You are on page 1of 17

«Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της

Λισσαβόνας: Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας


μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης» (Βρυξέλλες,
13.2.2006. COM(2006) 33 τελικό 13.2.2006).
Παρουσίαση-Κριτική

Γιώργος Κ. Μύαρης

1
ΠΑΡΟΥΣΊΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΉ
για την Ανακοίνωση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Συμβούλιο, το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την
Επιτροπή Περιφερειών: «Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας:
Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης»
(Βρυξέλλες, 13.2.2006. COM(2006) 33 τελικό 13.2.2006).

1. Εισαγωγικά για την εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα στο πλαίσιο των διεθνών
ανταγωνισμών και του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας και στη πορεία
μετασχηματισμού των ευρωπαϊκών κρατών και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, φαίνεται
ότι η δημιουργία του «Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας» είναι η
απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των κρατών μελών, του Κοινοβουλίου, της
επιστημονικής κοινότητας και της βιομηχανίας στην «πρόκληση» των καιρών.
Ως προς αυτά, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας αναδύεται: οι Διεθνείς
Οργανισμοί (Ο.Ο.Σ.Α.., Διεθνής Τράπεζα, Δ.Ν.Τ., Ευρωπαϊκή Ένωση). Η παρουσία
αυτών είναι καταλυτική και στα θέματα της εκπαίδευσης. Πανεπιστημιακοί
ερευνητές επισημαίνουν ότι «η εκπαιδευτική πολιτική των Διεθνών Οργανισμών
μπορεί να επηρεάσει έμμεσα την εθνική εκπαιδευτική πολιτική με τη δημιουργία ενός
κλίματος που αφορά την οργάνωση, το αντικείμενο και τη λειτουργία της
εκπαίδευσης» (Τσαούσης, 2007: 25). Επιπρόσθετα, η πολιτική των Οργανισμών
αυτών στις τελευταίες δεκαετίες «κυριαρχείται από τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία και
μπορούν να διαμορφώνουν ένα κοινό κλίμα παγκοσμίως σε σχέση με τις
κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής»(Σταμέλος, 2000: 16). Δεν είναι υπερβολή
να σημειωθεί ότι ως προς τη μεθοδολογική βάση προσέγγισης και του συγκεκριμένου
προβλήματος που αφορά το επίσημο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης»
η «κατανόηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, που
επηρεάζουν την αναμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων στη σημερινή εποχή,
αποτελεί το πρώτο βήμα για την προσέγγιση της όλης προβληματικής» (Ζμας, 2007:
4). Αναπόφευκτα πυκνώνουν οι συζητήσεις για τα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης,
της κοινωνίας της γνώσης και της επιδράσεις τους.
Οι συζητήσεις συνδυάζονται με τις μετατοπίσεις στο περιεχόμενο, τους στόχους της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στη διαμόρφωση κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων
δράσης, αλλά κυρίως κοινών εκπαιδευτικών τάσεων (Αθανασούλα- - Ρέππα, 1999, Γ΄
σ. 101). Πρόκειται για μια διαδρομή περίπλοκη και πολυετή, τη διαδρομή
συνειδητοποίησης του ολοένα περισσότερο σημαντικού ρόλου της εκπαίδευσης σε
σχέση με τους γνωστικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Διαδρομή που συνοδεύεται από τη θεσμική ανάπτυξη της αμφιλεγόμενης
«ευρωπαϊκής διάστασης στην εκπαίδευση» (δηλαδή σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση
στην Ευρώπη/ την εκπαίδευση σχετικά με την Ευρώπη/ την εκπαίδευση για την
Ευρώπη) στην ακαδημαϊκή, την πολιτική και την εκπαιδευτική ρητορική. Αλλά, στα
«καθ’ ημάς» της κυπριακής πραγματικότητας, αυτή η «ευρωπαϊκή διάσταση στην
εκπαίδευση» στην ουσία ακόμη προκαλεί ερωτηματικά και αντιρρήσεις σοβαρές στην
κοινή γνώμη και τον εκπαιδευτικό πληθυσμό της Κυπριακής Δημοκρατίας
(Θεοδωρίδης Α., 2009: viii-ix). Σημειώνεται ότι ορίστηκε με εγκύκλιο του
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (23.8.2005) ως στόχος της σχολικής χρονιάς
2005-2006 «η επιχειρηματικότητα στην εκπαίδευση», χωρίς να έχει προηγηθεί

2
διάλογος δημόσιος η έστω στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας της χώρας
σε μια προσπάθεια ενοφθαλμισμού του πολύπλοκου αυτού θέματος στο
οικονομικοκοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό συγκείμενο της Κύπρου.
Στο προ του 2000 στάδιο μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής
πολιτικής σημαντική είναι η Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
1995). Ξεχωρίζουν παράγοντες όπως η διεθνοποίηση του εμπορίου, το παγκόσμιο
περιεχόμενο της τεχνολογίας και, πάνω απ' όλα, η έλευση της κοινωνίας της
πληροφόρησης και οι επιπτώσεις τους στην οργάνωση της δουλειάς και τις δεξιότητες
που αποκτούν οι νέοι. Η σημασία των παραγόντων αυτών τονίζεται στην εισαγωγή
αυτού του κειμένου. Είναι προφανές για τους συντάκτες του κειμένου ότι τα
εκπαιδευτικά συστήματα καλούνται να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην
«προσαρμογή» των μελλοντικών πολιτών στην κοινωνία και την οικονομία (Λευκή
Βίβλος, 1995: 213).
Σε μεταγενέστερα έγγραφα, λ.χ. τόσο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας
(Μάρτιος του 2000), όσο και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Μικρών Επιχειρήσεων,
αναδεικνύεται ως στρατηγικός στόχος το να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση η πιο
ανταγωνιστική και δυναμική κοινωνία της γνώσης στον κόσμο. Έτσι, καλούνται τα
τοπικά εκπαιδευτικά συστήματα να αποδώσουν ιδιαίτερη προσοχή στους τομείς
βασικών ικανοτήτων: ανάγνωση και γραφή, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και
τεχνολογία, ξένες γλώσσες, πληροφορική/νέες τεχνολογίες, μεθοδολογία απόκτησης
γνώσεων, κοινωνικές δεξιότητες, επιχειρηματικό πνεύμα κ.ά. («Λεπτομερές πρό-
γραμμα των επακόλουθων εργασιών σχετικά με τους στόχους των συστημάτων
εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη», Βρυξέλλες 2002). Με άλλη ευκαιρία το
Συμβούλιο της Ευρώπης προτείνει να επιδιώκονται κυρίως: πολιτικές και κοινωνικές
ικανότητες, όπως η ικανότητα της ανάληψης ευθυνών, η συμμετοχή σε ομαδικές
αποφάσεις, η επίλυση των συγκρούσεων χωρίς τη χρήση βίας κλπ.· ικανότητες
ανταπόκρισης στις απαιτήσεις μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας· ικανότητες επαρ-
κούς προφορικής και γραπτής επικοινωνίας· ικανότητες που συνδέονται με την
κριτική αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει η κοινωνία της πληροφορίας και
των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας· ακόμη η ικανότητα
να μαθαίνει κανείς δια βίου, τόσο στο πλαίσιο του επαγγέλματος του όσο και στην
ατομική και κοινωνική ζωή. Πρόσφατα, ανάμεσα στα θέματα που τέθηκαν σε
προτεραιότητα από την ΕΕ (στο «Έγγραφο Δημόσιας Διαβούλευσης», 2010), πε-
ριλαμβάνονται τα ζητήματα της νεολαίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η δια
βίου μάθηση, η ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση, η μεγαλύτερη συνεργασία
στην επαγγελματική κατάρτιση (διαδικασία της Bruges), η ηλεκτρονική μάθηση (e-
learning), η προώθηση της γλωσσομάθειας, η προαγωγή καινοτομιών και η ανάπτυξη
συνεργασίας, εταιρικών σχέσεων και κινητικότητας ανάμεσα στις εκπαιδευτικές
κοινότητες των κρατών μελών της Ε.Ε.
Οι επιλογές αυτές σαφώς ασκούν επίδραση τόσο στην επιλογή και ιεράρχηση των
γνώσεων όσο και στη συγκρότηση των σχολικών προγραμμάτων σπουδών. Συνεπώς,
παρά τη γενικά διακηρυγμένη αρχή σεβασμού της εθνικής κρατικής πολιτικής στα
θέματα εκπαίδευσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση «έχει κατορθώσει, με δειλά στην αρχή
βήματα, να διευρύνει τις πρωτοβουλίες της στον εκπαιδευτικό χώροι των κρατών-
μελών της (Ζμας, 2007: σ. 5), και μάλιστα διαθέτει πλέον τους μηχανισμούς και τις
διαδικασίες για να «λαμβάνει αποφάσεις δεσμευτικού χαρακτήρα για τα μέλη της»
(Ζμας, 2007: σ. 21). Η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης υπό την πίεση
που ασκεί η οικονομική ορθολογικότητα. –πρόσφατα και η εντεινόμενη οικονομική
κρίση- υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη στην εκπόνηση εκτεταμένων μεταρρυθμιστικών
σχεδιασμών, που «συμβαδίζουν, βέβαια, απόλυτα με τα εκπαιδευτικά κελεύσματα της

