You are on page 1of 394

Apeirostikìc Logismìc

Mia Pragmatik  Metablht 

Μ. Παπαδημητράκης
Τμήμα Μαθηματικών
Πανεπιστήμιο Κρήτης
2
Prokatarktikˆ
1. Οι σημειώσεις αυτές ασχολούνται με τον απειροστικό λογισμό, δηλαδή τον
λογισμό των απειροστών μεγεθών, δηλαδή τον λογισμό των ορίων. Περιορίζονται
στο πλαίσιο των συναρτήσεων μιας πραγματικής μεταβλητής με πραγματικές τιμές.
Αφού αναφερθούν οι κυριότερες ιδιότητες των (πραγματικών) αριθμών, ορίζονται
οι έννοιες του ορίου ακολουθίας και του ορίου συνάρτησης καθώς και η συγγενική
έννοια της συνεχούς συνάρτησης. Κατόπιν ο απειροστικός λογισμός χωρίζεται
στον λογισμό των παραγώγων - τον διαφορικό λογισμό - και στον λογισμό των
ολοκληρωμάτων - τον ολοκληρωτικό λογισμό. Τους δυο αυτούς λογισμούς ενώνει
το Θεμελιώδες Θεώρημα του απειροστικού λογισμού. Οι σημειώσεις τελειώνουν
με μερικά ζητήματα προσεγγιστικών υπολογισμών και με τις σειρές αριθμών.

2. Το επίπεδο των σημειώσεων είναι στοιχειώδες. Δηλαδή δεν ασχολούνται με


τη βαθύτερη ιδιότητα των πραγματικών αριθμών, τη λεγόμενη Ιδιότητα Συνέ-
χειας, οπότε και δεν αποδεικνύουν κανένα από τα αποτελέσματα που στηρίζο-
νται στην ιδιότητα αυτή. Για παράδειγμα, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ριζών των
θετικών αριθμών ούτε τα βασικά θεωρήματα για συνεχείς συναρτήσεις ούτε η
ολοκληρωσιμότητα των συνεχών συναρτήσεων. Επίσης, δεν αναφέρονται καν
διάφορα μη στοιχειώδη αποτελέσματα όπως το θεώρημα των Bolzano - Weier-
strass για ακολουθίες.
Στο άμεσο μέλλον θα προστεθούν ως παραρτήματα των αντίστοιχων κεφαλαίων
όλα τα μη στοιχειώδη αποτελέσματα του απειροστικού λογισμού, οπότε οι σημειώ-
σεις αυτές θα αποτελούν μια πλήρη έκθεση της βασικής Ανάλυσης Μιας Μεταβλη-
τής.

3. Η Ιδιότητα Συνέχειας δεν αναφέρεται καν εκτός σε ελάχιστα σημεία (και πάλι,
όχι ως τέτοια) και μόνο για να στηριχτούν στοιχειωδώς οι ανάλογες περιγραφές.
Μάλιστα, η Ιδιότητα Συνέχειας αναφέρεται όχι με τη λιγότερο εύληπτη διατύπωσή
της με το ελάχιστο άνω φράγμα αλλά με την εξής απλούστερη - και ισοδύναμη -
μορφή της: αν έχουμε δυο μη κενά υποσύνολα της πραγματικής ευθείας και το
ένα βρίσκεται αριστερά του άλλου, τότε υπάρχει σημείο της ευθείας που βρίσκεται
ανάμεσα στα δυο αυτά σύνολα.

4. Από πολύ νωρίς - από το πρώτο μόλις κεφάλαιο - δίνονται κάποιοι μη τετριμ-
μένοι ορισμοί: ο ορισμός της ρίζας θετικού αριθμού (και ο συνακόλουθος ορισμός
της δύναμης με ρητό εκθέτη), ο ορισμός της δύναμης με άρρητο εκθέτη, ο ορισμός
του λογαρίθμου και ο ορισμός των τριγωνομετρικών αριθμών και των αντιστρόφων
τους.
Ο ορισμός των τριγωνομετρικών αριθμών είναι γεωμετρικός και βασίζεται στον
τριγωνομετρικό κύκλο. Αυτό κρίνεται απαραίτητο διότι αφ΄ ενός ένας αυστηρά
μαθηματικός ορισμός μπορεί να δοθεί μόνο σε πολύ κατοπινότερο στάδιο και αφ΄
ετέρου οι τριγωνομετρικές συναρτήσεις είναι τόσο βασικές ώστε δεν είναι σωστό
να μαθαίνει κάποιος τις έννοιες του απειροστικού λογισμού χωρίς ταυτόχρονα να
τις εφαρμόζει στις συναρτήσεις αυτές.
Οι άλλοι τρεις ορισμοί είναι αυστηρά μαθηματικοί χωρίς, όμως, πλήρη αιτι-

3
ολόγηση, αφού αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε την Ιδιότητα Συνέχειας. ΄Ισως
υπάρξει κάποια ένσταση διότι σε διάφορα βιβλία επιλέγεται διαφορετική σειρά
παρουσίασης αυτών των ορισμών. Για παράδειγμα, ο ορισμός της ρίζας προκύπτει
n
ως εφαρμογή του θεωρήματος ενδιάμεσης τιμής στη συνάρτηση
R x 1 y = x , ο ορι-
σμός του λογαρίθμου γίνεται με το ολοκλήρωμα log x = 1 t dt και ο ορισμός
της δύναμης με άρρητο εκθέτη γίνεται μέσω της εκθετικής συνάρτησης η οποία
ορίζεται ως αντίστροφη της λογαριθμικής. Η παρουσίαση αυτή, παρά το ότι είναι
πολύ βολική, μάλλον δεν είναι «φυσιολογική» εννοιολογικά.

5. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στους αυστηρά μαθηματικούς ορισμούς του ορίου


ακολουθίας - «με τους ² και n0 » - και του ορίου συνάρτησης - «με τους ² και
δ». Υπάρχουν πολλά σχετικά παραδείγματα και οι φοιτητές πρέπει να λύσουν αρ-
κετές ασκήσεις υπολογισμού των n0 και δ από τον ². Το σωστό πλαίσιο για τους
ορισμούς αυτούς είναι μάλλον ένα μάθημα στοιχειώδους απειροστικού λογισμού με
έμφαση στην έννοια της προσέγγισης παρά κάποιο μετέπειτα μάθημα με έμφαση
στο θεωρητικό μέρος και στην Ιδιότητα Συνέχειας.

6. Ο ορισμός του ολοκληρώματος βασίζεται στα αθροίσματα Riemann και όχι στα
αθροίσματα Darboux. Η αιτία είναι διπλή. Αφ΄ ενός ο ορισμός του ολοκληρώ-
ματος μέσω των αθροισμάτων Darboux απαιτεί μεγαλύτερη προετοιμασία αλλά και
την έννοια του ελάχιστου άνω φράγματος και αφ΄ ετέρου τα αθροίσματα Riemann
συνδέονται πιο άμεσα και φυσιολογικά με τις εφαρμογές των ολοκληρωμάτων.

7. Οι αποδείξεις που περιέχονται στις σημειώσεις αυτές είναι πολλές. Εκτός από
ελάχιστες εξαιρέσεις οι αποδείξεις παρουσιάζονται με μικρά τυπογραφικά στοιχεί-
α ώστε κατά την πρώτη ανάγνωση οι φοιτητές να επικεντρώσουν την προσοχή
τους στις διατυπώσεις των αποτελεσμάτων, στα παραδείγματα και κυρίως στις
ασκήσεις. Ας αποφασίσει ο εκάστοτε διδάσκων ποιες από αυτές τις αποδείξεις
θα παρουσιάσει στον πίνακα - η πίεση χρόνου δεν αφήνει πολλά περιθώρια!

8. Οι σημειώσεις αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί σε μια πρώτη μορφή το χειμερινό


εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2007 - 2008 στο μάθημα του Απειροστικού Λο-
γισμού Ι για τους φοιτητές του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών. Η παρούσα
μορφή, η οποία είναι διαφορετική από την πρώτη σε πολλά σημεία και, ελπίζω,
βελτιωμένη, απευθύνεται στους φοιτητές του Τμήματος Μαθηματικών, αλλά και
στους φοιτητές των Τμημάτων Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Επιστήμης Υπο-
λογιστών.
Τέλος, επειδή είναι σαφές ότι κι αυτή η μορφή απέχει αρκετά από το να είναι
βέλτιστη, είναι απείρως ευπρόσδεκτες οποιεσδήποτε επισημάνσεις λαθών αλλά και
παρατηρήσεις ως προς το στυλ παρουσίασης ή την επιλογή των θεμάτων αυτών
των σημειώσεων.

Μιχάλης Παπαδημητράκης
Τμήμα Μαθηματικών Πανεπιστημίου Κρήτης

13 Σεπτεμβρίου 2008.

4
Perieqìmena

1 Οι Πραγματικοί Αριθμοί 9
1.1 Η πραγματική ευθεία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9
1.2 Δυνάμεις και ρίζες. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16
1.3 Δεκαδικά αναπτύγματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.4 Λογάριθμοι. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31
1.5 Τριγωνομετρικοί αριθμοί. Αντίστροφοι τριγωνομετρικοί αριθμοί. . 32

2 Ακολουθίες και ΄Ορια Ακολουθιών 41


2.1 Ορισμοί. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 41
2.2 ΄Οριο ακολουθίας. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46
2.3 Τα ±∞ ως όρια ακολουθιών. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 50
2.4 Ιδιότητες σχετικές με όρια ακολουθιών. . . . . . . . . . . . . . . . 54
2.5 Μονότονες ακολουθίες. Ο αριθμοί e, π. . . . . . . . . . . . . . . . 70

3 Συναρτήσεις 79
3.1 Φυσικά και γεωμετρικά παραδείγματα. . . . . . . . . . . . . . . . . 79
3.2 Η γενική έννοια της συνάρτησης. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 82
3.3 Αναλυτική έκφραση μιας συνάρτησης. . . . . . . . . . . . . . . . . 86
3.4 Γραφική παράσταση μιας συνάρτησης. . . . . . . . . . . . . . . . . 87
3.5 Αντίστροφη συνάρτηση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 100
3.6 Πολυωνυμικές και ρητές συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . 105
3.7 Αλγεβρικές συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 108
3.8 Δυνάμεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 110
3.9 Εκθετική και λογαριθμική συνάρτηση. . . . . . . . . . . . . . . . . 112
3.10 Τριγωνομετρικές και αντίστροφες τριγωνομετρικές συναρτήσεις. . . 114
3.11 Υπερβολικές και αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις. . . . . . . 120

4 ΄Ορια Συναρτήσεων 125


4.1 ΄Ορισμοί, παραδείγματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 125
4.2 ΄Οριο και γράφημα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 139
4.3 Ιδιότητες ορίων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 143
4.4 ΄Ορια συναρτήσεων και ακολουθίες. . . . . . . . . . . . . . . . . . 158
4.5 Ρητές συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 159
4.6 Δυνάμεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 162

5
4.7 Εκθετική και λογαριθμική συνάρτηση. . . . . . . . . . . . . . . . . 165
4.8 Τριγωνομετρικές συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 168
4.9 Μονότονες συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 171

5 Συνεχείς Συναρτήσεις 177


5.1 Ορισμοί, παραδείγματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 177
5.2 Ιδιότητες συνεχών συναρτήσεων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 182
5.3 Συνεχείς συναρτήσεις και ακολουθίες. . . . . . . . . . . . . . . . . 184
5.4 Τα τρία βασικά θεωρήματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 186
5.5 Εφαρμογές των βασικών θεωρημάτων. . . . . . . . . . . . . . . . . 192
5.6 Μονότονες συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 198
5.7 Αντίστροφες συναρτήσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199

6 Παράγωγοι 207
6.1 ΄Ενα γεωμετρικό και ένα φυσικό πρόβλημα. . . . . . . . . . . . . . 207
6.2 Παράγωγος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209
6.3 Παραδείγματα παραγώγων, Ι. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213
6.4 Παράγωγος και γράφημα συνάρτησης. . . . . . . . . . . . . . . . . 217
6.5 Ιδιότητες των παραγώγων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221
6.6 Παραδείγματα παραγώγων, ΙΙ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 231
6.7 Τέσσερα σημαντικά θεωρήματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 233
6.8 Εφαρμογές: ακρότατα και μονοτονία. . . . . . . . . . . . . . . . . 239
6.9 Δεύτερη παράγωγος και εφαρμογές. . . . . . . . . . . . . . . . . . 245
6.10 Ασύμπτωτες ευθείες. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 257
6.11 Υπολογισμός απροσδιόριστων μορφών. . . . . . . . . . . . . . . . 258
6.12 Ιεράρχηση ρυθμών αύξησης. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 266

7 Ολοκληρώματα 269
7.1 Εμβαδό. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269
7.2 Το ολοκλήρωμα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 278
7.3 Ιδιότητες ολοκληρωμάτων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 283
7.4 Εφαρμογές των ολοκληρωμάτων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 293

8 Σχέση παραγώγου και ολοκληρώματος 317


8.1 Αντιπαράγωγος και αόριστο ολοκλήρωμα. . . . . . . . . . . . . . . 317
8.2 Το Θεμελιώδες Θεώρημα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 324
8.3 Τεχνικές υπολογισμού ολοκληρωμάτων. . . . . . . . . . . . . . . . 331
8.4 Γενικευμένα ολοκληρώματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 349

9 Μερικά ζητήματα προσέγγισης 353


9.1 Ο τύπος του Taylor. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 353
9.2 Προσεγγιστική επίλυση εξισώσεων. . . . . . . . . . . . . . . . . . 357
9.3 Προσεγγιστική ολοκλήρωση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 359

6
10 Σειρές 365
10.1 Ορισμοί και βασικές ιδιότητες. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 365
10.2 Σειρές με μη αρνητικούς όρους. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 369
10.3 Κριτήρια σύγκλισης σειρών. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 374
10.4 Δυναμοσειρές. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 379
10.5 Σειρές Taylor. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 387

7
8
Kefˆlaio 1

Oi PragmatikoÐ ArijmoÐ
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται κατ΄ αρχήν μια σύντομη επανάληψη εννοιών και
συμβόλων - όλα γνωστά από το λύκειο - για τους αριθμούς και την αναπαράστασή
τους στην πραγματική ευθεία.
Υπάρχουν, όμως, και νέα στοιχεία. Δίνεται κάποια έμφαση στην Αρχιμήδεια
ιδιότητα, στον ορισμό του ακέραιου μέρους, στην πυκνότητα του συνόλου των
ρητών μέσα στο σύνολο των πραγματικών αριθμών. Αναφέρονται διεξοδικά οι
ορισμοί των ριζών, των δυνάμεων με ρητούς και άρρητους εκθέτες, των λογαρίθ-
μων θετικών αριθμών και των τριγωνομετρικών αριθμών και των αντίστροφων
τριγωνομετρικών αριθμών. Τέλος, μελετώνται τα δεκαδικά αναπτύγματα των μη
αρνητικών αριθμών ως πρώτη εισαγωγή στην έννοια της προσέγγισης.

1.1 H pragmatik  eujeÐa.


΄Ολοι έχουμε στοιχειώδη γνώση των πραγματικών αριθμών και των ιδι-
οτήτων τους. Τους πραγματικούς αριθμούς θα τους λέμε, απλώς, αριθμούς.

Α. Φυσικοί, ακέραιοι, ρητοί.

Το άθροισμα x + y, η διαφορά x − y, το γινόμενο xy και ο λόγος xy (y 6=


0) αριθμών x, y είναι αριθμοί. Οι ιδιότητες των πράξεων (αντιμεταθετικότητα,
προσεταιριστικότητα κλπ.) είναι γνωστές από το γυμνάσιο.
Οι απλούστεροι αριθμοί είναι οι φυσικοί 1, 2, 3, . . . , οι ακέραιοι 0, 1, −1, 2,
−2, 3, −3, . . . και οι ρητοί, δηλαδή οι λόγοι m
n , όπου m, n είναι ακέραιοι με τον
περιορισμό n 6= 0. Επειδή κάθε ακέραιος m είναι ίσος με τον λόγο m 1 , το σύνολο
των ακεραίων περιέχεται στο σύνολο των ρητών.
Το άθροισμα και το γινόμενο φυσικών είναι φυσικοί. Το άθροισμα, το γινόμενο
και η διαφορά ακεραίων είναι ακέραιοι. Τέλος, το άθροισμα, το γινόμενο, η διαφορά
και ο λόγος ρητών είναι ρητοί.
Οι αριθμοί που δεν είναι ρητοί χαρακτηρίζονται άρρητοι. Τέτοιοι αριθμοί ήταν
γνωστοί από την αρχαιότητα· για παράδειγμα, ο λόγος του μήκους της διαγωνίου

9
προς το μήκος της πλευράς οποιουδήποτε τετραγώνου. Περισσότερα για τους
αρρήτους θα δούμε στην επόμενη ενότητα, όπου θα μιλήσουμε για τις ρίζες.

Παρατηρήσεις: (1) Κάθε ρητός γράφεται με άπειρους τρόπους ως λόγος ακε-


ραίων: πράγματι, όλοι οι λόγοι ±m ±2m ±3m
±n , ±2n , ±3n , . . . είναι μεταξύ τους ίσοι.
(2) Κάθε ρητός μπορεί να γραφτεί ως λόγος m n έτσι ώστε ο m να είναι ακέραιος
4
και ο n φυσικός, δηλαδή θετικός ακέραιος. Για παράδειγμα, ο −3 γράφεται και −4
3
και ο −4
−3 γράφεται και 4
3 .

Με το σύμβολο R συμβολίζουμε το σύνολο των αριθμών. Επίσης, με τα σύμ-


βολα N, Z και Q συμβολίζουμε τα σύνολα των φυσικών, των ακεραίων και των
ρητών, αντιστοίχως. Προσέξτε: μερικά βιβλία θεωρούν φυσικό και τον 0, οπότε
με N συμβολίζουν το σύνολο των 0, 1, 2, . . . και με N∗ το σύνολο των 1, 2, . . . .

Β. Ανισότητες, απόλυτες τιμές.

Οι ιδιότητες των ανισοτήτων είναι γνωστές. Η πρόταση που ακολουθεί παρα-


θέτει μερικές από αυτές.
Πρόταση 1.1 (1) Αν x ≤ y και y ≤ z, τότε x ≤ z. Αν μια τουλάχιστον από τις
δυο αρχικές ανισότητες είναι γνήσια, τότε και η τελική είναι γνήσια ανισότητα.
(2) Αν x ≤ y, τότε x + z ≤ y + z και x − z ≤ y − z.
(3) Αν x ≤ y και z ≤ w, τότε x + z ≤ y + w. Αν μια τουλάχιστον από τις δυο
αρχικές ανισότητες είναι γνήσια, τότε και η τελική είναι γνήσια ανισότητα.
(4) Αν x ≤ y και z > 0, τότε xz ≤ yz και xz ≤ yz .
(5) Αν x ≤ y και z < 0, τότε xz ≥ yz και xz ≥ yz .
(6) Αν 0 < x ≤ y και 0 < z ≤ w, τότε 0 < xz ≤ yw. Αν μια τουλάχιστον από τις
δυο αρχικές ανισότητες είναι γνήσια, τότε και η τελική είναι γνήσια ανισότητα.
Η απόλυτη τιμή ενός αριθμού x συμβολίζεται |x| και ορίζεται να είναι ο
ίδιος ο x, αν x ≥ 0, και ο −x, αν x ≤ 0. Δηλαδή
½
x, αν x ≥ 0,
|x| =
−x, αν x ≤ 0.

Προφανώς, η απόλυτη τιμή κάθε αριθμού είναι μη αρνητικός αριθμός. Ιδού


μερικές γνωστές ιδιότητες των απόλυτων τιμών.
Πρόταση
¯ 1.2
¯ (1) |xy| = |x||y|.
(2) ¯|x| − |y|¯ ≤ |x ± y| ≤ |x| + |y|.
¯ ¯
(3) Αν y 6= 0, τότε ¯ xy ¯ = |x|
|y| .
(4) |x| ≤ a αν και μόνο αν −a ≤ x ≤ a.
(5) |x| < a αν και μόνο αν −a < x < a.
Ο μεγαλύτερος από δυο αριθμούς x, y συμβολίζεται max{x, y} και ο μικρότερος
min{x, y}. Τα σύμβολα αυτά χρησιμοποιούνται και για περισσότερους από δυο
αριθμούς: max{x1 , . . . , xn } και min{x1 , . . . , xn }. Αν ένα υποσύνολο A του R
έχει μέγιστο στοιχείο, δηλαδή στοιχείο του A μεγαλύτερο από κάθε άλλο

10
στοιχείο του A, τότε το στοιχείο αυτό ονομάζεται και maximum του A και
συμβολίζεται max A. Επίσης, αν το A έχει ελάχιστο στοιχείο, τότε αυτό
ονομάζεται και minimum του A και συμβολίζεται min A.

Γ. Η γεωμετρική αναπαράσταση του R.

Γνωρίζουμε ότι οι αριθμοί αναπαρίστανται από σημεία ευθείας ως εξής. Θεω-


ρούμε αυθαίρετη ευθεία γραμμή και ξεχωρίζουμε αυθαίρετο σημείο της Ο το οποίο
αναπαριστά τον αριθμό 0. ΄Επειτα ξεχωρίζουμε δεύτερο αυθαίρετο σημείο Ι της
ευθείας το οποίο αναπαριστά τον αριθμό 1. Η απόσταση του Ι από το Ο παίζει τον
ρόλο της μονάδας μέτρησης αποστάσεων. Αφού καθοριστούν αυτά τα δυο σημεία,
κάθε άλλος αριθμός x αναπαρίσταται από το αντίστοιχο σημείο Χ της ευθείας το
οποίο βρίσκεται στην ίδια μεριά του Ο στην οποία βρίσκεται και το Ι, αν x > 0, και
στην αντίθετη μεριά του Ο, αν x < 0, και του οποίου η απόσταση από το Ο είναι
ίση με |x|. Επομένως, είναι αυτονόητο ότι:

Κάθε σημείο της ευθείας αναπαριστά ένα μοναδικό αριθμό και κάθε
αριθμός αναπαρίσταται από ένα μοναδικό σημείο της ευθείας. Ειδι-
κώτερα, τα σημεία της ευθείας είναι σε αμφιμονοσήμαντη αντιστοι-
χία με τους αριθμούς.

Σχήμα 1.1: Η πραγματική ευθεία.

Κάθε ευθεία που χρησιμοποιούμε για να αναπαραστήσουμε τους αριθμούς την


ονομάζουμε πραγματική ευθεία και στο εξής δε θα κάνουμε διάκριση ανάμε-
σα στο οποιοδήποτε σημείο Χ μιας πραγματικής ευθείας και στον αριθμό x που
αναπαρίσταται από το σημείο αυτό. Θα λέμε: το σημείο x καθώς και ο αριθμός x.
Επίσης, θα λέμε: ρητά σημεία και ακέραια σημεία της πραγματικής ευθείας.
Είναι φανερό από τον κανόνα αντιστοίχισης αριθμών και σημείων ότι η απόστα-
ση κάθε σημείου x της πραγματικής ευθείας από το σημείο 0 είναι ίση με |x|.
Επίσης, γενικότερα, γνωρίζουμε ότι:

Η απόσταση οποιωνδήποτε σημείων x, y της πραγματικής ευθείας είναι


ίση με |x − y|.

Τέλος, γνωρίζουμε τη σχέση ανάμεσα στις ανισότητες αριθμών και στη διάταξη
των αντίστοιχων σημείων της πραγματικής ευθείας:

Είναι x < y αν και μόνο αν τα σημεία x, y έχουν την ίδια διάταξη


με τα αντίστοιχα σημεία 0, 1.

Δηλαδή, αν η ευθεία είναι οριζόντια και το σημείο 1 είναι δεξιά του σημείου 0,

11
τότε: είναι x < y αν και μόνο αν το σημείο y είναι δεξιά του σημείου x. Αν η
ευθεία είναι κατακόρυφη και το σημείο 1 είναι πάνω από το σημείο 0, τότε: είναι
x < y αν και μόνο αν το σημείο y είναι πάνω από το σημείο x.
Σ΄ αυτές τις σημειώσεις θα ακολουθούμε τη συνηθισμένη πρακτική: για τη
γεωμετρική αναπαράσταση των αριθμών θα χρησιμοποιούμε οριζόντια ευθεία με το
σημείο 1 δεξιά του σημείου 0. Εναλλακτικά, όταν χρειαζόμαστε και δεύτερη ευθεία
(για παράδειγμα, όταν σχεδιάζουμε γραφήματα συναρτήσεων), θα χρησιμοποιούμε
και κατακόρυφη ευθεία με το σημείο 1 πάνω από το σημείο 0.

Δ. Διαστήματα και τα σύμβολα ±∞.

Τα διαστήματα είναι χαρακτηριστικά υποσύνολα του R. Αν a < b, ορίζουμε


(a, b) = {x : a < x < b}, (a, b] = {x : a < x ≤ b} και [a, b) = {x : a ≤ x < b}.
Αν a ≤ b, ορίζουμε [a, b] = {x : a ≤ x ≤ b}. ΄Ολα αυτά χαρακτηρίζονται
φραγμένα διαστήματα με άκρα a, b. Από αυτά το (a, b) χαρακτηρίζεται
ανοικτό διάστημα και το [a, b] κλειστό διάστημα. Κατόπιν ορίζουμε
(a, +∞) = {x : x > a}, (−∞, b) = {x : x < b}, [a, +∞) = {x : x ≥ a} και
(−∞, b] = {x : x ≤ b}. Αυτά χαρακτηρίζονται μη φραγμένα διαστήμα-
τα (ή ημιευθείες) και τα δυο πρώτα χαρακτηρίζονται ανοικτά διαστήματα (ή
ανοικτές ημιευθείες) ενώ τα δυο τελευταία κλειστά διαστήματα (ή κλειστές
ημιευθείες). Φυσικά, ορίζεται και το μη φραγμένο διάστημα (−∞, +∞) = R,
δηλαδή ολόκληρη η πραγματική ευθεία.

Παρατήρηση: Πρέπει να τονίσουμε ότι τα σύμβολα +∞, −∞ δεν είναι τίποτε


άλλο παρά σκέτα σύμβολα: δεν είναι αριθμοί.
Μπορούμε να σκεφτόμαστε το +∞ ως ένα (φανταστικό) σημείο που είναι δεξιά
κάθε σημείου της πραγματικής ευθείας και το −∞ ως ένα (φανταστικό) σημείο
που είναι αριστερά κάθε σημείου της πραγματικής ευθείας. Αυτός είναι ο λόγος
που επεκτείνουμε την χρήση των συμβόλων < , > των ανισοτήτων, γράφοντας
−∞ < x, x < +∞, −∞ < +∞
για κάθε αριθμό x. Επίσης, μπορούμε να σκεφτόμαστε το +∞ ως μια (φανταστική)
απείρως μεγάλη θετική ποσότητα και το −∞ ως μια (φανταστική) απείρως μεγάλη
(σε μέγεθος) αρνητική ποσότητα.
Θα ξανααναφέρουμε τα σύμβολα ±∞ και σε επόμενα κεφάλαια, όπου θα μελετή-
σουμε την έννοια του ορίου.

Ε. Η σχέση των φυσικών με τους υπόλοιπους αριθμούς.

Αν έχουμε δυο ευθύγραμμα τμήματα με μήκη 1 και b, τότε, αν πάρουμε έναν


αρκετά μεγάλο αριθμό αντιγράφων του πρώτου και τα κολλήσουμε το ένα μετά
το άλλο πάνω στην ίδια ευθεία, το ευθύγραμμο τμήμα που θα προκύψει θα έχει
μήκος μεγαλύτερο από το μήκος του δεύτερου ευθύγραμμου τμήματος. Το πόσο
μεγάλο αριθμό αντιγράφων χρειαζόμαστε εξαρτάται, φυσικά, από το μέγεθος του
δεύτερου ευθύγραμμου τμήματος (σε σχέση με τη μονάδα μέτρησης αποστάσεων).
Η μαθηματική έκφραση αυτής της εμπειρικά προφανούς ιδιότητας είναι: «για κάθε
b > 0 υπάρχει φυσικός n ώστε να είναι n · 1 > b ». Επομένως:

12
Πρόταση 1.3 Για κάθε b > 0 υπάρχει φυσικός n > b.

Σχήμα 1.2: Υπάρχει κάποιος n > b.

Η Πρόταση 1.3 συμπληρώνεται ως εξής. Αφού υπάρχει κάποιος φυσικός n


μεγαλύτερος από τον b, είναι και όλοι οι επόμενοι φυσικοί n + 1, n + 2, n + 3, . . .
μεγαλύτεροι από τον b. Αυτό το εκφράζουμε ως εξής.

Οι φυσικοί γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε θετικό αριθμό. Ισοδύνα-


μα: όσο μεγάλος κι αν είναι ένας θετικός αριθμός, όλοι οι φυσι-
κοί από κάποιον και πέρα είναι μεγαλύτεροί του.

Αν πάρουμε b = a1 , όπου a είναι οποιοσδήποτε θετικός αριθμός, τότε από την


Πρόταση 1.3 συνεπάγεται:
Πρόταση 1.4 Αρχιμήδεια Ιδιότητα. Για κάθε a > 0 υπάρχει φυσικός n
ώστε να είναι n1 < a.

1
Σχήμα 1.3: Υπάρχει κάποιος n < a.

Παρατηρούμε πάλι ότι, από τη στιγμή που υπάρχει κάποιος n1 μικρότερος από
1 1 1
τον a, συνεπάγεται ότι και όλοι οι επόμενοι αριθμοί n+1 , n+2 , n+3 , . . . είναι
μικρότεροι από τον a. Αυτό το εκφράζουμε με την εξής διατύπωση.

Οι αντίστροφοι των φυσικών γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό α-


ριθμό. Ισοδύναμα: όσο μικρός κι αν είναι ένας θετικός αριθμός,
όλοι οι αντίστροφοι φυσικών από κάποιον και πέρα είναι μικρότεροί
του.

Υπάρχει ένα αποτέλεσμα για το πώς κατανέμονται οι αριθμοί ανάμεσα στους


ακεραίους και διατυπώνεται στην πρόταση που ακολουθεί.
Πρόταση 1.5 Για κάθε x υπάρχει μοναδικός ακέραιος k ώστε k ≤ x < k + 1.
Το αποτέλεσμα αυτό λέει με άλλα λόγια ότι κάθε αριθμός x ανήκει σε ένα
ακριβώς διάστημα [k, k + 1), όπου ο k είναι ακέραιος. Δηλαδή τα διαδοχικά δι-
αστήματα . . . , [−3, −2), [−2, −1), [−1, 0), [0, 1), [1, 2), [2, 3), . . . είναι ξένα
ανά δύο και καλύπτουν ολόκληρη την πραγματική ευθεία.

13
Ο ακέραιος k με την ιδιότητα k ≤ x < k + 1 ονομάζεται ακέραιο μέρος του
x και συμβολίζεται [x].

Παράδειγμα: [3] = 3, [−4] = −4, [ 85 ] = 1, [ 23 ] = 0, [− 85 ] = −2.

ΣΤ. Η σχέση των ρητών με τους υπόλοιπους αριθμούς.

΄Εχουμε ήδη αναφέρει ότι η πραγματική ευθεία δεν αποτελείται μόνο από ρητά
σημεία. Θα δούμε τώρα ένα αποτέλεσμα για το πώς κατανέμονται τα ρητά σημεία
ανάμεσα στα υπόλοιπα σημεία της πραγματικής ευθείας.
Πρόταση 1.6 Πυκνότητα του Q στο R. Για κάθε a, b με a < b υπάρχει
ρητός r ώστε a < r < b.
Το αποτέλεσμα αυτό μπορούμε να το διατυπώσουμε και ως εξής.

Κάθε ανοικτό διάστημα πάνω στην πραγματική ευθεία περιέχει τουλά-


χιστον ένα ρητό σημείο.

Για να κατανοήσουμε τη φύση της προηγούμενης ιδιότητας ας παρατηρήσουμε


ότι, αν μας ζητούσαν να αποδείξουμε ότι για κάθε a, b με a < b υπάρχει αριθμός x
ώστε a < x < b, τότε η απάντησή μας θα ήταν άμεση: πράγματι, υπάρχει τέτοιος
x · για παράδειγμα, ο x = a+b a+b
2 . Παρεμπιπτόντως, το σημείο 2 είναι ακριβώς στο
μέσο του διαστήματος με άκρα τα σημεία a και b. ΄Ομως, εμείς ζητάμε ρητό αριθμό
ανάμεσα στους a, b ενώ ο αριθμός a+b
2 ενδέχεται να μην είναι ρητός. Παρατηρήστε
ότι στην ειδική περίπτωση που οι a, b είναι ρητοί ο a+b
2 είναι κι αυτός ρητός.
Βάσει της πυκνότητας του Q στο R μπορούμε να διατυπώσουμε το εξής αποτέ-
λεσμα.

Για κάθε σημείο της πραγματικής ευθείας υπάρχουν ρητά σημεία όσο
κοντά του θέλουμε και δεξιά και αριστερά του.

Πράγματι, αν πάρουμε οποιονδήποτε αριθμό x και οσοδήποτε μικρή απόσταση


² > 0, υπάρχει ρητός r0 ώστε x < r0 < x + ² και ρητός r00 ώστε x − ² < r00 < x.

Ask seic.
Ρητοί, άρρητοι.
1. Αν ο r είναι ρητός και ο a είναι άρρητος, αποδείξτε ότι ο r + a είναι άρρητος.
2. Αν ο r είναι ρητός 6= 0 και ο a είναι άρρητος, αποδείξτε ότι ο ra είναι άρρητος.
3. Αν ο a είναι άρρητος, οι p, q, r, s είναι ρητοί και p + qa = r + sa, αποδείξτε
ότι p = r και q = s.
Ανισότητες, απόλυτες τιμές.
1. Αν x ≤ y < 0 και z ≤ w < 0, αποδείξτε ότι 0 < yw ≤ xz.

14
2. Αν x ≤ y, z ≤ w, t ≤ s και x + z + t = y + w + s, αποδείξτε ότι x = y,
z = w και t = s.
Αν 0 < x ≤ y, 0 < z ≤ w, 0 < t ≤ s και xzt = yws, αποδείξτε ότι x = y,
z = w και t = s.
3. Αποδείξτε ότι |x + y| = |x| + |y| αν και μόνο αν x, y ≥ 0 ή x, y ≤ 0.
Αποδείξτε ότι |x + y + z| ≤ |x| + |y| + |z|. Επίσης, αποδείξτε ότι |x + y + z| =
|x| + |y| + |z| αν και μόνο αν x, y, z ≥ 0 ή x, y, z ≤ 0.
4. Αποδείξτε ότι t ≤ x και t ≤ y αν και μόνο αν t ≤ min{x, y}.
Αποδείξτε ότι t ≥ x και t ≥ y αν και μόνο αν t ≥ max{x, y}.
x+y+|x−y| x+y−|x−y|
5. Αποδείξτε ότι max{x, y} = 2 και min{x, y} = 2 .
6. Ποια από τα παρακάτω σύνολα έχουν μέγιστο ή ελάχιστο στοιχείο;
n1 o
[a, b], (a, b), [a, b), N, Z, Q, : n είναι φυσικός .
n
Η γεωμετρική αναπαράσταση.
1. Ποια είναι η γεωμετρική ερμηνεία των πρώτων δυο ιδιοτήτων των ανισοτήτων
καθώς και των τελευταίων δυο ιδιοτήτων των απόλυτων τιμών;
2. Μέσω της γεωμετρικής αναπαράστασης αιτιολογήστε τις εξής δυο προτάσεις.
Κατόπιν αποδείξτε τις με μαθηματικό τρόπο.
Αν a ≤ x ≤ b και a ≤ y ≤ b, τότε |x − y| ≤ b − a.
Αν a < x < b και a < y < b, τότε |x − y| < b − a.
3. Αν γνωρίζουμε τα σημεία Χ, Υ της πραγματικής ευθείας που αναπαριστούν
τους x, y, περιγράψτε γεωμετρικές κατασκευές οι οποίες καταλήγουν στην
εύρεση των σημείων που αναπαριστούν τους x + y, x − y, xy και xy .
(Υπόδειξη για το xy : ΄Εστω x, y > 0. Φτιάξτε δεύτερη πραγματική ευθεία
ώστε οι δυο ευθείες να έχουν την ίδια μονάδα μέτρησης και το σημείο τομής
τους Ο να αναπαριστά τον 0 και στις δυο τους. ΄Εστω Ι΄, Υ΄ τα σημεία της
δεύτερης ευθείας που αναπαριστούν τους 1, y, αντιστοίχως. Από το Υ΄ φέρτε
ευθεία παράλληλη προς την ευθεία που διέρχεται από τα Ι΄, Χ. Αν αυτή τέμνει
την πρώτη πραγματική ευθεία στο Κ, τότε ποιον αριθμό αναπαριστά το Κ;)
Διαστήματα.
1. Για καθεμιά από τις παρακάτω ανισότητες γράψτε σε μορφή διαστήματος ή
ένωσης διαστημάτων το σύνολο των x για τους οποίους είναι αληθής.
x x+3
|x + 1| > 2, |x − 1| < |x + 1|, > , (x − 2)2 ≥ 4,
x+2 3x + 1
(x − 1)(x + 4) (x − 1)(x − 3)
|x2 − 7x| > x2 − 7x, > 0, ≤ 0.
(x − 7)(x + 5) (x − 2)2

15
2. Για καθένα από τα επόμενα σύνολα βρείτε μία ανισότητα με μεταβλητή x
ώστε το σύνολο αυτό να είναι το σύνολο των x για τους οποίους η ανισότητα
είναι αληθής.

(−∞, 3], (2, +∞), (3, 7), (−∞, −2) ∪ (1, 4) ∪ (7, +∞),

[−2, 4] ∪ [6, +∞), [−1, 4) ∪ (4, 8], (−∞, −2] ∪ [1, 4) ∪ [7, +∞).

Ακέραιο μέρος.

1. Για ποιους x ισχύει [−x] = −[x] ;

2. Αν ο k είναι ακέραιος, αποδείξτε ότι [x + k] = [x] + k.

3. Αποδείξτε ότι [x+y] = [x]+[y] ή [x+y] = [x]+[y]+1 και βρείτε παραδείγματα


και για τις δυο περιπτώσεις.
Αποδείξτε ανάλογο συμπέρασμα για το [x + y + z].

4. Αποδείξτε ότι, αν 0 < x ≤ 1, τότε υπάρχει μοναδικός φυσικός n ώστε


1 1
n+1 < x ≤ n και γράψτε τύπο για τον n συναρτήσει του x.

5. ΄Εστω l > 0. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει φυσικός n > l. Πώς θα εκφράσετε


τον ελάχιστο τέτοιο φυσικό n συναρτήσει του l;
Πώς θα εκφράσετε συναρτήσει του l τον ελάχιστο φυσικό n με την ιδιότητα
n ≥ l;
΄Εστω a > 0. Η Αρχιμήδεια Ιδιότητα λέει ότι υπάρχει φυσικός n ώστε να
είναι n1 < a. Πώς θα εκφράσετε τον ελάχιστο τέτοιο φυσικό n συναρτήσει
του a;

Η πυκνότητα των ρητών.

1. Για κάθε x αποδείξτε ότι ανάμεσα στους ρητούς που είναι < x δεν υπάρχει
μέγιστος και ότι ανάμεσα στους ρητούς που είναι > x δεν υπάρχει ελάχιστος.

2. Αποδείξτε ότι κάθε ανοικτό διάστημα της πραγματικής ευθείας περιέχει


άπειρα ρητά σημεία.

1.2 Dunˆmeic kai rÐzec.


Α. Δυνάμεις με ακέραιους εκθέτες.

Η δύναμη an με θετικό ακέραιο (δηλαδή φυσικό) εκθέτη n ορίζεται με τον τύπο

an = a
| ·{z
· · a} ,
n

16
δηλαδή το γινόμενο n αριθμών ίσων με a. Αν a 6= 0, τότε ορίζεται η δύναμη a0
καθώς και η δύναμη an με αρνητικό ακέραιο εκθέτη n με τους τύπους
1 1
a0 = 1, an = = .
a−n a ·
| {z· · a}
−n

Από τον γνωστό κανόνα πολλαπλασιασμού προσήμων εύκολα προκύπτει ότι


(−a)n = an , αν ο n είναι άρτιος ακέραιος, και (−a)n = −an , αν ο n είναι
περιττός ακέραιος. Είναι, επίσης, φανερό ότι, αν ο n είναι άρτιος ακέραιος, τότε
an > 0 για κάθε a 6= 0 ενώ, αν ο n είναι περιττός ακέραιος, τότε (i) an > 0 για
κάθε a > 0 και (ii) an < 0 για κάθε a < 0.
Η πρόταση που ακολουθεί είναι γνωστή από το γυμνάσιο και αποδεικνύεται
εύκολα με την επιμεριστική ιδιότητα.
Πρόταση 1.7 Αν ο n είναι φυσικός ≥ 2, τότε

xn − y n = (x − y)(xn−1 + xn−2 y + · · · + xy n−2 + y n−1 ).

Επίσης, αν ο n είναι περιττός φυσικός ≥ 3, τότε

xn + y n = (x + y)(xn−1 − xn−2 y + · · · − xy n−2 + y n−1 ).

Ονομάζουμε παραγοντικό ενός φυσικού n το γινόμενο 1 · 2 · · · (n − 1) · n


και το συμβολίζουμε n! . Δηλαδή

n! = 1 · 2 · · · (n − 1) · n.

Παράδειγμα: 1! = 1, 2! = 1 · 2 = 2, 3! = 1 · 2 · 3 = 6, 4! = 1 · 2 · 3 · 4 = 24.

Επίσης, ορίζουμε
0! = 1
και παρατηρούμε ότι για κάθε φυσικό n ισχύει

n! = (n − 1)! n.
¡n¢
Κατόπιν ορίζουμε τους δυωνυμικούς συντελεστές m για οποιουσδή-
ποτε ακεραίους m, n με 0 ≤ m ≤ n με τον τύπο
³n´
n!
=.
m m!(n − m)!
¡ ¢ ¡ ¢ ¡ ¢ ³ n ´ ¡ ¢ ³ n ´ n(n−1)
Παράδειγμα: n0 = nn = 1, n1 = n−1 = n, n2 = n−2 = 2 .

Αν 1 ≤ m ≤ n, τότε, απλοποιώντας, βρίσκουμε


³n´ n(n − 1) · · · (n − m + 1)
= .
m m!

17
Πρόταση 1.8 Ο δυωνυμικός τύπος του Newton. Για κάθε x, y και για
κάθε φυσικό n ισχύει
³n´ ³n´ µ ¶ ³n´
n n n−1 n
(x + y) = x + x y + ··· + xy n−1 + yn .
0 1 n−1 n

Παράδειγμα: Οι γνωστές ισότητες

(x + y)1 = x + y ,

(x + y)2 = x2 + 2xy + y 2 ,
(x + y)3 = x3 + 3x2 y + 3xy 2 + y 3 ,
(x + y)4 = x4 + 4x3 y + 6x2 y 2 + 4xy 3 + y 4 ,
(x + y)5 = x5 + 5x4 y + 10x3 y 2 + 10x2 y 3 + 5xy 4 + y 5
είναι ειδικές περιπτώσεις του δυωνυμικού τύπου του Newton.

Β. Ρίζες.

Το θεώρημα που ακολουθεί είναι σημαντικό διότι εξασφαλίζει ότι κάποιες απλές
αλγεβρικές εξισώσεις έχουν λύση· για παράδειγμα, οι εξισώσεις δεύτερου βαθμού.
Η απόδειξή του είναι αρκετά δύσκολη και απαιτεί διεξοδικότερη μελέτη των ιδι-
οτήτων των πραγματικών αριθμών.
Θεώρημα 1.1 Αν ο n είναι φυσικός και a > 0, τότε η εξίσωση xn = a με
άγνωστο τον x έχει μοναδική λύση > 0.
Το Θεώρημα 1.1 αναφέρεται στην εξίσωση xn = a μόνο στην περίπτωση a > 0
και μόνο στη θετική λύση της. Η πρόταση που ακολουθεί, γνωστή κι αυτή από το
γυμνάσιο, καλύπτει όλες τις περιπτώσεις.
Πρόταση 1.9 (1) Αν ο n είναι άρτιος φυσικός, τότε η εξίσωση xn = a έχει (i)
ακριβώς δυο λύσεις, μια θετική και την αντίθετη αρνητική, αν a > 0, (ii) ακριβώς
μια λύση, τον 0, αν a = 0, και (iii) καμιά λύση, αν a < 0.
(2) Αν ο n είναι περιττός φυσικός, τότε η xn = a έχει (i) ακριβώς μια λύση,
θετική, αν a > 0, (ii) ακριβώς μια λύση, τον 0, αν a = 0, και (iii) ακριβώς μια
λύση, αρνητική, αν a < 0.
Αν ο n είναι περιττός, τότε για κάθε a τη μοναδική λύση της εξίσωσης xn = a
την ονομάζουμε n-οστή ρίζα του a και τη συμβολίζουμε

n
a.

Αν ο n είναι άρτιος, τότε για κάθε a ≥ 0 τη μοναδική μη αρνητική λύση της


xn =√a την ονομάζουμε και πάλι n-οστή ρίζα του a και τη συμβολίζουμε και
πάλι n a . √ √
Είναι, λοιπόν, n 0 = 0 για κάθε √
n και n a > 0 για κάθε a > 0 και κάθε n.
Επίσης,
√ στην περίπτωση a < 0 είναι n a < 0 για κάθε περιττό n ενώ δεν ορίζεται
ο n a για κανένα άρτιο n.

18

Αν n = 2, 3, 4, . . . , ο n a ονομάζεται
√ δεύτερη, τρίτη,√τέταρτη, . . .
ρίζα του a. Στην περίπτωση n = 2 ο 2 a συμβολίζεται και a και ονομάζεται √
και τετραγωνική ρίζα ή, απλώς, ρίζα του a. Στην περίπτωση n = 3 ο 3 a
ονομάζεται και κυβική ρίζα του a.

Παραδείγματα:
√ (1) Η εξίσωση x4 = 16 έχει δυο λύσεις, τον 4 16 = 2 και τον
− 4 16 = −2. ΄Ομως, η x4 = −16 δεν έχει καμιά √ λύση.
5
(2) Η
√ εξίσωση x = 32 έχει μια λύση,
√ τον 5
32 = Η x5 = −32 έχει
2. √ √ μια λύση,
τον 5 −32 = −2. Παρατηρήστε ότι 5 −32 √ = −2 = − 5 32. ΄Ετσι ο − 5 32 είναι η
λύση της x5 = −32, όπως ακριβώς και ο 5 32 είναι η λύση της x5 = 32. Αυτό,
φυσικά, ισχύει γενικότερα: √ √
n
−a = − n a
για κάθε a και κάθε περιττό n.

Ας δούμε τώρα ένα χρήσιμο κριτήριο για το αν μια ρίζα είναι ρητός ή άρρητος.

Πρόταση 1.10 ΄Εστω φυσικοί n, k. Τότε ο n k είναι ρητός αν και μόνο αν ο k
είναι n-οστή δύναμη φυσικού.

Παραδείγματα: (1) Ο 2 είναι άρρητος√ διότι, προφανώς, δεν υπάρχει φυσικός
m ώστε να είναι m2 = 2. Ομοίως, ο 3 5 είναι άρρητος διότι δεν υπάρχει φυσικός
3
m ώστε √ να είναι
√ m = 5.
(2) Ο 2 + 3 είναι άρρητος. Διότι, αν είναι ρητός και τον συμβολίσουμε r, τότε
√ √ √ 2 √
( 2 + 3)2 = r2 , οπότε 6 = r 2−5 και, επομένως, ο 6 είναι ρητός. Αυτό είναι
αδύνατο διότι δεν υπάρχει φυσικός m ώστε να είναι m2 = 6.

Γ. Δυνάμεις με ρητούς εκθέτες.

Σ΄ αυτή την υποενότητα θα ορίσουμε τη δύναμη ar όταν ο εκθέτης r είναι


ρητός.
Θεωρούμε οποιονδήποτε ρητό r και γράφουμε r = m n , όπου ο m είναι ακέραιος,
ο n είναι φυσικός, δηλαδή θετικός ακέραιος, και οι m, n είναι σχετικά πρώτοι,
δηλαδή έχουν μέγιστο κοινό διαιρέτη τον 1. Η συγκεκριμένη γραφή του r ονομάζε-
ται ανάγωγη μορφή του και είναι μοναδική.

Παράδειγμα: Η ανάγωγη μορφή του 16 8


10 είναι η 5 και προκύπτει με απλοποίηση
του αρχικού λόγου. Ομοίως, η ανάγωγη μορφή του − 64 είναι η −3
2 .

Τώρα ορίζουμε √
ar = ( n a)m
με τις εξής διευκρινήσεις: (i) αν a > √
√ 0, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα διότι ο
n
είναι n 0 = 0, οπότε πρέπει να είναι m > 0 ή,
a ορίζεται, (ii) αν a = 0, τότε √
ισοδύναμα, r > 0 και τότε 0r = ( n 0)m √= 0m = 0 και (iii) αν a < 0, τότε πρέπει
ο n να είναι περιττός για να ορίζεται ο a . Με άλλα λόγια:
n

Ο ar ορίζεται (i) αν a > 0, (ii) αν a = 0 και r > 0 και (iii) αν a < 0


και ο παρονομαστής στην ανάγωγη μορφή του r είναι περιττός.

19
3 √ 6 3 √ 3 √ 1
Παραδείγματα: (1) 2 4 = ( 4 2)3 , 2 8 = 2 4 = ( 4 2)3 , 2− 4 = ( 4 2)−3 = (

4
2)3
,
6
3 − 62 −3 1 1
2 = 2 = 8 και 2
2 =2 = 23 = .
8
3 3
− 34 3
(2) 0 = 0 και 0 = 0. Οι 0√ , 0− 5 και
4 5
√ 00 δεν ορίζονται.
5 √ 10 5
(3) (−2) 3 = ( −2) = (− 2) = −( 2)5 , (−2) 6 = (−2) 3 και (−2)0 = 1. Οι
3 5 3 5 3

5 14
(−2) 2 και (−2)− 4 δεν ορίζονται.

Παρατηρήσεις: (1) Ας θεωρήσουμε οποιονδήποτε φυσικό n και τον αντίστοιχο


1
ρητό n1 . Είναι φανερό ότι η ανάγωγη
√ μορφή του n1 είναι ακριβώς η n1 . ΄Αρα ο a n
ταυτίζεται εξ ορισμού με τον n a :
1 √
an = n
a.

(2) ΄Οπως είδαμε, υπάρχει μια περιπλοκή στον ορισμό του ar όταν a < 0 : πρέπει να
διακρίνουμε περιπτώσεις για τον παρονομαστή της ανάγωγης μορφής του r. Αυτό,
φυσικά, δημιουργεί περαιτέρω περιπλοκές στη διατύπωση αλλά και στη χρήση των
διαφόρων ιδιοτήτων των δυνάμεων, αφού για να τις χρησιμοποιούμε με αρνητική
βάση θα πρέπει να βάζουμε περιορισμούς στους παρονομαστές των ρητών εκθετών.
Γι αυτό στα περισσότερα βιβλία δεν ορίζεται καν το σύμβολο ar όταν a < 0 και ο
r είναι ρητός.

Σε σχέση με το πρόσημο του ar , είναι φανερό ότι είναι ar > 0 για κάθε ρητό
r και κάθε a > 0.

Παρατήρηση: Ξεκινώντας από τις ιδιότητες των δυνάμεων με ακέραιους εκθέ-


τες, μπορούν να αποδειχθούν και οι αντίστοιχες ιδιότητες των δυνάμεων με ρητούς
εκθέτες. Οι βασικές ιδιότητες καταγράφονται στην Πρόταση 1.11 της επόμενης
υποενότητας ως ειδικές περιπτώσεις των ιδιοτήτων των δυνάμεων με πραγματικούς
εκθέτες.

Δ. Δυνάμεις με άρρητους εκθέτες.

Τέλος, θα ορίσουμε το σύμβολο ax όταν a ≥ 0 και ο x είναι άρρητος.


Κατ΄ αρχήν θεωρούμε την περίπτωση a > 1.
Παρατηρούμε ότι, αν για τρεις ρητούς r, s, t ισχύει s < r < t, τότε, φυσικά,
συνεπάγεται as < ar < at . Σκεφτόμαστε τώρα ότι, αν ειχαμε ορισει τις δυνάμεις
με άρρητους εκθέτες έτσι ώστε να ισχύουν και γι αυτές οι συνηθισμένες ιδιότητες
των δυνάμεων με ρητούς εκθέτες, τότε, αν παίρναμε ρητούς s, t και άρρητο x ώστε
να είναι s < x < t, θα συνεπαγόταν as < ax < at . Φυσικά, στη διπλή αυτή
ανισότητα οι as , at είναι ήδη ορισμένοι ενώ ο ax δεν έχει ακόμη οριστεί. ΄Ομως,
η ανισότητα αυτή αποτελεί τον «οδηγό» για το πώς πρέπει να οριστεί και ο ax :
πρέπει να οριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι as < ax < at για όλους τους
ρητούς s, t με s < x < t. Αυτό γίνεται ως εξής.
Θεωρούμε όλους τους ρητούς s < x και όλους τους ρητούς t > x. Επειδή
για όλους αυτούς τους ρητούς s, t ισχύει, προφανώς, s < t και επειδή a > 1,
συνεπάγεται as < at . ΄Εχουμε, λοιπόν, ένα πρώτο σύνολο, το σύνολο των as , και
ένα δεύτερο σύνολο, το σύνολο των at , τα οποία φαίνονται πάνω στην πραγματική

20
ευθεία να είναι το πρώτο αριστερά του δεύτερου (κάθε σημείο του πρώτου συνόλου
είναι αριστερά κάθε σημείου του δεύτερου). Είναι φανερό ότι υπάρχει τουλάχιστον
ένα σημείο ανάμεσα στα δυο αυτά σύνολα. Δηλαδή υπάρχει κάποιος αριθμός, ας
τον συμβολίσουμε ξ, που είναι ανάμεσα στους as και στους at :

as < ξ < at

για όλους τους ρητούς s, t με s < x < t. Μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει
δεύτερος τέτοιος αριθμός, δηλαδή κάποιος ξ 0 6= ξ ώστε να είναι as < ξ 0 < at για
όλους τους ρητούς s, t με s < x < t. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο εξής αποτέλεσμα.

Πρόταση 1.11 ΄Εστω a > 1 και άρρητος x. Τότε υπάρχει μοναδικός ξ ώστε να
είναι as < ξ < at για όλους τους ρητούς s, t με s < x < t.

Αν a > 1 και ο x είναι άρρητος, οριζουμε τον ax να είναι ακριβώς ο αριθμός ξ


που αναφέρεται στην Πρόταση 1.11. Από τον ορισμό του, λοιπόν, ο ax ικανοποιεί
τη διπλή ανισότητα
as < a x < a t
για όλους τους ρητούς s, t με s < x < t και είναι ο μοναδικός αριθμός με αυτή την
ιδιότητα.
Αν a = 1 και ο x είναι άρρητος, ορίζουμε

1x = 1.
1
Επίσης, αν 0 < a < 1 και ο x είναι άρρητος, τότε είναι a > 1 και ο −x είναι
άρρητος. ΄Αρα έχει ορισθεί ο ( a1 )−x και ορίζουμε:
³ 1 ´−x
ax = .
a
Τέλος, αν ο x είναι θετικός άρρητος, ορίζουμε

0x = 0.

Παρατηρήσεις: (1) Βλέπουμε ότι, αν ο x είναι άρρητος, το σύμβολο ax ορίζε-


ται, (i) αν a > 0 και (ii) αν a = 0 και x > 0. Το σύμβολο ax δεν ορίζεται, (i) αν
a < 0 και ο x είναι άρρητος και (ii) αν a = 0 και ο x είναι άρρητος < 0.
(2) Αν συνυπολογίσουμε τα συμπεράσματα των προηγούμενων υποενοτήτων, βλέ-
πουμε ότι ο ax ορίζεται, (i) αν a > 0 και ο x είναι οποιοσδήποτε αριθμός, (ii) αν
a = 0 και x > 0 και (iii) αν a < 0 και ο x είναι ρητός με περιττό παρονομαστή
στην ανάγωγη μορφή του.

Ας πούμε μερικά λόγια για το πρόσημο του ax : αν ο x είναι άρρητος και a > 0
(δεν έχει νόημα η περίπτωση a < 0), τότε (βάσει του ορισμού του ax ) είναι ax > as
για κάθε ρητό s < x, οπότε, επειδή as > 0, συνεπάγεται ax > 0.
Η πρόταση που ακολουθεί καταγράφει τις γνωστές μας βασικές ιδιότητες των
δυνάμεων.

21
Πρόταση 1.12 (1) Αν a > 0, τότε

ax ay = ax+y , (ax )y = (ay )x = axy , ax bx = (ab)x .

(2) Αν 0 < a < b, τότε (i) ax < bx , αν x > 0, (ii) a0 = b0 = 1 και (iii) ax > bx ,
αν x < 0.
(3) Αν x < y, τότε (i) ax < ay , αν a > 1, (ii) 1x = 1y = 1 και (iii) ax > ay , αν
0 < a < 1.

Ask seic.
Δυνάμεις με ακέραιους εκθέτες.

1. ΄Εστω ότι ο n είναι φυσικός.


Αν ο n είναι περιττός, αποδείξτε ότι xn < y n αν και μόνο αν x < y.
Αν ο n είναι άρτιος, αποδείξτε ότι xn < y n αν και μόνο αν |x| < |y|.

2. Αν οι x, y δεν είναι και οι δυο = 0, αποδείξτε ότι x2 + xy + y 2 > 0 και


x4 +x3 y+x2 y 2 +xy 3 +y 4 > 0. Ποια είναι η γενίκευση αυτών των ανισοτήτων;
Τι μπορείτε να πείτε για τις ανισότητες x3 + x2 y + xy 2 + y 3 > 0 και x5 +
x4 y + x3 y 2 + x2 y 3 + xy 4 + y 5 > 0; Ποια είναι η γενίκευσή τους;

3. Αποδείξτε με την αρχή της επαγωγής ότι για κάθε φυσικό n ισχύει
1
(i) 1 + 2 + · · · + n = 2 n(n + 1),
2 2 2 1
(ii) 1 + 2 + · · · + n = 6 n(n + 1)(2n + 1),
3 3
(iii) 1 + 2 + · · · + n3 = 14 n2 (n + 1)2 .

4. Παρατηρείτε κάποια σχέση ανάμεσα στον δυωνυμικό τύπο του Newton και
στο παρακάτω λεγόμενο τρίγωνο του Pascal;

1 1
1 2 1
1 3 3 1
1 4 6 4 1
··················
¡ ¢ ¡n¢ ³ n ´
Αν 1 ≤ m ≤ n, αποδείξτε ότι n+1 m = m + m−1 . Παρατηρείτε τη
σχέση ανάμεσα στην ισότητα αυτή και στο τρίγωνο του Pascal;
Μπορείτε τώρα να αποδείξετε τον δυωνυμικό τύπο του Newton με την αρχή
της επαγωγής ως προς τον n, χρησιμοποιώντας την παραπάνω ισότητα;

22
¡n¢
5. Αυξάνουν ή φθίνουν οι m , όταν αυξάνει ο n από τον m και πέρα;
¡n¢
Αυξάνουν ή φθίνουν οι m , όταν αυξάνει ο m ανάμεσα στους 0 και n;
Πώς φαίνονται αυτές οι δυο ιδιότητες στο τρίγωνο του Pascal;
Ρίζες.

1. Αν ο n είναι περιττός φυσικός, αποδείξτε ότι n an = a.

Αν ο n είναι άρτιος φυσικός, αποδείξτε ότι n an = |a|.
√ √ √ √
2. Αποδείξτε
√ √ ότι a + b ≤ a+ b για κάθε a, b ≥ 0. Αποδείξτε ότι a + b =
a + b αν και μόνο αν a = 0 ή b = 0.
3. Βεβαιωθείτε ότι γνωρίζετε τις ιδιότητες των ριζών:
√ √ q q
√ n n n m√ m √ √
n
a b = ab , a= n
a= nm
a.

Μπορείτε να τις αποδείξετε; Ποιοι περιορισμοί υπάρχουν, αν a < 0 ή b < 0 ;


√ √
4. Αν ο n είναι άρτιος φυσικός και 0 ≤ a < b, αποδείξτε ότι n a < n b .
√ √
Αν ο n είναι περιττός φυσικός και a < b, αποδείξτε ότι n a < n b .
√ √
5. Να συγκρίνετε τους 105 105 και 106 106 .
√ p √ √ √
6. Αποδείξτε ότι οι 7 129 , 3 5 + 2 και 3 2 + 5 είναι άρρητοι.
7. Αποδείξτε ότι το σύνολο των αρρήτων είναι πυκνό στο R, δηλαδή ότι για
κάθε a, b με a < b υπάρχει άρρητος x ώστε a < x < b.
√ √
(Υπόδειξη: Εφαρμόστε την πυκνότητα των ρητών για τους a + 2 , b + 2 .)
r q
p √ a
8. Αν a > 0, αποδείξτε ότι a a · · · a a = 2n√ a
, αν στο αριστερό μέλος
της ισότητας υπάρχουν n διαδοχικές ρίζες.

9. Περιγράψτε γεωμετρική κατασκευή του a.
(Υπόδειξη: ΄Εστω 1 < a. Αν Ο, Ι και Α είναι τα σημεία της πραγματικής
ευθείας που αναπαριστούν τους 0, 1 και a, φτιάξτε ημικύκλιο με διάμετρο
ΟΑ και ευθεία κάθετη στην πραγματική ευθεία στο Ι η οποία να τέμνει το
ημικύκλιο στο σημείο Β. Αν x είναι το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος
ΟΒ, αποδείξτε ότι x2 = a.)
√ √
Περιγράψτε γεωμετρική κατασκευή των 4 a και 8 a .
Δυνάμεις με ρητούς εκθέτες.
7 16 10
1. Ποιοι από τους (−2)0 , 00 , (−3) 3 , (−2) 12 , (−2)− 12 ορίζονται;
4 14
Υπολογίστε τους (−8) 3 , (−1) 6 .
¡ 2 ¢5 2 5
2. Ισχύει (−1) 3 4 = (−1) 3 · 4 ;

23
3. Για ποιους ρητούς r ισχύει (−2)r < 0;

Δυνάμεις με άρρητους εκθέτες.


√ √ √ √
1. Ορίζονται οι 2− 2
, (−2) 2
, 0− 2
,0 2 ;
√ √ √
2. Αποδείξτε ότι ( 17 3)24 < 3 2 < ( 17 3)25 .
√ 2
3 √
3. Να συγκρίνετε τους 2 και 3 5 .
√ √
2 2
4. Υπολογίστε τους [10 · 2 ] και [100 · 2 ].
¡ ¢√3 √
5. Ισχύει (−1)2 = (−1)2 3 ;

1.3 Dekadikˆ anaptÔgmata.


Α. Δεκαδικό ανάπτυγμα φυσικού.

Ας πάρουμε τον φυσικό x = 48305. Γνωρίζουμε από το δημοτικό σχολείο ότι


το σύμβολο (διότι περί συμβόλου πρόκειται) 48305 σημαίνει 4 · 10000 + 8 · 1000 +
3 · 100 + 0 · 10 + 5 = 4 · 104 + 8 · 103 + 3 · 102 + 0 · 10 + 5. Μαθαίνουμε, λοιπόν,
από πολύ νωρίς ότι κάθε φυσικός γράφεται ως άθροισμα κάθε όρος του οποίου
είναι δύναμη του 10 πολλαπλασιασμένη με έναν από τους αριθμούς 0, 1, . . . , 9. Οι
δέκα αυτοί αριθμοί ονομάζονται δεκαδικά ψηφία. Στο παράδειγμά μας οι 4, 8, 3, 0, 5
είναι τα δεκαδικά ψηφία του x = 48305 και το σύμβολο 48305 ονομάζεται δεκαδικό
ανάπτυγμα του x. Το να γράφουμε τους φυσικούς με αυτόν τον τρόπο, χρησι-
μοποιώντας τις δυνάμεις του 10 και τα δεκαδικά ψηφία, σημαίνει ότι εφαρμόζουμε
το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης.

Πρόταση 1.13 Κάθε φυσικός x γράφεται με μοναδικό τρόπο ως άθροισμα

x = XN 10N + XN −1 10N −1 + · · · + X1 10 + X0

όπου όλοι οι XN , . . . , X0 ανήκουν στο {0, 1, . . . , 9} και XN 6= 0.

Οι XN , . . . , X0 στην ισότητα x = XN 10N + XN −1 10N −1 + · · · + X1 10 + X0


ονομάζονται δεκαδικά ψηφία του x και η παράσταση

XN XN −1 . . . X1 X0

ονομάζεται δεκαδικό ανάπτυγμα του x.

Β. Δεκαδικό ανάπτυγμα αριθμού που ανήκει στο διάστημα [0, 1).

΄Οπως έχουμε μάθει από το δημοτικό σχολείο, με το σύμβολο 0, 25 δηλώνουμε


τον αριθμό
2 5 25 1
2 · 10−1 + 5 · 10−2 = + = = .
10 100 100 4

24
Ομοίως, με το σύμβολο 0, 5403 δηλώνουμε τον αριθμό

5 4 0 3 5403
5 · 10−1 + 4 · 10−2 + 0 · 10−3 + 3 · 10−4 = + + + = .
10 100 1000 10000 10000
Τα σύμβολα 0, 25 και 0, 5403 τα γράφουμε και 0, 25000 . . . και 0, 5403000 . . . , με
το ψηφίο 0 να επαναλαμβάνεται συνεχώς από κάποιο σημείο και πέρα. Τα σύμβολα
αυτά ονομάζονται δεκαδικά αναπτύγματα των αντίστοιχων αριθμών 41 και 10000 5403
.
3
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι το δεκαδικό ανάπτυγμα του αριθμού 7 είναι το σύμβολο
0, 42857 . . . τα ψηφία του οποίου συνεχίζουν επ΄ άπειρον χωρίς να είναι όλα 0 από
κάποιο σημείο και πέρα.
Τώρα τίθεται το εξής ερώτημα: με ποιες πράξεις πιστοποιείται η σχέση ανάμεσα
στον αριθμό 37 και στο δεκαδικό ανάπτυγμα 0, 42857 . . . ; Θα μπορούσαμε, κατ΄
αναλογία προς τους δυο προηγούμενους αριθμούς, να πούμε ότι το άθροισμα

4 · 10−1 + 2 · 10−2 + 8 · 10−3 + 5 · 10−4 + 7 · 10−5 + · · ·

είναι ίσο με τον αριθμό 37 . Το πρόβλημα είναι ότι η τελευταία παράσταση περιέχει
ΑΠΕΙΡΕΣ προσθέσεις και ο υπολογισμός του αποτελέσματός της ξεφεύγει από το
πλαίσιο χειρισμού στοιχειωδών αλγεβρικών παραστάσεων. Με το γενικό πρόβλη-
μα των άπειρων προσθέσεων θα ασχοληθούμε σε επόμενο κεφάλαιο αυτών των
σημειώσεων. Προς το παρόν θα κάνουμε κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις
ειδικά για δεκαδικά αναπτύγματα.
΄Οταν λέμε ότι το δεκαδικό ανάπτυγμα του 37 είναι το 0, 42857 . . . καταλαβαί-
νουμε ότι ο 73 ικανοποιεί την παρακάτω άπειρη διαδοχή διπλών ανισοτήτων.

3 3 3
0, 4 ≤ < 0, 5 , 0, 42 ≤ < 0, 43 , 0, 428 ≤ < 0, 429 ,
7 7 7
3 3
0, 4285 ≤ < 0, 4286 , 0, 42857 ≤ < 0, 42858 ,
7 7
...............
Οι αριθμοί 0, 4, 0, 42, 0, 428, 0, 4285, 0, 42857, . . . είναι οι διαδοχικές δεκαδικές
προσεγγίσεις του 37 και οι αριθμοί 4, 2, 8, 5, 7, . . . είναι τα δεκαδικά ψηφία του 37 .
Γιατί οι 0, 4, 0, 42, 0, 428, 0, 4285, 0, 42857, . . . ονομάζονται διαδοχικές
προσεγγίσεις του 37 ; Λόγω των διπλών ανισοτήτων, οι αποστάσεις τους από τον
3 1 1 1 1 1
7 είναι μικρότερες από τους αντίστοιχους αριθμούς 10 , 102 , 103 , 104 , 105 , . . .
1 1 1 1
κι αυτοί με τη σειρά τους είναι μικρότεροι από τους αντίστοιχους 1, 2 , 3 , 4 , 5 ,
. . . . ΄Ομως, όταν συζητάγαμε την Αρχιμήδεια ιδιότητα είπαμε ότι οι τελευταίοι
αριθμοί, δηλαδή οι n1 , γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Επομένως,
1
και οι (μικρότεροι) αριθμοί 10 , 1012 , 1013 , 1014 , 1015 , . . . , δηλαδή οι 101n , γίνονται
μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Συμπεραίνουμε ότι «οι αποστάσεις των 0, 4,
0, 42, 0, 428, 0, 4285, 0, 42857, . . . από τον 73 γίνονται μικρότερες από κάθε
θετικό αριθμό». Αυτό ακριβώς είναι το νόημα του όρου: διαδοχικές δεκαδικές
προσεγγίσεις.
Φυσικά, όσα είπαμε για το δεκαδικό ανάπτυγμα του 37 , το οποίο έχει άπειρα
μη μηδενικά δεκαδικά ψηφία, ισχύουν και για το δεκαδικό ανάπτυγμα 0, 25000 . . .

25
1
του αριθμού 4 . Πράγματι, είναι

1 1 1
0, 2 ≤ < 0, 3 , 0, 25 ≤ < 0, 26 , 0, 250 ≤ < 0, 251 ,
4 4 4
1 1
0, 2500 ≤ < 0, 2501 , 0, 25000 ≤ < 0, 25001 ,
4 4
...............
Γνωρίζουμε, τέλος, ότι το ανάπτυγμα 0, 35699999 . . . , στο οποίο το ψηφίο
9 επαναλαμβάνεται συνεχώς από κάποιο σημείο και πέρα, θεωρείται ίδιο με το
357
0, 35700000 . . . , δηλαδή με το δεκαδικό ανάπτυγμα του 1000 . Γενικότερα, όλα τα
δεκαδικά αναπτύγματα στα οποία το ψηφίο 9 επαναλαμβάνεται από ένα σημείο και
πέρα είναι ίδια με δεκαδικά αναπτύγματα στα οποία το ψηφίο 0 επαναλαμβάνεται
από ένα σημείο και πέρα κι αυτά τα τελευταία είναι, προφανώς, προτιμητέα.

΄Ολα αυτά γενικεύονται με την πρόταση που ακολουθεί.


Πρόταση 1.14 Για κάθε x στο [0, 1) υπάρχουν άπειρα διαδοχικά δεκαδικά ψηφία
x1 , x2 , x3 , . . . , δηλαδή αριθμοί από το σύνολο {0, 1, . . . , 9}, ώστε να ισχύει

x1 x2 xn x1 x2 xn 1
+ + ··· + n ≤ x < + + ··· + n + n
10 102 10 10 102 10 10
για κάθε n. Τα διαδοχικά δεκαδικά ψηφία x1 , x2 , x3 , . . . με την ιδιότητα αυτή
καθορίζονται μονοσήμαντα από τον x και δε μπορούν να είναι όλα ίσα με 9 από
κάποιο σημείο και πέρα.
Αν για τον x και για τα δεκαδικά ψηφία x1 , x2 , . . . ισχύουν οι άπειρες
ανισότητες της Πρότασης 1.14, λέμε ότι το δεκαδικό ανάπτυγμα του x
είναι
0, x1 x2 x3 . . . ,
ότι ο xn είναι το n-οστό δεκαδικό ψηφίο του x και ότι το άθροισμα
x1 x2 xn
sn = + 2 + ··· + n
10 10 10
είναι η n-οστή δεκαδική προσέγγιση του x.
Από τη διπλή ανισότητα sn ≤ x < sn + 101n , που συσχετίζει τον x με τη
n-οστή δεκαδική προσέγγισή του, συνεπάγεται, φυσικά, η
1
0 ≤ x − sn < .
10n
΄Εχουμε ήδη παρατηρήσει ότι οι αριθμοί 101n γίνονται μικρότεροι από κάθε
θετικό αριθμό. Επομένως, κατά μείζονα λόγο, και οι διαφορές x − sn γίνονται
μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό. ΄Αρα:

Οι x − sn γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Ισοδύναμα:


όσο μικρός κι αν είναι ένας θετικός αριθμός, όλοι οι x−sn από κά-

26
ποιον και πέρα είναι μικρότεροί του.

Υπολογισμός δεκαδικού αναπτύγματος. Θα περιγράψουμε μέθοδο πρακτικού


υπολογισμού του δεκαδικού αναπτύγματος οποιουδήποτε x στο διάστημα [0, 1).
Από τη διπλή ανισότητα x101 ≤ x < x101 + 101
συνεπάγεται x1 ≤ 10x < x1 + 1 και,
επομένως, ο ακέραιος x1 είναι το ακέραιο μέρος του 10x. Δηλαδή x1 = [10x]. Από
την x101 + 10 x2 x1 x2 1 x2 x2 1
2 ≤ x < 10 + 102 + 102 , δηλαδή την s1 + 102 ≤ x < s1 + 102 + 102 ,

συνεπάγεται x2 ≤ 102 (x − s1 ) < x2 + 1 και, επομένως, ο ακέραιος x2 είναι το


ακέραιο μέρος του 102 (x − s1 ). Δηλαδή x2 = [102 (x − s1 )]. Γενικότερα, αν
έχουμε βρεί τα δεκαδικά ψηφία x1 , . . . , xn−1 , οπότε έχουμε βρεί την (n − 1)-
xn−1
οστή δεκαδική προσέγγιση sn−1 = x101 + · · · + 10 n−1 , τότε από τη διπλή ανισότητα
xn xn 1
sn−1 + 10n ≤ x < sn−1 + 10n + 10n συνεπάγεται xn ≤ 10n (x − sn−1 ) < xn + 1
και, επομένως, xn = [10n (x − sn−1 )].
Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να υπολογίσουμε τα δεκαδικά ψηφία του x με μια
επαγωγική διαδικασία : υπολογίζουμε το ψηφίο x1 με τον τύπο x1 = [10x]
και κατόπιν για κάθε n ≥ 2 υπολογίζουμε το ψηφίο xn από τα προηγούμενα ψηφία
x1 , . . . , xn−1 (δηλαδή τον x2 από τον x1 , τον x3 από τους x1 , x2 και ούτω καθ΄
εξής) βάσει του τύπου xn = [10n (x − sn−1 )]. Η διαδικασία αυτή περιγράφεται με
το συνοπτικό «σχήμα»

x1 = [10x], xn = [10n (x − sn−1 )] (n ≥ 2),

που αποτελείται από έναν τύπο για το πρώτο ψηφίο και από έναν αναδρομικό
τύπο που καθορίζει το n-οστό ψηφίο συναρτήσει των προηγούμενων ψηφίων.
13
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το δεκαδικό ανάπτυγμα του 16 .
h 13 i h 65 i 8 4
x1 = 10 · = = 8, s1 = = ,
16 8 10 5
h ³ 13 4 ´i h 5 i 1 81
x2 = 102 − = = 1, s2 = s1 + 2 = ,
16 5 4 10 100
h ³ 13 81 ´i h 5 i 2 203
x3 = 103 − = = 2, s3 = s2 + 3 = ,
16 100 2 10 250
h ³ 13 203 ´i 5 13
x4 = 104 − = [5] = 5, s4 = s3 + 4 = ,
16 250 10 16
h ³ 13 13 ´i 0 13
x5 = 105 − = [0] = 0, s5 = s4 + 5 = ,
16 16 10 16
h ³ 13 13 ´i 0 13
x6 = 106 − = [0] = 0, s6 = s5 + 6 =
16 16 10 16
και ούτω καθ΄ εξής. ΄Αρα το δεκαδικό ανάπτυγμα του 13 16 είναι το 0, 8125000 . . . .
Παρατηρήστε ότι η τέταρτη δεκαδική προσέγγιση s4 προέκυψε ίση με τον ίδιο τον
13
16 και ότι αυτό είχε ως συνέπεια όλα τα ψηφία x5 , x6 , . . . να είναι ίσα με 0.

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε μερικά αρχικά δεκαδικά ψηφία του √1 .


2
h 1 i 7
x1 = 10 · √ = 7, s1 = ,
2 10

27
h ³ 1 7 ´i 0 7
x2 = 102 √ − = 0, s2 = s1 + 2 = ,
2 10 10 10
h ³ 1 7 ´i 7 707
3
x3 = 10 √ − = 7, s3 = s2 + 3 = ,
2 10 10 1000
h ³ 1 707 ´i 1 7071
x4 = 104 √ − = 1, s4 = s3 + 4 = ,
2 1000 10 10000
h ³ 1 7071 ´i 0 7071
x5 = 105 √ − = 0, s5 = s4 + 5 = ,
2 10000 10 10000
h ³ 1 7071 ´i 6 707106
6
x6 = 10 √ − = 6, s6 = s5 + 6 =
2 10000 10 1000000

και συνεχίζουμε μέχρι να υπολογίσουμε οποιονδήποτε αριθμό αρχικών δεκαδικών


ψηφίων. Το δεκαδικό ανάπτυγμα του √12 αρχίζει με 0, 707106 . . . .

Ac doÔme thn apìdeixh thc Prìtashc 1.14.


'Estw 0 ≤ x < 1. OrÐzoume x1 = [10x], opìte x1 ≤ 10x < x1 + 1 kai, epomènwc,
x1 x1 1
≤x< + .
10 10 10
x1
ParathroÔme ìti 0 ≤ 10x < 10, opìte o x1 an kei sto {0, 1, . . . , 9}. Katìpin orÐzoume s1 = 10
kai x2 = [102 (x − s1 )]. 'Ara x2 ≤ 102 (x − s1 ) < x2 + 1, opìte
x1 x2 x1 x2 1
+ 2 ≤x< + 2 + 2.
10 10 10 10 10
x1 x2
Epeid  0 ≤ 102 (x − s1 ) < 10, o x2 an kei sto {0, 1, . . . , 9}. Katìpin orÐzoume s2 = 10
+ 102
kai x3 = [103 (x − s2 )]. 'Ara x3 ≤ 103 (x − s2 ) < x3 + 1, opìte
x1 x2 x3 x1 x2 x3 1
+ 2 + 3 ≤x< + 2 + 3 + 3.
10 10 10 10 10 10 10
Epeid  0 ≤ 103 (x − s2 ) < 10, o x3 an kei sto {0, 1, . . . , 9}.
Aut  h aperiìristh epagwgik  diadikasÐa dhmiourgeÐ touc xn , ton èna metˆ ton ˆllo, gia
kˆje n. Dhlad  èstw ìti èqoume breÐ x1 , . . . , xn−1 apì to {0, 1, . . . , 9} ètsi ¸ste na eÐnai
x1 xn−1 x1 xn−1 1
+ · · · + n−1 ≤ x < + · · · + n−1 + n−1 .
10 10 10 10 10
x1 xn−1
Tìte orÐzoume sn−1 = 10
+ ··· + 10n−1
kai xn = [10n (x − sn−1 )]. Autì shmaÐnei ìti xn ≤
10n (x − sn−1 ) < xn + 1, opìte
x1 xn−1 xn x1 xn−1 xn 1
+ · · · + n−1 + n ≤ x < + · · · + n−1 + n + n .
10 10 10 10 10 10 10
Epeid  0 ≤ 10n (x − sn−1 ) < 10, o xn an kei sto {0, 1, . . . , 9}.
'Estw ìti upˆrqoun kai oi arijmoÐ y1 , y2 , . . . , ìloi sto {0, 1, . . . , 9}, ¸ste na isqÔei
y1 yn−1 yn y1 yn−1 yn 1
+ · · · + n−1 + n ≤ x < + · · · + n−1 + n + n
10 10 10 10 10 10 10
gia kˆje n. Apì tic duo teleutaÐec diplèc anisìthtec eÐnai −1 < (y1 10n−1 + · · · + yn−1 10 +
yn ) − (x1 10n−1 + · · · + xn−1 10 + xn ) < 1 kai, epeid  o (y1 10n−1 + · · · + yn−1 10 + yn ) −
(x1 10n−1 + · · · + xn−1 10 + xn ) eÐnai akèraioc, sunepˆgetai
y1 10n−1 + · · · + yn−1 10 + yn = x1 10n−1 + · · · + xn−1 10 + xn
gia kˆje n. Efarmìzontac aut  thn isìthta ìtan o n paÐrnei tic timèc 1, 2, 3, . . . , brÐskoume
diadoqikˆ y1 = x1 , y2 = x2 , y3 = x3 , . . . .

28
Ac upojèsoume, tèloc, ìti apì kˆpoio shmeÐo kai pèra ìloi oi xn eÐnai Ðsoi me 9. Dhlad 
ìti upˆrqei kˆpoioc fusikìc m ¸ste na eÐnai xn = 9 gia kˆje n ≥ m. Tìte
x1 xm−1 9 9 x1 xm−1 9 9 1
+ · · · + m−1 + m + · · · + n ≤ x < + · · · + m−1 + m + · · · + n + n
10 10 10 10 10 10 10 10 10
10n−m+1 −1
gia kˆje n ≥ m. Epeid  109m + · · · + 9
10n
= 9
10n
(10n−m + · · · + 10 + 1) = 10n
=
1
10m−1
− 101n , sunepˆgetai

x1 xm−1 1 1 x1 xm−1 1
+ · · · + m−1 + m−1 − n ≤ x < + · · · + m−1 + m−1
10 10 10 10 10 10 10
x
gia kˆje n ≥ m. OrÐzoume a = x101 + · · · + 10m−1 1 1
m−1 + 10m−1 − x, opìte eÐnai 0 < a ≤ 10n gia
1
kˆje n ≥ m. Epeid  oi 10n gÐnontai mikrìteroi apì kˆje jetikì arijmì, sunepˆgetai ìti apì
kˆpoion n kai pèra ja eÐnai 101n < a. Autì eÐnai ˆtopo afoÔ eÐnai a ≤ 101n gia kˆje n ≥ m.

Γ. Δεκαδικό ανάπτυγμα μη αρνητικού αριθμού.

Στην προηγούμενη υποενότητα μελετήσαμε τα δεκαδικά αναπτύγματα των αρι-


θμών του διαστήματος [0, 1). Αν x ≥ 1, μπορούμε να γράψουμε x = [x]+(x−[x]),
όπου ο [x] είναι το ακέραιο μέρος του x, δηλαδή φυσικός αριθμός, και ο x − [x]
ανήκει στο [0, 1). ΄Εχουμε τώρα τα δεκαδικά αναπτύγματα των δυο αυτών αριθμών:
το XN . . . X0 για τον [x] και το 0, x1 x2 . . . για τον x − [x]. Συνδυάζοντας τα δυο
αυτά αναπτύγματα, λέμε ότι το

XN . . . X0 , x1 x2 . . .

είναι το δεκαδικό ανάπτυγμα του x. Η n-οστή δεκαδική προσέγγιση


του x είναι ο αριθμός
x1 xn x1 xn
sn = [x] + + · · · + n = XN 10N + · · · + X1 10 + X0 + + ··· + n .
10 10 10 10
Προφανώς, ισχύει
1
sn ≤ x < s n +
10n
για κάθε n. Συνεπάγεται 0 ≤ x − sn < 101n και, επομένως, το συμπέρασμα της
προηγούμενης υποενότητας για τις δεκαδικές προσεγγίσεις αριθμών x από το [0, 1)
επεκτείνεται και για τις δεκαδικές προσεγγίσεις αριθμών x ≥ 0.

Οι x − sn γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Ισοδύναμα:


όσο μικρός κι αν είναι ένας θετικός αριθμός, όλοι οι x−sn από κά-
ποιον και πέρα είναι μικρότεροί του.

Αν συμβολίσουμε
1
tn = sn + ,
10n
τότε, προφανώς, είναι

1
sn ≤ x < t n και tn − sn = .
10n

29
Παρατηρήστε τώρα ότι
xn+1
sn+1 = sn + ≥ sn
10n+1
και
1 xn+1 1
tn+1 = sn+1 + = sn + + n+1
10n+1 10 n+1 10
9 1 1
≤ sn + + = sn + n
10n+1 10n+1 10
= tn .
Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι οι διαδοχικοί αριθμοί s1 , s2 , s3 , . . . μεγαλώνουν
(και είναι όλοι ≤ x) ενώ οι διαδοχικοί αριθμοί t1 , t2 , t3 , . . . μικραίνουν (και είναι
όλοι > x). Από τη σχέση tn − sn = 101n καταλαβαίνουμε ότι οι tn − sn γίνονται
μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Επειδή ο x βρίσκεται ανάμεσα στους sn , tn ,
συνεπάγεται ότι οι x − sn γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό (αυτό ήδη
το γνωρίζουμε) και οι tn − x γίνονται, ομοίως, μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό.
΄Εχουμε, λοιπόν, την εξής κατάσταση.

Οι sn μεγαλώνουν και οι x − sn γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό


αριθμό και οι tn μικραίνουν και οι tn − x γίνονται μικρότεροι από
κάθε θετικό αριθμό.

Ask seic.
Δεκαδικό ανάπτυγμα φυσικού.
1. ΄Εστω ότι ο x είναι φυσικός και ο N είναι μη αρνητικός ακέραιος.
Αν όλοι οι XN , . . . , X0 ανήκουν στο {0, 1, . . . , 9} και XN 6= 0, αποδείξτε
ότι 10N ≤ XN 10N + · · · + X1 10 + X0 ≤ 10N +1 − 1 < 10N +1 .
Αποδείξτε ότι το πλήθος των ψηφίων στο δεκαδικό ανάπτυγμα του x είναι
ίσο με N + 1 αν και μόνο αν 10N ≤ x < 10N +1 .
Δεκαδικό ανάπτυγμα αριθμού στο [0, 1).
3
1. Βρείτε «πολλά» δεκαδικά ψηφία του 7 . Τι παρατηρείτε;
2. ΄Εστω x, y στο [0, 1). Αν για κάποιο n οι n-οστές δεκαδικές προσεγγίσεις
των x, y είναι ίδιες, αποδείξτε ότι |x − y| < 101n .
3. ΄Εστω x στο [0, 1). Αν x1 , x2 , . . . είναι τα δεκαδικά ψηφία του x και sn είναι
η n-οστή δεκαδική προσέγγισή του, ποιο είναι το δεκαδικό ανάπτυγμα του
10n (x − sn );
4. ΄Εστω x, y στο [0, 1). Αποδείξτε ότι το σφάλμα στον υπολογισμό του α-
θροίσματος x + y με την αντικατάσταση των x, y από τις n-οστές δεκαδικές
προσεγγίσεις τους είναι μικρότερο από 102n .
Αποδείξτε ότι το αντίστοιχο σφάλμα στον υπολογισμό του γινομένου xy
είναι μικρότερο από 102n − 1012n .

30
Δεκαδικό ανάπτυγμα μη αρνητικού αριθμού.

1. Βρείτε την έκτη δεκαδική προσέγγιση του 2 .

1.4 Logˆrijmoi.
Θεωρούμε a στο διάστημα (0, 1) ή στο (1, +∞), δηλαδή θετικό και 6= 1.
Διατυπώνουμε το εξής ερώτημα: για ποιους y η εξίσωση ax = y (με άγνωστο
τον x) έχει λύση;
Γνωρίζουμε ότι για κάθε x είναι ax > 0, οπότε, για να έχει λύση η εξίσωση
x
a = y, πρέπει να είναι y > 0. Το θεώρημα που ακολουθεί μας λέει ότι αυτός είναι
ο μοναδικός περιορισμός για τον y.
Θεώρημα 1.2 ΄Εστω a > 0 και a =
6 1. Για κάθε y > 0 υπάρχει μοναδικός x
ώστε να είναι
ax = y.
Το ουσιαστικό αποτέλεσμα του Θεωρήματος 1.2 είναι η ύπαρξη της λύσης της
εξίσωσης ax = y. Η μοναδικότητα της λύσης είναι σχεδόν προφανής. Πράγματι,
δε μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές λύσεις x1 , x2 της ax = y (με τον ίδιο y), διότι
γνωρίζουμε ότι, αν x1 6= x2 , τότε ax1 6= ax2 .
Η μοναδική λύση της εξίσωσης ax = y ονομάζεται λογάριθμος του y με
βάση a και συμβολίζεται
loga y.
Με άλλα λόγια, ισχύει η ισοδυναμία:
x = loga y αν και μόνο αν ax = y.
Παρατήρηση: Η περίπτωση a = 1, σε σχέση με την εξίσωση ax = y, δεν
παρουσιάζει ενδιαφέρον. Πράγματι, επειδή είναι 1x = 1 για κάθε x, ο μοναδικός y
για τον οποίο έχει λύση η εξίσωση είναι ο 1 και σ΄ αυτή την περίπτωση η εξίσωση
έχει άπειρες λύσεις, όλους τους αριθμούς.
Για τον ίδιο λόγο ούτε η περίπτωση a = 0 έχει ενδιαφέρον. Η εξίσωση 0x = y
έχει λύση μόνο όταν y = 0 και σ΄ αυτή την περίπτωση έχει άπειρες λύσεις, όλους
τους θετικούς αριθμούς.
Η περίπτωση a < 0 δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης λόγω των γνωστών
περιπλοκών με τον ax όταν ο x είναι ρητός και λόγω του ότι ο ax δεν ορίζεται
όταν ο x είναι άρρητος.

Η πρόταση που ακολουθεί αναφέρει τις βασικές ιδιότητες των λογαρίθμων.


Πρόταση 1.15 ΄Εστω a > 0 και a 6= 1.
(1) loga (yz) = loga y + loga z για κάθε y, z > 0.
(2) loga yz = loga y − loga z για κάθε y, z > 0.
(3) loga (y z ) = z loga y για κάθε y > 0 και κάθε z.
(4) loga 1 = 0 και loga a = 1.
(5) ΄Εστω 0 < y < z. Τότε (i) loga y < loga z, αν a > 1, και (ii) loga y > loga z,
αν 0 < a < 1.

31
(1) OrÐzoume x = loga y kai w = loga z , opìte ax = y kai aw = z . Tìte ax+w = ax aw = yz ,
opìte loga (yz) = x + w = loga y + loga z .
(2) Apì thn loga yz + loga z = loga ( yz z) = loga y sunepˆgetai loga yz = loga y − loga z .
(3) OrÐzoume x = loga y , opìte ax = y . Tìte azx = (ax )z = y z kai, epomènwc, loga (y z ) =
zx = z loga y .
(4) H loga 1 = 0 prokÔptei apì thn a0 = 1 kai h loga a = 1 apì thn a1 = a.
(5) 'Estw 0 < y < z . OrÐzoume x = loga y kai w = loga z , opìte y = ax kai z = aw . Tìte
ax < aw kai, an a > 1, sunepˆgetai x < w en¸, an 0 < a < 1, sunepˆgetai x > w.

Το αποτέλεσμα της πρότασης που ακολουθεί είναι ο λεγόμενος τύπος αλλαγής


βάσης λογαρίθμων.
Πρόταση 1.16 ΄Εστω a, b > 0 και a, b 6= 1. Τότε
1
logb y = · loga y
loga b

για κάθε y > 0.


'Estw a, b > 0 kai a, b 6= 1. OrÐzoume x = logb y kai w = loga b, opìte bx = y kai aw = b.
Sunepˆgetai awx = (aw )x = bx = y . 'Ara loga y = wx = loga b logb y .

Ask seic.
1. Υπολογίστε τους log2 4, log 12 2, log 12 4.
2. Να συγκρίνετε τους log2 3 και log3 4.
3. Υπολογίστε το γινόμενο log2 3 · log3 5 · log5 7 · log7 10 · log10 8.
4. ΄Εστω a > 0, a 6= 1. Αποδείξτε ότι aloga y = y για κάθε y > 0.
5. Είναι ο log2 3 ρητός;
6. ΄Εστω a > 0, a 6= 1. Αποδείξτε ότι log a1 y = − loga y για κάθε y > 0.

7. ΄Εστω a > 0, a 6= 1. Αποδείξτε ότι logaz (y z ) = loga y για κάθε y > 0 και z.

1.5 TrigwnometrikoÐ arijmoÐ. AntÐstrofoi


trigwnometrikoÐ arijmoÐ.
Θεωρούμε κύκλο κέντρου Ο και ακτίνας 1 και δυο κάθετες μεταξύ τους δι-
αμέτρους, την οριζόντια Α΄ΟΑ (το Α δεξιά του Ο) και την κατακόρυφη Β΄ΟΒ (το
Β πάνω από το Ο). Θεωρούμε οποιονδήποτε x και γράφουμε πάνω στον κύκλο
τόξο ΑΜ μήκους |x|, αρχίζοντας από το Α και πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση
την αντίθετη της κίνησης των δεικτών του ρολογιού, αν x > 0, ή προς την αντίθετη
κατεύθυνση (την κατεύθυνση της κίνησης των δεικτών του ρολογιού), αν x < 0.
Καθώς ο x μεταβάλλεται, το σημείο Μ μεταβάλλεται αναλόγως.

32
Είναι γνωστό ότι το γράμμα π χρησιμοποιείται για να συμβολίσει το μισό του
μήκους οποιουδήποτε κύκλου με ακτίνα 1. Επομένως, ο π2 αντιστοιχεί στο σημείο
Β, ο π στο σημείο Α΄, ο 3π 2 στο σημείο Β΄ και ο 2π στο σημείο Α. Καθώς ο x
διατρέχει το διάστημα [0, 2π] από μικρότερες προς μεγαλύτερες τιμές το σημείο Μ
διατρέχει τον κύκλο ΑΒΑ΄Β΄Α προς την κατεύθυνση την αντίθετη της κίνησης των
δεικτών του ρολογιού και όταν ο x ξεπεράσει το 2π το Μ ξαναρχίζει να διατρέ-
χει τον κύκλο. Ακριβώς το ίδιο πράγμα γίνεται όταν ο x διατρέχει το διάστημα
[k2π, (k + 1)2π], όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος: η κίνηση του σημείου Μ
είναι περιοδική με περίοδο 2π. Με άλλα λόγια, αν ένα σημείο Μ αντιστοιχεί σε
κάποιον x, τότε το ίδιο Μ αντιστοιχεί και σε όλους τους αριθμούς που διαφέρουν
από τον x κατά ακέραιο πολλαπλάσιο του 2π.

Σχήμα 1.4: Ο τριγωνομετρικός κύκλος.

Κατόπιν ζωγραφίζουμε την ευθεία ε που εφάπτεται στον κύκλο στο σημείο Α
και την ευθεία η που εφάπτεται στον κύκλο στο σημείο Β.
Για κάθε x προσδιορίζουμε, λοιπόν, το αντίστοιχο Μ και φέρνουμε

1. κάθετη ΜΕ στη διάμετρο Α΄ΟΑ. Συμβολίζουμε

cos x = ± μήκος του ΟΕ

με + , αν το Ε είναι δεξιά του Ο, και − , αν το Ε είναι αριστερά του Ο.

2. κάθετη ΜΖ στη διάμετρο Β΄ΟΒ. Συμβολίζουμε

sin x = ± μήκος του ΟΖ

με + , αν το Ζ είναι πάνω από το Ο, και − , αν το Ζ είναι κάτω από το Ο.

33
3. την προέκταση της ΟΜ μέχρι να συναντήσει την ευθεία ε στο σημείο Δ.
Συμβολίζουμε
tan x = ± μήκος του ΑΔ
με + , αν το Δ είναι πάνω από το Α, και − , αν το Δ είναι κάτω από το Α.
4. την προέκταση της ΟΜ μέχρι να συναντήσει την ευθεία η στο σημείο Γ.
Συμβολίζουμε
cot x = ± μήκος του ΒΓ
με + , αν το Γ είναι δεξιά του Β, και − , αν το Γ είναι αριστερά του Β.
Παρατηρούμε ότι ο αριθμός tan x δεν ορίζεται, αν το Μ ταυτίζεται με τα Β και
Β΄ ή, ισοδύναμα, αν x = π2 + ακέραιο πολλαπλάσιο του π. Ομοίως, ο αριθμός cot x
δεν ορίζεται, αν το Μ ταυτίζεται με τα Α και Α΄ ή, ισοδύναμα, αν x = ακέραιο
πολλαπλάσιο του π.
Είναι φανερό ότι το (cos x, sin x) είναι το ζεύγος συντεταγμένων του Μ στο
επίπεδο του κύκλου με την ευθεία της διαμέτρου Α΄ΟΑ ως άξονα πρώτων συντε-
ταγμένων και την ευθεία της Β΄ΟΒ ως άξονα δεύτερων συντεταγμένων. Ο αριθμός
cos x ονομάζεται συνημίτονο του x, ο sin x ονομάζεται ημίτονο του x, ο tan x
ονομάζεται εφαπτόμενη του x και ο cot x ονομάζεται συνεφαπτόμενη του
x. Οι τέσσερις αυτοί αριθμοί ονομάζονται τριγωνομετρικοί αριθμοί του x.
Επίσης, ο κύκλος βάσει του οποίου ορίζονται οι τριγωνομετρικοί αριθμοί ονομάζε-
ται τριγωνομετρικός κύκλος.

Παραδείγματα: (1) cos 0 = 1, sin 0 = 0, tan 0 = 0. Δεν ορίζεται ο cot 0.


(2) cos π2 = 0, sin π2 = 1, cot π2 = 0. Δεν ορίζεται ο tan π2 .
(3) cos π = −1, sin π = 0, tan π = 0. Δεν ορίζεται ο cot π.
(4) cos 3π 3π 3π
2 = 0, sin 2 = −1, cot 2 = 0. Δεν ορίζεται ο tan 2 .

Εύκολα φαίνεται στον τριγωνομετρικό κύκλο ότι cos x > 0, αν ο x ανήκει


στο διάστημα (− π2 + k2π, π2 + k2π), και cos x < 0, αν ο x ανήκει στο διάστημα
( π2 +k2π, 3π2 +k2π), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος. Επίσης, είναι sin x > 0,
αν ο x ανήκει στο διάστημα (k2π, π + k2π), και sin x < 0, αν ο x ανήκει στο
διάστημα (π + k2π, 2π + k2π), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
Είναι, επίσης, φανερό από τον τριγωνομετρικό κύκλο ότι

−1 ≤ cos x ≤ 1, −1 ≤ sin x ≤ 1

για κάθε x. Η πρόταση που ακολουθεί συγκεντρώνει μερικές βασικές ιδιότητες


των τριγωνομετρικών αριθμών. ΄Ολες είναι γνωστές από το λύκειο.
Πρόταση 1.17 (1) (sin x)2 + (cos x)2 = 1.
sin x cos x
(2) tan x = cos x , cot x = sin x .
(3) cos(−x) = cos x, sin(−x) = − sin x, tan(−x) = − tan x, cot(−x) = − cot x.
(4) cos( π2 −x) = sin x, sin( π2 −x) = cos x, tan( π2 −x) = cot x, cot( π2 −x) = tan x.
(5) cos(x + π) = − cos x, sin(x + π) = − sin x, tan(x + π) = tan x, cot(x + π) =
cot x.
(6) cos(x + y) = cos x cos y − sin x sin y, sin(x + y) = sin x cos y + cos x sin y.

34
(7) cos x − cos y = −2 sin x−y x+y x−y x+y
2 sin 2 , sin x − sin y = 2 sin 2 cos 2 .
0 0
(8) ΄Εστω k ακέραιος. Τότε (i) cos x > cos x , αν k2π ≤ x < x ≤ π + k2π, και
(ii) cos x < cos x0 , αν π + k2π ≤ x < x0 ≤ 2π + k2π.
(9) ΄Εστω k ακέραιος. Τότε (i) sin x < sin x0 , αν − π2 + k2π ≤ x < x0 ≤ π2 + k2π,
και (ii) sin x > sin x0 , αν π2 + k2π ≤ x < x0 ≤ 3π
2 + k2π.
Gia thn apìdeixh thc Prìtashc 1.16 qrhsimopoioÔme aplèc gewmetrikèc ènnoiec.
(1) Efarmìzoume to Pujagìreio Je¸rhma sto trÐgwno OEM.
(2) Sta ìmoia trÐgwna OAD, OEM eÐnai
m koc tou AD = m koc tou EM kai, epomènwc,
m koc tou OA m koc tou OE
sin x
tan x = cos . EpÐshc, sta ìmoia trÐgwna OBG, OZM eÐnai m koc tou BG = m koc tou ZM
x m koc tou OB m koc tou OZ
kai, epomènwc, cot x = cos x
sin x
.
(3) Kai oi tèsseric isìthtec prokÔptoun apì to ìti ta shmeÐa tou kÔklou pou antistoiqoÔn
stouc x, −x eÐnai summetrikˆ wc proc th diˆmetro A'OA.
(4) Kai oi tèsseric isìthtec prokÔptoun apì to ìti ta shmeÐa tou kÔklou pou antistoiqoÔn
stouc x, π2 − x eÐnai summetrikˆ wc proc th diqotìmo thc gwnÐac AOB.
(5) Kai oi tèsseric isìthtec prokÔptoun apì to ìti ta shmeÐa tou kÔklou pou antistoiqoÔn
stouc x, x + π eÐnai summetrikˆ wc proc to shmeÐo O.
(6) 'Estw M, N kai K ta shmeÐa tou kÔklou pou antistoiqoÔn stouc x, −y kai x + y . Ta tìxa
AK (autì pou perièqei to M) kai NM (autì pou perièqei to A) èqoun to Ðdio m koc. Epomènwc,
kai oi qordèc AK kai NM èqoun to Ðdio m koc, opìte
p p
(cos(x + y) − 1)2 + (sin(x + y) − 0)2 = (cos x − cos(−y))2 + (sin x − sin(−y))2 .
Kˆnontac prˆxeic, qrhsimopoi¸ntac tic (1) kai (3), prokÔptei h pr¸th isìthta sthn (6). H
deÔterh isìthta prokÔptei apì thn pr¸th, qrhsimopoi¸ntac tic (3) kai (4):
¡π ¢ ¡¡ π ¢ ¢
sin(x + y) = cos − (x + y) = cos − x + (−y)
2 2
¡π ¢ ¡π ¢
= cos − x cos(−y) − sin − x sin(−y)
2 2
= sin x cos y + cos x sin y.
(7) EÐnai
¡x + y x−y¢ x+y x−y x+y x−y
cos x = cos + = cos cos − sin sin
2 2 2 2 2 2
kai ¡x + y x−y¢ x+y x−y x+y x−y
cos y = cos − = cos cos + sin sin .
2 2 2 2 2 2
Epomènwc,
x+y x−y
cos x − cos y = −2 sin sin .
2 2
Me ton Ðdio trìpo prokÔptei kai h deÔterh isìthta thc (7).
(8) An k2π ≤ x < x0 ≤ π + k2π , ta shmeÐa M, M' tou kÔklou pou antistoiqoÔn stouc x, x0
eÐnai sto pˆnw hmikÔklio kai to M eÐnai dexiˆ tou M', opìte cos x > cos x0 . An π + k2π ≤ x <
x0 ≤ 2π + k2π , tìte ta Ðdia shmeÐa M, M' eÐnai sto kˆtw hmikÔklio kai to M eÐnai aristerˆ tou
M', opìte cos x < cos x0 .
(9) An − π2 + k2π ≤ x < x0 ≤ π2 + k2π , ta shmeÐa M, M' tou kÔklou pou antistoiqoÔn
stouc x, x0 eÐnai sto dexiì hmikÔklio kai to M eÐnai kˆtw apì to M', opìte sin x < sin x0 . An
π
2
+ k2π ≤ x < x0 ≤ 3π 2
+ k2π , ta Ðdia shmeÐa M, M' eÐnai sto aristerì hmikÔklio kai to M
eÐnai pˆnw apì to M', opìte sin x > sin x0 .

Τώρα θα ορίσουμε τους λεγόμενους αντίστροφους τριγωνομετρικούς αριθμούς.


Η σχέση τους με τους τριγωνομετρικούς αριθμούς είναι ανάλογη της σχέσης των
λογαρίθμων με τις δυνάμεις. Για τους παρακάτω ορισμούς χρησιμοποιούμε τον ίδιο

35
τριγωνομετρικό κύκλο που χρησιμοποιήσαμε για τον ορισμό των τριγωνομετρικών
αριθμών.
1. ΄Εστω y στο [−1, 1]. Στη διάμετρο Α΄ΟΑ προσδιορίζουμε το σημείο Ε που
αντιστοιχεί στον y και από το Ε φέρνουμε κάθετη στην Α΄ΟΑ μέχρι να
συναντήσει το ημικύκλιο Α΄ΒΑ στο σημείο Μ. Συμβολίζουμε
arccos y
τον αριθμό στο [0, π] που αντιστοιχεί στο Μ, δηλαδή το μήκος του τόξου
ΑΜ.
2. ΄Εστω y στο [−1, 1]. Στη διάμετρο Β΄ΟΒ προσδιορίζουμε το σημείο Ζ που
αντιστοιχεί στον y και από το Ζ φέρνουμε κάθετη στην Β΄ΟΒ μέχρι να συνα-
ντήσει το ημικύκλιο Β΄ΑΒ στο σημείο Μ. Συμβολίζουμε
arcsin y
τον αριθμό στο [− π2 , π2 ] που αντιστοιχεί στο Μ.
3. ΄Εστω αριθμός y. Στην ευθεία ε προσδιορίζουμε το σημείο Δ που αντι-
στοιχεί στον y. ΄Εστω Μ το σημείο τομής της ΟΔ με το ημικύκλιο Β΄ΑΒ.
Συμβολίζουμε
arctan y
τον αριθμό στο (− π2 , π2 ) που αντιστοιχεί στο Μ.
4. ΄Εστω αριθμός y. Στην ευθεία η προσδιορίζουμε το σημείο Γ που αντι-
στοιχεί στον y. ΄Εστω Μ το σημείο τομής της ΟΓ με το ημικύκλιο Α΄ΒΑ.
Συμβολίζουμε
arccot y
τον αριθμό στο (0, π) που αντιστοιχεί στο Μ.
Παραδείγματα: (1) arccos 1 = 0, arccos 0 = π2 , arccos(−1) = π.
(2) arcsin 1 = π2 , arcsin 0 = 0, arcsin(−1) = − π2 .
(3) arctan 0 = 0 και arccot 0 = π2 .

Ο αριθμός arccos y ονομάζεται τόξο-συνημίτονο του y, ο arcsin y ονομάζε-


ται τόξο-ημίτονο του y, ο arctan y ονομάζεται τόξο-εφαπτόμενη του y και
ο arccot y ονομάζεται τόξο-συνεφαπτόμενη του y. Και οι τέσσερις αριθμοί
ονομάζονται αντίστροφοι τριγωνομετρικοί αριθμοί του y.
Είναι φανερό ότι για κάθε y στο [−1, 1] ο αριθμός arccos y είναι ο μοναδικός
αριθμός στο [0, π] που είναι λύση της εξίσωσης cos x = y. Δηλαδή
x = arccos y αν και μόνο αν cos x = y και 0 ≤ x ≤ π.

Υπάρχει μια ακόμη λύση της cos x = y στο διάστημα [−π, 0], ο αριθμός − arccos y,
και υπάρχουν και άπειρες άλλες: οι arccos y + k2π και οι − arccos y + k2π, όπου
k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
Είναι, επίσης, φανερό ότι για κάθε y στο [−1, 1] ο αριθμός arcsin y είναι ο
μοναδικός αριθμός στο [− π2 , π2 ] που είναι λύση της εξίσωσης sin x = y. Δηλαδή

36
π π
x = arcsin y αν και μόνο αν sin x = y και − ≤x≤ .
2 2
Υπάρχει μια ακόμη λύση της sin x = y στο διάστημα [ π2 , 3π
2 ], ο αριθμός π−arcsin y,
και υπάρχουν και άπειρες άλλες: οι arcsin y + k2π και οι π − arcsin y + k2π, όπου
k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
Για κάθε y ο αριθμός arctan y είναι ο μοναδικός αριθμός στο (− π2 , π2 ) που είναι
λύση της εξίσωσης tan x = y. Δηλαδή
π π
x = arctan y αν και μόνο αν tan x = y και − <x< .
2 2
Υπάρχουν και άπειρες άλλες λύσεις της tan x = y: οι arctan y + kπ, όπου k είναι
οποιοσδήποτε ακέραιος.
Για κάθε y ο αριθμός arccot y είναι ο μοναδικός αριθμός στο (0, π) που είναι
λύση της εξίσωσης cot x = y. Δηλαδή
x = arccot y αν και μόνο αν cot x = y και 0 < x < π.
Υπάρχουν και άπειρες άλλες λύσεις της cot x = y: οι arccot y + kπ, όπου k είναι
οποιοσδήποτε ακέραιος.
Πρόταση 1.18 (1) ΄Εστω −1 ≤ y < y 0 ≤ 1. Τότε είναι arccos y > arccos y 0
και arcsin y < arcsin y 0 .
(2) ΄Εστω y < y 0 . Τότε είναι arctan y < arctan y 0 και arccot y > arccot y 0 .
(1) 'Estw E, E' ta shmeÐa thc diamètrou A'OA pou antistoiqoÔn stouc y, y 0 kai M, M' ta
antÐstoiqa shmeÐa tou hmikuklÐou A'BA. To E eÐnai aristerˆ tou E', opìte to M eÐnai aristerˆ
tou M' kai, epomènwc, eÐnai arccos y > arccos y 0 .
OmoÐwc, èstw Z, Z' ta shmeÐa thc diamètrou B'OB pou antistoiqoÔn stouc y, y 0 kai M, M'
ta antÐstoiqa shmeÐa tou hmikuklÐou B'AB. To Z eÐnai kˆtw apì to Z', opìte to M eÐnai kˆtw
apì to M' kai, epomènwc, eÐnai arcsin y < arcsin y 0 .
(2) 'Estw D, D' ta shmeÐa thc eujeÐac e pou antistoiqoÔn stouc y, y 0 kai M, M' ta antÐstoiqa
shmeÐa tou hmikuklÐou B'AB. To D eÐnai kˆtw apì to D', opìte to M eÐnai kˆtw apì to M' kai,
epomènwc, eÐnai arctan y < arctan y 0 .
'Estw G, G' ta shmeÐa thc eujeÐac h pou antistoiqoÔn stouc y, y 0 kai M, M' ta antÐstoiqa
shmeÐa tou hmikuklÐou A'BA. To G eÐnai aristerˆ tou G', opìte to M eÐnai aristerˆ tou M' kai,
epomènwc, eÐnai arccot y > arccot y 0 .

Ask seic.
Τριγωνομετρικοί αριθμοί.
1. Υπολογίστε με τη βοήθεια του τριγωνομετρικού κύκλου (και απλές γεωμετρι-
κές ιδιότητες) τους τριγωνομετρικούς αριθμούς των π6 , π4 και π3 .
2. Λύστε τις παρακάτω εξισώσεις.

1 1 1 3
cos x = , sin x = − , cos x = − √ , sin x = ,
2 2 2 2
√ √
tan x = 0, cot x = −1, tan x = − 3 , cot x = 3 .

37

3. Αποδείξτε ότι |a cos x + b sin x| ≤ a2 + b2 .
4. Αποδείξτε με τη βοήθεια του τριγωνομετρικού κύκλου ότι για κάθε a, b με
την ιδιότητα a2 + b2 = 1 υπάρχει μοναδικός q στο διάστημα [0, 2π) ώστε να
είναι
cos q = a και sin q = b.

5. ΄Εστω οποιοιδήποτε a, b όχι και οι δυο ίσοι με 0. Χρησιμοποιώντας το αποτέ-


λεσμα της προηγούμενης άσκησης, αποδείξτε ότι υπάρχουν αριθμοί p > 0
και q ώστε να είναι
a cos x + b sin x = p cos(x − q)
για κάθε x.
√ ¡ ¢
(Υπόδειξη: a cos x + b sin x = a2 + b2 √ a cos x + √ b sin x .)
a2 +b2 a2 +b2

6. Αποδείξτε ότι
(i) cos y = cos x αν και μόνο αν y = x + k2π ή y = −x + k2π,
(ii) sin y = sin x αν και μόνο αν y = x + k2π ή y = π − x + k2π,
(iii) tan y = tan x αν και μόνο αν y = x + kπ,
(iv) cot y = cot x αν και μόνο αν y = x + kπ,
όπου k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
7. Αποδείξτε ότι
1 1
1 + (tan x)2 = , 1 + (cot x)2 = .
(cos x)2 (sin x)2

8. Αποδείξτε ότι
tan x + tan y cot x cot y − 1
tan(x + y) = , cot(x + y) = .
1 − tan x tan y cot x + cot y

9. Αποδείξτε ότι
cos(2x) = (cos x)2 − (sin x)2 = 2(cos x)2 − 1 = 1 − 2(sin x)2 ,
sin(2x) = 2 sin x cos x,
2 tan x (cot x)2 − 1
tan(2x) = , cot(2x) = .
1 − (tan x)2 2 cot x
10. Αποδείξτε ότι
1 − (tan x2 )2 2 tan x2
cos x = , sin x = ,
1 + (tan x2 )2 1 + (tan x2 )2

2 tan x2 1 − (tan x2 )2
tan x = , cot x = .
1 − (tan x2 )2 2 tan x2

38
Αντίστροφοι τριγωνομετρικοί αριθμοί.
1. Βρείτε με τη βοήθεια του τριγωνομετρικού

κύκλου

τους αντίστροφους τρι-
γωνομετρικούς αριθμούς των 0, ± 12 , ± 22 , ± 23 και ±1.
2. Αποδείξτε ότι
π π
arccos y + arcsin y = , arctan y + arccot y = .
2 2
Η πρώτη ισότητα ισχύει για κάθε y στο [−1, 1] και η δεύτερη για κάθε y.
3. Για ποιους y ισχύουν οι ισότητες y = cos(arccos y) και y = sin(arcsin y);
Για ποιους y ισχύουν οι ισότητες y = tan(arctan y) και y = cot(arccot y);
4. Αποδείξτε ότι arccos(cos x) = x για κάθε x στο [0, π].
Με τι ισούται η παράσταση arccos(cos x), αν ο x ανήκει στο [kπ, (k + 1)π],
όπου k είναι ακέραιος 6= 0;
Τι ανάλογο μπορείτε να πείτε για καθεμιά από τις παραστάσεις arcsin(sin x),
arctan(tan x) και arccot(cot x);

39
40
Kefˆlaio 2

AkoloujÐec kai 'Oria


Akolouji¸n
Στο κεφάλαιο αυτό κατ΄ αρχήν ορίζεται η έννοια της ακολουθίας αριθμών καθώς
και οι μονότονες και οι φραγμένες ακολουθίες. Εισάγεται η σημαντικότερη έννοια
του απειροστικού λογισμού: η έννοια του ορίου - στο κεφάλαιο αυτό ορίζεται η
έννοια του ορίου ακολουθίας και σε επόμενο κεφάλαιο θα οριστεί η έννοια του
ορίου συνάρτησης. Δίνεται έμφαση στον αυστηρά μαθηματικό ορισμό του ορίου
«με τους ² και n0 ». Μελετώνται οι βασικές ιδιότητες των ορίων ακολουθιών -
ο λεγόμενος λογισμός των ορίων· οι περισσότερες από αυτές επαναλαμβάνονται
αργότερα στο πλαίσιο του ορίου συνάρτησης. Τονίζεται η ύπαρξη ορίου των μονό-
τονων ακολουθιών με κυριότερες συνέπειες: μια σημαντική ιδιότητα των δεκαδικών
αναπτυγμάτων, ένα δεύτερο ορισμό των δυνάμεων με άρρητους εκθέτες και τον
ορισμό των σημαντικών αριθμών e και π.

2.1 OrismoÐ.
Ονομάζουμε ακολουθία (πραγματικών αριθμών) οποιαδήποτε άπειρη
επιλογή αριθμών με συγκεκριμένη σειρά: πρώτος, δεύτερος, τρίτος κλπ. Οι επιλεγ-
μένοι αριθμοί ονομάζονται όροι της ακολουθίας και συμβολίζονται με ένα γράμμα
κοινό για όλους και με ένα δείκτη που δείχνει τη σειρά επιλογής και διατρέχει το
σύνολο των φυσικών. Για παράδειγμα:

x1 , x2 , . . . , xn , . . . , y1 , y2 , . . . , yn , . . . , z1 , z2 , . . . , zn , . . . .

Για τις ακολουθίες χρησιμοποιούμε και τα συνοπτικότερα σύμβολα

(xn ), (yn ), (zn ).

Μπορούμε να φανταστούμε ότι ο δείκτης n εκφράζει χρονικές στιγμές (για


παράδειγμα, δευτερόλεπτα) και ότι σε κάθε χρονική στιγμή επιλέγουμε έναν αριθμό,
φτιάχνοντας μια ακολουθία αριθμών: ο δεύτερος αριθμός ακολουθεί τον πρώτο, ο

41
τρίτος ακολουθεί τον δεύτερο και ούτω καθ΄ εξής. Ο όρος xn+1 χαρακτηρίζεται
επόμενος του xn και ο xn−1 προηγούμενος του xn .

Παραδείγματα: (1) Η ακολουθία ( n1 ), δηλαδή η 1, 12 , 13 , . . . , n1 , . . . .


(2) Η ακολουθία (n), δηλαδή η 1, 2, 3, 4, . . . , n, . . . .
(3) Η ακολουθία ¡(1), δηλαδή ¢ η 1, 1, 1, . . . , 1, . . . .
n−1
(4) Η ακολουθία ¡(−1) ¢ , δηλαδή η 1, −1, 1, −1, . . . , 1, −1, . . . .
1 1
(5) Η ακολουθία 10n , δηλαδή η 10 , 1012 , 1013 , . . . , 101n , . . . .
(6) Η ακολουθία με n-οστό όρο ίσο με το πλήθος των θετικών διαιρετών του n,
δηλαδή η 1, 2, 2, 3, 2, 4, 2, 4, 3, 4, 2, . . . .

Η (xn ) χαρακτηρίζεται αύξουσα, αν είναι xn+1 ≥ xn για κάθε n. Η (xn )


χαρακτηρίζεται γνησίως αύξουσα, αν xn+1 > xn για κάθε n. Η (xn ) χαρακτη-
ρίζεται φθίνουσα, αν xn+1 ≤ xn για κάθε n. Τέλος, η (xn ) χαρακτηρίζεται
γνησίως φθίνουσα, αν xn+1 < xn για κάθε n. Μια ακολουθία χαρακτηρίζε-
ται μονότονη, αν είναι αύξουσα ή φθίνουσα, και γνησίως μονότονη, αν
είναι γνησίως αύξουσα ή γνησίως φθίνουσα. Στα προηγούμενα παραδείγματα: οι
ακολουθίες του πρώτου και του πέμπτου παραδείγματος είναι γνησίως φθίνουσες,
του δεύτερου παραδείγματος είναι γνησίως αύξουσα και οι ακολουθίες του τέταρ-
του και του έκτου παραδείγματος δεν είναι ούτε αύξουσες ούτε φθίνουσες.
Η (xn ) χαρακτηρίζεται σταθερή, αν όλοι οι όροι της ειναι ίσοι με τον ίδιο
αριθμό, δηλαδή, αν υπάρχει κάποιος αριθμός c ώστε xn = c για κάθε n. Είναι προ-
φανές ότι μια σταθερή ακολουθία είναι αύξουσα και φθίνουσα ακολουθία. Τέτοια
ακολουθία είναι η ακολουθία του τρίτου παραδείγματος.

Παρατηρήσεις: (1) Κάθε όρος μιας ακολουθίας ακολουθεί τον προηγούμενό


του σε σειρά επιλογής (χρονική, σύμφωνα με το μοντέλο των χρονικών στιγμών)
και όχι σε μέγεθος. Στο δεύτερο παράδειγμα οι όροι αυξάνουν, στο πρώτο και στο
πέμπτο οι όροι φθίνουν, στο τρίτο οι όροι μένουν αμετάβλητοι και στο τέταρτο και
έκτο παράδειγμα οι όροι αυξομειώνονται (πιο κανονικά στο τέταρτο, ακανόνιστα
στο έκτο παράδειγμα).
(2) Μια ακολουθία είναι διαδοχική επιλογή αριθμών, δεν είναι το σύνολο που έχει
στοιχεία αυτούς τους αριθμούς. Στο τρίτο παράδειγμα το σύνολο με στοιχεία τους
όρους της ακολουθίας είναι το μονοσύνολο {1} . Η ακολουθία, όμως, δεν είναι
το μονοσύνολο αυτό. Είναι η διαδοχική επιλογή 1, 1, 1, . . . . Με άλλα λόγια, το
πλήθος των όρων μιας ακολουθίας είναι πάντοτε άπειρο, ενώ το σύνολο με στοιχεία
τους όρους της ακολουθίας είναι άλλοτε άπειρο (πρώτο, δεύτερο, πέμπτο και έκτο
παράδειγμα) και άλλοτε πεπερασμένο (τρίτο και τέταρτο παράδειγμα).

Χρησιμοποιούμε δυο τρόπους για να απεικονίσουμε μια ακολουθία. Ο πρώτος


και πιο συνηθισμένος είναι με την απλή αναπαράσταση των όρων της ακολουθίας
από σημεία της πραγματικής ευθείας. Αν η (xn ) είναι αύξουσα, τότε, καθώς ο n
αυξάνει, το σημείο xn «κινείται» προς τα δεξιά πάνω στην ευθεία. Ενώ, αν η (xn )
είναι φθίνουσα, τότε το σημείο xn «κινείται» προς τα αριστερά. ΄Ισως η λέξη «κινεί-
ται» δεν αποδίδει σωστά την πραγματική κατάσταση και περισσότερο θα ταίριαζε
η λέξη «χοροπηδά» διότι η μεταβλητή n (ο χρόνος, αν θέλετε) μεταβάλλεται από

42
κάθε φυσικό απότομα στον επόμενο φυσικό αποφεύγοντας όλες τις ενδιάμεσες
τιμές. Εν τούτοις, θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «κινείται» για τη
μεταβολή των διαδοχικών όρων μιας ακολουθίας.

Σχήμα 2.1: Αναπαράσταση ακολουθίας στην πραγματική ευθεία.

Ο δεύτερος τρόπος γεωμετρικής αναπαράστασης μιας ακολουθίας (xn ) χρησι-


μοποιεί δυο κάθετες πραγματικές ευθείες, μια οριζόντια και μια κατακόρυφη, με
κοινό το σημείο 0. Στην οριζόντια ευθεία τοποθετούμε τις τιμές του δείκτη n και
στην κατακόρυφη τις τιμές του αντίστοιχου όρου xn . Κατόπιν σχεδιάζουμε τα
σημεία του επιπέδου με ζεύγη συντεταγμένων (n, xn ) και λέμε ότι αυτά τα σημεία
αναπαριστούν την ακολουθία (xn ). Είναι προφανές ότι, ακόμη κι αν όλοι οι xn είναι
ίσοι μεταξύ τους, τα σημεία (n, xn ) είναι διαφορετικά αφού διαφέρουν οι πρώτες
συντεταγμένες τους. Επιπλέον, είναι φανερή και η χρονική διάταξη των όρων:
καθώς ο n αυξάνει, το σημείο (n, xn ) κινείται απεριόριστα προς τα δεξιά. Ακόμη,
αν η (xn ) είναι αύξουσα, τότε, καθώς ο n αυξάνει, το σημείο (n, xn ) κινείται προς
τα πάνω (και απεριόριστα προς τα δεξιά). Ενώ, αν η (xn ) είναι φθίνουσα, τότε το
σημείο (n, xn ) κινείται προς τα κάτω (και απεριόριστα προς τα δεξιά). Φυσικά, αν
η (xn ) είναι σταθερή, τότε το σημείο (n, xn ) κινείται απεριόριστα προς τα δεξιά
πάνω σε μια οριζόντια ευθεία του επιπέδου.

Σχήμα 2.2: Αναπαράσταση ακολουθίας στο επίπεδο.

43
Ask seic.
1. Υπολογίστε τους πέντε πρώτους όρους των παρακάτω ακολουθιών.
³ 2n − 1 ´ ³ √n ´ ³ 1 − (−1)n ´ ³1 1 1 1´
, , , + + + ··· + n ,
3n + 2 n+1 n3 2 4 8 2
³ (−1)n+1 ´ ³ (−1)n−1 ´ ³ n2 − 3n + 1 ´
(2n! ), , , ,
n! 2 · 4 · 6 · · · 2n 2n n!
³ (2x)n−1 ´ ³ (−1)n−1 x2n−1 ´ ³ (−1)n x2n−1 ´
, , .
(2n − 1)5 (2n − 1)! 1 · 3 · 5 · · · (2n − 1)

2. Μας δίνουν τους πέντε πρώτους όρους μιας άγνωστης ακολουθίας:

1, 4, 9, 16, 25.

Αν ζητηθεί να μαντέψουμε τον έκτο όρο της ακολουθίας, ποια από τις
επόμενες τρεις είναι η σωστή απάντηση; (i) Ο 36. (ii) Ο 24. (iii) Οποιοσ-
δήποτε αριθμός είναι πιθανός έκτος όρος.

3. Βρείτε τα σύνολα των όρων των παρακάτω ακολουθιών.

¡ ¢ ³ 1 + (−1)n−1 ´ ³a + b a − b´
(n), (−n), (−1)n−1 , , + (−1)n−1 .
2 2 2
¡ ¢ ¡ ¢
4. Βρείτε τα σύνολα των όρων των ακολουθιών n − 2[ n2 ] και n − 3[ n3 ] .
Γενικότερα,
¡ αν ο¢ m είναι φυσικός, βρείτε το σύνολο των όρων της ακολου-
n
θίας n − m[ m ] .

5. Αν η (xn ) είναι αύξουσα και φθίνουσα, αποδείξτε ότι είναι σταθερή.

6. Αποδείξτε ότι η (xn ) είναι αύξουσα ή φθίνουσα αν και μόνο αν η (−xn ) είναι
φθίνουσα ή αύξουσα, αντιστοίχως.

7. Ποιες από τις παρακάτω ακολουθίες είναι μονότονες; γνησίως μονότονες;

¡ ¢ ¡ ¢ ³ (−1)n−1 ´ ¡ ¢ ³1´
(n), (−1)n−1 , (−1)n−1 n , , 2n , ,
n 2n
³ 8n − 1 ´ ³ µ n + 15 ¶ ´ ³ 8n ´ ³ h n i´ ³ h n i´
, , , 2 , n−3 .
n2 + n + 1 16 n! 2 3
Παρατηρήστε ότι μερικές από τις ακολουθίες αυτές, ενώ δεν είναι μονότονες,
έχουν την ιδιότητα να είναι μονότονες από κάποιο δείκτη και πέρα. Προσ-
διορίστε τις.

44
8. Γραμμικοί αναδρομικοί τύποι. ΄Εστω αριθμοί a, b, p, q, όπου οι p, q
δεν είναι και οι δυο 0. Θεωρούμε ακολουθία (xn ) που ορίζεται από τους δυο
πρώτους όρους της και από αναδρομικό τύπο ως εξής:

x1 = a, x2 = b και xn+2 = pxn+1 + qxn (n ≥ 1).

Θα περιγράψουμε γενική μέθοδο υπολογισμού του n-οστού όρου xn .


Περίπτωση 1: p 6= 0, q = 0. Αποδείξτε με την αρχή της επαγωγής ότι
xn = bpn−2 για κάθε n ≥ 2.
n−1
Περίπτωση 2: p = 0, q 6= 0. Αποδείξτε ότι xn = aq 2 , αν ο n είναι
n−2
περιττός, και xn = bq 2 , αν ο n είναι άρτιος.
Περίπτωση 3: p 6= 0, q 6= 0. Θεωρήστε την πολυωνυμική εξίσωση δεύτερου
βαθμού
x2 = px + q.

(i) Αν ∆ √
= p2 + 4q > √0, η εξίσωση έχει δυο (διαφορετικές) λύσεις, τις
ρ1 = 2 και ρ2 = p−2 ∆ . Αποδείξτε ότι υπάρχουν μοναδικοί κ, λ ώστε
p+ ∆

να είναι κ + λ = a και κρ1 + λρ2 = b και βρείτε τους. Αποδείξτε ότι

xn = κρ1 n−1 + λρ2 n−1

για κάθε n ≥ 1.
(ii) Αν ∆ = p2 + 4q = 0, η εξίσωση έχει μια λύση, την ρ = p2 . Αποδείξτε
ότι υπάρχουν μοναδικοί κ, λ ώστε να είναι κ = a και κρ + λρ = b και βρείτε
τους. Αποδείξτε ότι

xn = κρn−1 + λ(n − 1)ρn−1

για κάθε n ≥ 1.
(iii) Αν ∆ = p2 + 4q < 0 (οπότε q < 0), η√εξίσωση έχει δυο (διαφορετικές)

συζυγείς μιγαδικές λύσεις, τις ρ1 = p+i 2 −∆ και ρ2 = p−i 2 −∆ . Πάρτε
√ ¡ p ¢2 ¡ √−∆ ¢2
ρ = −q > 0 και παρατηρήστε ότι 2ρ + 2ρ = 1, οπότε υπάρχει
p
μοναδικός θ στο διάστημα [0, 2π) ώστε να είναι cos θ = 2ρ και sin θ =

−∆
2ρ . Συνεπάγεται ότι ρ1 = ρ(cos θ + i sin θ) και ρ2 = ρ(cos θ − i sin θ).
Αποδείξτε ότι ρ2 cos(2θ) = pρ cos θ + q και ρ2 sin(2θ) = pρ sin θ. Αποδείξτε
ότι υπάρχουν μοναδικοί κ, λ ώστε να είναι κ = a και ρ(κ cos θ + λ sin θ) = b
και βρείτε τους. Τέλος, αποδείξτε ότι
¡ ¢
xn = ρn−1 κ cos((n − 1)θ) + λ sin((n − 1)θ)

για κάθε n ≥ 1.
Εφαρμόστε τα προηγούμενα για να υπολογίσετε τον n-οστό όρο καθεμιάς
από τις τέσσερις ακολουθίες που ορίζονται από τους (κοινούς και για τις
τέσσερις) πρώτους όρους
x1 = x2 = 1

45
και από τους παρακάτω αναδρομικούς τύπους.
xn+2 = 3xn , xn+2 = xn+1 + xn ,
xn+2 = 2xn+1 − xn , xn+2 = xn+1 − xn .
Η δεύτερη ακολουθία, δηλαδή αυτή που ορίζεται από τους x1 = x2 = 1
και από τον αναδρομικό τύπο xn+2 = xn+1 + xn , ονομάζεται ακολουθία
Fibonnaci και οι εφτά αρχικοί όροι της είναι οι 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13.

2.2 'Orio akoloujÐac.


Παράδειγμα: Το περιεχόμενο της Αρχιμήδειας Ιδιότητας είναι ότι οι αριθμοί
1
n γίνονται μικρότεροι από κάθε θετικό αριθμό. Με αυτό εννοούμε ότι για κάθε
² > 0, οσοδήποτε μικρό, υπάρχει κάποιος n0 ώστε όλοι οι n10 , n01+1 , n01+2 , . . .
να είναι < ². Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι η απόσταση του n1 από τον 0 είναι ίση με
1 1
n , τότε μπορούμε να πούμε ότι «οι αποστάσεις των όρων της ακολουθίας ( n ) από
τον 0 γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό».
Μπορούμε να υπολογίσουμε τον n0 από τον οποίο και πέρα ισχύει n1 < ²;
Γράφουμε την n1 < ² ισοδύναμα ως n > 1² (δηλαδή, λύνουμε ως προς n) και
σκεφτόμαστε ότι

(i) Αν a ≥ 0, τότε ο n0 = [a]+1 είναι ο πιο μικρός φυσικός που είναι


> a και (ii) αν a < 0, τότε ο n0 = 1 είναι ο πιο μικρός φυσικός που
είναι > a.

΄Αρα ο n0 που ψάχνουμε στο παράδειγμά μας είναι ο n0 = [ 1² ] + 1.

Παράδειγμα: Ας πάρουμε αρκετούς όρους της ακολουθίας ( n−1


n ), για παράδει-
γμα τους
1 2 3 4 5 6 99 100 99999
0, , , , , , ,..., , ,..., , ... .
2 3 4 5 6 7 100 101 100000
Παρατηρούμε ότι, όσο μεγαλώνει ο n, οι n − 1, n «τείνουν να εξισωθούν», δηλαδή
η διαφορά τους (ο αριθμός 1) γίνεται όλο και πιο αμελητέα σε σχέση με καθένα από
αυτούς. Επομένως, ο λόγος n−1 n πλησιάζει όλο και περισσότερο τον 1. Πράγματι,
η απόσταση του n−1 n από τον 1 είναι ίση με | n−1 1 1
n − 1| = | − n | = n . ΄Αρα «οι
n−1
αποστάσεις των όρων της ( n ) από τον 1 γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό
αριθμό».
¡ (−1)n−1 ¢
Παράδειγμα: ΄Εστω η ακολουθία n , δηλαδή η 1, − 12 , 13 , − 14 , . . . . Η
¯ n−1 ¯
απόσταση του n-οστού όρου από τον 0 είναι ίση με ¯ (−1)n − 0¯ = n1 . ΄Αρα και
¡ n−1 ¢
πάλι «οι αποστάσεις των όρων της (−1)n από τον 0 γίνονται μικρότερες από
κάθε θετικό αριθμό».

Στο πρώτο παράδειγμα η ακολουθία είναι φθίνουσα, στο δεύτερο είναι αύξουσα
και στο τρίτο η ακολουθία δεν είναι φθίνουσα ούτε αύξουσα (οι όροι της βρίσκονται

46
εναλλάξ δεξιά και αριστερά του 0). ΄Ομως, και στα τρία παραδείγματα οι αποστάσεις
των όρων της ακολουθίας από τους αντίστοιχους αριθμούς 0, 1 και 0 φθίνουν. Αυτό
εν γένει δεν ισχύει.
3+(−1)n
Παράδειγμα: Θεωρούμε την ακολουθία (xn ), όπου xn = 2n ή, ισοδύναμα,
½ 2
, αν ο n είναι άρτιος,
xn = n
1
n , αν ο n είναι περιττός.

Δηλαδή την ακολουθία 1, 1, 13 , 12 , 15 , 13 , 17 , 41 , . . . . Είναι φανερό ότι οι αποστάσεις


των xn από τον 0 (δηλαδή οι ίδιοι οι xn ) γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό
αριθμό χωρίς, όμως, να φθίνουν: αυξομειώνονται συνεχώς.

Ενοποιώντας τα συμπεράσματα των παραδειγμάτων αυτών, διατυπώνουμε τον


εξής ορισμό. Λέμε ότι η (xn ) συγκλίνει στον x ή τείνει στον x ή ότι ο
x είναι το όριο της (xn ), αν οι αποστάσεις |xn − x| γίνονται μικρότερες από
κάθε θετικό αριθμό. Το ότι η (xn ) συγκλίνει στον x το συμβολίζουμε

xn → x ή lim xn = x ή lim xn = x.
n→+∞

n−1 n
(−1)
Παράδειγμα: lim n1 = 0, lim n−1
n = 1, lim n = 0 και lim 3+(−1)
2n = 0.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ποσοτική έκφραση του προηγούμενου ορισμού:

Το ότι lim xn = x, δηλαδή ότι οι αποστάσεις |xn − x| γίνονται μικρό-


τερες από κάθε θετικό αριθμό, σημαίνει ότι για κάθε ² > 0 υπάρχει
φυσικός n0 ώστε οι |xn0 − x|, |xn0 +1 − x|, |xn0 +2 − x|, . . . να είναι < ².
Ισοδύναμα, για κάθε ² > 0 υπάρχει φυσικός n0 έτσι ώστε |xn − x| < ²
για κάθε n ≥ n0 .

Σχήμα 2.3: x − ² < xn < x + ² για κάθε n ≥ n0 .

Ποια «γεωμετρική εικόνα» παρουσιάζει το όριο lim xn = x ; Το ότι η (xn )


συγκλίνει στον x ισοδυναμεί με το ότι οι αποστάσεις των xn από τον x γίνονται
μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό ή, με άλλα λόγια, με το ότι τα σημεία xn
πλησιάζουν απεριόριστα το σημείο x.

Παράδειγμα: Θεωρούμε τη σταθερή ακολουθία (c), δηλαδή την c, c, c, c, . . . .


Τότε

lim c = c.

47
Πράγματι, οι αποστάσεις όλων των όρων της ακολουθίας από τον c είναι ίσες
με |c − c| = 0 και, προφανώς, γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό (και
μάλιστα, από n0 = 1 και πέρα).

Παράδειγμα: Ας δούμε μια γενίκευση της ( n1 ). Θεωρούμε οποιονδήποτε a > 0


και την ακολουθία ( n1a ), δηλαδή την 1, 21a , 31a , 41a , . . . . Θα δούμε ότι

1
lim =0 (a > 0).
na

Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και παρατηρούμε ότι η ανισότητα | n1a − 0| < ²


1 1
είναι ισοδύναμη με την n > ( 1² ) a . Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε n0 = [( 1² ) a ] + 1, τότε
ισχύει | n1a − 0| < ² για κάθε n ≥ n0 . Καταλήγουμε στο ότι οι αποστάσεις | n1a − 0|
γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό, που σημαίνει ότι η ( n1a ) συγκλίνει
στον 0.

Παράδειγμα: Δεκαδικά αναπτύγματα. Θεωρούμε οποιονδήποτε αριθμό


x ≥ 0, το δεκαδικό του ανάπτυγμα XN . . . X0 , x1 x2 x3 . . . και την ακολουθία (sn )
των δεκαδικών προσεγγίσεών του. ΄Εχουμε ήδη αναφέρει στην υποενότητα 1.3.Γ
ότι η ακολουθία (sn ) είναι αύξουσα και ότι οι μη αρνητικές διαφορές x−sn γίνονται
μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό. Με άλλα λόγια, οι αποστάσεις |sn −x| = x−sn
γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό και, επομένως,
³ x1 xn ´
lim sn = lim XN 10N + · · · + X1 10 + X0 + + · · · + n = x.
10 10

Στην ίδια υποενότητα 1.3.Γ θεωρήσαμε και τους αριθμούς tn = sn + 101n και
αποδείξαμε ότι η ακολουθία (tn ) είναι φθίνουσα και ότι οι αποστάσεις |tn − x| =
tn − x γίνονται μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό. Δηλαδή

lim tn = x.

Πιο συγκεκριμένα, επειδή είναι |sn − x| = x − sn ≤ 101n και |tn − x| = tn − x ≤


1
10n , οι αποστάσεις |sn − x| και |tn − x| γίνονται μικρότερες από τον οποιονδήποτε
² > 0 αρκεί να είναι 101n < ². Η τελευταία ανισότητα είναι ισοδύναμη με την
n > log10 1² και παρατηρούμε ότι log10 1² ≥ 0, αν ² ≤ 1, και log10 1² < 0, αν ² > 1.
΄Αρα, αν θεωρήσουμε n0 = [log10 1² ] + 1, όταν ² ≤ 1, και n0 = 1, όταν ² > 1, τότε
είναι 101n < ² και κατά μείζονα λόγο |sn − x| < ² και |tn − x| < ² για κάθε n ≥ n0 .
¡ ¢
Παράδειγμα: Ας δούμε κι ένα αρνητικό παράδειγμα. Η ακολουθία (−1)n−1 ,
δηλαδή η 1, −1, 1, −1, . . . , 1, −1, . . . , δε συγκλίνει σε κανένα αριθμό. Οι όροι της
(ως σημεία της πραγματικής ευθείας) δεν πλησιάζουν κανένα σημείο της ευθείας:
«ταλαντώνονται» από το 1 στο −1 και αντιστρόφως.

Αν μια ακολουθία (xn ) δε συγκλίνει σε κανένα αριθμό, τότε λέμε ότι η (xn )
αποκλίνει.

Παράδειγμα: Γεωμετρική πρόοδος. Θεωρούμε την ακολουθία (an ), δηλα-

48
δή την a, a2 , a3 , a4 , . . . . Η ακολουθία αυτή είναι γνωστή από το λύκειο και
ονομάζεται γεωμετρική πρόοδος με λόγο a.
Αν a = 1, προκύπτει η σταθερή ακολουθία (1) και, φυσικά, συγκλίνει στον 1.
Επίσης, αν a = 0, προκύπτει η σταθερή ακολουθία (0) και συγκλίνει στον 0.
Αν a ≤ −1 (ειδική περίπτωση: a = −1 στο προηγούμενο παράδειγμα), τότε η
γεωμετρική πρόοδος δε συγκλίνει σε κανένα αριθμό, δηλαδή αποκλίνει. Πράγματι,
οι όροι της είναι a ≤ −1, a2 ≥ 1, a3 ≤ −1, a4 ≥ 1, . . . και ταλαντώνονται από
τιμές ≤ −1 σε τιμές ≥ 1 και αντιστρόφως.
Αν 0 < |a| < 1, θα δούμε ότι η ακολουθία συγκλίνει στον 0. Τυπικά παραδείγ-
ματα είναι τα a = ± 21 και τα a = ± 10 1
. Αν a = 12 , προκύπτει η γεωμετρική πρόοδος
1 1 1 1 1 1 1 1 1
2 , 22 , 23 , 24 , . . . και, αν a = − 10 , προκύπτει η − 10 , 102 , − 103 , 104 , . . . . Είναι
φανερό ότι και οι δυο ακολουθίες συγκλίνουν στον 0.
΄Εστω, γενικότερα, 0 < |a| < 1 κι ας πάρουμε οποιονδήποτε θετικό αριθμό ².
Παρατηρούμε ότι η ανισότητα |an − 0| < ² είναι ισοδύναμη με την |a|n < ² κι αυτή
με την n > log|a| ². Τώρα, ισχύει log|a| ² ≥ 0, αν ² ≤ 1, και log|a| ² < 0, αν ² > 1.
΄Αρα, αν θεωρήσουμε n0 = [log|a| ²] + 1, όταν ² ≤ 1, και n0 = 1, όταν ² > 1, τότε
είναι |an − 0| < ² για κάθε n ≥ n0 . Επομένως, οι αποστάσεις |an − 0| γίνονται
μικρότερες από κάθε θετικό αριθμό, που σημαίνει ότι η (an ) συγκλίνει στον 0.
Απομένει να εξετάσουμε την περίπτωση a > 1. Αυτό θα γίνει στην επόμενη
ενότητα.

Ask seic.
1. Βρείτε τα παρακάτω όρια.

3 1 1 3n (−1)n 2n
lim , lim 1 , lim √ , lim , lim .
4 n 3 n n 4n 32n

2. Ιδού κάποια προτεινόμενα όρια:


√ √
n−2 1 3n n n+1
lim = , lim = 2, lim = 0, lim √ = −1.
3n + 4 3 n+3 n+1 2 n+1

Ποια από αυτά νομίζετε ότι είναι σωστά; Για να απαντήσετε, υπολογίστε
την απόσταση του n-οστού όρου από το προτεινόμενο όριο και προσπαθήστε
να καταλάβετε όσο πιο πειστικά γίνεται αν αυτή γίνεται μικρότερη από κάθε
θετικό αριθμό. Μη χρησιμοποιήσετε τον ορισμό με τους ² και n0 .
¡ ¢
3. Θεωρήστε την ακολουθία 3n−14n+5 και υπολογίστε τα δεκαδικά αναπτύγμα-
τα του πρώτου, του δέκατου, του εκατοστού, του χιλιοστού, του δεκάκις
χιλιοστού και του εκατοντάκις χιλιοστού όρου της. Μαντέψτε το όριο της
ακολουθίας.

4. Θεωρήστε γνωστό ότι lim 3n−1 = 34 . Ο ορισμός του ορίου λέει ότι για
¯ 3n−1 4n+5¯
κάθε ² > 0 ισχύει ¯ 4n+5 − 34 ¯ < ² από κάποιο δείκτη και πέρα. Βρείτε τον
ελάχιστο τέτοιο δείκτη n0 ακολουθώντας την εξής διαδικασία.

49
¯ ¯
Ξεκινήστε από την ανισότητα ¯ 3n−1 3¯
4n+5 − 4 < ², θεωρώντας δοσμένο τον ²,
και προσπαθήστε να τη λύσετε ως προς τον άγνωστο n. Θα καταλήξετε σε
κάποια συνθήκη που πρέπει να ικανοποιεί ο n ώστε να ισχύει η προηγούμενη
ανισότητα. Κατόπιν πρέπει να βρείτε τον ελάχιστο n0 έτσι ώστε κάθε n ≥ n0
να ικανοποιεί τη συνθήκη στην οποία καταλήξατε.
Προσέξτε:
(i) ² είναι το σύμβολο ² και όχι κάποια συγκεκριμένη τιμή του ².
(ii) Ο ελάχιστος δείκτης n0 που θα βρείτε θα εξαρτάται από τον ².
(iii) Ο n0 πρέπει να είναι φυσικός. Γι αυτό ο n0 θα έχει άλλο τύπο, όταν
19
² > 20 , και άλλο τύπο, όταν 0 < ² ≤ 19
20 .

5. Εφαρμόστε τη διαδικασία της προηγούμενης άσκησης για να μελετήσετε τα


παρακάτω όρια.
√ √
n2 − n + 1 1 2 n+3 2 n + 2n + 1
lim = , lim √ = − , lim √ = 1.
3n2 + 2 3 4−3 n 3 2n + 3 n + 4

6. Παρατηρήστε ότι άπειροι όροι της ακολουθίας (n−3[ n3 ]) είναι ≥ 3


2 και άπειροι
όροι της είναι ≤ 43 .
Γενικότερα, υποθέστε ότι άπειροι όροι μιας (xn ) είναι ≤ N και άπειροι όροι
της είναι ≥ M , όπου N < M . Είναι δυνατό η (xn ) να συγκλίνει σε έναν
(οποιονδήποτε) αριθμό;
7. Υποθέστε ότι όλοι οι όροι μιας ακολουθίας (xn ) είναι ακέραιοι. Είναι δυνατό
να συγκλίνει η (xn ) σε μη ακέραιο αριθμό; σε ακέραιο αριθμό; Είναι δυνατό
να συγκλίνει η (xn ) χωρίς να είναι από κάποιο όρο και πέρα σταθερή;

2.3 Ta ±∞ wc ìria akolouji¸n.


Παράδειγμα: Το περιεχόμενο της Πρότασης 1.3 είναι ότι οι αριθμοί n, οι
φυσικοί, γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε αριθμό. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε M > 0
υπάρχει φυσικός n ώστε όλοι οι n, n+1, n+2, . . . να είναι > M . Πιο συγκεκριμέ-
να, αν θεωρήσουμε n0 = [M ] + 1, τότε είναι n > M για κάθε n ≥ n0 . Μπορούμε,
λοιπόν, να πούμε ότι «οι όροι της ακολουθίας (n) γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε
θετικό αριθμό».

Παράδειγμα: Θεωρούμε την ακολουθία √( n) και παίρνουμε οποιοδήποτε θετικό
αριθμό M . Παρατηρούμε ότι η ανισότητα n > M είναι ισοδύναμη με την n > M 2 .
Επειδή οι αριθμοί n γίνονται μεγαλύτεροι
√ από κάθε θετικό αριθμό, οπότε και από
τον M 2 , συνεπάγεται ότι οι αριθμοί n γίνονται μεγαλύτεροι από τον M√. Πράγ-
ματι, αν θεωρήσουμε n0 = [M 2 ] + 1, τότε είναι n > M 2 ή, ισοδύναμα, n > M
για κάθε√n ≥ n0 . Αυτό ισχύει για κάθε θετικό
√ M , οπότε συμπεραίνουμε ότι «οι
αριθμοί n, δηλαδή οι όροι της ακολουθίας ( n), γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε
θετικό αριθμό».

Παράδειγμα: Μετά από τα δυο προηγούμενα παραδείγματα είναι φανερό ότι

50

«οι όροι των ακολουθιών (−n), (− n) γίνονται μικρότεροι από κάθε αρνητικό
αριθμό».

Ενοποιώντας τα συμπεράσματα των παραδειγμάτων αυτών, διατυπώνουμε τους


εξής ορισμούς. Λέμε ότι η (xn ) αποκλίνει στο +∞ ή τείνει στο +∞ ή
ότι το +∞ είναι το όριο της (xn ), αν οι xn γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε
θετικό αριθμό. Το ότι η (xn ) αποκλίνει στο +∞ το συμβολίζουμε

xn → +∞ ή lim xn = +∞ ή lim xn = +∞ .
n→+∞

Επίσης, λέμε ότι η (xn ) αποκλίνει στο −∞ ή τείνει στο −∞ ή ότι το


−∞ είναι το όριο της (xn ), αν οι xn γίνονται μικρότεροι από κάθε αρνητικό
αριθμό. Το ότι η (xn ) αποκλίνει στο −∞ το συμβολίζουμε

xn → −∞ ή lim xn = −∞ ή lim xn = −∞ .
n→+∞


Παραδείγματα: (1) lim√ n = +∞, lim n = +∞.
(2) lim(−n) = −∞, lim(− n) = −∞.

΄Εχουμε και τις αντίστοιχες ποσοτικές εκφράσεις των προηγούμενων ορισμών:

Το ότι lim xn = +∞, δηλαδή ότι οι xn γίνονται μεγαλύτεροι από κά-


θε θετικό αριθμό, σημαίνει ότι για κάθε M > 0 υπάρχει n0 τέτοιος
ώστε οι xn0 , xn0 +1 , xn0 +2 , . . . να είναι > M . Ισοδύναμα, για κάθε
M > 0 υπάρχει φυσικός n0 έτσι ώστε xn > M για κάθε n ≥ n0 .
Το ότι lim xn = −∞, δηλαδή ότι οι xn γίνονται μικρότεροι από κάθε
αρνητικό αριθμό, σημαίνει ότι για κάθε M > 0 υπάρχει n0 τέτοιος
ώστε οι xn0 , xn0 +1 , xn0 +2 , . . . να είναι < −M . Ισοδύναμα, για κάθε
M > 0 υπάρχει φυσικός n0 έτσι ώστε xn < −M για κάθε n ≥ n0 .

Σχήμα 2.4: xn > M για κάθε n ≥ n0 .

Ποια είναι η «γεωμετρική εικόνα» των lim xn = +∞ και lim xn = −∞ ; Είναι


φανερό ότι το να αποκλίνει η (xn ) στο +∞ ισοδυναμεί με το να απομακρύνονται
τα σημεία xn απεριόριστα προς τα δεξιά στην πραγματική ευθεία. Επομένως, αν
σκεφτόμαστε το +∞ ως ένα (φανταστικό) σημείο που είναι δεξιά κάθε σημείου της
πραγματικής ευθείας, τότε το ότι η (xn ) αποκλίνει στο +∞ ισοδυναμεί με το ότι
τα σημεία xn «πλησιάζουν» αυτό το (φανταστικό) σημείο +∞. Ομοίως, μπορούμε
να πούμε ότι το να αποκλίνει η (xn ) στο −∞ ισοδυναμεί με το ότι τα σημεία xn
απομακρύνονται απεριόριστα προς τα αριστερά στην πραγματική ευθεία καθώς και
με το ότι τα σημεία xn «πλησιάζουν» το (φανταστικό) σημείο −∞.

51
Παρατήρηση: ΄Εχουμε αναφέρει αρκετές φορές ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε
το +∞ ως ένα (φανταστικό) σημείο δεξιά κάθε σημείου της πραγματικής ευθείας
ή ως μια (φανταστική) απείρως μεγάλη θετική ποσότητα. Επειδή όλα αυτά εί-
ναι φανταστικά, μερικοί προτιμούν να σκέφτονται το +∞ ως μια τεράστια θετική
ποσότητα. Βέβαια, κι αυτό δεν είναι σωστό αφού καμιά θετική ποσότητα (όσο
μεγάλη κι αν είναι) δε μπορεί να είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη ποσότητα.
Κανένα από αυτά δε δίνει επαρκή «εικόνα» του +∞, διότι όλα είναι στατικά.
΄Ισως είναι πιο σωστό να σκεφτόμαστε το +∞ ως «μια ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ποσότη-
τα που γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό». Παρομοίως, μπορούμε να
σκεφτόμαστε το −∞ ως «μια ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ποσότητα που γίνεται μικρότερη
από κάθε αρνητικό αριθμό».
n n
Παράδειγμα: Θεωρούμε την (xn ), όπου xn = 1+(−1)
2 n + 1−(−1)
2 n2 ή, ισοδύ-
ναμα,
½
n, όταν ο n είναι άρτιος,
xn =
n2 , όταν ο n είναι περιττός.
Θεωρούμε, δηλαδή, την ακολουθία 1, 2, 9, 4, 25, 6, 49, 8, . . . . Είναι φανερό ότι
lim xn = +∞, αφού οι xn γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε θετικό αριθμό. Αξίζει
να παρατηρήσουμε ότι η (xn ) δεν είναι αύξουσα: οι xn αυξομειώνονται.
¡ ¢
Παράδειγμα: Στην προηγούμενη ενότητα είδαμε ότι η ακολουθία (−1)n−1
δε συγκλίνει σε κανένα αριθμό. Είναι φανερό ότι η ίδια ακολουθία δεν αποκλίνει
στο +∞ ούτε στο −∞. Η ακολουθία αυτή δεν έχει κανένα όριο: ούτε αριθμό,
ούτε το +∞, ούτε το −∞.

Παράδειγμα: Θεωρούμε μια γενίκευση των (n) και ( n). Για οποιοδήποτε
a > 0 θεωρούμε την ακολουθία (na ), δηλαδή την 1, 2a , 3a , 4a , . . . . Θα δούμε
ότι

lim na = +∞ (a > 0).

Παίρνουμε οποιονδήποτε θετικό αριθμό M και παρατηρούμε ότι η ανισότητα


1
na > M είναι ισοδύναμη με την n > M a . Επομένως, αν θεωρήσουμε n0 =
1
[M a ] + 1, τότε είναι n > M για κάθε n ≥ n0 . Καταλήγουμε στο ότι οι na
a

γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε θετικό αριθμό που σημαίνει ότι η (na ) αποκλίνει
στο +∞.

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 1. Θεωρούμε την ακολουθία (loga n), δηλαδή την
loga 1 = 0, loga 2, loga 3, loga 4, . . . . Θα δούμε ότι

lim loga n = +∞ (a > 1).

Πράγματι, παίρνουμε οποιονδήποτε θετικό αριθμό M και παρατηρούμε ότι η


ανισότητα loga n > M είναι ισοδύναμη με την n > aM . Θεωρώντας n0 = [aM ] +
1, βλέπουμε ότι είναι loga n > M για κάθε n ≥ n0 . ΄Αρα οι loga n γίνονται
μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε M > 0, οπότε lim loga n = +∞.

52
Παράδειγμα: Γεωμετρική πρόοδος. Θεωρούμε τώρα την περίπτωση a > 1
για τη γεωμετρική πρόοδο (an ). Θα δούμε ότι στην περίπτωση αυτή η γεωμετρική
πρόοδος αποκλίνει στο +∞. Τυπικά παραδείγματα είναι τα a = 2 και a = 10 με
αντίστοιχες ακολουθίες 2, 22 , 23 , 24 , . . . και 10, 102 , 103 , 104 . . . . Είναι φανερό
από τον τρόπο με τον οποίο αυξάνουν οι όροι τους ότι το όριο και των δυο είναι
το +∞.
Παίρνουμε, λοιπόν, οποιονδήποτε M > 0 και παρατηρούμε ότι η ανισότητα
an > M είναι ισοδύναμη με την n > loga M . Τώρα, ισχύει loga M ≥ 0, αν
M ≥ 1, και loga M < 0, αν M < 1. ΄Αρα, αν θεωρήσουμε n0 = [loga M ] + 1,
αν M ≥ 1, και n0 = 1, αν M < 1, τότε είναι an > M για κάθε n ≥ n0 . ΄Αρα
οι an γίνονται μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε M > 0 κι αυτό σημαίνει ότι η (an )
αποκλίνει στο +∞.
Είχαμε δει στην προηγούμενη ενότητα ότι, αν a ≤ −1, η (an ) δε συγκλίνει σε
κανένα αριθμό, διότι οι όροι της ταλαντώνονται από τιμές ≤ −1 σε τιμές ≥ 1 και
αντιστρόφως. Είναι φανερό ότι, για τον ίδιο λόγο, η ακολουθία δεν αποκλίνει στο
+∞ ούτε στο −∞ και, επομένως, δεν έχει κανένα όριο.
Συνοψίζουμε τα αποτελέσματα για τη γεωμετρική πρόοδο:
 = +∞, αν a > 1,

 = 1,
n αν a = 1,
lim a

 = 0, αν −1 < a < 1,
δεν υπάρχει, αν a ≤ −1.
¡ ¢
Παράδειγμα: Η (−1)n−1 n , δηλαδή η 1, −2, 3, −4, 5, −6, 7, . . . , δεν έχει
κανένα όριο. Οι όροι της γίνονται εναλλάξ μεγαλύτεροι από κάθε θετικό αριθμό
και μικρότεροι από κάθε αρνητικό αριθμό.

Παρατήρηση: Χρησιμοποιούμε τη λέξη όριο και τα σύμβολα → , lim, limn→+∞


σε όλες τις περιπτώσεις που η ακολουθία έχει όριο: είτε η ακολουθία συγκλίνει
σε αριθμό είτε αποκλίνει σε ένα από τα ±∞. Προσέξτε: χρησιμοποιούμε το ρήμα
συγκλίνει μόνο όταν το όριο είναι αριθμός και το ρήμα αποκλίνει σε κάθε άλλη
περίπτωση, δηλαδή όταν το όριο είναι ένα από τα ±∞ ή όταν δεν υπάρχει όριο.

Ask seic.
1. Βρείτε, αν υπάρχουν, τα παρακάτω όρια.
√ n2 22n
lim(n n), lim √ , lim log10 n, lim , lim(−3)2n , lim(−3)3n .
n 3n
n
2. Για κάθε τιμή του x 6= −1 μελετήστε το lim (1−x)
(1+x)n .

3. Υπολογίστε αρκετούς (πόσους;) αρχικούς όρους των παρακάτω ακολουθιών


ώστε να ξεχωρίσετε με πειστικό τρόπο ποιες από αυτές αποκλίνουν στο +∞.
³ 1 2´ ³ n ´ ³ 1−n ´ ³ n2 + 1 ´
(n2 −18n−4), 7n− n , √ , √ , .
30 30 n + 1 1+ n n + 100

53
4. Παρατηρήστε ότι καθεμιά από τις παρακάτω ιδιότητες ισχύει από κάποιο n
και πέρα και για καθεμιά βρείτε τον ελάχιστο τέτοιο n.

n2 − 2n ≥ 106 − 1, n2 − 2n ≥ 106 , n + (−1)n > 103 .

5. Παρατηρήστε οτι καθεμιά από τις παρακάτω ιδιότητες ισχύει για άπειρους n
αλλά όχι από κάποιο n και πέρα.
¡ ¢
(−1)n−1 n > 1000, 1 + (−1)n−1 n < 2.

2
6. Θεωρήστε γνωστό το όριο lim n2n+1
−5
= +∞. Ο ορισμός λέει ότι για κάθε
2
M > 0 ισχύει n2n+1
−5
> M από κάποιο δείκτη και πέρα. Βρείτε τον ελάχιστο
τέτοιο δείκτη n0 με την παρακάτω διαδικασία.
2
Ξεκινήστε από την ανισότητα M < n2n+1−5
, θεωρώντας δοσμένο τον M , και
λύστε την ως προς τον άγνωστο n. Θα καταλήξετε σε κάποια συνθήκη
την οποία πρέπει να ικανοποιεί ο n ώστε να ισχύει η προηγούμενη ανισότη-
τα. Κατόπιν πρέπει να βρείτε τον ελάχιστο n0 έτσι ώστε κάθε n ≥ n0 να
ικανοποιεί τη συνθήκη στην οποία καταλήξατε.
Προσέξτε:
(i) M είναι το σύμβολο M και όχι κάποια συγκεκριμένη τιμή του M .
(ii) Ο n0 που θα βρείτε θα εξαρτάται από τον M .
(iii) Ο n0 πρέπει να είναι φυσικός. Γι αυτό μπορεί ο n0 να έχει άλλο τύπο
για κάποιες τιμές του M και άλλο τύπο για κάποιες άλλες τιμές του M .

7. Με τη διαδικασία της προηγούμενης άσκησης μελετήστε τα παρακάτω όρια.

n+3 3n4 + 2n2


lim √ = +∞, lim = +∞,
3 n+4 4n2 + 1

n − 2n
lim(2n − n2 ) = −∞, lim √ = −∞.
n+1

Για τα δυο τελευταία όρια πρέπει√ να πάρετε M > 0 και να δουλέψετε με τις
ανισότητες 2n − n2 < −M και √n−2n n+1
< −M , αντιστοίχως.

2.4 Idiìthtec sqetikèc me ìria akolouji¸n.


Α. ΄Ορια και φραγμένες ακολουθίες.

Η ακολουθία (xn ) χαρακτηρίζεται φραγμένη αν όλοι οι όροι της ανήκουν σε


κάποιο φραγμένο διάστημα, δηλαδή αν υπάρχουν l, u ώστε να είναι l ≤ xn ≤ u για
κάθε n.

Παραδείγματα: (1) Κάθε σταθερή ακολουθία (c) είναι, προφανώς, φραγμένη.


΄Ολοι οι όροι της ανήκουν στο διάστημα [c, c].

54
(2) Η ( n1 ) είναι φραγμένη αφού όλοι οι όροι της ανήκουν στο [0, 1].
¡ n−1 ¢
(3) Η (−1)n είναι φραγμένη διότι όλοι οι όροι της ανήκουν στο [− 12 , 1].
n−1
(4) Η (¡ n ) είναι ¢ φραγμένη διότι όλοι οι όροι της ανήκουν στο [0, 1].
(5) Η ¡(−1)n−1 είναι ¢φραγμένη αφού όλοι οι όροι της ανήκουν στο [−1, 1].
(6) Η (−1)n−1 n + n , δηλαδή η ακολουθία 2, 0, 6, 0, 10, 0, 14, 0, . . . , δεν είναι
φραγμένη.
(7) Η ακολουθία −2, 0, −6, 0, −10, 0, −14, 0, . . . , δηλαδή η αντίθετη της προηγού-
μενης, ¡δεν είναι φραγμένη.
¢
(8) Η (−1)n−1 n , δηλαδή η 1, −2, 3, −4, 5, −6, . . . , δεν είναι φραγμένη.

