Professional Documents
Culture Documents
ΚΟΥΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π
M.Sc, DIC in Soil Mechanics and Environmental Geotechnics,
Imperial College, University of London.
ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΣΚΛΗΡΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΩΝ ΒΡΑΧΩΝ ΣΤΟ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΑΤΡΑ, 2006
Συμβουλευτική Επιτροπή:
Καθηγητής Γ. Φερεντίνος (Π.Π), Επιβλέπων Καθηγητής
Καθηγητής Γ. Καλλέργης (Π.Π)
Καθηγητής Π. Μαρίνος (Ε.Μ.Π.)
Εξεταστική Επιτροπή:
Καθηγητής Γ. Φερεντίνος (Π.Π)
Καθηγητής Π. Μαρίνος (Ε.Μ.Π.)
Επίκουρος Καθηγητής Ν. Σαμπατακάκης (Π.Π.)
Καθηγητής Κ. Χατζηπαναγιώτου (Π.Π.)
Καθηγητής Ν. Κοντόπουλος (Π.Π.)
Καθηγητής Α. Σοφιανός (Ε.Μ.Π.)
Αναπληρωτής Καθηγητής Γ. Τσιαμπάος (Ε.Μ.Π.)
Η έγκριση διδακτορικής διατριβής από το τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών δεν
δηλώνει αποδοχή των απόψεων του συγγραφέα.
Στους γονείς μου
v
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
συνεχή ενθάρρυνση σε όλα τα στάδια της έρευνας και τη διάθεση των στοιχείων από
συναφείς Διατριβές Ειδίκευσης του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας.
Τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Καλλέργη του Παν/μίου Πατρών για το συνεχές
ενδιαφέρον του κατά την εκπόνηση της διατριβής, τις συμβουλές αλλά και τη
συμμετοχή του στην Τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή.
Τον καθηγητή κ. Παύλο Μαρίνο του Ε.Μ.Π. για τη συνεχή ενθάρρυνση και
συμπαράσταση στην ολοκλήρωση της ερευνητικής αυτής προσπάθειας, τις
παρατηρήσεις του, καθώς επίσης και τη συμμετοχή του στην Τριμελή Συμβουλευτική
Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Κων/νο Χατζηπαναγιώτου του Παν/μίου Πατρών για τη
μικροσκοπική μελέτη των δειγμάτων, τις ουσιαστικές παρατηρήσεις στο κεφ.8,
καθώς και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Νικόλαο Κοντόπουλο του Παν/μίου Πατρών για τις πολύ
χρήσιμες παρατηρήσεις αλλά και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική
Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Αλέξανδρο Σοφιανό του Ε.Μ.Π. για την ανταλλαγή απόψεων
σε θέματα σηράγγων, αλλά και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική
Επιτροπή.
Τον Αναπληρωτή καθηγητή κ. Γεώργιο Τσιαμπάο του Ε.Μ.Π. για το ενδιαφέρον
σχετικά με την πρόοδο της έρευνας και την κριτική θεώρηση του κεφαλαίου των
Εργαστηριακών Ερευνών, τις παρατηρήσεις του αλλά και τη συμμετοχή του στην
Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή.
Τον Επίκουρο καθηγητή του Ε.Μ.Π. κ. Δημήτριο Ρόζο για την παραχώρηση
στοιχείων από τη διδακτορική του διατριβή, τις εποικοδομητικές συζητήσεις και
υποδείξεις σχετικά με τις υπαίθριες εργασίες και αξιολογήσεις.
Τη Γεωλόγο της Δ/νσης Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας του ΙΓΜΕ κ. Ε
Κωνσταντινίδου , για τις ορυκτολογικές αναλύσεις ορισμένων δειγμάτων.
Τον Λέκτορα κ. Β. Τσικούρα του Παν/μίου Πατρών, για τη μικροσκοπική μελέτη
και φωτογράφιση δειγμάτων, καθώς και τις εύστοχες παρατηρήσεις του στο
Κεφάλαιο 8.
Τον Προϊστάμενο του Τμήματος Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΚΕΔΕ κ. Γ. Λιβά
και τον εργαστηριακό κ. Π. Αμπάτη για τη διάθεση του απαιτούμενου εργαστηριακού
εξοπλισμού σχετικά με την εκτέλεση δοκιμών διατμητικής αντοχής (CUPP).
vii
ΣΥΝΟΨΗ
By Α.G. KOYKIS
ABSTRACT
In this Thesis the formations which are reported as “hard soils – soft rocks” and
belong to the transitional zone between the soils and rocks are firstly examined, based
on the international experience, as far as the scale of strength of the geological
formations is concerned. The experience in the Greek territory is also listed.
The research in the frame of this Thesis regarding the above formations is focused
on the Plio-Pleistocene and Pleistocene sediments of the Achaia Prefecture and more
specifically on the wider area of the Patras ring road, where a number of underground
works – tunnels were constructed.
The design of the whole project is extensively presented, along with the technical
characteristics of each tunnel, as well as the data referring to their excavation and
construction.
Based on gathering and evaluation of all existing data for the wider area
examined, the lithology, structure, seismicity, engineering geological characteristics
of the formations, hydrogeological regime and the hydrometeorological data are
investigated.
Having as a base the digitized topographic map of the Geographical Army Service
on a scale of 1:5000, the map of morphological relief, as well as that of slope
inclination were drawn up, while at the same time 3D models of the ground are given.
The engineering geological – geotechnical map of the area was also drawn on the
same as above scale, based on the existing data, interpretation of air photos and field
work and it constitutes a main base work. Fifteen (15) lithological units were finally
distinguished, the faults were traced and the formations encountered in the project
area were indicated.
xii
The boreholes drilled, approximately 170, constituted a basic tool for further
investigation of the above formations, concerning lithology, structure, stratigraphy
and particularly their extension to the depth where the tunnels were excavated.
Based on the composition of the above data and the distinction of the formations
with depth, the edition of detailed geotechnical sections along the two branches of the
project was succeeded. More specifically, as far as the fine grained sediments are
concerned, in which the tunnels were mainly excavated, two basic geotechnical and at
the same time stratigraphic units were distinguished, the Upper and the Lower one,
while an intermediate unit of small thickness (transitional zone) was at places
observed.
The discrimination of those two main geotechnical units was furthermore
documented through the detailed microscopic – mineralogical analysis of the
sediments. In this way, the mineralogical composition (semi-quantitative analysis)
and fabric of the two units were designated, as well as the type and amount of clay
minerals, the distribution of CaCO3 and the role of aggregates.
To the same direction, the physical properties and mechanical characteristics of
the sediments of the two units were in detail examined. For this purpose gathering,
classification and evaluation of all laboratory and in situ testing performed for this
project was carried out, as well as of the SPT tests. Additionally, a series of tests were
executed in the laboratory of Engineering Geology – University of Patras, on samples
collected from the tunnels and slopes along the project and the wider area.
Furthermore, the geotechnical behavior of the sediments of the two units, in which
the underground works were mainly excavated, was evaluated through the recorded
deformation of the tunnel cross-sections (convergences), as those can be used as an
indication of the ability of the formation to redistribute stresses without the
requirement of support.
Finally, the geotechnical parameters of the sediments of the two units, Upper and
Lower one, were determined, using a geotechnical finite element program (Plaxis V8)
and based on the recorded deformations of two tunnel sections, which refer to those
separate units.
xiii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδα
8.1. Γενικά.................................................................................................................123
8.2. Φύση των “μαργαϊκών” ιζημάτων......................................................................124
8.3. Προηγούμενες έρευνες στον Ελληνικό χώρο.....................................................125
8.4. Πετρογραφικές – Ορυκτολογικές αναλύσεις στο πλαίσιο
της παρούσας έρευνας…....................................................................................136
8.4.1. Α’ Φάση ερευνών – Μποζαΐτικα, Δίδυμη σήραγγα
“Αγ. Βαρβάρα” (Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620)…...............................136
8.4.1.1. Αποτελέσματα των ορυκτολογικών εξετάσεων.....................137
8.4.1.2. Προσδιορισμός ανθρακικού ασβεστίου.................................140
8.4.1.3. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων…......................................143
8.4.2. Β’ Φάση ερευνών στους σχηματισμούς της περιοχής ολόκληρου
του έργου (Κ1-Κ4), με βάση τη θεώρηση της Ανώτερης και
Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας......................................................145
8.4.2.1. Μικροσκοπική μελέτη – Ορυκτολογική ανάλυση….............146
8.4.2.2. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων...........................................158
9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ…...................................................................................163
11.1. Γενικά.................................................................................................................267
11.2. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων ανά έργο.......................................................271
11.2.1. Δίδυμες σήραγγες Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”..............................271
11.2.2. Δίδυμες σήραγγες ΣΑ & ΣΒ..............................................................280
11.2.3. Δίδυμες σήραγγες Αρχαιολογικού χώρου (Σ1)..................................294
11.2.4. Δίδυμες σήραγγες Γηροκομείου (Σ2).................................................299
12.1. Γενικά…………………………………………………………………..……...317
12.2. Γεωτεχνικό πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων Plaxis 2D V8………..……317
12.2.1. Μοντέλο Mohr –Coulomb…………………………………….....….319
12.2.2. Ισότροπο κρατυνόμενο μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια
αστοχίας Mohr – Coulomb……………….…….…………………..320
12.3. Παρουσίαση των μοντέλων προσομοίωσης των σηράγγων της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών……………………………………………….…………323
12.3.1. Γεωμετρία των διατομών – Μέτρα υποστήριξης…………………..324
12.3.2. Μοντέλο προσομοίωσης – Καταστατικοί νόμοι………….……...…325
12.3.3. Επιλογή διατομής για την Ανώτερη Ενότητα…….………………...330
12.3.4. Επιλογή διατομής για την Κατώτερη Ενότητα…….……………….333
12.4. Αποτελέσματα αναλύσεων…………………………………………………….336
12.4.1. Αποτελέσματα αναλύσεων Ανώτερης Ενότητας….…………….…..337
xvii
15. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ
xviii
xix
ΣΧΗΜΑΤΑ
10.3. Κατανομή τιμών ΝSPT για την Ανώτερη και τηνΚατώτερη ενότητα.
10.4. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της Κατώτερης ενότητας, με
βάση την κατάταξη των εδαφών κατά Terzaghi & Peck (1967).
10.5. Κατανομή NSPT με το βάθος – Ανώτερη ενότητα
10.6 Κατανομή NSPT με το βάθος – Κατώτερη ενότητα
11.1. Σχηματική διατομή της σήραγγας, στην οποία φαίνονται οι θέσεις των σημείων 1, 2, 3, 4 και 5.
11.2. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας
“Αγ. Βαρβάρα”.
11.3. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του αριστερού κλάδου της
σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
11.4. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του δεξιού κλάδου
στη Χ.Θ. 2+205.
11.5. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του αριστερού
κλάδου στη Χ.Θ. 2+293.
11.6. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΑ.
11.7. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του αριστερού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.8. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΒ.
11.9. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΒ.
11.10. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+518,35 της σήραγγας ΣΒ.
11.11. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+544 της σήραγγας ΣΒ.
11.12. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+026,5 της σήραγγας ΣΑ.
11.13. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 2+995,4 του
αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.14. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+026,5 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.15. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 2+989,7 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.16. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+544 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.17. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+666,7 του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.18. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+564,9 του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.19. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ1.
11.20. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ1.
11.21. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ2
11.22. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ2
11.23. Σήρραγα Σ2, Δεξιός κλάδος. Γεωλογική τομή στη θέση της αστοχίας (ΑΕΓΕΚ - ΤΡΙΤΩΝ ΙΙ).
xxiii
12.1. Στο σχήμα αυτό φαίνεται η επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb ενός κρατυνόμενου μοντέλου,
καθώς και η επιφάνεια διαρροής, που λειτουργεί ως κάλυμμα (Cap).
12.2. Η θεωρητική καμπύλη τάσεων – παραμορφώσεων κατά Mohr – Coulomb.
12.3. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=100 Kpa
12.4. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=200 KPa
12.5. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=100 Kpa
12.6. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=200 KPa
12.7. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.8. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.9. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.10. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.11. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.12. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.13. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.14. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.15. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.16. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.17. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.18. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.19. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
12.20. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Ε50.
12.21. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Κο.
12.22. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.23. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.24. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.25. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.26. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.27. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.28. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.29. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.30. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.31. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.32. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.33. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.34. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
12.35. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Ε50.
12.36. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του kο.
xxiv
ΠΙΝΑΚΕΣ
Πίνακας 4.1. Γεωγραφικές συντεταγμένες και περίοδος καταγραφής των μετεωρολογικών σταθμών
που εξετάζονται.
Πίνακας 4.2. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες θερμοκρασίες αέρα, σε ˚C, για τη χρονική
περίοδο 1955 – 2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή
της πόλης των Πατρών.
Πίνακας 4.3. Μέσες εποχιακές θερμοκρασίες αέρα, σε ˚C, για τη χρονική περίοδο 1955 – 2004 στους
μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών.
Πίνακας 4.4. Μέση μηνιαία, μέγιστη και ελάχιστη τιμή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε mm,
στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών,
για τη χρονική περίοδο 1931 – 2004.
Πίνακας 4.5. Μέσο εποχιακό ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε mm, στους
μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών, για τη
χρονική περίοδο 1931 – 2004.
Πίνακας 4.6. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές σχετικής υγρασίας, σε ποσοστό %, για τα
έτη 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
Πίνακας 5.1. Eύρος κύμανσης κοκκομετρικής διαβάθμισης.
Πίνακας 5.2. Εύρος κύμανσης φυσικών χαρακτηριστικών.
Πίνακας 5.3. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων και παραμέτρων
ταξινόμησης των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994, από Κατριβέση, 2003).
Πίνακας 8.1. Πίνακας χαρακτηρισμού των αργιλομαργαϊκών ιζημάτων με βάση το περιεχόμενο
Ποσοστό CaCO3 και αργιλικού κλάσματος.
Πίνακας 8.2. Ορυκτολογική ανάλυση μαργαϊκών ιζημάτων.
Πίνακας 8.3. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των κυριότερων λιθολογικών ενοτήτων στην
ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.4. Ενδεικτικά αποτελέσματα ποσοτικής μικροανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων
λιθολογικών ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.5. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων λιθολογικών
ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.6. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Πίνακας 8.7. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Πίνακας 8.8. Ποσοστιαία κατανομή αργιλικών ορυκτών.
Πίνακας 8.9. Αποτελέσματα δοκιμών ταξινόμησης των δειγμάτων.
Πίνακας 8.10. Περιεχόμενο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου.
Πίνακας 8.11. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.
Πίνακας 8.12. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων καθώς και του ανθρακικού
ασβεστίου των σχηματισμών, με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών.
Πίνακας 8.13. Ορυκτολογική σύσταση δειγμάτων (ημιποσοτική ανάλυση).
Πίνακας 8.14. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.
Πίνακας 9.1. Θέση και άλλα στοιχεία γεωτρήσεων στα επιμέρους έργα.
