You are on page 1of 23

1

«Δωδώνη: η πορεία μέσα στο χρόνο.


Οι ιστορικές υποθέσεις και τα αρχαιολογικά δεδομένα».

Μια εργασία της φοιτήτριας Μιατίδη Χαράς


στο μάθημα της κ.α. Σούλη με θέμα:
«Τοπογραφία της Β.Δ Ηπείρου»

Τμήμα: ιστορικό- αρχαιολογικό.


Κατεύθυνση: ιστορικό
Εξάμηνο: η’

Ιωάννινα, 2001.

1.Η αρχαία Δωδώνη.


1

1
«Υπάρχει κάποια Ελλοπία με εύφορη γη και καλά λιβάδια, πλούσια σε
κοπάδια και πολλά πρόβατα και πολλά γελάδια, άνθρωποι αμέτρητοι,
άνθρωποι θνητοί. Εκεί υπάρχει κάποια Δωδώνη, στην εσχατιά του ελληνικού
κόσμου. Τούτη αγάπησε πολύ ο Δίας και την όρισε για δικό του μαντείο,
πανέντιμο μεταξύ των ανθρώπων… Κατοικούν στις ρίζες της φηγού , από
όπου παίρνουν τις μαντείες οι θνητοί, όποιος από αυτούς φτάσει εκεί και

συμβουλευτεί τον αθάνατο θεό έχοντας έλθει με καλούς οιωνούς»
Κάπως έτσι περιγράφει ο Ησίοδος στις αρχές του 7 ου αι. σε ένα ποίημά
του την Δωδώνη και το μαντείο της δίνοντας μια ειδυλλιακή εικόνα του
περιβάλλοντος του ιερού και αναφέροντας τη βελανιδιά που έδινε τους
χρησμούς στους προσκυνητές, δείχνοντάς τους τη θέληση του Δία, του
πατέρα θεών και ανθρώπων.
Η Δωδώνη είναι η αρχαιότατη πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται στην
Ελλοπία της Μολοσσίας, στους πρόποδες του όρους Τόμαρου ή Τμάρου,
σημερινού Ολύτσικα, σε υψόμετρο 500μ, μήκος 7 χιλιομέτρων και πλάτος
500μ.
Από πού προέρχεται το όνομα Δωδώνη, δεν έχει εξακριβωθεί και
έχουν λεχθεί πολλές αντιφατικές απόψεις.
Κατά τον Απολλόδωρο, ονομάστηκε έτσι επειδή «δίδωσιν ο Ζευς ημιν

τα αγαθά». Κατ’ άλλους, από την ωκεανίδα νύμφη Δωδώνη ή από τον

ποταμό της Ηπείρου Δώδωνα. Ίσως, από τον Δώδωνα, γιο του Δία και της
Ευρώπης, πιθανό όμως και να είχε σχέση με τη λέξη «δωδώ», που με τη

σειρά της έχει σχέση με τη λέξη «δονειν» , δηλαδή το μπουμπουνητό.
Πιθανότερη φαίνεται η ετυμολογία να προέρχεται από το δίδωμι, «ότι δίδωσι
τα αγαθά ή γη αύτη», λόγω της ευκαρπίας της, όπως εξάλλου αναφέρει και ο
Βιργίλιος:


κάτω

.κάτω

.κάτω

.κάτω

2
«Δίδαξε πρώτη τους θνητούς, η Δήμητρα να σκάφτουν τη γης με
σίδερο, άμα και κούμαρα και βαλάνια λιγόστευαν στ’ άγιο δρυμό κι’ αρνήθηκε

η Δωδώνη τρόφιμα».

Αυτή η άποψη δικαιολογεί και τα αρχαία ονόματα Δώς, Δωτή, Δωρίς,


Δώτιον πεδίον που δίνονται σε γόνιμους τόπους, όπως ο προαναφερθείς.

2.Η τοποθεσία

Η τοποθεσία της Δωδώνης μέχρι το 1878 ήταν άγνωστη. Πολλές


εικασίες είχαν γίνει σχετικά με το θέμα αυτό, ιδίως πάνω στη βάση των
αρχαίων μαρτυριών του Στράβωνα, όμως, χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Ο
Μελέτιος ο γεωγράφος από τα Ιωάννινα, αν και ρητώς δεν καταλήγει στο
ζήτημα αυτό , εντούτοις απ’ όσα αναφέρει μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι

την τοποθετεί στην Χρονία και συγκεκριμένα στο Δέλβινο. Ο Ιωάννης

Γρηγόριος ο Παλιουρίτης την τοποθετεί κοντά στο Αργυρόκαστρο , ενώ ο
Σταγειρίτης στην πεδιάδα των Ιωαννίνων και το μαντείο στην Βίτση Ζαγορίου

στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία . Ο Αλ.Πάλλης την τοποθετεί στην
Καστρίτσα, το δε μαντείο στα Ιωάννινα, στο σημείο που σήμερα υψώνεται το

τζαμί του Ασλάν Πασά . Ο Σεμιτέλος τοποθετεί την Δωδώνη στο χωριό

Δολιανά, ενώ το μαντείο στην παρακείμενη μονή της Βέλλας . Ο Περραιβός

θεωρεί ως Δωδώνη τα ερείπια της Φοινίκης του Δελβινού , ενώ ο Αραβαντινός

κοντά στο χωριό Πάτερο. Ακόμη, ο Αθανάσιος Πετρίδης γύρω από το όρος

των Φιλιατών Στοσγάρα και ο Χασιώτης τοποθετεί την μεν πόλη στην

Γαστρίτσα, το δε μαντείο στο Γαρδίκι .


.κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω


κάτω

κάτω

3
Το ζήτημα όμως τούτο, απασχόλησε και ξένους αρχαιολόγους και
αρχαιολάτρεις. Ο επί της εποχής του Αλή Πασά, πρόξενος εν Ιωαννίνοις
Γάλλος Pouqueville τοποθετεί την Δωδώνη στην Καστρίτσα, το δε μαντείο

στην Προσκύνηση, βορείως των Ιωαννίνων . Με το πρώτο συμφωνεί και ο

Leake, αλλά τοποθετεί το μαντείο στο τζαμί του Ασλάν Πασά. Ακόμη και ο
Άγγλος ποιητής Εύρων, προσπαθώντας μάταια να βρει την Δωδώνη, και σε
πραγματική κατάσταση απελπισίας έγραψε:

«Που είναι τ’ αρχαιον άλσος σου, ω ιερά Δωδώνη;


Η βρύση σου η προφητική, το θείο σου το μαντειον;
Σε ποια κοιλάδα του Διός οι λόγοι ν’ αντηχουσαν;
Ποια λείψαν’ από τον βωμόν τ’ αστραπηβόλου μένουν;

Τα πάντα ελησμονήθησαν…»