Παρατήρηση: ΄Εστω ότι η (xn ) είναι φραγμένη, δηλαδή όλοι οι xn ανήκουν σε


ένα φραγμένο διάστημα [l, u]. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι τότε όλοι οι όροι
της (xn ) ανήκουν και σε κάποιο διάστημα συμμετρικό ως προς το σημείο 0. Το
μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε κάποιο διάστημα [−M, M ] αρκετά
μεγάλο ώστε να περιέχει το [l, u]. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι, αν η (xn ) είναι
φραγμένη, τότε υπάρχει κάποιος M ώστε να είναι |xn | ≤ M για κάθε n.
¡ n−1 ¢
΄Εχουμε δει ότι οι ακολουθίες ( n1 ), (−1)n και ( n−1
n ) συγκλίνουν και, ταυτό-
χρονα, είναι φραγμένες. Αυτή η παρατήρηση γενικεύεται (προς μια κατεύθυνση)
στην πρόταση που ακολουθεί.
Πρόταση 2.1 Αν μια ακολουθία συγκλίνει, τότε αυτή είναι φραγμένη.
'Estw ìti lim xn = x. Epeid  oi apostˆseic |xn − x| gÐnontai mikrìterec apì kˆje jetikì
arijmì - gia parˆdeigma, ton ² = 1 - upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai |xn − x| < 1 gia kˆje
n ≥ n0 . Apì thn |xn − x| < 1 sunepˆgetai |xn | = |(xn − x) + x| ≤ |xn − x| + |x| < 1 + |x|.
'Ara eÐnai |xn | < 1 + |x| gia kˆje n ≥ n0 . OrÐzoume M = max{|x1 |, . . . , |xn0 −1 |, 1 + |x|} kai
me lÐgh skèyh blèpoume ìti eÐnai |xn | ≤ M gia kˆje n.

Παρατήρηση: Δεν ισχύει το αντίστροφο του αποτελέσματος της Πρότασης 2.1.


¡ ¢
Παράδειγμα: Η ακολουθία (−1)n−1 είναι φραγμένη αλλά δε συγκλίνει.

Η (xn ) χαρακτηρίζεται άνω φραγμένη, αν υπάρχει ένα άνω φράγμα της,


δηλαδή κάποιος u ώστε να είναι xn ≤ u για κάθε n. Ομοίως, η (xn ) χαρακτηρίζεται
κάτω φραγμένη, αν υπάρχει ένα κάτω φράγμα της, δηλαδή κάποιος l ώστε
να είναι l ≤ xn για κάθε n.
Είναι προφανές ότι μια ακολουθία είναι φραγμένη αν και μόνο αν είναι άνω
φραγμένη και κάτω φραγμένη. Φανερό είναι και το αποτέλεσμα που ακολουθεί.
Πρόταση 2.2 (1) Αν μια ακολουθία αποκλίνει στο +∞, τότε αυτή είναι κάτω
φραγμένη αλλά όχι άνω φραγμένη.
(2) Αν μια ακολουθία αποκλίνει στο −∞, τότε αυτή είναι άνω φραγμένη αλλά όχι
κάτω φραγμένη.
(1) 'Estw lim xn = +∞. Epeid  oi xn gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì arijmì - gia
parˆdeigma, ton M = 1 - upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai xn > 1 gia kˆje n ≥ n0 . OrÐzoume
l = min{x1 , . . . , xn0 −1 , 1} kai eÔkola blèpoume ìti eÐnai xn ≥ l gia kˆje n. Apì thn ˆllh

55
meriˆ, h (xn ) den èqei kanèna ˆnw frˆgma afoÔ oi xn gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì
arijmì.
(2) H apìdeixh, me tic profaneÐc allagèc, eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (1).

Παρατήρηση: Τα αντίστροφα των (1), (2) της Πρότασης 2.2 δεν ισχύουν.
¡ n−1 ¢
Παράδειγμα: (1) ΄Εστω η n+(−1) 2
n
, δηλαδή η 1, 0, 3, 0, 5, 0, 7, . . . . Ο n-
οστός όρος είναι ίσος με 0, αν ο n είναι άρτιος, και με n, αν ο n είναι περιττός. Η
ακολουθία είναι κάτω φραγμένη με κάτω φράγμα τον 0, για παράδειγμα. Επίσης,
η ακολουθία δεν είναι άνω φραγμένη διότι οι όροι της που αντιστοιχούν στους
περιττούς δείκτες γίνονται, προφανώς, μεγαλύτεροι από κάθε αριθμό. ΄Ομως, η
ακολουθία δεν αποκλίνει στο +∞. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε (προσέξτε:
ΟΛΟΙ από κάποιο δείκτη και πέρα) οι όροι της να γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε
θετικό αριθμό. Αλλά οι όροι που αντιστοιχούν στους άρτιους δείκτες είναι όλοι
ίσοι με 0 και δεν είναι δυνατό να γίνονται μεγαλύτεροι από τον θετικό 1, για
παράδειγμα.
(2) Είναι τώρα προφανές ότι η ακολουθία −1, 0, −3, 0, −5, 0, −7, . . . είναι άνω
φραγμένη, όχι κάτω φραγμένη και δεν αποκλίνει στο −∞.

Β. Αλγεβρικές πράξεις με όρια ακολουθιών.

Ορίζουμε τα συμβολικά αντίθετα στοιχεία των ±∞ ως εξής:


−(+∞) = −∞ , −(−∞) = +∞ .
Παρατήρηση: Αν σκεφτούμε το +∞ ως μεταβλητή ποσότητα που γίνεται
μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό, τότε το −(+∞) πρέπει να είναι η αντίθετη
ποσότητα, δηλαδή μεταβλητή ποσότητα που γίνεται μικρότερη από κάθε αρνητικό
αριθμό. ΄Αρα το −(+∞) πρέπει να είναι το −∞. Με ανάλογες σκέψεις κατανοούμε
γιατί το −(−∞) πρέπει να είναι το +∞.

Ονομάζουμε αντίθετη της ακολουθίας (xn ) την (−xn ), της οποίας ο n-οστός
όρος είναι ο αντίθετος του n-οστού όρου της αρχικής ακολουθίας.
Πρόταση 2.3 Κανόνας αντιθέτου. Αν η (xn ) έχει όριο, τότε
lim(−xn ) = − lim xn .
'Estw lim xn = x. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai
|xn − x| < ² gia kˆje n ≥ n0 . ParathroÔme ìti isqÔei |(−xn ) − (−x)| = |x − xn | = |xn − x|.
'Ara eÐnai |(−xn ) − (−x)| < ² gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi apostˆseic |(−xn ) − (−x)| gÐnontai
mikrìterec apì kˆje jetikì arijmì kai, epomènwc, lim(−xn ) = −x = − lim xn .
'Estw lim xn = +∞. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na
eÐnai xn > M gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai −xn < −M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi −xn gÐnontai
mikrìteroi apì kˆje arnhtikì arijmì kai, epomènwc, lim(−xn ) = −∞ = −(+∞) = − lim xn .
OmoÐwc, apodeiknÔetai ìti, an lim xn = −∞, tìte lim(−xn ) = +∞ = −(−∞) = − lim xn .

Ορίζουμε τα συμβολικά αθροίσματα των συμβόλων ±∞ μεταξύ τους αλλά και


με τους αριθμούς ως εξής:
(+∞) + x = +∞, x + (+∞) = +∞, (+∞) + (+∞) = +∞,

56
(−∞) + x = −∞, x + (−∞) = −∞, (−∞) + (−∞) = −∞.

΄Ομως, τα αθροίσματα

(+∞) + (−∞), (−∞) + (+∞)

δεν ορίζονται και χαρακτηρίζονται απροσδιόριστες μορφές.

Παρατήρηση: Κατανοούμε γιατί το (+∞) + (+∞) πρέπει να είναι το +∞ ως


εξής: το άθροισμα μεταβλητών ποσοτήτων που γίνονται μεγαλύτερες από κάθε
θετικό αριθμό είναι, προφανώς, μεταβλητή ποσότητα που γίνεται μεγαλύτερη από
κάθε θετικό αριθμό. Ομοίως κατανοούμε γιατί το (+∞) + x πρέπει να είναι το
+∞ : το άθροισμα μεταβλητών ποσοτήτων που η μια γίνεται μεγαλύτερη από
κάθε θετικό αριθμό και η άλλη πλησιάζει τον αριθμό x είναι, προφανώς, μεταβλητή
ποσότητα που γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό. Σκεφτείτε μόνοι σας
για τα υπόλοιπα αθροίσματα.
Είπαμε ότι το (+∞) + (−∞) δεν ορίζεται. Πράγματι, δε μπορούμε να προσ-
διορίσουμε με ενιαίο τρόπο τη συμπεριφορά του αθροίσματος δυο μεταβλητών
ποσοτήτων που η μια γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό και η άλλη
γίνεται μικρότερη από κάθε αρνητικό αριθμό: η συμπεριφορά αυτή εξαρτάται από
το σχετικό μέγεθος των δυο μεταβλητών ποσοτήτων.

Ονομάζουμε άθροισμα των (xn ), (yn ) την ακολουθία (xn + yn ) της οποίας
ο n-οστός όρος προκύπτει αθροίζοντας τους n-οστούς όρους των δυο αρχικών
ακολουθιών.

Πρόταση 2.4 Κανόνας αθροίσματος. Αν υπάρχουν τα όρια lim xn , lim yn


και αν το lim xn + lim yn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή, τότε

lim(xn + yn ) = lim xn + lim yn .

'Estw lim xn = x kai lim yn = y . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc
n0 0 ¸ste na eÐnai |xn − x| < 2² gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai |yn − y| < 2²
gia kˆje n ≥ n0 00 . OrÐzoume ton fusikì n0 = max{n0 0 , n0 00 }, opìte eÐnai n0 ≥ n0 0 kai
n0 ≥ n0 00 . 'Ara eÐnai |xn − x| < 2² kai |yn − y| < 2² gia kˆje n ≥ n0 . ParathroÔme ìti isqÔei
|(xn + yn ) − (x + y)| = |(xn − x) + (yn − y)| ≤ |xn − x| + |yn − y|. Sunepˆgetai ìti eÐnai
|(xn +yn )−(x+y)| < 2² + 2² = ² gia kˆje n ≥ n0 kai, epomènwc, oi apostˆseic |(xn +yn )−(x+y)|
gÐnontai mikrìterec apì kˆje jetikì arijmì. Dhlad  lim(xn + yn ) = x + y = lim xn + lim yn .
'Estw lim xn = +∞ kai lim yn = +∞   lim yn = y . Tìte h (yn ) eÐnai kˆtw fragmènh,
dhlad  upˆrqei l ¸ste na eÐnai yn ≥ l gia kˆje n. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte,
epeid  lim xn = +∞, upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai xn > M − l gia kˆje n ≥ n0 .
Sunepˆgetai xn + yn > (M − l) + l = M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi xn + yn gÐnontai megalÔteroi
apì kˆje jetikì arijmì, opìte lim(xn + yn ) = +∞ = (+∞) + (+∞) = lim xn + lim yn  
lim(xn + yn ) = +∞ = (+∞) + y = lim xn + lim yn .
Oi upìloipec peript¸seic èqoun parìmoia aitiolìghsh.
¡ n−1 ¢ n−1
Παραδείγματα: (1) lim n1 + (−1)n = lim n1 + lim (−1)n = 0 + 0 = 0.
n2 +1 1 1
(2) lim n =√lim(n + n ) = lim n + lim
√ n = (+∞) + 0 = +∞.
(3) lim(−n − n) = lim(−n) + lim(− n) = (−∞) + (−∞) = −∞.

57
Ιδού μερικά παραδείγματα όπου δυο ακολουθίες έχουν όρια +∞, −∞ και το
άθροισμά τους δεν έχει όριο ή έχει διαφορετικό κάθε φορά όριο:

Παραδείγματα:¡ (1) lim(n¢+ c) = lim n + lim c = (+∞) + c = +∞, lim(−n) =


−∞ και lim (n + c) + (−n) = lim c = c. ¡ ¢
(2) lim(2n) = +∞, lim(−n) = −∞ και lim¡ (2n) + (−n) ¢ = lim n = +∞.
(3) lim n = +∞, lim(−2n) = −∞ και lim (n) + (−2n) = lim(−n) = −∞.
(4) Είναι n + (−1)n−1 ≥ n − 1 για κάθε n ¡και lim(n − 1)¢= +∞. ΄Οπως θα δούμε
n−1
στην υποενότητα Γ, συνεπάγεται
¡¡ ότι lim n ¢ + (−1)¢ = +∞. Επίσης, είναι
n−1
lim(−n) = −∞ αλλά το lim n + (−1) + (−n) = lim(−1)n−1 δεν υπάρχει.

Ορίζουμε τις συμβολικές διαφορές

(+∞) − x = +∞, x − (−∞) = +∞, (+∞) − (−∞) = +∞,

(−∞) − x = −∞, x − (+∞) = −∞, (−∞) − (+∞) = −∞,


έχοντας υπ΄ όψιν τα συμβολικά αντίθετα και τα συμβολικά αθροίσματα που έχουν
ήδη ορισθεί. Δεν ορίζονται οι διαφορές

(+∞) − (+∞), (−∞) − (−∞)

και χαρακτηρίζονται απροσδιόριστες μορφές.

Παρατήρηση: Προσπαθήστε να κατανοήσετε τους ορισμούς αυτούς «βλέπο-


ντας» το +∞ (−∞) ως μεταβλητή που γίνεται μεγαλύτερη (μικρότερη) από κάθε
θετικό (αρνητικό) αριθμό και τον x ως μεταβλητή που πλησιάζει τον x.

Η περίπτωση της διαφοράς των (xn ), (yn ), δηλαδή της (xn − yn ), ανάγεται
εύκολα στις περιπτώσεις του αθροίσματος ακολουθιών και της αντίθετης ακολου-
θίας, παρατηρώντας, απλώς, ότι xn − yn = xn + (−yn ).
Πρόταση 2.5 Κανόνας διαφοράς. Αν υπάρχουν τα όρια lim xn , lim yn και
αν το lim xn − lim yn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή, τότε

lim(xn − yn ) = lim xn − lim yn .

Τώρα θα ορίσουμε τα συμβολικά γινόμενα των συμβόλων ±∞ μεταξύ τους


αλλά και με τους αριθμούς.

(±∞) · x = ±∞, x · (±∞) = ±∞,

αν x > 0,
(±∞) · x = ∓∞, x · (±∞) = ∓∞,
αν x < 0 και

(±∞) · (±∞) = +∞ , (±∞) · (∓∞) = −∞ .

Τα γινόμενα
(±∞) · 0, 0 · (±∞)

58
δεν ορίζονται και χαρακτηρίζονται απροσδιόριστες μορφές.

Παρατήρηση: Κατανοούμε τον ορισμό (+∞) · (+∞) = +∞ ως εξής: το


γινόμενο μεταβλητών ποσοτήτων που γίνονται μεγαλύτερες από κάθε θετικό αριθ-
μό είναι, προφανώς, μεταβλητή ποσότητα που γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό
αριθμό. Για τον (+∞) · x = +∞ (με x > 0) σκεφτόμαστε: το γινόμενο μεταβλη-
τών ποσοτήτων που η μια γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό και η άλλη
πλησιάζει τον θετικό αριθμό x είναι, προφανώς, μεταβλητή ποσότητα που γίνεται
μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό. Κατανοήστε μόνοι σας τους υπόλοιπους
ορισμούς.
Το (+∞) · 0 δεν ορίζεται διότι δε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε με ενιαίο
τρόπο τη συμπεριφορά του γινομένου μεταβλητών ποσοτήτων που η μια γίνεται
μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό και η άλλη γίνεται όλο και πιο μικρή, δηλαδή
πλησιάζει τον 0 : η συμπεριφορά αυτή εξαρτάται από το σχετικό μέγεθος των δυο
ποσοτήτων.

Ονομάζουμε γινόμενο των (xn ), (yn ) την ακολουθία (xn yn ) της οποίας ο
n-οστός όρος προκύπτει πολλαπλασιάζοντας τους n-οστούς όρους των αρχικών
ακολουθιών.

Πρόταση 2.6 Κανόνας γινομένου. Αν υπάρχουν τα όρια lim xn , lim yn


και αν το lim xn · lim yn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή, τότε

lim(xn yn ) = lim xn · lim yn .

'Estw lim xn = x kai lim yn = y . Tìte h (yn ) eÐnai fragmènh, dhlad  upˆrqei kˆpoioc M
¸ste na eÐnai |yn | ≤ M gia kˆje n. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 0
¸ste na eÐnai |xn −x| < 2M²+1 gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai |yn −y| < 2|x|+1
²

gia kˆje n ≥ n0 . OrÐzoume ton fusikì n0 = max{n0 , n0 }, opìte eÐnai n0 ≥ n0 kai


00 0 00 0

n0 ≥ n0 00 . 'Ara eÐnai |xn −x| < 2M²+1 kai |yn −y| < 2|x|+1
²
gia kˆje n ≥ n0 . ParathroÔme ìti
isqÔei |xn yn −xy| = |(xn −x)yn +x(yn −y)| ≤ |xn −x||yn |+|x||yn −y| ≤ M |xn −x|+|x||yn −y|.
Sunepˆgetai ìti eÐnai |xn yn − xy| ≤ M 2M²+1 + |x| 2|x|+1
²
< 2² + 2² = ² gia kˆje n ≥ n0 kai,
epomènwc, oi apostˆseic |xn yn − xy| gÐnontai mikrìterec apì kˆje jetikì arijmì. Dhlad 
lim(xn yn ) = xy = lim xn lim yn .
'Estw lim xn = +∞ kai lim √yn = +∞. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei √
fusikìc n0 0 ¸ste na eÐnai xn > M gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai yn > M
gia kˆje n ≥ n0 . OrÐzoume√ ton fusikì n0√= max{n0 , n0 }, opìte eÐnai n0 ≥ n0 kai
00 0 00 0

√0 ≥√ n0 . 'Ara eÐnai xn > M kai yn > M gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai xn yn >


n 00

M M = M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi xn yn gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì arijmì,


opìte lim(xn yn ) = +∞ = (+∞)(+∞) = lim xn lim yn .
'Estw lim xn = +∞ kai to lim yn = y eÐnai jetikìc arijmìc. PaÐrnoume opoiond pote
M > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 0 ¸ste na eÐnai xn > 2M y
gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00
y
¸ste na eÐnai |yn − y| < 2 gia kˆje n ≥ n0 . OrÐzoume ton fusikì n0 = max{n0 0 , n0 00 },
00

opìte eÐnai n0 ≥ n0 0 kai n0 ≥ n0 00 . 'Ara eÐnai xn > 2My


kai |yn − y| < y2 gia kˆje n ≥ n0 .
y y y
Apo thn |yn − y| < 2 sunepˆgetai yn > y − 2 = 2 gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai xn yn >
2M y
y 2
= M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi xn yn gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì arijmì, opìte
lim(xn yn ) = +∞ = (+∞)y = lim xn lim yn .
'Olec oi upìloipec peript¸seic èqoun ousiastikˆ thn Ðdia aitiolìghsh. Oi mìnec allagèc
èqoun na kˆnoun me ton gnwstì kanìna ginomènou pros mwn.

59
n−1 ¡ n−1 ¢ n−1
Παραδείγματα: (1) lim (−1) n2 = lim n1 (−1)n = lim n1 · lim (−1)n =
0 · 0 = 0.
(2) lim n−1 n−1 1 n−1 1
n2 = lim( n ¡n ) = lim ¢ n · lim n = 1 · 0 = 0.
2
(3) lim(n − n ) = lim n(1 − n) = lim n · lim(1 − n) = lim n · (lim 1 − lim n) =
(+∞) · (1 − (+∞)) = (+∞) · (−∞) = −∞.

Παράδειγμα: Μια ειδική περίπτωση του κανόνα γινομένου είναι η εξής. ΄Εστω
ακολουθία (xn ) και αριθμός c 6= 0. Αν υπάρχει το lim xn , τότε

lim(cxn ) = c lim xn .

Αυτό προκύπτει, αν εφαρμόσουμε τον κανόνα γινομένου στην (xn ) και στη
σταθερή ακολουθία (c) η οποία έχει όριο c.

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0.


Αν c > 0, τότε lim(cna ) = c lim na = c · (+∞) = +∞.
Αν c < 0, τότε lim(cna ) = c lim na = c · (+∞) = −∞.

Παράδειγμα: Αν a > 0, τότε lim(cn−a ) = c lim n−a = c · 0 = 0.

Παράδειγμα: Πολυωνυμική παράσταση του n. Θεωρούμε πολυώνυμο


a0 + a1 x + · · · + aN xN τουλάχιστον πρώτου βαθμού (δηλαδή aN 6= 0 και N ≥ 1).
Τότε
½
¡ N
¢ +∞, αν aN > 0,
lim a0 + a1 n + · · · + aN n = aN · (+∞) =
−∞, αν aN < 0.

Για να το αποδείξουμε, βγάζουμε το aN nN ως κοινό παράγοντα,


³a 1 a1 1 aN −1 1 ´
0
a0 + a1 n + · · · + aN nN = aN nN N
+ N −1
+ ··· + +1 ,
aN n aN n aN n
και βλέπουμε ότι το όριο της παρένθεσης είναι 1, διότι κάθε όρος της εκτός του
τελευταίου έχει όριο 0. ΄Αρα lim(a0 + a1 n + · · · + aN nN ) = lim(aN nN ) · 1 =
aN · (+∞). Παρατηρήστε ότι η τιμή του ορίου πολυωνυμικής παράστασης του n
εξαρτάται μόνο από τον μεγιστοβάθμιο όρο. Δηλαδή
¡ ¢
lim a0 + a1 n + · · · + aN nN = lim(aN nN ) .

Ειδικώτερα: lim(3n2 − 5n + 2) = lim(3n2 ) = +∞, lim(− 12 n5 + 4n4 − n3 ) =


lim(− 21 n5 ) = −∞.

Παράδειγμα: Γεωμετρικά αθροίσματα. Η ακολουθία των γεωμετρι-


κών αθροισμάτων με λόγο a είναι η (1 + a + a2 + · · · + an−1 + an ), δηλαδή
η 1 + a, 1 + a + a2 , 1 + a + a2 + a3 , . . . . Το αποτέλεσμα είναι:
( = +∞, αν a ≥ 1,
2 n 1
lim(1 + a + a + · · · + a ) = 1−a , αν −1 < a < 1,
δεν υπάρχει, αν a ≤ −1.

60
Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει από το όριο της γεωμετρικής προόδου.
n+1
Αν a > 1, τότε lim(1 + a + a2 + · · · + an ) = lim a a−1−1 = a−11
lim(aan − 1) =
1
a−1 (a · (+∞) − 1) = +∞.
Αν a = 1, τότε lim(1 + a + a2 + · · · + an ) = lim(n + 1) = +∞.
n+1
Αν −1 < a < 1, τότε είναι lim(1 + a + a2 + · · · + an ) = lim 1−a 1−a =
1 n 1 1
1−a lim(1 − aa ) = 1−a (1 − a · 0) = 1−a .
Τέλος, έστω a ≤ −1. Από την an+1 − 1 = (a − 1)(1 + a + a2 + · · · + an )
συνεπάγεται ότι, αν υπάρχει το lim(1 + a + a2 + · · · + an ), τότε υπάρχει και το
lim(an+1 −1) = lim(a−1)(1+a+a2 +· · ·+a n
) = (a−1)¢lim(1+a+a
¡ n+1 ¡
2
+· · ·+an¢).
n 1 1 n+1
Τότε, όμως, υπάρχει και το lim a = lim a (a −1)+1 = a lim(a −1)+1 .
Το lim an δεν υπάρχει, οπότε ούτε και το lim(1 + a + a2 + · · · + an ) υπάρχει.

΄Εχοντας ήδη ορίσει τα συμβολικά γινόμενα των ±∞, είναι τώρα απλό να
ορίσουμε τις συμβολικές δυνάμεις (±∞)k για κάθε φυσικό k :
(+∞)k = (+∞) · · · (+∞) = +∞, (−∞)k = (−∞) · · · (−∞) = ±∞.
| {z } | {z }
k k
k
Στην (−∞) = ±∞ είναι +, αν ο k είναι άρτιος, και −, αν ο k είναι περιττός.
Τώρα μπορούμε να διατυπώσουμε την πρόταση που ακολουθεί.
Πρόταση 2.7 Αν υπάρχει το lim xn και ο k είναι φυσικός, τότε

lim xn k = (lim xn )k .
¡ ¢
Διότι lim xn k = lim xn · · · xn = lim xn · · · lim xn = (lim xn )k .
| {z } | {z }
k k

Παραδείγματα: (1) lim( n−1 3 n−1 3 3


n¡ ) = (lim n ) = 1 = 1.
¢8
(2) lim(n − 2n + n − 7) = lim(n − 2n + n − 7) = (+∞)8 = +∞.
5 2 8 5 2
¡ ¢4
(3) lim(−2n3 + n2 + 2n − 7)4 = lim(−2n3 + n2 + 2n − 7) = (−∞)4 = +∞.
¡ ¢5
(4) lim(−n3 + 2n − 1)5 = lim(−n3 + 2n − 1) = (−∞)5 = −∞.

Θα δούμε τώρα μερικά παραδείγματα όπου δυο ακολουθίες έχουν όρια +∞, 0,
ενώ το γινόμενό τους δεν έχει όριο ή έχει διαφορετικό κάθε φορά όριο.

Παραδείγματα: (1) lim(cn) = +∞ (c > 0), lim n1 = 0 και lim(cn · n1 ) =


lim c = c. ¡ ¢
(2) lim(cn) = +∞ (c > 0), lim(− n1 ) = 0 και lim cn · (− n1 ) = lim(−c) = −c.
(3) lim n2 = +∞, lim n1 = 0 και lim(n2 · n1 ) = lim n = +∞.
(4) lim n = +∞, lim n12 = 0 και lim(n · n12 ) = lim n1 = 0.
n−1 ¡ n−1 ¢
(5) lim n = +∞, lim (−1)n = 0 αλλά το lim n · (−1)n = lim(−1)n−1 δεν
υπάρχει.

Ορίζουμε τα συμβολικά αντίστροφα


1 1
= 0, = 0.
+∞ −∞

61
Το αντίστροφο
1
0
δεν ορίζεται και χαρακτηρίζεται απροσδιόριστη μορφή.
1
Παρατήρηση: Κατανοούμε το ±∞ = 0 ως εξής: το αντίστροφο μεταβλητής
ποσότητας που γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό ή μικρότερη από κάθε
αρνητικό αριθμό είναι, προφανώς, μεταβλητή ποσότητα που η απόλυτη τιμή της
(δηλαδή η απόστασή της από τον 0) γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό.
Το 10 δεν ορίζεται για τον εξής λόγο. Αν έχουμε μια μεταβλητή ποσότητα που η
απόστασή της από τον 0 γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό, το αντίστροφό
της είναι μεταβλητή ποσότητα που η απόλυτη τιμή της γίνεται μεγαλύτερη από
κάθε θετικό αριθμό. Αυτή, όμως, η αντίστροφη ποσότητα μπορεί να έχει και
θετικές και αρνητικές τιμές, οπότε κάποιες τιμές θα γίνονται μεγαλύτερες από
κάθε θετικό αριθμό ενώ κάποιες άλλες θα γίνονται μικρότερες από κάθε αρνητικό
αριθμό. Μπορεί, επομένως, η αντίστροφη μεταβλητή ποσότητα να μην έχει ενιαία
συμπεριφορά.

Η αντίστροφη ακολουθία της (xn ) είναι η ( x1n ) και, φυσικά, ορίζεται


αρκεί να είναι xn 6= 0 για κάθε n.
Πρόταση 2.8 Κανόνας αντιστρόφου, Ι. ΄Εστω xn 6= 0 για κάθε n. Αν
υπάρχει το lim xn και αν το lim1xn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή (δηλαδή αν
lim xn 6= 0), τότε
1 1
lim = .
xn lim xn
'Estw ìti to lim xn = x eÐnai jetikìc arijmìc. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte
2
upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai |xn − x| < min{ x2 ² , x2 } gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai
x2 ² x x
|xn − x| < 2
kai |xn − x| < 2
gia kˆje n ≥ n0 . Apì thn |xn − x| < 2
sunepˆgetai
¯ ¯ |x −x| x2 ²
xn > x − x2 = x2 gia kˆje n ≥ n0 . Epomènwc, eÐnai ¯ x1 − x1 ¯ = xn x < = ². 'Ara oi 2
xx
¯ 1 1¯ n n 2
apostˆseic ¯ xn − x ¯ gÐnontai mikrìterec apì kˆje jetikì arijmì, opìte lim x1n = x1 = lim1xn .
'Estw lim xn = +∞. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc
¯ ¯n0 ¸ste na
eÐnai xn > 1 gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai 0 < 1 < ² kai, epomènwc, ¯ 1 − 0¯ = 1 < ²
² xn xn xn
gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara lim x1n = 0 = +∞
1
= lim1x .
n
H aitiolìghsh tou kanìna stic peript¸seic pou to ìrio eÐnai arnhtikìc arijmìc   −∞ eÐnai
parìmoia.

Παράδειγμα: Αν a > 1, τότε lim log1 n = 1


lim loga n = 1
+∞ = 0.
a

Παράδειγμα: Ο κανόνας δεν ισχύει στην περίπτωση που το όριο μιας ακολου-
n−1
θίας είναι 0. Για παράδειγμα, lim (−1)n = 0, αλλά το lim (−1)nn−1 = lim(−1)n−1 n
δεν υπάρχει.

Το πρόβλημα στο τελευταίο παράδειγμα είναι η εναλλαγή προσήμου των όρων


της ακολουθίας. Αυτό συμφωνεί και με την παρατήρηση πριν από την Πρόταση

62
2.8. Αν δεν υφίσταται εναλλαγή προσήμου, τότε έχουμε θετικά αποτελέσματα. Η
κατάσταση αυτή περιγράφεται στην πρόταση που ακολουθεί.
Πρόταση 2.9 Κανόνας αντιστρόφου, ΙΙ. (1) Αν lim xn = 0 και όλοι οι
όροι της (xn ) είναι θετικοί, τότε lim x1n = +∞.
(2) Αν lim xn = 0 και όλοι οι όροι της (xn ) είναι αρνητικοί, τότε lim x1n = −∞.
(1) 'Estw lim xn = 0 kai xn > 0 gia kˆje n. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei
1
fusikìc n0 ¸ste na eÐnai 0 < xn < M gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai x1n > M gia kˆje
1
n ≥ n0 , opìte oi x gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì arijmì. 'Ara lim x1 = +∞.
n n
(2) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (1).

Οι παρακάτω συμβολικοί λόγοι ορίζονται βάσει των συμβολικών πολλαπλασι-


ασμών και των συμβολικών αντιστρόφων:
±∞
= ±∞,
x
αν x > 0,
±∞
= ∓∞,
x
αν x < 0, και
x
= 0.
±∞
Οι λόγοι
x ±∞ ±∞ ±∞
, , ,
0 0 ±∞ ∓∞
δεν ορίζονται και χαρακτηρίζονται απροσδιόριστες μορφές.

Παρατήρηση: Προσπαθήστε να κατανοήσετε τους ορισμούς αυτούς «βλέπο-


ντας» το +∞ (−∞) ως μεταβλητή που γίνεται μεγαλύτερη (μικρότερη) από κάθε
θετικό (αρνητικό) αριθμό και τον x ως μεταβλητή που πλησιάζει τον x.

Τα αποτελέσματα για τον λόγο των (xn ) και (yn ), δηλαδή για την ακολου-
θία ( xynn ), προκύπτουν από τον συνδυασμό των αποτελεσμάτων για το γινόμενο
ακολουθιών και για την αντίστροφη ακολουθία, παρατηρώντας ότι xynn = xn · y1n .
Πρόταση 2.10 Κανόνας λόγου. ΄Εστω yn 6= 0 για κάθε n. Αν υπάρχουν
τα όρια lim xn , lim yn και αν το lim xn
lim yn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή, τότε

xn lim xn
lim = .
yn lim yn
Παράδειγμα: Ρητή παράσταση του n. Θεωρούμε οποιαδήποτε ρητή παρά-
+a1 x+···+aN xN
σταση ab00+b1 x+···+bM x
M , όπου aN 6= 0, bM 6= 0. Τότε

a
a0 + a1 n + · · · + aN nN  bM
N
· (+∞), αν N > M ,
aN
lim = , αν N = M ,
b0 + b1 n + · · · + bM nM  bM
0, αν N < M .

63
Πράγματι, γράφουμε
a0 1 a1 1 aN −1 1
a0 + a1 n + · · · + aN nN aN N −M aN nN + aN nN −1 + ··· + aN n + 1
= n bM −1 1
b0 + b1 n + · · · + bM nM bM b0 1
+ b1 1
+ ··· +
bM nM bM nM −1 bM n + 1

και, όπως είδαμε προηγουμένως, τα όρια του αριθμητή και του παρονομαστή του
+a1 n+···+aN nN
τελευταίου λόγου είναι 1. ΄Αρα lim ab00+b 1 n+···+bM n
M = baM
N
· lim nN −M · 11 =
aN N −M
bM ·lim n και από αυτό προκύπτει το τελικό συμπέρασμα. Βλέπουμε ότι, όπως
και στην περίπτωση πολυωνυμικής παράστασης, η τιμή του ορίου ρητής παράστασης
του n εξαρτάται μόνο από τους μεγιστοβάθμιους όρους των δυο πολυωνύμων στον
αριθμητή και στον παρονομαστή. Δηλαδή

a0 + a1 n + · · · + aN nN aN nN
lim M
= lim .
b0 + b1 n + · · · + bM n bM nM
3 2 3 2 2
Ειδικώτερα: lim n 2n
−2n +n+1
2 −3n−1
n
= lim 2n 2 = +∞, lim
−n +2n+3
n+2 = lim −n
n =
n4 −4n3 +n25 n−7 n 4
1 2 2
−∞, lim 2n4 +n2 +n+1 = lim 2n4 = 2 , lim n3−n +n+4 −n
+n2 +5n+6 = lim n3 = 0.

¡ 2 +3n+1 ¢7 ¡ 2 ¢
+3n+1 7
Παραδείγματα: (1) lim −n2n+3 = lim −n2n+3 = (−∞)7 = −∞.
¡ n3 +n+7 ¢3 ¡ 3
n +n+7
¢3
(2) lim −3n3 +n2 +1 = lim −3n 3 +n2 +1 = (− 13 )3 = − 27
1
.
0 +∞
Τέλος, θα δούμε παραδείγματα για τις απροσδιόριστες μορφές 0 και +∞ .
c
Παραδείγματα: (1) lim nc = 0, lim n1 = 0 και lim n
1 = lim c = c.
n
1
(2) lim n1 = 0, lim n12 = 0 και lim n
1 = lim n = +∞.
n2
1
(3) lim n12 = 0, lim n1 = 0 και lim = lim n1 = 0.
n2
1
n
(4) lim(cn) = +∞ (c > 0), lim n = +∞ και lim cn n = lim c = c.
2
(5) lim n2 = +∞, lim n = +∞ και lim nn = lim n = +∞.
(6) lim n = +∞, lim n2 = +∞ και lim nn2 = lim n1 = 0.

Ορίζουμε τις συμβολικές απόλυτες τιμές

| + ∞| = +∞, | − ∞| = +∞.

Παρατήρηση: Κατανοούμε την | ± ∞| = +∞ ως εξής: η απόλυτη τιμή μετα-


βλητής ποσότητας που γίνεται μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό ή μικρότε-
ρη από κάθε αρνητικό αριθμό είναι, προφανώς, μεταβλητή ποσότητα που γίνεται
μεγαλύτερη από κάθε θετικό αριθμό.

Ορίζουμε, επίσης, την απόλυτη ακολουθία (|xn |) μιας ακολουθίας (xn ).


Πρόταση 2.11 Αν η (xn ) έχει όριο, τότε

lim |xn | = | lim xn |.

64
'Estw lim xn = x. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0,¯opìte upˆrqei
¯ fusikìc n0 ¸ste na eÐnai
|xn −x| < ² gia kˆje n ≥ n0 . ParathroÔme ìti isqÔei ¯|xn |−|x|¯ ≤ |xn −x|, opìte sunepˆgetai
¯ ¯
¯|xn | − |x|¯ < ² gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara lim |xn | = |x| = | lim xn |.
'Estw lim xn = +∞   lim xn = −∞. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei
fusikìc n0 ¸ste na eÐnai xn > M   xn < −M , antistoÐqwc, gia kˆje n ≥ n0 . Kai stic duo
peript¸seic sunepˆgetai |xn | > M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi |xn | gÐnontai megalÔteroi apì
kˆje jetikì arijmì, opìte lim |xn | = +∞ = | ± ∞| = | lim xn |.

Γ. Σύγκριση ορίων ακολουθιών.

Αν γνωρίζουμε ότι μια ακολουθία αποκλίνει στο +∞ και οι όροι μιας δεύτερης
ακολουθίας είναι μεγαλύτεροι από ή ίσοι με τους αντίστοιχους όρους της πρώτης,
τότε και η δεύτερη ακολουθία αποκλίνει στο +∞. Πράγματι, αφού οι όροι της
πρώτης ακολουθίας γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε θετικό αριθμό, τότε, κατά
μείζονα λόγο, και οι όροι της δεύτερης ακολουθίας γίνονται μεγαλύτεροι από κάθε
θετικό αριθμό. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει, συμμετρικά, και για απόκλιση στο
−∞ και όλα αυτά διατυπώνονται στην πρόταση που ακολουθεί.

Πρόταση 2.12 ΄Εστω xn ≤ yn για κάθε n.


(1) Αν lim xn = +∞, τότε lim yn = +∞.
(2) Αν lim yn = −∞, τότε lim xn = −∞.

(1) PaÐrnoume opoiond pote M > 0. Epeid  lim xn = +∞, upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai
xn > M gia kˆje n ≥ n0 kai, epeid  yn ≥ xn , sunepˆgetai yn > M gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi
yn gÐnontai megalÔteroi apì kˆje jetikì arijmì, opìte lim yn = +∞.
(2) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (1).

n−1
Παραδείγματα: (1) Είναι ¡ n+(−1) ¢ ≥ n−1 για κάθε n. Επειδή lim(n−1) =
n−1
+∞, συνεπάγεται ότι lim n + (−1) = +∞.
n2 +2n+1
(2) Από την απλή ανισότητα n+2 ≥ n και το lim n = +∞, συμπεραίνουμε ότι
2
lim n +2n+1
n+2 = +∞.

Πρόταση 2.13 ΄Εστω xn ≤ yn για κάθε n. Αν lim xn = x και lim yn = y, τότε


x ≤ y.

Ac upojèsoume (gia na katal xoume se antÐfash) ìti y < x. PaÐrnontac ² = x−y 2


> 0,
apì to ìti lim xn = x kai lim yn = y sunepˆgetai ìti upˆrqei fusikìc n0 0 ¸ste na eÐnai
|xn − x| < x−y 2
gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai |yn − y| < x−y2
gia kˆje
n ≥ n0 . OrÐzoume n0 = max{n0 0 , n0 00 }, opìte isqÔei n0 ≥ n0 0 kai n0 ≥ n0 00 . Sunepˆgetai
00

ìti eÐnai |xn − x| < x−y


2
kai |yn − y| < x−y
2
gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara xn > x − x−y2
= x+y
2
kai
x−y x+y x+y
yn < y + 2 = 2 gia kˆje n ≥ n0 . Dhlad  eÐnai xn > 2 > yn gia kˆje n ≥ n0 kai
autì antifˆskei me to ìti xn ≤ yn gia kˆje n.

Παραδείγματα: (1) Αν xn ≥ a για κάθε n και lim xn = x, συνεπάγεται x ≥ a.


Πράγματι, θεωρούμε τη σταθερή ακολουθία (a) και, επειδή a ≤ xn για κάθε n
και lim a = a και lim xn = x, συνεπάγεται a ≤ x.
(2) Αν xn ≤ b για κάθε n και lim xn = x, συνεπάγεται x ≤ b.

65
Η αιτιολόγηση είναι παρόμοια με αυτήν του (1).
(3) Αν όλοι οι όροι μιας ακολουθίας (xn ) ανήκουν σε κάποιο κλειστό διάστημα
[a, b] και lim xn = x, τότε και ο x ανήκει στο [a, b].
Αυτό είναι συνδυασμός των (1) και (2).
Πρόταση 2.14 Παρεμβολή. ΄Εστω xn ≤ yn ≤ zn για κάθε n. ΄Αν lim xn =
ρ και lim zn = ρ, τότε lim yn = ρ.
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 0 ¸ste na eÐnai |xn − ρ| < ²
gia kˆje n ≥ n0 0 kai fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai |zn − ρ| < ² gia kˆje n ≥ n0 00 . OrÐzoume
n0 = max{n0 0 , n0 00 }, opìte isqÔei n0 ≥ n0 0 kai n0 ≥ n0 00 . Sunepˆgetai ìti eÐnai |xn − ρ| < ²
kai |zn − ρ| < ² gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara xn > ρ − ² kai zn < ρ + ² gia kˆje n ≥ n0 . Sunepˆgetai
ρ − ² < xn ≤ yn ≤ zn < ρ + ² kai, epomènwc, |yn − ρ| < ² gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara oi apostˆseic
|yn − ρ| gÐnontai mikrìterec apì kˆje jetikì arijmì, opìte lim yn = ρ.

1 (−1)n−1
Παραδείγματα: (1) Είναι 1 − n ≤ 1 + n1 για κάθε n. Επειδή
≤ 1+ n
¡ n−1 ¢
lim(1 − 1
n) = 1 και lim(1 + = 1, συνεπάγεται lim 1 + (−1)n
1
n) = 1.
1 sin n 1 1 1
(2) Είναι − n ≤ n ≤ n για κάθε n. Επειδή lim(− n ) = lim n = 0, συνεπάγεται
lim sinn n = 0.

Ask seic.
΄Ορια και φραγμένες ακολουθίες.
1. Ποιες από τις παρακάτω ακολουθίες είναι άνω φραγμένες; κάτω φραγμένες;
φραγμένες; (Δείτε την άσκηση 2.1.7.)
¡ ¢ ¡ ¢ ³ (−1)n−1 ´ ¡ ¢ ³1´
(n), (−1)n−1 , (−1)n−1 n , , 2n , ,
n 2n
³ 8n − 1 ´ ³ µ n + 15 ¶ ´ ³ 8n´ ³ h n i´ ³ h n i´
2
, , − , 2 , n−3 .
n +n+1 16 n! 2 3
2. Αποδείξτε ότι κάθε αύξουσα ακολουθία είναι κάτω φραγμένη και ότι κάθε
φθίνουσα ακολουθία είναι άνω φραγμένη.
3. Αποδείξτε ότι η (xn ) είναι άνω φραγμένη ή κάτω φραγμένη αν και μόνο αν
η (−xn ) είναι κάτω φραγμένη ή άνω φραγμένη, αντιστοίχως.
Αλγεβρικές πράξεις με όρια ακολουθιών.
1. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια, χρησιμοποιώντας τους κανόνες αθροίσματος,
διαφοράς, γινομένου, αντιστρόφου και λόγου.
³ 1´ ³ 1 (−1)n−1 ´ n2 − n + 3
lim 2n3 + 3n + , lim n + + 2 , lim ,
n n n n
³ 1 ´3 ³ (−1)n−1 ´9 (n + 1)7 (n + 2)3 (n + 3)79
lim 1 + , lim − 1 + , lim ,
n n n89

66
n−1
−1 + 1
n2 −n + 1
n 1 + (−1)n
lim (−1)n−1
, lim (−1)n−1
, lim ,
2+ 2+ n + 3 log10 n
n n

n + (−1)n n 1 1 1
lim , lim 1 , lim , lim ,
2 + (−1)n n + n12 1
+ (−1)n−1 1
n − 2n1 2
n n2

1 + 2 · 10n 3n + (−2)n log2 n + 3


lim , lim lim .
5 + 3 · 10n 3n+1 + (−2)n+1 −2 log10 n + 15

2. Βρείτε τα παρακάτω όρια πολυωνυμικών και ρητών παραστάσεων του n.


¡ ¢
lim(3n2 − 4n + 5), lim(n2 − 4n5 + 1), lim (1 − n)5 + n4 − 7 ,

3n2 − 5n −2n5 + 4n2 3n2 + 4n


lim 2
, lim 7 3
, lim ,
5n + 2n − 6 3n + n − 10 2n − 1
³ 2n − 3 ´4 ³ −n2 + n + 1 ´3 ³ −n2 + n + 1 ´4
lim , lim , lim ,
3n + 7 3n + 1 3n + 1
³ n2 ´ ³ n(n + 1) 4n3 ´
lim − n − 1 , lim − 2 .
n+1 n+4 4n + 1

3. Υπολογίστε, αν υπάρχουν, τα παρακάτω όρια.


¡ ¢
lim(1 + 2 + 22 + · · · + 2n ), lim 1 − 2 + 22 + · · · + (−1)n 2n ,

¡ ¢ ³ 1 1 1´
lim 1 − 1 + 1 − 1 + · · · + (−1)n , lim 1 + + 2 + · · · + n ,
2 2 2
³ 27 28 2n+6 ´ ³ 2n 2n+1 22n ´
lim + + · · · + n+6 , lim n + n+1 + · · · + 2n ,
37 3 8 3 3 3 3
1 + 2 + · · · + 2n 1 − 3 + · · · + (−1)n 3n
lim , lim .
1 + 3 + · · · + 3n 1 − 2 + · · · + (−1)n 2n

4. Υπάρχουν τα παρακάτω όρια;


³n h n i´ ³ ´ ³ 10 ´
lim − , lim n + (−1)n−1 n , lim (−1)n−1 + 3 ,
3 3 n

1 + (−1)n−1 n ³ 2 ´ n
lim , lim 1 + + (−1)n−1 n , lim(−1)n−1 ,
n n n+1
1 1
lim(−1)n−1 log2 n, lim 1 , lim (−1)n−1
,
(−1)n−1 + 1+log3 n + 1
n n2

n−1 n−1
³ (−1)n−1 ´n
lim 2(−1) , lim 2(−1) n
, lim 1 + .
2

67
5. Υπολογίζοντας τα κατάλληλα όρια, απαντήστε στα παρακάτω ερωτήματα.
Ισχύει −n5 + 4n3 < −100 από κάποιο n και πέρα;
Ισχύει n7 − 35n6 + n3 − 47n < 84 για άπειρα n;
3 7n3 −n+5
Ισχύει 2 < 4n3 +n2 +35 < 2 από κάποιο n και πέρα;
4 3
2n −n +7
Ισχύει −n3 +n2 +3 < −78 από κάποιο n και πέρα;
3 2
2n −n +7n+1
Ισχύει n3 +n2 +3 < 1 για άπειρα n;
6. ΄Ενα αυτοκίνητο ξεκινά από την πόλη Α και σε ευθύ δρόμο κατευθύνεται
προς την πόλη Β με σταθερή ταχύτητα v km hr . ΄Ολοι γνωρίζουμε ότι, αν η
απόσταση των δυο πόλεων είναι d km, τότε το αυτοκίνητο θα ολοκληρώσει
τη διαδρομή σε χρόνο vd hr. Απαντήστε, όμως, σε κάποιον που ισχυρίζεται
ότι το αυτοκίνητο δε θα φτάσει ποτέ στην πόλη Β και το δικαιολογεί ως εξής:
< Ας υποθέσουμε ότι το αυτοκίνητο καλύπτει τη μισή απόσταση και, μάλιστα,
στον προβλεπόμενο γι αυτή χρόνο. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι κατόπιν το
αυτοκίνητο καλύπτει τη μισή από την εναπομένουσα απόσταση στον προ-
βλεπόμενο γι αυτή χρόνο. Και ούτω καθ΄ εξής. Το αυτοκίνητο έχει, όμως,
πάντοτε μπροστά του κάποια εναπομένουσα (έστω και πολύ μικρή) απόσταση
μέχρι την πόλη Β, οπότε δε θα φτάσει ποτέ εκεί >.
Η απάντησή σας για να είναι πειστική πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει
τα λογικά βήματα του παραπάνω ισχυρισμού.
7. Μια επίπεδη νιφάδα χιονιού υφίσταται διαδοχικές αλλαγές με τον εξής τρόπο:
Το αρχικό της σχήμα είναι ισόπλευρο τρίγωνο πλευράς μήκους s. Κατόπιν,
από το μεσαίο ένα τρίτο κάθε πλευράς ξεφυτρώνει ένα ισόπλευρο τρίγωνο,
οπότε το νέο σχήμα της νιφάδας είναι πολυγωνικό με 12 ισομήκεις πλευρές.
Κατόπιν, από το μεσαίο ένα τρίτο κάθε πλευράς (της νέας νιφάδας) ξε-
φυτρώνει ένα ισόπλευρο τρίγωνο, οπότε το νέο σχήμα της νιφάδας είναι
πολυγωνικό με 48 ισομήκεις πλευρές. Αν αυτή η διαδικασία συνεχιστεί επ΄
άπειρον, φανταστείτε το οριακό σχήμα της νιφάδας και υπολογίστε
(i) το μήκος της περιφέρειας της «οριακής νιφάδας».
(ii) το εμβαδό της «οριακής νιφάδας».
Σύγκριση ορίων ακολουθιών.
1. Βρείτε το lim xn σε καθεμιά από τις παρακάτω περιπτώσεις.
n2 +3n
(i) 1 < xn ≤ n2 +1 για κάθε n.
log10 n−2 3+n
(ii) 2 log10 n+4 < xn < 1+2n για κάθε n.
2 3
(iii) xn ≤ 15n + 6n − n για κάθε n.
2. (i) Προφανώς
¡ δεν εφαρμόζεται
¢ ο κανόνας αθροίσματος για τον υπολογισμό
του ¡lim n + (−1)¢n−1 . Συγκρίνοντας με μια απλή ακολουθία, αποδείξτε ότι
lim n + (−1)n−1 = +∞.
¡ ¢
(ii) ΄Οπως και στο (i), αποδείξτε ότι lim 2n + (−1)n−1 n = +∞.

68
3. Αποδείξτε ότι
( +∞ ,
αν x > 0,
lim[nx] = 0 , αν x = 0,
−∞ , αν x < 0.
(Υπόδειξη: Χρησιμοποιήστε τη διπλή ανισότητα [a] ≤ a < [a] + 1.)
Αποδείξτε ότι
( +∞, αν x > y,
lim([nx] − [ny]) = 0, αν x = y,
−∞, αν x < y.
4. Χρησιμοποιήστε παρεμβολή για να αποδείξετε τα παρακάτω όρια.
n−1
³ 1 (−1)n−1 ´n
lim 2−2n+(−1) n = 0, lim + = 0.
2 4
5. Χρησιμοποιήστε παρεμβολή για να αποδείξετε ότι
³ 1 1 1 1 ´
lim √ +√ + ··· + √ +√ = 1.
n2 + 1 n2 + 2 n2 + n − 1 n2 + n
(Υπόδειξη: Είναι √ 1 ≤ √ 1 ≤ √ 1 για κάθε k με 1 ≤ k ≤ n.)
n2 +n n2 +k n2 +1

6. Θεωρήστε την ακολουθία Fibonnaci (xn ), δηλαδή την ακολουθία που ορίζε-
ται με αρχικούς όρους x1 = x2 = 1 και με τον αναδρομικό τύπο xn+2 =
xn+1 + xn . Αποδείξτε ότι ισχύει xn ≥ n2 για κάθε n. Ποιο είναι το όριο της
(xn );
7. Αποδείξτε με την αρχή της επαγωγής ότι είναι 2n ≥ n + 1 για κάθε φυσικό
n και
n
lim(3n − 105 n) = +∞, lim n = 0.
3
7n
Αποδείξτε ότι 6n ≥ 16 n + 1 για κάθε φυσικό n και
n5n
lim(7n − n5n ) = +∞, lim = 0.
7n
8. Γνωρίζουμε ότι, αν όλοι οι όροι της (xn ) ανήκουν στο κλειστό διάστημα [a, b]
και lim xn = x, τότε και ο x ανήκει στο [a, b]. Υπάρχει παρόμοιο συμπέρασμα
για το όριο x της (xn ), αν όλοι οι όροι της ανήκουν στο ανοικτό διάστημα
(a, b);
(Υπόδειξη: Σκεφτείτε το παράδειγμα του διαστήματος (0, 2) και της ακολου-
θίας ( n1 ) ή της (2 − n1 ).)
Ποιο γενικό συμπέρασμα υπάρχει για το όριο x της (xn ), αν όλοι οι όροι της
ανήκουν στο ανοικτό διάστημα (a, b);
9. Αποδείξτε ότι για κάθε άρρητο x υπάρχει ακολουθία (rn ) ρητών ώστε να
είναι rn < x για κάθε n και lim rn = x.
1
(Υπόδειξη: Πάρτε ρητό αριθμό rn με την ιδιότητα x − n < rn < x. Τι μας
εξασφαλίζει αυτή τη δυνατότητα;)

69
2.5 Monìtonec akoloujÐec. O arijmoÐ e, π .
΄Εστω ότι η (xn ) είναι αύξουσα ακολουθία, που σημαίνει ότι τα σημεία xn της
πραγματικής ευθείας κινούνται (καθώς ο n αυξάνει) προς τα δεξιά. Παρατηρούμε
ότι υπάρχουν ακριβώς δυο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση η (xn ) δεν είναι
άνω φραγμένη - για παράδειγμα, η (n) ή η (n2 ) - οπότε τα σημεία xn απομακρύνο-
νται απεριόριστα προς τα δεξιά. Στη δεύτερη περίπτωση η (xn ) είναι άνω φραγμένη
- για παράδειγμα, η ( n−1
n ) - και τότε τα σημεία xn δεν ξεπερνάνε κάποιο σημείο,
το οποίο, προφανώς, είναι άνω φράγμα της ακολουθίας. Στην πρώτη περίπτωση
είναι φανερό ότι η (xn ) έχει όριο το +∞. Στη δεύτερη περίπτωση είναι, επίσης,
φανερό ότι τα σημεία xn πλησιάζουν κάποιο σημείο όχι πέρα από το οποιοδήποτε
άνω φράγμα της (xn ). Το σημείο αυτό είναι, φυσικά, το όριο της (xn ).

Σχήμα 2.5: Αύξουσα ακολουθία χωρίς άνω φράγμα.

Σχήμα 2.6: Αύξουσα ακολουθία με άνω φράγμα.

Παρόμοιους συλλογισμούς κάνουμε για μια φθίνουσα ακολουθία (xn ). Τώρα


τα σημεία xn κινούνται προς τα αριστερά και υπάρχουν ακριβώς δυο περιπτώσεις.
Στην πρώτη περίπτωση η (xn ) δεν είναι κάτω φραγμένη, δηλαδή τα σημεία xn
απομακρύνονται απεριόριστα προς τα αριστερά, και στη δεύτερη περίπτωση η (xn )
είναι κάτω φραγμένη, δηλαδή τα xn δεν ξεπερνάνε κάποιο σημείο, ένα κάτω φράγμα
της ακολουθίας. Στην πρώτη περίπτωση η (xn ) έχει όριο το −∞ ενώ στη δεύτερη
περίπτωση τα σημεία xn πλησιάζουν κάποιο σημείο όχι πέρα από το οποιοδήποτε
κάτω φράγμα της (xn ) και το σημείο αυτό είναι το όριο της (xn ).
Συνοψίζουμε:

Θεώρημα 2.1 Κάθε μονότονη ακολουθία έχει όριο. Πιο συγκεκριμένα:


(1) Αν η ακολουθία είναι αύξουσα, τότε είτε (i) δεν είναι άνω φραγμένη, οπότε
αποκλίνει στο +∞, είτε (ii) είναι άνω φραγμένη, οπότε συγκλίνει (και το όριό της
είναι μικρότερο από ή ίσο με οποιοδήποτε άνω φράγμα της).
(2) Αν η ακολουθία είναι φθίνουσα, τότε είτε (i) δεν είναι κάτω φραγμένη, οπότε
αποκλίνει στο −∞, είτε (ii) είναι κάτω φραγμένη, οπότε συγκλίνει (και το όριό της
είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με οποιοδήποτε κάτω φράγμα της).

Μπορούμε να συμπληρώσουμε το Θεώρημα 2.1 ως εξής. Αν x είναι το όριο μιας


αύξουσας και άνω φραγμένης ακολουθίας (xn ), είναι φανερό ότι όλοι οι xn είναι

70
≤ x (και, μάλιστα, αν η (xn ) είναι γνησίως αύξουσα, τότε όλοι οι όροι είναι < x).
Βλέπουμε έτσι ότι το όριο x είναι ένα από τα άνω φράγματα της (xn ) και, επειδή
είναι μικρότερο από ή ίσο με οποιοδήποτε άνω φράγμα της (xn ), συμπεραίνουμε:

Το όριο αύξουσας, άνω φραγμένης ακολουθίας είναι το μικρότερο από


τα άνω φράγματά της. Ομοίως, το όριο φθίνουσας, κάτω φραγμένης
ακολουθίας είναι το μεγαλύτερο από τα κάτω φράγματά της.

Παρατηρήσεις: (1) Το Θεώρημα 2.1 είναι πολύτιμο.


(i) Από θεωρητική σκοπιά: «συμπεραίνουμε ότι κάθε μονότονη ακολουθία έχει ο-
πωσδήποτε όριο».
(ii) Από πρακτική σκοπιά: «συμπεραίνουμε για μια δοσμένη ακολουθία ότι έχει
όριο αρκεί μόνο να ελέγξουμε ότι είναι μονότονη», χωρίς να χρειάζεται να μαντέ-
ψουμε από πριν το πιθανό όριό της. Προσέξτε: για να αποδείξουμε, εφαρμόζο-
ντας τον ορισμό του ορίου, ότι μια ακολουθία έχει όριο πρέπει να γνωρίζουμε (ή
να μαντέψουμε) το υποψήφιο όριό της ώστε κατόπιν να αποδείξουμε με υπολο-
γισμούς ότι οι αποστάσεις των όρων της από αυτό γίνονται μικρότερες από κάθε
θετικό αριθμό. Το Θεώρημα 2.1 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που δε μπορούμε να
μαντέψουμε το όριο μιας ακολουθίας και που δε μπορούμε να εφαρμόσουμε τους
διάφορους κανόνες υπολογισμού ορίων.
(2) Το Θεώρημα 2.1 δεν παρέχει τρόπο υπολογισμού του ορίου μονότονης ακολου-
θίας. ΄Ομως, εκμεταλλευόμενοι την πληροφορία ότι μια ακολουθία έχει όριο, μπορεί
να καταφέρουμε με κάποιο τρόπο (ανάλογο της περίπτωσης) να υπολογίσουμε και
την τιμή του ορίου.

Παράδειγμα: Ας θεωρήσουμε την (xn ) η οποία ορίζεται από τον πρώτο όρο
της και από έναν αναδρομικό τύπο ως εξής:

x1 = 1, xn+1 = 2xn .
q p
√ p √ √
Οι αρχικοί όροι της (xn ) είναι 1, 2 , 2 2 , 2 2 2 , . . . . Από αυτούς
μαντεύουμε ότι η ακολουθία είναι αύξουσα και το αποδεικνύουμε με την αρχή
της επαγωγής. Προφανώς, ισχύει x1 ≤ x2 και υποθέτουμε ότι για κάποιο n
ισχύει xn ≤ xn+1 . Κατ΄ αρχήν όλοι οι όροι είναι μη αρνητικοί διότι ο πρώτος
είναι 1 και όλοι√οι άλλοι√είναι τετραγωνικές ρίζες. Επομένως, έχουμε, διαδοχικά:
2xn ≤ 2xn+1 , 2xn ≤ 2xn+1 και xn+1 ≤ xn+2 . Συμπεραίνουμε ότι η ανισότητα
xn ≤ xn+1 ισχύει για κάθε n, οπότε η ακολουθία είναι αύξουσα και, επομένως,
έχει όριο.

Από την xn ≤ xn+1 και τον αναδρομικό τύπο έχουμε xn ≤ 2xn , οπότε
xn ≤ 2 για κάθε n. ΄Αρα η (xn ) είναι και άνω φραγμένη και, επομένως, συγκλίνει
σε αριθμό.
Συμβολίζουμε x το άγνωστο όριο της (xn ). Παίρνοντας όριο των δυο μελών
της ισότητας x2n+1 = 2xn , συνεπάγεται x2 = 2x, οπότε x = 0 ή x = 2. Η
περίπτωση x = 0 αποκλείεται διότι η ακολουθία είναι αύξουσα με πρώτο όρο τον
1, οπότε όλοι οι όροι της είναι ≥ 1 και, επομένως, και το όριό της πρέπει να είναι
≥ 1. Καταλήγουμε στο ότι lim xn = 2.

71
Παράδειγμα: Δεκαδικά αναπτύγματα. Θεωρούμε οποιαδήποτε δεκαδικά
ψηφία x1 , x2 , x3 , . . . , δηλαδή αριθμούς από το {0, 1, . . . , 9}, με μοναδικό περι-
ορισμό να μην είναι όλα από κάποιο δείκτη και πέρα ίσα με 9. Σχηματίζουμε τα
διαδοχικά αθροίσματα
x1 xn
sn = + ··· + n
10 10
xn+1
για κάθε n και, επειδή xn ≥ 0 για κάθε n, συνεπάγεται sn+1 = sn + 10 n+1 ≥ sn

για κάθε n. ΄Αρα η (sn ) είναι αύξουσα. Επίσης, επειδή 0 ≤ xn ≤ 9, συνεπάγεται

9 9 9 1 − 101n 9 1
0 ≤ sn ≤ + ··· + n = 1 < 10 1 = 1.
10 10 10 1 − 10 1 − 10
Επομένως, η (sn ) είναι άνω φραγμένη, οπότε συγκλίνει σε κάποιο αριθμό x,
x = lim xn .
Από τη διπλή ανισότητα 0 ≤ sn < 1, παίρνοντας όριο, συνεπάγεται 0 ≤ x ≤ 1.
Με λίγο περισσότερο κόπο μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι
0≤x<1
καθώς και ότι ισχύουν οι διπλές ανισότητες
x1 xn x1 xn 1
+ ··· + n ≤ x < + ··· + n + n
10 10 10 10 10
για κάθε n. ΄Ομως, όπως γνωρίζουμε από την ενότητα 1.3, αυτό σημαίνει ότι οι
x1 , x2 , x3 . . . είναι τα δεκαδικά ψηφία του x και ότι το δεκαδικό ανάπτυγμα του
x είναι το 0, x1 x2 x3 . . . . ΄Εχουμε, λοιπόν, το εξής αποτέλεσμα.
Πρόταση 2.15 Για κάθε επιλογή αριθμών x1 , x2 , . . . από το {0, 1, . . . , 9}, ώστε
να μην είναι όλοι ίσοι με 9 από ένα δείκτη και πέρα, υπάρχει αριθμός x στο διάστημα
[0, 1) με δεκαδικό ανάπτυγμα 0, x1 x2 x3 . . . .
Η Πρόταση 2.15 είναι αντίστροφη της Πρότασης 1.14.
Gia na doÔme ìti isqÔei h isqurìterh anisìthta 0 ≤ x < 1 skeftìmaste wc ex c. AfoÔ den
eÐnai ìloi oi xn Ðsoi me 9, upˆrqei kˆpoioc k ¸ste xk ≤ 8 = 9 − 1, opìte gia kˆje n ≥ k ja
èqoume
¡9 9 ¢ 1 1
0 ≤ sn ≤ + ··· + − k <1− k
10 10n 10 10
kai, epomènwc, paÐrnontac to limn→+∞ ,
1
0≤x≤1− < 1.
10k
Ac jewr soume t¸ra èna opoiond pote n. Epeid  den eÐnai ìloi oi xm Ðsoi me 9 apì ton
deÐkth n + 1 kai pèra, upˆrqei kˆpoioc k ≥ n + 1 ¸ste xk ≤ 8 = 9 − 1. Epomènwc, gia kˆje
m ≥ k ja èqoume
¡ x1 xn 9 9 ¢ 1
sn ≤ sm ≤ + ··· + + n+1 + · · · + m − k
10 10n 10 10 10
¡ x1 xn 1 ¢ 1
< + ··· + + n − k
10 10n 10 10
1 1
= sn + n − k .
10 10

72
1 1
Apì thn anisìthta sn ≤ sm < sn + 10n
− 10k
, pou apodeÐxame ìti isqÔei gia kˆje m ≥ k,
sunepˆgetai, paÐrnontac to limm→+∞ ,
1 1 1
sn ≤ x ≤ sn + − k < sn + n .
10n 10 10

Παράδειγμα: Δυνάμεις με άρρητους εκθέτες (για δεύτερη φορά).


Τώρα θα δούμε ένα δεύτερο τρόπο ορισμού της δύναμης ax με άρρητο εκθέτη.
Θεωρούμε πάλι οποιονδήποτε a > 1, οποιονδήποτε άρρητο x > 0 και την
ακολουθία (sn ) των n-οστών δεκαδικών προσεγγίσεων του x. ΄Ηδη γνωρίζουμε
ότι η ακολουθία ρητών αριθμών (sn ) είναι αύξουσα, οπότε και η ακολουθία (asn )
είναι αύξουσα. Αν πάρουμε ένα τυχαίο ρητό αριθμό t > x - για παράδειγμα, τον
ακέραιο t = [x] + 1 - τότε είναι sn < t για κάθε n, οπότε είναι asn < at για
κάθε n κι αυτό σημαίνει ότι η ακολουθία (asn ), εκτός από αύξουσα, είναι και άνω
φραγμένη. ΄Αρα η ακολουθία αυτή συγκλίνει και ορίζουμε τον ax να είναι ακριβώς
το όριό της. Δηλαδή ορίζουμε

ax = lim asn .
1
Κατόπιν, αν a > 1 και ο x είναι άρρητος < 0, ορίζουμε ax = a−x . ΄Ετσι έχουμε
ορίσει τον ax για κάθε a > 1 και κάθε άρρητο x. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις
συνεχίζουμε όπως στην υποενότητα 1.3.Γ.
Μπορεί να αποδειχθεί ότι η δύναμη ax (για a > 0 και άρρητο x) που ορίζεται
με αυτό τον τρόπο είναι ίδια με τη δύναμη ax που ορίζεται με τον τρόπο της
υποενότητας 1.3.Γ.

Το αποτέλεσμα του επόμενου παραδείγματος είναι θεμελιώδες!

Παράδειγμα: Κάποιος έχει ένα κεφάλαιο K. Η πρώτη τράπεζα παρέχει επιτόκιο


κατάθεσης εκατό τοις εκατό (μη ρωτάτε ποια είναι!) στο τέλος του έτους, οπότε ο
κεφαλαιούχος θα έχει τελικό κεφάλαιο (1+1)K = 2K. Η δεύτερη τράπεζα παρέχει
το ίδιο επιτόκιο αλλά με ανατοκισμό στο τέλος του εξαμήνου, δηλαδή πενήντα τοις
εκατό στο μισό έτος και πενήντα τοις εκατό στο νέο κεφάλαιο στο υπόλοιπο μισό
έτος, οπότε το τελικό κεφάλαιο θα είναι (1 + 21 )(1 + 12 )K = (1 + 12 )2 K. Η τρίτη
τράπεζα κάνει δυο ενδιάμεσους ανατοκισμούς και παρέχει 100 3 τοις εκατό επιτόκιο
στο ένα τρίτο του έτους, το ίδιο επιτόκιο στο νέο κεφάλαιο στο επόμενο ένα τρίτο
του έτους και το ίδιο επιτόκιο στο νέο κεφάλαιο στο τελευταίο ένα τρίτο του
έτους. Το τελικό κεφάλαιο στην τρίτη τράπεζα θα είναι (1 + 13 )(1 + 31 )(1 + 13 )K =
(1 + 31 )3 K.
Γενικά, η n-οστή τράπεζα με n − 1 ενδιάμεσους ανατοκισμούς ανά ίσα χρονικά
διαστήματα θα δώσει τελικό κεφάλαιο (1 + n1 )n K.
Συγκρίνοντας τους αριθμούς στις πρώτες τράπεζες, υποψιαζόμαστε ότι «περισ-
σότεροι ανατοκισμοί δίνουν μεγαλύτερο τελικό κεφάλαιο». Αποδεικνύεται ότι αυτό
είναι αλήθεια, δηλαδή ότι η ακολουθία με τύπο xn = (1 + n1 )n είναι αύξουσα. ΄Ενα
ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν, ξεκινώντας με το ίδιο αρχικό κεφάλαιο K, το τελικό
κεφάλαιο αυξάνει απεριόριστα από τράπεζα σε τράπεζα. Αποδεικνύεται ότι αυτό
δεν ισχύει, δηλαδή ότι η (xn ) είναι άνω φραγμένη και, μάλιστα, το όριό της είναι

73
μικρότερο από 4. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι ο κεφαλαιούχος δε μπορεί να ελπίζει
σε τελικό κεφάλαιο υπερτετραπλάσιο του αρχικού.
Ac doÔme giatÐ h (xn ) eÐnai aÔxousa kai ˆnw fragmènh. Gia ton skopì autì ja qrhsi-
mopoi soume to ex c apotèlesma.

L mma 2.1 Gia kˆje fusikì n kai kˆje x ≥ −1 isqÔei (1 + x)n ≥ 1 + nx.
To L mma 2.1 apodeiknÔetai polÔ eÔkola me thn arq  thc epagwg c wc proc ton n.

T¸ra h anisìthta (1 + 1 n
n
) ≤ (1 + n+1 1
)n+1 isodunameÐ me thn ( n+1
n
)n ≤ ( n+2
n+1
)n+1 ki
n n+1 n+1 n+2 n+1 n n2 +2n
aut  me thn n+1 ( n ) ≤ ( n+1 ) ki aut  me thn n+1 ≤ ( n2 +2n+1 ) n+1 ki aut  me thn
n 1 n+1 h opoÐa eÐnai ˆmesh sunèpeia tou L mmatoc 2.1. Prˆgmati, eÐnai
n+1
≤ (1 − 2
n +2n+1
)
1 n+1 1 n
(1 − n2 +2n+1 )n+1 ≥ 1 − n2 +2n+1 = 1 − n+1 = n+1 . 'Ara h akoloujÐa eÐnai aÔxousa.
¡ √
n
¢ n
Ja apodeÐxoume t¸ra ìti (1 + n ) < 4 , to opoÐo isodunameÐ me 12 < √n+1
1 n
. Apì
¡ √
n
¢n ¡ √ √
n+1− n n
¢ √ √
n+1− n

n+1− n

to L mma 2.1 eÐnai √
n+1
= 1− √
n+1 √
≥ 1−n √
n+1
> 1−n √
n
=
√ √ √ √
n n
1 − n( n + 1 − n) = 1 − √n+1+ √ >1− √ = 1 .
n 2 n 2

¡ ¢
Συμβολίζουμε με το γράμμα e το όριο της (1 + n1 )n . Δηλαδή ορίζουμε
³ 1 ´n
e = lim 1 + .
n

Ο αριθμός e, όπως και ο π, είναι ένας από τους σημαντικότερους αριθμούς για
την επιστήμη και οπωσδήποτε ο σπουδαιότερος για τη Θεωρία Πιθανοτήτων και
τη Στατιστική. ¡ ¢
Υπολογίζοντας δεκαδικές παραστάσεις αρκετών αρχικών όρων της (1 + n1 )n ,
μπορούμε να υπολογίσουμε αρκετά δεκαδικά ψηφία του αριθμού e. Η δεκαδική
παράσταση του e είναι

2, 71828182845904523536 . . . .
1 74
Δυστυχώς, η διαδικασία είναι εξαιρετικά αργή: ο 74-ος όρος (1+ 74 ) με δεκαδική
παράσταση 2, 700139678 . . . είναι ο πρώτος που έχει το ίδιο πρώτο δεκαδικό ψηφίο
με τον e.
Παρεμπιπτόντως, αν ξαναγυρίσουμε στον κεφαλαιούχο με το αρχικό κεφάλαιο
K και στις τράπεζες του παραδείγματός μας, βλέπουμε ότι το τελικό κεφάλαιο
αποκλείεται να γίνει μεγαλύτερο από 2, 72K.
Ο e δεν είναι ρητός αριθμός και, μάλιστα, ούτε καν αλγεβρικός αριθμός.
΄Ενας αριθμός χαρακτηρίζεται αλγεβρικός, αν είναι λύση οποιασδήποτε πολυωνυ-
μικής εξίσωσης a0 + a1 x + · · · + aN xN = 0 με ακέραιους συντελεστές. Εύκολα
βλέπουμε ότι κάθε ρητός αριθμός είναι αλγεβρικός: ο m n (με ακέραιους m, n) είναι,
προφανώς, λύση της εξίσωσης m+(−n)x = 0 η οποία έχει ακέραιους συντελεστές.
Από την άλλη
√ μεριά δεν είναι όλοι οι αλγεβρικοί αριθμοί ρητοί. Για παράδειγμα,
ο άρρητος 2 είναι αλγεβρικός διότι είναι λύση της πολυωνυμικής εξίσωσης με
ακέραιους συντελεστές (−2) + x2 = 0. Οι μη αλγεβρικοί αριθμοί ονομάζονται και
υπερβατικοί αριθμοί. Επομένως, ο e είναι υπερβατικός αριθμός.

74
Ονομάζουμε φυσικούς λογαρίθμους τους λογαρίθμους με βάση τον e και
χρησιμοποιούμε για κάθε y > 0 τα απλούστερα σύμβολα

log y ή ln y

αντί του loge y. Οι προτάσεις που ακολουθούν είναι, φυσικά, εξειδίκευση των
Προτάσεων 1.15 και 1.16.

Πρόταση 2.16 (1) log(yz) = log y + log z για κάθε y, z > 0.


(2) log yz = log y − log z για κάθε y, z > 0.
(3) log(y z ) = z log y για κάθε y > 0 και κάθε z.
(4) log 1 = 0 και log e = 1.
(5) Αν 0 < y < z, τότε log y < log z.

Πρόταση 2.17 ΄Εστω a > 0, a 6= 1. Τότε

log y
loga y =
log a

για κάθε y > 0.

Παράδειγμα: Τώρα θα μελετήσουμε ένα ιστορικό παράδειγμα.


΄Εχουμε ήδη αναφέρει ότι το γράμμα π συμβολίζει το μισό μήκος οποιουδήποτε
κύκλου ακτίνας 1. Τώρα θα δούμε ποιο ακριβώς είναι το μαθηματικό νόημα του
όρου «μήκος του κύκλου» και πώς μπορεί να προσεγγιστεί η τιμή του, δηλαδή ο
αριθμός 2π, από τα μήκη εγγεγραμμένων και περιγεγραμμένων στον κύκλο κανονι-
κών πολυγώνων.
Πιο συγκεκριμένα, αν ονομάσουμε Κ ένα κύκλο με ακτίνα 1, θεωρούμε εγγε-
γραμμένα στον Κ κανονικά πολύγωνα P4 , P8 , P16 , . . . με αντίστοιχους αριθμούς
πλευρών 4, 8, 16, . . . . Γενικά, με P2n θα συμβολίσουμε ένα εγγεγραμμένο στον
Κ κανονικό πολύγωνο με 2n πλευρές. Μπορούμε να κατασκευάσουμε από κάθε
P2n το επόμενο P2n+1 ως εξής: θεωρούμε ως κορυφές του P2n+1 τις 2n κορυφές
του P2n καθώς και τα μέσα των 2n τόξων στα οποία χωρίζεται ο κύκλος από τις
κορυφές του P2n , δηλαδή συνολικά 2n + 2n = 2n+1 σημεία. √ Αν συμβολίσουμε pn
το μήκος του πολυγώνου P2n , τότε φυσικά είναι p2 = 4 2. Δεν είναι δύσκολο
να βρούμε ένα αναδρομικό τύπο που να συσχετίζει τα μήκη pn+1 και pn . Ο τύπος
αυτός είναι ο
2pn
pn+1 = r q
2
2 + 4 − p4nn

και αποδεικνύεται, φυσικά, με γεωμετρικό τρόπο.


Θεωρούμε, επίσης, και περιγεγραμμένα στον κύκλο Κ κανονικά πολύγωνα
Q4 , Q8 , Q16 , . . . με 4, 8, 16, . . . πλευρές. Γενικά, με Q2n θα συμβολίσουμε το
περιγεγραμμένο στον Κ κανονικό πολύγωνο με 2n πλευρές, του οποίου οι πλευρές
εφάπτονται στον Κ στις κορυφές του P2n . Αν συμβολίσουμε qn το μήκος του

75
πολυγώνου Q2n , τότε, προφανώς, είναι q2 = 8 και αποδεικνύεται με γεωμετρικό
τρόπο ότι τα μήκη qn και pn συνδέονται με τη σχέση
pn
qn = q .
2
1 − 4pn+1
n

Επίσης, αποδεικνύεται και ο αναδρομικός τύπος

4q
qn+1 = q n .
qn 2
2+ 4+ 4n

Από την πρώτη σχέση βλέπουμε ότι η ακολουθία (pn ) είναι γνησίως αύξουσα
και από την τρίτη σχέση ότι η (qn ) είναι γνησίως φθίνουσα. Πράγματι, είναι
2pn
pn+1 = q p > √2pn√ = pn και qn+1 = p4qn 2 < 4q√n = qn .
qn 2+ 4
2 2+ 4 2+ 4+
2+ 4− p4nn 4n

n+1 n+1
Από τη δεύτερη σχέση βρίσκουμε ότι qn = √ 2n+1 pn > 2√ pn
= pn . ΄Εχουμε,
4 −pn 2 4n+1
λοιπόν, το εξής σχήμα:

p2 < p3 < · · · < pn < pn+1 < · · · < qn+1 < qn < · · · < q3 < q2 .

Επειδή η (pn ) είναι αύξουσα ακολουθία και, προφανώς, άνω φραγμένη (με άνω
φράγμα τον q2 , για παράδειγμα) συνεπάγεται ότι συγκλίνει. Τώρα μια από τις
παραδοχές της Γεωμετρίας είναι ότι «το μήκος ενός κύκλου είναι ίσο με το όριο
των μηκών των εγγεγραμμένων σ΄ αυτόν κανονικών πολυγώνων με 2n πλευρές».
Είναι, μάλιστα, πιο σωστό να πούμε ότι

Το μήκος ενός κύκλου ορίζεται ως το όριο των μηκών των εγγεγραμ-


μένων σ΄ αυτόν κανονικών πολυγώνων με 2n πλευρές.

Ο ορισμός αυτός αιτιολογείται επειδή, καθώς ο δείκτης n αυξάνει, τα πολύγωνα


τείνουν να ταυτιστούν με τον κύκλο και, επομένως, είναι λογικό να δεχτούμε ότι
τα μήκη τους πλησιάζουν το μήκος του κύκλου.
Σύμφωνα, λοιπόν, μ΄ αυτόν τον ορισμό του μήκους κύκλου, ισχύει

lim pn = 2π.
pn √ 2π
Από τη δεύτερη σχέση συνεπάγεται lim qn = lim q = 1−4π 2 ·0
= 2π.
pn 2
1−
4n+1

Συμπεραίνουμε ότι οι δυο ακολουθίες (pn ) και (qn ) έχουν το ίδιο όριο

lim pn = lim qn = 2π

και

p2 < p3 < · · · < pn < · · · < 2π < · · · < qn < · · · < q3 < q2 .

76
Σε επόμενο κεφάλαιο θα δούμε πώς ορίζονται με μαθηματικό τρόπο τα μήκη
γενικότερων καμπυλών.

Ask seic.
Ο αριθμός e.
1. Βρείτε τα παρακάτω όρια.
³ 1 ´n+3 ³ 1 ´n ³ 1 ´3n+5
lim 1 + , lim 1 + , lim 1 + ,
n n+2 n+2
³ 1 ´n ³ 2 ´n ³ 2 ´n
lim 1 − , lim 1 + , lim 1 − .
n n n
(Υπόδειξη: Για το τέταρτο όριο γράψτε 1 − n1 = n−1 1
n = n−1
n = 1
1
1+ n−1
και
2 n+2 n+1 n+2
¡ 1
¢¡ 1
¢
για το πέμπτο 1 + n = n = n n+1 = 1 + n 1 + n+1 .)
Ακολουθίες οριζόμενες με αναδρομικό τύπο.
1. ΄Εστω x1 = 1 και xn+1 = xn + xn1 2 για κάθε n. Αποδείξτε ότι η (xn ) είναι
αύξουσα και βρείτε το όριό της.
(Υπόδειξη: Η μονοτονία είναι προφανής. Να διακρίνετε περιπτώσεις ως προς
την πιθανή τιμή του ορίου.)
2. ΄Εστω 7xn+1 = xn 3 + 6 για κάθε n. Αποδείξτε ότι, ανάλογα με την τιμή του
x1 , η (xn ) είναι αύξουσα ή φθίνουσα και βρείτε το όριό της.
(Υπόδειξη: Προσπαθώντας να αποδείξετε τη μονοτονία της (xn ), θα δείτε ότι
οι όροι της πρέπει να ανήκουν σε συγκεκριμένα διαστήματα. Διακρίνο- ντας
περιπτώσεις ως προς τη θέση του x1 σε σχέση με αυτά τα διαστήματα, προσ-
διορίστε με την αρχή της επαγωγής τη θέση όλων των όρων της ακολουθίας
σε σχέση με αυτά. Κατόπιν αποδείξτε τη μονοτονία της ακολουθίας.)
3. ΄Εστω 4xn+1 = xn 2 + 3 για κάθε n. Αποδείξτε ότι, ανάλογα με την τιμή του
x1 , η (xn ) είναι αύξουσα ή φθίνουσα και βρείτε το όριό της.

4. ΄Εστω 0 < x1 < 1 και xn+1 = 1 − 1 − xn για κάθε n. Αποδείξτε ότι η
(xn ) είναι φθίνουσα και κάτω φραγμένη και βρείτε το όριό της.

5. ΄Εστω λ > 0, x1 > 0 και xn+1 = λ + xn για κάθε n. Αποδείξτε ότι,
ανάλογα με την τιμή του x1 , η (xn ) είναι αύξουσα ή φθίνουσα και βρείτε το
όριό της.
6. ΄Εστω x1 > 0 και xn+1 = 6+6x 7+xn για κάθε n. Αποδείξτε ότι, ανάλογα με την
n

τιμή του x1 , η (xn ) είναι αύξουσα ή φθίνουσα και βρείτε το όριό της.
¡ ¢
7. ΄Εστω a, x1 > 0 και xn+1 = 12 xn + xan για κάθε n. Αποδείξτε ότι η
(xn ) είναι, από τον δεύτερο όρο και πέρα, φθίνουσα και κάτω φραγμένη και
υπολογίστε το όριό της.

77
Να προτείνετε δεύτερη απόδειξη της ύπαρξης τετραγωνικής ρίζας θετικού
αριθμού a (δηλαδή δεύτερη απόδειξη του Θεωρήματος 1.1 στην περίπτωση
n = 2).
1 1
8. ΄Εστω x1 = x2 = 1 και xn+2 = xn+1 + x1n για κάθε n. Αποδείξτε ότι η (xn )
είναι φθίνουσα και κάτω φραγμένη και υπολογίστε το όριό της.

78
Kefˆlaio 3

Sunart seic
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια σύντομη επανάληψη της - γνωστής από το λύκειο
- έννοιας της συνάρτησης με έμφαση στις συναρτήσεις που η ανεξάρτητη και η
εξαρτημένη μεταβλητή τους έχουν αριθμητικές τιμές. Δίνεται σχετική έμφαση στην
εύρεση του συνόλου τιμών συνάρτησης - θα δούμε καλύτερες μεθόδους σε επόμε-
να κεφάλαια. Γίνεται σύντομη αναφορά στην έννοια της πλειότιμης συνάρτησης.
Ορίζονται οι μονότονες συναρτήσεις και αναπτύσσονται μερικές απλοϊκές τεχνικές
σχεδίασης γραφημάτων συναρτήσεων. Αναφέρεται η έννοια του συνεχούς γραφή-
ματος, ως πρώτη επαφή με την έννοια της συνεχούς συνάρτησης που θα ορι-
στεί σε επόμενο κεφάλαιο. Ορίζεται η έννοια της αντίστροφης συνάρτησης και,
σε περίπτωση που δεν υπάρχει η αντίστροφη συνάρτηση, μελετάται η ύπαρξη αντί-
στροφης συνάρτησης αφού περιοριστεί το αρχικό πεδίο ορισμού σε κατάλληλα υπο-
διαστήματά του. Τέλος, μελετώνται συγκεκριμένες - οι πιο γνωστές - κατηγορίες
συναρτήσεων: οι πολυωνυμικές και ρητές συναρτήσεις, οι αλγεβρικές συναρτήσεις
(πολύ συνοπτικά), οι δυνάμεις, η εκθετική και η λογαριθμική συνάρτηση, οι τρι-
γωνομετρικές και οι αντίστροφες τριγωνομετρικές συναρτήσεις και οι υπερβολικές
και οι αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις.

3.1 Fusikˆ kai gewmetrikˆ paradeÐgmata.


Παράδειγμα: ΄Οταν συμπιέζουμε ή αποσυμπιέζουμε ένα αέριο, διατηρώντας τη
θερμοκρασία του σταθερή, τότε η πίεση p του αερίου και ο όγκος του V συνδέονται
με τη σχέση
p · V = c,
όπου c είναι ένας σταθερός θετικός αριθμός που εξαρτάται από τη θερμοκρασία
του αερίου. Η σχέση αυτή αποδεικνύεται με πειραματική παρατήρηση, ονομάζεται
νόμος του Boyle και δε μας λέει τίποτε για τις ποσότητες p και V καθεαυτές.
΄Ομως, από κάθε τιμή της p καθορίζεται μια μοναδική τιμή του V και, αντιστρόφως,
από κάθε τιμή του V καθορίζεται μια μοναδική τιμή της p :
c c
V = , p= .
p V

79
Στην πρώτη περίπτωση λέμε ότι «ο V είναι συνάρτηση της p » και στην
αντίστροφη περίπτωση ότι «η p είναι συνάρτηση του V ». Στην πρώτη περίπτωση
η p είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή, δηλαδή η μεταβλητή ποσότητα που με
αυθαίρετο τρόπο παίρνει τιμές από κάποιο διάστημα (ή κάποια διαστήματα) της
πραγματικής ευθείας, ενώ ο V είναι η εξαρτημένη μεταβλητή, δηλαδή η
μεταβλητή ποσότητα της οποίας οι τιμές καθορίζονται μονοσήμαντα και με συγκε-
κριμένο τρόπο από τις αντίστοιχες τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής. Στη δεύτερ-
η περίπτωση οι δυο μεταβλητές αλλάζουν ρόλους.

Παράδειγμα: Αν θερμάνουμε ή ψύξουμε μια μεταλλική ράβδο σε θερμοκρασία


θo C, τότε το μήκος της l καθορίζεται προσεγγιστικά με τον πειραματικά επιβεβαι-
ωμένο τύπο
l = (1 + βθ)l0 ,
όπου l0 είναι το μήκος της ράβδου σε θερμοκρασία 0o C και ο β, ο συντελεστής
διαστολής, είναι σταθερός αριθμός που εξαρτάται από το υλικό της ράβδου. Οι
τιμές του l καθορίζονται μονοσήμαντα από τις τιμές της θ, οπότε λέμε ότι το l
είναι συνάρτηση της θ και ότι η θ είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή ενώ το l είναι η
εξαρτημένη μεταβλητή.
Πάλι μπορούν οι μεταβλητές να αλλάξουν ρόλους και η θ να είναι συνάρτηση
του l σύμφωνα με τον αντίστροφο τύπο
1³ l ´
θ= −1 .
β l0
Παράδειγμα: Αν στο τρίγωνο ΑΒΓ οι πλευρές β και γ μένουν σταθερές, τότε
η πλευρά α και η γωνία Α συνδέονται με τη σχέση
q
α = β2 + γ2 − 2βγ cos Α .
Η σχέση αυτή ονομάζεται νόμος του συνημιτόνου. Κάθε τιμή της Α από 0o έως
180o καθορίζει μια μοναδική τιμή της α από |β − γ| έως β + γ.

Epeid  eÐnai −1 ≤ cos A ≤ 1, sunepˆgetai b2 + g2 − 2bg cos A ≤ b2 + g2 + 2bg = (b + g)2


kai b2 + g2 − 2bg cos A ≥ b2 + g2 − 2bg = (b − g)2 . Epomènwc, |b − g| ≤ a ≤ b + g.

Και πάλι υπάρχει ο αντίστροφος τύπος


β2 + γ2 − α2
Α = arccos .
2βγ
΄Ομως, εδώ πρέπει να προσέξουμε. Αν η γεωμετρική φύση του παραδείγματος δεν
περιόριζε τις τιμές της Α ανάμεσα στις 0o και στις 180o , δε θα μπορούσαμε να αντι-
στρέψουμε
q τους ρόλους των μεταβλητών Α, α. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι ο τύπος
α = β2 + γ2 − 2βγ cos Α καθορίζει μια και μοναδική τιμή της τριγωνομετρικής
ποσότητας cos Α για κάθε τιμή του α από |β − γ| έως β + γ μέσω του τύπου
β2 + γ2 − α2
cos Α = ,
2βγ

80
Apì th dipl  anisìthta |b − g| ≤ a ≤ b + g sunepˆgetai b2 + g2 − 2bg ≤ a2 ≤ b2 + g2 + 2bg
kai apì aut n h −1 ≤ b +2gbg−a ≤ 1. 'Ara upˆrqei monadik  tim  tou A ¸ste na eÐnai
2 2 2

0o ≤ A ≤ 180o kai cos A =


b2 +g2 −a2 .
2bg

αλλά δεν καθορίζει μια και μοναδική τιμή του Α: καθορίζεται μια και μοναδική τιμή
από 0o έως 180o αλλά καθορίζεται μια ακόμη (και μοναδική) τιμή (η αντίθετη της
προηγούμενης) από −180o έως 0o καθώς και κάθε άλλη τιμή που διαφέρει από
οποιαδήποτε από αυτές τις δυο κατά ακέραιο πολλαπλάσιο των 360o .

Παράδειγμα: ΄Ηταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα ότι ο λόγος του μήκους
ενός κύκλου προς τη διάμετρό του είναι ένας σταθερός (δηλαδή ο ίδιος για κάθε
κύκλο) αριθμός που συμβολίζεται με το γράμμα π. Επομένως, το μήκος s ενός
κύκλου και η ακτίνα του r συνδέονται με τη σχέση

s = 2πr

EÐdame sto prohgoÔmeno kefˆlaio ìti to m koc enìc kÔklou eÐnai to ìrio twn mhk¸n twn
eggegrammènwn s' autìn kanonik¸n polug¸nwn me 2n pleurèc. EÐdame, epÐshc, ìti an sum-
bolÐsoume pn autˆ ta m kh twn polug¸nwn gia kÔklo aktÐnac 1, tìte to ìriì touc, dhlad 
to m koc kÔklou aktÐnac 1, isoÔtai me 2π diìti me to grˆmma π sumbolÐzoume to misì m koc
tou kÔklou. An t¸ra jewr soume opoiond pote kÔklo aktÐnac r kai ta antÐstoiqa eggegram-
mèna s' autìn kanonikˆ polÔgwna me 2n pleurèc, tìte lìgw omoiìthtac ta antÐstoiqa m kh
aut¸n twn polug¸nwn eÐnai Ðsa me rpn . 'Ara to m koc tou kÔklou aktÐnac r eÐnai Ðso me
lim(rpn ) = r lim pn = r2π .

καθώς και με την αντίστροφη σχέση

1
r= s.

΄Αρα το s είναι συνάρτηση της r, οπότε η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η r και
η εξαρτημένη είναι το s, και, αντιστρόφως, η r είναι συνάρτηση του s, οπότε η
ανεξάρτητη μεταβλητή είναι το s και η εξαρτημένη είναι η r.

Παράδειγμα: Αν A είναι το εμβαδό ενός κύκλου και r είναι η ακτίνα του, τότε
το A είναι συνάρτηση της r μέσω του τύπου

A = πr2 .

Αν V είναι ο όγκος οποιασδήποτε σφαίρας και r είναι η ακτίνα της, τότε ο V


είναι συνάρτηση της r μέσω της σχέσης

4 3
V = πr .
3
Παράδειγμα: Ο νόμος διάσπασης μιας ραδιενεργού ουσίας είναι ο εξής: «κάθε
χρονική στιγμή t η ταχύτητα διάσπασης μιας ραδιενεργού ουσίας είναι ανάλογη
(με κάποια σταθερά αναλογίας k που εξαρτάται από τη συγκεκριμένη ουσία) της

81
ποσότητας q της ουσίας η οποία έχει απομείνει μέχρι εκείνη την στιγμή». Βάσει
αυτού του νόμου αποδεικνύεται ο μαθηματικός τύπος που συνδέει τις ποσότητες
q και t :
q = e−kt q0 ,
όπου q0 είναι η ποσότητα της ουσίας κατά την αρχική χρονική στιγμή 0. ΄Ετσι
κάθε χρονική στιγμή μπορούμε να προσδιορίσουμε την εναπομένουσα ποσότητα
και, επομένως, λέμε ότι η μεταβλητή q (η εξαρτημένη μεταβλητή) είναι συνάρτηση
της μεταβλητής t (η ανεξάρτητη μεταβλητή). Ο αντίστροφος τύπος είναι ο
1 q0
t= log ,
k q
όπου η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η q και η εξαρτημένη είναι ο χρόνος t.

3.2 H genik  ènnoia thc sunˆrthshc.


Αν μια μεταβλητή ποσότητα x παίρνει με αυθαίρετο τρόπο τιμές μέσα από κάποιο
σύνολο (συνήθως τα στοιχεία αυτού του συνόλου, οι τιμές της x, είναι αριθμοί) και
υπάρχει ένας συγκεκριμένος κανόνας (συνήθως ένας μαθηματικός τύπος) που για
κάθε τιμή της x καθορίζει μια μοναδική τιμή μιας άλλης μεταβλητής ποσότητας y
μέσα από κάποιο άλλο σύνολο (συνήθως τα στοιχεία αυτού του δεύτερου συνόλου,
οι τιμές της y, είναι αριθμοί), τότε λέμε ότι η μεταβλητή y είναι συνάρτηση
της μεταβλητής x και συμβολίζουμε

y = f (x) ή y = F (x) ή y = g(x)

ή με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια έκφραση. Το σύμβολο f (ή οποιοδήποτε παρόμοιο


σύμβολο) χρησιμοποιείται στη θέση της λέξης συνάρτηση και λέμε, επίσης, η
συνάρτηση f με τύπο (ή κανόνα) y = f (x). Λέμε ακόμη ότι η x είναι η
ανεξάρτητη μεταβλητή και η y είναι η εξαρτημένη μεταβλητή.
Η γενική έκφραση y = f (x) (ή οποιαδήποτε παρόμοια) χρησιμοποιείται, ειδικά,
αν δε γνωρίζουμε τον συγκεκριμένο τύπο (ή κανόνα) που καθορίζει τις τιμές της
y από τις τιμές της x. Μερικές φορές γνωρίζουμε τον τύπο αλλά προτιμάμε να
συντομεύουμε, κάνοντας χρήση των απλούστερων συμβόλων.

Παράδειγμα: Ο συγκεκριμένος τύπος

y = x3 + sin(e2x + log2 (x + 3))

καθορίζει την y ως συνάρτηση της x, αλλά για να μην επαναλαμβάνουμε αυτό τον
κουραστικό τύπο προτιμάμε να συμφωνήσουμε ότι θα γράφουμε

f (x) αντί x3 + sin(e2x + log2 (x + 3)),

οπότε μιλάμε για τη συνάρτηση f με τύπο

y = f (x)

82
(που, φυσικά, δεν είναι άλλος από τον y = x3 + sin(e2x + log2 (x + 3)) ).

Πολλές φορές, χάριν συντομίας, αντί να πούμε η συνάρτηση με τύπο y = f (x)


λέμε η συνάρτηση y = f (x).
Τα πιο συνηθισμένα σύμβολα είναι το x για την ανεξάρτητη μεταβλητή και το
y για την εξαρτημένη μεταβλητή. Δεν είναι, όμως, τα αποκλειστικά σύμβολα. Εξ
άλλου στα παραδείγματα της προηγούμενης ενότητας οι μεταβλητές έχουν άλλα
σύμβολα αλλά και, όπως επισημάναμε, η ανεξάρτητη και η εξαρτημένη μεταβλητή
μπορεί να αλλάξουν ρόλους. Οποιαδήποτε σύμβολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ακόμη και για την ίδια συνάρτηση: u = f (v), t = f (x), y = f (t) κλπ.
Το σύνολο από το οποίο παίρνει τιμές η ανεξάρτητη μεταβλητή ονομάζεται
πεδίο ορισμού της συνάρτησης και το σύνολο των αντίστοιχων τιμών της
εξαρτημένης μεταβλητής ονομάζεται σύνολο τιμών της συνάρτησης.
Συνήθως οι τιμές της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής είναι αριθ-
μοί χωρίς, όμως, αυτό να είναι αποκλειστικό.

Παράδειγμα: Θεωρούμε τους κατοίκους μιας πόλης και μετράμε το ύψος κάθε
κατοίκου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Επειδή κάθε κάτοικος έχει ένα
μοναδικό ύψος, μπορούμε να πούμε ότι το ύψος είναι συνάρτηση του κατοίκου της
πόλης. Η ανεξάρτητη μεταβλητή παίρνει τιμές από το σύνολο των κατοίκων (το
πεδίο ορισμού) και η εξαρτημένη μεταβλητή παίρνει τιμές από το σύνολο των υψών
(δηλαδή σύνολο αριθμών) όλων αυτών των κατοίκων (το σύνολο τιμών).

Στα πλαίσια του Απειροστικού Λογισμού εξετάζουμε συναρτήσεις των οποίων


το πεδίο ορισμού και το σύνολο τιμών είναι σύνολα αριθμών. Τα πιο συνηθισμένα
τέτοια σύνολα είναι διαστήματα ή ενώσεις διαστημάτων.
Υπάρχουν δυο τρόποι καθορισμού του πεδίου ορισμού μιας συνάρτησης: ο
μαθηματικός και ο φυσικός.

Παράδειγμα: Ας θεωρήσουμε τον τύπο V = pc στο πρώτο μας παράδειγμα. Η


p μπορεί να πάρει μόνο θετικές τιμές, οπότε το πεδίο ορισμού της συγκεκριμένης
συνάρτησης είναι (το πολύ) το διάστημα (0, +∞). Στα πλαίσια κάποιου συγκε-
κριμένου πειράματος ίσως η πίεση να μη μπορεί να πάρει κάποιες θετικές τιμές,
οπότε το πεδίο ορισμού θα πρέπει να περιοριστεί αναλόγως σε κάποιο μικρότερο
διάστημα.
Αν, όμως, δούμε τον τύπο V = pc ανεξάρτητα από το φυσικό του περιεχόμενο
και, ειδικά, αν τον γράψουμε y = xc , αποφεύγοντας τα σύμβολα που παραπέμπουν
στις φυσικές έννοιες της πίεσης και του όγκου, τότε ο 0 είναι η μοναδική τιμή που
δε μπορεί να πάρει η ανεξάρτητη μεταβλητή (p ή x), οπότε το πεδίο ορισμού είναι
το (−∞, 0) ∪ (0, +∞).

Γενικά, αν δεν καθορίζεται εκ των προτέρων το πεδίο ορισμού μιας συνάρτησης


(ίσως από τη φυσική σημασία της), τότε «θα θεωρούμε ως πεδίο ορισμού της το
μεγαλύτερο σύνολο που είναι συμβατό με τον κανόνα που καθορίζει την εξαρτημένη
μεταβλητή ως συνάρτηση της ανεξάρτητης μεταβλητής».
Για παράδειγμα, για τη συνάρτηση με τύπο y = xc , αν δεν αναφέρεται ότι

83
η x συμβολίζει πίεση αερίου ή αν δεν προκαθορίζεται (για οποιοδήποτε λόγο)
κάποιο σύνολο από το οποίο παίρνει τιμές η x, θα θεωρούμε πεδίο ορισμού το
(−∞, 0) ∪ (0, +∞).
Ας δούμε τώρα πώς καθορίζεται το σύνολο τιμών μιας συνάρτησης. ΄Εστω
η συνάρτηση με τύπο y = f (x) και με γνωστό πεδίο ορισμού. ΄Οπως είπαμε
προηγουμένως, συνήθως μπορούμε να βρούμε το πεδίο ορισμού της συνάρτησης
με απλή παρατήρηση του τύπου της. Το ότι ένας αριθμός b ανήκει στο σύνολο
τιμών είναι ισοδύναμο με το ότι υπάρχει κάποιος (τουλάχιστον ένας) αριθμός a στο
πεδίο ορισμού ώστε να είναι f (a) = b. Με άλλα λόγια, «στο σύνολο τιμών ανήκουν
ακριβώς εκείνες οι τιμές της μεταβλητής y για τις οποίες η εξίσωση f (x) = y με
άγνωστο x έχει μια τουλάχιστον λύση στο πεδίο ορισμού».

Παράδειγμα: ΄Εστω η συνάρτηση με τύπο y = 3x − 1. Το πεδίο ορισμού της


είναι το (−∞, +∞) και θα βρούμε το σύνολο τιμών της.
Θεωρούμε την 3x − 1 = y ως εξίσωση με άγνωστο x και θα βρούμε για ποιες
τιμές του y η εξίσωση αυτή έχει μια τουλάχιστον λύση. Για κάθε y μπορούμε
εύκολα να λύσουμε την εξίσωση βρίσκοντας ως λύση x = y+1 3 . ΄Αρα κάθε y
ανήκει στο σύνολο τιμών, οπότε το σύνολο τιμών είναι το (−∞, +∞).

΄Οπως έχουμε πει, μερικές φορές προκαθορίζεται το πεδίο ορισμού μιας συνάρ-
τησης και είναι μικρότερο από αυτό που υπαγορεύει ο τύπος της. Επίσης, μερικές
φορές μας ενδιαφέρει να βρούμε το σύνολο των τιμών της εξαρτημένης μεταβλητής
που αντιστοιχούν σε τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής από κάποιο υποσύνολο του
πεδίου ορισμού. Με άλλα λόγια, μας ενδιαφέρει να βρούμε το σύνολο τιμών
που αντιστοιχεί σε κάποιο υποσύνολο του πεδίου ορισμού της
συνάρτησης.

Παράδειγμα: ΄Εστω πάλι η y = 3x − 1. Το πεδίο ορισμού της είναι το


(−∞, +∞) και θα βρούμε το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο διάστημα [−2, 5).
Θεωρούμε την 3x − 1 = y ως εξίσωση με άγνωστο x και θα βρούμε για ποιες
τιμές του y η εξίσωση αυτή έχει μια τουλάχιστον λύση στο [−2, 5). Λύνουμε
όπως πριν την εξίσωση βρίσκοντας ως λύση x = y+1 3 και πρέπει να ελέγξουμε για
ποιες τιμές του y η λύση ανήκει στο [−2, 5), δηλαδή −2 ≤ y+1
3 < 5 ή, ισοδύναμα,
−7 ≤ y < 14. ΄Αρα ακριβώς οι y στο διάστημα [−7, 14) ανήκουν στο σύνολο τιμών
που αντιστοιχεί στο [−2, 5) και, επομένως, το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο
[−2, 5) είναι το [−7, 14).
x
Παράδειγμα: ΄Εστω η y = x−1 με πεδίο ορισμού το (−∞, 1) ∪ (1, +∞).
x
Θεωρούμε την x−1 = y ως εξίσωση με άγνωστο x και θα δούμε για ποιες
x
τιμές του y η εξίσωση αυτή έχει μια τουλάχιστον λύση. Η x−1 = y ισοδυναμεί
με την (y − 1)x = y, οπότε, αν y = 1, η εξίσωση δεν έχει καμιά λύση και, αν
y
y 6= 1, η εξίσωση έχει τη λύση x = y−1 . Πρέπει, επίσης, να ελέγξουμε αν αυτή
y
η λύση ανήκει στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης, δηλαδή αν y−1 6= 1. Αυτό,
όμως, ισχύει διότι είναι y 6= y − 1.
΄Αρα ακριβώς οι y 6= 1 ανήκουν στο σύνολο τιμών και, επομένως, το σύνολο
τιμών είναι το (−∞, 1) ∪ (1, +∞).

84
Ας δούμε, επίσης, ποια είναι τα σύνολα τιμών που αντιστοιχούν στα διαστήματα
(−∞, 1) και (1, +∞) του πεδίου ορισμού.
x
Για το (1, +∞) θεωρούμε την x−1 = y ως εξίσωση με άγνωστο x και θα δούμε
για ποιες τιμές του y η εξίσωση αυτή έχει μια τουλάχιστον λύση στο (1, +∞).
y
΄Οπως πριν, αφού αποκλείσουμε την τιμή y = 1, βρίσκουμε τη λύση x = y−1 και
y
πρέπει να ελέγξουμε αν αυτή ανήκει στο (1, +∞), δηλαδή αν y−1 > 1. Αυτό
1
ισοδυναμεί με y−1 > 0 κι αυτό με y > 1. ΄Αρα ακριβώς οι y > 1 ανήκουν στο
σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο (1, +∞) και, επομένως, το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί στο (1, +∞) είναι το (1, +∞).
Με τον ίδιο τρόπο βρίσκουμε ότι το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο (−∞, 1)
είναι το (−∞, 1).

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = e−2x με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞).


Θα βρούμε για ποιες τιμές του y η εξίσωση e−2x = y με άγνωστο x έχει μια
τουλάχιστον λύση. Παρατηρούμε ότι για κανένα y ≤ 0 η e−2x = y δεν έχει λύση
ενώ για κάθε y > 0 έχει τη λύση x = − 12 log y. ΄Αρα ακριβώς οι y > 0 ανήκουν
στο σύνολο τιμών, οπότε το σύνολο τιμών είναι το (0, +∞).
q
Παράδειγμα: ΄Εστω η y = 1 + x1 . Το πεδίο ορισμού της αποτελείται από τις
τιμές του x για τις οποίες είναι 1 + x1 ≥ 0 ή, ισοδύναμα, x ≤ −1 ή x > 0. ΄Αρα το
πεδίο ορισμού είναι το (−∞, −1] ∪ (0,q +∞).
1
Θα βρούμε για ποιες τιμές του y η 1+ = y με άγνωστο x έχει μια τουλάχι-
x
q
στον λύση στο πεδίο ορισμού. Προφανώς, η 1 + x1 = y δεν έχει λύση, αν y < 0.
q
Αν y ≥ 0, η 1 + x1 = y ισοδυναμεί με την (y 2 − 1)x = 1. Αν y = 1, η τελευταία
εξίσωση δεν έχει λύση και, αν y ≥ 0 και y 6= 1, έχει τη λύση x = y21−1 . Πρέπει
τώρα να ελέγξουμε αν η λύση ανήκει στο πεδίο ορισμού, δηλαδή αν y21−1 ≤ −1
ή y21−1 > 0. Εύκολα βλέπουμε ότι αυτό ισχύει, οπότε ακριβώς οι y ≥ 0, y 6= 1
ανήκουν στο σύνολο τιμών της συνάρτησης. Δηλαδή, το σύνολο τιμών είναι το
[0, 1) ∪ (1, +∞).
Ας δούμε ποιο είναι το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο διάστημα
q (0, +∞)
του πεδίου ορισμού. Πρέπει να βρούμε τους y για τους οποίους η 1 + x1 = y με
άγνωστο x έχει μια τουλάχιστον λύση στο (0, +∞). ΄Οπως πριν, αφού αποκλεί-
σουμε τους y < 0 και y = 1, βρίσκουμε τη λύση x = y21−1 και πρέπει να ελέγξουμε
αν αυτή ανήκει στο (0, +∞), δηλαδή αν y21−1 > 0. Αυτό ισοδυναμεί με y 2 > 1, το
οποίο ισχύει για κάθε y > 1. ΄Αρα το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο (0, +∞)
είναι το (1, +∞). q
Ομοίως, δηλαδή βρίσκοντας τους y για τους οποίους η 1 + x1 = y με άγνωστο
x έχει μια τουλάχιστον λύση στο (−∞, −1], βλέπουμε ότι το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί στο (−∞, −1] είναι το [0, 1).

85
Ask seic.
1. Βρείτε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτήσεων.
2 2x − 1 x2 − 1 x2 + 1
y= x−4, y = x2 −4x+3, y= , y= , y= ,
3 x+4 x2 + 1 x2 − 1
ex + 1 x
y = 2x , y = log10 x+4, y = e2x −2ex +3, y= y=√ .
ex − 1 x−1
2. Θεωρήστε τις παρακάτω συναρτήσεις και τα διαστήματα του πεδίου ορισμού
τους και βρείτε τα αντίστοιχα σύνολα τιμών.
(i) y = x2 − 4x + 3 και (−∞, 1], (1, 3], (3, +∞), (−∞, 2], [2, +∞).
2x−1
(ii) y = x+4 και (−∞, −4), (−4, +∞).
2
x +1
(iii) y = x2 −1 και (−∞, −1), (−1, 1), (1, +∞).
x
(iv) y = eex −1
+1
και (−∞, 0), (0, +∞).
x
(v) y = √x−1 και [0, 1), (1, +∞).

3.3 Analutik  èkfrash miac sunˆrthshc.


Πολλές φορές ο κανόνας που συσχετίζει την εξαρτημένη μεταβλητή y και την
ανεξάρτητη μεταβλητή x μιας συνάρτησης καθορίζεται με μια αναλυτική έκφραση.
Δείτε, για παράδειγμα, τέσσερις αναλυτικές εκφράσεις:

y = x2 , y = sin x, xy = 2, y 2 − x3 = 0.

Με τις δυο πρώτες αναλυτικές εκφράσεις οι τιμές της y υπολογίζονται άμε-


σα από τις τιμές της x : ο μαθηματικός τύπος που καθορίζει την y από την x
ταυτίζεται με την αναλυτική έκφραση. Με την τρίτη αναλυτική έκφραση οι τιμές
της y υπολογίζονται έμμεσα από τις τιμές της x: θεωρούμε την έκφραση xy = 2
ως εξίσωση με άγνωστο y και λύνουμε ως προς y για να βρούμε τον τύπο που
καθορίζει την y από την x. Αυτό γίνεται εύκολα: ο μαθηματικός τύπος που ορίζει
την y από την x είναι ο
2
y= .
x
Με την τέταρτη αναλυτική έκφραση οι τιμές της y υπολογίζονται και πάλι έμμε-
σα από τις τιμές της x. ΄Ομως, τώρα η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Λύνοντας
την εξίσωση y 2 − x3 = 0 με άγνωστο y, βρίσκουμε εν γένει δυο διαφορετικές λύ-
σεις.√Κάθε x > 0 προσδιορίζει√δυο διαφορετικές τιμές της y και όχι μόνο μία: την
3 3
y = x3 = x 2 και την y = − x3 = −x 2 . Μπορούμε να πούμε ότι η αναλυτική
έκφραση y 2 − x3 = 0 δεν καθορίζει μια συνάρτηση αλλά δυο συναρτήσεις, τις
3 3
y = x2 , y = −x 2 .

Μερικές φορές χρησιμοποιείται ο όρος πλειότιμη συνάρτηση, σε αντίθεση


με τον όρο μονότιμη συνάρτηση. Ο όρος μονότιμη συνάρτηση ταυτίζεται με

86
τον όρο συνάρτηση όπως τον έχουμε περιγράψει: από κάθε τιμή της ανεξάρτητης
μεταβλητής καθορίζεται μια μοναδική τιμή της εξαρτημένης μεταβλητής. Ο όρος
πλειότιμη συνάρτηση σημαίνει: από κάθε τιμή της ανεξάρτητης μεταβλητής κα-
θορίζεται τουλάχιστον μια τιμή της εξαρτημένης μεταβλητής. Μπορούμε, λοιπόν,
να πούμε ότι η αναλυτική έκφραση y 2 − x3 = 0 καθορίζει είτε δυο (μονότιμες)
συναρτήσεις, αυτές που περιγράψαμε πιο πριν, είτε μια πλειότιμη συνάρτηση με
τύπο
3
y = ±x 2 .

Ask seic.
1. Μελετήστε τις παρακάτω αναλυτικές εκφράσεις. Ποιες ορίζουν μια (μόνο)
συνάρτηση με ανεξάρτητη μεταβλητή x και εξαρτημένη μεταβλητή y; Ποιες
ορίζουν τουλάχιστον δυο συναρτήσεις (και πόσες ακριβώς;) ή μια πλειότιμη
συνάρτηση; Βρείτε σε κάθε περίπτωση τα πεδία ορισμού των οριζόμενων
συναρτήσεων.
y−x
x + y = 1, x2 − 2yx + 1 = 0, = −2, x3 + y 3 = 0, x2 − y 2 = 0,
y+x
2
(xy)2 = 1, e(x−1)y = x, y 4 − 2xy 2 + x2 = 1, sin(x + y) = 1.

3.4 Grafik  parˆstash miac sunˆrthshc.


Πολύ μεγάλη βοήθεια στην κατανόηση των ιδιοτήτων μιας συνάρτησης y =
f (x), της οποίας το πεδίο ορισμού και το σύνολο τιμών είναι σύνολα αριθμών,
προσφέρει η γραφική της παράσταση.
Ζωγραφίζουμε δυο κάθετες μεταξύ τους πραγματικές ευθείες στο ίδιο επίπεδο,
μια οριζόντια και μια κατακόρυφη, ώστε το σημείο τομής τους να αναπαριστά τον
0 και στις δυο ευθείες. Στην οριζόντια πραγματική ευθεία τοποθετούμε τις τιμές
της ανεξάρτητης μεταβλητής x που ανήκουν στο πεδίο ορισμού της y = f (x) και
στην κατακόρυφη τις τιμές της εξαρτημένης μεταβλητής y που ανήκουν στο σύνολο
τιμών (οι θετικές τιμές της x προς τα δεξιά και οι θετικές τιμές της y προς τα πάνω).
Την οριζόντια ευθεία την ονομάζουμε x-άξονα και την κατακόρυφη y-άξονα.
Κατόπιν, για κάθε τιμή της x από το πεδίο ορισμού βρίσκουμε την αντίστοιχη τιμή
y = f (x) από το σύνολο τιμών και σχεδιάζουμε το σημείο (x, y) = (x, f (x)).
Φυσικά, αυτό γίνεται σχεδιάζοντας την κατακόρυφη ευθεία από το σημείο x και
την οριζόντια ευθεία από το σημείο y = f (x), οπότε το (x, y) = (x, f (x)) είναι
το σημείο τομής τους. ΄Ολα αυτά τα σημεία (x, y) = (x, f (x)) σχηματίζουν τη
γραφική παράσταση ή γράφημα της συνάρτησης. Δηλαδή
γράφημα της f = {(x, f (x)) : x στο πεδίο ορισμού της f }.
Συνήθως, το γράφημα μιας συνάρτησης εμφανίζεται ως μια ένωση καμπυλών.
Πρακτικά είναι αδύνατο να επαναλάβουμε τη διαδικασία αυτή για όλες τις τιμές
της x, ειδικά αν αυτές είναι άπειρες, όπως στην περίπτωση που το πεδίο ορισμού

87
περιέχει ένα ολόκληρο διάστημα. Φροντίζουμε να σχεδιάσουμε σημεία (x1 , f (x1 )),
(x2 , f (x2 )), . . . , (xn , f (xn )) για όσο το δυνατό μεγαλύτερο πλήθος n τιμών της
x οι οποίες κατανέμονται όσο το δυνατό πυκνότερα στο πεδίο ορισμού. Υπό
ορισμένες προϋποθέσεις, από αυτά τα σημεία που θα ζωγραφίσουμε μπορούμε να
μαντέψουμε όλα τα ενδιάμεσα σημεία που λείπουν και να ζωγραφίσουμε με καλή
προσέγγιση το γράφημα της συνάρτησης.

Σχήμα 3.1: Προσεγγιστική σχεδίαση γραφήματος.

Αν γνωρίζουμε το γράφημα της y = f (x), μπορούμε να βρούμε το πεδίο ορισ-


μού της και το σύνολο τιμών της. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να
ακολουθήσουμε την αντίστροφη διαδικασία απ΄ αυτήν με την οποία σχεδιάζουμε το
γράφημα της y = f (x). Από κάθε σημείο (x, f (x)) του γραφήματος φέρνουμε μια
κατακόρυφη και μια οριζόντια ευθεία. Η κατακόρυφη ευθεία τέμνει τον x-άξονα
στο σημείο x του πεδίου ορισμού και η οριζόντια ευθεία τέμνει τον y-άξονα στο
σημείο y = f (x) του συνόλου τιμών. Επομένως,

Το πεδίο ορισμού της y = f (x) είναι η κατακόρυφη προβολή του γρα-


φήματός της πάνω στον x-άξονα και το σύνολο τιμών της είναι η ο-
ριζόντια προβολή του γραφήματος πάνω στον y-άξονα.

Παράδειγμα: Η συνάρτηση

y = ax + b

όπου a, b είναι σταθεροί αριθμοί. Το πεδίο ορισμού της είναι το (−∞, +∞).
΄Ενα από τα σημεία του γραφήματος είναι το (0, b). Για κάθε σημείο (x, y) του
γραφήματος είναι y = ax + b και, επομένως, y − b = a(x − 0). ΄Αρα η κλίση του
y−b
ευθύγραμμου τμήματος με άκρα (0, b) και (x, y) είναι ίση με x−0 = a. Επομένως,
κάθε σημείο (x, y) του γραφήματος ανήκει στην ευθεία l που περιέχει το σημείο

88
(0, b) και έχει κλίση a. Το αντίστροφο είναι τώρα προφανές. Για κάθε σημείο
y−b
(x, y) της ευθείας l η κλίση x−0 του ευθύγραμμου τμήματος με άκρα (0, b) και
y−b
(x, y) είναι ίση με a, οπότε είναι x−0 = a, δηλαδή y = ax + b και, επομένως,
το σημείο (x, y) ανήκει στο γράφημα της συνάρτησης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το
γράφημα της συνάρτησης ταυτίζεται με την ευθεία l.

Σχήμα 3.2: Το γράφημα της y = ax + b. Οι περιπτώσεις: a > 0 και a < 0.

Αν a > 0, η κλίση της l είναι θετική και η l έχει κατεύθυνση από αριστερά
και κάτω προς δεξιά και πάνω ενώ, αν a < 0, η κλίση της l είναι αρνητική και
η l έχει κατεύθυνση από αριστερά και πάνω προς δεξιά και κάτω. Αν a = 0, η
κλίση της l είναι μηδενική και η l είναι οριζόντια. Στις δυο πρώτες περιπτώσεις
- δηλαδή, αν a 6= 0 - η οριζόντια προβολή της l στον y-άξονα είναι ολόκληρος ο
y-άξονας, οπότε το σύνολο τιμών είναι το (−∞, +∞). (Αυτό αποδεικνύεται και
με μαθηματικό τρόπο, όπως στο παράδειγμα y = 3x − 1 της ενότητας 3.2). Στην
τρίτη περίπτωση - δηλαδή, αν a = 0 - η l είναι οριζόντια, οπότε η οριζόντια προβολή
της στον y-άξονα είναι μόνο το σημείο b, οπότε το σύνολο τιμών είναι το {b}.

Η y = f (x) χαρακτηρίζεται αύξουσα σε ένα διάστημα I του πεδίου ορισμού


της, αν για κάθε x1 , x2 στο I η ανισότητα x1 < x2 συνεπάγεται την f (x1 ) ≤ f (x2 ).
Αν η x1 < x2 συνεπάγεται την f (x1 ) < f (x2 ), τότε η συνάρτηση χαρακτηρίζεται
γνησίως αύξουσα στο I.
Ομοίως, η y = f (x) χαρακτηρίζεται φθίνουσα σε ένα διάστημα I του πεδίου
ορισμού της, αν για κάθε x1 , x2 στο I η x1 < x2 συνεπάγεται την f (x1 ) ≥ f (x2 ).
Αν η x1 < x2 συνεπάγεται την f (x1 ) > f (x2 ), τότε η συνάρτηση χαρακτηρίζεται
γνησίως φθίνουσα στο I.
Μια συνάρτηση χαρακτηρίζεται μονότονη σε ένα διάστημα, αν είναι αύξουσα
ή φθίνουσα στο διάστημα αυτό και χαρακτηρίζεται γνησίως μονότονη αν είναι
γνησίως αύξουσα ή γνησίως φθίνουσα στο διάστημα.
Το γράφημα μιας γνησίως αύξουσας συνάρτησης ανεβαίνει από αριστερά και
κάτω προς δεξιά και πάνω. Ενώ το γράφημα μιας αύξουσας συνάρτησης ανεβαίνει

89
αλλά μπορεί και να μένει οριζόντιο σε υποδιαστήματα. Αντιθέτως, το γράφημα
μιας γνησίως φθίνουσας συνάρτησης κατεβαίνει από αριστερά και πάνω προς δεξιά
και κάτω ενώ το γράφημα μιας φθίνουσας συνάρτησης κατεβαίνει αλλά μπορεί και
να μένει οριζόντιο σε υποδιαστήματα.

Σχήμα 3.3: Γραφήματα αύξουσας και γνησίως αύξουσας συνάρτησης.

Είναι φανερό ότι η εξαρτημένη μεταβλητή y μιας γνησίως μονότονης συνάρτη-


σης y = f (x) δε μπορεί να έχει την ίδια τιμή για διαφορετικές τιμές της ανεξάρτητης
μεταβλητής x (στο διάστημα στο οποίο η συνάρτηση είναι γνησίως μονότονη).
Δηλαδή η εξίσωση f (x) = y με άγνωστο τον x έχει για κάθε τιμή του y το πολύ
μια λύση (στο διάστημα στο οποίο η συνάρτηση είναι γνησίως μονότονη).

Παράδειγμα: Η y = ax+b είναι γνησίως αύξουσα στο διάστημα (−∞, +∞), αν


a > 0, και γνησίως φθίνουσα, αν a < 0. Αν a = 0, η συνάρτηση είναι σταθερή
στο (−∞, +∞), δηλαδή για κάθε τιμή της x στο διάστημα αυτό η y έχει την ίδια
τιμή b.

Παράδειγμα: Η συνάρτηση

y = x2

έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞).


Η y = x2 είναι γνησίως αύξουσα στο διάστημα [0, +∞) και γνησίως φθίνουσα
στο (−∞, 0]. Ας δούμε ποια είναι τα σύνολα τιμών που αντιστοιχούν στα διαστή-
ματα μονοτονίας [0, +∞) και (−∞, 0] της συνάρτησης.
Θα βρούμε για ποιες τιμές του y η εξίσωση x2 = y με άγνωστο x έχει μια
τουλάχιστον λύση στο [0, +∞). ΄Ολα είναι γνωστά και απλά: αν y < 0, δεν

υπάρχει λύση και, αν y ≥ 0, υπάρχει η λύση x = y στο [0, +∞). ΄Αρα το σύνολο
τιμών που αντιστοιχεί στο [0, +∞) είναι το [0, +∞).
Ομοίως, η εξίσωση x2 = y με άγνωστο x δεν έχει καμιά λύση, αν y < 0,

και έχει τη λύση x = − y στο (−∞, 0], αν y ≥ 0. ΄Αρα το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί στο (−∞, 0] είναι το [0, +∞).

90
Σχήμα 3.4: Το γράφημα της y = x2 .

Κατόπιν σχεδιάζουμε το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα


[0, +∞) του πεδίου ορισμού. Αυτό είναι μια καμπύλη που αρχίζει από το σημείο
(0, 0) και ανεβαίνει από αριστερά και κάτω προς δεξιά και πάνω και περιέχει τα
σημεία (0, 0), ( 21 , 14 ), (1, 1), (2, 4). Η κατακόρυφη προβολή της καμπύλης αυτής
στον x-άξονα πρέπει να είναι το διάστημα [0, +∞) του πεδίου ορισμού και η οριζό-
ντια προβολή της στον y-άξονα πρέπει να είναι το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί
στο [0, +∞), δηλαδή το [0, +∞). Αυτό σημαίνει ότι η καμπύλη ανεβαίνει ΑΠΕ-
ΡΙΟΡΙΣΤΑ προς δεξιά και πάνω. Με άλλα λόγια, καθώς οι τιμές της x γίνονται
απεριόριστα μεγάλες θετικές τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x2 ) (δηλαδή οι
τιμές της y = x2 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα θετικά.
Τέλος, σχεδιάζουμε το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα
(−∞, 0] του πεδίου ορισμού. Αυτό είναι καμπύλη που κατεβαίνει από αριστερά
και πάνω προς δεξιά και κάτω, καταλήγει στο σημείο (0, 0) και περιέχει τα σημεία
(0, 0), (−2, 4), (−1, 1), (− 21 , 14 ). Η κατακόρυφη προβολή της καμπύλης στον x-
άξονα είναι το διάστημα (−∞, 0] του πεδίου ορισμού και η οριζόντια προβολή
της στον y-άξονα είναι το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο (−∞, 0], δηλαδή το
[0, +∞). Αυτό σημαίνει ότι η καμπύλη κατεβαίνει από ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΑ αριστερά
και πάνω. Με άλλα λόγια, καθώς οι τιμές της x γίνονται απεριόριστα μεγάλες (σε
μέγεθος) αρνητικές τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x2 ) (δηλαδή οι τιμές της
y = x2 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα θετικά.
Το γράφημα της y = x2 είναι η γνωστή μας (τετραγωνική) παραβολή.
Η τετραγωνική παραβολή έχει ένα ακόμη χαρακτηριστικό.

Μια συνάρτηση y = f (x) χαρακτηρίζεται άρτια, αν ισχύει f (−x) = f (x)


για κάθε x στο πεδίο ορισμού της. Αν το σημείο (a, b) είναι στο γράφημα της

91
συνάρτησης, δηλαδή αν b = f (a), τότε είναι b = f (−a), οπότε και το σημείο
(−a, b) ανήκει στο γράφημα της συνάρτησης. Τα σημεία (a, b) και (−a, b) είναι
συμμετρικά ως προς τον y-άξονα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι αν πάρουμε οποιοδήποτε
σημείο του γραφήματος μιας άρτιας συνάρτησης, τότε το συμμετρικό του ως προς
τον y-άξονα είναι κι αυτό σημείο του γραφήματος. Αυτό σημαίνει ότι

Το γράφημα άρτιας συνάρτησης y = f (x) είναι συμμετρικό ως προς τον


y-άξονα.

Σχήμα 3.5: Γραφήματα περιττής και άρτιας συνάρτησης.

Η συνάρτηση με τύπο y = x2 είναι άρτια, οπότε η τετραγωνική παραβολή είναι


συμμετρική ως προς τον y-άξονα.

Παράδειγμα: Η συνάρτηση

y = x3

έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞).


Η συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα σ΄ ολόκληρο το διάστημα (−∞, +∞). Το
γράφημά της είναι μια καμπύλη που ανεβαίνει από αριστερά και κάτω προς δεξιά και
πάνω και περιέχει τα σημεία (−2, −8), (−1, −1), (− 21 , − 81 ), (0, 0), ( 21 , 18 ), (1, 1),
(2, 8).
Βρίσκουμε το σύνολο τιμών της y = x3 , θεωρώντας την x3 = y ως εξίσωση

με άγνωστο x. Για κάθε y η εξίσωση έχει λύση, τον x = 3 y, οπότε κάθε y ανήκει
στο σύνολο τιμών και, επομένως, το σύνολο τιμών είναι το (−∞, +∞).
Η κατακόρυφη προβολή του γραφήματος στον x-άξονα είναι ίση με το πεδίο
ορισμού, δηλαδή το (−∞, +∞), και η οριζόντια προβολή του στον y-άξονα είναι
το σύνολο τιμών, δηλαδή το (−∞, +∞). Αυτό σημαίνει ότι το γράφημα ανεβαίνει
από απεριόριστα αριστερά και κάτω προς απεριόριστα δεξιά και πάνω. Με άλλα
λόγια, καθώς οι τιμές της x γίνονται απεριόριστα μεγάλες (σε μέγεθος) αρνητικές,
τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x3 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα αρνητικά και,

92
Σχήμα 3.6: Το γράφημα της y = x3 .

καθώς οι τιμές της x γίνονται απεριόριστα μεγάλες θετικές, τα ύψη των σημείων
(x, x3 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα θετικά.
Το γράφημα της y = x3 ονομάζεται κυβική παραβολή.

Η y = f (x) χαρακτηρίζεται περιττή, αν ισχύει f (−x) = −f (x) για κάθε x


στο πεδίο ορισμού της. Αν το σημείο (a, b) ανήκει στο γράφημα της y = f (x),
δηλαδή αν b = f (a), τότε είναι −b = f (−a), οπότε και το σημείο (−a, −b) ανήκει
στο γράφημα της y = f (x). Τα σημεία (a, b) και (−a, −b) είναι συμμετρικά ως
προς το σημείο (0, 0). Επομένως, αν πάρουμε οποιοδήποτε σημείο του γραφήματος
μιας περιττής συνάρτησης, τότε το συμμετρικό του ως προς το σημείο (0, 0) είναι
κι αυτό σημείο του γραφήματος. ΄Αρα

Το γράφημα μιας περιττής συνάρτησης y = f (x) είναι συμμετρικό ως


προς το σημείο (0, 0).

Επειδή η συνάρτηση y = x3 είναι περιττή, η κυβική παραβολή είναι συμμετρική


ως προς το σημείο (0, 0).

Παράδειγμα: Η συνάρτηση

1
y=
x

έχει πεδίο ορισμού το (−∞, 0) ∪ (0, +∞).


Η y = x1 είναι γνησίως φθίνουσα και στα δυο διαστήματα (−∞, 0), (0, +∞).

93
Θα βρούμε τα σύνολα τιμών που αντιστοιχούν σ΄ αυτά τα διαστήματα μονοτονίας
της συνάρτησης.
Θεωρούμε την x1 = y ως εξίσωση με άγνωστο x. Αν y ≤ 0, η εξίσωση δεν
έχει λύση στο διάστημα (0, +∞) και, αν y > 0, έχει τη λύση x = y1 στο (0, +∞).
΄Αρα το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο (0, +∞) είναι το (0, +∞).
Ομοίως, η εξίσωση x1 = y με άγνωστο x δεν έχει καμιά λύση στο (−∞, 0), αν
y ≥ 0, και έχει τη λύση x = y1 στο (−∞, 0), αν y < 0. ΄Αρα το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί στο (−∞, 0) είναι το (−∞, 0).

1
Σχήμα 3.7: Το γράφημα της y = x .

Σχεδιάζουμε το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα (0, +∞)
του πεδίου ορισμού. Αυτό είναι μια καμπύλη που κατεβαίνει από αριστερά και πάνω
προς δεξιά και κάτω και περιέχει τα σημεία ( 12 , 2), (1, 1), (2, 21 ). Η κατακόρυφη
προβολή της καμπύλης αυτής στον x-άξονα είναι το διάστημα (0, +∞) του πεδίου
ορισμού και η οριζόντια προβολή της στον y-άξονα είναι το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί στο (0, +∞), δηλαδή το (0, +∞). ΄Αρα, καθώς οι τιμές της x γίνονται
απεριόριστα μικρές θετικές, τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x1 ) (δηλαδή οι
τιμές της y = x1 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα θετικά και, καθώς οι τιμές της
x γίνονται απεριόριστα μεγάλες θετικές, τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x1 )
γίνονται απεριόριστα μικρά θετικά. Δηλαδή, η καμπύλη κατεβαίνει από απεριόριστα
πάνω και κοντά στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά και κοντά στον x-άξονα.
Τέλος, σχεδιάζουμε το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα
(−∞, 0) του πεδίου ορισμού. Αυτό είναι καμπύλη που κατεβαίνει από αριστερά και
πάνω προς δεξιά και κάτω και περιέχει τα σημεία (−2, − 21 ), (−1, −1), (− 21 , −2). Η
κατακόρυφη προβολή της καμπύλης αυτής στον x-άξονα είναι το διάστημα (−∞, 0)
και η οριζόντια προβολή της στον y-άξονα είναι το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί
στο (−∞, 0), δηλαδή το (−∞, 0). ΄Αρα, καθώς οι τιμές της x γίνονται απεριόριστα

94
μεγάλες αρνητικές, τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x1 ) γίνονται απεριόριστα
μικρά αρνητικά και, καθώς οι τιμές της x γίνονται απεριόριστα μικρές αρνητικές,
τα ύψη των αντίστοιχων σημείων (x, x1 ) γίνονται απεριόριστα μεγάλα αρνητικά.
Επομένως, η καμπύλη κατεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και κοντά στον x-άξονα
προς απεριόριστα κάτω και κοντά στον y-άξονα.
Το γράφημα της y = x1 ονομάζεται υπερβολή και, όπως είδαμε, αποτελείται
από δυο καμπύλες που ονομάζονται κλάδοι της υπερβολής.
Η y = x1 είναι περιττή, οπότε η υπερβολή είναι συμμετρική ως προς το σημείο
(0, 0): καθένας από τους δυο κλάδους είναι συμμετρικός του άλλου ως προς το
σημείο (0, 0).
Η υπερβολή έχει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό. Αν το σημείο (a, b) ανήκει στην
υπερβολή, δηλαδή αν b = a1 , τότε a = 1b , οπότε και το σημείο (b, a) ανήκει στην
υπερβολή. Τα σημεία (a, b) και (b, a) είναι συμμετρικά ως προς την ευθεία y = x,
την κύρια διαγώνιο. ΄Αρα, αν πάρουμε οποιοδήποτε σημείο της υπερβολής, τότε το
συμμετρικό του ως προς την κύρια διαγώνιο είναι κι αυτό σημείο της υπερβολής.
Μπορούμε, επομένως, να πούμε ότι η υπερβολή είναι συμμετρική ως προς την κύρια
διαγώνιο.

Παρατηρούμε ότι σε όλα τα προηγούμενα παραδείγματα τα γραφήματα των


συναρτήσεων είναι συνεχή. Δηλαδή «το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί
σε οποιοδήποτε διάστημα του πεδίου ορισμού της συνάρτησης παρουσιάζει την
εικόνα μιας συνεχούς, μη διακοπτόμενης καμπύλης».

Παρατήρηση: Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το ότι χαρακτηρίζουμε το γράφη-


μα της y = x1 συνεχές ενώ αποτελείται από δυο ασύνδετες μεταξύ τους καμπύλες.
Το πεδίο ορισμού της y = x1 αποτελείται από δυο ασύνδετα μεταξύ τους διαστήμα-
τα: (−∞, 0) και (0, +∞). Ο 0 δεν περιέχεται στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης.

Θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα με την έννοια της συνέχειας αργότερα, αλλά ας


έχουμε υπ΄ όψιν ότι η συνέχεια του γραφήματος μιας συνάρτησης είναι ουσιαστικό
χαρακτηριστικό του και δεν εμφανίζεται πάντοτε. Μερικές συναρτήσεις δεν έχουν
συνεχή γραφήματα, τουλάχιστον όχι σε οποιοδήποτε διάστημα του πεδίου ορισμού
τους.

Παράδειγμα: Η συνάρτηση

y = [x]

το ακέραιο μέρος του x, έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και είναι αύξουσα.
Η y = [x] είναι σταθερή στο διάστημα [k, k + 1), όπου k είναι οποιοσδήποτε
ακέραιος: είναι y = k για κάθε x στο διάστημα [k, k + 1). ΄Αρα το μέρος του
γραφήματος που αντιστοιχεί σε κάθε διάστημα [k, k + 1) είναι ένα οριζόντιο ευθύ-
γραμμο τμήμα (που του λείπει το ένα άκρο). Επομένως, αν περιορίσουμε το πεδίο
ορισμού της y = [x] σε οποιοδήποτε διάστημα [k, k + 1), τότε το γράφημά της είναι
συνεχές.
΄Ομως, το γράφημα της y = [x] (με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) ) δεν είναι
συνεχές διότι δεν εμφανίζει την εικόνα μιας μη διακοπτόμενης καμπύλης αλλά την

95
Σχήμα 3.8: Το γράφημα της y = [x].

εικόνα ασύνδετων μεταξύ τους ευθύγραμμων τμημάτων.

ΑΠΛΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΗΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ.

Α. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μερικά απλά βήματα που βοηθούν στη σχεδί-
αση γραφημάτων συναρτήσεων και που τα έχουμε ακολουθήσει στα προηγούμενα
παραδείγματα. Σε επόμενα κεφάλαια, και ειδικά στο κεφάλαιο των παραγώγων, θα
γνωρίσουμε ισχυρότερα εργαλεία σχεδίασης.
Κατ΄ αρχήν αναγνωρίζουμε το πεδίο ορισμού της y = f (x) και το χωρίζουμε,
αν αυτό είναι δυνατό, σε διαστήματα μονοτονίας της συνάρτησης.
Βρίσκουμε το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί σε οποιοδήποτε διάστημα μονο-
τονίας της y = f (x) και σχεδιάζουμε το αντίστοιχο μέρος του γραφήματος το
οποίο είναι, συνήθως, μια συνεχής καμπύλη. Αυτή η καμπύλη είτε ανεβαίνει από
αριστερά και κάτω προς δεξιά και πάνω είτε κατεβαίνει από αριστερά και πάνω
προς δεξιά και κάτω. Επίσης, προσέχουμε ώστε η κατακόρυφη προβολή της στον
x-άξονα να είναι το ίδιο το διάστημα μονοτονίας και η οριζόντια προβολή της στον
y-άξονα να είναι το αντίστοιχο σύνολο τιμών. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία για
κάθε διάστημα μονοτονίας της συνάρτησης.
Επιπλέον βοηθητικά στοιχεία είναι το αν η συνάρτηση είναι άρτια ή περιττή.
Αν ισχύει ένα από τα δυο, τότε αρκεί να σχεδιάσουμε το μέρος του γραφήματος
που αντιστοιχεί στο μέρος του πεδίου ορισμού που περιέχεται στο [0, +∞). Στην
περίπτωση που η συνάρτηση είναι άρτια το υπόλοιπο μέρος του γραφήματος είναι
το συμμετρικό του προηγούμενου ως προς τον y-άξονα ενώ στην περίπτωση που
η συνάρτηση είναι περιττή το υπόλοιπο μέρος του γραφήματος είναι το συμμετρικό
του προηγούμενου ως προς το σημείο (0, 0).

Β. ΄Εστω ότι γνωρίζουμε το γράφημα της y = f (x). Θα δούμε πώς μπορούμε


να σχεδιάσουμε γραφήματα μερικών άλλων συναρτήσεων που σχετίζονται με την

96
y = f (x).

(1) Τα σημεία (x, −f (x)) του γραφήματος της y = −f (x) είναι τα συμμετρικά ως
προς τον x-άξονα των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της y = f (x). Με άλλα
λόγια,

Το γράφημα της y = −f (x) είναι το συμμετρικό ως προς τον x-άξονα


του γραφήματος της y = f (x).

Σχήμα 3.9: Τα γραφήματα των y = −f (x) και y = f (−x).

(2) Τα σημεία (−x, f (x)) = (x0 , f (−x0 )) του γραφήματος της y = f (−x) είναι
τα συμμετρικά ως προς τον y-άξονα των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της
y = f (x). Δηλαδή

Το γράφημα της y = f (−x) είναι το συμμετρικό ως προς τον y-άξονα


του γραφήματος της y = f (x).

Σχήμα 3.10: Τα γραφήματα των y = f (x) + κ και y = f (x − κ).

(3) ΄Εστω αριθμός κ. Η κατακόρυφη μεταφορά κατά κ οποιουδήποτε


σημείου (a, b) του επιπέδου είναι το σημείο (a, b + κ).

97
Τα σημεία (x, f (x)+κ) του γραφήματος της y = f (x)+κ είναι οι κατακόρυφες
μεταφορές κατά κ των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της y = f (x). Με άλλα
λόγια,

Το γράφημα της y = f (x) + κ είναι η κατακόρυφη μεταφορά κατά κ του


γραφήματος της y = f (x).

(4) ΄Εστω αριθμός κ. Η οριζόντια μεταφορά κατά κ οποιουδήποτε σημείου


(a, b) του επιπέδου είναι το σημείο (a + κ, b).
Τα σημεία (x + κ, f (x)) = (x0 , f (x0 − κ)) του γραφήματος της y = f (x − κ)
είναι οι οριζόντιες μεταφορές κατά κ των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της
y = f (x). Με άλλα λόγια,

Το γράφημα της y = f (x − κ) είναι η οριζόντια μεταφορά κατά κ του


γραφήματος της y = f (x).

(5) ΄Εστω ρ ένας θετικός αριθμός. Το κατακόρυφο ομοιόθετο με λόγο ρ


οποιουδήποτε σημείου (a, b) είναι το σημείο (a, ρb).
Τα σημεία (x, ρf (x)) του γραφήματος της y = ρf (x) είναι τα κατακόρυφα
ομοιόθετα με λόγο ρ των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της y = f (x). Ε-
πομένως,

Το γράφημα της y = ρf (x) είναι το κατακόρυφο ομοιόθετο με λόγο ρ


του γραφήματος της y = f (x).

Σχήμα 3.11: Τα γραφήματα των y = ρf (x) και y = f ( xρ ).

(6) ΄Εστω ρ ένας θετικός αριθμός. Το οριζόντιο ομοιόθετο με λόγο ρ


οποιουδήποτε σημείου (a, b) είναι το σημείο (ρa, b).
¡ ¡ 0 ¢¢ ¡ ¢
Τα σημεία (ρx, f (x)) = x0 , f xρ του γραφήματος της y = f xρ είναι τα
οριζόντια ομοιόθετα με λόγο ρ των σημείων (x, f (x)) του γραφήματος της y =
f (x). Με άλλα λόγια,

98
Το γράφημα της y = f ( xρ ) είναι το οριζόντιο ομοιόθετο με λόγο ρ του
γραφήματος της y = f (x).

Ask seic.
1. Θεωρήστε τις παρακάτω συναρτήσεις.
(1, αν x > 0,
|x|
y = |x|, y= , y= 0, αν x = 0,
x −1 , αν x < 0,
1
y = x − [x], y = (−1)[x] , y = (−1)[ x ] .
Ποια είναι τα πεδία ορισμού τους και τα σύνολα τιμών τους; Σε ποια δι-
αστήματα είναι οι συναρτήσεις αυτές μονότονες και ποια είναι τα αντίστοιχα
σύνολα τιμών; Είναι οι συναρτήσεις άρτιες ή περιττές; Σχεδιάστε τα γραφή-
ματά τους. Είναι τα γραφήματά τους συνεχή;
√ √
2. Σχεδιάστε τα γραφήματα των συναρτήσεων y = −x2 και y = −x2 − 1 .
3. Αρχίζοντας με το γράφημα της y = x2 , σχεδιάστε τα γραφήματα των:
y = 3x2 , y = x2 −4, y = (x+4)2 , y = (3x+4)2 , y = (3x+4)2 −4.

Από τα γραφήματα των συναρτήσεων να διακρίνετε τα πεδία ορισμού τους,


τα σύνολα τιμών τους, τα διαστήματα μονοτονίας τους και τα αντίστοιχα
σύνολα τιμών τους.
4. ΄Εστω αριθμοί a 6= 0 και b, c. Αρχίζοντας με το γράφημα της y = x2 ,
περιγράψτε τη μέθοδο σχεδίασης του γραφήματος της
y = ax2 + bx + c.
b 2 4ac−b2
(Υπόδειξη: Γράψτε ax2 + bx + c = a(x + 2a ) + 4a .)
1
5. Αρχίζοντας με το γράφημα της y = x , σχεδιάστε τα γραφήματα των:
1 1 1 3
y= + 2, y= , y= , y= .
x x+2 3x + 2 x+2
1
6. ΄Εστω αριθμοί a, b, c, d με c 6= 0. Αρχίζοντας με το γράφημα της y = x ,
περιγράψτε τη μέθοδο σχεδίασης του γραφήματος της
ax + b
y= .
cx + d
a ad
ax+b c (cx+d)+b− c bc−ad 1 a
(Υπόδειξη: Γράψτε cx+d = cx+d = c2 x+ dc + c .)
ax+b
Ηy= cx+d ονομάζεται γραμμική κλασματική συνάρτηση.
2x+3
Εφαρμόστε τα προηγούμενα για να σχεδιάσετε το γράφημα της y = 3x−1 .
Από το γράφημα να διακρίνετε το πεδίο ορισμού της συνάρτησης, το σύνολο
τιμών της, τα διαστήματα μονοτονίας της και τα αντίστοιχα σύνολα τιμών.

99
7. ΄Εστω αριθμοί κ και ρ > 0. Αν το γράφημα της y = f (x) είναι συνεχές, τί
συμπεραίνετε για τα γραφήματα των y = −f (x), y = f (−x), y = f (x) + κ,
y = f (x − κ), y = ρf (x) και y = f ( xρ );

8. Συσχετίστε τα γραφήματα των y = f (x) και y = |f (x)|.


Συσχετίστε τα γραφήματα των y = f (x) και y = f (|x|).
9. Σχεδιάστε όσο καλύτερα μπορείτε το γράφημα της συνάρτησης
½
1 , αν x = ρητός,
y=
0 , αν x = άρρητος.

3.5 AntÐstrofh sunˆrthsh.


΄Εχουμε δει ότι οι δυο μεταβλητές της y = f (x) μπορούν, υπό ορισμένες
προϋποθέσεις, να αλλάξουν ρόλους, δηλαδή η y να είναι η ανεξάρτητη και η x
να είναι η εξαρτημένη μεταβλητή ή, με άλλα λόγια, η x να είναι συνάρτηση της y.
Αυτό, βάσει του ορισμού της έννοιας της συνάρτησης, προϋποθέτει ότι σε κάθε
τιμή της y από το σύνολο τιμών της y = f (x) αντιστοιχεί μια μοναδική τιμή
της x από το πεδίο ορισμού. Δηλαδή, πρέπει για κάθε τιμή της y από το σύνολο
τιμών η εξίσωση f (x) = y με άγνωστο x να έχει μια μοναδική λύση από το πεδίο
ορισμού. Αν αυτή η προϋπόθεση ισχύει, τότε καθορίζεται μια νέα συνάρτηση που
ονομάζεται αντίστροφη συνάρτηση της f , συμβολίζεται f −1 και έχει τύπο

x = f −1 (y) .

Δηλαδή:

y = f (x) αν και μόνο αν x = f −1 (y)

για κάθε x στο πεδίο ορισμού και κάθε y στο σύνολο τιμών της f .
΄Ετσι το πεδίο ορισμού της αρχικής συνάρτησης μετατρέπεται σε σύνολο τιμών
της αντίστροφης και το σύνολο τιμών της αρχικής μετατρέπεται σε πεδίο ορισμού
της αντίστροφης συνάρτησης.
Ας τονίσουμε πάλι ότι η εξίσωση f (x) = y πρέπει να έχει μοναδική λύση ως
προς x. Αν η συνάρτηση δεν έχει την ίδια τιμή y για περισσότερα από ένα x
(δηλαδή η ισότητα y = f (x1 ) = f (x2 ) συνεπάγεται την x1 = x2 ), τότε λέμε ότι η
συνάρτηση είναι ένα-προς-ένα και τότε μπορούμε να ορίσουμε την αντίστροφη
συνάρτηση. Είδαμε προηγουμένως ότι κάθε γνησίως μονότονη συνάρτηση είναι
ένα-προς-ένα και, επομένως, ορίζεται η αντίστροφη συνάρτησή της.
Αν το σημείο (a, b) είναι οποιοδήποτε σημείο του γραφήματος της y = f (x),
δηλαδή αν b = f (a), τότε είναι a = f −1 (b), οπότε το (b, a) είναι σημείο του γραφή-
ματος της αντίστροφης συνάρτησης x = f −1 (y). Το (b, a) είναι το συμμετρικό ως
προς την κύρια διαγώνιο του (a, b), οπότε συμπεραίνουμε ότι τα συμμετρικά ως
προς την κύρια διαγώνιο όλων των σημείων του γραφήματος της y = f (x) είναι
σημεία του γραφήματος της x = f −1 (y). Αντιστρόφως, έστω οποιοδήποτε σημείο
(c, d) του γραφήματος της x = f −1 (y), οπότε d = f −1 (c). Τότε είναι c = f (d) και,

100
επομένως, το (d, c) ανήκει στο γράφημα της y = f (x). Το (c, d) είναι, φυσικά,
συμμετρικό ως προς την κύρια διαγώνιο του (d, c), οπότε συμπεραίνουμε ότι τα
σημεία του γραφήματος της x = f −1 (y) είναι συμμετρικά ως προς την κύρια δι-
αγώνιο σημείων του γραφήματος της f . Συνδυάζοντας όλα αυτά, συμπεραίνουμε
ότι το γράφημα της x = f −1 (y) αποτελείται από τα συμμετρικά ως προς την κύρια
διαγώνιο των σημείων του γραφήματος της y = f (x). Με άλλα λόγια:

Το γράφημα της αντίστροφης συνάρτησης είναι το συμμετρικό ως προς


την κύρια διαγώνιο του γραφήματος της συνάρτησης.

Σχήμα 3.12: Το γράφημα της x = f −1 (y).

Παρατήρηση: Σχηματίζοντας την αντίστροφη x = f −1 (y) της y = f (x),


οι μεταβλητές αλλάζουν ρόλους. Επομένως, όταν σχεδιάζουμε το γράφημα της
x = f −1 (y) η οριζόντια πραγματική ευθεία πρέπει να είναι ο y-άξονας και η
κατακόρυφη πραγματική ευθεία πρέπει να είναι ο x-άξονας. Αυτό επιβεβαιώνει και
τον προηγούμενο κανόνα για τη σχέση ανάμεσα στα γραφήματα της συνάρτησης
και της αντίστροφής της: όταν κάνουμε ανάκλαση ως προς την κύρια διαγώνιο
αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο να βρούμε το γράφημα της x = f −1 (y) από
το γράφημα της y = f (x), αλλά και να μετατραπεί ο x-άξονας από οριζόντια σε
κατακόρυφη ευθεία και ο y-άξονας από κατακόρυφη σε οριζόντια ευθεία.
Επειδή είναι πολύ συνηθισμένο η ανεξάρτητη μεταβλητή να συμβολίζεται x και
η εξαρτημένη μεταβλητή y, πολλές φορές μετατρέπουμε τον τύπο της αντίστροφης
συνάρτησης σε y = f −1 (x), αφού έχει προηγηθεί ο υπολογισμός του στη μορφή
x = f −1 (y) από τον τύπο y = f (x). Τότε, φυσικά, πρέπει να γίνει και η ανάλογη
αλλαγή στον συμβολισμό των αξόνων: ο x-άξονας είναι η οριζόντια ευθεία και ο
y-άξονας η κατακόρυφη ευθεία.

Είναι απλό να δούμε ότι:

101
Αν μια συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα ή γνησίως φθίνουσα, τότε
και η αντίστροφή της συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα ή γνησίως
φθίνουσα, αντιστοίχως.

Πράγματι, έστω ότι η y = f (x) είναι αύξουσα και έστω y1 , y2 οποιαδήποτε


στοιχεία του πεδίου ορισμού της x = f −1 (y) με την ιδιότητα y1 < y2 . Τα αντί-
στοιχα στοιχεία x1 = f −1 (y1 ), x2 = f −1 (y2 ) στο σύνολο τιμών της x = f −1 (y)
ικανοποιούν τις ισότητες f (x1 ) = y1 , f (x2 ) = y2 . Αν x1 = x2 , τότε, προφανώς,
είναι y1 = f (x1 ) = f (x2 ) = y2 και καταλήγουμε σε άτοπο. Αν είναι x1 > x2 , τότε,
επειδή η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα, συνεπάγεται y1 = f (x1 ) > f (x2 ) = y2
και πάλι καταλήγουμε σε άτοπο. Επομένως, πρέπει να είναι x1 < x2 ή, ισοδύναμα,
f −1 (y1 ) < f −1 (y2 ).

Ο προηγούμενος κανόνας επιβεβαιώνεται και από τα γραφήματα των y = f (x)


και x = f −1 (y). Αν το γράφημα της y = f (x) ανεβαίνει από αριστερά και κάτω
προς δεξιά και πάνω, τότε το γράφημα της x = f −1 (y), ως συμμετρικό ως προς
την κύρια διαγώνιο του προηγούμενου, ανεβαίνει κι αυτό από αριστερά και κάτω
προς δεξιά και πάνω.
΄Ενας ακόμη απλός κανόνας είναι ο:

Αν το γράφημα μιας συνάρτησης είναι συνεχές, τότε το γράφημα της


αντίστροφης συνάρτησης είναι κι αυτό συνεχές.

Πράγματι, αν το γράφημα της y = f (x) παρουσιάζει την εικόνα μιας συνεχούς


καμπύλης, τότε και το γράφημα της x = f −1 (y), ως συμμετρικό ως προς την
κύρια διαγώνιο του προηγούμενου, παρουσιάζει κι αυτό την εικόνα μιας συνεχούς
καμπύλης.


Σχήμα 3.13: Το γράφημα της x = 3 y.

102
Παράδειγμα: ΄Εστω η y = x3 .
Η y = x3 είναι γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της, το (−∞, +∞), με
σύνολο τιμών το (−∞, +∞). Επομένως, ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο
√ 1
x = 3 y = y 3 , πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, +∞). Η
αντίστροφη συνάρτηση είναι κι αυτή γνησίως αύξουσα. Επειδή το γράφημα της αρ-
χικής συνάρτησης είναι συνεχές, συνεπάγεται ότι και το γράφημα της αντίστροφης
συνάρτησης είναι συνεχές.
Μπορούμε, φυσικά, να αλλάξουμε τα σύμβολα των μεταβλητών και να πούμε
1
ότι η αντίστροφη συνάρτηση είναι η y = x 3 .

Αν η y = f (x) δεν είναι ένα-προς-ένα, τότε δεν ορίζεται η αντίστροφή της


συνάρτηση. ΄Ομως, μερικές φορές μπορούμε να προσδιορίσουμε κάποιο συγκεκρι-
μένο διάστημα I του πεδίου ορισμού της y = f (x) ώστε, αν περιορίσουμε τις τιμές
της x στο I, τότε η y = f (x) μετατρέπεται σε ένα-προς-ένα: δηλαδή για κάθε
x1 , x2 στο I η ισότητα f (x1 ) = f (x2 ) συνεπάγεται την x1 = x2 . Τότε μπορούμε
να θεωρήσουμε ως πεδίο ορισμού της y = f (x) το διάστημα I (παραλείποντας
το υπόλοιπο του αρχικού πεδίου ορισμού) και ως σύνολο τιμών το σύνολο τιμών
(υποσύνολο του αρχικού συνόλου τιμών) που αντιστοιχεί στο I. Μετά από αυτή
τη συρρίκνωση του πεδίου ορισμού και του συνόλου τιμών η ΝΕΑ συνάρτηση
y = f (x) είναι ένα-προς-ένα και, επομένως, ορίζεται η αντίστροφή της συνάρτηση.
Αυτό, ανάλογα με την αρχική συνάρτηση, είναι δυνατό να γίνεται με περισσότερα
από ένα διαστήματα I του πεδίου ορισμού της.

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = x2 με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞).


Η y = x2 δεν είναι ένα-προς-ένα διότι για κάθε y > 0 η εξίσωση x2 = y έχει
√ √
ακριβώς δύο λύσεις: x = y και x = − y .


Σχήμα 3.14: Το γράφημα της x = y.

΄Ομως, στο διάστημα [0, +∞) του πεδίου ορισμού της η y = x2 είναι γνησίως
αύξουσα (και, επομένως, ένα-προς-ένα) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το [0, +∞).

΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x = y , με πεδίο ορισμού το
[0, +∞) και σύνολο τιμών το [0, +∞) και είναι γνησίως αύξουσα. Επειδή το

103
γράφημα της συνάρτησης (μισή παραβολή) είναι συνεχές, συνεπάγεται ότι και το
γράφημα της αντίστροφης συνάρτησης είναι συνεχές.


Σχήμα 3.15: Το γράφημα της x = − y .

Ομοίως, στο διάστημα (−∞, 0] του πεδίου ορισμού της η y = x2 είναι γνησίως
φθίνουσα (και, επομένως, ένα-προς-ένα) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το [0, +∞).

΄Αρα πάλι ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x = − y , με πεδίο ορισμού το
[0, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, 0] και είναι γνησίως φθίνουσα. Το γράφημα της
συνάρτησης (μισή παραβολή) είναι συνεχές, οπότε και το γράφημα της αντίστροφης
συνάρτησης είναι συνεχές.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο πλειότιμη συνάρτηση που γνωρίσαμε
στην ενότητα 3.3 και να πούμε ότι η y = x2 με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και
σύνολο τιμών το [0, +∞) έχει ως αντίστροφη συνάρτηση την πλειότιμη συνάρτηση

x = ± y με πεδίο ορισμού το [0, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, +∞).

Ask seic.
1
1. Θεωρήστε τη συνάρτηση y = 3x+1 .
Βρείτε το πεδίο ορισμού και το σύνολο τιμών της, τα διαστήματα μονοτονίας
της και σχεδιάστε το γράφημά της.
Βρείτε την αντίστροφη συνάρτηση, καθώς και το πεδίο ορισμού, το σύνολο
τιμών και τα διαστήματα μονοτονίας της και σχεδιάστε το γράφημά της.
2. ΄Εστω αριθμοί a, b, c, d με c 6= 0 και η γραμμική κλασματική συνάρτηση
y = ax+b
cx+d στην άσκηση 3.4.6. Βρείτε την αντίστροφή της συνάρτηση, το
πεδίο ορισμού της και το σύνολο τιμών της.

104
2x+3
Σχεδιάστε το γράφημα της αντίστροφης συνάρτησης της y = 3x−1 .

3. Θεωρήστε τη συνάρτηση y = x2 + 4x + 1.
Βρείτε το πεδίο ορισμού και το σύνολο τιμών της, τα διαστήματα μονοτονίας
της και σχεδιάστε το γράφημά της.
Ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση;
Χωρίζοντας το πεδίο ορισμού σε διαστήματα μονοτονίας της συνάρτησης,
μοιράστε την σε γνησίως μονότονες συναρτήσεις. Βρείτε τις αντίστροφες
συναρτήσεις τους, τα πεδία ορισμού τους και τα σύνολα τιμών τους και
σχεδιάστε τα γραφήματά τους.
Μήπως ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση της y = x2 + 4x + 1 ως πλειότιμη
συνάρτηση;

3.6 Poluwnumikèc kai rhtèc sunart seic.

Σχήμα 3.16: Τα γραφήματα των y = xn .

Πολυωνυμική συνάρτηση ονομάζουμε κάθε συνάρτηση με τύπο

y = a0 + a1 x + · · · + aN xN .

105
Αν aN 6= 0, ο ακέραιος N ονομάζεται βαθμός της πολυωνυμικής συνάρτησης.
Το πεδίο ορισμού κάθε πολυωνυμικής συνάρτησης είναι, φυσικά, το (−∞, +∞).
Οι πιο απλές πολυωνυμικές συναρτήσεις είναι οι δυνάμεις

y = xn

με θετικό ακέραιο (δηλαδή, φυσικό) εκθέτη n.


΄Οπως το παράδειγμα y = x3 , αν ο n είναι περιττός, τότε η y = xn είναι περιττή,
γνησίως αύξουσα με σύνολο τιμών το (−∞, +∞). Το γράφημά της είναι συνεχής
καμπύλη, συμμετρική ως προς το σημείο (0, 0), περιέχει τα σημεία (−1, −1), (0, 0),
(1, 1) και ανεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και κάτω προς απεριόριστα δεξιά και
πάνω.
Επίσης, όπως η y = x2 , αν ο n είναι άρτιος, τότε η y = xn είναι άρτια,
γνησίως αύξουσα στο [0, +∞) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το [0, +∞) και γνησίως
φθίνουσα στο (−∞, 0] με αντίστοιχο σύνολο τιμών το [0, +∞). Το γράφημά
της είναι συνεχής καμπύλη, συμμετρική ως προς τον y-άξονα, περιέχει τα σημεία
(−1, 1), (0, 0), (1, 1) και κατεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και πάνω προς το
σημείο (0, 0) και μετά ανεβαίνει από το σημείο (0, 0) προς απεριόριστα δεξιά και
πάνω.
΄Οπως είπαμε, τα γραφήματα των y = xn περιέχουν τα σημεία (0, 0), (1, 1). Στο
διάστημα (0, 1) τα γραφήματα των y = x , y = x2 , y = x3 , . . . είναι το καθένα
κάτω από το προηγούμενό του ενώ στο διάστημα (1, +∞) είναι το καθένα πάνω
από το προηγούμενό του. Αυτό, φυσικά, συμβαίνει διότι για κάθε x στο διάστημα
(0, 1) τα ύψη των γραφημάτων πάνω από το σημείο x του x-άξονα φθίνουν: x >
x2 > x3 > · · · . Ενώ για κάθε x στο διάστημα (1, +∞) τα ύψη των γραφημάτων
πάνω από το σημείο x αυξάνουν: x < x2 < x3 < · · · .
Ρητή συνάρτηση ονομάζουμε κάθε συνάρτηση με τύπο

a0 + a1 x + · · · + aN xN
y= .
b0 + b1 x + · · · + bM xM

Το πεδίο ορισμού της αποτελείται από όλες τις τιμές της x εκτός από εκείνες που
μηδενίζουν τον παρονομαστή (το πλήθος των οποίων είναι ≤ M ).
Οι πολυωνυμικές συναρτήσεις είναι παραδείγματα ρητών συναρτήσεων.
Φυσικά, οι πιο απλές ρητές συναρτήσεις που δεν είναι πολυωνυμικές είναι οι
δυνάμεις

1
y=
xn
με θετικό ακέραιο (δηλαδή, φυσικό) n. ΄Ολες έχουν πεδίο ορισμού το (−∞, 0) ∪
(0, +∞)
Αν ο n είναι περιττός, η y = x1n είναι περιττή, γνησίως φθίνουσα στο (−∞, 0)
με αντίστοιχο σύνολο τιμών το (−∞, 0) και γνησίως φθίνουσα στο (0, +∞) με
αντίστοιχο σύνολο τιμών το (0, +∞). Το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί
στο (−∞, 0) είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το σημείο (−1, −1) και κατεβαίνει
από απεριόριστα αριστερά και κοντά στον x-άξονα προς απεριόριστα κάτω και κοντά

106
στον y-άξονα. Ομοίως, το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο (0, +∞)
είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το σημείο (1, 1) και κατεβαίνει από απεριόριστα
πάνω και κοντά στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά και κοντά στον x-άξονα. Τα
δυο αυτά μέρη του γραφήματος είναι συμμετρικά ως προς το σημείο (0, 0).

1
Σχήμα 3.17: Το γράφημα της y = x2 .

Αν ο n είναι άρτιος, τότε η y = x1n είναι άρτια, γνησίως αύξουσα στο (−∞, 0)
με αντίστοιχο σύνολο τιμών το (0, +∞) και γνησίως φθίνουσα στο (0, +∞) με
αντίστοιχο σύνολο τιμών το (0, +∞). Το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί
στο (−∞, 0) είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το σημείο (−1, 1) και ανεβαίνει
από απεριόριστα αριστερά και κοντά στον x-άξονα προς απεριόριστα πάνω και κοντά
στον y-άξονα. Ομοίως, το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο (0, +∞)
είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το σημείο (1, 1) και κατεβαίνει από απεριόριστα
πάνω και κοντά στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά και κοντά στον x-άξονα. Τα
δυο αυτά μέρη του γραφήματος είναι συμμετρικά ως προς τον y-άξονα.

