Professional Documents
Culture Documents
Συνάδελφοι,
Πειθαρχική δικαιοδοσία
Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το
μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο υπηρεσιακό
συμβούλιο.
Η παραπομπή υπαλλήλου στο πειθαρχικό συμβούλιο είναι έργο του πειθαρχ.
Προϊσταμένου και αν η φύση του παραπτώματος καλύπτεται από την δική του
δικαιοδοσία, κρίνει ο ίδιος το παράπτωμα και επιβάλλει την προσήκουσα ποινή( Η
διαδικασία στην περίπτωση αυτή ολοκληρώνεται εντός τριμήνου). Αν όμως κρίνει ότι
το συγκεκριμένο παράπτωμα πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή ανώτερη της δικής του
πειθαρχικής δικαιοδοσίας, παραπέμπει τον υπάλληλο στο αρμόδιο πειθαρχ.
Συμβούλιο για να δικαστεί απ’αυτό με βάση πάντα το αποδεικτικό υλικό του πειθαρχ.
Φακέλου ( Η πειθαρχική διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί εντός εξαμήνου από την
παραπομπή ). Για την παραπομπή εκπαιδευτικού από πειθαρχ. Προϊστάμενο ενώπιον
του πειθαρχ. Συμβουλίου προς επιβολή ποινής μεγαλύτερης της δικαιοδοσίας του,
καμία ειδική αιτιολογία απαιτείται, αφού αρκεί η σχετική κρίση του πειθαρχ.
Προϊσταμένου (ΣτΕ 1837/63).
Η παραπομπή γίνεται με το «παραπεμπτήριο έγγραφο» το οποίο αποτελεί
ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας. Χωρίς τα πραγματικά περιστατικά
που συνιστούν το παράπτωμα, χωρίς τον ακριβή τόπο και χρόνο, χωρίς τις
συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος και χωρίς τα υπάρχοντα στοιχεία που
πιθανολογούν την ενοχή του υπαλλήλου, το παραπεμπτήριο αποβαίνει άκυρο και
καθιστά μη νόμιμη ολόκληρη την πειθαρχική διαδικασία ( ΣτΕ 659,4751/97,
3598/95, 2873/91, 2883/90, 927/88). Το παραπεμπτήριο έγγραφο θα πρέπει, επί
ποινή ακυρότητας, να κοινοποιείται οπωσδήποτε στον διωκόμενο και να
επιδίδεται με αποδεικτικό επίδοσης από δημόσιο όργανο, και όχι με συστημένη
επιστολή (ΣτΕ 1236/96)
Το πειθαρχ. Συμβούλιο μετά την παραπομπή οφείλει γενικά να διατάξει τη διενέργεια
πειθαρχ. ανάκρισης προκειμένου να εκδικάσει την υπόθεση με βάση πορισματική
έκθεση, όπως εξάλλου προβλέπεται (αρθρ.127 παρ. 1 ΥΚ). Δεν είναι υποχρεωτική η
ανάκριση, σύμφωνα με τον ΥΚ:
• Όταν τα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν με πλήρη απόδειξη από τα
στοιχεία του πειθαρχ. φακέλου και δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση,
χωρίς να αποκλείεται η διεξαγωγή ανάκρισης αν ο διωκόμενος προβάλλει
στοιχεία που την δικαιολογούν (ΣτΕ 3574/89, 3355/95)
• Όταν ο διωκόμενος υπάλληλος ομολογεί τα πραγματικά γεγονότα αυθόρμητα
και όχι κατόπιν πίεσης.
• Όταν ο υπάλληλος συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττει ποινικό αδίκημα
που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα.
Η παραπομπή εμπεριέχει κρίση τόσο για την ενοχή όσο και για το ύψος της
επιβλητέας ποινής, η οποία δεν δεσμεύει το πειθαρχ. συμβούλιο που μπορεί να
αποφασίσει και διαφορετικά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο πειθαρχ.
Προϊστάμενος που παραπέμπει την υπόθεση, αν είναι μέλος του πειθαρχ.
συμβουλίου, δεν μπορεί να συμμετάσχει στην συνεδρίαση στην οποία θα κριθεί η
υπόθεση.
