Professional Documents
Culture Documents
Τεκμήρια
Αθήνα
Δεκέμβριος 2007
Με αφορμή την προσαρμογή του ελληνικού δικαίου στην οδηγία 2004/18/ΕΚ
παρουσίαση και ανάλυση του περιεχομένου της οδηγίας και κατ’ επέκταση του πδ
60/2007 (Α Μέρος). Αυτή ίσως είναι και η πρώτη μας σημαντική παρατήρηση σε
σχέση με την προσαρμογή του εθνικού δικαίου στο κοινοτικό: ότι δηλαδή πλέον
οδηγία πλήρως με αναφορά στα άρθρα του στα επί μέρους άρθρα της οδηγίας. Στο
Στο παρόν δόθηκε έμφαση στη νομολογία, ενώ η βιβλιογραφία δίδεται ενδεικτικά
στο τέλος για επιβοήθηση του θεωρητικού. Περιορισμένη είναι η αναφορά στο πδ
59/2007 που αφορά στους εξαιρούμενους τομείς. Ελπίδα και φιλοδοξία μας είναι
2
σύντομα να προχωρήσουμε σε μια σε βάθος παρουσίαση του συνόλου της
συγκεκριμένης ύλης λαμβάνοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις που θα μας γίνουν
στις βιβλιογραφικές αναφορές όσο και στην οργανωτική πλευρά της προσπάθειας.
Δεκέμβριος 2007
3
4
Πίνακας Περιεχομένων
Το ΠΔ 60/2007 ................................................................................................................1
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας
2004/18/ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων
συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών" ...........................................1
Παρουσίαση και Κείμενα............................................................................................1
Πίνακας Περιεχομένων ..........................................................................................................5
Α. Μέρος................................................................................................................................8
Εισαγωγικό σημείωμα ............................................................................................................9
Η πράξη προσαρμογής της εθνικής έννομης τάξης στην οδηγία 2004/18/EK του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.........................................................................................9
Η πράξη προσαρμογής της εθνικής έννομης τάξης στην οδηγία 2004/17/EK του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.......................................................................................10
Οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση των νέων οδηγιών.......................................................10
Η σημασία των ερμηνευτικών προσεγγίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ............................12
Η σημασία της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) .............12
Οι δημόσιες συμβάσεις στον καιρό της παγκοσμιοποίησης...................................................13
Α. To ευρωπαϊκό οικονομικό δίκαιο και το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων......................14
Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ..........15
Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ....................................................................16
Οι ειδικότεροι τομείς του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων ...............................................17
1. Το δίκαιο της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων – buying green .....................17
2. Οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων.................................................................20
4. Οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων και οι Συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου
τομέα (ΣΔΙΤ)........................................................................................................................21
5. Η αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων .............21
6. Τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών στις δημόσιες συμβάσεις ..............................22
SIMAP .................................................................................................................................22
Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση...............................................................................................22
Ανταλλαγή πληροφοριών .....................................................................................................23
Ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί ..............................................................................................23
7. Το Κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις................................................................24
8. Το κοινοτικό δίκαιο της καταπολέμησης της διαφθοράς και της απάτης ...........................25
Β. Η νομική βάση της οδηγίας 2004/18 – .............................................................................27
Οι επιδιωκόμενου σκοποί και οι αρχές που διέπουν την οδηγία 2004/18/EK .......................27
Οι αρχές που διέπουν την οδηγία 2004/18/EK ......................................................................28
1. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των διακρίσεων...................................29
2. Η αρχή της διαφάνειας......................................................................................................31
3. Η αρχή της αναλογικότητας..............................................................................................33
4. Η αρχή της υποχρεωτικής αιτιολόγησης των βλαπτικών πράξεων.....................................34
5. Η αρχή της περιοριστικής ερμηνείας των παρεκκλίσεων...................................................34
6. Η αρχή τη αμοιβαίας αναγνώρισης............................................................................35
Γ. Η προσαρμογή των κρατών μελών στο κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ........36
Η εξέλιξη των πράξεων προσαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη.......................................37
1. Πράξεις προσαρμογής στην Οδηγία 93/37/EK..................................................................38
5
2. Πράξεις προσαρμογής στην Οδηγία 93/36/ΕΚ..................................................................39
3. Πράξεις προσαρμογής στην Οδηγία 92/50/EK..................................................................40
4. Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων
όπως ισχύει σήμερα (οδηγία 2004/18) ..................................................................................40
Δ. Οι βασικές καινοτομίες της Oδηγίας 2004/18...................................................................41
1. Η αποσπασματική ρύθμιση των προγενέστερων οδηγιών και η δομή των διατάξεων της
ενιαίας οδηγίας 2004/18 .......................................................................................................41
2. Η καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας.............................................................42
3. Ηλεκτρονικά και παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη βάση ......................................................43
4. Ο ανταγωνιστικός διάλογος ..............................................................................................43
Ε. Η σημασία του προσδιορισμού της έννοιας της αναθέτουσας αρχής.................................44
1. Η έννοια της αναθέτουσας αρχής στις διατάξεις των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις 44
2. Η έννοια της αναθέτουσας αρχής στη νομολογία του ΔΕΚ ...............................................46
3. Η έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου στη νομολογία του ΔΕΚ...............................48
4. Δημόσιες και διοικητικές συμβάσεις.................................................................................50
ΣΤ. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας...................................................................................53
1. Το αντικείμενο της οδηγίας ..............................................................................................53
2. Τα κατώτατα όρια εφαρμογής της.....................................................................................54
3. Συμβάσεις που εξαιρούνται ή ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα ...................................55
Ζ. Η ρύθμιση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ για τις διαδικασίες ανάθεσης...................................55
ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ .......................................56
Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων .....................................................................................56
Κανόνες δημοσιότητας και διαφάνειας .................................................................................57
4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ......................................58
Η ανοικτή διαδικασία ...........................................................................................................58
Η κλειστή διαδικασία ...........................................................................................................58
Η διαδικασία διαπραγμάτευσης ............................................................................................58
5. ΟΙ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ.................................................60
Η. Προς ένα ενιαίο κοινοτικό δίκαιο της ανάθεσης και της εκτέλεσης των δημοσίων
συμβάσεων...........................................................................................................................61
1. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και ο ελεύθερος ανταγωνισμός και οι διατάξεις για
τις δημόσιες συμβάσεις ........................................................................................................61
2. Η διαπραγματευτική υπεροχή του κράτους στις συναλλακτικές του δραστηριότητες ........62
3. Το κοινοτικό δίκαιο των συμβάσεων προς την εγκαθίδρυση μιας ενιαίας αγοράς .............62
4. Η πρόσφατη κοινοτική προσπάθεια για θέσπιση κοινών ουσιαστικών κανόνων για το
δίκαιο των συμβάσεων .........................................................................................................63
Θ. Η αποτελεσματική δικαστική προστασία και το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ..........66
1. Ένα κοινοτικό ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ένα πλήρες σύστημα
δικαστικής προστασίας.........................................................................................................66
2. Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των
νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων εφαρμογής των διαδικασιών
προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων προμηθειών, έργων και
υπηρεσιών ............................................................................................................................67
3. Η δικαστική προστασία για τους εξαιρούμενους τομείς ....................................................71
4. Το ελληνικό δίκαιο προσαρμογής .....................................................................................71
5. Η αρχή της αποτελεσματικότητας.....................................................................................72
6. Η πρόταση της Επιτροπής του 2006..................................................................................74
Ι. Οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων και οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού
Τομέα (ΣΔΙΤ).......................................................................................................................76
1. Η έννοια της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων ...................................................77
2. Οι ΣΔΙΤ............................................................................................................................80
6
3. Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας.................................................................................80
4. Οι πηγές του κοινοτικού δικαίου των συμβάσεων παραχώρησης και των ΣΔΙΤ ................82
5. Η ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής.......................................................................82
6. Το Πράσινο Βιβλίο για τις ΣΔΙΤ.......................................................................................83
7. Η νομολογία του ΔΕΚ για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων.........................83
8. Η ρύθμιση της οδηγίας 2004/17 για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων...........85
9. Το εθνικό δίκαιο προσαρμογής: ο Ν. 3389/05...................................................................85
10. Η δικαστική προστασία για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων .....................90
ΙΑ. Οι συμβάσεις που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2004/18 ..........................................93
1. Υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες της Συνθήκης ...............................................94
2. Υποχρέωση εφαρμογής του εθνικού δικαίου εφόσον η σύμβαση δεν παρουσιάζει
ενδιαφέρον για την εσωτερική αγορά ...................................................................................95
3. Κανόνες που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που μία σύμβαση παρουσιάζει ενδιαφέρον
για την εσωτερική αγορά......................................................................................................96
Υποχρέωση τήρησης κανόνων δημοσιότητας ...................................................................96
Μέσα δημοσιότητας .........................................................................................................96
Περιεχόμενο της δημοσιοποίησης.....................................................................................97
Διαδικασία ανάθεσης........................................................................................................97
Δικαστική προστασία- προσφυγές ....................................................................................97
Ενδεικτική Βιβλιογραφία......................................................................................................99
Ελληνική ..............................................................................................................................99
Ελληνική Ηλεκτρονική βιβλιογραφία .................................................................................111
Ξένη...................................................................................................................................112
Ηλεκτρονικές Παραπομπές.................................................................................................116
Β. Μέρος............................................................................................................................117
ΠΔ 60/2007 ........................................................................................................................118
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ "περί
συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και
υπηρεσιών", όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία
2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005
(ΦΕΚ Α 64 16.3.2007)........................................................................................................118
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΘΡΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ...................................................119
ΠΔ 60/2007........................................................................................................................125
7
Α. Μέρος
8
Εισαγωγικό σημείωμα
Οι τέσσερις ευρωπαϊκές οδηγίες για τις διαδικασίες σύναψης των δημόσιων συμβάσεων, που
εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα, αντικαταστάθηκαν από δύο νέες οδηγίες, οι οποίες τέθηκαν σε
ισχύ τον Απρίλιο του 2004 (και θα έπρεπε να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη
μέλη το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου 2006). Η ενσωμάτωση των οδηγιών αυτών εν τέλει
έλαβε χώρα στα μέσα του 2007 από την εθνική έννομη τάξη.
Α. Οδηγία 2004/18/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης
Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων,
προμηθειών και υπηρεσιών από τις οδηγίες αυτές αφορά τις δημόσιες συμβάσεις έργων,
προμηθειών και υπηρεσιών
και
Β. Οδηγία 2004/17/EK1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης
Μαρτίου 2004 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του
ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών.
Η πράξη προσαρμογής της εθνικής έννομης τάξης στην οδηγία 2004/18/EK του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
Για την ερμηνεία του διατάγματος αυτού, το οποίο παρατίθεται στο β’ μέρος του παρόντος,
έχει ήδη εκδοθεί μία σειρά εγκυκλίων2.
1
Ήδη αναφορά για τις οδηγίες αυτές στη νομολογία του ΔΕΚ στις Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου
2007, C-507/2003, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-241/06, Lämmerzahl
GmbH, της 18ης Ιουλίου 2007, C-399/05 Επιτροπή κατά Ελλάδος, της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-
220/2005, Jean Auroux κλπ., της 11ης Μαΐου 2006, C-340/2004, Carboterno SpA, της 9ης
Φεβρουαρίου 2006, C-226 και C-228/2004.
9
Η πράξη προσαρμογής της εθνικής έννομης τάξης στην οδηγία 2004/17/EK του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
Την ίδια περίοδο η ελληνική έννομη τάξη ενσωμάτωσε και την οδηγία 2004/17/ΕΚ με το πδ
59/2007 (ΦΕΚ Α΄ 63/16.03.2007) Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της
Οδηγίας 2004/17/ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς
του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών", όπως
τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε.
Ήδη από το 2000 κατατέθηκαν δύο προτάσεις3 για αμοιβαία τροποποίηση των προϊσχυουσών
οδηγιών με αναλυτική αιτιολογία. Μετά από εκτενείς διαβουλεύσεις η ολοκλήρωση των
διαδικασιών ευοδώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα.
Οι προτάσεις συνοδεύθηκαν από αναλυτική αιτιολογική έκθεση όπου παρατίθενται οι λόγοι
οι οποίοι καθιστούσαν αναγκαία την τροποποίηση των οδηγιών αυτών ιδίως δε την
ενοποίηση των οδηγιών 93/36, 93/37 και 92/50 σε μία ενιαία οδηγία. Οι λόγοι συνοψίζονται
αφενός στην ανάγκη απλούστευσης και αφετέρου στην ανάγκη τροποποίησης του νομικού
πλαισίου.
«Η ανάδυση της κοινωνίας των πληροφοριών, η σταδιακή αποδέσμευση του κράτους από
ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες καθώς και η αυξανόμενη δημοσιονομική αυστηρότητα
οδηγούν την Επιτροπή να προτείνει τροποποιήσεις του υφιστάμενου νομικού πλαισίου. Οι
τροποποιήσεις αυτές επιδιώκουν τον τριπλό στόχο του εκσυγχρονισμού, της απλούστευσης
και της ευελιξίας· εκσυγχρονισμός για να ληφθούν υπόψη οι νέες τεχνολογίες και οι
μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος, απλούστευση των κανόνων που μερικές φορές
είναι υπερβολικά αναλυτικοί και πολύπλοκοι και ευελιξία για να δοθεί απάντηση στις
κατηγορίες περί υπερβολικής ακαμψίας των διαδικασιών, που δεν ανταποκρίνονται στις
ανάγκες των αγοραστών του δημοσίου».
Η Επιτροπή έκρινε ότι επτά ήταν τα θέματα που απαιτούσαν σοβαρές παρεμβάσεις:
2
Αναφέρονται εδώ ως χαρακτηριστικά παραδείγματα η Εγκύκλιος 13 ΥΠΕΧΩΔΕ/Αριθ. Πρωτ.
Δ17α/01/87/ΦΝ 437/6-6-2006 και η Εγκύκλιος Ε.18 ΥΠΕΧΩΔΕ/Αριθ. Πρωτ. Δ17γ/05/106/Φ.8γ/13-7-
2006.
3
α) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ TOY ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ KAI TOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί
συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών και έργων,
Βρυξέλλες, 30.8.2000 COM(2000) 275 τελικό/2
10
1. Η εισαγωγή μηχανισμών ηλεκτρονικών αγορών και ρυθμίσεις για τις συνέπειες των
μηχανισμών αυτών όσον αφορά τη συντόμευση των προθεσμιών της διαδικασίας ανάθεσης
3. Η δυνατότητα που παρέχεται στους αγοραστές του δημοσίου να συνάψουν τις λεγόμενες
συμφωνίες «πλαίσια», των οποίων δεν καθορίζονται όλοι οι όροι και βάσει των οποίων
μπορούν να συναφθούν συμβάσεις χωρίς να εφαρμόζεται για την εκάστοτε σύμβαση το
σύνολο των υποχρεώσεων της οδηγίας
4. Η αποσαφήνιση των διατάξεων όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές χάρη στις οποίες
εξασφαλίζεται η ύπαρξη πραγματικού ανταγωνισμού μέσω της συμμετοχής του μεγαλύτερου
δυνατού αριθμού προσφερόντων και, ιδίως, καινοτόμων επιχειρήσεων
5. Η ενίσχυση των διατάξεων που αφορούν τα κριτήρια ανάθεσης και την επιλογή
Από το προοίμιο της οδηγίας 2004/18 εξάλλου είναι φανερό ότι σκοπός της έκδοσης της
οδηγίας αυτής ήταν η προσαρμογή προς τη νομολογία του ΔΕΚ. Η οδηγία σύμφωνα με την
παρ. 1 του σκεπτικού της βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη νομολογία
σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης, η οποία διασαφηνίζει τις δυνατότητες των αναθετουσών
αρχών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ενδιαφερομένου κοινού, συμπεριλαμβανομένου του
περιβαλλοντικού ή κοινωνικού τομέα, υπό τον όρο ότι τα κριτήρια αυτά συνδέονται με το
αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία επιλογής στην αναθέτουσα
αρχή, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές που αναφέρονται στην παρ. 2
του σκεπτικού.
11
Η σημασία των ερμηνευτικών προσεγγίσεων της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής
4
βλ. και την ιστοσελίδα του http://curia.europa.eu/el/index.htm
12
ερμηνείας και προσδιορίζοντας την τελολογία των κανόνων των δημοσίων
συμβάσεων5. Η νομολογία του ΔΕΚ δεν περιορίσθηκε όμως στην ανάπτυξη του
υφιστάμενου περιεχομένου των οδηγιών αλλά προχώρησε και σε διαπλαστικό έργο
καλύπτοντας τομείς που δε ρυθμίζονταν από τις προγενέστερες οδηγίες μέσω της
ερμηνείας της Συνθήκης και των γενικών αρχών. Ουσιαστικής σημασίας ήταν
εξάλλου ο ρόλος της νομολογίας ως προς την παρεχόμενη δικαστική προστασία κατά
την ερμηνεία των οδηγιών που αναφέρονται στην αποτελεσματική δικαστική
προστασία.
Θα μπορούσε, τέλος, να διαπιστώσει κανείς ότι στην παρούσα φάση το ΔΕΚ
προχωρεί σε εξαιρετικά εκτεταμένη ερμηνεία με κύριο άξονα την επέκταση της
άμεσης εφαρμογής και τον περιορισμό της ευχέρειας διαφοροποίησης των κρατών
μελών κατά την προσαρμογή τους. Επίσης στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί η
νομολογία που αφορά τον εννοιολογικό προσδιορισμό της αναθέτουσας αρχής, ο
οποίος πλέον παρακολουθεί την εξέλιξη του κρατικού φαινομένου και των
μεταμορφώσεών του στη σύγχρονη Ευρώπη. Στο έργο του αυτό το ΔΕΚ ενισχύθηκε
και με τη νομολογία του Πρωτοδικείου, γεγονός που έχει οδηγήσει σε έναν
εντυπωσιακό αριθμό αποφάσεων με αντικείμενο τις δημόσιες συμβάσεις. Το γεγονός
αυτό βέβαια δεν μπορεί παρά να δημιουργεί κάποιους προβληματισμούς ως προς την
ασφάλεια δικαίου που απαιτείται σε ένα τόσο σοβαρό τομέα όπως αυτός των
δημοσίων συμβάσεων.
Συχνά σε διαφοροποίηση με το γράμμα του κοινοτικού δικαίου το ΔΕΚ προωθεί μια
ερμηνεία η οποία οφείλει να τύχει αφομοίωσης από τα κράτη μέλη και τα δικαστήριά
τους και παράλληλα να γίνει γνωστή στους πολίτες της Ένωσης. Τούτο είναι συχνά
ιδιαίτερα δυσχερές καθώς τα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη προσαρμοσθεί με τις
διατάξεις των ίδιων των οδηγιών ή/και των λοιπών κοινοτικών κανόνων ή ακόμη δεν
τους έχουν κατανοήσει σε βάθος. Αποτέλεσμα αυτού είναι συχνά για το ίδιο ζήτημα
να υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις διαφορετικές μεταξύ τους ακόμη και για ζητήματα
μεγάλης σημασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νομολογία του ΣτΕ για
τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ιδίως όσον αφορά στην υπαγωγή αυτού
του συμβατικού τύπου στο καθεστώς αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της
οδηγίας 89/665 παρά την έκδοση της απόφασης Μακεδονικό Μετρό που δεν
επιτρέπει πλέον καμία αμφιβολία σχετικά με το θέμα αυτό.
5 Βλ. και ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Ιουλίου, C-382/05, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας,
ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Telaustria και Telefonadress, ΔΕΚ
Διάταξη της 30ης Μαΐου 2002, C-358/00, Buchhändler-Vereinigung, ΔΕΚ Απόφαση της 10ης
Νοεμβρίου 2005, C-29/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας, ΔΕΚ Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου
2005, C-458/03, Parking Brixen, της 21ης Ιουλίου 2005, C-231/03, Coname κλπ.
13
Α. To ευρωπαϊκό οικονομικό δίκαιο και το δίκαιο των δημοσίων
συμβάσεων
Το οικονομικό κοινοτικό δίκαιο βασίζεται στη γενική ρύθμιση της Συνθήκης και
εξειδικεύεται σε επιμέρους διατάξεις αυτής κατά το ειδικότερο αντικείμενό του. Η
Συνθήκη κατοχυρώνει την ελευθερία εγκατάστασης των προσώπων και την ελεύθερη
παροχή υπηρεσιών χωρίς διακρίσεις στην Κοινότητα και θέτει τις βασικές διατάξεις
της οικονομικής πολιτικής της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον ρητά
κατοχυρώνει την υποχρέωση των κρατών μελών και της κοινότητας να δρα σύμφωνα
με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό που
ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων και σύμφωνα με την υποχρέωση
θέσπισης μιας οικονομικής πολιτικής, που βασίζεται στον στενό συντονισμό των
οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, στην εσωτερική αγορά , καθώς και στον
καθορισμό κοινών στόχων, η οποία ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας
της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.
14
Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το δίκαιο των δημοσίων
συμβάσεων
Βασισμένο στη Συνθήκη και στην ΕΣΔΑ, το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων θα
μπορέσει να αποτελέσει τον κορμό ενός κοινοτικού οικονομικού δικαίου με
κατοχυρωμένα μια σειρά ατομικών δικαιωμάτων και δομημένο με βάση την κοινή
βούληση του συνόλου των εταίρων.
6
Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο
κοινοτικό δίκαιο [Επίσημη Εφημερίδα C 121, 29.04.2000]
15
Ενόψει των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά τη σύναψη των δημοσίων
συμβάσεων υπεισέρχεται ένας ακόμη κρίσιμος παράγων: ο χρήστης – καταναλωτής
των υπηρεσιών που παρέχονται από τα έργα που αποτελούν αντικείμενο
εκμετάλλευσης.
Παρά το γεγονός ότι ο χρήστης δε συμβάλλεται ευθέως στη σύναψη της σύμβασης,
αποτελεί καταλυτικό παράγοντα, στο μέτρο που από αυτόν εξαρτάται η
ανταποδοτικότητα του έργου και η αποπληρωμή του συμβατικού ανταλλάγματος του
αναδόχου. Η διασφάλιση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων συντελεί τόσο στην
διασφάλιση της κοινοτικής νομιμότητας όσο και στην ανταποδοτικότητα του έργου
υποδομής.
Τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζει δια των υποδομών ο χρήστης, πέραν των
όσων απολαμβάνει ως καταναλωτής, είναι κυρίως η ελευθερία και η ισότητα
πρόσβασης στα διευρωπαϊκά δίκτυα.
Εκτός από τις διαδικασίες σύναψης των δημοσίων συμβάσεων το κοινοτικό δίκαιο
μεριμνά και για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στις δημόσιες
συμβάσεις, αλλά και στο δίκαιο των συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων,
υπηρεσιών, οι ΣΔΙΤ κοκ. Επίσης περιλαμβάνει και τους ειδικούς κανόνες που
εφαρμόζονται στις συμβάσεις που δεν υπάγονται στις ειδικές οδηγίες που διέπουν τις
διαδικασίες συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων.
Περαιτέρω αντικείμενό του αποτελεί εξάλλου και το σύνολο των τεχνικών θεμάτων
που άπτονται των διαδικασιών δημοσιότητας και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Η σταδιακή πρόοδος στον τομέα αυτό, όπου δε γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσίων
και ιδιωτικών συμβάσεων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να θεωρείται μέρος
του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και το κοινοτικό δίκαιο των
συμβάσεων εν γένει με τρόπο που να μπορεί κανείς πλέον να κάνει λόγο για ένα
ουσιαστικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.
16
Μέρος του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων θα πρέπει να θεωρείται και
το δίκαιο της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τις οικείες
οδηγίες το οποίο προηγείται πάντα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων.
Μπορεί κανείς συνεπώς να μιλά σήμερα για ένα ενιαίο πλαίσιο ουσιαστικού και
δικονομικού δικαίου δημοσίων συμβάσεων, το οποίο συστηματοποιείται σταδιακά
και διέπει το σύνολο της οικονομικής ζωής.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε τις κυριότερες όψεις του δικαίου των δημοσίων
συμβάσεων.
Ο μελετητής του ευρωπαϊκού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων μέχρι πρόσφατα δεν
θα προσέγγιζε μεθοδολογικά την ανάλυσή του ενοποιώντας το δίκαιο του
περιβάλλοντος και ιδίως το δίκαιο της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων
με το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων αυτό καθ' εαυτό. Πράγματι σε κανένα σημείο
το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις δεν ορίζει ως
προαπαιτούμενο για τη νομιμότητά τους την εκτίμηση των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων (όταν και όποτε αυτή απαιτείται), ούτε και η νομολογία του ΔΕΚ έθεσε
ευθέως μέχρι σήμερα τέτοιου είδους αρχή. Όμως σταδιακά οι νομικές υποχρεώσεις
μεταβάλλονται. Αναφορά συγκεκριμένη για τη σχέση τόσο των πηγών δικαίου όσο
και των διαδικασιών έγινε αρχικά στο Πράσινο Βιβλίο - Οι Δημόσιες Συμβάσεις στην
Ευρωπαϊκή Ένωση της 27/11/1996 (Com (96) 583 τελικό) και τούτο για να γίνει
μνεία σε Σύσταση του ΟΟΣΑ. Ακόμη όμως και αυτό αποτέλεσε μία έμμεση
αναφορά, χωρίς να συνδεθούν ευθέως οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις με
εκείνες που ρυθμίζουν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Σήμερα εκτός από τις αναφορές στο προοίμιο της οδηγίας 2004/18 (παρ. 5 και 33)
υπάρχουν και ρητές διατάξεις. Ειδικότερα η παρ. 5 αναφέρει ότι σύμφωνα με το
άρθρο 6 της Συνθήκης, οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να
εντάσσονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και
δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 αυτής, ιδίως προκειμένου να προωθείται η
αειφόρος ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η οδηγία διευκρινίζει με ποιο τρόπο οι
αναθέτουσες αρχές μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και
στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εγγυάται στις αρχές αυτές
τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν, για τις συμβάσεις τους, την καλύτερη σχέση
ποιότητας/τιμής.
Οι οδηγίες 2004/17/ΕΚ (άρθρο 35) και 2004/18/ΕΚ (άρθρο 23) επιτρέπουν στις
αναθέτουσες αρχές, σε «ενδεδειγμένες περιπτώσεις», δηλαδή σε συμβάσεις η
εκτέλεση των οποίων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το περιβάλλον, να ζητούν
από τους υποψηφίους να αποδείξουν την τεχνική τους ικανότητα να εφαρμόσουν
ορισμένα μέτρα περιβαλλοντικής διαχείρισης για συμβάσεις δημοσίων έργων και
υπηρεσιών.
17
Παράλληλα εφαρμόζεται το γενικό πλαίσιο των οδηγιών για την εκτίμηση των
περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δημοσιεύεται σειρά σχετικών εγγράφων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο έγγραφο της Επιτροπής
«Αγοράστε Οικολογικά - Ένα εγχειρίδιο για τις δημόσιες συμβάσεις και οικολογικά
θέματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 20057».
Ως προς τα οικολογικά σήματα, που βασίζονται σε ανάλυση όλου του κύκλου ζωής
του προϊόντος, οι οδηγίες 2004/17/ΕΚ (άρθρο 35) και 2004/18/ΕΚ (άρθρο 23)
επιτρέπουν ρητά τη χρησιμοποίηση των βασικών προδιαγραφών τους. Τα προϊόντα
και οι υπηρεσίες που φέρουν οικολογικό σήμα θεωρείται ότι πληρούν τις τεχνικές
προδιαγραφές. Ωστόσο δεν επιτρέπεται να τεθούν απαιτήσεις για εταιρίες ώστε να
κατέχουν ή να συμμορφώνονται (πλήρως) με κάποιο οικολογικό σήμα, ενώ θα πρέπει
να δίνονται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
7
Λουξεμβούργο, Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2005- 39σ.-
21Χ 29.7 cm
18
Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ζητήσουν την κατασκευή ενός προϊόντος από ένα
συγκεκριμένο υλικό, τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης (μη διακριτική
μεταχείριση, ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών). Ομοίως, μπορούν
να συμπεριλάβουν απαιτήσεις για τις μεθόδους παραγωγής στις προδιαγραφές για
οικολογικές συμβάσεις (π.χ. ΑΠΕ, τρόφιμα από βιολογική καλλιέργεια).
Για την αξιολόγηση της ποιότητας των προσφορών είναι δυνατή η χρήση
προκαθορισμένων κριτηρίων ανάθεσης, που έχουν δημοσιευθεί εκ των προτέρων.
Βάσει των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων υπάρχουν δύο επιλογές για τις
αναθέτουσες αρχές. Έχουν τη δυνατότητα είτε να συγκρίνουν προσφορές βάσει μόνο
της χαμηλότερης τιμής είτε να επιλέξουν την ανάθεση στην «πλέον συμφέρουσα
οικονομικά» προσφορά. Η δεύτερη αυτή επιλογή υποδηλώνει ότι και άλλα κριτήρια
ανάθεσης θα ληφθούν υπόψη, συμπεριλαμβανομένων και περιβαλλοντικών.
Οπωσδήποτε πάντως θα πρέπει να πληρούνται τέσσερις προϋποθέσεις: α) τα κριτήρια
ανάθεσης πρέπει να συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης· β) τα κριτήρια
ανάθεσης πρέπει να είναι συγκεκριμένα και να ποσοτικοποιούνται αντικειμενικά· γ)
τα κριτήρια ανάθεσης πρέπει να έχουν κοινοποιηθεί προηγουμένως· δ) τα κριτήρια
ανάθεσης πρέπει να σέβονται το κοινοτικό δίκαιο8.
8
Βλ. και ΔΕΚ Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-513/99, Concordia Bus, ΔΕΚ
Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-448/01, Wienstrom.
19
ανακύκλωση συσκευασιών κ.ά.). Πάντως, οι όροι των συμβάσεων δεν πρέπει να
παίζουν ρόλο στον καθορισμό του υποψηφίου που θα αναλάβει τη σύμβαση, γεγονός
που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε υποψήφιος πρέπει, καταρχήν, να μπορεί να
ανταποκριθεί σε αυτούς. Δεν πρέπει να αποτελούν καλυμμένες τεχνικές
προδιαγραφές, κριτήρια επιλογής ή ανάθεσης.
Βασικός σκοπός των οδηγιών αυτών ήταν η απλούστευση και ο εξορθολογισμός των
διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Επίσης, όπως ξεκάθαρα προκύπτει
έχουν περιλάβει κα τις βασικές αρχές της νομολογίας του ΔΕΚ στον τομέα αυτό. Οι
οδηγίες αυτές επιβάλλουν για τις δημόσιες συμβάσεις, των οποίων η αξία υπερβαίνει
τα κοινοτικά κατώτατα όρια, κοινούς κανόνες που αφορούν τη δημοσίευση των
προκηρύξεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
20
κατάλληλο τρόπο στους ενδιαφερόμενους, ώστε να εξασφαλίζεται ο σεβασμός των
αρχών της ισότιμης μεταχείρισης και της διαφάνειας.
Με την Ερμηνευτική Ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 2006 σχετικά με
το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο πέρασμα των συμβάσεων που δεν
υποβάλλονται ή υποβάλλονται μερικώς στις οδηγίες «δημόσιες συμβάσεις» (2006/C
179/02) δόθηκαν οι ερμηνευτικές κατευθύνσεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί από τη
νομολογία του ΔΕΚ9 για τις συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στο εύρος των κοινοτικών
οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις.
Τέλος, στη νέα νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνονται διατάξεις και
σχετικά με ένα ειδικότερο είδος δημοσίων συμβάσεων ήτοι τις συμβάσεις
παραχώρησης και οι ΣΔΙΤ. Και το ζήτημα αυτό θα αναλυθεί κατωτέρω σε ειδική
ενότητα και για το λόγο αυτό χάριν συντομίας στο σημείο αυτό θα αναφερθεί απλώς,
ότι τα βασικότερα κείμενα που έχουν εκδοθεί είναι το Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις
συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων
συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης10, η Ερμηνευτική ανακοίνωση της
Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο 11 και η
Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την
Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών,
της 12ης Μαΐου 2004, με τίτλο «Λευκό Βιβλίο σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής
ωφέλειας »12.
9
Ειδική αναφορά γίνεται στο κείμενο της Επιτροπής στις Αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου
2000, C- 324/98 Telaustria, της 21ης Ιουλίου 2005, C- 231/03 Coname, της 13ης Οκτωβρίου
2005, C-458/03, Parking Brixen, της 3ης Δεκεμβρίου 2003, C-59/00 Bent Mousten
Vestergaard, της 20ης Οκτωβρίου 2005, C- 264/03 Επιτροπή κατά Γαλλίας, της 27ης
Οκτωβρίου 2005, C- 234/03, Contse, της 27ης Οκτωβρίου 2005, C- 525/03, Επιτροπή κατά
Ιταλίας, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C- 470/99, Universale Bau AG, της 23ης Μαρτίου 2006,
C-174/03 Impresa Portuale di Cagliari,, της 2ης Ιουλίου 2002, C-50/00 Union de Pequenos
Agricultores, της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86 Heylens, της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και
48/93, Brasserie du Pecheur, και της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C- 327/00, Santex.
10
COM(2004) 327 τελικό
11
Επίσημη Εφημερίδα C 121, 29.04.2000
12
COM(2004) 374 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].
21
έργων, υπηρεσιών και προμηθειών όσο και συμβάσεων στους εξαιρουμένους τομείς.
Το καθεστώς των οδηγιών αυτών ήδη έχει δώσει αφορμή για εκτενείς συζητήσεις. Θα
πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σύμφωνα με
τη νομολογία του ΔΕΚ για την αποτελεσματική προστασία στις συμβάσεις που δεν
διέπονται από τις οδηγίες για την αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Δεδομένου ότι έως σήμερα, η έλλειψη σαφών κοινοτικών κανόνων έχει αποτελέσει
εμπόδιο στην καθιέρωση της ηλεκτρονικής σύναψης δημόσιων συμβάσεων στην
Ευρώπη, καταβάλλεται προσπάθεια να προωθηθεί μια νέα δέσμη νομοθετικών
μέτρων σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται
συγκεκριμένοι κανόνες για την ηλεκτρονική σύναψή τους. Εκτιμάται ότι οι δημόσιες
συμβάσεις είναι ένας τομέας στον οποίο η χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών
και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) μπορεί να προσφέρει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Οι
παραδοσιακές διαδικασίες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι χρονοβόρες και
πολύπλοκες και απαιτούν πολλούς πόρους. Επομένως, η χρήση της ΤΠΕ στις
δημόσιες συμβάσεις μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και
τη σχέση κόστους/απόδοσης των δημόσιων συμβάσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές
προσδοκάται ότι θα δώσουν ώθηση στη διάδοση των ηλεκτρονικών δημόσιων
συμβάσεων στην Ευρώπη. Ειδικότερα, όπως αναλύεται αμέσως κατωτέρω, ρυθμίσεις
σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών στις
δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνονται τόσο στα κείμενα των οδηγιών όσο και σε
ανεξάρτητα νομοθετήματα.
SIMAP
Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση
Προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης και απλούστευσης των διαδικασιών σύναψης
των δημοσίων συμβάσεων και την ουσιαστική εφαρμογή τους η Κοινότητα έχει
εκδώσει κανόνες για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Έτσι με σκοπό τη βελτίωση
των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών
και των διαδικασιών στήριξης των δημόσιων πολιτικών έχει εκδοθεί η Ανακοίνωση
13
http://simap.eu.int/
22
της Επιτροπής της 26ης Σεπτεμβρίου 2003 προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή
των Περιφερειών - Ο ρόλος της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης («eGovernment») για
το μέλλον της Ευρώπης [COM(2003) 567 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην
Επίσημη Εφημερίδα].
Ανταλλαγή πληροφοριών
Όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών η νέα οδηγία θέτει τα ηλεκτρονικά και τα
παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη βάση.
Στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, η κοινοτική νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική
τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των προκηρύξεων
διαγωνισμών των οποίων η αξία υπερβαίνει ορισμένα κατώτατα όρια. Τα όρια αυτά
ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της σύμβασης. Οι προκηρύξεις δημοσιεύονται14,
δωρεάν για τους αγοραστές στις 20 επίσημες γλώσσες της Ένωσης, στο Συμπλήρωμα
S της ΕΕ.
Με τις ρυθμίσεις της νέας οδηγίας εγκαθιδρύεται μια νέα τεχνική αγοράς, το
επονομαζόμενο δυναμικό σύστημα αγοράς το οποίο βασίζεται αποκλειστικά σε
ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.
Ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί
Σημαντικό βήμα προς την ηλεκτρονική σύναψη των δημοσίων συμβάσεων συνιστά
και η διαδικασία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Οι αναθέτουσες αρχές, έχουν
τη δυνατότητα να προσφεύγουν για τη σύναψη μιας σύμβασης σε ηλεκτρονικούς
πλειστηριασμούς15. Από την οδηγία καθορίζονται οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις
διενέργειάς του.
14
Βάση δεδομένων TED
15
Ειδικά για κάποιες συμβάσεις όπως είναι ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών και έργων, λ.χ.
σχεδιασμός του έργου, επειδή αφορούν παροχές διανοητικής εργασίας τέτοια ευχέρεια δε
δίνεται από την οδηγία.
23
Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αφορά είτε μόνο τις τιμές, εφόσον η σύμβαση
ανατίθεται με βάση την κατώτερη τιμή, είτε τις τιμές ή/και τις αξίες των στοιχείων
των προσφορών, εφόσον η σύμβαση ανατίθεται με βάση την πλέον συμφέρουσα από
οικονομική άποψη προσφορά. Η συγγραφή υποχρεώσεων στις περιπτώσεις αυτές θα
πρέπει άνευ ετέρου να περιλαμβάνει κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες16.
24
υποχρεωτικοί με την υιοθέτηση της αναθεώρησης των ευρωπαϊκών οδηγιών18. Στους
τομείς που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το άνοιγμα του τομέα των δημόσιων
συμβάσεων η Επιτροπή προωθεί την τυποποίηση όχι μόνον σε ευρωπαϊκή, αλλά και
σε παγκόσμια κλίμακα. Απώτερος σκοπός της Επιτροπής είναι ήδη με την κατάρτιση
των τυποποιημένων εντύπων και του Κοινού Λεξιλογίου να βελτιωθεί η ποιότητα των
πληροφοριών για τις δημόσιες συμβάσεις και να καταστεί ευκολότερη η μετάφραση,
η διαβίβαση, η ανάγνωση και η κατανόησή τους. Η ΕΕ εξάλλου ενθαρρύνει τα κράτη
μέλη να χρησιμοποιούν περισσότερο τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών
(ΤΠΕ) στις διαδικασίες σύναψης των δημόσιων συμβάσεων καθώς με τον τρόπο αυτό
συντομεύονται οι προθεσμίες και περιορίζονται τα διοικητικά έξοδα. Απώτερος
στόχος είναι βέβαια η εξασφάλιση της κατά το δυνατό ευρύτερης συμμετοχής των
οικονομικών φορέων στις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων.
Η Συνθήκη χρησιμοποιεί τον όρο «απάτη» που αποδίδει τον όρο fraude, ο οποίος δεν
ταυτίζεται με την απάτη όπως είναι γνωστή στο ελληνικό αστικό ή το ποινικό δίκαιο.
Η απάτη είναι έννοια του κοινοτικού δικαίου που συνδέει την σχέση των
οικονομικών συμφερόντων με τα όργανα της Κοινότητας, όπως τούτη προσδιορίζεται
με το άρθρο 280 ΣυνθΕΚ. Πρέπει να τονισθεί ότι η απάτη και η διαφθορά είναι όροι
συγγενείς αλλά δεν ταυτίζονται. Οι όροι αυτοί διαφοροποιούνται περαιτέρω και από
τη διαφάνεια, η οποία είναι και ως όρος και ως νομική έννοια διακριτή και
διαφορετική.
«…2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των
οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την
καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων…».
Πέραν αυτού όμως στη Συνθήκη έχει πλέον εισαχθεί ένα ευρύτερο πλέγμα
διατάξεων, όπως για παράδειγμα το άρθ. 255 ΣυνθΕΚ καθώς και η 41η Δήλωση της
Συνθήκης του Άμστερνταμ για τη διαφάνεια και την πρόσβαση στα έγγραφα και την
καταπολέμηση της απάτης 19. Σημαντικό μέρος ειδικών διατάξεων αφορά το
καθεστώς των ενισχύσεων.
18
Για τη δημοσίευση των προκηρύξεων βλ. και
http://ted.europa.eu/?&time=http://ted.europa.eu/Exec?Template=TED/homepage.htm&Data
Flow=hRead.dfl&hpt=ALL&StatLang=EL
19
Ν. 2691/1999, Κύρωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες
25
Το προαναφερθέν άρθρο 255 ΣυνθΕΚ κατοχυρώνει την πρόσβαση στα έγγραφα του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για κάθε φυσικό ή
νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει καταστατική έδρα σε ένα κράτος μέλος. Με τον
τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ευχέρεια εντοπισμού της απάτης και της διαφθοράς με
ευκολία. Κατά συνέπεια η διαφάνεια είναι προαπαιτούμενο για την καταπολέμηση
της διαφθοράς, χωρίς ωστόσο να υφίσταται εννοιολογική ταύτιση μεταξύ των
εννοιών, όπως προκύπτει άλλωστε και από τη Δήλωση αρ. 4120.
Από τη νομολογία του ΔΕΚ έχει προκύψει ένα σύστημα αρχών ιδίως σε σχέση με το
ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων. Οι αρχές αυτές κυρίως αναφέρονται στην
άρση της διαφθοράς και της εφαρμογής τους στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.
Τα πορίσματα αυτά της νομολογίας επηρέασαν τον κοινοτικό νομοθέτη κατά τη
θέσπιση των νέων οδηγιών. Τούτο προκύπτει από το ίδιο το προοίμιο της οδηγίας
2004/1821, ενώ στο άρθρο 45 της οδηγίας ένα σύνολο κριτηρίων ποιοτικής επιλογής
τίθενται με σκοπό τη διασφάλιση των αναθετουσών αρχών ως προς την προσωπική
κατάσταση του υποψηφίου με στόχο την αποφυγή της απάτης.
συναφείς πράξεις, καθώς και των σχετικών πρωτοκόλλων και των δηλώσεων που
περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη (ΦΕΚ Α'47 12.3.1999) Η Συνθήκη αυτή τέθηκε σε ισχύ
την 1η Μαΐου 1999 με την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/26/ΑΣ 276/Μ.4770 (ΦΕΚ Α
87).
20
«41. Δήλωση σχετικά με τις διατάξεις για τη διαφάνεια, την πρόσβαση στα έγγραφα και
την καταπολέμηση της απάτης
Η Διάσκεψη θεωρεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν
δρουν στα πλαίσια της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και
Χάλυβα και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,
θα πρέπει να εμπνέονται από τις διατάξεις στον τομέα της διαφάνειας, της πρόσβασης σε
έγγραφα και της καταπολέμησης της απάτης οι οποίες ισχύουν στο πλαίσιο της Συνθήκης
περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
21
«(43) Θα πρέπει να αποφεύγεται η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων σε οικονομικούς φορείς
που έχουν συμμετάσχει σε εγκληματική οργάνωση ή που έχουν κριθεί ένοχοι δωροδοκίας ή
απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οσάκις απαιτείται, οι αναθέτουσες
αρχές θα πρέπει να ζητούν από τους υποψηφίους/τους προσφέροντες τα σχετικά έγγραφα και,
εάν έχουν αμφιβολίες σχετικά με την προσωπική κατάσταση ενός υποψηφίου/προσφέροντος,
μπορούν να ζητούν τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
Οι εν λόγω οικονομικοί φορείς θα πρέπει να αποκλείονται όταν περιέρχεται σε γνώση της
αναθέτουσας αρχής απόφαση σχετική με τα προαναφερθέντα αδικήματα η οποία έχει εκδοθεί
σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και έχει ισχύ δεδικασμένου. Εάν το εθνικό δίκαιο περιέχει
διατάξεις προς τον σκοπό αυτόν, η μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή της
νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων όσον αφορά τις παράνομες συμπράξεις, η οποία έχει
διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με απόφαση έχουσα ισοδύναμα αποτελέσματα, μπορεί
να θεωρείται ως αδίκημα το οποίο θίγει την επαγγελματική ακεραιότητα του οικονομικού
φορέα ή ως σοβαρό παράπτωμα.»
26
Β. Η νομική βάση της οδηγίας 2004/18 –
Οι επιδιωκόμενου σκοποί και οι αρχές που διέπουν
την οδηγία 2004/18/EK
22
Το 2006, οι δημόσιες συμβάσεις ανήλθαν σε περισσότερα από 1.500 δισ. ευρώ, δηλ. στο
16% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕγχΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l22009.htm
Βλ. και Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς: "Λευκή Βίβλος" που υποβάλλει η Επιτροπή
στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Μιλάνο, 28-29 Ιουνίου 1985) COM(85) 310, Ιούνιος 1985, σε
http://europa.eu/documents/comm/white_papers/index_el.htm.
23
http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l22009.htm όπου αναφέρεται ότι: «Προτού
νομοθετήσει η Κοινότητα στον τομέα αυτόν, μόνο το 2% των δημόσιων συμβάσεων που
συνάπτονταν στην Κοινότητα ανετίθετο σε επιχειρήσεις από άλλα κράτη μέλη εκτός εκείνου
που προκήρυσσε το διαγωνισμό»
27
ανταγωνισμού σε ορισμένους βασικούς κλάδους (λόγου χάριν στις τηλεπικοινωνίες)
αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ανταγωνιστικών
στις παγκόσμιες αγορές. Όσον αφορά στις δημόσιες συμβάσεις, το άνοιγμα στον
ανταγωνισμό προϋποθέτει πρωτίστως τη δημιουργία κινήτρων για τις δημόσιες αρχές
και τους φορείς που διαθέτουν ειδικά αποκλειστικά δικαιώματα ώστε να συνάπτουν
συμβάσεις με διαδικασίες διαγωνισμού. Για το σκοπό αυτό η Κοινότητα αποφάσισε
να προχωρήσει σε συντονισμό και την απλούστευση των εθνικών διαδικασιών
σύναψης συμβάσεων. Επιπλέον καταβάλλεται η προσπάθεια να προωθηθεί μία
ευρύτερη συμμετοχή των επιχειρήσεων σε διαγωνισμούς για δημόσιες συμβάσεις.
Συγκεκριμένα μπορούμε στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στην ανάπτυξη μιας
ολόκληρης σειράς εργαλείων προκειμένου να διευκολυνθεί άρα και να αυξηθεί η
συμμετοχή των προμηθευτών. Η πολιτική αυτή βασίζεται στη σκέψη, ότι το
πραγματικό άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά
μόνον εφόσον όλες οι επιχειρήσεις έχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε διαγωνισμούς
για τις συμβάσεις αυτές.
Παρατηρείται ότι η έντονη παρεμβατική τάση της Ένωσης και ο περιορισμός που
εισάγεται στην πραγματικότητα με τις διατάξεις αυτές στην αρχή της ελευθερίας των
συμβάσεων αποτέλεσε επιλογή της Ένωσης καθώς κρίθηκε ότι η πολιτική αυτή ήταν
sine qua non προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότητα πρόσβασης χωρίς διακρίσεις
στις συμβάσεις που συνάπτει το κράτος ως αναθέτων φορέας. Σε σύγκρουση όμως με
τις παραδοχές της Κοινότητας βρίσκεται η σκέψη, ότι το δίκαιο των δημοσίων
συμβάσεων εκκινεί και βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, οι οποίες
αναλύονται κατωτέρω. Χαρακτηριστικότερη από αυτές είναι η αρχή του ελεύθερου
ανταγωνισμού και της ανοικτής οικονομίας, όπως αυτές εξειδικεύονται μέσα από την
αρχή της διαφάνειας, της ισότητας, της ελευθερίας εγκατάστασης, της ελευθερίας
παροχής υπηρεσιών και της αμοιβαίας αναγνώρισης σε όλη την επικράτεια της
Ένωσης. Προκειμένου ωστόσο να υπάρξει πραγματικό έδαφος εφαρμογής των αρχών
αυτών, προϋποτίθεται η ύπαρξη μιας ανοιχτής αγοράς, χωρίς περιορισμούς και
ανεξέλεγκτες αποκλίσεις από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.
