You are on page 1of 21

Μια μιμητική θεωρία του αλτρουισμού

[https://www.bbva.com/en/the-science-of-memetics-and-how-it-can-launch-your-next-big-work-project/]

Ο αλτρουισμό ς στην υπηρεσία των γονιδίων

Κάποτε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της κοινωνιοβιολογίας- και τώρα πιθανώς μια από τις
μεγαλύτερες επιτυχίες της- είναι το πρόβλημα του αλτρουισμού.

Ο αλτρουισμός ορίζεται ως συμπεριφορά που ωφελεί ένα άλλο πλάσμα εις βάρος αυτού που την
εκφράζει. Με άλλα λόγια, αλτρουισμός σημαίνει κάτι που κοστίζει χρόνο, προσπάθεια, ή
πόρους, για χάρη κάποιου άλλου. Αυτό σημαίνει την παροχή τροφής για ένα άλλο ζώο, ένα
σήμα κινδύνου για την προστασία των άλλων με ίδιο ρίσκο, ή την πάλη μ’ έναν εχθρό για τη
σωτηρία ενός άλλου ζώου από ζημιά. Τα παραδείγματα αφθονούν στη φύση, από τα κοινωνικά
έντομα των οποίων οι ζωές περιστρέφονται γύρω από το καλό της κοινωνίας τους μέχρι τα
κουνέλια που βγάζουν προειδοποιητικούς ήχους αν πλησιάζει κάποιος, και τις νυχτερίδες βαμπίρ
που μοιράζονται μεταξύ τους γεύματα από αίμα. Οι άνθρωποι είναι μοναδικά συνεργάσιμοι και
ξοδεύουν πολύ χρόνο κάνοντας πράγματα που ωφελούν άλλους καθώς επίσης και τους ίδιους:
αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν μερικές φορές «προ-κοινωνική συμπεριφορά.» Έχουν ηθικές
ευαισθησίες και μια ισχυρή αίσθηση του σωστού και λάθους. Είναι αλτρουιστές.
Ο αλτρουισμός είναι ένα πρόβλημα για πολλούς κοινωνικούς ψυχολόγους και οικονομολόγους
που υποθέτουν ότι οι άνθρωποι εξυπηρετούν λογικά τα συμφέροντά τους. Είναι επίσης ένα
πρόβλημα για το Δαρβινισμό, αν και όχι εξ ορισμού. Το πρόβλημα ποικίλλει ανάλογα με το
επίπεδο στο οποίο θεωρείτε ότι η φυσική επιλογή πραγματοποιείται- ή, με διαφορετικό τρόπο- τι
σκοπό πιστεύετε ότι εξυπηρετεί η εξέλιξη. Αν θεωρείτε, όπως πολλοί πρώτοι Δαρβινιστές, ότι η
εξέλιξη καταλήγει στο καλό του ατόμου, τότε πώς θα μπορούσε οποιοδήποτε άνθρωπος να
συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προκληθεί ζημιά στον ίδιο προς όφελος κάποιου
άλλου; Όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους, και η φύση να είναι
«νύχια και δόντια.» Ωστόσο σαφώς δεν είναι. Πολλά ζώα ζουν κοινωνικά και συνεργατικά, οι
γονείς αφοσιώνονται στους απογόνους τους, και πολλά θηλαστικά περνούν καθημερινά τις ώρες
τους φροντίζοντας τους φίλους και τους γείτονές τους. Γιατί το κάνουν;

Μια απάντηση που δεν στέκει είναι αυτό που η βρετανίδα φιλόσοφος Helena Cronin (1991)
καλεί «υπέρτατη καλοσύνη (greater-goodism)»- η προοπτική ότι η εξέλιξη προχωρά για το καλό
της ομάδας ή των ειδών. Η υπέρτατη καλοσύνη διαπέρασε τη σκέψη της βιολογίας στο πρώτο
μέρος του 20ου αιώνα και παραμένει ένας συνήθης τρόπος παρανόησης της εξέλιξης. Σύμφωνα
με αυτήν την άποψη η φυσική επιλογή λειτουργεί «για την επιβίωση των ειδών» ή «για το καλό
της ανθρωπότητας.» Ο λόγος που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λειτουργήσει είναι απλός. Ας
υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα είδος άγριου σκυλιού όπου κάθε σκυλί πρόθυμα πιάνει κουνέλια
για κάθε άλλο σκυλί, και η αγέλη έτσι ζει σε αξιοζήλευτη αρμονία. Όσο αυτή η αρμονία
επικρατεί όλα τα σκυλιά θα ωφελούνται. Αλλά τώρα φανταστείτε ότι ένα νέο σκυλί εμφανίζεται
που τρώει όλο το κρέας που του προσφέρεται και δεν ενδιαφέρεται καθόλου να κυνηγήσει το
ίδιο. Φυσικά, θα παίρνει την καλύτερη τροφή, θα έχει περισσότερο χρόνο να κυνηγήσει τις
καλύτερες σκύλες, και θα ζήσει γενικά καλύτερα. Τότε, χωρίς αμφιβολία, θα δώσει τα εγωιστικά
του γονίδια στα πολλά καλο-ταϊσμένα κουτάβια του. Τόσα πολλά για τον εγωισμό το καλό της
αγέλης πρέπει να πληρώσει.

Τα προβλήματα σχετικά με την άποψη του καλού των ειδών αναγνωρίστηκαν σταδιακά και από
τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 η «συγγενική επιλογή» απορρίφθηκε σχεδόν εξολοκλήρου από
το νεοδαρβινισμό (θα θεωρήσω μερικές εξαιρέσεις αργότερα). Η απάντηση που τόσο επιτυχώς
έχει μετασχηματίσει το πρόβλημα της αυταπάρνησης είναι η θεωρία του εγωιστικού γονιδίου.
Αν τοποθετήσετε τον αναπαραγωγό (replicator) στην καρδιά της εξέλιξης και δείτε την επιλογή
να ενεργεί προς όφελος μερικών γονιδίων έναντι άλλων, τότε διάφορες μορφές αλτρουισμού
έχουν τέλειο νόημα.

Πάρτε τη γονική φροντίδα, για παράδειγμα. Τα παιδιά σας κληρονομούν τα μισά από τα γονίδιά
σας. Αυτός είναι ο μόνος άμεσος τρόπος να περάσουν τα γονίδιά σας στις μελλοντικές γενιές και
επομένως η τόση γονική φροντίδα εξηγείται, αλλά αυτή η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε
πολλά άλλα είδη αλτρουισμού. Ο Δαρβίνος είχε υπαινιχθεί ότι «η επιλογή μπορεί να εφαρμοστεί
στην οικογένεια» (1859, σελ. 258) αλλά δεν ασπάστηκε αυτήν την ιδέα περαιτέρω. Ο βρετανός
βιολόγος J. Β. S. Haldane πρωτοείπε, το 1955, ότι ένα γονίδιο για να πηδήξει κάποιος με
αυτοθυσία σε έναν επικίνδυνο ποταμό για να σώσει ένα παιδί που πνίγεται θα μπορούσε να
επικρατήσει εύκολα αν εκείνο το παιδί ήταν το δικό του, και να επικρατήσει ακόμα, αν και
λιγότερο εύκολα, αν σώζατε τον ξάδελφό σας, την ανιψιά σας ή έναν άλλο πιο μακρινό συγγενή.

Το 1963 ένας νεαρός διδακτορικός φοιτητής στο Λονδίνο, που πάλευε μόνος του με το
παλιομοδίτικο θέμα του αλτρουισμού, μόλις που είχε τελειώσει την πρώτη σελίδα. Έμεινε τόσο
μόνος παλεύοντας με τα άγνωστα σχετικά μαθηματικά που μερικές φορές συνήθιζε να εργάζεται
όλο το βράδυ στην κύρια αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού του Waterloo μόνο και μόνο για
να έχει άλλους ανθρώπους τριγύρω του (Hamilton 1996). Αλλά η επόμενη εργασία του William
Hamilton «Η γενετική εξέλιξη της κοινωνικής συμπεριφοράς» (1964), έγινε κλασική. Πρόσθεσε
αριθμούς στην πρόταση του Haldane και ανέπτυξε τη θεωρία που θα έμενε γνωστή ως της
συγγενικής επιλογής (kin selection). Θεώρησε ένα γονίδιο G που τείνει να προκαλέσει κάποιο
είδος αλτρουιστικής συμπεριφοράς, και εξήγησε ότι «Παρά την αρχή της «επιβίωσης του
ισχυρότερου» το ύστατο κριτήριο που καθορίζει εάν το G θα διαδοθεί δεν είναι αν η
συμπεριφορά είναι προς όφελος του φορέα αλλά αν είναι προς όφελος του γονιδίου G.»
(Hamilton 1963, σελ. 355). Αυτό σημαίνει ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να διαδοθεί
σε έναν πληθυσμό αν ένα μέλος είναι αλτρουιστικό προς τα άλλα μέλη. Η εγγύτητα της σχέσης
καθορίζει πόσο αξίζει να πληρώσουμε για τη δυνατότητα διάδοσης του γονιδίου. Αντί να
ερμηνεύουμε τα πάντα με την έννοια της ατομικής ικανότητας, η σημαντική ποσότητα γίνεται η
«συμπεριλαμβανόμενη καταλληλότητα,» που λαμβάνει υπόψη όλους τους έμμεσους τρόπους με
τους οποίους ένα γονίδιο μπορεί να ωφεληθεί (Hamilton 1964). Τα μαθηματικά μπορούν να
είναι εξαιρετικά περίπλοκα κάτω από πραγματικές συνθήκες, αλλά η βασική αρχή είναι απλή.

