You are on page 1of 26

ΠΕΠ ΡΑΓΜ Ε Ν Α

Ι’ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

(ΧΑΝΙΑ, 1-8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006)

Τομοσ Α3

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΚΕΡΑΜΙΚΗ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ – ΤΕΧΝΗ –

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ – ΛΑΤΡΕΙΑ – ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ

– ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

— Α Ν ΑΤ Υ Π Ο —

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ»

ΧΑΝΙΑ 2011
Επιμέλεια τόμου:
Μαρ ί α Αν δρ ε α δ άκη- Βλα ζάκη,
Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς,
Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού (mvlazaki@otenet.gr)
& Ε λ έ ν η Παπα δ οπο ύλο υ,
Αρχαιολόγος, ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών
Αρχαιοτήτων (epapadopoul@yahoo.gr)

Διορθώσεις, σελιδοποίηση και τυπογραφική φροντίδα:


Κω σ τ ή ς Ψυχογ υ ι ό ς (pezanos@otenet.gr)

Εκτύπωση & βιβλιοδεσία: « Τυ π ο κρ έ τα » – Γ. Καζανάκης Δ/χοι Α.Β.Ε.


Βι.Πε. Ηρακλείου Κρήτης (info@kazanakis.gr)

Η έκδοση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπ ουργ ε ί ου


Πολιτι σ μο ύ κα ι Το υ ρ ι σ μο ύ (www.culture.gr/)

Την ευθύνη της έκδοσης έχει το Δ.Σ . του « Χρ υ σ ο σ τόμ ου » :


Αντώνης Πετρουλάκης (πρόεδρος), Κώστας Μαυρακάκης (αντιπρόεδρος),
Βαγγέλης Μπούρμπος (γραμματέας), Χαράλαμπος Σκριβιλιωτάκης (ταμίας),
Γιάννης Κουκλάκης, Αικατερίνη Μανιά, Κωνσταντίνος Πρώιμος (μέλη).

ISBN (vol.) : 978–960–9558–05–1


ISBN (set) : 978–960–8648–02–9

© 2011 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ»


ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ 1899

Χάληδων 83, 731 31 Χανιά Κρήτης. Τηλ. & fax : 28210-53879


www.chrysostomos-chania.gr/ E-mail: chrysostomos@otenet.gr
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ*

Εικονογραφικά ζητήματα των ‘ανθοφόρων’


στις πομπικές σκηνές της Αιγαιακής τέχνης**

Το δρώμενο της πομπής, το οποίο γνωρίζουμε ότι υπήρξε κεντρικό


στις ελληνικές εορτές των ιστορικών χρόνων (Burkert 1977: 222-
26), υπήρξε και ένα φαινομενικά δημοφιλές θέμα στην Αιγαι-
ακή τέχνη. Σε αντίθεση με το λατινογενές procession, που εκφρά-
ζει την πορεία (κίνηση) του δρωμένου, η ελληνική πομπή δηλώνει
την πράξη της συνοδείας, μεταφέροντας το λατρευτικό focus από το
συμμετέχοντα στο σύνδεσμο του ίδιου με το φερόμενο αντικείμενο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα φερόμενα αντικείμενα από τους συμμετέ-
χοντες σε μία πομπή έχουν καθοριστική σημασία για την ερμηνεία
της όλης σκηνής. Η σπονδυλωτή αυτή ανακοίνωση θα προσπαθή-
σει να φωτίσει πτυχές ερμηνευτικών προβλημάτων που ανακύπτουν
* Αρχαιολόγος. Μακρυγιάννη 70, 142 35 Νέα Ιωνία Αττικής.
E-mail: vpetrakisrm@yahoo.gr
** Το παρόν κείμενο φέρει τις απαραίτητες αλλαγές της μετατροπής της προφορι-
κής ανακοίνωσης σε γραπτό κείμενο. Αποτελεί ιδιαίτερη χαρά μου να μπορώ να
ευχαριστήσω τον Λ. Πλάτωνα, την Ε. Μαντζουράνη (Πανεπιστήμιο Αθηνών),
τον Γ. Βαβουρανάκη (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) και την Ε. Γεροντάκου για
τη σημαντική τους υποστήριξη· τους P. Warren, Α. Βλαχόπουλο και Α. Σαρπάκη
για ανάδραση στο Συνέδριο, καθώς και το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη για την
οικονομική του βοήθεια. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται και στον βοτανολόγο
Δρ Γ. Kαρέτσο (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) για συζήτηση σχετικά με την ενότητα ΙΙ. Ευχαριστώ
επίσης θερμότατα τον Fritz Blakolmer για τις πάντοτε πολύτιμες παρατηρήσεις
του. Στον κατ’ εξοχήν ειδικό Δρ Χρ. Μπουλώτη (Ακαδημία Αθηνών) η οφειλή
μου είναι ιδιαίτερη για την αντιμετώπιση των ιδεών αυτών με γόνιμα κριτική
διάθεση. Φυσικά οι απόψεις που εκφράζονται εδώ βαρύνουν αποκλειστικά τον
γράφοντα.
10ο ΔιεθνΚρητΣυν (Χανιά 2006) Α3 (Χανιά 2011) 483–505
— 483 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

από τη θεώρηση μίας κατηγορίας (μετα-/ προσ-)φερομένων αντι-


κειμένων, εξετάζοντας ζητήματα της εικονογραφίας ‘ανθοφόρων’ σε
τέτοιες ‘πομπικές’ σκηνές.1
Τα θέματα που επιλεκτικά θα θιγούν εδώ αφορούν κάποια ερμη-
νευτικά ερωτήματα που δημιουργήθηκαν κατά την εκπόνηση μίας
μελέτης για την πυλιακή εορτή to-no-e-ke-te-ri-jo (Petrakis 2002-
2003), την οποία επιχείρησα να συνδέσω με την παράσταση πομπής
ανθοφόρων γυναικών από την ίδια θέση. Αρχικά, το συμπέρασμά
μου ότι η ερμηνεία της υπό εξέταση λέξης φαινόταν να σχετίζεται με
τη μεταφορά τους μόνον2 οδήγησε σε μία επανεξέταση της εικονο-
γραφικής αντιστοιχίας της προτεινόμενης τελετουργικής διαδοχής
δρωμένων (§ Ι). Ακολουθούν η προβληματική για τον προσδιορισμό
του άνθους των πομπικών σκηνών από το Ακρωτήρι (Ξεστή 3), την
Πύλο και τη Θήβα (§ ΙΙ) και το ζήτημα της μεγαλύτερης ποικιλίας
των προσφορών στις τοιχογραφημένες πομπικές σκηνές σε αντί-
θεση με τις παραστάσεις των σφραγιστικών αντικειμένων (§ IΙΙ).

Ι. Η υπόθεση της τελετουργικής διαδοχής δρωμένων


και τα προβλήματά της
Στη σύνθεσή του για τα τελετουργικά δρώμενα στη μινωική θρησκεία,
o Peter Warren μίλησε συγκεκριμένα για «τελετουργίες ανθέων»
1 Η φόρτιση των φυτών (ιδιαίτερα των ανθέων) με τελετουργικούς συμβολι-
σμούς αποτελεί ένα εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο στους περισσότερους
εύκρατους πολιτισμούς, όπου τα άνθη συνιστούν ένα σχεδόν πανταχού παρόν
μέσο τελετουργικής έκφρασης, ένα αρχετυπικό σύμβολο που αρμόζει σε διάφο-
ρες περιστάσεις και είναι φορέας πλήθους σημασιών (Goody 1993). Ωστόσο,
προσεγγίζοντας ένα τέτοιο ζήτημα για την Αιγαιακή Χαλκοκρατία, όπου τα
εθνογραφικά παράλληλα δεν είναι παρά μόνον ενδεικτικά και τα σύγχρονα
θρησκευτικά κείμενα λείπουν, θα πρέπει να τονιστεί ότι, όπως και οποιαδήποτε
μελέτη χρησιμοποιεί την εικονογραφία ως πρωταρχική της αφετηρία, οφεί-
λουμε να διακρίνουμε μεταξύ ‘φαινοτύπων’/ εικόνων και ‘γονοτύπων’/ ιδεών
και πεποιθήσεων που τις προκαλούν — για να χρησιμοποιήσουμε σε τολμηρή
αναλογία τους βιολογικούς όρους. Η πληθώρα σύνθετων ερμηνευτικών δυσκο-
λιών που προκύπτουν από την κάθε απόπειρα σύνδεσης των δύο οδήγησε στον
περιορισμό αυτής της ανακοίνωσης σε πτυχές της ίδιας της μαρτυρίας των
εικόνων.
2 Και όχι με το σύνολο της ‘τελετουργικής’ διαδοχής όπως το είχε αναπαραστήσει
ο Warren 1986: 24-27.

