Professional Documents
Culture Documents
Η ζωή του:
Από τον κοσµοπολιτισµό της Βιέννης στην αποµόνωση του Λονδίνου
Ο Karl Popper γεννήθηκε στη Βιέννη το 1902 και ήταν ο νεότερος γιος του
ευκατάστατου δικηγόρου Raimund Popper. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες αλλά
οι γονείς του είχαν ασπαστεί το χριστιανισµό και έτσι ο ίδιος µεγάλωσε σε
προτεσταντικό περιβάλλον. Έχοντας την οικονοµική υποστήριξη την οικογένειάς του
έλαβε λαµπρή µόρφωση στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης όπου σπούδασε µαθηµατικά,
µουσική, ψυχολογία, φυσική και φιλοσοφία.
Στο µεγαλύτερο µέρος της εφηβείας του υπήρξε µαρξιστής· λίγο αργότερα όµως έγινε
σοσιαλδηµοκράτης, αηδιασµένος µε την ευκολία µε την οποία οι κοµµουνιστές άφηναν
απλούς ανθρώπους να πεθαίνουν για να υποστηρίξουν τα σχέδιά τους. Η αλήθεια είναι
ότι για ένα αρκετά µεγάλο διάστηµα «έζησε το σοσιαλισµό του»:ντυνόταν σαν εργάτης,
συναντιόταν µε άνεργους, δούλευε µε φτωχά παιδιά. Αυτή η τελευταία ασχολία του
τον έφερε σε επαφή µε τον ψυχαναλυτή Alfred Adler(πολύ σηµαντικός ψυχαναλυτής, ο
οποίος επινόησε και το «σύµπλεγµα ανωτερότητας» µεταξύ άλλων) ο οποίος τον
επηρέασε πολύ. Ταυτόχρονα ασχολούταν πολύ ενεργά µε τη µουσική, όντας µέλος της
avant-garde κίνησης και φίλος του Schoenberg(εφευρέτη της δωδεκάφθογγης κλίµακας)
και του Webern. Ήταν, επίσης, φανατικός της ορειβασίας και παντρεύτηκε µια από τις
πιο εντυπωσιακές γυναίκες της γενιάς του. Γενικά η ζωή του στη Βιέννη ήταν
εξαιρετικά πλούσια και πολύπλευρη, γεµάτη από ενθουσιώδεις και περιπετειώδεις
δραστηριότητες. Όλα όµως διακόπηκαν µε την έλευση του ναζισµού.
Το 1937, ένα χρόνο πριν ο Χίτλερ εισβάλλει στην Αυστρία, ο Popper αποδέχεται µια
θέση λέκτορα στο Canterbury University College, στη Νέα Ζηλανδία, όπου διαµένει
διδάσκοντας φιλοσοφία µέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου. Το 1946 µεταβαίνει στην
Αγγλία, όπου γίνεται επίκουρος καθηγητής της Λογικής στο London School of
Economics. Συνταξιοδοτήθηκε από τη διδασκαλία εικοσιτρία χρόνια αργότερα, το 1969,
και έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στο να γίνει το LSE ένα από τα µεγαλύτερα
κέντρα έρευνας και διδασκαλίας των κοινωνικών επιστηµών στον κόσµο. Πρέπει να
ήταν υπέροχο να κυκλοφορείς στο London School of Economics την περίοδο που
δίδασκε ο Popper αλλά ειδικά τα χρόνια από το 1960 και µετά. Εκτός από τον Popper
τότε δίδασκε και ένας άλλος πολύ σηµαντικός φιλόσοφος της επιστήµης που θα µας
απασχολήσει στο τρίτο µέρος της εργασίας µας, ο Imre Lakatos, αλλά και άλλοι
σηµαντικοί φιλόσοφοι, όπως ο J.Agassi και ο J.Watkins. Η ζωή του Popper στο
Λονδίνο ήταν το ακριβώς αντίθετο από τα νιάτα του στη Bιέννη:προτιµούσε την
ησυχία και την αποµόνωση, εντελώς αφοσιωµένος στην παραγωγή του τεράστιου
έργου του, το οποίο εκτείνεται σε ένα εντυπωσιακό εύρος θεµάτων:από τη φιλοσοφία
της επιστήµης και τη Λογική µέχρι την πολιτική φιλοσοφία, τις προσωκρατικές
σπουδές και την κβαντική θεωρία. Έγραφε και δηµοσίευε νέες ιδέες µέχρι και την
ηλικία των ενενήντα δύο ετών, οπότε και πέθανε, έχοντας αναγνωριστεί ως ένας από
τους σηµαντικότερους φιλοσόφους και διανοητές του 20ου αιώνα.
Τα σηµαντικότερα έργα του Popper είναι τα: The logic of scientific discovery(1934),
The open society and its enemies(1945), The poverty of historicism(1957) και Unended
quest(1976). Πολύ σηµαντικές είναι και οι συλλογές από άρθρα Conjectures and
refutations(1962) και Objective knowledge(1972). Όλα αυτά τα βιβλία έχουν
µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν δει πολλές εκδόσεις· ο ίδιος ο Popper
ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε το να κάνει τις ιδέες του κατανοητές στην πλειοψηφία του
κόσµου γράφοντας σε πολλή απλή γλώσσα και ταξιδεύοντας δίνοντας διαλέξεις σε
διάφορα µέρη του κόσµου. Ως αποτέλεσµα, αποτελεί έναν από τους πιο
πολυσυζητηµένους σύγχρονους φιλοσόφους:το 1965 χρίστηκε ιππότης από τη
βασίλισσα Ελισσάβετ, ένα µικρό δείγµα της προσφοράς του και της σηµασίας του
έργου του.
Το έργο του:
Η λογική της επιστηµονικής ανακάλυψης στηρίζεται στις εικασίες και τις
απορρίψεις
Αν και φαίνεται λίγο παράξενο, πιστεύω πως η παρουσίαση του έργου του Popper δεν
θα έπρεπε να ξεκινήσει από τις θεωρίες του, έτσι όπως αυτές εκφράζονται στα βιβλία
του, αλλά µε µια αναφορά στο γεγονός(ή µάλλον στη θεωρία) που την επηρέασε πιο
βαθιά από κάθε τι άλλο. Το 1905 ο Αινστάιν δηµοσίευσε την Ειδική θεωρία της
Σχετικότητας και το 1915 τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας. Μέχρι τότε και από την
εποχή του Νεύτωνα η επιστηµονική γνώση ήταν το πιο αξιόπιστο είδος γνώσης που
κατείχε ο άνθρωπος και λαµβάνονταν ως αδιαµφισβήτητη αλήθεια. Οι επιστηµονικές
µέθοδοι ήταν οι µόνες που µπορούσαν να δώσουν βέβαια αποτελέσµατα και οι νέες
επιστηµονικές ανακαλύψεις προστίθεντο στο επιστηµονικό «σώµα» γνώσεων
συµπληρώνοντας και επεκτείνοντας την υπάρχουσα γνώση. Με τις θεωρίες του
Αινστάιν όµως όλα αυτά φάνηκαν να καταρρέουν:αν η Θεωρία της Σχετικότητας ήταν
σωστή(πράγµα που αποδείχτηκε µε αναµφισβήτητο τρόπο:µε πειράµατα) τότε η
νευτώνεια µηχανική ήταν λάθος! Η αναζήτηση της βεβαιότητας βρισκόταν στο κέντρο
της επιστήµης και της φιλοσοφίας από την εποχή του Καρτέσιου και του Γαλιλέου και
όλοι πίστευαν πως το οικοδόµηµα του Νεύτωνα αποκάλυπτε πλήρως την κίνηση του
κόσµου αλάνθαστα, στηριγµένο στη µόνη πηγή βεβαιότητας:την επιστηµονική µέθοδο.
