Professional Documents
Culture Documents
Ιωάννινα, 2001.
1
«Υπάρχει κάποια Ελλοπία με εύφορη γη και καλά λιβάδια, πλούσια σε
κοπάδια και πολλά πρόβατα και πολλά γελάδια, άνθρωποι αμέτρητοι,
άνθρωποι θνητοί. Εκεί υπάρχει κάποια Δωδώνη, στην εσχατιά του ελληνικού
κόσμου. Τούτη αγάπησε πολύ ο Δίας και την όρισε για δικό του μαντείο,
πανέντιμο μεταξύ των ανθρώπων… Κατοικούν στις ρίζες της φηγού , από
όπου παίρνουν τις μαντείες οι θνητοί, όποιος από αυτούς φτάσει εκεί και
∗
συμβουλευτεί τον αθάνατο θεό έχοντας έλθει με καλούς οιωνούς»
Κάπως έτσι περιγράφει ο Ησίοδος στις αρχές του 7 ου αι. σε ένα ποίημά
του την Δωδώνη και το μαντείο της δίνοντας μια ειδυλλιακή εικόνα του
περιβάλλοντος του ιερού και αναφέροντας τη βελανιδιά που έδινε τους
χρησμούς στους προσκυνητές, δείχνοντάς τους τη θέληση του Δία, του
πατέρα θεών και ανθρώπων.
Η Δωδώνη είναι η αρχαιότατη πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται στην
Ελλοπία της Μολοσσίας, στους πρόποδες του όρους Τόμαρου ή Τμάρου,
σημερινού Ολύτσικα, σε υψόμετρο 500μ, μήκος 7 χιλιομέτρων και πλάτος
500μ.
Από πού προέρχεται το όνομα Δωδώνη, δεν έχει εξακριβωθεί και
έχουν λεχθεί πολλές αντιφατικές απόψεις.
Κατά τον Απολλόδωρο, ονομάστηκε έτσι επειδή «δίδωσιν ο Ζευς ημιν
∗
τα αγαθά». Κατ’ άλλους, από την ωκεανίδα νύμφη Δωδώνη ή από τον
∗
ποταμό της Ηπείρου Δώδωνα. Ίσως, από τον Δώδωνα, γιο του Δία και της
Ευρώπης, πιθανό όμως και να είχε σχέση με τη λέξη «δωδώ», που με τη
∗
σειρά της έχει σχέση με τη λέξη «δονειν» , δηλαδή το μπουμπουνητό.
Πιθανότερη φαίνεται η ετυμολογία να προέρχεται από το δίδωμι, «ότι δίδωσι
τα αγαθά ή γη αύτη», λόγω της ευκαρπίας της, όπως εξάλλου αναφέρει και ο
Βιργίλιος:
κάτω
.κάτω
.κάτω
.κάτω
2
«Δίδαξε πρώτη τους θνητούς, η Δήμητρα να σκάφτουν τη γης με
σίδερο, άμα και κούμαρα και βαλάνια λιγόστευαν στ’ άγιο δρυμό κι’ αρνήθηκε
∗
η Δωδώνη τρόφιμα».
2.Η τοποθεσία
.κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
∗
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
3
Το ζήτημα όμως τούτο, απασχόλησε και ξένους αρχαιολόγους και
αρχαιολάτρεις. Ο επί της εποχής του Αλή Πασά, πρόξενος εν Ιωαννίνοις
Γάλλος Pouqueville τοποθετεί την Δωδώνη στην Καστρίτσα, το δε μαντείο
∗
στην Προσκύνηση, βορείως των Ιωαννίνων . Με το πρώτο συμφωνεί και ο
∗
Leake, αλλά τοποθετεί το μαντείο στο τζαμί του Ασλάν Πασά. Ακόμη και ο
Άγγλος ποιητής Εύρων, προσπαθώντας μάταια να βρει την Δωδώνη, και σε
πραγματική κατάσταση απελπισίας έγραψε:
Όλοι όμως, Έλληνες και ξένοι απέτυχαν, εκτός από τον Άγγλο Licoln.
Μόνον αυτός και ενώ περιηγήθηκε στην Ήπειρο, το Σεπτέμβρη 1823,
καθόρισε την Δωδώνη στο μέρος που θα την έβρισκε αργότερα ο Καραπάνος.