Η ανάθεση των συμβάσεων που συνάπτονται στα κράτη μέλη για λογαριασμό του
κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή περιφερειακής διοίκησης και άλλων
οργανισμών δημοσίου δικαίου, υπόκειται στην τήρηση των αρχών της Συνθήκης,
ιδίως στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, στην αρχή της
ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επίσης
σημαντικές είναι και οι αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως η αρχή της ίσης
μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας
αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας 24. Το κοινοτικό
δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων διέπεται από μια σειρά γενικών αρχών που
κατευθύνουν τον ερμηνευτή στην προσέγγιση των οδηγιών και των οικείων
ρυθμίσεων των διατάξεων προσαρμογής. Οι αρχές αυτές αποτελούν ιδίως
νομολογιακές κατασκευές του ΔΕΚ και έχουν τη βάση τους στις γενικές διατάξεις της
Συνθήκης καθώς και στους ευρύτερος σκοπούς της ΕΕ. Είναι κανόνες που
συναντήθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη σε προγενέστερο στάδιο και υιοθετήθηκαν
24
Βλ. ήδη και την παρ. 2 του σκεπτικού της οδηγίας 2004/18 αλλά και το ειδικό άρθρο 2
αυτής με το συγκεκριμένο τίτλο.
28
νομολογιακά. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαπίστωση του συγκερασμού των
συμπερασμάτων της θεωρίας και της νομολογίας των κρατών μελών, η οποία
διαπιστώνεται ακόμη και σε επίπεδο χρήσης συγκεκριμένων όρων. Βασική
παρατήρηση συνιστά το ότι η διατύπωση γενικών αρχών έχει ως στόχο την επίτευξη
του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά και σε κάποιο βαθμό τον περιορισμό του.
Η συστηματική και πάγια διατύπωση αυτών των αρχών από τη νομολογία του ΔΕΚ
αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση κοινών παραδοχών για όλο το εύρος των
δημοσίων συμβάσεων και οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση στην υιοθέτηση μιας
ενιαίας οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις, η οποία απεικονίζει το αδιαίρετο και την
ανάγκη συνολικής αντιμετώπισής τους.
Βασισμένη στην ίδια τη Συνθήκη η αρχή της ίσης μεταχείρισης απαγορεύει όχι μόνον
την πρόδηλη διάκριση λόγω ιθαγένειας αλλά και οποιαδήποτε συγκεκαλυμμένη
μορφή διακρίσεως, η οποία κατ’ εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει
στο ίδιο ή ανάλογο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα η αρχή της ίσης μεταχείρισης
βασίσθηκε στα άρθρα 43 (πρώην 52) και 49 (πρώην 59) της Συνθήκης από τα οποία
το ΔΕΚ συνήγαγε την αρχή ότι «η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, ιδιαίτερη
έκφραση της οποίας αποτελεί η απαγόρευση των διακρίσεων με βάση την ιθαγένεια,
είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή
αυτή, «…ανάλογες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο,
εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους»25.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ η αρχή της ίσης μεταχείρισης παρά το
γεγονός ότι δεν προβλέπεται ευθέως από τις οδηγίες των δημοσίων συμβάσεων,
εντούτοις το καθήκον τήρησής της από τον αναθέτοντα φορέα ανταποκρίνεται στην
ίδια την ουσία τους26.
Σύμφωνα εξάλλου με τη νομολογία του ΔΕΚ, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν
περιορίζεται μόνο στον καθορισμό όρων πρόσβασης σε μια οικονομική
δραστηριότητα που να μην εισάγουν καθ’ εαυτοί διακρίσεις. Επιβάλλεται περαιτέρω
25
ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-21 και C-34/2003, Fabricom SA, σκ. 27, ΔΕΚ
Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-434/2002, Arnold Andre, σκ. 68, ΔΕΚ Απόφαση της
14ης Δεκεμβρίου 2004, C-21-/2003, Swedish Match κλπ., σκ. 70), ΠΕΚ Απόφαση της 17ης
Μαρτίου 2005, T-160/2003, AFCon, σκ.91.
Σχετικά βλ. και τις αποφάσεις του ΔΕΚ της 8/10/1980 C-810/79, Ubertschar, της 14ης Ιουνίου
2007, C-6/05 Medipac-Kαζαντζίδης AE, της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Telaustria και
Telefonadress, της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-458/03, Parking Brixen, της 21ης Ιουλίου 2005,
C-231/03, Coname και της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-234/03 Contse
26
ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-21 και C-34/2003, Fabricom SA, σκ. 26, ΔΕΚ
Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/2001 GAT, σκ. 73, ΔΕΚ απόφαση της 12ης
Δεκεμβρίου 2002, C-470/1999, Universale Bau, σκ. 91, ΔΕΚ Απόφαση 17ης Σεπτεμβρίου
2002, C-513/1999, Concordia Bus Finland, σκ. 81, ΔΕΚ Απόφαση της 25ης Απριλίου 1996,
C-87/1994, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκ. 51, ΔΕΚ Απόφαση της 22ης Ιουνίου 1993, C-
243/1989, Storebaelt, σκ. 33
29
και η λήψη από τις δημόσιες αρχές όλων των μέτρων που είναι σε θέση να
εξασφαλίσουν την άσκηση αυτής της δραστηριότητας27.
Στη συνέχεια το ΔΕΚ με αφορμή τη νομολογία που ανέπτυξε για τις δημόσιες
συμβάσεις διατύπωσε τη θέση ότι: «Η αρχή της ίσης μεταχείρισης της οποίας τα άρθρα
52 και 59 της Συνθήκης συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση, απαγορεύει όχι μόνον την
πρόδηλη διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά και οποιαδήποτε συγκεκαλυμμένη μορφή
διακρίσεως, η οποία κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην
πραγματικότητα στο ίδιο αποτέλεσμα».
«1) Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποβαλλόντων προσφορές, την οποία
προβλέπει η οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον
συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν
παραβιάζεται για τον λόγο και μόνο ότι η αναθέτουσα αρχή επιτρέπει τη συμμετοχή σε
διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών των οργανισμών στους
οποίους η ίδια ή άλλες αναθέτουσες αρχές καταβάλλουν επιδοτήσεις οποιασδήποτε
φύσεως, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στους οργανισμούς αυτούς να υποβάλλουν
προσφορές σε τιμές οι οποίες υπολείπονται σημαντικά των τιμών που προσφέρουν οι
λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία, που δεν λαμβάνουν τέτοιες επιδοτήσεις.
2) Το γεγονός και μόνο ότι η αναθέτουσα αρχή επιτρέπει σε τέτοιους οργανισμούς τη
συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών δεν
συνιστά ούτε συγκαλυμμένη διάκριση ούτε περιορισμό που να αντιβαίνουν στο άρθρο
59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ).».
27
Βλ. σχετικά ΔΕΚ Απόφαση της 26 Φεβρουαρίου 1992, C- 357/89, Raulin.
28
ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-94/99, ARGE Gewässerschutz κατά
Bundesministerium für Land- und Forstwirtschaft.
29
ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-21 και C-34/2003, Fabricom SA, σκ. 29, ΔΕΚ
Απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/1994, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκ. 54.
30
ΔΕΚ Απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/1994, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκ. 70.
31
ΔΕΚ Απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/1994, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκ. 88.
30
Ειδικότερα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των
διαγωνιζομένων στο πλαίσιο ανάθεσης μίας δημόσιας σύμβασης εκφράσθηκε με την
απόφαση του ΔΕΚ της 22.6.1993 C-243/89 Επιτροπή κατά Δανίας. Με την απόφαση
αυτή η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνδέθηκε με τη βάση της τότε ισχύουσας
οδηγίας 71/305/ΕΟΚ. Την αρχή της ίσης μεταχείρισης διατύπωσε, μεταξύ άλλων, το
ΔΕΚ και στην απόφαση της 5/12/1989 Επιτροπή κατά Ιταλίας C-3/88 και έκτοτε
παγίως32. Στο πλαίσιο της αρχής αυτής όπως αναφέραμε και ανωτέρω με εκτενή
αναφορά στη σχετική νομολογία, οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να ελέγχουν αν
όλες οι προσφορές είναι σύμφωνες προς τις προδιαγραφές της συγγραφής
υποχρεώσεων, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενική σύγκριση των προσφορών.
Εξάλλου στο πλαίσιο της ίδιας αρχής οι αναθέτουσες αρχές δεν δικαιούνται να
λαμβάνουν υπόψη τους τροποποίηση αρχικών προσφορών συγκεκριμένων
υποψηφίων σε βάρος των ανταγωνιστών.
Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας ειδική έκφραση αποτελεί το άρθρο 49
ΕΚ, δεν απαγορεύει μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε
μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων
διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα 33.
33
βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac Saint-Frères, σκέψη 9 και
ΔΕΚ Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 8.
34
βλ. σχετικά και ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C- 21 και C-34/2003, Fabricom SA,
σκ.29
35
ΔΕΚ Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-448/2001, Wienstrom, σκ.52.
36
ΔΕΚ Απόφαση της 2ης Ιουνίου 2005, C-394/2002, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκ. 46, ΔΕΚ
Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/1998, Telefonadress, σκ.62
31
Η αρχή της διαφάνειας, που καθίσταται εξαιρετικά σημαντική λόγω της επέκτασης
της διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες, διασφαλίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και
την τήρηση της ίσης μεταχείρισης. Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, η Συνθήκη
περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για την εξάλειψη της απάτης, η διαφάνεια συνιστά
πλέον αρχή αναγόμενη στην ίδια τη Συνθήκη. Η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας που
βαρύνει την αναθέτουσα αρχή συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των
ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό
το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του
αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού37. Συνεπώς εκτός από τη
γνώση των διαγωνιζομένων, η διαφάνεια απαιτεί την αμεροληψία της αναθέτουσας
αρχής. Συνιστά δηλαδή αμφίπλευρη ιδιότητα. Εφαρμόζεται σε όλα τα διαδικαστικά
στάδια38 ακόμη και όταν δεν προβλέπεται ρητά και στις περιπτώσεις ακόμη που δεν
εφαρμόζονται συνολικά οι κοινοτικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως είναι
οι περιπτώσεις των συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών κλπ.
Η νομολογία του ΔΕΚ έχει επισημάνει ότι η αρχή της διαφάνειας αποτελεί την
συνέπεια της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την πρακτική αποτελεσματικότητα της
οποίας επιδιώκει να εξασφαλίσει κατοχυρώνοντας τη δημιουργία συνθηκών
ανταγωνισμού χωρίς στρεβλώσεις. Η υιοθέτηση της αρχής αυτής δεν αναιρεί πάντως
τον διόλου αυτονόητο χαρακτήρα της στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας. Η
αρχή της διαφάνειας δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως αρχή έντονα
περιοριστική της συμβατικής ελευθερίας των κρατών και των αναθετουσών αρχών εν
37
ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Telaustria Verlags GmbH, σκ. 62 πιο
κάτω.
38
Βλ. αντί πολλών ΠΕΚ Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2003, Τ- 183/00, Strabag Benelux
σκ. 39 Βλ. επίσης ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Απριλίου 1996, C- 87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου.
39
Βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1992, C-24/91, Επιτροπή κατά Ισπανίας, όπου
τονίζεται ότι ουσιώδης σκοπός της οδηγίας είναι η καθιέρωση διαφάνειας που να επιτρέπει
την ισότητα συμμετοχής στις συμβάσεις και την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού.
32
γένει. Η νομολογία του ΔΕΚ ως προς το ζήτημα της διαφάνειας στις δημόσιες
συμβάσεις είναι ιδιαίτερα πλούσια40.
Η διαφάνεια αποτελεί ιδιαίτερη όψη των σχέσεων των αναθετουσών αρχών και των
ιδιωτών και δεν διέπει τους κανόνες της οικονομικής ζωής εν γένει. Αποτελεί
συνεπώς αίτημα συνεχόμενο με την οικονομική δράση του κρατικού φαινομένου
όπως αυτή αναπτύσσεται μέσω των αναθετουσών αρχών. Σε σχέση με το δίκαιο των
δημόσιων συμβάσεων η «διαφάνεια» συνιστά προδήλως έκφραση του ελεύθερου
ανταγωνισμού και της σταδιακής μεταστροφής του κράτους σε «συνήθη»
αντισυμβαλλόμενο και συμμέτοχο της οικονομικής ζωής.
Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που
εφαρμόζεται και στις δημόσιες συμβάσεις και διέπει όχι μόνον τη συνολική δράση
αλλά ακόμη και την διακριτική ευχέρεια των αναθετουσών αρχών.
Ιδιαίτερη έκφραση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι η αρχή της
αναλογικότητας, η οποία ομοίως ανάγεται στη Συνθήκη. Σύμφωνα με την αρχή αυτή,
ανάλογες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο εκτός
αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε επιλεγόμενο μέτρο πρέπει να είναι συγχρόνως
αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού41. Η νομολογία
του ΔΕΚ αναγνωρίζει την αρχή της αναλογικότητας παγίως ως μία από τις γενικές
αρχές του κοινοτικού δικαίου η οποία ισχύει και για τις εθνικές αρχές κατά την
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου42.
Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί επομένως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου
που εφαρμόζεται και στις δημόσιες συμβάσεις και διέπει όχι μόνον τη συνολική
δράση αλλά ακόμη και την διακριτική ευχέρεια των αναθετουσών αρχών. Έκφραση
των αρχών αυτών αποτελεί και η υποχρέωση αναγνώρισης των τεχνικών
προδιαγραφών, πιστοποιητικών, τίτλων και εγγράφων, που απαιτούν οι αναθέτουσες
αρχές, για την επιλογή κατάλληλου αναδόχου σύμβασης.
40
ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, C-507/03, ΔΕΚ Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου
2007, C-6/05 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, της 14ης Ιουνίου 2007, C-5/2005, Medipac-
Kαζαντζίδης AE, ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Telaustria και
Telefonadress, ΔΕΚ Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, C-458/03, Parking Brixen, ΔΕΚ
Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, C-231/03, Coname, ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005,
C-21/03 και C-34/03,της 3ης Μαρτίου 2005, ΠΕΚ Απόφαση της 18ης Απριλίου 2007, T-
195/05, Deloitte Business Advisory NV.
41
Βλ. σχετικά και ΠΕΚ Απόφαση της 19 Ιουνίου 1997, Τ-260/94, Air Inter SA.
42
Σχετικά βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, C-265/87, Schroeder, ΔΕΚ Απόφαση
της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92 κλπ
33
Έκφραση των ίδιων αρχών αποτελεί και η υποχρέωση αιτιολόγησης της δυσμενούς ή
απορριπτικής απόφασης που λαμβάνει κάθε αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο
διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων η οποία απορρέει και από τις γενικές
αρχές του διοικητικού δικαίου ορισμένων κρατών μελών.
Επί τη βάσει αυτών των αρχών αναπτύχθηκε και εξειδικεύθηκε η νομολογία κατά
περίπτωση ερμηνεύοντας τις οδηγίες με τρόπο που συνάδει στο σκοπό τους. Θα
μπορούσε δηλαδή να διαπιστώσει κανείς τη σαφή υιοθέτηση της τελολογικής
μεθόδου από το ΔΕΚ κατά τη θέσπιση γενικών αρχών αλλά και στο στάδιο της
ειδικότερης επεξεργασίας των κανόνων των οδηγιών που τίθενται.
Έκφραση των ίδιων αρχών αποτελεί και η υποχρέωση αιτιολόγησης της δυσμενούς ή
απορριπτικής απόφασης που λαμβάνει κάθε αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο
διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων η οποία απορρέει και από τις γενικές
αρχές του διοικητικού δικαίου ορισμένων κρατών μελών. Η υποχρέωση αιτιολογίας
συνδέεται άμεσα με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αφού
αποτελεί το κριτήριο επί τη βάσει του οποίου θα εξεταστεί η ίδια η νομιμότητα της
δυσμενούς απόφασης. Κατά τη στοιχειοθέτηση της απόφασής της η ίδια η
αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να ελέγξει η ίδια τη νομιμότητα της πράξης της
πριν ακόμη την έκδοσή της. Η υποχρέωση αιτιολογίας έχει πολύ σημαντικό ρόλο στο
κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο που καθιερώνεται από την ίδια τη ΣυνθΕΚ και
επιβάλλεται, αντίθετα με τα όσα ισχύουν στο εθνικό δίκαιο των περισσότερων
κρατών μελών, και στον κοινοτικό νομοθέτη.
43
Σχετικά βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 10/3/1987, C-199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, ΔΕΚ
Απόφαση της 18ης Μαΐου 1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας κλπ.
34
θέση ότι οι διατάξεις που εισάγουν παρεκκλίσεις θα πρέπει να θεωρούνται ως
περιοριστικά αναφερόμενες44.
Η αρχή αυτή συνιστά οδηγό για την ερμηνεία των ποικίλων συμβατικών
μορφωμάτων και συνδυασμών που επιτυγχάνει η νομική φαντασία, ιδίως για
συμβάσεις που είναι δυνατό να υπαχθούν την κατηγορία των συμβάσεων
παραχώρησης δημοσίων έργων.
Από το σύνολο των προαναφερομένων προκύπτει ότι στο πλαίσιο της αρχής της
πρακτικής αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου οι νομικές κατασκευές που
κατατείνουν σε μη υπαγωγή στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ή στην
περιορισμένη εφαρμογή τους, ερμηνεύονται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, έστω
και καθ’υπέρβαση της γραμματικής ερμηνείας, όπως έκανε η προαναφερθείσα
απόφαση.
Και η αρχή αυτή αποτελεί καρπό της νομολογίας του ΔΕΚ. Η έννοιά της
αποσαφηνίσθηκε σταδιακά επί τη βάσει της νομολογίας, η οποία αφορά την
κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων και των υπηρεσιών. Σύμφωνα με την
αρχή αυτή ένα κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να δέχεται τα προϊόντα και τις
υπηρεσίες που παρέχονται από οικονομικούς φορείς άλλων χωρών της Κοινότητας,
στο μέτρο που τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες πληρούν εξίσου τους θεμιτούς
στόχους τους οποίους επιδιώκει το κράτος μέλος προορισμού.
Η Ερμηνευτική Ανακοίνωση της Επιτροπής της ΕΕ45 αναπτύσσει τη θέση αυτή επί τη
βάσει της εκτενούς νομολογίας που αναφέρεται σε παραπομπές και καταλήγει ότι η
εφαρμογή της αρχής αυτής στις συμβάσεις παραχώρησης και τις ανάλογες μορφές
συμπράξεων μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα σημαίνει, ειδικότερα, ότι
το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιείται η παροχή υποχρεούται να δεχθεί τις
τεχνικές προδιαγραφές, τους ελέγχους, καθώς επίσης και τους τίτλους, τα
πιστοποιητικά και τα προσόντα που απαιτούνται σε άλλο κράτος μέλος, στο μέτρο
που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με εκείνα τα οποία απαιτούνται από το κράτος
μέλος στο οποίο πραγματοποιείται η παροχή.
44
Σχετικά βλ. και ΔΕΚ Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1993, C-71/92, Επιτροπή κατά
Ισπανίας.
45
Βλ. ανωτέρω, όπου και αναλυτική αναφορά της Ερμηνευτικής Ανακοίνωσης αυτής.
35
Γ. Η προσαρμογή των κρατών μελών στο κοινοτικό δίκαιο των
δημοσίων συμβάσεων
Τα κράτη μέλη έφεραν ιδιαίτερη αντίσταση στην ενσωμάτωση του δικαίου των
δημοσίων συμβάσεων, ήδη από την περίοδο ισχύος της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ, είτε
καθυστερώντας την ενσωμάτωσή της στην οικεία εκάστοτε έννομη τάξη, είτε με την
πλημμελή προσαρμογή σε αυτή. Μετά από μια δέσμη αποφάσεων του ΔΕΚ που
καταδίκαζε κράτη μέλη για τη μη προσαρμογή, το Δικαστήριο προχώρησε στην
ανάπτυξη κανόνων που αφορούν την ορθή προσαρμογή στην οδηγία. Δεδομένης της
εμμονής των κρατών μελών να παραβαίνουν τις σχετικές υποχρεώσεις τους,
πρόσφατα προχώρησε σε περισσότερο εκτεταμένη υιοθέτηση της άμεσης εφαρμογής
των κανόνων της οδηγίας46.
46
Ως προς το ζήτημα της πλημμελούς προσαρμογής το ΔΕΚ υπήρξε σαφές. Με την απόφαση
του ΔΕΚ της 11/8/1995 C-433/93 Eπιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της
Γερμανίας κρίθηκε ότι δεν αρκούν οι διοικητικής φύσεως κανόνες για την μεταφορά μιας
οδηγίας και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταδικάσθηκε διότι παρέβη τις
υποχρεώσεις της από τη Συνθήκη ΕΚ μη θεσπίζοντας εντός των ταχθεισών προθεσμιών τις
νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις (εγκύκλιοι), που ήταν αναγκαίες για τη
συμμόρφωσή της προς τις επιταγές της οδηγίας 88/295/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την
τροποποίηση της οδηγίας 77/62/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως
συμβάσεων κρατικών προμηθειών και την κατάργηση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας
80/767/ΕΟΚ και της οδηγίας 89/440/ΕΟΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ
περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων.
Το ΔΕΚ τόνισε ειδικά ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας μέσω απλής
διοικητικής πρακτικής είναι ανεπαρκής. Με αφορμή τη σχετική δίκη επαναλήφθηκε ότι ο
σκοπός των κοινοτικών οδηγιών είναι η προστασία του υποβάλλοντος προσφορά από την
αυθαιρεσία των αναθετουσών αρχών σύμφωνα και με την απόφαση της 20/9/1988, C-31/87
Beentjes, και δηλώθηκε ότι τέτοια προστασία αποστερείται ο υποβάλλων προσφορά όταν δεν
μπορεί να προβάλλει έναντι της αναθέτουσας αρχής τις παραβάσεις τους ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων και ως εκ τούτου τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν τις
οδηγίες στην εθνική τους νομοθεσία με τρόπο ώστε οι ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά
τους και ενδεχομένως να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (σχετικά και οι
Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα M. Elmer παρ. 6). Με την ίδια απόφαση σημειώθηκε
εξάλλου ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα κατάλληλα μέτρα
προσαρμογής και δεν έκανε δεκτό το επιχείρημα για το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών,
σημειώνοντας ότι μόνον σε ιδιάζουσες περιπτώσεις, ιδίως στην περίπτωση που ένα κράτος
μέλος παρέλειψε να λάβει τα απαιτούμενα εκτελεστικά μέτρα ή θέσπισε μέτρα μη σύμφωνα
με την οδηγία, έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο στους πολίτες το δικαίωμα να επικαλούνται
ενώπιον των δικαστικών αρχών μια οδηγία κατά του παραβαίνοντος τις υποχρεώσεις του
κράτους μέλους.
Την υποχρέωση σαφήνειας κατά τη μεταφορά μιας οδηγίας τονίζει και η ΔΕΚ Απόφαση της
17ης Νοεμβρίου 1993, C-71/92, Επιτροπή Ισπανίας.
Η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις επιφύλασσε όμως και άλλες
εκπλήξεις. Με αφορμή την οδηγία 92/50 κρίθηκε με τη ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου
1998, C-76/97, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούν να επικαλούνται ενώπιον εθνικού
δικαστηρίου τις απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς διατάξεις μιας οδηγίας έναντι
οποιασδήποτε δημοσίας αρχής, που υποχρεούται να εφαρμόσει νομοθετικές, κανονιστικές ή
36
Η Επιτροπή από το 1998 στο έγγραφό της 11/3/1998 Δημόσιες Συμβάσεις στην
Ευρωπαϊκή Ένωση (COM 98, 143) έθεσε ευθέως, τόσο το ζήτημα της υποχρεωτικής
πλήρους ενσωμάτωσης των κανόνων του κοινοτικού δικαίου όσο και την ανάγκη
δημιουργίας ενιαίου πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις 47.
Θα μπορούσε να διαπιστωθεί κατά συνέπεια ότι ένα μεγάλο μέρος των οδηγιών που
αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις έχει κριθεί ότι τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, ενώ
διατηρείται περιορισμένη αμφιβολία για κάποιες διατάξεις. Η τάση της ερμηνείας
τείνει προς την επέκταση της άμεσης εφαρμογής των οδηγιών σε σχέση με το δίκαιο
των δημοσίων συμβάσεων.
Είναι γεγονός ότι από τη μακροχρόνια εφαρμογή των διατάξεων, τον τρόπο με τον
οποίο ερμηνεύονται από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και τις πραγματικές
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στα κράτη
μέλη, προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου ποικίλα ζητήματα, στα οποία το
νομοθετικό έργο της κοινότητας πρέπει να προσαρμοστεί. Ως εκ τούτου ο σχετικός
τομέας του κοινοτικού δικαίου έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως μέχρι να λάβει τη
διοικητικές διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ασύμβατες προς την οδηγία, ακόμη και
όταν αυτή δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους.
Επομένως, ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις διατάξεις
της οδηγίας 92/50 στο μέτρο που αυτές είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς σαφείς,
οσάκις μια αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους συνάπτει δημόσια σύμβαση παροχής
υπηρεσιών μη λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις αυτές, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η
σύναψη αυτή συντελέστηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο
που προβλέπεται από την οδηγία αυτή.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ενόψει της χρηματοδότησης έργων απαιτεί την τήρηση
των σχετικών οδηγιών από τα κράτη μέλη. Υπό την έννοια αυτή, η αντίσταση των κρατών
μελών στην προσαρμογή του δικαίου τους στις οδηγίες αυτές κάμπτεται σταδιακά ενόψει της
κοινοτικής χρηματοδότησης δια της οδού αυτής. Σχετικά με το ζήτημα αυτό βλ. σε
http://www.eib.org/pub/divers/tenders.htm .
Εξάλλου για μια συνολική παρουσίαση στο ζήτημα της προσαρμογής των κρατών μελών της
ΕΕ βλ. και την αναλυτική μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου βλ. και
http://europa.eu.int/comm/dg01/proc2.doc.
37
μορφή που έχει σήμερα. Έτσι, της έκδοσης της Οδηγίας 2004/18, η οποία είναι το
βασικό νομοθέτημα που διέπει και καθορίζει τις έννομες σχέσεις (υποχρεώσεις,
δικαιώματα, διαδικασίες) που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των δημοσίων – κατά το
κοινοτικό δίκαιο- συμβάσεων, προηγήθηκαν άλλα σχετικά κοινοτικά νομοθετικά
κείμενα. Τις εξελίξεις του κοινοτικού δικαίου άλλωστε ακολουθεί και το εθνικό
δίκαιο συστηματικά.
Ειδικότερα,
48
Για το καθεστώς των προηγουμένων οδηγιών και της ερμηνείας τους βλ. Πράσινο Βιβλίο
της ΕΕ COM (96) 583 final, 27.11.1996, το οποίο υπάρχει σε όλες τις γλώσσες στο δίκτυο σε
http://europa.eu.int/comm/dg15/en/publproc/green/index.htm.
Για τη διαδικασία προσαρμογής και της θέσης της Επιτροπής και της 15ης Διεύθυνσης της
ΕΕ βλ. το SPECIAL SECTORIAL REPORT N° 1: PUBLIC PROCUREMENT Brussels,
November 1997, σε http://europa.eu.int/comm/dg15/en/publproc/sector/publrep.htm#22. Στο
συγκεκριμένο έγγραφο αναφέρονται και οι βασικές προοπτικές εξέλιξης της κοινοτικής
νομοθεσίας.
Εξάλλου, αναλυτικές οδηγίες για την εφαρμογή και ερμηνεία της οδηγίας αυτής θα βρει
κανείς μέσω του συστήματος SIMAP στο
http://simap.eu.int/EL/pub/src/welc93ome_EL.htm, καθώς και για την οδηγία 93/36/ΕΟΚ και
της 92/50/ΕΟΚ σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Αξίζει να σημειωθεί και το ειδικό συνέδριο
που έλαβε χώρα πρόσφατα Electronic procurement and follow up to the Green Paper
Brussels conference 8-9 December 1997, σε http://www.rics.org.uk/division/brussels-
report.html .
49
H οδηγία 93/37/ΕΟΚ αποτέλεσε κωδικοποίηση της προγενέστερης οδηγίας 71/305/ΕΟΚ, η
οποία είχε επανειλημμένα τροποποιηθεί. Σχετικά βλ. και στο δίκτυο http://europa.eu.int/eur-
lex/el/lif/dat/1993/el_393L0037.html. Η οδηγία 71/305/ΕΟΚ τροποποιήθηκε με την οδηγία
38
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για
τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων η Ελλάδα εξέδωσε το π.δ. 23/ 93
«Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για τα Δημόσια Έργα προς τις διατάξεις των
οδηγιών 71/304, 71/305, 78/669, 89/440, και 89/665 της ΕΟΚ» (ΦΕΚ 8/93 Α), όπως
τροποποιήθηκε με το πδ 85/95 (ΦΕΚ 52 Α) «Τροποποίηση και συμπλήρωση του
Π.Δ.. 23/1993» και με το π.δ 92 της 3/8.3.95 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του
Π.Δ. 23/1993». Το πδ αυτό καταργήθηκε με το πδ 334/200 άρθρο 37, (ΦΕΚ Α'279
21.12.2000), «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας για τα δημόσια έργα προς τις
διατάξεις της Οδηγίας 93/37/Ε.Ο.Κ».
Η δεύτερη Οδηγία ήταν η 93/36/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί
συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημόσιων προμηθειών 50. Για
80/767/ΕΟΚ, καθώς και την 89/440/ΕΟΚ, με σκοπό την ενσωμάτωση των συμφωνιών της
GATT.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνεχείς μεταβολές των οδηγιών που αναφέρονται στις
δημόσιες συμβάσεις δημιούργησε την ανάγκη κωδικοποίησής τους με τις οδηγίες 93/37/ΕΟΚ
και 93/36/ΕΟΚ, αν και ήδη υπήρξαν οι εδώ αναφερόμενες τροποποιήσεις, οι οποίες θα
απαιτήσουν αργά ή γρήγορα νέα επίσημη κωδικοποίηση.
Η οδηγία 93/37 τροποποιήθηκε με την οδηγία Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των
οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών
σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και
συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, η οποία εφαρμόζεται από τις 13 Οκτωβρίου 1998.
50
Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των
οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών
σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και
συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, η οποία εφαρμόζεται από τις 13 Οκτωβρίου 1998.
Σχετικά βλ. στο δίκτυο σε http://europa.eu.int/eur-lex/el/lif/dat/1997/el_397L0052.html.
Ιδιαίτερης σημασίας για το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής της τροποιητικής οδηγίας
97/52/ΕΚ είναι η ΔΕΚ Απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-27/98, Metalmeccanica
Fracasso SpA, Leitschutz Handels- und Montage GmbH και Amt der Salzburger
Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten, η οποία, με
αφορμή την ερμηνεία του άρθρου 18 παρ. 1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με
την οδηγία 97/52/ΕΚ, έκρινε ότι ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων το άρθρο αυτό, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ, καθώς αρκεί η
διαπίστωση ότι δεν απαιτείται η εφαρμογή κανενός είδους ειδικού μέτρου για την
ικανοποίηση των απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 18. pαρ. 1 της οδηγίας
93/37/ΕΟΚ, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ. Η σημασία της απόφασης αυτής
είναι ουσιώδης για το σύνολο των τροποποιήσεων που έλαβαν χώρα και για τις τρεις οδηγίες.
Η οδηγία αυτή ερμηνευόταν ενόψει της ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας
Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των
συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της
Ουρουγουάης (1986-1994), καθ' όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της
(94/800/EK), σε http://europa.eu.int/eur-lex/el/lif/dat/1994/el_394D0800.html, με την οποία
εγκρίθηκαν η συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς και
39
την προσαρμογή της Οδηγίας 93/36/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Ιουνίου
1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων
προμηθειών εκδόθηκε το Π.Δ 370 της 11/14 Σεπτεμβρίου 1995, (ΦΕΚ Α199)
«Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας περί προμηθειών του Δημοσίου προς το
Κοινοτικό Δίκαιο, ειδικότερα προς τις διατάξεις της Οδηγίας του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης 93/36/ΕΕ της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των
διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών» όπως τροποποιήθηκε
με το ΠΔ 105/2000,ΦΕΚ Α 100/17.3.2000. Διατάξεις προσαρμογής περιέχει και ο ν.
2286/1995 «Προμήθειες του δημοσίου τομέα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων», (ΦΕΚ
Α19).
Τέλος, η Τρίτη Οδηγία ήταν η 92/50/EK του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το
συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών51. Σε
εναρμόνιση με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Ιουνίου 1992
για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών
εκδόθηκε το Π.Δ 346 της 30.9/12.10.98 (ΦΕΚ Α 230) «Προσαρμογή της Ελληνικής
Νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών προς τις διατάξεις της οδηγίας
92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 1992» (το οποίο έχει τροποποιηθεί με το
ΠΔ 101/2003 και το ΠΔ 18/2000 ΦΕΚ Α 15/3.2.2000) μετά από καταδίκη της Ελλάδας
για παράλειψη εναρμόνισης. Eίναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το χρόνο προσαρμογής η
Ελλάδα επιχειρούσε να εφαρμόζει τη σχετική οδηγία μέσω μιας Εγκυκλίου για την
προσωρινή εφαρμογή της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ κατά τις αναθέσεις μελετών του Ν.
716/77, την με αριθμό Δ11δ//0/8/116/40/27.8.93.
40
Δ. Οι βασικές καινοτομίες της Oδηγίας 2004/18
1) Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης
Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων
υπηρεσιών(5), 93/36/EOK του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των
διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών(6) και 93/37/EOK του
Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη
συμβάσεων δημοσίων έργων(7), που είναι αναγκαίες προκειμένου να εκπληρωθούν τα αιτήματα
απλούστευσης και εκσυγχρονισμού που διατύπωσαν τόσο οι αναθέτοντες φορείς όσο και οι
οικονομικοί φορείς στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στην Πράσινη Βίβλο που εξέδωσε η
Επιτροπή στις 27 Νοεμβρίου 1996, ενδείκνυται, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωσή τους σε
ενιαίο κείμενο. Η παρούσα οδηγία βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη
νομολογία σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης, η οποία διασαφηνίζει τις δυνατότητες των
αναθετουσών αρχών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ενδιαφερομένου κοινού,
συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού ή κοινωνικού τομέα, υπό τον όρο ότι τα κριτήρια
αυτά συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία
επιλογής στην αναθέτουσα αρχή, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές που
αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 2.
41
παραχώρησης54. Το γεγονός αυτό εκτίμησε η Ευρωπαϊκή Ένωση και
προσανατολίστηκε προς την έκδοση μιας Ενιαίας Οδηγίας η οποία σε ένα πρώτο
μέρος δίνει με ενιαίο τρόπο για όλες τις δημόσιες συμβάσεις (έργων, προμηθειών και
υπηρεσιών) τους ορισμούς των βασικών εννοιών και τις βασικές αρχές που διέπουν
τη σύμβαση.
54
Έως την έκδοση της Οδηγίας 2004/18, από τις τρεις οδηγίες μόνον η Οδηγία 93/37 όριζε
ένα ειδικό καθεστώς για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων.
42
3. Ηλεκτρονικά και παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη βάση
Όπως ήδη αναφέρθηκε καθότι αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών, η νέα οδηγία
προωθεί τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης
δημοσίων συμβάσεων, θέτει δε τα ηλεκτρονικά και τα παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη
βάση.
4. Ο ανταγωνιστικός διάλογος
Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίδει η οδηγία 2004/18:
"Ανταγωνιστικός διάλογος" είναι η διαδικασία στην οποία κάθε οικονομικός φορέας
μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει και στην οποία η αναθέτουσα αρχή διεξάγει διάλογο
με τους υποψηφίους που έχουν γίνει δεκτοί στη διαδικασία αυτή προκειμένου να βρεθούν
μία ή περισσότερες λύσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της, και
βάσει της οποίας ή των οποίων οι υποψήφιοι που επελέγησαν καλούνται να υποβάλλουν
προσφορά.
Για το σκοπό της προσφυγής στη διαδικασία του πρώτου εδαφίου, μια δημόσια σύμβαση
θεωρείται "ιδιαίτερα πολύπλοκη", εφόσον οι αναθέτουσες αρχές:
- δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να καθορίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος
3, σημεία β), γ) ή δ), τα τεχνικά μέσα τα οποία θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες και τους στόχους τους, ή/και
- δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να προσδιορίσουν τη νομική ή/και χρηματοοικονομική
οργάνωση ενός σχεδίου.
43
Ε. Η σημασία του προσδιορισμού της έννοιας της αναθέτουσας αρχής
Στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου η έννοια της δημόσιας σύμβασης προσδιορίζεται
υποκειμενικά με βάση το κριτήριο της σύναψης της σύμβασης από μια «αναθέτουσα
αρχή» κατά την ορολογία της Οδηγίας. Από τη διατύπωση και τους ορισμούς που
δίνονται από τις κοινοτικές οδηγίες για την έννοια της «αναθέτουσας αρχής» και τον
τρόπο με τον οποίο το ΔΕΚ ερμηνεύει και εφαρμόζει τις διατάξεις αυτές προκύπτει
ότι υπάρχει μια τάση αυξημένης παρέμβασης της κοινότητας στο σύνολο των
συναλλαγών που διενεργούν τα κράτη και οι διάφοροι φορείς που συμπράττουν στις
κρατικές δράσεις. Ο συσχετισμός των συναλλαγών αυτών με τυχόν ενάσκηση
δημόσιας εξουσίας δε φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα εν προκειμένω. Συχνά οι
φορείς φέρουν ένδυμα ιδιωτικού δικαίου. Μπορούμε στο σημείο αυτό να αναφέρουμε
χαρακτηριστικά ότι η νομολογία παρακολούθησε τις εξελίξεις της οικονομικής ζωής
των τελευταίων δεκαετιών, και την ολοένα μεγαλύτερη ενασχόληση του κράτους με
την ιδιωτική οικονομική δράση55.
Προκειμένου να προσδιοριστεί το αν μια σύμβαση αποτελεί ή όχι δημόσια σύμβαση
το κοινοτικό δίκαιο εφαρμόζει το λειτουργικό κριτήριο και όχι συνδυασμό
λειτουργικών και οργανικών κριτηρίων όπως συμβαίνει κατά βάση στο ηπειρωτικό
δίκαιο.
1. Η έννοια της αναθέτουσας αρχής στις διατάξεις των οδηγιών για τις
δημόσιες συμβάσεις
Η έννοια της αναθέτουσας αρχής είναι κρίσιμη για την εφαρμογή των κανόνων που
διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις καθώς μέσω αυτής προσδιορίζεται υποκειμενικά το
εύρος εφαρμογής των σχετικών Οδηγιών. Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό που δίνεται
στην Οδηγία 2004/18 (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 9):
«Ως "αναθέτουσες αρχές" νοούνται: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι
οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μίας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές
ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.
Ως "οργανισμός δημοσίου δικαίου", νοείται κάθε οργανισμός:
α) ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού
συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στον βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα.
β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και
γ) η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το
κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή η
διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς, ή
του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή
του εποπτικού συμβουλίου του, διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής
αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου»
55
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-81/98,
Alcatel Austria κλπ κατά Bundesministerium für Wissenschaft und Verkehr, σκ. 20.
44
Οι κατάλογοι των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών που πληρούν τα
κριτήρια του άρθρου 1 παρ. 9 περιλαμβάνονται στο παράρτημα III της Οδηγίας56.
Φυσικά, όπως αναφέρεται και στη συγκεκριμένη διάταξη της Οδηγίας, η εγγραφή
στον πίνακα έχει ενδεικτικό και μόνο χαρακτήρα. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να
αναφέρουμε ότι και το ΠΔ 60/2007, με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο
η Οδηγία 2004/18, στην παράγραφο 9 του άρθρου 2 δίνει ακριβώς τον ίδιο ορισμό με
την Οδηγία.
Περαιτέρω, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι αντίστοιχοι ορισμοί των
προϊσχυσασών Οδηγιών 93/36, 93/37 και 92/50 περί συντονισμού των διαδικασιών
για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών περιείχαν
παρόμοιους ορισμούς για τις αναθέτουσες αρχές. Το γεγονός αυτό αναμφισβήτητα
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κοινοτικό δίκαιο στη εξέλιξή του επιδεικνύει μία
συνέπεια ως προς την αντιμετώπιση του προσδιορισμού της έννοιας της αναθέτουσας
αρχής. Σύμφωνα με όσα προαναφέραμε το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο ιδίως στο
μέτρο που καθορίζει την εφαρμογή του συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου σε μία
σύμβαση57.
Προκειμένου ωστόσο να καταστεί ομοιόμορφη η εφαρμογή των κοινοτικών
κανόνων, με την στην Οδηγία 93/36 εισήχθη ο όρος «οργανισμοί δημοσίου δικαίου»
στη θέση των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που προέβλεπαν οι
προγενέστερες Οδηγίες. Τον όρο αυτό διατηρεί και η Οδηγία 2004/18, η οποία
ωστόσο τους προσδιορίζει με μεγαλύτερη λεπτομερή, προβαίνοντας σε λεπτομερή
καταγραφή των συστατικών τους στοιχείων, τα οποία αναφέρονται:
α) στο σκοπό του οργανισμού που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού
συμφέροντος, χωρίς να έχει εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα,
β) στη νομική του φύση, αφού ορίζεται ότι ο οργανισμός πρέπει να έχει νομική
προσωπικότητα,
γ) στον τρόπο λειτουργίας, διοίκησης ή χρηματοδότησης τους όταν μια από αυτές τις
παραμέτρους επηρεάζεται σημαντικά (με χρηματοδότηση ή επιχορηγήσεις, με
διορισμό των μελών των οργάνων διοίκησης ή διεύθυνσης ή γενικότερα από τον
έλεγχο της διαχείρισης από το κράτος, τους δημόσιους φορείς, τις αρχές τοπικής
αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.
Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις έχουν σωρευτικό χαρακτήρα58.
56
Βλ. σχετικά και ΔΕΚ Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-283/2000, Επιτροπή κατά
Ισπανίας, σκ. 72, ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-373/2000, Adolf Truly, σκ.
66, ΔΕΚ Απόφαση της 22ης Μαίου 2003, C-18/2001, Korhonen, σκ. 48 και 59.
57
Βλ. ΔΕΚ Απόφασή της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-323/96, Επιτροπή κατά Βελγίου, σχετικά
με την υπαγωγή στην έννοια της αναθέτουσας αρχής του φλαμανδικού κοινοβουλίου του
Vlaam Raad, ότι η έννοια της αναθέτουσας αρχής έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο στις
οδηγίες. Θα πρέπει να θεωρείται ότι η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας είναι ενιαία για
το σύνολο των οδηγιών που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις.
58
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C-214/2000, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ.54, ΔΕΚ
Απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-237/1999, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκ, 50 και 60,
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-44/1996, Mannesmann Austria, σκ. 6 και 29,
ΔΕΚ Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1998, C-360/1998, BFI Holding, σκ. 61-62.
45
Πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση της έννοιας της αναθέτουσας αρχής ήταν και ο
ρόλος της νομολογίας του ΔΕΚ, της οποίας τα βασικά σημεία παρουσιάζονται
αμέσως κατωτέρω.
59
Βλ. ενδεικτικά και ΔΕΚ Απόφαση της 20/9/1988, C–31/87, Gebroeders Beentjes BV κατά
Staat der Nederlanden, ΔΕΚ Απόφαση της 17/12/1998, C- 353/96, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας,
ΔΕΚ Απόφαση της 17/9/1998, C- 323/96, Επιτροπή κατά Βελγίου, ΔΕΚ Απόφαση της
15/1/1998, C-44/96, Μannesmann Anlagenbau Austria AG κλπ, ΔΕΚ Απόφαση της
10/11/1998, C-360/96 Gemeente Arnhem, Gemeente Rheden και BFI Holding BV, ΔΕΚ
Απόφαση της 12/12/2002, C-470/1999, Universale Bau, ΔΕΚ Απόφαση της 15/5/2003, C-
214/2000, Επιτροπή κατά Ισπανίας,
60
ΔΕΚ Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C 470/99, Universale Bau, σκ. 51: «Έτσι, το
Δικαστήριο έκρινε ότι ο συντονισμός σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών συνάψεως των
δημοσίων συμβάσεων αποβλέπει στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη παροχή των
υπηρεσιών και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, συνεπώς, στην προστασία των
συμφερόντων των εγκατεστημένων σε κράτος μέλος επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούν να
παραδώσουν αγαθά ή να παράσχουν υπηρεσίες στις αναθέτουσες αρχές που είναι
εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000,
C-380/98, University of Cambridge, Συλλογή 2000, σ. Ι-8035, σκέψη 16, και της 1ης
Φεβρουαρίου 2001, C-237/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-939, σκέψη 41»).
61
ΔΕΚ Απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 1988, C-31/87, Gebroeders Beentjes B.V. κατά Staat
der Nederlanden.
46
ανήκει σε αυτό»62. Έχει επίσης κριθεί ότι κρίσιμο στοιχείο είναι η επιρροή που ασκεί
το κράτος στην εκπλήρωση της αποστολής ενός οργανισμού δημοσίου δικαίου. Εάν
λοιπόν συγκεκριμένη δραστηριότητα χρηματοδοτείται και ασκείται υπό τον έλεγχο
και την επιρροή του δημοσίου, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των
οδηγιών63. Υπό το πρίσμα της ερμηνείας αυτής το δημόσιο περιλαμβάνει και τους
οργανισμούς που, μολονότι είναι τυπικά ανεξάρτητοι από τις αναθέτουσες αρχές,
αποτελούν στην πραγματικότητα ένα «μέσο» των αρχών αυτών, το οποίο εξαρτάται
απόλυτα από αυτές και με τη βοήθεια του οποίου ενεργούν. Με άλλα λόγια, η έννοια
του όρου «αναθέτουσες αρχές» δεν εξαρτάται από την υπόσταση του επίμαχου
φορέα. Κρίσιμο είναι το αν ικανοποιεί τις «ανάγκες γενικότερου συμφέροντος»64 65,
62
Σχετ. με τα λειτουργικά κριτήρια βλ. και τη ΔΕΚ Απόφαση της 17/9/1998 C-323/96
Επιτροπή κατά Βελγίου. Η απόφαση αυτή έκρινε το ζήτημα σχετικά με την υπαγωγή στην
έννοια της αναθέτουσας αρχής του φλαμανδικού κοινοβουλίου του Vlaam Raad, τονίζοντας
ότι σύμφωνα και με τη νομολογία Beentjes, η έννοια του κράτους πρέπει να ερμηνεύεται με
λειτουργικά κριτήρια και στην έννοια αυτή κατά συνέπεια υπάγεται και το νομοθετικό
όργανο.
Ειδικότερα το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι: "26. Κατά τον ορισμό της αναθέτουσας αρχής, ο οποίος
έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο στις δύο οδηγίες, για τον σκοπό εφαρμογής κάθε μιας από τις
οδηγίες αυτές «ως ”αναθέτουσες αρχές” νοούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή
περισσότερους από τους προαναφερόμενους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή
οργανισμούς δημοσίου δικαίου». 27. Η έννοια του κράτους στην οποία αναφέρεται η διάταξη
αυτή καλύπτει κατ' ανάγκην όλα τα όργανα που ασκούν νομοθετική, εκτελεστική ή δικαστική
εξουσία. Το ίδιο ισχύει για τα όργανα που, εντός ενός κράτους με ομοσπονδιακή διάρθρωση,
ασκούν τις εξουσίες αυτές σε επίπεδο ομόσπονδης οντότητας. 28. Εξάλλου, στην απόφαση της
20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes (Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψεις 11 έως 13), το
Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι η έννοια του κράτους κατά το άρθρο 1, στοιχείο β´, της οδηγίας
71/305 πρέπει να ερμηνεύεται με λειτουργικά κριτήρια, θεώρησε ότι υπάγεται στην έννοια αυτή
μια τοπική επιτροπή αναδασμού, παρά το ότι ο οργανισμός αυτός δεν ήταν τυπικά ενταγμένος
στις διοικητικές μονάδες του κράτους. Έτσι, θα ήταν ασυνεπές να μη γίνει δεκτό ότι ένα
νομοθετικό όργανο υπάγεται στην έννοια του κράτους κατά τις κοινοτικές οδηγίες περί
συμβάσεων δημοσίων έργων, όταν έχει θεωρηθεί ότι, για τον σκοπό εφαρμογής μιας από τις
οδηγίες αυτές, υπάγεται στην έννοια αυτή ένας οργανισμός που δεν είναι τυπικά ενταγμένος
στην κρατική διοίκηση. "
63
ΔΕΚ Απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-283/2000.