Και τελικά όλο αυτό το επιστηµονικό θαύµα, που έµοιαζε να είναι η τέλεια περιγραφή
του κόσµου µας, βασισµένη στην επιστηµονική βεβαιότητα τελικά αποδείχθηκε ότι δεν
ισχύει!
Το πρόβληµα αυτό ήρθε να λύσει η θεωρία του Popper για την επιστήµη:έτσι όπως ο
Locke στήριξε τη φιλοσοφία του στο έργο του Νεύτωνα, έτσι ο Popper βάσισε τη
θεωρία του για την επιστήµη στις ανακαλύψεις του Αινστάιν, οι οποίες τράνταξαν
συθέµελα τον επιστηµονικό κόσµο. Συνειδητοποίησε πως αν οι αιώνες απόλυτης
παραδοχής της νευτώνειας µηχανικής τελικά δεν ήταν αρκετοί για να αποδείξουν την
αλήθεια της, τελικά τίποτα δε θα ήταν αρκετό για να αποδείξει την αλήθεια µιας
επιστηµονικής θεωρίας. Οι επιστηµονικοί νόµοι, κατέληξε ο Popper, δεν ήταν τίποτα
περισσότερο από απλές θεωρίες, δηλαδή προϊόντα του ανθρώπινου µυαλού. Αν
εξηγούν ικανοποιητικά τα πράγµατα µάλλον βρίσκονται κοντά στην πραγµατικότητα,
αλλά τίποτα δεν αποκλείει µετά από χρόνια παραδοχής µιας θεωρίας να βγει µια
καινούργια που να είναι πιο κοντά στην πραγµατικότητα.
Η θεωρία του Popper για την επιστήµη βασίζεται σε δύο θεµελιώδη προβλήµατα:τα
ονοµάζει «το πρόβληµα της επαγωγής»(the problem of induction) και «το πρόβληµα
της διάκρισης»(the problem of demarcation). Το πρόβληµα της επαγωγής µπορεί να
διατυπωθεί ως εξής:ποια είναι η σχέση που υπάρχει ανάµεσα στη
θεωρητική(επιστηµονική) γνώση και την εµπειρία, ενώ το πρόβληµα της
διάκρισης:ποιο είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί την επιστήµη από τη µεταφυσική,
όπως επίσης και τα µαθηµατικά από τη Λογική. Οι απαντήσεις για τα δύο αυτά
θεµελιώδη προβλήµατα δίνονται στο πρώτο µέρος του The Logic of Scientific
Discovery και µάλιστα συγκλίνουν:η γνώση οικοδοµείται από προτάσεις που
προκύπτουν από την εµπειρία µας και ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα να
συγκριθούν µε αυτή και να απορριφθούν. Η σχέση που υπάρχει, λοιπόν, ανάµεσα στη
θεωρητική γνώση και την εµπειρία έχει µάλλον παραγωγικό παρά επαγωγικό
χαρακτήρα:η εµπειρία µας διδάσκει διορθώνοντας τα λάθη µας. Μόνο υποθέσεις που
έχουν τη δυνατότητα να διαψευσθούν από την εµπειρία µπορούν να εκλαµβάνονται ως
επιστηµονικές. ∆εν υπάρχει ανάγκη για το επαγωγικό άλµα που ο Locke και ο Hume
θεωρούσαν προβληµατικό αλλά αναπόφευκτο:η εµπειρία δεν µας επιβεβαιώνει, απλά
µας διαψεύδει.
Ουσιαστικά, η απάντηση στο πρόβληµα της επαγωγής µας δίνει τη θεωρία του
Popper για τη θεωρητική γνώση:η φυσική πραγµατικότητα, σύµφωνα µε τον Popper,
υπάρχει ανεξάρτητα από το ανθρώπινο µυαλό και σε κυριαρχείται από µια εντελώς
διαφορετική τάξη από αυτή που αντιλαµβάνεται η ανθρώπινη εµπειρία. Κατά συνέπεια,
η φυσική πραγµατικότητα δεν µπορεί να κατανοηθεί απευθείας από τον ανθρώπινο
νου· το µόνο που µπορούµε να κάνουµε είναι να κατασκευάζουµε όσο το δυνατόν πιο
συνεπείς και λογικοφανείς θεωρίες για να την εξηγήσουµε και για όσο αυτές οι θεωρίες
µας δίνουν χρήσιµα πρακτικά αποτελέσµατα και εξηγούν τα φαινόµενα τις
χρησιµοποιούµε.
Σχεδόν πάντα, όµως, κάποια στιγµή οι θεωρίες µας θα αποδειχθούν ανακριβείς σε
κάποιο βαθµό· τότε ξεκινάµε την αναζήτηση για µια νέα θεωρία, η οποία θα µπορεί να
εξηγεί ό,τι και η προηγούµενη, χωρίς όµως να έχει τις αδυναµίες της. Τη διαδικασία
αυτή δεν την ακολουθούµε µόνο στην επιστήµη άλλα και σε όλες τις πλευρές της
καθηµερινής µας ζωής. Ουσιαστικά, αυτό συνεπάγεται ότι ο τρόπος που
αντιµετωπίζουµε τα πράγµατα είναι ένα είδος «problem solving», προσπαθούµε δηλαδή
να τα αντιµετωπίσουµε ως προβλήµατα που έχουµε να λύσουµε:προοδεύουµε όχι µε το
να προσθέτουµε καινούργιες σε µια «δεξαµενή» από ήδη υπάρχουσες βεβαιότητες,
αλλά µε το να αντικαθιστούµε συνεχώς τις υπάρχουσες θεωρίες µε πιο ικανοποιητικές.
Η αντίληψη αυτή για την επιστήµη και τη γνώση είναι πραγµατικά ρηξικέλευθη για
τα µέχρι τότε δεδοµένα της φιλοσοφίας:η διάκριση µεταξύ επιστήµης και µεταφυσικής
είναι θέµα επιλογής µεθόδου και δεν αφορά τη φύση των πραγµάτων. Η αναζήτηση για
τη βεβαιότητα, που είχε κυριεύσει τη ∆υτική επιστήµη και φιλοσοφία από την εποχή
Καρτέσιου µέχρι το Russell και τους λογικούς θετικιστές έπρεπε να εγκαταλειφθεί,
γιατί πολύ απλά δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί! Είναι αδύνατον να αποδειχθεί,
ολοκληρωτικά και για πάντα, η αλήθεια µιας οποιασδήποτε επιστηµονικής θεωρίας ή
να χτιστεί ένας επιστηµονικός κλάδος σε απολύτως ασφαλή θεµέλια. Η «θεωρία της
επαληθευσιµότητας»(verifiability), οδηγεί την αναζήτηση για επιστηµονική γνώση σε
εντελώς λάθος κατεύθυνση, σύµφωνα µε τον Popper. Και αυτό γιατί υπάρχει µια λογική
ασυµµετρία ανάµεσα στην επαλήθευση και τη διάψευση µιας πρότασης:οποιοσδήποτε
αριθµός εµπειρικών επαληθεύσεων µιας θεωρίας, όσο µεγάλος κι αν είναι, δεν αρκεί
για να αποδείξει πλήρως τη θεωρία. Αντίθετα, µία µονάχα παρατήρηση που αντιβαίνει
στη θεωρία αρκεί για να την καταρρίψει! Έτσι, λοιπόν, η κριτική και η αναζήτηση
λαθών γίνονται οι βασικοί τρόποι µε τους οποίους, ουσιαστικά, προχωρά η
επιστηµονική έρευνα. Η «θεωρία της διαψευσιµότητας»(falsifiability) του Popper, λέει,
λοιπόν, ότι οι προτάσεις που δεν µπορούν να ελεγχθούν εµπειρικά και, εποµένως, δεν
υπόκεινται σε διάψευση δεν µπορούν να θεωρηθούν επιστηµονικές:αν οτιδήποτε που
µπορούσε να συµβεί είναι συµβατό µε την αλήθεια µιας πρότασης, τότε τίποτα δεν
µπορεί να θεωρηθεί στοιχείο υπέρ της αλήθειας αυτής. Ένα καλό παράδειγµα αποτελεί
η πρόταση «υπάρχει Θεός»:έχει κάποιο νόηµα και, ίσως, ένα ενδεχόµενο αλήθειας,
αλλά κανένας διανοητικά σοβαρός άνθρωπος δεν θα τη θεωρούσε επιστηµονική
δήλωση.