Πίνακας 9.2. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών διατριβής - Ανώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.3. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών διατριβής - Κατώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.4. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.5. Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.6. Μεταβατική ζώνη – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.7. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
xxv
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Φωτογραφία 3.1. Γενική άποψη του έργου στην περιοχή Μποζαΐτικα (βόρεια είσοδος). Σε πρώτο πλάνο
είναι το συνώνυμο C+C, μετά την επανεπίχωση και τελική διαμόρφωσή του, ενώ στο βάθος
διακρίνεται η είσοδος της δίδυμης σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”, που διαπερνά τα υψηλά
υπερκείμενα της λοφοειδούς έξαρσης, και ο αντηριδωτός τοίχος αντιστήριξης στα αριστερά, για
την προστασία των υψηλών και απότομων πρανών των Διλλουβιακών κροκαλοπαγών
Φωτογραφία 3.2. Νότιο τμήμα της παραπάνω δίδυμης σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων,
που διαχωρίζεται όπως φαίνεται απότομα, πιθανά λόγω ρήγματος, με αυτή των υψηλών
υπερκειμένων. Στη ζώνη αυτή έχουν εκδηλωθεί παλαιότερα μετακινήσεις μαζών κυκλοειδούς
μορφής, που σε συνδυασμό με τον έντονο κερματισμό και αποσάθρωση την καθιστούν πολύ
ευαίσθητη σε σχέση με το υπόγειο τεχνικό έργο. Για το λόγο αυτό πέραν των δυσκολιών στη
διάνοιξη, στο μέτωπο εξόδου κατασκευάσθηκε πασσαλότοιχος, ενώ στη συνέχεια ο αριστερός
κλάδος προπορεύεται του δεξιού με C+C
Φωτογραφία 3.3. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302) διακρίνονται καθαρά οι Α’ και ΒΙ φάσεις της
εκσκαφής. Η διάνοιξη γίνεται με μηχανικά μέσα, ενώ στο τμήμα της οροφής φαίνονται τα
προσωρινά μέτρα υποστήριξης
Φωτογραφία 3.4. Διακρίνεται η τυπική διάταξη των δοκών προπορείας (fore poling) σε καμπύλο τόξο
περίπου 50˚, κατά τις προετοιμασίες διάνοιξης της εισόδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
Φαίνονται χαρακτηριστικά τα διατρήματα και οι σωλήνες που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά, ενώ
στο στάδιο αυτό δεν έχει γίνει ακόμη η εισπίεση του ενέματος. Εμφανής είναι επίσης η
εφαρμογή εκτοξευόμενου σκυροδέματος πάνω από μεταλλικό πλέγμα
Φωτογραφία 3.5. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302, Β.Ι φάση εκσκαφής) φαίνεται η εφαρμογή των
RRS. Συγκεκριμένα διακρίνονται οι κύριοι οπλισμοί (ράβδοι) και ο κατασκευαστικός οπλισμός
σύνδεσης αυτών (εγκάρσια ράβδος). Στο ανώτερο τμήμα της φωτογραφίας (Α’ φάση εκσκαφής)
φαίνεται η τελική κάλυψη του RRS με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (συμβατικό), ενώ στην ίδια θέση
διακρίνεται και το μάτισμα των ράβδων του RRS από την Α’ στη Β.Ι. φάση εκσκαφής
Φωτογραφία 3.6. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται τμήμα του έργου, στο οποίο διακρίνονται οι δοκοί
προπορείας, τα μεταλλικά πλαίσια με την ανάλογη επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, στο
βάθος δε διακρίνεται το μέτωπο εκσκαφής, όπου οι σχηματισμοί είναι σε εναλλαγές, με
οριζόντια σχεδόν στρώση και έντονη την παρουσία του αμμώδους στοιχείου
Φωτογραφία 3.7. Οι σήραγγες ΣΑ (έξοδος, νότιο μέτωπο) στη συνέχεια των σηράγγων “Αγ. Βαρβάρα”
της φωτογραφίας 3.2. Υπό κατασκευή προς νότο φαίνεται η μεγάλη γέφυρα Γ5 και στη συνέχεια
(κάτω άκρο της φωτ.) οι σήραγγες ΣΒ. Με το πλέγμα των έργων αυτών επιδιώχθηκε η
μικρότερη δυνατή παρέμβαση στο περιβάλλον και την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής
Φωτογραφία 3.8. Βόρειο μέτωπο των σηράγγων ΣΒ, στη συνέχεια της γέφυρας Γ5. Η διαμόρφωση των
στομίων στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων έγινε μέσω C+C και στη συνέχεια η ευστάθεια
των πρανών στα υψηλά υπερκείμενα εξασφαλίσθηκε με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (βλέπε
φωτογραφίες 3.9 και 3.12)
Φωτογραφία 3.9. Σήραγγα ΣΑ, αριστερός κλάδος – βόρειο μέτωπο. Φαίνεται η διαμόρφωση της ζώνης
χαμηλών υπερκειμένων του στομίου, με τις σειρές πασσαλοστοιχιών εκατέρωθεν
Φωτογραφία 3.10. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – αριστερός κλάδος. Διακρίνονται οι φάσεις εκσκαφής,
τα μεταλλικά πλαίσια και τα αγκύρια
Φωτογραφία 3.11. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Φαίνεται η εκσκαφή στους
σχηματισμούς της “Κατώτερης ενότητας” – 12 για την κατασκευή του ανεστραμένου τόξου. Στο
αριστερό της φωτογραφίας (απότομα πρανή) διακρίνονται οι φάσεις της “Ανώτερης ενότητας”
– 11
xxvii
Φωτογραφία 3.12. Σήραγγα ΣΒ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Διαμόρφωση όλου του πρανούς με
την επένδυση από εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, αγκύρια, πλέγμα, οπές αποστράγγισης και
τοποθέτηση δοκών προπορείας στο στόμιο
Φωτογραφία 3.13. Η φωτογραφία έχει ληφθεί μέσα από τη σήραγγα Σ1 και στο βάθος φαίνεται η
σήραγγα ΣΓ. Στο μεταξύ τους κενό έχει κατασκευασθεί C+C. Έτσι, το έργο αυτό του
αρχαιολογικού χώρου έχει στο σύνολό του υπογειοποιηθεί και αποτελεί μία ενότητα
Φωτογραφία 3.14. Είσοδος των σηράγγων Αρχαιολογικού Χώρου – Σ1 (βόρειο μέτωπο). Λόγω
δυσκολιών πρόσβασης η διάνοιξη του έργου έγινε από νότο προς βορρά, καθώς το πρανές αυτό
είναι απότομο, με ασταθή πετρώματα και στη βάση του διέρχεται ο ποταμός Μείλιχος
Φωτογραφία 3.15. Νότιο μέτωπο των σηράγγων αρχαιολογικού χώρου – Σ1. Οι σχηματισμοί είναι αυτοί
της ενότητας 10 και στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζονται ορίζοντες κροκαλοπαγών με
ενδιάμεσες αργιλοϊλυώδεις – αμμώδεις ενστρώσεις. Η ευστάθεια των μετώπων εξασφαλίστηκε
με πασσαλοστοιχίες και η διάνοιξη του στομίου με δοκούς προπορείας
Φωτογραφία 3.16. Σήραγγα Σ1, νότιο τμήμα. Διακρίνεται το μέτωπο της προχώρησης (ολομέτωπη
διάνοιξη) στους πολύ συνεκτικούς σχηματισμούς της ενότητας 10, όπου είναι εμφανής η
παρουσία διάσπαρτων κροκαλών στα λεπτομερή υλικά, καθώς και η στρώση του σχηματισμού
Φωτογραφία 3.17. Έξοδος των σηράγγων ΣΓ του αρχαιολογικού χώρου. Στο ανάντη πρανές του
αριστερού κλάδου φαίνονται τα μεγάλου πάχους και με οριζόντια στρώση υλικά της ενότητας
10, από συνεκτικά κυρίως ψηφιδοκροκαλοπαγή. Υποκείμενοι στο πρανές είναι οι σχηματισμοί
της Ανώτερης ενότητας-11. Αντίθετα, στο δεξιό κλάδο το πάχος των υπερκειμένων ήταν μικρό,
έως και ανύπαρκτο
Φωτογραφία 3.18. Βόρειο μέτωπο της σήραγγας ΣΓ, αριστερός κλάδος. Φαίνονται οι πολύ συνεκτικοί
σχηματισμοί της ενότητας 10. Η διάνοιξη σε φάσεις ακολούθησε το σχεδιασμό των σηράγγων
ΣΑ και ΣΒ
Φωτογραφία 3.19. Σήραγγα Γηροκομείου Σ2, βόρειο μέτωπο δεξιού κλάδου. Διακρίνεται η ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, ενώ στο πρανές δεξιά φαίνονται οι σχηματισμοί της “Κατώτερης
ενότητας”- 12
Φωτογραφία 3.20. Σήραγγα Γηροκομείου – Σ2. Φαίνεται η ολομέτωπη διάνοιξη με δοκούς προπορείας
και πλαίσια, καθώς και ο οπλισμός από την κατασκευή του ανεστραμμένου τόξου
Φωτογραφία 4.1. Γενική άποψη της γεωλογικής δομής στην ευρύτερη περιοχή έρευνας από το ύψος της
κοιλαδογέφυρας Γ5. Σε πρώτο πλάνο με την πυκνή βλάστηση φαίνονται τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα με τις λοφοειδείς εξάρσεις, ενώ σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι σχηματισμοί του
αλπικού υπόβαθρου (φλύσχης, σχιστοκερατόλιθοι και στο βάθος ασβεστόλιθοι) οι οποίοι και
συγκροτούν το Παναχαϊκό όρος
Φωτογραφία 6.2. Οι ίδιοι σχηματισμοί όπως και στη φωτογραφία 6.1, κοντά στην έξοδο της σήραγγας
του Γηροκομείου. Το αδρομερές κλάσμα είναι συγκριτικά μικρότερο σε μεγέθη και ποσοστό,
ενώ αυξημένο παρουσιάζεται το λεπτομερές καστανέρυθρο συνδετικό υλικό, που με την
ομοιομερή κατανομή του προσδίδει ευστάθεια στο σχηματισμό
Φωτογραφία 6.3. Νότιο τμήμα της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο πρανές τα
Διλλουβιακά κροκαλοπαγή καλύπτουν ασύμφωνα την υποκείμενη φάση της Ανώτερης
Γεωτεχνικής Ενότητας -11
xxviii
Φωτογραφία 6.4. Νότιο μέτωπο σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου (Σ1). Οι σχηματισμοί της ενότητας 10
από επάλληλες στρώσεις ψηφιδοκροκαλοπαγούς και λεπτομερών αργιλομαργαϊκών οριζόντων.
Η ευστάθεια του πρανούς και η διάνοιξη της σήραγγας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα
Φωτογραφία 6.5. Στρωματογραφική στήλη της ενότητας 10 στην έξοδο της σήραγγας ΣΓ
Φωτογραφία 6.6. Βόρειο μέτωπο εισόδου σήραγγας ΣΓ. Η συχνή εναλλαγή αδρομερών και λεπτομερών
οριζόντων της ενότητας 10 εξασφαλίζει την ευστάθεια του μετώπου
Φωτογραφία 6.7. Γενική άποψη της περιοχής των νεογενών ιζημάτων ανάντη της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών. Επικρατεί η Ανώτερη γεωτεχνική ενότητα-11 των λεπτομερών φάσεων, που αποκτά
στη ζώνη αυτή μεγαλύτερο πάχος από αυτό που καταγράφηκε κατά μήκος του άξονα. Έντονο
διαγράφεται το υδρογραφικό δίκτυο, ενώ δεν λείπουν τα κατολισθητικά φαινόμενα στα πρανή,
τα οποία εξελίσσονται σε ορισμένες περιοχές σε κατολισθαίνουσες ζώνες, όπου η κατώτερη
ενότητα είναι σε μικρότερο βάθος, όπως π.χ. κατά μήκος των χαραδρώσεων. Στην κορυφή του
λόφου φαίνονται κατά θέσεις τα κόκκινα Διλλουβιακά κροκαλολατυποπαγή – ενότητα 8. Στο
βάθος της φωτογραφίας προβάλει το αλπικό υπόβαθρο της ζώνης Πίνδου από τους
σχηματισμούς των ασβεστολίθων, σχιστοκερατολίθων και φλύσχη
Φωτογραφία 6.8. Οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας– 11 χρειάζονται προστασία κατά τη διάνοιξη
και ιδιαίτερα στις ζώνες της εισόδου και εξόδου των υπόγειων τεχνικών έργων. Στην
προκειμένη περίπτωση φαίνεται στο μέτωπο η ομπρέλα των δοκών προπορείας.
Φωτογραφία 6.9. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11, όπου είναι διακριτή η παρουσία αδρομερών
στοιχείων από ψηφίδες και κροκάλες στους κατώτερους πλέον λεπτομερείς ορίζοντες, ενώ
στρωματογραφικά υψηλότερα επικρατούν πλέον αδρομερείς ορίζοντες κροκαλοπαγούς, που
αποσφηνώνονται πλευρικά και είναι λιγότερο ευαποσάθρωτοι.
Φωτογραφία 6.10. Η λεπτομερής φάση της Ανώτερης ενότητας – 11 (Γέφυρα Γ9), χωρίς έντονη
στρωσιγένεια και μειωμένη συνεκτικότητα. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι κροκαλοπαγείς
ορίζοντες νεογενών ιζημάτων (ενότητα 9).
Φωτογραφία 6.11. Η παραπάνω ενότητα στην ίδια περιοχή, όπου όμως ο σχηματισμός είναι υγιής και
πλέον συνεκτικός, με διακριτή οριζόντια στρώση στο κεντρικό τμήμα, η οποία όμως γρήγορα
αλλάζει λόγω ρήγματος.
Φωτογραφία 6.12. Κατάντη δεξιό πρανές στο τέλος της γέφυρας Γ5. Διατηρείται σχεδόν κατακόρυφο και
χωρίς έντονη διάβρωση λόγω των συχνών οριζόντων κροκαλοπαγούς στους σχηματισμούς της
Ανώτερης ενότητας – 11.
Φωτογραφία 6.13. Σήραγγα ΣΑ, νότιο μέτωπο. Η φωτογραφία λήφθηκε από τη ΣΒ. Στη συνέχεια προς
βορρά φαίνεται η έξοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Μποζαΐτικων (Αγ. Βαρβάρα), που
αναφέρθηκε προηγούμενα (Φωτ. 3.2). Ολόκληρο το πρανές των σηράγγων ΣΑ έχει επενδυθεί με
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, δεδομένου ότι ο σχηματισμός από το μέσον περίπου των έργων και σε
όλο το ύψος του πρανούς κατατάσσεται στην ανώτερη ενότητα και είναι ως εκ τούτου
υδροπερατός, ευαποσάθρωτος και ευκολοδιάβρωτος. Βέβαια, η επένδυση με εκτοξευόμενο
σκυρόδεμα είναι ανεπιτυχής, λόγω της λιθολογικής σύστασης του σχηματισμού (λεπτομερής
φάση).
Φωτογραφία 6.14. Πρανές μετά την έξοδο της σήραγγας ΣΑ – δεξιός κλάδος. Συνίσταται από τους
σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας – λεπτομερείς κυρίως φάσεις ανοικτότεφρου χρώματος.
Στο ανώτερο τμήμα η ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης είναι μεγάλου πάχους.
Φωτογραφία 6.15. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11. Οι λεπτομερείς φάσεις διακόπτονται από
συχνές ενστρώσεις κροκαλοπαγούς, που γρήγορα αποσφηνώνονται πλευρικά.
Φωτογραφία 6.16 . Πρανές κοντά στην είσοδο του δεξιού κλάδου της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2).
Σχηματισμός της ενότητας 12, τεφροκύανου-τεφροκάστανου χρώματος και έντονης
στρωσιγένειας – φυλλώδους δομής. Με τη διαβροχή και ξήρανση ο σχηματισμός εύκολα
xxix
Φωτογραφία 6.17. Ο ίδιος όπως παραπάνω σχηματισμός επιφανειακά αποσαθρωμένος, όπου είναι
έντονη η παρουσία απολιθωμάτων.
Φωτογραφία 6.18. Διακρίνονται οι αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες στη βάση του πρανούς και κοντά στο Cut
& Cover. Έντονη είναι η στρωσιγένεια του πετρώματος με οριζόντια σχεδόν στρώση, αλλά και
ο ισχυρός κερματισμός αυτού από το δίκτυο των διαρρήξεων που τέμνουν σχεδόν εγκάρσια τη
στρώση. Ο συνδυασμός των ασυνεχειών αυτών καθώς και άλλων επιπέδων τα οποία δεν είναι
ορατά, συμβάλλουν στη χαλάρωση της βραχόμαζας και την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας
με την κατασκευή υπόγειων έργων και ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνη, όπου το πάχος των
υπερκειμένων είναι ιδιαίτερα μικρό.
Φωτογραφία 6.19. Σήραγγα Γηροκομείου, κοντά στη βόρεια είσοδο, αριστερός κλάδος. Επικρατούν σε
όλη τη διατομή οι σχηματισμοί της ενότητας 12, από πολύ στιφρές μελανότεφρες αργιλομάργες
με οριζόντια σχεδόν στρώση και χωρίς ίχνη διάρρηξης. Η ευστάθεια του μετώπου είναι
δεδομένη.
Φωτογραφία 7.1. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Στη βάση του πρανούς η Κατώτερη ενότητα – 12 με
στρώση και έντονη διάρρηξη, που εξελίσσεται σε αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της
Ανώτερης ενότητας.
Φωτογραφία 7.2. Θέση θεμελίωσης βάθρων γέφυρας επί πασσάλων. Το πρανές συνιστούν οι συνεκτικοί
και με έντονη στρώση ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας, που προς δυτικά εξελίσσονται μέσω
της Μεταβατικής σειράς προς την Ανώτερη ενότητα. Η ευστάθεια του πρανούς λόγω της φύσης
των σχηματισμών και γεωμετρίας στρωμάτων προς τον άξονα είναι δεδομένη.
Φωτογραφία 7.3. Όπως και στη Φωτογραφία 7.2. φαίνονται οι επιμέρους ορίζοντες των δύο ενοτήτων.
Φωτογραφία 7.4. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος, κοντά στο νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών κιτρινοκάστανων ενστρώσεων σε εναλλαγές με τις
μελανότεφρες αργιλικές μάργες.
Φωτογραφία 7.5. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Μεγάλου ύψους πρανές λόγω του ορύγματος, όπου
διακρίνονται οι δύο Γεωτεχνικές ενότητες, Ανώτερη και Κατώτερη. Η ευστάθεια του πρανούς
γίνεται προσπάθεια να εξασφαλιστεί μέσω καννάβου αγκυρώσεων.
Φωτογραφία 7.6. Σήραγγα ΣΒ, αριστερός κλάδος, νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η αποτύπωση των δύο
ενοτήτων, Ανώτερης και Κατώτερης, λόγω χρώματος και δομής. Η συνέχειά τους διακόπτεται
από ρήγματα, που αλλάζουν σημαντικά και την κλίση των στρωμάτων.
Φωτογραφία 7.7. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η διαμόρφωση του αριστερού απότομου πρανούς στο
νότιο μέτωπο του υπόγειου έργου Μποζαϊτικα και στον αριστερό κλάδου αυτού, για τη
δημιουργία του Cut & Cover και τη διάνοιξη της σήραγγας. Χαρακτηριστική είναι στην
περίπτωση αυτή η συχνή εναλλαγή των οριζόντων της αργιλομαργαϊκής και της αμμώδους
φάσης, καθώς και η απότομη διακοπή αυτών λόγω τεκτονικών αιτίων. Στη θέση μάλιστα αυτή
φαίνεται ότι έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά και η κλίση των στρωμάτων, που αποκτά κοντά
στην είσοδο της σήραγγας πολύ μεγάλες τιμές ενώ συνήθως είναι οριζόντια. Γενικά στη ζώνη
αυτή παρατηρείται ισχυρή καταπόνηση των σχηματισμών, που σε συνδυασμό με τη γρήγορη
εναλλαγή των φάσεων υποβαθμίζουν τις μηχανικές αντοχές της βραχόμαζας. Σημειώνεται
σχετικά ότι στο τμήμα αυτό σημειώθηκε και αστοχία (βλέπε και φωτογραφία 11.1).
Φωτογραφία 7.8. Τμήμα του πρανούς στον αριστερό κλάδο του νοτίου μετώπου της σήραγγας
Μποζαΐτικων “Aγ. Βαρβάρα”. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η άτακτη διανομή
των υλικών στη βραχόμαζα, με επικράτηση των αργιλομαργαϊκών οριζόντων με ευδιάκριτη
σχεδόν οριζόντια στρώση, οι οποίοι όμως γρήγορα αποσφηνώνονται και μεταβαίνουν σε
αμμώδεις ορίζοντες
xxx
Φωτογραφία 7.9 α & β. Λεπτομέρειες της φωτογραφίας 7.8, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής η άτακτη
δομή, η παρουσία διαρρήξεων-ρηγμάτων και οι αμμώδεις ορίζοντες.
Φωτογραφία 7.10. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος. Μέσα στην Κατώτερη ενότητα
διακρίνονται αμμώδεις ενστρώσεις με μικρό πάχος και γρήγορη πλευρική αποσφήνωση. Στο
κάτω μέρος της φωτογραφίας παρατηρείται μικρής έκτασης αστοχία του μετώπου.
Φωτογραφία 7.11. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο μέτωπο του έργου είναι διακριτή η
επαφή της Κατώτερης ενότητας με τους αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης
ενότητας.
Φωτογραφία 7.12. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος, βόρειο μέτωπο. Λεπτές αμμώδεις
ενστρώσεις μέσα στους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.