Το 1875 ο φιλάρχαιος πολιτευτής Καραπάνος, βρισκόμενος στα
Ιωάννινα, έμαθε ότι χωρικοί των χωριών Άλποχώρι, Τσαρακοβίστα και
Δραμισοί έβρισκαν συχνά αρχαία νομίσματα στα κοντινά ερείπια. Γι’ αυτό τον
απλό λόγο διενήργησε με τουρκική άδεια ανασκαφές που επιβεβαίωσαν τις
μαρτυρίες του Στράβωνα, ότι η Δωδώνη κείτεται στην κοιλάδα στους
πρόποδες του Τομάρου και δικαίωσαν τον Όμηρο που την αποκαλούσε
«δυσχείμερον», γιατί η κοιλάδα αυτή, κείμενη 500μ. πάνω από τη θάλασσα
και περιβαλλόμενη από χιονοσκεπές είναι όντως εκτεθειμένη σε βαρείς
∗
χειμώνες.
∗
Όμως, όπως αναφέρει ο Δάκαρης , οι νεότερες συστηματικές έρευνες
με τη ΙΒ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου, πλούτισαν περισσότερο τις γνώσεις
μας για την ιστορία, τη λατρεία και τα μνημεία του ιερού. Από τις έρευνες
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
4
αυτές, που διεξάγονται από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία,
βεβαιώθηκε η λειτουργία του μαντείου από την εποχή του Χαλκού (2600π.Χ.-
1100π.Χ.) μέχρι το τέλος το 4ου αιώνα π.Χ., όταν τη λατρεία του Διός
διαδέχτηκε η χριστιανική.
κάτω
κάτω
5
δέντρο συναντούμε στη σφενδόνη του χρυσού δαχτυλιδιού των Μυκηνών του
∗
15ου αιώνα.
Πρώτος ο Ηρόδοτος (Β’ 53-59) αφού το επισκέφθηκε, αναφέρει ότι
όπως έμαθε από τους ιερείς του ναού του Άμμωνος Δία στην Θήβα, κάποιοι
Φοίνικες αφού άρπαξαν δύο ιερείς , την μία μεν έστειλάν στην Λιβύη, την άλλη
δε στην Ήπειρο. Προσθέτει δε ότι, δύο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τη
Θήβα της Αιγύπτου και η μία αφού ήλθε στην Ήπειρο κάθισε στην φηγό, την
γνωστή μας δρυ και είπε ότι εκεί θα έπρεπε να ιδρυθεί ένα μαντείο του Δία.
Την γνώμη αυτή του Ηροδότου επανέλαβαν όλοι σχεδόν και όσοι αργότερα
έγραψαν για το ναό. Οι νεώτεροι φρονούν ότι η λατρεία του Δωδωναίου Διός
και η ίδρυση του ιερού σ’ αυτόν τον κορμό βελανιδιάς προήλθε από τους
πρωτόγονους ανθρώπους , οι οποίοι είχαν αποδώσει θείες δυνάμεις στην
βελανιδιά, επειδή τους παρείχε τροφή. Ο Kern όμως δυσκολεύεται να
παραδεχθεί τη σχέση του ινδογερμανικού τούτου μύθου και της λατρείας του
Δωδωναίου Διός. Μάλλον, λέει, πρέπει να αποδεχτούμε, ότι στους αρχαίους
χρόνους λατρευόταν κάποιος θεός, που ταυτίστηκε αργότερα με τον
∗
Πανελλήνιο Δία και αποκαλούνταν Νάιος.
Αλλά και ο Όμηρος, στην Ιλιάδα του, περιγράφει τον Αχιλλέα να
προσεύχεται για τον Πάτροκλο που είχε φύγει μόνος του να αντιμετωπίσει
τον Έκτορα, λέγοντας: «Άρχοντα Δία, Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κατοικείς
μακριά, βασιλεύοντας στην κακοχείμωνη Δωδώνη, τριγύρω δε κατοικούν οι
Σελλοί, οι ερμηνευτές της θελήσεως σου με τα άπλυτα πόδια και τη συνήθεια
∗
να κοιμούνται κατάχαμα».
κάτω
κάτω
κάτω
6
μάλιστα για ασήμαντες υποθέσεις της καθημερινής ζωής. Με τις ανασκαφές,
ήρθαν στο φως και πολλές επιγραφές με τα ερωτήματα που έκαναν
προσκυνητές. Δεν βρέθηκαν όμως καθόλου επιγραφές με απαντήσεις,
δηλαδή με τους χρησμούς.
Και ο ίδιος ο περίφημος ο βασιλιάς Κροίσος είχε πάει στο μαντείο.