Ο Popper εξέθεσε, όπως είπαµε, τις παραπάνω ιδέες για την επιστήµη και τη γνώση
στο πρώτο του βασικό έργο The Logic of Scientific Discovery(1934). Οι ιδέες αυτές
προέρχονται, εξηγούν και θεµελιώνουν την αντίληψη του φιλοσόφου για τις θετικές
επιστήµες(µην ξεχνάµε ότι τα βασικά αντικείµενα των σπουδών του ήταν, εκτός από τη
φιλοσοφία, η φυσική και η µαθηµατική λογική). Συνειδητοποίησε, λίγο αργότερα όµως,
ότι οι ίδιες θέσεις µπορούν να εφαρµοστούν και στις κοινωνικές επιστήµες. To 1945
δηµοσίευσε το δίτοµο έργο The Open Society and its Enemies στο οποίο εφαρµόζει τις
ιδέες του στην πολιτική και κοινωνική θεωρία. Το έργο αυτό είναι ένα από τα
σηµαντικότερα πολιτικά βιβλία όλων των εποχών:αποτελεί την πιο ολοκληρωµένη
καταδίκη του ολοκληρωτισµού και την πιο δυνατή υπεράσπιση της δηµοκρατίας που
γράφτηκε ποτέ. Ο πρώτος τόµος είναι αφιερωµένος στην αντιµετώπιση των ιδεών του
Πλάτωνα και ο δεύτερος του Hegel(τον οποίο σε πολλά σηµεία αποκαλεί «αγύρτη» και
«απατεώνα»!) και του Marx. Το βιβλίο, σύµφωνα µε τον Popper, γράφτηκε σε µια
εποχή που σχεδόν ο µισός πληθυσµός της γης ζούσε κάτω από ολοκληρωτικά
καθεστώτα και αποτελεί µια προσπάθεια υπεράσπισης των δηµοκρατικών καθεστώτων,
η οποία συγκινεί µέχρι και σήµερα.
Η βεβαιότητα, λοιπόν, σύµφωνα µε τον Popper, εκτός από την επιστήµη, δεν είναι
δυνατή ούτε και στην πολιτική. Έτσι, η επιβολή µιας οποιασδήποτε άποψης δεν είναι
ποτέ δικαιολογηµένη. Η πιο ανεπιθύµητη και επικίνδυνη µορφή της σηµερινής
κοινωνίας είναι αυτή στην οποία επιβάλλεται ο κεντρικός σχεδιασµός και απαγορεύεται
η διαφοροποίηση. Η κριτική είναι ο κύριος τρόπος µε τον οποίο οι κοινωνικές πολιτικές
µπορούν να βελτιωθούν πριν πραγµατοποιηθούν. Και η καταγραφή των ανεπιθύµητων
συνεπειών είναι η ουσιωδέστερη µέθοδος για να τροποποιηθούν ή να εγκαταλειφθούν
αφού έχουν πραγµατοποιηθεί. Η κοινωνία, λοιπόν, η οποία επιτρέπει την κριτική
συζήτηση, την αντίθεση και το διάλογο(αυτή δηλαδή που ο Popper καλεί «ανοιχτή
κοινωνία») θα είναι σίγουρα πολύ πιο αποτελεσµατική στη επίλυση των προβληµάτων
που προκύπτουν από οποιαδήποτε άλλης µορφής κοινωνία. Η πρόοδος θα είναι
γρηγορότερη και µε µικρότερο κόστος· και το σηµαντικότερο, λαµβάνοντας υπόψην τις
ηθικές συνέπειες.
Ο Popper ισχυρίζεται ότι στην πολιτική, όπως στην επιστήµη, αντικαθιστούµε
συνεχώς καθιερωµένες ιδέες µε αυτές που ελπίζουµε να αποδειχθούν καλύτερες. Η
κοινωνία, επίσης, βρίσκεται σε µια κατάσταση συνεχούς αλλαγής, η οποία µάλιστα
συµβαίνει µε ολοένα γρηγορότερους ρυθµούς. Συνεπώς, η δηµιουργία και η διατήρηση
µιας «ιδανικής κοινωνίας» δεν αποτελεί επιλογή για µας. Αυτό που έχουµε να κάνουµε
είναι να µάθουµε να διαχειριζόµαστε αυτή την ατελείωτη διαδικασία συνεχών αλλαγών.
Ουσιαστικά, έχουµε να αντιµετωπίσουµε µια διαρκή «επίλυση προβληµάτων», τα
οποία προκύπτουν συνεχώς στην καθηµερινότητα. Πρέπει αδιάλειπτα να αναζητούµε
τα κοινωνικά προβλήµατα, όπως η φτώχεια, οι απειλές της ειρήνης, η κακή εκπαίδευση,
η αδικία κλπ και να προσπαθούµε να τα καταπολεµήσουµε. Επειδή, όµως, η τελειότητα
και η βεβαιότητα είναι αδύνατον να επιτευχθούν, δεν πρέπει να σκεπτόµαστε το πώς θα
κτίσουµε το τέλειο νοσοκοµείο ή σχολείο, αλλά το πώς θα απαλλαγούµε από τα
χειρότερα από αυτά βελτιώνοντας τις συνθήκες για όλους τους ανθρώπους. ∆εν ξέρουµε
πώς να κάνουµε τους ανθρώπους χαρούµενους, µπορούµε όµως να τους προστατεύσουµε
από το να υποφέρουν και να ταλαιπωρούνται.
Αυτή είναι η κληρονοµιά του Sir Karl Popper (όσο γίνεται η κληρονοµιά του
µεγαλύτερου φιλοσόφου του 20ου αι. να χωρέσει σε λίγες σελίδες) και εµείς ως
οικονοµολόγοι πρέπει να επωφεληθούµε από αυτή. Και δεν εννοώ µόνο να δούµε και
να µάθουµε την κριτική του Popper απέναντι στη θεωρία του Marx:είναι πανίσχυρη και
διαπραγµατεύεται πολλά και σηµαντικά οικονοµικά θέµατα, όπως η θεωρία της
αξίας(την οποία χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα «µεταφυσική») ή της διανοµής και
αποτελεί χρήσιµη ανάλυση για τα Οικονοµικά(το ότι ο Bryan Magge στην «Ιστορία
της φιλοσοφίας του» έχει ως υπότιτλο στο κεφάλαιο για τον Popper, “The gravedigger
of Marxism» νοµίζω ότι είναι αρκετό για κάποιον οικονοµολόγο να ασχοληθεί µε την
Ανοιχτή Κοινωνία). Aπό τον Popper, όµως πρέπει (και ήδη το έχουµε κάνει) να
κρατήσουµε και πολλά άλλα, κυρίως όσον αφορά τη µέθοδο της «επιστήµης µας».