Φωτογραφία 7.13. Βόρειο μέτωπο σήραγγας ΣΑ, αριστερός κλάδος. Τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα
διακρίνονται για τη σχεδόν οριζόντια στρώση τους. Στο αριστερό της εισόδου και στο κατώτερο
ήμιση του έργου επικρατεί η τεφροκύανη κατώτερη ενότητα που εξελίσσεται σε κυανότεφρη –
τεφρόφαιη μεταβατική ζώνη και στη συνέχεια στην ανοικτόφαιη ανώτερη ενότητα (Φωτογραφία
13α). Στο αριστερό των φωτογραφιών 13 και 13α είναι εμφανής η παρουσία κανονικού
ρήγματος, που έχει ουσιαστικά βυθίσει την προηγούμενη σειρά και επικρατεί στο σύνολό της η
ανώτερη ενότητα. Στο δεξιό της εισόδου (Φωτογραφία 13β) και στο τμήμα μεταξύ των δύο
σηράγγων (Φωτογραφία 13γ) η εικόνα διαφοροποιείται, με τη μεγαλύτερη παρουσία της
ανώτερης και μεταβατικής ζώνης λόγω ύπαρξης κανονικών ρηγμάτων
Φωτογραφία 7.14. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η είσοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ,
βόρειο μέτωπο. Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη φωτογραφία τα ιζήματα είναι με
διακριτή, σχεδόν οριζόντια στρώση, πλην όμως επικρατούν πλέον οι ανοικτότεφρες έως
καστανοκίτρινες φάσεις της Ανώτερης ενότητας, με ενδιάμεσες κατά θέσεις ενστρώσεις στο
κατώτερο τμήμα από τεφροκύανες αργιλικές μάργες με γρήγορη πλευρική αποσφήνωση
(Φωτογραφία. 7.14α). Αντίθετα, κατά την εκσκαφή για το ανεστραμένο τόξο αποκαλύφθηκε η
υποκείμενη Κατώτερη κυανότεφρη - τεφρόφαιη αργιλική μάργα (Φωτογραφία. 7.14β).
Φωτογραφία 8.4. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας και ζιρκόνιο σε ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)
Φωτογραφία 8.7. Δείγμα Δ17. Εμποτισμός από αιματίτη (Nicols+, μήκος 250μ).
Φωτογραφία 8.8. Δείγμα Δ24. Ψαμμίτης στρώση παράλληλα στο μήκος της φωτό (Nicols+, μήκος 2mm)
xxxi
Φωτογραφία 8.10. Δείγμα Δ24 . Χαλαζίας + χλωρίτης+ μοσχοβίτης+ αργιλικό θραύσμα Συνδετικό:
ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 250μ)
Φωτογραφία 8.12. Δείγμα Δ27. Χαλαζίας + πλαγιόκλαστο+ ζιρκόνιο σε ασβεστιτικό + πυριτικό υλικό
(Nicols+, μήκος 250μ)
Φωτογραφία 8.14. Δείγμα Δ125. Μικριτικό υλικό με λίγο πυριτικό. Αδιαφανές στο αριστερό τμήμα της
εικόνας. (Nicols+, μήκος 250μ)
Φωτογραφία 8.17. Δείγμα Δ130. Ενδοκλάστες χαλαζία + πλαγιόκλαστου + μοσχοβίτη σε μικρίτη. Ακόμη
αδιαφανή +κόκκος σπαρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)
Φωτογραφία 8.18. Δείγμα Δ134. Μεταβατική ζώνη από ιλυολιθικό τμήμα μικριτικής κυρίως σύστασης
σε ψαμμίτη (Nicols+, μήκος 2mm)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Παράρτημα Α
ΥΔΡΟΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Παράρτημα Β
ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. XRD - ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Παράρτημα Γ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΕΩΤΡΗΣΕΩΝ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ,
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
xxxii
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 1
Η έρευνα αυτή είχε σαν στόχο τη διερεύνηση της μηχανικής συμπεριφοράς των
γεωλογικών σχηματισμών που εντάσσονται στη μεταβατική ζώνη ανάμεσα στα
εδάφη και τους βράχους και χαρακτηρίζονται πλέον διεθνώς ως “Σκληρά εδάφη –
Μαλακοί βράχοι”, σε σχέση με την κατασκευή υπόγειων τεχνικών έργων.
Σημειώνεται σχετικά ότι οι σχηματισμοί αυτοί βρίσκονται τελευταία στο επίκεντρο
του επιστημονικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες
μεταφέρονται πλέον με την κατασκευή διάφορων τεχνικών έργων στις λιγότερο
πλεονεκτικές αυτές γεωτεχνικά περιοχές.
Για το σκοπό αυτό θεωρήθηκε σκόπιμο να εστιασθεί η έρευνα στα
Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας και μάλιστα
στην ευρύτερη περιοχή που αυτά φιλοξενούν το έργο της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών (ΕΠΠ), που εκτελέσθηκε από την ΕΥΔΕ – Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ του
ΥΠΕΧΩΔΕ και το οποίο περιλαμβάνει πολλά υπόγεια τεχνικά έργα. Έτσι, υπήρξε η
δυνατότητα παρακολούθησης των ερευνών και εργασιών που πραγματοποιήθηκαν
στο πλαίσιο εκτέλεσης των διαφόρων επιμέρους έργων, με ιδιαίτερη έμφαση στις
σήραγγες. Σημειώνεται σχετικά ότι η εμπειρία κατασκευής τέτοιων μεγάλων έργων
στους γεωλογικούς αυτούς σχηματισμούς ήταν πρωτόγνωρη για τον Ελληνικό χώρο.
Σημαντικό πλεονέκτημα για την εκπόνηση της διατριβής αποτέλεσε το γεγονός
ότι ο Νομός Αχαΐας γενικότερα και ειδικότερα οι παραπάνω σχηματισμοί έχουν
γεωλογικά, τεχνικογεωλογικά και υδρογεωλογικά μελετηθεί στο πλαίσιο εκπόνησης
πολύ αξιόλογων διδακτορικών διατριβών και πληθώρας επιστημονικών
ανακοινώσεων, κατά κύριο λόγο από το Πανεπιστήμιο Πατρών. Επίσης, πολύ
χρήσιμες αποδείχθηκαν και οι διάφορες επιστημονικές εργασίες – διατριβές που
εκτελέσθηκαν σε ανάλογους σχηματισμούς στον Ελληνικό χώρο και με τις οποίες
δίνεται η δυνατότητα συγκριτικών παρατηρήσεων και αξιολογήσεων. Όλες οι
παραπάνω διδακτορικές διατριβές αναφέρονται με λεπτομέρεια στα επιμέρους
κεφάλαια, καθώς και στη βιβλιογραφία.
Για την ολοκλήρωση της διατριβής λήφθηκαν κατ’ αρχήν υπόψη
τεχνικογεωλογικά – γεωτεχνικά στοιχεία που αφορούσαν στα υπόψη έργα της ΕΠΠ
και κυρίως τα αποτελέσματα εργαστηριακών και επιτόπου δοκιμών, με βάση τις
γεωτρητικές εργασίες που εκτελέσθηκαν, καθώς και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 2
για το έργο. Έτσι, τα δεδομένα αυτά αναφέρονται και ως “στοιχεία του έργου” ή
“στοιχεία των γεωτρήσεων”.
Βασικό όμως κορμό της διατριβής αποτέλεσαν τα στοιχεία από τις επιμέρους
έρευνες στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών κατά τη διάρκεια
εκπόνησης αυτής, που αφορούσαν α) στα αποτελέσματα μεγάλου αριθμού
εργαστηριακών δοκιμών και αναλύσεων σε διάφορες θέσεις κατά μήκος του άξονα
του έργου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή αυτού και τα οποία αναφέρονται ως
“στοιχεία της διατριβής” και β) τη γενικότερη θεώρηση και διαφορετική
προσέγγιση των σχηματισμών αυτών με τη λεπτομερή τεχνικογεωλογική –
γεωτεχνική χαρτογράφηση και τη διάκριση των λεπτομερών ιζημάτων που κυρίως
φιλοξενούν τα υπόγεια έργα σε δύο διακριτές γεωτεχνικές ενότητες, την “Ανώτερη”
και την “Κατώτερη”, που διακρίνονται πράγματι για τους διαφορετικούς
ορυκτολογικούς και φυσικο-μηχανικούς χαρακτήρες και ανάλογη επιτόπου μηχανική
συμπεριφορά.
Επισημαίνεται ότι η παραπάνω διάκριση, επιστημονικά τεκμηριωμένη, μπορεί να
αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για τη μελέτη των σχηματισμών αυτών, σε σχέση με τον
ασφαλή σχεδιασμό και εκτέλεση των τεχνικών έργων και ιδιαίτερα των υπογείων.
Εξυπακούεται ότι οι σχηματισμοί αυτοί στις διάφορες περιοχές του Ελληνικού χώρου
παρουσιάζουν επιμέρους ιδιαιτερότητες, που αφορούν κυρίως στη λιθολογική
σύσταση και δομή, ή ακόμη και στη στρωματογραφική διάρθρωση. Οπωσδήποτε
όμως, στόχος της έρευνας θα πρέπει πάντοτε να είναι, με βάση τα αποτελέσματα
αυτής, η εφαρμογή της απαραίτητης πρακτικής για τα διάφορα τεχνικά έργα πριν από
τον τελικό σχεδιασμό αυτών, κυρίως προς την κατεύθυνση διάκρισης των
λιθολογικών φάσεων σε επιμέρους γεωτεχνικές ενότητες, που αντικατοπτρίζουν
διαφορετική μηχανική συμπεριφορά.
Με βάση τα παραπάνω έγινε κατ’ αρχήν γενική επισκόπηση σχετικά με τα
σκληρά εδάφη – μαλακούς βράχους, όσον αφορά στην ορολογία, γεωλογική
προέλευση, ταξινόμηση και συμπεριφορά τους στα τεχνικά έργα. Έτσι, καταγράφεται
η διεθνής εμπειρία για τους σχηματισμούς αυτούς, καθώς και αυτή στον Ελληνικό
χώρο για τους μαλακούς βράχους και ειδικότερα για τις μάργες. Για τον Ελληνικό
μάλιστα χώρο οι περισσότερες από τις εργασίες σχολιάζονται στα επιμέρους
κεφάλαια της διατριβής.
Στη συνέχεια δίνεται ο σχεδιασμός του έργου της ΕΠΠ, με τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των διαφόρων έργων, ενώ η προσπάθεια επικεντρώνεται στα υπόγεια
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 3
έργα – σήραγγες, για τα οποία αναφέρονται επιπλέον στοιχεία που αφορούν στη
διάνοιξη και κατασκευή τους.
Η γεωλογική σύσταση, το σεισμοτεκτονικό πλαίσιο, τα υδρομετεωρολογικά
δεδομένα, η τεχνικογεωλογική θεώρηση και το υδρογεωλογικό καθεστώς της
ευρύτερης περιοχής έρευνας αναλύονται με βάση τη συγκέντρωση και αξιολόγηση
υπαρχόντων στοιχείων, καθώς και αυτών από προηγούμενες έρευνες.
Η ψηφιοποίηση του τοπογραφικού υποβάθρου της ΓΥΣ σε κλίμακα 1:5000 και
ισοδιάσταση 20m θεωρήθηκε ως βασική εργασία για τις μετέπειτα αναλύσεις. Έτσι,
ψηφιοποιήθηκαν τμήματα από 5 Φύλλα 1:5.000, που καλύπτουν ζώνη 1,2km
εκατέρωθεν του άξονα της ΕΠΠ, ενώ παράλληλα αποτυπώθηκε στο χάρτη αυτό η
διάταξη όλου του έργου. Με βάση το ψηφιοποιημένο αυτό υπόβαθρο συντάχθηκε ο
χάρτης τοπογραφικού αναγλύφου και ο χάρτης κλίσεων της περιοχής έρευνας, ενώ
δόθηκαν και τρισδιάστατα μοντέλα εδάφους από ΒΑ/κή και ΒΔ/κή άποψη.
Η σύνταξη του τεχνικογεωλογικού – γεωτεχνικού χάρτη της περιοχής σε κλίμακα
1:5.000 αποτέλεσε πολύ σημαντική εργασία υποδομής για τις περαιτέρω θεωρήσεις.
Με βάση το χάρτη αυτό διαχωρίστηκαν όλες οι επιμέρους λιθοφάσεις των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, αδρομερείς και λεπτομερείς. Επίσης, από τις
επιτόπου παρατηρήσεις και την ερμηνεία αεροφωτογραφιών κλίμακας 1:15.000 έγινε
δυνατή η αποτύπωση μειζόνων διαρρήξεων – ρηγμάτων που διατρέχουν τους
σχηματισμούς αυτούς. Με τη χαρτογράφηση αυτή επισημάνθηκαν ακόμα οι κύριοι
σχηματισμοί που φιλοξενούν το έργο της ΕΠΠ. Σημειώνεται σχετικά ότι βασικό
οδηγό για την εργασία της χαρτογράφησης αποτέλεσαν προηγούμενες έρευνες από το
Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών, όπως αναφέρεται στο οικείο
κεφάλαιο της διατριβής. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής
επιδιώχθηκε διάκριση των διαφόρων σχηματισμών με κριτήρια τεχνικογεωλογικά –
γεωτεχνικά, που αφορούν στη φυσική κατάσταση (συνεκτικότητα, διάρρηξη,
αποσάθρωση), το πάχος, την κλίση και εναλλαγή των στρωμάτων και το ρόλο της
τεκτονικής, την υδροπερατότητα, την επικινδυνότητα για αστάθεια κτλ.
Η συγκέντρωση και αξιολόγηση όλων των γεωτρήσεων που εκτελέσθηκαν στο
πλαίσιο μελέτης και κατασκευής του έργου, περίπου 170, με όλα τα στοιχεία που
συνοδεύουν αυτές, ήτοι λεπτομερής λιθολογική περιγραφή, αποτελέσματα επιτόπου
και εργαστηριακών δοκιμών και παρουσία ή μη νερού συνέβαλαν καθοριστικά στην
περαιτέρω διερεύνηση της έκτασης και δομής των σχηματισμών που αποτυπώθηκαν
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 4
των αργιλικών ορυκτών, κατανομής του ανθρακικού ασβεστίου και του ρόλου των
συσσωματωμάτων.
Η περαιτέρω διερεύνηση της ταυτοποίησης των δύο ενοτήτων και διαχωρισμού
αυτών σε διακριτές γεωτεχνικές ενότητες αποτέλεσε αντικείμενο των εργαστηριακών
ερευνών. Για το σκοπό αυτό έγινε συγκέντρωση, ταξινόμηση και αξιολόγηση όλων
των εργαστηριακών δοκιμών που εκτελέσθηκαν στο πλαίσιο του έργου σε σχέση με
τις παραπάνω γεωτρήσεις, καθώς και των επιτόπου δοκιμών σε αυτές (SPT). Επειδή
όμως το αντικείμενο αυτό αποτέλεσε βασικό κορμό της διδακτορικής διατριβής
πέραν από τις παραπάνω έρευνες εκτελέσθηκε σειρά δοκιμών στο Εργαστήριο
τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών και μερικές στο ΚΕΔΕ, σε δείγματα που
λήφθηκαν από τεχνητά πρανή και υπόγειες διανοίξεις κατά μήκος του έργου, καθώς
και φυσικά πρανή στην ευρύτερη περιοχή αυτού.
Έτσι, προσδιορίσθηκαν οι φυσικές ιδιότητες των δύο ενοτήτων (κοκκομετρική
διαβάθμιση, όρια Atterberg, φυσική υγρασία, υγρό και ξηρό φαινόμενο βάρος, ειδικό
βάρος, λόγος κενών, ενεργότητα, διογκωσιμότητα, δείκτης χαλάρωσης), καθώς και τα
μηχανικά χαρακτηριστικά αυτών (αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, παράμετροι
διατμητικής αντοχής από τριαξονικές δοκιμές UU και CUPP, δοκιμές άμεσης
διάτμησης και δοκιμές στερεοποίησης).
Η συμπεριφορά των δύο αυτών γεωτεχνικών ενοτήτων με τις παραπάνω
ιδιαιτερότητες όσον αφορά στη σύσταση, δομή, φυσική κατάσταση, πάχος,
υδρογεωλογικό καθεστώς και φυσικομηχανικούς δείκτες ελέγχθηκε μέσα από τις
παραμορφώσεις (συγκλίσεις) που σημειώθηκαν με τη διάνοιξη των υπόγειων
τεχνικών έργων. Οι παραμορφώσεις αυτές επιβεβαίωσαν τις πιθανές αδυναμίες της
βραχομάζας των δύο ενοτήτων και προσδιόρισαν το πλέγμα των μέτρων που
λήφθηκαν τελικά για τον ασφαλή σχεδιασμό των έργων.
Τέλος, με τη βοήθεια του γεωτεχνικού προγράμματος πεπερασμένων στοιχείων
Plaxis V8 πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις, με βάση τις καταγεγραμμένες
παραμορφώσεις δύο διατομών σηράγγων που αντιστοιχούν στην Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα. Από τις αναλύσεις αυτές προσδιορίστηκαν οι
γεωτεχνικές παράμετροι που αντιστοιχούν στους σχηματισμούς των δύο ενοτήτων
και οι οποίες, καθώς βρίσκονται σε συμφωνία και με τα αποτελέσματα των
εργαστηριακών δοκιμών, μπορούν ως τάξη μεγέθους να θεωρηθούν
αντιπροσωπευτικές των ενοτήτων αυτών.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 7
Οι Terzaghi and Peck (1967) αναφέρουν ότι τα υλικά που συνιστούν τον φλοιό
της γης χωρίζονται μάλλον αυθαίρετα από τους μηχανικούς σε δύο κατηγορίες:
εδάφη και βράχους. Τα εδάφη είναι σχηματισμοί, οι οποίοι μπορούν εύκολα να
διαχωρισθούν με ήπια μηχανικά μέσα, ενώ οι βράχοι συνδέονται με ισχυρές και
μόνιμες δυνάμεις. Καθόσον οι όροι “ισχυρός” και “μόνιμος” είναι μάλλον γενικοί,
χωρίς επακριβή προσδιορισμό, θεωρούσε ότι τα όρια μεταξύ εδαφών και βράχων δεν
ήταν ποτέ ξεκάθαρα.
