You are on page 1of 8

Α.

Δημιουργία Επιτροπών Προστασίας του Περιβάλλοντος στα κράτη μέλη

Κομβικής σημασίας για την καλύτερη, πιο έγκαιρη και αποτελεσματικότερη


προστασία του περιβάλλοντος είναι η ίδρυση –με την έκδοση κατάλληλης
Οδηγίας- Επιτροπών Προστασίας του Περιβάλλοντος, κατά το πρότυπο
των Επιτροπών Ανταγωνισμού που λειτουργούν στα κράτη μέλη τα τελευταία
χρόνια.

Το σύστημα περιβαλλοντικής προστασίας στην Ε.Ε. αν και είναι εξαιρετικά


ανεπτυγμένο από νομικής πλευράς, πάσχει από σοβαρά ελλείμματα. Το
βασικότερο έλλειμμα έγκειται στην λειτουργία των διαδικασιών κυρώσεων
στα κράτη που παραβιάζουν συστηματικά το περιβαλλοντικό δίκαιο της Ε.Ε..
Το πρόβλημα είναι ότι οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες και παράγουν
αποτελέσματα μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα τα
ασυνεπή κράτη μέλη να εναποθέτουν σοβαρές πιέσεις στο περιβάλλον μη
συμμορφούμενα κατά την περίοδο που απαιτείται κάθε φορά μέχρι να
εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ όταν
επέρχεται η καταδικαστική απόφαση, συχνά επιλέγουν να πληρώνουν το
πρόστιμο παρά να διορθώσουν την επιβλαβή κατάσταση για την οποία
καταδικάστηκαν. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που έχει αναμφίβολα
διακριθεί στην συγκεκριμένη πρακτική.

Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που παραβιάζει το ευρωπαϊκό


περιβαλλοντικό δίκαιο. Έτσι, είναι απαραίτητο ο μηχανισμός ελέγχου και
επιβολής κυρώσεων για τους παραβάτες της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής
νομοθεσίας να γίνει πιο αποτελεσματικός προκειμένου να υλοποιηθεί η
στόχευση των Κανονισμών και Οδηγιών που ισχύουν για αποτροπή των
περιβαλλοντικών ζημιών και καταστροφών και επιπλέον να γίνει πράξη το
πνεύμα της αρχής της πρόληψης, που αποτελεί βασική αρχή λειτουργίας του
ευρωπαϊκού δικαίου και ήδη δικαστήρια σε ολόκληρη την Ε.Ε. –και στην
Ελλάδα- την έχουν αξιοποιήσει για την έκδοση σχετικών αποφάσεων και ήδη
έχει παραχθεί μια ισχυρή νομολογία.

Οι Δημοκρατικοί προτείνουν την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομικού


πλαισίου που θα επιβάλλει την ίδρυση και λειτουργία Επιτροπών
Προστασίας του Περιβάλλοντος σε όλα τα κράτη μέλη, οι οποίες θα
ελέγχουν την εφαρμογή του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού δικαίου.
Αντικείμενο των εν λόγω Επιτροπών θα είναι η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών
Κανονισμών και Οδηγιών. Θα διαθέτουν επιθεωρητές, θα μπορούν να
επιβάλλουν πρόστιμα στις διοικητικές Επιτροπές στην δικαιοδοσία των
οποίων θα ανήκει ο κάθε φορά παραβάτης –είτε πρόκειται για ιδιώτες και
επιχειρήσεις είτε για οργανισμούς ΟΤΑ και κρατικές υπηρεσίες, θα
μπορούν να επιδίδουν προειδοποιήσεις συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή
περιβαλλοντική νομοθεσία, και να παραπέμπουν τους παραβάτες στην
εθνική και ευρωπαϊκή δικαιοσύνη. Το στελεχιακό δυναμικό της εν λόγω
υπηρεσίας θα επιλέγεται με τον αξιοκρατικό και διαφανή τρόπο που γίνεται
στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα έχει ως αντικείμενο εργασίας –πέραν των
ήδη αναφερθέντων- την παρακολούθηση δεσμευτικών περιβαλλοντικών
δεικτών ανά χώρα (πχ την εξέλιξη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, την
ποιότητα των νερών κοκ), την διεξαγωγή πραγματογνωμοσυνών, την
εκπόνηση μελετών εφαρμογής των ευρωπαϊκών αποφάσεων κοκ.