Όλοι όμως, Έλληνες και ξένοι απέτυχαν, εκτός από τον Άγγλο Licoln.
Μόνον αυτός και ενώ περιηγήθηκε στην Ήπειρο, το Σεπτέμβρη 1823,
καθόρισε την Δωδώνη στο μέρος που θα την έβρισκε αργότερα ο Καραπάνος.
Το 1875 ο φιλάρχαιος πολιτευτής Καραπάνος, βρισκόμενος στα
Ιωάννινα, έμαθε ότι χωρικοί των χωριών Άλποχώρι, Τσαρακοβίστα και
Δραμισοί έβρισκαν συχνά αρχαία νομίσματα στα κοντινά ερείπια. Γι’ αυτό τον
απλό λόγο διενήργησε με τουρκική άδεια ανασκαφές που επιβεβαίωσαν τις
μαρτυρίες του Στράβωνα, ότι η Δωδώνη κείτεται στην κοιλάδα στους
πρόποδες του Τομάρου και δικαίωσαν τον Όμηρο που την αποκαλούσε
«δυσχείμερον», γιατί η κοιλάδα αυτή, κείμενη 500μ. πάνω από τη θάλασσα
και περιβαλλόμενη από χιονοσκεπές είναι όντως εκτεθειμένη σε βαρείς

χειμώνες.

Όμως, όπως αναφέρει ο Δάκαρης , οι νεότερες συστηματικές έρευνες
με τη ΙΒ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου, πλούτισαν περισσότερο τις γνώσεις
μας για την ιστορία, τη λατρεία και τα μνημεία του ιερού. Από τις έρευνες


κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

4
αυτές, που διεξάγονται από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία,
βεβαιώθηκε η λειτουργία του μαντείου από την εποχή του Χαλκού (2600π.Χ.-
1100π.Χ.) μέχρι το τέλος το 4ου αιώνα π.Χ., όταν τη λατρεία του Διός
διαδέχτηκε η χριστιανική.

3.Το μαντείο της Δωδώνης.

Το μαντείο ιδρύθηκε πιθανόν από τους Πελασγούς, στα προϊστορικά


χρόνια. Πάντως, το μαντείο είχαν συμβουλευτεί Πελασγοί για να
πληροφορηθούν αν πρέπει να πάρουν τα ονόματα θεών και η απάντηση ήταν

καταφατική . Μέσα στη σκοτεινιά των γεγονότων γνωρίζουμε ότι όταν άρχισε
η ακτινοβολία του Μαντείου, αυτοί που κατοικούσαν στην περιοχή του
λέγονταν Γραικοί, όπως γράφει ο Αριστοτέλης, ότι γύρω στη Δωδώνη «ωκουν
οι Σελλοί και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί , νυν δε Έλληνες». Αυτοί οι
Γραικοί πήραν το όνομα τους από την αρχαία θεά Γη, τη «Γραία» ή «Γαία».
Φαίνεται ότι θα υπήρχε πριν από την Αργοναυτική εκστρατεία, αν
παραδεχτούμε ότι προέρχεται από αρχαία παράδοση η πληροφορία στα
«Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ροδίου, ότι η Αθήνα έβαλε στην πρώρα
της περίφημης «Αργούς» ένα ξύλο από την «ομιλουσαν δρυν» της Δωδώνης.
Με τις σύγχρονες έρευνες που γίνονται από την Αρχαιολογική Εταιρεία των
Αθηνών, βεβαιώθηκε η λειτουργία του μαντείου από την εποχή του Χαλκού

(2600-1100π.Χ.). Στην περιοχή αυτή που από τα πολύ παλιά χρόνια, οι
πρωτόγονοι κάτοικοι λάτρευαν τη θεά Γη και μετά τη θεά «Δρυν», επειδή η
παραλλαγή της, το δέντρο «φηγός», παράγει βαλανίδια φαγώσιμα, που ήταν
γι’ αυτούς σπουδαία τροφή. Από τη συνήθεια να τρώνε αυτό το είδος ο
Όμηρος τους ονομάζει «άνδρας βαλανηφάγους» που έτρωγαν καρπούς
βελανιδιάς. Η Μεγάλη Θεά είχε την κατοικία της στη Δωδώνη, στις ρίζες αυτής
της μεγάλης βελανιδιάς, της φημισμένης φηγούς, της οποίας οι ψημένοι
καρποί αποτελούσαν τη βασική τροφή των ανθρώπων (βαλανηδοφάγοι). Μια
τέτοια παράσταση της θεάς της βλάστησης που κάθεται κάτω από το ιερό


κάτω

κάτω

5
δέντρο συναντούμε στη σφενδόνη του χρυσού δαχτυλιδιού των Μυκηνών του

15ου αιώνα.
Πρώτος ο Ηρόδοτος (Β’ 53-59) αφού το επισκέφθηκε, αναφέρει ότι
όπως έμαθε από τους ιερείς του ναού του Άμμωνος Δία στην Θήβα, κάποιοι
Φοίνικες αφού άρπαξαν δύο ιερείς , την μία μεν έστειλάν στην Λιβύη, την άλλη
δε στην Ήπειρο. Προσθέτει δε ότι, δύο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τη
Θήβα της Αιγύπτου και η μία αφού ήλθε στην Ήπειρο κάθισε στην φηγό, την
γνωστή μας δρυ και είπε ότι εκεί θα έπρεπε να ιδρυθεί ένα μαντείο του Δία.
Την γνώμη αυτή του Ηροδότου επανέλαβαν όλοι σχεδόν και όσοι αργότερα
έγραψαν για το ναό. Οι νεώτεροι φρονούν ότι η λατρεία του Δωδωναίου Διός
και η ίδρυση του ιερού σ’ αυτόν τον κορμό βελανιδιάς προήλθε από τους
πρωτόγονους ανθρώπους , οι οποίοι είχαν αποδώσει θείες δυνάμεις στην
βελανιδιά, επειδή τους παρείχε τροφή. Ο Kern όμως δυσκολεύεται να
παραδεχθεί τη σχέση του ινδογερμανικού τούτου μύθου και της λατρείας του
Δωδωναίου Διός. Μάλλον, λέει, πρέπει να αποδεχτούμε, ότι στους αρχαίους
χρόνους λατρευόταν κάποιος θεός, που ταυτίστηκε αργότερα με τον

Πανελλήνιο Δία και αποκαλούνταν Νάιος.
Αλλά και ο Όμηρος, στην Ιλιάδα του, περιγράφει τον Αχιλλέα να
προσεύχεται για τον Πάτροκλο που είχε φύγει μόνος του να αντιμετωπίσει
τον Έκτορα, λέγοντας: «Άρχοντα Δία, Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κατοικείς
μακριά, βασιλεύοντας στην κακοχείμωνη Δωδώνη, τριγύρω δε κατοικούν οι
Σελλοί, οι ερμηνευτές της θελήσεως σου με τα άπλυτα πόδια και τη συνήθεια

να κοιμούνται κατάχαμα».

