You are on page 1of 57

Μαργαρίτα

1
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Στη μικρή ταβέρνα, μοναδικός χώρος αναψυχής σε αυτό το νησάκι καθόταν


μελαγχολικός ο ίδιος άνθρωπος. Χθες βράδυ τον είχε δει από το μισόκλειστο παράθυρο
του σπιτιού της να καπνίζει ολομόναχος μέσα στο κρύο κοιτάζοντας τη θάλασσα. Στην
αρχή φοβήθηκε. Έτσι όπως ζούσε μόνη σε κείνο το ξεχασμένο από θεούς κι ανθρώπους
σπίτι ήταν εύκολος στόχος για οποιονδήποτε. Τώρα τον έβλεπε πάλι μπροστά της να
διαβάζει αμέριμνος στο μικρό καφενεδάκι. Δεν σταμάτησε το διάβασμά του ακόμα και
όταν ο κρύος αέρας όρμησε μέσα απότομα με την είσοδό της. Σκυφτός κι απόμακρος
σήμερα έδειχνε για κείνη περισσότερο οικείος. Παράξενο, σκέφτηκε. Κάτι μέσα της την
έσπρωχνε να τον πλησιάσει. Σίγουρα είχε κι εκείνος το δικό του μυστικό που τον έφερε
σε αυτό το ανεμοδαρμένο νησί. Ήθελε να μάθει γι' αυτόν, για τη ζωή του. Δεν έχει
οικογένεια, φίλους, κάτι τέλος πάντων; Δεν φαίνεται για νιόφερτος. Μοιάζει
εξοικειωμένος με τη σκληρή ζωή του νησιού. Τα ρούχα του καθαρά αλλά φθαρμένα. Τα
μαλλιά του και τα γένια τους σίγουρα έχει καιρό να τα πλησιάσει κουρέας. Τα χέρια του
και το πρόσωπό του χαρακωμένα απ' την αρμύρα και τον αέρα που έψησε το ηλιοκαμένο
δέρμα του. Κι όμως τα μάτια του τόσο ζωντανά μέσα στις κόγχες τους, τόσο φεγγοβόλα
ψάνουν στο σκοτάδι της νύχτας, ψάχνουν χωρίς να βλέπουν, γιατί διαφορετικά θα είχε
δει κι εκείνη να τον κοιτάζει από το απέναντι τραπέζι.
Εκείνη τη στιγμή ο ταβερνιάρης άφησε τα πιάτα με την ομελέτα που είχε παραγγείλει
και διακόπτοντας τις σκέψεις της. Τον ευχαρίστησε μ' ένα χαμόγελο τόσο αφηρημένο
που απόρησε και η ίδια, λες και το είχε κρατημένο για τέτοιες περιπτώσεις αναγκαστικής
ευγένειας. Ήταν λυπηρό. Μία γυναίκα τόσο νέα να δυσκολεύεται να βρει ένα απλό
χαμόγελο. Σίγουρα έδειχνε πιο νέα από όσο αισθανόταν. Τα έβαλε με τον εαυτό της.
Τρεις μέρες μόλις είχε περάσει στο νησί κι άρχισε να αυτοσαρκάζεται. Ο κύριος από το
απέναντι τραπέζι σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος της αδιάφορα. Φαινόταν
απορροφημένος. Εκείνη είχε ήδη καθίσει στο τραπέζι δίπλα στην είσοδο, ακριβώς
απέναντί του. Μέσα από τη τζαμαρία έβλεπε τη νύχτα να πέφτει και να μαυρίζει τη
θάλασσα. Της άρεσε πολύ η θάλασσα. Της άρεσε η δύναμη του υγρού στοιχείου, η μάχη
της με τη στεριά, καθώς ο αέρας λυσομανά και στέλνει τα κύματα να διαλύονται και να
διαλύουν τα βράχια της ακτής. Της άρεσε πολύ αυτό το νησί. Το είχε διαλέξει τυχαία
κάποια στιγμή ενθουσιασμού της πέρσι όταν είχε σκεφτεί πως χρειαζόταν διακοπές.
Τώρα όμως βρισκόταν εδώ γι' άλλο λόγο. Έπιασε το πιρούνι στα χέρια της κι άρχισε να
τρώει αργά την ομελέτα της. Την ώρα του φαγητού συνηθίζει να βυθίζεται στις σκέψεις.
Το προτιμάει από το να διαβάζει ή να συζητάει με κάποιον απέναντί της να την
παρατηρεί. Ίσως κι η ίδια τελικά να είναι μοναχικός τύπος, σκέφτηκε. Έτσι κι αλλιώς η
μοναξιά σε κάνει από μόνη της όλο και πιο μοναχικό. Κάποια στιγμή συνηθίζεις τόσο
πολύ σ' αυτό τον τρόπο ζωής που αρχίζεις όλο και λιγότερο να επικοινωνείς με τους
ανθρώπους κι εκείνοι γίνονται για σένα όλο και πιο αλλόκοτοι, πιο παράξενοι και
εξωφρενικά ενοχλητικοί. Αν δεν είχε απέναντί της αυτόν τον μυστήριο τύπο που

2
Μαργαρίτα

εξακολουθεί να είναι χωμένος στις σελίδες του βιβλίου του θα αισθανόταν ένοχη για τη
μοναξιά της. Μερικές φορές οι άνθρωποι του νησιού την κοιτάνε με περιέργεια και
νιώθει άβολα. Εκείνοι είναι ειλικρινείς και απλοί, όλοι γνωρίζονται από παιδιά. Δεν
έχουν μυστικά. Ενώ εκείνη; Σίγουρα κάτι κρύβει. Τι δουλειά θα μπορούσε να έχει μια
γυναίκα μόνη της σ' ένα νησί μεσ' την καρδιά του χειμώνα; Σίγουρα είχε προκαλέσει
σχόλια ο ερχομός της, αλλά τώρα πια δεν την ενδιαφέρει τίποτα απ' όλα αυτά. Ίσως δεν
την νοιάζει τίποτα. Ακόμα και την εμφάνισή της την έχει παραμελήσει. Εδώ και μέρες
φοράει το ίδιο ξεβαμμένο τζιν και το ίδιο άσπρο πουλόβερ. Τα μαλλιά της καστανά και
άγρια, γέμισαν μπούκλες από την υγρασία. Όμως το βλέμμα της. Αυτό το αδειανό
βλέμμα είναι που κάνει τους ανθρώπους γύρω της να αναρωτιούνται.
Σήμερα έκανε λιγότερο κρύο απ' ότι τις προηγούμενες μέρες. Είχε βρέξει το πρωί. Οι
δρόμοι ήταν γεμάτοι νερά και λάσπες. Παρόλα αυτά σκέφτηκε πως ίσως της έκανε καλό
να δει λίγο κόσμο, να αρχίσει να προσαρμόζεται, να συνειδητοποιεί πού βρίσκεται τέλος
πάντων. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο νησί κλεισμένη στο σπίτι της βγήκε
μόνο μία φορά για να τηλεφωνήσει στο δικηγόρο της. Διάφορες μνήμες από το παρελθόν
έκαναν την εμφάνισή τους. Κάτι μέσα της άρχισε να διαμαρτύρεται. Προσπάθησε να
συγκεντρώσει την προσοχή της στο φαγητό της. Ήθελε να ξεχάσει. Δεν τα κατάφερε.
Δεν θυμάται καλά καλά πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία. Απλά κάποια στιγμή
συνειδητοποίησε ότι έχανε τον έλεγχο. Από πάντα ήταν άτομο υπεύθυνο και
δημιουργικό. Όσο κι αν προσπάθησε όμως δεν κατάφερε να ξαναβάλει τα πράγματα σε
τάξη. Για καιρό αγωνιζόταν να σώσει μία σχέση, να κρατήσει τον μοναδικό άντρα που
εμπιστεύτηκε κι αγάπησε κοντά της, μάταια όμως. Το αποτέλεσμα ήρθε τόσο μοιραίο και
καταστροφικό, όπως από την αρχή είχε φοβηθεί.
Τον καιρό εκείνο πιεζόταν πολύ κι από παντού. Αυτό έβαλε σε κίνδυνο την ψυχική και
σωματική της υγεία. Οι φίλοι της στο γραφείο τη συμβούλευαν να δουλεύει λιγότερο και
να τρώει καλύτερα. Την έβλεπαν που τα έδινε όλα στη δουλειά και φοβόνταν ότι κάτι
είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καλά, ενώ οι προϊστάμενοι, όπως ήταν φυσικό, ήταν
κατενθουσιασμένοι. Ο γιατρός την είχε προειδοποιήσει, όμως ποτέ της δεν μπορούσε να
φανταστεί ότι στα τριάντα της χρόνια θα πάθαινε υπερκόπωση. Αποφάσισε λοιπόν να
ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού που της συνέστησε να απομακρυνθεί για κάποιο
χρονικό διάστημα από το χώρο της εργασίας της. Να κάνει επιτέλους εκείνες τις
διακοπές που είχε αναβάλει τα τρία συνεχή χρόνια. Και να την τώρα σ' αυτό το
ερημονήσι να πολεμάει τον εαυτό της, να προσπαθεί να καταλάβει τι έφταιξε, πού έκανε
λάθος. Σήκωσε το βλέμμα της κι αντίκρισε ξανά τα μάτια του ξένου να την κοιτάζουν
ερευνητικά. Απόρησε με τη θέρμη που έβγαινε από μέσα τους. Δεν πρέπει να ήταν
τελικά πάνω από σαράντα. Ο ξένος συνέχιζε να την κοιτάζει επίμονα. Ο τρόπος του την
εξόργιζε. Δεν μπορούσε αυτό το βλέμμα και την αδιακρισία του ανθρώπου που δεν
δίσταζε να την περιεργάζεται τόσο απροκάλυπτα. Άρχισε να νιώθει νευρικότητα.
Σήκωσε το ποτήρι της κι έβρεξε τα χείλη της που τώρα έτρεμαν. Δεν ήταν δυνατό να
συνεχίσει το γεύμα της μ' αυτά τα αδιάκριτα μάτια να παίζουν μαζί της. Πλήρωσε τον
ταβερνιάρη, άνοιξε την πόρτα βιαστικά και χάθηκε στο σκοτάδι. Έκανε κρύο έξω και δεν

3
Μαργαρίτα

υπήρχε ψυχή στο δρόμο τέτοια ώρα.


Κοίταξε το μαύρο ουρανό. Δεν είχε φεγγάρι σήμερα κι έτσι τυλιγμένη μέσα στο μαύρο
της παλτό η μορφή της δύσκολα ξεχώριζε. Συνήθως φοβάται το σκοτάδι μα σήμερα
αισθάνεται διαφορετικά. Η νύχτα είναι σύμμαχός της. Θέλει να χαθεί σ' αυτή, να
ανακαλύψει τις πτυχές της, να γευτεί την επικίνδυνη μαγεία της, να γίνει ένα με τα
στοιχεία της. Προχωρούσε αργά και τα βήματά της αντηχούσαν. Παράξενο, ένιωθε το
βλέμμα του ξένου να την ακολουθεί στην ερημιά της νύχτας. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν
πιο ασφαλές να ανοίξει το βήμα της. Το μικρό πλακόστρωτο δρομάκι οδηγούσε στην
κορυφή ενός μικρού λόφου. Εκεί κοντά στη θάλασσα ήταν κτισμένο το σπίτι που
νοίκιαζε. Τώρα της φαινόταν πιο επιβλητικό και απομονωμένο.
Ο αέρας σφύριζε καθώς περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων. Τελικά ήταν
ρίσκο η απόφασή της να μείνει τόσο μακριά από το κέντρο του χωριού αλλά μπροστά
στην ησυχία και την ψυχική της ηρεμία θυσίαζε ακόμη και την ασφάλειά της. Οι δικοί
της είχαν επαναστατήσει όταν δήλωσε ότι θα φύγει από τη Θεσσαλονίκη. Για την
αδελφή της η απόφαση της Μαργαρίτα να ζήσει έστω και προσωρινά σε ένα νησί
εγκαταλείποντας αυτούς που κατά τη γνώμη της την αγαπούσαν ήταν όχι μόνο
ανησυχητικό αλλά και σπασμωδικό ενώ στο μυαλό της η ιδέα να εγκαταλείψει τους
πάντες για να απομονωθεί σε ένα νησί μέσα στο καταχείμωνο, καταντούσε σχεδόν
προσβλητικό, ταπεινωτικό για τους δικούς της που τόσο ανησυχούσαν τον τελευταίο
καιρό για την υγεία της. Ήταν όμως αδύνατο να την κάνουν να αλλάξει γνώμη. Ύστερα,
όταν είδαν πως ήταν αμετάπιστη υποχώρησαν συμφωνώντας πως θα της έκανε καλό μία
αλλαγή περιβάλλοντος αρκεί να επικοινωνούσε μαζί τους τηλεφωνικά μία φορά το μήνα
ώστε να τους κρατάει ενήμερους τουλάχιστον για την υγεία της.
Λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα σταμάτησε και κοίταξε πίσω της. Τίποτα δεν
υπήρχε εκεί, εκτός από τον άνεμο. Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα. Μπήκε μέσα κι
ένιωσε αμέσως ανακουφισμένη. Στάθηκε έτσι για λίγες στιγμές ακουμπισμένη στην
πόρτα κι ένιωσε το αίμα να έρχεται ζεστό στις φλέβες της. Έβγαλε το παλτό της και πήγε
στην κουζίνα. Εκεί ήταν πιο ζεστά. Ευτυχώς το σπίτι ήταν σχετικά μικρό κι έτσι η
μοναδική ξυλόσομπα που βρισκόταν εκεί το θέρμαινε ικανοποιητικά. Κάθισε στο
τραπέζι και κοίταξε τα δέντρα του κήπου από το μικρό παραθυράκι. Έξω γινόταν
χαλασμός, μέσα σ' αυτό το σπίτι όμως ένιωθε ασφαλής. Πήρε ένα ποτήρι και άνοιξε ένα
μπουκάλι κονιάκ. Το γέμισε ως τη μέση και ήπιε μερικές γουλιές. Άφησε το οινόπνευμα
να κυλήσει μέσα της κι ένιωσε αμέσως καλύτερα. Πάνω στο τραπέζι βρήκε ένα κομμάτι
χαρτί κι άρχισε να γράφει. Ήθελε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της.
Στη δουλειά της τους τελευταίους μήνες ασχολούνταν καθημερινά με το γράψιμο. Όμως
τα ρεπορτάζ της τους τελευταίους μήνες είχαν αποκτήσει κι εκείνα τη γνωστή χλωμάδα
μιας απασχόλησης που κατάντησε με τα χρόνια ρουτίνα. Οι ίδιοι τίτλοι, τα ίδια
γεγονότα. Ακόμα και τα απρόσμενα, όπως οι θεομηνίες είχαν μετατραπεί σε απλά
μονόστηλα ή δίστηλα για να γεμίσουν σελίδες της εφημερίδας με πηχιαίους τίτλους. Όλα
στο βωμό του συμφέροντος. Όσο πιο μεγάλα τα προβλήματα του κοσμάκι τόσο πιο
μεγάλοι οι τίτλοι. Είχε απογοητευτεί, πράγμα που δεν το περίμενε από τον εαυτό της,

4
Μαργαρίτα

γιατί από πάντα πίστευε πως ήταν ένα πολύ προσγειωμένο άτομο. Τώρα έπιανε για
πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας να γράφει μόνο για
τον εαυτό της. Ούτε και η ίδια δεν ήξερε τι. Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει.
Απλά ήθελε να βγάλει από μέσα της τους κόμπους που είχαν μαζευτεί κι ίσως τελικά
αυτός να ήταν ένας τρόπος. Μια καταγραφή απλή έκανε των γεγονότων από την πρώτη
μέρα που ήρθε στο νησί για να μην ξεχνάει τα στάδια της προσπάθειάς της, κι αυτά ήταν
θαρρείς ο λόγος που έπρεπε κάθε μέρα να το συμπληρώνει με βελτιωμένα αποτελέσματα
μέχρι να ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό. Μέχρι να αναγνωρίσει το πρόσωπό της στον
καθρέφτη. Ναι, ήθελε επιτέλους να διώξει από τις φλέβες της, την καρδιά και το πνεύμα
της οτιδήποτε ξένο την είχε εθίσει στην ανυπαρξία.
Το πρωί την βρήκε να γράφει ακόμα ολότελα χαμένη στα μονοπάτια της σκέψης της με
το μπουκάλι δίπλα της σχεδόν άδειο. Σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα. Η θάλασσα
φαινόταν τώρα γαλήνια λαμπυρίζοντας κάτω από το φως της αυγής κι ένα απαλό αεράκι
έφερνε στα αυτιά της τους ήχους του χωριού που μόλις είχε ξυπνήσει. Κοίταξε τον ήλιο
και τον είδε να μεγαλώνει περισσότερο όσο περνούσε η ώρα. Στο παρελθόν ποτέ δεν
έτυχε να δει κάτι παρόμοιο, έστω και πίσω από τα τσιμεντένια κατασκευάσματα της
πόλης. Μια ξαφνική αίσθηση ευφορίας κι εμπιστοσύνης άρχισε να την κατακλύζει
νιώθοντας πως τώρα πια μπορούσε κάθε μέρα να είναι παρούσα σ' αυτή τη γέννηση της
φύσης. Τίποτα δεν θα την έκανε να φύγει από το νησί χωρίς πρώτα να έχει ξαναγεννηθεί.
Δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. Μ' αυτές τις σκέψεις έκλεισε την πόρτα και πήγε στο
δωμάτιό της.
Είχε την εντύπωση ότι μόλις είχε κλείσει τα μάτια της όταν άκουσε τρεις χτύπους στην
μπροστινή πόρτα. Γύρισε από το άλλο πλευρό κι ύστερα άκουσε άλλους τρεις. Ποιος
τολμούσε να της ταράξει τον ύπνο της; Είχε ένα κεφάλι καζάνι από το χθεσινό ξενύχτι,
αλλά κατάφερε και σύρθηκε ως την εξώπορτα. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρυσε ένα
χοντρούλη κύριο.
- Παρακαλώ; έκανε ξεψυχισμένα σφίγγοντας γερά την πόρτα, έτοιμη να του την κλείσει
κατάμουτρα με την πρώτη ύποπτη κίνηση.
- Συγγνώμη που σας ενοχλώ, είπε ευγενέστατα ο κύριος, αλλά θα ήθελα να σας ζητήσω
μερικές πληροφορίες. Ξέρετε, μόλις έφτασα και θα ήθελα να μου πείτε εάν γνωρίζετε
κάποιον που να νοικιάζει δωμάτια. Σκοπεύω να μείνω μερικούς μήνες στο νησί αλλά
ήρθα βιαστικά για κάτι δουλειές και χρειάζομαι οπωσδήποτε κατάλυμα για σήμερα.
- Ξαφνικά η Μαργαρίτα ντράπηκε. Είδε τον εαυτό της σε μια φανταστική εικόνα,
απέναντι από έναν σοβαρό κι ευγενικό, έστω χοντρό κύριο, να στέκεται βαριεστημένη,
άπλυτη, αχτένιστη, φορώντας μεσημεριάτικα τις πυτζάμες της, δίνοντας την εντύπωση
περιθωριακού ατόμου. Κι όμως οι γονείς της την μεγάλωσαν με όλους τους κανόνες που
επιβάλει η κοινωνία σε μια κοπέλα από σπίτι. Παρόλα αυτά κάτι μέσα της την έκανε να
επαναστατεί και να εξαγριώνεται απέναντι σ' οτιδήποτε της επέβαλε τη σκέψη, ότι
θέλοντας και μη είναι πολιτισμένο και λογικό όν και συνεπώς πρέπει να φέρεται σαν
τέτοιο. Ωστόσο δεν είχε ακόμη το κουράγιο να θυμώσει τον εαυτό της για την εικόνα
εγκατάλειψης που παρουσίαζε τους τελευταίους μήνες.

5
Μαργαρίτα

Κοίταξε τον κοστουμαρισμένο κύριο κι αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί όσο μπορούσε


γρηγορότερα, εκείνος όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει και συνέχισε χωρίς να περιμένει
απάντηση:
- Ξέρετε, είμαι γεωλόγος. Βρίσκομαι υπό τις εντολές μιας μεγάλης ξενοδοχειακής
μονάδας που επιθυμεί να επεκταθεί σε νησιά που δεν έχει αγγίξει ακόμη ο πολιτισμός.
Αυτό ήταν, σκέφτηκε η Μαργαρίτα, αυτός ο άνθρωπος ήταν βαλτός να καταστρέψει για
πάντα την ησυχία τη δική της και οποιουδήποτε άλλου λαχταρά να βρει ένα κομμάτι γης
ανέγγιχτο από τον παμφάγο πολιτισμό μας. Κι εκείνη; Τι χρωστάει να την ξυπνάει από
το λήθαργό της; Ήθελε να πέσει σε χειμέρια νάρκη. Η τύχη φαίνεται ήταν εναντίον της
σήμερα. Γιατί δεν την αφήνουν στην ησυχία της;
- Κοιτάξτε, μπορώ να σας δώσω το τηλέφωνο της σπιτονοικοκυράς μου. Ίσως εκείνη
μπορέσει να σας βοηθήσει.
Έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί το όνομα και το τηλέφωνο της σπιτονοικοκυράς της και
του το έδωσε. Εκείνος το πήρε ευχαριστώντας την θερμά και χαμογελώντας
τρισευτυχισμένος. Λυπήθηκε που η ψυχολογική της κατάσταση δεν της επέτρεπε
περισσότερες ευγένειες.
- Σας ευχαριστώ πολύ, τις είπε, κι έκανε να φύγει. Ο χοντρούλης κύριος που ακόμα δεν
είχε μάθει το όνομά του σταμάτησε στη μέση του κήπου σκεφτικός.
- Συγγνώμη και πάλι, αλλά μήπως έχετε τηλέφωνο;
Α, αυτό πήγαινε πολύ.
- Δυστυχώς όχι, απάντησε εκείνη κουρασμένα, το καφενείο του χωριού όμως πρέπει να
διαθέτει ένα, αν δεν κάνω λάθος, είπε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να ακούγεται
περισσότερο ευχάριστη απ' όσο ένιωθε. Τον είδε να χαμογελάει πλατιά για άλλη μια
φορά πριν φύγει.
- Γεια σας, και χίλια ευχαριστώ. Σας είμαι υποχρεωμένος.
Προσπάθησε να του ανταποδώσει το χαμόγελο, αλλά δεν τα κατάφερε. Με δυσκολία
έκρυψε ένα χασμουρητό πίσω από την πόρτα καθώς την έκλεινε επιτέλους, για να χωθεί
πάλι μέσ' τα σκεπάσματά της. Σκοπός της ήταν να ξεχάσει τα πάντα. Μακάρι να
μπορούσε να κάνει μια πνευματική λοβοτομή, ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα βελτιωνόταν
στα σίγουρα η διάθεσή της. Ξαναγύρισε λοιπόν στον λήθαργό της και δεν σηκώθηκε
παρά νωρίς το επόμενο πρωί.