3
Ευρωπαϊκής Ένωσης (…)». Σχεδιασμών οι οποίοι υπόκεινται στους καθορισμούς των
ευρωπαϊκών οδηγιών, αποφάσεων και χρηματοδοτήσεων (πολιτική των «χρυσών
χαλιναριών», όπως αποκαλείται) (Ζμας, 2007: σ. 44). Το «Πρόγραμμα Εκπαίδευση
και Κατάρτιση 2010» (Απόφαση του Συμβουλίου Παιδείας, Διαδικασία της
Κοπεγχάγης- Νοέμβριος 2002) θεωρείται ως επιστέγασμα των προσπαθειών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας τρεις βασικούς και 13 συναφείς στόχους, μεταξύ των
οποίων και την «Ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος». Προτείνεται, στην
εξειδικευμένη οδηγία, η προώθηση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας με
σκοπό την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος, αλλά και η διευκόλυνση της
απόκτησης των δεξιοτήτων που χρειάζονται για τη σύσταση και τη διαχείριση μιας
επιχείρησης. Αυτό διαμορφώνει και τους αντίστοιχους δείκτες: «1. Ποσοστό
αυτοαπασχολούμενων στους διάφορους τομείς της βασισμένης στη γνώση οικονομίας
(ιδίως άτομα ηλικίας 25-35 ετών). 2. Ποσοστό ιδρυμάτων εκπαίδευσης και
κατάρτισης που παρέχουν συμβουλές και οδηγίες για την ίδρυση επιχειρήσεων».
(Πασιάς, 2006, Β΄: σ. 107, 125). Αυτό το πλέγμα συστηματικών επεξεργασιών
συνοδεύεται από σειρά άλλων προγραμμάτων και αποφάσεων, όπως είναι αυτή για
την «Εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας: Προώθηση της
επιχειρηματικής νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης» (13.2.2006).

2. Περίληψη της Ανακοίνωση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Εφαρμογή


του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας: Προώθηση της επιχειρηματικής
νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης».

Με γνώμονα την επιστημολογική εκτίμηση ότι η σχέση εξουσίας-επιστημονικής


γνώσης-εκπαιδευτικού λόγου συμπυκνώνει και αντανακλά το κοινωνικό γίγνεσθαι,
διατυπώνουμε περιληπτικά την απόφαση της Επιτροπής. Σ’ αυτήν αποδίδεται ο
συσχετισμός δυνάμεων (και ο εξ αυτού παραγόμενος εκπαιδευτικός λόγος) εντός των
κοινοτικών οργάνων και μεταξύ των κρατών-μελών για το διακύβευμα της
προώθησης της επιχειρηματικότητας μέσα από το «Πρόγραμμα Δράσης για την
Επιχειρηματικότητα», ακόμη και στο εκπαιδευτικό πεδίο.

Περίληψη: Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με έγγραφο της 13ης


Φεβρουαρίου 2006 (COM(2006) 33 τελικό) λαμβάνει απόφαση για την «Εφαρμογή
του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας: προώθηση της επιχειρηματικής
νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης». Η απόφαση προέκυψε
σταδιακά ως νέο έναυσμα εκκίνησης στη στρατηγική της Λισσαβόνας και
προσπάθεια τόνωσης του Προγράμματος Δράσης για την Επιχειρηματικότητα
(Φεβρουάριος 2004), απόρροια της νέας σύμπραξης για την ανάπτυξη και την
απασχόληση (Φεβρουάριος 2005).
Στο εισαγωγικό μέρος του κειμένου αναφέρεται ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων αξιοποιεί ερευνητικά δεδομένα που συνδέουν στενά την
επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη. Ενδιαφέρεται να
διαμορφώσει συνθήκες για τη διατήρηση του κοινωνικού μοντέλου της Ευρώπης
(περισσότερες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και καινοτόμες επιχειρήσεις, νέες
μικρομεσαίες επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης, δημιουργία θέσεων εργασίας).
Ιδιαίτερα την απασχολούν η διαμόρφωση πιο ευνοϊκού κοινωνικού κλίματος, η
εξάλειψη εμποδίων (κανονιστικών, φορολογικών, χρηματοοικονομικών,
πολιτισμικών) για τις επιχειρήσεις. η πολιτισμική στήριξη της αυτοαπασχόλησης
και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιμένει, επίσης, στην επιχειρηματικότητα

4
υπέρ της κοινωνικής συνοχής, της εξασφάλισης εργασίας για ανέργους,
μειονεκτούντα άτομα, νέους (: βασικό στοιχείο του Ευρωπαϊκού Συμφώνου
Νεολαίας-Μάρτιος 2005), γυναίκες.
Η επιχειρηματικότητα (νοούμενη στο κείμενο της Επιτροπής ως ικανότητα του
ατόμου για μετατροπή των ιδεών σε δράση, αλλά και την ανάπτυξη, την
απασχόληση και την προσωπική ολοκλήρωση) συνδέεται στενά με τη
δημιουργικότητα, την καινοτομία, την ανάληψη κινδύνων, την ικανότητα
κατάρτισης και διαχείρισης σχεδίων για την επίτευξη στόχων, αλλά και με τη
μετάδοση ειδικότερων γνώσεων σχετικά με τις επιχειρήσεις. Η Επιτροπή κάνει
λόγο για την ανάγκη εκπαίδευσης σε θέματα επιχειρηματικής δράσης και για
«έμφαση στις ‘υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές’, ώστε να είναι πιο ελκυστική
η επιλογή επιχειρηματικής σταδιοδρομίας. Μάλιστα, το στατιστικό δεδομένο (:
20% των συμμέτοχων σε δραστηριότητες μικροεπιχειρήσεων στη Β΄θμια Εκπ-ση
γίνονται ιδρυτές επιχειρήσεων μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους) ενισχύει
την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.
Επιδιώκεται, συνεπώς, η σαφής σύνδεση της επιχειρηματικότητας, του
Προγράμματος εργασίας Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010 (διά βίου μάθηση -2005)
και της εκπαίδευσης (από το δημοτικό έως το πανεπιστήμιο, ιδίως την
Επαγγελματική Β΄θμια Εκπαίδευση και τα Α.Τ.Ε.Ι.). Από τα ρηθέντα απορρέουν ως
στόχοι τα ακόλουθα: Η συμβολή των εκπαιδευτικών συστημάτων στην επιτυχή
αντιμετώπιση της επιχειρηματικότητας στην Ε.Ε. Η ένταξη των σχετικών
πρωτοβουλιών σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, και συνεπώς η ανάπτυξη συστηματικής
στρατηγικής από τα κράτη μέλη για την εκπαίδευση σχετικά με την
επιχειρηματικότητα.
Η επιχειρηματικότητα στη σχολική εκπαίδευση, όπως και τα μέτρα που
προτείνει η Επιτροπή περιέχονται σε ειδική ενότητα, η οποία ως προς τα σχολικά
προγράμματα-πλαίσια σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο προβλέπει: Συμπερίληψη
ρητών στόχων στα προγράμματα σπουδών, μαζί με κατευθυντήριες γραμμές για την
εφαρμογή τους στην πράξη, ώστε να παρέχεται σταθερότερη βάση για την
εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα. Επίσης, αναθεώρηση του εθνικού
προγράμματος σπουδών. Επιπλέον, μαθήματα για εκμάθηση της
επιχειρηματικότητας και αυτοαπασχόλησης με δραστηριότητες (π.χ. Πολωνία)
συχνά εκτός σχολικού προγράμματος σπουδών, ιδίως στην Επαγγελματική Β/θμια
Εκπαίδευση (π.χ. Αυστρία). Επιπρόσθετα, ανάπτυξη επιχειρηματικής ικανότητας σε
επίσημο και άτυπο πλαίσιο (π.χ. εργασία νέων και μορφές συμμετοχής στην
κοινωνία).
Eκτενής λόγος γίνεται από τη Επιτροπή όσον αφορά την επιχειρηματικότητα στις
τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Κατά πρώτο, η επιχειρηματικότητα στην
πρωτοβάθμια εκπαίδευση (μαθητές ηλικίας κάτω των 14 ετών) εφάπτεται
παραμέτρων, όπως η ευαισθητοποίηση για τη βασική μάθηση της κοινωνίας
συνολικά και των ίδιων των διδασκομένων, ακόμη και στα πρώτα στάδια της
εκπαίδευσης. Επίσης, προκύπτει ότι η υποστήριξη ικανοτήτων, όπως η
δημιουργικότητα και το πνεύμα ανάληψης πρωτοβουλιών, βοηθά στην ανάπτυξη
επιχειρηματικής νοοτροπίας σε συνδυασμό με την πρώιμη γνώση και επαφή με την
εργασία και τις επιχειρήσεις. Αλλά παραμένουν σπάνιες οι συνεκτικές
πρωτοβουλίες ή προγράμματα που επιβάλλονται από τις αρμόδιες για την
εκπαίδευση αρχές. Αλλά πληθαίνουν σταθερά και τα παραδείγματα: παιχνίδια
ρόλων στα μαθήματα, ενότητες μαθημάτων για την καινοτομία και επισκέψεων σε