4.Η φήμη του μαντείου.

Το μαντείο της Δωδώνης για πολλούς αιώνες είχε τα σκήπτρα ανάμεσα


στα ιδρύματα της κατηγορίας αυτής. Όταν κατέβηκαν τα ελληνικά φύλα στα
νότια, το Μαντείο των Δελφών, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη ακτινοβολία. Η
Δωδώνη σε όλη της αρχαιότητα διατήρησε το κύρος του πιο σεβαστού
μαντείου. Πόλεις και άρχοντες και απλοί άνθρωποι πήγαιναν εκεί, συχνά


κάτω

κάτω

κάτω

6
μάλιστα για ασήμαντες υποθέσεις της καθημερινής ζωής. Με τις ανασκαφές,
ήρθαν στο φως και πολλές επιγραφές με τα ερωτήματα που έκαναν
προσκυνητές. Δεν βρέθηκαν όμως καθόλου επιγραφές με απαντήσεις,
δηλαδή με τους χρησμούς.
Και ο ίδιος ο περίφημος ο βασιλιάς Κροίσος είχε πάει στο μαντείο.
Ανάμεσα στα ερωτήματα , που έκαναν πολλά είναι περίεργα. Ένας βοσκός
π.χ. ρωτά, αν θα πάνε καλά τα πρόβατά του εκείνη τη χρονιά. Ένας έμπορος
ρωτά, αν θα πετύχουν οι εμπορικές του επιχειρήσεις. Οι Κερκυραίοι ρωτούν
ποιο θεό πρέπει να λατρεύουν για να έχουν ομόνοια. Το ίδιο ερώτημα κάνει
και κάποιος Ευστάθιος με τη γυναίκα του , που θέλουν και αυτοί την
οικογενειακή ομόνοια που οδηγεί στην οικογενειακή ευτυχία. Μια γυναίκα
ρωτά τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί από την αρρώστια που είχε. Άλλος,
θέλει να του πει ο Δωδωναίος Δίας, αν συμφέρει πιο πολύ να μένει στο σπίτι
του ο ίδιος ή να το νοικιάζει. Τα μικροζητήματα λοιπόν, της καθημερινής ζωής
και οι πονοκέφαλοι των ανθρώπων ήταν θέματα που αναζητούσαν στο
σεβάσμιο Μαντείο το δρόμο που οδηγεί στη λύτρωση.
Ο Ίναχος, ο βασιλεύς του Άργους, προς αυτό απευθύνθηκε για τη
διασαφήνιση των ονείρων της κόρης του Ιούς, της οποίας το μαντείο
φανέρωσε τις σχέσεις με τον Δία και την οποία η Ήρα μεταμόρφωσε σε
δαμάλα. Ακόμη, ο Ηρακλής ενημερώθηκε για την έκβαση των άθλων του κατά
τον ίδιο τρόπο. Στο μαντείο της Δωδώνης κατέφυγε κατά την συμβουλή της
Αθηνάς, ο γιος του Φρίξου απ το Άργος, για να μάθει την πορεία του πλοίου
των Αργοναυτών, ο Κρέων κατά τον πόλεμο των επτά επί Θήβας για τη
διάσωση του γιου του Μενοικέως αλλά και ο Ορέστης, οι γιοι του Αχιλλέα, ο
Πύρσος και ο Νεοπτόλεμος, ο Οδυσσέας και ο Αινείας, διάφοροι ξένοι
ηγεμόνες όπως ο Κροίσος κ.α.
Επίσης, καθένας γνώριζε ότι ο Αχιλλέας είχε προσευχηθεί στον Δία της
Δωδώνης. Φαίνεται ότι τα φύλα που μετείχαν στην «κάθοδο των Δωριέων»
διέδωσαν τη φήμη του μαντείου. Ένα από αυτά έστελνε κάθε χρόνο στη
Βοιωτία τρίποδες τυλιγμένους σε πολυτελή υφάσματα σε ανάμνηση κάποιας

θεάς επιφανείας.
Τα ευρήματα του Καραπάνου και τα υπάρχοντα ερείπια είναι ικανά να
καταδείξουν την σπουδαιότητα του μαντείου και να δικαιολογήσουν την φήμη

κάτω

7
την οποία είχε για τους αρχαίους. Στις ευρισκόμενες επιγραφές απαντούν τα
ονόματα μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπως της Κέρκυρας και του Τάραντος,
απ’ όπου έρχονταν πολίτες απ’ όλη την Ελλάδα προκειμένου να ρωτήσουν το
μαντείο.
Οι χρησμοί του μαντείου της Δωδώνης δίδονταν κάτω από ιερή
βελανιδιά και τους ήχους ή τους ψιθύρους τους ερμήνευαν οι ιερείς, που
ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί. Αλλά το όνομα τούτο δεν σημαίνει μόνο τους
ιερείς, αλλά και τους κατοίκους της Δωδώνης. Ο Όμηρος τους αποκαλεί
«ενιπτόποδας» και «γαμαιεύνας», ενώ οι λοιποί ποιητές «γηλεχέας» και
«χαμαικοίτας». Εκτός αυτών, υπήρχαν και ιέριεαι, πέλειαι ή πελειάδες ή
προφήτιδες που κατά τους Ηπειρώτες σήμαινε τις γριές. Φαίνεται ότι
αποτελούσαν ιερατικό σωματείο, του οποίου οι κανονισμοί επέβαλλαν
σκληραγωγίες, όπως την ανιπτοποδίαν και την χαμαιεύνειαν, προς
καταπολέμηση των σωματικών ορμών, διότι ως και ο Ευρυπίδης λέγει:
«Εν αστρώτω πεδίο δίδουσι πηγαις δ’ ουχ υγραίνουσι πόδας».
Το αξιοπερίεργο τούτο είδος του ασκητισμού απαντάται και στην ινδική

θρησκεία και επιβεβαιώθηκε από δημοσίευση του Μ.Παπακωνσταντίνου.
Οι ιερείς του μαντείου, οι Ελλοί ή Σελλοί, ήταν πάντα ξυπόλυτοι
(ανιπτόποδες), δεν έπλεναν τα πόδια τους και χρησιμοποιούσαν το γυμνό
έδαφος για να κοιμηθούν (χαμαιευναι) επειδή περιφρονούσαν την περιποίηση
του σώματος και επειδή έτσι έρχονταν σε επαφή με τη θεά Γη που λάτρευαν.
Την αντίστοιχη αναφορά κάνει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα:

«Ζευ ανα Δωδωναιε Πελασγικε, τήλοθι ναίων Δωδώνης μεδεών δυσχειμέρου.



Αμφί δε Σελλοί σοί ναίουσ’ υποφηται ανιπτόποδες χαμαιευναι».