6
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η δεύτερη μέρα της στο νησί είχε αρχίσει πριν λίγα λεπτά, όταν ο ήλιος είχε κάνει την
εμφάνισή του στα ήρεμα νερά της θάλασσας. Η Τ. άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία,
αλλά ήταν σίγουρη πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί περισσότερο. Έριξε νερό στο
πρόσωπό της και άρχισε να νιώθει λίγο καλύτερα. Άνοιξε την πόρτα να μπει καθαρός
αέρας κι ένιωσε τη μυρωδιά από το ιώδιο και το αλάτι να αναζωογονούν τις αισθήσεις
της. Τα δέντρα ακούγονταν να θροϊζουν χαρούμενα. Καιρό είχε να νιώσει τόσο κεφάτη.
Σκέφτηκε λοιπόν πως θα ήταν όμορφα να έκανε σήμερα μια βόλτα στο χωριό. Μπήκε
σχεδόν τρέχοντας στο μπάνιο και έπειτα στο δωμάτιό της. Όταν τελικά κλείδωσε πίσω
της την εξώπορτα ήταν πλυμένη, ντυμένη και χτενισμένη και μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας
που έκανε και την ίδια να απορήσει. Κατέβηκε με μεγάλα βήματα το λιθόστρωτο
δρομάκι που έφτανε μέχρι την πλατεία και σε λίγα λεπτά βρέθηκε μπροστά στα λιγοστά
καταστήματα του χωριού και το μοναδικό βιβλιοπωλείο όλου του νησιού, που σ' αυτή
την ερημιά έμοιαζε με όαση. Θυμάται ότι από μικρό παιδί αγαπούσε τα βιβλία.
Αντιπροσώπευαν γι' αυτήν ολόκληρο τον κόσμο.
Μέσα από τα βιβλία μπορούσε να μάθει για τους ανθρώπους και για τον κόσμο, για την
τεχνολογία, το παρελθόν και για άγνωστους πολιτισμούς για όλα τα επιτεύγματα του
ανθρώπινου γένους και για όλα τα λάθη του. Τα βιβλία μιλούσαν για τα πράγματα,
μιλούσαν και για την ψυχή. Μερικά απ' αυτά μιλούσαν και για το Θεό. Ο Θεός. Ο Θεός
ήταν κάτι πολύ μπερδεμένο μέσα της. Για κείνη αντιπροσώπευε τον τέλειο Πατέρα.
Έφερε στο μυαλό της την τελευταία νύχτα πριν φύγει για το νησί. Καθόταν γονατιστή
δίπλα στο κρεβάτι της με το κεφάλι σκυμμένο σχεδόν ως το πάτωμα. Για πρώτη φορά
μετά από χρόνια είχε νιώσει την ανάγκη να απευθυνθεί στο Θεό. Φοβόταν ότι θα
καταρρεύσει. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα ασταμάτητα. Ήθελε να σταματήσει να
κλαίει γιατί ποτέ δεν επέτρεπε στον εαυτό της να απογοητεύεται. Ένιωθε τόσο μόνη και
προδομένη από τη ζωή και τα παιχνίδια της, αλλά περισσότερο ένιωθε απογοητευμένη
από τον εαυτό της τον ίδιο. Αυτός ήταν ο υπαίτιος της δυστυχίας της. Ο κακός της
εαυτός. Από μικρή προσπαθούσε να τον καταλάβει και ήταν πολλά αυτά που συνέβαιναν
χωρίς να το πάρει είδηση, παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά να τα διορθώσει. Τα γεγονότα
προλάβαιναν τα συναισθήματά της ή και το αντίθετο. Έτσι κάθε μέρα αγωνιούσε να βρει
την προσωπική της ισορροπία. Ζύγιζε τα πάντα, τις αντιδράσεις της, τη συναισθηματική
της κατάσταση, και ήξερε πολύ καλά πως αν κάποια στιγμή της ζωής της αφεθεί θα
οδηγούνταν στην καταστροφή. Αλλά και το αντίθετο της έδινε το ίδιο αποτέλεσμα. Γι'
αυτό ήθελε τόσο πολύ από μικρή ακόμη να διαβάζει, προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι
αυτό που οι μεγάλοι φοβούνται και ονομάζουν κακό. Πού βρίσκεται επιτέλους, πώς να
το αποφεύγει. Χαμένη μέσα στα ερωτηματικά της ρωτούσε πολλές φορές τους γονείς της
απλά πράγματα για να μπορέσει να καταλάβει. Υπάρχει Θεός;
- Μαμά, υπάρχει Θεός, ρωτούσε η μικρή Τ.
- Παιδί μου, της έλεγε εκείνη, εγώ δεν ξέρω πολλά να σου πω. Μέσα στην ψυχή μου
όμως γνωρίζω καλά πως υπάρχει μια Ανωτέρα Δύναμις που μας βοηθάει. Και ίσως αυτή

7
Μαργαρίτα

να είναι ο Θεός. Τι άλλο μπορώ να σου πω; Γι' αυτό παιδάκι μου, μάθετε εσύ κι η
αδελφή σου γράμματα, ό,τι μάθετε καλό είναι, για να μη ζήσε τη ζωή τη δική μου και
του πατέρα σου, για να ξέρετε ν' απαντάτε στις ερωτήσεις που θα σας κάνουν αργότερα
τα δικά σας παιδιά".
Τα άκουγε αυτά η Μαργαρίτα σχετικά με τα γράμματα και το πήρε απόφαση να μην
αφήσει βιβλίο για βιβλίο που να μην το διάβαζε. Έτσι ίσως μπορούσε να καταλάβει
επιτέλους τι ήταν ο Θεός. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν στο
οικογενειακό της περιβάλλον και στα 17 της τα προβλήματα συσσωρεύτηκαν. Οι
καθημερινοί καυγάδες των γονιών της είχαν πειράξει τα νεύρα όλων. Η μητέρα της
κάποια στιγμή κατάρρευσε. Η αδελφή της παρόλο που ήταν ένα χρόνο μικρότερη δεν
αντιδρούσε. Κρατούσε τα πάντα μέσα της. Σπάνια άνοιγε συζήτηση κι ακόμα πιο σπάνια
την έβλεπε να κλαίει. Η Μαργαρίτα την θαύμαζε γι' αυτό. Μόλις θυμήθηκε την αδελφή
της την πήραν τα δάκρυα. Πόσα είχαν τραβήξει οι δυο τους. Έκλαιγε τώρα, έκλαιγε. Όσο
μπορούσε να αντέξει το σώμα και η ψυχή της, εκείνο το βράδυ. Προσπάθησε να
σηκώσει τα μάτια της στο εικόνισμα που βρισκόταν πάνω από το προσκεφάλι της στο
δωμάτιό της αλλά δεν μπορούσε. Η ψυχή της ήταν βαριά κι ένιωθε ανάξια να το
αντικρύσει. Η νύχτα πέρασε πολύ δύσκολα. Μαύρες σκέψεις γέμιζαν το μυαλό της.
Εκείνες τις μέρες πιο εύκολο ήταν να ανοίξει μια τρύπα στο χρόνο και να την καταπιεί
παρά να ανοίξει τις πόρτες της ψυχής της να μπει καθαρός αέρας. Πώς ήρθαν όλα αυτά
τώρα στο μυαλό της; Γιατί τώρα; Τώρα που ήταν ολότελα μπερδεμένη; Εκείνη τη νύχτα
ο χρόνος είχε σταματήσει για την ίδια. Υπήρχε μόνο αυτή κι ο Θεός. Κι όλος εκείνος ο
θρήνος ήταν μια οδυνηρή προσπάθεια να σώσει την ψυχή της. Ήθελε να ξεχάσει όλα τα
λάθη του παρελθόντος και τώρα ξαφνικά και άγρια κάναν την εμφάνισή τους. Όλα έχουν
όμως αιτία και αποτέλεσμα στη ζωή και σύμφωνα με αυτό το νόμο κινούνται. Η
Μαργαρίτα είχε τη δική της θεωρία για τα λάθη και τη θέση τους στη ζωή μας και πολύ
φοβόταν ότι στη δική της περίπτωση είχε επιδιώξει να φτάσει σ' αυτή την κατάληξη.
Ύστερα, σκέφτηκε, υπάρχουν πολλά στη ζωή που δεν εξηγούνται. Απλά ζεις και ελπίζεις
κάποτε να καταλάβεις. Εκείνο το βράδυ μπροστά στο εικόνισμα πήρε την οριστική της
απόφαση, θα συνέχιζε τη ζωή της από εκεί που την είχε αφήσει.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε για το νησί. Τίποτα δεν μπορούσε να την σταματήσει. Έτσι
βρέθηκε μετά από τρεις μέρες μπροστά σε αυτό το βιβλιοπωλείο να χαζεύει τη βιτρίνα
με τα πολύχρωμα εξώφυλλα. Μάλωσε τον εαυτό της που αφέθηκε να χωθεί πάλι στο
μαύρο σύννεφο του παρελθόντος και με μία βιαστική κίνηση άνοιξε την πόρτα του
μικρού καταστήματος. Αμέσως την τύλιξε η γνώριμη μυρωδιά των βιβλίων ανακατεμένη
με ένα διακριτικό άρωμα χώρου.
- Καλημέρα σας, είπε η Τ. διστακτικά, μπορώ να ρίξω μια ματιά στα βιβλία;
-Πολύ ευχαρίστως, αποκρίθηκε η πωλήτρια που εκείνη τη στιγμή τακτοποιούσε μερικά
βιβλία στα ράφια.
Η Μαργαρίτα περιπλανήθηκε ανάμεσα στα ράφια ψάχνοντας για κάποιο βιβλίο ικανό να
την αποσπάσει από τις σκέψεις της που την μελαγχολούσαν. Η πωλήτρια την πλησίασε.
- Συγγνώμη, μήπως θα μπορούσα να σας βοηθήσω; Τη ρώτησε με φωνή πιο απαλή κι

8
Μαργαρίτα

από θρόισμα ανέμου. Η πωλήτρια ήταν μία ευγενική κοπέλα με καστανά σγουρά μαλλιά
με ατίθασες αφέλειες να πέφτουν στο χαμογελαστό πρόσωπό της.
- Ευχαριστώ, δεν ψάχνω κάτι συγκεκριμένο.
- Αν θέλετε να σας προτείνω μερικά, δεν θα μου έκανε κόπο. Φαίνεστε καλλιεργημένο
άτομο και μπορώ να πω ότι σε αυτό το νησί δεν υπάρχουν πολλοί που να μπορείς να
συζητήσεις για την τέχνη. Οι περισσότεροι από τους νησιώτες είναι απλοί άνθρωποι,
κυνηγοί του μεροκάματου, ψαράδες και έμποροι. Να, κοιτάξτε αυτό, της είπε και της
πρότεινε ένα βιβλίο με μαύρο εξώφυλλο και με ένα απροσδιόριστο σχέδιο να
διαγράφεται αχνά. Δεν είναι καινούρια έκδοση αλλά είναι πολύ καλό. Το έχω διαβάσει
και εγώ η ίδια αλλά τώρα που το σκέφτομαι σίγουρα δεν κάνει για σας, είναι πολύ
μελαγχολικό.
- Γιατί, τι έχω εγώ, δηλαδή; Ρώτησε η Μαργαρίτα με εύθυμη διάθεση.
- Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας προσβάλω, αλλά ίσως χρειάζεστε κάτι πιο χαρούμενο. Για
παράδειγμα αυτό το ευθυμογράφημα. Ή αυτό εδώ, της λέει κατεβάζοντας ένα άλλο
βιβλίο με γυαλιστερό εξώφυλλο από το πάνω ράφι. Είναι πολύ καλά βιβλία ξέρετε...
αλλά δεν...
- Αλλά δεν τα έχετε διαβάσει, συμπληρώνει η Μαργαρίτα και βάζουν και οι δυο τους τα
γέλια.
- Νομίζω ότι η ζωή μας παραείναι μελαγχολική για να διαβάζουμε καταθλιπτικά βιβλία,
είπε η Μαργαρίτα αλλά τις περισσότερες φορές μόνο αυτά νιώθω ότι μπορούν να με
αγγίξουν πραγματικά. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό.
- Τι να σου πω, είπε η πωλήτρια κοιτώντας την με τα μεγάλα της μάτια που είχαν
σκοτεινιάσει ξαφνικά, αλλά καλύτερα μην περιμένεις να υποστηρίξω το αντίθετο!
Τελικά από όλη αυτή τη συζήτηση αποφάσισαν πως τα βιβλία κάνουν ακόμα πιο μόνους
τους μοναχικούς ανθρώπους και πως είχαν αρκετό καιρό για να κάνουν ένα διάλειμμα
και να πιούνε ένα καφέ μαζί, άλλωστε η Μαργαρίτα είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή από
μία καλή φίλη.

9
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η Μαργαρίτα πήρε τα ψώνια από το μπακάλικο του χωριού και γύρισε στο σπίτι. Ήταν
πολύ χαρούμενη που βρήκε κάποιον να μιλήσει. Και ήταν η πρώτη φορά από τη μέρα
που ήρθε στο νησί που ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Ή καλύτερα, να την
ακούσει κάποιος. Μεγάλη υπόθεση αυτή. Να υπάρχει δηλαδή κάποιος άνθρωπος, δεν
έχει σημασία ποιος, πλούσιος - φτωχός, γνωστός ή ξένος, που να έχει το θάρρος να
επωμιστεί και τα δικά σου βάρη στην καρδιά και την ψυχή του. Συνήθως αυτό που
κάνουμε είναι να μιλάμε. Καθόμαστε και κουράζουμε τους άλλους αναλύοντας τις
σκέψεις μας, που πολλές φορές δεν είναι καν σκέψεις απλά ό,τι μας έρχεται πρώτο στο
νου το λέμε, μόνο και μόνο να έχουμε την ευχαρίστηση πως οικοιοποιηθήκαμε το χρόνο
και το ενδιαφέρον του ακροατή μας. Ευτυχώς που δεν είναι πάντα έτσι, γιατί δεν μπορεί
να ισχυριστεί κανείς πως η ζωή στην πόλη σου αφήνει και πολλά περιθώρια πνευματικής
ανάτασης. Έτσι βλέπουμε στις γιορτές και σε κάθε ευκαιρία όλοι να την εγκαταλείπουν
και τρέχουν άλλοι στα χωριά και άλλοι στις σκηνές και τα εξοχικά τους.
"Καλή η συμβίωση, καλή και η απομόνωση, μα ακόμη καλύτερη η πρόσκληση για
καφεδάκι, είπε στον εαυτό της χαρούμενα. Και συμβαίνει τώρα, να μη θέλω να ανοίξω
τα σώψυχά μου. Απλά να μιλήσω για τον καιρό, να ακούσω ίσως ιστορίες για το νησί, να
συζητήσω περί ανέμων και υδάτων που λέμε. Αυτό έχω ανάγκη τώρα".
Άφησε τα πράγματα στο τραπέζι της κουζίνας κι έριξε μια ματιά γύρω της. Μέχρι να
σχολάσει η Μαρία από τη δουλειά της σκέφτηκε, προλαβαίνω να πάω μια βόλτα στη
θάλασσα από την άλλη πλευρά του νησιού. Θα πάρω την αντίθετη κατεύθυνση τώρα.
Άνοιξε την σακούλα με τα ψώνια, βρήκε το ψωμί, έμεινε για λίγο σκεφτική κοιτάζοντάς
το κι έπειτα το σταύρωσε, το έκοψε στη μέση και το 'βαλε στην άκρη. Ύστερα πήρε λίγο
τυρί, άνοιξε το ψωμί και το έβαλε μέσα, μαζί με ένα κομμάτι ντομάτας. Ήταν ένα ωραίο
σάντουιτς που έπαιρνε μαζί της γιατί ήδη είχε αρχίσει να πεινάει. Έριξε στον ώμο της τη
σακουλίτσα με το κολατσιό της, άνοιξε την πόρτα, κι αφού κοντοστάθηκε λίγο
μυρίζοντας τον αέρα, έφυγε τρέχοντας σχεδόν από την πίσω μεριά του σπιτιού προς τη
θάλασσα.
Από εκεί το έδαφος ήταν δύσβατο. Δεν υπήρχε μονοπάτι και τα πόδια της γλιστρούσαν
δρασκελίζοντας τα βραχάκια και τις πέτρες δίπλα στη θάλασσα... Εκεί λίγο πιο πέρα, στο
αριστερό της χέρι, βρισκόταν μία συστάδα δέντρων. "Εκεί θα καθίσω να φάω, σκέφτηκε,
αφού ήδη το στομάχι της διαμαρτυρόταν έντονα. Η ζωή στην εξοχή άρχισε να μου
ανοίγει την όρεξη και θα παχύνω, είπε μέσα της, κι ένα χαμόγελο σαν παιδί που μόλις
έκανε αταξία σχηματίστηκε στο πρόσωπό της".
Σε λίγο βρισκόταν ξαπλωμένη κάτω από ένα δέντρο. Κοίταξε απέναντί της τη θάλασσα
και νόμισε πως ήταν για μια στιγμή ένα κομμάτι από αυτήν. Ένιωσε πως χανόταν μέσα
στην απεραντοσύνη της. Ένιωσε πως η ζωή της πια δεν μπορούσε με τίποτα λιγότερο να
συμβιβαστεί όσο με την ένωση μ' αυτό το απέραντο, το άπειρο. Κι εκείνα τα κυματάκια
στην ακτή, τι χαριτωμένα που ήταν. Σαν να 'παιζαν με τα βότσαλα και να τα
προκαλούσαν σε ένα χαρούμενο ατέρμονο κυνηγητό.

10
Μαργαρίτα

Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού διαπίστωσε πως επικρατούσε μια βαθιά ησυχία. Οι
κάτοικοι είχαν σταματήσει τις δουλειές τους και είχαν γυρίσει στο σπίτι τους για το
μεσημεριανό φαγητό και ξεκούρασή τους. Η Μαργαρίτα διέσχισε το δρομάκι που
οδηγούσε στο βιβλιοπωλείο και σταμάτησε ακριβώς στη μέση της πλατείας. Πίσω από
ένα δέντρο ξεπρόβαλε η μορφή της Μαρίας. Πλησίαζε τώρα χαμογελαστή και χαιρέτησε
την Μαργαρίτα με απρόσμενη εγκαρδιότητα.
- "Γεια σου, μήπως σε έκανα να περιμένεις; Τελευταία στιγμή ήρθαν κάποια βιβλία από
την Αθήνα και έπρεπε οπωσδήποτε να τα τακτοποιήσω"
- "Όχι, δεν περίμενα σχεδόν καθόλου. Μόλις ήρθα. Έκανα το γύρο του χωριού και καθώς
ερχόμουν πέρασαν μπροστά από κάτι ερείπια. Μήπως ξέρεις τι ήταν παλιά εκεί;".
- "Τι να σου πω, Μαργαρίτα, δεν γνωρίζω πολλά για την ιστορία του χωριού. Λοιπόν, θα
πάμε να πιούμε ένα καφεδάκι; Το έχω τόσο ανάγκη. Νομίζω πως όλος αυτός ο ήλιος στο
νησί μ' έχει αποβλακώσει".
- "Εμένα μ' αρέσει", είπε η Μαργαρίτα, "έχω πολύ καιρό να ζήσω στην εξοχή και τώρα
έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι στον παράδεισο... Αλήθεια Μαρία ζεις πολύ καιρό
εδώ;".
- "Πρόσεχε τις πέτρες Μαργαρίτα, θα πέσεις έτσι που πας", είπε μαλακά η Μαρία,
αλλάζοντας θέμα.
Η Μαργαρίτα ξαφνιάστηκε. Κοίταξε με απορία το δρομάκι κι ύστερα πάλι τη Μαρία.
Εκείνη αρκέστηκε σε ένα χαμόγελο κατανόησης και τίποτα άλλο. Περπάτησαν έτσι
μέχρι που φάνηκαν τα τραπεζάκια στην άκρη της θάλασσας. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε
ψυχή στο καφενείο εκτός από τον παππούλη που έψηνε τους καφέδες. Η Μαρία τον
φώναξε με το όνομά του:
- Έι, κυρ-Γιάννη, καλημέρα. Είσαι καλά;
Ο παππούλης σηκώθηκε με δυσκολία από ένα τραπεζάκι στο βάθος του καφενείου και
κατευθύνθηκε με μικρά βηματάκια προς το μέρος τους.
- Κάθισε, είπε η Μαρία κι έδειξε στην Μαργαρίτα ένα τραπεζάκι με δύο παμπάλαιες
καρέκλες κάτω από ένα δέντρο του οποίου τα κλαδιά και το φύλλωμά του θα τις
προστάτευαν από τον μεσημεριανό ήλιο. Τώρα τελευταία ο καιρός είχε καλυτερεύσει
αισθητά. Δεν φυσούσε πλέον τόσο πολύ και για την Μαργαρίτα ήταν υπέρ αρκετό ένα
βαμβακερό πουκάμισο για να βγει έξω.
- Κατά πάσα πιθανότητα βρισκόμαστε στις αλκυονίδες μέρες. Πώς αλλιώς μπορούσε
κανείς να εξηγήσει τέτοια λιακάδα στη μέση του χειμώνα, αναρωτήθηκε η Μαργαρίτα.
- Ωραία μέρα, είπε μονολογώντας σχεδόν και κάθισε στην καρέκλα που έτριξε
παραπονιάρικα κάτω από το βάρος της. Η Μαρία έσκασε ένα ακόμη χαμόγελο και
κάθισε απέναντί της.
- Έχεις δίκιο, είπε μελαγχολικά και γύρισε προς το μέρος του παππούλη που στο μεταξύ
είχε φτάσει με το αργό του βήμα.
- Λοιπόν, κυρ-Γιάννη, εγώ κι η φίλη μου, ήρθαμε να πιούμε ένα καφεδάκι. Τι λες, θα μας
φτιάξεις από ένα; Είπε η Μαρία χαμογελώντας με άνεση.
- Γιατί όχι παιδιά μου! Να σας φτιάξω, όσους θέλετε, έκανε εγκάρδια ο παππούλης.

11
Μαργαρίτα

Ζήτησαν ένα ελληνικό γλυκό για την Μαργαρίτα και ένα φραπέ με γάλα για την Μαρία.
- Μάλιστα, είπε ο παππούλης, και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και μ' ένα ύφος λίγο
διστακτικό απευθύνθηκε στη Μαρία:
- Με το συμπάθιο, αλλά επειδή δεν έχω ξαναδεί τη φίλη σου... λέω αν χρειαστείτε
οτιδήποτε να μου πείτε...
- Όχι κυρ-Γιάννη. Σ' ευχαριστούμε όμως που ενδιαφέρθηκες...Ησυχία έχει σήμερα το
μαγαζί, είπε η Μαρία, κοιτάζοντας γύρω της.
- Ναι, παιδί μου. Τώρα είναι μεσημέρι.
Ο παππούλης τους εξήγησε ότι αυτό κρατούσε πολύ λίγο, κανα μισάωρο, ώσπου να φάει
ο κόσμος κι ύστερα έρχονται πάλι το απογευματάκι για να παίξουν καμιά παρτίδα τάβλι.
Πολύ αργότερα κάνουν την εμφάνισή τους οι βαρκάρηδες στην άκρη της θάλασσας,
μαζεύουν τα δίχτυα τους και το βραδάκι κουρασμένοι έρχονται να πιούνε κανα τσίπουρο
και να συζητήσουν τα γεγονότα της ημέρας.
- Εδώ όλοι είμαστε θαρρείς ένα σόι, εξήγησε ο παππούλης, γι' αυτό και ο κόσμος είναι
πολύ περίεργος όταν έρχεται ξένος στο νησί. Αλλά αυτά παιδί μου δεν με ενδιαφέρουν
εμένα. Εμένα μ' αρέσει να βλέπω νεολαία, δεν ξέρω ανοίγει η ψυχή μου, γίνομαι κι εγώ
ξανά παιδί και θυμάμαι τα όνειρα που έκανα όταν ήμουν στην ηλικία τους. Μ' αρέσει
που 'ρχονται στο νησί για τις διακοπές τους. Έτσι δεν αισθάνουμαι και μοναξιά..., είπε
χαμογελώντας κι έσυρε να φέρει τους καφέδες.
- Καλός ο παππούλης, έτσι; Σπάνια βρίσκει κανείς τέτοιους ανθρώπους τη σήμερον
ημέρα, μουρμούρισε η Μαργαρίτα σκεφτική.
- Ναι, έχεις δίκιο. Στην υγειά μας, ευχήθηκε η Μαρία.
- Στην υγειά μας, χαμογέλασε η Μαργαρίτα.
Όσο έπιναν τον καφέ τους η Μαργαρίτα προσπάθησε να είναι φιλική ταυτόχρονα όμως
δεν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της και το παρελθόν. Όταν θέλησε να μάθει για την
Μαρία και τη ζωή της, ένιωσε την ίδια επιφυλακτικότητα από μέρος της. Έτσι κατέληξαν
να αγναντεύουν απέναντι το πέλαγο. Χωρίς να μιλούν. Το μόνο που έμαθε γι' αυτή την
κοπέλα ήταν ότι πριν από δύο χρόνια είχε φύγει από τη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε με
τους γονείς της κι ήρθε στο νησί που ζούσε η αδελφή της με τον άντρα και το ένα τους
παιδί. Δεν είχε σκοπό να μείνει πολύ, αλλά όταν ο βιβλιοπώλης που ήταν και φίλος του
γαμπρού της από τη Θεσσαλονίκη ζήτησε να αναλάβει το μαγαζί, όσο εκείνος θα
ασχολούνταν με τις επιχειρήσεις του στην πόλη, εκείνη δέχθηκε μετακομίζοντας, πλέον
οριστικά, σ' ένα σπίτι απέναντι από το μαγαζί κοντά σ' εκείνο της αδελφής της.
"Τι παράξενη κοπέλα", σκέφτηκε η Μαργαρίτα, την ώρα που έκοβε μία ντομάτα στα
τέσσερα για το βραδινό της δείπνο. Ενώ στην αρχή της είχε φανεί ιδιαίτερα εύθυμο
άτομο, αισθάνθηκε πως μέσα της έκρυβε μια κάποια μελαγχολία. Κοίταξε από το
παράθυρο τα λουλούδια απέναντι που είχαν αρχίσει να κλείνουν τα πέταλά τους θαρρείς
κι έβλεπαν μαζί της τον ήλιο που έδυε σιγά-σιγά κι έκαναν κι αυτά τις βραδινές τους
ετοιμασίες. Ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε κι έκανε τα φύλλα τους να θροϊσουν
ευτυχισμένα, σκορπίζοντας ταυτόχρονα τις σκέψεις από το μυαλό της. Εδώ στο νησί το
κλίμα ήταν τόσο διαφορετικό από εκείνο της πόλης. Τα βράδια έκανε σχεδόν κρύο, και

12
Μαργαρίτα

τότε η Μαργαρίτα άρπαζε την κουβέρτα και κουκουλωνόταν από την κορφή ως τα νύχια,
για να προφυλαχθεί από την υγρασία που εισχωρούσε μέχρι το κόκκαλο, τόσο που το
πρωί πονούσε όλο της το σώμα. "Καλό το νησί, αλλά θέλει και την προσαρμογή του",
σκέφτηκε χαμογελώντας και κοίταξε με όρεξη την ευτυχισμένη ντομάτα.