5
επιχειρήσεις – δραστηριότητες σε σχολικές εορτές – «Διαγωνισμός για νέους
εφευρέτες».
Κατά δεύτερο, η επιχειρηματικότητα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (από την
ηλικία των 14 ετών) αναπτύσσεται συνήθως με πρωτοβουλιακές δράσεις σε τοπικό
επίπεδο, χωρίς να ενσωματώνεται εξειδικευμένα στα προγράμματα σπουδών.
Γεγονός παραμένει το ότι σε λίγα μόνο κράτη μέλη υφίσταται ενσωμάτωση της
επιχειρηματικότητας στα μαθήματα. Διαπιστώνεται, παρά τα θετικά παραδείγματα
από τη Ιρλανδία, τη Νορβηγία, τη Γερμανία, η ανάγκη για αύξηση της
ευαισθητοποίησης των μαθητών ως προς την αυτοαπασχόληση και την
επιχειρηματικότητα ως επιλογές μελλοντικής σταδιοδρομίας. Επίσης, η προώθηση
νοοτροπίας και δεξιοτήτων μέσω της μάθησης στην πράξη, εμπειριών,
συγκεκριμένων σχεδίων δραστηριοτήτων (π.χ. διαχείριση σχολικών
μικροεπιχειρήσεων). Στο πλαίσιο της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης, δηλαδή
στην επαγγελματική δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεσματικά συνδέεται η
ειδική κατάρτιση με την επαγγελματική ζωή, την αυτοαπασχόληση, την
επιχειρηματικότητα. Σοβαρή έλλειψη αποτελεί η μη παροχή υποστήριξης και
κινήτρων στο διδακτικό προσωπικό και στα σχολεία για την ανάληψη
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Με βάση τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις των ειδικών εμπειρογνωμόνων, η
Επιτροπή θεωρεί ότι είναι όσο ποτέ αναγκαία η λήψη μέτρων υποστήριξης των
σχολείων και του διδακτικού προσωπικού. Ανάμεσα στα προτεινόμενα από την
Επιτροπή μέτρα ξεχωρίζουν: Η ενθάρρυνση στην ανάληψη δραστηριοτήτων και
προγραμμάτων από τα σχολεία σχετικά με την επιχειρηματικότητα. Υπουργεία και
δημόσιες αρχές να αναλάβουν πρωτοβουλίες να προωθήσουν την εκπαίδευση για
την επιχειρηματικότητα στα σχολεία, στους διευθυντές σχολείων και στο διδακτικό
προσωπικό. Επίσης, είναι σημαντικό υπάρξει στήριξη των προσπαθειών ειδικών
οργανισμών και ενθάρρυνσης της δημιουργίας συμπράξεων των σχολείων με τον
επιχειρηματικό κόσμο. Προκρίνεται, επιπλέον, η εδραίωση της επίσημης
συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης,
εκπαίδευσης, απασχόλησης, βιομηχανίας, επιχειρήσεων. Η εφαρμογή μιας εθνικής
στρατηγικής ή ενός σχεδίου δράσης όλων των φορέων και η προώθηση της ειδικής
κατάρτισης του εκπαιδευτικού προσωπικού για σχετικά με την επιχειρηματικότητα
θέματα, συμπληρώνουν πλειάδα άλλων μέτρων και ρυθμίσεων που προτείνει η
Επιτροπή.
Ο τρίτος άξονας των κατευθύνσεων που δίνει η Επιτροπή με τη σχετική απόφασή
της αγγίζει τον τομέα της διασύνδεσης της επιχειρηματικότητας με την τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Είναι γεγονός ότι ήδη η εκπαίδευση σχετικά με την
επιχειρηματικότητα παρέχει μέσω συγκεκριμένων σχολών ειδική κατάρτιση για
ίδρυση και διαχείριση επιχειρήσεων ή στηρίζει ανάλογες ιδέες φοιτητών.
Εντούτοις στα αναγκαία μέτρα περιλαμβάνονται η δυναμικότερη ενσωμάτωση της
επιχειρηματικότητας στα προγράμματα σπουδών των ΑΕΙ-ΑΤΕΙ και της ομόλογης
δικτύωσης. Συγχρόνως, ο συνδυασμός των επιχειρηματικών νοοτροπιών και
ικανοτήτων με την αριστεία στις επιστημονικές και τεχνικές σπουδές κατατείνει,
κατά την Επιτροπή, πιο συγκεκριμένα στη δυνατότητα εμπορικής αξιοποίησης των
ιδεών τους και των νέων τεχνολογιών που αναπτύσσουν. Επίσης, προτείνεται ως
απαραίτητη η πύκνωση του αριθμού των πανεπιστημιακών εδρών, όπως και η
αύξηση των διδακτορικών ειδικεύσεων επιχειρηματικότητας, ενώ δεν υποτιμάται
και η συμβολή των διαγωνισμών επιχειρηματικών σχεδίων σχολών και εταιρειών,
όπως και η επικέντρωση στην ίδρυση ή διαχείριση μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο

6
πλαίσιο των επιχειρηματικών σπουδών, προπτυχιακού και μεταπτυχιακού επιπέδου.
Άλλα προτεινόμενα μέτρα είναι: Η συστηματική ενσωμάτωση της κατάρτισης για
την επιχειρηματικότητα στις σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογικών
ιδρυμάτων (πολυτεχνεία) και τεχνικές σπουδές∙ επίσης η δημιουργία ακαδημαϊκών
εταιρειών τεχνοβλαστών (sprin-offs), η ενίσχυση της κινητικότητας ερευνητών και
εκπαιδευτικών, η υπέρβαση εσωτερικών εμποδίων της γραφειοκρατικής
λειτουργίας των ΑΕΙ, η αύξηση της διασυνοριακής συνεργασία και η αύξηση του
επιμερισμού των πρακτικών εφαρμογών επιχειρηματικότητας και διδακτικής στα
ΑΕΙ.
Η Επιτροπή στην κατακλείδα του εγγράφου της εκτενώς περιγράφει τις
μελλοντικές ενέργειες των ιθυνόντων των κρατών μελών. Προκρίνει τη
συγκρότηση ενός συνεκτικού πλαισίου, στο οποίο οι εθνικές και οι περιφερειακές
αρχές επιμελούνται την εδραίωση της συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων
υπηρεσιών, την ανάπτυξη σαφούς στρατηγικής για την κάλυψη όλων των
εκπαιδευτικών βαθμίδων στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων της Λισσαβόνας.
Προτείνεται η συμπερίληψη στα προγράμματα σπουδών όλων των σχολείων της
επιχειρηματικότητας ως εκπαιδευτικό αντικείμενο, μαζί με κατευθυντήριες γραμμές
για την εφαρμογή της. Προτείνεται δέσμη μέτρων που αφορούν στην υποστήριξη
σχολείων και διδακτικού προσωπικού για ενθάρρυνση των σχετικών
δραστηριοτήτων και των προγραμμάτων επιχειρηματικότητας. Εντοπίζουν τη
σημασία μέτρων όπως η κατάρτιση του διευθυντικού και διδακτικού προσωπικού
και η αύξηση της ευαισθητοποίησής του. Ακόμη, τη συνεργασία μεταξύ
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και εξωτερικών συντελεστών της τοπικής και της
επιχειρηματικής κοινότητας, ιδίως των επιχειρήσεων και των Μη Κυβερνητικών
Οργανώσεων. Ιδιαίτερος ρόλος αποδίδεται στη στήριξη της επιχειρηματικότητας
στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: Προτείνεται η ενσωμάτωση της επιχειρηματικότητας
σε διάφορα μαθήματα και τομείς. Η συνδυασμένη υποστήριξη των δημόσιων
Αρχών συμβάλλει στην παροχή κατάρτισης υψηλού επιπέδου στο διδακτικό
προσωπικό και την ανάπτυξη δικτύων για τον επιμερισμό και την προβολή των
καλών πρακτικών. Επιπρόσθετα, προτείνει η κινητικότητα του διδακτικού
προσωπικού μεταξύ πανεπιστημίων και του κόσμου των επιχειρήσεων να φτάνει
μέχρι τη συμμετοχή των επιχειρηματιών στη διδασκαλία∙ ενσωματώνει τις
πρακτικές για την καλλιέργεια επιχειρηματικής νοοτροπίας στο νέο ολοκληρωμένο
κοινοτικό πρόγραμμα για τη διά βίου μάθηση (από το 2007), καλώντας και τις
δημόσιες αρχές των κρατών μελών σε επιτάχυνση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων
και επιπρόσθετων πολιτικών μέτρων.