64
Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ ελλείψει ειδικού ορισμού, η έννοια αυτή ερμηνεύεται σε
όλη την Κοινότητα, αυτοτελώς και ενιαίως, με βάση τα συμφραζόμενα της διατάξεως και τον
σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ Απόφαση της
27ης Φεβρουαρίου 2003, C-373/2000, Adolf Truley, σκ. 35 και 45, όπου και διαπιστώνεται
ότι αποτελεί αυτοτελή έννοια κοινοτικού δικαίου. Bλ. επίσης ΔΕΚ Απόφαση της 19ης
Σεπτεμβρίου 2000, C-287/98, Linster, σκ. 43, ΔΕΚ Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-
357/98, Yiadom. Σύμφωνα με το ΔΕΚ ενόψει του διπλού σκοπού της αναπτύξεως του
ανταγωνισμού και της διαφάνειας, ο όρος «οργανισμού δημοσίου δικαίου» πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη υπό την ευρεία του έννοια. Συνιστούν δε ανάγκες γενικού συμφέροντος
που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, ανάγκες που αφενός εξυπηρετούνται
κατά κανόνα κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά
και τις οποίες, αφετέρου, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, επιλέγει να
ικανοποιήσει το ίδιο το κράτος ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική
επιρροή (βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C- 373/2000, Adolf Truley σκέψη
50 και ΔΕΚ Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1998, C-360/93, BFI Holding, σκ. 50 και 51, και
47
όπως τονίζεται και στην Οδηγία. Έχει επίσης κριθεί ότι προκειμένου να ενταχθεί
ένας οργανισμός στην έννοια του «οργανισμού δημοσίου συμφέροντος» δεν είναι
απαραίτητο να έχει ως αποκλειστικό του σκοπό την εξυπηρέτηση αναγκών δημοσίου
συμφέροντος66. Έτσι θεωρείται άνευ σημασίας το γεγονός ότι ένας οργανισμός εκτός
από την ειδική αποστολή που συνίσταται στο να ικανοποιεί ανάγκες γενικού
συμφέροντος, είναι ελεύθερος να ασκεί και άλλες δραστηριότητες εμπορικού ή
βιομηχανικού χαρακτήρα67.
ΔΕΚ Απόφαση της 10ης Μαΐου 2001, C-223 και C-260/99, Agorá και Excelsior, σκ. 37). Οι
προϋποθέσεις υπό α, β και γ έχουν σωρευτικό χαρακτήρα (C-223/99 και 260/99 σκέψεις 26,
C-44/96, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-73, σκέψη 21,
αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 1998, C-360/96, BFI Holding, Συλλογή 1998, σ. Ι-6821,
σκέψη 29· της 10ης Μαΐου 2001, C-223/99 και C-260/99, Agorà και Excelsior, Συλλογή
2001, σ. Ι-3605, σκέψη 26, και Adolf Truley, προπαρατεθείσα, σκέψη 34. C-18/2001, σκέψη
33).
65
Δραστηριότητες οργανισμών που έχει κριθεί ότι εξυπηρετούν ανάγκες γενικού
συμφέροντος:
-Η ταφή των νεκρών και οι δραστηριότητες των εργολάβων κηδειών μπορούν να θεωρηθούν
ως δραστηριότητες που εξυπηρετούν πράγματι ανάγκη γενικού συμφέροντος (ΔΕΚ Απόφαση
της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C 373/2000, σκ. 50 επ.).
-Οι δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διοργάνωση εκθεσιακών ή συνεδριακών
εκδηλώσεων και άλλων παρεμφερών πρωτοβουλιών. In concreto ωστόσο κρίθηκε ότι οι
δραστηριότητες του συγκεκριμένου οργανισμού είχαν εμπορικό χαρακτήρα. (ΔΕΚ Απόφαση
της 10ης Μαίου 2001, C-223/99 και 260/99 σκ. 33-40 και 42-43).
-Οι δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας χωροταξίας και κατασκευών (ΔΕΚ Απόφαση της 1ης
Φεβρουαρίου 2001, C- 237/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκ. 1, 25, 45, 46. )
-Η αποκομιδή και επεξεργασία των οικιακών απορριμμάτων (ΔΕΚ Απόφαση της 10ης
Νοεμβρίου 1998, C- 360/96, σκέψη 52).
- Η αγορά, πώληση και εκμίσθωση ακινήτων καθώς και η οργάνωση και παροχή υπηρεσιών
διαχειρίσεως ακινήτων και άλλων παρεπομένων υπηρεσιών που καθιστά αναγκαίες η
διαχείριση των εν λόγω αγαθών και ειδικότερα η απόκτηση υπηρεσιών μελέτης και
κατασκευής στο πλαίσιο οικοδομικού σχεδίου που αφορά την κατασκευή συγκροτημάτων
γραφείων και ενός κλειστού χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων.
66
ΔΕΚ Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/1999, Universale Bau, σκ. 55.
67
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-44/1996, Mannesmann Austria, σκ. 25.
68
Σύμφωνα με την παρ. 20 της απόφασης αυτής, «ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται
ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος,
που δεν έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα, που έχει νομική προσωπικότητα και τελεί σε
48
αναθέτουσα αρχή έτσι και ο οργανισμός δημοσίου δικαίου ερμηνεύεται με βάση
λειτουργικά κριτήρια. Ειδικότερα στη ΔΕΚ Απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-
470/99 Universale Bau, σκ. 53 επ. αναφέρεται: «Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως,
ότι, βάσει των στόχων αυτών, η έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου που
χρησιμοποιεί το άρθρο 1, στοιχείο β´, της οδηγίας 93/37 πρέπει να ερμηνεύεται βάσει
λειτουργικών κριτηρίων… Αυτό συνεπάγεται ότι, για να εξακριβωθεί αν μια
επιχείρηση πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 1, στοιχείο β´, δεύτερο εδάφιο,
πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 93/37, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δραστηριότητες
στις οποίες όντως επιδίδεται».
Η εφαρμογή των Οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις και στους οργανισμούς
δημοσίου δικαίου δε γίνεται χωρίς εξαιρέσεις. Ρητώς εξαιρούνται οι οργανισμοί που
έχουν συσταθεί για την ικανοποίηση αποκλειστικά βιομηχανικών ή εμπορικών
αναγκών69. Στην προκειμένη περίπτωση οι ανάγκες αυτές καλύπτονται από τους εν
λόγω οργανισμούς με την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε αγορές, όπου η
πρόσβαση είναι ανοιχτή υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού σε άλλους δημόσιους
ή ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς.
Για την ερμηνεία της διάταξης αυτής προτάσσεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου,
σύμφωνα με την οποία ένας κοινοτικός κανόνας πρέπει να είναι σαφής και η
εφαρμογή του να μπορεί να προβλεφθεί από όλους όσους αφορά.
Ως εκ τούτου στις περιπτώσεις που μια αναθέτουσα αρχή παράλληλα με την
ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος ασκεί και άλλου είδους δραστηριότητες
που έχουν εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα γίνεται δεκτό ότι υπάγεται στην
στενή σχέση εξαρτήσεως προς το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους
οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να ισχύουν σωρευτικά».
69
Δραστηριότητες με εμπορικό και βιομηχανικό χαρακτήρα:
Στην ευρύτερη κατηγορία των αναγκών γενικού συμφέροντος εμπίπτουν και δραστηριότητες
οι οποίες έχουν βιομηχανικό και εμπορικό χαρακτήρα (μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες
αποφάσεως BFI Holding, σκέψη 36, και Agorà και Excelsior, σκέψη 32). Ο κοινοτικός
νομοθέτης ωστόσο επέλεξε να μην περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις
δημόσιες συμβάσεις τις δραστηριότητες αυτές. Ο διαχωρισμός αυτός προέρχεται από τη
διάκριση του γαλλικού δικαίου….Για το ζήτημα αν οι δραστηριότητες ενός οργανισμού
έχουν εμπορικό και βιομηχανικό χαρακτήρα κρίσιμο είναι υπό ποιες προϋποθέσεις ο
συγκεκριμένος οργανισμός ασκεί τις δραστηριότητές του (C 373/200 σκέψη 66). Το ΔΕΚ
έχει κρίνει ότι αν ο συγκεκριμένος οργανισμός δρα υπό συνθήκες ανταγωνισμού, η ύπαρξη
ενός τέτοιου ανταγωνισμού μπορεί να συνιστά ένδειξη ότι πρόκειται για ανάγκη γενικού
συμφέροντος έχουσα βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα πρέπει ωστόσο να λαμβάνονται
συναφώς υπόψη και τα πραγματικά και νομικά δεδομένα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση
BFI Holding, σκέψεις 48 και 49 και C-18/01 σκέψη 49 ). Η έννοια ωστόσο των αναγκών
γενικού συμφέροντος δεν αποκλείει κατ' αρχήν ανάγκες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν
να εξυπηρετηθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις. (C-373/2000, σκέψη 59, 60 και 61 και ….βλ.
από εκεί παραπομπές). Κρίσιμο είναι περαιτέρω αν ο οργανισμός δρα υπό κανονικές
συνθήκες αγοράς, αν ο σκοπός του είναι κερδοσκοπικός και αν φέρει τις συνδεόμενες με την
άσκηση της δραστηριότητάς του ζημίες. Εφόσον οι προύποθέσεις αυτές πληρούνται το ΔΕΚ
θεωρεί ότι δεν είναι πολύ πιθανόν ότι οι ανάγκες που επιδιώκει να ικανοποιήσει ο οργανισμός
να μην έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα C-18/01 σκέψη 51.
49
έννοια της αναθέτουσας αρχής και ότι διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του
κοινοτικού δικαίου70.
Παρατηρείται συνεπώς ότι η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ παρακολουθεί τις
εξελίξεις της οικονομικής ζωής των τελευταίων χρόνων, και την ολοένα μεγαλύτερη
ενασχόληση του κράτους με την ιδιωτική οικονομική δράση. Παράλληλα μπορεί
κανείς να εντοπίσει και μία τάση να επεκταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η έννοια
της αναθέτουσας αρχής και του οργανισμού δημοσίου δικαίου71, άρα και η εφαρμογή
των Οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις. Τούτο προκύπτει και από την απόφαση του
ΔΕΚ της 10/11/1998 C-360/96 Gemeente Arnhem, Gemeente Rheden και BFI
Holding BV.
Στην υπόθεση αυτή κρίθηκε ότι είναι δυνατό Ανώνυμη Εταιρία να αποτελεί
αναθέτουσα αρχή, έστω και αν ιδιωτικές επιχειρήσεις εξυπηρετούν ή θα μπορούσαν
να εξυπηρετήσουν τις ίδιες ανάγκες που η ίδια εξυπηρετεί. Έχει επίσης κριθεί
άλλωστε ότι το καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ενός φορέα δε συνιστά κριτήριο ικανό να
αποκλείσει το χαρακτηρισμό του ως αναθέτουσα αρχή 72. Η απουσία ανταγωνισμού
κατά το ΔΕΚ δε συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα
ως οργανισμού δημοσίου δικαίου και κατά συνέπεια ως αναθέτουσας αρχής.
Κρίσιμο στοιχείο σε σχέση με την ένταξη ενός φορέα στην έννοια της αναθέτουσας
αρχής αποτελεί η εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών για
τις δημόσιες συμβάσεις, αλλά και για τη δικαστική προστασία κατά το στάδιο της
ανάθεσής τους73.
Οι θέσεις αυτές της νομολογίας του ΔΕΚ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς
επεκτείνουν την έννοια της αναθέτουσας αρχής σε νομικά πρόσωπα που λειτουργούν
με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται η εφαρμογή
του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και πέραν της παραδοσιακής για το ελληνικό
δίκαιο έννοιας της κρατικής δράσης. Τα αναγκαία κατά την ελληνική νομοθεσία,
νομολογία και θεωρία στοιχεία που πρέπει να πληροί μια σύμβαση για να υπαχθεί
στην έννοια της δημόσιας (διοικητικής) σύμβασης και να διέπεται συνεπώς από τις
ειδικές διατάξεις του δημοσίου δικαίου παραλλάσσουν πλέον υπό το πρίσμα αυτό.
Έτσι καταρχάς πληθαίνουν οι νομικές μορφές υπό το μανδύα των οποίων γίνεται
δεκτό ότι το κράτος δραστηριοποιείται ως αναθέτων φορέας (οργανική έννοια της
δημόσιας υπηρεσίας). Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο στην έννοια αυτή
εντάσσονται και οι ανώνυμες εταιρείες ανεξάρτητα από το αν διέπονται από το
70
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-44/96 Μannesmann Anlagenbau Austria AG
κλπ.
71
Βλ., μεταξύ άλλων ΔΕΚ Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-380/98, University of
Cambridge, σκ. 16
72
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C-214/2000, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 55.
73
ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C-214/2000, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 56.
50
δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν επιδιώκουν τους
σκοπούς τους με ενάσκηση δημόσιας εξουσίας.
Με τη μέθοδο αυτή πάντως διευρύνεται και η λειτουργική έννοια της δημόσιας
υπηρεσίας, καθώς η αναφορά στις ανάγκες γενικού συμφέροντος που γίνεται στην
κοινοτική Οδηγία ερμηνεύεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει πολλές
δραστηριότητες που κατά το ελληνικό δίκαιο αφορούν σε ιδιωτικές συναλλαγές του
κράτους και παραμένουν εκτός δημοσίου δικαίου74. Η εξαίρεση των δραστηριοτήτων
με εμπορικό και βιομηχανικό χαρακτήρα δεν περιορίζει στην πραγματικότητα
σημαντικά το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών καθώς ως εξαίρεση ερμηνεύεται στενά
και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που γίνεται δεκτό ότι συντρέχει.
Τέλος, το κοινοτικό δίκαιο παραβλέπει τελείως το τρίτο κριτήριο της ελληνικής
θεωρίας για τις δημόσιες συμβάσεις, δηλαδή την απαίτηση να διέπεται έστω και εν
μέρει η κατάρτιση και εκτέλεση της σύμβασης από κανόνες δημοσίου δικαίου ή η
σύμβαση να περιέχει όρους που επιτρέπουν στο συμβαλλόμενο δημόσιο νομικό
πρόσωπο να επεμβαίνει μονομερώς στις συμβατικές σχέσεις και να δημιουργούν με
τον τρόπο αυτό ένα εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς75.
Το κριτήριο αυτό, το οποίο είναι ιδίως απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ως
διοικητικών μεταξύ άλλων και των συναλλακτικών συμβάσεων ή της παραχώρησης
της αποκλειστικής χρήσης δημοσίων ακινήτων, δεν έλαβε υπόψη του ο κοινοτικός
νομοθέτης στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις. Αντιθέτως κατά την κοινοτική
νομολογία όπως αναφέρθηκε η απουσία ανταγωνισμού κατά το ΔΕΚ δε συνιστά
απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα ως οργανισμού δημοσίου
δικαίου και κατά συνέπεια ως αναθέτουσας αρχής76. Η ύπαρξη ενός εξαιρετικού
συμβατικού καθεστώτος που οφείλεται στην εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής
υπεροχής του ενός συμβαλλομένου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την
επίκληση και εφαρμογή των παρεμβατικών, προστατευτικών διατάξεων του
κοινοτικού αστικού δικαίου και ιδίως εκείνων που σχετίζονται με τη σύναψη
συμβάσεων. Η παρατήρηση αυτή έχει σημασία ιδίως διότι το κοινοτικό περί
συμβάσεων δίκαιο δε διακρίνει μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων συμβάσεων αλλά
εφαρμόζεται ενιαία στις συμβάσεις κατά τρόπο που ενδέχεται να ανακύψουν
ζητήματα συγκρούσεων και αναοριοθετήσεων του ιδιωτικού και του δημοσίου
δικαίου. Τούτο κατά κύριο λόγο θα επηρεάσει τη συναλλακτική δράση της
διοίκησης, στην οποία κατά το ελληνικό δίκαιο έχουν εφαρμογή οι κανόνες του
ιδιωτικού δικαίου, καθώς το κράτος διαπραγματεύεται και συμβάλλεται κατ’ αρχήν
ως ιδιώτης. Υπό την έννοια αυτή μετέχει δηλαδή στην οικονομική ζωή στο ίδιο
επίπεδο με του ιδιώτες με βάση σχέσεις νομικής ισότητας ενώ οι σύγχρονες τάσεις
του κοινοτικού δικαίου υπάγουν πολλές μορφές της στις περί δημοσίων συμβάσεων
διατάξεις.
74 Βλ. χαρακτηριστικά ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C 373/2000, Adolf
Truley, σκ. 50 επ.), όπου η ταφή των νεκρών και οι δραστηριότητες των εργολάβων κηδειών
θεωρήθηκαν ως δραστηριότητες που εξυπηρετούν πράγματι ανάγκη γενικού συμφέροντος.
75 Βλ. σχετικά ΣτΕ 120/1987, 3709/1987, 4617/1988, ΑΠ 7/2001, ΣτΕ 2931/1994 και ΣτΕ
4704/1987, ΑΕΔ 10/1992 όπου γίνεται δεκτό τι για το χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως
διοικητικής δεν αρκεί η συνδρομή του στοιχείου του δημόσιου σκοπού.
51
Η απόκλιση αυτή μεταξύ των ορίων του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου των
δημοσίων συμβάσεων δεν είναι άνευ σημασίας δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος
βασίζει στις παραδοχές της δικής του έννομης τάξης τις σχετικές έννοιες και ανάλογα
προβαίνει σε νομική υπαγωγή. Εξ αυτού του λόγου θα πρέπει να διαπιστωθεί μια
προωθούμενη συνεχώς αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα. Στο μέτρο αυτό το ΔΕΚ και
το κοινοτικό δίκαιο εν γένει θα πρέπει είτε να θέσει υπό επανεξέταση τα όρια
ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου συνολικά, είτε να περιορίσει σε εξαιρετικά μεγάλο
βαθμό την ελευθερία των συμβάσεων.
52
ΣΤ. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας
53
εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του
έργου είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής.
Κάθε δύο έτη η Επιτροπή επαληθεύει τα κατώτατα όρια. Ο υπολογισμός της αξίας
τους βασίζεται στο μέσο όρο της καθημερινής τιμής του ευρώ, εκφρασμένης σε
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ). Ο εν λόγω μέσος όρος υπολογίζεται για τους
24 μήνες οι οποίοι λήγουν την 31η Αυγούστου για πραγματική αναθεώρηση την 1η
Ιανουαρίου.
Για τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή δημοσιεύει κάθε έτος στην Επίσημη Εφημερίδα τα ισόποσα των
εφαρμοστέων κατώτατων ορίων τα οποία και αναθεωρούνται κάθε δύο έτη αρχής
γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2004. Αξίζει πάντως να παρατηρήσει κανείς ότι η
Επιτροπή μέσω της ερμηνευτικής ανακοίνωσης για την οποίο γίνεται λόγος στο
τελευταίο κεφάλαιο του παρόντος επιδιώκει να καλύψει σύμφωνα και με τη
νομολογία του ΔΕΚ το σύνολο των συμβάσεων τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά
τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και τις διαδικασίες δημοσιότητας.
77
ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-220/05, Jean Auroux κ.λπ.
54
3. Συμβάσεις που εξαιρούνται ή ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα
· οι δημόσιες συμβάσεις που καλύπτονται από την οδηγία «ειδικοί τομείς» και
οι συμβάσεις που συνάπτονται με σκοπό τη διάθεση ή την εκμετάλλευση
δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων
· οι δημόσιες συμβάσεις που κηρύσσονται απόρρητες ή αφορούν ουσιώδη
συμφέροντα ενός κράτους
· οι δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων
· οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν τις ακόλουθες υπηρεσίες: την αγορά ή τη
μίσθωση υφιστάμενων κτισμάτων· την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή
τη συμπαραγωγή ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων· τις υπηρεσίες διαιτησίας
και συμβιβασμού· την αγορά, την πώληση και τη μεταβίβαση
χρηματοπιστωτικών μέσων τις υπηρεσίες που παρέχονται από κεντρικές
τράπεζες· τις συμβάσεις εργασίας· τις υπηρεσίες Ε&ΤΑ τα προϊόντα των
οποίων δεν ανήκουν αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή και δεν
χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από αυτήν
· οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού
δικαιώματος
· οι συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών
55
των προσφορών τους. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν παρέκκλιση από
την αναφορά της στάθμισης των κριτηρίων ανάθεσης σε πλήρως δικαιολογημένες
περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να μπορούν να αιτιολογούν, όταν η στάθμιση αυτή δεν
μπορεί να καταρτισθεί εκ των προτέρων, λόγω ιδίως της πολυπλοκότητας της σύμβασης.
Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να αναφέρουν τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας αυτών
των κριτηρίων.
Όταν οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να αναθέσουν τη σύμβαση στην πλέον συμφέρουσα
από οικονομική άποψη προσφορά, αξιολογούν τις προσφορές προκειμένου να
προσδιορίσουν εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής. Για τον
σκοπό αυτόν, καθορίζουν τα οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια τα οποία, στο σύνολό
τους, πρέπει να επιτρέπουν τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική
άποψη προσφοράς για την αναθέτουσα αρχή. Ο καθορισμός αυτών των κριτηρίων είναι
συνάρτηση του αντικειμένου της σύμβασης, στο μέτρο που τα κριτήρια αυτά πρέπει να
επιτρέπουν την αξιολόγηση του επιπέδου επίδοσης που παρουσιάζεται από κάθε
προσφορά σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης, όπως αυτό ορίζεται στις τεχνικές
προδιαγραφές, καθώς και τη μέτρηση της σχέσης ποιότητας/τιμής κάθε προσφοράς.
Για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, τα κριτήρια ανάθεσης θα πρέπει να επιτρέπουν
τη σύγκριση των προσφορών και την αντικειμενική αξιολόγησή τους. Εάν πληρούνται
αυτές οι προϋποθέσεις, τα οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης, όπως εκείνα που
αφορούν την ικανοποίηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, μπορούν να επιτρέπουν
στην αναθέτουσα αρχή να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σχετικού δημόσιου φορέα, όπως
αυτές εκφράζονται στις προδιαγραφές της αγοράς. Με βάση τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις,
η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί κριτήρια που αποβλέπουν στην ικανοποίηση
κοινωνικών απαιτήσεων που ανταποκρίνονται ιδίως στις οριζόμενες στις προδιαγραφές
της αγοράς ανάγκες κατηγοριών πληθυσμού, οι οποίες μειονεκτούν ιδιαιτέρως και στις
οποίες ανήκουν οι δικαιούχοι/χρήστες των έργων, προμηθειών και υπηρεσιών που
αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης».
56
Κανόνες δημοσιότητας και διαφάνειας
78
ΔΕΚ της Απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, C-433/1993, Επιτροπή κατά Γερμανίας, ΔΕΚ
Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1995, C-359/1993, Επιτροπή κατά Ολλανδίας, ΔΕΚ Απόφαση
της 20ης Σεπτεμβρίου 1988, C-31/1987, Gebroeders Beentjes.
57
παραλαβής των προσφορών επιτρέπουν κυρίως τη χρήση της ηλεκτρονικής
υπογραφής , εγγυώνται την αυθεντικότητα, την πληρότητα και την εμπιστευτικότητα
των στοιχείων και μπορούν να εντοπίσουν τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης.
Η ανοικτή διαδικασία
Η κλειστή διαδικασία
Η διαδικασία διαπραγμάτευσης
58
σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν πρόκειται για συμβάσεις των οποίων η φύση ή
διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες δεν επιτρέπουν το συνολικό προκαθορισμό των
τιμών·
στον τομέα των υπηρεσιών, για παροχές διανοητικής εργασίας που δεν επιτρέπουν τη
χρήση ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας·
για κάθε είδος σύμβασης: στην περίπτωση κατά την οποία δεν υποβλήθηκε καμία
προσφορά ύστερα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία· όταν η σύμβαση μπορεί να
ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα για λόγους τεχνικούς,
καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων· σε
περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτα γεγονότα·
για τις συμβάσεις έργων και υπηρεσιών: εντός του ορίου του 50 % του ποσού της
αρχικής σύμβασης, για τα συμπληρωματικά έργα ή τις υπηρεσίες που δεν
περιλαμβάνονταν στην αρχικώς κατακυρωθείσα μελέτη και τα οποία κατέστησαν
αναγκαία λόγω μη προβλέψιμων περιστάσεων· για νέα έργα ή υπηρεσίες που
συνίστανται στην επανάληψη παρόμοιων εργασιών ή υπηρεσιών που ανατέθηκαν
στον οικονομικό φορέα ανάδοχο της αρχικής σύμβασης για τρία έτη κατ' ανώτατο
όριο.
59
Η διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου αποτελεί διαδικαστική καινοτομία για
την οποία έγινε λόγος πιο πάνω.
60
Η. Προς ένα ενιαίο κοινοτικό δίκαιο της ανάθεσης και της εκτέλεσης των
δημοσίων συμβάσεων
Η εφαρμογή των αρχών, στις οποίες βασίζεται το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων
συμβάσεων (αρχή της διαφάνειας, της ισότητας, της ελευθερίας εγκατάστασης, της
ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και της αμοιβαίας αναγνώρισης σε όλη την
επικράτεια της Ένωσης) προϋποθέτουν της ύπαρξη μιας ανοικτής αγοράς
προκειμένου να βρουν πραγματικό έδαφος εφαρμογής. Η αγορά αυτή θα πρέπει να
είναι χωρίς περιορισμούς και ανεξέλεγκτες αποκλίσεις από την αρχή της ελευθερίας
των συμβάσεων. Το κράτος όσο ελκυστικός και αν είναι ως αντισυμβαλλόμενος,
εργοδότης, «αναθέτων φορέας» κατά τους ορισμούς των οδηγιών, δεν παύει να
συνάπτει συμβάσεις στο πλαίσιο της ανοικτής αγοράς της Κοινότητας. Για το λόγο
αυτό και δεν είναι αυτονόητο γιατί δε θα μπορεί να αντιμετωπίζεται και αυτό το ίδιο
το κράτος υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας. Η αρχή αυτή επιβάλλει την επιλογή
των όρων, των διαδικασιών, των προϋποθέσεων και των προσόντων, τα οποία θα
οδηγήσουν στη σύναψη μιας σύμβασης με έναν συγκεκριμένο ανάδοχο. Τούτο
σημαίνει ότι η συναλλαγή θα γίνεται με βάση τους κοινούς περί συμβάσεων κανόνες.
Το επιχείρημα της εξυπηρέτησης αναγκών γενικού συμφέροντος και της άρσης της
συμβατικής ελευθερίας για το λόγο αυτό υποχωρεί στις περιπτώσεις της
συναλλακτικής δράσης της διοίκησης όπου το κράτος διαπραγματεύεται ισότιμα με
τον αντισυμβαλλόμενό του.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να ενισχύσει την επιλογή της για την υιοθέτηση
ενός αυστηρά τυπικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων αναφέρει ότι πριν την
κοινοτική νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα αυτόν, μόνο το 2% των δημόσιων
συμβάσεων που συνάπτονταν στην Κοινότητα ανετίθετο σε επιχειρήσεις από άλλα
κράτη μέλη εκτός εκείνου που προκήρυσσε το διαγωνισμό79. Η εν λόγω απουσία
ανοικτού και αποτελεσματικού ανταγωνισμού θεωρήθηκε ότι συνιστούσε ένα από τα
προφανέστερα και πλέον αναχρονιστικά εμπόδια στην ολοκλήρωση της εσωτερικής
αγοράς. Εκτός από το επιπλέον κόστος που συνεπάγεται για τις αναθέτουσες αρχές, η
έλλειψη ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού σε ορισμένους βασικούς κλάδους (λόγου
χάριν στις τηλεπικοινωνίες) αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών
επιχειρήσεων, ανταγωνιστικών στις παγκόσμιες αγορές. Αναφέρεται δε ότι «Το
πραγματικό άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά
μόνον εφόσον όλες οι επιχειρήσεις έχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε διαγωνισμούς
για τις συμβάσεις αυτές.». Οι σκέψεις ωστόσο αυτές και τα σχετικά επιχειρήματα θα
μπορούσαν βάσιμα να υποστηριχθούν και για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ
ιδιωτών, συμβάσεις με μεγάλα οικονομικά αντικρίσματα και οι οποίες ουδόλως είναι
υποχρεωτικό να συνάπτονται έπειτα από διεξαγωγή διαγωνισμού. Σε αυτές το
άνοιγμα των αγορών και η εξασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού
επιτυγχάνεται με διατάξεις με σημαντικά λιγότερο παρεμβατικό περιεχόμενο.
Συγκεκριμένα, για τις συμβάσεις που συνάπτουν ιδιώτες η κοινοτική νομοθεσία
περιλαμβάνει λίγους και συγκεκριμένους περιορισμούς κατά βάσιν με σκοπό την
79
Βλ. κείμενο επιτροπής
61
προστασία του καταναλωτή80, εφόσον πληροί τα κριτήρια του πράγματι ασθενούς
αντισυμβαλλομένου (σύναψη σύμβασης υπό όρους για τους οποίους δε μπορούσε να
διαπραγματευτεί κλπ). Σπανιότερα θεσπίζονται οδηγίες για ορισμένα συγκεκριμένα
είδη συμβάσεων, για τα οποία τίθενται συνήθως minimum προστασίας από τα οποία
τα κράτη μέλη συχνά αποκλίνουν θέτοντας αυστηρότερους κανόνες 81.
80
Εξάλλου, ο νόμος 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή όπως ισχύει σήμερα
διέπει και τις συμβατικές σχέσεις των καταναλωτών με τον ιδιωτικό τομέα όσο και με τις
επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής του δημοσίου τομέα και των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης (άρθρο 1 παρ.3).
81
Βλ. http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l33158.htm . Το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής
ένωσης έως σήμερα εντοπίζεται ιδίως στα κείμενα για την προστασία του καταναλωτή,
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm, σε
θέματα συνεργασίας των κρατών μελών στη δικαστική προστασία σε υποθέσεις αστικού
δικαίου, βλ. http://ec.europa.eu/justice_home/fsj/civil/fsj_civil_intro_en.htm και κάποια
κείμενα για συγκεκριμένες συμβάσεις όπως λχ οι συμβάσεις διανομής και εμπορικής
αντιπροσωπείας, οι συμβάσεις για τη χρονομεριστική μίσθωση γιατί στους τομείς αυτούς
παρουσιάστηκε επιτακτική ανάγκη εναρμόνισης.
82
Ότι η ύπαρξη εξουσιαστικής θέσης του κράτους στη σύμβαση που συνάπτεται είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό της ως δημόσιας βλ. ανωτέρω.
62
Η έως σήμερα πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο τρόπος με τον οποίο
διαμορφώνονται πλέον οι τοπικές αγορές υπό τη σκιά των λιγοστών ισχυουσών
διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί συμβάσεων σε μια ενιαία αγορά με την
επέκταση πολλών επιχειρήσεων σε άλλα κράτη μέλη, αποδεικνύει στην πράξη το
πραγματικό άνοιγμα των αγορών στο οποίο αποσκοπεί η Κοινότητα με τις Οδηγίες
για τις Δημόσιες Συμβάσεις μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους μηχανισμούς πέραν
από τον αυστηρό περιορισμό των συμβαλλομένων στις διαδικασίες σύναψης των
συμβάσεών τους.
Θα πρέπει ωστόσο στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι προς την κατεύθυνση της
εγκαθίδρυσης της ενιαίας αγοράς αποβλέπει η Επιτροπή και με μια σειρά άλλων
δραστηριοτήτων της που κατατείνουν στη θέσπιση ενός Κοινού Πλαισίου Αναφοράς
για τις συμβάσεις. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπισε το ζήτημα που
σχετίζεται με τις διαφορετικές νομικές καταβολές των χωρών των συμβαλλομένων
μερών, οι οποίες θα μπορούσαν να δυσχεράνουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ
συμβαλλομένων που προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη. Έτσι η Ευρωπαϊκή
Ένωση εντοπίζοντας το ζήτημα αυτό ήδη το 2001 εξέδωσε την «Ανακοίνωση της
Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 11ης Ιουλίου 2001,
για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων [COM (2001) 398 τελικό - Επίσημη
Εφημερίδα C 255 της 13.09.2001].». Με την ανακοίνωση δρομολογήθηκε μία
διαδικασία διαβούλευσης και συζήτησης. Στη συνέχεια εκδόθηκε η «Ανακοίνωση της
Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 12ης Φεβρουαρίου
2003,ένα συνεκτικότερο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων, Σχέδιο Δράσης»83. Ο
προβληματισμός της Επιτροπής επικεντρώνεται στο αν και κατά πόσον πιθανές
αποκλίσεις του δικαίου των συμβάσεων των κρατών μελών μπορεί να επηρεάσουν τις
διασυνοριακές συμβάσεις και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Ειδικότερα δε αν η ύπαρξη διαφορετικών δικαίων περί συμβάσεων αποθαρρύνει τις
διασυνοριακές συναλλαγές ή αυξάνει το κόστος αυτών84. Με το σχέδιο δράσης αυτό
προτείνεται σε επίπεδο κοινοτικό ένα μείγμα από ρυθμιστικά και μη ρυθμιστικά
μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν κατά το στάδιο των
διαβουλεύσεων. Επίσης αποφασίσθηκε να εκπονηθεί, κατόπιν έρευνας και με τη
συνδρομή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, ένα «κοινό πλαίσιο αναφοράς» για το
δίκαιο των συμβάσεων. Οι προθέσεις της Επιτροπής στο στάδιο αυτό δεν είναι η
δημιουργία ενός ενιαίου αστικού κώδικα, νομικά δεσμευτικού για τα κράτη μέλη.
Αντίθετα σκοπείται να παρασχεθούν βέλτιστες λύσεις ως προς την κοινή ορολογία
και τους κανόνες, δηλαδή τον προσδιορισμό θεμελιωδών εννοιών και αόριστων
εννοιών όπως «σύμβαση» ή «ζημία» καθώς και των εφαρμοστέων κανόνων π.χ. σε
περίπτωση μη εκτελέσεως των συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό γίνεται δεκτό ότι θα
αρθούν αντιφάσεις που παρατηρούνται και θα βελτιωθεί η ποιότητα των ισχυουσών
διατάξεων. Παράλληλα θα προσαρμοστούν οι ισχύοντες κανόνες στις οικονομικές
και εμπορικές εξελίξεις που δεν είχαν προβλεφθεί κατά την έκδοσή τους και θα
πληρωθούν κενά της κοινοτικής νομοθεσίας τα οποία προκάλεσαν προβλήματα στην
83
Βλ.http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/analyticaldoc
_el.pdf για τις αντιδράσεις σχετικά με το σχέδιο δράσης.
84
http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l33158.htm
63
εφαρμογή της. Το κοινό πλαίσιο αναφοράς μέλει να αποτελέσει τη βάση περαιτέρω
προβληματισμών ως προς την έκδοση μη δεσμευτικής πράξεως στον τομέα του
ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων.
1)Η Έκθεση της Επιτροπής: Πρώτη ετήσια έκθεση σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο
των συμβάσεων και την αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου [COM(2005) 456
τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].» και
85
Ν. 3587/2007, ΦΕΚ Α 152/10.7.2007 Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2251/1994
"Προστασία των καταναλωτών", όπως ισχύει-Ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149). Βλ και
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/progress05_el.pdf
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm
86
Βλ.σχετικά
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm και
Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Το ευρωπαϊκό
δίκαιο των συμβάσεων και η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου: πορεία προς τα
εμπρός [COM(2004) 651 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα],
Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Ένα
συνεκτικότερο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων - Σχέδιο δράσης [COM(2003) 68 τελικό -
Επίσημη Εφημερίδα C 63 της 15.03.2003]
Τα συμπεράσματα των εκθέσεων της Επιτροπής χρησιμοποιήθηκαν για να τροφοδοτήσουν
την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την επισκόπηση του κεκτημένου για θέματα του
καταναλωτή που εκδόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2007.
87
EE C 158 της 26.6.1989, σελ.400, EE C 205 της 25.7.1994, σελ.518, EE C 140 Ε της
13.6.2002, σελ.538, ΕΕ C 76 Ε της 25.3.2004, σελ.95, 2005/2022 (ΙΝΙ)
64
Εν όψει αυτών των δεδομένων, πραγματικών και νομικών, τίθεται το ζήτημα της
ανάγκης πραγματικής εναρμόνισης των δικαίων των κρατών μελών ιδίως στον τομέα
των συμβάσεων που αποτελούν και το θεμέλιο της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς.
Άλλωστε οι συναλλακτικές συμβάσεις του κράτους τουλάχιστον δεν αποτελούν
τίποτε άλλο παρά μια κατηγορία των συμβάσεων αυτών. Δεδομένου όμως ότι
ορισμένα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, διαχωρίζουν το ιδιωτικό από
το δημόσιο δίκαιο - με αντίστοιχο διαχωρισμό των συναπτομένων συμβάσεων- και σε
παρόμοιο διαχωρισμό προβαίνει και το κοινοτικό δίκαιο σήμερα (βλ. κατωτέρω), η
δημιουργία ενός κώδικα με αρχές που θα καταλαμβάνουν όλα τα είδη συμβάσεων
(δημόσιες και μη) θα προκαλέσει ενδεχομένως ευρύτερους προβληματισμούς και
συζητήσεις. Τα όρια εφαρμογής και η σχέση των γενικών περί συμβάσεων διατάξεων
και των ειδικών για τις δημόσιες συμβάσεις μέλλουν να οδηγήσουν σε συζητήσεις
αντίστοιχες με αυτές που έχουν απασχολήσει την ελληνική έννομη τάξη για τα όρια
ΑΚ και διατάξεων για τις δημόσιες συμβάσεις.
Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι με τις διατάξεις αυτές και τη θέσπιση ενός
κοινού ευρωπαϊκού κώδικα, ο οποίος σημειώνεται ότι θα αφορά και τις λεγόμενες
δημόσιες συμβάσεις, θα γίνει το πρώτο βήμα για τη διευκόλυνση των διασυνοριακών
συναλλαγών και θα αρθεί η αμηχανία που μπορεί να υπάρχει σήμερα στη σύναψη
συμβάσεων με αντισυμβαλλομένους από άλλα κράτη μέλη εξαιτίας των
διαφορετικών νομικών καταβολών. Επί τη βάσει μιας κοινής νομοθετικής πολιτικής
που δε επιδέχεται αμφισβητήσεων και εφόσον θα περιληφθούν και διατάξεις σχετικές
με την προστασία του πράγματι ασθενούς αντισυμβαλλόμενου τελεί υπό
αμφισβήτηση για ποιο λόγο θα πρέπει τα κράτη να εξακολουθούν να περιορίζονται
στη σύναψη συμβάσεων στην οποία προβαίνουν με την ιδιότητά τους ως
επιχειρηματιών, «ιδιωτών» αντισυμβαλλομένων και χωρίς να ασκούν καμία
διαπραγματευτική εξουσία.
Παρατηρείται συνεπώς ότι το κοινοτικό δίκαιο έχει μια τάση διεύρυνσης της έννοιας
της δημόσιας σύμβασης όπως αυτή νοείται κατά το εθνικό δίκαιο. Η απόκλιση αυτή
μεταξύ των ορίων του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων
δεν είναι άνευ σημασίας δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος βασίζει στις παραδοχές
της δικής του έννομης τάξης τις σχετικές έννοιες και ανάλογα προβαίνει σε νομική
υπαγωγή. Συγχρόνως δε η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει νέους ανεξάρτητους
μηχανισμούς και νομοθετικές πράξεις που βασίζονται όμως σε διαφορετικές βάσεις
και αρχές από το περί δημοσίων συμβάσεων δίκαιο. Δεδομένου ότι με τις
παράλληλες αυτές δραστηριότητες της Κοινότητας επιδιώκονται οι ίδιοι σκοποί, ήτοι
η εύρυθμη λειτουργία των διασυνοριακών συναλλαγών, η εύνοια του ανταγωνισμού
και το άνοιγμα της αγοράς που θα βασίζεται στην αρχή της ισότητας, της μη
διάκρισης και της ασφάλειας των συναλλαγών, και τα όρια μεταξύ τους δε
διαχωρίζονται σαφώς είναι εύλογα τα ερωτήματα που τίθενται για το μέλλον των
σχετικών ρυθμίσεων και των μεταξύ τους σχέσεων και συσχετισμών88. Επί τη βάσει
αυτή διαπιστώνεται μια έντονη αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα. για την άρση της
οποίας το ΔΕΚ και το κοινοτικό δίκαιο εν γένει θα πρέπει είτε να θέσει υπό
επανεξέταση τα όρια ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου συνολικά, είτε να περιορίσει σε
εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την ελευθερία των συμβάσεων.
88
Ο ΑΠ (ΑΠ 104/39, ΑΠ τμ. Α΄264/59, ΕΕΝ, 1959, 03, ΑΠ Ολ. 447/59 ΕΕΝ 1960.24.)έχει
επανειλημμένως αρνηθεί την ύπαρξη ιδιότυπων διοικητικών συμβάσεων σε αντίθεση με τη
νομολογία του ΣτΕ
65
Θ. Η αποτελεσματική δικαστική προστασία και το
δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων
H κοινοτική έννομη τάξη δεν περιορίσθηκε να ρυθμίσει το καθεστώς των δημοσίων
συμβάσεων στο πλαίσιο των οικείων οδηγιών89 που αφορούν τη σύναψή τους. Από το
1989 θέσπισε ιδιαίτερη οδηγία για τις διαδικασίες προσφυγών που αφορούν τις
δημόσιες συμβάσεις, αρχικά για τις συμβάσεις έργων και προμηθειών και κατόπιν με
τροποποίηση της οδηγίας, επεκτάθηκε και στις υπηρεσίες. Από τα μέσα της δεκαετίας
του 80, η διαπίστωση της ανάγκης για διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας κατέστη ορατή και θεσμοθετήθηκε στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου
των δημοσίων συμβάσεων.
Ο κοινοτικός νομοθέτης πλέον ρητά επιδιώκει την εφαρμογή των κανόνων που θέτει,
θεσπίζοντας και το πλαίσιο δικαστικής προστασίας των ενδιαφερομένων από τη μη
τήρησή τους, καθιερώνοντας σταδιακά ένα ενιαίο δικονομικό σύστημα. Το σύστημα
αυτό βασίζεται στις γενικές αρχές του δικαίου των ευρωπαϊκών κρατών και τις κοινές
συνταγματικές παραδόσεις καθώς και τις διατάξεις της Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα πλαίσιο παροχής κοινοτικής
δικαστικής προστασίας σύμφωνα με ένα εξειδικευμένο και ορθολογικό σύστημα
κανόνων. Ενώ λοιπόν η αρχική προσέγγιση του κοινοτικού δικαίου υπήρξε
αποσπασματική και ως προς το ζήτημα της παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο
του κοινοτικού δικαίου περιοριζόταν από τις διατάξεις της Συνθήκης, σήμερα πλέον η
τάση της ερμηνείας τείνει προς τη δημιουργία ενός δομημένου συστήματος,
ανατρέποντας την αρχική θέση του κοινοτικού δικαίου και επεκτείνοντας τη σφαίρα
επιρροής του στο δικονομικό καθεστώς και των κρατών μελών.
89
Για τις απόψεις της Επιτροπής βλ. και το Πράσινο Βιβλίο της ΕΕ COM (96) 583 final,
27.11.1996 σε http://europa.eu.int/comm/dg15/en/publproc/green/contents.htm.
90
Βλ. επίσης ΔΕΚ Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C- 15/2004, Koppensteiner, σκ. 34
και ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1999, C-81/98, Alcatel Austria κλπ., σκ. 49
66
Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επεμβαίνει για να επιλύει ζητήματα
αρμοδιότητας που μπορούν να ανακύψουν στην οργάνωση των εθνικών δικαστηρίων
από τον νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων εννόμων καταστάσεων που στηρίζονται
στο κοινοτικό δίκαιο.
Είναι προφανής η κρίση του Δικαστηρίου ότι υφίσταται ατομικό δικαίωμα, το οποίο
απορρέει από την εν λόγω Οδηγία. Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι, όπως
προκύπτει και από τη σκέψη 7 της προμνημονευθείσας απόφασης C-54/96, το
Δικαστήριο δεν έκρινε επί ερωτήματος που αφορούσε ειδικά στην ύπαρξη ατομικού
δικαιώματος. Έτσι η απόφαση C-76/97 αν και φαινομενικά επανέλαβε τη διατύπωση
της προηγούμενης στο ίδιο ζήτημα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι απάντησε έμμεσα
στο ερώτημα για την ύπαρξη ατομικού δικαιώματος, το οποίο απορρέει από την
κοινοτική έννομη τάξη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, πέραν των θέσεων της Επιτροπής και των κανόνων που
τίθενται σε επίπεδο οδηγιών, το κοινοτικό δίκαιο, όπως ερμηνεύεται από το ΔΕΚ,
καθιερώνει ρητά την ύπαρξη ατομικού91 δικαιώματος που απορρέει από την
κοινοτική έννομη τάξη για τη δικαστική προστασία σε σχέση με τις δημόσιες
συμβάσεις. Το δικαίωμα αυτό, σαφώς συνταγματικής φύσεως, προκύπτει από
κοινοτική οδηγία κατ' αρχήν και όχι από την ίδια τη Συνθήκη.
Με την οδηγία του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των
νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των
διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών
και δημοσίων έργων (89/665/EOK), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 της οδηγίας
92/50/ΕΟΚ θεσπίσθηκε το καθεστώς της αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγών
για τη διασφάλιση του καθεστώτος των δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με τις
οδηγίες 93/37/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 92/50/ΕΟΚ και ορίσθηκε τόσο η υποχρέωση των
κρατών μελών να ρυθμίζουν διαδικασίες διοικητικών προσφυγών όσο και δικαστικών
διαδικασιών κατά των αποφάσεων των αποφαινομένων επί των προσφυγών αυτών
οργάνων. Ειδικότερα κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ βασικός σκοπός της
Οδηγίας αυτής είναι να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των οδηγιών περί
συντονισμού των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων92. Η αντίστοιχη
υποχρέωση των κρατών μελών επιβάλλεται σε όλες τις αρχές τους,
συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους93.
Ειδικότερα σε σχέση με τις προσφυγές της η Οδηγία προβλέπει επιλογή ανάμεσα σε
δύο λύσεις. Η μία από αυτές έγκειται στην απονομή της αρμοδιότητας για την
91
Ο όρος αυτός δίδεται από τη μετάφραση του Δικαστηρίου στα ελληνικά. Συνήθως γίνεται
χρήση του όρου «θεμελιώδες».
92
ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C-503/2004 Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκ. 35, ΔΕΚ
Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/1999 Universale Bau κλπ., σκ. 71.
93
ΔΕΚ Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C- 15/2004, Koppensteiner, σκ. 33, ΔΕΚ
Απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, C-258/97, HI, σκ. 25.
67
εκδίκαση των προσφυγών αυτών από δικαιοδοτικά όργανα. Κατά τη δεύτερη λύση η
αρμοδιότητα αυτή απονέμεται καταρχάς σε όργανα που δε συνιστούν δικαστικές
αρχές. Σε αυτήν την περίπτωση όμως επιβάλλεται οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα
όργανα αυτά να μπορούν να αμφισβητηθούν ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου94.
Η οδηγία εξαίρει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και τη
θέσπιση επειγουσών διαδικασιών προς αποφυγή περαιτέρω ζημιών ή ενόψει
δυνατότητας επανόρθωσης της επαπειλούμενης ζημίας95. Οι αποφάσεις των
αναθετουσών αρχών πρέπει να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών
προσφυγών, ενώ η διαδικασία προσφυγής πρέπει να είναι ελεύθερη για οποιοιδήποτε
πρόσωπο έχει συμφέρον να του ανατεθεί δημόσια σύμβαση 96. Έχει επίσης κριθεί ότι
η μη συμμετοχή συγκεκριμένου οικονομικού φορέα στη διαδικασία ανάθεσης της
σύμβασης αυτής δεν περιορίζει το δικαίωμα να ασκήσει την προσφυγή της Οδηγίας,
εφόσον αποδειχτεί ότι με απόφαση της αναθέτουσας αρχής, η οποία λαμβάνεται κατά
παράβαση κοινοτικού ή εθνικού κανόνα δικαίου, στερείται του δικαιώματος να λάβει
μέρος στο διαγωνισμό97. Οι ελάχιστες προϋποθέσεις, στις οποίες πρέπει να
ανταποκρίνονται οι διαδικασίες προσφυγής προσδιορίζονται από την ίδια την
Οδηγία98, ενώ η δυνατότητα πρόσβασης στην προσφυγή αυτή δεν επιτρέπεται να
εξαρτάται από οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική προϋπόθεση99.
