You are on page 1of 14

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη διδασκαλία του Επίκουρου γίνεται έντονα φανερή η μεγάλη στροφή που πήρε η

φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων από την εποχή του Σωκράτη. Δεν πρόκειται πια για τη γνώση που

αναζητάται χωρίς πρακτικό σκοπό, μόνο προς χάριν της ίδιας της γνώσης· τελικός σκοπός αυτής της

«νέας» φιλοσοφίας είναι μια τέτοια διάπλαση της ζωής που να εξασφαλίζει στον άνθρωπο τον πιο

υψηλό βαθμός ευτυχίας, αυτόν τουλάχιστον που μπορεί να αποκτηθεί.

Όπως ολόκληρο το σύστημα του Επίκουρου κατευθύνεται βασικά προς αυτό το «τέλος», έτσι

μπορεί και να γίνει κατανοητό μόνο απ’ αυτό το ίδιο «τέλος». Το μέγα ζητούμενο, λοιπόν, είναι η

τέλεια ηρεμία της ψυχής, που εξασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο έναντι της απειλής και του πειρασμού –

οι επικούρειοι γενικά την παρομοιάζουν με τη γαλήνη της θάλασσας -, ενώ μεγάλοι εχθροί της είναι τα

ακυριάρχητα πάθη, ο φόβος για τους υποτιθέμενα πεισματάρικους και εκδικητικούς εχθρούς, η

δεισιδαιμονική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και ο φόβος του θανάτου. Υπ’ αυτή την έννοια ο

«ευδαίμων βίος», που στοιχειώνει την ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου, φαίνεται να κατευθύνει τόσο

την κοσμολογία, όσο και τη γνωσιοθεωρία του. Η ζωή για τον φιλόσοφο είναι πράξη στην αναζήτηση

της σοφίας, και το αντίστροφο, η [φιλο]σοφία είναι θητεία και άσκηση στην ευδαίμονα ζωή.

Συνεπώς η ερμηνευτική προσέγγιση της «Επιστολής προς Μενοικέα», όπου θίγονται

προβλήματα ηθικά και θεολογικά, προϋποθέτει τη διερεύνηση των θέσεων του Επίκουρου περί φύσης,

με τις οποίες συνάπτονται και οι γνωσιοθεωρητικές του θέσεις. ΄Ετσι, αρχικά θα γίνει λόγος για τη

γενική αντίληψή του περί φιλοσοφίας και περί της τριμερούς της διάκρισης σε «κανονικόν»,

«φυσικόν», και «ηθικόν», με έμφαση στο γεγονός ότι τα δύο πρώτα μέρη συνδέονται προκειμένου να

υπηρετήσουν το τρίτο, το «ηθικόν» που συνιστά και το πιο πρωτότυπο μέρος της επικούρειας

φιλοσοφίας, δεδομένου ότι η ηθική και η θεολογία του Επίκουρου δεν συνιστούν εκφράσεις

φιλοσοφικής έρευνας προς χάριν του εαυτού της, αλλά μέσα για την πάλη ενάντια στην παραδομένη

θρησκεία της εποχής του. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή και η πληρέστερη κατανόηση των

ηθικών και θεολογικών τοποθετήσεων του φιλοσόφου, όπως εκφράζονται στην «Επιστολή προς

Μενοικέα».

2
Α. Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Για τον Επίκουρο η φιλοσοφία έχει θεραπευτικό σκοπό και χρησιμότητα. Συνιστά την

κορυφαία εκείνη πνευματική εκδήλωση του ανθρώπου και καθιστά εφικτή την απαλλαγή του απ’ όλη

την παθολογία του βίου του. Καθώς η ζωή συντίθεται από πλήθος συμβάντων που προκαλούν

σωματικά και ψυχικά άλγη με συνακόλουθο αποτέλεσμα την ταραχή της ψυχής, η ανθρώπινη ύπαρξη

μοιάζει να καταδικάζεται καθημερινά στην καθίζησή της μέσα στη νοσηρότητα και κατ’ επέκταση στη

φθορά. Συνεπώς, η φιλοσοφική άσκηση έρχεται σαν φάρμακο, μέσο αποκατάστασης της κλονισμένης

υγείας, που δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από νίκη ενάντια σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες που

υποδουλώνουν τον άνθρωπο, στερώντας του τη δυνατότητα να διάγει βίο ευδαίμονα ή αλλιώς να

γνωρίσει την ηδονή του βίου.

Από μεθοδολογική άποψη, ο Επίκουρος διαιρεί τη φιλοσοφία σε τρία μέρη: στο «κανονικόν».

στο «φυσικόν» και στο «ηθικόν». Ουσιαστικά, όπως θα διακριβωθεί στη συνέχεια, το «κανονικόν» και

το φυσικόν» συνάπτονται (Εἰώθασιν μέντοι τὸ κανονικὸν ὁμοῦ τῷ φυσικῷ τάττειν1).