Ανάμεσα στα ερωτήματα , που έκαναν πολλά είναι περίεργα. Ένας βοσκός
π.χ. ρωτά, αν θα πάνε καλά τα πρόβατά του εκείνη τη χρονιά. Ένας έμπορος
ρωτά, αν θα πετύχουν οι εμπορικές του επιχειρήσεις. Οι Κερκυραίοι ρωτούν
ποιο θεό πρέπει να λατρεύουν για να έχουν ομόνοια. Το ίδιο ερώτημα κάνει
και κάποιος Ευστάθιος με τη γυναίκα του , που θέλουν και αυτοί την
οικογενειακή ομόνοια που οδηγεί στην οικογενειακή ευτυχία. Μια γυναίκα
ρωτά τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί από την αρρώστια που είχε. Άλλος,
θέλει να του πει ο Δωδωναίος Δίας, αν συμφέρει πιο πολύ να μένει στο σπίτι
του ο ίδιος ή να το νοικιάζει. Τα μικροζητήματα λοιπόν, της καθημερινής ζωής
και οι πονοκέφαλοι των ανθρώπων ήταν θέματα που αναζητούσαν στο
σεβάσμιο Μαντείο το δρόμο που οδηγεί στη λύτρωση.
Ο Ίναχος, ο βασιλεύς του Άργους, προς αυτό απευθύνθηκε για τη
διασαφήνιση των ονείρων της κόρης του Ιούς, της οποίας το μαντείο
φανέρωσε τις σχέσεις με τον Δία και την οποία η Ήρα μεταμόρφωσε σε
δαμάλα. Ακόμη, ο Ηρακλής ενημερώθηκε για την έκβαση των άθλων του κατά
τον ίδιο τρόπο. Στο μαντείο της Δωδώνης κατέφυγε κατά την συμβουλή της
Αθηνάς, ο γιος του Φρίξου απ το Άργος, για να μάθει την πορεία του πλοίου
των Αργοναυτών, ο Κρέων κατά τον πόλεμο των επτά επί Θήβας για τη
διάσωση του γιου του Μενοικέως αλλά και ο Ορέστης, οι γιοι του Αχιλλέα, ο
Πύρσος και ο Νεοπτόλεμος, ο Οδυσσέας και ο Αινείας, διάφοροι ξένοι
ηγεμόνες όπως ο Κροίσος κ.α.
Επίσης, καθένας γνώριζε ότι ο Αχιλλέας είχε προσευχηθεί στον Δία της
Δωδώνης. Φαίνεται ότι τα φύλα που μετείχαν στην «κάθοδο των Δωριέων»
διέδωσαν τη φήμη του μαντείου. Ένα από αυτά έστελνε κάθε χρόνο στη
Βοιωτία τρίποδες τυλιγμένους σε πολυτελή υφάσματα σε ανάμνηση κάποιας
∗
θεάς επιφανείας.
Τα ευρήματα του Καραπάνου και τα υπάρχοντα ερείπια είναι ικανά να
καταδείξουν την σπουδαιότητα του μαντείου και να δικαιολογήσουν την φήμη
κάτω
7
την οποία είχε για τους αρχαίους. Στις ευρισκόμενες επιγραφές απαντούν τα
ονόματα μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπως της Κέρκυρας και του Τάραντος,
απ’ όπου έρχονταν πολίτες απ’ όλη την Ελλάδα προκειμένου να ρωτήσουν το
μαντείο.
Οι χρησμοί του μαντείου της Δωδώνης δίδονταν κάτω από ιερή
βελανιδιά και τους ήχους ή τους ψιθύρους τους ερμήνευαν οι ιερείς, που
ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί. Αλλά το όνομα τούτο δεν σημαίνει μόνο τους
ιερείς, αλλά και τους κατοίκους της Δωδώνης. Ο Όμηρος τους αποκαλεί
«ενιπτόποδας» και «γαμαιεύνας», ενώ οι λοιποί ποιητές «γηλεχέας» και
«χαμαικοίτας». Εκτός αυτών, υπήρχαν και ιέριεαι, πέλειαι ή πελειάδες ή
προφήτιδες που κατά τους Ηπειρώτες σήμαινε τις γριές. Φαίνεται ότι
αποτελούσαν ιερατικό σωματείο, του οποίου οι κανονισμοί επέβαλλαν
σκληραγωγίες, όπως την ανιπτοποδίαν και την χαμαιεύνειαν, προς
καταπολέμηση των σωματικών ορμών, διότι ως και ο Ευρυπίδης λέγει:
«Εν αστρώτω πεδίο δίδουσι πηγαις δ’ ουχ υγραίνουσι πόδας».