Αργότερα, οι ιερείς ονομάστηκαν «Τάμουροι» ή «Τόμουροι» -μπορεί


από το βουνό Τόμαρος, που στους πρόποδές του ήταν χτισμένη η Δωδώνη-
ή «υποφηται» και οι χρησμοί ονομάζονταν «Ταμούραι».
Αρχικά, τους χρησμούς τους έδιναν μόνο άντρες, μετά όμως και ιέρειες
(«πέλειαι»). Μπορεί να προήλθε από αυτές η παράδοση για τα μαύρα
περιστέρια (πελειάδες), γιατί οι Μολοσσοί κάτοικοι της Ηπείρου ονόμαζαν

κάτω

Gruben, Ιερά και ναοί της Αρχαίας Ελλάδας, Μόναχο, 2000,σελ.126.

8
πέλειες τις γριές, αλλά ζωγράφιζαν τις ιέρειες σαν περιστέρια, εκτός από τα
άλλα και για ένδειξη αγνότητας.

5.Οι τρόποι μαντικής.

«τον δ’ ες Δωδώνην φάτο βήμεναι όφρα θεοιο εκ δρυός υψικόμοιο Διός



βουλήν επακούσαι»

Η ιερά δρυς, που χρησιμοποιούσαν για όργανο των χρησμών,


σύμφωνα με την παράδοση, ήταν εκείνη που στα κλαδιά της στάθηκε το
μαύρο περιστέρι, που ήρθε από τη Λιβύη και με ανθρώπινη φωνή διέταξε να
λατρεύουν το Δωδωναίο Δία. Από το θρόισμα που έκανε η βελανιδιά, όταν
φυσούσε ο άνεμος, οι ιερείς καταλάβαιναν τους χρησμούς, που τους έλεγαν
μέσα σε πεζό λόγο, ενώ ποιητές , που βρίσκονταν εκεί, τους μετέτρεπαν σε
εξάμετρο. Σιγά- σιγά όμως, το Μαντείο αποκτούσε και άλλα είδη μαντικής.
Ένα από αυτά ήταν το «Χαλκείον», αφιέρωμα των Κερκυραίων. Το
αποτελούσαν δύο στύλοι και στον έναν ήταν καρφωμένός ένας χάλκινος
λέβητας, ενώ στον άλλο ένα παιδικό αγαλματίδιο, που κρατούσε στο δεξί του
χέρι μαστίγιο με τρεις ουρές. Όταν φυσούσε άνεμος, τα λουριά στο μαστίγιο
άρχιζαν να κουνιούνται και τα άκρα τους χτυπούσαν το χάλκινο λέβητα. Από
τους ήχους που έβγαιναν οι ιερείς μάντευαν τους χρησμούς. Από αυτό
προήλθε από και η παροιμία «Δωδωναιον χαλκειον» και «Κερκυραίων
μάστιξ». Πάντως, το συνηθέστερο ήταν η ιερά δρυς που ο Σοφοκλής
αποκαλούσε :

«Ως την παλαιάν φηγόν αυδησαί ποτε Δωδωνι δισσον εκ πελειάδων



έφη»(Τραχ.171).

Υπήρχε ακόμα η κληρομαντεία, δηλαδή η μαντική με ψήφους, που


επικράτησε στα κατοπινά χρόνια. Άλλα, παράλληλα, η ιερή βελανιδιά δεν
σταμάτησε να δίνει χρησμούς. Γύρω μάλιστα από το Μαντείο φυτεύτηκε
ολόκληρο δάσος από βελανιδιές (το ιερό Άλσος) και έπαιρναν τους χρησμούς

Grugen, Ιερά και ναοί της Αρχαίας Ελλάδας, Μόναχο, 2000, σελ.126.

κάτω

9
όχι μόνο από το θρόισμα της ιερής βελανιδιάς αλλά ολόκληρού του Ιερού
Άλσους. Επίσης, το μουρμούρισμα μιας πηγής που ανάβλυζε τα νερά της
στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, καθώς και το πέταγμα των ιερών πουλιών του
Δία, χρησίμευαν στους ιερείς για να βγάλουν τους χρησμούς τους. Γενικά,
κάθε φυσικός θόρυβος του περιβάλλοντος, φυτών, πηγής, πουλιών, έγινε
βασική μαντική αφετηρία, που από μέσα της εκδηλώνεται η παρουσία και η
θέληση του μεγάλου θεού, του Δωδωναίου Δία.

6.Η λατρεία των θεών.

Στη Δωδώνη ο νέος θεός του ουρανού, των κεραυνών και της
καταιγίδας και η χθόνια θεά της βλάστησης αποτέλεσαν το θείο ζεύγος, όπως
στη νότια Ελλάδα ο Ζεύς και η θεά της γονιμότητας, η Ήρα. Ο Ζεύς έγινε τώρα
ένοικος της Δωδώνης με την επίκληση Νάιος από το ναίω (: κατοικώ) και η
προελληνική θεά πήρε το όνομά του, Διώνη, σύμφωνα με την πατριαρχική
αντίληψη των Ελλήνων. Έτσι, η φηγός ήταν η κατοικία του ζεύγους, όπως

απεικονίζεται και στα αργυρά δίδραχμα της εποχής.
Πέρα όμως από το ιερό ζεύγος, εκεί λατρεύονταν ο Ηρακλής, η Θέμις,
η Αφροδίτη.
Ο Ηρακλής, υπήρξε ο προγονικός ήρωας των Μακεδόνων Αργεάδων.
Με τον οίκο είχε συνδεθεί ο μολοσσικός οίκος , ύστερα από το γάμο της

πριγκίπισσας Ολυμπιάδος με τον Φίλιππο Β’, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου.


κάτω

κάτω

10
Η Θέμις τιμήθηκε ως Νάιος Θεά που μαζί με τη Διώνη και των Δία
αποτελούσαν τριάδα, ενώ η Αφροδίτη είναι η θεότητα που έφερε μαζί του ο
Πύρρος όταν επέστρεψε από την σικελική εκστρατεία.

7.Η διαμόρφωση των κτισμάτων στο πέρασμα του χρόνου.