94
ΔΕΚ Απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, C-258/97, HI, σκ. 17, ΔΕΚ Απόφαση της 4ης
Φεβρουαρίου 1999, C-103/1997, Köllensperger, σκ. 20.
95
βλ. σχετικά ΔΕΚ Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle κλπ., σκ. 7,
ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-212/2002, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκ. 20, ΔΕΚ
Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-230/02, Grossmann Air Service, σκ. 36, ΔΕΚ
Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01, GAT, σκ. 52, ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Ιουνίου
2003, C-249/01, Hackermüller, σκ. 22, ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Μαΐου 2003, C-214/2000,
Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 49, ΔΕΚ Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2003, C-57/01,
Μακεδονικό Μετρό, σκ. 68, ΔΕΚ Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/1999
Universale Bau κλπ., σκ. 74, ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, C-92/2000, HI, σκ. 37,
ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1999, C-81/98, Alcatel Austria κλπ., σκ. 33 και 34 και
34.
96
βλ. ΔΕΚ, Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C-129/2004, Sofibail κλπ., σκ. 17, ΔΕΚ
Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle κλπ., σκ. 40, ΔΕΚ, Απόφαση της
24ης Ιουλίου 2004, C-212/2004, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκ. 24, ΔΕΚ Απόφαση της 12ης
Φεβρουαρίου 2004, C-230/2002, Grossmann Air Service, σκ. 26, ΔΕΚ Απόφαση της 19ης
Ιουνίου 2003, C-410/01, Asfinag, σκ. 27, ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-249/01,
Hackermüller, σκ. 18.
97
ΔΕΚ Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-230/2002, Grossmann Air Service, σκ. 39
επ.
98
ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01, GAT, σκ. 45, ΔΕΚ Απόφαση της 27ης
Φεβρουαρίου 2003, C-327/00, Santex, σκ. 47.
99
ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-410/01, Asfinag, σκ. 31 επ.
68
Σημαντικό βήμα γίνεται και με την κατοχύρωση τόσο του δικαιώματος
αποζημίωσης100, όσο και της υποχρέωσης εκτέλεσης των διοικητικών και δικαστικών
αποφάσεων101. Ειδικά σε σχέση με την υποχρέωση αποζημίωσης θα πρέπει να
σημειωθεί ότι τούτη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της άσκησης
προσφυγής μετά τη σύναψη σύμβασης, ιδίως για όσο χρόνο η κρίσιμη σύμβαση δεν
έχει πλήρως εκτελεστεί102. Κατά συνέπεια ο έλεγχος πιθανής παράβασης θα πρέπει να
εξασφαλίζεται στους ενδιαφερόμενους για όσο χρόνο η σύμβαση συνεχίζει να
εκτελείται. Σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μετά την πλήρη
εκτέλεση της σύνβασης θεμελιώνεται μόνο δικαίωμα αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό
άλλωστε η οδηγία προβαίνει σε διάκριση μεταξύ του σταδίου που προηγείται και
αυτού που έπεται της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης103.
Σαφής είναι κατά την οδηγία η διάκριση των δικαιοδοτικών και των διοικητικών
αρμοδιοτήτων αλλά και των ιδιομορφιών των εννόμων τάξεων των κρατών μελών,
λόγω των διαφορετικών νομικών συστημάτων. Έτσι δεν τυγχάνει αυτονόητη η
ακυρωτική αρμοδιότητα και διασφαλίζεται υποχρεωτικά η υποχρέωση των κρατών
μελών να τη θεσπίζουν. Στην προσπάθεια σύνθεσης των πρακτικών και μεθόδων των
διαφόρων νομικών συστημάτων, η οδηγία επιχειρεί να αποτελέσει καταλύτη,
προβαίνοντας σε εγκαθίδρυση κάποιων κοινών αρχών και κανόνων. Κατοχυρώνει για
το λόγο αυτό την υποχρέωση έγγραφης αιτιολογίας των αποφάσεων των διοικητικών
αρχών, και την ανεξαρτησία από την αναθέτουσα αρχή του αρμόδιου για την
προσφυγή φορέα ή αρχής. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η συμφιλίωση των νομικών
συστημάτων της ευρωπαϊκής ηπείρου που επιχειρείται με την οδηγία δεν είναι ότι το
απλούστερο. Η νομολογιακή επεξεργασία των σχετικών διατάξεων, όπως συνοπτικά
περιγράφεται ανωτέρω, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Με την οδηγία 89/665
αφού διαπιστώθηκε η ανεπάρκεια των εθνικών συστημάτων των κρατών μελών να
διασφαλίσουν την εκπλήρωση του σκοπού των οδηγιών 93/37/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και
92/50/ΕΟΚ, καθιερώθηκε η υποχρέωση να επιτρέπεται σε κάθε θιγόμενο
ενδιαφερόμενο να συνάψει δημόσια σύμβαση να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της
αναθέτουσας αρχής τόσο ενόψει της νομιμότητάς τους σε σχέση με το κοινοτικό όσο
και σε σχέση με το εθνικό δίκαιο χωρίς διακρίσεις και με τρόπο αποτελεσματικό.
Όπως προαναφέρθηκε οι δικαιούμενοι να ασκήσουν τέτοιου είδους διαδικασίες
αμφισβήτησης ορίζονται με ευρύτατο τρόπο, επιτρέπεται όμως στα κράτη μέλη να
επιβάλλουν στον ενδιαφερόμενο να γνωστοποιεί προηγουμένως την πρόθεσή του να
αμφισβητήσει διαδικασίες ασκώντας προσφυγή. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει
και αναφορά στο ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και η έννοια της
απόφαση της αναθέτουσας αρχής, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί η προσφυγή
της Οδηγίας 89/665, τυγχάνει ευρείας ερμηνείας. Ενόψει αυτού περιλαμβάνονται σε
αυτή πραγματικά όλες οι αποφάσεις της αναθέτουσας αρχής που λαμβάνονται κατά
100
ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1996, C-236/95, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκ. 15,
ΔΕΚ Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/2001, GAT, σκ. 54.
101
ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C-503/2004, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκ. 42.
102
ΔΕΚ Απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, C- 20 και 28/2001, σκ. 38.
103
ΔΕΚ Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-81/1998 Alcatel Austria κλπ., σκ. 37.
69
τη διαδικασία των διαγωνισμών για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης104 και κάθε
απόπειρα των κρατών μελών να περιορίσουν το εύρος της κρίνεται ότι είναι αντίθετη
με τις διατάξεις της Οδηγίας105 .
Με την οδηγία αυτή ρυθμίζεται τόσο το καθεστώς των διοικητικών προσφυγών τις
οποίες υποχρεούνται να θεσμοθετούν οι αναθέτουσες αρχές ενόψει των διαδικασιών
ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων όσο και το καθεστώς της δικαστικής προστασίας που
δικαιούται να απολαμβάνει κάθε ενδιαφερόμενος. Οι διαδικασίες πρέπει να είναι
ταχείες και αποτελεσματικές και να διασφαλίζουν τη μη διάκριση μεταξύ των
ενδιαφερομένων. Διασφαλίζει εξάλλου την κατοχύρωση επιδίκασης δικαστικής
αποζημίωσης, τη δυνατότητα ακύρωσης των παρανόμων πράξεων καθώς και την
αποτελεσματική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια το κοινοτικό
δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ως όλο ρυθμίζει ευθέως και με τρόπο συστηματικό,
τόσο τις διαδικασίες για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων όσο και το καθεστώς
της αμφισβήτησης των διαδικασιών ανάθεσης αυτών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης, η αντιμετώπιση της δικαστικής
προστασίας στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου όχι πλέον περιστασιακά αλλά ως
αυτόνομο σύστημα δικαστικής προστασίας.
104
ΔΕΚ Απόφαση της 2ης Ιουνίου 2005, C-15/2004, Koppensteiner, σκ. 29 επ, ΔΕΚ
Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle, σκ. 22 επ., ΔΕΚ Απόφαση της 18ης
Ιουνίου 2002, C-92/2000, HI, σκ. 30 και 31, ΔΕΚ Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-
81/1998, Alcatel Austria, σκ.31 επ.
105
βλ. για παράδειγμα ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-327/2000, Santex, σκ.
66.
70
· καταβολής αποζημίωσης στα πρόσωπα που υπέστησαν ζημία από κάποια
παράβαση.
Ανάλογη ρύθμιση με αυτή της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ που αφορά τις δημόσιες
συμβάσεις, έγινε και για τις συμβάσεις των εξαιρουμένων τομέων σε σχέση με την
οδηγία 93/38/ΕΟΚ, οπότε με την οδηγία 92/13/ΕΟΚ106 του Συμβουλίου της 25ης
Φεβρουαρίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και
διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις
διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων, οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς
του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών καθιερώθηκαν
ανάλογα δικαιώματα με αυτά της οδηγίας 89/665. Η οδηγία των εξαιρουμένων
τομέων διαφέρει πάντως ουσιαστικά από την οδηγία των έργων και προμηθειών, στο
μέτρο ιδίως που προβλέπει ιδιαίτερη διαδικασία συμβιβασμού (άρθρα 9-11 αυτής),
την οποία διεξάγει η ίδια η Επιτροπή. Κατά τούτο, η κατά τρία έτη νεώτερη οδηγία,
υποδηλώνει τη συνεχώς αυξανόμενη τάση της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της
Επιτροπής για τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων των οδηγιών. Υποδηλώνει
επίσης και μια τάση ευελιξίας, η οποία εκφράζει τη βούληση αποτελεσματικότητας
εκ μέρους των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι διατάξεις της οδηγίας αφορούν τέσσερα βασικά θέματα :
· την προσαρμογή στους τομείς της ύδρευσης, της ενέργειας, των μεταφορών
και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (οι γνωστοί ως «ειδικοί» τομείς) των
ένδικων μέσων που προβλέπει η οδηγία 89/665/ΕΟΚ, η οποία αφορά τα
εθνικά ένδικα μέσα σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών, έργων
και υπηρεσιών που συνάπτουν οι δημοπρατούσες αρχές·
· μια διαδικασία ελέγχου την οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι αναθέτοντες
φορείς·
· έναν διορθωτικό μηχανισμό ο οποίος ενισχύει τις δυνατότητες δράσης της
Κοινότητας σε περιπτώσεις προφανούς και κατάφωρης παράβασης·
· μια διαδικασία συμβιβασμού σε κοινοτικό επίπεδο.
106
Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, περί συντονισμού των
νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των
κοινοτικών κανόνων όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων των φορέων που
δραστηριοποιούνται στους τομείς της ύδρευσης, της ενέργειας, των μεταφορών και των
τηλεπικοινωνιών [Επίσημη Εφημερίδα L 76 της 23.03.1992]
107
Η Ελλάδα καταδικάσθηκε από το ΔΕΚ με την απόφαση της 19.6.1996 C-236/95.
71
89/665/ΕΟΚ» (ΦΕΚ 178/8.9.97 Α), μετά από μακρά περίοδο διαφορών με την
Επιτροπή.
Το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε και στην οδηγία 92/13/ΕΟΚ με σοβαρή
καθυστέρηση πάντως, υιοθετώντας και για τους εξαιρούμενους τομείς διαδικασίες
ανάλογες με αυτές του ν. 2522/97 με το νόμο 2854/2000.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσαρμογή στο κοινοτικό δίκαιο στην πράξη βρήκε
αρκετές δυσκολίες ιδίως με αφορμή τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων
όπου για χρόνια τα εθνικά δικαστήρια θεωρούσαν ότι δεν υπάγονται στο εύρος της
οδηγίας και της εθνικής πράξης προσαρμογής. Η νομολογία αυτή άλλαξε αρκετά
χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης Μακεδονική Μετρό C- 57/01 της 23ης
Ιανουαρίου 2003.
Η οδηγία 89/665 θέτει ένα γενικό πλαίσιο κανόνων για την αποτελεσματική
δικαστική προστασία. Έγινε αναφορά και ανωτέρω σχετικά με το ότι τα κράτη μέλη
υποχρεούνται να θεσπίσουν διατάξεις, οι οποίες να επιτρέπουν σε κάθε
ενδιαφερόμενο να μπορεί να ασκήσει προσφυγές κατά των βλαπτικών για τα
συμφέροντά του πράξεων των αναθετουσών αρχών, οι οποίες παράλληλα συνιστούν
και παραβάσεις κοινοτικού ή εθνικού κανόνα δικαίου. Υπό την έννοια αυτή ο
βασικότερος στόχος είναι η διαφύλαξη της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας
κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.
Ειδικότερα κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ επιβάλλεται στα κράτη μέλη να
μεριμνούν, ώστε να μην καθίσταται με τα μέτρα που λαμβάνουν στην πράξη αδύνατη
ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη
τάξη108. Ακριβώς υπό την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι οι πιθανότητες ευδοκίμησης
προσφυγής ακυρώσεως, η οποία θα ασκηθεί μετά ή παράλληλα με την προσφυγή της
οδηγίας 89/665 δε συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που η αρμόδια αρχή
δύναται ή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της109.
Η Οδηγία ωστόσο δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η προσφυγή
κατ’ αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πρέπει να ασκείται εντός της ταχθείσας προς
τούτο προθεσμίας και ότι οι θιγόμενοι ενδιαφερόμενοι που επικαλούνται πλημμέλεια
της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως, προς στήριξη της προσφυγής τους, πρέπει
να προβάλουν την εν λόγω πλημμέλεια εντός της ίδιας προθεσμίας, διότι άλλως θα
απωλέσουν το σχετικό δικαίωμά τους, με αποτέλεσμα ότι, αν παρέλθει η προθεσμία
αυτή, δεν είναι δυνατή ούτε η προσβολή της εν λόγω αποφάσεως ούτε η προβολή της
εν λόγω πλημμέλειας, εφόσον η επίμαχη προθεσμία είναι εύλογη110. Ωστόσο έχει
108
ΔΕΚ Απόφαση της 9ης Απριλίου 2003, C-424/2001, CS Communications, σκ.31, ΔΕΚ
Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2002, C-92/2000, HI, σκ. 67, ΔΕΚ Απόφαση της 11ης Ιουλίου
2002, C-62/2000, Marks and Spencer, σκ. 34, ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-
255/2000, Grundig Italiana, σκ. 33
109
ΔΕΚ Απόφαση της 9ης Απριλίου 2003, C-424/2001, CS Communications, σκ. 29.
110
ΔΕΚ Απόφαση της 2ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/99, Universale-Bau σκέψη 79, ΔΕΚ
Απόφασης της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-327/00, Santex, σκέψη 50.
72
επίσης κριθεί ότι οι προθεσμίες αυτές δε θα πρέπει να θίγουν την πρακτική
αποτελεσματικότητα της Οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι οι
παράνομες αποφάσεις των αναθετουσών αρχών υπόκεινται στην άσκηση
αποτελεσματικών και όσο το δυνατό ταχύτερων προσφυγών111. Κάθε λοιπόν
εξειδικευμένη περίπτωση, όπου εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή
υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, εξετάζεται αυτοτελώς 112.
Κατά συνέπεια έχει κριθεί ότι αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται από εθνικό
κανόνα κατά τα ανωτέρω μπορεί να αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας
113
.
Ενόψει της διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής της οδηγίας αυτής όμως το
δικαστήριο θεωρεί ότι η θέσπιση εθνικών αποκλειστικών προθεσμιών
περιλαμβανομένων των λεπτομερειών εφαρμογής τους, δεν πρέπει να είναι, αυτές
καθ’ εαυτές, ικανές να καταστήσουν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την
άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία, ενδεχομένως, έλκει ο ενδιαφερόμενος από το
κοινοτικό δίκαιο.
Εφόσον συμβεί τούτο και η εφαρμογή ενός κανόνα καθιστά πρακτικά αδύνατη την
άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει στον ενδιαφερόμενο το κοινοτικό δίκαιο
ειδικότερα όσον αφορά στις παρανομίες που μπορούν να διαπιστωθούν λόγω της
συμπεριφοράς μιας αναθέτουσας αρχής μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας για την
υποβολή των προσφορών η διάταξη θεωρείται ότι αντιβαίνει στην οδηγία 89/665115.
Για το λόγο αυτό έχει επίσης κριθεί ότι οι τυχόν βλαπτικές για συμμετέχοντα σε
διαγωνισμό αποφάσεις πρέπει να γνωστοποιούνται εγκαίρως στον ενδιαφερόμενο,
111
ΔΕΚ Απόφαση της 2ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/99, Universale-Bau σκ. 76
112
ΔΕΚ Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/1993, Peterbroek, σκ. 14.
113
ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-327/2000, Santex, σκ. 57.
114
βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2004, C-314/2001, Siemens Österreich,
σκ. 48.
115
ΔΕΚ Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-327/2000, Santex.
73
ώστε να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται
από την Οδηγία116.
Εάν κατά την εξέταση του ανωτέρω ζητήματος προκύψει ότι ο εθνικός κανόνας
περιορίζει την αποτελεσματική δικαστική προστασία το εθνικό δικαστήριο οφείλει να
δώσει στο εσωτερικό δίκαιο, το οποίο πρέπει να εφαρμόσει, ερμηνεία κατά το δυνατό
σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας 89/665117. Αν μια τέτοια ερμηνεία, σύμφωνη
προς τον σκοπό της οδηγίας 89/665, δεν είναι δυνατή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να
αφήσει ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στην εν λόγω οδηγία118.
Στο σημείο αυτό και σε συνάρτηση με την αρχή της αποτελεσματικότητας χρήζει
αναφοράς και η αρχή της ισοδυναμίας. Σύμφωνα με αυτήν τα κράτη μέλη οφείλουν
να μεριμνούν, ώστε οι εφαρμοστέοι εθνικοί κανόνες να μην είναι λιγότεροι ευνοϊκοί
από αυτούς που αφορούν σε παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης
τάξης119.
116
ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-212/2002, Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκ. 20 επ
117
ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-111/1997, Evo Bus Austria GmbH, σκ. 18,
ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-76/1997, Walter Tögel, σκ. 25, ΔΕΚ Απόφαση
της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/1996, Dorsch Consult, σκ. 43.
Ειδικότερα για το ζήτημα της σύμφωνης με το κοιντικό δίκαιο ερμηνείας βλ. αντί πολλών
ΔΕΚ Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/1992, Fancini Dori, sk. 26, ΔΕΚ Απόφαση της
16ης Δεκεμβρίου 1993, C-334/1992, Wagner Miret, σκ. 20, ΔΕΚ Απόφαση της 13ης
Νοεμβρίου 1990, C-106/1989, Malreasing, σκ.8.
118
ΔΕΚ Απόφαση της 2ης Ιουνίου 2005, C-15/2004, Koppensteiner, σκ. 39.
119
ΔΕΚ Απόφαση της 9ης Απριλίου 2003, C-424/2001, CS Communications, σκ. 31.
120
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου
2006, για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον
αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της
σύναψης δημόσιων συμβάσεων [COM(2006) 195 τελικό/2 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην
Επίσημη Εφημερίδα] [COD/2006/0066]
121
βλ. σχετικά και ΔΕΚ Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-212/2000, Επιτροπή κατά
Αυστρίας.
74
σύναψης είτε με τη δημοσίευση μιας ανακοίνωσης κατακύρωσης σε περίπτωση
απευθείας ανάθεσης. Αυτή η αναβλητική προθεσμία, δηλαδή η περίοδος του
«παγώματος»122, αφορά τις δημόσιες συμβάσεις που καλύπτονται από την οδηγία
2004/18/ΕΚ και την οδηγία 2004/17/ΕΚ, οι οποίες ρυθμίζουν το συντονισμό των
διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των
μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών . Η πρόταση έχει επίσης ως στόχο την
εστίαση του διορθωτικού μηχανισμού στις περιπτώσεις σοβαρής παράβασης.
122
Για την ορθή εφαρμογή της Οδηγίας 89/665/ΕΚ έχει εκδοθεί από το ΥΠΕΧΩΔΕ η από 13
Ιουλίου 2006, Αριθ Πρ. Δ17γ/05/106/Φ.8γ Εγκύκλιος στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στο
ζήτημα της τήρησης περιόδου αναμονής πριν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων
έργων και μελετών.
123
Ερμηνευτική Ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 2006 σχετικά με το κοινοτικό
δίκαιο που εφαρμόζεται στο πέρασμα των συμβάσεων που δεν υποβάλλονται ή υποβάλλονται
μερικώς στις οδηγίες «δημόσιες συμβάσεις» [Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη
Εφημερίδα]
75
Ι. Οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων και οι Συμπράξεις
Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)
Η αρχική ρύθμιση προέβλεπε ότι δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας
71/305/ΕΟΚ ο συγκεκριμένος συμβατικός τύπος, ο οποίος όμως ορίσθηκε και
περιγράφθηκε επαρκώς. Το άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας προέβλεπε ότι οι διατάξεις
της δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που ονομάζονται «παραχωρήσεις έργων»,
δηλαδή στις συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτονται ανάμεσα σε μια δημόσια
αναθέτουσα αρχή και έναν εργολήπτη, στις οποίες η αντιπαροχή για τα εκτελούμενα
έργα έγκειται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη χορήγηση του δικαιώματος
εκμετάλλευσης του έργου για μια ορισμένη χρονική περίοδο χωρίς καταβολή αμοιβής
(επί παραδείγματι η είσπραξη τέλους διοδίων σε έναν αυτοκινητόδρομο για ορισμένη
χρονική περίοδο), και σε άλλες περιπτώσεις, στη χορήγηση αυτού του δικαιώματος
εκμετάλλευσης σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής. Ο ορισμός της νέας αυτής
έννοιας δόθηκε συνεπώς, κατ’ αρχήν, για να εξαιρεθεί του πεδίου εφαρμογής της
οδηγίας, σύντομα όμως έμελλε τα πράγματα να μεταβληθούν.
124
Συνοπτική αναφορά στην διαδικασία εισδοχής στο κοινοτικό δίκαιο της σύμβασης
παραχώρησης δημοσίων έργων βλ. και στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ της 7ης
Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Telaustria Verlags GmbH, Telefonadress GmbH και Telecom
Austria Ag.
76
τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων
παραχώρησης125. Ανάλογο διάλογο προωθεί και το ΔΕΚ με την Επιτροπή και τα
κράτη μέλη διαμορφώνοντας μια ίδια θέση όσον αφορά την συνολική αντιμετώπιση
της δημιουργίας του ευρωπαϊκού χώρου είτε θέτοντας κανόνες για την αειφόρο
ανάπτυξη, είτε εξορθολογίζοντας τη σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, είτε
δικαιολογώντας τη διακοπή της χρηματοδότησης έργων από κοινοτικούς πόρους
λόγω της παράβασης των κανόνων της νομιμότητας. Το δίκαιο των συμβάσεων
παραχώρησης και των συμπράξεων του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα είναι ως εκ
τούτου πρωτίστως νομολογιακό.
125
Βρυξέλλες, 30.4.2004, COM(2004) 327 τελικό
126
93/37/ΕΟΚ και μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004.
Βλ. Ειδικά και την απόφαση του ΔΕΚ της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle, RPL
Recyclingpark Lochau GmbH κατά Arbeitsgemeinschaft Thermische Restabfall- und
Energieverwertungsanlage TREA Leuna, ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-
324/98, Telaustria Verlags GmbH, Telefonadress GmbH κλπ.
127
Σύμφωνα με το ν. 3389/2005 που παρατίθεται πιο κάτω.
77
Κύριο χαρακτηριστικό της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων είναι ότι το
εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται σε παραχώρηση εν μέρει ή έν όλω του δικαιώματος
εκμετάλλευσης κατασκευασθέντος έργου για συγκεκριμένο χρόνο. Ο ανάδοχος, εκτός
από τον κίνδυνο της μελέτης και της κατασκευής, αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της
χρηματοδότησης και της εκμετάλλευσης για το συγκεκριμένο αυτό χρόνο. Παραμένει
αδιάφορο αν το αντάλλαγμα για τη διαχείριση του έργου εισπράττεται από τον ανάδοχο ή
την παραχωρούσα αναθέτουσα αρχή. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει το αν το
αντάλλαγμα αυτό καταβάλλεται από τους χρήστες του έργου ή είναι δυνατό να
καταβάλλεται και με διαφορετικό τρόπο. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ενδιαφέρον
δεδομένης της απόπειρας υιοθέτησης στην Ελλάδα των λεγομένων «σκιωδών διοδίων».
Πρόκειται για διόδια τέλη, που όμως δεν εισπράττονται από τους χρήστες αλλά
καταβάλλονται από την αναθέτουσα αρχή στον ανάδοχο παραχώρησης σύμφωνα με το
αγγλοσαξονικό πρότυπο. Ανάλογος προβληματισμός αναπτύχθηκε και στο γαλλικό δίκαιο
με αφορμή συμβάσεις που τα ανταλλάγματα κατέβαλλε η διοίκηση και όχι ευθέως οι
χρήστες.
Κατά την άποψή μας η καταβολή των τελών θα πρέπει να γίνεται από τους χρήστες,
δεδομένου ότι η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων αφορά την αντί εργολαβικού
ανταλλάγματος παροχή του δικαιώματος εκμετάλλευσης ή το δικαίωμα αυτό σε
συνδυασμό με καταβολή αμοιβής. Η έννοια της εκμετάλλευσης, όπως και στο κοινοτικό
δίκαιο ομοίως και στο εσωτερικό, ενέχει το στοιχείο του επιχειρηματικού κινδύνου στον
οποίο συμμετέχει ο ανάδοχος παραχώρησης και της ανταποδοτικότητας του έργου που
κατασκεύασε προς εκμετάλλευση, έστω και εν μέρει. Αν η ανταποδοτικότητα αυτή δεν
υφίσταται, τότε η σύμβαση δεν είναι σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, αλλά
σύμβαση δημοσίων έργων κατά την έννοια του πδ 334/2000 με εργολαβικό αντάλλαγμα
καταβαλλόμενο σε περιοδικές παροχές από την αναθέτουσα αρχή. Προς την κατεύθυνση
αυτή συνάδει και ο σκοπός του κοινοτικού δικαίου εφόσον οι κανόνες της σύμβασης
παραχώρησης δημοσίων έργων είναι ελαστικότεροι από τους κανόνες των δημοσίων
έργων αυτοτελώς. Οι παραλλαγές στον τρόπο καταβολής του συμβατικού εργοληπτικού
ανταλλάγματος δεν θα ήταν ορθό, ως εκ τούτου να μεταβάλλουν το νομικό χαρακτηρισμό
της σύμβασης με συνέπεια την εφαρμογή ηπιότερου καθεστώτος.
Ιδιαίτερη σημασία έχει εξάλλου στο πλαίσιο του προβληματισμού για το συμβατικό
αντάλλαγμα, αν το σύνολο ή τμήμα των εσόδων από την εκμετάλλευση του έργου
καταβάλλεται στον ανάδοχο της παραχώρησης ως αμοιβή για την εκτέλεση του έργου.
Είναι δυνατό, ένα μέρος του ανταλλάγματος να είναι εγγυημένο από τον παραχωρούντα
προς τον ανάδοχο. Ωστόσο, αν η αμοιβή του αναδόχου συνίσταται σε ένα σταθερό ποσό,
σε αντάλλαγμα αφενός της εκτέλεσης του έργου, και αφετέρου της διαχείρισής του κατά
την άποψη της Επιτροπής, δεν πρόκειται πλέον για σύμβαση παραχώρησης δημοσίου
έργου, αλλά για σύμβαση δημοσίου έργου, το αντικείμενο της οποίας συμπεριλαμβάνει,
εκτός από την εκτέλεση του έργου, τις απαραίτητες για τη διαχείριση υπηρεσίες. Το
ζήτημα αυτό αναδεικνύεται σε ιδιαίτερης σημασίας ιδίως λόγω των ιδιομορφιών των
παρεχομένων ανταλλαγμάτων σε συμβάσεις που κυρώνονται με ειδικό νόμο και θα
εξετάσουμε πιο κάτω, δεδομένης της ανάγκης διασφάλισης της ανταποδοτικότητας του
έργου προς όφελος των δανειστών.
78
έννοια της «εκμετάλλευσης» καθίσταται κατ’ αυτό σημαντική. Η σημασία της τελευταίας
αυτής παρατήρησης είναι πρόδηλη τόσο για το στάδιο της δημοπράτησης ενός έργου, όσο
και κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης. Κατά το στάδιο της επιλογής αναδόχου
σύμβασης παραχώρησης δημοσίου έργου, ο ανάδοχος θα πρέπει να κριθεί και
αξιολογηθεί ειδικά για την ικανότητά του να εξεύρει πόρους χρηματοδότησης του έργου,
αλλά και για την ικανότητά του να προβεί σε εκμετάλλευση έργου για συγκεκριμένο
χρόνο. Τις ιδιότητες αυτές δεν οφείλει να έχει ο κατασκευαστής δημοσίου έργου. Την
ειδική τεχνογνωσία ως προς την εκμετάλλευση του έργου θα πρέπει να έχει όμως ο
ανάδοχος της παραχώρησης ώστε να διασφαλίσει την ανταποδοτικότητα του έργου και
την αποπληρωμή του συμβατικού τιμήματος. Το αυτό ισχύει και κατά το στάδιο
εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων, οπότε το στοιχείο της
εκμετάλλευσης συνδέεται ευθέως, τόσο με το πρόσωπο του αναδόχου της παραχώρησης
ως συνολική οντότητα, όσο και με τους δανειστές του έργου, οι οποίοι θα πρέπει να
αναλαμβάνουν τους επιχειρηματικούς κινδύνους της καλής ή μη εκμετάλλευσης αυτού,
προβαίνοντας στις αναγκαίες οικονομικές προβλέψεις ενόψει της αποπληρωμής των
δανείων τους.
Κατά τα λοιπά ισχύουν για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων οι κανόνες που
διέπουν τις συμβάσεις του Δημοσίου γενικά, είτε αυτές διέπονται από το δημόσιο, είτε
από το ιδιωτικό δίκαιο εφόσον όμως δεν αντίκεινται και συνάδουν με τις ρυθμίσεις του
κοινοτικού δικαίου όπως έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο.
Θα πρέπει μάλιστα να γίνεται δεκτό ότι για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων
ισχύει συνολικά το καθεστώς των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, είτε προβλέπεται
ρητά, είτε προκύπτει από την ερμηνεία της νομολογίας του ΔΕΚ, ανεξάρτητα από την
τυχόν ενσωμάτωσή του στο εθνικό δίκαιο. Η ερμηνεία θα πρέπει να κινείται πάντα στον
άξονα της αυτονομίας του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου και μόνον επικουρικά να
εφαρμόζονται οι κανόνες ερμηνείας του εθνικού δικαίου σε περίπτωση που συνάδουν με
το κοινοτικό. Τούτο ιδίως παρουσιάζει ενδιαφέρον το μέτρο που τα εθνικά δίκαια είναι
δυνατό να περιλαμβάνουν συνταγματικούς περιορισμούς για τη θέσπιση συμφωνιών με
ιδιώτες για την κατασκευή έργων με αντάλλαγμα την είσπραξη τελών κάθε είδους, τα
οποία ενδεχομένως να απαγορεύονται να επιβάλλεται από ιδιώτες.
79
2. Οι ΣΔΙΤ
80
λιμένων, διανομή ηλεκτρικού ρεύματος ή υγραερίου ή διανομή ύδατος. Τέκνο του
οικονομικού φιλελευθερισμού η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας επιφόρτισε τους
ιδιωτικούς φορείς με τη διαχείριση πόρων και τη δημιουργία των βασικών υποδομών
καθώς και την ανάληψη των επενδυτικών κινδύνων και στη συνέχεια την μεταβίβαση στο
δημόσιο των σχετικών υποδομών μετά το πέρας του χρόνου παραχώρησης. Κατά τον
ενδιάμεσο χρόνο ο ανάδοχος παραχώρησης διασφάλισε την άσκηση της συγκεκριμένης
δραστηριότητας με προοπτική, αφενός την απόσβεση της επένδυσής του, αφετέρου την
επίτευξη κέρδους. Στην περίοδο του μεσοπολέμου η οικονομική αστάθεια κλόνισε
σημαντικά το σύστημα της παραχώρησης ανατρέποντας τους υπολογισμούς, οι οποίοι
απετέλεσαν τη βάση της σύναψης των σχετικών συμβάσεων. Η περίοδος αυτή θεωρείται
η περίοδος παρακμής της σύμβασης παραχώρησης. Οι συμβάσεις αυτές σε μεγάλο βαθμό
προσομοιάζουν με τη σημερινή σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, αν και
περιλαμβάνουν και την κατηγορία της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας. Στη
σύγχρονη εποχή η παραδοσιακή σύμβαση παραχώρησης κατέστη συμβατικός τρόπος
δράσης του κράτους ιδίως σε σχέση με την διανομή ύδατος, την παραγωγή και διανομή
ηλεκτρικής ενέργειας και υγραερίου, την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, καθώς και την
ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών. Η σύμβαση παραχώρησης εφαρμόζεται ιδίως σήμερα ως
συμβατικός τύπος σε σχέση με την διαχείριση των πόρων. Παράλληλα άφησε στοιχεία
της ιστορίας της στην σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, ένα νέο συμβατικό τύπο
που δημιούργησε το κοινοτικό δίκαιο με βάση την ομώνυμη σύμβαση του γαλλικού
δικαίου, όπως θα δούμε πιο κάτω, συνθέτοντας στοιχεία των νομικών συστημάτων των
κρατών μελών. Η κατασκευή και η διαχείριση των έργων υποδομής αποτελεί ιδιαίτερη
κατηγορία δράσεων που μοιράσθηκε το κράτος με τους ιδιώτες. Υπάρχει όμως μια
ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα προηγηθέντα σενάρια ιδιωτικής χρηματοδότησης και
αυτό που φαινόταν ότι στόχευε να προωθήσει ενόψει τη Ενιαίας Αγοράς η Ευρώπη. Η
δημιουργία των διευρωπαϊκών δικτύων δια της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων
θα συντελούσε στην ίδια της την ταυτότητα και την ύπαρξη, αφού τα δίκτυα αυτά δεν
υφίσταντο, ούτε και μπορούσαν να είναι νοητά και αντιληπτά χωρίς την πολιτική
βούληση της ενιαίας Ευρώπης. Εκ του λόγου αυτού και ο κίνδυνος της χρηματοδότησής
τους ήταν συνάμα και πολιτικός κίνδυνος, η δε ανάληψη του κινδύνου αυτού θα ανήγαγε
τον φορέα σε ιστορικό εταίρο της Ευρώπης.
81
4. Οι πηγές του κοινοτικού δικαίου των συμβάσεων παραχώρησης και
των ΣΔΙΤ
Στο πλαίσιο μιας επίκαιρης αποτύπωσης των πηγών του κοινοτικού δικαίου για τις
συμβάσεις παραχώρησης και τη συνεργασία του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα δεν
μπορεί κανείς παρά να αναφερθεί σε συγκεκριμένα άρθρα της Συνθήκης, στην πρόσφατη
Οδηγία 2204/18/ΕΚ για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων προμηθειών και
υπηρεσιών, στην Οδηγία 89/665/ΕΟΚ περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής
στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Επίσης
θα πρέπει κανείς να σταθεί και στην Ερμηνευτική Ανακοίνωση της επιτροπής σχετικά με
τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο, αλλά και στο Πράσινο Βιβλίο σχετικά
με τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων
Συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης. Τέλος αναφορά θα πρέπει να γίνει και
στην νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στις αρχές που
διαμορφώθηκαν από αυτή σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης.
82
σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων είναι μια σύμβαση του κοινοτικού δικαίου που
αφορά τα έργα κοινοτικού πρωτίστως ενδιαφέροντος.
Το 2004 είδε το φως της δημοσιότητας το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τις συμπράξεις
δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετώντας τις
απαιτήσεις των καιρών, των τραπεζών και του αγγλοσαξονικού ιδίως συστήματος
αντίληψης των αναπτυξιακών προσπαθειών. Το φαινόμενο της συνεργασίας ιδιωτών και
δημοσίου ήταν γνωστό από χρόνια στα κράτη μέλη της ΕΕ. Το Πράσινο Βιβλίο δίδει
περισσότερες εκδοχές μέσα από τις οποίες θα μπορέσει να επιτευχθεί η συνεργασία αυτή.
Ειδικότερα γίνεται λόγος για συμπράξεις καθαρά συμβατικού χαρακτήρα σε σχέση με τις
δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης και για συμπράξεις θεσμοθετημένου
τύπου σε σχέση με τις συμβάσεις αυτές.
Το έργο που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 90 η νομολογία C-272/92 της 26ης
Απριλίου του 1994 Επιτροπή κατά Ιταλίας και C- 331/92 της 19ης Απριλίου 1994
Gestion Hotelera Internacional SA κατά Comunidad Autonoma de Canarias κλπ για την
επεξεργασία περίπλοκων συμβατικών τύπων, συνέχισε στο τέλος της δεκαετίας με
ενάργεια, αν και χωρίς να απαιτηθεί να ασχοληθεί μέχρι σήμερα με κάποιο από τα μεγάλα
έργα υποδομής που εκτελούνται στο χώρο της Ενιαίας Αγοράς. Η απόφαση ΔΕΚ της
10/11/1998 C-360/96 Gemeente Arnhem, Gemeente Rheden και BFI Holding BV,
αποφεύγοντας τους θεωρητικούς σκοπέλους που έθεσε η γαλλική πλευρά για να εξαιρέσει
από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ μια σύμβαση αποκομιδής αποβλήτων
χαρακτηρίζοντάς την ως σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας, επανέλαβε το βασικό κριτήριο
των συμβάσεων παραχώρησης είναι αυτό τους είδους της αντιπαροχής και στο μέτρο που
83
δεν υφίστατο άλλου είδους αντάλλαγμα πέραν της αμοιβής του συμβαλλομένου δεν
ετίθετο θέμα εξαίρεσης. Σύντομα όμως με αφορμή την απόφαση C-324/98 της 7ης
Δεκεμβρίου 2000, Telaustria Verlags GmbH, Telefonadress GmbH και Telecom Austria
Ag το ΔΕΚ εκλήθη να αντιμετωπίσει το ζήτημα ευθέως. Μετά την απόφαση του ΔΕΚ
που είχε προηγηθεί C- 108/98 της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 RI.SAN. Srl και Commune
Ischia κλπ είχε καταστεί σαφές ότι η ώρα πλησίαζε για να επιληφθεί του ζητήματος της
σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων συνολικά και της σχέσης της με την
παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας. Στην παράγραφο 15 της απόφασης αυτής ανέφερε το
ΔΕΚ ότι ασφαλώς ο ορισμός της έννοιας της παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας,
σύμφωνα με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση σε θέματα δημοσίων συμβάσεων, καθώς
και το ερώτημα αν η εκχώρηση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας
92/50/ΕΟΚ διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, τέτοια ερωτήματα μπορούν να
αποτελέσουν αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής. Με τη διατύπωση αυτή το ΔΕΚ
έκρινε εαυτό αρμόδιο να συνθέσει τις θέσεις των νομικών συστημάτων των χωρών μελών
και να δημιουργήσει τα κριτήρια της νεωτερικής σύμβασης παραχώρησης δημοσίων
έργων κατά το κοινοτικό δίκαιο.
Σημαντικού ενδιαφέροντος είναι και οι αποφάσεις C-94/99 της 7ης Δεκεμβρίου 2000 και
C-380/1998 της 3ης Οκτωβρίου 2000, στις οποίες υπήρχε διαφορά σχετικά με το αν
κάποιος μπορεί να είναι διαγωνιζόμενος σε σύμβαση παραχώρησης παρά το γεγονός ότι
επιδοτείται από το δημόσιο (πρώτη απόφαση) και αν κάποιος αποτελεί αναθέτουσα αρχή
και κατά συνέπεια εμπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο των συμβάσεων παραχώρησης
(δεύτερη απόφαση).
Εξίσου ριζοσπαστικός παραμένει ο ρόλος του ΔΕΚ στην προώθηση των θέσεων και της
θεωρητικής επεξεργασίας σε σχέση με τη σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων όπως
ιδίως καταδεικνύεται στην απόφαση C-399/98 της 12ης Ιουλίου 2001 Ordine degli
Architetti delle Province di Milano e Lodi, Piero De Amicis, Consiglio Nazionale degli
Architetti, Leopoldo Freyrie ειδικότερα ως προς το ζήτημα της αναθέτουσας αρχής και
της ύπαρξης συμβάσεως, άρα και της εφαρμογής επί συγκεκριμένων έργων των
διατάξεων για τις συμβάσεις παραχώρησης. Την πλήρη διασφάλιση της αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας για τις συμβάσεις παραχώρησης ανέδειξε η απόφαση Μακεδονικό
Μετρό, με την οποία έγινε δεκτό ότι η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ εφαρμόζεται και επί των
συμβάσεων παραχώρησης.
84
8. Η ρύθμιση της οδηγίας 2004/17 για τις συμβάσεις παραχώρησης
δημοσίων έργων
128
Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, υπήρξε η
κλασσικότερη έκφραση της σύμβασης παραχώρησης του γαλλικού δικαίου κατά τους
χρόνους της πλήρους ανάπτυξής της δηλαδή κατά το 19ο αιώνα. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων
των δημάρχων του 1861 συγκατελέγοντας οι παραχωρήσεις σε εταιρίες, σωματεία ή ιδιώτες
κατασκευής έργων δημοτικού ενδιαφέροντος, ενώ κατά τους κώδικες των Κατασκευαστών
του 1860 αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης είναι η κατασκευή των έργων που
85
Ο όρος στο ελληνικό δίκαιο εισήλθε κατά μετάφραση από την κοινοτική οδηγία κατά
την ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς ο προβληματισμός για την
εισδοχή του νέου όρου θα πρέπει πρωτίστως να προβληματίσει στο επίπεδο του
κοινοτικού δικαίου και δευτερευόντως του εσωτερικού δικαίου στο μέτρο που η
νομοθετική βούληση σχηματισμού του νομικού νεολογισμού εκφράσθηκε σε
κοινοτικό επίπεδο. Το όνομα της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων, έχει
λοιπόν τύχη ανάλογη με τη φύση της σύμβασης καθ’εαυτής. Είναι αμιγώς κοινοτικό.
Η πρώτη αναφορά και ρύθμιση της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων έγινε
στην ελληνική νομοθεσία αρχικά με το πδ 23/1993 «Προσαρμογή της Ελληνικής
νομοθεσίας για τα δημόσια έργα προς τις διατάξεις των οδηγιών 71/304, 71/305,
78/669, 89/440 και 89/665 της ΕΟΚ» που ενσωμάτωσε το κοινοτικό δίκαιο των
δημοσίων συμβάσεων δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το πδ 23/1993 συμβάσεις
παραχώρησης δημοσίων έργων είναι συμβάσεις δημοσίων έργων στις οποίες το
σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης του αναδόχου για την εκτέλεση των έργων
συνίσταται στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου από αυτόν, είτε στο δικαίωμα
αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής129. Ανάδοχος παραχώρησης σύμφωνα με
το ίδιο προεδρικό διάταγμα είναι η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις ή όμιλος
επιχειρήσεων στους οποίους ανατίθεται με σύμβαση παραχώρησης η εκτέλεση του
έργου130. Για την διευκρίνιση της έννοιας είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το ίδιο
προεδρικό διάταγμα ορίζει ως έργο το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών
εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό
μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία131.
Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση του Πράσινου Βιβλίου είδε το φως ο νέος νόμος
3389/05 (ΦΕΚ Α 232/22-9-2005). Ο νόμος αυτός αποτελεί το προϊόν μιας μεγάλης
προσπάθειας τόνωσης των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών στη χώρα. Μετά το
περίφημο νδ 2687/53, το ν. 4171/71 μέχρι και τον πρόσφατο ν. 3299/2004 «Παροχή
κινήτρων ιδιωτικών επενδύσεων», ο νόμος αυτός αποτελεί συγκερασμό της
προγενέστερης νομοθεσίας για τις ιδιωτικοποιήσεις και του «Πράσινου Βιβλίου
σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικού δικαίου
των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης132» και στοχεύει στην
ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών με συνεργασία ιδιωτών και δημοσίου.
Προσανατολίζεται στον τομένα εκείνο της οικονομικής δράσης που βρίσκεται σε
αιχμή, δηλαδή τις κατασκευές και τις υπηρεσίες και επιδιώκει αντίθετα με τα
προγενέστερα αναπτυξιακά νομοθετήματα να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που να
συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο.
Όπως φαίνεται και από το κείμενο του νόμου ευνοεί τις συμπράξεις ιδιωτών και
δημοσίου δηλαδή τις «έγγραφες συμβάσεις συνεργασίας από επαχθή αιτία» γεγονός
που σημαίνει ότι προσφέρει ένα ευρύτατο πλαίσιο υπαγωγής σ’ αυτόν.
129
άρθρο 3 περ. 1δ του πδ 23/1993.
130
άρθρο 3 περ. 1θ του πδ 23/1993.
131
άρθρο 3 περ. 1γ του πδ 23/1993. Όπως ήδη επισημάνθηκε η έννοια δεν ταυτίζεται με τον
ορισμό του ν. 1418/84.
132
COM 82004/327 Final του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
86
Προϋποθέσεις για την υπαγωγή μιας σύμπραξης στο νόμο αυτό είναι:
(α) να έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων ή και την παροχή υπηρεσιών που
ανήκουν στην αρμοδιότητα των Δημόσιων Φορέων με βάση διάταξη νόμου ή
σύμβαση ή το καταστατικό τους,
(β) να προβλέπουν ότι οι Ιδιωτικοί Φορείς, έναντι ανταλλάγματος που καταβάλλεται
εφάπαξ ή τμηματικά από τους Δημόσιους Φορείς ή τους τελικούς χρήστες των έργων
ή υπηρεσιών αυτών, αναλαμβάνουν ουσιώδες μέρος των κινδύνων που συνδέονται με
τη χρηματοδότηση, την κατασκευή, τη διαθεσιμότητα ή τη ζήτηση του αντικειμένου
της Σύμπραξης και των συναφών κινδύνων όπως, ενδεικτικά, το διαχειριστικό και τον
τεχνικό κίνδυνο,
(γ) να προβλέπουν ότι η χρηματοδότηση, εν όλω ή εν μέρει, της κατασκευής των
έργων ή της παροχής των υπηρεσιών θα γίνει με κεφάλαια και πόρους που
εξασφαλίζουν οι Ιδιωτικοί Φορείς και
(δ) το συνολικό συμβατικό προϋπολογιζόμενο κόστος της υλοποίησης του
αντικειμένου της Σύμπραξης να μην υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων
εκατομμυρίων ευρώ χωρίς συνυπολογισμό του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης
Αξίας.
Στα πρότυπα των μοντέρων σχημάτων του Τραπεζικού Συστήματος (PFI, BOT,
BOO, PPP κοκ) δίδει κίνητρα στους ιδιώτες και τους χρηματοδότες τους για την
ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών παρακολουθώντας τα δρώμενα στη χώρα,
όπως διαμορφώθηκαν με τις συμβάσεις παραχώρησης των μεγάλων έργων της
Αττικής Οδού, της ζεύξης Ρίου Αντίρριου κλπ. Τα κίνητρα αυτά είναι μεταξύ άλλων
φορολογικά, ειδικό καθεστώς έκδοσης αδειών, διαιτησία για τις διαφορές που θα
δημιουργηθούν, ειδικό καθεστώς απαλλοτριώσεων κλπ. Παρά το γεγονός ότι δεν
αφορά κεφάλαια εξωτερικού όπως συνέβαινε για τους πρώτους αναπτυξιακούς
νόμους και ισχύει εξίσου για αλλοδαπούς και κοινοτικούς επενδυτές παρέχονται
κίνητρα που με την επιφύλαξη του καθεστώτος των ενισχύσεων του κοινοτικού
δικαίου, προσομοιάζουν με αυτά των παλαιότερων αναπτυξιακών νόμων. Αποτελεί
ένα νόμο πλαίσιο που θα εξειδικεύεται κάθε φορά εφόσον κάποιο έργο ή υπηρεσία
υπαχθεί στο εύρος του και λειτουργεί παράλληλα με άλλα νομοθετήματα που ισχύουν
στη χώρα. Με βάση αυτή την αντίληψη δίδει αδρές κατευθύνσεις για τις διαδικασίες
σύμπραξης (αναθέσεων και διοικητικών διαδικασιών) καθώς και ένα συμβατικό
πλαίσιο για το πιθανό περιεχόμενο μιας σύμβασης ανάλογης φύσεως. Χωρίς να ορίζει
το περιεχόμενο μια σύμβασης συνεργασίας αναφέρεται στα άρθρα που θα πρέπει να
περιλαμβάνει μια τέτοια σύμβαση τα οποία είναι τα ακόλουθα:
(β) Ο τρόπος άσκησης της εποπτείας της εκτέλεσης και λειτουργίας του έργου ή της
παροχής της υπηρεσίας είτε μέσω ανεξάρτητων εταιρειών που ο Δημόσιος και ο
87
Ιδιωτικός Φορέας προσλαμβάνουν από κοινού για το σκοπό αυτόν είτε μέσω των
αρμόδιων υπηρεσιών του Δημοσίου.
