Φριστός». Καὶ ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δέηση τοὖ ταπεινοὖ
Ἱεράρχου. Οἱ ἀρετὲς τοὖ Ἁγίου διεδόθηκαν παντοὖ καὶ ὅλοι μιλοὖσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ
τὸ θησαυρὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ δημιουργὸς τ῅ς κακίας, ὁ διάβολος, δὲν
ἄργησε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του. Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοὶ ποὺ εἷχαν
εἰσχωρήσει στὸ περιβάλλον τοὖ ἐνενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τὸν Ἅγιο ὅτι
δ῅θεν ξεσηκώνει τὸ λαὸ καὶ ἐπιδιώκει νὰ ἀναλάβει τὸν Θρόνο τ῅ς Ἀλεξανδρείας.
Μάλιστα ὑπαινίχθησαν καὶ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοὖ δικαίου Νεκταρίου. Αὐτὸ εἷχε σὰν
ἀποτέλεσμα τὴν παύση τοὖ Ἁγίου ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τοὖ Πατριαρχικοὖ Γραφείου καὶ ...
τοὖ ἐπέτρεπαν νὰ λαμβάνει μέρος τροφ῅ς ἐν τῆ κοινῆ τραπέζῃ μετὰ τὦν ἱερέων καὶ νὰ
διαμένει στὸ οἴκημα τ῅ς Πατριαρχικ῅ς Ἐπιτροπείας. Μετ᾿ ὀλίγον ἀποπέμπεται ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτο μὲ τὴν αἰτιολογία «μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξοικειωθῆ πρὸς τὸ κλίμα τ῅ς Αἰγύπτου».
Μάταια ζήτησε νὰ συναντήσει τὸν Πατριάρχη. Οἱ πιστοὶ ἐθλίβησαν ποὺ στερήθησαν τὸν
«συμπαθέστατον τὦν Ἀρχιερέων καὶ τὸν ἀγαθώτατον καὶ δραστηριώτατον τὦν
κληρικὦν».

Ἐδέχθη ὁ θεἶος πατὴρ τὴν ἀδικίαν ταύτην καὶ πικρὴ δοκιμασία ἐν πολλῆ εὐχαριστίᾳ
πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κι ἦλθε στὴν Ἀθήνα τὸ 1889, χωρὶς
χρήματα καὶ ἀπογοητευμένος ἀναζητὦντας ἐργασία, ἀδυνατὦντας νὰ πληρώσει ἀκόμη
καὶ τὰ ἐνοίκια στὴν Νεάπολη (Ἐξάρχεια). Μετὰ ἀπὸ ἀγὦνες καταφέρνει νὰ πάρει μία
θέση ἱεροκήρυκος στὴν Εὔβοια. Σὸν Ἰούλιο τοὖ 1893 μετατίθεται στὴν νομὸ
Υθιωτοφωκίδος ὅπου ἐργάζεται ἀκάματα γιὰ μόλις ἕξι μ῅νες, ἀφήνοντας ἄριστες
ἐντυπώσεις. Σὸν Μάρτιο τοὖ 1894 ἀναλαμβάνει τὴ διεύθυνση τ῅ς Ῥιζαρείου
Ἐκκλησιαστικ῅ς ΢χολ῅ς. Ἐργάζεται μὲ ζ῅λο Θεοὖ γιὰ τὴν ἐμφύτευση τοὖ ἱεροὖ ζήλου
τ῅ς ἱεροσύνης στοὺς ἱεροσπουδαστές του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπαγγελματική τους
ἀποκατάσταση, τὴν ἀναμόρφωση τοὖ ἀναλυτικοὖ προγράμματος τ῅ς σχολ῅ς, ἀκόμη καὶ
γιὰ τὴν καλυτέρευση τοὖ φαγητοὖ καὶ τὴν ἄθληση. Κατάφερε νὰ χορηγοὖνται τέσσερις
ὑποτροφίες κάθε χρόνο γιὰ μαθητὲς προερχόμενους ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Σὸ κυριότερο
εἷναι ὅτι ἀποτελεἶ γιὰ αὐτοὺς ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα. Ἰδιαίτερη ἔμφαση ἔδωσε στὴ
λατρευτικὴ ζωὴ καὶ ἀνέδειξε ὡς λατρευτικὸ κέντρο τὸ ναὸ τοὖ Ἁγίου Γεωργίου τ῅ς
Ῥιζαρείου καὶ τὴ σχολὴ πνευματικὸ ἵδρυμα προσκαλὦντας ἐπιστήμονες νὰ δίνουν
διαλέξεις. Ἡ προσευχή του ἦταν τὸ σημαντικότερο λίπασμα γιὰ τὴν ἄνθηση τ῅ς σχολ῅ς.
Παράλληλα ἀσκοὖσε καὶ λειτουργικό, κηρυκτικό, ἐξομολογητικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ
ἔργο. ΢χετίζεται μὲ τὸν πάπα-Πλανᾶ καὶ παίρνει μέρος στὶς ἀγρυπνίες στὸ ἐκκλησάκι
τοὖ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου ἔψαλλαν οἱ Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης. Σὸν Ἰούλιο τοὖ
1898 ἐπισκέπτεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Διέμεινε γιὰ ἕνα μήνα καὶ
ἐπισκέφτηκε τὰ κυριότερα μοναστήρια καὶ σκ῅τες. ΢υνδέθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸν Γέροντα
Δανιὴλ μὲ τὸν ὁποἶο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Ἐπίσης συνεδέθη μὲ τὸν π.
Ἱερώνυμο ΢ιμωνοπετρίτη ὁ ὁποἶος ἀργότερα διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο ΢άββα τ῅ς Καλύμνου
στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τ῅ς μον῅ς στὴν Αἴγινα. Σὸ ἑπόμενο καλοκαἶρι (Αὔγουστος
1898) ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν γενέτειρά του ΢ηλυβρία. Εἷχε τὴν
εὐκαιρία νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα τ῅ς Παναγίας τ῅ς ΢ηλυβριαν῅ς καὶ τοὺς τάφους
τὦν γονέων του. Σὸ 1904 ἔγινε πραγματικότητα ἡ ἐπιθυμία του γιὰ ἵδρυση γυναικείας
μοναστικ῅ς ἀδελφότητος, ἀρχικὰ ἀποτελουμένης ἀπὸ τέσσερις ἀδελφές. Ὁ Ἅγιος δὲν
ἔπαυε νὰ τὶς κατευθύνει πνευματικά, νὰ τὶς στηρίζει ἠθικὰ καὶ οἰκονομικά. ΢τὶς 7
Υεβρουαρίου τοὖ 1908 ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ διεύθυνση τ῅ς Ῥιζαρείου λόγω
ἀσθενείας.

Ἀφοσιώνεται στὴν καθοδήγηση τὦν μοναχὦν, στὴν ἀνοικοδόμηση τ῅ς μον῅ς, στὴ
συγγραφὴ καὶ στὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ στήριξη τὦν ἀδυνάτων κατοίκων του. Οἱ
δοκιμασίες ὅμως δὲν σταμάτησαν. Γιὰ ποικίλους λόγους ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τ῅ς
μον῅ς δὲν ἦλθε παρὰ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος εἷχε κοιμηθεἶ. Ἐπιπλέον, κατηγορήθηκε γιὰ
ἀνηθικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα μίας κοπέλας ποὺ κατέφυγε στὴ μονὴ νὰ μονάσει. Ὅλες
αὐτὲς τὶς δοκιμασίες τὶς βίωνε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ εἷναι
χαρακτηριστικὸ πὼς μία ἀπὸ τὶς προσφιλεἶς ἀσχολίες του ἦταν ἡ φιλοτέχνηση σταυρὦν
στοὺς ὁποίους ἔγραφε «΢ταυρὸς μερὶς τοὖ βίου μου».

Ἡ ὑγεία τοὖ Ἁγίου ἦταν πάντα εὔθραυστη. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοὖ 1919 ἡ πάθηση τοὖ
προστάτη ἄρχισε νὰ ἐπιδεινώνεται. Μετὰ ἀπὸ παράκληση τὦν μοναχὦν εἰσάγεται στὶς
20 ΢επτεμβρίου στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεἶο τὦν Ἀθηνὦν, ὅπου νοσηλεύτηκε γιὰ πενήντα
ἡμέρες. Σὴν Κυριακὴ 8 Νοεμβρίου τοὖ 1920, πρὸς τὸ μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης
οὐρανίου γαλήνης τὴν μακαρία ψυχή του εἰς χεἶρας Θεοὖ ζὦντος, τὸν ὁποἶο ἀγάπησε ἐκ
νεότητος καὶ δι᾿ ὅλου τοὖ βίου ἐδόξασεν, σὲ ἡλικία 74 ἐτὦν. Σὸ τίμιο λείψανο τοὖ Ἁγίου
εὐωδίαζε καὶ εὐὦδες μύρον ἔκβλυζε ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Αὐθημερὸν μεταφέρθηκε στὴν
Αἴγινα, στὸ Μοναστηράκι του κι ἐψάλη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ ἐτάφη ἐν συ὇὆οῆ κλήρου
καὶ λαοὖ.

Ὁ τάφος του ἀνοίχτηκε ἐπανειλημμένα κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια καὶ γιὰ εἴκοσι καὶ πλέον
ἔτη τὸ σὦμα τοὖ ἦταν σὦον καὶ ἀδιάφθορον, ἐκχέον τὴν ἄ὇὆ητον εὐωδίαν τ῅ς ἁγιότητος
ὡς μυροθήκη τοὖ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλ᾿ ὕστερον διελύθη, κρίμασιν οἸς οἷδεν ὁ Θεός, ὡς
διελύθησαν πολλὰ ἀδιάφθορα λείψανα ἁγίων. ΢τὶς 2 ΢επτεμβρίου τοὖ 1953 ἔγινε ἡ
ἀνακομιδὴ τὦν χαριτόβρυτων λειψάνων του, ὑπὸ τοὖ Μητροπολίτη Ὕδρας Προκοπίου,
παρισταμένων καὶ ἄλλων κληρικὦν, μοναχὦν καὶ πλήθους λαοὖ. Μία ἄ὇὆ητη εὐωδία
πλημμύρισε τὴν περιοχή. Σὸ 1961 ἔγινε ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισις τοὖ Ἁγίου ἀπὸ τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεἶο.

«Μέγας ὁ Κύριος ἡμὦν καὶ τ῅ς μεγαλοσύνης Αὐτοὖ οὐκ ἔσται πέρας, ὁ δοξάζων τοὺς
δοξάσαντας αὐτοὖ» ὡς ἀψευδὦς ἐπηγγήλατο. Ὄντως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἷναι ὁ Ἅγιος
τοὖ αἰὦνος μας, ὁ γλυκύς, ὁ πρ᾵ος, ὁ ἀνεξίκακος, ὁ ταπεινὸς καὶ διὰ τοὖτο ἔλαβε καὶ
λαμβάνει τόση χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο τ῅ς Δόξης. Ὁ συμπαθὴς Ἅγιος νὰ παρέχει ἐνὶ
ἐκάστω, ἐν παντὶ καὶ πάντοτε τὴν πατρικὴ καὶ σωστικὴ ἀντίληψίν του καὶ βοήθειαν.
Ἀμήν.

Μερικὰ πρόσθετα βιογραφικὰ στοιχεἶα

Μεγάλο ὑπ῅ρξε ἐπίσης καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποἶο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ νεαρά του
ἡλικία. Ἔγραψε σπουδαιότατες θεολογικὲς μελέτες, δογματικά, ἠθικά, κατηχητικά,
διδακτικὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα. Μόνο γιὰ τὴν Παναγία ἀφιέρωσε 5000 στίχους στὴν
ποιητική του συλλογὴ «Θεοτοκάριον».
Κοιμήθηκε στὸ Ἀρεταίειον Νοσοκομεἶο Ἀθηνὦν βαριὰ ἀσθενὴς ὡς ἄπορος, ἀλλὰ μὲ
γαλήνια συνείδηση καὶ πλοὖτο θείων χαρισμάτων. Ἀμέσως φάνηκαν τὰ σημεἶα τ῅ς
Ἁγιότητός του, ἀφοὖ τὸ δωμάτιο εὐωδίασε καὶ ἄρχισε τὸ ἱερό του σκήνωμα νὰ
μυροβλύζει καὶ νὰ θαυματουργεἶ. Σὸ ἱερό του σκήνωμα ἔμεινε ἐπίσης ἄφθαρτο γιὰ 30
χρόνια. Ἀργότερα διαλύθηκε, κατὰ παραχώρηση τοὖ Θεοὖ, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοὖ
ἴδιου τοὖ Ἁγίου γιὰ νὰ δοθοὖν τεμάχια σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἐπειδὴ καὶ ἐν ζωῆ ἐξάλλου ἡ
ἀγκαλιά του πάντοτε ἦταν τόσο πλατιά, ποὺ ὄντως χωροὖσε ὅλο τὸν κόσμο.

΢τὶς 20 Ἀπριλίου τοὖ 1961 ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοὖ
οὕτως ἥ ἄλλως ὁ λαὸς τὸν τιμοὖσε ἤδη ὡς μεγάλο Ἅγιο. ΢υνεχὦς θαυματουργεἶ,
θεραπεύει καὶ διακονεἶ ποικιλοτρόπως τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα
συμπαρίσταται στοὺς καρκινοπαθεἶς καὶ στοὺς ὀχλούμενους ὑπὸ πνευμάτων
ἀκαθάρτων. Φτίζονται ἀναρίθμητοι ναοὶ καὶ βαπτίζονται συνεχὦς παιδιὰ στὸ ὄνομά του.
Ἡ μνήμη του τέλος τιμ᾵ται τὴν 3η ΢επτεμβρίου (ἀνάμνηση ἀνακομιδ῅ς τὦν Ἁγίων
Λειψάνων του) καὶ ἰδιαιτέρως τὴν 9η Νοεμβρίου (ἀνάμνηση τ῅ς κοιμήσεώς του). Σὰ ἱερά
του λείψανα βρίσκονται στὴν ἱερὰ Μονὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδας στὴν Αἴγινα, ἡ ὁποία εἷναι
παγκόσμιο πλέον προσκύνημα.
π. ΢αράντης ΢αράντος - Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ τὸ βίωμα τῆς
Ὀρθοδοξίας

(Ἀπὸ ὁμιλία τοῦ π. ΢αράντη ΢αράντου στοὺς Ἱεροσπουδαστὲς τῆς Ριζαρείου, 1989)

Πραγματικὰ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐβίωσε σὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλα τὰ μέρη τ῅ς ὑπάρξεώς του τὴν
Ὀρθοδοξία μας, τὴν ὁποία καὶ ἑρμήνευσε καὶ ἐξέφρασε προσωπικὰ καὶ δυναμικὰ στὸ
καθολικὸ πλήρωμα τὦν Ὀρθοδόξων ἀδελφὦν καὶ γενικότερα στὴν Οἰκουμένη.

Εἷναι τόσο πλούσια ἡ προσωπικότητά του, τόσο βαθειά, τόσο μεγαλειώδης, συνδυασμένη
μὲ θεϊκὴ πραγματικὰ ἁπλότητα, ποὺ θά ῾πρεπε ὁ φτωχὸς δικός μας ἀνθρώπινος λόγος
νὰ ἀργήσει. Καὶ μάλιστα λόγος ποὺ προέρχεται ἀπὸ χείλη ἀδέξια, ἰσχνόφωνα καὶ
κακόηχα σὰν τὰ δικά μου. ΢υγχωρ῅στε μου λοιπὸν τὴν θρασύτητα καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ
χρησιμοποιήσω τὸν συμβατικὸ λόγο γιὰ ὠφέλεια ὅλων μας καὶ γιὰ τὴν κατὰ δύναμιν
τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο τοὖ αἰὦνα μας.

Θεμέλιο σ᾿ αὐτὴν τὴν προσλαλιὰ ἅς εἷναι τὸ παρακάτω ὑπαρκτὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ
τοὖ Ἁγίου.

Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες ποὺ μεθόδευσε στὴ ζωή του ὁ μισόκαλλος, βρίσκεται ὁ
Ἅγιος, σὰν ἱεροκήρυκας Φαλκίδος, ἐπίσκοπος ὄντας, στὸ μικρὸ νησὶ τ῅ς ΢κιάθου, γιὰ νὰ
λειτουργήσει καὶ νὰ κηρύξει. Υιλοξενεἶται ἀπὸ βραδὺς σ᾿ ἕνα ἁπλὸ δωματιάκι τοὖ
νησιοὖ. Περν᾵νε οἱ ὧρες τ῅ς νύχτας καὶ τὸ φὦς τοὖ δωματίου του δὲν σβήνει. Κάποιοι
περίεργοι βρίσκουν τὸν τρόπο νὰ κρυφοκοιτάξουν. Βλέπουν τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο νὰ κάνει
ἐδαφιαἶες μετάνοιες καὶ κάτι νὰ ψελλίζει. Σὸ φὦς ἔσβησε, ὅταν ξεκίνησε γιὰ τὴν πρωϊνὴ
ἀκολουθία καὶ τὴν Θεία Λειτουργία.

Σὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀδελφοί, λέει πάρα πολλά. Βάση στὴ ζωή του ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὰ νεανικά
του χρόνια εἷχε αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ πατέρες καὶ ἅγιοι εἷχαν, τὴ νηπτικὴ ἐργασία, τὴν
προσεκτικὴ φροντίδα τοὖ ἐσωτερικοὖ κόσμου τοὖ ἀνθρώπου, τ῅ς ἀθανάτου καὶ
θεοεικέλου ψυχ῅ς. Μολονότι ἐπίσκοπος, πεπειραμένος στὰ πνευματικά, κάποιας
ἡλικίας, ὅμως δὲν ἀντικαθιστᾶ μὲ τίποτα τὴν ἀγαπημένη του πνευματικὴ ἐργασία γιὰ
τὴν προσωπική του ἕνωση μὲ τὸν ἐν Σριάδι Θεό. Δόξα τ῵ ἐν Σριάδι Θε῵ γιὰ τέτοιους
ἀνθρώπους ποὺ ἀναδεικνύει σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς ἔχει μαζὶ ἴσως καὶ μὲ ἄλλους
ἀφανεστέρους, δείγματα τ῅ς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ποὺ ἀληθινὰ ὄζει (μυρίζει)
ἀγάπη Φριστοὖ.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοὖ 1846 στὴ ΢υληβρία τ῅ς Θρᾴκης.
΢ὰν παιδὶ καὶ σὰ νέος ἦταν πολὺ φιλομαθὴς καὶ ἰδιαίτερα ὅπως οἱ Σρεἶς Ἱεράρχες,
ἀγάπησε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλὦσσα καὶ τὰ Πατερικὰ κείμενα. Σὸ βιβλίο ποὺ ὁ ἴδιος
ἐξέδωσε «Λογίων θησαύρισμα» εἷναι ἀκριβὲς ἀπόσταγμα τὦν Πατερικὦν Μελετὦν στὶς
ὁποἶες ἀπὸ μικρὸς ἀφιερωνόταν. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνθολόγιο τὦν πολυτίμων μελετὦν του
φαίνεται ἡ νηπτικὴ ἐργασία καὶ ἡ δυνατὴ ἔφεση ποὺ εἷχε στὰ βάθη του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ
δίψα του γιὰ τὴν τελειότητα τ῅ς ἐν Φριστ῵ ζω῅ς.

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς συγκεκριμενοποίησε τὸν οὐράνιο πόθο του καὶ τὸν ταύτισε μὲ τὴ
μοναχικὴ ζωή. Σὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ τ῅ς Φίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος ἀπὸ
Ἀναστάσιος Κεφαλ᾵ς. Ἀπὸ τὰ στοιχεἶα τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἔμεινε
τρία χρόνια πραγματικά, ἀσκούμενος στὴ μοναχικὴ καὶ μοναδικὴ, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ
τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας, πολιτεία. Ἡ ἄσκηση τοὖ παρθενικοὖ βίου τὸν ἔκανε προσην῅
ἐπειδὴ συνδύασε τὴν τραχύτητα τ῅ς ἀσκήσεως μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωση. Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε
ἀγαπητὸς ἀπὸ τὴ λοιπὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα, προτάθηκε γιὰ χειροτονία καὶ
προχειρίσθηκε διάκονος τὸ 1877 σὲ ἡλικία ὥριμη καὶ σύμφωνη μὲ τοὺς Θεοπνεύστους
ἱεροὺς κανόνες,τριάντα ἑνὸς δηλαδὴ ἐτὦν, μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος. Μὲ ἄδεια καὶ εὐλογία
τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς τ῅ς μετανοίας του συμπληρώνει τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς στὴν
Ἀθήνα, κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια τ῅ς Αἰγύπτου, κοντὰ στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας
΢ωφρόνιο καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα, ὅπου μετὰ ἀπὸ εὐδόκιμες θεολογικὲς σπουδὲς τὸ 1885
ἐκατατάχθηκε στοὺς πτυχιούχους τ῅ς Θεολογικ῅ς ΢χολ῅ς τ῅ς ὁποίας ὑπ῅ρξε καὶ
ὑπότροφος. Σὸ ἑπόμενο ἔτος 1886 χειροτονεἶται πρεσβύτερος καὶ Ἀρχιμανδρίτης στὴν
Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατριάρχη ΢ωφρόνιο, κοντὰ στὸν ὁποἶο ὑπηρέτησε σὰν
ἱεροκήρυκας καὶ γραμματέας τοὖ Πατριαρχείου καὶ Πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάϊρο.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα τὸ 1889 χειροτονεἶται Μητροπολίτης τ῅ς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης
Μητροπόλεως Πενταπόλεως ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατριάρχη ΢ωφρόνιο.

Αὐτὴ τὴν ἐπέτειο τὦν ἑκατὸ χρόνων ἀπὸ τ῅ς χειροτονίας του σὲ ἐπίσκοπο τιμ᾵με καὶ
γιορτάζουμε σήμερα.

Γιατί ἰδιαίτερα αὐτὴν τὴν ἐπέτειο ἐξαίρουμε;

Γιατὶ καὶ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ ὁ μεγάλος Θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας
ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἷναι ζωντανὴ εἰκόνα τοὖ ΢ωτ῅ρος Φριστοὖ καὶ ζωντανὸς
φορέας ὅλης της Φριστιανικ῅ς Παραδόσεως.Ἴσως σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἀμφιβάλλουμε
γιὰ τὰ ὑποστηριζόμενα ἀπὸ τοὺς ἁγίους, γιατὶ δὲν βλέπουμε πάντοτε σαρκωμένες αὐτὲς
τὶς ἀρετὲς στὰ Ἐπισκοπικὰ πρόσωπα. ΢τὴν περίπτωση ὅμως τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου
ταυτίσθηκε ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ τὸ ποιμαντικὸ ἀρχέτυπο μὲ τὸ πρόσωπό του.
Οἱ λειτουργίες του, τὰ κηρύγματά του, ἡ φροντίδα του γιὰ τὴν εὐπρέπεια καὶ διακόσμηση
τὦν Ἱερὦν Ναὦν, τὸ προσωπικό, ποιμαντικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἐνδιαφέρον, ἡ συμπάθεια
στοὺς καχεκτικοὺς στὴν πίστη καὶ στὴν ἠθικὴ, οἱ διοικητικές του ἱκανότητες καὶ
ἰδιαίτατα ὁ ἄμεμπτος βίος κατάφερναν νὰ συγκρατοὖν τὸ θεσμὸ τ῅ς Ἐκκλησίας καὶ τὰ
λογικὰ πρόβατα στὴ μάνδρα τοὖ Φριστοὖ. Ἡ ποιότητα τ῅ς Φριστιανικ῅ς ψυχ῅ς του καὶ ἡ
Φριστιανικὴ διαύγεια τὦν φρονημάτων τοὖ φαίνεται ὁλοκάθαρα στοὺς ἄδικους διωγμούς
του. «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμ᾵ς διώξουσιν» δὲν εἷπε ὁ Κύριος; Ἀφανεἶς ἀντίχριστες
δυνάμεις κατάφεραν νὰ μεθοδεύσουν ἔτσι κάποιες συκοφαντίες, ὥστε νὰ ἀπολυθεἶ ἀπὸ
τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τ῅ς Ἀλεξανδρείας καὶ νὰ παυθεἶ ἀπὸ τὴ θέση του. Καμιὰ
σαφὴς κατηγορία ἀλλὰ καὶ καμιὰ ἀκύρωση τὦν συκοφαντιὦν. ΢ὰν ἐλεύθερος ἄνθρωπος
καὶ ἀθ῵ος διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀδικία ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιστολὲς –διαμαρτυρίες πρὸς τὸν
Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ΢ωφρόνιο, λίγο ἀργότερα πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας
Υώτιο καὶ πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ τὸν Γ´ εἷναι γεμάτες ἐκκλησιαστικὸ ἦθος ποὺ
σπάνια συναντ᾵με.

Ἄνθρωπος ψημένος στὴ μοναχικὴ ἄσκηση καὶ στοὺς κανόνες ταπεινοφροσύνης, δὲν
μποροὖσε παρὰ αὐτὸ τὸ ἦθος νὰ ἀποκτήσει τὦν Μεγάλων Πατέρων, ποὺ εἴτε τοὺς
ἔβριζαν εἴτε τοὺς ἐγκωμίαζαν, τὸ ἴδιο αἰσθάνονταν καὶ ἀνεξίκακα ἀντιδροὖσαν.

Οὐδεὶς ἀδοκίμαστος εὐδόκιμος.

Ἀξίζει κανεὶς νὰ διαβάσει καὶ μόνο αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς γιὰ νὰ προσεγγίσει αὐτὸν τὸν
πολύτιμο ἀδάμαντα τ῅ς Ὀρθοδοξίας. Μικρὲς ἐπιστολὲς γραμμένες μὲ σαφήνεια,
γλωσσικὴ ἀρτιότητα, τέλεια νοήματα, λέξεις ἱεροπρεπεἶς καὶ κατάμεστες ἀπὸ σεβασμὸ
στὸ πρόσωπο ποὺ ἀπευθύνεται καὶ τὸ ὁποἶο τὸν ἀδίκησε. Δὲν βρίσκεις ἴχνος
δηκτικότητας νὰ ὑπολανθάνει. Κρατᾶ τὸν πόνο του σὲ καθαρὰ πνευματικὸ ἐπίπεδο.
Αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα τ῅ς ἀπαθοὖς καὶ χαριτωμένης ψυχ῅ς του, ποὺ
προετοιμάζεται ἔκδηλα ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο γιὰ τὴ μέλλουσα τιμὴ καὶ
παγκόσμια δόξα ποὺ τοὖ χάρισε. Ἡ ποιότητα τ῅ς ψυχικ῅ς καλλιεργείας του
ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο του στὶς ψυχὲς τὦν ἀνθρώπων καὶ τὴν
ἀνάλογη ποιμαντικὴ ἐν Φριστ῵ ἀγωγή, ποὺ τοὺς προσέφερε.

Πάνω ἀπὸ ἐννιακόσιοι πιστοὶ τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοὖ Καΐρου συνέταξαν μία
διαμαρτυρία καὶ συνάμα ἀποχαιρετιστήριο γράμμα πρὸς τὸν Ἅγιο Πενταπόλεως ποὺ
δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Μεταρρύθμισις» τ῅ς Ἀλεξάνδρειας. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ
γράμμα φαίνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπὸ ἄλλη σκοπιὰ, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τὦν λαϊκὦν, ὁ
πραότατος καὶ εἰρηνικὸς χαρακτ῅ρας τοὖ Ἁγίου. ΢τὸ δημοσίευμα αὐτὸ δὲν ὑποφώσκει
ἴχνος ἐμπαθείας ἥ φανατισμοὖ κατὰ τὦν ἀδικησάντων ἐκκλησιαστικὦν ἀνδρὦν τὸν
Ἅγιο Πενταπόλεως.

Πόσο ταπεινὰ καὶ χριστοκεντρικὰ θὰ εἷχε ἐργασθεἶ ὁ Ἅγιος στὴν Ἄμπελο τοὖ Κυρίου,
ὥστε νὰ μεταφυτεύει καὶ στοὺς ἄλλους τὸν ἀληθινὸ τρόπο Φριστιανικ῅ς ζω῅ς, τ῅ς
Θεανθρώπινης ζω῅ς ποὺ ὁ ἴδιος βίωνε.

Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὦν λαϊκὦν του Καίρου φαίνεται ἡ μεγάλη ἐν Φριστ῵ ἀγάπη ποὺ
τοὖ εἷχαν, φαίνεται διάφανα ἡ ἐν Φριστ῵ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τοὖ Ἁγίου, ἀλλὰ τελικὰ ἡ
ὑπακοὴ (αὐτὸ εἷναι τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ χριστιανικὸ φρόνημα) καὶ τοὖ Ἁγίου καὶ
τὦν πνευματικὦν του τέκνων στὶς ἀποφάσεις τ῅ς Μητέρας Ἐκκλησίας. Ἦταν βαθὺς καὶ
ὄχι ἐπιπόλαιος καὶ ὑποπτευόταν ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδικία κρύβονται
μεγαλεπίβολα, μὰ ἀνεξιχνίαστα θεϊκὰ σχέδια. Καὶ κατάφερε αὐτήν του τὴ νοοτροπία νὰ
μεταβιβάσει ζωντανὰ στὸ λαὸ τοὖ Καΐρου, πρ᾵γμα ποὺ διακρίνεται μὲ ἐνάργεια πρὸς τὸ
τέλος τ῅ς ἐπιστολ῅ς–διαμαρτυρίας.

Ἴσως οἱ βουλὲς τοὖ Θεοὖ ἔχουν διαφορετικὲς προοπτικές.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπιμείνω λίγο ἀκόμη σ᾿ αὐτὴν τὴν κρίσιμη καμπὴ τ῅ς ζω῅ς του. Ἂν ὁ
Ἅγιος ἔπαιρνε κάποια ἄλλη διαφορετικὴ στάση, καταλάβαινε μὲ τὸν σώφρονα λογισμὸ
ποὺ τοὖ εἷχε χαρίσει ἡ Ὀρθόδοξη μοναχικὴ νηπτικὴ ἄσκηση, καταλάβαινε ὅτι
κατάστρεφε ὅ,τι ὡραιότερο, ὅ,τι πιὸ θεανθρώπινο εἷχε μεταγγίσει στὶς ψυχὲς τὦν
πνευματικὦν τοὖ τέκνων.

΢ὰν ἀληθινὸς Λειτουργὸς τοὖ Ὑψίστου προτιμᾶ νὰ ἀδικεἶται παρὰ νὰ καταστρέψει στὰ
μάτια καὶ στὶς ψυχὲς τὦν πιστὦν τὴν εἰκόνα τ῅ς Ἀρχιερωσύνης, χτυπώντας τοὺς ἄλλους
ἀρχιερεἶς ποὺ τὸν ἀδίκησαν.

Παρακαλὦ πολὺ ὅλους μας νὰ ἐγκύψουμε μὲ πολλὴ εὐλάβεια σ᾿ αὐτὴν τὴν πτυχὴ τ῅ς
ζω῅ς τοὖ Ἁγίου Πενταπόλεως καὶ στὴν θεανδρικὴ στάση του γιατὶ καθένας μας ἔχει ἥ
ἐνδέχεται νὰ ἔχει πικρίες συκοφαντικὲς στὸ μετερίζι ἀπὸ τὸ ὁποἶο μάχεται.

΢τὴ συνέχεια γιὰ ἕνα ἔτος ταλαιπωρήθηκε «φυτοζωὦν», λέει ὁ βιογράφος του ἅγιος πρ.
Παραμυθίας Σίτος Ματθαιάκης, ζητώντας στὴν Ἀθήνα ἐργασία καὶ μὴ βρίσκοντας. Ἐπὶ
τέλους στὶς 15 Υεβρουαρίου 1891 διορίσθηκε ἱεροκήρυκας τοὖ Νομοὖ Εὐβοίας, σπάνιο
φαινόμενο στὰ χρονικὰ τ῅ς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ Ἐπίσκοπος νὰ διορίζεται ἁπλὸς
ἱεροκήρυκας. Ὅμως δέχθηκε καὶ ἐργάσθηκε διόμιση χρόνια ἀκάματα πνευματικά,
ἀγάπησε τὸ λαὸ τοὖ Θεοὖ καὶ ἀγαπήθηκε. Πάλι δυσκολίες καὶ μετάθεση στὸ Νομὸ
Υθιώτιδος καὶ Υωκίδος. Ἀξίζει καὶ πάλι νὰ τονισθεἶ ἡ κρυστάλλινη ποιότητα τοὖ
ποιμαντικοὖ του λειτουργήματος ποὺ ἐκφράζει τὸ ἀποχαιρετιστήριο γράμμα τοὖ
Δημάρχου Κυμαίων Καρυστίας πρὸς τὸν Ἅγιο.

Ὁ Κύριος ὅμως ἀφοὖ τὸν προετοίμασε μὲ τὴν θλίψη καὶ τὸν διωγμό, ἀφοὖ τοὖ ἔκλεισε τὶς
ἄλλες πόρτες, τοὖ ἄνοιξε τὴν ὑψηλὴ καὶ μεγάλη προοπτικὴ τοὖ Διευθυντ῅ τ῅ς Ριζαρείου
Ἐκκλησιαστικ῅ς ΢χολ῅ς. Μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα διορίσθηκε τὴν 1η Μαρτίου τοὖ 1894 καὶ
ἔμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν περίοπτη θέση μέχρι τὸ 1908, ἀπὸ τὴν ὁποία παραιτήθηκε, ὅπως ὁ
ἴδιος γράφει στὴν αἴτησή του πρὸς τὸ Δ.΢. γιὰ λόγους ὑγείας.

Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια ἐργάσθηκε συστηματικὰ ὁ Ἅγιος στὸ θερμοκήπιο τὦν


Ἱερατικὦν κλήσεων. Ὅ,τι ἱερότερο, ὅ,τι θεανθρωπινότερο, ὅ,τι χριστοευγενέστερο, ὅ,τι
οὐράνιο εἷχε κατακτήσει μὲ τὴν ἄσκησή του καὶ μὲ τὴ χάρη τοὖ Θεοὖ, μὲ πολὺ ζ῅λο τὸ
ἀποτύπωσε στὶς ψυχὲς τὦν Ἱεροσπουδαστὦν του. Πίστευε ὅτι τὸ νεοσύστατο μετὰ τὸν
τουρκικὸ ζυγὸ ἔθνος θὰ μπορέσει νὰ ὀρθοποδήσει καὶ πνευματικὰ νὰ μεγαλουργήσει, ἅν
οἱ ποιμένες αὐτοὖ τοὖ τόπου τραφοὖν μὲ τὸν ἐπιούσιο Ἄρτο τ῅ς Ὀρθοδόξου Θεολογίας
καὶ ποτισθοὖν μὲ τὰ ἀστείρευτα νάματα τ῅ς Ὀρθοδόξου Εὐσεβείας. Πετύχαινε
πραγματικὰ νὰ μεταλαμπαδεύσει στὶς ψυχὲς τὦν Ἱεροσπουδαστὦν ὅλη τὴν
χριστοφλόγα τ῅ς ψυχ῅ς του, μὲ τὸν πιὸ ἐκλεκτὸ τρόπο, τὴν ἐν Φριστ῵ ἀγάπη, ποὺ εἷναι
τὸ πιὸ δυνατὸ φίλτρο. Αὐτὸ μπορεἶ νὰ συγκινήσει τὸ νέο καὶ νὰ βάλει σὲ συναγερμὸ καὶ
κινητοποίηση ὅλα τὰ ψυχοδυναμικά του γιὰ ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια δημιουργία.

Ὁ πρωτοπρεσβύτερος παπα-Νικόλας Μυλων᾵ς καὶ ὁ Οἰκονόμος Θεμιστοκλ῅ς


Παπακωνσταντίνου ποὺ τὸν εἷχαν δάσκαλο ἐπαληθεύουν τὴν ἄριστα παιδαγωγικὴ
συμπεριφορά του πρὸς τὰ νεαρὰ βλαστάρια. Ποτὲ δὲν εἴχαμε δεἶ τὸ εἰρηνικὸ καὶ χαρίεν
πρόσωπό του νὰ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὶς νεανικὲς ἀταξίες.

Εἷχε μία ἀπεριόριστη ἐσωτερικὴ ἀνεκτικότητα καὶ μεγαλοψυχιὰ λέγουν, μὲ τὴν ὁποία
κατόρθωσε νὰ διορθώσει τὶς ἀνωριμότητες τὦν νέων χωρὶς νὰ τραυματίσει τὸ
ψυχολογικὸ πεδίο. Καὶ κάποιος ἄλλος μαθητής του ἔλεγε μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸν Ἅγιο, ὅτι
ἀνεχόταν ἀκόμη καὶ νὰ κοροϊδεύεται μερικες φορὲς καὶ μολονότι διαισθανόταν πὼς τοὖ
λένε ψέμματα δὲν ἐπενέβαινε βίαια, αὐταρχικά, πιεστικά, γιὰ νὰ διορθώσει τὸν
ἁμαρτάνοντα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίμηση πρὸς τὰ ἀνώριμα ἀκόμα παιδιὰ, τὰ ἔφερνε
λίγο ἀργότερα σὲ αὐτοσυναίσθηση τοὖ σφάλματος, σὲ μετάνοια καὶ ὁριστικὴ καὶ
εἰλικριν῅ διόρθωση. Ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τ῅ς τριετοὖς μοναστικ῅ς ἀσκήσεώς του στὴν
Ἱερὰ Μονὴ τ῅ς χώρας τ῅ς Φίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν περισσὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὴν διακονία
του στὸ λεπτὸ καὶ εὐαίσθητο ἔργο τοὖ πνευματικοὖ εἷχε διαπιστώσει πόσο εὔθραυστος
εἷναι ὁ ψυχολογικὸς παράγοντας σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ πόσο ἀποφασιστικὸ ρόλο παίζει
στὴν ὁλοκλήρωση τ῅ς προσωπικότητας καὶ στὸν ἁγιασμό της. Εἷχε κατέβει, ὅπως λέει ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ΢ιναΐτης, ὁ συγγραφέας τ῅ς Κλίμακος, εἷχε κατέβει στὰ βάθη τ῅ς
ψυχ῅ς, γνώριζε πολὺ καλὰ τὶς ἀντιδράσεις της καὶ ἰδιαίτερα τὴν καταστροφὴ ποὺ
προξενοὖν τὰ πάθη καὶ οἱ κακίες τὦν μεγαλυτέρων στὴν ἀνέλιξη καὶ ἀνάπτυξη τὦν
νεωτέρων.Καὶ ἤθελε αὐτὸς ὁ μακάριος ἄνδρας, νὰ μὴν πληγώσει, νὰ μὴν τσαλαπατήσει,
νὰ μὴν σταυρώσει μὲ τιμωρίες τὰ παιδιά του ἀλλὰ νὰ τὰ ἀνυψώσει, νὰ τὰ ἀναπτερώσει,
νὰ τὰ ἐμψυχώσει μὲ τὴ μέθη τ῅ς δικ῅ς του ἐν Φριστ῵ ἀγάπης. Εἷχε βιώσει βέβαια αὐτὸ
ποὺ λέγει ὁ πρύτανις τὦν ἀσκητὦν πατέρων ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ΢ύρος, ὅτι ἡ ἀγάπη εἷναι
μέθη ψυχῆς καὶ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μεθύσει καὶ τοὺς γύρω.

Κάποιος ἄλλος μαθητής του, ὁ Ν. Λούβαρης, θυμ᾵ται ὅτι προτιμοὖσε ὁ ἴδιος νὰ


ὑποβάλλεται σὲ ἀσκήσεις, γιὰ παράδειγμα σὲ νηστεία, γιὰ νὰ μὴν τιμωρήσει τὸ ἀνώριμο
εὔθραυστο βλαστάρι, τὸν ἱερὸ σπουδαστή του, ὅταν ἡ διάκριση, ποὺ ἄφθονη εἷχε, τὸν
πληροφοροὖσε, ὅτι ἡ τιμωρία θὰ δημιουργήσει ἀπωθημένη ἐμπάθεια ἥ ψυχολογικὰ
τραύματα. Καὶ δὲν πρέπει ἕνας ποιμένας, ἕνας ταγὸς νὰ κατατρύχεται ἀπὸ ψυχολογικὰ
προβλήματα, ποὺ μπερδεύουν τοὺς γύρω του, καὶ ἐξουθενώνουν τὶς ψυχὲς καὶ δὲν τὶς
ὁδηγοὖν στὴν ἐλευθερία «ᾗ Φριστὸς ἡμ᾵ς ἠλευθέρωσε». Ἀνελάμβανε ὁ ἅγιος του Θεοὖ, ὁ
θεόπνευστος αὐτὸς παιδαγωγὸς πάνω του τὸ βάρος τ῅ς ἁμαρτίας τὦν παιδὦν του, γιὰ
νὰ ἀνοίγει μπροστὰ τοὺς ὁ δρόμος τ῅ς προκοπ῅ς καὶ τ῅ς δημιουργίας καὶ ὄχι τ῅ς
μιζέριας καὶ τ῅ς μικροψυχίας.

Πιθανὦς νὰ ὑπ῅ρξαν καὶ περιπτώσεις ποὺ ὁ ἅγιος νὰ μεταχειρίσθηκε καὶ τὴν


παιδαγωγικὴ μέθοδο τ῅ς αὐστηρότητας, ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτοὖσαν.
Κυριαρχοὖσε πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ Ποιμαντική της ἀγάπης, τ῅ς καλωσύνης καὶ τ῅ς πατρικ῅ς
ἐπισκοπῆς, θὰ λέγαμε γενναιοψυχίας.

Ὁ Ἰ. Υ. Κωνστανταράκης, μαθητὴς τοὖ ἁγίου Νεκταρίου, ἀναφέρει ὅτι οἱ ἱεροσπουδαστὲς


εἷχαν νύχτα καὶ μέρα ἐνώπιόν τους ἕνα ἀρχέτυπο τελείου καὶ ὁλοκληρωμένου
ἀνθρώπου.

Ἦταν φίλεργος καὶ πολυγραφότατος.

Ἔγραφε θεολογικὲς μελέτες.

΢υνέθετε ὕμνους στὴν Κυρία Θεοτόκο ποὺ ὅταν τοὺς ἔψαλε, μεταρσιωνόταν καὶ
μετέφερε πνευματικὸ ἐνθουσιασμὸ στοὺς μαθητές του.

Σὸ κήρυγμά του ἦταν πολὺ ἐποικοδομητικὸ καὶ στὸ ναὸ τ῅ς ΢χολ῅ς καὶ σὲ πολλοὺς
ἄλλους ποὺ τὸν καλοὖσαν.

Ἡ Λειτουργία του ἦταν μυσταγωγία καὶ συναγερμὸς ὅλου τοὖ ἐκκλησιάσματος πρὸς τὸν
ἐν Σριάδι Κύριο.

Πρὸς τοὺς ἑτερόδοξους συμπεριφερόταν μὲ εὐγένεια καὶ καλωσύνη χωρὶς νὰ κρύβει


κανένα σημεἶο τ῅ς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας του.

Παράλληλα σημειώνει ὁ Φρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος


Ἀθηνὦν, ποὺ τὸν διαδέχθηκε στὴν Διεύθυνση τ῅ς ΢χολ῅ς, ἐνδιαφέρθηκε ὁ ἅγιος
Νεκτάριος γιὰ τὸν κ῅πο τ῅ς ΢χολ῅ς, γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία ὅλων τὦν συνεργείων
της, γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη Διεύθυνση καὶ τὸ ὅλο πολιτιστικὸ κλίμα της. Δὲν ἦταν δυνατὸ ὁ
ἄνθρωπος ποὺ εἷχε ταξινομήσει παραδεισιακὰ τὰ ἐσωτερικὰ πνευματικά του ζητήματα,
δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἐκφράσει αὐτήν του τὴν ἐσωτερική του χριστοαρμονία καὶ νὰ
μήν τὴν ἀπεικονίσει ταπεινὰ ἀπὸ ὅλα του τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα, σ᾿ ὅλα τὰ πράγματα
γύρω του καὶ σ᾿ ὅ,τι ἄγγιζε.

Ἀποκορύφωμα καὶ ἀποκρυστάλλωμα τ῅ς ὅλης του ποιμαντικ῅ς δραστηριότητας ὑπ῅ρξε


ἡ ἀνασύσταση τ῅ς Γυναικείας Ι. Μον῅ς τ῅ς Ἁγίας Σριάδος, στὴν Αἴγινα. Ὅλο του τὸν
μισθὸ ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν Ῥιζάρειο τὸν διέθετε γιὰ νὰ κτισθεἶ ἡ ἐρειπωμένη Ἱερὰ Μονὴ
καὶ γιὰ νὰ συντηροὖνται οἱ μοναχὲς τ῅ς ἀδελφότητας.

Ἐνδιαφερόταν νὰ γίνει ἕνα ὡραἶο ἐκκλησιαστικὸ οἰκοδόμημα, ὅπως καὶ ἔγινε, γιὰ νὰ
στεγάσει ἕνα ἱερὸ ἡσυχαστήριο καὶ φροντιστήριο Ὀρθοδόξου μοναστικ῅ς εὐσεβείας. Εἷχε
ἀγαπήσει μὲ πάθος ἀπαθὲς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ ΢ιναΐτης, τὴν φιλανθρωπία
καὶ χαιρόταν νὰ ξοδεύει τὸν μισθό του, τόσο γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ὅσο καὶ γιὰ περιπτώσεις
φτωχὦν ἀνθρώπων, ποὺ τοὖ ζητοὖσαν βοήθεια. Ἦταν ἀχόρταγος στὸ νὰ δίνει, τόσο ποὺ
μερικὲς φορὲς δὲν εἷχε τὰ ναὖλα του, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεἶ τὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα τ῅ς
Ἁγίας Σριάδος ποὺ παρακολουθοὖσε πνευματικὰ καὶ τὴν καθοδηγοὖσε, ἐν῵ παράλληλα
ἦταν διευθυντὴς στὴ Ριζάρειο.

Σὶς ἡμέρες τὦν διακοπὦν τοὖ Πάσχα, τὦν Φριστουγέννων καὶ τοὖ καλοκαιριοὖ ἔμενε
στὴν ἱερὰ Μονὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος καὶ προσπαθοὖσε ἐφαρμόζοντας τοὺς αὐστηροὺς
ἀσκητικοὺς ὅρους τοὖ Μ. Βασιλείου, νὰ ὀργανώσει φιλόθεα καὶ φιλάνθρωπα τὴν
ἐσωτερικὴ ζωὴ τ῅ς ἀδελφότητας.

Εὐτυχὦς ποὺ μ᾵ς ἔχουν διασωθεἶ 136 ἐπιστολὲς τοὖ Ἁγίου, ποὺ ἔστελνε ἀπὸ τὴν Ριζάρειο
στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα τ῅ς Ἁγίας Σριάδος. Μέσα σὲ αὐτὴ διακρίνεται ἡ λαμπρότητα
καὶ ἡ ὡραιότητα τοὖ παρθενικοὖ του χαρίσματος ποὺ αὔξησε ὁ Φριστὸς ἑκατονταπλάσια
μέσα του μὲ σύμφωνη τὴν ἀγαθὴ προαίρεσή του.

Ἐπίσης διακρίνεται ἡ πνευματικὴ, ἡ ἐν Φριστ῵ ἀγάπη τοὖ ἁγίου πρὸς τὰ πνευματικά του
τέκνα, τὶς μοναχές, μέσα στὶς ψυχὲς τὦν ὁποίων, ὅπως ὁ θεἶος Παὖλος, θέλησε νὰ
μορφώσει τὸν Φριστὸ καὶ τὴ ζωὴ τοὖ Φριστοὖ. Πρότυπό του στὴ φιλανθρωπία εἷχε τὸν
ἅγιο Νικόλαο ποὺ ἀπὸ μικρὸς εἷχε ἀγαπήσει καὶ τὸν εἷχε προστάτη του.

Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τονίζει στὸ ὡραιότατο βιβλίο του «ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ


θαυματουργός» ὅτι μέσα στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς φαίνεται ἡ μεγάλη διάκριση ποὺ εἷχε ὁ
ἅγιος. ΢ὲ κάθε μιὰ μοναχὴ δίνει τὶς κατάλληλες γι᾿ αὐτὴν ὁδηγίες, σεβόμενος τὰ
προσωπικὰ ὅρια ἀντοχ῅ς της καὶ ἀνοίγοντάς της τὸν κατάλληλο δρόμο ποὺ θὰ ὁδηγήσει
αὐτὴν πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα Φριστό, χωρὶς νὰ ἰσοπεδώνει τὸ πρόσωπο.

Ἤξερε πολὺ καλὰ αὐτὸς ὁ βαθυνούστατος ἐπίσκοπος πόσο σημαντικὸς εἷναι ὁ ρόλος τ῅ς
γυναίκας μέσα στὴ ζωὴ τ῅ς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὸ Μέγα Μυστήριο
τοὖ γάμου, λέγει ὁ π. Θεόκλητος, ὅμως προσπαθεἶ νὰ καταρτίσει ἄριστα τὴ γυναικεία
προσωπικότητα στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἐν Φριστ῵ ζωή, γιὰ νὰ ἔχει ἡ κοινωνία, τὰ
δείγματα ἔστω, τ῅ς ἀληθιν῅ς χριστιανικ῅ς ζω῅ς, σαρκωμένης στὰ πρόσωπα τὦν
μοναζουσὦν. Μέσα σε αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς μποροὖν καὶ οἱ σημερινὲς Φριστιανὲς νὰ
σπουδάσουν τὸ γνήσιο χριστιανικὸ φεμινιστικὸ κίνημα, ποὺ συνοψίζεται στὴν ἐν Φριστ῵
ὑπακοή, στὸ ὑπάκουο κλίμα της καὶ στὴν ἀτμόσφαιρά της.

Καὶ στ᾿ ἀλήθεια πέτυχε ὁ ἅγιος τοὖ Θεοὖ νὰ φυτεύσει καὶ μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ
τὴν Ριζάρειο, μένοντας κοντά τους, νὰ καταρτίσει τὴ μοναστικὴ αὐτὴ ἄμπελο τ῅ς ἱερ᾵ς
Μον῅ς τ῅ς Ἁγίας Σριάδος, ποὺ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀκτινοβολία της συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σὸ
καλοκαἶρι τοὖ 1898 ἔκανε περιοδεία προσκυνηματικὴ στὸ Ἅγιο Ὅρος. Π῅ρε εὐλογίες ἀπὸ
τὸ Περιβόλι τ῅ς Παναγίας, ἔδωσε ὅμως καὶ ἀπὸ τὸ ταμεἶο τὦν δικὦν του θησαυρὦν
στοὺς μοναχοὺς ποὺ μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν καλοδέχθηκαν καὶ ξεχωριστὰ τίμησαν ἐπίσημα
τὸν ταπεινόφρονα ἱεράρχη. Ἡ ἐπικοινωνία του μὲ ἁγίους μοναχοὺς, ὅπως τὸν π. Δανιὴλ
Κατουνακιώτη, τὸν συνέδεσε πνευματικὰ μὲ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἔτσι ὥστε ἐπιστρέφοντας
στὸν κόσμο, νὰ εἷναι ἕνας ἁγιορείτης ἐκτὸς Ἁγίου Ὅρους καὶ μέσα στὴν ὑπακοὴ τ῅ς
δικ῅ς του, ἅς ποὖμε δικ῅ς του, μον῅ς.

Ἀφήσαμε μία πτυχὴ τ῅ς ζω῅ς του τελευταία. ΢κόπιμα. Γιὰ νὰ τὴν τονίσουμε. Βέβαια ἀπὸ
ὅσα μέχρι τώρα ἔχουμε ἀναφέρει διαφαίνεται ὁλοκάθαρα.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἦταν ἕνας χαρισματοὖχος πνευματικός.


Αὐτόπτης μάρτυς μοὖ ἀνέφερε ὅτι τὸν εἷδε νὰ εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ β῅μα, νὰ φορᾶ τὸ
πετραχ῅λι του καὶ νὰ πηγαίνει νὰ κατασπάζεται τὸν ἐσταυρωμένο καὶ νὰ κλαίει. Μετὰ
ἀπὸ αὐτὴν τὴ μυσταγωγικὴ καὶ κατανυκτικὴ προετοιμασία προσφερόταν νὰ βοηθήσει
στὸ Μυστήριο τ῅ς Ἱ. Ἐξομολογήσεως ὄχι μόνο τὶς μοναχὲς ποὺ πρωτύτερα ἀναφέραμε,
ὄχι μόνο τους ἱεροσπουδαστές του, ἀλλὰ καὶ τὸν κοσμάκη ποὺ συνέρρεε γιὰ νὰ ἀποθέσει
τὸν βαρὺ κλοιὸ καὶ φόρτο τ῅ς ἁμαρτίας.

Ἰκανότατος στὸν ποιμαντικὸ διάλογο, ἀμέσως ἀποσποὖσε τὴν ἐμπιστοσύνη τοὖ


ἐξομολογουμένου. Πρόσωπο μὲ πρόσωπο ὁ πνευματικὸς πατέρας μὲ τὸν πνευματικὸ υἱὸ
ἥ τὴν πνευματικὴ θυγατέρα, μποροὖσε μὲ τὴν δύναμη τοὖ Σελεταρχικοὖ καὶ ζωοποιοὖ
Πνεύματος καὶ μὲ τὴν ἀπάθεια τ῅ς ἄσπιλης καὶ ἀμόλυντης ψυχ῅ς του, νὰ ἀνασπᾶ ἀπὸ
τὴν ἄβυσσο τὸ ναυαγημένο καράβι, ὅπως σοφότατα περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
΢ιναΐτης. Μέσα στὸ κλίμα τ῅ς ἐν Φριστ῵ θερμ῅ς καὶ ἁπλ῅ς ἀγάπης, μποροὖσε μοναδικὰ
νὰ ἐκφρασθεἶ καὶ εἰλικρινὰ νὰ ἐξαγορευθεἶ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ φιλόστοργα νὰ ἐμφυσήσει
τὴν Φάρη τοὖ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἄφεση ὁ χαρισματοὖχος πνευματικὸς Πατήρ.

Σέλος ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια τοὖ Θεοὖ οἰκονόμησε ἔτσι τὴ ζωὴ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου, ὥστε
παραιτούμενος ἀπὸ τὴν Ριζάρειο νὰ ἀποσυρθεἶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος, νὰ
βοηθήσει ἀποφασιστικὰ στὴν ὀργάνωση τοὖ Κοινοβίου τ῅ς μέχρι τὸ 1920 ὁπότε καὶ
παρέδωσε νικηφόρα τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο.

Μὲ μία τόσο πλούσια καὶ ἐκλεκτὴ ποιμαντικὴ προσφορὰ μάνιασε ὁ δαίμονας τ῅ς
συκοφαντίας. Ἄνθρωποι μικρόψυχοι, ἐξ ἰδίων κρίνοντες τὰ ἀλλότρια, κολλημένοι σὰ
στρείδια στὰ πάθη τ῅ς ἀνηθικότητας, πρόβαλαν τὸν ἀβυσσαλέο ψυχικὸ ρύπο τοὺς στὸ
πρόσωπο τοὖ ἁγίου. Σοὺς ἦταν ἀδιανόητος ὁ παρθενικὸς τρόπος ζω῅ς, ὁ τρόπος ποὺ ὁ
νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριός μας Ἰησοὖς Φριστός, ἐγκαινίασε μὲ τὸ παρθενικὸ πρόσωπό του στὴ
νέα δική του δημιουργία, στὴν Ἐκκλησία του. Ἔπλασαν λοιπὸν μύθους, ἀπὸ τὸ
βορβορὦδες ὑλικὸ ποὺ τοὺς χορήγησε ὁ μισόκαλλος καὶ προσπάθησαν νὰ σπιλώσουν,
τὸν ἄσπιλο. Μαζί τους μπλέχθηκαν καὶ κάποιοι ἄλλοι «ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί» ποὺ σὰν
ἀφελεἶς καὶ ἀδόκιμοι στὴν κατὰ Φριστὸ ζωὴ, παρασύρθηκαν στὶς δεινὲς συκοφαντίες.

Ἀρνητικὸ ἦταν καὶ τὸ κοινωνικὸ-πολιτικὸ κλίμα τ῅ς ἐποχ῅ς ποὺ μισοὖσε τὰ μοναστήρια,
ἐπηρεασμένο ἀπὸ βαυαρικὸ ἐπιτελεἶο ποὺ εἷχε ἐγκατασταθεἶ στὴν Ἑλλάδα καὶ
προσπαθοὖσε νὰ τὴν «ἐκπολιτίσει». Δὲν μποροὖσαν μὲ κανένα τρόπο νὰ χωνέψουν πὼς
ὁ Διευθυντὴς τ῅ς Ριζαρείου καταντᾶ στὸν καλογερικὸ τρόπο ζω῅ς. Ἑβδομήντα δυὸ
χρονὦν ἄνθρωπος πλέον ὁ Ἅγιος καὶ συκοφαντεἶται ἄσχημα. «Ο὘τος τὰς ἁμαρτίας ἡμὦν
φέρει καὶ περὶ ἡμὦν ὀδυν᾵ται», λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιὰ τὸν Κύριό μας. Σὰ ἴδια
συμβαίνουν καὶ στὸν Ἅγιο.

Οἱ Πατέρες τ῅ς Ἐκκλησίας μας, ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ ἀφορητότερο μαρτύριο γιὰ ἕναν
ἀθ῵ο εἷναι ἡ συκοφαντία. Καὶ τὴν ἐπιτρέπει ὁ Κύριος στοὺς δικούς του γιὰ μείζονα
τελείωση καὶ οὐράνια δόξα.

«Ὡστόσο ἡ χάρη πληθαίνει πάνω του καὶ ἐπαληθεύεται μὲ τὰ ποικίλα θαύματα ποὺ
τελοὖνται μὲ τὰ ἁγιασμένα χέρια του καὶ τὶς διάπυρες εὐχές του. Ὁ ἴδιος ὅμως σωματικὰ
κάμπτεται. Μία χρόνια προστατίτιδα ποὺ εἷχε, ἐπιδεινώνεται, γιὰ λίγο θεραπεύεται ἀπὸ
τὴν Παναγία τὴν Φρυσολεόντισσα στὴν Αἴγινα ποὺ προσκύνησε, ἀλλὰ καὶ πάλι βάρυνε.
Μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα, στὸ νοσοκομεἶο Ἀρεταίειο, σὰν ἁπλὸς μοναχός, ἔμεινε δυὸ
μ῅νες καὶ ἐν῵ τὸν ἑτοίμαζαν οἱ γιατροὶ γιὰ ἐγχείρηση, παρέδωσε τὸ πνεὖμα τοὖ τὴ
νύχτα στὶς 8 Νοεμβρίου 1920.
Ὁ Ἅγιος τοὖ αἰὦνα μας, ὅπως πετυχημένα τὸν ἀπεκάλεσε ὁ λογοτέχνης ΢ὦτος
Φονδρόπουλος, στὰ τελευταἶα του ρίζωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος σάν Ἐλαία
κατάκαρπος καὶ σὰν τὸ δένδρο τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τὦν ὑδάτων ὃ τὸν
καρπὸν αὐτοὖ δώσει.

Καὶ ἔδωσε ἀναρρίθμητους καρποὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ ἔθνος μας. Καὶ ἀπὸ ἐκεἶ
μεταπήδησε στὴ ζωὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος ποὺ τόσο εἷχε λαχταρήσει.

Κάποιοι ὀνομάζουν τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, Φρυσόστομο τοὖ αἰὦνα μας, τόσο γιὰ τὴν
πολυσχιδ῅ προσωπικότητά του, ὅσο καὶ γιὰ τὸ πλούσιο καὶ πολύμορφο ἔργο του.

Δὲν εἷναι καθόλου ὑπερβολικὸ νὰ συμφωνήσουμε μὲ αὐτὸν τὸν ὑψηλὸ χαρακτηρισμὸ καὶ
τὴν ἐκλεκτὴ παρομοίωση, γιατὶ πράγματι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁλοκληρώθηκε σὲ μία
καθολικὴ προσωπικότητα. Μολονότι μοναχὸς ἀρχικὰ καὶ ἀσκητής, μὲ αὐστηροὺς
περιορισμοὺς καὶ μοναστικοὺς κανόνες, ὅμως τόσο πολὺ διευθύνθηκε ἡ προσωπικότητά
του, ὥστε νὰ φθάσει στὰ μέτρα τὦν Μεγάλων Ἁγίων καὶ μάλιστα τὰ Φρυσοστομικά.

Ὁ Ἅγιος ἀφοὖ ἔλυσε ὁριστικὰ τὸ ὑπαρξιακό του πρόβλημα ἀνοίχθηκε μὲ τὴν σῴζουσα
χάρη τοὖ ἐν Σριάδι Θεοὖ στὸν μεγάλο γάμο τ῅ς Ἐκκλησίας. Ξεκινώντας ἀπὸ τὸν
Μοναχισμὸ ἔφθασε στὸν τελικὸ προορισμό, Θεανθρώπινο προορισμὸ ποὺ εἷναι ἡ ἕνωση
μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐν Φριστ῵ ἀδελφότητα.

Κατάκτησε χαρακτηριστικὰ καὶ βίωσε τὸν μυστικὸ Γάμο τ῅ς ψυχ῅ς του μὲ τὴν Ἐκκλησία
τοὖ Φριστοὖ, στὴν ὁποία καὶ ὁλόψυχα καὶ ἀφιερώθηκε.

Λειτουργὸς μὲ φλόγα πύρινη, φιλοστοργικότατος καὶ διακριτικότατος πνευματικὸς


Πατὴρ, ὑψιπέτης Θεολόγος, συγγραφέας ὄχι κοινὸς, Θεόπνευστος,ἱεροκήρυκας,
παιδαγωγὸς ἄριστος, θαυματουργὸς καὶ ἐν ζωῆ καὶ μετὰ θάνατον, κοινωνικὸς ἐργάτης
καὶ βαθὺς καὶ ἀκαταπόνητος. Καλλιεργητὴς ἱερατικὦν κλήσεων καὶ τὸ κυριώτερο,
θεόπτης τοὖ ἀκτίστου θαβωρίου φωτός, προσέφερε ἄπειρες εὐεργεσίες στὸ Ὀρθόδοξο
Νεοελληνικὸ ἔθνος μας. Δυνατὸ πρότυπο γιὰ ὅλους μας, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς
καθηγητὲς καὶ ἱεροσπουδαστὲς, τὸν τιμ᾵με, Αὐτὸν τὸν ἔνθεο θεράποντα τοὖ Φριστοὖ καὶ
ἐξαιτούμεθα τὶς διάπυρες εὐχές του πρὸς τὸν Κύριο.

Γιὰ νὰ δώσει προφητικὴ καὶ Σριαδικὴ Ἱερωσύνη κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοὖ Ἁγίου
Ἱεράρχου, Λαὸ μὲ φωτόμορφα καὶ θεοφώτιστα τέκνα τ῅ς ζωνταν῅ς Ἑλληνορθοδόξου
Ἐκκλησίας.

Καὶ τὸ κυριώτερο, τὴ νέα γενιὰ παραλαμβάνουσα μετὰ φόβου Θεοὖ καὶ ἀγάπης, τὴν
ὁλοζώντανή μας Θεανθρώπινη παράδοση, μὲ τὶς πανάγιες εὐχὲς τοὖ ἐν ἁγίοις ἐνδόξου
πατρὸς ἡμὦν Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοὖ θαυματουργοὖ.
Ἅγιος Νεκτάριος

Διδάγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

(Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τοὖ ἁγίου Νεκταρίου, 9 Νοεμβρίου)

Λένε πολλοὶ ὅτι ἡ ἐποχή μας, ὄχι μόνο ὁ 20ος αἰών, ἀλλὰ καὶ ὁ νὖν, ὁ 21ος, εἷναι
ἀδύνατον νὰ βγάζει ἁγίους της Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὶ σοὖ λένε, ἅγιοι ὑπ῅ρξαν μόνο
στὴν ἐποχὴ τὦν πρώτων χριστιανικὦν αἰώνων. Ὅμως δὲν εἷναι ἀλήθεια. Κι αὐτὸ γιατί
καὶ ὁ 20ος αἰὼν ἔχει ἀποδώσει πάρα πολλοὺς ἁγίους καὶ ἀσκητὰς τ῅ς Ἐκκλησίας μας.
Δὲν εἷναι μόνο ὁ ἅγιος Νεκτάριος, τοὖ ὁποίου τὴ μνήμη τιμ᾵ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία
σήμερα, εἷναι κι ἄλλοι. Ὅπως γιὰ παράδειγμα εἷναι οἱ Παΐσιος Ἅγιορείτης, Πορφύριος
Καυσοκαλυβίτης, Ἀμφιλόχιος Μακρ῅ς, Ἰάκωβος Σσαλίκης καὶ τόσοι ἄλλοι.

΢ήμερα ὅμως δὲν προτίθεμαι νὰ μιλήσω γιὰ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο
καὶ μόνο· καὶ νὰ δοὖμε τί μ᾵ς διδάσκει μὲ τὴ ζωή του ὁ ἅγιος αὐτός. Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει
νὰ δοὖμε τὴν καταγωγή του. Γεννήθηκε στὴν ΢υληβρία τ῅ς Ἀνατολικ῅ς Θρᾴκης.
Γεννήθηκε σὲ χώματα Ἑλληνικὰ ἀπὸ εὐσεβεἶς γονεἶς καὶ π῅ρε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ
χριστιανικὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Μπαίνοντας στὴν ἁγία Κολυμβήθρα τ῅ς Ἐκκλησίας
π῅ρε τοὖτο τὸ ὄνομα, ἀργότερα δὲ ὅταν ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο, ἔλαβε τὸ
ὄνομα Νεκτάριος.

Ἀπὸ πολὺ μικρὸς ἡ εὐσεβὴς γιαγιά του τοὖ ἔμαθε τὸν 50ο Χαλμό, τὸ «Ἐλέησόν με ὁ
Θεός»· καὶ ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ΢υναξαριστὴς τοὖ βίου του, ὅταν ἔφθανε στὸ
σημεἶο τοὖ Χαλμοὖ «διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς ΢ου» τὸ ἐπαναλάμβανε μόνος του
πολλὲς φορές. Δείχνοντας τὸ τί ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὅταν μεγαλώσει. Σὸ πόσο μεγάλος
κήρυκας τοὖ λόγου τοὖ Θεοὖ θὰ γινόταν καὶ πόσο πολὺ κόσμο θὰ ἔφερνε διὰ μετανοίας
στὴν Ἐκκλησία.

Σὰ παιχνίδια τοὖ ἁγίου ποιὰ ἦταν; Ἔκανε τεχνητοὺς ἄμβωνες καὶ μιλοὖσε γιὰ τὸ Φριστὸ
στὰ παιδιὰ τ῅ς ἡλικίας του. Θέλοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ δείξει στοὺς νέους της
ἐποχ῅ς μας καὶ κάθε ἄλλης ἐποχ῅ς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἷναι ἡ Μάνα μας ὅπου πρέπει νὰ
καταφεύγουμε γιὰ νὰ βρίσκουμε ἀνάπαυση τ῅ς ψυχ῅ς μας. Μόνον διὰ τὦν Μυστηρίων,
ἰδίᾳ δὲ μὲ τὸ Μυστήριο τὦν μυστηρίων, τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὅπου μεταλαμβάνουμε τὸ
΢ὦμα καὶ τὸ ΑἸμα τοὖ Κυρίου μας, παίρνουμε τὴ Φάρη τοὖ Φριστοὖ μέσα μας.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ ἅγιος ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί. Μετὰ ὅμως ὅταν μεγάλωσε καὶ ἔγινε
κληρικὸς τ῅ς Ἐκκλησίας μας καὶ Διευθυντὴς τ῅ς Ριζαρείου ΢χολ῅ς Ἀθηνὦν, ἔδειξε ὄχι
μόνο πόσο καλὸς κληρικὸς ἦτο ἀλλὰ καὶ τὸ πόσο μεγάλες ὀργανωτικὲς δυνατότητες
διέθετε. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, πρὶν ἀναλάβει δηλ. τὴν Διεύθυνση τ῅ς ΢χολ῅ς ὁ ἅγιος
Νεκτάριος, ἡ ΢χολὴ κινδύνευε νὰ διαλυθεἶ. Ὅταν ὅμως ἔγινε ΢χολάρχης της ὁ
ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ἅγιος Νεκτάριος, ἀναβαθμίστηκε.

Σὸ ἔργο του ὅμως δὲν φάνηκε μόνο στὴ ΢χολὴ αὐτή. Ἦταν καὶ κηρυκτικό. Κήρυττε τόσο
στὶς ἐνορίες τὦν Ἀθηνὦν, ἀλλὰ καὶ στὸν Πειραι᾵· καὶ ὅπου πήγαινε πλήθη λαοὖ
προσέτρεχαν στὸ Ναὸ ποὺ λειτουργοὖσε καὶ ὁμιλοὖσε γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ
ὠφεληθοὖν ψυχικά.
Κι ὅλα αὐτὰ γίνονταν ἐπειδὴ ἡ ζωὴ τοὖ ἁγίου ἦταν σύμφωνη μὲ τὰ λόγια του. Δὲν ἔλεγε
ἄλλα καὶ ἔπραττε ἄλλα.

Ἔτσι ὅμως γενν᾵ται τὸ ἐρώτημα: ἐμεἶς τώρα τί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ εἷναι ἡ ζωή μας
σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοὖ Θεοὖ; Κατ᾿ ἀρχὰς οἱ γονεἶς νὰ φροντίζουν τὰ παιδιά τους νὰ
εἷναι πιστά, ὅπως φρόντιζαν οἱ γονεἶς τοὖ ἁγίου Νεκταρίου καὶ ἔγινε ὅ,τι ἔγινε. Νὰ τὰ
ὁδηγοὖν στὴν Ἐκκλησία, νὰ τοὺς μαθαίνουν νὰ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ
προσεύχονται καὶ νὰ ἐξομολογοὖνται. Κι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουν οἱ γονεἶς γιατί
αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὸν χριστιανὸ γονέα ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους ποὺ εἷναι μακρὰν τ῅ς
Ἐκκλησίας δὲν εἷναι μόνο τὸ γενν᾵ν. Δὲν φθάνει μόνο νὰ γεννήσεις τὸ παιδί. Αὐτὸ ποὖ
χρειάζεται πάνω ἀπ᾿ ὅλα, λέει ὁ ἱερὸς Φρυσόστομος, εἷναι νὰ τὸ νουθετεἶ χριστιανικά.

Ἐκτὸς ὅμως τὦν γονέων εἷναι καὶ οἱ δάσκαλοι. Εὐθύνη στὴν ἀνατροφὴ τὦν νέων ἔχει καὶ
τὸ σχολεἶο. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὅταν π῅γε στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ σπουδάσει τὰ
γράμματα, ὅπως οἱ ἅγιοι Βασίλειος καὶ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δὲν ἤξερε ἄλλους δρόμους
πλὴν τοὖ σχολείου καὶ τ῅ς Ἐκκλησίας. Οἱ νέοι σήμερα ποὖ συχνάζουν; Πολὺ φοβ᾵μαι
πὼς τὸ βράδυ τὸ περνοὖν στὰ νυκτερινὰ κέντρα ἥ βλέποντας ἐπὶ ὧρες τηλεόραση καὶ
βίντεο. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέει στοὺς καθηγητὲς καὶ στοὺς δασκάλους τ῅ς ἐποχ῅ς μας
νὰ φέρνουν τὰ παιδιὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι νὰ τοὺς δηλητηριάζουν τὶς ψυχές τους
διδάσκοντάς τους μὲ τὰ ἄθεα γράμματα. Δυστυχὦς, ὅμως, πρέπει νὰ ποὖμε μία πικρὰ
ἀλήθεια. Βρισκόμαστε σὲ μία ἐποχὴ ὅπου κυριαρχεἶ ὁ τεχνολογικὸς πολιτισμός. Σί νὰ
κάνουμε; Γονεἶς, δάσκαλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ φροντίζουμε οἱ νέοι μας νὰ
βρίσκονται κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοὖ Φριστοὖ μας. Ὁ Φριστὸς καὶ οἱ ἅγιοι θέλουν τοὺς
νέους κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Πὦς θὰ τὰ φέρουμε στὴν Ἐκκλησία; Μόνον μὲ τὸ
παράδειγμά μας. Ὅταν ἡ ζωή μας εἷναι σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ μ᾵ς
ἀκολουθήσουν καὶ θὰ πιστέψουν κι αὐτά. Ὅταν ὅμως ἡ ζωή μας εἷναι ἀντίθετη ἀπὸ τὰ
λόγια μας σίγουρα θὰ τὰ κάνουμε νὰ ἀποτραβηχτοὖν ἀπὸ τὸ Φριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ἀδελφοί μου! Εὔχομε ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ
παράδειγμα τοὖ ἁγίου Νεκταρίου, ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοὖ θαυματουργοὖ, ποὺ
θαυματουργεἶ ὄχι μόνο στὴν Αἴγινα ποὺ εἷναι τὸ ΢κήνωμά του ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλο τὸν
κόσμο. καὶ νὰ τὸν παρακαλέσομε νὰ πρεσβεύει γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας, γιὰ τὸν καθένα
ξεχωριστὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔχουμε εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια στὴ γ῅ μας, νὰ ἔχουμε
μέσα μας τὴ χαρὰ ποὺ δίδει ὁ Φριστὸς γιὰ νὰ ἀξιωθοὖμε διὰ πρεσβειὦν του νὰ
κληρονομήσουμε μία θέση στὴ βασιλεία τοὖ Θεοὖ. Ἀμήν!
Ἅγιος Νεκτάριος

Πτυχιοῦχος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Δημοσίευμα στὴν Ἐφημερίδα «Καποδιστριακό»


΢τήλη: Ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ΕΚΠΑ #76, 15-11-2005
Ἐπιμέλεια: Γεράσιμος Ζώρας

Σὸ 1885, ἔλαβε τὸ πτυχίο του ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ ΢χολὴ τοὖ Πανεπιστημίου Ἀθηνὦν ὁ
Νεκτάριος Δ. Κεφαλ᾵ς, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοὖ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 9
Νοεμβρίου. Σὸ ὄνομά του ἀναγράφεται, μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννέα συνεξετασθέντες
τελειοφοίτους του ἀκαδημαϊκοὖ ἔτους 1885-1886, σὲ σχετικὸ πίνακα τ῅ς «Λογοδοσίας»
τοὖ τότε Πρύτανη Κωνσταντίνου Π. Δηλιγιάννη («Λόγος ἐκφωνηθεὶς τῆ 23 Νοεμβρίου
1886 κατὰ τὴν ἑορτὴν τ῅ς καθιδρύσεως τὦν νέων ἀρχὦν τοὖ Ἐθνικοὖ Πανεπιστημίου»,
Ἀθήνησι 1887, σ. 81), ἐν῵ τὸ δίπλωμα φυλάσσεται στὸ Μουσεἶο τοὖ Πανεπιστημίου
Ἀθηνὦν (στὴν πρώτη προθήκη τ῅ς αἴθουσας μὲ τὰ ἐκθέματα τ῅ς Θεολογικ῅ς ΢χολ῅ς).
Σέσσερα χρόνια νωρίτερα, στὶς 4 Νοεμβρίου 1881, εἷχε ἐγγραφεἶ στὴ Θεολογική, ὅπως
δηλώνεται στὸ «Μητρ῵ον τὦν φοιτητὦν τοὖ ἐν Ἀθήναις Ἐθνικοὖ Πανεπιστημίου», ὅπου
ὑπάρχει καὶ ἡ ὑπογραφή του ὡς «ἐγγραφομένου» φοιτητ῅. ΢τὸ Μητρ῵ο φέρει τὸν
αὔξοντα ἀριθμὸ 1042, ἐν῵ ὡς πατρίδα του ἀναφέρεται ἡ Φἶος (ὅπου, τὸ 1877, εἷχε
χειροτονηθεἶ διάκονος, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Νεκτάριος) ἀντὶ τ῅ς ΢ηλυβρίας τ῅ς
Θρᾴκης (ὅπου εἷχε γεννηθεἶ, τὸ 1846, καὶ εἷχε βαπτισθεἶ λαμβάνοντας τὸ ὄνομα
Ἀναστάσιος). Ἀξίζει νὰ σημειωθεἶ ὅτι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τὦν σπουδὦν του στὸ
Πανεπιστήμιο Ἀθηνὦν, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπ῅ρξε ὑπότροφος τοὖ κληροδοτήματος
Παπαδάκη, κατόπιν εἰδικὦν ἐξετάσεων, στὶς ὁποἶες ἀρίστευσε. ΢τὸ Ἱστορικὸ Ἀρχεἶο τοὖ
Πανεπιστημίου σῴζεται σχετικὴ χειρόγραφη αἴτησή του:
«Πρὸς τὴν ΢εβαστὴν Πρυτανείαν τοὖ Ἐθνικοὖ
Πανεπιστημίου. O ὑποφαινόμενος δευτεροετὴς φοιτητὴς
τ῅ς Θεολογικ῅ς ΢χολ῅ς Νεκτάριος Δ. Κεφαλ᾵ς ἐπιθυμὦ
νὰ διαγωνισθὦ εἰς τὰς ὑπὸ τ῅ς ΢εβαστ῅ς Πρυτανείας
ὁρισθεἶσας ὑποτροφίας ὡς Θράξ. Ὑποσημειοὖμαι
εὐσεβάστως Ἱεροδιάκονος Νεκτάριος Δήμου Κεφαλ᾵ς ἐκ
΢ηλυβρίας τ῅ς Θρᾴκης ὡς ἐν τ῵ ἐπισυνημμένῳ
πιστοποιητικ῵ δηλοὖται. Ἀθήνησι τῆ 2 Ἀπριλίου 1883». Ἡ
αἴτηση ποὺ –ὅπως σημειώνεται πάνω της– «ἐλήφθη τῆ 2
Ἀπριλίου 1883. Ἀριθ. Πρωτ. 32», διαβιβάσθηκε ἀμέσως ἀπὸ
τὴν Πρυτανεία «Πρὸς τὸν κ. Κοσμήτορα τ῅ς Θεολογικ῅ς
΢χολ῅ς *Νικηφόρο Καλογερ᾵+ διὰ τὰ περαιτέρω. Ἀθ῅ναι
τῆ 2 Ἀπριλίου 1883. Ὁ Πρύτανης Π. Γ. Κυριακός». ΢τὴ
συνέχεια, πάνω στὴ ἴδια τὴν αἴτηση σημειώθηκαν,
προφανὦς ἀπὸ τὴ Γραμματεία, τὰ στοιχεἶα τοὖ φοιτητ῅:
«Νεκτάριος Δ. Κεφαλ᾵ς Διάκονος ἐκ Φίου, ἐνεγράφη εἰς τὴν Θεολ. ΢χ. 4 Νοεμβρίου 1881
ὑπ᾿ ἀριθ. μητρ. 1042. Ἀνενέωσε τὴν ἐγγραφήν του 1882-1883 ἀριθ. 1612». Σέλος,
προφανὦς ἀφοὖ ἔλαβε τὴν ὑποτροφία, σημειώθηκε «ὑπότροφος Ἀ. Υ. Παπαδάκη». Ἕνα
μ῅να μετὰ τὴν αἴτηση, στὶς 7 Μαΐου 1883, ὁ Κοσμήτορας τ῅ς Θεολογικ῅ς ἀποστέλλει
ἔγγραφο πρὸς τὴν Πρυτανεία, στὸ ὁποἶο σημειώνονται μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξ῅ς:
«Ἀναφέρομεν Ὑμἶν ὅτι κατὰ τὰ διατεταγμένα προέβημεν εἰς τὸν διαγωνισμὸν πρὸς
πλήρωσιν τὦν προκηρυχθεισὦν ὑποτροφιὦν, ἤτοι τριὦν ἐκ τοὖ κληροδοτήματος Ἀ.
Παπαδάκη, μι᾵ς τοὖ Θ. Ρακοὖ καὶ ἑτέρας τοὖ Γ. Μαυροκορδάτου. Μετεἶχαν τοὖ
διαγωνισμοὖ οἱ ἑξ῅ς δέκα φοιτηταὶ (<) Ν. Κεφαλ᾵ς (<). Ἐκρίθησαν δὲ ἐπιτυχόντες διὰ
μὲν τὰς τοὖ Ἀ. Παπαδάκη (<) Νεκτάριος Κεφαλ᾵ς Θράξ (<) Ὅθεν γνωστὰ ποιοὖντες
Ὑμἶν, Κύριε Πρύτανη, τὰ ἀποτελέσματα τὦν ἐν λόγῳ διαγωνισμὦν, παρακαλοὖμεν
Ὑμ᾵ς ὅπως εὐαρεστούμενος διατάξητε τὸν διορισμὸν τὦν ἐπιτυχόντων. Ὁ τ῅ς
Θεολογικ῅ς ΢χολ῅ς Κοσμήτωρ Ν. Καλογερ᾵ς».

΢τὴ συνέχεια ὁ Πρύτανης, στὶς 19 Μαΐου, ἀποστέλλει σχετικὸ ἔγγραφο πρὸς τὸν Λογιστὴ
τοὖ Πανεπιστημίου (γιὰ νὰ χορηγοὖνται 100 δρχ. μηνιαίως στοὺς ἐπιτυχόντες, μέχρι τοὖ
τέλους τὦν σπουδὦν τους), καθὼς καὶ ἐνημερωτικὲς ἐπιστολὲς πρὸς καθένα ἀπὸ τοὺς
ὑποτρόφους. Ἔτσι, ὡς ὑπότροφος τοὖ Κληροδοτήματος Παπαδάκη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος θὰ
ὁλοκληρώσει τὸ 1885 τὶς σπουδές του.

Ἡ μετέπειτα πορεία τοὖ Ἁγίου εἷναι γνωστή:


χειροτονήθηκε ἀρχικὰ πρεσβύτερος στὴν
Ἀλεξάνδρεια καὶ κατόπιν Μητροπολίτης
Πενταπόλεως, στὴ συνέχεια ἱεροκήρυκας στὴ
Φαλκίδα, τὸ 1894 διευθυντὴς τ῅ς Ριζαρείου
΢χολ῅ς, ἐν῵ ἀπὸ τὸ 1908 ἐγκαταστάθηκε
μόνιμα στὴν Αἴγινα, στὴ Μονή του, ὅπου
ἐκτελοὖσε τὰ καθήκοντα τοὖ ἐφημερίου,
συνέθετε ὕμνους καὶ συνέγραφε δοκίμια,
λόγους καὶ πλ῅θος βιβλίων. Ὅταν μετὰ μία
δωδεκαετία αἰσθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος
του, θέλησε νὰ μεταφερθεἶ στὸ πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεἶο Ἀρεταίειο, ὅπου
νοσηλεύθηκε γιὰ δυὸ μ῅νες, μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Νοεμβρίου 1920 (ἡ ἀνακήρυξή
του σὲ Ἅγιο ἔγινε μετὰ 40 χρόνια, τὸ 1961, ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεἶο). Σὸ
Πανεπιστήμιο Ἀθηνὦν, ποὺ τὸ 1881 τὸν εἷχε δεχθεἶ στοὺς κόλπους του ὡς νεαρὸ καὶ
ἐπιμελ῅ φοιτητή, τὸ 1883 τὸν εἷχε ἀνακηρύξει ὑπότροφό του, τὸ 1885 τὸν εἷχε
ἀναγορεύσει πτυχιοὖχο του, καὶ τὸ 1920 τὸν εἷχε περιθάλψει ὡς σεβάσμιο πλέον ἱεράρχη
στὴν πανεπιστημιακὴ Κλινική του, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἀφιερώσει στὴ μνήμη τοὖ Ἁγίου τὸ
παρεκκλήσιο τοὖ Ἀρεταίειου Νοσοκομείου.
Ἅγιος Νεκτάριος

Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΢ΣΗ ΡΙΖΑΡΕΙΟ

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ ΢οφοκλ῅ Γ. Δημητρακόπουλου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος


Πενταπόλεως- Ἡ πρώτη ἅγια Μορφὴ τῶν καιρῶν μας. Ἀθήνα 1998, σελ. 188- 198)

Καθήκοντα στὴ Ῥιζάρειο ἀνέλαβε στὶς 10 Μαρτίου 1894, ἀφοὖ προηγουμένως ἔδωσε «τὴν
νόμιμο διαβεβαίωση ἐνώπιον τοῦ νομάρχου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας». Γράφει ἡ ἐφημερίδα
«Ἀκρόπολις» τ῅ς ἰδἶας ἡμέρας: «΢ήμερον ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντα αὐτοῦ ὁ νεωστὶ
διορισθεὶς διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου ΢χολῆς πρώην μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ὁ νέος
διευθυντὴς τῆς ΢χολῆς εἶναι εἷς ἐκ τῶν μᾶλλον μορφωμένων κληρικῶν μας καὶ διετέλει
μέχρι τοῦδε ἱεροκῆρυξ τοῦ νομοῦ Φθιώτιδος». Ἐπίσης ἡ «Νέα Ἐφημερίς» ἔγραψε τὴν
ἑπομένη: «Ἀφίκετο καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα αὐτοῦ ὁ νέος διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου
΢χολῆς ΢εβ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως, γνωστὸς καὶ διὰ τὸν χαρακτῆρα καὶ διὰ τὰ φῶτα
αὐτοῦ, ἀπολαμβάνων ὑπολήψεως καὶ τιμῆς ἐν τῷ ἡμετέρῳ κλήρῳ». Ἡ ἐπίσημη
ἐγκατάστασή του ἔγινε τὴν Κυριακή, 13 Μαρτίου 1894. Ἔγραψε ἡ «Ἑστία» τ῅ς ἑσπέρας
τ῅ς ἴδιας ἡμέρας: «΢ήμερον περὶ τὴν 10 1/2 ὥραν παρουσίᾳ τοὖ Ὑπουργοὖ Παιδείας, τοὖ
΢εβ. Μητροπολίτου καὶ τ῅ς ὁλομελείας τοὖ διοικητικοὖ ΢υμβουλίου τ῅ς Ῥιζαρείου
΢χολ῅ς ἐγένετο ἡ ἐγκατάστασις τοὖ νέου διευθυντοὖ τ῅ς σχολ῅ς ΢. Μητροπολίτου
Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου Κεφαλ᾵». ΢τὶς 14 Μαρτίου ἡ «Ἐφημερίς», ἔγραψε:
«Πανηγυρικῶς ἐγένετο χθὲς ἡ ἐγκατάστασις τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς Ῥιζαρείου ΢χολῆς,
πρώην Μητροπολίτου Πενταπόλεως ΢εβ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ. Κατὰ ταύτην παρῆσαν τὸ
Διοικητικὸν ΢υμβούλιον αὐτῆς, ὁ ΢ύλλογος τῶν καθηγητῶν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ
΢εβασμιώτατος κ. Νεκτάριος Κεφαλᾶς, μετὰ τὴν λειτουργίαν, τελεσθεῖσα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
τῆς ΢χολῆς, ἐδέχθη ἐν τῇ Μεγάλῃ Αἰθούσῃ τὰ συγχαρητήρια τῶν ἀνωτέρω καὶ ἐξεφώνησε
σύντομο λόγο, δι᾿ οὗ ηὐχαρίστησε τὸ ΢υμβούλιο (...) Ἀποτεινόμενος εἰς τοὺς μαθητὰς τῆς
΢χολῆς, παραινετικοὺς ἀπηύθυνε λόγους καὶ ὑπέδειξεν ὁποία καθήκοντα ἐπιβάλλονται εἰς
αὐτοὺς (...) Ὁ δὲ ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ ΢υμβουλίου κ. Δ. Χασιώτης ἀντεφώνησε,
ἐκφράσας τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἡ ΢χολὴ διὰ τοῦ νέου Διευθυντοῦ της θὰ ἐπανακτήση τὴν
πρώτην αὐτῆς λαμπρότητα καὶ ὅτι διὰ τῆς ὁμονοίας καὶ τῆς εἰρήνης θὰ εἰσέλθη ἡ ΢χολὴ εἰς
τὴν κανονικὴν τροχιάν της, ἀγλαοὺς ἀποφέρουσα καρπούς.»

Σὸ θρησκευτικὸ περιοδικό της ἐποχ῅ς ἐκείνης «΢ωτήρ», γνωστὸ γιὰ τὶς προσπάθειές του
γιὰ τὴν ἀναγέννηση τὦν ἐκκλησιαστικὦν πραγμάτων, σχολιάζοντας τὴν
προσωπικότητα τοὖ νέου διευθυντὴ τ῅ς Ῥιζαρείου ἔγραφε: «Χρηστότης ἠθῶν, διοικητικὴ
ἱκανότης, ἐπιστημονικὴ μόρφωσις, ἀγαθότης καὶ εὐγένεια τρόπων, ἰδοὺ ἐν ὀλίγοις αἱ
ἀρεταί, αἴτινες κοσμοῦσι τὸν ΢εβ. Ἱεράρχην».

Ὅταν ἀνελάμβανε τὴ διεύθυνση τ῅ς Ῥιζαρείου ΢χολ῅ς, ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος


βρισκόταν στὴν ὥριμη ἡλικία τὦν 48 ἐτὦν καὶ ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία ἦταν ἤδη
ἔντονη καὶ φυσικὰ μὲ τὸ πέρασμα τοὖ χρόνου γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Νὰ πὼς
φυσιογνωμικὰ τὸν περιέγραψε τὸ 1948 -πρὶν ἀκόμη ἀνακηρυχθεἶ ἐπίσημα ἅγιος- ἕνας
παλαιός, τ῅ς περιόδου 1902-1907, μαθητής του: Ἀνάστημα κανονικόν (...) Πρόσωπον εἰς τὸ
ὁποῖον ἠμιλλᾶτο ἡ ἁρμονικὴ ἀναλογία τῶν μερῶν μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ἐκφράσεως. Ἀπὸ
τοὺς γαλανοὺς ὀφθαλμούς του διεχύνετο μία ἀκτινοβολία, ὅμοια μὲ τὸ ἀνοιξιάτικο
γλυκοχάραμα. Καὶ τὸ ἀκτινοβολοῦν ἐκεῖνο πρόσωπο ἐστεφανοῦτο ἀπὸ χιονόλευκη
συμμετρικὴν γενειάδα. Ἦτο ὡραία Βιβλικὴ μορφή.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος παρὰ τὶς ποικίλες ἀντιξοότητες, ποὺ προερχόταν τόσο ἀπὸ τὴν φύση
τοὖ παιδαγωγικοὖ ἔργου καὶ τὴν ποικιλία προέλευσης τὦν μαθητὦν (στὴ ΢χολὴ
φοιτοὖσαν καὶ παιδιὰ πολλὦν εὐπόρων ἀθηναϊκὦν οἰκογενειὦν κλπ., ποὖ δὲν
ἐνδιαφέρονταν γιὰ νὰ ἱερωθοὖν, ἀλλὰ μαθήτευαν σὲ αὐτὴ ἐπειδὴ τὸ ποιοτικό της
ἐπίπεδο ἦταν πολὺ ὑψηλό), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τὦν καιρὦν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
ἐπεμβάσεις τοὖ ΢υμβουλίου τ῅ς ΢χολ῅ς, διηύθυνε- τὸ σημαντικότερο μετὰ τὴ Θεολογικὴ
΢χολὴ τοὖ Πανεπιστημίου Ἀθηνὦν- ἐκκλησιαστικὸ αὐτὸ ἐκπαιδευτήριο γιὰ δεκατέσσερα
συνεχ῅ χρόνια, χωρὶς ποτὲ ν᾿ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ θέση του, μὲ αἰσθήματα ἀνθρωπιστικά,
ὅπως αὐτὰ τὰ γνώριζε ἀπὸ τὴ δαψιλὴ μελέτη τὦν ἀρχαίων συγγραφέων, μὲ ἀγάπη
Φριστοὖ, μὲ πατρικὴ στοργή, πολλὴ φρόνηση καὶ ἐνδιαφέρον ἀνύστακτο, μὲ προσευχὴ
διαρκ῅, προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀποστολή του. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ἕνας μαθητὴς
ἔκανε κάποιο σοβαρὸ παράπτωμα, ὁ Ἅγιος θεωροὖσε τὸν ἑαυτὸ τοὖ ὑπεύθυνο,
προσευχόταν ἐκτενὦς καὶ ὑποβαλλόταν σὲ αὐστηρὴ νηστεία. Σὸ μέτρο αὐτὸ εἷχε
ἐπίδραση στοὺς εὐαίσθητους μαθητές, οἱ ὁποἶοι συνήθως μεταμελοὖνταν καὶ ἀπέφευγαν
νὰ ἐπαναλάβουν τὶς ἀταξίες τους. Ἀλλὰ καὶ ὅταν, σπάνια, ἦταν ἀναγκασμένος, νὰ
ἐπιβάλει κάποια ποινή, στεναχωροὖνταν πολύ, ἰδίως μάλιστα ὅταν ἔβλεπε πολλοὶ
σημαίνοντες νὰ παρεμβαίνουν ὑπὲρ αὐτὦν. Ἔγραφε στὶς μοναχές της Αἴγινας: «Πλὴν
τ῅ς στενοχωρἶας ταύτης (ἔλλειψη χρημάτων νὰ στείλει στὸ μοναστήρι) εἷχον καὶ ἑτέρα
πολὺ σπουδαίαν, ἣτις καὶ αὕτη σήμερον ἔπαυσε. Ἐδίωξα ἐκ τ῅ς ΢χολ῅ς τέσσερας
μαθητάς, δυό της τετάρτης τάξεως καὶ δυό της πέμπτης, οἵτινες μετὰ ἕνα μήνα ἀκριβὦς
θὰ ἐλάμβανον τὸ δίπλωμά των. Οἱ ὑπὲρ αὐτὦν ἐνδιαφερόμενοι ἦσαν ἰσχυροί, ἀλλ᾿ ἐπὶ
τέλους σήμερον ἀπεβλήθησαν, ἀλλ᾿ ἄνευ πράξεως ἀποβολ῅ς», ἡ ὁποία ἀποβολή, ἅς
σημειωθεἶ, θὰ τοὺς στιγμάτιζε καὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοὖσε στὴ σταδιοδρομία τους. Ὁ
Πενταπόλεως δὲν ὑπ῅ρξε ποτὲ ἐκδικητικὸς οὔτε ἤθελε τὴν ἐξόντωση ἐκείνων ποὺ
παρεκτρέπονταν, παράλληλα ὅμως ἦταν καὶ ἀνυποχώρητος στὴν διαφύλαξη τ῅ς ἠθικ῅ς
καὶ τοὖ κύρους τ῅ς Ῥιζαρείου, ὡς Ἐκκλησιαστικ῅ς ΢χολ῅ς.

Λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀνάληψη τὦν καθηκόντων του, τὸ Πολυμελὲς ΢υμβούλιο τοὖ
Ἱδρύματος, σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικά του, ἐπισημαίνει «τὸν πρὸς τὴν ΢χολὴν ζ῅λον τοὖ
΢εβασμιωτάτου Διευθυντοὖ, τὴν ἀφοσίωσιν αὐτοὖ πρὸς αὐτὴν καὶ τὴν εὐδόκιμον
ὑπηρεσίαν του, πρὸς δὲ καὶ ὅτι ἄνευ ἰδίας ἀμοιβ῅ς διδάσκει μαθήματα ἐν τῆ ΢χολῆ».
Ἀργότερα, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστές της διαθήκης τοὖ Γ. Ῥιζάρη, ὁ Νικόλαος Ῥάδος,
ἔγραψε πώς «ὁ ΢εβασμ. Μητροπολίτης Πενταπόλεως κ. Νεκτάριος Κεφαλ᾵ς (...)
διευθύνει μέχρι τοὖ νὖν ὡς ἄριστα τὰ τ῅ς ΢χολ῅ς». Ἐπίσης, ὁ διάδοχός του στὴ Ῥιζάρειο,
Φρυσόστομος Παπαδόπουλος ἔγραψε γιὰ τὸ ἔργο του:

Εὐτυχὦς (...) ἡ Ῥιζάρειος ΢χολή, διὰ τοὖ διευθυντοὖ Μητροπολίτου Πενταπόλεως


Νεκταρίου, ἕνεκα τοὖ κύρους αὐτοὖ ὡς Ἱεράρχου, ἐπανεὖρε τὴν ἐσωτερικὴν αὐτ῅ς
γαλήνη καὶ διὰ τοὖ ἐκλεκτοὖ αὐτ῅ς διδακτικοὖ προσωπικοὖ ἐχώρησε πρὸς τὰ πρόσω,
μετὰ τ῅ς συνήθους αὐτὴ μεγάλης πνευματικ῅ς ἐπιδόσεως. Ὁ διευθυντὴς ἀποκατέστησε
τελείως τὸν ἐκκλησιαστικὸν χαρακτ῅ρα τ῅ς ἐσωτερικ῅ς ζω῅ς τ῅ς ΢χολ῅ς.

Ὁ ἀρχιμ. Ἰωακεὶμ ΢πετσιέρης, ποὺ εἷχε φοιτήσει στὴ Ῥιζάρειο καὶ πρὶν τὴν ἀνάληψη τ῅ς
διεύθυνσης ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, γράφει:

Καὶ εἷναι ἀληθὲς ὅτι πρὸ τοὖ διορισμοὖ τοὖ Πενταπόλεως ὥς διευθυντοὖ, ἡ Ῥιζάρειος
΢χολὴ εὐρίσκετο πάντοτε ἐν ταραχῆ. Μόλις ὀμως ἀνέλαβε τὴν διεύθυνσιν οὗτος,
εἰρήνευσεν αὕτη καὶ ἔλαβε τὴν κανονικήν της κατεύθυνσιν.
Ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης (1844-1829), ἀναφερόμενος τὸ 1918 στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἐκπαίδευση, ἀναφέρει ὅτι ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ πολὺ ὀρθόδοξο πνεὖμα καὶ
χριστιανικὴ μαρτυρία ἐπιτέλεσαν τὸ ἔργο τοὺς ἦταν καὶ ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος.

Ἀλλὰ καὶ ὁ παλαιὸς τρόφιμος τ῅ς ΢χολ῅ς καὶ κατόπιν Ὑφηγητὴς τοὖ Πανεπιστημίου
΢οφοκλ῅ς Λώλης ἔγραψε:

Ἐπὶ Νεκταρίου ἐθραύσθησαν αἱ ἀντιδικίαι μεταξὺ Ὑπουργείου καὶ ΢υμβουλίου τ῅ς


΢χολ῅ς καὶ ἔπαυσαν αἱ συχναί, μέχρι λεπτομερειὦν, ἐπεμβάσεις τοὖ ΢υμβουλίου εἰς τὰ
καθήκοντα τοὖ Διευθυντοὖ καὶ τὦν καθηγητὦν.

Εἰδικότερα:

Θεωρώντας ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς κύριο ἔργο του τὴν καλλιέργεια στοὺς ἱεροσπουδαστὲς
ζέουσας πίστης καὶ τὴν ἐμφύτευση ἱεροὖ ζήλου γιὰ τὴν ἱεροσύνη, ἤδη, ἀπὸ τὶς 16 Ἰουνίου
1894, κατὰ τὴν πρώτη, μετὰ τὴν ἀνάληψη τὦν καθηκόντων του, ἐπίσημη ὁμιλία του,
ἐνώπιόν του μητροπολίτη Ἀθηνὦν, ἀρχιερέων, ἐκπροσώπου τοὖ Ὑπουργείου
Ἐκκλησιαστικὦν καὶ τὦν ἐφόρων τ῅ς ΢χολ῅ς, ἀναφέρθηκε στὴν ἀξία τοὖ Ἕλληνα ἱερέα
καὶ ὑποδείκνυε πὼς ἡ ΢χολὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτελέσει ἀποτελεσματικὰ τὸ εἰδικὸ
ἔργo της, ἅν δὲν λαμβάνονταν μέτρα, ἀνάμεσα στὰ ὁποἶα καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ
ἀποκατάσταση τὦν ἀποφοίτων της ὡς τὸν χρόνο τ῅ς χειροτονίας τους.

Φαρακτηριστικὰ εἷναι καὶ τὰ ὅσα ἔλεγε τὸν Ἰούνιο τοὖ 1905 στὴν προσφώνησή του «πρὸς
τοὺς ἀποφοιτὦντας ἐξ αὐτ῅ς μαθητάς»:

Πρὸς ὑμᾶς ἤδη τοὺς ἀποφοιτῶντας τῆς ΢χολῆς στρέφω τὸν λόγov, πρὸς ὑμᾶς τοὺς ἐπ᾿
εὐλογίαις ἀπερχομένους τοῦ ἱεροῦ τούτου καθιδρύματος, ὅπερ ἐπὶ πενταετίαν ὅλην ὡς
τέκνα φιλόστοργα διέθρεψε, διεπαιδαγώγησε καὶ ἐξεπαίδευσε. Πρὸς ὑμᾶς στρέφω τὸν
λόγον, διότι ὑμεῖς ἐστὲ ὁ καρπὸς πολυετοῦς πολυμόχθου φροντίδος καί, ἀδιαλείπτου
μερίμνης τοῦ τε ΢. ΢υμβουλίου, τῶν κυρίων καθηγητῶν καὶ ἐμοῦ. Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ τέλος καὶ ὁ
σκοπὸς τῆς ἱερᾶς ταύτης Ἐκκλησιαστικῆς ΢χολῆς, τῆς ἱδρυθείσης ὑπὸ τῶν ἀειμνήστων
Ῥιζαρῶν Μάνθου καὶ Γεωργίου, ὅπως χορηγῇ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀξίους λειτουργοὺς καὶ ἱερεῖς
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Ἡ ΢χολὴ ἐξεπλήρωσε τὸ ὁποῖον ἀνέλαβεν ἔργον ὡς πρὸς ὑμᾶς μετὰ
πάσης ἀκριβείας καὶ ἀγαθῆς συνειδήσεως. Ἤδη ἀπόκειται ὑμῖν νὰ ἐπιστέψητε τὸ ἔργον τῆς
ἀποστολῆς τῆς ἐκθρεψάσης ὑμᾶς ΢χολῆς, τῆς ὑμετέρας ἱερᾶς τροφοῦ, καὶ πληρώσητε τὰς
προσδοκίας πάντων τῶν ὑπὲρ ὑμῶν ἐργασθέντων, οἵτινες οὐδὲν ἕτερον παρ᾿ ὑμῶν ζητοῦσιν,
ἥ τὴν πλήρωσιν τοῦ ἔργου, εἰς ὃ ἐκλήθητε, καὶ τὴv τήρησιν τῶν ὑμετέρων ὑποσχέσεων. Οἱ
ὑπὲρ ὑμῶν πονήσαντες οὐδὲν ἕτερον εὔχονται, ἥ νὰ ἴδωσιν ὑμᾶς ἡμέραν τινὰ ἀγαθοὺς καὶ
ἐναρέτους ἱερεῖς, κοσμοῦντας τὰς τάξεις τοῦ κλήρου, ἐργαζομένους ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ καὶ πονοῦντας ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ ἔργου αὐτοῦ.

Ὅθεν ὀφείλετε νὰ ἀναδειχθῆτε ἐν τῷ βίῳ τῆς δράσεως ἄξιοι μὲν τῆς ΢χολῆς τρόφιμοι, ἄξιοι
λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πατρίδος ἱκανοὶ
ὑπέρμαχοι. Ἐξερχόμενοι τῆς ΢χολῆς ταύτης εἰσέρχεσθε ἐν τῷ σταδίῳ τοῦ ἠθικοῦ ἀγῶνος,
ἐν ᾧ ὀφείλετε νὰ ἀγωνισθῆτε καὶ νὰ νικήσητε. Ὁ ἀγὼν ἤδη ἀπέβη κρατερός, διότι πρὸς
πολλοὺς καὶ ἰσχυροὺς πολεμίους τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἔχετε νὰ ἀνταγωνισθῆτε,
διότι φορὰ μὲν καὶ κατακλυσμὸς ἑτεροδόξων προσηλυτιστῶν κατέχει ἤδη σύμπαν τὸ
ἑλληνικόν, ὁ δὲ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς χρόνων ὑλισμὸς πανταχοῦ ἐν τῷ βίῳ ἀγωνίζεται νὰ
καθαιρέση τὰς ἰδέας τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ δικαίου, τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ θεοφιλοῦς, μεθ᾿ ὧν
ἀῤῥήκτως τὰ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεώδη καὶ ὁ πνευματικὸς βίος συνάπτονται καὶ ἡ ἀληθὴς
αὐτοῦ εὐδαιμονία συνδέεται, πλῆθος δὲ παντοίων ἀπαιτητῶν καὶ διεκδικητῶν ἀλλοτρίων
της κληρωθείσης ἡμῖν ἀπὸ αἰώνων χώρας, ἐν ᾗ ἔζησε καὶ ἔδρασεν ὑπὲρ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς
ἀνθρωπότητος ἑλληνισμός. Οἱ ἐχθροὶ οὗτοι εἰσὶν σήμερον οὐχὶ οἱ ἀσυνετώτεροι, ὥσπερ
πρότερον, ἀλλὰ οἱ κακονούστεροι καὶ ἐν ταῖς ἐνεργείαις αὐτῶν συνετώτεροι. Σὸ πλῆθος
τῶν πολεμίων καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀξίας τῶν κτημάτων τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ὧν
οὐδὲν τιμιώτερον τῷ ἀνθρώπῳ, ἐπιβάλλει ὑμῖν τὴν ὑποχρέωσιν τῆς ἀμύνης μετὰ σθένους
καὶ αὐταπαρνήσεως πρὸς διάσωσιν αὐτῶν κινδυνευόντων καὶ παράδοσιν τούτων τοῖς
ἐπιγόνοις σώων καὶ ἀσφαλῶν. Πρὸς τοιοῦτον ἀγῶνα ἡ ἱερὰ αὕτη Ἀκρόπολις, ἐν ᾗ ἐπὶ
πενταετίαν ἐξεπαιδεύθητε καὶ ἐγυμνάσθητε, παρεσκεύασεν ἱκανῶς καὶ καθώπλισεν ὑμᾶς
δι᾿ ὅλων τῶν ἀναγκαίων ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ὅπλων, ὅπως ἐπιτυχῶς ἀγωνισθῆτε ὑπὲρ
τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν.

Ἐκ τ῅ς διδασκαλίας τοὖ μαθήματος τ῅ς Ποιμαντικ῅ς: ἔγνωτε τὴν ἱερότητα τοῦ ἱερατικοῦ
ἀξιώματος, τὴv περιωπὴν τῆς τιμῆς, τὴv μεγάλην ἀξίαν καὶ τὸ δυσθέατον ὕψος αὐτοῦ,
ἔγνωτε τὴν θείαν χάριν, ἣν ἔχει καὶ μεταδίδωσι, καὶ τὴν ὑπερφυσικὴν αὐτοῦ δύναμιν,
ἔγνωτε ὅτι οἱ ἱερεῖς εἰσὶν οἱ τοῦ Χριστοῦ στρατιώται, οἱ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας
ἀπεργαζόμενοι. Ἔγνωτε ὅτι οἱ ἱερεῖς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενοι ὑπὲρ ἀνθρώπων
καθίστανται τὰ πρὸς τὸν Θεόν. Μὴ λοιπὸν πλανηθῆτε ἐκ τῆς ῥεούσης δόξης τοῦ κόσμου, μὴ
ἀπηυδήσητε ἐν τῷ ἔργῳ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς θλίψεως, ἵνα μὴ στερηθῆτε τῆς τιμῆς τῆς
κληρωθείσης ὑμῖν.

Ἐνδεικτικὴ τοὖ ἀγωνιώδους ἐνδιαφέροντος τοὖ Ἁγίου γιὰ τὴν πληρέστερη κατάρτιση
τὦν μαθητὦν του καὶ τὴν προσέλευσή τους στὶς τάξεις τοὖ ἱεροὖ κλήρου, εἷναι καὶ ἡ
ἐπιστολὴ ποὺ εἷχε ἀπευθύνει στὶς 4 Ἰουνίου 1894 στὸν πρωθυπουργὸ Φαρίλαο Σρικούπη,
στὸν ὁποἶο ἔθετε τὸ πρόβλημα καὶ πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις, ὅπως εἷναι ἡ
ἀναπροσαρμογὴ τ῅ς ὕλης τοὖ σχολικοὖ προγράμματος, ἡ ἀπασχόληση τὦν ἀποφοίτων
ὡς δασκάλων μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος τ῅ς ἡλικίας τους ποὺ θεωρεἶται ὡς ὁ κατάλληλος
χρόνος χειροτονίας τους, ἡ ἱκανοποιητικὴ ὆ύθμιση τὦν ἀποδοχὦν τοὺς ὡς μορφωμένων
ἱερέων κ.λπ. Ἐπίσης πρότεινε στὴ ΢χολὴ τὴν εἰσαγωγὴ τοὖ μαθήματος τὦν Γεωπονικὦν,
ὥστε οἱ ἀπόφοιτοι νὰ εἷναι καὶ εὐρύτερα ὠφέλιμοι στὴν κοινωνία, ἀλλὰ καὶ νὰ μποροὖν
μὲ τὶς γνώσεις ποὺ θὰ ἀποκτοὖσαν γιὰ τὴν καλλιέργεια τ῅ς γ῅ς νὰ βοηθοὖνται
βιοποριστικά, ἀφοὖ, ὅπως εἷναι γνωστό, τότε οἱ ἱερεἶς δὲν μισθοδοτοὖνταν ἀπὸ τὸ
κράτος. Καὶ ὅλα αὐτὰ ταυτόχρονα μὲ τὴν ἄοκνη φροντίδα του γιὰ τὴ βελτίωση τ῅ς
διατροφ῅ς καὶ τὴν ἄθληση τὦν ἱεροσπουδαστὦν.

Παράλληλα, δὲν ἔπαυε σὲ κάθε εὐκαιρία νὰ τονώνει περισσότερο καὶ τὸ ἐθνικὸ


συναίσθημα τὦν ἱεροσπουδαστὦν, ἀφοὖ πίστευε εἰλικρινά, ὅπως καὶ παραπάνω εἴδαμε,
στὴν ἰδιαίτερη ἀποστολὴ τοὖ Ἕλληνα καὶ μάλιστα τοὖ Ἕλληνα ἱερέα, χωρὶς νὰ
παραλείπει νὰ προβαίνει καὶ σὲ συγκεκριμένες ἄλλες ἐνέργειες. Ἀναφέρουμε
χαρακτηριστικὰ δυὸ ἀπὸ αὐτές. Ἡ πρώτη: Ὅταν στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοὖ 1904 ἔγινε
γνωστὸς ὁ θάνατος τοὖ μακεδονομάχου Παύλου Μελ᾵ (13 Ὀκτωβρίου 1904), ἔγιναν,
ἐκτὸς τὦν ἄλλων, ὅπως διαπιστώνει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τὦν ἐφημερίδων τ῅ς
ἐποχ῅ς, καὶ παλλαϊκὰ μνημόσυνα. ΢᾿ αὐτό, ποὺ τελέστηκε στὶς 22 Ὀκτωβρίου στὴ
μητρόπολη τὦν Ἀθηνὦν, παρέστησαν καὶ οἱ Ῥιζαρεἶτες, ἐν῵, στὴ συνέχεια, ἔρανος
μεταξὺ τὦν καθηγητὦν καὶ μαθητὦν τ῅ς ΢χολ῅ς ὑπὲρ τ῅ς Μακεδονίας ἀπέφερε τὸ
ποσὸν τὦν 155 δρχ. Σέλος, στὶς 21 Μαΐου τοὖ 1905 στὴν ἐκκλησία τ῅ς Ῥιζαρείου ἔγινε καὶ
ἄλλο μνημόσυνο «ὑπὲρ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πεσόντων». Καὶ ἡ δεύτερη: Μὲ ἐνέργειές του
πέτυχε τὴ χορήγηση κάθε χρόνο τεσσάρων ὑποτροφιὦν σὲ μαθητὲς προερχομένους ἀπὸ
τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἐν῵ εἷχε στενὴ συνεργασία μὲ τὸν καθηγητὴ τ῅ς Υιλοσοφικ῅ς ΢χολ῅ς
καὶ πρόεδρο τοὖ Μικρασιατικοὖ ΢υλλόγου «Ἡ Ἀνατολή» Μαργαρίτη Εὐαγγελίδη.
Γενικά, γιὰ τὸ πὼς ἀντιλαμβανόταν ὁ Ἅγιος τὸν ὆όλο τοὖ Ἕλληνος, μ᾵ς πληροφορεἶ ἡ
ὁμιλία του μὲ θέμα «Περὶ κλήσεως καὶ ἀποστολ῅ς τοὖ Ἕλληνος», ποὺ ἔγινε πάλι στὴ
Ῥιζάρειο, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τὦν διπλωμάτων τὦν ἀπολυθέντων ἱεροσπουδαστὦν τὸ
1906, ἐποχὴ ποὺ ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὦνας βρισκόταν σὲ ἔξαρση. Νομίζει κανεὶς πὼς ὁ
Ἅγιος Διευθυντής της μιλάει γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή. Σόνιζε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα:

Ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐπεκράτησεν ἐθνικός τις ἐγωισμὸς ζητῶν νὰ ἐπικρατήση αὐτὸς μεταξὺ
πάντων, δὲν ἐσεβάσθη οὔτε θεῖα οὔτε ἀνθρώπινα δίκαια καὶ ἐκήρυξε πόλεμον κατὰ τὲ τῶν
θείων καὶ ἀνθρωπίνων δικαίων, ἀνακηρύξας ὡς δίκαιον τὸ ἑαυτοῦ συμφέρον καὶ ὡς
δικαιοσύνην τὴν ἑαυτοῦ ἰσχὺν (...) Ὁ ΢ταυρὸς ἥν καὶ ἔσται ἐσαεῖ τῷ Ἕλληνι τὸ σύμβολον
τῶν ἠθικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν αὐτοῦ, ὑπὲρ ὧν ἠγωνίσθη καὶ ἃς τῷ αἵματι αὐτοῦ
ὑπεστήριξεν. Διὰ τοῦ ΢ταυροῦ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος περιεγένετο τὸν κατακλυσμόν, τοῦ
κατακλύσαντος τὰ ἀρχαῖα ἔθνη (...) Σὸ ἑλληνικὸν ἄρα ἔθνος ὀφείλει ἐν συναισθήσει
γενόμενον τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀποστολὴς αὐτοῦ νὰ ἐργασθῆ πρώτον, ὅπως τελειωθῆ αὐτὸ
ἐν σοφίᾳ καὶ ἀρετή, ἐν τῇ ἐπιγνώσει τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ δεύτερον,
ὅπως ἐργασθῆ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν πλησίων αὐτοῦ, συνεχίζων οὕτω τὸ ἔργον τῶν
εὐκλεῶν αὐτοῦ προγόνων, τῶν ἀνεγνωρισμένων εὐεργετῶν τῆς ἀνθρωπότητος (...) Ἡ
πατρὶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἔχει σήμερον ὑπὲρ ποτὲ ἀνάγκην ἀνδρῶν ἀφοσιωμένων εἰς τὰς
ἀρχὰς τοῦ ΢ταυροῦ, ἀνδρῶν ἀκαταπονήτων, ἀνδρῶν ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτούς, ἀλλὰ διὰ τὸ
γέvoς καὶ τὴv ἐκκλησίαν. Εἰς ὑμᾶς, ἀγαπητοὶ μαθηταί, προσβλέπει ἡ σχολὴ καὶ τὸ ἔθνος καὶ
ἡ ἐκκλησία ἡμῶν ἀναμένει τὴν φιλοπάτριδα ἐργασίαν καὶ τὴν λόγῳ καὶ ἔργῳ ὑποστήριξιν
τῶν ἀρχῶν τῆς ἀληθείας, τῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου καὶ τῶν δικαίων τῆς πατρίδος καὶ τῆς
ἐκκλησίας.

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, στὴν καθημερινὴ ἀναστροφή του στὴ σχολή, ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς ὁ
Διευθυντής της δὲν δίσταζε, δίνοντας τὸ καλὸ παράδειγμα, ν᾿ ἀσχοληθεἶ καὶ ὁ ἴδιος
προσωπικὰ μὲ διάφορες χειρωνακτικὲς ἐργασίες, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν καθαριότητα
κοινοχρήστων χώρων, πρ᾵γμα ποὺ ἄλλοι οὔτε θὰ διανοοὖνταν νὰ κάνουν, καὶ
ἀδιαφορὦντας ἅν καμιὰ φορὰ μερικοὶ ἐκμεταλλεύονταν τὴν καλοσύνη του ἥ τοὖ
ζητοὖσαν ν᾿ ἀσκήσει τὰ καθήκοντά του μὲ μεγάλη αὐστηρότητα. Ἡ διαμόρφωση τοὖ
κήπου τ῅ς σχολ῅ς εἷναι δικό του δημιούργημα. Γράφει ὁ Φρυσόστομος Παπαδόπουλος:
«Κατέστη δυνατόν, δι᾿ ἀτρύτων ἀληθὦς μόχθων τοὖ Διευθυντοὖ, νὰ καλλιεργηθ῅ καὶ
διακοσμηθ῅ ὁ κ῅πος τ῅ς ΢χολής». Ἕνας μαθητὴς τ῅ς περιόδου 1892-1897 ἔγραφε
ἀργότερα ὅτι πολλὲς φορὲς ἱεροσπουδαστὲς μελετοὖσαν «ἐν τῷ ἀγροκηπίῳ τῆς ΢χολῆς
παρὰ τὴv κρήνην τοῦ τέως διευθυντοῦ ἁγίου Πενταπόλεως κ. Νεκταρίου παρὰ τὰς
ἀειθαλεῖς μυρσίνας».

Βασικότατο στοιχεἶο τ῅ς σχολικ῅ς παιδαγωγικ῅ς πράξης o Ἅγιος θεωροὖσε τὴν ὕπαρξη
ἔντονης λατρευτικ῅ς ζω῅ς. Ἡ Ῥιζάρειος, ποὺ τότε οἱ διδακτηριακές της ἐγκαταστάσεις
βρίσκονταν, ὅπως ἀναφέραμε, στὴν ὁδὸ Βασιλίσσης ΢οφίας (τότε ὁδὸς Κηφισίας), εἷχε
γίνει ἐπὶ τὦν ἡμερὦν τοὖ σπουδαἶο λατρευτικὸ κέντρο, ἀφοὖ πολλοὶ ἦσαν ἐκεἶνοι, ποὺ
συναγωνίζονταν νὰ προμηθευτοὖν μία ἄδεια εἰσόδου καὶ νὰ παρακολουθήσουν στὴν
ἐκκλησία τοὖ Ἁγίου Γεωργίου τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες.

Ἐνδεικτικὦς ἀναφέρουμε τὰ ὅσα ἔγραφε ἡ ἐφημερίδα τὦν Ἀθηνὦν «Πρωΐα» γιὰ τὸν
ἑορτασμὸ τ῅ς ἐκκλησίας καὶ τὴν τέλεση τοὖ καθιερωμένου μνημοσύνου ὑπὲρ τὦν
Ἱδρυτὦν τὸ 1896: Ἐν τῷ ναῷ τῆς Ῥιζαρείου ΢χολῆς ἐτελέσθη χθὲς μετὰ μεγάλης εὐλαβείας
καὶ τάξεως τὸ ἐτήσιον μνημόσυνον τῶν ἀοιδίμων ἱδρυτῶν αὐτῆς. Σὸ κατάστημα ἥν
μυρτοστόλιστον, αἱ εἰκόνες δὲ τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου Ῥιζάρη ἐστεμμέναι δι᾿ ἀνθέων. Ἐν
τῷ ναῷ παρίστατο τὸ τὲ διοικητικὸν καὶ πολυμελὲς συμβούλιον τῆς σχολῆς, οἱ καθηγηταί,
οἱ μαθηταὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι χριστιανοί. Ἡ ἀκολουθία ἐψάλη μετὰ πολλῆς κατανύξεως καὶ
μουσικῆς ἁρμονίας χοροστατοῦντος τοῦ σεβ. ἱεράρχου καὶ εὐδοκίμου διευθυντοῦ τῆς
σχολῆς κ. Νεκταρίου καὶ βοηθοῦντος τοῦ διακεκριμένου μουσικοῦ κ. ΢ακελλαρίδου διὰ τοῦ
πολυτίμου ταλάντου του ἐξαίροντος τὰς ψυχὰς τῶν ἐκκλησιαζομένων μέχρι τοῦ θείου
ὕψους. Πάντες οἱ μαθηταὶ εὐγνωμονοῦντες ἤνουν τὸν Θεὸν καὶ τοὺς μεγάλους ἱδρυτὰς
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν ὁποίων πάντες ἀπερχόμενοι τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς ΢χολῆς διαπύρως
ηὔχοντο.

΢᾿ αὐτὰ ἅς προστεθοὖν καὶ οἱ κατὰ καιροὺς διαλέξεις, ποὺ γίνονταν σ᾿ αὐτὴ ἀπὸ
σπουδαίους ἐπιστήμονες καὶ οἱ ὁποἶες ἀνέβαζαν σημαντικὰ τὸ κὖρος της καὶ τὴν ἔκαναν
ἀκτινοβόλο πνευματικὸ ἵδρυμα. Ἐπίσης μεγάλη ὑπ῅ρξε ἡ φροντίδα τοὖ Ἁγίου καὶ γιὰ
τὸν ἐμπλουτισμὸ τ῅ς βιβλιοθήκης τ῅ς ΢χολ῅ς. ΢ῴζεται, π.χ., ἔγγραφο τοὖ ΢χολάρχη, μὲ
τὸ ὁποἶο εὐχαριστεἶ τὸν ὑποπρόξενο τ῅ς Ἀμερικ῅ς καὶ ἔφορο τ῅ς Ῥιζαρείου σχολ῅ς Λ.
Νικολαΐδη γιὰ τὴ δωρεὰ 479 βιβλίων, ἐν῵ ταυτόχρονα τοὖ στέλνει κι αὐτὸς ὡς ἀντίδωρο,
γιὰ νὰ τὰ διαθέσει κατὰ βούλησιν ἀπὸ πέντε ἀντίτυπα τὦν βιβλίων του Ἱερὰ
Κατήχησις, Ποιμαντική καὶ Ἐπικαὶ καὶ ἐλεγειακαὶ γνῶμαι.

Ἐπιπλέον ὁ ἴδιος, πέρα ἀπὸ τὴ διαρκὴ καὶ γνήσια συμμετοχή του στὶς ἐκκλησιαστικὲς
συνάξεις, προσευχόταν ἀενάως γιὰ τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς Ῥιζαρείου, ἔγραψε παλαιὸς
μαθητής:

Σὰς δὲ νυκτερινὰς ὥρας, ὅτε ἡ ΢χολὴ ἡσύχαζε τελείως καὶ οἱ πάντες ἐκοιμὦντο, ἐλέγετο
ὅτι ὁ Νεκτάριος κατήρχετο ἐκ τοὖ δωματίου του καὶ ἐξήρχετο τ῅ς ΢χολ῅ς καὶ ἐκεἶ ἔξω
χαμηλὰ εἰς τὴν νοτίαν ἔξοδον τ῅ς ΢χολ῅ς, κατὰ τὸν κ῅πον, ὑπὸ παντοίας καιρικὰς
συνθήκας γονυπετὴς προσηύχετο ἐπὶ μακρὸν πλησίον τοὖ φυλασσομένου διὰ σιδηροὖ
κιγκληδώματος μικροὖ χώρου, ὅπου ἦτο φυτευμένος φοἶνιξ. Εἰς τὸν χὦρον τοὖτον ἦτο
ἄλλοτε μικρὸν παρεκκλήσιον.

Σὴν ὅλη ἀγαθὴ ἐπι὇὆οὴ τοὖ Ἁγίου ἐπάνω στοὺς μαθητὲς ἐπιμαρτυροὖν καὶ οἱ τρόφιμοι
τ῅ς ΢χολ῅ς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διακρίθηκαν ὡς ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι,
καθηγητὲς Πανεπιστημίου, καθηγητὲς μέσης ἐκπαίδευσης, δάσκαλοι, δημόσιοι
ὑπάλληλοι, ἐπιχειρηματίες, κλπ. Ἐνδεικτικὰ μνημονεύουμε, σημειώνοντας καὶ τὸν
χρόνον ποὺ φοίτησαν στὴ Ῥιζάρειο, τοὺς ἐπισκόπους Κίτρους Παρθένιον Βάρδακα (1894-
1895), Κισάμου καὶ ΢ελίνου Ἄνθιμο Λελεδάκη (1894-1895), Πάφου Ἰάκωβο Ἀντζουλ᾵το
(1894-1897), Σρίκκης καὶ ΢ταγὼν Πολύκαρπο Θωμ᾵ (1894-1897), Γόρτυνος καὶ
Μεγαλοπόλεως Γερμάνο Φατζηανέστη (1895-1899), Ἀρδαμερίου Καλλίνικο Κρεατσούλη
(1896-1901), Βερατίου καὶ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπον Ἀλβανίας Φριστόφορο Κίσση (1897-
1898), Δρυϊνουπόλεως Φριστόφορο Φατζ῅ (1900-1907), Υωκίδος Ἀθανάσιο Παρίση (1903-
1908), Ἀργολίδος Ἰωάννη Παπασαράντου (1904-1908), Περιστερ᾵ς Εὐστάθιο ΢κάρπα
(1904-1908), Καρυστίας, καὶ ΢κύρου Ἀνανία Μάνο (1907-1908) καὶ Πέτρο Σζοβάνη
ἐπίσκοπο στὴν Ἀλβανία, ποὺ μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τοὖ κομμουνιστικοὖ καθεστὦτος
τοὖ Φότζα ἐκτελέστηκε, τοὺς ἀρχιμανδρἶτες Ἰωακεὶμ ΢πετσιέρη (1894-1897) καὶ Γερβάσιο
Παρασκευόπουλο (1905- 1907), τοὺς πρεσβυτέρους Κωνσταντἶνο Ῥωμανὸ (1895-1898),
Νικόλαο Μυλων᾵ (1896-1901), Μ᾵ρκο Σσακτάνη (1902-1908), Ἄγγελο Νησιώτη (1904-1908),
Ἠλία Μπερτόλη (1904-1908) καὶ Θεμιστοκλ῅ Παπακωνσταντίνου (1904-1908), τοὺς
θεολόγους πανεπιστημιακοὺς καθηγητὲς καὶ ἀκαδημαϊκοὺς Γεώργιο ΢ωτηρίου (1895-
1899), Νικόλαο Λούβαρη (1900-1903) καὶ Παναγιώτη Παπαϊωάννου - Μπρατσιώτη (1902 -
1907), τὸν καθηγητὴ τ῅ς φιλοσοφίας Φαράλαμπο Γιερὸ (1903-1907) κ. ἄ.
Ἅγιος Νεκτάριος

΢οφοκλῆς Δημητρακόπουλος - Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου


στὸ Ἅγιον Ὄρος

Ὁ ΢οφοκλ῅ς Δημητρακόπουλος εἷναι φιλόλογος - συγγραφέας.

Σὸ καλοκαίρι τοὖ 1898 ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, μητροπολίτης Πενταπόλεως, διωγμένος ἀπὸ


τὴ θέση του στὴν Αἴγυπτο καὶ ὄντας τότε ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταπεινώσεις καὶ
ταλαιπωρίες, τὶς ὁποἶες ὅμως ὑπέμενε ἀγόγγυστα καὶ μὲ χριστιανικὴ καρτερία
διευθυντὴς τ῅ς Ῥιζαρείου ΢χολ῅ς, πραγματοποίησε προσκυνηματικὴ ἐπίσκεψη στὸ
Ἅγιον Ὄρος, στὸ ὁποἶο πάντοτε μὲ ἰδιαίτερο πόθο προσέβλεπε καὶ στὸ ὁποἶο, μετὰ τὴν
ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, σκόπευε νὰ μονάσει.

΢τὸ ἱστορικὸ Πρωτ᾵το τὦν Καρυὦν προσκύνησε τὴν ἐφέστιο τοὖ Ὅρους θαυματουργὴ
εἰκόνα «Ἄξιόν ἐστι», θαύμασε τὶς περίφημες τοιχογραφίες τοὖ Πανσέληνου καὶ
χοροστάτησε σὲ κάποιες ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὅπου ἔνιωσε βαθιὰ τὴν κατάνυξη, ποὺ μόνο
ὅσοι ἔχουν βρεθεἶ ἐκεἶ κατὰ καιρούς, καὶ μάλιστα ὅταν εἷναι πρώτη φορά, ἔχουν
αἰσθανθεἶ.

Ὡς καλόγερος

΢τὴ συνέχεια, φορώντας τὸν σκοὖφο καὶ τὸ ταπεινὸ ράσο τοὖ καλόγερου, μὲ χοντρὰ
ἄρβυλα, καὶ εἴτε πεζοπορώντας γιὰ ὧρες, εἴτε μὲ ζὦα ποὺ μὲ προθυμία ἔθεταν στὴ
διάθεσή του οἱ μοναχοί, εἴτε μὲ τὰ πλοιάρια, ἐπεσκέφθη πολλὰ μοναστήρια, καθίσματα,
καλύβες, κελλιά, σκ῅τες καὶ ἡσυχαστήρια. Θαυμαστ῅ς της φύσης καθὼς ἦταν, μέσα στὶς
μακρὲς πορεἶες του στὸν παρθενικὸ αὐτὸ τόπο μὲ τὰ πυκνὰ δάση, τὶς ὑψίκορμες
καστανιὲς καὶ τὶς ὀξιές, τὰ κυπαρίσσια καὶ τὰ ἔλατα, στὸν παραδεισένιο αὐτὸ χὦρο μὲ
τὴν πλούσια βλάστηση, τὰ γάργαρα νερὰ καὶ τὰ κελαϊδίσματα τὦν πτηνὦν, μὲ τὴν
ἀπέραντη βαθυκύανη θάλασσα νὰ ἁπλώνεται μπροστὰ στὰ μάτια του, ἔνιωσε πιὸ κοντὰ
στὸν Δημιουργό.

΢τὰ ἱερὰ καθιδρύματα προσκύνησε Σίμιο Ξύλο, ἅγια λείψανα μαρτύρων καὶ ὁσίων,
καθὼς καὶ θαυματουργεἶ εἰκόνες, ἐνὦ στὰ εἰκονοστάσια καὶ στοὺς «ἱστορημένους»
τοίχους τὦν ἐκκλησιὦν θαύμασε ταπεινὦν καὶ εὐλαβὦν ἁγιογράφων τὴν ἔνθεη τέχνη.
Ἐκεἶ γνώρισε καὶ συναναστράφηκε μὲ ἁγίους μοναχούς, κοινοβιάτες καὶ ἀσκητὲς καὶ
γεμάτος ταπείνωση, ἅς ἦταν ἀρχιερέας, μαθήτευσε κατὰ Φριστὸν κοντά τους.

΢τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, εἴτε χοροστατοὖσε ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ Θρόνο, εἴτε στεκόταν στὸ
ταπεινὸ στασίδι ποὺ τὸ εἷχαν γυαλίσει μὲ τοὺς τριμμένους ἀγκὦνες τοὺς γενιὲς
μοναχὦν, εἴτε γονυπετοὖσε στὰ πλακόστρωτα δάπεδα, ποὺ τὰ εἷχαν βρέξει μὲ τοὺς
κρουνοὺς τὦν δακρύων τους καὶ τὰ εἷχαν σφουγγίσει μὲ τὶς πολυάριθμες στρωτές τους
μετάνοιες μοναχοὶ αἰώνων, ἀκούγοντας νὰ ψάλλονται μὲ θεσπέσιο πραγματικὰ τρόπο
τὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ μέλη, βλέποντας τοὺς μοναχούς με τὰ κουκούλια ἀκίνητους
σὰν σκιὲς μέσα στὸ μισοσκόταδο, μεταφερόταν σὲ οὐράνιους κόσμους.

Προσκυνήματα
Παράλληλα, ὡς ἄνθρωπος τὦν γραμμάτων, θαύμασε τὰ σκευοφυλάκια μὲ τοὺς
ἀμύθητους θησαυροὺς καὶ ὅσο ὁ χρόνος τοὖ ἐπέτρεπε, μελέτησε καὶ κάποια χειρόγραφα,
ποὺ τὸν ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα. Παραθέτουμε ἐλάχιστα στοιχεἶα γιὰ μερικὰ συγκεκριμένα
προσκυνήματά του:

΢τὶς 6 Αὐγούστου, γιορτὴ τ῅ς Μεταμόρφωσης τοὖ ΢ωτ῅ρος, βρισκόταν στὴ Μεγίστη
Λαύρα, ἐνὦ στὶς 15 Αὐγούστου, γιορτὴ τ῅ς Κοίμησης, λειτούργησε στὸ μοναστήρι τὦν
Ἰβήρων, ὅπου καὶ προσκύνησε τὴ δεύτερη ἐφέστιο εἰκόνα τοὖ Ἁγιώνυμου Ὅρους, τὴ
φημισμένη θαυματουργὸ εἰκόνα τ῅ς «Πορταΐτισσας».

Ἐνδιάμεσα τὦν Καρυὦν, τ῅ς Λαύρας καὶ τὦν Ἰβήρων ἐπεσκέφθη τὸν Μυλοπόταμο, ὅπου
ἀσκήτευε ὁ πρ. Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´, μετὰ τὴν πρώτη του πατριαρχία.
Αὐτὸ ἦταν φυσικό, δεδομένης τ῅ς φωτειν῅ς προσωπικότητας τοὖ μεγάλου ἐκείνου
Πατριάρχη.

Ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος π. Γαβριὴλ Διονυσιάτης, μοναχὸς στὸ Ὄρος ἀπὸ τὸ 1910,
«Εὐλογία Θεοὖ διὰ τὸν ἁγιώνυμον τόπον. Ἡ ἔλευσις τοὖ Πατριάρχου ἠλέκτρισε τὰ
πλήθη τὦν Ὀρθοδόξων καὶ παρετηρήθη ἐξαιρετικὴ συρροὴ εἰς ἀριθμὸν καὶ ποιότητα
θεοφιλὦν ψυχὦν (...). Οὐδεὶς τουλάχιστον τὦν ἡμετέρων παρέλειψε νὰ διέλθη ἐκ
Μυλοποτάμου, ἵνα λάβῃ ἐκεἶθεν σὺν τῆ εὐλογίᾳ καὶ τὰ ψυχικὰ ἐφόδια (...). Ὁσάκις δὲ ἐν
Κωνσταντινουπόλει μετέπειτα ἐδέχετο ἁγιορείτας ἔπιπτε κυριολεκτικὦς ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτὦν καὶ κατεφίλει αὐτούς».

Ἀποκάλυψη

΢τὰ Κατουνάκια καὶ στὴν Ἀδελφότητα τὦν Δανιηλαίων δὲν ἀποκάλυψε τὴν ταυτότητά
του, ἀλλὰ παρουσιάστηκε σὰν ἄγνωστος ἁπλὸς μοναχός. Κάποια ὥρα, σὲ ἕναν περίπατο
στὰ γειτονικὰ κακοτράχαλα, ἀλλὰ ἁγιασμένα Καρούλια, ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη. Πρόκειται
γιὰ τὴ συγκινητικὴ συνάντησή του μὲ ἕναν διακριτικὸ ἐρημίτη, τοὖ ὁποίου, δυστυχὦς δὲν
διασώθηκε τὸ ὄνομα καὶ ὁ ὁποἶος, χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεἶ, τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἐπισήμανε
τὴν ἁγιότητά του.

Ἡ ἐπίσκεψη τοὖ Ἁγίου στὰ Κατουνάκια ἔγινε ἀπαρχὴ στενὦν πνευματικὦν δεσμὦν τοὖ
Ἁγίου με τὸν Οἷκο τὦν Δανιηλαίων καὶ εἰδικότερα μὲ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποἶος σὲ
ἐπιστολὲς του ζὦντα τὸν χαρακτήριζε «ἁγιώτατον, διάσημον, Ἀρχιερέα κοιμὦντα ταἶς
ἀρεταἶς καὶ τοἶς παλαιοἶς Ἁγίοις Πατράσιν ἐφάμιλλον (...) Μέγαν της Ἐκκλησίας Πατέρα
(...) διορατικώτατον Πατέρα».

΢τὴν Ἁγία Ἄννα συναντήθηκε μὲ ἁγιασμένους ἀνθρώπους, ὅπως τὸν «ἁγιώτατον καὶ
ἀσκητικώτατον» ἐπίσκοπο πρώην Μετρὦν Δοσίθεο, τὸν χαρισματικὸ παπα-Μην᾵ τὸν
Μαυροβούνιο καὶ τὸν ταπεινὸ καὶ διακριτικὸ μοναχὸ Ἰωάσαφ, μὲ τὸν ὁποἶο μάλιστα
διατηροὖσε κατόπιν συχνὴ ἀλληλογραφία.

΢ὲ ἕνα γράμμα τοὖ Ἁγίου ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία αὐτή, γίνεται μία «θαυμάσια ἀναλυτικὴ
σύγκριση μεταξὺ τ῅ς ἀξίας ἑνὸς ἀρχιερέως ὡς ἀξιώματος καὶ ἑνὸς μοναχοὖ ἐναρέτου»
(Θεόκλητος Διονυσιάτης).

΢τὴ ΢ιμωνόπετρα

΢τὴ ΢ιμωνόπετρα ἔμεινε ζωντανὴ ἡ ἀνάμνηση τ῅ς ἐπίσκεψής του στὸ γηροκομεἶο της,
ἐνὦ ἰδιαίτερος παρέμεινε ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος μὲ τὸν Ἅγιο τοὖ Ἱερωνύμου τοὖ
΢ιμωνοπετρίτη. Ὁ νεαρὸς τότε μοναχὸς ἐντυπωσιάστηκε πολὺ καὶ ὅταν κατὰ καιροὺς
κατέβαινε στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Μετόχι τ῅ς Ἀνάληψης στὸν Βύρωνα, πήγαινε καὶ ὡς τὴν
Αἴγινα γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του καὶ ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοὖ 1920, τοὖ
συμπαραστάθηκε στὴ νοσηλεία του στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεἶο.

Σότε ὁ Ἅγιος τοὖ ἐξομολογήθηκε τὸν μύχιο πόθο του: «Ἂν ὁ Θεὸς μοὖ δώσει τὴν ὑγείαν
μου, θὰ ξαναέλθω εἰς Ἅγιον Ὄρος».

Ἐγκαταλείποντας τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος ἔφυγε εὐχαριστημένος,


πνευματικὰ ὠφελημένος καί, ὁπωσδήποτε, ἡ βιωτὴ τὦν Ἁγιορειτὦν πατέρων τὸν
βοήθησε στὴ διοργάνωση τοὖ μοναστηριοὖ του στὴν Αἴγινα. Εἷχε πάει μὲ καλὴ
προαίρεση, γι᾿ αὐτὸ μπόρεσε καὶ εἷδε ὅσα θαυμάσια ἔπρεπε νὰ δεἶ.
Ὁμολογία ἀσκητοῦ περὶ τῆς Ἁγιότητος
τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν
Νεκταρίου, Ἐπισκόπου Πενταπόλεως

Ἀποφεύγοντας λοιπὸν νὰ παρασταθοὖμε καὶ παρακολουθήσουμε εἴτε γενικά, εἴτε μὲ


λεπτομέρειες τὴν παραμονή του στὴ χερσόνησο τοὖ Ἄθω, τὴν καταγεμάτη διδαχή,
συγκίνηση καὶ δέος, θὰ βρεθοὖμε κοντὰ σὲ μία ἐπίσκεψη ποὺ ἔκανε μιὰ ἀπὸ κεἶνες τὶς
ἡμέρες στὰ Καυσοκαλύβια, στὴ δροσερὴ Κερασιὰ κι ἀπὸ ἐκεἶ στὰ Κατουνάκια, στὸ
Ἡσυχαστήριο τὦν ζωγράφων Δανιηλαίων, στὴν ἀκροτοπιά, πού, ὅπως λένε, ψέλνουν
ἀγγελικά. Ἦταν μία ταλαιπωρία, γιὰ νὰ φθάσει ὡς ἐκεἶ. Ἀλλὰ ὑπερνικήθηκε ἀπὸ τὸν
ἔρωτα ποὺ ἔνοιθε γιὰ βυζαντινὲς μελῳδίες, γιὰ κατανυκτικοὺς ὕμνους στὴν Ὑπεραγία
Θεοτόκο.

΢τὰ Κατουνάκια οἱ περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαἶοι ἀπὸ ἀδελφὸ σὲ ἀδελφὸ φύλαγαν τὸ


θησαυρὸ τοὖ ἀρχαίου μέλους, ἰσοκρατοὖσαν καὶ ἔμελπαν τὴν ὑμνολογία χρωματίζοντας
τὸ λόγο σὰν ἄγγελοι. Κάτι τὸ ἀσύλληπτο, τὸ «὆αντίζον τὴν ψυχὴν θεϊκὴν δρόσον καὶ
ἀγαλλίασιν». ΢τὸ Ἡσυχαστήριό τους, περίφημο γιὰ τὴν Ἀβραμιαία φιλοξενία του,
ἐμόναζαν καὶ τότε κάπου δώδεκα ἀδελφοί, οἱ ὁποἶοι ζοὖσαν μεταξύ τους μὲ ἄκρα
ὑπακοή, ἁπλότητα καὶ ἀγάπη. Ἐκτελοὖσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες μὲ τέτοια κατάνυξη,
ποὺ ὁ ἐπισκέπτης λησμονοὖσε τὰ πάντα, αἰθεροπιανόταν, ξέφευγε ἀπὸ τὴ χοϊκὴ οὐσία
καὶ ἐπιθυμοὖσε νὰ μὴ σαλέψει ποτὲ ἀπὸ κεἶ. Κάπου δέκα λεπτὰ τ῅ς ὥρας πορεία, κάτω
ἀπὸ τὸ Ἡσυχαστήριό τους, ἦταν τὸ φρικτὸ Καρούλι, ἕνας ἀπόκρημνος βράχος πάνω ἀπὸ
ἑκατὸ μέτρα, ὅπου κάτω χαμηλὰ στὶς ἀκριές του βρεχόταν ἀπὸ τὸ μανιασμένο κὖμα.

Οἱ Δανιηλαἶοι δὲν εἷχαν εἰδοποιηθεἶ γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του, δὲν ἤξεραν ποιὸς εἷναι.
Παρουσιάστηκε μὲ καλογερικὸ σκοὖφο, μὲ τὰ παλαιὰ ράσα ποὺ χρησιμοποιοὖσε στὴν
καλλιέργεια τὦν λουλουδιὦν τοὖ κήπου τ῅ς Ῥιζαρείου, μὲ χοντρὲς καλογερίστικες
ἀρβύλες. Εἷπε πὼς ἦταν ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Σὸν ὑποδέχθηκαν ὅμως ὅπως
πάντα μὲ ἐγκαρδιότητα, μὲ Ἀβραμιαία, ὅπως εἴπαμε, καλοσύνη καί, ἀφοὖ τὸν ἐκέρασαν
νωπὰ σὖκα, φουντούκια μὲ ἀγριόμελο, εὐχαριστήθηκαν ποὺ θὰ ἔμενε μερικὲς μέρες
κοντά τους νὰ παρακολουθήσει τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.

Ἀλλὰ τὰ λίγα λόγια του, περίεργο, εἷχαν οὐσία, τόξευαν ἀκτἶνες «Θείου Υωτός!». Ὅπου
καθὼς σὲ μιὰ στιγμὴ ὕστερα ἀπὸ τὶς πρὦτες περοποιήσεις σιγοπερπατοὖσαν μὲ ἕναν
ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Δανιηλαίους, τὸν πέμπτο της συντροφι᾵ς, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸ
φοβερὸ βράχο τοὖ Καρουλίου, συναπαντοὖν ἕναν ἄγνωστο «περίεργο» ἐρημίτη,
μελαμψό, μὲ καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, μὲ δύο μεγάλα μάτια ποὺ σὲ
καθήλωναν...

-Εὐλογεἶτε...ψιθύρισε ὁ Νεκτάριος. Κι ἀπόμεινε ἐκστατικός.

-Ὁ Κύριος, ἀποκρίθηκε αὐτός. Καὶ μονομι᾵ς ἔκανε παρατήρηση στὸν ἀδελφὸ Δανιήλ.

-Πὦς προπορεύεσθε, ἀδελφέ, ἀπὸ τὸν Πενταπόλεως, τὸν πρὸ πολλοὖ ἐνταχθέντα
μεταξὺ τὦν ἁγίων ἱεραρχὦν; ΢ὰ νὰ τοὺς κόπηκε ἡ ἀναπνοή. Ὁ Δανιὴλ ἀπόμεινε νὰ
κυττάζει χαὖνος. Ἐκεἶνος ἐκύτταζε τὰ μάτια τοὖ ἐρημίτη καὶ σώπαινε. Ἡ καρδιά του
γοργοκτυποὖσε. Εἷχε λοιπὸν δίπλα του μίαν ἄγνωστη ἀγωνιστικὴ ψυχή, εὐλογημένη μὲ
τὸ ποορατικὸ χάρισμα; Ἄθελά του δάκρυσε.
-Ὑπερευλογημένο τὸ ὄνομα τοὖ Κυρίου μας, ἀδελφέ, ψιθύρισαν τὰ χείλη του. Μὴν
ἀναφέρετέ τι διὰ τὸν ταπεινὸν δοὖλον του. Παρακαλὦ... παρακαλὦ, δεχθεἶτε... τὸν
ἀσπασμόν μου. Κι ἐπλησίασε κι ἔσκυψε νὰ φιλήσει τὸ ὆οζιασμένο χέρι τοὖ ἐρημίτη.

Ἐκεἶνος τραβήχθηκε μὲ φόβο. Καὶ σκύβοντας μὲ τὴ σειρά του νὰ φιλήσει τὸ χέρι τοὖ
ἐπισκέπτη, βρέθηκαν οἱ δύο πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἀντάλλαξαν ἐγκάρδιο ἀσπασμό.

-Φθὲς οἱ δαίμονες φρύαξαν... ψιθύρισαν τὰ χείλη τοὖ ἀσκητ῅. Μεταβλήθησαν σὲ σμ῅νος


μεγάλων κωνώπων, μὲ ἔπληττον καὶ προσπαθοὖσαν νὰ μὲ ἀφήσουν χάμου ἀναίσθητον.
Πλὴν ὅμως δὲν ἴσχυσαν εἰς τὸ σημεἶον τοὖ Σιμίου ΢ταυροὖ. Εἰς δὲ τὴν φράσιν
«Ἀναστήτω ὁ θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοὖ», ἐξηφανίσθησαν.

-Διατί;

-Διότι θὰ μοὖ ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσω ἕναν φοβερὸ διώκτην των. Σί νέα ἀπὸ τὸν
κόσμο;

-Σί νέα... Πόλεμοι, ἀτασθαλίαι, ζυμώσεις καί...

-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ὁ ἐρημίτης. Κομπασμός, ὑπερηφάνεια, νοησιαρχία.

Ἀκολούθησε σιγή.

΢τὸ μεταξὺ ὁ ἀδελφὸς Δανιὴλ παρατηροὖσε μὲ ἔκσταση τὸν ἀπρόσμενο ἐκεἶνο


ἐπισκέπτη, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ προσπαθοὖσε μὲ λόγια συντριβ῅ς νὰ ἐπανορθώσῃ
τὴν παράλειψη προσφορ᾵ς τοὖ ἀνάλογου σεβασμοὖ.

-΢᾵ς ἀντιλαμβάνομαι, ΢εβασμιώτατε,ἐπίασε νὰ λέει ὁ ἀσκητής. Νοσταλγεἶτε τὴν


μόνωσιν. Ἀλλ᾿ ἐφόσον θεωρήσατε καθ῅κον νὰ ὑπηρετήσετε αὐτοπροσώπως τὸν λαόν,
ἐφόσον ὑπελογίσατε τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀγαπήσατε ἐκ μέσης καρδίας...
Θἄρθει καὶ ἡ μόνωσις.

Σὸν κύτταξε πάλι στὰ μάτια καὶ ξαναδάκρυσε.

-Σί φρονεἶτε διὰ τὸν εἰκοστὸν αἰὦνα ποὺ ἔρχεται; σιγορώτησε.

Ὁ ἐρημίτης δὲν ἀποκρίθηκε ἀμέσως. ΢ήκωσε τὸ βλέμμα ψηλά, π῅ρε βαθειὰ ἀναπνοὴ καὶ
εἷπε:

-Σέλος τὰ βασίλεια. Πόλεμοι... ἀνησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ὁ φόβος.

-Ὁ φόβος... ἐπαναλαβαν τὰ χείλη τοὖ Δανιήλ.

Δὲν εἷπαν ἄλλο τίποτα. Προχώρησαν καὶ οἵ τρεἶς γιὰ τὸ φοβερὸ βράχο...

Πηγή: http://dimitriosmamoglou.blogspot.com/
Ἅγιος Νεκτάριος

Η ΚΟΙΜΗ΢Η ΚΑΙ Ο ΕΝΣΑΥΙΑ΢ΜΟ΢ ΣΟΤ

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ ΢ώτου Φονδρόπουλου: Ὁ ἅγιος του αἰῶνα μας -Ὁ ὅσιος Νεκτάριος
Κεφαλᾶς- Ἀφηγηματικὴ Βιογραφία. Ἔκδοσις Ἱερ᾵ς Κοινοβιακ῅ς Μον῅ς Ἁγίας Σριάδος
Αἰγίνης. Δεύτερη Ἔκδοση- Διορθωμένη. σελ. 269-274)

΢τὸ ἀπόμακρο γιὰ κεἶνο τὸν καιρὸ νοσοκομεἶο τ῅ς Ἀθήνας, τὸ Ἀρεταίειο, ἡ γραμματεία
ἔπαιρνε ἀπ΄ ἔξω ἐντολὴ καὶ ἔδινε μέσα ἐντολὴ νὰ κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στὸν
μικρὸ παθολογικὸ θάλαμο γιὰ ἕναν γέροντα καλόγερο, ἀπὸ τὴν Αἴγινα.

Σὸν ἔφεραν κάποιο μεσημέρι δυὸ καλόγρηες κι ἕνας μέτριος στὸ ἀνάστημα σαραντάρης
ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μπ῅καν ἀνησυχοὖσε καὶ κρυφόκλαιγε. Ἔκαναν τὶς
διατυπώσεις τ῅ς εἰσόδου καὶ παραμον῅ς του στὸ θεραπευτήριο καὶ ἡ μία ἀπὸ τὶς δυὸ
καλόγρηες, ἔφυγε.

΢τὸν θάλαμο ποὺ τὸν τοποθέτησαν ἦταν ἄλλα τέσσερα κρεββάτια ὡστόσο μόνο τὰ δυὸ
ἦταν πιασμένα. ΢τὸ διπλανὸ τοὖ γέροντα τ῅ς Αἴγινας ἀναπαυόταν ἕνας ἄντρας περίπου
σαραντάρης ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τὦν κάτω ἄκρων. Ἦταν ἐπαρχιώτης
οἰκογενειάρχης, εἷχε πέσει σ΄ ἕνα γκρεμὸ ἀπὸ τὸ ζ῵ο του, χτύπησε κι ἀπὸ τότε τὸν
ἔσερναν μὲ τὰ φορεἶα. ΢τὸ παρακάτω, ἔμενε κάποιος γέροντας συνταξιοὖχος δάσκαλος,
μὲ οὐρολογικὴ κι αὐτὸς πάθηση.