Οι ΕΠΠ (Επιτροπές Προστασίας Περιβάλλοντος) θα αποτελέσουν τον θεσμό


που θα δώσει απάντηση στο μπλοκάρισμα της κοινοτικής πολιτικής
απαγορεύσεων η οποία έχει φτάσει πλέον στο όριο της και δεν θα
αντικρούει την αρχή της επικουρικότητας, καθώς προτείνεται να
λειτουργήσει στο πλαίσιο της προώθησης μιας λογικής αποκεντρωμένης
πολιτικής προστασίας περιβάλλοντος, η οποία έχει εξαιρετικά επείγοντα
χαρακτήρα και για την προτεραιότητα της οποίας έχει εκδοθεί τα τελευταία
χρόνια πλήθος αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Πολιτικού Συμβουλίου των
Αρχηγών των κρατών – μελών.

Όσον αφορά την χρηματοδότηση των ΕΠΠ, προτείνουμε να αρχίσουν την


πιλοτική τους λειτουργία από την Ελλάδα με τα πολλά αρνητικά ρεκόρ στο
περιβάλλον, με μέρος των κοινοτικών πόρων που έχουν ήδη εγκριθεί για τον
τομέα του περιβάλλοντος στην Ελλάδα στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ (Εθνικό
Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς ή Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), με το σκεπτικό
ότι η επιτυχής λειτουργία της προτεινόμενης αρχής θα αποφέρει
πολλαπλάσια οφέλη από την αποτροπή και την πρόληψη περιβαλλοντικών
ζημιών και καταστροφών από τα οφέλη που θα επιφέρει η κατεύθυνση των
πόρων του ΕΣΠΑ σε διορθωτικού χαρακτήρα περιβαλλοντικές επενδύσεις.

Η περίπτωση του ποταμού Ασωπού είναι χαρακτηριστική. Εάν η ελληνική


ΕΠΠ υπήρχε και λειτουργούσε, με τα εργαλεία που θα είχε στην διάθεσή της
(πρόστιμα, παραπομπή στην δικαιοσύνη), είναι βέβαιο ότι θα είχε αποτρέψει
την χρόνια μόλυνση του υδατικού δυναμικού στην λεκάνη απορροής του
Ασωπού από τις απορρίψεις ανεπεξέργαστων τοξικών αποβλήτων.

Β. Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας

Η τραγική, χωρίς κανένα προηγούμενο εθνική φυσική καταστροφή των δασικών


πυρκαγιών που αποτέφρωσαν το μέλλον της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και
της Αττικής το καλοκαίρι του 2007, ανέδειξε το εύρος των επιπτώσεων που
προκαλεί η κλιματική αλλαγή αλλά και το μεγάλο κενό στις εθνικές και
ευρωπαϊκές πολιτικές πολιτικής προστασίας, η οποία οφείλει πλέον να
προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα, προκειμένου οι Ευρωπαίοι πολίτες να
αισθάνονται ασφαλείς απέναντι στην απειλή των μεγάλων δασικών πυρκαγιών
και επίσης, προκειμένου να προστατευθεί το ευάλωτο φυσικό περιβάλλον από
την καταστροφική δύναμη των πυρκαγιών.