Η μεταβατική αυτή ζώνη ανάμεσα στα εδάφη και τους βράχους και η
συμπεριφορά των σχηματισμών που εντάσσονται σε αυτήν έχουν τις τελευταίες
δεκαετίες αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και μελέτης σε παγκόσμια κλίμακα, λόγω
της αυξανόμενης ανάγκης κατασκευής έργων – ιδιαίτερα έργων μεγάλης κλίμακας –
σε τέτοιους σχηματισμούς. Έτσι, η εμπειρία που έχει συσσωρευτεί διεθνώς κατά το
διάστημα αυτό είναι πολύ σημαντική, παρόλα αυτά ο επακριβής προσδιορισμός των
ορίων της μεταβατικής ζώνης, καθώς και των χαρακτηριστικών των σχηματισμών
αυτής παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφής.
Ο όρος που έχει επικρατήσει σήμερα για την ονομασία των σχηματισμών που
ανήκουν στη μεταβατική – ή γκρίζα όπως αναφέρεται συχνά – ζώνη είναι “σκληρά
εδάφη – μαλακοί βράχοι”, ο οποίος ουσιαστικά περιγράφει τη θέση της μεταβατικής
αυτής ζώνης στην κλίμακα αντοχής των γεωλογικών σχηματισμών.
Από την ISRM (1981) είναι γνωστοί οι ποσοτικοί προσδιορισμοί για πετρώματα,
σύμφωνα με τους οποίους η αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη κυμαίνεται από 0.25 έως 1
MPa για εξαιρετικά χαμηλής αντοχής πέτρωμα, από 1 έως 25 MPa για “πολύ
χαμηλής αντοχής και χαμηλής αντοχής πέτρωμα (με εσωτερικό όριο 5 MPa για το
διαχωρισμό των δύο κατηγοριών) και από 25 έως >250 MPa για πετρώματα από
μέσης αντοχής έως εξαιρετικά υψηλής αντοχής (με ενδιάμεσους περαιτέρω
διαχωρισμούς). Όσον αφορά στα συνεκτικά εδάφη, ως πολύ μαλακές άργιλοι
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 8
Οι Clayton and Serratrice (1993) θεωρούν ότι τα υλικά αυτά βρίσκονται πάνω
στο όριο ανάμεσα στους βράχους και τα εδάφη. Οι Johnston and Novello (1993)
αναφέρουν ότι τα “σκληρά εδάφη – μαλακοί βράχοι” δεν υπάρχουν στις παρυφές της
εδαφομηχανικής και της βραχομηχανικής, αλλά αποτελούν κεντρική συνιστώσα ενός
υλικού συνεχούς διαβάθμισης, από τις μαλακές αργίλους έως τους σκληρούς βράχους
(Σχήμα 2.1).
Σελίδα: 9
Οι Stamatopoulos and Kotzias (1993) δίνουν μία ταξινόμηση με βάση την οποία
γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ σκληρών και μαλακών βράχων.
Σελίδα: 10
Σελίδα: 11
Τα σκληρά εδάφη και οι μαλακοί βράχοι διακρίνονται για την ευρεία διασπορά σε
πολλά μέρη του κόσμου και επιδεικνύουν ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών μεταξύ
εδάφους και βράχου. Είναι δε γνωστό ότι δημιουργούν δυσκολίες στη γεωτεχνική
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 12
Όσον αφορά στα εδάφη πρώτοι οι Terzaghi and Peck (1967) προσδιόρισαν τα
σκληρά εδάφη σαν αυτά με αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη μεγαλύτερη των 400 KPa.
Ο Rocha (1977) κατέληξε ότι ο προσδιορισμός του ορίου μεταξύ εδάφους και
βράχου θα πρέπει να βασίζεται στη συνοχή και την αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη
των σχηματισμών, θεώρησε δε ως αντίστοιχες ενδεικτικές τιμές για τη συνοχή 0.3
KPa και για την αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη 2 MPa.
Σχετικά με τα συστήματα ταξινόμησης, αυτά που είναι σήμερα στην πράξη, δεν
έχουν ακόμα εξελιχθεί, έτσι ώστε να καλύπτουν όλο το εύρος των μαλακών- ασθενών
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 13
Οι Haberfield and Johnston (1993) έπειτα από μελέτη της χρήσης πρεσσιομέτρων
για τον επιτόπου προσδιορισμό παραμέτρων των “μαλακών” βράχων, καταλήγουν ότι
μόνο το μέτρο διάτμησης μπορεί να εκτιμηθεί από αυτές τις δοκιμές, με την
προϋπόθεση ότι ο κύκλος φόρτισης – αποφόρτισης θα πραγματοποιηθεί σε σχετικά
υψηλή αξονική παραμόρφωση.
Ο Vaughan (1993) θεωρεί ότι για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων των “σκληρών
εδαφών – μαλακών βράχων” θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική φύση και
δομή αυτών, σύμφωνα με την εξέλιξή τους από τις γεωλογικές τους καταβολές.
Πρέπει δηλαδή να αξιολογούνται οι επιδράσεις της πετρογένεσης σε όλα τα επίπεδα,
οι αλλαγές που συντελούνται με το χρόνο σε κλίμακα γεωλογική αλλά και μηχανική,
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 14
οι επιδράσεις της ανισοτροπίας και των στρώσεων, καθώς και των ασυνεχειών στη
δομή.
Η διαγένεση αφορά στη στερεοποίηση κάτω υπό μηδενική πλευρική τάση και υπό
το φορτίο ενός υπερκείμενου ιζήματος (Clayton and Serratrice, 1993). Η διαδικασία
αυτή αναφέρεται ως “βαρυτική συμπύκνωση” και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική
απώλεια όγκου στα συνεκτικά εδάφη. Ο συνδυασμός της συμπύκνωσης αυτής με τη
συγκόλληση οδηγεί στην πετρογένεση, η οποία είναι χαρακτηριστικό των
σκληρότερων εδαφών που προσομοιάζουν τη συμπεριφορά των βράχων. Ο Skempton
(1970) αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της “βαρυτικής συμπύκνωσης” τα αμιγώς
συνεκτικά υλικά μπορεί να εμφανίσουν σημαντική απώλεια όγκου, η σχέση δε
ανάμεσα στο λόγο κενών και την κατακόρυφη ενεργό τάση (Sedimentation
Compression Line-SCL του Burland, 1990) εξαρτάται βασικά από την πλαστικότητα.
Ο Burland (1990) έδειξε ότι ακόμη και πολύ πρόσφατες φυσικές αργιλικές αποθέσεις
επηρεάζονται από τη δομή. Ως αποτέλεσμα, μπορούν να εμφανίσουν λόγο κενών
σημαντικά υψηλότερο από ότι θα αναμενόταν υπό άλλες συνθήκες.
Σελίδα: 15
Η άργιλος του Λονδίνου ταξινομήθηκε από τον King (1981) (από Burland et al
(eds), 2001) σε πέντε κατηγορίες (από Α έως Ε), και επιπλέον υποκατηγορίες. Η
κατηγοριοποίηση αυτή έγινε ανάλογα με τους κύκλους ιζηματογένεσης, οι οποίοι
σχετίζονται με διαφοροποιήσεις στη λιθολογία και την πανίδα των απολιθωμάτων.
Για τους αργιλικούς σχιστόλιθους οι Hsu - Chi and Nelson (1993) αναφέρουν ότι
η συμπεριφορά τους σχετίζεται άμεσα με την παρουσία ασθενέστερων ενστρώσεων
στη στρωματογραφική τους διάρθρωση, τις εγγενείς αδυναμίες, όπως ρωγμές και
ασυνέχειες, καθώς και με τα ρήγματα.
Τέλος, σύμφωνα με τους Bell et al (1993) ο τύπος και το ποσοστό των αργιλικών
ορυκτών που συμμετέχουν στη δομή των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων”
γενικότερα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη, καθώς επηρεάζει
σημαντικά τη συμπεριφορά τους.
Σελίδα: 16
Σελίδα: 17
Ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των τάσεων
στη βραχομάζα κοντά στο μέτωπο μιας σήραγγας και ιδιαίτερα στην περιοχή της
οροφής αυτής είναι η μεταβολή της φυσικής κατάστασης (Ďurove et al, 1993). Έτσι,
η παραμόρφωση της διατομής λόγω της εκσκαφής εξαρτάται περισσότερο από την
αντοχή και τη φυσική κατάσταση της βραχομάζας, παρά από το βάθος της ίδιας της
σήραγγας. Οι υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής διάνοιξης επηρεάζουν τις
αναπτυσσόμενες τάσεις και συνεπώς τις ελαστικές και ελαστοπλαστικές
παραμορφώσεις της βραχομάζας.
Ο Hoek (1999) αναφέρει ότι κατά διάνοιξη σηράγγων μία βραζομάζα θα πρέπει
να θεωρείται “ασθενής”, όταν η επιτόπου αντοχή της σε ανεμπόδιστη θλίψη είναι
μικρότερη του ενός τρίτου της τάσης που ασκείται σε αυτή, καθώς ο παράγοντας που
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 18
φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ευστάθεια των υπόγειων εκσκαφών είναι ο
λόγος της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη προς τη μέγιστη επιτόπου επιβαλλόμενη
τάση. Στην περίπτωση που η επιτόπου επιβαλλόμενη τάση υπερβεί μια οριακή τιμή
τότε παρατηρείται η δημιουργία μιας ζώνης πλαστικής αστοχίας στη βραχομάζα. Η
διάμετρος της ζώνης αυτής και η παραμόρφωση της διατομής εξαρτώνται από τον
ανωτέρω λόγο. Έτσι, ο σχεδιασμός της υποστήριξης μιας σήραγγας θα πρέπει να έχει
ως στόχο τη μείωση αυτής της οριακής τιμής. Η πίεση που επιβάλλει η υποστήριξη
στη βραχομάζα εξαρτάται από την ακαμψία της ίδιας της υποστήριξης, τη φέρουσα
ικανότητά της και την απόσταση εφαρμογής της από το μέτωπο.
Σύμφωνα με τον Hoek (1999) η υποστήριξη ενεργεί περίπου σαν ένα σύστημα
ελατηρίων και η πίεση που ασκεί αυξάνεται με την αύξηση της παραμόρφωσης, μέχρι
την υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας του συστήματος. Στο μέτωπο της εκσκαφής
έχει ήδη συντελεστεί περίπου το ένα τρίτο των συνολικών παραμορφώσεων.
Η Επιτροπή Εργασίας ISSMFE ERTC9 (1997) προτείνει ότι για την εκσκαφή
σηράγγων σε “μαλακούς βράχους” θα πρέπει να προηγείται μία πλήρης και ενδελεχής
γεωτεχνική έρευνα. Η έρευνα αυτή θα πρέπει να στοχεύει στη γεωλογική κατάταξη
των σχηματισμών αυτών, στον προσδιορισμό της ορυκτολογικής και πετρογραφικής
σύστασης, των τυχόν συστημάτων ασυνεχειών, του βαθμού αποσάθρωσης, των
ρηγμάτων, της σκληρότητας, της θλιπτικής αντοχής, της διαβρωσιμότητας και της
φθοράς, της αντίστασής στις ατμοσφαιρικές και θερμοκρασιακές μεταβολές και της
αποδυνάμωσης κατά την προσρόφηση νερού. Επιπρόσθετα, για το σχεδιασμό της
άμεσης υποστήριξης των σχηματισμών αυτών θα πρέπει να προσδιορίζεται η
πυκνότητα, η παραμορφωσιμότητα, η αντοχή, λαμβάνοντας υπόψη και τις
ασυνέχειες, καθώς και η διογκωσιμότητα.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ
Σελίδα: 19
Σελίδα: 20
Όσον αφορά στον Ελληνικό χώρο, στην κατηγορία των “σκληρών εδαφών –
μαλακών βράχων” εντάσσονται τα ιζήματα των νεογενών λεκανών (μεταλπικοί
σχηματισμοί), με συχνές εναλλαγές των επιμέρους φάσεών τους, όπως είναι οι
μάργες, οι ψαμμίτες και τα κροκαλοπαγή. Τα ιζήματα αυτά συναντώνται σε όλο τον
Ελληνικό χώρο, παρόλα αυτά όμως η συμπεριφορά τους γενικότερα και ειδικότερα
στα μεγάλα τεχνικά έργα σε σχέση τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά τους και
την ορυκτολογική σύσταση και δομή τους δεν έχει πλήρως αποτυπωθεί και
κατανοηθεί.
Ανάμεσα στα πρώτα νεογενή ιζήματα του Ελληνικού χώρου που μελετήθηκαν
ήταν η μάργα του Πειραιά, για την οποία η Επιστημονική Επιτροπή Εδαφομηχανικής
και Θεμελιώσεων του ΤΕΕ πραγματοποίησε Ημερίδα, τα πρακτικά της οποίας
περιέχονται στον τόμο “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ,
1985. Χαρακτηριστικό των μαργών αυτών είναι η παρουσία διάφορων μεταβατικών
λιθολογικών τύπων, οι οποίοι προκύπτουν κυρίως από τη μεταβολή του ποσοστού της
άμμου και των ανθρακικών κλασμάτων (ασβεστίτη – δολομίτη). Παράλληλα βέβαια
εκδηλώνονται και δευτερογενείς μεταβολές, που οφείλονται στη δράση παραγόντων
εξαλλοίωσης και αποσάθρωσης (Ανδρονόπουλος, 1985). Οι μηχανικές τους ιδιότητες
και συμπεριφορά επηρεάζονται από τη δευτερογενή αυξημένη διαγένεση λόγω
υπερκειμένων (τεταρτογενείς αποθέσεις), τη δράση του υπογείου νερού, τη
στρωσιγένεια, το αραιό δίκτυο διαρρήξεων και την παρουσία ενστρώσεων
αργιλοϊλύος ή χαλαρής άμμου.
Σελίδα: 21
Τέλος, σημειώνεται ότι πολλές εργασίες που αφορούν στον Ελληνικό χώρο
αναφέρονται διεξοδικά στα επιμέρους κεφάλαια της διατριβής, λόγω ειδικού
ενδιαφέροντος.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 23
3.1. Γενικά
Το μήκος της αρτηρίας είναι 18,5 km, μαζί δε με τους κόμβους και τις οδούς
εξυπηρέτησης το μήκος αυτής φθάνει τα 63,1 km, ενώ μαζί και με τις συνδετήριες
οδούς θα φθάσει τελικώς τα 81,4 km.Αποτελεί έργο με πολλές ιδιαιτερότητες και
δύσκολο τεχνικά, τόσο λόγω μορφολογικού αναγλύφου και γεωλογικής σύστασης και
δομής των σχηματισμών της περιοχής, αλλά και λόγω της σημασίας που δόθηκε στην
προστασία του περιβάλλοντος, με στόχο να μείνει σχεδόν ανέπαφη η ζώνη που
περιβάλλει ανατολικά την πόλη. Έτσι, σε μήκος τμήματος μόνο 8 km περίπου,
γνωστό ως τμήμα Κ1-Κ4, περιλαμβάνονται οκτώ (8) διπλές σήραγγες συνολικού
μήκους 4.700m απλού κλάδου, πέντε (5) διπλές κοιλαδογέφυρες, συνολικού μήκους
2.700m απλού κλάδου, ενώ παράλληλα η αρτηρία διέρχεται και από τον παλαιό
σκουπιδότοπο της πόλης των Πατρών σε μήκος 400m.
Όσον αφορά στα υπόγεια τεχνικά έργα σημειώνεται ότι έχει ιδιαίτερη
επιστημονική σημασία η κατασκευή τους σε δυσχερείς γεωλογικούς σχηματισμούς,
όπως είναι αυτοί των “νεογενών” ιζημάτων, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί
πρωτόγνωρη εμπειρία για τα Ελληνικά δεδομένα. Ειδικότερα, εφαρμόσθηκε μέθοδος
εύκαμπτης αντιστήριξης για πρώτη φορά παγκοσμίως σε τέτοιους σχηματισμούς
καθώς και μέθοδος ολομέτωπης διάνοιξης για πρώτη φορά στη χώρα μας σε οδικές
σήραγγες.
ανάλυση και αξιολόγηση όλων των στοιχείων και σύνταξη των αντίστοιχων
μοντέλων (γεωλογικού και γεωτεχνικού) για την περιοχή.
Σχήμα 3.1. Διάταξη των έργων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ), (Πηγή: ΕΥΔΕ-
Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 25
Με βάση τα παραπάνω και λόγω της ιδιαιτερότητας των υπογείων αυτών έργων
θεωρήθηκε σκόπιμο να δοθούν συνοπτικά τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτών
σχετικά με τη γεωμετρία, τον τρόπο διάνοιξης, το μέσο – γεωλογικό περιβάλλον που
φιλοξενήθηκαν (από τεχνικογεωλογικής – γεωτεχνικής πλευράς), τα προβλήματα που
προέκυψαν και τα μέτρα υποστήριξης που λήφθηκαν. Έτσι, η περιγραφή των έργων
αυτών ξεκινά από την αρχή της αρτηρίας (περιοχή Μποζαΐτικων) και συνεχίζεται
προς νότον.
Το έργο περιλαμβάνει στο αρχικό τμήμα C+C (Cut and Cover – Τμήμα με
εκσκαφή και επανεπίχωση) σε δύο κλάδους, μήκους 175 m (Χ.Θ. 1+720 έως Χ.Θ.
1+895) και στη συνέχεια τη δίδυμη σήραγγα “Αγ. Βαρβάρα” από Χ.Θ. 2+005 έως
Χ.Θ. 2+642 (δεξιός κλάδος) και από Χ.Θ. 2+005 έως Χ.Θ. 2+709 (αριστερός κλάδος)
(Φωτογραφίες 3.1, 3.2).
Η διατομή κάθε κλάδου είναι τοξοειδής, πλάτους 10.2m και ύψους 9.6 m και
εμβαδού 111m2. Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κλάδους είναι μεγαλύτερη των
15m, ενώ το ύψος των υπερκειμένων κυμαίνεται από 5 έως 57m (Sofianos et al,
1999).
Φωτογραφία 3.1. Γενική άποψη του έργου στην περιοχή Μποζαΐτικα (βόρεια είσοδος). Σε πρώτο
πλάνο είναι το συνώνυμο C+C, μετά την επανεπίχωση και τελική διαμόρφωσή του, ενώ στο βάθος
διακρίνεται η είσοδος της δίδυμης σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”, που διαπερνά τα υψηλά υπερκείμενα της
λοφοειδούς έξαρσης, και ο αντηριδωτός τοίχος αντιστήριξης στα αριστερά, για την προστασία των
υψηλών και απότομων πρανών των Διλλουβιακών κροκαλοπαγών.