— 484 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

(flower rituals) στις οποίες αναγνώρισε 4 διαδοχικά χρονικά στάδια,


τα οποία αντιστοίχησε με συγκεκριμένες παραστάσεις από την εικο-
νογραφία (Warren 1986: 24-27): συλλογή,3 προετοιμασία/ διευθέ-
τηση των λουλουδιών ή βοτάνων,4 πομπή ανθοφόρων5 και, τέλος,
προσφορά.6
Παρά την εκ πρώτης όψεως λογική και τακτοποιημένη διαδοχή,
το γεγονός ότι, με εξαίρεση τις τοιχογραφίες της Ξεστής 3, καμία
άλλη γνωστή παράσταση δεν μπορεί να αποδώσει σκηνές που να
ταυτίζονται αξιόπιστα με παραπάνω από ένα από τα προαναφερ-
θέντα ‘στάδια’, φαντάζει ως σημαντικό μειονέκτημα. Είναι αλήθεια
ότι, στο σύνολό της (και ο ίδιος εμμέσως το ομολογεί) η δομή που
προτείνει ο Warren βασίζεται σε ένα —κυριολεκτικά— σπαραγμα-
τικό συνονθύλευμα σκηνών που δεν έχουμε καμμία θετική υπόνοια
ότι ανήκουν σε μία ενιαία εικονογραφική σύλληψη.7 Από την άλλη
πλευρά, η διαδοχή των ‘σταδίων’ είναι απόλυτα (και ίσως υπερβο-
λικά) λογική: η μεταφορά ανθέων προϋποθέτει ότι σε κάποια προγε-
νέστερη στιγμή κάποιος τα συνέλεξε, ενώ η ίδια η πράξη της μεταφο-
ράς τους σε μια πομπική σκηνή υπονοεί ότι στο ‘τέρμα’ της πορείας
αυτά θα εναποτεθούν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο.
Ωστόσο, σε αυτή τη λογική διαδοχή, η παράλειψη ενός ή περισ-
σοτέρων ‘σταδίων’ και ο πιθανός εξοβελισμός τους από τον εικονο-
γραφικό κύκλο (εκτός αν μελλοντικά ευρήματα μας διαψεύσουν),
μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για τα διαφορετικά
σημεία στα οποία εστιάζεται το ‘λατρευτικό/ θρησκευτικό ενδιαφέ-
ρον’ σε κάθε περίπτωση. Αυτές οι πληροφορίες, οι οποίες υπερτονί-
3 Π.χ. Κνωσός (ΜΜ ΙΙΙΑ: Κροκοσυλλέκτης πίθηκος και πιθανώς στο ΥΜ Ι υλικό
από την Επέκταση του Στρωματογραφικού Μουσείου: Warren 2005), Ακρω-
τήρι Θήρας (Ξεστή 3), και πιθανώς στην Αγία Τριάδα (Δωμάτιο 14) (βλ. Rehak
1997).
4 Π.χ. Τοιχογραφία των Στεφάνων (Garland Fresco) από την Κνωσό (Warren
1985).
5 Βλ. γενικά για τις κρητομυκηναϊκές πομπές: Boulotis 1980, Peterson 1981, Hägg
2001. Για τους ιστορικούς χρόνους, βλ. σύντομα Graf 1996.
6 Π.χ. Δωμάτιο 3α Ξεστής 3: τοιχογραφία καθισμένης γυναίκας (θεάς;).
7 Εκτός από αυτό το γενικό σημείο, η G. Walberg (1992: 246) έχει ήδη αμφισβη-
τήσει το συσχετισμό συγκεκριμένα του κνωσιακού Garland Fresco με το στάδιο
2 του Warren (προετοιμασία).

— 485 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

ζουν την τοπικότητα στις θρησκευτικές εκφράσεις στο πρωτοϊστο-


ρικό Αιγαίο, υποκρύπτονται εάν το σύνολο των σκηνών θεωρηθεί
εξαρχής ότι ανήκει συλλήβδην σε μία ενιαία εικονογραφική ενότητα.
Από αυτήν την άποψη, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι οι ελλα-
δικές παραστάσεις δεν δηλώνουν τη συλλογή. Άλλα ακόμη και οι
μινωικές και κυκλαδικές παραστάσεις που τη δείχνουν σχεδόν πάντα
παρουσιάζουν τη συλλογή ενός συγκεκριμένου φυτικού είδους: του
κρόκου.8
Η εικονογραφική ενότητα της διαδοχής αυτής δοκιμάζεται σημα-
ντικά από το γεγονός ότι μια πολιτισμική περιφέρεια του αιγαιακού
κόσμου ‘αγνοεί’ ένα ‘στάδιο’ που φαίνεται να ήταν τόσο σημαντικό
τουλάχιστον για την Κνωσό και τη Θήρα στην αρχή της Ύστερης
Χαλκοκρατίας. Επιπλέον, στην ΥΚ Ι Ξεστή 3, όπου και η πλέον εκτε-
ταμένα σωζόμενη παράσταση κροκοσυλλογής, αυτή συν-υπάρχει με
σπαράγματα ‘πομπής’ ανθοφόρων γυναικών (Thera VII, 36-37, pls
8 Βλ. υποσημ. 2. Η οικονομική σημασία της κροκοσυλλογής (βλ. και Marina-
tos 1987) δεν θα έπρεπε να μας διαφύγει εδώ και, προς το παρόν, η παρουσία
του λογογράμματος του σαφρανίου μόνο στα κνωσιακά (και όχι σε ελλαδικά)
αρχεία Γραμμικής Β ήδη από την ΥΜ ΙΙ/ ΙΙΙΑ1 συμφωνεί με αυτή τη διαφορά
της μινωικής από την ελλαδική εικονογραφία. ΚΝ Np (1) (από το ΥΜ ΙΙ-ΙΙΙΑ1
Room of the Chariot Tablets, χείρα “124”e) και Np (2) (North Entrance Passage:
Area of the Bull Relief, χείρα 134) (Driessen 2000: 131-32, fig.3.14· Sarpaki 2001:
203-5, Table 16· και Killen 2005). Ωστόσο, η ταύτιση του λογογράμματος με το
σαφράνι, την οποία οφείλουμε στον Evans, δεν είναι απόλυτα ασφαλής (παρά
την ομοιότητα), ενώ προβληματισμό πρέπει να προκαλεί ότι το ίδιο ιδεόγραμμα
δεν μας είναι γνωστό με ασφάλεια από προγενέστερες κρητικές γραφές, ιδιαί-
τερα τη Γραμμική Α της ΥΜ Ι, παρότι γνωρίζουμε τη σημασία του σαφρανίου
για τη νεοανακτορική εικονογραφία (Rehak 2004). Ο Driessen (2000: 132,
n.97) σημειώνει ένα πιθανό ligature (A 348 + A 303) από πινακίδα Γραμμικής
Α από τα Χανιά (KH 11.3). Μία παραλλαγή του λογογράμματος, είχε παλαιό-
τερα θεωρηθεί ligature με το συλλαβόγραμμα TE, αλλά αυτή η ταύτιση δεν έχει
γίνει ομόφωνα δεκτή. Θα ήταν ελκυστικό αν οι αιγαιακές γραφές μας προσέφε-
ραν την πρωτοϊστορική άποψη της ταξινόμησης των ποικιλιών του σαφρανίου
σε τρία είδη, όπως μας πληροφορεί ο Θεόφραστος (Περὶ Φυτῶν Αἰτιῶν, 7.7.4
και 8.8.3) (Driessen 2000: 132, n.96), αν και κάτι τέτοιο ανήκει προς το παρόν
στη σφαίρα των απλών εικασιών. Ακόμη και χωρίς το λογόγραμμα όμως, μας
απομένει μία υπόνοια στο κνωσιακό επίθετο ko-ro-ki-no-[ (KN Χ 974 + 5742),
που μπορεί να διαβαστεί ως κρόκινος, γνωστό και από τη μεταγενέστερη ελλη-
νική γραμματεία (βλ. Θεόφραστος, Περὶ Φυτῶν Ἱστορίαι 1.13.1., 3.4. 5.).

— 486 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

65-66· Ντούμας 1992: 131, Πίν. 131-134· Βλαχόπουλος 2003: 522-23,


εικ. 22-23), εντούτοις οι δύο παραστάσεις φανερά δεν ανήκουν στον
ίδιο κύκλο ή κάποια αφηγηματική διαδοχή, καθώς δεν βρίσκονται
σε στενή φυσική σχέση9 και τα πρόσωπα και φυτικά είδη που απει-
κονίζονται σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά: κρόκος από νεαρά
κορίτσια στη συλλογή, αγριοτριαντάφυλλα(;) (βλ. § ΙΙ) και λευκά
κρίνα από ώριμες γυναίκες στην ‘πομπή’.10 Αυτές οι ενδείξεις υποδει-
κνύουν ότι, οποιαδήποτε κι αν ήταν η θρησκευτική σημασία αυτών
των παραστάσεων, τα δρώμενα ‘συλλογή-προσφορά’ αφ’ ενός και
‘πομπή’ αφ’ ετέρου δεν λαμβάνονταν ως μέρη μιας αλληλουχίας. Κι
αν αυτή τη διαδοχή δεν την υποστηρίζει ο εικονογραφικός πλούτος
και η σχετική πληρότητα του υλικού του Ακρωτηρίου, τα πράγματα
είναι σαφώς πιο δύσκολα με το σπαραγματικό υλικό από τις κρητι-
κές και μεταγενέστερες ελλαδικές θέσεις.
Παρότι λοιπόν η λογική υπαγορεύει ότι τα στάδια που υποθέ-
τει ο Warren συνέβαιναν στην πραγματικότητα, η απουσία (προς
το παρόν) ενδείξεων για την απεικόνιση όλων των σταδίων σε
μία εικονογραφική ενότητα υποδεικνύει ότι συγκεκριμένα τελε-
τουργικά δρώμενα και όχι ολοκληρωμένες διαδικασίες/ τελετουρ-
γίες αποτελούσαν το focus του εικονογραφικού ενδιαφέροντος: η
συλλογή του κρόκου και προσφορά του σαφρανίου, η προσφορά σε
πομπή συγκεκριμένων ειδών (για τα οποία ωστόσο δεν δηλώνεται η
συλλογή). Αυτή η διαπίστωση δεν στοχεύει καθόλου στην απόρριψη

9 Συλλογή: Δωμάτιο 3α, Πομπή: διάδρομος Ν του Δωματίου 3β (Βλαχόπου-


λος 2003: 520, εικ.19). Η διαδοχή μεταβαίνει από τη συλλογή (στάδιο 1) στην
προσφορά (στάδιο 4) και επομένως ‘ολοκληρώνεται’ στον κύκλο παραστάσεων
(πρόγραμμα;) του Δωματίου 3α. Η ‘πομπή’ παρακολουθείται σε χώρο φυσικά
διαχωρισμένο από το Δωμάτιο 3α, γεγονός που διασπά την παρακολούθηση
των δρωμένων σε μία αρχιτεκτονική ενότητα.
10 Να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για τις μοναδικές απεικονίσεις των φυτών
αυτών στο πλούσιο και μοναδικά διατηρημένο θηραϊκό corpus (Τελεβάντου
1994: 160-164 για λευκά κρίνα). Καθώς η επανειλημμένη εμφάνιση του ιδίου
στοιχείου σε διάφορες σκηνές είναι βασική προϋπόθεση για την ανίχνευση της
αφηγηματικότητας, η πιθανότητα τέτοιας διαδοχής εδώ μοιάζει σχεδόν απορρι-
πτέα. Βλ. σχόλια W.-D. Niemeier σε “Plenary Discussion. 3. The importance of
context”, σε Laffineur – Crowley 1992: 345. Για μια πιο διεξοδική πραγμάτευση
του θέματος βλ. Cain 1997, 1999 και 2001.