Το αξιοπερίεργο τούτο είδος του ασκητισμού απαντάται και στην ινδική
∗
θρησκεία και επιβεβαιώθηκε από δημοσίευση του Μ.Παπακωνσταντίνου.
Οι ιερείς του μαντείου, οι Ελλοί ή Σελλοί, ήταν πάντα ξυπόλυτοι
(ανιπτόποδες), δεν έπλεναν τα πόδια τους και χρησιμοποιούσαν το γυμνό
έδαφος για να κοιμηθούν (χαμαιευναι) επειδή περιφρονούσαν την περιποίηση
του σώματος και επειδή έτσι έρχονταν σε επαφή με τη θεά Γη που λάτρευαν.
Την αντίστοιχη αναφορά κάνει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα:
8
πέλειες τις γριές, αλλά ζωγράφιζαν τις ιέρειες σαν περιστέρια, εκτός από τα
άλλα και για ένδειξη αγνότητας.
9
όχι μόνο από το θρόισμα της ιερής βελανιδιάς αλλά ολόκληρού του Ιερού
Άλσους. Επίσης, το μουρμούρισμα μιας πηγής που ανάβλυζε τα νερά της
στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, καθώς και το πέταγμα των ιερών πουλιών του
Δία, χρησίμευαν στους ιερείς για να βγάλουν τους χρησμούς τους. Γενικά,
κάθε φυσικός θόρυβος του περιβάλλοντος, φυτών, πηγής, πουλιών, έγινε
βασική μαντική αφετηρία, που από μέσα της εκδηλώνεται η παρουσία και η
θέληση του μεγάλου θεού, του Δωδωναίου Δία.
Στη Δωδώνη ο νέος θεός του ουρανού, των κεραυνών και της
καταιγίδας και η χθόνια θεά της βλάστησης αποτέλεσαν το θείο ζεύγος, όπως
στη νότια Ελλάδα ο Ζεύς και η θεά της γονιμότητας, η Ήρα. Ο Ζεύς έγινε τώρα
ένοικος της Δωδώνης με την επίκληση Νάιος από το ναίω (: κατοικώ) και η
προελληνική θεά πήρε το όνομά του, Διώνη, σύμφωνα με την πατριαρχική
αντίληψη των Ελλήνων. Έτσι, η φηγός ήταν η κατοικία του ζεύγους, όπως
∗
απεικονίζεται και στα αργυρά δίδραχμα της εποχής.
Πέρα όμως από το ιερό ζεύγος, εκεί λατρεύονταν ο Ηρακλής, η Θέμις,
η Αφροδίτη.
Ο Ηρακλής, υπήρξε ο προγονικός ήρωας των Μακεδόνων Αργεάδων.
Με τον οίκο είχε συνδεθεί ο μολοσσικός οίκος , ύστερα από το γάμο της
∗
πριγκίπισσας Ολυμπιάδος με τον Φίλιππο Β’, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου.
κάτω
κάτω
10
Η Θέμις τιμήθηκε ως Νάιος Θεά που μαζί με τη Διώνη και των Δία
αποτελούσαν τριάδα, ενώ η Αφροδίτη είναι η θεότητα που έφερε μαζί του ο
Πύρρος όταν επέστρεψε από την σικελική εκστρατεία.
Για πολλούς αιώνες το Μαντείο ήταν άστεγο. Μόνο το 400 π.Χ. , κοντά
στην ιερή βελανιδιά χτίστηκε ένας μικρός ναός με πρόναο. Σταδιακά, ο
αρχικός ναΐσκος πλουτιζόταν με άλλα κτίσματα, ενώ ιδιαίτερη προσπάθεια
έδειξε ο βασιλιάς Πύρρος, που κατέθεσε στο ιερό και ρωμαϊκές ασπίδες,
λάφυρα από τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια της Ιταλίας (280π.Χ.).
Ο Πύρρος, αφού εγκαινίασε τα εορταζόμενα Νάια, δηλαδή γιορτές με
γυμνικούς, μουσικούς και δραματικούς αγώνες, κατασκεύασε το μεγάλο λίθινο
θέατρο, χωρητικότητας 18.000 θεατών περίπου, με την ορχήστρα, τη λίθινη
σκηνή και το ξύλινο προσκήνιο.