»Σί νομίζεις γερόντισσα Εὐφημία, ἔκανε κάπου στὸν προθάλαμο σιγανασαίνοντας καὶ
σκουπίζοντας τὰ δάκρυά του ὁ ἄντρας, θὰ κάνει τὴν ἐγχείρηση, θ΄ ἀντέξει στὸ μαχαἶρι;»

Ἐκείνη ἀπόμεινε συλλογισμένη.

»Σί θ΄ ἀπογίνουμε δίχως τὴν εὐλογημένη του καθοδήγηση, πὦς θὰ ζήσουμε χωρὶς τὴν
προσευχή του;» συνέχισε ὁ ἄντρας.

»Ἐλπίζω, κύριε ΢ακκόπουλε, ἀποκρίθηκε τέλος ἡ καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ὁ καλὸς


Θεὸς θὰ λυπηθεἶ τὴν ἀδελφότητα, δὲν θὰ ἐπιτρέψει ν΄ ἀπομείνουμε εἴκοσι ὀκτὼ ψυχὲς
ὀρφανές.»

»Ὢ ἀδελφὴ Εὐφημία, σ΄ αὐτὸν ὀφείλω τὰ πάντα. Καὶ κυρίως τὸν θησαυρὸ τ῅ς ψυχ῅ς μου.
Αὐτὸς μὲ εἰσήγαγε εἰς τὸ εὗρος, τὸ ὕψος καὶ τὸ κάλλος ποὺ ἔχει ὁ Κύριος. Ἀπὸ νωρὶς
ἔχασα τὴν μητέρα μου καὶ τὸ ξεπέρασα, πρόπερσι ἀναπαύθηκε κι ὁ πατέρας μου,
ἄνθρωπος ὅλο αὐταπάρνηση κι εὐγένεια καὶ τὸ κατάπια. Ἂν μ᾵ς ἐγκαταλείψει κι ὁ ἅγιος
γέροντας, ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ὁδηγὸς καὶ μεσίτης εἰς τὸν Θεόν, θὰ καταντήσω
δυστυχ῅ς, θὰ παραμείνω δεντρὶ στὴν ἔρημο...»

Ἡ καλόγρηα τὸν ἀνακύτταξε μὲ κάποια στοργὴ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι.

Πέρασε ὁ πρὦτος μ῅νας, πέρασε κι ὁ δεύτερος.

Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει ἐγχείρηση, δὲν πρόλαβε νὰ περάσει ἀπὸ μαχαἶρι.


Ἡ Ἀθήνα συγκλονιζόταν ἀπὸ ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς γιὰ τὴν ἐκλογικὴ ἧττα τοὖ
Βενιζέλου, γιὰ τὶς ἀλλαγὲς στὴν Κυβέρνηση, γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοὖ ἐξόριστου Βασιλη᾵
Κωνσταντίνου, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι συζητοὖσαν, σχολίαζαν τὴν ἔκπτωση τοὖ
Μελετίου καὶ τὴν ἐπανανθρόνιση τοὖ Θεοκλήτου, ὅταν ὁ χλωμὸς ἀσκητικὸς ἐκεἶνος
γέροντας, ὁ καλόγερος τ῅ς Αἴγινας, ἔβλεπε ξαφνικὰ καταμπροστά του ἀνοιγμένους τοὺς
οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἀγγέλους κατὰ χιλιάδες νὰ τὸν ὑποδέχονται.

΢τάθηκε λίγο προτοὖ ξεψυχίσει κι ἀφουγκράστηκε. Ἀπὸ ψηλὰ κάποια γνώριμη φωνή,
κάποια ὁλόγλυκια φωνὴ σὲ ξένη χώρα, τὸν καλοὖσε.

»Εἴσελθε τέκνον, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοὖ Κυρίου σου. ΢ὲ ἀναμένει ὁ τ῅ς δικαιοσύνης
στέφανος.»

» Εἰς ἐμέ, εἰς ἐμὲ τὸ λέγεις Κύριε;» πρόλαβαν νὰ ψιθυρίσουν γιὰ στερνὴ φορὰ τὰ χείλη
του.

Κι ἀνοίγοντας τὸ στόμα νὰ πάρει ἀνασεμιά, εἷδε πὼς μεταφέρεται. Παρέδωσε τὴν ἅγια
του ὑπομονετικὴ ψυχὴ στὸν ἀγαπημένο του Ἀφέντη. ΢τὸν Ἀφέντη τὦν οὐρανίων, τὦν
ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Ἡ γερόντισσα Εὐφημία ἀναστατώθηκε.

»΢εβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ἀνάκραξε μὲ λυγμούς. Κύριε ΢ακκόπουλε, ποὖ εἷναι ὁ


κύριος ΢ακκόπουλος;... Σὸ τηλέφωνο παρακαλὦ, τὸ τηλέφωνο...

Ἦρθε μία σαβανώτρα ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοὖ νοσοκομείου νὰ βοηθήσει τὴ γερόντισσα.


Σὸ νεκρὸ σὦμα, μοσκομύριζε... Θεὲ καὶ Κύριε ! ... Κάτι π῅γε νὰ πεἶ ἡ γερόντισσα δὲν τὸ
μπόρεσε. Γιὰ μία στιγμὴ ἔβγαλαν τὴ μάλλινη φανέλλα καὶ τὴν πέταξαν πρόχειρα στὸ
διπλανὸ κρεββάτι. Κι ὥσπου νὰ προχωρήσουν νὰ τελειώσουν μὲ τὰ σάβανα, ὁ διπλανὸς
ἄ὇὆ωστος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τὦν κάτω ἄκρων κινήθηκε,
ξεπετάχθηκε ὄρθιος, ἀμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στὰ πόδια του κι ἔκανε τὸ σταυρό του.

»΢ηκώθηκα, περπατάω! ἀνάκραξε δυνατά, Θεέ μου, ἔγινα καλά! Σί ἔχει αὐτὴ ἡ
φανέλλα;»

Γιὰ δές, ἦταν στ΄ ἀλήθεια ὄρθιος, περπατοὖσε !

Δὲν καλοκατάλαβαν, ἀπόμειναν νὰ χάσκουν. Σὸ νεκρὸ σὦμα μοσκομύριζε... Ἡ


γερόντισσα π῅ρε τὴ φανέλλα τὴν ἔβαλε ἕνα κουβάρι στὸ ὆άσο της. Σὰ χέρια τ῅ς ἔτρεμαν.

Ἀπόρησαν οἱ γιατροί, ἀπόρησε καὶ τὸ προσωπικὸ τοὖ νοσοκομείου ὅταν ἔμαθαν πὼς ὁ
φτωχὸς ὆ασοφόρος ἀπὸ τὴν Αἴγινα, ἦταν ἄλλοτε γενικὸς διευθυντὴς στὴ Ῥιζάρειο καὶ
ἦταν λέει... δεσπότης!

Μία νύχτα θρήνου πέρασε ἡ γερόντισσα Εὐφημία.

Ἀργὰ τὸ πρωὶ ἔφθασε ἕνας φίλος Ἀρχιμανδρίτης, ἱεροκήρυκας, ὁ Παντελεήμων


Υωστίνης καὶ λίγο πιὸ ἔπειτα ὁ πρωτοπρεσβύτερος Ἄγγελος Νησιώτης, διαλεκτὸς
μαθητής του στὴ Ῥιζάρειο καὶ δημιουργὸς ἀργότερα κατηχητικὦν σχολείων. Ἔφθασε
σωστὸ ἀνθρώπινο ὆άκος κι ὁ Κωστ῅ς ΢ακκόπουλος. Παράγγειλαν τὸ φέρετρο
παράγγειλαν τὴ νεκροφόρα καὶ λίγo ἀργότερα ξεκίνησαν γιὰ τὸν Πειραιά.
Σὸ βαποράκι τ῅ς γραμμ῅ς ἡ «Πτερωτή», θὰ σήκωνε ἄγκυρα γιὰ τὴν Αἴγινα ἀκριβὦς στὶς
δυὸ τὸ μεσημέρι. Ἡ νεκροφόρα μὲ λογὶς - λογὶς διατυπώσεις ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν,
ἔφθασε ἐμπρὸς στὸν καθεδρικὸ ναὸ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος στὸν Πειραιά, λίγo μετὰ τὶς
δώδεκα. Ὁ ναὸς βρέθηκε κλειστός, ὅλοι οἱ ἁρμόδιοι κι ὁ νεωκόρος, ἔλειπαν γιὰ
μεσημεριάτικη διακοπή.

Αὐθόρμητα μαζεύτηκε ὁλόγυρα στὸ πεζοδρόμι κόσμος. Ἀπὸ λαλιὰ σὲ λαλιά, ἀκούστηκε,
μαθεύτηκε στὴν ἐργατικὴ πόλη, ἡ κοίμηση τοὖ γέροντα τ῅ς Ῥιζαρείου. Κι ἕνας λαὸς
περικύκλωσε τὸ φέρετρο.

Καθὼς τὸ ἔφεραν σιμὰ στὰ σκαλοπάτια τοὖ ναοὖ γιὰ νὰ πάρουν τουλάχιστον μία
φωτογραφία στὴν πόλη καὶ στὸ χὦρο ποὺ τόσο εἷχε κηρύξει κι ἀγαπήσει κι ἄνοιξαν τὸ
καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι τὸ ἀσυνήθιστο, τὸ καταπληκτικό. Ἀπὸ
τὴν ἤρεμη καὶ γαλήνια μορφὴ ἔσταζε κάτι σὰν ἱδρὦτας ποὺ μοσκομύριζε... Θεὲ καὶ Κύριε
!

Ὁ Κώστας ὁ ΢ακκόπουλος σαστισμένος ἔτρεξε κι ἀγόρασε ἀπὸ τὸ περίπτερο ἕνα πακέτο


μπαμπάκι καὶ σκούπισε σιγὰ - σιγὰ καὶ ἀπαλὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τὸν μοσκομύριστο
ἱδρὦτα. Μερικοὶ τότε ἔπεσαν ἐπάνω του, τοὖ ἅρπαξαν τὶς τοὖφες τὸ μπαμπάκι,
τὄφερναν εὐλαβικὰ στὸ μέτωπό τους, ἄλλοι τὄκρυβαν στὶς τσέπες τους, ἄλλοι τὸ
παράχωναν στὸ στ῅θος.

»Δὲν ἔχει βάρος, δὲν ἔχει βάρος, εἷναι ΄λαφρὺς σὰν πούπουλο», φώναξαν καὶ οἱ ἄνδρες
ποὺ σήκωναν τὸ φέρετρο, ἕτοιμοι νὰ τὸ ξαναφέρουν στὴ νεκροφόρα.

Σὸ βαποράκι τ῅ς γραμμ῅ς ἡ «Πτερωτή» ἔφθασε στὶς τέσσερις παρὰ κάτι, ἀπόγευμα στὴν
Αἴγινα μὲ τὴ σημαία «μετζάστρα» στὸ πλωριὸ κατάρτι.

Προτοὖ ἀράξει στὸ μὦλο, ὁ καπετάνιος σφύριξε τρεἶς φορὲς πένθιμα καὶ συνθηματικά.

΢τὰ γαλανὰ νερὰ τοὖ ΢αρωνικοὖ ταξίδευε τὸ ἱερὸ λείψανο ἑνὸς ἀνθρώπου τοὖ Θεοὖ.
Ἑνὸς κληρικοὖ ποὺ δὲν καυχήθηκε ποτὲ γιὰ κάτι δικό του. Ἑνὸς ἱερομόναχου ποὺ
εὐαρέστησε τὸν ἅγιο Θρόνο μὲ τὴν ὑπακοή, τὸ ταπεινὸ φρόνημα, τὴν ὑπομονή, τὴν
πίστη, τὴν ἀγάπη.

Ἀμέτρητος λαὸς πλημμύρισε κάτω τὴν παραλία. Ὅλος σχεδὸν ὁ κλ῅ρος, ὅλοι οἱ
ἱερομόναχοι, ὅλες οἱ καλόγρηες ἀπὸ τὰ ντόπια μοναστήρια.

Οἱ γυναἶκες ἔκλαιγαν σιωπηλά, μερικὲς στέναζαν, μερικὲς μοιρολογοὖσαν.

»Παππούλη μας, προστάτη τ῅ς φτωχολογι᾵ς, τί θ΄ ἀπογίνουμε τώρα ποὺ μ᾵ς ἄφησες
ὀρφανὲς καὶ μόνες;»

Διακόσιοι τόσοι ἄντρες τσακώθηκαν ποιὸς θὰ σηκώσει τὸ φέρετρο. Ἦταν οἱ φίλοι του, οἱ
ψαράδες τοὖ γυαλοὖ, οἱ σφουγγαράδες ποὺ ταξίδευαν καὶ βουτοὖσαν πέρα στὴν
Σζιμπεράλτα καὶ στὸ Σούνεζι κι ἔφερναν σφουγγάρια τ῅ς εὐλογίας μὲ χαραγμένο στὴ
μέση τὸν τίμιο σταυρό, ἐργάτες ποὺ δούλεψαν στὴ μονὴ κι ἔφαγαν ψωμὶ ἀπὸ τὰ χέρια
του, oικοδόμοι, ἀγρότες ἀμπελουργοί, ἐπαγγελματίες καὶ πλανόδιοι.

Ὁ δήμαρχος μὲ τὸν ἀστυνόμο γιὰ νὰ τοὺς φέρουν σὲ λογαριασμό, τοὺς χώρισαν σὲ


τετράδες καὶ ὑπολόγισαν τὸ δρόμο κάπου δυὸ Ὠρες καὶ κάτι, ὤσαμε τὸ μοναστήρι.
΢ὲ λίγο τὰ πάντα τακτοποιήθηκαν καὶ ἡ πομπὴ ξεκίνησε.

Ἦταν κάτι τὸ ὆ιγηλὸ καὶ συγκινητικό. Ποτὲ ἡ Αἴγινα δὲ θυμόταν ἕνα τέτοιο ξόδι.

Αὐθόρμητα ἡ λαϊκὴ ψυχὴ ἀγκάλιασε τὸ λείψανο - θησαυρὸ τοὖ διαλεκτοὖ παιδιοὖ της
καὶ τόφερνε μὲ σφιχτὴ ἀνασεμιὰ στὴ θέση Ξάντος.

Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε τὴν πόλη καὶ τὴν παραλία. Οἱ καμπάνες στοὺς ναοὺς
σιγοχτυποὖσαν ὅπως τὴ μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ΄ ὅλες τὶς πόρτες καὶ
δροσερὰ λουλούδια ἔπεφταν ἀπὸ γρηὲς καὶ νιὲς καὶ δροσερὲς παρθένες. Ἕνα πλ῅θος
νέοι ὆ασοφόροι Ῥιζαρεἶτες ἀκολουθοὖσαν σιωπηλοί.

»Δὲν ἔχει βάρος, δὲν ἔχει βάρος, εἷναι λαφρὺς σὰν πούπουλο», φώναζαν κατάπληκτοι
κάθε τόσο οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰ σταυροδρόμια καὶ τὶς λαγκαδιές, καθὼς σήκωναν τὸ φέρετρο
κι ἑτοιμάζονταν ν΄ ἀλλάξουν βάρδια.

Σὸ μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ἀτελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογ῅ς ἄνθρωποι, γνωστοί,


ἄγνωστοι, καταλαχάρηδες τοὖ βουνοὖ, τοὖ λόγγου, τ῅ς ἀκρογυαλι᾵ς. Ὅλοι τους εἷχαν
διάθεση νὰ παρασταθοὖν, νὰ προσευχηθοὖν, νὰ ξενυκτίσουν, νὰ κλάψουν.

΢΄ ὅλο τοὖτο τὸ πλ῅θος καὶ στὶς καλόγρηες τ῅ς ἀδελφότητας ποὺ ἔκλαιγαν σὰν μικρὲς
νεαρὲς κοπέλλες, ξεχώριζε ἡ φυσιογνωμία τ῅ς ἡγουμένης, τ῅ς ὁσίας Ξένης, τ῅ς τυφλ῅ς.

΢τάθηκε κάποια στιγμὴ καταμπροστὰ στὸ φέρετρο, πάνω στὴ γαλήνια κι εὐγενικὴ
μορφή, ποὺ θα὇὆οὖσες ὅτι λαφροκοιμόταν, τὴ μορφὴ τοὖ πνευματικοὖ πατέρα καὶ
ὁδηγοὖ, τοὖ εὐεργέτη καὶ προστάτη της καὶ μὴ μπορὦντας μὲ τὰ τυφλὰ μάτια νὰ δεἶ, νὰ
προσέξει τὸν ἱδρὦτα - μύρο ποὺ κυλοὖσε ἀπὸ τὸ μέτωπο, τόνοιωσε σὰν ὄσφρηση, σὰν
εὐωδιὰ καὶ μένοντας ἀκίνητη καὶ κάνοντας τρεἶς φορὲς τὸ σημεἶο τοὖ σταυροὖ, εἷπε:

»Ὁ πατέρας μας δὲν πέθανε. Ζεἶ, μ᾵ς βλέπει καὶ προσεύχεται ἀπόψε γιά μας. Σὸ
μοναστήρι μας θὰ προκόψει δὲν θὰ τὸ ἀφίσει ὁ Κύριος. Ὅταν ζοὖσε καὶ τὸν
ἀπολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο καὶ ὁδηγό, αὐτὸ πάντα μας ἔλεγε. Αὐτὴ τὴν
προφητεία: Ἀπὸ δὦ, μ᾵ς ἔλεγε, κόρες μου, ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἐρημιές, σὲ μερικὰ χρόνια θὰ
διαβαίνουν ἅμαξες, θὰ περνᾶ πλ῅θος ὁ κόσμος μὲ ἀφιερώματα, χρυσάφια καὶ λαμπάδες.
Καὶ μεἶς οἱ ἄπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται
ὁ σεβασμιώτατος, ἀναρωτιόμασταν μὲ ἀνησυχία. Ἀδελφές μου, μὴ κλαἶτε, ἀδέλφια μου
μὴ θρηνεἶτε. Ἡ Αἴγινα καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀπόκτησε ἕναν ὅσιο, ἕνα σημερινὸ ἱκέτη ἐμπρὸς εἰς
τὸν Ἐσταυρωμένο».

Σὰ λόγια της σκέπαζαν τοὺς κρυφοὺς λυγμούς της ἀπὸ μία θεϊκὴ δύναμη καὶ χάρη. Σὰ
λόγια της ἔπεσαν στὸ πλ῅θος μὲ τέτοια ἁρμονία ποὺ γλύκαναν εὐθὺς ὅλες τὶς καρδιὲς
καὶ γιὰ κάμποσο χρονικὸ διάστημα τ῅ς νύχτας ἀπόδιωξαν τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις τοὖ
θανάτου.

Σρεἶς μέρες καὶ τρεἶς νύχτες κράτησε τὸ λαϊκὸ τοὖτο προσκύνημα. Καὶ τὸ λείψανο
ἀδιάκοπα ἔσταζε ἱδρὦτα μύρο καὶ σκορποὖσε ὁλοτρόγυρα εὐωδία!

Μία ἀπὸ τὶς τρόφιμες τ῅ς ἀδελφότητας ἀνησύχησε.

»Θὰ πρέπει νὰ ἐπισπεύσουμε τὸν ἐνταφιασμό, πέταξε μὲ σπουδὴ στὴν ὁσία Ξένη. Δὲν
μπορεἶ, γερόντισσά μου, σὦμα εἷναι, θὰ βρωμίσει».
Σὸ βράδυ ποὺ κοιμήθηκε, εἷδε ὁλοζὦντανο σιμὰ τ῅ς τὸν γέροντα ντυμένο στὰ
ἀρχιερατικά του ἄμφια.

» ΢εβασμιώτατε», ἀνάκραξε. Καὶ γονάτισε νὰ τοὖ ἀσπασθεἶ τὸ χέρι.

»Βρωμ᾵ παιδί μου, τὸ χέρι μου;» τὴ ὆ώτησε ἐπιτιμητικά.

» Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε», ψιθύρισε.

»Σί μυρίζει;»

»Λιβάνι καὶ ἀλόη.»

»Σότε μὴ φοβεἶσαι καὶ διὰ τὸ λείψανον.»

Ξύπνησε καταφοβισμένη. Ἔτρεξε στὸ φέρετρο, ἀσπάσθηκε τρεἶς φορὲς τὰ κρινοδάχτυλα


τὦν χεριὦν. Καὶ ξαναπρόσεξε ποὺ ἔτρεχε συνέχεια στὴ μορφὴ ἱδρὦτας - μύρο.

Υυσικὰ φρόντισαν καὶ γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Θὰ τὸν τοποθετοὖσαν ἐκεἶ πλάγια στὸ ναό,
χαμηλὰ στὸ πεὖκο. ΢τὸ καταπράσινο καὶ φουντωτὸ βελονόφυλλο δεντρὶ ποὺ τόσο αὐτὸς
καμάρωνε κι ἀγαποὖσε. Ἐκεἶ, ποὺ κάποτε ἡ πρώτη ἐκείνη γερόντισσα κάτοικος, σὰν
ἔσκαβε γιὰ νὰ τὸ φυτέψει, τοσοδούλι καὶ μικράκι, ἄκουσε τὴν παράδοξη φωνὴ : «ἄφισε
τόπο γιὰ ἕνα τάφο». Ναί, τώρα ὅλα ξεκαθάριζαν. Ὁ καλὸς Θεὸς εἷχε προδιαλέξει τόπο
γιὰ τὸ σκήνωμα τοὖ διαλεκτοὖ παιδιοὖ του.

Προτοὖ σκεπάσουν τὸ φέρετρο γιὰ τὸν ἐνταφιασμό, ὅλες σχεδὸν οἱ μαθήτριες καὶ
ὑποτακτικὲς ἔφεραν κι ἔ὇὆ιξαν λεμονανθοὺς ἀπὸ τὶς λεμονίτσες ποὺ εἷχε φυτέψει ὁ ἴδιος
ὁ γέροντας μὲ τὸ χέρι του, σὲ διάφορες πρασιὲς ὁλόγυρα ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ παράπλευρα
ἔξω.
Ἄγιος Νεκτάριος

ΠΗΓΑΖΨΝ ΙΑ΢ΕΙ΢ ΔΑΧΙΛΕΙ΢ ΚΑΣΕΤΥΡΑΙΝΨΝ ΣΟΤ΢


ΠΡΟ΢ΣΡΕΦΟΝΣΑ΢

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μανώλη Μελινοῦ «Μίλησα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο», Β΄ Σόμος

Λίγα χρόνια μετὰ τὴ κοίμησή του, στὰ 1939, φέρανε στὸ μαναστήρι ἕνα δαιμονισμένο.
Σὸν π῅γαν στὸν τάφο τοὖ Δεσπότη. Σότες δὲν ὑπ῅ρχε τὰ ἐκκλησάκι πάνω ἀπὸ τὸν τάφο.
Κι ὁ τάφος ἤτανε χαμηλός. Σὸ πεὖκο μόνο ἦταν κοντά. Οἱ παπάδες λοιπὸν μνημονεύανε
τὸ δαιμονισμένο καὶ τόνε διαβάζανε πάνω στὸν τάφο. Σὸν κρατοὖσαν δεμένο μὲ
ἁλυσίδες δυὸ χωροφύλακες καὶ δυὸ ναὖτες. Δὲν μπορούσανε νὰ τὸν κάνουνε καλά. Σοὺς
συντάραζε. Φάλαγε ὁ κόσμος. Μιὰ στιγμὴ λοιπόν, ὁ δαιμονισμένος ἄρχισε νὰ φωνάζει
τόσο δυνατά, ποὺ φοβηθήκαμε ὅλοι: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ᾿ ἔκαψες». Υώναζε τὸ δαιμόνιο
ποὺ ταλαιπωριόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο. ΢ὲ λίγο, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σὰ νεκρός. Αὐτὸ ἦταν.
Θεραπεύτηκε! ΢ηκώθηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσκύνησε τὸν τάφο, λέγοντας καὶ
ξαναλέγοντας: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ ἔσωσες, σ᾿ εὐχαριστὦ»!

Ἄλλη μιὰ φορά, φέρανε μία κοπέλα δαιμονισμένη. Οὔρλιαζε σὰν τὸ θεριό. Ὅλοι ὅσοι
ἤμασταν γύρω-τριγύρω, φοβόμασταν. Σὸ πρόσωπό της ἦταν ἀγριωπὸ σὰν ἀγρίμι. Σὴν
ὥρα ποὺ βαγίνανε τὰ Ἅγια, ἔγινε καλά. Μέρεψε. Γαλήνεψε ἡ μορφή της. Ἔγινε
πεντάμορφη. Κλαίγαμε ὅλοι μας. Βάραγαν οἱ καμπάνες.

Κάποιος νέος διηγόταν:

«Εἷμαι Πειραιώτης. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου
ἀκριβὦς, ἔπεσε μία ὀβίδα. Ἄνοιξε ὁλόκληρο πηγάδι. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἔρχεται
ἀστραπιαία ἕνας παπ᾵ς – ποὖ βρέθηκε; - καὶ μοὖ δίνει μία γερὴ σπρωξιά. Μ΄ ἔριξε στὸ
χὦμα, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ὀβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικὰ ἀπὸ θαὖμα. Ὅταν γύρισα στὸν
Πειραι᾵, ἄρχισα νὰ ρωτὦ γνωστοὺς παπάδες καὶ νὰ κοιτάζω φωτογραφίες ἱερωμένων,
γιὰ νὰ βρὦ τὸν παπ᾵ ποὺ μ΄ἔσωσε. Ἐκεἶνος, μόλις μ΄ ἔσπρωξε, ἐξαφανίστηκε.
Σαραγμένος ὅπως ἤμουν, οὔτε ποὺ μοὖ ῾κοψε νὰ τὸν ἀναζητήσω ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ἀνάμεσα στὶς φωτογραφίες ποὺ μοὖ δείξανε, ἦταν καὶ μία του Ἁγίου Νεκταρίου. Αὐτὸς
εἷναι! Υώναξα ἀνατριχιασμένος. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχομαι στὸ μοναστήρι. Ἤθελα κι ἐγώ, κάτι νὰ
προσφέρω στὸ μοναστήρι του. Ῥώτησα κι ἔμαθα ὅτι ἔσπασαν τὰ κεραμίδια τους καὶ δὲν
εἷχαν χρήματα οἱ μοναχὲς νὰ τὰ ἐπισκευάσουν. Ἀνέλαβα ἐγώ. Θὰ τὰ κάνω καινούργια
ἀπ΄τὴν ἀρχή. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίνω. Εἷναι ἡ δεύτερη φορά. Ὅταν πρωτοπ῅γα, μὲ
ὑποδέχτηκαν οἱ μοναχές, δίχως νὰ μὲ γνωρίζουν. «Ἤρθατε γιὰ τὰ κεραμίδια;» μὲ
ρώτησαν! Σά᾿ χασα. Δὲν εἷχα πεἶ τίποτα σὲ κανένα. Βλέποντας τὴν ἀπορία μου, μοὖ
εἷπαν: «Ἦρθε χτὲς βράδυ χαρούμενος ὁ Δεσπότης μας (σ.σ. ὁ Ἅγιος) καὶ μ᾵ς τὸ εἷπε!...».

Αὐτὰ μοὖ διηγήθηκε τὸ παληκάρι. Ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ στὸ μοναστήρι. Π῅γα στὸν
τάφο, γονάτισα κι ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μία ὑπέροχη μυρωδιὰ
γιασεμιοὖ ἁπλώθηκε. Ἄρχισα νὰ ψάχνω μέσα στὴν αὐλὴ τὴν κρεβατίνα μὲ τὸ γιασεμί. Ἡ
Γερόντισσα Παρασκευὴ μὲ ρώτησε τί ψάχνω. Ὅταν τ῅ς ἐξήγησα, μοὖ εἷπε: «Δὲν ἔχουμε
γιασεμὶ στὸ μοναστήρι. Οὔτε βασιλικό. ΢ὲ ὑποδέχτηκε ὁ Ἅγιος, παιδί μου!». Ἀπὸ τότε,
πίστεψα πιὸ δυνατὰ στὴ χάρη του.

Ὁ Δεσπότης ἦταν ἅγιος ἀπὸ ζωντανός. Ἕνα πρωί, ᾖρθε μία πλουσιοτάτη οἰκογένεια ἀπὸ
τὶς Κυκλάδες. Οἱ γονιοὶ κι ἕνα κορίτσι. Σὴ μικρὴ τὴν εἷχαν πάει στὴν Ἀγγλία. Σὴν
ἐξέτασαν οἱ γιατροὶ καὶ εἷπαν ὅτι, ἅμα γίνει δεκατριὦν χρονὦν θὰ πεθάνει. Σὸ λοιπόν,
ξαναπ῅γαν τὸ παιδὶ στὴν Ἀγγλία, γιὰ δεύτερη φορά. Σίποτα. Ἦρθαν καὶ πάλι ἄπρακτοι
στὸ νησί τους. Σότε ἡ μάνα τοὖ παιδιοὖ εἷδε στὸν ὕπνο της τὸ Δεσπότη τὸν Ἅγιο
Νεκτάριο. Σ῅ς εἷπε:

-Παντοὖ τὸ πήγατε τὸ παιδί, παντοὖ τὸ γυρίσατε. Υέρτε το καὶ στὸ σπίτι μου, στὴν
Αἴγινα. Μὲ λένε Νεκτάριο. Μὴν τὸ ταλαιπωρεἶτε. Αὐτὸ εἷναι ὅπως τὸ γέννησες,
ὁλόκαλο!...

Γὶ αὐτὸ ᾖρθαν στὴν Αἴγινα. Σοὺς π῅γα στὸ μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία καὶ
κοινωνήσανε ἀπὸ τὸ Δεσπότη. Ἐκεἶνος τὸ σταύρωσε καὶ τοὺς εἷπε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸ κάνει
καλά. Υύγανε οἱ ἄνθρωποι. Ὕστερ΄ἀπὸ λίγο καιρό, νά΄σου κι ᾔρθανε πάλι. Σὸ κορίτσι
τους ἦταν πεντάγερο. Μὲ βρήκανε στὴν ἀγορὰ καὶ σαλτάραν πάνω στὴν καρότσα νὰ
τοὺς πάω στὸ μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε καὶ γελούσανε μαζί, ἀπ΄τὴ
χαρά τους. Ὁ Δεσπότης τὸ θεράπευσε τὸ παιδί.

...Ἀμέτρητα θαύματα γίνονταν ἀπὸ τότε (ὅταν ζοὖσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν,


ἄ὇὆ωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυό. Σὰ μαθαίναμε ὅλοι οἱ Αἰγιν῅τες καὶ
σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο ποὺ τὸν ἔβλεπες, αἰσθανόσουνα πὼς ἦταν
θαυματουργός. Γαλήνια ἡ μορφή του. Πράος, γλυκός. Ἄνθρωπος μὲ πνεὖμα Θεοὖ.

... Σρέχω στὸ κελὶ τοὖ Ἁγίου. Μόλις μπ῅κα στὴν τραπεζαρία του, βλέπω τὴν ἐσωτερικὴ
πόρτα ἀνοιχτή. Αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυσα στὴ συνέχεια – ὅπως θὰ καταλάβετε μὲ ἄφησε
ἄναυδη. Μὲ γέμισε θαυμασμό. Ὁ Ἅγιος δὲν πατοὖσε στὸ πάτωμα! ΢τεκότανε στὸν ἀέρα,
δυὸ σπιθαμὲς πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος! Σὰ χέρια του ἦσαν ὑψωμένα πρὸς τὸ εἰκονοστάσιό
του, στὴν Παναγία καὶ προσευχόταν. Σὸ πρόσωπό του εἷχε ὑποστεἶ μίαν ἀλλοίωση.
Πρόσωπο Ἁγίου. Ὅταν εἷδα αὐτὸ τὸ θαὖμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...

...Ὅταν γύρισα τὸ 1920 ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ ὀπισθοχώρηση, ἔμαθα πὼς λίγες ἡμέρες
πρίν, μιὰ φτωχιὰ γυναίκα π῅γε ξυπόλητη στὸ μοναστήρι. Μόλις τὴν εἷδε ὁ Αγιος, ἔβγαλε
τὶς παντόφλες του καὶ τὶς ἔδωσε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο, π῅γε μὰ ἄλλη φτωχιὰ ποὺ πείναγε.
Λέει τότε ὁ Ἅγιος στὶς Γερόντισσες:

-Δὦστε της νὰ φάει.

-Δὲν ἔχουμε τίποτα, ΢εβασμιώτατε, ἐκτὸς ἀπὸ λιγοστὸ ψωμάκι.


-Νὰ τὸ δώσετε ἀμέσως τοὺς εἷπε... κι ἔχει ὁ Θεός!...

Σὸ πρωί, νά΄σου ἕνας πλούσιος μὲ δυὸ γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη,


μακαρόνια, ἀλεύρι. Δωρεὰ στὴ μονή. Σὸ ξέρω, γιατί βοήθησα στὸ ξεφόρτωμα. Θυμ᾵μαι,
γύρισε ὁ Ἅγιος ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ λέει μὲ σημασία στὴν ἡγουμένη:

-Γερόντισσα, ἔχει ὁ Θεός...

Κι ἔκανε τὸ σταυρό του.

... Ἄλλη μιὰ φορά, πήγανε χωρικοὶ ἀπὸ τὸν Κοντὸ καὶ τοὖ εἷπαν ὅτι μὲ τὴν ἀνομβρία θὰ
πάθουνε πολλὲς ζημιές. Ὁ Αγιος ἔκανε δέηση καὶ ἄρχισε ἀμέσως δυνατὴ βροχή! Σὰ
θυμ᾵μαι πολὺ καλά.

Σί εὐλογία, γιαγιά, νὰ ζήσει στὸ νησί σας ὁ Ἅγιος Νεκτάριος!...

-Ἄκου δὦ. Παντοὖ γίνανε τοὖ κόσμου τὰ ἐγκλήματα. Κάψανε τὰ Καλάβρυτα, κάψαν τὰ
χωριὰ ὅλα. Ἐδὦ, δὲν ἐράγισε οὔτε πέτρα. Δὲν ἄνοιξε μύτη. Γιὰ τὴ χάρη τοὖ Ἁγίου. Μιλὦ
γιὰ τὴν Κατοχή. Ὁ γερμανὸς διοικητὴς Ἀθηνὦν, ἔλεγε ὅτι ἅμα περνάγανε τ᾿ ἀεροπλάνα
τους καὶ πήγαιναν στὴν Κρήτη, δὲν βλέπανε τὴν Αἴγινα. Οὔτε καταχνιὰ ἦταν, οὔτε
τίποτα. Κι ὅμως! Αἴγινα πουθενά. Σὴ σκέπαζε ὁ Ἅγιος. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθε ὁ Ἅγιος
στὸν τόπο μας, π᾵με ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο...
Ἅγιος Νεκτάριος

Πανθαύμαστη θεραπεία

΢τὸ θάλαμο 2 τοὖ δεύτερου ὀρόφου, ἐκεἶ στὸ Ἀρεταίειο, ὅπου ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἄφησε
τὴν τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκὦς ἕνα καντήλι μπρὸς στὴν πάνσεπτη εἰκόνα
του.

Καθημερινὰ περνοὖν ἀπὸ κεἶ πλ῅θος πιστὦν, κυρίως ἀρρώστων, οἱ ὁποἶοι στέκονται γιὰ
λίγο καὶ νοερὰ ἀφήνουν τοὺς στεναγμοὺς τ῅ς καρδι᾵ς τους, σὰν μία θερμὴ ἱκεσία πρὸς
τὸν φιλάνθρωπο ἅγιο.

Καὶ κεἶνος φαίνεται νὰ συγκατανεύει. Σοὺς δίνει κουράγιο μὲ τὸ ἱλαρό του βλέμμα καὶ
ἐνισχύει τὴν πίστη τους. Σοὺς θυμίζει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος πόνεσε ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀλλὰ
ἐνισχυόταν πάντα ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἐπαφή του μὲ τὸ Θεό.

Σὰ Θαύματα τοὖ Ἁγίου μας εἷναι πολλά. Σόμοι ὁλόκληροι ἔχουν γραφτεἶ γιὰ αὐτά. Θὰ
ἀναφέρω μία ἱστορία γεμάτη με τὴν «παρουσία» καὶ παρέμβαση τοὖ ἁγίου Νεκταρίου,
ἀρκετὰ πρόσφατη, ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ πολλοὶ συνάνθρωποί μας νὰ δοὖν καὶ νὰ ζήσουν
τὴν εὐεργεσία τοὖ Κυρίου μας Ἰησοὖ Φριστοὖ προσφερομένη διαμέσῳ τὦν θείων δοχείων
χάριτος, τὦν Ἁγίων μας.

Ἦταν ἀνήμερα τοὖ Ἁγίου Πνεύματος ὅταν ἡ μικρὴ Βαρβάρα στὴν ἡλικία τὦν 10 ἐτὦν
χτυπήθηκε ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ αἱμορραγία. Ἡ μεταφορὰ στὸ νοσοκομεἶο Παίδων ΑΓΙΑ
΢ΟΥΙΑ, ἔγινε σχετικὰ γρήγορα καὶ σὲ διάστημα 2 ὡρὦν τὸ κοριτσάκι χειρουργήθηκε ἀπὸ
τὸν Διευθυντὴ Νευροχειρουργικ῅ς Προδρόμου. ΢τὸ μετεγχειρητικὸ διάστημα καὶ μετὰ
ἀπὸ 3 ὧρες ἡ μικρὴ παρουσίασε καὶ νέα αἱμορραγία. Φειρουργήθηκε ξανά, ἀλλὰ οἱ
γιατροὶ ἦταν ἀπαγορευτικοί σε αἰσιόδοξες προβλέψεις.

Κατὰ τὴ διάρκεια τ῅ς δεύτερης χειρουργικ῅ς ἐπέμβασης οἱ γονεἶς παρακάλεσαν τὸν ἅγιο
Νεκτάριο νὰ τοὺς βοηθήσει. Καὶ πράγματι καὶ οἱ δυὸ ἔνιωθαν τὴν παρουσία του μέσα
στοὺς διαδρόμους τοὖ νοσοκομείου καὶ εἷχαν τὴν ἐντύπωση πὼς εἷναι παρὼν στὸ
χειρουργικὸ τραπέζι! Οἱ ἐγχειρήσεις ὁλοκληρώθηκαν ἀλλὰ οἱ γιατροὶ δὲν ἄφηναν
περιθώρια αἰσιοδοξίας στοὺς γονεἶς.

Ὁ Διευθυντὴς τ῅ς Νευροχειρουργικ῅ς Μονάδας κ. Προδρόμου ἦταν κατηγορηματικός:


Παιδιὰ μὲ τέτοιο χτύπημα σὲ ποσοστὸ 80% πεθαίνουν κατὰ τὴ μεταφορὰ στὸ
νοσοκομεἶο*!!!+... ἅν ἐπιζήσουν τ῅ς ἐπέμβασης πεθαίνουν σὲ διάστημα 10-20 ἡμερὦν μετὰ
ἀπὸ αὐτή... καὶ φυσικὰ οὔτε λόγος γιὰ φυσικὴ ἀποκατάσταση ἅν παρόλα αὐτὰ
καταφέρουν νὰ ἐπιζήσουν!!!! Οἱ γονεἶς σὲ καμία περίπτωση δὲν ἔχασαν τὸ κουράγιο τους
καὶ τὴν πίστη τους.

... ἔχουν περάσει 3 μ῅νες ἀπὸ τότε. Ἡ μικρὴ Βαρβάρα, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τ῅ς
ἰατρικ῅ς ὁμάδας, θὰ ἔμενε τουλάχιστον 3 μ῅νες στὸ νοσοκομεἶο καὶ φυσικὰ δὲν
μποροὖσε νὰ καθορίσει οὔτε κατὰ προσέγγιση τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο φυσικοθεραπείας
γιὰ τὴν ΜΕΡΙΚΗ ἀποκατάσταση.
Ἡ Βαρβαρούλα ἤδη ὁλοκλήρωσε τὴν φυσικοθεραπευτικὴ ἀγωγὴ ἐπιτυχὦς καὶ ἀκολουθεἶ
μαθήματα ε´ δημοτικοὖ μὲ δάσκαλο κατ᾿ οἷκον, γιὰ ψυχολογικοὺς λόγους. Ὁ ἅγιος
Νεκτάριος ἔκανε ἄλλο ἕνα θαὖμα.

Σελειώνοντας τὴν μικρὴ αὐτὴ εὐχαριστία πρὸς δόξαν Θεοὖ θα ἀναφέρω τὰ λεγόμενα
Ἰατροὖ τ῅ς ἐντατικ῅ς μονάδας τοὖ ΠΑΙΔΨΝ, σὲ ἐρώτηση ἅν πιστεύει στὸ Θεό.

- Πιστεύω στὸ Θεὸ γιατὶ τὸν βλέπω ἐδὦ μέσα καθημερινά!!!


Ἅγιος Νεκτάριος

Ἕνα πρόσφατο θαῦμα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ἀθήνα

Γράφει (ἀνωνύμως) καθηγητὴς χειρουργικ῅ς. Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Σόλμη,


Ἰανουάριος 2007

Σὴν 7.11.2006 εἰσήχθη γιὰ θεραπεία στὸ Εὐγενίδειο Θεραπευτήριο ἡ ἀσθεν῅ς Μ.Υ., ἐτὦν
68, ἀπὸ τὸν Θεολόγο ΢πάρτης. Ἡ ἀσθενὴς παρουσίαζε παροδικὰ κρίσεις μὲ ἀπώλεια τ῅ς
ὁράσεως (ἔχανε τὸ φὦς) τοὖ δεξιοὖ ὀφθαλμοὖ λόγω μεγάλης στένωσης τ῅ς καρωτίδας
ἀρτηρίας, διότι ὁ ὀφθαλμός της δὲν αἱματωνόταν ἀρκετά.

Ἀφοὖ ἔγινε ὅλος ὁ προεγχειρητικός της ἔλεγχος καὶ ἐξετάσθηκε καὶ ἀπὸ νευρολόγο
(Γ.΢.) χωρὶς νὰ διαπιστωθοὖν παθολογικὰ εὐρήματα, μὲ γενικὴ ἀναισθησία
χειρουργήθηκε στὶς 8.11.2006, ἡ καρωτίδα ἀνοίχθηκε, καθάρισε καὶ κλείσθηκε πάλι.
Ἔγινε, ὅπως ἐπιστημονικὰ λέγεται, ἐνδαρτηριεκτομὴ τ῅ς καρωτίδας καὶ ἡ ἀσθενὴς
ὁδηγήθηκε στὴ Μονάδα Ἐντατικ῅ς Θεραπείας.

Ἡ ἀσθεν῅ς ξύπνησε ἀπὸ τὴ νάρκωση, ἦταν ὅμως συγχυτικὴ καὶ διεγερτικὴ καὶ ἡ
ἐπικοινωνία μαζί της ἦταν πρακτικὰ ἀδύνατη. Δὲν καταλάβαινε καὶ δὲν συνεργαζόταν
μαζί μας, ἀλλὰ μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ πόδι προσπαθοὖσε νὰ πετάξει τοὺς ὅρους. Σὸ ἀριστερὸ
χέρι καὶ πόδι εἷχαν πλήρη παραλυσία.

Ἡ σοβαρὴ πνευματικὴ διαταραχή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἡμιπληγία ἀριστερά, μ᾵ς


ὑποχρέωσε νὰ κάνουμε ἄμεσο ἔλεγχο τ῅ς κυκλοφορίας τοὖ ἐγκεφάλου μὲ ἀγγειογραφία,
ἡ ὁποία, ὅπως ὁ ἀκτινολόγος (Καθηγητὴς Δ.Κ.) διέγνωσε, δὲν παρουσίαζε καμία
ἀπόφραξη τὦν ἀγγείων καὶ ἡ κυκλοφορία ἦταν ἐλεύθερη στὴν περιοχὴ ποὺ εἷχε
χειρουργηθεἶ. Ἐρωτηματικὴ μία ἤπια ἄνευ σημασίας στένωση ἥ ἐλαφρὰ γωνίωση τ῅ς
πορείας τοὖ ἀγγείου.

Ὅμως, ἡ σοβαρὴ κατάσταση τ῅ς ἀσθενοὖς μ᾵ς εἷχε ἀνησυχήσει, γι᾿ αὐτὸ ὁδηγήθηκε
πάλι στὸ χειρουργεἶο, ὅπου ὁ ἔλεγχος τοὖ ἐγχειρητικοὖ πεδίου ἀπέδειξε ὅτι ἦταν
ἀνέπαφο καὶ μὲ πολὺ καλὲς σφύξεις ἡ ἀρτηρία. Γιὰ νὰ ἐλεγχθεἶ καὶ τὸ ἐσωτερικό της
καρωτίδας, ἔγινε διάνοιξη τοὖ ἀγγείου, τὸ ὁποἶο ὅμως ἦταν καὶ ἐσωτερικὰ ἀνέπαφο.
Φρησιμοποιώντας ἕνα μικρὸ συνθετικὸ ἐμβάλωμα συνερράφη ἡ καρωτίδα καὶ τὸ
ὑπόλοιπο ἐγχειρητικὸ πεδίο, καὶ ἡ ἀσθενὴς ὁδηγήθηκε περὶ τὴν 3η μεσημβρινὴ πάλι στὴ
Μονάδα Ἐντατικ῅ς Θεραπείας.

Ἡ ἀναισθησιολόγος (Ἐπίκ. Καθηγήτρια Ε.Α.) συνέστησε νὰ μείνει ἡ ἄρρωστη σὲ


καταστολὴ (βαθὺ ὕπνο) στὸ ἀναπνευστικὸ μηχάνημα, παρακολουθώντας τὰ ζωτικὰ
σημεἶα (πίεση, σφύξεις, ἀναπνοὴ κ.ἄ.) στὶς ὀθόνες ἔλεγχου, προκειμένου νὰ
σταθεροποιηθεἶ καὶ νὰ ἐπιχειρήσουμε ἀφύπνιση τὸ βράδυ ἡ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί.

Περὶ τὴν 7η βραδινὴ ὥρα, δοκιμαστικὴ μείωση τὦν ἀναισθητικὦν φαρμάκων,


προκειμένου νὰ ἐκτιμηθεἶ ἡ κατάστασή της, ὁδήγησε τὴν ἀσθενὴ σὲ διέγερση καὶ ἔντονη
ἀνησυχία, ὅπως τὶς πρωινὲς Ὠρες μετὰ τὸ πρὦτο χειρουργεἶο, ὥστε οἱ γιατροὶ τ῅ς
Μονάδος νὰ τὴν καταστείλουν (κοιμήσουν) καὶ πάλι μὲ φάρμακα.
Οἱ Ὠρες περνοὖσαν καὶ σὲ λίγο θὰ ἑορτάζαμε τὴ μνήμη τοὖ ἁγίου Νεκταρίου. Δεδομένου
ὅτι τὴν ἄλλη ἥμερα τὸ πρωὶ 6:45 εἷχα ἁπλὸ προγραμματισμένο χειρουργεἶο καὶ δὲν θὰ
μποροὖσα νὰ ἐκκλησιαστὦ στὸ ναὸ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου στὸ Ἀρεταίειο Νοσοκομεἶο (ἕνα
μικρὸ ναό, τὸν ὅποιο ὁ ἴδιος εἷχα φτιάξει στὴ μνήμη τοὖ Ἁγίου καὶ εἷχε ἁγιογραφηθεἶ
ἀποκλειστικὰ μὲ θαύματα τοὖ Ἁγίου, ὁ ὁποἶος εἷχε κοιμηθεἶ ἐκεἶ θαυματουργικὰ
«θεραπεία τοὖ παραλυτικοὖ» στὸ δωμάτιο 2 τ῅ς Φειρουργικ῅ς Κλινικ῅ς ποὺ εἷχα τὴν τιμὴ
καὶ τὴν εὐλογία τὰ τελευταἶα χρόνια νὰ διευθύνω), ἀποφάσισα νὰ ἐκκλησιαστὦ στὸν
περικαλλ῅ ναὸ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου μὲ τὴν ἐξαίρετη χορωδία στὸ Νέο Ἡράκλειο, ποὺ
εἷχε ὁλονυχτία.

΢τὸ εὐγενικὸ τηλεφώνημα τοὖ Πανοσιολογιότατου Ἀρχιμανδρίτου π. Φρυσοστόμου


Παπαθανασίου, Γραμματέως τ῅ς Ἀρχιεπισκοπ῅ς, γιὰ λειτουργία στὸ ναὸ τοὖ Ἁγίου
Νεκταρίου στὸ Ἀρεταίειο Νοσοκομεἶο, μὲ λύπη μου εἷχα ἀπαντήσει ἀρνητικά, ἔχοντας
ἀφυπηρετήσει ἀπὸ τριμήνου ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο καὶ μὴ ἔχοντας ἁρμοδιότητες στὴ
Διοίκηση.

΢τὸ Ναὸ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου στὸ Ν. Ἡράκλειο ἔφθασα περὶ τὴν 11:30 νυχτερινή,
ψυχικὰ συντετριμμένος καὶ πνευματικὰ προβληματισμένος γιὰ τὴν κατάσταση τ῅ς
ἀσθενοὖς καὶ τὴν ἄγνωστη ἐξέλιξή της. Παρακάλεσα τὸν Ἅγιο νὰ παρέμβει βοηθώντας
τὴν ἄρρωστη, ἤξερα ὅμως τὴν ἀναξιότητά μου καὶ δὲν πίστεψα οὔτε λεπτὸ ὅτι ὁ Ἅγιος θὰ
ἤσχολειτο μὲ τὸ πρόβλημά μου. Ἀφοὖ κοινώνησα τὴν 2:35 πρωινή, μὲ τὸ τέλος τ῅ς Θείας
Λειτουργίας ἐγκατέλειψα τὸ ναό, πάντα ἀνήσυχος καὶ προβληματισμένος γιὰ τὴν
ἄρρωστη.

Σὸ πρωὶ τοὖ ἁγίου Νεκταρίου 6:45, εἷχα ὅπως προανέφερα χειρουργεἶο στὸ Εὐγενίδειο
Θεραπευτήριο (ἀσθενὴς Μ.Π.), ἔχοντας τὸ κλειδὶ τοὖ ναοὖ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου.
Ἀκριβὦς 6:30 πρωινή, πέρασα ἀπὸ τὸ Ἀρεταίειο, ἄνοιξα τὸ ναό, προσκύνησα τὸν Ἅγιο,
ζήτησα καὶ πάλι τὴ βοήθειά του καὶ π῅γα καὶ χειρούργησα, ἔχοντας περίεργη καὶ
ἰδιόρρυθμη συμπεριφορά, ὅπως οἱ γιατροὶ ποὺ μὲ βοηθοὖσαν (Θ.Γ. καὶ Β.΢.) ἔλεγαν
ἀργότερα μεταξύ τους καὶ ἐμμέσως κάποιοι ἄλλοι μοὖ μετέφεραν.

Περὶ τὴν 9η πρωινή, ἡ ἀσθενής, ἡ ὁποία καθ᾿ ὅλο τὸ 24ωρο εὑρίσκετο σὲ καταστολὴ στὴ
Μονάδα Ἐντατικ῅ς Θεραπείας τοὖ Θεραπευτηρίου μπ῅κε στὴ διαδικασία ἀφύπνισης. Ὢ
τοὖ θαύματος! Ἡ ἀσθενὴς ξύπνησε, εἷχε θαυμάσια ἐπικοινωνία μὲ τὸ περιβάλλον,
κινοὖσε ἐλεύθερα ὅλα τὰ ἄκρα (χέρια καὶ πόδια) π῅ρε τὸ πρόγευμά της κανονικὰ σὰν νὰ
μὴν εἷχε συμβεἶ τίποτε.

Σὸ ἀπόγευμα τ῅ς ἴδιας ἡμέρας, περὶ τὴν 7η βραδινὴ ὥρα, ὁ ἐφημερεύων γιατρὸς Θ. Σ. μὲ
π῅ρε τηλέφωνο καὶ μοὖ λέει: «Κύριε Καθηγητά, ἡ ἀσθενὴς περπατ᾵ στὸ διάδρομο, κάνει
τὸν περίπατό της καὶ θέλει νὰ σ᾵ς μιλήσει στὸ τηλέφωνο». Πράγματί μου ἔδωσε τὴν
ἀσθεν῅ στὸ τηλέφωνο, ἡ ὁποία μου εἷπε; «Γιατρούλη μου, εἷμαι μία χαρὰ καὶ θέλω νὰ
σ᾵ς φιλήσω τὰ χρυσά σας χεράκια».

΢υγκινημένος τὴν εὐχαρίστησα ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοὖ τηλεφώνου, γεμάτος ἀπὸ
αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης στὸν Ἅγιό μας...

Σὸ θαὖμα εἷχε γίνει.

Ὃ Ἅγιος παρενέβη ἄλλη μιὰ φορ᾵ πρὸς Δόξαν τοὖ Κυρίου μας. Ποιὸς ἄραγε συγκίνησε
τὸν Ἅγιο, ὥστε νὰ προστεθεἶ ἄλλη μιὰ θαυματουργὸς παρουσία του; Ὁ ἱερεὺς τοὖ χωρίου
Θεολόγος ΢πάρτης, πού, ὅπως ἡ ἀσθενὴς μοὖ εἷπε, προσηύχετο γι᾿ αὐτήν, ἡ ἁγία ψυχὴ
τ῅ς ἀσθενοὖς, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ εὐλαβεἶται τοὖ Κυρίου μας -εἷναι ἀδελφὴ δυὸ ἱερέων-
ἡ ἡ αὐτόματη ἐπίσκεψη τοὖ ἁγίου Νεκταρίου δηλώνοντας θαυματουργικὰ ἄλλη μιὰ
φορὰ τὴν παρουσία του τὴν ἡμέρα τ῅ς ἁγίας μνήμης του, τὸ ἔτος 2006.

Ἂς σημειωθεἶ ὅτι καὶ ἡ ἀξονικὴ τομογραφία τοὖ ἐγκεφάλου τὴν τρίτη μετεγχειρητικὴ
ἥμερα δὲν ἔδειξε καμία βλάβη ἐγκεφάλου. Ἡ ἀσθενὴς ἐγκατέλειψε ὑγιὴς τὸ
θεραπευτήριο καὶ βρίσκεται πάλι στὸ χωριό της, τὸν Θεολόγο ΢πάρτης.
Ἅγιος Νεκτάριος

Ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου

Ἅγιος Νεκτάριος - Σαπεινὸς καὶ συκοφαντημένος ὅσο ἐλάχιστοι στὴν ἐποχή μας...

Ὁ π. Νεκτάριος Βιτάλης, γνωστότατος στὸ Λαύριο γιὰ τὴν δράση του καὶ γιὰ τὴν
συμπαράστασή του στὸν φτωχὸ καὶ ξεγραμμένο κόσμο τῆς ὑποβαθμισμένης αὐτῆς
περιοχῆς, διηγεῖται τὸ παρακάτω περιστατικὸ ὅπως τοῦ συνέβη, ὅταν ἑτοιμοθάνατος ἀπὸ
καρκίνο, περίμενε ἁπλῶς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του...

Σὰ ὅσα παρουσιάζονται στὴν συνέχεια ἔχουν προβληθεῖ ἐπανειλημμένως στὰ μέσα


ἐνημέρωσης, εἶναι δὲ καταχωρημένα καὶ στὸ βιβλίο «ΜΙΛΗ΢Α ΜΕ ΣΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΣΑΡΙΟ» -
Ἀθῆνα 1997, τοῦ γνωστοῦ συγγραφέα κ. Μανώλη Μελινοῦ.

Διηγεῖται ὁ π. Νεκτάριος Βιτάλης:

- Εἷχα προσβληθεἶ ἀπὸ σοβαρὴ μορφὴ καρκίνου. Σὸ στ῅θος μου ἦταν μιὰ πληγὴ ἀνοικτὴ
ποὺ ἔτρεχε ἀδιάκοπα αἸμα καὶ πύον. Ἀπὸ τοὺς πόνους ἔσκιζα τὶς φανέλες μου.
Κατάσταση τραγική, πήγαινα κατ᾿ εὐθείαν στὸν θάνατο. Νὰ φαντασθεἶτε, εἷχα
ἑτοιμάσει ἀκόμη καὶ τὰ σάβανά μου...

΢τὶς 26 Μαρτίου 1980 τὸ πρωΐ, συζητώντας στὸ γραφεἶο μου στὸ ὑπόγειο τοὖ Ναοὖ, μαζὶ
μὲ τὴν νεωκόρο ΢οφία Μπούρδου καὶ τὴν ἁγιογράφο Ἑλένη Κιτράκη ἄνοιξε ξαφνικὰ ἡ
πόρτα καὶ μπ῅κε ἕνα ἄγνωστό μου γεροντάκι. Εἷχε τὰ γένια του κατάλευκα, κοντὸς καὶ
μὲ ἐλαφριὰ φαλάκρα. Ἴδιος ἀκριβὦς ὅπως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὶς φωτογραφίες ποὺ
βλέπουμε. Π῅ρε τρία κεριὰ χωρὶς νὰ ρίξει χρήματα κι᾿ ἄναψε μόνο τὰ δυό. Προσκύνησε
ὅλες τὶς εἰκόνες τοὖ τέμπλου, προσπερνώντας τὴν εἰκόνα τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου χωρὶς νὰ
τὴν προσκυνήσει. Ἐμένα δὲν μ᾿ ἔβλεπε στὸ σημεἶο ποὺ βρισκόμουνα. Εἷχα φοβεροὺς
πόνους ὅταν τράβηξα τὴν κουρτίνα τοὖ γραφείου καὶ προχώρησα πρὸς τὸ μέρος του.
Μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη σταύρωσε τὶς παλάμες του καὶ χωρὶς νὰ κοιτάξει πουθενά,
ρώτησε·

- Ὁ γέροντας εἷν᾿ ἐδὦ;

Ἡ νεωκόρος ξέροντας τὴν ἀρρώστια μου θέλησε νὰ μὲ «προστατεύσει»...

- Ὄχι, ὄχι...εἷναι μὲ γρίπη στὸ σπίτι του...

- Δὲν πειράζει. Εὔχεσθε, καὶ καλὴ Ἀνάσταση, εἷπε ἐκεἶνος καὶ ἔφυγε.

Ἦρθε ἡ νεωκόρος τρέχοντας καὶ μοὖ λέει·

- Πάτερ Νεκτάριε, ὁ γέροντας ποὺ μόλις ἔφυγε ἔμοιαζε ἴδιος με τὸν Ἅγιο Νεκτάριο! Σὰ
μάτια του πετοὖσαν φλόγες. Μοὖ φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος κι᾿ ἦλθε νὰ σ᾵ς
βοηθήσει...
Σὴν εὐχαρίστησα νομίζοντας ὅτι μοὖ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει. Ὅμως κατὰ
βάθος «κάτι» δὲν πήγαινε καλά. Σὴν ἔστειλα μαζὶ μὲ τὴν ἁγιογράφο νὰ βροὖνε γρήγορα
τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ τὸν φέρουν πίσω. Μπ῅κα στὸ Ἱερὸ καὶ προσκυνώντας τὸν
Ἐσταυρωμένο κλαίγοντας, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ παρακαλοὖσα τὸν Φριστὸ νὰ μὲ
θεραπεύσει. Σὰ βήματά τους μὲ διέκοψαν,

- Πάτερ, ὁ Γέροντας ἦρθε!

Πλησίασα νὰ τοὖ φιλήσω τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση δὲν μ᾿ ἄφησε. Ἔσκυψε καὶ φίλησε
αὐτὸς τὸ δικό μου! Σὸν ρώτησα·

- Πὦς λέγεσθε γέροντα;

- Ἀναστάσιος παιδί μου, εἷπε, λέγοντας τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα ποὺ εἷχε πρὶν γίνει
μοναχός...

Σοὖ ὑπέδειξα νὰ προσκυνήσει τὰ ἅγια λείψανα. Ἔβγαλε ἕνα ζευγάρι συρμάτινα


γυαλάκια, μ᾿ ἕνα μόνο μπρατσάκι. Μόλις τὰ εἴδαμε, ὅλοι ἀ ν α τ ρ ι χ ι ά σ α μ ε !

Ἦταν τὰ ἴδια γυαλιὰ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ποὺ εἴχαμε στὴν προθήκη μὲ τὰ ἅγια
λείψανα. Μοὖ τὰ εἷχε δωρήση ἡ παλιὰ γερόντισσα τοὖ μοναστηριοὖ του, στὴν Αἴγινα,
μοναχὴ Νεκταρία.

- Ἡ πίστη εἷναι τὸ π᾵ν !..., εἷπε ὁ ἄγνωστος, καθὼς φοροὖσε τὰ γυαλιά του.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΟΤ ΦΡΙ΢ΣΟΤ ΖΟΤΝ ΑΙΨΝΙΑ...

Ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια ὅλα τὰ ἅγια λείψανα καθὼς τὸν ξεναγοὖσε ἥ


νεωκόρος. ΢τὰ λείψανα τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἀ δ ι α φ ό ρ η σ ε , προσπερνώντας τα...

- Γέροντα, μὲ συγχωρεἶτε τοὖ εἷπα. Κι᾿ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος θαυματουργὸς εἷναι. Γιατί δὲν
τὸν ἀσπάζεστε;

Γύρισε καὶ μὲ κοίταξε χαμογελώντας. Σὸν ρώτησα·

- Ποὖ μένετε Γέροντα;

Μοὖ ἔδειξε τὸ ταβάνι, ἐκεἶ ποὺ κτίζαμε τὴν καινούργια ἐκκλησία, λέγοντας,

- Σὸ σπίτι μου δὲν εἷναι ἀκόμη ἕτοιμο καὶ στενοχωροὖμαι. Ἡ θέση μου δὲν μοὖ τὸ
ἐπιτρέπει νὰ μένω ἐδὦ κι᾿ ἐκεἶ...

- Γέροντα, τοὖ ἐξομολογήθηκα, σ᾵ς εἷπαν ψέμματα ὅτι ἔχω γρίπη. Ἔχω κ α ρ κ ί ν ο !
Θέλω ὅμως νὰ γίνω καλά, νὰ φτιάξω τὴν Ἁγία Σράπεζα, νὰ τελειώσω τὴν Ἐκκλησία
πρὦτα, καὶ μετὰ ἅς πεθάνω...

- Μὴ στενοχωρεἶσαι, μοὖ εἷπε. Ἐγὼ τώρα ἀναχωρὦ. Πηγαίνω στὴν Πάρο νὰ προσκυνήσω
τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο καὶ νὰ ἐπισκεφτὦ καὶ τὸν παπα-Υιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας νὰ
φύγει. Προσπέρασε τὴν μεγάλη εἰκόνα του χωρὶς νὰ δώσει σημασία...

Σὸν σταμάτησα καὶ ἀκούμπησα τὰ χέρια μου στὸ πρόσωπό του.


- Γεροντάκο μου, γεροντάκο μου, τοὖ εἷπα, τὸ προσωπάκι σου μοιάζει ἴδιο μὲ τοὖ ἁγίου
Νεκταρίου ποὺ τιμάει αὐτὴ ἐδὦ ἡ Ἐκκλησία μας...

Σότε, κύλησαν δ ά κ ρ υ α ἀπὸ τὰ μάτια του... Μὲ σταύρωσε, καὶ μὲ ἀγκάλιασε μὲ τὰ


χέρια του... Παίρνοντας θάρρος κι᾿ ἐγὼ ἄνοιξα τὰ χέρια μου νὰ τὸν ἀγκαλιάσω. Μόλις τὰ
ἅπλωσα ὅμως, κι᾿ ἐνὦ τὸν ἔβλεπα μπροστά μου, τὰ χέρια μου ἔκλεισαν στὸ κ ε ν ό !...

Ἀνατρίχιασα καὶ σταυροκοπήθηκα. Σοὖ λέω πάλι·

- Γέροντά μου, σὲ παρακαλὦ, θέλω νὰ ζήσω, νὰ κάνω τὴν πρώτη μου λειτουργία.
Βοήθησέ με νὰ ζήσω...

Ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου καὶ ἀφοὖ στάθηκε πέρα, στὴν εἰκόνα του μπροστά, μοὖ εἷπε·

- Ὤ, παιδί μου Νεκτάριε, μὴ στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστικὴ εἷναι, καὶ θὰ γίνεις


καλά! Θὰ γίνει τὸ θαὖμα ποὺ ζητᾶς καὶ θ᾿ ἀκουστεἶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Μὴ φοβ᾵σαι...

Ἀμέσως χ ά θ η κ ε ἀ π ὸ μ π ρ ο σ τ ά μ α ς μέσα ἀπὸ τήν κ λ ε ι σ τ ὴ π ό ρ τ α ...

Ἔτρεξαν οἱ γυναἶκες νὰ τὸν προφθάσουν. Σὸν πρόλαβαν στὴν στάση τοὖ λεωφορείου.
Μπ῅κε μέσα καὶ ἀπὸ ἐκεἶ ἐ ξ α φ α ν ί σ θ η κ ε , πρὶν ξεκινήσει τὸ λεωφορεἶο!...

Αὐτὰ ἀναφέρει ὁ π. Νεκτάριος Βιτάλης, ἕνα σεβαστὸ καὶ κατὰ πάντα ἀξιόπιστο
πρόσωπο, παρουσίᾳ μαρτύρων, ποὺ τελικὰ ἔγινε καλά, διαψεύδοντας γιατρούς,
ἀκτινογραφίες, καὶ προβλέψεις θανάτου. Γιατὶ ἐπάνω ὅλων βρίσκεται ὁ Φριστός, ὁ
ζωντανὸς Θεός μας καὶ οἱ μεσίτες Ἅγιοί του, σὺν τὴν Παναγία Μητέρα του!

Γιατὶ «ὅπου Θεὸς βούλεται, νικ᾵ται φύσεως τάξη...»


Ἅγιος Νεκτάριος

Η ΖΨΗ ΣΟΤ, ΕΝΑΡΘΡΨΜΕΝΗ ΢ΣΟ ΛΟΓΟ

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Μοναχοὖ Θεόκλητου Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ


θαυματουργός. Ἐκδόσεις «Ὑπακοή», 1992. σελ. 153-159)

΢πάνια μπορεἶ νὰ βρεἶ κανεὶς δασκάλους ὑψηλὦν ἰδεὦν ποὺ προηγουμένως τὶς ἔζησαν.
Κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι διδάσκουν θεωρίες, ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν τὶς ἔχουν βιώσει, γι΄ αὐτὸ
καὶ γίνονται ἀντικείμενο λαϊκοὖ σαρκασμοὖ. Ὑψηλότερη διδασκαλία ἀπὸ τὴν
εὐαγγελικὴ δὲν ὑπάρχει. Καὶ ἐδὦ ἀκριβὦς δημιουργεἶται ἕνα δίλημμα γιὰ τοὺς
δασκάλους τοὖ Εὐαγγελίου. Ποιὸς ἀπ΄ αὐτοὺς μπορεἶ νὰ ἰσχυρισθεἶ ὅτι βιώνει τὴ
διδασκαλία τοὖ Κυρίου; Καὶ ἀφοὖ δὲν τὴν βιώνει, δὲν εἷναι ἀξιολύπητο πλάσμα νὰ
ἐξαγγέλλει τὶς ἀλήθειες τοὖ Θεοὖ, οἱ ὁποἶες φυσικὰ διδάσκονται γιὰ νὰ ἐφαρμοσθοὖν
στὴ ζωή;

Μόνο οἱ Ἅγιοι τοὖ Θεοὖ εἷναι πλήρως ἐναρμονισμένοι μὲ τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Αὐτοὶ
διδάσκουν πράττοντες ἥ πράξαντες. Ὅ,τι λένε βγαίνει ἀπὸ τὸ πλήρωμα τ῅ς ζω῅ς τ῅ς
καρδι᾵ς των. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός των, καθὼς γράφει ὁ ἱερὸς Λουκ᾵ς: «Ὠν ἤρξατο ὁ Ἰησοὖς
ποιεἶν τὲ καὶ διδάσκειν», ἔτσι κι αὐτοί: «λαβόντες τὸν σταυρόν, ἠκολούθησαν τ῵ Φριστ῵
καὶ πράττοντες ἐδίδασκον...».

Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος πλήρης ἀπὸ τοὺς «καρπούς» τοὖ Ἁγίου Πνεύματος ζοὖσε ὅλες τὶς
ἰδιαίτερες ἐνέργειές τους. Καὶ φιλάδελφα τὶς ἐδίδασκε προφορικὦς καὶ γραπτὦς. Σὴν
προφορική, κηρυκτικὴ διδασκαλία του δὲν τὴν ἔχουμε. Ὑπάρχει ὅμως ἡ γραπτή. Σὰ
κείμενα τοὖ θείου Πατέρα μας δὲν εἷναι μία ξηρὰ ἔκθεση γνώσεων. Εἷναι μία ἀνάβλυση
μέσα ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ εἷναι του. Αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι, ὅταν περιγράφει τὶς ἐνέργειες
καὶ τὰ ἰδιώματα τὦν ἀρετὦν, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐκφράζει τὴν προσωπικὴ
πεἶρα του. Περιγράφει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποἶο ζεἶ.

Ἤδη στὸ πρὦτο μέρος τοὖ βιβλίου παρουσιάσαμε, κατὰ τὸ δυνατό, τὴν ἱστορικὴ πορεία
τοὖ θεοφόρου ἱεράρχη, ἀπὸ τὴ γένεση μέχρι τὸ μακάριο τέλος του καὶ μέσα ἀπὸ τὶς
διάφορες φάσεις τ῅ς ἁγίας ζω῅ς τοὖ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ὅσο μας
προσεφέρετο, τὴν ἐσωτερικὴ ἐν Φριστ῵ ζωή του.

΢τὸ δεύτερο μέρος πρέπει νὰ συμπληρώσουμε τὴ θεία εἰκόνα του, κάνοντας ἀναφορὰ
στὰ βιβλία του. Γιατί, ὅπως σημειώσαμε, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀποτελοὖν ἕνα σύνολο
θεωρητικ῅ς διδασκαλίας, ἀλλὰ παλμοὺς τ῅ς καρδι᾵ς, μία αὐτοζωγράφηση ὕστερα ἀπὸ
ἐσωσκόπηση καὶ αὐτοεποπτεία, ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἀκρόαμα τὦν ψυχικὦν δονήσεων, ποὺ
ὀφείλονται στὴ θέα τοὖ θείου φωτός, ποὺ ἔλαμπε στὸ νοερὸ ὄμμα τ῅ς ψυχ῅ς του.

Δὲν πρέπει δὲ νὰ μ᾵ς διαφύγει ὅτι ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάκρισή του καὶ τὴ
βαθειὰ ταπείνωση ποὺ συνεἶχε ὅλο τὸν ψυχοπνευματικό του κόσμο, δὲν παρεσύρετο ὡς
πρὸς τὴν πνευματικὴ ἀξία τὦν ἐκ πίστεως θαυμάτων του, οὔτε ἀπὸ τὶς σημαντικώτατες
γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὖ γνώσεις του, οὔτε ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, ἥ ἀπὸ τὶς τιμὲς τὦν
ἀνθρώπων καὶ τὴ δόξα τ῅ς ἀρχιερωσύνης.

Ἔχοντας ἀσφαλ῅ καὶ πνευματικὰ κριτήρια, ἀγωνιζόταν νὰ ὁμοιωθεἶ μὲ τὸ Θεὸ διὰ τὦν
ἀρετὦν καὶ τὦν ἐνεργημάτων τοὖ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ἐγνώριζε μὲ πνευματικὴ
πεἶρα, ὅτι χωρὶς τὶς θεολογικὲς ἀρετὲς τ῅ς πίστεως, τ῅ς ἐλπίδος καὶ κυρίως τ῅ς ἀγάπης, ἡ
ψυχὴ ὑστερεἶ καὶ ἀδυνατεἶ νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Θεὸ τ῅ς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ στὶς ἀρετὲς
μόνες δὲν ἠρκεἶτο ὁ θεοφόρος ἀνήρ. Προχωροὖσε στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ διὰ τ῅ς καθαρ᾵ς
καὶ συντετριμμένης προσευχ῅ς, ποὺ τὸν ἐγέμιζε μὲ ἄ὇὆ητη εὐφροσύνη.

Ἄλλωστε εἷναι κοινὴ συνείδηση στὴν Ἐκκλησία ἡ διδασκαλία τοὖ μεγάλου Παύλου:
«Ἐὰν ταἶς γλώσσαις τὦν ἀνθρώπων λαλὦ καὶ τὦν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα
χαλκὸς ἠχὦν ἥ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδὦ τὰ μυστήρια
πάντα καὶ π᾵σαν τὴν γνὦσιν, καὶ ἐὰν ἔχω π᾵σαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν... Καὶ
ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδὦ τὸ σὦμα μου ἵνα καυθήσωμαι,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοὖμαι» (Α´ Κορ. ιγ´, 1-8). Καὶ ὁ θεἶος Πατέρας ποτὲ δὲν
ξεγελάστηκε ἀπὸ τὶς ἐπιφάνειες: τὶς γνώσεις του καὶ τὶς γλὦσσες του -ἐγνώριζε καλὰ
Γαλλικὴ καὶ Λατινική- οὔτε ἀπὸ τὰ ἔμφυτα καὶ τὰ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ποὺ
ἐντυπωσιάζουν τοὺς πολλούς, οὔτε ἀπὸ τὶς θαυματουργίες του, ποὺ προκαλοὖν
θαυμασμό.

Ἄλλωστε, ὅταν ἔχεις δυὸ πράγματα ἀπὸ τὰ ὁποἶα τὸ μὲν ἕνα κυριαρχεἶ σ΄ ὅλη σου τὴν
ὑπόσταση, τὸ δὲ ἄλλο ἁπλὦς ὑπάρχει χωρὶς νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ συγκινήσει,
ἑπόμενο εἷναι τὸ δεύτερο νὰ τὸ θεωρεἶς ὡς μὴ ὑπάρχον. Ὅταν λοιπὸν ἡ «ὑπὲρ νοὖν
εἰρήνη», ἀδελφωμένη μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρά, ποὺ ἐνεργοὖσε τὸ Ἅγιο
Πνεὖμα μονίμως στὴ θεοφόρα καρδιά του, «συνεἶχαν» ὁλόκληρο τὸ ψυχοσωματικὸ εἷναι
του καὶ προγευόταν ἀπὸ ἐδὦ τὴν παραδείσια μακαριότητα, ἑπόμενο ἦταν νὰ μὴ ὑπ῅ρχαν
κενὰ στὴν ἁγία του ψυχὴ γιὰ ἀλλότριες χαρὲς καὶ μωμητὲς ἱκανοποιήσεις.

Ἐπίσης, εἷναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἡ γλὦσσα τοὖ θεοειδοὖς διδασκάλου εἷναι
στὸν τύπο, ποὺ ἔγραφαν καὶ μιλοὖσαν οἱ μορφωμένοι τ῅ς ἐποχ῅ς του καὶ ποὺ μάθαιναν
τὰ Ἑλληνόπουλα στὰ σχολεἶα. Ἀλλὰ καὶ οἱ θεολογικοὶ ὄροι φυσικὰ δὲν εἷναι oἱ ἐν χρήσει
σήμερα, οὔτε ἐπίσης οἱ ψυχολογικοί. Ὅμως γι΄ αὐτὸ δὲν εἷναι ὀλιγώτερο πατερικοί,
ἀκριβεἶς καὶ ἐκφραστικοὶ τ῅ς ἀνθρωπολογικ῅ς, τ῅ς δογματικ῅ς καὶ τ῅ς πνευματικ῅ς
διδασκαλίας τ῅ς Ἐκκλησίας.

Σελικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι καὶ μόνο τὰ κείμενα ἀπὸ τὸ ἔργο τοὖ «Γνώθι
σαυτόν» λύνουν τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τοὖ κόσμου: τὸ πρόβλημα τοὖ ἀνθρώπου, ποὺ
βασανίζεται μέσα στὴ διαλεκτική του κόσμου τούτου, ἀναζητὦντας τὴ λύση τὦν
προβλημάτων του ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἐν῵ τὸ πρόβλημα βρίσκεται μέσα του, εἷναι τὸ
ἴδιο τὸ εἷναι του.

Ὁ σαταν᾵ς ἐπέτυχε νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοὖ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν προσωπικὴ
μέριμνα γιὰ τὴν ἐσωτερική του θεραπεία ἐκ τὦν ψυχικὦν νοσημάτων του καὶ νὰ τὸν
παρασύρει σὲ μία ἀλόγιστη ἐξωστρεφ῅ περιπλάνηση, σὲ μία διανοητικὴ καὶ
συναισθηματικὴ ἀλητεία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ξέρει «πόθεν ἔρχεται καὶ ποὺ ὑπάγει»,
σύροντας τὰ κουρασμένα καὶ ἀσταθ῅ βήματά του ἐδὦ κι ἐκεἶ, τραγικὸς κυνηγὸς σκιὦν,
«ἄσωτος υἱός», μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρική του στέγη, ποὺ εἷναι ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος,
ἑνοποιημένος ἐν τ῵ Φριστ῵.

Γιατὶ ὅταν ὁ Φριστὸς γεμίσει τὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἐνεργήματα τ῅ς πίστεως, τ῅ς ἐλπίδος, τ῅ς
χαρ᾵ς, τ῅ς ἀγάπης, ποὺ μεθοὖν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν «ὡραιότερο ἀπ΄ ὅλους τοὺς
ὡραίους, πλουσιώτερο ἀπ΄ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερο ἀπ΄ ὅλους τοὺς
αὐτοκράτορες», πὦς μπορεἶ νὰ παγιδευθεἶ στὸ χὦρο τὦν ἀτελείωτων ἀνταγωνισμὦν καὶ
διεκδικήσεων καὶ δικαιωμάτων σὲ διαφόρων μορφὦν ἀγαθά, τὴ στιγμὴ ποὖ σὰν ἀληθινὸ
τέκνο τοὖ Θεοὖ τρέφεται μὲ τὰ ὑπεραγαθά, ποὖ μας πρόσφερε ὁ γλυκύτατος Κύριος;
Βέβαια ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν φέρνει τίποτε νέο στὴν ἐποχή μας. Σὸ δὦρο, ἡ Φάρη, ἡ
ἀλήθεια ἔχουν δοθεἶ ἐδὦ καὶ εἴκοσι αἰὦνες διὰ τοὖ ΢αρκωθέντος Λόγου. Ἀλλὰ τότε γιατί
εἴμαστε εὐγνώμονες στὸν γλυκύτατο Πατέρα μας; Διότι σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὡς Φριστιανοὶ
κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε μαζὶ μὲ τὸν προσανατολισμὸ κι αὐτὴ τὴν πίστη μας, ἐπειδὴ
δὲν τὴ ζοὖμε, ἔρχεται σάν «ὑετὸς ἐπὶ πόκον» μὲ τὴν ἀθόρυβη παρουσία τ῅ς ταπεινώσεως,
νὰ ἐπανευαγγελισθεἶ μὲ τὴν πράξη τὦν ἐμπειριὦν του καὶ μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
ἔλλαμψη τὦν θεωριὦν του, τὰ μεγαλεἶα της ἁγιωτάτης Πίστεώς μας. Κι αὐτό, ὅσο ἦταν
«ἐν σαρκί». «Μετὰ πότμον» ὅμως, μετὰ τὸ σιωπηλὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἄστρο μας,
θορυβεἶ ἐκκωφαντικὰ καὶ ὑψώνεται ἀπὸ τὸν Κύριο, κατὰ τὴν ὑπόσχεσή του -«ὁ ταπεινὦν
ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»- στὴ θέα ὅλου τοὖ κόσμου μὲ τὰ θαύματά του.

ΘΕΟΛΟΓΟ΢, ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢, ΛΟΓΙΟ΢, ΕΠΙ΢ΣΗΜΨΝ

΢τὴν ἐποχὴ τοὖ θείου Νεκταρίου εἷναι γνωστὸ ὅτι ὑπ῅ρχε πολλὴ ἀμάθεια στὸ λαὸ καὶ
τὸν κλ῅ρο, καὶ τὰ βιβλία ἦταν σπάνιο εἷδος. Αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διαφύγει τὴν
προσοχὴ τοὖ σοφοὖ ἤδη καὶ πολυμαθέστατου ἱεράρχη, πολὺ περισσότερο δὲν ἦταν
δυνατὸ νὰ μὴ σπλαγχνισθεἶ «ἐπὶ τὸν ὄχλον τοὖτον». Ἀποδίδοντας δὲ ξεχωριστὴ σημασία
στὴ διανοητικὴ καλλιέργεια καὶ τὴ μορφωτικὴ συγκρότηση τοὖ Φριστιανοὖ -ὅπως θὰ
κάνομε εἰδικὸ λόγο- ἐπέλεξε τὸν ἀποτελεσματικότερο τρόπο ἀντιμετωπίσεως τοὖ
προβλήματος: τὴ συγγραφὴ βιβλίων.

Οἱ προφορικὲς διδασκαλίες του, ὡς ἱεροκήρυκα καὶ ὡς διευθυντοὖ τ῅ς Ῥιζαρείου,


προκαλοὖσαν βέβαια ἰσχυρὲς ἐντυπώσεις καὶ ἐνθουσιασμούς. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ εἴδη τ῅ς
ὑποδοχ῅ς τοὖ λόγου τοὖ Θεοὖ δὲν εἷναι ἀνθεκτικὰ καὶ δὲν παραμένονν μόνιμα στὸ
γνωστικό της ψυχ῅ς. Γι΄ αὐτὸ ὁ φιλάδελφος διδάσκαλος, ὕστερα ἀπὸ ἐκτίμηση τὦν
πνευματικὦν ἀναγκὦν τοὖ λαοὖ, κινοὖσε ἐπάνω στὸ χαρτὶ τὸν «ὀξυγράφο κάλαμό» του
κι ἔγραφε βιβλία, ὅσο τοὖ ἐπέτρεπαν οἱ τόσες ἄλλες ἀπασχολήσεις του.

Σὰ βιβλία ποὺ μέχρι τώρα ἐξεδόθησαν -γιατί ὑπάρχουν ἀκόμη ἀνέκδοτα ἀπὸ τὰ
κατάλοιπα τοὖ σοφοὖ διδασκάλου- ἀνήκουν σὲ διάφορα εἴδη τοὖ ἐκκλησιαστικοὖ λόγου:
δογματικά, ἠθικοπνευματικά, ἀπολογητικά του Φριστιανισμοὖ, ἑρμηνευτικὰ τὦν
Εὐαγγελίων, συγγραφὲς ποιμαντικ῅ς ἐπιστήμης καὶ ἐκκλησιαστικ῅ς ἱστορίας,
ἐκκλησιαστικὴ ποίηση, ὑμνολογία, κατηχητικά, ἀνθολογίες φιλοσοφικὦν καὶ
θρησκευτικὦν κειμένων, κηρυγματικοὶ λόγοι, μελέτες μοναχικοὖ βίου, λειτουργικὰ καὶ
πατερικὲς ἐκδόσεις.

Ἡ ὀγκωδεστάτη αὐτὴ συγγραφικὴ ἐργασία ὀφείλεται στὴν ἀκαταπόνητη φροντίδα καὶ


τὸν πόθο του γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τὦν Φριστιανὦν καὶ τὴ δημιουργία Ὀρθοδόξου
συνειδήσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σημαντικὴ παραγωγὴ σὲ διάφορα ποιητικὰ μέτρα ὕμνων καὶ
Ὡδὦν, ποὺ ἦταν τό «τραγούδι» του, ἡ κιθάρα του, ἡ κινύρα τοὖ Πνεύματος, τὸ μέσο μὲ τὸ
ὁποἶο ἐξεδήλωνε τοὺς θείους πόθους καὶ ἔρωτές του πρὸς τὴν Ἁγία Σριάδα καὶ τὴ βαθειὰ
εὐγνωμοσύνη του στὴν Παναγία. Σὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοὖ θεοφόρου Νεκταρίου
ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴν ψυχή του πρὦτα γιὰ προσωπική του χρήση καὶ κατὰ δεύτερο λόγο γιὰ
νὰ ψάλλουν τὶς ἐνθουσιαστικὲς στροφές του οἱ μοναχές.

Βέβαια στὴν κυριολεξία δὲν ἦταν ὑμνογράφος, ἀλλὰ ἁπλὦς ὑμνολόγος, ὑμνητὴς τοὖ
θείου, ἔνθεος στιχουργός, ψυχὴ ποὺ ἐμόρφωνε σὲ στίχους τοὺς ἐκ βαθέων στεναγμούς
του, θεόληπτος καρδιὰ ποὺ σκιρτοὖσε ἀγαλλομένη ἀπὸ τὰ ἀφόρητα ἐνεργήματα τοὖ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ μετουσίωνε σὲ ψαλμοὺς καὶ Ὡδὲς πνευματικές. Καὶ συχνά, ἀπὸ
τὴ βαθειά του ταπείνωση, ἱκέτευε τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοὖ Θεοὖ νὰ τὸν συνδράμει
στὶς «κατὰ ἄνθρωπον» θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς του καὶ νὰ τὸν βοηθήσει στὶς
προσπάθειές του γιὰ τὴ δόξα τοὖ Τἱοὖ της.

΢τὶς ἀξιόλογες συγγραφὲς τοὖ θεοσόφου Πατέρα μας ἀντανακλ᾵ται ὁ Ὀρθόδοξος


θεολόγος, ὁ δόκιμος συγγραφέας, ὁ πολυμαθὴς λόγιος, ὁ εὐσυνείδητος ἐπιστήμων, ὁ
ποιμένας ὁ καλός, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ φωτεινὸς νοὖς, ὁ ἔμπειρος διδάσκαλος, ἡ
ἁγιασμένη ψυχή, ὁ τέλειος Φριστιανός, ὁ Ἅγιος της Ἐκκλησίας. Ἔγραψε κείμενα γιὰ ὅλα
τὰ θέματα ποὺ ἀφοροὖν στὴν ἐσωτερικὴ ζωή, τὰ ὁποἶα σὲ τελευταία ἀνάλυση,
ἀντιφεγγίζουν τὴν δική του ζωὴ καὶ ἀγάπη καὶ θεἶο ἔρωτα, σὰν τέλεια πίστη στὸ Θεό,
σὰν ἐλπίδα ζωντανή, σὰν ἐν Κυρίῳ χαρά, σὰν ἀδιάλειπτη προσευχή, κ.λ.π. Θὰ ἔπρεπε
ἐδὦ νὰ σημειωθεἶ, ὅτι στὰ δυὸ κεφάλαια περὶ προσευχ῅ς, ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος ἀρχιερέας
στὸ βιβλίο τοὖ «Γνώθι σαυτόν», περιλαμβάνονται στοιχεἶα διαφόρων «παραδόσεων» καὶ
διεκρίναμε ἐμπειρίες καὶ διατυπώσεις τοὖ Εὐαγρίου, Μαξίμου Ὁμολογητοὖ,
Φρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου, Ἀρεοπαγίτου Διονυσίου καὶ Διαδόχου Υωτικ῅ς, πρ᾵γμα
ἐκφραστικὸ τ῅ς κινήσεώς του στοὺς πατερικοὺς λειμὦνες μὲ ἐλευθερία καὶ ἄνεση.

Ἑπομένως τόσο τὰ βιογραφικὰ στοιχεἶα, ὅσο καὶ τὰ κείμενά του συνθέτουν τὴν
ὡραιότατη εἰκόνα τοὖ θείου καὶ ἀγγελικοὖ ἱεράρχη, στεφανωμένου μὲ τὰ ἄνθη τὦν
θεοποιὦν ἀρετὦν, μὲ τοὺς «καρποὺς τοὖ Πνεύματος», μὲ τὰ χαρίσματα τὦν ἰαμάτων καὶ
τοὖ διδασκάλου τ῅ς Ἐκκλησίας.
Ἅγιος Νεκτάριος

ΣΟ ΤΜΝΟΓΡΑΥΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΟΤ

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἀχιλλέως Γ. Φαλδαιάκη: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν
ποίηση καὶ τὴν μουσική. Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 1998, σελ. 17-32)

΢ύγχρονος καθηγητὴς τ῅ς Ὑμνολογίας διετύπωσε παλαιότερα τὴν ἑξ῅ς σχέση: «Ἂν ἡ
θρησκεία εἶναι ποίηση καὶ ἡ ποίηση εἶναι εἶδος θρησκείας τῆς ψυχῆς». Πιστεύουμε ὅτι καὶ ἡ
ὑπὸ ἐξέταση ἐνασχόληση τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου μὲ τὴν ποίηση παρομοίως ἑρμηνεύεται·
τὸ μεγαλύτερο τμ῅μα τοὖ ὑμνογραφικοὖ του ἔργου δὲν εἷναι ἁπλὦς ποίηση, ἀλλὰ ἕνας
«παφλασμός» ἱερὦν συναισθημάτων μίας κατ᾿ ἐξοχὴν θρησκευούσης ψυχ῅ς, ποὺ βιώνει,
προσεύχεται, κηρύττει καὶ κατηχεἶ σὲ λόγο ἔμμετρο, οἰστρηλατουμένη ἀπὸ βαθειὰ
ποιητικὴ ἕξη. Κατ᾿ ἀκρίβειαν, μάλιστα, πρέπει νὰ σημειωθεἶ ὅτι καταχρηστικὦς
ἀποδίδουμε στὸν Ἅγιο τὸν χαρακτηρισμό «ὑμνογράφος». «΢τὴν κυριολεξία - ὅπως ὀρθὦς
ἤδη ἔχει γραφεἶ- δὲν ἦταν ὑμνογράφος, ἀλλὰ ἁπλὦς ὑμνολόγος, ὑμνητὴς τοὖ θείου,
ἔνθεος στιχουργός, ψυχὴ ποὺ ἐμόρφωνε σὲ στίχους τοὺς ἐκ βαθέων στεναγμούς του,
θεόληπτος καρδιὰ ποὺ σκιρτοὖσε ἀγαλλομένη ἀπὸ τὰ ἀφόρητα ἐνεργήματα τοὖ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τὰ μετουσίωνε σὲ ψαλμοὺς καὶ Ὡδὲς πνευματικές».

΢ὲ παλαιότερη πρόδρομη ἀνακοίνωσή μας περὶ τοὖ ὑμνογραφικοὖ ἔργου τοὖ Ἁγίου
Νεκταρίου, διετυπώσαμε ἐν κατακλείδι δυὸ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα
ποὺ ἐκλαμβάνουν τὰ ὑμνογραφήματά του. Σὶς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐδὦ, αὐτὴν τὴν
φορὰ ὡς ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω συλλογισμὸ ἐπὶ τοὖ προκειμένου θέματος καὶ ὡς
ἔναυσμα γιὰ τὴν προσαγωγὴ καὶ λοιπὦν στοιχείων ποὺ ἡ ὡς σήμερα σχετικὴ ἔρευνά μας
ἔχει φέρει σὲ φὦς.

Ἡ πρώτη ἐκτίμηση συνοψίζεται στὰ ἑξ῅ς· τὰ ὑμνογραφήματα τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου


ἀποτελοὖν οὐσιαστικὦς «μεγαλοφωνώτατες κραυγές» ἑνὸς ἀγωνιὦντος ἱεράρχου, ὁ
ὁποἶος μὲ λόγο ἔμμετρο προσπαθεἶ νὰ κατευθύνει τὰ διανοήματα τὦν πνευματικὦν του
τέκνων πρὸς μίαν ὁμαλότερη καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀπρόσκοπτη κατανόηση τὦν κατὰ τὴν
Θεία Λατρεία τελουμένων. Δὲν εἷναι τυχαἶο τὸ γεγονὸς ὅτι -συμφώνως πρὸς τὰ στοιχεἶα
ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς κατηχητικὲς του ἐπιστολές- τελικὸς ἀποδέχτης τὦν ποιημάτων
τοὖ Ἁγίου εἷναι εἴτε οἱ πιστοὶ ποὺ συνέ὇὆εαν στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τὦν Ἀθηνὦν ὅταν ὁ
ἴδιος ἱερουργοὖσε, εἴτε οἱ μαθητές του στὴν Ῥιζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ ΢χολή, εἴτε
πρωτίστως καὶ κατὰ κύριο λόγο οἱ μοναχές της νεοπαγοὖς τότε Μον῅ς τ῅ς Αἰγίνης. Θὰ
παρατηροὖσαμε μάλιστα ὅτι, κατὰ τὰ πρὦτα τουλάχιστον στάδια της «ποιητικ῅ς του
δημιουργίας», τά «ἐρεθίσματα» ποὺ ὠθοὖν τὸν Ἅγιο στὴν ὑμνογραφία προέρχονται
ἀκριβὦς ἐκ τὦν ἀνωτέρω ἐξονομασθέντων ἀποδεκτὦν. Ἐπιπροσθέτως ἱεραρχὦντας τὶς
μαρτυρίες ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, μποροὖμε συνοπτικὦς νὰ ἐπισημάνουμε τρεἶς
ἐπὶ μέρους στόχους πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπέβλεπε ὁ Ἅγιος διὰ τὦν ἐν λόγῳ ποιητικὦν του
δημιουργιὦν.

Πρῶτον· νὰ ἱκανοποιήσει πνευματικὦς τοὺς ἀκροωμένους πιστούς: «Προχθὲς τὴν ἑορτὴν


τὦν Εἰσοδίων τ῅ς Θεοτόκου ἐγένετο ἀγρυπνία εἰς τὸν ναὸν τ῅ς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸν
ἐπικαλούμενον τ῅ς Καπνικαρέας -γράφει ὁ ἴδιος διαζωγραφὦν τήν, πρὸς αὐτὴν τὴν
κατεύθυνση, ποιμαντική του μέριμνα-. Ἡ συ὇὆οὴ τοὖ κόσμου ἦτο ἔκτακτος· ἔψαλλον εἰς
ἦχον πλ. α´ τὴν Ὡδὴν τὴν ἔχουσαν κατ᾿ ἀλφάβητον τὴν ἀκροστοιχίδα (sic) «Ἄσπιλε
ἀμόλυντε ἁγνὴ Παρθένε» εἰς τὸ τέλος τ῅ς λιτ῅ς. Ἔμαθον δ᾿ ὅτι οἱ πάντες
ηὐχαριστήθησαν». Ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση τοὖ προξενεἶ ἡ σκέψη ὅτι εὐσεβεἶς πιστοὶ θὰ
εὑρίσκουν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ ἀναψυχὴ ἀναγινώσκοντες ἥ ψάλλοντες τὰ
ποιήματά του: «...αἰσθάνομαι μίαν εὐχαρίστησιν -σημειώνει καὶ πάλι ἀναγγέλλων τὴν
ἀποπεράτωση τοὖ Θεοτοκαρίου του- οὐ μόνον ἐκ τ῅ς συγγραφ῅ς, ἀλλὰ καὶ ἐκ τ῅ς
σκέψεώς του ὅτι αἱ εὐσεβεἶς ψυχαὶ θὰ εὐρίσκωσι πνευματικὴν εὐφροσύνην διὰ τὴν
εὐχαρίστησιν ταύτην, ἣν ἡ Κυρία Θεοτόκος μὲ ἠξίωσε νὰ λάβω. ΢᾵ς παρακαλὦ νὰ
ψάλητε μίαν εὐχαριστήριον Ὡδὴν εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ μία παράκλησιν, ὅπως μὲ
ἐνισχύῃ εἰς ὅμοια ἔργα καὶ φέρω ταὖτα εἰς αἴσιον πέρας». Μὲ παρόμοια, ἐπίσης, λόγια
διατυπώνει τὴν πρόθεσή του νὰ ἐκδώσει τοὺς ἐν λόγῳ θεοτοκίους ὕμνους: «Προτίθεμαι,
νὰ τυπώσω ὅλους τοὺς ὕμνους εἰς μικρὸν σχ῅μα, τὸ ἥμισυ του Προσευχηταρίου καὶ νὰ τὸ
ὀνομάσω «Θεοτοκάριον μικρόν», ὅπως διαδοθ῅ καὶ ὑμν῅ται ἡ Κυρία Θεοτόκος ὑπὸ τὦν
εὐσεβὦν». ΢τὸν πρόλογο δὲ τόσο του «μικροὖ ὅσο καὶ τοὖ «μεγάλου» Θεοτοκαρίου του,
καταγράφει σαφὦς τὸν σκοπὸ ποὺ ἐξυπηρετεἶ ἡ δημοσίευση τὦν ὕμνων: «Σοὺς ὕμνους
τούτους ἀπεφάσισα νὰ δημοσιεύσω, ὅπως παράσχω τοἶς ἀγαπὦσι καὶ τιμὦσι τὴν
Μητέρα τοὖ Κυρίου ἐγκόλπιόν τι ἐν ᾧ νὰ εὐρίσκωσι διατετυπωμένα τὰ ἑαυτὦν
συναισθήματα καὶ ἰκανοποιὦσιν αὐτὰ ᾄδοντες καὶ ὑμνοὖντες τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον
τὴν μητέρα τοὖ Θεοὖ ἡμὦν».

Δεύτερον· νὰ συγκινήσει καὶ πληρώσει χαρ᾵ς τὶς καρδιὲς τὦν πνευματικὦν του τέκνων
καὶ παραλλήλως νὰ προκαλέσει ἀρέσκεια καὶ εὐχαρίστηση σὲ ὆ᾴθυμες, νωθρὲς καὶ
νοσοὖσες πνευματικὦς συνειδήσεις, λειτουργὦν ἀφυπνιστικὦς καὶ -μέσῳ τὦν
ποιημάτων του- παρακινὦν αὐτὲς σὲ προσευχὴ καὶ θερμὴ ἐπίκληση τ῅ς θεϊκ῅ς βοηθείας.
Μεταφέρουμε χαρακτηριστικὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ μίαν ἐπιστολή του πρὸς τὴν
«ὁσία Ξένη»: «Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σου καὶ ἐχάρην διὰ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χαρὰν τ῅ς
ψυχ῅ς σας καὶ τὴν ὑγείαν σας καὶ εὔχομαι νὰ ὧσιν ἀδιάπτωτοι. Μόνον τ῅ς ἀγαθ῅ς
Εὐφημίας ἡ κατάστασις μειοἶ τὴν χαράν μου. Νὰ τὴ εἰπ῅τε, θέλω νὰ βιάσῃ τὴν καρδίαν
της νὰ χαίρῃ, θέλω νὰ ψάλλῃ ὕμνους τ῅ς Κυρίας Θεοτόκου, ὅπως εὐφρανθ῅ ἡ ψυχή της.
Ἐν ταἶς θλίψεσιν ὑμὦν ὑμνεἶτε τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ πάντως θ᾿ ἁπαλλαγ῅τε τ῅ς
θλίψεώς σας. Βιάσατε τὴν καρδίαν σας ψάλλουσαι τ῵ Θε῵ καὶ ὑμνοὖσαι τὴν Κυρίαν
Θεοτόκον. Θέλω νὰ χαίρητε π᾵σαι, ἵνα μὴ ἡ λύπη εὑρίσκῃ εἴσοδον εἰς τὴν καρδίαν σας».
΢ὲ ἄλλη πάλι ἀδελφή, τὴν Αἰκατερίνα, ἡ ὁποία ὡς φαίνεται ἀντιμετώπιζε παρόμοια
πνευματικὰ προβλήματα, ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει -ἀντὶ ἄλλης ἀποκρίσεως καὶ νουθεσίας-
ποίημά του «πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον Γοργοεπήκοον» καὶ σημειώνει σχετικὦς:
«...ὅπερ ἀναγινώσκουσα ἀνὖψου τὸν νοὖν σου καὶ τὴν καρδίαν σου πρὸς τὴν
φιλεύσπλαγχνον Μητέρα τοὖ Κυρίου καὶ τεύξη τ῅ς ταχείας Αὐτ῅ς βοηθείας καὶ
ἀντιλήψεως». Ἡ ἐπιδίωξη πνευματικ῅ς χαρ᾵ς καὶ συγκινήσεως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ἥ
ψαλμώδηση τὦν ὑμνογραφημάτων του ἀποτελεἶ βασικὸ μέλημα τοὖ Ἁγίου· τοὖτο
μαρτυρεἶται καταφανὦς καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος σημειώνει, ὅταν στὶς ἐπιστολὲς ποὺ
ἀποστέλλει πρὸς τὶς μοναχὲς τ῅ς Αἴγινας ἐπισυνάπτει καὶ νέους ἰδικοὺς του ὕμνους:
«΢ήμερον σ᾵ς στέλλω ἕνα Παρακλητικὸν Κανόνα πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ
Ἀειπάρθενον Μαρίαν ἐξ 24 τροπαρίων ἐμμέτρων, ἤτοι ἐξ εἰκοσιτεσσάρων οἴκων, τὸν
ὁποἶον συνέταξα, ὅπως ἐκφράσω τὸ συναίσθημά μου καὶ τὸ φρόνημά μου. Υρονὦ, ὅτι ἡ
ἀνάγνωσίς του θὰ συγκινήση τὰς εὐσεβεἶς καρδίας σας...». ΢ὲ ἄλλην ἐπιστολὴ τοὖ
ἐπισημαίνει παρεμφερὦς τὰ ἀκόλουθα: «Πέμπω ὑμἶν ἐγκλείστως τέσσαρας ὠδάς, ἃς
συνέταξα πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἵνα πληρωθῆ χαρ᾵ς ἡ καρδία ὑμὦν καὶ
ἀνυμνήσητε τὴν Κυρίαν Θεοτόκον μὲ νέους ὕμνους». Ἐπισημαίνουμε, τέλος, ὅτι
ὁρισμένες φορὲς ζητεἶ νὰ ἐνημερωθεἶ γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ προξενοὖν τὰ ποιήματά του
στὶς μοναχές, ἀγωνιὦν προφανὦς γιὰ τὴν ἐκ μέρους τὦν μοναζουσὦν ἀποδοχὴ αὐτὦν
καὶ ὡς ἐκ τούτου γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοὖ δι᾿ αὐτὦν ἐπιδιωκομένου σκοπόν· γιὰ παράδειγμα,
συχνὦς στὶς ἐπιστολές του τὴν ἀποστολὴ ὕμνων συνοδεύει ἡ φράση «Πιστεύω ὅτι θὰ
εὐχαριστήσωσιν» κ.τ.ὁ.
Τρίτον· νὰ παρωθήσει σὲ ἐνσυνείδητη συμμετοχὴ τοὺς εὑρισκομένους στὴν θεία
μυσταγωγία, μετερχόμενος πρὸς τοὖτο τὴν ὑμνογραφία ἥ καὶ τὴν ψαλμῳδία ὡς μέσον.
΢υγκεκριμένως, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διηύθυνε τὴν Ῥιζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ ΢χολή
«ἐπήνει (τοὺς Ῥιζαρεῖτες) ὅτι ἔψαλλον καλῶς εἰς τὸν ναὸν τῆς ΢χολῆς των, πρᾶγμα τὸ
ὁποῖον τὸν ἐνεθουσίαζε». Ὁμοίως -κατὰ τὶς διηγήσεις τὦν μαθητὦν του- «παρηκολούθει
τοὺς μαθητὰς εἰς τὴν ἐκδήλωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ των ζήλου, παρευρισκόμενος εἰς τὸν
ναὸν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καὶ τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν
ἀκολουθίαν ἵστατο ὄχι εἰς τὸν θρόνον, ἀλλὰ εἰς στασίδιον κοινὸν εὑρισκόμενον ἐντὸς τοῦ
δεξιοῦ χοροῦ, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ δίδῃ εἰς τοὺς μαθητὰς ὑπόδειγμα ἐκκλησιασμοῦ, ἀφ᾿
ἑτέρου δὲ διὰ νὰ καμαρώνῃ τοὺς δυὸ χοροὺς μὲ 140 μαθητὰς ψάλλοντας ὅλας τὰς
ἀκολουθίας». Γενικὦς ἔχει παρατηρηθεἶ ὅτι «ἦτο μέγας o ἐνθουσιασμός του, ὅταν ἤκουε
τοὺς Ῥιζαρείτας νὰ ψάλλουν (τοὺς ὕμνους του)»· μάλιστα δέ, ὅταν καὶ ὁ ἴδιος συνέψαλλε
μετ᾿ αὐτὦν «ἐν χορ῵ τό «Ἀνυμνὦν μεγαλύνω ΢ὲ ἄχραντε», μετηρσιοὖτο» κυριολεκτικὦς.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση τ῅ς συνειδητ῅ς μετοχ῅ς στὴν θεία λατρεία ἀποσκοπεἶ καὶ ἡ
ἀκόλουθη προτροπὴ τοὖ Ἁγίου πρὸς τὶς μοναχὲς τ῅ς Αἰγίνης, ἡ ὁποία, σημειωτέον,
ἀπαιτεἶ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία της, προκειμένου νὰ ἀποφευχθοὖν
λανθασμένα συμπεράσματα. Γράφει συγκεκριμένως ὁ Ἅγιος: «Σοὺς ὕμνους, τὰς ὠδὰς
καὶ τοὺς κανόνας θὰ τὰς δώσω εἰς τὴν κ. Ζερβουλάκου νὰ τὰ ἀντιγράψη ὅλα καὶ νὰ σ᾵ς
τὰ στείλω. Ἔδεσα ἐπὶ τούτω ἐν βιβλίον μὲ τὸ χαρτὶ τοὖτο εἰς ὁλόκληρον τὸ μέγεθος, ὅπως
γραφὦσιν ἐντὸς αὐτοὖ. Πιστεύω ὅτι θὰ μείνητε πολὺ εὐχαριστημέναι καὶ δύνασθε νὰ
ἀναγινώσκητε ἐξ αὐτοὖ ἀντὶ ἑτέρου ἀναγνώσματος ἥ κανόνος, διότι φέρουσι κατάνυξιν
καὶ διότι αἱ πρὸς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον παρακλήσεις ἔχουσι τί τὸ ὁποἶον δὲν ἔχουσιν οἱ
κανόνες τὦν Ἁγίων, οἵτινες δὲν εἷναι προσευχή, ἀλλ᾿ ἔπαινος τοὖ ἁγίου, δυνάμεθα δὲ νὰ
περιορισθὦμεν εἰς ὀλιγωτέρους ἐπαίνους. Ἡ ἀνάγνωσις τὦν Κανόνων τὦν Ἁγίων καὶ
τὦν Μηναίων καὶ τ῅ς Παρακλητικ῅ς δὲν εἷναι ἀπολύτως ἀναγκαἶοι (sic), δύνασθε ἀντ᾿
αὐτὦν νὰ ἀναγινώσκητε ἕνα Κανόνα τ῅ς Κυρίας Θεοτόκου ἐκ τοὖ Μεγάλου Θεοτοκαρίου
τοὖ χειρογράφου, τὸ ὁποἶον θὰ σ᾵ς στείλω. Θέλω οἱ λόγοι νὰ ὁμιλὦσιν εἰς τὴν καρδίαν
σας. Θέλω νὰ μὴ ἐκτελ῅τε τύπον προσευχ῅ς, ἀλλὰ λατρείαν· διότι ἡ καρδία ἐκ τ῅ς
λατρείας ἱκανοποιεἶται καὶ οὐχὶ ἐκ τὦν τύπων· οὐχὶ ἐκ τ῅ς ἀναγνώσεως ὅλων τὦν
Κανόνων, οἵτινες ἐγράφησαν διὰ τὸν πανηγυρισμὸν τὦν Ἁγίων, ἀλλ᾿ ἐκ τοὖ ποιοὖ τ῅ς
προσευχ῅ς. Ἐπιθυμὦ νὰ μὲ ἐννο῅τε τί λέγω». Ἡ ἀνωτέρω προτροπὴ θὰ προκαλοὖσε
ἀσφαλὦς μεγάλη φιλολογία περὶ τὦν φρονημάτων τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου -γιὰ τὴν
ἀναγκαιότητα ἥ μὴ τὦν κανόνων καὶ τὦν λοιπὦν ἑορταστικὦν ἐγκωμίων ποὺ
ἀναγινώσκονται στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὰ ἤ, τέλος, γιὰ
τὴν δυνατότητα ἀντικαταστάσεως τ῅ς παραδοσιακ῅ς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας ἀπὸ
νεώτερα ποιήματα, εὐληπτότερα καὶ ἐνδεχομένως πλέον κατανυκτικὰ καὶ ψυχωφέλιμα-
ἐὰν δὲν ἐλαμβάνετο ὑπ᾿ ὄψιν ἡ ἰδιάζουσα κατάσταση πρὸς τὴν ὁποίαν ἀποσκοποὖσε ἡ
συγκεκριμένη ποιμαντική του μέριμνα· «ἐπιθυμὦ νὰ μὲ ἐννο῅τε τί λέγω», σημείωνε
ἐναγωνίως ὁ Ἅγιος κατακλείων τὸν προεκτεθέντα συλλογισμό του, ἀμφιβάλλων
ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν, ἐκ μέρους τὦν ὀλιγογραμμάτων πνευματικὦν του θυγατέρων,
δυνατότητα κατανοήσεως τ῅ς μεταξὺ «τύπου προσευχ῅ς» καὶ «λατρείας» λεπτ῅ς
διακρίσεως. Ἕνα θαυμάσιο σχόλιο ἐπὶ τοὖ προκειμένου θέματός μας παρέδωκε ἐσχάτως
ὁ ὁσιολογιώτατος μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, παρατηρὦν σχετικὦς τὰ ἀκόλουθα:
«Ὁμολογὦ ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ζωὴ λατρευτικὴ μισοὖ ἤδη αἰὦνος μέσα στὸ αὐστηρὸ
Koινόβιο, μόλις τώρα ἀντιλαμβάνομαι αἰσθανόμενος αὐτὴν τὴν λεπτὴ διάκριση
λατρείας καὶ προσευχ῅ς διὰ τοὖ ἀκάμπτου Συπικοὖ, ποὺ μ᾿ ὅλα ταὖτα καλύπτει τὰ
τέσσερα εἴδη τ῅ς προσευχ῅ς: τὴν δέηση, τὴν αἴτηση, τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν δοξολογία
διὰ ψαλμῳδιὦν καὶ ἀναγνώσεων, ὅλων ὠφελίμων καὶ ἀπαραιτήτων γιὰ τὴν διαμόρφωση
ἐκκλησιαστικοὖ ἤθους. Ἀλλὰ ὁ θεἶος Νεκτάριος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψει του τὴν ἀδύνατη
γυναικεία φύση, τὴν ὀλιγομάθεια ἥ δυσκολία τὦν μοναζουσὦν στὴν κατανόηση καὶ τ῅ς
γλώσσης καὶ τὦν νοημάτων τὦν λειτουργικὦν βιβλίων, ἀλλὰ καὶ θέλοντας νὰ τοὺς
προσφέρει πιὸ ἄμεσες πνευματικὲς γνώσεις μὲ προσιτοὺς στὴν ψυχολογία τοὺς ὕμνους
πρὸς τὴν Θεοτόκον, συνιστοὖσε ὅ,τι ὁ ἴδιος παρ῅γε ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοὖ θείου ἔρωτός
του, χωρίς, βεβαίως, νὰ καταργεἶ τὰ καθιερωμένα. Καὶ ὁμολογουμένως ἦταν μέσα στὴν
ἀλήθεια, ἀφοὖ οἱ ἀπόψεις τοὖ ἀποτελοὖν ἔκφραση τὦν ἁγίων ἐμπειριὦν του, γιατί
ἐπιθυμοὖσε νὰ βιώνουν ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὰ τέκνα του. Σὸ νὰ προσπαθοὖν εἷναι νοητόν.
Ἀλλὰ νὰ φτάσουν ἀμέσως, ἀδύνατον. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἅγιος Πατέρας σὲ ἐπιστολὲς του
παραδέχεται ὅτι χρειάζεται πολὺς χρόνος γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς σὲ πνευματικὲς ὑψηλὲς
καταστάσεις καὶ ὅτι τὸ θεἶον δὲν ἐκβιάζεται». Ἐπεκτείνοντας τὸν συλλογισμὸ τοὖ
γέροντος Θεοκλήτου, σημειώνουμε ἐπιπροσθέτως ὅτι ἡ πρόθεση τοὖ Ἁγίου νὰ
ὑποβοηθήσει τὶς μοναχὲς -μέσῳ τὦν ὕμνων του- πρὸς ἀμεσότερη βιωματικὴ προσέγγιση
τοὖ λειτουργικοὖ λόγου, πιστοποιεἶται καὶ ἀπὸ τὴν ἑξ῅ς ἀπολύτως ἐνδεικτικὴ
παρατήρηση· τὸ μεγαλύτερο τμ῅μα τοὖ ποιητικοὖ του ἔργου οὐδόλως ἀφίσταται τ῅ς
καθεστηκυίας ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας. Ὁ Ἅγιος ὡς ποιητὴς δὲν καινοτομεἶ· τοὖτο
τεκμαίρεται ἀπὸ ἁπλὴ καὶ μόνον φυλλομέτρηση τὦν ὑμνογραφικὦν του πονημάτων: τὸ
Κεκραγάριον εἷναι τὰ τέσσερα βιβλία τὦν Ἐξομολογήσεων τοὖ ἱεροὖ Αὐγουστίνου, κατὰ
μετάφραση Εὐγενίου τοὖ Βουλγάρεως, τὰ ὁποἶα ὁ Ἅγιος ἀνήγαγεν «ἀπὸ τοὖ πεζοὖ
λόγου εἰς τὸν ἔμμετρον». Σὸ Χαλτήριον εἷναι πάντες οἱ Χαλμοὶ τοὖ Δαβίδ, τοὺς ὁποίους
ὁ Ἅγιος, «ἐνέτεινεν εἰς μέτρα ποικίλα, Θεοὖ εὐδοκοὖντος καὶ ἐμπνέοντος, κατὰ τονικὴν
βάσιν». Σὸ Θεοτοκάριον, τέλος, καὶ τὸ Σριαδικὸν δὲν εἷναι παρὰ τὰ θεοτοκία καὶ τριαδικὰ
ἀντιστοίχως τροπάρια τ῅ς Παρακλητικ῅ς, τοὖ Σριωδίου ἥ καὶ λοιπὦν λειτουργικὦν
βιβλίων, ἐντεταμένα σὲ ἑνιαία ἥ πολυποίκιλα μέτρα. Γιὰ τοὖ λόγου τὸ ἀληθὲς
ἐπικαλούμεθα τὴν ἑπομένη ἀπερίφραστη ὁμολογία τοὖ ἴδιου περὶ τοὖ Θεοτοκαρίου:
«...ἀναγγέλλω ὑμἶν εὐχαρίστως, ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος μὲ ἠξίωσε νὰ φέρω εἰς πέρας τὴν
βουλὴν τὴν ὁποίαν ἐπεθύμουν, ἤτοι νὰ ἐντείνω εἰς μέτρα τ῅ς ἀρχαίας Ἑλληνικ῅ς
ποιήσεως τὰ Θεοτοκία ὅλα ὅσα ἔχει ἡ Παρακλητικὴ καὶ τοὺς Κανόνας τ῅ς Κυρίας
Θεοτόκου. Ἡ βουλὴ αὕτη σήμερον ἀκριβὦς τὴν ἐνάτη ὥραν ἐγένετο τέλειον ἔργον.
Ἅπαντα τὰ Θεοτοκία καὶ οἱ Κανόνες τ῅ς Θεοτόκου ἐγένοντο ἔμμετροι». Ἀλλὰ καὶ περὶ
τοὖ Σριαδικοὖ σημειώνει παρομοίως τὰ ἑξ῅ς: «Σοὺς κανόνας τ῅ς Παρακλητικ῅ς, τοὺς
Ἀναστασίμους, τοὺς ΢ταυρωσίμους καὶ τοὺς Κατανυκτικούς, τοὺς ἐνέτεινα εἰς μέτρα καὶ
ἔγιναν ὡραἶοι, ἐν πολλοἶς ἐγένοντο ἀγνώριστοι». Σὰ ἀμιγὦς προσωπικὰ ποιήματα τοὖ
Ἁγίου ἐλλείπουν οὐσιαστικὦς ἀπὸ τὸ σύνολο τοὖ ὑμνογραφικοὖ του ἔργου, ἥ ὀρθότερα
περιορίζονται σὲ μικρὸ -σχετικὦς πρὸς τὴν ὀγκώδη «ποιητική του παραγωγή»- ποσοστὸ
ποιημάτων, τὰ ὁποἶα ὁ ἴδιος συνήθως χαρακτηρίζει Ὡδές· πρόκειται κατὰ κύριο λόγο περὶ
Θεοτοκίων ὕμνων, συμπίλημα πολυποικίλων προσωνυμίων τ῅ς Θεοτόκου, ποὺ
στοιχειοθετοὖν ἕναν ἐνθουσιαστικὸ χαιρετισμὸ πρὸς τὴν Παναγία, ξεχείλισμα τ῅ς
τετρωμένης ἀπὸ οἷστρο ποιητικὸ ψυχ῅ς τοὖ Ἁγίου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Ἅγιος δὲν
ἀφίσταται τ῅ς «καθεστηκυίας τάξεως», ἀλλὰ -ἐννοὦν τὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτὦν
πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται- ἀποπειρ᾵ται νὰ μεταποιήσει καὶ μεταπλάσει τὸν κατὰ
τὴν θεία Λατρεία ὑμνογραφικὸ λόγο, προκειμένου νὰ καταστήσει αὐτὸν εὐληπτότερο
καὶ ὡς ἐκ τούτου πλέον κατανοητό.

Ἡ δεύτερη ἐκτίμηση -περὶ τ῅ς ἰδιαιτερότητος τοὖ ὑμνογραφικοὖ ἔργου τοὖ Ἁγίου
Νεκταρίου- εἷναι ἐξ ἴσου, σημαντικὴ καὶ ἐνδεχομένως πλέον οὐσιώδης· τὰ
ὑμνογραφήματα τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἀποτελοὖν ἀναντι὇὆ήτως ἄριστη ἔκφανση μίας
ἀδήριτης προσωπικ῅ς του «ἀνάγκης», νὰ κοινοποιήσει τὸ συναίσθημα, τὴν εὐχαρίστηση
τ῅ς καρδίας του, τὸν διαπνέοντα τὴν καθόλου ὕπαρξή του ἀκόρεστον πόθο τ῅ς
ἀνυμνήσεως καὶ τὴν πηγαία διάθεση νὰ συνθέτει ὕμνους· «...ὁ λόγος δι᾿ ὃν δὲν σοὶ
ἔγραφον, -σημειώνει ὁ ἴδιος ἀπευθυνόμενο πρὸς τὴν «ὁσιωτάτη Ξένην» -ἦτο ἡ διάθεσις
νὰ γράψω ὕμνους καὶ ὤκνουν πρὸς ἐπιστολογραφίαν». ΢ὲ ἄλλην ἐπίσης ἐπιστολή του
παραδέχεται: «Εἷχον βαρυνθ῅ τὴν ἐπίπονον ἐργασίαν τ῅ς Λειτουργικ῅ς, καὶ ἐστράφην
ἐπὶ τρεἶς ἡμέρας εἰς τὴν Ὑμνογραφίαν, ἐξ ἣς οἱ τρεἶς ο὘τοι Κανόνες». Ἡ παρατήρηση
τούτη προσεπιμαρτυρεἶται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τὦν προλογικὦν σημειωμάτων ὅλων
σχεδὸν τὦν ὑμνογραφικὦν πονημάτων τοὖ Ἁγίου· ἤδη στὸν πρόλογο τοὖ μικροὖ
Θεοτοκαρίου ἐπισημαίνει: «Διδαχθεὶς ὑπὸ τ῅ς ἁγιωτάτης ἡμὦν Καθολικ῅ς καὶ
Ἀποστολικ῅ς Ἐκκλησίας, ὅτι ἄξιον ἐστίν, ὡς ἀληθὦς, μακαρίζειν τὴν Θεοτόκον καὶ
ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἐποίησα Ὡδάς τινας καὶ ὕμνους πρὸς αἴνεσιν καὶ ἀνύμνησιν τ῅ς
παναγίας Μητρὸς τοὖ Κυρίου τ῅ς Γοργοεπηκόου καὶ ταχείας εἰς ἀντίληψιν, βοήθειαν καὶ
προστασίαν τὦν ἐπικαλουμένων αὐτήν, καὶ πρὸς ἔκφρασιν τ῅ς ἀπείρου πρὸς Αὐτὴν
εὐγνωμοσύνης μου διὰ τὰς πολλὰς πρὸς ἐμὲ Αὐτ῅ς εὐεργεσίας, ἃς παραπέλαυσα». ΢τὸν
πρόλογο δὲ τοὖ Κεκραγαρίου ἀναγινώσκουμε τὴν ἑπομένη ἐνδιαφέρουσα διευκρίνηση, ἡ
ὁποία, πιστεύουμε, μαρτυρεἶ σαφέστατα τό «μέτρον» τ῅ς ποιητικ῅ς ἕξεως τοὖ Ἁγίου,
δυναμένου νὰ ἀναγινώσκει πεζὸν λόγον καὶ ἡ ὑμνολόγος καρδία του νὰ μετατρέπει
αὐτὸν -μὲ χαρακτηριστική, μάλιστα, εὐκολία- σὲ ἔμμετρον: «Σὸ Κεκραγάριον -γράφει
συγκεκριμένως ὁ Ἅγιος- καίτοι ἐν πεζ῵ λόγῳ γεγραμμένον οὐχ ἧττον δύναται νὰ
θεωρηθ῅ ποίημα ὑψηλὸν διότι ἐστὶν ἀληθὴς ποίησις. Σὸ ὅλον περιεχόμενον τὦν
πνευματεμφόρων τούτων συγγραμμάτων μαρτυρεἶ θεἶον ἐνθουσιασμὸν καὶ ἔνθεον
ποιητικὴν ἔξαρσιν, δι᾿ Ὠν ὁ ἱερὸς θεοφόρος συγγραφεὺς μεταρσιοὖται καὶ ἀνάγεται ἀπὸ
τὦν ἐπιγείων πρὸς τὰ Οὐράνια καὶ καθίσταται Οὐρανοπολίτης. Σὸ θαυμάσιον τοὖτο
Ἱερὸν Βιβλίον καὶ Ἱερὸν Κεκραγάριον ἀναγνώσαντες καὶ ἀγαπήσαντες καὶ ἑλκυσθέντες
ἐκ τὲ τὦν θείων νοημάτων καὶ τοὖ ποιητικοὖ αὐτοὖ ὕφους ἐπεποθήσαμεν νὰ
ἀναγάγωμεν αὐτὸ ἀπὸ τοὖ πεζοὖ λόγου εἰς τὸν ἔμμετρον καὶ νὰ περιβάλωμεν τὸ πεζὸν
διὰ ποιητικοὖ περιβολαίου, ποιήσωμεν δὲ τελείως καταφαν῅ τὴν ποίησιν, καὶ ἀποδὦμεν
τ῵ Βιβλίῳ τὴν μ᾵λλον ἁρμόζουσαν αὐτ῵ περιβολήν. Σὴν ἐπιποθίαν ἡμὦν ταύτην θείᾳ
συνάρσει ἠγάγομεν εἰς πέρας καὶ τὸ λαμπρὸν Κεκραγάριον τοὖ Ἱεροὖ Αὐγουστίνου
περιεβλήθη τὴν ποιητικὴν περιβολὴν καὶ ἐποχεἶται ἤδη ἐπὶ ποιητικοὖ ἅρματος». Εἷναι,
τέλος, ἰδιαιτέρως ἀξιοπαρατήρητον τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ποιήματά του ἐπιδροὖν πρωτίστως
στὸ προσωπικό του συναίσθημα· ἡ ἀνωτέρω ἐπισημανθεἶσα ἀδήριτη «ἀνάγκη» ποὺ τὸν
ὠθεἶ στὴν ποίηση, ἀντικατοπτρίζει οὐσιαστικὦς ψυχὴ ποὺ ἐπιθυμεἶ νά «γεύεται» πρώτη
τους πνευματικοὺς καρποὺς ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὰ ἐν λόγῳ ποιήματα καὶ στὴ
συνέχεια, βεβαίως, νὰ μετακενοἶ αὐτοὺς καὶ στὰ πνευματικά του ἀναθρέμματα γιὰ
κοινή, πλέον, προσευχὴ καὶ λατρεία τοὖ θείου. Σοὖτο προκύπτει ἀβιάστως ἀπὸ τὴν
ἑπομένη θαυμάσια «ἐξομολόγηση» τοὖ Ἁγίου πρὸς τὶς μοναχὲς τ῅ς Αἰγίνης, ἡ ὁποία
ἀναφέρεται στὴν ἀπροσμέτρητη ὠφέλεια ποὺ προσωπικὦς ἀπεκόμισε ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοὖ
Χαλτηρίου ἐργασία του. «Σαύτην τὴν στιγμὴν Θεοὖ συνεργήσαντος ἐτελείωσα τὸ
Χαλτήριον. Ἤδη δύναμαι νὰ εἴπω, ὅτι γινώσκω τὸν Χαλτήρα. Ἤδη κατενόησα τὸ τὦν
νοημάτων αὐτοὖ ὕψος. Ἤδη συνησθάνθην τὸ μεγαλεἶον του Χαλτηρίου. Ἤδη
ἀντελήφθην τὸ ἐν τοἶς ψαλμοἶς διαπνέον πνεὖμα λατρείας πρὸς τὸ Θεἶον. Ἤδη
ἠσθάνθην τὸν πόθον τ῅ς πρὸς τὸν Θεὸν ἀνυψώσεως. Ἤδη σύνοιδα ὁποἶον πὖρ θείας
ἀγάπης διαχέεται ἐν τοἶς ψαλμοἶς. Ἤδη κατενόησα τὴν διαπλαστικὴν τὦν ψαλμὦν ἐπὶ
τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τ῅ς καρδίας δύναμιν. Ἤδη ἠννόησα πόσον εἰς προσευχὴν εἰσὶν ἐπιτήδειοι
καὶ εἰς ἔκφρασιν τοὖ τ῅ς πρὸς τὸν Θεὸν λατρείας συναισθήματος. Ἤδη κατενόησα, διατὶ
συνεστήθη ὑπὸ τὦν Ἁγίων Πατέρων, ὡς καθημερινὸν ἀνάγνωσμα ἐν ταἶς προσευχαἶς
τὦν ἀκολουθιὦν. Ἐγὼ τοὖ λοιποὖ, ὅταν σὺν Θε῵ Ἁγίῳ τ῵ καταξιώσαντί με καὶ
φωτίσαντί με νὰ ἐντείνω εἰς μέτρα ἀρχαία τὸ δυσκολώτατον τοὖτο βιβλίον καὶ νὰ
ἑρμηνεύσω καὶ καταστήσω κατανοητὸν καὶ τερπνὸν ἀνάγνωσμα, ὅταν λέγω τὸ
ἐκτυπώσω, θὰ τὸ ἔχω ἐγκόλπιόν μου καὶ θὰ τὸ φέρω ἐπάνω μου ὅπου ἅν πορευθὦ. Μὲ
αὐτὸ θὰ αἰνὦ καὶ θὰ ὑμνὦ καὶ θὰ εὐλογὦ τὸν Θεόν. Δοξάσατε καὶ ὑμεἶς ἅπασαι τὸν
Θεὸν διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τὴν ὁποίαν μοὶ ἔδωκε νὰ φέρω εἰς πέρας τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ
ἔργον. Εὐχαριστήσατε Αὐτ῵ ἐπὶ πάσι καὶ δεηθ῅τε Αὐτοὖ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ τὸ ἐκτυπώσω
καὶ σ᾵ς τὸ προσφέρω ὡς δὦρον ἱερὸν πρὸς προσευχὴν καὶ λατρείαν τοὖ Θεοὖ».
Ὡς ἐπισφράγισμα τὦν περὶ τοὖ ὑμνογραφικοὖ ἔργου τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου συνοπτικὦν
ἐδὦ σχολίων, ἁρμόζει ἀναντιλλέκτως ἡ ἑπομένη ἐπιγραμματική, πλὴν ὅμως ἀρκούντως
εὔγλωττη, σημείωση τοὖ ἰδίου στὸν πρόλογο τοὖ Σριαδικοὖ του, ἡ ὁποία, φρονοὖμε, μ᾵ς
δίδει ταυτοχρόνως καὶ τὸ στίγμα τ῅ς ἀγάπης τοὖ ὁσίου ἱεράρχου γιὰ τὴν ποίηση: «Σοὺς
ὕμνους τούτους -γράφει- ὑπηγόρευσε τὸ τ῅ς λατρείας συναίσθημα καὶ ὁ πόθος τοὖ
ὑμνεἶν ἐν ὕμνοις τὸν Θεόν. Ἡ ἱερὰ ποίησις ἣν ἐν ἐμοὶ εὐφρόσυνός τις πνευματικὴ
ἀσχολία ἱκανοποιοὖσα τὸ θρησκευτικόν μου συναίσθημα. Διὰ τὦν ὕμνων ἐξέφραζον τὸν
θαυμασμόν μου εἰς τὰ τοὖ θείου Δημιουργοὖ θαυμάσια ἔργα καὶ ἐξύμνουν τὴν θείαν
σοφίαν, τὴν θείαν ἀγαθότητα καὶ τὴν θείαν παντοδυναμίαν».
Ἡ ὁλοκλήρωση στὸν μοναχισμό
(Μνήμη Ἁγίου Νεκταρίου)

Κείμενο Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ

Ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος (Νεκτάριος) μὲ τὸ μέγεθος τ῅ς ἁγιαστικ῅ς του


καταστάσεως, ποὺ ἀπεκόμισε διὰ τ῅ς ὀρθ῅ς του πολιτείας, συνεκλόνισε τὸν κόσμο
ὁλόκληρο. Εἷναι δὲ πραγματικὰ ἕνα παρήγορο ὄνομα εἰς ὅλα τὰ στόματα τὦν πιστὦν.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας αὐτὸ δὲν εἷναι παράδοξο, διότι ὁδηγεἶ τὰ τέκνα της εἰς αὐτὸ τὸ
ὕψος καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς διαστάσεις. ΢ὲ μ᾵ς ὅμως, ποὺ πραγματικὰ μ᾵ς περισφίγγουν οἱ
τόσες μας ἀδυναμίες, εἷναι ἕνα παρήγορο σημεἶο, τὸ ὅτι καὶ στὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες
βρίσκονται ὁμοιοπαθεἶς μέ μ᾵ς ἄνθρωποι, οἱ ὁποἶοι ὄχι μόνο ἁπλὦς κατενίκησαν τὰ
πάθη τους, ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν παρὰ - φύσι στὴν κατὰ φύσι ζωή, ἀλλὰ ἐπέρασαν καὶ τὶς
φυσικὲς διαστάσεις καὶ ἔφθασαν στὴν ὑπὲρ - φύσι, μέσα στὸν ἁγιασμό, στὸ τέρμα τ῅ς
τελειότατης ἐπαγγελίας ποὺ εἷναι αὕτη ἡ υἱοθεσία. Ὁ σημερινὸς λοιπὸν Ἅγιος εἷναι
ἀκριβὦς αὐτοὖ τοὖ ὕψους.

*****

Ἐκεἶνο τὸ ὁποἶο ἐχαρακτήριζε πάντοτε αὐτὸν τὸν οὐρανομήκη φωστ῅ρα τ῅ς Ἐκκλησίας
μας, ἦτο ὅτι ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία ἐπερίσσευσε μέσα του ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον
καὶ ἡ πίστι πρὸς τὸν Θεό.

Κάποτε, ὅταν ἐταξίδευε μὲ τὸ καράβι, συνέβη μεγάλη τρικυμία. Αὐτὸς ἦτο πολὺ νέος. Οἱ
ἄλλοι ἐφοβήθησαν, αὐτὸς ὅμως μὲ τὴν παιδική του ἁπλότητα καὶ τὴν ἀκεραία του πίστι
πρὸς τὸν Θεό, εἷπε σὰν προσευχή, ἀλλὰ καὶ σὰν ἀπορία πρὸς τοὺς συμπλέοντας: «Καλά,
πὦς εἷναι δυνατὸ ὁ Θεὸς τὸν ὁποἶο πιστεύομε καὶ ἐπικαλούμεθα, νὰ μ᾵ς ἀφήσῃ νὰ
χαθοὖμε καὶ νὰ μὴν μ᾵ς σώσῃ;» Καὶ πράγματι δὲν διεψεύσθη, διότι ὄντως ἐκινδύνευσαν
ἀλλὰ ἐσώθησαν.

Ἐκεἶνο τὸ ὁποἶο, ὅπως εἷπα, τὸν ἐχαρακτήριζε ἦταν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Αὐτὴ τὸν
παρακινοὖσε, οὔτως ὥστε ἐὰν κάτι ἐμάνθανε ἀπὸ τὴν Γραφή, ἥ ἀπὸ κάποιο πατερικὸ
κείμενο τὸ ὁποἶο συντελοὖσε πρὸς μετάνοια καὶ σωτηρία, ἤθελε νὰ τὸ μεταδώση καὶ
στὸν πλησίον του. Καὶ ἔγραφε τὴν πρότασι σὲ χαρτάκια καὶ τὴν ἔβαζε κάπου, ἥ τὴν
ἐσκόρπιζε σὲ σημεἶα ποὺ ἐπίστευε ὅτι θὰ ἠμποροὖσε κάποιος νὰ τὴν διαβάση. Μὲ αὐτὸ
τὸν τρόπο τότε, τ῅ς παιδικότητός του, ἐφήρμοζε τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη. Ἦτο ἕνα
δεἶγμα, τοὖ τί περιεἶχε μέσα στὴν ἁγία του ψυχή, διότι βλέπετε, ἀγκάλιασε ὅλο τὸ
πλήρωμα τὦν πιστὦν, στὰ τετραπέρατα τ῅ς οἰκουμένης.

*****

Ὅπου ἐπικαλοὖνται τὸ γλυκύ του ὄνομα, ἐκεἶ παρίσταται μὲ τὴν θαυματουργική του
ἐνέργεια. ΢ὰν ποταμὸς ρέουν τὰ θαύματα, τὰ ὁποἶα ἀκριβὦς πηγάζουν ἀπὸ τὴν πλήρη
ἀγάπης καρδία του, ποὺ συνεχὦς θέλει νὰ συμπαρίσταται στὸν πανανθρώπινο πόνο.

Αὐτός, διαπιστώνοντας τὴν παχυλὴ ἄγνοια ποὺ εὑρίσκετο ἡ φυλή μας, ἐπίστευσε ὅτι ἐὰν
κατορθώση νὰ μάθη γράμματα, θὰ ἠμποροὖσε νὰ ὀφελήσῃ τὸν πλησίον του. Ἔτσι
λοιπὸν μέσα στὴν φροντίδα του αὐτή, εὑρέθησαν τὰ κατάλληλα ἐκεἶνα ὄργανα ποὺ
ἐβοήθησαν σιγὰ-σιγὰ στὶς κλιμακώσεις τ῅ς παιδείας, νὰ μεταφερθ῅ ἀπὸ τὴν στοιχειώδη
παιδεία στὴν μέση. Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδές, ποὺ ἦταν
περισσότερο ἀνώτερες ἀπὸ τὶς σημερινές, ἐξασκοὖσε τὸ ἐπάγγελμα τοὖ δημοδιδασκάλου
στὴν ν῅σο Φίο. Περισσότερο ἐπεδίδετο, ὄχι τόσο στὸ νὰ μάθη γράμματα τοὺς μικροὺς
μαθητές, ὅσο στὸ νὰ μεταδώση στοὺς χριστιανοὺς τὸ νόημα τ῅ς πίστεως, τ῅ς
χριστιανικ῅ς μας ἀγωγ῅ς. Ἐκεἶ ἦτο ὁ πόθος του.

Ἀφοὖ διεπίστωσαν οἱ χριστιανοὶ τ῅ς περιφέρειας ἐκείνης τὸν πόθο τοὖ νέου αὐτοὖ μέσα
στὴν παιδεία, ἐφρόντισαν καὶ τὸν ἔστειλαν νὰ προχωρήση σὲ πανεπιστημιακὲς σπουδές.
Καὶ ἀφοὖ ἐτελείωσε, ἐξεδηλώνετο μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ πεποίθησί του, ὅτι ἤθελε
ὁπωσδήποτε νὰ πληρώση τὴν γεμάτη χριστιανικὴ ἀγάπη καρδία του καὶ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ
μεταδώση μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸν συνάνθρωπό του τὰ μέσα τ῅ς σωτηρίας, τ῅ς
σωστ῅ς πίστεως καὶ τοὖ βιωματισμοὖ. Αὐτὸ ἐνόμιζε, ὅτι θὰ ἠμποροὖσε νὰ τὸ πετύχη διὰ
τ῅ς μαθήσεως καὶ τοὖ λόγου. Ἔτσι ἡ νεανική του τότε καὶ ἁγνὴ ψυχὴ ἐπίστευσε, ὅτι αὐτὸ
τὸ ἐργαλεἶο τ῅ς χρειαζόταν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπεδόθη μέσα στὴν ἔκτασι τ῅ς παιδείας.

Ὅταν στὸ Πανεπιστήμιο ἐτελείωσε τὴν Θεολογία, ὅπως ἐπιθυμοὖσε, ἐγύρισε κατ᾿
εὐθείαν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Προσελήφθη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεἶο Ἀλεξανδρείας ὅπου ἔγινε
Ἐπίσκοπος μι᾵ς Μητροπόλεως, τ῅ς λεγομένης Πενταπόλεως. Καὶ ἡ μεγάλη του δρ᾵σι
ἦταν ὅτι δὲν ὑπεχώρησε οὔτε στὸ παραμικρό, ἀλλὰ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὶς διέθετε
συνεχὦς στὸ στήριγμα τ῅ς Ἐκκλησίας. Ἐφρόντισε ἀκόμα καὶ τοὺς ναοὺς νὰ καλλωπίση,
εἴτε μὲ ἁγιογραφίες, εἴτε μὲ τὰ ὑπόλοιπα τελετουργικὰ καὶ λειτουργικὰ μέσα ποὺ τοὺς
ἐχρειάζοντο, οὔτως ὥστε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ἐλκύωνται περισσότερο οἱ πιστοὶ καὶ νὰ
καταρτίζωνται.

Ἀλλὰ ἐδὦ ἀκριβὦς ἀπεδείχθη ἕνα γεγονός· ὅτι μόνο ἡ προσφορὰ τ῅ς προσπάθειας καὶ
μόνο τὸ ἐργαλεἶο τ῅ς μαθήσεως, τὰ ὁποἶα διέθετε τότε, δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ
ὁλοκληρώσουν τὸν πόθο τ῅ς φλεγόμενης πρὸς τὸ Θεὸ καρδίας του. Ἀναζητοὖσε συνεχὦς
νὰ εὕρη αὐτὸ τὸν τρόπο, τὸν ὁποἶο ἐπίστευε μὲν ὅτι ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν τὸν κατεἶχε, οὔτε
στὸν ζ῅λο τὸν θερμό, οὔτε στὴν μάθησι. Κάπου ἀλλοὖ ἦτο. Βλέποντας τὶς ἀτασθαλίες
τὦν ἀνθρώπων καὶ τὴν σύγκρουσι τ῅ς ἐξουσίας καὶ τὸν ὑπέρμετρο ἐναντίον του φθόνο
ποὺ ἔφθασε μέχρι διωγμοὖ, φεύγει ἀπὸ τὴν ἐπισκοπική του θέσι καὶ ἐπιδίδεται
περισσότερο μέσα στὴν προσπάθειά του αὐτή, τὴν ὁποία συνεχίζει στὸ νὰ ὀφελήσῃ τὸν
συνάνθρωπό του.

Διωκόμενος ἦλθε στὴν Ἑλλάδα. Ἄρχισε ὡς ἱεροκ῅ρυξ ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, συγγράφων καὶ
ἐκφωνὦν πύρινους λόγους περὶ μετανοίας. Ἑρμήνευε τὰ δόγματα καὶ γενικὰ ὁλόκληρο
τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοσι. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸν τομέα ἐπέδειξε ὁλόκληρο τὸν ζ῅λο
του, πιστεύοντας ὅτι μέσῳ αὐτοὖ τοὖ τρόπου θὰ εὕρισκε αὐτὸ τὸ ὁποἶο περιεἶχε μέσα
στὴν δίψα τ῅ς ἀναζητήσεώς του. Ἐζητοὖσε νὰ εὕρη κάτι, ποὺ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ
ὁλοκληρωθ῅ καὶ μέσῳ ἐκείνου νὰ ἐπιτύχη ὁλόκληρο τὴν ἀποστολή του.

Ἔπειτα ὑπηρέτησε μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκπαίδευσι καὶ συγκεκριμένα στὴν


Ριζάρειο σχολή. Προσέφερε πολλοὺς καρπούς, ὅπως ἤδη ἀναφέρουν καὶ ζωντανὰ
πρόσωπα, ποὺ ὑπ῅ρξαν μαθηταί του.

Ὁ ζ῅λος του, ἡ εὐσέβειά του δὲν ἐμειώθη οὔτε εἰς αὐτὸ τὸ σημεἶο· ὅμως δὲν συνήντησε τὸ
μυστικὸ ἐκεἶνο τὸ ὁποἶο ἀναζητοὖσε ἡ ψυχή του. Οὔτε ὡς ἱεροκ῅ρυξ, οὔτε ὡς ὑπεύθυνος
τ῅ς Ριζαρείου ΢χολ῅ς ἐπλήρωσε αὐτὸ τὸν πόθο. Καὶ τότε ἄλλαξε πάλι, ἀναζητώντας
συνεχὦς τοὺς καταλλήλους ἐκείνους τρόπους ποὺ θὰ ὁλοκληρωνόταν καὶ αὐτὸς ὡς
προσωπικότης, ἀλλὰ καὶ θὰ ἠμποροὖσε νὰ μεταδώση καὶ στὸν πλησίον του ἐξ
ὁλοκλήρου πλέον αὐτὸ τὸ ὁποἶο ἐχρειάζετο.
Καὶ τότε ἐπίστευσε στὶς πατερικὲς γραμμές, ὅτι αὐτὸ θὰ τὸ ἐπετύγχανε διὰ τ῅ς ἀπολύτου
συνεργασίας τ῅ς Φάριτος. Θὰ μοὖ π῅τε ἕως τότε δὲν ὑπ῅ρχε μαζί του ἡ Φάρις; Ἀσφαλὦς
ὑπ῅ρχε. Δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἔχη μαζί του τὴν Θεία Φάρι. Ὅμως
δὲν εἷχε ἀκόμη ἐκείνη τὴν Φάρι, τὴν ὁποία οἱ Πατέρες μας ἀκριβὦς ἐπέτυχαν στὸ τέρμα
τ῅ς ἀγωνιστικ῅ς τους ζω῅ς· ἐκείνη ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν πρ᾵ξι καὶ ὁδηγεἶ τὸν
ἄνθρωπο στὴν θεωρία, στὸν τέλειο βαθμὸ τοὖ ἁγιασμοὖ, στὸ πλήρωμα τ῅ς Θείας
ἐπαγγελίας ποὺ εἷναι ἡ υἱοθεσία.

Σότε ἐγκατέλειψε πλέον ὅλες τὶς προσπάθειες αὐτὲς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἡσυχία. Ἰδοὺ
πάλι ὁ θρίαμβος τ῅ς πατερικ῅ς μας παραδόσεως. Ὁ φλογερὸς ρήτωρ, ὁ ἐπιτυχὴς
ἱεράρχης, ὁ ἄριστος συγγραφεύς, διεπίστωσε ὅτι διὰ τ῅ς ἡσυχίας θὰ ἔφθανε ἀπὸ τὴν
πρ᾵ξι στὴν θεωρία, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ὁ τρόπος ἐκεἶνος τοὖ κοινωνισμοὖ. Ἔτσι
ἀπεσύρθη στὴν ἡσυχία καὶ ἐκεἶ ἵδρυσε μικρὸ μονήδριο, στὸ ὁποἶο ἔγινε καὶ πατὴρ καὶ
προστάτης τὦν μοναζουσὦν. Μαζὶ μὲ αὐτές, ἐξασκώντας τὴν ἡσυχία καὶ ἐφαρμόζοντας
ἀπόλυτα τὸ πατερικὸ πνεὖμα τ῅ς μοναστικ῅ς μας ἰδιότητος, ἐπέτυχε τὸ πλήρωμα καὶ
ὁλοκληρώθηκε σὰν προσωπικότης.

Ἐδὦ ὅμως χρειάζεται μία διευκρίνησι. Ὅπως εἷπα καὶ πρίν, δὲν τοὖ ἔλειπε τὸ ἐφόδιο τ῅ς
εἰσόδου πρὸς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸ εὑρ῅κε τότε μόνο. Σὸ κρατοὖσε, τὸ συνέχιζε. Ἀλλὰ ἐκεἶ
τὸ ὁλοκλήρωσε. Μέσα λοιπὸν στὴν ἡσυχία ὁλοκλήρωσε τὴν προσωπικότητά του· ἐπέτυχε
τὸν θρίαμβο τοὖ ἁγιασμοὖ· ἔγινε φωστ῅ρας τέλειος· ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνία καὶ ἔκτοτε καὶ
μέχρι τ῅ς συντέλειας θὰ εἷναι ὁ πραγματικὸς λύχνος τ῅ς σημεριν῅ς μας Ἐκκλησίας, τὸ
παρήγορο σημεἶο ὅλων τὦν πιστὦν, ὁ θρίαμβος τ῅ς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεἶ εἷναι τὸ πλήρωμα
τ῅ς ὁλοκληρώσεώς του.

Πέρασε ὅλα τὰ στάδια τ῅ς κοινωνικότητας τ῅ς Ἐκκλησίας. Εἰς ὅλα προσέφερε καὶ
ἐπέτυχε. Σὸ πλήρωμά του ὅμως, τὸ ἐπέτυχε μέσα στὴν πραγματικὴ ἡσυχία, ὅπου ἡ
πατερική μας παράδοσι εὑρίσκει τὸ θρίαμβό της. Καὶ ἀκριβὦς ἐδὦ εὑρίσκομε τὸν Ἅγιο
Νεκτάριο ὡς μοναχό. Φωρὶς νὰ ὑστερηθῆ τ῅ς Ἱεραρχικ῅ς του ἀξίας καὶ ὅλης τ῅ς
προσφορ᾵ς του, μὲ τὸ πλήρωμα τ῅ς ἀγάπης του πρὸς τοὺς πιστούς, ὁλοκληρώθηκε μέσα
στὴν ἡσυχία σὰν ἡσυχαστὴς μοναχός. Βλέπετε λοιπὸν τὴν συνέχεια τ῅ς πατερικ῅ς μας
παραδόσεως;

Ὑπάρχουν πολλὰ περιστατικὰ ποὺ δὲν ἐσχολίασα, τὰ ὁποἶα πραγματοποιήθηκαν κατὰ


τὴν διάρκεια τ῅ς ἡσυχαστικ῅ς του ζω῅ς, στοὺς ἀγὦνες ποὺ ἔκανε στὸ κελλί του,
ἀγωνιζόμενος μὲ τοὺς λογισμούς, μὲ τοὺς δαίμονες, μὲ τὰ πάθη καὶ μὲ τὴν εὐχή.

*****

Θὰ ἀναφέρω ἕνα ἐλάχιστο ποὺ ἐνθυμοὖμαι, ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν ἀείμνηστο π.
Ἰωακεὶμ ΢πετσιέρη, ποὺ τὸν πρόφθασε πολὺ καλὰ καὶ ἦταν καὶ φίλοι. Ὅταν ἐρωτοὖσε ὁ
π. Ἰωακεὶμ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο γιὰ τὸ θέμα τ῅ς εὐχ῅ς, τοὖ ἔλεγε: «π. Ἰωακείμ, ὅταν λὲς
τὴν εὐχὴ νὰ συγκλονίζεσαι ὁλόκληρος. Νὰ βγαίνη ἡ εὐχὴ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου, νὰ
μὴν τὴν λὲς μόνο μὲ τὰ χείλη»· ποὺ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀπαύγασμα τ῅ς ἐσωτερικ῅ς του
καταστάσεως στὸ πὦς αὐτὸς ἐβιοὖσε τὴν ἐσωστρέφεια, τὴν νήψι καὶ τὴν εὐχή, τὴν ὁποία
ὁλοκλήρωσε μέσα στὴν ἡσυχαστική του περίοδο σὰν Νεκτάριος μοναχός.

Βλέπετε πόσο χρήσιμος, πόσο τελεία καὶ πόσο βεβαία εἷναι ἡ ἰδική μας ἀγωγή, καὶ πὦς
τὴν παρέδωσαν οἱ Πατέρες εἰς ἐμ᾵ς τόσο ἐξονυχιστικὰ καὶ λεπτομερὦς ὀργανωμένη,
καθορισμένη, ἐσφραγισμένη καὶ ἐπιτυχ῅; Λοιπὸν τώρα μὲ θάρρος περισσότερο στὴν ζωή
μας αὐτή, τίποτε νὰ μὴν μ᾵ς λείψη. Μὲ τὰ παραδείγματα τὦν παλαιοτέρων ἀλλὰ καὶ
τὦν προσφάτων, οἱ ὁποἶοι μέσα εἰς αὐτὴ τὴν ζωὴ ἐπέτυχαν τὸ πλήρωμά τους, θὰ
συνεχίσωμε καὶ ἐμεἶς μὲ πολὺ θάρρος καὶ ἐλπίδα στὸν Φριστό μας, ἔχοντες σὰν ἄγκυρα
βεβαιότητας τὴν πρεσβεία τοὖ μεγάλου αὐτοὖ ἁγίου.

Αὐτὰ θὰ σ᾵ς ἐνθύμιζα, ποὺ εἷναι γιὰ μ᾵ς καύχημα. Ἔχοντες παρρησία στὴν πρεσβεία
τὦν Ἁγίων μας καὶ ἀτενίζοντες στὴν πατρική τους στοργή, πιστεύομε ὅτι θὰ συνδράμουν
τὴν εὐτέλειά μας καὶ θὰ μ᾵ς βοηθήσουν νὰ ἐπιτύχωμε.

*****

Γιατὶ ὁ Πανάγαθος Δεσπότης μας, ποὺ ἐκάλεσε καὶ ἐμ᾵ς ὅπως καὶ αὐτούς, δὲν ἔχει κάνει
λάθος στὴν ἀπόφασι τ῅ς ἀγαθότητός Σου. Ὁπωσδήποτε θὰ δώση καὶ εἰς ἐμ᾵ς τὸ βραβεἶο
τ῅ς ἐπιτυχίας.

Ἀμήν.
Ἅγιος Νεκτάριος

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς δείκτης ἀληθοῦς προσανατολισμοῦ τοῦ


ἀνθρώπου

Προέλευση κειμένου: Ἱερὰ Μονὴ Σαξιαρχῶν Πηλίου

Οἱ Ἅγιοι, σχολιάζει ὁ λόγιος μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, εἷναι αὐτοὶ ποὺ διήνυσαν
τὸ μακρύτερο δρόμο, ἀπὸ τὴ γ῅ στὸν οὐρανό. Αὐτοὶ ποὺ πάλεψαν μὲ τοὺς ἀόρατους
ἐχθροὺς καὶ τοὺς νίκησαν, αὐτοὶ ποὺ ἀντέστρεψαν μέσα τους τὸν ἐμπαθ῅ ρυθμὸ τ῅ς
ψυχ῅ς, ἔγιναν ταπεινοὶ καὶ πρ᾵οι, σκηνώματα τοὖ Ἁγίου Πνεύματος, θεοὶ κατὰ χάριν.
Θεὸς κατὰ χάριν εἷναι καὶ ὁ παγκόσμιος Ἅγιος καὶ Διδάσκαλος τ῅ς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος
Νεκτάριος, ὁ θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως.