Τα γονίδια είναι αόρατα. Ένας πίθηκος που πρόκειται να μοιραστεί κάποια τροφή δεν μπορεί να
είναι βέβαιος αν ο άλλος πίθηκος είναι ο αδελφός του ή όχι, και δεν μπορεί βεβαίως να κοιτάξει
μέσα του και να βρει ακριβώς ποια γονίδια οι δύο τους έχουν από κοινού. Εντούτοις, αυτό δεν
εμποδίζει τη βασική αρχή να ισχύει. Πίθηκοι που, γενικά, μοιράζονται τους πόρους με τους
συγγενείς τους περισσότερο απ’ ό, τι με εκείνους που δεν είναι θα δώσουν περισσότερα από τα
γονίδιά τους στην επόμενη γενιά. Πώς επιτυγχάνεται αυτό μπορεί να ποικίλει, και περιλαμβάνει
πιθανώς διάφορες απλές εντολές όπως «μοιράσου με τους πιθήκους με τους οποίους
ανατράφηκες μαζί» ή «μοιράσου με εκείνους τους πιθήκους που μοιάζουν, μυρίζουν ή έχουν την
αφή της μητέρας σου» ή «μοιράσου με εκείνους τους πιθήκους με τους οποίους περνάς
περισσότερο χρόνο μαζί τους.» Ανάλογα με τον τρόπο ζωής των ζώων που συναναστρέφονται
μεταξύ τους, διαφορετικοί κώδικες θα λειτουργήσουν καλύτερα από άλλους. Λειτουργούν όχι
κάνοντας τους πιθήκους να υπολογίζουν ποσά, αλλά δίνοντάς τους συναισθήματα που τους
κάνουν να πράττουν ανάλογα. Το ίδιο πράγμα ισχύει και για μας. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι
«εκτελούν την εξελικτική λογική όχι μέσω του συνειδητού υπολογισμού, αλλά ακολουθώντας τα
συναισθήματά τους, τα οποία σχεδιάστηκαν ως «εκτελεστές της λογικής».» (Wright 1994, σελ.
190).

Εμείς οι άνθρωποι αγαπάμε τα παιδιά μας (τις περισσότερες φορές) και παρότι πολλές φορές
ενοχλούμαστε από τον αδελφό μας ή περιφρονούμε τη θεία μας, βρίσκουμε και πάλι φυσικό και
αυτονόητο ότι τους δίνουμε δώρα γενεθλίων, τους στέλνουμε κάρτες, ή ενδιαφερόμαστε για
αυτούς περισσότερο από κάποιο πρόσωπο που συναντήσαμε στο δρόμο. Επίσης η θεωρία της
συγγενικής επιλογής εξηγεί πολύ περισσότερες λεπτομέρειες της οικογενειακής δυναμικής,
συμπεριλαμβάνοντας τις μάχες πάνω στο θηλασμό, τα παιδιά που ανταγωνίζονται για τους
πόρους των γονιών τους, και άλλες μορφές οικογενειακής σύγκρουσης καθώς επίσης και
αγάπης.

Άλλη μια επιτυχία για τη βιολογία είναι ο αμοιβαίος αλτρουισμός (mutual altruism). Ο Δαρβίνος
(1871) υπέθεσε ότι αν ένα άτομο βοηθήσει κάποιο άλλο μπορεί να αναμένει κάποια βοήθεια σε
αντάλλαγμα. Εκατό χρόνια αργότερα ο Robert Trivers (1971) μετέτρεψε αυτήν την υπόθεση στη
θεωρία του αμοιβαίου αλτρουισμού, που εξηγεί πώς η φυσική επιλογή μπορεί να ευνοήσει τα
ζώα που αντάλλαξαν φιλία, παραδείγματος χάρη, μοιράζοντας μεταξύ τους τα πλεονάσματα των
πόρων τις καλές χρονιές με την ελπίδα της βοήθειας στις κακές στιγμές. Η έρευνα έχει
αποκαλύψει ότι πολλά ζώα κάνουν ακριβώς αυτό, αν και το κάνουν ασυναίσθητα. Αν πρόκειται
να επιστρέψετε χάρες, και να αποφύγετε την εξαπάτηση, πρέπει να είστε σε θέση να ξεχωρίζετε
άλλα άτομα. Τα περισσότερα ζώα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, αλλά πολλά πρωτεύοντα
μπορούν- όπως οι ελέφαντες, τα δελφίνια, και ακόμη απίστευτες περιπτώσεις ειδών όπως οι
νυχτερίδες βαμπίρ. Αυτές οι τελευταίες έχουν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα δεδομένου ότι είναι πολύ
μικρές και μπορούν εύκολα να πεθάνουν αν μείνουν χωρίς ένα γεύμα αίματος για περισσότερο
από δύο νύχτες. Ευτυχώς, τα γεύματά τους μπορούν να είναι πολύ μεγαλύτερα από τις ανάγκες
μιας τέτοιας νυχτερίδας. Οπότε η απάντηση είναι να μοιραστείτε το αίμα σας- και να κρατήσετε
ένα αρχείο του ποιος οφείλει σε ποιον και τι.

Η ευγνωμοσύνη, η φιλία, η συμπόνια, η εμπιστοσύνη, η αγανάκτηση, και τα συναισθήματα της


ενοχής και της εκδίκησης όλα έχουν αποδοθεί στον αμοιβαίο αλτρουισμό, ο οποίος εμπεριέχει
την ηθοπλαστική επιθετικότητα (moralistic aggression), ή την τάση μας να αγανακτούμε
απέναντι στην αδικία. Αν έχουμε εξελιχθεί να μοιραζόμαστε τους πόρους με άλλους ανθρώπους,
αλλά προς όφελος των γονιδίων μας, τότε τα συναισθήματά μας είναι τα κίνητρα με τα οποία η
εξέλιξη μας έχει εξοπλίσει. Σε αυτήν την θεωρία όχι μόνο τα ηθικά συναισθήματα, αλλά και οι
ιδέες περί δικαιοσύνης και τα νομικά συστήματα μπορούν να εντοπιστούν στην εξέλιξη του
αμοιβαίου αλτρουισμού. (Matt Ridley 1996; Wagstaff 1998; Wright 1994).

Η θεωρία παιχνιδιών έχει καταστήσει δυνατή την εξερεύνηση του πώς και γιατί οι διάφορες
στρατηγικές μπορούν να εξελιχθούν. Ο Trivers χρησιμοποίησε ένα παιχνίδι που ονομάζεται το
Δίλλημα του Φυλακισμένου (Prisoner’s Dilemma) στο οποίο δύο άνθρωποι κρατιούνται χωριστά
και τους λένε ότι κατηγορούνται για ένα έγκλημα με μια ποινή, ας πούμε, δέκα έτη φυλάκιση.
Αν και οι δύο μείνουν σιωπηλοί μπορούν να καταδικαστούν μόνο με μια μικρότερη ποινή, έστω
τρία χρόνια, αλλά αν ο ένας καταδώσει τον άλλον, τότε ο καταδότης φεύγει ελεύθερος. Τι θα
έπρεπε να κάνουν; Προφανώς η καλύτερη έκβαση και για τους δύο είναι να μείνουν σιωπηλοί
αλλά υπάρχει ένας ισχυρός πειρασμός για την αποστασία- και αν ο άλλος μιλήσει πρώτος;- κι
εσείς ο ίδιος μπορεί να μπείτε στον πειρασμό. Υπάρχουν πολλές άλλες εκδοχές του παιχνιδιού
με σημεία, χρήματα, ή άλλα αντικείμενα. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι ένα τέλεια λογικό και
εγωιστικό άτομο θα κερδίζει πάντα με την αποστασία. Οπότε πώς η συνεργατική συμπεριφορά
αναπτύχθηκε τελικά;

Η απάντηση είναι ότι σε ένα κατά παραγγελία παιχνίδι δεν θα συνέβαινε ποτέ, αλλά η ζωή δεν
είναι ένα τέτοιο παιχνίδι. Συναντάμε τους ανθρώπους ξανά, και δημιουργούμε κρίση για την
αξιοπιστία τους. Η απάντηση στο Δίλημμα του Φυλακισμένου βρίσκεται στην επανάληψη. Σε
παρόμοια παιχνίδια της ζωής οι άνθρωποι υπολογίζουν την πιθανή συμπεριφορά του άλλου και
ύστερα κερδίζουν και οι δύο με τη συνεργασία. Παίκτες που δεν έχουν ξανασυναντηθεί συχνά
μιμούνται ο ένας τον άλλον, και συνεργάζονται με όσους συνεργάζονται και όχι με αποστάτες.
Οι κατ’ επανάληψη αποστάτες κρατιούνται σε απόσταση, και έτσι χάνουν την πιθανότητα να
εκμεταλλευτούν τους άλλους.