(γ) Οι μέθοδοι διασφάλισης της ποιότητας κατά την εκτέλεση και λειτουργία του
έργου ή την παροχή της υπηρεσίας.
(η) Η κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών και οι συνέπειες επέλευσης
γεγονότων που συνιστούν ανωτέρα βία.
(ιγ) Το ύψος των ανταλλαγμάτων που καταβάλλονται για τη χρήση του έργου ή της
υπηρεσίας από τους χρήστες, ο τρόπος είσπραξής τους, καθώς και οι λόγοι και τρόποι
αναπροσαρμογής τους.
(ιδ) Ο τρόπος επιμερισμού, μεταξύ του Δημόσιου και του Ιδιωτικού Φορέα, των
ωφελειών που θα προκύψουν, είτε από την τυχόν αναχρηματοδότηση των δανείων
του Ιδιωτικού Φορέα είτε μετά την επίτευξη ενός συγκεκριμένου ποσοστού απόδοσης
των ιδίων κεφαλαίων του.
(ιε) Η έκταση των εγγυήσεων που παρέχει ο Ιδιωτικός Φορέας για την έγκαιρη και
προσήκουσα εκτέλεση, λειτουργία και συντήρηση του έργου ή την προσήκουσα
παροχή της υπηρεσίας.
88
(ιζ) Η καταβολή αποζημιώσεων και η εν γένει αποκατάσταση της προκληθείσας
ζημίας στις περιπτώσεις που οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη αθετεί τις
συμβατικές του υποχρεώσεις.
(κγ) Ο καθορισμός των διαδικασιών παράδοσης του έργου στο Δημόσιο μετά τη λήξη
της περιόδου εκμετάλλευσης, οι τυχόν υποχρεώσεις εκπαίδευσης και μεταφοράς
τεχνογνωσίας του Ιδιωτικού Φορέα στο Δημόσιο Φορέα, οι προδιαγραφές του
αντικειμένου κατά την παράδοση και οι εγγυήσεις καθώς και ο χρόνος αυτών μετά
την ανάληψη του έργου ή της υπηρεσίας από το Δημόσιο Φορέα.
(κδ) Οι απαιτήσεις υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και χρηστών του έργου
ή της υπηρεσίας.
Μετά την οριστική ενσωμάτωση της οδηγίας 2004/18 με το πδ 60/2007 θα τεθεί αργά
ή γρήγορα σε επίπεδο ερμηνείας η συμβατότητα του νόμου 3389/05 με το κοινοτικό
δίκαιο.
89
10. Η δικαστική προστασία για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων
έργων
Το ζήτημα της προσωρινής προστασίας ήταν αυτό που έδωσε τις αρχικές αφορμές για
την νομολογιακή αντιμετώπιση της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων και
εύλογα. Υπό καθεστώς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου οι διαγωνιζόμενοι ή οι εν
γένει ενδιαφερόμενοι να λάβουν μέρος σε διαγωνισμούς έργων υποδομής με ιδιωτική
μερική ή ολική χρηματοδότηση θεώρησαν ότι θα ετύγχανε εφαρμογής το καθεστώς
της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ όπως τους είχε υποσχεθεί ο σχεδιαζόμενος ενιαίος
ευρωπαϊκός χώρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαγωνιζόμενοι σε ανάλογης φύσεως
έργα συνήθως είναι διεθνείς εταιρίες ή πολυεθνικές εταιρίες ειδικευόμενες στο
συγκεκριμένο αντικείμενο. Πολύ περισσότερο από τους κατασκευαστές έργων ή τους
προμηθευτές αγαθών ή υπηρεσιών, οι υποψήφιοι παραχωρησιούχοι φέρουν έντονο το
διεθνικό τους χαρακτήρα και ενδιαφέρονται για την εφαρμογή του κοινοτικού
δικαίου, το οποίο και γνωρίζουν και εμπιστεύονται. Τούτο οφείλεται στο μέγεθος των
κινδύνων που αναλαμβάνουν για την εκτέλεση των συμβατικών τους υποχρεώσεων,
αλλά και στις ιδιαιτερότητες που εν γένει επιφυλάσσουν τα αντικείμενα αυτά. Οι ίδιοι
λόγοι που καθιστούν αναγκαία την διαιτητική επίλυση των διαφορών στο στάδιο
μετά τη σύναψη της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων, η ανάγκη δηλαδή
εξειδικευμένης γνώσης και αποτελεσματικότητας στην επίλυση περίπλοκων νομικών
ζητημάτων, απαιτούν την ορθολογική αντιμετώπιση των διαγωνιζομένων οι οποίοι
ήδη από το στάδιο της δημοπράτησης εκτίθενται σε σημαντικούς κινδύνους καθώς
οφείλουν συχνά να υποστηρίζουν στην αναθέτουσα αρχή τεχνογνωσία που οι ίδιοι
κατέχουν και να κρίνονται γι’ αυτήν, να παραθέτουν χρηματοοικονομικά προϊόντα,
τεχνικές λύσεις ή σχεδιασμό. Είναι συνεπώς αναγκαίο να υφίσταται κλίμα
εμπιστοσύνης και ασφάλειας αλλά και βεβαιότητα ως προς την αποτελεσματική
δικαστική προστασία των συμμετεχόντων ή εν γένει των ενδιαφερομένων.
133
Συνέπεια αυτού βέβαια για την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων αφορά ιδίως την
τήρηση της προδικασίας του ν. 2522/97.
90
Το άρθρο 1 του ν. 2522/97 καθορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του νόμου αναφέρει
ότι: «Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης
συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών διέπονται από τις διατάξεις
του παρόντος νόμου, εφόσον η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών
93/37/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 92/50/ΕΟΚ ή στις διατάξεις με τις οποίες οι εν λόγω
οδηγίες έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη». Την ανάγκη της
αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας στην παρεχόμενη δικαστική προστασία έχει
επισημάνει έντονα με αφορμή το συγκεκριμένο κανόνα τόσο η θεωρία όσο και η
νομολογία.
Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού φαίνεται ότι κάθε διαφορά που
αναφύεται κατά την διαδικασία που προηγείται της σύναψης συμβάσεων υπαγόμενων
στις οδηγίες 93/37/ΕΟΚ 93/36/ΕΟΚ και 92/50/ΕΟΚ ή στις διατάξεις του δικαίου
ενσωμάτωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δικαστικής προστασίας που παρέχει
η συγκεκριμένη νομοθεσία. Αρκεί συνεπώς μια σύμβαση να υπάγεται σε κάποιον από
τους ανωτέρω κανόνες. Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων υπάγεται στο
πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ ως προς συγκεκριμένα της άρθρα και δεν
διέπεται από το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας. Το γεγονός όμως ότι δεν
εφαρμόζεται η οδηγία συνολικά για το συγκεκριμένο τύπο σύμβασης δεν σημαίνει
ότι δεν υπάγεται στην οδηγία η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων. Όπως
αναφέρθηκε ήδη η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων ιδρύεται από τη
συγκεκριμένη οδηγία και διέπεται από το καθεστώς που αυτή ορίζει ειδικά και
διαφοροποιημένα σε σχέση με τις συμβάσεις έργων. Αντίθετα δεν υπάγεται στο εύρος
των λοιπών οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις. Ανάλογα ισχύει και για το ελληνικό
δίκαιο ενσωμάτωσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την προσέγγιση που έκανε
με τη νομολογία του απέκλεισε από την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας
τις διαδικασίες που προηγούνται της κατάρτισης για τις συμβάσεις παραχώρησης
δημοσίων έργων περιορίζοντάς την αποκλειστικά στις πράξεις που αφορούν τις
διατυπώσεις δημοσιότητας. Θεώρησε δηλαδή ότι εφόσον ο συγκεκριμένος
συμβατικός τύπος διέπεται εν μέρει από την συγκεκριμένη οδηγία, εν μέρει θα
παρέχεται για τις διαφορές που προηγούνται της σύναψης ανάλογων συμβάσεων και
προσωρινή δικαστική προστασία.
91
Ήδη με αφορμή την ΕΑ ΣτΕ 465/2002 το ζήτημα κατέστη ανάγλυφο. Κατά τη
διαδικασία δημοπράτησης του έργου Συνδυασμός Παραχώρησης Αυτοκινητόδρομος
Κορίνθου- Τρίπολης – Καλαμάτας και κλάδος Λεύκτρο Σπάρτη ασκήθηκαν
ασφαλιστικά μέτρα αλλά και αίτηση ακυρώσεως από θιγόμενο συμμετέχοντα στο
διαγωνισμό. Η σύμβαση όπως χαρακτηρίζεται από τη διακήρυξη κρίθηκε ότι
αποτελεί σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων (βλ. και παρ. 3 της απόφασης).
Κατά το ΣτΕ δεν είναι σαφές εάν και οι μικτές συμβάσεις περί αναθέσεως της
μελέτης και εκτελέσεως έργου με παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως του στον
ανάδοχο εμπίπτουν ως προς την προσωρινή προστασία στο πεδίο εφαρμογής της
Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ υποκείμενες στο ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ασφαλιστικών
μέτρων του ν. 2522/97 ή στην προσωρινή προστασία του άρθ. 52 του πδ 18/89. Η
αβεβαιότητα αυτή οφείλεται κατά την απόφαση στο γεγονός ότι η οδηγία 93/37/ΕΟΚ
περιλαμβάνει ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις εν σχέσει με τις συμβάσεις παραχωρήσεως
δημοσίων έργων. Εφόσον συνεπώς οι συμβάσεις αυτές δεν εμπίπτουν στο σύνολο της
ως άνω οδηγίας είναι, κατά την απόφαση αυτή πάντα, αμφίβολο αν εμπίπτουν και στο
εύρος της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση για το ζήτημα αυτό
θα έπρεπε να τεθεί θέμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ αλλά στην
προκείμενη περίπτωση καθίσταται άνευ σημασίας δεδομένου ότι παραδεκτά
εισάγεται και υπό τις δύο εκδοχές είτε δηλαδή ως αίτηση ασφαλιστικών, είτε ως
αίτηση αναστολής καθώς έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες και υπό τις δύο εκδοχές134.
Για καιρό είχε αποκρυσταλλωθεί η νομολογία του ΣτΕ ως προς την παροχή
προσωρινής δικαστικής προστασίας στις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων
κατά τις διατάξεις του ν. 2522/97 και σύμφωνα με αυτήν τούτη περιορίζεται στις
διατυπώσεις δημοσιότητας παρακολουθώντας το εύρος εφαρμογής της οδηγίας
93/37/ΕΟΚ στο συγκεκριμένο συμβατικό τύπο. Συνεπώς για τις λοιπές διαφορές θα
έπρεπε να προσφεύγουν οι ενδιαφερόμενοι σε άλλα ένδικα βοηθήματα. Η θέση αυτή
πέραν του γεγονότος ότι δεν ήταν εξαιρετικά πρακτική και σύμφωνη με το σκοπό της
παρεχόμενης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εφόσον οι ενδιαφερόμενοι θα
όφειλαν με ποινές απαραδέκτου να επιλέγουν κατά περίπτωση τον τρόπο παροχής
προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι και αντίθετη στο γράμμα της οδηγίας
93/37/ΕΟΚ, η οποία ναι μεν έχει ειδικές προβλέψεις για τις συμβάσεις παραχώρησης
δημοσίων έργων δεν σημαίνει όμως ότι ο συγκεκριμένος συμβατικός τύπος δεν
υπάγεται στο εύρος της παρά μόνον για τις διατυπώσεις δημοσιότητας.
Η θέση αυτή της νομολογίας του ΣτΕ δημιούργησε σοβαρά ερωτηματικά δεδομένου
ότι δεν φαινόταν να ήταν σύμφωνη ούτε με το γράμμα, ούτε ιδίως με το σκοπό του
κοινοτικού δικαίου και του εσωτερικού δικαίου ενσωμάτωσης των κανόνων αυτού.
Εξάλλου αντίθετη άποψη εξέφρασε και η Επιτροπή της ΕΕ στην Ερμηνευτική
Ανακοίνωση της Επιτροπής στις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο της
12.4.2000 (παρ. 3.2.3, αυτής).
Με την απόφαση του ΔΕΚ της 23ης Ιανουαρίου 2003, C-57/01 Μακεδονικό Μετρό,
κρίθηκε ότι τυγχάνει εφαρμογής η οδηγία 89/665/ΕΟΚ και για τις συμβάσεις
134
Ακολούθησαν οι ΣτΕ ΕΑ 789/2002 και 790/2002
92
παραχώρησης με το σκεπτικό της παρ. 69 και 70 αυτής. Σταδιακά τροποποιήθηκε και
η νομολογία του ΣτΕ.
93
τους εξαιρούμενους τομείς τροποποιήθηκαν. Το περιεχόμενο της ερμηνευτικής αυτής
ανακοίνωσης θα μπορούσε ως εκ τούτου να ενσωματωθεί στο σώμα των οδηγιών και
να μην παραμείνει στη μορφή αυτή ώστε να αίρεται κάθε ανασφάλεια δικαίου.
Κατά την πάγια νομολογία άλλωστε «η κοινοτική νομοθεσία οφείλει να είναι σαφής
και η εφαρμογή της προβλέψιμη για τους ενδιαφερομένους»135, «Η αρχή της
ασφάλειας δικαίου απαιτεί … κάθε κοινοτική πράξη η οποία έχει έννομες συνέπειες
να είναι ξεκάθαρη, σαφής και ακριβής και να φθάνει σε γνώση του ενδιαφερομένου
κατά τρόπο που αυτός να μπορεί να γνωρίζει με ασφάλεια τη στιγμή από την οποία
άρχεται η ισχύς του κανόνα»136, «η αρχή της ασφάλειας δικαίου που αποτελεί
μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης …, απαιτεί επί ποινή ακυρότητας κάθε πράξη η
οποία παράγει έννομες συνέπειες να αντλεί την υποχρεωτικότητά της σε ένα κανόνα
του κοινοτικού δικαίου που να αναφέρεται ρητά ως νομική βάση και ο οποίος να
προσδιορίζει τον τύπο τον οποίο πρέπει να έχει η σχετική πράξη»137, « ο
χαρακτήρας της βεβαιότητας και της προβλεψιμότητας του κοινοτικού κανόνα
συνιστά μία επιταγή η οποία επιβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση όταν πρόκειται για
διάταξη η οποία επιφέρει οικονομικές συνέπειες»138, «οι αρχές της ασφάλειας
δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών απαιτούν στο πλαίσιο των τομέων που
καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, οι κανόνες των κρατών μελών και είναι
δομημένοι με τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους με τρόπο σαφή και ακριβή αλλά και στα εθνικά
δικαστήρια να βεβαιώνουν την εφαρμογή τους»139.
135
Σύμφωνα με τη ΔΕΚ Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1987, C- 325/85, Ιρλανδία κατά
Επιτροπής,: «18 Εξάλλου, όπως έχει δεχτεί επανειλημμένα το Δικαστήριο, η κοινοτική
νομοθεσία πρέπει να είναι βεβαία, η δε εφαρμογή της προβλεπτή από τους υποκειμένους σ'
αυτήν . Αυτή η επιταγή της ασφάλειας του δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα,
οσάκις πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να
μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους
επιβάλλουν». .
136
ΠΕΚ Απόφαση της 22ης Ιανουαρίου 1997, T-115/94, 22 janv. 1997, Opel κατά
Συμβουλίου.
137
ΔΕΚ Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1993, C-325/91, Γαλλία κατά Επιτροπής.
138
ΔΕΚ Απόφαση της 13ης Μαρτίου 1990, C-30/89,Επιτροπή κατά Γαλλίας.
139
ΔΕΚ Απόφαση της 21ης Ιουνίου 1998, C-257/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας.
94
Το ∆ΕΚ έχει αναπτύξει σειρά βασικών κανόνων για την ανάθεση των δημόσιων
συμβάσεων, οι οποίοι απορρέουν άμεσα από τους κανόνες και τις αρχές της
συνθήκης ΕΚ. Οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων
λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται την υποχρέωση διαφάνειας, η οποία, σύμφωνα µε τη
νομολογία του ∆ΕΚ, «συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχοµένων
αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα
της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου
χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού»
Η Επιτροπή στη σχετική Ανακοίνωση κάνει ρητή μνεία για το συνολικό πλαίσιο που
διέπει τις διαδικασίες αυτές αλλά και το καθεστώς της δικαστικής προστασίας τους.
Ορισμένες δημόσιες συμβάσεις, ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας τους, παραμένουν
ωστόσο στην αποκλειστική δικαιοδοσία των κρατών μελών όταν άπτονται
σημαντικών θεμάτων ασφαλείας, όπως ιδίως στην περίπτωση των δημόσιων
συμβάσεων στον τομέα της άμυνας.
140
Βλ. ειδικά την Ερμηνευτική Ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 2006 σχετικά
με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο πέρασμα των συμβάσεων που δεν υποβάλλονται
ή υποβάλλονται μερικώς στις οδηγίες «δημόσιες συμβάσεις».(2006/C 179/02)
95
3. Κανόνες που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που
μία σύμβαση παρουσιάζει ενδιαφέρον για την
εσωτερική αγορά
Υποχρέωση τήρησης κανόνων δημοσιότητας
Σύμφωνα µε το ∆ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και των µη διακρίσεων
συνεπάγονται την υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στην εξασφάλιση,
προς όφελος κάθε πιθανού αναδόχου, επαρκούς βαθμού δημοσιότητας ώστε να
είναι δυνατό το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό. Η υποχρέωση διαφάνειας
απαιτεί μια επιχείρηση που βρίσκεται σε άλλο κράτος µέλος να έχει πρόσβαση σε
κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά µε τη σύμβαση πριν αυτή ανατεθεί, έτσι ώστε,
εάν το επιθυμεί, να είναι σε θέση να εκφράσει το ενδιαφέρον της για την εν λόγω
σύμβαση.
Μέσα δημοσιότητας
96
για τις μεγαλύτερες συμβάσεις
Διαδικασία ανάθεσης
Στην απόφασή του για την υπόθεση Telaustria το ∆ΕΚ δήλωσε ότι η υποχρέωση
για διαφάνεια συνίσταται στην εξασφάλιση, προς όφελος κάθε πιθανού αναδόχου,
επαρκούς βαθμού δημοσιότητας ώστε να επιτρέπεται, αφενός, το άνοιγμα της
αγοράς στον ανταγωνισμό και, αφετέρου, ο έλεγχος του αμερόληπτου χαρακτήρα
των διαδικασιών διαγωνισμού. Η εγγύηση μιας δίκαιης και αμερόληπτης
διαδικασίας απορρέει κατ' ανάγκην από την υποχρέωση της εξασφάλισης
διαφανούς δημοσιοποίησης.
Η τελική απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης πρέπει να συμμορφώνεται µε τους
διαδικαστικούς κανόνες που καθορίστηκαν εκ των προτέρων και, να τηρούνται
πλήρως οι αρχές των µη διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα
για τις διαδικασίες στις οποίες προβλέπονται διαπραγματεύσεις µε υποψηφίους στο
τελικό στάδιο επιλογής. Οι διαπραγματεύσεις αυτές πρέπει να διοργανώνονται µε
τέτοιον τρόπο ώστε να δίνεται σε όλους τους υποψηφίους πρόσβαση στην ίδια
ποσότητα πληροφοριών και να αποκλείεται η τυχόν αδικαιολόγητη προνομιακή
μεταχείριση ενός υποψηφίου.
Στην απόφαση Telaustria, το ∆ΕΚ τόνισε τη σημασία που έχει ο έλεγχος του
αμερόληπτου χαρακτήρα της διαδικασίας. Χωρίς επαρκή μηχανισμό ελέγχου δεν
µπορεί να εξασφαλιστεί αποτελεσματικά η συμμόρφωση µε τις βασικές αρχές της
δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Οι οδηγίες για τις διαδικασίες προσφυγής
(1) καλύπτουν μόνον συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών
για τις δημόσιες συμβάσεις. Όσον αφορά τις συμβάσεις µε αξία µμικρότερη από το
κατώτερο όριο εφαρμογής των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, πρέπει να ληφθεί
υπόψη ότι, δυνάμει της νομολογίας του ∆ΕΚ (4), τα άτομα δικαιούνται ουσιαστική
δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν από την κοινοτική έννομη τάξη.
Το δικαίωμα αυτής της προστασίας αποτελεί µία από τις γενικές αρχές του δικαίου
97
που απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών µελών.
Απουσία σχετικών κοινοτικών διατάξεων, εναπόκειται στο κράτος µέλος να
προβλέψει τους αναγκαίους κανόνες και τις διαδικασίες για την εξασφάλιση
ουσιαστικής δικαστικής προστασίας.
Για να συμμορφώνονται µε αυτή την απαίτηση για ουσιαστική δικαστική προστασία,
τουλάχιστον οι αποφάσεις που έχουν αρνητικές συνέπειες για ένα άτομο που έχει ή
είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τη σύναψη μιας σύμβασης, όπως π.χ.
οποιαδήποτε απόφαση διαγραφής υποψηφίου ή υποβάλλοντος προσφορά, θα πρέπει
να υπόκεινται σε έλεγχο για πιθανές παραβιάσεις των βασικών αρχών που απορρέουν
από το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Για να επιτρέπουν την αποτελεσματική άσκηση
του δικαιώματος των ατόμων για προσφυγή, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να
αιτιολογούν τις αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο προσφυγής είτε στις ίδιες τις
αποφάσεις ή κατόπιν αιτήματος, ύστερα από την κοινοποίηση της απόφασης.
Σύμφωνα µε τη νομολογία περί δικαστικής προστασίας, τα διαθέσιμα ένδικα μέσα
δεν πρέπει να είναι λιγότερο αποτελεσματικά από εκείνα που ισχύουν για
παρεμφερείς καταγγελίες βάσει εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν
πρέπει να είναι τέτοια ώστε στην πράξη να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά
δυσχερή την παροχή δικαστικής προστασίας (αρχή της αποτελεσματικότητας).
98
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ελληνική
Αντωνίου Α., Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας και του Δικαστηρίου
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινοτική πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης και
προστασία περιβάλλοντος, Αντ. Σάκκουλας 1999.
99
Γεραρή Χ., Η προσωρινή προστασία στα δημόσια έργα, τις προμήθειες και τις
υπηρεσίες, (ν. 2522/97), Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή 1999.
Γέροντα Α., Η προσωρινή δικαστική προστασία στα δημόσια έργα. Υπεροχή του
δημοσίου συμφέροντος ή αποτελεσματική προστασία του πολίτη; ΔιΔικ 1997, σελ.
1101επ.
Γέροντα Α., Δίκαιο Δημοσίων Έργων, Η διοικητική σύμβαση δημοσίου έργου, Αντ.
Σάκκουλας 2000.
Γεσίου – Φαλτσή Π., Ασφαλιστικά μέτρα στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, συνέδριο
«Η επίδραση του κοινοτικού δικαίου στο ελληνικό ιδιωτικό δίκαιο» 1992 και
Ελλ.Δνη 1993, 241 επ.
Γεωργιάδης Απ., Παυλόπυλος Π., Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο
των διοικητικών συμβάσεων (γνωμοδότηση), ΝοΒ 35, 1987, σελ. 701 επ.
Γιανακούρου Γ.- Τροβά Ε., Ολυμπιακοί Αγώνες και Δίκαιο, Αντ. Σάκκουλας, 2001.
Γρηγορίου Γ., Η νομική φύση των συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων έργων που
συνάπτονται από δημόσιες επιχειρήσεις, ΝοΒ 34, 1986, σελ. 1216.
100
Γώγου Κ., Η έννοια του οργανισμού δημοσίου δικαίου στην πρόσφατη νομολογία
του ΔΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου
1999, σελ. 79-95, και ΔΕΚ της 15/1/1998 C-44/96 Μannesmann Anlagenbau Austria
AG κλπ.
Δεγλερής Π, Δίκαιο προμηθειών Δημοσίου- Τόμοι I και II., Εκδ. Σάκκουλα 2003.
Ευστρατίου Π.Μ., Η ενσωμάτωση της οδηγίας για την εκτίμηση των επιπτώσεων
ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (85/337/ΕΟΚ) στο
ελληνικό δίκαιο, ΔιΔικ, 1998, σ. 561 και επ.
Ευστρατίου Π.Μ., Η αρχή της νομιμότητας και διοικητικές συμβάσεις, ΝοΒ 1993, σ.
668 επ.
101
Ιωάννου Κ., Εθνικά ένδικα βοηθήματα για παραβάσεις του Κοινοτικού Δικαίου,
ΕΕΕυρΔ, 1994, 1 επ.
Κακούρη Κ., Υπάρχει δικονομική αυτονομία των κρατών μελών ? ΝοΒ 1998, σελ. 3
επ, με εκτενείς παραπομπές.
Κακούρη Κ,. Σχόλια στην απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame I, 213/89, ΔιΔικ, 1991, σ. 497 επ.
Καναβά Μ., Προσωρινή δικαστική προστασία στο δίκαιο των συμβάσεων δημοσίων
έργων κλπ, Δ 29, 1998, σελ. 1404.
Καράβη Ε., Μεντη Φ., Αστερίου Ε., Νομοθεσία των Δημοσίων Έργων, 5ος τόμος,
συνέχεια από τον 4ο τόμο του έργου του Ντίνου Ρόβλια, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα
Αθήνα Κομοτηνή 2006.
Καράβη Ε., Μεντή Φ., Αστερίου Ε., Δημόσια Έργα, ο νέος νόμος 3263/2004,
Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2004.
Καράκωστα Γ.- Σιούτη Γλ. (επ), Εισαγωγή στο κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος,
Αντ. Σάκκουλας 1993.
102
Κανελλόπουλου Π., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 1999.
Κατσιμάνη Ε., Κοινοτικό δίκαιο δημοσίων συμβάσεων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα Αθήνα
– Κομοτηνή 2007.
Κοϊμτζόγλου Ι., Μορφές τις απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών εκτέλεσης των
διοικητικών συμβάσεων, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη 1997.
Κοτσίρη Λ., Εμπορικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εισαγωγή στην Κοινοτική
Έννομη Τάξη –Θεμελιώδεις Ελευθερίες, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη, 2001.
Κουσούλη Σ., Αποτροπή και επίλυση διαφορών στις συμβάσεις κατασκευής, (κατά
τα πρόσφατα παραδείγματα της ελληνικής νομοθεσίας), Εισήγηση σε ημερίδα για την
«Ανώμαλη εξέλιξη της κατασκευαστικής σύμβασης».
103
Λαζαράτου Π., Αναστολή εκτελέσεως διοικητικών πράξεων στο δίκαιο των
δημοσίων έργων και προμηθειών, Δ. 1996, σελ.. 687 επ.
Μανιάτη Α., Δίκαιο μελετών δημοσίων έργων και συναφών υπηρεσιών, εκδ. Αντ.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006.
Μανιάτη Α., Δίκαιο Δημοσίων Έργων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005.
Μασουρίδη Ν., Αι συμβάσεις της διοικήσεως ενώπιον του ΣτΕ, ΕΔΔΔ, 1959, σ. 225
επ.
Mattera A., Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά- Οι κανόνες και η λειτουργία της, Εκδόσεις
Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 1992.
Μηλιώνη Ν., Διαφθορά και Δημόσια Διαχείριση, ΔιΔικ 2003, σ. 273 επ.
Μηλιώνη Ν., Ο Θεσμικός Ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αντ. Σάκκουλας 2002,
σ. 321 επ.
Μουκίου Χ., Η αρχή της νομιμότητας και οι συμβάσεις του Δημοσίου και των
ΝΠΔΔ, Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 4936/1995. ΔιΔικ 1997, σ. 283 επ.
Μπαρδούτσου Δ., Ζητήματα συνταγματικής τάξης (από τα άρθρα 94 και 95 Σ.) και ο
ρόλος του εφαρμοστέου στις συμβάσεις δικαίου, ΔιΔικ 1997, σ. 545 επ.
104
Μπέη Ε., Έκταση της δικαστικής αναστολής εκτελέσεως της διοικητικής πράξης, Δ
1997, σελ. 1049 επ.
Ομπέση Φ., Μελέτη και Κατασκευή Δημοσίων Έργων, Θεσσαλονίκη, Εκδ Ζήση,
1993.
Οικονόμου Α., Διαδικασίες για την αποφυγή και επίλυση διαφορών στα
κατασκευαστικά έργα- Οι σχετικές ρήτρες στις πρόσφατες συμβάσεις για την
κατασκευή του νέου διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας, της Γέφυρας Ρίου Αντιρρίου
και της Λεωφόρου Ελευσίνας- Σταυρού – Σπάτων», στην ημερίδα «Ανώμαλη εξέλιξη
της κατασκευαστικής σύμβασης».
Παπαγιάννη Δ., Η έννοια της «αναθέτουσας αρχής» στις δημόσιες συμβάσεις κατά
το κοινοτικό δίκαιο, ΕλΔνη 40, 1999, σελ. 1676.
Παυλόπουλου Π., Οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία στο πλαίσιο του
Κοινοτικού Δικαίου, ΤοΣ 1994, σελ. 521 επ.
105
Παυλόπουλου Π, Όψεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπό το φως του
ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, ΔιΔικ, 1992, σ. 989 επ.
Πετρόγλου Ι., «Τα νέα κριτήρια χορήγησης αναστολής εκτέλεσης από την Επιτροπή
Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας», ΕΔΚΑ 1996, σελ. 593 επ.
Ρέμελη Κ., Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ΣτΕ (ν. 2522/97). Οι
κοινοτικές καταβολές της προσωρινής προστασίας στα δημόσιας έργα, τις προμήθειες
και τις υπηρεσίες, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη 2000.
Ρόβλια Ν., Νομοθεσία των Δημοσίων Έργων, Εκδόσεις Aντ. Ν. Σάκκουλας (τόμοι
4).
Ρόβλια Ν. Μέντη Φ., Τα δημόσια έργα στην κρίση των δικαστηρίων, Νομολογία
100, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2003.
Σαρμά Ι., Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείς,
Α. Σάκκουλας, 1994.
Σκανδάμη Ν., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Θεσμοί και έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 1997.
Σκανδάμη Ν., Το κράτος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Ι., Αντ. Ν. Σάκκουλας 1986.
Σκουρή Β., Νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο της προσωρινής δικαστικής προστασίας
κατά των διοικητικών πράξεων σε, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις
διοικητικές διαφορές, 2001, 4η έκδοση, σ. 17 επ.
Σκουρή Β., Προσανατολισμοί στο Δημόσιο Δίκαιο, ΙΙ, Δημόσιες Συμβάσεις Έργων,
Προμηθειών και υπηρεσιών, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη 2000.
106
Σκουρή Β., Διοικητικές συμβάσεις και δημόσια έργα, Πρακτικές εφαρμογές με
αφορμή ζητήματα ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, Β΄ έκδ.
Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997.
Σκουρή Β., Νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο της προσωρινής δικαστικής προστασίας
κατά των διοικητικών πράξεων σε, Η προσωρινή δικαστικής προστασία στις
διοικητικές διαφορές, 1994 σ. 17.
Σκουρή Β., Τάχου Α., Η προστασία του περιβάλλοντος στη νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988.
Σκουρή Π. Τροβά Ε., Το Κοινοτικό Δίκαιο των Συμβάσεων Παραχώρησης και των
Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα Ι. Κείμενα εργασίας Ελληνικά
Γράμματα, 2005.
Σκουρή Π., Η προστασία των πολιτιστικών αγαθών στο δίκαιο των δημόσιων
συμβάσεων. Οι ιδιαίτερες νομοθετικές ρυθμίσεις. Η χρηματοδότηση ανασκαφών από
τον κύριο του έργου. Η μεταφορά ακίνητου μνημείου. Σε: Ε. Τροβά (επ.), Η
πολιτιστική κληρονομιά και το δίκαιο, Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίου Δικαίου, Εκδόσεις
Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004.
Σκουρή Π., Ανάπτυξη των περιφερειών και ανατροπή των συνόρων, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2004.
107
Σολδάτου Δ., Δημόσια Έργα, Κωδικοποιημένη νομοθεσία δημοσίων έργων και
μελετών, Ερμηνεία- νομολογία, Θεσσαλονίκη 2002.
Στασινοπούλου Μ., Συμβολή εις την έννοιαν της δημοσίας υπηρεσίας, Επιστημονική
Επετηρίδα Εταιρίας Διοικητικών Μελετών, τ. 2-3, σ. 137.
108
Τάχου Α., Η περιφρόνηση του Συντάγματος. Η περίπτωση της μη προστασίας του
περιβάλλοντος Νόμος και Φύση 1998, σ. 281 επ.
Τάχου Α., Η έννοια του δημοσίου έργου κατά το ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο,
ΕΕΕυρΔ 1994, σ, 453 επ.
Τάχου Α., Η έννοια του δημοσίου έργου κατά το ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο,
ΕΕΕυρΔ, 1994.
Τζεβελεκάκη Ι., Συμβάσεις της Διοικήσεως και ακυρωτικές διαφορές, ΝοΒ 37,
(1989), σ. 1153 επ.
Tζεβελεκάκη Ι., Συμβάσεις της Διοικήσεως και ακυρωτικές διαφορές, ΝοΒ 1989, σ.
145 επ.
Τροβά Ε., Σκούρή Π., Το κοινοτικό δίκαιο των συμβάσεων παραχώρησης και των
ΣΔΙΤ, Ι. Κείμενα Εργασίας, Ελληνικά Γράμματα 2005.
Τροβά Ε., Το Ελεγκτικό Συνέδριο και η διασφάλιση της διαφάνειας στις δημόσιες
συμβάσεις, σε Διαφάνεια και Αναξαρτησία στον έλεγχο του δημοσίου χρήματος,
Τιμητικός Τόμος για τα 170 χρόνια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας,
2004, σ. 955 επ.
Τροβά Ε., Κούτρα Δ., Η κατασκευή του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και η σύμβαση
παραχώρησης δημοσίων έργων, Σπουδή στη διαλεκτική των πόλων εξουσίας, Αντ.
Σάκκουλας 2001.
Τροβά Ε., Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της
απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, Αντ. Σάκκουλας, 2000.
Τροβά Ε., και όνομα μεν "Ανώνυμος Εταιρία" κέκληται…: θεσμικές μεταμφιέσεις
και σημειωτικά πειράματα ως άσκηση πολιτικών επιλογών και ιστορικής συνέπειας,
ΔιΔικ 1995, σ.1100 επ.
Τροβά Ε., Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων στα ελληνικά δικαστήρια, ένας
ξαφνικός και απρόσμενος επισκέπτης, ΔιΔικ 15: 2003, σελ. 603 επ.
109
Τσαμπάση Α., Η έννοια της διοικητικής συμβάσεως, (Νεώτεροι προβληματισμοί εκ
της νομολογίας), ΝΔΕ, τ. 3, λ. 54/1.
Φλογαϊτη Σ., Η διοικητική σύμβαση, Έννοια και φύση, Αντ. Σάκκουλας, 1991.
Φλογαϊτη Σ., Δημόσια έργα, Νομική φύση της σύμβασης εκτέλεσης δημοσίων
έργων, Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, Σχόλιο ΝοΒ, 1987, σ. 1633 επ.
Φραγκάκη Ν., Δημόσιες συμβάσεις και κοινοτικό δίκαιο. Η έννοια της αναθέτουσας
αρχής και η άμεση εφαρμογή της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών,
(92/50/ΕΟΚ) Η εξαίρεση λόγω επείγουσας ανάγκης, ΝοΒ 44, σ. 785 επ.
Χασάπη Κ., Το δίκαιο των δημοσίων έργων, Ανάθεση και εκτέλεση, εκδ. Αντ.
Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003.
110
Χριστιανού Β., Η δυναμική των σχέσεων δικαστή και νομοθέτη στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2005.
http://www.sdit.mnec.gr/el
http://www.epikentra.gr/web/index.php?option=com_content&task=view&id=60&Ite
mid=46&lang=el&PHPSESSID=27c105ce89b0a5894a71b22499322b6c
111
Ξένη
Αrrowsmith S., A guide to the Procurement Cases of the Court of Justice, Earlsgate
press, 1992.
Bengoetxea J., The legal reasoning of the European Court of Justice: toward a
European jurisprudence. Oxford: Clarendon Press; Oxford; New York: Oxford
University Press, 1993.
Bettinger Ch., La gestion déléguée des services publics dans le monde, Concession
ou BOT, Berger- Levrault, L’administration nouvelle, Paris 1997.
Βezançon X., Essai sur les contrats de travaux et de services publics, Contribution a
l’histoire administrative de la délégation de mission publique, LGDJ, Paris 1999.
Βrabant A., Les marches publics et prives dans l'UE et Oute- mer.Tome I, II,
Bruylant, Bruxelles. 1992, 1996.
Bresson - Moulenes, Chr. Llorens Fr./ Basex M./ Guisopphe G./ Auby B./ Delvolve
P., La concession de service public face au droit communautaire, Paris, 1992.
Brown, L.N., The Court of Justice of the European Communities. Modern legal
studies. 4th ed./by L. Neville Brown. London: Sweet & Maxwell, 1994.
Chevalier J.M., Ekeland I., Frison – Roche A.M., L’idée de service public est-elle
encore soutenable? PUF Paris 1999.
Dine J.,Procedure and the European Court. London: Centre of European Law:
Chancery Law Pub., 1991.
112
Economic Planning Advisory Commission (EPAC), ‘Final Report of the Private
Infrastructure Task Force’, Australian Government Publishing Service, Canberra
1995.
Fernández Martín J., The EC Public Procurement Rules - A Critical Analysis, by,
Oxford, Clarendon Press, 1996.
Finnerty J,. Project Financing, Asset - based Financial Engineering, John Wiley &
Sons 1996.
Flamme M.A.- Flamme Ph., Enfin l’Europe des marchés publics, AJDA 1989. p.
691 et s.
Faull J., Effect on Trade Between Member States and Community-Member State
Jurisdiction, in: B. Hawk (ed.), Fordham Corporate Law Institute, 1989.
Gardiola C.-de Vaissiere Ph., Project Finance: Indosuez & Euro Disneyland,
Εuromoney 1989.
Harris, A.C., ‘Financing infrastructure: private profits from public losses’, Audit
Office of NSW, Public Accounts Committee, Parliament of NSW, Conference,
Public/Private infrastructure financing: Still feasible?, Sydney, September 1996.
Koopmans T., European law and the role of the courts. Butterworth lectures; 1991-
92. London: Butterworths, 1993.
113
Koutoupas Rengakos E., The new Greek Legislation transporting the Compliance
Directive, PPLR 1998, CS12 et s.
Kunz D., La construction de l’aéroport d’Athènes pousse les Français a porter plainte
a Bruxelles, Le Monde, 22 αυγούστου 1995.
Lasok, K. P. E. The European Court of Justice, practice and procedure. 2nd ed.
London: Butterworths; St. Paul, Minn.: Butterworth Legal Publishers, Mason
Division, 1994.
Louis J.V., The community legal order. The European perspectives series. 2nd,
completely rev. ed. Brussels: Office for Official Publications of the European
Communities; Lanham, MD: UNIPUB [distributor], c1990.
Marcou G., Le tunnel sous la Manche, entre Etat et marches, PUF Lille 1992, σ. 91
επ. (dir. Marcou G., Vickerman R., Luchaire Y.).
Millett, T., The Court of First Instance of the European Communities. London:
Butterworths; Austin, Texas: Butterworth Legal Publishers, 1990.
Moderne F., Les concession en matière d’urbanisme, Enc. Dalloz, Collectiv. Locales,
p. 3325- 1 et s.
Monbiot, G., ‘Captive State, The Corporate Takeover of Britain’, Macmillan 2000.
114
Rasmussen H., European Community case law : summaries of leading EC court
cases. Copenhagen: Handelshψjskolens Forlag :Distribution, Munksgaards Forlag,
1993.
Slynn, Gordon, Sir., Introducing a European legal order. The Hamlyn lectures; 43rd
ser. London: Stevens & Sons/Sweet & Maxwell, 1992.
Stimson J., Supplier Selection. West Palm Beach: PT Publications, Inc., 1998.
Strange S., The retreat of the state: the diffusion of Power on the World Economy,
Cambridge University Press, Cambridge, 1998.
Usher J. A., European Court practice. 2nd ed. London: Sweet & Maxwell, 1996.
Varkaris C., A History of Supply Services in Canada. Ottawa: Dept. of Supply and
Services, 1989.
115
Ηλεκτρονικές Παραπομπές.
116
Β. Μέρος
117
ΠΔ 60/2007
118
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΘΡΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΣΚΟΠΟΣ - ΟΡΙΣΜΟΙ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Αρθρο 1 Σκοπός
Αρθρο 4 Οροι σχετικά με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (άρθρο 5 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 6 Ποσά των κατώτατων ορίων των δημοσίων συμβάσεων (άρθρο 7 οδηγίας
2004/18/ΕΚ, άρθρο 2 παρ.1 του Κανονισμού 2083/2005)
Αρθρο 7 Συμβάσεις που επιδοτούνται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% από τις
αναθέτουσες
αρχές (άρθρο 8 οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού 2083/2005)
Αρθρο 8 Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των δημοσίων συμβάσεων, των
συμφωνιών - πλαισίων και των δυναμικών συστημάτων αγορών (άρθρο 9 οδηγίας
2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 9 Συμβάσεις που συνάπτονται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας,
τωνμεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (άρθρο 12 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
119
Αρθρο 15 Συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού δικαιώματος
(άρθρο 18 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 17 Δημόσιες συμβάσεις και συμφωνίες - πλαίσια που συνάπτονται από τις
κεντρικές αρχές προμηθειών (άρθρο 11 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 22 Χρήση των ανοικτών, κλειστών και με διαπραγμάτευση διαδικασιών και του
ανταγωνιστικού διαλόγου (άρθρο 28 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 28Α Συμβάσεις δημοσίων έργων: ειδικοί κανόνες που αφορούν την κατασκευή
κοινωνικών κατοικιών (άρθρο 34 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
120
ΤΜΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ
Αρθρο 32 Προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και των
προσφορών (άρθρο 38 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 36 Κανόνες που εφαρμόζονται στην επικοινωνία των μερών του διαγωνισμού
(άρθρο 42 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 42 Ελεγχος της καταλληλότητας, επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των
συμβάσεων (άρθρο 44 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
121
Αρθρο 43 Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος (άρθρο 45
οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
122
Αρθρο 58 Γενικές διατάξεις (άρθρο 66 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
123
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ
ΣΥΝΑΠΤΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΔΟΧΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΘΕΤΟΥΣΕΣ ΑΡΧΕΣ
Αρθρο 76 Προθεσμίες για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και την παραλαβή
των προσφορών (άρθρο 65 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 77
Αρθρο 78
Παραρτήματα Ι έως Χ
124
ΠΔ 60/2007
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ "περί
συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και
υπηρεσιών", όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την
Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης
Νοεμβρίου 2005 (ΦΕΚ Α 64 16.3.2007).
Έχοντας υπόψη:141
141
Τίθεται για λόγους ιδιαίτερης σημασίας το Προϊμιο της Οδηγίας σε υποσημείωση που
περιλαμβάνει το σύνολο των αιτιολογικών της σκέψεων. Το Προϊμιο σύμφωνα με τη
νομολογία του ΔΕΚ έχει δεσμευτικό περιεχόμενο.
«Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το
άρθρο 47 παράγραφος 2 και τα άρθρα 55 και 95,
την πρόταση της Επιτροπής(1),
τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),
τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της
Συνθήκης(4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο ενέκρινε η
επιτροπή συνδιαλλαγής στις 9 Δεκεμβρίου 2003,
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ του
Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών
σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών(5), 93/36/EOK του
Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών
για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών(6) και 93/37/EOK του
Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών
για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων(7), που είναι αναγκαίες
προκειμένου να εκπληρωθούν τα αιτήματα απλούστευσης και
εκσυγχρονισμού που διατύπωσαν τόσο οι αναθέτοντες φορείς όσο και οι
οικονομικοί φορείς στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στην Πράσινη
Βίβλο που εξέδωσε η Επιτροπή στις 27 Νοεμβρίου 1996, ενδείκνυται,
για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωσή τους σε ενιαίο κείμενο. Η
παρούσα οδηγία βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη
νομολογία σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης, η οποία διασαφηνίζει τις
δυνατότητες των αναθετουσών αρχών να ικανοποιούν τις ανάγκες του
ενδιαφερομένου κοινού, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού ή
κοινωνικού τομέα, υπό τον όρο ότι τα κριτήρια αυτά συνδέονται με το
αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία
επιλογής στην αναθέτουσα αρχή, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις
θεμελιώδεις αρχές που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 2.
(2) Η ανάθεση των συμβάσεων που συνάπτονται στα κράτη μέλη για
λογαριασμό του κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή
125
περιφερειακής διοίκησης και άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου,
υπόκειται στην τήρηση των αρχών της συνθήκης, ιδίως στην αρχή της
ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, στην αρχή της ελευθερίας
της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις
αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η
αρχή της αποφυγής των διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης,
η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. Εντούτοις, για
δημόσιες συμβάσεις που υπερβαίνουν κάποια αξία, είναι σκόπιμο να
εκπονούνται διατάξεις κοινοτικού συντονισμού των εθνικών διαδικασιών
για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων, οι οποίες να βασίζονται σε αυτές
τις αρχές προκειμένου να διασφαλίζουν τα αποτελέσματά τους και να
εγγυώνται το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό.
Συνεπώς, αυτές οι διατάξεις συντονισμού θα πρέπει να ερμηνεύονται
σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που αναφέρονται ανωτέρω
καθώς και σύμφωνα με τους άλλους κανόνες της συνθήκης.
(3) Οι εν λόγω διατάξεις συντονισμού θα πρέπει να τηρούν, στο μέτρο
του δυνατού, τις διαδικασίες και τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε
κράτος μέλος.
(4) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε η τυχόν συμμετοχή ενός
οργανισμού δημοσίου δικαίου ως προσφέροντος σε διαδικασία σύναψης
δημόσιας συμβάσεως να μην προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού
έναντι των ιδιωτών που υποβάλλουν προσφορά.
(5) Σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης, οι απαιτήσεις της
περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στον καθορισμό και
την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται
στο άρθρο 3 αυτής, ιδίως προκειμένου να προωθείται η αειφόρος
ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία διευκρινίζει με ποιο τρόπο οι
αναθέτουσες αρχές μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία του
περιβάλλοντος και στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, ενώ
ταυτόχρονα εγγυάται στις αρχές αυτές τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν,
για τις συμβάσεις τους, την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής.
(6) Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να απαγορεύει
την επιβολή ή την εφαρμογή μέτρων απαραίτητων για την προστασία της
δημόσιας τάξης και ασφάλειας και των χρηστών ηθών, της υγείας, της
ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή της διατήρησης των φυτών, με
γνώμονα ιδίως την αειφόρο ανάπτυξη, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα
αυτά είναι σύμφωνα προς τη συνθήκη.