Το «κανονικόν» εκτίθεται σε ειδικό έργο του φιλοσόφου, που φέρει και τον ομώνυμο τίτλο

–«Κανών»- και αφορά στη γνωσιοθεωρία του Επίκουρου, όπου εξετάζεται η γνώση και η δυνατότητα

απόκτησής της, η πηγή και το αντικείμενό της, η διαδικασία απόκτησής της και ο έλεγχος της

αξιοπιστίας της.

Το «φυσικόν», η φυσική θεωρία με άλλα λόγια, αναφέρεται στη γένεση, στη φθορά και στη

φύση γενικότερα, είναι δηλ. η κοσμολογία του φιλοσόφου.

Η σύναψη δε της γνωσιολογίας και της κοσμολογίας έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η

διαλεκτική «παρέλκουσα» (=περιττή), καθώς στην επικούρεια φιλοσοφία υποστηρίζεται πως είναι

ικανή συνθήκη να προχωρούν οι φυσικοί ακολουθώντας τη γλώσσα των πραγμάτων, δηλ. τις λέξεις

που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να δηλώσουν τα πράγματα.

1
Διογένη Λαέρτιου, Βίων και Γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εύδοκιμησάντων, τ. ΙΙ, Harvard University
Press, Cambridge, Massachusetts, London, England, 1991, X, 30.

3
Ι. Το «φυσικόν»
Η φυσική θεωρία του Επίκουρου είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την ατομική θεωρία του

Δημόκριτου, μολονότι ως σημαντική διαφορά καταγράφεται ότι ο Επίκουρος αρνείται την αυστηρή

αιτιοκρατία, αφήνοντας έτσι τα περιθώρια στο να υπεισέλθει το τυχαίο. Μολαταύτα, η θεωρία του

Δημόκριτου, που δεν αναγνώριζε τίποτα εκτός από τον κενό χώρο και τα άτομα, ήταν η κατάλληλη

βάση για μια νέα ερμηνεία του κόσμου, χωρίς αγωνία μπροστά στο άλογο στοιχείο.

Ο Επίκουρος δέχεται, χωρίς ωστόσο να θεμελιώνει όπως ο Δημόκριτος, το ἅ-τμητον αυτών

των στοιχείων, των άφθαρτων υλικών οντοτήτων που είναι τα άτομα, βεβαιώνει την πληρότητά τους

και τους αποδίδει χαρακτηριστικές ιδιότητες: μέγεθος, σχήμα, βάρος και κίνηση. Τροποποιεί, ωστόσο

τη θεωρία του Δημόκριτου τόσο μόνον όσο του χρειάζεται, αφού θέτει ορισμένα «όρια» στα άτομα,

τόσο στον αριθμό των μορφών τους, όσο και στη διεύθυνση της κίνησής τους. Τα άτομα δεν μπορούν

να ξεπεράσουν ένα μέγεθος που να αποκλείει τη θεατότητά τους και κινούνται με κάθετη κίνηση σαν

να πέφτουν στο κενό. Ορισμένα, όμως, αποκλίνουν ελαφρά στην κίνησή τους από την κάθετη

διεύθυνση (παρέκκλισις), προκαλώντας έτσι τυχαίες συνενώσεις χωρίς τον απαράβατο δεσμό της

ανάγκης, γεγονός που σπάζει την αδήριτη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος και επιδαψιλεύει στον

κόσμο μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία μορφών.

Από την κίνηση, τις περιπλοκές και τις συσπειρώσεις των ατόμων δημιουργούνται τα σώματα,

οι αισθητές δηλ. μορφές. Είναι σαφές ότι οι αισθητές μορφές, οι οποίες πλέον υποπίπτουν άμεσα στις

αισθήσεις μας, συνιστούν απειράριθμες ποιοτικές σχέσεις που προκύπτουν από τις διαπλέξεις ενός

πεπερασμένου συνόλου πρωταρχικών στοιχείων. Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι αυτές οι διαπλέξεις

(συγκράσεις) γίνονται για να ακολουθήσουν διαλύσεις κ.ο.κ. Επιπλέον, ισχύει ότι οι ποιότητες δεν

έχουν σχέση με τα άτομα. Ποιότης γὰρ πᾶσα μεταβάλλει2.

Σε ό,τι αφορά το κενό, τούτο είναι η μόνη εκτός αισθήσεων και αισθητών πραγματικότητα, η

οποία καθιστά δυνατή την κίνηση των ατόμων. Αυτό, ο Επίκουρος επαναλαμβάνοντας τον Πλάτωνα,

το αποκαλεί «χώραν καὶ ἀναφῆ δύσιν», που αποδεικνύεται από τη θέση και την κίνηση των

σωμάτων. Σαφέστατα διακρίνεται από τις ιδιότητες των σωμάτων, όπως επίσης και από την κίνησή

τους. Αποτελεί δηλ. απλή προϋπόθεση και δεν λαμβάνεται ως καθαρός χώρος. Πρόκειται με άλλα

λόγια για ένα ἄδηλον, το οποίο συμπεραίνεται με το λογισμό. Με τον τρόπο αυτό, ο Επίκουρος

καταφάσκει στη σχέση χώρου και νου, αφού το κενό τεκμαίρεται λογικο-νοητικά, πράγμα που σημαίνει

2
ό.π. Χ, 54.