Παιχνίδια σαν κι αυτό χρησιμοποιούνται επίσης από τους οικονομολόγους, τους μαθηματικούς
και τους αναλυτές υπολογιστών. Το 1979, ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Robert Axelrod
διοργάνωσε ένα τουρνουά και ζήτησε από προγραμματιστές υπολογιστών να υποβάλουν
στρατηγικές για το παιχνίδι. Οι δεκατέσσερις συμμετοχές έπαιξαν κάθε μια 200 φορές ενάντια
σε όλες τις άλλες, τις ίδιες, και μ’ ένα άλλο τυχαίο πρόγραμμα. Εκπλήσσοντας πολλούς, το
νικηφόρο πρόγραμμα «Tit-for-Tat» ήταν εξίσου απλό και «όμορφο.» Ξεκίνησε με τη
συνεργασία και έπειτα απλά αντέγραψε τι έκανε ο άλλος παίκτης. Αν ο άλλος παίκτης
συνεργαζόταν τότε και οι δύο συνέχιζαν να συνεργάζονται και οι δύο έφερναν καλά
αποτελέσματα. Αν ο άλλος παίκτης αποστατούσε, το πρόγραμμα εκδικιόταν και έτσι δεν έχανε
πολλά από τους αποστάτες. Σε ένα δεύτερο τουρνουά πάνω από 60 προγράμματα προσπάθησαν
να κερδίσουν το Tit-for-Tat αλλά απέτυχαν.

Έρευνα που ακολούθησε χρησιμοποίησε πιο σύνθετες καταστάσεις, με πολλούς παίκτες, και
χρησιμοποίησε τη μίμηση εξελικτικών διαδικασιών. Προκύπτει ότι εκτός κι αν το Tit-for-Tat
ξεκινήσει ενάντια σε συντριπτικούς αριθμούς στρατηγικών αποστασίας, θα διαδοθεί σε έναν
πληθυσμό και θα τον κυριαρχήσει. Αυτό είναι γνωστό ως «εξελικτικά σταθερή στρατηγική.»
Εντούτοις, ο πραγματικός κόσμος είναι πιο σύνθετος, και το Tit-for-Tat δεν πηγαίνει τόσο καλά
όταν γίνονται λάθη, ή όταν υπάρχουν περισσότεροι παίκτες και περισσότερη αβεβαιότητα.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση επιδεικνύει πώς το ομαδικό πλεονέκτημα μπορεί να προκύψει από
καθαρώς μεμονωμένες στρατηγικές χωρίς την ανάγκη να απευθυνθεί στην εξέλιξη για το
«υπέρτατο καλό.»

Έτσι άραγε εξελίχθηκε πραγματικά η συνεργατική συμπεριφορά; Αν ναι, θα χρειαζόταν κάποιο


είδος καλής συμπεριφοράς για να αρχίσει να υφίσταται, και ο Trivers έχει προτείνει ότι η
συγγενική επιλογή παρέχει την αφετηρία. Τα ζώα που είναι ήδη εξοπλισμένα με συναισθήματα
αγάπης και φροντίδας προς τη συγγενική ομάδα θα μπορούσαν εύκολα να αρχίσουν να το
γενικεύουν και να δώσουν έτσι σε ένα παιχνίδι Tit-for-Tat την αρχή που θα χρειαζόταν.

Σημειώστε ότι το Δίλημμα του Φυλακισμένου δεν είναι ένα «μηδενικού αθροίσματος παιχνίδι
(zero sum game).» Στο συγκεκριμένο παιχνίδι ό,τι κερδίζει ο ένας χάνει ο άλλος. Αυτό δεν
ισχύει για πολλές πραγματικές καταστάσεις. Μισό γεύμα αίματος σημαίνει τη ζωή ή το θάνατο
για μια πεινασμένη νεαρή βαμπίρ νυχτερίδα αλλά κι έναν εύκολο τρόπο να εξασφαλιστεί η
μελλοντική τύχη για έναν καλοταϊσμένο πιο πεπειραμένο κυνηγό. Αυτό αποκαλύπτει μάλλον τη
δυσάρεστη έννοια του κατά παραγγελία κυνηγιού- το να δίνουμε κάτι σκόπιμα σε άλλους που
βρίσκονται σε ανάγκη επειδή το χρέος τους απέναντί μας θα είναι μελλοντικά πολύ μεγαλύτερο.
Αυτή η προσέγγιση έχει χρησιμοποιηθεί επίσης για να δείξει πόσο ηθικοπλαστικά μπορεί να
εξελιχθεί, εφόσον αμείβει προκειμένου να τιμωρηθούν οι αποστάτες και ακόμη να τιμωρηθούν
οι άνθρωποι που αποτυγχάνουν να τιμωρήσουν τους αποστάτες. Σε αυτό το είδος παιχνιδιού, η
εμπιστοσύνη γίνεται ένα πολύτιμο μέσο συναλλαγής. Σας συμφέρει να είστε συνεργάσιμος
επειδή μπορείτε μελλοντικά να εξαργυρώσετε την ανταμοιβή.

Έδωσα μόνο μερικά παραδείγματα για το πώς η κοινωνιοβιολογία έχει εξετάσει το πρόβλημα
του αλτρουισμού (πιο εκτεταμένες θεωρήσεις μπορούν να βρεθούν στους Cronin (1991), Mat
Ridley (1996), και Wright (1994)) αλλά ελπίζω ότι τα ήδη δοθέντα είναι αρκετά να δείξουν πόσο
επιτυχής αυτή η προσέγγιση είναι. Από μία άποψη αυτή η θεώρηση κάνει αλτρουιστικό τον
αλτρουισμό. Οι πράξεις ευγένειας και συνεργασίας μπορούν να εξηγηθούν επειδή βοηθούν
τελικά την επιβίωση των εγωιστικών γονιδίων από τα οποία εξαρτώνται. Επιλύεται άραγε έτσι
το πρόβλημα; Μπορεί όλος ο ανθρώπινος αλτρουισμός να συνοψιστεί στη συγγενική επιλογή
και στον αμοιβαίο αλτρουισμό;

Οι παραδοξό τητες του ανθρώ πινου αλτρουισμού

Στο σημερινό κόσμο συναναστρεφόμαστε συχνά με ανθρώπους που δεν σχετίζονται με μας και
που ξέρουμε ότι δεν θα συναντηθούμε ποτέ πάλι. Αυτό προτείνει ότι η κοινωνία πρέπει να
γίνεται λιγότερο καλή και συνεργατική, αλλά αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Οι ψυχολόγοι
έχουν μελετήσει από καιρό την αλληλοβοήθεια και τη συνεργατική συμπεριφορά. Τα πειράματα
στη δεκαετία του ‘70 επικεντρώθηκαν στην απάθεια των παρισταμένων- η απογοητευτική
διαπίστωση ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν συχνά τίποτα για να βοηθήσουν κάποιον άλλο που
βρίσκεται τραυματισμένος στο δρόμο. Διαπίστωσαν ότι η βοήθεια αυξάνεται αν ο παριστάμενος
είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να βοηθήσει, και μειώνεται αν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι
που δεν βοηθάνε- έτσι αυτό είναι μια άλλη περίπτωση στην οποία οι άνθρωποι μιμούνται ο ένας
τον άλλον. Πιο πρόσφατες μελέτες, εντούτοις, δείχνουν ότι οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια σε
ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Τα πειράματα που εξάγουν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα
προτείνουν ότι οι άνθρωποι βοηθούν επειδή αισθάνονται κάποιο συναίσθημα για τον πάσχοντα,
και όχι επειδή συσχετίζονται μαζί του, ούτε επειδή περιμένουν την οποιαδήποτε ανταμοιβή για
τη βοήθεια (Batson 1995).