— 487 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

ύπαρξης flower rituals όπως τα αναπαριστά ο Warren, όσο στο να


οδηγήσει σε μία προβληματική για τον τρόπο που οι εικονογραφικές
επιλογές μπορεί να αντανακλούν το πιθανό πραγματικό λατρευτικό
τυπικό. Αν η σκοπιμότητα της εικόνας είναι “to give permanence to
ritual, pictures that guide people in their ritual behaviour” (Gates
2004: 33 και Hägg 1985: 214), τότε η επιλεκτικότητα της εικονογρα-
φίας αποκτά μια νέα διάσταση που μας αποκαλύπτει πολλά για τις
θρησκευτικές πρακτικές που ‘ενδιέφεραν’ να απεικονιστούν. Παρότι
ουσιαστικά ex silentio, αυτές οι παρατηρήσεις δεν είναι ίσως χωρίς
σημασία και δυνάμει φωτίζουν τον εκλεκτισμό με τον οποίο η εικο-
νογραφία ‘σταθεροποιεί’ ή ‘τελετουργοποιεί’ πραγματικά ή φαντα-
στικά δρώμενα.

II. Η προβληματική για τον προσδιορισμό του άνθους στις


πομπικές σκηνές του Ακρωτηρίου, των Θηβών και της Πύλου
Η παρουσία παρόμοιου άνθους στις πομπικές σκηνές του ΥΚ Ι
Ακρωτηρίου και του αποθέτη κονιαμάτων της Πύλου και η παρα-
πλήσια μορφή του στις ανθοφόρους της λεγόμενης ‘Οικίας του
Κάδμου’ στη Θήβα (πιθανώς ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ τεχνοτροπίας)11 οφείλει
να σχολιαστεί περαιτέρω εδώ. Η ομοιότητα των φυτών σε όμοιου
τύπου σκηνές ίσως δεν είναι συμπτωματική. Η πιθανότητα εικονο-
γραφικής συνέχειας καθιστά ουσιαστικό το πρόβλημα του προσδιο-
ρισμού του άνθους, το οποίο αν και δεν μπορεί ακόμη να απαντηθεί
ικανοποιητικά, συνιστά μια ενδιαφέρουσα μεθοδολογική άσκηση.
Αρχικά, θα αναφερθούμε στις κυριότερες ταυτίσεις που έχουν
προταθεί για το συγκεκριμένο άνθος, οι οποίες και αναφέρονται στο
θηραϊκό υλικό.12 Ο Μαρινάτος παρότι αρχικά ταλαντεύτηκε μεταξύ
αγριοτριαντάφυλλων (Rosa sp.) και του άνθους του αλαδάνου (Cistus
11 Κεραμόπουλλος 1909· Reusch 1956· Μπουλώτης 1988 και 2000.
12 Η δημοσίευση των τοιχογραφιών της Πύλου από τη Lang (1969) δεν περιλάμ-
βανε καμμία εκτενή συζήτηση για τον προσδιορισμό φυτικών ειδών σε αυτές,
ενώ παρόμοιες μελέτες έχουν κυρίως επικεντρωθεί στο μινωικό και κυρίως στο
θηραϊκό υλικό (βλ. λ.χ. τις ανακοινώσεις της συνεδρίας “Environmental dimen-
sion” στο Sherratt 2000). Τα άνθη αυτά περιγράφονται απλώς ως “red and white
flowers” (σπαράγματα 51i H nws και 53a Η nws: Lang 1969: 87 και 90).

— 488 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

incanus L. subsp. creticus (L.)), προτίμησε το δεύτερο (Thera VII, 37,


pl.66),13 προσδιορισμός που ωστόσο παρουσιάζει δύο δυσυπέρβλητα
προβλήματα: (1) ο αλάδανος έχει άνθος με 5 πέταλα, ενώ το απεικο-
νιζόμενο άνθος φέρει 4 πέταλα, (2) ο αλάδανος ρίχνει τα πέταλά του
αμέσως μόλις κοπεί, οπότε η οργάνωσή του σε μπουκέτο με την απει-
κονιζόμενη μορφή δεν είναι δυνατή. Η Α. Σαρπάκη (Sarpaki 2000:
668, n.56) έχει τονίσει τα προβλήματα αυτά και η αντιπρότασή της
για ταύτιση με τριαντάφυλλο (Rosa gallica L.) (Sarpaki 2000: 670)
είναι πιο εύλογη.14 Ωστόσο το γένος Rosa φέρει 5 ή 6 πέταλα, ενώ
διακριτικά χαρακτηριστικά του γένους (ακανθωτός μίσχος ή φύλλα)
δεν διακρίνονται στη θηραϊκή παράσταση, ενώ απουσιάζουν με
βεβαιότητα από την Πύλο. Στην Πύλο, τα άνθη στις πομπικές σκηνές
φέρουν 4 πέταλα, ενώ ένα σπάραγμα που απεικονίζει όμοια άνθη στο
φυσικό τους περιβάλλον τα παριστά ως φέροντα 5 πέταλα.15 Αντί-

13 Η αρχική αυτή ταύτιση μνημονεύεται και στις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις


(Sarpaki 2000: 663, fig.5:VII (F8) και Warren 2002: 258), ενώ αναφέρεται ως η
μοναδική πιθανή παράσταση αλαδάνου στο Ακρωτήρι (Sarpaki 2000: 663).
14 Η ταύτιση με την αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina L.) επικρατεί κατά την
τρέχουσα μελέτη του υλικού της Ξεστής 3 (Βλαχόπουλος 2003 και προσ. επικ.).
Η ταύτιση με το αγριοτριαντάφυλλο φαίνεται πιο πιθανή στην περίπτωση
στεφάνου από το Garland Fresco όπου παριστάνονται ροζ και κόκκινα άνθη με
6 πέταλα (Warren 2000: 367, fig.5 αριστερά (στέφανος αρ.6), 373). Η ύπαρξη της
ονομασίας wo-de-wi-jo<-jo> me-no σε κνωσιακά κείμενα (KN Fp(1) 16.1, 48.1,
V(2) 280.1 (όπου ίσως παραλείπεται η Γενική me-no;), Ga 953[+]955.1), αντι-
στοιχεί σε όνομα μηνός που μπορεί να σχετίζεται με κάποια εορτή των ϝόρδων
(με τη μετάθεση ϝῥόδων > ῥόδων). Ωστόσο, η φιλολογική αντίρρηση έγκειται
στο γεγονός (τονισμένο ήδη στη βιβλιογραφία) ότι το επίθετο wo-de-wi-jo δεν
προέρχεται απευθείας από το *wo-do ϝόρδον > ϝῥόδον (άμεσο παράγωγό του
θα ήταν ο wo-di-jo που απαντά στην Πύλο (PY Jn 601.2) και την Κνωσό (ΚΝ
V(2) 60.1) ως κύριο όνομα), αλλά από το *wo-de-u (Γεν. *wo-de-wo) ϝόρδεύς
> ϝῥόδεύς, ένα όνομα που παρά την προφανή ομοιότητα, είναι ασαφές εάν
έχει σε τίποτε να κάνει με το ίδιο το άνθος, παρά το μεθοδολογικό ‘άλμα’ του
Petruševski (1959). Αν και η σύζευξη μεταξύ ονομάτων μηνών και εορτωνυμίων
είναι αναμενόμενη (πρβλ. το Αθηναϊκό εορτολόγιο), η συναγωγή της σημα-
σίας των ρόδων από τη σχέση μεταξύ *wo-do και *wo-de-wi-jo είναι εύλογη μεν
sensu lato, αλλά επισφαλής. Σε κάθε περίπτωση, η ‘θετική’ στάση του Μπου-
λώτη (2009: 472-77) σχετικά με το ζήτημα είναι απολύτως τεκμηριωμένη.
15 Βλ. σπαράγματα 51 H nws, 53 H nws (Lang 1969, pls C-E, 127) και 7 Ν 53
(Lang 1969: 128, pl. H) αντίστοιχα. Η συνύπαρξη ομοιόχρωμων ανθέων με 4