Φωτογραφία 3.2. Νότιο τμήμα της παραπάνω δίδυμης σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών
υπερκειμένων, που διαχωρίζεται όπως φαίνεται απότομα, πιθανά λόγω ρήγματος, με αυτή των υψηλών
υπερκειμένων. Στη ζώνη αυτή έχουν εκδηλωθεί παλαιότερα μετακινήσεις μαζών κυκλοειδούς μορφής,
που σε συνδυασμό με τον έντονο κερματισμό και αποσάθρωση την καθιστούν πολύ ευαίσθητη σε σχέση
με το υπόγειο τεχνικό έργο. Για το λόγο αυτό πέραν των δυσκολιών στη διάνοιξη, στο μέτωπο εξόδου
κατασκευάσθηκε πασσαλότοιχος, ενώ στη συνέχεια ο αριστερός κλάδος προπορεύεται του δεξιού με
C+C.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 27
Από την αξιολόγηση όλων των ανωτέρω στοιχείων προέκυψε ότι η εκσκαφή της
δίδυμης σήραγγας δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε μία και μόνο φάση
(ολομέτωπη διάνοιξη) λόγω της φύσης των σχηματισμών, σε συνδυασμό με το
μέγεθος της διατομής. Επιλέχθηκε έτσι τελικά η διάνοιξη της δίδυμης σήραγγας με
μηχανικά μέσα και σε τρεις επιμέρους φάσεις, την εκσκαφή του θόλου (Α φάση), του
δαπέδου της σήραγγας (Β.Ι φάση) και του ανεστραμμένου τόξου (Β.ΙΙ φάση). Με τον
τρόπο αυτό μπορούν να περιοριστούν οι υπερεκσκαφές, η διατάραξη και η
μικρορηγμάτωση του σχηματισμού (Φωτογραφία 3.3).
Φωτογραφία 3.3. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302) διακρίνονται καθαρά οι Α’ και ΒΙ φάσεις της
εκσκαφής. Η διάνοιξη γίνεται με μηχανικά μέσα, ενώ στο τμήμα της οροφής φαίνονται τα προσωρινά
μέτρα υποστήριξης.
μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν και δεν αφορούσε στη γεωμετρία της
διατομής.
Αγκύρια 300ΚΝ,
L=4m
Εκτοξευόμενο
σκυρόδεμα 20 cm
Αγκύρια για τα RRS
Άνω Ημιδιατομή
Βαθμίδα
Ανεστραμμένο
τόξο Τελική επένδυση
40 cm
Σχήμα 3.2. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σήραγγας Μποζαΐτικων “Αγ.
Βαρβάρα”, στην οποία φαίνονται τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.
- Δοκοί προπορείας (forepoles), μήκους 12m και διαμέτρου 106mm στη διατομή
τύπου “E” (Φωτογραφία 3.4).
- Εκτοξευόμενο ινοπλισμένο S(fr) ή μη ανά θέσεις σκυρόδεμα πάχους 15 έως 25cm
ανάλογα.
- Αγκυρώσεις πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 4m και φορτίου θραύσης Pu=30tn.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 30
Φωτογραφία 3.4. Διακρίνεται η τυπική διάταξη των δοκών προπορείας (fore poling) σε καμπύλο τόξο
περίπου 50˚, κατά τις προετοιμασίες διάνοιξης της εισόδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”. Φαίνονται
χαρακτηριστικά τα διατρήματα και οι σωλήνες που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά, ενώ στο στάδιο αυτό δεν
έχει γίνει ακόμη η εισπίεση του ενέματος. Εμφανής είναι επίσης η εφαρμογή εκτοξευόμενου
σκυροδέματος πάνω από μεταλλικό πλέγμα.
Σχήμα 3.3. Διαμήκης και εγκάρσια τομή της επένδυσης άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκε,
όπου φαίνεται η τοποθέτηση των RRS και ειδικότερα: 1) Ινοπλισμένο
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα S(fr), 2) και 5) Εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, 3) αγκύρια, 4)
ράβδοι RRS.
Φωτογραφία 3.5. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302, Β.Ι φάση εκσκαφής) φαίνεται η εφαρμογή των
RRS. Συγκεκριμένα διακρίνονται οι κύριοι οπλισμοί (ράβδοι) και ο κατασκευαστικός οπλισμός σύνδεσης
αυτών (εγκάρσια ράβδος). Στο ανώτερο τμήμα της φωτογραφίας (Α’ φάση εκσκαφής) φαίνεται η τελική
κάλυψη του RRS με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (συμβατικό), ενώ στην ίδια θέση διακρίνεται και το
μάτισμα των ράβδων του RRS από την Α’ στη Β.Ι. φάση εκσκαφής.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 32
- Μεταλλικά πλαίσια διατομής ΙΡΒ160 αντί για τις δοκούς RRS, σε θέσεις χαμηλών
υπερκειμένων και στα στόμια των σηράγγων (διατομή τύπου “Ε”), όπου τα
μειωμένα μηχανικά χαρακτηριστικά των σχηματισμών απαιτούσαν τη βαρύτερη
υποστήριξη αυτών (Φωτογραφία 3.6.).
Φωτογραφία 3.6. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται τμήμα του έργου, στο οποίο διακρίνονται οι δοκοί
προπορείας, τα μεταλλικά πλαίσια με την ανάλογη επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, στο βάθος δε
διακρίνεται το μέτωπο εκσκαφής, όπου οι σχηματισμοί είναι σε εναλλαγές, με οριζόντια σχεδόν στρώση
και έντονη την παρουσία του αμμώδους στοιχείου.
(μήκους 175m) και από Χ.Θ. 3+486,8 έως Χ.Θ. 3+699,04 για το δεξιό κλάδο (μήκους
212,24m).
Φωτογραφία 3.7. Οι δίδυμες σήραγγες ΣΑ (έξοδος, νότιο μέτωπο) στη συνέχεια των σηράγγων “Αγ.
Βαρβάρα” της φωτογραφίας 3.2. Υπό κατασκευή προς νότο φαίνεται η μεγάλη γέφυρα Γ5 και στη
συνέχεια (κάτω άκρο της φωτ.) οι σήραγγες ΣΒ. Με το πλέγμα των έργων αυτών επιδιώχθηκε η
μικρότερη δυνατή παρέμβαση στο περιβάλλον και την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής.
Η διατομή των σηράγγων έχει ύψος 11m και πλάτος 13m (εμβαδού 105m2) και η
απόσταση ανάμεσα στους δύο κλάδους κυμαίνεται από 22 έως 29m. Το ύψος
υπερκειμένων κυμαίνεται από 6 έως 27m από την οροφή του έργου και για τις δύο
σήραγγες (Zacas and Rahaniotis, 2000).
Φωτογραφία 3.8. Βόρειο μέτωπο των σηράγγων ΣΒ, στη συνέχεια της γέφυρας Γ5. Η διαμόρφωση των
στομίων στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων έγινε μέσω C+C και στη συνέχεια η ευστάθεια των
πρανών στα υψηλά υπερκείμενα εξασφαλίσθηκε με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (βλέπε φωτογραφίες 3.9 και
3.12).
Φωτογραφία 3.9. Σήραγγα ΣΑ, αριστερός κλάδος – βόρειο μέτωπο. Φαίνεται η διαμόρφωση της
ζώνης χαμηλών υπερκειμένων του στομίου, με τις σειρές πασσαλοστοιχιών εκατέρωθεν.
- Η παρουσία ρηγμάτων, κυρίως στο τμήμα των στομίων εξόδου της σήραγγας
ΣΒ, τα οποία αλλοιώνουν τη συνέχεια της στρωσιγένειας των υλικών και
καθιστούν πιθανό τον κίνδυνο ενεργοποίησής τους, λόγω και της υψηλής
σεισμικότητας της περιοχής.
Φωτογραφία 3.10. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – αριστερός κλάδος. Διακρίνονται οι φάσεις
εκσκαφής, τα μεταλλικά πλαίσια και τα αγκύρια.
Φωτογραφία 3.11. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Φαίνεται η εκσκαφή στους
σχηματισμούς της “Κατώτερης ενότητας” – 12 για την κατασκευή του ανεστραμμένου τόξου. Στο
αριστερό της φωτογραφίας (απότομα πρανή) διακρίνονται οι φάσεις της “Ανώτερης ενότητας” – 11.
Σχήμα 3.4. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, στην
οποία φαίνονται τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.
Φωτογραφία 3.12. Σήραγγα ΣΒ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Διαμόρφωση όλου του πρανούς με
την επένδυση από εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, αγκύρια, πλέγμα, οπές αποστράγγισης και τοποθέτηση
δοκών προπορείας στο στόμιο.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 39
Το έργο αυτό, μήκους περίπου 293m, συνδέεται στη συνέχεια μέσω ενός Cut and
Cover (μήκους περίπου 70m για το δεξιό και 50m για τον αριστερό κλάδο) με τη
σήραγγα ΣΓ (μήκους περίπου 80m για το δεξιό και 90m για τον αριστερό κλάδο)
(Φωτογραφίες 3.13, 3.14 και Σχήμα 3.5). Έτσι, το πλέγμα και των τριών αυτών
έργων εκτείνεται από τη Χ.Θ. 4+429 έως Χ.Θ. 4+861 για τον δεξιό κλάδο και από τη
Χ.Θ. 4+467 έως Χ.Θ. 4+891 για τον αριστερό κλάδο.
Φωτογραφία 3.13. Η φωτογραφία έχει ληφθεί μέσα από τη σήραγγα Σ1 και στο βάθος φαίνεται η
σήραγγα ΣΓ. Στο μεταξύ τους κενό έχει κατασκευασθεί C+C. Έτσι, το έργο αυτό του αρχαιολογικού
χώρου έχει στο σύνολό του υπογειοποιηθεί και αποτελεί μία ενότητα..
Φωτογραφία 3.14. Είσοδος των σηράγγων Αρχαιολογικού Χώρου – Σ1 (βόρειο μέτωπο). Λόγω
δυσκολιών πρόσβασης η διάνοιξη του έργου έγινε από νότο προς βορρά, καθώς το πρανές αυτό είναι
απότομο, με ασταθή πετρώματα και στη βάση του διέρχεται ο ποταμός Μείλιχος,
Σχήμα 3.5. Τρισδιάστατη απεικόνιση του έργου του Αρχαιολογικού Χώρου (Σήραγγα Σ1, C+C,
σήραγγα ΣΓ).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 41
- Η διάνοιξη της σήραγγας έγινε σχεδόν στο σύνολό της στα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα των ενοτήτων 10, 11 και 12 του τεχνικογεωλογικού – γεωτεχνικού χάρτη
και των αντίστοιχων γεωτεχνικών τομών, με εξαίρεση την περιοχή της εισόδου,
όπου συναντήθηκαν πρόσφατες αποθέσεις πλευρικών κορημάτων και υλικών
παλαιών κατολισθήσεων. Στο νότιο ήμισυ του έργου επικρατεί η ενότητα 10 με
τη φάση του κροκαλοπαγούς και κατά θέσεις αμμο-αργιλώδεις ενστρώσεις
(Φωτογραφία 3.15). Τα κροκαλοπαγή αυτά χαρακτηρίζονται ως ημισυνεκτικά έως
πολύ συνεκτικά (Φωτογραφία 3.16).
Φωτογραφία 3.15. Νότιο μέτωπο των σηράγγων Αρχαιολογικού χώρου – Σ1. Οι σχηματισμοί είναι
αυτοί της ενότητας 10 και στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζονται ορίζοντες κροκαλοπαγών με
ενδιάμεσες αργιλοϊλυώδεις – αμμώδεις ενστρώσεις. Η ευστάθεια των μετώπων εξασφαλίστηκε με
πασσαλοστοιχίες και η διάνοιξη του στομίου με δοκούς προπορείας.
- Η γενική κλίση των στρωμάτων είναι προς τα ΝΔ/κά, ευμενής προς τον άξονα
των σηράγγων. Οι σχηματισμοί αυτοί αξιολογήθηκε ότι παρουσιάζουν κάποια
χαλάρωση μόνο στις ζώνες ρηγμάτων, καθώς και στις περιπτώσεις όπου το πάχος
τους είναι μικρό (ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 42
Φωτογραφία 3.16. Σήραγγα Σ1, νότιο τμήμα. Διακρίνεται το μέτωπο της προχώρησης (ολομέτωπη
διάνοιξη) στους πολύ συνεκτικούς σχηματισμούς της ενότητας 10, όπου είναι εμφανής η παρουσία
διάσπαρτων κροκαλών στα λεπτομερή υλικά, καθώς και η στρώση του σχηματισμού.
Φωτογραφία 3.17. Έξοδος των σηράγγων ΣΓ του Αρχαιολογικού χώρου. Στο ανάντη πρανές του
αριστερού κλάδου φαίνονται τα μεγάλου πάχους και με οριζόντια στρώση υλικά της ενότητας 10, από
συνεκτικά κυρίως ψηφιδοκροκαλοπαγή. Υποκείμενοι στο πρανές είναι οι σχηματισμοί της Ανώτερης
ενότητας-11. Αντίθετα, στο δεξιό κλάδο το πάχος των υπερκειμένων ήταν μικρό, έως και ανύπαρκτο.
Φωτογραφία 3.18. Βόρειο μέτωπο της σήραγγας ΣΓ, αριστερός κλάδος. Φαίνονται οι πολύ συνεκτικοί
σχηματισμοί της ενότητας 10. Η διάνοιξη σε φάσεις ακολούθησε το σχεδιασμό των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ.
- lattice girders 115/32/25 ανά 0.8 έως 1.0m. για τον αριστερό κλάδο και ανά 0.6
έως 0.8m για το δεξιό κλάδο.
- εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 30cm.
- πλέγμα Τ131 (δύο στρώσεις)
- αγκύρια πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 6m και Pu=44tn στις παρειές της Α’
φάσης εκσκαφής.
- ράβδοι fiberglass, μήκους 11 με 16m από τη δυτική παρειά του αριστερού
κλάδου και μήκους 6m από τη δυτική παρειά του δεξιού κλάδου.
- δοκοί προπορείας μήκους 5 έως 6m στο θόλο του αριστερού κλάδου.
- αυτοδιατρούμενα αγκύρια (ράβδοι προπορείας) μήκους 6 έως 8m στο θόλο του
δεξιού κλάδου.
- αγκύρια fiberglass ενίσχυσης μετώπου εκσκαφής δεξιού κλάδου, μήκους 12m.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 46
Φωτογραφία 3.19. Σήραγγα Γηροκομείου Σ2, βόρειο μέτωπο δεξιού κλάδου. Διακρίνεται η ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, ενώ στο πρανές δεξιά φαίνονται οι σχηματισμοί της “Κατώτερης ενότητας”- 12.
επιφανειακά κυρίως στην περιοχή των στομίων εισόδου (βόρειο στόμιο) των
σηράγγων και δεν επεκτείνονται μέχρι το βάθος διάνοιξης των σηράγγων.
Λόγω των δυσμενών γεωτεχνικών συνθηκών που είχαν εκτιμηθεί κατά τη μελέτη
επιλέχθηκε η εφαρμογή μιας όσο το δυνατόν πιο κυκλικής διατομής της σήραγγας, με
στόχο τον περιορισμό των καμπτικών ροπών και των αστοχιών λόγω λυγισμού
(OMETE Α.Ε., 1998) (Σχήμα 3.7). Η διάνοιξη της σήραγγας πραγματοποιήθηκε με
ολομέτωπη εκσκαφή με μηχανικά μέσα και ταυτόχρονη σκυροδέτηση της τελικής
επένδυσης του πυθμένα σε βήματα των 4.5m, άμεσα μετά την ολοκλήρωση 9m
εκσκαφής . Τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που υιοθετήθηκαν ήταν τα ακόλουθα
(Φωτογραφία 3.20):
Σχήμα 3.7. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σήραγγας Γηροκομείου – Σ2.
- Θυσιαζόμενα αγκύρια fiberglass 160ΚΝ, μήκους 12m, ανά 4.5m στο μέτωπο
της εκσκαφής, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο.
- Ινοπλισμένο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 30cm
- Αποστραγγιστικές γεωτρήσεις μήκους 30m
- Σκυροδέτηση της μόνιμης επένδυσης του πυθμένα άμεσα στο μέτωπο (με
οπλισμένο, έγχυτο σκυρόδεμα) (Φωτογραφία 3.20).
Η ευρύτερη περιοχή έρευνας αναφέρεται στο ΒΔ/κό τμήμα του νομού Αχαΐας με
μέσο υψόμετρο 600μ, ενώ η μέση κλίση κυμαίνεται από 6,0 έως 15,5%.
Οι ορεινοί όγκοι του Παναχαϊκού, Σκόλι και Ερύμανθου, που περιβάλουν την
περιοχή αυτή από ανατολικά και νότια, έχουν γενική διεύθυνση ορεογραφικών
αξόνων ΒΒΔ- ΝΝΑ/κή, δημιουργήθηκαν κατά το στάδιο των αλπικών πτυχώσεων
και δέχθηκαν επίσης την επίδραση της μεταορογενετικής ανύψωσης από το
Πλειόκαινο ως σήμερα. Γεωλογικά συνίστανται από σχηματισμούς κατά κύριο λόγο
της ζώνης Ωλονού- Πίνδου και δευτερευόντως της ζώνης Γαβρόβου - Τρίπολης. Ο
τεκτονισμός είναι σημαντικός και σχηματίζει ένα πολύ τραχύ και πολυσχιδές
ανάγλυφο με ανεπτυγμένο υδρογραφικό δίκτυο.
Φωτογραφία 4.1. Γενική άποψη της γεωλογικής δομής στην ευρύτερη περιοχή έρευνας από το ύψος
της κοιλαδογέφυρας Γ5. Σε πρώτο πλάνο με την πυκνή βλάστηση φαίνονται τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα με τις λοφοειδείς εξάρσεις, ενώ σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι σχηματισμοί του αλπικού
υπόβαθρου (φλύσχης, σχιστοκερατόλιθοι και στο βάθος ασβεστόλιθοι) οι οποίοι και συγκροτούν το
Παναχαϊκό όρος.