3. Τοποθετήσεις υπέρ της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την επιχειρηματικότητα.

Για τους θιασώτες της επικρατούσας κατεύθυνσης στη διαμόρφωση της


εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση απλώς όλα αποδίδονται σε μια
«φυσιολογική» πορεία των οικονομικών εξελίξεων και των εκπαιδευτικών
προσαρμογών. Ενδεικτικά παρατίθενται κομβικά σημεία διαπιστώσεων ή προτάσεων:
«Οι ραγδαίες μεταβολές και οι ανατροπές που χαρακτηρίζουν τις διαδικασίες της
τεχνολογίας και της επιστήμης διατρέχουν όλα τα πεδία των ανθρωπίνων
δραστηριοτήτων και επηρεάζουν δραστικά και την εκπαίδευση. Η κοινωνία της
γνώσης αναδεικνύεται σε κυρίαρχο αίτημα και στόχο της νέας εποχής. Η γνώση είναι
η δύναμη που κινεί τη διεθνή οικονομία στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες του 21ου
αιώνα». Στην οπτική αυτή, πάνω και πέρα από κοινωνικές ανισότητες ή/και
περιφερειακές - διακρατικές συγκρούσεις, τεχνολογία, επιστήμη, «κοινωνία της

7
γνώσης», επιχειρηματικότητα στην εκπαίδευση με ευθύγραμμο τρόπο και σχεδόν
ντετερμινιστικά οδεύουν προς το ευτυχές μέλλον, όπως αυτό καθορίζεται από τις
«ανάγκες της αγοράς». Η νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα
καταδεικνύει τον πρωτεύοντα ρόλο της γνώσης ως βασικού συστατικού στοιχείου της
προσωπικής εξέλιξης και κοινωνικής ανάπτυξης. Απαιτείται στο εξής η ανάπτυξη
δεξιοτήτων επικοινωνίας, προσαρμοστικότητας, ανεκτικότητας με την έννοια της
ευρύτητας πνεύματος και αποδοχής της διαφοράς, συνεργασίας, ταχείας αντίδρασης
σε προκλήσεις, ευρηματικότητας, ανάληψης πρωτοβουλιών και διαχείρισης
επιλογών». (Εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα. Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. του Υπ.Ε.Π.Θ.,
2000).
Στην προέκταση αυτών των απόψεων, εκτυλίσσεται και η περίπου λαϊκιστική,
γραμμική θέση, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητη και για ψυχοπνευματικούς
λόγους η εισαγωγή της επιχειρηματικότητας στην εκπαίδευση, αφού «ουσιαστικά
σχετίζεται με θεμελιώδεις μαθησιακές διαδικασίες όπως είναι η ανάπτυξη της
αυτογνωσίας, της κριτικής σκέψης, των δυνατοτήτων επιλογής, της ανάληψης
πρωτοβουλιών και της λήψης αποφάσεων, της διαχείρισης χρόνου κλπ.». Αναζητείται
και τεκμηριώνεται η «παιδαγωγική αξία» και η «αναγκαιότητα εισαγωγής της
επιχειρηματικότητας και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση», με οδηγίες και προτάσεις
για την ερμηνεία, την «παιδαγωγική ανάλυση» της «επιχειρηματικής κουλτούρας» ,
αλλά και την χαρακτηρολογική πτυχή και την συνακόλουθη υποδοχή του
προβλήματος (Κουρσάρου, 2005: ppt). Επιπλέον, σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής,
σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, κάθε σοβαρή κυβερνητική προοπτική και πρόταση
διακυβέρνησης οφείλει να αποδέχεται ότι η καλλιέργεια επιχειρηματικού πνεύματος
και η στα πλαίσια της εκπαίδευσης ανάπτυξη επιχειρηματικότητας είναι εκ των ων
ουκ άνευ για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής «ενεργητικών
πολιτικών για πρόληψη της ανεργίας, και του κοινωνικού αποκλεισμού που αυτή
συνεπάγεται», όπως και για την προώθηση και ενθάρρυνση στο επίπεδο του μαθητή
και φοιτητή της «αυτοπραγμάτωσης των νέων, με την ανίχνευση και ενεργοποίηση
των ταλέντων και των δυνατοτήτων τους για έκφραση και δημιουργία». (ΕΠΑΕΚ,
2000: σ. 3)]
Σε σχέση με τη μέση εκπαίδευση, οι συντάκτες ενός δημοσιεύματος, από τα
ελάχιστα που γράφτηκαν στον κυπριακό χώρο, υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση
μπορεί να συμβάλει στην ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και του επιχειρηματι-
κού πνεύματος, υιοθετώντας την κατάλληλη νοοτροπία και προσφέροντας γνώσεις
σχετικά με τις ευκαιρίες δραστηριοποίησης των νέων είτε ως επιχειρηματιών ή
αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών είτε ως δημόσιων ή ιδιωτικών υπαλλήλων,
καλλιεργώντας τις κατάλληλες επιχειρηματικές δεξιότητες, (Οδυσσέως-Πολυδώρου
και Πολυδώρου, 2005-2006). Επίσης, αναγνωρίζεται ότι οι επιχειρηματικές
δεξιότητες και το επιχειρηματικό πνεύμα παρέχουν οφέλη στην κοινωνία, ακόμη και
όταν δεν εφαρμόζονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ενσωματώνονται εδώ