Ask seic.
1 1
x+1 + x−1 x2 (x−2)
1. Είναι ίδιες οι συναρτήσεις y = 1
+ 1 και y = (x−1)2 (x+1) ; Ποια είναι τα
x x−2
πεδία ορισμού τους; Είναι ίδιες στην τομή των πεδίων ορισμού τους;
1
2. Πώς συσχετίζονται τα γραφήματα των y = xn για τις διάφορες τιμές του
φυσικού n;

3. Αρχίζοντας με τα γραφήματα των y = x12 , y = 1


x3 και y = 1
x4 , σχεδιάστε
τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων.
1 1 3
y= , y= + 4, y=− + 2.
(x − 1)2 (2 − 3x)3 (2x + 1)4

107
Από τα γραφήματα να διακρίνετε τα πεδία ορισμού, τα σύνολα τιμών, τα
διαστήματα μονοτονίας και τα αντίστοιχα σύνολα τιμών.

3.7 Algebrikèc sunart seic.


΄Εστω περιττός φυσικός n. Αφού η y = xn είναι γνησίως αύξουσα στο
(−∞, +∞) με σύνολο τιμών το (−∞, +∞), υπάρχει η αντίστροφη συνάρτηση

x = n y . Αυτή την μετατρέπουμε σε

y= n
x

και είναι γνησίως αύξουσα με πεδίο√ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το
(−∞, +∞). Το γράφημα της y = n x είναι μια συνεχής καμπύλη που περιέχει τα
σημεία (−1, −1), (0, 0), (1, 1) και η κατακόρυφη προβολή της στον x-άξονα είναι
ολόκληρο το (−∞, +∞) και η οριζόντια προβολή της στον y-άξονα είναι πάλι το
(−∞, +∞). Δηλαδή η καμπύλη ανεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και κάτω προς
απεριόριστα δεξιά και πάνω.


Σχήμα 3.18: Τα γραφήματα των y = n
x . Περιπτώσεις: περιττός n, άρτιος n.

΄Εστω άρτιος φυσικός n. Η y = xn είναι γνησίως αύξουσα στο [0, +∞) με



σύνολο τιμών το [0, +∞), οπότε υπάρχει η αντίστροφη συνάρτηση x = n y που
την μετατρέπουμε σε √
y= nx
Αυτή είναι γνησίως αύξουσα με πεδίο√ ορισμού το [0, +∞) και σύνολο τιμών το
[0, +∞). Το γράφημα της y = n x είναι μια συνεχής καμπύλη που περιέχει τα
σημεία (0, 0), (1, 1) και η κατακόρυφη προβολή της στον x-άξονα είναι το [0, +∞)
και η οριζόντια προβολή της στον y-άξονα είναι πάλι το [0, +∞). ΄Αρα η καμπύλη
ανεβαίνει από το σημείο (0, 0) προς απεριόριστα δεξιά
√ και πάνω.
Οι ρητές συναρτήσεις και οι συναρτήσεις y = n x που μόλις αναφέραμε είναι
τα απλούστερα παραδείγματα των λεγόμενων αλγεβρικών συναρτήσεων.

108
΄Αλλα τέτοια παραδείγματα είναι, γενικά, συναρτήσεις που προκύπτουν από ρητές
συναρτήσεις με συνδυασμό των τεσσάρων αλγεβρικών πράξεων και την εξαγωγή
ριζών οποιασδήποτε τάξης. Για παράδειγμα:
s

√ 3 x2 + 1 + x
y= 4
x+ .
x−1

Χωρίς να δώσουμε έμφαση και χωρίς ιδιαίτερη μαθηματική αυστηρότητα, ας


δούμε ποιος είναι ο γενικός ορισμός των αλγεβρικών συναρτήσεων. Θεωρούμε
οποιαδήποτε εξίσωση της μορφής

p0 (x) + p1 (x)y + · · · + pN (x)y N = 0 ,

όπου κάθε p0 (x), p1 (x), . . . , pN (x) είναι πολυώνυμο. ΄Εστω, επίσης, μια συνάρτη-
ση y = g(x) με πεδίο ορισμού κάποια ένωση διαστημάτων, η οποία «επαληθεύει»
την παραπάνω εξίσωση, δηλαδή ισχύει

p0 (x) + p1 (x)g(x) + · · · + pN (x)g(x)N = 0

για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = g(x). Τότε η y = g(x) ονομάζεται αλγεβρική
συνάρτηση.

Upˆrqei mia akìmh proüpìjesh gia na eÐnai h y = g(x) algebrik : prèpei na eÐnai suneq c
sto pedÐo orismoÔ thc. Gia to ti akrib¸c shmaÐnei suneq c sunˆrthsh ja mil soume se epìmeno
kefˆlaio. IsqÔei, ìmwc, ìti to na eÐnai h y = g(x) suneq c sto pedÐo orismoÔ thc isodunameÐ
me to na èqei suneqèc grˆfhma.

Παράδειγμα: Κάθε πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) είναι αλγεβρική συνάρτη-


ση στο διάστημα (−∞, +∞).
Πράγματι, η y = p(x) επαληθεύει την εξίσωση −p(x) + y = 0, της οποίας οι
συντελεστές −p(x), 1 είναι πολυώνυμα.

Παράδειγμα: Κάθε ρητή συνάρτηση y = p(x) q(x) , όπου τα p(x), q(x) είναι πολυώ-
νυμα, είναι αλγεβρική συνάρτηση.
Η y = p(x)
q(x) επαληθεύει την εξίσωση −p(x) + q(x)y = 0, της οποίας οι συντε-
λεστές −p(x), q(x) είναι πολυώνυμα.

Οι πολυωνυμικές συναρτήσεις ονομάζονται πολυωνυμικές αλγεβρικές


συναρτήσεις και οι ρητές συναρτήσεις ονομάζονται ρητές αλγεβρικές συ-
ναρτήσεις.

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = n x με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞), αν ο n είναι
περιττός φυσικός, και το [0, +∞), αν ο n είναι άρτιος φυσικός. Η συνάρτηση αυτή
είναι αλγεβρική συνάρτηση.

Πράγματι, η y = n x επαληθεύει την εξίσωση −x + y n = 0, της οποίας οι
συντελεστές −x, 0, . . . , 0, 1 είναι πολυώνυμα.

109
Κάθε αλγεβρική συνάρτηση που δεν είναι πολυωνυμική ή ρητή ονομάζεται άρ-
ρητη αλγεβρική συνάρτηση.
Οι συναρτήσεις που δεν είναι αλγεβρικές ονομάζονται υπερβατικές συναρ-
τήσεις. Παραδείγματα τέτοιων συναρτήσεων είναι οι δυνάμεις με άρρητο εκθέτη,
οι εκθετικές, οι λογαριθμικές, οι τριγωνομετρικές, οι αντίστροφες τριγωνομετρι-
κές, οι υπερβολικές και οι αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις. Αυτές θα τις
δούμε στις επόμενες ενότητες, αλλά δε θα αποδείξουμε ότι δεν είναι αλγεβρικές
διότι είναι αρκετά δύσκολο.

Ask seic.
√ √ √ √
1. Αρχίζοντας με τα γραφήματα των y = x , y = 4 x , y = 3 x , y = 5 x ,
σχεδιάστε τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων.
√ √ √ √
y = x − 1 , y = − 4 2 − 3x + 3, y = 2 + 3 2x + 1 , y = 5 3 − x .

Από τα γραφήματα να διακρίνετε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών.

2. Αποδείξτε ότι οι συναρτήσεις


r √
x √ √ √ x+2
y= + x + 1, y= x+ 3
x, y=√
x−1 3x + 1 − 4
είναι αλγεβρικές, βρίσκοντας συγκεκριμένες εξισώσεις που «επαληθεύονται»
από αυτές τις συναρτήσεις. Ποια είναι τα πεδία ορισμού τους;

3. ΄Εστω φυσικός n και πολυώνυμα p(x), q(x). Αποδείξτε ότι η


s
p(x)
y= n
q(x)

είναι αλγεβρική.

4. Αν ο n είναι φυσικός ≥ 2, αποδείξτε ότι η αλγεβρική συνάρτηση y = n
x
δεν είναι ρητή.

3.8 Dunˆmeic.
Θεωρούμε τη συνάρτηση

y = xa

με πεδίο ορισμού το [0, +∞), αν a > 0, και το (0, +∞), αν a < 0. Η συνάρτηση
αυτή ονομάζεται δύναμη με εκθέτη a.

Παρατήρηση: Το πεδίο ορισμού της y = xa είναι ακριβώς αυτό που μόλις


αναφέραμε, αν ο a είναι άρρητος ή ρητός με άρτιο παρονομαστή στην ανάγωγη

110
μορφή του. Γνωρίζουμε, φυσικά, ότι, αν ο a είναι ρητός με περιττό παρνομαστή
στην ανάγωγη μορφή του (και, ειδικά, αν ο a είναι ακέραιος ή αν είναι αντίστροφος
περιττού φυσικού), τότε η y = xa ορίζεται και για αρνητικές τιμές της x, οπότε
το πεδίο ορισμού της y = xa περιέχει και το διάστημα (−∞, 0). Επειδή, όμως,
η περίπτωση που ο a είναι ακέραιος ή αντίστροφος περιττού φυσικού έχει ήδη
μελετηθεί στις προηγούμενες ενότητες, για να αποφύγουμε την περιπτωσιολογία
σχετικά με τον εκθέτη, θα περιορίσουμε το πεδίο ορισμού της y = xa όπως ακριβώς
κάναμε παραπάνω.

Για να βρούμε το σύνολο τιμών της y = xa , θεωρούμε την εξίσωση xa = y με


άγνωστο x. Αν y < 0, η εξίσωση δεν έχει καμιά λύση. Αν y = 0, η εξίσωση έχει
τη λύση x = 0 στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης, αν a > 0 και δεν έχει καμιά
1
λύση, αν a < 0. Αν y > 0, η εξίσωση έχει τη λύση x = y a στο πεδίο ορισμού
της συνάρτησης. Επομένως, αν a > 0, το πεδίο ορισμού και το σύνολο τιμών της
y = xa είναι και τα δυο ίσα με το [0, +∞) και, αν a < 0, το πεδίο ορισμού και το
σύνολο τιμών είναι και τα δυο ίσα με το (0, +∞).

Σχήμα 3.19: Τα γραφήματα των y = xa .

Η y = xa είναι γνησίως αύξουσα στο [0, +∞), αν a > 0, και γνησίως φθίνουσα
στο (0, +∞), αν a < 0.
Αν a > 0, το γράφημα της y = xa είναι μια συνεχής καμπύλη που περιέχει τα
σημεία (0, 0), (1, 1) και η κατακόρυφη προβολή του στον x-άξονα είναι το [0, +∞)
(το πεδίο ορισμού) ενώ η οριζόντια προβολή του στον y-άξονα είναι το [0, +∞) (το
σύνολο τιμών). ΄Αρα το γράφημα ανεβαίνει από το σημείο (0, 0) προς απεριόριστα
δεξιά και πάνω.
Ομοίως, αν a < 0, το γράφημα της y = xa είναι μια συνεχής καμπύλη που περιέ-
χει το σημείο (1, 1) και η κατακόρυφη προβολή του στον x-άξονα είναι το (0, +∞)
ενώ η οριζόντια προβολή του στον y-άξονα είναι το (0, +∞). ΄Αρα το γράφημα

111
κατεβαίνει από απεριόριστα πάνω και κοντά στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά
και κοντά στον x-άξονα.
Αν αντιπαραβάλουμε τα γραφήματα των y = xa και y = xb με a < b, βλέπουμε
ότι και τα δυο γραφήματα περιέχουν το σημείο (1, 1), ότι στο διάστημα (0, 1) το
γράφημα της y = xa είναι πάνω από το γράφημα της y = xb και ότι στο διάστημα
(1, +∞) το γράφημα της y = xa είναι κάτω από το γράφημα της y = xb .
1
Η αντίστροφη συνάρτηση της δύναμης y = xa είναι η x = y a . Παρατηρήστε
1
ότι οι εκθέτες a και a είναι είτε και οι δυο > 0 είτε και οι δυο < 0.

Ask seic.
1. Ποια είναι τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτήσεων;
4 4
y = x0 , y = x3 , y = x−3 , y = x6 , y = x− 6 ,
6 6
√ √
y = x4 , y = x− 4 , y=x 2
, y = x− 2
.

Σχεδιάστε τα γραφήματά τους.


√ √
2
2. Με βάση τα γραφήματα των y = x , y = x− 2
, σχεδιάστε τα γραφήματα
των παρακάτω συναρτήσεων.
√ √ √ √
2 2
y = (2x−3) , y = 2−(2−3x) , y = (1−x)− 2
, y = 3+(2x+1) 2
.

Από τα γραφήματα να διακρίνετε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών.

3.9 Ekjetik  kai logarijmik  sunˆrthsh.


Για οποιονδήποτε a > 0 η συνάρτηση

y = ax

με πεδίο ορισμού (−∞, +∞) ονομάζεται εκθετική συνάρτηση με βάση a.


Αν a = 1, η εκθετική συνάρτηση είναι σταθερή, y = 1x = 1, και έχει σύνολο
τιμών το {1}.
Αν a > 1 ή 0 < a < 1, τότε το σύνολο τιμών της y = ax είναι το (0, +∞).
Πράγματι, η εξίσωση ax = y με άγνωστο x δεν έχει καμιά λύση, αν y ≤ 0, και
έχει τη λύση x = loga y, αν y > 0. Επίσης, η εκθετική συνάρτηση είναι γνησίως
αύξουσα, αν a > 1, και γνησίως φθίνουσα, αν 0 < a < 1.
Το γράφημα της y = ax είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει τα σημεία (0, 1),
(1, a). Αν a > 1, η κατακόρυφη προβολή στον x-άξονα του γραφήματος είναι το
(−∞, +∞) (το πεδίο ορισμού) ενώ η οριζόντια προβολή του στον y-άξονα είναι το
(0, +∞) (το σύνολο τιμών). ΄Αρα το γράφημα ανεβαίνει από απεριόριστα αριστερά
και κοντά στον x-άξονα προς απεριόριστα δεξιά και πάνω. Ομοίως, αν 0 < a < 1,
το γράφημα κατεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και πάνω προς απεριόριστα δεξιά
και κοντά στον x-άξονα.

112
Αν a = 1, η y = ax είναι, όπως είδαμε, σταθερή και, επομένως, δεν ορίζεται η
αντίστροφη συνάρτηση.
Αν 0 < a < 1 ή a > 1, η y = ax είναι γνησίως μονότονη, οπότε ορίζεται
η αντίστροφή της συνάρτηση. Για να υπολογίσουμε τον τύπο της λύνουμε την
xa = y ως προς x και βρίσκουμε x = loga y . Αφού εναλλάξουμε τα σύμβολα των
μεταβλητών, ο τύπος της αντίστροφης συνάρτησης είναι ο

y = loga x .

Σχήμα 3.20: Τα γραφήματα των y = ax και x = loga y όταν a > 1.

Σχήμα 3.21: Τα γραφήματα των y = ax και x = loga y όταν 0 < a < 1.

Την y = loga x, δηλαδή την αντίστροφη της y = ax , την ονομάζουμε λογα-


ριθμική συνάρτηση με βάση a. Το πεδίο ορισμού της είναι το (0, +∞) και

113
το σύνολο τιμών της το (−∞, +∞).
Αν a > 1, η y = loga x είναι γνησίως αύξουσα ενώ, αν 0 < a < 1, είναι
γνησίως φθίνουσα.
Το γράφημα της y = loga x είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει τα σημεία
(1, 0), (a, 1). Αν a > 1, το γράφημα ανεβαίνει από απεριόριστα κάτω και κοντά
στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά και πάνω ενώ, αν 0 < a < 1, το γράφημα
κατεβαίνει από απεριόριστα πάνω και κοντά στον y-άξονα προς απεριόριστα δεξιά
και κάτω.

Ask seic.
1. Σχεδιάστε τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων.

y = 3e−x − 2 , y = 1 + 23−x , y = e|x| , y = e−|x| ,

y = log(−x), y = log |x|, y = log 12 (2 − x), y = log10 (2x − 1).

2. Βρείτε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτήσεων.


Βρείτε, επίσης, τα διαστήματα μονοτονίας τους και τα αντίστοιχα σύνολα
τιμών και σχεδιάστε τα γραφήματά τους.

x−1 1−x
y = log , y = log , y = log(1 − x2 ), y = log(x2 − 1).
x+1 1+x

Για ποιες από αυτές ορίζονται οι αντίστροφες συναρτήσεις;


Για εκείνες τις συναρτήσεις που έχουν αντίστροφες, βρείτε τις αντίστροφες
συναρτήσεις και τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών τους και σχεδιάστε
τα γραφήματά τους.
Τι μπορείτε να πείτε για εκείνες τις συναρτήσεις που δεν έχουν αντίστροφες;
Μήπως γι αυτές ορίζονται περισσότερες από μία «αντίστροφες» συναρτήσεις
ή πλειότιμες αντίστροφες συναρτήσεις;

3.10 Trigwnometrikèc kai antÐstrofec trig-


wnometrikèc sunart seic.
Η y = f (x) χαρακτηρίζεται περιοδική, αν υπάρχει T > 0 ώστε να ισχύει

f (x ± T ) = f (x)

για κάθε x στο πεδίο ορισμού της. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει ότι, αν ο x είναι
οποιοδήποτε στοιχείο του πεδίου ορισμού της y = f (x), τότε και οι x ± T είναι
στοιχεία του πεδίου ορισμού της. ΄Ενας τέτοιος αριθμός T ονομάζεται περίοδος
της y = f (x).

Παραδείγματα: 1. Οι συναρτήσεις y = cos x και y = sin x είναι περιοδικές με

114
περίοδο 2π, αφού ισχύει cos(x ± 2π) = cos x και sin(x ± 2π) = sin x.
2. Οι συναρτήσεις y = tan x και y = cot x είναι περιοδικές με περίοδο π, αφού
ισχύει tan(x ± π) = tan x και cot(x ± π) = cot x.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι περιοδική με περίοδο T . Από τη σχέση f (x − T ) =


f (x) συνεπάγεται ότι οι συναρτήσεις y = f (x − T ) και y = f (x) είναι ίδιες
και, επομένως, έχουν τα ίδια γραφήματα. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τις
συναρτήσεις y = f (x + T ) και y = f (x). Επομένως:

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι περιοδική με περίοδο T . Τότε οι οριζό-


ντιες μεταφορές κατά ±T του γραφήματος της f ταυτίζονται με το
γράφημα της f .

Από τον προηγούμενο κανόνα βγάζουμε το εξής χρήσιμο συμπέρασμα. ΄Εστω


ότι η y = f (x) είναι περιοδική με περίοδο T . Παίρνουμε οποιονδήποτε a και
θεωρούμε το μέρος του γραφήματος της y = f (x) που αντιστοιχεί στο διάστημα
[a, a + T ]. Τότε για κάθε ακέραιο k το μέρος του γραφήματος της y = f (x) που
αντιστοιχεί στο διάστημα [a+kT, a+(k +1)T ] είναι η οριζόντια μεταφορά κατά kT
του μέρους του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα [a, a + T ]. Δηλαδή, «αν
σχεδιάσουμε το μέρος του γραφήματος που αντιστοιχεί στο διάστημα [a, a + T ],
τότε μπορούμε να σχεδιάσουμε ολόκληρο το γράφημα, μεταφέροντας οριζοντίως
το μέρος αυτό κατά όλα τα ακέραια πολλαπλάσια του T ».
΄Ολα αυτά βρίσκουν εφαρμογή στις τριγωνομετρικές συναρτήσεις που
περιγράφονται ευθύς αμέσως.
1. Η συνάρτηση συνημίτονο με τύπο

y = cos x.

Σχήμα 3.22: Το γράφημα της y = cos x.

΄Εχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το [−1, 1]. Είναι περι-
οδική με περίοδο 2π και το γράφημά της είναι συνεχής κυματοειδής καμπύλη.
Είναι γνησίως αύξουσα στο [−π, 0] και γνησίως φθίνουσα στο [0, π]. Το

115
σύνολο τιμών που αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά τα διαστήματα είναι το
[−1, 1]. Στο διάστημα [−π, π]: το γράφημα ανεβαίνει από το σημείο (−π, −1)
στο σημείο (0, 1) και κατεβαίνει από το σημείο (0, 1) στο σημείο (π, −1) και
περιέχει και τα σημεία (− π2 , 0), ( π2 , 0).

2. Η συνάρτηση ημίτονο με τύπο

y = sin x.

΄Εχει πεδίο ορισμού (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το [−1, 1]. Είναι περιοδική
με περίοδο 2π και το γράφημά της είναι συνεχής κυματοειδής καμπύλη. Είναι
γνησίως αύξουσα στο [− π2 , π2 ] και γνησίως φθίνουσα στο [ π2 , 3π
2 ]. Το σύνολο
τιμών που αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά τα διαστήματα είναι το [−1, 1].
Στο διάστημα [− π2 , 3π π
2 ]: το γράφημα ανεβαίνει από το σημείο (− 2 , −1) στο
π π 3π
σημείο ( 2 , 1) και κατεβαίνει από το σημείο ( 2 , 1) στο σημείο ( 2 , −1) και
περιέχει και τα σημεία (0, 0), (π, 0).

Σχήμα 3.23: Το γράφημα της y = sin x.

3. Η συνάρτηση εφαπτόμενη με τύπο

y = tan x.

΄Εχει πεδίο ορισμού την ένωση των διαστημάτων (− π2 + kπ, π2 + kπ), όπου
k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος. Το σύνολο τιμών της είναι το (−∞, +∞).
Είναι περιοδική με περίοδο π. Είναι γνησίως αύξουσα στο διάστημα (− π2 , π2 )
και το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο διάστημα αυτό είναι το (−∞, +∞).
Στο διάστημα (− π2 , π2 ): το γράφημα είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το
σημείο (0, 0) και ανεβαίνει από απεριόριστα κάτω και κοντά στην κατακόρυφη
ευθεία x = − π2 προς απεριόριστα πάνω και κοντά στην κατακόρυφη ευθεία
x = π2 .

116
4. Η συνάρτηση συνεφαπτόμενη με τύπο

y = cot x.

΄Εχει πεδίο ορισμού την ένωση των διαστημάτων (kπ, (k + 1)π), όπου k είναι
οποιοσδήποτε ακέραιος. Το σύνολο τιμών της είναι το (−∞, +∞). Είναι
περιοδική με περίοδο π. Είναι γνησίως φθίνουσα στο διάστημα (0, π) και το
σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο διάστημα αυτό είναι το (−∞, +∞). Στο
διάστημα (0, π): το γράφημα είναι συνεχής καμπύλη που περιέχει το σημείο
( π2 , 0) και κατεβαίνει από απεριόριστα πάνω και κοντά στην κατακόρυφη ευ-
θεία x = 0 προς απεριόριστα κάτω και κοντά στην κατακόρυφη ευθεία x = π.

Σχήμα 3.24: Τα γραφήματα των y = tan x και y = cot x.

Καμιά από αυτές τις συναρτήσεις δεν έχει αντίστροφη συνάρτηση, εκτός αν
περιορίσουμε τα πεδία ορισμού σε κατάλληλα διαστήματα όπου οι συναρτήσεις είναι
γνησίως αύξουσες ή γνησίως φθίνουσες. Κάνουμε τις εξής επιλογές.
Η y = cos x είναι γνησίως φθίνουσα στο διάστημα [0, π] με αντίστοιχο σύνο-
λο τιμών το [−1, 1]. Επομένως, ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x =
arccos y, πεδίο ορισμού το [−1, 1] και σύνολο τιμών το [0, π].
Η y = sin x είναι γνησίως αύξουσα στο [− π2 , π2 ] με αντίστοιχο σύνολο τιμών
το [−1, 1]. ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x = arcsin y, πεδίο
ορισμού το [−1, 1] και σύνολο τιμών το [− π2 , π2 ].
Η y = tan x είναι γνησίως αύξουσα στο (− π2 , π2 ) με αντίστοιχο σύνολο τιμών
το (−∞, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x = arctan y, πεδίο
ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (− π2 , π2 ).
Η y = cot x είναι γνησίως φθίνουσα στο (0, π) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το
(−∞, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με τύπο x = arccot y, πεδίο
ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (0, π).

117
΄Εχουμε, λοιπόν, ορίσει τις λεγόμενες αντίστροφες τριγωνομετρικές
συναρτήσεις, οι οποίες, μετά από τη συνηθισμένη εναλλαγή των συμβόλων x
και y, είναι:
1. Η συνάρτηση τόξο-συνημίτονο με τύπο

y = arccos x.

΄Εχει πεδίο ορισμού το [−1, 1] και σύνολο τιμών το [0, π]. Είναι γνησίως φθί-
νουσα στο [−1, 1] και το γράφημά της είναι συνεχής καμπύλη που κατεβαίνει
από το σημείο (−1, π) προς το σημείο (1, 0) και περιέχει το σημείο (0, π2 ).

Σχήμα 3.25: Τα γραφήματα των y = arccos x και y = arcsin x.

2. Η συνάρτηση τόξο-ημίτονο με τύπο

y = arcsin x.

΄Εχει πεδίο ορισμού το [−1, 1] και σύνολο τιμών το [− π2 , π2 ]. Είναι γνησίως


αύξουσα στο [−1, 1] και το γράφημά της είναι συνεχής καμπύλη που ανεβαίνει
από το σημείο (−1, − π2 ) προς το σημείο (1, π2 ) και περιέχει το σημείο (0, 0).
3. Η συνάρτηση τόξο-εφαπτόμενη με τύπο

y = arctan x.

΄Εχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (− π2 , π2 ). Είναι


γνησίως αύξουσα στο (−∞, +∞) και το γράφημά της είναι συνεχής καμπύλη
που ανεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και κοντά στην οριζόντια ευθεία
y = − π2 προς απεριόριστα δεξιά και κοντά στην οριζόντια ευθεία y = π2 και
περιέχει το σημείο (0, 0).

118
Σχήμα 3.26: Τα γραφήματα των y = arctan x και y = arccot x.

4. Η συνάρτηση τόξο-συνεφαπτόμενη με τύπο

y = arccot x.

΄Εχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (0, π). Είναι γνησίως
φθίνουσα στο (−∞, +∞) και το γράφημά της είναι συνεχής καμπύλη που
κατεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και κοντά στην οριζόντια ευθεία y = π
προς απεριόριστα δεξιά και κοντά στην οριζόντια ευθεία y = 0 και περιέχει
το σημείο (0, π2 ).

Ask seic.
1. Σχεδιάστε τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων.
³x ´
y = cos(2x), y = tan − 1 , y = 1 + 2 sin(1 − 3x), y = cot(1 − x),
2
π ³y + 1´
x = 2 arccos(2y + 1), x= + arctan(1 − y), x = arctan .
2 2
2. Θυμηθείτε την άσκηση 1.5.5 και περιγράψτε μέθοδο σχεδίασης του γραφή-
ματος της συνάρτησης
y = a cos x + b sin x.

Σχεδιάστε τα γραφήματα των


√ √
y = cos x + sin x, y= 3 cos x + sin x, y= 3 cos x − sin x.

3. Βρείτε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτήσεων.


√ 1 x
y= sin x , y= , y = log(sin x), y = arcsin .
1 + sin x x−1

4. Ποιες είναι οι αντίστροφες συναρτήσεις των y = arcsin x και y = arctan x;

119
3.11 Uperbolikèc kai antÐstrofec uperbo-
likèc sunart seic.
Για κάθε x συμβολίζουμε

ex + e−x ex − e−x
cosh x = , sinh x = ,
2 2
ex − e−x ex + e−x
tanh x = , coth x = .
ex + e−x ex − e−x
Οι αριθμοί αυτοί ονομάζονται υπερβολικό συνημίτονο, υπερβολικό η-
μίτονο, υπερβολική εφαπτόμενη και υπερβολική συνεφαπτόμενη
του x, αντιστοίχως.
Πρόταση 3.1 (1) (cosh x)2 − (sinh x)2 = 1.
sinh x cosh x
(2) tanh x = cosh x , coth x = sinh x .
(3) cosh(−x) = cosh x, sinh(−x) = − sinh x, tanh(−x) = − tanh x, coth(−x) =
− coth x.
(4) cosh(x + y) = cosh x cosh y + sinh x sinh y, sinh(x + y) = sinh x cosh y +
cosh x sinh y.
(5) cosh x − cosh y = 2 sinh x−y x+y x−y x+y
2 sinh 2 , sinh x − sinh y = 2 sinh 2 cosh 2 .
(6) (i) 1 ≤ cosh x < cosh x0 , αν 0 ≤ x < x0 (ii) 1 ≤ cosh x < cosh x0 , αν
x0 < x ≤ 0.
(7) sinh x < sinh x0 , αν x < x0 .
΄Ολες οι ιδιότητες στην Πρόταση 3.1 αποδεικνύονται με λίγες πράξεις.

Παρατήρηση: Είναι εμφανής η ομοιότητα πολλών από τις ιδιότητες στην Πρό-
ταση 3.1 με ιδιότητες στην Πρόταση 1.17. Πίσω από αυτή την ομοιότητα κρύβονται
x −x x −x
δυο ισότητες ανάλογες των cosh x = e +e 2 και sinh x = e −e
2 . Αυτές είναι οι

eix + e−ix eix − e−ix


cos x = , sin x = .
2 2i
Αυτές οι ισότητες εντάσσονται στο πλαίσιο της θεωρίας των μιγαδικών αριθμών
και δε θα επεκταθούμε επ΄ αυτών.

Θεωρούμε τώρα τη συνάρτηση

ex + e−x
y = cosh x =
2
με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞). Η συνάρτηση αυτή ονομάζεται υπερβολικό
συνημίτονο. Είναι σαφές από την προηγούμενη πρόταση ότι η συνάρτηση y =
cosh x είναι άρτια και ότι είναι γνησίως αύξουσα στο διάστημα [0, +∞) και γνησίως
φθίνουσα στο (−∞, 0].
x −x
Για να βρούμε το σύνολο τιμών της y = cosh x θεωρούμε την e +e 2 = y
ως εξίσωση με άγνωστο x και την γράφουμε e2x − 2yex + 1 = 0. Ορίζουμε

120
t = ex , οπότε η εξίσωση γράφεται t2 − 2yt + 1 = 0 με διακρίνουσα Δ = 4y 2 − 4.
Διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις.
(i) ΄Εστω y 2 < 1. Τότε η εξίσωση t2 − 2yt + 1 = 0 δεν έχει καμιά λύση.
(ii) ΄Εστω y 2 = 1. Αν y = −1, η t2 − 2yt + 1 = 0 έχει λύση ex = t = −1 που,
προφανώς, απορρίπτεται. Αν y = 1, η t2 − 2yt + 1 = 0 έχει λύση ex = t = 1 που
δίνει λύση x = 0 για την αρχική εξίσωση cosh x = 1.
(iii) ΄Εστω y 2 > 1. Τότε η t2 − 2yt + 1 = 0 έχει δυο (διαφορετικές λύσεις) με
άθροισμα 2y και γινόμενο 1. Αν y < −1, τότε οι δυο αυτές λύσεις έχουν αρνητικό
άθροισμα και θετικό γινόμενο, οπότε είναι αρνητικές και απορρίπτονται. Τέλος, αν
y > 1, τότε οι δυο λύσεις της t2 − 2yt + 1 = 0 έχουν θετικό άθροισμα και θετικό
γινόμενο, οπότε είναι θετικές. Επειδή το γινόμενό τους είναι 1, η μεγαλύτερη είναι
μεγαλύτερη από τον 1 και
p η μικρότερη είναι ανάμεσα pστον 0 και τον 1. Οι p δυο αυτές
λύσεις είναι οι t = y ± y 2 − 1 και ισχύει 0 < y − y 2 − 1 < p1 < y + y2 − 1 .
Αυτές δίνουν δυο λύσεις τις αρχικής εξίσωσης, 2 − 1) , οι οποίες
p τις x = log(y± y p
είναι αντίθετες. Μάλιστα, ισχύει log(y − y − 1) < 0 < log(y + y 2 − 1).
2

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο τιμών της y = cosh x, δηλαδή το σύνολο


των y για τους οποίους η εξίσωση cosh x = y έχει τουλάχιστον μια λύση, είναι το
[1, +∞). Μάλιστα, είναι φανερό από την ανάλυση της προηγούμενης παραγράφου
ότι για κάθε y στο [1, +∞) η εξίσωση cosh x = y έχει μια λύση στο διάστημα
(−∞, 0] και μια λύση στο [0, +∞). ΄Αρα το [1, +∞) είναι το σύνολο τιμών που
αντιστοιχεί και στα δυο διαστήματα (−∞, 0] και [0, +∞) του πεδίου ορισμού της
συνάρτησης.
Βάσει των παραπάνω, το γράφημα της y = cosh x είναι συνεχής καμπύλη,
η οποία κατεβαίνει από απεριόριστα αριστερά και πάνω προς το σημείο (0, 1) και
κατόπιν ανεβαίνει από το σημείο (0, 1) προς απεριόριστα δεξιά και πάνω. Το γράφη-
μα είναι συμμετρικό ως προς τον y-άξονα.
Κατόπιν θεωρούμε την

ex − e−x
y = sinh x =
2
με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞). Η συνάρτηση αυτή ονομάζεται υπερβολικό
ημίτονο. Η y = sinh x είναι περιττή και γνησίως αύξουσα στο (−∞, +∞).
x −x
Για να βρούμε το σύνολο τιμών της y = sinh x θεωρούμε την e −e 2 = y
ως εξίσωση με άγνωστο x και την γράφουμε e2x − 2yex − 1 = 0. Ορίζουμε
t = ex και η εξίσωση γράφεται t2 − 2yt − 1 = 0 με διακρίνουσα Δ = 4y 2 + 4.
Επομένως, η t2 − 2yt − 1 = 0 έχει δυο (διαφορετικές) λύσεις με άθροισμα 2y και
γινόμενο −1, οπότε μια p
λύση είναι θετική και η άλλη
p είναι αρνητική. Οιp δυο αυτές
λύσεις είναι οι t = y ± y 2 + 1 και ισχύει y − y 2 + 1 < 0 < y + y 2 + 1 . Η
αρνητική λύση,
p προφανώς, απορρίπτεται και από τη θετική λύση προκύπτει η λύση
x = log(y + y 2 + 1) της εξίσωσης sinh x = y.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο τιμών της y = sinh x, δηλαδή το σύνολο
των y για τους οποίους η εξίσωση sinh x = y έχει τουλάχιστον μια λύση, είναι το
(−∞, +∞).
΄Αρα το γράφημα της y = sinh x είναι μια συνεχής καμπύλη η οποία ανεβαίνει
από απεριόριστα αριστερά και κάτω προς απεριόριστα δεξιά και πάνω. Το γράφημα

121
αυτό περιέχει το σημείο (0, 0) και είναι συμμετρικό ως προς το σημείο (0, 0).
Θα μελετήσουμε, τέλος, τις αντίστροφες συναρτήσεις των y = cosh x και y =
sinh x.
Η y = cosh x δεν είναι ένα-προς-ένα στο πεδίο ορισμού της (−∞, +∞): για
κάθε y > 1 υπάρχουν δυο (διαφορετικές) λύσεις της εξίσωσης cosh x = y. ΄Ομως,
στο διάστημα [0, +∞) του πεδίου ορισμού η συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα με
αντίστοιχο σύνολο τιμών το [1, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με
πεδίο ορισμού το [1, +∞) και σύνολο τιμών το [0, +∞) και ο τύπος της προκύπτει
αν για κάθε y στο [1, +∞) λύσουμε την cosh x = y και κρατήσουμε τηp λύση που
ανήκει στο [0, +∞). ΄Οπως έχουμε δει, η λύση αυτή είναι η x = log(y + y 2 − 1).
΄Αρα ο τύπος της αντίστροφης συνάρτησης είναι, μετά από τη συνηθισμένη εναλ-
λαγή των x και y, p
y = log(x + x2 − 1).
Κατά παράδοση και κατ΄ αναλογία με την αντίστροφη συνάρτηση της y = cos x,
που συμβολίζεται
√ y = arccos x και ονομάζεται τόξο-συνημίτονο, η παράσταση
log(x + x2 − 1) συμβολίζεται arccosh x και ονομάζεται τόξο-υπερβολικό
συνημίτονο του x, οπότε ο τύπος της αντίστροφης συνάρτησης γράφεται

y = arc cosh x.

Βάσει των προηγουμένων το γράφημα της y = arc cosh x είναι μια συνεχής
καμπύλη της οποίας η κατακόρυφη προβολή στον x-άξονα είναι το πεδίο ορισμού
[1, +∞) και η οριζόντια προβολή στον y-άξονα είναι το σύνολο τιμών [0, +∞).
Δηλαδή η καμπύλη ανεβαίνει από το σημείο (1, 0) προς απεριόριστα δεξιά και πάνω.
Ομοίως, επειδή η y = cosh x είναι γνησίως φθίνουσα στο (−∞, 0] με αντίστοιχο
σύνολο τιμών το [1, +∞), ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με πεδίο ορισμού το
[1, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, 0] και ο τύπος της είναι
p
y = log(x − x2 − 1).
√ √
Μάλιστα, επειδή είναι log(x − x2 − 1) = − log(x + x2 − 1) = −arc cosh x,
ο τύπος αυτής της αντίστροφης συνάρτησης γράφεται και

y = −arc cosh x.

Η y = sinh x είναι γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της (−∞, +∞) με
σύνολο τιμών το (−∞, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση με πεδίο
ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, +∞) και ο τύπος της, σύμφωνα
με τα παραπάνω, είναι p
y = log(x + x2 + 1).
΄Οπως πριν, κατά παράδοση
√ και κατ΄ αναλογία με τις τριγωνομετρικές συναρτή-
σεις, η έκφραση log(x + x2 + 1) συμβολίζεται arcsinh x και ονομάζεται τόξο-
υπερβολικό ημίτονο του x, οπότε ο τύπος της αντίστροφης συνάρτησης
γράφεται

y = arc sinh x.

122
Το γράφημα της y = arc sinh x είναι μια συνεχής καμπύλη που ανεβαίνει από
απεριόριστα αριστερά και κάτω προς απεριόριστα δεξιά και πάνω και περιέχει το
σημείο (0, 0).

Ask seic.
1. Μελετήστε τις συναρτήσεις

y = tanh x, y = coth x.

Βρείτε τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών τους, τα διαστήματα μονοτονίας


τους και σχεδιάστε τα γραφήματά τους.
Βρείτε τις αντίστροφες συναρτήσεις (που αντιστοιχούν στα διαστήματα μονο-
τονίας), τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών τους και σχεδιάστε τα γραφή-
ματά τους.
2. Αποδείξτε ότι
1 1
1 − (tanh x)2 = , (coth x)2 − 1 = .
(cosh x)2 (sinh x)2

3. Αποδείξτε ότι

tanh x + tanh y coth x coth y + 1


tanh(x + y) = , coth(x + y) = .
1 + tanh x tanh y coth x + coth y

4. Αποδείξτε ότι

cosh(2x) = (cosh x)2 + (sinh x)2 = 2(cosh x)2 − 1 = 1 + 2(sinh x)2 ,

sinh(2x) = 2 sinh x cosh x,


2 tanh x (coth x)2 + 1
tanh(2x) = , coth(2x) = .
1 + (tanh x)2 2 coth x

5. Αποδείξτε ότι

1 + (tanh x2 )2 2 tanh x2
cosh x = , sinh x = ,
1 − (tanh x2 )2 1 − (tanh x2 )2

2 tanh x2 1 + (tanh x2 )2
tanh x = , coth x = .
1 + (tanh x2 )2 2 tanh x2

123
124
Kefˆlaio 4

'Oria Sunart sewn
Σ΄ αυτό το κεφάλαιο, αφού αναφερθεί η έννοια του ορίου μεταβλητής, ορίζεται
η έννοια του ορίου συνάρτησης. Γίνεται διεξοδική αναφορά όλων των (πολλών!)
περιπτώσεων ορίου συνάρτησης με πολλά παραδείγματα. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση
στον αυστηρά μαθηματικό ορισμό του ορίου «με τους ² και δ». Αναφέρεται η
γεωμετρική εικόνα του ορίου συνάρτησης μέσω του γραφήματός της και ορίζο-
νται οι κατακόρυφες και οριζόντιες ασύμπτωτες. Αναπτύσσονται οι ιδιότητες των
ορίων συναρτήσεων - ο λογισμός ορίων - και, ειδικώτερα, ο χρήσιμος κανόνας
αλλαγής μεταβλητής. Αναφέρεται ένας χρήσιμος συνδυασμός ορίου συνάρτησης
και ορίου ακολουθίας. Μελετώνται διεξοδικά τα όρια των γνωστών συναρτήσεων:
ρητών, δυνάμεων, εκθετικής, λογαριθμικής, τριγωνομετρικών. Τέλος, αναφέρεται
η ύπαρξη ορίου μονότονων συναρτήσεων.

4.1 'OrismoÐ, paradeÐgmata.


Α. ΄Οριο μεταβλητής.

Αν οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας z πλησιάζουν απεριόριστα μια συγκε-


κριμένη σταθερή τιμή ζ ή, ισοδύναμα, αν «η απόσταση |z − ζ| του (μεταβλητού) z
από τον (σταθερό) ζ γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό», τότε γράφουμε

lim z = ζ ή z→ζ

και λέμε ότι ο z έχει όριο τον ζ ή τείνει στον ζ ή συγκλίνει στον ζ.
Αν η μεταβλητή ποσότητα z παίρνει όλο και μεγαλύτερες θετικές τιμές χωρίς
περιορισμό ή, ισοδύναμα, αν «ο (μεταβλητός) z γίνεται μεγαλύτερος από κάθε
θετικό αριθμό», τότε γράφουμε

lim z = +∞ ή z → +∞

και λέμε ότι ο z έχει όριο το +∞ ή τείνει στο +∞ ή αποκλίνει στο


+∞.

125
Αν η μεταβλητή ποσότητα z παίρνει όλο και μεγαλύτερες (κατ΄ απόλυτη τιμή)
αρνητικές τιμές χωρίς περιορισμό ή, ισοδύναμα, αν «ο (μεταβλητός) z γίνεται
μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό», τότε γράφουμε

lim z = −∞ ή z → −∞

και λέμε ότι ο z έχει όριο το −∞ ή τείνει στο −∞ ή αποκλίνει στο


−∞.
Αν οι τιμές της μεταβλητής z πλησιάζουν απεριόριστα την τιμή ζ χωρίς, όμως,
να γίνονται ίσες με την ίδια την τιμή ζ ή, ισοδύναμα, αν «η απόσταση |z − ζ| γίνεται
μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό χωρίς να μηδενίζεται», τότε γράφουμε

lim z = ζ (z 6= ζ) ή z → ζ (z 6= ζ)

και λέμε ότι ο z έχει όριο τον ζ ή τείνει στον ζ ή συγκλίνει στον ζ παραμένοντας
διαφορετικός από τον ζ.
Συνεχίζοντας αυτή τη γενική περιγραφή, διακρίνουμε δυο ακόμη περιπτώσεις.
Η μια είναι όταν οι τιμές της μεταβλητής z πλησιάζουν απεριόριστα την τιμή ζ
παραμένοντας μεγαλύτερες από ζ ή, ισοδύναμα, όταν «η διαφορά z − ζ γίνεται
μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας θετική». Τότε γράφουμε

z → ζ+

και λέμε ότι ο z τείνει στον ζ ή συγκλίνει στον ζ από τα δεξιά του ζ.
Η δεύτερη, «συμμετρική», περίπτωση είναι όταν οι τιμές της μεταβλητής z
πλησιάζουν απεριόριστα την τιμή ζ παραμένοντας μικρότερες από ζ ή, ισοδύναμα,
όταν «η διαφορά ζ − z γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας
θετική». Τότε γράφουμε
z → ζ−
και λέμε ότι ο z τείνει στον ζ ή συγκλίνει στον ζ από τα αριστερά του ζ.

Παρατηρήσεις: (1) Οι εκφράσεις «δεξιά» και «αριστερά» χρησιμοποιούνται,


προφανώς, στην περίπτωση που η πραγματική ευθεία είναι οριζόντια. Αν η πραγ-
ματική ευθεία είναι κατακόρυφη, τότε αντικαθιστούμε με τις εκφράσεις «πάνω» και
«κάτω», αντιστοίχως.
(2) Αν z → ±∞, τότε αυτομάτως ισχύει z 6= ±∞ διότι η μεταβλητή z παίρνει
μόνο πραγματικές τιμές.

Β. ΄Οριο συνάρτησης.

Η κατάσταση είναι πιο ενδιαφέρουσα όταν έχουμε διάφορες αλληλοεξαρτόμενες


μεταβλητές ποσότητες. Καθώς ο χρόνος t πλησιάζει τις 23 του μήνα οι καταθέσεις
μας D πλησιάζουν την τιμή 0 (και, δυστυχώς, δε θα πληρωθούμε παρά την πρώτη
του επόμενου μήνα). Εδώ η ποσότητα D είναι συνάρτηση της ποσότητας t: D =
f (t). Τώρα θα πρέπει να προσέξουμε το εξής. Μπορεί στις 23 ακριβώς του μήνα
να κερδίσουμε ένα λαχείο 1000000 ευρώ, δηλαδή D = 1000000 όταν t = 23. Αυτό,
όμως, που μας ενδιαφέρει είναι ότι ο D πλησιάζει τον 0 καθώς ο t πλησιάζει τον
23 παραμένοντας < 23.

126
Το γενικό πλαίσιο είναι το εξής. «Θεωρούμε μια συνάρτηση y = f (x) της
οποίας η ανεξάρτητη μεταβλητή x τείνει στον αριθμό ξ παραμένοντας 6= ξ ή < ξ
ή > ξ ή τείνει στο +∞ ή στο −∞ και εξετάζουμε αν η αντίστοιχη εξαρτημένη
μεταβλητή y τείνει σε κάποιον αριθμό η ή στο +∞ ή στο −∞».
Στα επόμενα θα μελετήσουμε λίγο πιο μεθοδικά αυτή την κατάσταση, θεωρών-
τας διάφορες περιπτώσεις.

Περίπτωση 1. Υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στην ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b)
δυο διαστημάτων αριστερά και δεξιά του ξ. Δε μας ενδιαφέρει αν η y = f (x) είναι
ορισμένη ή όχι εκτός της ένωσης αυτής και, ειδικώτερα, στον ξ. Υποθέτουμε ότι
ο x πλησιάζει τον ξ (και από τις δυο μεριές του) παραμένοντας 6= ξ και διακρίνουμε
τρεις υποπεριπτώσεις ανάλογα με το πώς συμπεριφέρεται ο αντίστοιχος f (x).

1α . ΄Εστω ότι η απόσταση |f (x) − η| του f (x) από κάποιον αριθμό η γίνεται
μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό καθώς η απόσταση |x − ξ| γίνεται μικρότερη
από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας 6= 0. Με άλλα λόγια, έστω ότι f (x) → ξ
καθώς x → ξ (x 6= ξ). Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = η.
x→ξ (x6=ξ)

Πιο αναλυτικά: πρέπει για κάθε ² > 0 ο |f (x) − η| να είναι < ² αρκεί ο |x − ξ|
να είναι αρκετά μικρός παραμένοντας 6= 0 και με τον περιορισμό, φυσικά, ο x να
περιέχεται στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης. Πιο συνοπτικά: «για κάθε ² > 0
πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι |f (x) − η| < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού
της συνάρτησης με 0 < |x − ξ| < δ».

Παράδειγμα: Η y = 3x + 2 είναι ορισμένη στο (−∞, +∞) και, ειδικώτερα, σε


δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του 4. Μερικοί υπολογισμοί με αριθμούς πολύ
κοντά στον 4 μας πείθουν ότι, καθώς ο x πλησιάζει τον αριθμό 4 παραμένοντας
6= 4, ο αντίστοιχος y = 3x + 2 πλησιάζει τον αριθμό 14. Επομένως, πρέπει να είναι
limx→4 (x6=4) (3x + 2) = 14. Θα το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας την παραπάνω
διατύπωση με τους ² και δ.
Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε κάποιον δ > 0 ώστε να είναι
|(3x + 2) − 14| < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για
κάθε x) με 0 < |x − 4| < δ. Θα ακολουθήσουμε τα εξής βήματα: (i) θα λύσουμε
τη σχέση που θέλουμε να ισχύει, δηλαδή την |(3x + 2) − 14| < ², ως προς τον
x ώστε να βρούμε το σύνολο των x για τους οποίους ισχύει και (ii) θα βρούμε
τον δ έτσι ώστε όλοι οι x που ικανοποιούν την 0 < |x − 4| < δ, δηλαδή οι x
στην ένωση (4 − δ, 4) ∪ (4, 4 + δ), να περιέχονται στο σύνολο που βρήκαμε στο
(i). Η |(3x + 2) − 14| < ² είναι ισοδύναμη με την −² < 3x − 12 < ² κι αυτή
με την 4 − 3² < x < 4 + 3² . ΄Αρα το σύνολο των x για τους οποίους ισχύει η
|(3x + 2) − 14| < ² είναι το διάστημα (4 − 3² , 4 + 3² ). Πρέπει τώρα να βρούμε τον
δ έτσι ώστε κάθε x στην ένωση (4 − δ, 4) ∪ (4, 4 + δ) να περιέχεται στο διάστημα
(4 − 3² , 4 + 3² ). Προφανώς, πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ 3² .
Επομένως, limx→4 (x6=4) (3x + 2) = 14.

Παράδειγμα: Η y = x2 + 3 έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞), οπότε είναι ορισ-

127
μένη σε δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του 1. Κάνοντας λίγους υπολογισμούς
με αριθμούς πολύ κοντά στον 1, σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο y = x2 + 3
πλησιάζει τον 4 καθώς ο x πλησιάζει τον 1 παραμένοντας 6= 1. ΄Αρα μάλλον είναι
limx→1 (x6=1) (x2 + 3) = 4. Θα το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τη διατύπωση με
τους ² και δ.
Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε κάποιον δ > 0 ώστε να είναι
|(x2 + 3) − 4| < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για
κάθε x) με 0 < |x − 1| < δ. ΄Οπως στο προηγούμενο παράδειγμα: (i) λύνουμε
την |(x2 + 3) − 4| < ² ως προς τον x ώστε να βρούμε το σύνολο των x για τους
οποίους ισχύει αυτή η σχέση και (ii) υπολογίζουμε τον δ έτσι ώστε όλοι οι x που
ικανοποιούν την 0 < |x − 1| < δ, δηλαδή οι x στην ένωση (1 − δ, 1) ∪ (1, 1 + δ),
να περιέχονται στο σύνολο που βρήκαμε στο (i). Η |(x2 + 3) − 4| √ < ² είναι
2
ισοδύναμη
√ με την 1 − ² < x < 1 + ² κι√αυτή είναι ισοδύναμη με την 1−² <
|x| < 1 + ², αν ² ≤ 1, και με την |x| < 1 + ², αν ² > 1. ΄Αρα √ το σύνολο
√ των x
2
για
√ τους οποίους
√ ισχύει η |(x + 3) − 4| < ² είναι
√ η ένωση√ (− 1 + ², − 1 − ²) ∪
( 1 − ², 1 + ²), αν ² ≤ 1, και το διάστημα (− 1 + ², 1 + ²), αν ² > 1. Πρέπει
τώρα να βρούμε τον δ έτσι ώστε κάθε x στην ένωση (1 − δ, 1) ∪ (1, 1 + δ) να
περιέχεται √στο σύνολο
√ που βρήκαμε. Στην περίπτωση ² ≤ 1 ο 1 περιέχεται στο
διάστημα ( 1 − ², 1 + ²), οπότε πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ όχι μεγαλύτερο
από τη μικρότερη√ απόσταση
√ του 1 από√τα άκρα αυτού του διαστήματος, δηλαδή
δ ≤ min{1 − 1 − ², 1 +√² − 1}√= 1 + ² − 1. Στην περίπτωση ² > 1 ο 1
περιέχεται στο διάστημα (− 1 + ², 1 + ²), οπότε πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε,
και πάλι, δ όχι μεγαλύτερο από τη μικρότερη √ απόσταση
√ του 1 √
από τα άκρα αυτού
του διαστήματος, δηλαδή δ ≤ min{1 + 1 + ², 1 + √ ² − 1} = 1 + ² − 1. Πρέπει
και αρκεί, λοιπόν, για κάθε ² > 0 να επιλέξουμε δ ≤ 1 + ² − 1.
΄Αρα limx→1 (x6=1) (x2 + 3) = 4.

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Το πεδίο ορισμού της y = |x − ξ|a είναι το


(−∞, +∞), οπότε η συνάρτηση είναι ορισμένη σε δυο διαστήματα αριστερά και
δεξιά του ξ. Από την απλή εμπειρία μας με υπολογισμούς και με τις ιδιότητες
των δυνάμεων καταλαβαίνουμε ότι, καθώς ο x πλησιάζει τον ξ παραμένοντας 6=
ξ, ο αντίστοιχος y = |x − ξ|a πλησιάζει τον 0. Δηλαδή θα πρέπει να ισχύει
limx→ξ (x6=ξ) |x − ξ|a = 0. Θα το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τη διατύπωση με
τους ² και δ.
¯ Παίρνουμε ¯ οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε κάποιον δ > 0 ώστε να είναι
¯|x − ξ|a − 0¯ < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε
x) με 0¯ < |x − ξ| <¯ δ, δηλαδή για κάθε x στην ένωση (ξ − δ, ξ) ∪ (ξ, ξ + δ). Η
σχέση ¯|x − ξ|a − 0¯ < ² που θέλουμε να ισχύει είναι ισοδύναμη με την |x − ξ|a < ²
1
κι αυτή με την |x − ξ| < ² a . ΄Αρα το σύνολο των x για τους οποίους αυτή ισχύει
1 1
είναι το διάστημα (ξ − ² a , ξ + ² a ). Τώρα πρέπει να βρούμε τον δ ώστε κάθε x στην
1 1
ένωση (ξ − δ, ξ) ∪ (ξ, ξ + δ) να περιέχεται στο (ξ − ² a , ξ + ² a ). Είναι προφανές ότι
1
πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ ² a . ΄Αρα:
lim |x − ξ|a = 0 (a > 0).
x→ξ (x6=ξ)

Παράδειγμα: ΄Εστω σταθερή συνάρτηση y = c. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0

128
και παρατηρούμε ότι όποιον δ > 0 κι αν επιλέξουμε είναι |y−c| = |c−c| = 0 < ² για
κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε x) με 0 < |x − ξ| < δ.
΄Αρα:

lim c = c.
x→ξ (x6=ξ)

1
Παράδειγμα: Η y = x+1 είναι ορισμένη στο (−∞, −1)∪(−1, +∞), οπότε είναι
ορισμένη σε δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του 1 · συγκεκριμένα, στην ένωση
(−1, 1) ∪ (1, +∞). Λίγοι υπολογισμοί με αριθμούς κοντά στον 1 μας πείθουν
1
ότι, καθώς ο x πλησιάζει τον 1 παραμένοντας 6= 1, ο αντίστοιχος y = x+1 πλη-
1 1 1
σιάζει τον 2 . Δηλαδή πρέπει να είναι limx→1 (x6=1) x+1 = 2 . Θα το αποδείξουμε
χρησιμοποιώντας τη διατύπωση με τους ² και δ. ¯ 1 ¯
Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε δ > 0 ώστε να είναι ¯ x+1 − 12 ¯ < ²
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε x 6= −1) με
0 < |x − 1|¯ < δ, δηλαδή
¯ για κάθε x 6= −1 στην ένωση (1 − δ, 1) ∪ (1, 1 + δ). Η
ανισότητα ¯ x+11
− 12 ¯ < ² είναι ισοδύναμη με την 12 − ² < x+1 1
< 12 + ². Διακρίνουμε
τρεις περιπτώσεις ως προς τον ².
Αν 0 < ² < 12 , τότε η ανισότητά μας είναι ισοδύναμη με την 1+2² 2
< x+1 <
2 1−2² 1+2²
κι αυτή με την < x < . ΄
Α ρα το σύνολο των x που ικανοποιούν
1−2² 1+2² ¡1−2² 1+2² ¢
την ανισότητα είναι το διάστημα 1−2² 1+2² , 1−2² , το οποίο περιέχει τον 1 (και δεν
περιέχει τον −1), και θέλουμε να βρούμε τον δ ώστε η ένωση (1 − δ, 1) ∪ (1, 1 + δ)
να περιέχεται στο διάστημα αυτό. Είναι φανερό ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε
δ το πολύ ίσο με © τη μικρότερη απόσταση
ª του 1 από ταªάκρα του διαστήματος,
© 4²
δηλαδή δ ≤ min 1 − 1−2² , 1+2²
1+2² 1−2² − 1 = min 4²
1+2² , 1−2² = 1+2² .

Αν ² = 12 , η ανισότητα είναι ισοδύναμη με την 1+2² 2


< x + 1, οπότε το σύνολο
¡ 1−2² ¢
των x που την ικανοποιούν είναι το διάστημα 1+2² , +∞ . Το διάστημα αυτό
περιέχει τον 1 (και όχι τον −1), οπότε για να περιέχει την ένωση (1−δ, 1)∪(1, 1+δ)
πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ 1 − 1−2² 4²
1+2² = 1+2² .
Τέλος, αν ² > 12 , τότε η ανισότητα ισοδυναμεί με το ότι x + 1 < 1−2² 2
ή
2
x + 1 > 1+2² και, πάλι μετά από λίγες πράξεις, βλέπουμε ότι το σύνολο των x που
¡ 1+2²
¢ ¡ ¢
την ικανοποιούν είναι η ένωση των διαστημάτων − ∞, 1−2² και 1−2²1+2² , +∞ .
Το δεύτερο διάστημα περιέχει τον 1 (και όχι τον −1), οπότε για να περιέχει την
ένωση (1 − δ, 1) ∪ (1, 1 + δ) πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ 1 − 1−2² 4²
1+2² = 1+2² .

Επομένως, σε κάθε περίπτωση πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ 1+2² .
1
΄Αρα limx→1 (x6=1) x+1 = 12 .

1β . ΄Εστω ότι ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς η
απόσταση |x − ξ| γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας 6= 0.
Δηλαδή έστω ότι f (x) → +∞ καθώς x → ξ (x 6= ξ). Αυτό το συμβολίζουμε

lim f (x) = +∞.


x→ξ (x6=ξ)

Πιο αναλυτικά: πρέπει για κάθε M > 0 ο f (x) να είναι > M αρκεί ο |x − ξ| να
είναι αρκετά μικρός παραμένοντας 6= ξ και με τον περιορισμό ο x να περιέχεται στο

129
πεδίο ορισμού της συνάρτησης. Πιο συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρ-
χει δ > 0 ώστε να είναι f (x) > M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης
με 0 < |x − ξ| < δ».
x+2
Παράδειγμα: Το πεδίο ορισμού της y = (x+1) 2 είναι η ένωση (−∞, −1) ∪

(−1, +∞) και περιέχει δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του −1. Κάνοντας
στοιχειώδεις υπολογισμούς με αριθμούς πολύ κοντά στον −1, παρατηρούμε ότι,
x+2
καθώς ο x πλησιάζει τον −1 παραμένοντας 6= −1, ο αντίστοιχος y = (x+1) 2

γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό και, επομένως, φαίνεται να είναι
x+2
limx→−1 (x6=−1) (x+1) 2 = +∞. Θα το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τη διατύπω-

ση με τους M και δ.
x+2
Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και θα βρούμε δ > 0 ώστε να είναι (x+1) 2 > M

για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε x 6= −1) με
x+2
0 < |x + 1| < δ. Τώρα (i) λύνουμε την ανισότητα (x+1) 2 > M ως προς x

για να βρούμε το σύνολο των x οι οποίοι την ικανοποιούν και (ii) βρίσκουμε
κάποιον δ > 0 ώστε κάθε x με 0 < |x + 1| < δ να περιέχεται στο σύνολο που
x+2
υπολογίσαμε στο (i). Η (x+1) 2 > M είναι ισοδύναμη με την (x + 1)
2
< x+2M ,

αυτή με την x2 + (2 − M 1
)x + (1 − M2
) < 0 κι αυτή με την 1−2M − 2M
1+4M
<

1−2M + 1+4M x+2
x < 2M . ΄Αρα το σύνολο των x που ικανοποιούν την (x+1)2 > M
¡ 1−2M −√1+4M 1−2M +√1+4M ¢
είναι το διάστημα 2M , 2M . Είναι εύκολο να ελέγξουμε ότι
ο −1 περιέχεται στο διάστημα αυτό, οπότε για να περιέχεται στο ίδιο διάστημα
κάθε x με 0 < |x + 1| < δ πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ το πολύ ίσο με τη
μικρότερη απόσταση του −1 από τα άκρα του διαστήματος αυτού. √Δηλαδή πρέπει
© √
1−2M − 1+4M 1−2M + 1+4M
ª
και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ min − 1 − 2M , 2M +1 =
© √1+4M −1 √1+4M +1 ª √1+4M −1
min 2M , 2M = 2M .
x+2
΄Αρα limx→−1 (x6=−1) (x+1) 2 = +∞.

1
Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Το πεδίο ορισμού της y = |x − ξ|−a = |x−ξ| a είναι

το (−∞, ξ) ∪ (ξ, +∞), οπότε περιέχει δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του ξ.
Από την εμπειρία μας αναμένουμε ότι, καθώς ο x πλησιάζει τον ξ παραμένοντας 6=
ξ, ο αντίστοιχος y = |x−ξ|−a γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό, οπότε
εικάζουμε ότι limx→ξ (x6=ξ) |x−ξ|−a = +∞. Θα το αποδείξουμε, χρησιμοποιώντας
τη διατύπωση με τους M και δ.
Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και πρέπει να βρούμε κάποιον δ > 0 ώστε
να είναι |x − ξ|−a > M για κάθε x στο πεδίο ορισμού (δηλαδή x 6= ξ) με 0 <
|x − ξ| < δ. Λύνουμε την ανισότητα |x − ξ|−a > M ως προς τον x. Η ανισότητα
1
αυτή είναι ισοδύναμη με την 0 < |x − ξ|¡ < M − a , οπότε
¢ ¡ το σύνολο1 των¢ x για
1
τους οποίους αυτή ισχύει είναι η ένωση ξ − M − a , ξ ∪ ξ, ξ + M − a . Πρέπει
τώρα
¡ να βρούμε
¢ ¡τον δ > − 0 ώστε κάθε x με 0 < |x − ξ| < δ να περιέχεται στην
1 1¢
−a
ξ − M , ξ ∪ ξ, ξ + M a . Είναι προφανές ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε
1
δ ≤ M − a . ΄Αρα:

lim |x − ξ|−a = +∞ (a > 0).


x→ξ (x6=ξ)

130
1γ . Τέλος, έστω ότι ο f (x) γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό καθώς
η απόσταση |x − ξ| γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας 6= 0.
Δηλαδή έστω ότι f (x) → −∞ καθώς x → ξ (x 6= ξ). Αυτό το συμβολίζουμε

lim f (x) = −∞.


x→ξ (x6=ξ)

Πιο αναλυτικά: πρέπει για κάθε M > 0 ο f (x) να είναι < −M αρκεί ο |x − ξ|
να είναι αρκετά μικρός παραμένοντας 6= ξ και με τον περιορισμό ο x να περιέχεται
στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης. Πιο συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει
να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι f (x) < −M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της
συνάρτησης με 0 < |x − ξ| < δ».

Η ανισότητα f (x) < −M είναι ισοδύναμη με την −f (x) > M και αυτό, προ-
φανώς, μας επιτρέπει
¡ ¢ να ανάγουμε το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x) = −∞ στο όριο
limx→ξ (x6=ξ) − f (x) = +∞. Αυτό θα το ξαναδούμε στην επόμενη ενότητα (για
τις ιδιότητες των ορίων). ΄Αρα κάθε παράδειγμα της περίπτωσης 1β μετατρέπεται
σε αντίστοιχο παράδειγμα της περίπτωσης 1γ .
¡ x+2
¢
Παραδείγματα: (1) limx→−1 (x6=−1) − (x+1) 2 = −∞.
¡ ¢
(2) limx→ξ (x6=ξ) − |x − ξ|−a = +∞.

Σε όλες τις παραπάνω υποπεριπτώσεις το limx→ξ (x6=ξ) f (x) ονομάζεται όριο


της y = f (x) στον ξ.

Περίπτωση 2. Υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στην ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b)
δυο διαστημάτων αριστερά και δεξιά του ξ. Και πάλι δε μας ενδιαφέρει αν η
συνάρτηση είναι ορισμένη ή όχι εκτός της ένωσης αυτής και, ειδικώτερα, στον
ξ. Τώρα, όμως, υποθέτουμε ότι ο x πλησιάζει τον ξ μόνο από τη μια μεριά του,
δηλαδή είτε μόνο μέσα από το διάστημα (a, ξ) είτε μόνο μέσα από το (ξ, b), και για
καθεμιά από τις δυο μεριές διακρίνουμε τρεις υποπεριπτώσεις ανάλογα με το πώς
συμπεριφέρεται ο αντίστοιχος f (x).

2α . ΄Εστω ότι η απόσταση |f (x) − η| του f (x) από τον η γίνεται μικρότερη από
κάθε θετικό αριθμό καθώς η διαφορά x − ξ γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό
αριθμό παραμένοντας > 0. Δηλαδή έστω ότι f (x) → η καθώς x → ξ+ . Αυτό το
συμβολίζουμε
lim f (x) = η.
x→ξ+

Συνοπτικά: «για κάθε ² > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι |f (x)−η| <
² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ < x < ξ + δ».
Ομοίως, έστω ότι η απόσταση |f (x) − η| του f (x) από τον η γίνεται μικρότερη
από κάθε θετικό αριθμό καθώς η διαφορά ξ − x γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό
αριθμό παραμένοντας > 0. Δηλαδή έστω ότι f (x) → η καθώς x → ξ− . Αυτό το
συμβολίζουμε
lim f (x) = η.
x→ξ−

131
Συνοπτικά: «για κάθε ² > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι |f (x)−η| <
² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ − δ < x < ξ».

2β . ΄Εστω ότι ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς η διαφορά
x − ξ γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας > 0. Δηλαδή έστω
ότι f (x) → +∞ καθώς x → ξ+ . Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = +∞.
x→ξ+

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι f (x) > M
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ < x < ξ + δ».
Ομοίως, έστω ότι ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς
η διαφορά ξ − x γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας > 0.
Δηλαδή έστω ότι f (x) → +∞ καθώς x → ξ− . Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = +∞.
x→ξ−

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι f (x) > M
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ − δ < x < ξ».

2γ . ΄Εστω ότι ο f (x) γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό καθώς η δι-
αφορά x−ξ γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας > 0. Δηλαδή
έστω ότι f (x) → −∞ καθώς x → ξ+ . Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = −∞.
x→ξ+

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι f (x) <
−M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ < x < ξ + δ».
Ομοίως, έστω ότι ο f (x) γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό καθώς
η διαφορά ξ − x γίνεται μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό παραμένοντας > 0.
Δηλαδή έστω ότι f (x) → −∞ καθώς x → ξ− . Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = −∞.
x→ξ−

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει δ > 0 ώστε να είναι f (x) <
−M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με ξ − δ < x < ξ».

Σε όλες αυτές τις υποπεριπτώσεις τα limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) ονομά-
ζονται δεξιό και αριστερό πλευρικό όριο της y = f (x) στον ξ, αντι-
στοίχως.
Παρατηρούμε ότι το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x) είναι, κατά κάποιον τρόπο, συνδυ-
ασμός των δυο πλευρικών ορίων limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x). Αυτό είναι το
περιεχόμενο της πρότασης που ακολουθεί.
Πρόταση 4.1 ΄Εστω ότι η y = f (x) ορίζεται (τουλάχιστον) στην ένωση (a, ξ) ∪
(ξ, b). Αν υπάρχει το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x), τότε υπάρχουν και τα πλευρικά όρια
limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) και τα τρία όρια είναι τα ίδια:
lim f (x) = lim f (x) = lim f (x).
x→ξ (x6=ξ) x→ξ+ x→ξ−

132
Αντιστρόφως, αν υπάρχουν τα limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) και είναι ίδια, τότε
υπάρχει και το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x) και είναι το ίδιο με τα δυο πλευρικά όρια.
Ja melet soume mìno thn perÐptwsh pou ta diˆfora ìria eÐnai arijmoÐ. Oi peript¸seic ìpou
ta ìria eÐnai +∞   −∞ eÐnai parìmoiec.
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na
eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ  , isodÔnama,
me ξ − δ < x < ξ   me ξ < x < ξ + δ . 'Ara eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ
thc y = f (x) me ξ − δ < x < ξ kai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)
me ξ < x < ξ + δ . 'Ara eÐnai limx→ξ− f (x) = η kai limx→ξ+ f (x) = η .
'Estw limx→ξ− f (x) = limx→ξ+ f (x) = η kai opoiosd pote ² > 0. Epeid  limx→ξ− f (x) =
η , upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me
ξ − δ 0 < x < ξ . EpÐshc, epeid  limx→ξ+ f (x) = η , upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| < ²
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me ξ < x < ξ + δ 00 . OrÐzoume δ = min{δ 0 , δ 00 }, opìte
eÐnai δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 . 'Ara eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me
ξ − δ < x < ξ   me ξ < x < ξ + δ . 'Ara eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc
y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ kai, epomènwc, isqÔei limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η .

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Για την y = |x−ξ|a με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞)
είναι, όπως έχουμε δει, limx→ξ (x6=ξ) |x − ξ|a = 0. ΄Αρα είναι limx→ξ+ |x − ξ|a = 0
και limx→ξ− |x − ξ|a = 0.

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Για την y = |x − ξ|−a με πεδίο ορισμού το


(−∞, ξ) ∪ (ξ, +∞) γνωρίζουμε ότι είναι limx→ξ (x6=ξ) |x − ξ|−a = +∞. Επομένως,
είναι limx→ξ+ |x − ξ|−a = +∞ και limx→ξ− |x − ξ|−a = +∞.
½
2x + 1, αν x > 0,
Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = f (x) = η οποία ορίζεται
x2 + 1, αν x ≤ 0,
στο (−∞, +∞). ΄Αρα η y = f (x) ορίζεται σε δυο διαστήματα δεξιά και αρι-
στερά του 0 και θα μελετήσουμε τα πλευρικά της όρια στον 0. Πιο συγκεκριμένα,
θα αποδείξουμε ότι limx→0− f (x) = 1 και limx→0+ f (x) = 1, οπότε θα έχουμε
αποδείξει ότι limx→0 (x6=0) f (x) = 1.
Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και λύνουμε την |f (x) − 1| < ² ως προς x στο
διάστημα (−∞, 0). Στο διάστημα αυτό η |f (x) − 1| √ < ² είναι ισοδύναμη με την
|(x2 +1)−1| < ², αυτή με την x2 < ² κι αυτή με την − ² < x. ΄Αρα το σύνολο √ των
x στο (−∞, 0) που ικανοποιούν την |f (x) − 1| < ² είναι το διάστημα (− ², 0).
Τώρα
√ πρέπει να βρούμε δ > 0 ώστε κάθε x με −δ < x < 0 να περιέχεται √ στο
(− ², 0) και είναι προφανές ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ ² . ΄Αρα είναι
limx→0− f (x) = 1.
Ομοίως, παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και λύνουμε την |f (x) − 1| < ² ως προς
x στο διάστημα (0, +∞). Στο διάστημα αυτό η |f (x) − 1| < ² είναι ισοδύναμη
με την |(2x + 1) − 1| < ², αυτή με την 2x < ² κι αυτή με την x < 2² . ΄Αρα το
σύνολο των x στο (0, +∞) που ικανοποιούν την |f (x) − 1| < ² είναι το διάστημα
(0, 2² ). Τώρα πρέπει να βρούμε δ > 0 ώστε κάθε x με 0 < x < δ να περιέχεται
στο (0, 2² ) και είναι προφανές ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ 2² . ΄Αρα είναι
limx→0+ f (x) = 1.

΄Αμεση και χρήσιμη συνέπεια της Πρότασης 4.1 είναι ότι:

133
΄Εστω ότι η y = f (x) ορίζεται (τουλάχιστον) στην ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b).
Αν ένα τουλάχιστον από τα limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) δεν υπάρχει
ή αν υπάρχουν και τα δυο αλλά είναι διαφορετικά, τότε το όριο
limx→ξ (x6=ξ) f (x) δεν υπάρχει.

Παράδειγμα: Η y = |x| x ορίζεται στο (−∞, 0) ∪ (0, +∞).


|x|
Στο (0, +∞) είναι x = 1. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0. Επειδή η
συνάρτηση είναι σταθερή 1 στο (0, +∞), είναι προφανές ότι όποιον δ > 0 κι
¯ ¯
αν επιλέξουμε θα είναι ¯ |x| ¯
x − 1 = |1 − 1| = 0 < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού
(δηλαδή x 6= 0) με 0 < x < δ. ΄Αρα είναι limx→0+ |x|
x = 1.
Ομοίως, στο (−∞, 0) είναι |x| x = −1. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0. Επειδή
η συνάρτηση είναι σταθερή −1 στο (−∞, 0), είναι πάλι προφανές ότι όποιον δ > 0
¯ ¯
κι αν επιλέξουμε θα είναι ¯ |x| ¯
x − (−1) = |(−1) − (−1)| = 0 < ² για κάθε x στο
πεδίο ορισμού (δηλαδή x 6= 0) με −δ < x < 0. ΄Αρα είναι limx→0− |x|
x = −1.

|x| |x|
lim = −1, lim = 1.
x→0− x x→0+ x

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα δυο πλευρικά όρια είναι διαφορετικά. Επομένως, δεν
υπάρχει το limx→0 (x6=0) |x|
x .

1
Παράδειγμα: Η y = x−ξ ορίζεται στο (−∞, ξ) ∪ (ξ, +∞). Θα αποδείξουμε ότι
1 1
limx→ξ+ x−ξ = +∞ και limx→ξ− x−ξ = −∞, οπότε θα έχουμε αποδείξει ότι δεν
1
υπάρχει το limx→ξ (x6=ξ) x−ξ .
1
Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0. Στο (ξ, +∞) η ανισότητα x−ξ > M είναι
1
ισοδύναμη με την x < ξ + M , οπότε το σύνολο των x στο (ξ, +∞) που την
1
ικανοποιούν είναι το διάστημα (ξ, ξ + M ). Πρέπει να βρούμε δ > 0 ώστε κάθε
x στο πεδίο ορισμού (δηλαδή κάθε x 6= ξ) με ξ < x < ξ + δ να περιέχεται στο
1 1
(ξ, ξ + M ) και είναι προφανές ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ M . ΄Αρα
1
είναι limx→ξ+ x−ξ = +∞.
1
Πάλι παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0. Στο (−∞, ξ) η ανισότητα x−ξ < −M
1
είναι ισοδύναμη με την ξ − M < x, οπότε το σύνολο των x στο (−∞, ξ) που την
1
ικανοποιούν είναι το διάστημα (ξ − M , ξ). Πρέπει να βρούμε δ > 0 ώστε κάθε
x στο πεδίο ορισμού (δηλαδή κάθε x 6= ξ) με ξ − δ < x < ξ να περιέχεται στο
1 1
(ξ − M , ξ) και είναι προφανές ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ M . ΄Αρα
1
είναι limx→ξ− x−ξ = −∞.

1 1
lim = −∞, lim = +∞.
x→ξ− x−ξ x→ξ+ x−ξ

Περίπτωση 3. Υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (ξ, b) και
ότι δεν είναι ορισμένη στο διάστημα (a, ξ). Δε μας ενδιαφέρει αν η y = f (x) είναι
ορισμένη ή όχι εκτός των δυο αυτών διαστημάτων και, ειδικώτερα, στον ξ. Επειδή

134
ο x πρέπει να περιέχεται στο πεδίο ορισμού της y = f (x), είναι προφανές ότι το να
πλησιάζει ο x τον ξ παραμένοντας 6= ξ είναι ισοδύναμο με το να πλησιάζει ο x τον
ξ παραμένοντας > ξ. Δηλαδή το x → ξ (x 6= ξ) είναι ισοδύναμο με το x → ξ+ .
Σ΄ αυτή την περίπτωση ο ορισμός του ορίου limx→ξ (x6=ξ) f (x) είναι ο ίδιος
με τον ορισμό του πλευρικού ορίου limx→ξ+ f (x), όπως αυτός εκτέθηκε στην
Περίπτωση 2, και είναι
lim f (x) = lim f (x).
x→ξ (x6=ξ) x→ξ+

Τα ανάλογα ισχύουν όταν υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο


διάστημα (a, ξ) και ότι δεν είναι ορισμένη στο διάστημα (ξ, b). Πάλι δε μας ενδι-
αφέρει αν η y = f (x) είναι ορισμένη ή όχι εκτός των δυο αυτών διαστημάτων και,
ειδικώτερα, στον ξ. Τώρα επειδή ο x περιέχεται στο πεδίο ορισμού της y = f (x),
το x → ξ (x 6= ξ) είναι ισοδύναμο με το x → ξ− .
Σ΄ αυτή την περίπτωση ο ορισμός του ορίου limx→ξ (x6=ξ) f (x) είναι ο ίδιος με
τον ορισμό του πλευρικού ορίου limx→ξ− f (x) και είναι
lim f (x) = lim f (x).
x→ξ (x6=ξ) x→ξ−

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0 άρρητος ή ρητός με άρτιο παρονομαστή στην ανάγω-


γη μορφή του.
(1) Η y = (x − ξ)a είναι ορισμένη μόνο στο [ξ, +∞) και ισχύει (x − ξ)a = |x − ξ|a
στο διάστημα αυτό. Είδαμε σε προηγούμενο παράδειγμα ότι limx→ξ+ |x − ξ|a = 0.
΄Αρα limx→ξ (x6=ξ) (x − ξ)a = limx→ξ+ (x − ξ)a = limx→ξ+ |x − ξ|a = 0.
(2) Η y = (x−ξ)−a ορίζεται μόνο στο (ξ, +∞) και ισχύει (x−ξ)−a = |x−ξ|−a στο
διάστημα αυτό. Γνωρίζουμε από προηγούμενο παράδειγμα ότι limx→ξ+ |x−ξ|−a =
+∞. ΄Αρα limx→ξ (x6=ξ) (x−ξ)−a = limx→ξ+ (x−ξ)−a = limx→ξ+ |x−ξ|−a = +∞.
(3) Η y = (ξ − x)a ορίζεται μόνο στο (−∞, ξ] και είναι (ξ − x)a = |x − ξ|a στο
(−∞, ξ]. Είναι γνωστό ότι limx→ξ− |x − ξ|a = 0. ΄Αρα limx→ξ (x6=ξ) (ξ − x)a =
limx→ξ− (ξ − x)a = limx→ξ− |x − ξ|a = 0.
(4) Η y = (ξ − x)−a ορίζεται μόνο στο (−∞, ξ) και είναι (ξ −x)−a = |x − ξ|−a στο
(−∞, ξ). Γνωρίζουμε ότι limx→ξ− |x−ξ|−a = +∞. ΄Αρα limx→ξ (x6=ξ) (ξ −x)−a =
limx→ξ− (ξ − x)−a = limx→ξ− |x − ξ|−a = +∞.

Περίπτωση 4. Υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, +∞),
αδιαφορώντας αν είναι ορισμένη ή όχι και εκτός αυτού του διαστήματος. Υποθέ-
τουμε ότι ο ξ τείνει στο +∞ και διακρίνουμε πάλι τρεις υποπεριπτώσεις ανάλογα
με τη συμπεριφορά του αντίστοιχου f (x).

4α . ΄Εστω ότι η απόσταση |f (x)−η| του f (x) από τον η γίνεται μικρότερη από κάθε
θετικό αριθμό καθώς ο x γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό. Δηλαδή
έστω ότι f (x) → η καθώς x → +∞. Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = η.
x→+∞

Συνοπτικά: «για κάθε ² > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι |f (x)−η| <
² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x > N ».

135
4β . ΄Εστω ότι ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς ο x
γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό. Δηλαδή έστω ότι f (x) → +∞
καθώς x → +∞. Αυτό το συμβολίζουμε

lim f (x) = +∞.


x→+∞

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι f (x) > M
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x > N ».

4γ . Τέλος, έστω ότι ο f (x) γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό καθώς
ο x γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό. Δηλαδή έστω ότι f (x) → −∞
καθώς ο x → +∞. Αυτό το συμβολίζουμε

lim f (x) = −∞.


x→+∞

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι f (x) <
−M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x > N ».

Σε κάθε υποπερίπτωση το limx→+∞ f (x) ονομάζεται όριο της y = f (x)


στο +∞.

Παράδειγμα: Το πεδίο ορισμού της y = x+1 x+3 είναι το (−∞, −3) ∪ (−3, +∞),
οπότε περιέχει ένα διάστημα αριστερά του +∞. Μετά από μερικές στοιχειώδεις
πράξεις με μεγάλους θετικούς αριθμούς x βλέπουμε ότι, καθώς ο x γίνεται μεγαλύ-
τερος από κάθε θετικό αριθμό, ο αντίστοιχος y = x+1 x+3 πλησιάζει τον 1. Εικάζουμε,
λοιπόν, ότι είναι limx→+∞ x+1 x+3 = 1. Θα το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τη
διατύπωση με τους ² και N .
¯ x+1Παίρνουμε
¯ οποιονδήποτε ² > 0 και πρέπει να βρούμε N > 0 ώστε ¯ να ¯είναι
¯ − 1 ¯ < ² για κάθε x 6= −3 με x > N . Λύνουμε την ανισότητα ¯ x+1 − 1¯ < ²
x+3 x+3
που θέλουμε
¡ να ισχύει2 και
¢ ¡βλέπουμε ότι το
¢ σύνολο των x που την ικανοποιούν είναι
η ένωση − ∞, −3 − ² ∪ − 3 + 2² , +∞ . Αν −3 + 2² > 0 ή, ισοδύναμα, αν ² < 23 ,
2
τότε πρέπει και αρκεί να¡ επιλέξουμε ¢N¡≥ −32+ ² ώστε ¢ κάθε x 6= −3 με x > N να
περιέχεται στην ένωση −∞, −3− ² ∪ −3+ ² , +∞ . Αν −3+ 2² ≤ 0 ή, ισοδύναμα,
2

αν ² ≥ 23 , τότε πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε οποιονδήποτε


¡ N¢ >¡ 0 ώστε, πάλι,¢
κάθε x 6= −3 με x > N να περιέχεται στην ένωση −∞, −3− 2² ∪ −3+ 2² , +∞ .
΄Αρα limx→+∞ x+1 x+3 = 1.

Παράδειγμα: Το πεδίο ορισμού της y = x − x7 είναι το (−∞, 0) ∪ (0, +∞),


οπότε περιέχει ένα διάστημα αριστερά του +∞. Δοκιμάζοντας πολύ μεγάλους
7
θετικούς αριθμούς x, παρατηρούμε ότι οι αντίστοιχοι αριθμοί ¡ y =7 ¢x − x γίνονται,
επίσης, πολύ μεγάλοι θετικοί. ΄Αρα εικάζουμε ότι limx→+∞ x − x = +∞ και θα
το αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τη διατύπωση με τους M και N .
Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και θέλουμε να βρούμε N > 0 ώστε να είναι
x − x7 > M για κάθε x στο πεδίο ορισμού (δηλαδή για κάθε x 6= 0) με x > N . Η
2
ανισότητα x − x7 > M είναι ισοδύναμη με την x −M x−7
> 0 και το σύνολο των
¡ M −√M 2 +28 x¢ ¡ M +√M 2 +28 ¢
x που την ικανοποιούν είναι η ένωση 2 , 0 ∪ 2 , +∞ . Είναι

136

2
φανερό ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε N ≥ M + M +28
ώστε κάθε x 6= 0 με
¡ M −√M 2 +28 ¢ ¡ 2M +√M 2 +28 ¢
x > N να περιέχεται στην ένωση ,0 ∪ , +∞ .
¡ ¢ 2 2
΄Αρα limx→+∞ x − x7 = +∞.

Παράδειγμα: ΄Εστω σταθερή συνάρτηση y = c. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0


και παρατηρούμε ότι όποιον N > 0 κι αν επιλέξουμε είναι |y − c| = |c − c| = 0 < ²
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε x) με x > N .
΄Αρα:

lim c = c.
x→+∞

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Η y = xa είναι ορισμένη τουλάχιστον στο [0, +∞).


Θα αποδείξουμε ότι limx→+∞ xa = +∞.
Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και πρέπει να βρούμε N > 0 ώστε να είναι
xa > M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x > N . Λύνουμε
την ανισότητα xa > M ως προς x στο [0, +∞): βλέπουμε ότι είναι ισοδύναμη με
1
την x > M a , οπότε το σύνολο των x στο [0, +∞) που την ικανοποιούν είναι το
1 1
διάστημα (M a , +∞). Είναι φανερό ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε N ≥ M a
a
ώστε να είναι x > M για κάθε x στο (N, +∞). ΄Αρα:

lim xa = +∞ (a > 0).


x→+∞

Παράδειγμα: ΄Εστω a > 0. Η y = x−a είναι ορισμένη τουλάχιστον στο


(0, +∞). Θα αποδείξουμε ότι limx→+∞ x−a = 0.
Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε N > 0 ώστε να είναι |x−a −0| < ²
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x > N . Η |x−a − 0| < ² είναι
1
ισοδύναμη με την x > ²− a στο διάστημα (0, +∞), οπότε το σύνολο των x που
1
την ικανοποιούν είναι το διάστημα (²− a , +∞). ΄Αρα πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε
1
N ≥ ²− a ώστε κάθε x στο πεδίο ορισμού με x > N να περιέχεται στο διάστημα
1
(²− a , +∞). ΄Αρα:

lim x−a = 0 (a > 0).


x→+∞

Περίπτωση 5. Υποθέτουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (−∞, b),
αδιαφορώντας αν είναι ορισμένη ή όχι και εκτός αυτού του διαστήματος. Υποθέ-
τουμε ότι ο x τείνει στο −∞ και διακρίνουμε τρεις υποπεριπτώσεις ανάλογα με το
πώς συμπεριφέρεται ο αντίστοιχος f (x).

5α . ΄Εστω ότι η απόσταση |f (x)−η| του f (x) από τον η γίνεται μικρότερη από κάθε
θετικό αριθμό καθώς ο x γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό. Δηλαδή
έστω ότι f (x) → η καθώς x → −∞. Αυτό το συμβολίζουμε

lim f (x) = η.
x→−∞

137
Συνοπτικά: «για κάθε ² > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι |f (x)−η| <
² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x < −N ».

5β . ΄Εστω ότι ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς ο x
γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό. Δηλαδή έστω ότι f (x) → +∞
καθώς x → −∞. Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = +∞.
x→−∞

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι f (x) > M
για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x < −N ».

5γ . Τέλος, έστω ότι ο f (x) γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό καθώς
ο x γίνεται μικρότερος από κάθε αρνητικό αριθμό. Δηλαδή έστω ότι f (x) → −∞
καθώς x → −∞. Αυτό το συμβολίζουμε
lim f (x) = −∞.
x→−∞

Συνοπτικά: «για κάθε M > 0 πρέπει να υπάρχει N > 0 ώστε να είναι f (x) <
−M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης με x < −N ».

Σε όλες τις υποπεριπτώσεις το limx→−∞ f (x) ονομάζεται όριο της y = f (x)


στο −∞.

Παράδειγμα: ΄Εστω σταθερή συνάρτηση y = c. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0


και παρατηρούμε ότι για οποιονδήποτε N > 0 είναι |y − c| = |c − c| = 0 < ² για
κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για κάθε x) με x < −N . ΄Αρα:
lim c = c.
x→−∞

Παράδειγμα: Το πεδίο ορισμού της y = 3−x 7+x είναι το (−∞, −7) ∪ (−7, +∞),
οπότε περιέχει ένα διάστημα δεξιά του −∞. Δοκιμάζοντας μεγάλους αρνητικούς
x, φαίνεται ότι οι αντίστοιχοι y = 3−x
7+x πλησιάζουν τον −1, οπότε μαντεύουμε ότι
limx→−∞ 3−x
7+x = −1. Θα το αποδείξουμε με τη διατύπωση με τους ², N .
Παίρνουμε
¯ 3−x ¯ οποιονδήποτε ² > 0 και θέλουμε να βρούμε N > 0 ώστε να είναι
¯ − (−1) ¯ < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης (δηλαδή για
7+x ¯ ¯
κάθε x 6= −7) με x < −N . Λύνουμε την ανισότητα ¯ 3−x ¯
7+x − (−1) < ² ως προς
x 6= −7 και βρίσκουμε ότι το σύνολο των x 6= −7 που την ικανοποιούν είναι η
ένωση (−∞, −7 − 10 10
² ) ∪ (−7 + ² , +∞). Είναι τώρα φανερό ότι πρέπει και αρκεί να
10
επιλέξουμε N ≥ 7 + ² ώστε κάθε x 6= −7 με x < −N να περιέχεται στο σύνολο
(−∞, −7 − 10 10 3−x
² ) ∪ (−7 + ² , +∞). ΄Αρα limx→−∞ 7+x = −1.

Ask seic.
1. ΄Εχουν νόημα τα παρακάτω όρια;
1 p
lim √ , lim −x2 , lim log(x − 1),
x→1 (x6=1) x2 − 2x x→0 (x6=0) x→1−

138
p 1 p
lim 1 − x2 , lim , lim 4 + 3x − x2 .
x→1+ x→+∞ log(3 − x) x→−∞

2. Ποιες πρέπει να είναι οι τιμές των παρακάτω ορίων; Δώστε όσο το δυνατό
πειστικότερη εξήγηση της απάντησής σας χωρίς, όμως, να χρησιμοποιήσετε
τους αυστηρούς ορισμούς των ορίων.
x+2 1
lim (x2 + 1), lim , lim ,
x→2 (x6=2) x→1 (x6=1) x + 1 x→1 (x6=1) (x − 1)2

1 1 1
lim , lim , lim ,
x→1− x2 − 1 x→1+ x2 − 1 x→1 (x6=1) x2 − 1
1 1 1 p
lim , lim √ , lim √ , lim x2 − 3 .
x→+∞ x3 x→+∞ x+5 x→−∞ x2 +5 x→−∞

3. Αποδείξτε τα παρακάτω όρια.


1 1 3x − 1 2
lim (3x) = 3, lim =− , lim = ,
x→1 (x6=1) x→2 (x6=2) 2x − 7 3 x→1 (x6=1) 2x + 1 3
³ x + 1 ´2 1−x
lim = +∞, lim = −∞,
x→−3 (x6=−3) x+3 x→2 (x6=2) (x − 2)2
−3 x x+2
lim = −∞, lim = −∞, lim = +∞,
x→1+ x − 1 x→2+ 2 − x x→1− 1 − x

x−3 1 2 − x2
lim = , lim (3x2 + x) = +∞ lim = −∞,
x→+∞ 2x + 1 2 x→+∞ x→+∞ x + 1

x−3 1 2 − x2
lim = , lim (3x2 + x) = +∞, lim = +∞.
x→−∞ 2x + 1 2 x→−∞ x→−∞ x + 1

4. Υπάρχουν τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → 1 (x 6= 1) και,


αν υπάρχουν, ποια είναι η τιμή τους;
½ x+3 ½ 2x
y = x+1
, αν x ≥ 1,
y = 1−x , αν x > 1,
x2 , αν x < 1, −(x − 1)−2 , αν x < 1.

4.2 'Orio kai grˆfhma.


Η έννοια του ορίου μιας συνάρτησης αποτυπώνεται καθαρά στο γράφημα της
συνάρτησης.
΄Εστω ότι η y = f (x) ορίζεται στην ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b) και ότι ο x πλησιάζει
απεριόριστα τον ξ μέσα από τα διαστήματα (a, ξ) και (ξ, b). Αυτή η μετακίνηση
του x στον x-άξονα συνεπάγεται την αντίστοιχη μετακίνηση του f (x) στον y-άξονα
και, επομένως, την αντίστοιχη μετακίνηση του σημείου (x, f (x)) στο επίπεδο. Είναι
φανερό ότι η συμπεριφορά του f (x) και η συμπεριφορά του (x, f (x)) αλληλοκα-
θορίζονται. Για παράδειγμα, ο f (x) πλησιάζει απεριόριστα τον αριθμό η καθώς ο
x πλησιάζει τον ξ (παραμένοντας 6= ξ) ή, ισοδύναμα, limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η αν και

139
μόνο αν το σημείο (x, f (x)) πλησιάζει απεριόριστα το σημείο (ξ, η) (παραμένοντας
εκτός της κατακόρυφης ευθείας x = ξ). Ομοίως, ο f (x) γίνεται μεγαλύτερος από
κάθε θετικό αριθμό καθώς ο x πλησιάζει τον ξ (παραμένοντας 6= ξ) ή, ισοδύναμα,
limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞ αν και μόνο αν το σημείο (x, f (x)) ανεβαίνει απεριόριστα
ψηλά και κοντά στην κατακόρυφη ευθεία x = ξ (παραμένοντας εκτός της ευ-
θείας αυτής). Παρομοίως: limx→ξ (x6=ξ) f (x) = −∞ αν και μόνο αν το σημείο
(x, f (x)) κατεβαίνει απεριόριστα χαμηλά και κοντά στην κατακόρυφη ευθεία x = ξ
(παραμένοντας εκτός της ευθείας αυτής).

Σχήμα 4.1: limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η.

Σχήμα 4.2: limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞. Κατακόρυφη ασύμπτωτη.

Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις, δηλαδή όταν limx→ξ (x6=ξ) f (x) = ±∞, η
κατακόρυφη ευθεία x = ξ χαρακτηρίζεται κατακόρυφη ασύμπτωτη του γρα-
φήματος της y = f (x).

140
Σχήμα 4.3: limx→ξ (x6=ξ) f (x) = −∞. Κατακόρυφη ασύμπτωτη.

Με τους ίδιους συλλογισμούς καταλήγουμε σε ανάλογα συμπεράσματα για τα


πλευρικά όρια limx→ξ± f (x). Στην περίπτωση του limx→ξ+ f (x) η μόνη αλλαγή
από τα προηγούμενα είναι ότι το σημείο (x, f (x)) παραμένει δεξιά της κατακόρυφης
ευθείας x = ξ ενώ στην περίπτωση του limx→ξ− f (x) το σημείο (x, f (x)) παραμένει
αριστερά της κατακόρυφης ευθείας x = ξ.
Η ευθεία x = ξ χαρακτηρίζεται κατακόρυφη ασύμπτωτη του γραφήματος
της y = f (x) και σε οποιαδήποτε από τις τέσσερις περιπτώσεις limx→ξ± f (x) =
±∞.
Παρεμπιπτόντως, μπορεί κανείς να δει στο γράφημα της συνάρτησης γιατί,
αν τα όρια limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) είναι διαφορετικά, δεν υπάρχει το
limx→ξ (x6=ξ) f (x).

Σχήμα 4.4: limx→ξ− f (x) = limx→ξ+ f (x) και limx→ξ− f (x) 6= limx→ξ+ f (x).

΄Εστω τώρα ότι η y = f (x) ορίζεται στο (a, +∞) και ότι ο x απομακρύνεται
απεριόριστα προς τα δεξιά πάνω στον x-άξονα. Πάλι η μετακίνηση του f (x) στον
y-άξονα και η μετακίνηση του σημείου (x, y) = (x, f (x)) στο επίπεδο αλληλοκα-
θορίζονται. Για παράδειγμα, ο f (x) πλησιάζει απεριόριστα τον αριθμό η ή, ισοδύ-

141
ναμα, limx→+∞ f (x) = η αν και μόνο αν το σημείο (x, f (x)) πλησιάζει απεριόριστα
την οριζόντια ευθεία y = η. Στην περίπτωση αυτή η οριζόντια ευθεία y = η χαρα-
κτηρίζεται οριζόντια ασύμπτωτη (στο +∞) του γραφήματος της y = f (x).
Ομοίως: limx→+∞ f (x) = +∞ αν και μόνο αν το σημείο (x, f (x)) απομακρύνεται
απεριόριστα προς τα δεξιά και πάνω. Τέλος: limx→+∞ f (x) = −∞ αν και μόνο
αν το σημείο (x, f (x)) απομακρύνεται απεριόριστα προς τα δεξιά και κάτω.

Σχήμα 4.5: limx→+∞ f (x) = η, limx→+∞ f (x) = +∞ και limx→+∞ f (x) = −∞.

Σχήμα 4.6: limx→−∞ f (x) = η, limx→−∞ f (x) = +∞ και limx→−∞ f (x) = −∞.

Με τον ίδιο συλλογισμό βλέπουμε ότι, αν η y = f (x) ορίζεται στο (−∞, b),
τότε είναι limx→−∞ f (x) = η αν και μόνο αν το σημείο (x, f (x)) απομακρύνε-
ται απεριόριστα προς τα αριστερά και κοντά στην ευθεία y = η. Σ΄ αυτή την
περίπτωση η ευθεία y = η χαρακτηρίζεται οριζόντια ασύμπτωτη (στο −∞)
του γραφήματος της y = f (x). Ομοίως: limx→−∞ f (x) = +∞ αν και μόνο αν
το σημείο (x, f (x)) απομακρύνεται απεριόριστα προς τα αριστερά και πάνω. Και:
limx→−∞ f (x) = −∞ αν και μόνο αν το σημείο (x, f (x)) απομακρύνεται απερι-
όριστα προς τα αριστερά και κάτω.

142
Ask seic.
1. Στο προηγούμενο κεφάλαιο σχεδιάσαμε πρόχειρα τα γραφήματα των παρακά-
τω συναρτήσεων:

y = ax + b, y = xn (n ακέραιος), y = xa , y = ax , y = loga x,

y = [x], y = cos x, y = sin x, y = tan x, y = cot x,


y = arccos x, y = arcsin x, y = arctan x, y = arc cot x,
y = cosh x, y = sinh x, y = tanh x, y = coth x,
y = arc cosh x, y = arc sinh x.

Υποθέτοντας ότι η σχεδίασή τους είναι σωστή, υπολογίστε τα όριά τους


σε κάθε ξ καθώς και στα ±∞ (όποια από αυτά έχουν νόημα και όποια
υπάρχουν).
Ποιες είναι οι οριζόντιες και οι κατακόρυφες ασύμπτωτές τους;
½ 2
x − 1 , αν x < 2,
2. Μπορείτε από το γράφημα της y = f (x) = 1 να δι-
x , αν x ≥ 2,
ακρίνετε τα limx→2± f (x), limx→0± f (x) και limx→±∞ f (x) ;
½ 2
x − 1 , αν x ≥ 2,
Απαντήστε στην ίδια ερώτηση για την y = f (x) = 1
x , αν x < 2.

3. Πώς σχετίζονται οι οριζόντιες και οι κατακόρυφες ασύμπτωτες μιας συνάρτη-


σης y = f (x) και της αντίστροφής της x = f −1 (y);

4.3 Idiìthtec orÐwn.


Α. Ισότητα ορίων συναρτήσεων.

Το όριο της y = f (x) στον ξ, δηλαδή το αν αυτό υπάρχει και το ποια είναι η τιμή
του, εξαρτάται από τη συμπεριφορά του f (x) όταν ο x πλησιάζει όλο και κοντύτερα
τον ξ (παραμένοντας 6= ξ). ΄Εστω, λοιπόν, και μια δεύτερη συνάρτηση y = g(x)
η οποία έχει τις ίδιες τιμές με την πρώτη σε κάποια ένωση (c, ξ) ∪ (ξ, d), δηλαδή
g(x) = f (x) για κάθε x στην (c, ξ) ∪ (ξ, d). Τα διαστήματα (c, ξ), (ξ, d) μπορεί να
είναι πολύ μικρά αλλά αυτό δεν επηρεάζει το συμπέρασμά μας διότι, όπως είπαμε,
μόνο οι x που είναι πολύ κοντά στον ξ καθορίζουν το όριο μιας συνάρτησης στον
ξ. Το συμπέρασμα είναι: «αν η y = f (x) έχει κάποιο όριο καθώς x → ξ (x 6= ξ),
τότε και η y = g(x) έχει το ίδιο όριο».

Παρατήρηση: Πρακτικά, η y = g(x) μπορεί να προκύψει από την y = f (x) αν


κάνουμε οποιαδήποτε αλλαγή στην y = f (x) (για παράδειγμα, αν αλλάξουμε το
πεδίο ορισμού της ή αν αλλάξουμε τον τύπο της) έξω από κάποια ένωση (c, ξ) ∪
(ξ, d), δηλαδή είτε αριστερά του c είτε δεξιά του d είτε στον ίδιο τον ξ.

143
Σχήμα 4.7: limx→ξ (x6=ξ) f (x) = limx→ξ (x6=ξ) g(x) και limx→+∞ f (x) =
limx→+∞ g(x).

Με τον ίδιο συλλογισμό βλέπουμε ότι, αν είναι g(x) = f (x) για κάθε x σε
κάποιο διάστημα (ξ, d) και η y = f (x) έχει κάποιο όριο καθώς x → ξ+ , τότε
και η y = g(x) έχει το ίδιο όριο. Ομοίως, αν είναι g(x) = f (x) για κάθε x σε
κάποιο διάστημα (c, ξ) και η y = f (x) έχει κάποιο όριο καθώς x → ξ− , τότε και
η y = g(x) έχει το ίδιο όριο. Ομοίως, αν είναι g(x) = f (x) για κάθε x σε κάποιο
διάστημα (c, +∞) και η y = f (x) έχει κάποιο όριο καθώς x → +∞, τότε και η
y = g(x) έχει το ίδιο όριο. Τα ίδια ισχύουν και για όριο καθώς x → −∞.
Συνοπτικά:

Πρόταση 4.2 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) ταυτίζονται στην (c, ξ)∪(ξ, d)
ή στο (ξ, d) ή στο (c, ξ) ή στο (c, +∞) ή στο (−∞, d). Αν η μια από αυτές έχει
κάποιο όριο όταν x → ξ (x 6= ξ) ή x → ξ+ ή x → ξ− ή x → +∞ ή x → −∞,
αντιστοίχως, τότε το ίδιο ακριβώς όριο έχει και η άλλη.
Ja apodeÐxoume thn prìtash mìno sthn perÐptwsh pou oi y = f (x) kai y = g(x) tautÐzontai
sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d) kai pou limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η . Oi apodeÐxeic stic upìloipec peript¸seic
eÐnai parìmoiec.
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0. Epeid  limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η , upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai
|f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . OrÐzoume
δ 0 = min{δ, ξ − c, d − ξ}, opìte kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0 perièqetai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d) kai,
epomènwc, ikanopoieÐ thn g(x) = f (x). EpÐshc, eÐnai δ 0 ≤ δ , opìte gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0
eÐnai |g(x) − η| = |f (x) − η| < ². 'Ara limx→ξ (x6=ξ) g(x) = η .

1
Παράδειγμα: ½ Γνωρίζουμε ότι limx→0 (x6=0) |x|− 2 = +∞. Αν θεωρήσουμε την
− 12 −7
y = f (x) = |x| , αν 0 < |x| < 10 , −7 τότε limx→0 (x6=0) f (x) = +∞
x, αν x = 0 ή |x| ≥ 10 ,
1
διότι οι y = |x|− 2 και y = f (x) ταυτίζονται στο (−10−7 , 0) ∪ (0, 10−7 ).
½
x, αν 0 ≤ x ≤ 1,
Παράδειγμα: Η y = f (x) = και η y = x ταυτίζο-
x−1 , αν x > 1 ή x < 0,

144
νται στο διάστημα (0, 1) και, επομένως, επειδή limx→0+ x = 0, συνεπάγεται
limx→0+ f (x) = 0. Ομοίως, οι y = f (x) και y = x−1 ταυτίζονται στο (−∞, 0),
οπότε, επειδή limx→0− x−1 = −∞, συνεπάγεται limx→0− f (x) = −∞.
½
x−1 , αν x > 107 ,
Παράδειγμα: Για την y = f (x) = είναι limx→+∞ f (x) =
x, αν x ≤ 107 ,
0, διότι limx→+∞ x−1 = 0 και οι y = x−1 και y = f (x) ταυτίζονται στο διάστημα
(107 , +∞). Ομοίως, είναι limx→−∞ f (x) = −∞, διότι limx→−∞ x = −∞ και οι
y = x και y = f (x) ταυτίζονται στο διάστημα (−∞, 107 ).

Β. ΄Ορια και φραγμένες συναρτήσεις.

Η y = f (x) χαρακτηρίζεται άνω φραγμένη στο υποσύνολο A του πεδίου


ορισμού της, αν υπάρχει u ώστε να ισχύει f (x) ≤ u για κάθε x στο σύνολο A.
Κάθε τέτοιος u χαρακτηρίζεται άνω φράγμα της y = f (x) στο σύνολο A.
Η y = f (x) χαρακτηρίζεται κάτω φραγμένη στο υποσύνολο A του πεδίου
ορισμού της αν υπάρχει l ώστε να ισχύει l ≤ f (x) για κάθε x στο A. Κάθε
τέτοιος l χαρακτηρίζεται κάτω φράγμα της y = f (x) στο σύνολο A. Τέλος, η
y = f (x) χαρακτηρίζεται φραγμένη στο υποσύνολο A του πεδίου ορισμού της
αν είναι άνω φραγμένη και κάτω φραγμένη στο υποσύνολο αυτό.

Σχήμα 4.8: Γραφήματα άνω φραγμένης, κάτω φραγμένης και φραγμένης


συνάρτησης.

Παράδειγμα: Η y = x1 είναι φραγμένη στο [ 31 , +∞) διότι ισχύει 0 ≤ x1 ≤ 3


για κάθε x στο [ 13 , +∞). Η ίδια συνάρτηση είναι κάτω φραγμένη αλλά όχι άνω
φραγμένη στο (0, +∞) και άνω φραγμένη αλλά όχι κάτω φραγμένη στο (−∞, 0).

Παράδειγμα: Η y = x12 είναι κάτω φραγμένη αλλά όχι άνω φραγμένη στο πεδίο
ορισμού της (−∞, 0) ∪ (0, +∞).

Παράδειγμα: Η y = log x δεν είναι ούτε άνω φραγμένη ούτε κάτω φραγμένη
στο πεδίο ορισμού της (0, +∞).

Παράδειγμα: Οι y = cos x και y = sin x είναι φραγμένες στο (−∞, +∞).


1
Παράδειγμα: Η y = 1+x2 είναι φραγμένη στο (−∞, +∞).

145
Η y = f (x) χαρακτηρίζεται φραγμένη κοντά στον ξ, αν είναι φραγμένη (i)
σε κάποια ένωση (c, ξ) ∪ (ξ, d), αν ορίζεται σε δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά
του ξ, (ii) σε κάποιο διάστημα (ξ, d), αν ορίζεται σε ένα διάστημα δεξιά του ξ αλλά
όχι σε ένα διάστημα αριστερά του ξ, (iii) σε κάποιο διάστημα (c, ξ), αν ορίζεται
σε ένα διάστημα αριστερά του ξ αλλά όχι σε ένα διάστημα δεξιά του ξ. Στην
περίπτωση που η y = f (x) είναι φραγμένη σε κάποιο διάστημα (ξ, d), τότε λέμε
ότι είναι φραγμένη κοντά στον ξ από τα δεξιά του. Αν η y = f (x) είναι
φραγμένη σε κάποιο διάστημα (c, ξ), τότε λέμε ότι είναι φραγμένη κοντά στον
ξ από τα αριστερά του.
Ομοίως, λέμε ότι η y = f (x) είναι φραγμένη κοντά στο +∞, αν είναι
φραγμένη σε κάποιο διάστημα (c, +∞), και λέμε ότι είναι φραγμένη κοντά στο
−∞, αν είναι φραγμένη σε κάποιο διάστημα (−∞, d).
΄Ολα τα προηγούμενα μπορούν να διατυπωθούν αντικαθιστώντας το φραγμένη
με το άνω φραγμένη και με το κάτω φραγμένη.

Παράδειγμα: Η y = x είναι φραγμένη κοντά στον 0 ή, ισοδύναμα, κοντά στον
0 από τα δεξιά του. Επίσης, είναι κάτω φραγμένη αλλά όχι άνω φραγμένη κοντά
στο +∞.
½
x−1 , αν x < 0,
Παράδειγμα: Η y = είναι φραγμένη κοντά στα ±∞, εί-
1, αν x ≥ 0,
ναι φραγμένη κοντά στον 0 από τα δεξιά του και άνω φραγμένη αλλά όχι κάτω
φραγμένη κοντά στον 0 από τα αριστερά του.
Πρόταση 4.3 Αν η y = f (x) συγκλίνει καθώς x → ξ (x 6= ξ) ή x → ξ+ ή
x → ξ− ή x → +∞ ή x → −∞, τότε είναι φραγμένη κοντά στον ξ ή στον ξ από
τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του ή στο +∞ ή στο −∞, αντιστοίχως.
Ja apodeÐxoume thn prìtash mìno sthn perÐptwsh pou h y = f (x) eÐnai orismènh se kˆpoia
ènwsh (a, ξ) ∪ (ξ, b) kai pou limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η . Oi apodeÐxeic stic upìloipec peript¸seic
eÐnai parìmoiec.
JewroÔme ² = 1, gia parˆdeigma. Tìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| < 1 gia
kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . OrÐzoume δ 0 = min{δ, ξ − a, b − ξ},
opìte h ènwsh (ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ) perièqetai sthn (a, ξ) ∪ (ξ, b). EpÐshc, eÐnai δ 0 ≤ δ kai,
epomènwc, eÐnai |f (x) − η| < 1 gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0 , dhlad  gia kˆje x sthn ènwsh
(ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ). T¸ra apì thn |f (x) − η| < 1 sunepˆgetai |f (x)| < 1 + |η|, opìte h
y = f (x) eÐnai fragmènh sthn (ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ), dhlad  eÐnai fragmènh kontˆ ston ξ .

Πρόταση 4.4 (1) Αν η y = f (x) αποκλίνει στο +∞ καθώς x → ξ ή x → ξ+


ή x → ξ− ή x → +∞ ή x → −∞, τότε είναι κάτω φραγμένη αλλά όχι άνω
φραγμένη κοντά στον ξ ή στον ξ από τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του ή
στο +∞ ή στο −∞, αντιστοίχως.
(2) Αν η y = f (x) αποκλίνει στο −∞ καθώς x → ξ ή x → ξ+ ή x → ξ− ή
x → +∞ ή x → −∞, τότε είναι άνω φραγμένη αλλά όχι κάτω φραγμένη κοντά
στον ξ ή στον ξ από τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του ή στο +∞ ή στο
−∞, αντιστοίχως.
Ja apodeÐxoume thn prìtash mìno sthn perÐptwsh pou h y = f (x) eÐnai orismènh se kˆpoia
ènwsh (a, ξ) ∪ (ξ, b) kai pou limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞. Oi apodeÐxeic stic upìloipec peript¸seic
eÐnai parìmoiec.

146
JewroÔme M = 1, gia parˆdeigma. Tìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > 1 gia kˆje
x sto pedÐo orismoÔ thc sunˆrthshc me 0 < |x − ξ| < δ . OrÐzoume δ 0 = min{δ, ξ − a, b − ξ},
opìte h ènwsh (ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ) perièqetai sthn (a, ξ) ∪ (ξ, b). EpÐshc, eÐnai δ 0 ≤ δ kai,
epomènwc, eÐnai f (x) > 1 gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0 , dhlad  gia kˆje x sthn ènwsh
(ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ). 'Ara h y = f (x) eÐnai kˆtw fragmènh sthn (ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ), dhlad 
eÐnai kˆtw fragmènh kontˆ ston ξ .
'Estw, gia na katal xoume se ˆtopo, ìti h y = f (x) eÐnai ˆnw fragmènh se kˆpoia ènwsh
(c, ξ) ∪ (ξ, d). Dhlad  upˆrqei u ¸ste na eÐnai f (x) ≤ u gia kˆje x sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d). OrÐzoume
u0 = max{u, 1}, opìte eÐnai u0 ≥ u kai u0 ≥ 1 > 0. Epeid  limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞, upˆrqei
δ > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > u0 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ .
OrÐzoume δ 0 = min{δ, ξ − c, d − ξ}, opìte h (ξ − δ 0 , ξ) ∪ (ξ, ξ + δ 0 ) perièqetai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d)
kai, epomènwc, eÐnai f (x) ≤ u ≤ u0 gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0 . EpÐshc, eÐnai δ 0 ≤ δ , opìte
eÐnai f (x) > u0 gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ 0 . 'Atopo!

Γ. Αλγεβρικές πράξεις με όρια συναρτήσεων.

Θα δούμε τώρα μερικά αποτελέσματα σχετικά με πράξεις ανάμεσα σε συναρτή-


σεις. ΄Ολα αυτά τα αποτελέσματα θα διατυπώνονται για συντομία με το σύμβολο
lim αντί των limx→ξ (x6=ξ) ή limx→ξ± ή limx→±∞ . Εννοείται ότι τα όρια που εμ-
φανίζονται στην ίδια διατύπωση είναι όλα του ίδιου τύπου. EpÐshc, oi apodeÐxeic ja
gÐnontai mìno sthn perÐptwsh pou oi sunart seic orÐzontai se ènwsh (a, ξ) ∪ (ξ, b) kai mìno gia
to ìrio limx→ξ (x6=ξ) . Oi apodeÐxeic se ìlec tic ˆllec peript¸seic eÐnai parìmoiec.

Πρόταση 4.5 Κανόνας αντιθέτου. Αν υπάρχει το lim f (x), τότε

lim(−f (x)) = − lim f (x).

'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na
eÐnai |f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . ParathroÔme
ìti |(−f (x)) − (−η)| = |η − f (x)| = |f (x) − η|. 'Ara eÐnai |(−f (x)) − (−η)| < ² gia kˆje x
sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . Epomènwc, limx→ξ (x6=ξ) (−f (x)) = −η =
− limx→ξ (x6=ξ) f (x).
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞. PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei δ > 0
¸ste na eÐnai f (x) > M gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara
eÐnai −f (x) < −M gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . Epomènwc,
limx→ξ (x6=ξ) (−f (x)) = −∞ = −(+∞) = − limx→ξ (x6=ξ) f (x).
H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn prohgoÔmenh an limx→ξ (x6=ξ) f (x) = −∞.

Γνωρίζουμε ότι άθροισμα δυο συναρτήσεων y = f (x) και y = g(x) είναι η


συνάρτηση y = f (x) + g(x) της οποίας η τιμή σε κάθε x στην τομή των πεδίων
ορισμού τους είναι το άθροισμα των αντίστοιχων τιμών τους.

Πρόταση 4.6 Κανόνας αθροίσματος. Αν υπάρχουν τα lim f (x), lim g(x)


και ο lim f (x) + lim g(x) δεν αποτελεί απροσδιόριστη μορφή, τότε

lim(f (x) + g(x)) = lim f (x) + lim g(x).

'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ζ . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0,
opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| < 2² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)
me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |g(x) − ζ| < 2² gia kˆje x sto pedÐo
orismoÔ thc y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ 00 . OrÐzoume δ = min{δ 0 , δ 00 }, opìte δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 .

147
Sunepˆgetai ìti eÐnai |f (x)−η| < 2² kai |g(x)−ζ| < 2² gia kˆje x sthn tom  twn pedÐwn orismoÔ
twn y = f (x) kai y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . ParathroÔme ìti |(f (x) + g(x)) − (η + ζ)| =
|(f (x) − η) + (g(x) − ζ)| ≤ |f (x) − η| + |g(x) − ζ|. 'Ara eÐnai |(f (x) + g(x)) − (η + ζ)| <
²
2
+ 2² = ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) + g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . Epomènwc,
limx→ξ (x6=ξ) (f (x) + g(x)) = η + ζ = limx→ξ (x6=ξ) f (x) + limx→ξ (x6=ξ) g(x).
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞ kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ζ   +∞. Tìte h y = g(x) eÐnai
kˆtw fragmènh kontˆ ston ξ , opìte upˆrqei kˆpoioc l kai kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d) ¸ste na
eÐnai g(x) ≥ l gia kˆje x sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d). PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei
δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > M −l gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x−ξ| < δ 0 .
OrÐzoume δ = min{δ, ξ − c, d − ξ}. Tìte eÐnai δ ≤ δ 0 , opìte eÐnai f (x) > M − l gia kˆje x
sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . EpÐshc, kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ
perièqetai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d), opìte eÐnai g(x) ≥ l gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . Epomènwc,
eÐnai f (x) + g(x) > (M − l) + l = M gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) + g(x)
me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) (f (x) + g(x)) = +∞ = (+∞) + limx→ξ (x6=ξ) g(x) =
limx→ξ (x6=ξ) f (x) + limx→ξ (x6=ξ) g(x).
Oi upìloipec peript¸seic èqoun parìmoia aitiolìghsh.
¡ 1
¢ 1
Παράδειγμα: (1) limx→1 (x6=1) 1+ |x−1| = limx→1 (x6=1) 1+limx→1 (x6=1) |x−1|
= 1 + (+∞) ¡= +∞. ¢
(2) limx→0+ x+1+ x1 + √1x = limx→0+ x+limx→0+ 1+limx→0+ x1 +limx→0+ √1x
= 0 + 1 + (+∞)
¡ + (+∞) = +∞. ¢
(3) limx→+∞ − 1 + x1 + √1x = limx→+∞ (−1) + limx→+∞ x1 + limx→+∞ √1x =
−1 + 0 + 0 = −1.

Ιδού μερικά παραδείγματα για την περίπτωση απροσδιόριστης μορφής:

Παράδειγμα: (1) limx→0+ ( x1 +c)¡ → +∞ (όπου c¢είναι οποιοσδήποτε αριθμός),


limx→0+ (− x1 ) = −∞ και limx→0+ ( x1 + c) + (− x1 ) = limx→0+¡c = c. ¢
(2) limx→+∞ (2x) = +∞, limx→+∞ (−x) = −∞ και limx→+∞ (2x) + (−x) =
limx→+∞ x = +∞.
1 2
(3) limx→0 (x6=0) |x| = +∞, limx→0 (x6=0) (− |x| ) = −∞ και limx→0 (x6=0)
¡1 2
¢ 1
|x| + (− |x| ) = limx→0 (x6=0) (− |x| ) = −∞.
(4) Είναι limx→0 (x6=0) (− x22 ) = −∞. Θα δούμε σε λίγο ως εφαρμογή είτε του
κανόνα γινομένου είτε του κανόνα¡ 2 σύγκρισης ορίων
¢ ότι limx→0 (x6=0) ( x22 + x1 ) =
+∞. ΄Ομως, το limx→0 (x6=0) ( x2 + x ) + (− x2 ) = limx→0 (x6=0) x1 δεν υπάρχει.
1 2

Η περίπτωση της διαφοράς δυο συναρτήσεων y = f (x) και y = g(x), δηλαδή


της y = f (x) − g(x), ανάγεται στις περιπτώσεις του αθροίσματος συναρτήσεων
και της αντίθετης συνάρτησης αφού f (x) − g(x) = f (x) + (−g(x)). Επομένως:

Πρόταση 4.7 Κανόνας διαφοράς. Αν υπάρχουν τα lim f (x), lim g(x) και
ο lim f (x) − lim g(x) δεν αποτελεί απροσδιόριστη μορφή, τότε

lim(f (x) − g(x)) = lim f (x) − lim g(x).


¡ ¢
Παράδειγμα: ¡(1) limx→+∞¢ 1 − x1 = limx→+∞ 1 − limx→+∞ x1 = 1 − 0 = 1.
(2) limx→1 (x6=1) x − √ 1 = limx→1 (x6=1) x − limx→1 (x6=1) √ 1 = 1−
|x−1| |x−1|
(+∞) = −∞.

148
¡ ¢
(3) limx→0− 1 + x1 − √−x
1
= limx→0− 1 + limx→0− 1
x − limx→0− √1
−x
= 1+
(−∞) − (+∞) = −∞.

Το γινόμενο δυο συναρτήσεων y = f (x) και y = g(x) είναι η συνάρτηση


y = f (x)g(x) της οποίας η τιμή σε κάθε x στην τομή των πεδίων ορισμού τους
είναι το γινόμενο των αντίστοιχων τιμών τους.

Πρόταση 4.8 Κανόνας γινομένου. Αν υπάρχουν τα lim f (x), lim g(x) και
ο lim f (x) · lim g(x) δεν αποτελεί απροσδιόριστη μορφή, τότε
¡ ¢
lim f (x)g(x) = lim f (x) · lim g(x).

'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ζ . Tìte h y = g(x) eÐnai fragmènh
kontˆ ston ξ , dhlad  upˆrqei kˆpoia ènwsh (c, ξ)∪(ξ, d) kai kˆpoioc m ¸ste na eÐnai |g(x)| ≤ m
gia kˆje x sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d). PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na
²
eÐnai |f (x) − η| < 2m+1 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai
²
upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |g(x) − ζ| < 2|η|+1 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = g(x)
me 0 < |x − ξ| < δ . OrÐzoume δ = min{δ , δ 00 , ξ − c, d − ξ}, opìte eÐnai δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 .
00 0
² ²
'Ara eÐnai |f (x) − η| < 2m+1 kai |g(x) − ζ| < 2|η|+1 gia kˆje x sthn tom  twn pedÐwn orismoÔ
twn y = f (x) kai y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . EpÐshc, kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ an kei sthn
(c, ξ) ∪ (ξ, d), opìte isqÔei |g(x)| ≤ m. ParathroÔme ìti |f (x)g(x) − ηζ| = |(f (x) − η)g(x) +
²
η(g(x) − ζ)| ≤ |f (x) − η||g(x)| + |η||g(x) − ζ|. Sunepˆgetai ìti eÐnai |f (x)g(x) − ηζ| ≤ m 2m+1 +
² ² ²
|η| 2|η|+1 < 2 + 2 = ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara
limx→ξ (x6=ξ) (f (x)g(x)) = ηζ = limx→ξ (x6=ξ) f (x) limx→ξ (x6=ξ) g(x).
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞ kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = +∞. PaÐrnoume opoiond pote

M > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > M gia kˆje √ x sto pedÐo orismoÔ thc
y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai g(x) > M gia kˆje x sto pedÐo
orismoÔ thc y = g(x) me 0√< |x − ξ| < δ 00 .√OrÐzoume δ = min{δ 0 , δ 00 }, opìte eÐnai δ ≤ δ 0 kai
δ ≤ δ 00 . 'Ara eÐnai f (x) > M kai g(x) > M gia kˆje x sthn tom  √ twn
√ pedÐwn orismoÔ twn
y = f (x) kai y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . Sunepˆgetai f (x)g(x) > M M = M gia kˆje x
sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) (f (x)g(x)) = +∞ =
(+∞)(+∞) = limx→ξ (x6=ξ) f (x) limx→ξ (x6=ξ) g(x).
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞ kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ζ > 0. PaÐrnoume opoiond pote
M > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > 2M ζ
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc
y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |g(x) − ζ| < ζ2 gia kˆje x sto
pedÐo orismoÔ thc y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ 00 . OrÐzoume ton δ = min{δ 0 , δ 00 }, opìte eÐnai
δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 . 'Ara eÐnai f (x) > 2M
ζ
kai |g(x) − ζ| < ζ2 gia kˆje x sthn tom  twn pedÐwn
orismoÔ twn y = f (x) kai y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . Apì thn |g(x) − ζ| < ζ2 sunepˆgetai
g(x) > ζ − ζ2 = ζ2 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . Sunepˆgetai
ζ
f (x)g(x) > 2Mζ 2
= M gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)g(x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara
limx→ξ (x6=ξ) (f (x)g(x)) = +∞ = (+∞)ζ = limx→ξ (x6=ξ) f (x) limx→ξ (x6=ξ) g(x).
Oi apodeÐxeic stic upìloipec peript¸seic eÐnai parìmoiec.

Παράδειγμα: Μια ειδική περίπτωση του κανόνα γινομένου είναι η εξής. ΄Εστω
αριθμός c 6= 0 και έστω ότι υπάρχει το lim f (x). Τότε

lim(cf (x)) = c · lim f (x).

Αυτό προκύπτει αν εφαρμόσουμε τον κανόνα γινομένου στην y = f (x) και στη
σταθερή συνάρτηση y = c η οποία έχει όριο c.

149
x+1 1
Παράδειγμα: (1) limx→1+ x−1 = limx→1+ (x + 1) limx→1+ x−1 = 2 · (+∞) =
+∞. ¡ ¢
(2) limx→+∞ (x2 − x) = limx→+∞ x(x − 1) = limx→+∞ x limx→+∞ (x − 1) =
(+∞)(+∞ − 1) = (+∞)(+∞) = +∞.
2
(3) limx→−1− x x+1 −x+1
= limx→−1− (x · x − x + 1) limx→−1− x+1 1
= ((−1)(−1) −
(−1) + 1)(−∞) = 3(−∞) = −∞.
(4) limx→0 (x6=0) ( x22 + x1 ) = limx→0 (x6=0) x12 limx→0 (x6=0) (2+x) = (+∞)·2 = +∞.

Θα δούμε τώρα μερικά παραδείγματα για περιπτώσεις απροσδιόριστης μορφής.

Παράδειγμα: (1) limx→+∞ (cx) = +∞ (όπου¡ c είναι¢ οποιοσδήποτε σταθερός


θετικός αριθμός), limx→+∞ x1 = 0 και limx→+∞ (cx) x1 = limx→+∞ c = c.
(2) limx→+∞ (cx) = +∞ (όπου c ¡είναι οποιοσδήποτε
¢ σταθερός θετικός αριθμός),
limx→+∞ (− x1 ) = 0 και limx→+∞ (cx)(− x1 ) = limx→+∞ (−c) = −c.
(3) limx→0+ x12 = +∞, limx→0+ x = 0 και limx→0+ ( x12 · x) = limx→0+ x1 = +∞.
1 1
(4) limx→0 (x6=0) |x| = +∞, limx→0 (x6=0) x2 = 0 και limx→0 (x6=0) ( |x| · x2 ) =
limx→0 (x6=0) |x| = 0.
(5) limx→0 (x6=0) x12 = +∞, limx→0 (x6=0) x = 0 αλλά το limx→0 (x6=0) ( x12 · x) =
limx→0 (x6=0) x1 δεν υπάρχει.
Πρόταση 4.9 Αν υπάρχει το lim f (x) και ο k είναι φυσικός, τότε

lim f (x)k = (lim f (x))k (k φυσικός) .


¡ ¢
Διότι lim f (x)k = lim f (x) · · · f (x) = lim f (x) · · · lim f (x) = (lim f (x))k .
| {z } | {z }
k k

¡ ¢3
Παράδειγμα: (1) limx→+∞ (1 − x1 )3 = limx→+∞ (1 − x1 ) = (1 − 0)3 = 1.
¡ ¢4 ¡ ¢4
(2) limx→0− ( x1 − x12 )4 = limx→0− ( x1 − x12 ) = (−∞) − (+∞) = (−∞)4 =
+∞.

Παράδειγμα: (1) Αν k φυσικός, τότε limx→ξ (x6=ξ) xk = (limx→ξ (x6=ξ) x)k =


ξ k . ΄Αρα

lim xk = ξ k (k φυσικός).
x→ξ (x6=ξ)

1
¡ ¢k
Αν, επιπλέον, ξ 6= 0, τότε limx→ξ (x6=ξ) xk
= limx→ξ (x6=ξ) x1 = 1
ξk
. ΄Αρα

lim x−k = ξ −k (k φυσικός και ξ 6= 0).


x→ξ (x6=ξ)

1
¡ 1
¢k
(2) Αν k φυσικός, τότε limx→ξ+ (x−ξ)k
= limx→ξ+ x−ξ = (+∞)k = +∞.
΄Αρα

lim (x − ξ)−k = +∞ (k φυσικός).


x→ξ+

150
1
¡ 1
¢k
Αν k άρτιος φυσικός, τότε limx→ξ− (x−ξ)k
= limx→ξ− x−ξ = (−∞)k = +∞.
1
¡ 1
¢k
Αν k περιττός φυσικός, τότε limx→ξ− (x−ξ)k
= limx→ξ− x−ξ = (−∞)k =
−∞. ΄Αρα
½
+∞ (k άρτιος φυσικός),
lim (x − ξ)−k =
x→ξ− −∞ (k περιττός φυσικός).

(3) Αν k φυσικός, τότε limx→+∞ xk = (limx→+∞ x)k = (+∞)k = +∞. ΄Αρα

lim xk = +∞ (k φυσικός).
x→+∞

Αν k άρτιος φυσικός, τότε limx→−∞ xk = (limx→−∞ x)k = (−∞)k = +∞. Αν


k περιττός φυσικός, τότε limx→−∞ xk = (limx→−∞ x)k = (−∞)k = −∞. ΄Αρα
½
k +∞ (k άρτιος φυσικός),
lim x =
x→−∞ −∞ (k περιττός φυσικός).

1
¡
(4) Αν k φυσικός, τότε limx→±∞ xk
= limx→±∞ x1 )k = 0k = 0. ΄Αρα

lim x−k = 0 (k φυσικός).


x→±∞

1
Η y = f (x) ορίζεται για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = f (x) για το οποίο
ισχύει f (x) 6= 0.

Πρόταση 4.10 Κανόνας αντιστρόφου (Ι). Αν υπάρχει το lim f (x) και το


1
lim f (x) δεν αποτελεί απροσδιόριστη μορφή, δηλαδή lim f (x) 6= 0, τότε

1 1
lim = .
f (x) lim f (x)

'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η > 0. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0
2
¸ste na eÐnai |f (x) − η| < min{ η2 ² , η2 } gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 <
2
|x − ξ| < δ . Sunepˆgetai |f (x) − η| < η2 ² kai |f (x) − η| < η2 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ
thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . Apì thn |f (x) − η| < η2 sunepˆgetai f (x) > η − η2 = η2
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara gia kˆje tètoion x eÐnai
¯ ¯ η2 ²
¯ 1
− 1 ¯= |f (x)−η|
< η
2
= ². 'Ara limx→ξ (x6=ξ) 1
= 1
= 1
.
f (x) η f (x)η η f (x) η limx→ξ (x6=ξ) f (x)
2
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste
na eÐnai f (x) > 1² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . Sunepˆgetai
¯ 1 ¯
1
0 < f (x) < ² kai, epomènwc, ¯ f (x) − 0¯ = f (x)
1
< ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x)
1 1 1
me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) f (x) = 0 = +∞ = lim .
x→ξ (x6=ξ) f (x)
H aitiolìghsh tou kanìna stic peript¸seic pou to ìrio eÐnai arnhtikìc arijmìc   −∞ eÐnai
parìmoia.

1 1 1
Παράδειγμα: (1) limx→1 (x6=1) x+1 = limx→1 (x6=1) (x+1) = 2 .

151
1 1 1
(2) limx→+∞ x2 +x+1 = limx→+∞ (x2 +x+1) = +∞ = 0.

Παράδειγμα: Ο κανόνας δεν ισχύει στην περίπτωση που το όριο μιας συνάρ-
τησης είναι 0. Για παράδειγμα, είναι limx→0 (x6=0) x = 0 αλλά δεν υπάρχει το
limx→0 (x6=0) x1 .

Το πρόβλημα στο παράδειγμα είναι ότι η συνάρτηση έχει και θετικές και αρνη-
τικές τιμές. Αν μια συνάρτηση έχει τιμές σταθερού προσήμου, τότε έχουμε θετικά
αποτελέσματα:

Πρόταση 4.11 Κανόνας αντιστρόφου (ΙΙ). (1) Αν lim f (x) = 0 και είναι
1
f (x) > 0 για κάθε x κοντά στο όριό του, τότε lim f (x) = +∞.
(2) Αν lim f (x) = 0 και είναι f (x) < 0 για κάθε x κοντά στο όριό του, τότε
1
lim f (x) = −∞.

(1) 'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = 0 kai f (x) > 0 gia kˆje x se kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d).
1
PaÐrnoume opoiond pote M > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x)| = |f (x) − 0| < M
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x−ξ| < δ . OrÐzoume δ = min{δ , ξ−c, d−ξ},
0 0

opìte kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ perièqetai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d) kai, epomènwc, eÐnai f (x) > 0
1 1
gia kˆje tètoion x. EpÐshc, eÐnai δ ≤ δ 0 , opìte eÐnai f (x)
= |f (x)|
> M gia kˆje x me
1
0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞.
(2) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (1).

Παράδειγμα: limx→+∞ ( x1 − x12 ) = limx→+∞ x1 − limx→+∞ x12 = 0 − 0 = 0.


Εύκολα βλέπουμε ότι x1 − x12 > 0 για κάθε x > 1. ΄Αρα limx→+∞ 1 −1 1 = +∞.
x x2

Τα αποτελέσματα για τον λόγο δυο συναρτήσεων y = f (x) και y = g(x),


δηλαδή για τη συνάρτηση y = fg(x)
(x)
, προκύπτουν από τον συνδυασμό του κανόνα
γινομένου και του κανόνα αντιστρόφου.

Πρόταση 4.12 Κανόνας λόγου. Αν υπάρχουν τα lim f (x), lim g(x) και ο
lim f (x)
lim g(x) δεν αποτελεί απροσδιόριστη μορφή, τότε

f (x) lim f (x)


lim = .
g(x) lim g(x)

x2 +x limx→1 (x6=1) (x2 +x) 12 +1


Παράδειγμα: (1) limx→1 (x6=1) x−2 = limx→1 (x6=1) (x−2) = 1−2 = −2.
x2 −x+1
¡ 1− x1 + x12 ¢ 1
limx→+∞ (1− x + 1
x2
)
(2) limx→+∞ x+2 = limx→+∞ x 1+ 2 = limx→+∞ x 1
limx→+∞ (1+2 x )
=
x
(+∞) 1−0+0
1+2·0 = +∞.
0 +∞
Ιδου μερικά παραδείγματα για τις απροσδιόριστες μορφές 0 και +∞ .
cx
Παράδειγμα: (1) limx→0 (x6=0) (cx) = 0, limx→0 (x6=0) x = 0 και limx→0 (x6=0) x
= limx→0 (x6=0) c = c.
(2) limx→0+ x = 0, limx→0+ x2 = 0 και limx→0+ xx2 = limx→0+ x1 = +∞.

152
2
(3) limx→0+ x2 = 0, limx→0+ x = 0 και limx→0+ xx = limx→0+ x = 0.
(4) limx→+∞ (cx) = +∞ (όπου c > 0), limx→+∞ x = +∞ και limx→+∞ cx x =
limx→+∞ c = c.
2
(5) limx→+∞ x2 = +∞, limx→+∞ x = +∞ και limx→+∞ xx = limx→+∞ x =
+∞.
(6) limx→+∞ x = +∞, limx→+∞ x2 = +∞ και limx→+∞ xx2 = limx→+∞ x1 = 0.
Πρόταση 4.13 Αν υπάρχει το lim f (x), τότε
lim |f (x)| = | lim f (x)|.
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na
eÐnai |f (x)¯− η| < ² gia¯kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y =¯f (x) me 0 <¯ |x − ξ| < δ . ParathroÔme
ìti isqÔei ¯|f (x)| − |η|¯ ≤ |f (x) − η|, opìte sunepˆgetai ¯|f (x)| − |η|¯ < ² gia kˆje x sto pedÐo
orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) |f (x)| = |η| = | limx→ξ (x6=ξ) f (x)|.
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞   limx→ξ (x6=ξ) f (x) = −∞. PaÐrnoume opoiond pote
M > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai f (x) > M   f (x) < −M , antistoÐqwc, gia kˆje x sto
pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x−ξ| < δ . Kai stic duo peript¸seic sunepˆgetai |f (x)| > M
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) |f (x)| =
+∞ = | ± ∞| = | limx→ξ (x6=ξ) f (x)|.

Παράδειγμα: (1) limx→1 (x6=1) |x − 2| = | limx→1 (x6=1) (x − 2)| = |1 − 2| = 1.


(2) limx→0− | x1 − x12 | = | limx→0− ( x1 − x12 )| = | − ∞ − (+∞)| = | − ∞| = +∞.

Δ. Σύγκριση ορίων συναρτήσεων.

΄Οπως και στην προηγούμενη υποενότητα, όλα τα αποτελέσματα θα διατυπώνο-


νται για συντομία με το σύμβολο lim αντί των limx→ξ (x6=ξ) ή limx→ξ± ή limx→±∞ .
Επίσης, τα όρια που εμφανίζονται στην ίδια διατύπωση θα είναι όλα του ίδιου τύπου
kai oi apodeÐxeic ja gÐnontai mìno sthn perÐptwsh pou oi sunart seic orÐzontai se ènwsh
(a, ξ) ∪ (ξ, b) kai mìno gia to ìrio limx→ξ (x6=ξ) .

Πρόταση 4.14 ΄Εστω ότι ισχύει f (x) ≤ g(x) για κάθε x κοντά στο όριό του.
(1) Αν lim f (x) = +∞, τότε lim g(x) = +∞.
(2) Αν lim g(x) = −∞, τότε lim f (x) = −∞.
(1) PaÐrnoume opoiond pote M > 0. Epeid  limx→ξ (x6=ξ) f (x) = +∞, upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na
eÐnai f (x) > M gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 . EpÐshc upˆrqei
kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d) ¸ste na eÐnai g(x) ≥ f (x) gia kˆje x sthn ènwsh aut . OrÐzoume
δ = min{δ 0 , ξ − c, d − ξ}, opìte eÐnai δ ≤ δ 0 kai, epÐshc, kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ perièqetai
sthn ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d). Sunepˆgetai g(x) ≥ f (x) > M gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara
limx→ξ (x6=ξ) g(x) = +∞.
(2) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (1).

2 2 2
Παράδειγμα: (1) Θεωρούμε την y = x +x−1 x . Επειδή x +x−1x ≥ xx = x για κά-
2
θε x στο (1, +∞) και επειδή limx→+∞ x = +∞, συνεπάγεται limx→+∞ x +x−1 x =
+∞.
(2) Επειδή ισχύει x22 + x1 ≥ x22 − x12 = x12 για κάθε x στο (−1, 0) ∪ (0, 1) και
επειδή limx→0 (x6=0) x12 = +∞, συνεπάγεται limx→0 (x6=0) ( x22 + x1 ) = +∞.

153
Πρόταση 4.15 ΄Εστω ότι ισχύει f (x) ≤ g(x) για κάθε x κοντά στο όριό του.
Αν lim f (x) = η και lim g(x) = ζ, τότε η ≤ ζ.
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ζ kai ìti isqÔei f (x) ≤ g(x) gia kˆje
x se kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d).
Ac upojèsoume (gia na katal xoume se antÐfash) ìti ζ < η . PaÐrnontac ² = η−ζ 2
> 0,
sunepˆgetai ìti upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| < η−ζ
2
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc
y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |g(x) − ζ| < η−ζ
2
gia kˆje x sto
pedÐo orismoÔ thc y = g(x) me 0 < |x − ξ| < δ 00 . OrÐzoume δ = min{δ 0 , δ 00 , ξ − c, d − ξ}, opìte
kˆje x me 0 < |x−ξ| < δ perièqetai sthn (c, ξ)∪(ξ, d) kai, epomènwc, eÐnai f (x) ≤ g(x) gia kˆje
tètoion x. EpÐshc, eÐnai δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 , opìte eÐnai |f (x) − η| < η−ζ
2
kai |g(x) − ζ| < η−ζ2
gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara f (x) > η − 2 = 2 kai g(x) < ζ + η−ζ
η−ζ η+ζ
2
= η+ζ2
gia
kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . Dhlad  eÐnai f (x) > η+ζ 2
> g(x) gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ kai
katal goume se ˆtopo.

Παράδειγμα: Αν για κάθε x κοντά στο όριό του ο f (x) περιέχεται σε κάποιο
κλειστό διάστημα [l, u] και αν υπάρχει το lim f (x), τότε και το lim f (x) περιέχεται
στο [l, u].
Διότι μπορούμε να θεωρήσουμε τη σταθερή συνάρτηση y = u οπότε, επει-
δή είναι f (x) ≤ u για κάθε x κοντά στο όριό του και lim u = u, συνεπάγεται
lim f (x) ≤ u. Με παρόμοιο τρόπο βρίσκουμε ότι l ≤ lim f (x).
Πρόταση 4.16 Παρεμβολή. ΄Εστω f (x) ≤ g(x) ≤ h(x) για κάθε x κοντά
στο όριό του. ΄Αν lim f (x) = ρ και lim h(x) = ρ, τότε lim g(x) = ρ.
'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = ρ kai limx→ξ (x6=ξ) h(x) = ρ kai ìti eÐnai f (x) ≤ g(x) ≤ h(x)
gia kˆje x se kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d).
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − ρ| < ² gia
kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 0 kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai
|h(x) − ρ| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = h(x) me 0 < |x − ξ| < δ 00 . OrÐzoume
δ = min{δ 0 , δ 00 , ξ − c, d − ξ}, opìte kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ perièqetai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d),
opìte eÐnai f (x) ≤ g(x) ≤ h(x) gia kˆje tètoion x. EpÐshc eÐnai δ ≤ δ 0 kai δ ≤ δ 00 , opìte eÐnai
|f (x)−ρ| < ² kai |h(x)−ρ| < ² gia kˆje x me 0 < |x−ξ| < δ . 'Ara f (x) > ρ−² kai h(x) < ρ+²
gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . Tèloc, sunepˆgetai ρ − ² < f (x) ≤ g(x) ≤ h(x) < ρ + ² kai,
epomènwc, |g(x) − ρ| < ² gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ . 'Ara limx→ξ (x6=ξ) g(x) = ρ.

Παράδειγμα: ΄Εστω − x12 ≤ f (x) < x1 για κάθε x ≥ 3. Είναι limx→+∞ (− x12 ) =
0 και limx→+∞ x1 = 0. ΄Αρα limx→+∞ f (x) = 0.

Παράδειγμα: Είναι x − 1 < [x] ≤ x για κάθε x. ΄Αρα είναι 1 − x1 < [x]
x ≤ 1
για κάθε x > 0. Επειδή limx→+∞ (1 − x1 ) = 1 − 0 = 1 και limx→+∞ 1 = 1,
συνεπάγεται ότι limx→+∞ [x]
x = 1.

1
Παράδειγμα: Είναι − |x| ≤ sin x ≤ |x|
1
για κάθε x στο (−∞, 0) και στο (0, +∞).
¡ 1¢ x 1
Επειδή είναι limx→+∞ − |x| = limx→+∞ |x| = 0, συνεπάγεται limx→+∞ sinx x =
0. Με τον ίδιο τρόπο αποδεικνύεται ότι limx→−∞ sinx x = 0.

Δ. Αλλαγή μεταβλητής.

154
¡ ¢
Μερικές φορές θέλουμε να υπολογίσουμε το όριο συνάρτησης z = g f (x)
η οποία παρουσιάζεται ως σύνθεση δυο συναρτήσεων: της y = f (x) και της
z = g(y). (Εννοείται, φυσικά, ότι για να ορίζεται η σύνθεση αυτή πρέπει το
σύνολο τιμών της y = f (x) να περιέχεται στο πεδίο ορισμού της z = g(y).) Σε
πολλές περιπτώσεις είναι ήδη γνωστά τα όρια των δυο απλούστερων συναρτήσεων.
Για παράδειγμα, έστω ότι y = f (x) → η (y = f (x) 6= η) καθώς x → ξ (x 6= ξ)
και ότι z = h(y) → ζ καθώς y → η (y 6= η). Προφανώς, έχουμε μια «αλυσιδωτή
διαδικασία» που αρχίζει από το x → ξ (x 6= ξ) ¡ και¢ μέσω του y → η (y 6= η)
καταλήγει στο z → ζ. Συμπεραίνουμε τότε ότι g f (x) → ζ καθώς x → ξ (x 6= ξ).
Με άλλα λόγια, από τα όρια lim ¢ =ξ) f (x) = η και limy→η (y6=η) g(y) = ζ
¡ x→ξ (x6
συμπεραίνουμε το limx→ξ (x6=ξ) g f (x) = ζ.
Παρατηρήστε¡ ότι¢ στο αρχικό όριο που θέλουμε ¡ να ¢υπολογίσουμε, δηλαδή το
limx→ξ (x6=ξ) g f (x) = ζ, της συνάρτησης z = g f (x) δεν εμφανίζεται η μετα-
βλητή y. Τη μεταβλητή αυτή την εμφανίζουμε εμείς και συνηθίζεται να λέμε ότι
κάνουμε αλλαγή μεταβλητής, εννοώντας ότι μετασχηματίζουμε τη μεταβλητή
x σε μεταβλητή y = f (x).
Το γενικό αποτέλεσμα έχει ως εξής.
Πρόταση 4.17 Κανόνας αλλαγής ¡μεταβλητής ¢ ή κανόνας σύνθε-
σης. ΄Εστω ότι ορίζεται η σύνθεση z = g f (x) των y = f (x) και z = g(y). Αν
lim f (x) = η και αν υπάρχει το ¡limy→η
¢ (y6=η) g(y) και αν είναι f (x) 6= η για κάθε
x κοντά στο όριό του, τότε lim g f (x) = limy→η (y6=η) g(y).
Τα ανάλογα ισχύουν αν αντικαταστήσουμε το η με ένα από τα η± ή ±∞.
Συνοπτικά:
 ¡ ¢

 limy→η (y6=η) g(y), αν f (x) → η ¡f (x) 6= η ¢


¡ ¢  limy→η+ g(y), αν f (x) → η ¡f (x) > η ¢
lim g f (x) = limy→η− g(y), αν f (x) → η f (x) < η .



 limy→+∞ g(y), αν f (x) → +∞

limy→−∞ g(y), αν f (x) → −∞
Ja doÔme thn apìdeixh mìno sthn perÐptwsh pou h y = f (x) orÐzetai (toulˆqiston) se
mia ènwsh (a, ξ) ∪ (ξ, b) kai h z = g(x) orÐzetai (toulˆqiston) se mia ènwsh (c, η) ∪ (η, d) kai
eÐnai limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η kai limy→η (y6=η) g(y) = ζ . Upojètoume epÐshc ìti isqÔei f (x) 6= η
gia kˆje x se ¡kˆpoia ¢ ènwsh (a , ξ) ∪ (ξ, b ) me a ≤ a < ξ < b ≤ b. Ja apodeÐxoume ìti
0 0 0 0

limx→ξ (x6=ξ) g f (x) = ζ .


PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |g(y) − ζ| < ² gia kˆje
y sto pedÐo orismoÔ thc z = g(y) me 0 < |y − η| < δ 0 . Katìpin, upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai
|f (x) − η| < δ 0 gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me 0 < |x − ξ| < δ 00 . OrÐzoume
δ = min{δ 00 , ξ − a0 , b0 − ξ}. Tìte kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ ikanopoieÐ thn 0 < |x − ξ| < δ 00
kai, sugqrìnwc, perièqetai sthn (a0 , ξ) ∪ (ξ, b0 ). 'Ara gia kˆje x me 0 < |x − ξ| < δ eÐnai
|f (x) − η| < δ 0 ¯ kai f (x) 6= ¯η kai, epomènwc, eÐnai 0 < |f (x) − η| < δ 0 kai autì, fusikˆ,
¡ ¢
sunepˆgetai ìti ¯g f (x) − ζ ¯ < ².
√ 4
Παράδειγμα: Θέλουμε να υπολογίσουμε το limx→0+ (√x+1)(8 +( x+1)

x+1)13 +5
.

Κάνουμε√την αλλαγή μεταβλητής y = f (x) = x + 1. Τότε η συνάρτηση
x+1)4 4
z = (√x+1)(8 +( √
x+1)13 +5
γράφεται z = y8 +yy 13 +5 . Γνωρίζουμε ότι limx→0+ y =

155
√ √
limx→0+ ( x + 1) = 0 + 1 = 1 και y = x + 1 > 1 για κάθε x κοντά στον 0 και
δεξιά του 0. √
x+1)4 4
΄Αρα limx→0+ (√x+1)(8 +(√
x+1)13 +5
= limy→1+ y8 +yy 13 +5 = 17 .
p x−1
¡ x−1
¢2 x−1
+ + +1
x2 +x+1 x2 +x+1 x2 +x+1
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το limx→+∞ ¡ x−1
¢4 p x−1
.
3 +2 +1
x2 +x+1 x2 +x+1
x−1
Κάνουμε την αλλαγή μεταβλητής y = f (x) = x2 +x+1 , οπότε η συνάρτηση
p x−1 ¡ x−1 ¢2 x−1 √
+ + 2 +1 y+y 2 +y+1
x2 +x+1
z = ¡ x−1 ¢x24+x+1 x +x+1
p x−1 γράφεται z = 3y 4 +2 y+1 . Γνωρίζουμε ότι

3 +2 +1
x2 +x+1 x2 +x+1
1
x−1 1 1− x 1−0
limx→+∞ y = limx→+∞ x2 +x+1 = limx→+∞ 1
x 1+ x + 1 = 0· 1+0+0 = 0 και
x2
x−1
y= x2 +x+1> 0 για κάθε x κοντά στο +∞ (και, συγκεκριμένα, για κάθε x > 1).
p x−1 ¡ x−1 ¢2 x−1 √
2 + 2 + 2 +1 y+y 2 +y+1
΄Αρα limx→+∞ x ¡+x+1 x−1
¢
x +x+1
4 p x +x+1
x−1
= lim y→0+ 3y 4 +2√y+1 = 1.
3 +2 +1
x2 +x+1 x2 +x+1

Παράδειγμα: Μερικές απλές και κάπως γενικές σχέσεις είναι οι παρακάτω.


³1´
lim g = lim g(y), lim g(−x) = lim g(y),
x→0+ x y→+∞ x→+∞ y→−∞

lim g(ax + b) = lim g(y).


x→ξ (x6=ξ) y→aξ+b (y6=aξ+b)
1
Οι σχέσεις αυτές δικαιολογούνται μέσω των αλλαγών μεταβλητής y = x ,
y = −x και y = ax + b, αντιστοίχως.

Ask seic.
Ισότητα ορίων συναρτήσεων.
1. Βρείτε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → 0± και x → ±∞.
½ ½ 1
x, αν x ≥ 0, |x − 1|− 4 , αν |x| ≥ 1,
y= 1 y= 1
x , αν x < 0, x , αν |x| < 1.

2. Για κάθε ακέραιο ξ υπολογίστε το limx→ξ± [x].


Κάντε το ίδιο για κάθε μη ακέραιο ξ.
£ ¤ ¡ £ ¤¢
3. Υπολογίστε τα: limx→±∞ x1 και limx→±∞ x x1 .
΄Ορια και φραγμένες συναρτήσεις.
1. Αφού υπολογίσετε τα κατάλληλα όρια, βρείτε ποιες από τις παρακάτω συναρ-
τήσεις είναι άνω φραγμένες ή κάτω φραγμένες ή φραγμένες κοντά στον 1 ή
στον 1 από τα δεξιά του ή στον 1 από τα αριστερά του.
½ 1
√ p 1 1
x − 1, |1 − x| , , − , x−1 , αν x < 1,
x−1 (x − 1)2 x, αν x ≥ 1.

156
2. Αφού υπολογίσετε τα κατάλληλα όρια, βρείτε ποιες από τις παρακάτω συναρ-
τήσεις είναι άνω φραγμένες ή κάτω φραγμένες ή φραγμένες κοντά στο +∞
ή στο −∞.
1 1
x2 , −x3 , x−2 , x2 , (−x)− 3 , |x|.

Αλγεβρικές πράξεις με όρια συναρτήσεων.


1. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → 1± .
1+x 1 − x2 1 1
, , , ,
1 + x3 1 − x3 1 + (x − 1)−3 (x − 1)2 − |x − 1|
1 ¡ 1 ¢2
(x − 1)−1 + |x − 1|− 2 , (x − 1)−1 + |x − 1|− 2 ,
2. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → ±∞.
1 2 x2 − 4x + 3 2x2 + 3x + 1
−x + − 2, , ,
x x x−3 x2 + 1
x2 + x + 1 ³ 1 ´4 (2x + 1)3 (3x2 + 2)2 (x + 4)13
, 1 + , .
x3 + 1 x x20
3. Για κάθε ξ και κάθε ακέραιο n, με τον περιορισμό ξ 6= 0 όταν n ≤ 1,
n
−ξ n
αποδείξτε ότι limx→ξ (x6=ξ) x x−ξ = nξ n−1 .
Σύγκριση ορίων συναρτήσεων.
1
1. Βρείτε τα limx→1± f (x), αν (x − 1)f (x) ≥ 1 για κάθε x με 0 < |x − 1| < 4 .
1 1
2. Βρείτε το limx→1 (x6=1) f (x), αν είναι x − |x − 1| 2 < f (x) ≤ x + |x − 1| 2 για
κάθε x στην ένωση (0, 1) ∪ (1, 32 ).
x+1 x−1
3. Βρείτε το limx→−∞ f (x), αν είναι 2x−1 < f (x) < 2x+1 για κάθε x ≤ −7.
4. Βρείτε τα παρακάτω όρια, χρησιμοποιώντας την ανισότητα [x] ≤ x < [x] + 1.
√ h 1 i
[x2 ] [ x]
lim [x], lim , lim , lim .
x→±∞ x→±∞ x x→+∞ x x→1± x − 1

Αλλαγή μεταβλητής.
1. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.
s q q
r x+1
− 4 x+1
+1
1 x+1 x−1 x−1
lim + √ , lim q q .
x→+∞ x2 + x + 1 x+1 x→1+ x+1
+ 4 x+1
+1
x−1 x−1

2. Δικαιολογήστε τις παρακάτω σχέσεις.



lim g(x2 ) = lim g(y), lim g( x) = lim g(y),
x→±∞ y→+∞ x→0+ y→0+
³1´
lim g 2 = lim g(y).
x→0 (x6=0) x y→+∞

157
4.4 'Oria sunart sewn kai akoloujÐec.
΄Εστω ότι limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η. Δηλαδή f (x) → η καθώς x → ξ (x 6= ξ). Ας
θεωρήσουμε και κάποια ακολουθία (xn ) όλοι οι όροι της οποίας περιέχονται στο
πεδίο ορισμού της y = f (x) και είναι διαφορετικοί από τον ξ και η οποία συγκλίνει
στον ξ. Δηλαδή έστω xn → ξ (xn 6= ξ). Μπορούμε τώρα να θεωρήσουμε τους xn
ως κάποιες ειδικές τιμές της μεταβλητής x οι οποίες πλησιάζουν απεριόριστα τον
ξ μέσα από το πεδίο ορισμού της συνάρτησης παραμένοντας 6= ξ. Τότε, όμως, οι
αντίστοιχες¡ τιμές ¢yn = f (xn ) πλησιάζουν απεριόριστα τον η ή, με άλλα λόγια, η
ακολουθία f (xn ) συγκλίνει στον η.
Είναι ίσως πιο παραστατικό να θεωρήσουμε ότι έχουμε μια «αλυσιδωτή δι-
αδικασία»: από το n → +∞ στο x = xn → ξ (xn 6= ξ) και από εκεί στο
f (x) = f (xn ) → η.
Με παρόμοιο συλλογισμό βγάζουμε ανάλογα συμπεράσματα σε όλες τις περι-
πτώσεις ορίου και έχουμε το εξής γενικό αποτέλεσμα.

Πρόταση 4.18 ΄Εστω ότι για κάθε φυσικό n ο xn περιέχεται στο πεδίο ορισμού
της y = f (x). Αν lim xn = ξ και αν υπάρχει το limx→ξ (x6=ξ) f (x) και αν είναι
xn 6= ξ για κάθε n, τότε lim f (xn ) = limx→ξ (x6=ξ) f (x).
Τα ανάλογα ισχύουν αν αντικαταστήσουμε το ξ με ένα από τα ξ± ή ±∞.
Συνοπτικά:

 limx→ξ (x6=ξ) f (x), αν xn → ξ (xn =
6 ξ)


 limx→ξ+ f (x), αν xn → ξ (xn > ξ)
lim f (xn ) = limx→ξ− f (x), αν xn → ξ (xn < ξ) .


 limx→+∞ f (x),
 αν xn → +∞
limx→−∞ f (x), αν xn → −∞

'Estw limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η kai akoloujÐa (xn ) ¸ste kˆje xn na an kei sto pedÐo orismoÔ
thc sunˆrthshc kai na eÐnai 6= ξ kai, epÐshc, lim xn = ξ . Ja apodeÐxoume ìti lim f (xn ) = η .
'Estw opoiosd pote ² > 0. Epeid  limx→ξ (x6=ξ) f (x) = η , upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai
|f (x) − η| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc sunˆrthshc me 0 < |x − ξ| < δ . Epeid 
lim xn = ξ , upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai |xn − ξ| < δ gia kˆje n ≥ n0 . Epeid  kˆje
xn eÐnai 6= ξ , sunepˆgetai 0 < |xn − ξ| < δ gia kˆje n ≥ n0 . EpÐshc, epeid  kˆje xn an kei
sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x), sunepˆgetai |f (xn ) − η| < ² gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara eÐnai
lim f (xn ) = η .

Ως επιβεβαίωση έχουμε τα εξής απλοϊκά παραδείγματα.

Παράδειγμα: Από το όριο limx→+∞ x2 = +∞ συνεπάγεται το lim n2 = +∞.


Αρκεί να θεωρήσουμε την ακολουθία (n) η οποία αποκλίνει στο +∞ και όλοι οι
όροι της περιέχονται στο πεδίο ορισμού της y = x2 .

Παράδειγμα: Από το limx→0 (x6=0) x = 0 συνεπάγεται το lim √1n = 0. Αρκεί
να θεωρήσουμε την ακολουθία ( n1 ) η οποία συγκλίνει
√ στον 0, όλοι οι όροι της
περιέχονται στο πεδίο ορισμού [0, +∞) της y = x και είναι 6= 0.

158
Το προηγούμενο αποτέλεσμα χρησιμοποιείται συνήθως με δυο τρόπους. Είτε,
όπως κάναμε στα δυο προηγούμενα παραδείγματα, γνωρίζοντας ήδη κάποια όρια
συναρτήσεων, βγάζουμε συμπεράσματα για όρια ακολουθιών. Είτε μπορούμε να
κάνουμε το εξής. ΄Εστω ότι δε γνωρίζουμε αν η y = f (x) έχει όριο και ποιο είναι
αυτό καθώς ο x τείνει στο όριό του. Ας υποθέσουμε ότι μπορούμε να βρούμε
μία ακολουθία (xn ) η οποία τείνει στο ίδιο όριο με τον x, όλοι οι όροι της είναι
διαφορετικοί από το όριο αυτό και περιέχονται στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης
και η ακολουθία (f (xn )) δεν έχει όριο. Τότε το συμπέρασμα είναι ότι ούτε και η
συνάρτηση έχει όριο καθώς ο x τείνει στο όριό του. Διότι, αν η συνάρτηση είχε
κάποιο όριο, τότε και η (f (xn )) θα είχε το ίδιο όριο.
n−1
Παράδειγμα: Η ακολουθία (xn ) με xn = (−1)n συγκλίνει στον 0, όλοι οι
όροι της είναι 6= 0 και περιέχονται στο πεδίο ορισμού της y = x1 . Γνωρίζουμε ότι
η αντίστοιχη ακολουθία (yn ) με yn = x1n = (−1)n−1 n δεν έχει όριο. ΄Αρα δεν
υπάρχει το limx→0 (x6=0) x1 .

Ask seic.
1. Χρησιμοποιώντας κατάλληλες ακολουθίες, αποδείξτε ότι δεν υπάρχουν τα
παρακάτω όρια.
1
lim (x − [x]), lim (−1)[x] , lim (−1)[ x ] .
x→±∞ x→+∞ x→0+

4.5 Rhtèc sunart seic.


΄Εστω η πολυωνυμική συνάρτηση p(x) = a0 + a1 x + · · · + aN xN με N ≥ 1 και
aN 6= 0. Από το limx→ξ (x6=ξ) xk = ξ k και το limx→ξ (x6=ξ) ak = ak παίρνουμε το
limx→ξ (x6=ξ) (ak xk ) = ak ξ k , οπότε limx→ξ (x6=ξ) p(x) = limx→ξ (x6=ξ) (a0 + a1 x +
· · · + aN xN ) = a0 + a1 ξ + · · · + aN ξ N = p(ξ). ΄Αρα

lim p(x) = p(ξ).


x→ξ (x6=ξ)

Για να υπολογίσουμε όρια καθώς x → ±∞ κάνουμε το εξής. Γράφουμε p(x) =


aN xN ( aaN0 x1N + · · · + aN −1 1
aN x + 1) οπότε, επειδή το όριο της παρένθεσης καθώς
x → ±∞ είναι 1, έχουμε ότι
½
+∞ , αν aN > 0,
lim p(x) = aN · (+∞) =
x→+∞ −∞ , αν aN < 0,
και
½
+∞ , αν aN > 0 και N άρτιος ή aN < 0 και N περιττός,
lim p(x) =
x→−∞ −∞ , αν aN < 0 και N άρτιος ή aN > 0 και N περιττός.

Παρατηρήστε ότι το limx→±∞ p(x) εξαρτάται μόνο από τον μεγιστοβάθμιο όρο
του πολυωνύμου, δηλαδή

159
lim p(x) = lim (aN xN ).
x→±∞ x→±∞

Παράδειγμα: (1) limx→+∞ (−5x3 + x2 − 4x − 12) = limx→+∞ (−5x3 ) = −∞,


(2) limx→−∞ (−5x3 + x2 − 4x − 12) = limx→−∞ (−5x3 ) = +∞,
(3) limx→−∞ (7x4 + x3 − x + 5) = limx→−∞ (7x4 ) = +∞.

Τα όρια ρητών συναρτήσεων δεν είναι αρκετά πιο περίπλοκα. Αν r(x) =


a0 +a1 x+···+aN xN
b0 +b1 x+···+bM xM
είναι ρητή συνάρτηση με aN 6= 0, bM 6= 0, γράφουμε πάλι
a0 1 aN −1 1
aN +···+ x +1
r(x) = bM xN −M aN x N
b0
aN
b −1 , οπότε
1
bM xM +···+ M
bM
1
x +1

a
 bM
N
· (+∞), αν N > M ,
lim r(x) = baM
N
, αν N = M ,
x→+∞ 
0, αν N < M ,
και  aN
 · (+∞), αν N − M άρτιος φυσικός,
 baM
N
· (−∞), αν N − M περιττός φυσικός,
lim r(x) = baM
x→−∞ 
 bM
N
, αν N = M,
0, αν N < M.
Παρατηρήστε και πάλι ότι το limx→±∞ r(x) εξαρτάται μόνο από τους μεγιστο-
βάθμιους όρους του αριθμητή και του παρονομαστή, δηλαδή

aN xN
lim r(x) = lim .
x→±∞ x→±∞ bM xM

x3 −x2 +2x+4 x3 1
Παράδειγμα: (1) limx→+∞ 2x3 +1 = limx→+∞ 2x 3 = 2 .