Ἰδιαίτερα σήμερα, σὲ μιὰ ἐποχὴ ἔντονα ὑλιστική, ἀνθρωποκεντρική, ἀντιπνευματική, ὁ


θεόσοφος Ἱεράρχης, ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸ Φριστό, νηστεύοντας, ἀγρυπνώντας καὶ
θέτοντας τὸ θέλημά του κάτω ἀπὸ τὸ θεἶο Θέλημα, δίδει τὸν ἀληθινὸ προσανατολισμὸ
τοὖ ἀνθρώπου· «Μόνον τὸ ἀγαθὸν ἐμελέτησα καθ ᾿ὅλην τὴν ζωήν μου καὶ αὐτοὖ
ἐραστὴς καὶ ἐργάτης ἐγενόμην».

Ἔκθαμβο ἀφήνει τὸ μελετητὴ τοὖ βίου του ἡ ἀμνησικακία τοὖ ἀνεξίκακου Ἁγίου· δέχεται
τὸν ἄδικο διωγμό του ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ μακροθυμία, συνεχίζοντας νὰ
ἐπικοινωνεἶ μὲ τὸ διώκτη του Πατριάρχη ΢ωφρόνιο, ἀποστέλλοντάς του τὰ βιβλία του
καὶ γράφοντας γιὰ ὅσους τὸν πίκραναν· «Ἐγὼ ἤδη ἀφήκα πάντα καὶ δέομαι ὑπὲρ τὦν
ἁμαρτησάντων εἰς ἐμέ», διδάσκοντάς μας πρακτικὰ πὦς νὰ σηκώνουμε τὸ σταυρὸ τὦν
θλίψεων. ΢ῴζεται δὲ καὶ μία θαυμάσια ἐπιστολή του γιὰ τὴν παιδαγωγικὴ καὶ
πνευματικὴ ἀξία τὦν θλίψεων πρὸς τὸν ἐνάρετο Γέροντα Δανιὴλ Κατουνακιώτη.

Γιὰ τοὺς ἁπανταχοὖ τ῅ς γ῅ς ἐραστὲς τοὖ πλούτου καὶ τ῅ς δόξας, ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ
κατὰ Φριστὸν πενία τοὖ Ἁγίου ἀποτελοὖν σκάνδαλο. Ἄνθρωπος τοὖ «εἷναι» καὶ ὄχι τοὖ
«ἔχειν», πάντοτε εὐχαριστεἶ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν πτωχεία του, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη του εἷναι
παροιμιώδης. Σίποτε δὲν κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα τὰ μοιράζει, τὰ λίγα χρήματά
του, τὰ ράσα του, τὰ παπούτσια του. Ἡ δὲ ἐργασία του στὸ μοναστήρι τ῅ς Αἴγινας
(κατασκευὴ λάσπης γιὰ τὸ χτίσιμο τ῅ς Μον῅ς) γίνεται κάποτε αἰτία νὰ δεχθεἶ τὴν
παρατήρηση τοὖ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνὦν ὅτι τάχα ὑποβιβάζει τὸ ἀξίωμα τ῅ς
ἀρχιερωσύνης. Ὁ ἁγιώτατος Πατέρας οὔτε γιὰ τὰ γεράματά του δὲν ἀγωνι᾵ καὶ πεθαίνει
φτωχότατος στὸ θάλαμο ἑνὸς νοσοκομείου γιὰ ἀπόρους.

Ἕνα μικρὸ «δεἶγμα γραφ῅ς» ἀξίζει νὰ προσεγγίσουμε ἀπὸ τὰ πάμπολλα ἱστορικά, ἠθικά,
δογματικά, ἑρμηνευτικά, ὑμνολογικά, κηρυκτικὰ κ.ἄ. συγγράματά του. Ὡς ὑποστηρικτὴς
τ῅ς γνήσιας ὀρθοδόξου ἑλληνικ῅ς παιδείας, τονίζει στοὺς συγχρόνους του· «Θρησκεία
χωρὶς παιδεία ὁδηγεἶ στὴ δεισιδαιμονία, ἐνὦ παιδεία χωρὶς θρησκεία ὁδηγεἶ στὴν
ἀσέβεια καὶ τὴν ἀθεΐα».

Ὑπεραγαπώντας τοὺς μαθητές του στὴ Ριζάρειο ΢χολή, ὅπου ὑπηρέτησε ἐπὶ ἀρκετὰ ἔτη
ὡς Διευθυντής, εἷναι ἕνα διαχρονικὸ πρότυπο ὀρθοδόξου χριστιανικοὖ ἤθους, ποὺ
διδάσκει τοὺς ἐφήβους κάθε ἐποχ῅ς· «Ἡ ἀρετὴ εἷναι κόσμος (στολίδι) τ῅ς νεότητος».
Σέλος, ὁ βαρύτατα πληγωμένος ἀπὸ τὴ βαυαρικὴ προτεσταντικὴ λαίλαπα ὀρθόδοξος
Μοναχισμὸς βρίσκει στὸ πρόσωπο τοὖ θεοσόφου Ἱεράρχου τὸν ἀνανεωτ῅ καὶ Πατέρα
του. Οἱ ἐπιστολές του πρὸς τὴ γυναικεία ἀδελφότητα τ῅ς Ἱ. Μον῅ς Ἁγίας Σριάδος
Αἰγίνης ἀποκαλύπτουν ἕνα γνήσιο ὁδηγὸ τοὖ μοναχικοὖ βίου, ποὺ διατηρεἶ καὶ
συγκρατεἶ καὶ σήμερα τὸ Μοναχισμὸ στὸ ὕψος τ῅ς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικ῅ς παραδόσεως.

Σὸν μεγάλο τοὖτο διακριτικό, νηπτικὸ καὶ θαυματουργὸ Πατέρα τ῅ς Ἐκκλησίας μας
εὐγνωμόνως γιὰ ὅλα εὐχαριστοὖμε καὶ τὸν παρακαλοὖμε, ὡς ἔμπειρος ἰατρὸς καὶ
διδάσκαλος, ὡς κανὼν ἀρετ῅ς καὶ πίστεως, ὡς πρεσβευτὴς μὲ παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ
μεσιτεύει ὑπὲρ τοὖ σύμπαντος κόσμου καὶ τ῅ς σωτηρίας κάθε χριστιανοὖ. Ἀμήν.
Ἅγιος Νεκτάριος

΢ΣΑ΢Ι΢ (ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ) ΕΝΑΝΣΙ ΣΨΝ ΑΙΡΕ΢ΕΨΝ ΚΑΙ ΣΨΝ ΢ΦΙ΢ΜΑΣΨΝ

(Εἰσήγηση τοὖ Μητροπολίτου Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης Μελετίου, στὸ Θεολογικὸ


΢υνέδριο ἐπὶ τῆ 150ετηρίδι ἀπὸ τ῅ς γεννήσεως τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου, Αἴγινα 21-23
Ὀκτωβρίου 1996)

Προέλευση κειμένου: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/meletios_nektarios.html

Σὸ θέμα τ῅ς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς μὴ ὀρθοδόξους, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς/καὶ τοὺς


σχισματικούς, εἷναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ μείζονα θέματα τ῅ς Ἐκκλησίας. Μερικοὶ
καλλιεργοὖν μία ἔντονη δυσπιστία γιὰ τὸ κάθε τί, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τέτοιου εἴδους
ἐπικοινωνίες. Σὶς θεωροὖν προδοσία. Καὶ ἀπαιτοὖν τὴν πλήρη διακοπή τους. Ἄλλοι τὶς
θεωροὖν ἐντολὴ τοὖ Φριστοὖ, ζήτημα γνησιότητος. Σάσεις πολωτικὲς ἀναπτύσσονται.
Βαρειὲς κατηγορίες ἐκτοξεύονται. Καὶ ὅλοι ζητοὖν νὰ τεκμηριώσουν τὴν ὀρθότητα τὦν
ἀπόψεών τους, μὲ παραπομπὲς στὴν πράξη καὶ στὶς θεολογικὲς θέσεις τὦν ἁγίων.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, σὰν τέκνο τοὖ 20οὖ αἰὦνα, σοφὸς θεολόγος, θεοχαρίτωτος
θαυματουργός, ἔχει γενικὴ ἀποδοχή, ἀπὸ ὅλους. Πὦς τὶς ἔβλεπε τὶς σχέσεις μὲ τοὺς
αἱρετικούς; Σί ἔλεγε γι᾿ αὐτές; Ἂς ἰδοὖμε.

Α´

Ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃ ἡ Ἐκκλnσία μας σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους; Πότε; Ὑπὸ ποἶες


περιστάσεις; Κάποιοι δίνουν τὴν ἀπάντηση: Μόνο, ὅταν προσέρχωνται ἐν μετανοίᾳ.
Ὅταν δὲν προσέρχωνται ἐν μετανοίᾳ, ὅταν δὲν στρέφωνται πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας, σὰν τὴν μία ἁγία, ποία πρέπει νὰ εἷναι ἡ συμπεριφορά μας πρὸς αὐτούς;
Μία ὁμολογία; Ἀρκεἶ; Ἀρκεἶ νὰ τὴν δώσωμε; Καὶ ξεμπλέξαμε;

Ποιὰ εἷναι ἡ τοποθέτηση τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπάνω στὰ ἐρωτήματα αὐτά;

1. ΢τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν μ᾵ς ἀπαντᾶ μὲ μία συστηματικὴ
διαπραγμάτευση τοὖ θέματος.΢τὶς ἡμέρες του δὲν εἷχε ἀκόμη δημιουργηθ῅ ἡ λεγόμενη
οἰκουμενικὴ κίνηση. Ἡ προβληματική της ἦταν ἄγνωστη. Δὲν εἷχε ἀκόμη ἐμφανισθ῅ ἡ
πολωτικὴ τάση, ποὺ παρατηρεἶται σήμερα, μεταξὺ «οἰκουμενιστὦν» καὶ
«ἀντιοικουμενιστὦν». Ὁ ἅγιος μιλάει παρεμπιπτόντως γιὰ τὸ θέμα αὐτό. ΢τὸ βιβλίο του
Ποιμαντική (1), πὦς ἀπαντᾶ;

Ἀπαντᾶ καταφατικά. Ἀπόλυτα, θὰ ἐλέγαμε, καταφατικά. Γιατί δὲν λέγει ἁπλὦς


«ἐπιτρέπεται» ἀλλὰ χρησιμοποιεἶ τὴ λέξη: «ἐπιβάλλεται». Καὶ ἡ λέξη «ἐπιβάλλεται»,
εἷναι πολὺ πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴ λέξη «ἐπιτρέπεται». Ἡ μία ἀφήνει δικαίωμα ἐπιλογ῅ς, ἡ
ἄλλη δὲν ἀφήνει τέτοιο περιθώριο.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ ἐμμένῃ ἀείποτε (= ὑπὸ τὶς


ὁποιεσδήποτε συνθ῅κες) ἐν ταἶς ἠθικαἶς τοὖ ἱεροὖ Εὐαγγελίου ἀρχαἶς»· καὶ σημειώνει
ἐμφαντικά: Σὶς ἠθικὲς αὐτὲς ἀρχὲς τοὖ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει κανένας δικαίωμα νὰ τὶς
παραβαίνει οὔτε «δ῅θεν λόγω δογματικὦν διαφορὦν».
Ἀναφύεται εὔλογα τὸ δικό μας ἐρώτημα: Μποροὖμε λοιπὸν νὰ ἔχωμε σχέσεις μὲ τοὺς
ἑτεροδόξους;

Ἀπαντάει ὁ ἅγιος: «Αἱ δογματικαὶ διαφοραὶ ὡς ἀναγόμεναι πρὸς μόνον τὸ κεφάλαιον τ῅ς
πίστεως ἀφίενται ἐλεύθερον καὶ ἀπρόσβλητον τὸ τ῅ς ἀγάπης κεφάλαιον· τὸ δόγμα δὲν
καταπολεμεἶ τὴν ἀγάπην». Δηλαδὴ ἡ διαφορὰ δόγματος δὲν αἴρει, δὲν καταργεἶ, τὸ
χρέος τ῅ς ἀγάπης. Ἀντίθετα: Ἡ ἀγάπη εἷναι τόσο πλατειὰ ὥστε συγκαταβαίνει «καὶ
χαρίζεται» στὸ μὴ δόγμα. «Πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει». Δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δόγμα
οὔτε νὰ καθιστὰ τὴν ἀγάπη ἀνενεργό, οὔτε νὰ τὴν ἀλλοιώνει· οὔτε πολύ, οὔτε στὸ
ἐλάχιστο. «Δι΄ὃ οὐδ᾿ ἡ τὦν ἑτεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν᾿ ἀλλοιώση τὸ πρὸς
αὐτοὺς τ῅ς ἀγάπης συναίσθημα», τὸ χρέος τ῅ς ἀγάπης.

2. Μερικοὶ σύγχρονοί μας δὲν συμφωνοὖν. Ἔχουν ἄλλη γνώμη. Λένε: Ναί. Ὀφείλουμε νὰ
τοὺς ἀγαπ᾵με! Καὶ τοὺς ἀγαπ᾵με! Καὶ προσευχόμεθα γι᾿ αὐτούς! Ὅμως. Ἄλλο ἀγάπη,
καὶ ἄλλο ἐπικοινωνία.

Ἡ τοποθέτηση αὐτή, τὸν ἅγιο Νεκτάριο δὲν τὸν εὑρίσκει σύμφωνο. « Ἡ ἀγάπη, λέγει,
οὐδέποτε χάριν δογματικ῅ς τίνος διαφορ᾵ς πρέπον νὰ θυσιάζεται». Πόσο
κατηγορηματικὸς εἷναι ὁ ἅγιος! Οὔτε «χάριν δογματικ῅ς τίνος διαφορ᾵ς!» τὸ χρέος εἷναι
ἀπόλυτο.

Ὅμως ἀρκεἶ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μακρυά;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπαντᾶ: Ὄχι. Αὐτὸ δὲν ἀρκεἶ. Ὅποιος λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη μπορεἶ νὰ
περιορισθ῅ μόνο στὴν προσευχή, κάνει λάθος! Καὶ σὲ ἐπί὇὆ωση, φέρνει σὰν παράδειγμα
τὸν Παὖλο. Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος Παὖλος προσευχόταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Καὶ
προσευχόταν γιὰ χάρη τους, γιὰ τὴ σωτηρία τους, «ηὔχετο ἀνάθεμα εἷναι αὐτὦν», ἀλλὰ
καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ χάρη τους. Πάντοτε ἀπὸ αὐτοὺς ἄρχιζε.

Καὶ ἐπιφέρει: «Ὁ μὴ ἀγαπὦν τοὺς ἑτεροδόξους ἐπίσκοπος ὁ μὴ καὶ ὑπὲρ αὐτὦν


ἐργαζόμενος, ἀπὸ ψευδοὺς κινεἶται ζήλου καὶ ἐστερημένος ἐστὶν ἀγάπης· διότι ὅπου ἡ
ἀγάπη, ἐκεἶ καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ φὦς, ὁ δὲ ψευδ῅ς ζ῅λος καὶ ἡ πεπλανημένη δόξα
ἐξελέγχονται ὑπὸ τοὖ φωτὸς καὶ τ῅ς ἀγάπης καὶ ἀποκρούονται». Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸν
ἅγιο Νεκτάριο, ἐκεἶνοι ποὺ ἀρνοὖνται τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἥ
σχισματικούς, εἷναι πλανεμένοι καὶ ἔχουν «ζ῅λον οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Σί περισσότερο
καὶ τί χειρότερο θὰ μποροὖσε νὰ εἷχε εἰπεἶ;

3.- ΢υμπέρασμα: Ὄχι δικό μου (=τοὖ γράφοντος) ἀλλὰ τοὖ ἁγίου Νεκταρίου:

 «Σὰ τ῅ς πίστεως ζητήματα οὐδ᾿ ὅλως δέον ἐστι νὰ μειὦσι τὸ τ῅ς ἀγάπης
συναίσθημα».
 Ἐκεἶνοι ποὺ δὲν θέλουν ἐπικοινωνία εἷναι «διδάσκαλοι τοὖ μίσους»! Καὶ κατ᾿
ἐπέκταση «μαθηταὶ τοὖ πονηροὖ», δηλαδὴ τοὖ διαβόλου.
 Ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ δὲν ἐξέρχεται καὶ γλυκὺ καὶ πικρὸ νερό.
 Ἀπὸ τὴν ἴδια καρδιὰ δὲν μπορεἶ νὰ βγαίνῃ καὶ ἀγάπη καὶ μἶσος καὶ πάθος!
 Ὅποιος ἔχει ἀγάπη καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη, δὲν μπορεἶ νὰ μὴ ἀγαπᾶ καὶ τοὺς
ἑτεροδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ εἷναι ἀδύνατο νὰ μισῆ. Γιατί τὸ
«πλήρωμα τ῅ς ἀγάπης ἐκδιώκει τὸ μἶσος».

Εἷναι θαυμάσιος ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Δὲν μιλάει οὔτε γιὰ ἱερεἶς, οὔτε γιὰ λαϊκούς. Γιατί
αὐτοὶ δὲν ποιμένουν. Αὐτοὶ εἷναι, ἥ συνεργοί-ἐντολοδόχοι (οἱ ἱερεἶς) ἥ ἁπλὦς ὑπηρεσιακὸ
προσωπικὸ ποὺ ὑποβοηθεἶ τοὺς ποιμένες στὸ ἔργο τους (οἱ λαϊκοί). Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει
νὰ δίδῃ τὴν κατευθυντήρια ἀρχὴ καὶ νὰ ἐποπτεύῃ τὸν διάλογο καὶ τὴν ἐπικοινωνία.

΢υμπέρασμα δικό μου. Σὸ συμπέρασμα αὐτὸ εἷναι νόμιμο, γιὰ δυὸ λόγους:

 Διότι ὅ,τι ἰσχύει σὰν ἐντολὴ Θεοὖ γιὰ ἕναν ἀρχιερέα, ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη
τὴν Ἱεραρχία τ῅ς Μίας Ἐκκλησίας, ἀφοὖ αὐτὴ ἔχει χρέος μὲ ΢υνοδικὲς
ἀποφάσεις νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν τήρηση τοὖ θείου Νόμου· καί,
 Διότι ὁ ἅγιος Νεκτάριος σὲ ὅ,τι ἔπραττε πρὸς τὴν κατεύθυνση τ῅ς ἀγάπης
πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, τελικὰ ἀνεφέρετο -ὅπως μαρτυροὖν
πολλὲς ἐπιστολές του- στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη (2), παρ᾿ ὅτι δὲν ὑπ῅ρξε
ποτὲ ὁ ἄμεσος προκαθήμενός του, γιὰ περαιτέρω προώθηση καὶ ἀξιοποίηση.

4. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν μεμονωμένο ἐπίσκοπο, σὰν χρέος του ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τοὖ
ἠθικοὖ νόμου τοὖ Εὐαγγελίου, πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὶς ΢υνόδους τὦν Σοπικὦν
Ἐκκλησιὦν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της.

Β´

1. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁμιλὦντας γιὰ τὸ χρέος τοὖ Ἐπισκόπου νὰ μεριμνᾶ νὰ ἔχῃ


ἐπικοινωνία μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ σχισματικούς, στὴν προσπάθειά του νὰ
τοὺς ἐπαναφέρῃ μὲ τὸν διάλογο στὴν ἐπίγνωση τ῅ς ἀλήθειας, ὑπενθυμίζει μὲ ἔμφαση
ὅτι στὸν τομέα αὐτὸ ἀναπτύσσεται δυὸ εἰδὦν ζ῅λος: ὁ ζ῅λος «κατ᾿ ἐπίγνωσιν» καὶ ὁ
ζ῅λος «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοὖ ἁγίου μας ὑπεχρέωσε νὰ τὴν
ἀναζητήσωμε στὰ ἔργα του καὶ νὰ ἰδοὖμε τί ἐννοεἶ. Καὶ πράγματι στὸ βιβλίο του, Γνὦθι
σαυτόν (3), παραθέτει ὅπως πάντοτε μὲ σαφήνεια, ξεκάθαρα, τὶς ἀπόψεις του.

2. Ἂς ἰδοὖμε λοιπόν: α´, ποἶος εἷναι ὁ «κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής· καὶ β´, ποἶος εἷναι ὁ «οὐ
κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής.

α. Ποἶος εἷναι «ὁ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής;

Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος:

 Ὁ «κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής, δὲν εἷναι ποτέ, δὲν μπορεἶ νὰ εἷναι ποτέ,
μειωμένης ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἄνθρωπος.
 «Εἷναι ἀληθὴς ἔνθους τ῅ς πίστεώς του λατρευτής· εἷναι ὄντως ὅλως
ἀφωσιωμένος τ῵ Θε῵ καὶ αὐστηρὦς φυλάττει τὸν νόμον αὐτοὖ· εἷναι τηρητὴς
τὦν πατρίων του παραδόσεων».
 «Διακαίεται ὑπὸ τοὖ πόθου πρὸς διάδοσιν τοὖ θείου λόγου, πρὸς στερέωσιν
τ῅ς πίστεως, πρὸς εὐόδωσιν τοὖ ἔργου τ῅ς Ἐκκλησίας, πρὸς μείζονα ἐπίδοσιν
τοὖ θείου κηρύγματος, πρὸς ἀποκατάστασιν τ῅ς βασιλείας τοὖ Θεοὖ ἐπὶ τ῅ς
γ῅ς».

Ὅμως αὐτὸ δὲν ἀρκεἶ, τονίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος.

Γιὰ νὰ εἷναι γνήσιος ὁ ζ῅λος, ὀφείλει ὁ ζηλωτὴς νὰ καλλιεργῆ καὶ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, νὰ
εἷναι Φριστοὖ εἰκόνα, «ἐραστὴς πασὦν τὦν ἀρετὦν».

Καὶ προσθέτει ὁ ἅγιος. Ὁ ἀληθινὸς ζηλωτής:


 «Δὲν ἀπαυδ᾵, ἐργαζόμενος, δὲν ἀποκάμνει, πονὦν δὲν αἰσθάνεται κάματον,
δαπανώμενος δὲν ἐξαντλεἶται, δὲν δυσθυμεἶ· ἀλλ᾿ ἀεὶ ἀκμαἶος καὶ ζωηρός,
εὔθυμος καὶ θα὇὆αλέος ὁρμᾶ πρὸς νέαν ἐργασίαν».
 «Πυροὖται ὑπὸ τοὖ ἐνθέου ζήλου του καὶ ἐπιζητεἶ νὰ ἐπεκτείνῃ τὰς ἐνεργείας
αὐτοὖ πρὸς π᾵σαν τὴν ἀνθρωπότητα ».

Μὲ τί κίνητρο;

«Ὁρμώμενος ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον».

Καὶ γι᾿ αὐτό:

 «Ποιεἶ πάντα μετ᾿ ἀγάπης καὶ αὐταπαρνήσεως».


 «Οὐδὲν πράττει τὸ δυνάμενον νὰ φέρῃ θλἶψιν τ῵ πλησίον αὐτοὖ»
 «Οὐδὲν ἐξωθεἶ αὐτὸν εἰς παρεκτροπήν».

Φαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοὖ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτοὖ εἰσίν· ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ τὸν πλησίον αὐτοὖ, πραότης, ἀνεξιθρησκεία, ἀνεξικακία, εὐεργεσία καὶ
εὐγένεια τρόπων».

Εἷναι τύπος ἀληθοὖς χριστιανοὖ.

΢υμπέρασμα: Σὸν ἀληθινό, τὸν «κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτή», δὲν θὰ τὸν εὕρης σὲ τίποτε
σκάρτο!

β. Ποιὸς εἷναι ὁ « μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής;

Ὁ «μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζηλωτὴς ἔχει, κατὰ τὸν ἅγιό μας, τὰ ἑξ῅ς χαρακτηριστικά:

 «Πλαν᾵ται ἐν ταἶς σκέψεσι καὶ ἐνεργείαις αὐτοὖ». Δηλαδὴ οὔτε σκέπτεται


σωστά, οὔτε ἐνεργεἶ σωστά. Εἷναι ἕνας ἄνθρωπος λάθος.
 «Πράττει τὰ ἐνάντια πρὸς τ᾵ς διατάξεις τοὖ θείου νόμου».
Αὐτοχαρακτηρίζεται «ζηλωτής» καὶ «φρουρὸς τὦν πατρικὦν παραδόσεων».
Προφανὦς, ἀπὸ ὑπερεκτίμηση τὦν ἀπόψεών του καὶ τ῅ς ἀποστολ῅ς του.
Φαρακτηρίζει ἄλλους, ἐκείνους ποὺ δὲν συμφωνοὖν μὲ τὶς ἀπόψεις του,
«προδότες τ῅ς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ «σὲ δογματικὰ ζητήματα μειοδότες».
Ἐπικρίνει. Καὶ κατακρίνει. Φάριν τ῅ς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Δηλαδή;
 «Διαπράττει τὸ κακόν, ὅπως ἐπέλθη τὸ ὑπ᾿ αὐτοὖ νοούμενον ἀγαθόν» (=
καταντάει ἐσωτερικὰ ἰησουΐτης).
 Εὔχεται τ῵ Θε῵ νὰ ὆ίψη πὖρ ἐξ οὐρανοὖ καὶ νὰ κατακαύση πάντας τους μὴ
δεχομένους τὰς ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις αὐτοὖ». Ἐκφωνοὖν ἐναντίον τοὺς
ἀναθέματα!
 «Σὸν μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴν χαρακτηρίζει μἶσος πρὸς τοὺς
ἐτεροθρήσκους ἥ ἑτεροδόξους, ὁ φθόνος καὶ ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἐμπαθὴς
ἀντίστασις πρὸς τὸ ἀληθὲς πνεὖμα τοὖ θείου νόμου (= ἀσφαλὦς αὐτὰ δὲν
εἷναι ποτὲ ἐκ Θεοὖ), ἡ παράλογος ἐπιμονὴ ἐν τῆ ὑπερασπίσει τὦν ἰδίων
φρονημάτων (= πλήρης ἔλλειψις ταπείνωσης), ὁ παράφορος ζ῅λος πρὸς
κατίσχυσιν ἐν πάσι (= θέλει παντοὖ νὰ τοὖ περνάει, νὰ ἔχῃ τὸν τελευταἶο
λόγο), ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλονικία, ἡ ἔρις καὶ τὸ φιλοτάραχον».
Καὶ συμπεραίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εἷναι ἄνθρωπος
ὀλέθριος».

Σὰ αὐστηρὰ αὐτὰ λόγια του γεμάτου ταπείνωση καὶ ἀγάπη ἁγίου Νεκταρίου, πρέπει νὰ
μ᾵ς προβληματίζουν ὅλους. Καὶ νὰ τὸ ἔχωμε μόνιμο ἐρώτημα μέσα μας: Μήπως ὁ ζ῅λος
μου ἐκτρέπεται μὲ ζ῅λον «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» καὶ ἀντὶ καλοὖ προξενεἶ κακό; Δοκιμαζέτω
ἕκαστος ἑαυτόν. Ἕκαστος τ῵ ἰδίῳ Κυρίω στήκει ἥ πίπτει.

Γ´

1. Σὰ προλεχθέντα κάνουν νὰ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα:

 Μήπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἷχε καταντήσει (ἀπὸ τὴν πολλὴ συναισθηματικὴ


ἀγάπη του!) ἀνεδαφικὸς καὶ οὐτοπικός;
 Μήπως δὲν εἷχε τὸν πικρὸ ὆εαλισμὸ τ῅ς δικ῅ς μας πείρας; Γιατί ἐμεἶς τὸ
βλέπομε, ὅτι ὁ διάλογος μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία βαδίζει πρὸς πλήρη
ἀποτυχία.

Ὄχι. Ὁ ἅγιος εἷχε μελετήσει καλὰ ὅλα τὰ συναφ῅ προβλήματα. Καὶ στὸ βιβλίο του, Περὶ
τὦν αἰτίων τοὖ σχίσματος (4) καθιερώνει ἀρχές, ποὺ σήμερα γιὰ τοὺς διαλόγους εἷναι
καταστατικ῅ς ἀξίας. Ἂς τὶς ἰδοὖμε:

Λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Οἱ ὄροι τ῅ς ἑνώσεως (μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Λατινικ῅ς
Δυτικ῅ς Ἐκκλησίας) εἷναι τοιοὖτοι, ὥστε καθιστὦσι τὴν ζητουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον·
διότι δὲν ἔχουσι οὐδὲν σημεἶον συναντήσεως, ζητοὖσι δὲ ἑκάτερα (τὰ μέρη) παρὰ τ῅ς
ἑτέρας (Ἐκκλησίας), οὔτε πλεἶον οὔτε ἔλαττον, τὴν ἄρνησιν ἑαυτ῅ς, ἄρνησιν τὦν
θεμελιωδὦν ἀρχὦν, ἐφ᾿ Ὠν ἑδράζεται ὅλον τὸ οἰκοδόμημα τ῅ς Ἐκκλησίας».

Ἐμεἶς ζητοὖμε νὰ ἀρνηθοὖν οἱ καθολικοὶ τὸ πρωτεἶο, τὸ ἀλάθητο, τὸ Filioque. Ὅμως


ἐπάνω στὰ δόγματα αὐτὰ στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἂν τὰ ἀρνηθοὖν,
ἀρνοὖνται τὴν Ἐκκλησία τοὺς ἐκ θεμελίων· κάτι ποὺ εἷναι γι᾿ αὐτοὺς πολὺ δύσκολο, ἅν
μὴ καὶ ἀδύνατο!

Ὁμοίως ἐκεἶνοι ζητοὖν ἀπὸ ἐμ᾵ς νὰ δεχθοὖμε τὸ πρωτεἶο καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἀλλὰ καὶ
ἐμεἶς, ἅν τὰ δεχθοὖμε αὐτά, ἀρνούμεθα ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ στηρίζεται
στὴν ΢υνοδικότητα. Ἄρα καὶ αὐτὸ εἷναι ἀδύνατο νὰ γίνει! Πρὸς τί λοιπὸν ὁ διάλογος.

2. Καὶ προχωρεἶ ὁ ἅγιος σὲ μία ἀκόμη, καταστατικ῅ς σπουδαιότητος, διατύπωση. Λέγει:

«Ἐν ὄσῳ τὰ μὲν κύρια αἴτια τοὖ χωρισμοὖ μένωσι τὰ αὐτά, αἱ δὲ Ἐκκλησίαι ἀντέχωνται
τὦν ἑαυτὦν, ἡ ἕνωσις εἷναι ἀδύνατος· ἵνα θεμελιωθ῅ αὕτη, πρέπει νὰ στηρίζηται ἐπὶ τὦν
αὐτὦν ἀρχὦν (δηλ. νὰ ἔχουν τὰ δυὸ μέρη ἀποδεχθ῅ τὶς αὐτὲς θεμελιώδεις ἀρχές)· ἄλλως
«πᾶς πόνος μάταιος».

Σὰ λόγια αὐτὰ τοὖ ἁγίου ἰσχύουν ad hoc γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Καθολικούς.

Ἀσφαλὦς, τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους. Ἂν οἱ


Ἀντιχαλκηδόνιοι μένουν στὴν ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα, νὰ ἀρνοὖνται τὴν ΢ύνοδο
τ῅ς Φαλκηδόνος, δὲν εἷναι «π᾵ς πόνος μάταιος»;
3. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ δημιουργεἶται εὔλογα τὸ ἐρώτημα: Ἂν οἱ ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στὴν
ταυτότητα τ῅ς Ἐκκλησίας τους, καὶ συνεπὦς, φαίνεται ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι
«πᾶς πόνος μάταιος», τί λόγο ὑπάρξεως ἔχουν οἱ διάλογοι καὶ οἱ ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς
ἑτεροδόξους, αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς;

Ἀσφαλὦς, θὰ ἔπρεπε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ ἔλεγε: Λάθος. ΢υγγνώμη, ἅν εἷπα κάπου


ἀλλοὖ στὰ βιβλία μου κάτι διαφορετικό. Ὅμως δὲν τὸ λέγει.

Σί λέγει;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ἔστι λίαν πιθανὸν νὰ ἑλκύση πρὸς ἑαυτὸν (ὁ ἐπίσκοπος ὁ
διαχειριζόμενος τὸν διάλογον) καὶ τὴν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπ῅ς κρίνουσαν δογματικὸν
τί ζήτημα ἑτερόδοξον ἐκκλησίαν» (5).

Δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει:

Ὅσο καὶ ἅν φαίνεται «ἀδύνατον» καὶ «πόνος μάταιος», «ἔστι λίαν πιθανόν». Ἔτσι δὲν
ξεκινάει κάθε ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα ἐσωτερικ῅ς καὶ ἐξωτερικ῅ς ἱεραποστολ῅ς;
Ὑπάρχει ποτὲ σιγουριὰ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα;

Ὁ διάλογος ἔχει ἕνα σκοπό. Νὰ βοηθήση τὴν ἑτερόδοξη ἥ σχισματικὴ «ἐκκλησία», νὰ


καταλάβη τὸ λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεἶ, ὑπάρχει πιθανότητα, νὰ ἐπανέλθη στὴν
Ὀρθοδοξία καὶ στὴν σωτηρία (ἀφοὖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἷναι ἡ Μία Ἐκκλησία), ὄχι
ἕνα ἄτομο μόνο, ἀλλὰ ἕνα σύνολο, μία ὁλόκληρη «Ἐκκλησία».

Καὶ αὐτὸς εἷναι ὁ ὑπέρτατος στόχος κάθε ποιμαντικ῅ς: Νὰ ἑλκύση σύνολα. ΢ύνολα
μεγάλα.

Ὁ στόχος τοὖ ἁγίου Νεκταρίου εἷναι καθαρὰ ποιμαντικός. Ἀφορᾶ στὴν σωτηρία. Ὁ
ἐπίσκοπος, ἡ Ἐκκλησία, ἐργάζεται μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ὄχι γιὰ τὰ ὅποια σχέδια.

΢υμπέρασμα

Ἡ ἐργασία τὦν ἀτόμων καὶ τ῅ς Ἐκκλησίας (=τὦν ποιμένων) γιὰ τὴν σωτηρία, εἷναι κατὰ
τὸν ἀπόστολο Παὖλο ἕνας πόλεμος. Ἀνέκαθεν στοὺς πολέμους ἐφάρμοζαν μία τέχνη,
ποὺ λέγεται στρατηγική. Ἡ στρατηγικὴ εἷναι μία μεθόδευση ἐνεργειὦν. Ἡ καλὴ
μεθόδευση ἐνεργειὦν ἔδωκε σὲ στρατηγοὺς περιφανεἶς νίκες. Ἡ κακή, ἔγινε ἀφορμὴ νὰ
διαλυθοὖν κοσμοκρατορίες.

Σὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Φρειαζόμαστε στρατηγική· καλὴ μεθόδευση.

΢τὸ «Γεροντικό» διαβάζομε:

Δυὸ μοναχοὶ συναντοὖν, χωριστὰ ὁ καθένας, ἕναν ἱερέα τὦν εἰδώλων στὴν ἔρημο. Ὁ
πρὦτος μιλάει δογματικά, ὅπως τὸν ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρἶσμα τοὖ δόγματος, ὅτι ἡ
εἰδωλολατρεία εἷναι δαιμονικὴ θρησκεία καὶ οἱ ἱερεἶς της ὑπηρέτες τοὖ διαβόλου. Σοὖ
λέει:

-Αἷ, αἷ δαἶμον! Ποὖ τρέχεις;

Ὁ ἄλλος τοὖ μιλάει μὲ τὴν χριστιανικὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Σοὖ λέει:
-΢ωθείης· σωθείης, καματηρέ!

Αὐτὸ σημαίνει καλὴ μεθόδευση· καλὴ στρατηγική.

Ἐρωτάει μὲ ἀπορία ὁ ἱερέας τὦν εἰδώλων τὸν ἅγιο Μακάριο.

-Σί καλὸ εἷδες ἐπάνω μου, χριστιανὸς σύ, καὶ μοὖ μιλᾶς μὲ τόσο καλὸ τρόπο;

Ἀπαντάει ὁ ἅγιος:

-Βλέπω, ὅτι ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ψυχή σου μὲ ζ῅λο. Καὶ σὲ λυπ᾵μαι, γιατί δὲν τὸ ἔχεις
καταλάβει, ὅτι ὁ κόπος σου θὰ πάει χαμένος!...

Ἀποτέλεσμα:

 Σὰ λόγια του πρώτου ἐξόργισαν τὸν ἱερέα τόσο, ποὺ ὅρμησε ἐπάνω του καὶ
τὸν «ἐσάπισε» στὸ ξύλο.
 Σὰ λόγια του δευτέρου, τὸν κατένυξαν τόσο, ποὺ ἄφησε τὴν εἰδωλολατρεία
καὶ τὸ ἐπίζηλο ἀξίωμά του, καὶ ἔγινε χριστιανὸς καὶ μοναχὸς (Ἀββ᾵
Μακαρίου, λθ´).

Σὸ πιστεύω καὶ τὦν δυὸ μοναχὦν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ ἕνας ἔκαμε μία ἄκριτη μετωπικὴ
ἐπίθεση ἐναντίον τοὖ ἱερέα τὦν εἰδώλων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐφάρμοσε μία στρατηγική·
ἔκαμε μία μεθόδευση. Καὶ ἐκέρδισε μία μεγάλη νίκη. Ἐκέρδισε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκέρδισε
τὸν ἀδελφό του. Γιὰ τὴν αἰωνία ζωή.

###

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης «πλήρης ὥν τ῅ς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καὶ τ῅ς
θεολογίας».

Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἄνθρωπος τ῅ς ἄνευ ὅρων, ὁρίων καὶ προὉποθέσεων ἀγάπης καὶ
καλωσύνης, μὲ τὴν σιγουριὰ τ῅ς ἀγάπης καὶ τ῅ς γνώσης τ῅ς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως,
θεωροὖσε χρέος του νὰ ἔχῃ ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς· ποθὦντας καὶ
ἐπιδιώκοντας τὴν σωτηρία τους.

Εἷχε σωστὸ κριτήριο. Καὶ σωστὸ μέτρο. Καὶ ἔγινε τύπος Ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας.

΢ημειώσεις

1. - Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικ῅ς,


Θεσσαλονίκη 1974 (3), σ. 192, ἀπ᾿ ὅπου καὶ τὰ ἐν συνέχειᾳ παραθέματα.

2. - Βλ. Θεόκλητου μοναχοὖ Διονυσιάτου. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης, σ. 329 κ.ἔ.

3. - Βλ. Νεκταρίου Κεφαλ᾵, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Σὸ γνὦθι σαυτὸν ἤτοι μελέται


θρησκευτικαὶ καὶ ἠθικαί «...» Ἀθ῅ναι 1962 (2) (Κεφάλαιον Ζ´, παράγραφος 36), σσ. 135-
136, ἀπ᾿ ὅπου καὶ τὰ συνέχεια παραθέματα.
4. - Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τὦν αἰτίων τοὖ ΢χίσματος *...+, τόμος Α´,
Ἀθ῅ναι 1998 (2), σσ. 28-29, ἀπ᾿ ὅπου καὶ τὰ ἐν συνέχειᾳ παραθέματα.

5. - Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικ῅ς, ὄπ.π.,σ.


192
Ἅγιος Νεκτάριος

Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πρὸς τὴν φύση


πρόδρομος ὑγιοῦς οἰκολογικοῦ ἐνδιαφέροντος

(Ἀπόσπασμα Ὁμιλίας Μοναχ῅ς τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς Ἁγίου Μηνᾶ Αἰγίνης,


μὲ θέμα: «Η ΑΓΑΠΗ ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ ΝΕΚΣΑΡΙΟΤ ΠΡΟ΢ ΣΗΝ ΥΤ΢ΙΝ -
ΠΡΟΔΡΟΜΟ΢ ΤΓΙΟΤ΢ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΤ ΕΝΔΙΑΥΕΡΟΝΣΟ΢»).

΢τοὺς βίους τὦν Ἁγίων μας ἀλλὰ καὶ ἐκλεκτὦν σύγχρονων Μοναχὦν, συναντοὖμε
ἀναρίθμητα θαυμαστὰ περιστατικά, κατὰ τὰ ὁποἶα τὰ ἄγρια ζὦα ὑποτάσσονται καὶ
ὑπηρετοὖν τοὺς Ἁγίους, μένουν πιστοὶ σύντροφοι καὶ διακονητές τους, ἀλλὰ καὶ τὰ
στοιχεἶα τ῅ς φύσεως ὑπακοὖν σ᾿αὐτούς, ὅπως κάποτε ἡ θάλασσα τ῅ς Σιβεριάδος καὶ ὁ
ἄνεμος ὑπήκουσαν στὸ πρόσταγμα τοὖ Κυρίου. Ἀναφέρουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ
παραδείγματα: α´ Σὸ λιοντάρι μεταφέρει τὸ νερὸ τὦν πατέρων στὴ Λαύρα τοὖ Ὁσίου
Γερασίμου τοὖ Ἰορδανίτου, ἐνὦ πέφτει νεκρὸ μόλις ἀντιλαμβάνεται τὴν ὁσιακὴν
κοίμησιν τοὖ Ἁγίου διότι ἔχασε τὸν εὐεργέτη του. β´ Μία λεοπάρδαλις παραμένει ἐπὶ
πολλὰ χρόνια κοντὰ στὸν Ἀββ᾵ ΢τέφανο τὸν Μαλωχ᾵ γιὰ νὰ τοὖ φυλάττῃ τὰ λαχανικὰ
ἀπὸ τὰ ἀγριογούρουνα. γ´ Ὁ ὅσιος ΢εραφεὶμ τοὖ ΢άρωφ μοιραζόταν τὸ παξιμάδι του
μαζὶ μὲ μιὰ ἀρκούδα καθὼς καὶ μὲ πλ῅θος ζώων ποὺ τὸν περιτριγύριζαν. δ´ Ὁ γέρο
Ἰσαὰκ ὁ Διονυσιάτης κοιμόταν μαζί με ἕνα φίδι ἀλαφιάτη ποὺ ἦταν ἀχώριστος φίλος
του.

Ἀνέκαθεν οἱ Ἅγιοί μας, γιατί καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἅγιοι, ἀποτελοὖν τὶς ξεχωριστὲς
ἐκεἶνες μορφὲς ποὺ ἑλκύουν τὴν Φάριν τοὖ Θεοὖ καὶ τὴν ἐκπέμπουν σὲ ὁλόκληρον τὴν
κτίσιν, ἀγιάζοντας τὴν. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἡ συμβολή του στὸ
οἰκολογικὸ πρόβλημα – παρότι μ᾵ς ξενίζει στὸ ἄκουσμα – εἷναι, ὅπως καὶ ὅλων τὦν
Ἁγίων, αὐθεντική, γνήσια καὶ ὁλοκληρωμένη. Προβάλλει ἕναν νέον τρόπον ζω῅ς,
διαπνεόμενον ἀπὸ τὸ πνεὖμα τ῅ς μετανοίας, τ῅ς ἀγάπης καὶ τ῅ς ἀσκήσεως.

Ἂν καὶ δὲν συνέγραψε εἰδικὴ μελέτη γιὰ τὸ περιβάλλον μ᾵ς ἀφήνει, κυριολεκτικά,
ἔκθαμβους ἡ φωτισμένη καὶ σωστὴ βιοτή του ἀπέναντι στὸ συγκεκριμένο θέμα. Ὁ Ἅγιος
σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ στάθηκε μὲ σεβασμὸ μπροστὰ στὸ δημιούργημα τοὖ Θεοὖ, τὴν κτίσιν.
Δεχόταν τὰ ἀγαθὰ τ῅ς φύσεως ὡς δὦρα τοὖ Θεοὖ καὶ τὰ χρησιμοποιοὖσε «μετὰ φόβου
Θεοὖ», ἀδελφικ῅ς ἀγάπης καὶ εὐχαριστίας. Υυσικὴ συνέπεια τοὖ πνεύματος αὐτοὖ ἦταν
ἡ δοξολογική, σωστὴ χρ῅σις τ῅ς κτίσεως. Ἡ ὁσιακὴ μορφή του ἐχαρακτηρίζετο ἀπὸ
ἀπόλυτον συμμετρίαν. Ἡ ζωή του, ἄκρως ἀσκητικὴ σ᾿ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις της,
περιοριζόταν στὶς ἀπολύτως ἀπαραίτητες ἀνάγκες. Ἡ τροφή του λιτότατη. Ἡ ἐνδυμασία
του πτωχικὴ καὶ εὐτελής, ἡ σπατάλη καὶ ἡ πολυτέλεια ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν. Πὦς, λοιπόν,
ἦταν δυνατὸν ὁ χαριτωμένος αὐτὸς ἄνθρωπος νὰ διανοηθ῅ νὰ προξενήση τὸ παραμικρὸ
κακὸ στὸ ὡραἶο δημιούργημα τοὖ Θεοὖ καὶ πὦς ἦταν δυνατὸν νὰ κάνῃ ἐγωιστικὴν
χρήσιν τοὖ κόσμου;

Σὰ περιστατικὰ τ῅ς ζω῅ς του ποὺ δείχνουν αὐτὴν τὴν εὐλογημένην στάσιν του εἷναι
πάρα πολλά. Εἷναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἷχε γιὰ τὰ δέντρα καὶ τὰ
λουλούδια. ΢τὴν Ριζάρειο ΢χολή, κατὰ τὴν διάρκεια ποὺ τὴν διηύθυνε, ὑπ῅ρξε εἰσηγητὴς
τοὖ μαθήματος τ῅ς Γεωπονικ῅ς, καθὼς μαρτυρεἶται στὸ βιβλίο Πρακτικὦν τοὖ
΢υμβουλίου τ῅ς ΢χολ῅ς, ἔτσι ὥστε οἱ ἱεροσπουδαστές, οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο,
νὰ ἐκπαιδεύωνται καταλλήλως ἀποβαίνοντες χρήσιμοι στὶς πρακτικὲς ἐργασίες τ῅ς
ἰδιαιτέρας πατρίδος τους. ΢ύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τὦν μαθητὦν τ῅ς ΢χολ῅ς τ῅ς
ἐποχ῅ς ἐκείνης, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος περιποιεἶτο προσωπικὦς τὸν κ῅πον τ῅ς ΢χολ῅ς.
Λέγεται ὅτι κάθε πρωί, πρὶν τὴν Ἀκολουθία τοὖ Ὄρθρου, ὁ Ἅγιος ἔσκαβε τὸν κ῅πο καὶ
ἐμπλουτίζοντάς τον μὲ νέα λουλούδια καὶ δέντρα καὶ παρακολουθώντας τὴν αὔξησιν
τὦν ἤδη ὑπαρχόντων ἀπεδείκνυε ἐμπράκτως τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν φύσιν.

Κατὰ τὸ ἔτος 1906, ἐνὦ ἀκόμη ἦταν στὴν Ριζάρειο, στέλνει ὡς δωρεὰ στὸν Δ῅μο τ῅ς
Αἰγίνης πέντε χιλιάδες μωρεόδεντρα γιὰ τὴν μωρεοφυτεία τ῅ς νήσου, ὅπως γίνεται
φανερὸν ἀπὸ τὸ ὑπ᾿ ἀριθμ. 294/12.3.1906 ἔγγραφον τοὖ Δημάρχου στὸ ὁποἶο ἐκφράζονται
οἱ εὐχαριστίες καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη αὐτοὖ καὶ ὁμολογοὖνται οἱ πολλὲς εὐεργεσίες τοὖ
Ἁγίου πρὸς τὴν ν῅σον τ῅ς Αἰγίνης. Κατ᾿ ἐξοχὴν φίλος τοὖ πρασίνου ἐπιθυμοὖσε νὰ
πληρωθοὖν ὅλες οἱ γωνιὲς τ῅ς νήσου μὲ φυτεἶες δένδρων χρησίμων.

Ἀλλὰ καὶ κατόπιν, στὸ Μοναστήρι τ῅ς Ἁγίας Σριάδος, στὸν Ἱερὸ Παρθενὦνα του, στὴν
Αἴγινα ἠσχολεἶτο καὶ «εἰς χειρωνακτικὰς ἐργασίας καὶ μάλιστα βαρει᾵ς μορφ῅ς,
καλλιεργὦν κήπους καὶ ἀγρούς, ποτίζων αὐτοὺς δι᾿ ὕδατος, μεταφερομένου ὑπ᾿ Αὐτοὖ
ἐκ μακριν῅ς ἀποστάσεως, ἀνοίγων αὔλακας καὶ ὀχετούς...», ὅπως χαρακτηριστικὰ
ἀναφέρεται.

Κάποτε ἕνα μικρὸ κοριτσάκι, ποὺ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὴ Μονὴ ἔκοβε τὰ λουλούδια τ῅ς
αὐλ῅ς. Ὁ Ἅγιος ποὺ τὸ εἷδε, τοὖ εἷπε: «Γιατί παιδί μου κόβεις τὰ λουλουδάκια τ῅ς
Παναγίας;». Εἷναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀγάπη τοὖ Ἁγίου γιὰ τὴν Παναγία στὴν ὁποία
ἀφιέρωνε κάθε τι ὡραἶο.

Κατὰ προφορικὴ μαρτυρία τ῅ς μακαριστ῅ς Γερόντισσας τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς Ἁγίου Μην᾵
Νεκταρίας, ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔστελνε ὁ Ἅγιος μία Μοναχὴ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά, ποὺ
ἐφιλοξενοὖντο στὸ Μοναστήρι του, νὰ ψάλλουν στὸ βουνὸ τὸ «Φριστὸς Ἀνέστη», γιὰ νὰ
τὸ ἀκούση ὅλη ἡ φύσις...
Ἅγιος Νεκτάριος

Ο ΑΓΙΟ΢ ΝΕΚΣΑΡΙΟ΢, ΠΡΟ΢ΣΑΣΗ΢ ΣΗ΢ ΓΤΜΝΑ΢ΣΙΚΗ΢ ΑΘΛΗ΢ΕΨ΢


ΚΑΙ ΣΨΝ ΟΛΤΜΠΙΑΚΨΝ ΑΓΨΝΨΝ

Ἄρθρο τοὖ Ἀριστοτέλη Φρ. Εὐτυχιάδη, Ἐπίκουρου Καθηγητ῅ τ῅ς Ἱστορίας τ῅ς Ἰατρικ῅ς
΢χολ῅ς τοὖ Πανεπιστημίου Ἀθηνὦν. Περιοδικὸ «Σόλμη» τ῅ς Ἀρχιεπισκοπ῅ς Ἀθηνὦν,
Σεὖχος 9, Ἰούνιος 2001, σελίδες 62-65.

Οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγὦνες ἀναγνωρίζονται διεθνὦς ὡς ἡ συνέχεια τὦν ἀγώνων τ῅ς


ἀρχαίας Ὀλυμπίας, ὅπου τὰ ἑλληνικὰ κράτη-πόλεις, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τοὺς
πολέμους καὶ κάθε εἴδους ἐχθρότητες, προσπαθοὖσαν, ὑπὸ τὴ σκιὰ καὶ τὴν προστασία
τὦν θεὦν τους καὶ μέσα στὸ πνεὖμα τ῅ς εἰρήνης, νὰ προβάλουν, μέσα ἀπὸ τὰ
ἀγωνίσματα τὦν ἐπίλεκτων ἀθλητὦν τους, τὰ Ἰδανικά «του ὡραίου, τοὖ μεγάλου καὶ τοὖ
ἀληθινοὖ». Οἱ εἰρηνικοὶ αὐτοὶ ἀθλητικοὶ ἀγὦνες εἷχαν ὡς στόχο τους νὰ διδάξουν στὸν
ἑλληνικὸ λαὸ τὴν εὐγενικὴ ἅμιλλα καὶ νὰ κατασιγάσουν τὶς πολεμικὲς ἀναμετρήσεις. ΢ὲ
αὐτὸ συντελοὖσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν «στενὰ συνδεδεμένοι μὲ θρησκευτικὲς
ἐκδηλώσεις καὶ ἀποτελοὖσαν μέρος τ῅ς λατρείας». ΢ύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ
πλαίσιο τοὖ ἱεροὖ χώρου ὅπου ἐτελοὖντο, ὑπ῅ρχε καὶ ὁ εἰδικὸς προστάτης τὦν ἀγώνων
αὐτὦν, ὅπως ὁ Δίας καὶ ὁ Ἀπόλλων. Ἀκόμη καὶ πολὺ ἀργότερα, ὅταν βαθμιαίως
μετασχηματίσθηκαν σὲ γνησίους ἀθλητικοὺς ἀγὦνες, δὲν ἔπαψαν «νὰ συνδέονται μὲ τὴ
θρησκεία» καὶ νὰ «γίνονται πρὸς τιμὴν μι᾵ς θεότητας».

Ἀπὸ τὴν ἀναβίωσή τους τὸ 1896, μὲ τὴ συμμετοχὴ πλέον τ῅ς παγκοσμίου κοινότητος, τὸ
θρησκευτικὸ ἱστορικὸ νόημα καὶ πλαίσιο τὦν Ὀλυμπιακὦν Ἀγώνων ἐκφράζεται μέσα
ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ ἁφ῅ς τ῅ς ὀλυμπιακ῅ς φλόγας, ἡ ὁποία καὶ τότε ἔκαιγε ἄσβεστη
ἡμέρα καὶ νύκτα, καθὼς καὶ τὸν ὀλυμπιακὸ ὕμνο, στὸν ὁποἶο δεσπόζει ἡ μορφὴ τοὖ
Ἀπόλλωνος. Αὐτὸ γιὰ λόγους ἱστορικοὺς εἷναι θαυμάσιο, διότι διατηρεἶ τὸ ἐντόνως
θρησκευτικὸ πνεὖμα τὦν ἀγώνων αὐτὦν καὶ τοὺς καθιστὰ εὐγενεἶς καὶ εἰρηνικούς. Σὸ
πνεὖμα αὐτὸ παραμένει οὐσιὦδες καὶ σήμερα σὲ ἐπίπεδο ἀθλητὦν, διότι οἱ ὀλυμπιονίκες
μας ἐπικαλοὖνται τὴν δύναμη τοὖ θεοὖ στὸ ἐγχείρημά τους, ὄχι μόνον λεκτικὦς, ἀλλὰ
καὶ ἀσφαλιζόμενοι μὲ τὸ σημεἶο τοὖ ΢ταυροὖ. Αὐτὸ διαπιστώνεται μέσῳ τ῅ς
τηλεοράσεως καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς ἀθλητές, ἀσφαλὦς, δέ, θὰ ἰσχύει καὶ γιὰ
τοὺς ἀθλητὲς ἄλλων, μὴ χριστιανικὦν θρησκευμάτων, οἱ ὁποἶοι ἔχουν τὸν δικό τους
τρόπο ἐπικλήσεως τοὖ Θεοὖ. Οἱ ἴδιοι οἱ ἀθλητὲς δηλαδή, ἐκτὸς τ῅ς ἀθλητικ῅ς,
παιδευτικ῅ς, κοινωνικ῅ς, εἰρηνικ῅ς, πολιτικ῅ς, πολιτισμικ῅ς, ἐθνικ῅ς καὶ παγκοσμίου
προοπτικ῅ς, ἀποδίδουν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγὦνες καὶ τὴν ἀληθινὴ πνευματική τους
διάσταση, τὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ καὶ θεοπρεπὲς κύρος, ὅπως ἀκριβὦς τὸ ἤθελαν οἱ ἀρχαἶοι μας
«δεισιδαιμονέστεροι» πρόγονοι καὶ ἱδρυτὲς τὦν ἀγώνων αὐτὦν.

Ἡ νεωτέρα χριστιανικὴ Ἑλλάδα, χωρὶς νὰ ἀποβάλει τὰ ἱστορικὰ πνευματικὰ σύμβολα


τὦν Ὀλυμπιακὦν Ἀγώνων, τὰ ὁποἶα σηματοδοτοὖν τὴ θρησκευτικότητα τὦν ἀγώνων
αὐτὦν, καὶ τὶς πνευματικές τους διαστάσεις, πρέπει ἐν τούτοις νὰ καταστήσει σαφ῅ τὴν
παρουσία τοὖ θεοὖ, τὸν ὁποἶο πιστεύει καὶ ἐπικαλεἶται σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις οἱ ὁποἶες
τὴν ἀφοροὖν. Πρέπει νὰ ἀναζητήσει τὸν Ἅγιο Προστάτη τὦν ἀγώνων καὶ νὰ τοὺς
ἐντάξει κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του, γιατί ὄντως ὑπάρχει ὁ Ἅγιος τὦν ἀγώνων καὶ τὦν
σταδίων, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους ἐκθέτουμε στὴ συνέχεια.

Σρία χρόνια πρὸ τ῅ς διεξαγωγ῅ς τὦν πρώτων συγχρόνων Ὀλυμπιακὦν Ἀγώνων στὴν
Ἀθήνα τὸ 1896, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλ᾵ς, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, «ὁ πάλαι ποτὲ Μητροπολίτης
Πενταπόλεως», σὲ μελέτη τοὖ ὑπὸ μορφὴ ἐγγράφου ὁμιλίας «Περὶ Γυμναστικ῅ς»,
ἀναφέρεται στὴν ἀξία καὶ τὸν σκοπὸ τ῅ς γυμναστικ῅ς ἀθλήσεως καὶ τὦν ἀθλοπαιδιὦν
γιὰ τοὺς νέους. Σὴν ὁμιλία ἐξεφώνησε ὁ ἴδιος στὰ ἐγκαίνια Γυμναστικοὖ ΢υλλόγου στὴν
Κύμη τ῅ς Εὐβοίας, τὴν 21η Αὐγούστου τοὖ ἔτους 1893. Ὅπως δὲ ἐτόνισε, τότε «ἡ εὐέλπιδα
τ῅ς Κύμης νεολαία» εἷχε «τὴν πρωτοβουλίαν καὶ τὸ θάρρος ὅπως... θέση πρώτη τὸ β῅μα
πρὸς τὰ πρόσω καὶ δώση τὴν πρώτην ὤθησιν πρὸς τὴν πρόοδον». Αὐτὸ συνέβη μόνον δυὸ
χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοὖ Πανελληνίου Γυμναστικοὖ ΢υλλόγου, τὸ 1891, στὴν Ἀθήνα,
καὶ ἀφοροὖσε μία καθαρὦς ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία ἐκ μέρους τὦν νέων.

Ἀκολουθώντας «τὸν ΢ταγειρίτη φιλόσοφον Ἀριστοτέλη», κατὰ τὸν ὁποἶο «τὰ τὲ


ὑπερβάλλοντα γυμνάσια καὶ τὰ ἐλλείποντα φθείρει τὴν ψυχήν, σῴζεται δὲ ἡ σωφροσύνη
ὑπὸ τ῅ς μεσότητος», ἐπαναφέρει καὶ ἀναδεικνύει ὅλα τὰ στοιχεἶα ἐκεἶνα τὰ ὁποἶα
συνιστοὖσαν τὴν ἄθληση στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγὦνες, καὶ ἀποκλείει ἐκ προοιμίου τὸν
αὐτοσκοπὸ τ῅ς ἀθλήσεως: «Ἡ σύμμετρος σωματικὴ γυμνασία ἐθεωρήθη ἀπ᾿ αἰώνων
ὑπὸ πάντων τὦν πεπολιτισμένων ἐθνὦν ὡς ἀναγκαία ἄσκησις καὶ ἀναπόσπαστος
ἀκόλουθος καὶ σύντροφος παντὸς ἐλευθέρου καὶ εὗ ἠγμένου πολίτου καὶ τ῅ς τελείας
παιδεύσεως ὁ ἀληθὴς χαρακτήρ». ΢ημειώνει τὴν παρουσία Γυμναστικὦν ΢υλλόγων στὴν
Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη, οἱ ὁποἶοι, ὅπως λέγει, ἀποτελοὖν φυτώριο ὄχι μόνον γιὰ τὴν
ἄθληση, ἀλλὰ καὶ τὴν παίδευση τ῅ς νεότητας: «Σ῅ς ἁρμονικ῅ς γυμνασίας τὦν δυνάμεων
τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τοὖ σώματος, τ῅ς ἐγκαινιζομένης σήμερον ὑπὸ τοὖ συστάντος σήμερον
Γυμναστικοὖ ΢υλλόγου τ῅ς μουσικοτραφοὺς νεότητος, συνήλθομεν νὰ τελέσωμεν τὰ
ἐγκαίνια... Ἡ σύστασις τοὖ ΢υλλόγου τούτου... προώρισται νὰ ἀναδείξη καλοὺς
καγαθοὺς ἄνδρας», οἱ ὁποἶοι δύνανται νὰ καταστοὖν «ὠφέλιμοι τὴ τὲ πόλει καὶ τὴ
κοινωνία καὶ τὴ πατρίδι... ὠφελιμότατοι πρὸς τὲ τὸ ἔθνος καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ἐν
γένει». Ὡς νόημα τὦν ἀγώνων καὶ τελικὸ σκοπὸ τοὺς καθόριζε τὴν «ἀρετ᾵ν
πολύμοχθον», κατὰ τὴν ἔκφραση τοὖ Ἀριστοτέλη, καὶ «τὴν σωφροσύνην», τὴν ὁποία
θεωροὖσε «σύμβολο τ῅ς ὑγείας τ῅ς ψυχ῅ς καὶ μητέρα πάσης ἀρετ῅ς». Κατὰ τὸν Ἅγιο
Νεκτάριο, οἱ ἀγὦνες εἷχαν πνευματικὴ προοπτική, νὰ ἀναδείξουν «ἄνδρας τελείως
μεμορφωμένους, ἱκανοὺς πρὸς π᾵σαν ἐπιχείρησιν», καθ᾿ ὅσον «ἡ ἄσκησις
προθυμοτέρους πρὸς τοὺς ἀγώνας καθιστ᾵ διὰ τὴν ἕξιν, καὶ φιλοπονωτέρους διὰ τὴν
πρὸς τοὺς πόνους οἰκείωσιν». Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔδιδε τόση σημασία στοὺς ἀθλητικοὺς
΢υλλόγους, ὥστε νὰ σημειώνει μὲ ἔμφαση ὅτι ἡ «πεπολιτισμένη Εὐρώπη ἀριθμεἶ
τοσούτους συλλόγους γυμναστικούς, Ὠν τὸ πλ῅θος ὑπερβαίνει τὸν ἀριθμὸν τὦν
σχολείων».

Ὡς εἷναι φυσικὸ κατόπιν αὐτὦν, δὲν παραλείπει νὰ ἀναλύσει τὰ ὠφέλη ἀπὸ τὴν
συνάθληση τὦν νέων σὲ ἀγὦνες: «Ὁ Γυμναστικὸς ΢ύλλογος προτίθεται διὰ τ῅ς
συνεχοὖς ὁμιλίας τὦν ἑταίρων νὰ συσφίγξη τοὺς δεσμοὺς τ῅ς φιλίας, νὰ ἀδελφοποίηση
τὴν νεολαίαν, νὰ διασκέδαση τ᾵ς ταπειν᾵ς ἀντιπάθειας καὶ ἀντιζηλίας, νὰ ἀποσπάση
αὐτὴν τὦν ματαίων καὶ ἀνωφελὦν ἀσχολιὦν... ἀνάπτυξη τὴν συγγεν῅ ἅμιλλαν, αὐξήση
τὴν φιλοτιμίαν, ἀπομακρύνη τὴν ἀργίαν, τὴν γενέτειραν τ῅ς ἀκηδίας, τ῅ς χαυνότητος,
τ῅ς ἀμελείας καὶ πάσης κακίας καὶ παρασκευάση ἄνδρας κρατεροὺς πρὸς ὑπεράσπισιν
τὦν δικαίων τ῅ς πατρίδος».

Εἷναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ πρωτοποριακὲς αὐτὲς τοποθετήσεις τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπὶ
τὦν γυμναστικὦν ἀγώνων, μὲ σκοπὸ νὰ συντελέσει καὶ αὐτὸς «εἰς τὴν ἀληθ῅ μόρφωσιν
καὶ ἐκπαίδευσιν», καρπὸς τοὖ φωτισμένου μυαλοὖ του, συμπίπτουν χρονικὦς μὲ τὶς
σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειες τοὖ γάλλου βαρόνου, ἐμπνευστοὖ καὶ εἰσηγητοὖ τὦν
συγχρόνων ὀλυμπιακὦν Ἀγώνων, οἱ ὁποἶοι ἀνασυστάθηκαν μὲν τὸ 1896, μὲ τὴν πρώτη
τους τέλεση στὴν Ἀθήνα, εἷχαν ὅμως ἀρχίσει νὰ δρομολογοὖνται ὑπὸ τοὖ ἀπὸ τὸ 1892, μὲ
τὴν ὁμιλία του στὴ ΢ορβόννη, κατὰ τὴν πέμπτη ἐπέτειο τ῅ς Ἑνώσεως τὦν Γαλλικὦν
Ἀθλητικὦν ΢ωματείων, καὶ μὲ τὴ θετικὴ ἀπόφαση τοὖ ΢υνεδρίου τὦν διεθνὦν
γυμναστικὦν ΢υλλόγων, τὸ 1894. Ἡ λεπτομερὴς ἐκτίμηση τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου περὶ τὦν
ἀθλητικὦν ἀγώνων καὶ γυμναστικὦν ΢υλλόγων τοποθετεἶται ἀκριβὦς μεταξὺ τὦν δυὸ
αὐτὦν ὁροσήμων τ῅ς ἀναβιώσεως τὦν Ὀλυμπιακὦν Ἀγώνων, ἀλλὰ καὶ συμπίπτει μὲ τὸ
«περιεχόμενο τ῅ς φιλοσοφίας τοὖ ὀλυμπισμοὖ», τὸν ὁποἶον ἀνεβίωσε καὶ «καθόρισε ὁ Ρ.
DE COUBERTIN, ὅταν «πολὺ σύντομα διαπίστωσε πὼς οἱ ἀρχαἶοι Ἕλληνες, ἀντίθετα μὲ
τοὺς συγχρόνους του, χρησιμοποιοὖσαν σὰν βασικὸ στοιχεἶο τ῅ς ἀγωγ῅ς τὴν
ἀγωνιστική, ποὺ δὲν χάριζε μόνον στοὺς νέους ὑγι῅ καὶ ἐξασκημένα σώματα, ἀλλὰ
διαμόρφωνε καὶ τὸν ψυχικὸ καὶ πνευματικό τους κόσμο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνονται
ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι καὶ χρήσιμοι στὴν κοινωνία πολίτες». ΢υμπίπτει ὅμως καὶ μὲ
τὴν γενικὴ ἐκτίμηση ὅτι ὁ ὀλυμπισμὸς «ἀπὸ βλέπει στὴν καθολικὴ διαπαιδαγώγηση τοὖ
ἀτόμου, ὥστε ἀναπτύσσοντας ἁρμονικὰ τὶς πνευματικές, σωματικὲς καὶ ἠθικὲς τοὖ
δυνάμεις, νὰ ἀγγίση τὸ ἰδανικό της καλοκαγαθίας τὦν ἀρχαίων Ἑλλήνων». Δὲν πρέπει,
ἀσφαλὦς, νὰ ἀγνοηθ῅ ὅτι κατὰ τὴ χρονικὴ αὐτὴ συγκυρία τ῅ς εὐρωπαϊκ῅ς ἀφυπνήσεως
γιὰ τὰ ὀλυμπιακὰ ἀθλήματα, ὁ Ἅγιος μὲ τρόπο προορατικὸ ἔλεγε πρὸς τὸ πανελλήνιο
γιὰ τὸν Γυμναστικὸ ΢ύλλογο τ῅ς Κύμης, καὶ ὄχι μόνον, ὅτι «ἐπιζητεἶ νὰ βαδίση ἐπὶ τὰ
ἴχνη τὦν προγόνων του», καὶ ὅτι «συναισθάνεται ὅτι ἔλαχε τὴ παρούση γενεὰ ὁ κλ῅ρος
νὰ συμπλήρωση τὸ ἔργο τὦν πατέρων της... συναισθάνεται ὅτι τὴ ἐκληροδοτήθησαν
ὑποχρεώσεις ἱεραί, τ᾵ς ὁποίας μετ᾿ αὐταπαρνήσεως ὀφείλει νὰ ἐκπλήρωση,
συναισθάνεται ὅτι οὐ καιρὸς τοὖ καθεύδειν, ἀλλὰ τοὖ ἐγρηγορεἶν, μὴ ἄλλοι ἀνθ᾿ ἡμὦν
στήσωσι τὰ τρόπαια».

Πέρα τὦν ἀθλητικὦν τοποθετήσεών του καὶ τοὖ ἁγιοπνευματικοὖ κύρους του, ἡ χρονικὴ
αὐτὴ συγκυρία τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου, ὡς ἀναλυτοὖ καὶ ἐμψυχωτοὺ τὦν ἀθλητικὦν
ἀγώνων στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴν προπαρασκευὴ τ῅ς ἀνασυστάσεως τὦν Ὀλυμπιακὦν
Ἀγώνων, ἀρχ῅ς γενομένης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οὐδὲν περιθώριο ἀφήνει ἀμφισβητήσεως τοὖ
Ἁγίου Νεκταρίου ὡς Προστάτου τ῅ς γυμναστικ῅ς ἀθλήσεως καὶ τὦν Ὀλυμπιακὦν
Ἀγώνων σὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐνδεχομένως ἐθνικό μας ἐπίπεδο. Ἐν ὄψει μάλιστα τὦν
ὑφισταμένων δυσκολιὦν, τὶς ὁποἶες συνεπάγεται τὸ ἐγχείρημα τ῅ς ὀργανώσεως τόσο
μεγάλων ἀγώνων, ἀλλὰ καὶ τὦν ἐν γένει προβλημάτων καὶ κινδύνων οἱ ὁποἶοι πάντοτε
ἐλλοχεύουν σὲ παγκόσμια γεγονότα, ἡ κατὰ τὴν προσφιλ῅ της Ἐκκλησίας μας τακτικὴ
περὶ Προστατὦν Ἁγίων ἀναθέση τὦν Ἀγώνων αὐτὦν στὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία τοὖ
Ἁγίου Νεκταρίου εἷναι μ᾵λλον ἐπιβεβλημένη καὶ εὐκταία. Ἡ εὐχὴ καὶ ἡ εὐλογία τοὖ
πρὸς τὸν Γυμναστικὸ ΢ύλλογο τ῅ς Κύμης τοὖ 1893 συνοδεύει ὅλους τους Ἀθλητικοὺς
΢υλλόγους καὶ ὅλα τὰ στάδια τὦν ἀγώνων, κατὰ συνέπεια δὲ καὶ τὦν Ὀλυμπιακὦν:
«Πέποιθα ὅτι καὶ ὁ γυμναστικὸς οὗτος σύλλογος θὰ τύχη τ῅ς προσηκούσης
ὑποστηρίξεως... ὅπως βαδίση ἀπροσκόπτως πρὸς τὸ στάδιο τοὖ ἀγὦνος καὶ ἐκπλήρωση
ἀσφαλὦς τὸν ὁποἶον προτίθεται μέγα σκοπόν. Γένοιτο!
Ἅγιος Νεκτάριος

Ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴ γυμναστικὴ καὶ τοὺς


γυμναστικοὺς συλλόγους

Ἀπόσπασμα εἰσηγήσεως τοὖ ΢εβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου


Βλασίου κ. Ἱεροθέου, «Ἀθλητικὴ καὶ Πνευματικὴ Ἄσκηση, τὸ σὦμα στὸν Ἀθλητισμὸ καὶ
στὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα», στὸ δεύτερο Ἀθλητικὸ ΢υνέδριο / Ἡμερίδα στελεχὦν
Νεότητος, μὲ θέμα «Ἀθλητικὴ καὶ Πνευματικὴ Ἄσκηση, τὸ σῶμα στὸν Ἀθλητισμὸ καὶ στὴν
Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα», ποὺ διοργάνωσε μὲ τὴν εὐθύνη τ῅ς ΢υνοδικ῅ς Ἐπιτροπ῅ς
γιὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγὦνες τοὖ 2004 ἡ Ἱερὰ ΢ύνοδος τ῅ς Ἐκκλησίας τ῅ς Ἑλλάδος καὶ
πραγματοποιήθηκε τὸ ΢άββατο 27 ΢επτεμβρίου 2003 στὸ Διορθόδοξο Κέντρο τ῅ς Ἱερ᾵ς
Μον῅ς Πεντέλης. Ἐκτεν῅ τμήματά τ῅ς εἰσηγήσεως δημοσιεύτηκαν στὴν ἐφημερίδα
«Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση», στὰ τεύχη Ὀκτωβρίου καὶ Νοεμβρίου 2003 (τεύχη 93 καὶ
94) Σὸ πλ῅ρες κείμενο μπορεἶ νὰ ἀναζητηθεἶ ἐπίσης στὴν ἰστοσελίδα τ῅ς Ἱερ᾵ς
Μητροπόλεως Ναυπάκτου (www.parembasis.gr).

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, τὸ ἔτος 1901 εὑρισκόμενος στὴν Ἀθήνα


συνέταξε καὶ δημοσίευσε ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Περὶ γυμναστικ῅ς». Ἡ περίοδος αὐτὴ
εἷναι σημαντική, διότι ὅπως εἷναι γνωστὸν λίγα χρόνια προηγουμένως, ἤτοι τὸ 1896,
εἷχαν γίνει στὴν Ἀθήνα οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγὦνες καὶ ὅπως ἦταν ἑπόμενο εἷχε
καλλιεργηθ῅ ἕνα πνεὖμα εὐφορίας γύρω ἀπὸ τὸν ἀθλητισμὸ καὶ ἱδρύονταν πολλοὶ
γυμναστικοὶ σύλλογοι γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἑπομένως, εἷναι ἐνδιαφέρον νὰ δοὖμε τὴν
ἄποψη ἑνὸς ἁγίου, τοὖ μεγάλου ἁγίου τὦν ἡμερὦν μας γιὰ τὸ θέμα ποὺ μ᾵ς ἀπασχολεἶ.
Ἔτσι θὰ ἔχουμε καὶ ἕνα κριτήριο μὲ τὸ ὁποἶο θὰ κρίνουμε καὶ τὰ σύγχρονα γεγονότα
σχετικὰ μὲ τὴν ἄθληση καὶ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγὦνες. Σὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναδημοσιεύθηκε
ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κένυας καὶ Εἰρηνουπόλεως Μακάριο στὸ βιβλίο τοὖ «Ἱστορικὰ
Ἀνάλεκτα Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικής”, τόμος Α´, Λευκωσία 2002.

΢τὴν ἀρχὴ τοὖ κειμένου του ὁ ἅγιος Νεκτάριος προτάσσει τὸν λόγο τοὖ Ἀριστοτέλους,
σύμφωνα μὲ τὸν ὁποἶο «Σά τε ὑπερβάλλοντα γυμνάσια καὶ τὰ ἐλλείποντα φθείρει τὴν
ψυχήν, σῴζεται δὲ ἡ σωφροσύνη ὑπὸ τ῅ς μεσότητος». Μὲ τὴν πρόταξη αὐτοὖ τοὖ
ἀριστοτελικοὖ λόγου γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἷναι ὑπὲρ τοὖ μέτρου, γιατί
κάθε ὑπερβολὴ δημιουργεἶ προβλήματα στὴν ψυχὴ τοὖ ἀνθρώπου, ἐν῵ ἡ μεσότητα εἷναι
ἐκείνη ποὺ σῴζει τὴν σωφροσύνη. Αὐτό, βέβαια, ὅπως θὰ δοὖμε στὴν συνέχεια, σημαίνει
ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέχεται τὴν γυμναστικὴ καὶ τὴν ἄθληση τοὖ σώματος, ἀρκεἶ νὰ
τηροὖνται οἱ προὉποθέσεις τ῅ς μεσότητος.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀρχίζοντας τὴν ἀνάλυση τοὖ θέματός του μὲ βάση τὸ ἀριστοτελικὸ
αὐτὸ χωρίο, τὸ ὁποἶο ὀνομάζει «σοφὸν ἀπόφθεγμα», θεωρεἶ ὅτι ἡ σύμμετρη σωματικὴ
γυμνασία, θεωρήθηκε ἀπὸ ὅλους ὡς ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας κάθε τελείας παιδεύσεως.
Γράφει: «ἡ σύμμετρος σωματικὴ γυμνασία ἐθεωρήθη ἀπ’ αἰώνων ὑπὸ πάντων τὦν
πεπολιτισμένων ἐθνὦν ὡς ἀναγκαία ἄσκησις καὶ ἀναπόσπαστος ἀκόλουθος, καὶ
σύντροφος παντὸς ἐλευθέρου καὶ εὗ ἠγμένου πολίτου, καὶ τ῅ς τελείας παιδεύσεως ὁ
ἀληθὴς χαρακτήρ».

΢τὴν συνέχεια προχωρεἶ γιὰ νὰ τεκμηριώση τὴν ἄποψη αὐτή, μὲ τὸ σημαντικὸ


ἐπιχείρημα ὅτι ὑπάρχει στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ ψυχ῅ς καὶ σώματος καὶ κατὰ συνέπεια
ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση τὦν δυὸ αὐτὦν στοιχείων τοὖ ἀνθρώπου. Κάθε τί ποὺ συμβαίνει
στὸ σὦμα τοὖ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται στὸ ἑνιαἶο πρόσωπο καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ
στὸν ψυχικὸ κόσμο τοὖ ἀνθρώπου. Ὅταν τὸ σὦμα πάσχει, ὁ ἄνθρωπος λέγει ὅτι «ἐγὼ
πάσχω». Σὸ ἴδιο, βέβαια, συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πάθος τ῅ς ψυχ῅ς «διὰ τὸ ἑνιαἶον
πρόσωπον». Ἑπομένως καὶ τὰ δυὸ στοιχεἶα ἀσθενοὖν καὶ τὰ δυὸ ὑγιαίνουν μὲ τὴν
ἀλληλοεπίδραση τοὖ ἑνὸς ἐπὶ τοὖ ἄλλου. Ὁπότε «ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ προνοήση ὑπὲρ
τ῅ς ἐνισχύσεως ἀμφοτέρων». Σὸ συμπέρασμα δὲ αὐτοὖ τοὖ σημείου, κατὰ τὸν ἅγιο
Νεκτάριο εἷναι ὅτι «ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γυμνασία τοὖ τὲ σώματος καὶ τοὖ πνεύματος, παντὶ
εὗ εἰδότι τὰ περὶ αὐτόν, εἰσὶ συμφυ῅ καθήκοντα, ἐπιβαλλόμενα αὐτὦ ὑπὸ τ῅ς ἰδίας
φύσεως καὶ τοὖ προορισμοὖ του, διότι τὸ μὲν σὦμα εὐεκτοὖν ὑπηρετεἶ τὴ ψυχὴ
προθύμως καὶ ἀόκνως, ἡ δὲ ψυχή, ἀνεπτυγμένας ἔχουσα τὰς ἐαυτ῅ς δυνάμεις, σωφρονεἶ
καὶ ὑγιαίνει καὶ τὰς τοὖ σώματος δυνάμεις σωφρόνως χειρίζεται». Κατὰ τὸν ἅγιο
Νεκτάριο ὄχι μόνον ἡ ψυχικὴ ὑγεία τοὖ ἀνθρώπου βοηθ᾵ τὸ σὦμα, ἀλλὰ καὶ ἡ σωματικὴ
ὑγεία τοὖ ἀνθρώπου βοηθ᾵ στὴν ὑγεία τ῅ς ψυχ῅ς.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενικὴ τοποθέτησή του ὁ ἅγιος Νεκτάριος προχωρεἶ στὸ νὰ
ὑπογραμμίση τὴν ἀλήθεια ὅτι γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἀμφοτέρων, δηλαδὴ τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τοὖ
σώματος, χρειάζεται μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ πρόνοια γιὰ νὰ μὴ ὁδηγηθ῅ ὁ ἄνθρωπος στὰ
ἄκρα. Μάλιστα, ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἄσκηση τοὖ σώματος πρέπει νὰ εἷναι λελογισμένη, διότι
ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοὖ σώματος φθείρει τὴν ψυχή. Γενικὰ «ἡ ἄκρα πρὸς τὸ ἓν πρόνοια
ἔσται ἀμέλεια πρὸς τὸ ἕτερον». Ἰδιαιτέρως ἐπιμένει στὴν φθορὰ ποὺ προξενεἶ στὸν
ἄνθρωπο ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοὖ σώματος. Μιὰ τέτοια ὑπερβολικὴ ἄσκηση διαφθείρει
κατὰ διπλὸ τρόπο τὴν ψυχή. Ὁ πρὦτος τρόπος εἷναι ἡ ἔμμεση φθορὰ τ῅ς ψυχ῅ς μὲ τὴν
ἀσθένεια, καὶ ὁ δεύτερος τρόπος γίνεται μὲ τὴν ὑπερβολικὴ δύναμη τοὖ σώματος, διότι ἡ
ὑπερβολικὴ δύναμη τοὖ σώματος «δυσκάθεκτον καὶ δυσήλατον αὐτὸ καθιστ᾵ καὶ
ἀνυπότακτον καὶ θρασὺ καὶ πρὸς τὰς τ῅ς ψυχ῅ς διακελεύσεις ἀπειθές». Καὶ ἐπειδὴ δὲν
ἐξασκεἶται στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ παράλληλη γυμνασία τ῅ς ψυχ῅ς καὶ κατὰ
συνέπεια ἐκείνη ἀσθενεἶ, γι’ αὐτὸ μιὰ τέτοια ὑπερβολικὴ γυμναστικὴ καὶ ἄθληση τοὖ
σώματος τοὖ παρέχει «τὸ θράσος νὰ ἐπαναστατ῅ κατὰ τοὖ πνεύματος καὶ νὰ ζητήση νὰ
καθυποτάξη αὐτὸ καὶ ὑπαγάγη ὑπὸ τὸ κράτος του».

Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ὁδηγοὖν τὸν ἅγιο Νεκτάριο στὸ νὰ καταγράψη μὲ ἀκρίβεια ποιὸς
τελικὰ εἷναι ὁ σκοπὸς τ῅ς γυμναστικ῅ς, δηλαδὴ τ῅ς ἄσκησης τοὖ σώματος. Ὁ λόγος του
εἷναι ξεκάθαρος. Γράφει: «Ὅθεν διὰ τ῅ς γυμναστικ῅ς δὲν ἐπιζητεἶται ἡ ἐπίτευξις
ἀθλητικ῅ς ρώμης, οὐδὲ ἡ ἀκατάβλητος καὶ ἀδάμαστος τὦν μυώνων δύναμις, ἀλλ’ ἡ
ἐνίσχυσις τὦν σωματικὦν δυνάμεων πρὸς πρόθυμον ἱκανοποίησιν τὦν ἀπαιτήσεων τοὖ
πνεύματος καὶ πλήρωσιν τὦν ἐπιβεβλημένων αὐτὦ καθηκόντων, διότι σκοπὸν
προτίθεται ἡ γυμναστικὴ ν’ ἀναδείξη οὐχὶ ἀθλητὰς τὦν γυμνικὦν ἀγώνων, ἀλλ’ ἄνδρας
τελείως μεμορφωμένους, ἱκανοὺς πρὸς π᾵σαν ἐπιχείρησιν, γνωστὸν δὲ ὅτι ἡ ἄσκησις
προθυμοτέρους πρὸς τοὺς ἀγώνας καθιστ᾵ διὰ τὴν ἕξιν καὶ φιλοπονωτέρους διὰ τὴν
πρὸς τοὺς πόνους οἰκείωσιν.

Μεσότης ἄρα ἐν τῆ γυμνασίᾳ πρὸς διάσωσιν τ῅ς σωφροσύνης, ἤτοι ἁρμονικὴ ἀνάπτυξις
τὦν δυνάμεων τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τοὖ σώματος μέν, ὅπως κυριαρχ῅ τοὖ σώματος, τοὖ δέ,
ὅπως προθύμως ἐκπληροἶ τὰ κελεύσματα».

Ἀφοὖ καθόρισε μὲ προσοχὴ ὅτι σκοπὸς τ῅ς ἀθλήσεως εἷναι νὰ καταστήση τὸν ἄνθρωπο
ὁλοκληρωμένο, στὴν συνέχεια τονίζει ὅτι ἔργο τ῅ς Πολιτείας, ποὺ πρέπει νὰ μεριμν᾵ καὶ
νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν προσφορὰ τελειοτέρας ἀγωγ῅ς πρὸς τοὺς νέους, εἷναι νὰ
ἐνδιαφερθ῅ καὶ γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα, ὅπως γράφει, πρέπει ἡ παροὖσα γενεὰ νὰ
λάβη τὴν ὑποχρέωση «νὰ συμπληρώση τὸ ἔργον τὦν πατέρων της» καὶ νὰ ἐργασθ῅ γιὰ
τὸ μεγαλεἶο τοὖ ἔθνους καὶ νὰ ἀγωνίζεται μὲ ἑτοιμότητα «μὴ ἄλλοι ἀνθ’ ἡμὦν στήσωσι
τὰ τρόπαια ἐν τῆ Ἀνατολῆ, ἥτις κλ῅ρος ἔλαχε τῆ Ἑλλάδι». Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐπιτελοὖν οἱ
διάφοροι ΢ύλλογοι ποὺ ἱδρύονται.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν εὐεργετικὴ παρουσία τὦν ΢υλλόγων καί,
βέβαια, ἐννοεἶ τοὺς ΢υλλόγους ποὺ ἱδρύονταν μὲ σκοπὸ τὴν ἄθληση τοὖ σώματος καὶ
τὴν γενικότερη μόρφωση καὶ τελείωση τὦν νέων ἀνθρώπων. Σὸ ἔργο τὦν ΢υλλόγων,
κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, εἷναι μεγάλο καὶ ὠφέλιμο «διότι προώρισται ν’ ἀναδείξη
καλοὺς κἀγαθοὺς ἄνδρας, ἰσχυροὺς νὰ δειχθώσιν ὠφέλιμοι τῆ πατρίδι. Οἱ σύλλογοι
τοιοὖτο δέον νὰ ἔχωσι πρόγραμμα, δέον ἐστι νὰ ἐπιζητὦσι νὰ βαδίσωσιν ἐπὶ τὰ ἴχνη τὦν
προγόνων των, καὶ νὰ φανὦσιν ἐφάμιλλοι πρὸς τὴν ἀρετὴν τὦν πατέρων των, καὶ νὰ
συντελέσωσιν εἰς τὴν πρόοδον καὶ ἀνάπτυξιν τ῅ς ἰδιαιτέρας αὐτὦν πατρίδος. Οἱ
σύλλογοι δέον νὰ φέρωσι μεθ’ ἑαυτὦν πάντα τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα πρὸς ἐνίσχυσίν
των καὶ πρὸς ἐπίτευξιν τοὖ ἐπιδιωκομένου σκοποὖ».

Κάνοντας λόγο γιὰ τὴν προσφορὰ τὦν ΢υλλόγων αὐτὦν καὶ πάλιν βρίσκει τὴν εὐκαιρία
νὰ ἐπανέλθη στὸν τονισμὸ τ῅ς ἀνάγκης συνδυασμοὖ τ῅ς σωματικ῅ς καὶ τ῅ς ψυχικ῅ς
ἀσκήσεως ποὺ συντελεἶ στὴν ἀληθινὴ μόρφωση τοὖ ἀνθρώπου. Γράφει: «ἡ σωματικὴ
γυμνασία καὶ ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξις εἰσὶν οἱ δυὸ πόλοι, περὶ οὓς στρέφεται ἡ τελεία
μόρφωσις καὶ ἡ τελεία ἀγωγή». Σὰ ἀποτελέσματα μι᾵ς τέτοιας ὁλοκληρωμένης ἀγωγ῅ς
εἷναι μεγάλα διότι «ὁ κατ’ ἀμφότερα ἀνεπτυγμένος ἄνθρωπος ἀποβαίνει ἀνὴρ
εὐδαίμων, ἔξοχος, μεγαλεπίβολος, μεγαλοπράγμων, ἰσχυρὸς καὶ πρὸς π᾵σαν
ἐπιχείρησιν ἱκανός, ὠφέλιμος δὲ πρὸς πάντας καὶ ἐν παντὶ καιρ῵». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ
καλλιεργεἶται ἡ διάνοια τοὖ ἀνθρώπου καὶ κυρίως ἡ ἀρετὴ τ῅ς σωφροσύνης, ἡ ὁποία
κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἷναι «τὸ σύμβολον τ῅ς ὑγείας τ῅ς ψυχ῅ς καὶ ἡ μήτηρ πάσης
ἀρετ῅ς».

Οἱ ΢ύλλογοι καὶ μάλιστα οἱ γυμναστικοὶ πρέπει νὰ προσφέρουν μία τέτοια παιδεία στοὺς
νέους. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Νεκτάριος θὰ γράψη: «Σαύτης τ῅ς ἀρετ῅ς τὴν ἐπίτευξιν δέον νὰ
ἐπιδιώκωσιν οἱ γυμναστικοὶ σύλλογοι, οἵτινες πρὸς τοὶς ἄλλοις νὰ προτίθενται διὰ τ῅ς
συνεχοὖς ὁμιλίας τὦν ἑταίρων νὰ συσφίγξωσι τοὺς δεσμοὺς τ῅ς φιλίας, νὰ
ἀδελφοποιήσωσι τὴν νεολαίαν, νὰ διασκεδάσωσι τὰς ταπεινὰς ἀντιπαθείας καὶ
ἀντιζηλίας, ν’ ἀποσπάσωσιν αὐτὴν τὦν ματαίων καὶ ἀνωφελὦν ἀσχολιὦν, νὰ
εἰσαγάγωσιν εἰς τὸ στάδιον τ῅ς προπαρασκευ῅ς, ν’ ἀναπτύξωσι τὴν εὐγεν῅ ἅμιλλαν,
αὐξήσωσι τὴν φιλοτιμίαν, ἀπομακρύνωσι τὴν ἀργίαν, τὴν γενέτειραν τ῅ς ἀκηδείας, τ῅ς
χαυνότητος, τ῅ς ἀμελείας καὶ πάσης κακίας καὶ προπαρασκευάσωσιν ἄνδρας κρατεροὺς
πρὸς ὑπεράσπισιν τὦν δικαίων τ῅ς πατρίδος. Σοιοὖτος δέον νὰ ᾗ ὁ σκοπὸς τὦν
συλλόγων».

Ὅταν οἱ γυμναστικοὶ ΢ύλλογοι ἔχουν αὐτὸν τὸν σκοπό, νὰ γυμνάζουν τὸ σὦμα καὶ τὴν
ψυχὴ συμμέτρως, τότε κανεὶς δὲν μπορεἶ νὰ ἔχη ἀντίρρηση γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοὖν.
«Πὦς δυνάμεθα καὶ τὸν ἐλάχιστον νὰ ἐπιδείξωμεν ἐνδοιασμὸν περὶ τ῅ς ἐκ τὦν τοιούτων
συλλόγων προσδοκομένης μεγάλης ὠφελείας, ὅταν βλέπωμεν τὸν νοὖν βουλευόμενον
τὰ ἄριστα, τὸ δὲ σὦμα ἀκόπως ἐκτελοὖν τὰ καλὦς βεβουλευμένα;».

Δὲν σταματ᾵, ὅμως, μόνον στὸ νὰ τονίζη τὴν ἀξία τὦν ΢υλλόγων, ἀλλὰ προχωρεἶ στὸ νὰ
ὑποστηρίξη τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἔλλειψη τέτοιων ΢υλλόγων εἷναι «μαρτύριον τ῅ς ἀτελοὖς
ἀναπτύξεως» καὶ τ῅ς στερήσεως πολλὦν ἀγαθὦν. Ἐπαινεἶ δὲ τὴν Εὐρώπη ποὺ ἔχει
καταλάβει τὴν ἀξία τὦν ΢υλλόγων. «Ἡ πεπολιτισμένη Εὐρώπη ἀριθμεἶ τοσούτους
συλλόγους γυμναστικούς, Ὠν τὸ πλ῅θος ὑπερβαίνει τὸν ἀριθμὸν τὦν σχολείων. Ὁποίους
δὲ ἀγλαοὺς καρποὺς ἀποφέρουσι, πάντες γινώσκομεν”.
Μετὰ τὴν ἀνάλυση τὦν σκέψεων τοὖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος φθάνει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ
Πολιτεία, οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες καὶ ἡ εὐποροὖσα τάξη πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν τὴν
δημιουργία τὦν γυμναστικὦν ΢υλλόγων γιὰ τὴν ἰσόρροπη ἀνάπτυξη τοὖ ἀνθρώπου.
Γράφει:

«Σὴν σπουδαιότητα καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τὦν τοιούτων συλλόγων αἱ κοινωνίαι,


κατανοήσασαι, ἐκθύμως αὐτοὺς ὑπεστήριξαν. Πρὸς ἐπίτευξιν δὲ τοὖ ἐπιδιωκομένου
σκοποὖ δέον οἱ γυμναστικοὶ οὗτοι σύλλογοι νὰ τύχωσι τ῅ς προσηκούσης ὑποστηρίξεως,
τὦν τὲ ἐπιτοπίων δημοτικὦν ἀρχὦν, τὦν πολιτευτὦν καὶ πάσης ἐν γένει τ῅ς κοινωνίας,
μάλιστα δὲ τ῅ς εὐπορούσης τάξεως, ὅπως βαδίσωσιν ἀπροσκόπτως πρὸς τὸ στάδιον τοὖ
ἀγὦνος καὶ ἐκπληρώσωσιν ἀσφαλὦς τὸν ὁποἶον προτίθενται μέγαν σκοπόν».

Ἀπὸ τὴν παρουσίαση τὦν σκέψεων τοὖ ἁγίου Νεκταρίου ἐξάγονται τὰ ἀκόλουθα
συμπεράσματα.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ στὴν ὁποία ὑπ῅ρχε εὐφορία γιὰ τὴν δημιουργία
γυμναστικὦν ΢υλλόγων, ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγὦνες τ῅ς Ἀθήνας τὸ 1896, γιὰ
τὴν ἀνάπτυξη τ῅ς γυμναστικ῅ς καὶ τ῅ς σωματικ῅ς ἀθλήσεως. Αὐτό, ἄλλωστε,
παρετηρεἶτο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ στὴν Εὐρώπη. Βλέποντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος
Νεκτάριος δὲν τὸ ἀρνεἶται, δὲν τὸ κρίνει ἀρνητικά, δὲν τὸ σχολιάζει κριτικά, ἀλλὰ κάνει
θετικὲς προτάσεις. Ἀναγνωρίζει τὴν ἀναγκαιότητα τ῅ς ἀθλήσεως τοὖ σώματος, ἀλλὰ
τονίζει ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται σύμμετρα καὶ πάντως παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τ῅ς
ψυχ῅ς. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ χρησιμοποιεἶ χωρίο τοὖ Ἀριστοτέλους, τὸ ὁποἶο σχολιάζει
ἀπὸ πλευρ᾵ς ὀρθοδόξου. Καὶ ἐκεἶνο ποὺ παρατηρεἶ κανεὶς ἀπὸ τὸ κείμενο τοὖ ἁγίου
Νεκταρίου, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ κείμενά του, εἷναι καὶ ἡ εὐγένεια τοὖ χαρακτ῅ρος του καὶ
ἡ ἐσωτερική του ἠρεμία καὶ πραότητα.

Ὁ τρόπος αὐτός μας δείχνει πὼς καὶ ἐμεἶς πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴν κοινωνία μας,
ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ φαινομενικὰ ἀρνητικὰ γεγονότα. Πρέπει νὰ ἐντοπίζουμε τὸ θετικὸ
σημεἶο κάθε γεγονότος καὶ στὴν συνέχεια μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ εὐγένεια νὰ οἰκοδομοὖμε
τὸ πὼς πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο γιὰ νὰ ἔχη εὐεργετικὰ
ἀποτελέσματα.
Ἐκζήτηση συγνώμης ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο τὸν Θαυματουργὸ

Ἑβδομήντα ἑπτὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμησή του, ἑκατὸν ὀκτὼ μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ
τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τριάντα ἑπτὰ μετὰ τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισή του ὡς Ἁγίου της
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεἶο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ
Θαυματουργός, ὁ ὁποἶος ἀδίκως εἷχε κατηγορηθ῅ καὶ ἐκδιωχθ῅ ἀπὸ τὴν θέση του στὸ
Πατριαρχεἶο τ῅ς Ἀλεξανδρείας, ἀποκατεστάθη διὰ ἀκυρώσεως καὶ ἐξαφανίσεως τ῅ς
ἄδικης ποιν῅ς ἡ ὁποία τοὖ εἷχε ἐπιβληθ῅. ΢υγκεκριμένα ὁ τότε Πατριάρχης Ἀλεξανρείας
Πέτρος Ζ´ (+2004) καὶ ἡ περὶ αὐτὸν Ἱερὰ ΢ύνοδος τὴν 15.1.1998 ἐζήτησαν κατὰ τὴν
διάρκεια συνοδικ῅ς συνεδρίας καὶ ἐνώπιον τ῅ς εἰκόνος τοὖ Ἁγίου συγνώμη ἀπὸ τὸν Ἅγιο,
ἐκ μέρους τ῅ς Ἐκκλησίας τ῅ς Ἀλεξανδρείας.

΢τὴν ἀνακοίνωση τοὖ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας διαβάζουμε: «Σὴν Α.Θ.Μ. ἀπὸ μακροὖ
ἀπησχόλησε τὸ θέμα τ῅ς ἀδίκου ποιν῅ς ἀποπομπ῅ς ἐκ τ῅ς δικαιοδοσίας καὶ τοὖ
κλίματος τ῅ς Ἀλεξανδριν῅ς Ἐκκλησίας, τοὖ ἓν Ἁγίοις πατρὸς ἡμὦν Νεκταρίου
Πενταπόλεως τοὖ Κεφαλά. Σὸ γεγονὸς τοὖτο ἤγαγεν Αὐτὴν νὰ εἰσηγηθ῅ εἰς τὴν Ἁγία
καὶ Ἱερὰν ΢ύνοδον, ὅπως αὐτὴ ἐπιληφθῆ τοὖ σοβαροὖ τούτου θέματος. Μετὰ προσοχ῅ς
πολλ῅ς ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ ΢ύνοδος διασκεψαμένη, ἐν φόβῳ Θεοὖ, καὶ τ῅ς εἰκόνος τοὖ
Ἁγίου εὑρισκομένης ἐν τῆ ΢υνοδικῆ Αἰθούση, ἀπεφήνατο διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τ῅ς
διαλευθείσης κανονικ῅ς τάξεως καὶ ἐξητήσατο τὴν συγχώρησιν παρὰ τοὖ Ἁγίου Πατρὸς
ἡμὦν Νεκταρίου διὰ τὸν διωγμὸν καὶ τὴν ἀδικώτατην κατ᾿ αὐτοὖ μ῅νιν, ἐπηρείᾳ τοὖ
πονηροὖ».

Ἡ ἀπόφαση τοὖ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας εἷναι ἱστορική. Ὄχι διότι ὁ Ἅγιος τοὖ
εἰκοστοὖ αἰὦνος εἷχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτήν, ἀλλὰ διότι ἡ πράξη αὐτὴ εἷναι
δεἶγμα γενναιότητος, μετανοίας καὶ δικαιοσύνης. Εἷναι μία πράξη ποὺ τιμᾶ τὸν
Πατριάρχη Πέτρο καὶ τὴν ΢ύνοδο τοὖ Πατριαρχείου, οἱ ὁποἶοι θέλησαν νὰ
ἀποκαταστήσουν κυρίως τὴν διασαλευθεἶσα κανονικὴ τάξη καὶ τὸ τρωθὲν κὖρος τὦν
τότε προκατόχων τους.

Σὸ φωτεινὸ παράδειγμα τοὖ βίου καὶ τὸ ἔργο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου μπορεἶ νὰ ἀποτελέσῃ
στὴν διαχρονικὴ πορεία τ῅ς Ἐκκλησίας, καὶ στοὺς σημερινοὺς δύσκολους καιροὺς
ἰδιαίτερα, σημεἶο ἀναφορ᾵ς γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες καὶ γιὰ κάθε χριστιανό. Θὰ
μιμηθοὖμε ἥ θὰ μείνωμε στοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους;

Προσευχὴ εἰς τὴν ἐπέτειον τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

Μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῆς παρελεύσεως 108 ἐτῶν ἀπὸ τὸν ἄδικον διωγμὸν καὶ τὴν ἀποπομπὴν
τοῦ Ἁγίου ἐκ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
(Ἐκ τῆς συλλογῆς τῶν διαφόρων περιστασιακῶν Προσευχῶν τοῦ Μητροπολίτου
Λεοντοπόλεως κ. Διονυσίου Χατζηβασιλείου)

Κύριε ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστέ, ΢ὲ προσκυνοὖμεν καὶ ΢᾿ εὐχαριστοὖμεν ἐκ


βάθους καρδίας, διότι διὰ τ῅ς θεϊκ῅ς ἀγάπης ΢ου, μ᾵ς ἐχάρισες
πλ῅θος μορφὦν Ἁγίων, διὰ νὰ ἀποτελοὖν τὰ ἰδανικὰ πρότυπά μας,
διὰ νὰ μεσιτεύουν καὶ ἱκετεύουν γιὰ μ᾵ς καὶ διὰ νὰ δοξάζουν τὸ
πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά ΢ου, μὲ τὰ θαυμαστὰ ἔργα, τῆ
ζωῆ καὶ τὰ θαύματά των.

Εὐλόγησον Κύριε, τὴν πανήγυριν αὐτήν, ποὺ ἐπιτελοὖμεν σήμερον


πρὸς τιμὴν τοὖ ἁγίου ἐνδόξου Πατρὸς ἡμὦν, Νεκταρίου Ἐπισκόπου
Πενταπόλεως τοὖ Θαυματουργοὖ.

΢ὺ Κύριε, ὁ ἐπαναπαυόμενος εἰς τοὺς Ἁγίους ΢ου, ἀξίωσον ὅπως ὁ


ἑορταζόμενος Ἅγιος Νεκτάριος, γίνει ἡ κλίμακά μας, γιὰ νὰ ΢ὲ
προσεγγίσωμεν καὶ λάβωμεν τὴν ἐπουράνιον Φάριν ΢ου, τὸ μέγα
ἔλεός ΢ου καὶ θείαν ΢ου εὐλογίαν.

Δέξου Δέσποτα Πανάγιε, τὰς μεσιτείας καὶ ἱκεσίας τοὖ Ἁγίου Πατρὸς
ἡμὦν Νεκταρίου, διότι, ἐπειδὴ ἡμεἶς εἴμεθα ἀνάξιοι, νὰ
ἀπευθυνώμεθα ἀπ᾿ εὐθείας πρὸς Ἐσένα, τὸν αἰώνιον Βασιλέα τ῅ς
δόξης, καταφεύγομεν εἰς τὸν Προστάτην Ἅγιόν μας Νεκτάριον
λέγοντάς του:

Ἅγιε τοὖ Θεοὖ Νεκτάριε, δυνατὲ στὴν πίστιν καὶ ὑπόδειγμα τ῅ς
ὑπομον῅ς καὶ καρτερίας, τ῅ς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀνεξικακίας,
εὐλαβὦς τιμὦμεν τὴν ἱεράν σου μνήμην καὶ παρακαλοὖμεν ἐσέ, ποὺ
ἀδίκως ἐσυκοφαντήθης καὶ δεινὦς ἐδοκιμάσθης ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς
καὶ τὴν ἀποπομπήν σου ἐκ τοὖ κλίματος Ἀλεξανδρείας, ὅπως
συγχωρήσῃς τοὺς προαπελθόντας διώκτας σου, ἡμ᾵ς δὲ πάντας, νὰ
περιφρουρήσης καὶ διαφυλάξης, ἀπὸ παντὸς κακοὖ καὶ ὀλισθήματος.

Μεσίτευσον, Ἅγιε Νεκτάριε, πρὸς Κύριον τὸν Θεόν, διὰ τὴν ἐνίσχυσιν
καὶ εὐόδωσιν τοὖ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τοὖ ΢επτοὖ
Προκαθημένου αὐτοὖ, τοὖ ποιμνίου καὶ τοὖ κλήρου του.

Πρέσβευε, Ἅγιε τοὖ Θεοὖ, ὅπως Κύριος ὁ ΢ωτὴρ καὶ Λυτρωτὴς ἡμὦν
στηρίζει διὰ τ῅ς θείας Σου δυνάμεως καὶ χάριτος, μικροὺς καὶ
μεγάλους, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Νὰ χειραγωγῆ δὲ τὴν νεολαίαν
μας καὶ νὰ χαρίζῃ πλούσια τὰ ἀγαθά Σου στον Ἑλληνικὸν λαόν.

Ἅγιε τοὖ Θεοὖ Νεκτάριε, ΢ὺ ποὺ τόσον εὐλαβὦς ἐλάτρευσες τὴν


Παρθένον Μαρίαν, τὴν Μητέρα τοὖ Κυρίου μας, γενοὖ ταπεινὸς
ἱκέτης Σης, διὰ νὰ σκέπῃ καὶ περιφρουρεἶ τὸ Ἔθνος ἡμὦν καὶ φέρει σ᾿
ὅλο τὸν κόσμον εἰρήνην, ὁμόνοιαν καὶ ἀγάπην, πρὸς δόξαν τοὖ
Ὀνόματος τ῅ς Παναγίας Σριάδος. Ἀμήν.
Ἔργα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

Ἅγιος Νεκτάριος

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗ΢

(κείμενο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἀπὸ τὸ βιβλίο του: Γνῶθι σαυτόν, κεφ. Γ´)

1. Περὶ θείου ἔρωτος

Ὁ θεἶος ἔρως εἷναι ἀγάπη τοὖ θείου τελεία, ἐκδηλουμένη ὡς πόθος τοὖ θείου ἄπαυστος.
Ὁ θεἶος ἔρως γενν᾵ται ἐν τῆ κεκαθαρμένῃ καρδίᾳ διότι ἐν αὐτῆ ἐπιφοιτᾶ ἡ θεία χάρις. Ὁ
ἔρως τοὖ Θείου εἷναι θεἶον δώρημα, δωρηθὲν τῆ ἀγνευούσῃ ψυχῆ ὑπὸ τ῅ς ἐπιφοιτησάσης
καὶ ἀποκαλυφθείσης τῆ ψυχῆ θείας χάριτος. Ὁ θεἶος ἔρως οὐδενὶ ἐγγίγνεται ἄνευ θείας
ἀποκαλύψεως· διότι ἡ ψυχὴ ἡ μὴ δεχθεἶσα ἀποκάλυψιν, δὲν ἔσχε τὴν ἐπ᾿ αὐτ῅ς
ἐπίδρασιν τ῅ς χάριτος καὶ μένει ἀπαθὴς πρὸς τὸν θεἶον ἔρωτα· ἀδύνατον δὲ νὰ γεννηθεἶ
θεἶος ἔρως ἄνευ ἐπενεργούσης θείας δυνάμεως ἐπὶ τ῅ς καρδίας. Ὁ θεἶος ἔρως εἷναι
ἐνέργεια τ῅ς ἐνοικούσης ἐν τῆ καρδίᾳ θείας χάριτος.

Οἱ ἐρασταὶ τοὖ Θείου εἰλκύσθησαν πρὸς τὸν θεἶον ἔρωτα ὑπὸ τ῅ς ἐπενεργησάσης ἐπὶ τ῅ς
καθαρ᾵ς αὐτὦν καρδίας θείας χάριτος, τ῅ς ἀποκαλυφθείσης τῆ ψυχῆ καὶ ἐλκυσάσης
αὐτὴν πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ ἐραστὴς τοὖ θείου αὐτὸς πρὦτος ὑπὸ τοὖ Θείου ἠράσθη, καὶ εἴτα
αὐτὸς ἠράσθη τοὖ Θείου. Ὁ ἐραστὴς τοὖ Θείου πρότερον ἐγένετο υἱὸς ἀγάπης καὶ εἴτα
τὸν οὐράνιον ο὘τος ἠγάπησεν Πατέρα.

Ἡ καρδία τοὖ ἐρὦντος τὸν Κύριον οὐδέποτε καθεύδει, ἀλλ᾿ ἀεὶ γρηγορεἶ, διὰ τὸ πλ῅θος
τοὖ ἔρωτος. Ὁ ἄνθρωπος καθεύδει διὰ τὴν χρείαν τ῅ς φύσεως, ἡ δὲ καρδία γρηγοροὖσα
ὑμνεἶ τὸ Θεἶον.

Ὁ θεἶος Φρυσόστομος λέγει περὶ τοὖ πνευματικοὖ ἔρωτος: «Οὕτως ἐστὶν ἐπιτακτικὸς ὁ
πνευματικὸς ἔρως, ὡς μηδενὶ περιχωρεἶν καιρὦ, ἀλλ᾿ ἀεὶ τ῅ς ψυχ῅ς ἔχεσθαι τοὖ
φιλοὖντος, καὶ μηδεμίαν θλἶψιν ἥ ὀδύνην συγχωρεἶν περιγίνεσθαι τ῅ς ψυχ῅ς.»

Ἡ τὸν Θεὸν ἐρώσα ψυχὴ τ῵ Θε῵ προσκολλ᾵ται στε὇὆ὦς καὶ ἐπ᾿ αὐτ῵ πέποιθε καὶ τὴν
ἐλπίδα αὐτ῅ς ἅπασαν Αὐτ῵ ἀνέθετο. Ὁ θεἶος αὐτ῅ς ἔρως ἀνάγει αὐτὴν πρὸς τὸν Θεὸν
καὶ Αὐτ῵ διαλέγεται ἡμέρας καὶ νυκτός.

Ἡ τ῵ θείῳ ἔρωτι τρωθεἶσα ψυχὴ οὐδενὸς ἑτέρου ἐφίεται ἥ τοὖ ἄκρου ἀγαθοὖ,
κατολιγωρεἶ δὲ τὦν πάντων καὶ πρὸς πάντα ἀηδὦς διάκειται.

Ἡ ἐρώσα τοὖ Θεοὖ ψυχὴ μελέτην αὐτ῅ς ἔχει τὰ λόγια του Θεοὖ καὶ ἐνδιατριβὴν αὐτ῅ς τὰ
σκηνώματα αὐτοὖ. Υθεγγομένη διηγεἶται τὰ θαυμάσια τοὖ Θεοὖ καὶ διαλεγομένη λαλεἶ
περὶ τ῅ς δόξης καὶ μεγαλοπρέπειας αὐτοὖ. Αἷνον καὶ ὕμνον ἀπαύστως ἀναπέμπει τ῵
Θε῵, πόθῳ δὲ θείῳ λατρεύει αὐτόν. Οὕτως ὁ θεἶος ἔρως ὅλην τὴν ψυχὴν ἐαυτ῵
μεθηρμόσατο, ἐαυτ῵ περιεποιήσατο καὶ ἐξῳκειώσατο.

Ἡ τοὖ Θείου ἐρασθεἶσα ψυχὴ ἐπέγνω τὸ θεἶον, ἡ δὲ ἐπίγνωσις ἀνέφλεξε τὸν θεἶον ἔρωτα
αὐτ῅ς. Ἡ τοὖ Θεοὖ ἐρασθεἶσα ψυχὴ ἐγένετο μακάρια, διότι ἔτυχε τοὖ Θείου ἐφετοὖ τοὖ
πληρώσαντος τοὺς πόθους αὐτ῅ς· π᾵σα ἐπιθυμία, π᾵σα ἐπιποθία, π᾵σα ἔφεσις ξένη
πρὸς τὴν θείαν ἀγάπην, ἀποκρούεται ὑπ᾿ αὐτ῅ς ὡς ταπεινὴ καὶ ἀνάξια ἑαυτ῅ς.

Πόσον ἡ πρὸς τὸ Θεἶον ἀγάπη ἐπαμειβομένη ὑπὸ τ῅ς θείας ἀγάπης μεταρσιοἶ τὴν
ἐρώσαν τοὖ Θείου ψυχήν! Αὕτη ἡ θεία ἀγάπη ὡς νεφέλη κούφη ἀναλαμβάνουσα τὴν
ψυχὴν φέρει πρὸς τὴν ἀέναον πηγὴν τ῅ς ἀγάπης, πρὸς τὴν ἀϊδιον ἀγάπην, καὶ πληροἶ
αὐτὴν φωτὸς ἀϊδίου.

Ἡ ὑπὸ τοὖ θείου ἔρωτος τρωθεἶσα ψυχὴ ἀεὶ χαίρει καὶ ἀγάλλεται καὶ σκιρτᾶ καὶ χορεύει,
διότι εὑρίσκεται ἐπαναπαυομένη ἐπὶ τ῅ς ἀγάπης τοὖ Κυρίου ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως·
οὐδὲν τὦν τοὖ κόσμου θλιβερὦν ἰσχύει νὰ διαταράξη τὴν γαλήνην καὶ τὴν εἰρήνην
αὐτ῅ς, οὐδὲ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐφροσύνην αὐτ῅ς τὦν λυπηρὦν τί νὰ ἀφαιρέση.

Ἡ ἐρώσα τοὖ Θείου ψυχὴ μεταρσιουμένη ὑπὸ τ῅ς ἀγάπης ὑπεξίσταται πὼς τὦν
σωματικὦν αἰσθήσεων καὶ αὐτοὖ τοὖ σώματος πὼς ἀποχωρεἶ καὶ ἑαυτ῅ς ἐπιλανθάνεται
διὰ τὴν τελείαν πρὸς τὸ Θεἶον ἀφοσίωσιν.

Ἡ ἀνερμήνευτος γλυκύτης τ῅ς θείας ἀγάπης τὴν μὲν καρδίαν καταθέλγει καὶ
κατακυριεύει, τὸν δὲ νοὖν ἕλκει πρὸς τὸ Θεἶον, ἵνα τοὖ Θεοὖ ἀπολαύσει ἐν ἀγαλλιάσει.

Ὁ θεἶος ἔρως τὴν πρὸς Θεὸν προμνηστεύεται οἰκείωσιν, ἡ δὲ γεὖσις τὴν πεἶναν.

Ἡ ψυχή, ἧς θεἶος ἅπτεται ἔρως, οὐδὲν ἕτερον λογίζεσθαι δύναται οὐδὲ ἐπιποθεἶν, ἀλλὰ
συνεχὦς στενάζουσα λέγει· Κύριε, πότε ἤξω πρὸς ΢ὲ ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθεἶ ἡ ἔλαφος ἐπὶ
τὰς πηγὰς τὦν ὑδάτων!

Σοιοὖτος ὁ θεἶος ἔρως ὁ κυριεύων τ῅ς ψυχ῅ς.

2. Περὶ τ῅ς θείας ἀγάπης

Ὦ ἀγάπη ἀληθὴς καὶ βέβαια! Ὦ ἀγάπη, τ῅ς θείας εἰκόνος ὁμοίωμα ! Ὦ ἀγάπη, τ῅ς ἐμ῅ς
ψυχ῅ς γλυκυτάτη ἀπόλαυσις ! Ὦ ἀγάπη, τ῅ς ἐμ῅ς καρδίας θεἶον πλήρωμα! Ὦ ἀγάπη, τ῅ς
ἐμ῅ς ψυχικ῅ς ἰσχύος τὸ κραταίωμα ! Ὦ ἀγάπη, τ῅ς ἐμ῅ς διανοίας διηνεκὲς μελέτημα. ΢ὺ
τὴν ψυχήν μου ἀεὶ διακατέχουσα αὐτὴν περιέπεις καὶ διαθερμαίνεις. ΢ὺ αὐτὴν ζωογονεἶς
καὶ πρὸς τὴν θείαν ἀγάπησιν ἀνάγεις. ΢ὺ τὴν καρδίαν μου πληροὖσα τῆ φλoγὶ τοὖ θείου
ἔρωτος ἐκκαίεις, καὶ τὴν τοὖ ἄκρου ἐφετοὖ ζωπυρεἶς ἐπιπόθησιν. ΢ὺ τὴν ἰσχὺν τ῅ς ψυχ῅ς
μου τῆ ζωογόνῳ σου δυνάμει ἐνισχύουσα ἰκανοἶς, ὅπως τὴν ὀφειλομένην τῆ θείᾳ ἀγάπῃ
προσφέρῃ λατρείαν. ΢ὺ τὴν διάνοιάν μου κατέχουσα ἐλευθεροἶς αὐτὴν τὦν δεσμὦν τὦν
γηίνων καὶ παρέχεις αὐτῆ τὴν ἐλευθερίαν, ἵνα πρὸς τὴν ἐν Οὐρανοἶς θείαν ἀγάπην
ἀκωλύτως ἀνάγηται. ΢ὺ εἷσαι τὸ πολυτιμότατον τὦν πιστὦν θησαύρισμα, διότι εἷσαι τὸ
τιμιώτατον τὦν θείων χαρισμάτων δώρημα. ΢ὺ εἷσαι τὸ θεοειδὲς τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τ῅ς
καρψίας ἀγλάϊσμα, διότι ἀναδεικνύεις τοὺς πιστοὺς υἱοὺς Θεοὖ. ΢ὺ εἷσαι τὸ τὦν πιστὦν
ἐγκαλλώπισμα, διότι σεμνύνεις τοὺς φίλους σου. ΢ὺ εἷσαι τὸ μόνον διηνεκὲς ἀγαθόν,
διότι εἷσαι αἰώνια. ΢ὺ εἷσαι τὸ ὡραιότερον τὦν φίλων τοὖ Θεοὖ περιβόλαιον, διότι δι᾿
αὐτοὖ περιβεβλημένοι οἱ πιστοὶ ἐμφανίζονται ἐνώπιον τ῅ς θείας ἀγάπης. ΢ὺ εἷσαι τὸ
ἤδιστον τὦν πιστὦν ἐντρύφημα, διότι εἷσαι καρπὸς τοὖ ἁγίου Πνεύματος. ΢ὺ εἰσάγεις
τοὺς ὑπὸ σοὖ ἁγιασθέντας πιστοὺς εἰς τὴν βασιλείαν τὦν Οὐρανὦν. ΢ὺ εἷσαι ἡ εὐωδία
τὦν πιστὦν. Διὰ σοὖ τ῅ς τρυφ῅ς τοὖ παραδείσου μεταλαμβάνουσιν οἱ πιστοί. Διὰ σοὖ τὸ
φὦς τοὖ νοητοὖ ἡλίου ἐν τῆ ψυχῆ τὦν πιστὦν ἀνατέλλει. Διὰ σοὖ οἱ νοεροὶ ὀφθαλμοὶ τὦν
πιστὦν αὐγάζονται. Διὰ σοὖ οἱ πιστοὶ θείας δόξης καὶ αἰωνίου ζω῅ς μέτοχοι γίνονται.
Διὰ σοὖ ὁ πόθος τὦν οὐρανίων ἐν ἡμἶν ἐγγίγνεται. ΢ὺ τὴν βασιλείαν τοὖ Θεοὖ ἐπὶ τ῅ς
γ῅ς ἀποκαθιστᾶς. ΢ὺ τὴν εἰρήνην τοἶς ἀνθρώποις βραβεύεις. ΢ὺ τὴν γ῅ν πρὸς τὸν
Οὐρανὸν ἐξομοιοἶς. ΢ὺ τοὺς ἀνθρώπους τοἶς ἀγγέλοις συνάπτεις καὶ ἁρμονικὴν
ὑμνῳδίαν τ῵ Θε῵ ἀναπέμπεις. ΢ὺ ἐν π᾵σι νικᾶς. ΢ὺ ἐν πάσιν ὑπερτέρα δείκνυσαι. ΢ὺ τὰ
πάντα ἀληθὦς κυβερνᾶς. ΢ὺ τὰ πάντα σοφὦς διέπεις. ΢ὺ τὰ πάντα κρατεἶς καὶ συνέχεις.
΢ὺ οὐδέποτε ἐκπίπτεις.

Ὦ ἀγάπη, καρδίας τ῅ς ἐμ῅ς πλήρωμα! Ὦ ἀγάπη, γλυκύτατον τοὖ γλυκυτάτου Ἰησοὖ
ὁμοίωμα. Ὦ ἀγάπη, τὦν μαθητὦν τοὖ Κυρίου ἱερώτατον ἔμβλημα. Ὦ ἀγάπη, τοὖ
γλυκυτάτου Ἰησοὖ σύμβολον. ΢ὺ τ῵ πόθῳ σου τρὦσον τὴν ἐμὴν καρδίαν, πλήρωσον
αὐτὴν χρηστότητος καὶ ἀγαθωσύνης, ἔμπλησον αὐτὴν ἀγαλλιάσεως. ΢ὺ οἰκητήριον
ταύτην ἀνάδειξον τ῅ς χάριτος τοὖ παναγίου Πνεύματος. ΢ὺ πύρωσον ὅλην τῆ θείᾳ φλογί
σου ὅπως καταφλέξῃ τὰ ταπεινὰ αὐτ῅ς πάθη, ἁγιάσῃ αὐτὴν καὶ εἰς ἄπαυστον ἀνελκύσῃ
ὑμνῳδίαν. ΢ὺ πλήρωσον τὴν καρδίαν μου γλυκασμοὖ τ῅ς σ῅ς ἀγάπης, ὅπως τὸν μόνον
γλυκύτατον ἀγαπὦ Ἰησοὖν Φριστὸν τὸν Κύριόν μου καὶ αὐτ῵ ἄπαυστον ἀναπέμπω τὴν
ὑμνῳδίαν ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης τ῅ς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας. Ἀμήν.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τ῅ς Κλίμακος λέγει περὶ τ῅ς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης· «ἀγάπη,
προφητείας χορηγός· ἀγάπη, τεράτων παρεκτική· ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος· ἀγάπη,
πηγὴ πυρός· ὅσον ἀναβλύζει, τοσούτον τὸν διψὦντα καταφλέγη· ἀγάπη, ἀγγέλων
στάσις, προκοπὴ ἀνθρώπων· ἀπάγγειλον ἠμίν, ὧ καλὴ ἐν ἀρεταἶς, ποὖ ποιμαίνεις τὰ
πρόβατά σου; ποὖ κατασκηνοἶς ἐν μεσημβρίᾳ; φώτισον ἡμ᾵ς· πότισον ἡμ᾵ς· ὁδήγησον
ἡμ᾵ς· χειραγώγησον ἡμ᾵ς· ἐπειδὴ πρὸς σὲ ἀναβαίνειν βουλόμεθα». (Λόγος Λ´.)

3. Περὶ ἀγάπης Θεοὖ ὅτι θεἶον ἐστὶ ἰδίωμα καὶ ὅτι ἐκ ταύτης ἡμἶν προχέονται ἅπαντα τὰ
ἀγαθά

Ἀγάπη! θεἶον ἰδίωμα, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι· διὸ καὶ ὁ μένων ἐν τῆ ἀγάπῃ ἐν τ῵ Θε῵
μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτ῵. Ἡ ἀγάπη ἐστὶ διάθεσις ψυχ῅ς ἀγαθή, καθ᾿ ἣν αὕτη οὐδὲν τὦν
ὄντων τ῅ς τοὖ Θεοὖ γνώσεως προτιμᾶ. Ἡ ἀγάπη διδάσκει τὴν τήρησιν τὦν θείων
ἐντολὦν· ἐναργὲς δὲ τεκμήριον τ῅ς περὶ Θεὸν ἀγάπης ἡ τὦν θείων αὐτοὖ νόμων τήρησις.
Ἡ ἀγάπη ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἄγει εἰς τὴν τήρησιν τὦν ἐντολὦν τὦν εἰς γνὦσιν τοὖ Θεοὖ
ἀναγουσὦν. Ὁ τὸν ἔρωτα τὸν θεἶον δεξάμενος πάντων μὲν ὁμοὖ τὦν γηϊνων
καταφρονεἶ, πατεἶ δὲ ἁπάσας τὰς τοὖ κόσμου ἠδον᾵ς· ὑπερορ᾵ πλούτου καὶ δόξης, καὶ
τ῅ς παρ᾿ ἀνθρώπων τιμ῅ς· ἀραχνίων οὐδὲν διαφέρειν ὑπολαμβάνειν τὴν βασιλικὴν
ἁλουργίδα· τοὺς πολυτελεἶς τὦν λίθων ταἶς παρὰ τὰς ὄλθας ἀπεικάζει ψηφίσιν. Οὐ
μακαριστὴν ἡγεἶται τὴν ὑγίειαν τοὖ σώματος, οὐδὲ συμφορὰν τὴν νόσον ἀποκαλεἶ, οὐδὲ
δυσπραξίαν τὴν πενίαν προσαγορεύει, οὐδὲ πλούτῳ καὶ τρυφῆ τὴν εὐδαιμονίαν ὁρίζεται·
ἀλλὰ ποταμίοις ὆εύμασι τὰ παραπεφυτευμένα ταἶς ὄχθαις παρα὇὆έουσι δένδρα καὶ πρὸς
οὐδὲν τούτων ἰσταμένοις, ἀεὶ ἐοικέναι τούτων ἕκαστον ἡγεἶται καλὦς.

Ἀληθὦς ἡ πνευματικὴ ἀγάπη πόλις ἐστὶν ὀχυρά, οὐ δυναμένη καταγωνισθ῅ναι οὐδὲ


πολιορκηθ῅ναι ὑπὸ τοὖ Διαβόλου, οὔτε ὑπορυγαἶς, οὔτε ὑπερβάσεσιν· οὐδὲ γὰρ εἴκει ταἶς
ἐλεπόλεσι τοὖ σαταν᾵, διὰ τὸ παρὰ τοὖ Δεσπότου Φριστοὖ φυλάττεσθαι.

Ὅταν τὸ τ῅ς ἀγάπης ἐπίκειται διάδημα, ἀρκεἶ δείξαι τοὖ Φριστοὖ τὸν ἀκριβ῅ μαθητήν,
οὐχ ἡμἶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τοἶς ἀπίστοις. Ἐν τούτῳ γάρ, φησί, γνώσονται πάντες, ὅτι
μαθηταί μου ἐστέ, ἐὰν ἀγαπ᾵τε ἀλλήλους. Ὥστε τὸ σημεἶον τοὖτο σημείων ἁπάντων
μεἶζον, εἰγε ἐν αὐτ῵ γνωρίζεται ὁ μαθητής. Κἅν γὰρ μυρία ποιὦσι τινὲς σημεἶα,
στασιάζωσι δὲ πρὸς ἀλλήλους, καταγέλαστοι τοἶς ἀπίστοις ἔσονται· ὥσπερ κἅν μηδὲν
ποιὦσι σημεἶον, ἀγαπὦσι δ᾿ ἀλλήλους ἀκριβὦς, καὶ αἰδέσιμοι καὶ ἀχείρωτοι πάσιν ὄντες
διαμένουσιν.
Ἡ ἀγάπη ἐστὶν ἡ τὦν μαθητὦν τοὖ Κυρίου εἰκών, ὁ χαρακτὴρ τὦν τοὖ Θεοὖ δούλων, τὸ
γνώρισμα τὦν ἀποστόλων· ἐν τούτῳ γὰρ γινώσκωσιν αὐτοὺς πάντες.

Ἀγάπη, τὸ ἐξαίρετον ἀγαθόν, τὸ ὑπέρτατον γνώρισμα τὦν τοὖ Φριστοὖ μαθητὦν. Ἡ


ἀγάπη τὸν χριστιανὸν χαρακτηρίζει καὶ αὕτη τὦν σημείων ἁπάντων μείζων· αὕτη γὰρ
καὶ τὦν ἄλλων ἐντολὦν ἐστὶ φύλαξ καὶ συνεργός. Kαὶ ὥσπερ αἱ ἱμαντίαι (τὰ δεσίματα)
τὰς οἰκοδομὰς συνέχουσιν, οὕτως αὕτη τὴν τελειότητα προξενεἶ, καὶ συνάπτει τὰ μέλη
τοὖ σώματος. Πάντα ἐκεἶνα αὕτη συσφίγγει παροὖσα, ἀπούσης δὲ διαλύονται ἥ
ἐλέγχονται ὑπόκρισις ὄντα καὶ οὐδέν. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει, τουτέστιν οὐδέποτε
ἀστοχεἶ, ἀλλὰ πάντα κατορθοἶ, ἤ, ὃ κρεἶττον ἀντὶ τούτου, οὐ διαλύεται, οὐ διακόπτεται,
οὐδέποτε παύεται, ἀλλὰ καὶ ἐν τ῵ μέλλοντι αἰώνι μένει, τὦν ἄλλων ἁπάντων
καταργουμένων· οὐ διασφάλλεται, ἀλλ᾿ ἀεὶ μένει, βεβαἶα καὶ ἀσάλευτος, καὶ ἀκίνητος
ἐσαεὶ διαμένουσα. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει· κἅν στασιάζωσιν ἄλλοι, κἅν χαίρωσι
μάχαις, κἅν τὰ πρὦτα ζητὦσι, κἅν φθόνος αὐτοὺς ἀνερεθίζη, κἅν χειρὦν ἄρχωσιν
ἀδίκων, κἅν τὰ ἄνω στρέφωσι κάτω, οὐδέποτε ἡ ἀγάπη τ῅ς οἰκείας ἕδρας καὶ ἀρετ῅ς
ἐκπίπτει.

Ὁ Θεὸς Ἀγάπη καλούμενος οὐ διάθεσις ὑπάρχει, ἀλλὰ οὐσία ἀγαπώσα ἃ δημιουργεἶ καὶ
Ὠν προνοεἶται. Ὁ Θεὸς ἡμὦν ἡ Ἀγάπη ἐστι, καὶ τοὖτο χαίρει μ᾵λλον ἀκούων ὁ Θεὸς ἥ τί
ἄλλο.

Ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ τὴν π᾵σαν ἀγάπην μεθ᾿ ὑπερβολ῅ς ὑπερβαίνει. Οὐχ ἁπλὦς ἡμὦν
προνοεἶ, ἀλλὰ καὶ ἐρὦν, καὶ σφόβρα ἐρὦν ἔρωτα τινὰ ἀμήχανον, ἔρωτα ἀπαθ῅ μέν,
θερμότατον δὲ καὶ ἐντονώτατον καὶ γνήσιον καὶ ἀκατάλυτον καὶ σβεσθ῅ναι μὴ
δυνάμενον.

Σί οὐκ ἐποίησεν ὁ Θεὸς δι᾿ ἡμ᾵ς; Υθαρτὸν τὸν κόσμον δι᾿ ἡμ᾵ς, καὶ ἄφθαρτον ἐποίησε δι᾿
ἡμ᾵ς· κακωθ῅ναι τοὺς προφήτας συνεχώρησε δι᾿ ἡμ᾵ς, εἰς αἰχμαλωσίαν ἔπεμψε δι᾿
ἡμ᾵ς, εἰς κάμινον ἀφ῅κεν ἐμπεσεἶν δι᾿ ἡμ᾵ς· τὰ μυρία ὑπομείναι κακὰ δι᾿ ἡμ᾵ς. Καὶ
προφήτας δι᾿ ἡμ᾵ς αὐτοὺς ἐποίησε, καὶ ἀποστόλους δι᾿ ἡμ᾵ς· τὸν μονογεν῅ δι᾿ ἡμ᾵ς
ἐξέδωκε, τὸν διάβολον δι᾿ ἡμ᾵ς κολάζει.

Δι᾿ ἡμ᾵ς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις· διὰ τὴν καταφθαρείσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ
ἐσκήνωσεν ἐν ἡμἶν· μετὰ τὦν ἀχαρίστων, ὁ εὐεργέτης· πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, ὁ
ἐλευθερωτής· πρὸς τοὺς καθημένονς ἐν σκότει, ὁ ἥλιος τ῅ς δικαιοσύνης· ἐπὶ τὸν σταυρόν,
o ἀπαθὴς· ἐπὶ τὸν θάνατον, ἡ ζωή· ἐπὶ τὸν ἄδην, τὸ φὦς· ἡ ἀνάστασις διὰ τοὺς πεσόντας·
πνεὖμα υἱοθεσίας, χαρισμάτων διανομαί, στεφάνων ἐπαγγελίαι καὶ τὰ ἄλλα, ὅσα οὐδὲ
ἐξαριθμήσασθαι ὆άδιον.

Δι᾿ ἡμ᾵ς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις· πνεύματος ἁγίου διανομή· θανάτου κατάλυσις·


ἀναστάσεως ἐλπίς· θεἶα προστάγματα τελειοὖντα ἡμὦν τὴν ζωήν· πορεία πρὸς Θεὸν διὰ
τὦν ἐντολὦν· βασιλεία τὦν οὐρανὦν εὐτρεπ῅ς· στέφανος δικαιοσύνης ἕτοιμος τ῵ τοὺς
ὑπὲρ τ῅ς ἀρετ῅ς πόνους μὴ ἀποδράσαντι.

Ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ τὸν Θεὸν ἔδειξεν ἐπὶ τ῅ς γ῅ς· ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ τὸν δεσπότην δοὖλον
ἐποίησεν· ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ ὑπὲρ τὦν ἐχθρὦν τὸν ἀγαπητόν, ὑπὲρ τὦν μισούντων τὸν
Τἱόν, ὑπὲρ τὦν δούλων τὸν δεσπότην, ὑπὲρ τὦν ἀνθρώπων τὸν Θεόν, ὑπὲρ τὦν οἰκετὦν
τὸν ἐλεύθερον ἐκδοθ῅ναι ἐποίησε. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου ἔστη, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μείζονα
ἡμ᾵ς ἐκάλεσεν· οὐ γὰρ μόνον ἀπήλλαξεν ἡμ᾵ς τὦν προτέρων κακὦν, ἀλλὰ καὶ πολλ῵
μείζονα ἐπηγγείλατο.
Ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ ἔνδοξός ἐστι σοφία, καὶ χορηγήσει αὐτὴν τοἶς ἀγαπὦσιν αὐτόν. Ὁ
ἀγαπὦν τὸν Θεὸν τὸν λόγον αὐτοὖ τηρεἶ, καὶ ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ αὐτόν, καὶ ἐμφανίζει αὐτ῵
ἐαυτ῵. «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με, λέγει ὁ Κύριος, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου
ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτὦ ποιήσομεν».

Σὸς ἀγαπὦσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεἶ εἰς ἀγαθόν.

Εἰ τὶς ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν ο὘τος ἔγνωσται ὑπ᾿ αὐτοὖ.

Ὁ Θεὸς τὴν ἰδίαν παρέχει κοινωνίαν τοἶς τηροὖσι τὴν πρὸς αὐτὸν φιλίαν· κοινωνία δὲ
Θεοὖ ζωὴ καὶ φὦς καὶ ἀπόλαυσις τὦν παρ᾿ αὐτοὖ ἀγαθὦν.

Οὐ πάντων Θεὸς ὁ Θεός, ἀλλὰ τὦν οἰκειωθέντων αὐτ῵ διὰ τ῅ς ἀγάπης· ἀγάπη δὲ ἐστὶ
σύνδεσμος τελειώσεως· δημιουργὸς ἀρετ῅ς ἁπάσης ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν τίκτεται ἀπὸ πίστεως εἰλικρινοὖς· ὁ γὰρ ὄντως εἰς Θεὸν
πιστεύων οὐκ ἀνέχεται ποτὲ ταύτην ἀφεἶναι.

Μ᾵λλον ὁ χόρτος ὑπέμεινε πυρὸς ἐπιφοράν, ἥ φλόγα ἀγάπης ὁ διάβολος· αὕτη τείχους
ὀχυρωτέρα, αὕτη ἀδάμαντος στε὇὆οτέρα.

Ἀγάπη δὲ ἐστὶν οὐ ψιλὰ ὆ήματα, οὐδὲ προσρήσεις ἁπλὦς, ἀλλὰ προστασία καὶ δι᾿ ἔργων
ἐπίδειξις· οἷον τὸ πενίαν λύειν, τὸ νοσούντι συναμύνειν, τὸ κινδύνων ἁπαλλάττειν, τὸ ἐν
περιστάσεσιν οὔσι παρίστασθαι, τὸ κλαίειν μετὰ κλαιόντων, τὸ χαίρειν μετὰ χαιρόντων.

Ὁ ἀγαπὦν τὸν Θεόν, ὡς πεπληρωμένη ἔχων τὴν ἑαυτοὖ καρδίαν ἐκ τ῅ς θείας ἀγάπης,
ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοὖ, εὐλογεἶ τοὺς καταρωμένους αὐτόν, καλὦς ποιεἶ τοὺς
μισοὖντας αὐτὸν καὶ προσεύχεται ὑπὲρ τὦν ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων αὐτόν.

Ἐνέργεια καὶ ἀπόδειξις τ῅ς πρὸς τὸν Θεὸν τελείας ἀγάπης ἐστὶν ἡ γνησία δι᾿ εὐνοίας
πρὸς τὸν πλησίον διάθεσις. Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεἶνος ὑπὲρ ἡμὦν τὴν
ψυχὴν αὐτοὖ ἔθηκε καὶ ἡμεἶς ὀφείλομεν ὑπὲρ τὦν ἀδελφὦν τὰς ψυχ᾵ς ἡμὦν τιθέναι.

Ἡ ἀγάπη καλύπτει πλ῅θος ἁμαρτιὦν.

Ἡ ἀγάπη πα὇὆ησίαν δίδωσιν ἐν τῆ ἡμέρᾳ τ῅ς κρίσεως.

4. Ἐξομολόγησις πιστοὖ

Θεὸς ἐμοὶ δόξα καὶ πλοὖτος καὶ καύχημα. Θεὸς τὸ γλυκύτατον καὶ ἤδιστον ὑπὲρ π᾵ν
πρ᾵γμα. Θεὸς τὸ μελέτημα καὶ ἐντρύφημα. Θεοὖ πνο῅ς ἡ ψυχή μου δημιούργημα. Θεοὖ
πλάσμα τὸ σὦμα μου. Θεοὖ εἰμὶ ὅλως εἰκών. Θεοὖ θεία χάριτι γένος. Θεόθεν μοὶ τὸ εἷναι,
τὸ κινεἶσθαι· θεόθεν τὸ φθέγγεσθαι ἔλαβον. Θε῵ καθ᾿ ἑκάστην τὸ πνεὖμα παρατίθημι.
Θε῵ τὰς εὐχάς μου, ὅσαι ὥραι, προσάγω. Θε῵ ζὦ καὶ δουλεύω καὶ πάρειμι. Θεὸν τὸν
μέγαν καὶ ἰσχυρὸν καὶ ζὦντα πάροχον καὶ συλλήπτορα καὶ τελειωτὴν τὦν καλὦν
εὐμοιρὦ. Θεὸν ἐπόπτην, Ὠν καὶ νοὦ καὶ λέγω καὶ πράττω καὶ πλουτὦ. Θεὸν κριτὴν
φοβερὸν τὦν ἐν ἐμοὶ πεπραγμένων ἐκδέχομαι. Θεὸν ἴλεων καὶ συγγνώμονα ἔχω. Θεὸν
μακρόθυμον καὶ πολυέλεον ὁμολογὦ. Θεὸν σωτ῅ρα καὶ λυτρωτήν μου καὶ Κύριον
ἀνακηρύττω. Θεὸν ἀρχὴν τὦν πάντων γινώσκω. Θεὸν δοτήρα τὦν ἀγαθὦν οἷδα. Θεὸν
προνοητὴν καὶ ἐπόπτην ἐπίσταμαι. Θεὸν πάνσοφον καὶ παντογνώστην, τὸν γινώσκοντα
τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρόντα καὶ τὰ παρελθόντα ἐπιγινώσκω. Θεὸν ἀγαθὸν καὶ ἅγιον
καὶ δίκαιον καὶ ἀληθινὸν ὑμνὦ καὶ δοξάζω καὶ εὐλογὦ καὶ ὑπερυψὦ. Θεὸν φιλάνθρωπον
προσκυνὦ καὶ λατρεύω. Θε῵ πιστεύω. Ἐπὶ Θεὸν ἐλπίζω καὶ τὴν ἐλπίδα τ῅ς σωτηρίας μου
ἀνατίθημι. Θεὸν τὴν πηγὴν τ῅ς ἀγάπης ἀγαπὦ καὶ ἐπιποθὦ. Πρὸς τὸν Θεὸν ἡ ψυχή μου
σπένδεται. Πρὸς τὸν Θεὸν ἡ διάνοιά μου ἀνυψουμένη ἐπαναπαύεται. Σὸν Θεὸν ἡ καρδία
μου ἐπιποθεἶ. Ἕνα Θεὸν τρισήλιον, τὴν τρισυπόστατον θεότητα, ὁμολογὦ· μίαν Θεότητα
ἄναρχον, ἀϊδιον, ἁπλήν, ὑπερούσιον, ἀμέριστον κηρύττω· τὴν αὐτὴν Μονάδα καὶ Σριάδα·
ὅλην Μονάδα τὴν αὐτήν, καὶ ὅλην Σριάδα τὴν αὐτήν· Μονάδα ὅλην κατ᾿ οὐσίαν τὴν
αὐτήν, καὶ Σριάδα ὅλην κατὰ τὰς ὑποστάσεις τὴν αὐτὴν πιστεύω καὶ ὁμολογὦ· διότι μία
θεότης ὁ Πατήρ, ὁ Τἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεὖμα, μία δύναμις, μία σύνταξις, μία
προσκύνησις ἡ τ῅ς ὁμοουσίου Σριάδος· διότι μία καὶ ἡ αὐτὴ φύσις καὶ οὐσία τοὖ Πατρὸς
καὶ τοὖ Τἱοὖ καὶ τοὖ ἁγίου Πνεύματος.

Σαὖτα ὁμολογὦ καὶ πιστεύω καὶ κηρύττω καὶ φθέγγομαι.


Ἅγιος Νεκτάριος

Ὦ Θεία Ἀγάπη Σοἶς ἐντευξομένοις

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος συνέθεσε χιλιάδες ἱερὦν


Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἐλθέ, ἱκετεύω,
στροφὦν. Ἐδὦ παρατίθεται ἓν ποίημα,
ἐξ ὅλης ψυχ῅ς μου καὶ μέσης καρδίας,
κραυγὴ βαθυτάτης προσευχ῅ς, τὴν ὁποίαν
καὶ σκήνωμα θεἶον, Φριστέ, ποίησόν με
ἀσφαλὦς ἀπαύστως καὶ σήμερον ἀναπέμπει
καὶ πάσης κηλἶδος, ὧ καθάρισόν με.
ὁ θαυματουργὸς Ἅγιος πρὸ τ῅ς Θείας
Ἀγάπης.
Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἀγάπης ἐνθέου
τὴν ΢ὲ ἐκζητοὖσαν ψυχὴν ἔμπλησόν
Ἡ Ἁγιαστικὴ τὦν πάντων, ἡ αἰωνία καὶ
μου
ἀκατάλυτος αὕτη ἀγάπη ἅς πληροἶ καὶ ἅς
καὶ ἔρωτα θεἶον, Ὦ Θεία Ἀγάπη,
ἁγιάζῃ τὰς ψυχὰς τὦν εὐβλαβὦν
θερμὦς ἱκετεύω, τ῵ δούλῳ ΢ου δός μοι.
προσκυνητὦν τοὖ Ἁγίου Θεοὖ καὶ τοὖ ὑπ᾿
αὐτοὖ δοξασθέντος καὶ δοξαζομένου Ἁγίου
Ὦ Θεία Ἀγάπη, τὴν ΢ὴν ἱκετεύω,
Σου.
ἀγάπην παράσχου τοἶς ΢ὲ ἐκζητοὖσι·
Ἡ γὰρ ΢ὴ ἀγάπη τὸ πλήρωμά ἐστι
Αἱ ἐντεύξεις, αἰ δεήσεις, αἱ προσευχαὶ αἱ
τοὖ Θείου ΢ου Νόμου, Ἀγάπη γλυκεἶα.
ὁποἶαι διὰ τὦν ἱερωτάτων Ὡδὦν τὦν
ᾀσματικὦν ἀκολουθιὦν τοὖ Ἁγίου ἅς
Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἡ μόνη πληροὖσα
ἀναπεμφθοὖν, ἵνα ἀνοίξουν τὰς πύλας τοὖ
τὸν σύμπαντα κόσμον καὶ ἡ
θείου ἐλέους, διὰ νὰ πνεύσῃ, πρεσβείαις τοὖ
συντηροὖσα,
Ἁγίου, «γαληνὸν καὶ ζεφύριον», τὸ Πνεὖμα
΢ὺ πέλεις ὁ νόμος τὦν ἐπουρανίων,
τὸ Ἅγιον, «λαλοὖν, ἐνεργοὖν, διαιροὖν τὰ
΢ὺ πέλεις ὁ νόμος καὶ τὦν ἐπιγείων.
χαρίσματα», ποιοὖν θαυμάσια καὶ δυνάμεις
πολλάς, θεραπεὖον νόσους καὶ ἀσθενείας
Ἡ ΢ὴ Βασιλεία ἐστὶν ἡ ἀγάπη,
χαλεπάς τοἶς ἐκζητοὖσιν ἐκ βαθέων τὴν
ἐν ᾗ βασιλεύει χαρὰ καὶ εἰρήνη,
Θείαν Ἀγάπην.
ἐν ᾗ βασιλεύει ἡ μακαριότης,
ὁ ἔρως τοὖ Θείου καὶ ἡ εὐφροσύνη.
Ἅγιος Νεκτάριος

Τἱὸς Ἀνθρώπου

*Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου, Φριστολογία, © 1992 Βιβλιοπωλεἶον Ν. Δ. Παναγόπουλου+

Περιεχόμενα

1. Ὅτι τὸ ὄνομα «Τἱὸς ἀνθρώπου» ἐστὶ τὸ ὄνομα δι᾿ ο὘ εὐηγγελίσθη ἡ ἀνθρωπότης τὸν
μέλλοντα ΢ωτ῅ρα καὶ Λυτρωτήν

2. Προφητεἶαι περὶ τ῅ς φυλ῅ς, γένους, οἴκου, πατριὰς καὶ τοὖ τόπου τ῅ς γεννήσεως τοὖ
Μεσσίου

3. Προφητεἶαι πληρωθεἶσαι εἰς τὸ πρόσωπον τοὖ Ἰησοὖ

1. Ὅτι τὸ ὄνομα «Τἱὸς ἀνθρώπου» ἐστὶ τὸ ὄνομα δι᾿ ο὘ εὐηγγελίσθη ἡ ἀνθρωπότης τὸν
μέλλοντα ΢ωτ῅ρα καὶ Λυτρωτήν

Ἡ ἔκφρασις Τἱὸς ἀνθρώπου, ἦν ὁ Κύριος ὣς περιφραστικὸν προσδιορισμὸν τοὖ Ἰδίου


Προσώπου μετεχειρίζετο ὁσάκις ἅν ὡμίλει περὶ Ἑαυτοὖ, εἷναι τὸ ὄνομα, δι᾿ ο὘
εὐηγγελίσθη ἡ ἀνθρωπότης τὸν μέλλοντα ΢ωτ῅ρα καὶ Λυτρωτὴν αὐτ῅ς. Ἡ Παλαιὰ
Γραφὴ φαίνεται συνηγορούσα ὑπὲρ τ῅ς γνώμης ταύτης.Ἐν τῆ Γενέσει ἀναφέρεται ὅτι ὁ
Θεὸς καταρώμενος τὸν ὄφιν τὸν αἴτιον τ῅ς πτώσεως τοὖ ἀνθρώπου προανήγγειλεν αὐτ῵
ὅτι τὸ σπέρμα τ῅ς γυναικὸς θέλει συντρίψει τὴν κεφαλὴν αὐτοὖ, εἰπών: «ἔχθραν θήσω
ἀνάμεσόν σου καὶ ἀνάμεσον τ῅ς γυναικός, καὶ ἀνάμεσον τοὖ σπέρματός σου, καὶ
ἀνάμεσον τοὖ σπέρματος αὐτ῅ς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοὖ
πτέρναν»(1) (Γεν.γ´ 15). Σὴν κατὰ τοὖ ὄφεως ταύτην κατάραν ἐθεώρησαν πάντες οἱ ἐξ
Ἀδὰμ ὣς εὐαγγέλιον πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Σὸ ἀνθρώπινον γένος λαβὸν τὴν
ἐπαγγελίαν ταύτην, ἐξεδέχετο τὸ σπέρμα τ῅ς γυναικός, τὸν Τἱὸν τ῅ς γυναικός, δηλονότι
τὸν Τἱὸν τοὖ ἀνθρώπου. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξις Ζαρά, ἣν οἱ Ἑβδομήκοντα μετέφρασαν
κυριολεκτικὦς σπέρμα, λαμβάνεται ἐν τῆ Ἁγίᾳ Γραφῆ, ὁσάκις ἅν ἀπαντᾶ, ἀντὶ τοὖ Τἱός·
Ἡ Ἄννα ἡ μήτηρ τοὖ προφήτου ΢αμουήλ, ζητοὖσα παρὰ τοὖ Θεοὖ υἱόν, μετεχειρίσθη τὴν
λέξιν Ζαρά· ἀλλ᾿ ὣς γυνὴ ἔχουσα σύζυγον, προσέθετο τὴν λέξιν ἀνασὶμ (Ζαρά ἀνασίμ)=
σπέρμα ἀνδρός, ἤτοι υἱὸν ἀνδρός.