8
εκτιμήσεις στο πλαίσιο των οποίων υπερτονίζεται η θέση ότι τα προσωπικά
χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την επιχειρηματικότητα, όπως «η
δημιουργικότητα, το πνεύμα πρωτοβουλίας και η ορθή κρίση, μπορούν να είναι
χρήσιμα για οποιονδήποτε, τόσο στις επαγγελματικές του δραστηριότητες όσο και
στην καθημερινή του ζωή» (Sachs, 2001).
Είχε προηγηθεί σε επίπεδο Ε.Ε. προς την κατεύθυνση αυτή, για παράδειγμα, η
Τελική Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων «Εκπαίδευση στην
Επιχειρηματικότητα», σχετικά με την Επίτευξη Προόδου στην Προώθηση του
Επιχειρηματικού Πνεύματος και των Συναφών Δεξιοτήτων μέσω της Πρωτοβάθμιας
και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2004). Σ’
αυτήν διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι « (…) η επιχειρηματικότητα αναγνωρίζεται
πλέον ως βασική ικανότητα η οποία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί ρητά στο εθνικό
πρόγραμμα σπουδών, ανάλογα με τη διάρθρωση του εκάστοτε εκπαιδευτικού
συστήματος. Στην έκθεση αναφέρεται ότι, στις περισσότερες χώρες, το εθνικό
πρόγραμμα σπουδών αποσκοπεί σε ευρείς στόχους και, συνεπώς, επιτρέπει –έστω και
θεωρητικά– την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για την καλλιέργεια του επιχειρηματικού
πνεύματος στα σχολεία. Εντούτοις, αν και αποτελεί εφικτό στόχο, η
επιχειρηματικότητα δεν θεωρείται, κατά κανόνα, απαραίτητη ούτε προωθείται. Ένα
μέτρο που ελήφθη πρόσφατα από αρκετές διοικήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση
ήταν η αναθεώρηση του εθνικού προγράμματος σπουδών προκειμένου να
συμπεριληφθεί η επιχειρηματικότητα, είτε ως μάθημα είτε ως διεπιστημονικό θέμα,
αν και υπήρξαν λιγοστές οι περιπτώσεις στις οποίες το μέτρο αυτό προσέγγισε κατά
συνεκτικό τρόπο όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (από την πρωτοβάθμια έως την
ανώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της
αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης)». Πιο εξειδικευμένη στις κατευθύνεις είναι η
Τελική Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων που συγκροτεί το Πρόγραμμα
Διαδικασίας Best: «Μίνι Εταιρείες Μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
(Σεπτέμβριος 2005), (Ομάδα Εμπειρογνωμόνων. Τελική Έκθεση, 2005: σ. 7).
Είναι πλέον επεξεργασμένη και πιο συγκεκριμένη η μορφή που δίνεται σε
αποφάσεις και κατευθύνσεις οι οποίες σχετίζονται με την σχολιαζόμενη εδώ
Απόφαση της Επιτροπής για την «Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας μέσω
της εκπαίδευσης και της μάθησης» (13.2.2006). Προηγήθηκε, μεταξύ άλλων, η
Ανακοίνωση της Επιτροπής «Αποδοτικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την
κατάρτιση: επιτακτική ανάγκη για την Ευρώπη» (10.01.03). Συνδέθηκε συγκεκριμένα
στην Ελλάδα με τα θέματα του (δεύτερου) Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση» (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. 2), αλλά και με
προτάσεις για μεγαλύτερη συνεργασία στην επαγγελματική κατάρτιση (διαδικασία
της Bruges), με την «διά βίου μάθηση και κατάρτιση», με την «αποδοτικότητα και
ισότητα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης»
(08.09.06), τη διαβούλευση για τα «Σχολεία για τον 21ο αιώνα», την ηλεκτρονική
μάθηση (e-learming), την ευρωπαϊκής διάσταση στην εκπαίδευση, την προώθηση της
γλωσσομάθειας, την προαγωγή καινοτομιών και την ανάπτυξη συνεργασίας, εταιρι-
κών σχέσεων και κινητικότητας ανάμεσα στις εκπαιδευτικές κοινότητες των κρατών
μελών της Ε.Ε έως την υλοποίηση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών προγραμμάτων
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Socrates- Comenius). Προχώρησε η εφαρμογή του
προγράμματος «Επιχειρηματικότητα Νέων» (στο πλαίσιο του οποίου υλοποιούνται
τα προγράμματα «Οικονομία- Επιχειρηματικότητα» στα Ενιαία Λύκεια και στα
Τεχνολογικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (Τ.Ε.Ε.), όπως και τα προγράμματα
«Οικονομία και Εγώ» στα Γυμνάσια και Δημοτικά σχολεία). Για τον σκοπό αυτό
πραγματοποιούνται ημερίδες, συνέδρια, συναντήσεις, εκδόσεις (Παιδαγωγικό

9
Ινστιτούτο Ελλάδας. Δελτίο Τύπου, 2005), όπου προβάλλεται, αφενός, η στόχευση
ένταξής των προγραμμάτων αυτών στη νομοθεσία για τις σχολικές δραστηριότητες
και, αφετέρου, η αναγκαιότητα να συνεχιστεί η βελτίωση της ποιότητας στην
παρεχόμενη εκπαίδευση. (Π.Ι. Δελτίο Τύπου, 2005: σ. 12)
Στο πλαίσιο του 3ου Κοινοτικού Προγράμματος Στήριξης και με την εκτύλιξη του
Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση»
(Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. 2) του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων
υπό την εποπτεία της Ειδικής Υπηρεσίας Εφαρμογής Εκπαιδευτικών Δράσεων πολλά
δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν ιδρύσει υπηρεσίες ενημέρωσης και
ιστοχώρους υποστήριξης σε θέματα επιχειρηματικότητας, τεχνολογίας και
καινοτομίας, έχουν εκπονήσει προγράμματα επιχειρηματικότητας και έχουν αναλάβει
πρωτοβουλίες και δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Ιδρύματα, όπως λ.χ. το Ίδρυμα
Οικονομικών και Βιομηχανικών ερευνών (http://www.iobe.gr) ή το Ελληνικό
Ινστιτούτο Επιχειρηματικής Ηθικής (EBEN GR), παρεμβαίνουν και προτείνουν
θέματα ενημέρωσης και οργάνωσης δραστηριοτήτων και ακόμη την προώθηση του
μαθήματος Επιχειρηματικής Ηθικής στα σχολεία - ιδιωτικά κατά πρώτον
(ηλεκτρονική εφημ.Marketing Week 15.11.2010 -http://www.marketingweek.gr).
Ανάλογες πρωτοβουλίες παρατηρούνται και στην Κύπρο, όπου υφίσταται και η
θεσμοθετημένη λειτουργία και των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτά ήδη
δραστηριοποιούνται μαζί με τα δημόσια πανεπιστήμια σε θέματα
επιχειρηματικότητας και καινοτομίας. Στη δημοτική και μέση εκπαίδευση
παρατηρείται μια κινητικότητα, αλλά μόνο από το 2005-2006 έχει αρχίσει η σχετική
συζήτηση. Ο λόγος, που αρθρώνεται μέσα από τη «μεταφορά» εκπαιδευτικών ιδεών
και πρακτικών από το εξωτερικό, λειτουργεί παραινετικά περισσότερο και λιγότερο
στην καθημερινή πράξη: «Η εκπαίδευση πρέπει να εφοδιάσει τους νέους με εκείνες
τις επιχειρηματικές δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να είναι επιτυχημένοι και ως
μαθητές αλλά και ως πολίτες, ανεξάρτητα από το εάν θα είναι αυτοαπασχολούμενοι,
δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι» (Οδυσσέως-Πολυδώρου, 2005-2006: σ. 51).
Σημασία έχει να συμπεριφέρονται ως επαγγελματίες (professional) σε αυτό που θα
έχουν επιλέξει να κάνουν», διαπιστώνεται με άντληση επιχειρηματολογίας από τη
διεθνή βιβλιογραφία (παράθεμα από τους J. Holford και Τ. Βlack (2001). Ισχύει προς
αυτή την κατεύθυνση η παρακίνηση: «Το εκπαιδευτικό σύστημα, επομένως, πρέπει
να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει την πρόκληση αυτή. Αυτό συνεπάγεται τη
δημιουργία ενός ισχυρού πλαισίου με μακροπρόθεσμη προοπτική στη διδασκαλία της
επιχειρηματικότητας και την κατάρτιση των εκπαιδευτικών στο αντικείμενο αυτό.
Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να γνωρίζουμε, είναι ότι «η επιχειρηματικότητα
στην εκπαίδευση» είναι μια μακροχρόνια επένδυση, της οποίας τα αποτελέσματα της
χρειάζονται χρόνο για να φανούν» (Οδυσσέως-Πολυδώρου, 2005-2006: σ. 51).

4. Τοποθετήσεις κριτικής άρνησης για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την


επιχειρηματικότητα.

Οι επικρίσεις προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων που επιμένουν


στην πρόταξη του κοινωνικού έναντι ιδιωτικού, του ανθρωπιστικού ιδεώδους
έναντι της νεοφιλελεύθερης κυρίαρχης αντίληψης για την απόλυτη προτεραιότητα
του οικονομικού παράγοντα. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν ποικίλες ιδεολογικές
αφετηρίες και συνάδουν με πολιτικές επεξεργασίες του σοσιαλδημοκρατικού
χώρου, του (μετα)κομμουνιστικού κινήματος, της κινηματικής «Νέας Αριστεράς»,
του «αντιεξουσιαστικού» χώρου και του οικολογικού φάσματος. Κυμαίνονται από
την αποδοχή, της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», την κριτική στάση έναντι αυτής,