Σύμφωνα με το αρθρ.137 του ΥΚ ο διωκόμενος μπορεί με αίτησή του, που
υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον μέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσής του, να
ζητήσει την εξαίρεση μελών του Υπηρ. Συμβουλίου, με την προϋπόθεση ότι με τα
υπόλοιπα μέλη υπάρχει απαρτία. Η αίτηση πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και
συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα
οποία αυτοί αποδεικνύονται.
Αν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, περατώνεται μόνο με απόφαση. Ανάκληση δεν μπορεί
να γίνει.
Σύμφωνα με το αρθρ. 108 του Ν.3528/07 κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου
εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο και ιδίως οι κανόνες και οι αρχές
που αφορούν:
• Τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς
καταλογισμό
• Τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της
πειθαρχικής ποινής
• Την έμπρακτη μετάνοια
• Το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου
• Την πραγματική και νομική πλάνη
• Το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου
• Την επιείκεια υπέρ του πειθαρχικώς διωκομένου
• Την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων ως λόγο που αίρει τον
πειθαρχικό χαρακτήρα δυσμενών κρίσεων , εκφράσεων και εκδηλώσεων ,
εκτός και αν συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς
ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Στο αρθρ. 107 του Υ.Κ καταγράφεται ποια αποτελούν ιδίως πειθαρχικά
παραπτώματα (23 συνολικά)
Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται, σύμφωνα με το αρθρ.109, είναι:
1. Η έγγραφη επίπληξη,
2. το πρόστιμο ως τις αποδοχές τριών (3) μηνών,
3. η στέρηση δικαιώματος προαγωγής από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
4. ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό,
5. η προσωρινή παύση από τρις (3) έως έξι (6) μήνες με πλήρη στέρηση των
αποδοχών και
6. η οριστική παύση
Τα πειθαρχικά παραπτώματα υποκύπτουν σε ουσιαστική παραγραφή μετά την
παρέλευση διετίας από την ημερομηνία διάπραξής τους.
Τα παραπτώματα όμως για τα οποία μπορεί να επιβληθεί η ποινή της οριστικής
παύσης, παραγράφονται μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών, και είναι τα
ακόλουθα:
1. οι πράξεις άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης
στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
2. η παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα,
3. η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για τον χειρισμό
υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του,
4. η χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή
εκτός της υπηρεσίας,
5. η παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις,
6. η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων
πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα
(30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους,
7. η εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια,
8. η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία
διενεργεί η αρχή στην οποία αυτός ανήκει ή επιτροπή, μέλος της οποίας είναι
αυτός,
9. η εμμονή σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή
σύμφωνα με το αρθρ. 56 παρ. 10 του Υ.Κ
Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί και αν:
α) κατά την προηγούμενη της διάπραξης του παραπτώματος διετία του
είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθ.ποινές ανώτερες του
προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή
β) κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος, είχε τιμωρηθεί για το
ίδιο αδίκημα με ποινή ανώτερη τοτ προστίμου αποδοχών του ενός (1)
μηνός.
Η πειθαρχική απόφαση είναι πράξη των μελών του Υπηρ. Συμβουλίου, που έχουν
ψήφο και με την οποία εκφέρουν τη δικαιοδοτική τους κρίση για την απόφαση που
εκδόθηκε.
Η επιλογή της ποινής, από έγγραφη επίπληξη έως και οριστική παύση, και η
επιμέτρησή της ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του Πειθ. Συμβουλίου, η οποία
ελέγχεται μόνο από την άποψη της τυχόν υπέρβασης των άκρων ορίων της και της
τυχόν παράβασης της αρχής της αναλογικότητας(ΣτΕ 1628/1999 και 3490/2001 ). Το
Πειθ. Συμβούλιο για την επιλογή της ποινής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα
του πειθ. Παραπτώματος, το βαθμό υπαιτιότητας του υπαλλήλου, την προσωπικότητα
αυτού, τα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου και την αρχή της αναλογικότητας.
Η γνώμη της πλειοψηφίας αποτελεί την απόφαση. Τα παριστάμενα μέλη του πειθ.