13
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Πέρασε ήδη ένας μήνας από τότε που ήρθε η Μαργαρίτα στο νησί "των ανέμων", όπως
το είχε ονομάσει η ίδια και για πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες ένιωθε να βλέπει
κάποιο φως στη σκοτεινιασμένη της ψυχή. Η μοναξιά που είχε τόση ευκαιρία εδώ να
απολαμβάνει της έκανε καλό. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να πάει μια βόλτα στο
χωριό ν' αγοράσει τσιγάρα που της είχαν τελειώσει και ίσως κάποιο βιβλίο. Της άρεσαν
τα βιβλία πολύ. Πάντα της κρατούσαν συντροφιά και ένιωθε πως μ' αυτό τον τρόπο
μπαίνει σ' άλλους κόσμους, ταξιδεύει. Αυτή τη φορά όμως το ταξίδι ήταν εκείνη. Η ίδια
θα ταξίδευε μέσα στον εαυτό της, στα έγκατα του είναι της, θ' ανακάλυπτε τον αληθινό
της εαυτό. Πώς να ήταν άραγε; Θα την τρόμαζε; "Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις, ποτέ δεν
τελειώνουν", είπε η Τ. κλωτσώντας τα βότσαλα θυμωμένα. Κατηφόρισε γρήγορα το
δρόμο προς το χωριό. Από μακρυά είδε τους άντρες του χωριού, δυο, τρεις ψαράδες να
κάθονται στο καφενεδάκι της πλατείας. Δεν πρόλαβε καλά - καλά να πλησιάσει και είδε
με την άκρη του ματιού της κάποιους άντρες να σηκώνονται, και αφού χαιρέτισαν τον
ιδιοκτήτη του καφενείο, έφυγαν. Ήταν ήδη μεσημέρι, σε λίγο θα έκλεινε. Η Μαργαρίτα
μπήκε μέσα σκυθρωπή, με την αίσθηση ότι βρίσκεται σε κάποιο ξένο σώμα, και ζει
κάποιου άλλου τη ζωή. Ζήτησε γρήγορα - γρήγορα αυτό που ήθελε λέγοντας μία άχρωμη
καλημέρα στον καφετζή. Το νησί δεν είχε περίπτερο, μόνο το καφενείο είχε τσιγάρα.
Σκέφτηκε να πάρει μία ολόκληρη κούτα, να μην έρχεται συχνά σ' ένα μέρος που ένιωθε
τόσο άταιρη. Κι όμως ο καλοσυνάτος καφετζής δεν της είχε δώσει τέτοια εντύπωση.
Παρ' όλα αυτά ήταν μία ξένη για τους ανθρώπους του νησιού και σε καμία περίπτωση
δεν θα ήθελε να αρχίσουν τις ερωτήσεις για 'κείνη. Ένιωθε τόσο άσχημα, όσο έδειχνε.
Για ποιο λόγο να υποκρίνεται; Όλοι όσοι την έβλεπαν θλιμένη θα είχαν καταλάβει ότι
κάποιο σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπιζε. Πλήρωσε τα τσιγάρα βιαστικά, νιώθοντας τις
ενοχές να τις σφίγγουν το στομάχι και αφού χαιρέτισε τον παππούλη έφυγε με γρήγορο
βήμα.
Ντρεπόταν. Ντρεπόταν τόσο πολύ που δεν μπορούσε να υποκριθεί, να υποκριθεί ότι
είναι δυνατή, ότι ξέρει γενναία να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής. Όσο θυμόταν
αυτό της θύμιζαν τα λόγια και οι συμβουλές των γνωστών της. "Είσαι δυνατή, θα τα
καταφέρεις μια χαρά. Μη το βάζεις κάτω, προχώρα. Η ζωή είναι μπροστά σου!". Ένα
πικρό χαμόγελο χάραξε τα χείλη της. "Σπασμένο καράβι...", μουρμούρισε στρίβοντας τη
γωνία από το καφενείο. Μπροστά της φάνηκε ο άνδρας που είχε δει την πρώτη μέρα στο
καφενείο του χωριού. "Ναι, αυτός πρέπει να 'ναι", σκέφτηκε η Μαργαρίτα. "Αν και
πισώπλατα δεν χωρά αμφιβολία". Κοντοστάθηκε. Δεν ήθελε να τον προσπεράσει. Εκείνη
την ώρα από τον ώμο του άντρα γλίστρισε το σακάκι του. Έπεσε στο δρόμο. Ο άντρας
συνέχισε να προχωρά με το αργό του βήμα. "Το σακάκι σου", του φώναξε. Εκείνος δεν
γύρισε. "Σου έπεσε το σακάκι σου", ξαναφώναξε η Μαργαρίτα και πήγε να το μαζέψει.
Ο άντρας σταμάτησε μα δεν γύρισε. "Το σακάκι σας", ξανάπε ευγενικά και δίνοντάς του
χαμογέλασε. Εκείνος δεν γύρισε, αλλά το πήρε στα χέρια του σκυφτός και χωρίς να το
φορέσει, θαρρείς και δεν ήταν πια δικό του, προχώρησε. "Ευχαριστώ", είπε φεύγοντας. Η

14
Μαργαρίτα

Μαργαρίτα έκανε να συνεχίσει το δρόμο της, αλλά για μια στιγμή σκέφτηκε μήπως θα
έπρεπε να γυρίσει, και αφού πάρει τον άλλο παράδρομο, τον παραλιακό, να γυρίσει από
εκεί στο σπίτι. Ο άντρας τότε γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη ξαφνιάστηκε.
Δεν το περίμενε. Νόμιζε πως ήταν στις δικές του σκέψεις. "Δεν θα έρθεις;".
- Πού, ρώτησε ανήσυχη η Μαργαρίτα.
- Έλα, της λέει εκείνος.
- Πού να έρθω, ξαναλέει η Μαργαρίτα εντελώς σαστισμένη.
- Στην ανηφόρα... της απαντά εκείνος. Στην ανηφόρα της ζωής, λέει συμπληρώνοντας.
- Έχει ανηφόρα η ζωή, ανταπαντά η Μαργαρίτα για να τον παροτρύνει να μιλήσει.
- Μόνο μία; Πολλές κορίτσι μου, πολλές. Γι' αυτό προχώρα, προχώρα προτού σ' έβρει η
νύχτα και μείνεις στο κρύο μοναχός. Έχει ανηφόρες η ζωή μεγάλες. Άντε γεια τώρα. Και
ν' ακούσεις το γέρο-Φοίβο στη ζωή σου, δεν θα χάσεις. Έβαλε το κεφάλι κάτω, πήρε το
σακάκι του στον ώμο, κούνησε το κεφάλι κι έφυγε αργά, αφήνοντας την Μαργαρίτα με
τις σκέψεις της, ν' ακολουθεί από απόσταση. Λίγα μέτρα πιο πέρα οι δρόμοι τους
χωρίστηκαν. Ο γερο-Φοίβος πήγε προς την παραλία και η Μαργαρίτα συνέχισε το δρόμο
της. "Άλλος ένας που μου δίνει συμβουλές", σκέφτηκε. "Έλα όμως που η ανηφόρα μου
'ρθε μεγάλη", γκρίνιαξε και λυπήθηκε πάλι τον εαυτό της για τη λιγοψυχία του. Αν
μπορούσε να είναι περισσότερο θαρραλέα σκέφτηκε. Αλλά όχι, αυτό το συναισθηματικό
τρακάρισμα την είχε ολοκληρωτικά συντρίψει. Ήξερε πως δεν θα το άντεχε. "Κι όμως ο
γερο-Φοίβος έχει δίκιο", σκέφθηκε. Όταν έφτασε στο σπίτι σκεφτόταν ακόμα όσα της
είχε πει στο δρόμο. "Είχε δίκιο", είπε κι αναστέναξε. Έπρεπε να βρει οπωσδήποτε τον
τρόπο να αποκτήσει το χαμένο της κουράγιο, να πατήσει ξανά γερά στα πόδια της και να
συνεχίσει. "Τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα", μονολόγησε, αλλά το μέλλον ήταν κάτι που δεν
ήθελε να σκέφτεται.
Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη απόψε. Κοίταξε τον ορίζοντα. Το άπειρο. Το τέλειο. Το
άφταστο. Έπρεπε να δεχθεί τα πράγματα όπως ήταν και αφού τα αγαπήσει, να τα
ξεχάσει. "Πώς όμως!". Όλο αυτό αναρωτιόταν. "Όλα μου έχουν τελειώσει πια. Υπομονή,
θάρρος, θέληση, αγάπη. Πώς να συνεχίσω μισός άνθρωπος; Άνθρωπος που δεν αγαπά
είναι μισάνθρωπος!". Άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά πέταξε το τσιγάρο και μπήκε μέσα.
Πήρε χαρτί και μολύβι. Άρχισε να γράφει. Ήθελε να τα βγάλει όλα αυτά από μέσα της,
να τα ανακαλύψει, να τα ξεδιαλύνει. Όσο έγραφε, τόσο λυπόταν. Πόσο πίκρα έκρυβαν οι
σκέψεις της. Άραγε το γυαλί όταν σπάσει ξανακολλάει; Η καρδιά όταν θρυμματιστεί,
ξαναγαπάει;
Η μέρα έφυγε και το πρώτο σκοτάδι την βρήκε να γράφει ακόμη. Το χέρι της είχε πια
κουραστεί. Παράτησε το γράψιμο και πήγε στην κουζίνα να φάει κάτι. Μόνο μια φέτα
ψωμί και λίγο τυρί της έφταναν. Δεν ήθελε τίποτα άλλο. Σε λίγο θα πήγαινε για ύπνο.
Είχε κουραστεί πολύ το μυαλό της. Οι σκέψεις την παγίδευσαν για άλλη μια φορά.
Τρόμαζε κι από αυτές, κι από τον εαυτό της. Ποτέ δεν περίμενε στη ζωή της να της
έρθουν όλα βολικά. Είχε παλέψει πολύ γι' αυτό κι όμως. Κάτι πήγε στραβά. Τι ήταν
αυτό; Πού είχε κάνει λάθος; Αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά. Ο χρόνος μακάρι να της
έδειχνε τις ελπίδες που έψαχνε για να ξεχάσει. Να γιατρέψει τον πόνο της. Αλλά... ο

15
Μαργαρίτα

ύπνος την βρήκε γρήγορα και την απάλλαξε από τις σκέψεις της. Χάθηκε στην ηρεμία
τους καθώς ένα δάκρυ ξέφευγε για ν' ακουμπήσει τα σφιγμένα της χείλη.

16
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Από τότε που η Τερέζα έφτασε στο νησί δεν κατέβηκε στο χωριό παρά μονάχα μια φορά
την εβδομάδα για να ψωνίσει τα απαραίτητα από το μικρό μπακάλικο της πλατείας δίπλα
στο βιβλιοπωλείο που δούλευε η Μαρία. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά η
Μαργαρίτα κοιτούσε πίσω από τη βιτρίνα του, κι αν έβλεπε ότι η Μαρία δεν
εξυπηρετούσε κάποιον πελάτη έμπαινε μέσα και την χαιρετούσε. Έτσι μάθαινε η
Μαργαρίτα τα νέα του χωριού. Σήμερα αποφάσισε να κατέβει ειδικά στο χωριό γιατί
ήθελε να στείλει ένα γράμμα στον δικηγόρο της. Της είχε τηλεφωνήσει πριν τρεις μέρες
και την ενημέρωσε ότι το διαζύγιο είχε προχωρήσει και ήταν καιρός να μπουν οι τελικές
υπογραφές.
"Ο Γιώργος δέχθηκε να βγει το διαζύγιο κοινή συναινέσει Μαργαρίτα. Οπότε δεν μας
μένει τίποτα άλλο από το να υπογράψετε τα χαρτιά και οι δυο σας. Και το γεγονός ότι
βρίσκεσαι τόσο μακρυά σ' αυτό το νησί απλά θα καθυστερήσει ελάχιστα την τελική
έκβαση. Ενημέρωσέ με σε παρακαλώ σύντομα για το πότε θα είσαι έτοιμη να
επιστρέψεις, ώστε να τελειώνουμε", είχε πει ο δικηγόρος όταν επικοινώνησε μαζί του η
Μαργαρίτα την περασμένη βδομάδα.
- Εντάξει. Μείνετε ήσυχος κ. Παπαδόπουλε, θα σας ενημερώσω σύντομα για
περισσότερες λεπτομέρειες. Εννοείται ότι κι εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση ώστε να
προχωρήσουν οι διαδικασίες, υποσχέθηκε η Μαργαρίτα. Ήθελε πραγματικά να τελειώνει
μ' αυτή την υπόθεση όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν άντεχε να βρίσκεται κολλημένη
στο παρελθόν. Σ' ένα παρελθόν που τίποτα ευχάριστο δεν θα μπορούσε να της χαρίσει
από όσα τουλάχιστον θυμόταν. Ένα παρελθόν που αλλιώς το περίμενε κι αλλιώς της
βγήκε. Πόσο μα πόσο ήθελε να ξεχάσει... Από τη στιγμή που κατέβασε το ακουστικό
άρχισε να αναρωτιέται... Και τώρα; Τι θα έκανε; Ποια θα ήταν η επόμενη μέρα; Δεν
ήθελε σε καμία περίπτωση να γυρίσει πίσω ακόμη.
Κρατούσε το φάκελο στα χέρια της σκεφτική. Κοντοστάθηκε μια στιγμή να σιγουρευτεί.
Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Όχι ακόμα. Αυτό το γράμμα εξηγούσε στο δικηγόρο της
πώς ακριβώς έπρεπε να ενεργήσει. Δεν σκόπευε να ζητήσει τίποτα από τον σύζυγό της.
Είχε όμως αρχίσει να της φέρεται σαν ξένος πολύ προτού αποφασίσει η Μαργαρίτα να
του ζητήσει διαζύγιο. Ύστερα, το ειρωνικό του ύφος, το γέλιο του όταν εκείνη γύριζε
την πλάτη της, η ψυχρότητά του τα βράδια είχαν αρχίσει να την προβληματίζουν έντονα.
"Ε, δεν ξέρεις, έτσι είναι οι γιατροί", της έλεγε η μάνα της. "Όλος ο κόσμος χρειάζεται
τη βοήθειά τους, κι εκείνοι είναι υποχρεωμένοι να τρέχουν παντού, όπου τους
χρειάζονται...". Θυμήθηκε τα λόγια που της είχε πει, όταν έκλεινε για πάντα την πόρτα
πίσω της, θυμήθηκε όταν της είπε "χωρίς εμένα δεν μπορείς να είσαι τίποτα. Είσαι
άχρηστη. Εγώ σε δημιούργησα". Θυμήθηκε, και πόνεσε. Πόνεσε και έκλαψε. Όχι δεν
ήθελε να διεκδικήσει τίποτα από την περιουσία του.

17
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
"Μαράκι καλημέρα, τι κάνεις;", ρώτησε η Μαργαρίτα τη Μαρία μ' ένα χαμόγελο που δεν
μπορούσε να ξεγελάσει κανέναν. Θα προσπαθούσε όμως, τουλάχιστον, θα προσπαθούσε.
Το χρωστούσε στον εαυτό της και σ' όλους ποτέ της έκαναν καλό. Κάποτε η φίλη της της
είχε πει ότι το χαμόγελό της κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους, και δεν σκόπευε να
την απογοητεύσει.
"Εσύ κάτι έχεις. Κάτσε λίγο βρε παιδάκι μου να τα πούμε, που είσαι απομονωμένη εκεί
πάνω στην αετοφωλιά σου μια βδομάδα τώρα", την πείραξε. "Συγνώμη Μαρία", της είπε
κατσούφικα. Από τη μέρα που ήρθα στο νησί νιώθω άλλος άνθρωπος. Η θάλασσα, ο
ήλιος, οι άνθρωποι, όλα είναι τόσο ήρεμα κι απλά. Μακάρι να ήταν και η ζωή μου έτσι.
Αλλά... έχεις δίκιο. Πρέπει να πιούμε ένα καφεδάκι μαζί. Θα σε περιμένω να
τελειώσεις".
- Τι να περιμένεις; Εδώ εγώ κάνω κουμάντο! Είμαι υπεράνω των νόμων, είπε γελώντας η
Μαρία. Αυτή τη στιγμή θα το κλείσω. Έτσι κι αλλιώς από το πρωί δεν φάνηκε ψυχή.
Τελείωσε βλέπεις και η σχολική χρονιά και δεν έρχονται ούτε για φωτοτυπίες". Η
Μαργαρίτα ένιωσε να χαλαρώνει ευχαριστημένη. Οι σκέψεις της την έπνιγαν. Η Μαρία
ήταν ένα άτομο που είχε καλή διάθεση και παρ' όλο που τη γνώριζε λίγο έκαναν καλή
παρέα. Πήγαν πάλι στο ίδιο καφενεδάκι κοντά στη θάλασσα μόνο που ο καιρός είχε
φτιάξει αρκετά κι αποφάσισαν να πιούνε φραπεδάκι. Ο παππούλης είχε προμηθευτεί από
την προηγούμενη εβδομάδα που ήρθε ο έμπορας στιγμιαίο καφέ, γιατί όπως είπε "οι
καιροί αλλάζουν και πρέπει να προσαρμοζόμαστε κι εμείς στις καταστάσεις. Αλλά την
πίστη μας να μην αλλάζουμε. Γιατί απ' αυτήν κρατιόμαστε". Της άρεσε της Μαργαρίτα
αυτός ο παππούλης. Ήταν φιλόξενος και διακριτικός γι' αυτό και τώρα κάθισαν στο ίδιο
τραπεζάκι κάτω από τη σκιά που έκανε μια κληματαριά κι ένιωθε ανακούφιση. Της
φαίνονταν όλα τόσο οικεία σ' αυτό το απομακρυσμένο από τον κόσμο τόπο. Ο χρόνος
υπάκουε θαρρείς σε διαφορετικούς από τους φυσικούς νόμους. Ίσως υπήρχαν πολλές
καταστάσεις στο χρόνο και στο χώρο, στην πόλη και στο χωριό, στον άντρα και στη
γυναίκα. Όλα ήταν όμως τόσο μπερδεμένα στο μυαλό της, και στην καρδιά της. Σε λίγο
θα άρχιζε να λυπάται ξανά τον εαυτό της, κι αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε καθόλου,
και που όμως έφευγε πολύ δύσκολα ύστερα από πολλές καταχρήσεις τσιγάρου και ποτού
που την είχαν λιώσει και δεν ήθελε να το ξανανιώσει.
Ήπιε μια γουλιά καφέ. Κι ύστερα δεύτερη και τρίτη. Ακούμπησε ανακουφισμένη το
ποτήρι στο τραπέζι και δεν σήκωσε από 'κει τα μάτια της. Η Μαρία δεν μπορούσε να
βγάλει συμπέρασμα. Την κοιτούσε τώρα τόσο προβληματισμένη και λυπημένη, ενώ πριν
λίγο φαινόταν διαφορετική. Θα προσπαθούσε να την κάνει να της μιλήσει. Είναι πολύ
λυπηρό να βλέπει κανείς αυτήν την νέα κοπέλα από τη μία τόσο δυναμική κι από την
άλλη τα προβλήματά της να την έχουν κάνει να καταφύγει τρομαγμένη από την ίδια της
την ζωή σ' αυτό το ανεμοδαρμένο νησί στη μέση του πελάγους.
Όταν είχε πάει η Μαρία στην Αθήνα για να σπουδάσει πριν τέσσερα χρόνια, είχε νιώσει
και η ίδια αυτήν την μελαγχολία και αποξένωση που την έκαναν να θέλει να

18
Μαργαρίτα

εγκαταλείψει τις σπουδές της, ώσπου γνώρισε τον Τάκη, τον αρραβωνιαστικό της.
- Καλέ τι έχεις και τα 'χεις βάψει μαύρα σήμερα; Μήπως σκοπεύεις να φύγεις; Της είπε,
και στη σκέψη ότι θα χάσει τη μοναδική στο νησί κοπέλα της ηλικίας της την τρόμαξε
και σοβάρεψε κι εκείνη απότομα βυθιζόμενη σ' ένα πηχτό ζουμί πιθανής απογοήτευσης.
- Όχι, δεν θα φύγω. Είπε η Μαργαρίτα νιώθοντας τον πόνο που συνήθως την φέρνει σε
δύσκολη θέση να ξανακάνει την εμφάνισή του μέσα στην καρδιά της.
- Όχι, είπε ξανά, πιο αποφασιστικά. Δεν πρόκειται ακόμη να φύγω. Πού να πάω
άλλωστε; Είπε σαν χαμένη και κοίταξε τη Μαρία στα μάτια. Αποφάσισε πως έπρεπε να
της μιλήσει πιο ανοιχτά, γιατί έδειχνε να έχει ένα βλέμμα απορίας και ανησυχίας
ταυτόχρονα. Αυτό το βλέμμα έκανε την Μαργαρίτα να την εμπιστευτεί. Λένε, πως η
ψυχή του ανθρώπου φαίνεται στα μάτια του κι εκείνη το πίστευε αυτό.
- Κοίτα, της είπε τελικά, πρόκειται να χωρίσω με τον άντρα μου... Προσπαθήσαμε. Δεν
βγαίνει πουθενά...
- Δηλαδή, είσαι παντρεμένη Μαργαρίτα; Συγγνώμη, αλλά επειδή...
- Ναι, ξέρω. Δεν φορώ τη βέρα μου εδώ... από τότε... που...
- Καταλαβαίνω, είπε η Μαρία, και κοίταξε τη θάλασσα προβληματισμένη.
- Αχ, βρε Μαργαρίτα μου, είπε τελικά. Δύσκολο πράγμα να βρεις τον άνθρωπό σου. Κι
όταν ακόμη τον βρεις, δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξημερώσει, αλλά ποτέ δεν πρέπει να το
βάζουμε κάτω.. Έτσι δεν είναι; Είπε και κοίταξε τα μάτια της Μαργαρίτα που είχαν
αρχίσει ήδη να βουρκώνουν, γιατί εκείνος ο πόνος δεν ήθελε να ξεκολλήσει από πάνω
της. Η Μαρία προσπάθησε να την κάνει να αναθαρρήσει.
- Έλα πιες τον καφέ σου, της είπε. Και μην στεναχωριέσαι όλα θα πάνε καλά. Κι εγώ
όταν ήμουν στην Αθήνα πολύ ζορίστηκα. Ώσπου γνώρισα τον Τάκη, κι εκείνος τόσο
τρελάρας που ήταν, έτσι τον φωνάζω τρελάρα, με κάνει από τότε να γελάω συνέχεια...
Μη στεναχωριέσαι Μαργαρίτα και θα περάσει. Όλα κάποτε περνούν και φεύγουν. Ο
χρόνος γιατρεύει τις πληγές μας και συνεχίζουμε πάλι από την αρχή. Τα λόγια της
Μαρίας ήταν βάλσαμο στην πονεμένη της ύπαρξη. Ήδη ένιωθε καλύτερα και είπε
χαμογελώντας: "Έχεις δίκιο Μαρία μου, θα προσπαθήσω".
Εκείνη τη στιγμή μια φουντωτή γατούλα πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια. Η
Μαργαρίτα της μίλησε: "Έλα εδώ", είπε τρυφερά και της χάιδεψε απαλά τη φουντωτή
της γούνα. Από τότε που ήταν παιδί είχε να χαϊδέψει κάποιο ζώο. Αναστέναξε και ήπιε
άλλη μια γουλιά από τον καφέ της. Ώρες - ώρες ένιωθε ξένη και με τον ίδιο τον εαυτό
της. Πόσο ήθελε να πετάξει μακρυά όλα αυτά που την προβλημάτιζαν. Πόσο ήθελε να
μείνει σ' αυτό το νησί της λησμονιάς και να ξεχάσει. Όμως... κοίταξε το γράμμα που
έπρεπε να στείλει, το καλοκαίρι θα κρατούσε λίγο ακόμα. Όσο όμως και αν κοιτούσε
ήθελε να το νιώσει, να το χαρεί.
- Πρέπει να στείλω αυτό το γράμμα, είπε στη Μαρία. Τι πρέπει να κάνω; Πουλάς
γραμματόσημα στο βιβλιοπωλείο;
- Ναι, έχω γραμματόσημα και θα το δώσω εγώ στο καράβι που θα ΄ρθει σε δύο μέρες.
Για Αθήνα είναι;
- Όχι, για Θεσσαλονίκη.

19
Μαργαρίτα

- Πω, πω, παρ' ολίγο θα το ξεχνούσε, μ' αυτή τη φασαρία. Το γράμμα της Μαργαρίτας
πρέπει να το δώσω στο καράβι προτού σαλπάρει. Εκείνη την ώρα μπαίνει στο μαγαζί της
Μαίρης ένας ξένος που μόλις ήρθε με το καράβι κι έψαχνε τους χάρτες.
- Τώρα βρήκε κι αυτός να έρθει; Γκρίνιαξε μέσα της η Μαρία, αλλά αμέσως ντράπηκε
για τη σκέψη της και τη διόρθωσε. Ίσως να μπορέσει τελικά να βοηθήσει.
- Συγγνώμη κύριε, τι θα θέλατε;
- Ψάχνω για χάρτη του νησιού, ή κάτι σαν αναλυτικό τουριστικό οδηγό, υπάρχει;
- Μα ναι, βέβαια. Ψάξτε με την άνεσή σας εγώ θα πεταχτώ λίγο απέναντι, αν δεν σας
πειράζει, να στείλω αυτό το γράμμα. Εντάξει;
- Πολύ καλά, είπε χαμογελώντας και χώθηκε πάλι στο ράφι με τους χάρτες.
- Αχ να 'στε καλά, αναστέναξε η Μαρία χαρούμενη και τρέχοντας σχεδόν βγήκε από το
βιβλιοπωλείο για να εκτελέσει την αποστολή της. Όταν γύρισε ο ξένος βρισκόταν στην
ίδια θέση που τον είχε αφήσει.
- Σας ευχαριστώ πολύ. Μισό λεπτό να σας δείξω τους πιο πρόσφατους οδηγούς για το
νησί. Σίγουρα θα σας αρέσουν.
- Τι λέτε; Αυτοί οι χάρτες είναι πολύ αναλυτικοί, και υπάρχουν σελίδες με περιγραφή του
νησιού και των αρχαίων οικισμών καθώς και των πιο όμορφων ακτών του. Σας βοηθούν;
- Ναι πραγματικά, θα μου φανούν πολύ χρήσιμοι για την περιήγησή μου. Πείτε μου,
όμως. Από ποιο μέρος με συμβουλεύετε να αρχίσω τις φωτογραφήσεις μου;
- Α, ώστε θα πάρετε φωτογραφίες του νησιού;
- Ναι, είναι το χόμπι μου. Είμαι επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά στον ελεύθερό μου
χρόνο εξερευνώ νέα τοπία και ομορφιές κρυμμένες. Αυτό όμως είναι δύσκολο, όταν η
καθημερινότητα πιέζει τον άνθρωπο και περιορίζει τις δυνατότητές του.
- Κοιτάξτε, οι πιο πλούσια σε φυσική ομορφιά πλευρά του νησιού είναι δυτικά. Εάν
ξεκινήσετε από δεξιά, κι αφού περάσετε από τα ερείπια του αρχαίου οικισμού, θα
βρεθείτε στους πρόποδες ενός μικρού λόφου. Στην κορυφή του βρίσκεται ένα παλαιό
αρχοντικό, και από κάτω η θάλασσα όπου σκάει στα βράχια, που παίρνει και τα πιο
ωραία χρώματα κατά τη δύση του ήλιου.
- Μάλλον από εκεί θα ξεκινήσω, ευχαριστώ, είπε εκείνος χαμογελώντας ευγενικά κι
αφού πλήρωσε για τον χάρτη σήκωσε τους σάκους του κι έφυγε.

20
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η Μαργαρίτα ξύπνησε σήμερα μελαγχολική. Άνοιξε τα παντζούρια, τόσο παλαιά,


έτριζαν κάθε φορά. Ο ήλιος της χάιδεψε το πρόσωπο χαρούμενα. Δεν ήξερε γιατί ένιωθε
έτσι. Σίγουρα επηρεάστηκε από τις αναμνήσεις και τις αρνητικές σκέψεις. Κι όμως δεν
ήθελε να σκέφτεται το παρελθόν που τη βασάνιζε και τα αναπάντητα ερωτηματικά του.
Έστρωσε το κρεβάτι της. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της.
- Καλημέρα, είπε κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Και γέλασε. Σήμερα θα
κάνει ζέστη σκέφτηκε. Έψαξε στη ντουλάπα της να βρει κάτι ελαφρύ να φορέσει. Πήρε
το άσπρο της πουκάμισο στα χέρια της. Το κοίταξε σκεφτική για λίγο. Συνήθιζε να το
φοράει, όταν ήταν χαρούμενη. Άραγε σήμερα ήταν χαρούμενη; Μετά από τόσον καιρό;
Με όλα αυτά τα δυσάρεστα που νιώθει; Τι να 'ναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει
χαρούμενος ακόμη κι όταν τα πιο δύσκολα προβλήματα έχουν εμφανιστεί στη ζωή του;
Η ελπίδα, της απάντησε μία φωνούλα μέσα της. Ναι, μάλλον αυτό είναι, η ελπίδα... είπε
και χαμογέλασε στον εαυτό της. Φόρεσε λοιπόν το άσπρο της πουκάμισο και βγήκε με
γρήγορα βήματα έξω. Ήθελε να κάνει μία βόλτα ως το χωριό. Γύρισε να κλείσει την
πόρτα πίσω της και κάτι της φάνηκε πως είδε με την άκρη του ματιού της να κινείται.
Ήταν ένας άντρας που ανέβαινε αργά το λόφο κοιτώντας γύρω του.
Παράξενο, σκέφτηκε. Σαν να ψάχνει κάποιον ή κάτι, είπε η Μαργαρίτα μέσα της και
πήρε το σοβαρό της ύφος. Ίσως και να φοβήθηκε λιγάκι. Δεν τον είχε ξαναδεί στο χωριό
και το σπίτι της βρισκόταν αρκετά μακρυά από τα πρώτα σπίτια. Σκέφτηκε να τον
ρωτήσει τι ψάχνει, αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη. Εκείνος κρατούσε μία φωτογραφική
μηχανή στα χέρια του και άλλη μία κρεμόταν με ένα κορδόνι από τον λαιμό του. Είχε
επίσης κι ένα σακίδιο στο δεξί του ώμο.
Η Μαργαρίτα ένιωσε αμήχανα, καθώς πλησίαζε στο μέρος του. Τον προσπέρασε καθώς
εκείνος κοιτούσε τον ήλιο που είχε αρχίσει να κάνει τα πρωινά του παιχνίδια με τη
θάλασσα. Καθώς απομακρυνόταν εκείνος γύρισε και την κοίταξε μέχρι που τη
Μαργαρίτα χάθηκε από τα μάτια του. Ο δρόμος για το χωριό που ακολουθούσε ήταν
πολύ ευχάριστη διαδρομή για 'κείνη. Τα σκόρπια ερείπια ενός άλλου χαμένου στα βάθη
των αιώνων πολιτισμού διέγειραν στο μυαλό της μεταφυσικές και άλλες αναζητήσεις.
Στο τέλος όμως πάντα κατέληγε στο κλισέ "ερείπιο είναι η ψυχή μου" και θύμωνε με τον
εαυτό της για την αδυναμία στην οποία είχε βρεθεί. Γιατί η Μαργαρίτα δεν το 'βαζε
εύκολα κάτω. Ήξερε όμως ότι η μόνη λύση βρισκόταν σ' ό,τι πετύχαινε να εντοπίσει
μέσα της και αυτό εδώ το νησί της πρόσφερε την ηρεμία που χρειαζόταν αυτό το
διάστημα.