Σχετικά με τα ιζήματα της τάφρου του Ρίου (εδώ ανήκει η περιοχή μελέτης) οι
Kontopoulos & Zelilidis (1992) παρατηρούν ότι τα πιο παλιά αποτελούν ακολουθία
θαλάσσιων ιλύων (με αυξανόμενο κοκκομετρικό μέγεθος της τα πάνω), που
περιέχουν νανοαπολιθώματα ανωπλειοκαινικής ηλικίας (Frydas, 1987). Αυτές οι
θαλάσσιες ιλύες περνούν σε λιμναίες ιλύες, άμμους και κροκαλοπαγή σε μικρότερη
αναλογία. Είναι αποθέσεις ανωπλειοκαινικής – κατωπλειστοκαινικής ηλικίας
(Kontopoulos & Zelilidis, 1997).
Η λεκάνη του Πατραϊκού που ενδιαφέρει την παρούσα έρευνα, αρχίζει από της
δυτικούς πρόποδες του Παναχαϊκού και φθάνει της τα δυτικά σχεδόν μέχρι της ακτές
του Ιονίου. Αντίθετα της νότον, περιορίζεται πολύ σύντομα από της εμφανίσεις των
σχηματισμών του φλύσχη της ζώνης Γαβρόβου-Τριπόλεως. Στη λεκάνη αυτή τα
ιζήματα διαχωρίζονται σε δύο κύριους ορίζοντες, οι βασικές λιθολογικές μονάδες των
οποίων δίνονται στο Σχήμα 4.2.
Αναλυτικά παρατηρούνται:
Σχήμα 4.2. Σχηματική λιθολογική τομή των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της λεκάνης του
Πατραϊκού (Ρόζος, 1989).
- Ανώτεροι ορίζοντες: Εμφανίζουν μέγιστο πάχος 100 περίπου μέτρων και αρχίζουν
με εναλλαγές αργιλομαργών με άμμο, κροκαλολατυπών με άμμο και αργιλοϊλύων
με λεπτούς φακούς συνεκτικού ψηφιδοκροκαλοπαγούς. Συχνές είναι οι πλευρικές
μεταβάσεις των παραπάνω λιθολογικών μονάδων με επικράτηση πάντως κατά την
οριζόντιο και κατακόρυφο των κροκαλοπαγών με άμμο και αργιλοϊλύ.
Ακολουθούν εναλλαγές αργιλομαργών, μαργών, άμμων και ενστρώσεις
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 56
ψηφιτοπαγών και χαλίκων με άμμο και αργιλοϊλύ, με συχνές και εδώ τις
πλευρικές μεταβάσεις.
Σχήμα 4.3. Ροδογράμματα των τεκτονικών στοιχείων στα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα της
περιοχής έρευνας (1-Πατραϊκός) και ανατολικότερα (2-Κορινθιακός).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 58
4.3. Σεισμικότητα
Η περιοχή έρευνας ανήκει στο ευρύτερο τμήμα της Δυτικής Ελλάδας που έχει
χαρακτηρισθεί από πολλούς ερευνητές ως μία πολύπλοκη περιοχή τόσο από
γεωλογικής όσο και από γεωτεκτονικής άποψης. Η δυναμική φόρτιση που επιφέρουν
οι συχνοί, ως επί το πλείστον αβαθείς και συνήθως μεγάλου μεγέθους σεισμοί στους
διάφορους γεωλογικούς σχηματισμούς που δομούν την Αχαΐα, εκτός από τα άμεσα
αποτελέσματα στις κατασκευές, προκαλεί συχνά και την εκδήλωση δευτερογενών
φαινομένων (κατολισθήσεις, καταπτώσεις, ρευστοποιήσεις κλπ.) που ενδιαφέρουν
από γεωτεχνικής πλευράς, καθώς πλήττουν οικισμούς και διάφορα τεχνικά έργα
(Ρόζος, 1989).
Η Δ.ΒΔ- Α.ΝΑ διεύθυνσης τάφρος του Κορινθιακού κόλπου συνδέεται, μέσω της
τάφρου του Ρίου (ΒΑ- ΝΔ διεύθυνσης), με της ίδιας διεύθυνσης (Δ.ΒΔ- Α.ΝΑ))
τάφρο του Πατραϊκού κόλπου. Η πόλη των Πατρών βρίσκεται εκεί που συναντώνται
οι δύο τάφροι, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και σημαντικές
διαφορές, η βασικότερη των οποίων είναι η διαφορετική σεισμικότητα αυτών.
μελλοντικοί σεισμοί από τις περιοχές αυτές να προκαλέσουν ζημιές στην περιοχή της
έρευνας (Σώκος, 1998).
Σχήμα 4.4. Χάρτης επικέντρων ιστορικών σεισμών σε απόσταση 1 μοίρας από την πόλη των
Πατρών (Σώκος, 1998).
πυκνότητα σεισμών στο δίαυλο Ρίου- Αντιρρίου και κυρίως στις ακτές του δυτικού
Κορινθιακού, μέχρι την περιοχή Ακράτας- Γαλαξιδίου.
Η ευρύτερη περιοχή έρευνας ανήκει σεισμολογικά στην περιοχή των λεκανών του
Πατραϊκού και Κορινθιακού, μια ζώνη με έντονη σεισμικότητα, η σεισμοτεκτονική
συμπεριφορά της οποίας είναι αρκετά πολύπλοκη. Τα διάφορα ρήγματα, τόσο τα
μεγάλα ρήγματα του Κορινθιακού όσο και τα μικρότερα αλλά πλησιέστερα στην
περιοχή έρευνας ρήγματα του Πατραϊκού, θεωρούνται επικίνδυνα με βάση τη μέγιστη
επιτάχυνση που αναμένεται να προκαλέσουν όταν συμβεί ο μέγιστος σεισμός σε κάθε
ρήγμα.
Σχήμα 4.5. Χάρτης επικέντρων σεισμών από 1900 έως 1998 σε απόσταση 1 μοίρας από την
πόλη των Πατρών (Σώκος, 1998).
τις διαστάσεις των ρηγμάτων της περιοχής ζεύξης και τη χρήση εμπειρικών μεθόδων,
καταλήγουν ότι το αναμενόμενο μέγιστο μέγεθος σεισμού, σε περίπτωση
ενεργοποίησης της κύριας ρηξιγενούς γραμμής της περιοχής, είναι 6,6. Τέλος από
πλευράς σεισμικής επικινδυνότητας, σαν πλέον πιθανή αναμενόμενη μέγιστη
μακροσεισμική ένταση στην περιοχή που αναπτύσσεται με κέντρο το δίαυλο Ρίου-
Αντιρρίου και ακτίνα 130km γύρω από αυτόν τα επόμενα 100 χρόνια, αναφέρουν
αυτήν των 8 βαθμών της τροποποιημένης κλίμακας Mercalli.
(α)
Σχήμα 4.6(α) Σεισμικές πηγές που μπορεί να επηρεάσουν την πόλη των Πατρών όπως
προτείνονται από τη Μελέτη Σεισμικής Επικινδυνότητας της γέφυρας Ρίου-
Αντιρρίου.
(β)
Σχήμα 4.6(β) Ισοεπιταχύνσεις για την περιοχή της πόλης των Πατρών, με πιθανότητα μη
υπέρβασης 90%, για τα επόμενα 50 χρόνια, (Σώκος, 1998).
Σχήμα 4.7. Οι τρεις κατηγορίες (III, II, I) ζωνών σεισμικής επικινδυνότητας στις οποίες
χωρίσθηκε ο Ελληνικός χώρος, σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 63
4.4.1 Γενικά
Το κλίμα στην ευρύτερη περιοχή έρευνας είναι εύκρατο με ξηρό θέρος. Η μηνιαία
κατανομή των βροχοπτώσεων παρουσιάζει μέγιστο τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο και
ελάχιστο τον Ιούλιο (μέσο ύψος 927,4 mm). Τα τελευταία έτη παρατηρείται μια τάση
μετατόπισης της υγρής περιόδου προς τους εαρινούς μήνες με συνέπεια την απώλεια
του διαθέσιμου νερού της ενεργής κατείσδυσης λόγω εξατμισοδιαπνοής. Ψυχρότερος
μήνας είναι ο Ιανουάριος και θερμότερος ο Ιούλιος, ενώ η θερμοκρασία μειώνεται με
το υψόμετρο. Οι επικρατούντες διευθύνσεις των ανέμων είναι ΝΔ/κές. Τέλος η
σχετική υγρασία ακολουθεί ίδια πορεία με αυτή των βροχοπτώσεων και αντίθετη με
αυτή της θερμοκρασίας (Βουδούρης, 1995).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 64
Η θέσεις των σταθμών που λήφθηκαν υπόψη και οι περίοδοι καταγραφής των
στοιχείων δίνονται στον Πίνακα 4.1.
Τα στοιχεία για τους παραπάνω σταθμούς και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους,
παρατίθενται συγκεντρωτικά σε πίνακες στο Παράρτημα Α.
Πίνακας 4.2. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες θερμοκρασίες αέρα, σε °C, για τη
χρονική περίοδο 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που
εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών.
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΗΣΙΑ
Μέση 10,0 10,5 12,5 15,6 20,2 24,2 26,5 26,8 23,5 19,1 14,6 11,3 17,9
Μέγιστη 12,5 12,9 15,3 17,6 22,8 26,5 29,3 29,3 26,7 21,5 16,6 13,1 19,1
Ελάχιστη 7,4 6,5 9,2 13,0 17,6 22,5 24,4 23,3 20,8 15,5 12,0 7,7 16,4
Από τον πίνακα αυτό προκύπτει, με βάση τις μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες, ότι ο
ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος και ο θερμότερος ο Αύγουστος. Το ετήσιο
θερμοκρασιακό εύρος ανέρχεται στους 16,8°C.
Η μάλλον υψηλή τιμή της παραμέτρου αυτής διευκολύνει την αποσάθρωση των
πετρωμάτων με μικρή θερμοχωρητικότητα, όπως είναι οι αργιλικής και μαργαϊκής
σύστασης σχηματισμοί, που συμμετέχουν στη γεωλογική δομή της περιοχής των
Πατρών που ερευνήθηκε.
Πίνακας 4.3. Μέσες εποχιακές θερμοκρασίες αέρα σε °C, για τη χρονική περίοδο 1955-
2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
Χειμώνας Άνοιξη Θέρος Φθινόπωρο
Μέση θερμοκρασία 10.6 16.1 25.8 19.1
Στο Σχήμα 4.8 φαίνεται η πορεία των μέσων, μέγιστων και μέσων μηνιαίων τιμών
θερμοκρασίας, στο μετεωρολογικό σταθμό Πατρών, για τη χρονική περίοδο 1955-
2004, ενώ στο Σχήμα 4.9 η μέση εποχιακή κατανομή, αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 66
30
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ (οC)
20
10
0
ΙΑΝ
ΦΕΒ ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΙΜΗ
ΜΑΡ
ΑΠΡ
ΜΑΙ
ΙΟΥΝ ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ
ΙΟΥΛ
ΜΗΝΕΣ ΑΥΓ
ΣΕΠ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΙΜΗ
ΟΚΤ
ΝΟΕ
ΔΕΚ
Σχήμα 4.8. Κατανομή των μέσων, μέγιστων και ελάχιστων θερμοκρασιών αέρα, για τη χρονική
περίοδο 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην
περιοχή της πόλης των Πατρών.
ο
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ( C)
Φθινόπωρο
19,1 Χειμώνας
10,6
25,8
16,1
Καλοκαίρι
Άνοιξη
Σχήμα 4.9 Μέση εποχιακή κατανομή της θερμοκρασίας αέρα, για τη χρονική περίοδο 1931-
2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης
των Πατρών.
γενικά από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά και από Βορρά προς Νότο. Έτσι, η
ευρύτερη περιοχή Πατρών δέχεται μεγάλο ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων,
που κατανέμεται άνισα στις διάφορες εποχές. Το γεγονός αυτό καθώς και ο τρόπος με
τον οποίο τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα φτάνουν στην επιφάνεια του εδάφους,
έχουν σαν αποτέλεσμα:
Στον Πίνακα 4.4 δίνονται τα μέσα, μέγιστα και ελάχιστα μηνιαία και ετήσια ύψη
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στους μετεωρολογικούς σταθμούς που
εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών, ενώ στον Πίνακα 4.5 φαίνεται η
εποχιακή κατανομή τους. Το ύψος του χιονιού έχει μετατραπεί σε ισοδύναμο νερό.
Στην μελέτη αυτή ο όρος βροχόπτωση αντιστοιχεί στο σύνολο των ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι, χαλάζι).
Πίνακας 4.4. Μέση μηνιαία, μεγίστη και ελαχίστη τιμή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων,
σε mm, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών, για τη χρονική περίοδο 1931- 2004.
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΕΤΟΣ
Μέση τιμή 108.28 91.76 65.61 49.99 26.93 10.40 4.76 6.50 26.25 76.43 114.48 132.58 713.95
Μεγίστη 577.20 650.90 223.40 190.00 130.70 73.40 48.80 87.00 90.70 237.00 251.80 377.10 1324.90
Ελαχίστη 0.80 3.40 0.70 0.60 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 1.40 20.10 17.00 328.00
1400
1300
1200
1100
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm )
1000
900
800
700
600
500
400
300
1931
1933
1935
1937
1939
1941
1943
1945
1947
1949
1951
1953
1955
1957
1959
1961
1963
1965
1967
1969
1971
1973
1975
1977
1979
1981
1983
1985
1987
1989
1991
1993
1995
1997
1999
2001
Σχήμα 4.10. Ετήσια πορεία της βροχόπτωσης στους μετεωρολογικούς σταθμούς που 2003
140
120
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)
100
80
60
40
20
0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
ΜΗΝΕΣ
Σχήμα 4.11. Μέσο μηνιαίο ύψος βροχής στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται
στην περιοχή της πόλης των Πατρών για τη χρονική περίοδο 1931- 2004.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 69
700
400
300
200
100
0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
ΜΗΝΕΣ
Εποχική Κατανομή
ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ Χειμώνας: 46,51% Ανοιξη: 19,99%
Καλοκαίρι: 3,04% Φθινόπωρο: 30,46%
Σχήμα 4.12. Πορεία μέσου, μέγιστου και ελάχιστου μηνιαίου ύψους ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην
περιοχή της πόλης των Πατρών (χρονική περίοδος 1931- 2004).
Από τους πιο πάνω πίνακες και διαγράμματα προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Το 18,57% του ετήσιου συνόλου των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
σημειώνεται το μήνα Δεκέμβριο. Τους χειμερινούς μήνες παρατηρείται το
46,51% του συνόλου ενώ τους θερινούς μόνο το 3,04%.
- Παρατηρείται ευρεία διακύμανση των ετήσιων τιμών βροχόπτωσης.
- Η πορεία των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στη διάρκεια του έτους
είναι ακριβώς αντίθετη από αυτήν της θερμοκρασίας.
Σχετική υγρασία είναι ή επί τοις εκατό αναλογία της ποσότητας των υδρατμών
που υπάρχουν σε κάποιο χώρο, προς την ποσότητα υδρατμών που ο χώρος αυτός θα
μπορούσε να συγκρατήσει σε συνθήκες κορεσμού στην ίδια θερμοκρασία.
Στον Πίνακα 4.6 δίνονται οι μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές της
σχετικής υγρασίας στο μετεωρολογικό σταθμό Πατρών για τη χρονική περίοδο 1955-
2004.
Από το πίνακα αυτό προκύπτει ότι, οι υγρότεροι μήνες είναι ο Νοέμβριος και ο
Δεκέμβριος και ακολουθούν οι μήνες Ιανουάριος και Φεβρουάριος, ενώ οι ξηρότεροι
μήνες είναι ο Αύγουστος και ο Ιούλιος.
Πίνακας 4.6. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές σχετικής υγρασίας, σε ποσοστό %,
για τα έτη 1955- 2004 στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜΕΣΗ
ΕΤΗΣΙΑ
Μέση τιμή 69,4 67,6 67,1 66,5 64,5 61,5 59,3 58,8 63,3 67,1 71,3 71,4 65,7
Μεγίστη 80,7 79,2 76,8 77,5 77,2 72,1 73,2 72,3 83,4 80,2 87,4 82,8 75,1
Ελαχίστη 54,8 56,8 57,7 55,4 55,6 43,7 44,4 37,1 51,5 53,4 58,1 61,1 57,9
75
72,5
70
Μέση σχετική υγρασία (%)
67,5
65
62,5
60
57,5
55
0 10 20 30
Θερμοκρασία (οC)
Οι πρώτες δεν συναντώνται στο έργο της ευρείας παράκαμψης και οι δεύτερες
ελάχιστα ως αποθέσεις εσωτερικής λεκάνης κοντά στην Ομβρυά.
Εμφανίζουν μεγάλη ανάπτυξη στο βόρειο τμήμα της περιοχής, όπου είτε
καλύπτουν τις κοίτες των χειμάρρων είτε σχηματίζουν εκτεταμένα ριπίδια, που
αποτελούν το έδαφος θεμελίωσης σημαντικών οικιστικών περιοχών. Επίσης,
απαντούν σαν πλευρικά κορήματα και κώνοι κορημάτων. Το συνολικό πάχος της
ενότητας αυτής κυμαίνεται από λίγα μέχρι δεκάδες μέτρα.
Αποτελούνται από αδρομερή κυρίως υλικά, όπως κροκάλες, χάλικες, ψηφίδες και
λιγότερο άμμους, σε κυμαινόμενα ποσοστά, ασθενώς, μέτρια ή και ισχυρά
συγκολλημένα με ασβεστομαργαϊκό ή ψαμμιτομαργαϊκό υλικό (μέτρια έως ισχυρή
συγκόλληση) ή και αργιλικό υλικό (ασθενής συγκόλληση). Η χαλαρή συγκόλληση
τοπικά είναι και δευτερογενής λόγω αποσάθρωσης. Γενικά πρόκειται για παλαιά,
χερσαία η ποταμοχερσαία, πολυγενή κροκαλοπαγή αναβαθμίδων ή και λατυποπαγή
συγκολλημένα με ροδόχρουν αργιλομαργαϊκό υλικό σε πρανή με ισχυρή κλίση. Τα
κροκαλοπαγή, στην περίπτωση αργιλικής συνδετικής ύλης και ειδικά σε περιοχές με
μικρή κλίση, δίνουν σχετικά παχύ μανδύα αποσάθρωσης από ερυθρή άργιλο και
κροκάλες. Το πάχος τους κυμαίνεται από μερικές δεκάδες μέχρι 100 μέτρα και
χαρακτηρίζονται από χαμηλή έως υψηλή υδροπερατότητα (Κ = 10-2 - 10-5 cm/sec).