(7) Η απόφαση 94/800/EK του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994,
σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των
συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του
Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ' όσον αφορά τα θέματα που
εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της(8), μεταξύ άλλων ενέκρινε τη
συμφωνία σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ, στο
εξής αναφερόμενη ως η "συμφωνία", σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση
ενός πολυμερούς πλαισίου ισόρροπων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
για τις δημόσιες συμβάσεις ενόψει της φιλελευθεροποίησης και της
ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου. Λαμβανομένων υπόψη των
δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Κοινότητα σε διεθνές
επίπεδο με την αποδοχή της συμφωνίας, το καθεστώς που εφαρμόζεται
στους προσφέροντες και στα προϊόντα από τρίτες χώρες που υπέγραψαν
τη συμφωνία είναι εκείνο που ορίζει η συμφωνία. Η εν λόγω συμφωνία
δεν έχει άμεση ισχύ. Θα πρέπει, συνεπώς, οι αναθέτουσες αρχές, που
126
ορίζονται στη συμφωνία και οι οποίες συμμορφώνονται προς την
παρούσα οδηγία και την εφαρμόζουν στους οικονομικούς φορείς τρίτων
χωρών που υπέγραψαν τη συμφωνία, να τηρούν επίσης τη συμφωνία
αυτή. Θα πρέπει ομοίως, οι εν λόγω διατάξεις συντονισμού να εγγυώνται
στους οικονομικούς φορείς της Κοινότητας όρους συμμετοχής στις
δημόσιες συμβάσεις εξίσου ευνοϊκούς με τους όρους που επιφυλάσσουν
στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών που υπέγραψαν τη συμφωνίa.
(8) Πριν από την έναρξη μιας διαδικασίας σύναψης μιας σύμβασης, οι
αναθέτουσες αρχές μπορούν, μέσω ενός "τεχνικού διαλόγου", να ζητούν
ή να δέχονται συμβουλές που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τον
καθορισμό της συγγραφής υποχρεώσεων, υπό τον όρο όμως ότι οι
συμβουλές αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του
ανταγωνισμού.
(9) Λόγω της πολυμορφίας που παρουσιάζουν οι δημόσιες συμβάσεις
έργων, οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τόσο
χωριστή όσο και κοινή ανάθεση των συμβάσεων για την εκτέλεση και
τον σχεδιασμό των έργων. Η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στο να
επιβάλει την κοινή ή χωριστή σύναψη. Η απόφαση όσον αφορά τη
χωριστή ή κοινή σύναψη της σύμβασης πρέπει να λαμβάνεται με
γνώμονα ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια τα οποία μπορεί να
προσδιορίζει το εθνικό δίκαιο.
(10) Μια σύμβαση θεωρείται δημόσια σύμβαση έργων μόνο στην
περίπτωση που το αντικείμενό της καλύπτει ειδικά την εκτέλεση των
δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, ακόμα κι αν η
σύμβαση καλύπτει την παροχή και άλλων υπηρεσιών αναγκαίων για την
εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων. Οι δημόσιες συμβάσεις
υπηρεσιών, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων,
μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να περιλαμβάνουν και την εκτέλεση
εργασιών. Ωστόσο, στο βαθμό που οι εργασίες αυτές είναι
παρεμπίπτουσες ως προς το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, και
αποτελούν ενδεχόμενη συνέπεια ή συμπλήρωμα αυτού του αντικειμένου,
το γεγονός ότι οι εν λόγω εργασίες συμπεριλαμβάνονται στη σύμβαση
δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως
δημόσιας σύμβασης έργων.
(11) Θα πρέπει να προβλεφθούν, αφενός, ένας κοινοτικός ορισμός των
συμφωνιών-πλαίσιο και, αφετέρου, ειδικοί κανόνες για τις συμφωνίες-
πλαίσιο που συνάπτονται για συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Βάσει αυτών των κανόνων, όταν μια
αναθέτουσα αρχή συνάπτει συμφωνία-πλαίσιο σύμφωνα με τις διατάξεις
της παρούσας οδηγίας, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, τη δημοσιότητα,
τις προθεσμίες και τις προϋποθέσεις υποβολής των προσφορών, μπορεί
να συνάπτει κατά τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαίσιο συμβάσεις βάσει
αυτής, είτε εφαρμόζοντας τους όρους που περιλαμβάνονται στη
συμφωνία-πλαίσιο είτε, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί όλοι
οι όροι εκ των προτέρων στη συμφωνία-πλαίσιο, αφού
επαναδιαγωνισθούν τα μέρη της συμφωνίας-πλαίσιο για τους μη
καθορισθέντες όρους. Ο ανωτέρω διαγωνισμός θα πρέπει να είναι
σύμφωνος με ορισμένους κανόνες βάσει των οποίων εξασφαλίζεται η
απαιτούμενη ευελιξία και η τήρηση των γενικών αρχών,
συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Για τους ίδιους
λόγους, η μέγιστη διάρκεια των συμφωνιών-πλαίσιο θα πρέπει να είναι
127
περιορισμένη και να μην υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός από τις
περιπτώσεις που αυτό δικαιολογείται πλήρως από τις αναθέτουσες αρχές.
(12) Ορισμένες νέες ηλεκτρονικές τεχνικές αγορών παρουσιάζουν
συνεχή ανάπτυξη. Οι τεχνικές αυτές παρέχουν τη δυνατότητα, ιδίως
λόγω της εξοικονόμησης χρόνου και κόστους που συνεπάγεται η χρήση
τους, να διευρύνεται ο ανταγωνισμός και να βελτιώνεται η
αποτελεσματικότητα των δημόσιων παραγγελιών. Οι αναθέτουσες αρχές
μπορούν να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικές τεχνικές αγορών, υπό τον όρο
ότι κατά τη χρήση τους τηρούνται οι κανόνες που θεσπίζει η παρούσα
οδηγία καθώς και η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής
των διακρίσεων και η αρχή της διαφάνειας. Εν προκειμένω, η υποβολή
προσφοράς από κάποιον προσφέροντα, ιδίως στις περιπτώσεις νέου
διαγωνισμού για την εφαρμογή συμφωνίας-πλαίσιο ή την υλοποίηση
δυναμικού συστήματος αγορών, μπορεί να λαμβάνει τη μορφή του
ηλεκτρονικού καταλόγου του εν λόγω προσφέροντος, εφόσον αυτός
χρησιμοποιεί τα μέσα επικοινωνίας που επιλέγει η αναθέτουσα αρχή
σύμφωνα με το άρθρο 42.
(13) Λαμβανομένης υπόψη της ταχείας επεκτάσεως των ηλεκτρονικών
συστημάτων αγορών, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν στο εξής
ενδεδειγμένοι κανόνες που να επιτρέπουν στις αναθέτουσες αρχές να
αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν τα εν λόγω
συστήματα. Με αυτήν την προοπτική, είναι σκόπιμο να προσδιορισθεί
ένα καθ' ολοκληρίαν ηλεκτρονικό δυναμικό σύστημα αγορών για τις
αγορές τρέχουσας χρήσεως, και να καθορισθούν ειδικοί κανόνες για την
εφαρμογή και τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος ώστε να
εξασφαλισθεί η ισότιμη μεταχείριση όλων των οικονομικών φορέων οι
οποίοι επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αυτό. Κάθε οικονομικός φορέας
θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει σε αυτό το σύστημα, εφόσον
υποβάλλει ενδεικτική προσφορά ευθυγραμμισμένη με τη συγγραφή
υποχρεώσεων και πληροί τα κριτήρια επιλογής. Αυτή η τεχνική αγορών
επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές, με τη δημιουργία καταλόγου των
προσφερόντων οι προσφορές των οποίων έχουν γίνει δεκτές και με τη
δυνατότητα συμμετοχής που παρέχεται σε νέους προσφέροντες, να έχουν
στη διάθεσή τους ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα προσφορών - χάρη στα
χρησιμοποιούμενα ηλεκτρονικά μέσα - και συνεπώς να εξασφαλίζουν
την καλύτερη δυνατή χρησιμοποίηση των δημοσίων πόρων, αυξάνοντας
τον ανταγωνισμό.
(14) Δεδομένου ότι η χρήση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών αποτελεί
τεχνική που φαίνεται να διαδίδεται, στους εν λόγω πλειστηριασμούς θα
πρέπει να δοθεί κοινοτικός ορισμός και να πλαισιωθούν από ειδικούς
κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά τη διενέργειά τους,
τηρούνται πλήρως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής
των διακρίσεων και η αρχή της διαφάνειας. Προς το σκοπό αυτό,
ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι οι ηλεκτρονικοί αυτοί πλειστηριασμοί
καλύπτουν μόνον τις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών για
τις οποίες οι προδιαγραφές μπορούν να προσδιορισθούν με ακριβή
τρόπο. Αυτό μπορεί ιδίως να ισχύει για επαναλαμβανόμενες συμβάσεις
προμηθειών, έργων και υπηρεσιών. Για τον ίδιο σκοπό, πρέπει επίσης να
προβλεφθεί ότι η αντίστοιχη κατάταξη των προσφερόντων θα μπορεί να
καταρτίζεται ανά πάσα στιγμή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Η
χρήση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών επιτρέπει στους αναθέτοντες
φορείς να ζητούν από τους προσφέροντες να υποβάλλουν νέες,
128
χαμηλότερες τιμές, και, όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον
οικονομικώς συμφέρουσα προσφορά, να βελτιώνουν άλλα στοιχεία των
προσφορών πέραν των τιμών. Για να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής
της διαφάνειας, μόνον τα στοιχεία που επιδέχονται αυτόματη αξιολόγηση
με ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς παρέμβαση ή/και εκτίμηση του αναθέτοντος
φορέα, μπορεί να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών,
δηλαδή μόνον τα στοιχεία που είναι προσδιορίσιμα ποσοτικώς κατά
τρόπον ώστε να εκφράζονται αριθμητικώς ή ως ποσοστά. Από την άλλη
πλευρά, οι πτυχές εκείνες των προσφορών που συνεπάγονται εκτίμηση
στοιχείων που δεν είναι ποσοτικώς προσδιορίσιμα, δεν θα πρέπει να
αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Συνεπώς,
ορισμένες συμβάσεις έργων και ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών οι
οποίες έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες πνευματικού δημιουργού, όπως ο
σχεδιασμός έργων, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
(15) Στα κράτη μέλη έχουν αναπτυχθεί ορισμένες τεχνικές
συγκεντρωτικών συστημάτων προμηθειών. Διάφορες αναθέτουσες αρχές
είναι επιφορτισμένες με την πραγματοποίηση αγορών ή τη σύναψη
δημόσιων συμβάσεων/συμφωνιών-πλαίσιο που προορίζονται για άλλες
αναθέτουσες αρχές. Οι τεχνικές αυτές παρέχουν τη δυνατότητα, λόγω
του όγκου των αγοραζόμενων ποσοτήτων, να διευρύνεται ο
ανταγωνισμός και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα των δημόσιων
παραγγελιών. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί ένας κοινοτικός
ορισμός της κεντρικής αρχής προμηθειών με προορισμό τις αναθέτουσες
αρχές. Είναι επίσης σκόπιμο να καθορισθούν οι όροι υπό τους οποίους,
τηρουμένης της αρχής της αποφυγής διακρίσεων και της αρχής της ίσης
μεταχείρισης, οι αναθέτουσες αρχές που αποκτούν έργα, προϊόντα ή/και
υπηρεσίες προσφεύγοντας σε κεντρική αρχή προμηθειών, να μπορεί να
θεωρείται ότι έχουν τηρήσει την παρούσα οδηγία.
(16) Για να ληφθούν υπόψη οι ανομοιότητες που υπάρχουν στα κράτη
μέλη, θα πρέπει να τους παρασχεθεί η ευχέρεια να προβλέπουν ότι οι
αναθέτουσες αρχές δύνανται να προσφεύγουν σε συμφωνίες-πλαίσιο, σε
κεντρικές αρχές προμηθειών, σε δυναμικά συστήματα αγορών, σε
ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και σε ανταγωνιστικό διάλογο, όπως
αυτά ορίζονται και ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία.
(17) Ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των κατώτατων ορίων εφαρμογής
των διατάξεων συντονισμού αποτελεί πηγή σύγχυσης για τις
αναθέτουσες αρχές. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της Νομισματικής
Ένωσης, θα πρέπει να καθορισθούν κατώτατα όρια εκφρασμένα σε
ευρώ. Συνεπώς, ενδείκνυται να καθορισθούν τα κατώτατα όρια, σε ευρώ,
ώστε να απλουστευθεί η εφαρμογή των διατάξεων αυτών και,
ταυτόχρονα, να εξασφαλισθεί η τήρηση των κατώτατων ορίων που
προβλέπει η συμφωνία, τα οποία εκφράζονται σε ειδικά τραβηκτικά
δικαιώματα. Με αυτήν την προοπτική, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί
περιοδική αναθεώρηση των εκφρασμένων σε ευρώ κατώτατων ορίων,
προκειμένου να προσαρμόζονται, εάν απαιτείται, ανάλογα με τις τυχόν
διακυμάνσεις της αξίας του ευρώ σε σχέση με το ειδικό τραβηκτικό
δικαίωμα.
(18) Για την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στην παρούσα
οδηγία και για λόγους παρακολούθησης, ο τομέας των υπηρεσιών
προσδιορίζεται καλύτερα εάν υποδιαιρεθεί σε κατηγορίες που
αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις μιας κοινής ταξινόμησης και εάν
129
οι κατηγορίες αυτές συγκεντρωθούν σε δύο παραρτήματα ΙΙ Α και ΙΙ Β,
ανάλογα με το καθεστώς στο οποίο υπάγονται. Όσον αφορά τις
υπηρεσίες του παραρτήματος ΙΙ Β, οι εφαρμοστέες διατάξεις της
παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή των ειδικών
κοινοτικών κανόνων που διέπουν τις υπηρεσίες αυτές.
(19) Όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, η πλήρης
εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιορισθεί, για μια
μεταβατική περίοδο, στις συμβάσεις στις οποίες η παρούσα οδηγία
επιτρέπει την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων αύξησης των
συναλλαγών εκτός των συνόρων. Οι συμβάσεις για τις άλλες υπηρεσίες
θα πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, πριν
να αποφασισθεί η πλήρης εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Θα πρέπει,
συνεπώς, να ορισθεί ο μηχανισμός της εν λόγω παρακολούθησης. Ο
μηχανισμός αυτός θα πρέπει, παράλληλα, να επιτρέπει στους
ενδιαφερόμενους να έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες.
(20) Οι δημόσιες συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές στους
τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών
υπηρεσιών και οι οποίες εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων
αυτών, καλύπτονται από την οδηγία 2004/17/EK του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, σχετικά με
τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων στους
τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών
υπηρεσιών(9). Ωστόσο, οι συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτουσες
αρχές στο πλαίσιο δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης θαλάσσιων,
παράκτιων ή ποτάμιων μεταφορών, πρέπει να υπάγονται στο πεδίο
εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(21) Λόγω της κατάστασης του πραγματικού ανταγωνισμού που
επικρατεί στις αγορές στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ως απόρροια της
εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας για την ελευθέρωση του τομέα, θα
πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι
δημόσιες συμβάσεις του τομέα αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι
αποσκοπούν κυρίως στο να παρέχεται η δυνατότητα στις αναθέτουσες
αρχές να ασκούν ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα των
τηλεπικοινωνιών. Οι δραστηριότητες αυτές καθορίζονται βάσει των
ορισμών που χρησιμοποιούνται στα άρθρα 1, 2 και 8 της οδηγίας
93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού
των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της
ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών(10) και, συνεπώς, η
παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που εξαιρέθηκαν από
το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ σύμφωνα το άρθρο 8 της εν
λόγω οδηγίας.
(22) Θα πρέπει να προβλεφθεί διάταξη για περιπτώσεις όπου είναι
δυνατόν να μην εφαρμοσθούν μέτρα για τον συντονισμό διαδικασιών για
λόγους οι οποίοι αφορούν την κρατική ασφάλεια ή κρατικά μυστικά ή
λόγω ειδικών κανόνων για την ανάθεση συμβάσεων, οι οποίοι
απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες ή είναι σχετικοί με τη στάθμευση
στρατευμάτων ή εφαρμόζονται ειδικά για διεθνείς οργανισμούς.
(23) Βάσει του άρθρου 163 της συνθήκης, η ενθάρρυνση της έρευνας και
της τεχνολογικής ανάπτυξης συνιστά ένα από τα μέσα ενίσχυσης των
επιστημονικών και τεχνολογικών βάσεων της κοινοτικής βιομηχανίας,
και το άνοιγμα δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών βοηθά στην
πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Η συγχρηματοδότηση
130
προγραμμάτων έρευνας δεν θα πρέπει να καλύπτεται από την παρούσα
οδηγία· επομένως, δεν καλύπτονται οι συμβάσεις υπηρεσιών έρευνας και
ανάπτυξης, εκτός από εκείνες οι καρποί των οποίων ανήκουν
αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση
της ιδίας δραστηριότητας και υπό τον όρο ότι η παροχή υπηρεσιών
αμείβεται εξ ολοκλήρου από την αναθέτουσα αρχή.
(24) Στο πλαίσιο των υπηρεσιών, οι συμβάσεις απόκτησης, μίσθωσης ή
σύστασης άλλων δικαιωμάτων επί ακινήτων παρουσιάζουν ιδιάζοντα
χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των
κανόνων σύναψης δημοσίων συμβάσεων.
(25) Η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων για ορισμένες
οπτικοακουστικές υπηρεσίες στον τομέα της ραδιοφωνίας θα πρέπει να
μπορεί να λαμβάνει υπόψη προβληματισμούς που έχουν πολιτιστική και
κοινωνική σημασία, οι οποίοι καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των
κανόνων σύναψης των συμβάσεων. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει
συνεπώς, να προβλεφθεί εξαίρεση για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών
που αφορούν την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη
συμπαραγωγή προγραμμάτων έτοιμων προς χρησιμοποίηση και άλλων
προπαρασκευαστικών υπηρεσιών, όπως οι συμβάσεις που αφορούν
σενάρια ή καλλιτεχνικές επιδόσεις αναγκαίες για την παραγωγή του
προγράμματος καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τον χρόνο
μετάδοσης εκπομπών. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να
εφαρμόζεται στην προμήθεια του τεχνικού υλικού που είναι αναγκαίο για
την παραγωγή, τη συμπαραγωγή και την εκπομπή αυτών των
προγραμμάτων. Ως εκπομπή θα πρέπει να νοείται η μετάδοση και
διανομή μέσω κάθε είδους ηλεκτρονικού δικτύου.
(26) Οι υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού παρέχονται συνήθως από
οργανισμούς ή πρόσωπα τα οποία ορίζονται ή επιλέγονται έτσι ώστε να
μην είναι δυνατό να υπόκεινται σε κανόνες σύναψης δημόσιων
συμβάσεων.
(27) Κατ' εφαρμογή της συμφωνίας, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες
τις οποίες αφορά η παρούσα οδηγία δεν περιλαμβάνουν τα μέσα
νομισματικής πολιτικής, τις τιμές συναλλάγματος, το δημόσιο χρέος, τη
διαχείριση αποθεματικών και άλλες πολιτικές που αφορούν συναλλαγές
επί τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, και ιδίως τις συναλλαγές
που έχουν ως στόχο την απόκτηση χρηματικών πόρων ή κεφαλαίων από
τις αναθέτουσες αρχές. Συνεπώς, δεν καλύπτονται οι συμβάσεις που
αφορούν την έκδοση, την αγορά, την πώληση και τη μεταβίβαση τίτλων
ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων. Εξαιρούνται επίσης οι υπηρεσίες
που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες.
(28) Η απασχόληση και η εργασία είναι βασικά στοιχεία για τη
διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους και συμβάλλουν στην κοινωνική
ένταξη. Στο πλαίσιο αυτό, τα προγράμματα προστατευόμενων
εργαστηρίων και προστατευόμενης απασχόλησης συμβάλλουν
αποτελεσματικά στην ένταξη ή επανένταξη των ατόμων με αναπηρίες
στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα εργαστήρια αυτά ενδέχεται να μην
είναι εις θέση να λαμβάνουν συμβόλαια υπό κανονικές συνθήκες
ανταγωνισμού. Συνεπώς, είναι ενδεδειγμένο να προβλεφθεί ότι τα κράτη
μέλη μπορούν να παραχωρούν κατ' αποκλειστικότητα στα εργαστήρια
αυτά το δικαίωμα συμμετοχής σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων
συμβάσεων ή να αναθέτουν κατ' αποκλειστικότητα την εκτέλεση
συμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων προστατευόμενης απασχόλησης.
131
(29) Οι τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τους αγοραστές
του δημοσίου θα πρέπει να επιτρέπουν το άνοιγμα των δημοσίων
συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να είναι
δυνατή η υποβολή προσφορών που αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των
τεχνικών λύσεων. Προς τούτο, αφενός, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει
να μπορούν να ορίζονται ως προς τις επιδόσεις και τις λειτουργικές
απαιτήσεις και, αφετέρου, σε περίπτωση αναφοράς στο ευρωπαϊκό
πρότυπο ή, ελλείψει αυτού, στο εθνικό πρότυπο, πρέπει να εξετάζονται
από τις αναθέτουσες αρχές προσφορές βασιζόμενες σε άλλες ισοδύναμες
λύσεις. Προκειμένου να αποδεικνύουν την ισοδυναμία, οι προσφέροντες
θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν κάθε αποδεικτικό μέσο. Οι
αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αιτιολογούν τυχόν
απόφασή τους για τη μη ύπαρξη ισοδυναμίας σε συγκεκριμένη
περίπτωση. Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να ορίσουν
περιβαλλοντικές ανάγκες μεταξύ των τεχνικών προδιαγραφών δεδομένης
σύμβασης μπορούν να προβλέπουν τα συγκεκριμένα περιβαλλοντικά
χαρακτηριστικά, όπως συγκεκριμένη μέθοδο παραγωγής, και/ή ειδικές
περιβαλλοντικές επιπτώσεις ομάδων προϊόντων ή υπηρεσιών. Μπορούν,
αλλά δεν είναι υποχρεωμένες, να χρησιμοποιούν τις κατάλληλες
προδιαγραφές που καθορίζουν τα οικολογικά σήματα, όπως το
ευρωπαϊκό, το (πολυ) εθνικό ή οποιοδήποτε άλλο οικολογικό σήμα, εάν
οι απαιτήσεις για το σήμα αναπτύσσονται και υιοθετούνται βάσει
επιστημονικής πληροφόρησης μέσω μιας διαδικασίας στην οποία έχουν
δικαίωμα συμμετοχής τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί
οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς ή οι
περιβαλλοντικές οργανώσεις, και εάν το σήμα είναι προσιτό και
διαθέσιμο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι αναθέτουσες αρχές
οφείλουν, οσάκις αυτό είναι εφικτό, να θεσπίζουν τεχνικές προδιαγραφές
προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια προσβασιμότητας για
άτομα με αναπηρίες ή σχεδιασμό για όλους τους χρήστες. Οι τεχνικές
προδιαγραφές θα πρέπει να αναφέρονται σαφώς ούτως ώστε όλοι οι
προσφέροντες να γνωρίζουν τι καλύπτουν οι απαιτήσεις που θεσπίζουν
οι αναθέτουσες αρχές.
(30) Οι συμπληρωματικές πληροφορίες για τις συμβάσεις πρέπει να
περιλαμβάνονται, όπως συνηθίζεται στα κράτη μέλη, στο τεύχος της
συγγραφής υποχρεώσεων που αφορά κάθε σύμβαση ή σε άλλο
ισοδύναμο έγγραφο.
(31) Οι αναθέτουσες αρχές οι οποίες πραγματοποιούν ιδιαίτερα
πολύπλοκα έργα ενδέχεται, χωρίς να φέρουν καμία ευθύνη οι ίδιες, να
βρεθούν αντικειμενικά σε αδυναμία να ορίσουν τα μέσα που θα
μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους ή να εκτιμήσουν τι
μπορεί να προσφέρει η αγορά από την άποψη τεχνικών λύσεων ή/και
χρηματοδοτικών/νομικών λύσεων. Η κατάσταση αυτή μπορεί ιδίως να
παρουσιασθεί όσον αφορά την εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής
ολοκληρωμένων μεταφορών, την υλοποίηση μεγάλων δικτύων
πληροφορικής και την υλοποίηση έργων που απαιτούν περίπλοκη και
διαρθρωμένη χρηματοδότηση, η χρηματοοικονομική και νομική
οργάνωση της οποίας δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί εκ των προτέρων.
Στον βαθμό που η χρησιμοποίηση ανοικτών ή κλειστών διαδικασιών δεν
επιτρέπει την ανάθεση τέτοιων συμβάσεων, θα πρέπει, ως εκ τούτου, να
προβλεφθεί μια ευέλικτη διαδικασία που να διασφαλίζει τόσο τον
ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομικών φορέων όσο και την ανάγκη των
αναθετουσών αρχών να συζητούν με κάθε υποψήφιο όλες τις πτυχές της
132
σύμβασης. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
κατά τρόπο που να περιορίζει ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό, ιδίως με
την τροποποίηση βασικών στοιχείων των προσφορών ή με την επιβολή
νέων ουσιωδών στοιχείων στον προσφέροντα που έχει επιλεγεί, ή με την
εμπλοκή οποιουδήποτε άλλου προσφέροντος εκτός εκείνου που έχει
υποβάλλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.
(32) Προκειμένου να ευνοηθεί η πρόσβαση των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις, συνιστάται να συμπεριληφθούν
διατάξεις σχετικά με την υπεργολαβία.
(33) Οι όροι εκτέλεσης μιας σύμβασης συνάδουν με την παρούσα
οδηγία, εφόσον δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις και
αναγγέλλονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή
υποχρεώσεων. Μπορούν, μεταξύ άλλων, να έχουν ως αντικείμενο την
ενθάρρυνση της επιτόπιας επαγγελματικής κατάρτισης, τη
χρησιμοποίηση ατόμων με ιδιαίτερες δυσκολίες ένταξης, την
καταπολέμηση της ανεργίας ή την προστασία του περιβάλλοντος.
Παραδείγματος χάριν, μπορούν να αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι
ισχύουσες για την εκτέλεση της σύμβασης υποχρεώσεις πρόσληψης
μακροχρόνια ανέργων ή ανάληψης δραστηριοτήτων κατάρτισης για τους
άνεργους ή τους νέους, ουσιαστικής τήρησης των διατάξεων των
θεμελιωδών συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) στην
περίπτωση κατά την οποία δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, και
πρόσληψης ενός αριθμού ατόμων με ειδικές ανάγκες που υπερβαίνει
εκείνον που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία.
(34) Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι συλλογικές συμβάσεις, τόσο σε
εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, που ισχύουν σε θέματα συνθηκών
εργασίας και ασφάλειας στην εργασία, εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση
δημόσιας σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί, καθώς
και η εφαρμογή τους, συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο. Στις
διασυνοριακές περιπτώσεις, όπου οι εργαζόμενοι ενός κράτους μέλους
παρέχουν υπηρεσίες σε ένα άλλο κράτος μέλος για την υλοποίηση μιας
δημόσιας σύμβασης, η οδηγία 96/71/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την
απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών(11), αναφέρει
τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής
όσον αφορά αυτούς τους αποσπασμένους εργαζομένους. Εάν το εθνικό
δίκαιο περιέχει διατάξεις προς τον σκοπό αυτόν, η μη τήρηση των εν
λόγω υποχρεώσεων μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό παράπτωμα ή παράβαση
της επαγγελματικής δεοντολογίας εκ μέρους του οικείου οικονομικού
φορέα δυνάμενη να επιφέρει τον αποκλεισμό αυτού του οικονομικού
φορέα από τη διαδικασία σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης.
(35) Λαμβανομένων υπόψη των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και
των επικοινωνιών καθώς και των απλουστεύσεων που μπορούν να
επιφέρουν στο επίπεδο της δημοσιότητας των συμβάσεων και στην
αποτελεσματικότητα και διαφάνεια των διαδικασιών σύναψης, τα
ηλεκτρονικά μέσα θα πρέπει να εξισώνονται με τα κλασικά μέσα
επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Στο μέτρο του δυνατού, το
μέσο και η τεχνολογία που επιλέγονται θα πρέπει να είναι συμβατά με τις
τεχνολογίες που χρησιμοποιούν τα άλλα κράτη μέλη.
(36) Η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων
συμβάσεων απαιτεί τη δημοσιότητα σε κοινοτικό επίπεδο των σχετικών
προκηρύξεων που συντάσσουν οι αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών.
133
Οι πληροφορίες που περιέχονται στις προκηρύξεις αυτές πρέπει να
επιτρέπουν στους οικονομικούς φορείς της Κοινότητας να κρίνουν αν οι
προτεινόμενες συμβάσεις τους ενδιαφέρουν. Για το σκοπό αυτό, θα
πρέπει να λαμβάνουν επαρκώς γνώση του αντικειμένου της προκήρυξης
και των όρων που τη συνοδεύουν. Είναι λοιπόν σημαντικό να
εξασφαλισθεί μεγαλύτερη προβολή των δημοσιευμένων προκηρύξεων με
τα κατάλληλα μέσα, όπως τα τυποποιημένα έγγραφα προκηρύξεων
συμβάσεων και το κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις (Common
Procurement Vocabulary, CPV), το οποίο προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ)
αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου(12), καθώς και η ονοματολογία αναφοράς για τις δημόσιες
συμβάσεις. Στις κλειστές διαδικασίες, η δημοσιότητα θα πρέπει να έχει
ιδίως σκοπό να δίδει τη δυνατότητα στους οικονομικούς φορείς των
κρατών μελών να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για τις συμβάσεις
ζητώντας από τις αναθέτουσες αρχές προσκλήσεις προς υποβολή
προσφορών υπό τους απαιτούμενους όρους.
(37) Η οδηγία 1999/93/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό
πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές(13) και η οδηγία 2000/31/EK του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000,
για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της
πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά
("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο")(14), θα πρέπει, στο πλαίσιο της
παρούσας οδηγίας, να εφαρμόζονται στη διαβίβαση πληροφοριών με
ηλεκτρονικά μέσα. Οι διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων και οι
κανόνες που εφαρμόζονται στους διαγωνισμούς στον τομέα των
υπηρεσιών, απαιτούν υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας και
εμπιστευτικότητας από εκείνο που προβλέπεται στις εν λόγω οδηγίες.
Κατά συνέπεια, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής προσφορών,
αιτήσεων συμμετοχής, καθώς και των μελετών και σχεδίων, θα πρέπει να
πληρούν ειδικές πρόσθετες απαιτήσεις. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει
να ενθαρρυνθεί κατά το δυνατόν η χρήση ηλεκτρονικών υπογραφών και
ιδίως προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Εξάλλου, η ύπαρξη
συστημάτων εθελοντικής πιστοποίησης θα μπορούσε να αποτελέσει
ευνοϊκό πλαίσιο για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών
πιστοποίησης των εν λόγω μηχανισμών.
(38) Η χρήση ηλεκτρονικών μέσων εξοικονομεί χρόνο. Κατά συνέπεια,
είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μείωση των ελάχιστων προθεσμιών όταν
χρησιμοποιούνται τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα, υπό τον όρο, ωστόσο,
ότι οι προθεσμίες συμβιβάζονται με το συγκεκριμένο τρόπο διαβίβασης
που προβλέπεται σε κοινοτικό επίπεδο.
(39) Ο έλεγχος της καταλληλότητας του προσφέροντος, στις ανοικτές
διαδικασίες, και των υποψηφίων, στις κλειστές και στις με
διαπραγμάτευση διαδικασίες μαζί με δημοσίευση προκήρυξης
διαγωνισμού καθώς και στον ανταγωνιστικό διάλογο, και η επιλογή τους
θα πρέπει να γίνονται υπό συνθήκες διαφάνειας. Προς τούτο, είναι
σκόπιμο να αναφέρονται τα κριτήρια, τα οποία δεν θα εισάγουν
διακρίσεις, και τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούν οι αναθέτουσες
αρχές προκειμένου να επιλέγουν τους ανταγωνιζόμενους καθώς και τα
μέσα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι οικονομικοί φορείς για να
αποδεικνύουν ότι πληρούν τα κριτήρια αυτά. Με αυτό το πνεύμα
διαφάνειας, η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να αναφέρει, κατά την
134
προκήρυξη μίας σύμβασης, τα κριτήρια επιλογής που θα χρησιμοποιήσει
για την επιλογή, καθώς και το επίπεδο ειδικών ικανοτήτων που απαιτεί
ενδεχομένως από τους οικονομικούς φορείς για να τους δεχθεί στη
διαδικασία σύναψης της σύμβασης.
(40) Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να περιορίζει τον αριθμό των
υποψηφίων, στις κλειστές και στις με διαπραγμάτευση διαδικασίες, με
δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, καθώς και στον ανταγωνιστικό
διάλογο. Η μείωση του αριθμού των υποψηφίων θα πρέπει να γίνεται
βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που επισημαίνονται στην προκήρυξη
διαγωνισμού. Τα εν λόγω αντικειμενικά κριτήρια δεν συνεπάγονται κατ'
ανάγκην την πραγματοποίηση στάθμισης. Σχετικά με τα κριτήρια που
αφορούν την προσωπική κατάσταση του οικονομικού φορέα, η ύπαρξη
στην προκήρυξη διαγωνισμού μιας γενικής παραπομπής στις περιπτώσεις
του άρθρου 45 θεωρείται αρκετή.
(41) Στον ανταγωνιστικό διάλογο και στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης
με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, λόγω της ευελιξίας που μπορεί
να απαιτείται και των υπερβολικά υψηλών δαπανών που συνδέονται με
αυτές τις μεθόδους σύναψης συμβάσεων, θα πρέπει να επιτρέπεται στις
αναθέτουσες αρχές να προβλέπουν μια διαδικασία σε διαδοχικές φάσεις
ώστε να μειώνεται βαθμιαία, βάσει κριτηρίων ανάθεσης που θα έχουν
επισημανθεί εκ των προτέρων, ο αριθμός προσφορών που θα συνεχίσουν
να συζητούν ή να διαπραγματεύονται. Αυτή η μείωση θα πρέπει να
εξασφαλίζει πραγματικό ανταγωνισμό, εφόσον ο αριθμός των
κατάλληλων λύσεων ή υποψηφίων το επιτρέπει.
(42) Οι κοινοτικοί κανόνες που αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των
διπλωμάτων, των πτυχίων ή των άλλων αποδεικτικών τυπικών
προσόντων εφαρμόζονται όταν πρέπει να αποδεικνύεται η κατοχή
συγκεκριμένων προσόντων προκειμένου να επιτραπεί η συμμετοχή σε
διαδικασία σύναψης σύμβασης ή σε διαγωνισμό μελετών.
(43) Θα πρέπει να αποφεύγεται η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων σε
οικονομικούς φορείς που έχουν συμμετάσχει σε εγκληματική οργάνωση
ή που έχουν κριθεί ένοχοι δωροδοκίας ή απάτης εις βάρος των
οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή
νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οσάκις
απαιτείται, οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να ζητούν από τους
υποψηφίους/τους προσφέροντες τα σχετικά έγγραφα και, εάν έχουν
αμφιβολίες σχετικά με την προσωπική κατάσταση ενός
υποψηφίου/προσφέροντος, μπορούν να ζητούν τη συνεργασία των
αρμόδιων αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Οι εν λόγω
οικονομικοί φορείς θα πρέπει να αποκλείονται όταν περιέρχεται σε
γνώση της αναθέτουσας αρχής απόφαση σχετική με τα προαναφερθέντα
αδικήματα η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και έχει
ισχύ δεδικασμένου. Εάν το εθνικό δίκαιο περιέχει διατάξεις προς τον
σκοπό αυτόν, η μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή της
νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων όσον αφορά τις παράνομες
συμπράξεις, η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με
απόφαση έχουσα ισοδύναμα αποτελέσματα, μπορεί να θεωρείται ως
αδίκημα το οποίο θίγει την επαγγελματική ακεραιότητα του οικονομικού
φορέα ή ως σοβαρό παράπτωμα.
Η μη τήρηση των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των
οδηγιών 2000/78/ΕΚ(15) και 76/207/ΕΟΚ(16) του Συμβουλίου σχετικά
με την ίση μεταχείριση των εργαζομένων, η οποία έχει διαπιστωθεί με
135
τελεσίδικη απόφαση ή με απόφαση έχουσα ισοδύναμο αποτέλεσμα,
μπορεί να θεωρείται παράβαση επαγγελματικής δεοντολογίας εκ μέρους
του οικονομικού φορέα ή σοβαρό παράπτωμα.
(44) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή μέτρων ή συστημάτων
περιβαλλοντικής διαχείρισης κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης
αιτιολογείται από τη φύση των έργων ή/και των υπηρεσιών, είναι δυνατό
να απαιτείται η εφαρμογή τέτοιων μέτρων ή συστημάτων. Τα συστήματα
περιβαλλοντικής διαχείρισης, ανεξαρτήτως της καταγραφής τους
σύμφωνα με τις κοινοτικές πράξεις, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ.
761/2001 (EMAS)(17), μπορούν να καταδεικνύουν την τεχνική
ικανότητα του οικονομικού φορέα να εκτελέσει τη σύμβαση. Εξάλλου, η
περιγραφή, εκ μέρους του οικονομικού φορέα, των μέτρων που
εφαρμόζει ώστε να διασφαλίσει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας του
περιβάλλοντος, θα πρέπει να γίνεται δεκτή ως εναλλακτικό αποδεικτικό
μέσο των καταγεγραμμένων συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης.
(45) Η παρούσα οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα τα κράτη μέλη να
καταρτίζουν επίσημους καταλόγους εργολάβων, προμηθευτών ή
παρόχων υπηρεσιών ή να καθιερώνουν πιστοποίηση από δημόσιους ή
ιδιωτικούς οργανισμούς καθώς και να περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα
μιας τέτοιας καταγραφής ή πιστοποιητικού στο πλαίσιο σύναψης
δημοσίων συμβάσεων σε άλλο κράτος μέλος. Όσον αφορά τους
επίσημους καταλόγους των εγκεκριμένων οικονομικών φορέων, είναι
σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου σε
περιπτώσεις που ένας οικονομικός φορέας ο οποίος αποτελεί μέρος
ομίλου επικαλείται τις οικονομικές, χρηματοδοτικές ή τεχνικές
δυνατότητες άλλων εταιρειών του ομίλου προκειμένου να στηρίξει την
αίτηση εγγραφής του. Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στον
οικονομικό φορέα να αποδεικνύει ότι διαθέτει πράγματι τα μέσα αυτά
καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της εγγραφής. Για τους σκοπούς της
εγγραφής αυτής, ένα κράτος μέλος μπορεί να καθορίζει τα επίπεδα των
απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται· μπορεί, παραδείγματος χάριν,
στην περίπτωση που ο εν λόγω φορέας επικαλείται τις χρηματοδοτικές
δυνατότητες άλλης εταιρείας του ομίλου, να απαιτεί εν ανάγκη την από
κοινού και χωριστά δέσμευση της εταιρείας αυτής.
(46) Η ανάθεση της σύμβασης θα πρέπει να πραγματοποιείται βάσει
αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της
διαφάνειας, της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων και της αρχής της
ίσης μεταχείρισης και εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών υπό
συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, ενδείκνυται να γίνεται
δεκτή η εφαρμογή δύο μόνο κριτηρίων ανάθεσης, ήτοι των κριτηρίων
της "χαμηλότερης τιμής" και της "πλέον συμφέρουσας από οικονομική
άποψη προσφοράς".
Προκειμένου να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής της ίσης
μεταχείρισης κατά τη διάρκεια της ανάθεσης των συμβάσεων,
ενδείκνυται να προβλεφθεί η παγιωμένη βάσει νομολογίας υποχρέωση
να διασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια ώστε να επιτρέπεται σε κάθε
προσφέροντα να ενημερώνεται σε λογικά πλαίσια για τα κριτήρια και
τους τρόπους που θα εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της από
οικονομική άποψη πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Εναπόκειται,
συνεπώς, στις αναθέτουσες αρχές να αναφέρουν τα κριτήρια ανάθεσης
καθώς και τη σχετική στάθμιση που δίνεται σε καθένα από αυτά τα
κριτήρια, και τούτο εγκαίρως ώστε οι προσφέροντες να την γνωρίζουν
136
για την κατάρτιση των προσφορών τους. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν
να εφαρμόζουν παρέκκλιση από την αναφορά της στάθμισης των
κριτηρίων ανάθεσης σε πλήρως δικαιολογημένες περιπτώσεις, τις οποίες
πρέπει να μπορούν να αιτιολογούν, όταν η στάθμιση αυτή δεν μπορεί να
καταρτισθεί εκ των προτέρων, λόγω ιδίως της πολυπλοκότητας της
σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να αναφέρουν τη φθίνουσα
σειρά σπουδαιότητας αυτών των κριτηρίων.
Όταν οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να αναθέσουν τη σύμβαση στην
πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, αξιολογούν τις
προσφορές προκειμένου να προσδιορίσουν εκείνη που παρουσιάζει την
καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής. Για τον σκοπό αυτόν, καθορίζουν τα
οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια τα οποία, στο σύνολό τους, πρέπει να
επιτρέπουν τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική
άποψη προσφοράς για την αναθέτουσα αρχή. Ο καθορισμός αυτών των
κριτηρίων είναι συνάρτηση του αντικειμένου της σύμβασης, στο μέτρο
που τα κριτήρια αυτά πρέπει να επιτρέπουν την αξιολόγηση του επιπέδου
επίδοσης που παρουσιάζεται από κάθε προσφορά σε σχέση με το
αντικείμενο της σύμβασης, όπως αυτό ορίζεται στις τεχνικές
προδιαγραφές, καθώς και τη μέτρηση της σχέσης ποιότητας/τιμής κάθε
προσφοράς.
Για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, τα κριτήρια ανάθεσης θα
πρέπει να επιτρέπουν τη σύγκριση των προσφορών και την αντικειμενική
αξιολόγησή τους. Εάν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα οικονομικά
και ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης, όπως εκείνα που αφορούν την
ικανοποίηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, μπορούν να επιτρέπουν
στην αναθέτουσα αρχή να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σχετικού
δημόσιου φορέα, όπως αυτές εκφράζονται στις προδιαγραφές της
αγοράς. Με βάση τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις, η αναθέτουσα αρχή
μπορεί να χρησιμοποιεί κριτήρια που αποβλέπουν στην ικανοποίηση
κοινωνικών απαιτήσεων που ανταποκρίνονται ιδίως στις οριζόμενες στις
προδιαγραφές της αγοράς ανάγκες κατηγοριών πληθυσμού, οι οποίες
μειονεκτούν ιδιαιτέρως και στις οποίες ανήκουν οι δικαιούχοι/χρήστες
των έργων, προμηθειών και υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της
σύμβασης.
(47) Στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, τα κριτήρια
ανάθεσης δεν πρέπει να θίγουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που
διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, όπως είναι, παραδείγματος
χάριν, οι αμοιβές αρχιτεκτόνων, μηχανικών ή δικηγόρων και, στο
πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων προμηθειών, την εφαρμογή εθνικών
διατάξεων που καθορίζουν σταθερή τιμή για σχολικά βιβλία.
(48) Ορισμένες τεχνικές προϋποθέσεις, ιδίως αυτές που αφορούν τις
γνωμοδοτήσεις, τις στατιστικές εκθέσεις καθώς και την ονοματολογία
που χρησιμοποιείται και τους όρους αναφοράς αυτής της ονοματολογίας,
απαιτείται να εγκρίνονται και να τροποποιούνται ανάλογα με την εξέλιξη
των τεχνικών αναγκών. Επίσης, πρέπει να ενημερώνονται οι κατάλογοι
αναθετουσών αρχών που αναφέρονται στα παραρτήματα. Ενδείκνυται,
επομένως, να προβλεφθεί προς τούτο μια ευέλικτη και ταχεία διαδικασία
έκδοσης.
(49) Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα
πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του
Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων
137
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 "Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου"
(Α' 34), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του
ν. 1440/1984 "Συμμετοχής της Ελλάδας στο Κεφάλαιο, στα Αποθεματικά και στις
προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων", στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα και του Οργανισμού ΕΥΡΑΤΟΜ (Α' 70), όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 48 του ν. 3427/2005 (Α' 312) και τις διατάξεις
του άρθρου 3 του ν. 1338/1983 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του ν.
1892/1990 "Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις" (Α' 101).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του
π.δ/τος 63/2005 "Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα
κυβερνητικά όργανα (Α' 98).
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος
του κρατικού προϋπολογισμού.
138
139
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Αρθρο 1
Σκοπός
α) της οδηγίας 2005/51/ΕΚ143 της Επιτροπής της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 για την
τροποποίηση του παραρτήματος XX της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του παραρτήματος
VIII της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
περί δημοσίων συμβάσεων (ΕΕ L 257/1/10/2005),
γ) του υπ' αριθμ. 2083/2005 145 Κανονισμού (ΕΚ) της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου
2005 περί τροποποίησης των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά στα κατώτατα όρια εφαρμογής τους
κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων (ΕΕL 333/20.12.2005),
δ) του υπ' αριθμ. 1564/2005146 Κανονισμού (ΕΚ) της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου
2005, για την κατάρτιση τυποποιημένων εντύπων προς δημοσίευση προκηρύξεων και
γνωστοποιήσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων δυνάμει των
οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου (ΕΕL 257/1/10/2005)147.
142
Πριν την έκδοση του Πδ ενσωμάτωσης είχε εκδοθεί από το ΥΠΕΧΩΔΕ η από 18
Ιανουαρίου 2006, Αριθ. Πρωτ. Δ17γ/09/9/ΦΝ 417 Εγκύκλιος με σκοπό την ενημέρωση και
την χάραξη κατευθύνσεων για την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/18.
143
http://eurlex.europa.eu/smartapi/cgi/sga_doc?smartapi!celexplus!prod!DocNumber&l
g=el&type_doc=Directive&an_doc=2005&nu_doc=51
144
http://eurlex.europa.eu/smartapi/cgi/sga_doc?smartapi!celexplus!prod!DocNumber&lg=el
&type_doc=Directive&an_doc=2005&nu_doc=75
145
http://eurlex.europa.eu/smartapi/cgi/sga_doc?smartapi!celexplus!prod!DocNumber&lg=el
&type_doc=Regulation&an_doc=2005&nu_doc=2083
146
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/consleg/2005/R/02005R1564-20070101-el.pdf
147
Τροποποιήσεις έχουν γίνει στην Οδηγία 2004/18 και με την Οδηγία 2006/97/ΕΚ, EE L
363, 20.12.2006
140
Αρθρο 2
1. Για τους σκοπούς του παρόντος, εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις
παραγράφους 2 έως 14.
141
εκμετάλλευσης της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την
καταβολή αμοιβής.
142
γ) η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το
κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή
η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς
αυτούς ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του
διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου, διορίζεται από το κράτος, τις αρχές
τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.
10. "Κεντρική αρχή προμηθειών" είναι μια αναθέτουσα αρχή η οποία είτε αποκτά
προϊόντα ή/και υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές, είτε αναθέτει
δημόσιες συμβάσεις ή συνάπτει συμφωνίες-πλαίσια για έργα, προϊόντα ή υπηρεσίες
που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές.
11. α) "Ανοικτές διαδικασίες" είναι οι διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων κάθε
ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλλει προσφορά.
Για το σκοπό της προσφυγής στη διαδικασία του πρώτου εδαφίου, μια δημόσια
σύμβαση θεωρείται "ιδιαίτερα πολύπλοκη", εφόσον οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι
αντικειμενικά σε θέση είτε να καθορίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3,
σημεία β), γ) ή δ), τα τεχνικά μέσα, τα οποία θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες και τους στόχους τους, είτε/και να προσδιορίσουν τη νομική ή/και τη
χρηματοοικονομική οργάνωση ενός σχεδίου.
143
ε) "Διαγωνισμοί μελετών" είναι οι διαδικασίες που επιτρέπουν στην αναθέτουσα
αρχή να αποκτήσει, κυρίως στους τομείς της χωροταξίας, της πολεοδομίας, της
αρχιτεκτονικής των έργων πολιτικού μηχανικού ή της επεξεργασίας δεδομένων, μια
μελέτη ή ένα σχέδιο που επιλέγεται από κριτική επιτροπή έπειτα από διαγωνισμό, με
ή χωρίς την απονομή βραβείων.
12. Με τον όρο "γραπτώς", νοείται κάθε σύνολο λέξεων ή αριθμών, το οποίο μπορεί
να διαβιβάζεται, αναπαράγεται και στη συνέχεια γνωστοποιείται. Το σύνολο αυτό
μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που διαβιβάζονται και αποθηκεύονται με
ηλεκτρονικά μέσα.