−x3 +x+4 −x3 1


(2) limx→+∞ 2x2 +1 = limx→+∞ 2x2 = (− 2 ) · (+∞) = −∞.
2 2
3x −x+2
(3) limx→+∞ x4 +1 = limx→+∞ 3x x4 = 0.
2 2
3x +2x+4
(4) limx→−∞ 2x2 −1 = limx→−∞ 3x 3
2x2 = 2 .
3 2 3
x +5x −4 x
(5) limx→−∞ −3x4 +1 = limx→−∞ −3x4 = 0.
3 3
−x −x+5
(6) limx→−∞ 2x+1 = limx→−∞ −x 1
2x = (− 2 ) · (+∞) = −∞.
4 2 4
3x −x +4
(7) limx→−∞ 2x+1 = limx→−∞ 3x 3
2x = 2 · (−∞) = −∞.

Αν ο x τείνει σε αριθμό, έχουμε τις εξής περιπτώσεις.


a0 +a1 ξ+···+aN ξ N
Αν b0 + b1 ξ + · · · + bM ξ M 6= 0, τότε limx→ξ (x6=ξ) r(x) = b0 +b1 ξ+···+bM ξ M
=
r(ξ). Δηλαδή,

lim r(x) = r(ξ).


x→ξ (x6=ξ)

3x−2 3·1−2
Παράδειγμα: limx→1 (x6=1) x4 +2x3 −4 = 14 +2·13 −4 = −1.

Αν b0 + b1 ξ + · · · + bM ξ M = 0, τότε συνεπάγεται ότι το x − ξ διαιρεί το


πολυώνυμο b0 + b1 x + · · · + bM xM . Αν (x − ξ)m (με m ≥ 1) είναι η μέγιστη

160
δύναμη του x − ξ η οποία διαιρεί το b0 + b1 x + · · · + bM xM , τότε μπορούμε
να γράψουμε b0 + b1 x + · · · + bM xM = (x − ξ)m q(x), όπου q(x) είναι κάποιο
πολυώνυμο το οποίο δε διαιρείται από το x − ξ και, επομένως, q(ξ) 6= 0. Τώρα,
είτε το x − ξ διαιρεί το a0 + a1 ξ + · · · + aN ξ N είτε όχι, μπορούμε να γράψουμε
a0 + a1 ξ + · · · + aN ξ N = (x − ξ)n p(x), όπου n ≥ 0 και το p(x) είναι κάποιο
πολυώνυμο το οποίο δε διαιρείται από το x − ξ και, επομένως, p(ξ) 6= 0. Συνολικά,
λοιπόν, έχουμε ότι r(x) = (x−ξ)n−m p(x) p(x) p(ξ)
q(x) και, επειδή limx→ξ (x6=ξ) q(x) = q(ξ) 6= 0,
συνεπάγεται ½
0, αν n > m,
lim r(x) = p(ξ) , αν n = m,
x→ξ (x6=ξ) q(ξ)
και
p(ξ)
lim r(x) = · (+∞),
x→ξ (x6=ξ) q(ξ)
αν ο m − n είναι άρτιος φυσικός, ενώ
p(ξ) p(ξ)
lim r(x) = · (−∞), lim r(x) = · (+∞),
x→ξ− q(ξ) x→ξ+ q(ξ)
αν ο m − n είναι περιττός φυσικός.
3 2
Παράδειγμα: Για να υπολογίσουμε το limx→1 (x6=1) xx4−x −x+1
−2x2 +1 παρατηρούμε
κατ΄ αρχήν ότι ο αριθμός 1 είναι ρίζα του πολυωνύμου x4 −2x2 +1 και, επομένως, το
πολυώνυμο αυτό διαιρείται από το x − 1. Παραγοντοποιούμε είτε με τον αλγόριθμο
της ευκλείδειας διαίρεσης είτε, στην περίπτωση αυτή, πιο απλά: x4 − 2x2 + 1 =
(x2 − 1)2 = (x − 1)2 (x + 1)2 . Κατόπιν βλέπουμε ότι ο 1 είναι ρίζα και του
x3 − x2 − x + 1 οπότε το x − 1 διαιρεί και αυτό το πολυώνυμο. ΄Οπως πριν,
υπολογίζουμε: x3 − x2 − x + 1 = (x − 1)x2 − (x − 1) = (x − 1)(x2 − 1) =
3 2 (x−1)2 (x+1)
(x − 1)2 (x + 1). ΄Αρα xx4−x −x+1 1
−2x2 +1 = (x−1)2 (x+1)2 = x+1 για κάθε x 6= 1, −1.
x3 −x2 −x+1 1 1 1
Επομένως, limx→1 (x6=1) x4 −2x2 +1 = limx→1 (x6=1) x+1 = 1+1 = 2 .
3 2
Παράδειγμα: Για το limx→1 (x6=1) xx3+4x +x−6
−x2 −x+1 βλέπουμε ότι ο 1 είναι ρίζα του
x − x − x + 1 και, όπως πριν: x − x − x + 1 = (x − 1)2 (x + 1). Ο 1
3 2 3 2

είναι ρίζα και του x3 + 4x2 + x − 6 και παραγοντοποιούμε το x − 1 ως εξής:


x3 +4x2 +x−6 = x3 −x2 +5x2 −5x+6x−6 = (x−1)x2 +(x−1)5x+(x−1)6 = (x−
1)(x2 +5x+6). (Το x−1 δε διαιρεί το x2 +5x+6 διότι ο 1 δεν είναι ρίζα του.) ΄Αρα
x3 +4x2 +x−6 (x−1)(x2 +5x+6) 1 x2 +5x+6 3 2

x3 −x2 −x+1 = (x−1)2 (x+1) = x−1 x+1 . Τώρα: limx→1+ xx3+4x +x−6
−x2 −x+1 =
12 +5·1+6 x3 +4x2 +x−6 12 +5·1+6
(+∞) · 1+1 = +∞ και limx→1− x3 −x2 −x+1 = (−∞) · 1+1 = −∞.
x3 +4x2 +x−6
Επομένως, δεν υπάρχει το limx→1 (x6=1) x3 −x2 −x+1 .

Ask seic.
1. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → ±∞.
x2 + 1 x4 − x + 1
y = x4 − 4x3 , y= , y= ,
x3 − x2 + 1 −3x4 + x2 + 1

161
1 + x5 − x8 2 − 2x + x5
y= , y= .
1 + 2x2 1 − x2
2. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → 1± .
x2 − 2x + 1 x3 + 2x2 − x − 2
y = x2 + 2x, y= , y= ,
x+1 x4 − x3 + x2 − 1
x4 − x3 − 3x2 + 5x − 2 x+2
y= , y= 4 ,
x4 + x3 − 4x2 + x + 1 x − 2x3 + 2x2 − 2x + 1
x3 − x2 − x + 1
y= 5 .
x − 3x4 + 6x3 − 10x2 + 9x − 3
x2 +1
3. Υπολογίζοντας το κατάλληλο όριο, αποδείξτε ότι 0, 999 < x+1 < 1, 001
για κάθε x κοντά στον 1.

4.6 Dunˆmeic.
Το πεδίο ορισμού της y = xa , όπου a είναι οποιοσδήποτε αριθμός, περιέχει
τουλάχιστον το διάστημα (0, +∞). Το πρώτο όριο που θα αποδείξουμε είναι το

lim xa = ξ a (ξ > 0).


x→ξ (x6=ξ)

Κατ΄ αρχήν έστω a > 0. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε δ > 0
ώστε να είναι |xa − ξ a | < ² για κάθε x > 0 με 0 < |x − ξ| < δ. Η ανισότητα
|xa − ξ a | < ² είναι ισοδύναμη με την ξ a − ² < xa < ξ a + ². Αν ² < ξ a , τότε
1 1
η ανισότητα αυτή είναι ισοδύναμη με την (ξ a − ²) a < x < a
¡ (ξa + ²)1 , aοπότε 1το
a
¢
σύνολο των x > 0 που την ικανοποιούν είναι το διάστημα (ξ − ²) a , (ξ + ²) a .
Ο αριθμός ξ περιέχεται στο διάστημα αυτό, οπότε για να περιέχεται κάθε x > 0 με
0 < |x − ξ| < δ στο διάστημα αυτό πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ το πολύ ίσο με
την μικρότερη
© απόσταση του ξªαπό τα άκρα του διαστήματος αυτού, δηλαδή δ ≤
1 1
a
min ξ−(ξ −²) a , (ξ a +²) a −ξ . Αν ² ≥ ξ a , τότε η ανισότητα ξ a −² < xa < ξ a +²
1
είναι ισοδύναμη με την xa < ξ a + ² κι αυτή με την x¡< (ξ a + ²) a ,¢οπότε το σύνολο
1
a
των x > 0 που την ικανοποιούν είναι το διάστημα 0, (ξ + ²) a . Ο ξ περιέχεται
στο διάστημα αυτό, οπότε για να περιέχεται κάθε x > 0 με 0 < |x − ξ| < δ στο
1
διάστημα αυτό πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ (ξ a + ²) a − ξ. ΄Αρα σε κάθε
περίπτωση (για τον ²) υπάρχει κατάλληλη επιλογή του δ, οπότε αποδείχθηκε ότι
limx→ξ (x6=ξ) xa = ξ a .
1
Αν a < 0 (οπότε −a > 0), γράφουμε limx→ξ (x6=ξ) xa = limx→ξ (x6=ξ) x−a =
1 a
ξ −a = ξ .
Τέλος, αν a = 0, έχουμε απλώς: limx→ξ (x6=ξ) x0 = limx→ξ (x6=ξ) 1 = 1 = ξ 0 .
Τα όρια
( 0, αν a > 0,
lim xa = 1, αν a = 0,
x→0+
+∞, αν a < 0,

162
καθώς και τα
( +∞, αν a > 0,
a
lim x = 1, αν a = 0,
x→+∞
0, αν a < 0,

έχουν ήδη αποδειχθεί ως παραδείγματα.


Αν θέλουμε να μελετήσουμε το όριο limx→ξ (x6=ξ) xa με ξ < 0 καθώς και τα
όρια limx→−∞ xa και limx→0− xa , θα πρέπει το πεδίο ορισμού της y = xa να
περιέχει και το διάστημα (−∞, 0), δηλαδή ο a να είναι ρητός με ανάγωγη μορφή
a= m n στην οποία ο √n είναι περιττός φυσικός. Στην περίπτωση αυτή η συνάρτηση
γράφεται y = xa = ( n x)m και είναι φανερό ότι αρκεί
√ να μελετήσουμε τα διάφορα
όρια στην ειδική περίπτωση της συνάρτησης y = n x με περιττό φυσικό n.
Το πρώτο όριο είναι το
√ p
n
lim n
x= ξ (n περιττός φυσικός).
x→ξ (x6=ξ)

Αυτό είναι ειδική περίπτωση (με a = n1 ) του limx→ξ (x6=ξ) xa = ξ a , αλλά χωρίς
τον περιορισμό ξ > 0. Η απόδειξη είναι √ παρόμοια.
√ Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0
και θα βρούμε√ δ >√ 0 ώστε να είναι | n
x− n
ξ| < ²√για κάθε √x με 0 √
< |x−ξ| < δ. Η
ανισότητα
√ | n
x− n
ξ| <√² είναι ισοδύναμη με την n
ξ−² < n
x < n
ξ+² κι αυτή με
την ( n ξ −²)n < x < ( n ξ +²)n . ¡Δηλαδή
√ το σύνολο
√ των¢ x που ικανοποιούν αυτήν
την ανισότητα είναι το διάστημα ( n ξ − ²)n , ( n ξ + ²)n , το οποίο περιέχει τον ξ.
Επομένως, για να περιέχεται στο διάστημα
© √ αυτό κάθε√x με 0 < |x ª− ξ| < δ πρέπει
και αρκεί να επιλέξουμε δ√≤ min √ ξ − ( n
ξ − ²)n , ( n ξ + ²)n − ξ . Αποδείξαμε,
λοιπόν, ότι limx→ξ (x6=ξ) n x = ξ . n

Το δεύτερο από τα δυο όρια


√ √
lim n
x = −∞, lim n
x = +∞ (n περιττός φυσικός).
x→−∞ x→+∞

είναι ειδική περίπτωση (με a = n1 > 0) του limx→+∞ xa = +∞. Το πρώτο


όριο αποδεικνύεται με παρόμοιο τρόπο (με τα M και N ). Εδώ θα το αποδείξουμε
χρησιμοποιώντας√το δεύτερο όριο και την απλή αλλαγή μεταβλητής y = −x ως
√ √ √
εξής: limx→−∞ n x = limy→+∞ n −y = limy→+∞ (− n y) = − limy→+∞ n y =
−(+∞) = −∞.
Τέλος, απλώς καταγράφουμε και τα όρια
√ p
n
lim n
x= ξ (ξ > 0 και n άρτιος φυσικός)
x→ξ (x6=ξ)

και
√ √
lim n
x = 0, lim n
x = +∞ (n άρτιος φυσικός).
x→0+ x→+∞

1
Τα όρια αυτά είναι ειδικές περιπτώσεις (με a = n > 0) των αντίστοιχων ορίων της
y = xa .

163
Παράδειγμα:
√ (1) Κάνοντας την αλλαγή μεταβλητής y = x + 1, βρίσκουμε

limx→+∞ x + 1 = limy→+∞ y = +∞.
√ √
(2) Θα αποδείξουμε το limx→+∞ ( x + 1 − x) = 0.
Από το αποτέλεσμα του (1), φαίνεται ότι το όριο που θέλουμε να αποδείξουμε
εμπίπτει στην κατηγορία των απροσδιόριστων μορφών: (+∞) − (+∞). Γι αυτό
2
−b2
√ √
χρησιμοποιούμε τη γνωστή ισότητα a−b = aa+b για να γράψουμε x + 1− x =
(x+1)−x 1 √
√ √
x+1+ x
= √x+1+ x
, οπότε, χρησιμοποιώντας και το όριο του (1), υπολογίζουμε
√ √ 1 √ 1
limx→+∞ ( x + 1 − x) = limx→+∞ √x+1+ x
= (+∞)+(+∞) = 0.

Ask seic.
1. ΄Εχουν νόημα τα παρακάτω όρια;
6
√ 1

lim x 4 , lim x− 2
, lim x− 2 , lim x3+ 3
.
x→−∞ x→−1 (x6=−1) x→0− x→0−

2. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → +∞.


7 6 3 6 7 1
x 8 − 3x−2 + 2x 5 − 4 x 2 − 2x 5 + 1 x4 − x3
y= 6 9 , y= 4 , y= 15 .
x 5 − 2x 8 + 2 x + 4x 3 + 2 x2 + 3x 8

3. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.


¡ 1 1¢
√ ¡ 4 1¢
lim x 3 − 5x− 2 , lim x 2
, lim 2x 3 + x− 5 .
x→3 (x6=3) x→1 (x6=1) x→−1 (x6=−1)

4. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → 0± και x →


−∞.
1 1 2 2 1 2
y = x3 , y = x− 3 , y = x3 , y = x− 3 , y = 2x− 3 − x− 3 .

5. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.

1 1 x3a − 1
lim , lim , lim .
x→1± xa −1 x→1± (xa − 1)2 x→1± xa − 1

6. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια με κατάλληλες αλλαγές μεταβλητής.


r r q
p 3x2 − 7x + 1 √
lim x2 + 1, lim , lim x + x + x,
x→0 (x6=0) x→±∞ x2 + 1 x→+∞

r r ³
3 1 5 1 1 1 ´ 23
lim 1+ , lim 1+ − , lim 1− .
x→±∞ x x→0± x x2 x→1± x−1

164
7. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων καθώς x → +∞.
p √ ¡√ √ ¢ ¡p ¢
y = x2 + 1 − x, y = x x + 1 − x , y = x x2 + 1 − x ,
√ √ √3 ¡√ √ ¢
y = 3 x + 1 − 3 x , y = x2 3 x + 1 − 3 x ,
√ √ √ √ ¡√ √ √ ¢
y = x + 1 − 2 x + x − 1 , y = x3 x + 1 − 2 x + x − 1 .

8. ΄Εστω αριθμοί a, b, c με a > 0. Βρείτε αριθμούς A, B συναρτήσει των a, b, c


ώστε να ισχύει
¡p ¢
lim ax2 + bx + c − Ax − B = 0.
x→+∞

Αποδείξτε ότι με τις τιμές των A, B που βρήκατε ισχύει


¡p ¢ 4ac − b2
lim x ax2 + bx + c − Ax − B = √ .
x→+∞ 8a a

4.7 Ekjetik  kai logarijmik  sunˆrthsh.


Θα μελετήσουμε τώρα τα όρια της εκθετικής συνάρτησης y = ax , όπου a > 0.
Το πεδίο ορισμού της y = ax είναι το (−∞, +∞). Κατ΄ αρχήν ισχύει το:

lim ax = aξ .
x→ξ (x6=ξ)

΄Εστω a > 1. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε δ > 0 ώστε να


είναι |ax − aξ | < ² για κάθε x με 0 < |x − ξ| < δ. Η ανισότητα |ax − aξ | < ² είναι
ισοδύναμη με την aξ − ² < ax < aξ + ². Αν ² < aξ , τότε η τελευταία ανισότητα
είναι ισοδύναμη με την loga (aξ − ²) < x ξ
¡ < logaξ (a + ²), οπότε το¢ σύνολο των x
που την ικανοποιούν είναι το διάστημα loga (a − ²), loga (aξ + ²) . Το διάστημα
αυτό περιέχει τον ξ, οπότε για©να περιέχει κάθε x με 0 < |x − ξ|ª< δ πρέπει και
αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ min ξ − loga (aξ − ²), loga (aξ + ²) − ξ . Αν ² ≥ aξ ,
τότε η aξ − ² < ax < aξ + ² είναι ισοδύναμη με την ax < aξ + ² κι αυτή με την
ξ
x
¡ < loga (a +ξ ²), οπότε
¢ το σύνολο των x που την ικανοποιούν είναι το διάστημα
− ∞, loga (a + ²) . Το διάστημα αυτό περιέχει τον ξ, οπότε για να περιέχει
κάθε x με 0 < |x − ξ| < δ πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤ loga (aξ + ²) − ξ.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι για κάθε ² > 0 υπάρχει κατάλληλη επιλογή του δ και,
επομένως, limx→ξ (x6=ξ) ax = aξ .
Αν 0 < a < 1 (οπότε a1 > 1), γράφουμε limx→ξ (x6=ξ) ax = limx→ξ (x6=ξ) ( 11)x =
a
1
1 ξ
(a )
= aξ .
Τέλος, αν a = 1, έχουμε limx→ξ (x6=ξ) 1x = limx→ξ (x6=ξ) 1 = 1 = 1ξ .

Το επόμενο όριο είναι το


( +∞ , αν a > 1,
x
lim a = 1, αν a = 1,
x→+∞
0, αν 0 < a < 1.

165
΄Εστω a > 1. Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και θα βρούμε N > 0 ώστε
να είναι ax > M για κάθε x > N . Η ανισότητα ax > M είναι ισοδύναμη με
την x > loga M , οπότε το σύνολο των x που την ικανοποιούν είναι το διάστημα
(loga M, +∞). Είναι φανερό ότι πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε N ≥ loga M ώστε
κάθε x > N να περιέχεται στο (loga M, +∞). ΄Αρα είναι limx→+∞ ax = +∞.
Αν 0 < a < 1 (οπότε a1 > 1), τότε limx→+∞ ax = limx→+∞ ( 11)x = +∞ 1
= 0.
a
x
Τέλος, αν a = 1, τότε limx→+∞ 1 = limx→+∞ 1 = 1.

Τέλος:
(0, αν a > 1,
lim ax = 1, αν a = 1,
x→−∞
+∞ , αν 0 < a < 1.

Τα όρια αυτά μπορούν να αποδειχθούν βάσει των ορισμών, όπως και τα αμέσως
προηγούμενα όρια. Προτιμάμε, όμως, να τα αποδείξουμε χρησιμοποιώντας τα προ-
ηγούμενα όρια και την αλλαγή μεταβλητής y = −x. Για παράδειγμα, αν a > 1,
τότε limx→−∞ ax = limy→+∞ a−y = limy→+∞ a1y = +∞ 1
= 0. Η απόδειξη είναι
το ίδιο απλή, αν a = 1 ή 0 < a < 1.

Για τα όρια της λογαριθμικής συνάρτησης έχουμε τα παρακάτω αποτελέσματα.


Θεωρούμε για οποιοδήποτε a > 0, a 6= 1 την y = loga x με πεδίο ορισμού το
(0, +∞). Το πρώτο όριο είναι το:

lim loga x = loga ξ (ξ > 0).


x→ξ (x6=ξ)

΄Εστω a > 1. Παίρνουμε οποιονδήποτε ² > 0 και θα βρούμε δ > 0 ώστε να


είναι | loga x − loga ξ| < ² για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = loga x (δηλαδή
για κάθε x > 0) με 0 < |x − ξ| < δ. Η | loga x − loga ξ| < ² είναι ισοδύναμη με
την loga ξ − ² < loga x < loga ξ + ² κι αυτή με την ξa−² < x < ξa¡² . ΄Αρα το ¢
σύνολο των x που ικανοποιούν την ανισότητα αυτή είναι το διάστημα ξa−² , ξa² .
Ο ξ ©περιέχεται στο διάστημαª αυτό, οπότε πρέπει και αρκεί να επιλέξουμε δ ≤
−² ²
min
¡ −² ξ − ξa
¢ , ξa − ξ ώστε κάθε x > 0 με 0 < |x − ξ| < δ να περιέχεται στο
²
ξa , ξa . ΄Αρα είναι limx→ξ (x6=ξ) loga x = loga ξ.
Αν 0 < a < 1, τότε είναι limx→ξ (x6=ξ) loga x = limx→ξ (x6=ξ) (− log a1 x) =
− log a1 ξ = loga ξ διότι a1 > 1.

Για το όριο καθώς x → +∞ ισχύει:


½
+∞ , αν 1 < a,
lim loga x =
x→+∞ −∞ , αν 0 < a < 1.

΄Εστω a > 1. Παίρνουμε οποιονδήποτε M > 0 και θα βρούμε N > 0 ώστε


να είναι loga x > M για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = loga x (δηλαδή για
κάθε x > 0) με x > N . Η loga x > M είναι ισοδύναμη με την x > aM , οπότε
το σύνολο των x που την ικανοποιούν είναι το διάστημα (aM , +∞). ΄Αρα πρέπει

166
και αρκεί να επιλέξουμε N ≥ aM ώστε κάθε x > N να περιέχεται στο (aM , +∞).
Επομένως, είναι limx→+∞ loga x = +∞.
Αν 0 < a < 1, τότε limx→+∞ loga x = limx→+∞ (− log a1 x) = −(+∞) = −∞.

Τέλος:
½
−∞ , αν 1 < a,
lim loga x =
x→0+ +∞ , αν 0 < a < 1.

Τώρα θα χρησιμοποιήσουμε τα αμέσως προηγούμενα όρια και την αλλαγή


μεταβλητής y = x1 . Αν a > 1, γράφουμε limx→0+ loga x = limy→+∞ loga y1 =
limy→+∞ (− loga y) = − limy→+∞ loga y = −(+∞) = −∞. Η απόδειξη είναι
παρόμοια, αν 0 < a < 1.

Αξίζει να γράψουμε ξεχωριστά τα όρια αυτής της ενότητας στην περίπτωση


a = e, δηλαδή για τη συνήθη εκθετική και τη συνήθη λογαριθμική συνάρτηση:

lim ex = eξ , lim ex = 0, lim ex = +∞


x→ξ (x6=ξ) x→−∞ x→+∞

και
lim log x = log ξ (ξ > 0), lim log x = −∞, lim log x = +∞.
x→ξ (x6=ξ) x→0+ x→+∞

Ask seic.
1. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω συναρτήσεων όταν x → +∞.
e2x + ex + 1
y = ex − e2x + 2, y= , y = (log x)2 − log x,
2e2x − ex + 2
1 + 2(log x)2
y= .
2 + log x + (log x)3
2. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.
1 1 e2x − 1
lim , lim , lim ,
x→0± ex −1 x→0± (ex − 1)2 x→0± ex − 1

log(2x) 1 1
lim , lim , lim .
x→0+ log(3x) x→1± log x x→1± (log x)2
3. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια με κατάλληλες αλλαγές μεταβλητής.
x
1 1 1 ex + e 2 + 1
lim ex , lim e1− x , lim e x , lim x ,
x→2 (x6=2) x→0± x→±∞ x→+∞ 2ex − e 3 + 2

lim log(x + 1), lim log(x2 − x + 1), lim log(x3 + 1),


x→+∞ x→±∞ x→1 (x6=1)
¡ ¢ ex
lim log(x + 1) − log x , lim log x .
x→+∞ x→±∞ e +1
2

167
4. Θεωρήστε τις υπερβολικές συναρτήσεις

y = cosh x, y = sinh x, y = tanh x, y = coth x

και υπολογίστε τα όριά τους σε κάθε περίπτωση: limx→ξ (x6=ξ) , limx→±∞ .


Προσέξτε την ειδική περίπτωση limx→0± coth x.

4.8 Trigwnometrikèc sunart seic.


Ιδού μια πολύ χρήσιμη ανισότητα για τη συνάρτηση y = sin x.

| sin x| ≤ |x|.

Σχήμα 4.9: μήκος του ΜΕ < μήκος τόξου ΜΑ < μήκος του ΔΑ.

'Estw 0 < x < π2 kai M to shmeÐo tou trigwnometrikoÔ kÔklou pou antistoiqeÐ ston x.
Fèrnoume thn kˆjeth ME sthn orizìntia diˆmetro A'OA, opìte to tìxo AM èqei m koc x kai
to eujÔgrammo tm ma ME èqei m koc sin x. JewroÔme kai to summetrikì M' tou M wc proc
thn orizìntia diˆmetro, opìte to m koc tou euj. tm matoc MM' eÐnai 2 sin x kai to tìxo MM'
èqei m koc 2x. 'Ara 0 < 2 sin x < 2x, opìte 0 < sin x < x kai, epomènwc, | sin x| ≤ |x|.
An − π2 < x < 0, tìte eÐnai 0 < −x < π2 , opìte 0 < sin(−x) < −x, opìte x < sin x < 0
kai, epomènwc, | sin x| ≤ |x|. An x = 0, h anisìthta isqÔei wc isìthta 0 = 0.
Tèloc, an |x| ≥ π2 , tìte eÐnai | sin x| ≤ 1 < π2 ≤ |x|.

Τώρα, από τη γνωστή ισότητα cos x − cos ξ = −2 sin x−ξ sin x+ξ
2 συνεπάγεται
¯ ¯¯ ¯ ¯ ¯ ¯ x−ξ2¯
¯ x−ξ ¯¯ x+ξ ¯ ¯ x−ξ ¯ ¯ ¯
| cos x − cos ξ| = 2 sin 2 sin 2 ≤ 2 sin 2 ≤ 2 2 = |x − ξ|. Παίρνουμε
οποιονδήποτε ² > 0 και επιλέγουμε δ = ². Είναι προφανές ότι για κάθε x στο
πεδίο ορισμού της y = cos x (δηλαδή για κάθε x) με 0 < |x − ξ| < δ είναι
| cos x − cos ξ| ≤ |x − ξ| < δ = ², δηλαδή | cos x − cos ξ| < ². ΄Αρα

lim cos x = cos ξ.


x→ξ (x6=ξ)

168
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από την sin x−sin ξ = 2 sin x−ξ x+ξ
2 cos 2 αποδεικνύ-
ουμε ότι | sin x − sin ξ| ≤ |x − ξ| και, επομένως,

lim sin x = sin ξ.


x→ξ (x6=ξ)

Από τα δυο αυτά όρια και από τον κανόνα του λόγου ορίων βλέπουμε ότι, αν
cos ξ 6= 0, δηλαδή αν ξ 6= π2 + ακέραιο πολλαπλάσιο του π, τότε
³ π ´
lim tan x = tan ξ ξ 6= + ακέραιο πολλαπλάσιο του π .
x→ξ (x6=ξ) 2

Επίσης, αν sin ξ 6= 0, δηλαδή αν ξ 6= ακέραιο πολλαπλάσιο του π, τότε


¡ ¢
lim cot x = cot ξ ξ 6= ακέραιο πολλαπλάσιο του π .
x→ξ (x6=ξ)

Ας δούμε τι ισχύει για τους ξ που εξαιρέθηκαν. Αν ξ = π2 + ακέραιο πολλλαπλά-


σιο του 2π, τότε limx→ξ (x6=ξ) sin x = sin ξ = 1 ενώ limx→ξ (x6=ξ) cos x = cos ξ = 0
και, συγχρόνως, είναι cos x > 0, αν ο x είναι κοντά στον ξ και < ξ, και cos x < 0,
αν ο x είναι κοντά στον ξ και > ξ. Συνεπάγεται ότι limx→ξ− cos1 x = +∞ και
limx→ξ+ cos1 x = −∞. Και τα τρία όρια που υπολογίσαμε αλλάζουν πρόσημο, αν
ξ = − π2 + ακέραιο πολλλαπλάσιο του 2π, οπότε από τον κανόνα γινομένου:

³ π ´
lim tan x = +∞, lim tan x = −∞ ξ = + ακέραιο πολλαπλάσιο του π .
x→ξ− x→ξ+ 2

Με τον ίδιο τρόπο αποδεικνύεται ότι


¡ ¢
lim cot x = −∞, lim cot x = +∞ ξ = ακέραιο πολλαπλάσιο του π .
x→ξ− x→ξ+

Αυτά τα τελευταία όρια συμφωνούν με την περιγραφή των γραφημάτων των


y = tan x και y = cot x που έχουμε κάνει και, ειδικώτερα, με το ότι οι ευθείες x =
π
2 + ακέραιο πολλλαπλάσιο του π είναι κατακόρυφες ασύμπτωτες του γραφήματος
της y = tan x και οι ευθείες x = ακέραιο πολλλαπλάσιο του π είναι κατακόρυφες
ασύμπτωτες του γραφήματος της y = cot x.

Παράδειγμα: Είναι απλό να δει κανείς ότι τα limx→±∞ cos x και limx→±∞ sin x
δεν υπάρχουν.
Αν εμπιστευτούμε τα γραφήματα των συναρτήσεων αυτών όπως τα έχουμε
σχεδιάσει, παρατηρούμε ότι καθώς x → ±∞ οι αντίστοιχοι y = cos x και y = sin x
ταλαντώνονται περιοδικά, καλύπτοντας όλο το εύρος τιμών ανάμεσα στις τιμές −1
και 1 χωρίς, επομένως, να πλησιάζουν κάποιο συγκεκριμένο αριθμό.
΄Ενας αυστηρότερος τρόπος να αποδείξουμε το ίδιο αποτέλεσμα είναι να πάρου-
με την ακολουθία (πn) η οποία αποκλίνει στο +∞ και όλοι οι όροι της περιέ-
χονται στο ¡πεδίο ορισμού
¢ ¡ της y¢ = cos x και να παρατηρήσουμε ότι η αντίστοιχη
ακολουθία cos(πn) = (−1)n δεν έχει όριο. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει

169
¡ ¢
το limx→+∞ cos x. Εργαζόμενοι με τον ίδιο τρόπο με την ακολουθία π2 + πn ,
αποδεικνύουμε ότι δεν υπάρχει το limx→+∞ sin x και με τις αντίθετες ακολουθίες
αποδεικνύουμε ότι δεν υπάρχουν τα όρια καθώς x → −∞.

Αξίζει να αποδείξουμε ακόμα δυο πολύ χρήσιμα όρια:


sin x 1 − cos x 1
lim = 1, lim 2
= .
x→0 (x6=0) x x→0 (x6=0) x 2

Παρατηρήστε ότι και τα δύο αυτά όρια εντάσσονται στην κατηγορία των απροσ-
διόριστων μορφών 00 .
Κατ΄ αρχήν αποδεικνύουμε την ανισότητα
³ π´
|x| ≤ | tan x| |x| < .
2
An 0 < x < π2 , paÐrnoume ston trigwnometrikì kÔklo to shmeÐo M pou antistoiqeÐ ston x
kai proekteÐnoume thn OM mèqri na sunant sei sto shmeÐo D thn eujeÐa pou eÐnai kˆjeth sthn
orizìntia diˆmetro A'OA sto shmeÐo A. Tìte to m koc tou tìxou AM eÐnai x kai to m koc tou
euj. tm matoc AD eÐnai tan x. To embadìn tou trig¸nou OAD eÐnai Ðso me 12 · 1 · tan x kai to
embadìn tou kuklikoÔ tomèa OAM eÐnai Ðso me x2 (diìti to embadìn tou kÔklou eÐnai Ðso me π
x
en¸ to embadìn tou tomèa eÐnai analogikˆ Ðso me 2π · π .) SugkrÐnontac ta embadˆ, blèpoume
ìti 0 < x < tan x opìte |x| < | tan x|.
π π
An − 2 < x < 0, tìte eÐnai 0 < −x < 2 , opìte 0 < −x < tan(−x), opìte |x| < | tan x|.
Tèloc, an x = 0, h anisìthta isqÔei wc isìthta 0 = 0.

Συνδυάζοντας τις ανισότητες | sin x| ≤ |x| και |x| ≤ | tan x|, βλέπουμε εύκολα
ότι ισχύει cos x ≤ sinx x ≤ 1 για κάθε x στην ένωση (− π2 , 0) ∪ (0, π2 ). Επειδή
limx→0 (x6=0) cos x = cos 0 = 1, από την ιδιότητα παρεμβολής συνεπάγεται ότι
limx→0 (x6=0) sinx x = 1.
³ x ´2
2 sin2 x sin 2
Για το δεύτερο όριο γράφουμε 1−cos
x2
x
= x2 2 = 12 x . Τώρα, κάνουμε
2
x
sin sin y
την αλλαγή μεταβλητής y = x2 , οπότε limx→0 (x6=0) x
2
= limy→0 (y6=0) y = 1.
2
΄Αρα limx→0 (x6=0) 1−cos
x2
x
= 1
2
2
·1 = 1
2 .

Παράδειγμα: Για το limx→0 (x6=0) tanx


x
γράφουμε tan
x
x
= sin x
x · cos1 x και, ε-
tan x sin x 1
πομένως, limx→0 (x6=0) x = limx→0 (x6=0) x · limx→0 (x6=0) cos x = 1 · 1 = 1.
sin(3x)
Παράδειγμα: Για να υπολογίσουμε το limx→0 (x6=0) sin(2x) παρατηρούμε ότι
sin(3x)
sin(3x) 3 sin(3x)
sin(2x) = 2 · 3x
sin(2x) . Θα υπολογίσουμε τα δυο όρια limx→0 (x6=0) 3x και
2x

limx→0 (x6=0) sin(2x)


2xξεχωριστά.
Με την αλλαγή μεταβλητής y = 3x αποδεικνύεται ότι limx→0 (x6=0) sin(3x)
3x =
sin y sin(2x)
limy→0 (y6=0) y = 1. Με το ίδιο τρόπο αποδεικνύεται ότι limx→0 (x6=0) 2x =
sin y sin(3x) 3 1 3
limy→0 (y6=0) y = 1. Επομένως, limx→0 (x6=0) sin(2x) = 2 · 1 = 2 .

170
Ask seic.
1. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια με κατάλληλες αλλαγές μεταβλητής.
sin(3x) tan(3x) 1 − cos(13x)
lim , lim , lim ,
x→0 (x6=0) x x→0 (x6=0) x x→0 (x6=0) (sin(7x))2

cos(8x) − cos(15x) sin x cos x


lim , lim , lim π π ,
x→0 (x6=0) x2 x→π (x6=π) x − π x→ 2 (x6= 2 ) x − 2
π

sin(3x) ³ 1´ ³ ³ 1 ´´
lim , lim x sin , lim x2 1 − cos .
x→π (x6=π) sin x x→±∞ x x→±∞ x
( 0, αν a > −1,
2. Αποδείξτε ότι limx→0+ (xa sin x) = 1, αν a = −1,
+∞, αν a < −1.
3. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει το limx→+∞ sin x, αποδείξτε με κατάλληλη
αλλαγή μεταβλητής ότι δεν υπάρχει το limx→0+ sin x1 .
Θεωρήστε την y = sin x1 στο (0, +∞). Βρείτε όλες τις λύσεις των εξισώσεων
sin x1 = 1 και sin x1 = −1 στο (0, +∞). Παρατηρήστε ότι οι λύσεις των
εξισώσεων αυτών ορίζουν άπειρα διαδοχικά υποδιαστήματα του (0, +∞) τα
οποία «συσσωρεύονται» στον 0 και στα οποία η y = sin x1 είναι εναλλάξ
γνησίως αύξουσα και γνησίως φθίνουσα.
Με τη βοήθεια των προηγούμενων παρατηρήσεων σχεδιάστε το γράφημα της
y = sin x1 που αντιστοιχεί στο (0, +∞) και επαληθεύστε ότι δεν υπάρχει το
limx→0+ sin x1 .
4. Αν a > 0, αποδείξτε με σύγκριση ορίων ότι limx→0+ xa sin x1 = 0.
Αν a ≤ 0, αποδείξτε, χρησιμοποιώντας κατάλληλες ακολουθίες, ότι δεν
υπάρχει το limx→0+ xa sin x1 .

4.9 Monìtonec sunart seic.


΄Εστω ότι η y = f (x) είναι αύξουσα σε κάποιο ανοικτό διάστημα (a, ξ). Είναι
σαφές (ειδικά, αν σχεδιάσουμε πρόχειρα το γράφημα μιας τέτοιας συνάρτησης) ότι,
καθώς ο x αυξάνει στο διάστημα (a, ξ) πλησιάζοντας απεριόριστα τον ξ, υπάρχουν
δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο ενδεχόμενο είναι να μεγαλώνει απεριόριστα ο αντί-
στοιχος f (x), δηλαδή να ισχύει y = f (x) → +∞ καθώς x → ξ− . Το δεύτερο
ενδεχόμενο είναι να υπάρχει κάποιο άνω φράγμα για τον αντίστοιχο f (x), δηλαδή
κάποιος αριθμός u ώστε να ισχύει f (x) ≤ u για κάθε x στο (a, ξ). Σ΄ αυτή την
περίπτωση είναι φανερό ότι ο f (x) πλησιάζει απεριόριστα κάποιον συγκεκριμένο
αριθμό η, δηλαδή y = f (x) → η καθώς x → ξ− . Σε κάθε περίπτωση συμπεραί-
νουμε ότι υπάρχει το αριστερό πλευρικό όριο και είναι είτε limx→ξ− f (x) = η είτε
limx→ξ− f (x) = +∞.
Με τη βοήθεια πρόχειρων γραφημάτων μπορούμε εύκολα να επεκτείνουμε το
προηγούμενο συμπέρασμα σε κάθε περίπτωση: (i) διάστημα (a, ξ) ή (a, +∞),

171
συνάρτηση y = f (x) αύξουσα ή φθίνουσα στο διάστημα αυτό και αριστερό πλευρικό
όριο στο ξ ή στο +∞ και (ii) διάστημα (ξ, b) ή (−∞, b), συνάρτηση y = f (x)
αύξουσα ή φθίνουσα στο διάστημα αυτό και δεξιό πλευρικό όριο στο ξ ή στο −∞.

Σχήμα 4.10: Αύξουσες συναρτήσεις με άνω φράγμα και χωρίς άνω φράγμα.

Θεώρημα 4.1 (1) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι αύξουσα σε κάποιο ανοικτό διάστη-
μα. Τότε το αριστερό πλευρικό της όριο στο δεξιό άκρο του διαστήματος υπάρχει
και είναι (i) αριθμός, αν η y = f (x) είναι άνω φραγμένη στο διάστημα και (ii) +∞,
αν η y = f (x) δεν είναι άνω φραγμένη στο διάστημα. Επίσης, το δεξιό πλευρικό
της όριο στο αριστερό άκρο του διαστήματος υπάρχει και είναι (i) αριθμός, αν η
y = f (x) είναι κάτω φραγμένη στο διάστημα και (ii) −∞, αν η y = f (x) δεν είναι
κάτω φραγμένη στο διάστημα.
(2) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι φθίνουσα σε κάποιο ανοικτό διάστημα. Τότε το
αριστερό πλευρικό της όριο στο δεξιό άκρο του διαστήματος υπάρχει και είναι (i)
αριθμός, αν η y = f (x) είναι κάτω φραγμένη στο διάστημα και (ii) −∞, αν η
y = f (x) δεν είναι κάτω φραγμένη στο διάστημα. Επίσης, το δεξιό πλευρικό
της όριο στο αριστερό άκρο του διαστήματος υπάρχει και είναι (i) αριθμός, αν η
y = f (x) είναι άνω φραγμένη στο διάστημα και (ii) +∞, αν η y = f (x) δεν είναι
άνω φραγμένη στο διάστημα.
Το Θεώρημα 4.1 είναι ιδιαίτερα σημαντικό· τόσο όσο και το αντίστοιχο Θεώρη-
μα 2.1 για μονότονες ακολουθίες. Μας επιτρέπει να συμπεράνουμε την ύπαρξη
πλευρικού ορίου συνάρτησης με μοναδικό δεδομένο τη μονοτονία της.

Παράδειγμα: Με τη βοήθεια του Θεωρήματος 4.1 μπορούμε να μελετήσουμε


με διαφορετικό τρόπο κάποια ήδη γνωστά όρια.
Για παράδειγμα, αν a > 0, μπορούμε να αποδείξουμε τα limx→+∞ xa = +∞
και limx→0+ xa = 0 με δεδομένο ότι η y = xa είναι αύξουσα στο (0, +∞). Η
μονοτονία εξασφαλίζει την ύπαρξη των δύο ορίων καθώς και ότι το πρώτο όριο
είναι είτε αριθμός είτε +∞ και ότι το δεύτερο όριο είναι είτε αριθμός είτε −∞.

172
΄Εστω (για να καταλήξουμε σε άτοπο) ότι το πρώτο όριο είναι αριθμός η,
δηλαδή ότι limx→+∞ xa = η. Με μια απλή αλλαγή μεταβλητής υπολογίζουμε ότι
limx→+∞ (2x)a = limy→+∞ y a = η. ΄Αρα η = limx→+∞ (2x)a = limx→+∞ (2a xa )
= 2a limx→+∞ xa = 2a η και, επομένως, η = 2a η. Συνεπάγεται η = 0 αλλά
αυτό είναι αδύνατο διότι για κάθε x ≥ 1 ισχύει xa ≥ 1a = 1 και, επομένως,
η = limx→+∞ xa ≥ limx→+∞ 1 = 1. ΄Αρα το πρώτο όριο είναι +∞.
Με τον ίδιο τρόπο αποδεικνύεται ότι το δεύτερο όριο είναι 0. Πράγματι, επειδή
είναι xa > 0 για κάθε x > 0, συνεπάγεται ότι limx→0+ xa ≥ limx→0+ 0 = 0 και,
επομένως, το δεύτερο όριο είναι αριθμός μη αρνητικός: limx→0+ xa = η ≥ 0. Με
την ίδια αλλαγή μεταβλητής βρίσκουμε ότι limx→0+ (2x)a = limy→0+ y a = η. ΄Αρα
η = limx→0+ (2x)a = limx→0+ (2a xa ) = 2a η και, επομένως, η = 2a η. ΄Αρα η = 0.

Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = (1 + x1 )x με πεδίο ορισμού το (0, +∞).


Η συνάρτηση αυτή είναι αύξουσα αλλά είναι αρκετά περίπλοκο να το αποδείξου-
με με τις μέχρι τώρα γνώσεις μας. Θα το αποδείξουμε αργότερα με την βοήθεια
των παραγώγων. Αν, όμως, υποθέσουμε τη μονοτονία της συνάρτησης αυτής,
τότε εξασφαλίζεται η ύπαρξη του ορίου limx→+∞ (1 + x1 )x καθώς και το ότι αυτό
είναι είτε αριθμός είτε +∞. Αν θεωρήσουμε και την ακολουθία (n) ¡ τότε, επειδή
¢
αυτή αποκλίνει στο +∞, συνεπάγεται ότι η αντίστοιχη ακολουθία (1 + n1 )n έχει
το ίδιο όριο με τη συνάρτηση. ΄Ομως, το όριο της ακολουθίας αυτής το έχουμε
ονομάσει e και, επομένως,
³ 1 ´x
lim 1+ = e.
x→+∞ x
Υπάρχει, όμως, το εξής λεπτό σημείο που ακυρώνει τον συλλογισμό που κάναμε
για την απόδειξη του limx→+∞ (1 + x1 )x = e : δυστυχώς, η απόδειξη του ότι η
y = (1 + x1 )x είναι αύξουσα χρησιμοποιεί την παράγωγο της συνάρτησης αυτής
και ο τύπος της παραγώγου αποδεικνύεται χρησιμοποιώντας το όριο αυτό!! Για
να αποφευχθεί αυτός ο λογικός κύκλος είτε πρέπει να αποδειχθεί με άλλο τρόπο
η μονοτονία της συνάρτησης (που θα αποφύγουμε) είτε πρέπει να αποδειχθεί με
άλλο τρόπο το όριο.

IdoÔ mia (ègkurh!) apìdeixh tou limx→+∞ (1 + x1 )x = e.


GnwrÐzoume to ìrio akoloujÐac lim(1 + n1 )n = e. Apì autì eÔkola paÐrnoume kai ta
1 )n+1
(1+ n+1
1 e 1 n+1
(epÐshc, ìria akolouji¸n) lim(1 + n+1
)n = lim 1
1+ n+1
= 1
= e kai lim(1 + n
) =
1 n 1
lim(1 + n
) (1 + n= e · 1 = e. PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei fusikìc n0 ¸ste
) 0
1
na eÐnai e − ² < (1 + n+1
)n < e + ² gia kˆje n ≥ n0 0 kai upˆrqei fusikìc n0 00 ¸ste na eÐnai
1 n+1
e − ² < (1 + n ) < e + ² gia kˆje n0 00 . OrÐzoume ton (fusikì) N = max{n0 0 , n0 00 }, opìte
1 1 n+1
eÐnai N ≥ n0 kai N ≥ n0 00 . 'Ara eÐnai e−² < (1+ n+1
0 )n < e+² kai e−² < (1+ n ) < e+²
gia kˆje fusikì n ≥ N . Tìte gia kˆje (ìqi kat' anˆgkh fusikì) x > N sunepˆgetai [x] ≥ N ,
¡ 1
¢[x] ¡ ¢[x]+1
opìte e − ² < 1 + [x]+1 ≤ (1 + x1 )x ≤ 1 + [x]
1
< e + ². 'Eqoume, loipìn, apodeÐxei
ìti
¯ gia opoiod pote
¯ ² > 0 upˆrqei N > 0 ¸ste na eÐnai e − ² < (1 + x1 )x < e + ²  , isodÔnama,
¯(1 + ) − e¯ < ² gia kˆje x > N . 'Ara eÐnai limx→+∞ (1 + 1 )x = e.
1 x
x x

Αξίζει να δούμε πιο προσεκτικά την περίπτωση που η y = f (x) είναι αύξουσα
σε ολόκληρη την ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b). Αν πάρουμε οποιονδήποτε x0 στο διάστημα

173
(ξ, b), τότε για κάθε x00 στο διάστημα (a, ξ) είναι f (x00 ) ≤ f (x0 ). Δηλαδή ο f (x0 )
είναι άνω φράγμα της y = f (x) στο (a, ξ), οπότε, σύμφωνα με το Θεώρημα 4.1,
υπάρχει το πλευρικό όριο limx00 →ξ− f (x00 ) και είναι αριθμός. Από την ανισότητα
f (x00 ) ≤ f (x0 ) συνεπάγεται limx00 →ξ− f (x00 ) ≤ f (x0 ) για κάθε x0 στο διάστημα
(ξ, b). Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός limx00 →ξ− f (x00 ) είναι κάτω φράγμα της y =
f (x) στο διάστημα (ξ, b), οπότε υπάρχει το πλευρικό όριο limx0 →ξ+ f (x0 ) και είναι
αριθμός. Τέλος, από την ανισότητα limx00 →ξ− f (x00 ) ≤ f (x0 ) συνεπάγεται ότι
limx00 →ξ− f (x00 ) ≤ limx0 →ξ+ f (x0 ). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι:

Αν η y = f (x) είναι αύξουσα στην (a, ξ) ∪ (ξ, b), τότε υπάρχουν τα


limx→ξ− f (x) και limx→ξ+ f (x) και ισχύει limx→ξ− f (x) ≤ limx→ξ+ f (x).
Ο μη αρνητικός αριθμός limx→ξ+ f (x) − limx→ξ− f (x) ονομάζεται πήδημα
της συνάρτησης (από τα αριστερά προς τα δεξιά) στον ξ.

Παράδειγμα: Είναι προφανές ότι η αύξουσα συνάρτηση y = [x] παρουσιάζει


πήδημα ίσο με 1 σε κάθε ακέραιο ξ και πήδημα ίσο με 0 σε κάθε μη ακέραιο ξ.

Ανάλογο αποτέλεσμα ισχύει και όταν η y = f (x) είναι φθίνουσα στην ένωση
(a, ξ) ∪ (ξ, b).

Αν η y = f (x) είναι φθίνουσα στην (a, ξ) ∪ (ξ, b), τότε υπάρχουν τα


limx→ξ− f (x) και limx→ξ+ f (x) και ισχύει limx→ξ− f (x) ≥ limx→ξ+ f (x).
Ο μη θετικός αριθμός limx→ξ+ f (x) − limx→ξ− f (x) ονομάζεται πήδημα
της συνάρτησης (από τα αριστερά προς τα δεξιά) στον ξ.

Σχήμα 4.11: Πήδημα στον ξ, πήδημα στον ξ από τα αριστερά του, πήδημα στον ξ
από τα δεξιά του.

Το πήδημα μιας συνάρτησης σε κάποιο σημείο ορίζεται και σε γενικότερες


καταστάσεις όπου η συνάρτηση δεν είναι ανάγκη να είναι μονότονη. Αν η y =
f (x) ορίζεται σε κάποια ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b) και αν υπάρχουν τα πλευρικά ό-
ρια limx→ξ± f (x), τότε ονομάζουμε πήδημα της συνάρτησης στον ξ τη
διαφορά limx→ξ+ f (x) − limx→ξ− f (x). Αν η συνάρτηση ορίζεται επιπλέον και
στο σημείο ξ, ονομάζουμε πήδημα στον ξ από τα δεξιά του τη διαφορά
limx→ξ+ f (x) − f (ξ) και πήδημα στον ξ από τα αριστερά του τη διαφορά
f (ξ) − limx→ξ− f (x). Τέλος, αν η συνάρτηση ορίζεται στο [ξ, b) και δεν ορίζε-

174
ται στο (a, ξ), τότε πήδημα στον ξ είναι η διαφορά limx→ξ+ f (x) − f (ξ) και, αν
η συνάρτηση ορίζεται στο (a, ξ] και δεν ορίζεται στο (ξ, b), τότε πήδημα στον ξ
είναι η διαφορά f (ξ) − limx→ξ− f (x). Σε όλες τις περιπτώσεις προϋποτίθεται ότι
υπάρχουν τα ανάλογα πλευρικά όρια στον ξ.

Ask seic.
1. Με κατάλληλη αλλαγή μεταβλητής αποδείξτε ότι
³ y ´x
lim 1 + = ey
x→+∞ x
για κάθε y, διακρίνοντας περιπτώσεις: y > 0, y = 0, y < 0.
2. Υπολογίστε κάθε είδους πήδημα στον 0 των παρακάτω συναρτήσεων.
½
2 1 |x| x2 , αν x 6= 0,
y=x , y= , y= , y=
x x 1, αν x = 0,

½  x2 , αν x < 0,
x, αν x ≤ 0,
y = 1 , αν x > 0, y = 1, αν x = 0,
x 
x − 1, αν x > 0.

3. Σχεδιάζοντας τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων, υπολογίστε τα


πηδήματά τους σε κάθε ξ.
1 ¯ 1 ¯¯
¯
y = x − [x], y = x − [x] − , y = ¯x − [x] − ¯.
2 2

4. Από την ισότητα loga (ax) = 1 + loga x και χρησιμοποιώντας τη μονοτονία


της y = loga x, βρείτε με δεύτερο τρόπο τα ήδη γνωστά όριά της καθώς
x → +∞ και x → 0+ . Να διακρίνετε περιπτώσεις: a > 1, 0 < a < 1.

5. Από την ισότητα ax+1 = aax και χρησιμοποιώντας τη μονοτονία της y = ax ,


βρείτε με δεύτερο τρόπο τα ήδη γνωστά όριά της καθώς x → ±∞. Να
διακρίνετε περιπτώσεις: a > 1, a = 1, 0 < a < 1.

175
176
Kefˆlaio 5

SuneqeÐc Sunart seic
Ορίζεται η έννοια της συνεχούς συνάρτησης μέσω της έννοιας του ορίου αλλά
και με ορισμό «με τους ² και δ». Αναφέρονται τα βασικά παραδείγματα συνεχών
συναρτήσεων: οι ρητές, οι τριγωνομετρικές, οι δυνάμεις, η εκθετική και η λογα-
ριθμική. Αναφέρονται οι στοιχειώδεις ιδιότητες των συνεχών συναρτήσεων καθώς
και ένας χρήσιμος συνδυασμός της συνέχειας συνάρτησης και του ορίου ακολου-
θίας. Μελετώνται, με πολλά παραδείγματα, τα τρία βασικά θεωρήματα για συνεχείς
συναρτήσεις: το Θεώρημα Φραγμένης Συνάρτησης, το Θεώρημα Μέγιστης -
Ελάχιστης Τιμής και το Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής. Αναπτύσσονται μερικές
εφαρμογές των βασικών θεωρημάτων: κυρίως για το σύνολο τιμών συνεχούς
συνάρτησης ορισμένης σε οποιουδήποτε τύπου διάστημα (και, ειδικώτερα, για
πολυωνυμική συνάρτηση). Τέλος, γίνεται διεξοδική μελέτη της συνέχειας της αντί-
στροφης συνάρτησης οποιασδήποτε γνησίως μονότονης συνεχούς συνάρτησης με
άμεση εφαρμογή στη λογαριθμική συνάρτηση, στις αντίστροφες τριγωνομετρικές
και στις αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις.

5.1 OrismoÐ, paradeÐgmata.


Η y = f (x) χαρακτηρίζεται συνεχής στον ξ, αν ορίζεται στον ξ και ισχύει

lim f (x) = f (ξ).


x→ξ (x6=ξ)

Φυσικά, για να έχει νόημα το όριο πρέπει η συνάρτηση να είναι ορισμένη


τουλάχιστον σε κάποιο διάστημα είτε δεξιά είτε αριστερά του ξ, δηλαδή είτε σε
κάποιο [ξ, b) (αλλά όχι σε κάποιο (a, ξ)) είτε σε κάποιο (a, ξ] (αλλά όχι σε κάποιο
(ξ, b)) είτε σε κάποιο (a, b) με a < ξ < b.
Επίσης, η y = f (x) χαρακτηρίζεται συνεχής στον ξ και στην περίπτωση
που ορίζεται στον ξ αλλά δεν ορίζεται ούτε σε κάποιο (a, ξ) ούτε σε κάποιο (ξ, b),
οπότε δεν έχει καν νόημα το όριο της y = f (x) στον ξ.

Παρατηρήσεις: (1) Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για να είναι συνεχής η

177
y = f (x) στον ξ προϋποτίθεται ότι ο ξ ανήκει στο πεδίο ορισμού της, δηλαδή ότι
ορίζεται ο αριθμός f (ξ).
(2) (i) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα [ξ, b) αλλά όχι σε κάποιο
(a, ξ), τότε η συνθήκη συνέχειας limx→ξ (x6=ξ) f (x) = f (ξ) είναι, φυσικά, ισοδύ-
ναμη με την limx→ξ+ f (x) = f (ξ). (ii) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο
διάστημα (a, ξ] αλλά όχι σε κάποιο (ξ, b), τότε η συνθήκη συνέχειας είναι ισοδύ-
ναμη με την limx→ξ− f (x) = f (ξ). (iii) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο
διάστημα (a, b) με a < ξ < b, τότε η συνθήκη συνέχειας είναι ισοδύναμη με την
limx→ξ− f (x) = limx→ξ+ f (x) = f (ξ).
(3) Γενικότερα, αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα [ξ, b) και ισχύει
limx→ξ+ f (x) = f (ξ), τότε λέμε ότι η συνάρτηση είναι συνεχής στον ξ από
τα δεξιά του. Ομοίως, αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα (a, ξ] και
ισχύει limx→ξ− f (x) = f (ξ), τότε λέμε ότι η συνάρτηση είναι συνεχής στον ξ
από τα αριστερά του.
΄Αρα: (i) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα [ξ, b) αλλά όχι σε κάποιο
(a, ξ), τότε είναι συνεχής στον ξ αν και μόνο αν είναι συνεχής στον ξ από τα δεξιά
του. (ii) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα (a, ξ] αλλά όχι σε κάποιο
(ξ, b), τότε είναι συνεχής στον ξ αν και μόνο αν είναι συνεχής στον ξ από τα αρισ-
τερά του. (iii) Αν η y = f (x) ορίζεται σε κάποιο διάστημα (a, b) με a < ξ < b,
τότε είναι συνεχής στον ξ αν και μόνο αν είναι συνεχής στον ξ από τα δεξιά του
και από τα αριστερά του.

Παράδειγμα: Η y = x2 είναι συνεχής στον 3, διότι limx→3 (x6=3) x2 = 9 = 32 .


√ √ √
Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στον 0, διότι limx→0+ x=0= 0.

Παράδειγμα: Επειδή η y = [x] ταυτίζεται με την y = 0 στο διάστημα (0, 1),


συνεπάγεται limx→1− [x] = limx→1− 0 = 0 6= 1 = [1]. Επίσης, επειδή η y =
[x] ταυτίζεται με την y = 1 στο διάστημα (1, 2), συνεπάγεται limx→1+ [x] =
limx→1+ 1 = 1 = [1]. ΄Αρα η y = [x] είναι συνεχής στον 1 από τα δεξιά του
αλλά όχι από τα αριστερά του και, επομένως, δεν είναι συνεχής στον 1.
Επειδή η y = [x] ταυτίζεται με την y = 0 στην ένωση (0, 12 )∪( 12 , 1), συνεπάγεται
ότι limx→ 21 (x6= 12 ) [x] = limx→ 12 (x6= 12 ) 0 = 0 = [ 12 ]. ΄Αρα η y = [x] είναι συνεχής
στον 12 .
p
Παράδειγμα: Η −x2 (x + 1) έχει πεδίο ορισμού το (−∞, −1] ∪ {0}. Δηλαδή,
η συνάρτηση δεν ορίζεται σε δυο διαστήματα αριστερά και δεξιά του 0, οπότε είναι
συνεχής στον 0.

Παράδειγμα: Η σταθερή συνάρτηση y = c είναι συνεχής σε κάθε ξ. Πράγματι,


έχουμε limx→ξ (x6=ξ) c = c, οπότε το όριο στον ξ είναι ίσο με την τιμή στον ξ.

Αν μια συνάρτηση είναι συνεχής σε κάθε σημείο του πεδίου ορισμού της, τότε
λέμε ότι είναι συνεχής στο πεδίο ορισμού της ή, απλώς, συνεχής.
Ακόμη, αν θεωρήσουμε κάποιο συγκεκριμένο υποσύνολο A του πεδίου ορισμού
της συνάρτησης και αν, αφού περιορίσουμε το πεδίο ορισμού στο A, η συνάρτηση

178
είναι συνεχής σε κάθε σημείο του A, τότε λέμε ότι η συνάρτηση είναι συνεχής
στο σύνολο A.
½
x, αν x < 0,
Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = f (x) = με πεδίο ορισμού
x + 1 , αν 0 ≤ x
το (−∞, +∞). Η y = f (x) είναι ασυνεχής στον 0. Πράγματι: limx→0− f (x) =
limx→0− x = 0 6= 1 = f (0), οπότε δεν είναι συνεχής στον 0 από τα αριστερά του,
ενώ limx→0+ f (x) = limx→0+ (x + 1) = 1 = f (0), οπότε είναι συνεχής στον 0
από τα δεξιά του. Αν περιορίσουμε το πεδίο ορισμού στο [0, +∞), η συνάρτηση
έχει τύπο y = f (x) = x + 1 για κάθε x στο [0, +∞) και είναι συνεχής σε κά-
θε σημείο του διαστήματος αυτού. Πράγματι, για κάθε ξ στο [0, +∞) ισχύει
limx→ξ (x6=ξ) f (x) = limx→ξ (x6=ξ) (x + 1) = ξ + 1 = f (ξ). Προσέξτε ότι αφού
περιορίσαμε το πεδίο ορισμού στο [0, +∞) το όριο στον 0 είναι το ίδιο με το δεξιό
πλευρικό όριο στον 0 διότι δεν έχει νόημα το αριστερό πλευρικό όριο. Συμπεραί-
νουμε, λοιπόν, ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [0, +∞).

Θα δούμε τώρα έναν άλλο τρόπο διατύπωσης του ορισμού της συνέχειας. Ας
πάρουμε πρώτα την περίπτωση που η y = f (x) ορίζεται εκτός από τον ξ και σε
διάστημα δεξιά ή αριστερά ή και από τις δυο μεριές του ξ, οπότε έχει νόημα να
μιλάμε για την ύπαρξη του limx→ξ (x6=ξ) f (x). Τότε η ισότητα limx→ξ (x6=ξ) f (x) =
f (ξ), δηλαδή η συνέχεια της συνάρτησης στον ξ, σημαίνει ότι f (x) → f (ξ) καθώς
x → ξ (x 6= ξ). Παρατηρούμε, όμως, ότι έτσι κι αλλιώς, αν ο x γίνει = ξ, τότε
ο f (x) θα γίνει = f (ξ), οπότε δεν είναι ανάγκη να εξαιρούμε τον ξ από τις τιμές
που παίρνει ο x πλησιάζοντας τον ξ. Δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι:

Η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, αν f (x) → f (ξ) καθώς x → ξ.

Η ίδια διατύπωση καλύπτει και την περίπτωση που η συνάρτηση δεν ορίζεται σε
διάστημα ούτε δεξιά ούτε αριστερά του ξ οπότε, βάσει του ορισμού, είναι αυτομάτως
συνεχής στον ξ. Πράγματι, σ΄ αυτήν την περίπτωση, αν ο x πλησιάζει τον ξ μέσα
από το πεδίο ορισμού, τότε αυτομάτως ο x ταυτίζεται με τον ξ, οπότε ο f (x)
ταυτίζεται με τον f (ξ) (και, επομένως, πλησιάζει τον f (ξ)).
Μια πιο ποσοτική διατύπωση του ορισμού της συνέχειας είναι η εξής.

Η συνάρτηση y = f (x) είναι συνεχής στον ξ αν η |f (x) − f (ξ)| γίνεται


μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό καθώς η |x − ξ| γίνεται μικρότερη
από κάθε θετικό αριθμό ή, με άλλα λόγια, αν για κάθε ² > 0 υπάρχει
κάποιος δ > 0 ώστε να είναι |f (x) − f (ξ)| < ² για κάθε x στο πεδίο ο-
ρισμού της συνάρτησης με |x − ξ| < δ.

Στο γράφημα μιας συνάρτησης φαίνεται καθαρά αν αυτή είναι συνεχής ή όχι
σε κάποιο σημείο του πεδίου ορισμού της. Η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ
αν και μόνο αν, καθώς ο x πλησιάζει απεριόριστα τον ξ, το αντίστοιχο σημείο
(x, y) = (x, f (x)) πλησιάζει απεριόριστα το σημείο (ξ, f (ξ)). Με απλοϊκότερα (και
κάπως ασαφή) λόγια: η συνάρτηση είναι συνεχής στον ξ αν και μόνο αν το γράφημά
της δε «σπάει» στο σημείο (ξ, f (ξ)) ή, αλλιώς, είναι «συνεχές» στο σημείο αυτό.
Επομένως, μια συνάρτηση είναι συνεχής σε κάποιο διάστημα του πεδίου ορισμού

179
της αν και μόνο αν το μέρος του γραφήματός της που αντιστοιχεί στο διάστημα
αυτό είναι μια «συνεχής καμπύλη».

Σχήμα 5.1: Συνεχής στον ξ και συνεχής στον ξ από τα αριστερά του.

Σχήμα 5.2: Συνεχής στον ξ από τα δεξιά του και ασυνεχής στον ξ.

Παραδείγματα: Τα πιο σημαντικά και γενικά παραδείγματα συνεχών συναρτή-


σεων είναι, φυσικά, αυτά που μελετήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
(1) Κάθε πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) = a0 +a1 x+· · ·+aN xN είναι συνεχής
σε κάθε ξ αφού ισχύει limx→ξ (x6=ξ) p(x) = p(ξ).
N
(2) Κάθε ρητή συνάρτηση y = r(x) = ab00+b+a1 x+···+aN x
1 x+···+bM x
M είναι συνεχής σε κάθε ξ ο

οποίος δεν είναι ρίζα του παρονομαστή, δηλαδή σε κάθε σημείο του πεδίου ορισμού
της.
(3) Οι συναρτήσεις y = cos x και y = sin x είναι συνεχείς σε κάθε ξ. Οι y = tan x
και y = cot x είναι συνεχείς σε κάθε ξ του πεδίου ορισμού τους, δηλαδή σε κάθε
ξ 6= π2 + ακέραιο πολλαπλάσιο του π η πρώτη και σε κάθε ξ 6= ακέραιο πολλαπλάσιο
του π η δεύτερη.
(4) Η y = xa είναι συνεχής σε κάθε ξ του πεδίου ορισμού της, δηλαδή (i) σε κάθε
ξ, αν ο a είναι ρητός με περιττό παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του (εξαιρείται
ο ξ = 0, αν a ≤ 0) και (ii) σε κάθε ξ ≥ 0, αν ο a είναι άρρητος ή ρητός με άρτιο
παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του (εξαιρείται πάλι ο ξ = 0, αν a ≤ 0).
(5) Η y = ax είναι συνεχής σε κάθε ξ του πεδίου ορισμού της, δηλαδή σε κάθε ξ.

180
(6) Η y = loga x είναι συνεχής σε κάθε ξ του πεδίου ορισμού της, δηλαδή σε κάθε
ξ > 0.

Ask seic.
1
1. Αποδείξτε ότι η y = 2x είναι συνεχής στον 1 ως εξής: θεωρήστε οποιονδή-
1
ποτε ² > 0 και βρείτε δ > 0 ώστε να είναι | 2x − 12 | < ² για κάθε x στο πεδίο
1
ορισμού της y = 2x (δηλαδή για κάθε x 6= 0) με |x − 1| < δ.
½
x2 , αν x 6= −1,
2. Θεωρήστε την y = f (x) = Υπάρχει κανένας δ > 0 ώστε
0, αν x = −1.
να είναι |f (x) − 0| < 1 για κάθε x με |x + 1| < δ;
Είναι η y = f (x) συνεχής στον −1;
3. Σε ποια σημεία είναι συνεχής καθεμιά από τις παρακάτω συναρτήσεις;
1 ¯ 1 ¯¯
¯
y = [x], y = [2x], y = x − [x], y = x − [x] − , y = ¯x − [x] − ¯.
2 2
Συμβουλευτείτε τα γραφήματά τους.
4. Είναι οι παρακάτω συναρτήσεις συνεχείς στον 0;
½ ½ 1−cos x
sin x , αν x 6= 0,
, αν x 6= 0,
y= x y = 1 x2
1, αν x = 0, 2 , αν x = 0.

5. Σε ποια σημεία είναι συνεχής καθεμιά από τις παρακάτω συναρτήσεις;


½ ½ ½
x , αν x ≤ 0, 0, αν x = 0, x2 , αν x 6= 0,
y = 1 , αν x > 0, y = 1
, αν x =
6 0, y =
x |x| 1, αν x = 0.

Δείτε μήπως στα σημεία ασυνέχειας θα μπορούσαν να αλλάξουν οι τιμές των


συναρτήσεων ώστε αυτά να γίνουν σημεία συνέχειας.
½
x2 , αν x ≤ −π ή π < x,
6. Σε ποια σημεία η y = είναι συνεχής;
sin x , αν −π < x ≤ π
Βρείτε όσο το δυνατό μεγαλύτερα διαστήματα στα οποία η συνάρτηση είναι
συνεχής.
7. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στον ξ και φραγμένη κοντά στον ξ,
δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος u ώστε να ισχύει |f (x)| ≤ u για κάθε x σε
κάποια ένωση (a, ξ) ∪ (ξ, b). Αποδείξτε ότι η y = (x − ξ)f (x) είναι συνεχής
στον ξ.
¡
8. ΄Εστω y ¢= f (x) συνεχής στον ξ. Αποδείξτε ότι limh→0 (h6=0) f (ξ + h) −
f (ξ − h) = 0.
Αποδείξτε
½ ότι το αντίστροφο δεν ισχύει: μελετήστε τη συνάρτηση y =
1 , αν x = 0,
f (x) =
0 , αν x 6= 0.

181
5.2 Idiìthtec suneq¸n sunart sewn.
Α. Η πρόταση που ακολουθεί βασίζεται στην Πρόταση 4.2 των ορίων.
Πρόταση 5.1 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) ταυτίζονται στο (c, d) με
c < ξ < d ή στο [ξ, d) ή στο (c, ξ]. Αν η μια από αυτές είναι συνεχής στον ξ ή
στον ξ από τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του, αντιστοίχως, τότε το ίδιο
ισχύει και για την άλλη.
An oi y = f (x) kai y = g(x) tautÐzontai sto (c, d) me c < ξ < d, tìte tautÐzontai sthn
ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d) kai eÐnai kai f (ξ) = g(ξ). An h y = f (x) eÐnai suneq c ston ξ , tìte eÐnai
limx→ξ (x6=ξ) f (x) = f (ξ). Epeid  oi y = f (x) kai y = g(x) tautÐzontai sthn (c, ξ) ∪ (ξ, d),
sunepˆgetai ìti limx→ξ (x6=ξ) g(x) = f (ξ). Tèloc, epeid  eÐnai f (ξ) = g(ξ), sunepˆgetai ìti
limx→ξ (x6=ξ) g(x) = g(ξ) kai, epomènwc, h y = g(x) eÐnai suneq c ston ξ .
Oi apodeÐxeic stic peript¸seic twn [ξ, d) kai (c, ξ] eÐnai parìmoiec.

Σχήμα 5.3: Και οι δυο συναρτήσεις συνεχείς στον ξ.

½
x + 1 , αν x ≤ 1,
Παράδειγμα: Οι y = και y = x + 1 ταυτίζονται στο
x − 1 , αν 1 < x,
(−∞, 1]. Η δεύτερη είναι συνεχής στον 1 και, επομένως, είναι και συνεχής στον
1 από τα αριστερά του. ΄Αρα και η πρώτη συνάρτηση είναι συνεχής στον 1 από τα
αριστερά του.
½
1 + x , αν |x| ≥ 10−10 ,
Παράδειγμα: Οι y = x2 και y = ταυτίζονται στο
x2 , αν |x| < 10−10 ,
(−10−10 , 10−10 ). Η πρώτη είναι συνεχής στον 0, οπότε και η δεύτερη είναι συνεχής
στον 0.

Β. Η πρόταση που ακολουθεί είναι προφανής εφαρμογή της Πρότασης 4.3.


Πρόταση 5.2 Αν η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ ή στον ξ από τα δεξιά του
ή στον ξ από τα αριστερά του, τότε είναι φραγμένη κοντά στον ξ ή στον ξ από τα
δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του, αντιστοίχως.
Παράδειγμα: Η y = x1 είναι συνεχής στον 1. Είναι φανερό ότι η συνάρτηση
δεν είναι φραγμένη στο πεδίο ορισμού της, αλλά είναι φραγμένη κοντά στον 1. Για
παράδειγμα, είναι φραγμένη στο διάστημα ( 12 , 32 ), το οποίο περιέχει τον 1, διότι

182
2 1
ισχύει 3 < x < 2 για κάθε x στο διάστημα αυτό.

Γ. Η πρόταση που ακολουθεί είναι απλή εφαρμογή των κανόνων αθροίσματος,


διαφοράς, γινομένου, λόγου και απόλυτης τιμής για όρια συναρτήσεων.
Πρόταση 5.3 Αν οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στον ξ ή στον ξ
από τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του, τότε και οι y = f (x) + g(x),
y = f (x) − g(x), y = f (x)g(x) και y = |f (x)| είναι συνεχείς στον ξ ή στον ξ από
τα δεξιά του ή στον ξ από τα αριστερά του, αντιστοίχως. Το ίδιο ισχύει και για την
f (x)
g(x) , αρκεί να είναι g(ξ) 6= 0.

Apì tic isìthtec limx→ξ (x6=ξ) f (x) = f (ξ) kai limx→ξ (x6=ξ) g(x) = g(ξ) sunepˆgetai ìti
¡ ¢
lim f (x) + g(x) = lim f (x) + lim g(x) = f (ξ) + g(ξ)
x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ)

kai, epomènwc, h y = f (x) + g(x) eÐnai suneq c ston ξ . H apìdeixh eÐnai Ðdia kai sthn perÐptwsh
thc sunèqeiac ston ξ apì ta dexiˆ tou   apì ta aristerˆ tou kaj¸c kai stic peript¸seic thc
diaforˆc, tou ginomènou, tou lìgou kai thc apìluthc tim c twn sunart sewn.
√ x
x+e
Παράδειγμα: Η y = (x−2x 2 είναι συνεχής σε κάθε ξ στο πεδίο ορισμού
√) log x x
της διότι καθεμιά από τις y = x, y = e , y = log x και y = x−2x2 είναι συνεχής
σε κάθε σημείο του πεδίου ορισμού της. Η τομή όλων των πεδίων ορισμού είναι
το (0, +∞) και από αυτό πρέπει να εξαιρέσουμε τα σημεία στα οποία μηδενίζεται
ο παρονομαστής. ΄Αρα η συνάρτηση είναι συνεχής σε κάθε ξ του συνόλου (0, 12 ) ∪
( 21 , 1) ∪ (1, +∞).
2 √
Παράδειγμα: Η y = sinxx+cos + x
x είναι συνεχής σε κάθε ξ ≥ 0 το οποίο είναι
π
6= − 4 + πολλαπλάσιο του π.

Δ. Το τελευταίο αποτέλεσμα αναφέρεται στη σύνθεση συναρτήσεων.


¡ ¢
Πρόταση 5.4 ΄Εστω ότι ορίζεται η σύνθεση z = g f (x) των y = f (x) και
z = g(y). Αν η y = f (x) είναι
¡ συνεχής
¢ στον ξ και αν η z = g(y) είναι συνεχής
στον η = f (ξ), τότε η z = g f (x) είναι συνεχής στον ξ.
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0. Epeid  h z = g(y) eÐnai suneq c ston η , upˆrqei δ 0 > 0
¸ste na eÐnai |g(y)−g(η)| < ² gia kˆje y sto pedÐo orismoÔ thc z = g(y) me |y −η| < δ 0 . Epeid 
h y = f (x) eÐnai suneq c ston ξ , upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − η| = |f (x) − f (ξ)| < δ 0
gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me |x − ξ| < δ . T¸ra, gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ
thc y = f (x) me |x − ξ| < δ sunepˆgetai ìti eÐnai |f (x) − η| < δ¯0 (kai, fusikˆ, o¯ f (x) perièqetai
¡ ¢
sto pedÐo orismoÔ thc z = g(y)), opìte sunepˆgetai ìti eÐnai ¯g f (x) − g(η)¯ < ². 'Ara eÐnai
¯ ¡ ¢ ¡ ¢¯
¯g f (x) − g f (ξ) ¯ < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) (dhlad , gia kˆje x sto
¡ ¢ ¡ ¢
pedÐo orismoÔ thc z = g f (x) ) me |x − ξ| < δ . Autì shmaÐnei ìti h z = g f (x) eÐnai suneq c
ston ξ .
√ √
Παράδειγμα: Η z = sin x είναι συνεχής σε κάθε ξ ≥ 0. Πράγματι, η√y = x
είναι συνεχής σε κάθε ξ ≥ 0 και η z = sin y είναι συνεχής στον η = ξ (διότι
είναι συνεχής σε κάθε αριθμό).

183

Παράδειγμα: Το πεδίο ορισμού της z = sin x είναι η ένωση των διαστημάτων
[k2π, π + k2π], για κάθε ακέραιο k, διότι σ΄ αυτά ακριβώς τα διαστήματα ισχύει
sin x ≥ 0. Η y = sin x είναι συνεχής σε κάθε ξ που ανήκει σ΄ αυτά τα διαστήματα

(διότι είναι συνεχής σε κάθε ξ) και η z = y είναι συνεχής στον αντίστοιχο

η = sin ξ αφού αυτός είναι ≥ 0. ΄Αρα η z = sin x είναι συνεχής σε κάθε ξ στο
πεδίο ορισμού της.

Ask seic.
1. Αποδείξτε ότι υπάρχει διάστημα (a, b) που περιέχει τον αριθμό 1 ώστε για
8
−x5 +3 x
−2x
κάθε x στο (a, b) να ισχύει 12 < x 4x4 −1 < 32 και 16
1
< e7x−3 11
< 32 .
2. Σε ποια σημεία είναι συνεχείς οι παρακάτω συναρτήσεις;

x2 log x + xex 3 tan x − cot x


y= , y = x− 4 log2 x .
(sin x − cos x)2 sin2 x − 2 sin x + 1

3. Βρείτε τα πεδία ορισμού των παρακάτω συναρτήσεων και τα σημεία συνέχειάς


τους.
3 x 1
y = sin(x2 ), y = log(x2 + 2), y = ex −2x
, y = 22 , y=√ ,
ex − 1
√ 1 √
y = sin(log x), y= 1 − cos x , y = e sin x , y = [x2 ], y = [ x],

y = (x2 − 5x + 6) 2
, y = log(x2 − 5x + 6), y = log(log x),
y = log(sin x), y = log(1 − cos x), y = tan(sin x − cos x).

4. ΄Εστω ότι είναι f (x) > 0 για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = f (x).
Αν η y = f (x) και η y = g(x) είναι συνεχείς στον ξ, αποδείξτε ότι η
y = f (x)g(x) = eg(x) log f (x) είναι συνεχής στον ξ.
Αποδείξτε ότι οι παρακάτω συναρτήσεις είναι συνεχείς στα αντίστοιχα σύνο-
λα.
(i) y = xx στο (0, +∞).
x−2 √ √
(ii) y = (x2 − 3) x+2 στο (−∞, −2) ∪ (−2, − 3) ∪ ( 3, +∞).

(iii) y = (2 − x2 )log x στο (0, 2).
(iv) y = (log x)log x στο (1, +∞).

5.3 SuneqeÐc sunart seic kai akoloujÐec.


΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, δηλαδή ότι f (x) → f (ξ) καθώς
x → ξ. ΄Εστω και μια ακολουθία (xn ) όλοι οι όροι της οποίας περιέχονται στο
πεδίο ορισμού της y = f (x) και η οποία συγκλίνει στον ξ. Δηλαδή xn → ξ. ΄Οπως
και στην ενότητα 4.4, μπορούμε να θεωρήσουμε τους xn ως ειδικές τιμές της

184
μεταβλητής x οι οποίες πλησιάζουν απεριόριστα τον ξ μέσα από το πεδίο ορισμού
της y = f (x). Τότε οι αντίστοιχες τιμές yn = f (xn ) πλησιάζουν απεριόριστα τον
f (ξ), δηλαδή f (xn ) → f (ξ). ΄Εχουμε, λοιπόν, την εξής «αλυσιδωτή διαδικασία»:
από το n → +∞ στο xn → ξ και από εκεί στο f (xn ) → f (ξ). Καταλήγουμε,
επομένως, στο παρακάτω συμπέρασμα.

Πρόταση 5.5 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ και ότι όλοι οι όροι
της (xn ) περιέχονται στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης. Αν lim xn = ξ, τότε
lim f (xn ) = f (ξ).

PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte, epeid  h y = f (x) eÐnai suneq c ston ξ , upˆrqei
δ > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − f (ξ)| < ² gia kˆje x sto pedÐo orismoÔ thc y = f (x) me |x − ξ| < δ .
Epeid  lim xn = ξ , upˆrqei fusikìc n0 ¸ste na eÐnai |xn − ξ| < δ gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara eÐnai
|f (xn ) − f (ξ)| < ² gia kˆje n ≥ n0 kai, epomènwc, eÐnai lim f (xn ) = f (ξ).

Σχήμα 5.4: lim xn = ξ συνεπάγεται lim f (xn ) = f (ξ).

Παραδείγματα: (1) Αν η y = p(x) είναι πολυωνυμική συνάρτηση και αν


lim xn = ξ, τότε lim p(xn ) = p(ξ).
(2) Αν η y = r(x) είναι ρητή συνάρτηση, αν κανένας όρος της (xn ) ούτε ο ξ δεν μη-
δενίζει τον παρονομαστή της συνάρτησης και αν lim xn = ξ, τότε lim r(xn ) = r(ξ).
(3) Αν lim xn = ξ, τότε lim cos xn = cos ξ και lim sin xn = sin ξ.
(4) Αν όλοι οι όροι της (xn ) είναι θετικοί, αν ο ξ είναι θετικός και αν lim xn = ξ,
τότε lim(xn a ) = ξ a .
(5) Αν a > 0 και lim xn = ξ, τότε lim axn = aξ .
Ως ειδική περίπτωση, με xn = n1 για κάθε φυσικό n, βρίσκουμε το εξής πολύ
χρήσιμο όριο ακολουθίας.

lim n
a=1 (a > 0).

(6) Αν όλοι οι όροι της (xn ) είναι θετικοί, αν ο ξ είναι θετικός και αν lim xn = ξ,
τότε lim loga xn = loga ξ.

185
Παρατηρήσεις: (1) Οι δυο σχέσεις lim xn = ξ και lim f (xn ) = f (ξ) συνδυά-
ζονται σε μια:

lim f (xn ) = f (lim xn ).

Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η «εναλλαγή» ανάμεσα στο σύμβο-
λο lim του ορίου ακολουθίας και στο σύμβολο f της συνάρτησης ισχύει με την
προϋπόθεση ότι η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, δηλαδή στο όριο της ακολουθίας.
(2) Ας επισημάνουμε μια «λεπτομέρεια» που πιθανόν να προβληματίσει κάποιους
προσεκτικούς αναγνώστες. Στην ενότητα 4.4 υπάρχει ένα ανάλογο αποτέλεσμα, η
Πρόταση 4.18, για ακολουθίες και όρια συναρτήσεων. Τώρα, ενώ στην Πρόταση
5.5 δε χρειάζεται να υποθέσουμε τίποτα για τους όρους της ακολουθίας (πέρα από
το ότι ανήκουν στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης), στην Πρόταση 4.18 πρέπει να
υποθέσουμε επιπλέον ότι όλοι οι όροι είναι 6= ξ.

Ask seic.
1. Υπολογίστε τα όρια των παρακάτω ακολουθιών.
³³ 1 ´8 ³ 1 ´5 ´ ³ 1+(−1)n ´ ³ ³ 1 ´´ ³ 1´
1+ +4 1+ +7 , e n , log 1+ , tan n ,
n n n 2
³ 3n4 +n−4 ³ π 1 ´´ ³ ³ 1 ´´ ³³ n2 + 3 ´ 23 ³ 1 ´´
2 n4 +n3 +4 sin − 2 , n log 1+ , log cos .
2 n n 2n2 − 3 n

5.4 Ta trÐa basikˆ jewr mata.


Στην ενότητα αυτή θα μελετήσουμε (χωρίς να τις αποδείξουμε) τις τρεις πιο
σημαντικές ιδιότητες των συνεχών συναρτήσεων.

Θεώρημα 5.1 Θεώρημα Φραγμένης Συνάρτησης. ΄Εστω ότι η y =


f (x) είναι συνεχής στο κλειστό και φραγμένο διάστημα [a, b]. Τότε η συνάρτηση
είναι φραγμένη στο διάστημα αυτό.

Παρατηρήσεις: (1) Η γεωμετρική ερμηνεία του θεωρήματος είναι η εξής. Το


γράφημα της συνεχούς συνάρτησης y = f (x) είναι συνεχής καμπύλη η οποία ενώνει
τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)) του επιπέδου και καθώς ο x διατρέχει το διάστημα
[a, b] από μικρότερες προς μεγαλύτερες τιμές το αντίστοιχο σημείο (x, f (x)) κινεί-
ται από τα αριστερά προς τα δεξιά με αυξομειώσεις του ύψους του. Είναι φανερό
από το σχήμα του γραφήματος (όποιο κι αν είναι αυτό) ότι το ύψος του σημείου
(x, f (x)) (δηλαδή, ο f (x)) δε μπορεί να γίνεται ούτε απεριόριστα μεγάλο θετικό
ούτε απεριόριστα μεγάλο (σε απόλυτη τιμή) αρνητικό.
(2) Το συμπέρασμα του θεωρήματος ισχύει γενικά, αν ισχύουν οι υποθέσεις,
δηλαδή ότι η συνάρτηση είναι συνεχής σε κλειστό και φραγμένο διάστημα. Αυτό
σημαίνει ότι, αν η συνάρτηση δεν είναι συνεχής ή αν το διάστημα δεν είναι κλειστό ή
δεν είναι φραγμένο, τότε το συμπέρασμα, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση
συνάρτησης, μπορεί να ισχύει αλλά μπορεί και να μην ισχύει.

186
½ 1
, αν −1 ≤ x < 0 ή 0 < x ≤ 1,
Παράδειγμα: Η y = x είναι ορισμένη στο
0, αν x = 0
κλειστό και φραγμένο διάστημα [−1, 1], δεν είναι συνεχής στον 0 και δεν είναι
φραγμένη στο [−1, 1].
½
x, αν −1 ≤ x < 0 ή 0 < x ≤ 1,
Παράδειγμα: Η y = ορισμένη στο κλειστό
1, αν x = 0,
και φραγμένο διάστημα [−1, 1], δεν είναι συνεχής στον 0 και είναι φραγμένη στο
[−1, 1].
1
Παράδειγμα: Η y = x(x−1) είναι συνεχής στο διάστημα (−1, 1) και δεν είναι
φραγμένη στο (−1, 1).

Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στο διάστημα (−1, 1) και είναι φραγμένη


στο (−1, 1).

Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στο κλειστό αλλά όχι φραγμένο διάστημα


(−∞, +∞) και δεν είναι φραγμένη στο (−∞, +∞).

Παράδειγμα: Η y = x21+1 είναι συνεχής στο κλειστό αλλά όχι φραγμένο διάστη-
μα (−∞, +∞) και είναι φραγμένη στο (−∞, +∞).
Θεώρημα 5.2 Θεώρημα Μέγιστης - Ελάχιστης Τιμής. ΄Εστω ότι η
y = f (x) είναι συνεχής στο κλειστό και φραγμένο διάστημα [a, b]. Τότε υπάρχουν
x1 , x2 στο [a, b] ώστε να ισχύει

f (x1 ) ≤ f (x) ≤ f (x2 )

για κάθε x στο [a, b].


Παρατηρήσεις: (1) ΄Οπως παρατηρήσαμε και στο προηγούμενο θεώρημα, το
γράφημα της συνεχούς συνάρτησης y = f (x) είναι συνεχής καμπύλη η οποία
ενώνει τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)) του επιπέδου. Είναι, επίσης, φανερό από
το σχήμα του γραφήματος (όποιο κι αν είναι αυτό) ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα
σημείο του, (x1 , f (x1 )), με ελάχιστο ύψος, δηλαδή «πυθμένας», και τουλάχιστον
ένα σημείο του, (x2 , f (x2 )), με μέγιστο ύψος, δηλαδή «κορυφή». Αυτό, φυσικά,
σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος x1 στον οποίο η συνάρτηση έχει ελάχιστη τιμή και
κάποιος x2 στον οποίο η συνάρτηση έχει μέγιστη τιμή.
(2) Οι αριθμοί x1 , x2 μπορεί να μην είναι μοναδικοί. Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν
περισσότεροι από ένας x1 στους οποίους η συνάρτηση έχει την (ίδια) ελάχιστη
τιμή της και περισσότεροι από ένας x2 στους οποίους η συνάρτηση έχει την (ίδια)
μέγιστη τιμή της.
(3) Το θεώρημα δεν αναφέρει τρόπο εύρεσης των αριθμών x1 , x2 στους οποίους
η συνάρτηση έχει την ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή της ούτε τρόπο εύρεσης της
ελάχιστης και μέγιστης τιμής της. Για τέτοιους υπολογισμούς θα γνωρίσουμε
διάφορες μεθόδους αργότερα στο πλαίσιο της έννοιας της παραγώγου.
(4) Το συμπέρασμα του θεωρήματος ισχύει γενικά, αν ισχύουν οι υποθέσεις,
δηλαδή ότι η συνάρτηση είναι συνεχής σε κλειστό και φραγμένο διάστημα. Αυτό

187
Σχήμα 5.5: Το Θεώρημα Μέγιστης - Ελάχιστης Τιμής.

σημαίνει ότι, αν η συνάρτηση δεν είναι συνεχής ή αν το διάστημα δεν είναι κλειστό ή
δεν είναι φραγμένο, τότε το συμπέρασμα, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση
συνάρτησης, μπορεί να ισχύει αλλά μπορεί και να μην ισχύει.
(x + 1, αν −1 ≤ x < 0,
Παράδειγμα: Η y = 0, αν x = 0, είναι ορισμένη στο κλειστό και
x − 1 , αν 0 < x ≤ 1,
φραγμένο διάστημα [−1, 1], δεν είναι συνεχής στον 0 και δεν έχει ούτε μέγιστη
ούτε ελάχιστη τιμή.
½
0 , αν −1 ≤ x < 0,
Παράδειγμα: Η y = είναι ορισμένη στο κλειστό και
1 , αν 0 ≤ x ≤ 1,
φραγμένο διάστημα [−1, 1], δεν είναι συνεχής στον 0 και έχει και μέγιστη και
ελάχιστη τιμή.

Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στό διάστημα (−1, 1) και δεν έχει ούτε
μέγιστη ούτε ελάχιστη τιμή.
(x + 2, αν −2 < x < −1,
Παράδειγμα: Η y = −x , αν −1 ≤ x ≤ 1, είναι συνεχής στο διάστημα
x − 2 , αν 1 < x < 2,
(−2, 2) και έχει και μέγιστη και ελάχιστη τιμή.

Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στο κλειστό αλλά όχι φραγμένο διάστημα


(−∞, +∞) και δεν έχει ούτε μέγιστη ούτε ελάχιστη τιμή.
½1
, αν 1 < |x|,
Παράδειγμα: Η y = x είναι συνεχής στο κλειστό αλλά όχι
x , αν |x| ≤ 1,

188
φραγμένο διάστημα (−∞, +∞) και έχει και μέγιστη και ελάχιστη τιμή.
Θεώρημα 5.3 Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής. ΄Εστω ότι η y = f (x)
είναι συνεχής στο κλειστό και φραγμένο διάστημα [a, b]. Τότε κάθε αριθμός c, ο
οποίος είναι ανάμεσα στις τιμές f (a) και f (b), είναι τιμή της συνάρτησης, δηλαδή
για κάθε τέτοιο c υπάρχει κάποιος ξ στο [a, b] ώστε να είναι

f (ξ) = c

ή, με άλλα λόγια, για κάθε τέτοιο c η εξίσωση f (x) = c έχει (τουλάχιστον μια)
λύση ξ στο διάστημα [a, b].
Παρατηρήσεις: (1) Αν f (a) = f (b), τότε αναγκαστικά είναι c = f (a) = f (b),
οπότε η εξίσωση f (x) = c έχει δυο προφανείς λύσεις: τις ξ = a και ξ = b. Επίσης,
αν f (a) 6= f (b) και c = f (a) ή c = f (b), η εξίσωση f (x) = c έχει μια προφανή
λύση: την ξ = a ή την ξ = b, αντιστοίχως. Επομένως, μόνο αν υποθέσουμε
ότι f (a) < c < f (b) ή f (b) < c < f (a) το συμπέρασμα του θεωρήματος αποκτά
πραγματικό ενδιαφέρον.

Σχήμα 5.6: Το Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής.

(2) Ας δούμε, όπως και στα προηγούμενα δυο θεωρήματα, τη γεωμετρική ερμηνεία
του θεωρήματος αυτού. Η ευθεία y = c είναι παράλληλη στον οριζόντιο άξονα
σε ύψος c από αυτόν. Τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)) έχουν ύψη f (a) και f (b),
αντι- στοίχως, και, επομένως, βρίσκονται το ένα πάνω από την ευθεία y = c και
το άλλο κάτω από αυτήν. ΄Αρα το γράφημα της συνεχούς y = f (x), το οποίο είναι
συνεχής καμπύλη η οποία ενώνει τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)), αναγκαστικά θα
έχει τουλάχιστον ένα σημείο κοινό με την ευθεία y = c. Αν το κοινό αυτό σημείο
είναι το (ξ, η), τότε η = f (ξ) διότι το σημείο ανήκει στο γράφημα της συνάρτησης

189
και, επίσης, η = c διότι το σημείο ανήκει στην ευθεία y = c. ΄Αρα f (ξ) = c.
(3) Το θεώρημα δεν υποδεικνύει πώς λύνουμε την εξίσωση f (x) = c, δηλαδή πώς
υπολογίζουμε τον ξ.
(4) Ο αριθμός ξ μπορεί να μην είναι μοναδικός. Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν περισ-
σότεροι από ένας ξ στους οποίους η συνάρτηση έχει την ίδια τιμή c.
(5) Το συμπέρασμα του θεωρήματος ισχύει γενικά, αν ισχύουν οι υποθέσεις,
δηλαδή ότι η συνάρτηση είναι συνεχής σε κλειστό και φραγμένο διάστημα. Αν η
συνάρτηση δεν είναι συνεχής ή αν το διάστημα δεν είναι κλειστό ή δεν είναι φραγ-
μένο, τότε το συμπέρασμα, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση συνάρτησης,
μπορεί να ισχύει αλλά μπορεί και να μην ισχύει.
½
1 , αν 0 < x ≤ 1,
Παράδειγμα: Η y = είναι ορισμένη στο κλειστό και φραγ-
0 , αν x = 0,
μένο διάστημα [0, 1], δεν είναι συνεχής στον 0 και ο αριθμός 12 (όπως και κάθε
αριθμός c ανάμεσα στους 0 και 1) δεν είναι τιμή της συνάρτησης παρά το ότι
f (0) = 0 και f (1) = 1.
½
2x , αν 0 ≤ x < 12 ,
Παράδειγμα: Η y = είναι ορισμένη στο κλειστό και
2x − 1 , αν 12 ≤ x ≤ 1,
1
φραγμένο διάστημα [0, 1], δεν είναι συνεχής στον 2 και κάθε αριθμός c ανάμεσα
στους f (0) = 0 και f (1) = 1 είναι τιμή της συνάρτησης.

Θα δούμε τώρα μερικά παραδείγματα εφαρμογής του Θεωρήματος Ενδιάμεσης


Τιμής.

Παράδειγμα: Θα αποδείξουμε ότι η εξίσωση cos x = x έχει τουλάχιστον μια


λύση στο διάστημα [0, π2 ].
Θεωρούμε την y = cos x − x στο διάστημα [0, π2 ]. Η συνάρτηση αυτή είναι
συνεχής και το διάστημα είναι κλειστό και φραγμένο. Οι τιμές στα άκρα είναι
cos 0 − 0 = 1 και cos π2 − π2 = − π2 και ο αριθμός 0 είναι ανάμεσα στις δυο αυτές
τιμές. ΄Αρα υπάρχει τουλάχιστον ένας ξ στο [0, π2 ] ώστε να ισχύει cos ξ − ξ = 0 ή,
ισοδύναμα, cos ξ = ξ.

Παράδειγμα: Θα αποδείξουμε ότι η εξίσωση x3 − 5x2 − 18x + 7 = 0 έχει


τουλάχιστον μια λύση.
Τώρα, δε χρειάζεται να αποδείξουμε ότι υπάρχει λύση σε συγκεκριμένο διάστη-
μα. Στην περίπτωση αυτή βρίσκουμε μόνοι μας δυο αριθμούς a και b με a < b
ώστε ο 0 να είναι ανάμεσα στις τιμές της συνάρτησης y = x3 − 5x2 − 18x + 7
στους αριθμούς a και b ή, με άλλα λόγια, οι αριθμοί a3 − 5a2 − 18a + 7 και
b3 − 5b2 − 18b + 7 να είναι ετερόσημοι. Δοκιμάζουμε λίγο - πολύ στην τύχη: αν
a = 0, τότε a3 − 5a2 − 18a + 7 = 7 ενώ, αν b = 1, τότε b3 − 5b2 − 18b + 7 = −15.
΄Αρα υπάρχει αριθμός ξ στο διάστημα [0, 1] ώστε ξ 3 − 5ξ 2 − 18ξ + 7 = 0.
Στο παράδειγμα αυτό έχουμε, όπως είδαμε, ελευθερία επιλογής του διαστή-
ματος στο οποίο εφαρμόζουμε το Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής. Θα δούμε, μάλι-
στα, ότι δεν είναι ανάγκη ούτε καν να θεωρήσουμε συγκεκριμένο διάστημα. Αυτό
γίνεται ως εξής. Επειδή limx→−∞ (x3 − 5x2 − 18x + 7) = −∞, υπάρχει κάποιος

190
αριθμός a αρκετά μεγάλος αρνητικός (δεν είναι ανάγκη να δώσουμε συγκεκριμένη
τιμή) ώστε να ισχύει a3 − 5a2 − 18a + 7 < 0. Επίσης, επειδή limx→+∞ (x3 −
5x2 − 18x + 7) = +∞, υπάρχει κάποιος αριθμός b αρκετά μεγάλος θετικός ώστε
να ισχύει b3 − 5b2 − 18b + 7 > 0. Επομένως, υπάρχει κάποιος ξ στο διάστημα [a, b]
ώστε ξ 3 − 5ξ 2 − 18ξ + 7 = 0.

Ask seic.
Θεωρήματα Φραγμένης Συνάρτησης και Μέγιστης - Ελάχιστης Τιμής.

1. ΄Εχουν οι παρακάτω συναρτήσεις μέγιστη ή ελάχιστη τιμή στο διάστημα


(0, 1);

y = x2 , y = x2 − x + 1, y = sin(πx), y = cot(πx), y = sin(2πx).

2. Αποδείξτε ότι η y = sin x1 έχει και μέγιστη και ελάχιστη τιμή στο (0, +∞)
και ότι «πιάνει» και τη μέγιστη και την ελάχιστη τιμή της σε άπειρα σημεία
του διαστήματος αυτού. Ποια είναι αυτά τα σημεία;
(Υπόδειξη: Δείτε την άσκηση 4.8.3.)

3. Αποδείξτε ότι η y = x1 sin x1 δεν είναι ούτε άνω φραγμένη ούτε κάτω φραγ-
μένη στο διάστημα (0, +∞).
1
4. Αποδείξτε ότι η y = 1+x sin x1 είναι άνω φραγμένη και κάτω φραγμένη αλλά
δεν έχει ούτε μέγιστη ούτε ελάχιστη τιμή στο διάστημα (0, +∞).

5. Δυο (σημειακά) οχήματα κινούνται πάνω σε ένα επίπεδο από τη χρονική


στιγμή t = a μέχρι τη χρονική στιγμή t = b (a < b). Αποδείξτε ότι υπάρχει
κάποια χρονική στιγμή (ανάμεσα στις t = a και t = b) που η απόσταση
ανάμεσα στα δυο οχήματα γίνεται μέγιστη και κάποια χρονική στιγμή που η
απόσταση ανάμεσά τους γίνεται ελάχιστη.

6. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο [a, b] και ισχύει
f (x) > g(x) για κάθε x στο [a, b]. Αποδείξτε ότι υπάρχει θετικός αριθμός ρ
ώστε να ισχύει f (x) > g(x) + ρ για κάθε x στο [a, b].

Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής.

1. Αποδείξτε ότι η εξίσωση x7 − 3x6 + 5x5 + 13x4 − x3 − 12x2 − 5x + 1 = 0


έχει τουλάχιστον μια λύση στο διάστημα [0, 1].

2. Αποδείξτε ότι η εξίσωση ex = x + 2 έχει τουλάχιστον δυο λύσεις.

3. Αποδείξτε ότι η εξίσωση x3 + x−1


2 1
+ x−2 = 0 έχει τουλάχιστον μια λύση σε
καθένα από τα διαστήματα (0, 1) και (1, 2).

4. Αποδείξτε ότι η εξίσωση tan x = x έχει τουλάχιστον μια λύση σε κάθε


διάστημα (− π2 + kπ, π2 + kπ), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.

191
5. Δυο (σημειακά) οχήματα Μ και Ν κινούνται με τελείως αυθαίρετο τρόπο
πάνω σε μια ευθεία. Τη χρονική στιγμή t = a το Μ είναι δεξιότερα του Ν
ενώ τη χρονική στιγμή t = b το Ν είναι δεξιότερα του Μ. Αποδείξτε ότι
σε κάποια ενδιάμεση χρονική στιγμή τα δυο αυτοκίνητα θα βρεθούν το ένα
δίπλα στο άλλο.
6. (i) Θεώρημα του Bolzano. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο
διάστημα [a, b]. Αν f (a)f (b) < 0, αποδείξτε ότι υπάρχει ξ στο (a, b) ώστε
f (ξ) = 0.
(ii) Ιδιότητα σταθερού προσήμου. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι
συνεχής στο διάστημα I. Αν f (x) 6= 0 για κάθε x στο I, αποδείξτε ότι
είτε f (x) > 0 για κάθε x στο I είτε f (x) < 0 για κάθε x στο I.
7. (i) ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο διάστημα [a, b].
Αν f (a) < g(a) και f (b) > g(b), αποδείξτε ότι υπάρχει ξ στο (a, b) ώστε
f (ξ) = g(ξ).
Αιτιολογήστε το συμπέρασμα και με «γεωμετρικό» τρόπο, χρησιμοποιώντας
τα γραφήματα των συναρτήσεων.
(ii) ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο διάστημα I. Αν
f (x) 6= g(x) για κάθε x στο I, αποδείξτε ότι είτε f (x) < g(x) για κάθε x
στο I είτε f (x) > g(x) για κάθε x στο I.
8. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο διάστημα I και ότι
είναι g(x)2 = f (x)2 και f (x) 6= 0 για κάθε x στο I. Αποδείξτε ότι είτε
g(x) = f (x) για κάθε x στο I είτε g(x) = −f (x) για κάθε x στο I.
9. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο υποδιάστημα I του (0, √+∞)
και ότι είναι f (x)2 = x για κάθε
√ x στο I. Αποδείξτε ότι είτε f (x) = x για
κάθε x στο I είτε f (x) = − x για κάθε x στο I.
10. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο υποδιάστημα I του (−1, √ 1) και
ότι είναι x2 +f (x)2 = 1 για κάθε √
x στο I. Αποδείξτε ότι είτε f (x) = 1 − x2
για κάθε x στο I είτε f (x) = − 1 − x2 για κάθε x στο I.

5.5 Efarmogèc twn basik¸n jewrhmˆtwn.


Α. Για το σύνολο τιμών συνεχούς συνάρτησης.
Πρόταση 5.6 Αν μια συνάρτηση είναι συνεχής σε κλειστό και φραγμένο διά-
στημα I, τότε το σύνολο τιμών της (που αντιστοιχεί στο I) είναι το κλειστό και
φραγμένο διάστημα με άκρα την ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή της συνάρτησης
στο I.
An h y = f (x) eÐnai suneq c sto [a, b], tìte upˆrqoun x1 , x2 sto [a, b] ¸ste f (x1 ) ≤ f (x) ≤
f (x2 ) gia kˆje x sto [a, b]. An sumbolÐsoume m1 = f (x1 ), m2 = f (x2 ) thn elˆqisth kai th
mègisth tim  thc sunˆrthshc, tìte, profan¸c, kˆje tim  thc perièqetai sto diˆsthma [m1 , m2 ].
Antistrìfwc, an pˆroume opoiod pote c sto diˆsthma [m1 , m2 ], tìte o c eÐnai tim  thc
sunˆrthshc, afoÔ mporoÔme na efarmìsoume to Je¸rhma Endiˆmeshc Tim c sto diˆsthma

192
[x1 , x2 ]   [x2 , x1 ], to opoÐo perièqetai sto [a, b]: epeid  h y = f (x) eÐnai suneq c sto [x1 , x2 ]  
[x2 , x1 ] kai o c eÐnai anˆmesa stic timèc m1 = f (x1 ) kai m2 = f (x2 ), upˆrqei ξ anˆmesa stouc
x1 kai x2 kai, epomènwc, sto [a, b] ¸ste na eÐnai c = f (ξ).
'Ara to sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc eÐnai akrib¸c to diˆsthma [m1 , m2 ].

Σχήμα 5.7: Σύνολο τιμών = [ ελάχιστη τιμή, μέγιστη τιμή ].

Παρατήρηση: ΄Αρα για να βρούμε το σύνολο τιμών συνάρτησης συνεχούς σε


κλειστό και φραγμένο διάστημα αρκεί μόνο να υπολογίσουμε την ελάχιστη και
τη μέγιστη τιμή της στο διάστημα αυτό. Αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Με τη
βοήθεια των παραγώγων θα γνωρίσουμε σε επόμενο κεφάλαιο μερικές μεθόδους
υπολογισμού αυτών των τιμών της συνάρτησης. Πάντως, σε μερικές περιπτώσεις
οι υπολογισμοί αυτοί είναι εφικτοί.

Παράδειγμα: Η y = x2 είναι αύξουσα στο [1, 4], οπότε η ελάχιστη τιμή της
στο διάστημα αυτό είναι ο 12 = 1 και η μέγιστη τιμή της είναι ο 42 = 16. ΄Αρα το
σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [1, 4] είναι το διάστημα [1, 16].

Παράδειγμα: Η y = x1 είναι φθίνουσα στο [ 12 , 3], οπότε η ελάχιστη τιμή της


στο διάστημα αυτό είναι ο 13 και η μέγιστη τιμή της είναι ο 11 = 2. ΄Αρα το σύνολο
2
τιμών που αντιστοιχεί στο [ 12 , 3] είναι το διάστημα [ 13 , 2].

Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = x2 −6x+5 στο διάστημα [−1, 6]. Η συνάρτηση


γράφεται y = (x −3)2 −4, οπότε είναι φθίνουσα στο [−1, 3] και αύξουσα στο [3, 6].
΄Αρα η ελάχιστη τιμή της συνάρτησης στο [−1, 6] είναι ο 32 − 6 · 3 + 5 = −4 και
η μέγιστη τιμή της είναι ο μεγαλύτερος από τους (−1)2 − 6(−1) + 5 = 12 και
62 − 6 · 6 + 5 = 5, δηλαδή ο 12. ΄Αρα το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [−1, 6]
είναι το [−4, 12]. Ειδικώτερα: το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [−1, 3] είναι
το [−4, 12] και το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [3, 6] είναι το [−4, 5].
Πρόταση 5.7 (1) ΄Εστω συνάρτηση συνεχής σε ανοικτό διάστημα I και έστω
ότι υπάρχουν τα πλευρικά της όρια στα άκρα του I. Τότε κάθε αριθμός ανάμεσα
στα πλευρικά όρια περιέχεται στο σύνολο τιμών της συνάρτησης.

193
(2) ΄Εστω συνάρτηση συνεχής σε διάστημα I, το οποίο περιέχει μόνο το ένα άκρο
του, και έστω ότι υπάρχει το πλευρικό όριο της συνάρτησης στο άλλο άκρο του I.
Τότε κάθε αριθμός ανάμεσα στην τιμή της συνάρτησης στο άκρο που ανήκει στο I
και στο πλευρικό όριο στο άλλο άκρο περιέχεται στο σύνολο τιμών της συνάρτησης.
(1) 'Estw ìti h y = f (x) eÐnai suneq c sto diˆsthma (a, b) kai limx→a+ f (x) = A kai
limx→b− f (x) = B . 'Estw, epÐshc, ìti A < B kai èstw opoiosd pote c anˆmesa sta pleurikˆ
ìria A kai B , dhlad  A < c < B . PaÐrnoume ² = min{c − A, B − c}. Tìte upˆrqei
δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − A| < ² gia kˆje x sto (a, b) me a < x < a + δ 0 kai upˆrqei
δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − B| < ² gia kˆje x sto (a, b) me b − δ 00 < x < b. Sunepˆge-
tai ìti f (x) < A + ² ≤ A + (c − A) = c gia kˆje x sto (a, b) me a < x < a + δ 0 kai
f (x) > B − ² ≥ B − (B − c) = c gia kˆje x sto (a, b) me b − δ 00 < x < b. 'Ara eÐnai
0 00
a < a + δ 0 ≤ b − δ 00 < b kai f (a + δ2 ) < c < f (b − δ2 ). Epeid  h sunˆrthsh eÐnai suneq c sto
δ0 δ 00
[a + 2
,b − 2
],
sunepˆgetai ìti o c perièqetai sto sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc.
H apìdeixh eÐnai parìmoia kai sthn perÐptwsh pou eÐnai A > B kai A > c > B . EpÐshc, h
apìdeixh eÐnai parìmoia kai se kˆje ˆllh perÐptwsh, dhlad  pou èna   kai ta duo ˆkra tou I
eÐnai ±∞   pou èna   kai ta duo pleurikˆ ìria sta ˆkra tou I eÐnai ±∞.
(2) 'Estw ìti h y = f (x) eÐnai suneq c sto [a, b) kai f (a) = A kai limx→b− f (x) = B . 'Estw,
epÐshc, ìti A < B kai èstw opoiosd pote c me A ≤ c < B . PaÐrnoume ² = B − c, opìte upˆrqei
δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |f (x) − B| < ² gia kˆje x sto [a, b) me b − δ 00 < x < b. Sunepˆgetai
ìti f (x) > B − ² = B − (B − c) = c gia kˆje x sto [a, b) me b − δ 00 < x < b. 'Ara eÐnai
00 00
a ≤ b − δ 00 < b kai f (a) ≤ c < f (b − δ2 ). Epeid  h sunˆrthsh eÐnai suneq c sto [A, b − δ2 ],
sunepˆgetai ìti o c perièqetai sto sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc.
H apìdeixh eÐnai parìmoia kai sthn perÐptwsh pou eÐnai A > B kai A ≥ c > B . EpÐshc, h
apìdeixh eÐnai parìmoia kai se kˆje ˆllh perÐptwsh, dhlad  pou to ˆkro tou I pou den an kei
sto I eÐnai ±∞   pou to antÐstoiqo pleurikì ìrio eÐnai ±∞.

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = 2x2 + 1 στο διάστημα (1, 3). Είναι limx→1+ (2x2 +
1) = 3 και limx→3− (2x2 + 1) = 19. ΄Αρα κάθε αριθμός ανάμεσα στους 3 και 19
περιέχεται στο σύνολο τιμών της y = 2x2 +1 ή, με άλλα λόγια, το διάστημα (3, 19)
περιέχεται στο σύνολο τιμών της y = 2x2 + 1.
Τώρα παρατηρούμε ότι είναι 3 < 2x2 + 1 < 19 για κάθε x στο διάστημα (1, 3)
και, επομένως, το σύνολο τιμών της y = 2x2 + 1 που αντιστοιχεί στο διάστημα
(1, 3) είναι το διάστημα (3, 19).
x+1 x+1
Παράδειγμα: ΄Εστω η y = x−1 στο (1, +∞). Είναι limx→1+ x−1 = +∞ και
x+1
limx→+∞ x−1 = 1. ΄Αρα κάθε αριθμός ανάμεσα στον 1 και στο +∞ περιέχεται
x+1
στο σύνολο τιμών της y = x−1 , δηλαδή το (1, +∞) περιέχεται στο σύνολο τιμών
x+1
της y = x−1 .
x+1
Τώρα είναι εύκολο να δούμε ότι είναι 1 < x−1 < +∞ για κάθε x στο (1, +∞),
x+1
οπότε συμπεραίνουμε ότι το σύνολο τιμών της y = x−1 που αντιστοιχεί στο
(1, +∞) είναι το (1, +∞).

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = log x1 στο [1, +∞). Υπολογίζουμε: log 11 = 0 και


limx→+∞ log x1 = −∞. ΄Αρα κάθε αριθμός ανάμεσα στο −∞ και στον 0 περιέχεται
στο σύνολο τιμών της y = log x1 , οπότε το (−∞, 0] περιέχεται στο σύνολο τιμών
της y = log x1 .
Επειδή είναι −∞ < log x1 ≤ 0 για κάθε x στο [1, +∞), συνεπάγεται ότι το
σύνολο τιμών της y = log x1 που αντιστοιχεί στο [1, +∞) είναι το (−∞, 0].

194
x −x
Παράδειγμα: ΄Εστω η y = tanh x = eex −e +e−x στο (−∞, +∞). Τότε είναι
limx→−∞ tanh x = −1 και limx→+∞ tanh x = 1. Επομένως, κάθε αριθμός ανάμε-
σα στους −1 και 1 περιέχεται στο σύνολο τιμών της y = tanh x, οπότε το διάστημα
(−1, 1) περιέχεται στο σύνολο τιμών της y = tanh x.
x −x
Επειδή ισχύει −1 < eex −e
+e−x < 1 για κάθε x στο (−∞, +∞), συνεπάγεται ότι
το σύνολο τιμών της y = tanh x είναι το διάστημα (−1, 1).

Παράδειγμα: ΄Εστω η y = ex + x2x+1 στο (−∞, +∞). Υπολογίζουμε τα όρια


¡ ¢ ¡ ¢
limx→−∞ ex + x2x+1 = 0 + 0 = 0 και limx→+∞ ex + x2x+1 = +∞ + 0 = +∞.
΄Αρα κάθε αριθμός ανάμεσα στον 0 και στο +∞ περιέχεται στο σύνολο τιμών της
y = ex + x2x+1 , οπότε το διάστημα (0, +∞) περιέχεται στο σύνολο τιμών της
συνάρτησης.
Στο παράδειγμα αυτό δεν είναι εύκολο να βρούμε ακριβώς το σύνολο τιμών
της συνάρτησης. Είναι εύκολο να δούμε ότι το σύνολο τιμών δεν ταυτίζεται με το
−1
(0, +∞). Για παράδειγμα, η τιμή e−1 + (−1)2 +1 είναι < 0.

Πρόταση 5.8 (1) Κάθε πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) = a0 + a1 x +


· · · + a2n−1 x2n−1 περιττού βαθμού (δηλαδή a2n−1 6= 0) έχει σύνολο τιμών το
(−∞, +∞).
(2) ΄Εστω πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) = a0 + a1 x + · · · + a2n x2n άρτιου
βαθμού (δηλαδή a2n 6= 0). Αν a2n > 0, η συνάρτηση έχει ελάχιστη τιμή, έστω
m, και το σύνολο τιμών της είναι το [m, +∞). Αν a2n < 0, η συνάρτηση έχει
μέγιστη τιμή, έστω m, και το σύνολο τιμών της είναι το (−∞, m].
(1) H y = p(x) eÐnai suneq c sto (−∞, +∞). An a2n−1 > 0, tìte ta pleurikˆ ìria sta ˆkra
tou (−∞, +∞) eÐnai ta limx→−∞ p(x) = −∞ kai limx→+∞ p(x) = +∞. 'Ara kˆje arijmìc
anˆmesa sta pleurikˆ ìria −∞ kai +∞, dhlad  kˆje arijmìc sto (−∞, +∞), perièqetai
sto sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc. Profan¸c, to sÔnolo tim¸n de mporeÐ na perièqei ˆllouc
arijmoÔc, opìte tautÐzetai me to (−∞, +∞).
An a2n−1 < 0, tìte ta pleurikˆ ìria eÐnai ta limx→−∞ p(x) = +∞ kai limx→+∞ p(x) =
−∞ kai h apìdeixh den allˆzei.
(2) An a2n > 0, tìte eÐnai limx→−∞ p(x) = +∞ kai limx→+∞ p(x) = +∞. Epomènwc, upˆrqei
a < 0 ¸ste na eÐnai p(x) > a0 gia kˆje x sto (−∞, a) kai upˆrqei b > 0 ¸ste na eÐnai p(x) > a0
gia kˆje x sto (b, +∞). H y = p(x) eÐnai suneq c sto [a, b], opìte upˆrqei x0 sto [a, b] ¸ste
h tim  m = p(x0 ) na eÐnai h elˆqisth tim  thc sunˆrthshc sto diˆsthma autì. O 0 perièqetai
sto diˆsthma [a, b], opìte eÐnai m ≤ p(0) = a0 . Sunepˆgetai ìti eÐnai m ≤ a0 < p(x) gia kˆje
x sthn ènwsh (−∞, a) ∪ (b, +∞) kai, epomènwc, o m eÐnai h elˆqisth tim  thc sunˆrthshc,
ìqi mìno sto [a, b], allˆ se olìklhro to (−∞, +∞). AfoÔ o m eÐnai h elˆqisth tim  thc
sunˆrthshc, ìlec oi timèc thc perièqontai sto [m, +∞). Antistrìfwc, èstw opoiosd pote c
sto diˆsthma [m, +∞), dhlad  anˆmesa sthn tim  thc sunˆrthshc, m = p(x0 ), sto ˆkro x0 tou
[x0 , +∞) kai sto pleurikì ìrio limx→+∞ p(x) = +∞ sto ˆllo ˆkro tou [x0 , +∞). 'Ara o c
perièqetai sto sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc. 'Ara to sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc tautÐzetai
me to [m, +∞).
An a2n < 0, h apìdeixh eÐnai parìmoia.

Παράδειγμα: Η y = x7 −2x6 +x5 −7x3 +2x2 +1 είναι πολυωνυμική συνάρτηση


περιττού βαθμού, οπότε το σύνολο τιμών της είναι το (−∞, +∞).

Παράδειγμα: Η y = 3x2 − 6x + 8 είναι πολυωνυμική συνάρτηση άρτιου βαθμού


με θετικό συντελεστή μεγιστοβάθμιου όρου. Για να υπολογίσουμε την ελάχιστη
τιμή της την γράφουμε y = 3(x − 1)2 + 5 και είναι φανερό ότι η ελάχιστη τιμή της

195
είναι η τιμή της στον 1, δηλαδή ο 5. ΄Αρα το σύνολο τιμών της συνάρτησης είναι
το [5, +∞).

Παράδειγμα: Η y = 1 + 4x2 − x4 είναι πολυωνυμική συνάρτηση άρτιου βαθμού


με αρνητικό συντελεστή μεγιστοβάθμιου όρου. Για να υπολογίσουμε τη μέγιστη
την γράφουμε y = 5 − (x2 − 2)2 , οπότε η μέγιστη τιμή της είναι η τιμή της
τιμή της √
στους ± 2, δηλαδή ο 5. ΄Αρα το σύνολο τιμών της συνάρτησης είναι το (−∞, 5].

Παράδειγμα: ΄Υπαρξη n-οστής ρίζας. Αν ο n είναι φυσικός τότε για κάθε


b ≥ 0 υπάρχει a ≥ 0 ώστε an = b.
Η αιτιολόγηση είναι απλή. Αν ο n είναι περιττός, τότε το σύνολο τιμών της
πολυωνυμικής συνάρτησης y = xn είναι το (−∞, +∞). ΄Αρα κάθε b ≥ 0 είναι τιμή
της συνάρτησης, οπότε υπάρχει a ώστε να είναι an = b. Είναι προφανές ότι πρέπει
να είναι a ≥ 0. Αν ο n είναι άρτιος, τότε ο αριθμός 0 είναι η ελάχιστη τιμή της
y = xn (αφού είναι 0n = 0 και xn ≥ 0 για κάθε x), οπότε το σύνολο τιμών της
συνάρτησης είναι το [0, +∞). ΄Αρα κάθε b ≥ 0 είναι τιμή της συνάρτησης, οπότε
υπάρχει ξ ώστε να είναι ξ n = b. Επειδή είναι και (−ξ)n = b, είναι προφανές ότι
είτε ο a = ξ είτε ο a = −ξ είναι ≥ 0 και ισχύει an = b.

Β. Προσέγγιση λύσεων εξισώσεων.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο διάστημα (οποιασδήποτε μορφής)


και έστω αριθμός c. Θα περιγράψουμε μια (σχετικά απλοϊκή) μέθοδο προσεγγιστι-
κής εύρεσης λύσης της εξίσωσης f (x) = c. Η μέθοδος αυτή είναι αλγοριθμικού
τύπου και αρχίζει με την προϋπόθεση ότι έχουμε βρεί a και b στο διάστημα στο
οποίο ορίζεται η συνάρτηση ώστε a < b και ο c να είναι ανάμεσα στις τιμές f (a)
και f (b). Γνωρίζουμε, τώρα, ότι κάπου μέσα στο διάστημα [a, b] υπάρχει η λύση
που ζητάμε. Κατόπιν παίρνουμε τον αριθμό a+b 2 ακριβώς στο μέσο του [a, b] και
υπολογίζουμε την τιμή f ( a+b 2 ). Αν αυτή είναι ίση με c, τότε έχουμε τελειώσει έ-
χοντας προσδιορίσει ακριβώς λύση της εξίσωσης. Αν δε συμβαίνει αυτό, τότε είναι
φανερό ότι ο c είναι είτε ανάμεσα στις τιμές f (a) και f ( a+b 2 ) είτε ανάμεσα στις
τιμές f ( a+b
2 ) και f (b). Στην πρώτη περίπτωση συμβολίζουμε a1 = a, b1 = a+b
2
και στη δεύτερη περίπτωση συμβολίζουμε a1 = a+b 2 , b 1 = b. Σε κάθε περίπτωση
έχουμε βρει ένα νέο διάστημα [a1 , b1 ] ώστε ο c να είναι ανάμεσα στις τιμές f (a1 )
και f (b1 ). Επομένως, στο [a1 , b1 ] υπάρχει λύση της εξίσωσης και αυτό που είναι
ενδιαφέρον είναι ότι το νέο διάστημα περιέχεται στο αρχικό και έχει το μισό μήκος.
Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία με το διάστημα [a1 , b1 ], παίρνοντας το μέσο
a1 +b1
2 . Αν η τιμή f ( a1 +b
2 ) είναι ίση με c σταματάμε αλλιώς προσδιορίζουμε ένα
1

νέο διάστημα [a2 , b2 ] το οποίο περιέχεται στο [a1 , b1 ] ώστε ο c να είναι ανάμεσα στις
τιμές f (a2 ) και f (b2 ). Επομένως, υπάρχει λύση της εξίσωσης στο [a2 , b2 ] και το
διάστημα αυτό περιέχεται στο προηγούμενο [a1 , b1 ] και έχει το μισό μήκος, δηλαδή
το ένα τέταρτο του μήκους του αρχικού [a, b]. Συνεχίζοντας αυτήν την επαγω-
γική διαδικασία, είτε κάποια στιγμή βρίσκουμε ακριβώς λύση της εξίσωσης και
σταματάμε είτε στη χειρότερη περίπτωση συνεχίζουμε επ΄ άπειρον πετυχαίνοντας,
όμως, να προσδιορίζουμε όλο και μικρότερα διαστήματα [an , bn ] τα οποία περιέ-
χουν λύση της εξίσωσης. Με τη μέθοδο αυτή, ακόμη και αν δε βρούμε ακριβώς

196
λύση, μπορούμε να υπολογίσουμε προσεγγιστικά κάποια λύση της εξίσωσης και,
μάλιστα, με οσοδήποτε καλό βαθμό προσέγγισης θέλουμε. Πράγματι, αν θέλουμε
να υπολογίσουμε τη λύση με σφάλμα μικρότερο από οποιοδήποτε ² > 0, βρίσκου-
με αρκετά μεγάλο n ώστε να είναι b−a 2n ≤ ² και σταματάμε τη διαδικασία στο
διάστημα [an , bn ] (αν δεν έχουμε ήδη σε προηγούμενο στάδιο βρει ακριβώς λύση).
Στο διάστημα αυτό είτε η λύση είναι ο an ή ο bn , οπότε τη γνωρίζουμε ακριβώς,
είτε η λύση είναι κάποιος (άγνωστος) ξ με an < ξ < bn , οπότε εμείς μπορούμε να
θεωρήσουμε τον αριθμό an ή τον bn ως προσεγγιστική λύση της εξίσωσης, αφού
το σφάλμα είναι ξ − an < bn − an = b−a b−a
2n ≤ ² και bn − ξ < bn − an = 2n ≤ ².

Παράδειγμα: Για να λύσουμε προσεγγιστικά την εξίσωση x3 = 3x2 − 1 τη


γράφουμε x3 − 3x2 + 1 = 0 και παρατηρούμε ότι 03 − 3 · 02 + 1 = 1 > 0 και
13 − 3 · 12 + 1 = −1 < 0, οπότε υπάρχει λύση στο διάστημα [0, 1].
Για να βρούμε μια προσεγγιστική λύση με σφάλμα < 213 , υπολογίζουμε δι-
αδοχικά τις τιμές: ( 21 )3 − 3( 12 )2 + 1 = 38 > 0, ( 34 )3 − 3( 34 )2 + 1 = − 1764 < 0,
( 58 )3 − 3( 58 )2 + 1 = 512
37
> 0. ΄Αρα υπάρχει λύση στο διάστημα [ 85 , 34 ], η οποία δεν
είναι κανένα από τα άκρα του. Το διάστημα έχει μήκος 213 , οπότε ο 85 και ο 34 είναι
προσεγγιστικές λύσεις της x3 − 3x2 + 1 = 0 με σφάλμα < 213 .

Ask seic.
Το σύνολο τιμών συνεχούς συνάρτησης.

1. Ποια είναι τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτήσεων;

y = −2x3 + x2 − 5x + 6, y = x4 − 2x2 + 7, y = x6 − 3x4 + 3x2 − 1.

2. ΄Εστω πολυωνυμική συνάρτηση y = a0 + a1 x + · · · + aN xN . Αν a0 aN < 0,


αποδείξτε ότι υπάρχει θετικός αριθμός ξ ώστε p(ξ) = 0.

3. Περιγράψτε όσο καλύτερα μπορείτε τα σύνολα τιμών των παρακάτω συναρτή-


σεων. Πιθανή απάντηση: το τάδε (όσο το δυνατό μεγαλύτερο) διάστημα
περιέχεται στο σύνολο τιμών ή, ιδανικά, είναι ίσο με το σύνολο τιμών.
(i) y = sin x και y = cos(5x) στο [− π4 , π2 ].
1
(ii) y = x + x στο (−∞, −1], στο [−1, 0), στο (0, 1] και στο [1, +∞).
x 1
(iii) y = e + x και y = 1+e2x στο (−∞, +∞).
1 2
(iv) y = x2 + (x−1)3 στο (−∞, 0), στο (0, 1) και στο (1, +∞).

4. Αποδείξτε ότι η y = x3 + x−12 1


+ x−2 είναι γνησίως φθίνουσα στα διαστήματα
(−∞, 0), (0, 1), (1, 2) και (2, +∞).
Υπολογίστε το αντίστοιχο σύνολο τιμών της συνάρτησης για καθένα από τα
διαστήματα αυτά.
Πόσες ακριβώς λύσεις έχει η εξίσωση x3 + x−1
2 1
+ x−2 = c, όπου c είναι
οποιοσδήποτε αριθμός; (Διακρίνατε περιπτώσεις: c < 0, c > 0 και c = 0.)

197
5. Γενίκευση της Πρότασης 5.8. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής
στο διάστημα (a, b). Αν limx→a+ f (x) = limx→b− f (x) = +∞, αποδείξτε
ότι η y = f (x) έχει ελάχιστη τιμή και ότι, αν συμβολίσουμε m την ελάχιστη
τιμή, το σύνολο τιμών της y = f (x) είναι το [m, +∞).
Προσεγγιστική λύση εξισώσεων.
1. Αποδείξτε ότι η εξίσωση x3 = 3x − 1 έχει λύση στο διάστημα [0, 1] και
υπολογίστε την προσεγγιστικά με σφάλμα < 10−1 .
2. Αποδείξτε ότι η εξίσωση sin x = x2 − 1 έχει λύση στο διάστημα [ π2 , π] και
υπολογίστε την προσεγγιστικά με σφάλμα < 10−1 . (Μπορείτε να χρησι-
μοποιήσετε μικρό υπολογιστή για τον υπολογισμό τιμών της y = sin x.)

5.6 Monìtonec sunart seic.


΄Εστω ότι η y = f (x) είναι αύξουσα στο διάστημα (a, ξ]. Τότε γνωρίζουμε
ότι υπάρχει το όριο limx→ξ− f (x) και, επειδή ισχύει f (x) ≤ f (ξ) για κάθε x
στο (a, ξ), συνεπάγεται ότι το όριο αυτό είναι αριθμός και limx→ξ− f (x) ≤ f (ξ).
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η διαφορά f (ξ)−limx→ξ− f (x) ≥ 0 ονομάζεται πήδημα της
συνάρτησης στον ξ από τα αριστερά του. Επομένως, η συνάρτηση είναι συνεχής
στον ξ από τα αριστερά του αν και μόνο αν το πήδημά της στον ξ είναι ίσο με
0. Τα ανάλογα ισχύουν αν η y = f (x) είναι αύξουσα στο διάστημα [ξ, b). Τότε
υπάρχει το όριο limx→ξ+ f (x) και, επειδή ισχύει f (ξ) ≤ f (x) για κάθε x στο (ξ, b),
συνεπάγεται ότι το όριο αυτό είναι αριθμός και f (ξ) ≤ limx→ξ+ f (x). Η διαφορά
limx→ξ+ f (x) − f (ξ) ≥ 0, που γνωρίζουμε ότι ονομάζεται πήδημα της συνάρτησης
στον ξ από τα δεξιά του, είναι ίση με 0 αν και μόνο αν η συνάρτηση είναι συνεχής
στον ξ από τα δεξιά του. Τέλος, αν η y = f (x) ορίζεται και είναι αύξουσα στο
διάστημα (a, b) με a < ξ < b, τότε, συνδυάζοντας τα προηγούμενα συμπεράσματα,
συνεπάγεται ότι τα δυο πλευρικά όρια στον ξ είναι αριθμοί και limx→ξ− f (x) ≤
f (ξ) ≤ limx→ξ+ f (x). Η διαφορά limx→ξ+ f (x) − limx→ξ− f (x) ≥ 0, δηλαδή το
πήδημα της συνάρτησης στον ξ, είναι ίση με 0 αν και μόνο αν η συνάρτηση είναι
συνεχής στον ξ. Πράγματι, αν η συνάρτηση είναι συνεχής στον ξ, τότε τα πλευρικά
όρια είναι ίσα και, επομένως, το πήδημα είναι ίσο με 0. Αντιστρόφως, αν το πήδημα
είναι ίσο με 0, τότε τα δυο πλευρικά όρια είναι ίσα και, μάλιστα, ίσα και με την τιμή
f (ξ) (αφού αυτή είναι ανάμεσά τους) και, επομένως, limx→ξ (x6=ξ) f (x) = f (ξ).
Ανάλογα συμπεράσματα ισχύουν αν η συνάρτηση είναι φθίνουσα. Συνοψίζουμε:
Πρόταση 5.9 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι μονότονη στο (a, b) με a < ξ < b ή
στο (a, ξ] ή στο [ξ, b). Τότε η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ ή στον ξ από τα
αριστερά του ή στον ξ από τα δεξιά του αν και μόνο αν το πήδημά της στον ξ ή
στον ξ από τα αριστερά του ή στον ξ από τα δεξιά του, αντιστοίχως, είναι ίσο με 0.

Ask seic.
½
0, αν x 6= 0,
1. Είναι η y = συνεχής στον 0;
1, αν x = 0,

198
Είναι το πήδημά της ίσο με 0 στον 0; Αντιφάσκει αυτό με το συμπέρασμα
της Πρότασης 5.9;
Απαντήστε στα ίδια ερωτήματα για την πλευρική συνέχεια και τα πλευρικά
πηδήματα στον 0.

2. Αποδείξτε ότι η log[x] είναι αύξουσα και υπολογίστε τα πηδήματά της σε


κάθε σημείο του πεδίου ορισμού της.
Σε ποια σημεία είναι η συνάρτηση συνεχής;
Πώς συμπεριφέρονται τα πηδήματα της συνάρτησης στους φυσικούς n καθώς
αυτοί αυξάνουν;

3. Μελετήστε την y = x log[x] όπως στην προηγούμενη άσκηση.

5.7 AntÐstrofec sunart seic.


Γνωρίζουμε ότι αν η y = f (x) είναι γνησίως μονότονη σε κάποιο διάστη-
μα I, τότε αυτή είναι, προφανώς, ένα-προς-ένα στο I και ορίζεται η αντίστροφη
συνάρτηση x = f −1 (y). Επίσης, γνωρίζουμε ότι αν J είναι το σύνολο τιμών της
y = f (x) που αντιστοιχεί στο διάστημα I, τότε η x = f −1 (y) έχει πεδίο ορισμού
το J και σύνολο τιμών το διάστημα I.
Η επόμενη πρόταση δίνει πλήρη και λεπτομερή περιγραφή της κατάστασης στην
περίπτωση που η y = f (x) είναι (εκτός από γνησίως μονότονη) και συνεχής στο
διάστημα I. Συγκεκριμένα: τότε το σύνολο τιμών J είναι κι αυτό διάστημα και,
μάλιστα, ίδιου τύπου με το I και η x = f −1 (y) είναι κι αυτή συνεχής στο J.
Επίσης, περιγράφει και τον τρόπο εύρεσης του διαστήματος J.

Πρόταση 5.10 (1) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής
στο διάστημα I = [a, b]. Τότε το σύνολο τιμών της συνάρτησης είναι το διάστημα
J = [A, B], όπου A = f (a), B = f (b). Επίσης, η αντίστροφη συνάρτηση x =
f −1 (y) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο [A, B] με σύνολο τιμών το [a, b].
(2) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής σε κάποιο ανοικτό
διάστημα I. Τότε το σύνολο τιμών της συνάρτησης είναι το ανοικτό διάστημα J
με άκρα τα πλευρικά όρια της συνάρτησης στα άκρα του I (με την ίδια διάταξη).
Επίσης, η αντίστροφη συνάρτηση x = f −1 (y) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής
στο J με σύνολο τιμών το I.
(3) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής σε κάποιο διάστημα
I που περιέχει μόνο το ένα από τα δυο άκρα του. Τότε το σύνολο τιμών της
συνάρτησης είναι το διάστημα J με άκρα την τιμή της συνάρτησης στο άκρο που
ανήκει στο I και το πλευρικό όριο της συνάρτησης στα άκρο που δεν ανήκει στο I
(με την ίδια διάταξη). Επίσης, η αντίστροφη συνάρτηση x = f −1 (y) είναι γνησίως
αύξουσα και συνεχής στο J με σύνολο τιμών το I.
Τα συμπεράσματα των (1), (2) και (3) ισχύουν και στην περίπτωση που η
συνάρτηση είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο διάστημα I. Η μόνη διαφορά
είναι ότι τα άκρα του διαστήματος J αλλάζουν διάταξη. Για παράδειγμα, στην
περίπτωση (1) πρέπει να είναι J = [B, A] αντί J = [A, B].

199
Σχήμα 5.8: Σύνολο τιμών γνησίως αύξουσας συνάρτησης.

(1) Epeid  h y = f (x) eÐnai gnhsÐwc aÔxousa sto I = [a, b], h elˆqisth tim  thc eÐnai h
A = f (a) kai h mègisth tim  thc eÐnai h B = f (b). Epeid  h sunˆrthsh eÐnai kai suneq c sto
[a, b], to sÔnolo tim¸n thc eÐnai to diˆsthma J = [A, B]. 'Ara orÐzetai h antÐstrofh sunˆrthsh
x = f −1 (y) me pedÐo orismoÔ to [A, B] kai sÔnolo tim¸n to [a, b]. EÐnai  dh gnwstì ìti h
x = f −1 (y) eÐnai gnhsÐwc aÔxousa sto [A, B] kai mènei na apodeÐxoume ìti eÐnai kai suneq c
sto [A, B].
'Estw opoiosd pote η sto [A, B] kai o antÐstoiqoc ξ = f −1 (η). An A < η < B , paÐrnoume
opoiond pote ² > 0 kai jewroÔme x1 , x2 sto [a, b] ¸ste na eÐnai ξ − ² ≤ x1 < ξ < x2 ≤ ξ + ².
OrÐzoume touc y1 = f (x1 ), y2 = f (x2 ) sto [A, B], opìte eÐnai y1 < η < y2 . OrÐzoume kai
δ = min{η − y1 , y2 − η}. Tìte gia kˆje y me |y − η| < δ sunepˆgetai ìti y1 ≤ η − δ < y <
η + δ ≤ y2 , opìte ξ − ² ≤ x1 = f −1 (y1 ) < f −1 (y) < f −1 (y2 ) = x2 ≤ ξ + ² kai, epomènwc,
|f −1 (y) − f −1 (η)| = |f −1 (y) − ξ| < ². Autì shmaÐnei ìti h x = f −1 (y) eÐnai suneq c ston η .
An η = A, opìte ξ = f −1 (η) = a, paÐrnoume pˆli opoiond pote ² > 0 kai jewroÔme x2 sto
[a, b] ¸ste na eÐnai a < x2 ≤ a + ². OrÐzoume ton y2 = f (x2 ) sto [A, B], opìte eÐnai A < y2 .
OrÐzoume kai δ = y2 − A. Tìte gia kˆje y me A ≤ y < A + δ = y2 sunepˆgetai a = f −1 (A) ≤
f −1 (y) < f −1 (y2 ) = x2 ≤ a + ² kai, epomènwc, |f −1 (y) − f −1 (A)| = |f −1 (y) − a| < ². Autì
shmaÐnei ìti h x = f −1 (y) eÐnai suneq c ston η = A.
An η = B , me parìmoio trìpo apodeiknÔetai ìti h x = f −1 (y) eÐnai suneq c ston η . 'Ara h
x = f −1 (y) eÐnai suneq c sto [A, B].
(2) 'Estw ìti h y = f (x) eÐnai gnhsÐwc aÔxousa kai suneq c sto diˆsthma I = (a, b). Lì-
gw monotonÐac, upˆrqei to limx→a+ f (x), to opoÐo eÐnai eÐte arijmìc eÐte −∞, kaj¸c kai to
limx→b− f (x), to opoÐo eÐnai eÐte arijmìc eÐte +∞. 'Estw ìti ta A = limx→a+ f (x) kai
B = limx→b− f (x) eÐnai arijmoÐ.
'Estw opoiosd pote x sto (a, b). PaÐrnoume opoiond pote x0 sto (x, b), opìte gia kˆje x00
sto (x0 , b) isqÔei f (x) < f (x0 ) < f (x00 ) kai, epomènwc, f (x) < f (x0 ) ≤ limx00 →b− f (x00 ) = B .
OmoÐwc, an pˆroume opoiond pote x0 sto (a, x), tìte gia kˆje x00 sto (a, x0 ) isqÔei f (x00 ) <
f (x0 ) < f (x) kai, epomènwc, A = limx00 →b− f (x00 ) ≤ f (x0 ) < f (x). SumperaÐnoume ìti gia kˆje
x sto (a, b) o antÐstoiqoc y = f (x) an kei sto anoiktì diˆsthma (A, B), dhlad  ìti to sÔnolo
tim¸n thc sunˆrthshc perièqetai sto (A, B). Antistrìfwc, gnwrÐzoume  dh ìti kˆje arijmìc
c anˆmesa sta pleurikˆ ìria A kai B an kei sto sÔnolo tim¸n thc y = f (x). 'Ara to sÔnolo
tim¸n thc y = f (x) eÐnai to Ðdio me to diˆsthma (A, B), opìte orÐzetai h antÐstrofh sunˆrthsh
x = f −1 (y) me pedÐo orismoÔ to (A, B) kai sÔnolo tim¸n to (a, b), h opoÐa eÐnai gnhsÐwc
aÔxousa sto (A, B). Gia na apodeÐxoume ìti h x = f −1 (y) eÐnai suneq c sto (A, B) paÐrnoume
pˆli opoiond pote η sto (A, B) kai epanalambˆnoume to antÐstoiqo mèroc thc apìdeixhc tou
(1). (Fusikˆ, de qreiˆzetai na jewr soume tic peript¸seic η = A kai η = B ).
H apìdeixh eÐnai parìmoia kai se ìlec tic upìloipec peript¸seic ìpou èna   kai ta duo ˆkra
tou I eÐnai ±∞   pou èna   kai ta duo pleurikˆ ìria thc y = f (x) sta ˆkra tou I eÐnai ±∞.
(3) 'Estw ìti h y = f (x) eÐnai gnhsÐwc aÔxousa kai suneq c sto I = [a, b). Lìgw monotonÐac,
upˆrqei to limx→b− f (x), to opoÐo eÐnai eÐte arijmìc eÐte +∞. 'Estw ìti to B = limx→b− f (x)
eÐnai arijmìc.

200
Lìgw monotonÐac, o A = f (a) eÐnai h elˆqisth tim  thc y = f (x). 'Opwc sto (2), apodeiknÔ-
oume ìti gia kˆje x sto [a, b) eÐnai f (x) < B kai, epomènwc, to sÔnolo tim¸n thc sunˆrthshc
perièqetai sto [A, B). Antistrìfwc, gnwrÐzoume  dh ìti kˆje arijmìc c anˆmesa ston A kai
sto pleurikì ìrio B an kei sto sÔnolo tim¸n thc y = f (x). 'Ara to sÔnolo tim¸n thc y = f (x)
eÐnai to Ðdio me to diˆsthma [A, B), opìte orÐzetai h antÐstrofh sunˆrthsh x = f −1 (y) me
pedÐo orismoÔ to [A, B) kai sÔnolo tim¸n to [a, b) kai eÐnai gnhsÐwc aÔxousa sto [A, B). Gia
na apodeÐxoume ìti h x = f −1 (y) eÐnai suneq c sto [A, B) paÐrnoume pˆli opoiond pote η sto
[A, B) kai epanalambˆnoume to antÐstoiqo mèroc thc apìdeixhc tou (1). (Fusikˆ, de qreiˆzetai
na jewr soume thn perÐptwsh η = B ).
H apìdeixh eÐnai parìmoia kai se ìlec tic upìloipec peript¸seic ìpou to ˆkro tou I pou
den an kei sto I eÐnai ±∞   pou to antÐstoiqo pleurikì ìrio thc y = f (x) eÐnai ±∞.

Παράδειγμα: Με στοιχειώδη τρόπο αποδεικνύεται ότι η y = x3 + x είναι γνησί-


ως αύξουσα και συνεχής στο (−∞, +∞).
Επειδή είναι limx→−∞ (x3 +x) = −∞ και limx→+∞ (x3 +x) = +∞, συνεπάγε-
ται ότι το σύνολο τιμών είναι το (−∞, +∞) (αυτό το γνωρίζαμε διότι η y = x3 + x
είναι πολυωνυμική συνάρτηση περιττού βαθμού). ΄Αρα η αντίστροφη συνάρτηση εί-
ναι γνησίως αύξουσα και συνεχής με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο
τιμών το (−∞, +∞).

Παράδειγμα: Η y = −xex +1 είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο [0, +∞).
Επειδή είναι −0e0 + 1 = 1 και limx→+∞ (−xex + 1) = −∞, το αντίστοιχο
σύνολο τιμών είναι το (−∞, 1] και η αντίστροφη συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα
και συνεχής με πεδίο ορισμού το (−∞, 1] και σύνολο τιμών το [0, +∞).

Ιδού και μερικά πιο σημαντικά παραδείγματα.

Παράδειγμα: Η λογαριθμική συνάρτηση. Η y = ex είναι γνησίως


αύξουσα και συνεχής στο (−∞, +∞).
Επειδή είναι limx→−∞ ex = 0 και limx→+∞ ex = +∞, συμπεραίνουμε ότι το
σύνολο τιμών είναι το (0, +∞) και ότι η αντίστροφη συνάρτηση, δηλαδή αυτή που
έχουμε ήδη συμβολίσει x = log y, είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής με πεδίο
ορισμού το (0, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, +∞).
΄Εχουμε ήδη αποδείξει ότι η x = log y είναι συνεχής στο (0, +∞). Είναι,
όμως, ενδιαφέρον ότι η συνέχεια της x = log y προκύπτει και ως άμεση συνέπεια
της Πρότασης 5.10. Επίσης, ήδη γνωρίζουμε τα όρια limy→0+ log y = −∞ και
limy→+∞ log y = +∞. Κι αυτά, όμως, προκύπτουν ως άμεση συνέπεια της Πρό-
τασης 5.10. Πράγματι, επειδή η x = log y είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα
στο (0, +∞), το σύνολο τιμών της είναι το διάστημα με άκρα τα πλευρικά ό-
ρια limy→0+ log y και limy→+∞ log y. Επειδή, όμως, το σύνολο τιμών είναι το
(−∞, +∞), αμέσως προκύπτει ότι limy→0+ log y = −∞ και limy→+∞ log y =
+∞.

Παράδειγμα: Οι n-οστές ρίζες. (1) ΄Εστω περιττός φυσικός n. Η y = xn


είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο (−∞, +∞).
Επειδή είναι limx→−∞ xn = −∞ και limx→+∞ xn = +∞, το σύνολο τιμών
είναι το (−∞, +∞) και η αντίστροφη συνάρτηση, την οποία έχουμε ήδη συμβολίσει

x = n y , είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και

201
σύνολο τιμών το (−∞, +∞).

΄Εχουμε ήδη αποδείξει ότι η x = n y είναι συνεχής στο (−∞, +∞). Και πάλι,

όμως, η συνέχεια της x = n y προκύπτει ως άμεση συνέπεια της Πρότασης 5.10.

Επίσης, επειδή η x = n y είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα στο (−∞, +∞),

το σύνολο τιμών της είναι το διάστημα με άκρα τα πλευρικά όρια limy→−∞ n y

και limy→+∞ n y . Επειδή, όμως, το σύνολο τιμών είναι το (−∞, +∞), αμέσως
√ √
προκύπτει ότι limy→−∞ n y = −∞ και limy→+∞ n y = +∞.
n
(2) ΄Εστω άρτιος φυσικός n. Η y = x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο
[0, +∞).
Επειδή είναι 0n = 0 και limx→+∞ xn = +∞, το σύνολο τιμών είναι το [0, +∞)

και η αντίστροφη συνάρτηση, δηλαδή η x = n y , είναι γνησίως αύξουσα και
συνεχής με πεδίο ορισμού το [0, +∞) και σύνολο τιμών το [0, +∞). Επίσης, επειδή

η x = n y είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα στο [0, +∞), το σύνολο τιμών της
√ √
είναι το διάστημα με άκρα τον n 0 = 0 και το όριο limy→+∞ n y . Επειδή, όμως,

το σύνολο τιμών είναι το [0, +∞), αμέσως προκύπτει ότι limy→+∞ n y = +∞.

Παράδειγμα: Οι αντίστροφες τριγωνομετρικές συναρτήσεις. ΄Ε-


χουμε ήδη ορίσει τις αντίστροφες τριγωνομετρικές συναρτήσεις, δηλαδή το τόξο-
συνημίτονο, το τόξο-ημίτονο, την τόξο-εφαπτόμενη και την τόξο-συνεφαπτόμενη.
Γνωρίζουμε, επίσης, τα πεδία ορισμού και τα σύνολα τιμών τους καθώς και τη
μονοτονία τους. Το ουσιαστικά νέο που προκύπτει ως συνέπεια της Πρότασης
5.10 είναι η συνέχεια αυτών των συναρτήσεων.
(1) Η y = cos x είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο διάστημα [0, π]. Επει-
δή cos 0 = 1 και cos π = −1, το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [0, π] είναι
το διάστημα [−1, 1]. Ορίζεται, λοιπόν, η αντίστροφη συνάρτηση τόξο-συνημίτονο,
την οποία έχουμε συμβολίσει x = arccos y και είναι συνεχής και γνησίως φθίνουσα
στο πεδίο ορισμού της [−1, 1] με σύνολο τιμών το [0, π].
(2) Η y = sin x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο διάστημα [− π2 , π2 ]. Επειδή
sin(− π2 ) = −1 και sin π2 = 1, το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο [− π2 , π2 ] εί-
ναι το διάστημα [−1, 1]. ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση τόξο-ημίτονο, την
οποία έχουμε συμβολίσει x = arcsin y και είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα στο
πεδίο ορισμού της [−1, 1] με σύνολο τιμών το [− π2 , π2 ].
(3) Η y = tan x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο διάστημα (− π2 , π2 ). Επει-
δή limx→− π2 + tan x = −∞ και limx→ π2 − tan x = +∞, το σύνολο τιμών που αντι-
στοιχεί στο (− π2 , π2 ) είναι το (−∞, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση
τόξο-εφαπτόμενη, την οποία έχουμε συμβολίσει x = arctan y και είναι συνεχής και
γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της (−∞, +∞) με σύνολο τιμών το (− π2 , π2 ).
(4) Η y = cot x είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο διάστημα (0, π). Επει-
δή limx→0+ cot x = +∞ και limx→π− cot x = −∞, το σύνολο τιμών που αντι-
στοιχεί στο (0, π) είναι το διάστημα (−∞, +∞). Ορίζεται, λοιπόν, η αντίστροφη
συνάρτηση τόξο-συνεφαπτόμενη, την οποία έχουμε συμβολίσει x = arccot y και
είναι συνεχής και γνησίως φθίνουσα στο πεδίο ορισμού της (−∞, +∞) με σύνολο
τιμών το (0, π).

Παράδειγμα: Οι αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις. Οι αντί-


στροφες υπερβολικές συναρτήσεις, δηλαδή το τόξο-υπερβολικό συνημίτονο και το

202
τόξο-υπερβολικό ημίτονο, έχουν ήδη οριστεί και έχουμε βρει τα πεδία ορισμού και
τα σύνολα τιμών τους καθώς και τη μονοτονία τους. Παρακάτω θα ορίσουμε και
τις δυο άλλες αντίστροφες υπερβολικές συναρτήσεις, την τόξο-υπερβολική εφα-
πτόμενη και την τόξο-υπερβολική συνεφαπτόμενη. Αυτό που θα προκύψει τώρα
ως συνέπεια της Πρότασης 5.10 είναι η συνέχεια όλων αυτών των συναρτήσεων.
Προκύπτει, επίσης, ένας λιγότερο στοιχειώδης αλλά απλούστερος τρόπος υπολο-
γισμού των συνόλων τιμών των τεσσάρων υπερβολικών συναρτήσεων.
x −x
(1) Η y = cosh x = e +e 2 είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο [0, +∞). Επει-
δή cosh 0 = 1 και limx→+∞ cosh x = +∞, το σύνολο τιμών που αντιστοιχεί στο
[0, +∞) είναι το [1, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση τόξο-υπερβολικό
συνημίτονο, που την έχουμε συμβολίσει x = arccosh y, και είναι συνεχής και
γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της [1, +∞) με σύνολο τιμών το [0, +∞).
x −x
(2) Η y = sinh x = e −e 2 είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο (−∞, +∞).
Επειδή limx→−∞ sinh x = −∞ και limx→+∞ sinh x = +∞, το σύνολο τιμών
που αντιστοιχεί στο (−∞, +∞) είναι το (−∞, +∞). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη
συνάρτηση τόξο-υπερβολικό ημίτονο, που την έχουμε συμβολίσει x = arcsinh y,
και είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της (−∞, +∞) με
σύνολο τιμών το (−∞, +∞).

Η αλήθεια είναι ότι από√τους τύπους x = arccosh y = log(x + x2 − 1) και
x = arcsinh y = log(x + x2 + 1) προκύπτει με δεύτερο τρόπο η συνέχεια των
δυο αντίστροφων υπερβολικών συναρτήσεων.
Μέχρι τώρα η μόνη αναφορά που έχουμε κάνει για τις επόμενες δυο συναρτήσεις
είναι στην άσκηση 3.11.1.
x −x
(3) Η y = tanh x = eex −e
+e−x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο (−∞, +∞).
Επειδή limx→−∞ tanh x = −1 και limx→+∞ tanh x = 1, το σύνολο τιμών που α-
ντιστοιχεί στο (−∞, +∞) είναι το (−1, 1). ΄Αρα ορίζεται η αντίστροφη συνάρτηση
τόξο-υπερβολική εφαπτόμενη, που τη συμβολίζουμε x = arctanh y, και
είναι συνεχής και γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της (−1, 1) με σύνολο τιμών
το (−∞, +∞).
x
+e−x
(4) Η y = coth x = eex −e −x είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο (0, +∞).

Επειδή limx→0+ coth x = +∞ και limx→+∞ coth x = 1, το σύνολο τιμών που


αντιστοιχεί στο (0, +∞) είναι το (1, +∞).
Ομοίως, η y = coth x είναι γνησίως φθίνουσα και συνεχής στο (−∞, 0). Επειδή
limx→−∞ coth x = −1 και limx→0− coth x = −∞, το σύνολο τιμών που αντι-
στοιχεί στο (−∞, 0) είναι το (−∞, −1).
΄Αρα η y = coth x με πεδίο ορισμού το (−∞, 0) ∪ (0, +∞) είναι ένα-προς-ένα
και έχει σύνολο τιμών το (−∞, −1) ∪ (1, +∞). Επομένως, ορίζεται η αντίστροφη
συνάρτηση τόξο-υπερβολική συνεφαπτόμενη, που τη συμβολίζουμε x =
arccoth y, με πεδίο ορισμού το (−∞, −1)∪(1, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, 0)∪
(0, +∞). Η x = arccoth y είναι συνεχής στο πεδίο ορισμού της (−∞, −1) ∪
(1, +∞).
Ειδικώτερα, η x = arccoth y είναι γνησίως φθίνουσα στο διάστημα (−∞, −1)
του πεδίου ορισμού της με αντίστοιχο σύνολο τιμών το (−∞, 0) και γνησίως φθί-
νουσα στο διάστημα (1, +∞) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το (0, +∞).

203
Ask seic.
1. Αποδείξτε ότι οι παρακάτω συναρτήσεις είναι γνησίως μονότονες, βρείτε τα
αντίστοιχα σύνολα τιμών και βγάλτε συμπεράσματα για τις αντίστοιχες αν-
τίστροφες συναρτήσεις. Τέλος, υπολογίστε τις αντίστροφες συναρτήσεις.
(i) Η y = x2 + 2x στο [0, 1].
1
(ii) Η y = x στο (0, 1].
1
(iii) Η y = x2 +1 στο [0, +∞).
2. Αποδείξτε ότι
1 1+y
(i) arctanh y = 2 log 1−y για κάθε y στο (−1, 1).
1 y+1
(ii) arccoth y = 2 log y−1 για κάθε y στο (−∞, −1) ∪ (1, +∞).
Παρατηρήστε ότι οι δυο συναρτήσεις x = arctanh y και x = arccoth y
σχηματίζουν μία συνάρτηση με τύπο
1 ¯y + 1¯
¯ ¯
x = log ¯ ¯
2 y−1
με πεδίο ορισμού το (−∞, −1) ∪ (−1, 1) ∪ (1, +∞) και σύνολο τιμών το
(−∞, +∞). Σχεδιάστε το γράφημά της και βρείτε τα διαστήματα μονοτονίας
της και τα αντίστοιχα σύνολα τιμών.
3. ΄Εστω η y = f (x) = 12 (x − x1 ) με πεδίο ορισμού το (0, +∞).
Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα, ότι το σύνολο τιμών
της είναι το (−∞, +∞) και βρείτε την αντίστροφη συνάρτηση x = f −1 (y).
Αποδείξτε ότι είναι f −1 (y) − f −11(y) = 2y για κάθε y στο (−∞, +∞).
Αν για κάποια συνάρτηση x = h(y) συνεχή στο (−∞, +∞) με τιμές στο
1
(0, +∞) ισχύει h(y) − h(y) = 2y για κάθε y στο (−∞, +∞), αποδείξτε ότι
−1
h(y) = f (y) για κάθε y στο (−∞, +∞).
4. ΄Εστω η y = f (x) = 12 (x + x1 ) με πεδίο ορισμού το (0, +∞).
Αποδείξτε ότι ισχύει f ( x1 ) = f (x) για κάθε x στο (0, +∞) και, επομένως,
η συνάρτηση δεν είναι ένα-προς-ένα.
Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα στο [1, +∞), ότι το αντί-
στοιχο σύνολο τιμών είναι το [1, +∞) και βρείτε την αντίστροφη συνάρτηση
x = g1 (y) με πεδίο ορισμού το [1, +∞) και σύνολο τιμών το [1, +∞).
Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι γνησίως φθίνουσα στο (0, 1], ότι το αντί-
στοιχο σύνολο τιμών είναι το [1, +∞) και βρείτε την αντίστροφη συνάρτηση
x = g2 (y) με πεδίο ορισμού το [1, +∞) και σύνολο τιμών το (0, 1].
1 1
Αποδείξτε ότι g1 (y) + g1 (y) = 2y = g2 (y) + g2 (y) για κάθε y στο [1, +∞).
1
Αν για κάποια συνάρτηση x = h(y) συνεχή στο [1, +∞) ισχύει h(y)+ h(y) =
2y για κάθε y στο [1, +∞), αποδείξτε ότι είτε h(y) = g1 (y) για κάθε y στο
[1, +∞) είτε h(y) = g2 (y) για κάθε y στο [1, +∞).

204
5. ΄Εστω η y = f (x) = x3 − 3x + 1.
Αποδείξτε με στοιχειώδη τρόπο ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα στο
(−∞, −1], γνησίως φθίνουσα στο [−1, 1] και γνησίως αύξουσα στο [1, +∞).
Βρείτε τα σύνολα τιμών των περιορισμών y = f1 (x), y = f2 (x) και y = f3 (x)
της y = f (x) σε καθένα από τα διαστήματα (−∞, −1], [−1, 1] και [1, +∞),
αντιστοίχως.
Τι γνωρίζουμε για τις y = f1 (x), y = f2 (x) και y = f3 (x) σε σχέση με τα:
πεδίο ορισμού, σύνολο τιμών, μονοτονία και συνέχεια;
Αν x = g1 (y), x = g2 (y) και x = g3 (y) είναι οι αντίστροφες των y = f1 (x),
y = f2 (x) και y = f3 (x), αντιστοίχως, τι γνωρίζουμε γι αυτές σε σχέση με
τα: πεδίο ορισμού, σύνολο τιμών, μονοτονία και συνέχεια;
Αποδείξτε ότι, αν x = g(y) είναι οποιαδήποτε από τις x = g1 (y), x = g2 (y)
και x = g3 (y), τότε είναι g(y)3 − 3g(y) + 1 = y για κάθε y στο πεδίο ορισμού
της.
΄Εστω οποιοδήποτε διάστημα I και x = g(y) συνεχής στο I με την ιδιότητα:
g(y)3 − 3g(y) + 1 = y για κάθε y στο I. Αν I = [−1, +∞), αποδείξτε ότι
η x = g(y) ταυτίζεται με την x = g3 (y). Αν I = (−∞, 3], αποδείξτε ότι η
x = g(y) ταυτίζεται με την x = g1 (y). Αν, όμως, I = [−1, 3], αποδείξτε ότι
η x = g(y) ταυτίζεται στο I είτε με την x = g1 (y) είτε με την x = g2 (y) είτε
με την x = g3 (y).

205
206
Kefˆlaio 6

Parˆgwgoi
Αφού αναφερθούν τα κλασσικά προβλήματα της εφαπτόμενης ευθείας και της
στιγμιαίας ταχύτητας, ορίζεται η έννοια της παραγώγου και υπολογίζονται οι παρά-
γωγοι των δυνάμεων με ρητό εκθέτη και των τριγωνομετρικών συναρτήσεων. Υπο-
λογίζεται η εξίσωση της εφαπτόμενης ευθείας και της κάθετης ευθείας στο γράφη-
μα συνάρτησης. Αναφέρονται οι βασικές ιδιότητες των παραγώγων - ο λογισμός
των παραγώγων - και ειδικά ο κανόνας της αλυσίδας και ο κανόνας αντίστροφης
συνάρτησης με άμεση εφαρμογή στις αντίστροφες τριγωνομετρικές συναρτήσεις.
Υπολογίζονται οι (δύσκολες) παράγωγοι τριών συναρτήσεων: της λογαριθμικής,
της εκθετικής και της δύναμης (με άρρητο εκθέτη). Στη συνέχεια μελετώνται
τέσσερα σημαντικά θεωρήματα: το Θεώρημα του Fermat σχετικά με τα τοπικά
ακρότατα συνάρτησης, το Θεώρημα του Rolle και τα συγγενικά του Θεωρήματα
Μέσης Τιμής του Διαφορικού Λογισμού (του Lagrange και του Cauchy.) Κατόπιν
εφαρμόζονται τα τέσσερα θεωρήματα στη μελέτη της μονοτονίας συνάρτησης και
στην εύρεση των τοπικών ακροτάτων της. Ορίζονται οι παράγωγοι ανώτερης τάξης
και, ειδικώτερα, η δεύτερη παράγωγος συνάρτησης. Μελετώνται τέσσερις εφαρ-
μογές της δεύτερης παραγώγου: στην εύρεση τοπικών ακροτάτων, στον προσ-
διορισμό των κυρτών και των κοίλων συναρτήσεων και στην εύρεση των σημείων
καμπής και των ευθειών στήριξης του γραφήματος συνάρτησης. Ορίζονται οι πλά-
γιες ασύμπτωτες ευθείες στο γράφημα συνάρτησης. Τέλος, μελετάται η εφαρμογή
των παραγώγων στον υπολογισμό απροσδιόριστων μορφών μέσω των δυο Κανό-
νων του l’ Hopitâl και αναφέρεται η πολύ χρήσιμη έννοια της ιεράρχησης ρυθμών
αύξησης.

6.1 'Ena gewmetrikì kai èna fusikì prìblh-


ma.
Α. Εφαπτόμενη ευθεία.

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια καμπύλη στο επίπεδο και ένα σημείο πάνω της
και ότι θέλουμε να υπολογίσουμε την εξίσωση της ευθείας η οποία διέρχεται από το

207
σημείο αυτό και εφάπτεται (στο ίδιο σημείο) στην καμπύλη. Περιορίζοντας λίγο το
πρόβλημα, ας δεχτούμε ότι η καμπύλη είναι το γράφημα μιας συνάρτησης y = f (x)
ορισμένης σε κάποιο διάστημα (a, b) και ότι το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι το
(ξ, f (ξ)) για κάποιον ξ στο (a, b). Γνωρίζουμε ότι η εφαπτόμενη ευθεία, ας την
ονομάσουμε l, περιέχει το σημείο (ξ, f (ξ)) και για να την προσδιορίσουμε πρέπει να
βρούμε είτε ένα ακόμη σημείο της είτε την κλίση της. Θεωρούμε τώρα ένα δεύτερο
μεταβλητό σημείο (x, f (x)) της καμπύλης με x 6= ξ. ΄Οταν ο x μεταβάλλεται
πλησιάζοντας τον ξ η αντίστοιχη μεταβλητή ευθεία, ας την ονομάσουμε lx , η οποία
διέρχεται από τα σημεία (ξ, f (ξ)) και (x, f (x)) στρέφεται γύρω από το σταθερό
της σημείο (ξ, f (ξ)) ακολουθώντας την κίνηση του μεταβλητού σημείου (x, f (x))
και «τείνει να ταυτιστεί με την εφαπτόμενη ευθεία l». Επομένως, η κλίση της
μεταβλητής ευθείας lx πλησιάζει την κλίση της σταθερής ευθείας l. ΄Ομως, η
κλίση της lx είναι ίση με τον λόγο
f (x) − f (ξ)
.
x−ξ

Σχήμα 6.1: Η lx στρέφεται και τείνει να ταυτιστεί με την l.