Πρόκειται για ημισυνεκτικά έως χαλαρά κροκαλοπαγή που κατά θέσεις μόνο
εμφανίζουν ισχυρή συγκόλληση, αργιλομαργαϊκά υλικά και βραχώδη θραύσματα με
κόκκινο πηλό σαν συνδετικό υλικό (λατυποπαγή). Είναι ετερογενείς σχηματισμοί με
συχνές εναλλαγές και πλευρικές εξελίξεις των επί μέρους φάσεων, καθώς και ισχυρή
κύμανση της συνεκτικότητας, είτε λόγω πρωτογενών διαφορών στο βαθμό
συγκόλλησης είτε λόγω δευτερογενών επιδράσεων. Το πάχος τους κυμαίνεται από
λίγα μέτρα μέχρι δεκάδες μέτρων και παρουσιάζουν συνήθως μέτρια έως μικρή
υδροπερατότητα. Η ετερογένεια και ο ποικίλος βαθμός συγκόλλησης επιφέρουν
ισχυρή ανισοτροπία στη μηχανική συμπεριφορά του σχηματισμού, που πάντως στις
περιοχές με ήπιες κλίσεις δεν εμφανίζει ιδιαίτερα προβλήματα. Μόνο σε πρανή είναι
δυνατόν να σημειωθούν αποκολλήσεις-καταπτώσεις, κυρίως λόγω υποσκαφών.
Αμμοϊλυώδεις –
Αργιλόμαργες Μάργες
ψαμμιτικοί ορίζοντες
Άργιλος 21-65 % 3-33 % 4-19 %
Ιλύς 34-76 % 53-82 % 6-68 %
Άμμος 1-15 % 1-44 % 19-89 %
- Το εύρος των τιμών που καταγράφηκαν για το ειδικό βάρος, τη φυσική υγρασία,
το υγρό και ξηρό φαινόμενο βάρος και το πορώδες για τα ιζήματα αυτά
παρουσιάζεται στον Πίνακα 5.2.
• Οι μειωμένες τιμές του ειδικού βάρους των μαργών και των αμμοϊλυωδών –
ψαμμιτικών οριζόντων σε σχέση με τις αργιλόμαργες οφείλονται είτε στον
αυξημένο βαθμό συσσωμάτωσης των αργιλικών σωματιδίων, είτε στην
παρουσία κόκκων ασβεστίτη με χαμηλή ή καθόλου κρυσταλλικότητα.
φανερώνει τη σχέση του ποσοστού συμμετοχής και της διάταξης των κόκκων των
συμπληρωματικών ορυκτών με το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών.
- Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης προκύπτει ότι η συνοχή έχει ένα μέσο εύρος
διακύμανσης από 30 έως 110 KPa και δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές
ανάμεσα στις τρεις ενότητες. Η γωνία τριβής αντίθετα παρουσιάζει μία
προοδευτική αύξηση από τις αργιλόμαργες (23˚-42˚) προς τις μάργες (29˚-46˚)
και τέλος προς τους αμμώδεις – ψαμμιτικούς ορίζοντες (33˚-58˚). Αντίθετα, από
τις δοκιμές τριαξονικής φόρτισης προκύπτει ότι η συνοχή μειώνεται και η γωνία
τριβής αυξάνεται από τους λεπτομερέστερους αργιλομαργαϊκούς ορίζοντες προς
τους μαργαϊκούς και από αυτούς προς τους αδρομερέστερους αμμοϊλυώδεις –
ψαμμιτικούς ορίζοντες. Έτσι, αναλυτικότερα για τους αργιλομαργαϊκούς
ορίζοντες το εύρος διακύμανσης των τιμών είναι c=14 – 290 KPa, φ=7-33˚, για
τους μαργαϊκούς c=65 - 140 KPa, φ=27-39˚ και για τους αμμοϊλυώδεις –
ψαμμιτικούς ορίζοντες c=20-180 KPa, φ=30-40˚.
Όσον αφορά στις γεωτεχνικές συνθήκες θεμελίωσης της ευρύτερης περιοχής της
πόλης των Πατρών, οι Κούκης κ.α (1994), Koukis et al (2005), διαχωρίζουν τέσσερις
γεωτεχνικές ενότητες, ως εξής:
Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας οι σχηματισμοί των ενοτήτων του γεωλογικού
- τεχνικογεωλογικού χάρτη (Σχήμα 5.1) που ενδιαφέρουν το έργο της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών διαχωρίστηκαν με βάση την υδροπερατότητά τους (k) στις
εξής επιμέρους κατηγορίες (η διαβάθμιση του k σε κατηγορίες από Κούκης-
Σαμπατακάκης, 2002):
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι αλπικοί σχηματισμοί του φλύσχη και των
ραδιολαριτών στα περιθώρια της νεογενούς λεκάνης.
Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις στο έργο,
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα (Pl-c και Pl,f),
και κυρίως τα δεύτερα στα οποία φιλοξενήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους τα
υπόγεια τεχνικά έργα της παράκαμψης. Στα πρώτα, η λιθοστρωματογραφική διάταξη
έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλούσιων υδροφόρων οριζόντων και την
εκδήλωση πηγών επαφής, μέτριας έως υψηλής παροχής. Στα δεύτερα, κυρίως
λεπτομερή, αναμένεται η δημιουργία επάλληλων οριζόντων ή και επικρεμάμενων
οριζόντων υπο πίεση, φακοειδούς μορφής, στις αδρομερείς φάσεις, που τοπικά
δημιούργησαν εισροές στα υπόγεια έργα. Αντίθετα, η αργιλομαργαϊκή φάση αυτών
(τυπικές αργιλόμαργες) θεωρούνται πρακτικά στεγανοί σχηματισμοί.
Πίνακας 5.3. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων και παραμέτρων ταξινόμησης των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα
των εργαστηριακών δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994 από Κατριβέση, 2003).
ΙΙ
7-21
IIγ Ελώδεις-Οργανικές Αλλουβιακές Αποθέσεις 6-35 15-80 0-75 CL & ML & SM 12,1-20,2
& NP
IV Μαργαϊκό Υπόβαθρο (Πλειοπλειστόκαινο) 16-54 42-78 0-33 23-75 6-56 CL & CH & CL-ML 17-33 18,4-21,7
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 85
Πίνακας 5.4. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών μηχανικών παραμέτρων των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών και επί
τόπου δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994 από Κατριβέση, 2003).
0,1-2,9
Ι 25-270 20-80 (κυρίως <50) 0,1-0,3 0,6-1,0 2- >50 (κυρίως <8) 120-290 (κυρίως 150-200)
κυρίως <1
0,2-3,6
IIα 22-440 (κυρίως 100-400) 10-130 (κυρίως >50) κυρίως < 0,15 0,4-0,9 4- >50 (κυρίως>15) 200-700 (κυρίως 200-400)
κυρίως <2
IIIα 25-320 (κυρίως 100-250) 20-250 (κυρίως 25-100) 0,08-0,28 0,57-0,94 8- >50 (κυρίως>15) 2,45-20 κυρίως <5 200-600
Για την καλύτερη παρουσίαση και εύκολη ανάκτηση των στοιχείων θεωρήθηκε
κατ’ αρχήν σκόπιμο να γίνει ψηφιοποίηση του χάρτη της ΓΥΣ, κλίμακας 1:5.000, με
ισοδιάσταση 20m και για έκταση 2,5 Km εκατέρωθεν του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν 5 τοπογραφικά φύλλα
της αντίστοιχης κλίμακας. Η τελική παρουσίαση του χάρτη έγινε σε μικρότερες
κλίμακες, έτσι ώστε να είναι εύκολη η χρήση του, χωρίς όμως να χάνεται η
λεπτομέρεια της μεγαλύτερης κλίμακας (Σχήμα 6.1). Σημειώνεται σχετικά ότι στο
τοπογραφικό αυτό υπόβαθρο αποτυπώθηκε και όλο το έργο, όπου φαίνονται, τα
επιμέρους τμήματα αυτού, ήτοι ανοικτή οδοποιία, σήραγγες, Cut and Cover,
κοιλαδογέφυρες.
Αναλυτικότερα, η ψηφιοποίηση του χάρτη και αποτύπωση του έργου έγινε αρχικά
με σάρωση των χαρτών, εισαγωγή των αρχείων ψηφιακής μορφής που
δημιουργήθηκαν στο λογισμικό Arc View και δημιουργία αρχείων σημειακών
(PATtable), γραμμικών (AATtable), πολυγωνικών (PATtable). Ειδικότερα τα
ψηφιακά δεδομένα τα οποία δημιουργήθηκαν δομούνται σε θεματικά επίπεδα που
αφορούν ισοϋψείς καμπύλες ανά 20μ, υδρογραφικό δίκτυο, κατοικημένες περιοχές
και τον άξονα του έργου. Τα δεδομένα είναι σε συντεταγμένες του Εθνικού
Γεωδαιτικού Συστήματος Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87). Με τον ίδιο τρόπο ψηφιοποιήθηκε
και το έργο της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών, με βάση τα διάφορα τεχνικά έργα
(σήραγγες, γέφυρες, ορύγματα, επιχώματα) από τις οριζοντιογραφίες και τις διατομές
του έργου.
Επίσης σχεδιάστηκαν, με βάση τα τελικά σχέδια οδοποιίας του έργου και δύο
μηκοτομές σε κλίμακα μηκών 1:5.000 και υψών 1:1.000, που αντιστοιχούν στον
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 88
αριστερό και δεξιό κλάδο αυτού και στις οποίες δίνονται υψόμετρα εδάφους και
ερυθράς, η χιλιομέτρηση του όλου έργου, καθώς και των επιμέρους τμημάτων αυτού.
Τέλος, δίνεται όλη η παραπάνω ζώνη σε τρισδιάστατη μορφή από δύο απόψεις,
ΒΑ/κή και ΒΔ/κή, για την καλύτερη εικόνα του γεωμορφολογικού αναγλύφου της
περιοχής, σε σχέση με το έργο της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών που φιλοξενεί
(Σχήματα 6.2, 6.3).
Με την έναρξη της έρευνας αυτής και έπειτα από την εμπειρία που αποκτήθηκε
κατά τη διάρκεια της εκπόνησης των μελετών και υλοποίησης του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών διαπιστώθηκε η ανάγκη διαφοροποίησης των σχηματισμών
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 89
Από γεωλογικής πλευράς η μέχρι τώρα διαφοροποίηση στο γεωλογικό χάρτη του
ΙΓΜΕ (1980), κλίμακας 1:50.000, Φύλλο Πάτρα αναφέρεται στο Τεταρτογενές
(Ολόκαινο και Αδιαίρετο) και το Νεογενές (που ενδιαφέρει και την έρευνα), το οποίο
χαρακτηρίζεται ως Πλειόκαινο και περιλαμβάνει ψαμμίτες εύθρυπτους, ψαμμούχες
αργίλους, αργιλικές μάργες υποκίτρινες έως τεφρές με αραιές ενστρώσεις
κροκαλοπαγών. Η λιθολογική φάση των σχηματισμών δεν είναι σταθερή και οι
εναλλαγές των πιο πάνω υλικών δεν ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Είναι αβαθείς
ή μικρού βάθους θαλάσσιες αποθέσεις με απολιθώματα.
Τέλος, στο φύλλο Χαλανδρίτσα, ΙΓΜΕ (1984), που επίσης ενδιαφέρει την
περιοχή έρευνας, αποδίδεται ως Τριτογενές (Πλειόκαινο), που περιλαμβάνει
θαλάσσιες, υφάλμυρες και λιμναίες αποθέσεις από εναλλασσόμενα στρώματα
μαργών, αργίλων, αδρομερών άμμων, λεπτόκοκκων ψαμμιτών, κροκαλοπαγών
χαλαρής και συχνά ισχυρής συνοχής. Το συνολικό πάχος των Πλειοκαινικών
αποθέσεων είναι μεγαλύτερο των 800m. Στο ΒΔ/κό τμήμα του φύλλου στη θέση
Γηροκομείο και στην έξοδο του χωριού Ρωμανός υπάρχει πανίδα από
Ελασματοβράγχια, Γαστερόποδα, Σκαφόποδα, Κοράλια.
Στο πλαίσιο εκπόνησης της Διδακτορικής διατριβής του Ρόζου (1989) έγινε, όπως
προαναφέρθηκε, η διάκριση των ιζημάτων αυτών σε λεπτομερή και αδρομερή,
περαιτέρω δε για τα λεπτομερή διαχωρίστηκαν οι φάσεις των αργιλόμαργων, μαργών
και αμμοιλύων-ψαμμιτών που αναφέρονται σε ολόκληρο το Νομό και στις τρεις
λεκάνες, Κορινθιακού – Πατραϊκού – Λεοντίου. Επίσης, με τις γεωλογικές και
γεωτεχνικές μελέτες που εκπονήθηκαν για το έργο δεν γίνεται περαιτέρω διάκριση
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 90
Έτσι, η έρευνα εστιάσθηκε κατ’ αρχήν στην ευρύτερη περιοχή του έργου με την
αποτύπωση – χαρτογράφηση στον τοπογραφικό χάρτη της ΓΥΣ, κλίμακας 1:5.000,
όλων των λιθολογικών ενοτήτων που συμμετέχουν στη δομή αυτής. Για την εργασία
αυτή λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία από τη χαρτογράφηση στη διδακτορική
διατριβή Ρόζου (1989), καθώς και χαρτογραφήσεις που έγιναν στο πλαίσιο μελέτης
γεωλογικής καταλληλότητας της περιοχής Καρυάς – Ν. Σουλίου από το Εργαστήριο
Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών. Ειδικότερα όμως λήφθηκαν υπόψη και τα
στοιχεία από τις γεωτρητικές εργασίες (περίπου 170 γεωτρήσεις) που εκτελέσθηκαν
για το έργο σε όλο το μήκος της ζώνης που χαρτογραφήθηκε. Τέλος, το έργο της
χαρτογράφησης διευκόλυνε η ερμηνεία αεροφωτογραφιών που λήφθηκαν από τη
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 91
ΓΥΣ, μεγάλης κλίμακας 1:15.000 και πρόσφατης έκδοσης του 2002 με αποτυπωμένο
το έργο της ευρείας παράκαμψης (Σχήμα 6.4).
Το υπόμνημα του χάρτη έγινε προσπάθεια να είναι εκτενές, έτσι ώστε κάθε
επιμέρους ενότητα να περιγράφεται με λεπτομέρεια όσον αφορά στη λιθολογική
σύσταση, την προέλευση των υλικών, τις εναλλαγές των διαφόρων φάσεων κατά την
κατακόρυφο και οριζόντια έννοια, το βαθμό διαγένεσης – συνεκτικότητας, τη φύση
του συνδετικού υλικού, το χρώμα, την υδροπερατότητα, καθώς και τη φυσική
κατάσταση σε σχέση με τη διάρρηξη – κερματισμό και την αποσάθρωση.
Θεωρήθηκε μάλιστα σκόπιμο για μερικές από τις ενότητες αυτές που ενδιαφέρουν
άμεσα γιατί φιλοξενούν τα κύρια τεχνικά έργα και μάλιστα τα υπόγεια, να
τεκμηριωθούν και φωτογραφικά (Φωτογραφίες 6.1 έως 6.19).
Φωτογραφία 6.2. Οι ίδιοι σχηματισμοί όπως και στη φωτογραφία 6.1, κοντά στην έξοδο της σήραγγας
του Γηροκομείου. Το αδρομερές κλάσμα είναι συγκριτικά μικρότερο σε μεγέθη και ποσοστό, ενώ
αυξημένο παρουσιάζεται το λεπτομερές καστανέρυθρο συνδετικό υλικό, που με την ομοιομερή κατανομή
του προσδίδει ευστάθεια στο σχηματισμό.
Φωτογραφία 6.3. Νότιο τμήμα της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο πρανές τα
Διλλουβιακά κροκαλοπαγή καλύπτουν ασύμφωνα την υποκείμενη φάση της Ανώτερης Γεωτεχνικής
Ενότητας -11.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 94
Φωτογραφία 6.4. Νότιο μέτωπο σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου (Σ1). Οι σχηματισμοί της ενότητας
10 από επάλληλες στρώσεις ψηφιδοκροκαλοπαγούς και λεπτομερών αργιλομαργαϊκών οριζόντων. Η
ευστάθεια του πρανούς και η διάνοιξη της σήραγγας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Φωτογραφία 6.5. Στρωματογραφική στήλη της ενότητας 10 στην έξοδο της σήραγγας ΣΓ.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 95
Φωτογραφία 6.6. Βόρειο μέτωπο εισόδου σήραγγας ΣΓ. Η συχνή εναλλαγή αδρομερών και
λεπτομερών οριζόντων της ενότητας 10 εξασφαλίζει την ευστάθεια του μετώπου.
Φωτογραφία 6.7. Γενική άποψη της περιοχής των νεογενών ιζημάτων ανάντη της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών. Επικρατεί η Ανώτερη γεωτεχνική ενότητα-11 των λεπτομερών φάσεων, που
αποκτά στη ζώνη αυτή μεγαλύτερο πάχος από αυτό που καταγράφηκε κατά μήκος του άξονα. Έντονο
διαγράφεται το υδρογραφικό δίκτυο, ενώ δεν λείπουν τα κατολισθητικά φαινόμενα στα πρανή, τα οποία
εξελίσσονται σε ορισμένες περιοχές σε κατολισθαίνουσες ζώνες, όπου η Κατώτερη ενότητα είναι σε
μικρότερο βάθος, όπως π.χ. κατά μήκος των χαραδρώσεων. Στην κορυφή του λόφου φαίνονται κατά
θέσεις τα κόκκινα Διλλουβιακά κροκαλοπαγή – ενότητα 8. Στο βάθος της φωτογραφίας προβάλει το
αλπικό υπόβαθρο της ζώνης Πίνδου από τους σχηματισμούς των ασβεστολίθων, σχιστοκερατολίθων και
φλύσχη.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 96
Φωτογραφία 6.8. Οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας– 11 χρειάζονται προστασία κατά τη διάνοιξη
και ιδιαίτερα στις ζώνες της εισόδου και εξόδου των υπόγειων τεχνικών έργων. Στην προκειμένη
περίπτωση φαίνεται στο μέτωπο η ομπρέλα των δοκών προπορείας.