Πιο συγκεκριμένα, στην ανοικοδόμηση του ναού αυτού είχε σχεδιάσει
να προβεί ο Αιακίδης, με την υπέρογκη δαπάνη των 1500 ταλάντων αλλά
πέθανε πριν προλάβει να πραγματοποιήσει το έργο του , πράγμα που
ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο Πύρρος (297-292). Τον οικοδομικό περίβολο
αντικατέστησε υψηλός τοίχος με τρεις ιωνικές στοές εσωτερικώς, πλην της
ανατολικής, κατεχόμενης από την ιερά φυγό. Στο οικοδόμημα αυτό, που είχε
την μορφή περικλείστου κατοικίας, ανάθεσε ο Πύρρος την επαύριο της νίκης
του εναντίον των Ρωμαίων στην Ηράκλεια της Ιταλίας (280π.Χ), ρωμαϊκές
ασπίδες, λάφυρα πολέμου, ενώ αργότερα ανάρτησε ο βασιλιάς στους κίονες
ων στοών του ανοικοδομηθέντος ιερού, μακεδονικές ασπίδες, λάφυρα από τη
νίκη του κατά του Αντιγόνου, με εγχάρακτο επίγραμμα, που αποδίδεται στον
Λεωνίδα τον Ταραντίνο. Σ’ αυτά τα χρόνια οικοδομήθηκε ο παλαιός ναός την
Δωδώνης, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη του πρόναου, ο επίσης
τετράστυλος πρόστυλος δωρικός ναός του Ηρακλέους, πιθανότατα δε και ο
ναός της Αφροδίτης.
Η Δωδώνη, αφού για πολλούς αιώνες έζησε ειρηνικά, άρχισε τέλος να
παθαίνει πολλές καταστροφές. Το 219π.Χ. ο αρχηγός των Αιτωλών
Δορίμαχος πυρπόλησε το ιερό και άλλα κτίσματα. Όπως αναφέρει ο Πολύβιος
11
( Δ’ 67 ), πυρπόλησε τις στοές του ιερού, κατέστρεψε πολλά από τα
αναθήματα, κατέσκαψε τα ιερά. Μετά από λίγο όμως, οι Ηπειρώτες και ο
Φίλιππός Ε’ της Μακεδονίας προέβησαν στην ανοικοδόμηση του ιερού.
Την θέση του μικρού ναού του Δία, κατέλαβε ο τετράστυλος πρόστυλος
ιωνικός ναός, που διέθετε πρόναο, σηκό και άδυτο ενώ περιβαλλόταν από
στωικό περίβολο, με πρόπυλο επί της νότιας πλευράς. Αντί του παλαιού
ναού της Διώνης κατασκευάστηκε λίγο νοτιότερα ο νέος ναός της θεάς, με
τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη. Ο ναός του Ηρακλή
ανακατασκευάστηκε, ενώ μεταξύ του ναού και θεάτρου οικοδομήθηκε μεγάλη
αίθουσα με δύο στοές, αναγκαίες με τις πολιτικές συναθροίσεις ή για την
φιλοξενία των προσκυνητών. Η σκηνή του θεάτρου επισκευάστηκε, το ξύλινο
προσκήνιο μετατράπηκε λίθινη, αφού τοποθετήθηκαν εκατέρωθεν της σκηνής
των δύο προπύλων Δυτικώς του θεάτρου, κατασκευάστηκε λίθινο στάδιο, το
οποίο είχε και στις δύο πλευρές 23 λίθινα ειδώλια. Τέλος, ολόκληρος ο χώρος
του κυρίως ιερού περιβλήθηκε από ψηλό ισοδομικό περίβολο.
Η ανοικοδόμηση της Δωδώνης από τον Πύρρο και τον γιο του
Αλέξανδρο αποκαλύπτει ανάγλυφα ότι η Δωδώνη είχε για τους Ηπειρώτες
ιδιαίτερη σημασία: ως πανάρχαιος τόπος λατρείας, ως κοινό των Ηπειρωτών
ιερό, και ως ιερό του οποίου η φήμη τείνει να αρθεί στο ύψος του πανελλήνιου
ιερού, αφ ενός λόγω του αρχιτεκτονικού εξωραϊσμού του και αφ’ ετέρου χάρις
στην λαμπρότητα των εορτών που τελούνταν εκεί, των Ναϊων, των οποίων οι
αγώνες, όπως αναφέρθηκε -προφανώς μετά την πτώση της βασιλείας-
∗
κατόρθωσαν να αναγνωριστούν ως στεφανίτες. Γνωρίζουμε τα Νάια
περισσότερο από κάποιες επιγραφές. Πιστεύεται γενικά ότι ο Πύρρος είναι
αυτός που ίδρυσε τρεις διαφορετικούς αγώνες: αρματοδρομίες, γυμνικούς και
σκηνικούς.