21
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Καλημέρα Μαράκι, τι κάνεις; είπε χαρούμενα η Μαργαρίτα στη φίλη της που έστεκε σαν
άγαλμα στην πόρτα του βιβλιοπωλείου. Η Μαρία δεν μίλησε.
- Τι έγινε; Δεν είσαι καλά;
- Μωρέ εγώ καλά είμαι. Κάποιος άλλος δεν θα είναι καλά σε λίγο, είπε εκνευρισμένη.
- Τι έπαθες; Συνέβη κάτι σοβαρό;
- Όχι, καλέ. Να, έστειλα τον Γιώργο να δει μήπως ήρθε κανένα γράμμα με το καράβι και
αυτός φαίνεται έκατσε με τους φίλους του στο καφενείο.
- Έλα, μη στεναχωριέσαι. Δες τι ωραία μέρα μας κάνει σήμερα. Είναι κρίμα να θυμώνεις.
- Να, ήθελα να δω μήπως έχει κάτι και για σένα. Τέλος πάντων, κάτσε λιγάκι να τα
πούμε. Πώς τα περνάς στην αετοφωλιά σου; Έτσι είχε ονομάσει η Μαργαρίτα το σπίτι
στο λόφο, επειδή ήταν απόκρημνο.
- Μια χαρά. Μ' αρέσει πολύ. Ειδικά σήμερα που είχε τόσο καλό καιρό, από εκεί ψηλά
φαίνεται το μισό νησί, το παλιό κάστρο με τα τείχη και ο λόφος μου πράσινος -
καταπράσινος με πολλές παπαρουνίτσες. Ήθελε να την κάνει να ζηλέψει για να
καταφέρει να έρθει μετά τη δουλειά της εκεί να πιούνε τον απογευματινό τους καφέ. Η
Μαργαρίτα χαμογέλασε αινιγματικά κοιτώντας τη Μαρία με νόημα.
- Εντάξει, μ' έπεισες. Αν έρθεις για φαγητό το μεσημέρι στο σπίτι να φάμε με τον Γιώργο
θα πάμε μετά στο δικό σου για καφεδάκι. Φυσικά τον Γιώργο θα τον βάλουμε να
κοιμηθεί μετά το φαγητό, και δεν θα μας ενοχλήσει καθόλου, είπε η Μαρία και σκάσανε
κι οι δυο τους στα γέλια. Εκείνη την ώρα έμπαινε από τη τζαμωτή πόρτα ο Γιώργος, ο
άντρας της Μαρίας, κρατώντας κάμποσους φακέλους. Τις κοίταξε έτσι όπως ήταν
έτοιμες να σωριαστούν στο πάτωμα από τα γέλια, και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
- Τι γίνεται εδώ; Ρώτησε με προσποιητή αγριάδα. Μαρία σε παρακαλώ βοήθησε με λίγο
με τα πράγματα. Η κοπέλα; Φίλη σου;
- Γιώργο, είπε σοβαρή η Μαρία, από 'δω η Μαργαρίτα, η κοπέλα για την οποία ήδη σου
'χω μιλήσει, που μένει στο παλιό αρχοντικό στην κορυφή του λόφου; Μαργαρίτα, από
εδώ ο γκρινιάρης άντρας μου, είπε η Μαρία γελώντας αγκαλιάζοντάς τον και δίνοντάς
του ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο.
- Άσε με, θα μου αφήσεις κοκκινάδια, ουφ!... γκρίνιαξε πάλι εκείνος, ενώ τα μάτια του
γελούσαν ευχαριστημένα.
- Η Μαργαρίτα θα έρθει για φαγητό το μεσημέρι. Τι λες;
- Εγώ τι να πω. Με το καλό να έρθει η κοπέλα. Και απευθυνόμενος στην Μαργαρίτα την
προέτρεψε: Η Μαρία είναι η κατάλληλη για να σε παχύνει στο πι και φι. Δεν βλέπεις τι
έχει κάνει με μένα, είπε δείχνοντας το στομαχάκι του που είχε αρχίσει να κάνει ορατή
την παρουσία του στο σύνολο της εμφάνισής του.
- Γι' αυτό μ' αγαπάς, του απαντά η Μαρία. Τώρα, εσύ θα μείνεις εδώ καμιά ώρα ακόμη
και εμείς θα πάμε σπίτι να ετοιμάσουμε το τραπέζι, καλά;
- Α, και για να ξέρεις θα φέρω κι εγώ ένα φίλο μου, που μόλις γνώρισα. Πρέπει να τον
ξέρεις Μαρία, είχε έρθει για χάρτες του νησιού. Φωτογράφος είναι από την

22
Μαργαρίτα

Θεσσαλονίκη. Τον κάλεσα για φαγητό, γιατί αυτά που φτιάχνει ο κυρ-Σταύρος στο
ταβερνάκι του δεν είναι για να του αφήσουν και τις καλύτερες εντυπώσεις από το νησί
μας. Ε, τι λες, συμφωνείς;
- Γιατί όχι; Πολύ ωραία ιδέα Γιώργο μου. Εκτός αν διαφωνεί η Μαργαρίτα...
- Μα... νομίζω ότι δικαίωμα στην μαγειρική σου Μαρία έχουν κι άλλοι εκτός από μένα,
συμφωνείς;
- Εντάξει, μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Και έκλεισε το μάτι στην Μαργαρίτα
χαμογελώντας.
Το μεσημέρι τους βρήκε όλους μαζί γύρω από το τραπέζι να τρώνε τις φουρνιστές
λιχουδιές της Μαρίας και το στομάχι τους να διαμαρτύρεται από την πίεση. Ο
φωτογράφος, ο Νίκος, έγινε ο νέος φίλος της παρέας.
- Λοιπόν, πώς σου φάνηκε το μαγειρικό μου ταλέντο; Αξίζει τον κόπο και τη φασαρία ή
ο Γιώργος λέει όπως πάντα κοπλιμέντα για να με κάνει να γελώ;
- Πραγματικά Μαρία είσαι καταπληκτική μαγείρισσα, είπε ο Νίκος.
- Δεν σου τα 'λεγα, είπε με πειρακτική διάθεση ο Γιώργος. Αυτή βάλθηκε να με παχύνει
για να με κάνει άσχημο και να μη με κοιτάζει καμία! Διαμαρτυρήθηκε γελώντας.
- Μμμμ, έχεις και παράπονο, ανταπάντησε η Μαρία. Αν έχεις τώρα την ευγενή καλοσύνη
θα μας αφήσετε να πλύνουμε τα πιάτα και ύστερα θα πάμε με την Μαργαρίτα στο σπίτι
της για καφεδάκι.
- Καλά. Να πλύνω και τα πιάτα;
Η Μαρία τον αγριοκοίταξε ακόμη μια φορά, κι ύστερα γέλασε.
- Αν θέλεις...
- Όχι φυσικά είπε ο Γιώργος και τώρα με συγχωρείτε. Θα αποσυρθώ με το νέο φίλο μου
για μια παρτίδα τάβλι στη βεράντα.
- Αχ, αυτοί οι άντρες... αναστέναξε η Μαρία, αλλά δεν μπορούμε να τους βλέπουμε και
δυστυχισμένους συμπλήρωσε.
- Γι' αυτό μάλλον μας λένε το "αδύναμο φύλο", μουρμούρισε η Μαργαρίτα και γέλασε.
Πήραν τον ίδιο δρόμο για το σπίτι της Μαργαρίτα που χρησιμοποιούσε και η ίδια.
- Από αυτή τη μεριά έχω έρθει κανα-δυό φορές, είπε η Μαρία, όμως σήμερα είχες δίκιο
είναι πολύ όμορφα.
Η Μαργαρίτα με την Μαρία προχώρησαν ώσπου είδαν δυο τρεις μεγάλες πέτρες κάτω
από ένα δένδρο δεξιά του δρόμου. Ήταν το μέρος εκείνο που είχε καθίσει η Μαργαρίτα
και έβλεπε τη θάλασσα τις πρώτες μέρες της παραμονής της στο νησί. Όχι πολύ μακριά
βρισκόταν το σπίτι που έμενε η Μαργαρίτα, η "αετοφωλιά", όπως το είχε ονομάσει.
"Θέλεις να κάτσουμε εδώ;", είπε η Μαργαρίτα. Είναι κοντά στο σπίτι. Θα πάω να
φτιάξω τα φραπεδάκια μας κι έρχομαι. Πώς πίνεις τον καφέ σου;" ρώτησε η Μαργαρίτα
που ένιωθε πολύ όμορφα που θα είχε παρέα για το απόγευμα.
- Γλυκό με γάλα, ευχαριστώ. Η Μ. κάθισε στον ένα βράχο και κοιτούσε τη θάλασσα.
- Έτοιμα τα καφεδάκια, είπε η Μαργαρίτα, καθώς ερχόταν προς το μέρος της κρατώντας
ένα δίσκο με τα ποτήρια.
- Ξέρεις Μαργαρίτα τι σκεφτόμουν; Πράγματι, είναι πολύ όμορφα να ζει κάποιος εδώ

23
Μαργαρίτα

πάνω. Η ομορφιά της φύσης κάνει πολύ καλό και στην ψυχή, κι εδώ τα έχεις σχεδόν όλα,
βουνό, θάλασσα, ήλιο, δέντρα...
- Ναι, είναι ωραία... είπε η Μαργαρίτα κι αναστέναξε, όμως...
- Όμως;
- ... Κάποια στιγμή πρέπει να τ' αποχωριστώ όλα αυτά.
- Ε, μα φυσικά. Πόσο θα μείνεις στην αετοφωλιά σου; Τα φτερά σου μεγάλωσαν και
πρέπει να πετάξεις ξανά... Ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις, είπε η Μ. που σου τα λέω
αυτά και νομίσεις ότι θέλω να φύγεις.
- Όχι Μ. ξέρω ότι νοιάζεσαι για μένα. Έχω ήδη στείλει γράμμα στον δικηγόρο μου και
με περιμένει να επιστρέψω για να υπογράψω τα συμβόλαια, και ίσως το κάνω στο τέλος
του καλοκαιριού. Θα δούμε.
- Δηλαδή εσύ παιδάκι μου τι σκοπό έχεις; Δεν θέλεις να συνεχίσεις τη ζωή σου; Θα
μείνεις από εγωισμό και μόνο για πάντα κολλημένη να σκέφτεσαι την "αποτυχία" σου,
όπως λες; Ε, πες μου Μαργαρίτα. Τι πρόκειται να κάνεις από 'δω και πέρα;
- Αν δεν κάνει κλικ η καρδιά μου... δεν γίνεται τίποτα. Μόνο αν κάνει κλικ... κατέληξε η
Μαργαρίτα κι έμεινε έτσι σκεφτική να κοιτάζει τον ήλιο που χανόταν στα ζεστά νερά
του Αιγαίου..
Η Μαρία δεν μίλησε άλλο. Ήθελε το καλύτερο για την Μαργαρίτα και αυτό το ήξερε
πολύ καλά η φίλη της. Το απόγευμα πέρασε γρήγορα κι ευχάριστα. "Πρέπει να πηγαίνω",
είπε η Μ. "Χάρηκα πραγματικά που μιλήσαμε. Να έρχεσαι όποτε θες" πρότεινε η
Μαργαρίτα... αν και είναι λίγο μακρυά". "Ναι, σ' ευχαριστώ. Τα λέμε" της είπε
παίρνοντας ο άνεμος τις τελευταίες λέξεις, καθώς κατέβαινε με πηδηχτά βηματάκια το
μονοπατάκι που οδηγούσε στο χωριό. Η Μαργαρίτα κάθησε εκεί μέχρι που άρχισε να
δύει ο ήλιος.

24
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Της ήταν δύσκολο να θυμάται, μα κάτι μέσα της τής έλεγε ότι ήταν ο μόνος τρόπος. Είχε
τόση ανάγκη να την δικαιώσουν οι αναμνήσεις, έστω οι δυσάρεστες. Έτσι βασάνιζε τον
εαυτό της με σκέψεις και αμφιβολίες, χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μα πού είχαν κάνει
λάθος; Τι πήγε στραβά; Εκείνος φαινόταν άνθρωπος με κατανόηση, με υπομονή, πώς
μπόρεσε να της φερθεί διαφορετικά; Όταν έχασε το παιδί που με τόσες ελπίδες είχε
γεμίσει το κενό της... Ζητούσε λίγη παρηγοριά, λίγη συμπαράσταση. Εκείνος κλεινόταν
με τις ώρες στο γραφείο του διαβάζοντας. Κάθε φορά της έλεγε, ότι ήταν πολύ
κουρασμένος και πως θα τα έλεγαν κάποια άλλη φορά που θα είχε περισσότερο χρόνο.
Αυτή η φορά δεν ήρθε ποτέ. Πολλές φορές τον άκουγε τα βράδια να μιλά χαμηλόφωνα
στο τηλέφωνο κι ύστερα τον παρακολουθούσε να ντύνεται και να βγαίνει σε δήθεν
ιατρικές επισκέψεις. Είχε πιστέψει ότι ο ερχομός ενός παιδιού θα ζέσταινε τα κρύα
βράδια, και θα έκανε τη χαρά να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι τους. Όμως γελάστηκε.
Από την πρώτη στιγμή η ιδέα να μεγαλώσει η οικογένεια τον είχε αφήσει αδιάφορο.
"Άλλωστε η φροντίδα των παιδιών είναι γυναικεία υποχρέωση", της είχε πει, όταν του
ανακοίνωσε ύστερα από κάποιο ρομαντικό δείπνο πως πρόκειται να φέρει στον κόσμο το
παιδί τους. Ύστερα τη φίλησε αχνά. "Και τώρα με συγχωρείς είμαι πολύ κουρασμένος,
αγάπη μου, και πρέπει να σηκωθώ νωρίς αύριο. Καληνύχτα".
- Καληνύχτα, του απάντησε κι εκείνη. Τα δάκρυα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή
τους στο πρόσωπό της. Ύστερα και τα επόμενα βράδια τους που ακολούθησαν ήταν το
ίδιο χλωμά, άχρωμα, δίχως αισθήματα. "Ίσως έτσι είναι ο γάμος. Σεβασμός, γαλήνη,
κατανόηση, υπομονή. Αυτό δεν είναι αγάπη;", αναρωτιόταν τις νύχτες που τόσο
βασανιστικά ατελείωτες και βαρετές φαινόταν πριν μείνει έγκυος. Τώρα όμως είχε το
παιδί. Έτσι του μιλούσε τα βράδια, το παρηγορούσε και φαντάζονταν τη μέρα της
γέννησής του, τα μικρά ποδαράκια του, το πρώτο κλάμα του, που όμως ποτέ δεν
ακούστηκε.
- Λυπάμαι πολύ κυρία Καραλή. Τουλάχιστον εσείς είστε καλά κι είστε ακόμα πολύ νέα.
Μπορείτε να κάνετε ακόμη παιδιά", της είχε πει ο γιατρός. Κι εκείνη κατέρρευσε. Από
εκείνη τη μέρα που έγινε το κακό κανένας δεν μπόρεσε να την παρηγορήσει. Κανένας
δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που ένιωθε μέσα της. "Γιατί, γιατί Θεέ μου... γιατί;",
έλεγε και ξεσπούσε σε κλάματα.
- Ησύχασε παιδάκι μου, ησύχασε! Μην κλαις, είσαι ακόμη νέα, θα κάνεις άλλα παιδιά.
Έτσι το θέλησε ο Κύριος. Χάρισες ένα αγγελάκι στον Ουρανό. Μη στεναχωριέσαι παιδί
μου, έλεγε και η μάνα της και έκλαιγε κι εκείνη μαζί της. Εκείνη τη μέρα είχε πάει να
καθαρίσει το δωμάτιό του. Την ώρα που ξεσκόνιζε και τακτοποιούσε τα βιβλία στην
βιβλιοθήκη έπεσε ένας φάκελος στο πάτωμα. Από μέσα πετάχτηκε μια φωτογραφία.
Ήταν ο άντρας της στην εξοχή αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα που σίγουρα δεν έμοιαζε να
είναι ασθενής. Ταράχτηκε. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Κάποια λογική εξήγηση θα έπρεπε
να υπάρχει, προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό της. Άνοιξε το φάκελο και διάβασε
ένα σημείωμα. "Για να μην ξεχάσεις ποτέ τις μέρες που περάσαμε μαζί. Δική σου για

25
Μαργαρίτα

πάντα, Τζούλια". Ίσως ήταν παλιά του φιλενάδα. Μα όχι, φοράει την μπλούζα που η ίδια
του είχε κάνει δώρο φέτος στη γιορτή του.

26
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

"Ααχ", το έδαφος υποχωρεί. Μερικές πέτρες κατρακύλισαν στο γκρεμό. Για πρώτη φορά
στη ζωή της η Μαργαρίτα φοβήθηκε. Ξαφνικά νιώθει κάποιον να την αρπάζει από το
χέρι. Ο Νίκος. Πώς βρέθηκε εκεί; Ευτυχώς!
- Καλά, να σκοτωθείς ήθελες; φωνάζει λες και δεν τον άκουγε. Λίγο ακόμα και θα έβαζε
τα κλάματα.
- Μ' έχουν σκοτώσει ήδη μία φορά. Δεν θα ήθελα και δεύτερη από μόνη μου, του
ανταπαντά θυμωμένα.
- Έλα Μαργαρίτα, έλα πάμε μέσα γιατί μου έρχεται να στις βρέξω, σαν παιδί κάνεις! Η
Μαργαρίτα σηκώθηκε από κάτω, ακουμπισμένη στα χέρια του ένιωσε να γαληνεύει η
άγρια θάλασσα του πόνου, δάκρυα μαλάκωσαν την ψυχή της. Αυτός ο άντρας... το
ένιωθε, της έκανε καλό.
- Έλα πάμε μέσα Νίκο. Είμαι μια χαρά. Σ' ευχαριστώ.
Μπαίνοντας στο παλιό αρχοντικό η πόρτα έτριξε. Όλα ήταν τόσο ήρεμα εκεί! Του έδειξε
μία πολυθρόνα κι ύστερα ετοιμάστηκε να βυθιστεί κι εκείνη σε μία άλλη απέναντί του.
- Κάθισε, της ζήτησε ο Νίκος, όταν την είδε να στέκεται σκεφτική απέναντί του.
- Όχι πριν σου βάλω κάτι να πιεις. Βότκα; Ουίσκι;
- Καλά, πορτοκαλάδα δεν σου έμαθε να πίνεις η μαμά σου;
- Άσε το κήρυγμα Νίκο, είπε χαμογελώντας η Μαργαρίτα. Πάλι την έκανε να γελάσει
χωρίς να το θέλει. Πώς τα κατάφερνε;
- Και μην νομίζεις ότι δεν θα σε μαλώσω, της είπε κοιτώντας την πάλι μέσα στα μάτια.
Ύστερα δεν μίλησε άλλο, ώσπου εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της και σκούπισε τα μάτια
της.
- Ήρθες εδώ για να μου κάνεις έλεγχο; Τι κάνεις; Με παρακολουθούσες;
- Ο Νίκος άφησε το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του κι έκανε να φύγει.
- Με συγχωρείς... είναι αργά. Πρέπει να φύγω.

27
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός σήμερα ήταν τόσο μελαγχολικός. Η επιφάνεια
της θάλασας άρχισε να ταράσσεται από μικρά ανήσυχα κυματάκια. Από εκεί που
στεκότανε η Μαργαρίτα μπορούσε να δει πολύ μακριά στο βάθος του ορίζοντα που
έδειχνε ακόμα πιο σκοτεινός. Κάθισε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Οι σκέψεις
της πετούσαν από το ένα θέμα στο άλλο. Και όλα συγκεχυμένα. Τόσο μπερδεμένα. Πήγε
στην κουζίνα κι έφτιαξε ένα φλιτζάνι καφέ. Ύστερα ξαναγύρισε δίπλα στο παράθυρο.
Αυτός που είχε φτιάξει αυτό το σπίτι στην άκρη του λόφου πάνω από τα βράχια της
θάλασσας ίσως είχε την ανάγκη να βλέπει τα πράγματα και τον κόσμο από μακρυά.
"Έτσι δείχνουν πιο καθαρά", σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Πριν λίγους μήνες είχε νιώσει κι
εκείνη την ίδια ανάγκη ν' απομακρυνθεί από τα γεγονότα που συνέβησαν, από τα
πρόσωπα που την πλήγωσαν. Στο νου της ήρθε ξανά η μορφή του άντρα της, το σοκ που
είχε νιώσει όταν ανακάλυψε στο γραφείο του την φωτογραφία με κάποιες κρυφές
στιγμές της διπλής ζωής του. Κι εκείνη; Τι σήμαινε άραγε για εκείνον; Ένα βήμα στην
κοινωνική ανέλιξή του, κατοχυρωμένος όντας στο πλαίσιο του έγγαμου βίου; Ένα δάκρυ
κύλισε γρήγορα στο πρόσωπό της. Κοίταξε έξω. Μόλις είχαν αρχίσει να πέφτουν οι
πρώτες στάλες. Σε λίγο θα ξεσπούσε η καταιγίδα. "Μπόρα είναι θα περάσει", είπε η
Μαργαρίτα χαμογελώντας στον εαυτό της. Κι εκεί που είχε αρχίσει να ξεχνά,
εμφανίστηκε τώρα αυτός ο άνθρωπος να της ανακατέψει ξανά τη ζωή της, να της θυμίσει
συναισθήματα που είχε αρχίσει να ξεχνά. "Παιχνίδια του καιρού", μονολόγησε. Κάπου
μέσα της όμως ένιωθε μικρά τσιμπήματα ενοχής. Ας το παραδεχθεί. Του είχε φερθεί με
αγένεια, το λιγότερο. "Τόσον καιρό στο νησί έχασα την ανθρωπιά μου; αναρωτήθηκε. Ο
άνθρωπος ήρθε να με βοηθήσει κι εγώ τον πέταξα έξω με την συμπεριφορά μου...
"Αίσχος, ντρέπομαι για λογαριασμό μου!" φώναξε στον εαυτό της.