Για πολλούς αιώνες το Μαντείο ήταν άστεγο. Μόνο το 400 π.Χ. , κοντά
στην ιερή βελανιδιά χτίστηκε ένας μικρός ναός με πρόναο. Σταδιακά, ο
αρχικός ναΐσκος πλουτιζόταν με άλλα κτίσματα, ενώ ιδιαίτερη προσπάθεια
έδειξε ο βασιλιάς Πύρρος, που κατέθεσε στο ιερό και ρωμαϊκές ασπίδες,
λάφυρα από τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια της Ιταλίας (280π.Χ.).
Ο Πύρρος, αφού εγκαινίασε τα εορταζόμενα Νάια, δηλαδή γιορτές με
γυμνικούς, μουσικούς και δραματικούς αγώνες, κατασκεύασε το μεγάλο λίθινο
θέατρο, χωρητικότητας 18.000 θεατών περίπου, με την ορχήστρα, τη λίθινη
σκηνή και το ξύλινο προσκήνιο.
Πιο συγκεκριμένα, στην ανοικοδόμηση του ναού αυτού είχε σχεδιάσει
να προβεί ο Αιακίδης, με την υπέρογκη δαπάνη των 1500 ταλάντων αλλά
πέθανε πριν προλάβει να πραγματοποιήσει το έργο του , πράγμα που
ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο Πύρρος (297-292). Τον οικοδομικό περίβολο
αντικατέστησε υψηλός τοίχος με τρεις ιωνικές στοές εσωτερικώς, πλην της
ανατολικής, κατεχόμενης από την ιερά φυγό. Στο οικοδόμημα αυτό, που είχε
την μορφή περικλείστου κατοικίας, ανάθεσε ο Πύρρος την επαύριο της νίκης
του εναντίον των Ρωμαίων στην Ηράκλεια της Ιταλίας (280π.Χ), ρωμαϊκές
ασπίδες, λάφυρα πολέμου, ενώ αργότερα ανάρτησε ο βασιλιάς στους κίονες
ων στοών του ανοικοδομηθέντος ιερού, μακεδονικές ασπίδες, λάφυρα από τη
νίκη του κατά του Αντιγόνου, με εγχάρακτο επίγραμμα, που αποδίδεται στον
Λεωνίδα τον Ταραντίνο. Σ’ αυτά τα χρόνια οικοδομήθηκε ο παλαιός ναός την
Δωδώνης, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη του πρόναου, ο επίσης
τετράστυλος πρόστυλος δωρικός ναός του Ηρακλέους, πιθανότατα δε και ο
ναός της Αφροδίτης.
Η Δωδώνη, αφού για πολλούς αιώνες έζησε ειρηνικά, άρχισε τέλος να
παθαίνει πολλές καταστροφές. Το 219π.Χ. ο αρχηγός των Αιτωλών
Δορίμαχος πυρπόλησε το ιερό και άλλα κτίσματα. Όπως αναφέρει ο Πολύβιος

11
( Δ’ 67 ), πυρπόλησε τις στοές του ιερού, κατέστρεψε πολλά από τα
αναθήματα, κατέσκαψε τα ιερά. Μετά από λίγο όμως, οι Ηπειρώτες και ο
Φίλιππός Ε’ της Μακεδονίας προέβησαν στην ανοικοδόμηση του ιερού.
Την θέση του μικρού ναού του Δία, κατέλαβε ο τετράστυλος πρόστυλος
ιωνικός ναός, που διέθετε πρόναο, σηκό και άδυτο ενώ περιβαλλόταν από
στωικό περίβολο, με πρόπυλο επί της νότιας πλευράς. Αντί του παλαιού
ναού της Διώνης κατασκευάστηκε λίγο νοτιότερα ο νέος ναός της θεάς, με
τέσσερις ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη. Ο ναός του Ηρακλή
ανακατασκευάστηκε, ενώ μεταξύ του ναού και θεάτρου οικοδομήθηκε μεγάλη
αίθουσα με δύο στοές, αναγκαίες με τις πολιτικές συναθροίσεις ή για την
φιλοξενία των προσκυνητών. Η σκηνή του θεάτρου επισκευάστηκε, το ξύλινο
προσκήνιο μετατράπηκε λίθινη, αφού τοποθετήθηκαν εκατέρωθεν της σκηνής
των δύο προπύλων Δυτικώς του θεάτρου, κατασκευάστηκε λίθινο στάδιο, το
οποίο είχε και στις δύο πλευρές 23 λίθινα ειδώλια. Τέλος, ολόκληρος ο χώρος
του κυρίως ιερού περιβλήθηκε από ψηλό ισοδομικό περίβολο.
Η ανοικοδόμηση της Δωδώνης από τον Πύρρο και τον γιο του
Αλέξανδρο αποκαλύπτει ανάγλυφα ότι η Δωδώνη είχε για τους Ηπειρώτες
ιδιαίτερη σημασία: ως πανάρχαιος τόπος λατρείας, ως κοινό των Ηπειρωτών
ιερό, και ως ιερό του οποίου η φήμη τείνει να αρθεί στο ύψος του πανελλήνιου
ιερού, αφ ενός λόγω του αρχιτεκτονικού εξωραϊσμού του και αφ’ ετέρου χάρις
στην λαμπρότητα των εορτών που τελούνταν εκεί, των Ναϊων, των οποίων οι
αγώνες, όπως αναφέρθηκε -προφανώς μετά την πτώση της βασιλείας-

κατόρθωσαν να αναγνωριστούν ως στεφανίτες. Γνωρίζουμε τα Νάια
περισσότερο από κάποιες επιγραφές. Πιστεύεται γενικά ότι ο Πύρρος είναι
αυτός που ίδρυσε τρεις διαφορετικούς αγώνες: αρματοδρομίες, γυμνικούς και
σκηνικούς.
Οι Ρωμαίοι, υπό τον Αιμίλιο Παύλο, το 168 π.Χ. συμπλήρωσαν την
καταστροφή του Δορίμαχου, αφού κατέστρεψαν γύρω στις 70 ηπειρωτικές
πόλεις, αριθμός που σήμερα θεωρείται μάλλον υπερβολικός. Αλλά και το
88.Χ, κατά τους πολέμους των Ρωμαίων εναντίον του βασιλέως του Πόντου
Μιθριδάτη, Θράκες στρατιώτες προξένησαν τέτοιες καταστροφές στο ιερό της
Δωδώνης που, για πολύ καιρό, η Δωδώνη έμεινε έρημη. Μετά τη νίκη των
Ρωμαίων στο Άκτιο το 31π.Χ, ο Αύγουστος επειδή ενδιαφέρθηκε για τις

κάτω

12
παραδόσεις που αφορούσαν το ιερό και συνδέονταν με τον Τρώα ήρωα
Αινεία, προέβη στην ανοικοδόμηση του ιερού και στην μετατροπή του θεάτρου
σε αρένα, προκειμένου να διεξάγονται οι προσφιλείς κατά την εποχή
θηριομαχίες.
Γύρω στο 120μ.Χ ο Ανδριανός ενδιαφέρθηκε και μάλλον επισκέφτηκε
το ιερό. Πράγματι, το 240μ.Χ διεξάγονταν ακόμη τα Νάια, σύμφωνα με
επιγραφή, την οποία είχε δει προ 500 ετών ο Κυριακός από την Αγκώνα στο
κάστρο των Ιωαννίνων. Τμήμα της επιγραφής βρέθηκε μέσα στο Κάστρο.
Το 391π.Χ. οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τη βελανιδιά, που υπήρχε πολύ