Ο Mark Blaug ξεκινά το άρθρο του για τη µεθοδολογία των Οικονοµικών «Kuhn
versus Lakatos or Paradigms versus research programmes in the history of
economics»(βρίσκεται στον τόµο Method and Appraisal in Economics, που
επιµελήθηκε ο S.Latsis)µε την εξής φράση:«Στις δεκαετίες 1950 και 1960 οι
οικονοµολόγοι έµαθαν τη µεθοδολογία τους από τον Popper». Και αυτό είναι σε πολύ
µεγάλο βαθµό σωστό. Στα Οικονοµικά είχε υπερισχύσει η µέθοδος του Μ.Friedman, η
οποία ουσιαστικά ήταν η φιλοσοφία του Popper λίγο πιο απλοποιηµένη και
εφαρµοσµένη στα Οικονοµικά(το «F-twist», όπως το αποκάλεσε ο Samuelson). Αυτό
δεν έγινε τυχαία. Η βασική συνεισφορά της φιλοσοφίας του Popper είναι ότι µας δίνει
ένα µεθοδολογικό κριτήριο διάκρισης της επιστήµης από τη µεταφυσική. Το κριτήριο
αυτό αν και προέρχεται από τη µελέτη της εξέλιξης των θετικών επιστηµών,…
«βολεύει» τους οικονοµολόγους! Το κριτήριο της διαψευσιµότητας είναι ταυτόχρονα
και ένα «κανονιστικό» κριτήριο(µε την έννοια του ότι δίνει το στίγµα του πώς θα
έπρεπε να είναι η επιστηµονική µέθοδος) και ταυτόχρονα µια εξήγηση της εξέλιξης της
επιστήµης(η οποία γίνεται µε «εικασίες και απορρίψεις»). «Ταιριάζει», λοιπόν, µε τα
Οικονοµικά γιατί, απλούστατα, είναι µια εµπειρική «επιστήµη» τα συµπεράσµατα της
οποίας έχουν τη δυνατότητα να διαψευστούν από την εµπειρική παρατήρηση!
Η µέθοδος των Οικονοµικών είναι, ουσιαστικά, παραγωγική:έχουµε υιοθετήσει a
priori κάποια αξιώµατα και µε τη χρήση των µαθηµατικών κατασκευάζουµε
υποδείγµατα µε τα οποία εξηγούµε και προβλέπουµε την πραγµατικότητα. Η χρήση
των µαθηµατικών µας εξασφαλίζει τη συνέπεια στο «πέρασµα» από τα
αξιώµατα/υποθέσεις στα τελικά συµπεράσµατα. Η δυνατότητα του εµπειρικού ελέγχου
µας εξασφαλίζει την πολυπόθητη διαψευσιµότητα:αφού τα συµπεράσµατα µας
προσπαθούν να εξηγήσουν και να προβλέψουν την πραγµατικότητα, τότε µπορούν να
ελεγχθούν ως προς την ορθότητά τους µε βάση την εµπειρία και τελικά να διαψευστούν
ή όχι ανάλογα µε το αν εξηγούν/προβλέπουν ικανοποιητικά! Σίγουρα υπάρχουν
περιπτώσεις που ο εµπειρικός έλεγχος είναι πολύ δύσκολος ή και αδύνατος (π.χ. όσον
αφορά τη θεωρία της Γενικής Ισορροπίας) αλλά αυτό δεν νοµίζω ότι είναι αρκετό για
να αµφισβητήσει το ότι τα Οικονοµικά γενικά ακολουθούν το κριτήριο της
διαψευσιµότητας:στη συντριπτική πλειοψηφία οι θεωρίες µας έχουν άµεση σχέση µε
την πραγµατικότητα και η εµπειρία µπορεί να µας δείξει το αν διαψεύδονται ή όχι. Στις
ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπάρχει η δυνατότητα του εµπειρικού ελέγχου νοµίζω
πως τα πράγµατα δεν είναι τόσο σοβαρά:οι κλάδοι αυτοί έχουν αποκτήσει µια θέση
«ιερού δισκοπότηρου» για τους οικονοµολόγους. Η έρευνα εκεί γίνεται κυρίως για να
παραχθούν θεωρητικά µαθηµατικά αποτελέσµατα που έχουν ενδιαφέρον λόγω του
εξεζητηµένου µαθηµατικού περιεχοµένου τους. Ουσιαστικά, κανείς δεν ενδιαφέρεται
να ελέγξει εµπειρικά τη θεωρία της Γενικής Ισορροπίας(και τους αντίστοιχους κλάδους)
γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι έχει κάποιο πρακτικό ενδιαφέρον:οι προσπάθειες γίνονται
για να καταλήξουν σε κάποια θεωρητικά συµπεράσµατα που µπορεί να έχουν κάποιο
µαθηµατικό ενδιαφέρον, δε µας λένε τίποτα όµως για την πραγµατικότητα.
∆εν πρέπει να παρεξηγούµε το ρόλο της επιστήµης:κύριο µέληµά της είναι να µας
βοηθήσει να καταλάβουµε το τι συµβαίνει γύρω µας. Τα Οικονοµικά δεν πρέπει να
αγνοούν το βασικό τους ρόλο που είναι η κατανόηση της οικονοµικής πραγµατικότητας.
Μόνο µε το σχήµα των «εικασιών και απορρίψεων» της φιλοσοφίας του Popper µπορεί
να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Είµαι σίγουρος ότι ο Sir Karl θα συµφωνούσε.
THOMAS S. KUHN
“…scientific revolutions are here taken to be those non-cummulative developmental
episodes in which an older paradigm is replaced in whole or in part by an incompatible
new one.”, Thomas Kuhn
Η ζωή του:
Από τη Φυσική, στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία της Επιστήµης
Ο Thomas Kuhn γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1922 στο Cincinnati του Ohio, γιος
του µηχανολόγου µηχανικού Samuel Kuhn και της Minette Stroock Kuhn. Από µικρός
είχε ιδιαίτερη κλίση στη Φυσική και όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει για τις σπουδές
του δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα:το 1943 απέκτησε το πτυχίο του στη Φυσική από το
Harvard. Το 1946 πήρε το µεταπτυχιακό του δίπλωµα και το 1949 ολοκλήρωσε το
διδακτορικό του στην κβαντική µηχανική. Μέχρι τότε δεν είχε ασχοληθεί καθόλου µε
την ιστορία ή τη φιλοσοφία της επιστήµης, παρά µόνο µε την καθαρή Φυσική, στην
οποία είχε αποφασίσει να στραφεί. Μετά το πέρας του διδακτορικού του, όµως, µετά
από πρόταση του προέδρου του Harvard, James Conant, ο Kuhn άρχισε να διδάσκει ένα
µάθηµα ιστορίας της επιστήµης στο προπτυχιακό πρόγραµµα του Πανεπιστηµίου. Το
µάθηµα αυτό, καθώς και η προσπάθεια του να έρθει σε επαφή µε τη σκέψη του
Αριστοτέλη ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που τον έκαναν να στραφεί στη µελέτη,
αρχικά, της ιστορίας και, αργότερα, της φιλοσοφίας της επιστήµης.