΄Αρα

f (x) − f (ξ)
κλίση της l = lim κλίση της lx = lim .
x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ) x−ξ

Β. Στιγμιαία ταχύτητα.

Ας υποθέσουμε ότι ένα όχημα κινείται πάνω σε έναν ευθύ δρόμο με μεταβαλ-
λόμενη ταχύτητα. Η ταχύτητα δεν είναι γνωστή (το ταχύμετρο είναι χαλασμένο)

208
αλλά το ρολόι δουλεύει καθώς και ο δείκτης χιλιομετρικών αποστάσεων. Θέλουμε
να υπολογίσουμε την ταχύτητα του οχήματος σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Αν μετρήσουμε τις αποστάσεις s(t1 ) και s(t2 ) του οχήματος από κάποιο στα-
θερό σημείο της ευθείας σε δυο χρονικές στιγμές t1 και t2 , τότε η μέση ταχύτητα
ανάμεσα στις δυο αυτές χρονικές στιγμές είναι ίση με

s(t2 ) − s(t1 )
.
t2 − t1
Ποια είναι, όμως, η στιγμιαία ταχύτητα σε μια χρονική στιγμή τ ; Υποθέτουμε
ότι η ταχύτητα του οχήματος δεν παρουσιάζει απότομες αλλαγές σε πολύ μικρά
χρονικά διαστήματα, οπότε η στιγμιαία ταχύτητα τη στιγμή τ μπορεί να προσεγγι-
στεί από τη μέση ταχύτητα ανάμεσα στη στιγμή τ και σε μια πολύ κοντινή χρονική
στιγμή t. Με άλλα λόγια, η μέση ταχύτητα ανάμεσα στις χρονικές στιγμές τ και
t πλησιάζει τη στιγμιαία ταχύτητα τη χρονική στιγμή τ όταν ο t πλησιάζει τον τ .
Δηλαδή,

s(t) − s(τ )
στιγμιαία ταχύτητα την χρονική στιγμή τ = lim .
t→τ (t6=τ ) t−τ

Ask seic.
1. Γράψτε σε μορφή ορίου
(i) τη (στιγμιαία) επιτάχυνση οχήματος που κινείται σε ευθύ δρόμο με μετα-
βαλλόμενη ταχύτητα.
(ii) τη (στιγμιαία) ταχύτητα και τη (στιγμιαία) γωνιακή ταχύτητα ενός οχή-
ματος που κινείται σε κυκλικό δρόμο με μεταβαλλόμενη ταχύτητα και βρείτε
τη σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές ταχύτητες.

6.2 Parˆgwgoc.
Δεν είναι σύμπτωση η ομοιότητα ανάμεσα στον τύπο της κλίσης της εφαπτό-
μενης ευθείας και στον τύπο της στιγμιαίας ταχύτητας . Τα προβλήματα είναι,
φυσικά, διαφορετικά αλλά η έννοια η οποία κρύβεται πίσω από αυτά είναι κοινή:
ρυθμός μεταβολής (του ύψους f (x) ως προς την οριζόντια μετατόπιση x στο
πρώτο πρόβλημα και της απόστασης s(t) ως προς τον χρόνο t στο δεύτερο πρόβλη-
μα). Το πρόβλημα του υπολογισμού του ρυθμού μεταβολής μιας εξαρτημένης
μεταβλητής ποσότητας ως προς μια ανεξάρτητη μεταβλητή ποσότητα καταλήγει
πάντοτε σε ένα ανάλογο τύπο. Δίνουμε, λοιπόν, τον εξής ορισμό.
΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στον ξ και τουλάχιστον σε ένα διάστημα
αριστερά ή δεξιά του ξ (δηλαδή είτε σε κάποιο διάστημα (a, b) με a < ξ < b, είτε
σε κάποιο (a, ξ] και όχι σε κάποιο (ξ, b) είτε σε κάποιο [ξ, b) και όχι σε κάποιο
(a, ξ)). Αν υπάρχει το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f
x−ξ
(ξ)
, τότε λέμε ότι η y = f (x)
έχει παράγωγο στον ξ, το όριο αυτό ονομάζεται παράγωγος στον ξ της
y = f (x) και το συμβολίζουμε

209
d f (x) ¯¯ dy ¯¯ f (x) − f (ξ)
f 0 (ξ) ή Df (ξ) ή ¯ ή ¯ = lim .
dx x=ξ dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ

Αν η παράγωγος f 0 (ξ) είναι αριθμός και όχι ±∞, τότε λέμε ότι η συνάρτηση
είναι παραγωγίσιμη ή διαφορίσιμη στον ξ.
Αν η y = f (x) έχει παράγωγο ή είναι παραγωγίσιμη σε κάθε ξ στο πεδίο
ορισμού της, τότε λέμε ότι έχει παράγωγο στο πεδίο ορισμού της ή ότι
είναι παραγωγίσιμη στο πεδίο ορισμού της, αντιστοίχως. Αν το A είναι
ένα υποσύνολο του πεδίου ορισμού της y = f (x) και, αφού περιορίσουμε το πεδίο
ορισμού της y = f (x) στο A, η συνάρτηση έχει παράγωγο ή είναι παραγωγίσιμη
σε κάθε ξ στο A, τότε λέμε ότι έχει παράγωγο στο σύνολο A ή ότι είναι
παραγωγίσιμη στο A, αντιστοίχως.

Παράδειγμα: Η y = x2 είναι παραγωγίσιμη στον 1 με παράγωγο στον 1 ίση με


¯
dy ¯
¯
d x2 ¯ x2 −12
dx x=1 = dx x=1 = limx→1 (x6=1) x−1 = limx→1 (x6=1) (x + 1) = 2.

Παράδειγμα: Η y = 3 x (η οποία ορίζεται στο √ (−∞, +∞)) έχει παράγωγο στον
¯
dy ¯

3
d x¯
¯ √3
x− 3 0 1
0 ίση με dx x=0 = dx x=0 = limx→0 (x6=0) x−0 = limx→0 (x6=0) ( √ 3
x)2
= +∞.
΄Ομως, η συνάρτηση αυτή δεν είναι παραγωγίσιμη στον 0.

Μερικές φορές το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f


x−ξ
(ξ)
με το οποίο ορίζεται η παράγω-
γος το γράφουμε με ένα λίγο διαφορετικό, αλλά ισοδύναμο, τρόπο. Κάνουμε την
απλή αλλαγή μεταβλητής h = x − ξ, οπότε είναι
f (x) − f (ξ) f (ξ + h) − f (ξ)
lim = lim .
x→ξ (x6=ξ) x−ξ h→0 (h6=0) h

Παρατηρήσεις: (1) Το limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f x−ξ


(ξ)
με το οποίο ορίζεται η παρά-
γωγος είναι πάντοτε απροσδιόριστη μορφή διότι το όριο του παρονομαστή είναι
ίσο με 0. Ειδικώτερα, αν η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, τότε και το όριο του
αριθμητή είναι ίσο με 0 και προκύπτει απροσδιόριστη μορφή 00 .
dy
(2) Ας κάνουμε τώρα ένα σχόλιο για το σύμβολο dx . Αν συμβολίσουμε ∆x =
x−ξ, δηλαδή τη διαφορά δυο τιμών της ανεξάρτητης μεταβλητής, και ∆y = y−η =
f (x) − f (ξ), δηλαδή τη διαφορά των αντίστοιχων τιμών της εξαρτημένης μεταβλη-
τής, τότε ο λόγος διαφορών f (x)−fx−ξ
(ξ)
γράφεται ∆x∆y
. Σ΄ αυτή την παράσταση ο
παρονομαστής είναι ένα μη μηδενικό αλλά πολύ μικρό μέγεθος διότι ο x πλη-
σιάζει απεριόριστα τον ξ παραμένοντας 6= ξ. Τα παλιότερα χρόνια οι μαθηματικοί
συνήθιζαν να θεωρούν μια ανύπαρκτη στην πραγματικότητα ποσότητα η οποία εί-
ναι μικρότερη σε μέγεθος από κάθε μη μηδενικό αριθμό αλλά όχι κατ΄ ανάγκη
μηδέν, την ονόμαζαν απειροστό μέγεθος και τη συμβόλιζαν dx. Θεωρούσαν
ότι η μεταβλητή ποσότητα ∆x προσεγγίζει το απειροστό μέγεθος dx και, στην
περίπτωση που η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, ότι και η αντίστοιχη διαφορά
∆y = f (x) − f (ξ) προσεγγίζει το απειροστό μέγεθος dy. Επομένως, θεωρούσαν
∆y dy dy
ότι ο λόγος ∆x προσεγγίζει τον λόγο dx . Πρέπει να τονιστεί ότι ο λόγος dx είναι
συμβολικός και ότι δεν έχει πραγματική υπόσταση λόγου αριθμών διότι η μόνη
τέτοια υπόσταση θα ήταν μια απροσδιόριστη μορφή με τον 0 ως παρονομαστή. Θα

210
δούμε, όμως, στα επόμενα ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να χειριστούμε
dy
τον συμβολικό λόγο dx σαν να ήταν λόγος αριθμών έχοντας έτσι την ευχέρεια να
χρησιμοποιήσουμε απλές ιδιότητες των λόγων.

Εκτός από τον ορισμό της παραγώγου που είδαμε υπάρχουν μερικοί ακόμη
σχετικοί ορισμοί.
΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα [ξ, b). Αν υπάρχει το
όριο limx→ξ+ f (x)−f
x−ξ
(ξ)
, τότε λέμε ότι η y = f (x) έχει παράγωγο στον ξ από
τα δεξιά του ή δεξιά πλευρική παράγωγο στον ξ και συμβολίζουμε το
όριο αυτό

0 d f (x) ¯¯ dy ¯¯ f (x) − f (ξ)


f+ (ξ) ή D+ f (ξ) ή ¯ ή ¯ = lim .
dx x=ξ+ dx x=ξ+ x→ξ+ x−ξ

Ομοίως, έστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα (a, ξ]. Αν
υπάρχει το όριο limx→ξ− f (x)−f
x−ξ
(ξ)
, τότε λέμε ότι η y = f (x) έχει παράγωγο
στον ξ από τα αριστερά του ή αριστερή πλευρική παράγωγο στον
ξ και συμβολίζουμε το όριο αυτό

0 d f (x) ¯¯ dy ¯¯ f (x) − f (ξ)


f− (ξ) ή D− f (ξ) ή ¯ ή ¯ = lim .
dx x=ξ− dx x=ξ− x→ξ− x−ξ

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε διάστημα (a, b) και a < ξ < b. Είναι
προφανές ότι αν η y = f (x) έχει παράγωγο στον ξ, τότε έχει παραγώγους στον
ξ και από τα δεξιά του και από τα αριστερά του και αυτές οι πλευρικές παράγωγοι
0 0
στον ξ είναι ίσες με την παράγωγο στον ξ, δηλαδή f− (ξ) = f+ (ξ) = f 0 (ξ). Αντι-
στρόφως, αν η y = f (x) έχει παραγώγους στον ξ και από τα δεξιά του και από τα
αριστερά του και αυτές είναι ίσες, τότε η y = f (x) έχει παράγωγο στον ξ ίση με
την κοινή τιμή των δυο πλευρικών παραγώγων.

Παράδειγμα: Η y = |x| ορίζεται στο (−∞, +∞). Υπολογίζουμε τις πλευρικές


¯
|x| ¯
παραγώγους στον 0: ddx x=0+
= limx→0+ |x|−|0| x
x−0 = limx→0+ x = limx→0+ 1 = 1
¯
|x| ¯
και ddx x=0−
= limx→0− |x|−|0| −x
x−0 = limx→0− x = limx→0− (−1) = −1. ΄Αρα δεν
υπάρχει η παράγωγος της συνάρτησης στον 0.
p
Παράδειγμα:
√ Η y = √ |x|√είναι κι αυτή ορισμένη στο (−∞, +∞). √ Τώρα:
d |x| ¯¯ |x|− |0| 1 d |x| ¯¯
dx x=0+
= limx→0+ x−0 = limx→0+ √x = +∞ και dx x=0− =
√ √
|x|− |0|
limx→0− x−0 = limx→0− −√1−x = −∞. ΄Αρα δεν υπάρχει η παράγωγος της
συνάρτησης στον 0.
√
 x, αν 0 < x,
Παράδειγμα: Η y = 0 ,√ αν x = 0, είναι ορισμένη στο (−∞, +∞) και

− −x , √ αν x < 0,
¯
dy ¯ x−0 1 dy ¯
¯
υπολογίζουμε: dx x=0+
= lim x→0+ x−0 = limx→0+ √x = +∞ και dx x=0− =

211

− −x−0 1
limx→0− x−0 = limx→0− √−x = +∞. ΄Αρα υπάρχει η παράγωγος στον 0 και
¯
dy ¯
είναι ίση με dx x=0
= +∞.

Αν η y = f (x) είναι ορισμένη σε διάστημα [ξ, b) αλλά όχι σε διάστημα (a, ξ),
το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f
x−ξ
(ξ)
είναι, φυσικά, το ίδιο με το limx→ξ+ f (x)−f
x−ξ
(ξ)
διότι
το όριο στον ξ από τα αριστερά του δεν έχει νόημα. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή
η παράγωγος στον ξ ταυτίζεται με τη δεξιά πλευρική παράγωγο στον ξ. Ομοίως,
αν η y = f (x) είναι ορισμένη σε διάστημα (a, ξ] αλλά όχι σε διάστημα (ξ, b), το
όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f
x−ξ
(ξ)
είναι το ίδιο με το limx→ξ− f (x)−f
x−ξ
(ξ)
και η παράγωγος
στον ξ ταυτίζεται με την αριστερή πλευρική παράγωγο στον ξ.

Παράδειγμα: √ ¯
Η y = √x είναι ορισμένη στο√[0, +∞) και η παράγωγος στον 0
¯ √
είναι ίση με ddxx ¯x=0 = ddxx ¯x=0+ = limx→0+ x− x−0
0
= limx→0+ √1x = +∞.

Αν θεωρήσουμε το σύνολο όλων των ξ στο πεδίο ορισμού της y = f (x) στους
οποίους αυτή είναι παραγωγίσιμη, δηλαδή όλων των ξ για τους οποίους υπάρχει
η f 0 (ξ) και είναι αριθμός, τότε με αυτό το σύνολο ως πεδίο ορισμού ορίζεται η
παράγωγος συνάρτηση της y = f (x), η οποία συμβολίζεται

d f (x) dy
f 0 (x) ή Df (x) ή ή .
dx dx

Ask seic.
1. Υπολογίστε (αν υπάρχουν) τις παραγώγους καθώς και τις πλευρικές παραγώ-
γους των παρακάτω συναρτήσεων στον 0.
√ √
y = 2, y = x, y = 3x2 − 5x + 3, y = 4 x , y = 5 x ,
½
2x , αν x ≤ 0,
y = sin x, y = cos x, y = tan x, y =
−3x , αν 0 ≤ x,
½ ½ √
2x2 , αν x ≤ 0, −2 −x , αν x ≤ 0,
y= y= √
−3x2 , αν 0 ≤ x, 3
x, αν 0 ≤ x,
½ ½√ ( 1 − x, αν x > 0,
0, αν x 6= 0, x , αν x ≥ 0,
y= y= y= 0, αν x = 0,
1, αν x = 0, −1, αν x < 0,
−1 − x, αν x < 0.

2. ΄Εστω ότι η y = g(x) είναι ορισμένη στο (a, ξ] και η y = h(x) είναι ορισμένη
0
στο [ξ, b) και έστω ½ ότι είναι g(ξ) = h(ξ) και g− (ξ) = h0+ (ξ). Αποδείξτε
g(x) , αν x ∈ (a, ξ],
ότι η y = f (x) = έχει παράγωγο στον ξ και ότι
h(x) , αν x ∈ [ξ, b),
f 0 (ξ) = g−
0
(ξ) = h0+ (ξ).
3. Ξαναδείτε την άσκηση 6.1.1 και γράψτε σε μορφή παραγώγου
(i) τη (στιγμιαία) επιτάχυνση οχήματος που κινείται σε ευθύ δρόμο με μετα-
βαλλόμενη ταχύτητα.

212
(ii) τη (στιγμιαία) ταχύτητα και τη (στιγμιαία) γωνιακή ταχύτητα ενός οχή-
ματος που κινείται σε κυκλικό δρόμο με μεταβαλλόμενη ταχύτητα και βρείτε
τη σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές ταχύτητες.

6.3 ParadeÐgmata parag¸gwn, I.


Α. Η παράγωγος οποιασδήποτε σταθερής συνάρτησης y = c, όπου c είναι αριθμός
ανεξάρτητος του x, είναι μηδέν σε κάθε σημείο. Πράγματι, για κάθε ξ είναι

dc ¯¯ c−c
¯ = lim = lim 0 = 0.
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x − ξ x→ξ (x6=ξ)

Επομένως,

dc
= 0.
dx
dx¯
¯
Β. Η y = x έχει παράγωγο σε κάθε ξ και την υπολογίζουμε ως εξής: dx x=ξ =
limx→ξ (x6=ξ) x−ξ
x−ξ= limx→ξ (x6=ξ) 1 = 1. ΄Αρα η παράγωγος συνάρτηση της y = x
είναι η σταθερή συνάρτηση

dx
= 1.
dx

Αυτό γενικεύεται ως εξής. Αν ο n είναι φυσικός ≥ 2, η y = xn έχει παράγωγο


συνάρτηση

d xn
= nxn−1 (n φυσικός ≥ 2).
dx

Πράγματι, για κάθε ξ είναι

d xn ¯¯ xn − ξ n
¯ = lim
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x − ξ

= lim (xn−1 + xn−2 ξ + · · · + xξ n−2 + ξ n−1 )


x→ξ (x6=ξ)

= nξ n−1 ,

διότι κάθε όρος xn−k ξ k−1 του αθροίσματος έχει όριο limx→ξ (x6=ξ) xn−k ξ k−1 =
ξ n−k ξ k−1 = ξ n−1 και το πλήθος των όρων είναι ίσο με n.

Γ. Ο προηγούμενος τύπος για την παράγωγο συνάρτηση της y = xn είναι ο ίδιος


και στην περίπτωση που ο n είναι 0 ή αρνητικός ακέραιος. Εννοείται, φυσικά, ότι
η παράγωγος δεν ορίζεται στον ξ = 0 διότι ο 0 δεν περιέχεται στο πεδίο ορισμού
της y = xn . Πράγματι, αν n = 0, τότε η συνάρτηση είναι η σταθερή συνάρτηση

213
y = 1, οπότε έχει παράγωγο μηδέν, το οποίο συμπίπτει με την παράσταση nxn−1 .
Αν n < 0, ορίζουμε m = −n, οπότε ο m είναι φυσικός και για κάθε ξ 6= 0 έχουμε

d xn ¯¯ xn − ξ n
¯ = lim
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x − ξ

x−m − ξ −m ξ m − xm
= lim = lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ x→ξ (x6=ξ) ξ xm (x − ξ)
m

xm−1 + xm−2 ξ + · · · + xξ m−2 + ξ m−1


= − lim
x→ξ (x6=ξ) ξ m xm
mξ m−1
= − 2m = −mξ −m−1
ξ
n−1
= nξ .

΄Αρα

d xn
= nxn−1 (n ακέραιος ≤ 0, x 6= 0).
dx

Δ. Αν ο n είναι περιττός φυσικός ≥ 3, η y = n x έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞).
Τότε η παράγωγος συνάρτηση έχει πεδίο ορισμού το (−∞, 0) ∪ (0, +∞) και τύπο
√ √
d n
x 1 nx
= (n περιττός φυσικός ≥ 3, x 6= 0).
dx n x

n ¯
Η παράγωγος στον 0 είναι d dx x ¯x=0 = +∞ και γι αυτό ο 0 δεν περιέχεται στο
πεδίο ορισμού της παραγώγου συνάρτησης. √ √
n n
Για τον υπολογισμό της παραγώγου στον 0 γράφουμε limx→0 (x6=0) x− x−0
0
=
1

n
limx→0 (x6=0) n n−1 = +∞ διότι ο n − 1 είναι άρτιος (οπότε είναι x
√ n−1 > 0 για
x
κάθε x 6= 0).
Για τον√υπολογισμό της παραγώγου
√ στον ξ 6= 0 κάνουμε την αλλαγή μεταβλη-
τής y = n x . Ορίζουμε η = n ξ και, παρατηρώντας ότι y → η (y 6= η) καθώς
x → ξ (x 6= ξ), έχουμε
√ √ √
d n
x ¯¯ x− nξ
n

¯ = lim
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ
y−η
= lim
y→η (y6=η) y n − η n
1
= lim
y→η (y6=η) y n−1 + y n−2 η + · · · + yη n−2 + η n−1
1 1 η
= =
nη n−1 n ηn

1 nξ
= .
n ξ

214

Αν ο n είναι άρτιος φυσικός, η y = n x έχει πεδίο ορισμού το [0, +∞) και η
παράγωγος συνάρτηση έχει πεδίο ορισμού το (0, +∞) και τον ίδιο τύπο όπως και
στην προηγούμενη περίπτωση. Δηλαδή,
√ √
d n
x1 nx
= (n άρτιος φυσικός , x > 0).
dx n x
Και πάλι η παράγωγος στον 0 είναι ίση με +∞. Οι υπολογισμοί είναι ακριβώς ίδιοι
και δε θα τους επαναλάβουμε.

Ε. Θα υπολογίσουμε την παράγωγο συνάρτηση της y = xa , όπου a είναι οποιοσδή-


ποτε μη ακέραιος ρητός. Το πεδίο ορισμού της y = xa είναι το (−∞, +∞) (με την
εξαίρεση του 0, αν a ≤ 0), αν η ανάγωγη μορφή του a έχει περιττό παρονομαστή,
ή το [0, +∞) (με την εξαίρεση του 0, αν a ≤ 0), αν η ανάγωγη μορφή του a έχει
άρτιο παρονομαστή. Τότε η παράγωγος συνάρτηση έχει τύπο
 
a rhtìc >1 me anˆgwgh morf  perittoÔ paronomast ,
a
dx  a rhtìc ≤1 me anˆgwgh morf  perittoÔ paronomast , x 6= 0, 
= axa−1  a
dx rhtìc >1 me anˆgwgh morf  ˆrtiou paronomast , x ≥ 0, 
a rhtìc ≤1 me anˆgwgh morf  ˆrtiou paronomast , x > 0.

Πράγματι, έστω a = m n , όπου ο m είναι ακέραιος και ο n είναι φυσικός. Στους



παρακάτω υπολογισμούς θα χρησιμοποιήσουμε την αλλαγή√μεταβλητής t = n x .
Τότε είναι y = tm και ορίζουμε, επίσης, η = ξ r και τ = ξ . Χρησιμοποιώντας
n

μερικά όρια τα οποία έχουμε ήδη αποδείξει, υπολογίζουμε

d xr ¯¯ y−η tm − τ m
¯ = lim = lim
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x − ξ t→τ (t6=τ ) tn − τ n
tm −τ m
t−τ
= lim tn −τ n
t→τ (t6=τ )
t−τ
mτ m−1 m m¡ p ¢m−n
= = τ m−n = n
ξ
nτ n−1 n n
= aξ a−1 .

ΣΤ. Τέλος, θα υπολογίσουμε τις παραγώγους συναρτήσεις των τριγωνομετρικών


συναρτήσεων y = sin x και y = cos x:

d cos x d sin x
= − sin x, = cos x .
dx dx
Θα αποδείξουμε τον πρώτο τύπο και η απόδειξη του δεύτερου είναι παρόμοια:

d cos x ¯¯ cos x − cos ξ


¯ = lim
dx x=ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ
−2 sin x−ξ x+ξ
2 sin 2
= lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ

215
sin x−ξ
2 x+ξ
= − lim x−ξ
sin
x→ξ (x6=ξ)
2
2
ξ+ξ
= −1 · sin = − sin ξ .
2

Ask seic.
1. Υπολογίστε όποιες από τις παρακάτω παραγώγους υπάρχουν.
√ √ √ √
d x3 ¯¯ d 5 x ¯¯ d 3 x ¯¯ d x ¯¯ d 4 x ¯¯
¯ , ¯ , ¯ , ¯ , ¯ ,
dx x=1 dx x=−1 dx x=0 dx x=−1 dx x=1

x ¯¯ d x−1 ¯¯ d x 3 ¯¯ d x 5 ¯¯ d x 2 ¯¯
2 4 5
d 6

¯ , ¯ , ¯ , ¯ , ¯ ,
dx x=0 dx x=−2 dx x=−1 dx x=0 dx x=0
d x 2 ¯¯ d x− 2 ¯¯ d x− 2 ¯¯
5 1 3

¯ , ¯ , ¯ .
dx x=−3 dx x=−3 dx x=0
2. Ποιων από τις παρακάτω παραγώγους συναρτήσεις το πεδίο ορισμού περιέχει
τον 0; τον −1;
√ √
d x3 d x−3 d x0 d x d 5x
, , , , ,
dx dx dx dx dx
4 2 3 3 4
d x3 d x3 d x2 d x− 2 d x− 5
, , , , .
dx dx dx dx dx
3. Λύστε τις παρακάτω εξισώσεις.

d sin x d sin x √ d sin x d cos x


= −1, + sin x = 2 , cos x − sin x = 1.
dx dx dx dx

4. Βρείτε τις παραγώγους συναρτήσεις των παρακάτω συναρτήσεων.

y = (sin x)2 , y = (cos x)3 , y = sin(2x), y = cos(7x).

5. Αποδείξτε ότι ο ρυθμός μεταβολής του όγκου ενός κύβου ως προς το μήκος
της ακμής του είναι ίσος με το μισό του εμβαδού της αντίστοιχης εξωτερικής
επιφάνειάς του.
Αποδείξτε ότι ο ρυθμός μεταβολής του εμβαδού ενός κυκλικού δίσκου ως
προς το μήκος της ακτίνας του είναι ίσος με το μήκος της αντίστοιχης περι-
φέρειάς του.
Αποδείξτε ότι ο ρυθμός μεταβολής του όγκου μιας σφαίρας ως προς την
ακτίνα της είναι ίσος με το εμβαδό της αντίστοιχης εξωτερικής επιφάνειάς
της.

216
6.4 Parˆgwgoc kai grˆfhma sunˆrthshc.
Στην ενότητα αυτή θα δούμε λίγο πιο προσεκτικά τη «γεωμετρική» σημασία
της έννοιας της παραγώγου.
΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα [ξ, b). Αν ο x πλησιάζει τον
ξ μέσα από το διάστημα (ξ, b), τότε η ημιευθεία lx,+ με κορυφή το σταθερό σημείο
(ξ, f (ξ)) η οποία διέρχεται από το μεταβλητό σημείο (x, f (x)) είναι πλάγια και έχει
κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά. Αν το σημείο (x, f (x)) πλησιάζει το
σημείο (ξ, f (ξ)) (δηλαδή αν η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ από τα δεξιά του),
τότε η lx,+ τείνει να ταυτισθεί με την ημιευθεία l+ με κορυφή το (ξ, f (ξ)) η οποία
εφάπτεται στο μέρος του γραφήματος της y = f (x) με άκρο το σημείο (ξ, f (ξ)) και
κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά. Η κλίση της μεταβλητής ημιευθείας
είναι ίση με f (x)−f
x−ξ
(ξ)
και μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις. (i) Αν
το limx→ξ+ f (x)−f
x−ξ
(ξ) 0
= f+ (ξ) είναι αριθμός, τότε το όριο αυτό είναι ίσο με την
κλίση της l+ και, επομένως: η l+ έχει κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά
και από τα κάτω προς τα πάνω, αν το όριο είναι θετικό, ή από τα πάνω προς τα
κάτω, αν το όριο είναι αρνητικό, ή η l+ είναι οριζόντια, αν το όριο είναι 0. (ii) Αν
το όριο είναι +∞, τότε η κλίση της lx,+ γίνεται απεριόριστα μεγάλη θετική, οπότε
η l+ είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από τα κάτω προς τα πάνω. (iii) Αν το όριο
είναι −∞, τότε η κλίση της lx,+ γίνεται απεριόριστα μεγάλη αρνητική, οπότε η l+
είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω.

Σχήμα 6.2: Η προς τα δεξιά εφαπτόμενη ημιευθεία.

Ας εξετάσουμε τώρα τη «συμμετρική» κατάσταση. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι


ορισμένη στο διάστημα (a, ξ]. Αν ο x πλησιάζει τον ξ μέσα από το διάστημα (a, ξ),
τότε η ημιευθεία lx,− με κορυφή το σταθερό σημείο (ξ, f (ξ)) η οποία διέρχεται
από το μεταβλητό σημείο (x, f (x)) είναι πλάγια και έχει κατεύθυνση από τα δεξιά
προς τα αριστερά. Αν το σημείο (x, f (x)) πλησιάζει το σημείο (ξ, f (ξ)) (δηλαδή
αν η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ από τα αριστερά του), τότε η lx,− τείνει να
ταυτισθεί με την ημιευθεία l− με κορυφή το (ξ, f (ξ)) η οποία εφάπτεται στο μέρος
του γραφήματος της y = f (x) με άκρο το σημείο (ξ, f (ξ)) και κατεύθυνση από τα
δεξιά προς τα αριστερά. Η κλίση της lx,− είναι ίση με f (x)−f
x−ξ
(ξ)
και διακρίνουμε πάλι

217
τις εξής περιπτώσεις. (i) Αν το limx→ξ− f (x)−f
x−ξ
(ξ) 0
= f− (ξ) είναι αριθμός, τότε το
όριο αυτό είναι ίσο με την κλίση της l− και, επομένως: η l− έχει κατεύθυνση από
τα δεξιά προς τα αριστερά και από τα πάνω προς τα κάτω, αν το όριο είναι θετικό, ή
από τα κάτω προς τα πάνω, αν το όριο είναι αρνητικό, ή η l− είναι οριζόντια, αν το
όριο είναι 0. (ii) Αν το όριο είναι +∞, τότε η κλίση της lx,− γίνεται απεριόριστα
μεγάλη θετική, οπότε η l− είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από τα πάνω προς τα
κάτω. (iii) Αν το όριο είναι −∞, τότε η κλίση της lx,− γίνεται απεριόριστα μεγάλη
αρνητική, οπότε η l− είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από τα κάτω προς τα πάνω.

Σχήμα 6.3: Η προς τα αριστερά εφαπτόμενη ημιευθεία.

Σχήμα 6.4: Η εφαπτόμενη ευθεία υπάρχει. Η εφαπτόμενη ευθεία δεν υπάρχει.

΄Εστω τώρα ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε διάστημα (a, b) με a < ξ < b.
Συνδυάζοντας τα προηγούμενα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι «αν η y = f (x)
είναι συνεχής στον ξ και αν οι δυο πλευρικές παράγωγοι είναι ίσες, τότε οι δυο
εφαπτόμενες ημιευθείες στα δυο μέρη του γραφήματος με αρχή το (ξ, f (ξ)) έχουν
την ίδια κλίση, οπότε είναι αντίθετες και, επομένως, σχηματίζουν μια ευθεία, την
ευθεία l η οποία εφάπτεται στο γράφημα της συνάρτησης στο (ξ, f (ξ))». Αν οι
δυο πλευρικές παράγωγοι δεν είναι ίσες, τότε οι δυο εφαπτόμενες ημιευθείες δεν

218
είναι αντίθετες και, επομένως, δεν υπάρχει εφαπτόμενη ευθεία.

Παράδειγμα: Το γράφημα της y = |x| έχει δυο εφαπτόμενες ημιευθείες στο


¯
|x| ¯
σημείο (0, 0). Η μια έχει κορυφή (0, 0), κλίση ddx x=0+
= 1 και κατεύθυνση
από αριστερά και κάτω προς δεξιά και πάνω. Η άλλη έχει κορυφή (0, 0), κλίση
¯
d |x| ¯
dx x=0− = −1 και κατεύθυνση από δεξιά και κάτω προς αριστερά και πάνω. Οι
δυο αυτές ημιευθείες δεν είναι αντίθετες, οπότε δεν υπάρχει εφαπτόμενη ευθεία
στο σημείο (0, 0).
p
Παράδειγμα: Το γράφημα √ της y = |x| έχει κι αυτό δυο εφαπτόμενες ημιευ-
d |x| ¯
θείες στο (0, 0). Επειδή dx ¯x=0+ = +∞, η μια έχει κορυφή το (0, 0) και είναι

d |x| ¯
κατακόρυφη με κατεύθυνση από κάτω προς πάνω. Ομοίως, επειδή dx ¯x=0− =
−∞, η άλλη ημιευθεία έχει κορυφή το (0, 0) και είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση
από κάτω προς πάνω. ΄Αρα δεν υπάρχει εφαπτόμενη ευθεία στο σημείο (0, 0).
½√
x,
√ αν 0 ≤ x,
Παράδειγμα: Το γράφημα της y = έχει δυο εφαπτό-
¯ − −x , αν x ≤ 0,
dy ¯
μενες ημιευθείες στο (0, 0). Επειδή dx x=0+ = +∞, η μια έχει κορυφή το
(0,¯0) και είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από κάτω προς πάνω. Ομοίως, επειδή
dy ¯
dx x=0− = +∞, η άλλη ημιευθεία έχει κορυφή το (0, 0) και είναι κατακόρυφη
με κατεύθυνση από πάνω προς κάτω. Οι δυο ημιευθείες είναι αντίθετες, οπότε
σχηματίζουν την εφαπτόμενη ευθεία στο σημείο (0, 0).

Στην περίπτωση που η y = f (x) είναι ορισμένη μόνο στη μια πλευρά του ξ
και είναι συνεχής στον ξ από την πλευρά αυτή, μπορούμε να μιλάμε μόνο για μια
εφαπτόμενη ημιευθεία στο γράφημά της στο σημείο (ξ, f (ξ)).

Παράδειγμα: Το √γράφημα της y = x έχει μόνο μια εφαπτόμενη ημιευθεία
¯
στο (0, 0). Επειδή ddxx ¯x=0+ = +∞, η ημιευθεία αυτή έχει κορυφή το (0, 0) και
είναι κατακόρυφη με κατεύθυνση από κάτω προς πάνω.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b), ότι a < ξ < b και
ότι η y = f (x) είναι συνεχής και παραγωγίσιμη στον ξ. ΄Οπως είδαμε, η κλίση της
εφαπτόμενης ευθείας l στο γράφημα της συνάρτησης στο σημείο (ξ, f (ξ)) είναι ίση
με f 0 (ξ), οπότε:

εξίσωση εφαπτόμενης ευθείας: y = f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) (f 0 (ξ) 6= ±∞).


Θα προσδιορίσουμε τώρα την εξίσωση της ευθείας η οποία διέρχεται, επίσης,
από το σημείο (ξ, f (ξ)) και είναι κάθετη στην εφαπτόμενη ευθεία. Είναι ευνόητο ότι
την ευθεία αυτή την αποκαλούμε ευθεία κάθετη στο γράφημα της y = f (x)
στο σημείο (ξ, f (ξ)). Αν f 0 (ξ) 6= 0, τότε η κλίση της κάθετης ευθείας είναι ίση με
− f 01(ξ) και, επομένως, η εξίσωση της κάθετης ευθείας είναι

1
y=− (x − ξ) + f (ξ).
f 0 (ξ)

219
Σχήμα 6.5: Η εφαπτόμενη ευθεία και η κάθετη ευθεία στο γράφημα.

Αν f 0 (ξ) = 0, τότε η εφαπτόμενη ευθεία είναι οριζόντια, οπότε η κάθετη ευθεία


είναι κατακόρυφη και η εξίσωσή της είναι
x = ξ.
Τέλος, αν f 0 (ξ) = +∞ ή f 0 (ξ) = −∞, τότε η εφαπτόμενη ευθεία στο (ξ, f (ξ))
είναι κατακόρυφη και

εξίσωση εφαπτόμενης ευθείας: x=ξ (f 0 (ξ) = ±∞),


οπότε η κάθετη ευθεία είναι οριζόντια με εξίσωση
y = f (ξ).
Παράδειγμα: Η εξίσωση της εφαπτόμενης ευθείας στο σημείο (ξ, ξ 2 ) της y =
x2 είναι η y = 2ξ(x − ξ) + ξ 2 . Η εξίσωση της κάθετης ευθείας στο ίδιο σημείο
1
(ξ, ξ 2 ) είναι η y = − 2ξ (x − ξ) + ξ 2 , αν ξ 6= 0, και η x = 0, αν ξ = 0.
1
Παράδειγμα: Η εξίσωση της εφαπτόμενης ευθείας στο σημείο (ξ, ξ 3 ) της y =
1 2 1
x 3 είναι η y = 31 ξ − 3 (x − ξ) + ξ 3 , αν ξ 6= 0, και η x = 0, αν ξ = 0. Η εξίσωση
1 2 1
της κάθετης ευθείας στο ίδιο σημείο (ξ, ξ 3 ) είναι η y = −3ξ 3 (x − ξ) + ξ 3 .

Ask seic.
1. Βρείτε (αν υπάρχουν) τις εξισώσεις των εφαπτόμενων ημιευθειών, της ε-
φαπτόμενης ευθείας και της κάθετης ευθείας στο σημείο του γραφήματος
που αντιστοιχεί στον 0 για καθεμιά από τις συναρτήσεις της άσκησης 1 της
ενότητας 6.2.

220
2. Γνωρίζουμε από τη στοιχειώδη γεωμετρία ότι κάθε ευθεία η οποία εφάπτεται
σε έναν κύκλο δεν έχει κανένα κοινό σημείο με τον κύκλο εκτός του σημείου
επαφής. Ισχύει αυτό γενικότερα;
(i) Θεωρήστε την τετραγωνική παραβολή y = x2 . Σε κάθε σημείο της
καμπύλης υπολογίστε την εξίσωση της εφαπτόμενης ευθείας στην καμπύλη
στο σημείο αυτό και βρείτε πόσα κοινά σημεία έχει η εφαπτόμενη ευθεία με
την καμπύλη.
(ii) Κάντε το ίδιο για την κυβική παραβολή y = x3 .
3. Βρείτε τις εξισώσεις της εφαπτόμενης και της κάθετης ευθείας σε κάθε
σημείο του γραφήματος καθεμιάς από τις συναρτήσεις που μελετήσαμε στην
ενότητα 6.3.
4. Βρείτε τους αριθμούς b και c ώστε το γράφημα της y = x2 + bx + c να
εφάπτεται της ευθείας y = x στο σημείο (1, 1).
1
5. Σε ποια σημεία του το γράφημα της y = x 3 έχει εφαπτόμενη ευθεία κάθετη
στην ευθεία y = 43 x + 23 ; στην ευθεία x = 4;
6. Βρείτε την εξίσωση της εφαπτόμενης και της κάθετης ευθείας σε κάθε σημείο
της καμπύλης y 2 = x3 .
(i) Η λύση είναι απλούστερη αν θεωρήσετε την y ως ανεξάρτητη μεταβλητή
και την x ως εξαρτημένη μεταβλητή.
(i) Αν θεωρήσετε την x ως ανεξάρτητη μεταβλητή, τότε πρέπει να θεωρήσετε
3 3
την καμπύλη ως ένωση των γραφημάτων των y = x 2 και y = −x 2 στο
διάστημα [0, +∞) και να προσέξετε ιδιαιτέρως το σημείο (0, 0) της καμπύλης.
7. Αποδείξτε ότι, αν πάρουμε οποιαδήποτε ευθεία εφαπτόμενη στην καμπύλη
xy = a2 , το ευθύγραμμο τμήμα της το οποίο αποκόπτεται από τον x-άξονα
και τον y-άξονα διχοτομείται από το σημείο επαφής (της εφαπτόμενης ευθείας
με την καμπύλη).

6.5 Idiìthtec twn parag¸gwn.


Α. Ισότητα παραγώγων.

΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) ταυτίζονται σε κάποιο διάστημα (c, d) και
c < ξ < d. Τότε οι λόγοι f (x)−fx−ξ
(ξ)
και g(x)−g(ξ)
x−ξ ταυτίζονται για κάθε x στην
ένωση (c, ξ) ∪ (ξ, d), οπότε και τα όριά τους, αν υπάρχουν, είναι ίσα. Προφανώς,
το ίδιο ισχύει και για τα αντίστοιχα πλευρικά όρια, αν οι y = f (x) και y = g(x)
ταυτίζονται σε κάποιο (c, ξ] ή σε κάποιο [ξ, d). Επομένως:
Πρόταση 6.1 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) ταυτίζονται σε κάποιο διάστη-
μα (c, d) με c < ξ < d ή σε κάποιο (c, ξ] ή σε κάποιο [ξ, d). Αν η μια από τις
δυο συναρτήσεις έχει παράγωγο ή αριστερή πλευρική παράγωγο ή δεξιά πλευρική
παράγωγο στον ξ, αντιστοίχως, τότε και η άλλη συνάρτηση έχει αντίστοιχη παρά-
γωγο και οι δυο παράγωγοι είναι ίσες.

221
½ |x|
Παράδειγμα: Η y = x , αν x 6= 0, με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και η
0, αν x = 0,
σταθερή συνάρτηση y = 1 με πεδίο ορισμού πάλι το (−∞, +∞) ταυτίζονται στο
διάστημα (0, +∞). ΄Αρα η παράγωγος της αρχικής συνάρτησης σε κάθε σημείο του
(0, +∞) είναι ίση με 0. Ομοίως, η αρχική συνάρτηση και η σταθερή συνάρτηση
y = −1 με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) ταυτίζονται στο διάστημα (−∞, 0). ΄Αρα
η παράγωγος της αρχικής συνάρτησης σε κάθε σημείο του (−∞, 0) είναι ίση με 0.
p
Παράδειγμα: Η y = |x|
√ με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) ταυτίζεται στο
διάστημαp [0, +∞) με την y = x με πεδίο ορισμού το [0, +∞). ΄Αρα η παράγωγος

της y = |x| σε κάθε σημείο
√ του (0, +∞) είναι ίση με την παράγωγο της y = x
√ √
d |x|
στο ίδιο σημείο, οπότε dx = ddxx = 12 xx για κάθε x στο (0, +∞). Επίσης, η
p
παράγωγος της y = |x| στον 0 από τα δεξιά√ του είναι ίση με την παράγωγο της
d |x| ¯¯
√ √ ¯
d x¯
y = x στον 0 από τα δεξιά του, οπότε dx x=0+ = dx x=0+ = +∞.

Β. Παραγωγισιμότητα και συνέχεια.


Πρόταση 6.2 Αν η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ ή στον ξ από τα αρι-
στερά του ή στον ξ από τα δεξιά του, τότε είναι συνεχής στον ξ ή στον ξ από τα
αριστερά του ή στον ξ από τα δεξιά του, αντιστοίχως.
'Estw ìti h y = f (x) eÐnai paragwgÐsimh ston ξ , dhlad  upˆrqei o f 0 (ξ) kai eÐnai arijmìc.
Tìte apì thn isìthta f (x) = f (x)−f
x−ξ
(ξ)
(x − ξ) + f (ξ) èqoume

f (x) − f (ξ)
lim f (x) = lim lim (x − ξ) + f (ξ) = f 0 (ξ) · 0 + f (ξ) = f (ξ).
x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ) x−ξ x→ξ (x6=ξ)

'Ara h y = f (x) eÐnai suneq c ston ξ .


H apìdeixh eÐnai, profan¸c, parìmoia kai stic ˆllec peript¸seic.

Παρατήρηση: Το αντίστροφο του αποτελέσματος της Πρότασης 6.2 δεν ισχύει


γενικά.

Παράδειγμα: Η y = |x| είναι συνεχής στον 0 αλλά όχι παραγωγίσιμη στον 0.

Παρατήρηση: Στην Πρόταση 6.2 υποθέτουμε ότι η παράγωγος στον ξ είναι


αριθμός. Αν η παράγωγος είναι +∞ ή −∞, τότε η y = f (x) δεν είναι κατ΄ ανάγκη
συνεχής στον ξ.
½ |x|
Παράδειγμα: Η y = x , αν x 6= 0, έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞). Δεν
0, αν x = 0,
είναι συνεχής στον 0 ούτε από τα δεξιά του ούτε από τα αριστερά του, αφού και
τα δύο όρια limx→0+ |x| x = limx→0+ 1 = 1 και limx→0−
|x|
x = limx→0− (−1) = −1
¯
dy ¯ 1−0
είναι διαφορετικά από την τιμή 0 στον 0. ΄Ομως, dx x=0+ = limx→0+ x−0 = +∞
¯
dy ¯ −1−0
και dx x=0− = limx→0− x−0 = +∞, οπότε υπάρχει η παράγωγος στον 0 και
¯
dy ¯
είναι ίση με dx x=0
= +∞.

Γ. Αλγεβρικές πράξεις με παραγώγους.

222
Πρόταση 6.3 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι παραγωγίσιμες στον
ξ. Τότε το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και (αν g(ξ) 6= 0) ο λόγος των δυο
συναρτήσεων είναι παραγωγίσιμες στον ξ και ισχύουν οι τύποι:

(f + g)0 (ξ) = f 0 (ξ) + g 0 (ξ), (f − g)0 (ξ) = f 0 (ξ) − g 0 (ξ),


³ ´0 0
(ξ)g 0 (ξ)
(f g)0 (ξ) = g(ξ)f 0 (ξ) + f (ξ)g 0 (ξ), f
g (ξ) = g(ξ)f (ξ)−f
g(ξ)2 .

Τα ίδια ισχύουν και για τις πλευρικές παραγώγους.


Kai oi tèsseric isìthtec apodeiknÔontai bˆsei apl¸n antÐstoiqwn idiot twn twn orÐwn. Gia
to ˆjroisma èqoume
(f (x) + g(x)) − (f (ξ) + g(ξ))
(f + g)0 (ξ) = lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ
³ ´
f (x) − f (ξ) g(x) − g(ξ)
= lim +
x→ξ (x6=ξ) x−ξ x−ξ
f (x) − f (ξ) g(x) − g(ξ)
= lim + lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ
= f 0 (ξ) + g 0 (ξ)
kai h apìdeixh gia th diaforˆ eÐnai Ðdia. Gia to ginìmeno:
f (x)g(x) − f (ξ)g(ξ)
(f g)0 (ξ) = lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ
³ ´
f (x) − f (ξ) g(x) − g(ξ)
= lim g(x) + f (ξ)
x→ξ (x6=ξ) x−ξ x−ξ
f (x) − f (ξ) g(x) − g(ξ)
= lim g(x) lim + f (ξ) lim
x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ) x−ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ
= g(ξ)f 0 (ξ) + f (ξ)g 0 (ξ).
Tèloc, gia ton lìgo:
³ ´0 f (x)

f (ξ)
f g(x) g(ξ)
(ξ) = lim
g x→ξ (x6=ξ) x−ξ
³ ´
1 f (x) − f (ξ) f (ξ) g(x) − g(ξ)
= lim −
x→ξ (x6=ξ) g(x) x−ξ g(x)g(ξ) x−ξ
1 f (x) − f (ξ)
= lim lim
x→ξ (x6=ξ) g(x) x→ξ (x6=ξ) x−ξ
f (ξ) 1 g(x) − g(ξ)
− lim lim
g(ξ) x→ξ (x6=ξ) g(x) x→ξ (x6=ξ) x−ξ
1 0 f (ξ) 1 0
= f (ξ) − g (ξ)
g(ξ) g(ξ) g(ξ)
g(ξ)f 0 (ξ) − f (ξ)g 0 (ξ)
= .
g(ξ)2

Με τους εναλλακτικούς συμβολισμούς οι ιδιότητες αυτές γράφονται (παραλεί-


ποντας, για απλούστευση, τον ξ)
³f ´ gDf − f Dg
D(f ± g) = Df ± Dg, D(f g) = gDf + f Dg, D =
g g2

223
d(f (x) ± g(x)) d f (x)) d g(x) d(f (x)g(x)) d f (x) d g(x)
= ± , = g(x) + f (x) ,
dx dx dx dx dx dx
¡ (x) ¢
d fg(x) g(x) d fdx(x) − f (x) d g(x)
dx
=
dx g(x)2
¡ ¢
d(y ± z) dy dz d(yz) dy dz d yz z dy − y dz
= ± , =z +y , = dx 2 dx ,
dx dx dx dx dx dx dx z
όπου στην τελευταία σειρά χρησιμοποιούμε το σύμβολο z = g(x) αντί του y = g(x)
για να μην το μπερδέψουμε με το y = f (x).

Παράδειγμα: Αν η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και c είναι οποιοσδήποτε


σταθερός αριθμός, τότε και η y = cf (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και

(cf )0 (ξ) = cf 0 (ξ).


Πράγματι, επειδή η σταθερή συνάρτηση y = c έχει παράγωγο μηδέν, συνεπάγε-
ται ότι (cf )0 (ξ) = 0 · f (ξ) + cf 0 (ξ) = cf 0 (ξ).

Παράδειγμα: ΄Εστω y = a0 + a1 x + · · · + aN xN οποιαδήποτε πολυωνυμική


συνάρτηση. Από το προηγούμενο παράδειγμα κάθε όρος του αθροίσματος έχει
k
xk
παράγωγο συνάρτηση την d (adx
kx )
= ak ddx = kak xk−1 και επομένως

d ¡ ¢
a0 + a1 x + a2 x2 + · · · + aN xN = a1 + 2a2 x + · · · + N aN xN −1 .
dx
Παράδειγμα: Υπολογίζουμε
¡ 2 ¢ 2 3
d x x+x−1
3 +2 (x3 + 2) d (x dx
+x−1)
− (x2 + x − 1) d (xdx+2)
=
dx (x3 + 2)2
(x3 + 2)(2x + 1) − (x2 + x − 1)3x2 −x4 − 2x3 + 3x2 + 4x + 2
= 3 2
= .
(x + 2) (x3 + 2)2
Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζονται οι παράγωγοι όλων των ρητών συναρτήσεων.

Παράδειγμα: Οι παράγωγοι συναρτήσεις της εφαπτόμενης και της συνεφαπτό-


μενης είναι
d tan x 1 d cot x 1
= , =− 2 .
dx cos2 x dx sin x
Για παράδειγμα:
d tan x cos x d sin x d cos x
dx − sin x dx cos2 x + sin2 x 1
= = = .
dx cos2 x cos2 x cos2 x
Η απόδειξη της δεύτερης ισότητας είναι ίδια.

Δ. Παράγωγος σύνθετων συναρτήσεων.

Η επόμενη ιδιότητα είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τον υπολογισμό παραγώγων.

224
Πρόταση 6.4 Κανόνας ¡ ¢ της Αλυσίδας. ΄Εστω ότι ορίζεται η σύνθεση
z = (g ◦ f )(x) = g f (x) των y = f (x) και z = g(y). Αν η y = f (x) είναι
παραγωγίσιμη στον¡ ξ και¢ η z = g(y) είναι παραγωγίσιμη στον η = f (ξ), τότε η
z = (g ◦ f )(x) = g f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και
¡ ¢
(g ◦ f )0 (ξ) = g 0 (η)f 0 (ξ) = g 0 f (ξ) f 0 (ξ).

Gia thn apìdeixh orÐzoume th bohjhtik  sunˆrthsh me tÔpo


½
g(y)−g(η)
, an y eÐnai sto pedÐo orismoÔ thc z = g(y), y 6= η ,
z = G(y) = y−η
g 0 (η) , an y = η .

To pedÐo orismoÔ thc z = G(y) eÐnai Ðdio me to pedÐo orismoÔ thc z = g(y). H z = G(y) eÐnai
suneq c ston η diìti limy→η (y6=η) G(y) = limy→η (y6=η) g(y)−g(η)
y−η
= g 0 (η) = G(η). EpÐshc,
eÐnai profanèc apì ton tÔpo thc G(y) ìti isqÔei g(y) − g(η) = G(y)(y − η) gia kˆje y sto pedÐo
orismoÔ thc z = g(y), akìmh kai gia ton y = η . 'Eqoume, loipìn,
¡ ¢ ¡ ¢ ¡ ¢¡ ¢
g f (x) − g f (ξ) G f (x) f (x) − f (ξ)
lim = lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ
¡ ¢ f (x) − f (ξ)
= lim G f (x) lim
x→ξ (x6=ξ) x→ξ (x6=ξ) x−ξ
¡ ¢
= G f (ξ) f 0 (ξ)
= G(η)f 0 (ξ)
= g 0 (η)f 0 (ξ),
¡ ¢ ¡ ¢
ìpou qrhsimopoi same to ìrio limx→ξ (x6=ξ) G f (x) = G f (ξ) , to opoÐo isqÔei diìti h sÔn-
¡ ¢
jeth sunˆrthsh z = G f (x) eÐnai suneq c ston ξ .

Με τους εναλλακτικούς συμβολισμούς ο κανόνας της αλυσίδας γράφεται:


¡ ¢
D(g ◦ f )(ξ) = Dg(η)Df (ξ) = Dg f (ξ) Df (ξ)

d g(f (x)) ¯¯ d g(y) ¯¯ d f (x) ¯¯ d g(y) ¯¯ d f (x) ¯¯


¯ = ¯ ¯ = ¯ ¯
dx x=ξ dy y=η dx x=ξ dy y=f (ξ) dx x=ξ
dz ¯¯ dz ¯¯ dy ¯¯ dz ¯¯ dy ¯¯
¯ = ¯ ¯ = ¯ ¯ .
dx x=ξ dy y=η dx x=ξ dy y=f (ξ) dx x=ξ
Επιμένοντας λίγο ακόμη στο θέμα του συμβολισμού, αν γράψουμε τις ισότητες
αυτές για τον γενικό x (αντί του ειδικού ξ), δηλαδή για τις παραγώγους συναρτή-
σεις, έχουμε τις ισότητες
¡ ¢
D(g ◦ f )(x) = Dg f (x) Df (x)

d g(f (x)) d g(y) ¯¯ d f (x)


= ¯
dx dy y=f (x) dx
dz dz ¯¯ dy
= ¯ .
dx dy y=f (x) dx

225
¯
Στις δύο τελευταίες ισότητες δεν επιτρέπεται να αγνοηθεί το σύμβολο ¯y=f (x) ,
d g(f (x)) d g(y) d f (x) dz dz dy
δηλαδή να γράψουμε dx = dy dx ή dx = dy dx . Πράγματι, τα σύμ-
d g(y) dz 0
βολα dy και υποδηλώνουν τη συνάρτηση z = g (y), δηλαδή συνάρτηση με
dy
ανεξάρτητη μεταβλητή την y. ΄Ομως, το αποτέλεσμα πρέπει να είναι συνάρτηση
με ανεξάρτητη μεταβλητή την x (αφού όλα τα άλλα σύμβολα στις ισότητες αυτές
έχουν ανεξάρτητη μεταβλητή την x) και, επομένως, πρέπει ο y να αντικατασταθεί
με τον f (x) ώστε να εμφανισθεί τελικά η μεταβλητή x. Μερικές φορές, βέβαια,
χρησιμοποιούμε τις συντομότερες ισότητες
d g(f (x)) d g(y) d f (x) dz dz dy
= , = ,
dx dy dx dx dy dx
έχοντας, όμως, κατά νου ότι στο τελικό αποτέλεσμα ο y πρέπει να αντικαταστα-
θεί με τον f (x). Ειδικά η τελευταία γραφή είναι πολύ εύκολο να απομνημονευθεί
αφού θυμίζει τον απλό κανόνα πολλαπλασιασμού λόγων. Θυμόμαστε, φυσικά, ότι
dz dz dy
τα dx , dy και dx δεν είναι λόγοι αλλά σύμβολα.

Παράδειγμα: Υπολογίζουμε την παράγωγο της z = sin(x2 + 3) στον 2. Χρησι-


μοποιούμε την ενδιάμεση μεταβλητή y = x2 + 3 και γράφουμε z = sin y. Η παρά-
¯
dy ¯ 2 ¯
γωγος της y = x2 + 3 στον 2 είναι dx = d (xdx+3) ¯x=2 = 2x|x=2 = 4 και η
x=2 ¯
dz ¯
¯
d sin y ¯
παράγωγος της z = sin y στον 22 + 3 = 7 είναι dy = dy = cos y|y=7 =
¯
d sin(x2 +3) ¯
¯
dz ¯
¯
dz ¯
¯ y=7
dy ¯
y=7
cos 7. ΄Αρα dx =
x=2
=
dx x=2 = 4 cos 7.
dy y=7 dx x=2

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε την παράγωγο συνάρτηση της z = sin(x2 + 3).


Χρησιμοποιούμε την ενδιάμεση μεταβλητή y = x2 + 3 και γράφουμε z = sin y.
2
Η παράγωγος συνάρτηση της y = x2 + 3 είναι η dx dy
= d (xdx+3) = 2x και
η παράγωγος συνάρτηση της z = sin y είναι η dydz
= d sin
dy
y
= cos y. ΄Αρα
2 ¯
dz ¯
¯
d sin(x +3)
dx = dz
dx= 2
dy
= cos y ¯ 2 · 2x = 2x cos(x + 3).
dy y=x +3 dx
2
y=x +3

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε την παράγωγο συνάρτηση της z = (sin x)n .


Χρησιμοποιούμε την ενδιάμεση μεταβλητή y = sin x οπότε z = y n και έχουμε ότι
d (sin x)n
¯
dz ¯
¯
dx
dz
= dx = dy dy
y=sin x dx
= ny n−1 ¯y=sin x cos x = n(sin x)n−1 cos x.

Ε. Παράγωγος αντίστροφης συνάρτησης.

Πριν διατυπώσουμε τον επόμενο κανόνα θα πούμε δυο λόγια για κάτι που θα
αναπτύξουμε εκτενέστερα σε επόμενη ενότητα. Ας υποθέσουμε ότι η y = f (x)
είναι αύξουσα σε κάποιο διάστημα (a, b) και ότι έχει παράγωγο σε κάποιον ξ στο
(a, b). Επειδή η συνάρτηση είναι αύξουσα, ισχύει f (x)−f
x−ξ
(ξ)
≥ 0 για κάθε x 6= ξ
στο (a, b) και, επομένως, η παράγωγος f 0 (ξ) = limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f
x−ξ
(ξ)
είναι είτε
αριθμός ≥ 0 είτε +∞. Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε ότι, αν η y = f (x) είναι
φθίνουσα, τότε η παράγωγος f 0 (ξ) είναι είτε αριθμός ≤ 0 είτε −∞.
Αν η συνάρτηση είναι μονότονη (αύξουσα ή φθίνουσα) στο [ξ, b) ή στο (a, ξ],
τότε έχουμε ανάλογα συμπεράσματα για το πρόσημο των αντίστοιχων πλευρικών

226
0 0
παραγώγων f+ (ξ) ή f− (ξ).
Πρόταση 6.5 Κανόνας Αντίστροφης Συνάρτησης. ΄Εστω ότι η y =
f (x) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής σε κάποιο διάστημα I το οποίο περιέχει τον
ξ. Γνωρίζουμε ότι το σύνολο τιμών της y = f (x) είναι, επίσης, κάποιο διάστημα
J το οποίο περιέχει τον αντίστοιχο η = f (ξ) και ότι η αντίστροφη συνάρτηση
x = f −1 (y) είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο διάστημα J. Αν η y = f (x)
έχει παράγωγο στον ξ, τότε η x = f −1 (y) έχει παράγωγο στον η και
 1
¡ −1 ¢0  f 0 (ξ) , αν f 0 (ξ) είναι αριθμός > 0,
f (η) = 0 , αν f 0 (ξ) = +∞,

+∞ , αν f 0 (ξ) = 0.

Αν η y = f (x) είναι γνησίως φθίνουσα, τότε ισχύουν τα ίδια με τις προφανείς


αλλαγές: < 0 αντί > 0 και −∞ αντί +∞.
Gia na apodeÐxoume ton kanìna thc antÐstrofhc apeikìnishc grˆfoume
¡ ¢0 f −1 (y) − f −1 (η)
f −1 (η) = lim
y→η (y6=η) y−η
x−ξ 1
= lim = lim f (x)−f (ξ)
.
x→ξ (x6=ξ) f (x) − f (ξ) x→ξ (x6=ξ)
x−ξ
1
To teleutaÐo ìrio eÐnai profan¸c Ðso me f 0 (ξ)
, an o f 0 (ξ) eÐnai arijmìc > 0, kai Ðso me 0 an o
eÐnai +∞. Sthn perÐptwsh pou
f 0 (ξ) eÐnai f (ξ) = 0, o f (x)−f
0
x−ξ
(ξ)
teÐnei ston 0 kai èqei mìno
1
jetikèc timèc kai, epomènwc, o f (x)−f (ξ) teÐnei sto +∞.
x−ξ

Με τους εναλλακτικούς συμβολισμούς ο κανόνας της αντίστροφης συνάρτησης


γράφεται:
1 d f −1 (y) ¯¯ 1 dx ¯¯ 1
D(f −1 )(η) = , ¯ = d f (x) ¯ , ¯ = dy ¯ .
Df (ξ) dy y=η ¯ dy y=η ¯
dx x=ξ dx x=ξ

Για τις παραγώγους συναρτήσεις γράφουμε


¡ ¢0 1 1
f −1 (y) = ¡ ¢, D(f −1 )(y) = ¡ ¢,
f 0 f −1 (y) Df f −1 (y)
d f −1 (y) 1 dx 1
= ¯
d f (x) ¯
, = ¯
dy ¯
.
dy dy dx x=f −1 (y)
dx x=f −1 (y)

΄Οπως και στον Κανόνα της Αλυσίδας, δεν επιτρέπεται να συντομεύσουμε τις
−1
δυο τελευταίες ισότητες σε d f dy (y) = d f1(x) και dx 1
dy = dy διότι η συνάρτηση
dx dx
d f −1 (y) dx
dy = dy , δηλαδή η παράγωγος της x = f −1 (y), έχει ανεξάρτητη μεταβλητή
την y ενώ η συνάρτηση d fdx(x) = dx
dy
έχει ανεξάρτητη μεταβλητή την x. Χρησι-
μοποιούμε, όμως, και τους συντομότερους τύπους
d f −1 (y) 1 dx 1
= d f (x)
, = dy ,
dy dy dx
dx

227
έχοντας κατά νου ότι η μεταβλητή x που προκύπτει στα δεύτερα μέλη πρέπει να
αντικατασταθεί με f −1 (y) ώστε να προκύψει τελικά η μεταβλητή y. Ειδικά ο
δεύτερος τύπος dx 1
dy = dy είναι πολύ εύκολο να απομνημονευθεί, αφού θυμίζει τον
dx
ανάλογο τύπο απλοποίησης σύνθετου λόγου.
√ √
d n y n y
Παράδειγμα: ΄Εχουμε ήδη αποδείξει τον τύπο dy = n1 y για την παράγωγο

συνάρτηση της x = n y . Θα δούμε τώρα μια δεύτερη απόδειξη βασισμένη στον

κανόνα της αντίστροφης συνάρτησης. Η x = n y είναι η αντίστροφη συνάρτηση
της y = xn , οπότε
√ √
d ny dx 1 1 1 ny
= = dy ¯ = ¯ = .
dy dy ¯ √
dx x= n y
nxn−1 ¯x= √
n y
n y

Παρεμπιπτόντως, ας αναφέρουμε ότι με ένα ακόμη βήμα, χρησιμοποιώντας τον


xa
κανόνα της αλυσίδας, μπορούμε να αποδείξουμε με δεύτερο τρόπο τον τύπο ddx =
axa−1 για την παράγωγο συνάρτηση της y = xa στην περίπτωση που ο a είναι
ρητός. Πράγματι, √ αν a = m n , όπου ο m είναι ακέραιος και ο n φυσικός, τότε
ορίζουμε u = x και y = xa = um και έχουμε ότι
n


d xa dy dy ¯¯ du ¯
m−1 ¯ 1 nx
= = ¯ √ = mu ¯ √ ·
dx dx du u= n x dx u= n x n x

√ √
m √ m−1
n
x m ( n x)m
= ( x) n
= = axa−1 .
n x n x
Παράδειγμα: Η y = sin x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο διάστη-
μα [− π2 , π2 ] με αντίστοιχο σύνολο τιμών το διάστημα [−1, 1]. Η αντίστροφη
συνάρτηση είναι, εξ ορισμού, η x = arcsin y, η οποία είναι γνησίως αύξουσα και
συνεχής στο διάστημα [−1, 1] με σύνολο τιμών το [− π2 , π2 ].
Θα υπολογίσουμε την παράγωγο συνάρτηση p της x = arcsin y. Η παράγωγος
d sin x 2
της y = sin x είναι dx = cos x = 1 − sin x και δεν είναι ποτέ ίση με +∞.
p
Παρατηρήστε ότι από τις τιμές cos x = ± 1 − sin2 x επιλέξαμε αυτήν με το +
διότι είναι cos x ≥ 0 για κάθε x στο [− π2 , π2 ].
p p
Αν 1 − y 2 = 1 − sin2 x > 0, τότε έχουμε

d arcsin y 1 1 1
= ¯
d sin x ¯
=p ¯ =p .
dy dx x=arcsin y
2 ¯
1 − sin x x=arcsin y 1 − y2

p p
d arcsin y
Αν 1 − y2 = 1 − sin2 x = 0, τότε είναι dy = +∞. ΄Αρα
½ 1
d arcsin y √ , αν −1 < y < 1,
= 1−y 2
dy +∞ , αν y = ±1.

Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζουμε την παράγωγο συνάρτηση της x = arccos y,


η οποία έχει πεδίο ορισμού το [−1, 1] και σύνολο τιμών το [0, π].

228
½ 1
d arccos y −√ , αν −1 < y < 1,
= 1−y 2
dy −∞ , αν y = ±1.

Παράδειγμα: Η y = tan x είναι γνησίως αύξουσα και συνεχής στο διάστημα


(− π2 , π2 ) με αντίστοιχο σύνολο τιμών το διάστημα (−∞, +∞). Η αντίστροφη
συνάρτηση είναι, εξ ορισμού, η x = arctan y και είναι γνησίως αύξουσα και συνε-
χής στο διάστημα (−∞, +∞) με σύνολο τιμών το (− π2 , π2 ). Θα υπολογίσουμε την
παράγωγο συνάρτηση της x = arctan y. Η παράγωγος d tan dx
x
= cos12 x δεν είναι
ποτέ ίση με 0 ή +∞, οπότε
d arctan y 1 1 ¯
= ¯
d tan x ¯
= 1 ¯
¯ = cos2 x¯x=arctan y
dy dx x=arctan y cos2 x x=arctan y

1 ¯ 1
¯
= 2 ¯ = .
1 + tan x x=arctan y 1 + y2
΄Αρα

d arctan y 1
= .
dy 1 + y2
Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζουμε την παράγωγο συνάρτηση της x = arccot y,
η οποία έχει πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (0, π).

d arc cot y 1
=− .
dy 1 + y2

Ask seic.
1. Υπολογίστε τις παραγώγους των παρακάτω συναρτήσεων.
x3 + 2 x3 − x + 4 sin x
y = x2 − 3x + 1 − , y= , y = sin x + tan x.
x2 + 1 x2 + sin x + 2

2. Υπολογίστε τις παραγώγους των παρακάτω συναρτήσεων.



y = sin(xn ), y = (tan x)n , y = tan(xn ), y = n 1 + cos x ,

sin3 x − 3 sin2 x + sin x + 1


y= , y = sin(arccos x), y = arcsin(cos x),
sin2 x + 4 sin x + 4
y = arctan(tan x), y = tan(arctan x).
½
x sin x1 , αν x 6= 0,
3. Θεωρήστε την y =
0, αν x = 0.
Αποδείξτε ότι η συνάρτηση αυτή δεν έχει παράγωγο στον 0.
Υπολογίστε την παράγωγο στο (−∞, 0) ∪ (0, +∞).

229
½
x2 sin x1 , αν x 6= 0,
4. Θεωρήστε την y =
0, αν x = 0.
Αποδείξτε ότι η συνάρτηση αυτή έχει παράγωγο στον 0 ίση με 0.
Υπολογίστε την παράγωγο στο (−∞, +∞).

5. Αποδείξτε ότι δεν υπάρχει κανένα διάστημα (a, b) και καμιά ρητή συνάρτηση
y = r(x) ώστε να ισχύει r0 (x) = x1 για κάθε x στο (a, b).

6. Αποδείξτε ότι η παράγωγος μιας άρτιας συνάρτησης είναι περιττή συνάρτηση


και η παράγωγος μιας περιττής συνάρτησης είναι άρτια συνάρτηση.

7. Αποδείξτε ότι η παράγωγος μιας περιοδικής συνάρτησης είναι κι αυτή περι-


οδική συνάρτηση.

8. Μια συνεχής συνάρτηση y = f (x) ικανοποιεί την ισότητα f (x)2 + 4f (x) =


x3 − 5x2 − 5x + 21 για κάθε x στο πεδίο ορισμού της.
Αποδείξτε ότι είναι (2f (x) + 4)f 0 (x) = 3x2 − 10x − 5 για κάθε x στον οποίο
η συνάρτηση είναι παραγωγίσιμη.
Αποδείξτε ότι υπάρχουν τέσσερις τέτοιες συναρτήσεις και βρείτε τα πεδία
ορισμού τους, τους τύπους τους και τους τύπους των παραγώγων τους.

9. ΄Εστω η y = f (x) = x3 + 3x2 + 3x + 7 στο (−∞, +∞).


Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα στο (−∞, +∞). Ποιο είναι
το σύνολο τιμών της;
Χωρίς να υπολογίσετε½την αντίστροφη συνάρτηση x = f −1 (y), αποδείξτε
¡ ¢0 1
, αν y 6= 6,
ότι είναι f −1 (y) = 3(f −1 (y)+1)2
+∞, αν y = 6.
Υπολογίστε την x = f −1 (y), το πεδίο ορισμού της και το σύνολο τιμών της
και επαληθεύστε την παραπάνω ισότητα.

10. Κάποια χρονική στιγμή η ακτίνα ενός κυκλικού δίσκου έχει μήκος κ και
ρυθμό μεταβολής ως προς τον χρόνο ίσο με µ. Υπολογίστε τον ρυθμό
μεταβολής του εμβαδού του ως προς τον χρόνο την ίδια χρονική στιγμή.

11. Κάποια χρονική στιγμή η ακτίνα ενός σφαιρικού μπαλονιού έχει μήκος κ και
η παροχή αέρα στο μπαλόνι έχει ρυθμό μεταβολής ως προς τον χρόνο ίσο με
µ. Ποιος είναι ο ρυθμός μεταβολής της ακτίνας ως προς τον χρόνο την ίδια
χρονική στιγμή;

12. Μια μεταλλική ράβδος μήκους l έχει το ένα άκρο της στη μια πλευρά και
το άλλο άκρο της στην άλλη πλευρά μιας ορθής γωνίας. Αν το ένα άκρο
απομακρύνεται από τη γωνία με ταχύτητα v (παραμένοντας στην ίδια πλευρά
της γωνίας), βρείτε την ταχύτητα με την οποία το άλλο άκρο πλησιάζει τη
γωνία. Βρείτε, επίσης, τον ρυθμό μεταβολής της απόστασης ενός από τα
άκρα από τη γωνία σε σχέση με την απόσταση του άλλου άκρου από τη
γωνία.

230
13. ΄Ενα όχημα κινείται πάνω στην καμπύλη με εξίσωση y 2 = 4x3 . Σε ποια
θέση του οχήματος ο ρυθμός μεταβολής της πρώτης συντεταγμένης του
είναι διπλάσιος από τον ρυθμό μεταβολής της δεύτερης συντεταγμένης του;
14. Βρείτε τις εξισώσεις της εφαπτόμενης και της κάθετης ευθείας στην καμπύλη
με εξίσωση y 4 = 4x4 + 6xy στο σημείο (1, 2).
15. Αποδείξτε ότι, για οποιεσδήποτε τιμές των a και b, η καμπύλη xy = a2 και η
καμπύλη x2 − y 2 = b2 τέμνονται κάθετα, δηλαδή ότι οι δυο εφαπτόμενες ευ-
θείες στις καμπύλες αυτές σε οποιοδήποτε σημείο τομής τους είναι κάθετες.
16. √
Αποδείξτε
p ότι, αν
√ πάρουμε οποιαδήποτε ευθεία εφαπτόμενη στην καμπύλη
3 3
x2 + 3 y 2 = a2 , το ευθύγραμμο τμήμα της εφαπτόμενης ευθείας που
αποκόπτεται από τον x-άξονα και τον y-άξονα έχει σταθερό μήκος |a|.

6.6 ParadeÐgmata parag¸gwn, II.


Στην ενότητα αυτή θα υπολογίσουμε τις παραγώγους τριών σημαντικών συναρ-
τήσεων.

Α. Αρχίζουμε με τη λογαριθμική συνάρτηση y = loga x, όπου a > 0, a 6= 1, με


πεδίο ορισμού το (0, +∞) και σύνολο τιμών το (−∞, +∞). Θα αποδείξουμε ότι

d loga x 1 1
= (x > 0).
dx log a x
¡ ¢t
Εκτός από το γνωστό όριο limt→+∞ 1 + 1t = e, θα μας χρειαστεί και το
¡ ¢t
limt→+∞ 1− 1t = limt→+∞ (1+ 11 )t = limt→+∞ (1+ 1 )t−1
1
(1+ 1 )
1
= e·1 = 1e .
t−1 t−1 t−1
Από τη συνέχεια της y = loga x και από τα δυο προηγούμενα όρια συνεπάγεται
¡ ¢t ¡ ¢t
ότι limt→+∞ loga 1 + 1t = loga e = log1 a και limt→+∞ loga 1 − 1t = loga 1e =
− loga e = − log1 a .
Στον επόμενο υπολογισμό θα κάνουμε την αλλαγή μεταβλητής t = hx .

loga (x + h) − loga x 1 ³x + h´ 1 x ³ h´
lim = lim loga = lim loga 1 +
h→0+ h h→0+ h x x h→0+ h x
1 ³ 1 ´ 1 ³ ´
1 t 1 1
= lim t loga 1 + = lim loga 1 + = .
x t→+∞ t x t→+∞ t log a x
Επίσης, στον επόμενο υπολογισμό θα κάνουμε την αλλαγή μεταβλητής t = − hx .

loga (x + h) − loga x 1 ³x + h´ 1 x ³ h´
lim = lim loga = lim loga 1 +
h→0− h h→0− h x x h→0− h x
1 ³ 1 ´ 1 ³ ´
1 t 1 1
=− lim t loga 1 − =− lim loga 1 − = .
x t→+∞ t x t→+∞ t log a x
d loga x loga (x+h)−loga x 1 1
΄Αρα dx = limh→0 (h6=0) h = log a x .

231
Παράδειγμα: Θα δούμε ότι
d log |x| 1
=
dx x
d log |x|
για κάθε x στο (−∞, 0) ∪ (0, +∞). Πράγματι στο (0, +∞) έχουμε dx =
d log x
dx = x1 και στο (−∞, 0) έχουμε d log
dx
|x|
= d log(−x)
dx
1
= −x (−1) = 1
x από τον
κανόνα της αλυσίδας.

Β. Η επόμενη παράγωγος που θα υπολογίσουμε είναι της εκθετικής συνάρτησης


y = ax , όπου a > 0, με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) και σύνολο τιμών το (0, +∞).
Ο τύπος είναι:

d ax
= ax log a.
dx
Αν a 6= 1, χρησιμοποιούμε τον κανόνα της αντίστροφης συνάρτησης. Η αντί-
στροφη συνάρτηση της y = ax είναι η x = loga y και, επομένως,
d ax dy 1 1
= = ¯
dx ¯
= 1 1¯
¯ = ax log a.
dx dx dy y=ax log a y y=ax

Αν a = 1, η y = 1x = 1 είναι σταθερή και έχει παράγωγο μηδέν. Αλλά


και η παράσταση 1x log 1 είναι ίση με μηδέν και, επομένως, ισχύει ο τύπος της
παραγώγου και σ΄ αυτή την περίπτωση.

Γ. Τέλος, θα υπολογίσουμε την παράγωγο της y = xa όταν ο a είναι άρρητος. Σ΄


αυτήν την περίπτωση η y = xa έχει πεδίο ορισμού το [0, +∞), αν a > 0, ή το
(0, +∞), αν a < 0. Θα δούμε ότι
µ ¶
d xa a−1 a άρρητος > 1, x ≥ 0
= ax
dx a άρρητος < 1, x > 0.
a
Θα χρησιμοποιήσουμε την ισότητα y = xa = elog(x ) = ea log x και τον κανόνα
της αλυσίδας. Θεωρούμε την ενδιάμεση μεταβλητή z = a log x, οπότε είναι y = ez
και
d xa dy dy ¯¯ dz ¯
¯ a a a
= = ¯ = ez ¯ = ea log x = xa = axa−1 .
dx dx dz z=a log x dx z=a log x x x x

Ask seic.
1. Υπολογίστε τις παραγώγους των παρακάτω συναρτήσεων.
¯ ¯ ¡ 2 ¡ 5 ¢¢
y = x log x, y = log ¯ log |x|¯, y = log e3x +4 + sin x− 4 ,
2 1 ¡ √ 2 ¢
y = 2x +1
log3 (sin x), y= , y = sin e log(x +1) .
3sin x

232
2. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι ορισμένες στο διάστημα (a, b), ότι
a < ξ < b και f (x) > 0 για κάθε x στο (a, b).
Αν οι συναρτήσεις αυτές είναι παραγωγίσιμες στον ξ, αποδείξτε ότι και η
y = f (x)g(x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και υπολογίστε την παράγωγό της
στον ξ.
Υπολογίστε τις παραγώγους των παρακάτω συναρτήσεων.
y = xx , y = (x2 + 1)sin x , y = |x − 1|x−2 |x − 2|x−1 .

6.7 Tèssera shmantikˆ jewr mata.


΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα (a, b) και έστω ξ στο
(a, b). Ο ξ ονομάζεται σημείο τοπικού μεγίστου της y = f (x) αν υπάρχει
κάποιο πιθανόν μικρότερο διάστημα (c, d), το οποίο, επίσης, περιέχει τον ξ, ώστε
να ισχύει f (x) ≤ f (ξ) για κάθε x στο (c, d). Αν η y = f (x) είναι ορισμένη σε
κάποιο [ξ, b) αλλά όχι σε κάποιο (a, ξ), τότε ο ξ ονομάζεται και πάλι σημείο τοπικού
μεγίστου της y = f (x) αν υπάρχει κάποιο πιθανόν μικρότερο διάστημα [ξ, d) ώστε
να ισχύει f (x) ≤ f (ξ) για κάθε x στο [ξ, d). Τέλος, αν η y = f (x) είναι ορισμένη
σε κάποιο (a, ξ] αλλά όχι σε κάποιο (ξ, b), τότε ο ξ ονομάζεται και πάλι σημείο
τοπικού μεγίστου της συνάρτησης αν υπάρχει κάποιο πιθανόν μικρότερο διάστημα
(c, ξ] ώστε να ισχύει f (x) ≤ f (ξ) για κάθε x στο (c, ξ].
Ο ξ ονομάζεται σημείο τοπικού ελαχίστου της y = f (x) αν ισχύουν όσα
περιέχονται στην προηγούμενη παράγραφο αλλά με την ανισότητα f (x) ≥ f (ξ) αντί
της f (x) ≤ f (ξ).
Με άλλα λόγια, «ο ξ είναι σημείο τοπικού μεγίστου ή ελαχίστου της y = f (x)
αν η τιμή της y = f (x) στον ξ είναι μέγιστη ή ελάχιστη, αντιστοίχως, από όλες
τις άλλες τιμές της y = f (x) σε οποιονδήποτε x του πεδίου ορισμού της ο οποίος
είναι κοντά στον ξ».
Ο ξ ονομάζεται σημείο τοπικού ακροτάτου της y = f (x) αν είναι σημείο
είτε τοπικού μεγίστου είτε τοπικού ελαχίστου.
Είναι προφανές ότι, αν σε κάποιο σημείο μια συνάρτηση έχει μέγιστη τιμή, οπότε
αυτό ονομάζεται σημείο ολικού μεγίστου, τότε αυτό είναι και σημείο τοπικού
μεγίστου. Ομοίως, αν σε κάποιο σημείο μια συνάρτηση έχει ελάχιστη τιμή, οπότε
ονομάζεται σημείο ολικού ελαχίστου, τότε αυτό είναι και σημείο τοπικού
ελαχίστου.
Στο γράφημα της y = f (x) ένα σημείο τοπικού μεγίστου ξ διακρίνεται ως
εξής: το (έστω και μικρό) μέρος του γραφήματος κοντά στο σημείο (ξ, f (ξ)) δεν
έχει κανένα σημείο του πάνω από την οριζόντια ευθεία η οποία διέρχεται από το
σημείο (ξ, f (ξ)). Ομοίως, ο ξ είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της y = f (x) αν
το (έστω και μικρό) μέρος του γραφήματος κοντά στο σημείο (ξ, f (ξ)) δεν έχει
κανένα σημείο του κάτω από την οριζόντια ευθεία η οποία διέρχεται από το σημείο
(ξ, f (ξ)).
Το πρώτο σημαντικό θεώρημα είναι το εξής.
Θεώρημα 6.1 Θεώρημα του Fermat. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη
στο διάστημα (a, b) και έστω ξ στο (a, b). Αν ο ξ είναι σημείο τοπικού ακροτάτου

233
της y = f (x), τότε
(i) είτε δεν υπάρχει η παράγωγος της y = f (x) στον ξ,
(ii) είτε υπάρχει η παράγωγος της y = f (x) στον ξ και ισχύει f 0 (ξ) = 0.

Σχήμα 6.6: Το Θεώρημα του Fermat.

'Estw ìti o ξ eÐnai shmeÐo topikoÔ megÐstou thc y = f (x). Dhlad  upˆrqei upodiˆsthma
(c, d) tou (a, b) to opoÐo perièqei ton ξ kai eÐnai f (x) ≤ f (ξ) gia kˆje x sto (c, d). Upojètoume
ìti den isqÔei to (i), dhlad  èstw ìti upˆrqei h parˆgwgoc f 0 (ξ). Autì shmaÐnei ìti upˆrqoun
oi f+0 (ξ) kai f 0 (ξ) kai eÐnai Ðsec me thn f 0 (ξ) (eÐnai kat' arq n pijanì h koin  tim  touc na eÐnai

èna apì ta ±∞).
ParathroÔme ìti gia kˆje x sto diˆsthma (ξ, d) eÐnai f (x)−f x−ξ
(ξ)
≤ 0. Apì autì sunepˆgetai
f (x)−f (ξ)
ìti f 0 (ξ) = f+
0 (ξ) = lim
x→ξ+ x−ξ
≤ 0. EpÐshc, parathroÔme ìti gia kˆje x sto diˆsthma
f (x)−f (ξ) f (x)−f (ξ)
(c, ξ) eÐnai ≥ 0. Apì autì sunepˆgetai ìti f 0 (ξ) = f−
x−ξ
0 (ξ) = lim
x→ξ− x−ξ
≥ 0.
Apì tic duo anisìthtec sunepˆgetai ìti f 0 (ξ) = 0 kai, epomènwc, isqÔei to (ii).
An o ξ eÐnai shmeÐo topikoÔ elaqÐstou, tìte epanalambˆnoume touc Ðdiouc sullogismoÔc,
antikajist¸ntac to ≥ 0 me to ≤ 0 kai antistrìfwc.

Σε σχέση με το γράφημα της y = f (x) το θεώρημα του Fermat λέει το εξής:

Αν η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο ανοικτό διάστημα που περιέ-


χει τον ξ και ο ξ είναι σημείο τοπικού ακροτάτου της y = f (x), τό-
τε είτε δεν υπάρχει εφαπτόμενη ευθεία στο γράφημα της συνάρτησης
στο σημείο (ξ, f (ξ)) είτε υπάρχει εφαπτόμενη ευθεία και η κλίση της
είναι ίση με 0, δηλαδή είναι οριζόντια.

Παράδειγμα: Ο 0 είναι το μοναδικό σημείο (ολικού) ελαχίστου της συνάρτησης


y = |x|, η οποία είναι ορισμένη στο (−∞, +∞), αλλά η συνάρτηση αυτή δεν έχει
παράγωγο στον 0.

Παράδειγμα: Ο 0 είναι το μοναδικό σημείο (ολικού) ελαχίστου της συνάρτησης


y = x2 , η οποία είναι ορισμένη στο (−∞, +∞), και η παράγωγος της συνάρτησης
¯
x2 ¯
¯
στον 0 είναι, πράγματι, ίση με ddx x=0
= 2x¯x=0 = 0.

234
Το θεώρημα του Fermat μας δίνει το εξής πόρισμα.

Αν θέλουμε να βρούμε τα σημεία τοπικού ακροτάτου μιας συνάρτησης


σε κάποιο διάστημα, τότε αρκεί να τα ψάξουμε ανάμεσα στα παρακάτω
σημεία: τα (πιθανά) άκρα του διαστήματος, τα σημεία στα οποία η
συνάρτηση δεν έχει παράγωγο και τα σημεία στα οποία η παράγωγος
της συνάρτησης είναι ίση με 0. Κανένα άλλο σημείο δεν είναι υπο-
ψήφιο σημείο τοπικού ακροτάτου.

Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = 2x3 − 9x2 + 12x + 5 στο διάστημα [0, 4]. Η
3 2
παράγωγος είναι η y = d(2x −9xdx+12x+5) = 6x2 − 18x + 12 = 6(x − 1)(x − 2),
οπότε τα μόνα υποψήφια σημεία τοπικού ακροτάτου της συνάρτησης στο διάστημα
[0, 4] είναι τα άκρα 0 και 4 του διαστήματος καθώς και οι 1 και 2 στους οποίους
μηδενίζεται η παράγωγος συνάρτηση. Οι τιμές της συνάρτησης στα σημεία αυτά
είναι 5, 37, 10 και 9, αντιστοίχως. Τώρα σκεφτόμαστε ως εξής. Η συνάρτηση είναι
συνεχής στο [0, 4], οπότε έχει οπωσδήποτε σημεία ολικού μεγίστου και ελαχίστου.
Αυτά είναι οπωσδήποτε κάποια από τα παραπάνω τέσσερα σημεία και, επομένως, ο
0 είναι το σημείο ολικού ελαχίστου (οπότε η ελάχιστη τιμή της συνάρτησης είναι
5) και ο 4 είναι το σημείο ολικού μεγίστου (οπότε η μέγιστη τιμή της συνάρτησης
είναι 37). Μένει να δούμε αν οι 1 και 2 είναι σημεία τοπικού ακροτάτου ή όχι. (i)
Αναπτύσσουμε τη συνάρτηση σε δυνάμεις του x−1: 2x3 −9x2 +12x+5 = 2(x−1+
1)3 −9(x−1+1)2 +12(x−1+1)+5 = 2(x−1)3 −3(x−1)2 +10 = −(x−1)2 (5−2x)+
10. Τώρα παρατηρούμε ότι, αν ο x είναι κοντά στον 1, η παράσταση (x−1)2 (5−2x)
είναι μη αρνητική και, επομένως, ισχύει 2x3 − 9x2 + 12x + 5 ≤ 10. ΄Αρα ο 1 είναι
σημείο τοπικού μεγίστου της συνάρτησης. (ii) Κατόπιν αναπτύσσουμε σε δυνάμεις
του x − 2: 2x3 − 9x2 + 12x + 5 = 2(x − 2 + 2)3 − 9(x − 2 + 2)2 + 12(x − 2 + 2) + 5 =
2(x − 2)3 + 3(x − 2)2 + 9 = (x − 2)2 (2x − 1) + 9. Παρατηρούμε ότι, αν ο x
είναι κοντά στον 2, η παράσταση (x − 2)2 (2x − 1) είναι μη αρνητική, οπότε ισχύει
2x3 − 9x2 + 12x + 5 ≥ 9 και, επομένως, ο 2 είναι σημείο τοπικού ελαχίστου.
Στην επόμενη ενότητα θα μάθουμε να αποφασίζουμε πολύ πιο εύκολα αν οι 1
και 2 είναι σημεία τοπικού ακροτάτου.

Το θεώρημα του Fermat έχει ένα συμπλήρωμα για την περίπτωση που το σημείο
τοπικού ακροτάτου είναι άκρο του διαστήματος στο οποίο ορίζεται η συνάρτηση.

Πρόταση 6.6 (1) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα [ξ, b) και
ότι ο ξ είναι σημείο τοπικού μεγίστου ή ελαχίστου της y = f (x). Τότε
0
(i) είτε δεν υπάρχει η f+ (ξ),
0 0 0
(ii) είτε υπάρχει η f+ (ξ) και ισχύει f+ (ξ) ≤ 0 ή f+ (ξ) ≥ 0, αντιστοίχως.
(2) ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, ξ] και ότι ο ξ είναι
σημείο τοπικού μεγίστου ή ελαχίστου της y = f (x). Τότε
0
(i) είτε δεν υπάρχει η f− (ξ),
0 0 0
(ii) είτε υπάρχει η f− (ξ) και ισχύει f− (ξ) ≥ 0 ή f− (ξ) ≤ 0, αντιστοίχως.
(1) 'Estw ìti o ξ eÐnai shmeÐo topikoÔ megÐstou thc y = f (x). Dhlad  upˆrqei diˆsthma
[ξ, d) ¸ste na eÐnai f (x) ≤ f (ξ) gia kˆje x sto [ξ, d). Ac upojèsoume ìti den isqÔei to (i),
opìte upˆrqei h parˆgwgoc f+ 0 (ξ). T¸ra parathroÔme ìti eÐnai f (x)−f (ξ) ≤ 0 gia kˆje x sto
x−ξ

235
f (x)−f (ξ)
diˆsthma (ξ, d) kai, epomènwc, f+
0 (ξ) = lim
x→ξ+ x−ξ
≤ 0.
H perÐptwsh tou topikoÔ elaqÐstou sto (1) allˆ kai to (2) èqoun parìmoia apìdeixh.

Το δεύτερο σημαντικό θεώρημα είναι το

Θεώρημα 6.2 Θεώρημα του Rolle. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής
στο διάστημα [a, b] και ότι έχει παράγωγο στο διάστημα (a, b). Αν είναι f (a) =
f (b), τότε υπάρχει κάποιος ξ στο (a, b) ώστε να είναι f 0 (ξ) = 0.

Σχήμα 6.7: Το Θεώρημα του Rolle.

DiakrÐnoume treic peript¸seic.


(i) An h y = f (x) eÐnai stajer  sto [a, b], dhlad  ìlec oi timèc thc eÐnai Ðsec me f (a) = f (b), tìte
h parˆgwgìc thc eÐnai Ðsh me 0 se kˆje shmeÐo tou (a, b), opìte to apotèlesma eÐnai profanèc.
An h y = f (x) den eÐnai stajer  sto [a, b], tìte eÐte (ii) èqei mia toulˆqiston tim  >
f (a) = f (b) eÐte (iii) èqei mia toulˆqiston tim  < f (a) = f (b). Exetˆzoume tic duo peript¸seic
xeqwristˆ.
(ii) Efarmìzoume to Je¸rhma Mègisthc - Elˆqisthc Tim c kai sumperaÐnoume ìti upˆrqei
kˆpoioc ξ sto [a, b], o opoÐoc eÐnai shmeÐo olikoÔ megÐstou thc y = f (x). AfoÔ upˆrqei kˆpoia
tim  megalÔterh apì thn f (a) = f (b), sunepˆgetai ìti kai h mègisth tim  f (ξ) eÐnai > f (a) =
f (b) kai, epomènwc, o ξ an kei sto (a, b). Bˆsei thc upìjeshc, h y = f (x) èqei parˆgwgo ston
ξ kai, bˆsei tou jewr matoc tou Fermat, isqÔei f 0 (ξ) = 0.
(iii) Apì to Je¸rhma Mègisthc - Elˆqisthc Tim c sunepˆgetai ìti upˆrqei kˆpoioc ξ sto [a, b],
o opoÐoc eÐnai shmeÐo olikoÔ elaqÐstou thc y = f (x). AfoÔ upˆrqei kˆpoia tim  < f (a) = f (b),
sunepˆgetai ìti kai h elˆqisth tim  f (ξ) eÐnai < f (a) = f (b) kai, epomènwc, o ξ an kei sto
(a, b). Bˆsei thc upìjeshc, h y = f (x) èqei parˆgwgo ston ξ kai, bˆsei tou jewr matoc tou
Fermat, isqÔei f 0 (ξ) = 0.
'Ara se kˆje perÐptwsh upˆrqei kˆpoioc ξ sto (a, b) ¸ste f 0 (ξ) = 0.

Παράδειγμα: Η y = x3 + 2x2 −√3x − 5 είναι συνεχής στο διάστημα [−2, 3],
έχει παράγωγο στο διάστημα (−2, 3) και οι τιμές√της στα άκρα είναι και οι δυο
= 1. ΄Αρα υπάρχει κάποιος ξ στο διάστημα (−2, 3), στον οποίο η παράγωγος
y = 3x2 + 4x − 3 είναι ίση με 0. Για√να βρούμε τον ξ λύνουμε την εξίσωση

3x2 + 4x − 3 = 0. Οι λύσεις είναι οι −2±3 13 και ανήκουν και οι δυο στο (−2, 3).

Παρατηρήσεις: (1) Το θεώρημα του Rolle δεν αναφέρει τρόπο εύρεσης του ξ

236
για τον οποίο ισχύει f 0 (ξ) = 0.
(2) Αν η y = f (x) στο Θεώρημα του Rolle δεν έχει παράγωγο έστω και σε ένα
μόνο σημείο του (a, b), υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχει κανένας ξ στο (a, b)
ωστε f 0 (ξ) = 0.

Παράδειγμα: Η y = |x| είναι συνεχής στο διάστημα [−1, 1] και οι τιμές της
στα άκρα του διαστήματος είναι και οι δυο = 1. ΄Ομως, δεν υπάρχει κανένας ξ στο
(−1, 1) στον οποίο η παράγωγος έχει τιμή 0.

Το επόμενο είναι το τρίτο σημαντικό θεώρημα.


Θεώρημα 6.3 Το Θεώρημα Μέσης Τιμής του Διαφορικού Λο-
γισμού (Lagrange). ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [a, b]
και ότι έχει παράγωγο στο διάστημα (a, b). Τότε υπάρχει κάποιος ξ στο (a, b) ώστε
να είναι
f (b) − f (a)
= f 0 (ξ).
b−a

Σχήμα 6.8: Το Θεώρημα Μέσης Τιμής.

¡ ¢
SqhmatÐzoume thn y = h(x) = (b − a)f (x) − f (b) − f (a) x kai parathroÔme ìti aut  eÐnai
suneq c sto [a, b] kai èqei parˆgwgo sto diˆsthma (a, b). EpÐshc, isqÔei h(a) = h(b). 'Ara
upˆrqei kˆpoioc ξ sto (a, b) ¸ste na eÐnai h0 (ξ) = 0. Sunepˆgetai (b−a)f 0 (ξ)−(f (b)−f (a)) = 0
kai, epomènwc, f (b)−f
b−a
(a)
= f 0 (ξ).

Παρατήρηση: Το Θεώρημα του Rolle είναι ειδική περίπτωση του Θεωρήματος


6.3. Πράγματι, αν f (a) = f (b), τότε από το Θεώρημα 6.3 συνεπάγεται ότι για
κάποιον ξ στο (a, b) είναι f 0 (ξ) = f (b)−f
b−a
(a)
= 0.

Αν παρατηρήσουμε το γράφημα της y = f (x) στο Θεώρημα 6.3, βλέπουμε


ότι ο αριθμός f (b)−f
b−a
(a)
δεν είναι τίποτε άλλο από την κλίση του ευθύγραμμου

237
τμήματος με άκρα τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)). Επομένως, το συμπέρασμα του
Θεωρήματος 6.3 λέει σε γεωμετρική γλώσσα ότι

Αν η y = f (x) είναι συνεχής στο [a, b] και έχει παράγωγο στο (a, b),
τότε η εφαπτόμενη ευθεία στο γράφημά της σε κάποιο σημείο (ξ, f (ξ))
έχει την ίδια κλίση ή, ισοδύναμα, είναι παράλληλη με το ευθύγραμ-
μο τμήμα που συνδέει τα σημεία (a, f (a)) και (b, f (b)).

Συνεχίζουμε με το τέταρτο σημαντικό θεώρημα.

Θεώρημα 6.4 Το Θεώρημα Μέσης Τιμής του Διαφορικού Λο-


γισμού (Cauchy). ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο
διάστημα [a, b] και παραγωγίσιμες στο (a, b) έτσι ώστε (i) να είναι g(a) 6= g(b) και
(ii) σε κανένα x του (a, b) να μην ισχύει f 0 (x) = g 0 (x) = 0. Τότε υπάρχει κάποιος
ξ στο (a, b) ώστε να είναι

f (b) − f (a) f 0 (ξ)


= 0 .
g(b) − g(a) g (ξ)
¡ ¢ ¡ ¢
SqhmatÐzoume thn y = h(x) = g(b) − g(a) f (x) − f (b) − f (a) g(x) kai parathroÔme
ìti aut  eÐnai suneq c sto [a, b] kai paragwgÐsimh sto (a, b). EpÐshc, isqÔei h(a) = h(b).
¡ ¢
'Ara upˆrqei kˆpoioc ξ sto (a, b) ¸ste na eÐnai h0 (ξ) = 0. Sunepˆgetai g(b) − g(a) f 0 (ξ) −
¡ ¢ ¡ ¢ ¡ ¢
f (b) − f (a) g 0 (ξ) = 0 kai, epomènwc, g(b) − g(a) f 0 (ξ) = f (b) − f (a) g 0 (ξ). Epeid  eÐnai
f (b)−f (a) 0
g(a) 6= g(b), sunepˆgetai g(b)−g(a)
g (ξ) = f 0 (ξ). An g 0 (ξ) = 0, tìte eÐnai kai f 0 (ξ) = 0, pou
f (b)−f (a) f 0 (ξ)
antifˆskei me mia apì tic upojèseic. 'Ara eÐnai g 0 (ξ) 6= 0, opìte g(b)−g(a)
= g 0 (ξ)
.

Ask seic.
1. Αποδείξτε ότι η παράγωγος της y = (x+4)(x+1)(x−2)(x−3) έχει ακριβώς
τρεις διαφορετικές ρίζες.
Γενικότερα, υποθέστε ότι a1 < a2 < . . . < an και αποδείξτε ότι η παράγω-
γος της y = (x − a1 )(x − a2 ) · · · (x − an ) έχει ακριβώς n − 1 διαφορετικές
ρίζες. Προσδιορίστε τη θέση των ριζών της παραγώγου σε σχέση με τους
a1 , . . . , an .

2. Αποδείξτε ότι η εξίσωση x2 = x sin x + cos x έχει ακριβώς δυο λύσεις.


Προσδιορίστε τη θέση των δυο αυτών λύσεων σε σχέση με τον 0.

3. ΄Εστω 0 < x < y < +∞. Αποδείξτε ότι:


y a −xa
(i) Αν 1 < a, τότε axa−1 < y−x < ay a−1 .
y a −xa
(ii) Αν 0 < a < 1, τότε ay a−1 < y−x < axa−1 .
ay −ax
4. ΄Εστω x < y και a > 0, a 6= 1. Αποδείξτε ότι ax log a < y−x < ay log a.

5. ΄Εστω 0 < x < y. Αποδείξτε ότι 1


y < 1
y−x log( xy ) < x1 .

238
6. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο διάστημα I και ότι έχει
παράγωγο σε κάθε εσωτερικό σημείο (δηλαδή όχι άκρο) του I. Υποθέτουμε
ότι η απόσταση των αριθμών y1 και y2 είναι d, ότι οι x1 και x2 ανήκουν στο
διάστημα I και ότι f (x1 ) = y1 και f (x2 ) = y2 .
(i) Αν είναι |f 0 (x)| ≥ m > 0 για κάθε εσωτερικό σημείο x του I, αποδείξτε
d
ότι η απόσταση των x1 και x2 είναι το πολύ m .
(ii) Αν είναι |f 0 (x)| ≤ m < +∞ για κάθε εσωτερικό σημείο x του I,
d
αποδείξτε ότι η απόσταση των x1 και x2 είναι τουλάχιστον m .

7. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [ξ, b] και ότι έχει παράγωγο
στο διάστημα (ξ, b).
(i) Αν είναι f 0 (x) ≥ µ για κάθε x στο (ξ, b), αποδείξτε ότι f (x) ≥ f (ξ) +
µ(x − ξ) για κάθε x στο [ξ, b].
(ii) Αν είναι f 0 (x) ≤ µ για κάθε x στο (ξ, b), αποδείξτε ότι f (x) ≤ f (ξ) +
µ(x − ξ) για κάθε x στο [ξ, b].
Ποια είναι τα ανάλογα συμπεράσματα όταν έχουμε το διάστημα [a, ξ] αντί
του [ξ, b];

8. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [a, b].


0 0
Αν f+ (a) < 0 < f− (b), αποδείξτε ότι το σημείο ολικού ελαχίστου της
y = f (x) ανήκει οπωσδήποτε στο (a, b).
0 0
Ποιο είναι το συμπέρασμα αν f+ (a) > 0 > f− (b);

9. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι παραγωγίσιμες σε κάποιο διάστημα


I και f (x)g 0 (x) − f 0 (x)g(x) 6= 0 για κάθε x στο I. Αποδείξτε ότι ανάμεσα
σε δυο οποιεσδήποτε λύσεις της f (x) = 0 βρίσκεται τουλάχιστον μια λύση
της g(x) = 0 και αντιστρόφως.
Ταιριάζει το συμπέρασμα αυτό με το ζευγάρι των συναρτήσεων y = cos x
και y = sin x;

10. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [ξ − h, ξ + h] και παραγω-
γίσιμη στην ένωση (ξ − h, ξ) ∪ (ξ, ξ + h). Αποδείξτε ότι:
f (ξ+h)−f (ξ−h)
(i) υπάρχει ζ στο διάστημα (0, h) ώστε h = f 0 (ξ +ζ)+f 0 (ξ −ζ).
(ii) υπάρχει ζ στο διάστημα (0, h) ώστε f (ξ+h)−2fh(ξ)+f (ξ−h) = f 0 (ξ + ζ) −
f 0 (ξ − ζ).

11. Αν η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη


¡ στο ¢(0, +∞) και limx→+∞ f 0 (x) = 0,
αποδείξτε ότι limx→+∞ f (x + 1) − f (x) = 0.

6.8 Efarmogèc: akrìtata kai monotonÐa.


Πρόταση 6.7 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο διάστημα I και
έχει παράγωγο σε κάθε εσωτερικό σημείο του I. Τότε

239
(i) η y = f (x) είναι σταθερή στο I αν και μόνο αν είναι f 0 (x) = 0 για κάθε x
εσωτερικό του I.
(ii) η y = f (x) είναι αύξουσα στο I αν και μόνο αν είναι f 0 (x) ≥ 0 για κάθε x
εσωτερικό του I.
(iii) η y = f (x) είναι φθίνουσα στο I αν και μόνο αν είναι f 0 (x) ≤ 0 για κάθε x
εσωτερικό του I.

(i) An h y = f (x) eÐnai stajer , tìte  dh gnwrÐzoume ìti h parˆgwgìc thc eÐnai mhdèn. Anti-
strìfwc, èstw ìti eÐnai f 0 (x) = 0 gia kˆje x eswterikì tou I . JewroÔme duo opoiousd pote
x1 kai x2 sto diˆsthma I me x1 < x2 (pijanìn kˆpoioc apì autoÔc na eÐnai ˆkro tou I ). H
y = f (x) eÐnai tìte suneq c sto diˆsthma [x1 , x2 ] kai èqei parˆgwgo sto diˆsthma (x1 , x2 ).
Sunepˆgetai ìti upˆrqei ξ sto (x1 , x2 ) kai, epomènwc, ξ eswterikì shmeÐo tou I , ¸ste na eÐ-
nai f (xx2 )−f
−x
(x1 )
= f 0 (ξ) = 0. 'Ara eÐnai f (x1 ) = f (x2 ). Autì shmaÐnei ìti ìlec oi timèc thc
2 1
y = f (x) eÐnai Ðsec metaxÔ touc, opìte h y = f (x) eÐnai stajer  sto I .
(ii) An h y = f (x) eÐnai aÔxousa sto I , tìte, ìpwc apodeÐxame prin apì thn Prìtash 6.5, isqÔei
f 0 (x) ≥ 0 gia kˆje x eswterikì tou I . Antistrìfwc, èstw ìti eÐnai f 0 (x) ≥ 0 gia kˆje x
eswterikì tou I . 'Opwc kai sthn apìdeixh tou (i), jewroÔme duo opoiousd pote x1 kai x2 sto
diˆsthma I me x1 < x2 kai apodeiknÔoume ìti upˆrqei ξ sto (x1 , x2 ) kai, epomènwc, ξ eswterikì
shmeÐo tou I , ¸ste na eÐnai f (xx2 )−f (x1 )
= f 0 (ξ) ≥ 0. 'Ara eÐnai f (x1 ) ≤ f (x2 ) kai, epomènwc,
2 −x1
h y = f (x) eÐnai aÔxousa sto I .
(iii) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (ii).

Αξίζει να διατυπώσουμε μια παραλλαγή της Πρότασης 6.7.


Πρόταση 6.8 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιο διάστημα I και
έχει παράγωγο σε κάθε εσωτερικό σημείο του I. Τότε
(i) αν είναι f 0 (x) > 0 για κάθε x εσωτερικό του I, τότε η y = f (x) είναι γνησίως
αύξουσα στο I.
(ii) αν είναι f 0 (x) < 0 για κάθε x εσωτερικό του I, τότε η y = f (x) είναι γνησίως
φθίνουσα στο I.
H apìdeixh eÐnai Ðdia me thn apìdeixh tou antÐstoiqou mèrouc thc Prìtashc 6.7.

Παρατήρηση: Δεν ισχύουν τα αντίστροφα των (i) και (ii) της Πρότασης 6.8.
Δυστυχώς, αν η y = f (x) είναι γνησίως αύξουσα, τότε το μόνο γενικό συμπέρασμα
είναι αυτό που ισχύει επειδή η συνάρτηση είναι αύξουσα, δηλαδή ότι είναι f 0 (x) ≥ 0
για κάθε x. Ανάλογο συμπέρασμα ισχύει αν η y = f (x) είναι γνησίως φθίνουσα.

Παράδειγμα: Η y = x3 είναι γνησίως αύξουσα στο (−∞, +∞) αλλά δεν ισχύει
x3
f 0 (x) > 0 για κάθε x στο (−∞, +∞). Υπολογίζουμε: ddx = 3x2 για κάθε x και
είναι > 0 για κάθε x 6= 0 αλλά είναι = 0 για x = 0.

Το επόμενο αποτέλεσμα είναι το πιο βασικό για την αναγνώριση των σημείων
τοπικού ακροτάτου μιας συνάρτησης.
Πρόταση 6.9 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα (a, b),
συνεχής σε κάποιο υποδιάστημα (c, d) του (a, b) και ο ξ ανήκει στο (c, d).
(i) Αν είναι f 0 (x) ≥ 0 για κάθε x στο (c, ξ) και f 0 (x) ≤ 0 για κάθε x στο (ξ, d),

240
τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού μεγίστου της y = f (x).
(ii) Αν είναι f 0 (x) ≤ 0 για κάθε x στο (c, ξ) και f 0 (x) ≥ 0 για κάθε x στο (ξ, d),
τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της y = f (x).
(i) H y = f (x) eÐnai aÔxousa sto (c, ξ] kai fjÐnousa sto [ξ, d), opìte o f (ξ) eÐnai h mègisth
tim  thc sto diˆsthma (c, d).
(ii) OmoÐwc.

Ιδού μια συνηθισμένη περίπτωση εφαρμογής της Πρότασης 6.9.

΄Εστω ότι έχουμε μια συνάρτηση y = f (x) συνεχή σε κάποιο διάστημα


(οποιουδήποτε τύπου) και έστω ότι έχουμε βρει σημεία ξ1 , ξ2 , . . . , ξn
στα οποία περιλαμβάνονται τα (πιθανά) άκρα του διαστήματος ώστε
σε καθένα από τα ενδιάμεσα ανοικτά υποδιαστήματα η συνάρτηση έχει
παράγωγο με σταθερό πρόσημο. Τότε (i) τα (πιθανά) άκρα του δια-
στήματος είναι σημεία τοπικού ακροτάτου, (ii) κάθε ξk το οποίο χω-
ρίζει υποδιαστήματα στα οποία η παράγωγος έχει διαφορετικό πρόση-
μο είναι σημείο τοπικού ακροτάτου και (iii) κάθε ξk το οποίο χωρί-
ζει υποδιαστήματα στα οποία η παράγωγος έχει ίδιο πρόσημο δεν εί-
ναι σημείο τοπικού ακροτάτου.

Σχήμα 6.9: Διαστήματα μονοτονίας και σημεία τοπικού ακροτάτου.

Παράδειγμα: Θα ξαναδούμε ένα από τα παραδείγματα της ενότητας 6.7. Η


y = 2x3 − 9x2 + 12x + 5 είναι συνεχής στο διάστημα [0, 4] και έχει παράγωγο
y = 6x2 − 18x + 12 = 6(x − 1)(x − 2) στο (0, 4). Αυτή είναι θετική στο (0, 1)
και στο (2, 4) και αρνητική στο (1, 2). ΄Αρα η συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα
στο [0, 1] και στο [2, 4] και γνησίως φθίνουσα στο [1, 2] και, επομένως, οι 0 και 2
είναι σημεία τοπικού ελαχίστου της συνάρτησης και οι 1 και 4 είναι σημεία τοπικού
μεγίστου.

241
4 4
Παράδειγμα:
¡ ¢ Η y = x (x − 1) είναι συνεχής στο (−∞, +∞). Η παράγωγος
4 4
d x (x−1)
είναι dx = 4x3 (x − 1)4 + 4x4 (x − 1)3 = 8x3 (x − 1)3 (x − 21 ). Αυτή είναι
θετική στο (0, 2 ) και στο (1, +∞) και αρνητική στο (−∞, 0) και στο ( 12 , 1). ΄Αρα
1

η αρχική συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα στο [0, 12 ] και στο [1, +∞) και γνησίως
φθίνουσα στο (−∞, 0] και στο [ 21 , 1]. Επομένως, οι 0 και 1 είναι σημεία τοπικού
ελαχίστου και ο 12 είναι σημείο τοπικού μεγίστου. Η τιμή στα σημεία 0 και 1 είναι
0 και, επειδή ισχύει 0 ≤ x4 (x − 1)4 για κάθε x, οι 0 και 1 είναι σημεία ολικού
ελαχίστου. Ο 12 δεν είναι σημείο ολικού μεγίστου, διότι η τιμή στο σημείο αυτό
1
είναι 256 , ενώ είναι limx→±∞ x4 (x − 1)4 = +∞.

Παράδειγμα: Η y = x + x1 είναι συνεχής στα διαστήματα (−∞, 0) και (0, +∞).


d
Η παράγωγος είναι dx (x + x1 ) = 1 − x12 και είναι θετική στα διαστήματα (−∞, −1)
και (1, +∞) και αρνητική στα διαστήματα (−1, 0) και (0, 1). ΄Αρα η συνάρτηση είναι
γνησίως αύξουσα στα (−∞, −1] και [1, +∞) και γνησίως φθίνουσα στα [−1, 0)
και (0, 1] και, επομένως, ο −1 είναι σημείο τοπικού μεγίστου και ο 1 είναι σημείο
τοπικού ελαχίστου. Μάλιστα, ο −1 είναι σημείο ολικού μεγίστου για το διάστημα
(−∞, 0) και ο 1 είναι σημείο ολικού ελαχίστου για το διάστημα (0, +∞).

Παράδειγμα: Η y = | sin x| είναι συνεχής στο διάστημα [0, 2π] και είναι ίση με
y = sin x στο διάστημα (0, π) και ίση με y = − sin x στο διάστημα (π, 2π). Ε-
πομένως, η παράγωγος είναι ίση με d sin dx
x
= cos x στο (0, π) και ίση με d (−dx
sin x)
=
− cos x στο (π, 2π). Συνεπάγεται ότι η παράγωγος είναι θετική στα διαστήμα-
τα (0, π2 ) και (π, 3π π 3π
2 ) και αρνητική στα διαστήματα ( 2 , π) και ( 2 , 2π). ΄Αρα η
π 3π
συνάρτηση είναι γνησίως αύξουσα στα διαστήματα [0, 2 ] και [π, 2 ] και γνησίως
φθίνουσα στα διαστήματα [ π2 , π] και [ 3π 2 , 2π]. Επομένως, οι 0, π και 2π είναι σημεία
τοπικού ελαχίστου και οι π2 και 3π 2 είναι σημεία τοπικού μεγίστου. Επειδή η τιμή
στα τρία πρώτα σημεία είναι ίση με 0, τα σημεία αυτά είναι σημεία ολικού ελαχί-
στου και, επειδή η τιμή στα δυο δεύτερα σημεία είναι ίση με 1, τα σημεία αυτά είναι
σημεία ολικού μεγίστου.
Παρεμπιπτόντως, θα άξιζε να υπολογίσουμε τις παραγώγους στους 0, π και 2π.
¯
x| ¯
Στον 0: d | sin
dx x=0
= limx→0+ | sin x|−|
x−0
sin 0|
= limx→0+ sin x−sin
x−0
0
= cos 0 = 1.
d | sin x| ¯
¯ | sin x|−| sin(2π)| − sin x+sin(2π)
Στον 2π: dx x=2π
= limx→2π− x−2π = limx→2π− x−2π =
sin x−sin(2π)
− limx→2π− x−2π = − cos(2π) = −1. ΄Ομως, στον π δεν υπάρχει παράγω-
¯
d | sin x| ¯ | sin x|−| sin π| − sin x+sin π
γος. Πράγματι: dx x=π+
= limx→π+ x−π = limx→π+ x−π =
sin x−sin π
¯
d | sin x| ¯ | sin x|−| sin π|
− limx→π+ x−π = − cos π = 1 και dx x=π− = limx→π− x−π =
limx→π− sin x−sin
x−π
π
= cos π = −1.

Ask seic.
1. Βρείτε τα σημεία τοπικού ακροτάτου της y = (x−1)|x| στο διάστημα [−1, 3].
2. Βρείτε τα σημεία τοπικού ακροτάτου των παρακάτω συναρτήσεων.
log x 1 x2 − 2x + 3
y= , y = xx , y= .
x x2 + 2x + 3

242
3. ΄Εστω a1 < a2 < · · · < an−1 < an . Βρείτε τα σημεία ολικού ελαχίστου των
παρακάτω συναρτήσεων.

y = (x − a1 )2 + · · · + (x − an )2 , y = |x − a1 | + · · · + |x − an |.

4. Απόσταση σημείου από ευθεία. ΄Εστω οποιαδήποτε ευθεία l του


επιπέδου και οποιοδήποτε σημείο M = (a, b) του ίδιου επιπέδου. Ονομά-
ζουμε απόσταση του M από την l την ελάχιστη απόσταση από το M προς
οποιοδήποτε σημείο της l και τη συμβολίζουμε d(M, l).
(i) Αν η l είναι κατακόρυφη με εξίσωση x = κ, αποδείξτε ότι

d(M, l) = |κ − a|.

(ii) Αν η l είναι πλάγια με εξίσωση y = µx + ν, αποδείξτε ότι

|µa + ν − b|
d(M, l) = p .
1 + µ2

5. Λυγίζουμε μια λεπτή ευθεία ράβδο μήκους l ώστε να σχηματισθεί ένα ορ-
θογώνιο παραλληλόγραμμο. Σε ποια σημεία της πρέπει να λυγίσουμε τη
ράβδο ώστε το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο να έχει μέγιστο εμβαδό;

6. Θεωρούμε μια ευθεία γραμμή η οποία χωρίζει ένα επίπεδο σε δυο ημιεπίπεδα
καθώς και ένα σημείο A1 στο ένα ημιεπίπεδο σε απόσταση d1 από την ευθεία
και ένα σημείο A2 στο άλλο ημιεπίπεδο σε απόσταση d2 από την ευθεία. ΄Ενα
(σημειακό) όχημα κινείται με ταχύτητα σταθερού μέτρου v1 όταν βρίσκεται
στο πρώτο ημιεπίπεδο και με ταχύτητα σταθερού μέτρου v2 όταν βρίσκεται
στο δεύτερο ημιεπίπεδο. Βρείτε την τροχιά που πρέπει να ακολουθήσει το
όχημα ώστε από το σημείο A1 να φτάσει στο σημείο A2 στον ελάχιστο χρόνο.

7. ΄Εστω ορθός κυκλικός κώνος με ύψος h και ακτίνα βάσης r.


Ποιος είναι ο κύλινδρος ο οποίος περιέχεται στον κώνο και έχει τον μέγιστο
όγκο;
Ποιος είναι ο κύλινδρος ο οποίος περιέχεται στον κώνο και έχει τη μέγιστη
επιφάνεια;

8. Αποδείξτε ότι είναι

x x x2 x x2 x3
ex ≥ 1 + , ex ≥ 1 + + , ex ≥ 1 + + +
1! 1! 2! 1! 2! 3!
για κάθε x ≥ 0.
Ποια είναι η γενική μορφή αυτών των ανισοτήτων;
Κατόπιν, αποδείξτε ότι για x ≤ 0 ισχύει η πρώτη, η τρίτη, η πέμπτη κλπ
ανισότητα καθώς και η αντίστροφη της δεύτερης, της τέταρτης κλπ ανισότη-
τας.

243
9. Αποδείξτε ότι είναι

x x x3 x x3 x5
sin x ≤ , sin x ≥ − , sin x ≤ − +
1! 1! 3! 1! 3! 5!
για κάθε x ≥ 0 και ότι οι ανισότητες αυτές αντιστρέφονται για x ≤ 0.
Αποδείξτε, επίσης, ότι είναι

x2 x2 x4 x2 x4 x6
cos x ≥ 1 − , cos x ≤ 1 − + , cos x ≥ 1 − + −
2! 2! 4! 2! 4! 6!
για κάθε x.
Ποια είναι η γενική μορφή αυτών των ανισοτήτων;

10. ΄Εστω a1 , . . . , an > 0.


a1 +···+a
√ n +x
Βρείτε την ελάχιστη τιμή της y = (n+1) n+1 a1 ···an x στο (0, +∞). Βρείτε όλα
τα σημεία ολικού ελαχίστου.
Ανισότητα του Cauchy. Αποδείξτε ότι ισχύει
√ a1 + · · · + an
n
a1 · · · an ≤ .
n

(Υπόδειξη: Χρησιμοποιήστε το προηγούμενο αποτέλεσμα και την αρχή της


επαγωγής.)

Αποδείξτε ότι: n a1 · · · an = a1 +···+a
n
n
αν και μόνο αν a1 = . . . = an .

11. ΄Εστω a1 , . . . , an , b1 , . . . , bn , µ1 , . . . , µn > 0 και µ1 + · · · + µn = 1. Επίσης,


έστω 0 < t < 1 και a, b > 0.
Ανισότητα του Young. Αποδείξτε ότι

a1−t bt ≤ (1 − t)a + tb

και ότι η ανισότητα γίνεται ισότητα αν και μόνο αν a = b.


b
(Υπόδειξη: Να ορίσετε x = a και να μελετήσετε την y = xt − tx + t στο
(0, +∞).)
Ανισότητα του Hölder. Αποδείξτε ότι
¡ ¢1−t ¡ ¢t
a1 1−t b1 t + · · · + an 1−t bn t ≤ a1 + · · · + an b1 + · · · + bn
ak bk
και ότι η ανισότητα γίνεται ισότητα αν και μόνο αν A = B για κάθε k, όπου
A = a1 + · · · + an και B = b1 + · · · + bn .
ak bk
(Υπόδειξη: Εφαρμόστε την ανισότητα του Young σε κάθε ζεύγος A, B και
προσθέστε.)
1
Αποδείξτε ότι η y = (µ1 a1 x + · · · + µn an x ) x είναι αύξουσα στην ένωση
(−∞, 0) ∪ (0, +∞).

244
(Υπόδειξη: Αν 0 < x < y, εφαρμόστε την ανισότητα του Hölder στους
αριθμούς µk , µk ak y με t = xy . Οι περιπτώσεις x < y < 0 και x < 0 < y
είναι παρόμοιες.)
1
Αποδείξτε ότι limx→0 (x6=0) (µ1 a1 x + · · · + µn an x ) x = a1 µ1 · · · an µn .
¡ ¢
1 log µ1 a1 x +···+µn an x x x
(Υπ: log(µ1 a1 x +· · ·+µn an x ) x = µ1 a1 x +···+µn an x −1 µ1 a1 +···+µx
n an −1
.)
Αποδείξτε ότι
1 1
(µ1 a1 y + · · · + µn an y ) y ≤ a1 µ1 · · · an µn ≤ (µ1 a1 x + · · · + µn an x ) x

για κάθε y, x με y < 0 < x. Κατόπιν παρατηρήστε ότι η ανισότητα του


Cauchy είναι ειδική περίπτωση αυτής της τελευταίας ανισότητας.

6.9 DeÔterh parˆgwgoc kai efarmogèc.


΄Εστω ότι η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη σε κάποιο διάστημα το οποίο περιέχει
τον ξ και ότι η παράγωγος y = f 0 (x), η οποία ορίζεται στο διάστημα αυτό, έχει με
0 0
τη σειρά της παράγωγο στον ξ, δηλαδή υπάρχει το όριο limx→ξ (x6=ξ) f (x)−f
x−ξ
(ξ)
.
Τότε το όριο αυτό ονομάζεται δεύτερη παράγωγος της y = f (x) στον ξ
και το συμβολίζουμε

d2 f (x) ¯¯ d2 y ¯¯ f (x) − f (ξ)


f 00 (ξ) ή D2 f (ξ) ή ¯ ή ¯ = lim .
dx2 x=ξ dx2 x=ξ x→ξ (x6=ξ) x−ξ

Πρέπει να τονισθεί ότι για να ορισθεί η δεύτερη παράγωγος σε κάποιον ξ


πρέπει η πρώτη παράγωγος να υπάρχει και να μην έχει άπειρη τιμή σε κάθε σημείο
κάποιου διαστήματος το οποίο περιέχει τον ξ. Αν η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη σε
διάστημα [ξ, b) ή σε διάστημα (a, ξ], τότε, φυσικά, ορίζεται η αντίστοιχη πλευρική
δεύτερη παράγωγος στον ξ.
Ομοίως, ορίζεται η τρίτη παράγωγος ως η πρώτη παράγωγος της δεύτερης
παραγώγου και, επαγωγικά, μπορούμε να ορίσουμε την n-οστή παράγωγο ως την
πρώτη παράγωγο της (n−1)-οστής παραγώγου. Η πρώτη παράγωγος συμβολίζεται
και f (1) και η δεύτερη παράγωγος συμβολίζεται και f (2) . Για την τρίτη παράγωγο
χρησιμοποιούμε και τα δυο σύμβολα f 000 και f (3) αλλά για μεγαλύτερης τάξης
παραγώγους το σύμβολο με τους τόνους είναι άβολο, οπότε για την n-οστή παρά-
γωγο χρησιμοποιούμε τα σύμβολα
dn f (x) ¯¯ dn y ¯¯
f (n) (ξ) ή Dn f (ξ) ή ¯ ή ¯ .
dxn x=ξ dxn x=ξ
Τονίζουμε ότι, βάσει του ορισμού, η n-οστή παράγωγος της y = f (x) στον ξ
είναι το όριο
f (n−1) (x) − f (n−1) (ξ)
lim
x→ξ (x6=ξ) x−ξ
αρκεί η (n − 1)-οστή παράγωγος να ορίζεται σε διάστημα το οποίο περιέχει τον ξ.

245
Παράδειγμα: Αν ο n είναι φυσικός αριθμός, οι παράγωγοι της y = xn είναι
d xn n−1 d2 xn 3 n n−1 n

dx = nx , dx2 = n(n−1)xn−2 , ddxx3 = n(n−1)(n−2)xn−3 , . . . , ddxn−1


x
=
n n
d x
n(n − 1) · · · 2x και dxn = n(n − 1) · · · 2 · 1. Επειδή η n-οστή παράγωγος είναι
m n
σταθερή, κάθε παράγωγος μεγαλύτερης τάξης είναι ίση με 0, δηλαδή ddxm x
=0
για κάθε m > n.

Παράδειγμα: Αν ο a δεν είναι φυσικός ή 0, οι παράγωγοι της y = xa είναι


d xa 2 a m a

dx = ax
a−1
, ddxx2 = a(a − 1)xa−2 και, γενικά, για κάθε m έχουμε ddxm
x
=
a−m
a(a − 1) · · · (a − m + 1)x . Παρατηρήστε ότι ο συντελεστής της δύναμης του
x δεν είναι ίσος με 0 και, επομένως, καμιά παράγωγος δεν είναι ίση με 0.
d ax
Παράδειγμα: Αν a > 0, a 6= 1, οι παράγωγοι της y = ax είναι dx = ax log a,
d2 ax x 2 d m ax x m
dx2 = a (log a) και, γενικά, dx m = a (log a)
m x
για κάθε m.
x d e x
Ειδικά για την y = e είναι dxm = e για κάθε m.
2
Παράδειγμα: Οι παράγωγοι της y = sin x είναι d sin dx
x
= cos x, d dxsin2 x =
d3 sin x d4 sin x
− sin x, dx3 = − cos x, dx4 = sin x. Από το σημείο αυτό οι διαδοχικές
παράγωγοι επαναλαμβάνουν τον «κύκλο»: sin x, cos x, − sin x, − cos x. Μπορούμε
2k 2k−1
να γράψουμε ότι d dxsin
2k
x
= (−1)k sin x και d dx2k−1
sin x
= (−1)k−1 cos x για κάθε
φυσικό k.

Θα δούμε τώρα μερικές εφαρμογές της δεύτερης παραγώγου στη μελέτη μιας
συνάρτησης.

Α. Τοπικά ακρότατα.

Η πρώτη εφαρμογή είναι ένα απλό κριτήριο για να αποφασίζουμε αν ένας αρι-
θμός είναι σημείο τοπικού ακροτάτου μιας συνάρτησης.

Πρόταση 6.10 Κριτήριο δεύτερης παραγώγου. ΄Εστω ότι η y = f (x)


έχει παράγωγο στο διάστημα (a, b), ο ξ ανήκει στο (a, b) και η y = f (x) έχει
δεύτερη παράγωγο στον ξ.
(i) Αν f 0 (ξ) = 0 και f 00 (ξ) > 0, τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της
y = f (x).
(ii) Αν f 0 (ξ) = 0 και f 00 (ξ) < 0, τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού μεγίστου της
y = f (x).
f 0 (x)−f 0 (ξ)
(i) 'Estw f 0 (ξ) = 0 kai f 00 (ξ) > 0. Epeid  f 00 (ξ) = limx→ξ (x6=ξ) x−ξ
, sunepˆgetai ìti
f 0 (x)−f 0 (ξ)
upˆrqei kˆpoia ènwsh (c, ξ) ∪ (ξ, d) ¸ste na eÐnai > 0 gia kˆje x sthn ènwsh aut .
x−ξ
Epomènwc, f 0 (x) > f 0 (ξ) = 0 gia kˆje x sto diˆsthma (ξ, d) kai f 0 (x) < f 0 (ξ) = 0 gia kˆje x
sto diˆsthma (c, ξ). Epeid  h y = f (x) eÐnai suneq c sto [ξ, d) kai sto (c, ξ], sunepˆgetai ìti
eÐnai gnhsÐwc fjÐnousa sto (c, ξ] kai gnhsÐwc aÔxousa sto [ξ, d) kai, epomènwc, o ξ eÐnai shmeÐo
topikoÔ elaqÐstou thc sunˆrthshc.
(ii) OmoÐwc.

d x2 d2 x2 d(2x)
Παράδειγμα: Για την y = x2 είναι dx = 2x και dx2 = dx = 2, οπότε

246
¯
d x2 ¯
¯
d2 x2 ¯
dx x=0 = 0 και dx2 x=0 = 2 > 0. ΄Αρα ο 0 είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της
συνάρτησης.

Παρατήρηση: Δεν ισχύει το αντίστροφο του κριτηρίου δεύτερης παραγώγου.


4 2 4 3
Παράδειγμα: Η y = x4 έχει ddx x
= 4x3 και ddxx2 = d(4xdx
)
= 12x2 , οπότε
¯
d x4 ¯
¯
d2 x4 ¯
dx x=0 = 0 και dx2 x=0 = 0. ΄Ομως, ο 0 είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της
συνάρτησης.

Β. Κυρτές και κοίλες συναρτήσεις.

Η δεύτερη εφαρμογή έχει σχέση με τις έννοιες της κυρτότητας και της κοιλότη-
τας.
Η y = f (x) χαρακτηρίζεται κυρτή στο διάστημα I, αν για κάθε x1 και x2
στο I με x1 6= x2 το μέρος του γραφήματος το οποίο αντιστοιχεί στο διάστημα με
άκρα x1 και x2 δεν έχει κανένα σημείο του πάνω από το ευθύγραμμο τμήμα που
ενώνει τα σημεία (x1 , f (x1 )) και (x2 , f (x2 )). Ομοίως, η y = f (x) χαρακτηρίζεται
κοίλη στο διάστημα I, αν για κάθε x1 και x2 στο I με x1 6= x2 το μέρος του
γραφήματος το οποίο αντιστοιχεί στο διάστημα με άκρα x1 και x2 δεν έχει κανένα
σημείο του κάτω από το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα σημεία (x1 , f (x1 )) και
(x2 , f (x2 )).

Σχήμα 6.10: Κυρτή συνάρτηση και κοίλη συνάρτηση.

Θα διατυπώσουμε τώρα με μαθηματική ορολογία τις έννοιες της κυρτότητας


και της κοιλότητας. Η εξίσωση της ευθείας l η οποία διέρχεται από τα σημεία
(x1 , f (x1 )) και (x2 , f (x2 )) είναι η

f (x2 ) − f (x1 )
y= (x − x1 ) + f (x1 ).
x2 − x1

Αν πάρουμε οποιονδήποτε x του διαστήματος με άκρα x1 και x2 , τότε το να μην


είναι το αντίστοιχο σημείο (x, f (x)) του γραφήματος της y = f (x) πάνω από το
ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει τα σημεία (x1 , f (x1 )) και (x2 , f (x2 )) ισοδυναμεί

247
με το ότι το σημείο (x, f (x)) δεν είναι πάνω από το αντίστοιχο σημείο (x, y) της
ευθείας l, δηλαδή ότι
f (x2 ) − f (x1 )
f (x) ≤ (x − x1 ) + f (x1 ).
x2 − x1
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι «η y = f (x) είναι κυρτή στο διάστημα I αν για
κάθε x1 και x2 στο I με x1 6= x2 και για κάθε x ανάμεσα στους x1 και x2 ισχύει
η παραπάνω ανισότητα».
Βάσει του ίδιου συλλογισμού, μπορούμε να πούμε ότι «η y = f (x) είναι κοίλη
στο διάστημα I αν για κάθε x1 και x2 στο I με x1 6= x2 και για κάθε x ανάμεσα
στους x1 και x2 ισχύει η ανισότητα:»
f (x2 ) − f (x1 )
f (x) ≥ (x − x1 ) + f (x1 ).
x2 − x1
Υπάρχει ένας ακόμη τρόπος να διατυπώσουμε τις ανισότητες που χαρακτηρί-
ζουν τις κυρτές και τις κοίλες συναρτήσεις. Παρατηρούμε εύκολα ότι για κά-
θε t στο [0, 1] ο αριθμός x = (1 − t)x1 + tx2 είναι ανάμεσα στους x1 και x2 .
Αντιστρόφως, για κάθε x ανάμεσα στους x1 και x2 υπάρχει μοναδικός t στο
διάστημα [0, 1] ώστε να ισχύει x = (1 − t)x1 + tx2 . Πράγματι, λύνοντας ως
προς t, βρίσκουμε t = xx−x 1
2 −x1
, ο οποίος ανήκει στο [0, 1]. Μπορούμε, λοιπόν,
να¡ γράψουμε την ¢ανισότητα
¡ που ορίζει¢ την έννοια της κυρτότητας στη μορφή
f (1 − t)x1 + tx2 ≤ f (x2 ) − f (x1 ) t + f (x1 ) = (1 − t)f (x1 ) + tf (x2 ) και
να ξαναδιατυπώσουμε τον ορισμό της κυρτότητας ως εξής. «Η y = f (x) είναι
κυρτή στο διάστημα I αν για κάθε x1 και x2 στο I με x1 6= x2 ισχύει
¡ ¢
f (1 − t)x1 + tx2 ≤ (1 − t)f (x1 ) + tf (x2 )

για κάθε t στο [0, 1]».


Ο ορισμός της κοίλης συνάρτησης είναι όμοιος: περιέχει την ανισότητα
¡ ¢
f (1 − t)x1 + tx2 ≥ (1 − t)f (x1 ) + tf (x2 )
¡ ¢
αντί της f (1 − t)x1 + tx2 ≤ (1 − t)f (x1 ) + tf (x2 ).

Παράδειγμα: Κάθε γραμμική συνάρτηση y = µx + ν είναι κυρτή και κοίλη στο


(−∞, +∞). Πράγματι: µ((1 − t)x1 + tx2 ) + ν = (1 − t)(µx1 + ν) + t(µx2 + ν).

Παράδειγμα: Η συνάρτηση y = x2 είναι κυρτή στο (−∞, +∞). Πράγματι,


χρησιμοποιώντας την ανισότητα 2x1 x2 ≤ x21 + x22 , υπολογίζουμε: ((1 − t)x1 +
tx2 )2 = (1 − t)2 x21 + 2t(1 − t)x1 x2 + t2 x22 ≤ (1 − t)2 x21 + t(1 − t)(x21 + x22 ) + t2 x22 =
(1 − t)x21 + tx22 .

Παράδειγμα: Η συνάρτηση y = |x| είναι κυρτή στο (−∞, +∞). Διότι έχουμε:
|(1 − t)x1 + tx2 | ≤ (1 − t)|x1 | + t|x2 |.

Στη συνέχεια θα δούμε δυο βασικά κριτήρια με τα οποία μπορούμε να απο-


φασίσουμε αν μια συνάρτηση είναι κυρτή ή κοίλη σε κάποιο διάστημα.

248
Πρόταση 6.11 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I και έχει
παράγωγο σε κάθε εσωτερικό σημείο του I. Τότε
(i) η y = f (x) είναι κυρτή στο I αν και μόνο αν η παράγωγος είναι αύξουσα.
(ii) η y = f (x) είναι κοίλη στο I αν και μόνο αν η παράγωγος είναι φθίνουσα.

Σχήμα 6.11: Αύξουσες κλίσεις των εφαπτόμενων ευθειών: κυρτή συνάρτηση.

(i) 'Estw ìti h y = f (x) eÐnai kurt  sto I . PaÐrnoume duo opoiad pote eswterikˆ shmeÐa x1
kai x2 tou I me x1 < x2 gia na apodeÐxoume ìti f 0 (x1 ) ≤ f 0 (x2 ). Gia kˆje x anˆmesa stouc x1
kai x2 eÐnai f (x) ≤ f (xx2 )−f
−x
(x1 )
(x − x1 ) + f (x1 ). Aut  h anisìthta grˆfetai kai
f (x)−f (x1 )
x−x

2 1 1
f (x2 )−f (x1 )
x2 −x1
, opìte, paÐrnontac to ìrio thc arister c pleurˆc kaj¸c x → x1 + , brÐskoume ìti
f (x2 )−f (x1 ) f (x2 )−f (x1 ) f (x)−f (x2 )
0
f (x1 ) ≤ x2 −x1
. OmoÐwc, h Ðdia anisìthta grˆfetai kai
x2 −x1
≤ x−x2
, opìte,
f (x2 )−f (x1 )
paÐrnontac to ìrio thc dexiˆc pleurˆc kaj¸c x → x2 − , brÐskoume ìti x2 −x1
≤ f 0 (x2 ).
Sunduˆzontac tic duo teleutaÐec anisìthtec, katal goume sthn f (x1 ) ≤ f (x2 ).
0 0

Antistrìfwc, èstw ìti h parˆgwgoc sunˆrthsh eÐnai aÔxousa. JewroÔme duo opoiad pote
shmeÐa x1 kai x2 tou I (pijanìn kai ˆkra) me x1 < x2 kai sqhmatÐzoume thn y = h(x) =
f (x2 )−f (x1 )
f (x) − x −x
(x − x1 ) − f (x1 ) sto diˆsthma [x1 , x2 ]. Aut  eÐnai suneq c sto [x1 , x2 ]
2 1
kai èqei parˆgwgo se kˆje shmeÐo tou (x1 , x2 ) me tÔpo h0 (x) = f 0 (x) − f (xx2 )−f (x1 )
. Apì
2 −x1
ton tÔpo autìn eÐnai fanerì ìti h parˆgwgoc y = h0 (x) eÐnai aÔxousa sto (x1 , x2 ). EpÐshc,
apì to Je¸rhma Mèshc Tim c tou DiaforikoÔ LogismoÔ gnwrÐzoume ìti upˆrqei kˆpoioc ξ sto
f (x2 )−f (x1 )
(x1 , x2 ) ¸ste f 0 (ξ) = x2 −x1
 , isodÔnama, h0 (ξ) = 0. Sunepˆgetai ìti h0 (x) ≤ 0 gia kˆje
x sto (x1 , ξ) kai 0 ≤ h0 (x) gia kˆje x sto (ξ, x2 ) kai, epomènwc, h y = h(x) eÐnai fjÐnousa sto
[x1 , ξ] kai aÔxousa sto [ξ, x2 ]. ParathroÔme t¸ra ìti h(x1 ) = h(x2 ) = 0 kai sumperaÐnoume ìti
f (x2 )−f (x1 )
h(x) ≤ 0 gia kˆje x sto [x1 , x2 ]. Autì, fusikˆ, shmaÐnei ìti f (x) ≤ x2 −x1
(x−x1 )+f (x1 )
gia kˆje x anˆmesa stouc x1 kai x2 kai, epomènwc, h y = f (x) eÐnai kurt  sto I .
(ii) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (i).
½ ½
2x2 , αν x ≤ 0, dy 4x , αν x ≤ 0,
Παράδειγμα: Η y = 2 έχει = Η παρά-
x , αν 0 ≤ x, dx 2x , αν 0 ≤ x.
γωγος είναι αύξουσα στο (−∞, +∞) και, επομένως, η συνάρτηση είναι κυρτή στο
(−∞, +∞). Παρατηρήστε, εν όψει της επόμενης πρότασης, ότι η συνάρτηση δεν
έχει δεύτερη παράγωγο στον 0.

249
Βάσει της γνωστής μας σχέσης ανάμεσα στη μονοτονία μιας συνάρτησης και
στο πρόσημο της παραγώγου της, έχουμε την εξής παραλλαγή του προηγούμενου
αποτελέσματος.
Πρόταση 6.12 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I και έχει
δεύτερη παράγωγο σε κάθε εσωτερικό σημείο του I. Τότε
(i) η y = f (x) είναι κυρτή στο I αν και μόνο αν ισχύει f 00 (x) ≥ 0 για κάθε
εσωτερικό x του I.
(ii) η y = f (x) είναι κοίλη στο I αν και μόνο αν ισχύει f 00 (x) ≤ 0 για κάθε
εσωτερικό x του I.
dy
Παράδειγμα: Για την y = x(x − 1)(x − 2) έχουμε ότι dx = 3x2 − 6x + 2
2 2
d y d y
και dx2 = 6x − 6. Στο διάστημα (−∞, 1) ισχύει dx2 ≤ 0 και, επομένως, η
d2 y
συνάρτηση είναι κοίλη στο (−∞, 1]. Στο διάστημα (1, +∞) ισχύει dx2 ≥ 0, οπότε
η συνάρτηση είναι κυρτή στο [1, +∞).

Παράδειγμα: Αν ο n είναι άρτιος φυσικός, η y = xn είναι κυρτή στο διάστημα


(−∞, +∞). Αν ο n είναι περιττός φυσικός, η y = xn είναι κοίλη στο (−∞, 0] και
κυρτή στο [0, +∞).
2 n
Πράγματι, αν ο n είναι άρτιος φυσικός, τότε ddxx2 = n(n − 1)xn−2 ≥ 0 για
2 n
κάθε x ενώ, αν ο n είναι περιττός φυσικός, τότε ddxx2 = n(n − 1)xn−2 ≥ 0 για
2 n
κάθε x ≥ 0 και ddxx2 = n(n − 1)xn−2 ≤ 0 για κάθε x ≤ 0.

Παράδειγμα: Η y = xa είναι κυρτή στο (0, +∞), αν a ≤ 0 ή 1 ≤ a, και κοίλη


2 a
στο (0, +∞), αν 0 ≤ a ≤ 1. Διότι το πρόσημο της ddxx2 = a(a − 1)xa−2 είναι το
ίδιο με το πρόσημο του γινομένου a(a − 1).

Παράδειγμα: Η y = ax είναι κυρτή στο (−∞, +∞) για κάθε a > 0 διότι
d2 ax x 2
dx2 = a (log a) ≥ 0 για κάθε x.

Παράδειγμα: Η y = loga x είναι κοίλη στο (0, +∞), αν 1 < a, και κυρτή στο
2
(0, +∞), αν 0 < a < 1. Διότι το πρόσημο της d dx
loga x
2 = − x12 log1 a είναι το ίδιο
με το πρόσημο του − log1 a .

Γ. Σημεία καμπής.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b) και ότι ο ξ ανήκει
στο (a, b). Δηλαδή η y = f (x) είναι ορισμένη και στις δυο πλευρές του ξ. Αν
η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ, οπότε υπάρχει η εφαπτόμενη ευθεία στο
γράφημά της στο σημείο (ξ, f (ξ)) με εξίσωση y = f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ), και αν
ισχύει f (x) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) για κάθε x σε κάποιο διάστημα (c, ξ) και f (x) ≤
f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) για κάθε x σε κάποιο διάστημα (ξ, d) ή, αντιθέτως, αν ισχύει
f (x) ≤ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) για κάθε x σε κάποιο διάστημα (c, ξ) και f (x) ≥
f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) για κάθε x σε κάποιο διάστημα (ξ, d), τότε ο ξ χαρακτηρίζεται
σημείο καμπής της y = f (x). Επίσης, και στην περίπτωση που υπάρχει η
παράγωγος f 0 (ξ) και είναι ίση με +∞ ή −∞ λέμε ότι ο ξ είναι σημείο καμπής

250
της y = f (x).
Το ότι ο ξ είναι σημείο καμπής της y = f (x) σημαίνει ότι «το μέρος του
γραφήματος που είναι κοντά στο σημείο (ξ, f (ξ)) και δεξιά του και το μέρος του
γραφήματος που είναι κοντά στο (ξ, f (ξ)) και αριστερά του είναι το ένα στο ένα
και το άλλο στο άλλο από τα δυο ημιεπίπεδα που ορίζει η εφαπτόμενη ευθεία στο
γράφημα στο σημείο (ξ, f (ξ))».

Σχήμα 6.12: Σημείο καμπής.

Σχήμα 6.13: Σημείο καμπής.

Η επόμενη πρόταση δίνει ένα κριτήριο για να αποφασίζουμε αν ο ξ είναι σημείο


καμπής της y = f (x) στην περίπτωση που η συνάρτηση είναι παραγωγίσιμη στον
ξ, δηλαδή αν ο f 0 (ξ) είναι αριθμός.

Πρόταση 6.13 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b), ο ξ
ανήκει στο (a, b) και η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ. Αν η y = f (x) είναι
κυρτή σε κάποιο διάστημα (c, ξ] και κοίλη σε κάποιο [ξ, d) ή, αντιθέτως, αν είναι
κοίλη σε κάποιο (c, ξ] και κυρτή σε κάποιο [ξ, d), τότε ο ξ είναι σημείο καμπής της
συνάρτησης.

251
Ac upojèsoume, gia parˆdeigma, ìti h y = f (x) eÐnai kurt  sto (c, ξ] kai koÐlh sto [ξ, d).
'Eqoume dei sthn apìdeixh thc Prìtashc 6.11 ìti, epeid  h sunˆrthsh eÐnai kurt  sto (c, ξ],
sunepˆgetai f (x)−f
x−ξ
(ξ)
≤ f 0 (ξ) gia kˆje x sto (c, ξ] kai, omoÐwc, apodeiknÔetai ìti, epeid  h
sunˆrthsh eÐnai koÐlh sto [ξ, d), sunepˆgetai ìti f (x)−fx−ξ
(ξ)
≤ f 0 (ξ) gia kˆje x sto (c, ξ]. 'Ara
eÐnai f (x) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) gia kˆje x sto (c, ξ] kai f (x) ≤ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) gia kˆje
x sto [ξ, d).

Μπορούμε τώρα να εφαρμόσουμε διάφορα κριτήρια για το πότε μια συνάρτηση


είναι κυρτή ή κοίλη σε διαστήματα για να διακρίνουμε αν κάποιος αριθμός είναι
σημείο καμπής μιας συνάρτησης. Για παράδειγμα:
Πρόταση 6.14 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b), ο ξ
ανήκει στο (a, b) και η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ. Αν είναι f 00 (x) ≥ 0
για κάθε x σε κάποιο διάστημα (c, ξ) και f 00 (x) ≤ 0 για κάθε x σε κάποιο (ξ, d) ή,
αντιθέτως, αν είναι f 00 (x) ≤ 0 για κάθε x σε κάποιο (c, ξ) και f 00 (x) ≥ 0 για κάθε
x σε κάποιο (ξ, d), τότε ο ξ είναι σημείο καμπής της συνάρτησης.
dy
Παράδειγμα: Η y = x3 έχει παράγωγο dx = 3x2 και δεύτερη παράγωγο
2 2
d y d y d2 y
dx2= 6x. Επειδή είναι dx2 ≤ 0 στο (−∞, 0) και dx2 ≥ 0 στο (0, +∞), ο 0 είναι
σημείο καμπής της συνάρτησης.

Δ. Ευθείες στήριξης.

Μια ευθεία l χαρακτηρίζεται ευθεία στήριξης από κάτω του γραφήματος


της y = f (x) στο σημείο (ξ, f (ξ)), αν η l διέρχεται από το σημείο αυτό και δεν
υπάρχει κανένα σημείο του γραφήματος κάτω από την l. Αυτό σημαίνει ότι, αν
η εξίσωση της l είναι y = µx + ν, τότε πρέπει να ισχύει f (ξ) = µξ + ν και
f (x) ≥ µx + ν για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = f (x).

Σχήμα 6.14: Ευθεία στήριξης από κάτω.

Ομοίως, η ευθεία l χαρακτηρίζεται ευθεία στήριξης από πάνω του


γραφήματος της y = f (x) στο σημείο (ξ, f (ξ)), αν η l διέρχεται από το σημείο
αυτό και δεν υπάρχει κανένα σημείο του γραφήματος πάνω από την l. Δηλαδή,
αν η εξίσωση της l είναι y = µx + ν, τότε πρέπει να ισχύει f (ξ) = µξ + ν και

252
f (x) ≤ µx + ν για κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = f (x).

Παράδειγμα: Είναι εύκολο να δούμε ότι για κάθε αριθμό µ με −1 ≤ µ ≤ 1 η


ευθεία με εξίσωση y = µx είναι ευθεία στήριξης του γραφήματος της y = |x| στο
σημείο (0, 0). Πράγματι, η ευθεία y = µx διέρχεται από το σημείο (0, 0) και ισχύει
µx ≤ |µx| = |µ||x| ≤ |x| για κάθε x. Αντιστρόφως, ας υποθέσουμε ότι κάποια
ευθεία l με εξίσωση y = µx + ν είναι ευθεία στήριξης του γραφήματος της y = |x|
στο σημείο (0, 0). Επειδή η l πρέπει να διέρχεται από το σημείο (0, 0), συνεπάγεται
ν = 0. Επίσης, πρέπει να ισχύει |x| ≥ µx για κάθε x. Για x = 1 παίρνουμε µ ≤ 1
ενώ για x = −1 παίρνουμε −1 ≤ µ και, επομένως, είναι −1 ≤ µ ≤ 1.

Παράδειγμα: Η ευθεία y = 0 είναι ευθεία στήριξης του γραφήματος της


y = (x2 − 1)2 στο σημείο (1, 0). ΄Ομως, το γράφημα αυτό δεν έχει καμιά ευ-
θεία στήριξής του στο σημείο (0, 1). Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια τέτοια
ευθεία l με εξίσωση y = µx + ν. Επειδή η l πρέπει να διέρχεται από το σημείο
(0, 1), συνεπάγεται ότι ν = 1. Κατόπιν πρέπει να ισχύει (x2 − 1)2 ≥ µx + 1 για κά-
θε x, οπότε για x = 1 παίρνουμε 0 ≥ µ + 1 και για x = −1 παίρνουμε 0 ≥ −µ + 1.
΄Αρα καταλήγουμε σε άτοπο.

Βάσει της ισότητας f (ξ) = µξ + ν η εξίσωση της ευθείας στήριξης l γράφεται


y = µx+f (ξ)−µξ ή, ισοδύναμα, y = µ(x−ξ)+f (ξ). Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε
ότι «η l είναι ευθεία στήριξης από κάτω του γραφήματος της y = f (x) στο σημείο
(ξ, f (ξ)) αν έχει εξίσωση y = µ(x−ξ)+f (ξ) και ισχύει f (x) ≥ µ(x−ξ)+f (ξ) για
κάθε x στο πεδίο ορισμού της y = f (x)». Υπάρχει, φυσικά, παρόμοια διατύπωση
του ορισμού της ευθείας στήριξης από πάνω: γράφουμε f (x) ≤ µ(x − ξ) + f (ξ)
αντί f (x) ≥ µ(x − ξ) + f (ξ).

Πρόταση 6.15 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα I, ο ξ είναι
εσωτερικό σημείο του I, η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και l είναι η
εφαπτόμενη ευθεία στο γράφημα της y = f (x) στο σημείο (ξ, f (ξ)).
(i) Αν η y = f (x) είναι κυρτή στο I, τότε η l είναι η μοναδική ευθεία στήριξης
από κάτω του γραφήματος στο σημείο (ξ, f (ξ)).
(ii) Αν η y = f (x) είναι κοίλη στο I, τότε η l είναι η μοναδική ευθεία στήριξης
από πάνω του γραφήματος στο σημείο (ξ, f (ξ)).

(i) H exÐswsh thc l eÐnai h y = f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ). Gia kˆje x tou I me x > ξ èqoume
 dh apodeÐxei ìti isqÔei f 0 (ξ) ≤ f (x)−f
x−ξ
(ξ)
kai, epomènwc, f (x) − f (ξ) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ), opìte
f (x) ≥ f (ξ)(x − ξ) + f (ξ). OmoÐwc, gia kˆje x tou I me x < ξ èqoume apodeÐxei ìti isqÔei
0
f (x)−f (ξ)
f 0 (ξ) ≥ x−ξ
kai, epomènwc, f (x) − f (ξ) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ), opìte f (x) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ).
SumperaÐnoume, loipìn, ìti isqÔei f (x) ≥ f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ) gia kˆje x sto I kai, epomènwc,
h l eÐnai eujeÐa st rixhc apì kˆtw tou graf matoc. Gia na doÔme an h l eÐnai h monadik  eujeÐa
st rixhc apì kˆtw, upojètoume ìti kˆpoia eujeÐa me exÐswsh y = µ(x − ξ) + f (ξ) eÐnai, epÐshc,
eujeÐa st rixhc apì kˆtw tou graf matoc thc y = f (x) sto shmeÐo (ξ, f (ξ)) kai, epomènwc,
eÐnai f (x) ≥ µ(x − ξ) + f (ξ) gia kˆje x sto I . Tìte gia kˆje x > ξ sto I sunepˆgetai ìti
f (x)−f (ξ)
x−ξ
≥ µ kai, paÐrnontac ìrio kaj¸c x → ξ+ , brÐskoume ìti f 0 (ξ) ≥ µ. Katìpin, gia kˆje
f (x)−f (ξ)
x < ξ sto I sunepˆgetai ìti x−ξ
≤ µ kai, paÐrnontac ìrio kaj¸c x → ξ− , brÐskoume ìti
f 0 (ξ) ≤ µ. 'Ara eÐnai µ = f 0 (ξ), opìte h eujeÐa st rixhc èqei exÐswsh y = f 0 (ξ)(x − ξ) + f (ξ)

253
kai tautÐzetai me thn l.
(ii) H apìdeixh eÐnai parìmoia me thn apìdeixh tou (i).

Ask seic.
Παράγωγοι ανώτερης τάξης.
½
x2 , αν 0 ≤ x,
1. Αποδείξτε ότι η y = είναι παραγωγίσιμη στο (−∞, +∞),
−x2 , αν x ≤ 0,
δυο φορές παραγωγίσιμη στην (−∞, 0) ∪ (0, +∞) αλλά ότι δεν έχει δεύτερη
παράγωγο στον 0.
½
xk , αν 0 ≤ x,
Γενικά, για οποιοδήποτε φυσικό k θεωρήστε την y =
−xk , αν x ≤ 0,
dn y
και υπολογίστε (αν υπάρχει) την dxn για κάθε φυσικό n.

2. ΄Εστω ότι η y = g(x) είναι παραγωγίσιμη στο διάστημα (a, ξ] και η y = h(x)
0
είναι παραγωγίσιμη στο [ξ, b). Αν g(ξ)½= h(ξ), g− (ξ) = h0+ (ξ) και g−
00
(ξ) =
g(x) , αν a < x ≤ ξ,
h00+ (ξ), αποδείξτε ότι η y = f (x) = έχει δεύτερη
h(x) , αν ξ ≤ x < b,
παράγωγο στο ξ και f 00 (ξ) = g−00
(ξ) = h00+ (ξ).
3. ΄Εστω πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) = a0 + a1 x + · · · + aN xN .
Αποδείξτε ότι είναι

p(n) (0)
p(n) (0) = n!an , an =
n!
για κάθε n = 0, 1, . . . , N .
Επίσης, αποδείξτε ότι είναι p(n) (0) = 0 για κάθε n ≥ N + 1.
΄Εστω αριθμοί y0 , y1 , . . . , yN . Βρείτε πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x)
βαθμού ≤ N ώστε να είναι p(n) (0) = yn για κάθε n = 0, 1, . . . , N . Πόσες
τέτοιες πολυωνυμικές συναρτήσεις υπάρχουν;
4. Αποδείξτε τον τύπο του Leibniz:
n ³ ´
X n
(f g)(n) (x) = f (k) (x)g (n−k) (x).
k
k=0

1
5. Θεωρήστε την y = f (x) = e− x στο (0, +∞).
1
Για κάθε φυσικό n αποδείξτε ότι ισχύει f (n) (x) = x−2n pn (x)e− x για κάθε
x στο (0, +∞), όπου pn (x) είναι κάποιο πολυώνυμο βαθμού n − 1.
Αποδείξτε ότι pn+1 (x) = x2 pn 0 (x) − 2nxpn (x) + pn (x) για κάθε x στο
(0, +∞).
Αποδείξτε ότι pn+1 (x) = −(2nx − 1)pn (x) − n(n − 1)x2 pn−1 (x) για κάθε
x στο (0, +∞).

254
(Υπόδειξη: Αποδείξτε ότι x2 f 0 (x) = f (x) για κάθε x στο (0, +∞) και
παραγωγίστε n φορές χρησιμοποιώντας τον τύπο του Leibniz της προηγού-
μενης άσκησης.)
Αποδείξτε ότι ο συντελεστής του xn−1 στο pn (x) είναι ο (−1)n−1 n!.
6. Θεωρούμε την y = (x2 − 1)n . Αποδείξτε ότι για κάθε φυσικό n η εξίσωση
dn y
dxn = 0 έχει ακριβώς n διαφορετικές λύσεις και ότι όλες περιέχονται στο
διάστημα (−1, 1).
1 d2 y
¡ dy ¢2
7. Αποδείξτε ότι η y = c(x − ρ)2 + 4c ικανοποιεί την 2y dx 2 = 1 + dx .

d2 y dy
8. Αποδείξτε ότι η y = 12 x2 ex +c1 ex +c2 xex ικανοποιεί την dx2 −2 dx +y = ex .
2
d y dy
9. Αποδείξτε ότι η y = c1 e−x + c2 e−2x ικανοποιεί την dx2 + 3 dx + 2y = 0.

¡ ¢ d2 y dy
10. Αποδείξτε ότι η y = e2x c1 cos(5x) + c2 sin(5x) ικανοποιεί την dx 2 − 4 dx +

29y = 0.
11. ΄Εστω τρία σημεία (x, y), (x0 , y 0 ) και (x00 , y 00 ) του xy-επιπέδου που δε βρίσκο-
νται πάνω στην ίδια ευθεία. Αποδείξτε ότι η ακτίνα R του κύκλου που
περιέχει και τα τρία αυτά σημεία είναι ίση με
p p p
(x0 − x)2 + (y 0 − y)2 (x00 − x)2 + (y 00 − y)2 (x0 − x00 )2 + (y 0 − y 00 )2
¯ ¯ .
2¯(x0 − x)(y 00 − y) − (x00 − x)(y 0 − y)¯

΄Εστω x = x(t) και y = y(t) (a < t < b) οι παραμετρικές εξισώσεις μιας


καμπύλης στο xy-επίπεδο. Για κάθε t στο διάστημα (a, b) έστω πολύ μικρό
h > 0 και τα σημεία (x(t), y(t)), (x(t + h), y(t + h)) και (x(t − h), y(t − h))
της καμπύλης. Αν συμβολίσουμε Rt,h την ακτίνα του κύκλου που περιέχει τα
τρία αυτά σημεία και Rt το όριο limh→0+ Rt,h , τότε ο Rt ονομάζεται ακτίνα
καμπυλότητας της καμπύλης στο σημείο της (x(t), y(t)). Αποδείξτε ότι
¡ 0 ¢3
(x (t))2 + (y 0 (t))2 2
Rt = ¯¯ 00 ¯.
x (t)y 0 (t) − x0 (t)y 00 (t)¯

Βρείτε την ακτίνα καμπυλότητας Rt του κύκλου με παραμετρικές εξισώσεις


x = x(t) = x0 + r cos t και y = y0 + r sin t, δηλαδή του κύκλου με κέντρο
το σημείο (x0 , y0 ) και ακτίνα r > 0.
Τοπικά ακρότατα.
1. Εφαρμόστε το κριτήριο δεύτερης παραγώγου για να βρείτε τα σημεία τοπικού
ακροτάτου των παρακάτω συναρτήσεων.

y = x3 − 4x2 + x + 3, y = xex , y = x log x.

Κυρτές και κοίλες συναρτήσεις.

255
1. Βρείτε τα διαστήματα στα οποία οι παρακάτω συναρτήσεις είναι κυρτές ή
κοίλες.

x 1
y = x3 −3x2 +6x, y = x2 (x−1)2 , y= , y= , y = sin x.
x+1 log x

2. Αποδείξτε ότι η y = x log x είναι κυρτή στο (0, +∞).


¡ ¢ ¡ ¢
Αποδείξτε ότι (1 − t)x1 + tx2 log (1 − t)x1 + tx2 ≤ (1 − t)x1 log(x1 ) +
tx2 log(x2 ) για κάθε x1 , x2 > 0 και κάθε t με 0 ≤ t ≤ 1

3. ΄Εστω 1 ≤ a ή a ≤ 0.
¡ ¢a
Αποδείξτε ότι (1 − t)x1 + tx2 ≤ (1 − t)x1 a + tx2 a για κάθε x1 , x2 > 0
και κάθε t με 0 ≤ t ≤ 1.
Αποδείξτε ότι η ανισότητα αντιστρέφεται αν 0 ≤ a ≤ 1.

4. ΄Εστω a > 0. Αποδείξτε ότι a(1−t)x1 +tx2 ≤ (1 − t)ax1 + tax2 για κάθε x1 , x2
και κάθε t με 0 ≤ t ≤ 1.

5. Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι κυρτή σε κάποιο διάστημα αν και μόνο αν η


y = −f (x) είναι κοίλη στο ίδιο διάστημα.
Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι κυρτή και κοίλη σε κάποιο διάστημα αν και
μόνο αν είναι γραμμική στο ίδιο διάστημα.

6. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι κυρτή σε κάποιο διάστημα I. Θεωρούμε a1 , . . . , an


στο I και αριθμούς µ1 , . . . , µn > 0 με µ1 + · · · + µn = 1. Αποδείξτε ότι
¡ ¢
f µ1 a1 + · · · + µn an ≤ µ1 f (a1 ) + · · · + µn f (an ).

(Υπόδειξη: Εφαρμόστε την αρχή της επαγωγής ως προς τον n. Για το


µ1
επαγωγικό βήμα απο τον n στον n + 1, πάρτε t = µn+1 , x1 = 1−µn+1
a1 +
µn
· · · + 1−µn+1 an και x2 = an+1 .)

Σημεία καμπής.

1. Βρείτε τα σημεία καμπής των παρακάτω συναρτήσεων.

x 1
y = x3 −3x2 +6x, y = x2 (x−1)2 , y= , y= , y = sin x.
x+1 log x
½ ¡ |x| ¢
2. Αποδείξτε ότι ο 0 είναι σημείο καμπής της y = x2 x + sin x1 , αν x 6= 0,
0, αν x = 0.
3. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στο διάστημα (a, b) και έστω ότι
ο ξ ανήκει στο (a, b). Αν είναι είτε f 0 (x) ≥ f 0 (ξ) για κάθε x στο (a, b) είτε
f 0 (x) ≤ f 0 (ξ) για κάθε x στο (a, b), αποδείξτε ότι ο ξ είναι σημείο καμπής
της y = f (x).

256
6.10 AsÔmptwtec eujeÐec.
΄Εχουμε ήδη αναφερθεί στην έννοια της κατακόρυφης ασύμπτωτης ευθείας
στο γράφημα μιας συνάρτησης: η κατακόρυφη ευθεία με εξίσωση x = ξ είναι
κατακόρυφη ασύμπτωτη ευθεία του γραφήματος της y = f (x), αν limx→ξ+ f (x) =
+∞ ή −∞ ή αν limx→ξ− f (x) = +∞ ή −∞.
Θα μελετήσουμε τώρα και τις λεγόμενες πλάγιες ασύμπτωτες ευθείες. Μια
ευθεία l με εξίσωση y = µx+ν χαρακτηρίζεται (πλάγια) ασύμπτωτη ευθεία
στο +∞ του γραφήματος της y = f (x), αν η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο
διάστημα (a, +∞) και ¡ ¢
lim f (x) − µx − ν = 0.
x→+∞

Αυτή η ισότητα σημαίνει ότι «το μεταβλητό σημείο (x, f (x)) του γραφήματος
της y = f (x) πλησιάζει απεριόριστα το αντίστοιχο σημείο (x, µx + ν) της l καθώς
τα σημεία αυτά κινούνται απεριόριστα προς τα δεξιά». Πιο απλοϊκά: το γράφημα
της συνάρτησης προσεγγίζει την ευθεία κοντά στο +∞.

Σχήμα 6.15: Πλάγιες ασύμπτωτες ευθείες στο +∞ και στο −∞.