Ἐπειδὴ ὅμως ἐν τῆ ἐπαγγελίᾳ δεν ἀνεφέρετο τὸ ἀνδρὸς ἀλλὰ ἁπλὦς υἱὸς γυναικός= ζαρὰ
ἔσα, ἕπεται ὅτι ἐρρήθη πρὸς δήλωσίν του ὅτι ὁ μέλλων λυτρωτής, ὁ μέλλων να συντρίψῃ
τὴν κεφαλὴν τοὖ ὄφεως ἔμελλε να εἷναι υἱὸς τ῅ς γυναικός, ἄνευ ἀνδρὸς συλλαβούσης,
ἤτοι υἱὸς τοὖ ἀνθρώπου, διότι ἡ ἀνάμεσον τοὖ σπέρματος τ῅ς γυναικὸς τ῅ς ἀπειρογάμου
καὶ τοὖ σπέρματος τοὖ ὄφεως ἔχθρα ἐδήλου τὴν μεταξὺ τοὖ υἱοὖ τοὖ ἀνθρώπου καὶ τοὖ
ὄφεως ἔχθραν. Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην ἐξεδέχοντο τὸν ΢ωτ῅ρα ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοί.
Ἡ ἔλευσις ΢ωτ῅ρος καὶ Λυτρωτοὖ ἧτο κοινὴ προσδοκία πάντων τὦν ἐθνὦν. Σὰ ἔθνη
ἐφαίνοντο ἀναμένοντα ΢ωτ῅ρα τινα· ἡ προσδοκία τοὖ Ἰσραὴλ ἥν τὸ περιεχόμενον τ῅ς
λατρείας Αὐτοὖ. Διὰ τοὖ ἀναμενομένου ΢ωτ῅ρος ἐξεδέχοντο πάντα τὰ μέλλοντα να
χορηγηθώσι τῆ ἀνθρωπότητι ἀγαθά. Ἐξ αὐτοὖ ἐξεδέχοντο τὴν κατάργησιν τ῅ς
τυραννίδος τοὖ διαβόλου, τὴν ἀπελευθέρωσιν τοὖ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τ῅ς δουλείας
τοὖ ἐχθροὖ, καὶ τὴν μετὰ τοὖ Θεοὖ φιλίωσιν καὶ ἐπικοινωνίαν. Σὸν ἀναμενόμενον τοὖτον
΢ωτ῅ρα καὶ λυτρωτὴν τ῅ς ἀνθρωπότητος ὁ προφητάναξ Δαυῒδ περιγράφει ὡς υἱὸν
ἀνθρώπου (Χαλμ.β´ ρθ´ 1). Ἐπίσης καὶ ὁ προφήτης Δανιὴλ Φριστὸν ἡγούμενον ὀνομάζει
τὸν μέλλοντα Λυτρωτήν, ὃν εἷδεν ἐν ἀποκαλύψει, ἐν μορφῆ υἱοὖ ἀνθρώπου, οὐ ὁρίζει καὶ
τὸν χρόνον τ῅ς ἐλεύσεως. (Δανιὴλ κεφ.θ´ ὅρασις Ι´ καὶ κεφ.Ι´ ὅρασις ια´. Ἐπίσης καὶ ὁ
Ἰεζεκιὴλ κεφ. α´). Ὥστε τὸ ὄνομα Τἱὸς ἀνθρώπου, ἧτο τὸ ἀκριβὲς χαρακτηριστικὸν ὄνομα
τοὖ ΢ωτ῅ρος, ὑπὸ τὸ ὁποἶον ἐξεδέχοντο Αὐτὸν π᾵σαι αἱ φυλαὶ τ῅ς γ῅ς· διὸ καὶ ὁ ΢ωτὴρ
ἡμὦν ὁσάκις ὡμίλησε περὶ Ἑαυτοὖ πάντοτε τὸ αὐτὸ χαρακτηριστικὸν ὄνομα
μετεχειρίσθη. Παρὰ τ῵ Ματθαίῳ 28κις φαίνεται ὁ Κύριος ποιούμενος λόγον περὶ ἐαυτοὉ·
καὶ ἐν π᾵σι τοἶς λόγοις Αὐτοὖ Τἱὸν ἀνθρώπου ἐκάλει Ἑαυτόν. Ἡ αὐτὴ ἀκρίβεια
παρατηρείται καὶ ἐν τοἶς λοιποἶς Εὐαγγελισταἶς, Μάρκῳ, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννη. Σὰ ὀνόματα
Ἰησοὖς Φριστός, Ἐμμανουήλ, υἱὸς τοὖ Εὐλογητοὖ καὶ ὑiὸς Δαυΐδ, καθ᾿ ἕκαστον
λαμβανόμενα, δεν δύνανται να ἐκφράσωσι τὴν ἔννοιαν, ἥν ἐκφράζει τὸ χαρακτηριστικὸν
ὄνομα υἱὸς ἀνθρώπου· διότι τὸ μὲν Ἰησοὖς ἐκφράζει μόνον τὴν ἔννοιαν τοὖ ΢ωτ῅ρος τ῅ς
ἀνθρωπότητος, τὸ δὲ Μεσσίας=Φριστός, τὴν ἔννοιαν τοὖ προφητικοὖ, ἀρχιερατικοὖ καὶ
βασιλικοὖ ἀξιώματος τοὖ ΢ωτ῅ρος· τὰ δὲ ὀνόματα υἱὸς Εὐλογητοὖ καὶ υἱὸς Δαυΐδ, τὸ μέν,
τὴν θείαν φύσιν τοὖ Φριστοὖ, τὸ δέ, τὴν ἀνθρωπίνην ἐδήλου φύσιν καὶ καταγωγήν.
Οὐδὲν λοιπὸν ἐξ αὐτὦν καθ᾿ ἕκαστον λαμβανόμενον ἠδύνατο να δώσῃ πλήρη καὶ
τελείαν ἔννοιαν τοὖ προσώπου τοὖ Κυρίου ἡμὦν, διότι ἕκαστον ὄνομα μίαν ἰδιότητα
Αὐτοὖ ὑπεδήλου, ἕνα Αὐτοὖ χαρακτ῅ρα ἐξέφραζεν. Ἧτο ἄρα ἀνάγκη να χαρακτηρίση
Ἑαυτὸν δι᾿ ὀνόματος περιληπτικοὖ, ἐν ὥ πάντες οἱ χαρακτ῅ρες Αὐτοὖ να ὑποδηλώνται·
τοιοὖτον δὲ ἐθεώρησεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ὡς κατάλληλον χαρακτηριστικὸν τοὖ
προσώπου Αὐτοὖ τὸ ὄνομα Τἱὸς ἀνθρώπου· ἡ δὲ ὑπὸ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἐκλογὴ τοὖ ὀνόματος
δ῅λον ὅτι δίδωσι τέλειον ὁρισμὸν τοὖ Θεανθρώπου, καὶ ἐκφράζει πάσας συλλήβδην τὰς
ἰδιότητας Αὐτοὖ.

΢ΗΜΕΙΨ΢Η

1. Σοιαύτη διδασκαλία φέρεται καὶ ἐν ταἶς παραδόσεσι ξένων ἐθνὦν καὶ ἐν


θρησκευτικοἶς μάλιστα βιβλίοις. Ἐν τῆ θρησκείᾳ τοὖ Ζωροάστρου φέρεται διδασκαλία
ὁμοία πρὸς τὴν τ῅ς Γραφ῅ς· ἐν δὲ τῆ τὦν Αἰγυπτίων εἰκονίζεται ἀνὴρ συντρίβων μὲ τὸ
δόρυ τὴν κεφαλὴν ὄφεως.

2. Προφητεἶαι περὶ τ῅ς φυλ῅ς, γένους, οἴκου, πατριὰς καὶ τοὖ τόπου τ῅ς γεννήσεως τοὖ
Μεσσίου

Εἰ καὶ δεν θ᾿ ἀπεδέχοντο Αὐτὸν ἐπιδημήσαντα οἱ συμφυλέται τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ
Φριστοὖ, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον πρὸς αὐτοὺς ἀπέκειτο να ἔλθῃ· διὸ καὶ ἡ ἀνθρώπινος τοὖ
΢ωτ῅ρος Μεσσίου γενεαλογία κατ᾿ ἀκρίβειαν περιγράφεται ἐν ταἶς προφητείαις ὡς καὶ ὁ
τ῅ς ἐπιφανείας Αὐτοὖ χρόνος. Ἡ θειότης τοὖ προσώπου τοὖ Μεσσίου ἀγγέλλεται σαφὦς
ἐν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκῃ καὶ ἐπικυρούται ὑπὸ τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης ὡς ἐπίσης καὶ ἡ
ἐνανθρώπησις Αὐτοὖ, ὅτι ἐν τέλει ὁ Θεὸς ἐγένετο τέλειος ἄνθρωπος.

Ἡ πρώτη ἀπὸ στόματος Θεοὖ προενεχθεiσα πρόρρησις ἡ μετ᾿ ἔπειτα πληρωθεἶσα κατὰ
τὸ πλήρωμα τοὖ χρόνου ἐστὶν αὕτη· «Καὶ εἷπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ὄφιν (τὸν διάβολον).
Ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοὖ καὶ ἀνὰ μέσον τ῅ς γυναικὸς καὶ ἀνάμεσον τοὖ σπέρματός
σου καὶ ἀνὰ μέσον τοὖ σπέρματος αὐτ῅ς». Περὶ τ῅ς πληρώσεως τ῅ς προρρήσεως ταύτης
ἡ Καινὴ Διαθήκη λέγει τάδε· «ὅτε δὲ ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοὖ χρόνου ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς
τὸν Τἱὸν Αὐτοὖ γενόμενον ἐκ γυναικός» (Γαλ. δ´ 4), ὁ Θεὸς ἔτι λέγει πρὸς τὸν διάβολον
περὶ τ῅ς συντριβ῅ς τοὖ κράτους τ῅ς ἰσχύος αὐτοὖ καὶ περὶ τοὖ πάθους τοὖ Τἱοὖ Αὐτοὖ.
«Αὐτὸς σοὖ τηρήσει κεφαλὴν καὶ σὺ τηρήσεις Αὐτοὖ πτέρναν» (Γεν. γ´ 15). Ἡ Καινὴ
Διαθήκη ἀναφέρει τὴν πλήρωσιν αὐτ῅ς τ῅ς προρρήσεως· ἐν τῆ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ
ὁ Παὖλος λέγει· «ὁ δὲ Θεὸς τ῅ς εἰρήνης συντρίψει τὸν ΢αταν᾵ν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμὦν ἐν
τάχει» (Ρωμ. ιστ´ 20).

Ἡ τοὖ μέλλοντος ΢ωτ῅ρος καὶ Λυτρωτοὖ ἔλευσις καὶ τὸ ἔργον Αὐτοὖ καὶ ὁ θεἶος Αὐτοὖ
χαρακτὴρ ἐν τῆ Παλαιᾶ Γραφῆ πολλάκις ἐπαναλαμβάνεται καὶ πολλάκις περιγράφεται·
ἐν τῆ πρὸς Ἀβραὰμ Διαθήκῃ ὁ Θεὸς λέγει. «Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τ῵ σπέρματί σου
πάντα τὰ ἔθνη τ῅ς γ῅ς» (Γεν. κβ´ 18). Περὶ τ῅ς ἐπαγγελίας ταύτης ὁ Παὖλος ἐν τῆ πρὸς
Γαλάτας ἐπιστολῆ αὐτοὖ λέγει· «Προϊδοὖσα δὲ ἡ Γραφὴ ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοὶ τὰ ἔθνη ὁ
Θεός, προευηγγελίσατο τ῵ Ἀβραάμ, ὅτι εὐλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τὰ ἔθνη»· ὥστε οἱ
ἐκ πίστεως εὐλογοὖνται σὺν τ῵ πιστ῵ Ἀβραάμ» (γ´ 8-16). Ὅτι ἐκ τ῅ς φυλ῅ς Ἰούδα ἔμελλε
να γεννηθῆ ὁ ΢ωτήρ, ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ εὐλόγων τὸν Ἰούδαν λέγει·« Ἰούδα, σὲ
αἰνέσουσιν οἱ ἀδελφοὶ σοὖ... προσκυνήσουσι σὲ οἱ υἱοὶ τοὖ πατρός σου. ΢κύμνος λέοντος
Ἰούδα· ἐκ βλαστοὖ υἱέ μου ἀνέβης· ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος, τὶς
ἐγερεὶ αὐτόν;» (Γεν. μθ´ 8-9). Ὁ Ἡσαΐας ὁ μεγαλοφωνότατος προφητεύει τὴν ἐξ Ἰούδα
ἔλευσιν τοὖ ΢ωτ῅ρος καὶ προαναγγέλλει ὅτι ἐκ τ῅ς ὆ίζης Ἰεσσαὶ ἀπογόνου τοὖ Ἰούδα,
θέλει προέλθει ὁ ἐπηγγελμένος ΢ωτὴρ τοὖ κόσμου· «καὶ ἐξελευσεται ὆άβδος ἐκ τ῅ς ὆ίζης
Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἀναβήσεται ἐκ τ῅ς ὆ίζης καὶ ἀναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν πνεὖμα τοὖ Θεοὖ,
πνεὖμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεὖμα βουλ῅ς καὶ ἰσχύος, πνεὖμα γνώσεως καὶ
εὐσεβείας· ἐμπλήσει αὐτὸν πνεὖμα φόβου Θεοὖ» (Ἡσ. ια´ 1-3).

«Καὶ ἔσται ἐν τῆ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἡ ὆ίζα τοὖ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνὦν, ἐπ᾿
αὐτ῵ ἔθνη ἐλπιοὖσι· καὶ εἷναι ἡ ἀνάπαυσις αὐτοὖ τιμή» (αὐτ. 10).

Καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας προφητεύει περὶ τ῅ς ἐλεύσεως τοὖ ΢ωτ῅ρος ὅτι ἐκ σπέρματος
ἔσται Δαυΐδ, λέγων. «Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἀναστήσω τ῵ Δαυῒδ
ἀνατολὴν δικαίαν, καὶ βασιλεύσει βασιλεύς, καὶ συνήσει, καὶ ποιήσει κρἶμα καὶ
δικαιοσύνην ἐπὶ τ῅ς γ῅ς... καὶ τοὖτο τὸ ὄνομα αὐτοὖ, ὁ καλέσει Κύριος Ἰωσεδέκ=ὁ Κύριος
ἡ δικαιοσύνη ἡμὦν» (Ἱερεμ. κγ´ 5-6).

Καὶ ὁ προφήτης Μιχαίας περὶ τοὖ τόπου τ῅ς γεννήσεως τοὖ ΢ωτ῅ρος λέγει τάδε. «Καὶ σὺ
Βηθλεέμ, οἷκος τοὖ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἰ τοὖ εἷναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδᾳ· ἐκ σοὖ μοι
ἐξελεύσεται ἡγούμενος τοὖ εἷναι εἰς ἄρχοντα ἐν τ῵ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοὖ ἀπ᾿
ἀρχ῅ς ἐξ ἡμερὦν αἰὦνος» (Μιχ. ε´ 2, Ματθ. β´ 6).

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προορᾶ τὴν γέννησιν τοὖ ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα Τἱοὖ τοὖ
Θεοὖ, λέγων.

«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμἶν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμἶν, οὐ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοὖ ὤμου αὐτοὖ·
καὶ καλεiται τὸ ὄνομα αὐτοὖ μεγάλης βουλ῅ς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεός,
ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοὖ μέλλοντος αἰὦνος. Ἐγὼ γὰρ ἄξω
εἰρήνην ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγείαν αὐτ῵. Μεγάλη ἡ ἀρχὴ αὐτοὖ, καὶ τ῅ς
εἰρήνης αὐτοὖ οὔκ ἐστιν ὅριον ἐπὶ τὸν θρόνον Δαυΐδ· καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοὖ
κατορθώσαι αὐτήν, καὶ ἀντιλαβέσθαι αὐτ῅ς ἐν κρίματι καὶ δικαιοσύνη ἀπὸ τοὖ νυν καὶ
ἕως τὸν αἰὦνα χρόνον. Ὁ ζ῅λος Κυρίου ΢αβαὼθ ποιήσει ταὖτα» (Ἡσ. θ´ 5-7).

«Ἐγὼ Κύριος o Θεὸς ἐκάλεσα σὲ ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ κρατήσω σὲ τ῅ς χειρὸς καὶ ἐνισχύσω
σὲ καὶ ἔδωκα σὲ εἰς διαθήκην γένους, εἰς φὦς ἐθνὦν, ἀνοίξαι ὀφθαλμοὺς τυφλὦν,
ἐξαγαγεἶν ἐκ δεσμὦν δεδεμένους, καὶ ἐξ οἴκου φυλακ῅ς καὶ καθημένους ἐν σκότει» (αὐτ.
μβ´ 6-7).

«Οὐ κατὰ τὴν δόξαν κρινεἶ οὐδὲ κατὰ τὴν λαλιὰν ἐλέγξει, ἀλλὰ κρινεἶ ἐν δικαιοσύνῃ
ταπειν῵ κρίσιν, καὶ ἐλέγξει ἐν εὐθύτητι τοὺς ταπεινοὺς τ῅ς γ῅ς καὶ πατάξει γ῅ν τ῵ λόγῳ
τοὖ στόματος αὐτοὖ, καὶ ἐν πνεύματι διὰ χειλέων ἀνελεὶ ἀσεβ῅, καὶ ἔσται δικαιοσύνη
ἐζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοὖ καὶ ἀληθείᾳ ἠλειμμένος τὴν πλευρὰν αὐτοὖ» (αὐτ. ια´ 4-5).

«Προσέχετε τοἶς ὧσιν ὑμὦν καὶ ἐπακαλουθήσατε ταἶς ὁδοἶς μου· ἐπακούσατέ μου, καὶ
ζήσεται ἐν ἀγαθοἶς ἡ ψυχὴ ὑμὦν, καὶ διαθήσομαι ὑμἶν διαθήκην αἰώνιον, τὰ ὅσια Δαυῒδ
τὰ πιστά. Ἰδοὺ μαρτύριον ἐν ἔθνεσι δέδωκα αὐτὸν ἄρχοντα καὶ προστάσσοντα ἔθνεσιν»
(Ἡσ.νε´ 3-4).

Ὁ Ἱερεμίας προφητεύει περὶ τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης τοὖ μέλλοντος λυτρωτοὖ. «Ἰδοὺ ἡμέραι
ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ διαθήσομαι τ῵ οἴκῳ Ἰσραὴλ καὶ τ῵ οἴκῳ Ἰούδᾳ διαθήκην
καινήν, οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἥν διέθεμην τοἶς πατράσιν αὐτὦν, ἐν ἡμέρᾳ
ἐπιλαβομένου μου τ῅ς χειρὸς αὐτὦν ἐξαγαγὼν αὐτοὺς ἐκ τ῅ς γ῅ς Αἰγύπτου, ὅτι οὐκ
ἐνέμειναν ἐν τῆ διαθήκῃ μου, καγὼ ἠμέλησα αὐτὦν, φησὶ Κύριος, ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη, ἥν
διαθήσομαι τ῵ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος, διδοὺς νόμους μου εἰς
τὴν διάνοιαν αὐτὦν, καὶ ἐπιγράψω αὐτοὺς ἐπὶ τὰς καρδίας αὐτὦν, καὶ ὄψομαι αὐτούς,
καὶ ἔσομαι αὐτοἶς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν. Καὶ οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος
τὸν πλησίον αὐτοὖ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοὖ λέγων, γνὦθι Κύριον ὅτι πάντες
εἰδήσουσι μέ, ἀπὸ μικροὖ αὐτὦν ἕως μεγάλου αὐτὦν· φησὶ Κύριος· ὅτι ἵλεως ἔσομαι ταἶς
ἀδικίαις.αὐτὦν καὶ τὦν ἀνομιὦν αὐτὦν οὐ μὴ μνησθὦ ἔτι» (Ἑβρ. η´ 7-13, Ἱερ. λα´ 31-34).

Σὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν ἐκ τ῅ς ὆ίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἐκ σπέρματος Δαυῒδ ὁ θαυμαστὸς


σύμβουλος, ὁ μεγάλης βουλ῅ς ἄγγελος, ὁ ἄγγελος τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης, ὁ πατὴρ τοὖ
μέλλοντος αἰὦνος, ὁ Κραταιὸς Θεός, ὁ μέλλων να συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν τοὖ ἀρχαίου
ὄφεως, τοὖ μεγάλου δράκοντος (Ἀποκ. ιβ´ 8-9), εἷναι ὁ υἱὸς τοὖ ἀνθρώπου ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν
κόσμον ἵνα σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Ο὘τος ὁ πανσθενὴς Θεὸς γέγραπται, ὅτι ἔμελλε να
γεννηθῆ ἐν Βηθλεὲμ ἐν οἴκῳ Ἐφραθά, διότι ἐξ αὐτ῅ς ἔμελλεν να ἐξέλθῃ ἡγούμενος καὶ
ἄρχων ἐν Ἰσραὴλ κατὰ τὰς ἀπ᾿ ἀρχ῅ς ἐξ ἡμερὦν αἰὦνος ἐξόδους αὐτοὖ. Αὐτ῵ μόνῳ ἔθνη
ἐλπιοὖσιν.

Προφητεἶαι πληρωθεἶσαι εἰς τὸ πρόσωπον τοὖ Ἰησοὖ

1. «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὠσηὲ ια´ 1, Ματθ.β´ 15).

2. «Υωνὴ ἐν Ῥαμᾶ, ἠκούσθη, θρ῅νος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς. Ῥαχὴλ κλαίουσα
τὰ τέκνα αὐτ῅ς· καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθ῅ναι, ὅτι οὔκ εἰσιν» (Ἱερεμ. λα´ 15, Ματθ.β´ 17).

3. «Υωνὴ βοὦντος ἐν τῆ ἐρήμῳ. Ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου εὐθείας ποιεἶτε τὰς τρίβους
αὐτοὖ (Ἡσ. μ´ 3, Ματθ. γ´ 3).

4. «Ὅτι τοἶς ἀγγέλοις αὐτοὖ ἐντελεἶται περὶ σοὖ, καὶ ἐπὶ χειρὦν ἀροὖσι σέ, μήποτε
προσκόψης πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Χαλμ. 90, 11-12, Ματθ. δ´ 6).

5. «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτ. στ´ 16, Ματθ. δ´ 7).
6. «Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμὦν ἔλαβε, καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν» (Ἡσ. νγ´ 4, Ματθ. η´
17).

7. «Ἰδοὺ ἑγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν
σου ἔμπροσθέν σου» (Μαλ. γ´ 1, Ἡσ. μ´ 3, Ματθ. ια´ 10).

8. «Ἰδού, ὁ παἶς μου, ὃν ἠρέτισα· ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ
πνεὖμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοἶς ἔθνεσιν ἀπαγγελεἶ· οὐκ ἐρίσει, οὐδὲ κραυγάσει·
οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταἶς πλατείαις τὴν φωνὴν αὐτοὖ. Κάλαμον συντετριμμένον οὐ
κατεάξει, καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει· ἕως ἅν ἐκβάλῃ εἰς νἶκος τὴν κρίσιν. Καὶ ἐν τ῵
ὀνόματι αὐτοὖ ἔθνη ἐλπιοὖσι» (Ἡσ. μβ´ 1-4, Ματθ. ιβ´ 18).

9. «Ὥσπερ γὰρ ἥν Ἴωνας ἐν τῆ κοιλίᾳ τοὖ κήτους τρεἶς ἡμέρας καὶ τρεἶς νύκτας, οὕτως
ἔσται ὁ υἱὸς τοὖ ἀνθρώπου ἐν τῆ καρδίᾳ τ῅ς γ῅ς τρεἶς ἡμέρας καὶ τρεἶς νύκτας» (Ἴωνα β´
1, Ματθ. ιβ´ 40).

10. «Ἀκοὴ ἀκούσετε, καὶ οὐ μὴ συν῅τε· καὶ βλέποντες βλέψετε, καὶ οὐ μὴ ἴδητε.
Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοὖ λαοὖ τούτου, καὶ τοἶς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτὦν ἐκάμμυσαν· μήποτε ἴδωσι τοἶς ὀφθαλμοἶς, καὶ τοἶς ὧσιν ἀκούσωσι,
καὶ τῆ καρδίᾳ συνὦσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς» (Ἡσ.στ´ 9-10, Ματθ. ιγ´ 14).

11. «Ἀνοίξω ἐν παραβολαἶς τὸ στόμα μου· ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπὸ καταβολ῅ς


κόσμου» (Χαλμ. οζ´ 2-3, Ματθ. ιγ´ 34-35).

12. «Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς ο὘τος τ῵ στόματι αὐτὦν καὶ τοἶς χείλεσι μὲ τιμᾶ· ἡ δὲ καρδία
αὐτὦν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἑμοὖ. Μάτην δὲ σέβονται μέ, διδάσκοντες διδασκαλίας,
ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Ἡσ. κθ´ 13, Ματθ. ιε´ 8).
Ἅγιος Νεκτάριος

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου

«Μελέτη περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου


τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας»

ἐκδοθὲν τὸ πρὦτον ἐν Ἀθήναις τὸ 1901

[Κεφάλαιον Β´] [Κεφάλαιον Γ´]

ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Β´

Περὶ τοὖ σεβασμοὖ τὦν πιστὦν πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον καὶ
Ἀειπάρθενον Μαρίαν
καὶ περὶ τὦν ἁγίων αὐτ῅ς εἰκόνων καὶ περὶ τὦν ἱερὦν ναὦν τὦν τιμωμένων ἐπ᾿ ὀνόματι
αὐτ῅ς

Ἡ Θεοτόκος τοσούτου ἀπέλαυε σεβασμοὖ παρὰ τὦν πιστὦν, τοσαύτης τιμ῅ς καὶ ἀγάπης,
ὥστε πρὸς ταύτην μετὰ Θεόν, πλὴν τ῅ς λατρείας, τὰ δευτερεἶα τ῅ς τιμ῅ς, τοὖ σεβασμοὖ
καὶ τ῅ς ἀγάπης ἀπέδιδαν. Ὁ σεβασμὸς τὦν πιστὦν πρὸς τὴν παρθένον Θεοτόκον
Μαρίαν ἀνέρχεται εἰς αὐτὸν τὸν Α´ καὶ Β´ αἰὦνα, καὶ ἐπεβάλλετο ὑπ᾿ αὐτὦν τὦν Ἱερὦν
Γραφὦν μνημονευουσὦν τοὖ ὀνόματος αὐτ῅ς ὡς κεχαριτωμένης καὶ εὐλογημένης καὶ ὡς
εὑρούσης χάριν παρὰ τ῵ Θε῵ μόνης μεταξὺ πασὦν τὦν γυναικὦν.

*****

Αὕτη ἡ Θεοτόκος ἐν πνεύματι προφητικ῵ ἤδη ἀναγγελεἶ τὴν περιωπὴν αὐτ῅ς μεταξὺ
πασὦν τὦν γενεὦν, λέγουσα: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοὖ νὖν μακαριοὖσί με π᾵σαι αἱ γενεαί
κτλ.» (Λουκ. α´ 48). Καὶ ἀληθὦς ἀπὸ τοὖ χρόνου ἐκείνου ἤρξατο ὁ μακαρισμὸς τ῅ς
Θεοτόκου. Σὴν Θεοτόκον ἐμακάρισε πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἥτις, πλησθεἶσα πνεύματος
ἁγίου, ἀνεφώνησε φωνῆ μεγάλῃ καὶ εἷπεν «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος
ὁ καρπὸς τ῅ς κοιλίας σου, καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοἶς
λελαλημένοις αὐτῆ παρὰ Κυρίου» (Λουκ. α´ 42-45).

Ἐπίσης αἱ σύγχρονοι γυναἶκες αἱ θεωροὖσαι τὴν παρθένον ἀγκαλοφοροὖσαν τὸ θεἶον


βρέφος πάντως θὰ ἐμακάριζον αὐτήν.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκ᾵ς ἀναφέρει τὴν ἐπάρασαν φωνὴν ἐκ τοὖ ὄχλου καὶ μακαρίσασαν
τὴν γαλακτοτροφήσασαν τὸν Κύριον Μητέρα (ια´ 27).

*****

Ἐκ τ῅ς χριστιανικ῅ς ἀρχαιολογίας μανθάνομεν ὅτι αἱ εἰκόνες τ῅ς θεομήτορος


εἰκονίζοντο καὶ ἐτιμὦντο ἀπὸ τοὖ Α´ ἥδη καὶ Β´ αἰὦνος. Καὶ οὐκ ἦν ἄλλως γενέσθαι, τοὖ
Εὐαγγελίου αὐτοὖ συνιστώντας τὴν τιμὴν πρὸς τὴν Θεοτόκον Παρθένον Μαρίαν, καὶ
αὐτ῅ς τ῅ς Θεοτόκου ἀναγγελούσης ὅτι «ἀπὸ τοὖ νὖν μακαριοὖσι με π᾵σαι αἱ γενεαί».
Ὅθεν ἡ Θεοτόκος ἐτιμ᾵το καὶ ἐμακαρίζετο ἀπὸ πασὦν τὦν γενεὦν τὦν ἀπὸ τοὖ
Εὐαγγελισμοὖ αὐτ῅ς μέχρι σήμερον καὶ θέλει μακαρίζεται μέχρι τ῅ς συντελείας τὦν
αἰώνων. Οἱ τὴν τιμὴν δὲ καὶ τὸν μακαρισμὸν τ῅ς Θεοτόκου μὴ προσφέροντες πρὸς ὆ητὰς
τοὖ Εὐαγγελίου ἐντολὰς ἀντιστρατεύονται, διότι ὅλον τὸ Εὐαγγέλιόν ἐστι νόμος, καὶ ἡ
ἀθέτησις ἑνὸς ἰὦτα ἥ μι᾵ς κεραίας ἐστὶν ἀθέτησις τοὖ νόμου.

*****

Κατά τὴν Γ´ πλέον ἑκατονταετηρίδα ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Θεοτόκον ἐξεδηλοὖτο μέγας.
Ἡ χριστιανικὴ ὑμνῳδία ὑμνεἶ τὴν Παρθένον καὶ Θεοτόκον Μαρίαν ὡς Βασίλισσαν τοὖ
Οὐρανοὖ καὶ Κυρίαν τὦν Ἀγγέλων. Κατὰ τὴν ἐποχὴν δὲ ταύτην ἀνεφάνησαν ἔν τισι
χώραις, ἔνθα εὐάριθμοι χριστιανοὶ συνοικοὖν μετὰ πολυαρίθμων ἐθνικὦν, κακόδοξοί
τινες, οἵτινες ἀνήγαγον τὸν πρὸς τὴν Θεοτόκον σεβασμὸν εἰς λατρείαν καὶ ἀπένειμαν τῆ
Παρθένῳ Μαρίᾳ ἰσόθεον τιμὴν κατὰ μίμησιν τὦν ἀπὸ τὦν ἐθνικὦν λατρευομένων
γυναικείων θεοτήτων.

Ἡ κακόδοξος αὕτη αἵρεσις ἐπεκλήθη τὦν Κολλυριδιανὦν διὰ τοὺς πλακοὖντας ἥ


κολλυρίδας, ἃς ὡς θυσίαν προσέφεραν καθ᾿ ὡρισμένην ἡμέραν ἐπὶ δίφρου καὶ οὓς
ἔπειτα ἔτρωγαν (Ἐπιφάνιος ἐν αἱρέσει 78 καὶ 79). Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν ἀνεφάνησαν
καὶ οἱ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι τὦν Κολλυριδιανὦν, οἱ Ἀντιδικομαριανἶται λεγόμενοι, οἱ
τὴν δόξαν τ῅ς Μητρὸς τοὖ Κυρίου μὴ ἀνεχόμενοι, οἵτινες καὶ ἐπὶ τοσούτον
ἐξετραχηλίσθησαν, ὥστε νὰ τολμήσωσι νὰ εἴπωσιν, ὅτι ἡ Παρθένος μετὰ τὴν γέννησιν
τοὖ ΢ωτ῅ρος συν῅λθεν ἀνδρὶ καὶ ἔτεκε καὶ ἄλλα τέκνα. Σαύτης τ῅ς αἱρέσεως ζηλωταὶ
ἐγένοντο καὶ οἱ νεώτεροι ἀντιδικομαριανἶται, οἱ τὴν ἀειπαρθενίαν καὶ τὴν προσωνυμίαν
Θεοτόκος ἀρνούμενοι.

*****

Σάς αἱρέσεις ταύτας ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε καὶ κατέκρινε, καὶ εὐκρινὦς διετύπωσε τὴν
ὀρθὴν καὶ ἀσφαλ῅ αὐτ῅ς δόξαν, καθ᾿ ἣν τὴν ἀειπάρθενον κόρην ὡς Θεοτόκον ὀφείλομεν
νὰ τιμὦμεν, οὐχὶ δὲ ὡς Θεὸν νὰ προσκυνὦμεν (Κύριλλος). Αἱ αἱρέσεις τὦν
Κολλυριδιανὦν καὶ τὦν Ἀντιδικομαριανιτὦν, αἱ κατὰ τὴν Γ´ Ἑκατονταετηρίδα
ἐμφανισθεἶσαι, μαρτυροὖσι παρεκτροπὴν ἀπὸ τ῅ς ἀληθοὖς δόξης τ῅ς Καθολικ῅ς
Ἐκκλησίας, ἥτις εὑρίσκετο ἐν τ῵ μέσῳ τὦν δύο ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων αἱρέσεων.

*****

Ὁ Ἐπιφάνιος ἐν αἱρέσει οη´ κεφ. 23 λέγει «Ἄλλους πάλιν ἀφραίνοντας εἰς τὴν ὑπὲρ τ῅ς
αὐτ῅ς ἁγίας ἀειπαρθένου ὑπόθεσιν, ἀντὶ Θεοὖ ταύτην προσάγειν ἐσπουδακότας καὶ
σπουδάζοντας, καὶ ἐν ἐμβροντήσει τινὶ καὶ φρενοβλαβείᾳ φερομένους. Διηγοὖνται γὰρ
ὥς τινες γυναἶκες ἐν τῆ Ἀραβίᾳ ἀπὸ τὦν μερὦν τ῅ς Θρᾴκης τοὖτό γε τὸ κενοφώνημα
ἐνηνόχασιν, ὡς εἰς ὄνομα τ῅ς ἀειπαρθένου κολλυρίδα τινὰ ἐπιτελεἶν, καὶ συνάγεσθαι
ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ εἰς ὄνομα τ῅ς ἁγίας Παρθένου ὑπὲρ τὸ μέτρον τι πειρ᾵σθαι ἀθεμίτῳ καὶ
βλασφήμῳ ἐπιχειρεἶν πράγματι, καὶ εἰς ὄνομα αὐτ῅ς ἱερουργεἶν διὰ γυναικὦν».

Καὶ ἐν αἱρέσει οθ´ κεφ. 1 λέγει «Ἡ αἵρεσις πάλιν ἐν τῆ Ἀραβίᾳ ἀπὸ τ῅ς Θρᾴκης καὶ τὦν
ἄνω μερὦν τ῅ς ΢κυθίας ἀνεδείχθη... τινὲς γυναἶκες κουρικόν τινα κοσμοὖσαι, (ἤτοι
δίφρον τετράγωνον), ἁπλώσασαι ἐπ᾿ αὐτὸν ὀθόνην, ἐν ἡμέρᾳ τινὶ φανερᾶ τοὖ ἔτους, ἐν
ἡμέραις τισιν ἄρτον προτιθέασι καὶ ἀναφέρουσιν εἰς ὄνομα τ῅ς Μαρίας, αἱ π᾵σαι δὲ ἀπὸ
τοὖ ἄρτου μεταλαμβάνουσιν».
Οὐχ ἧττον κατὰ τὴν Δ´ ἥδη ἑκατονταετηρίδα ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν
Θεομήτορα ἐξεδηλώθη καὶ ἐξωτερικὦς ἐπὶ μ᾵λλον λαμπρότερος δι᾿ ἀνεγέρσεως
μεγαλοπρεπὦν Ἱερὦν Ναὦν ἀφιερωμένων εἰς τὸ ὄνομα τ῅ς Θεομήτορος. Ἡ Θεοτόκος ἦν
καὶ ἐστι καὶ ἔσται τοἶς πιστοἶς ἡ ἄμαχος προστάτις καὶ ὁ ταχὺς ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός.
Σαύτην ἐπεκαλοὖντο ἐν κινδύνοις καὶ ἐν θλίψεσι, καὶ ταύτην εἷχον ὑπέρμαχον
στρατηγὸν ἐν τοἶς πολέμοις. Ἡ ἀπροσμάχητος αὐτ῅ς δύναμις συνέτριβε τοὺς πολεμίους
καὶ ἡ μητρικὴ πρὸς τὸν Τἱὸν καὶ Θεὸν Αὐτ῅ς παρρησία τὸ θεἶον ἐπὶ τοὺς πιστοὺς
ἐδαψίλευεν ἔλεος. Ἡ εὐλάβεια τὦν πιστὦν πρὸς τὴν Θεομήτορα ἀπὸ τοὖ χρόνου τ῅ς
καταδίκης τ῅ς αἱρέσεως τοὖ Νεστορίου ἐξεδηλοὖτο καθ᾿ ἅπαν τὸ Ῥωμαϊκὸν κράτος διὰ
λαμπρὦν ἑορτὦν καὶ πνευματικὦν πανηγύρεων, οἱ δὲ πανταχοὖ ἀνεγειρόμενοι ἐπ᾿
ὀνόματι τ῅ς θεομήτορος μεγαλοπρεπεἶς ναοὶ λαμπρὦς διεκοσμοὖντο καὶ κάλλει
διέπρεπον.

*****

Ἡ ἠδραιωμένη δὲ αὐτὴ ἐν ταἶς καρδίαις τὦν πιστὦν εὐλάβεια πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ
ἀειπάρθενον Μητέρα τοὖ Κυρίου, ἀρξαμένη ἀπὸ τ῅ς ἀναδείξεως αὐτ῅ς ὡς Μητρὸς τοὖ
Κυρίου, διετέλεσεν ἀμετάπτωτος καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰὦνας καὶ θέλει διαμείνῃ παρὰ τοἶς
πιστοἶς εἰς ἅπαντα τὸν αἰὦνα ἀσάλευτος.

ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Γ´

Περὶ τ῅ς προσωνυμίας Θεοτόκος

Ἡ προσωνυμία Θεοτόκος, δι᾿ ἧς προσφωνεἶται ἡ Ὑπεραγία Δέσποινα ἡμὦν καὶ Μήτηρ


τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, εἷναι ἡ μόνη προσήκουσα αὐτῆ ἐπωνυμία. Οἱ
ἀποκρούοντες τὸ ὄνομα Θεοτόκος λέγουσιν ὅτι ὅλοι οἱ σημαντικοὶ πατέρες τ῅ς
ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας μέχρι τοὖ Ἐπιφανίου, ἤτοι ἐπὶ 400 ἔτη μ.Φ. οἸον
Πολύκαρπος, Εἰρηναἶος, Ἰουστίνος ὁ μάρτυς, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Φρυσόστομος,
Βασίλειος εἰς τὰ γνήσια συγγράμματα αὐτὦν, ἀναφέροντες τὸ ὄνομα τ῅ς Παναγίας,
ὀνομάζουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεἶστον Μαρίαν, Μητέρα τοὖ Φριστοὖ, Μαρίαν Παρθένον, Ἁγίαν
Παρθένον κτλ. ἀλλὰ ποτὲ Θεοτόκον» λέγουσι δ᾿ ὅτι τὸ ὄνομα τοὖτο ἔγεινε συχνότατον
ἀπὸ τ῅ς ἐν Ἐφέσῳ τ῵ 430 μ.Φ. συνελθούσης Οἰκουμενικ῅ς Γ´ ΢υνόδου.

*****

Πρὸς ταὖτα ἀπαντὦμεν, ἐξ αὐτὦν τούτων τὦν θείων Πατέρων καὶ διδασκάλων τ῅ς
ἐκκλησίας φέροντες τὰς ἀποδείξεις. Καὶ ἐν τοἶς προφήταις καὶ ἐν πάσῃ τῆ Κ. Διαθήκῃ, ἐν
οἸς ἡ ἐκ παρθένου γέννησις τοὖ Φριστοὖ προφητεύεται καὶ εὐαγγελίζεται, Θεοτόκος ἡ
Μαριὰμ κηρύττεται, διότι αὕτη ἐγέννησεν οὐκ ἄνθρωπον ψιλόν, ἀλλὰ Θεὸν
σεσαρκωμένον ἀληθὦς καὶ κυρίως, καὶ τοιαύτην πιστεύοντες ὁμολογοὖσι, συνῳδὰ πρὸς
τὴν δόξαν τ῅ς Ὀρθοδόξου ἡμὦν Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας καὶ ἅπαντες ἐν γένει οἱ ἱεροὶ τ῅ς
ἐκκλησίας φωστ῅ρες ἀπὸ τοὖ πρώτου μέχρι τοὖ ἐσχάτου ὡς παραδεχόμενοι τὴν
παρθένον Μαρίαν Μητέρα Θεοὖ.

*****
Καὶ ἐν πρώτοις παρὰ τ῵ Ὠριγένει πρώτῳ (τ῵ 230 μ.Φ.) εὑρίσκομεν πρὦτον τὸ ὄνομα τ῅ς
Παρθένου Θεοτόκος. Ο὘τος Θεοτόκον τὴν παρθένον ἐκάλεσεν ἑρμηνεύων τὸ λγ´
ἐδάφιον τοὖ κβ´ κεφ. τοὖ Δευτερονομίου, «τὴν ἥδη μεμνηστευμένην γυναἶκα καλεἶ οὕτω
καὶ ἐπὶ τοὖ Ἰωσὴφ καὶ τ῅ς Θεοτόκου ἐλέχθη». Ὁ Ὠριγένης, ὁ κατακριθεὶς δι᾿ ἄλλας αὐτοὖ
κακοδοξίας δὲν κατεκρίθη διὰ τὸ ὄνομα «Θεοτόκος», ὅπερ θὰ ἐγίνετο, ἐὰν τοὖτο ἧτο
καινόν τι προσφώνημα καὶ οὐχὶ παλαιόν. Καὶ σημείωσαι ὅτι ὁ Ὠριγένης μαθητὴς ἦν τοὖ
Ἱεροὖ Κλήμεντος τοὖ Ἀλεξανδρέως τοὖ ἐν ἔτει 180 μετὰ Φριστὸν ἀκμάσαντος, καὶ δ῅λον,
ὅτι παρ᾿ αὐτοὖ ἐμυήθη τὴν ἱερὰν συνήθειαν τὴν ἐν τῆ ἐκκλησία καὶ τοἶς π᾵σι γνωστὴν
ἐντεὖθεν καὶ οὐ κατεκρίθη.

*****

Καὶ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας τ῵ 250 γράφων πρὸς Παὖλον τὸν ΢αμοσατέα λέγει: «τὸν
σαρκωθέντα ἐκ τ῅ς Ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας».

*****

Καὶ Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργὸς τ῵ 275 (λόγ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν)


λέγει: «ταύτης οὗν τ῅ς προφητείας τὴν Ὢδὴν ἡ Ἁγία Θεοτόκος ἀνέπεμπε λέγουσα,
Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον κτλ.»

*****

Καὶ ὁ Ἱερὸς Μεθόδιος ἐπίσκοπος Πατάρων καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς (τ῵ 300-311)
λέγει: «Καὶ δὴ λαβομένη ἡ Θεοτόκος τὸν ἐκ τοὖ ἀχράντου καὶ παναμώμου αὐτ῅ς
θυσιαστηρίου σαρκωθέντα ζωοποιὸν καὶ ἀνέκφραστον ἄνθρακα, ὡς λαβίδι...» Καὶ
ἀλλαχοὖ: «ἐπὶ τούτοις παρρησιασάμενος ὁ δίκαιος, καὶ τῆ προτροπῆ εἷξας τ῅ς
διακονησαμένης Θε῵ πρὸς ἀνθρώπους θεομήτορος...» Καὶ ἀλλαχοὖ πάλιν «τί πρὸς σὲ
φθέγξομαι, ὧ μ῅τερ παρθένε, καὶ παρθένε μ῅τερ; Πατρικοἶς σε ὕμνοις προσφθέγξομαι,
θύγατερ Δαυὶδ καὶ μ῅τερ τοὖ Κυρίου καὶ Θεοὖ Δαυίδ... ὥ πασὦν γενεὦν ὑψηλοτέρα καὶ
πάντων ὁρατὦν τε καὶ ἀοράτων δημιουργημάτων τιμιωτέρα φανεἶσα, διὰ σοὖ γέγονε
Κύριος ὁ Θεὸς τὦν δυνάμεων μεθ᾿ ἡμὦν. Εὗγε εὗγε εὗγε Μ῅τερ Θεοὖ, καὶ δούλη».

*****

Καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος ὁ μετὰ τὸν Ἀχιλλὰν τ῵ 320, γράφων πρὸς τὸν
Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξανδρον τὸν ἐπὶ τ῅ς Α´ οἰκουμενικ῅ς ἁγίας ΢υνόδου, καὶ
Ἄμμων Ἐπίσκοπος Ἀνδριανουπόλεως, Θεοτόκον τὴν Παρθένον ἐκάλουν.

*****

Καὶ ὁ Παμφίλου Εὐσέβιος τ῵ 320 (ἐν βίῳ Κωνσταντίνου κεφ. μγ´) λέγει: «Διὸ δὴ βασιλὶς ἡ
θεοσεβεστάτη (Ἑλένη), τ῅ς Θεοτόκου τὴν κύησιν (ἤτοι τὴν Βηθλεέμ), μνήμασι
θαυμαστοἶς κατεκόσμοι». Καὶ μητέρα Θεοὖ ὁ αὐτὸς ὀνομάζει τὴν Παρθένον, λέγων
«ἀνάγκη γὰρ τὸν δημιουργὸν τὦν ἔργων αὐτοὖ κήδεσθαι, ἐπεὶ δὲ κοσμικ῵ σώματι
πλησιάζειν ἔν τε τῆ γῆ χρονίζειν ἔμελλε, τ῅ς χρείας τοὖτο ἀπαιτούσης, νέαν τινὰ
γέννησιν ἑαυτοὖ ἐμηχανήσατο, χωρὶς γὰρ τοι γάμων σύλληψις, καὶ Ἁγν῅ς παρθενίας
εἰλειθυἶα, καὶ Θεοὖ μήτηρ, κόρη κτλ.» (βλ. αὐτόθι σ. 162).

*****
Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ φωστὴρ τ῅ς Ἀλεξανδρείας τ῵ 330 λέγει «καὶ αὐτὸς δὲ ὁ
Ἄγγελος δρώμενος ὁμολογεἶ ἀπεστάλαι παρὰ τοὖ δεσπότου, ὡς ἐπὶ Ζαχαρίου ὁ Γαβριήλ,
καὶ ἐπὶ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας ὁ αὐτὸς ὡμολόγησε». Καὶ πάλιν «σκοπὸς τοίνυν ο὘τος καὶ
χαρακτὴρ τ῅ς ἁγίας Γραφ῅ς, ὡς πολλάκις εἴπομεν, διπλ῅ν εἷναι τὴν περὶ τοὖ ΢ωτ῅ρος
ἐπαγγελίαν ἐν αὐτῆ ὅτι τε ἀεὶ Θεὸς ὣν καὶ υἱός ἐστι, λόγος ὣν καὶ ἀπαύγασμα καὶ σοφία
τοὖ Πατρός, καὶ ὅτι ὕστερον δι᾿ ἡμ᾵ς σάρκα λαβὼν ἐκ παρθένου τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας
ἄνθρωπος γέγονε». Καὶ πάλιν «ὅθεν καὶ γενομένης τ῅ς σαρκὸς ἐκ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας,
αὐτὸς λέγεται γεγενν῅σθαι ὁ τοἶς ἄλλοις γέννησιν εἰς τὸ εἷναι παρέχων καὶ ὁ Ἰωάννης
γενομένης φων῅ς παρὰ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει». Καὶ πάλιν
«πόσον ἅν τὶς εἷποι τὸ καύχημα τ῅ς Ἁγίας παρθένου, καὶ θεοειδοὖς Μαρίας». Καὶ
ἀλλαχοὖ, «Διὸ καὶ παρθενομήτωρ ὡς Θεοτόκος ἡ Ἁγία Μαρία.» (Ἀθανασ. λογ. γ. κατὰ
Ἄρειον: τόμ. α´ σελ. 563-579-583, τόμ. β´ σελ. 824-875-1271 τόμ. γ´ σελ. 1351 κ. ἐξ.).

*****

Καὶ Γρηγόριος ὁ θεολόγος τ῵ 370, (ἐπιστ. πρὸς Κληδ. τόμ. α´ σελ. 738) κατὰ
Ἀπολλιναρίου, λέγει: «Εἰ τις οὐ Θεοτόκον τὴν Μαρίαν ὑπολαμβάνει χωρίς ἐστι τ῅ς
Θεότητος.» Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς (λόγος α´ περὶ Τἱοὖ, πρὸς Ἕλληνας) «Ποὖ γὰρ ἐν τοἶς σοἶς
ἔγνως Θεοτόκον παρθένον;» ὡσαύτως καὶ ἐν λόγῳ λε´ «Θεοτόκον παρθένον» τὴν
Παναγίαν ὀνομάζει.

*****

Καὶ Ἰωάννης ὁ Φρυσόστομος τ῵ 400 (λόγ. εἰς τὴν Ἁγίαν παρθένον τόμ. ε´ σελ. 876 Ἐκδ.
Ἔτον.) λέγει: «Οὐδὲν τοίνυν ἐν βίῳ οἸον ἡ Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, ὧ ἄνθρωπε, π᾵σαν
τὴν κτίσιν τ῵ λογισμ῵, καὶ βλέπε εἴ ἐστιν ἴσον ἥ μεἶζον τ῅ς Ἁγίας Θεοτόκου παρθένου,
περινόστησον τὴν γ῅ν, περίβλεψον τὴν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τὸν ἀέρα, τοὺς
οὐρανοὺς τῆ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τὰς ἀοράτους πάσας δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καὶ βλέπε εἴ
ἐστιν ἄλλο τοιοὖτον θαὖμα ἐν τῆ κτίσει». Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς «Καὶ νὖν οὐ λείπει τ῵ Θε῵
Δεβώρα, οὐ λείπει τ῵ Θε῵ Ἰσραήλ, ἔχομεν γὰρ καὶ ἡμεἶς τὴν Ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον
Μαρίαν πρεσβεύουσαν ὑπὲρ ἡμὦν, εἰ γὰρ ἡ τυχοὖσα γυνὴ ἐνίκησε, πόσῳ μ᾵λλον ἡ τοὖ
Φριστοὖ μήτηρ καταισχύνει τοὺς ἐχθροὺς τ῅ς ἀληθείας;» (Λόγ. περὶ τοὖ χρησίμως τὰς
προφητείας ἀσαφεἶς εἷναι). Καὶ πάλιν ὁ αὐτός: «Ἐὰν οὗν εἴπωσιν ὅτι τὦν οὐρανίων ἐστὶν
ὁ Μελχισεδέκ, ἥ ἄλλου τινὸς χωρίου, ἀκουσάτωσαν ὅτι καὶ αὐτὸς γόνυ κάμπτει τ῵
Φριστ῵ τ῵ σαρκωθέντι ἐκ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γὰρ ὁ Ἀπόστολος κτλ.» (Ἰωάν.
Φρυσοστ. εἰς Μελχισεδὲκ τόμ. στ´ 296). Καὶ πάλιν «ὁ Θεὸς οὗν οὐ μόνον ἔβλεπε τὴν τὦν
Ἰουδαίων ἀκμάζουσα εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταὖτα τὦν πιστὦν εὐσέβειαν
προῄδει ὅτι ἔμελλε προϊέναι ἐκ τ῅ς Ἰουδαίας ἡ Ἁγία Θεοτόκος παρθένος, προεώρα τὸν
χορὸν τὦν Ἀποστόλων, προέβλεπε τὰ τάγματα τὦν ὁμολογητὦν, τὰς μυριάδας τὦν
Ἰουδαίων τὦν μελλόντων πιστεύειν κτλ.» (εἰς τὴν δ´ ἡμερ. τ῅ς Κοσμοποιΐας τόμ. στ´ σελ.
475).

*****

Καὶ ὁ Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαθητὴς Ἰωάννου τοὖ Φρυσοστόμου,


καὶ θεἶος τ῅ς Ἐκκλησίας Πατὴρ λέγει: «΢υνεκάλεσαν ἡμ᾵ς νὖν ἐνταὖθα ἡ Ἁγία
Θεοτόκος καὶ παρθένος Μαρία τὸ ἀμόλυντον τ῅ς παρθενίας κειμήλιον, ὁ λογικὸς τοὖ
δευτέρου Ἀδὰμ παράδεισος, τὸ ἐργαστήριον τ῅ς ἑνώσεως τὦν φύσεων, ἡ πανήγυρις τοὖ
σωτηρίου συναλλάγματος, ἡ παστὰς ἐν ᾗ ὁ λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα, ἡ ἔμψυχος
τ῅ς φύσεως βάτος, ἡ παρθένος καὶ οὐρανός, ἡ μόνη Θεοὖ πρὸς ἀνθρώπους γέφυρα, ὁ
φρικτὸς τ῅ς οἰκονομίας ἱστός, ἐν ᾧ ἀρρήτως ὑφάνθη ὁ τ῅ς ἑνώσεως χιτών...», (ἐγκωμ. εἰς
τὴν Θεοτόκον κτλ 6). Καὶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος τ῵ 400 (λόγ. περὶ φύσ. καὶ χάριτ. κεφ. λστ´)
λέγει: «Πλὴν μόνης τ῅ς Θεοτόκου πάντες οἱ λοιποὶ ἥμαρτον, κατὰ τό, ἐὰν εἴπωμεν ὅτι
ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ψευδόμεθα, μόνη γὰρ ἡ Θεοτόκος πλείονα ἔλαβε χάριν».

*****

Ὁ δὲ Ἱερὸς Θεοδώρητος τ῵ 436 μαρτυρεἶ στεντορείως ὅτι παράδοσις καὶ διδασκαλία ἐστὶν
ἀποστολικὴ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν Μαριὰμ Θεοτόκον, λέγει γάρ: «τὦν πάλαι καὶ πρόπαλαι
τ῅ς ὀρθοδόξου πίστεως κηρύκων κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν παράδοσιν Θεοτόκον
διδαξάντων ὀνομάζει καὶ πιστεύει τήν τοὖ Κυρίου μητέρα» (Βλέπ. Θεοδ. ἐπιστ. ΢πορακίῳ
τόμ. δ´ σελ. 639).

*****

Γρηγόριος δὲ ὁ Νύσσης εἰς τὴν γέννησιν τοὖ Κυρίου (Σόμ. III σελ. 460) λέγει περὶ τ῅ς
μητρὸς τοὖ Κυρίου ἡ «Θεομήτωρ Παρθένος», τὸ δὲ θεομήτωρ ἐρρήθη κατὰ τὸ θεοπάτωρ,
ὅπερ εἷναι ἐπίθετον ἀποδιδόμενον τ῵ προφήτῃ Δαυὶδ παρὰ τὦν ὑμνογράφων καὶ τὦν
Ἀρχαίων πατέρων τ῅ς Ἐκκλησίας ἕνεκεν τ῅ς ἐξ αὐτοὖ κατὰ σάρκα καταγωγ῅ς τοὖ
Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ. Οὕτως ὁ Φρυσόστομος (περὶ ψευδοδιδασκαλίας, τόμ. στ´
Παρίσιοι 478) λέγει: «ὁ θεοπάτωρ Δαυὶδ περὶ τὦν τοιούτων πολλοὺς μόχθους κατέβαλε».

*****

Καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (ἐπιστολὴ VIII Ἀριθμ. 1 σελ. 778) λέγει: «τὶ τὸν θεοπάτορα
Δαυὶδ ἐποίει θεοφιλ῅;» Ἐὰν λοιπὸν ὁ προφήτης Δαυὶδ καλ῅ται θεοπάτωρ διότι εἷναι
προπάτωρ τ῅ς παρθένου Μαρίας, διατὶ αὕτη νὰ μὴ λέγεται θεομήτωρ ἡ τεκοὖσα τὸν
Ἰησοὖν τὸν Θεόν; εἰ δὲ καὶ λέγεται θεομήτωρ, διατὶ οὐχὶ καὶ Θεοτόκος;

*****

Ἐὰν τὰ ἐπίθετα θεομήτωρ καὶ Θεοτόκος δὲν ἦσαν ἐν χρήσει ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ οὐδεὶς τὦν
πατέρων καὶ τὦν συγγραφέων τὦν πρώτων αἰώνων θὰ ἐποιεἶτο χρ῅σιν ἐν τῆ συγγραφῆ
τοὖ ἐπιθέτου τούτου, διότι θὰ ἀπεδοκιμάζετο ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως οὐ
μόνον δὲν ἀπεδοκίμασεν, ἀλλὰ καὶ τοὖ καιροὖ ἐπιστάντος ἐπεκύρωσε τὸ ἱερὸν
προσωνύμιον τ῅ς Παρθένου «Θεοτόκος» διὰ τ῅ς Γ´ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου, δι᾿ ἧς
κατεδίκασε μὲν τὸν αἱρετικὸν Νεστόριον τὸν βλασφήμως ἀποκαλέσαντα τὴν Παρθένον
Φριστοτόκον, ἀνεκήρυξε δὲ ταύτην κυρίως καὶ ἀληθὦς Θεοτόκον. Μάτην ἄρα οἱ καινοὶ
διδάσκαλοι, οἱ Νεστοριανοὶ τ῅ς ἐποχ῅ς μας, κατὰ τοὖ ἐπιθέτου Θεοτόκος καταφέρονται.

*****

Ὁ Ἱππόλυτος μαθητὴς τοὖ Εἰρηναίου τοὖ μαθητοὖ τοὖ Πολυκάρπου μαθητοὖ τοὖ
εὐαγγελιστοὖ Ἰωάννου ο὘ χρ῅ται μὲν τῆ λέξει Θεοτόκος, χρ῅ται ὅμως ἰσοδυνάμοις
ἄλλαις λέξεσιν ἐξ Ὠν ἡλίου φαεινότερον γίνεται, ὅτι Θεοτόκον ταύτην ἐθεώρει καὶ
ἐπίστευεν «Εἷπέ μοι, λέγει, ὧ μακαρία Μαρία, τί ἦν τὸ ὑπὸ ΢οὖ ἐν τῆ κοιλίᾳ
συνειλημμένον καὶ τί ἦν τὸ ὑπὸ ΢οὖ ἐν παρθενικῆ μήτρᾳ βασταζόμενον; Λόγος γὰρ ἦν
Θεοὖ πρωτότοκος ἀπ᾿ οὐρανὦν ἐπὶ σὲ κατερχόμενος, καὶ ἄνθρωπος πρωτότοκος ἐν
κοιλίᾳ πλασσόμενος...» (παρὰ Θεοδωρ. Διαλ. Α´ τόμ. 4 σελ. 27 Ἐκδ. Εὐγεν. τοὖ Βουλγ.). Σὸ
Ἀειπάρθενον αὐτ῅ς ἐξόχως διαγράφων λέγει: «ὁ τὦν ὅλων Δημιουργὸς ἐκ τ῅ς Παναγίας
ἀειπαρθένου Μαρίας κατὰ σύλληψιν ἄχραντον, δίχα τροπ῅ς ἑνουσιώσας ἑαυτ῵ ψυχὴν
νοερὰν μετὰ αἰσθητικοὖ σώματος, γέγονεν ἄνθρωπος φύσει κακίας ἀλλότριος ὅλος Θεὸς
αὐτός...» (Κατὰ Βύρωνος καὶ Ἥλικος τ. 10 σελ. 840 éd. Migne).

*****

Ἡ ἄκρα πρὸς τὴ θεομήτορα εὐσέβεια τοὖ ἁγίου Ἰππολύτου ἡ κληρονομικ῵ τινι


δικαιώματι μεταδοθεἶσα διὰ τοὖ ἀποστόλου Ἰωάννου, τοὖ Πολυκάρπου καὶ τοὖ
Εἰρηναίου, δείκνυται καὶ ἐκ τὦν ἑπομένων αὐτοὖ λόγων: «ἐν χρόνῳ παρὼν ὁ ΢ωτὴρ ἐκ
τ῅ς Παρθένου τ῅ς Κιβωτοὖ, τὸ ἴδιον σὦμα τ῵ κόσμῳ προσήνεγκεν, χρυσίῳ καθαρ῵
κεχρυσωμένης ἔνδοθεν μὲν τ῵ λόγῳ, ἔξωθεν δὲ τ῵ Πνεύματι τ῵ ἁγίῳ, ὥστε
ἀποδέδεικται ἡ ἀλήθεια, καὶ πεφανέρωται ἡ Κιβωτός» (εἰς Δανιὴλ τ. 10 σελ. 648 éd.
Migne).

*****

Ὁ σοφώτατος Οἰκονόμος παραδεχόμενος ὡς γνησίαν τὴν Ἐπιστολὴν τὴν φερομένην ὑπὸ


τὸ ὄνομα τοὖ ἁγίου Διονυσίου τοὖ Ἀλεξανδρείας πρὸς τὸν Παὖλον τὸν ΢αμοσατέα, ἐν ᾗ
φέρεται τὸ ὄνομα Θεοτόκος, λέγει «Σὸ Θεοτόκος θεόχρηστον ὄνομα ἔγραφε καὶ ἐξηγεἶ
Ὠριγένης (ἐγεννήθη οὗτος τ῵ 186 μ.Φ.), ὡς ἀνέκαθεν ἤδη σύνηθες ἐπ᾿ αὐτοὖ ἐν τῆ
ἐκκλησίᾳ, «Ὁ Ὠριγένης ἐν τ῵ α´ τόμῳ τὦν εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους τοὖ Ἀποστόλου
ἐπιστολὴν ἑρμηνεύων πὦς Θεοτόκος λέγεται, πλατέως ἐξήγησε» (΢ωκρ. ἐκκλ. Ἱστορ. Ζ´,
32), σῴζεται δὲ καὶ ἅλλῃ τοὖ Ὠριγένους αὐτοὖ ὆῅σις εἰς Δευτερ. κβ', 23. «Σὴν ἥδη
μεμνηστευμένην γυναἶκα καλεἶ, οὕτω καὶ ἐπὶ τοὖ Ἰωσὴφ καὶ τ῅ς Θεοτόκου ἐλέχθη» (ἐν
Ὀκταπλ. σελ. 1554 Ἐκδ. Θεοφ.). Καὶ ὁμιλία α´ εἰς Ματθαἶον α´. «Ἡ μήτηρ αὐτοὖ τίνος
αὐτοὖ; ἡ μήτηρ τοὖ Θεοὖ τοὖ μονογενοὖς» καὶ πάλιν «αὕτη ἡ παρθένος Θεὸν ἐγέννησε,
καὶ μήτηρ ἐγένετο, ἀλλὰ τὴν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλε», καὶ «τούτου τοὖ μονογενοὖς
Θεοὖ μήτηρ, αὕτη ἡ παρθένος Μαρία».

*****

Σὸ Θεοτόκος εἷπε καὶ Γρηγόριος ὁ θαυματουργὸς πανηγυρίζων τὸν εὐαγγελισμὸν τ῅ς


Θεοτόκου παρθένου Μαρίας (εἰς τὸν Εὐαγγ, λόγ. α´ καὶ β´ σελ., 14, 18 Paris 1632) καὶ
Διονύσιος ὁ Μέγας καὶ ὁ Ἱερὸς Μεθόδιος (λόγος εἰς ΢υμεών, ὅπου καὶ θεογεννήτρια
λέγει, Μητέρα Θεοὖ) καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπιστ. πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ μοναχούς, καὶ
ἀλλαχοὖ πολλαχοὖ, καὶ Κυριοτόκον δὲ τὴ Μητέρα τοὖ Κυρίου ἀποκαλεἶ (ὑπομν.εἰς Λουκ.
ἐν Callandii Biblioth. Patr. TV. p. 187). Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας (ἐπιστολὴ πρὸς
Ἀλέξανδρον Κωνσταντινουπόλεως).

Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (βίῳ Κωνσταντ., γ´ 45) ὁ Μ. Βασίλειος (λόγ. εἰς τὴν Φριστ.
γέννησιν).

Ὁ θεολόγος Γρηγόριος: «εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστι τ῅ς
θεότητας» (λόγος να´ σελ. 738 πρβλ. καὶ λόγ. λε´, σελ. 554), ὁ θεἶος Φρυσόστομος (τόμ. στ´
λόγ, εἰς τὸν Μελχισεδὲκ καὶ ιε´ ὁμιλ. ρια´ ὅπου καὶ Ἀειπάρθενον αὐτὴν ἀνευφημεἶ).

Ὁ Ἱερὸς Ἐπιφανιος (πολλαχοὖ). Γρηγόριος ὁ Νύσσης (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀμβροσίαν. βλ.


τόμ. γ´ σελ. 660). Κύριλλος ὁ Ἱεροσολύμων (Κατήχ. 1). Καὶ ἐν τ῵ Ἀλεξανδριν῵ Κώδικι
(τιθεμένῳ περὶ τ῵ 380 μ.Φ. (ἡ Ὡδὴ τ῅ς Θεοτόκου ἐπιγέγραπται «Προσευχὴ Μαρίας τ῅ς
Θεοτόκου» (τόμ. Δ´, Ἐκδ. geabe).
Σὴν Θεοτόκον ἐκήρυξαν καὶ Ἀμφιλόχιος ὁ Ἰκονίου, καὶ ὁ Ἱερὸς Ἀντίοχος, καὶ Ἄμμων ὁ
Ἀνδριανουπόλεως, καὶ ΢εβηριανός, καὶ Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἀττικὸς ὁ
Κωνσταντινουπόλεως (παρὰ Κυρίλλῳ Ἀλεξανδρείας τόμ. Ε´ ἐπιστολὴ πρὸς Ἀκάκιον τὸν
Βερροίας). Πρόκλος ὁ Κωνσταντινουπόλεως (λόγ. εἰς τὴν ἐνανθρώπισιν κτλ.). Ὁ Ἱερὸς
Θεοδώρητος (τόμ. δ´ σελ. 667 κτλ.). Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος «Deipara virgo et casta perpetuo»
(de temporser 6 καὶ ἀλλαχοὖ), Ὁ μακάριος Ἱερώνυμος «Ἡ Μήτηρ Θεοὖ» (εἰς Ἡσαΐαν η´, 4
καὶ ἀλλαχοὖ).

*****
Οὕτω τὸ Θεοτόκος ὄνομα ἔτι κατὰ τὸν Β´ αἰὦνα ἐξ Ἀποστολικ῅ς παραδόσεως καὶ
διδασκαλίας ἐδοξάζετο ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, ἀπὸ τὦν χριστιανὦν ἁπάντων ὁμολογούμενον.
Ὅθεν καὶ Ἰουλιανὸς ὁ ἀποστάτης ἐμαίνετο λέγων «Θεοτόκον δὲ ὑμεἶς οὐ παύσεσθε τὴν
Μαρίαν καλοὖντες» (Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιανοὖ Η´ σελ. 262). Ὕστερον δὲ καὶ Νεστορίου
φρυάξαντος, συνεκροτήθη ἡ ἐν Ἐφέσῳ Γ´ ΢ύνοδος, 430 μ.Φ. ἐν ᾗ συνοδικὦς ἐθεσπίσθη,
«Κυρίως καὶ ἀληθὦς Θεοτόκον τὴν ἀειπάρθενον τοὖ Κυρίου Μητέρα ἀνευφημεἶσθαι».

*****

Σότε διέλαμπε καὶ Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας ὁ τ῅ς Θεοτόκου μεγαλοφωνότατος κ῅ρυξ,


καὶ ἄλλοι τὦν Ἱερὦν Πατέρων, οἵτινες, ὡς καὶ πάντες οἱ τούτων ἑξ῅ς, καὶ ἡ Α´ καὶ ἡ Ε´
καὶ ἡ ΢Σ´ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ τὸ ὄνομα τ῅ς Θεοτόκου γεραίρουσι. Σοὖτο δὲ ἄρα
ἐλάνθανε τοὺς κινήσαντας ἀμφιβολίας περὶ τ῅ς γνησιότητας τ῅ς ἀνωτέρῳ πρὸς τὸν
΢αμοσατέα ἐπιστολ῅ς τοὖ Διονυσίου διά τινας κουφολογίας, ἐν αἸς μίαν ἀριθμοὖσι καὶ
ὅτι περιέχει δ῅θεν πολλοὺς μετὰ τὸν Διονύσιον χρόνους ἐν τῆ Γ´ συνόδῳ πρὦτον
θεσπισθὲν ὄνομα τ῅ς Θεοτόκου».

Προσφώνησις πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον

Φαἶρε Θεοτόκε Παρθένε, χαἶρε κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετὰ σοὖ, χαἶρε ἡ τὸν
ἀσπασμὸν τοὖ Ἀγγέλου δεξαμένη, χαἶρε ἡ ἀξιωθεἶσα γενέσθαι Μήτηρ Θεοὖ. ΢ὺ εἷ,
θεογεννήτρια, τ῅ς σωτηρίας ἡμὦν τὸ κεφάλαιον. ΢ὺ εἷ, θεομ῅τορ, ἡ τροφὸς τ῅ς ζω῅ς
ἡμὦν. ΢ὺ εἷ, Ἀειπάρθενος Κόρη, ἡ εὐφροσύνη πασὦν τὦν γενεὦν. ΢ὺ εἷ, Παρθενομ῅τορ,
ἡ πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψὦντας τὴν ζωήν. ΢ὺ εἷ, ἀπειρόγαμος μήτηρ, ἡ διάδοχος
τροφὴ τοὖ μάννα. ΢ὺ εἷ, ἄγαμος νύμφη, ἡ διάκονος τ῅ς τροφ῅ς τ῅ς ἁγίας. ΢ὺ εἷ,
ζωοτόκος, ἡ ἔμψυχος τράπεζα ἡ τὸν ἄρτον ζω῅ς χωρήσασα. ΢ὺ εἷ, καλλιτόκος, ἡ
ἀκένωτος πηγή, ἡ τὸ ὕδωρ τὸ ζὦν ἀναβλύσασα. ΢ὺ εἷ, μητροπάρθενε, ἡ ἀνήροτος χώρα ἡ
τὸν θεἶον βλαστήσασα στάχυν. ΢ὺ εἷ, πανάμωμος νύμφη, τὸ ἡδύπνοον κρίνον τὸ πιστοὺς
εὐωδιάζον. ΢ὺ εἷ, πανακήρατος κόρη, τὸ σκ῅πτρον τ῅ς Ὀρθοδοξίας.

΢ὺ εἷ, ἁγνὴ Παρθένε, ὁ πύργος ὁ ἀσάλευτος τ῅ς Ἐκκλησίας. ΢ὺ εἷ, τοὖ κόσμου δέσποινα,
ὄχημα τὸ Πανάγιον τοὖ ἐπὶ τὦν Φερουβείμ. ΢ὺ εἷ, τὦν Ἀγγέλων βασίλισσα, τὸ
πανάριστον οἴκημα τοὖ ἐπὶ τὦν ΢εραφείμ. ΢ὺ εἷ, Παρθένε θεόνυμφε, τὸ ἔμψυχον
παλάτιον τοὖ παμβασιλέως. ΢ὺ εἷ Ἀνύμφευτε νύμφη, τὸ χωρίον τὸ εὐρύχωρον τοὖ
ἀχώρητου. ΢ὺ εἷ, μεγαλοτόκος, ἡ τὸν Θεὸν ἀφράστως γεννήσασα. ΢ὺ εἷ, Θεοκυ῅τορ, ἡ
τὸν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα. ΢ὺ εἷ, Ἄχραντε Παρθένε, ὁ ναὸς ὁ ἀκατάλυτος. ΢ὺ εἷ,
ἀπειρολεχὴς νύμφη, ὁ ναὸς τοὖ Θεοὖ ὁ ἔμψυχος. ΢ὺ εἷ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοὖ καὶ γ῅ς
ἰσόρροπον οἴκημα. ΢ὺ εἷ, Παναγία Παρθένε, τ῅ς ἀχώρητου φύσεως χωρίον εὐρύχωρον.
΢ὺ εἷ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινὸς ὄρθρος ὁ τὸν ἥλιον φέρων τ῅ς δικαιοσύνης. ΢ὺ εἷ,
εὐλογημένη Παρθένε, τοὖ φωτὸς τὸ οἰκητήριον, ἐξ οὗ τὸ φὦς τ῵ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. ΢ὺ
εἷ, πάναγνε, νύμφη, ἡ αὐγὴ τ῅ς μυστικ῅ς ἡμέρας. ΢ὺ εἷ, ἄσπιλε κόρη, ἡ ἀκτὶς τοὖ ἀδύτου
φέγγους. ΢ὺ εἷ, ἀμόλυντε Παρθένε, ἡ του Φριστοὖ κατὰ σάρκα Μήτηρ. ΢ὺ εἷ, ἄφθορος
κόρη, ἡ ἀληθὦς καὶ κυρίως τὸν Θεὸν Λόγον σεσαρκωμένον τεκούσα.

*****

΢ὺ εἷ, Ἁγία Παρθένε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον ὡς βρέφος ἐν ὠλέναις βαστάσασα. ΢ὺ εἷ,
Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τὸν τροφέα τὦν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. ΢ὺ εἷ, σεπτὸν
κειμήλιον τ῅ς Οἰκουμένης ἁπάσης. ΢ὺ εἷ, ὁ τόμος ἐν ᾧ θείῳ δακτύλῳ ὁ λόγος τοὖ Πατρὸς
ἐγγέγραπται. ΢ὺ εἷ, δοχεἶον οὐρανίου εὐφροσύνης. ΢ὺ εἷ, ὁδηγὸς τὦν πιστὦν
σωφροσύνης. ΢ὺ εἷ, λειμὼν εὐωδίας. ΢ὺ εἷ, παράδεισος ἀφθαρσίας. ΢ὺ εἷ, ἡ κλεὶς τ῅ς τὦν
Οὐρανὦν βασιλείας. ΢ὺ εἷ, ἡ ὁλκὰς τὦν δεομένων σωτηρίας. ΢ὺ εἷ, προνοίας Θεοὖ
ταμεἶον. ΢ὺ εἷ, σοφίας Θεοὖ δοχεἶον. ΢ὺ εἷ, φωτὸς ἔνδυμα. ΢ὺ εἷ, ἀρετ῅ς ἐφέστιον. ΢ὺ εἷ,
παρθένων τὸ καύχημα. ΢ὺ εἷ, μητέρων ἀγλάϊσμα. ΢ὺ εἷ, ἁγνείας θησαύρισμα. ΢ὺ εἷ,
παρθενίας ὡράϊσμα. ΢ὺ εἷ, τὸ στέφος τ῅ς ἐγκρατείας. ΢ὺ εἷ, τὸ ἄνθος τ῅ς ἀφθαρσίας. ΢ὺ
εἷ, ὁ στὖλος τ῅ς παρθενίας. ΢ὺ εἷ, ἡ πύλη τ῅ς σωτηρίας. ΢ὺ εἷ, ὁ ἀρχηγὸς νοητ῅ς
ἀναπλάσεως. ΢ὺ εἷ, ὁ χορηγὸς θεϊκὴς ἀγαθότητος. ΢ὺ εἷ, στερρὸν τ῅ς πίστεως ἔρεισμα.
΢ὺ εἷ, λαμπρὸν τ῅ς χάριτος γνώρισμα. ΢ὺ εἷ, τὦν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα. ΢ὺ εἷ,
τὦν ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.

*****

΢ὺ εἷ, πρεσβείας δεκτὸν θυμίαμα. ΢ὺ εἷ, τοὖ κόσμου παντὸς ἐξίλασμα. ΢ὺ εἷ, Θεοὖ πρὸς
θνητοὺς εὐδοκία. ΢ὺ εἷ, θνητὦν πρὸς Θεὸν παρρησία. ΢ὲ τὴν ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ
τοὖ Θεοὖ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τ῅ς σωτηρίας. ΢ὲ πρὸ αἰώνων οἱ
προφ῅ται ὡς Παρθένον καὶ Νύμφην Θεοὖ προεκήρυξαν. ΢ὺ εἷ, ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἡ τὸν
λαὸν τοὖ Θεοὖ σκέπουσα. ΢ὺ εἷ, ἡ πύρινος στήλη, ἡ τὸν νέον Ἰσραὴλ φωταγωγούσα. ΢ὺ
εἷ, ἡ σκηνὴ τοὖ μαρτυρίου, ἣν τὸ θεἶον ἐπεσκίασε. ΢ὺ εἷ, ἡ κιβωτὸς τ῅ς Διαθήκης ἐν ᾗ ὁ
λόγος τοὖ Θεοὖ διέμεινεν. ΢ὺ εἷ, ὆άβδος τοὖ Ἀαρὼν ἡ τὸ ἄνθος, τὸν Φριστόν,
βλαστήσασα. ΢ὺ εἷ, ἡ στάμνος ἡ τὸ οὐράνιον μάννα χωρήσασα. ΢ὺ εἷ, ἡ κλἶμαξ τοὖ
Ἰακὼβ δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός. ΢ὺ εἷ, ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὃν Γεδεὼν προεθεάσατο. ΢ὺ εἷ, τὸ
ὄρος τὸ ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἀρρήτως ὁ ἀκρογωνιαἶος ἐτμήθη λίθος Φριστός. ΢ὺ εἷ, ἡ
θάλασσα ἡ ποντίσασα Υαραὼ τὸν νοητόν. ΢ὲ ὁ Ἡσαΐας, προκατήγγειλε παρθένον καὶ
μητέρα τοὖ Ἐμμανουήλ. ΢ὲ ὁ Ἰεζεκιὴλ προαναφώνει τὴν πύλην τὴν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς
εἰσελεύσεται ὁ Θεός. ΢ὺ εἷ, ἡ λαβὶς ἡ μυστικὴ ἡ συλλαβοὖσα τὸν ἄνθρακα Φριστόν. ΢ὺ εἷ,
θεόνυμφε κόρη, ἡ ἀνύμφευτος νύμφη ἡ ἀξιωθεἶσα γενέσθαι μήτηρ Φριστοὖ τοὖ Θεοὖ.
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεἶ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρὸ τόκου παρθένος, καὶ
ἐν τόκῳ παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τὴν
ἑαυτ῅ς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λθ´).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τὴν ἐκ παρθένου γέννησιν τοὖ ΢ωτ῅ρος, παρθένον


τὴν μητέρα τοὖ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν,
καὶ καλέσει τὸ ὄνομα αὐτοὖ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Σοὖτο δέ δηλοἶ οὐ μόνον τὴν πρὸ
τόκου παρθένον, ἀλλά καὶ τὴν ἐν τόκῳ καὶ τὴν μετὰ τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος
ἔμελλε νὰ ἀναδειχθῆ μήτηρ τοὖ Τἱοὖ τοὖ Θεοὖ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καὶ
θά ἀνέτρεφε κατὰ τὴν βρεφικήν καὶ παιδικήν αὐτοὖ ἡλικίαν. Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη
μήτηρ τοὖ Ἐμμανουήλ οὐχὶ μόνον διὰ τὸν χρόνον τ῅ς κυήσεως, ἀλλά διὰ τὸ διηνεκές.
Κατά τὸν προφήτην ὁ Θεὸς παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντὸς συζυγικοὖ δεσμοὖ
ἐξελέξατο, καὶ πρὸς οὐδένα ὑποχρεωμένην. Σοὖτο δηλοἶ καὶ ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς
μαρτυρεἶται καὶ ἐκ τοὖ βιβλίου τ῅ς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα
καλεἶται ἁελμάχ, καὶ ἐκ τοὖ βιβλίου τὦν ψαλμὦν (ἐν ψαλμ῵ ξζ´. ἑβδμ. ἥ ξη´. Ἑβραϊκ.),
ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοὖνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καὶ εἰς τὸ
Ἆσμα τὦν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατὰ τούς ἑβδομήκοντα «διὰ τοὖτο νεάνιδες
ἠγάπησάν σε»· τὸ δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως
ἐνταὖθα οὐ περὶ ἐγγάμων ἥ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δὲ περὶ παρθένων πρόκειται,
τοὖτο εἷναι εὔδηλον καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ τὸ ἀρνηθῆ. Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τὴν
ἐκ παρθένου γέννησιν τοὖ Ἐμμανουήλ, θεωρεἶ τὴν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης
πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τ῅ς προφητείας δηλοὖται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν
προορισμένη πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλελεγμένη ἐκ πασὦν τὦν γενεὦν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοὖ
Θεοὖ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοὖ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπὸ τοὖ Θεοὖ, μόνῳ τ῵
Θε῵ ἀν῅κε καὶ οὐδενὶ ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεὸς πρὸς ἐξυπηρέτησιν τ῅ς θείας βουλ῅ς ἔδωκεν
αὐτῆ τὸν Ἰωσήφ ὡς μνηστ῅ρα, ὁ δεσμὸς ο὘τος ἦν ὅλως πνευματικοὖ χαρακτ῅ρος καὶ
οὐδέν παρεἶχε δικαίωμα συζυγίας τ῵ Ἰωσήφ. Σοὖτο ἐδηλώθη σαφὦς ὑπὸ τοὖ
Ἀρχαγγέλου τ῵ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τ῅ς θείας οἰκονομίας τὸ μυστήριον, ἐδείχθη
πρόθυμος ὑπηρέτης τ῅ς θείας βουλ῅ς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεὸς τὴν μνηστὴν τοὖ Ἰωσήφ
ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοὖ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τὴν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασὦν τὦν
γενεὦν ἐνεπιστεύθη τ῵ Ἰωσήφ πρὸς ἀμοιβήν τ῅ς αὐτοὖ ἀρετ῅ς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ
ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τὦν Ἰουδαίων.

Κατά ταὖτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νὰ ἀναδειχθῆ μήτηρ τοὖ Ἐμμανουήλ. Ὡς


τοιαύτη δέ ἔδει νὰ ᾖ μήτηρ τοὖ Ἐμμανουήλ εἰς τὸ διηνεκές· διότι ἀφοὖ πρὸς τοὖτο
προωρίσθη, χρεών ἦν νὰ ἀφοσιωθῆ ὅλῃ ψυχῆ καὶ καρδίᾳ τ῵ ὑψηλ῵ αὑτ῅ς προορισμ῵,
καὶ ο὘τος μόνος νὰ ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτ῅ς μέριμνα καὶ φροντίς, τὸ μόνον μέλημα, καὶ ἡ
ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθὦς π᾵σα ἑτέρα φροντὶς ἥ μέριμνα, ἥ π᾵ν ἕτερον μέλημα καὶ
ἑτέρα μελέτη καὶ ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπὦσα αὐτὴν τοὖ ὑψηλοὖ αὐτ῅ς προορισμοὖ καὶ
τ῅ς ἁγίας αὐτ῅ς ἀποστολ῅ς θά ἐδείκνυον αὐτὴν ἐστερημένην τ῅ς πρωτίστης ἀρετ῅ς τ῅ς
συναισθήσεως τοὖ ὑψίστου αὐτ῅ς καθήκοντος καὶ τ῅ς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας
πληρώσεως αὐτοὖ. Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοὖ Ἐμμανουὴλ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀναλάβῃ
τὴν ὑποχρέωσιν νὰ γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρὦτον διότι ἡ μητρικὴ στοργὴ πρὸς τὸ
θεἶον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρὸς αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ λατρεία πρὸς αὐτό, τὸ θεἶον πὖρ
τὸ διαφλέξαν τὴν καρδίαν αὐτ῅ς καὶ ἐκπυρακτὦσαν αὐτήν, τὸ πληρὦσαν αὐτὴν τοὖ
τελείου ἀγαθοὖ, τὸ μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταἶς γηΐναις ἀπολαύσεσι καὶ ἐπιθυμίαις,
οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῆ νὰ ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρὸς ἕτερα τέκνα. Δεύτερον
διότι ἡ πτερωθεἶσα αὐτ῅ς διάνοια, ἡ τὸ θεἶον διερευνὦσα βρέφος καὶ πρὸς αὐτὸ μόνον
τὴν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καὶ περὶ αὐτοὖ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τὴν περὶ
ἄλλας σκέψεις καὶ φροντίδας τροπήν. Σρίτον διότι τὸ θεἶόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεἶ δέ
ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχ῅ς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καὶ ἐξ ὅλης
διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοὖς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρά τὦν ἑαυτοὖ ὀπαδὦν, πολλ῵
μ᾵λλον τοὖτο ἀπῄτει παρά τ῅ς μητρὸς αὐτοὖ. Ἐπειδὴ δέ π᾵ν τὸ ὑπὸ τοὖ ΢ωτ῅ρος
ἀπαιτούμενον εἷναι δώρημα παρ᾿ αὐτοὖ διδόμενον, παρά δέ τὦν λαμβανόντων
διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοὖ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεἶσα
χάριτος καὶ δωρε᾵ς, ἠγάπησε τὸν Τἱόν αὑτ῅ς ἐξ ὅλης τ῅ς διανοίας, καὶ ἐκολλήθη ἡ ψυχὴ
αὐτ῅ς ὀπίσω τοὖ υἱοὖ αὐτ῅ς, καὶ οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νὰ ἀποσπάσῃ αὐτὴν ἀπὸ τ῅ς
ἀγάπης τοὖ θείου αὐτ῅ς τέκνου. Σέταρτον διότι ἡ τοὖ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καὶ ἡ
μοναδικὴ γέννησις τοὖ Τἱοὖ τοὖ Θεοὖ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τὴν Παρθένον Μαρίαν
Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καὶ ναόν Ἅγιον καὶ κατοικητήριον τοὖ Θεοὖ ἀπέδειξαν. Σά
δέ ἅπαξ τ῵ Θε῵ ἀφιερωθέντα καὶ ὑπὸ τοὖ Θεοὖ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς
τὸ παντελές διαμένουσι ἱερά καὶ ἅγια τ῵ Θε῵ καὶ μόνῳ αὐτ῵ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο
ἄρα ἡ Θεοτόκος νὰ τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τ῵ Θε῵ ἀφιερωθεἶσαι καὶ ἐκ τ῅ς
ἀγάπης τοὖ Νυμφίου Φριστοὖ τρωθεἶσαι βασιλείων γάμων καταφρονὦσι, τὶ περὶ τ῅ς
Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμὦν Θεοτόκου ἐροὖμεν;

Σήν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρὸ αἰώνων καὶ οἱ προφ῅ται. Καὶ ἐν
πρώτοις, μετὰ τούς λόγους τοὖ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοὖ προφήτου Ἰεζεκιήλ περὶ τ῅ς πύλης
τὦν ἁγίων τ῅ς ἐξωτέρας τ῅ς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεὸς ἐπέδειξεν αὐτ῵ ἐν
ὁράσει τινὶ ἔσται κεκλεισμένη, τὴν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι ο὘τοι τοὖ
προφήτου· «Καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδόν τ῅ς πύλης τὦν ἁγίων τ῅ς ἐξωτέρας, τ῅ς
βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς· καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καὶ εἷπε Κύριος πρὸς με· ἡ πύλη
αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι᾿ αὐτ῅ς· ὅτι Κύριος ὁ
Θεὸς τοὖ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτ῅ς καὶ ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος ο὘τος
καθήσεται ἐν αὐτῆ τοὖ φαγεἶν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).

Διὰ τὦν λόγων τούτων τ῅ς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικὦς τὴν μέλλουσαν
ἐκ παρθένου σάρκωσιν καὶ γέννησιν τοὖ Ἐμμανουήλ καὶ τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Μητρὸς
τοὖ Κυρίου.

Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπὸ τὦν πρώτων αἰώνων καὶ ἐξ ἀποστολικ῅ς παραδόσεως
οὕτως ἡρμήνευσαν τὴν ὅρασιν ταύτην τοὖ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ
προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δὲν ἔλαβε τὴν ἔκβασιν ἐν τῆ γεννήσει τοὖ Τἱοὖ
τοὖ Θεοὖ, τοὖ ἡγουμένου τοὖ Ἰσραήλ, ἐκ τ῅ς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον
ἔκβασιν λήψεται διὰ τὴν ἔλευσιν τοὖ ΢ωτ῅ρος. Διότι διὰ τ῅ς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τ῵
προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοὖ Βασιλέως τοὖ Μεγάλου εἰς τὸν κόσμον τοὖτον ὡς υἱοὖ τοὖ
ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διὰ τ῅ς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος
τοὖ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεἶν ἄρτον ἐν αὐτῆ τῆ πύλῃ, τῆ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθ῅ναι ἐν
αὐτῆ, διελεύσεται δι᾿ αὐτ῅ς καὶ ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τ῅ς Θεοτόκου ἦν
προωρισμένη ὑπὸ τ῅ς θείας βουλ῅ς ὡς καὶ αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασὦν
τὦν γενεὦν ὑπὸ τ῅ς θείας βουλ῅ς, ὅπως γίνῃ καὶ μείνῃ μήτηρ τοὖ Ἐμμανουήλ.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τὴν ὅρασιν ταύτην τοὖ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Σίς
ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμὴ ἡ Μαρία κεκλεισμένη διὰ τοὖτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ἡ
Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Φριστὸς εἰσ῅λθεν εἰς τοὖτον τὸν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοὖ τόκου
προ῅λθε, τὰ τ῅ς παρθενίας κλεἶθρα μὴ λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).
Σήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροὖσαν, τίκτουσαν καὶ μετὰ τόκον ὡς πρὸ
τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ
βάτος ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετὰ τὴν τοὖ θείου
πυρὸς ἐπιφοίτησιν, τὴν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετὰ τὴν πάροδον τοὖ
Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου προεσήμηνεν. Ἡ πέτρα ἡ
ἐκβλύσασα τὸ ὕδωρ τὸ ζὦν τὴν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τὸν Ἰσραήλ
φωταγωγήσασα καὶ ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἸς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τὴν Παρθένον
προενέφηναν. Ἡ σκηνὴ τοὖ Μαρτυρίου τὴν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτὸς τ῅ς
Διαθήκης τὴν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ὆άβδος τοὖ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τὴν Παρθένον
προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τὸ οὐράνιον μάννα χωρήσασα τὴν Παρθένον διετύπωσεν. Ἡ
κλἶμαξ τοὖ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τὴν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ
ἔνδροσος τὴν Παρθένον προὉπέγραψεν. Αὐτὸς ὁ Ναὸς τ῅ς Ἱερουσαλήμ τὸν Ναόν τὸν
ἔμψυχον τοὖ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβὶς ἡ μυστική, ἥν εἷδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ
λαβοὖσα τὸν ἄνθρακα ἐκ τοὖ θυσιαστηρίου, τὴν Παρθένον ὑπέδειξε, τὴν συλλαβοὖσαν
ἐν γαστρὶ τον θεἶον ἄνθρακα Φριστόν. Σό ὄρος τὸ ἀλατόμητον ἐξ ο὘ ἐτμήθη ὁ
ἀκρογωνιαἶος λίθος Φριστὸς τὴν Παρθένον προδιετύπωσεν.

Πὦς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοὖ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασὦν


τὦν γενεὦν, ἡ προδιατυπωθεἶσα διὰ τοιούτων μυστικὦν συμβολικὦν παραστάσεων, ἡ
ἀφιερωμένη τ῵ Θε῵, ἠδύνατο νὰ ἀποβῆ σύζυγος τοὖ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ
Παρθένος ἦν πρὸ τόκου Παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν
Παρθένος διέμεινε. Σά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τὰ ἀφιερωθέντα τ῵ Θε῵ μόνῳ τ῵
Θε῵ ἀνήκουσι· διό καὶ ἱερόσυλοι οἱ συλὦντες τὰ ἱερά καὶ ἀσεβεἶς θεωροὖνται καὶ ἄξιοι
κατακρίσεως, ὅτι τὰ τ῵ Θε῵ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκ᾵ς περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς Παναγίας Μητρὸς τοὖ Κυρίου
ἱστορεἶ τὰ ἑξ῅ς· «Σ῵ ἕκτω μηνὶ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπὸ τοὖ Θεοὖ εἰς πόλιν τ῅ς
Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ
οἴκου Δαβΐδ καὶ τὸ ὄνομα τ῅ς παρθένου Μαριάμ. Καὶ εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν
εἷπε· Φαἶρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοὖ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοὖσα
διεταράχθη ἐπὶ τ῵ λόγῳ αὐτοὖ, καὶ διελογίζετο, ποταμὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς ο὘τος. Καὶ
εἷπεν ὁ ἄγγελος αὐτῆ· Μὴ φοβοὖ, Μαριάμ ε὘ρες γάρ χάριν παρά τ῵ Θε῵. Καὶ ἰδού
συλλήψῃ ἐν γαστρί, καὶ τέξῃ υἱόν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοὖ Ἰησοὖν. Ο὘τος ἔσται
μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται. Καὶ δώσει αὐτ῵ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοὖ
Πατρὸς αὐτοὖ· καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἷκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰὦνας, καὶ τ῅ς βασιλείας
αὐτοὖ οὐκ ἔσται τέλος. Εἷπε δέ Μαριάμ πρὸς τὸν ἄγγελον· Πὦς ἔσται μοι τοὖτο, ἐπεὶ
ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἷπεν αὐτῆ· Πνεὖμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ
σέ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Τἱὸς
Θεοὖ... Εἷπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτὸ μοι κατὰ τὸ ὆῅μά σου. Καὶ
ἀπ῅λθεν ἀπ᾿ αὐτ῅ς ὁ ἄγγελος».

Ἐκ τ῅ς διηγήσεως ταύτης τοὖ Εὐαγγελιστοὖ Λουκ᾵ δηλοὖται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τ῵
Ἰωσήφ Μαριάμ, οὗσα ἐν τῆ οἰκίᾳ τοὖ Ἰωσήφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περὶ τοὖ
τρόπου τ῅ς πληρώσεως τὦν λόγων τοὖ ἀγγέλου ὡς μὴ γνοὖσα ἄνδρα καὶ ὡς μὴ
γνωσομένη τοιοὖτον· διότι ἐάν προὔκειτο νὰ ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τ῵ Ἰωσήφ, ἦν
λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὗσα, νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῆ περὶ τοὖ
συλληφθησομένου ἐκ τοὖ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τ῵ Θε῵· γ´) ἡ
τοὖ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι ε὘ρε χάριν παρά τ῵ Θε῵, δηλοἶ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ
καὶ διατελῆ μήτηρ τοὖ Θεοὖ· διό καὶ ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί. Πὦς εἷναι ἤδη δυνατὸν
νὰ ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τ῵ Θε῵ Παρθένος, ἡ εὑροὖσα χάριν παρά τ῵ Θε῵,
ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοὖ Λόγου τοὖ Θεοὖ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος
ναὸς τοὖ ΢ωτ῅ρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τὸ θεἶον κλέος καὶ αὐτὸν τὸν θεἶον Τἱόν ἵνα γίνῃ
μήτηρ υἱὦν ἀνθρώπου καὶ μερίζει τὴν ἀγάπην καὶ τὴν φροντίδα τὴν ὀφειλομένην πρὸς
τὸ θεἶον τέκνον καὶ πρὸς ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαὖτα ὑποτιθέντες ἀγνοοὖσι τὶ ἐστιν ἀγάπη
τρωθείσης καρδίας ἐκ τ῅ς ἀγάπης τοὖ θείου, καὶ μάλιστα κόρης Θεομήτορος.

Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαἶος ἱστορὦν τὴν γέννησιν τοὖ ΢ωτ῅ρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος
Κυρίου ἐφανερώθη τ῵ Ἰωσήφ καὶ ἐγνώρισεν αὐτ῵ τὴν σύλληψιν τ῅ς παρθένου Μαρίας
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καὶ ὅτι τοὖτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῆ τὸ ὆ηθέν ὑπὸ τοὖ Κυρίου
διὰ τοὖ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν καὶ
καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοὖ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμὦν ὁ Θεός».
Ἐνταὖθα παρατηροὖμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεἶ τὴν Μαριάμ γυναἶκα τοὖ Ἰωσήφ, ἐν
τούτοις βεβαιοἶ αὐτὴν παρθένον.

Ἀλλά, καὶ τοι οὕτω σαφὦς εἰσιν εἰρημένα τὰ περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς Θεοτόκου, τινές
παρεξηγοὖντες τούς λόγους τοὖ Εὐαγγελιστοὖ τούς ὆ηθέντας ἐπὶ τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ
μονογενής υἱὸς τ῅ς Παρθένου ἐκ τ῅ς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καὶ συνελήφθη ὑπὸ τ῅ς
Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετὰ τὸν θεἶον τοκετὸν ἔτεκεν αὕτη καὶ ἄλλα τέκνα,
συνάγοντες τὸ συμπέρασμα ἐκ τ῅ς ἑξ῅ς περικοπ῅ς τοὖ Εὐαγγελίου· «Καὶ παρέλαβε τὴν
γυναἶκα αὑτοὖ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως ο὘ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτ῅ς τὸν πρωτότοκον».
Ἀλλ᾿ ἀγνοοὖσι φαίνεται οἱ τὸ τοιοὖτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τὸ «ἕως ο὘» καὶ τὸ
«πρωτότοκος» ἐν τῆ Γραφῆ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τ῅ς κοιν῅ς ἐννοίας.

Σό «ἕως ο὘», ὁσάκις ἀπαντᾶ ἐν τῆ Ἁγία Γραφῆ, δηλοἶ τὸ διηνεκές, καθώς καὶ ὁ θεἶος
Φρυσόστομος λέγει· «Σοὖτο ἀκούοντες μὴ ὑποπτεύσωμεν διὰ τοὖ ἕως ὅτι μετὰ αὐτὴν
ἔγνω· τὸ γάρ ἕως ἔθος ἐστὶ τῆ Γραφῆ πολλάκις τιθέναι εἰς τὸ διηνεκές· οἸον «οὐχ
ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τὴν κιβωτόν, ἕως ο὘ ἐξηράνθη ἡ γ῅»· καὶ τοι γε οὐδέ μετὰ ταὖτα
ἐπέστρεψε». Καὶ ὁ Ἰσίδωρος· «Σό ἕως ὡς τὸ «ἕως ἅν θὦ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τὦν
ποδὦν σου» καὶ τὸ «ἕως ἅν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καὶ τὸ «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά
πρὸς τὸν Νὦε ἕως τοὖ ξηρανθ῅ναι τὸ ὕδωρ», ἅπερ εἰσὶ διηνεκὦς εἰρημένα. Νοητέον δέ
καὶ οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν πόθεν συνέλαβεν «ἕως ο὘ ἔτεκε» καὶ εἷδε τὰ γενόμενα
σημεἶα.»

Ἐπίσης καὶ τὸ «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῆ Γραφῆ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνὸς λέγει


«Πρωτότοκον δέ λέγει νὖν οὐ τὸν πρὦτον ἐν ἀδελφοἶς, ἀλλά τὸν καὶ πρὦτον καὶ μόνον·
ἔστι γάρ τι καὶ τοιοὖτον εἷδος ἐν ταἶς σημασίαις τοὖ πρωτοτόκου. Καὶ γάρ πρὦτον ἔστιν
ὅτε τὸν μόνον ἡ Γραφὴ καλεἶ. Ὡς τὸ «ἐγώ εἰμι Θεὸς πρὦτος καὶ μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται
ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἐν τῆ ὁμιλίᾳ εἰς τὴν γέννησιν τοὖ Φριστοὖ
λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρὸς τούς ἐπιγινομένους ἔχει τὴν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ
πρὦτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καὶ ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοὖ
Λουκ᾵ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τ῅ς Παρθένου τὸν Κύριον, καὶ τοι μὴ
δευτέρου τινὸς τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καὶ ὁ πρὦτος τεχθείς, κἅν
μὴ δεύτερος ἐπετέχθη». Καὶ ὁ αὐτὸς πάλιν ἐν κεφ. Ι πρὸς Κολοσσαεἶς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ
πρωτότοκος οὐ πάντως πρὸς τούς ἑξ῅ς λέγεται παρά τῆ Γραφῆ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ
πρὦτος τεχθείς. Οὕτως οὗν καὶ ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτὸν τὸν κατὰ σάρκα
πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξ῅ς αὐτ῵· μονογενής γάρ καὶ ἐκ ταύτης».

Ὁ Παὖλος ἐν τῆ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆ (η´ 29) καλεἶ τὸν Φριστὸν «πρωτότοκον ἐν
πολλοἶς ἀδελφοἶς»· καὶ ἐν Κολοσσαεἶς (α´ 15) καλεἶ τὸν Φριστὸν πρωτότοκον πάσης
κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοὖ Θεοὖ τοὖ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι
ἐν αὐτ῵ ἐκτίσθη τὰ πάντα»· καὶ ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καὶ αὐτὸς ἐστι κεφαλὴ τοὖ σώματος,
τ῅ς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τὦν νεκρὦν». Καὶ ἐν τῆ πρὸς Ἑβραίους (α´
5-6) λέγει· «Τἱὸς μου εἷ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καὶ πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτ῵ εἰς
πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς Τἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν
οἰκουμένην λέγει· Καὶ προσκυνησάτωσιν αὐτ῵ πάντες ἄγγελοι Θεοὖ»· καὶ ἐν κεφ. ιβ´ 23
τὴν Ἐκκλησίαν καλεἶ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».

Ἐκ τὦν χωρίων τούτων δηλοὖται ὅτι τὸ πρωτότοκος ἐν τῆ Γραφῆ, ὁσάκις λέγεται περὶ τοὖ
΢ωτ῅ρος ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, ἐκφράζει τὴν ἔννοιαν τοὖ μονογενής· ὥστε τὸ πρωτότοκος
εἷναι ἴσον τ῵ μονογενής.

Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοὖτο λαμπρὦς λέγει· «Ἐκ πατρὸς πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρὸς
τὰ λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καὶ κατὰ τὴν ἄνω γέννησιν» (ἐν τ῵
μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρὦν εἴρηται διὰ
τὸ αἴτιος εἷναι τ῅ς ἐκ νεκρὦν ἀναστάσεως, οὕτω καὶ πρωτότοκος κτίσεως διὰ τὸ αἴτιος
εἷναι τοὖ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἷναι παραγαγεἶν τὴν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανὦν). Οἱ
αἱρετικοὶ Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου, καὶ οἱ σημερινοὶ
ὀπαδοὶ αὐτὦν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τὰ ἐν τοἶς εὐαγγελισταἶς ἀπαντὦντα
χωρία, ἐν οἸς ἀναφέρονται ἀδελφοὶ τοὖ Ἰησοὖ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´. 3, Ἰω. β´. 17,
ζ´. 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δὲν ἕπεται ποσὦς, ὅτι οἱ ἀδελφοὶ ο὘τοὶ εἰσι τέκνα τ῅ς Παναγίας
Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταἶς ἁγίαις Γραφαἶς καλοὖνται ἀδελφοὶ καὶ οἱ συγγενεἶς. Ἐπὶ
παραδείγματι ὁ Ἀβραάμ καὶ ὁ Λώτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοὶ (Γεν. ιγ´. 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο
ἀνεψιὸς τοὖ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καὶ ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης
ἀδελφοί, ἐν Ὠ ὁ Ἰακώβ ἦτο ἀνεψιὸς τοὖ Λάβαν ὡς υἱὸς τ῅ς ἀδελφ῅ς αὐτοὖ Ρεβέκκας,
συζύγου τοὖ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καὶ κθ´ καὶ λς´ καὶ λζ´). Ἐν ταύτῃ τῆ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νὰ
ληφθῆ καὶ ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοὶ τοὖ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεἶς καὶ οὐχὶ ἀδελφοὶ
ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοὶ τοὖ Κυρίου εἰσὶ τέκνα τοὖ Ἰωσήφ ἐκ τ῅ς πρώτης
αὐτοὖ γυναικός. Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τὸν Ἰησοὖν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροὖσι α´) οἱ
λόγοι τοὖ ΢ωτ῅ρος οἱ ἀπὸ τοὖ ΢ταυροὖ πρὸς τὴν Μητέρα ἑαυτοὖ καὶ πρὸς τὸν Ἰωάννην,
δι᾿ Ὠν συνίστα πρὸς μέν τὸν Ἰωάννην τὴν Μητέρα ἑαυτοὖ ὡς Μητέρα τοὖ Ἰωάννου, πρὸς
δέ τὴν Μητέρα τὸν Ἰωάννην ὡς Τἱόν αὐτ῅ς (Ἰω. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοὖ Ἰησοὖ εἷχε καὶ
ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τὰ τέκνα αὐτ῅ς θά ἐφρόντιζον περὶ
αὐτ῅ς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοἶ
τοὖτο. γ´) Ἡ καταδίκη τὦν Εὐνομιανὦν καὶ ὅλων ἐκείνων τὦν αἱρετικὦν τὦν
ἀρνουμένων τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμὦν Θεοτόκου καὶ
ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπὸ τὦν ἁγίων Οἰκουμενικὦν ΢υνόδων, ἥτις μαρτυρεἶ ἐπίσης τὸ
ἑνιαἶον φρόνημα τ῅ς μι᾵ς ἁγίας καθολικ῅ς καὶ Ἀποστολικ῅ς Ἐκκλησίας περὶ τ῅ς
ἀειπαρθενίας τ῅ς Θεοτόκου.

Σό περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπὶ ἀκραδάντου
βάσεως, τ῅ς χριστιανικ῅ς ἀρχαιότητος καὶ ὁμολογεἶται ὑπὸ τὦν ἀρχαιοτάτων τ῅ς
Ἐκκλησίας Πατέρων.

Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικὸς Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοὖ Ἀποστόλου καὶ


θέμεθλος τ῅ς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῆ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆ καλεἶ τὴν Θεοτόκον
Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Σρία τινά ἔλαθον τὸν ἄρχοντα τοὖ αἰὦνος
τούτου, τουτέστι τὸν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετὸς Αὐτ῅ς καὶ ὁ θάνατος τοὖ
Κυρίου». «Ο὘τος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ,
πνεύματος δέ Ἁγίου... Καὶ ἔλαθε τὸν ἄρχοντα τοὖ αἰὦνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ
τοκετὸς Αὐτ῅ς, ὁμοίως καὶ ὁ θάνατος τοὖ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικὦς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος
Μαρία, καὶ Παρθένος, ὡς ἦν, μετὰ τόκον διέμεινεν. Ἐντεὖθεν ὁ θεἶος ο὘τος πατήρ τὸν
τοκετὸν τοὖτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοἶς εἰρημένοις· «Σρία μυστήρια
κραυγ῅ς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμἶν δέ ἐφανερώθη».
Κατά τάς ἀρχάς δέ τοὖ Β´ αἰὦνος καὶ ὁ Εἰρηναἶος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμὦν
πρὸς τούς τὴν παρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου πολεμοὖντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει
ἀπολύτως τὴν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν
τὸν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα... παρακούσασα, καὶ ἑαυτῆ καὶ παντὶ τ῵
ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καὶ ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα
ἄνδρα, παρθένος δέ οὗσα ὑπακούσασα, καὶ ἑαυτῆ καὶ παντὶ τ῵ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία
ἐγένετο σωτηρίας». Καὶ πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοὖτο ἔλυσεν ἡ
Παρθένος Μαρία διὰ τὴν πίστιν». Καὶ πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διὰ λόγου ἀγγέλου
ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τὸν Θεόν, ὡς παραβ᾵σα τὸ ρ῅μα αὐτοὖ, οὕτω καὶ αὕτη (ἡ
Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοὖ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τὸν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τ῵
὆ήματι Αὐτοὖ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοὖ Θεοὖ, αὕτη δέ ἐπείσθη ὑπακοὖσαι τ῵ Θε῵,
ὥστε τ῅ς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21
§ 4 καὶ V, c, 19).

Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καὶ μήτηρ ἐγένετο,
ἀλλά τὴν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.).

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τὰ ἑξ῅ς· «Σίς ποτε Μαρίαν εἰπών καὶ
διερωτηθεὶς οὐχὶ τὴν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περὶ τὰ μέσα τοὖ
Δ´ αἰὦνος, κατὰ τοὖ αἱρετικοὖ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Φριστὸς τάς πύλας τ῅ς
παρθενικ῅ς μήτρας Ἠνέωξεν, αἵ καὶ ἑξ῅ς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´).

Καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστἶνος, ὡσαύτως περὶ τὰ μέσα τοὖ Δ´ αἰὦνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία
τὸν τύπον ἐν ἑαυτῆ τ῅ς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τὸν Τἱόν γεννὦσα παρθένος
διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντὶ καιρ῵ τὰ μέλη ἑαυτ῅ς γεννᾶ καὶ τ῅ς παρθενίας οὐ
στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καὶ ἐν τ῵ περὶ παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτὸς
τὰ ἑξ῅ς· «Ἡ Παρθενία τ῅ς Μαρίας εἷναι τοσούτῳ μ᾵λλον πολύτιμος καὶ κεχαριτωμένη,
ὅσω εἷναι ἀφιερωμένη τ῵ Θε῵ παρ᾿ αὐτ῅ς τ῅ς Παρθένου πρὸ τ῅ς συλλήψεως αὐτ῅ς τοὖ
Φριστοὖ. Σοὖτο δέ δείκνυται ἐκ τὦν λόγων αὐτ῅ς πρὸς τὸν Ἄγγελον τὸν
εὐαγγελισάμενον αὐτῆ τὴν σύλληψιν· «Πὦς ἔσται μοι τοὖτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;»
Βεβαίως ἡ παρθένος δὲν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δὲν εἷχε ὁριστικὦς ὑποσχεθῆ τ῵ Θε῵
νὰ μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοὖτο ἦτο ἐναντίον τοἶς Ἰουδαϊκοἶς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη
μετὰ ἀνδρὸς δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νὰ σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νὰ καθιστ᾵ καὶ
τοἶς ἄλλοις σεβαστὸν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τ῵ Θε῵».

Ὁ δέ Σερτυλλιανὸς λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τὴν Εὔαν εἷχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τ῅ς ζω῅ς
ποιητικός, ὥστε τὸ ἀπολεσθέν διὰ τοιούτου φύλου (τ῅ς γυναικός), διὰ τοὖ αὐτοὖ πάλιν
φύλου νὰ ἀποκαταστηθῆ». De carne Christi cap. 17).

Ὁ Μέγας δέ καὶ Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καὶ ἀειπάρθενον
κηρύττει τὴν Θεοτόκον, λέγων ἐν τ῵ εἰς τὴν Γέννησιν τοὖ Φριστοὖ λόγῳ ὅτι «οὐκ
ἐπαύσατὸ ποτε παρθένος εἷναι ἡ Θεοτόκος», καὶ διατρανὦν ὅτι οὐδέ εἷναι δυνατὸν τὰ
ὧτα τὦν φιλοχρίστων νὰ καταδεχθὦσαι νἀκούσωσι τὸ ἐναντίον· «Διά τὸ μὴ
καταδέχεσθαι τὦν φιλοχρίστων τὴν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἷναι παρθένος ἡ
Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοὖμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».

Καὶ ὁ χρυσοὖς τὴν γλὦτταν Ἰωάννης ἐν τ῵ εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρὸς τὴν
Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Ε὘ρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τὴν παρθενίαν». Καὶ
ἀλλαχοὖ «Δέσποιναν ἁγίαν καὶ ἀειπαρθένον» τὴν Θεοτόκον καλεἶ (ὁμιλ. LXII tομ. VI).
Καὶ πάλιν· «Θεοτόκον καὶ ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).
Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεἶ τὴν Παρθένον. Καὶ ὁ ἅγιος
Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περὶ τ῅ς Παναγίας Παρθένου λαλὦν, λέγει· «Διό καὶ
Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).

Καὶ αὐτὸς δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τ῵ περὶ οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49)
«Θεομήτορα τὴν Παναγίαν Παρθένον» καλεἶ.

Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταἶς συζητήσεσι πρὸς Ἰουδαἶον) «ἀείπαιδα καὶ Θεοτόκον» τὴν
Μαρίαν ὀνομάζει. Καὶ ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΦΦ) λέγει· «ἡ θεανδρικὴ τοὖ
λόγου ἐκ τ῅ς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καὶ Σίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τὴν
ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεἶ.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτ῅ς Ὡδάς ὑμνεἶ τὴν Παναγίαν Παρθένον
Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα,
ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον,
ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον.
΢υνελέξαμεν δέ πλέον τὦν ἑκατὸν τιμητικὦν ἐπιθέτων τ῅ς Θεοτόκου ἐκφραστικὦν τοὖ
περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας Αὐτ῅ς φρονήματος τ῅ς ἁγίας ἡμὦν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων
εὑρίσκονται καὶ ἐν τοἶς συγγράμμασι ἀρχαίων τ῅ς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἡ ὑμνῳδία
ἄλλως τ῅ς ἁγίας ἡμὦν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὸ στερρόν τ῅ς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα
τὸ ἐπικρατ῅σαν ἐν αὐτῆ ἀπὸ τὦν πρώτων αἰώνων καὶ μέχρις ἡμὦν διασωθέν. Ἐκεἶ δέ
ὅπου λαλεἶ ἡ οἰκουμενικὴ ἐκκλησία σιγησάτω π᾵σα γλὦσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῆ ἡ
ἐκκλησία, ὁμιλεἶ τὸ πνεὖμα τοὖ Θεοὖ τὸ ἅγιον· ὁ δέ τῆ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τ῵ Πνεύματι
τ῵ ἁγίῳ ἀντιλέγει.

Ἀντιλέγουσι δέ τ῵ ὄντι τ῵ Πνεύματι τ῵ ἁγίῳ οἱ τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου


ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, ἥν καὶ διὰ τὦν κατὰ τόπους καὶ
καιρούς θεοφόρων Πατέρων καὶ διὰ αὐτὦν τὦν Οἰκουμενικὦν ΢υνόδων ἡ Ἐκκλησία
ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καὶ ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοὖ καὶ ὑπὸ πάντων τὦν
εὐσεβὦν καὶ ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.

Αὐτὴ ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεἶσα, διακηρύττει φαεινὦς τὴν


ἀειπαρθενίαν τ῅ς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτ῵ τ῵ ΢υμβόλῳ τ῅ς Πίστεως, λέγουσα περὶ
τ῅ς σαρκώσεως τοὖ Φριστοὖ καὶ τ῅ς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος
Ἁγίου καὶ Μαρίας τ῅ς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τ῅ς παρθενίας τ῅ς
Θεοτόκου ὑπὸ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου ἐκφράζει τὸ πνεὖμα τ῅ς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπὸ
τὦν ἀποστολικὦν χρόνων. Οὐχ ἧττον τὸ δόγμα τοὖτο καὶ οἰκουμενικαὶ καὶ τοπικαὶ καὶ
ἐπαρχιακοὶ ΢ύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν. Ἡ ΢Σ´ μάλιστα
οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος μακρόν ποιεἶται λόγον περὶ τ῅ς παρθενίας καὶ ἀειπαρθενίας τ῅ς
Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καὶ κηρύττει τὴν Θεοτόκον παρθένον πρὸ τόκου καὶ ἐν τόκῳ καὶ
μετὰ τόκον. Ὁμοίως καὶ ἐν τ῵ Α´ κανόνι ἡ ΢ύνοδος αὕτη ἀνομολογεἶ τὴν Θεοτόκον
ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Φριστόν, τὸν υἱόν τοὖ Θεοὖ σαρκωθέντα καὶ τὴν αὐτὸν
τεκοὖσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καὶ κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Σρούλλῳ
΢ύνοδος καλεἶ τὴν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX).

Π᾵σαι α὘ται αἱ μαρτυρίαι τὦν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὦν Οἰκουμενικὦν ΢υνόδων, τὦν
διατηρησασὦν ἀναλοίωτον τὴν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσὶν ἱκαναὶ ὅπως
πείσωσι καὶ πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾶ καρδίᾳ εἰς τάς
ἀληθείας τ῅ς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ κὖρος τ῅ς ἀληθείας τὦν
οἰκουμενικὦν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία ἀλλά καὶ αὐτὴ ἡ
Ἀγγλικανική. Ἐπὶ τοὖ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καὶ μεγάλοι ἄνδρες τ῅ς
Ἀγγλικανικ῅ς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τὴν ἀειπαρθενίαν τ῅ς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων
λέγει· «Σό ἰδίως ἔξοχον καὶ ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τ῅ς μητρός, ἡ ὀφειλομένη
ἐξαίρετος τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς ἐκεἶνον τὸν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτ῅ς πάντοτε
προσηνέχθη αὐτ῵, τὸ σέβας πρὸς ἐκεἶνο τὸ Ἅγιον Πνεὖμα τὸ ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκὴ
ἀγαθότης καὶ εὐσέβεια τοὖ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τὴν
Ἐκκλησίαν τοὖ Θεοὖ καθ᾿ ὅλους τούς αἰὦνας, ὥστε νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος)
εἰσέτι ἐξακολουθεἶ οὗσα εἰς τὴν ἰδίαν Παρθενίαν. Καὶ λοιπόν ἡμεἶς ἔχομεν χρέος νὰ
ὁμολογὦμεν Αὐτὴν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).

Καὶ ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τὸν Ἰησοὖ Φριστὸν τὸν
γεννηθέντα ἐκ τ῅ς παρθένου Μαρίας», διὰ τούτου πρέπει νὰ ἐννοὦμεν τόσον· «ἐγώ
συνομολογὦ τοὖτο, ὡς ἀληθεστάτην καὶ ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπ῅ρξε
γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοὖ Ἰωσήφ τοὖ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρὸ καὶ μετὰ τὰ
νυμφεἶα ὑπ῅ρξε καθαρά καὶ ἄμωμος Παρθένος, καὶ ἐν῵ ἦτο καὶ ἠκολούθει νὰ εἷναι εἰς
τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διὰ τ῅ς ἀμέσου τοὖ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῆ
μήτρᾳ αὑτ῅ς τὸν μονογενῃ Τἱόν τοὖ Θεοὖ· καὶ μετὰ τὸν φυσικόν τὦν ἄλλων γυναικὦν
καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτ῅ς Τἱόν, ἀκολουθοὖσα εἰσέτι νὰ εἷναι ὁποία
καθαρωτάτη καὶ μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καὶ Ἐπιστολμ. Διατριβὴ ἤτοι
ἀνασκευὴ τ῅ς ὑπὸ τοὖ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπὲρ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς Θεοτόκου
Μαρίας ὑπὸ Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850).

Οὕτω λοιπόν καὶ διὰ τὦν Ἁγίων ΢υνόδων καὶ διὰ τὦν Θεοφόρων Πατέρων καὶ διὰ τ῅ς ἐν
γένει ἀποστολικ῅ς καὶ Ἐκκλησιαστικ῅ς παραδόσεως, καθώς καὶ διὰ τ῅ς μαρτυρίας
αὐθεντικοὖ κύρους ἀνδρὦν ἀλλοδόξων, ἐπικυροὖται καὶ ἐπιστηρίζεται τὸ ἑδραἶον καὶ
ἀκλόνητον τ῅ς ἁγίας ἡμὦν Ἐκκλησίας δόγμα περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς Παναχράντου
καὶ Παναμώμου τοὖ Κυρίου ἡμὦν Μητρός.

Εἰς ἐπισφράγισιν τὦν ὅσων περὶ τ῅ς ἀειπαρθενίας τ῅ς παναγίας Μητρὸς τοὖ Κυρίου
εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταὖθα καὶ τὰ θαυμάσια ταὖτα ρήματα τοὖ Μεγάλου Υωτίου,
ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τ῵ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας».

«Ὁ ἀσπασμὸς ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδἶνες ἀλόχευτοι·


σφραγὶς τ῅ς παρθενίας, ἡ τὦν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καὶ ἡ τεκοὖσα
παρθένος καὶ μετὰ γέννησιν). Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τὸ τικτόμενον· χορὸς ἀγγέλων ᾆσμα τὸ
θαὖμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καὶ τηλικούτων συνδρομήν, πὦς ἄν τις
διαμφισβητήσειε, κἅν πάντα ἀσεβεἶν ἔθετο μελέτην, ὅτι μὴ οὐχὶ παρθένος ἡ παρθένος
καὶ μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τὸ «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως ο὘ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτ῅ς
τὸν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοἶς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τὦν
ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τὸ μέν παράδοξον καὶ ὑπερφυές καὶ ὑπὲρ κατάληψιν
ἠβουλήθη παραστ῅σαι, ὅπερ ἐστὶ τόκος ἄνευ ἀνδρὸς ἐπιγνώσεως· τὸ δέ μετὰ ταὖτα νοεἶν
κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Σό γάρ τὴν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καὶ τὸ λοιπόν διὰ βίου
παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἥ παράδοξον, ἀλλά καὶ τοἶς προηγιασμένοις ἐξ
ἀναγκαίου μ᾵λλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καὶ τὦν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τὸ
βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τὸν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καὶ πρὸς τὴν ἐκείνων
ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοἶ καὶ ἀνακηρύττει τ῅ς τεκούσης τὸ ἀνέπαφον. Κἀκεἶνο δέ
συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ Ὠν οἱ θεἶοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ
γάρ ἅν τὸ «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρὸς ἀντιδιαστολήν τοὖ ἐφεξ῅ς χρόνου
παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπὶ δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καὶ θεοπρεπὦν·
καθάπερ καὶ νὖν, οὐ τὴν πρὸς ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καὶ τοὐναντίον
εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος. Καὶ ἀνά χεἶρα τὰ παραδείγματα· «Ἀνατελεἶ
γάρ ἐν ταἶς ἡμέραις αὐτοὖ δικαιοσύνη καὶ πλ῅θος εἰρήνης, ἕως ο὘ ἀνταναιρεθῆ ἡ
σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιὦν μου (ἀνάγραπτὸς ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τ῵ Τἱ῵) ἕως ἅν
θὦ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τὦν ποδὦν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμὦν εἰμι (πάλιν ὁ
΢ωτήρ τοἶς μαθηταἶς φησιν) ἕως τ῅ς συντελείας τοὖ αἰὦνος». Καὶ δ῅λον ὡς ἐνταὖθα τὸ
ἕως ο὘ χρονικόν τι μεθόριον καὶ πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις
συμπαραδηλοὖσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τὸν νοὖν τὦν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει.
Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καὶ τρίτον ἐστίν ἰδεἶν αὐτοὖ σημαινόμενον, δι᾿ ο὘ μέγα μέν καὶ
ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοὖται, ἁπλὦς δέ τὸ ἐναντίον τοὖ προτέρου ἕως διασημαίνεται·
ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρὸς τὸν Νὦε ἡ περιστερά, ἕως τοὖ καταξηρανθ῅ναι τὴν γ῅ν·»
καί, «Ἕως ἅν καταγηράσητε, (ἀλλαχοὖ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καὶ ἄλλα μυρία, δι᾿ Ὠν
εὔδηλον καὶ τοἶς λίαν ἐθελοκωφοὖσι καθίσταται, ὡς ἀντὶ τοὖ διηνεκὦς καὶ εἰς τὸν αἰὦνα
ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὗν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεἶς, μετὰ τὴν τ῅ς σελήνης
ἀναίρεσιν, τὴν τοὖ Φριστοὖ καὶ Θεοὖ ἡμὦν δικαιοσύνην εἰς τὸ μὴ ὅν καταδύουσαν, καὶ τὸ
πλ῅θος αὐτοὖ τ῅ς εἰρήνης μειούμενον, καὶ εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καὶ μετὰ γε τὸ
ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοὖ ὑπὸ τούς πόδας αὐτοὖ, τ῅ς δεξιὦν καθέδρας τοὖ
Πατρὸς παρακινούμενον· (τόδε τὸ βλάσφημον εἰς τάς τὦν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·)
εἷτα δέ καὶ μετὰ τὴν συντέλειαν τοὖ αἰὦνος, ὅτε μ᾵λλον τοἶς μαθηταἶς ἡ οἰκείωσις,
αὐτὦν ἀφιστάμενον· καὶ ἐπειδάν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τὸν
Θεόν· εἰ βούλει δέ, καὶ τὴν περιστεράν μετὰ τὸ ξηρανθ῅ναι τὴν γ῅ν πρὸς τὸν Νὦε
ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καὶ εἰ μετὰ τὸν ἄρρητον καὶ παρθένιον τόκον,
ἀνδρὸς ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μὴ κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοὖ
διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καὶ ταὖτα οἸς μὴ μετὰ τ῅ς ἀγνοίας
καὶ ἡ διάνοια προσαπώλετο.»
Ἁγίου Νεκταρίου - Λόγος περὶ βλασφημίας

Νεοελληνικὴ Ἀπόδοση

Βλασφημία! Λέξη φοβερὴ, λέξη ποὺ προκαλεἶ ἀποτροπιασμό, λέξη ποὺ φανερώνει
ἀσέβεια πρὸς τὸ Θεό.

Ἡ βλασφημία εἷναι ἔκφραση μίσους κατὰ τοὖ Θεοὖ, εἷναι ἀποτέλεσμα βρώμικης καρδι᾵ς
καὶ χαρακτηρίζει πονηρὴ ψυχή.

Ἡ βλασφημία προκαλεἶται ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ εἷναι αἰχμάλωτος στοὺς δαίμονες καὶ στὴν
ψυχὴ καὶ στὸ σὦμα.

Ὁ βλάσφημος ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, εἷναι ἡ φωνὴ ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ
βάθος τ῅ς κακίας, εἷναι ἡ ἠχὼ τοὖ Σαρτάρου.

Ὁ βλάσφημος ἀγανακτεἶ κατὰ τοὖ Θεοὖ καὶ βγάζει ἀπὸ τὴν πονηρὴ καρδιά του
βλάσφημες ἐκφράσεις, γεμάτες χολὴ καὶ ἀσέβεια!

Ὁ βλάσφημος ἀγανακτεἶ καὶ βρίζει τὸ Θεὸ δημιουργὸ ποὺ τὸν ἔφερε στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ
μηδέν!

Ἀγανακτεἶ καὶ βρίζει Αὐτὸν ποὺ τὸν φύλαξε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τ῅ς Φάριτός Σου, γιὰ νὰ
μὴ χαθεἶ ἡ ὕπαρξή του!

Βλασφημεἶ τὸν χορηγὸ ὅλων τὦν ἀγαθὦν, Αὐτὸν ποὺ γεμίζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ
ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία.

Βρίζει τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ, ποὺ προσφέρει πλούσιες τὶς δωρεές Σου ἀκόμη
καὶ στὸν βλάσφημο.

Βρίζει Αὐτὸν ποὺ γεμίζει μὲ καλοσύνη ὅλο τὸν κόσμο. Βρίζει Αὐτὸν ποὺ συγκρατεἶ ὅλο τὸ
σύμπαν πάνω στὸ μηδέν.

Βρίζει Αὐτὸν ποὺ ὅλη ἡ δημιουργία, ἡ ὀρατὴ καὶ ἡ ἀόρατη, τὸν σέβεται, αὐτὸν ποὺ ὅλη ἡ
κτίση δοξολογεἶ.

Ὁ βλάσφημος εἷναι ἀποστάτης καὶ ἐχθρὸς τοὖ Θεοὖ. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ
Θεὸς ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ αὐτόν.

Ὁ βλάσφημος π῅γε μὲ τὴν παράταξη τοὖ διαβόλου, γιατὶ αὐτοὖ τὰ ἔργα ἀγάπησε καὶ
στρατιώτης αὐτοὖ ἔγινε.

Ὁ βλάσφημος ἀγωνίζεται μὲ τὴ βοήθεια τὦν δαιμόνων ἐναντίον τ῅ς βασιλείας τοὖ Θεοὖ.

Ὁ βλάσφημος ἀρνεἶται τὸ βάπτισμά του, ἀρνεἶται τὸν ἴδιο τὸν Φριστό.

Ὁ βλάσφημος, ὡς μέλος τ῅ς κοινωνίας, εἷναι ἐπικίνδυνος, γιατὶ δὲν σέβεται τὸ Θεὸ καὶ
ἀπὸ τὴν ἀσέβεια αὐτὴ προέρχονται ὅλα τὰ κακά.
Ὁ βλάσφημος μπορεἶ νὰ παραβαίνει κάθε ἠθικὸ καὶ πολιτικὸ νόμο χωρὶς κανένα
ἐνδοιασμὸ, ἀφοὖ δὲν σέβεται τὸν Θεό.

Ὁ βλάσφημος εἷναι ἐπικίνδυνος στὴν κοινωνία, γιατὶ πορώθηκε ἡ καρδιά του, ἡ δὲ


πορωμένη καρδιὰ ἔχασε τὴν εὐαισθησία τ῅ς συνειδήσεως, αὐτὸς δὲ ποὺ ἔχασε αὐτὴ τὴν
εὐαισθησία εἷναι ἱκανὸς νὰ πράξει κάθε κακούργημα.

Σοὺς βλάσφημους ἡ κοινωνία πρέπει νὰ τοὺς τιμωρεἶ γιὰ τὸ δικό της συμφέρον, διότι
εἷναι μέλη σάπια καὶ ἀπειλοὖν νὰ μολύνουν ὁλόκληρη τὴν κοινωνία.

Σοὺς βλάσφημους ὀφείλει ἡ κοινωνία νὰ τιμωρεἶ ,γιὰ νὰ μὴν ἐπισύρει τὴν ὀργὴ τοὖ Θεοὖ
ἐναντίον της.

Ποιὸς μπορεἶ νὰ ἐγγυηθεἶ γιὰ τὸν ἠθικὸ χαρακτ῅ρα τοὖ βλάσφημου, ποιὸς μπορεἶ νὰ
στηρίξει τὶς ἐλπίδες του ἥ νὰ στηρίξει τὴν ἐμπιστοσύνη του σ᾿ αὐτόν; Πὦς αὐτὸς ποὖ
βλασφημεἶ τὰ ἱερὰ πρόσωπα θὰ σεβαστεἶ τὰ ἀνθρώπινα; Πὦς μπορεἶ νὰ ἐκπληρώσει τὸ
καθ῅κον πρὸς τὴν κοινωνία, ὅταν γιὰ τὸ ὕψιστο τὦν καθηκόντων του πρὸς τὸ Θεὸ
ἀσεβεἶ;

Ὁ βλάσφημος εἷναι στερημένος κάθε ἀρετ῅ς καὶ εἷναι αἰχμάλωτος κάθε πάθους.

Πὦς μπορεἶ ὁ βλάσφημος νὰ εἷναι τίμιος ἐπαγγελματίας, τίμιος ἐργάτης, ὅταν


συμπεριφέρεται ἄτιμα καὶ ἀχάριστα πρὸς τὸ Θεό;

Πὦς μπορεἶ νὰ γίνει καλὸς καὶ χρήσιμος φίλος;

Πὦς μπορεἶ ὁ βλάσφημος νὰ εἷναι συνεπὴς στὶς συναλλαγές του, ὅταν δὲν σέβεται τὸν
Ἰησοὖ Φριστὸ καὶ Θεό μας;

Πὦς μπορεἶ νὰ εἷναι καλὸς συνέταιρος ὅταν κανένα δὲν σέβεται;

Σὸν βλάσφημο πρέπει νὰ τὸν ἀποφεύγουμε ὡς ἐπικίνδυνο καὶ γιὰ μ᾵ς καὶ γιὰ τὴν
οἰκογένειά μας

Ὁ βλάσφημος εἷναι κακὸς γιός. Ὡς ἀχάριστος πρὸς τὸ Θεὸ πὦς μπορεἶ νὰ εἷναι
εὐγνώμων πρὸς τοὺς γονεἶς του; Σοὖ βλάσφημους γιοὺς οἱ γονεἶς ὀφείλουν νὰ τοὺς
διώχνουν ἀπὸ τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ μὴν ἔλθει ἡ ὀργὴ τοὖ Θεοὖ πάνω τους.

Ὁ βλάσφημος δὲν μπορεἶ νὰ εἷναι καλὸς σύζυγος, οὔτε καλὸς πατέρας καὶ κάποια
στιγμὴ θὰ ξεσπάσει πάνω τοὖ ἡ ὀργὴ τοὖ Θεοὖ . Υύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς βλάσφημους.

Γιὰ τοὺς βλάσφημους ὁ Θεὸς διατάσσει στὴν Ἁγία Γραφὴ (Λευ.24,16) νὰ λιθοβολοὖνται.
Θεία ἀπόφαση, ἄρα καὶ δίκαια, διότι ὁ πρὸς τὸν Θεὸς ἀσεβὴς εἷναι ἀσεβέστερος τὦν
ἀσεβέστερων. Αὐτὸς ποὺ συμπεριφέρεται μὲ ἀσέβεια πρὸς τὸ Θεὸ δὲν θὰ εἷναι καὶ πρὸς
τοὺς συνανθρώπους του ἀσεβής;

Ὁ Κύριος Ἰησοὖς Φριστὸς μ᾵ς προτρέπει οὔτε ἕνας λόγος ἀργὸς νὰ μὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ
στόμα μας, γιατὶ θὰ δώσουμε λόγο τὴν ἡμέρα τ῅ς κρίσεως.

Ἐὰν λοιπὸν θὰ ζητηθοὖν εὐθύνες γιὰ ἕνα λόγο ἀργό, ποὖ μπορεἶ νὰ κρυφθεἶ ὁ
βλάσφημος; ΢τὸν οὐρανό, ἀλλ᾿ ὁ Οὐρανὸς εἷναι θρόνος τοὖ Θεοὖ. ΢τὸν Ἅδη; Ναί, στὰ
Σάρταρα τοὖ Ἅδη! Γιατί, λέγει ὁ Κύριος, αὐτὸς ποὺ ὀργίζεται κατὰ τοὖ πλησίον του εἷναι
ἔνοχος στὴ γενεὰ τοὖ πυρὸς καὶ ἐὰν τέτοια εὐθύνη ἔχει ὁ κατὰ τοὖ πλησίον ὀργισθείς,
ποιὰ εὐθύνη θὰ ἔχει ὁ κατὰ τοὖ Θεοὖ, τοὖ Ἰησοὖ Φριστοὖ καὶ τ῅ς Παναγίας βλασφήμων;

Οἱ Ἅγιοι τ῅ς Ἐκκλησίας θεωροὖν τὸν βλάσφημο χειρότερο καὶ ἀπὸ τὸν δαίμονα, γιατὶ ὁ
μὲν σαταν᾵ς ἀκούγοντας τὸ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ π᾵ν ὄνομα, τὸ Θεἶον τοὖ Θεοὖ ὄνομα,
φρίττει καὶ τρέμει, ὁ δὲ βλάσφημος μὲ ἀχαριστία καὶ ἀσέβεια Αὐτὸν βλασφημεἶ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει περὶ τὦν βλασφήμων αὐτό: Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει παραβαίνει
τὸ Νόμο, ὁ δὲ βλάσφημος ἀσεβεἶ στὴν Θεότητα. Ἐὰν ὁ παραβάτης τοὖ Νόμου τοὖ Θεοὖ
κολάζεται, πόσον μ᾵λλον ὁ βλάσφημος ποὺ βρίζει τὸν Νομοθέτη;

Σελειώνοντας, σ᾵ς παρακαλὦ νὰ βοηθήσετε τοὺς βλάσφημους νὰ μετανοήσουν, νὰ


πλησιάσουν στὸ ἱερὸ Μυστήριο τ῅ς Ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεος καὶ τὴν
συγγνώμη τοὖ ἁγίου Θεοὖ καὶ νὰ σταματήσουν τὸ βρόμικο αὐτὸ πάθος, διαφορετικὰ
ἀπομακρυνθεἶτε ἀπὸ κοντά τους, ὅπως φεύγετε μακριὰ ἀπὸ μία ὀχιά, μήπως καὶ
διορθωθοὖν, πρ᾵γμα ποὺ εὔχομαι.
Ἅγιος Νεκτάριος

ΠΕΡΙ ΣΨΝ ΑΓΙΨΝ ΣΟΤ ΘΕΟΤ (1904)

«Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός…»


(Χαλμ. ρλη´ 17)

[Κεφάλαιον Α´] [Κεφάλαιον Β´]

ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Α´
Περὶ τῆς δόξης τῶν δικαίων ἐν τῇ γῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς τιμῆς
τῆς ἀποδιδομένης αὐτοῖς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον καθ᾿ ὃν ὁ ὑπέρτατος Κριτὴς ἀξιοἶ νὰ ἀπονείμει τοἶς δικαίοις μετὰ
θάνατον ἀπαρχήν τινα τ῅ς δόξης αὐτὦν ἐν τ῵ Οὐραν῵, ἤτοι τῆ Ἐκκλησίᾳ τῆ
θριαμβευούσῃ, ἀπονέμει αὐτοἶς μίαν δόξαν καὶ ἐν τῆ ἐπὶ τ῅ς γ῅ς συγχρόνως
στρατευομένῃ Ἐκκλησίᾳ. Αὕτη ἡ δόξα ἐκδηλοὖται ἐν τούτῳ ὅτι ἡ ἐπίγειος Ἐκκλησία
σέβεται τοὺς δικαίους ὡς ἁγίους καὶ φίλους τοὖ Θεοὖ. Ἐπικαλεἶται αὐτοὺς ἐν ταἶς
προσευχαἶς αὐτ῅ς ὡς μεσίτας παρ᾿ αὐτ῵, τιμᾶ ἐπίσης τὰ αὐτὦν λείψανα καὶ π᾵ν ὅ,τι
ἀν῅κεν αὐτοἶς, ὡς καὶ τὰς εἰκόνας αὐτὦν.

Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία τιμ᾵ τοὺς ἁγίους οὐχὶ ὡς θεούς, ἀλλ᾿ ὡς πιστοὺς δούλους, ὡς
ἁγίους καὶ φίλους τοὖ Θεοὖ. Αὐτὴ ἐκθειάζει τοὺς ἀγὦνας καὶ τὰ ἔργα τὰ τετελεσθέντα
ὑπ᾿ αὐτὦν πρὸς δόξαν Θεοὖ τῆ ἐνεργείᾳ τ῅ς χάριτος αὐτοὖ, εἰς τρόπον ὥστε ἅπασα ἡ
τιμὴ ἣν αὐτοἶς ἔδωκεν ἡ Ἐκκλησία, νὰ ἀναφέρηται πρὸς τὴν Ὑψίστην Μεγαλειότητα τὴν
ἐπιβλέψασαν μετ᾿ εὐχαριστήσεως ἐπὶ τὸν ἐπὶ γ῅ς βίον αὐτὦν. Αὕτη τιμᾶ αὐτοὺς δι᾿
ἐτησίας μνήμης, δι᾿ ἑορτὦν δημοτελὦν ἥ πανηγύρεων, καὶ δι᾿ ἀνιδρύσεως ναὦν εἰς τιμὴν
τοὖ ὀνόματος αὐτὦν. Οὕτω νοητέα ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους (ὁμολογ. Ὀρθοδ. πίστ. ἀποκρ.
52 καὶ ἐπιστολαὶ Πατριάρχου, ἀποκρ. 3).

Οἱ Ἅγιοι τοὖ Θεοὖ ἄνθρωποι οἱ θαυμαστωθέντες ἐν τῆ γῆ ὑπὸ τοὖ Κυρίου, διότι «τοὺς
ἁγίους τοὺς ἐν τῆ γῆ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος», ἐτιμήθησαν ὑπὸ τ῅ς του Θεοὖ ἁγίας
Ἐκκλησίας εὐθὺς ἀπὸ τ῅ς ἱδρύσεως αὐτ῅ς ὑπὸ τοὖ ΢ωτ῅ρος Φριστοὖ. Ἕκαστη τὦν
ἐκασταχοὖ χριστιανικὦν κοινοτήτων τὦν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην ἱδρυθεισὦν καθ῅κον
ἑαυτ῅ς ἀπαραίτητον ἡγεἶτο ἅμα δὲ καὶ κλέος καὶ καύχημα τὸ τελεἶν ἐτησίως μνήμας τὦν
ἀθλητικὦς ἐν Φριστ῵ τελειωθέντων καὶ τοὖ μαρτυρικοὖ στεφάνου ἀξιωθέντων ἵνα
νεαρὸς εἰς τὸ διηνεκὲς τὰς πράξεις αὐτὦν διασώσῃ. Ἐκαλεἶτο δὲ ἡ ἡμέρα τ῅ς ἑορτ῅ς τὦν
Μαρτύρων γενέθλια Μαρτύρων (dies natalis), διότι κατ᾿ αὐτὴν εἰσ῅λθoν στεφανηφόροι
εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν τὴν ἐν οὐραν῵, ὅπως ζήσωσιν αἰωνίως ἐν τῆ βασιλείᾳ τοὖ Θεοὖ.
Σούτου δὲ ἕνεκα ἀπὸ ταύτης τ῅ς ἡμέρας αἰωνίως ἤρχετο καὶ ἡ κατάταξις αὐτὦν εἰς τὴν
χορείαν τὦν τ῵ Θε῵ εὐαρεστησάντων ἁγίων καὶ κεκλημένων εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.

Σὰ τίμια τὦν ἁγίων Μαρτύρων λείψανα θεωρούμενα παρὰ τὦν χριστιανικὦν κοινοτήτων
τιμιότερα λίθων πολυτελὦν κατετίθεντο ἐντὸς τὦν Ἱερὦν Ναὦν καὶ ἐξησφαλίζοντο ὡς
θησαυρὸς πολύτιμος· κατὰ δὲ τὴν ἐπέτειον μνήμην τ῅ς ἀθλήσεως αὐτὦν οἱ πιστοὶ ἦγον
ἑορτὴν καὶ πανήγυριν εἰς τιμὴν τοὖ ἀθλητοὖ καὶ Μάρτυρος τοὖ Κυρίου, ἀνεγινώσκοντο
τὰ ἆθλα τὦν μαρτύρων, λόγοι δὲ πανηγυρικοὶ καὶ ἐγκωμιαστικοὶ ἐξεφωνοὖντο παρὰ τὦν
ἐκκλησιαστικὦν ὆ητόρων τὦν χριστιανικὦν κοινοτήτων.

Πολλάκις ἐπὶ τὦν τάφων τὦν μαρτύρων ἠγείροντο Ἱεροὶ Ναοὶ Μαρτύρια καλούμενοι, οἸς
ἐδίδετο τὸ ὄνομα τοὖ Μάρτυρος πρὸς τιμὴν αὐτοὖ· κατὰ δὲ τὴν ἐπέτειον τ῅ς ἑορτ῅ς
Μάρτυρος συνέτρεχαν πάντες οἱ πιστοὶ ἐν τ῵ Να῵ πρὸς δόξαν Θεοὖ καὶ τιμὴν τοὖ
Μάρτυρος τοὖ δοξασθέντος ὑπὸ τοὖ Θεοὖ (Φρυσοστ. εἰς τὸν Μάρτυρα Λουκιανόν).

Οἱ χριστιανοὶ ἠσπάζοντο τὴν ἱερὰν λάρνακα τοὖ τιμίου λειψάνου τοὖ Μάρτυρος καὶ
ἐλάμβαναν ἔλαιον ἐκ τ῅ς κανδήλας τοὖ ἁγίου πρὸς καθαρισμὸν καὶ θεραπείαν ἀπὸ τὦν
ἀσθενειὦν αὐτὦν. (Γρηγορ. Νύσσ. ἐν βίῳ Γρηγορ. τοὖ θαυματ. Καὶ Φρυσοστ. εἰς Μάρτ.
Ἰουλ.)

Οἱ Φριστιανοὶ ἐτίμων πλὴν τὦν ἁγίων λειψάνων καὶ τὴν γ῅ν τοὖ Ἁγίου Σάφου ἐν ᾧ
κατετέθη τὸ Πανάγιον τοὖ Κυρίου σὦμα, καὶ τὸ σουδάριον ὃ ἦν ἐπὶ τ῅ς κεφαλ῅ς τοὖ
Φριστοὖ καὶ τὰ ὀθόνια ἤτοι τὴν σινδόνα ἐν ᾗ ἐτυλίχθη τὸ σὦμα τοὖ Κυρίου Ἰησοὖ. Ἐπίσης
ἐτίμων καὶ τὴν εἰκόνα τοὖ Κυρίου τὴν ἀποτυπωθεἶσαν θείᾳ εὐδοκίᾳ ἐν μάκτρῳ καὶ
ἀποπεμφθεἶσαν τ῵ Αὐγάρῳ ποθοὖντι νὰ ἵδῃ αὐτόν.

Ἐπίσης ἐτίμων καὶ τὴν τιμίαν ἐσθ῅τα τ῅ς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν ζώνην αὐτ῅ς.

Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ὑπαγόρευσις ὑψηλοὖ θρησκευτικοὖ συναισθήματος καὶ
ἐνθέου ζήλου πιστ῅ς καὶ ἀγαπώσης τὸν Θεὸν καρδίας καὶ ἐκδήλωσις τοὖ διακατέχοντος
αὐτὴν πόθου πρὸς δόξαν τοὖ Θεοὖ τοὖ δοξάζοντος τὴν στρατευομένην αὐτοὖ
Ἐκκλησίαν. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ἔκφρασις τ῅ς ἀγάπης τὦν πιστὦν πρὸς
αὐτοὺς διὰ τὰς ὑψηλὰς αὐτὦν ἀρετὰς καὶ τοὺς μεγάλους ἀγὦνας καθ᾿ οὗς γενναίως
ἀγωνισάμενοι ἔλαβον τὸν τ῅ς δόξης ἀμαράντινον στέφανον. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ
εἷναι ἔνδειξις σεβασμοὖ ἡμὦν πρὸς αὐτοὺς διὰ τὴν ἐθελούσιον αὐτὦν θυσίαν ὑπὲρ τ῅ς
πίστεως τοὖ Φριστοὖ, ἣν διὰ τοὖ ἰδίου αἵματος καὶ τ῅ς τελείας αὐταπαρνήσεως
ὁμολόγησαν καὶ ἐστήριξαν. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ἔκφρασις ἀϊδίου
εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀθλητὰς τοὖ Φριστοὖ τοὺς πολεμήσαντας τὰς πλάνας τὦν
πολεμίων τ῅ς ἀληθείας καὶ διαφυλάξαντας τὴν πίστιν ἁγνήν, καὶ μεταδόντας ἡμἶν
ἀλώβητον τὴν Ἱερὰν παρακαταθήκην καὶ ἀκεραίαν καὶ ἀμίωτον τὴν ἀποκαλυφθεἶσαν
ἀλήθειαν.

Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ἐκδήλωσις τ῅ς ταυτότητος τὦν αἰσθημάτων καὶ
φρονημάτων ἡμὦν πρὸς τοὺς ἱεροὺς τ῅ς πίστεως ἀθλητάς. Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι
ὁμολογία τ῅ς θερμ῅ς καὶ ζώσης ἡμὦν πίστεως πρὸς τὸν ἀθλοθέτην καὶ ἀγωνοθέτην
Φριστὸν τὸν ἐνισχύσαντα ἐν τ῵ σταδίῳ τοὺς τ῅ς πίστεως ἀθλητὰς καὶ δοξάσαντα
αὐτούς.

Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ἔνδειξις τοὖ πλημμυροὖντος τὰς καρδίας ἡμὦν ἐνθέου
πόθου πρὸς ἀπομίμησιν αὐτὦν, καὶ βεβαίωσις τοὖ διαφλέγοντος τὴν ψυχὴν ἡμὦν ἔρωτος
πρὸς ἀνύψωσιν ἐν τ῵ ὕψει τὦν ἀρετὦν αὐτὦν, αἵτινες κεἶνται ἡμἶν αἰώνιον ὑπόδειγμα.

Ἡ πρὸς τοὺς ἁγίους τιμὴ εἷναι ἠθικὴ ὀφειλὴ πρὸς αὐτοὺς διὰ τὰς πρὸς ἡμ᾵ς αὐτὦν
ποικίλας εὐεργεσίας, εἷναι χρέος διὰ τὰς πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα ὑπὲρ ἡμὦν αὐτὦν ἐντεύξεις,
εἷναι ὑποχρέωσις πρὸς αὐτοὺς διὰ τὰς πρὸς ἡμ᾵ς αὐτὦν ποικίλας εὐεργεσίας, εἷναι χρέος
διὰ τὰς πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα ὑπὲρ ἡμὦν αὐτὦν ἐντεύξεις, εἷναι ὑποχρέωσις πρὸς αὐτοὺς
ἀπαιτουμένη παρ᾿ ἡμὦν ὑπὸ τοὖ Θεοὖ τοὖ δοξάζοντος ἐπὶ τ῅ς γ῅ς τοὺς ἁγίους αὐτοὖ·
διότι θέλει ὁ Θεὸς νὰ δοξάζωνται οἱ πιστοὶ ἐπὶ τ῅ς γ῅ς οὓς Αὐτὸς ἐδόξασε καὶ
ἐστεφάνωσε· διότι «τοὺς ἁγίους τοὺς ἐν γῆ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Ἡ μὴ ἀπόδοσις τ῅ς
νενομισμένης τιμ῅ς καὶ σεβασμοὖ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὖ Θεοὖ εἷναι ἀσέβεια, ἀχαριστία,
ἀδιαφορία καὶ ἔλλειψις πόθου πρὸς τελείωσιν ἐν τῆ ἀρετῆ.

Περὶ τ῅ς τιμ῅ς τὦν ἁγίων ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τ῅ς ἱδρύσεως αὐτ῅ς μίαν ἔσχε γνώμην, μίαν
δοξασίαν, μίαν φωνήν. Οἱ αἰὦνες ἅπαντες τοὖτο μαρτυροὖσιν.

Ὁ Ἐπιφάνιος λέγει· «Ὁ τιμὦν Κύριον τιμ᾵ καὶ Ἅγιον, ὁ δὲ ἀτιμάζων ἅγιον ἀτιμάζει καὶ
τὸν ἑαυτοὖ Δεσπότην». (Ἐπιφαν. ἐν αἱρέσ. 78 κεφ. 21) Καὶ ἀληθὦς, ἐὰν ὁ ἀτιμάζων τοὺς
ὑπὸ τοὖ βασιλέως τετιμημένους τὸν βασιλέα ἀτιμάζῃ, ὡσαύτως καὶ ὁ τοὺς ἁγίους τοὺς
δοξασθέντας ὑπὸ τοὖ Θεοὖ μὴ τιμὦν, τὸν Θεὸν οὐ τιμᾶ, καὶ ἀγνώμων πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
πρὸς τοὺς ἁγίους αὐτοὖ δείκνυται.

Ἐπίσης καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν ἐπιστολῆ 197, 2 λέγει: «ἡ γὰρ πρὸς τοὺς εὔνους τὦν
ὁμοδούλων διάθεσις τὴν ἀναφορὰν πρὸς τὸν Δεσπότην ἔχει, ᾧ δεδουλεύκασι· καὶ ὁ τοὺς
διὰ πίστιν ἠθληκότας τιμὦν, δ῅λός ἐστι τὸν ἴσον ζ῅λον ἔχων τ῅ς πίστεως· ὥστε μία αὕτη
πρ᾵ξις πολλ῅ς ἀρετ῅ς ἔχει τὴν μαρτυρίαν».

Ὠσαύτως καὶ ὁ θεἶος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφων κατὰ Ἰουλιανοὺ περὶ τ῅ς
ὀφειλομένης πρὸς τοὺς ἁγίους τιμ῅ς λέγει· «Οὐκ Ἠδέσθης τὰ ὑπὲρ Φριστοὖ σφάγια, οὐδ᾿
ἐφοβήθης τοὺς μεγάλους ἀγωνιστάς; Σὸν Ἰωάννην ἐκεἶνον, τὸν Πέτρον, τὸν Παὖλον, τὸν
Ἰάκωβον, τὸν ΢τέφανον, τὸν Λουκ᾵ν, τὸν Ἀνδρέαν καὶ τὴν Θέκλαν, τοὺς ἐπ᾿ ἐκείνους τε
καὶ πρὸ ἐκείνων τ῅ς ἀληθείας προκινδυνεύσαντας; οἱ πυρὶ καὶ σιδήρῳ, καὶ θηρσὶ καὶ
τυράννοις προθύμως ἀντηγωνίσαντο; Καὶ παροὖσι κακοἶς καὶ ἀπειλουμένοις, ὥσπερ ἐν
ἀλλοτρίοις σώμασιν, ἥ ἀσώματοι; Σίνος ἕνεκεν; ἵνα μὴ προδὦσι μηδὲ μέχρι ὆ήματος τὴν
εὐσέβειαν, Ὠν αἱ μεγάλοι τιμαὶ καὶ πανηγύρεις· Ὠν αἱ ἐπιφάνειαι, καὶ Ὠν αἱ προρρήσεις·
Ὠν καὶ τὰ σώματα μόνον ἴσα δύνανται ταἶς ἁγίαις ψυχαἶς, ἥ ἐπαφώμενα ἥ τιμώμενα· Ὠν
καὶ αἱ ὆ανίδες αἵματος μόνον, καὶ μικρὰ σύμβολα πάθους ἴσα δρὦσι τοἶς σώμασι. Σαὖτά
οὐ σέβεις ἀλλ᾿ ἀτιμάζεις;» (Γρηγόριος ὁ Ναζιανζ. κατὰ Ἰουλ. στηλιτ. Α´ τομ, Α´ σελ. 76-
77).