Στην αρχή της καριέρας του επικεντρώθηκε στην ιστορία της Θερµοδυναµικής και
λίγο αργότερα στην ιστορία της αστρονοµίας. Ως αποτέλεσµα της έρευνας που έκανε
στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 προέκυψε το πρώτο του βιβλίο The Copernican
Revolution(1957), που ήταν αφιερωµένο στην Κοπερνίκεια επανάσταση και τις
συνέπειες της για την εξέλιξη της επιστήµης. Λίγο µετά την έκδοση του βιβλίου αυτού
µετακινήθηκε από το Harvard στο University of California στο Berkeley, όπου έγινε
καθηγητής της ιστορίας της επιστήµης, στο τµήµα φιλοσοφίας όµως του κολεγίου,
πράγµα που του επέτρεψε να έρθει σε επαφή και µε τη φιλοσοφία της επιστήµης. Στο
Berkeley γνωρίστηκε και συνεργάστηκε µε πολύ σηµαντικούς φιλοσόφους της
επιστήµης, όπως ο Stanley Cavell (που τον έφερε σε επαφή µε τα έργα του Wittgenstein,
τα οποία τον επηρέασαν πάρα πολύ) και ο Paul Feyerabend. Το 1962, λοιπόν, και αφού
ο βασικός ερευνητικός του τοµέας είχε γίνει η φιλοσοφία της επιστήµης, εκδόθηκε το
The structure of Scientific Revolutions. Το έργο αυτό θεωρείται το magnum opus του
και αναµφισβήτητα είναι ένα από τα σηµαντικότερα βιβλία φιλοσοφίας που γράφτηκαν
στον 20ο αι. Στο έργο αυτό παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά οι όροι
«παράδειγµα»(paradigm), «επιστηµονική επανάσταση»(scientific revolution),
«ασυµµετρία»(incommensurability) κ.ά. Το έργο αυτό είχε τροµακτική επιτυχία και
σηµάδεψε ολόκληρη τη φιλοσοφία της επιστήµης, όπως και την επιστηµονική εξέλιξη
του ίδιου του Kuhn. Αν και συνέχισε να παράγει έργο µέχρι το θάνατό του, σχεδόν σε
όλη τη µετέπειτα πορεία του αφιερώθηκε στο να ολοκληρώσει και να επεκτείνει τις
ιδέες που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στο The structure of Scientific Revolutions.
Το 1964 άφησε το Berkeley για να γίνει καθηγητής στο Princeton. Τον επόµενο
χρόνο έλαβε χώρα ένα σηµαντικό γεγονός, το οποίο βοήθησε στο να µεγαλώσει ακόµη
περισσότερο το(ήδη µεγάλο, λόγω της επιρροής του The structure of Scientific
Revolutions) όνοµα του Kuhn ανάµεσα στους φιλοσόφους της επιστήµης.
∆ιοργανώθηκε ένα µεγάλο συνέδριο για τη φιλοσοφία της επιστήµης στο Λονδίνο, το
οποίο περιελάµβανε και µια συνοµιλία µεταξύ του Kuhn, του Feyerabend και του
Lakatos. Οι Feyerabend και Lakatos δεν προσήλθαν όµως στο συνέδριο και, κατά
συνέπεια, όλη η προσοχή στράφηκε στο έργο του Kuhn. Επίσης, στο συνέδριο αυτό
έλαβε χώρα και µια συζήτηση µεταξύ του Kuhn και του Popper, στην οποία τονίστηκαν
οι διαφορές στη φιλοσοφία τους και φάνηκε ακόµη πιο καθαρά η σηµασία του έργου
του Kuhn.
To 1970 ακολούθησε η δεύτερη έκδοση του The structure of Scientific Revolutions,
στην οποία ο Kuhn προσπάθησε να διασαφηνίσει ακόµη καλύτερα την έννοια του
«παραδείγµατος» και έδωσε µια συνολικότερη εικόνα της φιλοσοφίας του για την
επιστήµη. Το 1978 εξέδωσε το Black-Body Theory and the Quantum Discontinuity, µια
ιστορία των πρώτων χρόνων της κβαντικής µηχανικής. Το 1983 έγινε καθηγητής
φιλοσοφίας της επιστήµης στο ΜΙΤ. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των δεκαετιών του ΄80
και του ΄90 συνέχισε να γράφει και να δηµοσιεύει άρθρα για τη φιλοσοφία και την
ιστορία της επιστήµης. Το 1994 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο, ο οποίος τον
οδήγησε στο θάνατο στις 17 Ιουνίου του 1996. Μέχρι και λίγο πριν το θάνατό του
συνέχισε να δουλεύει σε µια φιλοσοφική µονογραφία, αφιερωµένη στην επιστηµονική
αλλαγή στον κλάδο της εξελικτικής ψυχολογίας· χαρακτηριστικό ενός µεγάλου
πνεύµατος που επηρέασε όσο ελάχιστα την επιστηµολογία του 20ου αι.
Το έργο του:
Η εξέλιξη της επιστήµης είναι µια επαναστατική αλλαγή παραδειγµάτων
Όπως προαναφέραµε, µετά τη Φυσική ο Kuhn ασχολήθηκε αρχικά µε την ιστορία της
επιστήµης. Κατά την περίοδο αυτή άρχισε να διαµορφώνει τις ιδέες που παρουσίασε
στο The structure of Scientific Revolutions. Μελετώντας, λοιπόν, την ιστορία της
επιστήµης είδε την εξέλιξή της µε τρόπο εντελώς διαφορετικό σε σχέση µε το πώς την
αντιµετώπιζαν µέχρι τότε.
Η επίδραση του ∆ιαφωτισµού στην αντίληψη για την επιστήµη ήταν τεράστια. Ήδη
στην ενότητα για τον Popper αναφέρθηκαν κάποια στοιχεία για το πώς οι άνθρωποι
αντιµετώπιζαν την επιστήµη:ως ένα σύνολο από βεβαιότητες, στο οποίο προστίθενται
νέες αλήθειες µε το πέρασµα του χρόνου. Το πνεύµα του ∆ιαφωτισµού είχε
δηµιουργήσει µια τόσο ακλόνητη πίστη για την τελειότητα της επιστηµονικής µεθόδου,
που πέραν του ότι οι επιστηµονικές ανακαλύψεις αντιµετωπίζονταν ως αναµφισβήτητες
αλήθειες, ο τρόπος µε τον οποίο προχωρούσε θεωρούνταν οµαλός. ∆ηλαδή, η
επιστηµονική εξέλιξη δεν ήταν παρά µια γραµµική διαδικασία, κατά την οποία οι
βέβαιες αλήθειες που ανακαλύπτονται µε την επιστηµονική µέθοδο προστίθενται στο
σώµα της υπάρχουσας γνώσης, χωρίς να αναιρεί τα θεµέλια του επιστηµονικού
οικοδοµήµατος. Είδαµε πώς ο Popper επηρεασµένος από τις ανακαλύψεις του Αινστάιν
αµφισβήτησε τη βεβαιότητα των επιστηµονικών θεωριών και αντιπρότεινε το κριτήριο
της διαψευσιµότητας για το διαχωρισµό µεταξύ επιστήµης και µεταφυσικής. Τώρα θα
δούµε πώς ο Kuhn αµφισβητεί το ότι η επιστήµη προχωράει µε οµαλό και γραµµικό
τρόπο και το «µοντέλο» επιστηµονικής εξέλιξης που προτείνει:αυτό των
«επιστηµονικών επαναστάσεων».