4
–όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια- πως στη γνωσιοθεωρία του δεν έχει αποκλειστεί η συμβολή

του νου στην απόκτηση της γνώσης. Ωστόσο, για τον Επίκουρο το κενό δεν έχει σπουδαιότητα, παρά

μόνο στο μέτρο που καθιστά δυνατή την κίνηση των σωμάτων. Εκτός του κενού και των σωμάτων

είναι αδύνατο να συλληφθεί οτιδήποτε άλλο, εκτός των συνθέτων και κατά συμβεβηκός συνδυασμών

τους. Ο φιλόσοφος επαναφέρει την έννοια του «παντός», εισηγούμενος πως το πᾶν είναι άπειρο3·

είναι όμως σαφές πως το άπειρο του Επίκουρου είναι το μη έχον πέρας, το απεριόριστο. Οι άπειροι

κόσμοι, που είναι δυνατό να δημιουργηθούν, οφείλονται στις πρωτογενείς ιδιότητες των ατόμων και

στο κενό, εφ’ όσον δεν υπάρχει συγκεκριμένος περιορισμός κινήσεων4.

ΙΙ. Το «κανονικόν»

1. Αίσθηση, παράσταση, έννοια, λόγος.


Στον «Κανόνα» του ο Επίκουρος μας πληροφορεί ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις,

οι προλήψεις και τα πάθη. Η αίσθηση είναι η κύρια πηγή γνώσης και υφίσταται ως καθαρή λειτουργία

στην οποία δεν μπορούμε να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε οτιδήποτε. Είναι, θα λέγαμε, τυφλή

δύναμη που δεν υπάγεται σε καμιά άλλη, υπάρχει έξω από κάθε λόγο ως προ-αφετηρία ή ως διαρκής

αφετηρία η οποία κατοπτρίζει την πραγματικότητα5. Επιπλέον οι αισθήσεις δεν αλληλοεπηρεάζονται,

ούτε οι ομοιογενείς ούτε οι ετερογενείς. Υπάρχει μάλιστα ισορροπία ομοιογενών και ετερογενών

αισθήσεων, η οποία άλλωστε συνιστά και προϋπόθεση της αρμονικής συνεργασίας τους. Δεν μπορούμε

να απορρίψουμε ή να εξαιρέσουμε μια αίσθηση, χωρίς να επέλθει συνταραχή σε όλες τις άλλες και άρα

απώλεια του κριτηρίου αληθείας. Αγνόηση μιας συγκεκριμένης αίσθησης συναπαιτεί και διαγραφή

όλων των παραστάσεων που της ανήκουν. Οι τελευταίες, όμως, συμβάλλουν στην αρμονική και έγκυρη

συνεκτίμηση της πραγματικότητας, άρα πιθανή διασάλευση αυτής της ισορροπίας αφανίζει τη γνώση.

Σε περίπτωση καθολικής στέρησης των αισθήσεων συμβαίνει θάνατος.

Στο σημείο αυτό, βέβαια, οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως ο Επίκουρος ταυτίζει αίσθηση και

αισθάνεσθαι. Υπάρχει, ασφαλώς, αμεσότητα μεταξύ αίσθησης και αισθάνεσθαι, αλλά το τελευταίο

3
ό.π. Χ, 41: Τὸ γὰρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει· τὸ δ’ ἄκρον παρ’ ἕτερον τι θεωρεῖται· < τὸ
δὲ πᾶν οὐ παρ’ ἕτερον θεωρεῖται>.
4
ό.π. Χ, 45: οὐ γὰρ κατηνάλωνται αἱ τοιοῦτοι ἄτομοι ἐξ ὧν ἂν γένοιτο κόσμος ἢ ὑφ’ ὧν ἂν
ποιηθείη, οὐτ’ εἰς ἕνα οὐτ’ εἰς πεπερασμένους, οὔθ’ ὅσοι τοιοῦτοι οὔθ’ ὅσοι διάφοροι
τούτοις, ὥστε οὐδὲν τὸ ἐμποδοστατῆσον ἐστι πρὸς τὴν ἀπειρίαν τῶν κόσμων.
5
ό.π. Χ, 31: Οὔτε γὰρ ὑφ’ αὑτῆς οὔτε ὑφ’ ἑτέρου κινηθεῖσα δύναταὶ τι προσθεῖναι ἢ
ἀφελεῖν.