— 489 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

θετα, τα θηβαϊκά σπαράγματα16 παριστούν άνθη με 5 πέταλα, των


οποίων η απόδοση των πετάλων και των στημόνων θυμίζει αισθητά
περισσότερο το αγριοτριαντάφυλλο (Εικόνα 1).
Η πιθανότητα της καθαρά συμβατικής απόδοσης χρωμάτων και
αριθμού πετάλων στα άνθη αυτά δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί.
Τα ερυθρόλευκα αυτά άνθη, έχουν χαρακτηριστεί ως “too general
for certain identification” (Warren 2000: 378). Ο ίδιος ερευνητής
τοποθετεί τις παραστάσεις σε διάφορα σημεία ενός άξονα μεταξύ
φυσιοκρατίας και αφαίρεσης (essentialism), ωστόσο ένα μεθοδολο-
γικό ζήτημα παραμένει: Πότε ακριβώς σταματάμε να μιλάμε για τη
συμβατικότερη απόδοση του ίδιου αντικειμένου και αναφερόμαστε
πλέον στη φυσιοκρατική απόδοση ενός ‘άλλου’ παρόμοιου αντικει-
μένου; Η φυσιοκρατία ανήκει στις βέβαιες δυνατότητες της αιγαια-
κής και δη της θηραϊκής ζωγραφικής, πρέπει ωστόσο να αποσυνδέ-
εται από το ρεαλισμό,17 καθώς ένα μη ρεαλιστικό θέμα είναι δυνατό
να αποδίδεται φυσιοκρατικά και αντιστρόφως.18 Σε μια ‘άφωνη’,
προ-ιστορική και αν-ιστορική τέχνη, όπως η Αιγαιακή, όπου τα

και 5 πέταλα στην Πύλο (η μόνη προς το παρόν για αυτόν τον τύπο άνθους)
και σε διαφορετικές μάλιστα παραστάσεις μας επιτρέπει ίσως να θεωρήσουμε
τον αριθμό των πετάλων περισσότερο διαγνωστικό ως προς την εικαστική
διαφοροποίηση των ειδών σε σχέση με το χρώμα. Σε διαφορετική περίπτωση,
πρέπει να εικάσουμε ότι σε μία από τις δύο περιπτώσεις η ζωγραφική απόδοση
ήταν αφαιρετική, συμβατική ή λανθασμένη και να λάβουμε μια απόφαση χωρίς
δυνατή λύση, και γι’ αυτό χωρίς νόημα: πρόκειται για 4πέταλα άνθη και περι-
στασιακά παριστάνονται ως 5πέταλα, ή συμβαίνει το αντίστροφο;
16 Επί των οποίων στηρίχθηκε η πρώτη σχεδιαστική απεικόνιση (Reusch 1956),
βλ. Κεραμόπουλλος 1909, Πίν. 2:1-2· Μπουλώτης 1988.
17 Ο ρεαλισμός αναγνωρίζεται ως μη αποστασιοποίηση από τη δυνατή πραγματι-
κότητα, ενώ ο φυσιοκρατισμός αναγνωρίζεται από τη διάσταση της απεικόνι-
σης από κάποιο δηλωμένο πρωτότυπο.
18 Π.χ. ο μη ρεαλιστικός γρύπας μπορεί να αποτελεί συνδυασμό της φυσιοκρατι-
κής απόδοσης μερών αρπακτικού πτηνού και αιλουροειδούς. Υβριδικά φαντα-
στικά είδη, όπως ο ‘κρινοπάπυρος’, παρουσιάζουν ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά
των δύο διαφορετικών φυτών από το συνδυασμό των οποίων έχουν προκύ-
ψει και συνήθως δεν ‘βιάζουν’ την πραγματικότητα: Συχνότερα απαντούν ως
κοσμήματα (π.χ. το περιδέραιο του ‘Πρίγκηπα με τα Κρίνα’: Warren 1985: 197,
fig.7) ή εμβλήματα (π.χ. των ικρίων της θηραϊκής Δυτικής Οικίας: Ντούμας
1992, Πίν. 49-62) και όχι ως μέρος φυσικού τοπίου.

— 490 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Εικόνα 1 : Απεικονίσεις άνθους από αιγαιακές πομπικές σκηνές. (Σχέδιο: Β.


Πετράκης.) Από αριστερά προς δεξιά: κλειστό και ανοιχτό άνθος από την
‘πομπή’ της ΥΚ Ι Ξεστής 3, Ακρωτήρι Θήρας (διάδρομος Ν Δωμ. 3β) (κατά
Ντούμα 1992), δύο σπαράγματα από ΥΕ ΙΙΙΒ αποθέτη κονιαμάτων, Πύλος
(κατά Lang 1969) και σπάραγμα που ανήκε στην πομπή γυναικών (ΥΕ ΙΙΒ-
ΙΙΙΑ τεχνοτροπίας) από την ‘Οικία του Κάδμου’ στη Θήβα (κατά Μπουλώτη
1988). Με διακεκομμένες γραμμές αποδίδονται συμπληρώσεις. Το μαύρο
χρώμα αποδίδει το ερυθρό του κονιάματος στα σωζόμενα σπαράγματα.

θέματα, οι τάσεις και οι πεποιθήσεις που τα κινούν δεν υπομνηματί-


ζονται, είναι συχνά δύσκολο να υποδείξουμε την έλλειψη του φυσιο-
κρατισμού, αφού κανένα εξωτερικό στοιχείο δεν υποδεικνύει σαφώς
ποιο ακριβώς ήταν το φυσικό πρότυπο.
Είναι απλούστερο και οικονομικότερο να δεχθούμε ότι, ανεξαρ-
τήτως της χρωματικής ομοιότητας (που απαντά και στη φύση μεταξύ
διαφορετικών ειδών), οι απεικονίσεις ανήκουν σε δύο διαφορετικά
μεν, παρόμοιου χρωματισμού δε, άνθη. Θα ήταν παράδοξο να υποθέ-
σουμε ότι κυριολεκτικά πλάι σε απόλυτα φυσιοκρατικές αποδόσεις
κρόκων, σαφρανίου, κρίνων και καλαμιώνα (Vlachopoulos 2000), ο
θηραίος ζωγράφος απεικόνισε ένα τελείως συμβατικό ή φανταστικό
άνθος, επομένως κάποια σχεδιαστική ακρίβεια είναι αναμενόμενη.
Στην άποψη αυτή συγκλίνουν και μικρές διαφοροποιήσεις στην
απόδοση των στημόνων στα άνθη της θηβαϊκής αφενός και της
πυλιακής και θηραϊκής πομπής αφετέρου (Εικόνα 1). Όσον αφορά
το άνθος με 4 πέταλα,19 σημαντικό έδαφος ως προς την επικρα-
19 Θα ήταν ίσως προτιμότερο καθαρά ως μεθοδολογική άσκηση να προσπαθή-

— 491 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

τούσα χρωματική εντύπωση (ερυθρό), τις διαστάσεις, το σχήμα


και τον αριθμό των πετάλων (τέσσερα) και ιδιαίτερα τη μαρτυρη-
μένη (αν και λίγο υστερότερη) θρησκευτική του σημασία για την
Αιγαιακή Χαλκοκρατία κερδίζει έτσι το γένος Papaver (παπαρού-
νες).20 Επίσης η συνύπαρξη κρίνων και μήκωνος (καρπού) είναι ήδη
γνωστή από το δακτυλίδι των Μυκηνών (CMS I, 17). Αν η σκέψη
αυτή έχει κάποια ισχύ, θα μπορούσαμε να εισάγουμε την εικονο-
γραφία της Ξεστής 3 και της πυλιακής πομπής τόσο στην ευρύ-
τερη συζήτηση για τη σημασία του οπίου στην ανατολική Μεσόγειο,
όσο και στην όχι αμελητέα εικονογραφία του άνθους από το Αιγαίο
της Ύστερης Χαλκοκρατίας.21 Ωστόσο η έλλειψη απόλυτης ακρί-
βειας στη διάταξη των χρωμάτων του παριστανόμενου άνθους με
τους συνήθεις χρωματισμούς των μεσογειακών Papaver, μας εμπο-
δίζει να θεωρήσουμε το ζήτημα του προσδιορισμού του ως ‘λήξαν’.
Ειδικά στην περίπτωση της ταύτισης με τα άγρια ρόδα, αν και η κάθε
ένδειξη ξεχωριστά δεν έχει απόλυτη πειστική ισχύ, η συγκέντρωση
ενδείξεων είναι εντυπωσιακή, όπως ανέδειξε η πρόσφατη συνθετική
προσέγγιση του ζητήματος από τον Μπουλώτη (2009: ιδ. 463-68).

σουμε να εξετάσουμε τα 4πέταλα και 5πέταλα και 6πέταλα άνθη ξεχωριστά,


αντί να θεωρήσουμε εξαρχής τον αριθμό των πετάλων ως εντελώς συμβατικό
και αυθαίρετο (Μπουλώτης 2009: 467 και υποσημ. 49).
20 Η αναγνώριση του άνθους της Papaver rhoeas L. στη μινωική εικονογραφία έχει
συζητηθεί από τον Warren (1985: 192, n.10) σχετικά με τον προσδιορισμό του
άνθους του στεφάνου 1 από το Garland Fresco.
21 Πρβλ. την παλιά πρόταση του R. Merillees για την ερμηνεία του σχήματος
των υστεροκυπριακών πρόχων με δακτυλιόσχημη βάση (base-ring jugs). Για
το εμπόριο οπίου στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τη Χαλκοκρατία βλ. Knapp
1991. Για τη θρησκευτική σημασία του (καρπού του) οπίου βλ. και τις ΥΜ ΙΙΙΒ
‘θεές’ από το Γάζι (π.χ. Ρεθεμιωτάκης 2001: 33-35, εικ.38α-γ). Θα ήταν ίσως
ενδιαφέρον εάν μας σωζόταν το άνω μέρος του φερομένου —από γυναικεία
πομπική μορφή— ειδωλίου από την Τίρυνθα (Boulotis 1979). Αν και η ‘μηκωνο-
φόρος’ είναι μια κυριαρχικά υστερομινωική μορφή, δεν πρέπει να μας διαφεύ-
γει ότι μήκωνες φέρονται και στο χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι των Μυκηνών
(CMS I, 17), οπότε η λατρευτική αυτή ‘εικόνα’ θα πρέπει να ήταν γνώριμη στις
αργολικές elites σχετικά πρώιμα.