Προσπαθήστε να σκεφτείτε την πιο αλτρουιστική ανθρώπινη πράξη που μπορείτε. Ο Dawkins
έδωσε το παράδειγμα της αιμοδοσίας. Στη Μεγάλη Βρετανία κάθε υγιής ενήλικος ενθαρρύνεται
(ή προσκαλείται τουλάχιστον) να δίνει αίμα δύο φορές το χρόνο, και οι αιμοδότες δεν
πληρώνονται- η ανταμοιβή είναι ένα φλιτζάνι τσάι και ένα μπισκότο, και ένα μικρό μετάλλιο
μετά από δέκα αιμοδοσίες. Πρότεινε ότι αυτό είναι μια περίπτωση «καθαρού, ανιδιοτελούς
αλτρουισμού» (Dawkins 1976, σελ. 230). Άλλοι έχουν προτείνει το φιλοδώρημα σε ένα
εστιατόριο που δεν θα επισκεφτείτε ποτέ ξανά, ή το ταξίδι στην Αιθιοπία για τη βοήθεια των
ορφανών. Μπορούμε να προσθέσουμε τα πολύτιμα αντικείμενα που κάποιος βρίσκει στο δρόμο
και τα παραδίνει στην αστυνομία, το να μαζεύει κάποιος από το δρόμο τα σκουπίδια κάποιου
άλλου, την ανακύκλωση, ή την προσφορά σε μια συγκέντρωση φιλανθρωπίας της οποίας τα
μέλη δεν θα ξανασυναντηθούν. Έπειτα υπάρχουν σύλλογοι για αδέσποτα σκυλιά και γατιά, και
πολλοί άνθρωποι που φροντίζουν για πουλιά με σπασμένα φτερά ή για κακομεταχειρισμένους
γάιδαρους. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται παραδείγματα «πραγματικού αλτρουισμού» αλλά,
όπως οι κοινωνιοβιολόγοι θα έλεγαν, είναι στην πραγματικότητα υποπροϊόντα της συγγενικής
επιλογής και του αμοιβαίου αλτρουισμού. Είμαστε γενναιόδωροι στους συγγενείς μας (ή
εκείνους που θεωρούμε να είναι συγγενείς) και είμαστε συμπαθητικοί στους άλλους ώστε να
κτιστεί η φήμη ότι είμαστε καλοί και αξιόπιστοι. Είναι αυτή η εξήγηση επαρκής;

Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα λεπτομερέστερα. Φανταστείτε έναν Αυστραλό που στέλνει


χρήματα στους λιμοκτονούντες της Αφρικής, ή έναν Αμερικανό που στέλνει χρήματα στο
Μπανγκλαντές. Πολλοί άνθρωποι το κάνουν αυτό και μερικοί ούτε καν που το αναφέρουν.
Στέλνουν μια επιταγή και δεν λένε σε κανένα ότι το έκαναν. Αυτό δεν μπορεί να είναι συγγενική
επιλογή επειδή οι τελικοί παραλήπτες δεν έχουν πιθανώς καμία συγγενική σχέση με το
δωροδότη. Μπορείτε ακόμα να υποστηρίξετε ότι σε έναν πλανήτη με περιορισμένους φυσικούς
πόρους, αυτό το είδος γενναιοδωρίας είναι ενάντια στα γενετικά συμφέροντα του χορηγού-
επιπλέον του κόστους του δώρου. Είναι λοιπόν αυτό αμοιβαίος αλτρουισμός; Προφανώς όχι με
οποιαδήποτε σαφή έννοια επειδή ο χορηγός δεν περιμένει ποτέ να δει τους παραλήπτες ή να τον
ευχαριστήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Εντούτοις, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι
τέτοια γενναιοδωρία είναι ένας τρόπος του δωρητή να δημιουργήσει τη φήμη του γενναιόδωρου
προσώπου (Matt Ridley 1996). Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να περιμένουμε τους
ανθρώπους να καυχώνται για τις δωρεές τους, παρότι συνήθως δεν το κάνουν. Ακόμη και αυτό
μπορεί να εξηγηθεί ως μέρος του αμοιβαίου αλτρουισμού με βάση τη θεωρία ότι το συναίσθημα
της ενοχής είναι ο τρόπος με τον οποίο η εξέλιξη εξασφαλίζεται, και έτσι αυτές οι κρυφές
πράξεις γενναιοδωρίας είναι απλά λάθη- το τίμημα που πληρώνουμε ώστε να έχουμε τα
μοναδικά ανθρώπινα συναισθήματά μας.

Τα παραδείγματα που έχω δώσει μέχρι τώρα είναι συνήθως μεμονωμένες πράξεις
γενναιοδωρίας, αλλά η αυταπάρνηση ενσωματώνεται πολύ βαθύτερα στις ζωές μας. Πολλοί
άνθρωποι επιλέγουν να κάνουν δουλειές κακοπληρωμένες, φτωχικά ανταποδοτικές, με μεγάλα
ωράρια, και είναι ιδιαίτερα αγχωτικές, επειδή θέλουν να είναι εξυπηρετικοί. Τέτοιες δουλειές
περιλαμβάνουν την κοινωνική εργασία, την ψυχοθεραπεία, την οικιακή φροντίδα ηλικιωμένων,
την παρακολούθηση παραβατικών παιδιών, και την προστασία του περιβάλλοντος. Γιατί να
θέλει κάποια να περάσει αρκετά χρόνια εκπαίδευσης να γίνει νοσοκόμα και να περάσει έπειτα τη
ζωή της δουλεύοντας ακανόνιστες ώρες, δουλεύοντας με άρρωστους ανθρώπους, καθαρίζοντας
τις ακαθαρσίες, περνώντας τις ώρες της δίνοντας χάπια και στρώνοντας κρεβάτια σε ένα
περιβάλλον γεμάτο ασθένειες, και όλα αυτά για έναν άνισα χαμηλό μισθό; Η απάντηση δεν
μπορεί να είναι το υλικό κέρδος ή το γενετικό πλεονέκτημα. Οι νοσοκόμες μπορούν να πουν ότι
είναι επειδή θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, επειδή τους δίνει την αίσθηση της
εκπλήρωσης, επειδή θεωρούν ότι η ζωή αξίζει μόνο αν κάποιος βοηθά τους άλλους, επειδή είναι
ευγνώμονες που οι ίδιες είναι υγιείς και θέλουν να βοηθήσουν εκείνους που δεν είναι, επειδή
αναγνωρίζουν ότι τα χρήματα μόνα τους δεν είναι ο δρόμος για την ευτυχία, και ούτω καθεξής.

Σύμφωνα με την κοινωνιοβιολογική θεωρία όλοι αυτοί οι λόγοι πρέπει να είναι υποπροϊόντα του
αμοιβαίου αλτρουισμού, αλλά κατά τη γνώμη μου εξαντλούν τη θεωρία. Το πρόβλημα είναι ότι
η φυσική επιλογή είναι αμείλικτη και το τίμημα αυτού του είδους γενναιοδωρίας θα μπορούσε
να είναι πράγματι πολύ υψηλό. Οι άνθρωποι που είχαν κατορθώσει να αποφύγουν να το
πληρώσουν στο παρελθόν θα είχαν πλεονέκτημα και θα είχαν δώσει τα γονίδιά τους για την
αποφυγή του. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι το σύστημα των
συναισθημάτων μας σχεδιάστηκε για τον τρόπο ζωής του τροφοσυλλέκτη και είναι αναμενόμενο
να αποτυγχάνει (και ίσως να παράγει την υπερβολική γενναιοδωρία) σε έναν πλούσιο
τεχνολογικό κόσμο. Ίσως η συνειδητοποίηση ότι «δεν θα δω ποτέ ξανά αυτό το πρόσωπο» δεν
έχει καμία αντιστοιχία με τα ελλοχεύοντα συναισθήματα που προγραμματίστηκαν από τα
γονίδια στο παρελθόν, αλλά τότε επιστρέφουμε στην ερμηνεία της συμπεριφοράς μας σαν
λάθος.

Επομένως υπά ρχει κά ποια εναλλακτική λύ ση;

Μέχρι τώρα έχουμε μιλήσει για δύο μόνο σημαντικές επιλογές για την ερμηνεία του
αλτρουισμού. Η πρώτη λέει πως όλος ο προφανής αλτρουισμός στην πραγματικότητα (ακόμα
και αμυδρά) πηγαίνει πίσω στο πλεονέκτημα των γονιδίων. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη δεν
υπάρχει κανένας «αληθινός» αλτρουισμός- ή μάλλον, αυτό που μοιάζει με αλτρουισμό είναι
απλά τα λάθη που η φυσική επιλογή δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει. Αυτή είναι η
κοινωνιοβιολογική εξήγηση. Η δεύτερη ήταν να προσπαθήσουμε να διασώσουμε τον
πραγματικό αλτρουισμό και να προτείνουμε κάποιο είδος πρόσθετης ιδιότητας στα ανθρώπινα
όντα- μια αληθινή ηθική, μια ανεξάρτητη ηθική συνείδηση, μια πνευματική ουσία ή μια
θρησκευτική φύση που υπερνικά με κάποιον τρόπο τον εγωισμό και τις προσταγές των γονιδίων
μας, μια άποψη που βρίσκει μικρή υποστήριξη από τους περισσότερους επιστήμονες που θέλουν
να καταλάβουν πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά λειτουργεί χωρίς μαγική επίκληση. Καμία από
τις δυο ερμηνείες δεν μου φαίνεται ικανοποιητική.