Ο Kuhn, λοιπόν, στο The structure of Scientific Revolutions, παρουσιάζει µια εικόνα
της επιστήµης εντελώς διαφορετική από ό,τι είχε συζητηθεί ως τότε. Ο Kuhn, λοιπόν,
κάνει τη διάκριση ανάµεσα σε «κανονική»(normal) και «επαναστατική»(revolutionary)
επιστήµη. Η κανονική επιστήµη είναι η οργανωµένη, προοδευτική και καθηµερινή
εργασία συλλογής στοιχείων και ελέγχου διαφόρων υποθέσεων. Λαµβάνει χώρα στο
πλαίσιο διανοητικών εικασιών και καθιερωµένων πρακτικών που θεωρεί δεδοµένες. Η
ύπαρξη της κανονικής επιστήµης σηµατοδοτείται από τη σύνδεση µεταξύ µιας
επιστηµονικής κοινότητας και ενός «παραδείγµατος»(paradigm). Το παράδειγµα είναι
το σύνολο των αξιωµάτων, των νόµων, των θεωριών, των εφαρµογών και των
πειραµατικών διατάξεων που αποτελούν τα πρότυπα από τα οποία πηγάζουν
συγκεκριµένες συµπαγείς παραδόσεις επιστηµονικής έρευνας. Η επιστηµονική
κοινότητα κάνει αποδεκτό ένα επιστηµονικό παράδειγµα στηρίζοντας την έρευνά της
σε κοινές περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας τους ίδιους κανόνες και τα ίδια κριτήρια
επιστηµονικής κριτικής, αποδεχόµενη τις θεωρίες που αναπτύσσονται στα βασικά
επιστηµονικά εγχειρίδια. Η κανονική επιστήµη βασίζει την έρευνά της σε
προγενέστερες επιστηµονικές επιτεύξεις, οι οποίες σε κάποια χρονική στιγµή
αναγνωρίζονται από τη συγκεκριµένη επιστηµονική κοινότητα ως βάσεις για τη
θεµελίωση της πρακτικής της. Ο Kuhn χαρακτήρισε την κανονική επιστήµη «puzzle-
solving»:τα µέλη της επιστηµονικής κοινότητας διαµορφώνουν ένα «αόρατο κολέγιο»,
χρησιµοποιώντας κοινές πρακτικές, και προσπαθούν να επιλύσουν τα επιστηµονικά
προβλήµατα που παρουσιάζονται µέσα στο κοινό παράδειγµα που ακολουθούν.
Η βασική ιδέα του Kuhn εντοπίζεται στη φύση της εξέλιξης της κανονικής
επιστήµης:η κανονική επιστήµη εξελίσσεται διαµέσου της εµφάνισης ορισµένων
«ανωµαλιών»(anomalies) που προέρχονται από το γεγονός ότι δεν συµφωνούν οι
προβλέψεις του ισχύοντος παραδείγµατος µε τα εµπειρικά δεδοµένα. Αρχικά, όταν
υπάρχει αδυναµία να εξηγηθεί κάποια παρατήρηση µε το υπάρχον παράδειγµα, το
παράδειγµα δεν εγκαταλείπεται. Οι επιστήµονες προσπαθούν να αντιµετωπίσουν την
ανωµαλία αυτή στα πλαίσια του υπάρχοντος παραδείγµατος. Σιγά σιγά, όµως, καθώς
ανωµαλίες(δηλαδή αδυναµίες του παραδείγµατος να εξηγήσει νέα δεδοµένα ή
παρατηρήσεις) συσσωρεύονται δηµιουργείται «κρίση»(crisis) στην επιστηµονική
κοινότητα:κάποιοι επιστήµονες προχωρούν στην ανάπτυξη άλλων µεθόδων και
στοιχείων έρευνας και στη διατύπωση νέων θεωριών, σε µια προσπάθεια να εξηγήσουν
τα καινούργια δεδοµένα, που αδυνατεί να εξηγήσει το υπάρχον παράδειγµα. Μόλις
αναδυθεί ένας ριζικά καινούργιος τρόπος θεώρησης των απρόβλεπτων αποτελεσµάτων
και θεωρηθεί ότι τα εξηγεί πειστικά, η κανονική επιστήµη ανατρέπεται. Η εµφάνιση
της «επαναστατικής» επιστήµης, η οποία συντίθεται από τις νέες θεωρίες θα οδηγήσει
στην καταστροφή του παλιού παραδείγµατος και στην αντικατάστασή του από ένα
καινούργιο, το οποίο εξηγεί τις απρόβλεπτες παρατηρήσεις. Αυτή η διαδικασία είναι
µια «επιστηµονική επανάσταση»(scientific revolution):καθώς η «αλλαγή
παραδείγµατος»(paradigm shift) οδηγεί βαθµιαία στη διαδικασία διεκπεραίωσης της
κανονικής επιστήµης, οι επιστήµονες αρχίζουν να εργάζονται «σε έναν διαφορετικό
κόσµο».
Παραδείγµατα επιστηµονικών επαναστάσεων ο Kuhn µας δίνει από την εξέλιξη της
Φυσικής:η Κοπερνίκεια επανάσταση, η επανάσταση της Θερµοδυναµικής, η
κβαντοµηχανική και η Θεωρία της Σχετικότητας του Αινστάιν. Αυτό κατά την άποψή
µου είναι ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο:η θεωρία του Kuhn στηρίχθηκε στην εξέλιξη
της Φυσικής. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι υιοθετήθηκε κατά κόρον από κοινωνικούς
επιστήµονες για να εξηγήσει την εξέλιξη των κοινωνικών επιστηµών.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο της θεωρίας του Kuhn είναι ότι η επιστηµονική εξέλιξη
είναι πολλές φορές ασυµβίβαστη µε το παρελθόν της:τα παραδείγµατα δεν µπορούν να
συγκριθούν, γιατί είναι «ασύµµετρα»(incommensurable). H αλλαγή παραδείγµατος δεν
είναι µια απλή επαναδιατύπωση ή βελτίωση µιας θεωρίας, αλλά µια ριζική αλλαγή
στον ορισµό της επιστηµονικής ορολογίας, στον τρόπο που οι επιστήµονες βλέπουν την
επιστήµη τους και, το σηµαντικότερο, αναθεώρηση στο ποια ζητήµατα θεωρούνται
σηµαντικά και πρέπει να ερευνώνται. Αυτή είναι και η πεµπτουσία της θεώρησης του
Kuhn:οι νέες θεωρίες δεν είναι απλές επεκτάσεις των παλιών, αλλά µέρη µιας
επιστηµονικής επανάστασης:ρηξικέλευθοι και εντελώς διαφορετικοί τρόποι να βλέπει
κανείς τα πράγµατα. Γι’ αυτό σε πολλές περιόδους διαφορετικά παραδείγµατα
συνυπάρχουν στην επιστήµη:µέχρι και τον 18ο αι. υπήρχαν υπερασπιστές του
συστήµατος του Πτολεµαίου. Αν και δεν είµαι ειδικός, νοµίζω πως µε αυτόν τον τρόπο
θα εξηγούσε ο Kuhn και τη σηµερινή κατάσταση στη σύγχρονη Φυσική:συνυπάρχουν
τα παραδείγµατα της κβαντοµηχανικής και της σχετικότητας. Και τα δύο εξαιρετικά
δοµηµένα, εξηγούν µε διαφορετικό τρόπο τα ίδια φαινόµενα, αλλά σε πολλές
περιπτώσεις καταλήγουν σε διαφορετικά συµπεράσµατα. Όπως λέει και ο ίδιος o Kuhn,
«The competition between paradigms is not the sort of battle that can be resolved by
proof».