— 492 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΙΙΙ. Ποικιλία και ομοιομορφία στα φερόμενα αντικείμενα:


Συσχέτιση της εικόνας με το τέχνεργο/ φορέα της
“[the function of wall-paintings was] to transfer … representations
from the restricted and more private surfaces of gems…”
Cameron 1975: 39 (italics δικά μου)
Καθώς τα άνθη δεν αποτελούν παρά μία κατηγορία των φερόμενων
αντικειμένων, η ποικιλία των προσφορών στις περισσότερες πομπικές
τοιχογραφίες22 είναι ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να σχολιαστεί.
Αυτό δεν συμβαίνει στις περισσότερες σχετικά ‘σύγχρονες’23 ‘πομπι-
κές’ σκηνές των σφραγιστικών παραστάσεων, όπου τα φερόμενα
αντικείμενα των (ολιγοπρόσωπων) παραστάσεων ανήκουν συνήθως
στην ίδια ευρεία κατηγορία. Ενώ η ίδια η ποικιλία των προσφορών
στις τοιχογραφίες θα μπορούσε να εξηγηθεί με ποικίλους τρόπους,24
είναι αξιοσημείωτο ότι παρόμοια ποικιλία δεν συναντάται στην εικο-
νογραφία της σφραγιδογλυφίας, όπου στη συντριπτική πλειονότητα
των διαγνώσιμων περιπτώσεων οι προσφορές συνίστανται στην
επανάληψη του ίδιου αντικειμένου25 ή στη μεταφορά διαφορετι-

22 Βλ. τις καλύτερα γνωστές των Θηβών (Reusch 1956· Μπουλώτης 2000), της
Τίρυνθας (Rodenwaldt 1912), της ΥΜ ΙΙΙΑ2 Αγίας Τριάδας (Militello 1998)
άλλα και τη λιγότερο γνωστή της Ξεστής 4 (YK I) (Ντούμας 1992: 176-79·
Μπουλώτης 2005: 30-31, εικ.8).
23 Το εξαιρετικά λεπτό ερώτημα της ‘συγχρονίας’ τοιχογραφιών και σφραγιδο-
γλυφίας δε θα θιγεί εδώ. Θα τονιστεί ωστόσο ότι είναι απόλυτα δυνατόν ύστε-
ρες τοιχογραφίες να παριστάνουν τέχνεργα πρωιμότερων περιόδων (π.χ.
λίθινα αγγεία σε πομπή Θηβών, μη κεραμικά ρυτά κνωσιακής πομπής, ‘κάδοι’
στη σκηνή ταυροθυσίας στην ΥΜ ΙΙΙΑ2 σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας, βλ.
πρόσφατα Burke 2005).
24 Είτε ως συνύπαρξη κύριας και δευτερευουσών προσφορών, είτε ως απεικό-
νιση περισσοτέρων του ενός δρωμένων στο πλαίσιο της ίδιας εορτής (σύνθε-
τες εορτές (compound festivals), πρβλ. τα αττικά Ανθεστήρια με ξεχωριστά
δρώμενα, διαφορετικού μάλιστα χαρακτήρα: Πιθοίγια, Χοές και Χύτρους, βλ.
Dietrich 1967: 993, n.3).
25 Π.χ. σπονδικές πρόχοι σε πομπή δαιμόνων (CMS I, 179), 8σχημες ασπίδες
(CMS II.8.1, 276*-278* από Κνωσό), ‘σκήπτρα’(;) (CMS II.6, 9* και 12* από Αγία
Τριάδα), διπλοί πελέκεις (CMS II.6, 10* από Αγία Τριάδα) και ‘κλειστά άνθη’(;)
(CMS V S1B, 114 από Αηδόνια) (οι αστερίσκοι δηλώνουν σφραγίσματα).

— 493 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

κών προσφορών που ανήκουν στην ίδια ευρεία κατηγορία.26 Αυτή η


διαφοροποίηση υποδηλώνει ότι οι τοιχογραφημένες συνθέσεις δεν
αποτελούν απλή μνημειοποίηση ή μεγέθυνση της λεγόμενης ‘μικρής’
τέχνης του πρωτοϊστορικού Αιγαίου. Μία προσέγγιση στην ερμηνεία
αυτής της κατάστασης πρέπει να εξετάσει τη σχέση των δύο αυτών
τεχνών ως φορέων εικονιστικών θεμάτων.
Ο Younger (1995) έχει μελετήσει διεξοδικά την αλλεπίδραση
της σφραγιδογλυφίας με άλλες εκφάνσεις της Αιγαιακής τέχνης
και συμφωνεί με προγενέστερες απόψεις των Rodenwaldt, Evans
και Σακελλαράκη27 ότι μεταξύ των τύπων σφραγιστικών αντικει-
μένων που γνωρίζουμε, το σφραγιστικό δακτυλίδι πλησιάζει περισ-
σότερο από άποψη ανάπτυξης, διάταξης (παρατακτική) και θεμα-
τολογικής επιλογής, τις τοιχογραφίες (Younger 1995: 340).28 Η ίδια
η επινόηση της ελλειψοειδούς σφενδόνης, στην οποία παρακολου-
θούμε ακριβώς την προσπάθεια έντασης του ενός άξονα της εικο-
νιστικής επιφάνειας,29 πρέπει να συνδεθεί με τη δημοτικότητα του

26 Π.χ. κρίνο και πάπυρος στο CMS V S1B, 113 ή κρίνα και μήκωνες στο CMS I, 17.
27 Rodenwaldt 1912: 153· Evans PofM I: 694-95, III: 186, 313-314, IV.2: 512, 615·
Σακελλαράκης 1972: 244-46. Βλ. και την ενδιαφέρουσα συζήτηση σε Lembessi
et al. 2004: 19, n.80.
28 H γενίκευση (λ.χ. Hood 1978: 219) ότι οι σφραγίδες αντιγράφουν τις τοιχο-
γραφίες δεν ανακλά στην πολυπλοκότητα του θέματος. Το ‘εργαστήριο των
Μαλίων’ (ΜΜ ΙΙ) προηγείται στη ‘φυσιοκρατική’ απόδοση μορφών και σκηνών
σε σχέση με τις τοιχογραφίες, εξέλιξη την οποία ο Younger (προσφυώς) συνδέει
με τη χρήση γραφής (παράλληλα με τις σφραγίδες) για την εξυπηρέτηση της
διοικητικής μηχανής. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι οι δύο τέχνες πραγματικά
αλληλεπιδρούν, αν και τα κριτήρια του Younger είναι σε ελάχιστες περιπτώ-
σεις ‘αντικειμενικά’: τα πτηνά στη σφραγίδα CMS I, 151 (Μυκήνες Καλκάνι,
τ.518, ΥΕ Ι-ΙΙ) αντιγράφουν το θέμα του θηραϊκού Spring Fresco (Ντούμας
1992, εικ.66-76) επειδή τα πτηνά φαίνονται ‘χαοτικά’ στη σφραγίδα αλλά
φέρουν ακροβατική κομψότητα στην τοιχογραφία (το ποιοτικά ανώτερο ‘οφεί-
λει’ να είναι το πρωτότυπο) (Younger 1995: 341). Από την αντίδρομη πλευρά, οι
ψαράδες της Δυτικής Οικίας του Ακρωτηρίου ταιριάζουν στον Younger (1995:
342) καλύτερα ως μονήρεις μορφές σφραγιδολίθων (π.χ. CMS VII, 88) παρά
ως θέματα μεγάλης ζωγραφικής, ενώ οι αντιλόπες (Ντούμας 1992, Πίν. 83-84)
θυμίζουν τη δημοφιλέστατη στάση (Pose-Type) 19C (κατά Younger 1988: 75).
29 Συνήθως του οριζοντίου, με ενδιαφέρουσες ωστόσο εξαιρέσεις, όπως το Master
Impression των Χανίων.