Με τον ίδιο τρόπο ορίζεται η (πλάγια) ασύμπτωτη ευθεία στο −∞


του γραφήματος της y = f (x) η οποία είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα (−∞, b).
Αυτή είναι μια ευθεία l με εξίσωση y = µx + ν για την οποία ισχύει
¡ ¢
lim f (x) − µx − ν = 0.
x→−∞

Θα δούμε τώρα ένα τρόπο να βρίσκουμε, αν υπάρχουν, τις πλάγιες ασύμπτωτες


ευθείες στο γράφημα μιας συνάρτησης.
Ας υποθέσουμε ότι η y = f (x) είναι ορισμένη σε κάποιο διάστημα (a, +∞)
και έστω ότι υπάρχει η ασύμπτωτη ευθεία στο +∞ με εξίσωση y = µx + ν. Θα
βρούμε τύπους υπολογισμού των συντελεστών µ και ν. Από την limx→+∞ (f (x)−
µx − ν) = 0 συνεπάγεται αμέσως ότι limx→+∞ f (x)−µx−ν x = 0 και, επομένως,
f (x)
ότι µ = limx→+∞ x . Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι, αν δεν υπάρχει το όριο
limx→+∞ f (x)
x ή αν υπάρχει αλλά είναι ±∞, τότε δε μπορεί να υπάρχει ασύμπτωτη
ευθεία στο +∞. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι υπάρχει το όριο αυτό και είναι αριθμός,
οπότε η τιμή του είναι η ζητούμενη τιμή του µ. Τώρα, όμως, η ζητούμενη τιμή του

257
ν δίνεται από την ισότητα ν = limx→+∞ (f (x) − µx), στην οποία χρησιμοποιούμε
την τιμή του µ την οποία μόλις προσδιορίσαμε. Παρατηρούμε και πάλι ότι, αν δεν
υπάρχει το όριο limx→+∞ (f (x) − µx) ή αν υπάρχει αλλά είναι ±∞, τότε δε μπορεί
να υπάρχει ασύμπτωτη ευθεία στο +∞.
Την ίδια διαδικασία ακολουθούμε για να βρούμε, αν υπάρχει, την πλάγια ασύμ-
πτωτη ευθεία στο −∞.

Παράδειγμα: Θεωρούμε την y = x + x1 στο σύνολο (−∞, 0) ∪ (0, +∞). Υπο-


λογίζουμε διαδοχικά τα όρια: µ = limx→+∞ x1 (x + x1 ) = 1 και ν = limx→+∞ (x +
1
x − 1x) = 0. ΄Αρα η πλάγια ασύμπτωτη στο +∞ είναι η ευθεία με εξίσωση
y = 1x + 0 = x. Επίσης: µ = limx→−∞ x1 (x + x1 ) = 1 και ν = limx→−∞ (x + x1 −
1x) = 0. ΄Αρα η πλάγια ασύμπτωτη ευθεία στο −∞ είναι πάλι η ευθεία με εξίσωση
y = 1x + 0 = x.

Παρατήρηση: Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι μια οριζόντια ασύμπτωτη ευθεία
στο γράφημα της y = f (x) είναι ειδική περίπτωση πλάγιας ασύμπτωτης ευθείας.
Πράγματι, μια οριζόντια ασύμπτωτη ευθεία είναι πλάγια ασύμπτωτη ευθεία με κλί-
ση ίση με 0 (δηλαδή µ = 0).

Ask seic.
1. Να σχεδιαστούν τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων, βρίσκοντας τα
διαστήματα στα οποία είναι μονότονες, τα διαστήματα στα οποία είναι κυρτές
ή κοίλες, τα σημεία (τοπικού) μεγίστου και (τοπικού) ελαχίστου, τα σημεία
καμπής και τις ασύμπτωτες ευθείες (κατακόρυφες και πλάγιες).

x3
y= , y = x(x − 1)(x − 2)(x − 3), y = (x + 1)2 (x − 2),
(x + 1)2
11 x 1 1 1
y =x+ , y=
, y= 2 , y= + + ,
x+1 x2
x +1 x x−1 x−2
1 1 1 1 2 1
y= − + , y = x + 2 , y = e−x , y = e x ,
x x−1 x−2 x
1 1 1 1
− 1 e x − e− x e x − e− x
y=e x2 , y= 1 1 , y=x 1 1 , y = sin x + cos x,
e x + e− x e x + e− x
1 1 1 1 1
y = e−x sin x, y = sin , y = x sin , y = x2 sin , y = sin .
x x x x x

6.11 Upologismìc aprosdiìristwn morf¸n.


Στην ενότητα αυτή θα μελετήσουμε εφαρμογές των παραγώγων στον υπολο-
γισμό απροσδιόριστων μορφών 00 και ±∞±∞ . Οι εφαρμογές αυτές εκφράζονται μέσω
των δυο κανόνων του l’ Hopitâl.
Ο πρώτος κανόνας του l’ Hopitâl που θα μελετήσουμε αμέσως τώρα αναφέρεται
στην απροσδιόριστη μορφή 00 .

258
Πρόταση 6.16 Πρώτος Κανόνας του l’ Hopitâl. ΄Εστω ότι οι y = f (x)
και y = g(x) είναι παραγωγίσιμες στο διάστημα (ξ, b) και ότι είναι g(x) 6= 0
και g 0 (x) 6= 0 για κάθε x στο (ξ, b). Υποθέτουμε, επίσης, ότι limx→ξ+ f (x) =
0
limx→ξ+ g(x) = 0. Αν υπάρχει το όριο limx→ξ+ fg0 (x)(x)
, τότε υπάρχει και το όριο
f (x)
limx→ξ+ g(x) και τα δυο αυτά όρια έχουν την ίδια τιμή. Δηλαδή

f (x) f 0 (x)
lim = lim 0 .
x→ξ+ g(x) x→ξ+ g (x)

΄Ολα τα προηγούμενα ισχύουν (με τις προφανείς προσαρμογές) και για κάθε
άλλη περίπτωση ορίου: x → ξ− , x → ξ (x =
6 ξ), x → +∞ και x → −∞.
Oi y = f (x) kai y = g(x) de jewroÔntai kat' arq n orismènec sto shmeÐo ξ , allˆ t¸ra
tic orÐzoume kai ston ξ jètontac f (ξ) = 0 kai g(ξ) = 0. Lìgw thc upìjeshc limx→ξ+ f (x) =
limx→ξ+ g(x) = 0, oi duo sunart seic eÐnai t¸ra suneqeÐc sto diˆsthma [ξ, b).
f 0 (x)
'Estw limx→ξ+ g 0 (x)
= η . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ > 0 ¸ste na
¯ 0 (x) ¯
eÐnai ¯ fg0 (x) − η ¯ < ² gia kˆje x sto diˆsthma (ξ, b) me ξ < x < ξ + δ . Apì to Je¸rhma
f (x)
6.4 sunepˆgetai ìti gia kˆje x sto (ξ, b) upˆrqei kˆpoioc ζ sto (ξ, x) ¸ste na eÐnai g(x)
=
0
f (x)−f (ξ) f (ζ)
g(x)−g(ξ)
= g 0 (ζ)
. T¸ra gia kˆje x sto diˆsthma (ξ, b) me ξ < x < ξ + δ sunepˆgetai ìti kai
¯ 0 ¯
o antÐstoiqoc ζ eÐnai sto (ξ, b) me ξ < ζ < ξ + δ , opìte isqÔei ¯ fg0 (ζ)
(ζ)
− η ¯ < ² kai, epomènwc,
¯ f (x) ¯ ¯ f (x) ¯
eÐnai ¯ g(x) − η ¯ < ². ApodeÐxame, loipìn, ìti eÐnai ¯ g(x) − η ¯ < ² gia kˆje x sto diˆsthma (ξ, b)
f (x)
me ξ < x < ξ + δ . 'Ara limx→ξ+ g(x)
= η.
0
H apìdeixh eÐnai parìmoia kai stic peript¸seic: limx→ξ+ fg0 (x)
(x)
= ±∞. EpÐshc, h apìdeixh
eÐnai parìmoia kai stic peript¸seic x → ξ− kai x → ξ (x 6= ξ).
T¸ra ja anˆgoume thn perÐptwsh x → +∞ sthn perÐptwsh x → 0+ .
'Estw ìti oi y = f (x) kai y = g(x) eÐnai paragwgÐsimec sto (a, +∞) me a > 0, ìti eÐnai
g(x) 6= 0 kai g 0 (x) 6= 0 gia kˆje x sto (a, +∞) kai ìti limx→+∞ f (x) = limx→+∞ g(x) = 0.
0
Upojètoume ìti to ìrio limx→+∞ fg0 (x) (x)
upˆrqei kai ja apodeÐxoume ìti kai to limx→+∞ fg(x)
(x)

upˆrqei kai èqei thn Ðdia tim  me to prohgoÔmeno. Kˆnontac thn allag  metablht c t = x1 ,
orÐzoume tic sunart seic F (t) = f ( 1t ) = f (x) kai G(t) = g( 1t ) = g(x) sto diˆsthma (0, a1 ) kai
parathroÔme ìti eÐnai G(t) = g(x) 6= 0 kai G0 (t) = − t12 g 0 ( 1t ) = −x2 g 0 (x) 6= 0 gia kˆje t sto
F 0 (t) −x2 f 0 (x)
f 0 (x)
(0, a1 ). EpÐshc, eÐnai limt→0+ G0 (t)
= limx→+∞ g 0 (x)
−x2 g 0 (x)
kai, epomènwc,
= limx→+∞
F 0 (t) F (t)
to ìrio limt→0+ G0 (t) upˆrqei. Sunepˆgetai ìti kai to ìrio limt→0+ G(t) upˆrqei kai eÐnai to
Ðdio me to prohgoÔmeno. Epeid  limx→+∞ fg(x)(x) F (t)
= limt→0+ G(t) , sunepˆgetai ìti kai to ìrio
f (x) f 0 (x)
limx→+∞ g(x) upˆrqei kai eÐnai to Ðdio me to limx→+∞ g0 (x) .
Me ton Ðdio trìpo h perÐptwsh x → −∞ anˆgetai sthn perÐptwsh x → 0− .

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το limx→0 (x6=0) 1+x−1 . Στο σύνολο [−1, 0)∪
x √
(0, +∞) ισχύει x 6= 0 και ddxx = 1 6= 0. Επίσης, είναι limx→0 (x6=0) ( 1 + x − 1) =
limx→0 (x6=0) x = 0. Τώρα υπολογίζουμε το όριο του λόγου των παραγώγων:
√1 √
2 1+x 1 1+x−1 1
limx→0 (x6=0) 1 = 2 . Επομένως, limx→0 (x6=0) x = 2 .

Ο δεύτερος κανόνας του l’ Hopitâl που ακολουθεί αναφέρεται στην απροσ-


διόριστη μορφή ±∞
±∞ ή, καλύτερα, σε μια γενίκευσή της.

259
Πρόταση 6.17 Δεύτερος Κανόνας του l’ Hopitâl. ΄Εστω ότι οι y =
f (x) και y = g(x) είναι παραγωγίσιμες στο διάστημα (ξ, b) και ότι είναι g(x) 6= 0 και
g 0 (x) 6= 0 για κάθε x στο (ξ, b). Υποθέτουμε, επίσης, ότι limx→ξ+ |g(x)| = +∞.
0
Αν υπάρχει το όριο limx→ξ+ fg0 (x) (x)
, τότε υπάρχει και το όριο limx→ξ+ fg(x)
(x)
και τα
δυο αυτά όρια έχουν την ίδια τιμή. Δηλαδή

f (x) f 0 (x)
lim = lim 0 .
x→ξ+ g(x) x→ξ+ g (x)

΄Ολα τα προηγούμενα ισχύουν (με τις προφανείς προσαρμογές) και για κάθε
άλλη περίπτωση ορίου: x → ξ− , x → ξ (x 6= ξ), x → +∞ και x → −∞.
f 0 (x)
'Estw ìti eÐnai limx→ξ+ g 0 (x)
= η . PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0
¯ 0 (x) ¯
¸ste na eÐnai ¯ fg0 (x) − η¯ < ²
gia
kˆje x sto diˆsthma (ξ, b) me ξ < x < ξ + δ 0 . Epilègoume
6
t¸ra kˆpoion x0 sto (ξ, b) me ξ < x0 < ξ + δ 0 . Katìpin, epeid  eÐnai limx→ξ+ |g(x)| = +∞,
© ª
upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai |g(x)| > max |g(x0 )|, 3² |f (x0 )|, 3|η|
²
|g(x0 )| gia kˆje x sto (ξ, b)
me ξ < x < ξ + δ 00 . T¸ra orÐzoume δ = min{x0 − ξ, δ 00 }. ParathroÔme ìti kˆje x sto (ξ, b)
me ξ < x < ξ + δ ikanopoieÐ tic anisìthtec ξ < x < x0 < ξ + δ 0 kai ξ < x < ξ + δ 00 . Apì to
Je¸rhma 6.4 sunepˆgetai ìti gia kˆje tètoion x upˆrqei kˆpoioc ζ sto (x, x0 ) ¸ste na eÐnai
f (x)−f (x0 ) f 0 (ζ)
g(x)−g(x )
= g0 (ζ) . 'Ara kai o ζ an kei sto (ξ, b) kai ikanopoieÐ thn ξ < ζ < ξ + δ 0 , opìte
¯ 0
¯ ¯ 0 ¯ ¯ ¡ ¢¯
eÐnai ¯ fg(x)−g(x
(x)−f (x0 )
)
− η ¯ = ¯ g0 (ζ) − η ¯ <
f (ζ) ²
6
. Sunepˆgetai ìti ¯f (x) − f (x0 ) − η g(x) − g(x0 ) ¯ <
²
0 ¡ ¢
|g(x) − g(x )|, opìte |f (x) − ηg(x)| < 6² |g(x)| + |g(x )| + |f (x )| + |η||g(x )| kai, epomènwc,
¯6f (x) ¯ 0 ¡ |g(x )| ¢ |f (x )| 0 0 0
¯ − η ¯ < 6² 1 + |g(x)|
0 0
+ |g(x)|
|g(x0 )|
+ |η| |g(x)| < 6² (1 + 1) + 3² + 3² = ². ApodeÐxame, loipìn,
g(x)
¯ ¯
ìti upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai ¯ f (x) − η ¯ < ² gia kˆje x sto (ξ, b) me ξ < x < ξ + δ . 'Ara
g(x)
f (x)
eÐnai limx→ξ+ g(x)
= η.
0
Oi peript¸seic limx→ξ+ fg0 (x)
(x)
= ±∞ kaj¸c kai oi peript¸seic x → ξ− kai x → ξ (x 6= ξ)
apodeiknÔontai me parìmoio trìpo. Oi peript¸seic x → ±∞ anˆgontai stic x → 0± ìpwc sthn
apìdeixh thc Prìtashc 6.16.

Παρατήρηση: Στις υποθέσεις του Δεύτερου Κανόνα του l’ Hopitâl δεν αναφέ-
ρεται αν υπάρχει το όριο limx→ξ+ f (x) ούτε το ποια ακριβώς είναι η τιμή του (αν
±∞
αυτό υπάρχει). Επομένως, οι απροσδιόριστες μορφές ±∞ είναι ειδικές περιπτώσεις
του Δεύτερου Κανόνα του l’ Hopitâl, όπως τον έχουμε διατυπώσει.

Παράδειγμα: Θα αποδείξουμε ότι

xb
lim =0 (b > 0, a > 1).
x→+∞ ax

Θεωρούμε πρώτα την ειδική περίπτωση με b = 1, δηλαδή το όριο limx→+∞ axx =


0 με a > 1. Τώρα είναι limx→+∞ x = +∞ και limx→+∞ ax = +∞, οπότε το όριο
που πρέπει να αποδείξουμε είναι απροσδιόριστη μορφή +∞+∞ . Στο (0, +∞) είναι
x d ax x 1
a 6= 0 και dx = a log a 6= 0. Ο λόγος των παραγώγων είναι ax log a και
1
έχουμε ότι limx→+∞ ax log a = 0 . Από τον Δεύτερο Κανόνα συνεπάγεται ότι
είναι limx→+∞ axx = 0.

260
1
Τώρα η γενική περίπτωση ανάγεται στην ειδική. Επειδή a b > 1, έχουμε:
b
³ ´b
limx→+∞ axx = limx→+∞ ¡ x1 ¢x = 0b = 0.
ab

Παράδειγμα: Θα αποδείξουμε το

(log x)b
lim =0 (b > 0, a > 0).
x→+∞ xa

Πρώτα θα μελετήσουμε την ειδική περίπτωση limx→+∞ log x


xa = 0 με a > 0.
a
Είναι limx→+∞ log x = +∞ και limx→+∞ x = +∞, οπότε προκύπτει απροσ-
d xa
διόριστη μορφή +∞ a
+∞ . Στο (0, +∞) είναι x 6= 0 και dx = ax
a−1
6= 0. Ο λόγος
1
των παραγώγων είναι axa−1
x
= ax1a και έχουμε ότι limx→+∞ ax1a = 0 . Από τον
Δεύτερο Κανόνα συνεπάγεται limx→+∞ log x
xa = 0.
b ¡ ¢b
Για τη γενική περίπτωση: limx→+∞ (logxax) = limx→+∞ logax = 0 διότι είναι
xb
a
b > 0.

Παράδειγμα: Το limx→+∞ x−cos x


x
αποτελεί περίπτωση απροσδιόριστης μορφής
+∞
+∞ . Πράγματι, είναι limx→+∞ x = +∞. Επίσης, από την ανισότητα x − cos x ≥
x − 1 συνεπάγεται ότι limx→+∞ (x − cos x) = +∞.
Στο συγκεκριμένο
¯ ¯ παράδειγμα το αρχικό όριο υπολογίζεται πολύ εύκολα: από
την ανισότητα ¯ cosx x ¯ ≤ x1 για κάθε x > 0, συνεπάγεται
¡ ότι ¢ lim cos x
x→+∞ x = 0
x−cos x cos x
και, επομένως, είναι limx→+∞ x = limx→+∞ 1 − x = 1 − 0 = 0.
΄Ομως ο Δεύτερος Κανόνας δε βοηθά! Ο λόγος των παραγώγων είναι 1+sin 1
x
=
1 + sin x και δεν υπάρχει το όριό του διότι, όπως ήδη γνωρίζουμε, δεν υπάρχει το
limx→+∞ sin x.

Υπάρχουν, όμως, και άλλες απροσδιόριστες μορφές πέραν των 00 και ±∞±∞
. Σε
κάθε περίπτωση μετασχηματίζουμε την απροσδιόριστη μορφή που αντιμετωπίζουμε
σε μια από τις βασικές αυτές απροσδιόριστες μορφές και κατόπιν εφαρμόζουμε τον
κατάλληλο Κανόνα του l’ Hopitâl. Θα περιγράψουμε, τελείως σχηματικά, πώς
περίπου χειριζόμαστε τις διάφορες περιπτώσεις.

(1) ΄Εστω lim f (x) = 0 και lim g(x) = ±∞ και ότι έχουμε να υπολογίσουμε το
lim f (x)g(x), δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου 0(±∞). Τότε μετατρέπουμε σε
lim f (x)
1 , δηλαδή σε απροσδιόριστη μορφή τύπου 00 . ΄Ενας δεύτερος τρόπος είναι
g(x)
g(x) ±∞
να μετατρέψουμε σε lim 1 , δηλαδή σε απροσδιόριστη μορφή τύπου ±∞ .
f (x)
(2) ΄Εστω lim f (x) = +∞ και lim g(x) = −∞ και ότι έχουμε να υπολογίσουμε
το lim(f (x) + g(x)), ¡δηλαδή απροσδιόριστη
¢ μορφή τύπου (+∞) + (−∞). Τότε
1 1
μετατρέπουμε σε lim g(x) + f (x) f (x)g(x), δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου
0(−∞). ΄Ετσι αναγόμαστε στην προηγούμενη περίπτωση.
(3) ΄Εστω lim f (x) = 0, όπου η y = f (x) έχει θετικό πρόσημο, και lim g(x) = 0
και ότι έχουμε να υπολογίσουμε το lim f (x)g(x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή
τύπου 00 . Τότε μετατρέπουμε σε lim eg(x) log f (x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή

261
τύπου 0(−∞).
(4) ΄Εστω lim f (x) = +∞ και lim g(x) = 0 και ότι έχουμε να υπολογίσουμε το
lim f (x)g(x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου (+∞)0 . Τότε μετατρέπουμε σε
lim eg(x) log f (x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου 0(+∞).
(5) Τέλος, έστω lim f (x) = 1 και lim g(x) = ±∞ και ότι έχουμε να υπολογίσουμε
το lim f (x)g(x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου 1±∞ . Τότε μετατρέπουμε σε
lim eg(x) log f (x) , δηλαδή απροσδιόριστη μορφή τύπου (±∞)0.

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το limx→0+ (x log x), το οποίο είναι απροσ-


διόριστη μορφή τύπου 0(−∞). Γράφουμε x log x = log1 x , οπότε limx→0+ | x1 | =
x
d(1)
+∞. Ελέγχουμε τις υποθέσεις του Δεύτερου Κανόνα: x1 6= 0 και dxx =
− x12 6= 0 για κάθε x στο (0, +∞). Τώρα για τον λόγο των παραγώγων ισχύει
1
limx→0+ −
x
1 = − limx→0+ x = 0. ΄Αρα limx→0+ (x log x) = 0.
x2

Παράδειγμα: Το limx→0+ xx είναι απροσδιόριστη μορφή τύπου 00 . Γράφουμε


xx = ex log x , οπότε μετασχηματίζεται στο προηγούμενο όριο. ΄Αρα limx→0+ xx =
limx→0+ ex log x = e0 = 1 διότι η y = ex είναι συνεχής στον 0.
¡ ¢
Παράδειγμα: Το limx→0+ sin1 x − x1 είναι απροσδιόριστη μορφή τύπου (+∞)−
(+∞). Γράφουμε sin1 x − x1 = x−sin x
x sin x και έχουμε limx→0+ (x − sin x) = 0 και
limx→0+ (x sin x) = 0. Για να εφαρμόσουμε τον Πρώτο Κανόνα ελέγχουμε τις υπο-
θέσεις: είναι x sin x 6= 0 και d (xdx
sin x)
= sin x + x cos x 6= 0 για κάθε x στο (0, π2 )
(διότι είναι sin x > 0, x > 0 και cos x > 0 στο διάστημα αυτό). Επομένως, πρέπει
να υπολογίσουμε το limx→0+ sin1−cos x
x+x cos x και καταλήγουμε πάλι σε απροσδιόριστη
0
μορφή τύπου 0 διότι limx→0+ (1 − cos x) = 0 και limx→0+ (sin x + x cos x) =
0. Σκοπεύοντας να εφαρμόσουμε (δεύτερη φορά) τον Πρώτο Κανόνα, βλέπουμε
ότι είναι sin x + x cos x 6= 0 για κάθε x στο (0, π2 ) και dx d
(sin x + x cos x) =
π
2 cos x − x sin x 6= 0 για κάθε x στο (0, 4 ). Για τον λόγο των παραγώγων ισχύει
limx→0+ 2 cos sin x 0 1−cos x
x = 2 = 0. ΄Αρα limx→0+ sin x+x cos x = 0 και, επομένως,
¡ 1 x−x sin¢
limx→0+ sin x − x1 = 0.
¡ x
¢x
Παράδειγμα: Το όριο limx→+∞ 1 + 1+x είναι απροσδιόριστη μορφή τύπου
2
¡ ¢
+∞
¡ x
¢ x x log 1+ x 2
1 . Κάνουμε τη μετατροπή 1 + 1+x2 = e 1+x , οπότε αναγόμαστε
³ ¡ ¢´
x
στο όριο limx→+∞ x log 1 + 1+x2 , το οποίο είναι απροσδιόριστη μορφή τύπου
¡ ¢
¡ x
¢ log 1+ x 2
(+∞)0. Γράφουμε, λοιπόν, x log 1 + 1+x2 = 1
1+x
και έχουμε απροσ-
x
0 1
διόριστη μορφή τύπου 0 . Ελέγχουμε τις υποθέσεις του Πρώτου Κανόνα:
¡ x ¢6= 0
1
d(x ) d log 1+ x 2
και dx = − x12 6= 0 για κάθε x στο (0, +∞). Υπολογίζουμε dx
1+x
=
1−x2
2
(1+x2 )2 1−x
1+ x 2 = (1+x2 )(1+x+x2 ) και μετά από πράξεις έχουμε για τον λόγο των παραγώ-
1+x ³ ¡ ¢´
x (x2 −1)
2
x
γων ότι limx→+∞ 2 2
(1+x )(1+x+x ) = 1. ΄
Α ρα lim x→+∞ x log 1 + 1+x 2 = 1

262
¡ ¢
¡ x
¢x x log 1+ x
και, επομένως, limx→+∞ 1 + 1+x 2 = limx→+∞ e 1+x2 = e1 = e διότι
x
η y = e είναι συνεχής στον 1.

Πριν αφήσουμε αυτή την ενότητα θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί η εφαρμογή


των Κανόνων του l’ Hopitâl στον υπολογισμό ορίων ακολουθιών.

Πρώτη εφαρμογή. ΄Εστω ακολουθίες (an ) και (bn ) με bn 6= 0 για κάθε n και
ας υποθέσουμε ότι lim an = 0 και lim bn = 0. Στόχος είναι ο υπολογισμός του
ορίου lim abnn , αν αυτό υπάρχει.
Για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τον Πρώτο Κανόνα του l’ Hopitâl, πρέπει
να βρούμε δύο συναρτήσεις y = f (x) και y = g(x), ορισμένες σε κάποιο διάστημα
(a, +∞), με την ιδιότητα:

f (n) = an και g(n) = bn

για κάθε φυσικό n > a. Φυσικά, οι συναρτήσεις αυτές πρέπει να είναι παρα-
γωγίσιμες στο (a, +∞), πρέπει να ισχύει g(x) 6= 0 και g 0 (x) 6= 0 για κάθε x
στο (a, +∞) και, τέλος, πρέπει να ισχύει limx→+∞ f (x) = limx→+∞ g(x) = 0.
Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι έχουμε βρεί αυτές τις συναρτήσεις και αν υπάρχει
0
το limx→+∞ fg0 (x) (x)
, τότε συμπεραίνουμε ότι υπάρχει και το όριο limx→+∞ fg(x) (x)

και έχει την ίδια τιμή με το προηγούμενο. Συνεπάγεται τώρα ότι και το όριο
lim abnn = lim fg(n)
(n)
υπάρχει και έχει την ίδια τιμή με τα προηγούμενα δυο όρια.

Δεύτερη εφαρμογή. ΄Εστω ακολουθίες (an ) και (bn ) με bn 6= 0 για κάθε n


και έστω ότι lim |bn | = +∞. Στόχος, όπως και πριν, είναι ο υπολογισμός του
ορίου lim abnn , αν αυτό υπάρχει.
Για να εφαρμόσουμε τον Δεύτερο Κανόνα του l’ Hopitâl, πρέπει να βρούμε
συναρτήσεις y = f (x) και y = g(x), ορισμένες σε κάποιο διάστημα (a, +∞), με
την ιδιότητα:
f (n) = an και g(n) = bn
για κάθε φυσικό n > a. Οι συναρτήσεις αυτές πρέπει να είναι παραγωγίσιμες στο
(a, +∞), πρέπει να ισχύει g(x) 6= 0 και g 0 (x) 6= 0 για κάθε x στο (a, +∞) και
0
limx→+∞ |g(x)| = +∞. Αν τώρα υπάρχει το limx→+∞ fg0 (x) (x)
, τότε συμπεραίνουμε
f (x)
ότι υπάρχει και το όριο limx→+∞ g(x) και έχει την ίδια τιμή με το προηγούμενο,
οπότε υπάρχει και το όριο lim an
bn = lim fg(n)
(n)
και έχει την ίδια τιμή με τα προηγού-
μενα δυο όρια.

Ask seic.
΄Ορια συναρτήσεων.
1. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.
p 1 − x + log x ³ 1 1´
lim ( x2 + 1−x) , lim √ , lim − ,
x→+∞ x→1 (x6=1) 1 − 2x − x2 x→0 (x6=0) ex −1 x

263
³ 1 1´ ³ 1 ´
lim (sin x log x), lim − , lim cot x− ,
x→0+ x→0 (x6=0) log(1 + x) x x→0 (x6=0) x + x2
1 1
e − (1 + x) x x(x − 1) x
lim , lim , lim (log x log(x − 1)).
x→0 (x6=0) x x→+∞ log x x→1+

2. Να σχεδιαστούν τα γραφήματα των παρακάτω συναρτήσεων, βρίσκοντας τα


διαστήματα στα οποία είναι μονότονες, τα διαστήματα στα οποία είναι κυρτές
ή κοίλες, τα σημεία (τοπικού) μεγίστου και (τοπικού) ελαχίστου, τα σημεία
καμπής και τις ασύμπτωτες ευθείες (κατακόρυφες και πλάγιες).

2 log x 1
y = xe−x , y = xe−x , y = x log x, y= , y = xx , y = xx .
x

3. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.


1
ex − 1 ex − 1 − 1! x
lim , lim ,
x→0 (x6=0) x x→0 (x6=0) x2
1 1 2 1 1 2 1 3
ex − 1 − 1! x − 2! x ex − 1 − 1! x − 2! x − 3! x
lim , lim .
x→0 (x6=0) x3 x→0 (x6=0) x4
Προσπαθήστε να γενικεύσετε αυτά τα όρια.

4. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.


1 1 1 3
sin x − 1! x sin x − 1! x + 3! x
lim , lim ,
x→0 (x6=0) x3 x→0 (x6=0) x5
1 2 1 2 1 4
cos x − 1 + 2! x cos x − 1 + 2! x − 4! x
lim , lim .
x→0 (x6=0) x4 x→0 (x6=0) x6

Προσπαθήστε να γενικεύσετε αυτά τα όρια.

5. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.

log(1 + x) log(1 + x) − x
lim , lim ,
x→0 (x6=0) x x→0 (x6=0) x2

log(1 + x) − x + 12 x2 log(1 + x) − x + 12 x2 − 31 x3
lim , lim .
x→0 (x6=0) x3 x→0 (x6=0) x4
Προσπαθήστε να γενικεύσετε αυτά τα όρια.

6. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι n φορές παραγωγίσιμη στο διάστημα [ξ, b). Αν η
y = f (n) (x) είναι συνεχής στον ξ, αποδείξτε ότι
³ (1) (n)
´
f (x) − f (ξ) + f 1!(ξ) (x − ξ)1 + · · · + f n!(ξ) (x − ξ)n
lim = 0.
x→ξ+ (x − ξ)n

264
Αν, επιπλέον, υπάρχει η f (n+1) (ξ), αποδείξτε ότι
³ (1) (n)
´
f (x) − f (ξ) + f 1!(ξ) (x − ξ)1 + · · · + f n!(ξ) (x − ξ)n f (n+1) (ξ)
lim = .
x→ξ+ (x − ξ)n+1 (n + 1)!

Τα ίδια ισχύουν για x → ξ−, αν οι υποθέσεις ισχύουν σε διάστημα (a, ξ], και
για x → ξ (x 6= ξ), αν οι υποθέσεις ισχύουν σε διάστημα (a, b) με a < ξ < b.

7. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι 2m − 1 φορές παραγωγίσιμη στο διάστημα (a, b),
ότι a < ξ < b και ότι υπάρχει η f (2m) (ξ). Αν f (1) (ξ) = . . . = f (2m−1) (ξ) =
0, αποδείξτε ότι:
(i) αν f (2m) (ξ) > 0, τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού ελαχίστου της y = f (x).
(ii) αν f (2m) (ξ) < 0, τότε ο ξ είναι σημείο τοπικού μεγίστου της y = f (x).
(Υπόδειξη: Δείτε την προηγούμενη άσκηση.)

8. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι 2m φορές παραγωγίσιμη στο διάστημα (a, b), ότι
a < ξ < b και ότι υπάρχει η f (2m+1) (ξ). Αν f (1) (ξ) = . . . = f (2m) (ξ) = 0 και
f (2m+1) (ξ) 6= 0, αποδείξτε ότι ο ξ δεν είναι ούτε σημείο τοπικού ελαχίστου
ούτε σημείο τοπικού μεγίστου της y = f (x).
(Υπόδειξη: Δείτε τις προηγούμενες δυο ασκήσεις.)

9. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b) και a < ξ < b.
Αν υπάρχει η f 0 (ξ), αποδείξτε ότι limh→0+ f (ξ+h)−f
2h
(ξ−h)
= f 0 (ξ). Μπορεί
να χρησιμοποιηθεί ο Πρώτος Κανόνας του l’ Hopitâl;
f (ξ+h)−f (ξ−h) 1 f (ξ+h)−f (ξ) 1 f (ξ−h)−f (ξ)
(Υπόδειξη: Γράψτε 2h = 2 h + 2 −h .)
f (ξ+h)−2f (ξ)+f (ξ−h)
Αν υπάρχει η f 00 (ξ), αποδείξτε ότι limh→0+ h2 = f 00 (ξ).
(Υπόδειξη: Η ύπαρξη της f 00 (ξ) προϋποθέτει ότι η συνάρτηση είναι παρα-
γωγίσιμη σε κάποιο διάστημα (c, d) με c < ξ < d. Χρησιμοποιήστε τον
Πρώτο Κανόνα του l’ Hopitâl.)

10. ΄Εστω y = f (x) παραγωγίσιμη στο (0, +∞) και limx→+∞ f 0 (x) = η. Να
αποδείξετε ότι limx→+∞ f (x)
x = η.

11. ΄Εστω y = f (x) παραγωγίσιμη στο (0, +∞) και το limx→+∞ (f (x)+f 0 (x)) =
η είναι αριθμός. Αποδείξτε ότι limx→+∞ f (x) = η και limx→+∞ f 0 (x) = 0.
x
(Υπόδειξη: Γράψτε f (x) = f (x)e
ex .)
¡ 1¢
12. Αποδείξτε ότι limx→0+ x−m e− x = 0 για κάθε φυσικό m.
½ 1
−x
Θεωρήστε την y = h(x) = e , αν 0 < x, Αποδείξτε ότι η y = h(x)
0, αν x ≤ 0.
είναι άπειρες φορές παραγωγίσιμη στο (−∞, +∞) και, ειδικώτερα, ότι είναι
h(n) (0) = 0 για κάθε φυσικό n.

265
(Υπόδειξη: Με την αρχή της επαγωγής αποδείξτε ότι για κάθε φυσικό n η
y = h(x) είναι n φορές παραγωγίσιμη στο (−∞, +∞) και, ειδικώτερα, ότι
h(n) (0) = 0.)
½ − 2
13. Θεωρήστε την y = f (x) = e
1−x2 , αν −1 < x < 1, Αποδείξτε ότι η
0, αν |x| ≥ 1.
y = f (x) είναι άπειρες φορές παραγωγίσιμη στο (−∞, +∞).
(Υπόδειξη: Χρησιμοποιήστε το αποτέλεσμα της προηγούμενης άσκησης και
τον κανόνα της αλυσίδας.)
΄Ορια ακολουθιών.
1. Βρείτε τα όρια των παρακάτω ακολουθιών.
³ log n ´ ¡ ¢ ¡ 3 −n ¢ ¡ ¡ 1 ¢¢
³ 1 1´
, ne−n , n e , n 1 − en , − cot .
n sin n1 n

6.12 Ierˆrqhsh rujm¸n aÔxhshc.


΄Ενα από τα όρια που υπολογίσαμε στην προηγούμενη ενότητα είναι το

xb
lim =0
x→+∞ ax

για κάθε b > 0 και κάθε a > 1.


΄Εχουμε ήδη παρατηρήσει ότι limx→+∞ xb = +∞ και limx→+∞ ax = +∞.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι και οι δυο ποσότητες xb και ax αυξάνουν και,
μάλιστα, γίνονται μεγαλύτερες από κάθε θετικό αριθμό καθώς ο x τείνει στο +∞.
b
΄Ομως, το όριο limx→+∞ axx = 0 σημαίνει ότι ο λόγος μειώνεται και, μάλιστα,
γίνεται μικρότερος από κάθε θετικό αριθμό καθώς ο x τείνει στο +∞. Από αυτό
συμπεραίνουμε ότι «η ποσότητα ax αυξάνει πολύ πιο γρήγορα απ΄ ότι η ποσότητα
xb καθώς ο x τείνει στο +∞». Αυτό το συμπέρασμα το διατυπώνουμε ως εξής.

Κάθε εκθετική συνάρτηση y = ax (a > 1) αποκλίνει στο +∞ πιο γρή-


γορα από κάθε δύναμη y = xb (b > 0), καθώς x → +∞.

Με τον όρο εκθετική αύξηση στο +∞ εννοούμε ότι limx→+∞ ax = +∞


(αν a > 1). Ομοίως, με τον όρο πολυωνυμική αύξηση στο +∞ εννοούμε
ότι limx→+∞ xb = +∞ (αν b > 0). ΄Αρα το προηγούμενο συμπέρασμα μπορεί να
διατυπωθεί:

Κάθε εκθετική αύξηση είναι ταχύτερη από κάθε πολυωνυμική αύξηση.

΄Εχουμε όμως και μια παρόμοια ιεράρχηση ανάμεσα στις πολυωνυμικές αυξή-
σεις καθώς και ανάμεσα στις εκθετικές αυξήσεις:

Αν 0 < b1 < b2 , τότε η y = xb2 αποκλίνει στο +∞ πιο γρήγορα από


την y = xb1 , καθώς x → +∞.

266
xb1
Πράγματι: limx→+∞ xb2
= limx→+∞ xb1 −b2 = 0, διότι b1 − b2 < 0.

Αν 1 < a1 < a2 , τότε η y = a2 x αποκλίνει στο +∞ πιο γρήγορα από


την y = a1 x , καθώς x → +∞.
x ¡ ¢x
Ομοίως: limx→+∞ aa12 x = limx→+∞ aa12 = 0, διότι 0 < aa12 < 1.

Υπάρχει, όμως, και ένας τρίτος τύπος αύξησης, εκτός της εκθετικής και της
πολυωνυμικής, ο τύπος της λογαριθμικής αύξησης. Με τον όρο λογαριθμική
αύξηση στο +∞ εννοούμε ότι limx→+∞ (log x)c = +∞ (αν c > 0). ΄Ενα ακόμη
από τα όρια της προηγούμενης ενότητας είναι το

(log x)c
lim =0
x→+∞ xb
για κάθε b, c > 0.

΄Αρα:

Κάθε δύναμη y = xb (b > 0) αποκλίνει στο +∞ πιο γρήγορα από κάθε


δύναμη λογαριθμικής συνάρτησης y = (log x)c (c > 0), καθώς x → +∞.
Με άλλα λόγια: κάθε πολυωνυμική αύξηση είναι ταχύτερη από κάθε
λογαριθμική αύξηση.

Ask seic.
1. Υπολογίστε τα παρακάτω όρια.
x
x132 (log x)5 x5 + e 2 − (log x)4
lim 1 , lim √ , lim x .
x→+∞ e 4x x→+∞ 7
x x→+∞ x100 − e 4 + (log x)7

2. Ιεραρχήστε μεταξύ τους τις λογαριθμικές αυξήσεις limx→+∞ (log x)c = +∞


x)c1
(c > 0). Δηλαδή δείτε σε ποιες περιπτώσεις ισχύει limx→+∞ (log
(log x)c2 = 0
ανάλογα με τις τιμές των c1 , c2 > 0.
3. Αποδείξτε ότι
¡ ¢
log(log x) log log(log x)
lim = 0, lim =0
x→+∞ log x x→+∞ log(log x)

κλπ.

267
268
Kefˆlaio 7

Oloklhr¸mata
Στην αρχή του κεφαλαίου αυτού παρουσιάζεται μια μέθοδος υπολογισμού εμ-
βαδών (καμπυλόγραμμων, εν γένει) επίπεδων επιφανειών. ΄Ετσι εισάγονται οι
έννοιες της διαμέρισης, των ενδιάμεσων σημείων, των αθροισμάτων Riemann
και η έννοια του ολοκληρώματος ως ορίου αθροισμάτων Riemann. Στη συνέχεια
μελετώνται οι ιδιότητες των ολοκληρωμάτων - ο λογισμός των ολοκληρωμάτων
- και ορίζεται η έννοια της μέσης τιμής συνάρτησης. Τέλος, παρουσιάζονται
διάφορες εφαρμογές των ολοκληρωμάτων στη Φυσική και στη Γεωμετρία: υπολο-
γισμός μάζας ανομοιογενούς ευθύγραμμης ράβδου, υπολογισμός έργου μεταβλη-
τής δύναμης, υπολογισμός εμβαδών επίπεδων σχημάτων (με τις μεθόδους των
παράλληλων διατομών, των ακτινικών διατομών και των κυκλικών διατομών), υπο-
λογισμός όγκων στερεών σωμάτων (με τη μέθοδο των παράλληλων διατομών, για
ορθά κυλινδρικά σώματα, για σώματα παραγόμενα με περιστροφή και για σώματα
ανάμεσα σε δυο επιφάνειες) και υπολογισμός μήκους καμπύλης στο επίπεδο και
στον χώρο.

7.1 Embadì.
Είναι από την αρχαιότητα γνωστό το πρόβλημα του υπολογισμού του εμβαδού
οποιασδήποτε επιφάνειας. Οι πιο απλές επιφάνειες από αυτή την άποψη είναι οι
επίπεδες επιφάνειες και η πιο απλή από όλες είναι αυτή που έχει σχήμα ορθογώνιου
παραλληλογράμμου: αν είναι a και b τα μήκη των κάθετων πλευρών της, τότε το
εμβαδό της είναι ίσο με
E = ab.

Η αμέσως απλούστερη επίπεδη επιφάνεια είναι αυτή που έχει σχήμα παραλληλο-
γράμμου. Αν a είναι το μήκος μιας από τις πλευρές του και h είναι το αντί-
στοιχο ύψος, δηλαδή η κάθετη απόσταση ανάμεσα στην πλευρά αυτή και στην
παράλληλη πλευρά, τότε, κόβοντας κατάλληλο τρίγωνο και τοποθετώντας το σε
άλλη κατάλληλη θέση, βλέπουμε ότι το εμβαδό του παραλληλογράμμου είναι ίσο
με το εμβαδό ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου με μήκη κάθετων πλευρών a

269
και h, οπότε το εμβαδό αυτό είναι ίσο με

E = ah.

Σχήμα 7.1: Ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, παραλληλόγραμμο και τρίγωνο.

΄Εστω τώρα μια επίπεδη επιφάνεια με σχήμα τριγώνου και έστω a το μήκος
οποιασδήποτε πλευράς της και h η κάθετη απόσταση της απέναντι κορυφής από
την πλευρά αυτή (ή, καλύτερα, από την ευθεία που περιέχει την πλευρά αυτή).
Τότε, βλέποντας ότι το τρίγωνο μπορεί να θεωρηθεί ως «μισό» παραλληλόγραμμο
με μήκος μιας πλευράς ίσο με a και κάθετη απόσταση αυτής της πλευράς από την
παράλληλή της ίση με h, καταλήγουμε στο ότι το εμβαδό της τριγωνικής επιφάνειας
είναι ίσο με
1
E = ah.
2
Κάθε επίπεδη επιφάνεια με πολυγωνικό σχήμα μπορεί να κοπεί σε επίπεδες
τριγωνικές ή παραλληλόγραμμες επιφάνειες, οπότε ο προσδιορισμός του εμβαδού
της ανάγεται στην άθροιση των εμβαδών των επιμέρους τριγωνικών ή παραλλη-
λόγραμμων σχημάτων και, επομένως, ο προσδιορισμός αυτός είναι «εννοιολογικά
απλός».

Σχήμα 7.2: Χωρισμός μιας επιφάνειας σε στοιχειώδεις επιφάνειες.

270
Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι «ο προσδιορισμός του εμβαδού μιας επίπεδης
επιφάνειας της οποίας το σύνορο είναι καμπυλόγραμμο». Τέτοια παραδείγματα είναι
πολλά: κυκλικοί δίσκοι, κυκλικοί τομείς, κυκλικοί δακτύλιοι, ελλειπτικοί δίσκοι,
παραβολικά ή υπερβολικά χωρία κλπ. Η μοναδική, ουσιαστικά, μέθοδος που υ-
πάρχει για τον υπολογισμό εμβαδών τέτοιων καμπυλόγραμμων σχημάτων είναι η
προσέγγισή τους από κατάλληλα πολυγωνικά σχήματα. Θα περιγράψουμε μια από
τις παραλλαγές αυτής της μεθόδου.
Με τη βοήθεια κατάλληλων οριζόντιων και κατακόρυφων ευθειών χωρίζουμε
την επιφάνεια, το εμβαδό της οποίας θέλουμε να υπολογίσουμε, σε μικρότερες
«στοιχειώδεις επιφάνειες» το σύνορο καθεμιάς από τις οποίες αποτελείται από
τέσσερις πλευρές: ένα οριζόντιο ή κατακόρυφο ευθύγραμμο τμήμα, δυο άλλα ευ-
θύγραμμα τμήματα κάθετα προς το προηγούμενο στα άκρα του καθώς και μια
καμπύλη πλευρά. Αρκεί, λοιπόν, να περιγράψουμε μια διαδικασία υπολογισμού του
εμβαδού οποιασδήποτε τέτοιας «στοιχειώδους επιφάνειας». Παρατηρούμε ότι αρκεί
να ασχοληθούμε με την περίπτωση που το σύνορο της «στοιχειώδους επιφάνειας»
αποτελείται από ένα οριζόντιο ευθύγραμμο τμήμα ως κάτω βάση, δυο κατακόρυφα
ευθύγραμμα τμήματα ως πλαϊνές πλευρές και μια καμπύλη ως άνω βάση. Κάθε
άλλη «στοιχειώδης επιφάνεια» προκύπτει από μια τέτοια είτε με στροφή κατά ορθή
γωνία είτε με ανάκλαση ως προς την οριζόντια βάση. Τέλος, επιλέγοντας κατάλλη-
λο σύστημα αξόνων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κάτω βάση της «στοιχειώδους
επιφάνειας» είναι κάποιο διάστημα [a, b] πάνω στον x-άξονα, ότι η άλλη πλευρά εί-
ναι το γράφημα μιας συνάρτησης y = h(x) για a ≤ x ≤ b και ότι οι δυο άλλες
πλευρές είναι το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα τα σημεία (a, 0) και (a, h(a)) και το
ευθύγραμμο τμήμα με άκρα τα σημεία (b, 0) και (b, h(b)). Φυσικά, ισχύει h(x) ≥ 0
για κάθε x στο [a, b]. Θα ασχοληθούμε στο εξής με την περιγραφή της μεθόδου
υπολογισμού του εμβαδού μιας τέτοιας «στοιχειώδους επιφάνειας», όπου θεωρούμε
δοσμένο το διάστημα [a, b] καθώς και την y = h(x), ορισμένη στο διάστημα αυτό.
Για να απλουστεύσουμε τα επιχειρήματά μας θα θεωρήσουμε ότι η y = h(x) είναι
συνεχής στο [a, b] ή, ισοδύναμα, ότι η καμπυλόγραμμη πλευρά της «στοιχειώδους
επιφάνειας» είναι συνεχής. Ας ονομάσουμε την επιφάνεια αυτή A και το εμβαδό
της E.

Η μέθοδος. Χωρίζουμε το διάστημα [a, b] σε πολύ μικρά διαδοχικά υποδιαστή-


ματα με τη βοήθεια μιας επιλογής διαδοχικών σημείων x0 = a, x1 , . . . , xn−1 ,
xn = b. Πάντοτε ξεκινάμε με το αριστερό άκρο a και καταλήγουμε στο δεξιό άκρο
b. Τα διαδοχικά υποδιαστήματα είναι, επομένως, τα [x0 , x1 ] = [a, x1 ], [x1 , x2 ],
. . . , [xk−1 , xk ], . . . , [xn−2 , xn−1 ] και [xn−1 , xn ] = [xn−1 , b]. ΄Οταν λέμε ότι τα
υποδιαστήματα αυτά είναι πολύ μικρά εννοούμε, φυσικά, ότι το μεγαλύτερο από
τα μήκη τους είναι πολύ μικρό, μικρότερο, για παράδειγμα, από μια πολύ μικρή
θετική ποσότητα δ. Είναι φανερό ότι το άθροισμα των μηκών όλων των υπο-
διαστημάτων, δηλαδή το μήκος b − a του αρχικού διαστήματος [a, b], θα είναι
μικρότερο από την ποσότητα δ πολλαπλασιασμένη με το πλήθος τους n. Δηλαδή
b − a < nδ, οπότε n > b−a δ και, επομένως, όσο μικρότερος είναι ο αριθμός δ
τόσο μεγαλύτερο είναι το απαιτούμενο πλήθος n των υποδιαστημάτων. Τα σημεία
x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b ονομάζονται διαιρετικά σημεία και το σύνολό
τους ∆ = {x0 , x1 , . . . , xn−1 , xn } ονομάζεται διαμέριση του διαστήματος [a, b].

271
Το πρώτο διάστημα είναι το [x0 , x1 ], το n-οστό είναι το [xn−1 , xn ] και, γενικά, το
k-οστό (όπου 1 ≤ k ≤ n) είναι το [xk−1 , xk ]. Φυσικά, αν n = 1, τότε το μοναδικό
υποδιάστημα είναι το [x0 , x1 ] = [a, b]. Γενικά, υπάρχουν άπειρες διαμερίσεις του
διαστήματος [a, b]. Διότι κατ΄ αρχήν υπάρχουν άπειρες επιλογές του πλήθους n
των υποδιαστημάτων που ορίζονται από τη διαμέριση και, κατόπιν, για κάθε n ≥ 2
υπάρχουν άπειρες επιλογές διαιρετικών σημείων x1 , . . . , xn−1 (οπωσδήποτε, με τον
περιορισμό a < x1 < . . . < xn−1 < b). Μια πολύ συνηθισμένη επιλογή διαμέρι-
σης είναι αυτή για την οποία κάθε υποδιάστημα έχει το ίδιο μήκος b−a n . Αυτό
σημαίνει ότι x0 = a, x1 = a + b−a n , x 2 = a + 2 b−a
n , . . . , x k = a + k b−a
n , ...,
b−a b−a
xn−1 = a + (n − 1) n και xn = a + n n = b. Ονομάζουμε πλάτος μιας
διαμέρισης ∆ το μεγαλύτερο από τα μήκη των υποδιαστημάτων που ορίζονται από
τη διαμέριση αυτή, δηλαδή

πλάτος(∆) = max (xk − xk−1 ).


1≤k≤n

Ο μόνος περιορισμός στην επιλογή της διαμέρισης ∆ είναι ότι το πλάτος της πρέπει
να είναι πολύ μικρό.

Σχήμα 7.3: Χωρισμός σε κατακόρυφες λεπτές στοιχειώδεις επιφάνειες.

Αφού επιλέξουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ του [a, b] με πολύ μικρό πλάτος,


παρατηρούμε ότι το εμβαδό της αρχικής «στοιχειώδους επιφάνειας» είναι το άθροι-
σμα των εμβαδών των n διαδοχικών «στοιχειωδών επιφανειών», από τις οποίες η
k-οστή έχει ως κάτω βάση το διάστημα [xk−1 , xk ], ως άνω βάση το γράφημα της
y = h(x) για xk−1 ≤ x ≤ xk και ως πλαϊνές πλευρές το ευθύγραμμο τμήμα με
άκρα τα σημεία (xk−1 , 0) και (xk−1 , h(xk−1 )) και το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα
τα σημεία (xk , 0) και (xk , h(xk )). Ας ονομάσουμε την επιφάνεια αυτή Ak και το
εμβαδό της Ek . Είναι, λοιπόν,

E = E1 + · · · + En .

272
Το πρόβλημα υπολογισμού του εμβαδού καθεμιάς απο τις επιφάνειες A1 , . . . , An
παραμένει, διότι όλες είναι, εν γένει, καμπυλόγραμμες. ΄Ομως, υπάρχει η εξής
διαφορά: αφού το πλάτος της ∆ είναι πολύ μικρό, κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ] είναι
πολύ μικρό και, καθώς ο x διατρέχει ένα οποιοδήποτε από αυτά τα υποδιαστήματα,
το αντίστοιχο ύψος h(x) δεν είναι μεν σταθερό αλλά, όμως, οι διακυμάνσεις του από
σημείο σε σημείο είναι αμελητέες ή, με άλλα λόγια, είναι περίπου σταθερό. Μάλιστα,
όσο πιο μικρό είναι το πλάτος της ∆ τόσο πιο μικρές είναι οι διακυμάνσεις ύψους σε
κάθε υποδιάστημα. Αυτό σημαίνει ότι, αν πάρουμε ένα οποιοδήποτε ενδιάμεσο
σημείο ξk στο [xk−1 , xk ], τότε οι τιμές του y = h(x) είναι περίπου ίσες με την
h(ξk ), οπότε η επιφάνεια Ak είναι περίπου ίδια με το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
fk που έχει κάτω πλευρά το διάστημα [xk−1 , xk ] και ύψος ίσο με h(ξk ). Επομένως,
A
και το εμβαδό Ek της Ak είναι περίπου ίσο με το εμβαδό E fk = h(ξk )(xk − xk−1 )
f
του ορθογώνιου παραλληλογράμμου Ak ή, συμβολικά,

fk = h(ξk )(xk − xk−1 ) .


Ek ≈ E

Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι, αν υπολογίσουμε το E fk αντί του Ek , τότε το σφάλμα


¯ ¯
¯ f ¯
που κάνουμε, δηλαδή η Ek − Ek , είναι αμελητέο. Και όσο πιο μικρό είναι το
¯ ¯
πλάτος της ∆ τόσο πιο μικρό είναι το κάθε σφάλμα ¯Ek − E fk ¯. Υπολογίζουμε,
λοιπόν, για κάθε k = 1, . . . , n το αντίστοιχο E fk και σχηματίζουμε το άθροισμα
e f f
E = E1 +· · ·+ En , το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από το εμβαδό της ένωσης A e των
f f
ορθογωνίων παραλληλογράμμων A1 , . . . , An . Επειδή κάθε Ek είναι περίπου ίσο με
fk , συμπεραίνουμε ότι και το E = E1 + · · · + En είναι περίπου ίσο
το αντίστοιχο E
e f fn = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ) ή, συμβολικά,
με το E = E1 + · · · + E

f1 + · · · + E
E≈E fn = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ).

Πράγματι, το συνολικό σφάλμα που κάνουμε εκτιμάται ως εξής:


¯ ¯ ¯ ¡ ¢¯
e ¯ = ¯¯(E1 + · · · + En ) − E
¯E − E fn ¯¯
f1 + · · · + E
¯ ¯ ¯ ¯
≤ ¯E1 − E f1 ¯ + · · · + ¯En − E fn ¯.

Δηλαδή, το συνολικό σφάλμα δεν υπερβαίνει το άθροισμα των επιμέρους σφαλμά-


των και, επειδή όλα αυτά είναι αμελητέα, το συνολικό σφάλμα είναι αμελητέο.
Μάλιστα, όσο πιο μικρό είναι
¯ το πλάτος της διαμέρισης ∆ τόσο πιο μικρό είναι το
συνολικό σφάλμα |E − E e ¯.
Συμπεραίνουμε ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε το άγνωστο E με το γνωστό
e
E . Γιατί είναι αυτό γνωστό; Διότι υπολογίζουμε το E e : παίρνοντας οποιοδήποτε
σημείο ξk στο αντίστοιχο [xk−1 , xk ], υπολογίζοντας την αντίστοιχη τιμή h(ξk )
της συνάρτησης, πολλαπλασιάζοντας την τιμή αυτή με το μήκος (xk − xk−1 ) και
προσθέτοντας όλα αυτά τα γινόμενα καθώς ο k διατρέχει τους αριθμούς 1, . . . , n.
Συμβολίζουμε Ξ το σύνολο {ξ1 , . . . , ξn } όλων των ενδιάμεσων σημείων που επιλέ-
ξαμε, ένα σε κάθε υποδιάστημα. Παρατηρούμε ότι για κάθε διαμέριση ∆ υπάρχουν
άπειρες επιλογές Ξ, συνόλων ενδιάμεσων σημείων. Το h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · +

273
h(ξn )(xn − xn−1 ) θα το συμβολίζουμε

Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ).

Δυο πολύ συνηθισμένες επιλογές ενδιάμεσων σημείων είναι εκείνη όπου κάθε
ενδιάμεσο σημείο είναι το αριστερό άκρο του αντίστοιχου υποδιαστήματος, δηλαδή
ξk = xk−1 , και εκείνη όπου κάθε ενδιάμεσο σημείο είναι το δεξιό άκρο του αντί-
στοιχου υποδιαστήματος, δηλαδή ξk = xk .
Συνοψίζουμε:

Επιλέγουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 , x1 , . . . , xn−1 , xn } του [a, b]


με πολύ μικρό πλάτος και οποιοδήποτε σύνολο Ξ = {ξ1 , . . . , ξn } ενδιά-
μεσων σημείων. Τέλος σχηματίζουμε το αντίστοιχο Σ(h; a, b; ∆; Ξ) =
h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ). Τότε το |E − Σ(h; a, b; ∆; Ξ)| είναι
πολύ μικρό. Συμβολικά:

E ≈ Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ).

Μάλιστα, όσο πιο μικρό είναι το πλάτος της ∆ τόσο μικρότερο είναι
το σφάλμα |E − Σ(h; a, b; ∆; Ξ)|.

Την παραπάνω διατύπωση μπορούμε να την εκφράσουμε και ως εξής:

Το άθροισμα Σ(h; a, b; ∆; Ξ) προσεγγίζει απεριόριστα το εμβαδό E όταν


το πλάτος της ∆ προσεγγίζει το 0. ΄Η, με άλλα λόγια, το σφάλμα
|E − Σ(h; a, b; ∆; Ξ)| γίνεται μικρότερο από κάθε θετικό αριθμό όταν το
πλάτος της ∆ γίνεται μικρότερο από κάθε θετικό αριθμό.

To skoteinì shmeÐo thc mejìdou. Ja epistrèyoume kai ja epimeÐnoume lÐgo se


kˆpoio shmeÐo
¯ thc ¯mejìdou pou anaptÔxame. EÐnai to shmeÐo ìpou apì¯to ìti kajèna ¯ apì
¯ ta
sfˆlmata ¯Ek − E
fk ¯ eÐnai amelhtèo sumperˆname ìti to sunolikì sfˆlma ¯E1 − E
f1 ¯ +· · ·+ ¯En −
¯
fn ¯ eÐnai epÐshc amelhtèo. MporeÐ kˆpoioc na probˆlei thn ex c logikìtath ènstash. Gia na
E
¯ ¯
eÐnai kˆje sfˆlma ¯Ek − Efk ¯ amelhtèo prèpei kˆje upodiˆsthma [xk−1 , xk ] na eÐnai polÔ mikrì
kai, ìpwc eÐdame sthn arq  thc perigraf c thc mejìdou, autì sunepˆgetai ìti to pl joc n twn
upodiasthmˆtwn prèpei na eÐnai polÔ megˆlo. Katal goume, loipìn, sto ˆjroisma mikr¸n allˆ
poll¸n epimèrouc sfalmˆtwn kai den eÐnai kajìlou bèbaio ìti to ˆjroisma autì ja eÐnai mikrì:
an kˆje epimèrouc sfˆlma eÐnai Ðso me 10−5 allˆ to n eÐnai Ðso me 1013 , tìte to sunolikì
sfˆlma eÐnai Ðso me 1013 · 10−5 = 108 . H apˆnthsh sthn ènstash aut  ja dojeÐ metˆ apì
prosektik  melèth twn leptomerei¸n.
Mia sunˆrthsh y = f (x) qarakthrÐzetai omoiìmorfa suneq c se èna uposÔnolo A
tou pedÐou orismoÔ thc an gia kˆje ² > 0 upˆrqei δ > 0 ¸ste na eÐnai |f (x0 ) − f (x00 )| < ² gia
kˆje x0 kai x00 sto A me |x0 − x00 | < δ . De ja melet soume ed¸ thn ènnoia thc omoiìmorfhc
sunèqeiac; ja anafèroume mìno ìti, an h y = f (x) eÐnai omoiìmorfa suneq c sto sÔnolo A,
tìte eÐnai suneq c sto A. To antÐstrofo, en gènei, den isqÔei. Dhlad , upˆrqei parˆdeigma
sunˆrthshc y = f (x) kai sunìlou A ¸ste h y = f (x) na eÐnai suneq c sto A allˆ na mhn
eÐnai omoiìmorfa suneq c sto A. An, ìmwc, to sÔnolo A eÐnai kleistì kai fragmèno diˆsthma,
tìte isqÔei to antÐstrofo. Autì eÐnai to perieqìmeno thc epìmenhc prìtashc, thn opoÐa de ja
apodeÐxoume.

Prìtash 7.1 An h y = f (x) eÐnai suneq c sto diˆsthma [a, b], tìte h y = f (x) eÐnai
omoiìmorfa suneq c sto [a, b].

274
Ac jewr soume t¸ra opoiond pote (mikrì) ² > 0. Epeid  h y = h(x) eÐnai suneq c sto
[a, b], bˆsei thc Prìtashc 7.1, mporoÔme na broÔme ènan antÐstoiqo δ > 0 ¸ste gia kˆje x0 kai
x00 tou [a, b] me |x0 − x00 | < δ na isqÔei |h(x0 ) − h(x00 )| < ². FrontÐzoume t¸ra na epilèxoume th
diamèrish ∆ = {x0 , x1 , . . . , xn−1 , xn } ètsi ¸ste kˆje upodiˆsthma [xk−1 , xk ] na èqei m koc < δ
 , isodÔnama, ¸ste to plˆtoc thc na eÐnai < δ . Autìc ja eÐnai o monadikìc periorismìc gia thn
epilog  thc diamèrishc. Tèloc, epilègoume kai èna opoiod pote antÐstoiqo sÔnolo endiˆmeswn
shmeÐwn Ξ = {ξ1 , . . . , ξn }, ìpwc akrib¸c perigrˆyame sth mèjodo. ¯ ¯
O pr¸toc stìqoc eÐnai na ektim soume to kˆje epimèrouc sfˆlma ¯Ek − E fk ¯. GnwrÐzoume
apì to Je¸rhma Mègisthc - Elˆqisthc Tim c ìti upˆrqoun ξk,1 kai ξk,2 sto [xk−1 , xk ] ¸ste
na isqÔei h(ξk,1 ) ≤ h(x) ≤ h(ξk,2 ) gia kˆje x sto [xk−1 , xk ]. An jewr soume to orjog¸nio
parallhlìgrammo A gk,1 me kˆtw bˆsh to [xk−1 , xk ] kai Ôyoc h(ξk,1 ) kai to orjog¸nio parallh-
lìgrammo A gk,2 me kˆtw bˆsh to [xk−1 , xk ] kai Ôyoc h(ξk,2 ), tìte eÐnai fanerì ìti h epifˆneia
Ak perièqei to A gk,1 kai perièqetai sto Agk,2 . An sumbolÐsoume E g k,1 = h(ξk,1 )(xk − xk−1 ) kai
g
E k,2 = h(ξk,2 )(x k − x k−1 ) ta antÐstoiqa embadˆ touc, tìte eÐnai

g
E g
k,1 ≤ Ek ≤ E k,2 .

'Eqoume ìmwc kai to orjog¸nio parallhlìgrammo A fk me bˆsh to [xk−1 , xk ] kai Ôyoc h(ξk ),
fk perièqei to A
opìte kai to A g g
k,1 kai perièqetai sto Ak,2 . Epomènwc,

g
E fk ≤ E
k,1 ≤ E g k,2 .

Σχήμα 7.4: Το «μέσα», το «έξω» και το «ενδιάμεσο» ορθ. παραλληλόγραμμο.

Gia kˆje x0 , x00 sto [xk−1 , xk ] isqÔei |x0 − x00 | ≤ xk − xk−1 < δ , opìte, bˆsei tou krithrÐou
epilog c tou δ , eÐnai |h(x0 ) − h(x00 )| < ². Eidik¸tera, eÐnai h(ξk,2 ) − h(ξk,1 ) < ². Sunduˆzontac
ìlec tic teleutaÐec anisìthtec:
¯ ¯
¯E k − E
fk ¯ ≤ g
E g
k,2 − Ek,1

= h(ξk,2 )(xk − xk−1 ) − h(ξk,1 )(xk − xk−1 )

275
¡ ¢
= h(ξk,2 ) − h(ξk,1 ) (xk − xk−1 )
< ² · (xk − xk−1 ).

¯ Aut  ¯akrib¸c h anisìthta mac lèei ìti ta embadˆ Ek kai E fk eÐnai perÐpou Ðsa: to sfˆlma
¯E k − E
fk ¯ eÐnai mikrìtero apì th (mikr ) posìthta ² · (xk − xk−1 ).
¯ ¯ ¯ ¯
O telikìc stìqoc eÐnai na ektim soume to sunolikì sfˆlma ¯E1 − E f1 ¯ + · · · + ¯En − E
fn ¯
¯ ¯
kai, fusikˆ, to sfˆlma ¯E − E e¯. Prˆgmati:
¯ ¯ ¯ ¯ ¯ ¯
¯E − Ee¯ ≤ ¯E1 − E f1 ¯ + · · · + ¯En − E
fn ¯
< ² · (x1 − x0 ) + · · · + ² · (xn − xn−1 )
= ² · (x1 − x0 + · · · + xn − xn−1 )
= ² · (b − a).
¯ ¯
'Ara to sfˆlma ¯E − E e¯ eÐnai mikrìtero apì ton (mikrì) arijmì ² · (b − a). Kai, epeid 
¯ ¯
epilègoume apì thn arq  to ² ìso mikrì jèloume, sumperaÐnoume ìti to ¯E − Ee¯ mporeÐ na gÐnei
ìso mikrì jèloume. AparaÐthth proüpìjesh eÐnai, bèbaia, na gÐnei to plˆtoc thc ∆ katˆllhla
mikrì (dhlad  mikrìtero apì ton δ pou antistoiqeÐ ston ²).

Παράδειγμα: Η μεθοδος που αναλύσαμε έχει αξία όταν εφαρμόζεται σε καμπυ-


λόγραμμες επιφάνειες. Ας δούμε, όμως, τι θα δώσει στην απλή περίπτωση μιας
επιφάνειας A με σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου.
Θεωρούμε τη σταθερή συνάρτηση y = h(x) = c > 0 στο διάστημα [a, b].
Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} και οποιο-
δήποτε σύνολο ενδιάμεσων σημείων Ξ = {ξ1 , . . . , ξn } και υπολογίζουμε:

Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 )


= c · (x1 − x0 ) + · · · + c · (xn − xn−1 )
= c · (b − a).

Γνωρίζουμε τώρα ότι το Σ(h; a, b; ∆; Ξ) προσεγγίζει το E καθώς το πλάτος της


∆ προσεγγίζει το 0 και, επειδή το Σ(h; a, b; ∆; Ξ) έχει τη σταθερή τιμή c · (b − a)
ανεξάρτητη της διαμέρισης, συμπεραίνουμε ότι

E = c · (b − a),

κάτι που, φυσικά, είναι ήδη γνωστό.

Παράδειγμα: Πάλι θα δούμε ένα απλό παράδειγμα επιφάνειας όπου δε χρειάζεται


η μέθοδός μας. Θεωρούμε την επιφάνεια A σχήματος τραπεζίου που ορίζεται από
το διάστημα [a, b] με 0 ≤ a < b και από τη συνάρτηση y = h(x) = x.
Για ευκολία στους υπολογισμούς, θεωρούμε τη διαμέριση ∆ = {a, a + b−a n ,a+
b−a b−a b−a b−a
2 n , . . . , a+k n , . . . , a+(n−1) n , a+n n = b}, όπου όλα τα υποδιαστήματα
έχουν το ίδιο μήκος b−a b−a
n . ΄Αρα το πλάτος της ∆ είναι ακριβώς n . Επίσης, για ευ-
κολία, επιλέγουμε το σύνολο ενδιάμεσων σημείων Ξ = {a + n , a + 2 b−a
b−a
n , . . . , a+
b−a b−a b−a
k n , . . . , a + (n − 1) n , a + n n = b}, δηλαδή σε κάθε υποδιάστημα επιλέ-
γουμε το δεξιό άκρο του ως ενδιάμεσο σημείο. Τότε το αντίστοιχο άθροισμα

276
Σ(h; a, b; ∆; Ξ) είναι ίσο με
³ b − a´b − a ³ b − a´b − a
Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = a+ + a+2 + ···
n n n n
³ ´
b−a b−a ³ b − a´b − a
· · · + a + (n − 1) + a+n
n n n n
³ ¡ ¢b − a´b − a
= na + 1 + 2 + · · · + (n − 1) + n
n n
³ n(n + 1) b − a ´ b − a
= na +
2 n n
n+1 2
= a(b − a) + (b − a) .
2n
Επομένως, αν το πλάτος της ∆, δηλαδή ο b−a n , προσεγγίζει τον 0 ή, ισοδύναμα,
αν ο n αυξάνει απεριόριστα, τότε το Σ(h; a, b; ∆; Ξ) =¡ a(b − a) + n+1 2n (b − a)¢
2
n+1 2
προσεγγίζει το E. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι E = lim a(b − a) + 2n (b − a)
και, επομένως,
1 b2 − a2
E = a(b − a) + (b − a)2 = .
2 2
Παράδειγμα: Τώρα θα δούμε το πρώτο παράδειγμα επιφάνειας όπου πράγματι
χρειάζεται η μέθοδος που αναπτύξαμε. Θεωρούμε την επιφάνεια A που ορίζεται
από το διάστημα [a, b] και την y = h(x) = x2 και, επομένως, η πάνω πλευρά της
είναι τμήμα τετραγωνικής παραβολής.
Και πάλι για ευκολία παίρνουμε ∆ = {a, a+ b−a b−a b−a
n , a+2 n , . . . , a+k n , . . . , a+
(n − 1) n , a + n n = b}, όπου όλα τα υποδιαστήματα έχουν το ίδιο μήκος b−a
b−a b−a
n
και, επομένως, το πλάτος της διαμέρισης αυτής είναι b−a n . Πάλι επιλέγουμε το
Ξ = {a + b−a b−a b−a b−a b−a
n , a + 2 n , . . . , a + k n , . . . , a + (n − 1) n , a + n n = b}, δηλαδή
σε κάθε υποδιάστημα επιλέγουμε το δεξιό άκρο του ως ενδιάμεσο σημείο. Τότε
το άθροισμα Σ(h; a, b; ∆; Ξ) είναι ίσο με
³ b − a ´2 b − a ³ b − a ´2 b − a
Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = a+ + a+2 + ···
n n n n
³ b − a ´2 b − a ³ b − a ´2 b − a
· · · + a + (n − 1) + a+n
n n n n
³ ¡ ¢b − a
2
= na + 2a 1 + 2 + · · · + (n − 1) + n
n
¡ 2 ¢ 2´
(b − a) b−a
+ 1 + 22 + · · · + (n − 1)2 + n2 2
n n
2 n+1 2 (n + 1)(2n + 1)
= a (b − a) + a(b − a) + (b − a)3 .
n 6n2
΄Αρα, αν το πλάτος της ∆, δηλαδή ο b−an , προσεγγίζει τον 0 ή, ισοδύναμα, αν
ο n αυξάνει απεριόριστα, τότε το Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = a2 (b − a) + n+1 2
n a(b − a) +
(n+1)(2n+1) ¡ 2 n+1
6n2
3
(b − a) προσεγγίζει το E. ΄Αρα E = lim a (b − a) + n a(b − a)2 +
(n+1)(2n+1) ¢
6n2 (b − a)3 και, επομένως,
1 b3 − a3
E = a2 (b − a) + a(b − a)2 + (b − a)3 = .
3 3

277
Ask seic.
1. Εφαρμόστε τη μέθοδο που μελετήσαμε για να υπολογίσετε το εμβαδό της
επιφάνειας που ορίζεται από την y = x3 στο διάστημα [a, b] με a ≥ 0. Θα
2 2
χρειαστεί να αποδείξετε την ισότητα 13 + 23 + · · · + (n − 1)3 + n3 = n (n+1)
4
για κάθε φυσικό n (με την αρχή της επαγωγής).

7.2 To olokl rwma.
Με τον παρακάτω ορισμό, ουσιαστικά, γενικεύουμε τη μέθοδο που αναπτύξαμε
για τον υπολογισμό εμβαδών. Θα δούμε λίγο αργότερα ότι η γενίκευση αυτή
εφαρμόζεται σε πολλές άλλες γεωμετρικές αλλά και φυσικές καταστάσεις.
Θεωρούμε συνάρτηση y = f (x) ορισμένη και φραγμένη στο διάστημα [a, b].
Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} του [a, b]
και οποιοδήποτε αντίστοιχο σύνολο Ξ = {ξ1 , . . . , ξn } ενδιάμεσων σημείων και
σχηματίζουμε το άθροισμα

Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 ).

Το Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) ονομάζεται άθροισμα Riemann της y = f (x) ως προς


το [a, b], τη διαμέριση ∆ και το σύνολο Ξ ενδιάμεσων σημείων. Αν το άθροισμα
Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) προσεγγίζει κάποιον αριθμό I όταν το πλάτος της ∆ προσεγγίζει
τον 0, λέμε ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b], ονομάζουμε τον
αριθμό I ολοκλήρωμα της y = f (x) στο [a, b] και τον συμβολίζουμε
Z b
f (x) dx.
a

Η «μαθηματική» διατύπωση του ορισμού έχει ως εξής.

Για κάθε ² > 0 υπάρχει κάποιος δ > 0 ώστε να είναι


¯ Z b ¯
¯ ¯
¯Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) − f (x) dx¯ < ²
a

για κάθε διαμέριση ∆ του [a, b] με πλάτος(∆) < δ και κάθε αντίστοι-
χο σύνολο Ξ ενδιάμεσων σημείων.

Παρατηρήσεις: (1) Σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό, για να αποδείξουμε


ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b] πρέπει να αποδείξουμε
ότι, όταν το πλάτος(∆) πλησιάζει τον 0, τότε το άθροισμα Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) =
f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 ) πλησιάζει κάποιον συγκεκριμένο αριθμό
I (ο οποίος είναι τότε το ολοκλήρωμα της y = f (x) στο [a, b]). Προσοχή: αυτό
πρέπει να γίνει για όλες τις διαμερίσεις (με μικρό πλάτος) και για όλα τα αντίστοιχα
σύνολα ενδιάμεσων σημείων χωρίς να περιοριστούμε σε κάποιες συγκεκριμένες
διαμερίσεις ή σε κάποια συγκεκριμένα σύνολα ενδιάμεσων σημείων τα οποία είναι,
πιθανόν, βολικά για ευκολότερους υπολογισμούς των αντίστοιχων Σ(f ; a, b; ∆; Ξ).

278
(2) Αν ήδη γνωρίζουμε ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b],
Rb
τότε για να υπολογίσουμε το a f (x) dx αρκεί να περιοριστούμε σε κάποιες συγκε-
κριμένες διαμερίσεις και σε κάποια συγκεκριμένα σύνολα ενδιάμεσων σημείων με
τα οποία μπορούμε να υπολογίσουμε ευκολότερα τα αντίστοιχα Σ(f ; a, b; ∆; Ξ)
και να φροντίσουμε μόνο ώστε τα πλάτη των διαμερίσεων που θα επιλέξουμε να
προσεγγίζουν τον 0.
(3) Η τιμή του ολοκληρώματος μιας συνάρτησης δεν εξαρτάται από το σύμβολο
που χρησιμοποιούμε για την ανεξάρτητη μεταβλητή. Δηλαδή τα σύμβολα
Z b Z b Z b Z b
f (x) dx, f (y) dy, f (t) dt, f (u) du
a a a a

δηλώνουν όλα τον ίδιο αριθμό, το ολοκλήρωμα της y = f (x) στο διάστημα [a, b].
(4) Το ολοκλήρωμα είναι το όριο του αθροίσματος Riemann όταν το πλάτος της
διαμέρισης τείνει στο 0. Συμβολικά γράφουμε
Z b
lim Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) = f (x) dx
πλάτος(∆)→0 a

αν και ο συμβολισμός αυτός είναι κάπως ασαφής από μαθηματική σκοπιά. Πάντως,
συνδέεται με τον εξής μνημονικό κανόνα. Το άθροισμα Riemann Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) =
f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 ) είναι, σε «λιτή» γραφή, ένα άθροισ-
μα της μορφής Σf (x)∆x, δηλαδή άθροισμα (Σ) γινομένων της μορφής: τιμή της
συνάρτησης σε κάποιο σημείο (f (x)) επί διαφορά κοντινών σημείων (∆x). Αν
χρησιμοποιήσουμε το πρώτο γράμμα της λατινικής λέξης Sum (= ΄Αθροισμα),
τότε γράφουμε S f (x)∆x για το άθροισμα Riemann και, παίρνοντας όριο, το
∆x γίνεται dx (τα απειροστά R μεγέθη που συναντάμε και στις παραγώγους) και το
S «μακραίνει» και γίνεται .

Το αποτέλεσμα που θα διατυπώσουμε τώρα είναι σημαντικό διότι εξασφαλίζει


μια ολόκληρη κατηγορία ολοκληρώσιμων συναρτήσεων. Το μόνο που απομένει γι
αυτές είναι ο υπολογισμός των ολοκληρωμάτων τους με βάση την παρατήρηση (2).
Δε θα αποδείξουμε το αποτέλεσμα αυτό.
Θεώρημα 7.1 Αν η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [a, b], τότε είναι
ολοκληρώσιμη στο [a, b].
΄Ενα ακόμη αποτέλεσμα στην ίδια κατεύθυνση, το οποίο, επίσης, δε θα αποδεί-
ξουμε, είναι το εξής.
Θεώρημα 7.2 Αν η y = f (x) είναι μονότονη στο διάστημα [a, b], τότε είναι
ολοκληρώσιμη στο [a, b].
Παράδειγμα: ΄Εστω y = h(x) συνεχής στο διάστημα [a, b] με την ιδιότητα:
h(x) ≥ 0 για κάθε x στο [a, b]. Στην προηγούμενη ενότητα αντιμετωπίσαμε το
πρόβλημα υπολογισμού του εμβαδού E της επιφάνειας A που περικλείεται ανάμεσα
στο [a, b], στο γράφημα της y = h(x), στο ευθ. τμήμα με άκρα (a, 0) και (a, h(a))
και στο ευθ. τμήμα με άκρα (b, 0) και (b, h(b)). Η απάντηση που δόθηκε στην
προηγούμενη ενότητα παίρνει τώρα τη μορφή

279
Z b
E= h(x) dx
a

διότι, όπως είδαμε, το εμβαδό E είναι, ακριβώς, ο αριθμός τον οποίο προσεγγίζουν
τα αθροίσματα Σ(h; a, b; ∆; Ξ) = h(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + h(ξn )(xn − xn−1 ).

Παράδειγμα: Στην προηγούμενη ενότητα υπολογίσαμε το εμβαδό των επι-


φανειών ανάμεσα στον x-άξονα και στα γραφήματα τριών συγκεκριμένων συναρτή-
σεων: της σταθερής y = c > 0 και της y = x2 σε οποιοδήποτε διάστημα [a, b]
καθώς και της y = x σε οποιοδήποτε διάστημα [a, b] με 0 ≤ a < b. Με το
συμβολισμό των ολοκληρωμάτων τα συμπεράσματα γράφονται:
Z b Z b Z b
b2 − a2 b3 − a3
1 dx = b − a, x dx = , x2 dx = .
a a 2 a 3
Για τον υπολογισμό του πρώτου ολοκληρώματος δε χρειάστηκε να χρησιμοποιή-
σουμε ειδικές διαμερίσεις ή ειδικά σύνολα ενδιάμεσων σημείων διότι οι υπολογι-
σμοί των αθροισμάτων Riemann ήταν εύκολοι. Για τον υπολογισμό των άλλων δυο
ολοκληρωμάτων χρησιμοποιήσαμε διαμερίσεις με ισαπέχοντα διαδοχικά διαιρετικά
σημεία και με τα ίδια τα διαιρετικά σημεία ως ενδιάμεσα σημεία. Δηλαδή οι ∆ και
τα Ξ ήταν ειδικού τύπου. Πρέπει, επίσης, να πούμε ότι ο περιορισμός 0 ≤ a < b
Rb 2 2
για το a x dx = b −a 2 χρειάστηκε μόνο για να είναι x ≥ 0 στο διάστημα [a, b]. Οι
υπολογισμοί, όμως, των αθροισμάτων Riemann μπορούν να μείνουν απαράλλακτοι
για κάθε a, b με a < b.

Παράδειγμα: Αν και θα δούμε αργότερα έναν άλλο τρόπο υπολογισμού του, θα


Rb
υπολογίσουμε τώρα το ολοκλήρωμα a x1 dx όταν 0 < a < b, χρησιμοποιώντας τον
ορισμό του. Το Θεώρημα 7.1 εγγυάται ότι το ολοκλήρωμα αυτό υπάρχει, αφού η
y = x1 είναι συνεχής στο [a, b].
Για να υπολογίσουμε το ολοκλήρωμα θα θεωρήσουμε κατάλληλες διαμερίσεις
του [a, b] και σύνολα ενδιάμεσων σημείων ώστε τα πλάτη αυτών των διαμερίσεων
να προσεγγίζουν τον 0 και, επομένως, τα αντίστοιχα αθροίσματα Riemann να
προσεγγίζουν την τιμή του ολοκληρώματος.
Για κάθε n θεωρούμε τη διαμέριση ∆ = {a, aµ, aµ2 , . . . , aµn−1 , aµ n
q = b},
όπου ο αριθμός µ προσδιορίζεται από την ισότητα aµn = b : µ = n ab > 1.
Προσέξτε: τα υποδιαστήματα που ορίζονται δεν έχουν ίδιο μήκος. Θεωρούμε,
επίσης, το Ξ = {aµ, aµ2 , . . . , aµn−1 , aµn = b}, δηλαδή σε κάθε υποδιάστημα
επιλέγουμε το δεξιό άκρο ως ενδιάμεσο
¡ ¢ σημείο. Το μήκος του k-οστού υποδι-
αστήματος είναι aµk − aµk−1 = a 1 − µ1 µk και, επειδή είναι µ > 1, το μεγαλύτερο
¡ p ¢
μήκος είναι το n-οστό. Δηλαδή είναι πλάτος(∆) = a(1 − µ1 )µn = b 1 − n ab .
¡ p ¢
Συνεπάγεται ότι lim πλάτος(∆) = lim b 1 − n ab = b(1 − 1) = 0. Επομένως,
το αντίστοιχο άθροισμα Riemann προσεγγίζει το ολοκλήρωμα. Υπολογίζουμε,
λοιπόν, το άθροισμα Riemann:
1 1
Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) = (aµ − a) + 2 (aµ2 − aµ) + · · ·
aµ aµ

280
1 1
· · · + n−1 (aµn−1 − aµn−2 ) + n (aµn − aµn−1 )
aµ aµ
³ 1´ ³ 1´ ³ 1´ ³ 1´
= 1− + 1− + ··· + 1 − + 1−
µ µ µ µ
³ ´ ³ r ´
1 a
= n 1− =n 1− n .
µ b
Συμπεραίνουμε ότι
Z ³ ³ r
b
1 a ´´ b
dx = lim n 1 − n
= log .
a x b a
x
Το τελευταίο όριο προκύπτει από τη γνωστή παράγωγο limx→0 (x6=0) a x−1 =
x
−a0
¯
ax ¯
limx→0 (x6=0) ax−0 = ddx = a0 log a = log a. Από το όριο αυτό, μέσω της
1
x=0 ¡ √ ¢
ακολουθίας με τύπο xn = n , περνάμε στο lim n( n a − 1) = log a.

Παράδειγμα: Θα δούμε τώρα ένα πολύ απλό παράδειγμα συνάρτησης η οποία εί-
ναι ολοκληρώσιμη παρά το ότι δεν είναι συνεχής. Θεωρούμε οποιοδήποτε διάστημα
[a, b], οποιονδήποτε c στο [a, b], δηλαδή a ≤ c ≤ b, και την
½
1 , αν x = c,
y = f (x) =
0 , αν x είναι στο [0, 1] και είναι 6= c.

Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} και


οποιοδήποτε αντίστοιχο σύνολο ενδιάμεσων σημείων Ξ = {ξ1 , . . . , ξn }. Τώρα
διακρίνουμε τις εξής τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη είναι όταν κανένα από τα ενδιάμε-
σα σημεία δεν είναι ίσο με το c, οπότε Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · +
f (ξn )(xn −xn−1 ) = 0(x1 −x0 )+· · ·+0(xn −xn−1 ) = 0. Η δεύτερη περίπτωση είναι
όταν ακριβώς ένα από τα ενδιάμεσα σημεία είναι ίσο με c, για παράδειγμα ξk = c για
ακριβώς ένα k, οπότε Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξk )(xk − xk−1 ) +
· · · + f (ξn )(xn − xn−1 ) = 0(x1 − x0 ) + · · · + 1(xk − xk−1 ) + · · · + 0(xn − xn−1 ) =
xk − xk−1 . Η τρίτη περίπτωση είναι όταν ακριβώς δυο από τα ενδιάμεσα σημεία
είναι ίσα με c, οπότε τα ενδιάμεσα αυτά σημεία είναι σε διαδοχικά υποδιαστήμα-
τα και ταυτίζονται με το κοινό τους άκρο, το κοινό διαιρετικό σημείο. Δηλαδή
ξk = ξk+1 = xk = c για κάποιο k, οπότε Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · +
f (ξn )(xn − xn−1 ) = 0(x1 − x0 ) + · · · + f (ξk )(xk − xk−1 ) + f (ξk+1 )(xk+1 − xk ) +
· · · + 0(xn − xn−1 ) = 1(xk − xk−1 ) + 1(xk+1 − xk ) = xk+1 − xk−1 . Δεν υπάρχει
άλλη περίπτωση διότι ο c δε μπορεί να είναι ίσος με περισσότερα από δυο ενδιάμεσα
σημεία. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε

0 ≤ Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) ≤ 2 · πλάτος (∆).

΄Αρα το Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) προσεγγίζει τον 0 όταν το πλάτος(∆) προσεγγίζει τον 0.


Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η συνάρτηση είναι ολοκληρώσιμη και ότι
Z b
f (x) dx = 0.
a

281
Παράδειγμα: Για να μην δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κάθε συνάρτηση είναι
ολοκληρώσιμη ας δούμε το εξής παράδειγμα. Θεωρούμε την
½
1 , αν x είναι ρητός στο [0, 1],
y = f (x) =
0 , αν x είναι άρρητος στο [0, 1].

Η συνάρτηση αυτή είναι ορισμένη στο [0, 1]. Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση
∆ = {x0 = 0, x1 , . . . , xn−1 , xn = 1} με οσοδήποτε μικρό πλάτος και οποιοδήποτε
σύνολο ενδιάμεσων σημείων Ξ = {ξ1 , . . . , ξn }. Επειδή σε κάθε διάστημα υπάρχουν
και ρητοί και άρρητοι αριθμοί, μπορούμε να επιλέξουμε το σύνολο Ξ ώστε όλα τα
στοιχεία του να είναι ρητοί αριθμοί αλλά και να επιλέξουμε το Ξ ώστε όλα τα
στοιχεία του να είναι άρρητοι αριθμοί. Στην πρώτη περίπτωση: Σ(f ; 0, 1; ∆, Ξ) =
f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 ) = 1(x1 − x0 ) + · · · + 1(xn − xn−1 ) =
(x1 − x0 ) + · · · + (xn − xn−1 ) = 1 διότι κάθε τιμή f (ξk ) είναι ίση με 1. Στη δεύτερη
περίπτωση: Σ(f ; 0, 1; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 ) = 0(x1 −
x0 )+· · ·+0(xn −xn−1 ) = 0 διότι κάθε τιμή f (ξk ) είναι ίση με 0. Βλέπουμε, λοιπόν,
ότι υπάρχουν αθροίσματα Riemann με διαμερίσεις οσοδήποτε μικρού πλάτους, τα
οποία έχουν τιμή 1, και αθροίσματα Riemann με διαμερίσεις οσοδήποτε μικρού
πλάτους, τα οποία έχουν τιμή 0. Επομένως, δεν ισχύει ότι, καθώς το πλάτος των
διαμερίσεων προσεγγίζει τον 0, τα αντίστοιχα αθροίσματα Riemann προσεγγίζουν
κάποιον (όλα τον ίδιο) αριθμό. ΄Αρα η συνάρτηση δεν είναι ολοκληρώσιμη.

Ask seic.
1. Χρησιμοποιήστε διαμέριση με ισαπέχοντα διαιρετικά σημεία (όπως και με τα
Rb Rb
a
x dx και a x2 dx) για να αποδείξετε ότι
Z b
αb − α a
αx dx =
a log α
για κάθε a, b με a < b και για κάθε α > 0, α 6= 1. Ειδικώτερα,
Z b
ex dx = eb − ea .
a

2. Χρησιμοποιήστε την ίδια διαμέριση με αυτή που χρησιμοποιήσαμε για τον


Rb
υπολογισμό του a x1 dx για να αποδείξετε ότι
Z b
bα+1 − aα+1
xα dx =
a α+1
για κάθε a, b με 0 < a < b και κάθε α.
3. Χρησιμοποιήστε διαμέριση με ισαπέχοντα διαιρετικά σημεία για να αποδείξετε
ότι Z Z
b b
cos x dx = sin b − sin a, sin x dx = cos a − cos b
a a

282
για κάθε a, b με a < b. Θα χρειαστείτε τους τύπους
(n+1)q
sin nq
2 cos(p + 2 )
cos(p + q) + cos(p + 2q) + · · · + cos(p + nq) =
sin 2q
(n+1)q
sin nq
2 sin(p + 2 )
sin(p + q) + sin(p + 2q) + · · · + sin(p + nq) = .
sin 2q
Αποδείξτε τους, πολλαπλασιάζοντας με το sin 2q και χρησιμοποιώντας γνω-
στές τριγωνομετρικές ισότητες για τα cos y sin z και sin y sin z.
4. Γράψτε καθένα από τα παρακάτω όρια με τη μορφή ολοκληρώματος.
¡ n n n n
¢
(i) lim n2 +1 2 + n2 +22 + · · · + n2 +(n−1)2 + n2 +n2 .

√ √ √
n2 −02 + n2 −12 +···+ n2 −(n−1)2
(ii) lim n2 .
³ ´
(iii) lim √n21+12 + √n21+22 + · · · + √ 2 1 + √ 1
n2 +n2
.
n +(n−1)2
√ √ √ √
n+1+ n+2+···+ n+(n−1)+ n+n
(iv) lim 3 .
n2
¡ 1 1 1 1
¢
5. Υπολογίστε το όριο lim n+1 + n+2 +· · ·+ n+(n−1) + n+n αφού το γράψετε
στη μορφή ολοκληρώματος.

7.3 Idiìthtec oloklhrwmˆtwn.


Α. Αλγεβρικές πράξεις με ολοκληρώματα.
Πρόταση 7.2 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και λ είναι
οποιοσδήποτε αριθμός. Τότε και η y = λf (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και
Z b Z b
¡ ¢
λf (x) dx = λ f (x) dx.
a a

JewroÔme opoiad pote diamèrish ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} kai opoiod pote


antÐstoiqo sÔnolo Ξ = {ξ1 , . . . , ξn } endiˆmeswn shmeÐwn kai èqoume ìti
Σ(λf ; a, b; ∆; Ξ) = λf (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + λf (ξn )(xn − xn−1 )
¡ ¢
= λ f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 )
= λΣ(f ; a, b; ∆; Ξ).

PaÐrnoume opoiond pote
¯ ² > 0, opìte upˆrqei
¯ δ >² 0 ¸ste gia kˆje ∆ me¯ plˆtoc(∆) < δ kai
Rb
kˆje Ξ na eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) − a f (x) dx¯ < |λ|+1 . Sunepˆgetai ìti ¯Σ(λf ; a, b; ∆; Ξ) −
Rb ¯ ¯ Rb ¯
λ f (x) dx¯ = ¯λΣ(f ; a, b; ∆; Ξ) − λ f (x) dx¯ ≤ |λ| |λ|+1
²
< ². Epomènwc, h y = λf (x) eÐnai
a
Rb¡ ¢ Rb
a
oloklhr¸simh kai a
λf (x) dx = λ
a
f (x) dx.

Πρόταση 7.3 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι ολοκληρώσιμες στο
[a, b]. Τότε η y = f (x) + g(x) είναι κι αυτή ολοκληρώσιμη στο [a, b] και

283
Z b Z b Z b
¡ ¢
f (x) + g(x) dx = f (x) dx + g(x) dx.
a a a

JewroÔme opoiad pote diamèrish ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} kai opoiod pote


antÐstoiqo sÔnolo Ξ = {ξ1 , . . . , ξn } endiˆmeswn shmeÐwn kai èqoume ìti
¡ ¢ ¡ ¢
Σ(f + g; a, b; ∆; Ξ) = f (ξ1 ) + g(ξ1 ) (x1 − x0 ) + · · · + f (ξn ) + g(ξn ) (xn − xn−1 )
= f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 )
+g(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + g(ξn )(xn − xn−1 )
= Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) + Σ(g; a, b; ∆; Ξ).

PaÐrnoume opoiond pote
¯ ² > 0, opìte upˆrqei ¯δ 0 > 0 ¸ste gia kˆje ∆ me plˆtoc(∆) < δ 0
Rb
kai kˆje Ξ na eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) − a f (x) dx¯ < 2² kai upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste gia kˆje
¯ Rb ¯
∆ me plˆtoc(∆) < δ 00 kai kˆje Ξ na eÐnai ¯Σ(g; a, b; ∆; Ξ) − g(x) dx¯ < 2² . OrÐzoume
a
δ = min{δ , δ }, opìte gia kˆje ∆ me plˆtoc(∆) < δ kai kˆje Ξ isqÔoun kai oi duo pro-
0 00
¯ ¡R b Rb ¢¯
hgoÔmenec anisìthtec kai, epomènwc, h ¯Σ(f + g; a, b; ∆; Ξ) − f (x) dx + g(x) dx ¯ =
¯¡ ¢ ¡R R ¢¯ ¯ a a R ¯
¯ Σ(f ; a, b; ∆; Ξ)+Σ(g; a, b; ∆; Ξ) − b f (x) dx+ b g(x) dx ¯ ≤ ¯Σ(f ; a, b; ∆; Ξ)− b f (x) dx¯
¯ Rb ¯ a a a
+¯Σ(g; a, b; ∆; Ξ) − g(x) dx¯ < 2² + 2² = ². Epomènwc, h y = f (x) + g(x) eÐnai oloklhr¸simh
Rb¡ ¢a Rb Rb
kai a
f (x) + g(x) dx =
a
f (x) dx +
a
g(x) dx.

Συνδυάζοντας τις δυο προηγούμενες προτάσεις, βλέπουμε ότι, αν οι y = f (x)


και y = g(x) είναι ολοκληρώσιμες στο [a, b] και οι λ και µ είναι δυο αριθμοί, τότε
η y = λf (x) + µg(x) είναι κι αυτή ολοκληρώσιμη στο [a, b] και
Z b Z b Z b
¡ ¢
λf (x) + µg(x) dx = λ f (x) dx + µ g(x) dx.
a a a

Μπορούμε, μάλιστα, με την αρχή της επαγωγής να αποδείξουμε ότι, αν οι


y = f1 (x), . . . , y = fm (x) είναι όλες ολοκληρώσιμες στο [a, b] και οι λ1 , . . . , λm
είναι αριθμοί, τότε και η λ1 f1 (x) + · · · + λm fm (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]
και
Z b Z b Z b
¡ ¢
λ1 f1 (x) + · · · + λm fm (x) dx = λ1 f1 (x) dx + · · · + λm fm (x) dx.
a a a
Rb Rb Rb Rb
Παράδειγμα: Είναι a (λ + µx + νx2 ) dx = λ a 1 dx + µ a x dx + ν a x2 dx =
2 2 3 3 ¡ 2 3 ¢ ¡ 2 3 ¢
λ(b−a)+µ b −a2 +ν b −a
3 = λb+µ b2 +ν b3 − λa+µ a2 +ν a3 . Λίγο αργότερα
θα γενικεύσουμε αυτό το παράδειγμα.
Rb Rb Rb
Παράδειγμα: a (ρ x1 + λ + µx + νx2 ) dx = ρ a x1 dx + a (λ + µx + νx2 ) dx =
2 2 3 3 ¡ 2 3¢ ¡
ρ log ab + λ(b − a) + µ b −a
2 + ν b −a
3 = ρ log b + λb + µ b2 + ν b3 − ρ log a +
2 3¢
λa + µ a2 + ν a3 αν 0 < a < b.

Παράδειγμα: ΄Εστω διάστημα [a, b] και m σημεία c1 , . . . , cm στο [a, b]. Θεω-
ρούμε οποιαδήποτε y = f (x) η οποία έχει τιμή f (x) = 0 σε κάθε x στο [a, b]
εκτός από τα σημεία c1 , . . . , cm . Τότε η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]
Rb
και a f (x) dx = 0.

284
Αυτό μπορούμε να το δούμε ως εξής. Ονομάζουμε λ1 , . . . , λm τις τιμές της
συνάρτησης½ στα σημεία c1 , . . . , cm , αντιστοίχως. Για κάθε ck θεωρούμε την y =
1 , αν x = ck ,
fk (x) = Είναι εύκολο να δούμε ότι τότε
0 , αν ο x είναι στο [a, b] και x 6= ck .
ισχύει f (x) = λ1 f1 (x) + · · · + λm fm (x) για κάθε x στο [a, b], οπότε, επειδή κάθε
Rb
y = fk (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] με a fk (x) dx = 0, συνεπάγεται ότι και
Rb Rb
η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και ότι a f (x) dx = λ1 a f1 (x) dx +
Rb
· · · + λm a fm (x) dx = λ1 0 + · · · + λm 0 = 0.

Δε θα αποδείξουμε τις επόμενες δυο προτάσεις.


Πρόταση 7.4 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι ολοκληρώσιμες στο
[a, b]. Τότε η y = f (x)g(x) είναι κι αυτή ολοκληρώσιμη στο [a, b].
Παρατήρηση: Πρέπει να τονίσουμε ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση του
αθροίσματος συναρτήσεων, δεν υπάρχει τύπος ο οποίος να συνδέει το ολοκλήρω-
μα του γινομένου συναρτήσεων με τα ολοκληρώματα των δυο συναρτήσεων ξε-
Rb Rb Rb
χωριστά. Για παράδειγμα, δεν ισχύει ότι a f (x)g(x) dx = a f (x) dx a g(x) dx.
Αυτός, αν ίσχυε, θα ήταν τύπος ανάλογος του τύπου που ισχύει για το άθροισμα
συναρτήσεων.

Παράδειγμα: Για να δούμε ότι δεν ισχύει γενικά ο παραπάνω τύπος για το
Rb
ολοκλήρωμα γινομένου συναρτήσεων θεωρούμε το παράδειγμα με a 1 · 1 dx =
Rb Rb Rb
a
1 dx = b − a και a 1 dx a 1 dx = (b − a)(b − a) = (b − a)2 . Η ισότητα
b − a = (b − a)2 δεν ισχύει γενικά!
Πρόταση 7.5 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]. Αν για
1
κάποιο αριθμό m > 0 ισχύει |f (x)| ≥ m για κάθε x στο [a, b], τότε η y = f (x)
είναι κι αυτή ολοκληρώσιμη στο [a, b].
Παρατήρηση: Τονίζουμε ότι, όπως και με το γινόμενο συναρτήσεων, δεν
υπάρχει γενικός τύπος που να συνδέει το ολοκλήρωμα του αντιστρόφου μιας
συνάρτησης με το ολοκλήρωμα της συνάρτησης. Για παράδειγμα, δεν ισχύει ότι
Rb 1
a f (x)
dx = R b 1 .
f (x) dx
a

Παράδειγμα: Για να δούμε ότι δεν ισχύει, γενικά, ο παραπάνω τύπος θεω-
Rb Rb
ρούμε το παράδειγμα με a 11 dx = a 1 dx = b − a και R b 1 1
= b−a . Η ισότητα
1 dx
a
1
b−a= b−a δεν ισχύει γενικά!

Β. Ισότητα ολοκληρωμάτων.
Πρόταση 7.6 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) ταυτίζονται στο διάστημα [a, b]
εκτός σε πεπερασμένου πλήθους σημεία του [a, b]. Αν μια από τις δυο συναρτήσεις
είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b], τότε και η άλλη είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και
Z b Z b
g(x) dx = f (x) dx.
a a

285
'Estw ìti h y = f (x) eÐnai oloklhr¸simh sto [a, b]. OrÐzoume thn y = h(x) = g(x) − f (x), h
opoÐa èqei tim  h(x) = 0 se kˆje x tou [a, b] ektìc se peperasmènou pl jouc shmeÐa tou [a, b],
Rb
opìte, sÔmfwna me prohgoÔmeno parˆdeigma, eÐnai oloklhr¸simh sto [a, b] kai a h(x) dx = 0.
Epeid  eÐnai g(x) = f (x) + h(x) gia kˆje x sto [a, b], sunepˆgetai ìti kai h y = g(x) eÐnai
Rb Rb Rb Rb
oloklhr¸simh sto [a, b] kai a g(x) dx = a f (x) dx + a h(x) dx = a f (x) dx.

Το προηγούμενο αποτέλεσμα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής.

Αν μια συνάρτηση είναι ολοκληρώσιμη σε κάποιο διάστημα και δημι-


ουργήσουμε μια νέα συνάρτηση αλλάζοντας τις τιμές της αρχικής σε
πεπερασμένου πλήθους σημεία του διαστήματος, τότε η νέα συνάρτηση
είναι κι αυτή ολοκληρώσιμη στο ίδιο διάστημα και το ολοκλήρωμά
της είναι το ίδιο με το ολοκλήρωμα της αρχικής συνάρτησης.

Γ. Υποδιαστήματα και γειτονικά διαστήματα.

Πρόταση 7.7 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]. Τότε η
y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη σε κάθε [c, d] το οποίο περιέχεται στο [a, b].

Δε θα αποδείξουμε την προηγούμενη πρόταση.

Πρόταση 7.8 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στα [a, b] και [b, c].
Τότε η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, c] και
Z c Z b Z c
f (x) dx = f (x) dx + f (x) dx.
a a b

Epeid  h y = f (x) eÐnai oloklhr¸simh sta [a, b] kai [b, c], eÐnai kai fragmènh sta diast mata
autˆ, opìte upˆrqoun M 0 kai M 00 ¸ste na eÐnai |f (x)| ≤ M 0 gia kˆje x sto [a, b] kai |f (x)| ≤
M 00 gia kˆje x sto [b, c]. OrÐzoume M = max{M 0 , M 00 } kai sunepˆgetai ìti eÐnai |f (x)| ≤ M 0 ≤
M gia kˆje x sto [a, b] kai |f (x)| ≤ M 00 ≤ M gia kˆje x sto [b, c]. 'Ara eÐnai |f (x)| ≤ M gia
kˆje x sto [a, c].
JewroÔme opoiad pote diamèrish ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = c} tou [a, c] tetoia
¸ste o b na eÐnai èna apì ta diairetikˆ thc shmeÐa: èstw b = xk gia kˆpoion k me 1 ≤ k ≤
n − 1. JewroÔme kai opoiod pote antÐstoiqo sÔnolo endiˆmeswn shmeÐwn Ξ = {ξ1 , . . . , ξn }.
T¸ra orÐzoume th diamèrish ∆0 = {x0 = a, x1 , . . . , xk−1 , xk = b} tou [a, b] kai to antÐ- s-
toiqo sÔnolo endiˆmeswn shmeÐwn Ξ0 = {ξ1 , . . . , ξk }. EpÐshc, orÐzoume th diamèrish ∆00 =
{xk = b, xk+1 , . . . , xn−1 , xn = c} tou [b, c] kai to antÐstoiqo sÔnolo endiˆmeswn shmeÐwn
Ξ00 = {ξk+1 , . . . , ξn }. T¸ra eÐnai:
Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξk )(xk − xk−1 )
+f (ξk+1 )(xk+1 − xk ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 )
= Σ(f ; a, b; ∆0 , Ξ0 ) + Σ(f ; b, c; ∆00 , Ξ00 ).
¯
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0, opìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆0 , Ξ0 ) −
Rb ¯ ²
f (x) dx¯ < 3 gia kˆje ∆0 me plˆtoc(∆0 ) < δ 0 kai kˆje antÐstoiqo Ξ0 kai upˆrqei δ 00 > 0
a ¯ Rc ¯
¸ste na eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆00 , Ξ00 ) − b f (x) dx¯ < 3² gia kˆje ∆00 me plˆtoc(∆00 ) < δ 00 kai kˆje
© ²
ª
antÐstoiqo Ξ . OrÐzoume δ = min δ , δ , 6M +1 kai èstw opoiad pote diamèrish ∆ tou [a, c]
00 0 00

me plˆtoc(∆) < δ kai opoiod pote antÐstoiqo Ξ. DiakrÐnoume duo peript¸seic.


PerÐptwsh 1. 'Estw ìti h ∆ perièqei ton b wc diairetikì shmeÐo. Tìte, sÔmfwna me th deÔterh
parˆgrafo, h ∆ analÔetai se diamerÐseic ∆0 tou [a, b] kai ∆00 tou [b, c] kai to Ξ se Ξ0 kai Ξ00 .

286
Profan¸c, eÐnai¯plˆtoc(∆0 ) ≤ plˆtoc(∆) < δ ¯≤ δ 0 kai plˆtoc
¯ (∆00 ) ≤ plˆtoc(∆) < δ ≤ δ 00 kai,
¯
Rb Rc
epomènwc, eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆ , Ξ ) − a f (x) dx¯ < 3 kai ¯Σ(f ; a, b; ∆00 , Ξ00 ) − b f (x) dx¯ < 3² .
0 0 ²

EpÐshc, pˆli sÔmfwna me th deÔterh parˆgrafo, eÐnai Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) = Σ(f ; a, b; ∆0 , Ξ0 ) +


Σ(f ; b, c; ∆00 , Ξ00 ). Sunduˆzontac ìla autˆ,
¯ ³Z b Z c ´¯ ¯³ ´
¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − ¯ ¯
f (x) dx ¯ = ¯ Σ(f ; a, b; ∆0 , Ξ0 ) + Σ(f ; b, c; ∆00 , Ξ00 )
¯ f (x) dx +
a b
³Z b Z c ´¯
¯
− f (x) dx + f (x) dx ¯
a b
¯ Z b ¯
¯
≤ ¯Σ(f ; a, b; ∆0 , Ξ0 ) − f (x) dx¯
¯
a
¯ Z c ¯
¯ 00 00
+¯Σ(f ; a, b; ∆ , Ξ ) −
¯
f (x) dx¯
b
² ² 2²
< + = < ².
3 3 3
PerÐptwsh 2. 'Estw ìti h ∆ den perièqei ton b wc diairetikì shmeÐo. Dhlad  eÐnai xk−1 < b < xk
gia kˆpoion k me 1 ≤ k ≤ n. DhmiourgoÔme thn ∆∗ = {x0 = a, . . . , xk−1 , b, xk , . . . , xn = c},
episunˆptontac ton b wc epiplèon diairetikì shmeÐo sthn ∆. EÐnai fanerì ìti plˆtoc(∆∗ ) ≤
plˆtoc(∆) < δ . EpÐshc, dhmiourgoÔme to Ξ∗ = {ξ1 , . . . , ξk−1 , η, ζ, ξk+1 , . . . , ξn }, paÐrnontac
kˆpoion η sto [xk−1 , b] kai kˆpoion ζ sto [b, xk ] kai agno¸ntac ton ξk sto [xk−1 , xk ]. Tìte
eÐnai
¯ ¯ ¯ ¯
¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − Σ(f ; a, c; ∆∗ , Ξ∗ )¯ = ¯f (ξk )(xk − xk−1 ) − f (η)(b − xk−1 ) − f (ζ)(xk − b)¯
¯
= ¯f (ξk )(b − xk−1 ) + f (ξk )(xk − b)
¯
−f (η)(b − xk−1 ) − f (ζ)(xk − b)¯
¯ ¯ ¯ ¯
≤ ¯f (ξk ) − f (η)¯(b − xk−1 ) + ¯f (ξk ) − f (ζ)¯(xk − b)
≤ 2M (b − xk−1 ) + 2M (xk − b) = 2M (xk − xk−1 )
²
< 2M δ < .
3
Epeid  h ∆∗ perièqei ton b wc diairetikì shmeÐo, sÔmfwna me to apotèlesma thc perÐptwshc
1, sunepˆgetai ìti
¯ ³Z b Z c ´¯
¯ ¯ 2² .
¯Σ(f ; a, c; ∆∗ , Ξ∗ ) − f (x) dx + f (x) dx ¯ <
3
a b
¯ ¯ ²
Sunduˆzontac me thn anisìthta ¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − Σ(f ; a, c; ∆ , Ξ )¯ < 3 , katal goume sthn
∗ ∗

¯ ³Z b Z c ´¯ ¯ ¯
¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − ¯
f (x) dx ¯ ≤ ¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − Σ(f ; a, c; ∆∗ , Ξ∗ )¯
¯ f (x) dx +
a b
¯ ³Z b Z c ´¯
¯
+¯Σ(f ; a, c; ∆∗ , Ξ∗ ) −
¯
f (x) dx + f (x) dx ¯
a b
² 2²
< + = ².
3 3
¯ ¡R b Rc ¢¯
'Ara se kˆje perÐptwsh eÐnai ¯Σ(f ; a, c; ∆, Ξ) − f (x) dx + f (x) dx ¯ < ².
Rac Rbb Rc
'Ara h y = f (x) eÐnai oloklhr¸simh sto [a, c] kai a
f (x) dx =
a
f (x) dx +
b
f (x) dx.

Το αποτέλεσμα αυτό γενικεύεται για τρία διαδοχικά διαστήματα και με την


αρχή της επαγωγής για οποιοδήποτε αριθμό διαδοχικών διαστημάτων. Δηλαδή, αν

287
η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη σε καθένα από τα [a1 , a2 ], [a2 , a3 ], . . . , [am−1 , am ],
τότε η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη και στο [a1 , am ] και
Z am Z a2 Z am
f (x) dx = f (x) dx + · · · + f (x) dx.
a1 a1 am−1

Θα δούμε τώρα μια άμεση εφαρμογή του τελευταίου αποτελέσματος. Πρώ-


τα, όμως, θα ορίσουμε μια κατηγορία συναρτήσεων ευρύτερη της κατηγορίας των
συνεχών συναρτήσεων.
Η y = f (x) ονομάζεται κατά τμήματα συνεχής στο διάστημα [a, b] αν
υπάρχουν διαδοχικά σημεία t0 = a, t1 , . . . , tm−1 , tm = b ώστε η y = f (x) να είναι
συνεχής σε καθένα από τα ανοικτά διαστήματα (t0 , t1 ), . . . , (tm−1 , tm ) και να υπάρ-
χουν τα πλευρικά όρια της συνάρτησης σε καθένα από τα σημεία t0 , t1 , . . . , tm−1 , tm
(το ένα πλευρικό όριο στα άκρα t0 = a και tm = b και τα δυο πλευρικά όρια σε
κάθε άλλο tk ) και αυτά τα πλευρικά όρια να είναι όλα αριθμοί.

Πρόταση 7.9 Αν η y = f (x) είναι κατά τμήματα συνεχής στο [a, b], τότε είναι
ολοκληρώσιμη στο [a, b].

'Estw ìti h y = f (x) eÐnai katˆ tm mata suneq c sto [a, b], opìte ja ikanopoieÐ tic upo-
jèseic tou parapˆnw orismoÔ. ArkeÐ na apodeÐxoume ìti h y = f (x) eÐnai oloklhr¸simh se
kajèna apì ta diast mata [tk−1 , tk ]. An orÐsoume thn y = g(x) sto [tk−1 , tk ], h opoÐa èqei timèc
g(x) = f (x) gia kˆje x sto anoiktì (tk−1 , tk ), g(tk−1 ) = limx→tk−1 + f (x) = limx→tk−1 + g(x)
kai g(tk ) = limx→tk − f (x) = limx→tk − g(x), tìte h y = g(x) eÐnai suneq c sto [tk−1 , tk ] kai
diafèrei apì thn y = f (x) to polÔ se duo shmeÐa: ta ˆkra tk−1 kai tk . H y = g(x) eÐnai
oloklhr¸simh sto [tk−1 , tk ], opìte kai h y = f (x) eÐnai oloklhr¸simh sto [tk−1 , tk ].

Σχήμα 7.5: Συνάρτηση κατά τμήματα συνεχής και κατά τμήματα σταθερή.

Παράδειγμα: ΄Εστω κατά τμήματα σταθερή y = f (x) στο [a, b]. Δηλαδή,
υπάρχουν διαδοχικά σημεία t0 = a, t1 , . . . , tm−1 , tm = b ώστε η y = f (x) να είναι
σταθερή σε καθένα από τα ανοικτά υποδιαστήματα (t0 , t1 ), . . . , (tm−1 , tm ). ΄Εστω
λk η σταθερή τιμή της y = f (x) στο αντίστοιχο (tk−1 , tk ). Οι τιμές της y = f (x)
στα σημεία t0 , . . . , tm δεν έχουν καμιά σημασία. Η y = f (x) είναι, προφανώς, κατά
τμήματα συνεχής στο [a, b], οπότε είναι ολοκληρώσιμη και τώρα θα υπολογίσουμε

288
Rb
το a f (x) dx. Επειδή η y = f (x) σε κάθε [tk−1 , tk ] είναι σταθερή, f (x) = λk ,
R tk R tk
εκτός σε δυο το πολύ σημεία, συνεπάγεται ότι tk−1 f (x) dx = tk−1 λk dx =
Rb
λk (tk − tk−1 ). Επομένως, a f (x) dx = λ1 (t1 − t0 ) + · · · + λm (tm − tm−1 ).

Δ. Σύγκριση ολοκληρωμάτων.
Πρόταση 7.10 ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι ολοκληρώσιμες στο
[a, b] και ότι ισχύει f (x) ≤ g(x) για κάθε x στο [a, b]. Τότε είναι
Z b Z b
f (x) dx ≤ g(x) dx.
a a
JewroÔme opoiad pote diamèrish ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} tou [a, b] kai opoiod -
pote antÐstoiqo sÔnolo endiˆmeswn shmeÐwn Ξ = {ξ1 , . . . , ξn }. Tìte
Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) = f (ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + f (ξn )(xn − xn−1 )
≤ g(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + g(ξn )(xn − xn−1 )
= Σ(g; a, b; ∆, Ξ).
Rb Rb
T¸ra ac upojèsoume ìti eÐnai f (x) dx > g(x) dx. JewroÔme kˆpoion ² me 0 < ² ≤
Rb Rb a a ¯ Rb ¯
f (x) dx − g(x) dx. Tìte upˆrqei δ 0 > 0 ¸ste na eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) − f (x) dx¯ < 2²
a a a
gia kˆje ∆ me plˆtoc(∆) < δ 0 kai kˆje antÐstoiqo Ξ. EpÐshc, upˆrqei δ 00 > 0 ¸ste na eÐnai
¯ ¯
R
¯Σ(g; a, b; ∆, Ξ) − b g(x) dx¯ < ²
gia kˆje ∆ me plˆtoc(∆) < δ 00 kai kˆje antÐstoiqo Ξ.
a 2
¯ Rb ¯ ¯
OrÐzoume δ = min{δ 0 , δ 00 }, opìte eÐnai ¯Σ(f ; a, b; ∆, Ξ) − f (x) dx¯ < ²
kai ¯Σ(g; a, b; ∆, Ξ) −
Rb ¯ a 2
g(x) dx¯ < ²
2
gia kˆje ∆ me plˆtoc(∆) < δ kai kˆje antÐstoiqo Ξ. Tìte, ìmwc, eÐnai
a Rb ²
Rb ²
Σ(g; a, b; ∆, Ξ) < g(x) dx + 2
≤ f (x) − 2
< Σ(f ; a, b; ∆, Ξ), opìte katal goume se
a a
ˆtopo.
Πρόταση 7.11 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και οι M ,
m είναι οποιοδήποτε άνω φράγμα και οποιοδήποτε κάτω φράγμα, αντιστοίχως, της
y = f (x) στο [a, b]. Δηλαδή είναι m ≤ f (x) ≤ M για κάθε x στο [a, b]. Τότε
Z b
m(b − a) ≤ f (x) dx ≤ M (b − a).
a

Θεωρούμε τις σταθερές συναρτήσεις y = h(x) = m και y = g(x) = M για κάθε


Rb Rb
x στο [a, b] και εφαρμόζουμε την Πρόταση 7.10, αφού a h(x) dx = a m dx =
Rb Rb
m(b − a) και a g(x) dx = a M dx = M (b − a).

Παράδειγμα: Η y = x2x+2 είναι γνησίως αύξουσα στο διάστημα [1, 2] και
√ dy 2 √
γνησίως φθίνουσα στο [ 2, 4], διότι η dx = (x2−x
2 +2)2 είναι > 0 στο (1, 2) και
√ √ √
< 0 στο ( 2, 4). ΄Αρα η μέγιστη τιμή της συνάρτησης είναι η (√2)2 +2 = 42 .
2
R4 √ √
Επομένως, 1 x2x+2 dx ≤ 42 (4 − 1) = 3 4 2 .
Πρόταση 7.12 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]. Τότε και
η y = |f (x)| είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b] και είναι
¯Z b ¯ Z b
¯ ¯
¯ f (x) dx¯ ≤ |f (x)| dx.
a a

289
Δεν θα αποδείξουμε ότι η y = |f (x)| είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b]. Αν, όμως,
το αποδεχτούμε, τότε από την ανισότητα −|f (x)| ≤ f (x) ≤ |f (x)| για κάθε x
Rb Rb Rb
στο [a, b] προκύπτει ότι − a |f (x)| dx = a f (x) dx ≤ a |f (x)| dx και, επομένως,
¯Rb ¯ R
¯ f (x) dx¯ ≤ b |f (x)| dx.
a a

Παράδειγμα:
¯ R x Από¯τηνRανισότητα | sin x| ≤ 1 για κάθε x έχουμε για οποιοδήποτε
x
x > 0 ότι ¯ 0 sin t dt¯ ≤ 0 | sin t| dt ≤ x. Επίσης, από την | sin x| ≤ |x| για κάθε
¯Rx ¯ Rx Rx Rx 2
x έχουμε ¯ 0 sin t dt¯ ≤ 0 | sin t| dt ≤ 0 |t| dt = 0 t dt = x2 . ΄Αρα
¯Z x ¯ n x2 o ½ x2
¯ ¯ 2 , αν 0 < x ≤ 2,
¯ sin t dt¯ ≤ min x, =
0 2 x, αν x ≥ 2.
Ε. Μέση τιμή συνάρτησης.

Είναι γνωστό ότι η μέση τιμή οποιωνδήποτε y1 , y2 , . . . , yn είναι ο αριθμός


y1 + y2 + · · · + yn
.
n
Είναι, επίσης, γνωστό ότι ο αριθμός αυτός μπορεί να μην είναι ίσος με κανέναν
από τους y1 , . . . , yn αλλά ότι είναι (ως προς το μέγεθος) ανάμεσα στον μικρότερο
και στον μεγαλύτερο από τους y1 , . . . , yn .
Υπάρχει μια ανάλογη έννοια μέσης τιμής για συναρτήσεις. Υποθέτουμε (θα
δούμε σε λίγο γιατί) ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b] και για
πολύ μεγάλο φυσικό n θεωρούμε τη διαμέριση του [a, b] σε ισαπέχοντα σημεία x0 =
a, x1 = a + b−a b−a b−a
n , . . . , xk = a + k n , . . . , xn = a + n n = b και τις αντίστοιχες
τιμές y0 = f (x0 ), y1 = f (x1 ), . . . , yk = f (xk ), . . . , yn = f (xn ) της y = f (x). Αν
ο n αυξάνει απεριόριστα, οι x0 , . . . , xn απέχουν όλο και λιγότερο ο ένας από τον
άλλο, οπότε «είναι εύλογο να δεχτούμε ότι οι y0 , . . . , yn αντιπροσωπεύουν όλο και
πιστότερα όλες τις τιμές της συνάρτησης». Επομένως, αν θέλουμε να εισάγουμε
την έννοια της μέσης τιμής όλων των τιμών της y = f (x), μια καλή ιδέα είναι
να θεωρήσουμε τη μέση τιμή των «αντιπροσωπευτικών» τιμών y0 , . . . , yn και να
πάρουμε το όριο αυτής της μέσης τιμής καθώς ο n αυξάνει απεριόριστα. ΄Ομως,
αυτή η μέση τιμή είναι ίση με

y0 + y1 + · · · + yn f (x0 ) f (x1 ) + · · · + f (xn )


= +
n+1 n+1 n+1
f (a) 1 n ³ b−a b − a´
= + f (x1 ) + · · · + f (xn )
n+1 b−an+1 n n
f (a) 1 n
= + Σ(f ; a, b; ∆; Ξ),
n+1 b−an+1
όπου ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn = b} είναι η συγκεκριμένη διαμέριση του [a, b]
σε ισαπέχοντα σημεία και Ξ = {x1 , . . . , xn } είναι το σύνολο ενδιάμεσων σημείων
ξ1 = x1 , . . . , ξn = xn . Επειδή πλάτος(∆) = b−a n → 0 και επειδή υποθέσαμε ότι
η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b], συμπεραίνουμε ότι Σ(f ; a, b; ∆; Ξ) →

290
Rb
a
f (x) dx καθώς ο n αυξάνει απεριόριστα. ΄Αρα θα ορίσουμε τη μέση τιμή των
Rb
τιμών της y = f (x) ως το όριο lim y0 +yn+11 +···+yn 1
= 0 + b−a · 1 · a f (x) dx =
1
Rb
b−a a f (x) dx.
΄Οταν, λοιπόν, η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο [a, b], ορίζουμε τη μέση
τιμή της στο [a, b] ως τον αριθμό
Z b
1
μέση τιμή της y = f (x) στο [a, b] = f (x) dx.
b−a a

Rb
Αν η μέση τιμή της y = f (x) στο [a, b] είναι ο αριθμός µ, τότε a
f (x) dx =
µ(b − a). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι:

Η μέση τιμή της y = f (x) στο [a, b] είναι εκείνη η τιμή που οφείλει
να έχει μια σταθερή συνάρτηση στο [a, b] ώστε το ολοκλήρωμά της να
είναι το ίδιο με το ολοκλήρωμα της y = f (x).

Παράδειγμα: Η μέση τιμή αριθμών είναι ειδική περίπτωση μέσης τιμής συνάρτη-
σης. Πράγματι, ας πάρουμε τους y1 , y2 , . . . , yn και ας θεωρήσουμε την y = f (x)
η οποία είναι κατά τμήματα σταθερή στο διάστημα [0, 1] και ορίζεται ως εξής:
είναι σταθερή y1 στο [0, n1 ), σταθερή y2 στο [ n1 , n2 ), . . . . . . , σταθερή yn−1 στο
[ n−2 n−1 n−1
n , n ) και, τέλος, σταθερή ynR στο [ n , 1]. Η μέση τιμή της y = f (x) στο
1 1
[0, 1] είναι ίση με τον αριθμό 1−0 0
f (x) dx = y1 ( n1 − 0) + y2 ( n2 − n1 ) + · · · +
n−1 n−2 n−1 y1 +y2 +···+yn−1 +yn
yn−1 ( n − n ) + yn (1 − n ) = n .

Από την Πρόταση 7.11 συνεπάγεται ότι η μέση τιμή μιας συνάρτησης είναι
ανάμεσα σε οποιοδήποτε κάτω φράγμα και σε οποιοδήποτε άνω φράγμα της. Ει-
δικώτερα, αν η συνάρτηση έχει μέγιστη και ελάχιστη τιμή, τότε η μέση τιμή της
είναι ανάμεσα στην ελάχιστη και στη μέγιστη τιμή της. Αν, ακόμη ειδικώτερα, η
συνάρτηση είναι συνεχής, τότε έχουμε το εξής πιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Θεώρημα 7.3 Θεώρημα Μέσης Τιμής του Ολοκληρωτικού Λο-


γισμού. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα [a, b]. Τότε υπάρχει
κάποιος ξ στο [a, b] ώστε
Z b
1
f (x) dx = f (ξ).
b−a a

Apì to Je¸rhma Mègisthc - Elˆqisthc Tim c sunepˆgetai ìti upˆrqoun x1 kai x2 sto [a, b]
Rb
¸ste na isqÔei f (x1 ) ≤ f (x) ≤ f (x2 ) gia kˆje x sto [a, b]. Tìte f (x1 )(b − a) ≤ a f (x) dx ≤
1
Rb
f (x2 )(b − a), opìte o arijmìc b−a f (x) dx eÐnai anˆmesa sth mègisth kai sthn elˆqisth tim 
a
thc y = f (x). 'Ara apì to Je¸rhma Endiˆmeshc Tim c sunepˆgetai ìti upˆrqei kˆpoioc ξ sto
[a, b] ¸ste o arijmìc autìc na eÐnai Ðsoc me thn tim  f (ξ).
R1 1
Παράδειγμα: Η y = x2 είναι συνεχής στο [0, 1] και 0
x2 dx = 3 . Ο ξ στο
[0, 1] για τον οποίο ισχύει ξ 2 = 13 είναι ο √13 .

291
Ask seic.
Αλγεβρικές πράξεις με ολοκληρώματα.

1. Χρησιμοποιώντας και τα αποτελέσματα των ασκήσεων 1, 2 και 3 της ενότητας


7.2, υποπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα.
Z 2 Z 4 Z 2π
2 x
(2 − 3x + 4x ) dx, (3x − 2 ) dx, (3 cos x − 2 sin x) dx,
−1 −2 π

Z π Z 3 ³2 √ ´
(3x − 2 sin x) dx, − x2 + x 2
+ 3ex dx.
0 1 x

Ισότητα ολοκληρωμάτων και γειτονικά διαστήματα.



R2  1 + 3x2 , αν 1 < x < 2,
1. Υπολογίστε το 1 f (x) dx της y = f (x) = 0, αν x = 1,

−2, αν x = 2.

R5  x2 , αν −1 ≤ x < 0,
2. Υπολογίστε το −1 f (x) dx της y = f (x) = 2x, αν 0 ≤ x ≤ 2,

x + 2, αν 2 < x ≤ 5.
R 3,5
3. Υπολογίστε το −2 [x] dx.
(Υπόδειξη: Ολοκλήρωμα κατά τμήματα σταθερής συνάρτησης.)

Σύγκριση ολοκληρωμάτων.
R 2x
1. Αποδείξτε ότι xe−2x ≤ x e−t dt ≤ xe−x για κάθε x > 0.
R2
2. Αποδείξτε ότι 3e−2 ≤ 1 xe−x dx ≤ 32 e−1 .
2

x 4x
3. Αποδείξτε ότι 0 ≤ 1−x+x 2 ≤ 3 για κάθε x στο διάστημα [0, 1] καθώς και
x 4
ότι 0 ≤ 1−x+x2 ≤ 3x για κάθε x στο διάστημα [1, +∞).
Να συμπεράνετε ότι
Rx t 2x2
(i) 0 ≤ 0 1−t+t 2 dt ≤ 3 για κάθε x στο [0, 1],
Rx
(ii) 0 ≤ 0 1−t+t2 dt ≤ 3 + 43 log x για κάθε x στο [1, +∞).
t 2

4. Αποδείξτε ότι για κάθε φυσικό n είναι


Z π Z π Z π
4
Z π
4
(sin x)n+1 dx ≤ (sin x)n dx, (tan x)n+1 dx ≤ (tan x)n dx.
0 0 0 0

1
R n+1 1 1 1
5. (i) Αποδείξτε ότι n+1 ≤ n x dx ≤ n και, επομένως, n+1 ≤ log(n + 1) −
log n ≤ n1 για κάθε φυσικό n.
1
(ii) Αποδείξτε ότι η ακολουθία an = 1 + 12 + · · · + n−1 + n1 − log n είναι

292
φθίνουσα με κάτω φράγμα τον 0 και, επομένως, ότι συγκλίνει σε πραγματικό
αριθμό. Το όριο της ακολουθίας αυτής συμβολίζεται
³ 1 1 ´
γ = lim 1 + + · · · + − log n
2 n
και ονομάζεται σταθερά του Euler.

6. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x) είναι ολοκληρώσιμες στο [a, b]. Τότε
Rb Rb Rb Rb
t2 a f 2 (x) dx + 2t a f (x)g(x) dx + a g 2 (x) dx = a (tf (x) + g(x))2 dx ≥ 0
για κάθε πραγματικό αριθμό t. Με βάση αυτό αποδείξτε την πολύ σημαντική
ανισότητα του Schwarz:
³Z b ´2 Z b Z b
2
f (x)g(x) dx ≤ f (x) dx g 2 (x) dx.
a a a

Μέση τιμή συνάρτησης.

1. Υπολογίστε τη μέση τιμή των παρακάτω συναρτήσεων στα αντίστοιχα δι-


αστήματα.
(i) y = x στα [−1, 1] και [0, 1].
(ii) y = x2 στο [−1, 1].
(iii) y = sin x στα [0, π], [0, π2 ] και [0, 2π].

2. Θεώρημα Μέσης Τιμής του Ολοκληρωτικού Λογισμού. Αν


οι y = f (x) και y = g(x) είναι συνεχείς στο [a, b] και g(x) ≥ 0 για κάθε x
στο [a, b], αποδείξτε ότι υπάρχει κάποιος ξ στο [a, b] ώστε να είναι
Z b Z b
f (x)g(x) dx = f (ξ) g(x) dx.
a a

Αυτό αποτελεί γενίκευση του Θεωρήματος 7.3 (με σταθερή g(x) = 1) και
αποδεικνύεται με παρόμοιο τρόπο.

7.4 Efarmogèc twn oloklhrwmˆtwn.


Α. Υπολογισμός μάζας.

Η γραμμική πυκνότητα μιας ευθύγραμμης ράβδου (υποθέτοντας ότι σε κάθε


σημείο της το πάχος της είναι αμελητέο) φτιαγμένης από ομοιογενές υλικό ορίζεται
ως ο λόγος d = ml , όπου m είναι η μάζα της ράβδου και l το μήκος της.
Αν η ράβδος είναι φτιαγμένη από ανομοιογενές υλικό, τότε ο d = ml είναι η
μέση γραμμική πυκνότητα της ράβδου. Αν πάρουμε οποιοδήποτε σημείο Α της
ράβδου και κάποιο πολύ κοντινό του σημείο Β και μετρήσουμε τη μέση γραμμική
πυκνότητα του μέρους της ράβδου ανάμεσα στα Α και Β, τότε η σημειακή γραμ-
μική πυκνότητα στο σημείο Α είναι το όριο αυτής της μέσης γραμμικής πυκνότητας

293
καθώς το Β πλησιάζει το Α. Φυσικά, αν το υλικό της ράβδου είναι ομοιογενές, τότε
η σημειακή γραμμική πυκνότητα είναι ίδια σε κάθε σημείο της και ίση με τη μέση
γραμμική πυκνότητά της.
Τώρα θέλουμε να υπολογίσουμε τη μάζα m μιας ευθύγραμμης ράβδου, αν το
υλικό της είναι ανομοιογενές και αν γνωρίζουμε τη σημειακή γραμμική πυκνότητά
της σε κάθε σημείο της.
Επιλέγοντας την ευθεία της ράβδου ως τον x-άξονα, ταυτίζουμε τη ράβδο με
κάποιο διάστημα [a, b]. Αν d(x) είναι η γραμμική πυκνότητα σε κάθε σημείο x της
ράβδου [a, b], τότε ορίζεται η συνάρτηση y = d(x) στο διάστημα [a, b]. Υποθέτουμε
ότι η d(x) δεν παρουσιάζει απότομες αλλαγές σε κοντινά σημεία x ή, με άλλα λόγια,
ότι η y = d(x) είναι συνεχής στο [a, b].
Εφαρμόζουμε και πάλι τη μέθοδο των διαμερίσεων. Επιλέγουμε οποιαδήποτε
διαμέριση ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} του [a, b] με πολύ μικρό πλάτος.
Συμβολίζουμε mk τη μάζα του υποδιαστήματος [xk−1 , xk ], οπότε

m = m1 + · · · + mn .

Επειδή η y = d(x) είναι συνεχής, καθώς ο x διατρέχει οποιοδήποτε από τα


μικρά υποδιαστήματα [xk−1 , xk ], οι διακυμάνσεις της y = d(x) είναι αμελητέες ή, με
άλλα λόγια, η d(x) είναι περίπου σταθερή. Μάλιστα, όσο πιο μικρό είναι το πλάτος
της ∆ τόσο πιο μικρές είναι οι διακυμάνσεις της y = d(x) σε κάθε υποδιάστημα.
Επομένως, αν πάρουμε ένα οποιοδήποτε ενδιάμεσο σημείο ξk στο [xk−1 , xk ], τότε
οι τιμές της d(x) είναι περίπου ίσες με την d(ξk ), οπότε η μάζα mk είναι περίπου
ίση με τη μάζα mfk = d(ξk )(xk − xk−1 ) που θα είχε το υποδιάστημα [xk−1 , xk ] αν
το υλικό του ήταν ομοιογενές σταθερής σημειακής γραμμικής πυκνότητας d(ξk ).
Συμβολικά:
mk ≈ m fk = d(ξk )(xk − xk−1 ) .
Επομένως, και η συνολική μάζα m = m1 + · · · + mn είναι περίπου ίση με την
m
e =mf1 + · · · + m
fn = d(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + d(ξn )(xn − xn−1 ) ή, συμβολικά,

m≈m
e = d(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + d(ξn )(xn − xn−1 ).

΄Οσο πιο
¯ μικρό ¯είναι το πλάτος της ∆ τόσο πιο μικρό είναι καθένα¯ από τα ¯
σφάλματα ¯mk − m fk ¯, οπότε τόσο πιο μικρό είναι και το συνολικό σφάλμα ¯m− m e ¯.
Αυτό σημαίνει ότι το άθροισμα Riemann Σ(d; a, b; ∆, Ξ) = d(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · +
d(ξn )(xn − xn−1 ) προσεγγίζει απεριόριστα την m καθώς το πλάτος της ∆ τείνει
στον 0, οπότε
Z b
m= d(x) dx.
a

Δηλαδή,

Η μάζα μιας ευθύγραμμης ράβδου ισούται με το ολοκλήρωμα της ση-


μειακής γραμμικής πυκνότητάς της.

Β. Υπολογισμός γενικότερων εμβαδών.

294
Θεωρούμε μια φραγμένη επίπεδη επιφάνεια A με σχετικά ομαλό σύνορο και
θέλουμε να υπολογίσουμε το εμβαδό της, E. Θα γνωρίσουμε μερικές πολύ χρή-
σιμες μεθόδους, όλες παραλλαγές της μεθόδου των διατομών.

(i). Η μέθοδος των παράλληλων διατομών. Ως x-άξονα θεωρούμε μια


οποιαδήποτε ευθεία l στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια A. Σε κάθε σημείο x της
l φτιάχνουμε την κάθετη προς αυτήν ευθεία lx (πάνω στο ίδιο επίπεδο), θεωρούμε
την τομή A(x) της A με την lx και την ονομάζουμε διατομή της A κάθετη
προς την ευθεία l. Αν το σύνορο της A δεν είναι αρκετά ακανόνιστο, η A(x)
αποτελείται από ένα ή περισσότερα ευθύγραμμα τμήματα και συμβολίζουμε l(x)
το συνολικό μήκος της, δηλαδή το άθροισμα των μηκών αυτών των ευθύγραμμων
τμημάτων. Επειδή η επιφάνεια A είναι φραγμένη, υπάρχει κάποιο διάστημα [a, b]
της l ώστε, αν ο x είναι εκτός του [a, b], τότε η αντίστοιχη διατομή A(x) είναι
κενή και, επομένως, l(x) = 0. Θα δούμε τώρα πώς υπολογίζεται το εμβαδό E αν
γνωρίζουμε τη συνάρτηση y = l(x) στο [a, b].

Σχήμα 7.6: Παράλληλες διατομές.

Επιλέγουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} του


[a, b] με πολύ μικρό πλάτος. Συμβολίζουμε Ak το μέρος της A το οποίο περιέχε-
ται ανάμεσα στις ευθείες lxk−1 και lxk και συμβολίζουμε Ek το εμβαδό της Ak .
Προφανώς, η A ισούται με την ένωση των επιφανειών A1 , . . . , An , οπότε

E = E1 + · · · + En .

Επιλέγουμε σε κάθε [xk−1 , xk ] ένα ενδιάμεσο σημείο ξk και θεωρούμε την αντί-
στοιχη διατομή A(ξk ) και τα ευθύγραμμα τμήματα που την αποτελούν. Από κάθε
τέτοιο ευθύγραμμο τμήμα φτιάχνουμε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με τις δυο
του πλευρές να ανήκουν στις ευθείες lxk−1 και lxk και τις άλλες δυο του πλευρές να
διέρχονται από τα άκρα του ευθυγράμμου τμήματος. Επειδή το [xk−1 , xk ] είναι πολύ
μικρό, η επιφάνεια Ak είναι περίπου ίση με την ένωση A fk αυτών των ορθογώνιων

295
παραλληλογράμμων που φτιάξαμε από τα ευθύγραμμα τμήματα της διατομής A(ξk ) .
Καθένα από αυτά τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα έχει βάση μήκους xk − xk−1
και το άθροισμα των υψών τους είναι ίσο με l(ξk ), οπότε το εμβαδό E fk της A fk
είναι ίσο με l(ξk )(xk − xk−1 ). Τώρα το εμβαδό Ek της Ak είναι περίπου ίσο με το
εμβαδό E fk της Afk , δηλαδή:

fk = l(ξk )(xk − xk−1 ) .


Ek ≈ E

Επομένως, και το συνολικό εμβαδό E = E1 + · · · + En είναι περίπου ίσο με το


e=E
E f1 + · · · + E
fn = l(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + l(ξn )(xn − xn−1 ) ή, συμβολικά,

e = l(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + l(ξn )(xn − xn−1 ).


E≈E

΄Οσο πιο μικρό είναι το πλάτος της ∆ τόσο πιο μικρό είναι καθένα από τα
¯ ¯
σφάλματα ¯Ek − E fk ¯ και, επομένως, τόσο πιο μικρό είναι και το συνολικό σφάλμα
¯ ¯
¯E − E e ¯. ΄Αρα το άθροισμα Riemann Σ(l; a, b; ∆, Ξ) = l(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · +
l(ξn )(xn − xn−1 ) προσεγγίζει απεριόριστα το E καθώς το πλάτος της ∆ τείνει
στον 0, οπότε
Z b
E= l(x) dx.
a

Αυτό το αποτέλεσμα αναφέρεται ως εξής:

Το εμβαδό μιας φραγμένης επίπεδης επιφάνειας είναι ίσο με το ολο-


κλήρωμα των μηκών των διατομών της που είναι όλες κάθετες στην ί-
δια ευθεία.

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το εμβαδό τραπεζίου με ύψος h, του οποίου οι


παράλληλες βάσεις έχουν μήκη a και b. Ως x-άξονα θεωρούμε μια ευθεία l κάθετη
στις παράλληλες πλευρές του τραπεζίου και επιλέγουμε το σημείο 0 της l να είναι το
σημείο τομής της με την ευθεία της βάσης μήκους a του τραπεζίου και το σημείο h
της l να είναι το σημείο τομής της με την ευθεία της βάσης μήκους b του τραπεζίου.
Αν ο x είναι εκτός του [0, h], η αντίστοιχη διατομή του τραπεζίου είναι κενή. Αν
ο x διατρέχει το [0, h], το μήκος l(x) της αντίστοιχης διατομής είναι γραμμική
συνάρτηση του x και, επειδή l(0) = a και l(h) = b, είναι εύκολο να βρούμε τον
τύπο του l(x). Αυτός είναι l(x) = b−a x + a για κάθε x στο [0, h]. ΄Αρα το
Rh h Rh Rh
εμβαδό του τραπεζίου είναι ίσο με 0 l(x) dx = 0 ( b−a h x + a) dx = b−a
h 0
x dx +
Rh b−a h2 b+a
a 0 1 dx = h 2 + ah = 2 h. Αυτός είναι γνωστός τύπος και περιέχει ως
ειδικές περιπτώσεις τους τύπους των εμβαδών τριγώνου και παραλληλογράμμου.

Παράδειγμα: Παίρνουμε οποιοδήποτε κυκλικό δίσκο ακτίνας r > 0 και ως x-


άξονα θεωρούμε ευθεία l η οποία διέρχεται από το κέντρο του δίσκου. Επιλέγουμε
το σημείο 0 της l να είναι το κέντρο του δίσκου, οπότε το μήκος
√ l(x) της διατομής
του δίσκου που είναι κάθετη στην l στο σημείο x είναι ίσο με 2 r2 − x2 για κάθε x
στο διάστημα [−r, r] και ίσο με 0 για κάθε x εκτός του [−r, r]. ΄Αρα το εμβαδό του

296
Rr √
δίσκου είναι ίσο με το 2 −r r2 − x2 dx. Το ολοκλήρωμα αυτό θα υπολογισθεί
στο επόμενο κεφάλαιο! Η τιμή του είναι πr2 , όπως καλά γνωρίζουμε.

Παρατήρηση: Πάντως, ανεξάρτητα από τη μέθοδο των παράλληλων διατομών,


το εμβαδό του κυκλικού δίσκου θα υπολογισθεί σε λίγο με την επόμενη μέθοδο
που θα εξετάσουμε.

Ας δούμε και μια χρήσιμη ειδική περίπτωση. ΄Εστω ότι οι y = f (x) και y = g(x)
είναι συνεχείς στο διάστημα [a, b] και θέλουμε να υπολογίσουμε το εμβαδό της
επιφάνειας A η οποία περιέχεται ανάμεσα στα γραφήματα των συναρτήσεων αυτών,
στο ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (a, f (a)) και (a, g(a)) και στο ευθύγραμμο τμήμα
με άκρα (b, f (b)) και (b, g(b)). Τότε για κάθε x στο [a, b] η διατομή A(x) είναι
το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (x, f (x)) και (x, g(x)), του οποίου το μήκος είναι
l(x) = |g(x) − f (x)|, ενώ για κάθε x εκτός του [a, b] η διατομή A(x) είναι κενή.
΄Αρα το εμβαδό της A είναι
Z b
E= |g(x) − f (x)| dx.
a

Παράδειγμα: Το εμβαδό της επιφάνειας η οποία περιέχεται ανάμεσα στις κα-


μπύλες y = x και y = x2 , στο ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (−1, −1) και (−1, 1)
R3
και στο ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (3, 3) και (3, 9) είναι ίσο με −1 |x2 − x| dx.
Μελετώντας το πρόσημο της παράστασης x2 − x = x(x − 1), υπολογίζουμε:
R3 2 R0 R1 R3
−1
|x −x| dx = −1 (x2 −x) dx+ 0 (x−x2 ) dx+ 1 (x2 −x) dx = 56 + 61 + 16 19
3 = 3 .

(ii). Η μέθοδος των ακτινικών διατομών. Θεωρούμε ένα σημείο Ο στο


επίπεδο καθώς και όλες τις ημιευθείες με κορυφή το Ο, τις οποίες παραμετρικοποι-
ούμε βάσει της γωνίας τους. Δηλαδή ονομάζουμε κατ΄ αρχήν s0 μια οποιαδήποτε
από τις ημιευθείες με κορυφή το Ο και, για κάθε θ στο [0, 2π], ονομάζουμε sθ
την ημιευθεία με κορυφή το Ο η οποία σχηματίζει γωνία μέτρου θ με την s0 .
Φυσικά, η s2π είναι η ίδια με την s0 και, καθώς ο θ αυξάνει από 0 σε 2π, η sθ
περιστρέφεται αντίθετα με την κίνηση των δεικτών του ρολογιού από την s0 στην
s2π . Τώρα για κάθε θ σε κάποιο υποδιάστημα [a, b] του [0, 2π] θεωρούμε το ευ-
θύγραμμο τμήμα A(θ) επί της sθ με ένα άκρο το Ο και μήκος r(θ). Η συνάρτηση
r = r(θ) είναι (για απλούστευση) συνεχής στο [a, b] και, φυσικά, υποθέτουμε ότι
r(θ) ≥ 0 για κάθε θ. Το σύνολο αυτών των ευθύγραμμων τμημάτων A(θ) σχη-
ματίζει μια επίπεδη επιφάνεια A η οποία περιέχεται στη γωνία που σχηματίζουν
οι ημιευθείες sa και sb . Για κάθε θ στο [a, b] το αντίστοιχο ευθύγραμμο τμήμα
A(θ) , δηλαδή η τομή της A με την ημιευθεία sθ , ονομάζεται ακτινική διατομή
της A κέντρου Ο. Κάθε επιφάνεια A που κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο
χαρακτηρίζεται ακτινική επιφάνεια κέντρου Ο και η αντίστοιχη συνάρτηση
r = r(θ) ονομάζεται ακτινική συνάρτηση της A.
Θεωρούμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {θ0 = a, θ1 , . . . , θn−1 , θn = b} του [a, b]
με πολύ μικρό πλάτος. Για κάθε υποδιάστημα [θk−1 , θk ] συμβολίζουμε Ak το μέρος
της A το οποίο περιέχεται ανάμεσα στις ημιευθείες sθk−1 και sθk , οπότε η A είναι
η ένωση των A1 , . . . , An και, αν συμβολίσουμε Ek το εμβαδό της επιφάνειας Ak ,

297
έχουμε
E = E1 + · · · + En .

Σχήμα 7.7: Ακτινικές διατομές.

Επιλέγουμε σε κάθε [θk−1 , θk ] έναν ενδιάμεσο ξk και φτιάχνουμε το τρίγωνο


Afk με κορυφή το Ο, του οποίου οι δυο πλευρές είναι πάνω στις ημιευθείες sθ
k−1
και sθk και η τρίτη πλευρά είναι κάθετη στην ημιευθεία sξk σε απόσταση r(ξk )
από το Ο. Επειδή το υποδιάστημα [θk−1 , θk ] είναι πολύ μικρό, η επιφάνεια Ak είναι
περίπου ίση με το τρίγωνο A fk , οπότε το εμβαδό Ek της Ak είναι περίπου ίσο με το
¡
f f
εμβαδό Ek του¢τριγώνου Ak ¡. ΄Ομως, το E fk είναι ίσο με 1 (r(ξk ))2 tan(θk − ξk ) +
¢ 2
tan(ξk − θk−1 ) ≈ 21 (r(ξk ))2 (θk − ξk ) + (ξk − θk−1 ) . Η τελευταία προσεγγιστική
ισότητα ισχύει διότι οι διαφορές θk − ξk και ξk − θk−1 είναι περίπου ίσες με 0. ΄Αρα
1 ¡ ¢ 1
Ek ≈ (r(ξk ))2 (θk − ξk ) + (ξk − θk−1 ) = (r(ξk ))2 (θk − θk−1 ).
2 2
Αυτό ισχύει για κάθε k = 1, . . . , n, οπότε
1 1
E≈ (r(ξ1 ))2 (θ1 − θ0 ) + · · · + (r(ξn ))2 (θn − θn−1 ).
2 2
¡1 2 ¢
΄Αρα το άθροισμα Riemann Σ 2 r ; a, b; ∆; Ξ προσεγγίζει το εμβαδό E της A,
καθώς το πλάτος της ∆ πλησιάζει τον 0, οπότε
Z b
1
E= (r(θ))2 dθ.
2 a

Επομένως:

Το εμβαδό μιας ακτινικής επιφάνειας ισούται με το μισό του ολο-

298
κληρώματος του τετραγώνου της ακτινικής της συνάρτησης.

Παράδειγμα: ΄Ενας κυκλικός δίσκος κέντρου Ο και ακτίνας r > 0 είναι ακτινική
επιφάνεια κέντρου Ο. Η ακτινική συνάρτηση είναι σταθερή: r(θ) = r για κάθε θ
R 2π
στο [0, 2π]. ΄Αρα το εμβαδό του δίσκου είναι ίσο με 21 0 r2 dθ = πr2 .

Παράδειγμα: ΄Ενας κυκλικός τομέας με κορυφή Ο, ακτίνα r > 0 και γωνία κο-
ρυφής Θ (στο [0, 2π]) είναι ακτινική επιφάνεια κέντρου Ο. Η ακτινική συνάρτηση
είναι σταθερή r(θ) = r στο διάστημα [0, Θ] και σταθερή r(θ) = 0 εκτός του [0, Θ].

΄Αρα το εμβαδό του τομέα είναι ίσο με 12 0 r2 dθ = 12 r2 Θ.

Παράδειγμα: ΄Ενας κυκλικός δακτύλιος εσωτερικής ακτίνας r1 ≥ 0 και εξω-


τερικής ακτίνας r2 (με r2 > r1 ) δεν είναι ακτινική επιφάνεια. Είναι, όμως, η
διαφορά δύο κυκλικών δίσκων και το εμβαδό του υπολογίζεται εύκολα: είναι ίσο
με πr2 2 − πr1 2 = π(r2 2 − r1 2 ).
Ομοίως, ένας τομέας κυκλικού δακτυλίου εσωτερικής ακτίνας r1 , εξωτερικής
ακτίνας r2 και γωνίας κορυφής Θ είναι η διαφορά δυο κυκλικών τομέων, οπότε το
εμβαδό του είναι ίσο με 12 r2 2 Θ − 12 r1 2 Θ = 12 (r2 2 − r1 2 )Θ.

Παράδειγμα: Το εμβαδό της «κοχλιωτής» επιφάνειας που περιέχεται ανάμεσα


στις καμπύλες r = λθ και r = µθ όταν ο θ διατρέχει το [0, 2π], όπου λ και µ
R 2π
είναι δυο σταθεροί αριθμοί με 0 ≤ λ < µ, είναι ίσο με τη διαφορά 12 0 µ2 θ2 dθ −
R
1 2π 2 2 4π 3 2 2
2 0 λ θ dθ = 3 (µ − λ ).

(iii). Η μέθοδος των κυκλικών διατομών. Θεωρούμε μια φραγμένη


επίπεδη επιφάνεια A και στο επίπεδό της ένα σημείο Ο. Για κάθε r ≥ 0 φέρνουμε
τον κύκλο Cr με κέντρο το Ο και ακτίνα r. Συμβολίζουμε A(r) την τομή του
κύκλου Cr με την A και την ονομάζουμε κυκλική διατομή της A (με κέ-
ντρο Ο) . Η A(r) αποτελείται από ένα ή περισσότερα τόξα του κύκλου Cr , των
οποίων το συνολικό μήκος συμβολίζουμε l(r). Επειδή η A είναι φραγμένη, υπάρχει
κάποιο υποδιάστημα [a, b] του [0, +∞) ώστε, αν ο r είναι εκτός του [a, b], τότε η
αντίστοιχη κυκλική διατομή A(r) είναι κενή και, επομένως, l(r) = 0.
Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {r0 = a, r1 , . . . , rn−1 , rn = b} του
[a, b] με πολύ μικρό πλάτος και ονομάζουμε Ak την τομή της A με τον δακτύλιο
που περιέχεται ανάμεσα στους κύκλους με κέντρο Ο και ακτίνες rk−1 και rk . Αν
συμβολίσουμε Ek το εμβαδό της Ak , τότε, προφανώς:
E = E1 + · · · + En .

Επιλέγουμε σε κάθε υποδιάστημα [rk−1 , rk ] ένα ενδιάμεσο σημείο ξk και θεω-


ρούμε την αντίστοιχη κυκλική διατομή A(ξk ) . Από κάθε τόξο της διατομής αυτής
φτιάχνουμε τον τομέα κυκλικού δακτυλίου με εσωτερική ακτίνα rk−1 και εξω-
τερική ακτίνα rk , ο οποίος περιέχεται ανάμεσα στις δυο ημιευθείες με κορυφή το
Ο που διέρχονται από τα άκρα του τόξου. Το εμβαδό αυτού του τομέα κυκλι-
κού δακτυλίου είναι ίσο με 21 (rk 2 − rk−1 2 )θ, αν θ είναι η γωνία του. ΄Ομως,
1 2 2 rk +rk−1
2 (rk − rk−1 )θ = 2 (rk − rk−1 )θ ≈ ξk (rk − rk−1 )θ, διότι και οι δυο α-

299
Σχήμα 7.8: Κυκλικές διατομές.

κτίνες rk και rk−1 είναι περίπου ίσες με την ξk . Τώρα βλέπουμε ότι το μήκος l
του τόξου από το οποίο φτιάχτηκε ο τομέας κυκλικού δακτυλίου είναι ίσο με ξk θ,
οπότε το εμβαδό του τομέα κυκλικού δακτυλίου είναι περίπου ίσο με l · (rk − rk−1 ).
Αν Afk είναι η ένωση αυτών των τομέων κυκλικού δακτυλίου που φτιάχνονται από
τα τόξα της διατομής A(ξk ) , τότε το εμβαδό E fk της A
fk είναι ίσο με το γινόμενο
του αθροίσματος των μηκών των τόξων της διατομής A(ξk ) επί το rk − rk−1 και,
επομένως, ίσο με το l(ξk )(rk − rk−1 ). Επειδή το [rk−1 , rk ] είναι πολύ μικρό, η Ak
είναι περίπου ίση με την Afk , οπότε το εμβαδό Ek της Ak είναι περίπου ίσο με το
εμβαδόν E fk της A
fk . Δηλαδή:

fk ≈ l(ξk )(rk − rk−1 ).


Ek ≈ E

Αθροίζοντας:
E ≈ l(ξ1 )(r1 − r0 ) + · · · + l(ξn )(rn − rn−1 ).
΄Αρα το εμβαδό E προσεγγίζεται από το άθροισμα Riemann Σ(l; a, b; ∆; Ξ),
καθώς το πλάτος της ∆ πλησιάζει το 0, οπότε
Z b
E= l(r) dr.
a

Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται ως εξής.

Το εμβαδό μιας φραγμένης επίπεδης επιφάνειας ισούται με το ολο-


κλήρωμα των μηκών των κυκλικών διατομών της (με το ίδιο κέντρο).

Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το εμβαδό της «κοχλιωτής» επιφάνειας η οποία

300
περιέχεται ανάμεσα στις καμπύλες θ = λr και θ = µr, όταν ο r διατρέχει το
διάστημα [0, 2π
µ ], όπου λ και µ είναι δυο σταθεροί αριθμοί με 0 < λ < µ. Η
κυκλική διατομή της επιφάνειας αυτής με ακτίνα r αποτελείται από ένα τόξο μήκους
R 2π
(µ − λ)r, οπότε το εμβαδό της επιφάνειας είναι ίσο με 0 µ (µ − λ)r dr = 2π 2 µ−λ
µ2 .

Γ. Υπολογισμός όγκων.

Θεωρούμε ένα φραγμένο στερεό σώμα B με σχετικά ομαλό σύνορο και θέλουμε
να υπολογίσουμε τον όγκο του V . Θα εφαρμόσουμε και πάλι τη μέθοδο των
διατομών.

(i). Ορθά κυλινδρικά σώματα. Θα εξετάσουμε πρώτα μια ειδική περίπτωση


στερεού σώματος. Θεωρούμε μια φραγμένη επίπεδη επιφάνεια A εμβαδού E πάνω
σε κάποιο επίπεδο L και φτιάχνουμε όλα τα ευθύγραμμα τμήματα που είναι κάθετα
στο επίπεδο L, έχουν το ένα άκρο τους στην επιφάνεια A, έχουν το ίδιο μήκος
h και είναι όλα στον ίδιο ημιχώρο από τους δυο ημιχώρους που ορίζονται από το
επίπεδο L. Το στερεό σώμα B που σχηματίζεται από όλα αυτά τα ευθύγραμμα
τμήματα χαρακτηρίζεται ορθό κυλινδρικό σώμα με βάση την επιφάνεια
A και ύψος h. Θα αποδείξουμε ότι ο όγκος V του B είναι ίσος με

V = Eh.

Σχήμα 7.9: Ορθό κυλινδρικό σώμα.

Παίρνουμε μια ευθεία l επί του επιπέδου L και σε κάθε σημείο x της l φτιά-
χνουμε την ευθεία lx επί του επιπέδου L και κάθετη στην l στο σημείο x. Επειδή η
επιφάνεια A είναι φραγμένη, υπάρχει κάποιο διάστημα [a, b] της l ώστε για κάθε x
εκτός του [a, b] η τομή της ευθείας lx με την A να είναι κενή. Παίρνουμε διαμέριση
∆ = {x0 = a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} του [a, b] με πολύ μικρό πλάτος και έστω Ak

301
το μέρος της A που είναι ανάμεσα στις ευθείες lxk−1 και lxk . Αν ορίσουμε Ek να
είναι το εμβαδόν της Ak , τότε, προφανώς:

E = E1 + · · · + En .

Αν συμβολίσουμε Bk το ορθό κυλινδρικό σώμα το οποίο φτιάχνεται από την


Ak , όπως ακριβώς φτιάχτηκε το B από την A, τότε το B είναι ίσο με την ένωση
των B1 , . . . , Bn και, αν συμβολίσουμε Vk τον όγκο του Bk , τότε:

V = V1 + · · · + Vn .

Επειδή κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ] είναι πολύ μικρό, καθεμιά από τις επιφάνει-
ες Ak είναι περίπου ίση με την ένωση A fk ενός ή περισσοτέρων ορθογώνιων πα-
ραλληλογράμμων και, επομένως, καθένα από τα σώματα Bk είναι περίπου ίσο με
την ένωση B fk ενός ή περισσοτέρων ορθογώνιων παραλληλεπιπέδων. Μάλιστα,
καθένα από τα ορθογώνια παραλληλεπίπεδα της B fk έχει ως βάση επί του L ένα
f
από τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα της Ak και ύψος h. Αν συμβολίσουμε E fk το
f f f
εμβαδό του Ak και συμβολίσουμε Vk τον όγκο του Bk , τότε:

fk ,
Vk ≈ V fk ,
Ek ≈ E fk = E
V fk · h.

Η τελευταία ισότητα ισχύει διότι ο όγκος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου είναι ίσος


με το γινόμενο του εμβαδού μιας βάσης του επί το ύψος του. Επομένως:

f1 + · · · + V
V ≈V fn , f1 + · · · + E
E≈E fn

και ¡ ¢
f1 + · · · + V
V fn = Ef1 + · · · + E
fn h.

Δηλαδή όσο πιο μικρό είναι το πλάτος της διαμέρισης ∆ τόσο καλύτερα το άθροι-
f1 + · · · + V
σμα V fn προσεγγίζει τον όγκο V αλλά και το γινόμενο Eh. Αυτό,
φυσικά, είναι δυνατό μόνο αν ισχύει V = Eh.

(ii). Η μέθοδος των παράλληλων διατομών. Θα μελετήσουμε τώρα τη


γενική περίπτωση φραγμένου στερεού σώματος B.
Παίρνουμε οποιαδήποτε ευθεία l στο χώρο και σε κάθε σημείο x της l φτιά-
χνουμε το επίπεδο Lx το οποίο είναι κάθετο στην l στο σημείο x και θεωρούμε την
τομή B (x) του επιπέδου Lx με το σώμα B. Κάθε τέτοια τομή του B ονομάζεται
διατομή του σώματος B κάθετη προς την ευθεία l. Επειδή το σώμα
B είναι φραγμένο, υπάρχει κάποιο διάστημα [a, b] της l ώστε για κάθε x εκτός του
[a, b] η διατομή B (x) του B να είναι κενή. Τώρα για κάθε x στο [a, b] συμβολίζουμε
E(x) το εμβαδό της διατομής B (x) . Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {x0 =
a, x1 , . . . , xn−1 , xn = b} του [a, b] με πολύ μικρό πλάτος και συμβολίζουμε Bk το
μέρος του B που βρίσκεται ανάμεσα στα επίπεδα Lxk−1 και Lxk . Το B είναι ίσο με
την ένωση των B1 , . . . , Bn , οπότε, αν συμβολίσουμε Vk τον όγκο του Bk , τότε:

V = V1 + · · · + Vn .

302
Σχήμα 7.10: Παράλληλες διατομές.

Επιλέγουμε σε κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ] ένα ενδιάμεσο σημείο ξk και φτιά-


χνουμε το ορθό κυλινδρικό σώμα B fk του οποίου οι δυο βάσεις ανήκουν στα επίπεδα
Lxk−1 και Lxk και του οποίου η τομή με το επίπεδο Lξk είναι, ακριβώς, η διατομή
B (ξk ) του B. Τότε, επειδή το υποδιάστημα [xk−1 , xk ] είναι πολύ μικρό, το σώμα
Bk είναι περίπου ίσο με το ορθό κυλινδρικό σώμα B fk , οπότε ο όγκος Vk του Bk
f f
είναι περίπου ίσος με τον όγκο Vk του Bk . ΄Ομως, Vfk = E(ξk )(xk − xk−1 ), οπότε

fk = E(ξk )(xk − xk−1 )


Vk ≈ V

για κάθε k. ΄Αρα

V ≈ E(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + E(ξn )(xn − xn−1 ).

΄Οσο πιο μικρό είναι το πλάτος της ∆ τόσο καλύτερη είναι η προσέγγιση του V
από το άθροισμα Riemann Σ(E; a, b; ∆; Ξ) = E(ξ1 )(x1 − x0 ) + · · · + E(ξn )(xn −
xn−1 ) και, επομένως,
Z b
V = E(x) dx.
a

΄Αρα:

Ο όγκος ενός φραγμένου στερεού σώματος είναι ίσος με το ολοκλήρω-


μα των εμβαδών των διατομών του που είναι όλες κάθετες στην ίδια

303
ευθεία.

Παράδειγμα: Ως ειδική περίπτωση, θα υπολογίσουμε τον (ήδη γνωστό) τύπο


για τον όγκο ορθού κυλινδρικού σώματος με ύψος h και εμβαδό βάσης ίσο με E.
Θεωρούμε οποιαδήποτε ευθεία l κάθετη προς το επίπεδο L που περιέχει τη βάση
A του σώματος. Επιλέγουμε το σημείο 0 της l να είναι το σημείο τομής της με
το επίπεδο L και το σημείο h της l να είναι το σημείο τομής της με το επίπεδο
που περιέχει την άλλη βάση του σώματος. Τότε το εμβαδό E(x) της διατομής του
σώματος είναι ίσο με E για κάθε x στο [0, h] και ίσο με 0 για κάθε x εκτός του
Rh
[0, h]. ΄Αρα ο όγκος του σώματος είναι ίσος με 0 E dx = Eh.