Η πλήρης κατάρρευση των κρατικών μηχανισμών πρόληψης και έγκαιρης


αντιμετώπισης αυτών των μεγάλων φυσικών καταστροφών, πέραν του
ζητήματος μιας γρήγορης και αποτελεσματικής ανόρθωσης, ανασυγκρότησης
και αποκατάστασης των τόπων που επλήγησαν από τις πυρκαγιές, έφεραν στην
επιφάνεια, με τον πιο δραματικό τρόπο, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για
ολόκληρη την Ευρώπη το ζήτημα της αποτελεσματικής διαφύλαξης και
προστασίας των περιοχών που διέφυγαν τον όλεθρο των μεγάλων πυρκαγιών
στο μέλλον. Με άλλα λόγια, τα γεγονότα αυτά έθεσαν επί τάπητος το μεγάλο
ζήτημα της ελλειμματικής πολιτικής της Ένωσης στο σημαντικότερο κεφάλαιο
της Πολιτικής Προστασίας που είναι η πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση των
δασικών πυρκαγιών.

Το πλαίσιο των θεσμών της Πολιτικής Προστασίας στην Ε.Ε. είχε ανακινηθεί, με
πρωτοβουλία ευρωβουλευτών, μετά από χρόνια ακινησίας, το 2004, μετά το
φονικό τσουνάμι της Ινδονησίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ε.Ε.
αποφάσισε να ενδυναμώσει τον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας που
λειτουργούσε στην Ένωση και να κατευθύνει περισσότερους πόρους προς την
σχετική έρευνα και κατάρτιση των εμπλεκόμενων στην πολιτική προστασία.
Επίσης, κατά την διάρκεια της αυστριακής προεδρίας το 2007, μιας χώρας με
μεγάλη και ισχυρή παράδοση πολιτικής προστασίας, που βασίζεται σε ένα πολύ
μεγάλο εθνικό δίκτυο εθελοντών, αποφασίστηκε η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής
Δύναμης Πολιτικής Προστασίας Άμεσης Επέμβασης, έτσι ώστε κατάλληλα
εξειδικευμένες δυνάμεις να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται άμεσα σε μεγάλες
απειλές φυσικών καταστροφών.

Έκτοτε όμως, η ανάπτυξη του απαραίτητου αυτού ευρωπαϊκού θεσμικού


πλαισίου σταμάτησε, παρατείνοντας το μεγάλο κενό πολιτικής προστασίας που
υπάρχει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Οι Δημοκρατικοί προτείνουν την σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας


Πολιτικής Προστασίας, η οποία θα αποτελείται από δύο βραχίονες: α) από τον
διοικητικό και επιστημονικό βραχίονα και β) από την Ευρωπαϊκή Δύναμη
Πολιτικής Προστασίας Άμεσης Επέμβασης.

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας πιθανώς να


αντικρούει την αρχή της επικουρικότητας, ωστόσο αν υπολογίσει κανείς το
κόστος απώλειας και αποκατάστασης κρίσιμης σημασίας φυσικών και
παραγωγικών πόρων –και δυστυχώς και ανθρώπινων ζωών- που καλείται να
καταβάλει μετά από μεγάλες φυσικές καταστροφές, όπως αυτή του καλοκαιριού
2007, η ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της, καθίσταται σαφώς προτιμότερη η
επένδυση πόρων σε έναν ενιαίο οργανισμό, η προληπτική δράση και οι έγκαιρες
επεμβάσεις του οποίου θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν μεγάλης κλίμακας
εξοικονόμηση πόρων, ιδίως σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας θα μπορούσε να εργασθεί
συστηματικά:
Α) τόσο στο επιστημονικό πεδίο με την δημιουργία μοντέλων έγκαιρου
εντοπισμού και αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών, όσο και στην
ενεργοποίηση όλων των κοινωνικών δυνάμεων για την επιτυχή πρόληψη
φυσικών καταστροφών (πχ με την εκπαίδευση και την καλά προετοιμασμένη
οργάνωση των εθελοντών), ιδίως αυτών που σχετίζονται με την κλιματική
αλλαγή, όπως οι δασικές πυρκαγιές και οι καταστροφικές πλημμύρες,
Β) στο πεδίο του συντονισμού και της έγκαιρης επέμβασης κατάλληλα
καταρτισμένων δυνάμεων αντιμετώπισης των καταστροφών, τόσο
επαγγελματιών όσο και εθελοντών σε ολόκληρη την επικράτεια της Ε.Ε..