— 494 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

θέματος της πομπής σε αντικείμενα και σφραγίσματα αυτής της


κατηγορίας τεχνέργων. Εξ ορισμού, η πολυπρόσωπη παράσταση
της πομπής απαιτεί την ανάπτυξη σε πλάτος του οριζοντίου άξονα,
μια ιδιότητα του τοίχου, και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειο-
ψηφία των αιγαιακών σφραγιστικών παραστάσεων πομπών περι-
λαμβάνει σφραγιστικά δακτυλίδια ή τα σφραγίσματά τους καθιστά
εξαιρετικά πιθανόν ότι η εμφάνιση του θέματος στη σφραγιδογλυ-
φία μπορεί να νοηθεί ως επίδραση από την τοιχογραφία. Η ύπαρξη
αυτού του ‘συνδέσμου’ σε ό,τι αφορά την πομπική εικονογραφία
υποδεικνύει ότι η διαφοροποίηση της εικονογραφίας στα δύο μέσα
πρέπει να συνδεθεί με τη διαφορετική φύση και λειτουργία της κάθε
‘τέχνης’. Μια σχετική υπόθεση θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρουσες
συνέπειες για το θεωρητικό συσχετισμό της εικονογραφικής επιλο-
γής με τη λειτουργία του αντικειμένου/ τεχνέργου που λειτουργεί
ως φορέας της εικόνας.
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην Εγγύς Ανατολή (π.χ. Smith
1990), σαφείς ενδείξεις για σφραγίδες που ανήκουν όχι σε άτομα,
αλλά σε τίτλους ή αξιώματα (“institutional seals”) λείπουν εντελώς
στην Αιγαιακή Χαλκοκρατία. Αντίθετα, η σημαντικότερη ένδειξη
εναντίον της ύπαρξης τέτοιων σφραγίδων και, ταυτόχρονα, σημα-
ντικό επιχείρημα υπέρ της σύνδεσης των σφραγίδων με συγκεκρι-
μένα άτομα είναι η απόθεσή τους σε ταφικά σύνολα.30 Το σφραγι-
στικό δαχτυλίδι, ως εξ ορισμού προσωπικό αντικείμενο, μπορεί να
νοηθεί ως φορέας εικονογραφίας με ατομική αναφορά. Αντιθέτως,

30 Η ανίχνευση και μελέτη δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μινωικά roundels από


τον Hallager έδειξε ότι σε αυτήν τουλάχιστον την κατηγορία σφραγισμάτων, η
κάθε σφραγίδα αντιστοιχεί με ένα συγκεκριμένο άτομο (Hallager 1996: 91-92).
Για να ‘επιβεβαιώσουμε’ το συσχετισμό αυτό και για το θέμα των πομπικών
σκηνών, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί επισκόπηση σε περιπτώσεις όπου
η ίδια σφραγίδα έχει αποδώσει παραπάνω από ένα σφραγίσματα (π.χ. Αγία
Τριάδα: CMS II.6, 9 [πέντε] και 13 [έξι]· Κάτω Ζάκρος, Οικία Α: CMS II.7, 7
[δύο]), καθώς θα περίμενε κανείς ταυτόσημα δακτυλικά αποτυπώματα σε
σφραγίσματα της ίδιας σφραγίδας. Δυστυχώς όμως πολύ σπάνια τα αποτυπώ-
ματα σώζονται σε ικανοποιητικό βαθμό, αν και ακόμη και μία μόνο ασφαλής
ταύτιση θα αρκούσε ως ένδειξη για την ύπαρξη της πρακτικής (Hallager 1996:
91).

— 495 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

οι τοιχογραφημένες επιφάνειες, ως προσιτές σε (και ‘χειραγωγήσι-


μες’ από) ‘ομάδες’ και ως προορισμένες να κοσμίσουν κατασκευές
που χρησιμοποιούνται από και εκφράζουν περισσότερα του ενός
άτομα (οικογένειες, γένη ή θεσμικούς μηχανισμούς), περιλαμβάνουν
λιγότερο ‘εξ-ατομικευμένες’ αναφορές σε συγκεκριμένα δρώμενα.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο σφραγιδογλύφος (ή ο ‘μαικήνας’
του;) συνειδητά επέλεξε και απομόνωσε31 μία συγκεκριμένη ‘νοημα-
τική μονάδα’ από την ποικιλία της τοιχογραφημένης σύνθεσης ώστε
η επιλεγείσα εικονογραφία να σχετίζεται με την ταυτότητα του ιδιο-
κτήτη/ φορέα του σφραγιστικού αντικειμένου: μία ταυτότητα που
μπορεί να προσδιορίζεται από το φύλο, την ηλικία αλλά φυσικά και
από λιγότερο άμεσα ανιχνεύσιμα για τον αρχαιολόγο στοιχεία, όπως
το κοινωνικό κύρος ή την πολιτική/ διοικητική θέση του κατόχου.32
Πληθώρα μελετών για τους διοικητικούς μηχανισμούς της Εγγύς
Ανατολής έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σχέση της εικονογρα-
φίας μιας σφραγίδας με τη διοικητική/ πολιτική/ κοινωνική θέση
του κατόχου της.33 Για το Αιγαίο τέτοιες μελέτες είναι πιο δύσκολες,
λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών για τις περισσότερες θέσεις και
περιόδους (απαραίτητες για οποιαδήποτε προσωπογραφική μελέτη)
31 Η ιδέα ότι η σφραγιδογλυφία απομονώνει σκηνές της ‘μεγάλης’ τέχνης αποτε-
λεί απόρροια της θεωρίας ότι η επίδραση είναι μονόδρομη από την πλευρά της
τελευταίας. Για το θέμα βλ. την ανασύνθεση του θέματος της «φερούσης ζώον
γυναικός» από τον Σακελλαράκη (1972: 246, σημ. 44 για τις απόψεις των Roden-
waldt και Evans τις οποίες ο ίδιος ακολουθεί. Οι ερευνητές αυτοί όμως μιλού-
σαν κυρίως για τα σφραγιστικά δακτυλίδια, ενώ ο Σακελλαράκης χρησιμο-
ποιεί και άλλους τύπους σφραγίδων). Ο Χρ. Μπουλώτης έχει ήδη παρατηρήσει
ότι μορφές που φέρουν τις λεγόμενες ‘τελετουργικές σφύρες’, ενώ ουσιαστικά
ανήκουν στις πομπικές σκηνές της μεγάλης τέχνης, απαντούν απομονωμένες
στη σφραγιδογλυφία (apud Μάντη-Πλάτωνος 1981: 81-82 και 82, σημ.1).
32 Απόπειρα συσχετισμού της μυκηναϊκής σφραγιστικής εικονογραφίας με το
κοινωνικό κύρος του ‘ιδιοκτήτη’ των σφραγίδων έχει ήδη γίνει (Laffineur 1990,
1992 και 2000). Βλ. και Cain (2001: 28-29, δικά μου italics) για μια πιο διστα-
κτική τοποθέτηση: “Subjects such as men in combat and women appearing in
an offering or presentation scene could represent the office, functions or powers
of an official or class of officials”.
33 Π.χ. Franke 1977· Nissen 1977· Zettler 1977· Brandes 1979· Dittman 1986·
Collon 1987: 15· Winter 1987· Pittman 1994· Rothman 1994: 9· Driessen 1994-
1995: 252-53· και Stein 1997.

— 496 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

και λόγω της αβεβαιότητας συσχέτισης σφραγίδας και συγκεκριμέ-


νου νεκρού (οφειλόμενη κυρίως στο διαδεδομένο έθιμο της ανακο-
μιδής) (Laffineur 2000: 171). Σε ελάχιστες περιπτώσεις τα δεδομένα
είναι κάτι παραπάνω από εντελώς αβέβαια. Η συνύπαρξη παράστα-
σης σφραγίδας όπου άνδρας κρατά χαρακτηριστικό τύπο συρια-
κού πέλεκυ (CMS I, 225) με το ίδιο το αντικείμενο (unicum για το
Αιγαίο) στον θολωτό τάφο του Βαφειού (ΥΕ ΙΙΑ)34 κάθε άλλο παρά
συμπτωματική πρέπει να θεωρηθεί (Kilian Dirlmeier 1987: 212 και
Lembessi et al. 2004: 28-29).35
Έτσι, η παράσταση σημασιοδοτείται διαφορετικά ως ενταγμένη
στο τοιχογραφημένο σύνολο και στη σφραγιστική επιφάνεια. Η
διαφοροροποίηση αυτή στηρίζεται, θέλω να προτείνω, στη φύση
και λειτουργία του τεχνέργου/ φορέα της εν λόγω παράστασης, το
συσχετισμό της δηλαδή με ομάδες (π.χ. των ατόμων που σχετίζονται
με τη χρήση ή λειτουργία των κτισμάτων που κοσμούσαν οι αντί-
στοιχες τοιχογραφίες) ή συγκεκριμένα άτομα (τους φορείς/ ιδιοκτή-
τες των σφραγιστικών αντικειμένων).36

34 Η CMS I, 225 παραλληλίζεται σε δύο νεοανακτορικά παραδείγματα (CMS II.3,


198, CMS II.8, 258). Η απουσία παρόμοιου τύπου πέλεκυ από τη σύγχρονη
Κρήτη μπορεί να σχετίζεται με τη σπανιότητα πλούσιων ΥΜ ΙΒ τάφων, στα
σύνολα των οποίων (κατά το ελλαδικό παράδειγμα) τέτοια αντικείμενα θα
είχαν ίσως αποτεθεί. Η παρουσία σφραγιδολίθου με παράσταση σφραγιδοφό-
ρου ‘ιερέα’ από τον ίδιο τάφο (CMS I, 223: Rehak 1994) μπορεί να μην είναι
άσχετη προς το γεγονός ότι εκεί βρέθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός σφραγίδων
από αιγαιακό ταφικό σύνολο.
35 Πρβλ. τη (μη αποδείξιμη) υπόθεση της Κρυστάλλη-Βότση (1989: 34) για τον
ιερουργικό ρόλο των νεκρών της ανακομιδής του θαλ. τάφου 7 των Αηδο-
νιών, βάσει της εικονογραφίας των συνοδευόντων δακτυλιδιών (CMS V S1B,
113-15). Βλ. Lembessi et al. 2004 για το μοναδικό ως προς το context του
‘Runner’s Ring’ από το ιερό της Κάτω Σύμης.
36 Αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη σημασία αναφορικά με την
παρατήρηση ότι οι ανθοφόροι απαντούν σε πομπικές σκηνές μυκηναϊκών σφρα-
γιστικών δακτυλιδιών αλλά απουσιάζουν μέχρι στιγμής από τα νεοανακτορικά
παραδείγματα. Βεβαίως, ένα τέτοιο argumentum ex silentio θα μπορούσε να
ανατραπεί ανά πάσα στιγμή.