(iii). Σώματα παραγόμενα με περιστροφή. ΄Εστω ευθεία l στο χώρο,


την οποία θεωρούμε ως x-άξονα, και διάστημα [a, b] της l. Για κάθε x στο [a, b]
φτιάχνουμε έναν επίπεδο κυκλικό δίσκο κάθετο στην l στο σημείο x με κέντρο
το x και με ακτίνα ίση με r(x). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση r = r(x) είναι (για
απλούστευση) συνεχής στο [a, b] και ότι είναι r(x) ≥ 0 για κάθε x στο [a, b]. ΄Ολοι
αυτοί οι δίσκοι σχηματίζουν ένα στερεό σώμα B το οποίο χαρακτηρίζεται σώμα
παραγόμενο με περιστροφή. Η ονομασία αυτή προκύπτει από ένα δεύτερο
τρόπο κατασκευής του σώματος B. Μπορούμε να θεωρήσουμε ένα επίπεδο L που
περιέχει την ευθεία l καθώς και μια ευθεία l0 , τον y-άξονα, επί του L και κάθετη
στην l στο σημείο 0 της l και να θεωρήσουμε την επίπεδη επιφάνεια A η οποία
βρίσκεται επί του L ανάμεσα στην καμπύλη y = r(x) και στο ευθύγραμμο τμήμα
[a, b]. Τότε το σώμα B προκύπτει αν περιστρέψουμε στο χώρο την επιφάνεια A
κατά γωνία ίση με 2π με άξονα περιστροφής την l.
Για κάθε x στο [a, b] η διατομή του B που είναι κάθετη στην l στο x είναι ο
κυκλικός δίσκος με ακτίνα r(x) και κέντρο το x. Το εμβαδό αυτού του δίσκου
είναι E(x) = π(r(x))2 , οπότε ο όγκος του B είναι ίσος με
Z b
V =π (r(x))2 dx.
a

Δηλαδή:

Ο όγκος ενός σώματος παραγώμενου με περιστροφή είναι ίσος με το


γινόμενο του π με το ολοκλήρωμα του τετραγώνου των ακτίνων περι-
στροφής.

Παράδειγμα: ΄Εστω οποιαδήποτε μπάλα ακτίνας R > 0. Μπορούμε να θεω-


ρήσουμε οποιαδήποτε ευθεία l η οποία διέρχεται από το κέντρο της μπάλας και
να επιλέξουμε το σημείο 0 της l να είναι το κέντρο της μπάλας. Τότε η μπάλα
σχηματίζεται από τους κυκλικούς δίσκους που είναι κάθετοι
√ στην l σε κάθε x στο
διάστημα [−R, R] της l με κέντρο το x και ακτίνα r = R2 − x2 . Επομένως, ο
RR
όγκος της μπάλας είναι ίσος με π −R (R2 − x2 ) dx = 4π 3
3 R .

Παράδειγμα: Το B = {(x, y, z) : x2 + y 2 ≤ z ≤ 1} είναι ένα σώμα παραγόμενο


με περιστροφή. Πράγματι, αν θεωρήσουμε ως ευθεία l τον z-άξονα, τότε, αν z < 0

304
ή z > 1, η διατομή B (z) του B είναι κενή ενώ, αν 0 ≤ z ≤ 1, η διατομή B (z)
είναι ένας κυκλικός δίσκος με κέντρο το σημείο (0, 0, z), κάθετος στην l στο ίδιο
√ R1
σημείο και με ακτίνα r(z) = z . ΄Αρα ο όγκος του B είναι ίσος με π 0 z dz = π2 .
Το B ονομάζεται παραβολοειδές διότι παράγεται με περιστροφή της παραβολικής
επιφάνειας A = {(x, z) : x2 ≤ z ≤ 1}, η οποία περιέχεται στο xz-επίπεδο, με άξονα
περιστροφής τον z-άξονα.

Παράδειγμα: ΄Εστω ένας ορθός κυκλικός κώνος B με ύψος h > 0 και ακτίνα
βάσης R > 0. Συμβολίζουμε l την ευθεία που διέρχεται από την κορυφή Ο του
κώνου και από το κέντρο Κ της βάσης του. Ως σημείο 0 της l επιλέγουμε το Ο
και ως σημείο h επιλέγουμε το Κ. Τότε για κάθε x της l εκτός του [0, h] η διατομή
B (x) είναι κενή ενώ για κάθε x στο [0, h] η διατομή B (x) είναι ένας κυκλικός δίσκος
κάθετος στην l κέντρου x και ακτίνας r(x) = R h x. Δηλαδή ο κώνος είναι σώμα
R h R2 2
παραγόμενο με περιστροφή και ο όγκος του είναι ίσος με π 0 h2 x dx = π3 R2 h.

(iv). Σώματα ανάμεσα σε δυο επιφάνειες. Θεωρούμε στο xy-επίπεδο


του χώρου το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που σχηματίζουν όλα τα σημεία (x, y)
με a ≤ x ≤ b και c ≤ y ≤ d. Θεωρούμε και δυο συναρτήσεις δυο μεταβλητών
η καθεμιά, την z = f (x, y) και την z = g(x, y), ορισμένες στα σημεία (x, y)
του παραπάνω ορθογώνιου παραλληλογράμμου. Η πρώτη ορίζει μια επιφάνεια στο
χώρο, δηλαδή το σύνολο όλων των σημείων (x, y, f (x, y)), και, ομοίως, η δεύτερη
ορίζει μια άλλη επιφάνεια, το σύνολο όλων των σημείων (x, y, g(x, y)). Θεωρούμε
το στερεό σώμα B το οποίο περιέχεται ανάμεσα στις δυο αυτές επιφάνειες. Θα
υποθέσουμε ότι οι z = f (x, y) και z = g(x, y) είναι συνεχείς συναρτήσεις των
μεταβλητών x και y. Αυτό, απλώς, σημαίνει ότι μικρές μεταβολές στις τιμές των
x και y συνεπάγονται μικρές αντίστοιχες μεταβολές στις τιμές f (x, y) και g(x, y).
Θα υπολογίσουμε τον όγκο του σώματος B.
Θεωρούμε ως ευθεία l τον x-άξονα και για κάθε x φτιάχνουμε το επίπεδο Lx
που είναι κάθετο στην l στο x. Τα σημεία του Lx είναι όλα τα σημεία (x, y, z) με
σταθερό x. Τώρα για κάθε x στο [a, b] η διατομή B (x) του B που είναι κάθετη
στην l στο x αποτελείται από την επίπεδη επιφάνεια επί του επιπέδου Lx η οποία
βρίσκεται ανάμεσα στις καμπύλες z = f (x, y) και z = g(x, y) με σταθερό x και το
y να μεταβάλλεται στο διάστημα [c, d]. Επομένως, το εμβαδό αυτής της διατομής
Rd
είναι ίσο με E(x) = c |g(x, y) − f (x, y)| dy. Αν ο x είναι εκτός του [a, b], τότε
Rb
η αντίστοιχη διατομή B (x) είναι κενή. Ο όγκος V του B είναι ίσος με a E(x) dx
και, επομένως,
Z b ³Z d ´
V = |g(x, y) − f (x, y)| dy dx.
a c

Αν θεωρήσουμε ως ευθεία l τον y-άξονα, τότε με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε ότι
ο όγκος του B δίνεται και από τον τύπο
Z d ³Z b ´
V = |g(x, y) − f (x, y)| dx dy.
c a

305
Σχήμα 7.11: Σώμα ανάμεσα σε δυο επιφάνειες.

Παράδειγμα: ΄Εστω B το σώμα που βρίσκεται ανάμεσα στην επίπεδη επιφάνεια


με εξίσωση z = 2x + y και στην επίπεδη επιφάνεια με εξίσωση z = x + 2y όταν
οι μεταβλητές ικανοποιούν τις ανισότητες −1 ≤ x ≤ 1 και −1 ≤ y ≤ 1. Ο όγκος
R1 ¡R1 ¢ R1 ¡R1 ¢
του είναι ίσος με −1 −1 |x + 2y − 2x − y| dy dx = −1 −1 |y − x| dy dx.
Μελετώντας το πρόσημο της παράστασης y−x, βλέπουμε ότι για κάθε x στο [−1, 1]
ισχύει y−x ≥ 0, αν ο y είναι στο [x, 1], και ισχύει y−x ≤ 0, αν ο y είναι στο [−1, x].
R1 ¡Rx R1 ¢
Επομένως, ο όγκος του B είναι ίσος με −1 −1 (x − y) dy + x (y − x) dy dx =
R1 2
−1
(x + 1) dx = 83 .

Δ. Υπολογισμός μήκους καμπύλης.

Το σύνολο των σημείων (x, y) = (x(t), y(t)) του επιπέδου, όταν η μεταβλητή
t διατρέχει ένα διάστημα I, χαρακτηρίζεται καμπύλη στο επίπεδο. Υποθέ-
τουμε, επίσης, ότι οι συναρτήσεις x = x(t) και y = y(t) είναι συνεχείς στο I.
Ανάλογα με το πόσα από τα άκρα του περιέχει το I μιλάμε για καμπύλη χωρίς
άκρα ή για καμπύλη με ένα άκρο ή για καμπύλη με δυο άκρα. Εμείς θα περιορι-
στούμε σε καμπύλες των οποίων το διάστημα (πεδίο ορισμού) I είναι ένα κλειστό
και φραγμένο διάστημα: I = [a, b]. Τότε τα άκρα της καμπύλης είναι τα σημεία
(x(a), y(a)) και (x(b), y(b)) του επιπέδου.
Ας υπενθυμίσουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οποιοδήποτε σύμβολο
αντί του t για την ανεξάρτητη μεταβλητή, δηλαδή (x, y) = (x(u), y(u)), (x, y) =

306
(x(s), y(s)) κλπ.

Παράδειγμα: Αν οι x = x(t) και y = y(t) είναι και οι δυο γραμμικές συναρτή-


σεις του t, δηλαδή, αν x = x(t) = κt + λ και y = y(t) = µt + ν για κά-
θε t στο [a, b], τότε η αντίστοιχη καμπύλη είναι το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα
Α= (κa + λ, µa + ν) και Β= (κb + λ, µb + ν). Καθώς ο t αυξάνει από το a στο
b, το σημείο (x, y) = (x(t), y(t)) = (κ, µ)t + (λ, ν) μετακινείται επί της καμπύλης
(δηλαδή επί του ευθυγράμμου τμήματος) από το σημείο Α στο σημείο Β.

Παράδειγμα: Αν x = x(t) = r cos t + x0 και y = r sin t + y0 για κάθε t στο


[0, 2π], με r > 0, τότε η καμπύλη είναι ο κύκλος κέντρου (x0 , y0 ) και ακτίνας r.
Τα δυο άκρα της καμπύλης ταυτίζονται: είναι το σημείο (x0 + r, y0 ). Καθώς ο t
αυξάνει από το 0 στο 2π, το σημείο (x, y) = (x(t), y(t) = r(cos t, sin t) + (x0 , y0 )
κάνει μια ακριβώς περιστροφή επί του κύκλου με φορά αντίθετη των δεικτών του
ρολογιού.

Παράδειγμα: Αν είναι x = x(t) = κ cos t + x0 και y = µ sin t + y0 για κάθε t


στο [0, 2π], τότε η καμπύλη είναι μια έλλειψη με άκρα το ίδιο σημείο (κ + x0 , y0 ).
Το ότι η καμπύλη είναι έλλειψη φαίνεται από το ότι για κάθε t το (x(t), y(t))
ικανοποιεί την ( x(t)−x
κ ) + ( y(t)−y
0 2
µ
0 2
) = 1. Μάλιστα, οι αριθμοί 2κ και 2µ είναι
τα μήκη των αξόνων της έλλειψης. Καθώς ο t αυξάνει από το 0 στο 2π, το σημείο
(x, y) = (x(t), y(t) = (κ cos t, µ sin t) + (x0 , y0 ) κάνει μια ακριβώς περιστροφή επί
της έλλειψης με φορά αντίθετη των δεικτών του ρολογιού.

Παράδειγμα: Το γράφημα μιας συνεχούς συνάρτησης y = f (x) στο διάστη-


μα [a, b], δηλαδή το σύνολο των σημείων (x, y) = (x, f (x)) καθώς ο x διατρέχει
το διάστημα [a, b], είναι παράδειγμα καμπύλης στο επίπεδο. Πράγματι, μπορούμε,
απλώς, να θεωρήσουμε τον ίδιο τον x (αντί του t) ως σύμβολο της ανεξάρτητης
μεταβλητής, οπότε η πρώτη συντεταγμένη x είναι η ταυτοτική συνάρτηση x = x
ορισμένη στο [a, b] και η δεύτερη συντεταγμένη y είναι η συνάρτηση y = f (x)
ορισμένη, επίσης, στο [a, b].
Ομοίως, το γράφημα μιας συνεχούς συνάρτησης x = g(y) στο διάστημα [a, b]
είναι καμπύλη στο επίπεδο, αφού μπορούμε να θεωρήσουμε τον ίδιο τον y (αντί του
t) ως ανεξάρτητη μεταβλητή, οπότε η πρώτη συντεταγμένη x είναι η συνάρτηση
x = g(y) στο [a, b] και η δεύτερη συντεταγμένη y είναι η ταυτοτική συνάρτηση
y = y στο [a, b].

Με τον ίδιο τρόπο ορίζεται μια καμπύλη στον χώρο. Πρόκειται για το
σύνολο των σημείων (x, y, z) = (x(t), y(t), z(t)) του χώρου, όταν η μεταβλητή t
διατρέχει ένα διάστημα I, το οποίο για εμάς θα είναι ένα κλειστό και φραγμένο
διάστημα [a, b]. Επιπλέον, απαιτείται οι x = x(t), y = y(t) και z = z(t) να είναι
συνεχείς στο [a, b]. Τα άκρα της καμπύλης είναι τα σημεία (x(a), y(a), z(a)) και
(x(b), y(b), z(b)) του χώρου.

Παράδειγμα: Αν οι x = x(t), y = y(t) και z = z(t) είναι γραμμικές συναρτή-


σεις του t, δηλαδή αν x = x(t) = κt + λ, y = y(t) = µt + ν και z = z(t) = ξt + η

307
για κάθε t στο [a, b], τότε η αντίστοιχη καμπύλη είναι το ευθύγραμμο τμήμα με
άκρα Α= (κa + λ, µa + ν, ξa + η) και Β= (κb + λ, µb + ν, ξb + η). Καθώς ο t
αυξάνει από το a στο b, το σημείο (x, y, z) = (x(t), y(t), z(t)) = (κ, µ, ξ)t+(λ, ν, η)
μετακινείται επί του ευθυγράμμου τμήματος από το σημείο Α στο σημείο Β.
h
Παράδειγμα: Αν (x, y, z) = (r cos t + x0 , r sin t + y0 , 2π t + z0 ) για t στο
[0, 2π], με r > 0 και h > 0, τότε η αντίστοιχη «ελικοειδής» καμπύλη περιέ-
χεται σε μια κυλινδρική επιφάνεια. ΄Οταν ο t αυξάνει από 0 σε 2π, το ζευγάρι
(x, y) = (r cos t + x0 , r sin t + y0 ) κάνει μια περιστροφή (αντίθετα από τη φορά των
δεικτών του ρολογιού) στο xy-επίπεδο πάνω στον κύκλο με κέντρο (x0 , y0 ) και
ακτίνα r. Επίσης, ο z ανεβαίνει από το z0 στο h + z0 . Επομένως, το (x, y, z) κάνει
μια περιστροφική και, ταυτόχρονα, κατακόρυφη κίνηση σε σταθερή απόσταση r
από την ευθεία l που τέμνει κάθετα το xy-επίπεδο στο σημείο (x0 , y0 ).

Γνωρίζουμε ότι το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (x0 , y 0 ) και (x00 , y 00 ) στο επίπεδο
έχει μήκος ίσο με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα του, δηλαδή
p
(x00 − x0 )2 + (y 00 − y 0 )2 .

Ομοίως, το ευθύγραμμο τμήμα με άκρα (x0 , y 0 , z 0 ) και (x00 , y 00 , z 00 ) στον χώρο έχει
μήκος ίσο με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα του, δηλαδή
p
(x00 − x0 )2 + (y 00 − y 0 )2 + (z 00 − z 0 )2 .

Γενικότερα, μια πολυγωνική καμπύλη (είτε στο επίπεδο είτε στον χώρο), δηλαδή
μια ένωση διαδοχικών ευθύγραμμων τμημάτων, έχει μήκος ίσο με το άθροισμα των
μηκών αυτών των ευθύγραμμων τμημάτων.
Το πρόβλημα δημιουργείται όταν θελήσουμε να μετρήσουμε το μήκος l μιας
οποιασδήποτε καμπύλης. Αυτό γίνεται προσεγγίζοντας την καμπύλη με κατάλληλες
πολυγωνικές καμπύλες: πρέπει το σχήμα των πολυγωνικών καμπυλών να είναι
περίπου ίδιο με το σχήμα της καμπύλης.

Σχήμα 7.12: Προσέγγιση με πολυγωνική γραμμή.

308
Πρώτα θα περιγράψουμε τη λύση του προβλήματος για καμπύλες στο επίπεδο.
Θεωρούμε ότι το μεταβλητό σημείο (x, y) = (x(t), y(t)) για t στο [a, b] διαγράφει
την καμπύλη μας και θα υποθέσουμε, για απλούστευση, ότι οι x = x(t) και y = y(t)
έχουν συνεχή παράγωγο στο [a, b]. Τέτοιου είδους καμπύλες χαρακτηρίζονται
συνεχώς παραγωγίσιμες. Παίρνουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {t0 =
a, t1 , . . . , tn−1 , tn = b} του [a, b] με πολύ μικρό πλάτος και για κάθε k = 0, 1, . . . , n
συμβολίζουμε Ck το σημείο (x(tk ), y(tk )) της καμπύλης. Τα C0 και Cn είναι τα
δυο άκρα της καμπύλης. Αν συμβολίσουμε lk το μήκος του μέρους της καμπύλης
που βρίσκεται ανάμεσα στα σημεία Ck−1 και Ck , τότε

l = l1 + · · · + ln .

Κατόπιν φτιάχνουμε την πολυγωνική γραμμή με διαδοχικές κορυφές τα σημεία


C0 , C1 , . . . , Cn−1 , Cn και, επειδή κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ] είναι πολύ μικρό, το
αντίστοιχο μικρό μέρος της καμπύλης είναι περίπου ίδιο με το ευθύγραμμο τμήμα
με άκρα τα Ck−1 και Ck . Επομένως, το μήκος lk είναι περίπου ίσο με το μήκος
του ευθυγράμμου αυτού τμήματος, δηλαδή
p
lk ≈ (x(tk ) − x(tk−1 ))2 + (y(tk ) − y(tk−1 ))2 .

Από το Θεώρημα Μέσης Τιμής του Διαφορικού Λογισμού συνεπάγεται ότι


υπάρχουν ξk και ηk στο [xk−1 , xk ] ώστε να είναι x(tk )−x(tk−1 ) = x0 (ξk )(tk −tk−1 )
και y(tk ) − y(tk−1 ) = y 0 (ηk )(tk − tk−1 ). ΄Αρα είναι
p p
(x(tk ) − x(tk−1 ))2 + (y(tk ) − y(tk−1 ))2 = (x0 (ξk ))2 + (y 0 (ηk ))2 (tk − tk−1 ).

Μάλιστα, επειδή η συνάρτηση y 0 (t) είναι συνεχής και το [xk−1 , xk ] είναι πολύ
μικρό (οπότε και η απόσταση των ξk και ηk είναι πολύ μικρή), συνεπάγεται ότι
y 0 (ηk ) ≈ y 0 (ξk ), οπότε μπορούμε να γράψουμε
p p
(x(tk ) − x(tk−1 ))2 + (y(tk ) − y(tk−1 ))2 ≈ (x0 (ξk ))2 + (y 0 (ξk ))2 (tk − tk−1 ).

Προσθέτοντας:
p p
l ≈ (x0 (ξ1 ))2 + (y 0 (ξ1 ))2 (t1 − t0 ) + · · · + (x0 (ξn ))2 + (y 0 (ξn ))2 (tn − tn−1 )

και
¡p καταλήγουμε, όπως και
¢ σε τόσες άλλες περιπτώσεις, ότι το άθροισμα Riemann
0 2 0 2
Σ x + y ; a, b; ∆; Ξ προσεγγίζει το μήκος l της καμπύλης. ΄Αρα
Z b p
l= (x0 (t))2 + (y 0 (t))2 dt.
a

Ανάλογο αποτέλεσμα έχουμε και για συνεχώς παραγωγίσιμες καμπύλες στον


χώρο. Το μήκος της καμπύλης με μεταβλητό σημείο το (x, y, z) = (x(t), y(t), z(t))
για t στο [a, b] δίνεται από τον τύπο
Z b p
l= (x0 (t))2 + (y 0 (t))2 + (z 0 (t))2 dt.
a

309
Οι (x0 (t), y 0 (t)) και (x0 (t), y 0 (t), z 0 (t)) ονομάζονται διανυσματικές παρά-
γωγοι των αντίστοιχων καμπυλών, δηλαδή των διανυσματικών p συναρτήσεων
(x(t), y(t)) και (x(t), y(t), z(t)). Τα μέτρα τους είναι τα (x0 (t))2 + (y 0 (t))2 και
p
(x0 (t))2 + (y 0 (t))2 + (z 0 (t))2 . Χρησιμοποιώντας αυτή την ορολογία, τα παρα-
πάνω αποτελέσματα διατυπώνονται ως εξής:

Το μήκος μιας συνεχώς παραγωγίσιμης καμπύλης είναι ίσο με το ολο-


κλήρωμα του μέτρου της διανυσματικής παραγώγου της.

Παράδειγμα: Θα επιβεβαιώσουμε το αποτέλεσμά μας με το παράδειγμα του


ευθύγραμμου τμήματος, όπου x = x(t) = κt + λ και y = y(t) = µt + ν για
κάθε t στο [a, b]. Είναι x0 (t) = κ και y 0 (t) = µ για κάθε t στο [a, b], οπότε το
Rbp p
μήκος είναι ίσο με a κ2 + µ2 dt = κ2 + µ2 (b − a). Αλλά και η απόσταση
από
p το άκρο Α= (κa + λ, µa + ν) στο άκρο p Β= (κb + λ, µb + ν) είναι ίση με
(κb + λ − κa − λ)2 + (µb + ν − µa − ν)2 = κ2 + µ2 (b − a).

Παράδειγμα: Για τον κύκλο κέντρου (x0 , y0 ) και ακτίνας r, όπου x = x(t) =
r cos t + x0 και y = y(t) = r sin t + y0 για κάθε t στο [0, 2π], είναι x0 (t) = −r sin t
R 2π p
και y 0 (t) = r cos t και το μήκος του είναι ίσο με 0 r2 (sin t)2 + r2 (cos t)2 dt =
2πr.

Παράδειγμα: Η έλλειψη, όπου x = x(t) = κ cos t + x0 και y = µ sin t + y0 για


R 2π p
κάθε t στο [0, 2π], έχει μήκος ίσο με 0 κ2 (sin t)2 + µ2 (cos t)2 dt.

Παράδειγμα: Μια ειδική περίπτωση καμπύλης στο επίπεδο είναι, όπως είδαμε, το
γράφημα μιας συνεχούς συνάρτησης y = f (x) στο διάστημα [a, b]. Αν η y = f (x)
είναι συνεχώς παραγωγίσιμη στο [a, b], το μήκος της καμπύλης είναι ίσο με
Z b p
l= 1 + (f 0 (x))2 dx.
a

Ομοίως, αν μια καμπύλη είναι το γράφημα μιας συνάρτησης x = g(y) συνεχώς


παραγωγίσιμης στο διάστημα [a, b], τότε το μήκος της είναι ίσο με
Z b p
l= 1 + (g 0 (y))2 dy.
a

Παράδειγμα: Για την καμπύλη στον χώρο με (x, y, z) = (r cos t + x0 , r sin t +


h h
y0 , 2π t+z0 ), για t στο [0, 2π], είναι x0 (t) = −r sin t, y 0 (t) = r cos t και z 0 (t) = 2π ,
R 2π q h2

οπότε το μήκος της είναι 0 2 2 2 2
r (sin t) + r (cos t) + 4π2 dt = 4π r + h . 2 2 2

Ε. Υπολογισμός έργου.


Γνωρίζουμε ότι όταν μια σταθερή σε διεύθυνση, φορά και μέτρο δύναμη F
ασκείται πάνω σε κάποιο (σημειακό) υλικό σώμα, το οποίο κινείται σε ευθύγραμμη
τροχιά από το σημείο A στο σημείο B, τότε η δύναμη αυτή παράγει έργο W ,

310


η τιμή του οποίου είναι ίση με το γινόμενο του μέτρου της συνιστώσας της F
στην κατεύθυνση της τροχιάς επί την απόσταση των A και B και με πρόσημο +

→ −−→
ή −, αν η συνιστώσα αυτή της F και το διάνυσμα AB έχουν την ίδια ή αντίθετη,
αντιστοίχως, φορά. Δηλαδή,
¯−
→¯¯−−→¯
W = ¯ F ¯¯AB ¯ cos θ,

− −−→
όπου θ είναι η τιμή στο διάστημα [0, π] της γωνίας των διανυσμάτων F και AB .
π π
Ειδικώτερα, αν 0 ≤ θ < 2 , τότε το έργο που παράγεται είναι θετικό, αν 2 < θ ≤ π,
τότε το έργο που παράγεται είναι αρνητικό και, τέλος, αν θ = π2 , τότε το έργο

− −−→
είναι ίσο με 0. Η παράσταση | F ||AB| cos θ είναι ίση με το εσωτερικό γινόμενο των

→ −−→
διανυσμάτων F και AB , οπότε

→ −−→
W = F · AB .

Το πρόβλημα τώρα είναι πώς θα υπολογισθεί το έργο W μιας μεταβαλλόμενης


δύναμης η οποία και πάλι ασκείται πάνω σε κάποιο (σημειακό) υλικό σώμα που
κινείται σε καμπυλόγραμμη τροχιά από το A στο B πάνω σε ένα επίπεδο ή στον
χώρο.
Στην περίπτωση που το σημείο κινείται σε ένα επίπεδο, εκφράζουμε με (x, y) =
(x(t), y(t)) τη θέση του υλικού σημείου ως συνάρτηση του χρόνου t σε κάποιο


χρονικό διάστημα [a, b]. ΄Αρα και η δύναμη F = (Fx , Fy ) που ασκείται στο σημείο


(x, y) = (x(t), y(t)) είναι συνάρτηση F (t) = (Fx (t), Fy (t)) του t στο [a, b]. Υπο-
θέτουμε, για απλούστευση, ότι οι συναρτήσεις Fx = Fx (t) και Fy = Fy (t) είναι
συνεχείς καθώς και ότι οι συναρτήσεις x = x(t) και y = y(t) έχουν συνεχή
παράγωγο στο [a, b] ή, με άλλα λόγια, ότι η κίνηση του υλικού σημείου είναι
συνεχώς παραγωγίσιμη.
Επιλέγουμε οποιαδήποτε διαμέριση ∆ = {t0 = a, t1 , . . . , tn−1 , tn = b} του [a, b]
με πολύ μικρό πλάτος. Συμβολίζουμε Wk το έργο που παράγεται από τη μεταβαλ-
λόμενη δύναμη κατά την κίνηση του υλικού σημείου στο χρονικό υποδιάστημα
[tk−1 , tk ]. Βάσει της φυσικής παραδοχής ότι «το έργο που παράγεται στην ένω-
ση διαδοχικών χρονικών υποδιαστημάτων ισούται με το άθροισμα των επιμέρους
έργων σε όλα τα χρονικά υποδιαστήματα», έχουμε:

W = W1 + · · · + Wn .

Επειδή το [tk−1 , tk ] είναι πολύ μικρό, η δύναμη (Fx (t), Fy (t)) είναι περίπου
σταθερή αλλά και η τροχιά του υλικού σημείου είναι περίπου ευθύγραμμη κατά το
χρονικό αυτό υποδιάστημα. Επιλέγουμε οποιονδήποτε ενδιάμεσο ξk στο [tk−1 , tk ],
οπότε το έργο Wk είναι περίπου ίσο με το έργο που θα παρήγαγε μια σταθερή


δύναμη F (ξk ) = (Fx (ξk ), Fy (ξk )) σε ευθύγραμμη κίνηση από το σημείο Ak−1 =
f −

(x(tk−1 ), y(tk−1 )) ¡στο σημείο Ak = ¢ (x(tk ), y(t
¡ k )), δηλαδή με¢το Wk = F (ξk ) ·
−−−−−→
Ak−1 Ak = Fx (ξk ) x(tk ) − x(tk−1 ) + Fy (ξk ) y(tk ) − y(tk−1 ) . Συμβολικά:
¡ ¢ ¡ ¢
fk = Fx (ξk ) x(tk ) − x(tk−1 ) + Fy (ξk ) y(tk ) − y(tk−1 ) .
Wk ≈ W

311
Τώρα συνεπάγεται ότι υπάρχουν ηk και ζk στο [tk−1 , tk ] ώστε να είναι x(tk ) −
x(tk−1 ) = x0 (ηk )(tk − tk−1 ) και y(tk ) − y(tk−1 ) = y 0 (ζk )(tk − tk−1 ). Επειδή οι
συναρτήσεις x0 (t) και y 0 (t) είναι συνεχείς, οι τιμές x0 (ηk ) και y 0 (ζk ) είναι περίπου
ίσες με τις αντίστοιχες x0 (ξk ) και y 0 (ξk ), οπότε

fk ≈ Fx (ξk )x0 (ξk )(tk − tk−1 ) + Fy (ξk )y 0 (ξk )(tk − tk−1 ).


Wk ≈ W

Προσθέτοντας όλες τις προσεγγιστικές ισότητες, έχουμε


¡ ¢
W ≈ Fx (ξ1 )x0 (ξ1 ) + Fy (ξ1 )y 0 (ξ1 ) (t1 − t0 ) + · · ·
¡ ¢
· · · + Fx (ξn )x0 (ξn ) + Fy (ξn )y 0 (ξn ) (tn − tn−1 ).

Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι το άθροισμα Riemann Σ(Fx x0 + Fy y 0 ; a, b; ∆; Ξ)


προσεγγίζει το W καθώς το πλάτος της ∆ προσεγγίζει τον 0 και, επομένως,
Z b ¡ ¢
W = Fx (t)x0 (t) + Fy (t)y 0 (t) dt.
a

Είναι φανερό ότι, αν το υλικό σημείο κινείται στον χώρο, τότε ο ανάλογος
τύπος για το παραγόμενο έργο είναι
Z b ¡ ¢
W = Fx (t)x0 (t) + Fy (t)y 0 (t) + Fz (t)z 0 (t) dt.
a

Επομένως:

Το έργο που παράγεται από μια συνεχή δύναμη η οποία δρα σε υλικό
σημείο κινούμενο με συνεχώς παραγωγίσιμη κίνηση είναι ίσο με το
ολοκλήρωμα του εσωτερικού γινομένου της δύναμης και της διανυσμα-
τικής παραγώγου της κίνησης.

Ask seic.
Υπολογισμός εμβαδών.

1. Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το εμβαδό της επίπεδης επιφάνειας που


βρίσκεται ανάμεσα στις καμπύλες y = x2 και x = y 2 .

2. Γράψτε με δυο τρόπους στη μορφή ολοκληρώματος το εμβαδό της επίπεδης


2 2
επιφάνειας που περικλείεται στην έλλειψη xa2 + yb2 = 1. Χρησιμοποιήστε
παράλληλες διατομές και ακτινικές διατομές.

3. Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το εμβαδό της επίπεδης επιφάνειας που


περικλείεται στα δυο φύλλα της καμπύλης με ακτινική συνάρτηση r = r(θ)
που ικανοποιεί την (r(θ))2 = 2a2 cos(2θ) για θ στα διαστήματα [− π4 , π4 ] και
[ 3π 5π
4 , 4 ]. Η καμπύλη αυτή ονομάζεται λημνίσκος. Ζωγραφίστε την.

312
4. Ο λημνίσκος της άσκησης 3 είναι ειδική περίπτωση (με a = b) της επίπεδης
καμπύλης, που ονομάζεται οβάλ του Cassini, με ακτινική συνάρτηση r =
r(θ) που ικανοποιεί την (r(θ))4 − 2a2 (r(θ))2 cos(2θ) + a4 = b4 .
(i) Αν a < b, η διακρίνουσα 4a4 (cos(2θ))2 − 4a4 + 4b4 είναι > 0 για κάθε
θ και η εξίσωση έχει μια μόνο λύση r(θ). Ζωγραφίστε την καμπύλη και
παρατηρήστε ότι διαγράφεται δυο φορές με την αντίθετη φορά των δεικτών
του ρολογιού όταν ο θ διατρέχει το [0, 2π].
(ii) Αν a > b, η διακρίνουσα 4a4 (cos(2θ))2 − 4a4 + 4b4 είναι ≥ 0 για κάθε θ
σε δυο διαστήματα [−θ0 , θ0 ] και [π − θ0 , π + θ0 ]. Βρείτε τον θ0 συναρτήσει
των a και b. Για κάθε θ στα δυο αυτά διαστήματα η εξίσωση έχει δυο λύσεις
r1 (θ) και r2 (θ). Ζωγραφίστε την καμπύλη και παρατηρήστε ότι αποτελείται
από δυο (ασύνδετα μεταξύ τους) κομμάτια: το ένα κομμάτι αντιστοιχεί στο
[−θ0 , θ0 ] και το άλλο κομμάτι αντιστοιχεί στο [π − θ0 , π + θ0 ].
Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το εμβαδό που περικλείεται στο οβάλ του
Cassini.

5. Θεωρήστε την επίπεδη καμπύλη με ακτινική συνάρτηση r = r(θ) που ικανο-


ποιεί την (r(θ))2 = a2 cos(3θ) για θ στα διαστήματα [− π6 , π6 ], [ π2 , 5π
6 ] και
[ 7π
6 , 3π
2 ]. Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το εμβαδό που περικλείεται στα
τρία φύλλα της καμπύλης αυτής.

Υπολογισμός όγκων.

1. Γράψτε με τρεις τρόπους στη μορφή ολοκληρώματος τον όγκο του στερεού
2 2 2
σώματος που περικλείεται στην ελλειψοειδή επιφάνεια xa2 + yb2 + zc2 = 1.
Ειδικώτερα, αν b = c, παρατηρήστε ότι το στερεό αυτό σώμα παράγεται με
περιστροφή.

2. Θεωρήστε το στερεό σώμα που περικλείεται ανάμεσα στην κυλινδρική επιφά-


νεια x2 + y 2 = 4 και στα επίπεδα z = 0 και x + y + z = 0. Υπολογίστε τον
όγκο του σώματος αυτού.

Υπολογισμός μήκους καμπύλης.

1. Αν c, κ > 0, η επίπεδη καμπύλη με ακτινική συνάρτηση r = r(θ) = ceκθ ,


για θ στο (−∞, +∞), ονομάζεται λογαριθμική σπείρα. Ζωγραφίστε τη
λογαριθμική σπείρα και γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος κάθε
τόξου της.

2. Αν κ > 0, η επίπεδη καμπύλη με ακτινική συνάρτηση r = r(θ) = κθ, για θ


στο (0, +∞), ονομάζεται σπείρα του Αρχιμήδη. Ζωγραφίστε τη σπείρα
του Αρχιμήδη και γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος κάθε τόξου
της.

3. Αν κ > 0, η επίπεδη καμπύλη με ακτινική συνάρτηση r = r(θ) = κθ , για θ στο


(0, +∞), ονομάζεται υπερβολική σπείρα. Ζωγραφίστε την υπερβολική
σπείρα και γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος κάθε τόξου της.

313
4. Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος κάθε τόξου της παραβολής
y = ax2 .
5. Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος κάθε τόξου της υπερβολής
y = xa .
x x
6. ΄Εστω κ > 0. Η επίπεδη καμπύλη y = κ2 (e κ + e− κ ) ονομάζεται κατενοει-
δής. (Το σχήμα της καμπύλης αυτής ταυτίζεται με το σχήμα που παίρνει
ένα σχοινί όταν κρέμεται ελεύθερα υπό την επίδραση του βάρους του από
τα σταθερά άκρα του.) Ζωγραφίστε την κατενοειδή και γράψτε στη μορφή
ολοκληρώματος το μήκος κάθε τόξου της.
7. ΄Ενας κυκλικός τροχός ακτίνας r > 0 μετακινείται χωρίς να ολισθαίνει πάνω
σε ευθύγραμμο δρόμο. ΄Ενα σημείο Μ βρίσκεται πάνω σε μια συγκεκριμένη
ακτίνα του τροχού και σε απόσταση d από το κέντρο του τροχού. Η κα-
μπύλη που σχηματίζεται από τις διάφορες θέσεις του σημείου Μ ονομάζε-
ται τροχοειδής. Οι παραμετρικές εξισώσεις της τροχοειδούς είναι οι x =
x(t) = rt − d sin t και y = y(t) = r − d cos t, για t στο (−∞, +∞). Ζω-
γραφίστε την τροχοειδή στις τρεις περιπτώσεις: d < r, d > r και d = r.
Στην ειδική περίπτωση d = r η τροχοειδής ονομάζεται και κυκλοειδής.
Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος ενός πλήρους τόξου (δηλαδή
για t στο [0, 2π]) της τροχοειδούς καμπύλης.
8. Αν ο τροχός της προηγούμενης άσκησης μετακινείται σε κυκλικό δρόμο
ακτίνας R (προσέξτε: το επίπεδο του τροχού είναι το ίδιο με το επίπεδο
του δρόμου) και το σημείο Μ είναι σημείο της περιφέρειας του τροχού
(δηλαδή d = r), η καμπύλη που σχηματίζεται από τις διάφορες θέσεις
του σημείου Μ ονομάζεται επικυκλοειδής, αν ο τροχός είναι στην εξω-
τερική μεριά του κυκλικού δρόμου, και υποκυκλοειδής, αν ο τροχός
είναι στην εσωτερική μεριά του κυκλικού δρόμου. Οι παραμετρικές εξισώ-
σεις της επικυκλοειδούς είναι x = x(t) = (R + r) cos t − r cos( R+r r t) και
y = y(t) = (R + r) sin t − r sin( R+r
r t). Οι αντίστοιχες παραμετρικές εξισώ-
σεις της υποκυκλοειδούς είναι x = x(t) = (R − r) cos t + r cos( R−r r t) και
R−r
y = y(t) = (R − r) sin t − r sin( r t). Στην ειδική περίπτωση R = r η
επικυκλοειδής ονομάζεται καρδιοειδής και στην ειδική περίπτωση R = 4r
η υποκυκλοειδής ονομάζεται αστροειδής.
Γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος το μήκος ενός πλήρους τόξου (δηλαδή
για t στο [0, 2π]) της επικυκλοειδούς και της υποκυκλοειδούς.
9. Μήπως κρύβεται κάποιος «λογικός κύκλος» στον υπολογισμό του μήκους
κύκλου που κάναμε στην ενότητα αυτή;
Υπολογισμός έργου.


1. Βάσει του νόμου του Newton η κεντρική βαρυτική δύναμη F = (Fx , Fy , Fz )
που ασκείται πάνω σε υλικό σημείο (x, y, z) μάζας m είναι ίση με
cm
(Fx , Fy , Fz ) = − 3 (x, y, z) ,
(x2 + y2 + z2 ) 2

314
όπου c είναι ένας σταθερός (δηλαδή ανεξάρτητος της θέσης του σημείου)
θετικός αριθμός.
Αν οι συναρτήσεις κίνησης του υλικού σημείου είναι x = x(t), y = y(t) και
z = z(t), για t στο διάστημα [a, b], αποδείξτε ότι το έργο που παράγει η
βαρυτική δύναμη είναι ίσο με
Z b
cm 1 d (r(t))2
− dt,
2 a r3 (t) dt
p
όπου r(t) = (x(t))2 + (y(t))2 + (z(t))2 είναι, φυσικά, η απόσταση του
υλικού σημείου από το κέντρο.


2. Βάσει του νόμου του Hooke η δύναμη F = Fx που ασκείται πάνω σε υλικό
σημείο x (του x-άξονα) από ένα ελατήριο προσαρμοσμένο στο σημείο 0 είναι
ίση με Fx = −cx, όπου c είναι ένας σταθερός (δηλαδή ανεξάρτητος της θέσης
του σημείου) θετικός αριθμός. Αν η συνάρτηση κίνησης του υλικού σημείου
είναι x = x(t), για t στο διάστημα [a, b], γράψτε στη μορφή ολοκληρώματος
το έργο που παράγεται από τη δύναμη του ελατηρίου.

315
316
Kefˆlaio 8

Sqèsh parag¸gou kai


oloklhr¸matoc
Σε αυτό το κεφάλαιο ορίζονται οι έννοιες της αντιπαραγώγου και του αόρι-
στου ολοκληρώματος και οι σχετικές έννοιες της γενικής αντιπαραγώγου και του
γενικού αόριστου ολοκληρώματος. Παρουσιάζεται το Θεμελιώδες Θεώρημα του
Απειροστικού Λογισμού που συνδέει τις έννοιες της παραγώγου και του ολοκληρώ-
ματος. Συγκεκριμένα, για συνεχείς συναρτήσεις: οι έννοιες της γενικής αντι-
παραγώγου και του γενικού αόριστου ολοκληρώματος ταυτίζονται και η πράξη της
παραγώγισης και της ολοκλήρωσης είναι, ουσιαστικά, αντίστροφες. Περιγράφε-
ται η βασική εφαρμογή του Θεμελιώδους Θεωρήματος, δηλαδή ο υπολογισμός
ολοκληρώματος συνεχούς συνάρτησης χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε αντιπαράγω-
γό της. Κατόπιν αναπτύσσονται με λεπτομέρεια οι βασικές τεχνικές υπολογισμού
ολοκληρωμάτων: η μέθοδος αντικατάστασης ή αλλαγής μεταβλητής, η μέθοδος
ολοκλήρωσης κατά μέρη ή κατά παράγοντες, η ολοκλήρωση των ρητών συναρτή-
σεων, η ολοκλήρωση μερικών τριγωνομετρικών συναρτήσεων και η ολοκλήρωση
μερικών αλγεβρικών συναρτήσεων. Τέλος, ορίζεται η έννοια του γενικευμένου
ολοκληρώματος και παρουσιάζονται παραδείγματα υπολογισμού κάποιων βασικών
γενικευμένων ολοκληρωμάτων.

8.1 Antiparˆgwgoc kai aìristo olokl rw-


ma.
Α. Αντιπαράγωγος και γενική αντιπαράγωγος.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα I (οποιουδήποτε τύπου). Αν


μια δεύτερη συνάρτηση y = F (x), ορισμένη στο ίδιο διάστημα I, έχει την ιδιότητα

F 0 (x) = f (x)

για κάθε x στο I, τότε η y = F (x) ονομάζεται αντιπαράγωγος ή πρωτεύ-

317
ουσα συνάρτηση ή αρχική συνάρτηση της y = f (x) στο διάστημα I.
n+1
Παράδειγμα: (1) Για κάθε φυσικό n η y = xn+1 είναι αντιπαράγωγος της
y = xn στο (−∞, +∞).
(2) Η y = x είναι αντιπαράγωγος της y = 1 στο (−∞, +∞).
n+1
(3) Για κάθε ακέραιο n ≤ −2 η y = xn+1 είναι αντιπαράγωγος της y = xn στο
(−∞, 0) και στο (0, +∞).
a+1
(4) Για κάθε πραγματικό μη ακέραιο a η y = xa+1 είναι αντιπαράγωγος της y = xa
στο (0, +∞).
(5) Η y = log |x| είναι αντιπαράγωγος της y = x1 στο (−∞, 0) και στο (0, +∞).
ax x
(6) Αν a > 0, a 6= 1, η y = log a είναι αντιπαράγωγος της y = a στο (−∞, +∞).
(7) Η y = sin x είναι αντιπαράγωγος της y = cos x και η y = − cos x είναι αντι-
παράγωγος της y = sin x στο (−∞, +∞).
(8) Η y = tan x είναι αντιπαράγωγος της y = cos12 x στο (− π2 + kπ, π2 + kπ), όπου
ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος. Επίσης, η y = − cot x είναι αντιπαράγωγος της
y = sin12 x στο (kπ, π + kπ), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
1
(9) Η y = arcsin x είναι αντιπαράγωγος της y = √1−x 2
στο (−1, 1). Επίσης, η
1
y = − arccos x είναι αντιπαράγωγος της y = √1−x2 στο (−1, 1).
1
(10) Η y = arctan x είναι αντιπαράγωγος της 1+x 2 στο (−∞, +∞).

Πρόταση 8.1 Αν η διαφορά των y = F1 (x) και y = F2 (x) είναι σταθερή


συνάρτηση στο διάστημα I και η μια είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο
I, τότε και η άλλη είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο I. Αντιστρόφως, αν οι
y = F1 (x) και y = F2 (x) είναι αντιπαράγωγοι της y = f (x) στο διάστημα I, τότε
η διαφορά τους είναι σταθερή συνάρτηση στο I.

Η απόδειξη της πρότασης αυτής είναι πολύ απλή. ΄Εστω ότι είναι F2 (x) −
F1 (x) = c για κάθε x στο I, όπου c είναι ένας σταθερός αριθμός (δηλαδή ανεξάρτη-
τος του x), και ότι η y = F1 (x) είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο I. Τότε είναι
F2 0 (x) = F1 0 (x)+0 = f (x) για κάθε x στο I, οπότε η y = F2 (x) είναι αντιπαράγω-
γος της y = f (x) στο I. Αντιστρόφως, έστω ότι οι y = F1 (x) και y = F2 (x) είναι
αντιπαράγωγοι της y = f (x) στο I και ας συμβολίσουμε y = h(x) = F2 (x)−F1 (x)
τη διαφορά τους στο I. Τότε είναι h0 (x) = F1 0 (x) − F2 0 (x) = f (x) − f (x) = 0 για
κάθε x στο διάστημα I, οπότε από την Πρόταση 6.7(i) συνεπάγεται ότι η y = h(x)
είναι σταθερή συνάρτηση στο I.

Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να διατυπωθεί και με τον εξής τρόπο.

΄Εστω ότι η y = F (x) είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο διάστημα


I. Τότε το σύνολο όλων των αντιπαραγώγων της y = f (x) στο I απο-
τελείται από όλες τις συναρτήσεις της μορφής y = F (x) + c, όπου c
είναι οποιοσδήποτε σταθερός αριθμός (δηλαδή ανεξάρτητος του x),
και από καμιά άλλη συνάρτηση.

Ονομάζουμε γενική αντιπαράγωγο της y = f (x) στο διάστημα I το


σύνολο όλων των αντιπαραγώγων της y = f (x) στο I. Από την Πρόταση 8.1

318
συνεπάγεται ότι «η γενική αντιπαράγωγος μιας συνάρτησης σε ένα διάστημα είναι
άπειρες συναρτήσεις: μια οποιαδήποτε από τις αντιπαραγώγους της συν αυθαίρετος
σταθερός αριθμός».

Παράδειγμα: Η γενική αντιπαράγωγος της y = x2 στο (−∞, +∞) είναι όλες


3
οι συναρτήσεις y = x3 + c, όπου c είναι αυθαίρετος σταθερός αριθμός.

Παράδειγμα: Για κάθε συνάρτηση του αρχικού παραδείγματος μπορούμε να


βρούμε τον τύπο της γενικής αντιπαραγώγου, αν επισυνάψουμε το σύμβολο c
στην αναφερόμενη αντιπαράγωγο. Για παράδειγμα, η γενική αντιπαράγωγος της
y = cos x στο (−∞, +∞) είναι όλες οι συναρτήσεις y = sin x + c, όπου c είναι
αυθαίρετος σταθερός αριθμός.

Παρατήρηση: Πρέπει να προσεχθεί το εξής. Αν μια συνάρτηση y = g(x) έχει


παράγωγο ίση με 0 σε κάθε σημείο της ένωσης δυο μη διαδοχικών διαστημάτων,
τότε δε συνεπάγεται ότι η συνάρτηση είναι σταθερή στην ένωση των δυο αυτών
διαστημάτων.
½
1 , αν 0 < x < 1,
Παράδειγμα: Η y = g(x) = έχει παράγωγο ίση με 0
2 , αν 1 < x < 3,
σε κάθε σημείο της ένωσης (0, 1) ∪ (1, 3), διότι είναι σταθερή σε καθένα από τα
διαστήματα (0, 1) και (1, 3). ΄Ομως, η y = g(x) δεν είναι σταθερή στην ένωση
(0, 1) ∪ (1, 3).

Μετά από την τελευταία παρατήρηση καταλαβαίνουμε γιατί στην Πρόταση 8.1
(και στις αναδιατυπώσεις της) αναφέρεται διάστημα και όχι ένωση περισσοτέρων
του ενός διαστημάτων.

Παράδειγμα: Η y = log |x| + c, όπου ο c είναι αυθαίρετος σταθερός αριθμός,


είναι η γενική αντιπαράγωγος της y = x1 στο (−∞, 0) καθώς και στο (0, +∞)
αλλά όχι στην ένωση (−∞, 0) ∪ (0, +∞). ½Η γενική αντιπαράγωγος της y = x1
log |x| + c1 , αν x < 0,
στην (−∞, 0) ∪ (0, +∞) είναι όλες οι y = όπου c1 και
log |x| + c2 , αν x > 0,
c2 είναι δυο αυθαίρετοι σταθεροί αριθμοί (ανεξάρτητοι του x) όχι απαραιτήτως ίσοι.

Β. Αόριστο ολοκλήρωμα και γενικό αόριστο ολοκλήρωμα.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b], οπότε ορίζεται
Rb
το ολοκλήρωμα a f (x) dx. Είναι πολύ χρήσιμη η εξής επέκταση του συμβόλου
του ολοκληρώματος:
Z a Z b
f (x) dx = − f (x) dx.
b a

Επιτρέπεται, λοιπόν, να γράφουμε το μεγαλύτερο άκρο του διαστήματος στην


κάτω μεριά και το μικρότερο άκρο στην πάνω μεριά του συμβόλου του ολοκληρώ-
ματος. Επίσης, αν απλώς ορίζεται η y = f (x) στο σημείο a, τότε θα την θεωρούμε,

319
αυτομάτως, ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, a] = {a} και ορίζουμε:
Z a
f (x) dx = 0.
a
Rb
Επομένως, έχουμε ορίσει το σύμβολο a f (x) dx για οποιουσδήποτε a και b με
την προϋπόθεση ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b], αν a < b,
ή στο [b, a], αν b < a.
Η γνωστή ιδιότητα
Z c Z b Z c
f (x) dx = f (x) dx + f (x) dx,
a a b

η οποία ισχύει όταν a < b < c, επεκτείνεται για όλες τις περιπτώσεις σχετικής
διάταξης των a, b, c, αρκεί η y = f (x) να είναι ολοκληρώσιμη στο κλειστό διάστημα
από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο από τα τρία αυτά σημεία. Αυτό είναι πολύ
εύκολο να αποδειχθεί, διακρίνοντας περιπτώσεις. Για παράδειγμα, αν c < b < a,
Ra Ra Rb
η ισότητα αυτή γράφεται − c f (x) dx = − b f (x) dx − c f (x) dx ή, ισοδύναμα,
Ra Rb Ra
c
f (x) dx = c f (x) dx + b f (x) dx και αυτή είναι η ήδη γνωστή μας ισότητα.
Rb Ra
Επίσης, αν a = c < b, η ισότητα γράφεται 0 = a f (x) dx + b f (x) dx η οποία
Ra
ισχύει λόγω του ορισμού του b f (x) dx. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η απόδειξη
είναι παρόμοια.
Μια ακόμη γνωστή ιδιότητα που επεκτείνεται είναι η εξής. Αν η y = f (x)
είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b], αν a < b, ή στο [b, a], αν b < a και αν,
για κάποιον αριθμό M ισχύει |f (x)| ≤ M για κάθε x στο ίδιο διάστημα, τότε
συνεπάγεται ότι
¯Z b ¯
¯ ¯
¯ f (x) dx¯ ≤ M |b − a|.
a
Πράγματι, αν είναι a < b, (οπότε |b − a| = b − a), τότε το αποτέλεσμα εί-
¯Rb ¯ ¯ Ra ¯
ναι
¯ R a ήδη γνωστό.
¯ Αν είναι b < a, τότε είναι ¯ a f (x) dx¯ = ¯ − b f (x) dx¯ =
¯ f (x) dx¯ ≤ M (a − b) = M |b − a|. Τέλος, αν a = b, τότε η ανισότητα
¯ Rbb ¯
¯ f (x) dx¯ ≤ M |b − a| ισχύει ως ισότητα 0 = 0.
a
Τώρα έστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα I (οποιουδήποτε τύπου)
και ολοκληρώσιμη σε κάθε κλειστό και φραγμένο υποδιάστημά του. Παίρνουμε ένα
οποιοδήποτε σημείο a του I, κατόπιν θεωρούμε R x έναν μεταβλητό x στο I και για
κάθε τέτοιον x γράφουμε το ολοκλήρωμα a f (t) dt. Αυτό είναι ένας αριθμός
η τιμή του οποίου εξαρτάται από την τιμή του x. Τέλος, παίρνουμε και έναν
αυθαίρετο σταθερό αριθμό c (ανεξάρτητο του x), οπότε ορίζεται στο διάστημα I
μια συνάρτηση με τύπο
Z x
y = F (x) = f (t) dt + c.
a

Κάθε τέτοια συνάρτηση την ονομάζουμε αόριστο ολοκλήρωμα της y =


f (x) στο διάστημα RI. Ο a ονομάζεται αρχικό σημείο του αόριστου ολοκληρώ-
x
ματος y = F (x) = a f (t) dt + c.

320
Αν θέλουμε να αντικαταστήσουμε το αρχικό σημείο a με ένα άλλο a0 στο ίδιο
διάστημα I, κάνουμε το εξής απλό:
Z x Z x Z a0 Z x
F (x) = f (t) dt + c = f (t) dt + f (t) dt + c = f (t) dt + c0 ,
a a0 a a0
R a0
όπου c0 είναι ένας νέος σταθερός αριθμός, ο c0 = a f (t) dt+c. Δηλαδή βλέπουμε
ότι η αντικατάσταση ενός αρχικού σημείου a με ένα άλλο a0 ισοδυναμεί με την
αντικατάσταση ενός σταθερού αριθμού c με έναν άλλον c0 . Γι αυτό όταν θέλουμε
να υπολογίσουμε ένα αόριστο ολοκλήρωμα επιλέγουμε κατάλληλο αρχικόR σημείο a
x
τέτοιο ώστε είτε να είναι βολικότερες οι πράξεις για τον υπολογισμό του a f (t) dt
είτε να είναι πιο απλός ο τύπος που θα προκύψει.

Παράδειγμα: Για να βρούμε ένα αόριστο ολοκλήρωμα της y = x2 στοR διάστημα


x
(−∞, +∞), παίρνουμε a = 0 και έχουμε το αόριστο ολοκλήρωμα y = 0 t2 dt =
x3 03 x3 2
3 − 3 = 3 . ΄Ενα οποιοδήποτε άλλο αόριστο ολοκλήρωμα της y = x είναι το
3
x
y = 3 + c, όπου c είναι οποιοσδήποτε σταθερός αριθμός. Αν, για παράδειγμα,
επιλέξουμε κάποιο άλλο a ως αρχικό σημείο, τότε το αόριστο ολοκλήρωμα y =
Rx 2 Rx 3 3 3

a
t dt είναι το y = a t2 dt = x3 − a3 και ο σταθερός αριθμός είναι ο c = − a3 .
Πρόταση 8.2 Αν η διαφορά των y = F1 (x) και y = F2 (x) είναι σταθερή
συνάρτηση στο διάστημα I και η μια είναι αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x) στο
I, τότε και η άλλη είναι αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x) στο I. Αντιστρόφως,
αν οι y = F1 (x) και y = F2 (x) είναι αόριστα ολοκληρώματα της y = f (x) στο
διάστημα I, τότε η διαφορά τους είναι σταθερή συνάρτηση στο I.
Πράγματι, έστω ότι είναι y = F2 (x) − F1 (x) = c για κάθε x στο I, όπου
ο c είναι σταθερός αριθμός, ανεξάρτητος του x, και έστω ότι η y = F1 (x) είναι
αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x)R στο I. Δηλαδή υπάρχουν σημείο a1 του I και
x
αριθμός c1 ώστε να είναι F1 (x) = a1 f (t) dt + c1 για κάθε x στο I. Συνεπάγεται
Rx Rx
ότι είναι F2 (x) = F1 (x) + c = a1 f (t) dt + (c1 + c) = a2 f (t) dt + c2 για κάθε x
στο I, όπου a2 = a1 και c2 = c1 + c. ΄Αρα η y = F2 (x) είναι αόριστο ολοκλήρωμα
της y = f (x) στο I. Αντιστρόφως, έστω ότι οι y = F1 (x) και y = F2 (x)
είναι αόριστα ολοκληρώματα της y = f (x) στο I, οπότε υπάρχουν Rx σημεία a1
και a2 στο I και αριθμοί c1 και c2 ώστε να είναι F1 (x) = a1 f (t) dt + c1 και
Rx
F2 (x) = a2 f (t) dt + c2 για κάθε x στο I. Συνεπάγεται ότι F2 (x) − F1 (x) =
Rx Rx Ra
a2
f (t) dt + c2 − a1 f (t) dt − c1 = a21 f (t) + c2 − c1 για κάθε x στο I, οπότε η
y = F2 (x) − F1 (x) είναι σταθερή συνάρτηση στο I.

Ονομάζουμε γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x) σε κάποιο


διάστημα I το σύνολο όλων των αόριστων ολοκληρωμάτων της y = f (x) στο
I. Από την Πρόταση 8.2 συνεπάγεται ότι «το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα μιας
συνάρτησης σε ένα διάστημα είναι άπειρες συναρτήσεις: ένα οποιοδήποτε από τα
αόριστα ολοκληρώματα συν αυθαίρετος σταθερός αριθμός».
Συμβολίζουμε Z
f (x) dx

321
το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της συνάρτησης y = f (x) σε κάποιο διάστημα I.

Παράδειγμα: Το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της y = x2 στο (−∞, +∞) είναι


3
όλες οι συναρτήσεις y = x3 +c, όπου c είναι αυθαίρετος σταθερός αριθμός. Δηλαδή
R 2 3
x dx = x3 + c.

Παρατήρηση: Σε δυο από τα παραδείγματά μας είδαμε ότι η γενική αντιπαρά-


γωγος της y = x2 είναι ίδια με το γενικό αόριστο ολοκλήρωμά της. Δηλαδή το
σύνολο όλων των αντιπαραγώγων της ταυτίζεται με το σύνολο όλων των αόριστων
ολοκληρωμάτων της. Στην επόμενη ενότητα αυτό θα γενικευθεί.

Πριν προχωρήσουμε ας δούμε δυο απλές ιδιότητες των γενικών αόριστων ολο-
κληρωμάτων. Η πρώτη είναι:
Z Z Z
¡ ¢
f (x) + g(x) dx = f (x) dx + g(x) dx.

Η ισότητα αυτή είναι άμεση συνέπεια της αντίστοιχης ισότητας ανάμεσα σε


ολοκληρώματα με συγκεκριμένα άκρα. Θεωρούμε ένα αρχικό σημείο R x a του δι-
αστήματος I και παίρνουμε τα αόριστα ολοκληρώματα F (x) = a f (t) dt και
Rx R R
G(x) = a g(t) dt στο I. Αυτό σημαίνει ότι f (x) dx = F (x)+c1 και g(x) dx =
G(x)+c2 , όπου οι c1 και c2 είναι αυθαίρετοι
R σταθεροί
R αριθμοί που παίρνουν όλες τις
πραγματικές τιμές. Τώρα έχουμεRx¡ f (x) dx¢+ g(x) dx = F (x) R+ c¡1 + G(x) + c¢2 =
x
F (x) + G(x) + (c1 + c2 ) = a f (t) + g(t) dt + (c1 + c2 ). Το a f (t) + g(t) dt
είναι ένα από τα αόριστα ολοκληρώματα της y = f (x) + g(x) στο I και, επειδή
ο αριθμός
R x ¡c1 + c2 παίρνει,
¢ προφανώς, όλες τις πραγματικές τιμές, συμπεραίνουμε
ότι το a f (t) + g(t) dt + (c1 + c2 ) είναι το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της
R R R¡ ¢
y = f (x) + g(x) στο I. Δηλαδή f (x) dx + g(x) dx = f (x) + g(x) dx.

Η δεύτερη ιδιότητα είναι:


Z Z
¡ ¢
λf (x) dx = λ f (x) dx (λ 6= 0).

Rx
R Θεωρούμε, όπως πριν, το ίδιο αόριστο ολοκλήρωμα F (x) = a f (t) dt, οπότε
f (x) dx = F (x) + c, όπου ο c είναι
R αυθαίρετος σταθερός αριθμός
R x ¡ που¢ παίρνει
όλες τις πραγματικές τιμές. Τώρα λ f (x) dx = λF (x) + λc = a λf (t) dt + λc.
Rx¡ ¢
Το a λf (t) dt είναι ένα από τα αόριστα ολοκληρώματα της y = λf (x) στο I και
Rx¡ ¢
ο αριθμός λc παίρνει όλες τις πραγματικές τιμές. ΄Αρα το a λf (t) dt R + λc είναι
το
R¡ γενικό ¢αόριστο ολοκλήρωμα της y = λf (x) στο I και, επομένως, λ f (x) dx =
λf (x) dx.

Παρατήρηση: ΄Οπως φάνηκε στην προηγούμενη απόδειξη, όταν προσθέτουμε


δυο γενικά αόριστα ολοκληρώματα μπορούμε να αντικαθιστούμε το άθροισμα των
δυο αυθαίρετων σταθερών αριθμών που εμφανίζονται με ένα αυθαίρετο σταθερό
αριθμό. Ομοίως, όταν πολλαπλασιάζουμε ένα γενικό αόριστο ολοκλήρωμα με ένα

322
αριθμό μπορούμε να αντικαθιστούμε το γινόμενο του αυθαίρετου σταθερού αριθ-
μού και του πολλαπλασιαστή αριθμού με ένα αυθαίρετο σταθερό αριθμό.
R R R 2 3
Παράδειγμα: (1) Γράφουμε (x + x2 ) dx = x dx + x2 dx = x2 + x3 + c.
R R R 2 3
Αποφεύγουμε να γράψουμε (x + x2 ) dx = x dx + x2 dx = x2 + c1 + x3 + c2 .
R R 2
(2) Γράφουμε (7x) dx = 7 x dx = 7 x2 + c. Αποφεύγουμε να γράψουμε
R R 2
(7x) dx = 7 x dx = 7 x2 + 7c.
R R R 2 R
(3) Γράφουμε (x + g(x)) dx = x dx + g(x) dx = x2 + g(x) dx. Αποφεύ-
R R R 2 R
γουμε να γράψουμε (x + g(x)) dx = x dx + g(x) dx = x2 + c R+ g(x) dx
διότι ο αυθαίρετος σταθερός αριθμός c μπορεί να «απορροφηθεί» στο g(x) dx το
οποίο περιέχει αφ΄ εαυτούRέναν αυθαίρετο
R σταθερό αριθμό. R R
(4) Προσέξτε! Γράφουμε x dx − x dx = c και όχι = 0. Διότι x dx − x dx =
R R R R 2 2
(x − x) dx = 0 dx = c ή, με άλλο τρόπο, x dx − x dx = x2 + c1 − x2 − c2 =
c1 − c2 = c.

Ask seic.
Αντιπαράγωγοι.
1. Βρείτε μια αντιπαράγωγο της y = 2x + sin x στο (−∞, +∞).
Βρείτε τη γενική αντιπαράγωγο της y = 2x + sin x στο (−∞, +∞).
Βρείτε μια αντιπαράγωγο της y = 2x + sin x στο (−∞, +∞) ώστε η τιμή
της στον x = 1 να είναι −2. Πόσες τέτοιες αντιπαράγωγοι υπάρχουν;
1
2. Βρείτε συνάρτηση y = F (x) ώστε να ισχύει F 0 (x2 ) = x για κάθε x στο
(0, +∞) και F (1) = 1.
3. Βρείτε συνάρτηση y = F (x) ώστε να ισχύει F 0 (log x) = 1 για κάθε x στο
(0, 1] και F 0 (log x) = x για κάθε x στο [1, +∞) και F (1) = 1.
4. Αν υπήρχε ρητή συνάρτηση y = r(x) και διάστημα (a, b) ώστε να είναι
r0 (x) = x1 για κάθε x στο (a, b), θα ήταν r(x) = . . . στο (a, b).
Τί συμπεραίνετε;
Αόριστα ολοκληρώματα.
1. Βρείτε ένα αόριστο ολοκλήρωμα της y = 1 − x2 στο (−∞, +∞).
Βρείτε το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της y = 1 − x2 στο (−∞, +∞).
Βρείτε ένα αόριστο ολοκλήρωμα της y = 1 − x2 στο (−∞, +∞) ώστε η τιμή
του στον x = 2 να είναι −1. Πόσα τέτοια αόριστα ολοκληρώματα υπάρχουν;
2. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη σε κάθε κλειστό και φραγμένο
υποδιάστημα ενός διαστήματος I και έστω ένα σημείο a του I και ένας
αριθμός κ. Πόσα αόριστα ολοκληρώματα της y = f (x) υπάρχουν τα οποία
έχουν τιμή κ στον x = a;

323
R R 2
3. Υποθέστε
R ότι
R f (x) dx = g(x) dx + x − 3. Με τί είναι ίση η παράσταση
f (x) dx − g(x) dx;
1
4. Θεωρήστε την y = f (x) = x − [x] − 2 στο (−∞, +∞).
(i) Αποδείξτε ότι η y = f (x) είναι περιοδική με περίοδο 1.
Rx
(ii) Υπολογίστε το αόριστο ολοκλήρωμα F (x) = 0 f (t) dt στο [0, 1] και
αποδείξτε ότι η y = F (x) είναι περιοδική με περίοδο 1. Εκφράστε τον τύπο
της y = F (x) χρησιμοποιώντας το [x].
Rx 1
(iii). Υπολογίστε το αόριστο ολοκλήρωμα G(x) = 0 (F (t) + 12 ) dt στο
[0, 1] και αποδείξτε ότι η y = G(x) είναι περιοδική με περίοδο 1.
5. ΄Εστω ότι ένα από τα αόριστα ολοκληρώματα μιας συνάρτησης είναι περιοδική
ή άρτια ή περιττή συνάρτηση. Ισχύει τότε ότι το γενικό αόριστο ολοκλή-
ρωμα αποτελείται μόνο από περιοδικές ή άρτιες ή περιττές συναρτήσεις, αντι-
στοίχως;

8.2 To Jemeli¸dec Je¸rhma.


Θεώρημα 8.1 Το Θεμελιώδες Θεώρημα του Απειροστικού Λο-
γισμού. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα I (οποιουδή-
ποτε τύπου) και ολοκληρώσιμη σε κάθε κλειστό και φραγμένο υποδιάστημά του.
Παίρνουμε
Rx οποιοδήποτε a στο I και θεωρούμε το αόριστο ολοκλήρωμα y = F (x) =
a
f (t) dt στο διάστημα I. Αν η y = f (x) είναι συνεχής σε κάποιον ξ στο I, τότε
η y = F (x) είναι παραγωγίσιμη στον ξ και

F 0 (ξ) = f (ξ).

Ειδικώτερα, αν η y = f (x) είναι συνεχής στο I, τότε η y = F (x) είναι παραγω-


γίσιμη στο I και ισχύει F 0 (x) = f (x) για κάθε x στο I.
PaÐrnoume opoiond pote ² > 0. Epeid  h y = f (x) eÐnai suneq c ston ξ , upˆrqei δ > 0
¸ste na eÐnai |f (x) − f (ξ)| < ² gia kˆje x sto I me |x − ξ| < δ . 'Estw, loipìn, opoiosd pote
x sto I me 0 < |x − ξ| < δ . Tìte gia kˆje t sto diˆsthma me ˆkra x kai ξ isqÔei, epÐshc,
|t − ξ| < δ kai, epomènwc, |f (t) − f (ξ)| < ². Tìte, ìmwc,
¯ ¯ ¯ R x f (t) dt − R ξ f (t) dt ¯
¯ F (x) − F (ξ) − f (ξ)¯ ¯ ¯
¯ x−ξ ¯ = ¯ a a
− f (ξ)¯
x−ξ
R
¯ x f (t) dt − f (ξ)(x − ξ) ¯
¯
= ¯
ξ ¯
x−ξ
¯
Rx Rx
¯ f (t) dt − f (ξ) dt ¯
¯ ξ
= ¯
ξ ¯
x−ξ
¯
¯R x ¯
¯ (f (t) − f (ξ)) dt¯
ξ
=
|x − ξ|
²|x − ξ|

|x − ξ|
= ².

324
'Ara
F (x) − F (ξ)
lim = f (ξ),
x→ξ (x6=ξ) x−ξ
opìte F 0 (ξ) = f (ξ).

΄Εχουμε, επομένως, το εξής άμεσο πόρισμα.

Αν η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I, τότε κάθε αόριστο ολο-


κλήρωμά της στο I είναι και αντιπαράγωγός της στο I και αντιστρό-
φως. Με άλλα λόγια, το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x) εί-
ναι το ίδιο με τη γενική αντιπαράγωγό της.

Πράγματι,
R x από το Θεώρημα 8.1 συνεπάγεται ότι το αόριστο ολοκλήρωμα y =
F (x) = a f (t) dt της y = f (x) στο διάστημα I είναι και αντιπαράγωγος της
y = f (x) στο I. Γνωρίζουμε, όμως, ότι το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της
y = f (x) είναι όλες οι συναρτήσεις y = F (x)+c, όπου c είναι αυθαίρετος σταθερός
αριθμός, αλλά και ότι η γενική αντιπαράγωγος της y = f (x) είναι, επίσης, όλες οι
συναρτήσεις y = F (x) + c, όπου c είναι αυθαίρετος σταθερός αριθμός.

Θα δούμε ένα ακόμη άμεσο πόρισμα του Θεωρήματος 8.1. Η διατύπωσή του
είναι κάπως ασαφής αλλά θα γίνει σαφής στην αιτιολόγηση που ακολουθεί.

Η πράξη της παραγώγισης συναρτήσεων και η πράξη της ολοκλήρωσης


συναρτήσεων είναι, ουσιαστικά, αντίστροφες.

Πράγματι, αν η y = f (x) είναι συνεχής Rστο διάστημα I και πάρουμε ένα


x
οποιοδήποτε αόριστο ολοκλήρωμά της, y = a f (t) dt + c, στο I και κατόπιν
πάρουμε την παράγωγο του αόριστου ολοκληρώματος, τότε καταλήγουμε στη
συνάρτηση y = f (x): ¡Rx ¢
d a f (t) dt + c
= f (x).
dx
Αυτό, ακριβώς, είναι το περιεχόμενο του Θεωρήματος 8.1. Αντιστρόφως, αν η
y = F (x) έχει συνεχή παράγωγο στο διάστημα I και πάρουμε την παράγωγο
y = d Fdx(x) στο I και κατόπιν πάρουμε ένα οποιοδήποτε αόριστο ολοκλήρωμα της
παραγώγου αυτής στο I, τότε καταλήγουμε στην y = F (x) συν κάποιο σταθερό
αριθμό (ανεξάρτητο του x):
Z x
d F (t) ¡ ¢
dt + c = F (x) + c − F (a) .
a dt

Αυτό δικαιολογείται ως εξής. Ορίζουμε την y = f (x) = d Fdx(x) στο I. Αυτό


σημαίνει ότι η y = F (x) είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο I. Αλλά το
Rx Rx
αόριστο ολοκλήρωμα a d Fdt(t) dt+c = a f (t) dt+c είναι, σύμφωνα με το Θεώρημα
8.1, κάποια από τις αντιπαραγώγους της y = f (x) στο I και, επομένως, υπάρχει
Rx
σταθερός αριθμός c0 ώστε να είναι a d Fdt(t) dt + c = F (x) + c0 για κάθε x στο I.
Αν θέσουμε x = a, βρίσκουμε ότι 0 + c = F (a) + c0 , οπότε c0 = c − F (a) και,
Rx
επομένως, a d Fdt(t) dt + c = F (x) + (c − F (a)) για κάθε x στο I.

325
Η πρόταση που ακολουθεί, άμεση συνέπεια του Θεωρήματος 8.1, έχει σπουδαία
πρακτική αξία.

Πρόταση 8.3 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I και έστω
y = F (x) μια αντιπαράγωγος της y = f (x) στο I. Τότε
(i) το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της y = f (x) στο I είναι ίσο με την y = F (x)
συν αυθαίρετο σταθερό αριθμό c. Δηλαδή
Z
f (x) dx = F (x) + c (x στο I).

(ii) το ολοκλήρωμα της y = f (x) σε οποιοδήποτε υποδιάστημα [a, b] του I είναι


ίσο με τη διαφορά των τιμών της y = F (x) στα άκρα του [a, b]. Δηλαδή
Z b
f (x) dx = F (b) − F (a) (a, b στο I).
a

Ουσιαστικά, έχουμε ήδη αποδείξειR την Πρόταση 8.3.


Η αριστερή μεριά της ισότητας f (x) dx = F (x) + c είναι το γενικό αόριστο
ολοκλήρωμα της y = f (x) στο I και η δεξιά μεριά είναι η γενική αντιπαράγωγος
της y = f (x) στο I. Επομένως, η ισότητα αυτή είναι το πρώτο από τα δυο
προηγούμενα πορίσματα του Θεωρήματος 8.1.
Για την αιτιολόγηση
Rx του μέρους (ii), παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με το Θεώρημα
8.1, η y = a f (t) dt είναι αντιπαράγωγος της y = f (x) στο I. ΄Αρα υπάρχει
Rx
σταθερός αριθμός c τέτοιος ώστε να ισχύει a f (t) dt − F (x) = c για κάθε x
στο
R x I. Αν θέσουμε x = a, βρίσκουμε ότι 0 − F (a) = c και, επομένως, είναι
f (t) dt − F (x) = −F (a) για κάθε x στο I. Τέλος, με x = b βρίσκουμε την
Rab Rb
a
f (t) dt − F (b) = −F (a) ή, ισοδύναμα, την a f (t) dt = F (b) − F (a).

Πρώτο πόρισμα. Αν η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I και


γνωρίζουμε μια αντιπαράγωγο y = F (x) της y = f (x) στο I, τότε γνω-
ρίζουμε και το γενικό αόριστο ολοκλήρωμά της στο I.

Παράδειγμα: Ιδού μερικά σημαντικά γενικά αόριστα ολοκληρώματα.


(1) Το πιο απλό αόριστο ολοκλήρωμα είναι το
Z
1 dx = x + c

και ισχύει στο διάστημα (−∞, +∞).


(2) Αν α 6= −1 και α 6= 0, είναι
Z
xα+1
xα dx = + c.
α+1

Ο τύπος αυτός ισχύει (i) στο (−∞, +∞) αν ο α είναι ρητός > 0 με περιττό
παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του, (ii) στο (−∞, 0) ∪ (0, +∞) αν ο α είναι

326
ρητός < 0 και 6= −1 με περιττό παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του, (iii) στο
[0, +∞) αν ο α είναι ρητός > 0 με άρτιο παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του
ή άρρητος > 0 και (iv) στο (0, +∞) αν ο α είναι ρητός < 0 με άρτιο παρονομαστή
στην ανάγωγη μορφή του ή άρρητος < 0.
(3) Τέλος, αν α = −1, τότε είναι
Z
1
dx = log |x| + c
x

και ισχύει στο (−∞, 0) καθώς και στο (0, +∞).


(4) Αν α > 0, α 6= 1, είναι
Z
αx
αx dx = +c
log α

στο διάστημα (−∞, +∞).


(5) Τα παρακάτω αόριστα ολοκληρώματα ισχύουν στο (−∞, +∞).
Z Z
cos x dx = sin x + c, sin x dx = − cos x + c

(6) Το πρώτο από τα αόριστα ολοκληρώματα


Z Z
1 1
dx = tan x + c, dx = − cot x + c
cos2 x sin2 x
ισχύει σε κάθε διάστημα (− π2 + kπ, π2 + kπ) και το δεύτερο σε κάθε διάστημα
(kπ, π + kπ), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
(7) Τα αόριστα ολοκληρώματα
Z Z
1 1
√ dx = arcsin x + c, √ dx = − arccos x + c
1−x 2 1 − x2
ισχύουν στο διάστημα (−1, 1).
(8) Το αόριστο ολοκλήρωμα
Z
1
dx = arctan x + c
1 + x2

ισχύει στο (−∞, +∞).

Δεύτερο πόρισμα. Αν η y = f (x) είναι συνεχής στο διάστημα I και


γνωρίζουμε μια αντιπαράγωγο y = F (x) της y = f (x) στο I, τότε γνω-
ρίζουμε και το ολοκλήρωμά της σε κάθε κλειστό και φραγμένο υποδι-
άστημα του I.

Παράδειγμα: Ιδού τα αντίστοιχα των αόριστων ολοκληρωμάτων του προηγού-


μενου παραδείγματος.
(1) Για κάθε a, b στο (−∞, +∞) είναι

327
Z b
1 dx = b − a.
a

(2) Αν α 6= −1 και α 6= 0, είναι


Z b
bα+1 − aα+1
xα dx = .
a α+1

Ο τύπος αυτός ισχύει (i) για κάθε a, b αν ο α είναι ρητός > 0 με περιττό παρονο-
μαστή στην ανάγωγη μορφή του, (ii) για κάθε a, b < 0 και για κάθε a, b > 0 αν
ο α είναι ρητός < 0 και 6= −1 με περιττό παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του,
(iii) για κάθε a, b ≥ 0 αν ο α είναι ρητός > 0 με άρτιο παρονομαστή στην ανάγωγη
μορφή του ή άρρητος > 0 και (iv) για κάθε a, b > 0 αν ο α είναι ρητός < 0 με
άρτιο παρονομαστή στην ανάγωγη μορφή του ή άρρητος < 0.
(3) Αν α = −1, τότε για κάθε a, b < 0 και για κάθε a, b > 0 είναι
Z b
1 b
dx = log |b| − log |a| = log .
a x a

(4) Αν α > 0, α 6= 1, τότε για κάθε a, b είναι


Z b
αb − αa
αx dx = .
a log α

(5) Για κάθε a, b είναι


Z b Z b
cos x dx = sin b − sin a, sin x dx = cos a − cos b.
a a

(6) Το πρώτο από τα


Z b Z b
1 1
dx = tan b − tan a, dx = cot a − cot b
a cos2 x a sin2 x

ισχύει για κάθε a, b στο διάστημα (− π2 + kπ, π2 + kπ) και το δεύτερο για κάθε a, b
στο διάστημα (kπ, π + kπ), όπου ο k είναι οποιοσδήποτε ακέραιος.
(7) Για κάθε a, b στο διάστημα (−1, 1) είναι
Z b Z b
1 1
√ dx = arcsin b − arcsin a, √ dx = arccos a − arccos b.
a 1 − x2 a 1 − x2

(8) Για κάθε a, b είναι


Z b
1
dx = arctan b − arctan a.
a 1 + x2

328
Ask seic.
1. Αποδείξτε ότι
R
(i) cos(ax) dx = a1 sin(ax) + c,
R
(ii) sin(ax) dx = − a1 cos(ax) + c.

2. Αποδείξτε ότι
R 1
(i) x log x dx = log(log x) + c στο διάστημα (1, +∞),
R 1
¡ ¢
(ii) x log x log(log x) dx = log log(log x) + c στο διάστημα (e, +∞).

3. Αποδείξτε ότι
R ¡ 2 n¢
(i) xn e−x dx = n!e−x ex − 1 − x − x2! − · · · − xn! + c,
R ¡ 2 n¢
(ii) xn ex dx = (−1)n−1 n!ex e−x − 1 + x − x2! + · · · + (−1)n−1 xn! + c.

4. Βρείτε y = f (x) συνεχή στο (−∞, +∞) και αριθμό a ώστε να ισχύει
Rx √
3
a
f (t) dt = sin x − 2 για κάθε x. Πόσες λύσεις υπάρχουν;
Rx
5. Υπάρχει y = f (x) συνεχής στο (−∞, +∞) ώστε να ισχύει 0 f (t) dt = ex
για κάθε x;
Rx
΄Ιδια ερώτηση για την 0 f (t) dt = ex − 1.

6. Βρείτε την παράγωγο καθεμιάς από τις παρακάτω συναρτήσεις.


Z x Z 2
sin t sin t + et
y= dt, y= dt,
0 1 + t2 x t2 + 1
Z x2 −x Z x+cos x
t2 − 2t
y= dt, y= tet dt.
1 et + 2t2 sin x

R h(x)
Γενικότερα, υπολογίστε την παράγωγο της y = g(x) f (t) dt σε κάθε ξ στον
οποίο η y = f (x) είναι συνεχής και οι y = g(x) και y = h(x) παραγωγίσιμες.
R x2 2
7. Βρείτε y = f (x) συνεχή στο (−∞, +∞) ώστε να ισχύει 0
f (t) dt = 1−2x
για κάθε x.
¡ 2 Rx 2 ¢
8. Αποδείξτε ότι limx→+∞ e−x 0 et dt = 0.
¡ Rx ¢
9. Βρείτε το όριο limx→+∞ x1 0 et−x (2t + 1) dt .
¡ 1
Rx 2 ¢
10. Βρείτε αριθμούς a > 0 και b ώστε limx→0+ √t dt = 1.
bx−sin x 0 a+t

11. Υπολογίστε τα όρια της άσκησης 4 της ενότητας 7.2.


α
+2α +···+(n−1)α +nα
Υπολογίστε το όριο lim 1 nα+1 .

329
12. Βάσει της πρώτης άσκησης, για κάθε ακέραιο k αποδείξτε ότι:
R 2π
(i) 0 sin(kx) dx = 0.
R 2π
(ii) 0 cos(kx) dx = 0, αν k 6= 0.
Επίσης, για κάθε ακεραίους n και m αποδείξτε ότι:
R 2π
(iii) 0 sin(nx) cos(mx) dx = 0.
R 2π
(iv) 0 sin(nx) sin(mx) dx = 0 αν n 6= m.
R 2π
(v) 0 cos(nx) cos(mx) dx = 0 αν n 6= m.
R 2π R 2π
(vi) 0 (sin(nx))2 dx = 0 (cos(nx))2 dx = π αν n 6= 0.
13. Χρησιμοποιώντας την προηγούμενη άσκηση αποδείξτε ότι, αν f (x) = a0 +
(a1 cos x+b1 sin x)+· · ·+(an cos(nx)+bn sin(nx)) και g(x) = c0 +(c1 cos x+
d1 sin x) + · · · + (cn cos(nx) + dn sin(nx)), τότε
Z 2π
1 a1 c1 + b1 d1 an cn + bn dn
f (x)g(x) dx = a0 c0 + + ··· + .
2π 0 2 2

14. Χρησιμοποιώντας τις ισότητες της άσκησης 3 της ενότητας 7.2 καθώς και
τις προηγούμενες δυο ασκήσεις, αποδείξτε ότι
¡ ¢
R π sin (n+ 12 )x
(i) 0 sin x dx = π για κάθε φυσικό n.
2
R π sin(nx)
(ii) 0 sin x dx = π ή 0, αν ο n είναι περιττός ή άρτιος φυσικός, αντι-
στοίχως.
Rπ¡ ¢2
(iii) 0 sin(nx)
sin x dx = nπ για κάθε φυσικό n.
¡ RT ¢
15. Αν a 6= ±b, αποδείξτε ότι limT →+∞ T1 0 sin(ax) sin(bx) dx = 0.
16. Η ακολουθία των πολυωνύμων του Bernoulli ορίζεται επαγωγικά ως
εξής:
Z 1
P0 (x) = 1, Pn 0 (x) = nPn−1 (x), Pn (x) dx = 0 (n ≥ 1).
0

Βρείτε τα πολυώνυμα Pn (x) για n = 1, 2, 3, 4.


Αποδείξτε με την αρχή της επαγωγής ότι το Pn (x) είναι πολυώνυμο βαθμού
n με μεγιστοβάθμιο όρο xn .
Αποδείξτε ότι είναι Pn (0) = Pn (1) για κάθε n ≥ 2.
Απόδείξτε ότι είναι Pn (x + 1) − Pn (x) = nxn−1 για κάθε n ≥ 1.
Αποδείξτε ότι
Z k+1
Pn+1 (k + 1) − Pn+1 (0)
1n + 2n + · · · + k n = Pn (x) dx =
0 n+1

330
και επαληθεύστε τους γνωστούς τύπους με n = 1 και n = 2.
Αποδείξτε ότι είναι Pn (1 − x) = (−1)n Pn (x) για κάθε n ≥ 1.
Αποδείξτε ότι είναι P2n+1 (0) = 0 και P2n−1 ( 12 ) = 0 για κάθε n ≥ 1.

8.3 Teqnikèc upologismoÔ oloklhrwmˆtwn.


Α. Μέθοδος αντικατάστασης ή αλλαγής μεταβλητής.
Πρόταση 8.4 Αν η z = f (y) είναι συνεχής στο διάστημα J, η y = φ(x) έχει
συνεχή παράγωγο στο διάστημα I και οι τιμές της y = φ(x) περιέχονται στο J
(οπότε ορίζεται η σύνθεση z = f (φ(x)) στο I), τότε είναι
Z Z ¯
¯
f (φ(x))φ0 (x) dx = f (y) dy ¯ (x στο I).
y=φ(x)

Επίσης, είναι
Z b Z φ(b)
0
f (φ(x))φ (x) dx = f (y) dy (a, b στο I).
a φ(a)

R Ας κατανοήσουμε κατ΄ αρχήν τα δυο μέλη της πρώτης ισότητας. Το z =


f (φ(x))φ0 (x) dx είναι το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα της z = f (φ(x))φ0 (x) (η
οποία είναι συνεχής στο διάστημα I διότι σχηματίζεται από σύνθεση και γινόμενο
συνεχών συναρτήσεων) και είναι, φυσικά, το ίδιο με τη γενική αντιπαράγωγο της
ίδιας συνάρτησης. Βλέπουμε, ειδικώτερα, ότι το αριστερό μέλος της Rισότητας είναι
συνάρτηση του x στο διάστημα I. Από την άλλη μεριά, το z = f (y) dy στο
δεξιό μέλος της ισότητας είναι το γενικό αόριστο ολοκλήρωμα ή, ισοδύναμα, η
γενική αντιπαράγωγος της συνεχούς συνάρτησης z = f (y) και, επομένως, είναι
συνάρτηση του y στο διάστημα J. Για να εξισωθούν τα δυο μέλη της ισότητας
πρέπει να γίνει η αντικατάσταση y = φ(x) στο δεξιό μέλος ώστε να είναι και τα
δυο μέλη συναρτήσεις του x.
R R
H z = f (y) dy eÐnai h genik  antiparˆgwgoc thc z = f (y) sto J , opìte eÐnai f (y) dy =
G(y) + c sto J , ìpou h z = G(y) eÐnai mia opoiad pote antiparˆgwgoc
R ¯ thc z = f (y) sto J
kai c eÐnai aujaÐretoc stajerìc arijmìc. Epomènwc, eÐnai f (y) dy ¯ = G(φ(x)) + c
¡ ¢ y=φ(x)
d G(φ(x))
sto diˆsthma I . 'Omwc, dx
= G0 (φ(x))φ0 (x) = f (φ(x))φ0 (x) sto I , pou shmaÐnei
Rìti h z = 0 G(φ(x)) eÐnai mia antiparˆgwgoc thc z = f (φ(x))φ (x) sto I . Epeid  h z =
0

f (φ(x))φ (x) dx eÐnai h genik  antiparˆgwgoc thc z = f (φ(x))φ0 (x) sto I , sunepˆgetai ìti
R
f (φ(x))φ0 (x) dx = G(φ(x))+c sto I , ìpou c eÐnai aujaÐretoc stajerìc arijmìc. ApodeÐqjhke,
R R ¯
loipìn, ìti f (φ(x))φ0 (x) dx = f (y) dy ¯ sto I .
y=φ(x) Rx
Gia thn apìdeixh thc deÔterhc isìthtac jewroÔme tic z = F (x) = a f (φ(t))φ0 (t) dt kai
R φ(x) Ry
z = H(x) = f (s) ds sto diˆsthma I kaj¸c kai thn z = G(y) = f (s) ds sto diˆsthma
φ(a) φ(a)
J . T¸ra eÐnai F 0 (x) = f (φ(x))φ0 (x) gia kˆje x sto I kai G0 (y) = f (y) gia kˆje y sto J .
EpÐshc, eÐnai H(x) = G(φ(x)) sto I kai, epomènwc, H 0 (x) = G0 (φ(x))φ0 (x) = f (φ(x))φ0 (x) sto
I . 'Ara isqÔei F 0 (x) = H 0 (x) sto I , opìte upˆrqei kˆpoioc stajerìc arijmìc c ¸ste na eÐnai
F (x) = H(x) + c sto I . Jètoume x = a kai brÐskoume ìti 0 = 0 + c, opìte c = 0 kai, epomènwc,

331
Rx R φ(x)
f (φ(t))φ0 (t) dt = f (s) ds sto diˆsthma I . Tèloc, jètoume x = b kai katal goume
a φ(a)
sthn isìthta pou jèloume na apodeÐxoume.
R
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το (sin x)n cos x dx, όπουR ο n είναι φυσικός.
Χρησιμοποιούμε την αλλαγή μεταβλητής y = sin x, οπότε (sin x)n cos x dx =
R R n ¯ ¡ n+1 ¢¯ x)n+1
(sin x)n d sin x
dx dx = y dy ¯y=sin x = yn+1 + c ¯y=sin x = (sinn+1 + c.
R
Παράδειγμα: Για να υπολογίσουμε το x22x dx χρησιμοποιούμε την αλλαγή
R 2x R +11 d(x2 +1) R ¯
μεταβλητής y = x + 1, οπότε x2 +1 dx = x2 +1 dx dx = y1 dy ¯y=x2 +1 =
2
¡ ¢¯
log |y| + c ¯y=x2 +1 = log(x2 + 1) + c.
Rb 1
Παράδειγμα: Για τον υπολογισμό του a x log x dx χρησιμοποιούμε την αλλαγή
Rb 1 Rb R log b
μεταβλητής y = log x και έχουμε a x log x dx = a log1 x d log dx
x
dx = log a y1 dy =
¯ log b ¯
log | log b| − log | log a| = log ¯ log ¯
a .
Πρέπει να προσέξουμε ώστε οι a, b να είναι τέτοιοι ώστε το σύνολο τιμών
της y = log x που αντιστοιχεί στο διάστημα με άκρα a, b να περιέχεται στο ίδιο
διάστημα του πεδίου ορισμού της z = y1 , δηλαδή είτε στο διάστημα (−∞, 0) είτε
στο διάστημα (0, +∞). Αυτό το σύνολο τιμών της y = log x είναι το διάστημα με
άκρα log a, log b. ΄Αρα πρέπει είτε να είναι 0 < log a, log b, δηλαδή 1 < a, b, είτε να
είναι log a, log b < 0, δηλαδή 0 < a, b < 1. Ειδικώτερα, παρατηρούμε ότι οι αριθμοί
Rb 1 log b
log a, log b έχουν το ίδιο πρόσημο, οπότε a x log x dx = log log a .

Β. Μέθοδος ολοκλήρωσης κατά μέρη ή κατά παράγοντες.

Πρόταση 8.5 Αν οι y = f (x) και y = g(x) έχουν συνεχή παράγωγο στο διάστη-
μα I, τότε είναι
Z Z
f (x)g 0 (x) dx = f (x)g(x) − f 0 (x)g(x) dx (x στο I).

Επίσης, είναι
Z b Z b
0
f (x)g (x) dx = f (b)g(b) − f (a)g(a) − f 0 (x)g(x) dx (a, b στο I).
a a
R
'Estw y = F (x) mia antiparˆgwgoc thc y = f 0 (x)g(x) sto I , opìte eÐnai f 0 (x)g(x) dx =
¡ ¢
d f (x)g(x)−F (x)
F (x) − c sto I , ìpou c eÐnai aujaÐretoc stajerìc arijmìc. Tìte eÐnai dx
=
f 0 (x)g(x) + f (x)g 0 (x) − F 0 (x) = f (x)g 0 (x) sto I , Ropìte h y = f (x)g(x) − F (x) eÐnai mia
antiparˆgwgoc thc y = f (x)g 0 (x) sto I . 'Ara eÐnai f (x)g 0 (x) dx = f (x)g(x) − F (x) + c =
R
f (x)g(x) − f 0 (x)g(x) dx sto I .
Rx Rx
JewroÔme tic y = F (x) = a f 0 (t)g(t) dt kai y = G(x) = a f (t)g 0 (t) dt sto I , opìte eÐnai
¡ ¢
d f (x)g(x)
F 0 (x)
+ = G0 (x) + f 0 (x)g(x)
= dx
sto I . 'Ara upˆrqei kˆpoioc stajerìc
f (x)g 0 (x)
arijmìc c ¸ste na isqÔei F (x) + G(x) = f (x)g(x) + c sto I . Jètoume x = a kai brÐskoume

332
0 + 0 = f (a)g(a) + c, opìte c = −f (a)g(a). 'Ara F (x) + G(x) = f (x)g(x) − f (a)g(a)  , isodÔ-
Rx 0 Rx
nama, a
f (t)g(t) dt +
a
f (t)g 0 (t) dt = f (x)g(x) − f (a)g(a) sto I . Tèloc, jètoume x = b kai
katal goume sthn isìthta pou jèloume na apodeÐxoume.
R R R
RΠαράδειγμα: log
R x dx = log x ddxx dx = x log x − d log x
dx x dx = x log x −
1
x x dx = x log x − 1 dx = x log x − x + c στο διάστημα (0, +∞).
R R eax
Παράδειγμα: Αν a 6= 0, τότε έχουμε eax sin(bx) dx = a1 d dx sin(bx) dx =
1 ax 1
R ax d sin(bx) 1 ax b
R ax
ae sin(bx) − a e dx dx = a e sin(bx) − a e cos(bx) dx (βρίσκουμε
ολοκλήρωμα παρόμοιο με τοR αρχικό, οπότε εφαρμόζουμε πάλι ολοκλήρωση κατά
eax
μέρη) = a1 eax sin(bx) − ab2 d dx cos(bx) dx = a1 eax sin(bx) − ab2 eax cos(bx) +
b
R d cos(bx) 2 R
2 eax dx dx = a1 eax sin(bx) − ab2 eax cos(bx) − ab 2 eax sin(bx) dx. ΄Αρα
¡a 2 ¢R ¡ ¢
1 + ab 2 eax sin(bx) dx = a12 eax a sin(bx)R ax− b cos(bx) + c, όπου
¡ a c είναι αυ-
θαίρετος σταθερός αριθμός και, επομένως, e sin(bx) dx = eax a2 +b 2 sin(bx) −
b
¢
a2 +b2 cos(bx) + c.
Εύκολα βλέπουμε ότι ο τύπος R αυτός ισχύει και στην περίπτωση που a = 0
και b 6= 0, αφού τότε γράφεται sin(bx) dx = − 1b cos(bx) + c. ΄Αρα έχουμε τον
χρήσιμο τύπο:
Z ³ a ´
b
eax sin(bx) dx = eax 2 sin(bx) − cos(bx) +c
a + b2 a2 + b2
για κάθε a, b με a2 + b2 6= 0. Ομοίως, αποδεικνύεται και ο τύπος:
Z ³ a ´
b
eax cos(bx) dx = eax 2 cos(bx) + sin(bx) + c.
a + b2 a2 + b2
R2 R 2 ex R2
Παράδειγμα: Είναι 0 xex dx = 0 x ddx dx = 2e2 − 0e0 − 0 ddxx ex dx =
R 2
2e2 − 0 ex dx = 2e2 − (e2 − e0 ) = e2 + 1.
Rπ Rπ
Παράδειγμα: Είναι 0 x sin x dx = − 0 x d cos x
dx dx = −π cos π + 0 cos 0 +
R π dx Rπ
0 dx
cos x dx = π + 0 cos x dx = π + (sin π − sin 0) = π.

Γ. Ολοκληρώματα ρητών συναρτήσεων.

Θα περιγράψουμε μια γενική μέθοδο υπολογισμού του


Z Z
am xm + am−1 xm−1 + · · · + a1 x + a0
r(x) dx = dx,
bn xn + bn−1 xn−1 + · · · + b1 x + b0
m m−1
όπου r(x) = am x +am−1 x +···+a1 x+a0
bn xn +bn−1 xn−1 +···+b1 x+b0 είναι οποιαδήποτε ρητή συνάρτηση.
Πρώτο βήμα. Αναγόμαστε στην περίπτωση που ο βαθμός του αριθμητή είναι
μικρότερος από τον βαθμό του παρονομαστή. Αν m < n εξ αρχής, τότε παρα-
λείπουμε το πρώτο βήμα. Αν, όμως, m ≥ n, τότε διαιρούμε τα πολυώνυμα και
βρίσκουμε πολυώνυμα p(x) και q(x) ώστε ο βαθμός του q(x) να είναι < n και να
ισχύει ¡ ¢
am xm + · · · + a0 = p(x) bn xn + · · · + b0 + q(x)

333
για κάθε x. Τότε είναι

q(x)
r(x) = p(x) + .
bn xn + bn−1 xn−1 + · · · + b1 x + b0
R
Το p(x) dx υπολογίζεται εύκολα, οπότε από τώρα και στο εξής μπορούμε να
υποθέσουμε ότι m < n.
Δεύτερο βήμα. Αναλύουμε τον παρονομαστή σε γινόμενο πρωτοβάθμιων και
δευτεροβάθμιων παραγόντων. Αυτό ισοδυναμεί με το να βρούμε τις ρίζες του
παρονομαστή και είναι, εν γένει, πολύ δύσκολο ή και αδύνατο αλλά σε μερικές
περιπτώσεις είναι εφικτό. Το γενικό συμπέρασμα είναι το εξής.

Κάθε πολυώνυμο bn xn + bn−1 xn−1 + · · · + b1 x + b0 μπορεί να αναλυθεί σε


γινόμενο παραγόντων
¡ ¢ρ ¡ ¢τ
bn xn + · · · + b0 = bn (x − α)κ · · · (x − γ)λ (x − µ)2 + ν 2 · · · (x − ²)2 + δ 2 ,

όπου οι εκθέτες κ, . . . , λ, ρ, . . . , τ είναι φυσικοί αριθμοί με κ + · · · + λ +


2ρ + · · · + 2τ = n και οι αριθμοί ν, . . . , δ είναι όλοι 6= 0.

Στην παραπάνω ανάλυση η ύπαρξη των πρωτοβάθμιων όρων x − α, . . . , x − γ


ισοδυναμεί με το ότι οι αντίστοιχοι α, . . . , γ είναι όλες οι πραγματικές ρίζες του
πολυωνύμου και οι αντίστοιχοι εκθέτες κ, . . . , λ είναι οι πολλαπλότητες αυτών των
ριζών. Επίσης, η ύπαρξη των δευτεροβάθμιων όρων (x −µ)2 + ν 2 , . . . , (x −²)2 + δ 2
ισοδυναμεί με το ότι οι αντίστοιχοι μιγαδικοί αριθμοί µ ± iν, . . . , ² ± iδ είναι όλες
οι μιγαδικές ρίζες του πολυωνύμου και οι αντίστοιχοι εκθέτες ρ, . . . , τ είναι οι
πολλαπλότητες αυτών των ριζών.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι οι πραγματικές ρίζες α, . . . , γ καθορίζουν τα διαστή-
ματα στα οποία ορίζεται το αόριστο ολοκλήρωμά μας: είναι τα διαδοχικά ανοικτά
διαστήματα με άκρα τα α, . . . , γ καθώς και τα ±∞.
Τρίτο βήμα. Αναλύουμε τη ρητή συνάρτηση σε απλούς λόγους:

A1 A2 Aκ
r(x) = + + ··· + +
x − α (x − α)2 (x − α)κ
+············ +
Γ1 Γ2 Γλ
+ + 2
+ ··· + +
x−γ (x − γ) (x − γ)λ
M1 (x − µ) + N1 Mρ (x − µ) + Nρ
+ 2 2
+ ··· + ¡ ¢ρ +
(x − µ) + ν (x − µ)2 + ν 2
+············ +
E1 (x − ²) + ∆1 Eτ (x − ²) + ∆τ
+ 2 2
+ ··· + ¡ ¢τ .
(x − ²) + δ (x − ²)2 + δ 2

Η «λογική» είναι απλή. Κάθε παράγων x − α, . . . , x − γ του παρονομαστή κα-


θορίζει μια ομάδα λόγων με αριθμούς ως αριθμητές και δυνάμεις του ίδιου παράγο-
ντα με εκθέτες από 1 έως κ, . . . , λ, αντιστοίχως, ως παρονομαστές. Επίσης, κάθε

334
παράγων (x − µ)2 + ν 2 , . . . , (x − ²)2 + δ 2 καθορίζει μια ομάδα λόγων με πρωτο-
βάθμιους όρους ως αριθμητές και δυνάμεις του ίδιου παράγοντα με εκθέτες από
1 έως ρ, . . . , τ αντιστοίχως ως παρονομαστές. Οι αριθμοί A1 , A2 , . . . , Eτ , ∆τ εί-
ναι άγνωστοι και πρέπει να υπολογισθούν. Αυτό επιτυγχάνεται με απαλοιφή των
παρονομαστών, αν πολλαπλασιάσουμε με το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιό τους,
δηλαδή το bn xn + · · · + b1 x + b0 . Εξισώνουμε τους αντίστοιχους συντελεστές των
δυο πολυωνύμων που προκύπτουν, βρίσκουμε ένα σύστημα n εξισώσεων με τους
n αγνώστους A1 , A2 , . . . , Eτ , ∆τ και το λύνουμε.
Τέταρτο βήμα. Το πρόβλημα, λοιπόν, ανάγεται στον υπολογισμό ολοκληρωμάτων
των εξής τριών τύπων:
Z Z Z
1 x−µ 1
k
dx, ¡ ¢ k
dx, ¡ ¢k dx,
(x − α) (x − µ)2 + ν 2 (x − µ)2 + ν 2

όπου k είναι οποιοσδήποτε φυσικός. Εξετάζουμε καθένα από τους τρεις τύπους
ξεχωριστά. R
1
(i) Για το (x−α) k dx, είτε στο διάστημα (−∞, α) είτε στο (α, +∞), χρησι-

μοποιούμε την αλλαγή μεταβλητής y = x − α και έχουμε


Z Z Z ¯
1 1 d(x − α) 1 ¯
dx = dx = dy ¯ .
(x − α)k (x − α)k dx y k y=x−α

Αν k ≥ 2, τότε
Z ³ ´¯
1 1 1 ¯ 1 1
k
dx = − k−1
+c ¯ =− + c.
(x − α) k−1y y=x−α k − 1 (x − α)k−1

Αν k = 1, τότε
Z
1 ¡ ¢¯¯
dx = log |y| + c ¯ = log |x − α| + c.
x−α y=x−α

R x−µ
(ii) Για το ¡ ¢k dx με την αλλαγή μεταβλητής y = (x − µ)2 + ν 2 έχουμε
(x−µ)2 +ν 2

Z Z ¡ ¢
x−µ 1 1 d (x − µ)2 + ν 2
¡ ¢k dx = ¡ ¢k dx
(x − µ)2 + ν 2 2 (x − µ)2 + ν 2 dx
Z ¯
1 1 ¯
= dy ¯ .
2 yk y=(x−µ)2 +ν 2

Αν k ≥ 2, τότε
Z
x−µ 1³ 1 1 ´¯
¯
¡ ¢k dx = − k−1
+ c ¯
(x − µ)2 + ν 2 2 k−1y y=(x−µ)2 +ν 2

1 1
= − ¡ ¢ + c.
2(k − 1) (x − µ)2 + ν 2 k−1

335
Αν k = 1, τότε
Z
x−µ 1¡ ¢¯¯ 1 ¡ ¢
2 2
dx = log |y| + c ¯ = log (x − µ)2 + ν 2 + c.
(x − µ) + ν 2 y=(x−µ)2 +ν 2 2
R
(iii) Τέλος, για το ¡ 1 ¢k dx με την αλλαγή μεταβλητής y = x−µ ν έχουμε
(x−µ)2 +ν 2

Z Z
1 1 1 d x−µ
¡ ¢k dx = ¡ x−µ ¢k dx
(x − µ)2 + ν 2 ν 2k−1 2
( ν ) +1 dx ν
Z ¯
1 1 ¯
= dy ¯ x−µ .
ν 2k−1 (y 2 + 1)k y= ν

΄Ετσι αναγόμαστε στο ολοκλήρωμα


Z
1
Ik = dy,
(y 2 + 1)k
όπου ο k είναι φυσικός. Αυτό είναι πιο περίπλοκο από τα προηγούμενα και υ-
πολογίζεται με αναδρομικό τύπο. Κατ΄ αρχήν, αν k = 1, τότε
Z
1
I1 = dy = arctan y + c.
y2 + 1
Αν k > 1, τότε
Z Z Z
1 y2 + 1 y2
Ik = dy = dy − dy
(y 2 + 1)k (y 2 + 1)k (y 2 + 1)k
Z Z
1 y
= dy − y 2 dy
(y 2 + 1)k−1 (y + 1)k
Z
1 d 1
= Ik−1 + y dy
2(k − 1) dy (y 2 + 1)k−1
Z
1 y 1 1
= Ik−1 + − dy
2(k − 1) (y 2 + 1)k−1 2(k − 1) (y 2 + 1)k−1
1 y 2k − 3
= 2 k−1
+ Ik−1 .
2(k − 1) (y + 1) 2k − 2
Ο αναδρομικός αυτός τύπος ανάγει τον υπολογισμό του Ik στον υπολογισμό
του Ik−1 και, επαγωγικά, στο I1 .
R x7 +6x6 −x
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το x5 −x4 +2x3 −2x2 +x−1 dx.
x7 +6x6 −x 4
+3x3 +4x2 +x+5
Διαιρώντας: x5 −x4 +2x3 −2x2 +x−1 = x2 + 7x + 5 + x−7x5 −x4 +2x3 −2x2 +x−1 . ΄Αρα
Z
x7 + 6x6 − x 1 3 7 2
dx = x + x + 5x
x5 − x4 + 2x3 − 2x2 + x − 1 3 2
Z
−7x4 + 3x3 + 4x2 + x + 5
+ dx.
x5 − x4 + 2x3 − 2x2 + x − 1

336
Αναλύουμε τον παρονομαστή σε γινόμενο: x5 − x4 + 2x3 − 2x2 + x − 1 =
x (x − 1) + 2x2 (x − 1) + (x − 1) = (x4 + 2x2 + 1)(x − 1) = (x2 + 1)2 (x − 1).
4

Σ΄ αυτό το σημείο παρατηρούμε ότι το αόριστο ολοκλήρωμα θα υπολογισθεί είτε


στο διάστημα (−∞, 1) είτε στο (1, +∞), διότι ο 1 είναι ο μοναδικός (πραγματικός)
αριθμός που μηδενίζει τον παρονομαστή της ρητής μας συνάρτησης.
4
+3x3 +4x2 +x+5 −7x4 +3x3 +4x2 +x+5
Αναλύουμε το x−7x
5 −x4 +2x3 −2x2 +x−1 = (x2 +1)2 (x−1) σε απλούς λόγους:

−7x4 + 3x3 + 4x2 + x + 5 A Bx + Γ ∆x + E


= + 2 + 2
(x2 + 1)2 (x − 1) x−1 x +1 (x + 1)2

και βρίσκουμε τους A, B, Γ, ∆, E πολλαπλασιάζοντας με το (x2 + 1)2 (x − 1).


Καταλήγουμε στην −7x4 + 3x3 + 4x2 + x + 5 = (A + B)x4 + (−B + Γ)x3 +
(2A + B − Γ + ∆)x2 + (−B + Γ − ∆ + E)x + (A − Γ − E) οπότε A + B = −7,
−B + Γ = 3, 2A + B − Γ + ∆ = 4, −B + Γ − ∆ + E = 1 και A − Γ − E = 5.
Λύνουμε το σύστημα αυτό και βρίσκουμε A = 23 , B = − 17 11
2 , Γ = − 2 , ∆ = 4 και
E = 2. ΄Αρα
Z Z Z
−7x4 + 3x3 + 4x2 + x + 5 3 1 1 17x + 11
dx = dx − dx
x5 − x4 + 2x3 − 2x2 + x − 1 2 x−1 2 x2 + 1
Z
2x + 1
+2 dx
(x2 + 1)2
3 17
= log |x − 1| − log(x2 + 1)
2 4
11 2
− arctan x − 2
2Z x +1
1
+2 dx.
(x2 + 1)2

Το τελευταίο ολοκλήρωμα υπολογίζεται ως εξής.


Z Z Z
1 x2 + 1 x2
dx = dx − dx
(x2 + 1)2 (x2 + 1)2 (x2 + 1)2
Z Z
1 x
= dx − x 2 dx
x2 + 1 (x + 1)2
Z
1 d 1
= arctan x + x dx
2 dx x2 + 1
Z
x 1 1
= arctan x + − dx
2(x2 + 1) 2 x2 + 1
1 x
= arctan x + + c.
2 2(x2 + 1)

Συγκεντρώνοντας όλους τους υπολογισμούς, καταλήγουμε στο:


Z
x7 + 6x6 − x 1 3 7 2 x−2
dx = x + x + 5x + 2
x5 − x4 + 2x3 − 2x2 + x − 1 3 2 x +1

337
3 17
+ log |x − 1| − log(x2 + 1)
2 4
9
− arctan x + c.
2
Δ. Ολοκληρώματα τριγωνομετρικών συναρτήσεων.

Θα δούμε μια μέθοδο υπολογισμού ολοκληρωμάτων της μορφής


Z
r(sin x, cos x) dx,

στο διάστημα (−π, π), όπου η r(s, t) είναι ρητή συνάρτηση δυο μεταβλητών s, t.
Αφού η μεταβλητή x περιέχεται στο (−π, π), χρησιμοποιούμε την αλλαγή
μεταβλητής y = tan x2 . Προσέξτε: αυτή η αλλαγή μεταβλητής δε μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερο διάστημα αφού η y = tan x2 δεν ορίζεται στους
dy
± π2 . Η y = tan x2 είναι γνησίως αύξουσα, διότι dx = 2 cos12 x > 0 για κάθε x στο
2
(−π, π). Υπολογίζουμε τα limx→−π+ tan 2 = −∞ και limx→π− tan x2 = +∞,
x

οπότε το σύνολο τιμών της y = tan x2 είναι το διάστημα (−∞, +∞). Τώρα
2 tan x 2y 1−tan2 x
1−y 2
είναι sin x = 2
1+tan2 x = 1+y 2 και cos x = 1+tan2
2
x = 1+y 2 . Επίσης, είναι
dy
¡ 2 ¢ 2
2

dx = 1
2 cos2 x = 12 1 + tan2 x2 = 1+y2 . Επομένως,
2

Z Z ³ 2y ¯
1 − y2 ´ 2 ¯
r(sin x, cos x) dx = r 2
, 2 2
dy ¯ .
1+y 1+y 1+y y=tan x
2

΄Αρα το αρχικό ολοκλήρωμα ανάγεται στο ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης του


y στο διάστημα (−∞, +∞). Για το αντίστοιχο ολοκλήρωμα με συγκεκριμένα άκρα
έχουμε
Z Z ³ 2y 1 − y2 ´ 2
b
b tan 2
r(sin x, cos x) dx = r , dy
a tan a
2
1 + y2 1 + y2 1 + y2

για κάθε a, b στο διάστημα (−π, π).


Πρέπει να πούμε ότι, εκτός του περιορισμού στο διάστημα (−π, π), ίσως χρεια-
στεί να περιορισθεί η μεταβλητή x σε υποδιαστήματα του (−π, π). Αυτό εξαρτάται
από τη συγκεκριμένη ρητή συνάρτηση r(s, t) και οι περιορισμοί υπαγορεύονται από
το ότι πρέπει ο παρονομαστής της r(sin x, cos x) να είναι 6= 0.
R
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το sin1 x dx στο διάστημα (−π, π).
Επειδή πρέπει να είναι sin x 6= 0, περιορίζουμε τη μεταβλητή x είτε στο διάστη-
μα (−π, 0) είτε στο (0, π). Αυτό σημαίνει ότι και η μεταβλητή y = tan x2 περι-
Rορίζεται είτε Rστο διάστημα (−∞,
¯ 0) είτε
R 1στο ¯(0, +∞), αντιστοίχως.
¯ ¯ Τώρα έχουμε
1
dx = 1
2y
2
2 dy ¯ x = dy ¯ x = log ¯ tan x ¯+c στο διάστη-
sin x 1+y y=tan y 2 y=tan 2 2
1+y 2
μα (−π, 0) καθώς και στο (0, π).
ProkÔptei t¸ra h ex c eÔlogh parat rhsh. Sto arqikì aìristo olokl rwma emfanÐzontai
oi sunart seic sin x kai cos x, opìte den epibˆlletai kanènac periorismìc se upodiast mata tou

338
(−∞, +∞). O periorismìc sto upodiˆsthma (−π, π) epibˆlletai apì th stigm  pou jel soume
na qrhsimopoi soume thn allag  metablht c y = tan x2 . ProkÔptei, loipìn, to er¸thma: ti
kˆnoume an jèloume na upologÐsoume to aìristo olokl rwma se megalÔtero diˆsthma apì to
(−π, π)? H apˆnthsh eÐnai apl  allˆ ja apofÔgoume thn apìdeix  thc.
'Estw opoiad pote κ > 0 kai λ kai h sunˆrthsh
³ ´ h i
x x+π
Φκ,λ (x) = arctan κ tan +λ +π
2 2π
orismènh kai suneq c se kˆje diˆsthma Ik = (−π + k2π, π + k2π), ìpou k eÐnai opoiosd pote
akèraioc. H ènwsh aut¸n twn diasthmˆtwn eÐnai to (−∞, +∞) ektìc twn shmeÐwn π + k2π .
Kˆje tètoio shmeÐo eÐnai koinì ˆkro twn diadoqik¸n diasthmˆtwn Ik kai Ik+1 . UpologÐzoume
ta pleurikˆ ìria
π
lim Φκ,λ (x) = + kπ
x→(π+k2π)− 2
kai
π π
lim Φκ,λ (x) = lim Φκ,λ (x) = − + (k + 1)π = + kπ.
x→(π+k2π)+ x→(−π+(k+1)2π)+ 2 2
π x
'Ara h sunˆrthsh èqei ìrio se kˆje shmeÐo x = π+k2π kai h tim  tou orÐou eÐnai 2
+kπ = 2
.
An, epomènwc, orÐsoume
½ £ x+π ¤
x
arctan(κ tan + λ) + π , an x 6= π + k2π gia kˆje k,
Φκ,λ (x) = x
2 2π
2
, an x = π + k2π gia kˆpoion k,
tìte h y = Φκ,λ (x) eÐnai orismènh kai suneq c sto (−∞, +∞). Epistrèfoume t¸ra sto er¸thmˆ
mac kai idoÔ h apˆnthsh.
PerÐptwsh 1. H sunˆrthsh pou prokÔptei wc aìristo olokl rwma sto diˆsthma (−π, π) den
perièqei kanèna ìro arctan(κ tan x2 + λ) me κ > 0.
Tìte h Ðdia sunˆrthsh eÐnai aìristo olokl rwma se olìklhro to (−∞, +∞) ektìc twn
opoiwnd pote shmeÐwn x pou prèpei na paraleifjoÔn epeid  se autˆ mhdenÐzetai o paronoma-
st c thc r(sin x, cos x).
PerÐptwsh 2. H sunˆrthsh pou prokÔptei wc aìristo olokl rwma sto diˆsthma (−π, π) per-
ièqei toulˆqiston ènan ìro arctan(κ tan x2 + λ) me κ > 0.
Tìte antikajistoÔme kˆje tètoio ìro me ton Φκ,λ (x) kai h sunˆrthsh pou prokÔptei eÐnai
aìristo olokl rwma se olìklhro to (−∞, +∞) ektìc twn opoiwnd pote shmeÐwn x pou prèpei
na paraleifjoÔn epeid  se autˆ mhdenÐzetai o paronomast c thc r(sin x, cos x).

Parˆdeigma:
R ¯Prohgoumènwc,
¯ ergazìmenoi kat' arq n sto diˆsthma (−π, π), upologÐsame:
1
sin x
dx = log ¯ tan x
2
¯ + c sto diˆsthma (−π, 0) kaj¸c kai sto (0, π). MporoÔme, t¸ra,
na poÔme ìti h isìthta aut  isqÔei sto (−∞, +∞) ektìc twn shmeÐwn sta opoÐa mhdenÐzetai
to sin x. Dhlad  h isìthta isqÔei se kˆje diˆsthma (kπ, π + kπ), ìpou k eÐnai opoiosd pote
akèraioc.
R 1
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το 2+sin x dx.
Κατ΄Rαρχήν εργαζόμαστεR στο (−π, π)
¯ με αλλαγήR μεταβλητής¯ y = tan x2 και
έχουμε 2+sin x dx = 2+ 2y 1+y2 dy ¯y=tan x = y2 +y+1
1 1 2 1
dy ¯y=tan x . Τώρα
1+y 2 2 2
R R R
1
dy = 1 √
dy = √2 arctan 2y+1 + c. ΄
Α ρα 1
2+sin x dx =
2

y +y+1 (y+ 12 )2 +( 23 )2 3 3
2
¡ 2 x 1
¢
√ arctan √ tan
2 + 3 + c στο διάστημα (−π, π).

3 3
R 1
Epomènwc, dx = √2 Φ 2 1 (x) + c sto (−∞, +∞).
2+sin x 3 √3 , √3

Ε. Ολοκληρώματα μερικών αλγεβρικών συναρτήσεων.

339
Τώρα θα υπολογίσουμε αόριστα ολοκληρώματα της μορφής
Z Z Z
¡ p ¢ ¡ p ¢ ¡ p ¢
2
r x, 1 − x dx, 2
r x, x − 1 dx, r x, x2 + 1 dx.

Και στα τρία αυτά αόριστα ολοκληρώματα η συνάρτηση r(s, t) είναι ρητή συνάρτηση
δυο μεταβλητών s, t.
(i) Το πρώτο αόριστο ολοκλήρωμα ορίζεται κατ΄ αρχήν στο διάστημα [−1, 1] και
είναι φυσιολογικό να χρησιμοποιηθεί
√ η αλλαγή μεταβλητής Rx = sin t με τον t στο
διάστημα [− π2 , π2 ]. Τότε 1 − x2 = cos t και προκύπτει το r(sin t, cos t) cos t dt,
στο οποίο, όπως είδαμε στην προηγούμενη υποενότητα Δ, θα γίνει νέα αλλαγή
μεταβλητής y = tan 2t . Μετά από λίγες πράξεις παρατηρούμε ότι οι μεταβλητές
x και y συνδέονται με την ισότητα y = 1+√x1−x2 . Είναι, λοιπόν, προτιμότερο
να χρησιμοποιήσουμε κατ΄ ευθείαν την αλλαγή μεταβλητής y = 1+√x1−x2 . Η
dy
συνάρτηση αυτή είναι γνησίως αύξουσα στο [−1, 1], διότι dx = 1−x2 +1√1−x2 > 0
για κάθε x στο (−1, 1) και το σύνολο τιμών της είναι, επίσης, το διάστημα [−1, 1].
Εύκολα υπολογίζουμε τον τύπο της αντίστροφης συνάρτησης, ο οποίος είναι x =
2y
√ 2
(1+y 2 )2
1+y 2 . Επίσης, έχουμε και τις ισότητες 1 − x2 = 1−y dy
1+y 2 και dx = 2(1−y 2 ) .
Επομένως,
Z Z ³
¡ p ¢ 2y 1 − y 2 ´ 2(1 − y 2 ) ¯¯
r x, 1 − x2 dx = r , dy ¯ .
1 + y 2 1 + y 2 (1 + y 2 )2 y= √x
2 1+ 1−x

Αναγόμαστε έτσι σε αόριστο ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης του y στο διάστη-


μα [−1, 1]. Για το αντίστοιχο ολοκλήρωμα με συγκεκριμένα άκρα έχουμε
Z Z ³ 2y
b ¡ p ¢ 1+
√b
1−b2 1 − y 2 ´ 2(1 − y 2 )
r x, 1 − x2 dx = r , dy
a √a 1 + y 1 + y 2 (1 + y 2 )2
2
1+ 1−a2

για κάθε a, b στο διάστημα [−1, 1]. √


Φυσικά, για να μη μηδενίζεται ο παρονομαστής του r(x, 1 − x2 ) ενδέχεται
να πρέπει να περιορισθεί ο x σε κάποια υποδιαστήματα του [−1, 1]. Αυτό, όμως,
εξαρτάται από το συγκεκριμένο παράδειγμα.
R
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το x+√11−x2 dx είτε στο διάστημα [−1, − √12 )
είτε στο (− √12 , 1].
Ο περιορισμός
√ στα υποδιαστήματα αυτά του [−1, 1] χρειάζεται, επειδή πρέπει
να είναι x + 1 − x2 6= 0 ή ισοδύναμα x 6= − √12 . Επομένως, ο y = 1+√x1−x2
√ √
περιορίζεται είτε στο διάστημα [−1, 1 − 2) είτε στο (1 − 2, 1], αντιστοίχως, και
R R 1−y 2
¯
έχουμε: √1 dx = 2 (1+2y−y 2 )(1+y 2 ) dy
¯ . Κατόπιν, υπολογί-
x+ 1−x2 y= √x
1+ 1−x2
R 1−y 2
ζουμε το 2 (1+2y−y 2 )(1+y 2 ) dy ως ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης και βρίσκουμε
2
ότι είναι = 1
2log |1+2y−y
1+y 2
|
+ arctan y + c. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο αποτέλεσμα
R 1


x+ 1−x2
dx = 12 log |x + 1 − x2 | + arctan 1+√x1−x2 + c.

340
(ii) Το δεύτερο ολοκλήρωμα ορίζεται είτε στο [1, +∞) είτε στο (−∞, −1]. Θεω-
ρούμε πρώτα την περίπτωση του [1, +∞) και μια φυσιολογική√αλλαγή μεταβλητής
είναι η x = sin1 t με τον t στο διάστημα (0, π2R]. Τότε είναι x2 − 1 = cos t
sin t και
1 cos t cos t
το αόριστο ολοκλήρωμα μετατρέπεται στο − r( sin t , sin t ) sin2 t dt, οπότε, βάσει
της υποενότητας Δ, θεωρούμε την αλλαγή μεταβλητής y = tan 2t . Εύκολα βλέ-

πουμε ότι οι μεταβλητές x και y συνδέονται με τη σχέση y = x + x2 − 1 , οπότε
χρησιμοποιούμε κατ΄ ευθείαν αυτή την αλλαγή μεταβλητής√χωρίς να μεσολαβήσει
ο t. Θεωρούμε, λοιπόν, την αλλαγή μεταβλητής y = x + x2 − 1 . Η συνάρτηση
dy
αυτή είναι γνησίως αύξουσα στο [1, +∞), διότι dx = 1 + √xx2 −1 > 0 για κάθε x

στο (1, +∞). Βρίσκουμε το όριο limx→+∞ (x + x2 − 1) = +∞, οπότε το σύνο-
λο τιμών της συνάρτησης είναι το διάστημα [1, +∞). Ο τύπος της αντίστροφης
2 √ 2
συνάρτησης είναι x = y 2y+1 και δυο ακόμη ισότητες είναι οι x2 − 1 = y 2y−1 και
dy 2y 2
dx = y 2 −1 . ΄Αρα
Z Z ³ y2 + 1 y2 − 1 ´ y2 − 1 ¯
¡ p ¢ ¯
r x, x2 − 1 dx = r , dy ¯ √
2y 2y 2y 2 y=x+ x2 −1

και έχουμε πάλι αόριστο ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης του y στο διάστημα
[1, +∞). Για ολοκλήρωμα με συγκεκριμένα άκρα έχουμε τον τύπο
Z Z √
b ¡ p ¢ b+ b2 −1 ³ y2 + 1 y2 − 1 ´ y2 − 1
r x, x2 − 1 dx = √ r , dy
a a+ a2 −1 2y 2y 2y 2

για κάθε a, b στο διάστημα [1, +∞).


Αν θέλουμε να υπολογίσουμε το αρχικό αόριστο ολοκλήρωμα √ στο διάστημα
(−∞, −1], χρησιμοποιούμε την αλλαγή μεταβλητής y = x − x2 − 1 και καταλή-
γουμε σε αόριστο ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης του y στο διάστημα (−∞, −1].
Οι λεπτομέρειες είναι παρόμοιες με τις παραπάνω.
Φυσικά, εκτός από τον περιορισμό στα διαστήματα (−∞, −1] ή [1, +∞), ενδέ-
χεται να πρέπει να περιοριστούμε
√ σε μικρότερα διαστήματα ώστε να μη μηδενίζεται
ο παρονομαστής του r(x, x2 − 1).
R
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το x+√1x2 −1 dx στο διάστημα [1, +∞).

Δε χρειάζεται ο περιορισμός
R σε μικρότερα
R διαστήματα,¯ διότι x + x2 − 1 6= 0
στο [1, +∞). ΄Αρα x+√1x2 −1 dx = ( 2y 1
− 2y13 ) dy ¯y=x+√x2 −1 . Τώρα, είναι
R 1 R √
( 2y − 2y13 ) dy = 12 log |y| + 4y12 + c, οπότε x+√1x2 −1 dx = 12 log |x + x2 − 1| +
√1 + c.
4(x+ x2 −1)2

(iii) Το τρίτο ολοκλήρωμα ορίζεται στο διάστημα (−∞, +∞) και μια √ φυσιολογική
αλλαγή μεταβλητής είναι η x = − cot t με
R τον t στο (0, π). Τότε x2 + 1 = sin1 t
cos t 1 1
και το ολοκλήρωμα μετατρέπεται στο r(− sin t , sin t ) sin2 t dt οπότε, βάσει της
υποενότητας Δ, χρησιμοποιούμε την αλλαγή μεταβλητής y = tan 2t . ΄Ομως, τότε

y = x + √x2 + 1, οπότε θεωρούμε κατ΄ ευθείαν αυτή την αλλαγή μεταβλητής. Η
dy
y = x + x2 + 1 είναι γνησίως αύξουσα διότι dx = 1 + √xx2 +1 > 0 για κάθε x

341

στο (−∞, +∞). 2
√ Υπολογίζουμε εύκολα τα όρια limx→−∞ (x + x + 1) = 0 και
2
limx→+∞ (x + x + 1) = +∞, οπότε το σύνολο τιμών της συνάρτησης είναι το
2
διάστημα (0, +∞). Ο τύπος της αντίστροφης συνάρτησης είναι x = y 2y−1 . Επίσης,
√ 2 2
ισχύουν οι ισότητες x2 + 1 = y 2y+1 και dx
dy
= y2y
2 +1 . ΄Αρα

Z Z ³ y2 − 1 y2 + 1 ´ y2 + 1 ¯
¡ p ¢ ¯
r x, x2 + 1 dx = r , dy ¯ √
2y 2y 2y 2 y=x+ x2 +1

και καταλήγουμε σε ολοκλήρωμα ρητής συνάρτησης του y στο διάστημα (0, +∞).
Για το ολοκλήρωμα με συγκεκριμένα άκρα έχουμε
Z Z √
b ¡ p ¢ b+ b2 +1 ³ y2 − 1 y2 + 1 ´ y2 + 1
r x, x2 + 1 dx = √ r , dy
a a+ a2 +1 2y 2y 2y 2

για κάθε a, b στο διάστημα (−∞, +∞).


R
Παράδειγμα: Θα υπολογίσουμε το x√x12 +1 dx είτε στο διάστημα (−∞, 0) είτε
στο (0, +∞).
Ο περιορισμός
√ του x στα δυο αυτά υποδιαστήματα είναι αυτονόητος, οπότε
και ο y = x + x2 + 1 περιορίζεται, αντιστοίχως,
R είτε στοR διάστημα¯ (0, 1) είτε
στο (1, +∞). Καταλήγουμε στην ισότητα x√x12 +1 dx = 2 y21−1 dy ¯y=x+√x2 +1
R
και υπολογίζουμε το 2 y21−1 dy είτε στο διάστημα (0, 1) είτε στο (1, +∞) και
R
βρίσκουμε ότι είναι = log |y − 1| − log(y + 1) + c. Επομένως, x√x12 +1 dx =
|x|
log √
1+ x2 +1
+ c.

Βάσει των παραπάνω τριών τύπων ολοκληρωμάτων, μπορούμε τώρα να υπο-


λογίσουμε ολοκληρώματα του τύπου
Z
¡ p ¢
r x, κx2 + λx + µ dx,

όπου κ, λ, µ είναι αριθμοί με κ 6= 0.


¡ 2¢
λ 2
Πράγματι, αφού γράψουμε κx2 + λx + µ = κ (x + 2κ ) + 4κµ−λ
4κ2 , διακρίνουμε
τις εξής περιπτώσεις.

Περίπτωση 1: κ > 0 και 4κµ − λ2 > 0. Θεωρώντας την απλή αλλαγή μεταβλητής
y = √ 2κ 2 (x + 2κ λ
), βλέπουμε αμέσως ότι το αόριστο ολοκλήρωμα μετατρέπεται
√ 4κµ−λ2 R ¡ √ √
4κµ−λ λ 4κµ−λ2 4κµ−λ2 p 2 ¢ R p
στο 2κ r − 2κ + 2κ y, √
2 κ
y + 1 dy = R(y, y 2 + 1) dy,
όπου R(s, t) είναι μια νέα ρητή συνάρτηση των s, t.

Περίπτωση 2: κ > 0 και 4κµ − λ2 < 0. Τώρα χρησιμοποιούμε την αλλαγή


μεταβλητής y = √ 22κ λ
(x + 2κ ) και μετατρέπουμε το αόριστο ολοκλήρωμα στο
λ −4κµ
√ 2 √ √ 2
λ −4κµ R ¡ λ λ2 −4κµ λ −4κµ p 2 ¢ R p
2κ r − 2κ + 2κ y, √
2 κ
y − 1 dy = R(y, y 2 − 1) dy,
όπου R(s, t) είναι μια νέα ρητή συνάρτηση των s, t.

342
Περίπτωση 3: κ < 0 και 4κµ − λ2 < 0. Τώρα χρησιμοποιούμε την αλλαγή
μεταβλητής y = √ −2κ (x + 2κλ
) και μετατρέπουμε το αόριστο ολοκλήρωμα στο
λ2 −4κµ
√ 2 √ √ 2
λ −4κµ R ¡ λ λ2 −4κµ λ −4κµ p ¢ R p
− 2κ r − 2κ − 2κ y, √
2 −κ
1 − y 2 dy = R(y, 1 − y 2 ) dy,
όπου R(s, t) είναι μια νέα ρητή συνάρτηση των s, t.

Η περίπτωση κ <p0 και 4κµ − λ2 > 0 αποκλείεται διότι τότε δεν ορίζεται
σε κανένα σημείο η κx2 + λx + µ . Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπου ένας
2
τουλάχιστον από τους κ και 4κµ
p − λ είναι = 0, καταλήγει σε απλό ολοκλήρωμα.
R
Τα ολοκληρώματαR r(x, κx2 + λx + µ) dx με κ 6= 0 είναι ειδική περίπτωση
των ολοκληρωμάτων r(x, a(x)) dx, όπου η y = a(x) είναι οποιαδήποτε αλγεβρική
συνάρτηση του x. Τα ολοκληρώματα αυτά ονομάζονται ολοκληρώματα του
Abel ή αβελιανά ολοκληρώματα. Μια ακόμηpειδική περίπτωση αβελιανών
ολοκληρωμάτων είναι αυτά για τα οποία y = a(x) = ρx4 + σx3 + κx2 + λx + µ,
όπου ένας τουλάχιστον από τους ρ και σ είναι 6= 0, και ονομάζονται ελλειπτικά
ολοκληρώματα, διότι έχουν άμεση σχέση με υπολογισμό μηκών ελλειπτικών
τόξων.

Ask seic.
Απλές αλλαγές μεταβλητής.

1. Αποδείξτε τις παρακάτω ιδιότητες με κατάλληλη αλλαγή μεταβλητής.


R b+c Rb
(i) a+c f (x − c) dx = a f (x) dx.
R λb ¡ ¢ Rb
(ii) λa f λx dx = λ a f (x) dx για κάθε λ > 0.
Μελετήστε τη γεωμετρική ερμηνεία αυτών των ιδιοτήτων, θεωρώντας επι-
πλέον ότι είναι f (x) ≥ 0 για κάθε x στο [a, b].
R −a Rb
2. Αν η y = f (x) είναι άρτια, αποδείξτε ότι −b
f (x) dx =
f (x) dx.
a
R −a Rb
Αν η y = f (x) είναι περιττή, αποδείξτε ότι −b f (x) dx = − a f (x) dx.
Rb Rb
Αν η y = f (x) είναι άρτια, αποδείξτε ότι −b f (x) dx = 2 0 f (x) dx.
Rb
Αν η y = f (x) είναι περιττή, αποδείξτε ότι −b f (x) dx = 0.
Ποια είναι η γεωμετρική ερμηνεία αυτών των ιδιοτήτων;

3. Αν η y = f (x) είναι περιοδική με περίοδο p > 0, αποδείξτε ότι


R b+p Rb
(i) a+p f (x) dx = a f (x) dx.
R a+p R b+p
(ii) a f (x) dx = b f (x) dx.
Ποια είναι η γεωμετρική ερμηνεία αυτών των ιδιοτήτων;

Μέθοδοι υπολογισμού ολοκληρωμάτων.

343
1. Υπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα με αλλαγές μεταβλητής.
Z Z Z √ Z
sin x x
x3 cos(x4 ) dx, (cos x)2 sin x dx, √ dx, √ dx,
x x2 + 1
Z Z Z Z
√ √ √ x
2x + 1 dx, x x + 1 dx, x2 2x + 1 dx, √ dx,
1−x
Z Z √ Z Z
x+1 2 x √ x5
dx, √ dx, x 3 x − 1 dx, √ dx,
(x + 2x + 5)2
2 x 1 − x6
Z p Z Z
sin x sin x + cos x
cos(2x) 4 − sin(2x) dx, dx, dx,
(2 + cos x)3 (sin x − cos x)3
Z Z Z Z
x ex 3
√ dx, dx, x2 ex dx, e3 sin x cos x dx,
x+1 1 + e2x
Z Z Z p
1 1
tan x dx, sin dx, 1 + 3(cos x)2 sin(2x) dx,
x2 x
Z Z Z Z
1 1 1 1
√ dx, 2
dx, √ dx, 2
dx,
4−x 2 4+x 1−x−x 2 x −x+2
Z Z Z Z
1 2 2 3 (cos x)3
4
dx, x sin(x ) cos(x ) dx, (sin x) dx, dx,
x(x + 1) sin x
Z Z √ Z
log x arctan x 1
√ dx, √ dx, dx.
x 1 + log x (1 + x) x 1 + ex

2. Υπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα με ολοκληρώσεις κατά μέρη και


αλλαγές μεταβλητής.
Z Z Z Z
2
e−2x sin(3x) dx, ex cos(5x) dx, x3 e2x dx, x3 e−x dx,

Z √
Z Z Z
x 2
e dx, x sin x dx, x log x dx, x2 (log x)4 dx,
Z Z Z Z
2
arcsin x dx, x arccos x dx, arctan x dx, x2 arcsin x dx,
Z Z Z Z
2
√ 2
x(arctan x) dx, arctan x dx, (cos x) dx, (sin x)4 dx,
Z Z Z
x
(sin x)3 sin(5x) dx, dx, (tan x)2 dx,
(cos x)2
Z Z Z
x2 arctan(ex ) xearctan x
dx, dx, 3 dx.
(x2 + 1)2 ex (x2 + 1) 2

344
3. Υπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα ρητών συναρτήσεων.
Z Z Z
5x + 3 x+2 2x2 + 5x − 1
dx, dx, dx,
x2 + 2x − 3 x2 − 4x + 4 x3 + x2 − 2x
Z Z Z
x2 + 2x + 3 3x2 + 2x − 2 x2 + 1
dx, dx, dx,
x3 + x2 − x − 1 x3 − 1 (2x − 1)3
Z Z Z
1 1 x4
4
dx, 2 2
dx, dx,
x −1 (x − 4x + 4)(x − 4x + 5) x + 5x2 + 4
4
Z Z Z
8x3 + 7 1 x2
dx, dx, dx,
x4 + 2x3 − 2x − 1 x4 − 2x2 + 1 (x2 + 2x + 2)2
Z Z 4 Z 2
1 x − x3 + 2x2 − x + 2 x +x+1
4
dx, 4 2
dx, dx,
x +1 (x − 1)(x + 4x + 4) (x − 1)4
Z Z
1 1
dx, dx.
(x2 − 2x + 1)(x4 + 2x2 + 1) (x + 1)(x + 2)2 (x + 3)3
4. Υπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα ρητών συναρτήσεων των sin x και
cos x.
Z Z Z
1 1 1
dx, dx, dx,
5 + 3 cos x 1 + 2 sin x (1 + cos x)2
Z Z Z
(sin x)2 sin x 1
dx, dx, dx.
1 + (sin x)2 1 + sin x + cos x 2 sin x − cos x + 5
5. Υπολογίστε τα παρακάτω ολοκληρώματα.
Z p Z p Z Z p
1
1 − x2 dx, x2 − 1 dx, √ dx, x2 + 1 dx,
x2 − 1
Z Z Z
1 1 x
√ dx, p dx, √ dx,
2
x +1 (x − 1)(x − 2) 2
x +x+1
Z Z
1 1
√ √ dx, √ dx.
x−1+ x+1 (x + 1) 1 + 2x − x2
Αναδρομικοί τύποι.
1. ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι συνεχής στο (−∞, +∞). Ορίζουμε τιςRσυναρτή-
x
σεις y = fn (x) για κάθε φυσικό n, αρχίζοντας από την f1 (x) = 0 f (t) dt
Rx
και συνεχίζοντας με τον αναδρομικό τύπο fn (x) = 0 fn−1 (t) dt.
1
Rx
Αποδείξτε ότι είναι fn (x) = (n−1)! 0
f (t)(x − t)n−1 dt για κάθε n.
R R
2. Αν Jn (x) = (cos x)n dx και In (x) = (sin x)n dx, αποδείξτε ότι για κάθε
n ≥ 2 είναι:
sin x(cos x)n−1 n−1
(i) Jn (x) = n + n Jn−2 (x),
n−1
(ii) In (x) = − cos x(sin
n
x)
+ n−1
n In−2 (x).

345

3. Ορίζουμε In = 02 (sin x)n dx για κάθε φυσικό n. Εφαρμόστε το αποτέλεσμα
της προηγούμενης άσκησης και αποδείξτε ότι είναι In = n−1
n In−2 για κάθε
n ≥ 2.
π
Είναι προφανές ότι I0 = 2 και I1 = 1. Αποδείξτε ότι για κάθε n είναι:
(2n−1)(2n−3)···3·1
(i) I2n = 2n(2n−2)···4·2 · π2 ,
2n(2n−2)···4·2
(ii) I2n+1 = (2n+1)(2n−1)···5·3 .

Αποδείξτε ότι για κάθε n είναι:


π (2·4·6···(2n))2 I2n
(i) 2 = (3·5···(2n−1))2 (2n+1) I2n+1 ,
π
(ii) (n + 1)In In+1 = 2 .
Παρατηρήστε τις σχέσεις I2n+1 ≤ I2n ≤ I2n−1 = 2n+1
2n I2n+1 , από τις οποίες
I2n 1 I2n
συνεπάγεται 1 ≤ I2n+1 ≤ 1 + 2n και, επομένως, lim I2n+1 = 1.
Αποδείξτε τον περίφημο τύπο του Wallis:
¡ ¢2
π 2 · 4 · 6 · · · (2n − 2) · (2n)
= lim ¡ ¢2
2 3 · 5 · · · (2n − 3) · (2n − 1) (2n + 1)

καθώς και τον τύπο


√ (n!)2 22n
π = lim √ .
(2n)! n
R x)n−1
4. Αν In (x) = (tan x)n dx, αποδείξτε ότι είναι In (x) = (tann−1 − In−2 (x)
για κάθε n ≥ 2.
R R
5. Αν In (x) = xn e−x dx και Jn (x) = xn ex dx, αποδείξτε ότι για κάθε
n ≥ 1 είναι
(i) In (x) = −xn e−x + nIn−1 (x),
(ii) Jn (x) = xn ex − nJn−1 (x).
R
6. Αν Im,n (x) = xm (1 − x)n dx, αποδείξτε ότι είναι
xm+1 (1−x)n n
(i) Im,n (x) = m+1 + m+1 Im+1,n−1 (x) για κάθε m 6= −1, n 6= 0,
m n+1
(ii) Im,n (x) = − x (1−x)
n+1
m
+ n+1 Im−1,n+1 (x) για κάθε m 6= 0, n 6= −1.
R1 m m!n!
Αποδείξτε ότι 0 x (1 − x)n dx = (m+n+1)! για κάθε m, n ≥ 0.
R R
7. Αν In (x) = xn sin x dx και Jn (x) = xn cos x dx, αποδείξτε ότι για κάθε
ακέραιο n είναι
(i) In (x) = −xn cos x + nxn−1 sin x − n(n − 1)In−2 (x),
(ii) Jn (x) = xn sin x + nxn−1 cos x − n(n − 1)Jn−2 (x).

346
R
8. Αν Im,n (x) = (cos x)m (sin x)n dx, αποδείξτε ότι για κάθε φυσικούς m, n
είναι
(cos x)m−1 (sin x)n+1 m−1
(i) Im,n (x) = m+n + m+n Im−2,n (x),
m+1 n−1
(ii) Im,n (x) = − (cos x) m+n
(sin x) n−1
+ m+n Im,n−2 (x).
R2π
Αν Im,n = 0 (cos x)m (sin x)n dx, αποδείξτε ότι για κάθε φυσικούς m, n
είναι
(m−1)(m−3)···1·(n−1)(n−3)···1 π
(i) Im,n = (m+n)(m+n−2)···2 2 αν και οι δυο m, n είναι άρτιοι,
(m−1)(m−3)···(1 ή 2)·(n−1)(n−3)···(1 ή 2)
(ii) Im,n = αν ένας τουλάχιστον από
(m+n)(m+n−2)···(1 ή 2)
τους m, n είναι περιττός.
R
9. Αν Im,n (x) = (sin x)m sin(nx) dx, αποδείξτε ότι, αν n 6= ±m, τότε είναι
m
m(sin x)m−1 cos x sin(nx)
Im,n (x) = − n(sinnx)2 −mcos(nx)
2 + n2 −m2 − m(m−1)
n2 −m2 Im−2,n (x).

΄Αλλες ασκήσεις.
1. Αν η y = f (x) έχει συνεχή δεύτερη παράγωγο στο [0, π] αποδείξτε ότι είναι
Rπ¡ ¢ n−1

0
f (x) + n12 f 00 (x) sin(nx) dx = f (0)+(−1)
n
f (π)
για κάθε φυσικό n.
Rx 1
2. Θεωρώντας την ισότητα log x = 1 t dt ως ορισμό του λογαρίθμου log x για
κάθε x > 0, αποδείξτε όλες τις βασικές ιδιότητες των λογαρίθμων:
(i) log(ab) = log a + log b για κάθε a, b > 0,
(ii) log 1 = 0,
(iii) η y = log x είναι παραγωγίσιμη και γνησίως αύξουσα στο (0, +∞),
(iv) limx→+∞ log x = +∞ και limx→0+ log x = −∞.
3. Δεύτερο Θεώρημα Μέσης Τιμής Ολοκληρωτικού Λογισμού.
΄Εστω ότι η y = f (x) έχει συνεχή παράγωγο και είναι μονότονη στο [a, b]
και ότι η y = g(x) είναι συνεχής στο [a, b]. Αποδείξτε ότι υπάρχει κάποιος
ξ στο [a, b] ώστε να είναι
Z b Z ξ Z b
f (x)g(x) dx = f (a) g(x) dx + f (b) g(x) dx.
a a ξ

Rx Rb
Για την απόδειξη θεωρήστε την G(x) = a g(t) dt, γράψτε a f (x)g(x) dx =
Rb
a
f (x)G0 (x) dx και, μετά από μια ολοκλήρωση κατά μέρη, εφαρμόστε τη
γενίκευση του Θεωρήματος 7.3 που είδαμε σε μια από τις ασκήσεις της
ενότητας 7.3.
4. Αν η y = φ(x) έχει συνεχή δεύτερη παράγωγο στο [a, b] και η y = φ0 (x)
είναι μονότονη στο [a, b] και υπάρχει κάποιος αριθμός m > 0 ώστε να είναι
¯Rb ¡ ¢ ¯
φ0 (x) ≥ m για κάθε x στο [a, b], αποδείξτε ότι ¯ a sin φ(x) dx¯ ≤ m
4
.
¯Rb ¯
Αποδείξτε ότι ¯ a sin(x2 ) dx¯ ≤ a2 για κάθε a, b με 0 < a < b.
(Υπόδειξη: Χρησιμοποιήστε το αποτέλεσμα της προηγούμενης άσκησης.)

347
5. Υποθέτουμε ότι η x = x(t) είναι γνησίως αύξουσα με συνεχή παράγωγο στο
[a, b], ότι η y = y(t) είναι συνεχής στο [a, b] και ότι y(t) ≥ 0 για κάθε t στο
[a, b].
Αποδείξτε ότι το εμβαδό της επιφάνειας η οποία περιέχεται ανάμεσα στην
καμπύλη που σχηματίζεται από τα σημεία (x, y) = (x(t), y(t)) καθώς ο t
διατρέχει το [a, b], στον x-άξονα και στις ευθείες x = x(a) και x = x(b)
είναι ίσο με
Z b
E= y(t)x0 (t) dt.
a
Rb R b ¡ −1 ¢
(Υπόδειξη: Δοκιμάστε το a
y(t)x0 (t) dt = a
y x (x(t)) x0 (t) dt.)

6. ΄Εστω ότι η καμπύλη C διαγράφεται από το σημείο (x, y) = (x(t), y(t))


καθώς ο t διατρέχει το [a, b]. Υποθέτουμε ότι, καθώς ο t αυξάνει, το
(x, y) = (x(t), y(t)) περιστρέφεται επί της C με φορά αντίθετη των δεικ-
τών του ρολογιού και ότι καμιά οριζόντια ή κατακόρυφη ευθεία δεν τέμνει
την C σε περισσότερα από δυο σημεία. Αν οι x = x(t) και y = y(t) έ-
χουν συνεχή παράγωγο στο [a, b] τότε, χρησιμοποιώντας το αποτέλεσμα της
προηγούμενης άσκησης, αποδείξτε ότι το εμβαδό E της επιφάνειας η οποία
περικλείεται από την C είναι ίσο με
Z b Z b Z b
1 ¡ ¢
E=− y(t)x0 (t) dt = x(t)y 0 (t) dt = x(t)y 0 (t) − y(t)x0 (t) dt.
a a 2 a

7. Χρησιμοποιώντας το αποτέλεσμα της προηγούμενης άσκησης, υπολογίστε


το εμβαδό της επιφάνειας που περικλείεται από την καμπύλη με παραμετρικές
εξισώσεις x = x(t) = a0 cos t+b0 sin t+c0 και y = y(t) = a00 cos t+b00 sin t+c00
για t στο [0, 2π].

8. Θεωρούμε μια καμπύλη στο επίπεδο με συνεχώς παραγωγίσιμη ακτινική


συνάρτηση r = r(θ), όπου η μεταβλητή θ διατρέχει το διάστημα [a, b].
Αποδείξτε ότι το μήκος l της καμπύλης είναι ίσο με
Z b p
l= (r(θ))2 + (r0 (θ))2 dθ.
a

(−1)n dn ¡ 2 ¢
9. ΄Εστω Pn (x) = 2n n! dxn (x − 1)n .
Αποδείξτε ότι το Pn (x) είναι πολυώνυμο βαθμού n.
R1
Αποδείξτε ότι −1 p(x)Pn (x) dx = 0 για κάθε πολυώνυμο p(x) βαθμού
μικρότερου από n.
½
R1 0, αν n 6= m,
Αποδείξτε ότι −1 Pn (x)Pm (x) dx = 2
, αν n = m. 2n+1

348
8.4 Genikeumèna oloklhr¸mata.
Ας παρατηρήσουμε τα «ολοκληρώματα»
Z 1 Z +∞
1
dx, x dx.
0 x 1

Είναι φανερό ότι και τα δυο ξεφεύγουν από το πλαίσιο της θεωρίας των ολοκλη-
ρωμάτων που έχουμε αναπτύξει. Στο πρώτο «ολοκλήρωμα» η συνάρτηση y = x1
δεν ορίζεται στο διάστημα [0, 1] και, μάλιστα, δεν είναι καν φραγμένη στο διάστημα
αυτό αφού limx→0+ x1 = +∞. Στο δεύτερο «ολοκλήρωμα» το διάστημα [1, +∞)
δεν είναι κλειστό και φραγμένο. Τέτοιου τύπου «ολοκληρώματα» υπό ορισμένες
προϋποθέσεις ονομάζονται γενικευμένα ολοκληρώματα και θα τα ορίσουμε αμέσως
τώρα.
΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα [a, b) και ολοκληρώσιμη
R b−
σε κάθε υποδιάστημα [a, c] του [a, b). Τότε το σύμβολο a f (x) dx ονομάζεται
γενικευμένο ολοκλήρωμα
Rc της y = f (x) στο διάστημα [a, b). Αν υπάρχει
το όριο limc→b− a f (x) dx, τότε λέμε ότι το γενικευμένο ολοκλήρωμα
R b−
a
f (x) dx υπάρχει και γράφουμε
Z b− Z c
f (x) dx = lim f (x) dx.
a c→b− a
Rc
Στην περίπτωση αυτή η τιμή του ορίου limc→b− a f (x) dx ονομάζεται τιμή του
Rc
γενικευμένου ολοκληρώματος. Αν το όριο limc→b− a f (x) dx δεν υπάρ-
R b−
χει, τότε λέμε ότι το γενικευμένο ολοκλήρωμα a f (x) dx αποκλίνει. Αν το
Rc
limc→b− a f (x) dx υπάρχει και είναι ίσο με ±∞, λέμε ότι το γενικευμένο ολοκλή-
R b− Rc
ρωμα a f (x) dx αποκλίνει στο ±∞, αντιστοίχως. Αν το limc→b− a f (x) dx
R b−
υπάρχει και είναι αριθμός, λέμε ότι το γενικευμένο ολοκλήρωμα a f (x) dx συ-
γκλίνει.
΄Ολα όσα είπαμε ισχύουν με την ανάλογη διατύπωση και ορολογία και στις
υπόλοιπες περιπτώσεις διαστημάτων: [a, +∞), (a, b] και (−∞, b]. Ας γράψουμε
μόνο τις τιμές των αντίστοιχων γενικευμένων ολοκληρωμάτων:
Z +∞ Z c
f (x) dx = lim f (x) dx,
a c→+∞ a
Z b Z b Z b Z b
f (x) dx = lim f (x) dx, f (x) dx = lim f (x) dx.
a+ c→a+ c −∞ c→−∞ c
R b−
Μερικές φορές παρουσιάζονται γενικευμένα ολοκληρώματα a+ f (x) dx, όπου
η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b). Για να υπολογίσουμε την τιμή ενός
τέτοιου γενικευμένου ολοκληρώματος παίρνουμε οποιονδήποτε ενδιάμεσο αριθμό d
(δηλαδή a < d < b), υπολογίζουμε τις τιμές (αν υπάρχουν) των δυο γενικευμένων
Rd R b−
ολοκληρωμάτων a+ f (x) dx και d f (x) dx και (αν δεν προκύπτει απροσδιόριστη
R b− Rd R b−
μορφή) τις προσθέτουμε. Δηλαδή a+ f (x) dx = a+ f (x) dx + d f (x) dx.

349
R +∞ R b−
Ομοίως ορίζονται γενικευμένα ολοκληρώματα a+
f (x) dx ή −∞
f (x) dx ή
R +∞
−∞
f (x) dx.
Στην ενότητα αυτή δε θα αναπτύξουμε τη θεωρία των γενικευμένων ολοκληρω-
μάτων, αλλά θα περιοριστούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Rc
Παράδειγμα: ΄Εστω p οποιοσδήποτε αριθμός. Για κάθε c > 1 είναι 1 x1p dx =
c1−p −1
Rc 1
1−p , αν p 6= 1, και = log c, αν p = 1. Επομένως, είναι limc→+∞ 1 xp dx =
1
+∞, αν p ≤ 1, και = p−1 , αν p > 1. ΄Αρα
Z +∞ ½
1 1
, αν p > 1,
dx = p−1
1 xp +∞, αν p ≤ 1.

Παράδειγμα: ΄Εστω p οποιοσδήποτε αριθμός. Για κάθε c με 0 < c < 1 εί-


R1 1−p
ναι c x1p dx = 1−c 1
1−p , αν p 6= 1, και = log c , αν p = 1. Επομένως, είναι
R1 1 1
limc→0+ c xp dx = +∞, αν p ≥ 1, και = 1−p , αν p < 1. ΄Αρα
Z 1 ½
1 1
, αν p < 1,
dx = 1−p
0+ xp +∞, αν p ≥ 1.
Rc
Παράδειγμα: Για κάθε c > 0 είναι 0 x21+1 dx = arctan c − arctan 0 = arctan c
Rc
και, επομένως, limc→+∞ 0 x21+1 dx = π2 . ΄Αρα
Z +∞
1 π
dx = .
0 x2 + 1 2
R0
Με τον ίδιο τρόπο αποδεικνύεται και το −∞ x21+1 dx = π
2 και, προσθέτοντας
τα δυο γενικευμένα ολοκληρώματα, καταλήγουμε στο
Z +∞
1
dx = π.
−∞ x2 +1
Rc −tc
Παράδειγμα: Για κάθε αριθμό t και κάθε c > 0 είναι 0 e−tx dx = 1−et , αν
R c −tx
t 6= 0, και = c, αν t = 0. ΄Αρα limc→+∞ 0 e dx = 1t , αν t > 0, και = +∞, αν
t ≤ 0. Επομένως,
Z +∞ ½1
e −tx
dx = t , αν t > 0,
0 +∞, αν t ≤ 0.
Rc 1
Παράδειγμα: Για κάθε c με 0 < c < 1 είναι 0 √1−x 2
dx = arcsin c−arcsin 0 =
Rc 1
arcsin c. Επομένως, είναι limc→1− 0 √1−x2 dx = π2 . ΄Αρα
Z 1−
1 π
√ dx = .
0 1−x2 2

350
R0 1 π
Με τον ίδιο τρόπο αποδεικνύουμε ότι −1+ √1−x2
dx = 2 και, προσθέτοντας
τα δυο γενικευμένα ολοκληρώματα, καταλήγουμε στο
Z 1−
1
√ dx = π.
−1+ 1 − x2

Ask seic.
1. Υπολογίστε τις τιμές, αν υπάρχουν, των παρακάτω γενικευμένων ολοκληρω-
μάτων.
Z 1 Z +∞ Z 1 Z +∞ Z 1
1 1 1 1 1
dx, dx, dx, dx, √ dx,
0+ x 1 x 0+ x2 1 x2 0+ x
Z +∞ Z +∞ Z +∞ Z +∞
1 x
√ dx, dx, e−tx x2 dx, sin x dx,
1 x 0 x2 +1 0 0
Z +∞ Z 1 Z +∞ Z +∞
1 1
e−tx sin x dx, log x dx, dx, dx,
0 0+ e x log x e x(log x)2
Z +∞ Z +∞ Z +∞
1 1 1
dx, dx √ dx.
0 (x2 + 1)2 0 x4 + 1 1 x x2+1

2. Υπολογίστε τις τιμές, αν υπάρχουν, των παρακάτω γενικευμένων ολοκληρω-


μάτων.
Z +∞ Z +∞ Z +∞ Z +∞
1 x
dx, dx, |x| dx, x dx,
0+ xp −∞ x2 + 1 −∞ −∞
Z +∞ Z +∞ Z 1− Z 1−
−|x| −|x| 1 1
e dx, e x dx, dx, dx.
−∞ −∞ 0+ x(1 − x) 0+ x(x − 1)
R +∞
3. Συμβολίζουμε Γ(n) το γενικευμένο ολοκλήρωμα 0 e−x xn−1 dx για κάθε
φυσικό n:
Z +∞
Γ(n) = e−x xn−1 dx (n φυσικός).
0

Αποδείξτε ότι Γ(1) = 1.


Αν το Γ(n) συγκλίνει, αποδείξτε ότι και το Γ(n + 1) συγκλίνει και ότι είναι
Γ(n + 1) = nΓ(n).
Αποδείξτε ότι είναι Γ(n) = n! για κάθε φυσικό n.

351
352
Kefˆlaio 9

Merikˆ zht mata
prosèggishc
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τρία ζητήματα προσέγγισης. Το πρώτο
είναι ο κατά προσέγγιση υπολογισμός τιμών συνάρτησης μέσω του τύπου του Tay-
lor είτε με σφάλμα τύπου Lagrange είτε με σφάλμα ολοκληρωτικού τύπου. Το
δεύτερο ζήτημα είναι ο κατά προσέγγιση υπολογισμός λύσεων εξισώσεων με την
επαναληπτική διαδικασία του Newton. Το τρίτο ζήτημα είναι ο κατά προσέγγιση
υπολογισμός ολοκληρωμάτων με τέσσερις μεθόδους: τη μέθοδο των ορθογωνίων,
τη μέθοδο των τραπεζίων, τη μέθοδο των εφαπτομένων και τη μέθοδο του Simpson.

9.1 O tÔpoc tou Taylor.


Αν η y = f (x) είναι συνεχής στον ξ, τότε limx→ξ (x6=ξ) f (x) = f (ξ) ή, με άλλα
λόγια, ο f (x) είναι περίπου ίσος με τον f (ξ) όταν ο x είναι πολύ κοντά στον ξ.
Συμβολικά:
f (x) ≈ f (ξ) (x πολύ κοντά στον ξ).

Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον f (ξ) (αν είναι γνωστός,
δηλαδή αν υπολογίζεται εύκολα) ως προσέγγιση του f (x).

Παράδειγμα: Επειδή ο 4, 00001 είναι√πολύ κοντά √ στον 4 και η y = x είναι
συνεχής στον 4, μπορούμε να πούμε ότι 4, 00001 ≈ 4 = 2.

Είναι, προφανώς, πολύ χρήσιμο αν, εκτός από τον f (ξ), γνωρίζουμε και μια
εκτίμηση για τη διαφορά f (x) − f (ξ) (δηλαδή, το πρόσημό της και το απόλυτο
μέγεθός της) ώστε να έχουμε έναν έλεγχο του σφάλματος που κάνουμε προσεγ-
γίζοντας τον f (x) με τον f (ξ). Αυτό το πετυχαίνουμε αν έχουμε πληροφορίες για
την παράγωγο της συνάρτησης στο διάστημα ανάμεσα στα σημεία x και ξ. Πράγ-
ματι, αν η συνάρτηση είναι συνεχής στο κλειστό διάστημα με άκρα x και ξ και έχει
παράγωγο στο ανοικτό διάστημα με τα ίδια άκρα, τότε υπάρχει κάποιος η ανάμεσα

353
f (x)−f (ξ)
στους x και ξ ώστε να είναι x−ξ = f 0 (η) ή, ισοδύναμα,

f (x) = f (ξ) + f 0 (η)(x − ξ).

Αν τώρα, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι M1 και M2 είναι κάτω φράγμα


και άνω φράγμα, αντιστοίχως, της παραγώγου στο ανοικτό διάστημα με άκρα x
και ξ, τότε συμπεραίνουμε ότι M1 (x − ξ) ≤ f (x) − f (ξ) ≤ M2 (x − ξ), αν x > ξ,
και M2 (x − ξ) ≤ f (x) − f (ξ) ≤ M1 (x − ξ), αν x < ξ. Ειδικώτερα, αν ο M ≥ 0
είναι φράγμα της παραγώγου, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το απόλυτο
μέγεθος |f (x) − f (ξ)| = |f 0 (η)||x − ξ| του σφάλματος δεν είναι μεγαλύτερο από
την ποσότητα M |x − ξ|.

Παράδειγμα: √ Στο προηγούμενο παράδειγμα είδαμε √ ότι ο 4, 000011 είναι περί-
που ίσος με τον 4 = 2. Η παράγωγος της y = x είναι η y = 2√x και είναι
1 1
0 < 2√ x
≤ 2√ 4
= 14 για κάθε x ≥ 4, οπότε και για κάθε x ανάμεσα στον 4 και

στον 4, 00001. Επομένως, 0 ≤ 4, 00001 − 2 ≤ 14 (4, 00001 − 4) = 0, 0000025.
√ √
΄Αρα το σφάλμα που κάνουμε προσεγγίζοντας τον 4, 00001 με τον 4 = 2 είναι
μη
√ αρνητικό και όχι μεγαλύτερο από 0, 0000025. Μάλιστα, από τη σχέση 2 ≤
√4, 00001 ≤ 2 + 0, 0000025 καταλαβαίνουμε ότι ο 2, 00000 είναι προσέγγιση του
4, 00001 με ακρίβεια έως και πέμπτου δεκαδικού ψηφίου.

Αν η y = f (x) έχει παράγωγο και στον ξ (εκτός από τα σημεία του ανοικτού
διαστήματος με άκρα x και ξ) και αν η παράγωγος είναι συνεχής στον ξ, τότε ο
f 0 (η), που εμφανίζεται στην ισότητα f (x) = f (ξ) + f 0 (η)(x − ξ), είναι περίπου ίσος
με τον f 0 (ξ). Επομένως, μπορούμε να γράψουμε

f (x) ≈ f (ξ) + f 0 (ξ)(x − ξ)

και έχουμε μια ακόμη προσέγγιση του f (x).



Παράδειγμα: Εφαρμόζοντας την τελευταία ισότητα στην y = x, βρίσκουμε

4, 00001 ≈ 2 + 14 (4, 00001 − 4) = 2, 0000025. √
Μέχρι τώρα έχουν προκύψει √ δυο προσεγγίσεις του 4, 00001 , ο 2 και ο
2, 0000025, και γνωρίζουμε ότι ο 4, 00001 είναι ανάμεσα σ΄ αυτές τις δυο τιμές.
Πώς√θα αναγνωρίσουμε ποια από τις δυο αυτές τιμές είναι καλύτερη προσέγγιση
του 4, 00001 και πώς θα πετύχουμε με κάποιο μεθοδικό τρόπο καλύτερες προ-
σεγγίσεις;

Αν στη σχέση f (x) = f (ξ) + f 0 (η)(x − ξ) αντικαταστήσουμε τον f 0 (η) με τον


f 0 ( ξ+x
(αντί με τον f 0 (ξ)), τότε έχουμε f (x) ≈ f (ξ) + f 0 ( ξ+x
2 ) 2 )(x − ξ). Σύμφωνα
με γνωστό θεώρημα, υπάρχει κάποιος ζ ανάμεσα στους ξ και ξ+x 2 ώστε να είναι
0 ξ+x 0 00 ξ+x 0 00 x−ξ
f ( 2 ) = f (ξ)+f (ζ)( 2 −ξ) = f (ξ)+f (ζ) 2 . Για να γίνει αυτό πρέπει να
υποθέσουμε, φυσικά, ότι η πρώτη παράγωγος είναι συνεχής στο κλειστό διάστημα
με άκρα ξ και ξ+x
2 και ότι υπάρχει η δεύτερη παράγωγος στο ανοικτό διάστημα με
00
τα ιδια άκρα. ΄Εχουμε, λοιπόν, ότι f (x) ≈ f (ξ) + f 0 (ξ)(x − ξ) + f 2(ζ) (x − ξ)2 . Αν,
επιπλέον, η δεύτερη παράγωγος είναι και συνεχής στον ξ, τότε είναι f 00 (ζ) ≈ f 00 (ξ),

354
οπότε
f 00 (ξ)
f (x) ≈ f (ξ) + f 0 (ξ)(x − ξ) + (x − ξ)2 .
2
΄Εχουμε τριών τύπων προσεγγίσεις του f (x) όταν ο x είναι κοντά στον ξ:

 f (ξ)
0
f (x) ≈ f (ξ) + f (ξ)(x − ξ)
 00
f (ξ) + f 0 (ξ)(x − ξ) + f 2(ξ) (x − ξ)2

Για τον πρώτο τύπο προσέγγισης είδαμε και τρόπους εκτίμησης του σφάλματος
βάσει φραγμάτων της πρώτης παραγώγου. Αυτά τώρα θα τα γενικεύσουμε.
Θεώρημα 9.1 Θεώρημα του Taylor με σφάλμα τύπου Lagrange.
΄Εστω φυσικός n και διάστημα I που περιέχει τον ξ. Υποθέτουμε ότι η y = f (x)
έχει παραγώγους τάξης μέχρι και n συνεχείς στο I (δηλαδή και στα πιθανά άκρα
του) και ότι υπάρχει η παράγωγος τάξης n + 1 σε κάθε εσωτερικό σημείο του I.
Τότε για κάθε x στο I υπάρχει κάποιος η ανάμεσα στους x και ξ ώστε να είναι

f 0 (ξ) f (n) (ξ) f (n+1) (η)


f (x) = f (ξ) + (x − ξ) + · · · + (x − ξ)n + (x − ξ)n+1 .
1! n! (n + 1)!