5
προϋποθέτει το πνεύμα με έκφραση το λόγο. Ο φιλόσοφος είναι απόλυτος και ερμηνεύει το

αισθάνεσθαι αισθησιαρχικά. Για τον Επίκουρο «πᾶς λόγος ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἤρτηται»6.

Βέβαια, χωρίς το αισθάνεσθαι δεν υπάρχει δυνατότητα λογίζεσθαι , τόσο όμως αυτό όσο και η

γενικότερη νοητική λειτουργία εξαρτώνται από την καθαρή αίσθηση. Με την αίσθηση δημιουργούνται

οι έννοιες, που δεν συνιστούν παρά μνήμη του πολλάκις ἔξωθεν φανέντος, και καθίστανται τύποι,

οι οποίοι λειτουργούν πια ως κέντρα, ως προ-ληπτικά κέντρα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Με

βάση τις έννοιες ο άνθρωπος διαρθρώνει λέξεις και σχηματίζει προτάσεις με νόημα, νοώντας τους

τύπους της πραγματικότητας, τα είδωλά της, ακόμη κι αν δεν υφίσταται τη στιγμή εκείνη το ανάλογο

αισθητηριακό ερέθισμα. Τα δε είδωλα με τη σειρά τους [τύποι ὁμοιοσχήμονες τοῖς στερεμνίοις]7

είναι λεπτά «ομοιώματα» των πραγμάτων, που, αν δεν μεσολαβεί εμπόδιο, αποστέλλονται δια του

κενού σε τάχιστο χρόνο και παρουσιάζουν την εικόνα των αντικειμένων.

Περιγράφοντας, λοιπόν, συνοπτικά τη διαδικασία της αντίληψης: οι αισθήσεις προϋποτίθενται,

τα είδωλα καθίστανται προλήψεις ή καταλήψεις ή «καθολικαί νοήσεις» (έννοιες). Ωστόσο, είναι

φανερό πως δεν μπορεί να νοήσει ο άνθρωπος πριν να συνειδητοποιήσει την ενάργεια του

αντικειμένου κρίσης. Τούτο σημαίνει πως αληθείς έννοιες είναι αυτές που επιμαρτυρούνται ή δεν

διαψεύδονται από τα δεδομένα των αισθήσεων ή γενικότερα την πραγματικότητα.

Υπάρχει, ωστόσο, και η δυνατότητα λάθους, καθώς συμβαίνει να δέχεται ο άνθρωπος είδωλα

που μοιάζουν με τις έννοιες που έχει ήδη σχηματίσει, αλλά δεν ταυτίζονται μ’ αυτές, είδωλα τα οποία

έχουν αλλοιωθεί ή παραποιηθεί από παρεμβολή αντικειμένων κ.ο.κ., με συνέπεια το σφάλμα, την

εσφαλμένη εντύπωση και, συνεπώς, την εσφαλμένη γνώση. Άλλοτε πάλι επεμβαίνει η φαντασία που

μπορεί επίσης να δημιουργήσει ψευδείς ὑπολήψεις ἢ δόξας8.

Τέλος, κριτήρια αληθείας θεωρούνται από τον Επίκουρο και τα συναισθήματα (πάθη), ο πόνος

και η ηδονή. Η βίωσή τους συνιστά ασφαλές μέσο ελέγχου της πραγματικότητας και δόμησης μιας

στέρεης γνώσης γι’ αυτήν, ώστε να κατευθύνεται ανάλογα και η συμπεριφορά του ανθρώπου.

6
ό.π. Χ, 32.
7
ό.π. Χ, 46
8
ό.π. Χ, 50

6
2. Ψυχή
Για τον Επίκουρο είναι αδιαμφισβήτητη η υλικότητα της ψυχής η οποία διαχέεται σ’ όλο το

σώμα. Η ψυχή συνιστά μια συνένωση ατόμων, είναι δηλ. και αυτή μια ατομική δομή που διαλύεται μετά

το θάνατο, μολονότι τα συναποτελούντα αυτήν άτομα διατηρούνται, αφού –όπως ορίζει η κοσμολογία

του φιλοσόφου- όλα τα άτομα είναι άφθαρτα.

Ως εκτεινόμενη σε όλο το σώμα φαίνεται να έχει δύο ευδιάκριτες περιοχές, το ἄλογον και

το λογικόν: το πρώτο είναι εγκατεσπαρμένο σε όλο το σώμα πλην του θώρακος, στο οποίο εδρεύει

το λογικό μέρος επειδή εκεί εκδηλώνονται καταστάσεις που ο Επίκουρος ονομάζει πάθη, ευκινησίες

και διανοήσεις. Όπως είναι βέβαιο πως με την παύση των αισθήσεων επέρχεται θάνατος, κατά

παρόμοιο τρόπο ο άνθρωπος πεθαίνει αν παύσει να λειτουργεί αυτό το μέρος της ψυχής. Χωρία του

φιλοσόφου μας πληροφορούν ότι ἡ ψυχὴ αἰσθήσεως τὴν πλείστην αἰτίαν δεῖ κατέχειν9, χωρίς

ωστόσο να ταυτίζεται απόλυτα με την αίσθηση, γεγονός που περιβάλλει με απροσδιοριστία τη φύση

του λογικού μέρους της ψυχής, δηλ. το αν έχει άλλη προέλευση, αν είναι αυτόνομο ή παράγεται απ’ τις

αισθήσεις.