περισσότερο από 1000 χρόνια.
Αργότερα (3ος αιώνας μ. Χ) είχε πάλι αναγεννηθεί και το 362μ.Χ
αναφέρουν ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, πριν ξεκινήσει ενάντια στους
Πέρσες, είχε ζητήσει χρησμό από το Δωδωναίο Δία. Όταν όμως ο
Χριστιανισμός, χάρη στον Κωνσταντίνο, έγινε επίσημη θρησκεία της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχε και η Δωδώνη την τύχη των αρχαίων ιερών. Το
ιερό έγινε χριστιανική εκκλησία σε σχήμα βασιλικής, ενώ η μικρή πόλη
Δωδώνη έγινε έδρα Δεσπότη. Πριν, το 391 π.Χ., είχε κοπεί και η ιερή
βελανιδιά, που τις ρίζες της λάτρεψαν , για 2500 χρόνια, τη Θεά Γη και το
Δωδωναίο Δία. Ο χριστιανικός φανατισμός συμπλήρωσε το έργο της
καταστροφής με τη διάλυση των ιερών οικοδομημάτων , λίθοι των οποίων
χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση των δύο επάλληλων χριστιανικών
βασιλικών του 5ου και 6ου αιώνα.
Τέλος, οι Γότθοι, το 550, με αρχηγό τον Τοτίλα, κατέστρεψαν και τη
χριστιανική Δωδώνη. Το ιερό εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι κατέφυγαν στα
όρη και στην γειτονική πόλη που εντωμεταξύ ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό
και αργότερα μετονομάστηκε σε Ιωάννινα Από τότε, βαθύ σκοτάδι σκέπασε το
Μαντείο, ώσπου το 1876 ο Κων.Καραπάνος και αργότερα ο Σ.Δάκαρης το
έφεραν πάλι στο φως.

8.Οι ανασκαφές:

Οι πρώτες ανασκαφές που διενήργησε εκεί ο πολιτευτής Καραπάνος


στα 1875 αναμόχλευσαν επιφάνεια 20.000 τ.μ. και οδήγησαν στο

Grugen, Ιερά και ναοί της αρχαίας Ελλάδας, Μόναχο, 2000, σελ.129.

13
συμπέρασμα ότι εκεί βρίσκεται πράγματι το περίπτυστον μαντείο του
Δωδωναίου Διός με τη μαντική φηγό. Ωστόσο, οι έρευνες αυτές δεν
ερμήνευσαν τη σημασία των μνημείων, ούτε φώτισαν αρκετά την ιστορία και
τη λατρεία του ιερού. Επειδή με τις ανασκαφές εκείνες βρέθηκε στη
χριστιανική βασιλική ένας αποθέτης(Β), όπου οι ιερείς είχαν απορρίψει
αχρηστευμένα αφιερώματα, ο Καραπάνος θεώρησε τη βασιλική, που ήταν

χτισμένη με αρχαίο υλικό, ως το μαντείο της Δωδώνης.
Ήδη στα 1957, ο Σωτήριος Δάκαρης, ο περίφημος κλασικός

αρχαιολόγος, ανακάλυψε στην Εφύρα, στον Αχέροντα, το νεκρομαντείο. Σ’
αυτό, ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου τον 6ο αι. π.Χ. είχε στείλει

απεσταλμένους για να συμβουλευτεί την πεθαμένη γυναίκα του Μέλισσα.
Σπουδαία η ανακάλυψη του αρχαιολόγου, αφού επρόκειτο για το
σημαντικότερο νεκυομαντείο της αρχαιότητας.
Επίσης σπουδαίες όμως, ήταν οι συστηματικές ανασκαφές που
διενήργησε μαζί με άλλους αρχαιολόγους στην Δωδώνη, και που είχαν ως
αποτέλεσμα την ανακάλυψη νέων στοιχείων για την μεγάλη πόλη της Β.Δ.
Ελλάδας. Έτσι, βεβαιώθηκε η λειτουργία του μαντείου από την εποχή του
Χαλκού (2600-1100π.Χ.) μέχρι το τέλος του 4ου αι. μ.Χ., όταν τη λατρεία του
Διός διαδέχτηκε η χριστιανική. Τη νέα λατρεία επιβεβαιώνουν τα ερείπια της
χριστιανικής βασιλικής του 5ου και 6ου αι., οπότε η περιοχή φαίνεται ότι
εγκαταλείπεται από τον πληθυσμό των σλαβικών επιδρομών και εγκαθίσταται

στα Ιωάννινα, που ίδρυσε ο Ιουστινιανός το 530π.Χ .

9.Τα σωζόμενα κτίσματα:

Έτσι σήμερα, μετά τις μακροχρόνιες και εντατικές ανασκαφές, σώζονται


τα παρακάτω ερείπια της Δωδώνης:

Η ιερά οικία (Ε1):


below

infra

infra1998.

infra

14
Πρόκειται για ένα τετράγωνο οικοδόμημα, διαστάσεων 20,80 Χ 19,20μ.
Παρουσιάζει τέσσερις φάσεις:
1.Τον 4ο αι. π.Χ., χτίστηκε ένας μικρός ναός με πρόναο και σηκό. Δεν είχε
τοίχους, αφού περιγράφεται ως τοίχους μή έχοντα. Την ιερή φηγό περιέκλειε
ένας περίβολος από χάλκινους τρίποδες με λέβητες και όταν κάποιος άγγιζε
τον έναν, ο ήχος περιέτρεχε όλους τους λέβητες και δεν σταματούσε, αν
κάποιος δεν άγγιζε έναν από αυτούς.
2.Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., χτίστηκε λίθινος ισοδομικός περίβολος με είσοδο
στη νότια πλευρά, που περιέκλειε το μικρό ναό με τη φηγό.
3.Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., χτίστηκε ένας πιο ευρύχωρος, με τρεις ιωνικές
στοές τις τρεις πλευρές της αυλής και με είσοδο στην πρόσοψη.
4.Τέλος, το 218π.Χ. και μετά την καταστροφή των Αιτωλών στη Δωδώνη και
το Δίον, οι Μακεδόνες μαζί με τους Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα
κατεστραμμένα ιερά. Έτσι, την θέση του μικρού ναού πήρε ένας μεγαλύτερος
ναός. Διέθετε τετράστυλη ιωνική πρόσταση, ευρύχωρο σηκό και άδυτο με
τρεις ιωνικές στοές στο εσωτερικό και πρόστυλο με τέσσερις ιωνικούς κίονες
στην πρόσοψη.
Το 167π.Χ. οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα ιερά.

Ο αρχαίος ναός της Διώνης(Γ):

Βρίσκεται βορείως της ιερής οικίας (Ε1) διατηρείται η λίθινη βάση


τετράγωνου ναού (Γ) διαστάσεων 9,80 Χ 9,40μ., με τετράστυλο ιωνικό
πρόναο, με κίονες από ψαμμιτόλιθο και σηκό. Ο ναός πρέπει να είχε χτιστεί
στα χρόνια αυτά 330-324π.Χ. Εγκαταλείφθηκε το 219π.Χ.