28
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Οι μέρες περνούσαν. Ο χρόνος κυλούσε. Τα λόγια σιωπούσαν. Μήπως τι θα έλεγε; Στον


εαυτό της; Στους άλλους; Παντού ψέματα. Όλος ο χρόνος γεμάτος ψέμα. Το σύμπαν
έμοιαζε τώρα πια μια μαύρη τρύπα που την κατάπινε. Το σίγουρο ήταν πως ήθελε να
ξεφύγει. Να το περάσει και να το ξεπεράσει. Πώς όμως; Ποια να 'ταν άραγε η λύση, το
μονοπάτι το σωστό, να τ' ακολουθήσει και να προσπαθήσει τουλάχιστον να ξεπεράσει
όσα από τα εμπόδια θα βρίσκονταν μπροστά της. Μα ήταν όλα τόσο μάταια. Πριν καν
ακόμα προσπαθήσει ν' αλλάξει οτιδήποτε κι όλα έμοιαζαν μάταια, ή μήπως ήταν; Τόσα
ερωτήματα. Πού να βρει κανείς τις απαντήσεις; Αυτό το νησί θα το ονόμαζε κρυφά μέσα
της "το νησί της Άνοιξης". Ήταν αρχές χειμώνα όταν είχε πρωτοέρθει. Στο μυαλό της
σχηματίστηκε η μορφή του νέου άντρα που είχε γνωρίσει. Έβρισκε ανακουφιστική την
παρουσία του, αν και δεν μπορούσε να πει ότι ένιωθε κάτι παραπάνω. Όλα μέσα της
ήταν μπερδεμένα, φοβισμένα, κρυμμένα σε σκιές και ντουλάπια μνήμης και
συναισθημάτων κλειστά ίσως για πολύ καιρό ακόμα. Ποιος ο λόγος; Ποιος ο λόγος να
βασανίζεται; Μακάρι τίποτα απ' όσα την πλήγωσαν να μην είχε συμβεί ποτέ! "Μα τότε,
σκέφτηκε, ίσως να μου είχαν συμβεί ούτε τα ευχάριστα", σκέφτηκε. Θα τα απαρνιόταν κι
αυτά; Μα ναι, πονούσε τόσο πολύ τώρα, που θα απαρνιόταν και τις πιο ευτυχισμένες
στιγμές που είχε ζήσει κάποτε με το σύζυγό της. "Ένας σύζυγος - πρότυπο", όπως
συνήθιζαν να τον αποκαλούν με κρυφή ζήλια οι γνωστοί τους. "Σύζυγος-πρότυπο". Ναι,
κάποτε ήταν. Οφείλει να το παραδεχθεί. Όμως όχι. Το κάποτε ήταν το ψέμα. Το τώρα η
αλήθεια. Η αλήθεια που την σκότωσε. Σε κανέναν δεν το 'χε πει. Ακόμη κι από τους
δικούς της το είχε κρύψει. Μόνο η αδελφή της ήξερε την αλήθεια. Και τώρα και η
Μαρία.
Βράδιασε. Άρχισε να κάνει κρύο. Ο αέρας έκανε τα παλιά κουφώματα να τρίζουν. Άναψε
ένα τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό με δύναμη. Μερικές φορές ένιωθε πραγματικά όμορφα
εκεί στο νησί, στη μοναξιά της. Ήξερε όμως την αλήθεια. Αυτό το χρονικό διάστημα θα
κρατούσε όσο χρειαζόταν να ετοιμαστούν τα χαρτιά για το διαζύγιο. Μετά θα ήταν
αναγκασμένη να απασχοληθεί για να εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα που θα της επέτρεπε
να ζει χωρίς τη βοήθεια των γονιών της. Πολλές φορές μελαγχολούσε ξαφνικά. Να, όπως
τώρα... "Να συνεχίσει τη ζωή της...", φύσηξε άλλη μία φυσαλίδα καπνού... "Θα ήταν μία
κάποια... λύσις". Γέλασε... "Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα", μονολόγησε.
Αχ, πού να πάει να κρυφτεί, σε ποιο απάνεμο λιμάνι ν' αράξει; Το μέλλον ήταν κάτι που
δεν ήθελε με τίποτα να το σκέφτεται. Θα έκανε ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο. "Όχι
άλλα σχέδια", σκέφτηκε. Αρκετά με όσα είχα μέχρι τώρα. Από εδώ και πέρα ούτε σχέδια,
ούτε πλάνα, ούτε διορίες...". Πόσος χρόνος μπορεί να χρειαστεί μια καρδιά για ν'
αναστηθεί; Ποιος είπε ότι οι καρδιές όταν ραγίζουν, όταν σπάνε μπορούν ποτέ να
λειτουργήσουν κανονικά όπως πριν, χωρίς προβλήματα και χωρίς το φόβο ότι σαν
τρακαρισμένο αμάξι δεν θα σ' αφήσει στη μέση της διαδρομής;
Πολύ μελό ακούγεται, σκέφτηκε η Μαργαρίτα, κι έσβησε το τσιγάρο της ζουλώντας το
επίμονα μέσα στο τασάκι. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε ποτέ να νιώθει τόσο

29
Μαργαρίτα

έντονα συναισθήματα απογοήτευσης. Είχε την εντύπωση ότι πατούσε γερά στη γη, στην
πραγματικότητα... Πόσο λάθος είχε κάνει. Αν πραγματικά ήταν έτσι, πώς τα κατάφερε
τελικά να πέσει... από τα σύννεφα; Μήπως θα ήταν καλύτερα να τα ξεχάσει όλα, να τον
συγχωρέσει και να γυρίσει πίσω στο σπίτι της, στον άντρα της, σ' αυτόν που υποσχέθηκε
παντοτινή αγάπη; Μα αυτό ήθελε. Να τον συγχωρέσει. Γι' αυτό πήγε στο νησί. Να
ηρεμήσει. Να τον συγχωρέσει. Το χαρτί του διαζυγίου είναι κάτι που δεν έχει σημασία.
Κάτι τυπικό. Σημασία είχε να τον συγχωρέσει. Πώς όμως; Πώφς να τον συγχωρέσει,
όταν δεν σταματάει στιγμή να νιώθει οργή, πόνο, απογοήτευση μέχρι που καταφέρνει
από τη σχετική ηρεμία, που λίγο μόλις πριν είχε καταφέρει ν' αποκτήσει, να νιώθει ξανά
μέσα από την διαδικασία της επανάκλησης των γεγονότων τόσο έντονα αυτά τα
αρνητικά συναισθήματα; Πού είναι η Αγάπη; αναρωτήθηκε. "Αν είχα αγάπη, τόση
τουλάχιστον όση νόμιζα ότι είχα, θα μπορούσα να τον συγχωρέσω. Ίσως τελικά κάπου
να έφταιγα κι εγώ". Αυτό ήταν που την έκανε να απομονωθεί στο νησί. Οι ενοχές που
ένιωθε έκαναν αφόρητα τα συναισθήματα που βίωνε και απέφευγε κάθε άνθρωπο που θα
μπορούσε να την αποσυντονίσει απ' αυτή τη διαδικασία της αυτοανάλυσης. Οι ενοχές
ήταν ένα κομμάτι συναισθηματικό που δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο έντονα. Αυτές
οι ενοχές όμως ήταν τώρα πολύ αργά για να ξεπεραστούν. Τα προβλήματα στις σχέσεις
τους είχαν αρχίσει από καιρό πριν αποκαλύψει η Μαργαρίτα την παράνομη σχέση του
άντρα της και τώρα εκείνος δεν έδειχνε πια καμία διάθεση να συνεχίσουν να μένουν
μαζί. Απλά ήταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι.
Η Μαργαρίτα άνοιξε το παράθυρο. Μπήκε ορμητικά μέσα ο κρύος βραδινός αέρας.
Ένιωθε πολύ κουρασμένη. Ο καθαρός αέρας τη δρόσισε. Έκλεισε το παράθυρο και
χώθηκε στα σκεπάσματα του κρεβατιού της. Δεν είχε το κουράγιο να σκεφτεί άλλο.
Έκανε το σταυρό της και κοιμήθηκε ελπίζοντας πως κάποια μέρα, έστω και μετά από
καιρό, όλα θα έχουν ξεπεραστεί και θα της προκαλεί η ανάμνησή του τόση θλίψη όση κι
ένα φύλλο που πέφτει στη γη.

30
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

Καθόταν σ' ένα μικρό βράχο και κοιτούσε τη θάλασσα, έτσι όπως λαμποκοπούσε
χαρούμενα στον ήλιο. Μικρά κυματάκια έρχονταν - όλο έρχονταν κοντά δροσίζοντας τα
βότσαλα της ακτής μπροστά της. Σκέψεις πήγαιναν - έρχονταν στο μυαλό της στους
ίδιους ρυθμούς, και καμία μα καμία δεν μπορούσε να κρατήσει κοντά της, στο μυαλό
της, να καθαρίσει επιτέλους η καταχνιά που ένιωθε. Σαν μούδιασμα του εγκεφάλου, και
της καρδιάς, θα μπορούσε να συμπληρώσει. Μάταιο όσο και να προσπαθούσε, η
θάλασσα αυτή δεν τιθασσεύεται με τη δύναμη την ανθρώπινη. Έτσι είναι κι όλες οι
δυσκολίες, οι πραγματικές δύσκολες. Δεν αλλάζουν μόνο από την ανθρώπινη δύναμη τα
πράγματα, οι εξελίξεις της ζωής που καθορίζονται από χίλιους - δυο παράγοντες.
Ετσι και τώρα. Ενώ έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένη που γλίτωσε τα καλύτερά της χρόνια
και δεν τα χαράμισε σε ένα γάμο, κούφιο, ανώφελο και καταστροφικό για την ψυχική της
υγεία, εκείνη τον αγαπούσε τόσο πολύ, ίσως τότε ακόμη περισσότερο, που αντί να
σκέφτεται την πάρτη της κάθεται και μελαγχολεί εδώ σ' αυτό το νησί της Ερήμου για το
όνειρο που χάθηκε και για τους δυο τους, αλλά και την απόφαση του συζύγου της να
αλλάξει πλεύση, προτεραιότητες, καθώς ενώ είχε ήδη φτιάξει οικογένεια μία μέρα των
ημερών σαν παλιό ρούχο πέταξε από πάνω του όλη την κοινή πορεία τους, αποφάσισε
ότι εκείνο που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σωστό ξαφνικά μπροστά στα μάτια του
μεταλλάχθηκε σε ένα γάμο βαρετό, ανώφελο, ενώ το άλλο, το ξένο, το απαγορευμένο
ίσως, η καταχνιά, η δυστυχία που προκαλεί, ο εγωισμός που κάνει δυναμικά την
εμφάνισή του, εκεί που η αγάπη έχασε το έδαφος στην καρδιά, αυτό το άλλο είναι τόσο
μα τόσο δελεαστικό που δεν έχει τη δύναμη να το αρνηθεί και ξεγελώντας τον εαυτό του
μόνο, το παρουσιάζει σαν νέα του επιλογή, σαν νέα αρχή στην ήδη απελπιστικά βαρετή
γεμάτη άγχος και καθημερινά προβλήματα ζωή του. Το αντίτιμο που έπρεπε να δώσει θα
το καταλάβει όταν θα είναι πια πολύ αργά για να αντιδράσει, ακριβώς για να μπορέσει
να το παραδεχθεί. Και όλα αυτά σκεφτόταν εκεί η Μαργαρίτα και αναρωτιόταν αν αυτή
η απογοήτευση που ένιωθε ήταν πράγματι δική της ή τη φορτώθηκε μία μέρα για χάρη
του, όταν ένα βράδυ μάζεψε εκείνος τα πράγματά του.
Ξύπνησε με μια αίσθηση ανακούφισης. Το αποφάσισε. Δεν θα το βάλει κάτω. Θέλει να
συνεχίσει, όχι ν' αλλάξει, ν' αφομοιωθεί, να μπει στο λούκι. Και ποιο είναι αυτό το λούκι
τελικά; Τι είναι αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε ν' αποφύγουμε, αλλά παρ'
όλα αυτά μέσα του βρισκόμαστε, κυλώντας προς μια άγνωστη κατεύθυνση που μας
τρομάζει; Που έχουμε την απροσδιόριστη εντύπωση ότι θα χάσουμε τον εαυτό μας και
για πιο τελικό στόχο; Πώς να 'ναι το δημιούργημα του εαυτού μας όταν τελειώσει η
σμίλη της ψυχής ν' αλλοιώνει την μορφή;
Στην παραλία σήμερα θα είχε κρύο. Φάνηκε ο καιρός από χθες πως θα 'ταν βροχερός. Κι
όμως αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που αποζητούσε. Αυτή την ομίχλη που μέσα της είναι
όλα τόσο ήσυχα, καθώς οι ήχοι βουβαίνουν μέσα στις γυάλινες δροσοσταλίδες που
αιωρούνται σ' όλη την ατμόσφαιρα.
"Μια δροσοσταλίδα κι εγώ μέσα στις άλλες. Δεν θέλω τίποτα παραπάνω", σκέφτηκε η

31
Μαργαρίτα

Μαργαρίτα. Μέσα σ' αυτό το διάφανο κόσμο τους, να νιώσω ότι οι απορίες, τα
ερωτηματικά, δεν έχουν τόση σημασία, όταν το ευκταίο έχει πάρει τη μορφή του. Όταν ο
τελικός στόχος έχει επιτευχθεί.
Κατέβηκε το δρομάκι που οδηγεί στην παραλία, σχεδόν τρέχοντας. Το κρύο δεν
ευνοούσε το χαλαρό περπάτημα, όμως αυτό δεν την ανησύχησε. Θα καθόταν όπου
μπορούσε να ξαποστάσει, ώσπου να γυρίσει στο σπίτι ξανά, όπου θα ένιωθε ότι βρήκε
αυτό που έψαχνε αυτή τη μέρα τη βροχερή. Όπως όταν ήταν ακόμα πολύ νέα. Όλα είχαν
μεγάλο νόημα, διαστάσεις που οι μεγαλύτεροι δεν αντιλαμβάνονταν. Εντάσεις που
οδηγούσαν ασφαλώς στο δρόμο που θα είχες προσωπικά διαλέξει και δεν αφορούσε
κανέναν άλλον εκτός απ' όσους αγαπούσαν την ύπαρξή σου και την ιδιαίτερη φάση της
προσωπικότητάς σου. Μονόδρομος λοιπόν, αλλά με επιστροφή. Είχε τόση ανάγκη να
νιώσει ότι έχει ξυπνήσει αυτό το πρωινό. Αλλιώς δεν έχει νόημα η ζωή, σκέφτηκε. Εάν
όλες οι μέρες περνούν χωρίς να έχει βρει το νόημά τής κάθε μιας, εάν όλες οι μέρες ενός
χρόνο εξομοιωθούν στο πρωινό και το σούρουπο της μίας, όταν ο χρόνος ψηλώσει τόσο
πολύ που μοιάζει να οδεύεις απλά προς το σκοτάδι, χωρίς άλλο δρόμο διαφυγής.
Ήθελε να ξανανιώσει το νόημα της κάθε στιγμής ξεχωριστά. Του κάθε δευτερόλεπτου.
Του κάθε μικρού χρονικού τμήματος αυτού του νοητού μέτρου.
Στην παραλία είχε ησυχία. Πραγματικά πολύ έντονη, και αυτό την ευχαρίστησε
ιδιαίτερα. Ένιωσε σαν να της είχε κάνει η μοίρα της σήμερα κάποιο δώρο που θαρρείς
της το χρωστούσε κι ας ήξερε ότι αυτό δεν ήταν και τόσο αληθινό, αφού πραγματικά δεν
ένιωθε ότι οι προσπάθειές της ήταν τόσο δυνατές. Ήρεμη θάλασσα, απλή και χνουδωτή
από την υγρασία... Ουρανός δεν ξεχώριζε στο βάθος του ορίζοντα. Τα χρώματά του με τη
θάλασσα είχαν ενωθεί σ' ένα γαλαζωπό γκρίζο με γυάλινες ανταύγειες καθώς το νερό
λικνίζονταν από το αεράκι. Κάποιοι γλάροι άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους εκεί
που στεκόταν ακίνητη και σιωπηλή. Ψάχνοντας για τροφή έκαναν όλο και πιο κοντινούς
κύκλους πάνω από το κεφάλι της Μαργαρίτα θαρρείς για να την καλημερίσουν. Τι
ευχάριστο συναίσθημα είναι αυτό; Ήσυχη καλημέρα, σιωπηλή, ειλικρινής. Μια χαρά του
ενός δημιουργήματος όταν συναντά το άλλο ειρηνικά. Άραγε θα μπορούσε να είναι έτσι
και ο άνθρωπος, αναρωτήθηκε. Μάλλον όχι, απάντησε μέσα της. Κι όμως αναρωτήθηκε,
οι φίλοι μεταξύ τους είναι έτσι. Ακόμη τα παιδιά με τους γονείς τους. Όταν αγαπάμε
είμαστε έτσι.
Έτσι όπως στεκόταν και κοίταζε τον ουρανό, τη θάλασσα, τους απίθανους σχηματισμούς
των σύννεφων, τους γλάρους να κάνουν τις επιθέσεις τους για το πρωινό τους
ψαρεύοντας στη θάλασσα, τότε ένιωσε ότι βρήκε εκείνο που ζητούσε. Άρχισε να ξυπνά.
Θαρρείς και όλη την υπόλοιπη ώρα από τη στιγμή που σηκώθηκε από το κρεβάτι της
ήταν σε άλλη διάσταση, αόρατου, άχρωμου ύπνου. Και μια κούραση από όλο αυτό το
αόριστο είχε αρχίσει να μουλιάζει το σώμα της, που τώρα έμοιαζε να ξυπνά, να
ζωντανεύει, να χτυπά η καρδιά της πιο γρήγορα... ν' ανοίγουν τα βλέφαρά της
περισσότερο για να δει, τα ρουθούνια της για να αφουγκραστούν, τις αισθήσεις της ν'
αντιλαμβάνονται το αεράκι που περνούσε πρώτα το λόφο του νησιού φέρνοντας
μυρωδιές από άλλες χώρες και τοπία μακρυνά. Ο ταξιδευτής άνεμος, αναστέναξε. "Πώς

32
Μαργαρίτα

θα γινόταν να του μοιάσω", αναρωτήθηκε φωναχτά. Κι ύστερα μια αμφιβολία. "Κι αν


μοιάσω του ανέμου κι αν έρθω κι εγώ από μέρη μακρυνά, μήπως τελικά δεν βρω αυτό
που ψάχνω; Και τώρα; Το βρήκα; Όχι. Αν κάνω αυτό που μ' αρέσει, αυτό που αγαπώ, αν
ζήσω όπως επιθυμώ με τις χαρές και τις λύπες της ζωής, χωρίς να μετανιώσω για όλα
όσα πέρασαν; Δεν είμαι σίγουρη, είπε κουνώντας το κεφάλι της η Μαργαρίτα. Αλλά
νομίζω ότι αξίζει τον κόπο".
Θυμήθηκε μια φορά στη Θεσσαλονίκη ήταν όταν ο άντρας της είχε φύγει για
επαγγελματικό ταξίδι, σεμινάριο στην Αθήνα, για το διήμερο, τότε ήταν που ένιωσε
ελεύθερη. Μια παράξενη ελευθερία. Της μοναξιάς. Αυτό την οδήγησε σε μια έκθεση
ζωγραφικής με θέμα το λιμάνι του Βόλου. Παλιά καράβια, ζωγραφισμένα στο χρώμα της
σκουριάς, μορφές σιδερένιες, σκληρές που 'χουν γίνει ένα με τον απαλό χρωματισμό του
θαλασσινού τοπίου. Μια παράξενη ένωση που πολύ της θύμισε τη δική της. Η ένωση
αυτή του σκληρού μετάλλου με το νερό, η πάλη των δύο αυτών στοιχείων είχε
δημιουργήσει τη σκουριά. Αναπόφευκτη, εάν δεν την προσέξεις, εάν δεν ανακαινίσεις,
εάν δεν φροντίσεις, εάν δεν κάνεις τον κόπο να το ξύσεις, να φύγει και να το ξαναβάψεις
με καλή μπογιά, με την φροντίδα και την αγάπη σου. Σαν τον γάμο της ένιωσε να
μοιάζει. Δεν τον είχαν φροντίσει αρκετά και να που σκούριασε, και το καράβι βούλιαξε
δυστυχώς. Κι όμως, σκέφτηκε, έχει κι αυτό το νόημά του. Ήταν τουλάχιστον μια
προσπάθεια. Δεν είχε μετανιώσει ποτέ για το διαζύγιο. Ομως δεν ήταν ευχαριστημένη,
αφού τόσο εύκολα χάθηκε στο όνειρό του μέσα σε μια θάλασσα μοναχικών
αναστεναγμών. Ο χρόνος που είχε περάσει σκούριασε τις καρδιές τους. Εκείνη
αποδείχθηκε περισσότερο απροετοίμαστη. Όταν η τρίτη γυναίκα μπήκε στη μέση, ήταν
πολύ εύκολο να χαθεί όλη η μαγεία του έρωτά τους. Ο σύζυγός της πλέον είχε αφήσει τη
γυναίκα του ελεύθερη μέσα στην καρδιά του. Είχε αφήσει τη δική του καρδιά στη
διάθεση μιας άλλης. Έκανε την επιλογή του. Δεν πέρασε πολύς καιρός από εκείνο το
ραντεβού, το επαγγελματικό, στην Αθήνα, όταν άρχισε να δείχνει έντονα σημάδια
δυσαρέσκειας αφού γυρνούσε στο σπίτι τους κι έψαχνε διαρκώς ευκαιρίες για να αφήσει
διάφορα υπονοούμενα σχετικά με τη φθορά των ζευγαριών μέσα στο θεσμό του γάμου
και άλλα τέτοια που έβαζαν την Μαργαρίτα σε προβληματισμό και την έκαναν να
λυπάται για όσες αμφιβολίες τυραννούσαν την ψυχή και το μυαλό του άντρα της.
Όταν εκείνος της ζήτησε διαζύγιο, τότε η Μαργαρίτα αντιλήφθηκε την πραγματικότητα.
Τότε αντιλήφθηκε και το λάθος. Ο σύζυγός της ήθελε να είναι για πάντα ερωτευμένος,
ήθελε ο έρωτας να κατευθύνει τη ζωή του και μόνο αυτό ζητούσε. Κι εκείνη; Δεν είχε
πλέον θέση στη ζωή του, αφού εκείνος όπως της είπε: "ο έρωτας προϋποθέτει μία πορεία
στο άγνωστο, στο μυστήριο και ο γάμος δεν του πρόσφερε την ικανοποίηση που εκείνος
υπέθετε ότι θα εισέπραττε μέσα από αυτόν". Αυτό ήταν κάτι που η Μαργαρίτα δεν θα
μπορούσε να δεχθεί σε καμία περίπτωση, εφόσον η πίστη, η εμπιστοσύνη και η αγάπη
ήταν όλα όσα ζητούσε πάντα από το γάμο και τη ζωή της. Όλα τα υπόλοιπα μπορούσε
δύσκολα ή ευκολότερα να τα αποκτήσει. Εκείνο που της έλειπε ήταν αυτό το μόνιμο
ενδιαφέρον του ενός ανθρώπου προς τον άλλον. Ένας άνθρωπος -ο σύζυγος- που θα σε
σκέφτεται ακόμα κι όταν εσύ έχεις ξεχάσει τον εαυτό σου μέσα στη βουή της

33
Μαργαρίτα

καθημερινότητας και της παραζάλης του σύγχρονου τρόπου ζωής. Κι αυτό ήταν κάτι το
οποίο δεν ήταν σε θέση ο σύζυγός της να της προσφέρει και από τα μισόλογά του
κατάλαβε ότι εκείνος σχεδόν είχε μετανιώσει που την παντρεύτηκε.
Ίσως να βιάστηκα", είπε."Ίσως, δεν ξέρω κι εγώ ο ίδιος τι ακριβώς θέλω από τη ζωή
μου". Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο άνθρωπος που η Μαργαρίτα θαύμαζε τόσο, είχε σε μία
στιγμή του χρόνου εξαφανιστεί. Όχι, πώς ήταν δυνατό; Μήπως η αλλαγή στην κοινή
τους πορεία είχε χαθεί κάποια στιγμή που η ίδια δεν πρόσεξε; Μήπως φταίει κι εκείνη
για όλα όσα τους χώρισαν; Μήπως αυτό έψαχνε τελικά και η ίδια σ' αυτό το ερημονήσι;
Αυτό που είχε, αλλά τώρα πια έχει εξαφανιστεί;
Το σημερινό πρωινό ήταν παρήγορο, σκέφτηκε. Αν την βλέπουν οι ψαράδες από
απέναντι θα αναρωτιούνται γιατί είναι εκεί εκείνη. Τι ψάχνει. Δεν το αντιλαμβάνονται,
ίσως γιατί οι ίδιοι το βιώνουν από πάντα. Την έχουν τη θάλασσα. Δίπλα τους. Γύρω τους.
Μέσα τους. Εκείνη μεγάλωσε στην πόλη. Δεν ήταν αυτονόητο λοιπόν ότι θα έβλεπε όσα
αγαπά όποτε η ίδια το αποζητούσε. Τη θάλασσα, τη φύση, την ηρεμία από την απουσία
του θορύβου από την πολυκοσμία της πόλης. Μέσα σε τόση βαβούρα η ψυχή ξεχνάει τι
της αρέσει, και ό,τι αγαπά γίνεται σπάνιο, πολύτιμο, δύσκολο να εντοπιστεί, σαν
διαμάντι που το ψάχνεις μέσα στα λασπόνερα και στο βούρκο.
Άνοιξε την τσάντα της. Είχε θυμηθεί να πάρει μαζί τη φωτογραφική μηχανή της. Δεν της
συνέβαινε συχνά ν' ασχολείται με κάποιο χόμπι, αν και παλαιότερα το συνήθιζε. Η πίκρα
από τον χωρισμό των γονιών της την έσπρωχνε τότε συχνά σε εξορμήσεις στη φύση,
όπου τα ευχάριστα συναισθήματα που δημιουργούνταν τα είχε ανάγκη όπως και το ψωμί
και το νερό. Στάθηκε αρκετή ώρα ακίνητη ψάχνοντας την κατάλληλη γωνία που θα
φωτογράφιζε. Αναρωτιόταν εάν αυτά τα χρώματα του γκρι μπορούσαν ν' αποτυπωθούν
καλύτερα στο ασπρόμαυρο φιλμ. Παρατήρησε ακόμη ότι όταν κάτι το αγαπάς, δηλαδή
με λίγα λόγια σε κάνει να νιώθεις πολύ καλά μ' αυτό, το χρειάζεσαι, το έχεις ανάγκη,
μόνο τότε σου αποδίδει τα μέγιστα. Με αυτή την παλιά αυτόματη φωτογραφική μηχανή
είχε τραβήξει αρκετά πλάνα. Τα καλύτερα ήταν σε στιγμές σαν αυτή, όταν ένιωθε ότι
αυτό που έβλεπε ήθελε να το κρατήσει περισσότερο κοντά της, όταν τη γέμιζε ήρεμη
χαρά, και οι χειρότερες στιγμές, όταν ήθελε μέσω της ενασχόλησης αυτής να κρύψει
δυσάρεστα συναισθήματα. Όταν χωρίς να αγαπά αυτό που αντίκρυζε ήταν πλάνα που
χωρίς νόημα γέμιζαν τα συρτάρια της σαν σκουπίδια.
Έτσι είναι..., σκέφτηκε. Μια αρμαθιά σκουπίδια γεμίζουν τα συρτάρια της ζωής μας,
όταν δεν έχουμε βρει αυτό που αγαπάμε ή όταν το 'χουμε απαρνηθεί, όταν το 'χουμε
περιφρονήσει. Τα αφήνουμε όλα αυτά με την ψευδαίσθηση ότι θα γίνουμε καλύτεροι, πιο
αποδεκτοί στην κοινωνία, καταξιωμένοι στα μάτια των άλλων, που θα μας θαυμάζουν
για τις σωστές και φρόνιμες κινήσεις μας ως προς τον δρόμο που ΄εχουμε διαλέξει για
ανετότερη και πιο ευχάριστη ζωή.
"Δεν θέλω να είμαι έτσι", φώναξε η Μαργαρίτα στον εαυτό της. "Δεν θα ήθελα να είναι
όλοι οι άλλοι ευχαριστημένοι κι εγώ δυστυχισμένη και απογοητευμένη από τον εαυτό
μου, σχεδόν να τον μισώ! Ας μην περνώ και τόσο καλά. Ας μην τα 'χω όλα εύκολα. Ας
είναι δύσκολο να αγαπάς. Δεν μπορώ να απαρνηθώ όσα πιστεύω, δεν τα ξεπουλάω για