Ἐπίσης καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν ὁμιλίᾳ ιθ´ εἰς τοὺς Ἁγίους Σεσσαράκοντα Μάρτυρας
λέγει:

«Μαρτύρων μνήμης τὶς τὦν γένοιτο κόρος τ῵ φιλομάρτυρι; διότι ἡ πρὸς τοὺς ἀγαθοὺς
τὦν ὁμοδούλων τιμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τ῅ς πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην εὐνοίας. Δ῅λον γὰρ
ὅτι ὁ τοὺς γενναίους ἄνδρας ἀποδεχόμενος, ἐν τοἶς ὁμοίοις καιροἶς οὐκ ἀπολειφθήσεται
τ῅ς μιμήσεως. Μακάρισον γνησίως τὸν μαρτυρήσαντα, ἵνα γένῃ μάρτυς τῆ προαιρέσει
καὶ ἐκβῆς χωρὶς διωγμοὖ, χωρὶς πυρός, χωρὶς μαστίγων, τὸν αὐτὸν ἐκείνοις μισθὸν
ἠξιωμένος. Ἡμἶν δὲ οὕχ ἕνα πρόκειται θαυμάζειν οὐδὲ δύο μόνους, οὐδὲ μέχρι δεκάδος, ὁ
ἀριθμὸς πρόεισι τὦν μακαριζομένων ἀλλὰ τεσσαράκοντα ἄνδρας ὡς μίαν ψυχὴν ἐν
διηρημένοις σώμασιν ἔχοντας, ἐν μιᾶ συμπνοίᾳ καὶ ὁμονοίᾳ τ῅ς πίστεως, μίαν καὶ τὴν
πρὸς τὰ δεινὰ καρτερίαν, καὶ τὴν ὑπὲρ τ῅ς ἀληθείας ἔνστασιν ὑπεδείξαντο. Πάντες
παραπλήσιοι ἀλλήλοις, ἴσοι τὴν γνώμην, ἴσοι τὴν ἄθλησιν. Διὸ καὶ ὁμοτίμων τὦν
στεφάνων τ῅ς δόξης καταξιώθησαν. Σίς ἅν οὗν ἐφίκοιτο λόγος τ῅ς τούτων ἀξίας; Οὐδὲ
τεσσαράκοντα γλὦσσαι ἐξήρκεσαν ἅν τοσούτων ἀνδρὦν ἀνυμν῅σαι. Καίτοι εἰ εἸς ἦν ὁ
θαυμαζόμενος τήν γε τὦν ἡμετέρων λόγων δύναμιν ἐξήρκει καταπαλαίσαι, μὴ ὅτι
πλ῅θος τοσούτον, φάλαγξ στρατιωτική, σύστημα δυσκαταγώνιστον, ὁμοίως ἔν τε
πολέμοις ἀήττητον, καὶ ἐν ἐπαίνοις ἀπρόσιτον».

Καὶ ἀλλαχοὖ πάλιν ὁ ἴδιος περὶ τ῅ς τιμ῅ς πρὸς τὰ ἅγια λείψανα λέγει:
«Καὶ ὅτε μὲν Ἰουδαϊκὦς ἀπέθνησκον οἱ ἄνθρωποι, βδελυκτὰ ἦν τὰ θνησιμαἶα· ὅτε δὲ
ὑπὲρ Φριστοὖ ὁ θάνατος, τίμια τὰ λείψανα τὦν ὁσίων αὐτοὖ... νὖν δὲ ὁ ἀψάμενος ὀστέου
μάρτυρος, λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοὖ ἐκ τ῅ς του σώματος παρεδρευούσης
χάριτος. «Σίμιος γὰρ ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τὦν ὁσίων αὐτοὖ».

Ὁμοίως καὶ ὁ Ἱερὸς Φρυσόστομος τὰ αὐτὰ λέγει περὶ ἁγίων λειψάνων Ὠδε:

«... εἰ γὰρ νεκροἶς σώμασι καὶ διαλυθεἶσιν εἰς κόνιν μείζονα τὦν ζώντων ἁπάντων
δύναμιν ὁ Θεὸς ἐχαρίσατο, πολλ῵ μ᾵λλον ζωὴν αὐτοἶς χαριεἶται βελτίω τ῅ς προτέρας
καὶ μακαριωτέραν κατὰ τὸν τὦν στεφάνων καιρόν».

Καὶ αὗθις ὁ αὐτὸς Φρυσορρήμων Πατήρ: «Ἐμερίσατο ὁ Θεὸς πρὸς ἡμ᾵ς τοὺς μάρτυρας·
τὰς ψυχὰς λαβὼν αὐτός, τὰ σώματα ἡμἶν ἔδωκεν, ἵνα ἔχωμεν ὑπόμνησιν ἀρετ῅ς
διηνεκοὖς τὰ ἅγια τούτων ὁστέα».

Ὁμοίως καὶ ὁ Ἱερὸς Ἰσίδωρος γράφων πρὸς Ἱέρακα περὶ λειψάνων λέγει:

«Εἰ σκανδαλίζῃ ἐπὶ τῆ κόνει τὦν μαρτυρικὦν σωμάτων παρ᾿ ἡμὦν τιμωμένη διὰ τὴν περὶ
τὸν Θεὸν αὐτὦν ἀγάπην καὶ ἔνστασιν, ἐρώτησον τοὺς ἐξ αὐτὦν λαμβάνοντας τὰς ἰάσεις
καὶ μάθε πόσοις πάθεσι θεραπείαν χαρίζονται. Καί οὐ μόνον ο὘ σκώψεις τὸ γινόμενον,
ἀλλὰ καὶ ζηλώσεις τὸ ποθούμενον».

Ὁ Υιλοστόργιος ἐν τ῵ Ζ´ βιβλίῳ 4 τ῅ς Ἐκκλησιαστικ῅ς αὐτοὖ ἱστορίας ἱστορεἶ, ὅτι ἐπὶ


Ἰουλιανοὖ ἐν Παλαιστίνῃ οἱ ἀσεβεἶς ἐξαγαγόντες τὦν θηκὦν τὰ τοὖ προφήτου
Ἐλισσαίου καὶ τοὖ Βαπτιστοὖ Ἰωάννου καὶ συγκαταμίξαντες ζῴων ὁστοἶς ἀλόγων ὅμου
πρὸς κόνιν κατέκαυσαν καὶ εἰς τὸν ἀέρα διεσπείραντο. Σοὖτο δὲ ἔπραττον «Σὦν
ἑλληνιστὦν τὰ ἀτοπώτατα κατὰ τὦν Φριστιανὦν πανταχοὖ παλαμωμένων». Ἐκ τ῅ς
διηγήσεως ταύτης δείκνυται, ὅτι οἱ Φριστιανοὶ ἀπὸ τὦν πρώτων ἤδη αἰώνων ἐτίμων τὰ
ἅγια λείψανα τὦν προφητὦν, οἱ δὲ Ἑλληνισταὶ τὰ ἀτοπώτατα κατ᾿ αὐτὦν ἐργαζόμενοι
πρὸς θλἶψιν αὐτὦν τὴν ἱστορηθεἶσαν ἀνουσιουργίαν εἰργάσαντο.

Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τοὖ ἱστορικοὖ Υιλοστοργίου, φρονοὖμεν ὅτι οὐχὶ μικρὸν ὑποστηρίζει
τὴν ὑποστηριζομένην ἀλήθειαν, ὅτι οἱ Φριστιανοὶ ἀπὸ τὦν πρώτων ἤδη αἰώνων ἐτίμων
τὰ ἁγία λείψανα τὦν Προφητὦν, τὦν Ἀποστόλων καὶ πάντων τὦν ἁγίων τὦν ὑπὸ τοὖ
Θεοὖ μαρτυρηθέντων καὶ δοξασθέντων.

Ὁ δὲ Νικηφόρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρὸς Λέοντα Πάπαν Ῥώμης γράφων,


λέγει τὰ ἑξ῅ς: «Προσκυνὦ καὶ περιπτύσσομαι τὰ σεβάσμια τὦν ἁγίων λείψανα, ὡς
ἰατρεἶον ψυχικὦν τε καὶ σωματικὦν παθημάτων τυγχάνοντα».

Καὶ Υώτιος ἐν ἐπιστολῆ Ι´, σελ. 17, λέγει: «Καὶ ναοὺς ἁγίων, καὶ τάφους καὶ λείψανα
πιστοἶς βρύοντα ἰάσεις πιστὦς προσκυνοὖμεν, τὸν αὐτοὺς δοξάσαντα Φριστὸν τὸν Θεὸν
ἡμὦν μεγαλύνοντες καὶ ἀνευφημοὖντες».

Ὅτι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἁγία λείψανα ἐξεδηλώθη ἀπὸ τὦν πρώτων τ῅ς Ἐκκλησίας
αἰώνων μαρτυρεἶ ἡ περισυλλογὴ τὦν ἁγίων λειψάνων τοὖ ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου, ἡ
ἀρχαιοτάτη περὶ τὦν ἁγίων λειψάνων μαρτυρία. Ἐκεἶνο δὲ ὅπερ μαρτυρεἶται περὶ τὦν
ἁγίων λειψάνων τοὖ ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοὖ Ἀποστολικοὖ Πατρός, τοὖτο πάντως
ἐγένετο καὶ περὶ τὦν ἁγίων λειψάνων τὦν Ἁγίων Ἀποστόλων, Ὠν μέχρι σήμερον
περισώζονται ἁγία λείψανα ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας μεμαρτυρημένα, καὶ τὦν μαθητὦν
αὐτὦν καὶ πάντων τὦν ἁγίων μαρτύρων τοὖ Φριστοὖ καὶ ὁσίων καὶ δικαίων τὦν ὑπὸ τοὖ
Κυρίου δεδοξασμένων. Ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἅγια λείψανα οὐ μόνον δὲν εἷναι πρ᾵ξις
ἀπρεπής, ἀλλὰ μ᾵λλον ἱερὰ καὶ ἀληθοὖς εὐσεβείας προϊόν, ὡς ἔκφρασις τ῅ς
πλημμυρούσης τὴν καρδίαν τὦν πιστὦν ἀγάπης καὶ εὐλαβείας πρὸς τοὺς ἁγίους
μάρτυρας καὶ ὁσίους, Ὠν ὁ βίος πρόκειται αὐτοἶς ἀΐδιον παράδειγμα ἐξεγεἶρον τὸν ζ῅λον
πρὸς μίμησιν καὶ ἐπαυξάνον τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν πίστιν.

Ὁ Εὐσέβιος ἐν τῆ Ἐκκλησιαστικῆ αὐτοὖ ἱστορίᾳ ἐν βιβλ. δ´ κεφ. 15 ἱστορὦν τὰ τοὖ


μαρτυρίου τοὖ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου, ἀναφέρει τὰ ἑξ῅ς περὶ τὦν λειψάνων
τοὖ Ἁγίου ἱερομάρτυρος:

«Σοὖτον μὲν γὰρ (τὸν Κύριον Ἰησοὖν Φριστόν) Τἱὸν τοὖ Θεοὖ, προσκυνοὖμεν τοὺς
μάρτυρας ὡς μαθητὰς τοὖ Κυρίου καὶ μιμητὰς ἀγαπὦμεν ἀξίως ἕνεκα εὐνοίας
ἀνυπερβλήτου τ῅ς εἰς τὸν ἴδιον βασιλέα καὶ διδάσκαλον· Ὠν γένοιτο καὶ ἡμ᾵ς
συγκοινωνοὺς καὶ συμμαθητὰς γενέσθαι. Ἱδὼν οὗν ὁ Ἑκατοντάρχης τὴν τὦν Ἰουδαίων
γενομένην φιλονικίαν, θεὶς αὐτὸν ἐν μέσῳ, ὡς ἔθος αὐτοἶς ἔκαυσεν. Ο὘τός τε ἡμεἶς
ὕστερον ἀνελόμενοι τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελὦν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ἄστα
αὐτοὖ, ἀπεθέμεθα ὅπου καὶ ἀκόλουθον ἦν (ἐν τ῵ Να῵), ἔνθα ὡς δυνατὸν ἡμἶν
συναγομένοις ἐν ἀγαλλιάσει καὶ χαρᾶ, παρέξει ὁ Κύριος ἐπιτελεἶν τὴν τοὖ μαρτυρίου
αὐτοὖ γενέθλιον ἡμέραν, εἴς τε τὴν τὦν προηθληκότων μνήμην καὶ τὦν μελλόντων
ἄσκησίν τε καὶ ἑτοιμασίαν».

Ὁ Εὐσέβιος ἱστορεἶ προσέτι καὶ τὰ ἑξ῅ς περὶ τ῅ς τιμ῅ς τὦν ἁγίων μαρτύρων ἐπὶ τοὖ
Μεγάλου Κωνσταντίνου:

«Σὴν δὲ γ´ ἐπώνυμον αὐτοὖ πόλιν ἐξόχῳ τιμῆ γεραίρων, εὐκτηρίοις πλοίοσιν ἐφαίδρυνε,
μαρτυρίοις (ναοἶς) τὲ μεγίστοις, καὶ περιφανεστάτοις οἴκοις· τοἶς μὲν πρὸ τοὖ ἄστεως,
τοἶς δὲ ἐν αὐτ῵ τυγχάνουσι, δι᾿ Ὠν ὁμοὖ καὶ τὰς τὦν μαρτύρων μνήμας ἐτίμα, καὶ τὴν
αὐτοὖ πόλιν τ῵ τὦν μαρτύρων καθιέρου Θε῵.»(Ἔκκλ. Ἱστ. ἐν τ῵ βίῳ Κωνσταντίνου. Βιβλ.
III κεφ. ΜΗ'.)

Ὁ δὲ ΢ῳζόμενος (βιβλ. γ´ κεφ. Ἰδ'.) λέγει περὶ τοὖ τάφου τοὖ θεσπεσίου Ἱλαρίωνος τὰ
ἑξ῅ς θαυμάσια δι᾿ Ὠν μαρτυρεἶται, ὅτι οὐ μόνον τὰ τὦν ἁγίων λείψανα, ἀλλὰ καὶ οἱ
τάφοι καὶ οἱ πρότερον τοιοὖτοι κενωθέντες θεραπείας παρέχουσι.

«Διέπρεπε δὲ τότε Ἱλαρίων ὁ θεσπέσιος... ἐπὶ τοσούτον δὲ θεοφιλὴς ἐγένετο, ὡς ἔτι καὶ
νὖν ἐπὶ τ῵ αὐτ῵ τάφῳ πολλοὺς ἰ᾵σθαι κάμνοντας καὶ δαιμονώντας, καὶ τόγε
παραδοξότατον, παρά τε Κυπρίοις, ο὘ πρότερον ἐτάφη, καὶ παρὰ Παλαιστινίοις, παρ᾿ οἸς
ἐστι νὖν, συμβὰν γὰρ αὐτὸν ἐν Κύπρῳ διατρίβοντα τελευτ῅σαι, πρὸς τὦν ἐπιχωρίων
ἐκηδεύθη, καὶ ἐν πολλῆ τιμῆ καὶ θεραπείᾳ παρ᾿ αὐτοἶς ἦν. Μετὰ δὲ ταὖτα Ἡσύχας, ὃς
εὐδοκιμώτατος ἐγένετο τὦν αὐτοὖ μαθητὦν, κλέψας τὸ λείψανον, διεκόμισεν εἰς
Παλαιστίνην καὶ ἐν τ῵ ἰδίῳ Μοναστηρίῳ ἔθαψεν».

Ὁ θεἶος Φρυσόστομος ἐν τῆ πρὸς Κορινθ. Βα ἐπιστολή, ὁμιλία 26, λέγει τὰ ἑξ῅ς περὶ τ῅ς
δόξης τὦν ἁγίων καὶ τὦν ἁγίων λειψάνων αὐτὦν:

«Σὰ δὲ ὁστ᾵ τὦν ἁγίων οὐ ταύτην ἔχει τὴν ἐξουσίαν τὴν οἰκτρὰν καὶ ταπεινὴν τὴν τὦν
ἀρχόντων, τοὖ λύειν καὶ δεσμεἶν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐκείνην τὴν πολλ῵ μείζονα·
δαίμονας γὰρ παρίστησι καὶ βασανίζει καὶ τὦν δεσμὦν ἐκείνων τὦν πικροτάτων ἀπολύει
τοὺς δεδεμένους.... τοὖ δαίμονος ο὘ φέροντος τὴν θαυμαστὴν δύναμιν ἐκείνην. Καὶ οἱ τὰ
σώματα φέροντες τὦν ἀσωμάτων κρατοὖσι δυνάμεων ἡ κόνις καὶ τὰ ὁστ᾵ καὶ ἡ τέφρα
τὰς ἀοράτους ἐκεἶνας διαξαίνει φύσεις. Διὰ τοὖτο ὑπὲρ μὲν τοὖ βασιλικὰς ἰδεἶν αὐλὰς
οὐδεὶς ἄν ποτε ἀποδημήσειε· βασιλεἶς δὲ πολλοὶ πολλάκις ἀποδεδημήκασι ταύτης ἕνεκεν
τ῅ς θεωρίας. Σ῅ς γὰρ μελλούσης κρίσεως ἴχνη καὶ σύμβολα τὰ μαρτύρια τὦν ἁγίων (οἱ
ναοὶ ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτὦν ἀνεγηγερμένοι) παρέχεται δαιμόνων μαστιζομένων, ἀνθρώπων
κολαζομένων καὶ ἐλευθερουμένων. Εἷδες τὦν ἁγίων τὴν δύναμιν καὶ τετελευτηκότων;
κτλ.»

Ἡ Ζ´ ἁγία οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος περὶ ἁγίων λειψάνων λέγει ἐν τ῵ Ζ´ κανόνι τὰ ἑξ῅ς:

«Σῆ οὗν ἀσεβεἶ αἱρέσει τὦν χριστιανοκατηγόρων καὶ ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν.
Ὥσπερ γὰρ τὴν τὦν σεπτὦν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τ῅ς ἐκκλησίας, καὶ ἕτερα ἔθη
παραλελοίπασιν, ἃ χρῆ ἀνανεωθ῅ναι καὶ κατὰ τὴν ἔγγραφον καὶ ἄγραφον θεσμοθεσίαν
οὕτω κρατεἶν. Ὅσοι οὗν σεπτοὶ ναοὶ καθιερώθησαν ἐκτὸς ἁγίων λειψάνων μαρτύρων,
ὁρίζομεν ἐν αὐτοἶς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετὰ τ῅ς συνήθους εὐχ῅ς. Ὁ δὲ ἄνευ
ἁγίων λειψάνων καθιερὼν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκὼς τὰς ἐκκλησιαστικὰς
παραδόσεις».

Ὁ δὲ Ἱστορικὸς ΢ωκράτης βιβλ. γ´ κεφ. 18 λέγει τὰ ἑξ῅ς περὶ τ῅ς δυνάμεως τὦν
μαρτυρικὦν λειψάνων:

«Σὰ γὰρ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν ἱερὰ τὦν Ἑλλήνων ἀνοιγ῅ναι κελεύσας (ὁ Ἰουλιανός),
χρησμὸν λαβεἶν παρὰ τοὖ ἐν Δάφνῃ Ἀπόλλωνος ἔσπευδεν ὡς δὲ ὁ ἐνοικὦν τ῵ Ἱερ῵
δαίμων τὸν γείτονα δεδοικώς, λέγω δὴ Βαβύλαν τὸν μάρτυρα, οὐκ ἀπεκρίνατο· πλησίον
γὰρ ἦν ἡ σορός, ἡ τὸ σὦμα τοὖ μάρτυρος, κρύπτουσα· γνοὖς τὴν αἰτίαν ὁ βασιλεύς, τὴν
σορὸν τάχος κελεύει μετοικίζεσθαι. Σοὖτο μαθόντες οἱ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν χριστιανοί,
ἅμα γυναιξὶ καὶ νέᾳ ἡλικίᾳ χαίροντες καὶ ψαλμωδοὖντες, ἀπὸ τ῅ς Δάφνης ἐπὶ τὴν πόλιν
μετέφερον τὴν σορόν.»

Κύριλλος δὲ ὁ Ἱεροσολύμων ἐν κατηχήσει ιη´ λέγει περὶ ἁγίων λειψάνων τάδε:

«Καὶ τὸν Ἐλισσαἶον τὸν δὶς ἐγείραντα, ἔν τε τ῵ ζ῅ν καὶ μετὰ τὸ τελευτ῅σαι αὐτόν· ζὦν
μὲν γὰρ ἐνήργησε τὴν ἀνάστασιν, διὰ τ῅ς αὐτοὖ ψυχ῅ς, ἵνα δὲ μὴ μόνον τιμηθὦσι τὦν
δικαίων αἱ ψυχαί, πιστευθῆ δὲ ὅτι καὶ ἔγκειται ἐν τοἶς τὦν Δικαίων σώμασι δύναμις, ὁ
὆ιφθεὶς ἐν τ῵ μνημείῳ τοὖ Ἐλισσαίου νεκρός, τοὖ νεκροὖ σώματος τοὖ προφήτου
ἐφαψάμενος, ἐζωοποιήθη, καὶ τὸ σὦμα τοὖ προφήτου τὸ νεκρὸν ἀπετέλεσε ψυχ῅ς ἔργον
καὶ τὸ τελευτ῅σαν καὶ κείμενον, ζωὴν παρέσχε τ῵ τελευτήσαντι, καὶ παράσχον τὴν
ζωήν, αὐτὸ ὁμοίως ἔμεινεν ἐν νεκροἶς. Διατί; ἵνα μὴ ἐξαναστάντος τοὖ Ἐλισσαίου, τῆ
ψυχῆ μόνῃ προσγραφῆ τὸ πρ᾵γμα, δειχθῆ δὲ ὅτι καὶ ψυχ῅ς μὴ παρούσης, ἔγκειταί τις
δύναμις τ῵ τὦν ἁγίων σώματι, διὰ τὴν ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἐνοικήσασαν ἐν αὐτ῵ δικαίαν
ψυχήν, ἧς ὑπηρέτημα γέγονε. Καὶ μὴ ἀπιστὦμεν νήπιοι, ὡς μὴ γεγενημένου τούτου. Εἰ
γὰρ σουδάρια καὶ σημικίνθια τὰ ἔξωθεν ὄντα, τὦν σωμάτων ἁπτόμενα τὦν νοσούντων,
ἤγειρε τοὺς ἀσθενεἶς, πόσῳ μ᾵λλον αὐτὸ τὸ σὦμα τοὖ προφήτου ἤγειρε τὸν νεκρόν»;

Καὶ Μητροφάνης δὲ ὁ Κριτόπουλος ἐν Κεφ. ις´ τ῅ς ἑαυτοὖ ὁμολογίας λέγει περὶ τὦν
ἁγίων λειψάνων τὰ ἑξ῅ς:

«Σὴν αὐτὴν δὲ τιμὴν ἀπονέμει ἡ Ἐκκλησία καὶ τοἶς ἁγίοις λειψάνοις εἰ μόνον ἀληθ῅ καὶ
ἀνόθευτα εἴη. Πολλαὶ γὰρ πανουργίαι καὶ καπηλίαι ἐπενοήθησαν περὶ ταὖτα, ὡς
συμβαίνειν τὸν αὐτὸν ἅγιον, ο὘ τὰ λείψανα ὀνομάζουσι τρικέφαλον, καὶ τετρακέφαλον
εἷναι τοσαυτόχειρα δὲ καὶ τοσαυτόποδα. Πολλαχοὖ γὰρ δεικνύουσι τὰ αὐτὰ μέλη τοὖ
αὐτοὖ ἁγίου, ὅπερ ὡς ἄτοπον καὶ καπηλευτικὸν ἡ Ἐκκλησία μισεἶ καὶ ἀποτρέπεται».
Περὶ δὲ τ῅ς ὀφειλομένης τοἶς ὄντως ἁγίοις λειψάνοις τιμ῅ς τὸν δὲ τὸν λόγον ἀποδίδωσιν:

«Ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοὶ οἱ διὦκται τὦν Φριστιανὦν ἐπονείδιστον καὶ ἐφύβριστον ἡγοὖντο τὸν
ὑπὲρ Φριστοὖ θάνατον, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ τίμιον καὶ
ἔνδοξον θέλων ἀποδείξαι τὸν τοιοὖτον τρισόλβιον θάνατον, ἅτε δὴ ὑπὲρ τοὖ
Μονογενοὖς αὐτοὖ γενόμενον, ἐπέθηκε τοἶς λειψάνοις τὦν ὑπὲρ ἐκείνου θανόντων
χάριν καὶ δωρεὰν τοὖ Παναγίου Πνεύματος, ὅπερ ἡ Ἐκκλησία καταμαθοὖσα προθύμως
ἀπεδέξατο καὶ τοἶς μετέπειτα παρέδωκεν. Ὅτι δὲ ἀληθὦς χάρις τοὖ Παναγίου
Πνεύματος προσετέθη τοἶς ἁγίοις λειψάνοις μαρτυροὖσι πολλοὶ τὦν τ῅ς ἀρχαιοτάτης
Ἐκκλησίας συγγραφέων καὶ σοφοὶ καὶ ἅγιοι καὶ τὰ διὰ τὦν ἁγίων λειψάνων γενόμενα
θαύματα· οἸα διαμονὦν φυγαὶ καὶ ποικίλων νόσων θεραπεία, Ὠν τοὺς τόπους καιροὖ
διδόντως δυνάμεθα παραστ῅σαι, εἰ καὶ νὖν διὰ τὸ κατεπεἶγον τ῅ς ὥρας παρατρέχω».

Περὶ τ῅ς τιμ῅ς τὦν ἁγίων μαρτύρων ἡ ἁγία ἐν Λαοδικείᾳ ΢ύνοδος ἐν τ῵ ΝΑ´ κανόνι
λέγει:

«Ὅτι οὐ δεἶ ἐν τῆ τεσσαρακοστῆ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεἶν, ἀλλὰ τὦν ἁγίων


μαρτύρων μνήμας ποιεἶν ἐν τοἶς ΢αββάτοις καὶ ταἶς Κυριακαἶς»»· ἡ ἀπαγόρευσις δὲ αὐτὴ
διετάχθη ὡς λέγει ὁ Βαλσάμων, ὡς ὄντων τὦν γενεθλίων τὦν μαρτύρων χαροποιὦν καὶ
πανηγύρεων προξένων, ἔξ ο὘ δηλοὖται, ὅτι πανάρχαιον τὸ τιμ᾵ν τοὺς ἁγίους μάρτυρας
καὶ πανηγυρίζειν κατὰ τὴν μνήμην τ῅ς ἡμέρας τὦν γενεθλίων ἤτοι τοὖ μαρτυρίου τοὖ
ἁγίου μάρτυρος. Σοὖτο δὲ μαρτυρεἶται καὶ ὑπὸ τοὖ Σερτυλλιανοὖ καὶ τοὖ ἁγίου
Κυπριανοὖ. Ο὘τος ὁ Σερτυλλιανὸς (de corona, c.3) λέγει! «μνήμας ὑπὲρ τὦν
κεκοιμημένων ἐτησίους ποιοὖμεν». Ἤκμασε δὲ ὁ Σερτυλλιανὸς κατὰ τὸ 160 — 245.
Ἐπίσης καὶ ὁ ἅγιος Κυπριανὸς ἐν ἐπιστολῆ λδ´ λέγει: «θυσίας ὑπὲρ αὐτὦν (τὦν
μαρτύρων) προσφέρομεν πάντοτε, καὶ μνήμας ἐπιτελοὖμεν κατὰ τὴν ἡμέραν τ῅ς
ἀθλήσεως τοὖ μάρτυρος, καὶ ἐτησίους πανηγυρίζομεν μνήμας». Ὁ Κυπριανὸς δὲ
ἐμαρτύρησε κατὰ τὸ 258.

Πανάρχαιον λοιπὸν ἀποφαίνεται ἐκ πάντων τούτων τὸ ἔθος τ῅ς χριστιανικ῅ς Ἐκκλησίας


τ῅ς τιμ῅ς καὶ τοὖ σεβασμοὖ πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πρὸς τὰ ἅγια αὐτὦν λείψανα.

ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Β´
Περὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν πρεσβείας τῶν ἁγίων.

Ἡ ἔννοια τ῅ς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα ἐνέχει τὸ περὶ πρεσβείας τὦν
ἁγίων δόγμα, ὅπερ ἦν καθολικὸν παρ᾿ ἁπάσῃ τῆ Ἐκκλησίᾳ τὦν πρώτων αἰώνων καὶ
ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὡς ἀλήθεια ἀναμφήριστος καὶ ἐπρεσβεύθη ὡς τοιοὖτον καθ᾿ ὅλους
τοὺς αἰὦνας.

Ἐν τῆ ἐννοίᾳ τ῅ς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Φριστοὖ παραλαμβάνονται πάντες οἱ ἐν τῆ


πίστει ἀναγεννηθέντες ζὦντες καὶ τεθνεὦτες καὶ γενόμενοι σὦμα Φριστοὖ.

Ἐν τῆ ἐννοίᾳ τ῅ς Ἐκκλησίας περιλαμβάνονται πλὴν τὦν εἰς Φριστὸν πιστευσάντων καὶ
πάντες οἱ πρὸ τοὖ Νόμου καὶ ἐν τ῵ Νόμῳ ἀποθανόντες δίκαιοι οἱ ἀπεκδεχόμενοι
σωτηρίαν διὰ τοὖ Τἱοὖ τ῅ς ἐπαγγελίας, διὰ τοὖ υἱοὖ τοὖ ἀνθρώπου, τοὖ ἀναμενομένου
΢ωτήρως κόσμου. Κατὰ τὴν ἔννοιαν ταύτην τὴν ἀποδιδομένην τῆ Ἐκκλησίᾳ, ἡ Ἐκκλησία
περιλαμβάνει ὡς μέλη ἑαυτ῅ς καὶ θεωρεἶ ὡς μέλη Φριστοὖ καὶ πάντας τοὺς ἀπὸ Ἀδὰμ
δικαίους τοὺς εἰς Φριστὸν πιστεύσαντας πρὸς τ῅ς ἐλεύσεως αὐτοὖ.

Ἡ Ἐκκλησία τοὖ Φριστοὖ διακρίνεται εἰς στρατευομένην καὶ θριαμβεύουσαν, καὶ


στρατευομένην μὲν λέγομεν τὴν ἐπὶ γ῅ς ὑπὲρ τοὖ ἔργου τοὖ λόγου τοὖ Θεοὖ
στρατευομένην καὶ ἀγωνιζομένην κατὰ τὦν ὑπεναντίων δυνάμεων τ῅ς ἀπωλείας·
θριαμβεύουσαν δὲ τὴν ἐν οὐραν῵ αὐλιζομένην, τὴν ἀγωνισθεἶσαν καὶ θριαμβεύσασαν
καὶ ἐν δόξῃ πρὸς τὸν ἀγωνοθέτην Φριστὸν ἀπελθοὖσαν.

Αἱ Ἐκκλησίαι α὘ται, ἡ τε ἐν οὐραν῵ καὶ ἡ ἐπὶ γ῅ς, εἰσὶν ἡ μία ἀδιαίρετος τοὖ Φριστοὖ
Ἐκκλησία, ἡ νύμφη τοὖ Φριστοὖ. Σαύτης τ῅ς Ἐκκλησίας κεφαλή ἐστιν ὁ Φριστός, ὅστις
συγκροτεἶ εἰς ἓν σὦμα τήν τε ἐν οὐραν῵ καὶ τὴν ἐπὶ γ῅ς Ἐκκλησίαν.

Κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἄρα ἔννοιαν τὴν διδομένην τῆ Ἐκκλησίᾳ οἱ ἐν Κυρίῳ


ἀποθνῄσκοντες ὡς ἅγια τ῅ς Ἐκκλησίας μέλη, ὡς μέλη τοὖ σώματος τοὖ Φριστοὖ,
εὑρίσκονται ἐν ἀδιαρρήκτῳ μετὰ τ῅ς Ἐκκλησίας ἑνότητι. Ὡς μέλη τ῅ς Ἐκκλησίας
εὑρίσκονται ἐν συναισθήσει τὦν λειτουργιὦν τ῅ς Ἐκκλησίας καὶ συναινοὖσι καὶ
συνδοξάζουσι μετὰ τ῅ς ὅλης Ἐκκλησίας τὸν ΢ωτ῅ρα καὶ δέονται ὑπὲρ τ῅ς
στρατευομένης Ἐκκλησίας καὶ τὦν ἐν ἀσθενείᾳ ψυχικῆ ἥ σωματικῆ μελὦν αὐτ῅ς, τὦν
μήπω τετελειωμένων ἐν τῆ ἀρετῆ, καὶ βοηθοὖσι τῆ θείᾳ ἐπινεύσει τοἶς δεομένοις αὐτὦν.

Αἱ δεήσεις τ῅ς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἑνοὖνται ταἶς εὐχαἶς τ῅ς στρατευομένης


Ἐκκλησίας καὶ οὐρανὸς καὶ γ῅ δοξάζει τὸν Κύριον καὶ δέεται ὑπὲρ τ῅ς του κόσμου ζω῅ς
καὶ σωτηρίας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεἶ νὰ νοήσῃ διάσπασιν καὶ χωρισμὸν τὦν ἑαυτ῅ς μελὦν,
τὦν τε ζώντων καὶ τεθνεώτων, διότι ἀδυνατεἶ νὰ νοήσῃ μέλη Φριστοὖ χωρισθέντα τ῅ς
Ἐκκλησίας, τοὖ σώματος τοὖ Φριστοὖ, μετὰ θάνατον καὶ κατασταθέντα νεκρὰ καὶ
ἀναίσθητα. Ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεἶ νὰ ἐννοήσῃ τοιοὖτον χωρισμὸν μετὰ τὴν μετὰ τοὖ
Κυρίου ἕνωσιν ἀδυνατεἶ νὰ ἐννοήσῃ μέλη αὐτ῅ς λαβόντα τὴν ἐν Φριστ῵ ζωὴν καὶ μὴ
ἔχοντα πλέον αὐτὴν ἀδυνατεἶ νὰ ἐννοήσῃ μέλη ἄνευ νοήσεως, ἄνευ συναισθήσεως·
τουναντίον ἡ Ἐκκλησία πιστεύει κατὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ὅτι «ἄρτι βλέπομεν δι᾿
ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε
δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 12-13.)

Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι πάντες οἱ πιστοί, ζὦντες καὶ τεθνεὦτες, ὡς μέλη
Φριστοὖ ἔχουσι ζωογονοὖσαν τὴν ἣν ἔλαβον ζωὴν τοὖ Φριστοὖ καὶ ὅτι αὐτή ἐστιν ἀΐδιος,
ὅτι τὸ πνεὖμα τοὖ Φριστοὖ ἐνοικεἶ ἐν αὐτοἶς καὶ ὅτι μετὰ τὴν διάλυσιν τοὖ χοϊκοὖ
σκήνους πλήρη ἔχουσιν τὴν συναίσθησιν τ῅ς ζωογονούσης αὐτοὺς ζω῅ς τοὖ Φριστοὖ καὶ
τέλειον τὸν φωτισμὸν τ῅ς γνώσεως (Β´ Κορινθ. δ´ 8—15 καὶ ε´ 1—10) καὶ γινώσκουσι τὰ
ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ συμβαίνοντα καὶ ἐπικαλούμενοι ὑπὸ τὦν στρατευομένων μελὦν τ῅ς
Ἐκκλησίας καὶ ὑπ᾿ αὐτ῅ς τ῅ς Ἐκκλησίας παρέχουσι θείᾳ εὐδοκίᾳ τὴν ἑαυτὦν ἀντίληψιν
καὶ βοήθειαν τοἶς ἐπικαλουμένοις διὰ τὴν παρρησίαν ἣν ἔχουσι πρὸς τὸν Κύριον καὶ
΢ωτ῅ρα ἡμὦν Ἰησοὖν Φριστόν.

Κατὰ τὴν δοξασίαν λοιπὸν ταύτην τ῅ς Ἐκκλησίας σφάλλονται μεγάλως καὶ ἐλέγχονται
ἀγνοοὖντες τὸ πνεὖμα τ῅ς τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησίας οἱ φρονοὖντες ὅτι οἱ πρὸς τὸν Κύριον
ἐκδημήσαντες ἅγιοι ἀγνοοὖσι τὰ καθ᾿ ἡμ᾵ς. Σὴν ἀλήθειαν τοὖ ὀρθοδόξου δόγματος περὶ
τ῅ς πρεσβείας τὦν ἁγίων καὶ ἑπομένως τ῅ς τελείας τὦν καθ᾿ ἡμ᾵ς γνώσεως τὦν ἁγίων
κυροὖσί οὐ μόνον τὰ εἰρημένα ἀλλὰ καὶ ὆ητὴ τοὖ Εὐαγγελίου μαρτυρία, ἥτις κυροἶ
ταύτην καὶ βέβαιοι ὡς ὀρθόδοξον.
Ὁ Κύριος λέγει ἐν τ῵ Ἱερ῵ Εὐαγγελίῳ «ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλ῵, μετανοοὖντι χαρὰ ἔσται ἐν
οὐραν῵» (Λουκ. ιε´ 8). Ποἶοι χαίρουσιν ἐν οὐραν῵; μόνον οἱ Ἄγγελοι! ἀλλ᾿ ἐάν οἰ Ἄγγελοι
χαίρωσι, διατὶ οὐχὶ καί οἰ ἅγιοι οἱ ὡς ἄγγελοι Θεοὖ παριστάμενοι τ῵ ΢ωτ῅ρι Φριστ῵, οἱ
ὑπὸ τοὖ φωτὸς τ῅ς γνώσεως φωτισθέντες; Ἐὰν οἱ ἅγιοι ἀγνοὦσι τὰ καθ᾿ ἡμ᾵ς, πόθεν οἱ
ἄγγελοι ἐπίστανται ταὖτα; Εἰ δὲ τ῵ θείῳ φωτισμ῵ φωτιζόμενοι οἱ ἄγγελοι γινώσκουσι,
διατὶ τοἶς ἁγίοις τοἶς ἔχουσι τὸν θεἶον φωτισμὸν ἀρνούμεθα τοὖτο; Ὥστε οἱ χαίροντες ἐν
Οὐραν῵ εἰσιν οἱ τε ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι οἱ ἐν οὐραν῵
ἐπίστανται τὰ καθ᾿ ἡμ᾵ς.

Ἐπίσης ὁ ΢ωτὴρ λέγει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμὦν ἠγαλλιάσατο,
ἵνα ἵδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἷδε καὶ ἐχάρη» (Ἰωάν. η´ 56)· ὅτι ἐνταὖθα σαφὦς περὶ
τ῅ς γνώσεως λέγει τοὖ Ἀβραάμ, καὶ ἑπομένως καὶ ὅλων τὦν ἁγίων, δ῅λον. Ἐν τοἶς πρὸς
Ἑβραίους ια´ 13 λέγει περὶ τοὖ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ὅτι «κατὰ πίστιν ἀπέθανον
πάντες μὴ κομισάμενοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι
κτλ.» Ὥστε τὸ «εἷδε καὶ ἐχάρη» δηλοἶ τὴν γνὦσιν, ἣν ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὴν χαράν, ἣν
ἠσθάνθη ἰδὼν τὴν ἐπαγγελίαν τὴν γενομένην αὐτ῵ περὶ τ῅ς ἐλεύσεως τοὖ ΢ωτ῅ρος ἐκ
τοὖ σπέρματος αὐτοὖ τὸ κατὰ σάρκα πληρωθεἶσαν.

Εἰς τὴν ὑπὸ Γ. Κωνσταντίνου ἑρμηνείαν τοὖ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ἀναγινώσκομεν
ταὖτα: «Ἐχάρη δὲ Ἀβραὰμ ἐν Οὐρανοἶς ἰδὼν τὴν πραγματοποίησιν τὦν ἐπαγγελιὦν
κατὰ τὴν ἔλευσιν τοὖ Φριστοὖ διὰ τ῅ς χάριτος τοὖ ὁποίου ὁ ταλαίπωρος Λάζαρος ε὘ρεν
ἀνάπαυσιν ἐν τοἶς κόλποις αὐτοὖ». Ὥστε οἱ ἅγιοι γινώσκουσι τὰ καθ᾿ ἡμ᾵ς.

Ἐπίσης ἐκ τ῅ς παραβολ῅ς τοὖ ΢ωτ῅ρας περὶ τοὖ πλουσίου καὶ τοὖ πτωχοὖ Λαζάρου
μανθάνομεν αὐθεντικὦς, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἐγίνωσκεν τελείως οὐ μόνον τὰ περὶ τ῅ς
καταστάσεως ἑκάστου ἐν τ῵ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τοὖ Ἰουδαϊκοὖ ἔθνους,
καὶ ὅτι Μωσέα ἔσχον καὶ προφήτας καὶ νόμον καὶ διδασκαλίαν κτλ. ὡς δηλοὖται ἐκ τ῅ς
ἀπαντήσεως τοὖ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιον: «Εἰ Μωσέως καὶ τὦν προφητὦν οὐκ
ἀκούουσιν οὐδ᾿ ἐὰν τὶς ἐκ νεκρὦν ἀναστῆ πεισθήσονται» (Λουκ. ις´ 25—31).

Ἐν τῆ παλαιᾶ Ἁγίᾳ Γραφῆ ἐν Β´ βιβλίῳ τὦν Μακκαβαίων (κεφ. ιε´ στιχ. 1-16) σαφὦς καὶ
ἀπεριφράστως ἀναφέρεται ἡ τὦν καθ᾿ ἡμ᾵ς γνὦσις τοἶς ἀποιχομένοις δικαίοις καὶ ἡ
δέησις αὐτὦν ὑπὲρ τὦν ἐπιζώντων ἀδελφὦν αὐτὦν. Ἐν τοἶς εἰρημένοις στίχοις
ἀναφέρεται ὁ Ἱερεμίας εὐχόμενος ὑπὲρ τοὖ λαοὖ τὦν Ἰουδαίων καὶ Ὀνίας ὁ γενόμενος
Ἀρχιερεὺς ἀνὴρ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐπίσης εὐχόμενος ὑπὲρ τοὖ λαοὖ καὶ καθ᾿ ὕπαρ τοὖτο
τ῵ Ἰούδᾳ τ῵ Μακκαβαίῳ ἀποκαλύψας. Οἱ τὴν πρεσβείαν τὦν ἁγίων ἀποκρούοντες
ἀδυνατοὖσι νὰ ἀποκρούσωσι καὶ τὴν μαρτυρίαν ταύτην διότι καὶ μετὰ τὴν ἀπόκρουσιν
αὐτὦν μένει ἡ μαρτυρία τὦν Ἰουδαίων τὦν πιστευσάντων τ῵ Ἰούδᾳ· διότι ἐπίστευσαν
τοἶς λόγοις καὶ ἔτι πιστεύουσιν αὐτοἶς. Ἐὰν οἱ Ἰουδαἶοι δὲν ἐπίστευον ἐξ ἱερ᾵ς
παραδόσεως εἰς τὴν ἐμφάνειαν τὦν ἁγίων, ὁ Ἰούδας δὲν ἤθελε γίνη πιστευτὸς ὡς
ἐναντία πρὸς τὰ δεδομένα αὐτοἶς φθεγγόμενος.

Ἡ μαρτυρία αὐτὴ τότε μόνον δύναται νὰ παύσῃ ἔχουσα ἰσχύν, ἐὰν τὰ βιβλία τὦν
Μακκαβαίων ἀπορριφθὦσιν ὡς ἐστερημένα ἱστορικ῅ς ἀληθείας, ἀλλὰ τοὖτο εἷναι
ἀδύνατον, διότι ἡ ἱστορικὴ ἀξία τὦν βιβλίων μαρτυρεἶται ὑπὸ τ῅ς πολιτικ῅ς ἱστορίας.

Οἱ τὰς πρεσβείας τὦν μεταστάντων ἁγίων ἀποκρούοντες, ἀποκρούουσι καὶ τὰς


πρεσβείας τὦν ἐπιζώντων ἁγίων καὶ αὐτ῅ς τ῅ς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τὦν δεομένων τ῅ς
παρακλήσεως αὐτὦν διὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν ἣν ἕχουσι· διότι ἀποκρούουσι
π᾵σαν μεσιτείαν καὶ φρονοὖσι τὸ τοιοὖτον ὡς ἐναντιούμενον τῆ Γραφῆ. Ἡμεἶς πρὸς
βεβαίωσιν τοὖ Ὀρθοδόξου φρονήματος θέλομεν προσαγάγει μαρτυρίας ἔκ τε τ῅ς
Παλαι᾵ς καὶ τ῅ς Κ. Διαθήκης.

α) Μαρτυρία» ἐκ τ῅ς Παλαι᾵ς Διαθήκης.

Σὸ δόγμα περὶ τ῅ς πρεσβείας τὦν ἁγίων μαρτυρεἶτε πρὦτον ἐκ τ῅ς Παλαι᾵ς Διαθήκης.
Ἐν αὕτη ἱστορεἶται ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἐδεήθη τοὖ Θεοὖ ὑπὲρ τοὖ Ἀβιμέλεχ· «προσηύξατο δὲ
Ἀβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ τὴν γυναἶκα αὐτοὖ καὶ τὰς
παιδίσκας αὐτοὖ καὶ ἔτεκον» (Γέν. κ´ 17)· καὶ ὁ ΜωὉσ῅ς ὑπὲρ τοὖ Υαραώ: «Καὶ ἐξ῅λθε ὁ
ΜωὉσ῅ς ἀπὸ Υαραώ, καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεὸν ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἷπε
ΜωὉσ῅ς, καὶ περιεἶλε τὴν κυνόμυιαν ἀπὸ Υαραὼ καὶ τὦν θεραπόντων αὐτοὖ καὶ τοὖ
λαοὖ καί οὐ κατελείφθη οὐδὲ μία.» (Ἔξοδ. η´ 28-31, Ἔξοδ, λβ´ 11-14). Ἐπίσης ὑπὲρ τοὖ
λαοὖ τὦν Ἰουδαίων: «καὶ ηὔξατο ΜωὉσ῅ς καὶ ἐκόπασε τὸ πὖρ» (Ἀριθ. ια´ 2) καὶ ὑπὲρ τοὖ
Ἀαρὼν (Δευτερ. θ´ 12, 20), καὶ προσέτι ΢αμουὴλ ὑπὲρ τοὖ Ἰσραήλ: «καὶ ἐβόησε ΢αμουὴλ
πρὸς Κύριον καὶ ἑπήκουσεν αὐτοὖ ὁ Κύριος» (Α´ Βασιλ. Ζ 8-9 καὶ Α´ Βασιλ. ΙΑ'. 19-23, Γ'.
Βασιλ. ΙΓ'. 1-7, Α´ Βασιλ. ΙΒ'.23)

Ἐν τ῵ Βιβλίῳ τοὖ Ἰὼβ ὁ Κύριος λέγει πρὸς Ἐλιφὰζ τὸν Θαιμανίτην: «ἥμαρτες σύ, καὶ οἱ
δύο φίλοι σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδέν, ὥσπερ ὁ θεράπων μου Ἰώβ.
Νὖν δὲ λάβετε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριοὺς καὶ πορεύθητε πρὸς τὸν θεράποντά μου
Ἰὼβ καὶ ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμὦν. Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων μου εὔξεται ὑπὲρ ὑμὦν, ὅτι εἰ
μὴ προσώπων αὐτοὖ λήψομαι, εἰμὴ γὰρ δι᾿ αὐτὸν ἀπώλεσα ἅν ἡμ᾵ς... καὶ ἐποίησαν
καθὼς συνέταξεν αὐτοἶς ὁ Κύριος καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν αὐτοἶς διὰ Ἰώβ» (Ἰώβ. μβ´ 7—
9).

Οἱ ἀρχιερεἶς καὶ οἱ ἱερεἶς κατὰ τὴν διάταξιν τοὖ Μωσαϊκοὖ Νόμου ηὔχοντο τ῵ Θε῵ ὑπὲρ
τοὖ λαοὖ. Ἐν Λευιτικ῵ θ´ 7 ὁ ΜωὉσ῅ς λέγει τ῵ Ἀαρών: «πρόσελθε πρὸς τὴν
θυσιαστήριον καὶ ποίησον τὸ περὶ τ῅ς ἁμαρτίας σου καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά σου καὶ ἐξίλασαι
περὶ σεαυτοὖ καὶ τοὖ οἴκου σου καὶ ποίησον τὰ δὦρα τοὖ λαοὖ, καὶ ἐξίλασαι περὶ αὐτὦν,
καθάπερ ἐνετείλατο Κύριος κτλ.» Ἡ ἐπίκλησις ἐν τῆ προσευχῆ τοὖ Μανασσ῅, βασιλέως
Ἰούδα «Κύριε Παντοκράτορ, ὁ Θεὸς τὦν Πατέρων ἡμὦν τοὖ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ
Ἰακὼβ καὶ τοὖ σπέρματος αὐτὦν τοὖ δικαίου κτλ» εἷναι τύπος παρακλήσεως ἐν ᾧ
ἐμφαίνεται ἡ τὦν προπατόρων πρὸς τὸν Θεὸν πρεσβεία, διότι δι᾿ οὐδένα ἕτερον λόγον
μνημονεύει τὦν προπατόρων καὶ τοὖ σπέρματος αὐτὦν τοὖ δικαίου ἥ ὅπως προσαγάγῃ
πρεσβευτὰς ὑπὲρ ἑαυτοὖ τοὺς εὐαρεστήσαντας αὐτ῵ καὶ ἐπικαλεσθῆ τὸ ἔλεος αὐτοὖ
ὅπερ ἑαυτοὖ.

Ἐπίσης ἐν τοἶς λόγοις τοὖ Ἡσαΐου πρὸς τὸν Ἐζεκίαν, εὐξάμενον τ῵ Θε῵ ὅπως μὴ
ἀποθάνῃ ὡς ἠγγέλθη αὐτ῵ ὑπὸ τοὖ Ἡσαΐου, «τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Δαυὶδ τοὖ
πατρός σου, ἤκουσα τ῅ς προσευχ῅ς σου καὶ εἷδον τὰ δάκρυά σου· ἰδοὺ προστίθημι τὸν
χρόνον σου ἔτη δεκαπέντε κτλ», ἐμφαίνεται γενομένη ἡ χάρις καὶ τὸ ἔλεος χάριν Δαυὶδ
τοὖ πατρὸς αὐτοὖ, οὕτινος φαίνεται τοὖ ὀνόματος ἐμνήσθη ἐν τῆ ἑαυτοὖ προσευχῆ ὁ
Ἐζεκίας (Ἡσαΐας ΛΗ´ 1—7).

Ἐπίσης καὶ ἐν Βασιλ. Δ´ κεφ. κ´ 15 ὁ Ἐζεκίας ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν τὸν προσφωνεἶ
Θεὸν τοὖ Ἰσραήλ· ἡ ὑπόμνησις δὲ τοὖ ὀνόματος ἐδήλου τὴν πρεσβείαν τοὖ Ἰσραήλ, ἤτοι
τοὖ Ἰακὼβ καὶ τοὖ σπέρματος αὐτοὖ τοὖ δικαίου.

Ἐν τῆ προσευχῆ τοὖ Βασιλέως ΢ολομὦντος κατὰ τὰ ἐγκαίνια τοὖ Ναοὖ τοὖ Θεοὖ, ὁ
΢ολομὼν ἐπικαλεἶται τὸν Θεόν, ὅπως ἐπακούσῃ αὐτοὖ δεομένου ὑπὲρ τοὖ Ναοὖ, καὶ
μνημονεύει τὦν λόγων τοὖ Θεοὖ πρὸς Δαυὶδ τὸν πατέρα αὐτοὖ λέγων: «καὶ νὖν, Κύριε, ὁ
Θεὸς τοὖ Ἰσραήλ, φύλαξον τ῵ παιδί σου τ῵ Δαυὶδ τ῵ πατρί μου ὃ ἐλάλησας αὐτ῵ λέγων
κτλ.». Ἐν τῆ ὅλῃ προσευχῆ φαίνεται ὁ ΢ολομὼν παρακαλὦν τὸν Θεὸν νὰ μνησθῆ τοὖ
Ἰσραὴλ καὶ τοὖ Δαυὶδ καὶ ἐπακούση αὐτοὖ δεομένου.

Ἡ ἐπίκλησις αὕτη φέρει τύπον πρεσβείας τὦν ἁγίων τὦν εὐαρεστησάντων τ῵ Θε῵.
Σοιούτους τύπους προσευχὦν εὑρίσκομεν καὶ ἐν ἁπάσῃ τῆ Π. Διαθήκῃ. Ἐκ τούτων δὲ
ἀποδεικνύεται, ὅτι ἐν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκῃ ὁμολογεἶται ὅτι οἱ δίκαιοι ζὦντες καὶ
τεθνεὦτες πρεσβεύουσι τ῵ Θε῵.

β) Μαρτυρίαι ἐκ τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης περὶ τ῅ς πρεσβείας τὦν ἁγίων

Ἐν τῆ Καινῆ Διαθήκῃ τὸ εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων εἷναι ἐντολῆ τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ
Φριστοὖ (Ματθ. ε´ 44, Λουκ. ς᾿ 27). Αὐτὸς ὁ Κύριος ἔδειξεν ὑμἶν ὑπόδειγμα εὐχηθεὶς ὑπὲρ
τὦν σταυρωτὦν αὐτοὖ (Λουκ. κγ´ 34). Ἐπίσης ὁ ἀρχιδιάκονος ΢τέφανος ηὐχήθη ὑπὲρ τὦν
λιθοβολησάντων αὐτὸν (Πράξ. ζ´ 60). Καὶ ὁ Παὖλος τὰ αὐτὰ διδάσκει πρὸς τοὺς
Ῥωμαίους (ιβ´ 14)· ἐπίσης καὶ πρὸς Κορινθίους (Α´ δ´ 13—15)· καὶ ὁ Πέτρος ἐν τῆ αη´
αὐτοὖ ἐπιστολῆ (γ´ 9) καὶ ὁ Ἰάκωβος (ε´ 16)· καὶ ὁ Ἰωάννης εὔχεται τ῵ Γαίῳ εὐοδοὖσθαι
περὶ πάντων καθὼς εὐοδοὖται αὐτοὖ ἡ ψυχὴ (Γ῅ 2)· καὶ καθόλου εἰπεἶν τὸ διαπνέον ἐν τῆ
Γραφῆ πνεὖμα εἷναι τὸ ὑπὲρ ἀλλήλων εὔχεσθαι τ῵ Θε῵. Ὁ εὐχόμενος ὑπὲρ ἑτέρου
μεσιτεύει μεταξὺ τοὖ Θεοὖ καὶ τοὖ ὑπὲρ ο὘ γίνεται ἡ μεσιτεία, ὥστε π᾵ς ὁ εὐχόμενος
ὑπὲρ ἑτέρου μεσιτεύει ὑπὲρ ἑτέρου καὶ τελεἶ ἔργον τοὖ μεσίτου.

Ἡ Ἐκκλησία ἔλαβεν ἐντολὴν καὶ τὸ παράδειγμα παρὰ τὦν Ἀποστόλων νὰ εὔχηται ὅπερ
τοὖ σύμπαντος κόσμου καὶ μεσιτεύει πρὸς τὸν Φριστὸν ὑπὲρ τοὖ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐν
ταἶς πρὸς τὸν Θεὸν αὐτ῅ς δεήσεσιν εὔχεται πρὸς τὸ γενέσθαι τὸν Κύριον εὐίλατον ταἶς
δεήσεσιν αὐτ῅ς καὶ ἐπακοὖσαι τὦν δεήσεων αὐτ῅ς, προσάγει δὲ τὰς τὦν ἁγίων
πρεσβείας καὶ τ῅ς Θεομήτορος πεποιθυΐα ἐπὶ τῆ παρρησίᾳ αὐτὦν πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῆ
πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοὖ Φριστοὖ τὴν στρατευομένην ἀδιαλείπτῳ καὶ ἀμειώτῳ ἀγάπη
αὐτὦν.

Ἡ Ἐκκλησία ἐπικαλουμένη τὰς πρεσβείας τὦν ἁγίων πιστεύει, ὅτι οἱ ἅγιοι οἱ


πρεσβεύσαντες ζὦντες τ῵ Κυρίῳ ὑπὲρ τ῅ς εἰρήνης τοὖ κόσμου, τ῅ς εὐσταθείας τὦν
ἁγίων τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησιὦν κτλ. δὲν διαλείπουσι τοὖτο πράττοντες καὶ ἐν τῆ οὐρανίῳ
τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησία τῆ θριαμβευούσῃ, καὶ εἰσακούουσι τὦν δεήσεων ἡμὦν
ἐπικαλουμένων αὐτούς, καὶ εὔχονται πρὸς τὸν Κύριον, καὶ γίνονται φορεἶς τ῅ς χάριτος
καὶ τοὖ ἐλέους τοὖ Κυρίου.

Περὶ πρεσβείας τὦν ἁγίων ὅτι οἱ ἅγιοι οἴδασι τὰ καθ᾿ ἡμ᾵ς· Δ´ Βασιλ. Ε´ 26. Πράξεων Ε´
1—11 καὶ ιβ´ 5. Ἰωανν. Η´ 56. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγ. Ἐκκλ. Ἱεραρ. κεφ. 7, 3. Ἀναστασ.
΢ιναίτ. ἐρωταποκρ. ς´ Ὠριγενης (΢. ἔ. 186) Σόμ. Α´, ΢ελ. 269 ἔκδ. Παρισ. 1733. Ὁ
Καισαρείας Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (΢. ἔ. 270) περὶ πρεσβείας τὦν ἁγίων γράφει (Εὐαγγ.
Προπαρασκευὴ Βιβλ. ΙΓ. σελ. 663 τ῅ς ἐν Κολωνίᾳ ἐκδόσεως τοὖ 1688 καὶ ἡ ἐν Γάγγρᾳ τ῅ς
Παφλαγονίας ΢ύνοδος ΢. ἔ. 325) ἐν τ῵ Κ´ αὐτ῅ς Κανόνι ὁρίζει...

Περὶ τὦν προσευχὦν τὦν ἁγίων σαφὦς διαλαμβάνει ἡ ἀποκάλυψις (Ἰωάν. ε´ 8). Ἐν ταἶς
Πράξεσι δὲ τὦν Ἀποστόλων ἱστορεἶται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσηύξατο ὑπὲρ τοὖ Πέτρου τοὖ
τηρουμένου ἐν τῆ φυλακῆ: «ὁ μὲν οὗν Πέτρος ἐτηρεἶτο ἐν τῆ φυλακῆ· προσευχῆ δὲ ἣν
ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοὖ» (Πράξ. ιβ´ 5—7—12).

Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παὖλος γράφει πρὸς Ῥωμαίους ὅτι ἀδιαλείπτως μνείαν αὐτὦν ποιεἶται
πάντοτε ἐπὶ τὦν προσευχὦν αὐτοὖ (Ρωμ. α´ 9) καὶ παρακαλεἶ αὐτοὺς νὰ
συναγωνισθὦσιν αὐτ῵ ἐν ταἶς προσευχαἶς ὑπὲρ αὐτοὖ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα ὆υσθ῅ ἀπὸ
τὦν ἀπειθούντων Ἰουδαίων καὶ ἡ διακονία αὐτοὖ ἡ εἰς Ἱερουσαλὴμ εὐπρόσδεκτος τοἶς
ἁγίοις γένηται κτλ. (Ρωμ. ιε´ 30—31).

Ὁ Ἀπόστολος Παὖλος ἐν τῆ Βα´ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆ λέγει ὅτι ἐρρύσθη ἐκ


θανάτου καὶ ὆ύσεται αὐτὸν ὁ Φριστὸς «συνυπουργούντων καὶ ὑμὦν ὑπὲρ ἡμὦν τῆ δεήσει,
ἵνα ἐκ πολλὦν προσώπων τὸ εἰς ἡμ᾵ς χάρισμα διὰ πολλὦν εὐχαριστηθὴ ὑπὲρ ἡμὦν» (α´,
19—11). Ἐν δὲ τῆ πρὸς Ἐφεσίους ὁ Παὖλος γράφει· «οὐ παύομαι εὐχαρίστων ὑπὲρ ὑμὦν
μνείαν ποιούμενος ἐπὶ τὦν προσευχὦν μου» (α´ 16), καὶ παραγγέλλει αὐτοἶς λέγων: «διὰ
πάσης προσευχ῅ς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρ῵ ἐν πνεύματι καὶ εἰς αὐτὸ
τοὖτο ἀγρυπνοὖντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τὦν ἁγίων, καὶ
ὑπὲρ ἑμοὖ» (στ´ 18—10).

Ὁ Ἀπόστολος Παὖλος τὸ αὐτὸ παραγγέλλει καὶ ἐν ἁπάσαις αὐτοὖ ταἶς ἐπιστολαἶς. Ἐν τῆ


πρὸς Υιλιππησίους γράφει: «Εὐχαριστὦ τ῵ Θε῵ μου ἐπὶ πάσῃ τῆ μνείᾳ ὑμὦν πάντοτε»
κτλ. (α´ 3—4).

Ἐν τῆ πρὸς Κολοσσαεὶς ἀναγγελεἶ, ὅτι πάντοτε ὑπὲρ αὐτὦν προσεύχεται (α´ 3—4) καὶ
ἐντέλλεται αὐτοἶς νὰ εὔχονται καὶ οὗτοι ὑπὲρ αὐτοὖ λέγων; «Σῆ προσευχῆ
προσκαρτερεἶτε, γρηγοροὖντες ἐν αὐτῆ ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι Ἅμα καὶ περὶ
ἡμὦν» (δ´ 2—3).

Καὶ πρὸς Θεσσαλονικεἶς γράφει: «εὐχαριστοὖμεν τ῵ Θε῵ πάντοτε περὶ πάντων ὑμὦν
μνείαν ποιούμενοι ἐπὶ τὦν προσευχὦν ἡμὦν, ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμὦν τοὖ
ἔργου τ῅ς πίστεως» κτλ, Α´ α´ 2—3)· ἐντέλλεται ἐν τέλει αὐτοἶς εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτοὖ
λέγων: «ἀδελφοὶ προσεύχεσθαι περὶ ἡμὦν» (Ε´ 25), καὶ ἐν τῆ δευτέρᾳ αὐτοὖ ἐπιστολῆ
πρὸς αὐτοὺς γράφει: «Σὸ λοιπὸν ἀδελφοὶ προσεύχεσθε περὶ ἡμὦν» (Γ´ 1—2).

Ἐν δὲ τῆ Αη´ πρὸς Σιμόθεον παρακαλεἶ λέγων: «Παρακαλὦ οὗν πρὦτον πάντων


ποιεἶσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ
βασιλέων καὶ πάντων τὦν ἐν ὑπεροχῆ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν
πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Σοὖτο γὰρ καλὸν καὶ ἀποδεκτὸν ἐνώπιον τοὖ ΢ωτ῅ρος
ἡμὦν Θεοὖ» (Β´ 1—4).

Καὶ ἐν τῆ Β´ πρὸς Σιμόθεον γράφει «ὅτι ἀδιάλειπτον ἔχει περὶ αὐτοὖ μνείαν ἐν τῆ δεήσει
αὐτοὖ νυκτὸς καὶ ἡμέρας» (α´ 3), καὶ εὔχεται καὶ ὑπὲρ τ῅ς ψυχ῅ς τοὖ κοιμηθέντος ἐν
Κυρίῳ Ὀνησιφόρου λέγων «δωῃ αὐτ῵ Κύριος εὑρεἶν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῆ
ἡμέρᾳ». Σὰ αὐτὰ γράφει καὶ πρὸς Υιλήμονα (α´ 4—22) καὶ πρὸς Ἑβραίους (ιγ´ 18).

Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος συνιστᾶ τὰς ὑπὲρ ἀλλήλων δεήσεις λέγων: «εὔχεσθε ὑπὲρ
ἀλλήλων ὅπως ἰαθ῅τε· πολὺ γὰρ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργούμενη»· Ἵνα δὲ ὑποδείξῃ
αὐτοἶς τὴν ἰσχὺν τ῅ς δεήσεως τοὖ δικαίου ἐπιλέγει: «Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς
ἡμἶν καὶ προσευχῆ προσηύξατο τοὖ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τ῅ς γ῅ς ἐνιαυτοὺς
τρεἶς καὶ μήνας ἕξ· καὶ πάλιν προσηύξατο καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκεν ὑετὸν καὶ ἡ γ῅
ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτ῅ς» (ε´ 16—18).

Ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐντέλλεται νὰ εὐχώμεθα καὶ ὑπὲρ τὦν ἁμαρτανόντων


ἀδελφὦν ἡμὦν λέγων: «ἐάν τις ἴδη τὸν ἀδελφὸν αὐτοὖ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς
θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτ῵ ζωὴν κτλ».

Ἐκ τὦν μέχρι τοὖδε εἰρημένων ἀποδεικνύεται


α) ὅτι τὸ εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων εἷναι ἐντολὴ τοὖ ΢ωτ῅ρος καὶ τὦν Ἀποστόλων,

β) ὅτι τὸ τοιοὖτον εἷναι εὐάρεστον τ῵ Θε῵,

γ) ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὰς ὑπὲρ τὦν ἀδελφὦν ἡμὦν δεήσεις,

δ) ὅτι εἰσακούει τ῅ς αἰτήσεως καὶ δίδωσι ζωὴν τοἶς ἁμαρτάνουσιν, ἤτοι ἀφίησι τὰ
ἁμαρτήματα τοὖ μὴ πρὸς θάνατον ἁμαρτήσαντος,

καί ε) ὅτι πολὺ ἰσχύει ἡ δέησις δικαίου παρὰ τ῵ Θε῵.

Ὀφείλομεν ἄρα εὔχεσθαι ὑπὲρ ἀλλήλων καὶ ἐπικαλεἶσθαι τὰς δεήσεις τὦν δικαίων ὑπὲρ
ἡμὦν ἁμαρτανόντων, ὡς μεγάλην παρρησίαν πρὸς τὸν Θεὸν κεκτημένων τὦν δικαίων,
ἀφοὖ μάλιστα οἴδαμεν, ὅτι τοὖτό ἐστιν εὐπρόσδεκτον τ῵ Θε῵, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς
ἐπικαμπτόμενος ταἶς δεήσεσι τὦν δικαίων συγχωρεἶ καὶ τὰ μὴ πρὸς θάνατον
ἁμαρτήματα.

Ἤδη ταὖτα γινώσκοντες ἐπιτρέπεται νὰ ἀμφιβάλλωμεν, ὅτι οἱ ὑπὲρ ἡμὦν


πρεσβεύσαντες Ἅγιοι καὶ δίκαιοι καὶ μεταστάντες ὑπὸ τοὖ Κυρίου ἀπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας
τ῅ς στρατευομένης πρὸς τὴν θριαμβεύουσαν θέλουοιν εὔχεσθαι ὑπὲρ ἡμὦν τὦν
στρατευομένων; Σοιαύτη ἀμφιβολία ἐκφράζει ἀπιστίαν πρὸς τὸ δόγμα, ὅτι οἱ ἐν Κυρίῳ
ἀποθνῄσκοντες μεταβαίνουσιν ἀπὸ τοὖ θανάτου εἰς τὴν ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναἶς
δικαίων, ἐν τῆ Βασιλείᾳ τὦν Οὐρανὦν εἰ δὲ πιστεύομεν εἰς τὸ δόγμα τοὖτο, ὀφείλομεν
ἐπίσης νὰ πιστεύωμεν ὅτι οἱ ἅγιοι καὶ οἱ δίκαιοι πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμὦν καὶ τὦν
δεήσεων ἡμὦν ἐνωτίζονται ὡς μέλη ἑνὸς καὶ τοὖ αὐτοὖ σώματος τ῅ς Ἐκκλησίας καὶ
δέονται ὑπὲρ ἡμὦν καὶ φορεἶς τὦν θείων δωρεὦν ἡμἶν γίνονται.

Οἱ πρὸς ταὖτα ἀντιφρονοὖντες λέγουσιν: «ΕἸς μεσίτης μεταξὺ Θεοὖ καὶ ἀνθρώπων»·
ἀλλ᾿ οἱ ταὖτα λέγοντες πρὸς ἡμ᾵ς ὀφείλουσι πρὦτον πρὸς τοὺς διδάξαντας ἡμ᾵ς
Ἀποστόλους νὰ ἀποτείνωσι τὴν ἔνστασιν ἐὰν πεποίθασιν ἐπὶ τῆ ὀρθότητι αὐτ῅ς καὶ
φρονὦσιν ὅτι αὐτὴ ὀρθὦς τίθεται· διότι ἡμεἶς ἑπόμεθα, ὡς εἴδομεν, τῆ διδασκαλίᾳ τὦν
Ἀποστόλων, ἀλλὰ δυστυχὦς οὐκ ὀρθὦς τίθεται, διότι ἡ ἔνστασις ἀλλάσσει τὸ θέμα τ῅ς
συζητήσεως καὶ φέρει εἰς παράλογον συμπέρασμα.

Καὶ πρὦτον, ἡ ἔνστασις δὲν κεἶται πρὸς τὸ θέμα (περὶ τ῅ς πρεσβείας τὦν ἁγίων), διότι
ἕτερον μεσιτεία Φριστοὖ, τοὖ Λυτρωτοὖ τοὖ ἀνθρωπίνου γένους, τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ
Φριστοὖ τοὖ Τἱοὖ τοὖ Θεοὖ πρὸς τὸν ἑαυτοὖ Πατέρα, καὶ ἕτερον πρεσβεία ἡ μεσιτεία τὦν
ἁγίων πάντων, τ῅ς Θεοτόκου καὶ τὦν ἀγγέλων πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα Φριστόν.

Διότι τὸ μὲν «εἸς μεσίτης μεταξὺ Θεοὖ καὶ ἀνθρώπων» κηρύσσει τὸν Κύριον ἡμὦν Ἰησοὖν
Φριστὸν ΢ωτ῅ρα καὶ Λυτρωτὴν τοὖ κόσμου καὶ γνωρίζει π᾵σιν, ὅτι εἸς ἐστιν ὁ
λυτρούμενος τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τ῅ς καταδυναστείας τοὖ πονηροὖ, ὅτι ὀφείλομεν αὐτ῵
πιστεύσαι καὶ ἐν τ῵ ὀνόματι αὐτοὖ βαπτισθ῅ναι καὶ λαβεἶν ἄφεσιν ἁμαρτιὦν, καὶ ὅτι
ἐκτὸς αὐτοὖ οὔκ ἐστιν σωτηρία.

Πρὸς ταὖτα οὐδεὶς ἀντιλέγει· ἡμεἶς ταὖτα πιστεύομεν καὶ ὁμολογοὖμεν. Σὸ δὲ περὶ
πρεσβείας τὦν ἁγίων πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα Φριστὸν δόγμα ἐκφράζει ταύτην ἀκριβὦς τὴν
πίστιν τὦν πιστευσάντων πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα τὸν δοξάσαντα τοὺς ἁγίους αὐτοὖ καὶ
ἐπακούοντα τὦν δεήσεων αὐτὦν. Ὥστε ἡ ἔνστασις τὦν διαμαρτυρομένων ἡ μέχρι κόρου
ἀφόρητου προβαλλομένη, «εἸς μεσίτης μεταξὺ Θεοὖ καὶ ἀνθρώπου», δι᾿ ἧς ζητοὖσι νὰ
πείσωσιν ἡμ᾵ς μὴ αἰτεἶσθαι τὰς πρεσβείας τὦν ἁγίων, δὲν κεἶται πρὸς τὸ συζητούμενον
θέμα ἀλλ᾿ ἐκτὸς αὐτοὖ· διότι τὸ προτεινόμενον εἸναι νέον θέμα, ὅπερ οὐδεὶς ἀμφισβητεἶ,
ὡς νέον δὲ θέμα καὶ διάφορον πρὸς τὸ συζητούμενον οὐδ᾿ ὅλως αἰρεἶ ἥ ἀναιρεἶ τιθέμενον
τὴν ἡμετέραν περὶ πρεσβείας τὦν ἁγίων δοξασίαν διότι ἕτερον μεσιτεία Τἱοὖ πρὸς
Πατέρα, καὶ ἕτερον μεσιτεία ἁγίων πρὸς τὸν δοξάσαντα αὐτοὺς Κύριον. Ἡ ἔνστασις δὲν
φέρει εἰς ὀρθὸν συμπέρασμα, διότι ἐκ τ῅ς μείζονος προτάσεως· «εἸς μεσίτης μεταξὺ Θεοὖ
καὶ ἀνθρώπων, Ἰησοὖς Φριστός», ἐξάγουσι συμπέρασμα, ὅτι οὐδεὶς μεσίτης πρὸς
Φριστόν»· ὅπερ λογικὦς ψευδές.

Ὁ ὀρθὸς συλλογισμὸς θὰ ἧτο: «ἄρα οὐδεὶς ἕτερος πρὸς τὸν Θεὸν τὸν Πατέρα μεσίτης»·
ἀλλ᾿ οἱ ἐνιστάμενοι οὕχ οὕτως λογικεύονται, ἐν ᾧ δὲ παραλογίζονται περιπίπτοντες εἰς
τὸ ἐν τῆ λογικῆ καλούμενον σόφισμα ἑτεροζητησεως, διδάσκουσιν ἡμ᾵ς τὴν μετὰ λόγου
εὐσέβειαν.

Ἀληθὦς πρὸς μὲν τὸν Πατέρα εἸς μεσίτης ὁ Τἱός· πρὸς τὸν Τἱὸν ὅμως πάντες οἱ ἅγιοι οἱ
κύκλῳ αὐτοὖ· διὸ ὁσάκις δεόμεθα πρὸς τὸν Τἱὸν ἐπικαλούμεθα πρεσβευτὰς τὴν
Θεοτόκον καὶ τοὺς ἁγίους πάντες καὶ τούτους πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα τιθέμεθα μεσίτας· τοὖτο
δὲ ἐδιδάχθημεν παρὰ τὦν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁσάκις δὲ δεόμεθα πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα
τότε μόνον τὸν Τἱὸν προσάγομεν πρεσβευτὴν καὶ μεσίτην, οὐδέποτε δὲ λέγομεν εὐχὴν
πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα ὑπὲρ τελέσεως μυστηρίου γινομένην ἥ ἑτέρας τάξεως μὴ
ἀναφέρουσαν τὸν Τἱὸν τοὖ Θεοὖ ὡς μόνον μεσίτην μεταξὺ Θεοὖ καὶ ἀνθρώπων.

Μαρτυρίαι περὶ πρεσβείας τὦν ἁγίων ἐκ τ῅ς Ἱερ᾵ς παραδόσεως

Ἐκ τ῅ς ἱερ᾵ς παραδόσεως διδασκόμεθα ὅτι οἱ Ἅγιοι Πάντες καὶ ἡ Θεοτόκος ἐθεωρήθησαν
ἀπὸ τὦν ἀποστολικὦν χρόνων ἐν τῆ μιᾶ ἁγίᾳ καθολικῆ καὶ ἀποστολικῆ Ἐκκλησίᾳ
πρέσβεις πρὸς τὸ ΢ωτ῅ρα Φριστὸν ὑπὲρ τ῅ς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ὡς παρρησίαν
πολλὴν πρὸς Αὐτὸν κεκτημένοι.

Καί,

α) ἐν ἅπασι τοἶς λειτουργικοἶς βιβλίοις τ῅ς τε Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας καὶ ἐν αὐτοἶς τοἶς
τὦν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιὦν ἀναφέρονται οἱ ἅγιοι ὡς πρεσβεύοντες ὑπὲρ ἡμὦν πρὸς τὸν
Κύριον ἡμὦν Ἰησοὖν Φριστόν.

β) Ἐκ παραδόσεως παρέλαβαν ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὦν ἀποστολικὦν χρόνων καὶ τίθησι


μερίδας τ῅ς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὦν ἁγίων ἐν τ῵ δισκαρίῳ, δεξιόθεν καὶ
ἀριστερόθεν τοὖ ἁγίου Ἄρτου, καὶ ποιεἶται κατ᾿ ὄνομα μνείαν αὐτὦν. Ἡ παράδοσις δ᾿
αὐτὴ ἐγίνετο καὶ γίνεται ἐν τῆ Καθολικῆ Ἐκκλησίᾳ πάντοτε πανταχοὖ καὶ ὑπὸ πάντων

γ) Ἐν τοἶς διπτύχοις ἐμνημονεύοντο καὶ μνημονεύονται πάντες οἱ προαπελθόντες ἅγιοι.

δ) Οἱ ἀρχαιότατοι Πατέρες τ῅ς Ἐκκλησίας δοξάζουσιν ὅτι οἱ ἅγιοι πρεσβεύουσιν ὑπὲρ


ἡμὦν πρὸς τὸν Κύριον καὶ αὐτοὶ ἐξαιτοὖνται τὰς πρεσβείας αὐτὦν.

Οὕτως ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν λόγῳ πρὸς τοὺς τεσσαράκοντα Μάρτυρας λέγει: «Πόσα ἅν
Ἔκαμες, ἵνα ἕνα ποὖ εὕρῃς ὑπὲρ σοὖ δυσωποὖντα τὸν Κύριον; Σεσσαράκοντά σοι εἰσι,
σύμφωνον ἀναπέμποντες προσευχήν. Ὅπου δύο ἥ τρεἶς εἰσι συνηγμένοι ἐπὶ τ῵ ὀνόματι
τοὖ Κυρίου, ἐκεἶ ἐστιν ἐν μέσῳ αὐτὦν, ὅπου δὲ τεσσαράκοντα τίς ἀμφιβάλλει Θεοὖ
παρουσίαν; Ὁ θλιβόμενος ἐπὶ τοὺς τεσσαράκοντα καταφεύγει, ὁ εὐφραινόμενος ἐπ᾿
αὐτοὺς ἀποτρέχει· ὁ μὲν ἵνα λύσιν εὕρῃ τὦν δυσχερειὦν, ὁ δὲ ἵνα φυλαχθῆ αὐτ῵ τὰ
χρηστότερα. Ἐνταὖθα γυνὴ εὐσεβὴς ὑπὲρ τέκνων εὐχομένη καταλαμβάνεται,
ἀποδημοὖντι ἀνδρὶ τὴν ἐπάνοδον αἰτουμένη, ἀρρωστοὖντι τὴν σωτηρίαν. Μετὰ
μαρτύρων γενέσθω τὰ αἰτήματα ὑμὦν. Οἱ νεανίσκοι τοὺς ἠλικιώτας μιμείσθωσαν. ΟἸ
πατέρες τοιούτων εἷναι παἶδες εὐχέσθωσαν αἸ μητέρες καλ῅ς μητρὸς διήγημα
διδαχθήτωσαν.... Ὢ χορὸς ἅγιος! Ὢ σύνταγμα ἱερόν! Ὢ συνασπισμὸς ἀρραγής! Ὢ κοινοὶ
φύλακες τοὖ γένους τὦν ἀνθρώπων! Ἀγαθοὶ κοινωνοὶ φροντίδων, δεήσεως συνεργοί,
πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἀστέρες τ῅ς Οἰκουμένης, ἄνθη τὦν Ἐκκλησιὦν. Ὑμ᾵ς οὕχ ἡ γ῅
κατέκρυψεν, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ἀπεδέξατο· ἠνοίγησαν ὑμἶν παραδείσου πύλαι» (ὁμιλία θ´).

Ὁμοίως ἐπικαλεἶται ὑπὲρ ἑαυτοὖ τὰς πρεσβείας τὦν ἐν Οὐρανοἶς ἁγίων λέγων: «Δέχομαι
καὶ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, προφ῅τας καὶ μάρτυρας καὶ εἰς τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἱκεσίαν
τούτους ἐπικαλοὖμαι, τοὖ δι᾿ αὐτὦν, ἤγουν διὰ τ῅ς μεσιτείας αὐτὦν ἵλεών μοι γενέσθαι
τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν καὶ λύτρον μοι τὦν πταισμάτων γενέσθαι καὶ δοθ῅ναι.» (Βασιλ.
ἐπιστολ. τξ´ πρὸς Ἰουλιαν. τὸν Παραβάτ.)

Ὁ δὲ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐν λόγῳ εἰς αὐτὸν τὸν Μέγαν Βασίλειον λέγει καὶ τάδε ἐν
τέλει: «΢ὺ δὲ ἡμ᾵ς ἐποπτεύοις ἄνωθεν, ὥ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλὴ καὶ τὸν δεδομένον ἡμἶν
παρὰ Θεοὖ σκόλοπα τ῅ς σαρκὸς εἰς τὴν ἡμετέραν παιδαγωγίαν, ἥ στήσαις ταἶς σεαυτοὖ
πρεσβείαις, ἥ πείσαις καρτερὦς φέρειν, καὶ πάντα βίον ἡμἶν διεξάγοις πρὸς τὸ
λυσιτελέστερον, εἰ δὲ μετασταίημεν, δέξαιο κἀκεἶθεν ἡμ᾵ς ταἶς σεαυτοὖ σκηναἶς».

Ὡσαύτως καὶ ἐν τ῵ εἰς τὴν μνήμην τοὖ μάρτυρος Κυπριανοὖ λόγῳ αὐτοὖ ὁ θεἶος
Γρηγόριος μνημονεύει παρθένου κινδυνευούσης καὶ τὴν βοήθειαν καὶ πρεσβείαν τ῅ς
Θεοτόκου αἰτησάσης (1).

Ἐπίσης ὁ θεἶος Φρυσόστομος ἐπικαλεἶται εἰς πρεσβείαν καὶ τὴν Μητέρα τοὖ Κυρίου
λέγων: «.... Οὐ λείπει τ῵ Θε῵ Δεβώρα, οὐ λείπει τ῵ Θε῵ Ἰσραήλ· ἔχομεν γὰρ καὶ ἡμεἶς
τὴν Ἁγίαν Παρθένον καὶ Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν ὑπὲρ ἡμὦν· εἰ γὰρ ἡ τυχοὖσα
γυνὴ ἐνίκησε, πόσῳ μ᾵λλον ἡ τοὖ Φριστοὖ Μήτηρ καταισχύνει τοὺς ἐχθροὺς τ῅ς
ἀληθείας;» (2)

Ἐπίσης καὶ ἐν τ῵ λόγῳ αὐτοὖ εἰς Μελέτιον τὸν Ἀντιοχείας λέγει: «Εὐξώμεθα δὲ κοινῆ
πάντες, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, γυναἶκες καὶ ἄνδρες, πρεσβύτεροι καὶ νέοι, δοὖλοι καὶ
ἐλεύθεροι, αὐτὸν τὸν Μελέτιον κοινωνὸν τ῅ς εὐχ῅ς ταύτης λαβόντες» (Σόμ. Β´ σελ. 619.)

Ὡσαύτως καὶ ὁ Ὠριγένης μαρτυρεἶ περὶ τ῅ς πρεσβείας τὦν ἁγίων, καὶ διὰ τ῅ς
ἀρχαιότητος τ῅ς μαρτυρίας αὐτοὖ τὴν ἀρχαιοτάτην δόξαν τ῅ς Ἐκκλησίας περὶ τ῅ς
πρεσβείας τὦν ἁγίων κυροἶ. Ὁ Ὠριγένης λέγει τάδε: «Αἱ ψυχαὶ τὦν πεπελεκισμένων
ἕνεκα τ῅ς μαρτυρίας τοὖ Ἰησοὖ, μὴ μάτην τ῵ ἐν Οὐρανοἶς θυσιαστηρίῳ προσεδρεύουσαι,
διακονοὖσι τοὖ Εὐχομένοις ἄφεσιν ἁμαρτημάτων;» (3)

Ὁ δὲ Θεοδώρητος γράφων περὶ τ῅ς ἀφανείας τὦν Σάφων τὦν γενομένων Αὐτοκρατόρων
καὶ παραβάλλων αὐτοὺς πρὸς τοὺς ναοὺς τὦν ἁγίων μαρτύρων, λέγει ταὖτα: «Οἱ δὲ τὦν
καλλινίκων μαρτύρων σηκοὶ λαμπροὶ καὶ περίβλεπτοι, καὶ μεγέθει διαπρεπεἶς καὶ
παντοδαπὦς πεποικιλμένοι καὶ κάλλους ἀφιέντες μαρμαρυγάς. Εἰς δὲ τούτους οὐχ ἅπαξ
ἥ δὶς τοὖ ἔτους ἥ πεντάκις φοιτὦμεν, ἀλλὰ πολλάκις μὲν πανηγύρεις ἐπιτελοὖμεν,
πολλάκις δὲ καὶ ἡμέρας ἑκάστης τ῵ τούτων Δεσπότῃ τοὺς ὕμνους προσφέρομεν καὶ οἱ
μὲν ὑγιαίνοντες αἰτοὖσι τ῅ς ὑγείας φυλακὴν οἱ δέ τινι νόσῳ παλαίοντες, τὴν τὦν
παθημάτων ἀπαλλαγὴν αἰτοὖσι καὶ ἄγονοι παίδας, καὶ στερίφαι παρακαλοὖσι γενέσθαι
μητέρες, καὶ οἱ τ῅ς δὲ τ῅ς δωρε᾵ς ἀπολαύσαντες, ἀξιοὖσιν ἄρτια σφίσι φυλαχθ῅ναι τὰ
δὦρα· καὶ οἱ μὲν εἰς τίνα ἀποδημίαν στελλόμενοι λιπαροὖσι τούτους συνοδοιπόρους
γενέσθαι καὶ τ῅ς ὁδοὖ ἡγεμόνας, οἱ δὲ τ῅ς ἐπανόδου τετυχηκότες τὴν τ῅ς χάριτος
ὁμολογίαν προσφέρουσιν οὕχ ὡς θεοἶς αὐτοἶς προσιόντες, ἀλλ᾿ ὡς θείους ἀνθρώπους
ἀντιβολοὖντες, καὶ γενέσθαι πρεσβευτὰς ὑπὲρ σοφὦν παρακαλοὖντες· ὅτι δὲ
τυγχάνουσιν Ὠν περ αἰτοὖσιν οἱ πιστὦς ἐπαγγέλοντες, ἀναφανδὸν μαρτυρεἶ τὰ τούτων
ἀναθήματα, τὴν ἰατρείαν δηλοὖντα. Οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμὦν, οἱ δὲ ποδὦν, ἄλλοι δὲ χειρὦν
προσφέρουσιν ἐκτυπώματα, καὶ οἱ μὲν ἐκ χρυσοὖ, οἱ δὲ ἐξ ὕλης ἀργύρου πεποιημένα,
δέχεται γὰρ ὁ τούτων Δεσπότης καὶ τὰ σμικρά τε καὶ εὔωνα τῆ τοὖ προσφέροντας τὸ
δὦρον δυνάμει μετρὦν δηλοἶ δὲ ταὖτα προκείμενα τὦν παθημάτων τὴν λύσιν· ἧς
ἀνετέθη μνημεἶα παρὰ τὦν ἀρτίων γεγενημένων. Σαὖτα δὲ κηρύττει τὦν κειμένων τὴν
δύναμιν, ἡ δὲ τούτων δύναμις τὸν τούτων Θεὸν ἀληθινὸν ἀποφαίνει Θεόν» (Σόμ. 4ος σελ.
453- 454).

Σαὖτα δὲ ἔγραφεν ὁ Θεοδώρητος κατὰ τὰ μέσα τοὖ πέμπτου αἰὦνος, γράψας


ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν ἀπὸ τοὖ 320 μέχρι τοὖ 436. Ἐὰν λοιπὸν τοιοὖτος ἧτο ὁ
σεβασμὸς τὦν πιστὦν πρὸς τοὺς μάρτυρας ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοὖ τετάρτου αἰὦνος, τίς
δυναται νὰ μὴ συνομολόγησῃ ἡμἶν μετὰ τὰς προσαχθείσας μαρτυρίας ὅτι οἱ πιστοί, οἱ
ἀπὸ τοὖ πρώτου μάρτυρος ἀρξάμενοι σέβειν τοὺς μάρτυρας, ἐτίμων αὐτοὺς καὶ κατὰ τὸν
δεύτερον καὶ τρίτον αἰὦνα, καὶ ὅτι τούτων τ῵ παραδείγματι καὶ τ῵ ζήλῳ ἑπόμενοι καὶ οἱ
τοὖ τετάρτου αἰὦνος χριστιανοὶ ἐτίμων τοὺς μάρτυρας καὶ ἵδρυον μεγαλοπρεπεἶς ναούς;
Ἀπὸ δὲ τὦν προσφερομένων ἐκτυπωμάτων τὦν θεραπευθέντων μελὦν μαρτυρεἶται καὶ
ἡ τὦν εἰκόνων τὦν ἁγίων ἐν ταἶς Ἐκκλησίαις ἀνιστόρησις διότι ἐπ᾿ αὐταἶς ἀνηρτὦντο τὰ
ἐκτυπώματα, ἀπαραλλάκτους ὡς καὶ σήμερον γίνεται, ἐξ ὧν δηλοὖται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ἀπαρασαλεύτως ἐτήρησεν ὅ,τι παρέλαβε, καὶ ὅτι περὶ ὧν φρονεἶ ὀρθοφρονεἶ.

Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ἐν τῆ πρώτῃ αὐτοὖ ἀποκρίσει πρὸς τοὺς διαμαρτυρόμενους


θεολόγους τ῅ς Συβίγγης κατὰ τὸ 1576, ἀπαντὦν εἰς τὸ εἰκοστὸν πρὦτον καὶ πάντων
τελευταἶον κεφάλαιον τ῅ς Αὐγουσταίας ὁμολογίας, λέγει τὰ ἑξ῅ς:

«Καὶ ὅτι μνείαν τὦν ἁγίων ποιεἶσθαι συμφέρει εἰς τὸ στηριχθ῅ναι τὴν πίστιν ἡμὦν
ἐννοούντων, πὼς τ῅ς χάριτος καὶ βοηθείας διὰ τ῅ς πίστεως θεόθεν ἐπέτυχον, λέγομεν.
Ὅτι ἐπίκλησις κυρίως μὲν ἁρμόζει μόνῳ τ῵ Θε῵ καὶ πρώτως καὶ ἰδιαίτατα αὐτ῵
προσήκει, ἡ δὲ πρὸς τοὺς ἁγίους γενομένη, οὐ κυρίως ἐστίν, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς
εἰπεἶν καὶ κατὰ χάριν. Οὐχὶ γὰρ Πέτρος ἥ Παὖλος εἰσακούει τὦν ἐπικαλουμένων αὐτούς,
ἀλλ᾿ ἡ χάρις ἣν ἔχουσι, κατὰ τὸ εἰρημένον παρὰ τοὖ Κυρίου: «ἔσομαι μεθ᾿ ὑμὦν ἕως τ῅ς
συντελείας».

«Καὶ περὶ μὲν τ῅ς ἐπὶ Θεοὖ ἐπικλήσεως, Παὖλος ὁ θεἶος, Ῥωμαίοις ἐπιστέλλων, φησί·
πὦς γὰρ ἐπικαλεσόμεθα εἰς ὃν οὐκ ἐπιστεύσαμεν; δεικνύων ὅτι ἐκεἶνον μόνον δεἶ
ἐπικαλεἶσθαι, εἰς ὃν ἐπιστεύσαμεν, τὸν Θεὸν δηλονότι· ὅτι δὲ καὶ ἡμεἶς Θε῵ μόνῳ κυρίως
τὴν ἐπίκλησιν ἀπονέμομεν, ἐν τῆ θείᾳ, Μυσταγωγίᾳ ἐκφωνοὖμεν «καταξίωσον ἡμ᾵ς
Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμ᾵ν ἐπικαλεἶσθαι ΢ὲ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν
Πατέρα καὶ λέγειν: Πάτερ ἡμὦν, ὁ ἐν τοἶς Οὐρανοἶς. Καὶ ἀλλαχοὖ, φησί, Κύριε τὦν
δυνάμεων μεθ᾿ ἡμὦν γενοὖ, ἄλλον γὰρ ἐκτός ΢ου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν. Καὶ
πάλιν, ἄλλον γὰρ ἐκτός ΢ου Θεὸν οὐ γινώσκομεν. Μεσίτας δὲ ποιούμεθα τοὺς ἁγίους
πάντας, ἐξαιρέτως δὲ τὴν τοὖ Κυρίου Μητέρα, ἀναθήμασι, παρακλήσεσι, εἰκόσιν ἱεραἶς,
σχετικὦς οὐ λατρευτικὦς προσκυνουμέναις. Οἴδαμεν γὰρ λατρείαν μόνῳ τ῵ Θε῵
ἐξαιρέτως προσάγειν, καὶ ἐκτὸς αὐτοὖ ἄλλον οὐ γινώσκομεν, οὔτε προσκυνεἶν Θε῵
ἀλλοτρίῳ.»

«....Ἄλλα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας μεσίτας ἡμὦν καὶ πρέσβεις ἀναγραφόμεθα. Καί οὐ
μόνον ἐν τ῵ παρόντι αἰὦνι, ἀλλὰ καὶ ἐν τ῵ μέλλοντί φαμεν, ὅτι μεσιτεία τις ἔσται,
ἀγγέλων δεηθησομένων ὑπὲρ τινων, καὶ ἁγίων, καὶ τ῅ς τοὖ Κόσμου Κυρίας οὐχ ἥκιστα.
Πλὴν οὐχ ὑπὲρ πάντων ἁπλὦς, οὐδὲ ὑπὲρ τινος ἐν ἁμαρτίαις θᾳνόντος· οὔμενουν,
ἀπέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοἶς τοιούτου; καθ᾿ ἅπαξ τὸ ἑαυτοὖ Ἔλεος. Διὸ καὶ ἀπεφήνατο
κατ᾿ αὐτὦν καὶ θυγατέρας οὐ μὴ ἐξέλωνται, ἀλλ᾿ ὑπὲρ μόνον ἐκείνων ἱκετεύουσι πάντες,
ὑπὲρ Ὠν καὶ αἱ πρεσβεἶαι δεκταί· ἤγουν, τὦν ἐν μετανοίᾳ φθασάντων ἀπαλλάξαι τὸν
βίον, οὔπω δὲ τὰς τὦν ἁμαρτημάτων κηλίδας δυνηθέντων ἐκπλὖναι, καὶ ἔτι τ῅ς κρίσεως
ἱσταμένης. Μετὰ δὲ τὸ λυθ῅ναι τὸ θέατρον, καὶ ἕκαστον ἀπαχθ῅ναι εἰς τὸν
ἀποτεταγμένον τόπον αὐτ῵ τ῅ς κολάσεως, μεσιτεία οὔκ ἐστιν οὕδ᾿ οὐ μὴ γένηται.»

«Καὶ ἡ μεσιτεία αὕτη νὖν ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ γίνεται καὶ κηρύττεται καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους
ἀναφωνοὖμεν καὶ πρὸς τὴν Κυρίαν ἡμὦν, Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπὲρ
ἡμὦν τὦν ἁμαρτωλὦν πρὸς δὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, Π᾵σαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις τὦν
ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμὦν ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν προφήτην
καὶ πρόδρομον καὶ βαπτιστὴν τοὖ Κυρίου, τούς τε ἐνδόξους ἀποστόλους, μάρτυρας,
ὁσίους, ποιμένας, προφήτας, διδασκάλους οἰκουμενικοὺς καὶ λοιποὺς πάντας ἁγίους καὶ
γυναικὦν ἁγίων χορὸν δεόμεθα πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμὦν τὦν ἁμαρτωλὦν, ὅπως χάριτι
Θεοὖ, τῆ ἀηττήτῳ καὶ θείῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ δυνάμει τοὖ ΢ταυροὖ, ἵλεως ἡμἶν
ἁμαρτάνουσι γένηται, αὐτ῵ λατρεύουσι καὶ ἐν ἐξομολογήσει καὶ μετανοίᾳ
προσκαρτεροὖσι καὶ δεομένοις φωτισθ῅ναι τοὺς ὀφθαλμοὺς τ῅ς ψυχ῅ς ἡμὦν, μήποτε
ἁμαρτάνοντας ὑπνώσωμεν εἰς θάνατον καὶ ὁ ἐχθρὸς ἰσχύσῃ καθ᾿ ἡμὦν. Ὅθεν τῆ
πρεσβείᾳ πάντων Ὠν εἴπομεν ἀντιλήπτορα γενέσθαι τὸν Θεὸν δεόμεθα, καὶ ὆υσθ῅ναι
τὦν παγίδων τοὖ πονηροὖ ».

Ὁ Θεὸς τὦν χριστιανὦν εἷναι Θεὸς ζώντων, οἱ δὲ Ἅγιοι ἐνδιαφέρονται ὑπὲρ τ῅ς
στρατευομένης Ἐκκλησίας ἱκετεύοντες ὑπὲρ αὐτ῅ς πρὸς τὸν Κύριον. Ὅτι δὲ ὁ τοιοὖτος
σύνδεσμος ἀναθερμαίνει τὴν καρδίαν, ζωογονεἶ τὸ συναίσθημα καὶ εἰς ἀπομίμησιν τὦν
προτύπων τούτων τ῅ς χριστιανικ῅ς ζω῅ς παροτρύνει, εἷναι παντί που δ῅λον. Κυροὖται δ᾿
ἄλλως τὸ δίδαγμα τοὖτο ὑπὸ τ῅ς πράξεως τ῅ς Ἐκκλησίας τιμώσης τοὺς ἀγγέλους κατὰ
Ἰουστίνον τὸν φιλόσοφον καὶ μάρτυρα (Thiersch. II, 338) γεραιρούσης τοὺς μάρτυρας τ῅ς
πίστεως κατὰ τὴν ἡμέραν τοὖ μαρτυρίου αὐτὦν, τελούσης ἐπὶ τοὖ τάφου αὐτὦν τὴν
θείαν μυσταγωγίαν καὶ ἐξᾳιτουμένης τὰς εὐχὰς αὐτὦν (ὅρα τὰς μαρτυρίας τὦν πατέρων
εἰς τὴν Dogmegesch τοὖ Munscher Ι, 85 καὶ 449 ἐξ).

Μαρτυρίαι ἐκ τὦν ἁγίων Γραφὦν ὅτι ὀφείλομεν τιμ᾵ν τοὺς ἁγίους τοὖ Θεοὖ

Ἡ Παλαιὰ ἅγια Γραφὴ πλεἶστα περιέχει χωρία ἐν οἸς δείκνυται ἡμἶν ἡ ὀφειλὴ τοὖ τιμ᾵ν
τοὺς ἁγίους τοὖ Θεοὖ. «Αἰνεἶτε τὸν Θεὸν ἐν τοἶς ἁγίοις αὐτοὖ» (ψαλ. 150, 1) ἐθαυμάστωσε
Κύριος τὸν ὅσιον αὐτοὖ (Χαλ. 4, 4) ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός, λίαν
ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτὦν (ψαλ. 138. 17). Καὶ ὁ παροιμιαστὴς γνωρίζει ἡμἶν ὅτι
μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων (παροιμ. 10, 7). Ἐν τῆ Παλαιᾶ Γραφῆ τιμὦνται πάντες οἱ
ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Φριστοὖ δίκαιοι, ὁ προφητάναξ ψάλλει ἐν ψαλμ῵ λβ´ «ἀγαλλιάσθε
δίκαιοι ἐν Κυρίῳ, τοἶς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» οἱ δίκαιοι καλοὖνται υἱοὶ Θεοὖ καὶ τιμὦνται
ὑπὸ πάντων τὦν ἀγαπώντων τὸν Θεόν. Περὶ τ῅ς τιμ῅ς τὦν δικαίων ὅσα γράφονται ἐν τῆ
Παλαιᾶ Γραφῆ ἐν τῆ μελέτῃ ταύτῃ ἀδύνατον νὰ περιληφθὦσιν ἐάν τις εἴπη ὅτι ὅλα τὰ
ποιητικὰ βιβλία τ῅ς Παλαι᾵ς Γραφ῅ς εἰσιν ἔπαινος τὦν δικαίων δὲν θέλει ἀποστῆ τ῅ς
ἀληθείας· Ἄρα ἐὰν τοἶς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις, τοἶς ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας καὶ
δικαιοσύνης παθόντας καὶ πρὸς τὸν Θεὸν μεταστάντος τίς ἔπαινος ἱκανός; πιστεύω ὅτι
π᾵ς ἔπαινος ἀνεπαρκὴς θέλει δειχθῆ πρὸς πλήρη ἔκφρασιν τ῅ς προσηκούσης αὐτοἶς
τιμ῅ς.

Ἡ δὲ Καινὴ Διαθήκη ἄρχεται ἀπὸ τοὖ μακαρισμοὖ τὦν δικαίων καὶ καταλήγει εἰς τὴν
ἀνύψωσιν αὐτὦν μέχρι τοὖ καθίσαι ἐκ δεξιὦν καὶ εὐωνύμων τοὖ θρόνου τ῅ς δόξης τοὖ
Θεοὖ· πὦς λοιπὸν οὓς ὁ Θεὸς ἐδόξασε καὶ ἐτίμησεν οἱ πιστοὶ αὐτοὖ θεράποντες δύνανται
νὰ ἀτιμάζωσιν αὐτούς; ὁ πιστὸς ὁ ἀγαπὦν τὸν Θεὸν ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἁγίους αὐτοὖ καὶ
τιμ᾵ καὶ γεραίρει τὴν μνήμην αὐτὦν.

Ἐν τῆ ὁμολογίᾳ Μητροφάνους τοὖ Κριτοπούλου ἀναγινώσκομεν «Οἱ παλαιοὶ ἐκεἶνοι καὶ


ἅγιοι τ῅ς προτύπου Ἐκκλησίας προστάται, ἰδόντες πολλὰς ἀποκαλύψεις διὰ τὦν τῆδε
μεταστάντων ἁγίων γενομένας τοἶς ἔτι τ῵ βίῳ τούτῳ περιοὖσι χριστιανοἶς — λέγω δὲ
Γρηγόριον τὸν θαυματουργόν, τὸν ἀκροατὴν Ὠριγένους, ἐξ ἀποκαλύψεως διδασκόμενον
τὴν εὐσεβ῅ τὦν χριστιανὦν πίστιν διὰ τοὖ ἁγίου Ἰωάννου τοὖ Εὐαγγελιστοὖ καὶ τ῅ς
Παναγίας Θεοτόκου· Κωνσταντἶνον τὸν μέγαν καὶ πρὦτον ἐν χριστιανοἶς βασιλεὖσιν,
ὑπὸ τὦν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου διδασκόμενον τὸν χριστιανισμὸν καὶ
αὐτὸς δὲ ὁ περιφανέστατος ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ὁ Θεολόγος φησί, πολλάκις κατ᾿ ὄναρ
νουθετεἶσθαι ὑπὸ τοὖ μεγάλου Βασιλείου, ἤδη τὸ χρεὦν λειτουργήσαντος· ἀλλὰ καὶ
πολλὰ τούτοις παρόμοια εὑρίσκεται ἐν ταἶς ἱστορίαις τ῅ς ἀρχαίας Ἐκκλησίας — συν῅καν
ἐκ Πνεύματος ἁγίου τὴν ἥδη ἐν οὐραν῵ θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν μὴ ἀναίσθητον εἷναι
τὦν ἀναγκὦν καὶ παθημάτων τ῅ς ἐπὶ γ῅ς στρατευομένης Ἐκκλησίας, μηδὲ κάρω τὰς τὦν
ἁγίων ψυχὰς κατέχεσθαι μέχρι τ῅ς ἀναστάσεως καθάπερ ὑπὸ μανδραγόρα καθειζούσας,
ὅπερ ἐδοξέτισι λίαν ἀνοήτως».

«Θαυμαστὸν δέ, πὦς διελαθὲν αὐτοὺς τὸ τοὖ Ἀποστόλου ἐπιθυμοὖντος ἀναλὖσαι καὶ
σὺν Φριστ῵ εἷναι. Οὐ γὰρ ἅν ἐπεθύμησε ποτ᾿ ἐν κάρω ἔσεσθαι, εἰ τοὖτο ἤδει».

«Σαύτ᾿ οὗν συνιέντες οἱ τ῅ς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τρόφιμοι, καὶ θεόθεν κινούμενοι —
οὐδὲν γὰρ ἀθεεἶ κοινῆ πάντες οἱ ἐκλεκτοὶ δύνανται ποι῅σαι — ἤρξαντο τοὺς ἁγίους
ἐπικαλεἶσθαι εἰς πρεσβείαν, ἅμα μὲν ἀναιροὖντες διὰ τούτου τὴν τὦν ὡς ἀληθὦς
κεκαρωμένων ματαίαν ὑπόληψιν, ἐμφαίνοντές τε ἐνεἶναι τοἶς ψυχαἶς αἴσθησιν καὶ δίχα
τὦν σωμάτων οὐ γὰρ ἀναισθήτους ἐπεκαλέσαντο ἅν ἅμα δὲ πιστεύοντες τὸ πανάγιον
Πνεὖμα τὸ ἐν ἐκείνοις οἰκοὖν ἀποκαλύπτειν αὐτοἶς τὴν χρείαν τὦν ἐπικαλούντων, εἰς
συμπάθειαν τὦν ἀδελφὦν τούτους διεγεἶρον, ἥτις συμπάθεια ἐμφαίνει τὴν ἑνότητα
ἐκείνων τε καὶ ἡμὦν, εἴπερ τι ἄλλο, ἣν ὁ Ἀπόστολος τοἶς τοὖ σώματος μέλεσι
παρείκασεν, Ὠν ἑνὸς πάσχοντος οὐκ ἕσθ᾿ ὅπως μὴ καὶ πάντα συμπάσχειν καὶ συναλγεἶν
τ῵ κάμνοντι μέλλει».

«Εἰ γὰρ ἔτι ἐν τ῵ σώματι τούτῳ τ῵ παχεἶ τ῅ς ψυχ῅ς προκαλύμματι — ὅθεν οὐκ ἄλλως
εἰμὴ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγματι δυνάμεθα καθορ᾵ν τι τὦν ὑψηλότερων καὶ
πνευματικοἶς προσηκόντων — οὗσι τοἶς ἁγίοις ἀπεκαλύφθη τὰ πόρρω, οἸον τ῵ προφήτῃ
Ἐλισσαίῳ ἡ τοὖ Γιεζ῅ πονηρία, τ῵ ἀποστόλῳ Παύλῳ ἥ τὦν ἡμεδαπὦν Μακεδόνων χρεία.
Ὅραμα, φησίν, ὤφθη, τ῵ Παύλῳ· ἀνήρ τις Μακεδὼν ἑστώς, παρεκάλει αὐτὸν λέγων
διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοηθ῅σον ἡμἶν πως οὐχὶ νὖν μ᾵λλον τ῅ς σκην῅ς καὶ τοὖ
ἐπιπροσθοὖντος καλύμματος ἁπαλλαγεἶσι τούτοις τρανότερον τὰ ἡμέτερ᾿
ἀποκαλυφθήσεται, ἵνα μὴ ἐνδεέστεροι ἡμὦν ὧσιν ἐν τούτῳ».

Ἐν τῆ συμβολικῆ τοὖ Φρήστου Ἀνδρούτσου ἀναγινώσκωμεν :

«Δύο εἷναι κυρίως τὰ ἐπιχειρήματα, δι᾿ Ὠν οἱ διαμαρτυρόμενοι καταπολεμοὖσι τὸ δόγμα


τοὖτο τὦν Ἁγίων, ἔνθεν μὲν ὅτι ἀντιβαίνει εἰς τὴν θείαν λατρείαν καὶ τὴν πρώτην
ἐντολὴν τοὖ δεκαλόγου, καθ᾿ ὅσον «εἸς μεσίτης Θεοὖ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Ἰησοὖς
Φριστός» (Α´ Σιμοθ. β´ 5), μεταποιοὖν τὸν Θεὸν εἰς ἐπίγειόν τινα βασιλέα δι᾿ αὐλικὦν
μεσιτειὦν καμπτόμενον ὑπὲρ τὦν ἁμαρτωλὦν καὶ τὸ ἐπιχείρημα τοὖτο
ἐπαναλαμβάνουσι μέχρις ἀηδίας δημοκοποὖσαι αἱ ἐν Ἀνατολῆ προτεσταντικαὶ
ἑταιρεἶαι.
Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν δὲν προσκρούει εἰς τὴν θείαν λατρείαν, οὐδ᾿ ἔχει σχέσιν τινὰ πρὸς τὴν
πρώτην ἥ δευτέραν ἐντολὴν συνομολογοὖσι μὲν καὶ οἱ νηφαλιώτεροι τὦν
Διαμαρτυρομένων (Thiersch. II,342), πείθεται δὲ π᾵ς τις ἀναλογιζόμενος, ὅτι, ὡς διέστειλε
πρὦτος ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος, ἡ πρὸς τοὺς Ἁγίους ἀπονεμόμενη τιμὴ δὲν εἷναι δουλεία ἥ
aboratio, ἀλλὰ μόνον τιμητικὴ προσκύνησις· καθόσον ὁ ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα
διαστέλλει προδήλως οὐ μόνον εἰκόνα καὶ πρωτότυπον, ἀλλὰ καὶ δημιουργὸν ἀπὸ τὦν
δημιουργημάτων αὐτοὖ· τουναντίον μάλιστα ἡ ἐπίκλησις τὦν Ἁγίων καὶ ἀναδεικνύει τὴν
θείαν λατρείαν, καθ᾿ ὅσον ἡ τὦν Ἁγίων εὐδαιμονία πηγάζει ἐκ τ῅ς ἀξιομισθίας τοὖ
Κυρίου, οὕτινος ἡ δόξα ἀκτινοβολεἶ καὶ ἐπὶ τὦν πιστὦν αὐτοὖ ἀκολούθων, δοξαζομένου
ἐν αὐτοἶς τοὖ Ὑψίστου.

«Ἡ αἴγλη τὦν Ἁγίων, ὡς ἄριστα παρατηρεὶ ὁ Μohler οὐδὲν ἄλλο εἷναι ἥ τὸ ἀπαύγασμα
τ῅ς δόξης τοὖ Φριστοὖ καὶ ἡ ἀπόδειξις τ῅ς ἀπείρου αὐτοὖ δυνάμεως, ἐκ κόνεως καὶ
ἁμαρτίας αἰωνία καὶ φωτεινὰ παραγούσης πνεύματι» (448)...

Ὁμοίως ἥκιστα παραβλάπτεται καὶ ἡ τοὖ Ἰησοὖ Φριστοὖ μεσιτεία διὰ τ῅ς ἐπικλήσεως
τὦν Ἁγίων, διότι π᾵σα πρὸς τοὺς Ἁγίους δέησις ἀποτείνεται πρὸς αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ἰδία
δυνάμει καὶ οἴκοθεν δυναμένους σὦσαι καὶ ἀπαλλάξαι ἀπὸ τοὖ κακοὖ, ἀλλ᾿ ἐν τ῵
ὀνόματι τοὖ Κυρίου οὕτινος καὶ ἐμμέσως ζητεἶται ἡ χάρις καὶ ἡ ἀρωγή.

Οὐ μόνον αἱ ἐκφράσεις πρεσβεύειν, δυσωπεἶν, ἱκετεύειν καὶ εἴ τινες ἕτεροι, καὶ αἱ


λατινικοὶ Miserere nobis, audi nos, διαστελλόμεναι τοὖ ora pro nobis (Κat. Rom. IV 6,8),
δηλοὖσι τὸ εἷδος τοὖτο τ῅ς δεήσεως τὸ οὐδαμὦς τῆ μεσιτείᾳ ἀντικείμενον, ἀλλὰ καὶ αἱ
ἄμεσοι ἐνιαχοὖ πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ δὴ μάλιστα τὴν Θεοτόκον δεήσεις αἱ διὰ τοὖ τύπου
«σὦσον, ἐλέησον ἡμ᾵ς» ἐκφωνούμεναι κατ᾿ οὐσίαν ἀναφέρονται εἰς τὴν διὰ τ῅ς
παρεμβάσεως τὦν Ἁγίων θείαν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν. Ἄλλως δὲ ἀποδεχόμενοι οἱ
Διαμαρτυρόμενοι ὅτι οἱ Ἅγιοι οἴκοθεν δέονται τοὖ Θεοὖ ὑπὲρ τ῅ς στρατευομένης
Ἐκκλησίας χωρὶς αἱ τοιαὖται δεήσεις νὰ παραβλάπτωσι τὴν μεσιτείαν τοὖ Κυρίου, δὲν
δύνανται φυσικὦς νὰ ἀρνηθὦσι καὶ τοἶς ἐπὶ γ῅ς πιστοἶς, ὅπως ἐξαιτὦνται παρὰ τὦν
Ἁγίων ὅ,τι αὐτοὶ ποιοὖσιν οἴκοθεν, οὐδαμὦς προσκρούοντες εἰς τὸν Θεόν· τοὖτο δὲ
τοσούτῳ μ᾵λλον, ὅσῳ διατηρεἶται μὲν οὕτω ἰσχυρὸς καὶ ἀκμαἶος ὁ πρὸς τὴν
θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν σύνδεσμος, πλεἶστα δὲ ἐκ τ῅ς συναφείας ταύτης ἀγαθὰ
καρποὖνται οἱ ἐπὶ τ῅ς γ῅ς ἀγωνιζόμενοι (Πρβλ. Mohler 452). Ἐν γένει δὲ ὅπως καὶ ἐν τ῵
καθ᾿ ἡμέραν βίῳ ἐπευχόμενοι ἀλλήλοις οἱ ἄνθρωποι μακροβιότητα καὶ εὐδαιμονίαν
ἥκιστα προσκρούουσιν εἰς τὴν ὑψίστην τὦν πάντων ἀρχὴν τὴν τὰ πάντα δωρουμένην,
οὕτω καὶ ἡ τὦν Ἁγίων ἐπίκλησις δὲν δύναται νὰ χαλάρωση τὴν μεταξὺ δημιουργήματος
καὶ δημιουργοὖ ἀπόλυτον σχέσιν.

Οὐδὲν ὑπάρχει ἐν τῆ Γραφῆ χωρίον ἀντιβαίνον εἰς τὴν τιμὴν τὦν Ἁγίων ἥ τὦν λειψάνων
καὶ εἰκόνων, αὐτὦν, οὐδὲ ἔχουσιν δίκαιον οἱ Διαμαρτυρόμενοι προβάλλοντες τὰ τ῅ς
ἀποκαλύψεως ιθ´ 10, καὶ κβ´ 8—9, ἔνθα ὁ ἄγγελος ἀποκρούει τὴν προσκύνησιν τοὖ
Ἰωάννου λέγων «τ῵ Θε῵ προσκύνησον»· καὶ τυφλ῵ δ῅λον ὅτι ὁ ἄγγελος ἀποποιεἶται τὴν
προσκύνησιν τοὖ Ἰωάννου λέγων «τ῵ Θε῵ προσκύνησον»· καὶ τυφλ῵ δ῅λον, ὅτι ὁ
Ἄγγελος ἀποποιεἶται τὴν προσκύνησιν ταύτην, διότι ὁ Ἰωάννης ἐκλαμβάνει αὐτὸν ὡς
Θεὸν τουναντίον δὲ ἡ Γραφὴ ὑπεμφαίνει μ᾵λλον τὸ τὦν Ἁγίων δόγμα, δι᾿ Ὠν λέγει περὶ
Ἰούδα τοὖ Μακκαβαίου ἰδόντος ἐν ὀνείρῳ τοὺς ἀρχιερεἶς Ὀνίαν καὶ Ἱερεμίαν δεομένους
ὑπὲρ τοὖ λαοὖ (2 Μακκαβ. 15, 22) καὶ περὶ δικαίων εἰσακουομένων, (Πράξ. 12, 5. Β´ Πέτρ.
1, 15. Ἰακ. 5, 16. Ἀποκ. 5, 8 ἕξ.), ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τοὖ Ἀποστόλου Παύλου, εἴτε αὐτοὖ
ὑπὲρ ἄλλων εὐχόμενου (Υιλήμ. 1, 4) εἴτε τὰς εὐχὰς τὦν ἄλλων αἰτουμένου (Ρωμ. 15, 30)·
ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ χερουβὶμ ἐζωγραφημένων καὶ τὰ περὶ σημικινθίων καὶ ΢ουδαρίων
ἐν τῆ Γραφῆ παρατηρούμενα (Ἔξ. 25, 18—23. Πράξ. 19, 12), μ᾵λλον ὑπὲρ τ῅ς τιμ῅ς τὦν
εἰκόνων καὶ τὦν λειψάνων δύνανται νὰ προσαχθὦσιν.

Οὐδὲν δὲ ἀνύτουσιν αἱ πυκνοὶ τὦν διαμαρτυρομένων ἐνστάσεις ὅτι ὁ Ἰησοὖς Φριστὸς


εἷναι ὁ ἥλιος οἱ δὲ ἅγιοι τὰ ἄστρα τὰ παρὰ τοὖ ἡλίου λαμβάνοντα τὸ φὦς, καὶ ὅτι τ῅ς
ἡμέρας καταφώτου ὑπὸ τοὖ ἡλιακοὖ φωτὸς οὕσης οὐδεὶς προσφεύγει εἰς τὸ ἀμυδρὸν φὦς
τὦν ἀστέρων (πρβλ. Stolting Gebet 192) (4). ΢χολαία δ᾿ ὄντως εἷναι ἡ ἔνστασις, πὦς ποτε
εἰσακούουσι τὴν δέησιν ἡμὦν οἱ Ἅγιοι οἱ μὴ δυνάμενοι ὡς ἐκ τ῅ς πεπερασμένης αὐτὦν
φύσεως νὰ γινώσκωσι τὰ ἡμέτερα. Ὡς οἱ ἄγγελοι χαίρουσιν ἐν οὐραν῵ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλ῵
μετανοοὖντι, μένει δὲ ἀκατανόητον ἡμἶν, πὦς ποτε πεπερασμένοι καὶ οὗτοι ὄντες
γινώσκουσι τὴν μετάνοιαν ταύτην, οὕτω καὶ οἱ ἐν τ῵ Θε῵ ὅντες ἅγιοι, κατὰ τρόπον
ἀκατανόητον, λαμβάνουσι γνὦσιν τ῅ς δεήσεως, ἣν ἀπευθύνουσιν αὐτοἶς οἱ ἐπὶ γ῅ς
πιστοὶ (Thiersch, II, 332).

Ὁμοίως δὲ οὐδαμὦς ὀρθὰ ἀποφαίνονται νεώτεροί τινες διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι


ἀξιοὖντες ὅτι εἷναι μὲν ὀρθὴ ἡ γενικὴ τὦν εἰκόνων βάσις, ὅτι π᾵ν τὸ ἱστορικὦς
ἐμφανισθὲν δύναται νὰ ἀποδοθῆ διὰ τ῅ς τέχνης, οὐδαμὦς ὅμως φέρει οὔτε εἰς ἐξάρτησιν
τ῅ς ὕλης (5) τὦν εἰκόνων ἐκ τ῅ς Ἱστορίας τὦν Ἁγίων, οὔτε εἰς θρησκευτικὴν πρὸς αὐτὰς
τιμὴν (Cass 324 ἐξ.). Πάντα ταὖτα εἷναι διακρίσεις ἀσύστατοι καὶ ἀπόβλητοι. Ἀκριβὦς τὸ
διδακτικὸν στοιχεἶον ἐν τῆ ἀπεικονίσει φέρει κατ᾿ ἀνάγκην εἰς ἐξάρτησιν τ῅ς ὕλης ἀπὸ
τ῅ς ἱστορίας τὦν Ἁγίων, ἁπλὴ δὲ τεχνικὴ μόνον ἀπόλαυσις ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, ἀντικειμένη
εἰς τὸν σκοπὸν τ῅ς ἱερ᾵ς λατρείας, ἥκιστα δύναται νὰ τεθῆ ὡς σκοπὸς καὶ νὰ ἐπιτραπῆ
εἰς τὰς τὸ πνεὖμα τ῅ς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διακατεχούσας ἐκκλησίας.

Ἡ τιμὴ τὦν ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας γεραιρομένων Ἁγίων δὲν δύναται νὰ περιορισθῆ εἰς
γενικὴν μὲν καὶ ἀόριστον, ἡθικὦς δὲ ἄκαρπον τὦν ἔργων αὐτὦν ἀναγνώρισιν, οἵα εἷναι ἡ
τιμὴ τὦν κοσμικὦς ἀναδειχθέντων καὶ ὠφελησάντων, ἀλλ᾿ ἀνάγκη νὰ λάβῃ τὴν
προσήκουσαν θρησκευτικὴν μορφήν, δι᾿ ἧς ἐμπεδοὖται καὶ ἐξαγνίζεται καὶ καρποφορεἶ
ἐπὶ τὦν πιστὦν, καὶ αὐτὴ εἷναι ὁ διὰ τοὖ ἀσπασμοὖ τὦν εἰκόνων καὶ τὦν λειψάνων
σεβασμὸς καὶ ἡ πρὸς αὐτοὺς δέησις. Ἐντεὖθεν δὲ βλέπομεν ὅτι καὶ αἱ γενικαὶ ἐκεἶναι
περὶ ἀποδοχ῅ς τ῅ς τιμ῅ς τὦν Ἁγίων ἐν τῆ Αὐγουσταίᾳ ὁμολογίᾳ ἐκφράσεις,
ἀποστερηθεἶσαι τὴν μόνην ἀληθ῅ θρησκευτικὴν αὐτὦν περιβολὴν ταύτην, οὔτε εἰς τὴν
καρδίαν τοὖ λαοὖ εἰσέδυσαν, οὔτε ἄλλως ἐπὶ τ῅ς ζω῅ς τὦν ἀνθρώπων ἐπέδρασαν. Σὴν
὆οπήν, ἣν ἀσκεἶ ἐπὶ τ῅ς θρησκευτικ῅ς ζω῅ς ἡ παράστασις τοὖ Κυρίου περιβαλλόμενου
ὑπὸ τοσούτου νέφους μαρτύρων παθόντων ὑπὲρ αὐτοὖ καὶ δοξασθέντων καὶ καθόλου
περιστεφομένου ὑπὸ τὦν ἐν τ῵ ἐνιαυσίῳ κύκλῳ ἑορτὦν τὦν τοἶς ἴχνεσιν αὐτοὖ
ἀκολουθησάντων Ἁγίων, κατανοεἶ τις καὶ σήμερον, τὰς χριστιανικὸς κοινότητας τ῅ς
Ἀνατολ῅ς, τὰς μὴ ὑπὸ τοὖ ὆εύματος τοὖ πολιτισμοὖ παρασυρθείσας, ἐπισκεπτόμενος.
Εἰς τὴν ὆οπὴν δέ, ταύτην ἀποβλέπων ὁ Ηerder ἐπόθησεν ὅπως ἐκδοθεἶ ἀνθολόγιόν τι διὰ
τὸν λαὸν ἐκ τὦν Actorum Sanctorum (Tiersch, II 343)

Ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος λέγει περὶ τ῅ς τιμ῅ς τὦν ἁγίων τὰ ἑξ῅ς:

Σιμὦμεν τ῅ς τὦν ἁγίων θήκας καὶ τ῅ς οὕτω λαμπρὰς αὐτὦν εὐανδρίας καθάπερ ἐν τάξει
γερὦν καὶ ἀντιμισθίας τὴν ἀμάραντον αὐτοἶς κατατιθέμενοι μνήμην. Σιμὦμεν ἄνδρας
ἁγίους τιμὦντας τὴν πίστιν καὶ τοἶς τ῅ς εὐανδρίας ἐκχύμασιν εὐ μάλα κατεστεμμένους,
ἀγωνισαμένους τε μέχρι ψυχ῅ς καὶ αἵματος καὶ μαρτυρήσαντας τῆ δόξῃ τοὖ Φριστοὖ καὶ
τοἶς τ῅ς εὐσεβείας ἀνδραγαθήμασιν ἐκλαμπρυνομένοις (Κυριλλ. Ἱεροσολ. βιβλ. στ´).

Καὶ ᾧ μέγας Βασίλειος λέγει:


«Ὁ ἁψάμενος ὁστέου μάρτυρος λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοὖ ἐκ τ῅ς τ῵ σώματι
παρεδρευούσης χάριτος. Σίμιος οὗν ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοὖ ὁσίου αὐτοὖ.»
(Βασιλείου ἐν ψαλμ. Κθ´).

Σαὖτα φρονεἶ καὶ δοξάζει ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία περὶ τ῅ς τιμ῅ς καὶ τ῅ς
πρεσβείας τὦν ἁγίων τοὖ Θεοὖ, Ὠν ταἶς πρεσβείαις ἐλε῅σαι καὶ σὦσαι ἡμ᾵ς Φριστὸς ὁ
Θεὸς ἡμὦν.

ΣΕΛΟ΢ ΚΑΙ Σῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ

΢ΗΜΕΙΨ΢ΕΙ΢

1. Γρηγορ. Ναζιαν. λόγ. εἰς Μάρτυρα Κυπριονόν. Σόμ. Α´ σελ. 279.

2. Φρυσοστ. λόγ. περὶ τοὖ χρησίμως τ῅ς προφητείας ἀσαφεἶς εἷναι.

3. Ὠριγ. προτρεπτ. εἰς μαρτύρων § 30 βλέπε καὶ § 50.

4. ΢ημ. II. Ν. Ἐὰν ἐζητοὖμεν παρὰ τὦν Ἁγίων φωτισμὸν πρὸς γνὦσιν τ῅ς ἀληθείας, εἷχε
θέσιν τινὰ ἡ παραβολή, ἤδη ὅμως οὐδεμίαν θέσιν οὐδὲ ἰσχὺν τίνα, διότι οὐδὲν τοιοὖτον
ζητοὖμεν παρ᾿ αὐτὦν. Ὥστε πλανὦνται πλάνην δεινὴν οἱ ταὖτα λέγοντες.

5. Σοὖ περιεχομένου.
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου

Σί καλεῖται κόσμος;

- Κόσμος καλεἶται τὸ σύνολον τ῅ς δημιουργίας, ἕνεκα τ῅ς τάξεως καὶ ἁρμονίας τ῅ς
ἐπικρατούσης ἐν αὐτῆ. Διαιρεἶται δὲ ἡ δημιουργία εἰς τὸν ὁρατὸν καὶ τὸν ἀόρατον
κόσμον, καὶ ὁρατὸς μὲν κόσμος ἐστὶν ἡ ἔνυλος φύσις· ἀόρατος δὲ κόσμος ἐστὶν ἡ ἄὉλος
φύσις, ἤτοι οἱ ἄγγελοι καὶ ἡ ψυχὴ τοὖ ἀνθρώπου (1).

Σί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου;

- Ὅτι ὁ Θεὸς (2) ἔκτισε τὸν κόσμον εἰς ἓξ ἡμέρας (3) ἐκ τοὖ μηδενὸς (4) ἐξ ὑπερβολ῅ς τ῅ς
αὐτοὖ ἀγαθότητας καὶ βουλήσεως (5) καὶ μόνῳ τ῵ λόγῳ (6), ἐπειδὴ εἷπε καὶ ἐγένετο·
ὥστε ὁ κόσμος ἐστὶν ἔργον μόνης τ῅ς θείας δυνάμεως καὶ σοφίας (7).

Εἰς πόσον χρόνον λέγει ἡ Ἁγ. Γραφὴ ὅτι ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον;

- Ἡ Π. Δ. λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν κόσμον εἰς ἓξ ἡμέρας (Γεν. κεφ. α´), ὅτι τὴν μὲν
πρώτην ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γ῅ν. Ἡ δὲ γ῅ ἦν ἀόρατος καὶ
ἀκατασκεύαστος καὶ πνεὖμα Θεοὖ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοὖ ὕδατος, καὶ εἷπεν ὁ Θεὸς
«Γενηθήτω φὦς καὶ ἐγένετο φὦς». Σὴν δὲ δεύτερον τὸ στερέωμα ἤτοι τὸ ἔκταμα τοὖ
οὐρανοὖ «καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν» (Γεν. α´ 14). Σὴν τρίτην διεχώρισεν
ὁ Θεὸς τὰ ὕδατα εἰς συναγωγὴν μίαν καὶ ὤφθη ἡ ξηρά, ἥτις ἐβλάστησε τὰ φυτὰ καὶ τὰ
δένδρα. Σὴν δὲ τετάρτην ἔκτισε τὸν ἥλιον, τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας (8). Σὴν
πέμπτην ἔκτισε τοὺς ἰχθύας τ῅ς θαλάσσης καὶ τὰ πετεινὰ τοὖ οὐρανοὖ καὶ π᾵σαν ψυχὴν
ζῴων ἑρπετὦν κατὰ γένος αὐτὦν. Σὴν δὲ ἕκτην τὰ τετράποδα καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ θηρία
τ῅ς γ῅ς κατὰ γένος. Μετὰ δὲ τὴν δημιουργίαν ὑλὦν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον. (9)

Σί λέγει ἡ ἁγία Γραφὴ περὶ τῆς δημιουργίας;

- Ὅτι τὰ πάντα ἐποίησεν ὁ Θεὸς καλὰ λίαν.

Ποῦ ἔθετο ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν;

- Ἐν τ῵ παραδείσῳ. (ἰδὲ σημ. παραρτ. Ια.)

΢ΗΜΕΙΨ΢ΕΙ΢

(1) Ὁ Δαμασκηνὸς λέγει τὰ ἑξ῅ς- «ὁ Θεὸς ἐκ τοὖ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἷναι παράγει καὶ
δημιουργεἶ τὰ σύμπαντα, ἀόρατά τε καὶ ὁρατὰ καὶ τὸν ἐς ἀοράτου καὶ ὁρατοὖ
συγκείμενον ἄνθρωπον». (Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. βιβλ. β´, κεφ. ιζ´).
(2) Γεν. α´ 1, ψαλμ. ρμε´ 5, 6, Ἡσαΐ. β´ 5 με´ 18. Ἱερεμ. θ´ 12, Μάρκ. ιγ´, Πραξ. δ´ 24, Ιζ´, 24,
Ἀποκάλ. ι´ 6, Ιδ´ 7, Ἑβρ. γ´ 4. Ρωμ. α´ 19, Α´ Κορ. ια´ 12, Ἐφεσ. γ´ 9, Δαμασκ. ἔκθ. πίστ. α´ 3.
August Confess. XI. 4 de civ. Dei XI, 4.

(3) Γεν. α´ 1, Χαλμ. ιζ'. 5, πη'. 2, ρα'. 26, Μάρκ. α´ 6, Ἰωάν. α´ 1, Ἐφεσ. α´ 34, Κολ. α´ 17, Ἑβρ.
α´ 2, Ἀθηναγόρ. πρεσβ. Ιζ´. Κυριλλ. Ἀλεξανδρείας εἰς Ἰωάν.ζ´, August Confess. XI. 4 XII.
15, Confess. XI. 10.

(4) Β´ Μακκαβ. ζ´ 28, Ἰωάν. α´ 3, Ρωμ. δ´ 17, Ἑβρ. ια´ 3, Σατιαν. πρὸς Ἕλλην ε´, Ἀθηναγ.
πρεσβ. δ´ ιε´, ιθ´, Εἰρην, adv.Haer Ιiν 10, IV. 20. ΣertullΙ. De praescript haeret. 13, Ἐφραὶμ ὁ
΢ύρ. εἰς Γένεσ. α´ 1, Φρυσόστ. εἰς Γένεσ. ὅμ. β´, Lactant. Divin insit. II. 9. Οἱ περὶ τὸν
Ἐρμογένη ἐδόξαζον, ὅτι ὁ κόσμος ἐκτίσθη ἐκ τ῅ς ὕλης προυπαρχούσης αἰωνίως (Σertull.
Adv. Hermogenem II, Εὐσέβ. ἐκκλ. ἱστορ. ε´ 21). ΢ίμων δὲ ὁ Μάγος, Μένανδρος,
Βασιλείδης, Καρποκράτης καὶ ἄλλοι ἐδίδασκον, ὅτι ἐκ τ῅ς προαιωνίου ταύτης ὕλης
διέπλασαν τὸν κόσμον οἱ ἄγγελοι (Σertull.de praescr. haeret 46, Εἰρην. κατὰ αἱρ. α´ 24,
Εὐσεβ. ἐκκλ. ἱστ. δ´ 7, ὁ Κήρινθος, ὅτι ὁ κόσμος ἐπλάσθη ὑπὸ κατωτέρας δυνάμεως ἐν
ἀγνοίᾳ τοὖ Θεοὖ (Εἰρην. adv.Haer. III. 11, August .Haer. 8), οὁ Ὀφίται, Μανιχαίοι καὶ
Πρισκιλλιανοί, ὅτι ἐπλάσθη ὑπὸ τοὖ δαίμονος. Ὁ Ὠριγένης ἐθεώρει τὸν κόσμον ὡς
συνέπειαν ἀναγκαίαν καὶ ἀναπόφευκτον αὐτ῅ς τ῅ς παντοδυναμίας τοὖ Θεοὖ, ὅθεν καὶ
ἔλεγεν αὐτὸν προαιώνιον. Ἅπασαι αὐταὶ αἱ κακοδοξίαι κατεδικάσθησαν ἔκπαλαι ὑπὸ
τ῅ς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς μέσους αἰὦνας ἀνεφάνησαν οἱ Παυλικιανοὶ καὶ οἱ
Βογόμιλοι, ἀποδιδόντες τὴν δημιουργίαν τοὖ κόσμου εἰς τὸν δαίμονα ἥ ΢αταναὴλ
(Υώτιος κατὰ Μανιχ. β´ 5, Εὐθύμ. Ζιγαβην. πανοπλ. κζ´).

(5) Χαλμ. ργ´ 11, ρλδ´ 6, Ἀποκ. δ´ 11, Εἰρ. Haer.II. 1. Θεοδώρ. ἀπορ. Γενεσ. γ´, Δαμασκην.
ἐκθ. β´ 2.

(6) Γεν. α´ 3, 6.7,9, Χαλμ. ρμζ´ 5, Ἀποκ. α´ 11, Ἱερεμ. λβ´ 17, Κλήμ.

(7) Χαλμ. ρλδ´ 5, παροιμ. γ´ 19, η´ 23 -30, Ἱερεμ. ι´ 12, Εἰρην. Adv haer II. 2, Ὠριγ. περὶ
ἀρχὦν α´ 2, Εὐσέβ. Εὐαγγ. προπαρ. ια´ 10, Κύριλλ. Ἀλεξ. εἰς Ἰώ. ιζ´ Δαμασκ. ἐκθ. ὀρθ.
πίστ. α´ 9.

(8) Ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Σοἶς φωστ῅ρσι τούτοις τὸ πρωτόκτιστον φὦς ὁ δημιουργὸς


ἐναπέθετο, οὐχ ὡς ἀπορὦν ἄλλου φωτός, ἀλλ᾿ ἵνα μὴ ἀργὸν ἐκεἶνο μείνῃ τὸ φὦς.
Υωστὴρ γάρ ἐστιν οὐκ αὐτὸ τὸ φὦς, ἀλλὰ φωτὸς δοχεἶον». (Ἔκθεσ. Ὀρθ. Πίστ. β´ κβ´).

(9) Πολλοί, καὶ πάλαι (οἸον οἱ γνωστικοί, οἱ Μανιχαίοι, οἱ περὶ τὸν Μαρκίωνα κ.λπ.) καὶ
νὖν, ἐθεώρουν τὸν κόσμον ὡς ἄκρως ἀτελ῅ καὶ πλήρη ἐλλείψεων καὶ κακὦν, καὶ
ἀπέδιδαν τὴν αἰτίαν τούτου ἥ εἰς τὸν Θεὸν ἥ εἰς ἄλλην τινὰ ἀντίθετον καὶ ἀντίπαλον
ἀρχὴν τοὖ κακοὖ· δόξα, ἣν κατεδίκασεν ἀείποτε ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλοι πάλιν ἐθεώρησαν
καὶ θεωροὖσι τὸν κόσμον τόσον καλὸν καὶ τέλειον, ὥστε λησμονοὖντες καὶ ἀρνούμενοι
τὸν Κτίστην θεοποιοὖσι τὴν κτίσιν, καὶ μάλιστα τὴν ὑλικήν. Ἀμφότερα τὰ ἀντίθετα
ταὖτα ἄκρα εἰσὶν ἐσφαλμένα, διὸ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ὀφείλει ν᾿ ἀποπτύῃ ἐξ ἴσου τὰς
βλασφημίας ἀμφοτέρων τὦν ὑλοφρόνων (materialistes) καὶ τὦν ψευδοπνευματοφρόνων
(Pseudospiritualistes). Πρβλ. Ι. Φρυσόστ. εἰς τὴν β´ πρὸς Κορ. ὁμ. ια´.
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ Ὅρκου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις», τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου


Πενταπόλεως, τοὖ θαυματουργοὖ. Ἐκδόσεις Ῥηγοπούλου, Θεσσαλονίκη. ΢ελίδες 126,
127.

Ὁλόκληρο αὐτὸ τὸ βιβλίο, φέρει καὶ τὴν ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς ΢υνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος,
εἶναι δὲ ἀναμφισβήτητα τεκμηριωμένο μέσῳ χωρίων τῆς θεοπνεύστου Ἁγίας Γραφῆς.
Σὸ κείμενο ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, μὲ μορφὴ ἐρωταποκρίσεων.

Πῶς συμπληροῖ τὴν περὶ ὅρκου ἐντολὴν τοῦ παλαιοῦ Νόμου;

- Διὰ τὦν ἑξ῅ς ὆ημάτων. «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοἶς ἀρχαίοις: οὐκ ἐπιορκήσεις,
ἀποδώσεις δὲ τ῵ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμἶν μὴ ὀμόσαι ὅλως. Μήτε ἐν τ῵
Οὐραν῵, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοὖ Θεοὖ. Μήτε ἐν τῆ γῆ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τὦν ποδὦν αὐτοὖ.
Μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοὖ μεγάλου βασιλέως. Μήτε ἐν τῆ κεφαλῆ σου
ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἥ μέλαιναν ποι῅σαι. Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμὦν
Ναὶ ναί, Οὐ οὐ. Σὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοὖ πονηροὖ ἐστιν».

Σὶ ἐπιζητεῖ διὰ τῶν εἰρημένων ὁ ΢ωτήρ;

- Σὴν ἠθικὴν τελειότητα τὦν ὀπαδὦν ἑαυτοὖ. Διότι ὁ ὅρκος Ὠν ἐπιμαρτύρησις τὦν
λεγομένων ὑποθέτει ἠθικὴν ἀτέλειαν εἰς ψεὖδος ὑπολισθαίνουσαν, ἣν ἡ τοὖ
Φριστιανισμοὖ τελειότης οὐδ᾿ ὅλως ἀνέχεται. Διὸ διατάσσει να ἀποβὦσι τοσούτον
ἀξιόπιστοι, ὥστε οὐδ᾿ ἑνὸς να ἐπιδέωνται ὄρκου πρὸς βεβαίωσιν τ῅ς ἀληθείας τὦν ὑπ᾿
αὐτὦν λεγομένων. Νὰ ἦναι δὲ ἱκανὸν πρὸς πίστωσιν καὶ βεβαίωσιν τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ οὐ,
οὐ. Ἤτοι πράγματι καὶ ἀληθείᾳ ναί, ἔχει οὕτως, ἥ πράγματι καὶ ἀληθείᾳ οὐ, οὐκ ἔχει
οὕτως. Σοὖτό ἐστι χριστιανικὴ τελειότης. Διὸ ὁ Φριστιανὸς ὀφείλει να ἀποβῆ ἀξιόπιστος,
ὅπως πιστεύηται λέγων ναὶ ἥ οὐ, καὶ δὲν ἐπιδέηται ἐπιμαρτυρίας πρὸς βεβαίωσιν τ῅ς
ἀληθείας τὦν ὑπ᾿ αὐτοὖ λεγομένων.

Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ τὴν ἀλήθειαν ἐπιζητοῦντες ἀπιστοῦσι τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ λεγομένοις;

- Σοὖτο οὐδ᾿ ὅλως ἐπιτρέπει αὐτ῵ τὴν ἀθέτησιν τ῅ς ἐντολ῅ς, ο὘τος, ὀφείλει να ἐμμένῃ ἐν
τῆ διαβεβαιώσει τ῅ς ἀληθείας διὰ τοὖ ναί, καὶ οὐ.

Ἀπαγορεύει ὁ ΢ωτὴρ καὶ τὸν ὑπὸ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν ἀπαιτούμενον ὅρκον;

- Ἐκ τὦν ὑπὸ τοὖ ΢ωτ῅ρος εἰρημένων δὲν ἐξακριβοὖται τὸ τοιοὖτον. Ἐκ τοὖ σκοποὖ ὅμως
δι᾿ ὃν ἐρρήθησαν μ᾵λλον καταφαίνεται, ὅτι ὁ ΢ωτὴρ ἀπηγόρευσε τὸν ὅρκον τὸν πρὸς
ἀλλήλους καὶ οὐχὶ τὸν ὅρκον τὸν διδόμενον ἐνώπιον τὦν ἀρχὦν καὶ ἐξουσιὦν τὸν ὑπὸ
τοὖ νόμου ἀπαιτούμενον πρὸς πίστωσιν τ῅ς ἀληθείας καὶ διαβεβαίωσιν τὦν ἀρχὦν. Διότι
καὶ αὐτὸς ὁ ΢ωτὴρ ἐξορκισθεὶς ὑπὸ τοὖ ἀρχιερέως να μαρτυρήσῃ εἰ αὐτός ἐστιν ὁ
Φριστός, ἐδέχθη τὸν ὅρκον, καὶ ὡμολόγησεν ὅτι αὐτός ἐστιν (Ματ. κς´ 63). Ἐπίσης καὶ ὁ
Ἀπόστολος Παὖλος γράφων πρὸς Ῥωμαίους ἐπικαλεἶται μάρτυρα τὸν Θεὸν πρὸς
πίστωσιν τὦν λόγων αὐτοὖ, ὅτι μνείαν ποιεἶται πάντοτε αὐτὦν ἐπὶ τὦν προσευχὦν
αὐτοὖ (Ρωμ. α´ 9). Ὠσαύτως καὶ πρὸς τοὺς Κορινθίους γράφων μάρτυρα τὸν Θεὸν
ἐπικαλεἶται πρὸς πίστωσιν τὦν λόγων τοὖ ὅτι φείδεται αὐτὦν (Β´ Κορινθ. α´ 23). Καὶ ὁ
ἄγγελος τ῅ς Ἀποκαλύψεως ὤμοσεν ἐν τ῵ ζὦντι εἰς τοὺς αἰὦνας τὦν αἰώνων, ὃς ἔκτισε
τὸν Οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτ῵ καὶ τὴν Γ῅ν καὶ τὰ ἐν αὐτῆ, καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ἐν
αὐτῆ. (Ἀποκάλ. Ι´ 6).

Πόθεν ἄλλοθεν δύναται να ἐξαχθῇ ὅτι ὁ ΢ωτὴρ δὲν ἀπηγόρευσεν ἀπολύτως τὸν
ὅρκον;

- Ἐκ τὦν ἑξ῅ς. α´) ἐκ τ῅ς ἐντολ῅ς, ἣν λαμβάνει οὐχὶ ἀμέσως ἐκ τοὖ δεκαλόγου, ἀλλ᾿ ἐκ
τοὖ Λευϊτικοὖ (ιθ´ 12). Ἐκεἶ δὲ ἀπαγορεύεται τὸ ὀμνύειν τ῵ ὀνόματι τοὖ Θεοὖ ἐπ᾿ ἀδίκῳ,
καὶ βεβηλοὖν τὸ ὄνομα αὐτοὖ, ἕνεκεν ἀθετήσεως τοὖ ὅρκου δοθέντος πρὸς τὸν πλησίον
(ἰδὲ Ἀριθ. λ´ 3 ἰδὲ καὶ Δευτερονόμ. κγ´ 23) καὶ περὶ παντὸς πράγματος. Σοὖτο ὁ ΢ωτὴρ
ὀνομάζει ἐπιορκίαν. Ἐκ τούτου δηλοὖται, ὅτι πρόκειται περὶ τ῅ς πρὸς ἀλλήλους
ἀμοιβαίας πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης. β´) Ἐκ τοὖ ὅτι δὲν φαίνεται ὅτι ὁ ΢ωτὴρ ἀπολύτως
ἀπηγόρευσε τὸ λαμβάνειν τὸ ὄνομα τοὖ Θεοὖ εἰς βεβαίωσιν τ῅ς ἀληθείας ἐν τ῵ δέοντι
χρόνῳ. Σοὐναντίον φαίνεται, ὅτι τοὖτο ἐπέτρεψε διὰ τοὖ ἰδίου παραδείγματος, ὅπερ
ἠκολούθησαν καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοὖ. Ἐὰν ὁ ΢ωτὴρ προυτιθετο να ἀπαγορεύσῃ ἀπολύτως
τὸν ὅρκον τόν τε ἐπὶ ματαίῳ λαμβανόμενον καὶ τὸν ἐπὶ δικαίῳ πάντως θὰ συνεπλήρου
τὴν ἐντολὴν δι᾿ ἑτέρας σαφοὖς ἀπαγορεύσεως, τοιαύτη δὲ σαφὴς ἀπαγόρευσις δὲν
ἐγένετο ὑπὸ τοὖ Κυρίου. Ῥητέον δὲ καὶ τόδε, ὅτι ὁ ΢ωτὴρ ἐνταὖθα ἐξ ἠθικὦν καὶ οὐχὶ
δογματικὦν ὁρμ᾵ται ἀρχὦν. Ὥστε ὁ ὅρκος ἐπὶ δικαίῳ ἐνώπιον ἀρχὦν ἐπιτρέπεται».
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ Προσευχῆς

Νεοελληνικὴ ἀπόδοση, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἁγίου Νεκταρίου Θεοτοκάριον», Ἐκδ.


Παναγόπουλος

1.

Θὰ ὁμιλήσωμε σήμερα δι᾿ ἕνα καίριο θέμα τ῅ς πνευματικ῅ς ζω῅ς, εἰς τὸ ὁποἶον μ᾵ς
εἰσάγει καὶ τὸ Σριώδιον ὁλόκληρον, ἰδιαιτέρως ὅμως ἡ ἀρχομένη αὐτὴ περίοδος. Σὸ θέμα
τ῅ς προσευχ῅ς.

Ἄραγε, ξεύρομε τί εἷναι ἡ προσευχὴ καὶ ξεύρομε νὰ προσευχώμαστε; Ἀπὸ μικρὰ


παιδάκια ποὺ ἤμαστε, μαθαίναμε νὰ προσευχώμαστε, ἀλλὰ ἡ προσευχή μας ἔχει τὴν
πορεία ποὺ πρέπει; Ἡ προσευχὴ εἷναι μία πορεία τ῅ς ψυχ῅ς πρὸς τὸν Θεόν, μὲ σκοπὸ νὰ
φθάση σ᾿ Αυτόν καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του. Ἐὰν ἡ πορεία δὲν εἷναι σωστή, τὸ αὐτοκίνητο ἥ
τὸ πλοἶο δὲν φθάνει ποτὲ στὸν προορισμό του. Ἐὰν ἡ πορεία τ῅ς προσευχομένης ψυχ῅ς
μας δὲν εἷναι ὀρθή, καταλαβαίνετε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ φθάση στὸν Θεό. ΢ὰν νὰ ἔχωμε μία
βάρκα, ἅς ποὖμε, ποὺ ὁ βαρκάρης κτυπάει τὰ κουπιά, ἀλλὰ τελικὦς δὲν κάνει τίποτε
ἄλλο, παρὰ στριφογυρίζει γύρω στὸ ἴδιο σημεἶο. Σὸ ἴδιο μπορεἶ νὰ παθαίνωμε καὶ ἐμεἶς
καὶ νὰ μὴ τὸ ξεύρωμε κἄν. Πρέπει νὰ δοὖμε, ἡ προσευχή μας εἷναι ἐπιτυχημένη
προσευχή;

Ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεύρει νὰ προσευχηθῆ, εἷναι ἐν τῆ


πραγματικότητι ἕνας ἐξωφλημένος ἄνθρωπος. Δὲν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νὰ ἐπιτύχῃ εἰς
τὴν ζωή του. Καὶ μοναχὸς νὰ εἷναι, θὰ μείνη πάλι ἕνας ἐπίγειος ἄνθρωπος καὶ δὲν θὰ
γίνη ποτὲ ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος. Ἀκόμη περισσότερο, δὲν θὰ γίνῃ ἕνας ἄγγελος, ἐφ᾿
ὅσον δὲν θὰ ξεύρῃ νὰ χρησιμοποιῆ πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ μέσο πορείας καὶ πλεύσεως, τὴν
προσευχή.

Εἷναι ἀνυπολόγιστο τὸ κακὸ ποὺ παθαίνομε, τὸ νοιώθετε, ἅν δὲν ξεύρωμε νὰ


προσευχηθοὖμε. Ἀνυπολόγιστο! Σὸ μοναδικὸ κακό, τὸ ὁποἶον πάσχομε. Δὲν εἷναι
δυνατὸν νὰ γίνῃ σύγκρισις καταστροφ῅ς μὲ καμιὰ καταστροφή. Καὶ ἐὰν ὑποθέσωμε ὅτι
θὰ χτυπηθοὖν ὅλα τ᾿ ἀστέρια καὶ ὅλοι οἱ κόσμοι μεταξύ τους, καὶ θὰ γίνουν τὰ ἄνω κάτω
θρύψαλα, τὸ κακὸ θὰ εἷναι πολὺ μικρότερο ἀπὸ τὸ κακὸ τὸ ὁποἶον ὑφιστάμεθα ἐμεἶς, ἐὰν
δὲν ξεύρωμε νὰ προσευχηθοὖμε. Καὶ ἑπομένως, ὁ κίνδυνός μας εἷναι ἄμεσος, κίνδυνος
ὁριστικός, στὴν περίπτωσι αὐτ῅ς τ῅ς πνευματικ῅ς ἀγνοίας.

Σί εἷναι ἡ προσευχή; Εἷναι τὸ ὄχημα τ῅ς ψυχ῅ς, εἴπαμε. Ἂς τὸ ποὖμε ἔτσι, εἷναι ἀκόμη καὶ
ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ζ῅ ἡ ψυχή. Πὦς οἱ πνεύμονές μας ἀναπνέουν τὸν
ἀέρα; Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας ἀναπνέει μὲ τὴν προσευχή. Καὶ γιατί ἤλθαμε στὸ μοναστήρι;
Διότι ἀκριβὦς τὸ μοναστήρι πάλι εἷναι ἡ ἀτμόσφαιρα τ῅ς προσευχ῅ς. Σὰ πάντα διὰ μίαν
προσευχή. Ἐάν, λοιπόν, ἡ προσευχὴ αὐτὴ δὲν γίνεται ἥ ἐὰν στραβὰ γίνεται, τότε πὦς
εἷναι δυνατὸν τελικὦς νὰ γίνωμε ἐπιτυχημένοι ἄνθρωποι καὶ μάλιστα πνευματικοὶ
ἄνθρωποι; Ἐνὦ ἡ προσευχὴ ἡ ὀρθή, νοιώθετε ὅτι τακτοποιεἶ τὰ πάντα, ἀναχαιτίζει κάθε
δυσκολία, τὰ προβλήματά μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλα τὰ διευθετίζει.
Ἀκόμη, μπορεἶ καὶ νὰ τερατουργῆ, νὰ κάνῃ θαύματα εἰς τὴν πορεία μας δηλαδή, καὶ εἰς
τὸν ἀγώνα μας καὶ εἰς τὴν ζωή μας.
Ἐὰν δὲν ἔχωμε μέσα μας πλοὖτον Πνεύματος, ἅν δὲν ἔχωμε πλοὖτον χαρ᾵ς, πλοὖτον
εἰρήνης, ἅν δὲν ἔχωμε καρπούς, οἱ ὁποἶοι εἷναι ἀμέσως ἀντιληπτοὶ καὶ ἐμφανεἶς καὶ
μεγάλοι, εἷναι, διότι δὲν τοὺς ἐπιθυμοὖμε ἥ διότι δὲν ξεύρομε νὰ προσευχώμαστε. Καὶ ἅν
ἐπιθυμοὖμε — «ἐπιθυμεἶτε, καὶ οὐκ ἔχετε», ποὺ λέγει πολὺ ὡραἶα ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος
— καὶ δὲν ἔχετε «διὰ τὸ μὴ αἰτεἶσθαι ὑμ᾵ς», διότι δὲν ζητ᾵με. Καὶ ἐὰν ζητ᾵με, κακὦς
ζητ᾵με, ὅπως λέγαμε προηγουμένως. Διότι «κακὦς αἰτεἶσθε», ὅπως πάλι λέγει ἐκεἶ ὁ
Ἀπόστολος.