Η μιμητική παρέχει μια τρίτη δυνατότητα. Με έναν δεύτερο αναπαραγωγό (σ.τ.μ. τα μιμίδια)
που ενεργεί στα ανθρώπινα μυαλά οι δυνατότητες επεκτείνονται. Πρέπει να βρούμε τώρα τη
συμπεριφορά που είναι προς όφελος των μιμιδίων, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί τα γονίδια. Η
μαγεία δεν θα απαιτείται πλέον για να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι διαφέρουν από όλα τα
άλλα ζώα, ούτε γιατί εμφανίζουν πολύ συνεργατικότερη και αλτρουιστική συμπεριφορά.

Μπορούμε να υποβάλουμε τη μιμητικά προσανατολισμένη από άποψη φυσικής επιλογής


ερώτησή μας και πάλι. Φανταστείτε έναν κόσμο γεμάτο εγκεφάλους, και πολύ περισσότερα μιμίδια
από όσα θα μπορούσαν να βρουν μια στέγη. Ποια μιμίδια είναι πιθανότερο να βρουν ένα ασφαλές
σπίτι και να διαιωνιστούν; Προτείνω ότι μεταξύ των επιτυχημένων μιμιδίων είναι εκείνα του
αλτρουισμού, της συνεργασίας, και των γενναιόδωρων τρόπων συμπεριφοράς.

Ο αλτρουισμό ς στην υπηρεσία των μιμιδίων

Φανταστείτε δύο ανθρώπους, τον Kevin και τον Gavin. Ο Kevin είναι αλτρουιστής. Είναι καλός,
γενναιόδωρος, και στοργικός. Διοργανώνει πετυχημένα πάρτι και κερνάει τους άλλους στο
μπαρ. Προσκαλεί συχνά τους φίλους σε γεύμα και στέλνει πολλές κάρτες γενεθλίων. Αν οι φίλοι
του έχουν ανάγκη παίρνει το θάρρος να τους μιλήσει, να τους βοηθήσει, ή να τους επισκεφτεί
στο νοσοκομείο. Ο Gavin είναι κακοπροαίρετος και εγωιστής. Απεχθάνεται να κερνά τους
άλλους, και πιστεύει ότι οι κάρτες γενεθλίων είναι πεταμένα χρήματα. Δεν προσκαλεί ποτέ
ανθρώπους σπίτι του, και αν οι (ελάχιστοι) φίλοι του έχουν πρόβλημα εκείνος έχει πάντα κάτι
σημαντικότερο να σκεφτεί. Τώρα η ερώτηση είναι- ποιος από τους θα διαδώσει περισσότερα
μιμίδια;

Επί ίσοις όροις, ο Kevin. Έχει περισσότερους φίλους και ξοδεύει περισσότερο χρόνο μιλώντας
τους. Τον συμπαθούν και τον ακούνε. Τα μιμίδια που διαδίδει μπορεί να περιλαμβάνουν τις
ιστορίες που λέει, τη μουσική που συμπαθεί, τα ρούχα που φορά, και τις μόδες που ακολουθεί.
Μπορεί να είναι οι επιστημονικές ιδέες που συζητά, οι οικονομικές θεωρίες που αναπτύσσει, και
οι πολιτικές ιδέες του. Το σημαντικότερο είναι ότι θα συμπεριλαμβάνονται επίσης όλα εκείνα τα
μιμίδια που τον κάνουν αυτό που είναι- τα μιμίδια για ένα πετυχημένο πάρτι, για την αποστολή
ευχητήριων καρτών, για τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων που έχουν ανάγκη, και για το
κέρασμα ποτών. Ψυχολογικά πειράματα επιβεβαιώνουν ότι οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να
επηρεαστούν και να πειστούν από εκείνους που συμπαθούν (Cialdini 1994, Eagly και Chaiken
1984). Έτσι οι φίλοι του θα μιμηθούν τη δημοφιλή συμπεριφορά του και ο αλτρουισμός του θα
διαδοθεί. Και όσους περισσότερους φίλους έχει, τόσοι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν
ενδεχομένως να πάρουν τους δημοφιλείς του τρόπους. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον
Kevin πηγή μιμιδίων (meme-fountain) (Dennett 1998).

Εν τω μεταξύ, ο Gavin έχει λίγους φίλους. Δράττει λίγες ευκαιρίες για αυτούς που έχει, ενώ
σπάνια παίρνει την ευκαιρία για μια συζήτηση με ένα ποτό ή να περάσει τη μέρα του με έναν
γείτονα. Τα μιμίδιά του έχουν λίγες πιθανότητες να αναπαραχθούν επειδή οι λίγοι άνθρωποι που
θα μπορούσαν ενδεχομένως να τον μιμηθούν σπάνια το κάνουν. Οτιδήποτε σκέφτεται από την
κατάσταση του έθνους μέχρι τον καλύτερο τρόπο να γίνει μια μηλόπιτα, οι ιδέες του είναι
απίθανο να φτάσουν μακριά επειδή οι άνθρωποι δεν τον ακούνε, και ακόμα και τότε δεν
υιοθετούν τις ιδέες του, επειδή δεν τον συμπαθούν. Μπορούμε να ονομάσουμε τον Gavin
καταβόθρα μιμιδίων (meme-sink).

Αυτή η διαφορά αποτελεί τη βάση μιας μιμητικής θεωρίας του αλτρουισμού. Το ουσιαστικό
σημείο από μιμητική άποψη είναι το εξής- αν οι άνθρωποι είναι αλτρουιστές γίνονται
δημοφιλείς, επειδή είναι δημοφιλείς αντιγράφονται, και επειδή αντιγράφονται τα μιμίδιά τους
διαδίδονται ευρύτερα από εκείνα των όχι- τόσο αλτρουιστών, συμπεριλαμβάνοντας τα ίδια τα
αλτρουιστικά μιμίδια. Αυτό το γεγονός παρέχει έναν μηχανισμό για τη διάδοση της
αλτρουιστικής συμπεριφοράς.

Σημειώστε ότι δεν είμαι η πρώτη που μεταχειρίζομαι τις αλτρουιστικές πράξεις ως μιμίδια.
Όπως θα δούμε, υπάρχει ένας αρκετά διαφορετικός μηχανισμός (Allison 1992), και μια
διαφορετική θεώρηση απαιτεί τους εγωιστικούς και αλτρουιστικούς διαλόγους ως εξελισσόμενα
μιμίδια (du Preez 1992), χωρίς ωστόσο να εξηγείται ακριβώς γιατί η αυταπάρνηση μπορεί να
διαδοθεί παρά το κόστος της. Υπάρχουν πολλοί αλτρουιστικοί τρόποι και τους έχω
συγκεντρώσει εδώ, αλλά όλοι περιλαμβάνουν τη γενναιοδωρία, ευγένεια, φροντίδα, και ούτω
καθεξής- οτιδήποτε που να καθιστά πιθανότερο ότι οι άλλοι θα θελήσουν να περνάνε το χρόνο
τους με τους αντίστοιχους ανθρώπους και να τους μιμηθούν, και έτσι να πάρουν τα μιμίδιά τους.
Σημειώστε ότι για να υφίσταται αυτό το είδος της μιμητικής αυταπάρνησης δύο πράγματα
πρέπει να ισχύουν. Πρώτον, ότι οι άνθρωποι μπορούν να μιμούνται, και δεύτερον, ότι μιμούνται
συχνότερα τους αλτρουιστές. Αν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι αληθινές τότε πρέπει να
αναμένουμε να βρούμε ανθρώπους που να είναι εξυπηρετικοί και αλτρουιστές, χωρίς
απαραιτήτως να ξέρουμε γιατί.

Τώρα πρόκειται να θεωρήσω την προέλευση αυτής της συμπεριφοράς στο εξελικτικό παρελθόν
μας. (Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσω τον αλτρουισμό στο σημερινό κόσμο όπου είναι
ευκολότερο να θεωρηθούν οι συνέπειες και αν μια θεωρία των μιμιδίων χρειάζεται πραγματικά.)
Ξεκινάμε με τον αμοιβαίο αλτρουισμό. Οι άνθρωποι είναι καλοί ο ένας απέναντι στον άλλο για
να πάρουν την καλοσύνη σε αντάλλαγμα, και τα συναισθήματά τους σχεδιάζονται αντίστοιχα-
δηλ., οι άνθρωποι θέλουν να είναι γενναιόδωροι σε εκείνους που μπορούν να το ξεπληρώσουν,
και θέλουν να είναι αρεστοί. Τώρα, προσθέστε την ικανότητα της μίμησης, και τη στρατηγική
της «μίμησης του αλτρουιστή,» και δύο αποτελέσματα προκύπτουν. Πρώτον, οι καλές και
γενναιόδωρες συμπεριφορές θα διαδοθούν με τη μίμηση. Δεύτερον, οι συμπεριφορές που
μοιάζουν καλές και γενναιόδωρες, ή επικρατούν στους καλούς και γενναιόδωρους ανθρώπους,
θα διαδοθούν επίσης με τη μίμηση.
Θεώρησα προηγουμένως το πώς η ανθρώπινη μίμηση δημιουργήθηκε εξαρχής, και είναι
ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι το tit-for-tat εμπεριέχει ένα είδος μίμησης- είναι
ουσιαστικά μια στρατηγική μίμησης. Έτσι ίσως οι πιέσεις επιλογής που ευνοούν τη συνεργατική
συμπεριφορά έπαιξαν επίσης έναν ρόλο στην εξέλιξη της μίμησης καθαυτής. Σε κάθε
περίπτωση, με το πού προέκυψε η μίμηση, οι άνθρωποι μπορούσαν να αντιγράφουν ο ένας τον
άλλον, και οι τρόποι συμπεριφοράς θα μπορούσαν να διαδοθούν μέσω ολόκληρων πληθυσμών.
Μεταξύ αυτών των τρόπων θα συμπεριλαμβάνονταν πράξεις γενναιοδωρίας, όπως το μοίρασμα
τροφής, τα δώρα και η φροντίδα των αρρώστων- οι οποίες όλες θα μπορούσαν να προκύψουν
από υγιείς γενετικές αρχές όπως εκείνες που έχουμε ήδη εξετάσει, μοντέλα συγγενικής επιλογής,
ζευγαρώματος, και αμοιβαίου αλτρουισμού.