34
Μαργαρίτα

μια καλύτερη ζωή! Αρκεί να ξαναβρώ κάποτε όσα αγαπούσα και τώρα ούτε γνωρίζω
ποια είναι, άρα ποια είμαι!..". Χάρηκε. Χαμογέλασε. Αυτό ήταν! Τώρα μπορούσε να
γυρίσει στο σπίτι της. Είχε βρει αυτό που έψαχνε τουλάχιστον όσον αφορά τη
συγκεκριμένη μέρα. Δεν είχε περάσει ο χρόνος της δίχως αποτέλεσμα. Είχε καταφέρει
τελικά να βρει κάποιο μικρό ίσως κομματάκι του εαυτού της και γι' αυτό ένιωθε
ολοκληρωμένη.
Στο γυρισμό, όπως περπατούσε, έβλεπε τα βρεγμένα φυλλαράκια στο δρομάκι.
Πολύχρωμα, ανεπιτήδευτα όμορφα. Όλες οι αποχρώσεις αρμονικά δεμένες, με
ενδιαφέρον κι αφέλεια. Χωρίς διάθεση κέρδους αλλά με σκοπό την ισορροπία. Ήθελε να
ζεσταθεί τώρα. Κάπου. Να πιει ένα καφέ. Μόνο στο καφενεδάκι μπορούσε να πάει. Δεν
ήταν όμως ό,τι καλύτερο. Θα ήταν γεμάτο αυτή την ώρα. Ήταν Κυριακή και θα πήγαιναν
οι άντρες του χωριού μετά την εκκλησία. Εκεί που περπατούσε πέρασε κοντά από το
σπίτι της Μαρίας. Κοντοστάθηκε. Αυτή την ώρα θα ήταν μαζί με τον αρραβωνιαστικό
της και θα έπαιρναν το πρωινό τους μαζί. Όπως κάποτε έκανε και η ίδια με τον... Αμάν
πια αυτές οι αναμνήσεις, αναστέναξε. Πόσο με βασανίζουν, διαμαρτυρήθηκε σιγανά. Η
Μαργαρίτα συνέχισε να βαδίζει σ' αυτό τον όμορφο δρομάκο. Ξαφνικά, άλλαξε γνώμη
και πήγε δεξιά, ένα άλλο δρόμο που καθόλου δεν είχε όρεξη να βαδίσει, ένιωθε όμως
κάτι να την τραβά προς τα εκεί. Μπροστά της πρόβαλε ένα ζαχαροπλαστείο. Είχε και
τραπεζάκια ενώ δύο τρία άτομα κάθονταν εκεί από ώρα. Μπήκε μέσα. Παρήγγειλε
γρήγορα ένα ζεστό καφέ. Η ταμίας δεν ήταν καθόλου φιλική. Έτσι όπως είχε
ξεμαλλιαστεί κιόλας η Μαργαρίτα από τον άνεμο μάλλον δεν ήταν και πολύ
περιποιημένη για Κυριακή μεσημέρι τουλάχιστον. Δεν θα κάτσω πολύ, σκέφτηκε. Ένα
καφέ θα πιω στο φινάλε και θα φύγω. Δεν ξέρω τι με έκανε να έρθω εδώ, αλλά θα το
μάθω μέχρι να βγω από την πόρτα αυτού του ζαχαροπλαστείου. Κάθισε στο μοναδικό
τραπέζι που είχε δίπλα στην τζαμαρία. Τα άλλα τρία ήταν πιασμένα από κάποιες κυρίες
του χωριού που έτρωγαν την πάστα τους και μία γυναίκα με ένα παιδί. Δίπλα στην
Μαργαρίτα ήταν ένας κύριος που διάβαζε την εφημερίδα του. Έτσι όπως περίμενε να
του σερβίρει τον καφέ η σερβιτόρα της Μαργαρίτα της φάνηκε σαν δάσκαλος,
τραπεζικός ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Σίγουρα δεν φαινόταν να έχει διάθεση για
πολλά. "Ούτε που με νοιάζει", σκέφτηκε η Μαργαρίτα, "αρκεί να μη δυσαρεστηθεί από
την παρουσία μου εδώ, σκέφτηκε. Να πιω τον καφέ μου και να φύγω". Το παιδί
σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε στην τουαλέτα. Την ώρα εκείνη η Μαργαρίτα
είχε βγάλει τα τσιγάρα της και ήδη κάπνιζε το πρώτο ρουφώντας αχόρταγα τον καπνό
του. Πραγματικά το απολάμβανε. Ειδικά αφού είχε αποφασίσει να φύγει γρήγορα από
εκεί προσπαθούσε να το ευχαριστηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Άρα ο χρόνος, ο
χρόνος ο λίγος έκανε πιο δυνατή την ευγνωμοσύνη και την ευχαρίστηση που της
προκάλεσε αυτό το ζεστό φλιτζάνι καφέ. Τότε εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι ήξερε γιατί
ήρθε στο συγκεκριμένο μέρος. Κοίταξε απέναντι και είδε τον εαυτό της. Μια κοπέλα
στην ηλικία της, μελαχροινή, με μακριά μαλλιά είχε βάλει το κεφάλι κάτω. Είχε νιώσει...
Τι είχε νιώσει; Είχε τραβήξει την προσοχή της Μαργαρίτα. Το παιδί που είχε φύγει από
αυτό το τραπέζι για να πάει στην τουαλέτα ήταν μάλλον ανήψι, πάντως δεν έμοιαζε να

35
Μαργαρίτα

είναι δικό της. Όπως το περίμενε κατάλαβε. Αυτό ήταν... "Περίμενε". Αυτό που είχε ήταν
ότι περίμενε κάποιον, ώστε να πάψει να νιώθει μόνη. Και σίγουρα ντρεπόταν γι' αυτό,
έτσι όπως είχε σκύψει πάνω από το φλυτζάνι με το ρόφημά της! Σίγουρα χρειαζόταν
κάποιο λόγο παρηγοριάς. Μόνο που δεν έκλαιγε. Η Μαργαρίτα προσπάθησε να δείχνει
αδιάφορη. Ο μόνος τρόπος ήταν να δείξει και σ' εκείνη την κοπέλα αυτό που είχε μάθει
σήμερα και η ίδια. Δεν έχει σημασία η μοναξιά, οι συνθήκες. Σημασία έχει να αγαπάμε
όσα εμείς μπορούμε να αγαπάμε. Δεν σημαίνει ότι επειδή συμβαίνει να αγαπάμε εμείς
συγκεκριμένα πράγματα ή ανθρώπους ότι το ίδιο κάνουν και οι άλλοι, ότι τα αγαπάνε το
ίδιο. Δεν έχει νόημα άλλωστε να αγαπάνε όλοι οι άνθρωποι μερικά συγκεκριμένα. Η
αγάπη πρέπει να μοιράζεται, να πηγαίνει παντού, σε όλους, έτσι ώστε ο καθένας από
εμάς να επιλέγει το δικό του αγαπημένο κομμάτι στη ζωή. Η Μαργαρίτα εκείνη τη
στιγμή ήταν ευχαριστημένη που είχε μία κούπα ζεστό καφέ και τα τσιγάρα της. Ας μην
είχε παρέα, σύζυγο κανέναν, ας μην είχε τα καλύτερά της. Σημασία είχε που είχε βρει
αυτά που την έκαναν ευτυχισμένη.
Σαν να τα κατάλαβε όλα αυτά η κοπέλα. Έδειξε να είναι καλύτερα σε λίγο, σήκωσε το
κεφάλι της και έδειχνε πιο δυνατή. Πιο ανεξάρτητη. Δεν την πείραξε πια το παιδί που
αργούσε να γυρίσει από την τουαλέτα.

36
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Μάρτιος! Πόσο της άρεσε αυτός ο μήνας. Ένα διαφορετικό φως, πιο φωτεινό, χωρίς
σκιές έλουζε την κάθε μέρα του, τα δέντρα, δίνοντας διαφορετικό μέγεθος και βάθος
στους λόφους, ποικιλία αποχρώσεων στο μπλε του ουρανού, με τον αέρα να σχηματίζει
περιπέτειες στα μπαμπακένια συννεφάκια του. Κι όμως, αν θελήσει κάποιος να
ξεγελαστεί από το θέαμα θα 'χει να αντιμετωπίσει το τσουχτερό κρύο κι αγιάζι του
χειμώνα, που κάνει ακόμη αισθητή την παρουσία του. Έχοντας λοιπόν στο μυαλό της
Μαργαρίτα όλα τούτα μία αρχική ιδέα πήρε μορφή μπροστά στα μάτια της, ένα σχέδιο
που λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων, θα έθετε με την πρώτη ευκαιρία σε εφαρμογή.
Ένα συνωμοτικό χαμόγελο διαφάνηκε στην άκρη των χειλιών της που το είδαν μονάχα
τα αγριοπούλια της θάλασσας και ο μαρτιάτικος άνεμος. Ήταν πρωί ακόμα, είχε χρόνο,
έπρεπε να βρεθεί και ο τρόπος. Ντύθηκε γρήγορα κι ύστερα κοίταξε σκεφτική έξω από
το παράθυρο της παλαιάς κατοικίας. Ο άνεμος έκανε τα ξύλα της επένδυσής του να
τρίζουν ανησυχητικά, και τότε πέρασε από το μυαλό της η αρνητική σκέψη πως ίσως
είναι νωρίς ακόμη για θαλασσινά ταξίδια. Όμως οι γλάροι είχαν ήδη μαζευτεί στα βράχια
κατά δεκάδες ψάχνοντας για τροφή, ψάχνοντας τη λύση που θα τους έδινε την επιβίωση.
"Αυτό είναι και για μένα", είπε δυνατά η Μαργαρίτα. "Μια λύση επιβίωσης. Αυτό το
ταξίδι πρέπει να γίνει τώρα ή ποτέ". Σκέφτηκε λίγο κι ύστερα είπε, "προτιμώ το τώρα και
δεν θα αφήσω την ανυπομονησία να μου χαλάσει τη διάθεση, ούτε τις αμφιβολίες να με
αποτρέψουν".
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε από το σπίτι σκεφτική. Το μυαλό της και η καρδιά της
επιθυμούσαν να πάει απέναντι. Σαν ανοιξιάτικη εκδρομή, σαν αναζήτηση ψυχικής
τροφής από την αισιοδοξία που γεννά μέσα στους ζωντανούς οργανισμούς ο ερχομός της
άνοιξης, ο ερχομός μιας αλλαγής. Πώς θα έβρισκε όμως το απέναντι νησί; Σε ποιο απ'
όλα τα "απέναντι" θα έβρισκε ικανοποίηση σ' αυτή την επιθυμία της για αναζήτηση μιας
ευχάριστης εμπειρίας, μιας ευτυχισμένης στιγμής μέσα στο χρόνο; Μάλλον έπρεπε να
ρωτήσει να μάθει περισσότερα. Είχε βέβαια ένα χάρτη του νησιού που έδειχνε και την
απόστασή του από τα άλλα γύρω νησιά, όμως δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσος χρόνος
απαιτούνταν για ένα τέτοιο ταξίδι.
"Δεν είναι τίποτα", ακούει τη Μαρία να της απαντά στην ερώτησή της. Ήταν ακόμη
πρωί, αλλά μέσα στο βιβλιοπωλείο επικρατούσε μία ευχάριστη ζεστασιά και οι τόμοι
των βιβλίων γυάλιζαν θριαμβευτικά, έτσι όπως έπεφταν πάνω τους δέσμες φωτός
σκόρπιες κι ευτυχισμένες. Ένα δέντρο που βρισκόταν απ' έξω έκανε αυτές τις φωτεινές
δέσμες σαν κύματα να τρεμουλιάζουν ακόμη περισσότερο πάνω στα πολύχρωμα ράφια,
δίνοντας στην Μαργαρίτα ακόμη μεγαλύτερη διάθεση για το σκοπό της. "Μαργαρίτα,
δεν είναι τίποτα", σοβάρεψε η Μαργαρίτα σκεπτόμενη ότι ο χειμώνας ακόμη δεν είχε
απομακρύνει την κρύα επίδρασή του γεμίζοντας αμφιβολίες την καρδιά της Μαργαρίτα.
"Είσαι σίγουρη;" τη ρώτησε. "Το ταξίδι αυτό θέλω πολύ να το κάνω, αλλά πώς θα
πραγματοποιηθεί εάν πνιγώ από τα φουρτουνιασμένα νερά - και κρύα τονίζω - νερά του
Αιγαίου; Βέβαια είναι κι αυτό ένα ενδιαφέρον γεγονός, δεν νομίζω όμως ότι θα

37
Μαργαρίτα

εξυπηρετήσει το στόχο μου".


- Και ποιος είναι αυτός παρακαλώ;
- Να πάω απέναντι, στον... πολιτισμό! Θα πάρω και τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου.
Ίσως υπάρχουν αξιοθέατα...
- Πλάκα μου κάνεις Μαργαρίτα; Φυσικά υπάρχουν, και θα τραβήξεις πολύ όμορφες
φωτό. Είμαι σίγουρη. Δεν θα το μετανιώσεις.
- Πόσο απέχει το νησί; Ελπίζω όχι πάνω από οκτώ.
- Μα τι λες! Σε δύο ωρίτσες θα είσαι εκεί. Θα περάσεις πολύ ωραία. Είμαι σίγουρη.
Μακάρι να μπορούσα να έρθω κι εγώ μαζί σου. Για πότε λες;
- Σήμερα, αύριο. Όποτε βρεθεί το μέσον.
- Αχ, κρίμα που δεν θα μπορέσω να έρθω, αλλά κρατάω το μαγαζί μόνη μου αυτή την
εβδομάδα. Ο Γιώργος θα λείψει για κάτι παραγγελίες στην Αθήνα και θα περάσει να
επισκεφθεί και τους συγγενείς μας εκεί.
- Καταλαβαίνω, Μαρία. Μη το σκέφτεσαι.
- Για το μεταφορικό όμως, που έλεγες, μπορείς να πας με το καραβάκι του κυρ Ηλία.
Μια στιγμή να ψάξω για το τηλέφωνό του, αν έχει... Όχι, δεν έχει... Τέλος πάντων, θα
ενημερώσω τον κυρ Θόδωρο, τον καφετζή, να του το πει. Εκεί πρέπει να είναι τώρα. Του
αρέσει αυτό το καφενείο γιατί από αυτό μπορεί να αγναντεύει τη θάλασσα. Όλοι στο
νησί εκτιμούν τη θάλασσα για την τροφή που τους προσφέρει, ο κυρ Ηλίας όμως την
αγαπάει πραγματικά. Ξέρει τα πάντα γι' αυτήν και όλοι τον συμβουλεύονται όταν πρέπει
να πάνε για ψάρεμα σχετικά με τον καιρό ή τις περιοχές που τα ψάρια έρχονται κατά
κοπάδια συγκεκριμένες μέρες του χρόνου.
Η Μαρία βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο του νησιού, που δεν ήταν και πολύ μεγάλος,
το τηλέφωνο του καφενείου όπου σύχναζε ο κυρ Ηλίας και είπε στον καφετζή να τον
ειδοποιήσει για το πότε μπορεί να φύγει για το νησί. Η Μαργαρίτα έφυγε από το
βιβλιοπωλείο και θα γυρνούσε το απόγευμα για να μάθει την ώρα που θα ξεκινούσαν.
Ένιωθε μεγάλη ανυπομονησία. Το νησί αυτό που όλο το χειμώνα την φιλοξενούσε τώρα
δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την όρεξή της για ανανέωση. Το αγαπούσε όμως και δεν
πέρασε από το μυαλό της κάτι άλλο που θα μπορούσε να την κρατήσει για πολύ καιρό
μακριά απ' αυτό. Ίσως όμως τα πράγματα να μην εξελισσόταν ακριβώς όπως νόμιζε στη
συνέχεια. Αυτό θα το μάθαινε τις επόμενες ημέρες. Γυρνώντας στο σπίτι το μυαλό της
ήταν τελείως καρφωμένο σ' αυτό το ταξίδι. Και η σκέψη της γέμιζε ευφορία, της
δημιουργούσε μιαν ευχάριστη έξαψη. Έβαλε στο σάκο γρήγορα - γρήγορα δύο τζιν, κανα
δυο πουλόβερ και τη φωτογραφική μηχανή της Αυτά θα την έφταναν για όσο διάστημα
έκρινε τελικά ότι ήταν απαραίτητο να μείνει απέναντι.
Εμείς οι άντρες μερικές φορές αντιδράμε ανόητα, είπε με ένταση στη φωνή του ο κυρ
Ηλίας. Δεν ξέρουμε αν πρέπει να σας μισούμε ή να σας αγαπάμε... Το κουπί έφυγε από
το χέρι του και τον χτύπησε στον αγκώνα, καθώς έλεγε την τελευταία λέξη. Να πάρει,
μονολόγησε. Και δεν είπε τίποτα άλλο. Μέχρι που ακούμπησε η βάρκα στην ακτή. Η
Μαργαρίτα σιωπούσε καθόλη τη διάρκεια της σύντομης θαλάσσιας διαδρομής. Δεν
ήθελε να ταράξει τον άντρα περισσότερο. Ούτε ήξερε και η ίδια τι να σκεφτεί. Ήταν

38
Μαργαρίτα

καλή γυναίκα, είπε στο τέλος. Άφησε τα κουπιά, κατέβηκε από τη βάρκα και λίγο προτού
την τραβήξει στην ακτή στάθηκε σκεφτικός. Μας χώρισε η φτώχεια, είπε τελικά. Εκείνη
ήθελε περισσότερα. Κι εγώ δεν είχα. Τι να σου κάνει το μεροκάματο και δύο παιδιά σε
ηλικία γάμου. Μ' έδιωξε. Ήταν καλή γυναίκα. Φρόντιζε το σπίτι, τα παιδιά, σεμνή και
άξια οικονόμος. Έβαζε τάξη σ' όλα. Εγώ τότε, είκοσι χρόνια πριν, ακόμη περνιόμουν για
νέος. Μία γειτόνισσα που απ' τα παλιά μ' είχε βάλει στο μάτι, άντρας εγώ, καμάρωνα
σαν το παγώνι. Κι εκείνη, η γυναίκα μου, έκανε πως δεν καταλάβαινε. Κάποια μέρα μ'
είδε η μεγαλύτερη κόρη μου μαζί της. Τα 'χασα. Το παιδί όμως θύμωσε. Στο τέλος η
γυναίκα μου το 'μαθε από τη γειτονιά. Ντράπηκε, καβγαδίσαμε, νευρίασα και τη
χτύπησα. Αυτό ήταν! Την έχασα. Ήταν περήφανη γυναίκα. Κι η περηφάνειά της
χτυπούσε σαν καρφί τον εγωισμό μου... Την αγνή αγάπη δεν πρέπει να την εξωθείς στα
όριά της κοπέλα μου, γιατί στο τέλος τα χάνεις όλα, και τη γυναίκα και τον εαυτό σου.
Δεν θα στα 'λεγα όλα αυτά, αν δεν ένιωθα κάτι μέσα στην καρδιά μου να πονά, όταν σε
είδα. Φαίνεσαι κι εσύ να μοιάζεις της γυναίκας μου. Τι τα 'θες. Ο καθένας μας πληρώνει
τα λάθη της ζωής του. Ολη η ζωή μοιάζει τελικά να είναι ένα μάθημα αγάπης, σκέφτηκε
η Μαργαρίτα, αφού άκουσε τον κυρ Ηλία στο μονόλογό του. Κι ο εγωισμός; Ποιος ο
ρόλος του; Μπορεί κάποιος άνθρωπος να τον αποφύγει; Το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης είναι πολύ δυνατό. Ποιος να το ξεπεράσει; Να το ξεπεράσει αλλά και
να συνεχίσει ν' αγαπά. Όπως οι μάρτυρες που συγχωρούσαν τους ίδιους τους δήμιους
τους προτού αφήσουν για πάντα αυτό το μάταιο κόσμο. Κι εκείνη; Δεν άντεξε, όπως θα
'πρεπε, το ήξερε. Δεν άντεξε την απογοήτευση από τον άνθρωπο που εμπιστευόταν πιο
πολύ στον κόσμο. Για 'κείνη ήταν όλη η ζωή της. Τώρα ήξερε πως τίποτα δεν κρατά για
πάντα. Πόσο μάλλον οι ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν μαζί. Και ήταν πολλές. Όρκοι
παντοτινής αγάπης κι αφοσίωσης έρχονταν σαν ταινία στο μυαλό της, σαν παραμύθι με
κακό τέλος. Τώρα απλά αντιμετωπίζει την αντιστροφή εκείνης της πραγματικότητας και
πρέπει να την αντιμετωπίσει με θάρρος. Όσο ψύχραιμα μπορεί κανείς να βιώσει μία
συναισθηματικά δύσκολη κατάσταση. Η ζωή συνεχίζεται. Πόσες φορές είχε ακούσει
αυτή τη φράση, λόγια παρηγοριάς από ανθρώπους που βρίσκονταν σε κάποια τραγική
εξέλιξη της ζωής τους. Κι όμως πόσο αδύνατο της φαινόταν τώρα αυτό να το
πραγματοποιήσει. Άσε που διαρκούσε περισσότερο από όσο νόμιζε ότι θα μπορούσε
ποτέ να αντέξει. Περνάνε οι μέρες η μία μετά την άλλη, αδιάκοπα, μία κλεψύδρα χρόνου
και πόνου με εκείνη να κάνει μόνο μικρά μικρά βηματάκια τη φορά, μπουσουλώντας
από το χείλος του γκρεμού προς σ' ένα μέρος ασφαλές, προς μία συναισθηματική φωλιά
που θα την προστατέψει από τον κίνδυνο.
Το νησί φαινόταν πανέμορφο από μακριά, έτσι όπως διαγραφόταν στον ορίζοντα. Ήλπιζε
να είναι το ίδιο όμορφο κι όταν το ζήσει από κοντά. Προτιμούσε τα γραφικά νησάκια.
Αφού όμως τώρα γύρευε κάτι πιο κοσμοπολίτικο, δεν μπορεί παρά να έμενε
ικανοποιημένη σ' οποιαδήποτε περίπτωση. Ήταν Μάρτιος. Ακόμη δεν ήταν τουριστική
περίοδος, όμως οι τουρίστες θα 'χαν έρθει για τις απόκριες και την Καθαρά Δευτέρα. Ο
καιρός ήταν καλός για αυτή την περίοδο του χρόνου. Είχε βγει ο ήλιος και οι ακτίνες του
ζέσταιναν την πλάτη της Μαργαρίτα ανακουφιστικά. Ένα διαφορετικό αεράκι χάιδευε με

39
Μαργαρίτα

τα παιχνίδια του τη θάλασσα κι έφερνε μυρωδιές από ιώδιο και λουλούδια. Καλά που 'χα
πάρει τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Θα είναι ενδιαφέρον
το τοπίο έτσι όπως φωτίζεται από τον ανοιξιάτικο ήλιο.
Η βάρκα πλησίασε στο λιμανάκι. Με αργές και σίγουρες κινήσεις ο κυρ Ηλίας έδεσε τη
βάρκα στο μόλο και βοήθησε την Μαργαρίτα να βγει στη στεριά. Θα την περίμενε στο
ίδιο μέρος ύστερα από τέσσερις ημέρες για να την γυρίσει πίσω. Η Μαργαρίτα πίστευε
ότι θα είχε αρκετό χρόνο σ' αυτό το διάστημα να γυρίσει το νησί περπατώντας, να δει τις
κρυμένες ομορφιές του τοπίου και να ζήσει τη φιλοξενία των ντόπιων κατοίκων. Δεν
άργησε να βγει διαμέρισμα να μείνει, αφού πολύ γρήγορα την πλησίασε ένας κάτοικος
του χωριού και της πρότεινε ένα από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που είχε στην ιδιοκτησία
του. Κανόνισαν την τιμή και την οδήγησε στο διαμέρισμα όπου βρισκόταν περίπου δέκα
λεπτά από το λιμάνι. Εκεί άφησε η Μαργαρίτα το σάκο της κι αφού πήρε μαζί της τ'
απαραίτητα για να λείψει τρεις τέσσερις ώρες, αποφάσισε να κάνει την πρώτη της
εξερεύνηση.
Βρήκε μία καφετέρια κοντά στην παραλία. Δεν είχε πολύ κόσμο. Δυο - τρεις παρέες.
Διάλεξε ένα τραπέζι που είχε θέα στην πλατεία απέναντι και κάθισε. Παρατηρούσε το
άγαλμα που βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας. Άσπρο επιβλητικό, αγέρωχο απέναντι
στον άνεμο. Τι να σκεφτόταν άραγε ο γλύπτης που το έφτιαξε; Πώς να το κάνει όμορφο
ή πώς να πλησιάσει στην πραγματική εικόνα του ανθρώπου στον οποίο ήταν
αφιερωμένο; Και ποια είναι η απάντηση στο δίλημμα; Δεν ήθελε να αμφιβάλλει. Η
Μαργαρίτα ξέρει πως αληθινό είναι μόνο κάτι καλό. Κι όταν λέει η Μαργαρίτα αληθινό
δεν εννοεί την πραγματικότητα, το ρεαλισμό, αλλά αυτό που έχει αξία πέρα από κάθε
αμφισβήτηση. Τι θα μείνει εάν ο χρόνος καταργηθεί; Τι θα μείνει εάν ο χώρος
καταργηθεί; Εκείνο έψαχνε η Μαργαρίτα σ' όλη της τη ζωή να βρει. Όπως πολλοί
άλλωστε, χωρίς καν να συνειδητοποιούν τι επιδιώκουν.
Μπορεί να μην ήξερε τι ακριβώς είχε κάνει λάθος, αλλά σίγουρα είχε αρχίσει να νιώθει
σιγά σιγά τι ήταν αυτό που στ' αλήθεια δεν ήθελε να ξανασυμβεί. Η αποξένωση, το
κυνήγι του χρήματος, η αλλοτρίωση, όλα ξεχνιούνται όταν αγαπάς. Αυτό ήταν, η γνήσια
αγάπη η εσωτερική. Πού να τη βρει κάποιος; Αναρωτήθηκε. Αν πετούσε όλα τα
υπόλοιπα από τη ζωή της, άραγε θα έμενε δια της ατόπου απαγωγής, όπως έλεγε ο
καθηγητής της στο σχολείο, η λύση του προβλήματος; Αυτό θα επιζητούσε; Ίσως είχε
κάποιες ελπίδες. Θα μπορούσε όμως να φέρει σε πέρας το σχέδιο; Σηκώθηκε απότομα,
άφησε μερικά κέρματα για τον καφέ κι άρχισε να βαδίζει. Κοιτούσε τη θάλασσα. Η
παραλία ήταν υπέροχη και το νερό τόσο απαλά κυμάτιζε κατευνάζοντας όλες τις
αρνητικές σκέψεις.
Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν με τα μπαγκάζια του και τις μυρωδιές από τη θάλασσα στο
πετσί τους. Είχαν φύγει για λίγο από τα σπίτια τους, τα κλεισμένα στο τσιμέντο,
αποκλεισμένα από πολύβουους και σκονισμένους δρόμους και ζούσαν για λίγες μέρες
μακριά από τις υποχρεώσεις και σκέψεις της τετραγωνισμένης σύγχρονης
ανταγωνιστικής λογικής, σχεδόν με τύψεις για αυτές τις στιγμές χαράς και ξεκούρασης.
Τύψεις; Γιατί; Είναι αμαρτία να ξεκουράζεται κάποιος; Όχι, δεν είναι. Ξέρουν όμως ότι

40
Μαργαρίτα

είναι οι τυχεροί της υπόθεσης. Θέλουν να πουν ευχαριστώ, να δώσουν σε κάποιον τη


χαρά τους. Και τότε θα συνειδητοποιήσουν αυτό που τους είναι πραγματικά απαραίτητο.
"Δόξα τω Θεώ. Όλα πήγαν καλά και είμαστε σε αυτό το νησί για διακοπές", αυτό θέλουν
να εκφράσουν. Αλλά φοβούνται. Ότι μόλις το ξεστομίσουν θα το χάσουν. Ότι ώρες
δύσκολες τους περιμένουν. Κι όμως έτσι είναι. Τίποτα δεν είναι για πάντα. Ούτε η χαρά,
αλλά ούτε και η λύπη. Αυτό είχε αρχίσει ήδη να το συνειδητοποιεί η Μαργαρίτα
ανακατεμένη έτσι όπως ήταν μέσα στον κόσμο ύστερα από τόσο καιρό απομόνωση στην
αετοφωλιά της. Η Μαργαρίτα είχε ήδη αρχίσει να νιώθει ψίγματα χαράς και ευτυχίας.
Χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Απλά και μόνο γιατί η λύπη δεν κρατά
για πάντα.
Στην άκρη της η παραλία ενωνόταν με τα παλαιότερα κτίρια του νησιού, εκείνα που οι
πρώτοι κάτοικοί του είχαν χτίσει στην άκρη των βράχων προστατευμένα από τους
ανέμους και που σε αρκετό ύψος σκαρφάλωναν με τέχνη μέχρι το πιο ψηλό σημείο τους
ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να βλέπουν από μακρυά όλα τα πλοία που πλησίαζαν το
νησί με εχθρικές βλέψεις ή να αποχαιρετούν σε όσο μεγαλύτερο βάθος έφτανε το μάτι
τους αγαπημένους τους που έφευγαν για ψάρεμα και μακρινά ταξίδια.
Τράβηξε μερικές φωτογραφίες. Το νησί αυτό ήταν γεμάτο αφορμές για να ξεκουράσει
και να εντυπωσιάσει το μάτι του ανθρώπου. Παλαιά κτίρια, λαξεμένα περίτεχνα
δρομάκια ποτισμένα από τις αγωνίες και τις καθημερινότητες των απλών ανθρώπων του
νησιού, γεμάτα ήχους και αισθήσεις που χάνονταν στο μυστήριο της αγωνίας και της
περιπέτειας, των επιδρομών των πειρατών και όλων των επίδοξων κατακτητών στο
τούνελ της Ιστορίας. Όλα ήταν τόσο ενδιαφέροντα, οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί, που
πονούσαν κι αγαπούσαν τον τόπο τους τον είχαν μετατρέψει σε ένα ζωντανό έκθεμα
υπέροχης ομορφιάς και ανυπολόγιστης αξίας. Ένα ανεκτίμητο κομμάτι της ανθρώπινης
Ιστορίας. Αυτά τα σπίτια έδειχναν να είναι ξεχασμένα από τους ανθρώπους που τα είχαν
χτίσει. Άλλοι έλειπαν για πολλά χρόνια, άλλοι τα είχαν αφήσει κληρονομιά σε κάποια
εγγόνια που ποτέ δεν είχαν φανεί στο νησί. Το θέμα είναι ποιος θα μπορούσε να κάνει
κάτι γι' αυτά, να τα ανοικοδομήσει, να τα περιποιηθεί, να τα ντύσει με την αγάπη του, το
ενδιαφέρον του, αν δεν το κάνει όποιος τα χρειάζεται, που του είναι αναγκαία στη ζωή
του και συνεπώς είναι προέκταση αυτής της ίδιας της προσωπικότητάς του; Μακάρι να
μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό, σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Ίσως αν έβλεπαν κι άλλοι
άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο που έβλεπε κι εκείνη αυτά τα κτίσματα, ίσως τότε να άλλαζε
κάτι.