Υπάρχουν όμως υπαινιγμοί που λειτουργούν αποσαφηνιστικά ως προς το πρόβλημα. Η ψυχή

προκαλεί την πλείστη αιτία της αίσθησης, παράλληλα όμως διαπιστώνεται αρμονία και ισορροπία σε

όλη τη σωματική διάπλαση, που οφείλεται στη γενικότατη σωματική συμπάθεια, στην αλληλεγγύη των

μελών του σώματος. Ωστόσο, όλος ο οργανισμός μετέχει της αισθήσεως, αλλά δεν έχει όλες τις

αισθησιακές καταλληλότητες. Οι τελευταίες του προσφέρονται συμπαθητικά από την αίσθηση,

σύμπτωμα χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ζωή. Έτσι, η ψυχή συνέχει όλο τον οργανισμό με τη

λειτουργική συμπάθεια της αισθήσεως. Αν ένα μέρος του σώματος χαθεί, αποκοπεί ή φθαρεί, χάνει

μεν την αίσθηση, αλλά το υπόλοιπο σώμα συνεχίζει να λειτουργεί. Διενωμένη με τη σωματικότητα η

ψυχή διαφοροποιείται σημαντικά μόνο ως προς το κενό. Αν ασώματο είναι μόνο το κενό 10, η δύναμη, η

κίνηση, οι μεταβολές οφείλονται ασφαλώς στο αισθητό, κι έτσι αποκαλύπτεται τόσο η καταγωγή της

ψυχής, όσο και οι ανώτερες δυνάμεις της , κυρίως αυτή της διάνοιας. Βέβαια, προκύπτουν δυσκολίες

συνδυασμού του τυχαίου απ’ το οποίο παράγεται η αίσθηση και των νοητικών καταλληλοτήτων από τις

οποίες παράγεται ο λόγος. Αυτές, όμως, οι δυσκολίες είναι κοινές σε όλες τις αισθησιαρχικές

γνωσιοθεωρίες. Το πρόβλημα, ωστόσο, μπορεί να παραβλεφθεί με τη διαπίστωση ότι το σύστημα του

Επίκουρου υποκρύπτει μια αναμφισβήτητη σοφία που συνίσταται στη βαθύτερη ενότητα κοσμολογίας

και ανθρωπολογίας.

9
ό.π. Χ 63-64
10
ό.π. Χ, 67

7
Β. «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ»

Η οντολογία του Επίκουρου προσδιορίζει αποφασιστικά και τη θεωρία του για τον άνθρωπο.

Εκκινώντας από θέσεις αυστηρά υλιστικές που ακυρώνουν κάθε άποψη σύμφωνα με την οποία η φύση

βασίζεται στην τελεολογία, την πρόνοια και τη θεότητα, και συνθέτοντας παράλληλα μια

εμπειριοκρατική γνωσιοθεωρία που στηρίζει κάθε πράξη στην αίσθηση, ο Επίκουρος πέτυχε τη

διατύπωση μιας εξαιρετικά πρωτότυπης ηθικής θεωρίας. Η ηθική του θεωρία υπηρετεί πιστά και

απαρέγκλιτα τη ζωή, ως συλλειτουργία ατόμων, καταγγέλλοντας ό,τι την ευτελίζει και την ποδηγετεί

και διδάσκοντας την αναζήτηση της ευδαιμονίας και της ελευθερίας.

Στο προς εξέταση έργο του Επίκουρου εκτίθενται αρχικά οι προϋποθέσεις για την

ευδαιμονία, δηλ. η απαλλαγή από το φόβο των θεών και του θανάτου και κατόπιν αναλύεται η ουσία

της μακαρίας ζωής και οι τρόποι εξασφάλισής της.

Ι. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ

1. ΟΙ ΘΕΟΙ
Οι θεοί για τον Επίκουρο αποτελούνται από συνενώσεις ατόμων, που περνούν μακαρία ζωή

μέσα στους διακοσμικούς χώρους (μετακόσμια, intermundia), χωρίς να συμμετέχουν οπωσδήποτε στα

εσωκοσμικά γεγονότα και στις υποθέσεις των ανθρώπων. Είναι όντα τα οποία κοσμούνται με

τελειότητα και τους ανήκει η απόλυτη ευδαιμονία και όχι η ανθρώπινη, η οποία εξαρτάται από την

προσθήκη ή την αφαίρεση των ηδονών11.