Με το πού η μίμηση εμφανίστηκε, αυτή η διαδικασία λειτουργεί μόνο αν οι άνθρωποι είναι


πιθανότερο να αντιγράψουν τους αλτρουιστές. Αυτό έχει νόημα, επειδή αν ζείτε σε μια κοινωνία
που χρησιμοποιεί την αμοιβαία αυταπάρνηση είναι πιθανό να κερδίσετε περισσότερα από τη
συναναστροφή με ανθρώπους που φημίζονται για τη γενναιοδωρία τους. Έτσι οι γενναιόδωροι
άνθρωποι θα έχουν περισσότερη επαφή με τους άλλους και επομένως περισσότερες ευκαιρίες
για τα μιμίδιά τους. Εντούτοις, υπάρχει άλλος ένας λόγος να μιμούμαστε τους αλτρουιστές. Μια
θεμελιώδης αρχή του αμοιβαίου αλτρουισμού λέει ότι οι άνθρωποι είναι πιο γενναιόδωροι με
εκείνους που είναι γενναιόδωροι μαζί τους. Αλλά υπάρχει ένας τρόπος να εξαπατήσουμε το
σύστημα. Αν θέλετε τις ανταμοιβές (από τη γενναιοδωρία άλλων ανθρώπων) χωρίς να
πληρώσετε το τίμημα (όντας αληθινά γενναιόδωρος) θα μπορούσατε να προσπαθήσετε να
μοιάζετε με κάποιον γενναιόδωρο. Με άλλα λόγια, θα ανταμειβόσασταν αν αντιγράφατε τους
ανθρώπους που είναι πραγματικά γενναιόδωροι. Έτσι η στρατηγική «αντιγράφω τον
αλτρουιστή» θα μπορούσε να διαδοθεί. Αυτή η στρατηγική ωφελεί, καταρχάς, τα γονίδια αλλά
επειδή περιλαμβάνει το δεύτερο αναπαραγωγό τα γονίδια δεν μπορούν να την ελέγξουν. Η
«αντιγραφή του αλτρουιστή» ξεκινάει ως πρόθεση για ένα βιολογικό κέρδος, και καταλήγει ως
στρατηγική για τα μιμίδια- συμπεριλαμβανομένων των μιμιδίων για τον ίδιο τον αλτρουισμό. Θα
υπάρχουν πάντα πιέσεις ενάντια στις αλτρουιστικές πράξεις λόγω του σχετικού τιμήματος, αλλά
μόλις η μίμηση γίνεται δυνατή υπάρχει επίσης μιμητική πίεση για την αυταπάρνηση.
Φανταστείτε δυο πρωτόγονους κυνηγούς που βγαίνουν για κυνήγι χωριστά με τόξα και βέλη,
δερμάτινη φαρέτρα, δερμάτινα ρούχα, και που οι δυο επιστρέφουν με κρέας. Ο ένας, ας τον
ονομάσουμε Kev, μοιράζεται το κρέας του γενναιόδωρα με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό
το κάνει επειδή η συγγενική επιλογή και ο αμοιβαίος αλτρουισμός του έχουν δώσει τα γονίδια
για κάποια αλτρουιστική συμπεριφορά. Εν τω μεταξύ ο άλλος, έστω Gav, κρατά το κρέας του
για αυτόν και την οικογένειά του, επειδή τα γονίδιά του τον έχουν καταστήσει κάπως λιγότερο
γενναιόδωρο. Ποια από τις δύο συμπεριφορές είναι πιθανότερο να αντιγραφεί; Του Kev φυσικά.
Βλέπει περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι τον συμπαθούν και τείνουν να τον αντιγράψουν.
Έτσι το στυλ της φαρέτρας του, το είδος ιματισμού του και οι τρόποι του είναι πιθανότερο να
διαδοθούν από ό,τι του Gav- συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Κατά αυτόν τον τρόπο ο Kev είναι το πρόωρο ισοδύναμο μιας πηγής μιμιδίων, διαδίδοντας
μιμίδια λόγω της αλτρουιστικής συμπεριφοράς του.

Σημειώστε ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά πράγματα που συμβαίνουν εδώ. Πρώτον, η
αλτρουιστική συμπεριφορά χρησιμεύει στο να διαδώσει τα αντίγραφα του εαυτού της. Δεύτερον,
διαδίδει αντίγραφα άλλων μιμιδίων από το αλτρουιστικό άτομο. Αυτή η δεύτερη δυνατότητα θα
μπορούσε να παράγει περίεργα αποτελέσματα. Όπως με τη βιολογική εξέλιξη, τα απρόοπτα της
ιστορίας μπορούν να έχουν βαθιές συνέπειες. Έτσι, αν συνέβαινε ότι σε μια συγκεκριμένη
ομάδα προγόνων μας τα γενναιόδωρα μέλη της είχαν κατασκευάσει κάποια ιδιαίτερα περίτεχνα
βέλη με μπλε φτερά, τότε τα βέλη με μπλε φτερά θα διαδίδονταν ευρύτερα από βέλη με καφέ
φτερά, και ούτω καθεξής. Οποιοδήποτε είδος μιμιδίων μπορεί να οδηγηθεί στην αύξησή του από
τον αλτρουισμό των φορέων του.

Υπάρχουν επίσης πιο περίπλοκοι τρόποι με τους οποίους ο αλτρουισμός θα μπορούσε να


διαδοθεί μιμιδιακά. Ο κοινωνιολόγος Paul Allison (1992) έχει προτείνει διάφορους
«ευεργετικούς κανόνες» που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση των αλτρουιστικών
μιμιδίων. Όλοι περιλαμβάνουν τη γενική μορφή του «Να είστε καλός με όσους έχουν μια
υψηλότερη από το μέσο όρο πιθανότητα να είναι φορείς αυτού του κανόνα.» Αυτή η αρχή δεν
εξαρτάται από τη στρατηγική «αντιγράφω τον αλτρουιστή» αλλά «αντιγράφω τον επιτυχημένο.»
Όπως ο Allison εξηγεί, υποθέστε ότι ο Α ακολουθεί έναν από αυτούς τους κανόνες και βοηθά
τον Β. Ο Β μπορεί τώρα να είναι πιο πετυχημένος λόγω της βοήθειας που έχει πάρει. Είναι
επομένως πιθανότερο να ληφθεί ως πρότυπο και επομένως να περάσει τον κανόνα που έκανε τον
Α να τον βοηθήσει αρχικά. Κατά αυτόν τον τρόπο ο κανόνας διαδίδεται.