Ο νέος ναός της Διώνης(Θ):

Χτίστηκε μετά το 219π.Χ. , λίγο νοτιότερα του πρώτου. Είναι


τετράστυλος πρόστυλος ιωνικός , με πρόναο και σηκό, στον οποίο σώζεται η
βάση του βάθρου για το έδος της θεάς.

Ο ναός του Ηρακλή(Α -Α1):

15
Βρίσκεται νοτιοανατολικά της ιερής οικίας, στις αρχές του 3ου αι. Είναι ο
μοναδικός δωρικός ναός του ιερού, με τετράστυλο δωρικό πρόναο και σηκό,
που καλύπτεται εν μέρει από το νότιο τοίχο της χριστιανικής βασιλικής. Έχει
διαστάσεις 16,50 Χ 9,50μ. Καταστράφηκε το 219π.Χ. και ανοικοδομήθηκε
αμέσως μετά. Βρέθηκαν μερικά λίθινα αναθήματα και μια λίθινη μετόπη, που
παριστάνει τον άθλο του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. Επίσης, σώζεται η
βάση του βωμού, διαστάσεων 5,70 Χ 3,20μ.

Ο ναός της Θέμιδος(Ζ):

Βρίσκεται δυτικά της ιεράς οικίας, σε διαστάσεις 10,30 Χ 6,25μ.


Αποτελείται επίσης από πρόστυλο τετράστυλο πρόναο και σηκό. Οι ιωνικοί
κίονες ήταν από τοπικό ψαμμιτόλιθο. Στην πρόσοψη σώζεται η βάση ενός
μεγάλου βωμού, διαστάσεων 2,60 Χ 1,80μ., που τον περιέβαλλαν μεγάλοι
ορθοστάτες με είσοδο στη βόρεια πλευρά, όπου θα τελούνταν οι κοινές θυσίες

στη Θέμιδα.

Ο ναός της Αφροδίτης(Λ):

Βρίσκεται νοτιοδυτικά της ιερής οικίας, σε διαστάσεις 8,50 Χ 4,70μ.


Χρονολογείται γύρω στον 4ο αι.- 3ο αι. Πρόκειται για έναν απλό ναό, με
πρόναο και σηκό και με δύο οκτάπλευρους στύλους μεταξύ των παραστάδων
της θύρας.
Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι δύο οχτάπλευροι σπόνδυλοι του ναού,
είναι εντοιχισμένοι στο μικρό, γειτονικό ρωμαϊκών χρόνων κτίσμα.

Το βουλευτήριο(Ε2):

Βρίσκεται στην νότια πλαγιά του λόφου, ανατολικά του θεάτρου.


Αποτελείται από μία μεγάλη αίθουσα με εμβαδόν 1.260τ.μ. και μια δωρική
στοά στην πρόσοψη.


κάτω

16
Η ανωδομία ήταν χτισμένη με ψημένες και ωμές πλίθρες και συνδετικό
πηλό. Οκτώ ιωνικοί κίονες σε τρεις σειρές στήριζαν μια μεγάλη σαμαρωτή
στέγη. Οι τοίχοι είναι ενισχυμένοι με 14 αντηρίδες για τις αντωθήσεις της
βαριάς στέγης. Δυο μεγάλες εξώθυρες , κοσμημένες με χάλκινους
διακοσμητικούς ήλους, οδηγούσαν στο εσωτερικό. Στα δύο λίθινα κατώφλια
διατηρούνται οι χάλκινες βάσεις. Δύο κλίμακες μικρού μεγέθους οδηγούσαν
στο θέατρο, όπου κάθονταν οι σύνεδροι.
Ανατολικά του βουλευτηρίου βρέθηκαν τέσσερα λίθινα βάθρα με
τιμητικά ψηφίσματα.

Το πρυτανείο(Ο-Ο1):

Βρίσκεται νότια του βουλευτηρίου.


Αποτελείται από τον αρχικό πυρήνα, πλάτους 31,50π.Χ. των αρχών
του 3ου αι. και την προσθήκη του τέλους του 3ου αι. π.Χ. στη βόρεια πλευρά. Η
τελευταία αποτελείται από τρία εννεάκλινα δωμάτια με τους βοηθητικούς
χώρους για τη σίτιση των αρχόντων, και στην ανατολική πλευρά από μια
μεγάλη ιωνική στοά που έφτανε σχεδόν ως τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του

δυτικού περιβόλου.
Η ανασκαφή, που συνεχίζεται , έφερε στο φως την περίστυλη αυλή με
4 Χ 4 δωρικούς κίονες στην ανατολική πλευρά, όπου η είσοδος.
Μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167π.Χ., ο αρχικός πυρήνας
επισκευάστηκε πρόχειρα, αλλά η βόρεια πλευρά και η ανατολική παρέμειναν
κάτω από τα ερείπια.

Η οικία των ιερέων(;) (Μ):

Βρίσκεται δυτικά του βουλευτηρίου. Έχει διαστάσεις 17,30 Χ 10,70μ.,


με είσοδο στην ανατολική πλευρά. Η ανωδομία του ήταν χτισμένη με ωμές
πλίθρες. Όταν στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. χτίστηκε το θέατρο, χρειάστηκε να
αποκοπεί η βορειοδυτική γωνία του κτίσματος για τη θεμελίωση του
νοτιοανατολική πύργου του θεάτρου.


κάτω

17
Μετά την καταστροφή του 219π.Χ. το οίκημα καλύφθηκε από τα
ερείπια των οικοδομημάτων που ρίχτηκαν εκεί.

Το θέατρο:

Ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Ελλάδας με χωρητικότητα 17.000


θεατών περίπου. Χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι., επί βασιλέως Πύρρου,
για τη γιορτή των Ναϊων που τελούνταν πιθανώς κάθε τέσσερα χρόνια.
Διακρίνονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις.
1.Το κοίλο χωρίζεται με 4 διαζώματα σε 3 τμήματα. Δέκα κλίμακες
διαιρούν το κοίλο σε εννέα κερκίδες. Το ανώτερο τμήμα χωρίζεται με κλίμακες
σε 18 κερκίδες, ενώ εξωτερικά του κοίλου δύο μεγάλα κλιμακοστάσια
οδηγούσαν τους θεατές απευθείας στα ανώτερα διαζώματα του θεάτρου.
2.Στο κέντρο της ορχήστρας διατηρείται η βάση της θυμέλης, δηλαδή η
βάση του βωμού του Διονύσου. Γύρω από αυτήν υπήρχε οχετός.
3.Η σκηνή είναι διώροφη και ορθογώνια, διαστάσεων 31,20 Χ 9,10μ.,
με δύο παρασκήνια και τέσσερις παράπλευρους στύλους ανάμεσα. Στην
οπίσθια, νότια πλευρά, συνέχεται η δωρική στοά με 13 οχτάπλευρους στύλος,

η οποία επικοινωνεί με τη σκηνή με μία τοξωτή θύρα. Μετά την καταστροφή
του 219π.Χ. , προστέθηκε στην πρόσοψη της σκηνής ένα ιωνικό προσκήνιο,
ύψους 3,50μ. περίπου, με 17 ιωνικούς ημικίονες, το οποίο επικοινωνούσε με

δύο παράπλευρα παρασκήνια . Ανατολικά και δυτικά προστέθηκαν δύο
ιωνικά πρόπυλα με ΄δυο εισόδους, γεγονός που σχετίζεται με την εμφάνιση

της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου .
Μετά την καταστροφή του 167π.Χ., η σκηνή του θεάτρου
επισκευάστηκε πρόχειρα ενώ στα χρόνια του Αυγούστου μετατράπηκε σε
αρένα.