Ο Φιλόδημος αναφέρει ότι στο σωζόμενο απόσπασμα από το χαμένο έργο του «Περί θεῶν» ο

Επίκουρος διατύπωσε κατηγορηματικά την άποψη πως το ον που έχει τέλεια φύση πρέπει να είναι

απολύτως νοητό και να μην νοείται σαν να ήταν αισθητό. Κατ’ επέκταση οι θεοί ως μη αισθητά όντα

(ἄδηλα) μπορούν να γίνουν γνωστοί στον άνθρωπο με βάση τις ενδείξεις που δίνουν τα φαινόμενα,

κατ’ αναλογία ή ομοιότητα, και η γνώση αυτή να είναι εναργής. Μάλιστα, μέχρις ενός σημείου, αυτή η

σύλληψη των θεών είναι κοινή σύλληψη των ανθρώπων.

11
Φιλοδήμου, Περί Εὐσεβείας, 133.7

8
Ωστόσο, ο Επίκουρος διαφοροποιείται από την κοινή θρησκευτική πίστη με τις δεισιδαιμονίες

και τις δοξασίες της λαϊκής θρησκευτικότητας. Ενώ δηλαδή υπάρχει σαφές και εναργές θρησκευτικό

ένστικτο, οι άνθρωποι δεν διαφυλάσσουν στο νου τους τους θεούς όπως τους έχουν συλλάβει αρχικά.

Μάλιστα αποκαλεί ασέβεια όχι την αναίρεση των θεών των πολλών, αλλά την πράξη που προσαρμόζει

τους θεούς και τη μακαριότητά τους στις εσφαλμένες δοξασίες των πολλών. Όταν τα καλά και τα

κακά, οι ωφέλειες και οι βλάβες αποδίδονται στους καλούς και στους κακούς θεούς, τότε ο

Επίκουρος διαπιστώνει ένα πλέγμα ψευδών υπολήψεων του απαίδευτου όχλου, που αδυνατεί να

κατανοήσει ό,τι υπερβαίνει τις δικές του ιδιότητες.

Έτσι, η θεολογία του Επίκουρου συνιστά έναν τρόπο απόρριψης της λαϊκής θρησκείας και

αποχωρισμού του θεϊκού από το κοσμικό, με σαφή πρόθεση να απομακρυνθεί κάθε φόβος και

δεισιδαιμονία. Η επικούρεια ευσέβεια ισοδυναμεί με τη σύλληψη του θεού ως προτύπου μακαριότητας

και αφομοιώνεται από την προσπάθεια του ανθρώπου να αποκτήσει την ευδαιμονία.

2. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Το βασικό επιχείρημα του Επίκουρου ενάντια στο φόβο του θανάτου που συνέχει τους

ανθρώπους και τους οδηγεί στο να επιζητούν τη διαρκέστερη, αλλ΄ όχι και την ευδαιμονέστερη ζωή

συνοψίζεται στη φράση: «Στέρησις γὰρ αἰσθήσεως ὁ θάνατος»12. Αν λοιπόν η ανθρώπινη ζωή

περιορίζεται στο διάστημα λειτουργίας των αισθήσεων, αφαιρείται κάθε πόθος αθανασίας και ο

άνθρωπος προσηλώνεται στο παρόν. Παράλληλα, το φρικωδέστερο του θανάτου αίρεται, αφού ο

θάνατος «οὐ πάρεστιν», δεν υπάρχει. Όταν επέρχεται, «τόθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν», τότε δεν υπάρχει

ο άνθρωπος, κατά τρόπο που τελικά ο θάνατος δεν αναφέρεται ούτε στους ζωντανούς ούτε στους

νεκρούς.

Αν θεωρηθεί πως σοβαρό εμπόδιο για την αποδοχή του επιχειρήματος του Επίκουρου ενάντια

στο φόβο του θανάτου είναι το ενδεχόμενο αθανασίας της ψυχής, τότε η απάντηση έγκειται στην

οντολογική θεωρία του φιλοσόφου, απ’ όπου με σαφήνεια τεκμαίρεται πως με την έλευση του

σωματικού θανάτου διαλύεται και η ψυχή, ως υλική ύπαρξη επίσης.

Υπ’ αυτή την έννοια, ο Επίκουρος προτείνει την ένσοφη αντιμετώπιση του θανάτου. Ο σοφός

δεν φοβάται το θάνατο και υπηρετεί τη ζωή, επιλέγοντας ανάμεσα στις απολαύσεις εκείνες που θα

του εξασφαλίσουν ευδαιμονία στο παρόν και ανώδυνο θάνατο στο μέλλον. Επιπλέον, η ανθρώπινη ζωή

12
Διογένη Λαέρτιου, μν. έργ., Χ 124

9
είναι συνυφασμένη με την αβεβαιότητα του μέλλοντος και τη μοναδική βεβαιότητα του παρόντος.