Αυτή η διαδικασία λειτουργεί μόνο αν ο Β πραγματικά υιοθετήσει τον ευεργετικό κανόνα και
όχι μόνο την καλοσύνη και να φύγει. Για αυτό ο γενικός κανόνας λέει να είναι κάποιος καλός σε
εκείνους που είναι πιθανό να διαδώσουν τον κανόνα. Άραγε ποιος είναι αυτός; Μερικές εκδοχές
του είναι: «Να είστε καλός με εκείνους που σας μιμούνται,» «Να είστε καλός με τα παιδιά,»
«Να είστε καλός με τους πολιτισμικούς σας προγόνους» ή, γενικότερα, «Να είστε καλός με τους
στενούς πολιτισμικούς συγγενείς σας. Παραδείγματος χάρη, ίσως ακολουθούσατε έναν κανόνα
«Να είστε καλός με τους πολιτισμικούς απογόνους σας.» Αν κάποιοι άνθρωποι έχουν πάρει ήδη
άλλα δικά σας μιμίδια και γενικά σας αντιγράφουν, τότε είναι πιθανότερο να ασπαστούν επίσης
τους ευεργετικούς κανόνες σας. Δεδομένου ότι η καλοσύνη είναι πιθανό να αυξήσει την
πολιτισμική ικανότητά τους μπορούν επίσης να μεταφέρουν αυτήν την καλοσύνη σε άλλους και
έτσι ο κανόνας θα αναπτυχτεί. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να ισχύει για βιολογικούς γονείς
και τα παιδιά τους, οπότε σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολο να διακριθεί από την συγγενική
επιλογή. Γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μη συγγενών, και ο
Allison εξετάζει το παράδειγμα των καθηγητών και των απόφοιτων φοιτητών τους. Οι
καθηγητές που είναι γενναιόδωροι στους φοιτητές τους (στο χρόνο και στην αφοσίωση που τους
διαθέτουν, και ούτω καθεξής) αυξάνουν την πολιτισμική ικανότητα των φοιτητών τους και ως
εκ τούτου τις πιθανότητες ότι όλα τα μιμίδιά τους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του
ευεργετικού κανόνα, θα περάσουν προς ακόμα περισσότερους φοιτητές. Αυτό έχει νόημα,
επειδή ένας στοργικός καθηγητής που εργάζεται σκληρά για την ευημερία των φοιτητών του θα
προσελκύσει περισσότερους φοιτητές- και μάλιστα καλύτερους- που στη συνέχεια είναι πιθανό
να μιμηθούν την ίδια συμπεριφορά.

Σημειώστε ότι είναι ο κανόνας που ωφελείται εδώ, όχι ο καθηγητής. Ίσως λογικά ο καθηγητής
δεν πρέπει να είναι τόσο γενναιόδωρος, αλλά επειδή αυτοί οι κανόνες αναπτύσσονται γρήγορα
και τους έχει επιλέξει, θα είναι γενναιόδωρος. Ο Allison δεν χρησιμοποιεί τον όρο «μιμίδιο»
αλλά οι ευεργετικοί κανόνες του είναι σαφώς μιμίδια, γιατί διευκρινίζει ότι διαδίδονται με τη
μίμηση και τη διδασκαλία. Η ανάλυσή του επιδεικνύει το πώς βλέποντας τα πράγματα από την
άποψη των μιμιδίων (ή από την άποψη του «κανόνα») ερμηνεύονται συμπεριφορές που δεν
μπορούν να εξηγηθούν εύκολα από την άποψη μιας θεωρίας της συνειδητής επιλογής ή του
γενετικού πλεονεκτήματος.

Σημειώστε επίσης ότι το μοντέλο του Allison εξηγεί καλύτερα τις αλτρουιστικές πράξεις που
προσανατολίζονται προς τους πολιτισμικούς συγγενείς και, όπως επισημαίνει, δεν μπορούν να
συμπεριλάβουν τον αλτρουισμό που απευθύνεται σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, ή στους
ανθρώπους συνολικά. Αντίθετα, η μιμητική αυταπάρνηση που βασίζεται στο «αντιγράψτε τον
αλτρουιστή» μπορεί να εξηγήσει ακριβώς αυτό το είδος του γενικευμένου αλτρουισμού.

Μιμίδια εναντίον γονιδίων

Κάθε πράξη του μιμητικά καθοδηγούμενου αλτρουισμού μειώνει ενδεχομένως τη γενετική


ικανότητα εκείνου που την ασκεί. Με άλλα λόγια, η αρρένα του ανθρώπινου αλτρουισμού
μπορεί να ειδωθεί ως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων. Η
συμπεριφορά του Kev θα του δώσει φίλους αλλά μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες επιβίωσής
του, ή την πιθανότητα επιβίωσης των παιδιών του, με τη μείωση του μεριδίου του κρέατος. Τα
γονίδια «ενδιαφέρονται» για τη γενναιοδωρία του μόνο αν αυτή χρησιμεύει μακροπρόθεσμα να
τα διαδώσει, και τον έχουν εξοπλίσει με τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές που
εξυπηρετούν γενικά τα συμφέροντά τους. Αλλά τα μιμίδιά του δεν «ενδιαφέρονται» καθόλου για
τα γονίδιά του. Αν μπορούν να αντιγραφούν θα το κάνουν. Και θα το καταφέρουν, επειδή οι
άνθρωποι αντιγράφουν τους ανθρώπους που συμπαθούν. Κατά συνέπεια μπορούμε να
φανταστούμε μια ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία η μιμητικά καθοδηγούμενη αλτρουιστική
συμπεριφορά θα μπορούσε να διαδοθεί- ακόμα κι αν έβαζε ένα βαρύ φορτίο στα άτομα. Με
άλλα λόγια, μόλις οι άνθρωποι αρχίσουν να αντιγράφουν τους αλτρουιστές, τα γονίδια δεν θα
είναι απαραίτητα σε θέση να τους σταματήσουν.

Θα μπορούσε άραγε ο μιμητικός αλτρουισμός να ξεφύγει τελείως από τον έλεγχο- και να
τεντώσει το σκοινί στο όριό του; Μερικές φορές οι άνθρωποι δίνουν περισσότερα από όσο
μπορούν πραγματικά να αντέξουν. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος είναι ο πιο γενναιόδωρος,
ή ποιος θα δώσει το πιο επιδεικτικό δώρο. Όπως ο Mat Ridley επισημαίνει (1996), τα δώρα
μπορούν να γίνουν παζάρια, δωροδοκίες, και όπλα. Πολύ χαρακτηριστική είναι η τελετουργική
πρακτική του «potlatch.» Ο όρος προέρχεται από τη γλώσσα των Chinook και είναι ευρύτερα
γνωστός από τις αμερικανικές ινδιάνικες ομάδες, αλλά εμφανίζεται επίσης στη Νέα Γουϊνέα και
σε άλλες περιοχές. Το potlatch είναι ένα ιδιαίτερο γεγονός κατά το οποίο οι αντιτιθέμενες
ομάδες προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τους ανταγωνιστές τους δίνοντας, ή πετώντας, ακριβά
δώρα. Μπορούν να ανταλλάξουν μεταξύ τους κανό και δέρματα ζώων, χάντρες και πιάτα
χαλκού, κουβέρτες και φαγητό. Μπορούν ακόμη να κάψουν τα πολυτιμότερα υπάρχοντά τους,
να σκοτώσουν τους σκλάβους τους, και να χύσουν πολύτιμο έλαιο σε μια μεγάλη φωτιά.

Σημειώστε ότι αυτή η σπάταλη παράδοση δεν είναι όπως ο συνηθισμένος αμοιβαίος
αλτρουισμός. Με τις περισσότερες μορφές αμοιβαίου αλτρουισμού, αμφότερα τα συμβαλλόμενα
μέρη ωφελούνται από τη συνεργασία, αλλά σε ένα potlatch όλοι χάνουν (τουλάχιστον με καθαρά
υλικούς όρους). Σημειώστε επίσης ότι το potlatch εξαρτάται από τη μίμηση. Μια τέτοια
παράδοση θα μπορούσε μόνο να διαδοθεί από ένα άτομο που την αντιγράφει από κάποιο άλλο
έως ότου αυτό γίνει ο κανόνας για ολόκληρη την κοινωνία. Είναι η μίμηση που καθιστά αυτή
την ιδιαίτερη συμπεριφορά πιθανή, και μόλις λάβει χώρα δεν μπορεί να αναιρεθεί. Θα
μπορούσαμε να δούμε τη συμπεριφορά potlatch σαν ένα παράσιτο που μπορεί, ή δεν μπορεί, να
σκοτώσει τον ξενιστή του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αλτρουιστικής μας συμπεριφοράς είναι
συμβιωτική ή ακόμα και ευεργετική.

Άλλη μια φορά μπορούμε να δούμε ότι είναι η ικανότητά μας να μιμούμαστε που καθιστά τους
ανθρώπους τόσο διαφορετικούς από άλλα είδη. Σε άλλα είδη τα δώρα είναι περιορισμένα στο
μοίρασμά τους με τους συγγενείς, σε συγκεκριμένες αμοιβαίες διαπραγματεύσεις, ή σε ειδικές
περιπτώσεις όπως η αρσενική αράχνη που δίνει στη σύντροφό της μια καλά τυλιγμένη μύγα για
να την κρατήσει πολυάσχολη ενώ αυτός ζευγαρώνει. Μεταξύ των ανθρώπινων πολιτισμών, η
ανταλλαγή δώρων είναι κάτι κοινό. Οι επισκέπτες φέρνουν δώρα, οι ιδιαίτερες περιπτώσεις
γιορτάζονται με δώρα, οι γάμοι και τα γενέθλια χαρακτηρίζονται από δώρα. Στη Βρετανία,
περίπου επτά έως οκτώ τοις εκατό της οικονομίας είναι αφιερωμένο στην παραγωγή
αντικειμένων που θα χαριστούν ως δώρα, και στην Ιαπωνία αυτός ο αριθμός μπορεί να είναι
υψηλότερος ακόμα. Ευτυχώς, τα potlatches είναι σπάνια, και για τους περισσότερους από εμάς
το να δίνουμε και να παίρνουμε δώρα είναι ένα ευχάριστο μέρος της ύπαρξής μας.