Οι Ρωμαίοι, υπό τον Αιμίλιο Παύλο, το 168 π.Χ. συμπλήρωσαν την
καταστροφή του Δορίμαχου, αφού κατέστρεψαν γύρω στις 70 ηπειρωτικές
πόλεις, αριθμός που σήμερα θεωρείται μάλλον υπερβολικός. Αλλά και το
88.Χ, κατά τους πολέμους των Ρωμαίων εναντίον του βασιλέως του Πόντου
Μιθριδάτη, Θράκες στρατιώτες προξένησαν τέτοιες καταστροφές στο ιερό της
Δωδώνης που, για πολύ καιρό, η Δωδώνη έμεινε έρημη. Μετά τη νίκη των
Ρωμαίων στο Άκτιο το 31π.Χ, ο Αύγουστος επειδή ενδιαφέρθηκε για τις
κάτω
12
παραδόσεις που αφορούσαν το ιερό και συνδέονταν με τον Τρώα ήρωα
Αινεία, προέβη στην ανοικοδόμηση του ιερού και στην μετατροπή του θεάτρου
σε αρένα, προκειμένου να διεξάγονται οι προσφιλείς κατά την εποχή
θηριομαχίες.
Γύρω στο 120μ.Χ ο Ανδριανός ενδιαφέρθηκε και μάλλον επισκέφτηκε
το ιερό. Πράγματι, το 240μ.Χ διεξάγονταν ακόμη τα Νάια, σύμφωνα με
επιγραφή, την οποία είχε δει προ 500 ετών ο Κυριακός από την Αγκώνα στο
κάστρο των Ιωαννίνων. Τμήμα της επιγραφής βρέθηκε μέσα στο Κάστρο.
Το 391π.Χ. οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τη βελανιδιά, που υπήρχε πολύ
∗
περισσότερο από 1000 χρόνια.
Αργότερα (3ος αιώνας μ. Χ) είχε πάλι αναγεννηθεί και το 362μ.Χ
αναφέρουν ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, πριν ξεκινήσει ενάντια στους
Πέρσες, είχε ζητήσει χρησμό από το Δωδωναίο Δία. Όταν όμως ο
Χριστιανισμός, χάρη στον Κωνσταντίνο, έγινε επίσημη θρησκεία της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχε και η Δωδώνη την τύχη των αρχαίων ιερών. Το
ιερό έγινε χριστιανική εκκλησία σε σχήμα βασιλικής, ενώ η μικρή πόλη
Δωδώνη έγινε έδρα Δεσπότη. Πριν, το 391 π.Χ., είχε κοπεί και η ιερή
βελανιδιά, που τις ρίζες της λάτρεψαν , για 2500 χρόνια, τη Θεά Γη και το
Δωδωναίο Δία. Ο χριστιανικός φανατισμός συμπλήρωσε το έργο της
καταστροφής με τη διάλυση των ιερών οικοδομημάτων , λίθοι των οποίων
χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση των δύο επάλληλων χριστιανικών
βασιλικών του 5ου και 6ου αιώνα.
Τέλος, οι Γότθοι, το 550, με αρχηγό τον Τοτίλα, κατέστρεψαν και τη
χριστιανική Δωδώνη. Το ιερό εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι κατέφυγαν στα
όρη και στην γειτονική πόλη που εντωμεταξύ ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό
και αργότερα μετονομάστηκε σε Ιωάννινα Από τότε, βαθύ σκοτάδι σκέπασε το
Μαντείο, ώσπου το 1876 ο Κων.Καραπάνος και αργότερα ο Σ.Δάκαρης το
έφεραν πάλι στο φως.
8.Οι ανασκαφές:
13
συμπέρασμα ότι εκεί βρίσκεται πράγματι το περίπτυστον μαντείο του
Δωδωναίου Διός με τη μαντική φηγό. Ωστόσο, οι έρευνες αυτές δεν
ερμήνευσαν τη σημασία των μνημείων, ούτε φώτισαν αρκετά την ιστορία και
τη λατρεία του ιερού. Επειδή με τις ανασκαφές εκείνες βρέθηκε στη
χριστιανική βασιλική ένας αποθέτης(Β), όπου οι ιερείς είχαν απορρίψει
αχρηστευμένα αφιερώματα, ο Καραπάνος θεώρησε τη βασιλική, που ήταν
∗
χτισμένη με αρχαίο υλικό, ως το μαντείο της Δωδώνης.