Συμβουλίου δεν μπορούν να αρνηθούν την ψήφο τους δηλ. να απόσχουν. Οι
μειοψηφίσαντες στο ζήτημα της ενοχής υποχρεούνται να δώσουν γνώμη για την
επιβλητέα ποινή στον κατηγορούμενο, που κηρύχθηκε ένοχος από την
πλειοψηφία. Κατά το αρθρ. 15 παρ. 1 του ΚΔΔ το μέλος που απέχει από την
ψηφοφορία ή δίνει λευκή ψήφο θεωρείται απόν. Μέλος που τυχόν αρνηθεί την
ψήφο του, υπέχει πειθ. ευθύνη καθόσον η ενέργειά του αυτή συνιστά «παράβαση
καθήκοντος» κατά το αρθρ.106 παρ. 1,2 και 3του ΥΚ (Ν.3528/2007). Την
πειθαρχική του δίωξη έχει δικαίωμα (αρθρ.1 Ν.3074/02, αρθρ.6 Ν.3491/06,
αρθρ.116 Ν. 3528/2007) να ασκήσει ο Γενικός Επιθ.Δημ. Διοίκησης, στον οποίο
κοινοποιούνται υποχρεωτικά όλες οι πειθαρχικές αποφάσεις.
Κατά το αρθρ. 15 παρ. 1 ν. 2690/99, αν υπάρχει ισοψηφία σε συνεδρίαση
συλλογικού οργάνου, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου(ΣτΕ 2360/2004).
Πρόκειται για εξαίρεση από τον κανόνα της ισοδυναμίας ψήφου των μελών
συλλογικού οργάνου (ΣτΕ 1225/98).
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί, και εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο η
συγκροτημένη και ουσιαστική παρέμβαση των αιρετών μελών του Υπ.
Συμβουλίου, ότι η απλή παράθεση των κατηγοριών στο σκεπτικό της απόφασης δεν
συνιστά αιτιολογία. Η εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει:
• Την παραδοχή των πραγματικών περιστατικών
• Την αιτιολόγηση της παραδοχής ή μη των ισχυρισμών που τυχόν
προβάλλονται
• Τη μνεία των αποδεικτικών μέσων στα οποία διαμορφώθηκε και στηρίχθηκε
η δικανική πεποίθηση
• Τους λόγους υπαγωγής των πραγματικών γεγονότων στο νομικό κανόνα
Η έγκυρη αιτιολογία:
• Υποχρεώνει το Πειθ. Συμβούλιο να διαγνώσει με σαφήνεια την υπόθεση,
ισχυροποιώντας την εμπιστοσύνη προς την πειθ. δικαιοσύνη
• Ενισχύει την πεποίθηση του διωκόμενου ότι η υπόθεσή του κρίθηκε δίκαια,
και τον διευκολύνει να ασκήσει τα ένδικα μέσα.
Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό να καταθέσω την άποψή μου, άποψη πιστεύω, κάθε
δημοκρατικού πολίτη, ότι ο πειθαρχικός δικαστής οφείλει να μην κινείται στη
βάση κοινωνικών στερεότυπων και ηθικολογικών «αρχών» που παραβιάζουν την
αρχή της ισότητας και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Δεν μπορεί
και δεν πρέπει να είναι τυφλός εκτελεστής μιας νομικής διάταξης, αλλά να
προσπαθεί να ερμηνεύει δημοκρατικά και με ευαισθησία το νομικό και
εργασιακό κοινωνικό πλαίσιο.
Τεκμήριο αθωότητας
Ιδιαίτερη μνεία πιστεύω ότι πρέπει να γίνει για το τεκμήριο της αθωότητας:
«Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον
μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του» (αρθρ.14 παρ.2 του ΔΣ του ΟΗΕ
και αρθρ.72,73,96 επ., 100 επ, 284 παρ.3 ΚΠΔ). Το τεκμήριο αθωότητας
απορρέει από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του
ανθρώπου.
Κανείς κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχος προτού εκδοθεί η
πειθαρχική απόφαση που καθορίζει και το αποτέλεσμα. Η λήψη προληπτικών
μέτρων σε βάρος του, ούτε αλλοιώνει ούτε αδυνατίζει την έννοια του τεκμηρίου
της αθωότητας.
Ελαφρυντικές περιπτώσεις αποτελούν και οι λόγοι τιμής, η τυπική συνήθεια, οι πολύ
σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, η διανοητική ταραχή, η απλή υποβολή, η
υπερκόπωση.