10
μέχρι την απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασκούν κριτική στην υποβάθμιση
της γενικής παιδευτικής καλλιέργειας και της παρεμβατικής πολιτικής των
οργάνων της Ε.Ε. υπέρ της ενίσχυσης της «εκπαίδευσης-κατάρτισης».
Παρατηρεί ως προς το πρόβλημα των επιπτώσεων στην εκπαίδευση και την
παιδαγωγική συγκρότηση των νέων από τις πτυχές της «κοινωνίας της γνώσης» ο
Φ. Βώρος, γνωστός μελετητής των ιστορικών και εκπαιδευτικών φαινομένων:
«Οι γνώσεις και οι δεξιότητες και οι τρόποι σκέψης και δράσης που οικοδομούν
την προσωπικότητα του ανθρώπου, τη συνείδηση και το ήθος του, δεν είναι
στοιχεία αναλώσιμα αλλά παραμόνιμα, δεν κινδυνεύουν να παλαιωθούν όπως οι
ποικίλες συσκευές της τεχνολογίας. (…) το κύριο έργο της εκπαίδευσης μένει
απαρασάλευτο, ίσως πιο αναγκαίο από όσο στο παρελθόν, γιατί χρειάζεται πιο
συστηματική φροντίδα η παιδεία του ανθρώπου, ο οποίος χρειάζεται περισσότερη
δύναμη σκέψης και πιο ισχυρά κριτήρια πράξης (ήθους), για να πεζοποντοπορεί
πάνω στα κύματα της τεχνολογικής /εμπορομεσιτικής διαπλεκόμενης
πραγματικότητας» (Βώρος, 2001). Ο καθηγητής Γ. Τσιάκαλος, σχολιάζοντας την
πληροφορία ότι στην αγορά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου εισέβαλε
ο «αμερικανικός κολοσσός Laureate» εξαγοράζοντας το ιδιωτικό “Cyprus
College”, επισημαίνει ότι «το εγχείρημα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης,
(…) αφορά στη μεταφορά αυτού του τεράστιου πλούτου από τη δημόσια
διαχείριση στον ιδιωτικό τομέα –καθώς η αγορά υπόσχεται άμεσο κέρδος (…). Η
εισβολή του ιδιωτικού τομέα γίνεται με τρόπους που μας επιτρέπουν να μιλούμε
για έναν «επιχειρηματικό αποικισμό της εκπαίδευσης». Αυτό σημαίνει ότι, όπως
τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη εισβάλλουν σε άλλες χώρες και τις υποτάσσουν
για να κερδίσουν αγορές, έτσι και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις της εποχής του
νεοφιλελευθερισμού εισβάλλουν στην εκπαίδευση και την υποτάσσουν για να τη
μετατρέψουν σε αγορά» (Τσιάκαλος, 2007).
Κριτική επίσης αναπτύσσεται και για την άσκηση της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής
πολιτικής, η οποία έχει μεν ως πεδίο εφαρμογής τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα
των χωρών μελών, αλλά αυτή η «αυτονόητη» θεμελιώδης θέση λησμονιέται συχνά
από τους υποστηρικτές της «ευρωπαϊκής προοπτικής» και των σύστοιχων
προγραμμάτων που την υποστηρίζουν και δε λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το
οικονομικοκοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό συγκείμενο της εκάστοτε χώρας. Η
σύλληψη, η επεξεργασία, η εφαρμογή και η αξιολόγηση των διαδικασιών που
στοχεύουν στη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων και των αντίστοιχων
προγραμμάτων (όπως είναι και αυτό για την «Προώθηση της επιχειρηματικής
νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης») γίνονται κατά βάση χωρίς τη
συμμετοχή του κόσμου της εκπαίδευσης, χωρίς τη διαμεσολάβηση ενός ανοιχτού και
ουσιαστικού διαλόγου, συντελούνται μακριά από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες
των εργαζομένων, της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς αντιμετώπιση των κοινωνικών
φραγμών στη μόρφωση και των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Επιπλέον, στην ίδια
γραμμή πλεύσης, ως στοιχεία επιβεβαιωτικά αυτών των διαπιστώσεων και αρνήσεων
προβάλλονται μαζί με άλλα «η ενίσχυση των τάσεων ιδιωτικοποίησης της
εκπαίδευσης (π.χ. προγράμματα «δια βίου μάθησης» και κατάρτισης), η στενότερη
σύνδεση της εκπαίδευσης με την επιχειρηματική δραστηριότητα, η αύξηση των
εκπαιδευτικών προγραμμάτων που στηρίζουν την επιχειρηματικότητα ως
διδασκόμενο αντικείμενο στα σχολείο ή ως άξονα μαθητικών δράσεων, καθώς και η
στροφή της επιμόρφωσης των διευθυντών σχολικών μονάδων και των άλλων
στελεχών της εκπαίδευσης προς τις τεχνικές του «μάνατζμεντ ολικής ποιότητας» και
την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας». (Χαραμής, 2005: σ. 7)

11
Έτσι στο θέμα της σύνδεσης της επιχειρηματικότητας με την εκπαίδευση στρέφουν
τα πυρά στην επινόηση ή και στη «σύγχυση» γύρω από το περιεχόμενο της έννοιας
επιχειρηματικότητα: επιτηδείως συγχέεται η επιχειρηματικότητα ως ικανότητα
πρωτοβουλιών και δημιουργικότητας (αυτογνωσία, κριτική σκέψη, δυνατότητα
επιλογής, λήψη αποφάσεων, διαχείριση επιλογών, συνεργασία) με την έννοια
«Κατάρτιση για δημιουργία επιχειρήσεων» και επαγγελματική επενδυτική συμμετοχή
στον τριτογενή συνήθως τομέα παραγωγής. Θεωρείται ως προσπάθεια ενταγμένη
στις κατευθύνσεις αποδιάρθρωσης και αναδιατύπωσης των εννοιών μάθηση-
εκπαίδευση και επιβολής σχεδιασμού στρατηγικών εκπαίδευσης και κατάρτισης σε
ανταπόκριση με προτεραιότητες της αγοράς, «ευελιξίας», «απασχολησιμότητας»
(ΟΛΜΕ, 2003 και 2008).
Επιπρόσθετα, η «επιχειρηματικότητα/επενδυτική συμμετοχή» εντάσσεται σε μια
οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων που, αφενός, αποδέχεται τη συρρίκνωση
της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής και, αφετέρου, υποτάσσει την εκπαίδευση στα
της ανταγωνιστικής οικονομίας. Σε τέτοιες συνθήκες, από τη σκοπιά της φιλοσοφίας
της παιδείας, η αγορά καθίσταται «παιδαγωγός», όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, γι’
αυτό και επιμένουν στο ότι «η μορφωτική λειτουργία δεν πρέπει να υποτάσσεται στις
απαιτήσεις της αγοράς. «Η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό, θεμελιώδες δικαίωμα για
κάθε άνθρωπο, προαπαιτούμενο και δείκτης μιας σύγχρονης δίκαιης και
δημοκρατικής κοινωνίας, μέσο για την προσωπική ανέλιξη, την επαγγελματική
προοπτική και τη συνεχή μόρφωση των πολιτών» (Ο.Λ.Μ.Ε, 2007). Συχνά ο
«επίσημος» λόγος καθιστά βασικούς υπεύθυνους τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα
και τους εκπαιδευτικούς για προβλήματα όπως η ανεργία ή οι παθογένειες των
εκπαιδευτικών συστημάτων και η ποιότητά τους. Αποσιωπώνται οι επιπτώσεις της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής και οικονομίας σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Με έντονη κινηματική παρέμβαση τα τελευταία χρόνια σε πανευρωπαϊκή κλίμακα
εκφράστηκε η αντίθεση στην «εκπαίδευση της αγοράς και των επιχειρήσεων, που
προκρίνει την εκμάθηση δεξιοτήτων, τη συσσώρευση πληροφοριών και ασπόνδυλες
γνώσεις στη θέση της μόρφωσης και της ολοκληρωμένης γνώσης. Τα νέα αναλυτικά
προγράμματα και βιβλία, καθώς και οι εκπαιδευτικές «καινοτομίες», όπως η ευέλικτη
ζώνη και η ονομαζόμενη διαθεματικότητα, με τον τρόπο που αυτές προωθούνται,
είναι διαδικασίες που ευνοούν την κυριαρχία του «σχολείου της αγοράς» (Ο.Λ.Μ.Ε.,
2007).
Στο πλαίσιο της κριτικής αυτής τονίζεται ότι η διά βίου εκπαίδευση προωθείται ως
στοιχείο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. σε συμφωνία με τις
αποφάσεις της Λισσαβόνας για την εκπαίδευση. Αναπόφευκτα προκύπτει ως
επιδίωξη αυτής της πολιτικής εφαρμογής το να καλύψει τις ανάγκες που προβάλλουν
οι επιχειρήσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους και όχι τις
αναπτυξιακές ανάγκες της κοινωνίας. Έτσι, παραμένει στα δημόσια πανεπιστήμια το
κόστος λειτουργίας της και επιδιώκεται να αναληφθεί από τους ίδιους τους
εκπαιδευομένους, με αποτέλεσμα να παρέχεται άνισα στους πολίτες ανάλογα με το
εισόδημά τους, επιβεβαιώνοντας ότι το κατεξοχήν πεδίο προσπαθειών
εμπορευματοποίησης αποβαίνει η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θεωρείται, συνεπώς,
αδιαμφισβήτητο γεγονός από ερευνητές, «η ύπαρξη σοβαρών «θυλάκων
επιχειρηματικότητας» στο εσωτερικό του από τη δεκαετία του ’90, αλλά και η
διαμόρφωση ενός «επιχειρηματικού κλίματος», όψεων ιδεολογίας μιας «αγοραίας
κουλτούρας» ή «κουλτούρας της επιχειρηματικότητας», που συνοδεύει τις
περιοριστικές κρατικές οικονομικές πολιτικές» (Οικονομάκης κ.ά, 2006).
Περισσότερο κατηγορηματική γίνεται η σύνδεση του προβλήματος με τη
«Διαδικασία της Μπολόνια» από το συνδικαλιστικό φορέα των πανεπιστημιακών