13. "Ηλεκτρονικό μέσο", είναι ένα μέσο που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό
επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης
δεδομένων, τα οποία εκπέμπονται, διακινούνται ή παραλαμβάνονται με ενσύρματη
μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.
15. Για τους σκοπούς του άρθρου 10 και του άρθρου 60 σημείο β), νοούνται ως:
β) "Τερματικό σημείο του δικτύου", το σύνολο των φυσικών συνδέσεων και των
τεχνικών προδιαγραφών πρόσβασης που απαρτίζουν το δημόσιο τηλεπικοινωνιακό
δίκτυο και είναι απαραίτητες για την πρόσβαση σε αυτό και τη μέσω αυτού
αποτελεσματική επικοινωνία.
Αρθρο 3
144
Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 4
Οροι σχετικά με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου
Οργανισμού Εμπορίου (άρθρο 5 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 5
Οταν μια αναθέτουσα αρχή εκχωρεί σε φορέα που δεν έχει την ιδιότητα αναθέτουσας
αρχής, ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα για την άσκηση δραστηριότητας δημόσιας
υπηρεσίας, η πράξη εκχώρησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να προβλέπει ότι,
κατά τη σύναψη των συμβάσεων προμηθειών με τρίτους στο πλαίσιο της
δραστηριότητας αυτής, ο εν λόγω φορέας οφείλει να τηρεί την αρχή της αποφυγής
διακρίσεων λόγω εθνικότητας.
145
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΚΑΤΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ
Αρθρο 6
Ποσά των κατώτατων ορίων των δημοσίων συμβάσεων (άρθρο 7 οδηγίας 2004/18/ΕΚ,
άρθρο 2 παρ.1 του Κανονισμού 2083/2005)150
α) 137.000 ευρώ, για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, εκτός
αυτών που καλύπτονται από την περίπτωση β) στοιχείο iii), που συνάπτονται από τις
αναθέτουσες αρχές οι οποίες είναι κεντρικές κυβερνητικές αρχές του Παραρτήματος
IV. Προκειμένου για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών που συνάπτονται από τις
αναθέτουσες αρχές, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της άμυνας, το εν λόγω
κατώτατο όριο ισχύει μόνο για τα οριζόμενα στο Παράρτημα V προϊόντα.
150
Τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας έχουν αναθεωρηθεί. Κάθε δύο έτη η Επιτροπή
επαληθεύει τα κατώτατα όρια. Ο υπολογισμός της αξίας τους βασίζεται στο μέσο όρο της
καθημερινής τιμής του ευρώ, εκφρασμένης σε ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ). Ο εν
λόγω μέσος όρος υπολογίζεται για τους 24 μήνες οι οποίοι λήγουν την 31η Αυγούστου για
πραγματική αναθεώρηση την 1η Ιανουαρίου. Για τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το
ενιαίο νόμισμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει κάθε έτος στην Επίσημη Εφημερίδα τα
ισόποσα των εφαρμοστέων κατώτατων ορίων. Κατ' αρχήν, τα ισόποσα αυτά αναθεωρούνται
κάθε δύο έτη αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2004. βλ.
http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l22009.htm
146
γ) 5.278.000 ευρώ, για τις δημόσιες συμβάσεις έργων.
Τα ποσά των κατωτάτων ορίων των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και
υπηρεσιών επανεξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανά διετία και
αναθεωρούνται εάν χρειασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 77 παρ.2 της
οδηγίας 2004/18/ΕΚ.
Αρθρο 7
Συμβάσεις που επιδοτούνται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% από τις αναθέτουσες
αρχές (άρθρο 8 οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού 2083/2005)
Αρθρο 8
Στην περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή προβλέπει βραβεία ή την καταβολή ποσών
στους υποψηφίους ή προσφέροντες, τα ποσά αυτά λαμβάνονται υπόψη κατά τον
υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης.
147
2. Η αποτίμηση πρέπει να ισχύει κατά το χρόνο αποστολής της προκήρυξης
διαγωνισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 ή, στις περιπτώσεις
όπου δεν απαιτείται μια τέτοια προκήρυξη, κατά το χρονικό σημείο έναρξης της
διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης.
3. Κανένα σχέδιο έργου και καμία σύμβαση προμήθειας ή υπηρεσιών δεν επιτρέπεται
να κατατμηθεί, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος
διατάγματος.
4. Για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το ποσό των έργων καθώς και η συνολική εκτιμώμενη
αξία των αναγκαίων προμηθειών για την εκτέλεση των έργων που τίθενται στη
διάθεση του εργολήπτη από τις αναθέτουσες αρχές.
Οταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει την αξία που
καθορίζεται στο άρθρο 6, το παρόν εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος.
γ)Οταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει την αξία που
καθορίζεται στο άρθρο 6, το παρόν εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος.
α) Στην περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η διάρκεια τους είναι ίση
ή μικρότερη από δώδεκα (12) μήνες, η συνολική εκτιμώμενη αξία για τη διάρκεια της
σύμβασης ή, εφόσον η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από δώδεκα (12)
μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης
υπολειπόμενης αξίας.
148
β) Στην περίπτωση συμβάσεων αορίστου χρόνου ή στην περίπτωση που η διάρκεια
τους δεν μπορεί να προσδιορισθεί, η μηνιαία αξία πολλαπλασιαζόμενη επί 48.
α) είτε η συνολική πραγματική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου,οι
οποίες συνήφθησαν κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος,
αναπροσαρμοσμένη, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη
ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους κατά τους δώδεκα (12)
μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης.
Η επιλογή της μεθόδου για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσιας
σύμβασης δεν επιτρέπεται να γίνεται προς το σκοπό αποφυγής της εφαρμογής του
παρόντος.
8. Για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, η αξία που λαμβάνεται ως βάση για τον
υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης, είναι, ανάλογα με την περίπτωση,
η εξής:
i) στην περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και εφόσον η διάρκεια τους είναι
ίση ή μικρότερη από 48 μήνες: η συνολική εκτιμώμενη αξία για όλη την αντίστοιχη
διάρκεια,
9. Για τις συμφωνίες-πλαίσια και για τα δυναμικά συστήματα αγορών, η αξία που
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη αξία, υπολογιζόμενη χωρίς ΦΠΑ, του
149
συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της
συμφωνίας-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Αρθρο 9
Συμβάσεις που συνάπτονται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, τωνμεταφορών και
των ταχυδρομικών υπηρεσιών (άρθρο 12 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Το παρόν δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις οι οποίες, στο πλαίσιο του
π.δ/τος 59/2007, με το οποίο μεταφέρθηκε η Οδηγία 2004/17/ΕΚ στο ελληνικό
δίκαιο, συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές οι οποίες ασκούν μία ή περισσότερες
από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8 του εν λόγω π.δ/τος και
για τις δραστηριότητες αυτές, ούτε στις δημόσιες συμβάσεις που εξαιρούνται από το
πεδίο εφαρμογής του δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2 και των άρθρων 19, 21 και
23 του εν λόγω π.δ/τος.
Αρθρο 10
Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως
κύριο αντικείμενο τη διάθεση ή εκμετάλλευση δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων
ή την παροχή στο κοινό μιας ή περισσότερων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Αρθρο 11
Αρθρο 12
α) διεθνούς συμφωνίας, σύμφωνα με τη Συνθήκη Ε.Ε., μεταξύ της Ελλάδας και μιας
ή περισσότερων χωρών που δεν είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία
αφορά προμήθειες ή έργα που προορίζονται για την από κοινού εκτέλεση ή
εκμετάλλευση ενός έργου από τα υπογράφοντα κράτη ή υπηρεσίες που προορίζονται
150
για εκτέλεση ή εκμετάλλευση από κοινού ενός σχεδίου από τα υπογράφοντα κράτη.
Η συμφωνία ανακοινώνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αρθρο 13
151
Οι συμβάσεις που συνάπτει αναθέτουσα αρχή και αφορούν σε ακίνητα
Σύμφωνα με το προοίμιο της Οδηγίας 2004/18 (24) Στο πλαίσιο των υπηρεσιών, οι
συμβάσεις απόκτησης, μίσθωσης ή σύστασης άλλων δικαιωμάτων επί ακινήτων
παρουσιάζουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή
των κανόνων σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Έτσι οι συμβάσεις που συνάπτει μια
αναθέτουσα αρχή και έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα επί ακινήτων εξαιρούνται από το
πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και του πδ προσαρμογής. Οι συμβάσεις αυτές δε θα πρέπει
να αντιβαίνουν στο κοινοτικό minimum…Δεδομένου ότι οι συμβάσεις αυτές
παρουσιάζουν συχνά στοιχεία απαγορευμένων κρατικών ενισχύσεων (ΔΕΚ αποφάσεις και
αποφάσεις της Επιτροπής) η ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδόσει την Ανακοίνωση «σχετικά
με στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και κτιρίων από τις
δημόσιες αρχές (97/C 209/03)». (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 209 της 10/07/1997 σ. 0003
– 0005). Η Επιτροπή εκπόνησε κατευθυντήριες γραμμές προς τα κράτη μέλη οι οποίες
αναφέρεται ρητά ότι δεν αφορούν μεν τη δημόσια εξαγορά γηπέδων-οικοπέδων και
κτιρίων ούτε την ενοικίαση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση των ακινήτων αυτών από τις
δημόσιες αρχές. Ωστόσο οι εν λόγω συναλλαγές ενδέχεται επίσης να περιέχουν στοιχεία
κρατικής ενίσχυσης.
151
προμήθειας χρημάτων ή κεφαλαίων στις αναθέτουσες αρχές καθώς και υπηρεσίες που
παρέχονται από κεντρικές τράπεζες,
στ) αφορούν υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης, πλην εκείνων το προϊόν των οποίων
ανήκει αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση της
δραστηριότητας της, εφόσον η αμοιβή για την παροχή της υπηρεσίας καταβάλλεται
εξ ολοκλήρου από την αρχή αυτή.
Άρθρο 14
Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, οι διατάξεις του παρόντος δεν
εφαρμόζονται στις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών, οι οποίες ορίζονται στο
άρθρο 2 παράγραφος 4.
Άρθρο 15
Το παρόν δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται από
μια αναθέτουσα αρχή σε άλλη αναθέτουσα αρχή ή ένωση αναθετουσών αρχών βάσει
αποκλειστικού δικαιώματος που τους παρέχεται δυνάμει των διατάξεων της κείμενης
νομοθεσίας, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής
Ενωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
Άρθρο 16
Άρθρο 17
Δημόσιες συμβάσεις και συμφωνίες - πλαίσια που συνάπτονται από τις κεντρικές αρχές
προμηθειών (άρθρο 11 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
152
2. Οι αναθέτουσες αρχές που αποκτούν έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες προσφεύγοντας
σε κεντρική αρχή προμηθειών, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2,
παράγραφος 10, θεωρείται ότι έχουν τηρήσει τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον
αυτές έχουν τηρηθεί από την κεντρική αρχή προμηθειών.
Αρθρο 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Αρθρο 19
Αρθρο 20
Αρθρο 21
153
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
Αρθρο 22
Αρθρο 23
154
εξετάζονται κατά τις διαδοχικές φάσεις του διαλόγου, κατ' εφαρμογή των κριτηρίων
ανάθεσης.
Εκείνος που έχει κριθεί ότι υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη
προσφορά, μπορεί να καλείται από την αναθέτουσα αρχή να διευκρινίσει πτυχές της
προσφοράς του ή να επιβεβαιώσει τις δεσμεύσεις που αυτή περιέχει, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν τροποποιούνται ουσιώδη στοιχεία της προσφοράς ή της
πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών, με συνέπεια να στρεβλώνεται ο
ανταγωνισμός ή να προκαλούνται διακρίσεις.
Αρθρο 24
155
Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μη δημοσιεύουν προκήρυξη διαγωνισμού, εάν στη
διαδικασία με διαπραγμάτευση περιλαμβάνουν όλους τους προσφέροντες που
πληρούν τα κριτήρια των άρθρων 43 έως 50 και οι οποίοι, κατά την ανοικτή ή
κλειστή διαδικασία ή τον προηγηθέντα ανταγωνιστικό διάλογο, υπέβαλαν παραδεκτές
προσφορές.
γ) Στον τομέα των υπηρεσιών, ιδίως κατά την έννοια της κατηγορίας 6 του
Παραρτήματος II Α και για παροχές διανοητικής εργασίας, όπως η σύλληψη έργου,
στο μέτρο που η φύση των προς παροχή εργασιών δεν επιτρέπει τον καθορισμό με
επαρκή ακρίβεια των προδιαγραφών της σύμβασης, ώστε να επιτρέπεται η ανάθεση
της με επιλογή της καλύτερης προσφοράς, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την
ανοικτή ή την κλειστή διαδικασία.
δ) στον τομέα των έργων, για τα έργα που εκτελούνται αποκλειστικά για σκοπούς
έρευνας, δοκιμής ή τελειοποίησης και όχι για να εξασφαλίζουν την αποδοτικότητα ή
την κάλυψη των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης.
Αρθρο 25
156
α) εάν, ύστερα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, δεν υποβλήθηκε καμία προσφορά
ή καμία από τις υποβληθείσες προσφορές δεν κρίνεται κατάλληλη, ή εάν δεν υπάρχει
κανείς υποψήφιος, εφόσον δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς οι αρχικοί όροι της
σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι διαβιβάζεται σχετική έκθεση στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, ύστερα από αίτημα της,
γ) στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης,
οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για τις ενδιαφερόμενες αναθέτουσες αρχές, δεν
είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές
ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού που
αναφέρονται στο άρθρο 24. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές
για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να
απορρέουν από δική τους ευθύνη.
δ) όταν έχουν ως αντικείμενο προμήθεια ειδών, υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, είτε
από έναν προμηθευτή που έπαυσε οριστικά την εμπορική δραστηριότητα του, είτε
από τον σύνδικο ή τον εκκαθαριστή μιας πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης.
όταν η σχετική σύμβαση έπεται διαγωνισμού μελετών και πρέπει, σύμφωνα με τους
εφαρμοστέους κανόνες, να ανατεθεί στο νικητή ή σε έναν από τους νικητές του
διαγωνισμού αυτού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όλοι οι νικητές του
διαγωνισμού καλούνται να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.
157
α) όταν αφορούν συμπληρωματικά έργα ή υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονταν στην
αρχικώς κατακυρωθείσα μελέτη ούτε στην αρχική σύμβαση και τα οποία, λόγω μη
προβλέψιμων περιστάσεων, κατέστησαν αναγκαία για την εκτέλεση των εργασιών ή
της υπηρεσίας, όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η
ανάθεση γίνεται στον οικονομικό φορέα που εκτελεί τις υπηρεσίες αυτές ή την
υπηρεσία αυτή, εφόσον τα συμπληρωματικά έργα ή οι υπηρεσίες είτε δεν μπορούν,
από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς
να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές είτε μπορούν να
διαχωρισθούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, πλην όμως είναι απόλυτα
αναγκαία για την ολοκλήρωση της. Το σωρευτικό ποσό των συναπτομένων
συμβάσεων συμπληρωματικών έργων ή υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το
50% του ποσού της αρχικής σύμβασης
β) όταν έχουν ως αντικείμενο νέα έργα ή υπηρεσίες που συνίστανται στην επανάληψη
παρόμοιων έργων ή υπηρεσιών που ανατέθηκαν στον οικονομικό φορέα ανάδοχο της
αρχικής σύμβασης από τις ίδιες αναθέτουσες αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα
έργα ή οι υπηρεσίες είναι σύμφωνες με μία βασική μελέτη που αποτέλεσε
αντικείμενο αρχικής σύμβασης και η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με την ανοικτή ή
την κλειστή διαδικασία.
Η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία αυτή πρέπει να επισημαίνεται ήδη κατά την
αρχική προκήρυξη διαγωνισμού, και το συνολικό προβλεπόμενο ποσό για τη
συνέχιση των εργασιών ή υπηρεσιών λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές
κατά την εφαρμογή του άρθρου 6. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή επιτρέπεται μόνο
επί μια τριετία μετά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης.
Αρθρο 26
Κατά τη σύναψη των συμβάσεων που βασίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο, τα μέρη δεν
μπορούν σε καμία περίπτωση να επιφέρουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στους όρους
της συμφωνίας-πλαισίου, ιδίως στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3.
158
Η διάρκεια μιας συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη,
εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται ειδικώς, ιδίως λόγω του
αντικειμένου της συμφωνίας-πλαισίου.
- είτε με εφαρμογή των όρων που καθορίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο χωρίς νέο
διαγωνισμό,
- είτε, όταν δεν έχουν καθορισθεί όλοι οι όροι στη συμφωνία-πλαίσιο, αφού
επαναδιαγωνισθούν τα μέρη βάσει των ιδίων όρων, εν ανάγκη διευκρινίζοντας τους
όρους αυτούς, και, ενδεχομένως, άλλων όρων που επισημαίνονται στη συγγραφή
υποχρεώσεων της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
δ) Η ανάθεση κάθε σύμβασης γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την καλύτερη
προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που έχουν καθορισθεί στη συγγραφή
υποχρεώσεων της συμφωνίας-πλαισίου.
Αρθρο 27
159
2. Κατά την εφαρμογή δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτουσες αρχές
ακολουθούν τους κανόνες της ανοικτής διαδικασίας σε όλες τις φάσεις της, μέχρι την
ανάθεση των συμβάσεων στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Στο σύστημα γίνονται
δεκτοί όλοι οι προσφέροντες, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια επιλογής και έχουν
υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα
λοιπά τεύχη του διαγωνισμού. Οι ενδεικτικές προσφορές μπορούν να βελτιώνονται
οποιαδήποτε στιγμή, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συνάδουν προς τη συγγραφή
υποχρεώσεων. Για την εφαρμογή του συστήματος και τη σύναψη των δημοσίων
συμβάσεων στο πλαίσιο του συστήματος, οι αναθέτουσες αρχές χρησιμοποιούν
αποκλειστικώς ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφοι 2 έως 5.
160
6. Οι αναθέτουσες αρχές καλούν τους προσφέροντες, που έχουν γίνει δεκτοί στο
σύστημα, να υποβάλουν προσφορά για κάθε συγκεκριμένη σύμβαση που πρόκειται
να συναφθεί στο πλαίσιο του συστήματος. Για το σκοπό αυτό, τάσσουν επαρκή
προθεσμία για την υποβολή των προσφορών.
Αρθρο 28
161
α) τα στοιχεία, οι αξίες των οποίων αποτελούν αντικείμενο του ηλεκτρονικού
πλειστηριασμού, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι προσδιορίσιμα ποσοτικώς, κατά
τρόπο ώστε να εκφράζονται σε αριθμούς ή ποσοστά,
γ) τις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση των προσφερόντων κατά τη διάρκεια
του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και το χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθενται στη
διάθεση τους,
162
7. Κατά τη διάρκεια κάθε φάσης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οι αναθέτουσες
αρχές γνωστοποιούν συνεχώς και αμέσως σε όλους τους προσφέροντες τις
πληροφορίες εκείνες που τους δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή
την αντίστοιχη κατάταξη τους. Μπορούν επίσης να γνωστοποιούν και άλλες
πληροφορίες σχετικά με άλλες τιμές ή αξίες που υποβάλλονται, υπό τον όρο ότι αυτό
προβλέπεται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Μπορούν επίσης, ανά πάσα στιγμή, να
ανακοινώνουν τον αριθμό των συμμετεχόντων σε κάθε φάση του πλειστηριασμού.
β) Οταν δεν λαμβάνουν πλέον νέες τιμές ή νέες αξίες που να ανταποκρίνονται στις
απαιτήσεις σχετικά με τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Στην περίπτωση αυτή, οι
αναθέτουσες αρχές προσδιορίζουν στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό,
την προθεσμία που θα τηρήσουν μετά την παραλαβή της τελευταίας υποβολής
προτού περατώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.
Αρθρο 28Α
Συμβάσεις δημοσίων έργων: ειδικοί κανόνες που αφορούν την κατασκευή κοινωνικών
κατοικιών (άρθρο 34 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
163
πρέπει να καταρτίζεται εξ αρχής σε στενή συνεργασία, στα πλαίσια ομάδας
αποτελούμενης από εκπροσώπους των αναθετουσών αρχών, εμπειρογνώμονες και
τον εργολήπτη που πρόκειται να επιφορτισθεί με την εκτέλεση των έργων, μπορεί να
εφαρμόζεται ειδική διαδικασία ανάθεσης προκειμένου να επιλέγεται ο
καταλληλότερος προς ένταξη στην ομάδα εργολήπτης.
164
ΤΜΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Αρθρο 29
α) όταν πρόκειται για προμήθειες, την εκτιμώμενη συνολική αξία των συμβάσεων ή
των συμφωνιών-πλαισίων, ανά ομάδες προϊόντων, τις οποίες προτίθενται να
συνάψουν κατά τους δώδεκα (12) επόμενους μήνες, εφόσον το συνολικό εκτιμώμενο
ποσό, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 6 και 8, ισούται με ή υπερβαίνει τα 750.000
ευρώ. Οι ομάδες των προϊόντων καθορίζονται από τις αναθέτουσες αρχές με
παραπομπή στην ονοματολογία CPV,
β) όταν πρόκειται για υπηρεσίες, την εκτιμώμενη συνολική αξία των συμβάσεων ή
των συμφωνιων-πλαισιων, για καθεμία από τις απαριθμούμενες στο Παράρτημα II Α
κατηγορίες υπηρεσιών, τις οποίες προτίθενται να συνάψουν κατά τους δώδεκα (12)
επόμενους μήνες, εφόσον το εν λόγω εκτιμώμενο συνολικό ποσό, λαμβανομένων
υπόψη των άρθρων 6 και 8, ισούται με ή υπερβαίνει τα 750.000 ευρώ.
152
Για τη διευκόλυνση της καταχώρισης προσκλήσεων για υποβολή προσφορών στην
Επίσημη Εφημερίδα έγινε προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος
ταξινόμησης για την περιγραφή του αντικειμένου των δημόσιων συμβάσεων. Προς την
κατεύθυνση αυτή εκδόθηκαν ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 2000 περί κοινού λεξιλογίου για τις
δημόσιες συμβάσεις (CPV) [Επίσημη Εφημερίδα L 340, 16.12.2002] ο οποίος τροποποιήθηκε
από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2151/2003 της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003
[Επίσημη Εφημερίδα L 329, 17.12.2003]. Η βάση δεδομένων TED εξασφαλίζει τη
δημοσίευση των προκηρύξεων των δημόσιων συμβάσεων που υπόκεινται στις ευρωπαϊκές
οδηγίες στην Επίσημη Εφημερίδα, σειρά S. Από τις 20 Δεκεμβρίου 2003, η βάση TED
χρησιμοποιεί τους κωδικούς που θεσπίζουν οι ανωτέρω αναφερόμενοι Κανονισμοί. Οι
κωδικοί αυτοί θα καταστούν υποχρεωτικοί με την υιοθέτηση της αναθεώρησης των
ευρωπαϊκών οδηγιών. Για τη δημοσίευση των προκηρύξεων βλ. και
http://ted.europa.eu/?&time=http://ted.europa.eu/Exec?Template=TED/homepage.htm
&DataFlow=hRead.dfl&hpt=ALL&StatLang=EL
165
γ) όταν πρόκειται για έργα, τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων ή των
συμφωνιών-πλαισίων τις οποίες προτίθενται να συνάψουν, τα εκτιμώμενα ποσά των
οποίων ισούνται με ή υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 6,
λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 8.
166
Μπορούν, ωστόσο, να συγκεντρώνουν τις προκηρύξεις αυτές σε τριμηνιαία βάση. Σε
αυτή την περίπτωση, αποστέλλουν τις εν λόγω συγκεντρωμένες προκηρύξεις το
αργότερο σαράντα οκτώ (48) ημέρες μετά τη λήξη εκάστου τριμήνου.
Αρθρο 30
167
των σημαντικότερων στοιχείων κάθε προκήρυξης δημοσιεύεται και στις λοιπές
επίσημες γλώσσες. Τα έξοδα δημοσίευσης των προκηρύξεων αυτών από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβαρύνουν την Κοινότητα.
Αρθρο 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Αρθρο 32
Προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και των προσφορών (άρθρο
38 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
1. Κατά τον καθορισμό των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών και των
αιτήσεων συμμετοχής, οι αναθέτουσες αρχές λαμβάνουν υπόψη, ιδίως, το πολύπλοκο
της σύμβασης και τον χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των προσφορών, με
την επιφύλαξη των ελάχιστων προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
168
2. Στις ανοικτές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών
ανέρχεται σε πενήντα δύο (52) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της
προκήρυξης διαγωνισμού.
6. Σύντμηση κατά πέντε (5) ημέρες των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών που
ορίζονται στην παράγραφο 2 και στην παράγραφο 3 εδάφιο β), είναι δυνατή όταν η
αναθέτουσα αρχή παρέχει, με ηλεκτρονικό μέσο και από την ημερομηνία
δημοσίευσης της προκήρυξης, σύμφωνα με το Παράρτημα VIII, ελεύθερη, άμεση και
πλήρη πρόσβαση στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά τεύχη του διαγωνισμού,
προσδιορίζοντας στο κείμενο της προκήρυξης την ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία
διατίθεται η εν λόγω τεκμηρίωση. Η σύντμηση αυτή μπορεί να ορίζεται επιπλέον της
μείωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 5.
169
7. Οταν, για οποιοδήποτε λόγο, η συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά
τεύχη, έγγραφα ή πληροφορίες δεν παρασχέθηκαν εντός των προθεσμιών που
ορίζονται στα άρθρα 33 και 34, μολονότι ζητήθηκαν εμπρόθεσμα, ή όταν οι
προσφορές μπορούν να συνταχθούν μόνον έπειτα από επιτόπια επίσκεψη ή εξέταση
εγγράφων προσαρτημένων στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι προθεσμίες παραλαβής
των προσφορών παρατείνονται, ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς να
μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των αναγκαίων πληροφοριών για τη διατύπωση
των προσφορών.
Αρθρο 33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αρθρο 34
170
Προσκλήσεις υποβολής προσφορών, συμμετοχής στον διάλογο ή διαπραγμάτευσης
(άρθρο 40 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
2. Η πρόσκληση προς τους υποψηφίους αυτούς περιλαμβάνει είτε ένα αντίτυπο της
συγγραφής υποχρεώσεων ή του περιγραφικού εγγράφου και όλων των
συμπληρωματικών εγγράφων είτε αναφορά στον τρόπο πρόσβασης στη συγγραφή
υποχρεώσεων και στα άλλα έγγραφα που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση, όταν
τίθενται σε άμεση διάθεση με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 32
παράγραφος 6.
δ) ένδειξη των εγγράφων που πρέπει ενδεχομένως να επισυνάπτονται, είτε για την
τεκμηρίωση δηλώσεων που πρέπει να είναι επαληθεύσιμες και στις οποίες ο
υποψήφιος προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 42, είτε για τη συμπλήρωση των
πληροφοριών που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο, υπό τους ίδιους όρους με τους
προβλεπόμενους στα άρθρα 45 και 46, και
171
ε) τη στάθμιση των κριτηρίων ανάθεσης της σύμβασης ή, εφόσον συντρέχει λόγος, τη
φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας αυτών των κριτηρίων, εάν δεν περιλαμβάνονται στην
προκήρυξη διαγωνισμού, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στο περιγραφικό έγγραφο.
Στην περίπτωση συμβάσεων που συνάπτονται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου
23, οι πληροφορίες που προβλέπονται στο σημείο β) της παρούσας παραγράφου δεν
περιλαμβάνονται στην πρόσκληση συμμετοχής στον διάλογο, αλλά επισημαίνονται
στην πρόσκληση υποβολής προσφοράς.
Αρθρο 35
Αρθρο 36
172
Κανόνες που εφαρμόζονται στην επικοινωνία των μερών του διαγωνισμού (άρθρο 42
οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
173
β) Οταν οι αιτήσεις συμμετοχής υποβάλλονται τηλεφωνικά, πρέπει να αποστέλλεται
γραπτή επιβεβαίωση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την
παραλαβή τους.
Αρθρο 37
α) την επωνυμία και τη διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο και την
αξία της σύμβασης, της συμφωνίας-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών,
δ) τους λόγους της απόρριψης των προσφορών που κρίθηκαν ασυνήθιστα χαμηλές,
ε) την επωνυμία του αναδόχου και την αιτιολόγηση της επιλογής της προσφοράς του
καθώς και, εφόσον είναι γνωστό, το τμήμα της σύμβασης ή της συμφωνίας πλαισίου
που ο ανάδοχος προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους,
στ) όσον αφορά στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, τις οριζόμενες στα άρθρα 24
και 25 περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την προσφυγή στις διαδικασίες αυτές,
η) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους λόγους για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή
ματαίωσε την πρόθεση της να συνάψει σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο ή να
υλοποιήσει ένα δυναμικό σύστημα αγορών.
174
Αρθρο 38
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος, ιδίως εκείνων που αφορούν τις
υποχρεώσεις σχετικά με τη δημοσιοποίηση των συναπτομένων συμβάσεων και την
ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29
παρ.4, στο άρθρο 35, καθώς και τις διατάξεις της λοιπής κείμενης νομοθεσίας, η
αναθέτουσα αρχή, δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που της έχουν διαβιβάσει
οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές. Οι
πληροφορίες αυτές αφορούν, ιδίως, τα τεχνικά ή εμπορικά απόρρητα και τις
εμπιστευτικές πτυχές των προσφορών.
175
ΤΜΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Αρθρο 39
176
ΤΜΗΜΑ ΕΚΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
Αρθρο 40
Αρθρο 41
Στην προκήρυξη ή/και συγγραφή υποχρεώσεων, η αναθέτουσα αρχή ζητεί από τον
προσφέροντα να αναφέρει στην προσφορά του το τμήμα της σύμβασης που
προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους καθώς και τους
υπεργολάβους που προτείνει. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν αίρεται η ευθύνη του
κυρίου οικονομικού φορέα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Αρθρο 42
177
Ελεγχος της καταλληλότητας, επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων
(άρθρο 44 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 καθώς και το
ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη σύμβαση, πρέπει
να είναι συνδεδεμένα και ανάλογα προς το αντικείμενο της. Τα ελάχιστα αυτά
επίπεδα μνημονεύονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.
Στην κλειστή διαδικασία, ο ελάχιστος αριθμός είναι πέντε (5). Στη διαδικασία
διαπραγμάτευσης κατόπιν δημοσίευσης προκήρυξης και ανταγωνιστικού διαλόγου, ο
ελάχιστος αριθμός είναι τρεις (3). Εν πάση περιπτώσει, ο αριθμός υποψηφίων που
καλούνται πρέπει να είναι επαρκής ώστε να εξασφαλίζει πραγματικό ανταγωνισμό.
Οι αναθέτουσες αρχές καλούν αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον ίσο προς τον ελάχιστο
αριθμό υποψηφίων που έχει καθορισθεί εκ των προτέρων. Στην περίπτωση που ο
αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής και τα ελάχιστα
επίπεδα είναι μικρότερος από το ελάχιστο όριο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να
συνεχίζει τη διαδικασία, καλώντας τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους που πληρούν τα
απαιτούμενα επίπεδα ικανοτήτων. Η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να περιλαμβάνει
στη διαδικασία αυτή άλλους οικονομικούς φορείς που δεν υπέβαλαν αίτηση
συμμετοχής ή υποψήφιους που δεν πληρούν τα απαιτούμενα επίπεδα ικανοτήτων.
178
4. Οταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας περιορισμού του
αριθμού των προς συζήτηση λύσεων ή των προς διαπραγμάτευση προσφορών, η
οποία προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 4, και στο άρθρο 24, παράγραφος 4,
πραγματοποιούν αυτόν τον περιορισμό με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης
που αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στο
περιγραφικό έγγραφο. Στην τελική φάση, ο αριθμός αυτός πρέπει να επιτρέπει τη
διασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός
κατάλληλων προσφορών ή υποψηφίων.
Αρθρο 43
β) δωροδοκία, όπως αυτή ορίζεται αντίστοιχα στο άρθρο 3 της πράξης του
Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 (ΕΕ C 195 της 25.6.1997, σελ. 1) και στο άρθρο 3
παράγραφος 1 της κοινής δράσης 98/742/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου (ΕΕ L 358 της
31.12.1998, σελ. 2).
γ) απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης σχετικά με την προστασία των
οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 316 της 27.11.1995,
σελ. 48).
179
των διευθυντών επιχείρησης, ή οποιουδήποτε προσώπου έχει εξουσία εκπροσώπησης,
λήψης αποφάσεων ή ελέγχου του υποψηφίου ή του προσφέροντος.
ε) Δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην καταβολή των
εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις τόσο της χώρας
εγκατάστασης του όσο και του ελληνικού δικαίου.
στ) Δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην πληρωμή των φόρων
και τελών, σύμφωνα με τις διατάξεις τόσο της χώρας εγκατάστασης του όσο και του
ελληνικού δικαίου.
ζ) Είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που
απαιτούνται κατ' εφαρμογή του παρόντος ή όταν δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες
αυτές.
α) για την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 σημεία α), β) και γ), την προσκόμιση
αποσπάσματος ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμου εγγράφου καθώς
και κάθε άλλου εγγράφου που εκδίδεται από την αρμόδια δικαστική ή διοικητική
αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης του προσώπου αυτού, από το οποίο
προκύπτει ότι πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.
β) για την παράγραφο 2 σημεία ε) ή στ), πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την αρμόδια
αρχή του οικείου κράτους μέλους.
Σε περίπτωση που το οικείο κράτος δεν εκδίδει έγγραφο ή πιστοποιητικό, ή που αυτό
δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην
παράγραφο 2 σημεία α), β) ή γ), αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από ένορκη
180
βεβαίωση του ενδιαφερόμενου ή, στα κράτη μέλη όπου δεν προβλέπεται η ένορκη
βεβαίωση, από υπεύθυνη δήλωση ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής,
συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού οργανισμού του κράτους καταγωγής ή
προέλευσης.
Αρθρο 44
Είναι δυνατόν να ζητείται από κάθε οικονομικό φορέα που επιθυμεί να συμμετάσχει
σε δημόσια σύμβαση να αποδεικνύει την εγγραφή του σε επαγγελματικό ή εμπορικό
μητρώο ή να προσκομίζει ανάλογη ένορκη βεβαίωση ή πιστοποιητικό, όπως
προσδιορίζονται στο Παράρτημα IX Α για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, στο
Παράρτημα IX Β για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και στο Παράρτημα IX Γ
για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους
στο κράτος μέλος εγκατάστασης του. Ειδικώς, προκειμένου για τις διαδικασίες
σύναψης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, όταν οι υποψήφιοι ή οι προσφέ-
ροντες πρέπει να διαθέτουν ειδική έγκριση ή να είναι μέλη συγκεκριμένου
οργανισμού για να είναι σε θέση να παράσχουν τη σχετική υπηρεσία στη χώρα
καταγωγής τους, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να τους ζητάει να αποδείξουν ότι
διαθέτουν την έγκριση αυτή ή ότι είναι μέλη του εν λόγω οργανισμού.
Αρθρο 45
γ) Δήλωση περί του συνολικού ύψους του κύκλου εργασιών και, ενδεχομένως, το
κύκλου εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που αποτελεί το αντικείμενο της
σύμβασης, για τις τρεις (3) τελευταίες οικονομικές χρήσεις κατ' ανώτατο όριο, σε
συνάρτηση προς την ημερομηνία δημιουργίας του οικονομικού φορέα ή την έναρξη
των δραστηριοτήτων του, εφόσον είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες για τον εν λόγω
κύκλο εργασιών.
2.'Ενας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον παραστεί ανάγκη και για συγκεκριμένη
σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής
φύσης των δεσμών του με αυτές. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην
αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεση του τους αναγκαίους πόρους,
παραδείγματος χάριν, με την προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των φορέων
αυτών. Τα ειδικότερα αποδεικτικά έγγραφα ορίζονται με την προκήρυξη του
διαγωνισμού.
181
3. Υπό τις ίδιες συνθήκες, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων από τις
αναφερόμενες στο άρθρο 39 μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες των μετεχόντων
στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.
Αρθρο 46
α) ί) υποβολή καταλόγου των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί κατά την προηγούμενη
πενταετία, συνοδευόμενο από πιστοποιητικά ορθής εκτέλεσης των σημαντικότερων
εργασιών. Τα πιστοποιητικά αυτά αναφέρουν το ποσό, τον χρόνο και τον τόπο
εκτέλεσης των εργασιών και προσδιορίζουν εάν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με
τους κανόνες της τέχνης και εάν περατώθηκαν κανονικά. Η αρμόδια αρχή μπορεί να
διαβιβάζει τα πιστοποιητικά αυτά απευθείας στην αναθέτουσα αρχή,
182
δ) εάν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι σύνθετα ή, κατ' εξαίρεση,
πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, απαιτείται έλεγχος
διενεργούμενος από την αναθέτουσα αρχή ή, εξ ονόματος της, από αρμόδιο επίσημο
οργανισμό της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο προμηθευτής ή ο πάροχος
υπηρεσιών, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του οργανισμού αυτού. Ο έλεγχος
αυτός αφορά το παραγωγικό δυναμικό του προμηθευτή ή τις τεχνικές ικανότητες του
παρόχου υπηρεσιών και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τα μέσα μελέτης και έρευνας που
αυτός διαθέτει καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει για τον έλεγχο της ποιότητας
στ) προκειμένου για τις δημόσιες συμβάσεις έργων και υπηρεσιών και μόνο στις
ενδεδειγμένες περιπτώσεις, αναφορά των μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης που
μπορεί να εφαρμόζει ο οικονομικός φορέας κατά την εκτέλεση της σύμβασης
3. Ενας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον παραστεί ανάγκη και για μια
συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της
νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να
αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι, για την εκτέλεση της σύμβασης, θα έχει στη
διάθεση του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν με την προσκόμιση της
δέσμευσης των φορέων αυτών να θέσουν στη διάθεση του οικονομικού φορέα τους
αναγκαίους πόρους.
4. Υπό τις ίδιες συνθήκες, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων από τις
αναφερόμενες στο άρθρο 39, μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες των μετεχόντων
στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.
183
5. Στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων που έχουν ως
αντικείμενο προμήθειες, για τις οποίες απαιτούνται εργασίες τοποθέτησης ή
εγκατάστασης, ή την παροχή υπηρεσιών ή και την εκτέλεση έργων, η ικανότητα των
οικονομικών φορέων να παράσχουν αυτή την υπηρεσία ή να εκτελέσουν την
εγκατάσταση μπορεί να αξιολογείται ιδίως βάσει της τεχνογνωσίας, της
αποτελεσματικότητας, της πείρας και της αξιοπιστίας τους.
Αρθρο 47
Αρθρο 48
Αρθρο 49
184
Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή
να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ' εφαρμογή των
άρθρων 43 έως 48.
Αρθρο 50
Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αποδεικνύουν στην αρχή που συντάσσει τον
επίσημο κατάλογο ότι διαθέτουν αυτούς τους πόρους καθ' όλη τη διάρκεια της ισχύος
του πιστοποιητικού που πιστοποιεί την εγγραφή τους στον επίσημο κατάλογο και ότι
συνεχίζουν να πληρούν κατά το ίδιο διάστημα τις απαιτήσεις ποιοτικής επιλογής που
προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος για την εγγραφή τους. Με προεδρικά
διατάγματα που εκδίδονται από τους αρμόδιους Υπουργούς ρυθμίζονται οι
λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
185
5. Για την εγγραφή των οικονομικών φορέων άλλων κρατών μελών σε επίσημο
κατάλογο ή για την πιστοποίηση τους από τους οργανισμούς που αναφέρονται στην
παράγραφο 1, δεν είναι δυνατόν να ζητούνται άλλες αποδείξεις και δηλώσεις εκτός
από εκείνες που ζητούνται από τους οικονομικούς φορείς που έχουν την ιθαγένεια
του οικείου κράτους και, εν πάση περιπτώσει, όχι άλλες από τις προβλεπόμενες στα
άρθρα 43 έως 48.
6. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ζητούν, ανά πάσα στιγμή, την εγγραφή τους
στον επίσημο κατάλογο ή την έκδοση του πιστοποιητικού, πρέπει να ενημερώνονται
δε σε σύντομο χρονικό διάστημα για την απόφαση της αρχής που συντάσσει τον
κατάλογο ή του αρμόδιου οργανισμού πιστοποίησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αρθρο 51
186
προβλέπει στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, ή στο
περιγραφικό έγγραφο στην περίπτωση του ανταγωνιστικού διαλόγου, τη βαρύτητα
(σχετική στάθμιση) που προσδίδει σε καθένα από τα επιλεγέντα κριτήρια για τον
προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Η
στάθμιση αυτή μπορεί να εκφράζεται με τον καθορισμό μιας διακύμανσης
("ψαλίδας") με κατάλληλο εύρος. Οταν, κατά τη γνώμη της αναθέτουσας αρχής, δεν
είναι δυνατή η στάθμιση για λόγους που μπορούν να αποδειχθούν, η αναθέτουσα
αρχή καθορίζει, στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, ή στο
περιγραφικό έγγραφο, στην περίπτωση του ανταγωνιστικού διαλόγου, τη φθίνουσα
σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων αυτών.
Αρθρο 52
α) τον οικονομικό χαρακτήρα της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων ή της παροχής
των υπηρεσιών,
β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή/και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που
διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση των έργων, την προμήθεια των προϊόντων ή
την παροχή των υπηρεσιών,
γ) την πρωτοτυπία του έργου, των προμηθειών ή των υπηρεσιών, που προτείνει ο
προσφέρων,
δ) την τήρηση των διατάξεων περί προστασίας της εργασίας και των συνθηκών
εργασίας που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης της παροχής και
187
ΤΜΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ
Αρθρο 53
3. Με την επιφύλαξη των κείμενων διατάξεων που δεν αντιβαίνουν στο κοινοτικό
δίκαιο, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να διατυπώνονται:
188
τρόπο που ικανοποιεί την αναθέτουσα αρχή, ότι οι λύσεις που προτείνει πληρούν,
κατά ισοδύναμο τρόπο, τις τεχνικές προδιαγραφές. Τεχνικός φάκελος του
κατασκευαστή ή έκθεση δοκιμών από αναγνωρισμένο οργανισμό μπορεί να συνιστά
ενδεδειγμένο μέσο.
5. Οταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην
παράγραφο 3 να προβλέπουν απαιτήσεις επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, δεν
μπορούν να απορρίπτουν προσφορά έργων, προϊόντων ή υπηρεσιών, που πληροί ένα
εθνικό πρότυπο το οποίο αποτελεί μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, μία ευρωπαϊκή
τεχνική έγκριση, μία κοινή τεχνική προδιαγραφή, ένα διεθνές πρότυπο ή ένα τεχνικό
πλαίσιο αναφοράς που έχει εκπονηθεί από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης,
εφόσον οι εν λόγω προδιαγραφές καλύπτουν τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές
απαιτήσεις που έχουν ορίσει.
189
ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα
προϊόντα. Η εν λόγω μνεία ή παραπομπή επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, όταν δεν είναι
δυνατόν να γίνεται αρκούντως ακριβής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου
της σύμβασης κατ' εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4. Η μνεία ή η παραπομπή αυτή
πρέπει να συνοδεύονται από τους όρους "ή ισοδύναμο".
Αρθρο 54
Αρθρο 55
Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 52, σχετικά με τον έλεγχο των ασυνήθιστα
χαμηλών προσφορών, δεν θίγεται.
190
ΤΜΗΜΑ ΟΓΔΟΟ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Αρθρο 56
Την ίδια υποχρέωση τηρεί και η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εργων του
Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων'Εργων σχετικά με τις
δημόσιες συμβάσεις έργων. Οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αποστέλλουν τις
σχετικές καταστάσεις των έργων, υπηρεσιών και προμηθειών που ανέθεσαν κατά το
προηγούμενο έτος, μέχρι την 31η Ιουλίου κάθε έτους, στα αντίστοιχα Υπουργεία.
Αρθρο 57
1. Για κάθε αναθέτουσα αρχή που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV, η στατιστική
κατάσταση περιλαμβάνει:
α) τον αριθμό και την αξία των καλυπτόμενων από το παρόν συμβάσεων
πουσυνήφθησαν,
β) τον αριθμό και τη συνολική αξία των συμβάσεων που συνήφθησαν δυνάμει
παρεκκλίσεων από τη Συμφωνία.
Στο μέτρο του δυνατού, τα στοιχεία που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, σημείο
α), κατανέμονται ανάλογα με:
β) και, για καθεμία από τις διαδικασίες αυτές, τα έργα που περιέχονται στο
Παράρτημα Ι, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που περιέχονται στο Παράρτημα II και
προσδιορίζονται ανά κατηγορία της ονοματολογίας CPV.
191
2. Για κάθε κατηγορία αναθετουσών αρχών, πλην εκείνων που περιλαμβάνονται στο
Παράρτημα IV, η στατιστική κατάσταση προσδιορίζει τουλάχιστον: α) τον αριθμό
και την αξία των δημοσίων συμβάσεων που συνήφθησαν, κατανεμημένων σύμφωνα
με την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, και β) τη συνολική αξία των συμβάσεων που
συνήφθησαν δυνάμει των παρεκκλίσεων από τη Συμφωνία.
192
ΤΜΗΜΑ ΕΝΑΤΟ
Αρθρο 58
Αρθρο 59
α) από τις αναθέτουσες αρχές που είναι κεντρικές κυβερνητικές αρχές, οι οποίες
περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV, με βάση ένα κατώτατο όριο που ισούται με ή
υπερβαίνει το ποσό των 137.000 ευρώ,
β) από τις αναθέτουσες αρχές, πλην εκείνων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα
IV, με βάση ένα κατώτατο όριο που ισούται με ή υπερβαίνει το ποσό των 211.000
ευρώ,
γ) από όλες τις αναθέτουσες αρχές, με βάση ένα κατώτατο όριο που ισούται με ή
υπερβαίνει το ποσό των 211.000 ευρώ, όταν οι διαγωνισμοί μελετών αφορούν
υπηρεσίες της κατηγορίας 8 του Παραρτήματος II Α, υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών της
κατηγορίας 5 των οποίων οι θέσεις στο CPV είναι ισοδύναμες με τους αριθμούς
αναφοράς CPC 7524, 7525 και 7526, και/ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο
Παράρτημα II Β.
193
Στις περιπτώσεις του σημείου α), ως κατώτατο όριο νοείται η εκτιμώμενη αξία εκτός
ΦΠΑ της δημόσιας σύμβάσης υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων
βραβείων συμμετοχής ή/και πληρωμής χρηματικού ποσού στους συμμετέχοντες.
Στις περιπτώσεις του σημείου β), ως κατώτατο όριο νοείται το συνολικό ύψος των εν
λόγω βραβείων και ποσών, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης αξίας εκτός ΦΠΑ
της δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών που μπορεί να ανατεθεί αργότερα δυνάμει του
άρθρου 25 παράγραφος 3, εφόσον η αναθέτουσα αρχή δεν έχει αποκλείσει μια
τέτοιου είδους ανάθεση στην προκήρυξη διαγωνισμού μελετών.
Αρθρο 60
α) στους διαγωνισμούς μελετών στον τομέα των υπηρεσιών κατά την έννοια του
π.δ/τος 59/07, που διοργανώνονται από αναθέτουσες αρχές οι οποίες ασκούν μια ή
περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8 του εν
λόγω π.δ/τος, και έχουν σκοπό τη συνέχιση των δραστηριοτήτων αυτών ούτε στους
διαγωνισμούς μελετών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω π.δ/τος.
Αρθρο 61
Αρθρο 62
194
Σύνταξη και λεπτομέρειες δημοσίευσης των προκηρύξεων για τους διαγωνισμούς
μελετών (άρθρο 70 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 63
1. Το άρθρο 36 παράγραφοι 1,2 και 4 εφαρμόζεται για όλες τις μορφές επικοινωνίας
σχετικά με τους διαγωνισμούς μελετών.
Αρθρο 64
Αρθρο 65
195
Σύνθεση της κριτικής επιτροπής (άρθρο 73 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Αρθρο 66
196
ΤΜΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Αρθρο 67
Αρθρο 68
α) εμπίπτουν στις δημόσιες συμβάσεις έργων στις περιπτώσεις των άρθρων 10,11 και
12 του παρόντος.