Ήδη στα 1957, ο Σωτήριος Δάκαρης, ο περίφημος κλασικός
∗
αρχαιολόγος, ανακάλυψε στην Εφύρα, στον Αχέροντα, το νεκρομαντείο. Σ’
αυτό, ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου τον 6ο αι. π.Χ. είχε στείλει
∗
απεσταλμένους για να συμβουλευτεί την πεθαμένη γυναίκα του Μέλισσα.
Σπουδαία η ανακάλυψη του αρχαιολόγου, αφού επρόκειτο για το
σημαντικότερο νεκυομαντείο της αρχαιότητας.
Επίσης σπουδαίες όμως, ήταν οι συστηματικές ανασκαφές που
διενήργησε μαζί με άλλους αρχαιολόγους στην Δωδώνη, και που είχαν ως
αποτέλεσμα την ανακάλυψη νέων στοιχείων για την μεγάλη πόλη της Β.Δ.
Ελλάδας. Έτσι, βεβαιώθηκε η λειτουργία του μαντείου από την εποχή του
Χαλκού (2600-1100π.Χ.) μέχρι το τέλος του 4ου αι. μ.Χ., όταν τη λατρεία του
Διός διαδέχτηκε η χριστιανική. Τη νέα λατρεία επιβεβαιώνουν τα ερείπια της
χριστιανικής βασιλικής του 5ου και 6ου αι., οπότε η περιοχή φαίνεται ότι
εγκαταλείπεται από τον πληθυσμό των σλαβικών επιδρομών και εγκαθίσταται
∗
στα Ιωάννινα, που ίδρυσε ο Ιουστινιανός το 530π.Χ .
below
infra
infra1998.
infra
14
Πρόκειται για ένα τετράγωνο οικοδόμημα, διαστάσεων 20,80 Χ 19,20μ.
Παρουσιάζει τέσσερις φάσεις:
1.Τον 4ο αι. π.Χ., χτίστηκε ένας μικρός ναός με πρόναο και σηκό. Δεν είχε
τοίχους, αφού περιγράφεται ως τοίχους μή έχοντα. Την ιερή φηγό περιέκλειε
ένας περίβολος από χάλκινους τρίποδες με λέβητες και όταν κάποιος άγγιζε
τον έναν, ο ήχος περιέτρεχε όλους τους λέβητες και δεν σταματούσε, αν
κάποιος δεν άγγιζε έναν από αυτούς.
2.Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., χτίστηκε λίθινος ισοδομικός περίβολος με είσοδο
στη νότια πλευρά, που περιέκλειε το μικρό ναό με τη φηγό.
3.Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., χτίστηκε ένας πιο ευρύχωρος, με τρεις ιωνικές
στοές τις τρεις πλευρές της αυλής και με είσοδο στην πρόσοψη.
4.Τέλος, το 218π.Χ. και μετά την καταστροφή των Αιτωλών στη Δωδώνη και
το Δίον, οι Μακεδόνες μαζί με τους Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα
κατεστραμμένα ιερά. Έτσι, την θέση του μικρού ναού πήρε ένας μεγαλύτερος
ναός. Διέθετε τετράστυλη ιωνική πρόσταση, ευρύχωρο σηκό και άδυτο με
τρεις ιωνικές στοές στο εσωτερικό και πρόστυλο με τέσσερις ιωνικούς κίονες
στην πρόσοψη.
Το 167π.Χ. οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα ιερά.
15
Βρίσκεται νοτιοανατολικά της ιερής οικίας, στις αρχές του 3ου αι. Είναι ο
μοναδικός δωρικός ναός του ιερού, με τετράστυλο δωρικό πρόναο και σηκό,
που καλύπτεται εν μέρει από το νότιο τοίχο της χριστιανικής βασιλικής. Έχει
διαστάσεις 16,50 Χ 9,50μ. Καταστράφηκε το 219π.Χ. και ανοικοδομήθηκε
αμέσως μετά. Βρέθηκαν μερικά λίθινα αναθήματα και μια λίθινη μετόπη, που
παριστάνει τον άθλο του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. Επίσης, σώζεται η
βάση του βωμού, διαστάσεων 5,70 Χ 3,20μ.