Η κρισιμότητα της αποτελεσματικής πολιτικής προστασίας στην Ε.Ε. είναι πολύ


μεγάλη στην εποχή της κλιματικής αλλαγής και αποτελεί κεντρική
προτεραιότητα για τους Δημοκρατικούς.
Γ. Διαμόρφωση εργαλείων για την χάραξη και εφαρμογή ενιαίας
ενεργειακής πολιτικής από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε..

Ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την ενέργεια

Καθώς η γη βιώνει τις ολοένα πιο δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής


αλλαγής και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει στην πρώτη σειρά των
πολιτικών της προτεραιοτήτων τον αποφασιστικό στόχο για μείωση των
εκπομπών CO2 τουλάχιστον κατά 20% μέχρι το 2020, με εργαλεία την
ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την διεύρυνση των
δυνατοτήτων για εξοικονόμηση ενέργειας, ολοένα περισσότερες χώρες σε
ευρωπαϊκό έδαφος έχουν εξαγγείλει την πρόθεσή τους ή ήδη έχουν
δρομολογήσει την εγκατάσταση νέων πυρηνικών αντιδραστήρων
(Βουλγαρία, Λευκορωσία, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Τουρκία), ενώ η συζήτηση
ξεκίνησε και στην Ελλάδα, με εκπροσώπους της κυβέρνησης και δημόσια
πρόσωπα να ζητούν να αποκτήσει και η χώρα μας πυρηνικό αντιδραστήρα.

Τα ζητήματα που αφορούν την πυρηνική ενέργεια είχαν σταματήσει να


συζητούνται στον ευρωπαϊκό διάλογο επί τουλάχιστον μία εικοσαετία μετά
την καταστροφή του Τσέρνομπιλ. Οι κλιμακούμενες όμως επιπτώσεις της
κλιματικής αλλαγής και η ανάγκη να βρεθούν ενεργειακοί πόροι που δεν
συμβάλλουν στην αύξηση των εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα, επανέφεραν
στο προσκήνιο την πυρηνική ενέργεια, ως άμεση και δραστική λύση σε
σύγκριση με τις ΑΠΕ.

Στην υπόθεση της επαναφοράς της πυρηνικής ενέργειας εμπλέκεται η


βιομηχανία και οι εθνικές οικονομίες μεγάλων κρατών της Ε.Ε.. Ωστόσο, η
πυρηνική ενέργεια έχει ως επιλογή σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις,
καθώς η διαχείριση και κυρίως η ασφαλής απόθεση των πυρηνικών
αποβλήτων εξακολουθεί να παραμένει ένα άλυτο πρόβλημα.

Παράλληλα με την απόφαση για 20% ενέργεια από ΑΠΕ στην Ε.Ε. μέχρι το
2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφανθεί με επίσημα κείμενα ότι η
χρησιμοποίηση ή όχι της πυρηνικής ενέργειας αποτελεί επιλογή των κρατών
μελών.

Το ζήτημα της επανόδου της πυρηνικής ενέργειας ως κεντρικής επιλογής


καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής προφανώς συγκρούεται με την
απόφαση για 20% ΑΠΕ μέχρι το 2020, διότι φυσικά η πυρηνική ενέργεια δεν
είναι ανανεώσιμη πηγή.