Ως επιβαρυντικές περιστάσεις θεωρούνται η υποτροπή(αρθρ.108 παρ.3, 111 παρ.3
του Υ.Κ., ΣτΕ 262/1999), η συρροή (αρθρ.111 παρ.2 του Υ.Κ.), η εξακολούθηση και
το βεβαρημένο πειθ. μητρώο του κατηγορουμένου.
Οι διατάξεις του αρθρ. 141 του ΥΚ καθορίζουν σαφώς όλα τα στοιχεία της σχετικής
διαδικασίας. Δηλαδή:
• Ποιοι δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση ( και ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε
και υπέρ της διοίκησης ).
• Ποιες αποφάσεις επιδέχονται ένσταση
• Την προθεσμία άσκησης της ένστασης ( 30 ημέρες από την κοινοποίηση της
στον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να
ασκήσουν ένσταση).
• Την πειθαρχική δικαιοδοσία των πειθαρχικών οργάνων που δέχονται την
ένσταση ( τα υπηρεσιακά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό,
όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορούν
να χειροτερεύσουν τη θέση του. Όταν κρίνουν υπέρ της διοίκησης δεν
μπορούν να επιβάλλουν ποινή ελαφρότερη από αυτήν που επιβλήθηκε.
Όταν ασκούνται ενστάσεις και από τους δύο το οικείο συμβούλιο τις
κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει).
• Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή της αναστέλλουν την
εκτέλεση της πειθαρχ. απόφασης, με εξαίρεση τις ποινές στέρησης του
δικαιώματος προαγωγής και της προσωρινής και οριστικής παύσης.
Οι διατάξεις του αρθρ. 143 του ΥΚ καθορίζουν τις προϋποθέσεις επανάληψης της
πειθαρχικής διαδικασίας. Ιδιαίτερα αναφέρεται ότι αν έχει εκδοθεί καταδικαστική
ποινική απόφαση, κατά την επανάληψη της πειθαρχ. διαδικασίας, μπορεί να
επιβληθεί ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αθωωτική
ποινική απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή ή να απαλλαγεί ο
υπάλληλος.
Δεν παρέχεται δικαίωμα επανάληψης της πειθαρχ. δίκης όταν η ποινική απόφαση
είναι προγενέστερη της πειθαρχικής με την οποία τερματίστηκε οριστικά η
πειθαρχική δίκη.
Πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η αναφορά των αρχών που διέπουν και
κατοχυρώνουν, κατ’αρχήν, την αμεροληψία των διοικητικών οργάνων στη λήψη των
αποφάσεων.
Στο αρθρ.36 ( Κώλυμα συμφέροντος) του Υ.Κ.( Ν.3528/07) αλλά και στο αρθρ.7
του Ν.2690/99 αναφέρονται:
• Τα διοικητικά όργανα μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις
αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
• Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού
οργάνου να αναλαμβάνει τη επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην
έκδοση πράξεων , εάν ο ίδιος ή σύζυγος του ή συγγενής εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση
ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας έχει πρόδηλο συμφέρον στην έκβαση της
υπόθεσης.
• Η παράβαση της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί λόγο
ακυρώσεως της σχετικής διοικητικής πράξης.
• Υπάλληλοι που είναι σύζυγοι ή συγγενείς μεταξύ τους έως και τον τρίτο
βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δεν επιτρέπεται να είναι μέλη του ίδιου
συλλογικού οργάνου.
Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου ή μέλους συλλογικού οργάνου, μπορούν να
υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η αίτηση
υποβάλλεται στην προϊσταμένη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου
ή στο αποφασίζον όργανο κατά περίπτωση. Δεν μπορούν να εξαιρεθούν μέλη
τακτικά ή αναπληρωματικά περισσότερα από τα απαιτούμενα για να έχει το
υπηρεσιακό συμβούλιο απαρτία.
Ιδιαίτερη μνεία θεωρώ ότι χρειάζεται να γίνει στους θεσμούς της διαθεσιμότητας και
της αργίας που αναφέρονται στις Υπηρεσιακές μεταβολές στον Υ.Κ.( Ν.3528/07).