Γιὰ μ᾵ς τοὺς μοναχοὺς προσιδιάζει ἰδιαιτέρως ἡ προσευχὴ ἡ νοερά, ἡ προσευχὴ τοὖ
Ἰησοὖ, ἡ μονόλεκτος, ὅπως θὰ λέγαμε, προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως θὰ ἀρχίσωμε
νὰ ἀσχολούμεθα αὐτὸ τὸ διάστημα τ῅ς Μεγάλης Σεσσαρακοστ῅ς. Ἡ σημερινή μας αὐτὴ
κατήχησις θὰ ἔχη ἕνα σκοπὸ εἰσαγωγικό. Προτοὖ μποὖμε στὶς λεπτομέρειες καὶ στὶς
ἀφετηρίες καὶ στὶς βάσεις τ῅ς νοερ᾵ς προσευχ῅ς, νὰ ποὖμε μερικὰ πράγματα γενικὦς
περὶ προσευχ῅ς. Διότι ἡ προσευχὴ εἷναι τὸ π᾵ν. Ἀλλὰ ἅμα δὲν ξεύρω, ὅπως σ᾵ς εἷπα, δὲν
κάνω τίποτα. Καὶ τὸ π᾵ν γίνεται μία καταστροφὴ τελεία. Μία αὐτοκαταστροφή...
Ἅγιος Νεκτάριος

Σὰ μυστήρια

(ἀπὸ τὸ βιβλίο του, Ποιμαντική)

Σί ἐστι Βάπτισμα;

Σὸ Βάπτισμα, κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης ΢υμεών, ἐστιν ἀρχὴ καὶ ὁδοποίησις


τ῅ς πρὸς Θεὸν οἰκειώσεως καὶ τ῅ς ἐπουρανίου κληρονομίας καὶ λουτρὸν
παλιγγενεσίας καθαρίζον τὸν βαπτιζόμενον ἀπὸ τοὖ ὆ύπου τ῅ς ἁμαρτίας
καὶ ἀναγεννὦν εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Σί ἐστι Φρἶσμα;

Σὸ Φρἶσμα, ὅπερ καὶ Ἅγιον Μύρον λέγεται, ἐστὶ σημείωσις Φριστοὖ καὶ
σφραγίας. Μύρον ἐστὶ τελειωτικὴ χρἶσις εὐώδη ποιοὖσα τὸν τετελεσμένον
καὶ τ῵ θεαρχικ῵ πνεύματι ἑνοὖσα αὐτόν.

Σί ἐστιν Εὐχαριστία;

Ἡ Εὐχαριστία ἐστιν ἡ πνευματικὴ τροφὴ τοὖ πιστοὖ ποὺ ζωογονεἶ τὴν


ψυχὴν καὶ φέρει τὸν ἄνθρωπον εἰς ἄμεσον ἐπικοινωνίαν πρὸς τὸν
Φριστόν.(Γαβριὴλ Φιλαδελφείας, περὶ Μυστηρίου)

Σί ἐστιν Ἱερωσύνη;

Ἡ Ἱερωσύνη ἐστι τάξις θεία μυστηρίου αἰσθητοὖ δύναμιν ἔχουσα


πνευματικὴν ὑπὸ ἀ὇὆ένων ἀνθρώπων ἐνεργουμένη, ὑπὲρ τ῅ς τὦν
ἀνθρώπων σωτηρίας καὶ βοηθείας, παρὰ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἡμὦν
παραδεδομένη.

Σί ἐστι Μετάνοια;

Ἡ μετάνοια ἐστι λουτρὸν καθαρισμοὖ τὦν ἰδίων ἁμαρτιὦν καὶ ἐπάνοδος


ἐκ τοὖ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοὖ Διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν.

Σί ἐστι Γάμος;

Ὁ Γάμος εὐλογία καὶ ἁγιασμός ἐστι τὦν συνερχομένων εἰς γάμου


κοινωνίαν πρὸς εὐλογίαν καὶ ἁγιασμὸν τ῅ς ἀρχ῅ς τοὖ ἀνθρωπίνου
γένους.

Σί ἐστι Εὐχέλαιον;

Σὸ Εὐχέλαιον ἐστι ἐγκαινισμὸς καὶ ἀνάμνησις τοὖ ἑνὸς θείου θαύματος


πολλάκις ἡμἶν τελούμενον διὰ τὸ τοὖ θανάτου ἄωρον. Σὸ Εὐχέλαιον ἐστιν
ἰατρεἶον τὦν ψυχὦν καὶ τὦν σωμάτων.
Ἅγιος Νεκτάριος

ΠΕΡΙ ΣΟΤ ΜΤ΢ΣΗΡΙΟΤ ΣΗ΢ ΘΕΙΑ΢ ΕΤΦΑΡΙ΢ΣΙΑ΢

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου


«Μελέται περὶ τὦν Θείων Μυστηρίων» ἐκδοθὲν τὸ πρὦτον τὸ 1915)

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἷναι μυστήριον, ἐν ᾧ ὑπὸ τὰ εἴδη τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου ἀληθὦς καὶ
κυρίως μεταδίδοται τοἶς μεταλαμβάνουσι τὸ σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ
Φριστοὖ, ὅστις ἀοράτως ἐστὶ παρὼν ἐν τ῵ μυστηρίῳ. Ὁ Ἰὼβ ἐν τ῵ περὶ Ὀφφικίων λέγει:
«Εὐχαριστία ἐστὶ μυστήριον λήψεως τοὖ μετουσιωθέντος ἄρτου καὶ οἴνου εἰς τὴν τοὖ
΢ωτ῅ρος ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ σάρκα καὶ αἸμα, ἅπερ ἐναργὦς παριστὦσι τὴν ταφὴν καὶ
τὴν τοὖ Κυρίου ἀνάστασιν». Σὸ Μυστήριον τ῅ς Εὐχαριστίας λέγεται λειτουργία, διότι π᾵ς
ἱερεὺς καὶ π᾵σα τέλεσις τοὖ μυστηρίου ὑπὲρ παντὸς τοὖ πιστοὖ λαοὖ γίνεται καὶ ὑπὲρ
πάντων τὦν ζώντων καὶ ἐν Φριστ῵ κεκοιμημένων ἐν τ῵ Θε῵ προσφέρεται. Σὴν
λειτουργίαν ταύτην πρὦτος ἐτέλεσεν ὁ ἄκρος καὶ μόνος ἅγιος Ἀρχιερεύς, ὁ Κύριος ἡμὦν
Ἰησοὖς Φριστός, ὅστις προσήγαγε θυσίαν ἑαυτὸν τ῵ Θε῵ καὶ Πατρί, θύτης καὶ θὖμα
γενόμενος. Ἡ λειτουργία λέγεται καὶ διακονία, ὑπηρεσία, ὑπουργία, ἱερουργία, λέγεται
ἔτι θυσία ἀναίμακτος, προσφορὰ καὶ λατρεία λογική, τίμια δὦρα καὶ ἁγία κοινωνία.
Σελικὸν αἴτιον τ῅ς θείας λειτουργίας εἷναι τὸ μεταβαλεἶν τὴν τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου
οὐσίαν καὶ γενέσθαι αὐτὰ σάρκα καὶ αἸμα Φριστοὖ.

Ἡ θεία λειτουργία ἐπιτελεἶται: α) εἰς δόξαν καὶ αἷνον τοὖ μεγάλου Θεοὖ καὶ ΢ωτ῅ρος
ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ καὶ εἰς μνήμην τοὖ θανάτου καὶ τ῅ς ἀναστάσεως αὐτοὖ κατὰ τὸ
γεγραμμένον «τοὖτο ποιεἶτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» β) εἰς ἁγιασμὸν τὦν ψυχὦν καὶ
τὦν σωμάτων ἡμὦν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιὦν, εἰς κοινωνίαν τοὖ ἁγίου Πνεύματος, εἰς
βασιλείας καὶ οὐρανὦν πλήρωμα, εἰς πα὇὆ησίαν εἰς Φριστόν, καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον γ)
ὑπὲρ ἀναπαύσεως τὦν ψυχὦν τὦν εὐσεβὦς κεκοιμημένων ὀρθοδόξων Φριστιανὦν,
ὥσπερ φασὶν οἱ μακάριοι Πατέρες παρὰ τὦν ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων
παρειληφέναι, ὡς Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης φησί, καὶ ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Φρυσόστομος ἐν
ταἶς αὐτὦν ἁγίαις λειτουργίαις, καὶ δ) ὑπὲρ τὦν ζώντων ὀρθοδόξων Φριστιανὦν,
Ἀρχιερέων φημὶ καὶ Βασιλέων καὶ παντὸς τοὖ Φριστωνύμου λαοὖ (Ἰώβ). Πρὸς τέλεσιν
τοὖ μυστηρίου τ῅ς θείας Εὐχαριστίας ἀνάγκη εἷναι κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν τ῅ς
Ἐκκλησίας παράδοσιν να συνυπάρχωσι τέσσαρά τινα: α) Ἱερεὺς Ὀρθόδοξος κανονικὦς
χειροτονηθείς, β) θυσιαστήριον ἥ ἀντιμήνσιον, γ) ἄρτος ἔνζυμος καὶ οἷνος ἄκρατος καὶ
ὕδωρ, κατὰ τὸ γραφικὸν «εἸς τὦν στρατιωτὦν λόγχῃ τὴν πλευρὰν αὐτοὖ ἔνυξε καὶ
εὐθέως ἐξ῅λθεν αἸμα καὶ ὕδωρ» καὶ δ) πίστις ἀδιάκριτος καὶ ἀδίστακτος τ῅ς Ἐκκλησίας,
ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἷνος διὰ τ῅ς ἐπικλήσεως τοὖ ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυὦς εἰς τὸ σὦμα
καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου μεταβάλλεται. Πιστεύομεν περὶ τ῅ς θείας Εὐχαριστίας: α) ὅτι ὁ
ἄρτος καὶ ὁ οἷνος ἐν τῆ ἁγίᾳ Εὐχαριστίᾳ μεταβάλλονται κατ᾿ ἀνέφικτον δι᾿ ἡμ᾵ς τρόπον
εἰς ΢ὦμα καὶ ΑἸμα τοὖ Κυρίου ἀληθὦς, πραγματικὦς καὶ οὐσιωδὦς. β) Πιστεύομεν ὅτι οἱ
μεταλαμβάνοντες εἰσδέχονται ὑπὸ τὸ εἷδος τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου τὸ ἀληθὲς ΢ὦμα καὶ
τὸ ἀληθὲς ΑἸμα τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ καὶ δὴ κατὰ τρόπον πραγματικὸν καὶ
σωματικὦς, οὕτως ὥστε τὸ Πανάγιον σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου εἰσέρχεται εἰς τὰ
στόματα καὶ τὰ σπλάγχνα τὦν μεταλαμβανόντων, τὦν τε εὐσεβὦν καὶ τὦν ἀσεβὦν, τὦν
μὲν πρώτων εἰς σωτηρίαν, τὦν δὲ τελευταίων εἰς κατάκρισιν. γ) Εἰ καὶ ταυτοχρόνως
πολλαὶ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην τελοὖνται λειτουργίαι, οὐχὶ ὅμως πολλὰ ΢ώματα τοὖ
Φριστοὖ, ἀλλ᾿ ἓν ΢ὦμα καὶ ἓν ΑἸμα ὑπάρχει ἐν πάσαις ταἶς ἐπὶ μέρους ἐκκλησίαις τὦν
πιστὦν. Σοὖτο δὲ γίνεται, οὐχὶ διότι τὸ ΢ὦμα τοὖ Κυρίου τὸ ἐν τοἶς οὐρανοἶς κατέρχεται
ἐπὶ τὰ θυσιαστήρια, ἀλλὰ διότι ὁ ἄρτος τ῅ς προθέσεως, ὁ μεμερισμένος ἐν ἁπάσαις ταἶς
ἐκκλησίαις, προτιθέμενος καὶ διὰ τ῅ς καθαγιάσεως μεταβαλλόμενος καὶ
μετουσιούμενος, γίνεται ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μετὰ τοὖ ΢ώματος τοὖ ἐν τοἶς οὐρανοἶς (κατὰ τὰ
γράμματα τὦν Πατριαρχὦν, ἄρθρον 17). δ) Ὁμολογοὖμεν ὅτι ἡ Ἁγία Εὐχαριστία εἷναι
θυσία ἀληθινή, ἐξιλαστική, προσφερομένη διὰ τὰς ἁμαρτίας πάντων τὦν ἐν πίστει
ζώντων καὶ τεθνεώτων. Σὴν θείαν ταύτην καὶ ἱερὰν Μυσταγωγίαν προδιετύπουν τὰ ἑξ῅ς
ἐν τῆ Παλαιᾶ Διαθήκῃ: α) ὁ ἀμνός, ὁ ἐν τ῵ νομικ῵ Πάσχα ἐσθιόμενος, (Ἐξ. β´, Λευιτ. γ´,
Ἀριθμ. η´, Δευτ. στ´ 2), β) τὸ μάννα (Ἐξ. στ´, Ἀριθμ. α´, Δευτ. η´), γ) ὁ ἄνθραξ, ὃν εἷδεν
Ἡσαΐας ἐπὶ τοὖ θυσιαστηρίου, ὃν ἄγγελος ἔλαβε διὰ λαβίδος καὶ ἥψατο τὦν χειλέων
αὐτοὖ καὶ εἷπε: «τοὖτο ἥψατο τὦν χειλέων σου καὶ ἀφελεἶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ τὰς
ἀνομίας σου περικαθαριεἶ» (Ἡσ. στ´), ὅπερ καὶ σήμερον ἔτι ὁ Ἱερεὺς λέγει πρὸς τοὺς
μεταλαμβάνοντας. Σὸ θυσιαστήριον προδιετύπου τὴν Ἁγίαν Σράπεζαν, ὁ ἄνθραξ τὸ
σὦμα τοὖ Φριστοὖ (ὡς καὶ σήμερον λέγομεν «ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων»),
τὰ ΢εραφεὶμ δὲ τὸν Ἱερέα (Α´ Ἰω. α´ 7), δ) ἡ θυσία τοὖ Μελχισεδὲκ (Γεν. ιστ´ 16) ἥτις ἦν
προδιατύπωσις τ῅ς μυστικ῅ς θυσίας, καὶ ε) αἱ περὶ ἀληθοὖς Πνευματικ῅ς θυσίας τὦν
Προφητὦν (Μαλαχ. α´ 11).

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει περὶ τ῅ς ἁγίας Εὐχαριστίας τὰ ἑξ῅ς: «Εὐχαριστίας
καὶ προσευχ῅ς ἀπέχονται (οἱ αἱρετικοὶ Δοκηταί) διὰ τὸ μὴ ὁμολογεἶν τὴν Εὐχαριστίαν
σάρκα εἷναι τοὖ ΢ωτ῅ρος ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, τὴν ὑπὲρ τὦν ἁμαρτιὦν ἡμὦν ποθούσαν,
ἣν τῆ χρηστότητι ὁ Πατὴρ ἤγειρεν». Ἀλλαχοὖ δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καλεἶ τὴν θείαν
Εὐχαριστίαν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοὖ μὴ ἀποθανεἶν. «Ἕνα ἄρτον κλὦντες,
ὅς ἐστι φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοὖ μὴ ἀποθανεἶν, ἀλλὰ ζ῅ν ἐν Ἰησοὖ Φριστ῵
διὰ παντός» (πρὸς Ἐφεσ. §20). Ὁ δὲ Κοντογόνης ἀποφαίνεται, ὁρμώμενος ἐκ τὦν ὆ήσεων
τούτων τοὖ ἁγίου Ἰγνατίου, τάδε: «Εὐκόλως πειθόμεθα ὅτι ὁ Ἱερὸς Μάρτυς σκοπὸν ἔχει
να βεβαιώσῃ τὴν ἀληθ῅ τοὖ κυριακοὖ σώματος παρουσίαν ἐν τ῵ τ῅ς θείας Εὐχαριστίας
μυστηρίῳ, καὶ τ῵ ὄντι, τὶ σαφέστερον ἤ τι βεβαιότερον δύναταί τις να εἴπῃ περὶ ταύτης
τ῅ς ἀληθείας πρὸς τὰς νὖν ἐπικρατούσας δοξασίας χριστιανικὦν τινων θρησκειὦν ἥ ὅσα
δογματίζει ἐνταύθα ὁ Ἰγνάτιος, τουτέστιν, ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἷναι ἡ σάρξ, τὸ σὦμα τοὖ
Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, αὐτὸ ἐκεἶνο τὸ σὦμα τὸ παθὸν ὑπὲρ τὦν ἁμαρτιὦν ἡμὦν, τὸ
ὁποἶον ἔπειτα ὁ Πατὴρ ἀνέστησεν;» (Υιλολογ. καὶ κριτ. ἱστορ. τὦν ἁγίων Πατέρων τόμ.
α´ σελ. 113). Καὶ ὁ Ἱερομάρτυς Κυπριανὸς περὶ τ῅ς θείας Εὐχαριστίας λέγει τὰ ἑξ῅ς:
«Ὥστε οὓς παρορμὦμεν καὶ προτρεπόμεθα εἰς μάχην, μὴ καταλείπωμεν ἀόπλους καὶ
γυμνούς, ἀλλὰ τῆ σκέπῃ τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ σκεπάζωμεν, καὶ οὓς
θέλομεν ἀσφαλεἶς νὰ ὧσι κατὰ τοὖ ἐναντίου, τῆ σκέπῃ τοὖ κορεσμοὖ τοὖ Κυρίου
ὁπλίζωμεν, ἐπειδὴ πρὸς τοὖτο γίνεται ἡ Εὐχαριστία, ἵνα δύνηται να φυλάττῃ τοὺς
μεταλαμβάνοντας. Διότι πὦς διδάσκομεν ἥ προκαλοὖμεν ἐκείνους να ἐκχέωσι τὸ ἑαυτὦν
αἸμα ἐπὶ τῆ ὁμολογίᾳ τοὖ ὀνόματος αὐτοὖ, ὅταν ἀρνώμεθα αὐτοἶς, μέλλουσι νὰ
ἐκστρατεύσωσι, τὸ αἸμα τοὖ Φριστοὖ; Ἢ πὦς εἰς τοὖ μαρτυρίου τὸ ποτήριον ἐπιτηδείους
ἐργαζόμεθα, ἐὰν μὴ πρότερον αὐτοὺς ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ δεχώμεθα εἰς κοινωνίαν τοὖ
ποτηρίου τοὖ Κυρίου;» (Ἐπιστ. κεφ. 2). Καὶ αὗθις εἰς τὴν ἑρμηνείαν τ῅ς Κυριακ῅ς
προσευχ῅ς: «Προϊούσης τ῅ς προσευχ῅ς αἰτούμεθα καὶ λέγομεν: «τὸν ἄρτον ἡμὦν τὸν
ἐπιούσιον δὸς ἡμἶν σήμερον». Σοὖτο δύναται καὶ πνευματικὦς καὶ ἁπλὦς να νοηθῆ,
ἐπειδὴ καὶ ἑκατέρα ἡ ἑρμηνεία θείᾳ εὐδοκίᾳ λυσιτελεἶ εἰς σωτηρίαν. Διότι ἄρτος ζω῅ς ὁ
Φριστός ἐστι, καὶ ὁ ἄρτος ο὘τος οὔκ ἐστι πάντων, ἀλλὰ ἡμέτερός ἐστι. Καὶ ὡς λέγομεν
«Πάτερ ἡμὦν», ἐπειδὴ τὦν πιστευόντων Πατήρ ἐστιν, οὕτω καὶ ἄρτον ἡμὦν καλοὖμεν
αὐτόν, ἐπειδὴ ὁ Φριστός ἐστιν ὁ ἄρτος τὦν πεινώντων, οἵτινες γεύονται τοὖ σώματος
αὐτοὖ. Σοὖτον δὲ τὸν ἄρτον αἰτούμεθα να διδὦται ἡμἶν καθ᾿ ἑκάστην, ἵνα μὴ ὅσοι ἐν
Φριστ῵ ἐσμεν καὶ τὴν Εὐχαριστίαν ὡς τροφὴν σωτηρίας καθ᾿ ἑκάστην λαμβάνομεν,
γενομένου μεταξὺ βαρύτερού τινος πλημμελήματος, καθ᾿ ὃν χρόνον ἀφεστὦτες καὶ μὴ
κοινωνοὖντες ἀπεχόμεθα ἀπὸ τοὖ θείου ἄρτου, χωριζώμεθα ἀπὸ τοὖ σώματος τοὖ
Φριστοὖ, αὐτοὖ κηρύττοντας καὶ παραινοὖντος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζὦν, ὁ ἐκ τοὖ
Οὐρανοὖ καταβὰς κτλ.». Ὅπως λοιπόν, λέγει, εἰς ζωὴν αἰώνιον τρώγει, ὅν τις τρώγη ἐκ
τοὖ ἄρτου αὐτοὖ, (ὡς εἷναι πρόδηλον ὅτι ἐκεἶνοι ζὦσιν, οἵτινες τοὖ σώματος αὐτοὖ
ἅπτονται καὶ τὴν Εὐχαριστίαν τ῵ δικαίῳ τ῅ς κοινωνίας λαμβάνουσιν), οὕτω τουναντίον
πρέπει να φοβώμεθα καὶ να προσευχώμεθα, μή τις, καθ᾿ ὃν χρόνον ἀφεστὼς χωρίζεται
ἀπὸ τοὖ σώματος τοὖ Φριστοὖ, ἀπομένη μακρὰν τ῅ς σωτηρίας αὐτοὖ ἀπειλοὖντος καὶ
λέγοντος: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοὖ Τἱοὖ τοὖ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοὖ τὸ αἸμα,
οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοἶς». Καὶ διὰ τοὖτο «τὸν ἄρτον ἡμὦν», τουτέστι τὸν Φριστόν, καθ᾿
ἑκάστην να διδὦται ἡμἶν αἰτούμεθα, ἵνα πάντοτε οἱ ἐν Φριστ῵ μένοντες καὶ ζὦντες ἀπὸ
τ῅ς ἁγιωσύνης αὐτοὖ καὶ τοὖ σώματος μὴ ἀπομακρυνώμεθα» (Περὶ Κυριακ῅ς
προσευχ῅ς).

Ἐν ᾧ δὲ οὕτω ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς προτρέπεται πάντας να μὴ ἀπέχωνται τ῅ς θείας


Κοινωνίας, ἀφ᾿ ἑτέρου νουθετεἶ τοὺς ἀναξίους να ἀπέχωνται ταύτης, πρὶν ἥ διαλλαγὦσι
πρὸς τὸν Κύριον, πρὸς ὃν καὶ μόνον ἡμάρτησαν. Ὁ Κυπριανὸς πρὸς ὑπόδειξιν τοὖ
μεγάλου κινδύνου τοὖ ἐπαπειλοὖντος τοὺς ἀναξίως μεταλαμβάνοντας ἀναφέρει τὴν
τιμωρίαν δύο προσώπων, μι᾵ς γυναικὸς καὶ ἑνὸς ἀνδρός, διηγούμενος ὡς ἑξ῅ς: «Ἡμὦν
τελούντων τὴν θυσίαν, ἔλαθεν ὑπεισελθούσα τις θύσασα τοἶς εἰδώλοις, αὐτή, λαβοὖσα
τὸν ἅγιον ἄρτον, οὐχὶ τροφήν, ἀλλὰ ξίφος ἑαυτῆ προσφερομένη καὶ ὥσπερ δηλητήριά
τινα θανατηφόρα ἐντὸς τοὖ φάρυγγας καὶ τοὖ στήθους εἰσδεχομένη, ἤρξατο να ἄγχηται
καὶ ἀσπαίρουσα καὶ τρέμουσα κατέπεσεν. Ἄλλος δέ τις ὑπεισδύσας, καὶ αὐτὸς
ἐσπιλωμένος, τ῅ς θυσίας ὑπὸ τοὖ Ἱερέως τελουμένης, ἐτόλμησε μετὰ τὦν λοιπὦν να
μετάσχῃ λάθρα τοὖ Ἁγίου ΢ώματος τοὖ Κυρίου, καὶ οὐκ ἠδυνήθη να φάγῃ καὶ να
μολύνῃ, ἀλλ᾿ ἀνοίξας τὰς χεἶρας ε὘ρεν ὅτι ἔφερε τέφραν» (περὶ τὦν ἐκπεπτωκότων κεφ.
26). Σὸ μάλιστα ἀξιοσημείωτόν ἐστι ἀπόσπασμά τι ἐκ τ῅ς ἑρμηνείας εἰς τὰς Παροιμίας
τοὖ ἁγίου Ἰππολύτου, ἐν ᾧ ὁ θεἶος πατὴρ λέγει περὶ τοὖ ἁγιωτάτου μυστηρίου τ῅ς
Εὐχαριστίας τάδε: «...Καὶ ἡτοίμασε τὴν ἑαυτ῅ς τράπεζαν, τὴν ἐπίγνωσιν τ῅ς ἁγίας
Σριάδος κατεπαγγελλομένην καὶ τὸ τίμιον καὶ ἄχραντον αὐτοὖ σὦμα καὶ αἸμα, ὅπερ ἐν
τῆ μυστικῆ καὶ θείᾳ τραπέζῃ καθ᾿ ἑκάστην ἐπιτελοὖνται, θυόμενα εἰς ἀνάμνησιν τ῅ς
ἀειμνήστου καὶ πρώτης ἐκείνης τραπέζης τοὖ μυστικοὖ θείου δείπνου. Σὸ δέ, ἀπέστειλε
τοὺς ἑαυτ῅ς δούλους ἡ σοφία, ὁ Φριστὸς δηλονότι, συγκαλοὖσα μετὰ ὑψηλοὖ
κηρύγματος, ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με, φάσκουσα, τοὺς Ἱεροὺς Ἀποστόλους
δηλοἶ τοὺς εἰς τὸν σύμπαντα κόσμον διαδραμόντας, καὶ προσκαλέσαντας τὰ ἔθνη εἰς τὴν
ἐκείνου ἐπίγνωσιν ἀληθὦς τ῵ ὑψηλ῵ καὶ θείῳ τούτῳ κηρύγματι. Σὸ δὲ καὶ τοἶς ἐνδεέσι
φρενὦν εἷπε, τοἶς μήπω κεκτημένοις τὴν τοὖ ἁγίου Πνεύματος δύναμιν δηλονότι,
λάβετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον καὶ πίετε οἷνον, ὃν κεκέρακα ὑμἶν, τὴν θείαν αὐτοὖ
σάρκα καὶ τὸ τίμιον αὐτοὖ αἸμα δέδωκεν ἡμἶν, φησίν, ἐσθίειν καὶ πίνειν εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιὦν» (ἐκ τ῅ς Ἱστορ. διδασκ. Υιλάρετου Παγίδα τομ. α´ σελ. 187). Ἰουστίνος δὲ ὁ
φιλόσοφος καὶ μάρτυς ἐν τῆ ἑαυτοὖ ἀπολογίᾳ λέγει περὶ τ῅ς ἁγίας Εὐχαριστίας τὰ ἑξ῅ς:
«Σῆ τοὖ ἡλίου λεγομένη ἡμέρᾳ, πάντων κατὰ πόλεις ἥ ἀγροὺς μενόντων, ἐπὶ τὸ αὐτὸ
συνέλευσις γίνεται καὶ τὰ ἀπομνημονεύματα τὦν Ἀποστόλων ἥ τὰ συγγράμματα τὦν
Προφητὦν ἀναγινώσκεται μέχρις ἐγχωρεἶ. Εἷτα παυσαμένου τοὖ ἀναγινώσκοντος, ὁ
προεστὼς διὰ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόσκλησιν τ῅ς τὦν καλὦν τούτων μιμήσεως
ποιεἶται. Ἔπειτα ἀνιστάμεθα κοινῆ πάντες καὶ εὐχὰς πέμπομεν, καί, ὡς προέφημεν,
παυσαμένων ἡμὦν τ῅ς εὐχ῅ς, ἄρτος προσφέρεται καὶ οἷνος καὶ ὕδωρ, καὶ ὁ προεστὼς
εὐχὰς ὁμοίως καὶ εὐχαριστίας, ὅση δύναμις αὐτ῵, ἀναπέμπει, καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεἶ
λέγων τὸ «Ἀμήν» καὶ ἡ διάδοσις καὶ ἡ μετάδοσις ἀπὸ τὦν εὐχαριστηθέντων ἑκάστῳ
γίνεται, καὶ τοἶς οὐ παροὖσι διὰ τὦν διακόνων πέμπεται. Οἱ εὐποροὖντες δὲ καὶ
βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοὖ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ
συλλεγόμενον παρὰ τ῵ προεστὦτι ἀποτίθεται καὶ αὐτὸς ἐπικουρεἶ ὀρφανοἶς τε καὶ
χήραις καὶ τοἶς διὰ νόσον ἥ δι᾿ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις καὶ τοἶς ἐν δεσμοἶς οὗσι καὶ τοἶς
παρεπιδήμοις οὗσι ξένοις καὶ ἁπλὦς π᾵σι τοἶς ἐν χρείᾳ οὗσι κηδεμὼν γίνεται. Σὴν δὲ τοὖ
ἡλίου ἡμέραν κοινὴ πάντες συνέλευσιν ποιούμεθα, ἐπειδὴ πρώτη ἐστὶν ἡμέρα, ἐν ᾗ ὁ
Θεός, τὸ σκότος καὶ τὴν ὕλη τρέψας, κόσμον ἐποίησε, καὶ Ἰησοὖς Φριστός, ὁ ἡμέτερος
΢ωτήρ, τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ ἐκ νεκρὦν ἀνέστη» (Ἀπολογία πρώτη §67).

Ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος ἐν τῆ πρώτῃ μυσταγωγικῆ κατηχήσει λέγει: ὁ ἄρτος καὶ ὁ


οἷνος τ῅ς εὐχαριστίας πρὸ τ῅ς ἁγίας ἐπικλήσεως τ῅ς προσκυνητ῅ς Σριάδος ἄρτος ἦν καὶ
οἷνος λιτός, ἐπικλήσεως δὲ γενομένης, ὁ μὲν ἄρτος γίνεται σὦμα Φριστοὖ, ὁ δὲ οἷνος αἸμα
Φριστοὖ. Καὶ ἐν πέμπτῃ κατηχήσει μυσταγωγικῆ: «Διὰ τοὖτο γὰρ τὴν παραδοθεἶσαν ἡμἶν
ἐκ τὦν ΢εραφεὶμ θεολογίαν ταύτην λέγομεν, ὅπως κοινωνοὶ τ῅ς ὑμνῳδίας ταἶς
ὑπερκοσμίοις γενώμεθα στρατιαἶς, ἵνα ἁγιάσαντες ἑαυτοὺς διὰ τὦν πνευματικὦν
τούτων ὕμνων παρακαλὦμεν τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν τὸ ἅγιον Πνεὖμα ἐξαποστείλαι ἐπὶ
τὰ προκείμενα ἵνα ποιήσῃ τὸν μὲν ἄρτον σὦμα Φριστοὖ, τὸν δὲ οἷνον αἸμα Φριστοὖ,
παντὸς γάρ, ο὘ ἐὰν ἐφάψηται τὸ ἅγιον Πνεὖμα, τοὖτο ἡγίασται καὶ μεταβέβληται». Καὶ
Ἰωάννης ὁ Φρυσόστομος ἐν τόμῳ ε´, λόγῳ πα´: «Ὅταν ἑστήκη πρὸ τ῅ς τραπέζης ὁ Ἱερεύς,
τὰς χεἶρας ἀνατείνων εἰς τὸν οὐρανόν, καλὦν τὸ Πνεὖμα τὸ ἅγιον τοὖ παραγενέσθαι καὶ
ἅψασθαι τὦν προκειμένων, πολλὴ ἡσυχία, πολλὴ σιγή, ὅταν δίδη τὴν χάριν τὸ Πνεὖμα,
ὅταν κατέλθῃ, ὅταν ἅψηται τὦν προκειμένων». Καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης: «ὁ τ῅ς
προθέσεως ἄρτος, οἷνός τε καὶ ὕδωρ διὰ τ῅ς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοὖ ἁγίου
Πνεύματος ὑπερφυὦς μεταποιοὖνται εἰς τὸ σὦμα τοὖ Φριστοὖ καὶ τὸ αἸμα, καὶ οὔκ εἰσι
δύο ἀλλ᾿ ἓν καὶ τὸ αὐτό». Καὶ κατωτέρω: «εἰ δὲ καί τινες ἀντίτυπα τοὖ σώματος καὶ
αἵματος τοὖ Κυρίου τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἷνον ἐκάλεσαν, ὡς ὁ θεοφόρος Βασίλειος, οὐ μετὰ
τὸ ἁγιασθ῅ναι εἷπον, ἀλλὰ πρὸ τοὖ ἁγιασθ῅ναι, αὐτὴν τὴν προσφορὰν οὕτω καλέσαντες
(βιβλ. δ´ περὶ μυστηρίων κεφ. στ´). Καὶ ἀληθὦς μέγας Βασίλειος ἀντίτυπα λέγει τὸν
ἄρτον καὶ τὸν οἷνον ἐν τῆ αὐτοὖ λειτουργίᾳ πρὸ τ῅ς ἐπικλήσεως τοὖ ἁγίου Πνεύματος,
μετὰ τὸ «Λάβετε φάγετε», καὶ μετὰ τὸ «Σὰ σὰ ἐκ τὦν σὦν σοὶ προσφέρομεν» ἐκεἶ. Ἔνθα
δέεται καὶ παρακαλεἶ, ἵνα ἔλθῃ τὸ Πνεὖμα τὸ ἅγιον καὶ ἁγιάσῃ τὰ δὦρα, ἔχει δὲ οὕτω «τὰ
σὰ ἐκ τὦν σὦν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα. Διὰ τοὖτο, Δέσποτα
πανάγιε, καὶ ἡμεἶς οἱ ἁμαρτωλοὶ προσεγγίζομεν τ῵ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ, καὶ
προθέντες τὰ ἀντίτυπα τοὖ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ σου, σοὖ δεόμεθα
καὶ σὲ παρακαλοὖμεν, ἅγιε ἁγίων, εὐδοκίᾳ τ῅ς σ῅ς ἀγαθότητος ἐλθεἶν τὸ Πνεὖμά σου τὸ
ἅγιον ἐφ᾿ ἡμ᾵ς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δὦρα ταὖτα καὶ εὐλόγησαι αὐτὰ καὶ ἁγιάσαι» κτλ.
Διότι, ὅτε μὲν ὁ Φριστὸς εἷπε τοἶς μαθηταἶς αὐτοὖ καὶ ἀποστόλοις «Λάβετε, φάγετε,
τοὖτό ἐστι τὸ σὦμά μου» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοὖ πάντες, τοὖτό ἐστι τὸ αἸμά μου», τότε μὲν
τέλειον ἦν ἑκάτερον, διότι εὐλόγησε πρότερον αὐτὰ καὶ ἡγίασεν ὁ Δεσπότης, ὡς ἡ
λειτουργία του τε μεγάλου Βασιλείου καὶ τοὖ Ἰωάννου τοὖ Φρυσοστόμου λέγει:
«Εὐλόγησας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκε τοἶς ἁγίοις αὐτοὖ μαθηταἶς καὶ ἀποστόλοις εἰπών:
λάβετε, φάγετε, τοὖτό ἐστι τὸ σὦμά μου καὶ πίετε ἐξ αὐτοὖ πάντες, τοὖτό ἐστι τὸ αἸμά
μου». Νὖν δὲ ὁ ἱερεὺς τ῵ Πατρὶ διηγούμενος, ἱστορικὦς ταὖτα φθέγγεται». Καὶ αὗθις ὁ
χρυσοὖς τὴν γλὦτταν Ἰωάννης, ἐν τόμῳ β´ ὁμιλία ν´ «προσερχώμεθα τοίνυν μετὰ
πίστεως ἕκαστος ἀσθένειαν ἔχων, εἰ γὰρ ἡ του κρασπέδου τοὖ ἱματίου αὐτοὖ ἁψαμένη
τοσαύτην εἴλκυε δύναμιν, πόσῳ μ᾵λλον οἱ ὅλον αὐτὸν κατέχοντες. Σὸ δὲ προσελθεἶν
μετὰ πίστεως οὐ τὸ λαβεἶν ἐστι μόνον τὸ προκείμενον, ἀλλὰ καὶ τὸ μετὰ καθαρὰς
καρδίας ἅψασθαι, τὸ οὕτω διακεἶσθαι, ὡς αὐτ῵ προσιόντας τ῵ Φριστ῵. Σὶ γὰρ εἰ μὴ
φων῅ς ἀκούεις, ἀλλ᾿ ὁρᾶς αὐτὸν κείμενον; Μ᾵λλον δὲ καὶ φωνῆς αὐτοὖ ἀκούεις,
φθεγγομένου αὐτοὖ διὰ τὦν εὐαγγελιστὦν. Πιστεύσατε τοίνυν ὅτι καὶ νὖν ἐκεἶνο τὸ
δεἶπνόν ἐστιν, ἐν ᾧ καὶ αὐτὸς ἀνέκειτο οὐδὲν γὰρ ἐκεἶνο τούτου διενήνοχεν. Οὐδὲ γὰρ
τοὖτο μὲν ἄνθρωπος ἐργάζεται, ἐκεἶνο δὲ αὐτὸς ἀλλὰ καὶ τοὖτο κακεἶνο αὐτός. Ὅταν
τοίνυν τὸν ἱερέα ἐπιδιδόντα σοὶ ἴδῃς, μὴ τὸν ἱερέα νομίζε τὸν τοὖτο ποιοὖντα, ἀλλὰ τὴν
τοὖ Φριστοὖ χεἶρα εἷναι τὴν ἐκτεινομένην. Ὥσπερ γὰρ ὅταν βαπτίζη, οὐκ αὐτὸς σὲ
βαπτίζει, ἀλλ᾿ ὁ Θεός ἐστιν ὁ κατέχων σου τὴν κεφαλὴν ἀοράτῳ δυνάμει, καὶ οὔτε
ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε ἄλλος τις τολμᾶ προσελθεἶν καὶ ἅψασθαι, οὕτω καὶ νὖν
ὅταν γὰρ ὁ Θεὸς μόνος γεννᾶ, αὐτοὖ μόνον ἐστὶν ἡ δωρεά». Καὶ ἐν τ῵ αὐτ῵ τόμῳ, ὁμιλία
πβ´. «Οὔκ ἐστιν ἀνθρωπίνης δυνάμεως ἔργα τὰ προκείμενα. Ὁ τότε ταὖτα ποιήσας ἐν
ἐκείνῳ τ῵ δείπνῳ ο὘τος καὶ νὖν αὐτὰ ἐργάζεται ἡμἶν ὑπηρετὦν τάξιν ἐπέχομεν ἡμεἶς, ὁ
δὲ ἁγιάζων αὐτὰ καὶ μετασκευάζων αὐτός ἐστι». Καὶ ἐν τόμῳ δ´. «Οὐδὲν πλέον ἔχει τὸ ἐν
τ῵ Πάσχα μυστήριον τοὖ νὖν τελουμένου, ἓν ἐστι καὶ τὸ αὐτ῵ ἡ αὐτὴ τοὖ Πνεύματος
χάρις ἀεὶ Πάσχα ἐστὶν (ἱστὲ οἱ μύσται τὸ εἰρημένον) καὶ ἐν Παρασκευῆ καὶ ἐν ΢αββάτῳ
καὶ ἐν Κυριακῆ καὶ ἐν ἡμέρᾳ Μαρτύρων ἡ αὐτὴ θυσία ἐπιτελεἶται. Ὁσάκις γὰρ ἅν
ἐσθίητε τὸν ἄρτον, φησί, τοὖτον ἥ τὸ ποτήριον τοὖτο πίνετε, τὸν θάνατον τοὖ Κυρίου
καταγγέλλετε οὐχ ὁρὦ καιροὖ περιέγραψε τὴν θυσίαν. Πὦς οὗν τότε, φησί, Πάσχα
λέγεται; Ὅτι τότε ἔπαθεν ὁ Φριστὸς ὑπὲρ ἡμὦν. Μηδεὶς τοίνυν ἑτέρως ἐκείνῳ προσίτω
καὶ τούτῳ ἄλλως. Μία δύναμίς ἐστι, μία ἀξία, μία χάρις. Ἓν σὦμα καὶ τὸ αὐτό, οὐκ ἐκεἶνο
τούτου ἁγιώτερον, οὐδὲ τοὖτο ἐκείνου ἔλαττον (πρὸς Σιμόθ. λογ. ε´). Εἰ δὲ μετὰ φόβου
Θεοὖ καὶ πίστεως προσέρχεσθαι τοἶς θείοις καὶ φρικτοἶς τοὖ Φριστοὖ μυστηρίοις ἡ
Ἐκκλησία προστάσσει τοἶς ἔξω τοὖ θυσιαστηρίου μεταλαμβάνουσι λαϊκοἶς, καὶ ζητεἶται
αὐτοἶς πίστις, πολλ῵ μ᾵λλον τοἶς ἐνδὸν τοὖ βήματος ἱερεὖσι προσευχομένοις καὶ
λέγουσι, κατάπεμψον τὸ Πνεὖμά σου τὸ ἅγιον ἐφ᾿ ἡμ᾵ς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δὦρα
ταὖτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοὖτον τίμιον ΢ὦμα τοὖ Φριστοὖ σου, τὸ δὲ ἐν τ῵
ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἸμα τοὖ Φριστοὖ σου, μεταβαλὦν τ῵ Πνεύματί σου τ῵ ἁγίῳ. Μετὰ
δὲ τὰ ὆ήματα ταὖτα, εὐθὺς ἡ μετουσίωσις γίνεται καὶ μεταβάλλεται ὁ ἄρτος εἰς τὸ
ἀληθινὸν ΢ὦμα τοὖ Φριστοὖ καὶ ὁ οἷνος εἰς τὸ ἀληθινὸν αὐτοὖ αἸμα, ἐν οἸς μόνον τὰ
φαινόμενα εἴδη μένει καὶ τοὖτο κατὰ θείαν οἰκονομίαν. Πρὦτον μέν, ἵνα μὴ βλέπωμεν
΢ὦμα Φριστοὖ, ἀλλὰ πιστεύωμεν ὅτι ἐστίν, οἸς εἷπε λόγοις ὁ Κύριος, τοὖτό ἐστι τὸ σὦμά
μου καὶ τοὖτό ἐστι τὸ αἸμά μου πιστεύοντες τῆ δυνάμει ἐκείνου καὶ τοἶς λόγοις μ᾵λλον ἥ
ταἶς ἡμετέραις αἰσθήσεσιν, ὅπερ ἡμ᾵ς εἰς τὸν μακαρισμὸν εἰσάγει τ῅ς πίστεως. Μακάριοι
γάρ, φησίν, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Δεύτερον δέ, μέλλοντος τοὖ ἀνθρώπου τ῵
Φριστ῵ ἑνωθ῅ναι διὰ τ῅ς μεταλήψεως τ῅ς τε σαρκὸς αὐτοὖ καὶ τοὖ αἵματος, εἷτ᾿
ἀποστρεφομένου φύσει τὴν τὦν ὠμὦν σαρκὦν κρεάτων μετάληψιν καὶ ἀηδὦς πρὸς
ταύτας ἔχοντος, τὶ οἰκονομεἶ ὁ Δεσπότης, δίδωσιν ἡμἶν τὴν αὐτοὖ σάρκα, καὶ τὸ αὐτοὖ
αἸμα εἰς βρὦσίν τε καὶ πόσιν τοἶς πιστοἶς κατὰ τὴν θείαν αὐτοὖ πρόνοιαν ὑπὸ τὰ
φαινόμενα εἴδη τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου. Σοὺς δέ γε μεταλαμβάνοντας τὦν Μυστηρίων,
εἴτε ἱερεἶς, εἴτε λαϊκούς, ἐπίσης πάντας καὶ ἐκ τὦν δύο μεταλαμβάνειν, τοὖ τε σώματος
δηλαδὴ καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου, ὡς αὐτὸς εἷπεν. «Ἀμὴν ἀμήν, λέγω ὑμἶν, ἐὰν μὴ φάγητε
τὴν σάρκα τοὖ υἱοὖ τοὖ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοὖ τὸ αἸμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοἶς. Ὁ
τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἸμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Διότι οὕτω καὶ οἱ
ἀπόστολοι ἀπὸ Φριστοὖ παρέλαβαν, ὡς λέγει ὁ Παὖλος: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοὖ
Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμἶν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοὖς τῆ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον
καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἷπε: Λάβετε, φάγετε, τοὖτό μού ἐστι τὸ ΢ὦμα, τὸ ὑπὲρ
ὑμὦν κλώμενον τοὖτο ποιεἶτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὠσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ
δειπν῅σαι, λέγων: Σοὖτο τὸ ποτήριον ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐστὶν ἐν τ῵ ἐμ῵ αἵματι τοὖτο
ποιεἶτε, ὁσάκις ἅν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἔτι μίαν τιμὴν καὶ προσκύνησιν τ῵
Φριστ῵ καὶ τοἶς φρικτοἶς προσφέρομεν μυστηρίοις καὶ ἀδιάφορον.

Καὶ καθάπερ ὁ Κορυφαἶος τὦν Ἀποστόλων Πέτρος ἐκ στόματος τὦν Ἀποστόλων πάντων
εἷπεν αὐτ῵: ΢ὺ εἷ ὁ Φριστός, ὁ Τἱὸς τοὖ Θεοὖ τοὖ ζὦντος, οὕτω καὶ ἡμεἶς λατρεύοντες τ῵
σώματι καὶ αἵματι τοὖ Δεσπότου, λέγομεν ἕκαστος ἡμὦν. «Πιστεύω Κύριε καὶ ὁμολογὦ,
ὅτι σὺ εἰ ἀληθὦς ὁ Φριστός, ὁ Τἱὸς τοὖ Θεοὖ τοὖ ζὦντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον
ἁμαρτωλοὺς σὦσαι, Ὠν πρὦτός εἰμι ἐγώ». Καὶ προσέτι τὸ μυστήριον τοὖτο προσφέρεται
θυσία ὑπὲρ πάντων τὦν ὀρθοδόξων Φριστιανὦν, ζώντων τε καὶ κεκοιμημένων ἐπ᾿ ἐλπίδι
ἀναστάσεως ζω῅ς αἰωνίου. Οἱ καρποὶ τοὖ μυστηρίου τούτου εἷναι τρεἶς: α´) Ἡ ἀνάμνησις
τοὖ πάθους καὶ τοὖ θανάτου τοὖ Φριστοὖ, κατὰ τὸ εἰρημένον «Ὁσάκις γὰρ ἅν ἐσθίητε
τὸν ἄρτον τοὖτον καὶ τὸ ποτήριον τοὖτο πίνητε, τὸν θάνατον τοὖ Κυρίου καταγγέλλετε,
ἄχρις ο὘ ἅν ἔλθῃ» β´) Ὁ ἱλασμός, διότι τὸ μυστήριον τοὖτο ἱλασμὸς ἡμἶν πρὸς τὸν Θεὸν
διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμὦν, εἴτε ζώντων εἴτε τεθνεώτων, γίνεται· λέγει γὰρ ἡ θεία γραφὴ
«Σεκνία μου, ταὖτα γράφω ὑμἶν, ἵνα μὴ ἁμάρτητε καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον
ἔχομεν πρὸς τὸν Πατέρα Ἰησοὖν Φριστὸν δίκαιον, καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τὦν
ἁμαρτιὦν ἡμὦν οὐ περὶ τὦν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοὖ κόσμου». Καὶ
ἀλλαχοὖ: «ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ ἐν ἡμἶν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοὖ τὸν
μονογεν῅ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον, ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοὖ». Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ
ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεἶς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμ᾵ς καὶ
ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοὖ ἱλασμὸν περὶ τὦν ἁμαρτιὦν ἡμὦν. γ´) Ὁ καθαρισμός, διότι τὸ
αἸμα τοὖ Κυρίου Ἰησοὖ Φριστοὖ, τοὖ Τἱοὖ τοὖ Θεοὖ, καθαρίζει ἡμ᾵ς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας
(Α´ Ἰω. α´ 7). Ὁ θεἶος Γρηγόριος λέγει περὶ τοὖ μυστηρίου τ῅ς θείας Εὐχαριστίας: «Σὸ γὰρ
ἱερώτατον τοὖ Φριστοὖ δὦρον καλὦς ἐσθιόμενον τοἶς πολεμοὖσι μέν ἐστιν ὅπλον,
ἀποδημοὖσι δὲ ἐπάνοδος, τοὺς ἀσθενεἶς ἐνισχύει, τοὺς ἐ὇὆ωμένους εὐφραίνει, τὰς
νόσους ἰ᾵ται, τὴν ὑγείαν διαφυλάττει, διὰ τούτου γινόμεθα πραότεροι, πρὸς διόρθωσιν
σπουδαιότεροι, πρὸς τοὺς πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι πρὸς τὴν ἀγάπην, πρὸς
γνὦσιν ἀγχινούστεροι, προθυμότεροι πρὸς ὑπακοήν, ὀξύτεροι πρὸς τὴν τὦν χαρισμάτων
ἐνέργειαν». Ὁ τὦν Νυσσαέων φωστὴρ Γρηγόριος λόγον ποιεἶται περὶ τοὖ μυστηρίου τ῅ς
θείας Εὐχαριστίας ἐν λόγῳ ζ´ εἰς τοὺς μακαρισμούς. Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Οὐχ
ἁπλὦς ἐσθίειν προστέτακται, ἀλλὰ καὶ διακρίνειν τὸ τοὖ Κυρίου παρακελευόμεθα σὦμα,
δηλονότι σαρκὸς μολυσμὸν καὶ πνεύματος ἀποθεμένους καὶ δοχεἶον τοὖ πνευματικοὖ
μύρου παρασκευάσαντας ἑαυτούς, οὕτω τῆ καθαρᾶ προσεγγίσαι θυσίᾳ (ὁμιλία περὶ τοὖ
ἁγίου Πνεύματος) ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρἶμα ἑαυτ῵ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ
διακρίνων τὸ σὦμα τοὖ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 29). Σὴν ἱερὰν τ῅ς λειτουργίας τελετὴν οἱ
ἅγιοι τ῅ς Ἐκκλησίας πατέρες παρέδωκαν καλεἶσθαι θυσίαν ἀναίμακτον. Ἐπίσης
παρέδωκαν καλεἶσθαι θυσιαστήριον τὴν ἁγίαν τράπεζαν, ἐφ᾿ ἧς ἡ τελετὴ τ῅ς ἱερ᾵ς
ἐπιτελείται λειτουργίας. Σὴν ἔννοιαν τ῅ς θυσίας ἐκφράζουσι σαφὦς καὶ καθαρὦς
ἅπασαι αἱ σῳζόμενοι λειτουργικοὶ βίβλοι, εἰ οὗν θυσία ἡ ἐπὶ τ῅ς ἁγίας τραπέζης
προσφερομένη, ἄρα ἐστὶ ζὦσα, εἰ δὲ ζὦσα, ἄρα ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἷνος μετουσιοὖνται εἰς
σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ. Ἐν τῆ λειτουργίᾳ τοὖ ἁγίου Ἰακώβου φέρονται τὰ ἑξ῅ς
ἐκφραστικὰ περὶ τ῅ς πίστεως τ῅ς ἀρχαιοτάτης Ἐκκλησίας: «Καὶ ὅταν σφραγίζη τὸν
ἄρτον λέγει ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοὖ Θεοὖ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοὖ κόσμου, σφαγιασθεὶς ὑπὲρ
τ῅ς του κόσμου ζω῅ς καὶ σωτηρίας». Πλανὦνται ἄρα οἱ λέγοντες ὅτι οὐ μετουσιοὖνται,
ἀλλ᾿ ὅτι τῆ αἰσθήσει τ῅ς ψυχ῅ς ἀντιλαμβανόμενοι ἐν πίστει μεταλαμβάνουσι. Οἱ
ἀρνούμενοι τὴν μετουσίωσιν τοὖ ἄρτου καὶ οἴνου εἰς σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ ἀρνοὖνται
τὴν ἔννοιαν τ῅ς θυσίας, διότι ἐὰν δὲν ἐγένετο μετουσίωσις, πὦς ὁ ψιλὸς ἄρτος καὶ οἷνος
ἐκλήθη θυσία, πὦς δὲ ἡ ἁγία τράπεζα ἐκλήθη θυσιαστήριον, πὦς δέ, μὴ μετουσιωμένων,
πίστει ἐσθίουσι τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ; Πὦς δὲ τῆ αἰσθήσει τ῅ς ψυχ῅ς
ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἐσθίουσι τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ, ἄρτον ἁπλοὖν καὶ
οἷνον κοινὸν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες; Πὦς δὲ ἄνευ θυσίας ἐσθίουσι καὶ πίνουσι σὦμα καὶ
αἸμα Φριστοὖ; Βεβαίως τῆ φαντασίᾳ ἐσθίουσι καὶ πίνουσι σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ,
πράγματι δὲ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν ἄρτον καὶ οἷνον κοινόν. Οἱ ἀρνούμενοι τὴν θυσίαν
ἀθετοὖσι τὴν πίστιν τ῅ς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὁ μέγας Βασίλειος ἐν τοἶς κατ᾿ ἐπιτομὴν
ὄροις, ἐρωτήσει ροβ´, ποταπ῵ φόβῳ ἥ ποίᾳ πληροφορίᾳ μεταλάβωμεν τοὖ σώματος καὶ
τοὖ αἵματος τοὖ Φριστοὖ, ἀποκρινόμενος λέγει: «Σὸν μὲν φόβον διδάσκει ἡμ᾵ς ὁ
Ἀπόστολος λέγων, ὁ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρἶμα ἑαυτ῵ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ
διακρίνων τὸ σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου, τὴν δὲ πληροφορίαν ἐμποιεἶ ἡ πίστις τὦν
὆ημάτων τοὖ Κυρίου εἰπόντος, «τοὖτό ἐστι τὸ σὦμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμὦν διδόμενον. Σοὖτο
ποιεἶτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Σὶ πρὸς ταὖτα λέγουσιν οἱ ἀθετοὖντες τὴν ἀρχαίαν
πίστιν; Ἐὰν οὐδεμία ἐγένετο μεταβολὴ τ῅ς οὐσίας τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου, κοινωνεἶ δὲ
τῆ αἰσθήσει τ῅ς ψυχ῅ς ὁ πιστεύων, ὁ δὲ μὴ πιστεύων οὐδὲν καρποὖται, ὡς μὴ
εἰσδεχόμενος πίστει τὸ σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ, τότε πρός τι ὁ φόβος, ἀφοὖ εἰς οὐδεμίαν
ἔρχεται ἐπικοινωνίαν πρὸς τὸ θεἶον; Ἀλλὰ μὴ πρὸς τοὺς πιστεύοντας μόνον τὴν μετὰ τοὖ
σώματος νοερὰν ἐπικοινωνίαν εἴρηκεν; Ἀλλ᾿ ἐὰν πρὸς τούτους μόνον τὴν ἐντολὴν
δίδωσι, τότε οἱ μὴ πιστεύοντες τῆ κοινωνίᾳ ἁμαρτάνουσιν ἐσθίοντες ἀναξίως, οἱ δὲ μὴ
πιστεύοντες τῆ ἐπικοινωνίᾳ δὲν ἁμαρτάνουσιν ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ πιστεύοντες τῆ κοινωνίᾳ τοὖ
σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ ἁμαρτάνουσιν, ὡς ἀναξίως εἰσδεχόμενοι πίστει τὸ ὑπὸ
τὸν ἄρτον καὶ ἐν τ῵ ἄρτῳ καὶ μετὰ τοὖ ἄρτου σὦμα τοὖ Κυρίου καὶ ὑπὸ τὸν οἷνον τὸ αἸμα
τοὖ Κυρίου, τότε πὦς, ἀνάξιοι ὄντες πρὸς κοινωνίαν, τῆ πίστει κοινωνοὖσι τοὖ σώματος
καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου; Ἡ πίστις αὐτὦν μετέδωκε τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου;
Καὶ ἐν ᾧ ἡ πίστις τοὖ ἀναξίου μέγα τι εἰργάσατο καὶ θαυμαστόν, ἐγένετο αὐτ῵ πρόξενος
κρίματος ταὖτα, δι᾿ ἡμ᾵ς εἰσιν ἀκατάληπτα καὶ ἀκατανόητα, ἡ πίστις τοὖ ἀναξίου νὰ
δύνηται νὰ φέρῃ εἰς ἐπικοινωνίαν τὸν ἀνάξιον πρὸς τὸ θεἶον, καὶ ἡ αὐτὴ πίστις νὰ
γίνηται πρόξενος κρίματος. Σὸν χαρακτ῅ρα τ῅ς πίστεως ταύτης ἡμεἶς ἀδυνατοὖμεν να
νοήσωμεν ἀλλ᾿ ἄραγε καὶ ἡ του ἀξίου πιστοὖ πίστις ἔχει τὴν δύναμιν να μεταδώσῃ ὑπὸ
τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἷνον τὸ σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Φριστοὖ; Δύναται ἡ πίστις τοὖ πιστοὖ τοὖ
ἐσθίοντος ἄρτον καὶ οἷνον να καταστήσῃ αὐτὸν τῆ αἰσθήσει τ῅ς ψυχ῅ς κοινωνὸν τοὖ
σώματος καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου; Δύναται λοιπὸν π᾵ς Φριστιανὸς ἄξιος ἥ ἀνάξιος να
παραθέτη ἄρτον καὶ οἷνον καὶ ἐσθίων καὶ πίνων ἐξ αὐτὦν να κοινωνῆ τοὖ σώματος καὶ
αἵματος τοὖ Κυρίου; Δύναται λοιπὸν π᾵ς πιστὸς ἄξιος ἥ ἀνάξιος, ὁσάκις ἅν βούληται, να
λέγῃ, κοινων῵ τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ, καὶ να κοινωνῆ; Πόθεν τοὖτο
ἔμαθον; Παρὰ τίνος ἐδιδάχθησαν; Ἐν τίνι βίβλῳ τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης ἀνέγνωσαν; Πὦς
ἄνευ θυσίας, ἄνευ θυσιαστηρίου θυσίαν ἐπετέλεσαν; Πὦς ἄνευ ἱεραρχίας ἱερεἶς
ἀνεδείχθησαν; Πὦς ἄνευ εὐχ῅ς τὴν κοινωνίαν παρεσκεύασαν; Πὦς δὲ ἡ βούλησις, ἡ
ἀντικαταστήσασα κατὰ μέγα μέρος τὴν πίστιν, τὴν τοὖ Φριστοὖ παρουσίαν
ἐθαυματούργησεν; Ὁ θεἶος Φρυσόστομος ἐν τ῵ εἰς τὴν προδοσίαν τοὖ Ἰούδα καὶ τὴν
παράδοσιν τὦν μυστηρίων λόγῳ λέγει: «Πάρεστι Φριστὸς καὶ νὖν ἐκεἶνος ὁ τὴν τράπεζαν
ἐκείνην κοσμήσας, ο὘τος καὶ ταύτην διακοσμεἶ νὖν ὥστε τράπεζα, ἱερὸν θυσιαστήριον
ὑπὸ τοὖ Φριστοὖ κατακοσμούμενον ἀπαιτεἶται πρὸς τέλεσιν τοὖ μυστηρίου τ῅ς θείας
εὐχαριστίας καὶ οὐχὶ ἁπλ῅ βούλησις καὶ πίστις», ἀκούσωμεν δέ τὶ ἐν συνεχείᾳ λέγει ὁ
ἅγιος Πατὴρ «οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὁ ποιὦν τὰ προκείμενα γενέσθαι σὦμα καὶ αἸμα
Φριστοὖ, ἀλλ᾿ ὁ σταυρωθεὶς ὑπὲρ ἡμὦν Φριστός». Σαὖτα ἅς ἐνωτισθὦσι καλὦς οἱ τ῅ς
Καλβινικ῅ς κακοδοξίας διδάσκαλοι, οἱ πάντα ἄνθρωπον αὐθαιρέτῳ γνώμῃ τελετουργὸν
τοὖ μυστηρίου ἀναδεικνύοντες. Καὶ αὗθις «σχ῅μα πληρὦν ἕστηκεν ὁ ἱερεὺς τὰ ὆ήματα
ἐκεἶνα φθεγγόμενος τ῅ς προσευχ῅ς». Ὥστε καὶ ἱερέως ὑπὸ τ῅ς ἐκκλησίας
ἀναδεδειγμένου δεἶται τὸ μυστήριον καὶ προσευχ῅ς πὦς λοιπὸν π᾵ς τις δι᾿ αὐθαιρέτου
γνώμης γίνεται κοινωνὸς τοὖ μυστηρίου; Σολμηρὰ δοξασία. Καὶ αὗθις «ἡ δύναμις καὶ ἡ
χάρις τοὖ Θεοὖ ἐστιν». Ὥστε οὐδ᾿ ὁ ἱερεὺς αὐτός, ἀλλ᾿ ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοὖ Θεοὖ
ἐστιν ἡ τελειοὖσα τὸ μυστήριον τ῅ς Εὐχαριστίας καὶ μεταποιοὖσα τὸν ἄρτον καὶ οἷνον εἰς
σὦμα καὶ εἰς αἸμα Φριστοὖ. Ἐὰν οὗν ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοὖ Θεοὖ μεταποιῆ τὸν ἄρτον
καὶ οἷνον εἰς σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ, πὦς ἡ αὐθαίρετος βούλησις καὶ ἡ πίστις τοὖ ἀξίου
καὶ τοὖ ἀναξίου προκαλεἶ τὴν παρουσίαν τοὖ Φριστοὖ καὶ καθιστᾶ τὴν κοινωνίαν Θεοὖ
καὶ ἀνθρώπου; Οἱ ταὖτα λέγοντες πλανὦνται πλάνην δεινήν. Ἐν τῆ ἀποδοκιμασίᾳ καὶ
κατακρίσει τ῅ς ἐπ᾿ ὀνόματι Κυρίλλου τοὖ Λουκάρεως Πατριάρχου Κων/πόλεως
ἐκδοθείσης Καλβινικ῅ς ὁμολογίας πίστεως, φέρονται τὰ ἑξ῅ς: «Εἰ τοίνυν εἰρήκει ὁ ΢ωτήρ,
ὁ ἄρτος ο὘τός ἐστι τὸ σὦμά μου, ἦν ὅν τις ἴσως τοἶς τοὖ Καλβίνου μύσταις φαινομένη τοὖ
κακὦς φρονεἶν πρόφασις εἰπὼν δέ, «τοὖτό μού ἐστι τὸ σὦμα», π᾵σαν ἀπέκοψε πρόφασιν.
Καὶ δ῅λον ὅτι καὶ τ῅ς κυριολεξίας ἡ ἔμφασις καὶ τ῅ς εὐαγγελικ῅ς ἀληθείας ἡ δύναμις καὶ
τὦν Ἀποστόλων ἡ παράδοσις καὶ τ῅ς Καθολικ῅ς Ἐκκλησίας ἡ γνησία πίστις καὶ τ῅ς
ἱερ᾵ς λειτουργίας ἡ ἀδιάκοπος χρ῅σις καὶ πάντων τὦν θεοπνεύστων διδασκάλων ἡ
σύμψηφος ἀπόφασις βιάζεται ὁμολογεἶν, τοἶς ὆ήμασι τοἶς Δεσποτικοἶς μὴ ἐνδέχεσθαι
νοὖν ἕτερον ἐνθεωρεἶσθαι ἥ τὸν σημαινόμενον κατὰ τὸ γράμμα. Σοὖτον οὗν τὸν τρόπον
σημαντικὸς ὣν καὶ ἐναργής ἐστιν ὁ του Φριστοὖ λόγος ἤ φησι καὶ Φρυσόστομος ἐν τ῵ εἰς
τὴν προδοσίαν λόγῳ ὅτι σχ῅μα πληροἶ ὁ Ἱερεὺς τὰ Δεσποτικὰ φθεγγόμενος ὆ήματα
὆ηθέντα γὰρ ἅπαξ παρὰ τοὖ Φριστοὖ, ἐξ ἐκείνου καὶ μέχρι τ῅ς αὐτοὖ παρουσίας καθ᾿
ἑκάστην τράπεζαν ταἶς Ἐκκλησίαις ἁγιάζει τὴν θυσίαν, τοὖ Ἱερέως δηλαδὴ πάλιν ἐκεἶνα
φθεγγομένου ἐναργὲς λοιπὸν ὁ σημαίνει ὁ του Φριστοὖ λόγος, καὶ σημαίνει σὦμα, οὐκ
ἄρτου οὐσίαν μεταποιεἶ γὰρ ἐξ ἀνάγκης τὴν οὐσίαν τοὖ ἄρτου εἰς θείου σώματος οὐσίαν
καὶ τοὖτό ἐστιν ἡ μετουσίωσις, μυστήριον τ῅ς παντοδυνάμου μεγαλοπρεπείας τοὖ
Φριστοὖ τ῵ ὄντι ἐπάξιον καὶ λόγῳ ἀνέκφραστον καὶ λογισμοἶς ἀνθρωπίνοις
ἀπερινόητον.

Ἡ ἐν Κων/πόλει Ἱερὰ ΢ύνοδος ἡ ἐπὶ Διονυσίου Πατριάρχου Κων/πόλεως συγκροτηθεἶσα


τὸ 1672 ἐν τῆ ὁμολογίᾳ τ῅ς πίστεως τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας λέγει ταὖτα:
«Περὶ τοὖ φρικτοὖ Μυστηρίου τ῅ς Εὐχαριστίας πιστεύομεν καὶ ὁμολογοὖμεν ἀδιστάκτως,
ὅτι τὸ ζὦν σὦμα τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ πάρεστιν ἀοράτως πραγματικὴ
παρουσία ἐν τ῵ μυστηρίῳ. Ἐν γὰρ τ῵ εἰπεἶν τὸν λειτουργοὖντα Ἱερέα μετὰ τὰ
Κυριακολόγια, «ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοὖτον τίμιον σὦμα τοὖ Φριστοὖ σου, τὸ δὲ ἐν τ῵
ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἸμα τοὖ Φριστοὖ σου, μεταβαλὦν τ῵ πνεύματί σου τ῵ Ἁγίῳ», τότε
τῆ ἐνεργείᾳ τοὖ Παναγίου Πνεύματος ὑπερφυὦς καὶ ἀ὇὆ήτως ὁ μὲν ἄρτος μεταποιεἶται
εἰς αὐτὸ ἐκεἶνο τὸ ἴδιον σὦμα τοὖ ΢ωτ῅ρος Φριστοὖ πραγματικὦς καὶ ἀληθὦς καὶ κυρίως,
ὁ δὲ οἷνος εἰς τὸ ζωηρὸν αἸμα αὐτοὖ. Καὶ αὐτὸν ὅλον τὸν Φριστὸν πιστεύομεν εἷναι τὸν
προσφέροντα καὶ προσφερόμενον καὶ προσδεχόμενον καὶ διαδιδόμενον ἁπαξάπασι, καὶ
ὁλόκληρον ἀπαθὦς ἐσθιόμενον. Οἱ μέντοι ἀξίως μεταλαμβάνοντες αὐτοὖ ζωοποιοὖνται,
ἑνούμενοι αὐτ῵ τ῵ Φριστ῵ οἱ δὲ ἀναξίως, κατακρίνονται καὶ εἰς ὄλεθρον ὆ίπτουσιν
ἑαυτούς. Ὅπερ μυστήριον καὶ λατρεία ἐστὶ καὶ λέγεται. Καὶ θεοπρεπὦς ἐν αὐτῆ
λατρεύεται τὸ τεθεωμένον σὦμα τοὖ ΢ωτ῅ρος Φριστοὖ καὶ θυσία προσφέρεται ὑπὲρ
πάντων τὦν ὀρθοδόξων χριστιανὦν, ζώντων καὶ κεκοιμημένων».

Καὶ ὁ Δοσίθεος δὲ ἐν τῆ ἑαυτοὖ ὁμολογία λέγει περὶ τοὖ Μυστηρίου τ῅ς θείας
Εὐχαριστίας τὰ ἑξ῅ς: «Πιστεύομεν τὸ πανάγιον μυστήριον τ῅ς ἱερ᾵ς Εὐχαριστίας, ὅπερ
ἀνωτέρω κατὰ τάξιν τέταρτον ἐθέμεθα, ἐκεἶνο εἷναι, ὅπερ ὁ Κύριος παρέδωκε τῆ νυκτί, ᾗ
παρεδίδου ἑαυτὸν ὑπὲρ τ῅ς του κόσμου ζω῅ς. Λαβὼν γὰρ ἄρτον καὶ εὐλόγησας ἔδωκε
τοἶς ἁγίοις Αὐτοὖ μαθηταἶς καὶ Ἀποστόλοις εἰπών, «λάβετε, φάγετε τοὖτό ἐστι τὸ σὦμά
μου». Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἴρηκε «πίετε ἐξ αὐτοὖ πάντες, τοὖτό ἐστι τὸ
αἸμά μου, τὸ ὑπὲρ ὑμὦν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιὦν». Σούτου ἐν τῆ ἱερουργίᾳ
πιστεύομεν παρεἶναι τὸν Κύριον Ἰησοὖν Φριστὸν οὐ τυπικὦς, οὐδ᾿ εἰκονικὦς, οὐδὲ χάριτι
ὑπερβαλλούσῃ, ὡς ἐν τοἶς λοιποἶς μυστηρίοις, οὐδὲ κατὰ μόνην παρουσίαν, καθώς τινες
τὦν Πατέρων εἰρήκασι περὶ τοὖ βαπτίσματος, οὐδὲ κατ᾿ ἀναρτισμόν, ὥστε ἑνοὖσθαι τὴν
θεότητα τοὖ Λόγου τ῵ προκειμένῳ τ῅ς Εὐχαριστίας ἄρτῳ ὑποστατικός, καθὼς οἱ ἀπὸ
Λουθήρου λίαν ἀμαθὦς καὶ ἀθλίως δοξάζουσιν ἀλλ᾿ ἀληθὦς καὶ πραγματικὦς, ὥστε
μετὰ τὸν ἁγιασμὸν τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιοὖσθαι,
μεταποιεἶσθαι, μετα὇὆υθμίζεσθαι τὸν μὲν ἄρτον εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοὖ Κυρίου σὦμα,
ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ ἐκ τ῅ς Ἀειπαρθένου, ἐβαπτίσθη ἐν Ἰορδάνῃ, ἔπαθεν, ἐτάφη,
ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιὦν τοὖ Θεοὖ καὶ Πατρός, μέλλει ἐλθεἶν ἐπὶ τὦν
νεφελὦν τοὖ οὐρανοὖ, τὸν δ᾿ οἷνον μεταποιεἶσθαι καὶ μετουσιοὖσθαι εἰς αὐτὸ τὸ ἀληθὲς
τοὖ Κυρίου αἸμα, ὅπερ κρεμάμενου ἐπὶ τοὖ σταυροὖ ἐχύθη ὑπὲρ τ῅ς του κόσμου ζω῅ς.
Ἔτι μετὰ τὸν ἁγιασμὸν τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου οὐκ ἔτι μένειν τὴν οὐσίαν τοὖ ἄρτου καὶ
τοὖ οἴνου εἴδει καὶ τύπῳ, ταυτὸν εἰπεἶν, ὑπὸ τοἶς τοὖ ἄρτου συμβεβηκόσιν. Ἔτι αὐτὸ τὸ
πανακήρατον τοὖ Κυρίου σὦμα καὶ αἸμα μεταδίδοσθαι καὶ εἰσδύειν εἰς τὸ στόμα καὶ τὸν
στόμαχον τὦν μετεχόντων εὐσεβὦν καὶ ἀσεβὦν πλὴν τοἶς μὲν εὐσεβέσι καὶ ἀξίοις
ἄφεσιν ἁμαρτιὦν καὶ ζωὴν αἰώνιον προξενεἶν τοἶς δ᾿ ἀσεβέσι καὶ ἀναξίοις κατάκρισιν
καὶ κόλασιν αἰώνιον παραχωρεἶν. Ἔτι τέμνεσθαι μὲν καὶ διαιρεἶσθαι εἴτε χερσὶν εἴτε καὶ
ὀδοὖσι τὸ σὦμα καὶ τὸ αἸμα τοὖ Κυρίου, κατὰ συμβεβηκὸς μέντοι, ἤτοι κατὰ τὰ
συμβεβηκότα τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου, καθ᾿ ἃ καὶ ὁρατὰ καὶ ἁπλὰ εἷναι ὁμολογοὖνται,
καθ᾿ ἑαυτὰ δὲ μένειν ἄτμητα πάντοι καὶ ἀδιαίρετα.

Ὅθεν καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία φησὶ μερίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ
διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας,
δηλονότι ἀξίως, ἁγιάζων. Ἔτι ἐν ἑκάστῳ μέρει καὶ τμήματι ἐλαχίστῳ τοὖ μεταβληθέντος
ἄρτου καὶ οἴνου οὐκ εἷναι μέρος τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου, βλάσφημον γὰρ
τοὖτο καὶ ἄθεον, ἀλλ᾿ ὅλον ὁλικὦς τὸν Δεσπότην Φριστὸν κατ᾿ οὐσίαν, μετὰ ψυχ῅ς
δηλονότι καὶ θεότητας, ἤτοι τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον. Ὅθεν καὶ πολλὦν
γινομένων ἐν τῆ οἰκουμένῃ ἐν μιᾶ καὶ τῆ αὐτῆ ὥρᾳ ἱερουργιὦν, μὴ γίνεσθαι πολλοὺς
Φριστοὺς ἥ πολλὰ σώματα Φριστοὖ, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Φριστὸν παρεἶναι ἀληθὦς
καὶ πραγματικὦς, καὶ ἐν Αὐτ῵ τὸ σὦμα καὶ τὸ αἸμα ἐν πάσαις ταἶς κατὰ μέρος τὦν
πιστὦν ἐκκλησίαις καὶ τοὖτο οὐχ ὅτι τὸ ἐν οὐρανοἶς τοὖ Δεσπότου ἐν τοἶς θυσιαστηρίοις
κάτεισι σὦμα, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ τ῅ς προθέσεως ἐν πάσαις ταἶς κατὰ μέρος ἐκκλησίαις
προκείμενος ἄρτος μεταποιούμενος καὶ μετουσιούμενος μετὰ τὸν ἁγιασμὸν γίνεται καί
ἐστιν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ τ῵ ἐν οὐρανοἶς. Ἓν γὰρ τὸ σὦμα τοὖ Κυρίου, ἐν πολλοἶς τόποις καὶ
οὐ πολλά, καὶ διὰ τοὖτο τὸ μυστήριον τοὖτο μάλιστά ἐστι καὶ λέγεται θαυμαστὸν καὶ
πίστει μόνῃ καταληπτόν, ο὘ σοφίσμασι σοφίας ἀνθρωπίνης τὴν ματαίαν καὶ ἀνόητον ἐν
τοἶς θείοις περιέργειαν ἀποσείεται ἡ εὐσεβὴς καὶ θεοπαράδοτος ἡμὦν θρησκεία. Ἔτι
αὐτὸ τὸ σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου τὸ ἐν τ῵ τ῅ς Εὐχαριστίας μυστηρίῳ ὀφείλειν τιμ᾵σθαι
ὑπερβάλλοντας καὶ προσκυνεἶσθαι λατρευτικὦς. Μία γὰρ ἡ προσκύνησις τ῅ς Ἁγίας
Σριάδος καὶ τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Κυρίου. Ἔτι εἷναι θυσίαν ἀληθ῅ καὶ ἰλαστικὴν
προσφερομένην ὑπὲρ πάντων τὦν εὐσεβὦν, ζώντων καὶ τεθνεώτων καὶ ὑπὲρ ὠφελείας
πάντων, ὡς κεἶται ὆ητὦς ἐν ταἶς τοὖ μυστηρίου προσευχαἶς ὑπὸ τὦν Ἀποστόλων τῆ
Ἐκκλησίᾳ παραδοθείσαις κατὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς διαταγὴν τοὖ Κυρίου. Ἔτι καὶ πρὸ τ῅ς
χρήσεως εὐθὺς μετὰ τὸν ἁγιασμὸν καὶ μετὰ τὴν χρ῅σιν τὸ φυλαττόμενον ἐν ταἶς ἱεραἶς
θήκαις πρὸς μετάληψιν τὦν ἀποδημ῅σαι μελλόντων ἀληθὲς εἷναι τοὖ Κυρίου σὦμα, καὶ
κατὰ μηδὲν διάφορον ἑαυτοὖ, ὥστε πρὸ τ῅ς χρήσεως μετὰ τὸν ἁγιασμόν, ἐν τῆ χρήσει
καὶ μετὰ τὴν χρ῅σιν, εἷναι κατὰ πάντα τὸ ἀληθὲς τοὖ Κυρίου σὦμα. Ἔτι τῆ μετουσίωσις
λέξει οὐ τὸν τρόπον πιστεύομεν δηλοὖσθαι, καθ᾿ ἣν ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἷνος μεταποιοὖνται
εἰς τὸ σὦμα καὶ τὸ αἸμα τοὖ Κυρίου, τοὖτο γὰρ ἄληπτον πάντη καὶ ἀδύνατον, πλὴν αὐτοὖ
τοὖ Θεοὖ, καὶ τοἶς πιστεύουσιν ἀμάθειαν ἅμα καὶ ἀσέβειαν ἐπιφέρει, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ ἄρτος καὶ
ὁ οἷνος μετὰ τὸν ἁγιασμὸν οὐ τυπικὦς οὐδ᾿ εἰκονικὦς, οὐδὲ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ, οὐδὲ
τῆ κοινωνίᾳ ἥ τῆ παρουσίᾳ τ῅ς θεότητας μόνης τοὖ Μονογενοὖς μεταβάλλεται εἰς τὸ
σὦμα καὶ αἸμα τοὖ Κυρίου, οὐδὲ συμβεβηκός τι τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου εἰς συμβεβηκός τι
τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ κατὰ τίνα τροπὴν ἥ ἀλλοίωσιν μεταποιεἶται, ἀλλ᾿
ἀληθὦς καὶ πραγματικὦς καὶ οὐσιωδὦς γίνεται ὁ μὲν ἄρτος αὐτὸ τὸ ἀληθὲς τοὖ Κυρίου
σὦμα, ὁ δ᾿ οἷνος αὐτὸ τὸ τοὖ Κυρίου αἸμα, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω. Ἔτι μὴ γίνεσθαι ὑπὸ τίνος
ἅλλου τὸ τ῅ς Ἱερ᾵ς Εὐχαριστίας τοὖτο μυστήριον, εἰ μὴ μόνον ὑπὸ Ἱερέως εὐσεβοὖς καὶ
ὑπὸ εὐσεβοὖς καὶ νομίμου ἐπισκόπου τὴν Ἱερωσύνην λαβόντος, καθ᾿ ὃν τρόπον ἡ
Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διδάσκει. Αὕτη ἐστὶν ἐν συντόμῳ ἡ τ῅ς καθολικ῅ς Ἐκκλησίας καὶ
περὶ τοὖ μυστηρίου τούτου δόξα καὶ ἀληθὴς ὁμολογία καὶ ἀρχαιοτάτη παράδοσις, ἣν οὐ
δεἶ κολοβοὖσθαι κατ᾿ οὐδένα τρόπον ὑπὸ τὦν εὐσεβὦν βουλομένων καὶ ἀποσειομένων
τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ τὰς βεβήλους τὦν αἱρετικὦν κενοφωνίας, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως σώαν
καὶ ἀδιάσειστον τηρεἶσθαι τὴν νομοθετηθεἶσαν παράδοσιν. Σοὺς γὰρ παραβαίνοντας
ἀποποιεἶται καὶ ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησία» (Ὁμολογίας Δοσιθέου
ὅρος ΙΖ´).

Σὴν πίστιν τ῅ς Ἐκκλησίας ἐν τῆ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἐκύρωσεν ἡ πρώτη, ἡ τρίτη καὶ ἡ ἑβδόμη
Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος. Σονίζουσι δὲ ὅτι ὁ ἐν τῆ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἄρτος καὶ οἷνος
μεταβάλλεται εἰς σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ. Ἐν ἁπάσαις ταἶς ἀρχαίαις λειτουργίαις καὶ ἐν
αὐταἶς ταἶς τὦν ἀποσχισθεισὦν Ἐκκλησιὦν ὑπάρχουσιν εὐχαὶ πρὸς μεταβολὴν τοὖ
ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου εἰς σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ, ἀλλὰ πλὴν ὅλων τούτων ἡ μυστικὴ
πληροφορία τὦν ἐπαξίως κοινωνούντων, αὐτὴ μόνη μαρτυρεἶ τὸ ἀληθὲς φρόνημα τ῅ς
Ἐκκλησίας. Μέγεθος καὶ ἀξία τοὖ Μυστηρίου τ῅ς θείας Εὐχαριστίας. Σὸ παραδοθὲν
παρὰ τοὖ Κυρίου μυστήριον τ῅ς θείας Εὐχαριστίας εἷναι τὸ ἀνώτερον ὅλων τὦν
μυστηρίων εἷναι τὸ θαυμασιώτερον τὦν θαυμάτων, ὅσα ἡ δύναμις τοὖ Θεοὖ ἐξετέλεσεν,
εἷναι τὸ ὑψηλότερον ἐξ ὅσων ἡ σοφία τοὖ Θεοὖ ἐπενόησεν, εἷναι δὲ καὶ τὸ τιμιώτερον
ὅλων τὦν χαρισμάτων, ὅσα ἡ ἀγάπη τοὖ Θεοὖ ἐχαρίσατο τοἶς ἀνθρώποις, διότι τοὖτο
ὑπερέχει ὅλων τὦν ἄλλων κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ὑπερβασίαν τὦν ὅρων τ῅ς φύσεως,
διότι πάντα μὲν τὰ θαύματα προέρχονται ἐξ ὑπερβασίας νόμων τινὦν τ῅ς φύσεως, τὸ
μυστήριον ὅμως τ῅ς θείας μεταλήψεως ὑπερέβη πάντας, διὸ καὶ δικαίως τὸ θαὖμα τὦν
θαυμάτων καὶ τὸ μυστήριον τὦν μυστηρίων δύναται να κληθῆ καὶ να θεωρηθῆ. Ὁ
Ἀριστοτέλης ὁρίζων τοὺς τρόπους τ῅ς ὑπάρξεως τὦν φυσικὦν πραγμάτων ἀνάγει
αὐτοὺς εἰς δέκα, οὓς ὀνομάζει κατηγορίας, εἰσὶ δὲ αἱ ἑξ῅ς: οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρός τι,
πού, πότε, κεἶσθαι, ἔχειν, ποιεἶν, (εἴτε ἐνεργεἶν) καὶ πάσχειν.

Σὸ μυστήριον τ῅ς θείας Εὐχαριστίας ὑπερβαίνει πάντας τοὺς εἰρημένους τύπους διὸ καὶ
δικαίως θαὖμα θαυμάτων δύναται να κληθῆ. Καὶ ἰδοὺ ἡ ἀπόδειξις. Θαὖμα κατὰ τὴν
οὐσίαν διότι τὰ ἅγια δὦρα, ἐνὼ πρὸ τ῅ς εὐλογίας εἰσὶν οὐσία ἄρτου καὶ οἴνου, μετὰ τὴν
εὐλογίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸν εἷναι οὐσία τοὖ σώματος καὶ αἵματος τοὖ Φριστοὖ. Θαὖμα
κατὰ ποσὸν διότι ὅλον τὸ σὦμα τοὖ Φριστοὖ εἰς ὅλον τὸν ἅγιον ἄρτον καὶ ἐπίσης
ὁλόκληρον εἰς π᾵σαν μερίδα. Θαὖμα κατὰ ποιὸν διότι αἰσθανόμεθα μὲν τὴν ποιότητα
τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου, ἀλλὰ τρώγομεν καὶ πίνομεν σὦμα καὶ αἸμα Φριστοὖ. Θαὖμα
κατὰ πρός τι δηλαδὴ κατὰ τὴν σχέσιν, διότι εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν εἷναι μὲν αὐτὸς ὁ
Τἱός, ὃν ἐγέννησεν ἐν χρόνῳ ἡ Παρθένος Μαρία, πλὴν ἐνταὖθα δεν γενν᾵ται κυρίως ἐκ
πατρὸς ἥ μητρός, ἀλλὰ τελεσιουργεἶται μυστηριωδὦς, ὥστε ἐν τ῵ τρόπῳ τ῅ς
μετουσιώσεως, ἤτοι τ῅ς μεταβολ῅ς τοὖ ἄρτου καὶ οἴνου εἰς σὦμα αὐτοὖ, δεν ἀναφέρεται
οὔτε εἰς πατέρα οὔτε εἰς μητέρα. Θαὖμα κατὰ τό ποὖ διότι ὁ αὐτὸς Ἰησοὖς Φριστὸς εἷναι
καὶ εἰς τὸν Οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν Γ῅ν, καὶ ὁ αὐτὸς εἰς τὸ Ἱερὸν ἡμὦν θυσιαστήριον. Θαὖμα
κατὰ τὸ πότε διότι ὡς σὦμα Φριστοὖ εἷναι ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον ὡς αἸμα Φριστοὖ εἷναι
πηγὴ ζω῅ς αἰωνίου ἀλλὰ διαμένουσι τὰ θεἶα ἰδιώματα ἐν τῆ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ἐνόσω
διαμένουσι τὰ εἴδη τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου. Θαὖμα κατὰ τὸ κεἶσθαι διότι εἰς τὴν θείαν
λειτουργίαν θεωρεἶται ὁ Ἰησοὖς κείμενος ἐν τῆ φάτνῃ, ὡς γεννηθείς, ὡς ἐπὶ τοὖ σταυροὖ,
ὡς πάσχων, ὡς ἀναστὰς καὶ ἀνερχόμενος εἰς οὐρανούς, ὡς ἀναληφθεὶς καὶ καθήμενος
ἐν δεξιᾶ τοὖ Πατρός, ὡς Τἱὸς καὶ Θεός. Θαὖμα κατὰ τὸ ἔχειν διότι τὸ σὦμα καὶ αἸμα τοὖ
Κυρίου ἔχει ἐξωτερικὴν περιβολὴν τὰ εἴδη τοὖ ἄρτου καὶ τοὖ οἴνου. Θαὖμα κατὰ τὸ
ποιεἶν (εἴτε ἐνεργεἶν), διότι ἡ μετάληψις τὦν ἀχράντων μυστηρίων ἐγγίζει μὲν τὴν
αἴσθησιν, ἀλλ᾿ ἁγιάζει τὸ πνεὖμα. Θαὖμα τέλος κατὰ τὸ πάσχειν, διότι ὁ θεἶος ἄρτος
μελίζεται μέν, ἀλλ᾿ ὡς σὦμα Φριστοὖ δεν διαιρεἶται, τρώγεται μέν, ἀλλ᾿ ὡς σὦμα
Φριστοὖ δεν δαπαν᾵ται. Ὅθεν ἡ θεία Εὐχαριστία, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει πάντας τοὺς ὅρους ἥ
τὰς κατηγορίας, ὑφ᾿ ἃς ἐκδηλοὖνται οἱ νόμοι τ῅ς φύσεως, εἷναι τὸ μεγαλύτερον ὅλων
τὦν θαυμάτων, ἐπίσης εἷναι καὶ τὸ ὑψηλότερον, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει π᾵σαν κατάληψιν. Σὸ
μέγεθος τοὖ θαύματος τούτου θέλει γίνει καταληπτόν, ἐὰν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν ἕτερον
θαὖμα. Ἡ ἐκ Παρθένου γέννησις τοὖ ΢ωτ῅ρος εἷναι μὲν θαὖμα, διότι δεν ἐννοοὖμεν, τίνι
τρόπῳ γενν᾵ται ἐν χρόνῳ καὶ ἐκ γυναικὸς ὁ ἀΐδιος Θεός, νοοὖμεν ὅμως, ὅτι γενν᾵ται,
διότι βλέπομεν αὐτὸν τέλειον ἄνθρωπον, ὑπερβαίνει μὲν πολλοὺς ὅρους, ἥ πολλὰς
κατηγορίας, ἀλλὰ μένουσι καί τινες, ὑφ᾿ ἃς ἀντιλαμβανόμεθα αὐτοὖ. Εἰς τὸ μυστήριον
ὅμως, τ῅ς θείας μεταλήψεως κρύπτεται οὐ μόνον ἡ θεότης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρωπότης ὥστε
εἷναι μυστήριον τὦν μυστηρίων, τὸ κατὰ πάντα τρόπον ἀπόκρυφον, τὸ ὑπερβαἶνον
πάντας τοὺς ὅρους τ῅ς φυσικ῅ς γνώσεως· διὰ τοὖ μυστηρίου τούτου ὁ Θεὸς ἔδειξεν εἰς
ἡμ᾵ς, ὡς δυνατός, τὸ μέγιστον κράτος τ῅ς θείας αὐτοὖ παντοδυναμίας, ὡς σοφὸς δέ, τὸ
μέγιστον ὕψος τ῅ς θείας ἀγαθότητος. Σοὖτο τὸ μυστήριον τ῅ς θείας Εὐχαριστίας.
Ὑποδείξαντες δὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἀξίαν αὐτοὖ, ἤδη μεταβαίνομεν εἰς τὴν ὑπόδειξιν
τοὖ τρόπου καθ᾿ ὃν πρέπον εἸναι να προσερχώμεθα εἰς τὴν μετάληψιν αὐτοὖ.

Πὦς πρέπει να προσερχώμεθα εἰς τὴν μετάληψιν τὦν θείων μυστηρίων

Σὸν τρόπον, καθ᾿ ὃν ἀνάγκη να προσερχώμεθα εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, διδάσκει ἡμ᾵ς
ὁ Ἀπόστολος Παὖλος, λέγων: «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοὖ ἄρτου
ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοὖ ποτηρίου πινέτω, ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρἶμα ἑαυτ῵
ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σὦμα τοὖ Κυρίου» (Α´ Κορ. ια´ 28-29). Ὁ θεἶος
Φρυσόστομος ἑρμηνεύων τοὖτο τὸ ὆ητὸν λέγει τὰ ἑξ῅ς: «Ἐνδὸν ἐν τ῵ συνειδότι ἐνώπιον
τοὖ Θεοὖ τοὖ τὰ πάντα ὁρὦντος ποιοὖ τὴν κρίσιν καὶ τὦν ἡμαρτημένων τὴν ἐξέτασιν,
καὶ πάντα τοὖ βίου ἀναλογιζόμενος ὑπὸ τοὖ νοὖ τὸ κριτήριον ἄγε τὰ ἁμαρτήματα,
διώρθου τὰ πλημμελήματα, καὶ οὕτω μετὰ καθαροὖ συνειδότος τ῅ς Ἱερ᾵ς ἅπτου
τραπέζης καὶ τ῅ς ἁγίας μέτεχε θυσίας. ΢ὺ σεαυτοὖ γενοὖ κριτὴς καὶ τὦν βεβιωμένων
ἀκριβὴς δικαστής, ἐρευνᾶ τὸ συνειδὸς καὶ τότε δέχου τὸ δὦρον. Ἂν τοὖτο κατορθώσωμεν,
δυνησόμεθα μετὰ καθαροὖ συνειδότος καὶ τῆ Ἱερᾶ ταύτῃ καὶ φρικτῆ τραπέζῃ
προσελθεἶν καὶ τὰ ὆ήματα ἐκεἶνα τὰ τῆ εὐχῆ συνεζευγμένα μετὰ πα὇὆ησίας
φθέγξασθαι, ἴσασιν οἱ μεμυημένοι τὸ λεγόμενον διὸ τ῵ ἑκάστου συνειδότι καταλιμπάνω
εἰδέναι, πὦς μὲν κατορθωκότες τὴν ἐντολὴν μετὰ πα὇὆ησίας προέσθαι ταὖτα δυνάμεθα
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεἶνον τὸν φοβερόν». Ἂς ἐξετάζῃ λοιπὸν ἕκαστος τὴν ἑαυτοὖ
συνείδησιν πρὦτον, ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἠθικὴν αὐτοὖ κατάστασιν καὶ τὴν σχέσιν αὐτοὖ
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον αὐτοὖ, καὶ ἅν εὕρῃ αὐτὰς ἐν θεαρέστῳ καταστάσει, ἅς
προσέλθῃ νὰ κοινωνήσῃ, ἄλλως ἅς ἐπιφυλαχθῆ διότι οὐδὲν κοινὸν μεταξὺ ἁγίου καὶ
ἐναγοὖς.

Ὁ Ἀπόστολος Παὖλος νουθετὦν τοὺς Κορινθίους μὴ ἐτεροζυγεἶν ἀπίστοις, ἤτοι μὴ


λαμβάνειν συζύγους ἀπίστους, λέγει «Σίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Σίς δὲ
κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Σίς δὲ συμφώνησις Φριστοὖ πρὸς Βελίαρ;» (Β´ Κορ. στ´ 14),
ὥστε τίς κοινωνία ἁμαρτωλ῵ πρὸς τὴν θείαν μετάληψιν; Ὅτι δὲ μετ᾿ εὐλαβείας πρέπει
να προσερχώμεθα, διδάσκει ἡμ᾵ς αὐτὸς ὁ Θεός, διατάξας τ῵ ΜωὉσῆ να μὴ πλησίασῃ τῆ
καιομένῃ βάτῳ ὑποδεδεμένος, ἀλλὰ να λύσῃ τὸ ὑπόδημα τὦν ποδὦν αὐτοὖ εἰς σημεἶον
εὐλαβείας διότι ὁ τόπος, ἐν ᾧ ἵστατο ἦν ἅγιος. «ΜωὉσ῅! Μὴ ἐγγίσῃς Ὠδε, λύσαι τὸ
ὑπόδημά σου ἐκ τὦν ποδὦν σου ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας ἐπ᾿ αὐτοὖ, γ῅ ἁγία ἐστί»
(Ἐξ. γ´ 3). Ὀφείλομεν ἄρα πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετὰ πάσης εὐλαβείας,
καθαροὶ παντὸς μολυσμοὖ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἵνα ἀξίως μεταλαμβάνωμεν, διότι
ἀφοὖ ὁ Θεὸς διέταξε τ῵ ΜωὉσῆ να λύσῃ τὸ ὑπόδημα, ἵνα πλησίασῃ τόπον ἅγιον, πόσον
ὀφείλεις σύ, Φριστιανέ, να λύσῃς πάντα δεσμὸν ἁμαρτίας, ἵνα δεχθῆς ἐν σοὶ ὅλον τὸν
Θεόν; Διότι ὁ Ἅγιος ἐκεἶνος ἄρτος οὐχὶ τὸ σὦμα τοὖ Κυρίου ἐστί; Καὶ τὸ ἅγιον ποτήριον
οὐχὶ τὸ αἸμα τοὖ Κυρίου ἐστί; «Σὸ ποτήριον τ῅ς εὐλογίας, ὃ εὐλογοὖμεν, οὐχὶ κοινωνία
τοὖ αἵματος τοὖ Φριστοὖ ἐστι; τὸν ἄρτον, ὃν κλὦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοὖ σώματος τοὖ
Φριστοὖ ἐστι;» (Α´ Κορ. ι´ 16). Πὦς λοιπὸν θὰ πλησίασης μὲ βεβαρημένην συνείδησιν τὸ
πὖρ, τὸ φλέγον ἀναξίους; Ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς ἀναξίους φλέγων. Ὅθεν λὖσον πάντα
πρὸς τὸν πλησίον σου δεσμὸν ἔχθρας, λὖσον π᾵σαν ἄδικον συναλλαγήν, ἀπόδος τὸ
ἀλλότριον, ἔκκλινον ἀπὸ κακοὖ καὶ ποίει χρηστότητα, ἐπίστρεψον εἰς τὸν Κύριον καὶ
πρόσελθε, ἵνα ἁγιασθῆς ὅλος, φωτισθῆς καὶ γίνῃς ταμεἶον τ῅ς θείας χάριτος, ἵνα ἑνωθῆς
μετὰ τοὖ Φριστοὖ, ἵνα μείνῃς ἐν αὐτ῵ καὶ αὐτὸς ἐν σοί. «Ὁ τρώγων μου τὸ σὦμα καὶ
πίνων μου τὸ αἸμα ἐν ἐμοὶ μένει καγὼ ἐν αὐτ῵» (Ἰω. στ´ 54). Φαρακτὴρ τοὖ ἐπαξίως
μεταλαμβάνοντος. Ὤ! Πόσον εὐδαίμων καὶ μακάριος δέον να λογίζηται ὁ ἐπαξίως τὦν
θείων μεταλαμβάνων μυστηρίων! Ο὘τος ἐξέρχεται τοὖ ναοὖ ὅλος ἀνακαινισθείς, διότι τὸ
πὖρ τ῅ς θεότητος, τὸ διὰ τ῅ς θείας μεταλήψεως κοινων῅σαν μετὰ τ῅ς ψυχ῅ς τοὖ
ἀνθρώπου, τὰς μὲν ἁμαρτίας αὐτ῅ς κατέφλεξεν, αὐτὴν δὲ θείας ἐνέπλησε χάριτος, τὰς
φρένας ἡγίασε, τὰς δυνάμεις τ῅ς ψυχ῅ς ἐνίσχυσε, τὸν νοὖν διεφώτισε καὶ τὴν καρδίαν τ῵
φόβῳ τοὖ Θεοὖ καθήλωσε καὶ τέλος ἀνέδειξε σκήνωμα πνεύματος μόνου. Ὁ ἐπαξίως
κοινωνήσας ἔλαβεν ὡς ἀ὇὆αβὦνα τὴν οὐράνιον βασιλείαν, εὑρίσκεται δὲ ἐνδεδυμένος
τὴν θείαν πανοπλίαν, ἥτις προφυλάττει αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοὖ καὶ πάσης τοὖ
πονηροὖ ἐπιβουλ῅ς, καὶ καθιστᾶ ἐπίφοβον καὶ αὐτοἶς τοἶς δαίμοσιν. Ἡ καρδία τοὖ
ἐπαξίως κοινωνήσαντος πληροὖται χαρ᾵ς ἀφάτου καὶ θυμηδίας ἀ὇὆ήτου, ο὘τος μόνος
αἰσθάνεται τὴν ἐπελθοὖσαν ἀλλοίωσιν, ἐπὶ δὲ τ῵ ἀνακαινισμ῵ αὐτοὖ εὐφραίνεται. Αἱ
ἀρεταὶ π᾵σαι περικοσμοὖσι τὴν καρδίαν αὐτοὖ, πόθος δὲ αὐτοὖ εἷναι ἡ μετὰ τοὖ Κυρίου
ἕνωσις. Ἡ ψυχικὴ γαλήνη, ἣν δίδωσιν ἡ συναίσθησις τ῅ς μετὰ τοὖ Θεοὖ διαλλαγ῅ς καὶ
κοινωνίας, καὶ ἡ βασιλεύουσα ἐν αὐτ῵ οὐρανία εἰρήνη, κατοπτρίζονται ἐπὶ τοὖ ἱλαροὖ
προσώπου, τοὖ ἐπαξίως κοινωνήσαντος, π᾵σα δὲ αὐτοὖ ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις μαρτυρεἶ τὴν
ἐσωτερικὴν αὐτοὖ ἠθικὴν κατάστασιν, ἁγνότης καὶ ἀθῳότης, δύο περιστέφουσαι αὐτὸν
χάριτές εἰσιν, αἳ πρὸς πάντας περὶ αὐτοὖ ὁμιλοὖσαι. Ἰδοὺ ὁ χαρακτὴρ τοὖ ἀληθὦς καὶ
ἐπαξίως μεταλαμβάνοντος, τοιαὖτα τὰ ἀποτελέσματα τ῅ς θείας μεταλήψεως.

Σαὖτα ἔχων τις ὑπ᾿ ὄψιν, πόσον δεν οἰκτείρει, οὐχὶ πλέον τοὺς ἀναξίως
μεταλαμβάνοντας, ἥ τοὺς μὴ δυναμένους ἐκ κωλύοντας ἁμαρτήματος να μεταλάβωσιν,
ἀλλὰ τοὺς ἐξ ἀδιαφορίας καὶ περιφρονήσεως, οὕτως εἰπεἶν, πρὸς τὴν ἐκ τ῅ς θείας
μεταλήψεως προσγινομένην ὠφέλειαν, ψυχικήν τε καὶ σωματικὴν ἀπέχοντας τ῅ς θείας
Εὐχαριστίας, διότι ἡ ὑγεία τ῅ς ψυχ῅ς ἐπιδρ᾵ καὶ ἐπὶ τ῅ς ὑγείας τοὖ σώματος, ὡς
γινώσκομεν ὅτι συμβαίνει, καὶ τανάπαλιν - τὶ εἴπωμεν περὶ αὐτὦν; Σὶ καλέσωμεν αὐτούς;
Εἰς ποίαν τάξιν χριστιανὦν κατατάξωμεν αὐτούς; Ἡ στάσις αὐτὦν πρὸς τὸν
χριστιανισμὸν εἷναι τοιαύτη, ὁποίαν μόνον οἱ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἔχουσιν, ἀλλ᾿ ἄραγε
ο὘τοί εἰσιν ἀληθεἶς χριστιανοί; Σοὖτο ἡμἶν ἄδηλον ὅ,τι δὲ ἡμεἶς δυνάμεθα να
γινώσκωμεν εἷναι, ὅτι οἱ τοιοὖτοι πελαγοδρομοὖσιν ἄνευ πυξίδας, ἄνευ πηδαλίου καὶ
ἄνευ κυβερνήτου, οὐαὶ δὲ αὐτοἶς τῆ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτε ἐπαναστήσεται κατ᾿ αὐτὦν ἡ
θάλασσα καὶ πνεύσουσιν ἰσχυροὶ οἱ ἄνεμοι καὶ τὰ κύματα κατακλύσουσι τὸ σκάφος
αὐτὦν. Ἔρημοι τότε καὶ ἐστερημένοι τ῅ς θείας παρηγορίας, θέλουσιν ἀτενίζει μὲ
ὀφθαλμὸν ἔνδακρυν καὶ μὲ βλέμμα ἀπελπισίας τὰ ἀνοιγόμενα πρὸ τὦν ποδὦν αὐτὦν
βάραθρα τὰ ἀπειλοὖντα καταπόντισμον καὶ παντελ῅ ἀφανισμόν. Πρὸς τοὺς τοιούτους
μίαν ἔχομεν να ἀποτείνωμεν ἀδελφικὴν συμβουλήν, να σπεύσωσι να κοινωνήσωσιν,
ὅπως σωθὦσι, διότι οὐδεμία ἑτέρα ὑπάρχει σωτηρίας ἔξοδος.

Μετὰ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν

Μετὰ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ὕμνησον εὐθὺς καὶ εὐχαρίστησον τὸν Κύριον, διότι σὲ
Ἠξίωσε να γίνης κοινωνὸς τοὖ σώματος καὶ αἵματος αὐτοὖ, δι᾿ ἀξίων τῆ ἡμέρᾳ ἔργων
δίελθε αὐτὴν καὶ ἁγίασον αὐτὴν καὶ ἔχε αὐτὴν ὡς παράδειγμα καὶ διὰ τὰς λοιπὰς τοὖ
βίου σου ἡμέρας, μὴ ἀνεχθῆς τοὖ λοιποὖ να λυπήσῃς τὸν Ἄγγελον τὸν φύλακα τ῅ς
ψυχ῅ς καὶ τοὖ σώματός σου ἐπιστρέφων εἰς τὰς πρώτας σου κακίας, ὡς ἐς λουσαμένη ἐπὶ
τὸν βόρβορον, καὶ ὡς κύων ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, διότι δύσκολος ἔσται ἡ ἐπιστροφή σου,
μὴ εἴπῃς, ὅτι καὶ πάλιν μετανοὦ καὶ πάλιν καθαρίζομαι, διότι οὐχὶ ἀπολύτως ἐκ τ῅ς ἰδίας
σου ἐξαρτ᾵ται θελήσεως ἡ μετάνοιά σου καὶ ἡ σωτηρία σου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τ῅ς θελήσεως
τοὖ Θεοὖ, διότι εἰς τὴν σωτηρίαν τοὖ ἀνθρώπου δύο ἐνεργοὖσι παράγοντες, ἡ χάρις τοὖ
Θεοὖ καὶ ἡ θέλησις τοὖ ἀνθρώπου. Ὅθεν δέον ἀμφότεροι να συνεργασθὦσιν, ὅπως τὸ
τ῅ς σωτηρίας ἀποτέλεσμα ἐπέλθῃ, ἡ σωτηρία ἄρα ἡμὦν, ὡς μὴ ἐξαρτωμένη ἀπολύτως ἐκ
τ῅ς ἡμετέρας βουλήσεως, δεν διατελεἶ ὑπὸ τὰς διαθέσεις ἡμὦν, διὸ καὶ δεν δυνάμεθα να
φρονὦμεν, ὅτι εἴμεθα κύριοι τ῅ς σωτηρίας ἡμὦν καὶ ὅτι, ὁπόταν εἷναι ἡμἶν ἀρεστόν,
δυνάμεθα να μετανοὦμεν καὶ ἐπιστρέφωμεν ἀπὸ τὦν πονηριὦν ἡμὦν πρὸς τὸν Κύριον,
οὐχί! οὐχί! Ἀληθές, ὅτι ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθ῅ναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας
ἐλθεἶν, ἀναμένει δὲ τὴν μετάνοιαν τοὖ ἁμαρτωλοὖ, ὅτι εἷπεν, «οὐ θέλω θελήσει τὸν
θάνατον τοὖ ἁμαρτωλοὖ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζ῅ν αὐτόν», ἀλλ᾿ ἀναμένει τὸν
ἁμαρτωλὸν τὸν ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτάνοντα, ἥ τὸν ἐν γνώσει μὲν ἁμαρτάνοντα συνεπείᾳ
ἠθικ῅ς ἀδυναμίας, ἀλλὰ μὴ ὀλιγωροὖντα διὰ τὰ ἴδια ἁμαρτήματα, οὐχὶ δὲ καὶ τὸν ἐν
γνώσει ἁμαρτάνοντα καὶ περὶ τὦν ἁμαρτιὦν αὐτοὖ ὀλιγωροὖντα, ἐπειδὴ ὁ τοιοὖτος
οὐδέποτε θέλει μετανοήσει, διότι ἐπὶ σαθρὦν ὅλως θεμελίων οἰκοδομεἶ, καὶ διότι φρονεἶ,
ὅτι τὸ γ῅ρας θέλει φέρει τὴν ἐξάλειψιν τὦν παθὦν, τὴν ἄρσιν τὦν ἐλατηρίων πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν καὶ τὴν εὔκολον προπαρασκευὴν αὐτοὖ πρὸς τὴν μετάνοιαν, τὴν ἄγουσαν
πρὸς τὴν σωτηρίαν, φρονεἶ δὲ ὅτι ἡ φυσικὴ ἀδυναμία πρὸς διάπραξιν τ῅ς ἁμαρτίας εἷναι
ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν σωτηρίαν! Πόσον πλανὦνται οἱ τοιοὖτοι! Πόσον ἀπέχουσιν ο὘τοι τοὖ
ἀληθοὖς πνεύματος τοὖ χριστιανισμοὖ καὶ ἑπομένως πόσον ὀλίγον δύνανται να
ὀνομασθὦσι χριστιανοί! Πόσον δὲ ἀπέχουσι καὶ τοὖ τὦν χριστιανὦν κλήρου! Οἱ τοιοὖτοι
πλανὦνται ἀναμένοντες μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν, γνωστὸν γενέσθω αὐτοἶς ὅτι σωτηρία
οὔκ ἐστιν αὐτοἶς, διότι οὐδὲ μετάνοια ἔσται, καὶ ἰδοὺ διατί, διότι οἱ τοιοὖτοι δεν
ἐξετίμησαν τὸν χριστιανισμόν, εἰσὶ δὲ οἱ κατὰ τοὖ Πνεύματος βλασφημήσαντες, διότι
βλασφημία κατὰ τοὖ Πνεύματος δεν εἷναι μόνον τὸ ἀπρεπὦς περὶ αὐτοὖ λαλήσαι καὶ
ἀντειπεἶν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐμμένειν τινὰ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀδιάφορον καὶ ἀμετανόητον,
διότι ὁ μὴ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν μετανοὦν, ο὘τος οὐ μόνον τὸν θεἶον προσβάλλει νόμον,
ἀλλὰ καὶ τὸν νομοθέτην περιφρονεἶ καὶ περιυβρίζει, ἀπαξιὦν να δώσῃ δίκας τὦν
πεπραγμένων ἐπ᾿ αὐτοὖ.

Ὁ λόγος τ῅ς πλάνης τοὖ ἀναβάλλοντος τὴν μετάνοιαν εἷναι ἡ τε ἄγνοια τοὖ πνεύματος
τοὖ χριστιανισμοὖ καὶ ἡ τ῅ς σημασίας τ῅ς μετανοίας, διότι οὗτος ἀγνοὦν τὸ χριστιανικὸν
δόγμα, «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοὖ καὶ ποίει χρηστότητα», καὶ τὸ «ἅγιοι γίνεσθε», καὶ τὸ
«φρόνιμοι γίνεσθε» καὶ ὅλας τὰς λοιπὰς χριστιανικὰς ἐντολάς, δι᾿ Ὠν προτρεπόμεθα εἰς
τὴν ἀρετήν, φρονεἶ, ὅτι ὁ Θεὸς περὶ τὦν σωμάτων μόνον φροντίδα ποιεἶται καὶ ὅτι αὐτὰ
ζητεἶ να ὧσιν ἀπηλλαγμένα ὆ύπου, ὅθεν δήποθεν καὶ ἅν προσλαμβάνεται οὗτος, εἴτε ἐκ
τ῅ς ἀσθενείας τοὖ σώματος εἴτε ἐξ ἑτέρου τινὸς κωλύματος, ὅτι δὲ οὕτω φρονοὖσι, τοὖτο
δείκνυται ἐκ τὦν σκέψεων καὶ τὦν φρονημάτων αὐτὦν, μάλιστα δὲ ἐκ τ῅ς περιλαλήτου
καταστάσης πλέον φράσεως, ὅταν γηράσωμεν οὐχὶ δι᾿ αὐτ῅ς θέλουσι να φανερώσωσι
τὸν χρόνον τ῅ς ἀδυναμίας καὶ ἀνικανότητος πρὸς ἁμαρτίαν; Οὐχὶ λοιπὸν ἀληθές, ὅτι
οὗτοι οὐδὲ μίαν περὶ πνευματικοὖ βίου ἔχουσι γνὦσιν; Οὐχὶ ἀρετὴν θεωροὖσιν ὡς τ῵
Θε῵ ἀρέσκουσαν, τὴν ἀνικανότητα πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ὅπως δήποτε ἀποχὴν ἀπὸ
τ῅ς ἁμαρτίας ἄνευ ὅμως τ῅ς μορφώσεως τ῅ς καρδίας, ἄνευ τ῅ς προσκτήσεως ἀρετὦν καὶ
ἄνευ ἀγώνων, ἄνευ τελειώσεως κτλ.; Ἡ ἀκριβὴς αὐτὴ ὁμολογία αὐτὦν περὶ τοὖ τρόπου,
καθ᾿ ὃν ἀντελήφθησαν τὸ πνεὖμα τὦν ἠθικὦν ἀρχὦν τοὖ Φριστιανισμοὖ, διαβεβαιοἶ
ἡμ᾵ς καὶ περὶ τ῅ς ἀληθείας, τ῅ς ἀγνοίας τ῅ς σημασίας τ῅ς μετανοίας, ο὘τοι ταυτίζουσι
τὴν μετάνοιαν μετὰ τ῅ς ἀδυναμίας πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, διὸ καὶ νομίζουσιν, ὅτι
εὑρίσκονται ἐν μετάνοιᾳ μὴ κατεργαζόμενοι τὰ πονηρά, ἔστω καὶ ἐξ ἀδυναμίας καὶ
ἀνικανότητος, διότι ἄλλως δεν θὰ ἐφρόνουν ὡς ἀποφαίνονται. Σὸ τιθέναι τὴν μετάνοιαν
ἐν τῆ ἀδυναμίᾳ, ἤτοι τὸ λέγειν θὰ μετανοήσω ὅταν γηράσω, τοὖτ᾿ αὐτὸ δηλοἶ, ὅτι δεν
ἔχει ὁ λέγων γνὦσιν τ῅ς σημασίας τ῅ς λέξεως, διότι ἡ μετάνοια ἐνὦ εἷναι προϊὸν τοὖ
συναισθητικοὖ, ο὘τοι ἐξαρτὦσιν αὐτὴν ἐκ τοὖ βουλητικοὖ, ἅν εἷναι λοιπόν ποτε δυνατὸν
να ὁρίσωσιν ὅ,τι δεν ἐξαρτ᾵ται ἐκ τ῅ς βουλήσεως αὐτὦν, καὶ ἅν δύνανται να
μετανοήσωσιν, ἀφοὖ ἡ συναίσθησις καθεύδη. Πόσον πλαν᾵ται, ὅστις νομίζει, ὅτι
δύναται, χωρὶς να διεγερθῆ ἡ συναίσθησις, νὰ ἀποφασισῃ τὴν μετάνοιαν αὐτοὖ. Ἐὰν ἡ
συναίσθησις δὲν διεγερθῆ, εἰς μάτην ἀποφασιζει περὶ τ῅ς μετανοίας του, ἡ μετάνοια
προσκαλουμένη φεύγει, ἀδύνατον ἄρα ὁ τοιοὖτος να τύχῃ σωτηρίας. Ἀλλὰ καὶ ἅν
ἐννοήσῃ ὁ τοιοὖτος, ὅτι ἡ συναίσθησις εἷναι ὁ παράγων τ῅ς μετανοίας, οὐχ ἧττον, ἐὰν
παραμέλησῃ τὴν ἰκανοποίησιν τ῅ς προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν δύναται
να μετανοήσῃ, διότι ὁ Θεὸς διὰ τὴν μεγάλην κακίαν τοὖ πολλάκις ἁμαρτήσαντος καὶ μὴ
ἰκανοποιήσαντος τὴν θείαν δικαιοσύνην δεν ἐγείρει ἐκ τοὖ ληθάργου τὴν ναρκωθεἶσαν
καρδίαν αὐτοὖ, ἀλλ᾿ ἐγκαταλείπει αὐτόν, ὅπως μὴ ἐπιστρέψῃ, ἰαθῆ καὶ σωθῆ, ἀνάγκη
ἄρα οἱ ὀρεγόμενοι σωτηρίας καὶ μελλούσης ζω῅ς να μὴ ἀναβάλλωσι τὴν μετάνοιαν
αὐτὦν, ἀλλὰ να σπεύδωσι να μετανοήσωσι καὶ ἔργα ἀξία τ῅ς μετανοίας να πράττωσι, δι᾿
Ὠν ἡ θεία ἰκανοποιεἶται δικαιοσύνη.
Ἅγιος Νεκτάριος

ΠΕΡΙ ΣΗ΢ ΕΛΛΗΝΙΚΗ΢ ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΑ΢ Ψ΢ ΠΑΙΔΑΓΨΓΟΤ ΣΨΝ


ΕΛΛΗΝΨΝ ΠΡΟ΢ ΣΟΝ ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΙ΢ΜΟΝ

(κείμενο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὸν κοσμοϊστορικὸ ὆όλο τὦν Ἑλλήνων, ἰδίως ἐν σχέσει
μὲ τὴν διάδοσιν τοὖ Εὐαγγελίου)

Ἡ ἀπάντηση τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου σὲ ὅσους ἀδιάκριτα καὶ γενικευμένα καταδικάζουν


τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες γιὰ διαφθορὰ βίου. Ἕνας λαὸς μὲ τέτοιους φιλοσόφους δὲν
μπορεἶ παρὰ νὰ ἀκολουθεἶ τὸν δρόμο ποὺ τοὖ ὁρίζουν. Οἱ ἀρχαἶοι Ἕλληνες ΔΕΝ ἦσαν
κτήνη παραδομένα στὴν ἀκολασία καὶ στὴν διαφθορὰ ἀλλὰ λαὸς μὲ ἰδιαίτερη
ΚΛΗ΢Η! ...αὕτη ἡ κλῆσις αὐτοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν· μαρτύριον ἡ ἐθνικὴ αὐτοῦ ἱστορία·
μαρτύριον ἡ φιλοσοφία αὐτοῦ· μαρτύριον ἡ κλίσις αὐτοῦ· μαρτύριον αἱ εὐγενεῖς αὐτοῦ
διαθέσεις· μαρτύριον ἡ παγκόσμιος ἱστορία· μαρτύριον ἡ μακροβιότης αὐτοῦ, ἐξ ἧς
δυνάμεθα ἀδιστάκτως νὰ συμπεράνωμεν καὶ τὴν αἰωνιότητα αὐτοῦ, διὰ τὸ αἰώνιον ἔργον
τοῦ Χριστιανισμοῦ μεθ᾿ οὗ συνεδέθη ὁ Ἑλληνισμός.

Προθεωρία

Ἀξιότιμοι Κύριοι,

Σὸ θέμα ταύτης τ῅ς μελέτης μου προ῅λθεν ἐκ τὦν μελετὦν, εἰς ἃς ἀπό τινων ἐτὦν
ἀσχολοὖμαι. Οἱ Ἕλληνες συγγραφεἶς ὑπ῅ρξαν τὸ ὑποκείμενον τὦν μελετὦν μου·
ὠρμήθην διὰ φλέγοντος πόθου, ὅπως ἀθροίσω π᾵ν ὅ,τι περὶ Θεοὖ, περὶ ψυχ῅ς, καὶ περὶ
ἀρετ῅ς ὑγιὲς εἰρήκασι, καὶ θησαυρίσω τὰς σοφὰς τὦν σοφὦν Ἑλλήνων γνώμας ἐν ἐνὶ
τεύχει πρὸς διδασκαλίαν τὦν περὶ τὰς μελέτᾳς ἀσχολουμένων. Ἐκ τ῅ς μελέτης ταύτης
καὶ τ῅ς διευθετήσεως τ῅ς ὕλης ἐπείσθην, ὅτι οἱ Ἕλληνες σοφοὶ ἐν ὅλῳ καὶ ἐν μέρει
ὑπ῅ρξαν διδάσκαλοι τ῅ς ἀληθείας, ὅτι ταύτης ἐγένοντο ἐρασταὶ καὶ ταύτην ἐπεζήτησαν,
καὶ ὅτι ὁ ἔρως τ῅ς γνώσεως τ῅ς ἀληθείας ἦν ὁ πρὸς τὴν ἀληθ῅ φιλοσοφίαν αὐτοὺς ἄγων·
ο὘τος ἤγαγε κατὰ μικρὸν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος πρὸς τὴν εὐκρινεστέραν γνὦσιν τ῅ς
ἀληθείας καὶ τελευταἶον πρὸς τὴν ἀποκαλυφθεἶσαν ἀλήθειαν.

Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐγένετο τῆ Ἑλληνικῆ φυλῆ παιδαγωγὸς πρὸς κατανόησιν τ῅ς


ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας. Ὁ ἔρως πρὸς τὴν φιλοσοφίαν ἐγένετο ἔρως πρὸς τὸν
χριστιανισμόν, καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπέβη πίστις εἰς Φριστόν. Ὁ ἔρως ἄρα πρὸς τὴν
ἀλήθειαν ὑπ῅ρξεν ὁ λόγος, δι᾿ ὃν ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ ἅμα τῆ ἐμφανίσει τ῅ς
ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐγένετο ταύτης ἐραστὴς καὶ ὀπαδὸς καὶ ἐνεστερνίσθη καὶ
ἐνεκολπώθη αὐτὴν καὶ τὸ αἸμα αὐτ῅ς ἀφειδὦς ὑπὲρ αὐτ῅ς ἐξέχεεν. Ἐπειδὴ λοιπὸν
τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ο὘τος ὁ λόγος, δι᾿ ὃν ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ πρώτη
ἠσπάσθη τὸν χριστιανισμόν, διὰ τοὖτο ἔλαβον ὡς θέμα μελέτης τὴν Ἑλληνικὴν
φιλοσοφίαν ὡς προπαιδείαν εἰς τὸν χριστιανισμόν, ὡς θέμα πολλ῅ς σπουδαιότητος διὰ
τοὺς Ἕλληνας.

Κυρίως κείμενο

Ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Δυὸ λέξεις· ἀλλὰ λέξεις μεσταὶ μεγάλων καὶ ὑψηλὦν ἐννοιὦν· ἐν
αὐταἶς ἐγκολποὖται ἡ τελεία περὶ ἀνθρώπου ἔννοια· ἐν αὐταἶς συνάπτονται τὰ πέρατα
τ῅ς φιλοσοφικ῅ς ἐνεργείας· ἐν αὐταἶς περιλαμβάνεται τὸ σύνολον τὦν ἐπιστημονικὦν
ἀρχὦν· ἐν αὐταἶς ἐκφράζεται τὸ πνεὖμα τ῅ς ἀναπτυχθείσης ἀνθρωπότητος· ἐν αὐταἶς
χαρακτηρίζεται ἡ τελεία τοὖ ἀνθρώπου εἰκών· ἐν αὐταἶς ὁμολογεἶται τὸ μέγεθος τοὖ
ἀνθρωπίνου νοὖ· τὸ ὕψoς τ῅ς ἀνθρωπίνης διανοίας, τὸ βάθος τὦν ἐννοιὦν, ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ
κάλλος τοὖ λόγου, ἡ λεπτότης τὦν διανοημάτων, ἡ εὐκρίνεια καὶ ἡ σαφήνεια αὐτὦν, ἡ
δύναμις, ἡ χάρις αὐτὦν, καὶ τέλος ἡ θειότης τοὖ ἀνθρώπου. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἷναι
ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ τ῅ς ἀληθοὖς ἀναπτύξεως καὶ μορφώσεως, εἷναι ὁ παιδαγωγὸς τοὖ
ἀνθρώπου, ὁ ποδηγέτης πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Αὕτη ἐγένετο διδάσκαλος τ῅ς ἀληθείας,
διδάσκουσα τὸν ἄνθρωπον τίς ἐστι, τὶς ἡ ἐν τ῵ κόσμῳ ἀποστολὴ αὐτοὖ, καὶ τί δέον
ἐργάζεσθαι, διδάσκουσα αὐτὸν τὴν ὕπαρξιν τοὖ Θεοὖ, τὴν σχέσιν αὐτοὖ πρὸς τὸ θεἶον,
καὶ τὴν σχέσιν τοὖ Θεοὖ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· διδάσκουσα τὰ θεἶα ἰδιώματα καὶ τὴν
συγγένειαν τοὖ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεἶον. Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐδίδαξεν τὴν πρόνοιαν
τοὖ Θεοὖ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἐγένετο διὰ τὦν ὑγιὦν αὐτ῅ς θεωριὦν παιδαγωγὸς
τ῅ς ἀνθρωπότητος εἰς Φριστόν.

Ἡ φιλοσοφία εἷναι ἀληθὦς ἀναφαίρετον κτ῅μα τοὖ Ἕλληνος· διαδιδομένη ἀνὰ τὰ ἔθνη
προσηλυτίζει αὐτὰ καὶ καθιστὰ αὐτὰ ἑλληνικά, οὐδέποτε δὲ παύεται οὗσα Ἑλληνική· οἱ
ὀπαδοὶ αὐτ῅ς, οἱ ὁμιληταὶ αὐτ῅ς ἀποβάλοντες τὸ ξένον καὶ βάρβαρον περιβάλλονται τὸ
ἑλληνικὸν καὶ τὴν εὐγένειαν· ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία προώρισται ἵνα καταστήσῃ τοὺς
πάντας Ἕλληνας· ἐγεννήθη ὑπὲρ τοὖ χριστιανισμοὖ καὶ συνεταυτίσθη μετ᾿ αὐτοὖ, ὅπως
ἐργασθ῅ πρὸς σωτηρίαν τ῅ς ἀνθρωπότητος. Ἕλλην καὶ φιλοσοφία εἰσὶ δυὸ τινὰ
ἀναπόσπαστα· μαρτυρεἶ δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὦν ἐθνὦν Παὖλος λέγων: Ἕλληνες σοφίαν
ζητοὖσιν. Ὁ Ἕλλην ἀληθὦς ἐγεννήθη, ἵνα φιλοσοφῆ· διότι ἐγεννήθη διδάσκαλος τ῅ς
ἀνθρωπότητος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἡ φιλοσοφία ἐγένετο παιδαγωγὸς εἰς Φριστὸν ἕπεται ὅτι ὁ
Ἕλλην πλασθεὶς φιλόσοφος ἐπλάσθη χριστιανός, ἐπλάσθη ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν
καὶ διαδ῵ αὐτὴν τοἶς ἔθνεσιν.

Ναὶ ὁ Ἕλλην ἐγεννήθη κατὰ θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος τ῅ς ἀνθρωπότητος· τοὖτο τὸ
ἔργον ἐκληρώθη αὐτ῵· αὕτη ἦν ἡ ἀποστολὴ αὐτοὖ· αὕτη ἡ κλ῅σις αὐτοὖ ἐν τοἶς ἔθνεσιν·
μαρτύριον ἡ ἐθνικὴ αὐτοὖ ἱστορία· μαρτύριον ἡ φιλοσοφία αὐτοὖ· μαρτύριον ἡ κλίσις
αὐτοὖ· μαρτύριον αἱ εὐγενεἶς αὐτοὖ διαθέσεις· μαρτύριον ἡ παγκόσμιος ἱστορία·
μαρτύριον ἡ μακροβιότης αὐτοὖ, ἐξ ἣς δυνάμεθα ἀδιστάκτως νὰ συμπεράνωμεν καὶ τὴν
αἰωνιότητα αὐτοὖ, διὰ τὸ αἰώνιον ἔργον τοὖ Φριστιανισμοὖ μεθ᾿ ο὘ συνεδέθη ὁ
Ἑλληνισμός· διότι ἐν῵ ὅλα τὰ ἔθνη τὰ ἐμφανισθέντα ἐπὶ τ῅ς παγκοσμίου σκην῅ς ἦλθον
καὶ παρ῅λθον, μόνον τὸ Ἑλληνικὸν ἔμεινε ὡς πρόσωπον δρὦν ἐπὶ τ῅ς παγκοσμίου
σκην῅ς καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰὦνας· καὶ τοὖτο, διότι ἡ ἀνθρωπότης δεἶται αἰωνίων
διδασκάλων· μαρτύριον τέλος ἡ ἐκλογὴ αὐτοὖ μεταξὺ τὦν ἐθνὦν ὑπὸ τ῅ς θείας
προνοίας, ὅπως ἐμπιστευθ῅ αὐτὦ, τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τὴν ἁγίαν πίστιν, τὴν
θρησκείαν τ῅ς ἀποκαλύψεως καὶ τὸ θεἶον ἔργον τ῅ς ἀποστολ῅ς αὐτ῅ς, τὸ αἰώνιον ἔργον
τ῅ς σωτηρίας διὰ τ῅ς διαπλάσεως ἁπάσης της ἀνθρωπότητος κατὰ τὰς ἀρχὰς τ῅ς
ἀποκαλυφθείσης θρησκείας. Σὸ ἔργον τοὖτο ἀληθὦς ἀνετέθη τῆ Ἑλληνικῆ φυλῆ· τοὖτο
μαρτυρεἶται ὑπὸ τ῅ς ἱστορίας· ἓν μόνον βλέμμα ὆ιπτόμενον εἰς τὴν ἱστορίαν τοὖ
χριστιανισμοὖ ἐπαρκεἶ ὅπως πιστώση τὴν ἀλήθειαν ταύτην. Ἐν τῆ ἱστορίᾳ τοὖ
χριστιανισμοὖ ἀπὸ τ῅ς πρώτης σελίδος αὐτ῅ς ἀναφαίνεται ἡ τ῅ς Ἑλληνικ῅ς φυλ῅ς ἐν τ῵
χριστιανισμ῵ δρ᾵σις, καὶ ἡ κλ῅σις αὐτ῅ς, ἵνα ἀναλάβῃ τὸ μέγα της ἀποστολ῅ς τοὖ
χριστιανισμοὖ ἔργον. Οἱ θεἶοι τοὖ ΢ωτ῅ρος λόγοι «νὖν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοὖ ἀνθρώπου»,
ὅτε ἀνηγγέλθη αὐτ῵, ὅτι Ἕλληνες ἤθελον ἰδεἶν αὐτόν, ἐνεἶχον βαθεἶαν ἔννοιαν· ἡ ὆῅σις
ἦν προφητεία, πρό὇὆ησις τὦν μελλόντων· οἱ ἐκεἶ ἐμφανισθέντες Ἕλληνες ἦσαν οἱ
ἀντιπρόσωποι ὅλου τοὖ Ἑλληνικοὖ ἔθνους· ἐν τῆ παρουσίᾳ αὐτὦν διεἶδεν ὁ θεάνθρωπος
Ἰησοὖς τὸ ἔθνος ἐκεἶνο, εἰς ὃ ἔμελλε νὰ παραδώσῃ τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην, ἵνα
διαφυλαχθῆ τῆ ἀνθρωπότητι. Ἐν τῆ ἐπιζητήσει αὐτὦν διέγνω τὴν προθυμίαν τ῅ς
ἀποδοχ῅ς τ῅ς ἑαυτοὖ διδασκαλίας, διεἶδε τὴν ἑαυτοὖ δόξαν, τὴν ἐκ τ῅ς πίστεως τὦν
ἐθνὦν, καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἔθνος, ὅπερ πρὸς τὸν σκοπὸν τοὖτον προώριστο ἀπὸ
καταβολ῅ς κόσμου.

Σὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ἀληθὦς πρὸς τὸν σκοπὸν τοὖτον ἐκλήθη ἀπὸ καταβολ῅ς κόσμου
καὶ πρὸς τοὖτον μαρτυρεἶται διαπεπλασμένον· ὁ Θεὸς ἐν τῆ θείᾳ αὐτοὖ προνοίᾳ
διέπλασεν αὐτὸ ὀφθαλμὸν τοὖ σώματος τοὖ συγκροτουμένου ὑφ᾿ ἁπάσης της
ἀνθρωπότητος· ὡς ὄργανον τοιοὖτον ἐν τ῵ σώματι τ῅ς ἀνθρωπότητος ὁ Ἕλλην ἐκλήθη
ἵνα ἐργασθῆ καὶ ἐν τ῵ ἔργῳ τ῅ς ἀναγεννήσεως.

Σὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ἕνεκα τ῅ς φυσικ῅ς αὐτοὖ ταύτης ἰδιότητος ἀπέβη ἀληθὦς ὀφθαλμὸς
ἐτάζων τὰ τὲ ἐμφαν῅ καὶ τὰ κεκαλυμμένα ὑπὸ τοὖ πέπλου τοὖ μυστηρίου· ἠτένισεν
ἔκθαμβον πρὸς τὸ ἔκπαγλον κάλλος τοὖ κόσμου τ῅ς δημιουργίας, καὶ ἀνεζήτησε τὸν
θεἶον αὐτ῅ς δημιουργόν· ἀφοσιώθη εἰς τὴν προσφιλ῅ αὐτ῵ ἔρευναν καὶ ἀνεὖρε τὸν θεἶον
δημιουργὸν ἐν τοἶς δημιουργήμασιν αὐτοὖ· ἡ εἰκὼν τοὖ θείου καλλιτέχνου δημιουργοὖ
θείῳ δακτύλῳ ἐγγεγραμμένη ἐν τοἶς δημιουργήμασιν αὐτοὖ προσείλκυσεν αὐτὸν καὶ
ἀφήρπασεν. Ἡ εἰκὼν τοὖ Θεοὖ κατενοήθη ἐν μικρογραφίᾳ ἐν τῆ καλλιτεχνικῆ
κατασκευῆ τὦν ὄντων, τοσούτῳ ἐν τῆ θαυμασίᾳ κατασκευῆ τοὖ μικροὖ θαλεροὖ τοὖ
ὡραιοτάτου καὶ τερψιθύμου ἀνθυλλίου, ὄσω καὶ ἐν τῆ κατασκευῆ τὦν μεγίστων
δημιουργημάτων· ἡ ἀναρίθμητος ποικιλία ἡ ἀπὸ τὦν ἐλαχίστων δι᾿ ἀπείρου σοφίας
ἐκτυλισσομένη καὶ πρὸς τὰ μέγιστα καταλήγουσα, ἀποβαίνει τ῵ φιλοσόφῳ
ἀπειροβάθμιος κλἶμαξ, ἣς ἡ κορυφὴ ἐν τ῵ Οὐραν῵, ἣν θα὇὆αλέῳ βήματι ἀναβαίνων
ἀνέρχεται αὐτὴν ἀδιαλείπτως τὰς βαθμίδας ἀμείβων, καὶ μόνον πρὸς οὐρανὸν ἀτενίζων
αἴρεται ὁλονὲν ἀπὸ τ῅ς γ῅ς, ἀποδυόμενος τὸν περιττὸν γήινον φόρτον, καὶ ζητεἶ νὰ
ἀποβῆ πνεὖμα, ὅπως προσεγγίσῃ τ῵ θείῳ πνεύματι, ο὘τινος τὸν θρόνον τίθησιν ἐν
Οὐραν῵· ἐννοεἶ ὅτι μία ἀρχή, μία δύναμις, μία ἄπειρος σοφία, ἓν ὅν θεἶον ἀγαθὸν
ἐγένετο ὁ δημιουργός της θαυμαστ῅ς ταύτης δημιουργίας. Ἡ κατανόησις τοὖ θείου ἐκ
τὦν θείων αὐτοὖ ἰδιοτήτων γεννᾶ ἐν αὐτ῵ τὸ συναίσθημα τ῅ς ἀγάπης καὶ τ῅ς λατρείας·
ἡ καρδία αὐτοὖ πληροὖται θείου τινὸς ἔρωτος καὶ θερμαίνεται ὑπὸ θείου πυρός·
αἰσθάνεται, ὅτι ἐν αὐτ῵, κατοικεἶ μυστική τις δύναμις, ἕλκουσα αὐτὸν πρὸς τὸ θεἶον· ἡ
ἰσχὺς αὐτ῅ς εἷναι ἀκατάληπτος ἀλλ᾿ ἰσχυρὰ ὡς δύναμις θεία· κυριεύει αὐτοὖ καὶ
διευθύνει τάς τε πνευματικὰς αὐτοὖ καὶ σωματικὰς δυνάμεις κατὰ τὴν ἰδίαν βούλησιν·
ἔχει βούλησιν ἑτέραν παρὰ τὴν θέλησιν τοὖ αἰσθητικοὖ ἀνθρώπου· αὕτη ἐν αὐτ῵ κρατεἶ
καὶ εὐθύνει τὰ πάντα· περίεργον τὸ φαινόμενον· τί τοὖτο, ἐρωτᾶ, τὸ γεννηθὲν ἐν ἐμοί; τὶς
ἡ σχέσις ἐμοὖ πρὸς τὸ θεἶον, πρὸς ὃ ἡ ἐν ἐμοὶ αὕτη δύναμις σπεύδει ἀκατάσχετος, πρὸς ὃ
ζητεἶ νὰ προσπελάση, πρὸς ὃ τείνει νὰ ἀφομοιωθ῅; Πὦς ἡ φύσις ἡ ἐν ἐμοὶ ὑπετάγη τῆ
ὑπερφυσικῆ ταύτη δυνάμει; πὦς δὲ ἐγὼ ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος ἑκουσίως ὑποτάσσομαι τῆ
ὑπερφυσικότητι; χαίρω δὲ ἐπὶ τῆ τοιαύτῃ ὑποταγῆ μ᾵λλον ἥ ἐπὶ τῆ φυσικῆ τὦν ὁρμὦν
ἐλευθερία; τὶς λοιπὸν εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐκ τ῅ς γ῅ς προελθὦν καὶ τὸν οὐρανὸν ἐπιζητὦν; τὶς ἡ
σχέσις τ῅ς γ῅ς πρὸς τὸν Οὐρανόν; τὦν αἰσθητὦν πρὸς τὰ ὑπὲρ αἴσθησιν; τὶς ἡ σχέσις ἡ
ἐμὴ πρὸς τὸ θεἶον; διατὶ ἀγαπὦ αὐτό; διατὶ ἐπιποθὦ αὐτό; διατὶ ἐπιθυμὦ νὰ ἐξομοιωθὦ
πρὸς αὐτό; εἰμὶ λοιπὸν πνεὖμα; εἰμὶ λοιπὸν ὄν τι ὑπερφυσικόν; ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἀποθνῄσκω καὶ
ὁ τάφος καλύπτει τὸ ἄπνουν καὶ νεκρόν μου σὦμα· πὦς ὅμως o θάνατος ἀδυνατεἶ νὰ μὲ
πείση ὅτι ἀποθνῄσκω εἰς τὸ παντελές; πὦς ἔτι ἐλπίζω ὅτι ζωὴ αἰώνιός μοι
ἐπιφυλάσσεται; πόθεν ἡ πληροφορία αὕτη περὶ αἰωνίου ζω῅ς; βλέπω ὅτι ἀποθνῄσκω, καὶ
ὅμως πέποιθα ὅτι ζήσομαι εἰς αἰὦνα· ὁ βίος μου ἅπας τοὖτο μαρτυρεἶ· o βίος τὦν
ἀνθρώπων ἁπάντων τοὖτο μαρτυρεἶ· οἱ ἄνθρωποι ζὦσι διὰ τὴν αἰωνιότητα· ὁ ἄνθρωπος
ἄρα ἔχει κοινὴν τὴν πληροφορίαν περὶ τ῅ς αἰωνιότητός του· ἡ ἐν αὐτ῵ οἰκοὖσα θεία
ἐκείνη δύναμις ἡ ἕλκουσα πρὸς τὸ θεἶον αὕτη περὶ τ῅ς ἀθανασίας καὶ αἰωνιότητός του
ἐδίδαξεν αὐτόν· αὕτη μυστικὦς ἐπληροφόρησεν αὐτόν, τὸ δὲ κὖρος τοὖ λόγου αὐτ῅ς
ἔπεισεν αὐτόν. Ἰδοὺ ὁ λόγος τ῅ς πίστεως αὐτοὖ πρὸς τὴν ἀθανασίαν. Εἷναι λοιπὸν ὁ
ἄνθρωπος ὅν ἀθάνατον, διότι νοεἶ τὸ θεἶον, διότι ἕλκεται πρὸς τὸ θεἶον, διότι ἀγαπᾶ τὸ
θεἶον, διότι λατρεύει τὸ θεἶον, διότι πληροφορεἶται διὰ τ῅ς ἐν αὐτ῵ μυστηριώδους
δυνάμεως ὑπ᾿ αὐτοὖ τοὖ θείου.

Ὁ Ἕλλην λοιπὸν διὰ τ῅ς φιλοσοφίας ἐγνώρισε πρώτον τὴν ὕπαρξιν τοὖ θείου καὶ εἴτα
ἑαυτόν, οἷος ἀληθὦς ἐστι· διὰ τ῅ς γνώσεως τοὖ Θεοὖ ἔσχε τελείαν ἑαυτοὖ γνὦσιν·
γνωρίσας δὲ ἑαυτὸν ἔγνω τὴν σχέσιν αὐτοὖ πρὸς τὸ θεἶον, τὴν εὐγένειαν αὐτοὖ, καὶ ἔγνω
ὅτι ἡ πρὸς τὸ θεἶον ἀφομοίωσις εἷναι τὸ πρώτιστον τὦν καθηκόντων. Ἔγνω δ᾿ ὅτι ἡ ἐν τ῵
κόσμῳ ἀποστολὴ τοὖ εἷναι ἡ τελείωσις, ἡ ἀνύψωσις αὐτοὖ ἀπὸ τοὖ ὑλικοὖ κόσμου πρὸς
τὸν πνευματικόν· ὅτι ὁ πνευματικὸς κόσμος δέον ἐστι νὰ ζωογονῆ τὸν ὑλικὸν κόσμον, ὅτι
τὸ πνεὖμα ἀνάγκη νὰ ἐπικρατήση τ῅ς ὕλης, ὅτι οἱ πνευματικοὶ νόμοι δέον ἐστι νὰ ὧσιν
ἰσχυρότεροι τὦν ἐν αὐτ῵ φυσικὦν νόμων· ὅτι πρέπον ἐστὶν ἐν αὐτ῵ νὰ ἐπικρατὦσιν
ο὘τοι ὡς λογικοί· ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται τέλειος ἀφομοιούμενος τ῵ Θε῵, καὶ ὅτι
ἀφομοιοὖται πρὸς τὸ θεἶον ὅταν κοσμ῅ται ὑπὸ τ῅ς εὐσεβείας, τ῅ς δικαιοσύνης, τ῅ς
ἀληθείας καὶ τ῅ς ἐπιστήμης· διότι ἀληθὦς αἱ ἀρεταὶ αὔται κέκτηνται τελειωτικὴν ἐν
αὐταἶς δύναμιν· διότι ἡ μὲν εὐσέβεια γίνεται προσπέλασις πρὸς τὸ θεἶον, ἡ δὲ
δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια, καὶ ἡ ἐπιστήμη, γίνονται αὐτ῵ εἰς εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα θεἶον.

Ὁ Ἕλλην γνωρίσας τὶς εἷναι καὶ τὶς ὀφείλει νὰ ἀποβῆ, σκοπὸν ἔθετο τὴν ἑαυτοὖ
τελείωσιν· ἐγένετο ἐραστὴς τοὖ πνεύματος καὶ ἐδημιούργησε κόσμον πνευματικόν, ἐν ᾧ
ἤθελε νὰ ζῆ· ἡ γνὦσις τοὖ καλοὖ, τοὖ ἀγαθοὖ, τοὖ ἀληθοὖς καὶ ἡ ἔμφυτος πρὸς τὸν
πλησίον ἀγάπη ἀνέπτυξεν ἐν τῆ καρδίᾳ τοὖ Ἕλληνος τὸν πόθον τ῅ς αὐτομεταδόσεως,
καὶ ὁ Ἕλλην ἀπέβη διδάσκαλος τ῅ς ἀνθρωπότητος· ὁ Ἕλλην ἐζήτησε νὰ ἀφομοιώση τοὺς
πάντας πρὸς ἑαυτόν· ὁ Ἕλλην δὲν ἐγεννήθη κατακτητὴς τοὖ σώματος, ἀλλὰ τοὖ
πνεύματος, δὲν ἐζήτησε δούλους ἀλλ᾿ ἐλευθέρους. Σοὖτο ἠγάπησε καὶ ἡ θεία αὕτη
ἀγάπη ἐγένετο τὸ ἐλατήριον ὅλων τὦν ὁρμὦν του· αὕτη ἐμόρφωσε καὶ τὸν ἐθνικὸν αὐτοὖ
χαρακτ῅ρα, ὅστις διέμεινεν ἀναλλοίωτος.

Σοιοὖτος ἐπλάσθη ὁ Ἕλλην καὶ τοιοὖτος διαμορφώθη ὁ ἠθικὸς αὐτοὖ χαρακτήρ. Ὁ


τοιοὖτος χαρακτὴρ δὲν ἠδύνατο ἥ νὰ ἐνθουσιασθ῅ ἐκ τὦν ἀρχὦν τοὖ χριστιανισμοὖ. Ὁ
χριστιανισμὸς ἣν ἀγάπη ἐπηγγέλλετο δὲ νὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθειαν ὑπὸ
τὴν τελείαν καὶ πλήρη αὐτ῅ς μορφήν, ἐνισχύσῃ καὶ ἀνυψώσῃ τὴν φιλοσοφίαν εἰς τὴν
ὑψίστην αὐτ῅ς περιωπήν, ἀποκαλύψῃ αὐτῆ τὰ μυστήρια τὰ κεκαλυμμένα μείναντα τῆ
φιλοσοφίᾳ, παράσχῃ τὴν λύσιν τὦν αἰωνίων προβλημάτων, ἄρῃ τὴν ἀχλὺν τὴν
περιβάλλουσαν τοὺς ὀφθαλμοὺς τ῅ς διανοίας τὦν ἀνθρώπων, ἐγείρῃ αὐτὸν καθεύδοντα,
ἀπαλλάξῃ τ῅ς δεισιδαιμονίας, συνδέσῃ τὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοὖ δεσμοὖ τ῅ς ἀδελφικ῅ς
ἀγάπης, ἀγάγῃ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ σώσῃ αὐτὸν τ῅ς καταδυναστείας τοὖ ἀντιπάλου,
χαριζόμενος ἐν μὲν τ῵ παρόντι βίῳ τὴν ἀληθ῅ εὐδαιμονίαν, ἐν δὲ τ῵ μέλλοντι τὴν
αἰωνίαν μακαριότητα. Ὁ Ἕλλην ἀνευρὦν ἐν τ῵ χριστιανισμ῵ τὰς αὐτὰς ἀρχὰς καὶ τὴν
εἰκόνα τοὖ τελείου, τοὖ ἰδανικοὖ αὐτοὖ, καὶ τὸν μόνον διδάσκαλον τὸν δυνάμενον νὰ
διδάξῃ αὐτὸν π᾵ν ὅ,τι ἐπεθύμει νὰ γνωρίση, νὰ μάθη, καὶ ὅ,τι αὐτὸς ἐπόθει καὶ ἐπεζήτει,
καὶ εὑρὦν αὐτὸν ἑρμηνευτὴν τὦν αἰσθημάτων αὐτοὖ, ἐνεκολπώθη αὐτὸν καὶ
περιέθαλψεν. Ὁ χριστιανισμὸς ὡς πρὦτον δὦρον αὐτοὖ ἐδωρήσατο αὐτ῵ νέαν ζωήν· ὁ δὲ
Ἕλλην ὑπεστήριξεν αὐτὸν διὰ τὦν ἀγώνων καὶ τὦν αἱμάτων του.

Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐποδηγέτει τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος εἰς τὸν χριστιανισμόν· ὅτι δὲ ἡ


Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοιοὖτος ὑπ῅ρξε ποδηγέτης μαρτυρεἶ καὶ o ἱερὸς πατὴρ Κλήμης ὁ
Ἀλεξανδρεὺς λέγων: «ἦν μὲν οὗν πρὸ τ῅ς τοὖ Κυρίου παρουσίας εἰς δικαιοσύνην
Ἕλλησιν ἀναγκαία· νυνὶ δὲ χρησίμη πρὸς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις οὗσα τοἶς
τὴν πίστιν δι᾿ ἀποδείξεως καρπουμένοις· ὅτι ὁ πούς σου φησὶν (Παροιμ.) οὐ μὴ
προσκόψῃ, ἐπὶ τὴν πρόνοιαν τὰ καλὰ ἀναφέροντος ἐὰν τὲ ἑλληνικὰ ἥ, ἐὰν τὲ ἡμέτερα·
πάντων γὰρ αἴτιος τὦν καλὦν ὁ Θεός, ἀλλὰ τὦν μὲν κατὰ προηγούμενον, ὡς τ῅ς τὲ
διαθήκης τ῅ς Παλαι᾵ς καὶ τ῅ς Νέας· τοἶς δὲ κατ᾿ ἐπακολούθημα, ὡς τ῅ς φιλοσοφίας·
τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοἶς Ἕλλησιν ἐδόθη τότε πρὶν ἥ τὸν Κύριον καλέσαι καὶ τοὺς
Ἕλληνας· ἐπαιδαγώγει γὰρ καὶ αὐτὸ τὸ Ἑλληνικόν, ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς
Φριστόν.

Προπαρασκευάζει τοίνυν ἡ φιλοσοφία προοδοποιοὖσα τὸν ὑπὸ Φριστοὖ τελειούμενον...


μία γὰρ ἡ τ῅ς ἀληθείας ὁδὸς ἀλλ᾿ εἰς αὐτὴν καθάπερ εἰς ἀέναον ποταμὸν ἐκρέουσι τὰ
὆εἶθρα ἄλλα ἄλλοθεν».

Καὶ αὗθις ὁ ἱερὸς πατὴρ λέγει περὶ τ῅ς Ἑλληνικ῅ς φιλοσοφίας· «ἀλλ᾿ εἰ μὲν μὴ
καταλαμβάνει ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τὸ μέγεθος τ῅ς ἀληθείας, ἔτι δὲ ἐξασθενεἶ
πράττειν τὰς κυριακὰς ἐντολάς, ἀλλ᾿ οὗν γὲ προκατασκευάζει τὴν ὁδὸν τῆ βασιλικωτάτῃ
διδασκαλίᾳ, ἀμηγέπη σωφρονίζουσα, καὶ τὸ ἦθος προτυποὖσα καὶ προστύφουσα εἰς
παραδοχὴν τ῅ς ἀληθείας».

Ὁ Κλήμης δέχεται ὅτι π᾵ν ὅ,τι εἷπον ὑγιὲς οἱ φιλοσοφήσαντες, τοὖτο θείας οἰκονομίας
ἦτο ἔργον. Ἰδοὺ τί λέγει·

»Εἰτ᾿ οὗν κατὰ περίπτωσιν φασὶν ἀποφθέγξασθαι τινὰ τ῅ς ἀληθοὖς φιλοσοφίας τοὺς
Ἕλληνας, θείας οἰκονομίας ἡ περίπτωσις· οὐ γὰρ ταυτόματον ἐκθειάσει τις διὰ τὴν πρὸς
ἡμ᾵ς φιλοτιμίαν, εἴτε κατὰ συντυχίαν, οὐκ ἀπρονόητος ἡ συντυχία· εἰτ᾿ αὗ φυσικὴν
ἔννοιαν ἐσχηκέναι τοὺς Ἕλληνας λέγοι, τὸν τ῅ς φύσεως δημιουργὸν ἕνα γινώσκομεν,
καθὸ καὶ τὴν δικαιοσύνην φυσικὴν εἰρήκαμεν κτλ.».

Ὁ Κλήμης ὁμιλὦν περὶ τοὖ ἔργου τ῅ς Ἑλληνικ῅ς φιλοσοφίας δεικνύει τίνι τρόπῳ αὕτη
ἐποδηγέτει πρὸς τὴν ἀλήθειαν καὶ ὅτι ἔργον αὐτ῅ς καὶ ὁ κατὰ τοὖ ψεύδους πόλεμος·
«προσιοὖσα δὲ ἡ φιλοσοφία ἡ Ἑλληνική, οὐ δυνατωτέραν ποιεἶ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿
ἀδύνατον παρέχουσα τὴν κατ᾿ αὐτ῅ς σοφιστικὴν ἐπιχείρησιν, καὶ διακρουομένη τὰς
δολερὰς κατὰ τ῅ς ἀληθείας ἐπιβουλάς, φραγμὸς οἰκείως εἴρηται καὶ θριγκὸς εἷναι τοὖ
ἀμπελὦνος «

Ὅτι π᾵σα σοφία καὶ δὴ καὶ ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἀπὸ Θεοὖ, μαρτυρεἶ καὶ ἡ Γραφὴ
λέγουσα· «Ἀπέστειλεν ἡ σοφία τοὺς ἑαυτ῅ς δούλους συγκαλοὖσα μετὰ ὑψηλοὖ
κηρύγματος ἐπὶ κρατ῅ρα οἴνου λέγουσα· ὃς ἐστὶν ἄφρων ἐκκλινάτω πρός με...».

Ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἷναι δὦρο Θεοὖ καὶ ὅτι π᾵σα σοφία ἀπὸ Θεοὖ ἐστίν, τοὖτο
καὶ ἐν Παροιμίαις λέγεται καὶ ἐν τ῵ Ἐκκλησιαστῆ καὶ ἐν τ῵ σοφ῵ ΢ειράχ. Ἐν Παροιμίαις
κεφ. β´ 3-10 φέρονται τὰ ἑξ῅ς· «ἐὰν γὰρ τὴν σοφίαν ἐπικαλέση καὶ τῆ συνέσει δὦς φωνήν
σου, τὴν δὲ αἴσθησιν ζητήσῃς μεγάλῃ τῆ φωνῆ, καὶ ἅν ζητήσῃς αὐτὴν ὡς ἀργύριον, καὶ
ὡς θησαυροὺς ἐξερευνήσης αὐτήν, τότε συνήσεις φόβον Κυρίου καὶ ἐπίγνωσιν Θεοὖ
εὐρήσεις· ὅτι Κύριος δίδωσιν σοφίαν, καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοὖ γνὦσις καὶ σύνεσις· καὶ
θησαυρίζει τοἶς κατορθοὖσι σωτηρίαν, ὑπερασπιεἶ τὴν πορείαν αὐτὦν τοὖ φυλάξαι ὁδοὺς
δικαιωμάτων, καὶ ὁδοὺς εὐλαβουμένων αὐτὸν διαφυλάξει».

Ὁ Κλήμης παραβάλλει τὴν σοφίαν πρὸς τὸν ὑετόν, τοὺς δὲ φιλοσοφοὖντας πρὸς τὰς
ποικίλας βοτάνας τ῅ς γ῅ς, αἴτινες καίτοι ὑπὸ τὦν αὐτὦν ποτίζονται ναμάτων, ἑκάστη
ὅμως πρὸς τὴν ἰδίαν φύσιν τὸν χυμὸν μεταβάλλει. Ἰδοὺ οἱ λόγοι αὐτοὖ: «Καταφαίνεται
τοίνυν προπαιδεία ἡ Ἑλληνική, σὺν καὶ αὐτῆ φιλοσοφία θεόθεν ἤκειν εἰς ἀνθρώπους, οὐ
κατὰ προηγούμενον, ἀλλ᾿ ὃν τρόπον οἱ ὑετοὶ κατα὇὆ήγνυνται εἰς τὴν γ῅ν τὴν ἀγαθήν,
καὶ εἰς τὴν κοπρίαν, καὶ ἐπὶ τὰ δωμάτια, βλαστάνει δ᾿ ὁμοίως καὶ πόα, καὶ πυρός, φύεται
τὲ καὶ ἐπὶ τὦν μνημάτων συκ῅, καὶ εἰ τί τὦν ἀναιδεστέρων δένδρων· καὶ τὰ φυόμενα ἐν
τύπῳ προκύπτει τὦν ἀληθὦν».

Ἐντεὖθεν δ῅λον ὅτι ὁ Κλήμης δὲν παραδέχεται φιλοσοφίαν εἰμὴ τὴν ὑγιαίνουσαν. Σοὖτο
δηλοὖται καὶ ἐκ τὦν ἐφεξ῅ς.

«Οὐ μὴν ἁπλὦς π᾵σαν φιλοσοφίαν ἀποδεχόμεθα, λέγει» ἀλλ᾿ ἐκείνην περὶ ἣς καὶ ὁ
παρὰ Πλάτωνι λέγει ΢ωκράτης. Εἰσὶ γὰρ δή, ὡς φασί, περὶ τὰς τελετάς, ναρθηκοφόροι
μὲν πολλοὶ Βάκχοι δὲ παύροι· πολλοὺς μὲν τοὺς κλητούς, ὀλίγους δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς
αἰνιττόμενος· ἐπιφέρει γοὖν σαφὦς. Ο὘τοι δὲ εἰσὶ κατὰ τὴν ἐμὴν δόξαν, οὐκ ἄλλοι ἥ οἱ
πεφιλοσοφηκότες ὀρθὦς· Ὠν δὴ κἀγὼ, κατὰ γὲ τὸ δυνατόν, οὐδὲν ἀπέλιπον ἐν τ῵ βίῳ,
ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ προυθυμήθην καὶ τί ἠνύσαμεν ἐκεἶσε ἐλθόντες, τὸ σαφὲς εἰσόμεθα,
ἐὰν ὁ Θεὸς θέλῃ, ὀλίγον ὕστερον.

Ὁ Κλήμης διακρίνει τὴν ἀληθ῅ φιλοσοφίαν τ῅ς σοφιστείας καὶ τὰ καλὦς παρ᾿ αὐτ῅ς
εἰρημένα τὦν μὴ καλὦς εἰρημένων· τοὖτο δείκνυται καὶ ἐκ τὦν ἑξ῅ς. «Υιλοσοφίαν οὐ τὴν
΢τωικὴν λέγω, οὐδὲ τὴν Πλατωνικήν, ἥ τὴν Ἐπικούρειον τὲ καὶ Ἀριστοτελικήν· ἀλλ᾿ ὅσα
εἴρηται παρ᾿ ἑκάστη τὦν αἱρέσεων τούτων καλὦς, δικαιοσύνην μετ᾿ εὐσεβοὖς ἐπιστήμης
ἐκδιδάσκοντα, τοὖτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί· ὅσα δὲ ἀνθρωπίνων
λογισμὦν ἀποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταὖτα οὐκ ἅν ποτὲ θεία εἴποιμ᾿ ἄν».

Ὁ Ἱερὸς Κλήμης τὴν φιλοσοφίαν ταύτην ὡς ὑγι῅ θεωρεἶ ἀνωτέραν παντὸς ψόγου· διὸ ἵνα
προλάβῃ πάντα κατ᾿ αὐτ῅ς ψόγον ἐκ τ῅ς παρερμηνείας χωρίων τινὦν τ῅ς Ἱερ᾵ς Γραφ῅ς
ἑρμηνεύει ταὖτα καὶ λέγει. «Ὅταν ἡ Γραφὴ λέγῃ περὶ τὦν Ἑλλήνων σοφὦν φίλαυτοι καὶ
ἀλαζόνες», σοφοὺς λέγουσα ἡ Γραφή, οὐ τοὺς ὄντως σοφοὺς διαβάλλει, ἀλλὰ τοὺς
δοκήσει σοφούς. Κατὰ τούτων φησίν, ἀπολὦ τὴν σοφίαν τὦν σοφὦν καὶ τὴν σύνεσιν τὦν
συνετὦν ἀθετήσω».

Ὁ Κλήμης ἐπὶ τοσούτον προβαίνει ἐν τῆ θεωρίᾳ αὐτοὖ ὅτι ἐκ τοὖ Θεοὖ π᾵σα σοφία καὶ
ὅτι ἡ θεία σοφία ἐφώτιζε καὶ ἐποδηγέτει τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, ὥστε φρονεἶ, ὅτι τὰ ἱερὰ
βιβλία τ῅ς Παλαι᾵ς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατὰ θείαν πρόνοιαν Ἑλληνιστί, καὶ τὰ
τ῅ς Καιν῅ς Διαθήκης ἐγράφησαν Ἑλληνιστί, ὅπως τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος τὸ διὰ τ῅ς
φυσικ῅ς θεογνωσίας εἰς τὴν εὕρεσιν τ῅ς ἀληθείας προδηγετηθέν, γνωρίση καὶ τὴν δι᾿
ἀποκαλύψεως γνωσθεἶσαν τοἶς ἀνθρώποις ἀλήθειαν καὶ δι᾿ ἀμφοτέρων ὁδηγηθ῅ πρὸς
τὴν ὑψίστην ἀλήθειαν.

Ἰδοὺ ὁ Κλήμης τί λέγει περὶ τ῅ς ἑρμηνείας τὦν Ἱερὦν Γραφὦν ἐν τῆ Ἑλληνικῆ φωνῆ:

«Διὰ τοὖτο γὰρ Ἑλλήνων φωνῆ ἐρμηνεύθησαν αἱ Γραφαὶ ὡς μὴ πρόφασιν ἀγνοίας


προβάλλεσθαι δυνηθ῅ναι ποτὲ αὐτούς, οἴους τὲ ὄντας ἐπακοὖσαι καὶ τὦν παρ᾿ ἡμἶν, ἣν
μόνον ἐθελήσωσιν».

Ἐκ τούτων δηλοὖται ὅτι ὁ Κλήμης δέχεται θείαν πρόνοιαν προνοοὖσαν ὑπὲρ τὦν
Ἑλλήνων ὅπως γνωρίσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ δι᾿ ἄγνοιαν τ῅ς Ἑβραϊκ῅ς γλώσσης
ἁγνοήσωσι τὴν ἀποκαλυφθεἶσαν ἀλήθειαν καὶ πλανηθὦσι τ῅ς εὐθείας της ἀγούσης εἰς
τὴν ἑαυτὦν ἀποστολήν. Πρὸς τὴν γνώμην ταύτην καὶ ἡμεἶς συντασσόμεθα· καὶ ἀληθὦς,
δύναταί τις νὰ ἐρωτήση· διατὶ Ἑλληνιστὶ νὰ γραφὦσιν αἱ Γραφαὶ καὶ οὐχὶ Ῥωμαϊστί; ἥ ἐν
ἄλλῃ τινὶ γλώσσῃ; Ἡ θεία πρόνοια ὑπὲρ αὐτοὖ πάντως ἔσχε λόγον τὴν ἐκλογὴν τοὖ
Ἑλλην. ἔθνους ἀπὸ τ῅ς ἐμφανίσεώς του διὰ τὸν χριστιανισμόν. Πάντως τὸ Ἑλλην. ἔθνος
εἷχε κληθ῅ ἵνα ἐργασθῆ ὑπὲρ τοὖ χριστιανισμοὖ καὶ διὰ τοὖτο ἡ ὑπὲρ αὐτοὖ πρόνοια
πρὸς γνὦσιν τ῅ς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας διὰ τὲ τ῅ς φιλοσοφίας καὶ τ῅ς
Ἀποκαλύψεως· ἤδη δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ φιλοσοφία ἐποδηγέτει τὸ Ἑλληνικὸν εἰς
Φριστὸν ὅπως ἀναδείξῃ αὐτὸ κατάλληλον ὄργανον πρὸς διάδοσιν τὦν θείων αὐτοὖ
ἀρχὦν.

Καὶ τοιαύτη ἡ ἐμὴ πεποίθησις. Ἐπειδὴ ὅμως ἐνδεχόμενον νὰ ὑπάρχωσι τινὲς φρονοὖντες
ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἷναι ἡ ἔκφρασις τ῅ς ἰσχύος τ῅ς ἀνθρωπίνης διανοίας καὶ τὸ
τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τὦν ἐνεργειὦν τοὖ πνευματικοὖ βίου τοὖ ἀνθρώπου ἐν ᾧ ἡ πλήρωσις
τὦν πνευματικὦν ἀναγκὦν τοὖ ἀνθρώπου καὶ τὸ πλήρωμα τὦν ἐγκαρδίων αὐτοὖ πόθων,
τὸ φέρον τὴν εὐδαιμονίαν καὶ τὴν μακαριότητα, ἐπιχειροὖμεν διὰ βραχέων νὰ
ὑποδείξωμεν τοὺς λόγους δι᾿ οὓς ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία δὲν ἠδύνατο νὰ ᾗ σκοπός, ἀλλὰ
συναίτιον αἴτιον καὶ ποδηγέτης πρὸς τὸν σκοπόν.

Περὶ τοὖ ζητήματος τούτου ὁ Ἱερὸς Κλήμης ἰδοὺ τί λέγει:

«Ἡ φιλοσοφία ζήτησις οὗσα τ῅ς ἀληθείας πρὸς κατάληψιν τ῅ς ἀληθείας,


συλλαμβάνεται οὐκ αἰτία οὗσα καταλήψεως, ἀλλὰ σὺν τοἶς ἄλλοις (αἰτίοις) αἰτία καὶ
συνεργός, τάχα δὲ καὶ συναίτιον αἴτιον· ὡς δὲ ἑνὸς ὄντος τοὖ εὐδαιμονεἶν αἰτίαι
τυγχάνουσιν αἱ ἀρεταί, πλείονες ὑπάρχουσαι... οὕτω μι᾵ς οὔσης τ῅ς ἀληθείας πολλὰ τὰ
συλλαμβανόμενα πρὸς ζήτησιν αὐτ῅ς».

Ἀληθὦς ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἦτο συναίτιον αἴτιον καὶ συνεργὸς καὶ αἰτία καταλήξεως
τ῅ς ἀληθείας, οὐχὶ δὲ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ἤτις ἠδύνατο νὰ θεωρηθ῅ τὸ τέρμα τὦν ἐνεργειὦν
τ῅ς ἀνθρωπότητος καὶ τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τ῅ς δράσεως αὐτ῅ς. Ἐν τῆ καρδίᾳ τοὖ
ἀνθρώπου ἐναπελείπετο πάντοτε τι κενόν, ὅπερ ἡ φιλοσοφία ἠδυνάτει νὰ πληρώση· ἡ
φιλοσοφία οὐ μόνον δὲν ἐγίνετο πληρωτικὴ τοὖ κενοὖ της καρδίας, ἀλλὰ μ᾵λλον
ἐμεγέθυνε αὐτὸ ἀνευρίσκουσα μὲν τὸν Θεὸν ἐν τοἶς δημιουργήμασι καὶ ἀναπτύσσουσα
ἐν τῆ καρδίᾳ τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα, ἀδυνατοὖσα ὅμως νὰ προσπελάση αὐτ῵ καὶ
ἐγκολπωθ῅ αὐτόν· ἡ φιλοσοφία, λέγει ὁ Κλήμης, ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τ῅ς ἀληθείας ὡς ἐν
ἐσόπτρῳ ὡς φαντασία καθορ᾵ται ἐν τοἶς ὕδασιν, καὶ διὰ διαφανὦν καὶ διαυγὦν
σωμάτων· ἡ ἀνθρωπότης ὅμως ἤθελε νὰ ἴδῃ καθαρὦς, ἐπεζήτει τὴν μετὰ τοὖ θείου
ἕνωσιν· ἡ δὲ φιλοσοφία ἠννόει μὲν τὸν Θεὸν ἐκ τὦν θείων αὐτοὖ ἰδιοτήτων, συνησθάνετο
τὸ ἄπειρον αὐτοὖ μεγαλεἶον, ἀλλ᾿ ἔβλεπεν αὐτὸν ὡς ἐν εἰκόνι, ἠδυνάτει δὲ νὰ ἑνώση τὸν
ἄνθρωπόν μετὰ τοὖ θείου. Ἡ διὰ τ῅ς φιλοσοφίας νόησις τὦν θείων ἰδιοτήτων ἐδίδαξεν
τὸν ἄνθρωπον τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς ὅπως δι᾿ αὐτὦν ἀφομοιωθ῅ πρὸς τὸ θεἶον· ἀλλ᾿ ἡ
διδασκαλία μόνη ἠδυνάτει νὰ ἀνυψώση τὸν ἄνθρωπον μέχρι τοὖ θρόνου τοὖ Θεοὖ πρὸς
ὃν ἐπεθύμει νὰ φθάση ἵνα ἴδῃ αὐτὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἠδυνάτει, διότι ἠδυνάτει
νὰ ἄρη τὸ μεσότειχον τὸ ἀνεγερθὲν ὑπὸ τ῅ς ἁμαρτίας μεταξὺ Θεοὖ καὶ ἀνθρώπων·
ἠδυνάτει, διότι ἠδυνάτει νὰ διαπλάση τὸν ὑπὸ τ῅ς ἁμαρτίας διαφθαρέντα ἄνθρωπον
στερουμένη θείας διαπλαστικ῅ς δυνάμεως· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο θείου κύρους·
ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο πίστεως πληροφορούσης μυστικὦς τὴν καρδίαν πρὸς ἀποδοχὴν
τ῅ς διδασκαλίας ἄνευ ἐπιφυλάξεως· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο ἐλπίδος ἀϊδίου, ἀμειώτου,
καθαρ᾵ς παντὸς φόβου, πάσης μεταμελείας, ἐλπίδος ἐχούσης ἐν ἐαυτῆ τὸ πλήρωμα τ῅ς
εὐδαιμονίας· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο δυνάμεως πρὸς ἀνακούφισιν τὦν καρδιὦν τ῅ς
πασχούσης ἀνθρωπότητος· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο τ῅ς ἰσχύος τ῅ς Φριστιανικ῅ς ἀγάπης
τ῅ς ἀμειβομένης ὑπὸ τ῅ς θείας ἀγάπης τ῅ς δαψιλευούσης τὴν εὐδαιμονίαν καὶ
μακαριότητα· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο πίστεως πληροφορούσης τὴν καρδίαν τὦν
ὀπαδὦν αὐτ῅ς περὶ τ῅ς ἀπολύτου ἀληθείας τὦν ἑαυτ῅ς ἀρχὦν· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο
θείας δυνάμεως ἐλκούσης τὴν ἀνθρωπότητα εἰς ἑαυτήν· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο
δυνάμεως πειθούσης ἐν τε τοἶς λόγοις καὶ τοἶς ἔργοις· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο τ῅ς
μεγαλουργοὖ δυνάμεως τ῅ς ἐκθαμβούσης καὶ καταπληττούσης· ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο
τὦν ἐκ τὦν ἄνωθεν μαρτυρίων πρὸς πίστωσιν τ῅ς ἀληθείας τὦν ἑαυτ῅ς λόγων· ἠδυνάτει,
διότι ἐστερεἶτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων τοἶς ὀπαδοἶς ὑπὸ τοὖ οὐρανοὖ·
ἠδυνάτει, διότι ἐστερεἶτο τὦν καρπὦν τ῅ς χάριτος τοὖ ἁγίου Πνεύματος· ἠδυνάτει, διότι
ἐστερεἶτο ἁγιασμοὖ καὶ τ῅ς μεταδοτικ῅ς τούτου δυνάμεως· ἠδυνάτει τέλος, διότι
ἐστερεἶτο θείας ἀποκαλύψεως καὶ θρησκευτικοὖ κύρους ἐπαναπαύοντος τὰς καρδίας
τὦν ὀπαδὦν αὐτ῅ς. Σούτων δὲ ἁπάντων ἐδέετο ἡ ἀνθρωπότης ὅπως πεισθ῅, ὅπως βαδίση
τὴν εὐθεἶαν ὁδόν, ἀποστῆ τ῅ς πλάνης, ἀναπλασθ῅, καὶ τύχῃ τ῅ς μακαριότητος· ἡ ἔνδεια
αὕτη τ῅ς φιλοσοφίας καθίστα αὐτὴν ἀνίσχυρον ἵνα ἀποβῆ ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος τοὖ
πνευματικοὖ του ἀνθρώπου βίου· ἐντεὖθεν ἡ πεποίθησις ἡμὦν ὅτι ἡ φιλοσοφία ἐγένετο
παιδαγωγὸς εἰς τὸν Φριστιανισμὸν ἐν ᾧ εὐρίσκετο τὸ πλήρωμα τὦν ἐλλείψεων τ῅ς
φιλοσοφίας, καὶ ἡ τελεία ἱκανοποίησις τὦν πόθων τ῅ς καρδίας τοὖ ἀνθρώπου καὶ οὐχὶ
σκοπὸς καὶ τελικὸν ὅριον.

Ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία δὲν ἠδύνατο νὰ εἷναι ὁ σκοπὸς καὶ τελικὸν ὅριον τοὖ
πνευματικοὖ βίου τοὖ ἀνθρώπου καὶ τὸ πλήρωμα τὦν πόθων τ῅ς καρδίας αὐτοὖ
δείκνυται καὶ ἐκ τ῅ς ἀδυναμίας ὅπως λύση καὶ τὰ ἑξ῅ς τρία σπουδαιότατα ζητήματα τὰ
ἀπασχολήσαντα ἀπ᾿ αἰώνων τὸ πνεὖμα τ῅ς ἀνθρωπότητος, καὶ πείση αὐτὴν ἀδιστάκτως
περὶ τ῅ς ἀληθείας τὦν ἑαυτ῅ς λόγων. Ἡ ἀνθρωπότης ἐπεθύμει νὰ γνωρίση καὶ πιστεύση
τὸν ἀληθ῅ Θεόν, διότι ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ προσπελάση αὐτ῵· ἐπεθύμει νὰ
γνωρίση καὶ πεισθ῅ περὶ τ῅ς ἀξίας ἑαυτοὖ καὶ τ῅ς σχέσεως αὐτοὖ πρὸς τὸ θεἶον· καὶ
τρίτον ἐπεθύμει νὰ γνωρίση τὰ περὶ τ῅ς αἰωνιότητός του. Ἡ φιλοσοφία ἠδύνατο νὰ
ἀγάγῃ τοὺς φιλοσοφοὖντας πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὡς καὶ νὰ φανερώση αὐτοἶς τὴν εἰκόνα
τ῅ς ἀληθείας ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ διὰ σωμάτων διαυγὦν καὶ διαφανὦν, ἀλλ᾿ ἠδυνάτει
διδάσκουσα περὶ αὐτὦν νὰ πείση, καὶ ἄρη τὸ βάρος τὸ ἐπιβαρὖνον τὰς καρδίας τὦν
ἀνθρώπων· πρὸς τὰ ζητήματα ταὖτα συνεδέετο ἅπας ὁ ἠθικὸς καὶ πνευματικὸς βίος τοὖ
ἀνθρώπου, π᾵σα ἡ ἐν τ῵ βίῳ αὐτοὖ δρ᾵σις. Ὁ ἄνθρωπος ἐπεθύμει νὰ πληροφορηθῆ καὶ
βεβαιωθῆ ὅπως κανονίσῃ τὸν ἠθικὸν αὐτοὖ βίον· διότι οὐδεὶς ἐπὶ ἀβεβαίων καὶ
σαλευομένων ἀρχὦν, ἀρχὦν μάλιστα στερουμένων θείου κύρους οἰκοδομεἶ στε὇὆ὦς τὸν
ἑαυτοὖ ἠθικὸν βίον· ἡ φιλοσοφία ἐδίδαξεν ὑγιεἶς θεωρίας, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπείσθη νὰ
κανονίσῃ τὸν ἑαυτοὖ βίον πρὸς τὰς καλὰς θεωρίας διὰ τὴν ἔλλειψιν θείου κύρους καὶ
ἐνδομύχου πληροφορίας· o ἄνθρωπος ἐπεζήτει πληροφορίας ἐζήτει τὴν ἀπόδειξιν τ῅ς
ἀληθείας τ῅ς διδασκαλίας τ῅ς φιλοσοφίας· ἡ δὲ ἀπόδειξις ἔλειπεν. Ἡ ἀπαίτησις αὕτη,
ἀπαίτησις τοὖ πνεύματος καὶ τ῅ς καρδίας τοὖ ἀνθρώπου, οὗσα τὸ προοίμιον τ῅ς
συγκαταθέσεως τ῅ς καρδίας καὶ τοὖ νοὖ πρὸς ἄσκησιν ἠθικοὖ βίου, οὐχὶ δὲ καὶ τὸ μέσον
πρὸς κατόρθωσιν, διότι ἀπητοὖντο πάντα, ὅσα ἀνωτέρω ἐδείξαμεν, ὑπ῅ρξεν ὁ σκόπελος
πρὸς ὃν εὐθὺς ἐξ ἀρχ῅ς ἅμα ἀναγομένη πλησίστιος καὶ ἐναυάγει προσαράσσουσα ἡ
φιλοσοφία. Ἡ ὑπὸ τ῅ς ἱστορίας μαρτυρουμένη ἀδυναμία καὶ ἀνικανότης πρὸς
ἠθικοποίησιν τ῅ς ἀνθρωπότητος καὶ πρὸς ἱκανοποίησιν τὦν ἀκορέστων πόθων τ῅ς
καρδίας καὶ τὦν ἀπαιτήσεων τοὖ νοὖ, δεικνύει τὸ ἀνεπαρκές της φιλοσοφίας πρὸς τὸ
μέγα ἔργον τοὖ φωτισμοὖ καὶ τ῅ς διαπλάσεως τ῅ς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀνθρωπότης ἐζήτει
θείαν ἀποκάλυψιν ὅπως μάθη τὴν ἀλήθειαν καὶ βεβαιωθ῅ καὶ πεισθ῅· ἡ ἀνθρωπότης
ἐδεἶτο θείου διαπλάστου· ἡ δὲ φιλοσοφία ἐστερεἶτο τούτων. Ἡ ἀνθρωπότης εὗρεν ταὖτα
ἐν τ῵ χριστιανισμ῵ πρὸς ὃν ἐποδηγέτει ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία· αὕτη ἡ ἐμὴ περὶ τοὖ
ζητήματος τούτου ταπεινὴ γνώμη.

Ἐν Ἀθήναις τῆ 17 Ἰουνίου 1896.

Ὁ Πενταπόλεως ΝΕΚΣΑΡΙΟ΢
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ τοῦ σεβασμοῦ τῶν πιστῶν πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Δέσποιναν


Θεοτόκον καὶ Ἀειπάρθενον Μαρίαν καὶ περὶ τῶν ἁγίων αὐτῆς
εἰκόνων καὶ περὶ τῶν ἱερῶν ναῶν τῶν τιμωμένων ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῆς.

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου «Μελέτη περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας» ἐκδοθὲν τὸ πρὦτον ἐν Ἀθήναις τὸ
1901, κεφάλαιον Β´)

Ἡ Θεοτόκος τοσούτου ἀπέλαυε σεβασμοὖ παρὰ τὦν πιστὦν, τοσαύτης τιμ῅ς καὶ ἀγάπης,
ὥστε πρὸς ταύτην μετὰ Θεόν, πλὴν τ῅ς λατρείας, τὰ δευτερεία τ῅ς τιμ῅ς, τοὖ σεβασμοὖ
καὶ τ῅ς ἀγάπης ἀπέδιδαν. Ὁ σεβασμὸς τὦν πιστὦν πρὸς τὴν παρθένον Θεοτόκον
Μαρίαν ἀνέρχεται εἰς αὐτὸν τὸν Α´ καὶ Β´ αἰὦνα, καὶ ἐπεβάλλετο ὑπ᾿ αὐτὦν τὦν Ἱερὦν
Γραφὦν μνημονευουσὦν τοὖ ὀνόματος αὐτ῅ς ὡς κεχαριτωμένης καὶ εὐλογημένης καὶ ὡς
εὑρούσης χάριν παρὰ τ῵ Θε῵ μόνης μεταξὺ πασὦν τὦν γυναικὦν. Αὐτὴ ἡ Θεοτόκος ἐν
πνεύματι προφητικὸ ἤδη ἀναγγελεἶ τὴν περιωπὴν αὐτ῅ς μεταξὺ πασὦν τὦν γενεὦν,
λέγουσα: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοὖ νὖν μακαριοὖσι με π᾵σαι αἱ γενεαὶ κτλ.» (Λουκ. α´ 48). Καὶ
ἀληθὦς ἀπὸ τοὖ χρόνου ἐκείνου ἤρξατο ὁ μακαρισμὸς τ῅ς Θεοτόκου. Σὴν Θεοτόκον
ἐμακάρισε πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἥτις, πλησθεἶσα πνεύματος ἁγίου, ἀνεφώνησε φωνῆ
μεγάλῃ καὶ εἷπεν «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τ῅ς κοιλίας σου,
καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοἶς λελαλημένοις αὐτὴ παρὰ Κυρίου»
(Λουκ. α´ 42-45). Ἐπίσης αἱ σύγχρονοι γυναἶκες αἱ θεωροὖσαι τὴν παρθένον
ἀγκαλοφοροὖσαν τὸ θεἶον βρέφος πάντως θὰ ἐμακάριζον αὐτήν. Ὁ εὐαγγελιστὴς
Λουκ᾵ς ἀναφέρει τὴν ἐπάρασαν φωνὴν ἐκ τοὖ ὄχλου καὶ μακαρίσασαν τὴν
γαλακτοτροφήσασαν τὸν Κύριον Μητέρα (ια´ 27). Ἐκ τ῅ς χριστιανικ῅ς ἀρχαιολογίας
μανθάνομεν ὅτι αἱ εἰκόνες τ῅ς θεομήτορος εἰκονίζοντο καὶ ἐτιμὦντο ἀπὸ τοὖ Α´ ἥδη καὶ
Β´ αἰὦνος. Καὶ οὐκ ἥν ἄλλως γενέσθαι, τοὖ Εὐαγγελίου αὐτοὖ συνιστὦντας τὴν τιμὴν
πρὸς τὴν Θεοτόκον Παρθένον Μαρίαν, καὶ αὐτ῅ς τ῅ς Θεοτόκου ἀναγγελούσης ὅτι «ἀπὸ
τοὖ νὖν μακαριοὖσι με π᾵σαι αἱ γενεαί». Ὅθεν ἡ Θεοτόκος ἐτιμ᾵το καὶ ἐμακαρίζετο ἀπὸ
πασὦν τὦν γενεὦν τὦν ἀπὸ τοὖ Εὐαγγελισμοὖ αὐτ῅ς μέχρι σήμερον καὶ θέλει
μακαρίζεται μέχρι τ῅ς συντελείας τὦν αἰώνων. Οἱ τὴν τιμὴν δὲ καὶ τὸν μακαρισμὸν τ῅ς
Θεοτόκου μὴ προσφέροντες πρὸς ὆ητὸς τοὖ Εὐαγγελίου ἐντολὰς ἀντιστρατεύονται, διότι
ὅλον τὸ Εὐαγγέλιόν ἐστι νόμος, καὶ ἡ ἀθέτησις ἑνὸς ἰὦτα ἥ μι᾵ς κεραίας ἐστὶν ἀθέτησις
τοὖ νόμου. Κατὰ τὴν Γ´ πλέον ἑκατονταετηρίδα ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Θεοτόκον
ἐξεδηλοὖτο μέγας. Ἡ χριστιανικὴ ὑμνῳδία ὑμνεἶ τὴν Παρθένον καὶ Θεοτόκον Μαρίαν ὡς
Βασίλισσαν τοὖ Οὐρανοὖ καὶ Κυρίαν τὦν Ἀγγέλων. Κατὰ τὴν ἐποχὴν δὲ ταύτην
ἀνεφάνησαν ἐν τισὶ χώραις, ἔνθα εὐάριθμοι χριστιανοὶ συνοικοὖν μετὰ πολυαρίθμων
ἐθνικὦν, κακόδοξοι τίνες, οἵτινες ἀνήγαγον τὸν πρὸς τὴν Θεοτόκον σεβασμὸν εἰς
λατρείαν καὶ ἀπένειμαν τῆ Παρθένῳ Μαρίᾳ ἰσόθεον τιμὴν κατὰ μίμησιν τὦν ἀπὸ τὦν
ἐθνικὦν λατρευομένων γυναικείων θεοτήτων. Ἡ κακόδοξος αὕτη αἵρεσις ἐπεκλήθη τὦν
Κολλυριδιανὦν διὰ τοὺς πλακοὖντας ἥ κολλυρίδας, ἃς ὡς θυσίαν προσέφεραν καθ᾿
ὡρισμένην ἡμέραν ἐπὶ δίφρου καὶ οὓς ἔπειτα ἔτρωγαν (Ἐπιφάνιος ἐν αἱρέσει 78 καὶ 79).
Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν ἀνεφάνησαν καὶ οἱ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι τὦν Κολλυριδιανὦν,
οἱ Ἀντιδικομαριανίται λεγόμενοι, οἱ τὴν δόξαν τ῅ς Μητρὸς τοὖ Κυρίου μὴ ἀνεχόμενοι,
οἵτινες καὶ ἐπὶ τοσούτον ἐξετραχηλίσθησαν, ὥστε νὰ τολμήσωσι νὰ εἴπωσιν, ὅτι ἡ
Παρθένος μετὰ τὴν γέννησιν τοὖ ΢ωτ῅ρας συν῅λθεν ἀνδρὶ καὶ ἔτεκε καὶ ἄλλα τέκνα.
Σαύτης τ῅ς αἱρέσεως ζηλωταὶ ἐγένοντο καὶ οἱ νεώτεροι ἀντιδικομαριανίται, οἱ τὴν
ἀειπαρθενίαν καὶ τὴν προσωνυμίαν Θεοτόκος ἀρνούμενοι. Σὰς αἱρέσεις ταύτας ἡ
Ἐκκλησία κατεδίκασε καὶ κατέκρινε, καὶ εὐκρινὦς διετύπωσε τὴν ὀρθὴν καὶ ἀσφαλ῅
αὐτ῅ς δόξαν, καθ᾿ ἣν τὴν ἀειπάρθενον κόρην ὡς Θεοτόκον ὀφείλομεν νὰ τιμὦμεν, οὐχὶ
δὲ ὡς Θεὸν νὰ προσκυνὦμεν (Κύριλλος). Αἱ αἱρέσεις τὦν Κολλυριδιανὦν καὶ τὦν
Ἀντιδικομαριανιτὦν, αἱ κατὰ τὴν Γ´ Ἑκατονταετηρίδα ἐμφανισθεἶσαι, μαρτυροὖσι
παρεκτροπὴν ἀπὸ τ῅ς ἀληθοὖς δόξης τ῅ς Καθολικ῅ς Ἐκκλησίας, ἥτις εὑρίσκετο ἐν τ῵
μέσῳ τὦν δύο ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων αἱρέσεων. Ὁ Ἐπιφάνιος ἐν αἱρέσει οη´ Κεφ. 23
λέγει «Ἄλλους πάλιν ἀφραίνοντας εἰς τὴν ὑπὲρ τ῅ς αὐτ῅ς ἁγίας ἀειπαρθένου ὑπόθεσιν,
ἀντὶ Θεοὖ ταύτην προσάγειν ἐσπουδακότας καὶ σπουδάζοντας, καὶ ἐν ἐμβροντήσει τινὶ
καὶ φρενοβλαβείᾳ φερομένους. Διηγοὖνται γὰρ ὥς τινες γυναἶκες ἐν τῆ Ἀραβίᾳ ἀπὸ τὦν
μερὦν τ῅ς Θρᾴκης τοὖτό γε τὸ κενοφώνημα ἐνηνόχασιν, ὡς εἰς ὄνομα τ῅ς ἀειπαρθένου
κολλυρίδα τινὰ ἐπιτελεἶν, καὶ συνάγεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ εἰς ὄνομα τ῅ς ἁγίας
Παρθένου ὑπὲρ τὸ μέτρον τι πειρ᾵σθαι ἀθεμίτῳ καὶ βλασφήμῳ ἐπιχειρεἶν πράγματι, καὶ
εἰς ὄνομα αὐτ῅ς ἱερουργεἶν διὰ γυναικὦν». Καὶ ἐν αἱρέσει οθ´ Κεφ. 1 λέγει «Ἡ αἵρεσις
πάλιν ἐν τῆ Ἀραβίᾳ ἀπὸ τ῅ς Θρᾴκης καὶ τὦν ἄνω μερὦν τ῅ς ΢κυθίας ἀνεδείχθη... τινὲς
γυναἶκες κουρικόν τινα κοσμοὖσαι, (ἤτοι δίφρον τετράγωνον), ἀπλώσασαι ἐπ᾿ αὐτὸν
ὀθόνην, ἐν ἡμέρᾳ τινὶ φανερᾶ τοὖ ἔτους, ἐν ἡμέραις τισὶν ἄρτον προτιθέασι καὶ
ἀναφέρουσιν εἰς ὄνομα τ῅ς Μαρίας, αἱ π᾵σαι δὲ ἀπὸ τοὖ ἄρτου μεταλαμβάνουσιν». Οὐχ
ἧττον κατὰ τὴν Δ´ ἥδη ἑκατονταετηρίδα ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Θεομήτορα
ἐξεδηλώθη καὶ ἐξωτερικὦς ἐπὶ μ᾵λλον λαμπρότερος δι᾿ ἀνεγέρσεως μεγαλοπρεπὦν
Ἱερὦν Ναὦν ἀφιερωμένων εἰς τὸ ὄνομα τ῅ς Θεομήτορος. Ἡ Θεοτόκος ἥν καί ἐστι καὶ
ἔσται τοἶς πιστοἶς ἡ ἄμαχος προστάτις καὶ ὁ ταχὺς ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός. Σαύτην
ἐπεκαλοὖντο ἐν κινδύνοις καὶ ἐν θλίψεσι, καὶ ταύτην εἷχον ὑπέρμαχον στρατηγὸν ἐν τοἶς
πολέμοις. Ἡ ἀπροσμάχητος αὐτ῅ς δύναμις συνέτριβε τοὺς πολεμίους καὶ ἡ μητρικὴ πρὸς
τὸν Τἱὸν καὶ Θεὸν Αὐτ῅ς πα὇὆ησία τὸ θεἶον ἐπὶ τοὺς πιστοὺς ἐδαψίλευεν ἔλεος. Ἡ
εὐλάβεια τὦν πιστὦν πρὸς τὴν Θεομήτορα ἀπὸ τοὖ χρόνου τ῅ς καταδίκης τ῅ς αἱρέσεως
τοὖ Νεστορίου ἐξεδηλοὖτο καθ᾿ ἅπαν τὸ Ῥωμαϊκὸν κράτος διὰ λαμπρὦν ἑορτὦν καὶ
πνευματικὦν πανηγύρεων, οἱ δὲ πανταχοὖ ἀνεγειρόμενοι ἐπ᾿ ὀνόματι τ῅ς θεομήτορος
μεγαλοπρεπεἶς ναοὶ λαμπρὦς διεκοσμοὖντο καὶ κάλλει διέπρεπον. Ἡ ἠδραιωμένη δὲ
αὐτὴ ἐν ταἶς καρδίαις τὦν πιστὦν εὐλάβεια πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον Μητέρα
τοὖ Κυρίου, ἀρξαμένη ἀπὸ τ῅ς ἀναδείξεως αὐτ῅ς ὡς Μητρὸς τοὖ Κυρίου, διετέλεσεν
ἀμετάπτωτος καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰὦνας καὶ θέλει διαμείνῃ παρὰ τοἶς πιστοἶς εἰς ἅπαντα
τὸν αἰὦνα ἀσάλευτος.

ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Γ´. Περὶ τῆς προσωνυμίας Θεοτόκος.

Ἡ προσωνυμία Θεοτόκος, δι᾿ ἧς προσφωνεἶται ἡ Ὑπεραγία Δέσποινα ἡμὦν καὶ Μήτηρ


τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, εἷναι ἡ μόνη προσήκουσα αὐτὴ ἐπωνυμία. Οἱ
ἀποκρούοντες τὸ ὄνομα Θεοτόκος λέγουσιν ὅτι ὅλοι οἱ σημαντικοὶ πατέρες τ῅ς
ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας μέχρι τοὖ Ἐπιφανίου, ἤτοι ἐπὶ 400 ἔτη μ. Φ. οἸον
Πολύκαρπος, Εἰρηναἶος, Ἰουστίνος ὁ μάρτυς, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Φρυσόστομος,
Βασίλειος εἰς τὰ γνήσια συγγράμματα αὐτὦν, ἀναφερόντες τὸ ὄνομα τ῅ς Παναγίας,
ὀνομάζουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεἶστον Μαρίαν, Μητέρα τοὖ Φριστοὖ, Μαρίαν Παρθένον, Ἁγίαν
Παρθένον κτλ. ἀλλά ποτὲ Θεοτόκον» λέγουσι δ᾿ ὅτι τὸ ὄνομα τοὖτο ἔγεινε συχνότατον
ἀπὸ τ῅ς ἐν Ἐφέσῳ τῳ 430 μ.Φ. συνελθούσης Οἰκουμενικ῅ς Γ´ ΢υνόδου. Πρὸς ταὖτα
ἀπαντὦμεν, ἐξ αὐτὦν τούτων τὦν θείων Πατέρων καὶ διδασκάλων τ῅ς ἐκκλησίας
φέροντες τὰς ἀποδείξεις. Καὶ ἐν τοἶς προφήταις καὶ ἐν πάσῃ τῆ Κ. Διαθήκη, ἐν οἸς ἡ ἐκ
παρθένου γέννησις τοὖ Φριστοὖ προφητεύεται καὶ εὐαγγελίζεται, Θεοτόκος ἡ Μαριὰμ
κηρύττεται, διότι αὕτη ἐγέννησεν οὐκ ἄνθρωπον ψιλόν, ἀλλὰ Θεὸν σεσαρκωμένον
ἀληθὦς καὶ κυρίως, καὶ τοιαύτην πιστεύοντες ὁμολογοὖσι, συνωδᾶ πρὸς τὴν δόξαν τ῅ς
Ὀρθοδόξου ἡμὦν Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας καὶ ἅπαντες ἐν γένει οἱ ἱεροὶ τ῅ς ἐκκλησίας
φωστ῅ρες ἀπὸ τοὖ πρώτου μέχρι τοὖ ἐσχάτου ὡς παραδεχόμενοι τὴν παρθένον Μαρίαν
Μητέρα Θεοὖ. Καὶ ἐν πρώτοις παρὰ τ῵ Ὠριγένει πρώτῳ (τ῵ 230 μ.Φ.) εὑρίσκομεν πρὦτον
τὸ ὄνομα τ῅ς Παρθένου Θεοτόκος. Ο὘τος Θεοτόκον τὴν παρθένον ἐκάλεσεν ἑρμηνεύων
τὸ λγ´ ἐδάφιον τοὖ κβ´ Κεφ. τοὖ Δευτερονομίου, «τὴν ἥδη μεμνηστευμένην γυναἶκα
καλεἶ οὕτω καὶ ἐπὶ τοὖ Ἰωσὴφ καὶ τ῅ς Θεοτόκου ἐλέχθη». Ὁ Ὠριγένης, ὁ κατακριθεὶς δι᾿
ἄλλας αὐτοὖ κακοδοξίας δεν κατεκρίθη διὰ τὸ ὄνομα «Θεοτόκος», ὅπερ θὰ ἐγίνετο, ἐὰν
τοὖτο ἦτο καινὸν τὶ προσφώνημα καὶ οὐχὶ παλαιόν. Καὶ σημείωσαι ὅτι ὁ Ὠριγένης
μαθητὴς ἥν τοὖ Ἱεροὖ Κλήμεντος τοὖ Ἀλεξανδρέως τοὖ ἐν ἔτει 180 μετὰ Φριστὸν
ἀκμάσαντος, καὶ δ῅λον, ὅτι παρ᾿ αὐτοὖ ἐμυήθη τὴν ἱερὰν συνήθειαν τὴν ἐν τῆ ἐκκλησίᾳ
καὶ τοἶς π᾵σι γνωστὴν ἐντεὖθεν καὶ οὐ κατεκρίθη. Καὶ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας τ῵ 250
γράφων πρὸς Παὖλον τὸν ΢αμοσατέα λέγει: «τὸν σαρκωθέντα ἐκ τ῅ς Ἁγίας Παρθένου
καὶ Θεοτόκου Μαρίας». Καὶ Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργὸς τ῵ 275 (λόγ. εἰς
τὸν Εὐαγγελισμόν) λέγει: «ταύτης οὗν τ῅ς προφητείας τὴν Ὡδὴν ἡ Ἁγία Θεοτόκος
ἀνέπεμπε λέγουσα, Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον κτλ.» Καὶ ὁ Ἱερὸς Μεθόδιος
ἐπίσκοπος Πατάρων καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς (τ῵ 300-311) λέγει: «Καὶ δὴ
λαβομένη ἡ Θεοτόκος τὸν ἐκ τοὖ ἀχράντου καὶ παναμώμου αὐτ῅ς θυσιαστηρίου
σαρκωθέντα ζωοποιὸν καὶ ἀνέκφραστον ἄνθρακα, ὡς λαβίδι...» Καὶ ἀλλαχοὖ: «ἐπὶ
τούτοις πα὇὆ησιασάμενος ὁ δίκαιος, καὶ τῆ προτροπῆ εἷξας τ῅ς διακονησαμένης Θε῵
πρὸς ἀνθρώπους θεομήτορος...» Καὶ ἀλλαχοὖ πάλιν «τι πρὸς σε φθέγξομαι, ὧ μ῅τερ
παρθένε, καὶ παρθένε μ῅τερ; Πατρικοἶς σε ὕμνοις προσφθέγξομαι, θυγάτερ Δαυὶδ καὶ
μ῅τερ τοὖ Κυρίου καὶ Θεοὖ Δαυίδ... ὥ πασὦν γενεὦν ὑψηλοτέρα καὶ πάντων ὁρατὦν τε
καὶ ἀοράτων δημιουργημάτων τιμιωτέρα φανεἶσα, διὰ σοὖ γέγονε Κύριος ὁ Θεὸς τὦν
δυνάμεων μεθ᾿ ἡμὦν. Εὗγε εὗγε εὗγε Μ῅τερ Θεοὖ, καὶ δούλη». Καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας
Ἀλέξανδρος ὁ μετὰ τὸν Ἀχιλλὰν τ῵ 320, γράφων πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως
Ἀλέξανδρον τὸν ἐπὶ τ῅ς Α´ οἰκουμενικ῅ς ἁγίας ΢υνόδου, καὶ Ἄμμων Ἐπίσκοπος
Ἀνδριανουπόλεως, Θεοτόκον τὴν Παρθένον ἐκάλουν. Καὶ ὁ Παμφίλου Εὐσέβιος τ῵ 320
(ἐν βίῳ Κωνσταντίνου Κεφ. μγ´.) λέγει: «Διὸ δὴ βασιλὶς ἡ θεοσεβεστάτη (Ἑλένη), τ῅ς
Θεοτόκου τὴν κύησιν (ἤτοι τὴν Βηθλεέμ), μνήμασι θαυμαστοἶς κατεκόσμοι». Καὶ μητέρα
Θεοὖ ὁ αὐτὸς ὀνομάζει τὴν Παρθένον, λέγων «ἀνάγκη γὰρ τὸν δημιουργὸν τὦν ἔργων
αὐτοὖ κήδεσθαι, ἐπεἶ δὲ κοσμικ῵ σώματι πλησιάζειν ἐν τε τῆ γῆ χρονίζειν ἔμελλε, τ῅ς
χρείας τοὖτο ἀπαιτούσης, νέαν τινὰ γέννησιν ἑαυτοὖ ἐμηχανήσατο, χωρὶς γὰρ τοι γάμων
σύλληψις, καὶ Ἁγν῅ς παρθενίας εἰλείθυια, καὶ Θεοὖ μήτηρ, κόρη κτλ.» (βλ. αὐτόθι σ. 162).
Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ φωστὴρ τ῅ς Ἀλεξανδρείας τ῵ 330 λέγει «καὶ αὐτὸς δὲ ὁ
Ἄγγελος δρώμενος ὁμολογεἶ ἀπεστάλθαι παρὰ τοὖ δεσπότου, ὡς ἐπὶ Ζαχαρίου ὁ
Γαβριήλ, καὶ ἐπὶ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας ὁ αὐτὸς ὡμολόγησε». Καὶ πάλιν «σκοπὸς τοίνυν
ο὘τος καὶ χαρακτὴρ τ῅ς ἁγίας Γραφ῅ς, ὡς πολλάκις εἴπομεν, διπλ῅ν εἷναι τὴν περὶ τοὖ
΢ωτ῅ρας ἐπαγγελίαν ἐν αὐτῆ ὅτι τε ἀεὶ Θεὸς ὥν καὶ υἱός ἐστι, λόγος ὥν καὶ ἀπαύγασμα
καὶ σοφία τοὖ Πατρός, καὶ ὅτι ὕστερον δι᾿ ἡμ᾵ς σάρκα λαβὼν ἐκ παρθένου τ῅ς Θεοτόκου
Μαρίας ἄνθρωπος γέγονε». Καὶ πάλιν «ὅθεν καὶ γενομένης τ῅ς σαρκὸς ἐκ τ῅ς Θεοτόκου
Μαρίας, αὐτὸς λέγεται γεγενν῅σθαι ὁ τοἶς ἄλλοις γέννησιν εἰς τὸ εἷναι παρέχων καὶ ὁ
Ἰωάννης γενομένης φων῅ς παρὰ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει». Καὶ
πάλιν «πόσον ἅν τὶς εἴποι τὸ καύχημα τ῅ς Ἁγίας παρθένου, καὶ θεοειδοὖς Μαρίας». Καὶ
ἀλλαχοὖ, «Διὸ καὶ παρθενομήτωρ ὡς Θεοτόκος ἡ Ἁγία Μαρία.» (Ἀθανασ. λογ. γ. κατὰ
Ἄρειον: τόμ. α´ σελ. 563-579-583, τόμ. β´ σελ. 824-875-1271 τόμ. γ´ σελ. 1351 κ. ἐξ.). Καὶ
Γρηγόριος ὁ θεολόγος τ῵ 370, (ἐπιστ. πρὸς Κληδ. τόμ. α´ σελ. 738) κατὰ Ἀπολλιναρίου,
λέγει: «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν Μαρίαν ὑπολαμβάνει χωρίς ἐστι τ῅ς Θεότητος.» Καὶ πάλιν
ὁ αὐτὸς (λόγος α´ περὶ Τἱοὖ, πρὸς Ἕλληνας) «Ποὖ γὰρ ἐν τοἶς σοἶς ἔγνως Θεοτόκον
παρθένον;» ὠσαύτως καὶ ἐν λόγῳ λε´ «Θεοτόκον παρθένον» τὴν Παναγίαν ὀνομάζει.
Καὶ Ἰωάννης ὁ Φρυσόστομος τ῵ 400 (λόγ. εἰς τὴν Ἁγίαν παρθένον τόμ. ε´ σελ. 876 Ἐκδ.
Ἐτόν.) λέγει: «Οὐδὲν τοίνυν ἐν βίῳ οἸον ἡ Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, ὧ ἄνθρωπε, π᾵σαν
τὴν κτίσιν τ῵ λογισμ῵, καὶ βλέπε εἴ ἐστιν ἴσον ἥ μεἶζον τ῅ς Ἁγίας Θεοτόκου παρθένου,
περινόστησον τὴν γ῅ν, περίβλεψον τὴν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τὸν ἀέρα, τοὺς
οὐρανοὺς τῆ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τὰς ἀοράτους πάσας δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καὶ βλέπε εἴ
ἐστιν ἄλλο τοιοὖτον θαὖμα ἐν τῆ κτίσει». Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς «Καὶ νὖν οὐ λείπει τ῵ Θε῵
Δεβώρα, οὐ λείπει τ῵ Θε῵ Ἰσραήλ, ἔχομεν γὰρ καὶ ἡμεἶς τὴν Ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον
Μαρίαν πρεσβεύουσαν ὑπὲρ ἡμὦν, εἰ γὰρ ἡ τυχοὖσα γυνὴ ἐνίκησε, πόσῳ μ᾵λλον ἡ του
Φριστοὖ μήτηρ καταισχύνει τοὺς ἐχθροὺς τ῅ς ἀληθείας;» (Λόγ. περὶ τοὖ χρησίμως τὰς
προφητείας ἀσαφεἶς εἷναι). Καὶ πάλιν ὁ αὐτός: «Ἐὰν οὗν εἴπωσιν ὅτι τὦν οὐρανίων ἐστὶν
ὁ Μελχισεδέκ, ἥ ἄλλου τινὸς χωρίου, ἀκουσάτωσαν ὅτι καὶ αὐτὸς γόνυ κάμπτει τ῵
Φριστ῵ τῳ σαρκωθέντι ἐκ τ῅ς Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γὰρ ὁ Ἀπόστολος κτλ.» (Ἰω.
Φρυσοστ. εἰς Μελχισεδὲκ τόμ. στ´ 296). Καὶ πάλιν «ὁ Θεὸς οὗν οὐ μόνον ἔβλεπε τὴν τὦν
Ἰουδαίων ἀκμάζουσα εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταὖτα τὦν πιστὦν εὐσέβειαν
προῄδει ὅτι ἔμελλε προϊέναι ἐκ τ῅ς Ἰουδαίας ἡ Ἁγία Θεοτόκος παρθένος, προεώρα τὸν
χορὸν τὦν Ἀποστόλων, προέβλεπε τὰ τάγματα τὦν ὁμολογητὦν, τὰς μυριάδας τὦν
Ἰουδαίων τὦν μελλόντων πιστεύειν κτλ.» (εἰς τὴν δ´. ἡμερ. τ῅ς Κοσμοποιΐας τόμ. στ´. σελ.
475). Καὶ ὁ Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαθητὴς Ἰωάννου τοὖ
Φρυσοστόμου, καὶ θεἶος τ῅ς Ἐκκλησίας Πατὴρ λέγει: «΢υνεκάλεσαν ἡμ᾵ς νὖν ἐνταὖθα ἡ
Ἁγία Θεοτόκος καὶ παρθένος Μαρία τὸ ἀμόλυντον τ῅ς παρθενίας κειμήλιον, ὁ λογικὸς
τοὖ δευτέρου Ἀδὰμ παράδεισος, τὸ ἐργαστήριον τ῅ς ἑνώσεως τὦν φύσεων, ἡ πανήγυρις
τοὖ σωτηρίου συναλλάγματος, ἡ παστὰς ἐν ᾗ ὁ λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα, ἡ
ἔμψυχος τ῅ς φύσεως βάτος, ἡ παρθένος καὶ οὐρανός, ἡ μόνη Θεοὖ πρὸς ἀνθρώπους
γέφυρα, ὁ φρικτὸς τ῅ς οἰκονομίας ἱστός, ἐν ᾧ ἀ὇὆ήτως ὑφάνθη ὁ τ῅ς ἑνώσεως χιτών...»,
(ἐγκωμ. εἰς τὴν Θεοτόκον κτλ 6). Καὶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος τ῵ 400 (λόγ. περὶ φύσ. καὶ
χάριτ. Κεφ. λστ´) λέγει: «Πλὴν μόνης τ῅ς Θεοτόκου πάντες οἱ λοιποὶ ἥμαρτον, κατὰ τό,
ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ψευδόμεθα, μόνη γὰρ ἡ Θεοτόκος πλείονα ἔλαβε
χάριν». Ὁ δὲ Ἱερὸς Θεοδώρητος τ῵ 436 μαρτυρεἶ στεντορείως ὅτι παράδοσις καὶ
διδασκαλία ἐστὶν ἀποστολικὴ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν Μαριὰμ Θεοτόκον, λέγει γάρ: «τὦν
πάλαι καὶ πρόπαλαι τ῅ς ὀρθοδόξου πίστεως κηρύκων κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν παράδοσιν
Θεοτόκον διδαξάντων ὀνομάζει καὶ πιστεύει τήν τοὖ Κυρίου μητέρα» (Βλέπ. Θεοδ. ἐπιστ.
΢πορακίω τόμ. δ´. σελ. 639). Γρηγόριος δὲ ὁ Νύσσης εἰς τὴν γέννησιν τοὖ Κυρίου (Σόμ. III
σελ. 460) λέγει περὶ τ῅ς μητρὸς τοὖ Κυρίου ἡ «Θεομήτωρ Παρθένος», τὸ δὲ θεομήτωρ
ἐ὇὆ήθη κατὰ τὸ θεοπάτωρ, ὅπερ εἷναι ἐπίθετον ἀποδιδόμενον τ῵ προφήτῃ Δαυὶδ παρὰ
τὦν ὑμνογράφων καὶ τὦν Ἀρχαίων πατέρων τ῅ς Ἐκκλησίας ἕνεκεν τ῅ς ἐξ αὐτοὖ κατὰ
σάρκα καταγωγ῅ς τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ. Οὕτως ὁ Φρυσόστομος (περὶ
ψευδοδιδασκαλίας, τόμ. στ´ Παρίσιοι 478) λέγει: «ὁ θεοπάτωρ Δαυὶδ περὶ τὦν τοιούτων
πολλοὺς μόχθους κατέβαλε». Καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (ἐπιστολὴ VIII Ἀριθμ. 1 σελ.
778) λέγει: «τὶ τὸν θεοπάτορα Δαυὶδ ἐποίει θεοφιλ῅;» Ἐὰν λοιπὸν ὁ προφήτης Δαυὶδ
καλ῅ται θεοπάτωρ διότι εἷναι προπάτωρ τ῅ς παρθένου Μαρίας, διατί αὕτη νὰ μὴ λέγεται
θεομήτωρ ἡ τεκοὖσα τὸν Ἰησοὖν τὸν Θεόν; εἰ δὲ καὶ λέγεται θεομήτωρ, διατὶ οὐχὶ καὶ
Θεοτόκος; Ἐὰν τὰ ἐπίθετα θεομήτωρ καὶ Θεοτόκος δεν ἦσαν ἐν χρήσει ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ
οὐδεὶς τὦν πατέρων καὶ τὦν συγγραφέων τὦν πρώτων αἰώνων θὰ ἐποιεἶτο χρ῅σιν ἐν τῆ
συγγραφῆ τοὖ ἐπιθέτου τούτου, διότι θὰ ἀπεδοκιμάζετο ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία
ὅμως οὐ μόνον δεν ἀπεδοκίμασεν, ἀλλὰ καὶ τοὖ καιροὖ ἐπιστάντος ἐπεκύρωσε τὸ ἱερὸν
προσωνύμιον τ῅ς Παρθένου «Θεοτόκος» διὰ τ῅ς Γ´ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου, δι᾿ ἧς
κατεδίκασε μὲν τὸν αἱρετικὸν Νεστόριον τὸν βλασφήμως ἀποκαλέσαντα τὴν Παρθένον
Φριστοτόκον, ἀνεκήρυξε δὲ ταύτην κυρίως καὶ ἀληθὦς Θεοτόκον. Μάτην ἄρα οἱ καινοὶ
διδάσκαλοι, οἱ Νεστοριανοὶ τ῅ς ἐποχ῅ς μας, κατὰ τοὖ ἐπιθέτου Θεοτόκος καταφέρονται.
Ὁ Ἱππόλυτος μαθητὴς τοὖ Εἰρηναίου τοὖ μαθητοὖ τοὖ Πολυκάρπου μαθητοὖ τοὖ
εὐαγγελιστοὖ Ἰωάννου οὐ χρ῅ται μὲν τῆ λέξει Θεοτόκος, χρ῅ται ὅμως ἰσοδυνάμοις
ἄλλαις λέξεσιν ἐξ Ὠν ἡλίου φαεινότερον γίνεται, ὅτι Θεοτόκον ταύτην ἐθεώρει καὶ
ἐπίστευεν «Εἷπέ μοι, λέγει, ὧ μακαρία Μαρία, τὶ ἥν τὸ ὑπὸ ΢ου ἐν τῆ κοιλίᾳ
συνειλημμένον καὶ τὶ ἥν τὸ ὑπὸ ΢ου ἐν παρθενικῆ μήτρᾳ βασταζόμενον; Λόγος γὰρ ἥν
Θεοὖ πρωτότοκος ἀπ᾿ οὐρανὦν ἐπὶ σε κατερχόμενος, καὶ ἄνθρωπος πρωτότοκος ἐν
κοιλίᾳ πλασσόμενος...» (παρὰ Θεοδωρ. Διαλ. Α´ τόμ. 4 σελ. 27 Ἐκδ. Εὐγεν. τοὖ Βουλγ.). Σὸ
Ἀειπάρθενον αὐτ῅ς ἐξόχως διαγραφὦν λέγει: «ὁ τὦν ὅλων Δημιουργὸς ἐκ τ῅ς Παναγίας
ἀειπαρθένου Μαρίας κατὰ σύλληψιν ἄχραντον, δίχα τροπ῅ς ἑνουσιώσας ἑαυτ῵ ψυχὴν
νοερὰν μετὰ αἰσθητικοὖ σώματος, γέγονεν ἄνθρωπος φύσει κακίας ἀλλότριος ὅλος Θεὸς
αὐτός...» (Κατὰ Βύρωνος καὶ Ἥλικος τ. 10 σελ. 840 ed. Migne). Ἡ ἄκρα πρὸς τὴ θεομήτορα
εὐσέβεια τοὖ ἁγίου Ἰππολύτου ἡ κληρονομικ῵ τινι δικαιώματι μεταδοθεἶσα διὰ τοὖ
ἀποστόλου Ἰωάννου, τοὖ Πολυκάρπου καὶ τοὖ Εἰρηναίου, δείκνυται καὶ ἐκ τὦν ἑπομένων
αὐτοὖ λόγων: «ἐν χρόνῳ παρὼν ὁ ΢ωτὴρ ἐκ τ῅ς Παρθένου τ῅ς Κιβωτοὖ, τὸ ἴδιον σὦμα τ῵
κόσμῳ προσήνεγκεν, χρυσίῳ καθαρ῵ κεχρυσωμένης ἔνδοθεν μὲν τ῵ λόγῳ, ἔξωθεν δὲ τ῵
Πνεύματι τ῵ ἁγίῳ, ὥστε ἀποδέδεικται ἡ ἀλήθεια, καὶ πεφανέρωται ἡ Κιβωτός» (εἰς
Δανιὴλ τ. 10 σελ. 648 ed. Migne). Ὁ σοφώτατος Οἰκονόμος παραδεχόμενος ὡς γνησίαν
τὴν Ἐπιστολὴν τὴν φερομένην ὑπὸ τὸ ὄνομα τοὖ ἁγίου Διονυσίου τοὖ Ἀλεξανδρείας
πρὸς τὸν Παὖλον τὸν ΢αμοσατέα, ἐν ᾗ φέρεται τὸ ὄνομα Θεοτόκος, λέγει «Σὸ Θεοτόκος
θεόχρηστον ὄνομα ἔγραφε καὶ ἐξηγεἶ Ὠριγένης (ἐγεννήθη ο὘τος τ῵ 186 μ.Φ.), ὡς
ἀνέκαθεν ἤδη σύνηθες ἐπ᾿ αὐτοὖ ἐν τῆ ἐκκλησίᾳ, «Ὁ Ὠριγένης ἐν τ῵ α´ τόμῳ τὦν εἰς τὴν
πρὸς Ῥωμαίους τοὖ Ἀποστόλου ἐπιστολὴν ἑρμηνεύων πὦς Θεοτόκος λέγεται, πλατέως
ἐξήγησε» (΢ωκρ. ἐκκλ. Ἱστορ. Ζ´, 32), σῴζεται δὲ καὶ ἄλλητοὖ Ὠριγένους αὐτοὖ ὆῅σις εἰς
Δευτερ. κβ´, 23. «Σὴν ἤδη μεμνηστευμένην γυναἶκα καλεἶ, οὕτω καὶ ἐπὶ τοὖ Ἰωσὴφ καὶ
τ῅ς Θεοτόκου ἐλέχθη» (ἐν Ὀκταπλ. σελ. 1554 Ἐκδ. Θεοφ.). Καὶ ὁμιλία α´ εἰς Ματθαἶον α´.
«Ἡ μήτηρ αὐτοὖ τινος αὐτοὖ, ἡ μήτηρ τοὖ Θεοὖ τοὖ μονογενοὖς» καὶ πάλιν «αὐτὴ ἡ
παρθένος Θεὸν ἐγέννησε, καὶ μήτηρ ἐγένετο, ἀλλὰ τὴν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλε», καὶ
«τούτου τοὖ μονογενοὖς Θεοὖ μήτηρ, αὐτὴ ἡ παρθένος Μαρία». Σὸ Θεοτόκος εἷπε καὶ
Γρηγόριος ὁ θαυματουργὸς πανηγυρίζων τὸν εὐαγγελισμὸν τ῅ς Θεοτόκου παρθένου
Μαρίας (εἰς τὸν Εὐαγγ, λόγ. α´ καὶ β´ σελ., 14, 18 Paris 1632) καὶ Διονύσιος ὁ Μέγας καὶ ὁ
Ἱερὸς Μεθόδιος (λόγος εἰς ΢υμεών, ὅπου καὶ θεογεννήτρια λέγει, Μητέρα Uεού) καὶ ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἐπιστ. πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ μοναχούς, καὶ ἀλλαχοὖ πολλαχοὖ, καὶ
Κυριοτόκον δὲ τὴ Μητέρα τοὖ Κυρίου ἀποκαλε;***** (ὑπομν.εἰς Λουκ. ἐν Callandii Biblioth.
Patr. TV. *****. 187). Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας (ἐπιστολὴ πρὸς Ἀλέξανδρον
Κωνσταντινουπόλεως). Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (βίῳ Κωνσταντ., γ´ 45) ὁ Μ. Βασίλειος (λόγ.
εἰς τὴν Φριστ. γέννησιν). Ὁ θεολόγος Γρηγόριος: «εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν Μαρίαν
ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστι τ῅ς θεότητας» (λόγος να´ σελ. 738 πρβλ. καὶ λόγ. λε´, σελ. 554),
ὁ θεἶος Φρυσόστομος (τόμ. στ´. λογ, εἰς τὸν Μελχισεδὲκ καὶ ιε´ ὁμιλ. ρια´ ὅπου καὶ
Ἀειπάρθενον αὐτὴν ἀνευφημεἶ). Ὁ Ἱερὸς Ἐπιφανιος (πολλαχοὖ). Γρηγόριος ὁ Νύσσης
(Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀμβροσίαν. βλ. τόμ. γ´ σελ. 660). Κύριλλος ὁ Ἱεροσολύμων (Κατήχ. 1).
Καὶ ἐν τ῵ Ἀλεξανδριν῵ Κώδικι (τιθεμένῳ περὶ τ῵ 380 μ.Φ. (ἡ Ὡδὴ τ῅ς Θεοτόκου
ἐπιγέγραπται «Προσευχὴ Μαρίας τ῅ς Θεοτόκου» (τόμ. Δ´, Ἐκδ. geabe). Σὴν Θεοτόκον
ἐκήρυξαν καὶ Ἀμφιλόχιος ὁ Ἰκονίου, καὶ ὁ Ἱερὸς Ἀντίοχος, καὶ Ἄμμων ὁ
Ἀνδριανουπόλεως, καὶ ΢εβηριανός, καὶ Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἀττικὸς ὁ
Κωνσταντινουπόλεως (παρὰ Κυρίλλῳ Ἀλεξανδρείας τόμ. Ε´ ἐπιστολὴ πρὸς Ἀκάκιον τὸν
Βε὇὆οίας). Πρόκλος ὁ Κωνσταντινουπόλεως (λόγ. εἰς τὴν ἐνανθρώπισιν κτλ.). Ὁ Ἱερὸς
Θεοδώρητος (τόμ. δ´ σελ. 667 κτλ.). Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος «Deipara virgo et casta perpetuo»
(de temporser 6 καὶ ἀλλαχοὖ), Ὁ μακάριος Ἱερώνυμος «Ἡ Μήτηρ Θεοὖ» (εἰς Ἡσαΐαν η´, 4
καὶ ἀλλαχοὖ). Οὕτω τὸ Θεοτόκος ὄνομα ἔτι κατὰ τὸν Β´ αἰὦνα ἐξ Ἀποστολικ῅ς
παραδόσεως καὶ διδασκαλίας ἐδοξάζετο ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, ἀπὸ τὦν χριστιανὦν ἁπάντων
ὁμολογούμενον. Ὅθεν καὶ Ἰουλιανὸς ὁ ἀποστάτης ἐμαίνετο λέγων «Θεοτόκον δὲ ὑμεἶς
οὐ παύσεσθε τὴν Μαρίαν καλοὖντες» (Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιανοὖ Η. σελ. 262). Ὕστερον δὲ
καὶ Νεστορίου φρυάξαντος, συνεκροτήθη ἡ ἐν Ἐφέσῳ Γ´ ΢ύνοδος, 430 μ.Φ. ἐν ᾗ
συνοδικὦς ἐθεσπίσθη, «Κυρίως καὶ ἀληθὦς θεοτόκον τὴν ἀειπάρθενον τοὖ Κυρίου
Μητέρα ἀνευφημεἶσθαι». Σότε διέλαμπε καὶ Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας ὁ τ῅ς Θεοτόκου
μεγαλοφωνότατος κ῅ρυξ, καὶ ἄλλοι τὦν Ἱερὦν Πατέρων, οἵτινες, ὡς καὶ πάντες οἱ
τούτων ἑξ῅ς, καὶ ἡ Α´ καὶ ἡ Ε´ καὶ ἡ ΢Σ´ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ τὸ ὄνομα τ῅ς Θεοτόκου
γεραίρουσι. Σοὖτο δὲ ἄρα ἐλάνθανε τοὺς κινήσαντας ἀμφιβολίας περὶ τ῅ς γνησιότητας
τ῅ς ἀνωτέρω πρὸς τὸν ΢αμοσατέα ἐπιστολ῅ς τοὖ Διονυσίου διά τινας κουφολογίας, ἐν
αἸς μίαν ἀριθμοὖσι καὶ ὅτι περιέχει δ῅θεν πολλοὺς μετὰ τὸν Διονύσιον χρόνους ἐν τῆ Γ´
συνόδῳ πρὦτον θεσπισθὲν ὄνομα τ῅ς Θεοτόκου».

Προσφώνησις πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

Φαἶρε Θεοτόκε Παρθένε, χαἶρε κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετὰ σου, χαἶρε ἡ τὸν
ἀσπασμὸν τοὖ Ἀγγέλου δεξαμένη, χαἶρε ἡ ἀξιωθεἶσα γενέσθαι Μήτηρ Θεοὖ. ΢ὺ εἷ,
θεογεννήτρια, τ῅ς σωτηρίας ἡμὦν τὸ κεφάλαιον. ΢ὺ εἷ, θεομ῅τορ, ἡ τροφὸς τ῅ς ζω῅ς
ἡμὦν. ΢ὺ εἷ, Ἀειπάρθενος Κόρη, ἡ εὐφροσύνη πασὦν τὦν γενεὦν. ΢ὺ εἷ, Παρθενομ῅τορ,
ἡ πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψὦντας τὴν ζωήν. ΢ὺ εἷ, ἀπειρόγαμος μήτηρ, ἡ διάδοχος
τροφὴ τοὖ μάννα. ΢ὺ εἷ, ἄγαμος νύμφη, ἡ διάκονος τ῅ς τροφ῅ς τ῅ς ἁγίας. ΢ὺ εἷ,
ζωοτόκος, ἡ ἔμψυχος τράπεζα ἡ τὸν ἄρτον ζω῅ς χωρήσασα. ΢ὺ εἷ, καλλιτόκος, ἡ
ἀκένωτος πηγή, ἡ τὸ ὕδωρ τὸ ζὦν ἀναβλύσασα. ΢ὺ εἷ, μητροπάρθενε, ἡ ἀνήροτος χώρα ἡ
τὸν θεἶον βλαστήσασα στάχυν. ΢ὺ εἷ, πανάμωμος νύμφη, τὸ ἡδύπνοον κρίνον τὸ πιστοὺς
εὐωδιάζον. ΢ὺ εἷ, πανακήρατος κόρη, τὸ σκ῅πτρον τ῅ς Ὀρθοδοξίας. ΢ὺ εἷ, ἁγνὴ Παρθένε,
ὁ πύργος ὁ ἀσάλευτος τ῅ς Ἐκκλησίας. ΢ὺ εἷ, τοὖ κόσμου Δέσποινα, ὄχημα τὸ Πανάγιον
τοὖ ἐπὶ τὦν Φερουβειμ. ΢ὺ εἷ, τὦν Ἀγγέλων βασίλισσα, τὸ πανάριστον οἴκημα τοὖ ἐπὶ
τὦν ΢εραφείμ. ΢ὺ εἷ, Παρθένε θεόνυμφε, τὸ ἔμψυχον παλάτιον τοὖ παμβασιλέως. ΢ὺ εἷ
Ἀνύμφευτε νύμφη, τὸ χωρίον τὸ εὐρύχωρον τοὖ ἀχώρητου. ΢ὺ εἷ, μεγαλοτόκος, ἡ τὸν
Θεὸν ἀφράστως γεννήσασα. ΢ὺ εἷ, Θεοκυ῅τορ, ἡ τὸν ἀχώρητον ἐν γαστρὶ χωρήσασα. ΢ὺ
εἷ, Ἄχραντε Παρθένε, ὁ ναὸς ὁ ἀκατάλυτος. ΢ὺ εἷ, ἀπειρολεχὴς νύμφη, ὁ ναὸς τοὖ Θεοὖ ὁ
ἔμψυχος. ΢ὺ εἷ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοὖ καὶ γ῅ς ἰσό὇὆οπον οἴκημα. ΢ὺ εἷ, Παναγία
Παρθένε, τ῅ς ἀχώρητου φύσεως χωρίον εὐρύχωρον. ΢ὺ εἷ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινὸς
ὄρθρος ὁ τὸν ἥλιον φέρων τ῅ς δικαιοσύνης. ΢ὺ εἷ, εὐλογημένη Παρθένε, τοὖ φωτὸς τὸ
οἰκητήριον, ἐξ ο὘ τὸ φὦς τ῵ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. ΢ὺ εἷ, πάναγνε, νύμφη, ἡ αὐγὴ τ῅ς
μυστικ῅ς ἡμέρας. ΢ὺ εἷ, ἄσπιλε κόρη, ἡ ἀκτὶς τοὖ ἀδύτου φέγγους. ΢ὺ εἷ, ἀμόλυντε
Παρθένε, ἡ του Φριστοὖ κατὰ σάρκα Μήτηρ. ΢ὺ εἷ, ἄφθορος κόρη, ἡ ἀληθὦς καὶ κυρίως
τὸν Θεὸν Λόγον σεσαρκωμένον τεκοὖσα. ΢ὺ εἷ, Ἁγία Παρθένε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον ὡς
βρέφος ἐν ὠλέναις βαστάσασα. ΢ὺ εἷ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τὸν τροφέα τὦν ὅλων ὡς
μήτηρ θηλάσασα. ΢ὺ εἷ, σεπτὸν κειμήλιον τ῅ς Οἰκουμένης ἁπάσης. ΢ὺ εἷ, ὁ τόμος ἐν ᾧ
θείῳ δακτύλῳ ὁ λόγος τοὖ Πατρὸς ἐγγέγραπται. ΢ὺ εἷ, δοχεἶον οὐρανίου εὐφροσύνης. ΢ὺ
εἷ, ὁδηγὸς τὦν πιστὦν σωφροσύνης. ΢ὺ εἷ, λειμὼν εὐωδίας. ΢ὺ εἷ, παράδεισος ἀφθαρσίας.
΢ὺ εἷ, ἡ κλεὶς τ῅ς τὦν Οὐρανὦν βασιλείας. ΢ὺ εἷ, ἡ ὁλκὰς τὦν δεομένων σωτηρίας. ΢ὺ εἷ,
προνοίας Θεοὖ ταμεἶον. ΢ὺ εἷ, σοφίας Θεοὖ δοχεἶον. ΢ὺ εἷ, φωτὸς ἔνδυμα. ΢ὺ εἷ, ἀρετ῅ς
ἐφέστιον. ΢ὺ εἷ, παρθένων τὸ καύχημα. ΢ὺ εἷ, μητέρων ἀγλάϊσμα. ΢ὺ εἷ, ἁγνείας
θησαύρισμα. ΢ὺ εἷ, παρθενίας ὡράϊσμα. ΢ὺ εἷ, τὸ στέφος τ῅ς ἐγκρατείας. ΢ὺ εἷ, τὸ ἄνθος
τ῅ς ἀφθαρσίας. ΢ὺ εἷ, ἡ στὖλος τ῅ς παρθενίας. ΢ὺ εἷ, ἡ πύλη τ῅ς σωτηρίας. ΢ὺ εἷ, ὁ
ἀρχηγὸς νοητ῅ς ἀναπλάσεως. ΢ὺ εἷ, ὁ χορηγὸς θεϊκὴς ἀγαθότητος. ΢ὺ εἷ, στε὇὆ὸν τ῅ς
πίστεως ἔρεισμα. ΢ὺ εἷ, λαμπρὸν τ῅ς χάριτος γνώρισμα. ΢ὺ εἷ, τὦν Ἀποστόλων τὸ
ἀσίγητον στόμα. ΢ὺ εἷ, τὦν ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος. ΢ὺ εἷ, πρεσβείας δεκτὸν
θυμίαμα. ΢ὺ εἷ, τοὖ κόσμου παντὸς ἐξίλασμα. ΢ὺ εἷ, Θεοὖ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία. ΢ὺ εἷ,
θνητὦν πρὸς Θεὸν πα὇὆ησία. ΢ε τὴν ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοὖ Θεοὖ ἀγαθότης
προώρισε γενέσθαι μητέρα τ῅ς σωτηρίας. ΢ε πρὸ αἰώνων οἱ προφ῅ται ὡς Παρθένον καὶ
Νύμφην Θεοὖ προεκήρυξαν. ΢ὺ εἷ, ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἡ τὸν λαὸν τοὖ Θεοὖ σκέπουσα.
΢ὺ εἷ, ἡ πύρινος στήλη, ἡ τὸν νέον Ἰσραὴλ φωταγωγοὖσα. ΢ὺ εἷ, ἡ σκηνὴ τοὖ μαρτυρίου,
ἣν τὸ θεἶον ἐπεσκίασε. ΢ὺ εἷ, ἡ κιβωτὸς τ῅ς Διαθήκης ἐν ᾗ ὁ λόγος τοὖ Θεοὖ διέμεινεν. ΢ὺ
εἷ, ὆άβδος τοὖ Ἀαρὼν ἡ τὸ ἄνθος, τὸν Φριστόν, βλαστήσασα. ΢ὺ εἷ, ἡ στάμνος ἡ τὸ
οὐράνιον μάννα χωρήσασα. ΢ὺ εἷ, ἡ κλἶμαξ τοὖ Ἰακὼβ δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός. ΢ὺ εἷ, ὁ
πόκος ὁ ἔνδροσος, ὃν Γεδεὼν προεθεάσατο. ΢ὺ εἷ, τὸ ὄρος τὸ ἀλατόμητον ἐξ ο὘ ἀ὇὆ήτως
ὁ ἀκρογωνιαἶος ἐτμήθη λίθος Φριστός. ΢ὺ εἷ, ἡ θάλασσα ἡ ποντίσασα Υαραὼ τὸν νοητόν.
΢ε ὁ Ἡσαΐας, προκατήγγειλε παρθένον καὶ μητέρα τοὖ Ἐμμανουήλ. ΢ὲ ὁ Ἰεζεκιὴλ
προαναφώνει τὴν πύλην τὴν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός. ΢ὺ εἷ, ἡ λαβὶς ἡ
μυστικὴ ἡ συλλαβοὖσα τὸν ἄνθρακα Φριστόν. ΢ὺ εἷ, θεόνυμφε κόρη, ἡ ἀνύμφευτος
νύμφη ἡ ἀξιωθεἶσα γενέσθαι μήτηρ Φριστοὖ τοὖ Θεοὖ.
Ἅγιος Νεκτάριος

Η ΠΡΨΣΗ ΟΙΚΟΤΜΕΝΙΚΗ ΢ΤΝΟΔΟ΢

(Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα για τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδο,


ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου
«Αἱ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι τ῅ς του Φριστοὖ Ἐκκλησίας, ἐκδοθὲν τὸ πρὦτον τὸ 1892)

Ὁ Ἄρειος

Ὁ Ἄρειος ἐγεννήθη ἐν Λιβύῃ περὶ τὰ μέσα τ῅ς γ´ μ.Φ. ἑκατονταετηρίδος, ἐσπούδασε δὲ ἐν


Ἀλεξανδρείᾳ καὶ ἐγένετο ὀπαδὸς τοὖ Ὠριγένους, τοὖ Μελετίου καὶ τοὖ προϊσταμένου τ῅ς
Ἀντιοχειαν῅ς ΢χολ῅ς Λουκιανοὖ τοὖ πρεσβυτέρου. Ἡ εὐρεία αὐτοὖ παιδεία, ἡ
φιλοσοφικὴ αὐτοὖ μόρφωσις, καὶ ἡ περὶ τὴν ἐπιστήμην τὦν θείων Γραφὦν δεινότης,
κατέστησαν αὐτὸν γνωστότατον, τὸ δὲ ἐμβριθὲς αὐτοὖ σχ῅μα, οἱ ὀπωσοὺν ἀγέρωχοι
τρόποι, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἀνάστημα, καὶ ἡ εὐειδὴς αὐτοὖ ὄψις, ἐνέπνεον π᾵σι τὸν
σεβασμὸν καὶ συμπάθειαν. Καὶ κατ᾿ ἀρχὰς μὲν καταλιπὼν τὸν Μελέτιον προεχειρίσθη
διάκονος τ῅ς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας ὑπὸ τοὖ Ἐπισκόπου αὐτ῅ς Πέτρου. Ἀπὸ τ῅ς
ἐποχ῅ς δ᾿ αὐτ῅ς παρουσιάζεται ἡ τοὖ χαρακτ῅ρος αὐτοὖ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐμμονὴ εἰς τὰς
πεποιθήσεις του. Εἷτα δέ, ὅταν ὁ Πέτρος Ἀλεξανδρείας ἀπεκήρυξε τοὺς συμμετόχους τοὖ
Μελετίου, καὶ δὲν ἀπεδέχετο τὸ βάπτισμα αὐτὦν, ὁ Ἄρειος ἐξανέστη τὸ πρὦτον,
μεμφόμενος τὰ γενόμενα καὶ διεμαρτύρετο κατὰ τοὖ μέτρου τούτου τοὖ Ἐπισκόπου του.
Καὶ κατ᾿ ἀκολουθίαν τούτου ἀπεπέμφθη ἀπὸ τ῅ς Ἀλεξανδρείας. Ὅτε δὲ μετὰ ταὖτα τὸν
Πέτρον ἀποβιώσαντα διεδέξατο ὁ πραὈς τοὺς τρόπους Ἀχιλλ᾵ς, ὁ Ἄρειος αἰτήσας
συγγνώμην ἐγένετο δεκτὸς ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καὶ τ῵ 312ῳ ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Σὸ
περὶ τριαδικοὖ Θεοὖ δόγμα τοὖ Φριστιανισμοὖ, ὅπερ ἀπὸ τ῅ς αὐτοὖ ἐμφανίσεως
ἐσκανδάλισεν Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, ἀπὸ δὲ τὦν μέσων τοὖ β´ αἰὦνος παρουσίασε τὴν
αἵρεσιν τὦν Μοναρχιανὦν καὶ προεκάλεσε πολλὰς ἔριδας, παρέσυρε καὶ τὸ ἀκάθεκτον
πνεὖμα τοὖ Ἀρείου, τὸ ὁποἶον δυσφόρως ἔχον πρὸς τὸν ἀνυπέρβλητον τοὖ δόγματος
φραγμόν, καὶ ζητοὖν τὴν τοὖ πνεύματος φίλην ἐλευθερίαν τὴν ὑπερπηδώσαν τὰ πάντα
καὶ τὰ πάντα ὑποτάσσουσαν τῆ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, διέσπασε τοὖ δόγματος τὰ δεσμά, ἵνα ἐν τῆ
ἐλευθερίᾳ αὐτοὖ εἰσδύσῃ εἰς τὰ βασίλεια τὦν μυστηρίων καὶ ἐρευνήσῃ αὐτὰ καί, εἰ
δυνατόν, ψηλαφήσῃ καὶ ὑπαγάγῃ αὐτὰ ὑπὸ τὴν ἰδίαν ἀντίληψιν. Ὁ Ἄρειος μελετήσας
καλὦς τὰς θεωρίας τ῅ς Ἀλεξανδριν῅ς καὶ τ῅ς Ἀντιοχειαν῅ς ΢χολ῅ς προσέλαβεν ἐξ
αὐτὦν τὰ προσφυ῅ ταἶς ἀρχαἶς αὐτοὖ καὶ διεμόρφωσεν ἰδίαν θεωρίαν, λαβὼν παρὰ μὲν
τοὖ Ὠριγένους τὴν ὑπόταξιν τοὖ λόγου, παρὰ δὲ τοὖ Λουκιανοὖ τὴν ἄρνησιν τ῅ς
Ὁμοουσιότητος. Πρὸς διάδοσιν δὲ τ῅ς διδασκαλίας αὐτοὖ καὶ ἐπικράτησιν συνέταξε
διάφορα ᾄσματα καὶ ποιήματα καὶ διεμοίρασεν αὐτὰ εἰς τὸν λαόν. Καὶ ἡ διδασκαλία
αὐτοὖ ε὘ρε πολλοὺς ὀπαδοὺς παρά τε τ῵ Κλήρῳ καὶ τ῵ λα῵, ἐξ Ὠν οἱ μὲν ἠσπάζοντο
αὐτὴν ὡς ὀρθήν, οἱ δὲ ἐθεώρουν αὐτὴν ὡς ἀκίνδυνον.

Ὁ Ἀθανάσιος

Μεταξὺ τὦν περὶ τὸν Ἀλεξανδρείας Ἐπίσκοπον Κληρικὦν ηὔξανε καὶ ἐκραταιοὖτο νέος
τις Διάκονος, μικρὸς μὲν τὸ δέμας καὶ εὐτελὴς τὸ ἀνάστημα, ἀλλὰ περιλαμβάνων ἐντὸς
σώματος μικροὖ καὶ ἀσθενοὖς ψυχὴν φλογεράν, αἱ λαμπηδόνες τ῅ς ὁποίας ἐξήστραπτον
ἀπὸ τὦν ὀμμάτων αὐτοὖ. Ὁ εἰκοσιετὴς ο὘τος νέος ὁ μέλλων νὰ πληρώσῃ τὴν
Φριστιανικὴν Οἰκουμένην διὰ τὦν ἀρετὦν αὐτοὖ τὦν σπανίων ἦν ὁ Ἀθανάσιος. Νοὖς
βαθύς, λογικὴ ἰσχυρά, ἐπιστήμη εὐρεἶα, ἀνθηρὸν ὕφος λόγου, καὶ τέχνη ὆ητορικὴ
ἀπαράμιλλος περιεκόσμουν αὐτὸν καὶ κατέστησαν κρατερὸν μαχητὴν κατὰ τὴν
προκειμένην σπουδαίαν ἔριν. Ὁ Ἀθανάσιος κεκτημένος ὀξύνειαν θαυμαστὴν
πρακτικώτατον πνεὖμα, εὐφράδειαν ἀξιόζηλον, καὶ τόλμην ἀκάθεκτον, ἐκ πρώτης
ἀρχ῅ς ἐνόησε περὶ τίνος ἐπρόκειτο καὶ εὐθὺς κατενόησε τὸ βάραθρον, εἰς ὃ
διεκινδύνευεν ἡ Πίστις ἡμὦν νὰ πέση. Ὁ Ἀθανάσιος βλέπων τὸ ἀσταθὲς τοὖ χαρακτ῅ρος
τοὖ ἀντιπάλου του, τὸ εὐμετάβολον καὶ παλίμβουλον, ἐπείσθη ὅτι ὁ Ἄρειος εἴτε μὴ
τολμὦν νὰ ἐξηγήσῃ σαφὦς, εἴτε μὴ ἔχων τὴν συνείδησιν τοὖ τελικοὖ συμπεράσματος
τὦν συλλογισμὦν αὐτοὖ, ἔτεινεν ὅμως εἰς τὸ ν᾿ ἀρνηθῆ τὴν θείαν τοὖ ΢ωτ῅ρος φύσιν καὶ
καταβιβάσῃ τὸ κήρυγμά του εἰς τὴν τάξιν ἀνθρωπίνου δόγματος, παραδίδων αὐτὸ
ἀπογεγυμνωμένον τ῅ς πανοπλίας τ῅ς θείας ἀποκαλύψεως εἰς τὰς προσβολὰς τοὖ
φιλοσοφικοὖ πνεύματος. Διὸ ὥρμησεν ἐπὶ τὸν ἀγὦνα μετὰ πολλ῅ς πεποιθήσεως καὶ
ἐξ῅λθεν ἀπ᾿ αὐτοὖ ἐπὶ τέλους νικητὴς ἐν θριάμβῳ, ἀφιερώσας ὁλόκληρον τὴν ζωὴν
αὐτοὖ καὶ ὅλας αὐτοὖ τὰς πνευματικὰς καὶ σωματικὰς δυνάμεις εἰς τὴν ἄμυναν τοὖ
ἐνσαρκωθέντος Λόγου μετὰ τοιούτου ἀτρομήτου θά὇὆ους, ὥστε δικαίως ἐπεκλήθη
κατόπιν «Μέγας, στὖλος καὶ ὑποστηρικτὴς τ῅ς του Φριστοὖ Ἐκκλησίας».

Ὁ Μέγας Κωνσταντἶνος

Ἡ Θεία Πρόνοια ἐν τῆ μερίμνῃ αὐτ῅ς ὑπὲρ τ῅ς τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησίας εἷχεν ἐμπιστευθῆ
τὰ σκ῅πτρα τοὖ ἀχανοὖς τότε Ῥωμαικοὖ Κράτους εἰς τὸν ἀληθὦς Μέγαν καὶ
Ἰσαπόστολον Κωνσταντἶνον ὅπως σώσῃ ἀπὸ τοὖ σάλου τὸ κλυδωνιζόμενον σκάφος τ῅ς
Ἐκκλησίας. Ο὘τος δυσφορὦν ἐπὶ τ῵ ἐπαπειλουμένῳ τῆ Ἐκκλησίᾳ σχίσματι ἀπέστειλεν
εἰς Ἀλεξάνδρειαν πρὦτον ἐπιστολὴν πρός τε Ἀλέξανδρον τὸν Ἐπίσκοπον καὶ πρὸς τὸν
Ἄρειον παραινὦν αὐτοὺς νὰ καταθέσωσι τὰ ὅπλα τ῅ς συζητήσεως καὶ συνδιαλλαγέντες
νὰ ἐπανορθώσωσι τὴν εἰρήνην τ῅ς Ἐκκλησίας. Ἀλλ᾿ ἡ φωνὴ τ῅ς συνέσεως καὶ τ῅ς
μετριοπαθείας τοὖ Βασιλέως ἐπέπρωτο νὰ μὴ εἰσακουσθῆ. Διότι ὁ κομιστὴς τ῅ς
εἰρηνοποιοὖ ταύτης ἐπιστολ῅ς Ἐπίσκοπος Κορδούβης ἅμα ἐλθὼν εἰς Ἀλεξάνδρειαν,
συνετάχθη μετὰ τοὖ Ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου καὶ κατεδίκασε τὸν Ἄρειον. Ὁ δὲ Ἄρειος
ἔγραψε πρὸς τὸν Βασιλέα ἐπιστολὴν ὁπωσοὖν αὐθάδη, παραπονούμενος ὅτι τοὖ
ἐπεβλήθη ὑπὸ τὦν εἰρημένων ἀργία (Εὐσεβ. βίον Κωντ. 2, 64.-καὶ ΢ωκρ. 1, 5.). Ὁ
Κωνσταντἶνος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν τοὖ ζητήματος δὲν εἷχε σχηματίσει ἰδίαν γνώμην καὶ
πεποίθησιν κατ᾿ ἀρχὰς δὲ μάλιστα ἐπεδείξατο ἀδιαφορίαν τινὰ σχεδὸν θίγουσαν τὰ ὅρια
τ῅ς περιφρονήσεως, ὡς ἐξάγεται ἐκ τ῅ς εἰρημένης ἐπιστολ῅ς αὐτοὖ. Ἐκ τούτου δὲ
εὐλόγως δυναταί τις νὰ συμπεράνῃ ὅτι ὁ Κωνσταντἶνος διδοὺς μ᾵λλον εὐήκοον οὗς εἰς
τὰς περὶ τὦν δοξασιὦν τοὖ Ἀρείου πληροφορίας τοὖ Παμφίλου Εὐσεβίου, ὅστις ἣν πιστὸς
αὐτοὖ φίλος καὶ φίλα φρονὦν τ῵ Ἀρείῳ, θεωρὦν τὴν αἵρεσιν τοὖ τελευταίου ἀσήμαντον,
δὲν ἐννόησεν ἐξ᾿ ἀρχ῅ς τὸν κίνδυνον, ὃν διέτρεχεν ἡ Πίστις ἐκ τὦν ἐπιβούλων δοξασιὦν
τοὖ Ἀρείου. Σ῅ς ἀπάτης ὅμως αὐτ῅ς ταχέως ἐξ῅λθεν ὁ Κωνσταντἶνος εὐθύς, ἀφοὖ
ἐπαν῅λθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐξ᾿ Ἀλεξανδρείας ὁ Ὅσιος Κορδούβης ἄπρακτος καὶ
συγχρόνως, ἀφοὖ ἔμαθεν ὅτι ἐν᾿ Ἀλεξανδρείᾳ συνέβαινον ταραχαί, καθ᾿ ἃς οἱ ὄχλoι οὐδὲ
τὰς εἰκόνας αὐτοὖ ἐσεβάσθησαν. Ὀργισθεὶς λοιπὸν ἐπὶ τούτοις ἰδίως κατὰ τὦν περὶ τὸν
Ἄρειον ἐξαπέστειλε νέους ἐπιτρόπους εἰς Ἀλεξάνδρειαν κομίζοντας ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς
αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπειλητικωτάτην, δι᾿ ἧς προσεκάλει τὸν Ἄρειον νὰ προσέλθῃ καὶ νὰ
ἐξηγήσῃ ἐνώπιον αὐτοὖ ὅπερ ἐπρέσβευε δόγμα. Ὁ Ἄρειος παρέστη ἀληθὦς πρὸ τοὖ
Βασιλέως, ἀλλ᾿ ἐν τῆ συζητήσει, ἣν ἐπεχείρησε, τοσούτον περιέπλεξε τὸ πνεὖμα τοὖ
Κωνσταντίνου τὸ περὶ τὰς τοιαύτας λεπτολογίας ἀνεπιτήδειον, ὥστε ἐνέβαλε τὸν
ἡγεμόνα εἰς πλείστας ὅσας ἀμφιβολίας. Καὶ ἐν τούτοις ἐξηκολούθει ἡ διχόνοια καὶ ἡ
ταραχὴ τὦν πνευμάτων, οὐδὲ ἐφαίνετο τρόπος θεραπείας, ἕως ὁ Βασιλεὺς ἐν τῆ συνήθει
αὐτοὖ μεγαλοφυίᾳ ἐπενόησε τὸ πρακτέον κατὰ τὴν προκειμένην δυσχέρειαν καὶ
συνεκάλεσεν ἐν Νικαίᾳ τ῅ς Βιθυνίας τοὺς πανταχοὖ Ἱεράρχας τ῅ς Φριστιανοσύνης εἰς
Οἰκουμενικὴν ΢ύνοδον, ὅπως ἐξετάσασα τὴν τοὖ Ἀρείου διδασκαλίαν λύσῃ ὁριστικὦς
τὴν μεγάλην ταύτην διαφορὰν καὶ ἀποδώσῃ τῆ Ἐκκλησίᾳ τὴν ποθουμένην εἰρήνην.
Ἡ Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος

Καὶ ἀληθὦς ἡ ὆ύθμισις καὶ ἐξασφάλισις τοὖ Φριστιανικοὖ δόγματος ἦν ζήτημα ζω῅ς καὶ
θανάτου διὰ τὸν τότε κόσμον, ἀπὸ δὲ τ῅ς δια὇὆υθμίσεως ταύτης ἐξηρτάτο ἡ γενικὴ τοὖ
κόσμου ἠθικὴ ἀνακαίνισις. Διὸ προσκληθέντες συν῅λθον ἐν Νικαίᾳ 318 Πατέρες τ῅ς
Ἐκκλησίας περὶ τὰ μέσα Ἰουνίου τοὖ 325 μ.Φ. καὶ συνεκρότησαν τὴν Α’ ἐκκλησιαστικὴν
Οἰκουμενικὴν ΢ύνοδον. Σούτων δὲ προΐστανo Ἀλέξανδρος o Κωνσταντινουπόλεως, ὁ
γηραιὸς Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας ὑπὸ τοὖ νεαροὖ αὐτοὖ ΢υμβούλου καὶ Διακόνου
δορυφορούμενος, τοὖ Μ. Ἀθανασίου. Σὸν δὲ Πάπαν Ῥώμης ΢ίλβεστρον καὶ τὸν διάδοχον
αὐτοὖ Ἰούλιον ἀντεπροσώπευσαν οἱ παρ᾿ αὐτοὖ ἀποσταλέντες πληρεξούσιοι, ὁ Ὅσιος
Κορδούβης Ἐπίσκοπος τ῅ς Ἰσπανίας καὶ δύω πρεσβύτεροι, οἱ Βικέντιος καὶ Βίτων. Παρ᾿
αὐτοἶς δὲ παρέστησαν οἱ Παφνούτιος, ΢πυρίδων, Νικόλαος, Ἰάκωβος, Μάξιμος καὶ ἄλλοι
κεκοσμημένοι πάντες δι᾿ ἀποστολικὦν χαρισμάτων. Οὐχ ἤτον πρὸς τούτοις παρίστατο
καὶ πλ῅θος ἄλλο Κληρικὦν, Πρεσβυτέρων καὶ Διακόνων. Κατὰ τὴν πρώτην αὐτὦν
ἐπίσημον συνεδρίαν τὴν γενομένην τὴν 5ην ἥ 6ην Ἰουλίου ὁ Βασιλεὺς Κωνσταντἶνος
ἐξεφώνησε τὸν ἐναρκτήριον λόγον ἐν τῆ λατινικῆ γλώσσῃ μεθερμηνευόμενον
αὐτοστιγμεὶ εἰς τὴν ἑλληνικήν, δι᾿ ο὘ ἔλεγεν ὅτι ὁ τ῅ς ἱερ᾵ς ταύτης θρησκείας νόμος ἐκ
τὦν κόλπων τ῅ς Ἀνατολ῅ς προέκυψεν, ἀποκαλὦν τοὺς λειτουργοὺς αὐτ῅ς ἀρχηγοὺς τ῅ς
τὦν ἐθνὦν σωτηρίας. Εἷτα δὲ κατὰ σειρὰν καὶ ἐν τάξει ἐξετέθησαν ὑπὸ τοὖ Ἀρείου καὶ
τὦν αὐτοὖ ὀπαδὦν αἱ γνὦμαι καὶ δοξασίαι, ἀλλὰ γενναίως καὶ λογικὦς ἐπολεμήθησαν
αὗται ὑπὸ τὦν Πατέρων τ῅ς Ἐκκλησίας.

΢πουδαιότης τ῅ς Α’ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου

Ἵνα κατανοηθῆ δὲ ἡ σπουδαιότης αὐτ῅ς τ῅ς ΢υνόδου, πρέπει νὰ ἐκτεθῆ ἐνταὖθα διὰ
βραχέων ὁ φιλοσοφικὸς ὀργασμὸς τὦν πνευμάτων τ῅ς ἐποχ῅ς ἐκείνης, ὅστις ἔτεινε νὰ
καθυποτάξῃ τὸ δόγμα εἰς τὴν γνὦσιν, ἥτις ἐζήτει τρόπον τινὰ νὰ ἅψηται τῆ χειρὶ καί, εἰ
δυνατὸν ψηλαφήσῃ π᾵ν ὅ,τι ὁ Φριστιανισμὸς παρέδιδεν ὡς μυστήριον καὶ ὡς δόγμα
πίστεως. Σὸν Φριστιανισμὸν ἀναφανέντα σκάνδαλον μὲν τοἶς Ἰουδαίοις, μωρίαν δὲ τοἶς
Ἕλλησιν, ἐζήτουν ἀμφότεροι, Ἰουδαἶοί τε καὶ Ἕλληνες, διὰ τὦν φιλοσοφικὦν
χωνευτηρίων νὰ ἀναδείξωσιν ἀπὸ θρησκείαν ἐξ ἀποκαλύψεως, σύστημά τι φιλοσοφικὸν
μ᾵λλον ἰκανοποιοὖν τὰς ἀπαιτήσεις τ῅ς ὑπερηφάνου τοὖ ἀνθρώπου φιλοσοφίας, ἥ
ἐπαναπαὖον τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα τοὖ ἀνθρώπου. Οἱ φιλόσoφοι περιφρoνήσαντες
τὰς ἀπαιτήσεις τ῅ς καρδίας τ῅ς τερπομένης ἐν τ῵ μυστηρίῳ τ῅ς θρησκείας ἐζήτουν νὰ
ἰκανοποιήσωσι τὸν νοὖν δι᾿ ἀπολύτου τρόπoυ, ὑποτάσσοντες αὐτ῵ π᾵σαν ἀλήθειαν.
Ἀλλ᾿ ἠγνόουν ὅτι ὑπάρχουσι καὶ ἀλήθειαι, ἀνώτεραι, τ῅ς νοητικ῅ς ἡμὦν ἀντιλήψεως, μὴ
γινόμεναι καταληπταὶ ὑπὸ τοὖ πεπερασμένου νοὸς τοὖ ἀνθρώπου, ἥτις λαμβάνει
γνὦσιν αὐτὦν, πείθεται δὲ περὶ τ῅ς πραγματικότητος αὐτὦν, καὶ μαρτυρεἶ περὶ τ῅ς
ὑπερφυσικ῅ς ὑπάρξεως αὐτὦν. Ἠγνόουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐγεννήθη, ἵνα ἀποβῆ μόνον
φιλόσοφος, ἀλλὰ καὶ ὅν θρησκευτικόν. Καίτοι φιλοσοφοὖντες ἐδείκνυντο τὸ ἀφιλοσόφως
πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔχοντες, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἷναι μόνον νοὖς, ἀλλὰ καὶ καρδία, αἱ
δυνάμεις τὦν δύο τούτων κέντρων ἀμοιβαίως βοηθούμεναι ἀναδεικνύουσι τὸν
ἄνθρωπον τέλειον καὶ διδάσκουσιν αὐτ῵ ὅσα οὐδέποτε διὰ μέσου τοὖ νοὸς νὰ διδαχθῆ
ἠδύνατο. Ἐὰν ὁ νοὖς εἷναι ὁ διδάσκαλος τοὖ φυσικοὖ κόσμου, ἡ καρδία εἷναι διδάσκαλος
τοὖ ὑπερφυσικοὖ κόσμου, τοὖ ὁποίου ἴσως καθ᾿ ὁμοίωσιν ἐγένετο ὁ αἰσθητὸς κόσμος,
οὕτινος τότε μανθάνομεν τὰ καθ᾿ ἕκαστα ἀκριβὦς, ὅταν διὰ τ῅ς καρδίας διδαχθὦμεν τὰ
τοὖ ὑπερφυσικοὖ κόσμου, φιλόσοφος ἄνευ καρδίας, ἤτοι ἄνευ θρησκευτικοὖ αἰσθήματος,
εἷναι ἀφιλοσόφητος διότι δὲν εἷδε τὸ καθ᾿ ὅλου, ἀλλὰ τὸ κατὰ μέρος. Ἐνόσω δὲ δὲν
ἀναχθῆ εἰς τὸ καθ᾿ ὅλου, ἤτοι εἰς τὴν καθ᾿ ὅλου περὶ τοὖ κόσμου ἔννοιαν, ἐν ᾗ περιέχεται
ὁ τὲ αἰσθητὸς καὶ ὁ ὑπὲρ αἴσθησιν κόσμος (διότι ὁ κατ᾿ αἴσθησιν κόσμος εἷναι τὸ κατὰ
μέρος), οὐδέποτε θέλει φθάσει εἰς τὸ καθ᾿ ὅλου ἄνευ θρησκευτικοὖ αἰσθήματος
διδάσκοντος τὴν ἐν τ῵ ὑπερφυσικ῵ κόσμῳ ὕπαρξιν τοὖ καθ᾿ ὅλου. Ὑπὸ τὴν μίαν ταύτην
ὄψιν ἐξήτασεν ἀνέκαθεν τὸν χριστιανισμὸν ὁ τὲ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία.
Ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία συναντηθέντα ἐν Αἰγύπτῳ ἐν κοινὦ σταδίῳ καὶ
ἐπωφεληθέντα ἀλλ῅λα ἐμόρφωσαν διαφόρους θεωρίας καὶ φιλοσοφικὰ συστήματα. Ἡ
Ἀλεξάνδρεια ἐν μεταιχμίῳ τριὦν Ἠπείρων, Εὐρώπης, Ἀσιὰς καὶ Ἀφρικ῅ς κτισθεἶσα ἐν τ῵
κέντρῳ οὕτως εἰπεἶν τοὖ ἀρχαίου κόσμου, ὑπ῅ρξεν ἡ ἑστία ζώσης τὦν ἰδεὦν
ἐπικοινωνίας καὶ τὸ γόνιμον ἔδαφος νέων συστημάτων. Ἡ Πυθαγόρειος φιλοσοφία, ἡ
πρὸ ἱκανὦν χρόνων ἐν ταἶς δὲ τοἶς τὦν ἐκλιπόντων φιλοσοφικὦν συστημάτων
ἐγγραφεἶσα, ἀνεφάνη μετὰ τὰς ἀρχὰς τ῅ς τελευταίας πρὸ Φριστοὖ ἑκατονταετηρίδος
ὑπὸ τὴν μορφὴν τ῅ς Νεοπυθαγορείου φιλοσοφίας. Οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἰουδαἶοι
φρονοὖντες ὅτι διὰ τ῅ς μελέτης τ῅ς Ἑλληνικ῅ς φιλοσοφίας ἐνεβάθυνον πλειότερον εἰς
τὴν μυστηριώδη τοὖ Μωυσέως σοφίαν, ἐπεδόθησαν εἰς αὐτήν, παρήγαγε δὲ ἡ ἐπίδοσις
αὕτη τοιαύτην τινὰ πνευματικὴν κίνησιν, ἣν συνήθως Ἀλεξανδρινὴν θεοσοφίαν
καλοὖσι, καὶ ἧς ὁ χαρακτὴρ συνίστατο εἰς σύγκρασίν τινα Μωσαϊκ῅ς θεολογίας καὶ
Ἑλληνικ῅ς φιλοσοφίας, ἰδία δὲ Πλατωνικὦν καὶ ΢τωικὦν ἰδεὦν τοὖτο δείκνυται,
προδήλως ἐν τ῵ ὠριμωτάτῳ τ῅ς Ἀλεξανδριν῅ς θεοσοφίας προϊόντι, τ῵ του Υίλωνος
συγγράμματι, εἰς ο὘ τὴν μόρφωσιν συνετέλεσεν ἐξ ἴσου ἡ τε Μωσαϊκὴ θεολογία καὶ ἡ
Ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Σὰ φιλοσοφικὰ συστήματα τοὖ Πλάτωνος, τοὖ Ἀριστοτέλους, καὶ
τὸ τ῅ς ΢το᾵ς, εὑρόντα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ διαπύρους θιασὦτας, ἐμβριθὦς ἠρευνὦντο τὸ
φιλοσοφικὸν πνεὖμα μὴ δυνάμενον νὰ ἀναπαυθῆ ἐν τῆ ἀποδοχῆ τ῅ς διδασκαλίας τοὖ
Μονοθεϊσμοὖ, τοὖ ἀπολύτως ὑπερβατικὦς πρὸς τὸν κόσμον εὑρισκομένου καὶ ἐν
οὐδεμιᾶ σχέσει πρὸς τὸν κόσμον ἐρχομένου, μηδ᾿ ἐν τῆ Πανθεϊστικῆ θεωρίᾳ, καθ᾿ ἣν τὸ
θεἶον ἀπόλλυται ἐν τῆ φύσει, καὶ τεἶνον μεσαίαν τινὰ νὰ ἀνακαλύψῃ ἀρχὴν
συμβιβάζουσαν ἑκατέρωθεν τὴν ἀλήθειαν, εὑρίσκετο ἐν ζωηρ῵ φιλοσοφικ῵ ὀργασμ῵.
Ἐν τ῵ χρόνῳ τούτῳ ἐνεφανίσθη ὁ χριστιανισμὸς ἐπαγγελλόμενος τὴν πλήρη τὦν
ἀπαιτήσεων ἰκανοποίησιν. Οἱ ὀπαδοὶ τὦν διαφόρων συστημάτων εὑρόντες ἐν αὐτ῵ τὸν
σύνδεσμον τὦν μονομερὦν ἀληθειὦν τὦν ἔν τε τ῵ Ἰουδαϊσμ῵ καὶ Ἐθνισμ῵
εὑρισκομένων προσωκειώθησαν αὐτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ χριστιανισμὸς εἷναι σοφία ἐξ
ἀποκαλύψεως, δὲν ἀποβαίνει δὲ καταληπτὴ καθ᾿ ὅλου τοἶς μέτρῳ φιλοσοφικὦς
μετροὖσιν αὐτήν, διὰ τοὖτο δὲν ἐγίνετο ἀσπαστὸς καθ᾿ ὅλου, ἀλλὰ κατὰ μέρος. Ἐπειδὴ
ὅμως τὸ μέρος δὲν ἠδύνατο νὰ ἰκανοποιήσῃ τὰς ἀπαιτήσεις τοὖ φιλοσοφικοὖ νοός, ο὘τος
ἐμόρφου ἴδιον σύστημα, ἐν ᾧ ἐφρόνει ὅτι εὑρίσκετο ἡ ὅλη ἀλήθεια. Σὸ σύστημα τοὖτο
ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας ἀποδοκιμαζόμενον ἐκαλεἶτο αἵρεσις τοιούτῳ τρόπῳ ἐμoρφώθησαν αἱ
διάφοροι αἱρέσεις, αἵτινες οὐδὲν ἄλλο ἦσαν ἡ φιλοσοφικὰ συστήματα φέροντα ἀντὶ τοὖ
φιλοσoφικoὖ τρίβωνος τὴν χριστιανικὴν ἁλουργίδα. Ὁ χριστιανικὸς αὐτὦν χαρακτὴρ ἣν
ἁπλὦς ἡ ἐξωτερικὴ αὐτὦν χροιὰ οὐσιαστικὦς ὅμως ἦσαν καθαρὰ προϊόντα τ῅ς
Νεοπλατωνικ῅ς φιλοσοφίας. Ἡ ἀνάπτυξις τ῅ς διδασκαλίας τοὖ Ἀρείου ἱκανὦς ἀπέδειξε
τὸν φιλοσοφικὸν χαρακτ῅ρα τ῅ς διδασκαλίας των. Ἡ χριστιανικὴ ἄρα διδασκαλία,
φανεἶσα ἐν ἐποχῆ πλήρει φιλοσοφικ῅ς ζω῅ς καὶ πνευματικοὖ ὀργασμοὖ καὶ ὑφ᾿
ἁπάντων πολεμουμένη, ἐξ ἅπαντος τελείως θὰ διεστρέφετo καὶ θὰ ἠλλοιοὖτο, ἐὰν μὴ
εὐθὺς ἐξ ἀρχ῅ς θεἶαι καὶ ἱεραὶ συνεκροτοὖντο ΢ύνοδοι καὶ τὰς ἐτεροδιδασκαλίας
ἀποτελεσματικὦς μὴ ἀπέκλειον τ῅ς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τ῅ς Ἐκκλησίας, καὶ
΢ύμβολα, καὶ Δόγματα, καὶ Κανόνας, καὶ Διατάξεις μὴ συνέταττον πρὸς φρούρησιν καὶ
διατήρησιν τ῅ς καθαρότητος καὶ ἁγιότητος αὐτ῅ς.

Ἡ διδασκαλία τοὖ Ἀρείου

Ὁ Ἄρειος δογματίσας, ὡς ἀνωτέρω ἐ὇὆ήθη, ὅτι ὁ υἱὸς καὶ λόγος τοὖ Θεοὖ εἷναι μὲν πρὸ
παντὸς χρόνου, ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ ὑπάρχων, «ἦν ὅτε οὐκ ἦν» καὶ ὅτι δὲν ἐγεννήθη ἐκ τοὖ
πατρός, ἀλλὰ θελήματι τοὖ πατρὸς ἐκ τοὖ μηδενὸς ἐκτίσθη καὶ ἑπομένως ἧτο κτίσμα ἐξ
οὐκ ὄντων ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἧτο πάντοτε πατήρ, οὐδ᾿ ὁ υἱὸς ὑπ῅ρχε πρὶν γεννηθῆ, δηλ.
κτισθῆ, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐκ τ῅ς οὐσίας τοὖ πατρὸς ἀλλὰ ξένος αὐτοὖ κατ᾿ οὐσίαν, καὶ ἑπομένως
οὐδὲ Θεὸς ἀληθινός, ἀλλὰ μετοχὴ θεοποιηθείς, ἀνέπτυξε τὸ φιλοσοφικὸν του σύστημα,
ἤτοι τὴν αἵρεσίν του, δι᾿ ο὘ φρονεἶ ὅτι συμβιβάζει τὴν Μοναρχίαν καὶ Μονοθείΐαν πρὸς
τὴν περὶ Σριαδικοὖ Θεοὖ τοὖ Φριστιανισμοὖ διδασκαλίαν.

Κρίσεις ἐπὶ τ῅ς αἱρέσεως τοὖ Ἀρείου

Ὁ κατὰ τοὖ Ἀρειανισμοὖ ἀγὼν ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἐγένετο λίαν σφοδρὸς διότι ἡ περὶ Θεοὖ
ἔννoια αὐτοὖ δὲν εἷχεν ἁπλὦς Ἰουδαϊκὸν χαρακτ῅ρα, ἀλλ᾿ ἧτο ἀνάμιξις Ἰουδαϊκὦν καὶ
Ἐθνικὦν στοιχείων, καὶ κατὰ τοὖτο ὁ Ἀρειανισμὸς ἀπέβαινε λίαν ἐπικίνδυνος. Ἀντὶ τ῅ς
ὑψηλοτέρας ἑνότητος, ἥτις συνάπτει ἐν ἑαυτῆ τὸ ἐν ταἶς πρὸ Φριστοὖ θρησκείαις
περιεχόμενον ἀληθές, ὁ Ἀρειανισμὸς ἔθετο φαινομένην τινὰ ἑνότητα συνάπτουσαν τὸ ἐν
τ῵ Ἰουδαϊσμ῵ καὶ Ἐθνισμ῵ ψευδὲς καὶ ἀποκλείουσαν τὸ ἐν αὐταἶς ἀληθές. Σὸ μὲν ἐν τ῵
Ἰουδαϊσμ῵ ἀληθὲς εἷναι ἡ μεταξὺ Θεοὖ καὶ κόσμου διαφoρὰ τὸ δὲ ἐν τ῵ Ἐθνισμ῵ ἀληθὲς
εἷναι ἡ ἐσωτερικὴ ἑνότης μεταξὺ θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος. Σὰς ἀληθείας ταύτας
ἀμφοτέρας περιέχει ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ Πίστις. Σὸ ἐν τ῵ Ἰουδαϊσμ῵ ψευδὲς εἷναι ὁ
χωρισμὸς μεταξὺ Θεοὖ καὶ κόσμου, τὸ δὲ ἐν τ῵ Ἐθνισμ῵ ἡ ἀνάμιξις θεότητος καὶ
ἀνθρωπότητος. Ὁ Ἀρειανισμὸς ἀποκλείσας τὸ ἐν ἀμφοτέροις ἀληθὲς ἀπεδέξατο μόνον
τὸ ἐν ἀμφοτέροις ψευδὲς διότι ἀποδεχόμενος παρὰ τοὖ Ἐθνισμοὖ τὴν ἀνάμιξιν θεότητος
καὶ ἀνθρωπότητος ἀποδίδει εἰς τὴν κτίσιν, εἰς ἣν κατατάσσει καὶ τὸν Τἱόν, ὃν θεωρεἶ ὡς
κτίσμα, θείαν ἰδιότητα καὶ καθιστᾶ δημιουργὸν τοὖ κόσμου καὶ ἀντικείμενον θείας
προσκυνήσεως, παρὰ δὲ τοὖ Ἰουδαϊσμοὖ ἀποδεχόμενος τὸν χωρισμὸν μεταξὺ Θεοὖ καὶ
κόσμου, ἤτοι τὸν Δυϊσμόν, θεωρεἶ τὴν γέννησιν τοὖ κόσμου ὡς ὅλως τυχαίαν καὶ οὕτω ἡ
μεταξὺ Θεοὖ καὶ κόσμου σχέσις στηρίζεται ἐπὶ αὐθαιρέτου λόγου.

Διδασκαλία τοὖ Ἀθανασίου καὶ τὦν ἐπισήμων Πατέρων τ῅ς Ἐκκλησίας

Σοιαύτη ἣν ἡ διδασκαλία τοὖ Ἀρείου, ἣν ὤφειλoν νὰ καταπολεμήσουν οἱ ὀπαδοὶ τ῅ς


Ὀρθοδόξου Πίστεως, καὶ τοιοὖτος ὁ λόγος τ῅ς συγκροτήσεως τ῅ς πρώτης Οἰκουμενικ῅ς
΢υνόδου. Ὁποία δὲ ἡ διδασκαλία τὦν Πατέρων καὶ πόσον σοφὦς συνδυάζει τὰς δύο
ἀληθείας τὰς ἔν τε τ῵ Ἰουδαϊσμ῵ καὶ τ῵ Ἐθνισμ῵ ταύτην ἐκθέτομεν ἐν τοἶς ἐφεξ῅ς. Εἰς
τὴν ἀνάμιξιν τὦν ἐκ τοὖ Ἰουδαϊσμοὖ καὶ τοὖ Ἐθνισμοὖ εἰλημμένων στοιχείων τοὖ
ψεύδους, ἣν παριστᾶ ὁ Ἀρειανισμός, ἔπρεπε νὰ ἀντιταχθῆ ἡ γνησία περὶ Θεοὖ
χριστιανικὴ ἔννοια, ἥτις εἷναι ἡ ἀληθὴς ὑψηλοτέρα ἑνότης τὦν ἐν τ῵ Ἰουδαϊσμ῵ καὶ τ῵
Ἐθνισμ῵ περιεχομένων στοιχείων τ῅ς ἀληθείας. Σὴν γνησίαν ταύτην περὶ Θεοὖ ἔννοιαν
τ῅ς Φριστιανικ῅ς θρησκείας ἀνέπτυξε κατὰ τοὖ Ἀρειανισμοὖ πρὦτος ὁ Ἀθανάσιος,
ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλοι ἐπίσημοι Πατέρες, ἰδίως ὁ Ναζιανζηνὸς Γρηγόριος. Οἱ Πατέρες τ῅ς
Ἐκκλησίας ὑπερενίκησαν τὴν πανθεϊστικὴν καὶ διϊστικὴν ἀρχὴν ἀναχθέντες εἰς
ἐσωτερικὰς ἐν τ῵ Θε῵ διακρίσεις. Ὁ Ἀθανάσιος ὁρμ᾵ται ἐκ τ῅ς ἀρχ῅ς ὅτι ὁ Θεός, ὡς
Θεὸς ζὦν, θέλει νὰ ἀποκαλύπτη ἑαυτὸν ἐν ὅλῃ τῆ δόξῃ αὐτοὖ. Ὁ δὲ ἄνθρωπος χρῄζει τοὖ
Θεοὖ καὶ εἷναι ἐπιδεκτικὸς αὐτοὖ ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἔχει πόθον πρὸς τὸν ἀρχέτυπον
λόγον, πρὸς κοινωνίαν μετὰ τοὖ Θεοὖ καὶ πρὸς γνὦσιν τ῅ς οὐσίας αὐτοὖ, δυνάμεθα δὲ
νὰ ἔχωμεν ἄμεσον κοινωνίαν πρὸς αὐτόν, ἐὰν ὁ Θεὸς θέλῃ νὰ ἔχῃ κοινωνίαν πρὸς ἡμ᾵ς.
Ἐν τ῵ Φριστ῵ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι περιέχεται ἡ πλήρης ἀποκάλυψις τ῅ς ἀληθείας καὶ ἡ
πλήρης αὐτομετάδοσις τοὖ Θεοὖ ἵνα δὲ ὁ Φριστὸς εἷναι πλήρης ἀποκαλύψεως τ῅ς
ἀληθείας, ἀνάγκη νὰ εἷναι ὁ ἐν τ῵ Φριστ῵ ἐνανθρωπήσας Λόγος τ῅ς αὐτ῅ς οὐσίας πρὸς
τὸν Θεὸν ἐπίσης τέλειος ὡς ὁ Πατὴρ διότι ἄλλως δὲν ἤθελεν εἷναι ἀποκεκαλυμμένη ἡ
πλήρης ἀλήθεια, καθ᾿ ὅσον ὁ ἀποκαλύπτων δὲν ἤθελε περιέχει ὅλην τὴν ἀλήθειαν τὸ δὲ
Ἅγιον Πνεὖμα δὲν ἤθελε προσάγει ἡμ᾵ς πρὸς τὸν Θεόν, ἅν δὲν ἧτο Θεός, διότι οὐχὶ μετά
τινος κτίσματος ἥ περιωρισμένου ὄντος πρέπει νὰ συναφθὦμεν, ἀλλ᾿ ἀμέσως μετ᾿ αὐτοὖ
τοὖ Θεοὖ. Ὁ Ἀθανάσιος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν ἐπίσημοι Πατέρες τ῅ς τετάρτης 100ρίδος
ἀποδέχονται ὅτι ὁ Θεὸς πρέπει ἀναγκαίως νὰ εἷναι ἐν ἑαυτ῵ ζὦν, ὅπως δυνηθῆ νὰ
προέλθῃ ἐξ αὐτοὖ ὁκόσμος. Ὅθεν κατ᾿ αὐτοὺς ψευδὴς εἷναι ἐκείνη ἡ περὶ Θεοὖ ἔννοια,
καθ᾿ ἣν οὗτος εἷναι ὑπερβατικὸν μόνον ὄν, διότι κατ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἷναι ἀΐδιος ζωὴ καὶ
κίνησις. Ἀλλ᾿ ἵνα εἷναι ὁ Θεὸς ἀΐδιος ζωὴ καὶ κίνησις, πρέπει νὰ ἔχῃ ἐσωτερικὰς
διακρίσεις ἐν ἑαυτ῵ ἄνευ δὲ ἐσωτερικὦν διακρίσεων ὁ Θεός, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον
δὲν ἤθελε δύνασθαι οὐδ ἐξ ἑαυτοὖ ἔχει ὕπαρξιν. Κατ᾿ αὐτὸν ἡ θεία πηγὴ οὐδέποτε εἷναι
ξηρά, εἰς δὲ τὸ φὦς αὐτοὖ οὐδέποτε ἐλλείπει ἡ λάμψις αὐτοὖ, ὁ δὲ Θεὸς δὲν εἷναι ἄγονος
καὶ ἄνευ παραγωγ῅ς ἐν ἑαυτ῵, διότι ἄλλως ἔπρεπεν ἐξ ἀνάγκης νὰ εἷναι καὶ
ἀνενέργητος, καὶ οὐδὲν ἤθελε δυνηθῆ νὰ δημιουργήσῃ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Θεὸς ἐν ἑαυτ῵ εἷναι
παραγωγικὴ ζωή, εἷναι καὶ δημιουργικὸς ἐκτὸς ἑαυτοὖ, κατὰ πρὦτον δὲ παράγει ἀϊδίως
ἑαυτὸν διότι ὁ Θεὸς εἷναι αΐδιος αἰτιότης ἑαυτοὖ, καθ᾿ ὅσον εἷναι αἴτιον καὶ αἰτιατὸν
συγχρόνως δέ, καθ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς εἷναι ἐν ἑαυτ῵ ἡ ἀΐδιος κίνησις καὶ ζωή, δύναται νὰ
παραγάγῃ τὸν κόσμον. Σαύτην τὴν ἐν τ῵ Θε῵ αἰτιότητα ἑαυτοὖ, ἧς ἕνεκα αὐτὸς εἷναι
αἴτιον καὶ αἰτιατόν, ἐφαρμόζει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἰς τὰς ἐν τ῵ Θε῵ ὑποστατικὰς
διακρίσεις. Σὸ μὲν ἐν τῆ Θεότητι αἴτιον ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Πατέρα, τὸ δὲ αἰτιατὸν ἐν
αὐτῆ ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Τἱόν, ἀμφότερα δὲ εἷναι τ῅ς αὐτ῅ς Οὐσίας. Καὶ κατὰ τὸν
Ναζιανζηνὸν Γρηγόριον ὁ Θεὸς δὲν εἷναι ἁπλὴ μονὰς διότι αὕτη ἐν τῆ μονότητι ἑαυτ῅ς
ἤθελεν εἷναι ἐναντία ἑαυτ῅ς, ἔπρεπεν ἐξ ἀνάγκης νὰ ἐκπέση ἑαυτ῅ς, ἵνα εἷναι κίνησις
καὶ ζωή. Ἐν τ῵ Θε῵ δὲν ὑπάρχει ἀκάθεκτός τις φυσικὴ πλησμονὴ ἡ δὲ Μονὰς κινηθεἶσα
ἐξ ἀρχ῅ς εἰς Δυάδα ἔστη ἐν Σριάδι. Οὕτω διὰ τ῅ς χριστιανικ῅ς περὶ Θεοὖ ἐννοίας τὦν
Πατέρων τ῅ς τετάρτης 100ρίδος ἤρθη ἡ ἀφηρημένη καὶ ἄνευ κινήσεως ἁπλότης τ῅ς θείας
οὐσίας. Κατὰ τὸν ἅγιον Ἀθανάσιον καὶ τὸν Ἰλάριον ὁ Θεὸς ἔχει τὴν αὐτοσυνείδησιν
ἑαυτοὖ, καθ᾿ ὅσον αὐτὸς ὁ Θεὸς ὁ γεννήσας, ἥ ὡς Πατὴρ ὡς αἴτιον, ὁρᾶ ἑαυτὸν ἐν τ῵
αἰτιατ῵ ἐν Εἰκόνι καὶ χαίρει ἐπὶ ταύτῃ τῆ Εἰκόνι. Ὅθεν αἱ διακρινόμεναι ἐν τ῵ Θε῵
ὑποστάσεις μετέχουσι καὶ τ῅ς θείας αὐτογνωσίας κατὰ τὸν ἅγιον Ἀθανάσιον. Ἕνεκα τ῅ς
ἐν αὐτ῵ διακρίσεως ὁ Θεὸς δὲν συγχέεται πρὸς τὸν κόσμον ἐν τῆ πρὸς αὐτὸν κοινωνίᾳ
καὶ μεταδόσει, ἀλλὰ διατηρεἶ τὸ ὕψος καὶ τὴν ὑπερβατικότητα ἑαυτοὖ διότι π᾵σα
αὐτομετάδοσις τοὖ Θεοὖ προὉποτίθησι τὴν αὐτοσυντήρησιν ἑαυτοὖ, διὰ τὦν ἐσωτερικὦν
δὲ ἐν τ῵ Θε῵ διακρίσεων ὁ Θεὸς ἐν τῆ αὐτομεταδόσει συντηρεἶ ἑαυτὸν καὶ ἐν τῆ
αὐτοσυντηρήσει μεταδίδει ἑαυτὸν διὰ τ῅ς ἀγάπης εἰς τὸν κόσμον. Ἀφοὖ οἱ Πατέρες τ῅ς
Ἐκκλησίας ἡμὦν εἰς τὸν πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἀγὦνα ἔδειξαν ὅτι ἡ Μονὰς ἵνα νοηθῆ ὡς
κίνησις καὶ ζωή, δέον νὰ θεωρηθῆ προβαίνουσα εἰς Δυάδα διότι ἄλλως ὁ Θεὸς δὲν
ἠδύνατο νὰ νοηθῆ, ὡς ὁ Θεὸς ζὦν, εὐκόλως ἠδύνατο νὰ δειχθῆ ὅτι, ἐπειδὴ διὰ τ῅ς δυάδος
δὲν πρέπει νὰ ἀρθῆ ἡ ἑνότης τοὖ Θεοὖ, ἡ νόησις αἰτεἶ καὶ τρίτον τι, ὅπερ τὴν δυάδα
ἀνάγει εἰς τὴν ἑνότητα. Σοὖτο ἐδείχθη ἐν τ῵ ἀγὦνι τὦν Πατέρων τ῅ς Ἐκκλησίας περὶ τοὖ
Ἁγίου Πνεύματος, ὅπερ ὁ Ἀρειανὸς Μακεδόνιος ἐθεώρει ὡς κτίσμα ἀνώτερον μετὰ τὸν
Τἱόν.

Σὸ Ἱερὸν ΢ύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως

Ἐπὶ εἴκοσι περίπου ἡμέρας *(1) κατ᾿ ἄλλους ἡ ΢ύνοδος αὕτη διήρκεσε 3½ ἔτη, κατὰ δὲ τὸν
Γελάσιον παρὰ Υωτίῳ 6½ ἔτη ἀποτελουμένη ἐκ 256 Πατέρων+ ἐνασχοληθεἶσα ἡ Α’ ἐν
Νικαίᾳ Ἱερὰ Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος εἰς τὰ σπουδαιότατα θρησκευτικὰ ζητήματα ἔλυσεν
ἐντὸς τοὖ βραχυτάτου τούτου χρονικοὖ διαστήματος πλὴν ἄλλων δευτερευόντων τὸ
δυσχερέστατον ζήτημα, ὅπερ πρὸ μικροὖ εἷχε διαταράξη τὴν Ἐκκλησίαν, καθιερώσασα
τὴν ἀρχὴν τοὖ ὁμοουσίου τοὖ Πατρὸς καὶ τοὖ Τἱοὖ, ἣν παρεδέξατο ἔκτοτε ἡ Ὀρθόδοξος
Πίστις διὰ τοὖ τοἶς π᾵σι γνωστοὖ θείου καὶ ἱεροὖ ΢υμβόλου, ἐν ᾧ τὸν Τἱὸν τοὖ Θεοὖ καὶ
Λόγον Θεὸν ἀληθινὸν ἀνεκήρυξεν ὁμοούσιον τ῵ Πατρί, ἤτοι τ῅ς αὐτ῅ς, καὶ οὐχὶ ὁμοίας,
φύσεως καὶ οὐσίας τ῵ Πατρί, ἑπομένως τὴν αὐτὴν δόξαν καὶ ἐξουσίαν καὶ κυριότητα καὶ
ἀϊδιότητα καὶ πάντα τὰ λοιπὰ θεοπρεπ῅ τ῅ς θείας φύσεως ἰδιώματα ἔχει δὲ ἐπιλέξει
οὕτω· «Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων ὁρατὦν καὶ ἀοράτων
Ποιητήν. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοὖν Φριστὸν τὸν Τἱὸν τοὖ Θεοὖ τὸν γεννηθέντα ἐκ τοὖ
Πατρὸς μονογεν῅, τουτέστιν ἐκ τ῅ς οὐσίας τοὖ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοὖ, φὦς ἐκ φωτός,
Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοὖ ἀληθινοὖ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τ῵ Πατρί, δι᾿ ο὘
τὰ πάντα ἐγένετο τὰ ἐν τ῵ Οὐραν῵ καὶ τὰ ἐν τῆ Γῆ, τὸν δι᾿ ἡμ᾵ς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ
τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, καὶ σταυρωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα,
καὶ ἀναστάντα τῆ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐν
δεξιᾶ τοὖ Πατρὸς καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρἶναι ζὦντας καὶ νεκροὺς καὶ εἰς τὸ Πνεὖμα τὸ
Ἅγιον τοὺς δὲ λέγοντας ὅτι ἣν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γεννηθ῅ναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ
οὐκ ὄντων ἐγένετο ἡ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἡ οὐσίας φάσκοντας εἸναι, ἥ τρεπτὸν ἥ
ἀλλοιωτὸν τὸν Τἱὸν τοὖ Θεοὖ, τούτους ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία». Σοὖτο τὸ ΢ύμβολον ὁ μὲν Ἱεροσολύμων Θεόδωρος πίστεως ὀρθὴν ὁμολογίαν
ὠνόμασεν, ὁ δὲ Ῥώμης Δάμασος τεἶχος ὑπεναντίον τὦν ὅπλων τοὖ διαβόλου καὶ ἁπλὦς
παρὰ πάσης τ῅ς Ἐκκλησίας καλεἶται ἡ χαρακτηριστικὴ σημαία τὦν Ὀρθοδόξων, ἡ
διακρίνουσα αὐτοὺς τὦν ψευδαδέλφων καὶ κακοδόξων. H λέξις ΢ύμβολον ἐλήφθη κατὰ
μεταφορὰν ἐκ τὦν στρατιωτικὦν ὅρων διότι σύμβολον παρ᾿ αὐτοἶς καλεἶται τὸ μυστικὸν
σύνθημα τὸ διακρἶνον τοὺς στρατιὦτας τὦν παρεμβολὦν τὦν ἐχθρικὦν στρατευμάτων.
Ἡ ΢ύνοδος αὕτη ἐπελήφθη καὶ τοὖ ζητήματος περὶ τοὖ διορισμοὖ τ῅ς ἡμέρας καὶ τοὖ
χρόνου τ῅ς ἑορτ῅ς τοὖ Πάσχα, τὸν ὁποἶον σήμερον κρατεἶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἀνατολικὴ
Ἐκκλησία (Ἀποστλ. Κν. Ζ´, καὶ τὸν Α´ τ῅ς ἐν Ἀντιοχείᾳ καὶ ΢υνγτμ. Ῥάλλη καὶ Ποτλ῅
Σόμ. 2ος ΢ελ, 10), συνέταξε δὲ καὶ 20 Ἱεροὺς Κανόνας. Σὰ πρακτικὰ ὅμως τ῅ς Ἱερ᾵ς
ταύτης ΢υνόδου δὲν σῴζονται οὔτε Ἑλληνιστὶ οὔτε Λατινιστί. Σὰ σήμερον σῳζόμενα
εἸναι ἐκεἶνα, ἅτινα συνέγραψεν ὁ Παμφίλου Εὐσέβιος, ΢ωκράτης ὁ ΢ῳζόμενος, ὁ
Θεοδώρητος, ὁ Ἱερώνυμος, καὶ οἱ ἄλλοι, ἰδίως δὲ ὅσα ὁ Γελάσιος ὁ Κυζικηνὸς ὁ ὕστερον
καὶ Ἐπίσκοπος Καισαρείας καὶ Παλαιστίνης γενόμενος συνέγραψεν ἐπὶ Ζήνωνος τ῵ 476.
Σὴν τοὖ Γελασίου συγγραφὴν ὁ μὲν Νικήτας ὁ Φωνιάτης ὀνομάζει πρακτικά, ὁ δὲ Υώτιος
Ἱστορικὸν μ᾵λλον ἥ πρακτικὸν τ῅ς ΢υγγραφ῅ς τοὖ Γελασίου μνημονεύει καὶ ὁ Ἰωάννης
ὁ Κυπαρισσιώτης (Δοσιθέου δωδεκάβιβλ. ΢ελ. 108).

Σὸ ἀποτέλεσμα τ῅ς A´ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου

Διὰ τ῅ς ὁριστικ῅ς λοιπὸν λύσεως τοὖ ἀκανθωδεστάτου καὶ σπουδαιοτάτoυ θρησκευτικοὖ
προβλήματος, τοὖ ἀπὸ πολλοὖ ἤδη διχοτομήσαντος τὴν Ἐκκλησίαν εἰς δύω ἀντίπαλα
στρατόπεδα καὶ τὴν Πολιτείαν ἐκ τούτου διαταράξαντος, ἡ μὲν Ὀρθοδοξία ἐδέξατο τὸ
Ἱερὸν ΢ύμβολον τ῅ς ἐν Νικαίᾳ Α’ ἁγίας Οἰκoυμενικ῅ς ΢υνόδου, οἱ δὲ ἀντιδοξοὖντες
ἀvεθεματίσθησαν καὶ ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος μετὰ τὦν πεισματωδεστέρων ὁμοφρόνων
αὐτοὖ ἐξωρίσθησαν εἰς Γαλατίαν τ῅ς Μικρ᾵ς Ἀσίας. Οἱ δύω Εὐσέβιοι ἐπὶ μικρὸν
διστάσαντες νὰ ὑπογράψωσι τὴν ὁμολογίαν τ῅ς Πίστεως ἐνέδωκαν τέλος εἰς τὴν
μεγάλην πλειονοψηφίαν, καθόσον μάλιστα ὁ Βασιλεὺς Κωνσταντἶνος ἀπέδειξεν ὅτι ἔχει
ἀμετάθετον τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστηρίξη μέχρις ἐσχάτων τὰ ὑπὸ τ῅ς Ἱερ᾵ς ΢υνόδου
θεσπισθέντα καὶ διὰ τ῅ς βασιλικ῅ς αὐτοὖ χειρὸς ἐπικυρωθέντα, ἐκδοὺς συγχρόνως καὶ
ἴδιον κατὰ τὦν ἀντιδοξούντων Βασιλ. διάταγμα, ἐν ᾧ ὆ητὦς ὠνόμαζε τὸν Ἄρειον
μαθητὴν τοὖ Πορφυρίου, ἑνὸς τὦν ὀπαδὦν τ῅ς Νεοπλατωνικ῅ς φιλοσοφίας, διέτασσε νὰ
καὦσι τὰ συγγράμματα τοὖ Ἀρείου καὶ ἐπέβαλε ποινὴν θανάτου κατὰ παντός, ὅστις
ἔμελλε νὰ φωραθῆ ὅτι κρύπτει τι τούτων τὦν αἱρετικὦν συγγραμμάτων. Οὕτω δὲ
ἀπεδόθη δικαίως δόξα τ῵ ἐν Ὑψίστοις θε῵ καὶ ἐπὶ γ῅ς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

Ἡ ἐκ τ῅ς Α’ Οἰκουμενικ῅ς ΢υνόδου ὠφέλεια

Ἡ πρώτη ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος ἀποκηρύξασα τὴν διδακαλίαν τοὖ Ἀρείου


ἔσωσε τὸν Φριστιανισμὸν ἀπὸ προφανεστάτης διαστροφ῅ς. Ἐὰν δὲ ἡ Οἰκ. αὕτη ΢ύνοδος
δὲν ἀπεκήρυττε τὸν Ἄρειον ὡς κακόδοξον καὶ αἱρετικόν, ἡ διδασκαλία αὐτοὖ, ὡς κατὰ τὸ
φαινόμενον ὀρθολογιστική, ἤθελεν ἀποβῆ ταχέως διδασκαλία τ῅ς Ἐκκλησίας, ὅπερ
ὀλίγου δεἶν καὶ μετὰ ταὖτα ἐγένετο ἐπὶ τ῅ς βασιλείας τοὖ Ἀρειανοὖ Οὐάλεντος, ἐὰν μὴ ἡ
Οἰκουμενικὴ Α’ ΢ύνοδος ἵστατο ὡς προπύργιον διὰ τὦν ἀποφάνσεων τ῅ς κατὰ τὦν
Ἀρειανικὦν προσβολὦν καὶ μὴ περιεχάραττε τὸν χὦρον τ῅ς ἀληθείας τ῅ς ἐν Φριστ῵
Πίστεως. Ἐὰν δὲ εἰς τὸν ΢ωτήρα Φριστὸν ὀφείλωμεν τὴν ἀληθ῅ γνὦσιν τοὖ Θεοὖ, εἰς τὴν
Ἁγίαν Α’ Οἰκουμενικὴν ΢ύνοδον ὀφείλομεν τὴν ὑποστήριξιν αὐτ῅ς διότι, ἐὰν αὕτη μὴ
συνεκροτεἶτο, τολμὦ νὰ εἴπω ὅτι ἡ ἀληθὴς Ὀρθόδοξος Πίστις θὰ ἐξηφανίζετο, τὸ δὲ
ἔργον τ῅ς ΢ωτηρίας θὰ ἔμενεν ἡμιτελές. Ἡ συγκρότησις λοιπὸν τ῅ς Α’ Οἰκουμ. ΢υνόδου
ἧτο κατὰ νεύσιν τ῅ς Θείας Βουλ῅ς, ἵνα τὸ ἔργον τ῅ς ΢ωτηρίας διαφυλάξῃ τέλειον, καὶ ὡς
ἀσφαλὴς θεματοφύλαξ παραδώσῃ αὐτὸ ταἶς κατόπιν γενεαἶς. Πάντως ἐκ θείου
Πνεύματος ἐκινήθησαν οἱ θεἶοι Πατέρες οἱ ἀναλαβόντες τὸν ἀγὦνα κατὰ τοὖ Ἀρείου, ὁ
δὲ Μέγας Αὐτοκράτωρ ἅγιος Κωνσταντἶνος κατὰ θείαν ἔμπνευσιν προέβη εἰς τὴν
συγκρότησιν τ῅ς Ἁγίας Οἰκουμ. ΢υνόδου τὸ Πνεὖμα τὸ θεἶον ἧτο τὸ δίδον τοἶς Ἁγίοις
Πατράσι στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐκ ἠδυνήθησαν ἀντιστ῅ναι, οὐδ᾿ ἀντειπεἶν πάντες οἱ
ἀντικείμενοι αὐτ῅ς. Αὐτὸ ἐδίδαξεν αὐτοὺς ἀποφθέγγεσθαι περὶ τοὖ Ἐνανθρωπήσαντος
Θεοὖ καὶ σέβειν Θεὸν ἐν Σριάδι τὴν ἀληθ῅ καὶ σωτήριον φιλοσοφίαν .

Ἡ πρὸς τὴν Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴν ΢ύνοδον ὀφειλομένη εὐγνωμοσύνη τὦν


Φριστιανὦν καὶ ἰδίᾳ τὦν Ἑλλήνων

Πρὸ τ῅ς Ἱερ᾵ς μνήμης τ῅ς Ἱερ᾵ς ταύτης Οἰκουμ. ΢υνόδου ὀφείλομεν οἱ τὴν Πίστιν αὐτ῅ς
ὁμολογοὖντες νὰ ἀποκαλυπτώμεθα καὶ μετὰ σεβασμοὖ τὸ ὄνομα αὐτ῅ς νὰ ἑορτάζωμεν
ἐτησίως, ὅπως ἔργῳ ἐκδηλὦμεν ὅ,τι λόγῳ παραδεχόμεθα νὰ ἐκχέωμεν δὲ τὰς καρδίας
ἡμὦν πρὸς τὸν Θεὸν ἐξ αἰσθήματος εὐγνωμοσύνης καὶ νὰ δοξάζωμεν τοὺς Ἁγίους
Πατέρας, τοὺς ἀηττήτους προμάχους τ῅ς ὀρθοδόξου Πίστεως ψάλλοντες ἐναρμονίως
ὅσα αὐτοὶ καλὦς ἐδογμάτισαν καὶ ἐμελώδησαν. Καὶ μεταξὺ μὲν τὦν θεσπεσίων ἀνδρὦν,
οἵτινες διέλαμψαν κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἐποχὴν τ῅ς κρίσεως καὶ τ῅ς ἀκμ῅ς τ῅ς
θρησκείας, ἐν τῆ ὀφειλομένῃ εὐγνωμοσύνῃ ἡμὦν πρέπει πάντως νὰ κατέχῃ τὴν
ἐξαιρετικὴν θέσιν ὁ πρὦτος ἁπάντων καὶ καθηγούμενος Μέγας Ἀθανάσιος διότι οὗτος
θεσπίσας ὅτι «Πίστις καθολικὴ αὕτη ἐστὶν ἵνα ἕνα Θεὸν ἐν Σριάδι καὶ Σριάδα ἐν Μονάδι
σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τὰς ὑποστάσεις, μήτε τὴν οὐσίαν μερίζοντες»,
ἀπεσκυβάλισεν εἰς τοὺς ἀπίστους πάντα, ὅστις δὲν ἀπεδέχετο ὁλόκληρον τὴν σειρὰν τὦν
ἀ὇὆ήτων τούτων ἀληθειὦν, διήνοιξεν ἀνυπέρβλητον χάσμα μεταξὺ Ἀρείου καὶ
Ἐκκλησίας ὀχυρώσας τὴν Φριστιανικὴν ἑνότητα διὰ πανοπλίας, ἥτις ἐπήρκεσεν αὐτῆ ἐπὶ
πεντεκαίδεκα ὅλους αἰὦνας, καὶ διὰ τ῅ς ἀσφαλείας, δι᾿ ἧς περιέβαλε τὴν Πίστιν,
ἐμφυσήσας θά὇὆ος καὶ πειθὼ ἀκαταγώνιστον εἰς ἅπαντας τοὺς Κήρυκας τοὖ θείου
Λόγου ἀπὸ τὦν χρόνων αὐτοὖ μέχρι σήμερον. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετὰ τοὖ Ἁγίου Ἀθανασίου
εὐθαρσὦς καὶ γενναίως συναγωνισάμενοι 318 Θεοφόροι Πατέρες παρὰ πάντων μὲν τὦν
Φριστιανὦν δέον νὰ ὧσι σεβαστοί, κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως παρὰ τὦν Ἑλλήνων διότι οὗτοι
πλὴν τοὖ θρησκευτικοὖ λόγου, δι᾿ ὃν ὀφείλουσιν εὐγνωμοσύνην πρὸς αὐτήν, ἔχουσι καὶ
λόγους πολιτικούς, λόγους ἐθνικούς, δι᾿ οὓς ὀφείλουσι νὰ τιμὦσι καὶ γεραίρωσι τὴν
μνήμην αὐτ῅ς. Καὶ τ῵ ὄντι ἐν τῆ Ἱερᾶ ταύτῃ ΢υνόδῳ ὁ διασπαρεὶς Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τοὖ
Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοὖ προπαρασκευάσαντος τὴν ὁδὸν τοὖ Φριστιανισμοὖ ὑπὸ
Αὐτοκράτορα τὸν Μέγαν Κωνσταντἶνον, Ῥωμαἶον μὲν τὸ γένος καὶ τὴν ἀρχήν, ἀλλ᾿
Ἕλληνα τὴν διάθεσιν διὰ τὴν ἐπίδρασιν τ῅ς θρησκείας τ῅ς Ἑλληνικὦς ἀναπτυχθείσης,
συναθροίζεται ἀπὸ τὦν περάτων τοὖ Ῥωμαικοὖ κράτους ἐν Νικαίᾳ, ἵνα κανονίσῃ τὴν
πίστιν τὦν Ῥωμαίων ὑπηκόων αὐτοὖ, αὐθεντικὦς ἀποφανθῆ κατὰ τ῅ς παλαι᾵ς πλάνης,
καὶ ἀνακηρύξῃ τὴν ὀρθὴν διδασκαλίαν, ἣν ὤφειλεν ἡ Οἰκουμένη ἅπασα νὰ ἀσπασθῆ, ὡς
τὸν κανόνα καὶ ὁδηγὸν τ῅ς ἀληθείας τ῅ς κανονιζούσης τὰ εὐγενέστερα τοὖ ἀνθρώπου
αἰσθήματα. Ἐν ταύτῃ ὁ Ἑλληνισμὸς ἐνίκησεν οὐχὶ μόνον τὴν αἵρεσιν, ἀλλὰ καὶ τὴν
ἐθνικὴν πλάνην τ῅ς παλαι᾵ς λατρείας καὶ τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐξουσίαν· ἐν ταύτῃ ἐξεδηλώθη
ἡ ἰσχὺς τοὖ Ἑλληνικοὖ στοιχείου, αὕτη δὲ ὑπ῅ρξεν ὁ πρὦτος σπινθὴρ τοὖ ἀναλάμψαντος
μετὰ ταὖτα Ἑλληνισμοὖ, αὕτη ἧτο ἡ πρώτη ζύμη ἡ συγκεντρώσασα περὶ ἑαυτὴν καὶ
ζυμώσασα ὅλον τὸν Ῥωμαϊσμόν, ὃν ἐντὸς ὀλίγου ἀνέδειξεν Ἑλληνισμόν, καὶ αὕτη ἣν τὸ
χωνευτήριον τὸ καθαρίσαντα στοιχεἶα τοὖ κράτους καὶ ἀναχωνεύσαν τὸ Βυζαντινὸν
Ἑλληνικὸν βασίλειον. H Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐν αὐτῆ διέλαμψεν, ὁ δὲ Πλάτων καὶ ὁ
Ἀριστοτέλης ἦσαν οἱ ἐπίκουροι τ῅ς ἀληθείας πρόμαχοι. Πάντως λοιπὸν ἡ θεία Πρόνοια
παρουσίασεν αὐτοὺς πρὸ τοὖ Φριστιανισμοὖ, ὅπως βοηθήσωσιν αὐτὸν ἐν τῆ πάλῃ κατὰ
τοὖ ψεύδους. Ἐν τῆ ΢υνόδῳ ταύτῃ ἔστη τὸ τρόπαιον τοὖ Ἑλληνισμοὖ ἐν ταύτῃ ὁ
Ἑλληνισμός, ὡς ἄλλη Ἀθην᾵ ἀνέθορεν ἐκ τ῅ς κεφαλ῅ς τοὖ Ῥωμαϊκοὖ κράτους, ὅπως
διευθύνη διὰ τ῅ς σοφίας αὐτ῅ς τὰς συνειδήσεις τὦν ἀνθρώπων καὶ συμβουλεύσῃ τὰ
ἄριστα. H Νίκαια, ἡ Ἑλληνικωτάτη αὕτη πόλις, ἧτο ὁ θρίαμβος τὦν Ἀθηνὦν κατὰ τ῅ς
Ῥώμης, ἧτο ἡ πτὦσις αὐτ῅ς καὶ ἡ ἀνόρθωσις τ῅ς Κωνσταντινουπόλεως, τ῅ς νέας
πρωτευούσης τοὖ Ἑλληνισμoὖ ἐν ταύτῃ ἀνεφάνη ἡ ἰσχὺς αὐτοὖ, ἀνεδείχθη τὸ κράτος
αὐτοὖ καὶ διέλαμψεν ἡ περιφάνεια τοὖ πνεύματος αὐτοὖ. Ἰδοὺ ἐν αὐτῆ τὰ πάντα
Ἑλληνικά, τὰ Μέλη τ῅ς ΢υνόδου, ἡ Γλὦσσα, αἱ συζητήσεις, τὰ Πρακτικά, τὰ Βουλεύματα
καὶ ἐν γένει πάντα τὰ χαρακτηρίζοντα Ἑλληνικὴν Βουλήν. H ΢ύνοδος αὕτη εἷναι
τιμητικὸν παράσημον, τὸ ὁποἶον ἐτίμησε, τιμᾶ καὶ θὰ τιμᾶ τὸ στ῅θος παντὸς Ἕλληνος ἐν
αὐτῆ ἐδείχθη ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν θνῄσκει, ἀλλ᾿ ὅτι πίπτων ἐγείρεται ἰσχυρότερος, ὅτι
ἔχει τὸ μυστήριον νὰ κατακτᾶ πνευματικὦς τοὺς κατακτώντας τὰς χώρας του, καὶ ὅτι
προώρισται νὰ ζῆ, ὅπως ζωογονῆ. Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ αὕτη ΢ύνοδος δέον νὰ διδάξῃ τὰ
ἔθνη καὶ τοὺς λαοὺς ὅτι ὀφείλουσι νὰ σέβωνται καὶ τιμὦσι τὸν Ἑλληνισμὸν διά τε τὰς
μεγάλας ἐκδουλεύσεις, ἃς παρέσχε τῆ ἀνθρωπότητι ἐν γένει, καὶ διὰ τὰ ἰδιάζοντα
πλεονεκτήματα αὐτοὖ, δι᾿ Ὠν δύναται νὰ φαίνηται ἀείποτε ὠφέλιμος τῆ ἀνθρωπότητι.
Σοιαύτη ἡ πρώτη Ἁγία Οἰκουμενικὴ ΢ύνοδος, καὶ τοιαὖται αἱ ἀρεταὶ καὶ αἱ ὑπηρεσίαι
αὐτ῅ς πρός τε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδίως πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸν διὸ πάντες μὲν
ὀφείλουσι νὰ τιμὦσιν αὐτήν, ἰδίως ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς διότι αὕτη ὑπ῅ρξε δι᾿ αὐτὸν ναὖς
περισώσασα καὶ ἀναδείξασα θρησκείαν καὶ ἐθνικότητα.
Ἅγιος Νεκτάριος

Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ΢ΣΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ ΚΑΙ Η


ΡΨΜΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου: Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ
΢χίσματος, περὶ τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καὶ περὶ τοῦ δυνατοῦ ἥ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν
δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς. Ἀθ῅ναι, 1911)

Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τὦν κατὰ τόπους
Ἐκκλησιὦν, ἡνωμένων τῆ πίστει, τῆ ἐλπίδι, τῆ ἀγάπῃ καὶ τῆ λατρείᾳ ὑπ῅ρξεν ἀείποτε
ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τ῵ Πάπᾳ Ῥώμης, οὐδ᾿ ἀνεγνώρισε ποτὲ
αὐτ῵ μείζονα ἱεραρχίαν καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ πνευματικὴν ὑπεροχήν, ἀλλ᾿
ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοὖ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν
ἔλαβε χειροτονίαν, οἴαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τὦν ἀποστόλων, οἵτινες δὲν
ἀπεστάλησαν παρὰ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἐπίσκοποι καθεδρὦν, ἀλλ᾿ ἀπόστολοι τοὖ ἱεροὖ Αὐτοὖ
Εὐαγγελίου, φέροντες τὴν δύναμιν τοὖ ἱδρύειν ἐκκλησίας.