Παράλληλα, η Ε.Ε., αναζητώντας αυτονομία ή έστω να ελαχιστοποιήσει την


μονομερή εξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο, έχει αποδυθεί σε αγώνα
εξασφάλισης απρόσκοπτης ροής κυρίως φυσικού αερίου που είναι μια
ενδιάμεση λύση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, καθώς η
χρήση του προκαλεί 25-30% λιγότερους ρύπους θερμοκηπίου. Οι εξελίξεις
των αγωγών φυσικού αερίου, αλλά και οι πετρελαιαγωγοί που έρχονται στα
ευρωπαϊκά εδάφη απασχολούν σε υψηλό βαθμό τις ευρωπαϊκές χώρες και οι
τελικές επιλογές για την προμήθεια πετρελαίου και κυρίως φυσικού αερίου
από χώρες όπως η Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν εμπλέκονται με μεγάλα
γεωπολιτικά ζητήματα και τις κεντρικές επιλογές της Ε.Ε. στις διεθνείς της
σχέσεις.

Οι αντινομίες αυτές, που προκαλούν μια σκληρή σύγκρουση επιχειρηματικών


και κρατικών συμφερόντων, αναδεικνύουν το μεγάλο κενό της απουσίας
ενός ενιαίου πλαισίου πολιτικής για την ενέργεια στην Ε.Ε., καθώς με την
υπάρχουσα κατάσταση δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για εθνικούς
ανταγωνισμούς στην παραγωγή ενέργειας, με αποτέλεσμα να χάνεται ο
στόχος της καθαρής και ενάντια στην κλιματική αλλαγή ενέργειας

Οι Δημοκρατικοί προτείνουμε:
1. Την ενοποίηση των ευρωπαϊκών πολιτικών για την ενέργεια, με την
αναθεώρηση της συνθήκης EURATOM και την έκδοση σχετικής
Οδηγίας που θα προβλέπει την δημιουργία ενός Ενιαίου Χώρου
Ενέργειας, που θα εισάγει έναν μηχανισμό ενοποιημένης διαχείρισης
όχι μόνο της παραγωγής αλλά και της ζήτησης, με ζητούμενο την
σημαντική εξοικονόμηση στην Ε.Ε., την υλοποίηση του στόχου για
20% ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2020 και την
εκπλήρωση από τα κράτη μέλη των στόχων του Πρωτοκόλλου του
Κιότο και των στόχων της πιθανής συνθήκης που ενδεχομένως θα
διαδεχθεί το Κιότο.
2. Την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ενέργειας, η οποία θα εποπτεύει
την εφαρμογή της εν λόγω Οδηγίας, θα επιβλέπει την εναρμόνιση της
λειτουργίας του Ενιαίου Χώρου Ενέργειας με τις πολιτικές αποφάσεις
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα
παρακολουθεί με αξιόπιστο τρόπο την εξέλιξη των ενεργειακών
δεικτών στην Ένωση και θα παρέχει τις κατάλληλες πληροφορίες και
επιστημονικές συμβουλές στα κράτη μέλη, έτσι ώστε να συμβαδίζουν
με τους στόχους του Ενιαίου Χώρου Ενέργειας.

Δ. Ίδρυση Ευρωπαϊκού Κέντρου Βιολογικής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας


στην Ελλάδα

Δημιουργία ενός ισχυρού ευρωπαϊκού θεσμού για την περαιτέρω ανάπτυξη


της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε..

Η βιολογική γεωργία και η βιολογική κτηνοτροφία, σημαντικότατοι άξονες


της ζητούμενης εν μέσω παρατεταμένης οικονομικής κρίσης αναπτυξιακής
πολιτικής προς όφελος μιας πράσινης ευρωπαϊκής οικονομίας, έχουν
ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο κανόνων της Ε.Ε. σχεδόν εδώ και 20 χρόνια.
Στην τελευταία ΚΑΠ, αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών
η μικρότερη ή μεγαλύτερη ενίσχυση των βιολογικών καλλιεργειών και
βοσκοτόπων. Ωστόσο, απουσιάζει από την κεντρική στρατηγική της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο στο πλαίσιο της αγροτικής πολιτικής όσο και στο
πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος μια ολοκληρωμένη πολιτική
προώθησης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Οι Δημοκρατικοί προτείνουμε την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την


βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, μέσα από ένα νέο πλαίσιο
διαμόρφωσης και άσκησης πολιτικής που θα αποτελείται από:

− Πολιτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού


Συμβουλίου, οι οποίες θα θέτουν χρονικούς ποσοτικούς δεσμευτικούς
στόχους για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια στα
ευρωπαϊκά εδάφη, κατά το προηγούμενο της θέσης στόχων για το
μερίδιο της συμμετοχής των ΑΠΕ στην συνολική παραγωγή ενέργειας
(20% παραγωγή ενέργειας της Ε.Ε. έχει αποφασιστεί να προέρχεται από
ΑΠΕ μέχρι το έτος 2020). Έτσι, θα μπορούσε σε ένα πρώτο βήμα να τεθεί
ο στόχος του 15-15 (15% βιολογικά καλλιεργούμενων εδαφών και
βοσκοτόπων επί της συνολικής καλλιεργούμενης επιφάνειας και των
βοσκοτόπων στην Ε.Ε. μέχρι το 2015), στόχος καθ’ όλα εφικτός,
δεδομένου ότι σήμερα οι βιολογικές εκτάσεις στην Ε.Ε. αγγίζουν το 5%
των καλλιεργούμενων εδαφών, συνοδευόμενος από μια πολιτική
γενναίων ενισχύσεων θα μπορούσε να αυξήσει τις βιολογικά
καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα βιολογικά βοσκοτόπια.
− Ίδρυση Ευρωπαϊκού Κέντρου Βιολογικής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας,
με έδρα την Ελλάδα. Στόχος του εν λόγω κέντρου θα είναι η προώθηση
ενός ευρωπαϊκού χώρου βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας στην
Ε.Ε., με την παροχή των κατάλληλων πληροφοριών και την ανάλυση των
συστημάτων, πολιτικών, ερευνών και πρακτικών που αφορούν την
παραγωγή, τον έλεγχο, την πιστοποίηση και την διαρκή βελτίωση των
παραγόμενων στην Ε.Ε. βιολογικών τροφίμων. Η ιδεώδης επιλογή για
την έδρα του προτεινόμενου κέντρου θα ήταν η Ελλάδα, μια χώρα με
θεαματική εξέλιξη στην βιολογική γεωργία και προικισμένη με
εδαφοκλιματικά χαρίσματα που ευνοούν την προοπτική του να καταστεί
η ηγέτιδα δύναμη στην βιολογική γεωργία στην Ε.Ε.. Ο κτιριακός χώρος
που απαιτείται υπάρχει ήδη στην Θεσσαλονίκη, στον χώρο που
στεγάζεται το CEDEFOP, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της
Επαγγελματικής Κατάρτισης, ένας οργανισμός με ελάχιστη διασύνδεση με
την ελληνική οικονομία, ο οποίος θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθεί σε
κάποια χώρα με ισχυρή παράδοση στην επαγγελματική κατάρτιση. Για
την κατάλληλη νομοτεχνική προεργασία του εν λόγω κέντρου και την
απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση, θα πρέπει αρχικά να
δημιουργηθεί ένα ευρύ συμβουλευτικό σώμα, αποτελούμενο από
επιστήμονες του πεδίου, οι οποίοι θα προετοιμάσουν την ίδρυση και
επιτυχή λειτουργία του κέντρου.

Το προτεινόμενο πλαίσιο ευρωπαϊκής πολιτικής για την βιολογική γεωργία


και κτηνοτροφία θα δώσει προοπτικές επιβίωσης στην ευρωπαϊκή –και
ιδιαίτερα στην ελληνική- γεωργία, θα προσθέσει σημαντικό αριθμό χεριών
εργασίας, θα ενισχύσει την αειφορική διαχείριση των πόρων, την
εξοικονόμηση νερού, την απεμπλοκή της διατροφής των Ευρωπαίων πολιτών
από τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα που υπονομεύουν την υγεία
παραγωγών και καταναλωτών και θα τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία με
παραγωγικές διαδικασίες προστιθέμενης αξίας.