41
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ήδη είχε αρχίσει να νιώθει διαφορετικά. Άλλος άνθρωπος. Ο χρόνος, ο χρόνος που
γιατρεύει, σκέφτηκε η Μαργαρίτα, καθώς τακτοποιούσε τους φακούς και τα φιλμ στο
ειδικό σάκο που είχε για τα σύνεργα της αγαπημένης ενασχόλησής της. Αν τη ρωτούσε
τώρα κάποιος πώς νιώθει, ίσως να μην μπορούσε να του απαντήσει απολύτως ειλικρινά.
Ήθελε όμως να είναι ειλικρινής τουλάχιστον με τον εαυτό της. Δεν μπορούσε άλλωστε
να κάνει αλλιώς. Γιατί θα χαράμιζε τη ζωή της μέσα στο ψέμα. Ήταν δυνατή και το 'ξερε
ότι μπορούσε να το ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο στη ζωή της. Κάποιος από ψηλά, πολύ
πιο δυνατός, Εκείνος που έχει τις απαντήσεις σε όλα, ακόμα μπορούσε να τη βοηθήσει.
"Ποτέ δεν είναι αργά", άκουσε μία φωνούλα μέσα της να ψιθυρίζει όλο ελπίδα. Λοιπόν;
Πώς νιώθει; Χαμογέλασε στην απάντηση που έδωσε η ίδια στον εαυτό της. Είχε ήδη
αρχίσει να νιώθει πολύ καλά. Θα προχωρούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή θα
ήθελε από εδώ και πέρα να είναι σίγουρη ότι τις πράξεις της, τα συναισθήματά της δεν
θα ακολουθούσαν κλάματα απογοήτευσης και μόνο ένας τρόπος υπήρχε γι' αυτό. Να
αναγνωρίσει πως οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες, κάνουν σφάλματα και πως μόνο εάν
μπορέσει να το δεχθεί αυτό θα καταφέρει να συνεχίσει το δρόμο της δυναμικά και
αισιόδοξα. Μπορώ να προχωρήσω με αυτή την ανασφάλεια, ρώτησε τον εαυτό της;
Μπορώ και παραμπορώ. Απλά δεν έχω τίποτα πια από την προηγούμενη ανεμελιά μου,
μάλωσε τον εαυτό της. Δεν θα είμαι ποτέ η ίδια. Δεν έχει νόημα να ζει κάποιος ένα
παραμύθι. Η ζωή κυλά πολύ γρήγορα και τα μαθήματά της πρέπει να τα παίρνουμε
γρήγορα εάν θέλουμε να πούμε στο τέλος της ότι ζήσαμε, ότι προσπαθήσαμε
τουλάχιστον, ότι αγωνιστήκαμε με τους πόνους, τις αδυναμίες και τους νικήσαμε (ας
υποθέσουμε), σκέφτηκε.
Τι κρίση αισιοδοξίας ήταν αυτή που την είχε πιάσει; Καιρό είχε να νιώσει έτσι τον εαυτό
της. Εάν τίποτα δεν είχε συμβεί απ' όλα αυτά δεν θα είχε μάθει πως στη ζωή και τα πιο
δύσκολα και τα πιο φρικτά, όσα ποτέ δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα μας
συμβούν μπορούν να ξεπεραστούν, να γίνουν ένα μάθημα ζωής, σαν επικίνδυνη στροφή
σε αγώνα ταχύτητας. Και τώρα, τώρα που νιώθει πιο δυνατή, που ίσως θα μπορούσε να
συνεχίσει αφήνοντας πίσω της το παρελθόν, τώρα που ένιωθε ήσυχη και πλήρης, κάτι
έλειπε. Ένα κενό υπήρχε που δεν ήταν απαραίτητο να γεμίσει σύντομα, αλλά που
γνώριζε καλά ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να γεμίσει, ώστε να νιώσει ικανοποιημένη
από την προσπάθειά της. Και όλες αυτές οι περιπέτειες, πού οδηγούν κάποιον εκτός από
το να γνωρίσει τελικά τον ίδιο του τον εαυτό; Τις αδυναμίες του; Λοιπόν, τώρα το
γνώριζε το σφάλμα της. Είχε οδηγήσει μόνη της τον εαυτό της σ' αυτό τον δρόμο. Χωρίς
να το θέλει πραγματικά οι περιστάσεις την ξεπέρασαν. Και σαν πλοίο που έπεσε σε ξέρα,
χτυπώντας το πιο ευαίσθητο σημείο του, μπάζοντας νερά από το ρήγμα που του
προκάλεσε η πρόσκρουση, και μη έχοντας σωσίβιες λέμβους, αναγκάζεται τώρα να
παραδεχθεί πως η ζωή δεν είναι μόνο ευχάριστα γεγονότα. Ο πόνος όμως μερικές φορές
είναι αβάστακτος. Νιώθεις να χάνεις μαζί με την ελπίδα σου να κρατηθείς ζωντανός, και
την ίδια την Αγάπη. Και θυμώνεις.

42
Μαργαρίτα

"Πώς μπόρεσε;". Αυτή ήταν η πρώτη της αντίδραση της Μαργαρίτα όταν αντιλήφθηκε
το πρόβλημα στο γάμο της. Πώς μπόρεσε; Λες κι ο άλλος είναι από σίδερο. Λες και ο
άλλος μπορεί να κάνει τα πάντα. Θα έπρεπε να μπορεί, αντιμίλησε στον εαυτό της που
τον δικαιολογούσε. Θα 'πρεπε, αλλά δεν μπόρεσε. Κι εγώ δεν μπόρεσα όμως να το
καταπιώ. Δεν μπόρεσα να τον συγχωρέσω. Κι όμως ήξερε ότι κατά βάθος δεν μπορεί να
είναι έτσι. Πως είχε χάσει ολότελα το παιχνίδι της Αγάπης. Αφού και να του έλεγε πως
τον συγχωρεί, και να του ζητούσε να γυρίσει πίσω, εκείνος ποτέ δεν θα το 'κανε. Είχε
ήδη βρει μία άλλη να αντικαταστήσει την ίδια. Γιατί; Μα γιατί η Μαργαρίτα ήταν πολύ
σίγουρη ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Και για πάντα. Δυστυχώς όμως. Τίποτα δεν κρατάει
για πάντα. Και η Μαργαρίτα δεν ήθελε να το παραδεχθεί αυτό. Ποιος θα μπορούσε
άραγε να ζήσει μαζί του την ανασφάλεια που θα της προξενούσε αυτή η σκέψη; Τώρα
μπορώ; αναρωτήθηκε. Μπορούσε άραγε να συμβιβαστεί στη σκέψη ότι και η άλλη είναι,
όπως η ίδια παιδιά του ίδιου Δημιουργού, που οφείλει να συγχωρεί, τότε μόνο θα
προχωρούσε σίγουρη και ασφαλής. Θα ήταν υπεροπτικό το αντίθετο. Και εάν δεν είχε
συμβεί τίποτα άσχημο. Εάν η ζωή της δεν είχε πάρει την κατιούσα λόγω της
απογοήτευσης από τον χωρισμό της με τον άντρα που αγάπησε, εάν συνεχιζόταν, πού θα
οδηγούσε; Στο τίποτα. Ήξερε ότι δεν ήθελε να ζει στο ψέμα. Ήξερε επίσης και την
αδυναμία της να συγχωρεί. Γιατί; Γιατί η αγάπη δεν είναι εύκολο πράγμα. Ντρεπόταν τον
ίδιο της τον εαυτό όταν παραδεχόταν αυτές τις σκέψεις της. Εάν όλους τους άλλους
μπορούμε να τους κοροϊδέψουμε, τον εαυτό μας πάντα θα γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε
ούτε να τον κοροϊδέψουμε, ούτε να του πούμε ψέματα. Μονόδρομος η Αλήθεια.
Μονόδρομος η Αγάπη. Η Μαργαρίτα ήξερε. Δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω. Να
πουλήσει τον εαυτό της. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Ήταν ώρα να γυρίσει στο
διαμέρισμα όπου είχε νοικιάσει. Πρόλαβε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες ακόμα πριν
σκοτεινιάσει για τα καλά.
Keep on walking... Αυτό σκεφτόταν από το πρωί. Η φράση καρφώθηκε στο μυαλό της
Μαργαρίτα και δεν έβγαινε με τίποτα. Ωραία, σκέφθηκε, ήρθαμε στο νησί, το απέναντι
νησί, το γεμάτο κόσμο και ζωή. Και τώρα; Κοιτάζει γύρω της στο δωμάτιο, το
νοικιασμένο για δύο τρεις μέρες, τόσο θα κρατούσε η "παραθέριση", σκέφτηκε. Ένα
κάδρο απέναντί της τράβηξε την προσοχή. Ένα τοπίο. Σαν αυτά που οι ποιητές
φαντάζονται όταν γράφουν τα λυρικά ποιήματά τους. Ένα δασάκι στ' αριστερά και στη
μέση η θάλασσα. Τα σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, άσπρα μικρά κουτάκια, το στιλ
των νησιών του Αιγαίου με τους άγριους ανέμους και τον καθαρό ήλιο που τα κάνει να
λάμπουν ευτυχισμένα θαρρείς και αυτά μαζί με τους απλούς ανθρώπους όπου τα έχτισαν
και φώλιασαν τις ελπίδες της οικογένειάς τους στα σπλάχνα τους.
Λοιπόν, το αποφάσισε. Θα κάνει το γύρο όλου του νησιού με σκοπό να "τραβήξει" όσο
περισσότερες φωτογραφίες μπορούσε, όσες το ίδιο το τοπίο και η διάθεσή της το
επιτρέπουν.
"Το γοργόν και χάριν έχει", σκέφτηκε την ώρα που φορούσε γρήγορα - γρήγορα το τζιν
της και φορούσε το μαύρο μακό μπλουζάκι της. Λοιπόν... λοιπόν (πολλά λοιπόν),
σκέψου Μαργαρίτα, σκέψου, έχουμε λεφτά για πέντε τουλάχιστον τριανταεξάρια,

43
Μαργαρίτα

φωτογραφική μηχανή, γυαλιά ηλίου, πετσέτα για 'κανα μπανάκι, μαγιό, μάλλον έπρεπε
να ξεντυθεί ξανά. Εντάξη, ξεντύνομαι και φοράω το μαγιό... Έγινε! Βρε, βρε πως
αλλάζει η διάθεση του ανθρώπου... λέει η Μαργαρίτα στον εαυτό της. Άρα, υπάρχει
ελπίδα, αναλογίστηκε, κάποια μέρα... Άστο, μη το σκέφτεσαι... Ώρα για δράση, μάλωσε
τον εαυτό της και συνέχισε να πετά σε ένα σάκο τ' απαραίτητα.
Τα πήρα όλα, αναρωτήθηκε. Α ναι κι ένα βιβλίο. Ο τουριστικός οδηγός καλός είναι για
την ώρα της ξεκούρασης. Ένα καπελάκι. Μμμ, αυτό έπρεπε να θυμηθεί να το αγοράσει
πριν ξεκινήσει ν' απομακρύνεται από τη χώρα. Αυτά. Άρπαξε την τσάντα, φόρεσε γυαλιά
και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας βιαστικά την πόρτα πίσω της. Στο χωλ βρήκε την
κυρία που κρατούσε τα δωμάτια και θα μπορούσε να της δώσει τις πληροφορίες που
χρειαζόταν. Την πλησίασε και μ' ένα φαρδύ χαμόγελο που δήλωνε τον ενθουσιασμό της
τη ρώτησε για το πως μπορεί κάποιος να δει όλο το νησί, την κάθε γωνιά του.
Υπάρχουν λεωφορεία, ήρθε η απάντηση από τη συνηθισμένη να εξυπηρετεί με ευγένεια
κυρία.
Το απόγευμα τη βρήκε κατάκοπη, ιδρωμένη από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, αλλά
απόλυτα ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Οι φωτό που είχε τραβήξει κατά τη
διάρκεια της ημέρας ήταν αρκετές και πολλά από τα θέματα της είχαν αρέσει ιδιαίτερα.
Ήλπιζε μόνο να την ικανοποιούσε το ίδιο και το αποτέλεσμα της εμφάνισής τους. Αύριο
θα ξεκινούσε άλλη μια προσπάθεια φωτογραφικής αποτύπωσης των ανθρώπων που
ζούσαν στο νησί και της τουριστικής ανάπτυξής του. Έπεσε με θόρυβο στο ντιβάνι και
τα δροσερά καθαρά σεντόνια της δημιούργησαν την ανάγκη για καθαριότητα. Βρήκε στο
μπάνιο τη γνώριμη μυρωδιά χλωρίνης και σαπουνιού, που της θύμισαν το σπίτι της
μητέρας της. Εκείνη πάντα πρόσεχε να είναι τακτοποιημένα όλα, να μην μπορεί να της
πει τίποτα κανείς. Αναμνήσεις και ευχάριστα συναισθήματα που τα είχε τόσο ανάγκη και
ήθελε να την επισκέπτονται όλο και συχνότερα. Μια ώρα αργότερα εντελώς χαλαρή
αλλά και νυσταγμένη κατευθύνθηκε στο κρεβάτι όπου είχε αφήσει τη φωτογραφική της
μηχανή. Κάθισε και πήρε στα χέρια της τη μηχανή και επεξεργαζόταν το σχήμα της.
Μαύρο σώμα με μεταλλικά κουμπάκια κι επιφάνειες που λαμποκοπούσαν αινιγματικά.
Το αγαπούσε αυτό το μηχάνημα, που κατορθώνει να εξωτερικεύει τα συναισθήματά της,
να αφουγκράζεται την ανάγκη της για επικοινωνία και ταυτόχρονα τους φόβους της για
άμεση έκθεση. Είναι πολλά που με τις λέξεις δεν μπορούν να καταγραφούν έτσι ώστε να
κινήσουν με ευγένεια κάποιες ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής.

44
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Πότε νιώθουμε ότι η ζωή μας έχει κάποιο νόημα, ουσία, πότε νιώθει ο καθένας μας ότι
ζει, ότι δεν είναι κάθε μέρα η επανάληψη της προηγούμενης; Ακριβώς τότε, όταν έντονα
συναισθήματα, σκέψεις λογικές - παράλογες, κι επιθυμίες ή το αντίθετό τους επιθυμία ως
προς τη μη πραγματοποίηση κάποιου πράγματος, μία έντονη θέλησή μας, απόφαση
χαρακτηρίζει τις κινήσεις θα κάνουμε στο μέλλον.
Την ώρα που έγραφε αυτές τις γραμμές, σ' ένα μικρό μπλοκάκι τσέπης, τελείωσε ο
κόκκινος στιλός της. Τον κοίταξε με αμηχανία. Αυτό το απλό γεγονός, η σύμπτωση του
να συμβεί, όταν ακριβώς τον χρειαζόταν περισσότερο, για να συνεχίσει γράφοντας τις
σκέψεις της στο χαρτί, την έκανε να λυπηθεί, ακόμα περισσότερο απ' όσο ήδη ένιωθε σ'
αυτό το απογευματινό της περίπατο κατά μήκος της παραλίας του νησιού.
Κοίταξε τον φραπέ της. Πάντα της άρεσε να πίνει φραπεδάκι αυτή την ώρα, την ήσυχη,
που ακόμα δεν έχει πολύ κίνηση στους δρόμους. Σε λίγο, το πολύ μισή ώρα, οι τουρίστες
που όλο το πρωί ήταν στη θάλασσα και αφού είχαν φάει κι είχαν ξεκουραστεί για το
μεσημέρι θα ετοιμάζονταν για την νυχτερινή έξοδό τους στα μπαράκια του νησιού, που
ήταν διάσπαρτα ανάμεσα σε σούπερ μάρκετ που δεν ξεχώριζαν και τόσο από τα
μαγαζάκια με τα κάθε λογής είδη δώρων με την εικόνα του νησιού τυπωμένη πάνω τους.
Ξανακοίταξε το ποτήρι με το φραπέ. Σκούρο καφέ ρόφημα με μπεζ αφρό πάνω - πάνω κι
ένα σομόν καλαμάκι να σπάει το γήινο της υπόθεσης. Σπάνιο χρώμα το σομόν στη φύση.
Δεν το συναντάς σχεδόν ποτέ. Έψαξε στην τσάντα της μήπως είχε κατά τύχη κάποιο
μπλε - έστω - στυλό μαζί της, αν και ήταν σίγουρη ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν πιθανό. Ούτε
μπλε, ούτε κόκκινο. Αυτό ήταν. Όσο έγραψε - έγραψε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Οι
σκέψεις της δεν θα καταγράφονταν πλέον στο χαρτί - για τεχνικούς λόγους. Δεν είχε
συνηθίσει να παραδίδει τα όπλα όταν ήθελε να πετύχει κάτι στη ζωή της. Πάντα είχε
αυτό το πείσμα που δεν την άφηνε σε ησυχία, ούτε τις νύχτες όταν γύριζε κουρασμένη
από τη δουλειά και έψαχνε διαρκώς στο μυαλό της λύσεις για τα διάφορα προβλήματα
του γραφείου, ώσπου κάποιες νύχτες την έβρισκε το ξημέρωμα εξουθενωμένη. Δεν της
ήταν λοιπόν γνωστό αυτό το συναίσθημα της εγκατάλειψης από μέρους της. Κι όμως
ένιωθε πως μόνο αυτό μπορεί να κάνει για την ώρα. Ότι είχε πια χάσει την ικανότητά της
για να πολεμά για όσα θέλει, για τα όνειρά της και τις επιθυμίες της. Σαν τον πολεμιστή
που συνειδητοποιεί στη μέση της μάχης ότι η παράταξή του έχει παραδοθεί στον εχθρό.
Μόνη κι εκείνη, στη μέση του πεδίου της μάχης της σηκώνει τα χέρια ψηλά και πετά τον
κόκκινο στυλό της στα πόδια του εχθρού. Έχει παραδοθεί.
Κάτι μέσα της την κάνει να πιστεύει πως αυτό είναι λάθος. Πως ποτέ δεν είναι
πραγματικά αργά και πως αξίζει να μάχεται κανείς για όσα... αγαπά. Ναι. Έτσι είναι.
Όμως τώρα η Μαργαρίτα είναι άδεια, όχι από συναισθήματα, όχι. Ο πόνος που νιώθει
από την ανάμνηση της ζωής που μέχρι πριν λίγους μήνες την έκανε να νομίζει πως ζει
την αληθινή ευτυχία, αυτός ο πόνος της είναι αρκετός για να συνειδητοποιεί πως μέσα
της υπάρχει ακόμα μια μικρή φωτίτσα ελπίδας, σαν καντήλι στο πολύ πυκνό σκοτάδι
απέραντης ερημιάς και ακινησίας.

45
Μαργαρίτα

Κάποια στιγμή όμως ξέρει ότι ο πόνος θα φύγει. Το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Κι αυτό
την τρομάζει περισσότερο. Γιατί τότε δεν θα νιώθει πλέον τίποτα. Ούτε ευχάριστα, ούτε
δυσσάρεστα συναισθήματα. Το απόλυτο κενό. Θα ειναι έτσι άραγε; Όταν φύγει ο
πυρετός, τότε μένει η χλωμάδα;
"Ο δρόμος είναι η χαρά", είχε διαβάσει κάποτε σ' ένα βιβλίο. Πώς έρχεται όμως η χαρά
εάν είσαι πλέον κλινικά νεκρός; Πολύ απαισιοδοξία με έπιασε για ένα τελειωμένο
κόκκινο στυλό μάλωσε τον εαυτό της. Τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί από το νότο
προειδοποιούσαν για βροχή Ήδη ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από ένα περαστικό
συννεφάκι.

46
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

Τα σύννεφα που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στον ορίζοντα τώρα περνούσαν στη
σειρά, το ένα μετά το άλλο πάνω από τα κεφάλια τους σαν μια τεράστια ουράνια
κυλιόμενη διαφημιστική πινακίδα.
Αν τα σύννεφα μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο να χαλαρώσει τόσο πολύ με το απαλό
τους χρώμα και τα βαμβακένια σχήματα που παίρνουν τότε σίγουρα ο παράδεισος θα
είναι ένα πολύ ωραίο μέρος, σκέφτηκε η Μαργαρίτα, την στιγμή που ερχόταν ο
σερβιτόρος για να πληρώσει τον καφέ της. Ήθελε να γυρίσει σπίτι και να πάρει τη
φωτογραφική μηχανή αφού ίσως προλάβαινε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες με τον
ήλιο να αφήνει τις τελευταίες ακτίνες του πάνω στα σύννεφα και τη θάλασσα,
χαϊδεύοντας με τα ζεστά του χρώματα, σαν ένα γλυκό φιλί για καληνύχτα. Πολύ
ρομαντισμός, είπε η Μαργαρίτα στον εαυτό της, αλλά εάν αυτές οι φωτό δεν βγουν
καλές, θα νιώσω μεγάλη απογοήτευση αφού είναι το μοναδικό πράγμα με το οποίο
ασχολήθηκα με ενδιαφέρον από τότε που... άφησε μετέωρη τη φράση της. Πολλά τότε.
Τότε που... Τότε. Άσε τα ΤΟΤΕ και πιάσε το ΤΩΡΑ, θα της έλεγε η μητέρα της
συμβουλεύοντάς την να κοιτάει πάντα μπροστά. Η Μαργαρίτα πολύ θα ήθελε να μάθει τι
θα της επιφύλασσε η μοίρα της στο μέλλον, γιατί σίγουρα ο φόβος της ήταν πολύ
μεγαλύτερος στο μυαλό της απ' όσους θ' αντιμετώπιζε στην πραγματικότητα ο
οποιοσδήποτε άνθρωπος. Κι αυτό που δεν ήθελε με τίποτα να σκέφτεται ήταν πως θα
ζούσε από εδώ και πέρα χωρίς τον άνθρωπο που είχε διαλέξει για σύντροφο της ζωής της
και που σ' αυτόν είχε εναποθέσει τα όνειρά της και τις προσδοκίες της για ένα
ολοκληρωτικό δόσιμο του ενός προς τον άλλο. Το να σκέφτεται όμως τόσο μόνο για τον
εαυτό του δεν είναι εγωισμός; Ίσως κι εκείνος να μην ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος και
ίσως να ήθελε να κάνει κάτι άλλο στη ζωή του, ακόμη κι αν αυτό το λάθος τον οδηγούσε
αργότερα στην απογοήτευση. Είχε δικαίωμα να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της; Έπρεπε
λοιπόν να δεχθεί την κατάσταση και να συνεχίσει ίσως στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα,
ή έστω στη ζωή ενός άλλου; Ε, αυτό ήταν που δεν ήθελε ακόμα να σκέφτεται. Το
μέλλον. Το μέλλον που την προλάβαινε μέρα με τη μέρα.
Δηλαδή τι; Οι άνθρωποι είναι σαν τα εμπορεύματα; "Πολύ ωραίο πουκάμισο. Δεν έχετε
σ' αυτό το χρώμα; Μήπως σας βρίσκεται σε κάποιο άλλο;" Σκέτη αηδία έχουμε γίνει μου
φαίνεται, είπε γκρινιάζοντας και κλώτσησε θυμωμένα ένα χαλίκι που βρέθηκε στο δρόμο
της. Είχε πια σχεδόν φτάσει στο διαμέρισμά της όταν τη χτύπησε στη μύτη η μυρωδιά
από ψημένο κρέας. Το γυράδικο ήταν το μοναδικό μέρος που θα μπορούσε να φάει
κάποιος ικανοποιητικά χωρίς να ξοδέψει πάρα πολλά σε πολυτέλειες. Το παιδί που
ετοίμασε το σάντουιτς για την Μαργαρίτα χαμογέλασε εγκάρδια.
Βρε λες τελικά και οι άντρες να είναι σαν το φαϊ; Είτε φας φασολάδα, είτε γύρο, τελικά
και με τα δύο χορταίνεις το ίδιο; Ή παίζει ρόλο η διάρκεια που θα σε κρατήσει το φαϊ
χορτάτο; Γιατί εάν είναι έτσι η Μαργαρίτα είχε παντρευτεί τον άντρα - φασολάδα. Κι αν
επαληθευόταν αυτός ο παραλληλισμός θα την έβρισκε το ηλιοβασίλεμα της ζωής της
νηστική, εάν δεν αποφάσιζε σύντομα για τη συνέχεια του ταξιδιού.