Συνεπώς, κάθε πίστη στην επ’ άπειρον διαιώνιση της ύπαρξης, όπως και κάθε πεισιθάνατη

αντιμετώπιση του βίου συντείνουν απλώς στην απομάκρυνση από την ευδαιμονία.

ΙΙ. Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΖΩΗ

1. Η ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

Από τις επιθυμίες, υποστηρίζει ο Επίκουρος, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις

φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες όχι. Οι φυσικές και αναγκαίες αφορούν στη διατήρηση της

ζωής, στην αρμονική λειτουργία του σώματος και, τέλος, στην ψυχική υγεία. Οι φυσικές και μη

αναγκαίες αναφέρονται σε περιττές ή πολυτελείς απολαύσεις, όπως π.χ. η απόλαυση του φαγητού,

ενώ ως παράδειγμα μάταιης και μη αναγκαίες επιθυμίας θα μπορούσε να αναφερθεί η αφιέρωση των

ανδριάντων.

Ο φιλόσοφος στρέφει βέβαια την προσοχή του στις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες, καθώς η

ικανοποίησή τους εξασφαλίζει βίον ἡδύν και προσανατολίζει τον άνθρωπο προς την αρετή. Η αρετή

είναι συμφυής με την ηδεία ζωή και η ηδεία ζωή αντίστοιχα είναι αχώριστη από την αρετή. Είναι

προφανές ότι ο Επίκουρος αποσκοπεί στον εναρμονισμό των φυσικών επιθυμιών με την ευδαιμονία.

Ωστόσο, η ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών συνιστά, θα λέγαμε, προϋπόθεση που μαρτυρά την

απουσία ή την αποδέσμευση από τα πάθη. Προεκτείνοντας τη θετική διάσταση της αρετής, η οποία

πληρώνει θετικά τη συνείδηση και οδηγεί στη μακαριότητα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ηδονή.

2. ΟΙ ΗΔΟΝΕΣ

Είναι γνωστό πως ο επικουρισμός συνδέεται στενά με τις ηδονές, χωρίς όμως να σχετίζεται

άμεσα με τον ηδονισμό. Η ηδονή, αν και συνιστά καθαυτή αγαθό και η επιδίωξή της είναι φυσική

κίνηση του ανθρώπινου οργανισμού, δεν είναι απόλυτος αυτοσκοπός. Συμβάλλει οπωσδήποτε και

θετικότατα στην ευδαιμονία, αλλά δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο, καθώς τίθεται εντός ορίων,

όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση του πόνου. Αυτό σημαίνει πως, μολονότι οὐδεμία

ἡδονὴ καθ’ ἑαυτό κακόν, υπάρχουν ηδονές υπερβολικές και καταχρηστικές, που επιφέρουν

10
οχλήσεις και αποτρέπουν από την ευτυχία. Κατ’ αναλογία, ενώ ο πόνος είναι δεινό, τούτο δεν σημαίνει

πως πρέπει πάντοτε να αποφεύγεται. Ο άνθρωπος οφείλει να προβαίνει συνεχώς σε συγκριτική

μέτρηση/επισκόπηση των κατά περίσταση συμφερόντων και μη συμφερόντων. Επομένως ό,τι διδάσκει

κυρίως ο Επίκουρος, αναλύοντας την έννοια της ηδονής, είναι (1) η αποβολή της ιδέας της

ριψοκίνδυνης ευτυχίας και (2) η διατήρηση της αισιοδοξίας και της αυτοκυριαρχίας του ακόμη και σε

συνθήκες πόνου.

3. Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ

Για την επίτευξη της πραγματικής ηδονής απαιτείται απόκτηση του μέγιστου αγαθού, της

φρόνησης. Σαφέστατα για τον Επίκουρο μέγιστο αγαθό είναι η φρόνησις ἐξ ἧς πᾶσαι λοιπαὶ

πεφύκασιν ἀρεταὶ13. Είναι ο σοφός λογισμός που εξουδετερώνει τις δυσκολίες ή επιρρώνει την

ένσοφη, τη θετική αντιμετώπιση των δυσκολιών. Η έννοια της φρόνησις σημαίνει τον νήφοντα, τον

αγρυπνούντα λογισμό που συνιστά την προϋπόθεση του ἡδέος βίου. Αν ως ηδονή ορίζεται στη

γενικότητά του το ευχάριστο συναίσθημα, αίσθημα ή βίωμα που καλύπτει όλη την ψυχική δεκτικότητα,

προσφέροντας στον άνθρωπο άπειρη ικανοποίηση, άρα τον οδηγεί στην ευτυχία, δηλ. θεωρούμε την

επικούρεια ηθική ευδαιμονιστική και όχι ηδονοθηρική, τότε η φρόνηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση

μιας τέτοιας κατάκτησης.

4. ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΖΩΗΣ

Από την ακροτελεύτια φράση της «Επιστολής προς Μενοικέα» σκιαγραφείται με σαφήνεια η

ανθρώπινη προσωπικότητα που μπορεί να πετύχει την κατάκτηση της μακαριότητας. Ο άνθρωπος

που υπερβαίνει τη θνητότητά του, ακριβώς επειδή ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά, είναι ο σοφός. Ο

σοφός της επικούρειας σκέψης έχει απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου και των θεών που πλάθονται

κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των πνευματικά ενδεών ανθρώπων. Κατανοεί και ερμηνεύει τα φυσικά

φαινόμενα χωρίς δεισιδαιμονίες και αυθαίρετες εικασίες. Στέκεται στον κόσμο των ηδονών και

ταυτόχρονα στον κόσμο της υπέρβασής τους, καθώς μπορεί να διακρίνει ορθά τις επιθυμίες και να

τηρεί το καλό. Αρνείται την αυστηρή αιτιοκρατία των φυσικών και το ρόλο του πεπρωμένου κι

13
ό.π. Χ, 132,140

11
εναντιώνεται στην υπερτίμηση της τύχης, ως παράγοντα από τον οποίο εξαρτάται κατ’

αποκλειστικότητα ο μάκαρ βίος. Με αυτό το πνεύμα αταραξίας αναγνωρίζει το αυτεξούσιο της

ανθρώπινης ύπαρξης και τονίζει την ελευθερία της βούλησης. Προικισμένος με τη φρόνηση και τη

γαλήνη, ο σοφός μπορεί να απολαύσει τον ευδαίμονα βίο, τις νηφάλιες καταστάσεις πλήρωσης και

ευγενούς ικανοποίησης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με αφετηρία το οντολογικό του σύστημα απ’ το οποίο ήταν εξ ορισμού απορριπτέα κάθε

ντετερμινιστική, μεταφυσική ή εξωλογική αντίληψη, ο Επίκουρος ανέπτυξε μια γνωσιοθεωρία που

απέβλεπε στο να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα πάθη της ψυχής και της διάνοιας. Απώτερος,

ωστόσο, σκοπός του ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο να υποδείξει το δρόμο προς την ευδαιμονία, την ειρήνη

της ψυχής.

Φόβοι για τους θεούς, για το θάνατο, για τα φυσικά φαινόμενα και επιθυμίες που η απώθηση,

αλλά και η ικανοποίησή τους μπορούν να προκαλέσουν πόνο –ζητήματα κεφαλαιώδη που

πραγματεύεται όλη η αρχαιοελληνική φιλοσοφία- βρήκαν την απάντησή τους στην επικούρεια σκέψη,

τόσο μέσα από μια αυστηρά υλιστική θεώρηση του κόσμου, όσο και από μια εμπειριοκρατική

γνωσιολογία, τις οποίες κατηύθυνε η ευδαιμονιστική ηθική. ΄Ετσι, η ηδονή, αποχωρισμένη από την

τάξη των παθών, έγινε τελικός σκοπός κάθε ανθρώπινης προσπάθειας. Πρόκειται για την ηδονή που

εξασφαλίζει την εσωτερική γαλήνη, την ἀλυπία, η οποία κατακτάται από τον άνθρωπο σε βάθος,

καθόσον έχει αποκτήσει και τη γνώση που τον καθιστά στην πράξη γνώστη της αλήθειας και

περαιτέρω υποκείμενο της ιστορίας του.

12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Επίκουρος, Ἠθική, Εξάντας [σειρά: Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς], Αθήνα 1991.


2. Λαέρτιος Διογένης, Βίων καὶ Γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, τ ΙΙ,
Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, London, England, 1991.

3. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
1981.

4. Sharples R.W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, μτφρ. Μ. Λυπουρλή, Γ. Αβραμίδης,


Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2002.

5. Vegetti M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, Τραυλός, Αθήνα
2000.

13
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ..............................................................................................................................................................2
Α. Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ........................................................................3
Ι. ΤΟ «ΦΥΣΙΚΌΝ».................................................................................................................................................4
ΙΙ. ΤΟ «ΚΑΝΟΝΙΚΌΝ».........................................................................................................................................5
1. ΑΊΣΘΗΣΗ, ΠΑΡΆΣΤΑΣΗ, ΈΝΝΟΙΑ, ΛΌΓΟΣ.............................................................................................5
2. ΨΥΧΉ .................................................................................................................................................................7
Β. «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ».................................................................................................................8
Ι. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ................................................................................................8
1. ΟΙ ΘΕΟΙ...............................................................................................................................................................8
2. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ......................................................................................................................................................9
ΙΙ. Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΖΩΗ..........................................................................................................................................10
1. Η ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ...........................................................................................................10
2. ΟΙ ΗΔΟΝΕΣ .....................................................................................................................................................10
3. Η ΦΡΟΝΗΣΙΣ...................................................................................................................................................11
4. ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΖΩΗΣ.......................................................................................................11
ΕΠΙΛΟΓΟΣ...........................................................................................................................................................12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................................................................13
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ..................................................................................................................................................14

14

You might also like