12
δασκάλων, αφού αυτή φέρεται να ενισχύει, σε βάρος των δημόσιων πανεπιστημίων,
«την πολιτική εγκατάλειψης και τις μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις με τις οποίες οι
πανεπιστημιακές σπουδές εκφυλίζονται σε υπηρεσίες κατάρτισης και
εμπορευματοποιούνται (απαιτώντας «διασφάλιση ποιότητας» δηλαδή, τυποποίηση,
πιστοποίηση και σήμα ποιότητας) και οι φοιτητές αντιμετωπίζονται ως “πελάτες”»
(Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π., 2005). Η οικονομική και πολιτική κρίση και η νεοφιλελεύθερη
πολιτική εφαρμογή διαπερνά όλο τον ευρωπαϊκό χώρο της εκπαίδευσης. Επηρεάζει
λιγότερο ή περισσότερο όλα τα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα
ερευνητικά κέντρα, ευνοώντας την «κατάργηση της ευρωπαϊκής παράδοσης του
πανεπιστημίου που παράγει και διαχέει νέα γνώση, [την] κατάργηση του δημόσιου
και ακαδημαϊκού πανεπιστημίου που διαμορφώνει επιστήμονες με γνώσεις και
πειθαρχίες» (Θεοτοκάς: 2010, σ. 9). Γι’ αυτό και προβάλλεται επίμονα ως θέση
αιχμής για την υπεράσπιση της “Universitas” το ότι «η πανεπιστημιακή παιδεία
αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δημόσιο αγαθό» (Νούτσος , 2011: 26)

5. Επίλογος

Σε πρώτο επίπεδο, φαίνεται ότι γενικεύεται η συζήτηση για την επίδραση που ασκεί
η αγορά στην εκπαίδευση και η επιχειρηματικότητα στην καθημερινή εκπαιδευτική
πράξη. Τη συνοδεύουν ως «πρόκληση» οι προβληματισμοί για το περιεχόμενο του
«επαγγελματισμού» των εκπαιδευτικών και οι διαπιστώσεις για την αντιπαράθεση
ήδη από τη δεκαετία του 1990 μεταξύ του επαγγελματισμού των εκπαιδευτικών
τεχνοκρατικής υφής, από τη μια και, από την άλλη, παρεμβατικής δημοκρατικής
ταυτότητας του εκπαιδευτικού (Sachs: 2001). Ωστόσο, είναι πλέον δεδομένος και ο
σκεπτικισμός που διαπερνά τις μελέτες πολλών επιστημόνων, όταν διαπιστώνουν ότι
υπό την πίεση των μεγεθών της οικονομίας, ο νέος επαγγελματισμός –ιδίως στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση – βρίσκεται σε βαθιά αντίθεση με όσα διαχειριστικά
πρότυπα κυριαρχούν ως δηλωτικά της ποιότητας, των μηχανισμών ελέγχου, των
διαδικασιών λογοδοσίας (Nixon and al., 2001).
Μετατοπίσεις αυτών των προβληματισμών διαπερνούν το κείμενο «Εφαρμογή του
κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας: Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας
μέσω της εκπαίδευσης και της μάθησης» (2006). Αυτό αποδίδει τη θέσμιση της
πολιτικής βούλησης των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο
συγκεκριμένο ιστορικό στάδιο ανάπτυξης που αυτή διανύει, όπως και του
μετασχηματισμού της εκπαιδευτικής πολιτικής της. Στη φάση αυτή συντελούνται
σημαντικές μεταβολές στο χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς των
εκπαιδευτικών συστημάτων. Μεταβολές οι οποίες διευρύνουν το ρόλο και τα
χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και συντείνουν στο να
αφομοιώνεται στους θεσμούς της ανταγωνιστικής οικονομίας της «ελεύθερης
αγοράς». Σ’ αυτή τη νέα εκδοχή τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα
αποδεδειγμένα σχεδιάζονται πλέον για να υπηρετήσουν τους στόχους και τις
προτεραιότητες της γενικότερης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, μιας πολιτικής
που ολοένα και περισσότερο λειτουργεί ως μοχλός για την προώθηση νεο-
φιλελεύθερων επιλογών. Μια μετατόπιση του αξιακού υποβάθρου των εκπαιδευτικών
πολιτικών παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια, τόσο διεθνώς όσο και στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις πιο παραδοσιακές, ανθρωπιστικές αξίες προς τις
τεχνοκρατικές. Είναι ασφυκτικά καθοριστική η πίεση του νεοφιλελευθερισμού και
εντυπωσιακά βεβιασμένη η παραγνώριση του τοπικού, εθνικού πολιτιστικού και
εκπαιδευτικού συγκείμενου.

13
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάστριχτ (1992) και τη διαμόρφωση της
Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η θέσπιση της λεγόμενης «στρατηγική της
Λισσαβόνας» από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας (Μάρτιος 2000), με
σκοπό να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον
κόσμο και να επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους απασχόλησης πριν από το έτος 2010,
οδήγησε σε σειρά ανακατατάξεων και στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Η
εκπαίδευση αναγνωρίζεται, από τη μια, ως βασικός θεματοφύλακας της πολιτιστικής
κληρονομιάς και των ευρωπαϊκών πολιτισμικών αξιών. Αλλά, από την άλλη, υπό την
πίεση των οικονομικό-πολιτικών εξελίξεων, αποβαίνει ένας από τους βασικούς
διαμεσολαβητές σε όσα υποστηρίζουν και προωθούν τους βασικούς πολιτικούς
στόχους της Ενωμένης Ευρώπης. Ωστόσο, ακόμη και μετριοπαθείς ερευνητές της
συγκριτικής παιδαγωγικής και της εκπαιδευτικής πολιτικής θεωρούν ότι η
στρατηγική της Λισαβόνας «συνδέεται με τον έλεγχο του σχεδιασμού των εθνικών
εκπαιδευτικών πολιτικών» και επιπλέον ότι «σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της
εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής». (Πασιάς, 2006, Β΄: σ. 20). Η ισχύς της
διαπίστωσης δε γίνεται απολύτως αποδεκτή, τουλάχιστον ως προς τα επόμενα χρόνια:
«αν και η εθνική πολιτική δεν μπορεί πλέον να μελετηθεί αποκομμένη από τις
ατζέντες των υπερεθνικών οργανισμών, αποδείχθηκε ότι οι εγχώριες εκπαιδευτικές
δομές κα παραδόσεις διαθέτουν ισχυρή δυναμική» (Ζμας, 2007: σ. 164).
Η συνακόλουθη επιφυλακτική στάση ως προς τη διαδικασία για ανάπτυξη δεικτών,
τη θέσπιση κριτηρίων, την αξιολόγηση και την «τεράστια αύξηση ενός εργαλειακού
ορθολογισμού» στο χώρο της εκπαίδευσης, συνοδεύει τη διαπίστωση ότι στην
πραγματικότητα δεν επιδιώκεται «ο έλεγχος και η εναρμόνιση των εκπαιδευτικών
συστημάτων, αλλά ο έλεγχος και η εναρμόνιση του σχεδιασμού των πολιτικών της
εκπαίδευσης και κατάρτισης» (Πασιάς, 2006, Β΄: σ. 356-357, 359). Αλλά πάνω από
όλα είναι πια φανερό ότι η «άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών στον εκπαιδευτικό
χώρο και η εμπορευματοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών του προκαλούν έντονο
σκεπτικισμό» (Ζμας, 2007: σ.160). Το πεδίο στο οποίο εκτείνεται η επιδιωκόμενη
από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. «Προώθηση της επιχειρηματικής νοοτροπίας μέσω
της εκπαίδευσης και της μάθησης», σε συνδυασμό με την «Ανάπτυξη του
επιχειρηματικού πνεύματος» στο πλαίσιο και τις στοχεύσεις του «Προγράμματος
Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010» (Διαδικασία της Κοπεγχάγης, 2002), αποδεικνύεται
λυδία λίθος για την αντοχή της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής παράδοσης. Εξάλλου, στην
ατμόσφαιρα πλανάται η εκτίμηση ότι πέρα από τις διακηρυκτικές τοποθετήσεις και
τις προθέσεις των πολιτικών ή οικονομικών παραγόντων, σε περιβάλλον ολοένα και
πιο ασταθές, ταραγμένο οικονομικά και σε κοινωνίες κατακερματισμένες η
εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση δε μπορεί πάντα να οδηγεί σε ανανέωση» (Day and
Smethem, 2009).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Πηγές

Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση και κατάρτιση - Διδασκαλία και εκμάθηση - Προς την
Κοινωνία της Γνώσης. COM(95) 590, Ευρωπαϊκή Επιτροπή Νοέμβριος 1995
http://europa.eu/documents/comm/white_papers/pdf/com95_590_en.pdf

14
Τελική Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων «Εκπαίδευση στην Επιχειρηματικότητα».
Επίτευξη προόδου στην προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος και των
συναφών δεξιοτήτων μέσω της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. (Φεβρουάριος
2004) στην επίσημη ιστοσελίδα
http://ec.europa.eu/enterprise/entrepreneurship/support_measures/training_education/doc/e
ntrepreneurial_culture_gr.pdf

Πρόγραμμα Διαδικασίας Best: «Μίνι Εταιρείες Μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση»


Τελική Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων (Σεπτέμβριος 2005) στην επίσημη
ιστοσελίδα
http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/files/support_measures/training_education/doc/mi
ni_companies_el.pdf

Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση»


(Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.) του ΥπΕΠΘ.
http://www.epeaek.gr/epeaek/el/home.jsp

Εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα. Οι δράσεις του ΕΠΕΑΕΚ (2000-2006)


http://www.epeaek.gr/epeaek/sitecontent/fylladio_epixeirimatikothtas_last.doc
http://www.epeaek.gr/epeaek/el/a_2_1.html

Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» (2007-2013)


http://www.epeaek.gr/epeaek/el/d_1.html

Ελληνική βιβλιογραφία

Αθανασούλα-Ρέππα, Α. (1999) «Ο Εκπαιδευτικός Οργανισμός στο Διεθνές και


Ευρωπαϊκό Περιβάλλον» στο Κουτούζης, Μ. & Χατζηευστρατίου Ι. &
Αθανασοπούλου-Ρέππα, Α. (1999), Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων
τ. Γ΄, Κοινωνική και ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαιδευτικής διοίκησης. Ελληνικό
Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 99-193.

Βώρος, Φ.Κ.(2001). «Κοινωνία της Γνώσης και εκπαιδευτικές - παιδαγωγικές


επιπτώσεις (προσπάθεια προσέγγισης στην ουσία )», στην ιστοσελίδα
http://www.voros.gr/them/kingno.doc

Ζμας, Α. (2007) Παγκοσμιοποίηση και εκπαιδευτική πολιτική, Μεταίχμιο.

Θεοδωρίδης , Α. (2009) Η ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση ως λόγος και


εφαρμογή (1957-2007). Διδ. δ. Τμήμα Επιστημών Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Θεοτοκάς,Ν. (2010) «Οι φανατικοί του νεοφιλελευθερισμού διαλύουν το Δημόσιο


Πανεπιστήμιο και καταλύουν το Σύνταγμα», Παιδεία και Κοινωνία, (31.10.2010), τχ.
57, 6-10.

Κουρσάρου, Κ. (2005) «Επιχειρηματικότητα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση».


(Εισήγηση της Επιθεωρήτριας Δημοτικής Εκπαίδευσης σε σεμινάριο δημοτικής
εκπαίδευσης Κύπρου, Φθινόπωρο 2005), στην ιστοσελίδα
www.schools.ac.cy/klimakio/.../sinedrio.../epiheirimatikotita-koursarou.ppt

15
Marketing Week, ηλεκτρονική εφημερίδα (15.11.2010) στην ιστοσελίδα
http://www.marketingweek.gr/default.asp?pid=9&la=1&arld=33103

Νούτσος, Π. (2011) «Για μια «νέα ταυτότητα» των ΑΕΙ;», εφημ. Αυγή, (2.1.2011), σ.
26.

Οδυσσέως-Πολυδώρου Ζ. & Πολυδώρου, A. (2005-2006) «Γιατί επιχειρηματικότητα


στην εκπαίδευση», Δελτίο Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου (Σεπτ. 2005-Φεβρ.
2006), 50-51.

Οικονομάκης, Γ. & Μαρούδας Λ., Κυριακίδου Ο. (2006),


«Το ελληνικό πανεπιστήμιο στην εποχή των νεοφιλελευθέρων εκπαιδευτικών
μεταρρυθμίσεων», Θέσεις, τχ. 94, (Ιαν. – Μάρτ. 2006). [σε μορφή pdf]

Ο.Λ.Μ.Ε., «Παρατηρήσεις-προτάσεις μας για το 2ο ΕΠΕΑΕΚ», 16/12/2003, στην


ιστοσελίδα www.olme.gr [file://E:/EPEAEK1203.htm]
Ο.Λ.Μ.Ε., «Τοποθέτηση της ΟΛΜΕ στο κείμενο διαβούλευσης της Ε.Ε. «Σχολεία
για τον 21ο αιώνα», 4/12/2007, στην ιστοσελίδα www.olme.gr
Ο.Λ.Μ.Ε., «Υπόμνημα για θέματα εκπαιδευτικών-στελεχών Σχολικού
Επαγγελματικού Προσανατολισμού της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης», 30/05/2008,
στην ιστοσελίδα www.olme.gr

Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Ελλάδας. Δελτίο Τύπου (03.06.2005)


http://www.pi-schools.gr/download/press/dt3_6_05.pdf

Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων ΔιδακτικούΕπιστημονικού Προσωπικού.


Απόφαση της Εκτελεστικής Γραμματείας της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. Συνεδρίαση 1ης Ιουλίου
2005 στην ιστοσελίδα
http://www.posdep.gr/index.php?option=com_frontpage&Itemid=55

Πασιάς, Γ. Κ. (2006) Ευρωπαϊκή Ένωση και εκπαίδευση. τ. 2. Η στρατηγική της


Λισαβόνας. Εκπαιδευτικός λόγος και πολιτικές (2000-2006). Gutenberg.

Σταμέλος Γ, (2000), «Πύλες εισόδου για αναζητήσεις στην Κοινωνιολογία


της Εκπαίδευσης: Προοπτικές συγκριτικής ανάλυσης». Πρόλογος στην έκδοση

Τσαούσης, Δ. (2007). Η εκπαιδευτική πολιτική των Διεθνών Οργανισμών.


Παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαστάσεις. Αθήνα: Gutenberg.

Τσιάκαλος, Γ. (2007) «Ο επιχειρηματικός αποικισμός της εκπαίδευσης» στην


ιστοσελίδα http://users.auth.gr/~gtsiakal/Prosfata_arthra/Apoikismos.htm

Χαραμής, Π. (2005) «Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα», Παιδεία και


Κοινωνία, τχ. 7, (Νοέμβριος 2005), 7-8.

16
Αγγλική βιβλιογραφία

Day, Ch. and Smethem L., (2009), “The effects of reform: Have teachers really lost
their sense of professionalism?”, Journal of Educational Change , Vol. 10, N. 2-3,
141-157.

Holford, J. & Black, T (2001). “Implications for the delivery of learning materials”, in
Jarvis, P. (ed.). The age of learning. Education and the knowledge society. London,
Kogan Page.

Nixon, J. Marks, A. Rowland, S. (2001) «Towards a New Academic Professionalism:


a manifesto of hope», British Journal of Sociology of Education, Vol. 22, N. 2, (1
June 2001), 227-244.

Sachs, Judyth. “Teacher Professional Identity: Competing Discourses, Competing


Outcomes”. Journal of Education Policy 16:2 (Mar-Apr 2001), 149-161.

17

You might also like