Οἱ ἀπόστολοι ἦσαν ὅ,τι ὁ θεόπτης ΜωὉσ῅ς, ὅστις Ὡκοδόμησε θυσιαστήριον καὶ


κατεσκεύασε τὴν σκηνὴν τοὖ μαρτυρίου καὶ διέταξε τὰ τ῅ς λατρείας καὶ πάσας τὰς ἱερὰς
τελετάς· καὶ συγχρόνως ἀρχιθύται ὡς ὁ Ἀαρών· καὶ τοιοὖτοι ἔδει νὰ ὧσιν, ἀφοὖ ἡ παλαιὰ
λατρεία τύπος καὶ σκιὰ ἦν τ῅ς νέας λατρείας, τ῅ς γνωσθείσης τοἶς ἔθνεσι διὰ τὦν ἁγίων
ἀποστόλων· ἐν τοἶς ἁγίοις ἀποστόλοις ὑπ῅ρχε τὸ πλήρωμα τὦν χαρισμάτων, οὐδὲ ἦν
δυνατὸν ἄλλως νὰ ἔχῃ, ἀφοὖ πάντες ἐξ ἴσου ἀπεστέλλοντο· «πορευθέντες μαθητεύσατε
πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοὖ Πατρὸς καὶ τοὖ Τἱοὖ καὶ τοὖ ἁγίου
Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεἶν πάντα, ὅσα ἐνετειλάμην ὑμἶν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿
ὑμὦν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τ῅ς συντελείας τοὖ αἰὦνος. Ἀμήν» (Ματθ. κη´ 19-20).

Πὦς ἦν δυνατὸν νὰ ἐξαρτὦνται οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τοὖ Πέτρου, ὅστις ἐξ ἴσου πρὸς τοὺς
ἄλλους ἀπεστέλλετο εἰς τὸ κήρυγμα, ὅπως ἱδρύσωσι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διδάξωσι τὴν
λατρείαν τοὖ Φριστοὖ ἐν τοἶς ἔθνεσιν, ἀφοὖ ἕκαστος ἔμελλε νὰ ἐνεργῆ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ
τὦν λοιπὦν; Ἀλλὰ τὶς ἡ χρεία τοὖ πρωτείου τοὖ ἀποστόλου Πέτρου, ἀφοὖ δὲν ἦτο
δυνατὸν νὰ ὑπάρχωσι δευτερεἶα, διὰ τὴν διασπορὰν τὦν ἀποστόλων; Σὶς ἡ χρεία τ῅ς
ὑπεροχ῅ς τοὖ Πέτρου, ἀφοὖ ἕκαστος ἀπόστολος ἰδίαν εἷχεν ἀποστολήν; Σὶς ἡ χρεία
ἱεραρχικ῅ς βαθμολογίας μεταξὺ τὦν ἀποστόλων, ἀφοὖ ἐν τῆ διασπορᾶ ἔμελλον νὰ
ἀποθάνωσι μακρὰν ὁ εἰς τοὖ ἄλλου; Σὶς ἡ χρεία τ῅ς δυνάμεως τοὖ Πέτρου, ἀφοὖ ὁ Κύριος
ὑπεσχέθη εἰς τοὺς ἀποστόλους, ὅτι ἔσεται μετ᾿ αὐτὦν πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τ῅ς
συντελείας τοὖ αἰὦνος; Βεβαίως οὐδεμία χρεία ὅλων τούτων τὦν φανταστικὦν
προσόντων τοὖ ἀποστόλου Πέτρου, ὅστις ἐξ ἅπαντος θὰ διαμαρτύρηται κατὰ τ῅ς
τοιαύτης ὑπεροχ῅ς. Ἐὰν τὰ προσόντα τοὖ Πέτρου, οἴα ἀξιοἶ ἡ ὆ωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἦσαν
ἀληθ῅, τὸ πνεὖμα τοὖ εὐαγγελίου θὰ καθίστατο λίαν προβληματικὸν καὶ ἀδιανόητον,
διότι θὰ παρουσίαζε σύγχυσιν ἐννοιὦν καὶ σύγκρουσιν ἀρχὦν· θὰ ἦτο ἀκατανόητος ἡ
ἀρχὴ τ῅ς ἰσότητος, καὶ ἰσότητος μέχρι ταπεινώσεως καὶ ἡ ἀρχὴ τ῅ς ἀνισότητος, μέχρι
ἡγεμονίας καὶ ὑπεροψίας. Ἐὰν διετάσσετο τοιαύτη ὑπεροχὴ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πὦς
θὰ ἠδυνάμεθᾳ νὰ νοήσωμεν τὸ ἑξ῅ς χωρίον τοὖ Εὐαγγελίου; «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοὖντες
ἄρχειν τὦν ἐθνὦν κατακυριεύουσιν αὐτὦν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτὦν κατεξουσιάζουσιν
αὐτὦν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμἶν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμἶν, ἔσται ὑμὦν
διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμὦν γενέσθαι πρὦτος, ἔσται πάντων δοὖλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς
τοὖ ἀνθρώπου οὐχ ἦλθε διακονηθ῅ναι, ἀλλὰ διακον῅σαι, καὶ δοὖναι τὴν ψυχὴν αὐτοὖ
λύτρον ἀντὶ πολλὦν» (Μαρκ. ι´ 42-45)· καὶ ἵνα ἀφήσωμεν τὰ πολλὰ χωρία, διότι δὲν θὰ
ἐπαρκέση ὁ χρόνος, ἐρωτὦμεν. Πὦς θὰ ἐπληροὖτο ὁ σκοπὸς τ῅ς ἀποστολ῅ς τὦν
ἀποστόλων μὴ ἐχόντων κοινωνίαν μετὰ τοὖ ἀνωτάτου ἀποστόλου, παρ᾿ ο὘ θὰ ἐλάμβανε
κὖρος τὸ ἀποστολικὸν αὐτὦν κήρυγμα; Ἀλλ᾿ ἀφοῦ συνέστησεν ἱεραρχίαν μεταξὺ τῶν
ἀποστόλων καὶ ἀνέδειξε τὸν Πέτρον ἀνώτατον ἀπόστολον καὶ ἡγεμόνα, διατὶ ὁ
Κύριος νὰ μὴ γνωστοποιήσῃ τοῦτο καὶ τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, λέγων αὐτοἶς· «ἰδοὺ
καθίστημι Πέτρον τουτονὶ ποιμένα ὑμὦν καὶ ἄρχοντα καὶ ἡγεμόνα· αὐτὸς ποιμανεἶ ὑμ᾵ς
αὐτοὖ ἀκοὖσασθαι· καὶ πᾶς ὅστις παρακούσει αὐτοὖ ἐξολοθρευθήσεται»; Σοὖτο ἔπρεπε
νὰ ποιήση τε γνωστὸν τοἶς μαθηταἶς αὐτοὖ ὁ ΢ωτήρ, ἐὰν ὄντως καθίστα αὐτὸν ποιμένα
ποιμένων καὶ ἄρχοντα τὦν ἀποστόλων· ἀλλὰ δυστυχὦς ἥ εὐτυχὦς οὐδὲν τοιοὖτον
εἴρηκε, καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἱεραρχίαν ἀποστολικὴν συνέστησε, διὸ οὐδ᾿ ὑπάρχει τις
φόβος ἀπωλείας τ῵ μῆ πειθομένῳ τ῵ διαδόχῳ τοὖ Πέτρου, εἷπερ ἔστι τοιοὖτος ὁ
ἐπίσκοπος Ῥώμης.

Ἡ ἑνότης τ῅ς Ἐκκλησίας οὐχὶ τ῵ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τὦν ἀποστόλων θεμελιοὖται καὶ
ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τ῵ προσώπῳ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, ὃς ἔστιν ἡ κεφαλὴ τ῅ς
Ἐκκλησίας, ἐν ἐνὶ πνεύματι, ἐν τῆ μιᾶ πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ. Ἡ οἰκουμενικὴ
Ἐκκλησία οὕτως ἐννόησε τὴν ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα καὶ ταύτην ἐπεζήτησε καὶ
ἐπεδίωξε· μαρτύρια τρανὰ οἱ πρὦτοι δέκα αἰὦνες. Ἐκ τ῅ς οἰκουμενικ῅ς Ἐκκλησίας μόνη
ἡ ὆ωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τὸ πνεὖμα τ῅ς ἑνότητος καὶ δι᾿ ἄλλων
ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. Ἡ διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοὖ τρόπου τ῅ς
ἑνότητος προκάλεσε τὸ σχίσμα, ὅπερ λαβὸν τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὦν πρώτων αἰώνων
ηὐξάνετο σὺν τ῵ χρόνῳ καὶ προέβαινε κατὰ τὸ μέτρο τ῅ς ἐφαρμογ῅ς τὦν ἀρχὦν τ῅ς
὆ωμαϊκ῅ς Ἐκκλησίας, μέχρις οὗ ἀφήκετο εἰς τὴν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τ῅ς
ἀπαιτήσεως τὦν Παπὦν τ῅ς ὑποταγ῅ς τ῅ς οἰκουμενικ῅ς Ἐκκλησίας, τ῅ς Μι᾵ς,
Καθολικ῅ς καὶ Ἀποστολικ῅ς Ἐκκλησίας, τῆ ἐπισκοπῆ τ῅ς Ῥώμης. Ἐν τούτῳ δὲ κεἶται ὁ
λόγος τοὖ σχίσματος, ὅστις ἀληθὦς εἷναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεὖμα τοὖ
Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότατος δογματικὸς λόγος, διότι εἷναι ἄρνησις τὦν ἀρχὦν τοὖ
Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποὶ δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται θεωρηθὦσιν ὡς
δευτερεύοντες καὶ ἀπό὇὆οια τοὖ πρώτου τούτου λόγου. Ἴδωμεν ἤδη τίνες αἱ ἀρχαὶ καὶ
πὼς διετηρεἶτο ἡ ἑνότης ἐν τῆ Μίᾳ, Καθολικῆ καὶ Ἀποστολικῆ Ἐκκλησίᾳ.

Ἡ ἑνότης τὦν ἐκκλησιὦν

Ἑνότης τ῅ς ἐκκλησίας κατὰ τὰς ἁγίας γραφὰς εἷναι ὁ μυστικὸς ἱερὸς σύνδεσμος τὦν εἰς
Φριστὸν πιστευόντων διὰ τ῅ς κοιν῅ς ὁμολογίας τ῅ς πίστεως, τ῅ς ἐλπίδος, τ῅ς ἀγάπης
πρὸς τὸν νυμφίον Φριστὸν καὶ διὰ τ῅ς αὐτ῅ς λατρείας.

Σὸν χαρακτ῅ρα τ῅ς ἑνότητος ταύτης εὑρίσκομεν ἐν ταἶς ἐν ταἶς ἁγίαις γραφαἶς. Ἐν τῆ
προσευχῆ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἡμὦν πρὸς τὸν Οὐράνιον αὐτοὖ πατέρα καταδείκνυται ἡ ἑνότης
τ῅ς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰησοὖς μέλλων πρὸς τὸ ἑκούσιον αὐτοὖ νὰ πορευθ῅ πάθος ἀναπέμπει
ὑψηλὴν καὶ πλήρη στοργ῅ς δέησιν πρὸς τὸν πατέραν αὐτοὖ καὶ αἰτεἶται παρ᾿ αὐτοὖ, ἵνα
τηρῆ πάντας τους εἰς αὐτὸν πιστεύοντας καὶ πιστεύσοντας ἐν τ῵ συνδέσμῳ τ῅ς ἀγάπης.
«Πάτερ ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῆ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι... Οὐ περὶ τούτων
δὲ ἐρωτὦ (=παρακαλὦ) μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τὦν πιστευόντων διὰ τοὖ λόγου αὐτὦν εἰς
ἐμέ. Ἵνα πάντες ἓν ὧσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμἶν ἓν
ὧσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας. Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι
δέδωκα αὐτοἶς, ἵνα ὧσιν ἓν καθὼς ἡμεἶς ἓν ἐσμέν, ἐγὼ ἐν αὐτοἶς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἕνα ὧσι
τετελειωμένοι εἰς ἓν, καὶ ἵνα γιγνώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας
αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεἶνοι
ὧσι μετ᾿ ἐμοὖ, ἵνα θεωρὦσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ
καταβολ῅ς κόσμου. Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σὲ οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δὲ σὲ ἔγνων, καὶ ο὘τοι
ἔγνωσαν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας. Καὶ ἐγνώρισα αὐτοἶς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ
ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοἶς ᾗ, κἀγὼ ἐν αὐτοἶς». (Ἰω. ιζ´ 17-26).

Ἡ ἑνότης ἄρα τ῅ς Ἐκκλησίας ἔγκειται ἐν τῆ μετὰ τοὖ Κυρίου ἑνώσει τὦν μελὦν αὐτ῅ς.
Πάντες οἱ εἰς Φριστὸν πιστεύσαντες διὰ τὦν ἁγίων Ἀποστόλων ἡνώθησαν μετὰ τοὖ
Ἰησοὖ καὶ ἡγιάσθησαν ἐν τῆ ἀληθείᾳ τοὖ Θεοὖ καὶ Πατρός.

Ἡ ἑνότης ἄρα εἷναι ἐσωτερική, μυστική, ἄμεσος, θεία, τελεία, τετελειωμένη θεία εὐδοκία
καὶ ἀγάπη καὶ οὐδενὸς δεἶται ἐξωτερικοὖ συνδέσμου πρὸς σύστασιν τ῅ς ἑνότητος.

Οἱ πιστεύσαντες ἔλαβον τὴν χάριν καὶ τὴν ἀλήθειαν, τὸ φὦς καὶ τὴν ζωὴν διὰ Ἰησοὖ
Φριστοὖ καὶ ἡνώθησαν μετ᾿ αὐτοὖ. Σί δύναται νὰ χωρίση αὐτοὺς ἀπὸ τ῅ς ἑνότητος τ῅ς
μετὰ τοὖ Κυρίου; Ἐὰν δὲ ὁ δεσμὸς ο὘τος ἐστὶ τέλειος, τὶς ἡ χρεία ἑτέρων δεσμὦν, ἑτέρας
πίστεως;

Οἱ πιστεύσαντες εἰλκύσθησαν πρὸς τὸν ΢ωτ῅ραν ὑπὸ τοὖ πέμψαντος αὐτὸν πατρὸς (Ἰω.
στ´ 44) καὶ ἔλαβον τὴν χάριν τ῅ς ἀπολυτρώσεως· ὡς δὲ ἡ ἀλήθεια ἠλευθέρωσεν αὐτοὺς
ἀπὸ τ῅ς δουλείας τ῅ς ἁμαρτίας, τὶς δύναται νὰ στερήση αὐτοὺς τ῅ς ἐν Φριστ῵
ἐλευθερίας;

Οἱ πιστεύσαντες ἐγένοντο υἱοὶ φωτὸς καὶ μέτοχοι δόξης αἰωνίου, τὶς δύναται νὰ
ἀφαιρέση ἀπ᾿ αὐτὦν τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν δόξαν;

Οἱ πιστεύσαντες ἐγένοντο υἱοθετοὶ Θεοὖ διὰ τοὖ Κυρίου ἡμὦν Ἰησοὖ Φριστοὖ, τὶς τὴν
υἱοθεσίαν ταύτην δύναται νὰ ἀρνηθ῅ ἥ νὰ ἄρη;

Οἱ πιστεύσαντες ἐγένοντο διὰ τ῅ς θείας μεταλήψεως κοινωνοὶ τοὖ σώματος καὶ αἵματος
τοὖ Κυρίου, μένουσι δὲ ἐν τ῵ Φριστ῵ καὶ ὁ Φριστὸς ἐν αὐτοἶς, τὶς ἰσχυρὸς νὰ δια὇὆ήξη τὰ
θεἶα ταὖτα δεσμὰ τ῅ς ἑνότητος;

Οἱ πιστεύοντες λαμβάνουσι Πνεὖμα ἅγιον, τὸ πάντα συγκροτοὖν τὸν θεσμὸν τ῅ς


Ἐκκλησίας καὶ ἀναδεικνύον ταύτην Μίαν, Ἁγίαν καὶ Καθολικήν, τὶς δύναται νὰ
διασπάση τὴν ἑνότητα αὐτ῅ς; Ματαἶα ἄρα ἡ ἀπαίτησις ἐξωτερικοὖ συνδέσμου καὶ ἑτέρας
πίστεως ἐκ τὦν γραφὦν μάλιστα ἀποκρουομένης πρὸς ἐξασφάλισιν τ῅ς σωτηρίας τὦν
πιστεύοντων εἰς τὸν Κύριον Ἰησοὖν Φριστόν.

Μαρτυρίαι ἐκ τὦν Πράξεων τὦν ἁγίων Ἀποστόλων

Ἡ ἑνότης τ῅ς Ἐκκλησίας φαίνεται ὑπὸ τὦν ἁγίων ἀποστόλων ἑδραιωμένη ἐπὶ τ῅ς
ἰσότητος καὶ τ῅ς ἀμοιβαίας ἀγάπης.

Ἐν ταἶς Πράξεσι τὦν Ἀποστόλων ἀναγράφονται οἱ ἠθικοὶ δεσμοὶ τ῅ς ἑνότητος τ῅ς
πρώτης Ἐκκλησίας. Ἐν τῆ ἐκλογῆ τοὖ ἀποστόλου Ματθία, ὁ Πέτρος ὑπέδειξε τὴν
ἀνάγκην τ῅ς ἐκλογ῅ς τοὖ ἀναπληρωτοὖ τοὖ Ἰούδα. Ἡ πρότασις ἐγένετο ἀποδεκτὴ καὶ
πάντες ὁμοὖ ἐξέλεξαν δυὸ ἄνδρας, οὓς στήσαντες ἐν τ῵ μέσῳ καὶ εὐχηθέντες πρὸς τὸν
καρδιογνώστην Θεόν, ἔ὇὆ιψαν κλήρους καὶ ἔπεσεν ὁ κλ῅ρος ἐπὶ Ματθίαν καὶ
συγκατηριθμήθη μετὰ τὦν 12 Ἀποστόλων.

Ἐν τῆ ἐκλογῆ τὦν διακόνων οἱ δώδεκα προσεκάλεσαν τὸ πλ῅θος τὦν μαθητὦν καὶ


ἀνέθηκαν τῆ Ἐκκλησίᾳ τὴν ἐκλογὴν ἑπτὰ ἀνδρὦν, οὓς οἱ ἀπόστολοι διὰ χειροθεσίας καὶ
προσευχ῅ς ἀνέδειξαν διακόνους (Πράξ. στ´ 1-6).
Ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει πρόεδρον τ῅ς Ἐκκλησίας τὸν Ἰάκωβον, οἱ δὲ Πέτρος καὶ
Ἰωάννης ἀποστέλλονται πρὸς τοὺς ἐν ΢αμαρείᾳ πιστεύσαντας, ὅπως διὰ χειροθεσίας
μεταδώσωσιν αὐτοἶς Πνεὖμα ἅγιον.

Ὁ Πέτρος ἀποστέλλεται ὑπὸ τ῅ς Ἐκκλησίας καὶ αὗθις εἰς τὸ κήρυγμα ἀνὰ τὴν Ἰουδαίαν.
Περὶ τοὖ ζητήματος τ῅ς περιτομ῅ς ἀποφαίνεται ἡ Ἐκκλησία, ὁ δὲ Πέτρος ἐν συνεδρίᾳ τ῅ς
Ἐκκλησίας ἐκφέρει τὴν ἑαυτοὖ γνώμην· ἦσαν δὲ συνεδριάζοντες οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ
πρεσβύτεροι σὺν πάσῃ τῆ Ἐκκλησίᾳ. Σότε ἔδοξε τοἶς ἀποστόλοις καὶ τοἶς πρεσβυτέροις
σὺν ὅλῃ τῆ Ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτὦν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν...
γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτὦν τάδε· «οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοἶς
κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ΢υρίαν καὶ Κυλικίαν ἀδελφοἶς τοἶς ἐξ ἐθνὦν χαίρειν κτλ.»
(Πράξ. ιε´ 1-29).

Ἐν ταἶς Πράξεσιν οὐδαμοὖ φαίνεται ἥ ὑποδηλοὖται τὸ πρωτεἶον τοὖ Πέτρου. Οὐδεὶς τὦν
ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτ῵ πρωτεἶα ἥ ἕτερόν τι, μαρτυροὖν ὑπεροχὴν ἥ ἀρχήν. Ὁ
ἀπόστολος Παὖλος, ἀποχωριζόμενος τὦν Ἐφεσίων καὶ ἀποχαιρετὦν αὐτοὺς ἔλεγεν
αὐτοἶς: «Καὶ νὖν παρατίθεμαι ὑμ᾵ς τ῵ Θε῵ καὶ τ῵ λόγῳ τ῅ς χάριτος αὐτοὖ τ῵ δυναμένῳ
ἐποικοδομ῅σαι καὶ δοὖναι ὑμἶν κληρονομίαν ἐν τοἶς ἡγιασμένοις π᾵σιν» (Πράξ. κ´ 32).
Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦτο ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τ῅ς Ἐκκλησίας, φρονοὖμεν ὅτι ὤφειλεν ὁ Παὖλος
νὰ γνωρίση τοὖτο τῆ Ἐκκλησίᾳ τὦν Ἐφεσίων, ὅπως μὴ ἐξ ἀγνοίας ἀθετήση αὐτὦ
ὑποταγήν· ἀλλὰ πρὸς ποίαν τοὖ Πέτρου Ἐκκλησίαν ὤφειλε νὰ συστήση αὐτοἶς
ὑποταγήν, ὁ Παὖλος ὅμως ἐσιώπησε καὶ οὐδεμίαν ἐποιήσατο τοἶς Ἐφεσίοις σύστασιν,
ἀφοὖ μάλιστα ὆ητὦς εἷπεν αὐτοἶς· «οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοὖ μὴ ἀναγγεἶλαι ὑμἶν π᾵σαν
τὴν βουλὴν τοὖ Θεοὖ» (στίχ. 27)· ὥστε οὐδὲν ἀπέκρυψεν ἥ ἀπεσιώπησεν, ἀλλὰ π᾵σαν
ἀνήγγειλεν αὐτοἶς τὴν βουλὴν τοὖ Θεοὖ· καὶ ἐν ᾧ π᾵σαν ἀνήγγειλε τὴν βουλὴν τοὖ
Θεοὖ, δὲν ἀνήγγειλε καὶ τὴν πρὸς τὸν Πέτρον ὑποταγὴν ἑαυτοὖ, ὥστε δ῅λον ὅτι ἡ
ὑποταγὴ αὕτη δὲν εἷναι ἐντολὴ τ῅ς θείας βουλ῅ς.

Μαρτυρίαι ἐκ τὦν ἐπιστολὦν τὦν ἁγίων Ἀποστόλων

Ἐν ταἶς ἐπιστολαἶς τοὖ ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοὖ πρωτείου τοὖ Πέτρου
ἐμφαίνεται. Ἐν αὐταἶς ἀναπτύσσονται μετὰ θείας χάριτος καὶ δυνάμεως λόγου ἄπασαι
αἱ σωτηριώδεις ἀλήθειαι τ῅ς ἀποκαλυφθείσης θείας πίστεως τοὖ χριστιανισμοὖ, ἀλλ᾿
οὐδαμοὖ γίνεται ὑπαινιγμὸς τὶς περὶ τοὖ πρωτείου τοὖ Πέτρου. Ἐν αὐταἶς πολλάκις
λόγον ποιεἶται ὁ Παὖλος περὶ τ῅ς ἑνότητος τ῅ς Ἐκκλησίας, περὶ τοὖ συνδέσμου αὐτ῅ς,
περὶ τ῅ς κεφαλ῅ς τ῅ς Ἐκκλησίας, περὶ τ῅ς ἱεραρχίας τ῅ς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ οὐδέποτε
μνημονεύει τοὖ Πέτρου ὡς συνεκτικοὖ δεσμοὖ τ῅ς ἑνότητος τ῅ς Ἐκκλησίας. Καὶ οὐ μόνον
οὐ μνημονεύει, ἀλλὰ καὶ ἐλέγχει τοὺς Κορινθίους ὡς σαρκικούς, διακρινομένους εἰς
μαθητὰς τοὖ Παύλου, τοὖ Ἀπολλὦ, τοὖ Κηφ᾵ (Πέτρου) λέγων: «Μεμέρισται ὁ Φριστός;
Μὴ Παὖλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμὦν; Ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» καὶ διδάσκει
αὐτοὺς ὅτι κέντρον ἑνότητος καὶ θεμέλιος λίθος τ῅ς Ἐκκλησίας ἐστὶν ὁ σταυρωθεὶς ὑπὲρ
ἡμὦν Ἰησοὖς Φριστός, ὃς ἐγεννήθη ἡμἶν σοφία ἀπὸ Θεοὖ, δικαιοσύνη τὲ καὶ ἁγιασμὸς καὶ
ἀπολύτρωσις, ἵνα καθὼς γέγραπται· «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω»· καὶ
προστίθησι· «τὶς οὗν ἐστὶ Παὖλος, τὶς δὲ Ἀπολλὦς ἀλλ᾿ ἥ διάκονοι Θεοὖ». Ὥστε καὶ τὸν
Πέτρον ὡς διάκονον Θεοὖ καὶ οὐδὲν πλέον θεωρεἶ, τὴν δὲ Ἐκκλησίαν Θεοὖ γεώργιον,
Θεοὖ οἰκοδομήν· ἕκαστος δὲ οἰκοδομεἶ κατὰ τὴν δοθεἶσαν αὐτ῵ χάριν· θεμέλιον γὰρ
ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεἶναι παρὰ τὸν κείμενον, ὃς ἐστὶν Ἰησοὖς Φριστὸς (Α´ Κορινθ.
κεφ. α, γ).

Ἐν τῆ πρὸς Ἐφεσίους ὁ Παὖλος γράφει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐστὶν Ὡκοδομημένη ἐπὶ τ῵


θεμελίῳ τὦν ἀποστόλων καὶ προφητὦν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοὖ Ἰησοὖ Φριστοὖ, ἐν ᾧ
π᾵σα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ, ἐν ᾧ καὶ ὑμεἶς
συνοικοδομεἶσθε εἰς κατοικητήριον τοὖ Θεοὖ ἐν πνεύματι (β´ 18-22)· ὥστε ἡ ἑνότης εἷναι
ἐνδεδειγμένη ποὺ κεἶται.

Ἐπίσης ἐν ταἶς καθολικαἶς ἐπιστολαἶς τοὖ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοὖ
φαίνεται νὰ συνίσταται τὸ πρωτεἶον τοὖ Πέτρου ~ ἡ ἡγεμονία αὐτοὖ ἐν τῆ Ἐκκλησία ὡς o
ἑνωτικὸς δεσμὸς τὦν Ἐκκλησιὦν· τουναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροὖσι τὴν ἀγάπην
καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἴτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τὦν Ἐκκλησιὦν μετὰ τοὖ Πατρὸς καὶ
τοὖ Τἱοὖ.

Μαρτυρίαι περὶ τοὖ ἑνωτικοὖ δεσμοὖ τὦν Ἐκκλησιὦν ἐκ τὦν συγγραμμάτων τὦν
Πατέρων καὶ διδασκάλων τ῅ς Ἐκκλησίας

Ἐν τοἶς συγγράμμασι τὦν Ἀποστολικὦν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοὖ πρωτείου καὶ
τ῅ς ἡγεμονίας τοὖ Πέτρου ὡς ἑνωτικοὖ δεσμοὖ τ῅ς Ἐκκλησίας. Σὸ ἐν αὐτοἶς διαπνέον
πνεὖμα περὶ τ῅ς ἑνότητος τ῅ς Ἐκκλησίας εἷναι τὸ αὐτὸ τ῵ πνεύματι τ῅ς Καιν῅ς
Διαθήκης.

Ἐν τῆ ἐπιστολῆ τοὖ Βαρνάβα γίνεται λόγος περὶ τ῅ς σχέσεως τὦν κατὰ τόπους
Ἐκκλησιὦν πρὸς τὸν ΢ωτ῅ρα Φριστόν, ὅστις ἐστὶν ὁ θεμέλιος λίθος τοὖ Οἰκοδομήματος
τ῅ς σωτηρίας (κεφ. στ´). Οἱ χριστιανοὶ εἰσὶ τέκνα τ῅ς ἀγάπης, τ῅ς συνδεούσης αὐτοὺς
πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς τὸν Φριστὸν καὶ τ῅ς εἰρήνης. Ὁ νόμος τοὖ Κυρίου οὐδένα
γινώσκει ζυγὸν ἀνάγκης, ἀλλ᾿ εἷναι νόμος τ῅ς ἐλευθερίας, ὥστε ἀγνοεἶ τὴν ἀνάγκην τ῅ς
ἀναγνωρίσεως τ῅ς ἡγεμονίας τοὖ Πέτρου ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ πρὸς τήρησιν τ῅ς μετὰ τοὖ
Κυρίου ἑνότητος. Ὁ νόμος τοὖ Κυρίου εἷναι νόμος ἐλευθερίας καὶ οὐχὶ δουλείας καὶ
οὐδένα γινώσκει ζυγὸν ἀνάγκης.

Ἐν ταἶς ἐπιστολαἶς τοὖ Κλήμεντος Ῥώμης πρὸς Κορινθίους, ἐν αἸς πολλὰ διδάσκονται
περὶ ἐκκλησιαστικ῅ς τάξεως, περὶ εἰρήνης καὶ περὶ ἱεραρχίας ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, οὐδὲν
ἀναφέρεται περὶ τ῅ς ἡγεμονίας τοὖ Πέτρου ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καὶ περὶ τ῅ς κληρονομικ῅ς
διαδοχ῅ς ταύτης εἰς αὐτὸν καὶ περὶ τ῅ς ἀνάγκης τοὖ ὑποτάσσεσθαι αὐτ῵ πρὸς τήρησιν
τ῅ς μετὰ τοὖ ΢ωτ῅ρος ἑνότητος αὐτὦν. Σουναντίον μάλιστα ὁ ἱερὸς Κλήμης λέγει: «Ἢ
οὐχὶ ἕνα Θεὸν ἔχομεν καὶ ἕνα Φριστόν; Καὶ ἓν Πνεὖμᾳ τ῅ς χάριτος, τὸ ἐκχυθὲν ἐφ᾿ ἡμ᾵ς;
Καὶ μία κλ῅σις ἐν Φριστ῵; Ἵνα τί διέλκωμεν καὶ διασπὦμεν τὰ μέλη τοὖ Φριστοὖ καὶ
στασιάζωμεν πρὸς τὸ σὦμα τὸ ἴδιον, καὶ εἰς τοιαύτην ἀπόνοιαν ἐρχόμεθα, ὥστε
ἐπιλαθέσθαι ἡμ᾵ς, ὅτι μέλη ἐσμὲν ἀλλήλων;..» Υρονοὖμεν ὅτι o ἅγιος πατὴρ θὰ ἐποιεἶτο
λόγον καὶ περὶ τ῅ς ἡγεμονίας αὐτοὖ ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, ἐὰν ἀνεγνώριζεν ἐαυτὦ τοιαύτην.

Ἐν τῆ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆ τοὖ ἁγίου Ἰγνατίου ἀναγινώσκομεν: «Ὄντες λίθοι ναοὖ
Θεοὖ Πατρός, ἡτοιμασμένοι εἰς οἰκοδομὴν Θεοὖ, ἀναφερόμενοι εἰς τὰ ὕψη διὰ τ῅ς
μηχαν῅ς Ἰησοὖ Φριστοὖ, ὁ ἐστὶ σταυρός, σχοινίῳ χρώμενοι τ῵ Πνεύματι τ῵ ἁγίῳ· καὶ ἡ
πίστις ἡμὦν, ἀγωγὸς ἡμὦν· καὶ ἡ ἀγάπη, ὁδὸς ἡ ἀναφέρουσα εἰς Θεόν. Ἐστὲ οὗν καὶ
σύνοδοι πάντες, θεοφόροι καὶ ναοφόροι, χριστοφόροι, ἁγνοφόροι».

Κατὰ τὸν ἅγιον Ἰγνάτιον ἀρχὴ τ῅ς ἑνότητος εἷναι αὐτὸς ὁ Θεός. Ὁ Ἰησοὖς Φριστὸς εἷναι
τὸ ἀδιάκριτον (=ἀδιαχώριστον) ἡμὦν ζ῅ν, καὶ ἡ τοὖ Πατρὸς γνώμη, καθὼς καὶ οἱ
ἐπίσκοποι οἱ κατὰ τὰ πέρατα ὁρισθέντες ἐν Ἰησοὖ Φριστοὖ γνώμῃ εἰσίν, ὥστε γνώμῃ
Φριστοὖ ὠρίσθησαν οἱ κατὰ τὰ πέρατα ἐπίσκοποι καὶ οὐχὶ τοὖ Πέτρου· διατὶ ἤδη οἱ
τούτων διάδοχοι ὀφείλουσι νὰ διορίζωνται γνώμῃ τοὖ διαδόχου του Πέτρου;
Ὁ Ἰγνάτιος ἐπαινεἶ τὸ τὦν Ἐφεσίων πρεσβυτέριον, ὅτι συνήρμοσται τ῵ ἐπισκόπῳ ὡς
χορδαὶ κιθάρᾳ· διὰ τοὖτο ἐν τῆ ὁμονοίᾳ καὶ συμφώνῳ ἀγάπῃ Ἰησοὖς Φριστὸς ἄδεται.
Φρήσιμον ἐστὶν ἐν ἀμώμῳ ἐνότητι εἷναι, ἵνα καὶ Θεοὖ πάντοτε πάντες μετέχωσιν. Ἡ
Ἐκκλησία ἐστὶν ἐν τ῵ Ἰησοὖ Φριστ῵ καὶ ὁ Φριστὸς ἐν τ῵ Πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἐνότητι
σύμφωνον ᾗ. Ὁ Ἰγνάτιος τὴν ἑνότητα τ῅ς Ἐκκλησίας εὑρίσκει ἐν τῆ ταυτότητι τ῅ς
πίστεως, ἐν τῆ ἀμοιβαίᾳ ἀγάπῃ, ἐν τῆ συμφωνίᾳ τ῅ς γνώμης.

Ἐν τῆ πρὸς τὸν Πολύκαρπον ἐπίσκοπον ΢μύρνης ἐπιστολῆ του ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γράφει
περὶ ἑνότητος τὰ ἑξ῅ς: «Σ῅ς ἑνώσεως φρόντιζε, ἣς οὐδὲν ἄμεινον· πάντας βάσταζε, ὡς
καὶ σὲ Κύριος· πάντων τὰς νόσους βάσταζε, ὡς τέλειος ἀθλητής» (κεφ. α´).

Ἐκ τ῅ς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολ῅ς τοὖ Ἰγνατίου νοοὖμεν ἄριστα ποίαν ἕνωσιν
συμβουλεύει τ῵ Πολυκάρπῳ ὁ ἅγιος Πατὴρ νὰ ἐπιζητῆ τὴν ἕνωσιν μετὰ τοὖ Θεοὖ καὶ
οὐχὶ μετὰ τὦν διαδόχων του Πέτρου, ἥτις οὐδαμόθεν ἐπιβάλλεται.

Ἐν τῆ πρὸς Μαγνησίους ἐπιστολῆ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἐπαινὦν τὴν ἑνότητα τ῅ς Ἐκκλησίας
γράφει: «Ἄδω τὰς Ἐκκλησίας, ἐν αἸς ἕνωσιν εὔχομαι (=καυχὦμαι ὅτι εὑρίσκω) σαρκὸς καὶ
πνεύματος Ἰησοὖ Φριστοὖ». Ὁ Κύριος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς καὶ πρὦτος ἐπίσκοπος καὶ μόνος
φύσει ἀρχιερεύς· ὥστε ἕνωσις ἀληθ῅ς, ἡ ἕνωσις μετὰ τοὖ πρώτου καὶ μόνου φύσει
ἀρχιερέως Φριστοὖ· οἱ τὴν ἕνωσιν ταύτην ἔχοντες ἀνάγκην ἑτέρας πρὸς σωτηρίαν οὐκ
ἔχουσιν. Ἐν τῆ πρὸς Σραλλησίους ἐπιστολῆ τοὖ ὁ ἅγιος πατὴρ ἐπίσης οὐδὲν γράφει περὶ
τ῅ς ἡγεμονίας τοὖ Πέτρου.

Ἐν δὲ τῆ πρὸς Ῥωμαίους γράφων δὲν ἀναφέρεται πρὸς τὸν ἐπίσκοπόν της Ῥώμης, ἀλλὰ
πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εὔχεται, ἵνα τὴν ἑαυτοὖ ἐπισκοπὴν ἐπισκοπήσῃ μόνος ὁ
Φριστός.

Ἐν τῆ συγγραφῆ τοὖ ἀποστολικοὖ πατρὸς Ἐρμᾶ «ὁ Ποιμήν» (Pastor) ἡ ἐκκλησία


παραβάλλεται πρὸς μέγα Οἰκοδόμημα, πρὸς ὑψηλὸν πύργον, τεθεμελιωμένον ἐπὶ τοὖ
παντοδυνάμου ὀνόματος τοὖ Ἰησοὖ Φριστοὖ καὶ συντηρούμενον ὑπὸ τ῅ς ἀοράτου του
Θεοὖ δυνάμεως· οὕτω δὲ ὁ ὅλος πύργος φαίνεται ὑπὸ ἑνὸς μόνου λίθου ἀποτελούμενος
(Ι. Visio 2.3). Ἐν δὲ ταἶς παραβολαἶς αὐτοὖ (Similitudines), ἐν αἸς γίνεται λόγος περὶ
ἐκκλησιαστικ῅ς πειθαρχίας, ἐπαναλαμβάνει ὅτι ὁ πύργος ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία, ἡ δὲ πύλη ἡ
ἄγουσα εἰς αὐτὸν ἐστὶν ὁ Τἱὸς τοὖ Θεοὖ, δι᾿ ἣς μόνης ἐστι δυνατὴ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν
εἴσοδος. «Οἱ πιστεύοντες εἰς Θεὸν διὰ τοὖ Τἱοὖ αὐτοὖ ἔλαβον τὸ ἅγιον Πνεὖμα· ἰδού,
ἔσται ἐν πνεὖμᾳ καὶ ἐν σὦμᾳ».

Καὶ ἐνταύθα ἐπίσης οὐδένα λόγον ποιεἶται περὶ τοὖ ἐπισκόπου Ῥώμης ὡς ἀντιπροσώπου
τοὖ Φριστοὖ καὶ ἑνωτικοὖ δεσμοὖ τ῅ς Ἐκκλησίας αὐτοὖ. Ἐπίσης καὶ ἐν τῆ πρὸς Διόγνητον
ἐπιστολῆ αὐτοὖ ὡς κέντρον ἑνωτικὸν θεωρεἶ μόνον τὸν λόγον, δι᾿ ο὘ ἡ Ἐκκλησία
πλουτίζεται καὶ θεία χάρις διαχέεται ἄφθονος εἰς τὸ πλήρωμα αὐτ῅ς (κέφ. ζ´ § ια´).

Σοιαύτη ἡ γνώμη τὦν ἀποστολικὦν πατέρων περὶ τοὖ κέντρου τ῅ς ἑνότητος τὦν
Ἐκκλησιὦν, ἥτις εἷναι σύμφωνος πρὸς τὸν Πνεὖμα τ῅ς ἁγίας γραφ῅ς.

Μαρτυρίαι τὦν ἐκκλησιαστικὦν ἀνδρὦν Κλήμεντος καὶ Ὠριγένους

Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, δίδων τὸν ὁρισμὸν τ῅ς Ἐκκλησίας λέγει:Ἡ Ἐκκλησία ἐστὶ
σύστημα καὶ πλ῅θος ἀνθρώπων διοικουμένων ὑπὸ τοὖ θείου λόγου· πόλις ἀπολιόρκητος
καὶ ἀκατάθλιπτος ὑπὸ πάσης τυραννίδος, ἐν ᾗ πληροὖται τὸ θεἶον θέλημα· ὡς γὰρ τὸ
θέλημα αὐτοὖ (τοὖ Θεοὖ) ἔργον ἐστι, καὶ τοὖτο κόσμος ὀνομάζεται, οὕτω καὶ τὸ βούλημα
αὐτοὖ ἀνθρώπου ἐστὶ σωτηρία, καὶ τοὖτο Ἐκκλησία καλεἶται (Παιδαγωγὸς α´ § 6 -
΢τρώμ. ζ´ 5). Ἡ Ἐκκλησία ἐστὶν ἡ μήτηρ ἅμα καὶ παρθένος καὶ νύμφη Φριστοὖ, ἡμεἶς δὲ
ἐσμὲν μέλη Φριστοὖ (΢τρ. γ´ 6). Βασιλικὴ κεφαλὴ τ῅ς Ἐκκλησίας ἐστὶν ὁ Φριστὸς (Παιδ.
α´) καὶ ἐπιφέρει: «Ἐκ τὦν εἰρημένων ἄρα φανερὸν οἴμαι γεγενήσθαι, μίαν εἷναι τὴν
ἀληθ῅ Ἐκκλησίαν, τὴν τ῵ ὄντι ἀρχαίαν, εἰς ἣν οἱ κατὰ πρόθεσιν δίκαιοι ἐγκαταλέγονται·
ἑνὸς γὰρ ὄντος τοὖ Θεοὖ καὶ ἑνός του Κυρίου, διὰ τοὖτο καὶ τὸ ἄκρως τίμιον κατὰ τὴν
μόνωσιν ἐπαινεἶται, μίμημα ὃν τ῅ς ἀρχ῅ς τ῅ς μι᾵ς· τῆ οὗν τοὖ ἑνὸς φύσει συγκληροὖται
ἡ Ἐκκλησία ἡ μία. Κατὰ τὲ οὗν ὑπόστασιν, κατὰ τὲ ἐπίνοιαν, κατὰ τὲ ἀρχήν, κατὰ τὲ
ἐξοχήν, μόνην εἷναι φαμὲν τὴν ἀρχαίαν καὶ καθολικὴν Ἐκκλησίαν εἰς ἑνότητα πίστεως,
μι᾵ς της κατὰ τὰς οἰκείας διαθήκας, μ᾵λλον δὲ κατὰ τὴν διαθήκην, τὴν μίαν διαφόροις
τοἶς χρόνοις, ἑνός τοὖ Θεοὖ τ῵ βουλήματι δι᾿ ἑνός τοὖ Κυρίου συνάγουσιν τοὺς ἤδη
κατατεταγμένους, οὓς προώρισεν ὁ Θεὸς δικαίους ἐσομένους, πρὸ καταβολ῅ς κόσμου
ἐγνωκώς. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξοχὴ τ῅ς Ἐκκλησίας, καθάπερ ἡ ἀρχὴ τ῅ς συστάσεως κατὰ τὴν
μονάδα ἐστὶ πάντα τὰ ἄλλα ὑπερβάλλουσα καὶ μηδὲν ἔχουσα ὅμοιον ἥ ἴσον ἐαυτή»
(΢τρώμ. βιβλ. Ζ´, κεφ. ιζ´).

Ἐν τῆ θαυμάσιᾳ ταύτη περιόδῳ, τῆ πλήρει βαθυτάτων ἐννοιὦν, διατυποὖται ἡ κατὰ τὸν


τρίτον αἰὦνα διδασκαλία τ῅ς Ἀλεξανδριν῅ς Ἐκκλησίας. Π᾵σα ἄποψις τ῅ς ἑνότητος
περιελήφθη ἐν αὐτῆ· ἰδέα, οὐσία, τιμὴ καὶ κατὰ πάσας ταύτας τὰς σχέσεις εἰς μόνος
ἐστὶν ὁ Θεὸς καὶ εἰς ὁ Κύριος, ὁ τὴν ἑνότητα παριστὦν, ἐνεργὦν καὶ σώζων καὶ ὁ
παρέχων αὐτῆ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν τιμήν.

Ἡ αἰωνία ἀλήθεια τοὖ θείου λόγου καὶ τὸ θέλημα τοὖ Θεοὖ τὸ ἐν αὐτῆ ἐκπληρούμενον
ὡς ἐν τ῵ Οὐραν῵, εἰσὶν οἱ ἀναγκαἶοι ὄροι τ῅ς ὑπάρξεως αὐτ῅ς. ΕἸς ἄνθρωπος, εἸς
ἐπίσκοπος Ῥώμης, κατέχων τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ κέντρον τ῅ς ἑνότητος καὶ θέλων ἅμα νὰ
εἷναι ἡ κεφαλὴ τ῅ς Καθολικ῅ς Ἐκκλησίας, ἤθελε χαρακτηρισθ῅ ὑπὸ τοὖ Κλήμεντος ὡς
παράφρων.

Σὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα


(Pathfinder clubs - ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ)

«Θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστι Ιησούς Φριστός»
(Α΄Κορ.Γ΄ΙΙ). «εποικοδομηθέντες τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών». «Σω
θεμελίω» λέγει «των Αποστόλων» και ουχί του Πέτρου, καθώς παραφρονεί η Παπική
Εκκλησία.

Εάν ο Κλήμης Ρώμης είναι διάδοχος του Πέτρου, διότι εχειροτονήθη από τον Πέτρο, τότε
όσοι επίσκοποι χειροτονήθησαν από τον Πέτρο είναι διάδοχοί του, και όχι μόνο ο
Κλήμης.
Ο απόστολος Πέτρος εχειροτόνησε τον Πάπα Κλήμεντα επίσκοπο Ρώμης μόνο, και όχι
της οικουμένης όλης.
Εάν ο θάνατος του Πέτρου έδωσε τέτοιο προνόμιο στον Πάπα να είναι κεφαλή της
Εκκλησίας, και μονάρχης επάνω σε όλους τους αρχιερείς και εις τας ΢υνόδους, πολύ
περισσότερον πρέπει να έχει αυτά τα προνόμια ο Ιεροσολύμων διά τον θάνατον του
Φριστού.
Λέγοντας ο Πάπας πως είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, εξώρισε από την δυτική Εκκλησία
τον Δεσπότη πάντων Φριστόν, και έτσι έμεινε η δυτική Εκκλησία χήρα από τον Φριστό.
Όταν οι υιοί του Ζεβεδαίου ζήτησαν από τον Φριστό πρωτοκαθεδρία, να καθήσουν ο ένας
δεξιά του και ο άλλος αριστερά του (Μάρκ. ι´ 35-38), ο Κύριος δεν τους είπε ότι αυτό
είναι αδύνατον διότι την πρωτοκαθεδρία την έχω δώσει στον Πέτρο, αλλά, ότι «ος εάν
θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται διάκονος υμών, και ος εάν θέλη γενέσθαι
πρώτος, έστω πάντων δούλος».

Όταν οι απόστολοι κατά τον μυστικόν Δείπνον έπεσαν σε φιλονικία, διά τα πρωτεία, ο
Κύριος δεν τους είπε πως ο Πέτρος είναι ο μεγαλύτερος, επειδή αυτόν αφήνω επίτροπον
εις το ποίμνιον, αυτός είναι η κεφαλή όλων σας. (Λουκ. ΚΒ´ 24-26). Αλλά τούς είπε ότι «οι
βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται
καλούνται, υμείς δε ουχ ούτως, αλλ' ο μείζων εν υμίν γενέσθω ως ο νεώτερος και ο
ανακείμενος ως ο διακονών». Έφερε και παράδειγμα ο Κύριος τους Υαρισαίους, οι
οποίοι ζητούσαν από τους ανθρώπους να λέγονται Ραβί, όμως εσείς, οι δικοί μου
μαθητές μην πέσετε στο πάθος αυτό, μη ζητείται το πρωτείον αυτό, υμείς μη κληθήτε
καθηγηταί, «εις γαρ έστιν ο καθηγητής Φριστός, και πατέρα μη καλέσετε επί της γης. Εις
έστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς, υμείς δε πάντες αδελφοί έστε».

Οι Απόστολοι έπεμψαν τον Πέτρον και τον Ιωάννην στην ΢αμάρεια, όταν άκουσαν πως
εδέχθη τον λόγον του Θεού, εάν ο Πέτρος ήταν κεφαλή και άρχων πάντων, πως
πέμπεται από τους άλλους; πράγμα που δεν το δέχεται ούτε η συνήθεια ούτε το δίκαιον;
Είναι λοιπόν φανερό ότι τούτοι οι καπνοί της φιλοδοξίας, και πρωτοκαθεδρίας δεν
εχώρησαν μέσα εις τας θεοφόρους κεφαλάς των Αποστόλων, αλλ' όλοι ήταν ομοταγείς,
αδελφοί κατά την διδασκαλία του Κυρίοu, επίσης διδάσκαλοι πάσης της οικουμένης. Όχι
διηρημένως ο ένας στη Ρώμη, ο άλλος αλλαχού, αλλά πανταχού καθ' ένας την αυτή
εξουσία είχε και το αυτό Αποστολικό προνόμιο.

Έτσι ο Πάπας διά να στήση την κεφαλήν του, όχι μόνον συκοφαντεί το Ευαγγέλιο, αλλά
καταφρονεί και τον μακάριο Πέτρο σμυκρίνοντάς του το Αποστολικόν του προνόμιο,
επειδή από εκεί που ήταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οικουμένης καθώς και
οι λοιποί Απόστολοι, αυτός τον περικλείει εις την Ρώμην.

Εάν ο Πέτρος ήταν κεφαλή και αρχή, πως ο Παύλος ο οποίος δεν ήταν από τους δώδεκα
αντιστάθη κατά πρόσωπον εις τον Πέτρο; Πώς τον ελέγχει καθώς ο ίδιος γράφει στην
προς Γαλάτας επιστολήν του; «ότε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν κατά πρόσωπον αυτού
αντέστην» (Γαλάτ.Β΄11).
Εάν ο Πέτρος ήταν πρώτος πως εις την Αποστολικήν ΢ύνοδον δεν αποφασίζει ο Πέτρος
ως κεφαλή πάντων, αλλά ο Ιάκωβος; (Πράξ.ΙΕ΄10-28).
Οι Απόστολοι είσαν οικουμενικοί διδάσκαλοι, και ισότιμοι πάντες, και ουδένας είχε
διωρισμένον θρόνον.

Οι Απόστολοι χειροτονούσαν παντού Αρχιερείς, και έδιδαν εις αυτούς τέσσαρα


χαρίσματα: πρώτον το κήρυγμα του Ευαγγελίου, δεύτερον την Ιεροσύνην, τρίτον την
χειροτονίαν, τέταρτον την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν. Και αυτά μερικώς, και όχι
οικουμενικώς, αλλά καθένας εις την επαρχίαν του εκήρυττε το Ευαγγέλιο, ενεργούσε τα
της Ιεροσύνης, έπραττε τα της χειροτονίας, ετέλει τα του δεσμείν και λύειν. Έξω απο την
επαρχίαν του ουδείς. Επειδή αυτό ήταν αποστολικό χάρισμα.

Οι Απόστολοι χειροτονούσαν Αρχιερείς, και όχι Αποστόλους. Ουδείς των


χειροτονηθέντων από τους Αποστόλους έγινε διάδοχος και του Αποστολικού αξιώματος.
Δόγμα των Παπικών είναι «το μη πιστεύειν εις τον Πάπαν, ταυτόν εστί το μη
πιστεύειν εις τον Φριστόν», ωσάν να ήταν ο Πάπας και ο Φριστός εν κατά την ουσίαν,
δηλαδή θεοποιεί τον εαυτόν του. Ο Πάπας είναι κτίσμα, και επειδή ζητεί προνόμιον
οπού το έχει μόνος ο Θεός, το να πιστεύουν εις αυτόν τα κτίσματα, είναι ιερόσυλος, και
παντάπασι τυφλός, όταν θέλει να είναι ανώτερος των ΢υνόδων; όταν φαντάζεται
πως είναι αναμάρτητος; τι άλλο όταν διδάσκει πως είναι μονάρχης των Εκκλησιών;
παρά το ότι είναι Θεός; και διά τούτο με αναίσχυντον και άθεον απόφασιν θέλει να
προσκυνήται και να πιστεύεται ως Θεός; Σούτο τι άλλο είναι παρά φαντασία αθεϊας,
τύφλωσις νοός ειδωλολάτρου;

Ο 35ος Αποστολικός κανών βοά : «Ει τις Επίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιήσαι εν
ταις μη υποκειμένας αυτώ χώρες και πόλεσι, παρά γνώμην των κατεχόντων αυτάς,
καθαιρείσθω, ο, τε χειροτονήσας και χειροτονηθείς.»

Εάν ήταν ο Ρώμης πρώτος, πως αυτός ο ίδιος ο Κλήμης έγραφε τον Αποστολικό κανόνα
που λέει:
«Σους Επισκόπους εκάστου έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι
αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης. Εκείνα δε
πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις ύπ' αυτήν χώρας.
Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και
δοξασθήσεται ο Θεός". Αλλ' η φιλαρχία του Πάπα και τούτον τον κανόνα καθώς και
άλλους πολλούς καταπάτησε (9ον της εν Αντιοχεία ΢υνόδου).

Ο Πάπας από κενή φιλοδοξία, διά να στήση την μοναρχική εξουσία, ιδιοποιήται τα
Αποστολικά χαρίσματα. Η φιλοδοξία του Πάπα τον έφερε σε τέτοιο σημείο να λέει ότι
«το μη πιστεύειν εις τον Πάπα, ταυτόν έστι το μη πιστεύειν εις τον Φριστόν ωσάν να
ήταν ο Πάπας και ο Φριστός εν κατά την ουσίαν». Θεοποιεί τον εαυτό του. Αυτός ο
υπερβολικός τύφος του Πάπα, αυτή η μοναρχομανία του εγέννησε τόσες αιρέσεις. Πού η
χρυσή παραγγελία που μας άφησε ο Κύριος, «μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και
ταπεινός τη καρδία, και ευρίσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»; Πού ο μακαρισμός
«μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι;» δηλαδή οι ταπεινοί ; Πού τόσα και τόσα
παραδείγματα χρυσά και λαμπρά της ταπεινοφροσύνης;

Η υπερηφάνεια είναι άρνησις της ζωής του Φριστού, μίμησις του διαβόλου, διότι οι
αποστατικές δυνάμεις καθώς έλεγε η μακαρία ΢υγκλητική, τις άλλες αρετές δύνανται
κατάτινα τρόπον, να μιμηθούν, την δε ταπεινοφροσύνη ουδέποτε. Η ταπεινοφροσύνη
είναι γεννήτρεια τροφός πασών των αρετών, μίμησις της ζωής του Φριστού. Η παπική
εκκλησία είναι νόθος οργανισμός. ΢ε έναν θνητόν και αμαρτωλόν άνθρωπον
συγκεντρώθηκε η απόλυτη εξουσία και το αλάθητο. Η παπική εκκλησία δεν είναι
Φριστοκεντρική αλλά Παποκεντρική.

Ο Πάπας υπέκειψε στον τρίτο και τελευταίο πειρασμό του Κυρίου στην έρημο, σύμφωνα
με τον οποίο, ο σατανάς έδειξε στον Κύριο όλες τις βασιλείες του κόσμου και του είπε:
«ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσεις μοι». Ο Φριστός ως γνωστόν, του
απάντησε: «ύπαγε οπίσω μου σατανά». Ο Πάπας όμως όχι μόνον υπέκειψε στον τρίτο
πειρασμό του Κυρίου, αλλά και κατελήφθηκε από ασυγκράτητο πάθος για την
κατάκτηση της απόλυτης κυριαρχίας και επιβολής, όχι μόνον επί των εγκοσμίων, αλλά
και των επουρανίων και των καταχθονίων. Μια κυριαρχία που συμβολίζεται στην
τριώροφη Παπική Σιάρα.
Όταν ο Πάπας πιστεύει στο αλάθητο, τότε ο ίδιος δείχνει ότι εφ' όσον δεν κάνει λάθη δεν
μπορεί να αποδεχθεί ή μάλλον να ακούσει κι άλλη γνώμη, είναι αδιάλλακτος. Ενώ οι
ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι μόνο ο Θεός είναι αλάθητος.
Η ιστορία των Παπών αναφέρει Πάπας, οι οποίοι εξώκειλαν εις τους βράχους πλανών
και αιρέσεων, ναυαγίσαντες περί την πίστην.
Ήταν αλάθητος, διά να αναφέρωμεν παραδείγματα, ήταν αλάθητος ο
πάπας Μαρκέλος, ο οποίος περιέπεσε εις την ειδωλολατρεία και προσέφερε θυσία εις
τον βωμό της Αφροδίτης και των λοιπών ειδωλολατρικών θεών διά να σώσει την ζωή του
και την ιδιοκτησία του κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού;
Ήταν αλάθητος ο πάπας Ιούλιος, ο οποίος κατεδικάσθη ως αιρετικός υπό της ΢αρδικής
΢υνόδου; Ήταν αλάθητος ο Λιβέριος, ο οποίος ησπάζετο τις πλάνες του Αρείου και
κατεδίκασε τον Μ. Αθανάσιον τον πρόμαχον της Ορθοδοξίας;
Ήταν αλάθητος ο Υήλιξ Β´, του οποίου οι δοξασίες ήσαν τόσον φοβερές και
σκανδαλώδεις, ώστε οι χριστιανοί της Ρώμης να μη προσέρχονται στον ναόν, εις τον
οποίον ελειτούργει ; Ήταν αλάθητος ο Ονώριος, ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του
μονοθελητισμού, καταδικασθείς υπό της ΢Σ´ Οικουμενικής ΢υνόδου;
Ήταν αλάθητος ο Γελάσιος, ο οποίος εξέφερεν αιρετικές δοξασίες περί του δόγματος της
θείας Ευχαριστίας;
Ήταν αλάθητοι οι πάπαι ΢ίξτος ο Ε´, Ουρβανός Η´, Ζαχαρίας, Πίος ο Β´ και Πίος ο Δ´ οι
οποίοι υπέπεσαν εις διάφορα περί την ορθήν διδασκαλία σφάλματα και πλάνες;
Ἅγιος Νεκτάριος

Περὶ τῶν σχέσεων μὲ αἱρετικούς

Προέλευση: http://www.oodegr.com/oode/oikoymen/nektar1.htm
Ἀνθολόγηση κειμένων: Θωμ᾵ς Δρίτσας

Σὸ κατεξοχὴν ἔργο τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου περὶ τοὖ πὦς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς
αἱρετικοὺς εἷναι τὸ «Περὶ Ἀνεξιθρησκείας» (Ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι ἐκδόσεων
Παναγόπουλου ). Ἂς δοὖμε μερικὰ ἀποσπάσματα...

Λέει ὁ ἅγιος Νεκτάριος γιὰ τὸ ποιὸς εἷναι ὁ ρόλος τοὖ ἐπισκόπου:

«Πρῶτον χρέος εἰς τὸν τ῅ς Ἐκκλησίας προστάτην τὸ νὰ ἐπιμελεἶται νὰ στηρίζει εἰς τὴν
εὐσέβειαν καὶ νὰ καταρτίζῃ εἰς τὴν θεάρεστον πολιτείαν τοὺς ἐγκεχειρισμένους αὐτ῵
ὀρθοδόξους. Δεύτερον ἔργον καὶ μετ᾿ ἐκεἶνο, καὶ οἷον ἐκ περιουσίας κατόρθωμα, τὸ νὰ
ἀγωνίζεται διὰ νὰ κερδίσει καὶ τοὺς ἐξ ἀλλοτρίας θρησκείας ἥ κόμματος, καὶ νὰ
συναγάγῃ τοὺς πλανωμένους εἰς τὰ σκότη τ῅ς ἀσεβείας ἥ τ῅ς αἱρέσεως. ΑΛΛΑ ΚΑΙ
ΣΟΤΣΟ (τὸ ὁποἶον καὶ ἐδὦ περιττὸν ἴσως δὲν εἷναι νὰ τὸ προσθέσω) ΟΦΙ ΜΕ ΑΛΛΟΝ
ΣΡΟΠΟΝ, ΠΑΡΑ ΜΕ ΣΟ ΜΕ΢ΟΝ ΣΗ΢ ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ΢ ΣΟΤ ΟΡΘΟΤ ΛΟΓΟΤ, ΚΑΙ ΜΕ ΣΟ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΗ΢ ΠΡΑΞΕΨ΢ ΣΟΤ ΕΤΑΓΓΕΛΙΚΟΤ ΠΟΛΙΣΕΤΜΑΣΟ΢».

Ἀφοὖ λοιπὸν προσέχει καὶ κατηχεἶ σωστὰ τὸ δικό του ποίμνιο ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος,
τότε μόνο ἅς προσπαθήσει νὰ διορθώσει καὶ τοὺς πλανεμένους. Μὲ ποιὸν τρόπο; Μὰ
φυσικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τοὖ ὀρθοὖ λόγου. Ἀφήνει περιθώρια γιὰ παρερμηνεἶες καὶ
ὑποθέσεις ὅτι μπορεἶ καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα ὁ ἐπίσκοπος νὰ συμπροσεύχεται καὶ νὰ
συλλειτουργεἶ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ κατορθώσει νὰ τοὺς διορθώσει; Ὄχι βέβαια.

Λέει κάπου ἀλλοὖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γι᾿ αὐτὸν ποὺ «περιέρχεται δὲ εἰς λύμην καὶ
διαστροφὴν καὶ ἐξαπάτην τὦν ὑγιαινόντων τέκνων τ῅ς πίστεως»:

«Σὸν τοιοὖτον, ἀφ᾿ ο὘ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὥν


αὐτοκατάκριτος, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἔσω καὶ πνευματικὴν συνάφειαν, ἀλλὰ καὶ κατὰ
τὴν ἔξω καὶ βιωτικὴν κοινωνίαν, ὅσον εἷναι δυνατόν, τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ τοὖτο διὰ
δύο αἰτίας: πρὦτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ
ἀπαραφύλακτον συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τ᾵ς ψυχὰς τὦν ἁπλούστερων, καὶ νὰ
διαδίδῃ τὴν κακὴν ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τὸν
κολάσωμεν τρόπον τινὰ καὶ νὰ τὸν συστείλωμεν μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις
ἐνδέχεται μὲν νὰ γένῃ ἐπιστροφ῅ς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἅν ἐκεἶνο
δὲν ἀκολουθήσῃ) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τ῅ς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.

Ἔχομεν περὶ τούτου σαφ῅ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν: «Εἰ ἡ χείρ σου ἥ ὁ πούς σου
σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοὖ» (Ματθ. ιη´ 8). «Καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου
σκανδαλίζει σε, ἐξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοὖ» (αὐτ. 9). Ἐὰν καὶ σοὖ, καὶ πολλὦν ἄλλων
μετά σου, καὶ τελευταἶον καὶ τ῅ς Ἐκκλησίας ὁ ἀδελφός σου παρακούσῃ, «ἔστω σοι ὥσπερ
ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (αὐτ. 17). Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν: «Αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοὖ» (Σίτ. γ´ 10)
Καὶ προσέξετε τώρα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία ποὺ φέρνει:

1) «Διηγεἶται ὁ θεἶος Εἰρηναἶος (βιβλ. γ´, κεφ. γ´), ἐξ ἀκο῅ς τοὖ ἱεροὖ Πολυκάρπου, ὅτι
ὑπάγοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς ἕνα λουτρὸν ἐν Ἐφέσῳ μίαν ἡμέραν διὰ νὰ
λουσθῆ, ὡς ἤκουσεν ὅτι μέσα ἦτον Κήρινθος ὁ Αἱρεσιάρχης καὶ ἐλούετο, ἐξεπήδησεν
εὐθὺς ὁ τοὖ Κυρίου μαθητής, καὶ φεύγωμεν (ἔκραξε) φεύγωμεν, μήποτε συμπέσῃ τὸ
βαλανεἶον ἐπάνω μας ἔνδον γὰρ Κήρινθος, ὁ τ῅ς ἀληθείας ἐχθρός.

2) Ἀναγινώσκομεν εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν ὅτι οἱ ΢αμοσατεἶς δὲν ἤθελαν πλέον
νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὰ θερμὰ εἰς τὰ ὅποια εἷχε πλυνθ῅ ὁ Ἀρειανὸς Εὐνόμιος.

3) Ἀναγινώσκομεν ὅτι τὰ παιδία τὦν ΢αμοσατέων, ἐπειδὴ μία σφαἶρα μὲ τὴν ὁποίαν
ἔπαιζον εἷχε κυλισθῆ μεταξὺ τὦν ποδὦν τ῅ς ἡμιόνου ἐφ᾿ ἧς καθήμενος ὁ τὰ Ἀρείου
νοσὦν ἐπίσκοπος Λούκιος, κατὰ συγκυρίαν ἐκεἶθεν τότε διέβαινεν, ἄναψαν εὐθὺς
φωτίαν, καὶ διεβίβασαν διὰ τ῅ς φλογὸς τὴν σφαἶραν, μὴ τολμήσαντα τὰ παιδία νὰ τὴν
μεταχειρισθοὖν, πρὶν διὰ τοὖ πυρὸς (ὡς ἐνόμιζον) τὴν καθαρίσουν.»

Βλέπετε «ζηλωτισμοὶ» καὶ φανατισμοὶ μόλις ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανούς; Μὰ καλὰ
αὐτοὶ ποὺ ἦταν μάρτυρες αὐτήκοοι τοὖ κηρύγματος τοὖ Φριστοὖ καὶ τὦν Ἀποστόλων του
δὲν μπόρεσαν νὰ ἐννοήσουν τὸ «τ῅ς ἀγάπης κεφάλαιο»; O ἴδιος ὁ ἐπιστήθιος μαθητής
Σου φοβήθηκε νὰ μὴν μολυνθεἶ ἀπὸ τὸν Κήρινθο ἐπειδὴ θὰ συνέπιπτε στὸν ἴδιο χὦρο
μαζί του; Αὐτὸς ποὺ εἷναι γνωστὸς ὡς μαθητὴς τ῅ς ἀγάπης;

Ἐξηγεἶ λοιπὸν ὁ Ἅγιος:

«Αὐστηρὸς ἴσως καὶ περιττὸς φανῆ εἰς τινὰ ὁ ἀποστολικὸς ζ῅λος, ἁπλοϊκὴ ἡ τὦν
΢αμοσατέων δεισιδαιμονία, παιδαριώδης ἡ τὦν σφαιριζόντων παιδιὦν εὐλάβεια. Ἀλλ᾿
ἐκείνη ἦτον μία ἔμπρακτος τοὖ ἀποστόλου διδασκαλία πρὸς τοὺς ἀρτίως πιστεύσαντας
Ἐφεσίους, ὁποὖ τοὺς ἐδίδασκε νὰ προσέχουν καὶ νὰ φυλάττωνται πάση δυνάμει
Κήρινθον τὸν ἀπατεὦνα, ὅστις ἀγὦνα καὶ ἔργον ἐπιμελὲς εἷχε τὸ νὰ τοὺς διαστρέψῃ τὴν
πίστιν, καὶ νὰ τοὺς ποτίσῃ τὴν αἵρεσιν καὶ εἰς τὦν ΢αμοσατέων καὶ ἀνδρὦν καὶ παίδων
τὸν ἀποτροπιασμόν, εἷναι ἀξιέπαινος καὶ ἀξιομίμητος, ἅν ὄχι ἄλλο, ἡ προσοχὴ τὴν
ὁποίαν καὶ εἰς τὰ παραμικρὰ ἔδειχναν κατ᾿ ἐκείνων ὁποὖ ἠγωνίζοντο νὰ τοὺς
συναρπάσουν εἰς τὴν Ἀρειανικὴν ἀσέβειαν.»

Καὶ καταλήγει: «ΛΟΙΠΟΝ Η ΕΞΨΣΕΡΙΚΗ ΑΚΟΙΝΨΝΗ΢ΙΑ ΔΙΑ΢ΨΖΕΙ ΣΗΝ


Ε΢ΨΣΕΡΙΚΗΝ ΑΛΛΟΣΡΙΟΣΗΣΑ».

Καὶ τώρα ἡ ἀναφορά του στὸ σημεἶο τ῅ς πνευματικ῅ς κοινωνίας μὲ τοὺς ἐκτὸς ἐκκλησίας
αἱρετικούς:

«Ἡ περὶ τοὺς τοιούτους προσοχὴ τοὖ εὐσεβοὖς εἷναι τὸ νὰ φυλάττεται πρὸ πάντων
ἐπιμελὦς ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν αὐτὦν, ἥ ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν τοὖ ἐκείνων φρονήματος, μὴ
τύχῃ καὶ συμπαρασυρῆ, ἔπειτα καὶ τὸ νὰ μὴν ἀνέχεται, μηδὲ νὰ ὑποφέρῃ ἀκούων παρ᾿
αὐτὦν ἐπηρεαζομένην τὴν ἰδίαν εὐσέβειαν, ἀλλὰ δυνάμενος μὲν νὰ ἀπαντᾶ καὶ νὰ
ἀπολογ῅ται θεοφιλὦς, μὴ δυνάμενος δὲ νὰ ἐμφράττῃ, ὡς εἴρηται, τὰ ὧτα, καὶ νὰ δείχνῃ
εἰς τοὺς ἐπηρεαστὰς φανερὰ τὰ σημεἶα τ῅ς θλίψεως καὶ ἡ μὲν προσοχὴ αὐτή. Η ΔΕ
ΑΠΟΦΗ ΑΠΟ ΣΟΤΣΨΝ ΢ΣΡΕΥΕΣΑΙ ΕΙ΢ ΜΟΝΑ ΣΑ ΠΝΕΤΜΑΣΙΚΑ τὰ δ᾿ ἄλλα ἐπιεικὦς
καὶ φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα ἐν πάσῃ ἐλευθερίᾳ τὴν ἐξωτερικὴν μετὰ τούτων
συνδιατριβήν τε καὶ κοινωνίαν, φυλάττοντες πρὸς αὐτοὺς πάντα τὰ ἀνθρώπινα δίκαια
καὶ καθήκοντα, ἀγαπὦντες αὐτούς, καὶ τιμὦντες καὶ φιλοφρονούμενοι ὡς μέλη τοὖ
κοινοὖ πολίτευματος.

ΥΕΤΓΕ ΜΟΝΗΝ ΣΗΝ ΜΕΣΑ ΣΨΝ ΣΟΙΟΤΣΨΝ ΠΝΕΤΜΑΣΙΚΗΝ ΚΟΙΝΨΝΙΑΝ, ΑΝ ΚΑΙ


Ο ΒΙΟ΢ Ο ΠΟΛΙΣΙΚΟ΢ ΢Ε ΤΠΟΦΡΕΨΝΕΙ ΝΑ ΔΙΑ΢ΨΖΗ΢ ΣΗΝ ΚΟ΢ΜΙΚΗΝ
ΟΙΚΕΙΟΣΗΣΑ ΚΑΙ ΢ΤΝΑΥΕΙΑΝ.»

΢αφέστατος ὁ διαχωρισμός. Καὶ ὁ ἅγιος γράφει πολλὰ καὶ σπουδαἶα ἐπ᾿ αὐτοὖ στὶς
σελίδες 42 μὲ 47 τοὖ ἔργου του ποὺ ἀναφέραμε.

΢ημειώνω μία πρόταση μόνο:

«Εἶναι ψευδὲς ἐκεῖνο ὅπου ἐπιφέρουσιν, ὅτι αἱ ὁδοὶ τῆς εὐσεβείας εἶναι πολλαί... ὁδὸς
μία καὶ αὐτὴ στενὴ καὶ ὄχι πλατεῖα... εἷς καὶ μόνος Θεὸς καὶ Κύριος».

Αὐτὰ γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές. Νὰ π᾵με ὅμως καὶ στοὺς «Ζηλωτές» (μὲ τὴν κακὴ ἔννοια
τοὖ ὄρου). Ὅλους αὐτούς, δηλαδή, ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ δοὖν τοὺς αἱρετικοὺς
κρεμασμένους, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ βαδίζουν στὴν
ἀπώλεια.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στὸ βιβλίο τοὖ «Ποιμαντική» λέει πὼς: «Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ
ἐμμένῃ ἀείποτε (= ὑπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθ῅κες) ἐν ταὶς ἠθικαἶς τοὖ ἱεροὖ Εὐαγγελίου
ἀρχαἶς»· καὶ σημειώνει ἐμφαντικά: Σὶς ἠθικὲς αὐτὲς ἀρχὲς τοὖ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει
κανένας δικαίωμα νὰ τὶς παραβαίνει οὔτε «δ῅θεν λόγω δογματικὦν διαφορὦν».

Λέει ὁ ἅγιος: «Αἱ δογματικαὶ διαφοραὶ ὡς ἀναγόμεναι πρὸς μόνον τὸ κεφάλαιον τ῅ς
πίστεως ἀφίενται ἐλεύθερον καὶ ἀπρόσβλητον τὸ τ῅ς ἀγάπης κεφάλαιον· τὸ δόγμα δὲν
καταπολεμεἶ τὴν ἀγάπην».

Δηλαδὴ ἡ διαφορὰ δόγματος δὲν αἴρει, δὲν καταργεἶ, τὸ χρέος τ῅ς ἀγάπης. Ἀντίθετα: Ἡ
ἀγάπη εἷναι τόσο πλατειὰ ὥστε συγκαταβαίνει «καὶ χαρίζεται» στὸ μὴ δόγμα. «Πάντα
στέγει, πάντα ὑπομένει». Δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δόγμα οὔτε νὰ καθιστᾶ τὴν ἀγάπη
ἀνενεργή, οὔτε νὰ τὴν ἀλλοιώνει· οὔτε πολύ, οὔτε στὸ ἐλάχιστο. «Δι᾿ ὃ οὐδ᾿ ἡ τὦν
ἑτεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν᾿ ἀλλοιώσῃ τὸ πρὸς αὐτοὺς τ῅ς ἀγάπης
συναίσθημα», τὸ χρέος τ῅ς ἀγάπης.

Ἂν οἱ ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στὴν ταυτότητα τ῅ς Ἐκκλησίας τους, καὶ συνεπὦς, φαίνεται
ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι «π᾵ς πόνος μάταιος», τί λόγο ὑπάρξεως ἔχουν οἱ διάλογοι
καὶ οἱ ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς; Ἀσφαλὦς, θὰ
ἔπρεπε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ ἔλεγε: Λάθος. ΢υγγνώμη, ἅν εἷπα κάπου ἀλλοὖ στὰ βιβλία
μου κάτι διαφορετικό. Ὅμως δὲν τὸ λέει. Σί λέει;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέει: «Ἔστι λίαν πιθανὸν νὰ ἑλκύση πρὸς ἑαυτὸν (ὁ ἐπίσκοπος ὁ
διαχειριζόμενος τὸν διάλογον) καὶ τὴν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπ῅ς κρίνουσαν δογματικόν
τι ζήτημα ἑτερόδοξον ἐκκλησίαν»

Δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέει: Ὅσο καὶ ἅν φαίνεται «ἀδύνατον» καὶ «πόνος μάταιος»,
«ἔστι λίαν πιθανόν». Ἔτσι δὲν ξεκινάει κάθε ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα ἐσωτερικ῅ς
καὶ ἐξωτερικ῅ς ἱεραποστολ῅ς; Ὑπάρχει ποτὲ βεβαιότητα γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα;
Ὁ διάλογος ἔχει πρέπει νὰ ἔχει ΜΟΝΟ ἕνα σκοπό. Νὰ βοηθήση τὴν ἑτερόδοξη ἥ
σχισματικὴ «ἐκκλησία», νὰ καταλάβη τὸ λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεἶ, ὑπάρχει
πιθανότητα, νὰ ἐπανέλθῃ στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὴν σωτηρία (ἀφοὖ ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία εἷναι ἡ Μία Ἐκκλησία), ὄχι ἕνα ἄτομο μόνο, ἀλλὰ ἕνα σύνολο, μιὰ ὁλόκληρη
«Ἐκκλησία».

Ὁ στόχος τοὖ ἁγίου Νεκταρίου εἷναι καθαρὰ ποιμαντικός. Ἀφορᾶ στὴν σωτηρία. Ὁ
ἐπίσκοπος, ἡ Ἐκκλησία, ἐργάζεται μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ὄχι γιὰ τὰ ὅποια σχέδια.

΢τὸ «Γεροντικό» διαβάζουμε:

Δυὸ μοναχοὶ συναντοὖν, χωριστὰ ὁ καθένας, ἕναν ἱερέα τὦν εἰδώλων στὴν ἔρημο. Ὁ
πρὦτος μιλάει δογματικά, ὅπως τὸν ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρἶσμα τοὖ δόγματος, ὅτι ἡ
εἰδωλολατρεία εἷναι δαιμονικὴ θρησκεία καὶ οἱ ἱερεἶς της ὑπηρέτες τοὖ διαβόλου. Σοὖ
λέει:

-Αἴ, αἵ δαἶμον! Ποὖ τρέχεις;

Ὁ ἄλλος μοναχός του μιλάει μὲ τὴν χριστιανικὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Σοὖ λέει:

-΢ωθείης· σωθείης, καματηρέ!

Αὐτὸ σημαίνει καλὴ μεθόδευση· καλὴ στρατηγική.

Ρωτάει μὲ ἀπορία ὁ ἱερέας τὸν ἅγιο Μακάριο:

-Σί καλὸ εἷδες ἐπάνω μου, χριστιανὸς σύ, καὶ μοὖ μιλᾶς μὲ τόσο καλὸ τρόπο;

Ἀπαντάει ὁ ἅγιος:

-Βλέπω, ὅτι ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ψυχή σου μὲ ζ῅λο. Καὶ σὲ λυπ᾵μαι, γιατὶ δὲν τὸ ἔχεις
καταλάβει, ὅτι ὁ κόπος σου θὰ πάει χαμένος!...

Ἀποτέλεσμα:

 Σὰ λόγια του πρώτου ἐξόργισαν τὸν ἱερέα τόσο, ποὺ ὅρμησε ἐπάνω του καὶ τὸν
«σάπισε» στὸ ξύλο.
 Σὰ λόγια του δευτέρου, τὸν κατένυξαν τόσο, ποὺ ἄφησε τὴν εἰδωλολατρεία καὶ τὸ
ἐπίζηλο ἀξίωμά του, καὶ ἔγινε χριστιανὸς καὶ μοναχός (Ἀββ᾵ Μακαρίου, λθ´).

Σὸ πιστεύω καὶ τὦν δυὸ μοναχὦν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ ἕνας ἔκαμε μία ἄκριτη μετωπικὴ
ἐπίθεση ἐναντίον τοὖ ἱερέα τὦν εἰδώλων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐφάρμοσε μία στρατηγική·
ἔκαμε μία μεθόδευση. Καὶ ἐκέρδισε μιὰ μεγάλη νίκη. Ἐκέρδισε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκέρδισε
τὸν ἀδελφό του. Γιὰ τὴν αἰωνία ζωή.

΢υνιστοὖμε ἐπίσης τὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο: «Κατὰ Ἑνωτικὦν», τοὖ Ἀλέξανδρου Καλόμοιρου, ποὺ μπορεἶτε νὰ βρεἶτε στὴν
ἀκόλουθη διεύθυνση: http://www.zephyr.gr/stjohn/per-kate.htm
Ἅγιος Νεκτάριος

Διδαχές
 Πρόλογος
 Ὁ δρόμος τ῅ς εὐτυχίας
 Σὸ ἅγιο βάπτισμα
 Πνευματικὸς Ἀγώνας
 Πειρασμοί
 Προσευχή
 Εἰρήνη
 Ἀγάπη
 Διάκριση
 Ὑπερηφάνεια
 Φριστιανικὴ εὐγένεια
 Δοξολογία

Πρόλογος ὑπὸ τὦν πατέρων τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικ῅ς

Ὁ ΑΓΙΟ΢ Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ θαυματουργός, ἀποτελεἶ, στὶς πενιχρὲς μέρες τοὖ


εἰκοστοὖ αἰώνα, ἕνα δὦρο τοὖ Θεοὖ στὸν κόσμο. ΢τὸ πρόσωπό του ἀνακαλύπτει κανεὶς
ἕναν μεγάλο Πατέρα τ῅ς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ ἁγιότητα τοὖ βίου συνδυάζεται μὲ τὴ χάρη
τ῅ς θαυματουργίας καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Γεννήθηκε στὴ ΢ηλυβρία τ῅ς Ἀνατολικ῅ς Θράκης τὸ 1846. Παρακολουθώντας τὴν


ἱστορικὴ διαδρομὴ τοὖ βίου του, τὸν συναντοὖμε στὴν Κωνσταντινούπολη,
δεκατετράχρονο παιδί, νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ σπουδάζει· στὴ Νέα Μονὴ τ῅ς Φίου, νὰ
κείρεται μοναχὸς (1876) καὶ νὰ χειροτονεἶται διάκονος (1877)· στὴν Ἀθήνα, νὰ
ὁλοκληρώνει τὶς θεολογικές του σπουδὲς (1885)· στὴν Αἴγυπτο, νὰ διακονεἶ γιὰ μία
πενταετία στὸ Πατριαρχεἶο Ἀλεξανδρείας. Ἐκεἶ χειροτονεἶται πρεσβύτερος (1886) καὶ
ἐπίσκοπος - μητροπολίτης Πενταπόλεως (1889). Ἐξαιτίας τοὖ φθόνου ποὺ προκαλεἶ τὸ
πολυδιάστατο ἔργο του, συκοφαντεἶται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Πατριαρχεἶο.
Ἐπιστρέφει στὴν Ἑλλάδα τὸ 1890, καὶ περιφέρεται ὡς ἁπλὸς ἱεροκήρυκας μέχρι τὸ 1894,
ὁπότε ἀναλαμβάνει τὴ διεύθυνση τ῅ς Ριζαρείου ΢χολ῅ς. Σὸ 1908, γιὰ λόγους ὑγείας,
παραιτεἶται καὶ ἀποσύρεται στὴν Αἴγινα, στὴ γυναικεία Μονὴ τ῅ς Ἁγίας Σριάδος, ποὺ ὁ
ἴδιος ἔχει ἱδρύσει ἀπὸ τὸ 1904. Ἐκεἶ παραμένει, ὡς πνευματικὸς τ῅ς Μον῅ς, μέχρι τὸ
τέλος τ῅ς ζω῅ς του (1920).

Μιὰ ἱερὴ πορεία ἑβδομήντα τεσσάρων χρόνων, κατάφορτη ἀπὸ καρποὺς τοὖ Ἁγίου
Πνεύματος, εἷναι ὅλη ἡ ζωή του. Νηστεύει, ἀγρυπνεἶ, προσεύχεται. Σαυτίζει τὸ θέλημά
του μὲ τὸ θεἶο θέλημα καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος τοὖ Θεοὖ, ὁ "παθὼν καὶ μαθὼν τὰ θεἶα".
Λειτουργεἶ σὰν ἄγγελος, προσεύχεται χωρὶς νὰ πατάει στὴ γ῅. Ἀναδεικνύεται ἔνθερμος
ἐραστὴς τ῅ς Ἁγίας Σριάδος καὶ ἐγκάρδιος ὑμνητὴς τ῅ς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Θεολόγος
θεόπνευστος καὶ συγγραφέας ἀκούραστος. Κηρύσσει, ἐξομολογεἶ, νουθετεἶ, θυσιάζεται
γιὰ τὸν πλησίον. Οἱ ἐλεημοσύνες του εἷναι ἄπειρες καὶ οἱ θαυματουργίες του
ἀνεξάντλητες. Ἡ παρουσία του γαληνεύει, εἰρηνεύει, ἐμπνέει τοὺς πάντες. Εἷναι
ἀληθινὰ μεγάλος, γι᾿ αὐτὸ καὶ βαθιὰ ταπεινός. Εἷναι ἀρχιερέας τοὖ Ὑψίστου, ἀλλὰ
γίνεται καὶ καθαριστής, κηπουρός, τσαγκάρης καὶ χτίστης, μέχρι τὰ γεράματά του.
΢υκοφαντεἶται βαριὰ καὶ ὑπομένει εἰρηνικά, προσεύχεται, συγχωρεἶ, εὐχαριστεἶ γιὰ ὅλα.
Ἕνας πιστὸς μιμητὴς τοὖ πράου καὶ ταπεινοὖ Ἰησοὖ, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνακηρύσσει
ἐπίσημα ἅγιο τὸ 1961.

Ἀπαύγασμα τ῅ς ὁσιακ῅ς τοὖ βιοτ῅ς ἀποτελοὖν τὰ γραπτά του κείμενα. Παρουσιάζουμε
ἕνα μικρὸ ἀπάνθισμα τὦν ἐπιστολὦν του, διασκευασμένο στὴ σημερινή μας γλωσσικὴ
μορφή. Εἷναι μία συλλογὴ ἀπὸ σύντομες καὶ περιεκτικὲς διδαχὲς τοὖ ἁγίου, ποὺ
ἀναφέρονται στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν ἀγώνα τοὖ χριστιανοὖ.

Ὁ δρόμος τ῅ς εὐτυχίας

Σίποτα δὲν εἷναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατὶ μία τέτοια καρδιὰ γίνεται
θρόνος τοὖ Θεοὖ. Καὶ τί εἷναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοὖ Θεοὖ; Ἀσφαλὦς τίποτα. Λέει
ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ
πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἷμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἷναι λαός μου». (Β´ Κορ. 6, 16).

Ποιοὶ λοιπὸν εἷναι εὐτυχέστεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ
μπορεἶ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοὖ Ἁγίου
Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Σί περισσότερο χρειάζονται; Σίποτα, στ᾿ ἀλήθεια,
τίποτα! Γιατὶ ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!

Πόσο πλανιοὖνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοὖν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους,
στὶς ξένες χὦρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοὖτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ
στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ᾿ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους
ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοὖ πύργου τ῅ς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει
μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεἶς σεισμούς. ΢ύντομα ἕνα
τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεἶ στὴ γ῅...

Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἷναι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετάστε τὴν καρδιά σας καὶ δεἶτε τὴν πνευματική της
κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση
διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τὦν ἐντολὦν Σου; Μήπως σ᾵ς κατηγορεἶ γιὰ ἀδικίες, γιὰ
ψέματα, γιὰ παραμέληση τὦν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευν῅στε
μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους
στραβοὺς καὶ δύσβατους...

Δυστυχὦς, ἐκεἶνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ
πλ῅θος κακὦν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν
εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος.
Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοὖ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε
μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεἶνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο
ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη
ζωή. Γι᾿ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Σου Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μ᾵ς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία, νὰ μ᾵ς ἁγιάζει, νὰ μ᾵ς συμφιλιώνει μαζί Σου, νὰ μ᾵ς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοὖ
οὐρανοὖ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μ᾵ς ὑποδεχθεἶ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα
ὅσοι ἔχουμε βαριὰ τὴ συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἷναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ
βαρὺ φορτίο μας, νὰ μ᾵ς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας
μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...

Σὸ ἅγιο βάπτισμα

«Ὅσοι βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοὖ Φριστοὖ, ντυθήκατε τὸ Φριστό» (Γαλ. 3:27).

Πόσο μεγάλη ἀλήθεια μ᾵ς ἐπισημαίνει μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπόστολος Παὖλος!

Οἱ βαπτισμένοι χριστιανοὶ δὲν φοροὖν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς
ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του, ἀλλὰ εἷναι ντυμένοι τὸν καινούριο ἄνθρωπο. Ντύθηκαν τὸν
ἴδιο τὸ Φριστό, ποὺ ζεἶ τώρα μέσα στὶς καρδιές τους. Καὶ ἡ λέξη "ντύθηκαν" δὲν
ἀναφέρεται σὲ κάποια ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ στολή, ἀλλὰ σὲ κάτι βαθύτερο, σὲ κάτι
οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφαίρετο.

Μὲ τὴν πίστη μας στὸ Φριστὸ καὶ μὲ τὴ βάπτισή μας ντυνόμαστε τὸν ἴδιο τὸ Φριστὸ καὶ
γινόμαστε παιδιὰ τοὖ Θεοὖ, οἰκητήρια τοὖ Παναγίου Πνεύματος, ναοὶ τοὖ Θεοὖ, ἅγιοι
καὶ τέλειοι, Θεοὶ κατὰ χάριν.

Ὥστε λοιπὸν ρίξαμε ἀπὸ πάνω μας τὴ φθορὰ καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀφθαρσία.
Ξεντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τ῅ς ἁμαρτίας καὶ ντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τ῅ς δικαιοσύνης
καὶ τ῅ς χάριτος. Διώξαμε τὸ θάνατο καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀθανασία...

΢υλλογιστήκαμε ὅμως καὶ τὶς μεγάλες ὑποχρεώσεις, πού, μὲ τὸ βάπτισμά μας,


ἀναλάβαμε ἐνώπιον τοὖ Θεοὖ; ΢υνειδητοποιήσαμε ὅτι ὀφείλουμε νὰ συμπεριφερόμαστε
σὰν παιδιὰ τοὖ Θεοὖ καὶ σὰν ἀδελφοὶ τοὖ Κυρίου μας; Ὅτι ἔχουμε χρέος νὰ
συνταυτίσουμε τὸ δικό μας θέλημα μὲ τὸ θέλημα τοὖ Θεοὖ; Ὅτι πρέπει, σὰν παιδιὰ δικά
Σου, νὰ μένουμε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Σὸν ἀγαπ᾵με μ᾿ ὅλη μας
τὴ δύναμη, ἀπὸ τὰ βάθη τ῅ς ψυχ῅ς καὶ τ῅ς καρδι᾵ς μας; Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Σὸν
λατρεύουμε καὶ νὰ λαχταροὖμε τὴν ἕνωση μαζί Σου γιὰ πάντα; ΢κεφτήκαμε, ἄραγε, ὅτι
ἡ καρδιά μας πρέπει νά᾿ ναι πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὥστε αὐτὴ νὰ ξεχύνεται
καὶ στὸν πλησίον μας; Ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε ἅγιοι καὶ τέλειοι
καὶ εἰκόνες τοὖ Θεοὖ καὶ παιδιὰ τοὖ Θεοὖ καὶ κληρονόμοι τ῅ς βασιλείας τὦν οὐρανὦν;

Γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ἔχουμε χρέος ν᾿ ἀγωνιστοὖμε, ὥστε νὰ μὴ φανοὖμε ἀνάξιοι στὸ κάλεσμα
ποὺ μ᾵ς ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἀποδοκιμαστοὖμε... Ναί, ἀδελφοί μου, ἅς παλέψουμε μὲ ζ῅λο
καὶ αὐταπάρνηση γιὰ νὰ νικήσουμε. Κανείς μας ἅς μὴ χάσει τὸ θάρρος του, ἅς μὴν
ἀμελήσει, ἅς μὴ δειλιάσει, ἅς μὴν πτοηθεἶ μπροστὰ στὰ σκάμματα τοὖ πνευματικοὖ
ἀγώνα. Γιατὶ ἔχουμε βοηθὸ τὸ Θεό, ποὺ μ᾵ς δυναμώνει στὸν δύσκολο δρόμο τ῅ς ἀρετ῅ς.

Πνευματικὸς Ἀγώνας

΢κοπὸς τ῅ς ζω῅ς μας εἷναι νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ ἅγιοι. Νὰ ἀναδειχθοὖμε παιδιὰ τοὖ
Θεοὖ καὶ κληρονόμοι τ῅ς βασιλείας τὦν οὐρανὦν. Ἂς προσέξουμε μήπως, γιὰ χάρη τ῅ς
παρούσας ζω῅ς, στερηθοὖμε τὴ μέλλουσα, μήπως, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ
μέριμνες, ἀμελήσουμε τὸ σκοπὸ τ῅ς ζω῅ς μας.
Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μόνες τους δὲν φέρνουν τοὺς ἐπιθυμητοὺς
καρπούς, γιατὶ αὐτὲς δὲν εἷναι ὁ σκοπὸς τ῅ς ζω῅ς μας, ἀποτελοὖν τὰ μέσα γιὰ νὰ
πετύχουμε τὸ σκοπό.

΢τολίστε τὶς λαμπάδες σας μὲ ἀρετές. Ἀγωνιστεἶτε ν᾿ ἀποβάλετε τὰ πάθη τ῅ς ψυχ῅ς.
Καθαρίστε τὴν καρδιά σας ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ διατηρ῅στε την ἁγνή, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ
κατοικήσει μέσα σας ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σ᾵ς πλημμυρίσει τὸ Ἅγιο Πνεὖμα μὲ τὶς θεἶες
δωρεές.

Παιδιά μου ἀγαπητά, ὅλη σας ἡ ἀσχολία καὶ ἡ φροντίδα σ᾿ αὐτὰ νὰ εἷναι. Αὐτὰ ν᾿
ἀποτελοὖν σκοπὸ καὶ πόθο σας ἀσταμάτητο. Γι᾿ αὐτὰ νὰ προσεύχεστε στὸ Θεό.

Νὰ ζητ᾵τε καθημερινὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σας καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτήν.
Καὶ ὅταν Σὸν βρεἶτε, σταθεἶτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως τὰ Φερουβεὶμ καὶ τὰ ΢εραφείμ,
γιατὶ ἡ καρδιά σας ἔγινε θρόνος τοὖ Θεοὖ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεἶτε τὸν Κύριο, ταπεινωθεἶτε
μέχρι τὸ χὦμα, γιατὶ ὁ Κύριος βδελύσσεται τοὺς ὑπερήφανους, ἐνὦ ἀγαπάει καὶ
ἐπισκέπτεται τοὺς ταπεινοὺς στὴν καρδιά.

Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει. ΢τὸν ἀγώνα ἐντοπίζουμε
τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Εἷναι ὁ καθρέφτης τ῅ς πνευματικ῅ς
μας καταστάσεως. Ὅποιος δὲν ἀγωνίστηκε, δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του.

Προσέχετε καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμα παραπτώματα. Ἂν σ᾵ς συμβεἶ ἀπὸ ἀπροσεξία κάποια
ἁμαρτία, μὴν ἀπελπιστεἶτε, ἀλλὰ σηκωθεἶτε γρήγορα καὶ προσπέστε στὸ Θεό, ποὺ ἔχει
τὴ δύναμη νὰ σ᾵ς ἀνορθώσει.

Μέσα μας ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἐλαττώματα βαθιὰ ριζωμένα, πολλὰ εἷναι καὶ
κληρονομικά. Ὅλα αὐτὰ δὲν κόβονται μὲ μία σπασμωδικὴ κίνηση οὔτε μὲ τὴν ἀδημονία
καὶ τὴ βαρειὰ θλίψη, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ καρτερία, μὲ φροντίδα καὶ
προσοχή.

Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη κρύβει μέσα της ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτὸ εἷναι βλαβερὴ καὶ
ἐπικίνδυνη, καὶ πολλὲς φορὲς παροξύνεται ἀπὸ τὸ διάβολο, γιὰ ν᾿ ἀνακόψει τὴν πορεία
τοὖ ἀγωνιστ῅.

Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεἶ στὴν τελειότητα εἷναι μακρύς. Εὔχεστε στὸ Θεὸ νὰ σ᾵ς δυναμώνει.
Νὰ ἀντιμετωπίζετε μὲ ὑπομονὴ τὶς πτώσεις σας καί, ἀφοὖ γρήγορα σηκωθεἶτε, νὰ
τρέχετε καὶ νὰ μὴ στέκεστε, σὰν τὰ παιδιά, στὸν τόπο ποὺ πέσατε, κλαίγοντας καὶ
θρηνώντας ἀπαρηγόρητα.

Ἀγρυπνεἶτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν μπεἶτε σὲ πειρασμό. Μὴν ἀπελπίζεστε, ἅν


πέφτετε συνέχεια σὲ παλιὲς ἁμαρτίες. Πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς εἷναι καὶ ἀπὸ τὴ φύση τους
ἰσχυρὲς καὶ ἀπὸ τὴ συνήθεια. Μὲ τὴν πάροδο τοὖ χρόνου, ὅμως, καὶ μὲ τὴν ἐπιμέλεια
νικιοὖνται. Σίποτα νὰ μὴ σ᾵ς ἀπελπίζει.

Πειρασμοί

Οἱ πειρασμοὶ παραχωροὖνται γιὰ νὰ φανερωθοὖν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ


καταπολεμηθοὖν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεἶ ἡ ψυχή. Εἷναι καὶ αὐτοὶ δεἶγμα τοὖ θείου ἐλέους.
Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοὖ Θεοὖ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά
Σου, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεἶ ποτὲ στὴν
ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοὖ
καθενός μας καὶ παραχωρεἶ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τὦν δυνάμεών μας. Νὰ
φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεἶς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε
μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.

Ἐμπιστευτεἶτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζὦντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σ᾵ς ὁδηγήσει
στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεἶ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὁ Κύριος
παρακολουθεἶ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Σου ἀγάπη.
Μὴ λιποψυχεἶτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.

Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στὴ θέλησή σας,
ὅσο δίκαιη κι ἅν εἷναι αὐτή. Μιὰ τέτοια θλίψη μαρτυρεἶ τὴν ὕπαρξη ἐγωισμοὖ. Προσέχετε
τὸν ἐγωισμό, ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοὖ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν
ἄκαιρη λύπη, δημιουργεἶται ὕστερ᾿ ἀπὸ ἕναν δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ
ὅλα αὐτὰ εἷναι τοὖ πειρασμοὖ. Μία εἷναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεἶται, ὅταν
γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τ῅ς ψυχ῅ς μας. Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν
καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοὖ Θεοὖ.

Υροντίζετε νὰ περιφρουρεἶτε στὴν καρδιά σας τὴ χαρὰ τοὖ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν
ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὸ φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ
παράδεισος, ποὺ ὑπάρχει μέσα σας, μετατραπεἶ σὲ κόλαση.

Προσευχή

Σὸ κύριο ἔργο τοὖ ἀνθρώπου εἷναι ἡ προσευχή. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ὑμνεἶ τὸ
Θεό. Αὐτὸ εἷναι τὸ ἔργο ποὺ τοὖ ἁρμόζει. Αὐτὸ μόνο ἐξηγεἶ τὴν πνευματική του
ὑπόσταση. Αὐτὸ μόνο δικαιώνει τὴν ἐξέχουσα θέση του μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ
ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ λατρεύει τὸ Θεὸ καὶ νὰ μετέχει στὴ θεία Σου ἀγαθότητα καὶ
μακαριότητα.

Ὡς εἰκόνα τοὖ Θεοὖ ποὺ εἷναι, λαχταράει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τρέχει μὲ πόθο νὰ ἀνυψωθεἶ
πρὸς Αὐτόν. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ὑμνωδία εὐφραίνεται. Σὸ πνεὖμα του ἀγάλλεται
καὶ ἡ καρδιά τοὖ σκιρτάει. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο ἡ ψυχή του
ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ γεμίζει ἀπὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Καὶ ὅσο
ἀποχωρίζεται τὰ γήινα καὶ τὶς ἡδονὲς τοὖ βίου, τόσο περισσότερο ἀπολαμβάνει τὴν
οὐράνια εὐφροσύνη. Ἡ δοκιμὴ καὶ ἡ πείρα μ᾵ς ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια αὐτή.

Ὁ Θεὸς εὐαρεστεἶται στὶς προσευχὲς ἐκεἶνες ποὺ προσφέρονται μὲ τὸν πρέποντα τρόπο,
δηλαδὴ μὲ συναίσθηση τ῅ς ἀτέλειας καὶ τ῅ς ἀναξιότητός μας. Γιὰ νὰ ὑπάρξει ὅμως
τέτοια συναίσθηση, ἀπαιτεἶται τέλεια αὐταπάρνηση τοὖ κακοὖ μας ἑαυτοὖ καὶ ὑποταγὴ
στὶς ἐντολὲς τοὖ Θεοὖ, ἀπαιτεἶται ταπείνωση καὶ ἀδιάλειπτη πνευματικὴ ἐργασία.

Ἀναθέστε ὅλες τὶς φροντίδες σας στὸ Θεό. Ἐκεἶνος προνοεἶ γιὰ σ᾵ς. Μὴ γίνεστε
ὀλιγόψυχοι καὶ μὴν ταράζεστε. Αὐτὸς ποὺ ἐξετάζει τὰ ἀπόκρυφα βάθη τ῅ς ψυχ῅ς τὦν
ἀνθρώπων, γνωρίζει καὶ τὶς δικές σας ἐπιθυμίες καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὶς ἐκπληρώσει
ὅπως Αὐτὸς γνωρίζει. Ἐσεἶς νὰ ζητ᾵τε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴ χάνετε τὸ θάρρος σάς. Μὴ
νομίζετε ὅτι, ἐπειδὴ ὁ πόθος σας εἷναι ἅγιος, ἔχετε δικαίωμα νὰ παραπονιέστε, ὅταν οἱ
προσευχές σας δὲν εἰσακούονται. Ὁ Θεὸς ἐκπληρώνει τοὺς πόθους σας μὲ τρόπο ποὺ
ἐσεἶς δὲν γνωρίζετε. Νὰ εἰρηνεύετε λοιπὸν καὶ νὰ ἐπικαλεἶστε τὸ Θεό.
Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δεήσεις ἀπὸ μόνες τους δὲν μ᾵ς ὁδηγοὖν στὴν τελειότητα. ΢τὴν
τελείωση ὁδηγεἶ ὁ Κύριος, ποὺ ἔρχεται καὶ κατοικεἶ μέσα μας, ὅταν ἐμεἶς ἐκτελοὖμε τὶς
ἐντολές Σου. Καὶ μία ἀπὸ τὶς πρὦτες ἐντολὲς εἷναι νὰ γίνεται στὴ ζωή μας τὸ θέλημα ὄχι
τὸ δικό μας, ἀλλὰ τοὖ Θεοὖ. Καὶ νὰ γίνεται μὲ τὴν ἀκρίβεια ποὺ γίνεται στὸν οὐρανὸ ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους. Γιὰ νὰ μποροὖμε κι ἐμεἶς νὰ λέμε: «Κύριε, ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὅπως
Ἐσύ, «γεννηθήτω τὸ θέλημά ΢ου, ὡς ἐν οὐραν῵ καὶ ἐπὶ τ῅ς γ῅ς»». Φωρὶς λοιπὸν τὸ
Φριστὸ μέσα μας, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δεήσεις ὁδηγοὖν στὴν πλάνη.

Εἰρήνη

Ἡ εἰρήνη εἷναι θεἶο δὦρο, ποὺ χορηγεἶται πλουσιοπάροχα σ᾿ ὅσους συμφιλιώνονται μὲ


τὸ Θεὸ καὶ ἐκτελοὖν τὰ θεἶα Σου προστάγματα.

Ἡ εἰρήνη εἷναι φὦς καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἷναι σκοτάδι. Ἕνας ἁμαρτωλὸς
ποτὲ δὲν εἰρηνεύει.

Νὰ ἀγωνίζεστε ἐναντίον τ῅ς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ σ᾵ς ταράζει ἡ ἐξέγερση τὦν παθὦν
μέσα σας. Γιατὶ, ἅν στὴν πάλη μαζί τους νικήσετε, τὸ ξεσήκωμα τὦν παθὦν ἔγινε γιὰ
σ᾵ς ἀφορμὴ νέας χαρ᾵ς καὶ εἰρήνης.

«Νὰ ἐπιδιώκετε τὴν εἰρήνη μὲ ὅλους, ἐπιδιώκετε καὶ τὴν ἁγιότητα, χωρὶς τὴν ὁποία
κανεὶς δὲν θ᾿ ἀντικρύσει τὸν Κύριο» (Ἑβρ.12, 14).

Ἡ εἰρήνη καὶ ὁ ἁγιασμὸς εἷναι δυὸ ἀναγκαἶες προὉποθέσεις γιὰ ὅποιον ζητάει μὲ πόθο
νὰ δεἶ τὸ πρόσωπο τοὖ Θεοὖ. Ἡ εἰρήνη εἷναι τὸ θεμέλιο στὸ ὁποἶο στηρίζεται ὁ ἁγιασμός.

Ὁ ἁγιασμὸς δὲν παραμένει σὲ ταραγμένη καὶ ὀργισμένη καρδιά. Ἡ ὀργή, ὅταν χρονίζει
στὴν ψυχή, δημιουργεἶ τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος ἐναντίον τοὖ πλησίον. Γι᾿ αὐτὸ
ἐπιβάλλεται ἡ γρήγορη συμφιλίωση μὲ τὸν ἀδελφό μας, ὥστε νὰ μὴ στερηθοὖμε τὴ χάρη
τοὖ Θεοὖ ποὺ ἁγιάζει τὴν καρδιά μας.

Ἐκεἶνος ποὺ εἰρηνεύει μὲ τὸν ἑαυτό του, εἰρηνεύει καὶ μὲ τὸν πλησίον του, εἰρηνεύει καὶ
μὲ τὸ Θεό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἷναι ἁγιασμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατοικεἶ μέσα
του.

Ἀγάπη

Ἐπιδιώκετε τὴν ἀγάπη. Ζητ᾵τε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἀγάπη. Μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη
ἔρχεται καὶ ὅλο τὸ πλ῅θος τὦν ἀγαθὦν καὶ τὦν ἀρετὦν. Ἀγαπ᾵τε, γιὰ ν᾿ ἀγαπιέστε κι
ἐσεἶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὦστε στὸ Θεὸ ὅλη σας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ μένετε στὴν ἀγάπη.
«Ὅποιος ζεἶ μέσα στὴν ἀγάπη, ζεἶ μέσα στὸ Θεό, κι ὁ Θεὸς μέσα σ᾿ αὐτόν» (Α´ Ἰω. 4, 16).

Ὀφείλετε νὰ ἔχετε πολλὴ προσοχὴ στὶς μεταξύ σας σχέσεις καὶ νὰ σέβεστε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον ὡς πρόσωπα ἱερά, ὡς εἰκόνες τοὖ Θεοὖ. Νὰ μὴν ἀποβλέπετε ποτὲ στὸ σὦμα ἥ
στὴν ὀμορφιά του, ἀλλὰ στὴν ψυχή. Προσέχετε τὸ αἴσθημα τ῅ς ἀγάπης, γιατὶ, ὅταν ἡ
καρδιὰ δὲν θερμαίνεται ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχή, ἡ ἀγάπη κινδυνεύει νὰ γίνει σαρκικὴ
καὶ ἀφύσικη, κινδυνεύει νὰ σκοτίσει τὸ νοὖ καὶ νὰ κατακάψει τὴν καρδιά.

Πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καθημερινά, μήπως ἡ ἀγάπη μας δὲν ἀπορρέει ἀπὸ τὸ σύνδεσμο
τ῅ς κοιν῅ς μας ἀγάπης πρὸς τὸ Φριστό, μήπως δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ πλήρωμα τ῅ς ἀγάπης
μας πρὸς τὸν Κύριο. Αὐτὸς ποὺ ἀγρυπνεἶ νὰ διατηρήσει ἁγνὴ τὴν ἀγάπη, θὰ φυλαχθεἶ
ἀπὸ τὶς παγίδες τοὖ πονηροὖ, ποὺ προσπαθεἶ σιγὰ-σιγὰ νὰ μετατρέψει τὴν χριστιανικὴ
ἀγάπη σὲ ἀγάπη κοινὴ καὶ συναισθηματική.

Διάκριση

΢᾵ς συνιστὦ νὰ ἔχετε σὲ ὅλα διάκριση καὶ φρόνηση. Ν᾿ ἀποφεύγετε τὰ ἄκρα. Οἱ


αὐστηρότητες συμβαδίζουν μὲ τὰ μέτρα τ῅ς ἀρετ῅ς. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει μεγάλες ἀρετὲς
καὶ συναγωνίζεται μὲ τοὺς τέλειους, θέλοντας νὰ ζεἶ μὲ αὐστηρότητα, ὅπως οἱ ἅγιοι
ἀσκητές, αὐτὸς κινδυνεύει νὰ ὑπερηφανευθεἶ καὶ νὰ πέσει. Γι᾿ αὐτὸ νὰ πορεύεσθε μὲ
διάκριση καὶ νὰ μὴν ἐξαντλεἶτε τὸ σὦμα μὲ ὑπέρμετρους κόπους. Νὰ θυμάστε πὼς ἡ
ἄσκηση τοὖ σώματος ἁπλὦς βοηθάει τὴν ψυχὴ νὰ φτάσει στὴν τελειότητα, ἡ τελειότητα
κατορθώνεται κυρίως μὲ τὸν ἀγώνα τ῅ς ψυχ῅ς.

Μὴν τεντώνετε περισσότερο ἀπὸ τὸ μέτρο τὴ χορδή. Νὰ ξέρετε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐκβιάζεται
στὶς δωρεές Σου· δίνει, ὅταν αὐτὸς θέλει. Ὅ,τι παίρνουμε, τὸ παίρνουμε δωρεὰν ἀπὸ τὸ
θεἶο ἔλεος.

Μὴ ζητ᾵τε νὰ φτάσετε ψηλὰ μὲ μεγάλες ἀσκήσεις χωρὶς νὰ ἔχετε ἀρετές, γιατὶ


κινδυνεύετε νὰ πέσετε σὲ πλάνη γιὰ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν τόλμη σας. Ὅποιος ἐπιζητεἶ
θεἶα χαρίσματα καὶ ὑψηλὲς θεωρίες, ἐνὦ εἷναι ἀκόμα φορτωμένος μὲ πάθη, αὐτός, σὰν
ἀνόητος καὶ ὑπερήφανος, πλανιέται. Πρὦτα ἀπ᾿ ὅλα ὀφείλει ν᾿ ἀγωνιστεἶ γιὰ τὴν
κάθαρσή του. Ἡ θεία χάρη στέλνει τὰ χαρίσματα σὰν ἀμοιβὴ σ᾿ ὅσους ἔχουν καθαριστεἶ
ἀπὸ τὰ πάθη. Σοὺς ἐπισκέπτεται χωρὶς θόρυβο καὶ σὲ ὥρα ποὺ δὲν γνωρίζουν.

Ὑπερηφάνεια

Ἡ ὑπερηφάνεια τοὖ νοὖ εἷναι ἡ σατανικὴ ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ἀρνεἶται τὸ Θεὸ καὶ
βλασφημεἶ τὸ Ἅγιο Πνεὖμα, γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ δύσκολα θεραπεύεται. Εἷναι ἕνα βαθὺ
σκοτάδι, τὸ ὁποἶο ἐμποδίζει τὰ μάτια τ῅ς ψυχ῅ς νὰ δοὖν τὸ φὦς ποὺ ὑπάρχει μέσα της
καὶ ποὺ ὁδηγεἶ στὸ Θεό, στὴν ταπείνωση, στὴν ἐπιθυμία τοὖ ἀγαθοὖ.

Ἀντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια τ῅ς καρδι᾵ς δὲν εἷναι γέννημα τ῅ς σατανικ῅ς ὑπερηφάνειας,
ἀλλὰ δημιουργεἶται ἀπὸ διάφορες καταστάσεις καὶ γεγονότα: πλοὖτο, δόξα, τιμές,
πνευματικὰ ἥ σωματικὰ χαρίσματα (εὐφυΐα, ὀμορφιά, δύναμη, δεξιοτεχνία κ.λπ). Ὅλα
αὐτὰ σηκώνουν ψηλὰ τὰ μυαλὰ τὦν ἀνόητων ἀνθρώπων, ποὺ γίνονται ἔτσι
ματαιόφρονες, χωρὶς ὅμως νὰ εἷναι καὶ ἄθεοι... Αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐλεοὖνται ἀπὸ τὸ
Θεό, παιδαγωγοὖνται καὶ σωφρονίζονται. Ἡ καρδιά τους συντρίβεται, παύει νὰ ἐπιζητεἶ
δόξες καὶ ματαιότητες, κι ἔτσι θεραπεύονται.

Ἡ πνευματική σας ἐργασία νὰ εἷναι ἡ ἐξέταση τ῅ς καρδι᾵ς σας. Μήπως φωλιάζει σ᾿
αὐτὴν σὰν φαρμακερὸ φίδι ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ πάθος ποὺ γεννάει πολλὰ κακά, ποὺ
ἀπονεκρώνει κάθε ἀρετή, ποὺ δηλητηριάζει τὰ πάντα; ΢᾿ αὐτὴ τὴν ἑωσφορικὴ κακία
πρέπει νὰ στραφεἶ ὅλη σας ἡ φροντίδα. Μέρα καὶ νύχτα νὰ σ᾵ς γίνει ἔργο ἀδιάλειπτο ἡ
ἔρευνά της.

Θὰ εἷναι ἀλήθεια, νομίζω, ἅν πὦ ὅτι ὅλη ἡ πνευματική μας φροντίδα συνίσταται στὴν
ἀναζήτηση καὶ ἐξόντωση τ῅ς ὑπερηφάνειας καὶ τὦν παιδιὦν της. Ἂν ἀπαλλαγοὖμε ἀπ᾿
αὐτὴν καὶ θρονιάσουμε στὴν καρδιά μας τὴν ταπεινοφροσύνη, τότε ἔχουμε τὸ π᾵ν. Γιατὶ
ὅπου βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ κατὰ Φριστὸν ταπείνωση, ἐκεἶ βρίσκονται μαζεμένες καὶ ὅλες
οἱ ἄλλες ἀρετές, ποὺ μ᾵ς ὑψώνουν ὡς τὸ Θεό.
Φριστιανικὴ εὐγένεια

Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν χρέος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοὖ Κυρίου, νὰ γίνουν ἅγιοι καὶ
τέλειοι. Ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἁγιότητα χαράσσονται πρὦτα βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοὖ
χριστιανοὖ, καὶ ἀπὸ ἐκεἶ τυπώνονται καὶ στὶς σκέψεις του, στὶς ἐπιθυμίες του, στὰ λόγια
του, στὶς πράξεις του. Ἔτσι, ἡ χάρη τοὖ Θεοὖ, ποὺ ὑπάρχει στὴν ψυχή, ξεχύνεται καὶ σ᾿
ὅλο τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτήρα.

Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἷναι εὐγενικός με ὅλους. Σὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του νὰ


ἀποπνέουν τὴ χάρη τοὖ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεἶ στὴν ψυχή του, ὥστε νὰ
μαρτυρεἶται ἡ χριστιανική του πολιτεία καὶ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοὖ Θεοὖ.

Ὅποιος εἷναι μετρημένος στὰ λόγια, εἷναι μετρημένος καὶ στὰ ἔργα. Ὅποιος ἐξετάζει τὰ
λόγια ποὺ πρόκειται νὰ πεἶ, ἐξετάζει καὶ τὶς πράξεις ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσει, καὶ
ποτέ του δὲν θὰ ὑπερβεἶ τὰ ὅρια τ῅ς καλ῅ς καὶ ἐνάρετης συμπεριφορ᾵ς.

Σὰ χαριτωμένα λόγια τοὖ χριστιανοὖ χαρακτηρίζονται ἀπὸ λεπτότητα καὶ εὐγένεια.


Αὐτὰ εἷναι ποὺ γεννοὖν τὴν ἀγάπη, φέρνουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά. Ἀντίθετα, ἡ
ἀργολογία γεννάει μίση, ἔχθρες, θλίψεις, φιλονικίες, ταραχὲς καὶ πολέμους.

Ἂς εἴμαστε λοιπὸν πάντοτε εὐγενικοί. Ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη μας νὰ μὴ βγεἶ λόγος κακός,
λόγος ποὺ δὲν εἷναι ἁλατισμένος μὲ τὴ χάρη τοὖ Θεοὖ, ἀλλὰ πάντοτε λόγοι χαριτωμένοι,
λόγοι ἀγαθοί, λόγοι ποὺ μαρτυροὖν τὴν κατὰ Φριστὸν εὐγένεια καὶ τὴν ψυχική μας
καλλιέργεια.

Δοξολογία

Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ σὦμα του καὶ μὲ τὸ πνεὖμα του.
Ἄλλωστε, καὶ τὰ δυὸ ἀνήκουν στὸ Θεὸ καί, ἑπομένως, δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ τὰ ἀτιμάζει ἥ
νὰ τὰ διαφθείρει, ἀλλὰ ὡς ἅγια καὶ ἱερὰ πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιεἶ μὲ πολλὴ εὐχαριστία.

Ὅποιος θυμ᾵ται ὅτι τὸ σὦμα του καὶ τὸ πνεὖμα του ἀνήκουν στὸ Θεό, ἔχει μία εὐλάβεια
κι ἕνα μυστικὸ φόβο γι᾿ αὐτά, καὶ τοὖτο συντελεἶ στὸ νὰ τὰ διατηρεἶ ἁγνὰ καὶ καθαρὰ
ἀπὸ κάθε ρύπο, σὲ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μ᾿ Ἐκεἶνον, ἀπὸ τὸν ὁποἶο ἁγιάζονται καὶ
ἐνισχύονται.

Ὁ ἄνθρωπος δοξάζει τὸ Θεὸ μὲ τὸ σὦμα του καὶ μὲ τὸ πνεὖμα του, πρὦτα, ὅταν θυμ᾵ται
ὅτι ἁγιάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἑνώθηκε μαζί του, καὶ ὕστερα, ὅταν ἑνώνει τὴ θέλησή του
μὲ τὴ θέληση τοὖ Θεοὖ, ὥστε νὰ ἐκτελεἶ πάντοτε τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο καὶ τέλειο
θέλημά Σου. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν ζεἶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεό.
Ἐργάζεται γιὰ τὴ βασιλεία τοὖ Θεοὖ στὴ γ῅. Δοξάζει σὲ ὅλα τὸ Θεό, μὲ λόγια καὶ μὲ
ἔργα. Οἱ πράξεις του, ποὺ γίνονται γιὰ τὸ καλὸ τὦν συνανθρώπων του, δίνουν ἀφορμὴ
δοξολογίας τοὖ θείου ὀνόματος. Ἡ ζωή του, καταυγαζόμενη ἀπὸ τὸ θεἶο φὦς, λάμπει
σὰν φὦς δυνατό. Ἔτσι ἡ πολιτεία του γίνεται ὁδηγὸς πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ ὅσους ἀκόμα δὲν
Σὸν γνώρισαν.

(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΣΩΝ ΠΑΣΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)
Ἅγιος Νεκτάριος

Ὁ χαρακτὴρ τοῦ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτοῦ

Πηγή: Ἁγ. Νεκταρίου, «τὸ Γνῶθι σαυτόν», σ. 179

Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς κέκτηται μὲν ζ῅λον ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν, πλαν᾵ται ἐν
ταἶς σκέψεσι καὶ ἐνεργείας αὐτοὖ καὶ ἐργαζόμενος δ῅θεν ὑπὲρ τ῅ς δόξης τοὖ Θεοὖ
παραβαίνει τὸν νόμον τ῅ς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης.

Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς ἐν τῆ ζέσει τοὖ ζήλου αὐτοὖ πράττει τὰ ἐνάντια, πρὸς τὰς
διατάξεις τοὖ Θείου νόμου καὶ πρὸς τὸ Θεἶον θέλημα.

Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς διαπράττει τὸ κακόν, ὅπως ἐπέλθῃ τὸ ὑπ᾿ αὐτοὖ


νοούμενον ἀγαθόν.

Ὁ ζ῅λος τοὖ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτοὖ εἷναι πὖρ διαφθεἶρον, πὖρ καταναλίσκον· ἡ
καταστροφὴ προπορεύεται αὐτοὖ καὶ ἡ ἐρήμωσις ἕπεται αὐτ῵.

Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εὔχεται τ῵ Θε῵ νὰ ὆ίψῃ πὖρ ἐξ οὐρανοὖ καὶ νὰ


κατακαύσῃ πάντας τοὺς μὴ δεχομένους τὰς ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις αὐτοὖ.

Σὸν μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴν χαρακτηρίζει μἶσος πρὸς τοὺς ἑτεροθρήσκους ἥ


ἑτεροδόξους, ὁ φθόνος καὶ ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἐμπαθὴς ἀντίστασις πρὸς τὸ ἀληθὲς
πνεὖμα τοὖ θείου νόμου, ἡ παράλογος ἐπιμονὴ ἐν τῆ ὑπερασπίσει τὦν ἰδίων
φρονημάτων, ὁ παράφορος ζ῅λος πρὸς κατίσχυσιν ἐν π᾵σιν, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλονικία, ἡ
ἔρις, καὶ τὸ φιλοτάραχον.

Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εἷναι ἄνθρωπος ὀλέθριος.


Ἅγιος Νεκτάριος

ΣΟ ΢ΤΓΓΡΑΥΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ ΝΕΚΣΑΡΙΟΤ

΢ημείωση: Ὁ παρὼν κατάλογος στηρίχθηκε στὰ βιβλία:


1. Μοναχοὖ Θεοκλήτου Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός. Ἐκδ. Ὑπακοή,
1992
2. ΢οφοκλ῅ Γ. Δημητρακόπουλου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως - Ἡ πρώτη ἁγία
Μορφὴ τὦν καιρὦν μας. Ἀθήνα 1998

Α. Ἀπὸ τὸ 1885-1890. Περίοδος Αἰγύπτου

 Δέκα λόγοι διὰ τὴν Μεγάλην Σεσσαρακοστή. Ἀλεξάνδρεια 1885


 Λόγος Ἐκκλησιαστικὸς ἐκφωνηθεὶς ἐν τ῵ Να῵ τοὖ Ἁγίου Νικολάου ἐν Καΐρῳ τὴν
πρώτη Κυριακὴ τοὖ Σεσσαρακονθημέρου. Ἀλεξάνδρεια 1886
 Δύο λόγοι Ἐκκλησιαστικοὶ ("Εἰς τὴν Κυριακήν της Ὀρθοδοξίας, ἤτοι περὶ
πίστεως» καὶ «Περὶ τ῅ς ἐν τ῵ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοὖ Θεοὖ, ἤτοι περὶ
θαυμάτων"). Κάιρον 1887
 Λόγοι περὶ ἐξομολογήσεως. Κάιρον 1887
 Περί τὦν Ἱερὦν ΢υνόδων καὶ ἰδίως περὶ τ῅ς σπουδαιότητος τὦν δυὸ πρώτων
Οἰκουμενικὦν ΢υνόδων. Ἀλεξάνδρεια 1888
 Περί τὦν καθηκόντων ἡμὦν πρὸς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον. Κάιρον 1888
 Περί τ῅ς ἐν τ῵ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοὖ Θεοὖ. Ἀλεξάνδρεια 1889 Λόγος
ἐκφωνειθεὶς ἐν τ῵ Ἀχιλλοπουλείῳ Παρθεναγωγεἶο κατὰ τὴν ἑορτὴν τὦν Σριὦν
Ἱεραρχὦν. Ἀλεξάνδρεια 1889
 Λόγος περὶ τ῅ς πρὸς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως. Ἀλεξάνδρεια
 Μὲ πρωτοβουλία καὶ μὲ ἐπιμέλεια τοὖ Ἁγίου ἐξεδόθηκε τὸ βιβλίο τοὖ Εὐγενίου
Βουλγάρεως «΢χεδίασμα περὶ ἀνεξιθρησκείας». 1890

Β. Ἀπὸ τὸ 1892-1894. Περίοδος ποὺ ὁ Ἅγιος ἦταν ἱεροκήρυκας

 Αἱ Οἰκουμενικαὶ ΢ύνοδοι τ῅ς τοὖ Φριστοὖ Ἐκκλησίας. 1892, Β´ Ἔκδοση


συμπληρωμένη
 Σὰ παρ᾿ ἡμἶν τελούμενα ἱερὰ μνημόσυνα. 1892
 Περί τ῅ς ἐν τ῵ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοὖ Θεοὖ. 1892, Β´ Ἔκδοση συμπληρωμένη
 Ὑποτύπωσις περὶ ἀνθρώπου. 1893
 Περί ἐπιμελείας ψυχ῅ς (Ἕνδεκα ὁμιλίες). 1894
 Μελέτη περὶ τὦν ἀποτελεσμάτων τ῅ς ἀληθοὖς καὶ ψευδοὖς μορφώσεως. 1894
 Ἐπιμέλεια τ῅ς ἔκδοσης τοὖ βιβλίου τοὖ Νεόφυτου Βάμβα «Υυσικὴ Θεολογία καὶ
Φριστιανικὴ Ἠθική», Ἀλεξάνδρεια 1893

Γ. Ἀπὸ τὸ 1894-1908. Περίοδος ποὺ ὁ Ἅγιος ἦταν Διευθυντὴς στὴ Ριζάρειο

 Ὁμιλίαι περὶ τοὖ Θείου χαρακτ῅ρος καὶ τοὖ ἔργου τοὖ ΢ωτ῅ρος ἡμὦν Ἰησοὖ
Φριστοὖ. 1895
 Ἱερόν καὶ Υιλοσοφικὦν λογίων θησαύρισμα. Σόμος Α´ 1895, Σόμος Β´ 1896
 Περὶ τ῅ς Ἑλληνικ῅ς Υιλοσοφίας
 Ἐπικαί καὶ Ἐλεγειακαὶ γνὦμαι τὦν μικρὦν Ἑλλήνων ποιητὦν. 1896
 Μάθημα Φριστιανικ῅ς Ἠθικ῅ς. 1897
 Μάθημα Ποιμαντικ῅ς. 1898
 Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις. 1899
 Φριστολογία. 1901, ἐσώφυλλο 1990
 Μελέτη περὶ ἀθανασίας τ῅ς ψυχ῅ς καὶ περὶ τὦν ἱερὦν μνημοσύνων. 1901
 Εὐαγγελική Ἱστορία δι᾿ ἁρμονίας τὦν ποιμένων τὦν ἱερὦν Εὐαγγελιστὦν
Ματθαίου, Μάρκου, Λουκ᾵ καὶ Ἰωάννου. 1903
 Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. 1904
 Σὸ γνὦθι σαυτόν. 1904
 Μελέτη περὶ τ῅ς Μητρὸς τοὖ Κυρίου τ῅ς Ὑπεραργίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου
Μαρίας. 1904
 Μελέτη περὶ τὦν Ἁγίων του Θεοὖ. 1904
 Μελέτη περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. 1904
 Μελέτη περὶ τοὖ μυστηρίου τ῅ς Θείας Εὐχαριστίας. 1904
 Ἱστορική μελέτη περὶ τὦν διατεταγμένων νηστειὦν. 1905
 Θεοτοκάριον, ἤτοι προσευχητάριον μικρόν. 1905
 Ἱερατικόν Ἐγκόλπιον. 1907
 Θεοτοκάριον. 1907, Β´ ἔκδοση ἐπαυξημένη
 Χαλτήριον τοὖ προφητάνακτος Δαυΐδ. 1908
 Ἐπιμέλεια τ῅ς ἔκδοσης τοὖ ἔργου τοὖ Ἀντιόχου μοναχοὖ της Λαύρας τοὖ Ἁγίου
΢άββα «Πανδέκτης τὦν Θεοπνεύστων Ἁγίων Γραφὦν», 1906

Δημοσίευσε, ἐπίσης, περιοδικὰ τὶς παρακάτω μελέτες

 Μελετίου Πηγ᾵, «Δυὸ ἐπιστολαί», Βυζαντινὰ Φρονικά, Πετρουπόλεως, Ι/1894


 Ποιμαντικαί Ὁμιλίαι. Α´ Περὶ τ῅ς πολιτείας τοὖ ἱεροὖ κλήρου κατὰ τοὺς Πατέρας
τ῅ς Ἐκκλησίας. Ἱερὸς ΢ύνδεσμος, 1895-96
 Ἡ ἀγωγὴ τὦν παίδων καὶ αἱ μητέρες. Ἱερὸς ΢ύνδεσμος, 1895
 Περί μεσαίωνος καὶ Βυζαντιακοὖ Ἑλληνισμοὖ. Ἱερὸς ΢ύνδεσμος
 Σίνες οἱ λόγοι τ῅ς μήνιδος τὦν Δυτικὦν κατὰ τοὖ Υωτίου. Θρακικὴ Ἐπετηρίς, 1897
 Περί τοὖ τὶς ἡ ἀληθὴς ἑρμηνεία περὶ τ῅ς ρήσεως τοὖ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ δὲ
γυνὴ νὰ φοβ῅ται τὸν ἄνδραν». Ἀνάπλασις, 1902
 Μελέτη περὶ τὦν ἁγίων εἰκόνων. Ἀναμόρφωσις, 1902
 Θρησκευτικαί μελέται. Ἀναμόρφωσις, 1903-04
 Περί ὅρκου. Ἱερὸς ΢ύνδεσμος, 1906

Ἐπίσης ἔγραψε 136 ἐπιστολὲς στὶς μοναχὲς ποὺ ἐξεδόθησαν μὲ τὸν τίτλο «Κατηχητικαὶ
Ἐπιστολαὶ πρὸς τὰς μοναχὰς Ἱερ᾵ς Μον῅ς Ἁγίας Σριάδος Αἰγίνης», 1984.

Δ. Ἀπὸ τὸ 1908-1920. Περίοδος ποὺ ὁ Ἅγιος ἦταν στὸ μοναστήρι στὴν Αἴγινα

 Σριαδικόν. 1908
 Κεκραγάριον τοὖ Θείου καὶ Ἱεροὖ Αὐγουστίνου. τ.Α´-Β´, 1910
 Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τὦν αἰτιὦν τοὖ σχίσματος. Περὶ τὦν λόγων τ῅ς
διαιωνίσεως αὐτοὖ καὶ περὶ τοὖ δυνατοὖ ἥ ἀδυνάτου της ἑνώσεως τὦν δυὸ
Ἐκκλησιὦν, τ῅ς Ἀνατολικ῅ς καὶ Δυτικ῅ς (τ. Α´ 1911, τ. Β´ 1912)
 Μελέται δύο. Α´ Περὶ Μίας, Ἁγίας, Καθολικ῅ς καὶ Ἀποστολικ῅ς Ἐκκλησίας. Β´
Περὶ τ῅ς Ἱερ᾵ς Παραδόσεως (1913)
 Προσευχητάριον Κατανυκτικόν (β´ ἔκδοση, 1913)
 Μελέτη περὶ τὦν Θείων Μυστηρίων (1915)
 Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τοὖ Σιμίου ΢ταυροὖ (1914)
 Φριστιανική Ἠθικὴ τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας (β´ ἔκδοση
ἐπαυξημένη, 1920)
 Περί Ἐκκλησίας («Ἑβδομηκονταπενταετηρὶς τ῅ς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικ῅ς
΢χολ῅ς 1844-1919», 1920)

Ε. Ἐκδόσεις μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Ἁγίου

 Θεία Λειτουργία τοὖ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὖ Μάρκου
(1955)
 Θρησκευτικαί Μελέται (1986)

΢Σ. Ἀνέκδοτα ἔργα τοῦ Ἁγίου

 Μελέτη περὶ τὦν ἁγίων λειψάνων


 Περί τ῅ς ἀφιερώσεως τ῵ Θε῵ ὁσίων παρθένων καὶ περὶ Μονὦν καὶ μοναχικοὖ
βίου
 Ἑορτολογία τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας (Περὶ τὦν Κυριακὦν τοὖ
ὅλου ἐνιαυτοὖ - Περὶ τὦν ἀκινήτων καὶ κινητὦν ἑορτὦν)
 Ἱερὰ Λειτουργική
 Κεφάλαια πέντε περὶ τὦν λειτουργικὦν βιβλίων
 Περί τ῅ς ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ λατρείας
 Ἐρμηνεία τὦν Πράξεων τὦν Ἀποστόλων
 Περί Ἑλληνισμοὖ
 Ἐγκυκλοπαιδεία τ῅ς φιλοσοφίας
 Ἱστορίας ἐκκλησιαστικ῅ς μυστικὴ θεωρία
 Φρηστομάθεια
 Νέον Πασχάλιον αἰώνιον

ΔΕΤΣΕΡΗ ΚΑΣΑΣΑΞΗ

Α. Θεολογικὰ ἔργα

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος συνέγραψε μέγα ἀριθμὸ Θεολογικὦν ἔργων. Γι´ αὐτὸ τὸ λόγο
ἀνεδείχθη ἐφάμιλλος τὦν μεγάλων τ῅ς Ἐκκλησίας Πατέρων.

Σὰ συγγράμματά του εἷναι τὰ ἀκόλουθα:

(Σὰ δι᾿ ἀστερίσκου σημειούμενα συγγράμματα τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου ἐξεδόθησαν ὡς


σχολικὰ βοηθήματα πρὸς χρ῅σιν τὦν μαθητὦν τ῅ς Ῥιζαρείου ΢χολ῅ς. Σὰ βιβλία αὐτὰ τὰ
ἔδιδε ὁ Ἅγιος πρὸς τοὺς μαθητὰς τοὖ ἐντελὦς δωρεάν).

1. *Λόγος Ἐκκλησιαστικός. Ἀθ῅ναι 1884.

2. *Δέκα λόγοι ἐκκλησιαστικοὶ διὰ τὴν Μεγάλη Σεσσαρακοστή, Ἀλεξάνδρεια 1885.

3. *Περὶ τὦν Ἱερὦν ΢υνόδων, καὶ περὶ τὦν δύο πρώτων Οἰκουμενικὦν ΢υνόδων,
Ἀλεξάνδρεια 1888.
4. *Λόγος ἐκφωνηθεὶς ἐν τ῵ Ἀχιλλοπουλείῳ Παρθεναγωγείῳ τὴν Ἑορτὴ τὦν Σριὦν
Ἱεραρχὦν, Ἀλεξάνδρεια 1889.

5. *Αἱ Οἰκουμενικαὶ ΢ύνοδοι τ῅ς του Φριστοὖ Ἐκκλησίας, Ἀθ῅ναι 1892.

6. *Σὰ παρ᾿ ἡμἶν τελούμενα ἱερὰ μνημόσυνα, Ἀθ῅ναι 1892.

7. *Περὶ τ῅ς ἐν τ῵ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοὖ Θεοὖ, Ἀθ῅ναι 1892.

8. *Ἀποτύπωσις περὶ ἀνθρώπου, Ἀθ῅ναι 1893.

9. *Περὶ τὦν ἀποτελεσμάτων ἀληθοὖς καὶ ψευδοὖς μορφώσεως, Ἀθ῅ναι 1894.

10. *Περὶ ἐπιμελείας ψυχ῅ς, Ἀθ῅ναι 1894.

11. Ἱερὦν καὶ φιλοσοφικὦν λογίων θησαύρισμα, Σόμος α´, 1895, Σόμος Β´ 1896.

12. *Ἐπικαὶ καὶ ἐλεγειακαὶ γνὦμαι μικρὦν Ἑλλήνων ποιητὦν, Ἀθ῅ναι 1896.

13. *Μάθημα Φριστιανικ῅ς Ἠθικ῅ς, Ἀθ῅ναι 1897.

14. *Μάθημα Ποιμαντικ῅ς, Ἀθ῅ναι 1898.

15. *Ὀρθόδοξος Φριστιανικὴ Κατήχησις, Ἀθ῅ναι 1899.

16. Φριστολογία, Ἀθ῅ναι 1900.

17. Μελέτη περὶ τ῅ς ἀθανασίας τ῅ς ψυχ῅ς καὶ περὶ τὦν ἱερὦν μνημοσύνων, Ἀθ῅ναι 1901.

18. Ευαγγελική ἱστορία δι´ ἁρμονίας τὦν ἱερὦν Εὐαγγελιστὦν, Ἀθ῅ναι 1903*.

19. Περί τ῅ς Μητρὸς τοὖ Κυρίου, τ῅ς Ὑπεραγίας, Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας,
Ἀθ῅ναι 1904.

20. Περί τὦν Ἁγίων τοὖ Θεοὖ, Ἀθ῅ναι 1904.

21. Κατανυκτικόν προσευχητάριον, Ἀθ῅ναι 1904. Β´ἔκδοσις 1914.

22. Γνὦθι σαυτόν, ἤτοι μελέται Θρησκευτικαὶ καὶ ἠθικαί, Ἀθ῅ναι 1904.

23. Μελέτη περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, Ἀθ῅ναι 1904.

24. Μελέτη περὶ τοὖ Μυστηρίου τ῅ς Θείας Εὐχαριστίας, Ἀθ῅ναι 1904.

25. Θεοτοκάριον ἤτοι Ὡδαὶ καὶ ὕμνοι πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ Ἀειπάρθενον
Μαρίαν, Ἀθ῅ναι 1905, Β´ ἔκδοσις 1907.

26. Ἱερατικόν Ἐγκόλπιον, Ἀθ῅ναι 1907.

27. Χαλτήριον τοὖ Προφητάνακτος Δαβίδ, Ἀθ῅ναι 1908.


28. Σριαδικόν, ἤτοι Ὡδαὶ καὶ ὕμνοι πρὸς τὸν ἐν Σριάδι Θεόν, Ἀθ῅ναι 1909.

29. Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τὦν αἰτίων τοὖ ΢χίσματος, Σόμος Α´ 1911, Σόμος Β´1912.

30. Περὶ τ῅ς Μίας, Ἁγίας, Καθολικ῅ς καὶ Ἀποστολικ῅ς Ἐκκλησίας καὶ περὶ τ῅ς Ἱερ᾵ς
Παραδόσεως, Ἀθ῅ναι 1913.

31. Ἱστορική μελέτη περὶ τοὖ Σιμίου καὶ Ζωοποιοὖ ΢ταυροὖ, Ἀθ῅ναι 1914.

32. Μελέτη περὶ τὦν Θείων Μυστηρίων, Ἀθ῅ναι 1915.

33. Περὶ Ἐκκλησίας. Ἐδημοσιεύθη τ῵ 1920 εἰς τὸν πανηγυρικὸν Σόμον ἐπὶ τῆ 75 ἐτηρίδι
τ῅ς Ῥιζαρείου ΢χολ῅ς.

34. Μελέτη περὶ τὦν διατεταγμένων νηστειὦν. Ἐδημοσιεύθη εἰς «Θεολογίαν» Σόμος Κ΢Σ
(1955) ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμ. Σίτου Ματθαιακάκη.

35. Θεία Λειτουργία τοὖ Ἁγίου Ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὖ Μάρκου.
Ἐδημοσιεύθη εἰς «Θεολογίαν» Σόμος Κ΢Σ (1955) ἐπιμελείᾳ Ἀρχιμ. Σίτου Ματθαιακάκη.

36. Περί ὅρκου, Ἀθ῅ναι 1955 (Ἐπιμελεἶα Ἀρχιμ. Σίτου Ματθαιακάκη).

37. Φριστιανικὴ Ἠθικὴ τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας, Ἀθ῅ναι 1965 (ἐπιμελείᾳ
Ἀρχιμ. Σίτου Ματθαιακάκη).

38. Μελέτη περὶ τὦν Ἁγίων Εἰκόνων, Θεσσαλονίκη 1972.

Β. Ἕτεραι συγγραφαί

Ἕτεραι συγγραφαὶ τοὖ Ἁγίου τὰς πλείστας τὦν ὁποίων κατέλιπεν ἀνεκδότους εἷναι οἱ
ἀκόλουθοι:

1. Μελέτη περὶ τὦν ἁγίων λειψάνων.

2. Περὶ κηροὖ μελίσσης καὶ ἐλαίου ὡς προσφορὰς καὶ περὶ θυμιάματος.

3. Περὶ τ῅ς ἀφιερώσεως τ῵ Θε῵ ὁσίων παρθένων καὶ περὶ Μονὦν καὶ μοναχικοὖ βίου.

4. Ἑορτολογία τ῅ς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικ῅ς Ἐκκλησίας.

5. Νέον Σριαδικόν.

6. Περὶ Μεσαίωνος καὶ τοὖ Βυζαντινοὖ Ἑλληνισμοὖ.

7. Περὶ Ἑλληνισμοὖ.

8. Ἑρμηνεία τὦν Πράξεων τὦν Ἀποστόλων.

9. Περὶ τ῅ς ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ λατρείας.


10. Ἱερὰ Λειτουργική.

11. Κεφάλαια πέντε περὶ τὦν λειτουργικὦν βιβλίων.

12. Ἱστορίας Ἐκκλησιαστικ῅ς μυστικὴ θεωρία.

13. Ἐγκυκλοπαίδεια τ῅ς Υιλοσοφίας.

14. Φριστομάθεια.

15. Νέον Πασχάλιον αἰώνιον.

Ἐπιμέλεια ἐκδόσεων

Πέραν τὦν ἀνωτέρω ἰδίων αὐτοὖ ἔργων ὁ Ἅγιος ἐπεμελήθη τ῅ς ἐκδόσεως τὦν κάτωθι
συγγραμμάτων:

1. Εὐγενίου Βουλγάρεως: ΢χεδίασμα περὶ ἀνεξιθρησκείας, Ἀλεξάνδρεια 1890.

2. Νεοφύτου Βάμβα: Υυσικὴ Θεολογία, Ἀλεξάνδρεια 1893.

3. τοὖ αὐτοὖ: Φριστιανικὴ Ἠθική, Ἀθ῅ναι 1893.

4. Ἀντιόχου μοναχοὖ τ῅ς Λαύρας τοὖ Ἁγίου ΢άββα: Πανδέκτης τὦν θεοπνεύστων Ἁγίων
Γραφὦν (ἐκ τ῅ς Πατρολογίας τοὖ Migne), Ἀθ῅ναι 1906.

5. Ἁγίου Αὐγουστίνου: Κεκραγάριον, Σόμοι 2, Ἀθ῅ναι 1910.

Ἐπιστολαί

Ἐκτὸς τὦν συγγραφὦν διεσώθησαν καὶ ὡρισμέναι ἰδιωτικ῅ς φύσεως ἐπιστολαὶ τοὖ
Ἁγίου Νεκταρίου, οἱ ὁποἶες περιλαμβάνονται στὴν βιογραφία του, τὴν συγγραφεἶσαν
ὑπὸ τοὖ ΢εβ. Μητροπολίτου πρῴην Παραμυθίας κ. Σίτου. Αἱ ἐπιστολαὶ εἷναι οἱ ἑξ῅ς:

Α) Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηνὦν Γερμανὸν Καλλιγ᾵ν.

Β) Ἐπιστολὴ πρὸς τὸ Μητροπολίτην πρῴην Κεφαλληνίας ΢πυρίδωνα.

Γ) Σεσσαράκοντα πέντε ἐπιστολὲς πρὸς τὴν πρώτην Ἡγουμένην τ῅ς ἱερ᾵ς αὐτοὖ Μον῅ς
Ξένην μοναχὴν καὶ τὰς λοιπὰς μοναχὰς τ῅ς Μον῅ς ταύτης.

Δ) Δέκα ἐπιστολὲς πρὸς τὸν πιστόν του ἀκόλουθον Κωνσταντίνον ΢ακκόπουλον καὶ

Ε) Ἐπιστολὴ πρὸς τίνα μοναχὸν Ἰωάσαφ.

Ἐπίσης στὸ βιβλίο τοὖ (+1987) Ἀρχιμ. Φερουβεὶμ (Καράμπελα): Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης,
Ἀθ῅ναι 1979, καὶ εἰς τὰς σελ. 85-89 περιλαμβάνεται ἐπιστολὴ τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου πρὸς
τὸ βιογραφούμενο ἁγιορείτη μοναχό.
Σέλος, ὁ Ἅγιος συνεκέντρωσε ἀκολουθίας τινας καὶ ὕμνους τ῅ς Ἐκκλησίας καὶ συνέταξε
Προσευχητάριον πρὸς χρ῅σιν τοὖ ἰδίου καὶ παντὸς Φριστιανοὖ, περιέχον τὰς ἀκολουθίας:
Προοιμιακὴ Προσευχή, Ἀκολουθία τοὖ Ὄρθρου, Ἀκολουθία τ῅ς Ἐνάτης Ὥρας,
Ἀκολουθία τοὖ Ἑσπερινοὖ, Ἀκολουθία τοὖ Ἀποδείπνου, Ἀκολουθία τοὖ Μικροὖ
Παρακλητικοὖ Κανόνος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, Ἀκολουθία τοὖ Μεγάλου
Παρακλητικοὖ Κανόνος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, καὶ τινὰ ΢τιχηρά, Καθίσματα,
Ἀπολυτίκια δι´ ἑκάστην ἡμέραν τ῅ς ἑβδομάδος.
Ἅγιος Νεκτάριος

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΣΗ ΖΨΗ ΚΑΙ ΣΟ ΕΡΓΟ ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ ΝΕΚΣΑΡΙΟΤ

1. Ἀβιμέλεχ μοναχοὖ (Μπονάκη): Βιογραφία Μητροπολίτου Πενταπόλεως ἐν


μακαρίᾳ τῆ λήξει ΢εβασμιωτάτου Νεκταρίου. Βόλος 1921
2. Ἀρχ. Βασιλόπουλος Φαράλαμπος: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Ἀθ῅ναι 1975, ἔκδ. ζ΄
3. Βαρβάρα Γιαννακοπούλου: Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ Διευθυντὴς τ῅ς
Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικ῅ς ΢χολ῅ς, ὁ Παιδαγωγός, ὁ Θεολόγος. Ἀθήνα 1995
(ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν Κοινωνία)
4. Βαρβάρα Γιαννακοπούλου (Ἐπιμέλεια): Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως,
ἀνέκδοται ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν γέροντα Παχώμιο. Ἀθήνα 1992 (Ἀνάτυπο ἀπὸ
τό περ. Ἐφημέριος)
5. Ἐνισλείδης Φρ῅στος: Ὁ Πενταπόλεως Ἅγιος Νεκτάριος. Ἀθήνα 1980
6. Ἅγιος Νεκτάριος - Δανιὴλ Κατουνακιώτης. Δύο Μεγάλες Μορφὲς τοὖ αἰὦνος
μας. (Ἐπιμέλεια) πρωτ. Θεοδώρου Ζήση. Ἅγιον Ὅρος 1997
7. Θεοδωρήτου μοναχοὖ Ἁγιορείτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἱεράρχης, ὁ λόγιος, ὁ
ἀσκητής. Ἀθήνα 1970
8. Θεοκλήτου μοναχοὖ Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός. Ὁ
βίος καὶ τὸ ἔργο τοὖ 1846-1920. Θεσσαλονίκη 1979
9. Θεοκλήτου μοναχοὖ Διονυσιάτου (Ἐπιμέλεια): Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου
Πενταπόλεως 35 ποιμαντικὲς ἐπιστολές. Ἀθήνα 1993
10. Ματθαιάκη Σίτου (Ἐπιμέλεια): Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλάς. Μητροπολίτης
Πενταπόλεως (1846-1920). Ἀθ῅ναι 1955
11. Ματθαιάκη Σίτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλάς. Μητροπολίτης Πενταπόλεως
(1846-1920). Ἔκδοσις δευτέρα, ἐπηυξημένη, Ἀθ῅ναι 1985
12. Ματθαιάκη Σίτου: Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως κατηχητικαὶ ἐπιστολαὶ
πρὸς τὰς μοναχὰς Ἱερὰς Μον῅ς Ἁγίας Σριάδος Αἰγίνης. Ἀθήνα 1984
13. Μελινός Μανώλης: Μίλησα με τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. ΢υνεντεύξεις με 30+1
ἀνθρώπους που τὸν γνώρισαν. Α΄ τόμος. Ἀθήνα 1987. Β΄ τόμος. Ἀθήνα 1989
14. Παναγόπουλου Δ.: Οὐδὲν ἀνίατον διὰ τὸν Ἅγιον Νεκτάριον. Ἀθήνα 1987, ἔκδ.
θ΄
15. Ἀρχ. Φρυσοστόμου Παπαδοπούλου (κατόπιν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνὦν): Ὁ
Πενταπόλεως Νεκτάριος. ΢το πέρ. «Πάνταινος», τόμος ιβ´, φ.48/27-11-1920
16. Παπακωνσταντίνου Θεοδοσίου: Ἀκολουθία, Βίος καὶ Θαύματα τοὖ ἐν ὁσίοις
πατρὸς ἡμὦν Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, κτήτορος τ῅ς ἐν
Αἰγίνῃ κοινοβιακ῅ς μον῅ς γυναικὦν τ῅ς Ἁγίας Σριάδος. Ἀθ῅ναι 1937,
ἀνατύπωση 1961
17. Παπακωνσταντίνου Θεμιστοκλέους: Βιογραφικὴ σκιαγραφία καὶ θαύματα
τοὖ ἐν ὁσίοις πατρὸς ἡμὦν Νεκταρίου. Ἀθ῅ναι 1952
18. ΢πετσιέρη Ἰωακείμ: Βιογραφικὴ σκιαγραφία τοὖ ἐν Ὁσίοις Ἀειμνήστου
Πατρὸς καὶ Ποιμενάρχου Νεκταρίου, Μητροπολίτου πρ. Πενταπόλεως.
Ἀθήνα 1929
19. Ἀρχ. Κλεόπα ΢τρογγύλη: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ τὸ Πατριαρχεἶο
Ἀλεξανδρείας. Διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ στὴ Θεολογικὴ ΢χολὴ τοὖ Α.Π.Θ.
Θεσσαλονίκη 1994
20. Φαλδαιάκη Ἀχιλλέα: Ἡ μουσικότης τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἀθήνα 1995
(ἀνάτυπο ἀπὸ τό περ. Ἐφημέριος)
21. Φαλδαιάκη Ἀχιλλέα: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἡ ἀγάπη του για τὴν ποιήση καὶ
τὴ μουσική. Ἀθήνα 1998
22. Φατζηγεωργίου Μιχαήλ: Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως- Ἡ ἐπισκέψή του στὴ
΢ύρο. Ἀθήνα 1996
23. Φατζηγεωργίου Μιχαὴλ (Ἐπιμέλεια): Οἱ πρὦτες βιογραφίες τοὖ Ἁγίου
Νεκταρίου. 1998
24. Φονδρόπουλος ΢ὦτος: Ὁ Ἅγιος τοὖ αἰὦνα μας (Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλ᾵ς)
Ἀφηγηματικὴ Βιογραφία. Ἀθήνα, νέα ἔκδοση 1995
25. Ἀρχ. Φόντου Δαμασκηνοὖ: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (Παιδικὸ ΢υναξάρι). Ἔκδοσις
τ῅ς Ἱερ᾵ς Μον῅ς Ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης. 1996
26. Ὁ γυναικεἶος μοναχισμὸς καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: Πρακτικὰ Διορθοδόξου
μοναστικοὖ συνεδρίου ἐπὶ τῆ ἑκατονπεντηκονταετηρίδι ἀπὸ τ῅ς γεννήσεως
τοὖ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἀθ῅ναι 1998

You might also like