— 497 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βλαχόπουλος 2003 : Α. Βλαχόπουλος, “«Βίρα – Μάινα»: Το χρονικό της


συντήρησης μιας τοιχογραφίας από το Ακρωτήρι (1973 – 2003),” στο
Α. Βλαχόπουλος – Κ. Μπίρταχα (επιμ.), ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ. Τιμητικός
τόμος για τον καθηγητή Χρήστο Γ. Ντούμα από τους μαθητές του στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών 1980 – 2000, Αθήνα: Η Καθημερινή, 505-526.
Boulotis 1979 : C. Boulotis, “Zur Deutung des Freskofragmentes Nr.103 aus
der Tirynther Frauenprozession,” Archäologisches Korrespondenzb-
latt 9: 59-67.
_____. 1980 : C. Boulotis, Studien zu ägäischen Prozessionen im 2. Jt. v. Chr.,
Διδακτορική διατριβή, Würzburg.
Brandes 1979 : M.A. Brandes, Siegelabrollungen aus dem archaischen Baus-
chichten in Uruk-Warka, vols I-II (Freiburg Altorientalische Studien
3), Freiburg: Franz Steiner Verlag.
Burkert 1977 : W. Burkert, Griechische Religion der archaischen und klassis-
chen Epoche (Die Religionen der Menscheit Bd.5), Berlin: Kohlham-
mer (= Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και κλασσική εποχή,
ελληνική μετάφραση Ν. Μπεζαντάκου – Α. Αβαγιανού, Αθήνα:
Καρδαμίτσα, 1993).
Burke 2005 : B. Burke, “Materialisation of Mycenaean ideology and the
Ayia Triada sarcophagus,” AJA 109: 403-422.
Cain 1997 : C.D. Cain, The Question of Narrative in Aegean Bronze Age Art,
Διδακτορική διατριβή, Toronto.
_____. 1999 : C.D. Cain, “The nature of narrative in Aegean fresco paint-
ing,” AJA 103: 316.
_____. 2001 : C.D. Cain, “Dancing in the dark: Deconstructing a narrative
of epiphany on the Isopata ring,” AJA 105: 27-49.
Cameron 1975 : M.A.S. Cameron, A General Study of Minoan Frescoes with
Particular Reference to Unpublished Wall Paintings from Knossos, I –
IV, PhD thesis, Newcastle-Upon-Tyne.
Chapin 2004 : A. Chapin (επιμ.), ΧΑΡΙΣ. Essays in Honor of Sara A. Immer-
wahr, (Hesperia Supplement 33), Princeton.

— 498 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

_____. 2004a : A. Chapin, “Power, privilege and landscape in Minoan art,”


στο Chapin 2004, 47-66.
CMS : Corpus der minoischen und mykenischen Siegel (επιμ. F. Matz† –
I. Pini – W. Müller), Marburg 1964–2011.
Collon 1987 : D. Collon, First Impressions. Cylinder Seals in the Ancient
Near East, London: British Museum Press.
Dietrich 1967 : B.C. Dietrich, “Notes on the Linear B tablets in the con-
text of Mycenaean and Greek religion,” στο C. Gavalotti (επιμ.), Atti
e Memorie di Primo Congresso di Micenologia II (Filologia), Roma:
Edizioni dell’Ateneo, 991-1015.
Dittman 1986 : R. Dittman, “Thoughts on the changing pattern of admin-
istrative control from the late Uruk to Proto-Elamite period at
Susa,” στο U. Finkbeiner – W. Röllig (επιμ.), Gemdet Nasr: Period or
Regional Style?, (Beiheft zum Tubinger Atlas des Vorderen Orients
Bd. 62), Tubingen, 332-366.
Driessen 1994-1995 : J. Driessen, “Data storage for reference and predic-
tion at the dawn of civilization? A review article with some observa-
tions on Archives Before Writing,” Minos 29-30: 239-256.
_____. 2000 : J. Driessen, The Scribes of the Room of the Chariot Tablets at
Knossos: Interdisciplinary Approach to the Study of a Linear B Depos-
it, (Minos Supplement 15), Salamanca: Ediciones Universidad de
Salamanca.
Evans PofM : Sir A.J. Evans, The Palace of Minos. A Comparative Account of
the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by
the Discoveries at Knossos, τόμοι Ι (1921), ΙΙΙ (1930) και IV.2 (1935),
London: Macmillan.
Ferioli et al. 1994 : P. Ferioli – E. Fiandra – G.G. Fissore – M. Frangipane
(επιμ.), Archives Before Writing. Proceedings of the International Col-
loquium Held at Oriolo Romano, October 23-25, 1991, Torino: Cen-
tro Internazionale di Ricerche Archeologiche Anthropologiche e
Storiche.
Franke 1977 : J.A. Franke, “Presentation seals of the Ur III/Isin-Larsa
period,” στο Gibson – Biggs 1977, 61-66.
Gates 2004 : C. Gates, “The adoption of pictorial imagery in Minoan wall
painting: A comparativist perspective,” στο Chapin 2004, 27-46.

— 499 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

Gibson – Biggs 1977 : McG. Gibson – R.D. Biggs (επιμ.), Seals and Seal-
ings in the Ancient Near East, (Bibliotheca Mesopotamica 6), Malibu:
Undena Publications.
Goody 1993 : J. Goody, The Culture of Flowers, Cambridge: Cambridge
University Press.
Graf 1996 : F. Graf, “Pompai in Greece. Some considerations about space
and ritual in the Greek polis,” στο R. Hägg (επιμ.), The Role of Reli-
gion in the Early Greek Polis. (Proceedings of the Third International
Seminar on Ancient Greek Cult Organised by the Swedish Institute at
Athens, 16-18 October 1992), (SkrAth 8o 14), Stockholm, 55-65.
Hägg 1985 : R. Hägg, “Pictorial programmes in Minoan palaces and villas?,”
στο P. Darcque – J.-Cl. Poursat (επιμ.), L’Iconographie Minoenne.
Actes de la Table Ronde d’Athènes (21–22 avril 1983), (BCH Supple-
ment XI), Paris: Boccard, 209-217.
_____. 2001 : R. Hägg, “Religious processions in Mycenaean Greece,” στο
P. Fischer (επιμ.), Contributions to the Archaeology and History of
the Bronze and Iron Ages in the Eastern Mediterranean: Studies in
Honour of Paul Åström (Österreichisches Archäologisches Institut,
Sondersschriften Bd.39), Wien, 143-147.
Hallager 1996 : E. Hallager, The Minoan Roundel and Other Sealed Doc-
uments in the Neopalatial Linear A Administration, (Aegaeum 14),
Liège/Austin.
Hood 1978 : M.S.F. Hood, Arts in Prehistoric Greece, London: Ham-
mondsworth.
Κεραμόπουλλος 1909 : A. Κεραμόπουλλος, “Η οικία του Κάδμου,” Αρχαιο-
λογική Εφημερίς, στ. 57-122.
Kilian Dirlmeier 1987 : I. Kilian Dirlmeier, “Das Kuppelgrab von Vapheio:
Die Beigabenausstatung in der Steinkiste Untersuchungen zur Sozi-
alstruktur in Späthelladischer Zeit,” JRGZM 34(1): 197-212.
Killen 2005 : J.T. Killen, “Notes on the Knossos saffron records,” Živa Anti-
ka 55: 45-51.
Knapp 1991 : A.B. Knapp, “Spice, drugs, grain and grog: Organic goods
in Bronze Age East Mediterranean trade,” στο N.H. Gale (επιμ.),
Bronze Age Trade in the Mediterranean, (SIMA XC), Göteborg: Paul
Åströms Förlag, 21-68.

— 500 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Κριτσέλη-Προβίδη 1982 : I. Κριτσέλη-Προβίδη, Οι Τοιχογραφίες του Θρη-


σκευτικού Κέντρου των Μυκηνών, Αθήνα.
Κρυστάλλη-Βότση 1989 : K. Κρυστάλλη-Βότση, “Τα δακτυλίδια από τα
Αηδόνια Κορινθίας,” στα Φίλια Έπη εις Γεώργιον Ε. Μυλωνάν, τόμος
Γ΄, Αθήνα: Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 34-43.
Laffineur 1990 : R. Laffineur, “The iconography of Mycenaean seals and the
status of their owners,” Aegaeum 6: 117-160.
_____. 1992 : R. Laffineur, “Iconography as evidence of social and politi-
cal status in Mycenaean Greece,” στο Laffineur – Crowley 1992, 105-
112.
_____. 2000 : R. Laffineur, “The iconography of Mycenaean seals as social
indicator: Further reflections,” CMS Beiheft 6 (1990), 165-179.
Laffineur – Crowley 1992 : R. Laffineur – J. Crowley (επιμ.), ΕΙΚΩΝ. Aege-
an Bronze Age Iconography: Shaping a Methodology. (Proceedings
of the 4th International Aegean Conference, University of Tasmania,
Hobart, Australia, 6-9 April 1992), (Aegaeum 8), Liège.
Lang 1969 : M. Lang, The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia II:
The Frescoes, Princeton: Princeton University Press.
Lembessi et al. 2004 : A. Lembessi – P. Muhly – G. Papasavvas, “The Run-
ner’s Ring. A Minoan athlete’s dedication at the Syme sanctuary,”
Crete,” AthMitt 119: 1-31.
Μάντη-Πλάτωνος 1981 : M. Μάντη-Πλάτωνος, “Τελετουργικές σφύρες
και ρόπαλα στο Μινωικό κόσμο,” Αρχαιολογική Εφημερίς : 74-83.
Marinatos 1987 : N. Marinatos, “An offering of saffron to the Minoan god-
dess of nature: The role of the monkey and the importance of saf-
fron,” στο T. Linders – G. Nordquist (επιμ.), Gifts to the Gods. Pro-
ceedings of the Uppsala Symposium 1985, (Boreas 15), Uppsala, 123-
132.
Militello 1998 : P. Militello, Haghia Triada I: Gli Affreschi (Monografie del-
la Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente
IX), Padova.
Μπουλώτης 1988 : Χρ. Μπουλώτης, “Θραύσματα τοιχογραφίας,” στο
Κ. Δημακοπούλου (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε Αιώνες
Πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600 – 1100 π.Χ., Αθήνα: ΥΠΠΟ,
189: αρ. 156-157.