Αφού, λοιπόν, τα παραδείγµατα είναι ασύµµετρα, και εποµένως δύσκολο να
συγκριθούν, η απόρριψη ενός παραδείγµατος δεν έρχεται µόνο από τις ανωµαλίες που
παρουσιάστηκαν σε αυτό, αλλά εξαρτάται και από την εµφάνιση του νέου
παραδείγµατος. Για να γίνει ένα παράδειγµα αποδεκτό έναντι ενός άλλου πρέπει να
επιλύει επαρκέστερα τα προβλήµατα που θεωρεί σηµαντικά η επιστηµονική κοινότητα.
Πρέπει, µε άλλα λόγια, να εξηγεί ικανοποιητικά και τις καινούργιες απρόβλεπτες
περιπτώσεις που παρουσιάστηκαν και οδήγησαν στην αλλαγή παραδείγµατος,
ταυτόχρονα, όµως, να επεξηγεί και όλες τις παρατηρήσεις που αντιµετώπιζε το
παλιότερο παράδειγµα.
Η σχέση του µε τα Οικονοµικά:
Υπήρξαν επιστηµονικές επαναστάσεις στην εξέλιξη της Οικονοµικής
Επιστήµης;
Η ζωή του:
Η περιπετειώδης πορεία ενός φιλοσόφου µε µαθηµατική παιδεία
Το έργο του:
Η φιλοσοφία της αµφισβήτησης και τα επιστηµονικά ερευνητικά
προγράµµατα
Πολύ σηµαντικό µέρος του έργου του Lakatos κατέχει η φιλοσοφία του για τα
µαθηµατικά. Είναι το πρώτο βήµα προτού αναπτύξει τη φιλοσοφία του περί της
εξέλιξης της επιστήµης και αποτελεί το θεµέλιο το οποίο στηρίχτηκε. Είναι
εντυπωσιακό το πώς ο Lakatos χρησιµοποίησε της ποππεριανή κληρονοµιά για να
εξηγήσει τη µαθηµατική ανακάλυψη. Το έργο του υπήρξε πολύ σηµαντικό και
θεωρούµε σηµαντικό να δώσουµε κάποια στοιχεία πριν ασχοληθούµε µε τη
µεθοδολογία των ερευνητικών προγραµµάτων(research programmes).
Η φιλοσοφία των µαθηµατικών πριν το Lakatos είχε σαν βασικό στόχο την όσο το
δυνατόν πιο αυστηρή θεµελίωση των µαθηµατικών ώστε να µην αµφισβητείται από
κανέναν η συνέπειά τους. Η προσπάθεια αυτή είχε ξεκινήσει από το σπουδαίο
µαθηµατικό David Hilbert και απασχόλησε πολλούς σπουδαίους µαθηµατικούς, όπως
τον B.Russell, τον L.Brower κ.ά. Χρησιµοποιώντας αυστηρή µαθηµατική Λογική
προσπάθησαν να θεµελιώσουν βασικές µαθηµατικές έννοιες ώστε να απαλλαγούν τα
µαθηµατικά από τις αµφισβητήσεις οι οποίες προέκυπταν από την υιοθέτηση της
διαισθητικής µεθόδου.
Ο Lakatos, πνευµατικός απόγονος των Popper και Polya, αντιµετώπισε τα
µαθηµατικά µε εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τα είδε όπως ο Popper τις φυσικές
επιστήµες:µπορεί να κάνουν λάθος, επιδέχονται σοβαρής αµφισβήτησης.
Αναπτύσσονται µε την κριτική και τη διόρθωση των θεωριών τους που δεν είναι ποτέ
ολοκληρωτικά απαλλαγµένες από ασάφεια ή την πιθανότητα λάθους ή παράλειψης.
Ξεκινώντας από ένα πρόβληµα ή µια εικασία, υπάρχει µια ταυτόχρονη αναζήτηση για
αποδείξεις και αντιπαραδείγµατα. Νέες αποδείξεις εξηγούν παλιά αντιπαραδείγµατα,
νέα αντιπαραδείγµατα υπονοµεύουν παλιές αποδείξεις, ακολουθώντας µια ευρετική
(heurestic) διαδικασία ανακάλυψης νέων θεωρηµάτων και αποδείξεων.
Η παραπάνω συνταρακτική εικόνα για τα µαθηµατικά αναπτύσσεται στη διδακτορική
διατριβή του Lakatos, Proofs and Refutations(το ότι η λέξη refutations υπάρχει και στο
έργο του Popper Conjectures and Refutations νοµίζω πως µόνο σύµπτωση δεν µπορεί
να θεωρηθεί!). Προκάλεσε µεγάλη αναταραχή στον κόσµο των µαθηµατικών και έκανε
πολύ κόσµο, µαθηµατικούς και µη, να δουν τα µαθηµατικά µε εντελώς διαφορετικό
µάτι. Μετά τη γνωριµία µε τον ίδιο τον Popper και αφού είχε αρχίσει να ασχολείται
σχεδόν αποκλειστικά µε τη φιλοσοφία της επιστήµης, ήρθε σε επαφή µε το έργο του
Thomas Kuhn. Το έργο του στην επιστηµολογία αποτελεί µια προσπάθεια να
συγκεράσει το έργο των δύο πιο επιδραστικών φιλοσόφων της επιστήµης µέχρι τότε.
Μια προσπάθεια που τον έφερε δίπλα τους σε σηµασία και επιδραστικότητα.
Για τον Lakatos αυτό που οι Popper και Kuhn αντιµετώπισαν ως µία «θεωρία» ή ένα
«παράδειγµα» είναι µάλλον µια ακολουθία ελαφρώς διαφορετικών θεωριών και
πειραµατικών µεθόδων που αναπτύσσονται µε την πέρασµα του χρόνου και
µοιράζονται µια κεντρική κοινή βάση. Η βάση αυτή αποτελείται από τις υποθέσεις που
είναι κοινά αποδεκτές χωρίς έλεγχο από όλους τους επιστήµονες που την αποδέχονται
και καλείται σκληρός πυρήνας(hardcore) του ερευνητικού προγράµµατος(research
programme). To επιστηµονικό πρόγραµµα αποτελεί τη συνέχεια που ενώνει τους
επιστήµονες οι οποίοι αποδέχονται τον ίδιο σκληρό πυρήνα, δηλαδή το ίδιο σύνολο
αξιωµατικών προτάσεων. Η αντικειµενική µονάδα αξιολόγησης της επιστήµης δεν
πρέπει, λοιπόν, να είναι µια µεµονωµένη θεωρία ή ένα παράδειγµα, αλλά ένα
ερευνητικό πρόγραµµα µε ένα συµβατικά αποδεδειγµένο σκληρό πυρήνα(το σύνολο
των αξιωµάτων του οποίου δεν υπόκεινται, προσωρινά, σε διάψευση).