Αν, επίσης, ισχύει |f (n+1) (x)| ≤ M για κάθε εσωτερικό σημείο x του I, τότε
¯ ³ f 0 (ξ) f (n) (ξ) ´¯ M
¯ ¯
¯f (x) − f (ξ) + (x − ξ) + · · · + (x − ξ)n ¯ ≤ |x − ξ|n+1
1! n! (n + 1)!

για κάθε x στο I.


0 (n)
Η παράσταση f (ξ) + f 1!(ξ) (x − ξ) + · · · + f (ξ)
n! (x − ξ)
n
ονομάζεται προσέγ-
f (n+1) (η)
γιση Taylor τάξης n της y = f (x) στο διάστημα I και ο (n+1)! (x − ξ)n+1
ονομάζεται σφάλμα τύπου Lagrange.

Παρατηρήσεις: (1) Αν n = 0 τότε, με την παραδοχή ότι παράγωγος τάξης 0


είναι η ίδια η συνάρτηση, η ισότητα στο Θεώρημα του Taylor γράφεται f (x) =
0
f (ξ) + f 1!(η) (x − ξ) και δεν είναι τίποτε άλλο από το Θεώρημα Μέσης Τιμής του
Διαφορικού Λογισμού.
(2) Η προσέγγιση Taylor τάξης n είναι πολυώνυμο του x βαθμού ≤ n.
Gia thn apìdeixh tou Jewr matoc 9.1 jewroÔme stajeroÔc touc x kai ξ kai orÐzoume ton
0 (n)
arijmì A mèsw thc isìthtac f (x) = f (ξ)+ f 1!(ξ) (x−ξ)+· · ·+ f n!
(ξ) A
(x−ξ)n + (n+1)! (x−ξ)n+1 .
Katìpin jewroÔme th sunˆrthsh
f 0 (t) f (n) (t) A
y = g(t) = f (x) − f (t) − (x − t) − · · · − (x − t)n − (x − t)n+1
1! n! (n + 1)!
me anexˆrthth metablht  t sto kleistì diˆsthma me ˆkra x kai ξ . H y = g(t) eÐnai suneq c sto
kleistì autì diˆsthma kai èqei parˆgwgo sto anoiktì diˆsthma me ta Ðdia ˆkra Ðsh me
A − f (n+1) (t)
g 0 (t) = (x − t)n .
n!

355
Profan¸c, eÐnai g(x) = 0 kai, bˆsei tou orismoÔ tou A, eÐnai g(ξ) = 0. Apì to Je¸rhma
tou Rolle sunepˆgetai ìti upˆrqei η anˆmesa stouc x kai ξ ¸ste na eÐnai g 0 (η) = 0, opìte
A = f (n+1) (η). Antikajist¸ntac thn tim  aut  tou A sthn isìthta pou ton èqei ex arq c
kajorÐsei, paÐrnoume thn isìthta tou Jewr matoc tou Taylor. H anisìthta tou Jewr matoc
tou Taylor eÐnai apl  sunèpeia thc isìthtac kai thc sqèshc |f (n+1) (η)| ≤ M .

Παράδειγμα: ΄Εχουμε
√ ήδη βρει την
√ εκτίμηση 0, 0000025 για το σφάλμα της
προσέγγισης του 4, 00001 με τον 4 = 2. √
Εφαρμόζουμε το Θεώρημα 9.1 στην y = x στο διάστημα √ [4, 4, 00001]
√ με
ξ = 4, x = 4, 00001 και n = 1 και βρίσκουμε ότι είναι 4, 00001 = 4 +
−10
1 √1 1 √ 1
1! 2 4 (4, 00001 − 4) − 2! 3
(4, 00001 − 4)2 = 2, 0000025 − 10√ 3 για κάποιον
4 η 8 η
−10 −10
10
√ 10√
η με 4 < η < 4, 00001. Επειδή 0 < < = 0, 0000000000015625,
8 43
8 η3

συνεπάγεται ότι 2, 0000024999984375 <√ 4, 00001 < 2, 0000025. Αυτό σημαίνει
ότι ο 2, 00000249999 προσεγγίζει τον 4, 00001 με ακρίβεια έως και ενδέκατου
δεκαδικού ψηφίου.
Αν θέλουμε√ ακόμη καλύτερη
√ προσέγγιση, εφαρμόζουμε το Θεώρημα 9.1 με
1 √1 1 √1
n = 2. Τότε 4, 00001 = 4 + 1! 2 4
(4, 00001 − 4) − 2! 4 43
(4, 00001 − 4)2 +
−15
1 √ 3 3 10√
3! 8 η 5 (4, 00001 − 4) = 2, 0000024999984375 +
16 η 5
για κάποιον η με 4 < η <
−15 −15
10√ 10√
4, 00001. Επειδή 0 < < 16 45
= 0, 000000000000000001953125, έχουμε
16 η 5

2, 0000024999984375 < 4, 00001 < 2, 000002499998437501953125.
√ Επομένως,
ο 2, 00000249999843750 προσεγγίζει τον 4, 00001 με ακρίβεια έως και δέκατου
έβδομου δεκαδικού ψηφίου.
Θεώρημα 9.2 Θεώρημα του Taylor με σφάλμα ολοκληρωτικού
τύπου. ΄Εστω φυσικός n και διάστημα I που περιέχει τον ξ. Υποθέτουμε ότι η
y = f (x) έχει παραγώγους τάξης μέχρι και n + 1 συνεχείς στο I (δηλαδή και στα
πιθανά άκρα του). Τότε για κάθε x στο I είναι
Z
f 0 (ξ) f (n) (ξ) n 1 x (n+1)
f (x)=f (ξ)+ (x − ξ)+ · · · + (x − ξ) + f (t)(x − t)n dt.
1! n! n! ξ
1
R x (n+1)
Ο n! ξ
f (t)(x−t)n dt ονομάζεται σφάλμα ολοκληρωτικού τύπου.

Παρατήρηση: R Αν n = 0, τότε η ισότητα στο Θεώρημα του Taylor γράφεται


1 x 0
f (x) = f (ξ)+ 0! ξ
f (t) dt και δεν είναι τίποτε άλλο από ένα από τα αποτελέσματα
της Πρότασης 8.3.

H apìdeixh tou Jewr matoc 9.2 eÐnai apl : efarmìzoume diadoqikèc oloklhr¸seic katˆ
Rx
mèrh sto olokl rwma ξ f (n+1) (t)(x − t)n dt.

Ask seic.

1. Εφαρμόστε το Θεώρημα του Taylor με σφάλμα τύπου Lagrange στην y = x
στο διάστημα [4, 4, 00001] με ξ = 4 και x = 4, 00001.

356

Ποιον n πρέπει να χρησιμοποιήσετε ώστε να προσεγγίσετε τον 4, 00001 με
ακρίβεια έως και χιλιοστού δεκαδικού ψηφίου;

2. Προσαρμόστε την προηγούμενη άσκηση στην προσέγγιση των sin(1o ) και


π
sin(31o ) με ακρίβεια έως και χιλιοστού δεκαδικού ψηφίου. (1o = 0 + 180 ,
o π π
31 = 6 + 180 .)
(n+1)
3. Στο Θεώρημα του Taylor με σφάλμα τύπου Lagrange f (n+1)! (η)
(x − ξ)n+1
ο η εξαρτάται, φυσικά, από τον x. Αποδείξτε ότι, αν υπάρχει η παράγωγος
τάξης n + 2 της y = f (x) στο διάστημα I και είναι συνεχής στον ξ, τότε
η−ξ 1
είναι limx→ξ (x6=ξ) x−ξ = n+2 .

9.2 Proseggistik  epÐlush exis¸sewn.


Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να λύσουμε την εξίσωση

f (x) = 0,

όπου η y = f (x) είναι ορισμένη στο διάστημα (a, b) και ας υποθέσουμε ότι γνωρί-
ζουμε εκ των προτέρων ότι το (a, b) περιέχει μια τουλάχιστον λύση ξ της εξίσωσης
αυτής. Για παράδειγμα, αν η y = f (x) είναι συνεχής στο (a, b) και μπορούμε να
βρούμε δυο σημεία του (a, b) στα οποία οι τιμές της y = f (x) είναι ετερόσημες,
τότε από το Θεώρημα Ενδιάμεσης Τιμής γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια τουλάχιστον
λύση της f (x) = 0 στο (a, b). Το πρόβλημα που θα μελετήσουμε τώρα είναι πώς
θα προσεγγίσουμε την άγνωστη λύση ξ.

Σχήμα 9.1: Από την πρώτη στη δεύτερη προσέγγιση.

Θεωρούμε ένα x1 στο (a, b) ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον ξ, δηλαδή ξ ≈ x1 ,
και το αντίστοιχο σημείο (x1 , f (x1 )) στο γράφημα της y = f (x). Αν η συνάρτηση
είναι παραγωγίσιμη στον x1 , τότε υπάρχει η εφαπτόμενη ευθεία στο γράφημα στο

357
σημείο (x1 , f (x1 )) και η εξίσωσή της είναι y = f (x1 ) + f 0 (x1 )(x − x1 ). Σύμφωνα
με την προσεγγιστική ισότητα 0 = f (ξ) ≈ f (x1 ) + f 0 (x1 )(ξ − x1 ) που είδαμε στην
προηγούμενη ενότητα, βρίσκουμε ότι

f (x1 )
ξ ≈ x1 − .
f 0 (x1 )

Παρατηρήστε ότι το σημείο x2 = x1 − ff0(x 1)


(x1 ) είναι το σημείο τομής της εφαπτόμενης
ευθείας στο γράφημα της y = f (x) στο σημείο (x1 , f (x1 )) και του x-άξονα.
Ξεκινήσαμε με τον x1 , περίπου ίσο με τον (άγνωστο) ξ, και βρήκαμε τον x2 ,
επίσης περίπου ίσο με τον ξ. Αν επαναλάβουμε αυτή την κατασκευή, βρίσκουμε τον
x3 = x2 − ff0(x 2) f (x3 )
(x2 ) από τον x2 , τον x4 = x3 − f 0 (x3 ) από τον x3 και ούτω καθ΄ εξής.
Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο μια ακολουθία αριθμών, η (xn ). Η διαδικασία
αυτή ονομάζεται επαναληπτική διαδικασία του Newton. Υπό ορισμένες
προϋποθέσεις, η ακολουθία (xn ) συγκλίνει στη λύση ξ και, επιπλέον, μπορούμε να
βρούμε εκτίμηση του σφάλματος xn − ξ.

Πρόταση 9.1 ΄Εστω ότι η y = f (x) έχει δεύτερη παράγωγο στο διάστημα (a, b)
και 0 < m ≤ |f 0 (x)| και |f 00 (x)| ≤ M για κάθε x στο (a, b). Θεωρούμε θετικό
αριθμό µ < 2mM , έτσι ώστε κάποιο διάστημα [c−µ, c+µ] να περιέχεται στο (a, b), και
q
m 4M µ m
τον αριθμό ν = M m + 1−µ− M . Για τον ν ισχύει 0 < ν < µ και υποθέτουμε
ότι στο διάστημα [c − ν, c + ν] υπάρχει τουλάχιστον ένας ξ ώστε f (ξ) = 0.
Αν αρχίσει η επαναληπτική διαδικασία του Newton με οποιονδήποτε x1 στο
[c − µ, c + µ], τότε κάθε επόμενος xn ανήκει στο [c − µ, c + µ] και είναι

lim xn = ξ.

Επίσης, ισχύει
2m ³ M µ ´2
n−1

|xn − ξ| ≤
M 2m
για κάθε n.

Autì apodeiknÔetai wc ex c. JewroÔme opoiond pote x1 sto [c − µ, c + µ] kai ton x2 =


f (x1 )
x1 − f 0 (x )
. SÔmfwna me to Je¸rhma 9.1, upˆrqei η anˆmesa stouc x1 kai ξ ¸ste 0 = f (ξ) =
1
f 00 (η) f 00 (η)
f (x1 ) + f 0 (x1 )(ξ − x1 ) + 2
(ξ − x1 )2 kai, epomènwc, x2 = x1 + (ξ − x1 ) + 2f 0 (x ) (ξ − x1 )2  ,
1
f 00 (η) 00
2 . 'Ara |x − ξ| = |f (η)| |x − ξ|2 ≤ M |x − ξ|2 . Epeid 
isodÔnama, x2 − ξ = 0
2f (x1 )
(x 1 − ξ) 2 0
2|f (x1 )| 1 2m 1
o x1 an kei sto [c − µ, c + µ] kai o ξ an kei sto [c − ν, c + ν], sunepˆgetai ìti |x1 − ξ| ≤ µ + ν ,
M M
opìte |x2 − ξ| ≤ 2m (µ + ν)2 . 'Ara |x2 − c| ≤ |x2 − ξ| + |ξ − c| ≤ 2m (µ + ν)2 + ν = µ kai,
epomènwc, o x2 an kei sto [c − µ, c + µ]. EÐnai fanerì ìti, an efarmìsoume ton Ðdio akrib¸c
sullogismì sta x2 kai x3 , ja apodeiqjeÐ ìti kai o x3 an kei sto [c − µ, c + µ] opìte, epagw-
M
gikˆ, ìloi oi xn an koun sto [c − µ, c + µ]. EpÐshc, èqoume ìti |xn − ξ| ≤ 2m |xn−1 − ξ|2 gia
kˆje n ≥ 1. Apì thn anisìthta aut  apodeiknÔetai polÔ eÔkola me thn arq  thc epagwg c
2m
¡ M µ ¢2n−1 Mµ
h |xn − ξ| ≤ M 2m
gia kˆje n ≥ 1. Epeid  lim 2n−1 = +∞ kai 0 ≤ 2m
< 1,
¡ ¢
2m M µ 2
n−1
sunepˆgetai ìti lim M 2m
= 0 kai, epomènwc, lim xn = ξ .

358
Παρατηρήσεις: (1) Η ακολουθία (xn ) συγκλίνει εξαιρετικά γρήγορα στον ξ.
¡ µ ¢2n−1
Πράγματι, η μείωση του M 2m και, επομένως, και του |xn − ξ| είναι υπερ-
εκθετική, αφού η αύξηση του 2n−1 είναι εκθετική. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέ-
κτημα της επαναληπτικής διαδικασίας του Newton, διότι σε σχετικά λίγα βήματα
(δηλαδή με σχετικά μικρό n) πετυχαίνουμε πολύ καλή προσέγγιση του ξ.
(2) Ο ξ στο (a, b) για τον οποίο είναι f (ξ) = 0 είναι μοναδικός. Πράγματι, αν
υπήρχαν ξ1 και ξ2 στο (a, b) με f (ξ1 ) = f (ξ2 ) = 0, τότε θα υπήρχε κάποιος η
ανάμεσά τους ώστε να είναι f 0 (η) = 0 και αυτό αντιφάσκει με το ότι 0 < m ≤
|f 0 (η)|.
(3) Πρακτικά, η Πρόταση 9.1 εφαρμόζεται ως εξής. ΄Εχουμε το διάστημα (a, b) και
τους αριθμούς m και M . Βρίσκουμε a1 και b1 με a < a1 < b1 < b ώστε οι τιμές
της y = f (x) στους a1 , b1 να έχουν αντίθετο πρόσημο (οπότε ο ξ είναι ανάμεσα
στους a1 , b1 ). Επιλέγουμε θετικό µ < min{ 2m M , a1 − a, b − b1 }. ΄Ετσι, για κάθε c
στο [a1 , b1 ] (το οποίο θα επιλέξουμε σε λίγο)
q το διάστημα [c − µ, c + µ] περιέχεται
m 4M µ m
στο (a, b). Κατόπιν βρίσκουμε το ν = M m + 1 − µ − M και χωρίζουμε το
διάστημα [a1 , b1 ] σε διαδοχικά υποδιαστήματα μήκους ≤ 2ν. Για ένα ακριβώς από
αυτά τα υποδιαστήματα, ας το ονομάσουμε I, ισχύει ότι οι τιμές της y = f (x) στα
άκρα του είναι ετερόσημες, οπότε ο ξ ανήκει στο I. Αν ονομάσουμε c το μέσο του
I, τότε το I περιέχεται στο [c − ν, c + ν], οπότε ο ξ ανήκει στο [c − ν, c + ν], και το
[c − µ, c + µ] περιέχεται στο (a, b). Τέλος, αρχίζουμε την επαναληπτική διαδικασία
του Newton με οποιοδήποτε x1 στο [c − µ, c + µ].

Ask seic.
1. Εφαρμόστε την επαναληπτική διαδικασία
√ του Newton στην εξίσωση x2 −2 =
0 για να προσεγγίσετε τον αριθμό 2 στο διάστημα [1, 2].
Ξεκινήστε με x1 = 2 και βρείτε τους x2 , x3 , x4 . Εκτιμήστε
√ για καθένα από
αυτούς το σφάλμα σε σχέση με την αληθινή τιμή του 2 .

Ποιός πρέπει να είναι ο n ώστε ο xn να προσεγγίζει τον 2 με ακρίβεια έως
εκατοντάκις χιλιοστού δεκαδικού ψηφίου;

9.3 Proseggistik  olokl rwsh.


Στην ενότητα αυτή θα δούμε μερικές μεθόδους προσεγγιστικού υπολογισμού
ολοκληρωμάτων.
΄Εστω ότι η y = f (x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a, b]. Διαμερίζουμε
το [a, b] σε n ισομήκη διαστήματα με τα διαιρετικά σημεία

b−a
xk = a + k (0 ≤ k ≤ n).
n

Φυσικά, κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ] έχει μήκος xk − xk−1 = b−a n . Σε κάθε


υποδιάστημα [xk−1 , xk ] θεωρούμε και το αντίστοιχο μέσο του, xk−12+xk , το οποίο

359
συμβολίζουμε
xk−1 + xk ³ 1´b − a
x 2k−1 = =a+ k− .
2 2 2 n
΄Εχουμε, λοιπόν, τα διαδοχικά σημεία

x0 , x 12 , x1 , . . . , xk−1 , x 2k−1 , xk , . . . , xn−1 , x 2n−1 , xn


2 2

και υπολογίζουμε τις αντίστοιχες τιμές yi = f (xi ) της y = f (x) σε όλα αυτά τα
σημεία:
y0 , y 12 , y1 , . . . , yk−1 , y 2k−1 , yk , . . . , yn−1 , y 2n−1 , yn .
2 2
Rb
΄Ολες οι μέθοδοι που θα αναπτύξουμε προσεγγίζουν το ολοκλήρωμα a f (x) dx
με κάποιες συγκεκριμένες απλές παραστάσεις των παραπάνω τιμών της y = f (x)
και, συγχρόνως, παρέχουν αντίστοιχες εκτιμήσεις για τα σφάλματα των προσεγ-
γίσεων. Η ουσία όλων αυτών των μεθόδων είναι η προσέγγιση της y = f (x) σε κά-
θε υποδιάστημα [xk−1 ,Rxk ] με κατάλληλη πολυωνυμική συνάρτηση και η συνεπαγώ-
xk
μενη προσέγγιση του xk−1 f (x) dx με το αντίστοιχο ολοκλήρωμα της πολυωνυ-
μικής συνάρτησης. Κάθε μέθοδος χρησιμοποιεί τον δικό της τύπο πολυωνυμικής
συνάρτησης, τον ίδιο σε κάθε υποδιάστημα: η μέθοδος των ορθογωνίων χρησι-
μοποιεί σταθερές συναρτήσεις, η μέθοδος των τραπεζίων και η μέθοδος των ε-
φαπτομένων χρησιμοποιούν πολυώνυμα πρώτου βαθμού και, τέλος, η μέθοδος του
Simpson χρησιμοποιεί πολυώνυμα τρίτου βαθμού σε κάθε υποδιάστημα.
΄Οσο μεγαλύτερο είναι το πλήθος n των υποδιαστημάτων του [a, b] τόσο καλύτε-
Rb
ρη είναι η προσέγγιση του ολοκληρώματος a f (x) dx, δηλαδή τόσο μικρότερο είναι
το σφάλμα που κάνουμε προσεγγίζοντας το ολοκλήρωμα με την παράσταση που
προκύπτει από την αντίστοιχη μέθοδο. Κάθε μέθοδος δίνει μια εκτίμηση για το
σφάλμα η οποία έχει τη μορφή

(b − a)m+2 Mm+1
|σφάλμα| ≤ c = c(b − a)Mm+1 hn m+1 ,
nm+1
όπου hn = b−an είναι το κοινό μήκος των υποδιαστημάτων, c είναι κάποιος συγκε-
κριμένος αριθμός, m είναι ο βαθμός των πολυωνύμων που χρησιμοποιούνται από
την μέθοδο και Mm+1 είναι ένα φράγμα της παραγώγου τάξης m + 1 της y = f (x)
στο διάστημα [a, b]. Είναι φανερό ότι το σφάλμα συγκλίνει στο 0 όταν ο n αυξάνει
απεριόριστα ή, ισοδύναμα, όταν lim hn = lim b−a
n = 0. Είναι, επίσης, φανερό ότι τα
μεγαλύτερα σφάλματα προκύπτουν από τη μέθοδο των ορθογωνίων, τα μικρότερα
από τη μέθοδο του Simpson και ότι από τις άλλες δυο μεθόδους προκύπτουν
ενδιάμεσα σφάλματα. Βέβαια, αυτή η «διάταξη» των μεθόδων αντισταθμίζεται
(εν μέρει) από τον αριθμό των παραγώγων της y = f (x) που η κάθε μέθοδος
χρησιμοποιεί.
Στη συνέχεια θα μελετήσουμε κάθε μέθοδο ως εξής. Για απλούστευση των
συμβόλων, αντί να παρουσιάσουμε την ιδέα της μεθόδου (τύπους πολυωνυμικών
συναρτήσεων, προσεγγίσεις, εκτιμήσεις σφαλμάτων) σε κάθε [xk−1 , xk ] ξεχωρι-
στά, θα κάνουμε όλους τους υπολογισμούς στο διάστημα [a, b] και μετά θα εφαρ-
μόσουμε το αντίστοιχο αποτέλεσμα σε κάθε υποδιάστημα [xk−1 , xk ]. Τέλος, θα

360
προσθέσουμε τις προσεγγίσεις καθώς και τις εκτιμήσεις των σφαλμάτων για όλα
τα υποδιαστήματα.

Α. Η μέθοδος των ορθογωνίων.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στο διάστημα [a, b] με |f 0 (x)| ≤ M1


για κάθε x στο [a, b]. Τότε είναι
¯Z b ³a + b´ ¯ (b − a)2 M
¯ ¯ 1
¯ f (x) dx − f (b − a)¯ ≤ .
a 2 4
Gia thn apìdeixh proseggÐzoume thn y = f (x) me th stajer  sunˆrthsh (poluwnumik 
sunˆrthsh bajmoÔ 0) y = p(x) = f ( a+b 2
). Autì gÐnetai wc ex c. Gia kˆje x sto [a, b]
upˆrqei ξ anˆmesa stouc x kai a+b ¸ste f (x) − p(x) = f (x) − f ( a+b ) = f 0 (ξ)(x − a+b ). 'Ara
2 Rb 2 2
|f (x)−p(x)| ≤ M1 |x− a+b
2
| gia kˆje x sto [a, b]. Parathr¸ntac ìti p(x) dx = f ( a+b
2
)(b−a),
¯R b ¯ ¯ R ¯ R a
2
èqoume ¯ )(b−a)¯ = ¯ (f (x)−p(x)) dx¯ ≤ M1
a+b b b a+b (b−a) M1
f (x) dx−f (
a 2 a
|x− | dx =
a 2
. 4

0
Πρόταση 9.2 Αν η y = f (x) είναι παραγωγίσιμη στο [a, b] και |f (x)| ≤ M1
για κάθε x στο [a, b], τότε είναι
Z b ³ ´b − a
f (x) dx ≈ y 12 + · · · + y 2n−1 .
a
2 n
2
1 (b−a) M1
Για το σφάλμα της προσέγγισης αυτής ισχύει: |σφάλμα| ≤ 4 n .

Σχήμα 9.2: Οι μέθοδοι των ορθογωνίων και των τραπεζίων.

Efarmìzoume to prohgoÔmeno apotèlesma se kˆje upodiˆsthma [xk−1 , xk ] kai brÐskoume


¯ R xk ¯ (b−a)2 M1
Rb R x1
¯ f (x) dx − y 2k−1 b−a ¯≤ . Apì thn isìthta f (x) dx = f (x) dx + · · · +
xk−1 n 4n2 a x0
R xn 2 ¯R b
f (x) dx kai apì thn trigwnik  anisìthta twn apìlutwn tim¸n brÐskoume ¯ f (x) dx −
xn−1 a
¡ ¢ b−a ¯
y 1 + · · · + y 2n−1 ¯ ≤ n (b−a)22 M1 = (b−a)2 M1
.
2 2
n 4n 4n

361
Β. Η μέθοδος των τραπεζίων.

Τώρα, έστω ότι η y = f (x) είναι δυο φορές παραγωγίσιμη στο [a, b] και
|f 00 (x)| ≤ M2 για κάθε x στο [a, b]. Τότε ισχύει
¯Z b f (a) + f (b) ¯ (b − a)3 M
¯ ¯ 2
¯ f (x) dx − (b − a)¯ ≤ .
a 2 12
ProseggÐzoume thn y = f (x) me poluwnumik  sunˆrthsh bajmoÔ 1, h opoÐa tautÐzetai
me thn y = f (x) sta ˆkra a kai b tou diast matoc. O tÔpoc thc sunˆrthshc aut c eÐnai
f (b)−f (a)
y = p(x) = f (a) + b−a
(x − a) kai h prosèggish gÐnetai wc ex c. Gia kˆje x sto (a, b)
prosdiorÐzoume ton arijmì c apì thn isìthta f (x) − p(x) = c(x − a)(x − b). OrÐzoume thn
y = g(t) = f (t) − p(t) − c(t − a)(t − b) gia kˆje t sto [a, b]. Tìte g(a) = g(x) = g(b) = 0, opìte
upˆrqei ξ sto (a, x) kai η sto (x, b) ¸ste g 0 (ξ) = g 0 (η) = 0. 'Ara upˆrqei ζ sto (ξ, η) kai,
00
epomènwc, sto (a, b) ¸ste g 00 (ζ) = 0. 'Omwc, g 00 (t) = f 00 (t) − 2c, opìte c = f 2(ζ) . 'Eqoume,
00
loipìn, ìti gia kˆje x sto (a, b) upˆrqei ζ sto (a, b) ¸ste f (x) − p(x) = f 2(ζ) (x − a)(x − b).
'Ara gia kˆje x sto (a, b) eÐnai |f (x) − p(x)| ≤ M22 (x − a)(b − x). Aut  h anisìthta isqÔei,
Rb f (a)+f (b)
fusikˆ, kai gia x = a kai x = b. Parathr¸ntac ìti p(x) dx = 2
(b − a), èqoume
¯R b ¯ ¯ R ¯ a
R (b−a)3 M2
¯ f (x) dx− f (a)+f (b)
(b−a)¯ = ¯ (f (x)−p(x)) dx¯ ≤ 2
b M b
(x−a)(b−x) dx = .
a 2 a 2 a 12

Πρόταση 9.3 Αν η y = f (x) είναι δυο φορές παραγωγίσιμη στο [a, b] και
|f 00 (x)| ≤ M2 για κάθε x στο [a, b], τότε
Z ³y
b
0 yn ´ b − a
f (x) dx ≈ + y1 + · · · + yn−1 + .
a 2 2 n
3
1 (b−a) M2
Για το σφάλμα της προσέγγισης αυτής ισχύει: |σφάλμα| ≤ 12 n2 .
Efarmìzoume se kˆje upodiˆsthma [xk−1 , xk ] thn prohgoÔmenh anisìthta kai brÐskoume
¯ R xk ¯ (b−a)3 M2
¯ f (x) dx −
yk−1 +yk b−a ¯≤ . AjroÐzontac ta oloklhr¸mata se ìla ta u-
x k−1 2 n 12n3
podiast mata
¯R b kai qrhsimopoi¸ntac thn trigwnik 
¯ anisìthta twn apìlutwn tim¸n, brÐskoume
¡ ¢
¯ f (x) dx − y0 +y1 + · · · + yn−1 +yn b−a ¯ ≤ n (b−a)33M2 = (b−a)32M2 .
a 2 2 n 12n 12n

Γ. Η μέθοδος των εφαπτομένων.

΄Εστω ότι η y = f (x) είναι δυο φορές παραγωγίσιμη στο διάστημα [a, b] και
|f 00 (x)| ≤ M2 για κάθε x στο [a, b]. Τότε είναι
¯Z b ³a + b´ ¯ (b − a)3 M
¯ ¯ 2
¯ f (x) dx − f (b − a)¯ ≤ .
a 2 24
T¸ra proseggÐzoume thn y = f (x) me poluwnumik  sunˆrthsh bajmoÔ 1, h opoÐa tautÐzetai
me thn y = f (x) sto shmeÐo a+b
2
kai èqei thn Ðdia parˆgwgo me thn y = f (x) sto Ðdio shmeÐo.
H sunˆrthsh aut  èqei tÔpo y = p(x) = f ( a+b
2
) + f 0 ( a+b
2
)(x − a+b
2
) kai h prosèggish gÐnetai
mèsw tou tÔpou tou Taylor. Prˆgmati, gia kˆje x sto [a, b] upˆrqei ξ anˆmesa stouc x kai a+b 2
f 00 (ξ)
¸ste f (x) = f ( a+b ) + f 0 ( a+b )(x − a+b
) + 2 (x − a+b )2 kai, epomènwc, |f (x) − p(x)| ≤
2 Rb2 2 2 ¯R ¯
M2
(x− a+b )2 . Epeid  p(x) dx = a+b
f ( 2 )(b−a), sunepˆgetai ¯ b
f (x) dx−f ( a+b )(b−a)¯=
2 2 2
¯R ¯ a R 3
a
¯ (f (x) − p(x)) dx¯ ≤ M2 b (x −
b a+b 2
) dx =
(b−a) M2
.
a 2 a 2 24

362
Πρόταση 9.4 Αν η y = f (x) είναι δυο φορές παραγωγίσιμη στο [a, b] και
|f 00 (x)| ≤ M2 για κάθε x στο [a, b], τότε
Z b ³ ´b − a
f (x) dx ≈ y 12 + · · · + y 2n−1 .
a
2 n
3
1 (b−a) M2
Για το σφάλμα της προσέγγισης αυτής ισχύει: |σφάλμα| ≤ 24 n2 .
Efarmìzontac thn prohgoÔmenh anisìthta se kˆje upodiˆsthma [x k−1 k , x ], brÐskoume
¯ R xk ¯
¯ f (x) dx − y 2k−1 b−a ¯ ≤ (b−a)33M2 . Tèloc, apì thn trigwnik  anisìthta twn apì-
xk−1 n 24n
2
¯R b ¡ ¢ ¯ (b−a)3 M2 (b−a)3 M2
lutwn tim¸n brÐskoume ¯ f (x) dx − y 1 + · · · + y 2n−1 b−a ¯ ≤ n
a n 3 = 24n 2 . 24n
2 2

Σχήμα 9.3: Οι μέθοδοι των εφαπτομένων και του Simpson.

Δ. Η μέθοδος του Simpson.

Τώρα, έστω ότι η y = f (x) είναι τέσσερις φορές παραγωγίσιμη στο [a, b] και
|f (4) (x)| ≤ M4 για κάθε x στο [a, b]. Τότε είναι
¯Z b ³ ³a + b´ ´ b − a ¯ (b − a)5 M
¯ ¯ 4
¯ f (x) dx − f (a) + 4f + f (b) ¯≤ .
a 2 6 2880
Gia thn apìdeixh qrhsimopoioÔme thn poluwnumik  sunˆrthsh trÐtou bajmoÔ, h opoÐa
tautÐzetai me thn y = f (x) sta shmeÐa a, a+b 2
kai b kai h parˆgwgìc thc ston a+b 2
tautÐzetai me
thn parˆgwgo thc y = f (x) sto Ðdio shmeÐo. O tÔpoc thc eÐnai y = p(x) = c0 +c1 (x−a)+c2 (x−
a)(x − a+b
2
) + c3 (x − a)(x − a+b
2
)(x − b), ìpou oi arijmoÐ c0 , c1 , c2 , c3 upologÐzontai diadoqikˆ
apì tic isìthtec c0 = f (a), c0 +c1 ( a+b
2
−a) = f ( a+b
2
), c0 +c1 (b−a)+c2 (b−a)(b− a+b 2
) = f (b)
a+b a+b a+b a+b
kai c1 + c2 ( 2 − a) + c3 ( 2 − a)( 2 − b) = f ( 2 ). T¸ra proseggÐzoume thn y = f (x) me
0

thn y = p(x) wc ex c. JewroÔme tuqìn x sto (a, b) me x 6= a+b 2


kai orÐzoume ton arijmì c mèsw
thc f (x) − p(x) = c(x − a)(x − a+b 2
)2 (x − b). H y = g(t) = f (t) − p(t) − c(t − a)(t − a+b 2
)2 (t − b)
pou orÐzetai sto [a, b] ikanopoieÐ tic g(a) = g( a+b 2
) = g(x) = g(b) = 0 kai g 0 ( a+b ) = 0.
2

363
a+b
Epomènwc, an a < x < , upˆrqoun ξ sto (a, x), η sto (x, a+b
2 2
) kai ζ sto ( a+b
2
, b) ¸ste
a+b
g 0 (ξ) = = = 0. Autˆ mazÐ me thn g ( 2 ) = 0 sunepˆgontai ìti upˆrqoun κ sto
g 0 (η) g 0 (ζ) 0

(ξ, η), λ sto (η, a+b


2
) kai µ sto ( a+b
2
, ζ) ¸ste g 00 (κ) = g 00 (λ) = g 00 (µ) = 0. 'Ara upˆrqoun ν
sto (κ, λ) kai ρ sto (λ, µ) ¸ste g (ν) = g (3) (ρ) = 0 kai, tèloc (!), upˆrqei σ sto (ν, ρ) ¸ste
(3)

g (4) (σ) = 0. 'Omwc, ènac aplìc upologismìc dÐnei ìti g (4) (σ) = f (4) (σ) − 24c kai, epomènwc,
f (4) (σ) a+b
c= 24
. Ta Ðdia akrib¸c isqÔoun kai an 2
< x < b kai sumperaÐnoume ìti gia kˆje x sto
a+b f (4) (σ)
(a, b) me x 6= upˆrqei σ sto (a, b) ¸ste na eÐnai f (x)−p(x) = 24 (x−a)(x− a+b
2 2
)2 (x−b),
M4
opìte |f (x) − p(x)| ≤ 24 (x − a)(x − 2 ) (b − x). Autì isqÔei kai gia x = a, x = a+b
a+b 2
2
Rb f (a)+4f ( a+b )+f (b)
kai x = b. Me aplèc prˆxeic brÐskoume a
p(x) dx = 6
2
(b − a). Epomènwc,
¯R b a+b ¯ ¯R ¯ R
¯ f (x) dx− f (a)+4f ( 2 )+f (b) (b−a)¯ = ¯ b
(f (x)−p(x)) dx ≤ 24¯ M4 b
(x−a)(x− a+b )2 (b−
a 6 a a 2
(b−a)5 M4
x) dx = 2880
.

Πρόταση 9.5 Αν η y = f (x) είναι τέσσερις φορές παραγωγίσιμη στο [a, b] και
|f (4) (x)| ≤ M4 για κάθε x στο [a, b], τότε
Z ¡ ¢
b y0 + yn + 2(y1 + · · · + yn−1 ) + 4 y 12 + · · · + y 2n−1 b − a
f (x) dx ≈ 2
.
a 6 n
5
1 (b−a) M4
Για το σφάλμα της προσέγγισης αυτής ισχύει: |σφάλμα| ≤ 2880 n4 .
¯ R xk ¯ (b−a)5 M
yk−1 +4y 2k−1 +yk
Se kˆje upodiˆsthma [xk−1 , xk ] eÐnai ¯ xk−1
f (x) dx− ¯≤
2880n5
6
4 2 b−a
n
¯R b
opìte, prosjètontac kai qrhsimopoi¸ntac thn trigwnik  anisìthta, brÐskoume ìti ¯ a f (x) dx−
¡ y0 +4y 21 +y1 yn−1 +4y 2n−1 +yn ¢ ¯
b−a ¯ (b−a)5 M4 (b−a)5 M4
6
+ ··· + 2
≤n
6 n 5 = 4 .
2880n 2880n

Ask seic.
1. Αποδείξτε ότι για κάθε πολυωνυμική συνάρτηση y = p(x) βαθμού ≤ 3 ισχύει
Rb ¡ ¢ b−a
a
p(x) dx = p(a) + 4p( a+b
2 ) + p(b) 6 .

2. Προσεγγίστε τον log 2 με ακρίβεια έως και πέμπτου δεκαδικού ψηφίου χρησι-
R2
μοποιώντας την ισότητα log 2 = 1 x1 dx και τη μέθοδο του Simpson.
3. Προσεγγίστε τον π με ακρίβεια έως και πέμπτου δεκαδικού ψηφίου χρησι-
R1
μοποιώντας την ισότητα π = 4 0 x21+1 dx και τη μέθοδο του Simpson.

364
Kefˆlaio 10

Seirèc
Ορίζεται η έννοια της σειράς και αναπτύσσονται οι βασικές ιδιότητες των σειρών
και, ειδικώτερα, δίνονται τρία αποτελέσματα σύγκρισης σειρών. Μελετάμε το
βασικό αποτέλεσμα ότι κάθε σειρά με μη αρνητικούς όρους έχει άθροισμα και
ξαναβλέπουμε τα δεκαδικά αναπτύγματα στο πλαίσιο των σειρών. Διατυπώνεται το
χρήσιμο ολοκληρωτικό κριτήριο σύγκλισης σειράς με μη αρνητικούς όρους. Ακόμη
διατυπώνονται μερικά κριτήρια σύγκλισης οποιασδήποτε σειράς: το κριτήριο εναλ-
λασσόμενων προσήμων, το κριτήριο απόλυτης σύγκλισης, το κριτήριο λόγου και το
κριτήριο ρίζας. Στη συνέχεια ορίζεται η έννοια της δυναμοσειράς και οι σχετικές
έννοιες του διαστήματος σύγκλισης και της ακτίνας σύγκλισης δυναμοσειράς. Δί-
νονται δυο - σχετικά γενικοί - τύποι υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης δυναμο-
σειράς και τους εφαρμόζουμε σε μερικά σημαντικά παραδείγματα δυναμοσειρών.
Ορίζεται η έννοια της σειράς Taylor συνάρτησης σε σημείο και υπολογίζονται
σημαντικές σειρές Taylor: της εκθετικής συνάρτησης, του συνημίτονου και του
ημίτονου, της λογαριθμικής συνάρτησης, της τόξο-εφαπτόμενης και της δύναμης
(επέκταση του δυωνυμικού τύπου του Newton.)

10.1 OrismoÐ kai basikèc idiìthtec.


Θεωρούμε οποιαδήποτε ακολουθία (xn ) και σχηματίζουμε τα διαδοχικά αθροί-
σματα

s1 = x1 , s2 = x1 + x2 , s3 = x1 + x2 + x3 , . . . sn = x1 + · · · + xn , . . . .

Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια νέα ακολουθία (sn ), η οποία ονομάζεται
ακολουθία των μερικών αθροισμάτων της (xn ) αλλά και σειρά της
(xn ) ή, πιο απλά, σειρά των xn . (Θα προτιμάμε την τρίτη ονομασία.) Ο sn
ονομάζεται n-οστό μερικό άθροισμα της (xn ) και η σειρά των xn συμβολίζε-
ται
+∞
X
xn ή x1 + x2 + · · · + xn + · · · .
n=1

365
P+∞
Το σύμβολο του δείκτη δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, οπότε η σειρά n=1 xn είναι
P+∞ P+∞
η ίδια με την k=1 xk και με την j=1 xj .
P+∞
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 1 ή 1+1+1+· · ·+1+· · · . Αυτή δημιουργείται από
τη σταθερή ακολουθία (1) και τα μερικά αθροίσματα είναι οι s1 = 1, s2 = 1+1 = 2,
s3 = 1 + 1 + 1 = 3 και, γενικότερα, sn = 1 + · · · + 1 = n για κάθε n ≥ 1.
| {z }
n
P+∞
Παράδειγμα: Η γεωμετρική σειρά με λόγο a είναι η 1 + n=2 an−1 ή
1 + a + a2 + · · · + an−1 + · · · . Αυτή δημιουργείται από τη γεωμετρική πρόοδο (an )
και έχει μερικά αθροίσματα s1 = 1, s2 = 1 + a, s3 = 1 + a + a2 και, γενικότερα,
sn = 1 + a + · · · + an−1 για κάθε n ≥ 2.
P+∞
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n1p ή 1 + 21p + 31p + · · · + n1p + · · · , όπου ο p
P+∞
είναι οποιοσδήποτε αριθμός. Η ειδική περίπτωση n=1 n1 ονομάζεται αρμονική
σειρά. Η σειρά αυτή δημιουργείται από την ακολουθία ( n1p ) και έχει μερικά
αθροίσματα s1 = 1, s2 = 1 + 21p , s3 = 1 + 21p + 31p και, γενικότερα, sn =
1 + 21p + · · · + n1p για κάθε n ≥ 1.
P+∞
Αν η σειρά n=1 xn , δηλαδή η ακολουθία (sn ), συγκλίνει σε κάποιον αριθμό s,
τότε λέμε ότι η σειρά συγκλίνει, ονομάζουμε τον s άθροισμα της σειράς
και γράφουμε
+∞
X
xn = s .
n=1

Αν η (sn ) δε συγκλίνει, τότε λέμε ότι η σειρά αποκλίνει. Ειδικώτερα, αν


η (sn ) αποκλίνει είτε στο +∞ είτε στο −∞, τότε λέμε ότι η σειρά αποκλίνει
στο +∞ ή στο −∞, αντιστοίχως, ονομάζουμε το +∞ ή το −∞ άθροισμα
της σειράς και γράφουμε

+∞
X +∞
X
xn = +∞ ή xn = −∞ .
n=1 n=1

P+∞
Παρατήρηση: (1) Αν η σειρά n=1 xn συγκλίνει ή αποκλίνει στο ±∞, τότε
η σειρά έχει άθροισμα και αυτό είναι αριθμός ή ±∞, αντιστοίχως. Αν η σειρά
αποκλίνει, αλλά δεν αποκλίνει στο +∞
P+∞ή στο −∞, τότε η σειρά δεν έχει άθροισμα.
(2) Παρατηρήστε ότι το σύμβολο n=1 xn έχει διπλό περιεχόμενο. Αφ΄ ενός
συμβολίζει την ακολουθία (sn ) των μερικών αθροισμάτων της (xn ), ανεξάρτητα
από το αν η (sn ) συγκλίνει ή αποκλίνει. Αφ΄ ετέρου, στην περίπτωση που η (sn )
συγκλίνει ή αποκλίνει στο ±∞, συμβολίζει το άθροισμα της σειράς, δηλαδή το όριο
της (sn ).
P+∞
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 1 αποκλίνει στο +∞, διότι είναι lim sn = lim n =
+∞. Επομένως, το άθροισμα της σειράς είναι

366
+∞
X
1 = +∞.
n=1

Παράδειγμα: Για τη γεωμετρική σειρά με λόγο a γνωρίζουμε ήδη το αποτέ-


λεσμα. Το άθροισμα της σειράς είναι

+∞
( = +∞, αν a ≥ 1,
X
n−1 1
1+ a = 1−a , αν −1 < a < 1,
n=2 δεν υπάρχει, αν a ≤ −1.
P+∞
Πρόταση 10.1 Αν η n=1 xn συγκλίνει, τότε είναι lim xn = 0.
P+∞
Πράγματι, αν η n=1 xn συγκλίνει και το άθροισμά της είναι ο αριθμός s, τότε
είναι lim sn = s. Παρατηρούμε, όμως, ότι είναι xn = sn − sn−1 για κάθε n ≥ 2.
΄Αρα lim xn = lim sn − lim sn−1 = s − s = 0.
P+∞ n n
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n+1 αποκλίνει διότι lim n+1 = 1 6= 0.
P+∞
Παρατήρηση: Λίγο παρακάτω θα δούμε κάποιο παράδειγμα σειράς n=1 xn
(συγκεκριμένα: την αρμονική σειρά) για την οποία ισχύει lim xn = 0 ενώ η σειρά
δε συγκλίνει. Δηλαδή δεν ισχύει το αντίστροφο του αποτελέσματος της Πρότασης
10.1.
P+∞ P+∞
Πρόταση 10.2 ΄Αθροισμα σειρών. Αν οι σειρές n=1 xn και n=1 yn
P+∞ P+∞
έχουν άθροισμα και το n=1 xn + n=1 yn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή, τότε
P+∞
η σειρά n=1 (xn + yn ) έχει άθροισμα και
+∞
X +∞
X +∞
X
(xn + yn ) = xn + yn .
n=1 n=1 n=1

Η αιτιολόγηση είναι πολύ απλή. Σχηματίζουμε τα n-οστά μερικά αθροίσματα


sP
n = x1 + · · · + xn και Ptn = y1 + · · · + yn των δυο σειρών, οπότε είναι lim sn =
+∞ +∞
x
n=1 n και lim t n = n=1 yn . Τώρα το n-οστό μερικό άθροισμα της σειράς
P+∞
n=1 (xn + yn ) είναι το

un = (x1 + y1 ) + · · · + (xn + yn ) = (x1 + · · · + xn ) + (y1 + · · · + yn ) = sn + tn .


P+∞ P+∞
Επομένως, lim un = lim(sn + tn ) = lim sn + lim tn = n=1 xn + n=1 yn .
P+∞ P+∞ P+∞
΄Αρα η σειρά n=1 (xn + yn ) έχει άθροισμα ίσο με n=1 xn + n=1 yn .
P+∞
Πρόταση 10.3 Γινόμενο σειράς και αριθμού. Αν η σειρά n=1 xn
P+∞
έχει άθροισμα, ο λ είναι αριθμός και το λ n=1 xn δεν είναι απροσδιόριστη μορφή,
P+∞
τότε η σειρά n=1 (λxn ) έχει άθροισμα και
+∞
X +∞
X
(λxn ) = λ xn .
n=1 n=1

367
P+∞
Πράγματι, αν sn = x1 + · · · + xn , τότε είναι lim sn = n=1 xn . Το n-οστό
P+∞
μερικό άθροισμα της σειράς n=1 (λxn ) είναι

wn = λx1 + · · · + λxn = λ(x1 + · · · + xn ) = λsn .


P+∞
΄Αρα lim wn = lim(λsn ) = λ lim sn = λ n=1 xn και, επομένως, η σειρά
P+∞ P+∞
n=1 (λxn ) έχει άθροισμα ίσο με λ n=1 xn .

Μπορούμε να συνδυάσουμε τα δυο τελευταία αποτελέσματα ως εξής:


+∞
X +∞
X +∞
X
(λxn + µyn ) = λ xn + µ yn .
n=1 n=1 n=1

Επίσης, είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα αυτό επεκτείνεται με την αρχή της
επαγωγής και για περισσότερες από δυο σειρές.
P+∞ P+∞
Πρόταση 10.4 Σύγκριση σειρών, Ι. Αν οι σειρές n=1 xn και n=1 yn
έχουν άθροισμα και ισχύει xn ≤ yn για κάθε n ≥ 1, τότε
+∞
X +∞
X
xn ≤ yn .
n=1 n=1

Η απόδειξη είναι και πάλι απλή. Σχηματίζουμε τα n-οστά μερικά αθροίσματα


sP
n = x1 + · · · + xn καιPtn = y1 + · · · + yn των δυο σειρών, οπότε είναι lim sn =
+∞ +∞
n=1 xn και lim t n = n=1 yn . Τώρα είναι

sn = x1 + · · · + xn ≤ y1 + · · · + yn = tn
P+∞ P+∞
για κάθε n, οπότε n=1 xn = lim sn ≤ lim tn = n=1 yn .

Ask seic.
1. Εξετάστε ως προς τη σύγκλιση τις παρακάτω σειρές.
+∞ ³
n ´n ³ 1´
+∞
X X +∞
X +∞
X +∞
X
n √ 1
, , n
n, n sin , n log 1+ .
n=1
2n + 1 n=1
n+1 n=1 n=1
n n=1
n

2. Εξετάστε ως προς τη σύγκλιση τις παρακάτω σειρές και υπολογίστε τα α-


θροίσματά τους (αν υπάρχουν).
+∞ ³ ´n+2 +∞ ³ ´n +∞ ³
2 ´n
X X +∞
X X
2 4
, , (−1)n−1 , − ,
n=1
3 n=1
3 n=1 n=1
3

+∞
X +∞ n−1
X +∞
X
2 2 + 3n+1 1 + 2n−1
, , .
n=1
3n−1 n=1
6n n=1
2n

368
P+∞
3. Κάθε σειρά της μορφής n=1 (bn − bn+1 ) χαρακτηρίζεται τηλεσκοπική
σειρά.
Βρείτε συνοπτικό τύπο για τα μερικά αθροίσματα sn της σειράς αυτής και,
βάσει αυτού, αποδείξτε ότι αυτή έχει άθροισμα αν και μόνο αν υπάρχει το
lim bn και ότι το άθροισμα είναι αριθμός αν και μόνο αν το lim bn είναι
αριθμός. Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στο άθροισμα της σειράς και στο lim bn ;
Εξετάστε τις παρακάτω σειρές ως προς τη σύγκλιση και υπολογίστε τα α-
θροίσματά τους (αν υπάρχουν).
+∞
X +∞
X +∞
X
1 1 1
, , ,
n=1
n(n + 1) n=1
(2n − 1)(2n + 1) n=1
n(n + 1)(n + 2)

+∞ +∞ √ √ +∞
X n X n+1− n X ¡√ √
n+1
¢
log , √ , n
n− n+1 ,
n=1
n + 1 n=1
n2 + n n=1

+∞ ³
n + 1´
X +∞
X
n 2n + 1
(−1)n−1 − (−1)n , (−1)n−1 .
n=1
n+1 n+2 n=1
n(n + 1)

10.2 Seirèc me mh arnhtikoÔc ìrouc.


P+∞
Πρόταση 10.5 Αν είναι xn ≥ 0 για κάθε n ≥ 1, τότε η σειρά n=1 xn έχει
άθροισμα
P+∞ και αυτό είναι είτε +∞ είτε μη αρνητικός αριθμός. Δηλαδή είναι 0 ≤
n=1 xn ≤ +∞.
Ειδικώτερα: η σειρά συγκλίνει αν και μόνο αν η ακολουθία (sn ) των μερικών
αθροισμάτων είναι άνω φραγμένη.

Επειδή είναι xn ≥ 0 για κάθε n ≥ 1, συνεπάγεται ότι sn+1 = x1 + · · · + xn +


xn+1 = sn + xn+1 ≥ sn για κάθε n ≥ 1. ΄Αρα η (sn ) είναι αύξουσα ακολουθία και,
επομένως, έχει όριο το οποίο είναι είτε +∞ είτε αριθμός. Μάλιστα, επειδή ισχύει
sn = x1 + · · · + xn ≥ 0 για κάθε nP
≥ 1, συνεπάγεται ότι lim sn ≥ 0. Επίσης, αν η
+∞
(sn ) είναι άνω φραγμένη, τότε το n=1 xn = lim sn είναι αριθμός ενώ, αν η (sn )
P+∞
δεν είναι άνω φραγμένη, τότε n=1 xn = lim sn = +∞.
P+∞
Παρατήρηση: Πρέπει να τονιστεί ότι κάθε σειρά n=1 xn με μη αρνητικούς
όρους έχει άθροισμα και το άθροισμα αυτό είναι είτε αριθμός είτε
P+∞ +∞. Επομένως,
το ότι μια τέτοια σειρά συγκλίνει ισοδυναμεί με το να ισχύει n=1 xn < +∞.

Πρόταση 10.6 Σύγκριση σειρών, ΙΙ. (i) ΄Εστω 0 ≤ xn ≤ yn για κάθε


n ≥ 1. Τότε είναι

+∞
X +∞
X
0≤ xn ≤ yn .
n=1 n=1

369
P+∞ P+∞
Αν, επιπλέον, η σειρά n=1 yn συγκλίνει, τότε και η σειρά n=1 xn συγκλίνει.
(ii) ΄Εστω xn , yn > 0 για κάθε n ≥ 1 και έστω ότι υπάρχει το lim xynn . Αν
P+∞ P+∞
0 ≤ lim xynn < +∞ και η σειρά n=1 yn συγκλίνει, τότε και η σειρά n=1 yn
P+∞
συγκλίνει. Αν 0 < lim xynn ≤ +∞ και η σειρά n=1 xn συγκλίνει, τότε και η
P+∞
σειρά n=1 yn συγκλίνει.
P+∞ P+∞
Για την απόδειξη του (i) παρατηρούμε ότι οι σειρές n=1 xn και y
P+∞n=1 n
έχουν άθροισμα, οπότε από την Πρόταση 10.4 συνεπάγεται ότι 0 ≤ n=1 xn ≤
P+∞ P+∞ P+∞
n=1 yn . Αν η σειρά n=1 yn συγκλίνει, τότε είναι n=1 yn < +∞, οπότε από
P+∞
την προηγούμενη ανισότητα συνεπάγεται ότι n=1 xn < +∞ και, επομένως, η
P+∞
σειρά n=1 xn συγκλίνει.
Τώρα το (ii) είναι εφαρμογή του (i). Αν 0 ≤ lim xynn < +∞, τότε υπάρχει
κάποιος αριθμός M ώστε να είναι xynn ≤ M και, επομένως, xn ≤ M yn για κάθε
P+∞ P+∞
n ≥ 1. Επειδή η σειρά n=1 yn συγκλίνει, συνεπάγεται ότι η σειρά n=1 (M yn )
P+∞
συγκλίνει, οπότε και η σειρά n=1 xn συγκλίνει. Αν είναι 0 < lim xynn ≤ +∞, τότε
είναι 0 ≤ lim xynn < +∞ και το αποτέλεσμα είναι το συμμετρικό του προηγούμενου.

Παρατήρηση: Συνδυάζοντας ταP δυο συμπεράσματα


P+∞ του (ii), βλέπουμε ότι, αν
+∞
0 < lim xynn < +∞, τότε οι σειρές n=1 xn και n=1 yn είτε και οι δυο συγκλί-
νουν είτε και οι δυο αποκλίνουν.
P+∞ 2n +3
Παράδειγμα: Για να μελετήσουμε τη σειρά n=1 3n−1 +n τη συγκρίνουμε με
P+∞ 2 n−1
τη σειρά n=1 ( 3 ) .
2n +3
2n +3 2 n−1 2+6·2−n 3n−1 +n
Είναι 3n−1 +n = ( 3 ) 1+3n3−n και, επομένως, lim( 23 )n−1
= 2. Επειδή η
P+∞ 2 n−1 P +∞ n
2 +3
σειρά n=1 ( 3 ) συγκλίνει, συνεπάγεται ότι και η n=1 3n−1 +n συγκλίνει.
P+∞ 1
Παράδειγμα: Θα αποδείξουμε ότι η σειρά n=1 n! συγκλίνει.
1 1
P+∞ 1
Παρατηρούμε ότι ισχύει 0 ≤ n! ≤ 2n−1 για κάθε n ≥ 1. ΄Αρα είναι n=1 n! ≤
P+∞ 1 1 1
P+∞ 1
n=1 2n−1 = 1 + 2 + 22 + · · · = 2 < +∞. ΄Αρα είναι P n=1 n! < +∞.
+∞ 1
Αργότερα θα μελετήσουμε πιο συστηματικά τη σειρά n=1 n! διότι είναι σημα-
ντική και συνδέεται με κάποιο τρόπο με την εκθετική συνάρτηση.

Παράδειγμα: Δεκαδικά αναπτύγματα. ΄Εστω x στο διάστημα [0, 1) και


έστω 0, x1 x2 x3 . . . το δεκαδικό ανάπτυγμα του x. Δηλαδή οι αριθμοί sn = x101 +
x2 xn
102 + · · · + 10n είναι οι διαδοχικές δεκαδικές προσεγγίσεις του x που σημαίνει ότι
είναι sn ≤ x < sn + 101n για κάθε φυσικό n. Συνεπάγεται ότι lim sn = x.
P+∞ xn
Αν τώρα θεωρήσουμε τη σειρά n=1 10n , παρατηρούμε ότι οι sn είναι τα
μερικά αθροίσματα της σειράς αυτής και η σχέση lim sn = x σημαίνει ότι η σειρά
συγκλίνει στον x. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι κάθε αριθμός x στο [0, 1) έχει ένα
και μοναδικό δεκαδικό ανάπτυγμα 0, x1 x2 x3 . . . και ότι ισχύει
+∞
X xn
n
= x.
n=1
10

370
Θυμόμαστε, βέβαια, ότι τα δεκαδικά ψηφία δεν είναι όλα ίσα με 9 από κάποιο
δείκτη και πέρα.
Τώρα θα ξανααποδείξουμε το αντίστροφο αυτού του συμπεράσματος, δηλαδή
την Πρόταση 2.15. Θεωρούμε οποιαδήποτε επιλογή δεκαδικών ψηφίων x1 , x2 ,
x3 , . . . τα οποία δεν είναι όλα ίσα με 9 από ένα δείκτη και πέρα και θα αποδείξουμε
ότι υπάρχει αριθμόςPx στο [0, 1) με δεκαδικό ανάπτυγμα το 0, x1 x2 x3 . . . . Σχη-
+∞ xn xn
ματίζουμε τη σειρά n=1 10 και, επειδή 0 ≤ 10 ≤ 109n για κάθε n, συνεπάγεται
P+∞ xn P+∞ n 9 9
P+∞ 1 n 9 1
ότι 0 ≤ n=1 10n ≤ n=1 10n = 10 n=1 10n−1 = 10 1 = 1 < +∞. ΄Αρα η
1− 10
P+∞ xn
n=1 10n συγκλίνει και έστω x το άθροισμά της:

+∞
X xn
x= n
.
n=1
10

΄Οπως είδαμε: 0 ≤ x ≤ 1. Μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι 0 ≤ x < 1


και ότι ισχύουν οι διπλές ανισότητες sn ≤ x < sn + 101n για κάθε n, όπου sn =
x1 xn
10 + · · · + 10n είναι τα μερικά αθροίσματα της σειράς. ΄Ετσι συνεπάγεται ότι το
δεκαδικό ανάπτυγμα του x είναι το 0, x1 x2 x3 . . . .
Epeid  den eÐnai ìloi oi xn Ðsoi me 9 P
apì èna deÐkthPkai pèra, upˆrqei m ¸ste na eÐnai
+∞ xn +∞ 9
xm ≤ 8 = 9 − 1. Sunepˆgetai ìti 0 ≤ x = n=1 10n
≤ n=1 10n
− 101m = 1 − 101m < 1.
PaÐrnoume t¸ra opoiond pote n kai epeid  den eÐnai ìloi oi xk Ðsoi me 9 apì èna deÐkth kai
Pn xk
pèra, upˆrqei m ≥ n + 1 ¸ste na eÐnai xm ≤ 8 = 9 − 1. Epomènwc, eÐnai sn = ≤
P+∞ xk Pn xk P+∞ 9 1 9
P+∞
k=1 10k
1 1
k=1 10k
=x≤ k=1 10k
+ k=n+1 10k
− 10m
< sn + 10n+1 k=1 10k−1
= sn + 10n
.

Πρόταση 10.7 Ολοκληρωτικό κριτήριο. ΄Εστω ότι η ακολουθία (xn ) εί-


ναι φθίνουσα και ότι είναι xn ≥ 0 για κάθε n ≥ 1. Υποθέτουμε ότι υπάρχει κάποια
συνάρτηση x = f (t) φθίνουσα στο διάστημα [1, +∞) με την ιδιότητα: f (n) = xn
R +∞
για κάθε n ≥ 1. Τότε υπάρχει το γενικευμένο ολοκλήρωμα 1 f (t) dt και η
τιμή του είναι είτε αριθμός είτε +∞ και
P+∞ R +∞
(i) n=1 xn < +∞ αν και μόνο αν 1 f (t) dt < +∞.
P+∞ R +∞
(ii) n=1 xn = +∞ αν και μόνο αν 1 f (t) dt = +∞.
Επιπλέον, ισχύει
Z +∞ +∞
X Z +∞
f (t) dt ≤ xn ≤ x1 + f (t) dt.
1 n=1 1

PaÐrnoume opoiond pote t ≥ 1 kai opoiond pote fusikì n ≥ t (gia parˆdeigma, ton [t] + 1).
Epeid  h x = f (t) eÐnai fjÐnousa,
R xisqÔei f (t) ≥
R xf (n) = xn ≥R x0. AfoÔ, loipìn, isqÔei f (t) ≥ 0
gia kˆje t ≥ 1, sunepˆgetai ìti 1 2 f (t) dt − 1 1 f (t) dt = x 2 f (t) dt ≥ 0 gia kˆje x1 kai x2
Rx 1
me 1 ≤ x1 < x2 . 'Ara to aìristo olokl rwma F (x) = 1 f (t) dt eÐnai aÔxousa sunˆrthsh tou
Rx
x sto [1, +∞) kai, epomènwc, upˆrqei to ìrio limx→+∞ F (x) = limx→+∞ f (t) dt, dhlad 
R +∞ 1
to 1
f (t) dt, kai h tim  tou eÐnai eÐte arijmìc eÐte +∞.
ParathroÔme t¸ra ìti gia kˆje fusikì k kai gia kˆje t sto [k, k + 1] isqÔei f (k + 1) ≤
R k+1 R k+1
f (t) ≤ f (k), opìte f (k + 1) ≤ f (t) dt ≤ f (k)  , isodÔnama, xk+1 ≤ f (t) dt ≤
k k
xk . Prosjètoume tic aristerèc anisìthtec gia k = 1, . . . , n − 1 kai tic dexièc anisìthtec gia

371
Rn R n+1
k = 1, . . . , n kai brÐskoume ìti x2 + · · · + xn ≤ f (t) dt kai f (t) dt ≤ x1 + · · · + xn ,
1 1
antistoÐqwc. Epomènwc,
Z n+1 Z n
f (t) dt ≤ x1 + · · · + xn ≤ x1 + f (t) dt.
1 1

R +∞PaÐrnontac P
ìria twn tri¸n mel¸n thc anisìthtac aut c ìtan n → +∞, katal goume sthn
+∞
R +∞
f (t) dt ≤ n=1
xn ≤ x1 + f (t) dt. T¸ra ta (i) kai (ii) eÐnai ˆmesh sunèpeia thc
1 1
teleutaÐac anisìthtac.

Σχήμα 10.1: .............

P+∞
Παράδειγμα: Θα μελετήσουμε την πολύ σημαντική σειρά n=1 n1p , όπου p
είναι οποιοσδήποτε αριθμός.
Η σειρά είναι σειρά μη αρνητικών όρων, οπότε έχει άθροισμα το οποίο είναι είτε
μη αρνητικός αριθμός είτε +∞. P+∞ 1
Αν p ≤ 0, τότε είναι n1p ≥ 1 για κάθε n ≥ 1 και, επομένως, n=1 np ≥
P+∞
n=1 1 = +∞. ΄
Α ρα στην περίπτωση αυτή η σειρά αποκλίνει στο +∞.
΄Εστω p > 0. Τότε η ακολουθία ( n1p ) είναι φθίνουσα και έχει θετικούς όρους.
Θεωρούμε και την x = f (t) = t1p , η οποία είναι φθίνουσα στο [1, +∞) και,
R +∞ 1
προφανώς, είναι f (n) = n1p για κάθε φυσικό n. Γνωρίζουμε ότι, 1 tp dt = +∞,
R +∞ 1 1
αν 0 < p ≤ 1, και 1 tp dt = p−1 < +∞, αν p > 1. Επομένως,

+∞
X ½
1 < +∞ , αν p > 1,
n p = +∞ , αν p ≤ 1.
n=1

P+∞ P+∞
Ειδικώτερα, η αρμονική σειρά n=1 n1 αποκλίνει στο +∞ ενώ η σειρά n=1 1
n2
συγκλίνει. Επιπλέον, έχουμε και τις εκτιμήσεις
+∞
X
1 1 1
≤ ≤1+ (p > 1),
p − 1 n=1 np p−1

1 1
log(n + 1) ≤ 1 + + · · · + ≤ 1 + log n
2 n

372
και
(n + 1)1−p − 1 1 1 n1−p − 1
≤ 1 + p + ··· + p ≤ 1 + (0 ≤ p < 1).
1−p 2 n 1−p
Παρατηρήσεις:
P+∞ 1 (1) Τώρα βλέπουμε ότι η αρμονική P+∞σειρά, όπως και κάθε σειρά
n=1 np με 0 < p ≤ 1, είναι παράδειγμα σειράς n=1 xn η οποία δε συγκλίνει
αλλά για την οποία
P+∞ 1ισχύει lim x n = 0.
(2) Οι σειρές n=1 np είναι σημαντικές και διότι χρησιμεύουν ως «πρότυπα»
σύγκρισης για πολλές άλλες σειρές τη σύγκλιση των οποίων θέλουμε να μελετή-
σουμε.
P+∞ P+∞ −1
Παράδειγμα: Συγκρίνουμε τη σειρά n=1 n22n−1 +3n+1 με τη σειρά n=1 n η
2n−1
P +∞
= 2, η σειρά n=1 n22n−1
2
οποία αποκλίνει. Επειδή lim n n+3n+1
−1 +3n+1 αποκλίνει.

P+∞ √
n+1 P+∞ 3
Παράδειγμα: Συγκρίνουμε τη σειρά n=1 2n2 +3 με τη σειρά n=1 n− 2 η

n+1
2n2 +3 1
P+∞ √
n+1
οποία συγκλίνει. Επειδή lim 3 = 2 , η σειρά n=1 2n2 +3 συγκλίνει.
n− 2

Ask seic.
1. Εφαρμόστε το ολοκληρωτικό κριτήριο στις παρακάτω σειρές. Για όσες σειρές
συγκλίνουν βρείτε εκτιμήσεις για το άθροισμά τους. Για όσες σειρές αποκλί-
νουν στο +∞ βρείτε εκτιμήσεις για τα μερικά αθροίσματά τους.
+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
1 n 1 1
2
, 2
, p , √ ,
n=1
n +1 n=1
n +1 n=1 n(n + 1) n=1
(n + 1) n

+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
en 1 1
ne−n , , , ,
n=1 n=1
1 + e2n n=2
n log n n=2
n(log n)2
+∞
X +∞
X
1 1
, .
n=3
n log n log(log n) n=3
n log n(log(log n))2

2. Εξετάστε ως προς τη σύγκλιση τις παρακάτω σειρές εφαρμόζοντας την Πρό-


ταση 10.6.
+∞ √
X +∞
X +∞
X
n n + 2n + 1 2n2 + 3n + 1 1
, , p ,
n=1
2n2 + 1 n=1
n4 − n2 + 4 n=1 n(n + 1)
+∞
X 1
+∞
X ³ 1´
+∞
X 1 1
p , log 1 + 2 , sin ,
n=1 n(n + 1)(n + 2) n=1
n n=1
n n
+∞ ³

+∞ ³

+∞
X X X
1
sin , 1 − cos , n 1 − cos .
n=1
n n=1
n n=1
n

373
3. ΄Ισως αναρωτηθεί κάποιος γιατί δεν επιτρέπουμε να είναι τα δεκαδικά ψηφία
κάποιου αριθμού όλα ίσα με 9 από ένα σημείο και πέρα. Η απάντηση είναι: «αν
επιτρέπαμε να έχουν οι αριθμοί οποιαδήποτε δεκαδικά ψηφία (από τα 0, . . . , 9)
τότε θα υπήρχαν αριθμοί με δυο διαφορετικά δεκαδικά αναπτύγματα». Πιο
συγκεκριμένα:
Αποδείξτε ότι αν ο x έχει δεκαδικό ανάπτυγμα 0, 999 . . . ή 0, x1 . . . xm 999 . . .
με xm 6= 9, τότε ο ίδιος x έχει και το δεκαδικό ανάπτυγμα 1, 000 . . . ή
0, x1 . . . xm−1 (xm + 1) , αντιστοίχως.
(Υπόδειξη: Σκεφτείτε
P+∞ότι το να έχει ο x δεκαδικό ανάπτυγμα 0, x1 x2 x3 . . .
xn
σημαίνει ότι x = n=1 10 n .)

Αντιστρόφως, αποδείξτε ότι αν ο x έχει δυο διαφορετικά δεκαδικά αναπτύγ-


ματα, τότε τα δεκαδικά ψηφία του ενός από αυτά είναι όλα 9 από ένα σημείο
και πέρα και τα δεκαδικά ψηφία του άλλου είναι όλα 0 από ένα σημείο και
πέρα.
P+∞ xn P+∞ xn 0
(Υπόδειξη: ΄Εστω ότι x = n=1 10 n και x = n=1 10n και έστω ότι ο m
είναι ο μικρότερος δείκτης για τον οποίο ισχύει xm 6= xm 0 . Δηλαδή είναι
xn = xn 0 για κάθε Pn < m και έστω
P+∞ xm <9 xm P
0
, δηλαδή xm + 1 ≤ xm 0 .
m xn m xn 1
Αποδείξτε ότι x ≤ n=1 10n + n=m+1 10n = n=1 10 n + 10m και x ≥
Pm−1 xn xm +1 P +∞ 0
P m xn 1
n=1 10n + 10m + n=m+1 10n = n=1 10n + 10m . Από τις δυο αυτές
ανισότητες αποδείξτε ότι xm = xm + 1 και ότι xn = 9 και xn 0 = 0 για κάθε
0

n > m.)

10.3 Krit ria sÔgklishc seir¸n.


Πρόταση 10.8 Κριτήριο εναλλασσόμενωνPπροσήμων. Αν η ακολου-
+∞
θία (bn ) είναι φθίνουσα και lim bn = 0, τότε η σειρά n=1 (−1)n−1 bn = b1 − b2 +
b3 − b4 + · · · συγκλίνει.
Grˆfoume sn = b1 − b2 + · · · + (−1)n−1 bn kai jewroÔme thn akoloujÐa s2 , s4 , s6 , . . . me
touc ˆrtiouc deÐktec. ParathroÔme ìti s2k+2 = s2k + b2k+1 − b2k+2 ≥ s2k , opìte h akoloujÐa
aut  eÐnai aÔxousa. EpÐshc, s2k = b1 − b2 + b3 − b4 + · · · + b2k−1 − b2k = b1 − (b2 − b3 ) − (b4 −
b5 ) − · · · − (b2k−2 − b2k−1 ) − b2k ≤ b1 diìti kˆje parènjesh eÐnai mh arnhtik . 'Ara h akoloujÐa
s2 , s4 , s6 , . . . eÐnai aÔxousa kai ˆnw fragmènh kai, epomènwc, sugklÐnei se kˆpoio arijmì s0 :
limk→+∞ s2k = s0 . Katìpin jewroÔme thn akoloujÐa s1 , s3 , s5 , . . . me touc perittoÔc deÐktec.
EÐnai s2k+1 = s2k−1 − b2k + b2k+1 ≤ s2k−1 , opìte h akoloujÐa aut  eÐnai fjÐnousa. EpÐshc,
s2k−1 = b1 − b2 + b3 − b4 + · · · − b2k−2 + b2k−1 = (b1 − b2 ) + (b3 − b4 ) + · · · + (b2k−3 − b2k−2 ) +
b2k−1 ≥ 0 diìti kˆje parènjesh eÐnai mh arnhtik . 'Ara h s1 , s3 , s5 , . . . eÐnai fjÐnousa kai kˆtw
fragmènh kai, epomènwc, sugklÐnei se kˆpoio arijmì s00 : limk→+∞ s2k−1 = s00 . 'Omwc, èqoume
s2k−1 = s2k + b2k ≥ s2k kai, paÐrnontac ìria kaj¸c k → +∞, brÐskoume ìti s00 ≥ s0 .
'Eqoume, loipìn, thn ex c diˆtaxh:
s2 ≤ s4 ≤ . . . ≤ s2k ≤ . . . ≤ s0 ≤ s00 ≤ . . . ≤ s2k−1 ≤ . . . ≤ s3 ≤ s1 .
Sunepˆgetai ìti 0 ≤ s00 − s0 ≤ s2k−1 − s2k = b2k ≤ b2k−1 gia kˆje k ≥ 1 kai, epomènwc,
0 ≤ s00 − s0 ≤ bn gia kˆje n ≥ 1. PaÐrnontac ìrio kaj¸c n → +∞, brÐskoume ìti s00 − s0 = 0,
dhlad  s0 = s00 .
OrÐzoume s = s0 = s00 , opìte eÐnai
s2 ≤ s4 ≤ . . . ≤ s2k ≤ . . . ≤ s ≤ . . . ≤ s2k−1 ≤ . . . ≤ s3 ≤ s1 .

374
Sunepˆgetai ìti 0 ≤ s − s2k ≤ s2k−1 − s2k = b2k kai 0 ≤ s2k−1 − s ≤ s2k−1 − s2k−2 =
b2k−1 gia kˆje k ≥ 1. Epomènwc, eÐnai |sn − s| ≤ bn gia kˆje n ≥ 1 kai sumperaÐnoume ìti
P+∞
lim |sn − s| = 0  , isodÔnama, lim sn = s. 'Ara h seirˆ n=1
(−1)n−1 bn sugklÐnei kai èqei
ˆjroisma Ðso me s.
P+∞ n−1
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 (−1)n = 1 − 21 + 13 − 14 + · · · συγκλίνει. Το ίδιο
P+∞ (−1)n−1
ισχύει και για τη σειρά n=1 √n = 1 − √12 + √13 − √14 + · · · .
P+∞
Λέμε ότι η σειρά n=1 xn συγκλίνει απολύτως, αν η σειρά (με μη αρ-
P+∞ P+∞
νητικούς όρους) n=1 |xn | συγκλίνει ή, ισοδύναμα, αν n=1 |xn | < +∞.
P+∞
Θεώρημα 10.1 Κριτήριο απόλυτης σύγκλισης. Αν η σειρά n=1 xn
συγκλίνει απολύτως, τότε αυτή συγκλίνει και είναι
¯X+∞ ¯ X +∞
¯ ¯
¯ xn ¯ ≤ |xn |.
n=1 n=1

Gia na apodeÐxoume autì to shmantikì apotèlesma jewroÔme opoiond pote arijmì x kai


orÐzoume duo ˆllouc arijmoÔc: ton x+ = |x|+x
2
kai ton x− = |x|−x
2
. EÐnai fanerì ìti x+ ≥ 0
kai x ≥ 0, ìti x + x = |x| kai ìti x − x = x. Eidik¸tera, èqoume 0 ≤ x+ ≤ |x| kai
− + − + −

0 ≤ x− ≤ |x|.
P+∞ P+∞
'Estw t¸ra ìti h seirˆ x sugklÐnei apolÔtwc, dhlad  ìti
n=1 n
|xn | < +∞.
P+∞ n=1 P+∞ −
Apì thn Prìtash 10.6 sunepˆgetai ìti kai oi seirèc xn + kai x
n=1 n
sugklÐnoun.
P+∞ P+∞ + n=1 P+∞ P+∞ −
Epomènwc, apì thn isìthta x =
n=1 n
(x
n=1 n
− xn − ) = + xn − xn
P+∞ n=1 n=1
sunepˆgetai ìti kai h seirˆ x sugklÐnei.
n=1 n P+∞
T¸ra epeid  eÐnai −|xn | ≤ xn ≤ |xn | gia kˆje n ≥ 1, sunepˆgetai ìti − n=1 |xn | =
P+∞ P+∞ P+∞ ¯ P+∞ ¯ P+∞
(−|xn |) ≤ xn ≤ |xn | kai, epomènwc, ¯ xn ¯ ≤ |xn |.
n=1 n=1 n=1 n=1 n=1

P+∞ n−1
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 (−1) 2 συγκλίνει διότι συγκλίνει απολύτως: η
P+∞ ¯¯ (−1)n−1 ¯¯ P+∞ 1 n
σειρά n=1 2 n = 2 συγκλίνει.
n=1 n

P+∞ (−1)n−1
Παράδειγμα: Η σειρά δείχνει ότι υπάρχουν σειρές που συγκλί-
n=1 n
P+∞ ¯ n−1 ¯ P+∞
νουν και δε συγκλίνουν απολύτως. Πράγματι, η σειρά n=1 ¯ (−1)n ¯ = n=1 n1
είναι η αρμονική σειρά και έχει άθροισμα +∞.
Πρόταση 10.9 P Σύγκριση σειρών, ΙΙΙ. (i) P Αν είναι |xn | ≤ yn για κάθε
+∞ +∞
n ≥ 1 και η σειρά n=1 yn συγκλίνει, τότε η σειρά n=1 xn συγκλίνει απολύτως
και, επομένως, συγκλίνει. Επίσης,
¯X+∞ ¯ X +∞
¯ ¯
¯ xn¯ ≤ yn .
n=1 n=1
¡ ¢
(ii) ΄Εστω 0 < yn για κάθε n και έστω ότι η ακολουθία |xynn | συγκλίνει. Αν η σειρά
P+∞ P+∞
n=1 yn συγκλίνει, τότε η σειρά n=1 xn συγκλίνει απολύτως και, επομένως,
συγκλίνει.

375
P+∞ P+∞
(i) Epeid  h seirˆ yn sugklÐnei, sunepˆgetai ìti h seirˆ |xn | sugklÐnei, opìte
P+∞ n=1 ¯ P+∞ ¯ P+∞ n=1 P+∞
kai h seirˆ x n sugklÐnei. Sunepˆgetai ìti ¯ x n
¯≤ |x n| ≤ y .
n=1 n=1 n=1 n=1 n
(ii) 'Amesh sunèpeia thc Prìtashc 10.6 kai tou Jewr matoc 10.1.
P+∞ (−2)n P+∞ 2 n
Παράδειγμα: Συγκρίνουμε τη σειρά με τη σειρά
n=1 3n +2n n=1 ( 3 ) η
(−2)n
| 3n +2n | P+∞ (−2)n
οποία συγκλίνει. Επειδή lim ( 23 )n
= 1, η σειρά n=1 3n +2n συγκλίνει και,
μάλιστα, απολύτως.
¯ ¯
Πρόταση 10.10 Κριτήριο λόγου. ΄Εστω ότι υπάρχει το lim ¯ xxn+1 ¯.
¯ xn+1 ¯ P+∞ n
¯ ¯
(i) Αν lim xn < 1, τότε η σειρά n=1 xn συγκλίνει απολύτως και, επομένως,
συγκλίνει. ¯ ¯
(ii) Αν lim ¯ xxn+1 ¯ > 1, τότε η σειρά P+∞ xn αποκλίνει.
n n=1
¯ xn+1 ¯ ¯x ¯
(i) Upojètoume ìti lim ¯ x ¯ < 1. Epilègoume opoiond pote a ¸ste na eÐnai lim ¯ n+1 ¯<a<
n ¯ xn+1 ¯ xn
1. Sunepˆgetai ìti upˆrqei kˆpoioc n0 ¸ste na eÐnai ¯ ¯ ≤ a gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara eÐnai
xn
|xn0 +1 | ≤ a|xn0 |, |xn0 +2 | ≤ a|xn0 +1 | ≤ a2 |xn0 |, |xn0 +3 | ≤ a|xn0 +2 | ≤ a3 |xn0 | kai, me thn
arq  thc epagwg c, |xn | ≤ an−n0 |xn0 | gia kˆje n ≥ n0 . An sumbolÐsoume c = a−n0 +1 |xn0 | ,
© |x2 | |xn −1 |ª
tìte eÐnai |xn | ≤ can−1 gia kˆje n ≥ n0 . T¸ra orÐzoume C = max c, |x1 |, , . . . , n00 −2
a
P +∞
a
kai blèpoume eÔkola ìti isqÔei |xn | ≤ Can−1 gia kˆje n ≥ 1. Epomènwc, |xn | ≤
P+∞ n−1 P+∞ n=1
C a < +∞ diìti 0 < a < 1. 'Ara |xn | < +∞.
n=1 ¯x ¯ n=1 ¯x ¯
(ii) 'Estw ìti lim ¯ n+1
xn
¯ > 1. 'Ara upˆrqei n0 ¸ste na eÐnai ¯ n+1 ¯ ≥ 1 gia kˆje n ≥ n0 .
xn
Epomènwc, |xn0 +1 | ≥ |xn0 |, |xn0 +2 | ≥ |xn0 +1 | ≥ |xn0 | kai, genikìtera, |xn | ≥ |xn0 | > 0
P+∞
gia kˆje n ≥ n0 . Autì, ìmwc, apokleÐei to na isqÔei lim xn = 0, opìte h seirˆ n=1 n
x
apoklÐnei.

P+∞ ¯ 2n+1 ¯
2n ¯ ¯ 2
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n! συγκλίνει διότι lim ¯ (n+1)!
2n ¯ = lim n+1 = 0 < 1.
n!

P+∞ ¯ (n+1)n+1 ¯
nn ¯ ¯
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n! αποκλίνει διότι lim ¯ (n+1)!
nn ¯ = lim(1+ n1 )n =
n!
e > 1.

Παρατήρηση: ¯ Παρατηρήστε
¯ ότι στην Πρόταση 10.10 δεν αναφέρεται καθόλου
η περίπτωση lim ¯ xxn+1
n
¯ = 1. Θα δούμε αμέσως δυο παραδείγματα που εμπίπτουν
σ΄ αυτή την περίπτωση και στο ένα παράδειγμα η σειρά συγκλίνει ενώ στο άλλο η
σειρά αποκλίνει.
P+∞ ¯ 1 ¯
1 ¯ 2 ¯ n2
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n2 συγκλίνει και lim ¯ (n+1)
1 ¯ = lim (n+1) 2 = 1.
n2

P+∞ ¯ 1 ¯
1 ¯ ¯ n
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n αποκλίνει και lim ¯ n+1
1 ¯ = lim n+1 = 1.
n
p
Πρότασηp 10.11 Κριτήριο ρίζας. ΄Εστω ότι υπάρχει το lim n |xn |.
P+∞
(i) Αν lim n |xn | < 1, τότε η σειρά n=1 xn συγκλίνει απολύτως και, επομένως,
συγκλίνει. p P+∞
(ii) Αν lim n |xn | > 1, τότε η σειρά n=1 xn αποκλίνει.

376
p p
(i) An lim n
|xn | < 1, epilègoume opoiond pote a ¸ste na eÐnai lim n
|xn | < a < 1. Tìte
p
upˆrqei n0 ¸ste na eÐnai n
|xn | ≤ a gia kˆje n ≥ n0 , opìte |xn | ≤ an gia kˆje n ≥ n0 . An
|x2 | |xn0 −1 |
orÐsoume C = max{a, |x1 |, ,...,
an0 −2
}, tìte isqÔei |xn | ≤ Can−1 gia kˆje n ≥ 1. 'Ara
P+∞ P+∞ a n−1 P+∞
eÐnai |xn | ≤ C a < +∞ diìti 0 < a < 1. 'Ara |xn | < +∞.
n=1 p n=1 p n=1
(ii) An lim |xn | > 1, tìte upˆrqei n0 ¸ste na eÐnai
n
|xn | ≥ 1 gia kˆje n ≥ n0 . 'Ara
n
P+∞
eÐnai |xn | ≥ 1 gia kˆje n ≥ n0 , opìte den isqÔei lim xn = 0 kai, epomènwc, h seirˆ n=1 n
x
apoklÐnei.
P+∞ q √
n3 n
n)3
| 2nn | = lim (
3
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 2n συγκλίνει διότι είναι lim n
2 =
1
2 < 1.

P+∞ q
(−2)n n
Παράδειγμα: Η n=1 n αποκλίνει διότι είναι lim n
| (−2)
n | = lim

n
2
n
=
2 > 1.

Παρατήρηση: Παρατηρήστε ότι (όπως και στο p κριτήριο λόγου) στο κριτήριο
ρίζας δεν αναφέρεται καθόλου η περίπτωση lim n |xn | = 1. Θα δούμε δυο πα-
ραδείγματα που εμπίπτουν σ΄ αυτή την περίπτωση και που στο ένα η σειρά συγκλί-
νει ενώ στο άλλο η σειρά αποκλίνει.
P+∞ q
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n12 συγκλίνει και lim n | n12 | = lim ( √ n
1
n)2
= 1.

P+∞ q
1
Παράδειγμα: Η σειρά n=1 n αποκλίνει και lim n
| n1 | = lim √
n
1
n
= 1.

Ask seic.
1. Εφαρμόστε το κριτήριο λόγου στις παρακάτω σειρές.
+∞
X +∞
X +∞
X +∞ n
X +∞ n
X
n+2 n! 3 2
√ , n3 en , n
, , n
,
n=1
( 2)n n=1 n=1
3 n=1
n! n=1
n

+∞ n
X +∞ n
X +∞
X +∞
X
2 n! 3 n! (n!)2 (n!)2
, , , ,
n=1
nn n=1
nn n=1
(2n)! n=1
2n2
+∞
X +∞ n
X +∞ n
X
2 · 5 · 8 · · · (3n − 1) e n! 4 (n!)2
, , .
n=1
1 · 5 · 9 · · · (4n − 3) n=1
nn n=1
(2n)!

2. Εφαρμόστε το κριτήριο ρίζας στις παρακάτω σειρές.


+∞ ³
n + 1 ´n
+∞ ³
3n − 1 ´2n−1
X X +∞ 3
X +∞
X +∞ n
X
n 3 n 2
, , , n 2 , ,
n=1
2n − 1 n=1
2n + 1 n=1
en n=1 n=1
n n

+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
1 ¡√ ¢n n n3n
, n
n−1 , ¡√ ¢n , ¡√ ¢n ,
n=2
(log n)n n=1 n=1
n
n+1 n=1
n
n+1

377
+∞ ³
n ´n ³ n ´n2
X +∞
X +∞
X
n2n
2

, ¡√ ¢n , en .
n=1
n+1 n=1
n
n+1 n=1
n+1

3. Εξετάστε ως προς τη σύγκλιση και την απόλυτη σύγκλιση τις παρακάτω


σειρές. Σε περιπτώσεις που η σειρά δε συγκλίνει απολύτως μπορεί να φανεί
χρήσιμο το κριτήριο εναλλασσόμενων προσήμων.

+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
(−1)n−1 (−1)n−1 (−1)n (−1)n
, √ , , ,
n=1
n2 n=1
n n=2
n log n n=2
n(log n)2

+∞
X √ +∞
X n(n−1) +∞
X n(n−1) +∞
X
(−1)n−1 n (−1) 2 (−1) 2 (−1)n−1
, , , √ ,
n=1
n+1 n=1
2n n=1
n n=1
n
n

+∞
X +∞
X +∞
X
(−1)n−1 (−1)n−1 1
√ , √ , (−1)n−1 sin ,
n=1
n+1 n=1
n + (−1)n−1 n=1
n

+∞
X ³ 1 ´ 32
+∞
X (−1)n−1 1
+∞
X ³ 1´
(−1)n−1 sin , tan , (−1)n−1 1 − cos ,
n=1
n n=1
n n n=1
n

P+∞ P+∞
4. ΄Εστω |xn | < +∞. Αποδείξτε ότι οι σειρές
n=1 n=1 xn cos(nx) και
P+∞
n=1 xn sin(nx) συγκλίνουν για κάθε x.

5. Θεωρήστε 0 < a < b < 1 και τη σειρά a+b+a2 +b2 +a3 +b3 +· · · . Αποδείξτε
ότι το κριτήριο λόγου δεν εφαρμόζεται σ΄ αυτή τη σειρά και, κατόπιν, εφαρ-
μόστε το κριτήριο ρίζας.

6. Αποδείξτε ότι 1·3·5···(2n−1) 2 n


2·5·8···(3n−1) ≤ ( 3 ) για κάθε n και, επομένως, ότι η σειρά
P+∞ n−1 1·3·5···(2n−1)
n=1 (−1) 2·5·8···(3n−1) συγκλίνει απολύτως.

R n+1 1 √
7. (i) Αποδείξτε ότι 12 + 14 + · · · + 2n
1
≥ 1 2x dx = log n + 1 . Κατόπιν,
χρησιμοποιώντας την ανισότητα 1+x ≤ ex , αποδείξτε ότι 21 · 34 · 56 · · · 2n−1
2n ≤

− 21 − 14 −···− 2n
1
− log n+1 1
e ≤e = n+1 .

P+∞ n−1 1·3·5···(2n−1)


Αποδείξτε ότι η σειρά n=1 (−1) 2·4·6···(2n) συγκλίνει.
Rn 1 √
(ii) Αποδείξτε ότι 1 + 13 + · · · + 2n−1 1
≤ 1 + 1 2x−1 dx = 1 + log 2n − 1 .
Κατόπιν, χρησιμοποιώντας την ανισότητα 1 + x ≤ ex , αποδείξτε ότι 2 · 43 ·
6 2n 1+ 13 + 51 +···+ 2n−1
1 √ √
5 · · · 2n−1 ≤ e ≤ e1+log 2n−1 = e 2n − 1 .
P+∞
Αποδείξτε ότι η σειρά n=1 (−1)n−1 1·3·5···(2n−1)
2·4·6···(2n) δε συγκλίνει απολύτως.

378
10.4 Dunamoseirèc.
Κάθε σειρά της μορφής
+∞
X
a0 + an (x − ξ)n = a0 + a1 (x − ξ) + a2 (x − ξ)2 + · · · + an (x − ξ)n + · · ·
n=1

ονομάζεται δυναμοσειρά με κέντρο ξ και συντελεστές a0 , a1 , a2 , . . . . Ο x


παίζει τον ρόλο μεταβλητής. Στην πραγματικότητα, μια δυναμοσειρά είναι άπειρες
σειρές: σε κάθε τιμή του x αντιστοιχεί μια σειρά και, φυσικά, σε διαφορετικές τιμές
του x αντιστοιχούν (εν γένει) διαφορετικές σειρές. Οι τιμές του x χωρίζονται σε
κατηγορίες: για κάποιες τιμές του x η δυναμοσειρά συγκλίνει, για κάποιες άλλες
αποκλίνει στο +∞ ή στο −∞ και για τις υπόλοιπες τιμές του x η δυναμοσειρά
αποκλίνει αλλά όχι στα ±∞.
Μελέτη μιας δυναμοσειράς σημαίνει κατ΄ αρχήν να βρεθούν εκείνες οι τιμές του
x για τις οποίες η δυναμοσειρά συγκλίνει και κατόπιν να βρεθεί συνοπτικός τύπος
για το άθροισμά της (το οποίο, φυσικά, εξαρτάται από τον x). Θα δούμε ότι για το
πρώτο ζήτημα υπάρχει μια σχετικά γενική απάντηση ενώ για το δεύτερο υπάρχει
απάντηση μόνο κατά περίπτωση.
P+∞
Παράδειγμα: Η δυναμοσειρά 0 + n=1 0(x − ξ)n με όλους τους συντελεστές
ίσους με 0 ονομάζεται μηδενική δυναμοσειρά και, προφανώς, συγκλίνει για
κάθε x και έχει άθροισμα ίσο με 0.
P+∞
Παράδειγμα: Η γεωμετρική δυναμοσειρά 1 + n=1 1(x − ξ)n με όλους
P+∞
τους συντελεστές ίσους με 1 έχει ήδη μελετηθεί στη μορφή 1+ n=1 an , δηλαδή με
a = x − ξ. Η δυναμοσειρά αυτή συγκλίνει μόνο όταν −1 < x − ξ < 1 ή, ισοδύναμα,
1 1
ξ − 1 < x < ξ + 1 και το άθροισμά της είναι τότε ίσο με 1−a = 1−(x−ξ) . Δηλαδή,

+∞
X 1
1+ (x − ξ)n = (ξ − 1 < x < ξ + 1).
n=1
1 − (x − ξ)

Το σύνολο των τιμών του x για τις οποίες μια δυναμοσειρά συγκλίνει ονομάζε-
ται σύνολο σύγκλισης της δυναμοσειράς. Η επόμενη πρόταση περιγράφει το
γενικό αποτέλεσμα για τη μορφή του συνόλου σύγκλισης οποιασδήποτε δυναμο-
σειράς.
P+∞
Πρόταση 10.12 Για κάθε δυναμοσειρά a0 + n=1 an (x−ξ)n υπάρχουν ακριβώς
τρεις περιπτώσεις σχετικά με το σύνολο σύγκλισής της. Αυτές είναι:
(i) το σύνολο σύγκλισης είναι το (−∞, +∞),
(ii) το σύνολο σύγκλισης είναι το μονοσύνολο {ξ},
(iii) υπάρχει κάποιος αριθμός R > 0 ώστε το σύνολο σύγκλισης να είναι το διάστη-
μα (ξ − R, ξ + R) ή το (ξ − R, ξ + R] ή το [ξ − R, ξ + R) ή το [ξ − R, ξ + R].
Ακόμη, η δυναμοσειρά συγκλίνει απολύτως για κάθε x στο (−∞, +∞) στην
περίπτωση (i), για κάθε x στο {ξ} (δηλαδή για x = ξ) στην περίπτωση (ii) και
για κάθε x στο (ξ − R, ξ + R) στην περίπτωση (iii).

379
Παρατήρηση: Οι περιπτώσεις (i) και (ii) της Πρότασης 10.12 μπορούν να
διατυπωθούν στη μορφή της περίπτωσης (iii). Στην πρώτη περίπτωση το σύνολο
σύγκλισης είναι το (−∞, +∞) = (ξ − (+∞), ξ + (+∞)) και μπορούμε να το
θεωρήσουμε ως διάστημα (ξ − R, ξ + R) με R = +∞. Στη δεύτερη περίπτωση το
σύνολο σύγκλισης είναι το {ξ} το οποίο γράφεται [ξ − R, ξ + R] με R = 0.
΄Αρα το σύνολο σύγκλισης κάθε δυναμοσειράς είναι διάστημα συμμετρικό ως
προς το κέντρο της και ονομάζεται και διάστημα σύγκλισης της δυναμο-
σειράς. Ο αντίστοιχος R ονομάζεται ακτίνα σύγκλισης της δυναμοσειράς και
σε κάθε περίπτωση ισχύει 0 ≤ R ≤ +∞,.

Gia na apodeÐxoume thn Prìtash 10.12 ja qrhsimopoi soume to ex c prokatarktikì apotè-


lesma.
P+∞
L mma 10.1 'Estw dunamoseirˆ a0 + a (x − ξ)n . An h dunamoseirˆ sugklÐnei gia
n=1 n
thn tim  x = x1 6= ξ , tìte sugklÐnei (kai, mˆlista, apolÔtwc) gia kˆje tim  x = x2 me thn
idiìthta |x2 − ξ| < |x1 − ξ|.
P+∞
IdoÔ h apìdeixh tou l mmatoc. Upojètoume ìti h seirˆ a0 + n=1 an (x1 − ξ)n sugklÐnei
kai paÐrnoume
¡ opoiond pote
¢ x2 me |x2 − ξ| < ¡|x1 − ξ|. Epeid 
¢ h parapˆnw seirˆ sugklÐnei, isqÔei
lim an (x1 − ξ)n = 0, opìte h akoloujÐa an (x1 − ξ)n eÐnai fragmènh. Dhlad  upˆrqei M
¸ste na eÐnai |an ||x1 − ξ|n ≤ M gia kˆje n. OrÐzoume a = |x 2 −ξ|
|x1 −ξ|
, opìte eÐnai 0 ≤ a < 1
kai parathroÔme ìti eÐnai |an ||x2 − ξ| = |an ||x1 − ξ| a ≤ M a gia kˆje n. Epeid  h seirˆ
n n n n
P+∞ n P+∞
1+ n=1
a sugklÐnei, apì thn Prìtash 10.9 sunepˆgetai ìti h a0 + a (x − ξ)n
n=1 n 2
sugklÐnei apolÔtwc.

Ac epistrèyoume t¸ra sthn apìdeixh thc Prìtashc 10.12.


P+∞
Kat' arq n to sÔnolo sÔgklishc thc a0 + n=1 an (x − ξ)n perièqei ton ξ diìti h a0 +
P+∞
n=1
an (ξ − ξ)n sugklÐnei kai èqei, profan¸c, ˆjroisma a0 .
QwrÐzoume to diˆsthma (ξ, +∞) se duo uposÔnola. To A apoteleÐtai apì touc x sto
(ξ, +∞) gia touc opoÐouc h dunamoseirˆ sugklÐnei kai to B apì touc x sto (ξ, +∞) gia touc
opoÐouc h dunamoseirˆ apoklÐnei. Profan¸c, ta sÔnola A kai B eÐnai xèna kai h ènws  touc
eÐnai to (ξ, +∞). DiakrÐnoume treic peript¸seic.
(i) To B eÐnai kenì, opìte A = (ξ, +∞). Tìte h dunamoseirˆ sugklÐnei gia kˆje x sto
(ξ, +∞). PaÐrnoume opoiond pote x2 sto (−∞, ξ) kai jewroÔme opoiond pote x1 sto (ξ, +∞)
me |x2 − ξ| < |x1 − ξ|. SÔmfwna me to L mma 10.1, h dunamoseirˆ sugklÐnei gia x = x2 . 'Ara h
dunamoseirˆ sugklÐnei gia kˆje x sto (−∞, ξ) kai, epomènwc, gia kˆje x sto (−∞, +∞). 'Ara
to sÔnolo sÔgklishc eÐnai to (−∞, +∞).
(ii) To A eÐnai kenì, opìte B = (ξ, +∞). Tìte h dunamoseirˆ apoklÐnei gia kˆje x sto
(ξ, +∞). PaÐrnoume opoiond pote x1 sto (−∞, ξ) kai jewroÔme opoiond pote x2 sto (ξ, +∞)
me |x2 − ξ| < |x1 − ξ|. SÔmfwna me to L mma 10.1, h dunamoseirˆ apoklÐnei gia x = x1 . 'Ara h
dunamoseirˆ apoklÐnei gia kˆje x sto (−∞, ξ) kai, epomènwc, gia kˆje x 6= ξ . 'Ara to sÔnolo
sÔgklishc eÐnai to {ξ}.
(iii) Kanèna apì ta A kai B den eÐnai kenì. An pˆroume opoiad pote x1 sto A kai x2 sto
B , tìte h dunamoseirˆ sugklÐnei gia x = x1 kai apoklÐnei gia x = x2 . Apì to L mma 10.1
sunepˆgetai ìti x1 − ξ = |x1 − ξ| ≤ |x2 − ξ| = x2 − ξ , opìte x1 ≤ x2 kai, epeid  ta A kai B
eÐnai xèna, x1 < x2 . Dhlad  kˆje stoiqeÐo tou A eÐnai mikrìtero apì kˆje stoiqeÐo tou B .
Epeid  h ènwsh twn A kai B eÐnai to (ξ, +∞), eÐnai fanerì ìti upˆrqei kˆpoioc arijmìc R > 0
¸ste na eÐnai: A = (ξ, ξ + R) kai B = [ξ + R, +∞)   A = (ξ, ξ + R] kai B = (ξ + R, +∞).
T¸ra èstw x2 sto (ξ − R, ξ). PaÐrnoume èna x1 sto (ξ, ξ + R) ¸ste na eÐnai |x2 − ξ| < |x1 − ξ|.
H dunamoseirˆ sugklÐnei gia x = x1 kai apì to L mma 10.1 sunepˆgetai ìti sugklÐnei kai gia
x = x2 . Tèloc, èstw x1 sto (−∞, ξ − R). PaÐrnoume èna x2 sto (ξ + R, +∞) ¸ste na eÐnai
|x2 − ξ| < |x1 − ξ|. H dunamoseirˆ apoklÐnei gia x = x2 , opìte apì to L mma 10.1 sunepˆgetai
ìti apoklÐnei kai gia x = x1 . Blèpoume, loipìn, ìti se kˆje perÐptwsh h dunamoseirˆ sugklÐnei
gia kˆje x sto (ξ − R, ξ + R) kai apoklÐnei gia kˆje x sthn ènwsh (−∞, ξ − R) ∪ (ξ + R, +∞).

380
'Ara to sÔnolo sÔgklishc eÐnai to (ξ − R, ξ + R) me thn pijan  prosj kh enìc   kai twn duo
apì touc ξ ± R.
Gia to deÔtero mèroc thc Prìtashc 10.12 sthn perÐptwsh (iii): gia opoiond pote x2 sto
(ξ − R, ξ + R) paÐrnoume x1 sto (ξ − R, ξ + R) ¸ste na eÐnai |x2 − ξ| < |x1 − ξ|, opìte, epeid 
h dunamoseirˆ sugklÐnei gia x = x1 , sunepˆgetai ìti sugklÐnei apolÔtwc gia x = x2 . 'Ara h
dunamoseirˆ sugklÐnei apolÔtwc gia kˆje x sto (ξ −R, ξ +R). Me parìmoio trìpo qeirizìmaste
thn perÐptwsh (i) kai h perÐptwsh (ii) eÐnai profan c: h dunamoseirˆ sugklÐnei apolÔtwc gia
x = ξ diìti tìte eÐnai h mhdenik  seirˆ.

Παράδειγμα: Είδαμε ότι η μηδενική δυναμοσειρά συγκλίνει για κάθε x, οπότε


το διάστημα σύγκλισής της είναι το (−∞, +∞) και η ακτίνα σύγκλισης είναι ο
R = +∞.
P+∞
Παράδειγμα: Είδαμε ότι η γεωμετρική δυναμοσειρά 1+ n=1 (x−ξ)n συγκλίνει
για κάθε x στο (ξ − 1, ξ + 1) και αποκλίνει για κάθε άλλη τιμή του x. ΄Αρα έχει
διάστημα σύγκλισης το (ξ − 1, ξ + 1) και ακτίνα σύγκλισης τον R = 1.
P+∞
Παράδειγμα: ΄Εστω η δυναμοσειρά 1+ n=1 nn (x−ξ) n
¡ n. Ας υποθέσουμε
¢ ότι η
δυναμοσειρά αυτή συγκλίνει για x = x1 . Τότε είναι lim n (x1 − ξ)n = 0, οπότε
υπάρχει κάποιος

M ώστε να είναι nn |x1 − ξ|n ≤ M για κάθε n. Συνεπάγεται
n
M
|x1 − ξ| ≤ n για κάθε n και, παίρνοντας όριο καθώς n → +∞, συμπεραίνουμε
ότι |x1 − ξ| ≤ 0 και, επομένως, x1 = ξ. ΄Αρα το σύνολο σύγκλισης αυτής της
δυναμοσειράς είναι το {ξ} και η ακτίνα σύγκλισής της είναι ο R = 0.

Για τον υπολογισμό της ακτίνας σύγκλισης μιας δυναμοσειράς υπάρχει συγκε-
κριμένος γενικός τύπος, τον οποίο δε θα δούμε σ΄ αυτές τις σημειώσεις. Θα
γνωρίσουμε, όμως, δυο τύπους για την ακτίνα σύγκλισης οι οποίοι ισχύουν για τις
περισσότερες δυναμοσειρές που εμφανίζονται στην πράξη.
¯ ¯
Πρόταση 10.13 ΄Εστω ότι υπάρχει το µ = lim ¯ aan+1 ¯. Τότε η ακτίνα σύγκλισης
P+∞ n

της δυναμοσειράς a0 + n=1 an (x − ξ) είναι ίση με µ1 , όπου ο µ1 ορίζεται ως 0,


n

αν µ = +∞, και ως +∞, αν µ = 0.


Efarmìzoume to krit rio lìgou sth dunamoseirˆ, diakrÐnontac treic peript¸seic. An 0 <
¯a (x−ξ)n+1
¯ ¯a ¯
µ < +∞, èqoume lim ¯ n+1 an (x−ξ)n
¯ = |x − ξ| lim ¯ n+1 ¯ = |x − ξ|µ kai, epomènwc: an
an
1 1
|x−ξ| < µ , tìte h dunamoseirˆ sugklÐnei en¸, an |x−ξ| > µ , tìte h dunamoseirˆ apoklÐnei. 'Ara
¯a (x−ξ)n+1
¯
h aktÐna sÔgklishc thc dunamoseirˆc eÐnai Ðsh me µ1 . An µ = 0, tìte eÐnai lim ¯ n+1
an (x−ξ)n
¯=
|x − ξ| · 0 = 0 < 1 kai, epomènwc, h dunamoseirˆ sugklÐnei gia kˆje x  , me ˆlla lìgia, h aktÐna
sÔgklishc eÐnai +∞ = µ1 . Tèloc, an µ = +∞, tìte gia kˆje x 6= ξ èqoume |x − ξ| > 0 kai,
¯a (x−ξ)n+1
¯
epomènwc, lim ¯ n+1
an (x−ξ)n
¯ = |x − ξ|(+∞) = +∞ > 1. 'Ara gia kˆje x 6= ξ h dunamoseirˆ
apoklÐnei, opìte h aktÐna sÔgklishc eÐnai Ðsh me 0 = µ1 .
p
Πρόταση 10.14 ΄Εστω ότι υπάρχει το µ = lim n |an | . Τότε η ακτίνα σύγκλι-
P+∞
σης της δυναμοσειράς a0 + n=1 an (x − ξ)n είναι ίση με µ1 , όπου ο µ1 ορίζεται ως
0, αν µ = +∞, και ως +∞, αν µ = 0.
Efarmìzoume
p to krit rio rÐzac, diakrÐnontac
p treic peript¸seic. An 0 < µ < +∞, tìte
eÐnai lim n |an (x − ξ)n | = |x − ξ| lim n |an | = |x − ξ|µ kai, epomènwc: an |x − ξ| < µ1 , tìte h

381
1
dunamoseirˆ sugklÐnei en¸, an |x − ξ| > , tìte h dunamoseirˆ apoklÐnei. 'Ara h aktÐna sÔgkli-
1
µ p
shc thc dunamoseirˆc eÐnai Ðsh me . An µ = 0, tìte lim n |an (x − ξ)n | = |x − ξ| · 0 = 0 < 1,
µ
opìte h dunamoseirˆ sugklÐnei gia kˆje x kai h aktÐna sÔgklis c thc eÐnai +∞ = µ1 . Tèloc,
p
an µ = +∞, tìte gia kˆje x 6= ξ èqoume |x − ξ| > 0 kai, epomènwc, lim n |an (x − ξ)n | =
|x−ξ|(+∞) = +∞ > 1. 'Ara gia kˆje x 6= ξ h dunamoseirˆ apoklÐnei, opìte h aktÐna sÔgklis c
thc eÐnai 0 = µ1 .

P+∞ 1 n
Παράδειγμα: Θεωρούμε τη δυναμοσειρά n=1 n x ¯
. Εφαρμόζουμε και τους
1 ¯
¯ n+1 ¯ n
δυο τύπους υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης: lim ¯ 1 ¯ = lim n+1 = 1 και
q n

lim n | n1 | = lim √
n
1
n
= 1. ΄Αρα η ακτίνα σύγκλισης είναι 1 και το κέντρο είναι,
P+∞ 1
φυσικά, ο 0. Για x = 1 η δυναμοσειρά γίνεται n=1 n και αποκλίνει ενώ για
P+∞ (−1)n
x = −1 η σειρά γίνεται n=1 n και συγκλίνει. ΄Αρα το διάστημα σύγκλισης
της δυναμοσειράς είναι το [−1, 1).
P+∞ (−1)n n
Παράδειγμα: Τώρα θεωρούμε τη δυναμοσειρά n=1 n x . Μπορούμε
να επαναλάβουμε ό,τι κάναμε στο προηγούμενο παράδειγμα, εφαρμόζοντας τους
τύπους υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης. Προτιμάμε, όμως, να χρησιμοποιή-
σουμε το αποτέλεσμα του προηγούμενου παραδείγματος ως εξής. Κάνουμε την
P+∞ (−1)n n
αλλαγή μεταβλητής t = −x, οπότε η δυναμοσειρά γράφεται n=1 n x =
P+∞ 1 n
n=1 n t . Σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα αυτή συγκλίνει για κάθε
t στο διάστημα [−1, 1), οπότε η αρχική δυναμοσειρά συγκλίνει για κάθε x στο
(−1, 1]. ΄Αρα το διάστημα σύγκλισης είναι το (−1, 1].
P+∞
Παράδειγμα: Θεωρούμε τη δυναμοσειρά n=1 n12 xn . Εφαρμόζουμε τους δυο
¯ 1 ¯ q
¯ 2 ¯ n2
τύπους για την ακτίνα σύγκλισης: lim ¯ (n+1)
1 ¯ = lim (n+1) 2 = 1 και lim
n
| n12 | =
n2
1
lim √
n 2
n
= 1. ΄Αρα η ακτίνα σύγκλισης είναι 1 και το κέντρο είναι ο 0. Για x = 1
P+∞
η δυναμοσειρά γίνεται n=1 n12 και συγκλίνει ενώ για x = −1 η σειρά γίνεται
P+∞ (−1) n

n=1 n2 και, πάλι, συγκλίνει. ΄Αρα το διάστημα σύγκλισης της δυναμοσειράς


είναι το [−1, 1].

Στα τρία τελευταία παραδείγματα είδαμε δυναμοσειρές που το διάστημα σύ-


γκλισής
P+∞τους περιέχει ένα μόνο ή και τα δυο άκρα του. Η γεωμετρική δυναμοσειρά
1 + n=1 xn έχει διάστημα σύγκλισης το (−1, 1) που δεν περιέχει κανένα άκρο
του.
Τα επόμενα παραδείγματα είναι πολύ σημαντικά και θα τα ξαναδούμε από λίγο
διαφορετική σκοπιά στην επόμενη ενότητα.

Παράδειγμα: ΄Εστω η δυναμοσειρά


+∞
X 1 n x x2 x3
1+ x =1+ + + + ··· .
n=1
n! 1! 2! 3!

Εφαρμόζουμε τον πρώτο τύπο υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης και έχουμε:

382
¯ 1 ¯
¯ ¯ n! 1
lim ¯ (n+1)!
1 ¯ = lim (n+1)! = lim n+1 = 0. ΄Αρα η ακτίνα σύγκλισης είναι +∞ και
n!
το διάστημα σύγκλισης είναι το (−∞, +∞). Αν θελήσουμε να εφαρμόσουμε τον
δεύτερο
q τύπο υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης, πρέπει να υπολογίσουμε το
1 1
√n
lim | n! | = lim √
n
n
n!
, δηλαδή το lim n! . Αυτό δεν είναι τόσο απλό και στην
περίπτωση αυτή δε χρειάζεται να το υπολογίσουμε διότι έχουμε ήδη υπολογίσει

την ακτίνα σύγκλισης βάσει του πρώτου τύπου. ΄Ομως, το όριο lim n n! είναι
σημαντικό και θα το χρησιμοποιήσουμε συχνά παρακάτω. Είναι, λοιπόν:

n
lim n! = +∞.
n
An o n eÐnai ˆrtioc, grˆfoume n! = 1 · · · n2 ( n2 + 1) · · · n ≥ ( n2 + 1) · · · n ≥ ( n2 + 1) 2 ≥
n √ p n+1
( n+1 n−1 n+1
n
) 2 , opìte n! ≥ . An o n eÐnai perittìc, tìte n! = 1 · · · ···n ≥
n+1
2
n+1
2
n √ p n+1 2 2
· · · n ≥ ( n+1 ) 2 ≥ ( n+1 )2 , opìte n n! ≥ . Epomènwc, se kˆje perÐptwsh
2
√ p 2
n+1
2 p n+1 2

isqÔei n n! ≥ 2
kai, epeid  lim 2
= +∞, sunepˆgetai lim
n
n! = +∞.

Παράδειγμα: Θεωρούμε τη δυναμοσειρά

+∞
X (−1)k x2 x4 x6
1+ x2k = 1 − + − + ··· .
(2k)! 2! 4! 6!
k=1

΄Ισως ο πιο απλός τρόπος υπολογισμού του διαστήματος σύγκλισης είναι να


κάνουμε πρώτα την αλλαγή μεταβλητής t = x2 , οπότε η δυναμοσειρά γράφεται
P+∞ k
t2 t3
1+ k=1 (−1) k t
(2k)! t = 1− 2! + 4! − 6! +· · · . Υπολογίζουμε την ακτίνα σύγκλισης της
¯ (−1)k+1 ¯
¯ ¯ (2k)!
νέας δυναμοσειράς και με τους δυο τύπους. ΄Εχουμε lim ¯ (2k+2)!
(−1)k
¯ = lim (2k+2)! =
q k
(2k)!

1
lim (2k+1)(2k+2) = 0. Ακόμη, lim k | (−1)(2k)! | = lim √
k
1
= 0, διότι είναι 0 ≤
(2k)!
√ 1 1 1
k
≤ √
k και lim √
k = 0. ΄Αρα και με τους δυο τύπους η ακτίνα σύγκλισης
(2k)! k! k!
υπολογίζεται ίση με +∞. Συμπεραίνουμε ότι η νέα δυναμοσειρά συγκλίνει για
κάθε t, οπότε συνεπάγεται ότι η αρχική δυναμοσειρά συγκλίνει για κάθε x και,
επομένως, το διάστημα σύγκλισής της είναι το (−∞, +∞).
Θα υπολογίσουμε τώρα την ακτίνα σύγκλισης της δυναμοσειράς χωρίς αλλαγή
μεταβλητής. Η ακολουθία των συντελεστών έχει διπλό τύπο: ο συντελεστής του
n

xn είναι an = 0, αν ο n είναι περιττός, και an = (−1)


2
n! , αν ο n είναι άρτιος.
Επομένως, ο πρώτος τύπος υπολογισμού
¡ ¢ της ακτίνας σύγκλισης δεν εφαρμόζεται
διότι δεν ορίζεται η ακολουθία | aan+1 | . Για να εφαρμόσουμε τον δεύτερο τύπο
p 1
n p
παρατηρούμε ότι είναι n |an | = √ n , αν ο n είναι άρτιος, και n
|an | = 0, αν ο n
p n!
1 1
είναι περιττός. ΄Αρα είναι 0 ≤ |an | ≤ √
n
n για κάθε n και, επειδή lim √ n = 0,
p n! n!
συνεπάγεται lim |an | = 0 και η ακτίνα σύγκλισης είναι +∞.
n

Μπορούμε, επίσης, να εφαρμόσουμε κατ΄ ευθείαν το κριτήριο λόγου ή το κριτή-


¯ (−1)k+1 x2k+2 ¯
¯ ¯ x2
ριο ρίζας! Θεωρούμε τα όρια lim ¯ (2k+2)! (−1)k 2k
¯ = lim (2k+1)(2k+2) = 0 < 1 και
(2k)!
x

383
q k 2
lim k
| (−1) 2k √x
(2k)! x | = lim k = 0 < 1 για κάθε x. (Το τελευταίο όριο ισχύει
(2k)!
2 2
x x
διότι 0 ≤ √
k
≤ √
k για κάθε k.) ΄Αρα η δυναμοσειρά συγκλίνει για κάθε x
(2k)! k!
στο (−∞, +∞).

Παράδειγμα: Θεωρούμε τη δυναμοσειρά


+∞
X (−1)k−1 2k−1 x x3 x5 x7
x = − + − + ··· .
(2k − 1)! 1! 3! 5! 7!
k=1

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως στο προηγούμενο παράδειγμα υπολογίζουμε


ότι η ακτίνα σύγκλισης της δυναμοσειράς είναι +∞ και το διάστημα σύγκλισης
είναι το (−∞, +∞).

Παράδειγμα: ΄Εστω η δυναμοσειρά


+∞
X (−1)k−1 x3 x5
x2k−1 = x − + − ··· .
2k − 1 3 5
k=1

Βγάζοντας κοινό παράγοντα τον x, μπορούμε, ισοδύναμα, να μελετήσουμε


P+∞ k
τη δυναμοσειρά 1 + k=1 (−1) 2k+1 x
2k
και, κάνοντας αλλαγή μεταβλητής t = x2 ,
P+∞ ¯ (−1)k+1 ¯
k ¯ 2k+3 ¯
αναγόμαστε στη δυναμοσειρά 1 + k=1 (−1) k
2k+1 t . ΄Εχουμε ότι lim ¯ (−1)k ¯ =
q 2k+1

2k+1 k (−1)k 1
lim 2k+3 = 1 και lim | 2k+1 | = lim k 2k+1 = 1, οπότε η ακτίνα σύγκλισης της

P+∞ k
νέας δυναμοσειράς είναι ίση με 1. Αν t = 1, η δυναμοσειρά γίνεται 1 + k=1 (−1) 2k+1
και συγκλίνει βάσει του κριτηρίουPεναλλασσόμενων προσήμων. Επίσης, αν t =
+∞ 1
−1, η δυναμοσειρά γίνεται 1 + k=1 2k+1 και αποκλίνει διότι συγκρίνεται με
P+∞ 1 P+∞ k
τη σειρά 1 + k=1 k . ΄Αρα η δυναμοσειρά 1 + k=1 (−1) k
2k+1 t συγκλίνει για
κάθε t στο διάστημα (−1, 1]. Επειδή t = x2 , συνεπάγεται ότι η δυναμοσειρά
P+∞ k
1 + k=1 (−1)2k+1 x
2k
συγκλίνει για κάθε x στο [−1, 1], οπότε και η αρχική δυναμο-
σειρά συγκλίνει για κάθε x στο [−1, 1].
Μπορούμε, επίσης, να υπολογίσουμε το διάστημα σύγκλισης εφαρμόζοντας
¯ (−1)k 2k+1 ¯
¯ 2k+1 x ¯
κατ΄ ευθείαν το κριτήριο λόγου ή το κριτήριο ρίζας. Είναι lim ¯ (−1) k−1
2k−1
¯ =
2k−1 x
q 2− 1
k−1
lim 2k−1 | (−1) 2k−1 | = lim |x|
2 2 k
2k+1 x = x καθώς και lim
k
2k−1 x
√k
2k−1
= x2 . ΄Αρα η
δυναμοσειρά συγκλίνει, αν x2 < 1, και αποκλίνει, αν x2 > 1. Αν x = 1, η δυναμο-
P+∞ k−1
σειρά γίνεται k=1 (−1) 2k−1 και συγκλίνει βάσει του κριτηρίου εναλλασσόμενων
P+∞ k−1
προσήμων. Αν x = −1, η δυναμοσειρά γίνεται − k=1 (−1) 2k−1 , οπότε και πάλι
συγκλίνει για τον ίδιο λόγο. Επομένως, το διάστημα σύγκλισης της δυναμοσειράς
είναι το [−1, 1].
Παρατηρήστε ότι στην αρχική δυναμοσειρά δεν εφαρμόζεται κανείς από τους
δυο τύπους υπολογισμού της ακτίνας σύγκλισης! Διότι ο συντελεστής του xn

384
n−1

είναι an = (−1)n
2
, αν ο n είναι περιττός, και an = 0, αν ο n είναι άρτιος. ΄Αρα
ο πρώτος τύπος υπολογισμού
¡ ¢ της ακτίνας σύγκλισης p
δεν εφαρμόζεται διότι δεν
ορίζεται η ακολουθία | aan+1 | . Επίσης, βλέπουμε ότι n
|an | = √
n
1
n
, αν ο n είναι
p n

περιττός, και n
|an |p= 0, αν ο n είναι άρτιος. Από αυτό συνεπάγεται ότι δεν
υπάρχει το όριο lim n |an | , οπότε ούτε ο δεύτερος τρόπος εφαρμόζεται.

Παράδειγμα: ΄Εστω η δυναμοσειρά


+∞ ³ ´
X ³α´ ³α´
α
1+ xn = 1 + x+ x2 + · · · ,
n=1
n 1 2
¡α¢
όπου οι αριθμοί n ορίζονται με τους τύπους
³α´ α(α − 1) · · · (α − n + 1)
=
n n!
για κάθε φυσικό n και κάθε α και
³α´
= 1.
0
¡ ¢ ¡m¢
Είναι φανερό ότι το σύμβολο α n είναι επέκταση του γνωστού συμβόλου n ,
το οποίο είχε ορισθεί για ακέραιους n και¡ m¢ με 0 ≤ n ≤ m. Παρατηρήστε ότι,
αν ο α είναι μη αρνητικός ακέραιος, τότε α = 0 για κάθε n ≥ α + 1, οπότε η
¡α¢ ¡ α ¢ 2 n ³ α ´ α−1 ¡ α ¢ α
δυναμοσειρά γράφεται 1+ 1 x+ 2 x +· · ·+ α−1 x + α x = (1+x)α ,
βάσει του δυωνυμικού τύπου του Newton. Επομένως, στην περίπτωση που ο α
είναι μη αρνητικός ακέραιος η δυναμοσειρά συγκλίνει για κάθε x και το διάστημα
σύγκλισής της είναι το (−∞, +∞).
Στην περίπτωση που ο α δεν είναι μη αρνητικός ακέραιος, υπολογίζουμε
¯ α ¯
¯( )¯
lim ¯ n+1 ¯ = lim | α−n
n+1 | = 1, οπότε η ακτίνα σύγκλισης είναι ίση με 1. ΄Αρα το
( αn )
διάστημα σύγκλισης είναι ένα από τα: (−1, 1), (−1, 1], [−1, 1), [−1, 1]. Αποδεικνύ-
εται ότι (i) αν α ≤ −1, τότε το διάστημα σύγκλισης είναι το (−1, 1), (ii) αν
−1 < α < 0, τότε το διάστημα σύγκλισης είναι το (−1, 1] και (iii) αν α ≥ 0 (και
ο α δεν είναι μη αρνητικός ακέραιος), τότε το διάστημα σύγκλισης είναι το [−1, 1].
Gia na exetˆsoume th sÔgklish sta shmeÐa ±1 ja qrhsimopoi soume to ex c l mma.
L mma 10.2 An µ, ν > −1, tìte upˆrqoun duo arijmoÐ c1 , c2 > 0, oi opoÐoi exart¸ntai mìno
apì touc µ, ν , ¸ste na isqÔei
(µ + 1)(µ + 2) · · · (µ + n)
c1 nµ−ν ≤ ≤ c2 nµ−ν
(ν + 1)(ν + 2) · · · (ν + n)
gia kˆje fusikì n.
(µ+1)(µ+2)···(µ+n)
H dexiˆ anisìthta apodeiknÔetai wc ex c. (ν+1)(ν+2)···(ν+n)
= (1+ µ−ν
ν+1
)(1+ µ−ν
ν+2
) · · · (1+
µ−ν µ−ν µ−ν 1 + 1 +···+ 1 )
µ−ν + ν+2 +···+ ν+n (µ−ν)( ν+1
) ≤ e ν+1 = e ν+2 ν+n . T¸ra, an ν ≤ µ, sunepˆgetai
ν+n ¡ Rn ¢
1 + 1 dx µ−ν µ−ν
(µ+1)(µ+2)···(µ+n) (µ−ν) ν+1 +(µ−ν) log ν+n
(ν+1)(ν+2)···(ν+n)
≤ e 1 ν+x = e ν+1 ν+1 = e ν+1 ( ν+n
ν+1
)µ−ν .

385
µ−ν
(µ+1)(µ+2)···(µ+n)
Epeid  ν + n ≤ (ν + 2)n, sunepˆgetai ≤ e ν+1 ( ν+2 )µ−ν nµ−ν . An µ ≤ ν
R n+1 (ν+1)(ν+2)···(ν+n)
1
ν+1
(µ+1)(µ+2)···(µ+n) (µ−ν) dx (µ−ν) log ν+n+1
tìte (ν+1)(ν+2)···(ν+n)
≤e 1 ν+x
=e ν+1 = ( ν+n+1
ν+1
)µ−ν kai, epeid 
(µ+1)(µ+2)···(µ+n) 1
ν + n + 1 ≥ n, èqoume (ν+1)(ν+2)···(ν+n)
≤ (ν+1)µ−ν
nµ−ν . Epomènwc, se kˆje perÐptwsh
µ−ν
isqÔei (µ+1)(µ+2)···(µ+n)
(ν+1)(ν+2)···(ν+n)
≤ c2 nµ−ν , ìpou c2 eÐnai o arijmìc e ν+1 ( ν+2
ν+1
)µ−ν   o (ν+1)1
µ−ν

anˆloga me to an −1 < ν ≤ µ   −1 < µ ≤ ν , antistoÐqwc. H arister  anisìthta eÐnai akrib¸c


Ðdia me th dexiˆ anisìthta (me c1 = c1 ), arkeÐ na enallˆxoume touc rìlouc twn µ kai ν .
2

P+∞ ¡ α ¢
Epistrèfoume sth melèth thc sÔgklishc thc dunamoseirˆc 1 + xn gia x = ±1.
P+∞ ¡ α ¢ n=1 n
(i) An x = 1, h dunamoseirˆ grˆfetai 1 + .
¡α¢ n=1 n
|α|(|α|+1)···(|α|+n−1)
¡α¢
An α < 0, tìte n
= (−1)n n!
. An α ≤ −1, tìte | n
| ≥ 1, opìte
h seirˆ apoklÐnei. An −1 < α < 0, tìte eÔkola blèpoume ìti o |α|(|α|+1)···(|α|+n−1)
n!
fjÐnei,
kaj¸c o n auxˆnei, kai |α|(|α|+1)···(|α|+n−1)
n!
≤ c2 n|α|−1 , opìte lim
|α|(|α|+1)···(|α|+n−1)
n!
=
0. 'Ara, an −1 < α < 0, h seirˆ ¡ αsugklÐnei
¢ bˆsei tou krithrÐou enallassìmenwn pros mwn.
Parempiptìntwc, blèpoume ìti | n | = |α|(|α|+1)···(|α|+n−1)
n!
≥ c1 n|α|−1 , opìte h seirˆ de
sugklÐnei apolÔtwc.
An α ≥ 0, epeid  o α den eÐnai mh arnhtikìc akèraioc,
¡ ¢isqÔeiα···(α−m)(m+1−α)···(n−1−α)
m < α < m + 1, ìpou m = [α]
eÐnai mh arnhtikìc akèraioc. 'Ara gia n ≥ m + 1 eÐnai | αn
| = n!
=
α···(α−m) (m+1−α)···(n−1−α) α···(α−m) 1
≤ c2
1···(m+1) n1+α
. 'Ara h seirˆ sugklÐnei apolÔtwc.
1···(m+1) (m+2)···n
+∞ α P ¡ ¢
(ii) An x = −1, h dunamoseirˆ grˆfetai 1 + (−1)n .
¡ ¢
α
n=1 n
|α|(|α|+1)···(|α|+n−1) 1
An α < 0, tìte n (−1) =n
n!
≥ c1 1−|α|
n
, opìte
h seirˆ apoklÐnei.
An α ≥ 0, isqÔei m < α < m + 1, ìpou m = [α] eÐnai mh arnhtikìc akèraioc. Gia kˆje n ≥
¡ ¢ α···(α−m)(m+1−α)···(n−1−α) α···(α−m) (m+1−α)···(n−1−α)
m + 1 eÐnai | α
n
(−1)n | = n!
= 1···(m+1) (m+2)···n

α···(α−m) 1
c2 1···(m+1) n1+α
kai h seirˆ sugklÐnei apolÔtwc.

Ask seic.
1. Βρείτε τα διαστήματα σύγκλισης των παρακάτω δυναμοσειρών.
+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
1 n 1 n (−1)n−1 n n
1+ 2n xn , 1+ n
x , n
x , √ x ,
n=1 n=1
2 n=1
n2 n=1
n3 + 1

+∞ ³
3n ´ n
+∞
X +∞
X X +∞
X
1 n 1
n!xn , x , 2n + x , xn ,
n=1 n=1
nn n=1
n n=1
2n + 3n
+∞
X +∞
X
nn nn
n
xn , n+1
xn .
n=1
(n + 1) n=1
(n + 1)

2. Βρείτε τα διαστήματα σύγκλισης των παρακάτω δυναμοσειρών. Μπορείτε


να δοκιμάσετε κάποια αλλαγή μεταβλητής ή να εφαρμόσετε απ΄ ευθείας το
κριτήριο λόγου ή το κριτήριο ρίζας.
+∞
X +∞
X +∞
X +∞ n2
X
1 1 2n 3 2
x2n−1 , x2n , x3n , √ xn .
n=1
2n − 1 n=1
2n − 1 n=1
4n − 3 n=1
n

386
3. Βρείτε τις ακτίνες σύγκλισης των παρακάτω δυναμοσειρών.

1 ³ 1 · 3 · 5 · · · (2n − 1) ´3 n
+∞
X +∞
X
(2n)! n
x , x .
n=1
(n!)2 n=1
2n 2 · 4 · 6 · · · (2n)

Αν θέλετε να μελετήσετε τη σύγκλιση στα άκρα των διαστημάτων σύγκλι-


σης (ώστε να βρείτε ακριβώς τα διαστήματα σύγκλισης), μπορείτε να χρησι-
μοποιήσετε το Λήμμα 10.2.

10.5 Seirèc Taylor.


P+∞
΄Εστω οποιαδήποτε δυναμοσειρά a0 + n=1 an (x − ξ)n . Αυτή έχει μια ακτίνα
σύγκλισης R και ένα διάστημα σύγκλισης I, το οποίο μπορεί να είναι είτε το
μονοσύνολο {ξ}, αν R = 0, είτε ολόκληρο το (−∞, +∞), αν R = +∞, είτε
κάποιο ενδιάμεσο διάστημα με άκρα ξ ± R, αν 0 < R < +∞. Αν για κάθε x στο
διάστημα
P+∞ I συμβολίσουμε f (x) το άθροισμα της δυναμοσειράς, δηλαδή τον αριθμό
a0 + n=1 an (x − ξ)n , τότε ορίζεται μια συνάρτηση με πεδίο ορισμού το I και
τύπο
+∞
X
y = f (x) = a0 + an (x − ξ)n
n=1

και λέμε ότι ηP


y = f (x) είναι η συνάρτηση που ορίζεται από τη δυναμο-
+∞
σειρά a0 + n=1 an (x − ξ)n στο διάστημα σύγκλισής της.
P+∞
Παράδειγμα: Η γεωμετρική δυναμοσειρά 1 + n=1 xn έχει διάστημα σύγκλι-
P+∞ 1
σης το (−1, 1) και για κάθε x στο διάστημα αυτό ισχύει 1+ n=1 xn = 1−x . ΄Αρα
1
η συνάρτηση y = 1−x με πεδίο ορισμού το (−1, 1) είναι η συνάρτηση που ορίζεται
P+∞
από τη δυναμοσειρά 1 + n=1 xn στο (−1, 1).

Υπάρχει και η αντίστροφη διαδικασία. ΄Εστω συνάρτηση y = f (x) και ξ στο


πεδίο ορισμού της. Αν υπάρχει ένα διάστημα I το οποίο έχει μέσο
Pξ+∞
και περιέχεται
στο πεδίο ορισμού της y = f (x) και κάποια δυναμοσειρά a0 + n=1 an (x − ξ)n
P+∞
η οποία συγκλίνει για κάθε x στο I και ισχύει f (x) = a0 + n=1 an (x − ξ)n για
P+∞
κάθε x στο I, τότε λέμε ότι η δυναμοσειρά a0 + n=1 an (x − ξ)n είναι η σειρά
Taylor της συνάρτησης y = f (x) στον ξ.
1
Παράδειγμα: Η συνάρτηση y = 1−x έχει πεδίο ορισμού το (−∞, 1) ∪ (1, +∞).
Το διάστημα
P+∞(−1, 1) με μέσο 0 περιέχεται στο σύνολο αυτό και υπάρχει η δυναμο-
σειρά 1 + n=1 xn η οποία συγκλίνει για κάθε x στο (−1, 1) και ισχύει 1 +
P+∞ n 1
P+∞ n
n=1 x = 1−x για κάθε x στο (−1, 1). Επομένως, η 1 + n=1 x είναι η σειρά
1
Taylor της y = 1−x στον 0.

Τώρα ανακύπτουν δυο ερωτήματα.


P+∞
Πρώτο ερώτημα. ΄Εστω ότι έχουμε μια δυναμοσειρά a0 + n=1 an (x − ξ)n με

387
διάστημα
P+∞σύγκλισης το I. ΄Οπως είδαμε, ορίζεται η συνάρτηση με τύπο y = f (x) =
a0 + n=1 an (x−ξ)n για κάθε x στο I. Μπορούμε να βρούμε συνοπτικότερο τύπο
P+∞
της συνάρτησης; Για παράδειγμα, η συνάρτηση που ορίζεται από την 1 + n=1 xn
P+∞
στο (−1, 1) έχει τύπο y = f (x) = 1 + n=1 xn αλλά έχει και τον συνοπτικότερο
1
τύπο y = f (x) = 1−x .
Η λύση σ΄ αυτό το πρόβλημα εξαρτάται κάθε φορά από τη συγκεκριμένη δυναμο-
σειρά και μπορεί να δοθεί για πολύ λίγες δυναμοσειρές. Ο πιοPnαπλός τρόπος είναι
να βρούμε συνοπτικό τύπο για κάθε μερικό άθροισμα a0 + k=1 ak (x − ξ)k και
κατόπιν να βρούμε το όριο όταν n → +∞. Στο παράδειγμα με τη γεωμετρική
n+1
δυναμοσειρά τυχαίνει να γνωρίζουμε τον τύπο 1 + x + x2 + · · · + xn = 1−x
1−x και,
1
παίρνοντας όριο, βρίσκουμε 1−x όταν −1 < x < 1. Αυτό, όμως, είναι ανέφικτο
P+∞ 1 n
για τις περισσότερες δυναμοσειρές, όπως η 1 + n=1 n! x που συναντήσαμε στα
προηγούμενα παραδείγματα.

Δεύτερο ερώτημα. ΄Εστω ότι έχουμε μια συνάρτηση y = f (x) και έναν ξ στο
πεδίο ορισμού της. Μπορούμε να βρούμε τη σειρά Taylor της συνάρτησης στον ξ;
Για το πρόβλημα αυτό υπάρχει πλήρης λύση και συγκεκριμένη διαδικασία, την
οποία θα αναπτύξουμε αμέσως τώρα.
Πρόταση 10.15 ΄Εστω ότι η y = f (x) είναι άπειρες φορές παραγωγίσιμη στο
διάστημα I, το οποίο έχει μέσο ξ. Τότε για κάθε x στο I και για κάθε φυσικό n
ισχύει ο τύπος

f 0 (ξ) f (n) (ξ)


f (x) = f (ξ) + (x − ξ) + · · · + (x − ξ)n + Rn (x; ξ; f ),
1! n!
όπου Rn (x; ξ; f ) είναι είτε το σφάλμα τύπου Lagrange είτε το σφάλμα ολοκληρωτι-
κού τύπου. Αν ισχύει limn→+∞ Rn (x; ξ; f ) = 0 για κάθε x στο I, τότε η σειρά
P+∞ (n)
Taylor της συνάρτησης στον ξ είναι η f (ξ) + n=1 f n!(ξ) (x − ξ)n . Δηλαδή είναι

+∞ (n)
X f (ξ)
f (x) = f (ξ) + (x − ξ)n (x στο I).
n=1
n!

Το πρώτο μέρος της Πρότασης 10.15 είναι απλή συνέπεια του Θεωρήματος
9.1. Το δεύτερο μέρος είναι προφανές: αν lim Rn (x; ξ; f ) = 0 για κάθε x στο I,
¡ 0 (n) ¢
τότε συνεπάγεται ότι lim f (ξ) + f 1!(ξ) (x − ξ) + · · · + f n!(ξ) (x − ξ)n = f (x) ή,
P+∞ (n)
ισοδύναμα, f (ξ) + n=1 f n!(ξ) (x − ξ)n = f (x) για κάθε x στο I.

Παρατήρηση: Με άλλα λόγια, οι συντελεστές της σειράς Taylor της y = f (x)


f (n) (ξ)
στον ξ είναι οι αριθμοί an = n! .

Παράδειγμα: ΄Εστω p(x) = a0 + a1 x + · · · + aN xN οποιαδήποτε πολυωνυμική


συνάρτηση βαθμού N και οποιοσδήποτε ξ.
Για κάθε x και n ≥ N ισχύει p(n+1) (x) = 0, οπότε το σφάλμα τύπου Lagrange
p(n+1) (η)
είναι Rn (x; ξ; p) = (n+1)! (x − ξ)n+1 = 0. ΄Αρα limn→+∞ Rn (x; ξ; p) = 0 για

388
P+∞ p(n) (ξ) n
κάθε x και η σειρά Taylor της y = p(x) στον ξ είναι η p(ξ)+ n=1 n! (x−ξ) =
p0 (ξ) p(N ) (ξ)
p(ξ) + 1! (x − ξ) + · · · + N ! (x − ξ)N . Δηλαδή είναι

p0 (ξ) p(N ) (ξ)


p(x) = p(ξ) + (x − ξ) + · · · + (x − ξ)N .
1! N!

Αυτό είναι το λεγόμενο ανάπτυγμα πολυωνύμου σε δυνάμεις του x − ξ (αντί


του x).

Παράδειγμα: Θεωρούμε την εκθετική συνάρτηση y = ex , η οποία είναι άπειρες


n x
φορές παραγωγίσιμη στο (−∞, +∞) και, μάλιστα, ισχύει ddxen = ex για κάθε n
n x¯
και κάθε x. Ειδικώτερα, είναι ddxen ¯x=0 = 1 για κάθε n, οπότε η πιθανή σειρά
P+∞ 1 n
Taylor της y = ex στον 0 είναι η 1 + n=1 n! x .
Παίρνουμε ξ = 0 και υπολογίζουμε το σφάλμα τύπου Lagrange Rn (x; 0; ex ) =
eη n+1
(n+1)! x , όπου ο η είναι κάποιος αριθμός ανάμεσα στους 0 και x. Αν x ≥ 0, τότε
eη ex
|Rn (x; 0; ex )| = (n+1)! |x|
n+1
≤ (n+1)! |x|
n+1
και, αν x ≤ 0, τότε |Rn (x; 0; ex )| =
eη n+1 1 n+1
(n+1)! |x| ≤ (n+1)! |x| .
Αποδεικνύεται ότι για κάθε a είναι

an
lim = 0.
n!

΄Ενας απλός αλλά έμμεσος τρόπος να αποδειχτεί αυτό το όριο είναι ο εξής.
P+∞ 1 n
Γνωρίζουμε από την προηγούμενη ενότητα ότι η δυναμοσειρά 1 + n=1 n! x συ-
P+∞ 1 n
γκλίνει για κάθε x, δηλαδή και για x = a. Από τη σύγκλιση της 1 + n=1 n! a
συνεπάγεται αμέσως το παραπάνω όριο.
n
'Enac pio ˆmesoc trìpoc na apodeÐxoume to lim an! = 0 eÐnai o ex c. OrÐzoume m =
|a|n |a|m |a| |a| |a|m |a| |a|
[|a|], opìte gia kˆje n ≥ m + 1 eÐnai 0 ≤ n! = m! m+1 · · · n ≤ m! m+1 · · · m+1 =
(m+1)m
¯ ¯
< 1, sunepˆgetai lim( m+1 )n = 0. 'Ara lim ¯ an! ¯ =
|a| |a| |a| n
m!
( m+1 )n . Epeid  0 ≤ m+1
n n
|a| a
lim n! = 0 kai, epomènwc, lim n!
= 0.

Χρησιμοποιώντας το παραπάνω όριο, έχουμε limn→+∞ |Rn (x; 0; ex )| = 0 και,


x x
επομένως, limn→+∞ PR n (x; 0; e ) = 0 για κάθε x. ΄Αρα η σειρά Taylor της y = e
+∞ 1 n
στον 0 είναι η 1 + n=1 n! x στο διάστημα (−∞, +∞). Δηλαδή

+∞
X 1 n x x2 x3
ex = 1 + x =1+ + + + ··· (−∞ < x < +∞).
n=1
n! 1! 2! 3!

P+∞ 1 n
Είχαμε ήδη συναντήσει τη δυναμοσειρά 1+ n=1 n! x και είχαμε αποδείξει ότι
το διάστημα σύγκλισής της είναι το (−∞, +∞) αλλά μέχρι τώρα δε γνωρίζαμε ότι
η συνάρτηση που ορίζεται από αυτή τη δυναμοσειρά είναι ηP
εκθετική συνάρτηση.
+∞ 1 n
Λόγω της σχέσης της με την εκθετική συνάρτηση η 1+ n=1 n! x ονομάζεται
εκθετική δυναμοσειρά.

389
Παράδειγμα: Θεωρούμε τώρα την y = cos x η οποία είναι άπειρες φορές παρα-
n
γωγίσιμη στο (−∞, +∞) και d dxcos x
= ± cos x ή ± sin x. Ειδικώτερα, είναι
¯
dn cos x ¯
n

dxn x=0
= 1 ή 0 ή −1 ή 0 αν ο n είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του 4 συν 0
ή συν 1 ή συν 2 ή συν 3, αντιστοίχως. ΄Αρα η πιθανή σειρά Taylor της y = cos x
P+∞ k
στον 0 είναι η 1 + k=1 (−1) (2k)! x
2k
.
Παίρνουμε ξ = 0 και υπολογίζουμε το σφάλμα τύπου Lagrange Rn (x; 0; cos x)
=± cos η n+1
(n+1)! x
± sin η n+1
ή (n+1)! x , όπου η είναι κάποιος αριθμός ανάμεσα στους 0 και x.
|x|n+1
Τότε |Rn (x; 0; cos x)| ≤ (n+1)! ,
οπότε limn→+∞ Rn (x; 0; cos x) = 0 για κάθε x.
P+∞ k
΄Αρα η σειρά Taylor της y = cos x στον 0 είναι η 1 + k=1 (−1)
(2k)! x
2k
στο διάστημα
(−∞, +∞). Δηλαδή
+∞
X (−1)k x2 x4 x6
cos x = 1 + x2k = 1 − + − + ··· (−∞ < x < +∞).
(2k)! 2! 4! 6!
k=1

΄Οπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, παρατηρούμε ότι είχαμε ήδη συνα-
P+∞ k
ντήσει τη δυναμοσειρά 1 + k=1 (−1)
(2k)! x
2k
με διάστημα σύγκλισης το (−∞, +∞)
αλλά μέχρι τώρα δε γνωρίζαμε ότι η συνάρτηση που ορίζεται από αυτήν είναι η
y = cos x.
Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζουμε τη σειρά Taylor της y = sin x στον 0:
+∞
X (−1)k−1 2k−1 x x3 x5 x7
sin x = x = − + − + ··· (−∞ < x < +∞).
(2k − 1)! 1! 3! 5! 7!
k=1

Παράδειγμα: Η y = log(1+x) είναι άπειρες φορές παραγωγίσιμη στο (−1, +∞)


n n−1
και έχει παραγώγους d log(1+x)
dxn = (−1)(1+x)(n−1)!
n για κάθε n και κάθε x στο
¯
dn log(1+x) ¯
(−1, +∞). Ειδικώτερα, είναι dxn x=0
= (−1)n−1 (n − 1)! , οπότε η πι-
P+∞ n−1
θανή σειρά Taylor της y = log(1 + x) στον 0 είναι η n=1 (−1) n!(n−1)! xn =
P+∞ (−1)n−1 n
n=1 n x . Αποδεικνύεται ότι αυτό πράγματι ισχύει και, μάλιστα, στο
διάστημα (−1, 1]. Δηλαδή είναι
+∞
X (−1)n−1 n x2 x3 x4
log(1 + x) = x =x− + − + ··· (−1 < x ≤ 1).
n=1
n 2 3 4

To sfˆlma tÔpou Lagrange thc y = log(1 + x) ston ξ = 0 eÐnai Rn (x; 0; log(1 + x)) =
(−1)n n! (−1)n
(1+η)n+1 (n+1)!
= (1+η)n+1 (n+1) xn+1 , ìpou o η eÐnai kˆpoioc arijmìc anˆmesa stouc
xn+1
xn+1 1
0 kai x. An 0 < x ≤ 1, tìte eÐnai |Rn (x; 0; log(1 + x))| = (1+η)n+1 (n+1)
≤ n+1
, opìte
limn→+∞ Rn (x; 0; log(1 + x)) = 0.
1
Rx (−1)n n!
To sfˆlma oloklhrwtikoÔ tÔpou eÐnai Rn (x; 0; log(1 + x)) = n! 0 (1+t)n+1
(x − t)n dt =
R
n x (x−t) n R
0 (t−x)n
(−1) dt. An −1 < x ≤ 0, tìte Rn (x; 0; log(1 + x)) = dt, opìte
0 (1+t)n+1 x (1+t)n+1
R0 (t−x)n
|Rn (x; 0; log(1 + x))| =
x (1+t)n+1
dt. T¸ra eÐnai ( t−x
1+t
)n ≤ |x|n gia kˆje t sto [x, 0], opìte
R0 1 1
|Rn (x; 0; log(1 + x))| ≤ |x|n
x 1+t
dt = |x|n log 1+x
. 'Ara limn→+∞ Rn (x; 0; log(1 + x)) = 0.

390
SumperaÐnoume, loipìn, ìti limn→+∞ Rn (x; 0; log(1 + x)) = 0 gia kˆje x me −1 < x ≤ 1.

Αν αντικαταστήσουμε τον x με τον −x (και αλλάξουμε πρόσημα), βρίσκουμε


+∞
X
1 1 n x2 x3 x4
log = x =x+ + + + ··· (−1 ≤ x < 1).
1 − x n=1 n 2 3 4

Μια ενδιαφέρουσα ισότητα που προκύπτει ως ειδική περίπτωση είναι η


1 1 1
log 2 = 1 − + − + ··· .
2 3 4
Παρατηρήστε ότι έχουμε ήδη δει σε προηγούμενο παράδειγμα ότι το διάστημα
P+∞
σύγκλισης της δυναμοσειράς n=1 n1 xn είναι το [−1, 1) αλλά δεν είχαμε αποδείξει
ότι η συνάρτηση που ορίζεται από τη δυναμοσειρά αυτή στο [−1, 1) είναι η y =
1
log 1−x .

Ja doÔme t¸ra èna deÔtero trìpo upologismoÔ thc seirˆc Taylor thc y = log(1 + x) sto
diˆsthma (−1, 1] qwrÐc na qrhsimopoi soume thn Prìtash 10.15. Autìc o trìpoc ja efarmosteÐ
se èna akìmh parˆdeigma, ìpou ja eÐnai dÔskolh h efarmog  thc Prìtashc 10.15.
n
ArqÐzoume me ton gnwstì tÔpo 1−(−t)
1+t
= 1 + (−t) + · · · + (−t)n−1 , o opoÐoc isqÔei gia
n
1 t
kˆje t 6= −1, kai ton grˆfoume = 1 − t + · · · + (−1)n−1 tn−1 + (−1)n 1+t . Epomènwc,
Rx 1
Rx Rx 1+t R
n−1 x
R
n x t n
dt = 1 dt − t dt + · · · + (−1) tn−1 dt + (−1) dt gia kˆje x > −1,
0 1+t 0 0 0 0 1+t
opìte Z x
1 2 (−1)n−1 n tn
log(1 + x) = x − x + ··· + x + (−1)n dt
2 n 0
1+t
gia kˆje x > −1. ¯ Rx ¯ R x tn Rx n
An 0 ≤ x ≤ 1, tìte ¯(−1)n 0 tn
dt¯ =
n+1
dt ≤ t dt = xn+1 ≤ n+1 1
kai,
¡ R x tn ¢
1+t 0 1+t 0
epomènwc, limn→+∞ (−1) 0 1+t dt = 0.
n
¯ R x tn ¯ R 0 |t|n R0 n |x|n+1
An −1 < x ≤ 0, tìte ¯(−1)n 0 1+t dt¯ = 1
dt ≤ 1+x |t| dt = (n+1)(1+x) ≤
1
¡ R x tn ¢ x 1+t x

(n+1)(1+x)
, opìte limn→+∞ (−1)n 0 1+t dt = 0.
¡ R
n x tn
¢
'Ara gia kˆje x sto diˆsthma (−1, 1] isqÔei limn→+∞ (−1) 0 1+t
dt = 0, opìte
¡ (−1) n−1 ¢ P+∞ (−1)n−1 n
limn→+∞ x− 21 x2 +· · ·+ n
xn = log(1+x). Epomènwc, log(1+x) = n=1 n
x
gia kˆje x sto (−1, 1].

Παράδειγμα: Αποδεικνύεται ότι η σειρά Taylor της y = arctan x στον 0 είναι


P+∞ n−1
η n=1 (−1)
2n−1 x
2n−1
με διάστημα σύγκλισης το [−1, 1]. Δηλαδή είναι

+∞
X (−1)n−1 2n−1 1 1 1
arctan x = x = x − x3 + x5 − x7 + · · · (−1 ≤ x ≤ 1).
n=1
2n − 1 3 5 7

΄Εχουμε ήδη αποδείξει στην προηγούμενη ενότητα ότι το διάστημα σύγκλισης


αυτής της δυναμοσειράς είναι ακριβώς το [−1, 1].
Με x = 1 βρίσκουμε τον ενδιαφέροντα τύπο
π 1 1 1
= 1 − + − + ··· .
4 3 5 7

391
H y = arctan x èqei parˆgwgo x21+1 allˆ o upologismìc twn parag¸gwn an¸terhc tˆxhc
eÐnai perÐplokoc kai den eÐnai bolik  h efarmog  thc Prìtashc 10.15. Gi autì katafeÔgoume se
èna tèqnasma parìmoio me autì pou qrhsimopoi same sto tèloc tou prohgoÔmenou paradeÐg-
matoc.
2 n
EÐnai 1−(−t
1+t2
) 1
= 1 − t2 + t4 + · · · + (−1)n−1 t2n−2 , opìte 1+t 2 4
2 = 1 − t + t − ··· +
t 2n Rx 1
Rx Rx Rx
(−1)n−1 t2n−2 +(−1)n 1+t2 gia kˆje t. Epomènwc, 0 1+t2
dt = 1 dt− t2 dt+ t4 dt−
R
n−1 x
R
n x t 2n
0 0 0
· · · + (−1) t2n−2 dt + (−1) dt. Autì to grˆfoume
0 0 1+t2
Z x
1 3 1 (−1)n−1 2n−1 t2n
arctan x = x − x + x5 − · · · + x + (−1)n dt.
3 5 2n − 1 0
1 + t2
¯ R x t2n ¯ R |x| R |x| |x|2n+1
An |x| ≤ 1, tìte ¯(−1)n 0 1+t dt¯ =
2n
t 1
dt ≤ t2n dt = ≤ ,
¡ R
n x t2n
¢2 0 1+t2 0 2n+1 2n+1
opìte limn→+∞ (−1) 0 1+t2
dt = 0.
¡ (−1)n−1 2n−1
¢
Sunepˆgetai ìti limn→+∞ x − 13 x3 + 15 x5 − · · · + 2n−1
x = arctan x gia kˆje x
P+∞ (−1)n−1 2n−1
sto [−1, 1], dhlad  ìti n=1 2n−1
x = arctan x gia kˆje x sto [−1, 1].

Παράδειγμα: ΄Εστω η συνάρτηση y = (1 + x)α . Οι παράγωγοι της y =


n α
(1 + x)α είναι οι d (1+x)
dxn = α(α − 1) · · · (α − n + 1)(1 + x)α−n και, ειδικώτερα,
n α¯
d (1+x) ¯
dxn x=0
= α(α − 1) · · · (α − n + 1) . Επομένως, η πιθανή σειρά Taylor της
P+∞ P+∞ ¡ ¢ n
y = (1 + x) στον 0 είναι η 1 + n=1 α(α−1)···(α−n+1)
α
n! xn = 1 + n=1 α n x .
Αν ο α είναι μη αρνητικός ακέραιος, τότε αφ΄ ενός η y = (1+x)α είναι πολυωνυ-
μική συνάρτηση βαθμού α με πεδίο ορισμού το (−∞, +∞) αφ΄ ετέρου η παραπάνω ¡ ¢
δυναμοσειρά
³ ´ γίνεται (όπως έχουμε ξαναπεί) πεπερασμένο άθροισμα 1 + α1 x +
α
¡ ¢ α
· · · + α−1 xα−1 + α α x . Στην περίπτωση αυτή η ισότητα

³α´ µ ¶ ³α´
α α
(1 + x) = 1 + x + ··· + xα−1 + xα
1 α−1 α

δεν είναι παρά ο δυωνυμικός τύπος του Newton και, επομένως, η παραπάνω δυναμο-
σειρά είναι, πράγματι, η σειρά Taylor της y = (1 + x)α στον 0 με διάστημα σύ-
γκλισης το (−∞, +∞).
Αν ο α δεν είναι μη αρνητικός ακέραιος, αποδεικνύεται ότι και πάλι η σειρά
P+∞
Taylor της y = (1 + x)α στον 0 είναι η 1 + n=1 α(α−1)···(α−n+1) xn = 1 +
P+∞ ¡ α ¢ n n!
n=1 n x . Το διάστημα στο οποίο η δυναμοσειρά αυτή ισούται με την y =
(1 + x)α είναι (i) το (−1, 1), αν α ≤ −1, (ii) το (−1, 1], αν −1 < α < 0, και (iii)
το [−1, 1], αν α ≥ 0 (και ο α δεν είναι μη αρνητικός ακέραιος). Δηλαδή
 
+∞ ³ ´
X −1 < x < 1, αν α ≤ −1
α  −1 < x ≤ 1, αν − 1 < α < 0 
(1 + x)α = 1 + xn
n
n=1 −1 ≤ x ≤ 1, αν α ≥ 0

α(α−1)···(α−n)(1+η)α−n−1 n+1
To sfˆlma tÔpou Lagrange eÐnai Rn (x; 0; (1 + x)α ) = x =
¡ α
¢ (n+1)!
(1 +
n+1
gia kˆpoion η anˆmesa stouc 0 kai x.
η)α−n−1 xn+1
An
¯¡ α ¢¯0 ≤ x ≤ 1, tìte eÐnai x ≤ 1 ≤ 1 + η ≤ 2 kai, epomènwc, |Rn (x; 0; (1 + x)α )| =
¯ ¯(1 + η)α ( x )n+1 . T¸ra, an a > 0, efarmìzontac prosektikˆ to L mma 10.2,
n+1 1+η

392
α
¡ ¢
brÐskoume ìti gia n > [α] eÐnai |Rn (x; 0; (1 + x)α )| ≤ c2 [α]+1 (n − [α])−α−1 2α , opìte
limn→+∞ Rn (x; 0; (1 + x) ) = 0. An −1 < α < 0, pˆli apì to L mma 10.2 brÐskoume ìti
α

|Rn (x; 0; (1 + x)α )| ≤ c2 (n + 1)−α−1 , opìte kai pˆli limn→+∞ Rn (x; 0; (1 + x)α ) = 0.
¯ ¡ An ¢0¯≤ x < 1 kai α ≤ −1, tìte pˆli me to L mma 10.2 brÐskoume ìti |Rn (x; 0; (1 + x) )| ≤
α

¯ α ¯xn+1 ≤ c2 (n + 1)−α−1 xn+1 , opìte limn→+∞ Rn (x; 0; (1 + x)α ) = 0.


n+1
An −1 < xR≤ 0, tìte to sfˆlma oloklhrwtikoÔ tÔpou eÐnai Ðso me Rn (x; α
¯ 0; (1 + x) ) =¯
α(α−1)···(α−n) x
(1+t) α−n−1 (x−t)n dt kai, epomènwc, |R (x; 0; (1+x)α )| = ¯ α(α−1)···(α−n) ¯
n
R0 n! 0 n!
(1 + t)α−n−1 (t − x)n dt. Epeid  t−x ≤ −x gia x ≤ t ≤ 0, sunepˆgetai |Rn (x; 0; (1 + x)α )| ≤
¯ α(α−1)···(α−n)
x ¯ R 1+t ¯ ¯ ¯¡ ¢¯
¯ ¯|x|n (1 + t)α−1 dt = ¯ α(α−1)···(α−n) ¯|x|n 1−(1+x)α = (n + 1)¯ α ¯|x|n
0

1−(1+x)α
n! x n! α
¡ α ¢ n+1

α
. An α > 0, gia n > [α] eÐnai |Rn (x; 0; (1 + x) )| ≤ c2 (n + 1) [α]+1 (n − [α])
α −α−1

1−(1+x)α
|x|n α
, opìte limn→+∞ Rn (x; 0; (1 + x)α ) = 0. An α < 0, tìte |Rn (x; 0; (1 + x)α )| ≤
(1+x)α −1
c2 (n + 1) |x|n
−α
|α|
, opìte limn→+∞ Rn (x; 0; (1 + x)α ) = 0.
¡ ¡ ¢
SunoyÐzoume: se kˆje perÐptwsh ektìc miac èqoume apodeÐxei ìti limn→+∞ 1 + α1 x +
¡ ¢ ¢ P+∞ α
¡ ¢
··· + α n
xn = (1 + x)α  , isodÔnama, 1 + n=1 n
xn = (1 + x)α .
H mình perÐptwsh pou apomènei eÐnai ìtan x = −1 kai α > 0. Tìte, ìmwc, de mporeÐ
na efarmosteÐ to Je¸rhma 9.2, opìte kˆnoume to ex c.¯ QrhsimopoioÔme tic ektim seic ¯thc
¡ ¢ ¡ ¢ n
prohgoÔmenhc paragrˆfou gia −1 < x ≤ 0 kai grˆfoume ¯(1+x)α −1− α x−· · ·− α x ¯=
¢ ¡ α 1−(1+x)α
1 n
|Rn (x; 0; (1 + x)α )| ≤ c2 (n + 1) (n − [α])−α−1 |x|n . PaÐrnoume ìria kaj¸c
¯ ¡ ¢ [α]+1
¡α¢ α
¯ ¡ α ¢
¯
x → −1+ kai brÐskoume 0 − 1 − α
(−1) − · · · − n (−1) n ¯ ≤ c2 (n + 1) [α]+1 (n −
1
¡ ¡ ¢ ¡ ¢ ¢
1
[α])−α−1 α . Sunepˆgetai ìti limn→+∞ 1 + α1 (−1) + · · · + α (−1) n = 0. 'Ara kai sthn
P+∞ ¡ αn¢ n
perÐptwsh aut  (dhlad  x = −1 kai α > 0) isqÔei 1 + n=1 n
αx = (1 + x) .

1
Αξίζει να ξεχωρίσουμε δυο ειδικές περιπτώσεις. Αν α = 2 , είναι

+∞ µ 1 ¶
X +∞
X
√ 1 · 3 · · · (2n − 1) xn
1+x=1+ 2 xn = 1 + (−1)n−1
n=1
n n=1
2 · 4 · · · (2n) 2n − 1

1 1 2 1·3 3 1·3·5 4
=1+ x− x + x − x + ···
2 2·4 2·4·6 2·4·6·8
για κάθε x στο [−1, 1]. Αν α = − 21 , είναι

+∞ µ 1 ¶
X +∞
X
1 −2 1 · 3 · · · (2n − 1) n
√ =1+ xn = 1 + (−1)n x
1+x n=1
n n=1
2 · 4 · · · (2n)

1 1·3 2 1·3·5 3 1·3·5·7 4


=1− x+ x − x + x − ···
2 2·4 2·4·6 2·4·6·8
για κάθε x στο (−1, 1].

Ask seic.
1. Αναπτύξτε με δυο τρόπους το πολυώνυμο 1 + 2x − x2 − 4x3 + x4 σε δυνάμεις
του x − 1.

393
2. Βρείτε συνοπτικούς τύπους για τις παρακάτω δυναμοσειρές. Βρείτε πρώτα
συνοπτικούς τύπους για τα μερικά αθροίσματά τους, παραγωγίζοντας την
n+1
1 + x + · · · + xn = 1−x
1−x .

+∞
X +∞
X +∞
X
nxn , n2 x n , n3 xn .
n=1 n=1 n=1

3. Χρησιμοποιήστε γνωστές σειρές Taylor για να βρείτε συνοπτικούς τύπους


για τις παρακάτω δυναμοσειρές.
+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
¡ ¢ 1 1 2n (−1)n 2n
1−(−2)n xn , x2n−1 , x , 1+ x ,
n=1 n=1
2n − 1 n=1
2n n=1
n!

+∞
X +∞
X +∞
X +∞
X
n−1 n (n + 1)2 n 1 1
x , x , x2n−1 , 1+ x2n ,
n=1
n! n=1
n! n=1
(2n − 1)! n=1
(2n)!

(−1)n−1 ³ x − 1 ´2n−1
+∞
X +∞
X +∞
X
(−1)n−1 22n−1 2n (log a)n n
x , 1+ x , ,
n=1
(2n)! n=1
n! n=1
2n − 1 x + 1
+∞
X +∞
X
1 · 4 · 7 · · · (3n − 2) n (2n)! n
1+ (−1)n x , 1+ x .
n=1
3 · 6 · 9 · · · (3n) n=1
2n (n!)2

4. Βρείτε τις σειρές Taylor των συναρτήσεων y = sin x και y = cos x στον ξ.
Χρησιμοποιώντας τις προηγούμενες σειρές Taylor, αποδείξτε τους τύπους
(i) sin x = sin ξ cos(x − ξ) + cos ξ sin(x − ξ)
(ii) cos x = cos ξ cos(x − ξ) − sin ξ sin(x − ξ)
οι οποίοι είναι ισοδύναμοι με τους τύπους για το ημίτονο και το συνημίτονο
αθροίσματος γωνιών.
5. Βρείτε τις σειρές Taylor στον 0 των παρακάτω συναρτήσεων.

y = cosh x, y = sinh x.

6. Βρείτε τους αρχικούς όρους των σειρών Taylor στον 0 των παρακάτω συναρ-
τήσεων.
1
y = tan x, y= , y = arcsin x, y = arccos x.
cos x

7. Υπολογίστε τα αθροίσματα των παρακάτω σειρών.


+∞
X +∞
X
(−1)n−1 (−1)n−1
, .
n=1
(2n)2 − 1 n=1
(2n + 1)2 − 1

394

You might also like