— 501 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

Μπουλώτης 2000 : Χρ. Μπουλώτης, “Η τέχνη των τοιχογραφιών στη


μυκηναϊκή Βοιωτία,” Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών
(Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βοιωτικών Μελετών, Θήβα 4-8
Σεπτ. 1996), επιμ. Β. Αραβαντινός, τ.Γ΄, τχ. α΄, Αθήνα, 1095-1149.
_____. 2005 : Χρ. Μπουλώτης, “Πτυχές θρησκευτικής έκφρασης στο
Ακρωτήρι Θήρας,” Άλς 3: 20-75.
_____. 2009 : Χρ. Μπουλώτης, “Από ένα κάτοπτρο του θολωτού τάφου
της Κλυταιμνήστρας στον Κνωσιακό μήνα των ρόδων (wo-de-wi-
jo me-no),” στο Δ. Δανιηλίδου (επιμ.), ΔΩΡΟΝ. Τιμητικός Τόμος για
τον Καθηγητή Σπύρο Ιακωβίδη, (Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητος:
Σειρά Μονογραφιών 6), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 457-494.
Nissen 1977 : H. Nissen, “Aspects of the development of early cylinder
seals,” στο Gibson – Biggs 1977, 15-23.
Ντούμας 1992 : Χρ. Ντούμας, Οι Τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα: Ίδρυμα
Πέτρου Γ. Νομικού.
Parker 1987 : R. Parker, “Festivals of the Attic Demes,” στο T. Linders – G.
Nordquist (επιμ.), Gifts to the Gods. Proceedings of the Uppsala Sym-
posium 1985, (Boreas 15), Uppsala, 137-147.
Peterson 1981 : S. Peterson, Wall Painting in the Aegean Bronze Age: The
Procession Frescoes, PhD thesis, Minneapolis.
Petrakis 2002-2003 : V.P. Petrakis, “to-no-e-ke-te-ri-jo reconsidered,” Minos
37-38: 293-316.
Petruševski 1959 : M.D. Petruševski, “wo-di-jo, wo-di-je-ja, wo-de-wi-jo,”
Živa Antika 9: 104.
Pittman 1994 : H. Pittman, “Towards an understanding of the role of glyp-
tic imagery in the administrative systems of proto-literate greater
Mesopotamia,” στο Ferioli et al. 1994, 177-203.
Rehak 1994 : P. Rehak, “The Aegean ‘priest’ on CMS I. 223,” Kadmos 33:
76-84.
_____. 1997 : P. Rehak, “The role of religious painting in the function of
the Minoan villa: The case of Ayia Triadha,” στο R. Hägg (επιμ.), The
Function of the Minoan Villa. Proceedings of the Eighth International
Symposium at the Swedish Institute at Athens, 6–8 June 1992, (SkrAth
4o: 46), Stockholm, 163-175.
_____. 2004 : P. Rehak, “Crocus costumes in Aegean art,” στο Chapin 2004,
85-100.

— 502 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Ρεθεμιωτάκης 2001 : Γ. Ρεθεμιωτάκης, Μινωικά Πήλινα Ειδώλια από τη


Νεοανακτορική έως την Υπομινωική περίοδο, Αθήνα: Η Εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία.
Reusch 1953 : H. Reusch, “Vorschlag zur Ordnung der Fragmente von
Frauefriesen aus Mykenai,” AA : 26-56.
_____. 1956 : H. Reusch, Die zeichnerische Rekonstruktion des Frauenfriez-
es im böotischen Theben, Berlin.
Rodenwaldt 1912 : G. Rodenwaldt, Tiryns, Ergebnisse der Ausgrabungen II:
Die Fresken des Palastes, Athen.
Rothman 1994 : M.S. Rothman, “Seal and sealing find spot, design, audi-
ence and function: Monitoring changes in administrative oversight
and structure at Tepe Gawra during the fourth millennium BC,” στο
Ferioli et al. 1994, 97-119.
Σακελλαράκης 1972 : Ι.Α. Σακελλαράκης, “Το θέμα της φερούσης ζώον
γυναικός εις την Κρητομυκηναϊκήν σφραγιδογλυφίαν,” Αρχαιο-
λογική Εφημερίς : 245-278.
Sarpaki 2000 : A. Sarpaki, “Plants chosen to be depicted on the wall-paint-
ings of Thera: Tentative identifications,” στο Sherratt 2000, vol. II,
657-680.
_____. 2001 : A. Sarpaki, “Condiments, perfume and dye plants in Linear B:
A look at the textual and archaeobotanical evidence,” στο A. Michai­
lidou (επιμ.), Manufacture and Measurement: Counting, Measuring
and Recording Craft Items in Early Aegean Societies, (Μελετήματα
33), Αθήνα: Ε.Ι.Ε., 195-265.
Sherratt 2000 : E.S. Sherratt (επιμ.), Proceedings of the First International
Symposium ‘The Wall-Paintings of Thera’, P. N. Nomikos Conference
Centre, 30/8 – 4/9 1997, vols I-II, Thera: Petros Nomikos Founda-
tion.
Smith 1990 : S.S. Smith, “Administration at the Egyptian Middle King-
dom frontier: Sealings from Unorarti and Askut (with Response by
M. Marcus),” στο Th.G. Palaima (επιμ.), Aegean Seals, Sealings and
Administration. Proceedings of the NEH-Dickson Conference of the
PASP of the Department of Classics, University of Texas at Austin,
January 11-13 1989, (Aegaeum 5), Liège, 197-219.
Stein 1997 : D.L. Stein, “Common Mittanian and Pseudo-Kassite: A ques-
tion of quality and class,” στο A. Caubet (επιμ.), De Chypre à Bactri-

— 503 —
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ

ane, Les Sceaux du Proche Orient Ancien. Actes du Colloque Interna-


tional Organisé au Musée du Louvre par le Service Culturel le 18 mars
1995, Paris: Le Documentation Française, 71-115.
Τελεβάντου 1994 : Χ.Α. Τελεβάντου, Ακρωτήρι Θήρας: Οι Τοιχογραφίες
της Δυτικής Οικίας, (Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας αρ. 143), Αθήνα: Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Thera VII : S. Marinatos, Excavations at Thera VII (1973 Season), στο S.
Marinatos, Excavations at Thera VI-VII (1972 – 1973 Seasons), (The
Archaeological Society at Athens Library no.180 = Ancient Sites and
Museums in Greece 4), Second Edition, Athens: The Archaeological
Society at Athens 1999.
Vlachopoulos 2000 : A. Vlachopoulos, “The reed motif in the Thera wall
paintings and its association with Aegean pictorial art,” στο Sherratt
2000, vol. II, 631-656.
Walberg 1992 : G. Walberg, “Minoan floral iconography,” στο Laffineur –
Crowley 1992, 241-246.
Warren 1985 : P. Warren, “The Fresco of the Garlands from Knossos,” στο
P. Darcque – J.-Cl. Poursat (επιμ.), L’Iconographie Minoenne. Actes de
la Table Ronde d’Athènes (21 – 22 avril 1983), (BCH Supplement XI),
Paris: Boccard, 187-208.
_____. 1986 : P. Warren, Minoan Religion as Ritual Action, (10th Felix Neu-
bergh Lecture, Göteborg October 1986), Göteborg: Paul Åströms
Förlag.
_____. 2000 : P. Warren, “From naturalism to essentialism in Theran and
Minoan art,” στο Sherratt 2000, vol. I, 364-380.
_____. 2002 : P. Warren, “Cistus creticus L. αλαδανιά, αγκίσσαρος, αλά-
δανος, ladanum,” στο ΣΗΜΑ Μενελάου Παρλαμά, Ηράκλειο: Εται-
ρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 243-259.
_____. 2005 : P. Warren, “Flowers for the Goddess? New fragments of wall-
paintings from Knossos,” στο L. Morgan (επιμ.), Aegean Wall Paint-
ing. A Tribute to Mark Cameron. (BSA Studies 13), London, 131-148.
Winter 1987 : I.J. Winter, “Legitimisation of authority through image and
legend: Seals belonging to officials in the administrative bureaucracy
of the Ur III state,” στο McG. Gibson – R.D. Briggs (επιμ.), Organisa-
tion of Power. Aspects of Bureaucracy in the Ancient Near East, (Stud-

— 504 —
“ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ” ΣΕ ΠΟΜΠΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ies in Ancient Oriental Civilization 46), Chicago: Oriental Institute,


69-106.
Younger 1988 : J.G. Younger, The Iconography of Late Minoan and Mycenae-
an Sealstones and Finger Rings, Bristol: Bristol Classical Press.
_____. 1995 : J.G. Younger, “Interactions between Aegean seals and other
Minoan-Mycenaean art forms,” CMS Beiheft 5: 331-348.
Zettler 1977 : R.I. Zettler, “The Sargonic royal seal: A consideration of seal-
ing in Mesopotamia,” στο Gibson – Biggs 1977, 33-40.

— 505 —

You might also like