Ένα τελευταίο βήμα μας δίνει τη συνύπαρξη μιμιδίων- γονιδίων και πάλι. Ήδη έχω υποστηρίξει
ότι οι καλύτεροι μιμητές, ή οι κάτοχοι των καλύτερων μιμιδίων, θα έχουν ένα πλεονέκτημα
επιβίωσης, όπως και οι άνθρωποι που ζευγαρώνουν μαζί τους. Έτσι η στρατηγική «ζευγάρωσε
με τον καλύτερο μιμητή» εξαπλώνεται. Στην πράξη, αυτό σημαίνει το ζευγάρωμα με εκείνους
τους ανθρώπους που έχουν τα πιο μοντέρνα (και όχι μόνο τα πιο χρήσιμα) μιμίδια, και μπορούμε
τώρα να δούμε ότι ο αλτρουισμός είναι ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν ποια μιμίδια
έγιναν δημοφιλή.

Έτσι ο Kev, η πηγή μιμιδίων, όχι μόνο θα κάνει περισσότερους φίλους και θα διαδώσει
περισσότερα μιμίδια, αλλά δεδομένου ότι αυτά τα μιμίδια είναι μοντέρνα θα προσελκύσει επίσης
έναν καλύτερο σύντροφο και θα δώσει τα γονίδια που τον κατέστησαν αλτρουιστικό κατά πρώτο
λόγο. Αυτό σημαίνει ότι στο μέτρο που η αρχική αλτρουιστική συμπεριφορά εξαρτήθηκε από
γενετικές διαφορές, αυτές θα μεταφερθούν σε περισσότερους απόγονους, και η αλτρουιστική
συμπεριφορά θα διαδοθεί γενετικά, καθώς επίσης και μιμητικά. Σημειώστε ότι αυτή η
διαδικασία συνεπάγεται τη μιμητική καθοδήγηση των γονιδίων προς την αυταπάρνηση παρά τα
μιμίδια να καθοδηγούν άλλα μιμίδια, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Με αυτήν την διαδικασία τα
γονίδια για τον ανθρώπινο αλτρουισμό θα μπορούσαν να έχουν καθοδηγηθεί μιμητικά
καθιστώντας μας γενετικά πιο αλτρουιστές από ό,τι ειδάλλως θα ήμασταν.

Σημειώστε επίσης ότι αυτή η δυνατότητα προκύπτει επειδή δύο στρατηγικές συμπίπτουν-
«μιμηθείτε τον αλτρουιστή» και (επειδή τα μιμίδια του αλτρουισμού λαμβάνονται ως πρότυπο
και γίνονται δημοφιλή) «ζευγαρώστε με τον αλτρουιστή.» Δεν ισχύει το ίδιο για τους
ευεργετικούς κανόνες του Allison επειδή αυτοί εξαρτώνται από τη στρατηγική «ζευγαρώστε με
τον επιτυχημένο,» που είναι άμεσα προς όφελος των γονιδίων, και είναι εν πάση περιπτώσει
διαδεδομένη. Με άλλα λόγια, για τους κανόνες του Allison η έκβαση θα είναι παρόμοια είτε αν
εμπλέκονταν μόνο τα γονίδια, ή επιπλέον και τα μιμίδια.
Πρότεινα ότι το «μιμηθείτε τον αλτρουιστή» έχει δύο συνέπειες: τη διάδοση των αλτρουιστικών
μιμιδίων και τη διάδοση άλλων μιμιδίων που συνδέονται με τους αλτρουιστές. Το ίδιο πράγμα
ισχύει για τη μιμητική καθοδήγηση των γονιδίων. Έτσι, όχι μόνο τα γονίδια για τον αλτρουισμό
μπορούν να επωφεληθούν, αλλά, εξαιτίας των απροόπτων της ιστορίας, άλλα γονίδια μπορεί να
επηρεαστούν. Παραδείγματος χάρη, ας υποθέσουμε ότι υπήρξαν κάποιες γενετικές συνιστώσες
για τον Kev στην επιλογή των μπλε φτερών (διαφορές στην αντίληψη των χρωμάτων, π.χ.). Τα
βέλη με μπλε φτερά έγιναν δημοφιλή επειδή πρωτοεμφανίστηκαν στον Kev, και ο Kev ήταν
γενναιόδωρο πρόσωπο. Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο αντιγράφουν τα φτερά, αλλά ζευγαρώνουν
κατά προτίμηση με τους ανθρώπους που έχουν τα δημοφιλή με μπλε φτερά βέλη. Κατά
συνέπεια, τα γονίδια για την προτίμηση των μπλε φτερών μπορούν τώρα να έχουν ένα
πλεονέκτημα, και, αν η μόδα διατηρηθεί για αρκετές γενεές, οι συχνότητες των γονιδίων μπορεί
να αρχίσουν να αλλάζουν. Σημειώστε ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει τίποτα εγγενώς καλύτερο
από τα βέλη με μπλε φτερά. Ολόκληρη η διαδικασία ξεκίνησε απλά επειδή ήταν αλτρουιστικό
το πρόσωπο που ξεκίνησε τη μόδα.

Δεν έχω καμία ιδέα αν μιμητική καθοδήγηση αυτού του είδους έλαβε ποτέ χώρα στην
πραγματικότητα ή όχι. Υπάρχουν κάποια παρατηρησιακά στοιχεία ότι τα ανθρώπινα βρέφη
παρουσιάζουν μια τάση να μοιραστούν πράγματα (καθώς επίσης και για να είναι εγωιστικά
φυσικά) σε μια νέα ηλικία, ενώ τα νήπια άλλων ειδών πρωτευόντων δεν έχουν αυτήν την τάση,
υποδεικνύοντας έτσι ότι υπάρχει μια έμφυτη βάση. Βεβαίως, οι άνθρωποι έχουν μια πολύ
συνεργατικότερη κοινωνία από οποιαδήποτε άλλα είδη, πέρα από τα κοινωνικά έντομα όπως τα
μυρμήγκια και οι μέλισσες που λειτουργούν με βάση τη συγγενική επιλογή. Αυτή η θεωρία του
μιμητικού αλτρουισμού θα μπορούσε να παράσχει την εξήγηση. Θα μπορούσε επίσης να
βοηθήσει στην εξήγηση γιατί η σχέση μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων είναι τόσο
προφανώς επιτυχής, ακόμα κι αν αυτοί οι δυο αναπαραγωγοί βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ
τους. Ίσως τα μιμίδια είναι περισσότερο συμβιωτές παρά παρασιτικά ακριβώς επειδή
ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να συνεργαστούν ο ένας με τον άλλον.

Αν υπήρχαν πολλά άλλα είδη με μιμίδια, οι συγκρίσεις θα ήταν εύκολες αλλά δεν υπάρχουν.
Πολλά πουλιά μιμούνται τα μεταξύ τους τραγούδια και ίσως έτσι θα έπρεπε να αναμένουμε αυτά
τα πουλιά να δείξουν μεγαλύτερο αλτρουισμό μεταξύ τους παρά με άλλους στενά συνδεόμενους
μη-μιμητές. Τα δελφίνια είναι μεταξύ των πολύ λίγων άλλων ειδών ικανών για μίμηση, και είναι
φημισμένα για ιστορίες ηρωικών διασώσεων. Έχουν αναφερθεί να σώζουν κάποιον που πνίγεται
τραβώντας τον πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ακόμα και να τον σπρώχνουν στη
στεριά- ένα πολύ παράξενο πράγμα για οποιοδήποτε άλλο είδος. Αλλά αυτό είναι μόνο μια
φήμη. Θα χρειαζόταν πολλή έρευνα για να διαπιστωθεί αν αυτή η ιδέα ισχύει ή όχι. Άλλη έρευνα
για να ανακαλυφθεί αν η μιμητική καθοδήγηση του αλτρουισμού έχει ποτέ λάβει χώρα θα ήταν
δύσκολη, όπως είναι κάθε έρευνα για τη συμπεριφορά στο απόμακρο παρελθόν μας.

Οι προοπτικές για έρευνα είναι πολύ φωτεινότερες όταν αφορούν τους σύγχρονους ανθρώπους
και τη συμπεριφορά τους, και θέλω επομένως να αφήσω τις εικασίες για τους Kev και Gav και
να επιστρέψω στα σύγχρονα αντίστοιχά τους. Θα δούμε ότι το να είναι κάποιος καλός,
γενναιόδωρος, και φιλικός παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη διάδοση των μιμιδίων στην
πολύπλοκη σημερινή κοινωνία.

Το 12ο κεφάλαιο από το βιβλίο της Susan Blackmore, «The Meme Machine»
Σχετικά με το βιβλίο, το άρθρο της Βικιπαίδειας
[https://en.wikipedia.org/wiki/The_Meme_Machine]

You might also like