47
Μαργαρίτα

Πήρε το γύρο στα χέρια. Το παιδί του γυράδικου της χαμογέλασε ξανά. Η Μαργαρίτα
χαμογέλασε αχνά μπερδεμένη όπως ήταν με τις σκέψεις της και με μια έκφραση απορίας
στο πρόσωπό της. Τι να κάνω, σκεφτόταν καθώς πλήρωνε την κοπελίτσα στο ταμείο.
Καλή όρεξη ευχήθηκε η κοπέλα και την αποχαιρέτισε ευγενικά. Βγαίνοντας η
Μαργαρίτα κοίταξε τον ήλιο που πήρε να δύει. Ίσα που προλάβαινε να πιάσει μερικά
πλάνα του πριν χαθεί τελείως στα γαλανά νερά της θάλασσας.
- Έλα Μαργαρίτα μου, τι γίνεται; Είσαι καλά; Έχεις πολλές μέρες να τηλεφωνήσεις.
Γιατί;
- Τι να σου πω Μάγδα μου. Ο χρόνος ρέει σ' άλλους ρυθμούς σ' αυτό το μέρος. Δεν
συμβαίνουν και πολλά...
- Διακρίνω ένα τόνο μελαγχολίας στη φωνή σου ή κάνω λάθος Μαργαρίτα μου; Τι
συμβαίνει; Μήπως τελικά είναι καιρός να γυρίσεις πίσω; Να ξέρεις πάντως ότι η θέση
σου στο γραφείο σε περιμένει. Έτσι έμαθα από τη μητέρα σου με την οποία
επικοινώνησα πρόσφατα. Αλήθεια, την πήρες κανένα τηλέφωνο. Μαύρη πέτρα έριξες
πίσω σου Μαργαρίτα!
- Όχι Μάγδα... να έχω αρχίσει να συνηθίζω εδώ και μ' αρέσει πολύ. Το μόνο πρόβλημα
είναι ότι δεν έχω με κάτι συγκεκριμένο ν' ασχοληθώ. Ίσως εάν έβρισκα μία δουλειά.
- Πού; Στο νησί; Ε δεν είμαστε καλά! Αυτό είναι κάτι που δεν το περίμενα από σένα
Μαργαρίτα.
- Ξέρεις. Δεν είαι ακόμη έτοιμη να γυρίσω. Άλλωστε νιώθω σαν να μην υπάρχει εκεί
δρόμος για μένα...
- Δρόμος;
- Ε, ναι. Κατάλαβέ με σε παρακαλώ. Ίσως αργότερα. Αλλά τώρα που το σκέφτηκα, γιατί
δεν έρχεσαι μια βολτίτσα;
- Πού; Εκεί;
- Ναι, έλα την άλλη εβδομάδα εάν μπορείς, να τα πούμε από κοντά. Θα κάνεις και τα
μπανάκια σου. Ο καιρός εδώ είναι πολύ καλύτερος. Θα σου αρέσει, θα δεις!
- Ε, τι να σου πω. Είναι να πάρω την άδειά μου, που μου χρωστάνε από πέρσι οχτώ
μερούλες. Θα δούμε... Πάρε τηλέφωνο την άλλη εβδομάδα για να συννενοηθούμε, ok;
- Έγινε Μάγδα, τα λέμε σε πέντε μέρες από σήμερα. Φιλάκια και χαιρετισμούς σε όλους!
Κοίταξε το φαγητό της. Κάτι δεν της άρεσε από την αρχή. Είχε φτιάξει για μεσημέρι μια
πολύ ωραία, φρεσκότατη τσιπούρα, ψητή στο φούρνο με λαδορίγανη και λεμονάκι.
Έκανε κόπο να το φτιάξει και ήταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Έλα όμως που δεν
είχε καμία όρεξη να φάει σήμερα αυτή την τσιπούρα! Την έβλεπε νόστιμη ζεστή και
λαχταριστή, όπως ήταν, την ζήλευε, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι
σήμερα ήταν η τυχερή μέρα αυτού του ψαριού. Δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχόταν το
στομάχι της με τίποτα. Πήρε λοιπόν το πιάτο και μη ξέροντας τι να κάνει μαζί του το
έβαλε στο ψυγείο. Απαράδεκτο μεν, ανακουφιστικό δε, σκέφτηκε.
Ήταν σίγουρη πως αν την έτρωγε αυτή την τσιπούρα από ευγένεια, θα της προκαλούσε
τρομερή ανακατωσούρα κι ύστερα θα ήταν πια πολύ αργά για να μετανιώσει. Το είχε
ξαναπάθει στο παρελθόν με μακαρόνια κι έκανε τέσσερα χρόνια να ξαναφάει σπαγγέτι.

48
Μαργαρίτα

Δεν είχε πρόβλημα όμως με τα υπόλοιπα ζυμαρικά.


Πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, μονολόγησε η Μαργαρίτα. Κι όμως εάν το πάρει κάποιος
από μια πιο φιλοσοφική πλευρά - μεσημεριανή έμπνευση Μαργαρίτα αγάπη μου - ακόμα
και το φαγητό του ο άνθρωπος το διαλέγει με κάποια κριτήρια, κάνει επιλογές.
Προφανώς για ν' αποφύγει εκείνο που θα του προκαλέσει στομαχόπονο ή για να
ωφεληθεί από το πιο χρήσιμο. Όπως και να 'χει οι επιλογές μάλλον είναι για το καλό των
ανθρώπων και κάτι μου λέει ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας
και πως τίποτα δεν είναι εντελώς τυχαίο.

Ο αέρας χάιδευε τα μαλλιά της και ο απαλός κυματισμός της θάλασσας λίκνιζε τη
βαρκούλα του κυρ Ηλία που ήταν συνεπέστατος στο ραντεβόύ του για την επιστροφή
στο νησί. Και στο σπίτι της, πάνω στο λόφο, σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Ναι, έχω σπίτι, ένα
σπίτι σαν το σπίτι των γλάρων πάνω στα βράχια του νησιού, στην ακροθαλασσιά. Εκεί
όπου είναι η τροφή της. Εκεί βρίσκεται και το σπίτι της Μαργαρίτα. Στην απέραντη
καλοσύνη της θάλασσας που μέσα της δέχεται τους καημούς μας αγόγγυστα χωρίς ποτέ
να κουράζεται χωρίς να διώχνει από κοντά της τη ζωή που κυοφορείται μέσα της. Ποτέ
στάσιμη. Πάντα κινούμενη. Θεραπευτική και ζωοδότρα για τα όντα που μπορεί να
φιλοξενήσει στην αγκαλιά της. Με μια απέραντη διάθεση να συγχωρεί τις αμαρτίες,
αλλά και να τιμωρεί τους αμετανόητους. Εκεί είναι το σπίτι που περιμένει την
Μαργαρίτα. Το σπίτι στην κορυφή του λόφου. Κοιτάζοντας το νησί από μακρυά για
πρώτη φορά είχε τη διάθεση να προχωρήσει σε νέους δρόμους.

49
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

Η θάλασσα θα ήταν πάντα εκεί. Πρόθυμη να τη βοηθήσει, και να της συμπαρασταθεί


στον πόνο, να την προειδοποιήσει στην οργή, να την νανουρίσει παρηγορώντας τη. Θα
ήταν εκεί. Για 'κείνη. Η φύση σίγουρα είναι πιο κοντά στο Δημιουργό απ' ότι είναι ο
κόσμος, είπε φωναχτά η Μαργαρίτα.
- Βέβαια, κορίτσι μου, δεν το ξέρεις ότι η Δημιουργία υπάρχει για να μας βοηθά, σ' ότι
χρειαστούμε; Έχεις ακούσει για τα δελφίνια που σώζουν τους ναυτικούς όταν
κινδυνεύουν να πνιγούν από κάποιο ναυάγιο; Η φωνή του κυρ Ηλία ήχησε κατ' ευθείαν
στην καρδιά της. Έτσι είναι, σκέφτηκε η Μαργαρίτα κοιτάζοντας τη φωτογραφική
μηχανή που κρατούσε σφιχτά στα χέρια της. Αυτή η φωτογραφική τη συνόδεψε στην
εξερεύνησή της στο νησί, κι επέστρεφε τώρα με μερικά αξιόλογα αρνητικά, όπως
χαρακτηριστικά της είπε ο φωτογράφος στον οποίο τα είχε δώσει για εμφάνιση. Ήταν
κάτι που δεν το περίμενε και χάρηκε περισσότερο όταν ο ίδιος φωτογράφος της έδωσε το
τηλέφωνο της τοπικής εφημερίδας που είχε τα γραφεία της στο κέντρο του νησιού. Την
προέτρεψε να πάει και να δείξει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στον υπεύθυνο
συντάκτη για την καλλιτεχνική στήλη της εφημερίδας και ο οποίος μπορούσε να τη
βοηθήσει εάν ήθελε ν' ασχοληθεί περισσότερο με τη φωτογραφία.
Η Μαργαρίτα δεν είχε πάρει στα σοβαρά τα λόγια του, σκεφτόταν όμως ότι θα ήταν μια
καλή ευκαιρία α κάνει κάτι χρήσιμο όσο καιρό βρισκόταν εκεί. Περισσότερο μάλιστα θα
το ήθελε και σαν δικαιολογία να παρατείνει την παραμονή της εκεί στο σπίτι του λόφου
και την γλυκιά αλμύρα της θάλασσας. Η σκέψη ότι εάν γυρνούσε πίσω θα ήταν
αναγκασμένη να μείνει σ' ένα διαμέρισμα - κλουβί, όσο κι αν αυτό της παρείχε
δυσκολίες, πολυτέλεια και κοινωνική καταξίωση, την τρόμαζε και της έφερνε έντονη
ταραχή στο στομάχι της. Μπα, με τίποτα δεν άντεχε αυτή τη σκέψη.
- Και τι θα κάνεις; Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα στο νησί της είχε πει η Μάγδα, όταν
μίλησαν ξανά στο τηλέφωνο χθες.
- Κάτι θα γίνει, είπε η Μαργαρίτα με αισιοδοξία κι έκανε τον κυρ Ηλία να απορήσει.
- Τι θα γίνει κορίτσι μου; Για ποιο λόγο ν' ανησυχείς; Τα μάτια σου μου μιλάνε, της είπε
κοιτάζοντάς την με καλοσύνη στα μάτια.
- Να, κυρ Ηλία σκεφτόμουν, πόσον καιρό μπορώ άραγε να μείνω στο νησί;
- Εσύ θέλεις να μείνεις; Εάν θέλεις, ποιος σε εμποδίζει;
- Θα ήθελα, αλλά...
- Εσύ ξέρεις. Άσε τον χρόνο να δείξει τις επιλογές που έχεις και όταν θα είσαι έτοιμη θ'
αποφασίσεις. Άλλωστε ποιος θα μπορούσε να σε κατηγορήσει εάν αποφασίσεις να
μείνεις σ' ένα τόπο, και μάλιστα όμορφο τόπο; Γιατί παρ' όλο που δεν είναι από τα πιο
τουριστικά μέρη της Ελλάδας σίγουρα έχει χάρες που στην τσιμεντούπολη δεν μπορείς
να βρεις. Έτσι είναι. Μη ξεγελιέσαι... Εκτός εάν έχεις λόγο που θέλεις να γυρίσεις. Εάν
έχεις κάποιους ανθρώπους που σε περιμένουν.
- Αφού ξέρεις κυρ Ηλία, δεν υπάρχει για μένα δρόμος...
- Και δρόμος θα βρεθεί, και όλα... εάν φέρει η μοίρα τα σημάδια.

50
Μαργαρίτα

- Ποια σημάδια κυρ Ηλία;


- Αχ, Μαργαρίτα. Όταν είμαι μέσα στο πέλαγο, με τη μικρή μου βαρκούλα να χοροπηδά
στα κύματα, τα σημάδια του ουρανού είναι εκείνα που με οδηγούν να βρίσκω το δικό
μου δρόμο σαν σκοτεινιάσει. Έτσι και στη ζωή. Υπάρχουν σημάδια στον Ουρανό που σε
οδηγούν αρκεί να το πιστέψεις και να τ' ακολουθήσεις. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει
μέσα στην καρδιά του ο κάθε άνθρωπος. Μονάχα ο Θεός που μας δημιούργησε όλους
και είναι Παντογνώστης...

51
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ

Πόσο δίκαιο είχε ο κυρ Ηλίας, μονολόγησε η Μαργαρίτα φτάνοντας στο σπίτι της στο
λόφο και την ώρα που θα έβαζε το κλειδί στην πόρτα είχε πάρει κιόλας την απόφασή
της. Νέα αρχή δεν έψαχνε τόσον καιρό; Ε, λοιπόν είχε έρθει η ώρα. Έψαξε για το
τηλέφωνο της εφημερίδας που είχε καταχωνιάσει στον σάκο της. Το βρήκε ανάμεσα στα
φιλμ και τα αρνητικά. Το κοίταξε και μία σκέψη πέρασε από το μυαλό της που την έκανε
να χαμογελάσει.
Το χέρι της έτρεψε όταν σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου. Ήθελε τόσο πολύ να
πάνε κάπως καλύτερα τα πράγματα. Ναι, μια νέα αρχή, σκέφθηκε... Μια νέα αρχή για
μένα. Ίσως να είναι αυτός ο δρόμος.
- Εφημερίδα "Ενημέρωση", παρακαλώ;
- Ναι, παρακαλώ, πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;
- Θα ήθελα να μιλήσω στον κ. Παπαγεωργίου, εάν είναι εύκολο.
- Αυτή τη στιγμή είναι απασχολημένος. Μήπως θα θέλατε ν' αφήσετε το όνομά σας, για
να σας τηλεφωνήσει αργότερα;
- Ε, λέγομαι Μαργαρίτα και...
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μία βαριά αντρική φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής,
αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε...
- Ναι, μ' ακούτε; είπε η τηλεφωνήτρια. Ο κ. Παπαγεωργίου μπορεί να σας μιλήσει τώρα.
- Παρακαλώ;
- Ναι, γεια σας. Το όνομά μου είναι Μαργαρίτα Κλεάνθους και έχω στα χέρια μου
αρκετά αρνητικά με φωτογραφίες του νησιού σας. Θα σας ενδιέφεραι να τις δείτε για
κάποια δημοσίευση ίσως;
- Α, να 'ναι καλά ο κ. Αποστόλου. Ο ίδιος με ειδοποίησε ότι υπάρχει κάποια κοπέλα στο
νησί που του έδειξε καταπληκτικές φωτογραφίες του νησιού. Αυτές τις μέρες πρόκειται
να βγάλουμε ένα ένθετο στην εφημερίδα σχετικά με τον τουρισμό του νησιού μας και θα
ήθελα πολύ να τις δω. Παρακαλώ, πότε θα μπορούσατε να περάσετε από τα γραφεία
μας;
- Όποτε σας είναι εύκολο. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
- Την άλλη Δευτέρα κατά το μεσημεράκι, λοιπόν. Είμαστε σύμφωνοι.
- Ναι ευχαριστώ, θα χαρώ πολύ να έρθω. Γεια σας.
Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος ήταν συμπαθέστατος. Ναι, μάλλον αυτός είναι ο δρόμος που
ανοιγόταν μπροστά της. Έκλεισε το τηλέφωνο με μία έκφραση αισιοδοξίας στα μάτια
της.

Ναι, είναι μία καλή ιδέα, σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Θα προσπαθήσω να τα καταφέρω.


Άλλωστε είναι αρκετός καιρός που έχει περάσει χωρίς να έχω κάποια ασχολία, και το
χειρότερο είναι ότι κατά κάποιον τρόπο έχω σταματήσει τη σκέψη, τα αισθήματα, μαζί
και τη ζωή μου. Σίγουρα είναι καλύτερα από τον πόνο που ένιωθα. Καλά λένε ότι ο
χρόνος γιατρεύει πληγές. Ε, φυσικό είναι! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σκεφτεί τα πάντα

52
Μαργαρίτα

με τη μία. Όλα τα πράγματα στη ζωή θέλουν το χρόνο τους, έστω για να υπάρξουν. Αυτά
έλεγε και ξαναέλεγε η Μαργαρίτα στον εαυτό της κι ένιωσε ήδη καλύτερα.
Ήταν τόσο χαρούμενη και ενθουσιασμένη που ήθελε να μιλήσει με την Μαρία. Είχε
καιρό να τη δει. Ήταν σίγουρη πως η Μαρία θα της μιλούσε ειλικρινά και θα της έλεγε
εάν δεν υπήρχαν πιθανότητες να καταφέρει κάτι καλό στο τέλος.

53
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ

- Λοιπόν;
- Τι;
- Πώς ήταν αυτό το ξαφνικό;
- Τι εννοείς;
- Έλα τώρα!.. Πού χάθηκες τόσο καιρό;
- Αφού σου είχε πει, απέναντι.
- Ε, και; Πώς πέρασες; Φαίνεσαι κάπως... Έγινε κάτι που σε ενόχλησε; Γιατί σε βλέπω
σκεπτική.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε. Δεν της ξέφευγε τίποτα της Μαρίας. Γι' αυτό τη συμπαθούσε
μάλλον. Είχε αυτό το χάρισμα να διακρίνει τις καρδιές και να ξεδιαλύνει καταστάσεις.
- Θα σου πω, αλλά δεν θέλω να ενθουσιαστείς, γιατί ΄το σκέφτομαι ακόμα.
- Τι εννοείς;
- Να, βρήκα δουλειά και λέω να πάω να μείνω για λίγους μήνες στο νησί απέναντι.
- Μα αυτό είναι υπέροχο! Θα μπορείς να κάνεις παρέα και με τον Νίκο... Αλλά να μη με
ξεχάσεις, ε; Θα παίρνεις τηλέφωνο να μου λες τα νέα σου.
- Φυσικά...
- Τι;
- Να, για τον Νίκο, που είπες.
- Ε...;
- Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να προχωρήσω μαζί του.
- Γιατί το λες αυτό; Ο Νίκος είναι υπέροχος άνθρωπος. Το ξέρεις ότι έχει αρχίσει να
χτίζει ένα σπίτι;
- Τι εννοείς;
- Κάνει οικονομίες και περιμένει την καλή του.
- Τι να σου πω Μαρία. Αν δεν κάνει κλικ...
- Καλά- καλά. Πες μου για τη δουλειά. Περί τίνος πρόκειται; Σε κάποιο τουριστικό
γραφείο;
- Μπα, όχι. Είπα ν' ασχοληθώ με κάτι εντελώς διαφορετικό αυτή τη φορά. Κάτι που θα
μου δίνει την ελευθερία κινήσεων που χρειάζομαι αυτόν τον καιρό.
- Δηλαδή;
- Έδειξα κάποιες φωτογραφίες που είχα τραβήξει στο νησί σ' ένα δημοσιογράφο
υπεύθυνο της στήλης πολιτισμού στην εφημερίδα του νησιού, ο οποίος με ενθάρρυνε να
συνεχίσω. Μου πρότεινε μάλιστα να πληρώσει όσες δημοσιευθούν στο ένθετο που θα
τυπώσει η εφημερίδα σύντομα.
- Α, πολύ ωραία Μαργαρίτα. Χαίρομαι για σένα. Αν χρειαστείς βοήθεια μπορείς να
τηλεφωνήσεις και στο Νίκο, που ξέρει απ' αυτά... είπε η Μαρία κοιτάζοντας την
Μαργαρίτα μ' ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα, σαν να μετέφερε με κάποιον μεταφυσικό
τρόπο τις ελπίδες και την προσδοκία του ίδιου του Νίκου.
- Σε παρακαλώ... μη με πιέζεις.

54
Μαργαρίτα

- Καλά. Εγώ να ξέρεις πάντως, για το καλό σου το λέω. Επειδή όμως δεν θέλω να σε
στεναχωρώ, δεν θα ξαναπώ τίποτα. Για σήμερα, συμπληρώνει, χαμογελώντας
καλόκαρδα.
Ναι είναι μία καλή ιδέα.

55
Μαργαρίτα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

Μια όμορφη μέρα ξημέρωνε. Μια μέρα όλο σχέδια, όνειρα κι ενθουσιασμό. Είχε ήδη
φθάσει το καλοκαίρι προς το τέλος του. Σε λίγες μέρες θα έφευγαν και οι τελευταίοι
τουρίστες. Η Μαργαρίτα όλο τον προηγούμενο μήνα έψαχνε τοπία μοναδικής ομορφιάς
στο νησί, τοπία που θα έκαναν τον ταξιδιώτη, τον άνθρωπο που θα ήθελε να γνωρίσει
πρωτόγνωρες εμπειρίες, να δοκιμάσει καινούρια συναισθήματα να κάνει το πολύωρο
θαλασσινό ταξίδι με μόνο τον προορισμό αυτό το αποκομμένο από την υπόλοιπη
Ελλάδα νησί, να το ανακαλύψει ξανά από την αρχή, να το περπατήσει και να το
εξερευνήσει βρίσκοντας την επικοινωνία του με αρχέγονα συναισθήματα και ανάγκες τις
ίδιες που είχαν οι πρώτοι του κάτοικοι. Έβρισκε λοιπόν η Μαργαρίτα πρώτη αυτά τα
μέρη και τα φωτογράφιζε. Τα έκανε εικόνες που θα άγγιζαν την ψυχή των ανθρώπων που
θα έκαναν κι αυτοί με τη σειρά τους ένα ακόμα βήμα μπροστά στην πορεία της ζωής
τους. Ένα βήμα προς το άγνωστο ακόμα πεπρωμένο τους.
Είχε ήδη εμφανίσει εκατοντάδες φωτογραφίες και τις είχε αραδιάσει σ' όλο το σπίτι για
να μπορέσει να τις βλέπει και να τις ξεδιαλύνει προτού τις πάει, τις καλύτερες απ' αυτές
στην εφημερίδα για εκτύπωση. Πώς όμως να το κάνει αυτό; Είχε μπερδευτεί. Μέσα σ'
όλο αυτό το χάος των αποτυπωμένων στο φωτογραφικό χαρτί εικόνων υπήρχαν αυτές
που την συγκινούσαν την ίδια, που κάτι ένιωθε όταν τις κοιτούσε για μερικά λεπτά και
όμως αυτές δεν ήταν οι καλύτερες από τεχνικής πλευράς. Οι υπόλοιπες ήταν καλά
τραβηγμένες, προσεγμένες, αλλά την άφηναν παντελώς αδιάφορη. Για ώρες και μέρες τις
κοιτούσε. Αδύνατον να αποφασίσει. Εδώ είναι που παραδέχθηκε ότι χρειάζεται τη
βοήθεια κάποιου. Κάποιου που να τον εμπιστεύεται. Οι φωτογραφίες είναι ένα μέσο για
να επικοινωνείς. Οπως είναι το γράψιμο για τους συγγραφείς, το τραγούδι για τους
τραγουδιστές, η ζωγραφική για τους ζωγράφους. Είναι ένα μέσο ψυχικής και
πνευματικής επικοινωνίας. Πώς ν' αποφασίσει λοιπόν κάποιος μόνος του ποιες είναι οι
καλύτερες; Δεν υπήρχε άλλη λύση. Τηλέφωνο στη Μαρία.
Η Μαργαρίτα με φωνή βρεγμένης γάτας κι όλο νάζι τηλεφώνησε στη Μαρία και ζήτησε
το τηλέφωνο του Νίκου. Αυτό ήταν. Τώρα είναι πολύ αργά για άλλες σκέψεις. Η ζωή της
προχωρούσε και ο πρώτος που χρειάστηκε η Μαργαρίτα ήταν ο Νίκος. Αυτός που
υπομονετικά περίμενε όλους αυτούς τους μήνες ν' ανοίξει η πόρτα της καρδιάς της,
περίμενε με πίστη κι ελπίδα, αφού το σπίτι που έχτιζε στην άλλη πλευρά του νησιού
σχεδόν κόντευε να τελείωσε.
- Γεια σου Νίκο, τι κάνεις; Η Μαργαρίτα είμαι...
- Το κατάλαβα.
- Θα ήθελες να έρθεις εδώ; Αν έχεις χρόνο. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
- Κι εγώ σε χρειάζομαι...
- ...Δεν θα αργήσω.
- Νίκο, μ' αγαπάς;
- Σ' αγαπώ.
- Μην αργήσεις πολύ.

56
Μαργαρίτα

Σ' ένα μήνα η Μαργαρίτα θα έκανε την πρώτη της έκθεση φωτογραφίας στην Αθήνα. Ο
Νίκος ήταν πάντα κοντά της στα πρώτα της βήματα. Οι φωτογραφίες της Μαργαρίτα
είχαν πραγματικά απήχηση στο κοινό. Τα συναισθήματα που δημιουργούσαν στο θεατή,
δένοντας το παλιό με το νέο, την παράδοση με την εξέλιξη, τα άγχη και τους
προβληματισμούς της σύγχρονης κοινωνίας που πολύ δεν διαφέρει από τις αγωνίες
διαβίωσης των φτωχών ψαράδων του νησιού, που όμως δεν έχαναν την πίστη τους στη
ζωή, στην ομορφιά του κόσμου τούτου, έστω και μέσα από τη φθορά που εμπεριέχει η
ίδια η ύλη στην ουσία της, η προσπάθεια του πεπερασμένου να φθάσει σ' ένα ανώτερο
επίπεδο προτού χαθεί για πάντα, έκαναν εντύπωση στους φωτογραφικούς κύκλους, αφού
είχαν αγγίξει ήδη τους απλούς ανθρώπους, μέσα από την εφημερίδα του νησιού και
διαδόθηκε πολύ γρήγορα η ιστορία του νησιού και το όνομά της δεν άργησε να γίνει
ευρέως γνωστό με τη βοήθεια του Νίκου που την ενθάρρυνε συνέχεια να κάνει το όνειρό
της πραγματικότητα.
- Νίκο, θέλω ένα παιδί, του είπε κάποια νύχτα χαμηλόφωνα την ώρα που κοίταζαν και οι
δύο την αφίσα της έκθεσης που βρισκόταν στην είσοδο της γκαλερί που την
φιλοξενούσε. Ο Νίκος έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτά για λίγα δευτερόλεπτα. Κι
ύστερα, ένα βάρος θαρρείς φεύγοντας από πάνω του, σχημάτισε ένα μικρό χαμόγελο
στην άκρη των χειλιών του.
Ό,τι θες εσύ αγάπη μου, της είπε. Ύστερα κοίταξε ξανά την αφίσα, που
απεικόνιζε ένα κοριτσάκι να χαμογελά στη γιαγιά του, που έπλεκε μπροστά στην γαλάζια
πόρτα του παραδοσιακού σπιτιού, και τότε την αγκάλιασε.
Την αγκάλιασε για πάντα.

57

You might also like