Το στάδιο(ΣΤ):


κάτω

κάτω

κάτω

18
Βρίσκεται δυτικά του θεάτρου και χρονολογείται στο τέλος του 3ου αι.
π.Χ. Διέθετε 21 ή 22 σειρές εδωλίων και στενές κλίμακες. Επίσης, ρείθρο με
λεκάνες για την συσσώρευση των υδάτων στα ανατολικά καθώς και δίπυλη
αψιδωτή είσοδο στα αριστερά, που οδηγούσε στο θέατρο.

Η ακρόπολη:

Η ακρόπολη της Δωδώνης έχει περίμετρο 750μ., ύψος 35μ. και



εμβαδόν 3,4 εκτάρια. Το σχήμα της είναι τραπεζιόσχημο και έχει δύο πύλες

( Β. Α. και Β. Δ.) , δύο πύργους ( Β. Α. και Ν. Δ. ) και μία πυλίδα (Ν.).
Στο εσωτερικό σώζεται δεξαμενή και λαξευμένη στο βράχο και δύο πεσσοί

στο εσωτερικό της που φέρουν λίθινο επιστύλιο.

Η χριστιανική βασιλική(Β):

Πρόκειται για μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική, χτισμένη σε δύο


πολεοδομικές φάσεις:
Α. 5ος αι.:Διέθετε εγκάρσιο κλίτος σε σχήμα Τ.

Β. 6ος αι.:Επεκτάθηκε ανατολικά με την προσθήκη τρίκογχου ιερού.
Η είσοδος γινόταν από έναν στενόμακρο νάρθηκα με δύο πύλες στη δυτική
του πλευρά και τρεις στην ανατολική. Το ιερό διέθετε ακόμα, τρία κλίτη με το

κεντρικό διπλάσιο σε πλάτος.


κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

κάτω

19
Χρήση του αρχαιολογικού χώρου:

Γνωρίζουμε ότι στο παρελθόν, στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης


διδάχτηκαν τραγωδίες. Συγκεκριμένα, μια επιγραφή, αναφέρει στεφάνους των
νικητών για τη διδασκαλία του Αρχελάου του Ευριπίδη και του Αχιλλέως του

Χαιρέμωνος.
Σήμερα, στο θέατρο της Δωδώνης δίνονται συχνά και με τη φροντίδα
της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών.
Εξάλλου, πολύ κοντά στο χώρο με τα ερείπια υπάρχει το χωριό Δωδώνη, με
460 κατοίκους, που είναι μια κοινότητα. Αλλά και ολόκληρη η επαρχία της

ηπειρωτικής πρωτεύουσας των Ιωαννίνων λέγεται επαρχία Δωδώνης.
Επιπλέον, ο χώρος προστατεύεται ως αρχαιολογικός θησαυρός και σε
αυτόν πραγματοποιούνται καθημερινά ξεναγήσεις με σκοπό την διάδοση το
ελληνικού πολιτισμού και του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος για την περιοχή.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύεται ο πλούτος και η σημαντικότητα της
περιοχής, ενώ αποδεικνύεται περίτρανα η ελληνικότητά της, ως η καλύτερη
απάντηση απέναντι στις εθνικιστικές φωνές αμφισβήτησης, οποιασδήποτε
προέλευσης.


κάτω

κάτω

20
Βιβλιογραφία:

1. Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη, Αθήνα, 1981, σελ.218-20, τόμος 7.

21
2. Σ.Δάκαρης, Δωδώνη, υπουργείο πολιτισμού -ταμείο αρχαιολογικών πόρων
και απαλλοτριώσεων, Αθήνα,1993, 1998(3).
3. Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, , ο Φοίνιξ, Αθηναι, έκδοση 2η , τόμος 9.
4. Μελέτιος, Γεωγραφία, Βενετία, 1807, σελ.269.
5. Ήπειρος, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, 1997.
6. Αθανάσιος ο Παλιουρίτης, Επίτομη Ιστορία της Ελλάδος, Βενετία,
1807,σελ.31, τόμος Α’.
7. Αθανάσιος Σταγειρίτης, Ηπειρωτικά, Βιέννη, 1815, σελ.25.
8. Αλ.Πάλλης, Φιλολογικός Συνέκδημος, Αθηναι, 1849, τόμος Α’, σελ. 285.
9. Δημήτριος Σεμιτέλος, Ηπειρωτικά, Βερολινον, 1854, σελ.57.
10. Χριστόφορος Περραιβός, Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Αθηναι, 1857.
11. Αραβαντινός, Πραγματεία περί Δωδώνης, Ιωάννινα, 1862, σελ.36.
12. Πετρίδης, Κριτικαί επιστασίαι περί Δωδώνης, Πάτραι, 1867.
13. Χασίωτης, Περί Δωδώνης, Αθηναι, 1867,σελ.101.
14. Pouqueville, Voyage de la Grece, Paris, 1826, A’, p.339.
15. Leake, Nothern Greece, London, 1835, E’, 553.
16. Ταξίδι του Άρολδ, Β’ 35,μετάφραση Σάρρου.
17. Βιργίλιος, Γεωργικά, Α’, στ.146, μετ.Θεοτόκη.
18. Kern, Ήπειρος, εφημερίδα Ιωάννινα, αριθμός 2556.
19. Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Συλλογή ιραρριανών επιγραφών, Αθήνα, 1895.
20. Σωτηριάδης Γ.,Revues des etudes Greques, τ.34, σελ.384, 1921.
21. Δωδώνη, www.georama.gr, 1998, σελ.1.
22. Reunions Procedure, Theater of the Mind, 2000, p.1-2.
23. Dodoni, Workcamp Report, Service Civil International, Action, Μάρτιος 1998,
Νο.115.
24. Wiseman James, Rethinking the Halls of Hades, Archaeological Institute of
America,Volume 51, Number 3, 1998, p.1-2.
24. Gruben, Ιερά και ναοί της Αρχαίας Ελλάδας, Ινστιτούτο του βιβλίου
Καρδαμίτσα, σελ.126-129, Αθήνα, 2000.

22
23

You might also like