β) ανατίθενται από τις αναθέτουσες αρχές κατά την άσκηση μιας ή περισσοτέρων από
τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8 του Π. Δ/τος 59/07, όταν οι
παραχωρήσεις αυτές γίνονται για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.
Αρθρο 69
197
3. Το άρθρο 31 που αφορά την προαιρετική δημοσίευση των προκηρύξεων
εφαρμόζεται επίσης και για τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων.
Αρθρο 70
Αρθρο 71
Αρθρο 72
- όταν αυτές οι εργασίες, μολονότι μπορούν να διαχωρισθούν από την εκτέλεση της
αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την ολοκλήρωση της.
198
Το συνολικό ποσό των συναπτόμενων συμβάσεων συμπληρωματικών εργασιών δεν
πρέπει να υπερβαίνει το 50% του ποσού του αρχικού έργου που αποτελεί το
αντικείμενο της παραχώρησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Αρθρο 73
Οταν ο ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης είναι ο ίδιος αναθέτουσα αρχή κατά την
έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 9, υποχρεούται, για τα έργα τα οποία θα
εκτελεσθούν από τρίτους, να τηρεί τις διατάξεις που προβλέπει το παρόν διάταγμα,
όσον αφορά στη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αρθρο 74
Εφόσον πάντως μια σύμβαση έργων πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής των
περιπτώσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 25, δεν απαιτείται δημοσιότητα.
199
Ως "συνδεδεμένη επιχείρηση", νοείται κάθε επιχείρηση στην οποία ο ανάδοχος
σύμβασης παραχώρησης μπορεί να ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, κυρίαρχη επιρροή, ή
κάθε επιχείρηση η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή στον ανάδοχο σύμβασης
παραχώρησης ή η οποία, όπως και ο ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης, υπόκειται
στην κυρίαρχη επιρροή μιας άλλης επιχείρησης λόγω ιδιοκτησιακού καθεστώτος,
χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. Η κυρίαρχη επιρροή
τεκμαίρεται όταν μια επιχείρηση έναντι μιας άλλης επιχείρησης, άμεσα ή έμμεσα:
β) διαθέτει την πλειονότητα των ψήφων οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που
έχει εκδώσει η επιχείρηση, ή
Αρθρο 75
Αρθρο 76
Προθεσμίες για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής και την παραλαβή των
προσφορών (άρθρο 65 οδηγίας 2004/18/ΕΚ)
Στις συμβάσεις έργων που συνάπτονται από τους αναδόχους σύμβασης παραχώρησης
δημοσίων έργων, οι οποίοι δεν είναι αναθέτουσες αρχές, οι ανάδοχοι παραχώρησης
ορίζουν την προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να
200
είναι μικρότερη των 37 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης
διαγωνισμού ή της πρόσκλησης για την υποβολή των προσφορών.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 77
2. Καταργείται:
β) Το π.δ. 346/1998 (Α' 230) εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 35 παρ.1 και του
άρθρου 36 που διατηρούνται σε ισχύ.
ε) Το π.δ. 334/2000 (Α' 279) εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2, κατά το
μέρος που αφορούν στην προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις
της οδηγίας 71/304 της 26ης Ιουλίου 1971, οι οποίες διατηρούνται σε ισχύ.
η) Το π.δ. 104/2004 (Α'71), καθώς και κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι
αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει τα θέματα αυτά με άλλον τρόπο.
Αρθρο 78
153
ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3316 (ΦΕΚ Α΄ 42/22.2.2005), Με το νόμο αυτό ρυθμίζονται κατά
βάσιν τα σχετικά με την Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών
και παροχής συναφών υπηρεσιών.
201
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ
NACE (I)
Τίτλος ΣΤ Κατασκευές ΚΩΔΙΚΟΣ
CPV
Τμήμα Ομάδα Τάξη Περιγραφή Σημειώσεις
45 Κατασκευές Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει: 45000000
νέες κατασκευές, αποκατάσταση καν
συνήθεις
επισκευές
(1) Σε περίπτωση διιστάμενων ερμηνειών μεταξύ CPV και NACE, εφαρμόζεται η ονοματολογία NACE
202
NACE (I)
Τίτλος ΣΤ Κατασκευές ΚΩΔΙΚΟΣ CPV
203
45.23 Κατασκευή Η τάξη αυτή περιλαμβάνει: 45230000
αυτοκινητοδρόμων, κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, οδών αστικού
οδών, αεροδρομίων και και υπεραστικού δικτύου, άλλων αμαξιτών οδών
αθλητικών και πεζοδρόμων
εγκαταστάσεων κατασκευή σιδηροδρομικών έργων
κατασκευή διαδρόμων αεροδρομίων
κατασκευαστικά έργα (εκτός από κτίρια) στα-
δίων, κολυμβητηρίων, γυμναστηρίων, γηπέδων
τένις, γηπέδων γκολφ και λοιπών αθλητικών
εγκαταστάσεων
διαγράμμιση οδικών επιφανειών και χώρων
στάθμευσης αυτοκίνητων
Η τάξη αυτή δεν περιλαμβάνει:
προκαταρκτικά χωματουργικά έργα, βλέπε
45.11
NACE(l)
Τίτλος ΣΤ Κατασκευές Κωδικός CPV
204
45.31 Καλωδιώσεις και ηλεκ- Η τάξη αυτή περιλαμβάνει: εγκατάσταση 45310000
τρολογικές
εγκαταστάσεις σε κτίρια και άλλες κατασκευές:
ηλεκτρικών καλωδιώσεων και εξαρτημάτων
συστημάτων τηλεπικοινωνίας ηλεκτρικών
εγκαταστάσεων θέρμανσης οικιακών
κεραιών και σηματοληπτών συστημάτων
συναγερμού πυρκαγιάς συστημάτων
αντιδιαρρηκτικού συναγερμού
ανελκυστήρων και κυλιομένων κλιμάκων
αλεξικέραυνων κλ.η.
NACE(I)
Τίτλος ΣΤ Κατασκευές Κωδικός CPV
205
45.41 Επιχρίσεις κονιαμάτων Η τάξη αυτή περιλαμβάνει: 45410000
επίχριση σε κτίρια ή άλλες κατασκευές
εσωτερικών και εξωτερικών
γυψοκονιαμάτων ή
γυψομαρμαροκονιαμάτων (στόκου),
περιλαμβανομένων και των λεπτών πήχεων
που χρησιμοποιούνται ως βάση για το
κονίαμα
NACE(1)
Τίτλος ΣΤ Κατασκευές Κωδικός CΡV
206
45.45 Λοιπές εργασίες αποπε- Η τάξη αυτή περιλαμβάνει: εγκατάσταση 45450000
ράτωοης κτιρίων ιδιωτικών κολυμβητηρίων
ατμοκαθαρισμό, καθαρισμό με αμμορριπή
και συναφείς δραστηριότητες για τις
εξωτερικές επιφάνειες κτιρίων
λοιπές εργασίες αποπεράτωσης κτιρίων και
τελειωμάτων π. δ. κ. α
Η τάξη αυτή δεν περιλαμβάνει:
εσωτερικό καθαρισμό κτιρίων και λοιπών
κατασκευών, βλέπε 74.70
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 303 7/90 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική
ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L, 293 της 24.10.199O)·
κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/93 της Επιτροπής της 24ης Μαρτίου
1993 (ΕΕ L 83 της 3.4.1993, σ. 1).
207
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2
ΣΤΟΙΧΕΙΟ δ)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11 Α
Κατηγορίες Ονομασία των υπηρεσιών Αριθμοί αναφοράς Αριθμοί αναφοράς CPV
CPC (1)
6 Χρηματοοικονομικές ex 81, 812, 814 Από 66100000-1 έως 66430000-3 και από
υπηρεσίες: α) 67110000-1 έως 67262000-1 (3)
υπηρεσίες ασφαλίσεων
β) τραπεζικές και επενδυτικές
υπηρεσίες (3)
(1) Σε περίπτωση διιστάμενων ερμηνειών μεταξύ CPV και CPC, εφαρμόζεται η ονοματολογία CPC
208
12 Υπηρεσίες αρχιτέκτονα, 867 Από 74200000-1 έως 74276400-8, και
υπηρεσίες μηχανικού και από74310000-5 έως 74323100-0, και
ολοκληρωμένες υπηρεσίες 74874000-6
μηχανικού· υπηρεσίες
πολεοδομικού σχεδιασμού
και αρχιτεκτονικής τοπίου·
συναφείς υπηρεσίες
παροχής επιστημονικών και
τεχνικών συμβουλών·
υπηρεσίες τεχνικών δοκιμών
και αναλύσεων
14 Υπηρεσίες καθαρισμού κτιρίων 874, 82201 έως Από 70300000-4 έως 70340000-6, και από
και υπηρεσίες διαχείρισης 82206 74710000-9 έως 74760000-4
ακινήτων
(1) Ονοματολογία CPC (προσωρινή μορφή), που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας
92/50/ΕΟΚ
(2) Με εξαίρεση τις υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών που καλύπτονται από την κατηγορία 18.
(3) Με εξαίρεση τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αφορούν την έκδοση, την αγορά, την πώληση και τη μεταβίβαση
τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες.
Εξαιρούνται επίσης οι υπηρεσίες που συνίστανται στην απόκτηση ή τη μίσθωση, με οποιουσδήποτε χρηματοδοτικούς
όρους, οικοπέδων, υφισταμένων κτισμάτων ή άλλων ακινήτων ή που αφορούν σύσταση δικαιωμάτων επ’ αυτών· ωστόσο,
οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται παράλληλα, προηγουμένως ή κατόπιν της σύμβασης αγοράς ή
μίσθωσης, υπό οιαδήποτε μορφή, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(4) Με εξαίρεση τις συμβάσεις υπηρεσιών έρευνας και ανάπτυξης, εκτός εκείνων τα αποτελέσματα των οποίων ανήκουν
αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της, εφόσον η παροχή της
υπηρεσίας αμείβεται εξ ολοκλήρου από την αναθέτουσα αρχή.
(5) Με εξαίρεση τις υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμό.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Β
Κατηγορίες Ονομασία υπηρεσιών Αριθμοί αναφοράς CPC Αριθμοί αναφοράς CPV
209
21 Νομικές Υπηρεσίες 861 Από 74110000-3 έως 74114000-1
23 Υπηρεσίες ερευνών και 873 (εκτός 87304} Από 74600000-5 έως 74620000-1
ασφαλείας, εξαιρουμένων των
υπηρεσιών θωρακισμένων
οχημάτων
210
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Ι. ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ
Οργανισμοί
- Aquafin
- Berlaymont 2000
Albert I
211
- Bureau d'lntervention et de Restitution beige - Belgisch Interventie – en
Restitutiebureau
212
voor Gelijkheid van Kansen en voor Racismebestrij ding
- Domus Flandria Ε
213
-Export Vlaanderen
- Fonds de Participation
214
- Fonds pour le Financement des Prets a des Etats etrangers - Fonds voor Financiering
van de Leningen aan Vreemde Staten
- Fonds wallon d'Avances pour la Reparation des Dommages provoques par des
Pompages et des Prises d'Eau souterraine
- Grindfonds
- Herplaatsingfonds
- Het Gemeenschapsonderwijs
215
- Institut fur Aus-und Weiterbildung im Mittelstand und in kleinen und mittleren
Unternehmen
- Institut royal beige des Sciences naturelles - Koninklijk Belgisch Instituut voor
Natuurwetenschappen
216
- Institut royal meteorologique de Belgique - Koninklijk meteorologisch Instituut van
Belgie
- Kind en Gezin
- Memorial national du Fort de Breendonk - Nationaal Gedenkteken van het Fort van
Breendonk
217
- Office central d'Action sociale et culturelle du Ministere de la Defense - Centrale
Dienst voor sociale en culturele Actie van het Ministerie van Defensie
218
- Orchestre national de Belgique - Nationaal Orkest van Belgie
- Participatiemaatschappij Vlaanderen
- Pool des Marins de la Marine marchande - Pool van de Zeelieden der Koopvaardij
219
- Societe publique d'Administration des Batiments scolaires de Liege
- Sofibail
- Sofibru
- Sofico
- Theatre national
- Toerisme Vlaanderen
- Tunnel Liefkenshoek
- Vlaamse Hogescholenraad
- Vlaamse Landmaatschappij
- Vlaamse Milieuholding
- Vlaamse Milieumaatschappij
220
- Vlaamse Onderwijsraad
- Vlaamse Opera
- Vlaams Fonds voor de sociale Integratie van Personen met een Handicap
- Vlaams Landbouwinvesteringsfonds
- Vlaams Zorgfonds
II - ΣΤΗ ΔΑΝΙΑ
Οργανισμοί
Danmarks Radio
Danmarks Nationalbank
Α/S Storebaslt
Α/S (c)resund
221
(c)resundskonsortiet
(c)restadsselskabet l/S
Byfornyelsesselskabet Kobenhavn
Hovedstadsomradets Sygehusfasllesskab
Post Danmark
Arbejdsmarkedets Tillasgspension
Arbejdsmarkedets Feriefond
Lonmodtagernes Dyrtidsfond
Naviair
Κατηγορίες
1. Κατηγορίες
Οι φορείς, ιδρύματα και οργανισμοί δημοσίου δικαίου που έχουν συσταθεί από το
κράτος ή τα ομόσπονδα κρατίδια (Lander) ή τις τοπικές αρχές, ιδίως στους
ακόλουθους τομείς:
1.1. Φορείς
222
χαρακτήρα (γεωργικά επιμελητήρια, επαγγελματικά επιμελητήρια, εμπορικά και
βιομηχανικά επιμελητήρια, βιοτεχνικές επαγγελματικές ενώσεις, βιοτεχνικοί
συνεταιρισμοί)],
223
- Sport (Schwimmbader, Sportanlagen und -einrichtungen) [αθλητικό τομέα
(κολυμβητήρια, αθλητικές εγκαταστάσεις)],
Κατηγορίες
224
τους, ή τα προαναφερόμενα νομικά πρόσωπα που κατέχουν τουλάχιστον το 51 % του
εταιρικού κεφαλαίου αυτών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
V. - ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ
Κατηγορίες
- Οργανισμοί και φορείς δημοσίου δικαίου που διέπονται από το νόμο - "Ley de
Contratos de las Administraciones Publicas", - πλην εκείνων που αποτελούν μέρος
της - Administracion General del Estado (γενικής διοίκησης του κράτους).
- Οργανισμοί και φορείς δημοσίου δικαίου που διέπονται από το νόμο - "Ley de
Contratos de las Administraciones Publicas", - πλην εκείνων που αποτελούν μέρος
της - Administracion de las Comunidades Autonomas (διοίκησης των "αυτόνομων
κοινοτήτων").
- Οργανισμοί και φορείς δημοσίου δικαίου που διέπονται από το νόμο - "Ley de
Contratos de las Administraciones Publicas", - πλην εκείνων που αποτελούν μέρος
των - Corporaciones Locales (φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης).
Οργανισμοί
- College de France
- Observatoire de Paris
225
- Compagnies et etablissements consulages: chambres de commerce et d'industrie
(CCI), chambres des metiers et chambres d'agriculture (εμποροβιομηχανικά,
επαγγελματικά και γεωργικά επιμελητήρια)
- Universites (πανεπιστήμια)
- colleges (γυμνάσια/λύκεια)
Οργανισμοί
Enterprise Ireland
226
Health and Safety Authority
Marine Institute
Equality Authority
Κατηγορίες
227
National Regulatory and Appeals bodies (Εθνικοί οργανισμοί ρυθμίσεων και
προσφυγών, π.χ. στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, του χωροταξικού
σχεδιασμού, κλπ. ...)
Οργανισμοί που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ή την
ικανοποίηση διάφορων αναγκών δημόσιων τομέων, [π.χ. Healthcare Materials
Management Board, Health Sector Employers Agency, Local Government Computer
Services Board, Environmental Protection Agency, National Safety Council, Institute
of Public Administration, Economic and Social Research Institute, National Standards
Authority κλπ.] (Οργανισμοί που έχουν συσταθεί για να εκτελούν ειδικά καθήκοντα ή
να πληρούν τις ανάγκες δημόσιων τομέων, - Local Government Computer Services
Board, Environmental Proteaction Agency, National Safety Council, Institute of
Public Administration, Economic and Social Research Institute, National Standards
Authority etc.)
Αλλοι δημόσιοι φορείς που εμπίπτουν στον ορισμό του "οργανισμού δημόσιου
δικαίου" κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 7 της παρούσας οδηγίας. (Οι
άλλοι δημόσιοι οργανισμοί που αντιστοιχούν στον ορισμό του οργανισμού δημοσίου
δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 7 της παρούσας οδηγίας).
Οργανισμοί
Κατηγορίες
- Universita statali, gli istituti universitari statali, i consorzi per I lavori interessanti le
universita (κρατικά πανεπιστήμια, κρατικά πανεπιστημιακά ινστιτούτα, όμιλοι
επιχειρήσεων για τις εργασίες χωροθέτησης των πανεπιστημίων),
228
- Enti che gestiscono forme obbligatorie di previdenza e di assistenza (φορείς που
διαχειρίζονται υποχρεωτικά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας),
- Consorzi per le aree industrial! (όμιλοι επιχειρήσεων για τις βιομηχανικές ζώνες),
- Enti pubblici preposti ad attivita di spettacolo, sportive, turistiche e del tempo libera
(δημόσιοι οργανισμοί των οποίων οι δραστηριότητες αφορούν τα θεάματα, τα σπορ,
τον τουρισμό και τον ψυχαγωγία),
Κατηγορίες
Οργανισμοί
229
- Landelijk Selectie- en Opleidingsinstituut Politie (LSOP) (National Institute for
Selection and Education of Policemen)
230
- Stichting VEDIVO
- Schadefonds Geweldsmisdrijven
- Stichtingen Rechtsbijstand
- Faunafonds
- Staatsbosbeheer
- Universiteit Wageningen
- Stichting DLO
- (Hoofd) productschappen
231
Ministerie van Onderwijs, Cultuur en Wetenschappen (Υπουργείο Παιδείας,
Πολιτισμού και Επιστημών)
Α. Γενική περιγραφή
- υπηρεσίες πλαισίωσης σχολείων κατά την έννοια του νόμου Wet op het primair
onderwijs ή του νόμου Wet op de expertisecentra
- τα εθνικά παιδαγωγικά κέντρα, κατά την έννοια του νόμου Wet subsidising
landelijke onderwijsondersteunende activiteiten
- τα κληροδοτήματα ("fondsen") κατά την έννοια του νόμου Wet op het Specifiek
Cultuurbeleid
- οι λοιπές οργανώσεις και φορείς στον τομέα της παιδείας, του πολιτισμού και των
επιστημών, που χρηματοδοτούνται κατά περισσότερο από 50 % από το ΥΠΠΕ
232
Β. Ονομαστική απαρίθμηση
- Koninklijke Bibliotheek
- Stichting Lezen
- Dienst Omroepbijdragen
233
- Instituut voor Toetsontwikkeling (Cito)
- BVE-Raad
- Stichting SoFoKles
- Europees Platform
- Nederlands Perscentrum
234
- Nederlandse luister- en braillebibliotheek
- EIHizjra
- Sociale Verzekeringsbank
- Arbeidsvoorzieningsorganisatie
- Kadaster
235
- Commissie Algemene Oorlogsongevallenregeling Indonesia (COAR)
236
- Institutos publicos sem caracter comercial ou industrial (δημόσιοι φορείς χωρίς
εμπορικό ή βιομηχανικό χαρακτήρα),
Οργανισμοί
- Design Council,
- Scottish Enterprise,
- Scottish Homes,
Κατηγορίες
237
- Universities and Colleges financed for the most part by other contracting authorities,
(πανεπιστήμια και κολέγια χηηματοδοτούμενα κατά το πλείστον από άλλες
αναθέτουσες αρχές),
- National Health Service Strategic Health Authorities, (στρατηγικές αρχές υγείας του
National Health Service),
238
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
ΒΕΛΓΙΟ
Les commissions De
communautaires ruiverkavelingscomites
Les regions
De politiezones
Les provinces
De verenigigen
Les communes gevormd door een of
De Staat meerdereaanbestedende
Les centres publics overheden hierboven.
d’aide sociale De gemmeenschappen
239
Τα ενοριακά παραπάνω αναθέτοντες
συμβούλια των φορείς.
εκκλησιών και οι Οι αποστραγγιστικοί
φορείς οι οργανισμοί
επιφορτισμένοι με τη
διαχείριση των Οι επιτροπές
κοσμικών αγαθών και αναδασμού γεωργικών
άλλων γαιών
αναγνωρισμένων
θρησκευμάτων Οι αστυνομικές ζώνες
240
Ministeriet for Flygtninge, Invadrere 1 styrelse – 1 διοίκηση (τμήμα)
og Integration -
Υπουργείο Προσφύγων, Μεταναστών
και Ενσωμάτωσης
241
Auswärtiges Amt
Bundesministerium für
Verbraucherschutz, Ernährung und
Landwirtschaft
ΕΛΛΑΣ
2. Υπουργείο Εξωτερικών
4. Υπουργείο Ανάπτυξης
5. Υπουργείο Δικαιοσύνης
243
6. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων
7. Υπουργείο Πολιτισμού
244
31. Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΙΣΠΑΝΙΑ
245
Ministerio de Hacienda Υπουργείο Οικονομικών
ΓΑΛΛΙΑ
1. Υπουργεία
246
la mer
- Ministere de la fonction publique, de la reforme de I'Etat et de
I'amenagement du territoire
- Academie de marine
247
- Caisse nationale des autoroutes (CNA)
- Casa de Velasquez
248
- Conseil superieur de la peche
- Ecole du Louvre
249
- Ecole nationale de ski et d'alpinisme
- Ecole polytechnique
250
Etablissement national de bienfaisance Koenigswarter
- Fondation Carnegie
- Fondation Singer-Polignac
President's Establishment
Department of Finance
State Laboratory
Valuation Office
251
Department of Justice, Equality and Law Reform
252
- Institut superieur des materiaux et de la construction mecanique de Saint-
Ouen
- Musee Auguste-Rodin
- Musee de I'armee
- Musee Gustave-Moreau
- Musee du Louvre
- Palais de la decouverte
- Pares nationaux
ΙΡΛΑΝΔΙΑ
253
(Κοινοβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο)
(Γραφείο Πρωθυπουργού)
(Υπουργείο Οικονομικών)
(Γενική Εισαγγελία)
(Υπηρεσία Αποτιμήσεων)
(Διαμεσολαβητής)
Courts Service
Prisons Service
Department of Transport
254
Department of Health and Children
Department of Defence
(Υπηρεσία Δικαστηρίων)
(Υπηρεσία Φυλακών)
(Υπουργείο Μεταφορών)
(Υπουργείο Αμύνης)
(Υπουργείο Εξωτερικών)
(Συμβούλιο Τεχνών)
(Εθνική Πινακοθήκη)
255
ΙΤΑΛΙΑ
Ι. Αγοράστριες οντότητες
Υπουργείο Εξωτερικών
Υπουργείο Εσωτερικών
Υπουργείο Δικαιοσύνης
Υπουργείο Αμυνας1
Υπουργείο Επικοινωνιών
Υπουργείο Υγείας
3. Ministero dell'lnterno
256
9. Ministero delle Politiche agricole e forestall
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
257
10. Υπουργείο Δημόσιων Εργων: Διοίκηση Δημόσιων Κτιρίων, Διοίκηση Οδοποιίας
και Γεφυροποιίας
ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ
258
- Centrale Archiefselectiedienst (CAS) (Κεντρική Υπηρεσία Επιλογής Αρχείων)
1 Μη πολεμικό υλικό.
259
- De afzonderlijke regionale directies van de Dienst Gebouwen, Werken en
Terreinen (Περιφερειακές Διευθύνσεις Υποδομής ΥΕΟΑ)
- Senter (Senter)
260
- Belastingdienst (Διοίκηση Φόρων και Τελωνείων):
261
- Dienst Landelijk Gebied (DLG) (Υπηρεσία Αειφόρου Αναπτύξεως της Υπαίθρου)
262
Μεταφορών)
263
- Directoraat General Milieubeheer (Γενική Διεύθυνση Προστασίας του
Περιβάλλοντος)
Tweede Kamer der Staten-Generaal (Κάτω Βουλή) Eerste Kamer der Staten-
Generaal (Ανω Βουλή) Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) Algemene
Rekenkamer (Ελεγκτικό Συνέδριο) Nationale Ombudsman (Εθνικός
Διαμεσολαβητής) Kanselarij der Nederlandse Orden (Καγκελαρία Ολλανδικών
Ταγμάτων) Kabinet der Koningin (Ιδιαίτερο Γραφείο της Βασίλισσας)
ΑΥΣΤΡΙΑ
1. Bundeskanzleramt
264
8. Bundesministerium fur Landesverteidigung
Ομοσπονδιακή Καγκελαρία
265
Ομοσπονδιακό Γραφείο Μέτρων και Σταθμών
Arsenal G.m.b.H
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
- Ministerio da Justiga;
- Ministerio da Economia;
- Ministerio da Educagao;
- Ministerio da Cultura;
- Ministerio da Saude;
Προεδρία Κυβερνήσεως
Υπουργείο Οικονομικών
266
Υπουργείο Εξωτερικών και Αποδήμων
Υπουργείο Εσωτερικών
Υπουργείο Δικαιοσύνης
Υπουργείο Παιδείας
Υπουργείο Πολιτισμού
Υπουργείο Υγείας
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΒΕΤΕΤ
Οργανισμός Καταναλωτών
Αρχή Ανταγωνισμού
267
Επιτροπή Εποπτείας Τηλεπικοινωνιών ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΔΑΣΟΚΟΜΙΑΣ
Οργανισμός Τροφίμων Εθνική Γεωδαιτική Υπηρεσία ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Viestintavirasto - Kommunikationsverket
Elintarvikevirasto - Livsmedelsverket
Maanmittauslaitos - Lantmateriverket
Προστασίας Δεδομένων
OIKEUSMINISTERIO - JUSTITIEMINISTERIET
Επιθεώρηση Οινοπνεύματος
Πρεσβείες
Εργοδικείο
268
Ιδρυμα Ζωής Εργαζομένων
Μουσείο Αρχιτεκτονικής
269
Akademien for de fria konsterna
Alkoholinspektionen
Alkoholsortimentsnamnden
Allmanna pensionsfonden
Allmanna reklamationsnamnd
Ambassader
Arbetsdomstolen
Arbetsgivarverk, statens
Arbetslivsfonden
Arbetslivsinstitutet
Arbetsmarknadsstyrelsen
Arbetsmiljofonden
Arbetsmiljoinstitutet
Arbetsmiljonamnd, statens
Arbetsmiljoverket
Arkitekturmuseet
Arrendenamnder (12)
Ανώτατο Δικαστήριο
Εφετεία
Πρωτοδικεία
Διοικητικά Δικαστήρια
Εμποροδικείο
Εργοδικείο
Ασφαλειοδικείο
Διεύθυνση Σωφρονισμού
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Κινηματογραφικών Ταινιών
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΜΥΝΑΣ
Ενοπλες Δυνάμεις
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
270
Κέντρο Μητρώων Πληθυσμού
Συνοριακή Φρουρά
Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1 Μη πολεμικό υλικό
Banverket
Barnombudsmannen
Birgittaskolan
Bokforingsnamnden
Boverket
Brottsforebyggande radet
271
Brottsoffermyndigheten
Brottsskadenamnden
Byggforskningsradet
Centrala forsoksdjursnamnden
Centrala studiestodsnamnden
Danshogskolan
Datainspektionen
Departementen
Domstolsverket
Dramatiska institutet
Ekeskolan
Ekobrottsmyndigheten
Ekonomistyrningsverket
Elsakerhetsverket
Energimyndigheten, statens
EU/FoU-radet
Exportkreditnamnden
Exportrad, Sveriges
Fastighetsmaklarnamnden
272
Fastighetsverk, statens
Fideikommissnamnden
Finansinspektionen Fiskeriverket
Flygmedicincentrum
Flygtekniska forsoksanstalten
Folkhalsoinstitut.statens
samhall-sbyggande, Formas
Fortifikationsverket
Forlikningsmannaexpedition, statens
Forsvarets forskningsanstalt
Forsvarets materielverk
Forsvarets radioanstalt
Forsvarshogskolan
Forsvarsmakten
Forsakringskassorna (21)
Gentekniknamnden
Εθνικοί Σιδηρόδρομοι
273
Εθνικό Συμβούλιο Λογοκρισίας Κινηματογραφικών Ταινιών
Επιθεώρηση Δεδομένων
Υπουργεία
Διοίκηση Δικαστηρίων
Δραματική Σχολή
Σχολή Eke
Συμβούλιο ΕΕ/Ε&Α
274
Σουηδικό Συμβούλιο Εξαγωγικού Εμπορίου
Συμβούλιο Κληροδοτημάτων
Χρηματοοικονομική Επιθεώρηση
Αεροναυτικών Ερευνών
Ενοπλες Δυνάμεις
Giftinformationscentralen
Glesbygdsverket
275
kommunikation- och reklamutbildning
Handelsflottans pensionsanstalt
Handikappombudsmannen
Handikapprad, statens
Haverikommission, statens
Hjalpmedelsinstitutet
Hovratterna (6)
Hyresnamnder (12)
Haktena (30)
Hogskolan Dalarna
Hogskolan i Boras
Hogskolan i Gavle
Hogskolan i Halmstad
Hogskolan i Kalmar
Hogskolan i Karlskrona/Ronneby
Hogskolan i Kristianstad
Hogskolan i Skovde
Hogskolan i Trollhattan/Uddevalla
Hogskolan pa Gotland
276
Hogskoleverket
Hogsta domstolen
Idrottshogskolan i Stockholm
miljomedicin, statens
Institutionsstyrelse, Statens
Insattnigsgarantinamnden
Integrationsverket
Jordbruksverk, statens
Justitiekanslern
Jamstalldhetsombudsmannen
Kammarkollegiet
Kammarratterna (4)
Karlstads universitet
277
Karolinska Institutet
Kemikalieinspektionen
Kommerskollegium
Konjunkturinstitutet
Konkurrensverket
Konstfack
Konsthogskolan
Κέντρο Δηλητηριάσεων
Οίκος Ναύτου
Εφετεία (6)
278
Ανωτάτη Σχολή Dalarna
Ανώτατο Δικαστήριο
Πανεπιστήμιο Karlstad
Ιδρυμα Karolinska
279
Αρχή Ανταγωνισμού
Σχολή Χειροτεχνίας
Konstmuseer, statens
Konstnarsnamnden
Konstrad, statens
Konsulat
Konsumentverket
Kriminalvardsanstalterna (35)
Kriminalvardsstyrelsen
Kristinaskolan
Kronofogdemyndigheterna (10)
Kulturrad, statens
Kungl. Biblioteket
Kungl. Konsthogskolan
Kungl. Musikhogskolan
Kustbevakningen
Karnkraftinspektion, statens
Lagradet
Lantbruksuniveritet, Sveriges
280
Lantmateriverket
Linkopings universitet
Livsmedelsverk, statens
Lotteriinspektionen
Luftfartsverket
Lunds universitet
Lakemedelsverket
Lansarbetsnamnderna (20)
Lansratterna (23)
Lansstyrelserna (21)
Lararhogskolan i Stockholm
Malmo hogskola
Manillaskolan
Marknadsdomstolen
Medlingsinstitutet
Migrationsverket
Militarhogskolor
Mitthogskolan
Moderna museet
281
Musiksamlingar, statens
Malardalens hogskola
Nationalmuseum
Naturhistoriska riksmuseet
Naturvardsverket
Nordiska Afrikainstitutet
Notarienamnden
Προξενεία
Σχολή Kristina
282
Εκτελεστικές Υπηρεσίες (10)
Βασιλική Βιβλιοθήκη
Ακτοφυλακή
Νομοθετικό Συμβούλιο
Πανεπιστήμιο Linkoping
Επιθεώρηση Λαχείων
Πανεπιστήμιο Lund
Οργανισμός Φαρμάκων
283
Παιδαγωγική Ακαδημία Στοκχόλμης
Πανεπιστήμιο Malmo
Αγοραδικείο
Επιτροπή Μεταναστεύσεως
Στρατιωτικές Σχολές
Εθνικό Μουσείο
Συμβολαιογραφικός Σύλλογος
Operahogskolan i Stockholm
284
Ρ
Patentbesvarsratten
Pensionsverk, statens
Pliktverk, Totalforsvarets
Polarforskningssekretariatet
Polismyndigheter (21)
Premiepensionsmyndigheten
Presstodsnamnden
Regeringskansliet
Regeringsratten
Revisorsnamnden
Riksantikvarieambetet
Riksarkivet
Riksbanken
Riksdagens forvaltningskontor
Riksdagens ombudsman
Riksdagens revisorer
Riksforsakringsverket
Riksgaldskontoret
Rikspolisstyrelsen
285
Riksrevisionsverket
Riksskatteverket
Rikstrafiken
Riksutstallningar, Stiftelsen
Riksaklagaren Rymdstyrelsen
Raddningsverk, statens
Ra ttshj alpsmyndigheten
Rattsmedicinalverket
Sametinget
Skattemyndigheterna (10)
Skogsstyrelsen
Skolverk, statens
Smittskyddsinstitutet
Socials tyrelsen
Specialpedagogiska institutet
Specialskolemyndigheten
Sprangamnesinspektionen
Statistiska centralbyran
286
Statskontoret
Stockholms universitet
Stralskyddsinstitut, statens
Svenska institutet
Sakerhetspolisen
Sodertorns hogskola
Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο
Γραμματεία Κυβερνήσεως
Κοινοβουλευτικός Διαμεσολαβητής
287
Υπηρεσία Δημόσιου Χρέους
Εθνική Αστυνομία
Γενική Εισαγγελία
Λαπωνική Βουλή
Διοίκηση Ναυτιλίας
Διοίκηση Δασών
Κοινωνική Πρόνοια
288
Εθνική Επιθεώρηση Εκρηκτικών
Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης
Σουηδικό Ινστιτούτο
Teaterhogskolan
Tingsratterna (72)
Totalforsvarets forskningsinstitut
Transportforskningsberedningen
Transportradet
Tullverket
Turistdelegationen
289
Umea universitet
Ungdomsstyrelsen
Uppsala universitet
Utlanningsnamnden
Utsadeskontroll, statens
Valmyndigheten
Vattenoverdomstolen
Vetenskapsradet
Vagverket
Vanerskolan
Vaxjo universitet
Vaxtsortnamnd, statens
Aklagarmyndigheterna
Asbackaskolan
Orebro universitet
Ostervangsskolan
Overbefalhavaren
290
Overstyrelsen for civil beredskap
Βιβλιοθήκη Τυφλών
Συμβούλιο Μεταφορών
Διοίκηση Τελωνείων
Οργανισμός Τουρισμού
Εκλογική Αρχή
Οργανισμός Οδοποιίας
Σχολή Vaner
Πανεπιστήμιο Vaxjo
291
- Cabinet Office (Γραφείο Υπουργικού Συμβουλίου)
- Department for Culture, Media and Sport (Υπουργείο Πολιτισμού, ΜΜΕ και
Αθλητισμού)
Countryside Agency
292
Royal Botanic Gardens, Kew
National Board for Nursing, Midwifery and Health Visiting for England
National Health Service Strategic Health Authorities and Trusts
Competition Commission
Electricity Committees
Employment Tribunals
293
National Weights and Measures Laboratory
Patent Office
Boundary Commission for England Gaming Board for Great Britain Inspectors of
Constabulary Parole Board and Local Review Committees - House of Commons
(Βουλή των Κοινοτήτων)
Immigration Adjudicators
Lands Tribunal
Law Commission
294
Transport Tribunal
- National Investment and Loans Office (Εθνική Υπηρεσία Επενδύσεων και Δανείων)
Court of Appeal and High Court of Justice in Northern Ireland Crown Court
295
Department of Education (Υπουργείο Παιδείας Β. Ιρλανδίας)
- Northern Ireland, Office of the First Minister and Deputy First Minister
(Γραφείο Προέδρου και Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως Β. Ιρλανδίας)
296
- Royal Hospital, Chelsea (Βασιλικό Νοσοκομείο
Chelsea)
- Scotland, Crown Office and Procurator Fiscal Service (Γενική Εισαγγελία Σκωτίας)
297
Parole Board for Scotland and Local Review Committees Pensions
Appeal Tribunals Scottish Land Court Scottish Law Commission Sheriff Courts
Scottish Criminal Record Office Scottish Crime Squad Scottish Fire Service
Training Squad Scottish Police College Social Security Commissioners' Office
Crofters Commission Red Deer Commission Rent Assessment Panel and Committees
Royal Botanic Garden, Edinburgh Royal Commission on the Ancient and
Historical Monuments of Scotland Royal Fine Art Commission for Scotland
- The Scottish Parliamentary Body Corporate (Εταιρικό Σώμα του Κοινοβουλίου της
Σκωτίας)
298
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
Κεφάλαιο 25: Αλας, θείο, γαίες και λίθοι, γύψος, ασβέστης και τσιμέντα
Κεφάλαιο 26: Μεταλλεύματα μεταλλουργίας, σκωρίες και τέφρες
Κεφάλαιο 27: Ορυκτά καύσιμα, ορυκτά έλαια και προϊόντα της αποστάξεως αυτών,
ασφαλτώδεις ύλες, ορυκτά κεριά με εξαίρεση: ex 27.10: ειδικά καύσιμα κινητήρων
με εξαίρεση:
ex 28.09: εκρηκτικά
ex 28.13: εκρηκτικά
ex 28.28: εκρηκτικά
ex 28.32: εκρηκτικά
ex 28.39: εκρηκτικά
ex 28.54: εκρηκτικά
ex 29.03: εκρηκτικά
ex 29.04: εκρηκτικά
ex 29.07: εκρηκτικά
ex 29.08: εκρηκτικά
ex 29.11: εκρηκτικά
ex 29.12: εκρηκτικά
299
ex 29.13: τοξικολογικά προϊόντα
ex 29.26: εκρηκτικά
ex 29.29: εκρηκτικά
Κεφάλαιο 32: Δεψικά και βαφικά εκχυλίσματα, τανίνες και τα παράγωγα αυτών,
χρωστικές ύλες, χρώματα, χρώματα επίχρισης, βερνίκια και βαφές, στόκοι, μελάνια
Κεφάλαιο 39: Τεχνητές πλαστικές ύλες, αιθέρες και εστέρες της κυτταρίνης, τεχνητές
ρητίνες και τεχνουργήματα από τις ύλες αυτές με εξαίρεση:
ex 39.03: εκρηκτικά
300
Κεφάλαιο 41: Δέρματα και σκύτη
Κεφάλαιο 42: Τεχνουργήματα από δέρμα, είδη σαγ-ματοποιίας και σελοποιίας, είδη
ταξιδιού, τσάντες και παρόμοια είδη, τεχνουργήματα από έντερα
Κεφάλαιο 48: Χαρτί και χαρτόνια, τεχνουργήματα από κυτταρίνη, χαρτί ή χαρτόνι
Κεφάλαιο 66: Ομπρέλες για τη βροχή και τον ήλιο, ράβδοι (μπαστούνια), μαστίγια
και τα μέρη αυτών
Κεφάλαιο 67: Φτερά και πούπουλα κατεργασμένα και είδη από φτερά ή πούπουλα,
τεχνητά άνθη, τεχνουργήματα από τρίχες κεφαλής ανθρώπου
Κεφάλαιο 68: Τεχνουργήματα από πέτρες, γύψο, τσιμέντο, αμίαντο, μαρμαρυγία και
ανάλογες ύλες
301
Κεφάλαιο 79: Ψευδάργυρος
Κεφάλαιο 82: Εργαλεία, είδη μαχαιροποιίας, κουτάλια και πιρούνια, από κοινά
μέταλλα με εξαίρεση:
ex 82.05: εργαλεία
1 Το μόνο αυθεντικό κείμενο όσον αφορά τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας είναι
το περιεχόμενο στο παράρτημα Ι σημείο 3 της συμφωνίας.
ex 84.06: κινητήρες
ex 84.45: μηχανές
ex 85.13: τηλεπικοινωνία
302
ex 86.07: βαγόνια
ex 87.01: ελκυστήρες
ex 87.09: μοτοσικλέτες
ex 87.14: ρυμουλκούμενα
ex 90.05: διόπτρες
ex 90.14: τηλέμετρα
ex 90.11: μικροσκόπια
303
Κεφάλαιο 94: Επιπλα, έπιπλα ιατροχειρουργικά, είδη κλινοστρωμνής και παρόμοια
με εξαίρεση:
Κεφάλαιο 97: Παιχνίδια για παιδιά και ενήλικες, είδη διασκέδασης και αθλητισμού
304
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
- διεθνές πρότυπο: πρότυπο εγκεκριμένο από διεθνή οργανισμό τυποποίησης που έχει
τεθεί στη διάθεση του κοινού,
305
3. "Ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση": η ευνοϊκή τεχνική αξιολόγηση της καταλληλότητας
ενός προϊόντος για συγκεκριμένη χρήση, με γνώμονα την ικανοποίηση των βασικών
απαιτήσεων κατασκευής, με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους
όρους εφαρμογής και χρήσης που έχουν τεθεί. Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση
χορηγείται από τον οργανισμό που είναι αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από το
εκάστοτε κράτος μέλος.
306
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Α
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ
3. Για τις δημόσιες συμβάσεις έργων: φύση και έκταση των εργασιών, τόπος
εκτέλεσης- σε περίπτωση που το έργο υποδιαιρείται σε πολλά τμήματα, βασικά
χαρακτηριστικά των τμημάτων αυτών σε σχέση με το έργο- εφόσον είναι διαθέσιμη,
εκτίμηση του κόστους στο οποίο θα κυμαίνονται οι προβλεπόμενες εργασίες-
αριθμός(-οί) αναφοράς της ονοματολογίας.
Για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών: φύση και ποσότητα ή αξία των προς
παράδοση προϊόντων, αριθ-μός(-οί) αναφοράς της ονοματολογίας.
Για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών: προβλεπόμενο συνολικό ποσό των αγορών
για κάθε μία από τις κατηγορίες υπηρεσιών του παραρτήματος II Α- αριθμός(-οί)
αναφοράς της ονοματολογίας.
307
κατηγορία.
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
- φύση και έκταση των εργασιών, γενικά χαρακτηριστικά του έργου. Να αναφέρονται
ιδίως τα οποιαδήποτε δικαιώματα προαιρέσεως για την ανάθεση συμπληρωματικών
εργασιών και, εάν είναι γνωστό, το προσωρινό χρονοδιάγραμμα για την άσκηση των
εν λόγω δικαιωμάτων, καθώς και ο αριθμός τυχόν παρατάσεων.
308
Εάν το έργο ή η σύμβαση υποδιαιρείται σε πλείονα τμήματα, αναφορά της τάξης
μεγέθους των διαφόρων τμημάτων-αριθμός(-οί) αναφοράς της ονοματολογίας,
- πληροφορίες για το στόχο του έργου ή της σύμβασης, στην περίπτωση που αυτή
αφορά και την εκπόνηση μελετών,
309
- να διευκρινίζεται αν τα νομικά πρόσωπα είναι υποχρεωμένα να δηλώσουν τα
ονόματα και τα επαγγελματικά προσόντα του προσωπικού που θα είναι υπεύθυνο για
την εκτέλεση της υπηρεσίας.
10. Κατά περίπτωση, οι ειδικοί όροι στους οποίους υπόκειται η εκτέλεση της
σύμβασης.
γ) κατά περίπτωση, το κόστος και οι όροι πληρωμής για τη χορήγηση των εν λόγω
εγγράφων.
15. Βασικοί όροι χρηματοδότησης και πληρωμής ή/και αναφορά των σχετικών
κανονιστικών διατάξεων.
310
16. Ενδεχομένως, νομική μορφή την οποία θα πρέπει να περιβληθεί μια κοινοπραξία
οικονομικών φορέων, στην οποία κατακυρώνεται η σύμβαση.
20. Για τις κλειστές διαδικασίες, τον ανταγωνιστικό διάλογο και τις διαδικασίες
διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, στην περίπτωση που
γίνεται χρήση της δυνατότητας περιορισμού του αριθμού των υποψηφίων που
καλούνται να υποβάλλουν προσφορά, να συμμετάσχουν στον διάλογο ή να
διαπραγματευτούν: να αναφέρονται ο ελάχιστος αριθμός και, κατά περίπτωση, ο
μέγιστος αριθμός υποψηφίων που προβλέπεται και τα αντικειμενικά κριτήρια
επιλογής αυτών των υποψηφίων.
21. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο προσφέρων δεσμεύεται από την προσφορά
του (ανοικτές διαδικασίες).
22. Κατά περίπτωση, ονόματα και διευθύνσεις των οικονομικών φορέων που έχουν
ήδη επιλεγεί από την αναθέτουσα αρχή (διαδικασίες με διαπραγμάτευση).
23. Κριτήρια, προβλεπόμενα στο άρθρο 51, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την
ανάθεση της σύμβασης: "χαμηλότερη τιμή" ή "πλέον συμφέρουσα από οικονομική
άποψη προσφορά". Τα κριτήρια που συνιστούν την πλέον συμφέρουσα από
οικονομική άποψη προσφορά καθώς και η στάθμιση των κριτηρίων αυτών
αναφέρονται εφόσον δεν περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή, στην
περίπτωση του ανταγωνιστικού διαλόγου, στο περιγραφικό έγγραφο.
24. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμοδίου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής
και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης.
311
ηλεκτρονική διεύθυνση της υπηρεσίας από την οποία μπορούν να λαμβάνονται αυτές
οι πληροφορίες.
312
6. Αριθμός των παραληφθεισών προσφορών.
10. Κατά περίπτωση, αξία και τμήμα της σύμβασης που ενδέχεται να ανατεθεί με
υπεργολαβία σε τρίτους.
13. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμοδίου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής
και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης.
313
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Β
2. α) Τόπος εκτέλεσης
4. Προσωπική κατάσταση και όροι τεχνικού και οικονομικού χαρακτήρα που πρέπει
να πληρούν οι υποψήφιοι
8. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμοδίου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και,
κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης.
314
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Γ
1. α) Τόπος εκτέλεσης
3. Επωνυμία και διεύθυνση του οργανισμού από τον οποίο μπορούν να ζητούνται οι
συγγραφές υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά έγγραφα
315
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Δ
9. Να διευκρινίζεται εάν η απόφαση της κριτικής επιτροπής είναι δεσμευτική για την
αναθέτουσα αρχή.
316
3. Συνολικός αριθμός συμμετεχόντων.
317
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII
318
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX
ΜΗΤΡΩΑ (1)
(1) Για τους σκοπούς του άρθρου 44, ως "μητρώα" νοούνται τα περιλαμβανόμενα στο
παρόν παράρτημα και, σε περίπτωση που έχουν επέλθει τροποποιήσεις σε εθνικό
επίπεδο, τα μητρώα που τα αντικατέστησαν.
319
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Α
- στο Λουξεμβούργο: "Registre aux firmes" και "Role de la chambre des metiers",
320
321
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Β
- στη Γαλλία: "Registre du Commerce et des societes" και "Repertoire des metiers",
- στο Λουξεμβούργο: "Registre aux firmes" και "Role de la chambre des metiers",
322
323
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Γ
- στην Ισπανία: για τα νομικά πρόσωπα, εγγραφή στο "Registro Oficial de Empresas
Clasificadas del Ministerio de Hacienda",
- στη Γαλλία: "Registre du commerce et des societes" και "Repertoire des metiers",
- στο Λουξεμβούργο: "Registre aux firmes" και "Role de la chambre des metiers",
324
- στο Ηνωμένο Βασίλειο: ο πάροχος υπηρεσιών μπορεί να κληθεί να προσκομίσει
πιστοποιητικό από το "Registrar of companies" ή, εάν δεν έχει τέτοιο πιστοποιητικό,
πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι το οικείο πρόσωπο δήλωσε ενόρκως ότι ασκεί το εν
λόγω επάγγελμα στην χώρα όπου είναι εγκατεστημένο, σε συγκεκριμένο τόπο και
υπό καθορισμένη εμπορική επωνυμία.
325
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Χ
γ) μπορεί να εξασφαλίζεται ευλόγως ότι κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στις
διαβιβαζόμενες δυνάμει των ως άνω απαιτήσεων πληροφορίες πριν από τις
προκαθορισμένες καταληκτικές ημερομηνίες.
Αρθρο 79
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.
326
Αθήνα, 16 Μαρτίου 2007
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ
ΥΦΥΠ. ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Γ. ΣΟΥΦΛΙΑΣ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ Μ. Γ. ΛΙΑΠΗΣ
327
328