Το κάθε επιστηµονικό πρόγραµµα αποτελείται από συγκεκριµένους µεθοδολογικούς
κανόνες(methodological rules), ορισµένοι από τους οποίους αναφέρουν ποια είναι τα
µονοπάτια που η έρευνα πρέπει να αποφύγει και άλλοι ποια είναι εκείνα που θα πρέπει
να ακολουθήσει. Οι πρώτοι καλούνται αρνητική ευρετική(negative heuristic) και οι
δεύτεροι θετική ευρετική(positive heuristic). H θετική ευρετική είναι αυτή που δείχνει
το δρόµο:προσδιορίζει τα προβλήµατα, διαγράφει τον τρόπο οικοδόµησης ενός κλοιού
βοηθητικών υποθέσεων(auxiliary hypotheses), διαβλέπει τις ανωµαλίες και τις
µετατρέπει νικηφόρα σε ενισχυτικά παραδείγµατα.
Οι επιστήµονες που ακολουθούν το ερευνητικό πρόγραµµα θα αναπτύξουν (ή αν
χρειαστεί θα εφεύρουν) τις παραπάνω βοηθητικές υποθέσεις για να προστατεύσουν το
σκληρό πυρήνα του προγράµµατος από τον εµπειρικό έλεγχο. Θα δηµιουργηθεί έτσι
µια προστατευτική ζώνη(protective belt) γύρω από τον πυρήνα του προγράµµατος, η
οποία αποτελεί τον κύκλο των θεωριών και ερευνών που στηρίζουν τον πυρήνα. Το
βασικό καθήκον των επιστηµόνων είναι η επέκταση της προστατευτικής ζώνης
σύµφωνα µε τους ευρετικούς κανόνες που συνοδεύουν τον πυρήνα και περιγράφουν
τους τρόπους µε τους οποίους ο πυρήνας µπορεί να εξελιχθεί σε θεωρίες που µπορούν
να διαψευστούν και ανήκουν στην προστατευτική ζώνη.
Η έννοια του ερευνητικού προγράµµατος είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη του
«παραδείγµατος» του Kuhn:σε µια επιστήµη ταυτόχρονα µπορεί να υπάρχουν
παραπάνω από ένα ερευνητικά προγράµµατα και στην προστατευτική ζώνη του ίδιου
προγράµµατος µπορεί να υπάρχουν αντίθετες µεταξύ τους απόψεις. Σύµφωνα µε τον
Lakatos κάποια ερευνητικά προγράµµατα χαρακτηρίζονται ως προοδευτικά(progressive)
και κάποια άλλα ως εκφυλισµένα(degenerative). Ένα προοδευτικό ερευνητικό
πρόγραµµα χαρακτηρίζεται από την επιτυχηµένη ανάπτυξη της προστατευτικής του
ζώνης: από το αν η θεωρητική του ανάπτυξη προηγείται της εµπειρικής, δηλαδή στο
µέτρο που εξακολουθεί να προβλέπει µε επιτυχία καινοφανή γεγονότα. Αντίθετα,
κάποιο πρόγραµµα χαρακτηρίζεται ως εκφυλισµένο όταν η ανάπτυξη της
προστατευτικής ζώνης δεν είναι επιτυχηµένη:όταν η θεωρητική ανάπτυξη του
ερευνητικού προγράµµατος υστερεί της εµπειρικής, δηλαδή αποτυγχάνει να προβλέψει
ή να εξηγήσει καινοφανή νέα εµπειρικά δεδοµένα. Στο σηµείο αυτό διακρίνεται µια
διαφορά από τη σκέψη του Popper:ενώ ο Popper θεωρούσε µη παραγωγικές τις ad hoc
προβλέψεις, ο Lakatos δε συµφωνεί. Θεωρεί, αντίθετα, πως η επέκταση της
προστατευτικής ζώνης του ερευνητικού προγράµµατος προσφέρει µια λογική βάση για
να επιλέγουµε το καλύτερο ερευνητικό πρόγραµµα. Όσο πιο προοδευτικό είναι ένα
πρόγραµµα τόσο πιο λογικό είναι για τους επιστήµονες να επεκτείνουν τις βοηθητικές
υποθέσεις του προκειµένου να το κρατήσουν.
Και πώς λαµβάνει χώρα η επιστηµονική εξέλιξη; Αν ένα ερευνητικό πρόγραµµα
αποτυγχάνει να προβλέψει και να εξηγήσει τα παρατηρούµενα εµπειρικά δεδοµένα,
τότε το πρόγραµµα έχει αρχίσει να εκφυλίζεται. Οι επιστήµονες προσπαθούν να
επεκτείνουν τις βοηθητικές υποθέσεις για να προστατεύσουν το σκληρό πυρήνα του
προγράµµατος· αν επιτύχουν το πρόγραµµα δεν εγκαταλείπεται. Αν, όµως, η
προστατευτική ζώνη του προγράµµατος συνεχίσει να αδυνατεί να προβλέπει τις
παρατηρούµενες εµπειρικές παρατηρήσεις, τότε ο σκληρός πυρήνας του προγράµµατος
αντικαθίσταται µε κάποιον άλλο, η ευριστική του οποίου µπορεί να δηµιουργήσει µια
προστατευτική ζώνη που θα προβλέπει τα νέα δεδοµένα. Όπως γράφει και ο ίδιος ο
Lakatos, «όταν ένα ερευνητικό πρόγραµµα εξηγεί, µε προοδευτικό τρόπο, περισσότερα
από το αντίπαλό του, τότε το εκτοπίζει, και αυτό το τελευταίο απορρίπτεται(ή, αν
προτιµάτε, µπαίνει στο χρονοντούλαπο)». Αυτή είναι η ερµηνεία του για το τι λαµβάνει
χώρα στις περιόδους που ο Kuhn αποκαλεί «επιστηµονικές επαναστάσεις».
Η θεωρία της «διαψευσιµότητας» του Popper υποστήριζε πως οι επιστήµονες
ελέγχουν τις θεωρίες τους και η εµπειρία διαψεύδει µε τη µορφή µιας ασυνεπούς
παρατήρησης. Είναι παράλογο, σύµφωνα µε τον Popper, να προσπαθούν οι
επιστήµονες να κρατήσουν τις θεωρίες τους αν διαψεύδονται από τη φύση ή την
εµπειρία. Ο Kuhn περιέγραψε πως αυτό κάνουν όταν υπερασπίζονται το παράδειγµα
στις περιόδους της κανονικής επιστήµης. Σύµφωνα µε τον Lakatos, όµως αυτό που
ουσιαστικά κάνουµε είναι να προτείνουµε ένα σύνολο θεωριών(ένα ερευνητικό
πρόγραµµα) και η εµπειρία να µας δείχνει ότι δεν είναι συνεπές. Η ασυνέπεια αυτή
µπορεί να ξεπεραστεί κρατώντας σταθερό τον σκληρό πυρήνα και αλλάζοντας τις
βοηθητικές υποθέσεις. ∆εν είναι όµως επιτρεπτές όλες οι αλλαγές στις βοηθητικές
υποθέσεις(ο Lakatos τις ονοµάζει αλλαγές προβληµάτων-problem shifts-) εντός του
ίδιου ερευνητικού προγράµµατος. Οι αλλαγές προβληµάτων µπορούν να αξιολογηθούν
ανάλογα µε την ικανότητά τους να εξηγούν τις παρατηρούµενες απορρίψεις και µε την
ικανότητά τους να παράγουν νέες προβλέψεις και δεδοµένα. Αν µπορούν να το κάνουν
αυτό τότε είναι προοδευτικές και ο σκληρός πυρήνας παραµένει. Αν όχι, τότε είναι
απλά ad hoc αλλαγές που δεν µπορούν να προβλέψουν νέα γεγονότα, πράγµα που
αποτελεί σηµάδι πως το ερευνητικό πρόγραµµα είναι εκφυλισµένο.