Το βουλευτήριο(Ε2):
κάτω
16
Η ανωδομία ήταν χτισμένη με ψημένες και ωμές πλίθρες και συνδετικό
πηλό. Οκτώ ιωνικοί κίονες σε τρεις σειρές στήριζαν μια μεγάλη σαμαρωτή
στέγη. Οι τοίχοι είναι ενισχυμένοι με 14 αντηρίδες για τις αντωθήσεις της
βαριάς στέγης. Δυο μεγάλες εξώθυρες , κοσμημένες με χάλκινους
διακοσμητικούς ήλους, οδηγούσαν στο εσωτερικό. Στα δύο λίθινα κατώφλια
διατηρούνται οι χάλκινες βάσεις. Δύο κλίμακες μικρού μεγέθους οδηγούσαν
στο θέατρο, όπου κάθονταν οι σύνεδροι.
Ανατολικά του βουλευτηρίου βρέθηκαν τέσσερα λίθινα βάθρα με
τιμητικά ψηφίσματα.
Το πρυτανείο(Ο-Ο1):
κάτω
17
Μετά την καταστροφή του 219π.Χ. το οίκημα καλύφθηκε από τα
ερείπια των οικοδομημάτων που ρίχτηκαν εκεί.
Το θέατρο:
Το στάδιο(ΣΤ):
κάτω
κάτω
κάτω
18
Βρίσκεται δυτικά του θεάτρου και χρονολογείται στο τέλος του 3ου αι.
π.Χ. Διέθετε 21 ή 22 σειρές εδωλίων και στενές κλίμακες. Επίσης, ρείθρο με
λεκάνες για την συσσώρευση των υδάτων στα ανατολικά καθώς και δίπυλη
αψιδωτή είσοδο στα αριστερά, που οδηγούσε στο θέατρο.
Η ακρόπολη:
Η χριστιανική βασιλική(Β):
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
κάτω
19
Χρήση του αρχαιολογικού χώρου:
κάτω
κάτω
20
Βιβλιογραφία:
21
2. Σ.Δάκαρης, Δωδώνη, υπουργείο πολιτισμού -ταμείο αρχαιολογικών πόρων
και απαλλοτριώσεων, Αθήνα,1993, 1998(3).
3. Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, , ο Φοίνιξ, Αθηναι, έκδοση 2η , τόμος 9.
4. Μελέτιος, Γεωγραφία, Βενετία, 1807, σελ.269.
5. Ήπειρος, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, 1997.
6. Αθανάσιος ο Παλιουρίτης, Επίτομη Ιστορία της Ελλάδος, Βενετία,
1807,σελ.31, τόμος Α’.
7. Αθανάσιος Σταγειρίτης, Ηπειρωτικά, Βιέννη, 1815, σελ.25.
8. Αλ.Πάλλης, Φιλολογικός Συνέκδημος, Αθηναι, 1849, τόμος Α’, σελ. 285.
9. Δημήτριος Σεμιτέλος, Ηπειρωτικά, Βερολινον, 1854, σελ.57.
10. Χριστόφορος Περραιβός, Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Αθηναι, 1857.
11. Αραβαντινός, Πραγματεία περί Δωδώνης, Ιωάννινα, 1862, σελ.36.
12. Πετρίδης, Κριτικαί επιστασίαι περί Δωδώνης, Πάτραι, 1867.
13. Χασίωτης, Περί Δωδώνης, Αθηναι, 1867,σελ.101.
14. Pouqueville, Voyage de la Grece, Paris, 1826, A’, p.339.
15. Leake, Nothern Greece, London, 1835, E’, 553.
16. Ταξίδι του Άρολδ, Β’ 35,μετάφραση Σάρρου.
17. Βιργίλιος, Γεωργικά, Α’, στ.146, μετ.Θεοτόκη.
18. Kern, Ήπειρος, εφημερίδα Ιωάννινα, αριθμός 2556.
19. Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Συλλογή ιραρριανών επιγραφών, Αθήνα, 1895.
20. Σωτηριάδης Γ.,Revues des etudes Greques, τ.34, σελ.384, 1921.
21. Δωδώνη, www.georama.gr, 1998, σελ.1.
22. Reunions Procedure, Theater of the Mind, 2000, p.1-2.
23. Dodoni, Workcamp Report, Service Civil International, Action, Μάρτιος 1998,
Νο.115.
24. Wiseman James, Rethinking the Halls of Hades, Archaeological Institute of
America,Volume 51, Number 3, 1998, p.1-2.
24. Gruben, Ιερά και ναοί της Αρχαίας Ελλάδας, Ινστιτούτο του βιβλίου
Καρδαμίτσα, σελ.126-129, Αθήνα, 2000.
22
23