Ειδικά στα άρθρα 99 έως και 105, στα οποία μπορείτε, αν χρειαστεί, να ανατρέξετε,
καταγράφονται όσα αφορούν στους θεσμούς αυτούς καθώς και οι συνέπειες
εφαρμογής τους. Επιπλέον θα ήθελα να επισημάνω:
1. Δεν πρέπει να συγχέεται η αργία με την διαθεσιμότητα λόγω νόσου ή λόγω
κατάργησης θέσης, υπηρεσίας ή κλάδου. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται
κυρίως στο στοιχείο της υπαιτιότητας. Ενώ η αργία προϋποθέτει υπαιτιότητα
του υπαλλήλου, η διαθεσιμότητα δημιουργείται συνεπεία γεγονότων για τα
οποία ο υπάλληλος δεν έχει υπαιτιότητα ( π.χ. ασθένεια, κατάργηση θέσης)
2. Η αργία δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή αλλά εξαιρετικό διοικητικό μέτρο
προσωρινού χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν προδικάζει ενοχή του
υπαλλήλου( ΣτΕ 2818/1965, 1548/1970, 649/1987, 1506/1989, 140/1992)
Η θέση του υπαλλήλου σε αργία, ακόμη και μετά την έκδοση απόφασης επαναφοράς
από την αργία, δεν εμποδίζει το πειθ. όργανο, όταν κρίνει κατ΄ουσίαν την
υπόθεση,να τιμωρήσει πειθαρχικά τον υπάλληλο (ΣτΕ 101/1968)
Η αργία διακρίνεται σε αυτοδίκαιη ή υποχρεωτική και σε δυνητική
( αρθρ.103,104 του Υ.Κ.), ανάλογα με το στάδιο της ποινικής ή πειθ.δίωξης.
Είναι υποχρεωτική όταν
• Ο υπάλληλος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα
προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με
εγγύηση.
• Επιβλήθηκε στον υπάλληλο η ποινή της οριστικής παύσης.
Είναι δυνητική , δηλαδή η Διοίκηση μπορεί να την επιβάλει, όταν:
• Εχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την
έκπτωση από την υπηρεσία ( κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση,
πλαστογραφία, δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, απιστία περί την
υπηρεσία, εγκλήματα κατά των ηθών, συκοφαντική δυσφήμηση
καθ΄υποτροπή, παράβαση των διατάξεων περί ναρκωτικών)
• Εχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει
την ποινή της οριστικής παύσης.
Συνάδελφοι,
Είναι πιστεύω κατανοητό ότι το ενημερωτικό αυτό δεν είναι δυνατόν να καλύψει το
πειθαρχικό δίκαιο( ούτε καν ένα βιβλίο, και υπάρχει βιβλιογραφία για τα στάδια των
πειθαρχικών διαδικασιών, για το δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας, για την
ερμηνεία του υπαλληλικού κώδικα, νομολογίες, γνωμοδοτήσεις, μελέτες κ.α.).
Όμως, όπως αναφέρω και στον πρόλογο, μια πρώτη ανάγνωση στοιχείων του πειθ.
δικαίου και των πειθαρχικών διαδικασιών, όπως και η συνεχής ενημέρωση για τα
θεσμικά ζητήματα της Εκπαίδευσης, πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερη αξία.
Γιατί έχω την πεποίθηση ότι πέρα από την ανάδειξη των προβλημάτων και την
καταγγελτική υποχρέωση, η συγκρότηση προτάσεων, η άρθρωση αξιόπιστου λόγου,
η συσπείρωση και οι αποτελεσματικές διεκδικήσεις, έχουν σαν αφετηρία και την
αποδοχή της αναγκαιότητας της γνώσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που
απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.
Με άλλα λόγια, η προσπάθεια ανατροπής της αναξιόπιστης και αναποτελεσματικής
Παιδείας και Εκπαίδευσης στον τόπο μας, που παραπαίει ανερμάτιστη και χωρίς
προφανείς στόχους, «θέλει δουλειά πολλή!»
Φιρτινίδης Χρήστος
Αιρετός ΠΥΣΔΕ Κυκλάδων
Της «Αυτόνομης Κυκλαδικής Συνεργασίας»
Πηγές:
Β. Κούτα, Πειθαρχική Δικονομία
Επιθεώρηση Δημόσιου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου
Νομολογία, περιοδική έκδοση του ΥΠΕΣΔΔΑ