Ε. Διαμόρφωση ενός νέου ισχυρού θεσμικού πλαισίου στην Ε.Ε. για την
προστασία του τοπίου και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η προστασία του τοπίου και της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν ένα


αναμφίβολα ελλειμματικό πεδίο των ευρωπαϊκών πολιτικών, σε αντίθεση με
την προστασία και διαχείριση του φυσικού και του ανθρωπογενούς
περιβάλλοντος (πχ ευρωπαϊκό κεκτημένο στην προστασία και διαχείριση του
αστικού περιβάλλοντος), όπου το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί παγκόσμια
πρωτοπορία. Όμως το άξιο να προστατευθεί τοπίο και τα μνημεία της
πολιτιστικής κληρονομιάς συμπεριλαμβάνονται αδιαμφισβήτητα στο
ανθρωπογενές περιβάλλον και συνεπώς, η επέκταση των προβλέψεων
προστασίας και αειφόρου διαχείρισης στο τοπίο και την πολιτιστική
κληρονομιά αποτελεί μια εκκρεμότητα της Ε.Ε. προς διευθέτηση.

Στα περισσότερα κράτη μέλη υπάρχουν ισχυρά νομοθετικά πλαίσια


προστασίας του τοπίου και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κανόνας αυτός
έχει βέβαια τις εξαιρέσεις του. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η
Ελλάδα, με το τεράστιο έλλειμμα στις πολιτικές για το τοπίο και την
πολιτιστική κληρονομιά. Η δημιουργία ενός νέου πλαισίου ευρωπαϊκών
πολιτικών που θα ενιαιοποιούσε τα κριτήρια προστασίας και αειφορικής
διαχείρισης του τοπίου και των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς θα
δημιουργούσε ένα νέο, ισχυρό κεκτημένο για το ανθρωπογενές περιβάλλον
στην Ένωση, το οποίο θα επέφερε οφέλη και την χώρα μας.

Πολιτικές προστασίας και διαχείρισης του τοπίου έχουν εισαχθεί με


αποσπασματικό τρόπο μέσα από την σύγχρονη Κοινή Αγροτική Πολιτική, η
οποία προβλέπει δυνατότητες προστασίας του αγροτικού τοπίου από τους
αγρότες, τους οποίους εκτός από παραγωγούς αγροτικών προϊόντων τους
αποδίδει και τον ρόλο των παραγωγών και διαχειριστών του αγροτικού
τοπίου.

Επίσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής για την πολιτιστική κληρονομιά,
η Ε.Ε. περιορίζεται σε υποστήριξη δράσεων ευαισθητοποίησης, όπως ο
θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και διάφορα ευρωπαϊκά
προγράμματα που συντονίζει η Κομισιόν. Άλλοι θεσμοί, με εξαιρετικά θετική
διαδρομή, όπως η Europa Nostra και κυρίως οι Τοποθεσίες της Παγκόσμιας
Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, λειτουργούν εκτός του πλαισίου των
ευρωπαϊκών θεσμών.

Η πρόταση μας είναι να τεθεί σε διαβούλευση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο


και να προετοιμασθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός ενιαίας προστασίας και
αειφορικής διαχείρισης των τοπίων και των μνημείων και τοποθεσιών της
Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με βάση την επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση
που έχει προηγηθεί από την UNESCO και την EUROPA NOSTRA. Στο πλαίσιο
της διαμόρφωσης αυτού του μηχανισμού είναι σημαντικό η σχετική
αρμοδιότητα να περάσει στην Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Κέντρο Προστασίας
του Τοπίου και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που θα παρέχει την
κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη στις ζητούμενες πολιτικές. Η εποπτεία
της εφαρμογής της προστασίας του τοπίου και της πολιτιστικής
κληρονομιάς, μπορεί να ανατεθεί στις Επιτροπές Προστασίας του
Περιβάλλοντος.

You might also like