Φωτογραφία 6.9. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11, όπου είναι διακριτή η παρουσία
αδρομερών στοιχείων από ψηφίδες και κροκάλες στους κατώτερους πλέον λεπτομερείς ορίζοντες, ενώ
στρωματογραφικά υψηλότερα επικρατούν πλέον αδρομερείς ορίζοντες κροκαλοπαγούς, που
αποσφηνώνονται πλευρικά και είναι λιγότερο ευαποσάθρωτοι.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 97
Φωτογραφία 6.10. Η λεπτομερής φάση της Ανώτερης ενότητας – 11 (Γέφυρα Γ9), χωρίς έντονη
στρωσιγένεια και μειωμένη συνεκτικότητα. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι κροκαλοπαγείς ορίζοντες
νεογενών ιζημάτων (ενότητα 9).
Φωτογραφία 6.11. Η παραπάνω ενότητα στην ίδια περιοχή, όπου όμως ο σχηματισμός είναι υγιής και
πλέον συνεκτικός, με διακριτή οριζόντια στρώση στο κεντρικό τμήμα, η οποία όμως γρήγορα αλλάζει
λόγω ρήγματος.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 98
Φωτογραφία 6.12. Κατάντη δεξιό πρανές στο τέλος της γέφυρας Γ5. Διατηρείται σχεδόν κατακόρυφο
και χωρίς έντονη διάβρωση λόγω των συχνών οριζόντων κροκαλοπαγούς στους σχηματισμούς της
Ανώτερης ενότητας – 11.
Φωτογραφία 6.13. Σήραγγα ΣΑ, νότιο μέτωπο. Η φωτογραφία λήφθηκε από τη ΣΒ. Στη συνέχεια
προς βορρά φαίνεται η έξοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Μποζαΐτικων (Αγ. Βαρβάρα), που
αναφέρθηκε προηγούμενα (Φωτ. 3.2). Ολόκληρο το πρανές των σηράγγων ΣΑ έχει επενδυθεί με
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, δεδομένου ότι ο σχηματισμός από το μέσον περίπου των έργων και σε όλο το
ύψος του πρανούς κατατάσσεται στην Ανώτερη ενότητα και είναι ως εκ τούτου υδροπερατός,
ευαποσάθρωτος και ευκολοδιάβρωτος. Βέβαια, η επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα είναι
ανεπιτυχής, λόγω της λιθολογικής σύστασης του σχηματισμού (λεπτομερής φάση).
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 99
Φωτογραφία 6.14. Πρανές μετά την έξοδο της σήραγγας ΣΑ – δεξιός κλάδος. Συνίσταται από τους
σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας – λεπτομερείς κυρίως φάσεις ανοικτότεφρου χρώματος. Στο
ανώτερο τμήμα η ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης είναι μεγάλου πάχους.
Φωτογραφία 6.15. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11. Οι λεπτομερείς φάσεις διακόπτονται από
συχνές ενστρώσεις κροκαλοπαγούς, που γρήγορα αποσφηνώνονται πλευρικά.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 100
Φωτογραφία 6.16 . Πρανές κοντά στην είσοδο του δεξιού κλάδου της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2).
Σχηματισμός της Κατώτερης ενότητας - 12, τεφροκύανου-τεφροκάστανου χρώματος και έντονης
στρωσιγένειας – φυλλώδους δομής. Με τη διαβροχή και ξήρανση ο σχηματισμός εύκολα αποσαθρώνεται
και ρωγματώνεται και προοδευτικά η δομή του καταρρέει. Ο σχηματισμός υψηλότερα μεταβαίνει στους
ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας – 11.
Φωτογραφία 6.17. Ο ίδιος όπως παραπάνω σχηματισμός επιφανειακά αποσαθρωμένος, όπου είναι
έντονη η παρουσία απολιθωμάτων.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 101
Φωτογραφία 6.18. Διακρίνονται οι αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας - 12 στη βάση
του πρανούς και κοντά στο Cut & Cover. Έντονη είναι η στρωσιγένεια του πετρώματος με οριζόντια
σχεδόν στρώση, αλλά και ο ισχυρός κερματισμός αυτού από το δίκτυο των διαρρήξεων που τέμνουν
σχεδόν εγκάρσια τη στρώση. Ο συνδυασμός των ασυνεχειών αυτών καθώς και άλλων επιπέδων τα οποία
δεν είναι ορατά, συμβάλλουν στη χαλάρωση της βραχόμαζας και την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας
με την κατασκευή υπόγειων έργων και ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνη, όπου το πάχος των
υπερκειμένων είναι ιδιαίτερα μικρό.
Φωτογραφία 6.19. Σήραγγα Γηροκομείου, κοντά στη βόρεια είσοδο, αριστερός κλάδος. Επικρατούν σε
όλη τη διατομή οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας - 12, από πολύ στιφρές μελανότεφρες αργιλικές
μάργες με οριζόντια σχεδόν στρώση και χωρίς ίχνη διάρρηξης. Η ευστάθεια του μετώπου είναι δεδομένη.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 103
προσεκτική εξέταση σε κάθε μία από τις τομές των γεωτρήσεων έγινε προσπάθεια
διαχωρισμού των ενοτήτων για να διαπιστωθεί εάν πράγματι αποτελούν διακριτές
ενότητες ή εάν πρόκειται για ενιαίο σχηματισμό με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις.
Ένα δείγμα από την επίπονη πράγματι αυτή προσπάθεια δίνεται σε μερικά από τα
μητρώα των γεωτρήσεων, τα οποία είχαν συνταχθεί ενιαία, ήτοι δίνοντας μια
περιγραφή και στη συνέχεια το γεωτεχνικό χαρακτηρισμό της στρώσης –
προχώρησης που εξετάσθηκε, με βάση τα δεδομένα της ταξινόμησης από
εργαστηριακές δοκιμές (Σχήματα 7.1, 7.2, 7.3). Για την επίτευξη του στόχου αυτού
καθοδηγητικό στοιχείο αποτέλεσαν και οι παρατηρήσεις – χαρακτηριστικά κατά τη
χαρτογράφηση των ενοτήτων αυτών στο ύπαιθρο, π.χ. όσον αφορά στο χρώμα, τη
σύσταση, τη συνεκτικότητα, τα οποία βέβαια συγκρίνονταν με αυτά από τις
περιγραφές, τις επιτόπου δοκιμές (SPT), καθώς και τις εργαστηριακές αναλύσεις
(κοκκομετρική διαβάθμιση και όρια Atterberg). Έτσι, για κάθε προχώρηση στις
γεωτρήσεις δίνεται μέσα σε κύκλο και η αντίστοιχη γεωτεχνική ενότητα με βάση τον
Τεχνικογεωλογικό –Γεωτεχνικό χάρτη, π.χ. 3,10, 11, 11α, 12 κ.λ.π. (Σχήματα 7.1, 7.2,
7.3).
Με βάση την κατ’ αρχήν αξιολόγηση όλων αυτών των στοιχείων διαπιστώθηκαν
τα εξής:
- Σε όλες τις γεωτρήσεις ήταν δυνατή η διάκριση των επιμέρους ενοτήτων. Σε
ορισμένες μάλιστα από αυτές τα όρια δεν είναι απολύτως σαφή, προφανώς
λόγω της παρουσίας μιας ενδιάμεσης Μεταβατικής ζώνης μικρού πάντοτε
πάχους, από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα.
- Υπήρξε απόλυτη ταύτιση της επιφανειακής αποτύπωσης των ενοτήτων με τα
στοιχεία που έδωσαν οι γεωτρήσεις και την ερμηνεία που δόθηκε σχετικά με
την παρουσία και διαχωρισμό των ενοτήτων αυτών.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 105
Σχήμα 7.1
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 106
Σχήμα 7.2
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 107
Σχήμα 7.3
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 108
Σχήμα 7.4 Τμήμα της οριζοντιογραφίας του έργου της Ε.Π.Π στην οποία έχουν αποτυπωθεί
όλες οι γεωτρήσεις που έχουν εκτελεστεί.
7.4. Συμπεράσματα
σχηματισμοί αυτοί διαβρέχονται συνεχώς και σε βάθος από τα νερά της υπερκείμενης
ενότητας στις θέσεις που διατέμνονται από ρήγματα.
Φωτογραφία 7.1. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Στη βάση του πρανούς η Κατώτερη ενότητα – 12 με
στρώση και έντονη διάρρηξη, που εξελίσσεται σε αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης
ενότητας.
Φωτογραφία 7.2. Θέση θεμελίωσης βάθρων γέφυρας επί πασσάλων. Το πρανές συνιστούν οι
συνεκτικοί και με έντονη στρώση ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας, που στο αριστερό της φωτ.
εξελίσσονται μέσω της Μεταβατικής σειράς προς την Ανώτερη ενότητα. Η ευστάθεια του πρανούς λόγω
της φύσης των σχηματισμών και γεωμετρίας στρωμάτων προς τον άξονα είναι δεδομένη.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 112
Φωτογραφία 7.3. Όπως και στη Φωτογραφία 7.2. φαίνονται οι επιμέρους ορίζοντες των δύο
ενοτήτων.
Φωτογραφία 7.4. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος, κοντά στο νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής
η παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών κιτρινοκάστανων ενστρώσεων σε εναλλαγές με τις μελανότεφρες
αργιλικές μάργες.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 113
Φωτογραφία 7.5. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Μεγάλου ύψους πρανές λόγω του ορύγματος, όπου
διακρίνονται οι δύο Γεωτεχνικές ενότητες, Ανώτερη και Κατώτερη. Η ευστάθεια του πρανούς γίνεται
προσπάθεια να εξασφαλιστεί μέσω καννάβου αγκυρώσεων.
Φωτογραφία 7.6. Σήραγγα ΣΒ, αριστερός κλάδος, νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η αποτύπωση των δύο
ενοτήτων, Ανώτερης και Κατώτερης, λόγω χρώματος και δομής. Η συνέχειά τους διακόπτεται από
ρήγματα, που αλλάζουν σημαντικά και την κλίση των στρωμάτων.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 114
Φωτογραφία 7.7. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η διαμόρφωση του αριστερού απότομου πρανούς στο
νότιο μέτωπο του υπόγειου έργου Μποζαϊτικα ¨Αγία Βαρβάρα¨ και στον αριστερό κλάδου αυτού, για τη
δημιουργία του Cut & Cover και τη διάνοιξη της σήραγγας. Χαρακτηριστική είναι στην περίπτωση αυτή η
συχνή εναλλαγή των οριζόντων της αργιλομαργαϊκής και της αμμώδους φάσης, καθώς και η απότομη
διακοπή αυτών λόγω τεκτονικών αιτίων. Στη θέση μάλιστα αυτή φαίνεται ότι έχει διαφοροποιηθεί
σημαντικά και η κλίση των στρωμάτων, που αποκτά κοντά στην είσοδο της σήραγγας πολύ μεγάλες τιμές
ενώ συνήθως είναι οριζόντια. Γενικά στη ζώνη αυτή παρατηρείται ισχυρή καταπόνηση των σχηματισμών,
που σε συνδυασμό με τη γρήγορη εναλλαγή των φάσεων υποβαθμίζουν τις μηχανικές αντοχές της
βραχόμαζας. Σημειώνεται σχετικά ότι στο τμήμα αυτό σημειώθηκε και αστοχία (βλέπε και Φωτογραφία
11.1).
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 115
Φωτογραφία 7.8. Τμήμα του πρανούς στον αριστερό κλάδο του νοτίου μετώπου της σήραγγας
Μποζαΐτικων “Aγ. Βαρβάρα”. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η άτακτη δομή των υλικών
στη βραχόμαζα, με επικράτηση των αργιλομαργαϊκών οριζόντων και ευδιάκριτη σχεδόν οριζόντια
στρώση, οι οποίοι όμως γρήγορα αποσφηνώνονται και μεταβαίνουν σε αμμώδεις ορίζοντες.
Φωτογραφία 7.9α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 116
Φωτογραφία 7.9β
Φωτογραφία 7.9 α & β. Λεπτομέρειες της φωτογραφίας 7.8, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής η άτακτη
δομή, η παρουσία διαρρήξεων-ρηγμάτων και οι αμμώδεις ορίζοντες.
Φωτογραφία 7.10. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος. Μέσα στην Κατώτερη ενότητα
διακρίνονται αμμώδεις ενστρώσεις με μικρό πάχος και γρήγορη πλευρική αποσφήνωση. Στο κάτω μέρος
της φωτογραφίας παρατηρείται μικρής έκτασης αστοχία του μετώπου.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 117
Φωτογραφία 7.11. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο μέτωπο του έργου είναι διακριτή η
επαφή της Κατώτερης ενότητας με τους αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας.
Φωτογραφία 7.12. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος, βόρειο μέτωπο. Λεπτές αμμώδεις
ενστρώσεις μέσα στους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 118
Φωτογραφία 7.13
Φωτογραφία 7.13.α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 119
Φωτογραφία 7.13.β
Φωτογραφία 7.13.γ
Φωτογραφία 7.13 (α,β,γ). Βόρειο μέτωπο σήραγγας ΣΑ, αριστερός κλάδος. Τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα διακρίνονται για τη σχεδόν οριζόντια στρώση τους. Στο αριστερό της εισόδου και στο κατώτερο
ήμιση του έργου επικρατεί η τεφροκύανη Κατώτερη ενότητα που εξελίσσεται σε κυανότεφρη – τεφρόφαιη
Μεταβατική ζώνη και στη συνέχεια στην ανοικτόφαιη Ανώτερη ενότητα (Φωτογραφία 13α). Στο
αριστερό των φωτογραφιών 13 και 13α είναι εμφανής η παρουσία κανονικού ρήγματος, που έχει
ουσιαστικά βυθίσει την προηγούμενη σειρά και επικρατεί στο σύνολό της η Ανώτερη ενότητα. Στο δεξιό
της εισόδου (Φωτογραφία 13β) και στο τμήμα μεταξύ των δύο σηράγγων (Φωτογραφία 13γ) η εικόνα
διαφοροποιείται, με τη μεγαλύτερη παρουσία της Ανώτερης και Μεταβατικής ζώνης, λόγω ύπαρξης
κανονικών ρηγμάτων.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 120
Φωτογραφία 7.14.
Φωτογραφία 7.14 α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 121
Φωτογραφία 7.14β
Φωτογραφία 7.14 (α+β). Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η είσοδος του δεξιού κλάδου στις σήραγγας
ΣΑ, βόρειο μέτωπο. Στις αναφέρθηκε και στην προηγούμενη φωτογραφία τα ιζήματα είναι με διακριτή,
σχεδόν οριζόντια στρώση, πλην στις επικρατούν πλέον οι ανοικτότεφρες έως καστανοκίτρινες φάσεις στις
Ανώτερης ενότητας, με ενδιάμεσες κατά θέσεις ενστρώσεις στο κατώτερο τμήμα από τεφροκύανες
αργιλικές μάργες με γρήγορη πλευρική αποσφήνωση (Φωτογραφία. 7.14α). Αντίθετα, κατά την εκσκαφή
για το ανεστραμένο τόξο αποκαλύφθηκε η υποκείμενη Κατώτερη κυανότεφρη – τεφρόφαιη αργιλική
μάργα (Φωτογραφία. 7.14β).
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 122
8.1 Γενικά
Ο συνολικός αριθμός των ορυκτών που μπορεί να συμμετέχουν στον ιστό των
κλαστικών ιζημάτων και εδαφών είναι μεγάλος, αν και αυτά που συνήθως απαντούν
και αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό είναι λίγα και χωρίζονται στις εξής δύο
κατηγορίες:
- μη αργιλικά ορυκτά: Από μη αργιλικά ορυκτά αποτελούνται τα εδάφη εκείνα
που αντιπροσωπεύουν κυρίως τα χαλίκια, την άμμο και την ιλύ. Τα υλικά
αυτά είναι ανθεκτικά στις διεργασίες αποσάθρωσης, στην τριβή και στην
κρούση. Στα κλαστικά ιζήματα και στα περισσότερα εδάφη τα πιο
διαδεδομένα μη αργιλικά ορυκτά είναι ο χαλαζίας, ο ασβεστίτης, ο δολομίτης,
οι άστριοι και οι μαρμαρυγίες. Τα ανθρακικά ορυκτά βρίσκονται με τη μορφή
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 124
Ασβεστόμαργα
Ασβεστόλιθος
Ασβεστόλιθος
Αργιλόμαργα
Ασβεστιτική
Μαργαϊκός
Μαργαϊκή
Άργιλος
Αργιλική
Άργιλος
Μάργα
Μάργα
Μάργα
0 5 15 25 35 65 75 85 95 10
Ανθρακικό ασβέστιο, %
Οι Ντουνιάς κ.α. (1985) σε μία έρευνα από τρία δείγματα της μάργας του Πειραιά
σχετικά με τη μικροδομή της επισημαίνει μεταξύ των άλλων ότι σε τέτοια
ημιβραχώδη υλικά χονδροί κόκκοι που εκλαμβάνονται ως κόκκοι άμμου δεν είναι
παρά στενά συνδεδεμένοι κόκκοι αργίλου ή συγκολλήσεις κόκκων ιλύος με άργιλο ή
άλλο συγκολλητικό υλικό, όπως π.χ. ασβεστίτη. Επίσης, επισημαίνει την παρουσία
ένστρωσης απολιθωμάτων, που θα μπορούσαν να έχουν κάποια επιρροή στη
συμπιεστότητα σε μεγάλο φορτίο ή, τοπικά, στη διατμητική αντοχή του υλικού.
Οι Καβουνίδης κ.α. (1988) αναφέρονται σε μάργες από διάφορα μέρη της Χώρας,
δίνοντας τα βασικά γεωλογικά και γεωτεχνικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και αυτά
από ορυκτολογικές αναλύσεις, επισημαίνεται δε με βάση εξέταση στο μικροσκόπιο η
παρουσία συσσωματωμάτων αργιλικών ορυκτών, που προσμετρώνται στο κλάσμα
της ιλύος, καθώς και ρωγμών, κλειστών ή ανοικτών, συχνά με ίχνη διάτμησης.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 127
Αργιλικά
Ασβεστίτης Χαλαζίας Άστριοι Ασβεστίτης/αργιλικά
ορυκτά Κύριο είδος
(%) (%) (%) (μ.ο.%)
(%)
Χλωρίτης -
Κόρινθος 75 – 83 8 – 10 3–5 6–7 12,15
μοντμοριλλονίτης
Οι Τσιαμπάος και Χριστούλας (1988) περιγράφουν και ταξινομούν τις μάργες του
Ηρακλείου με βάση την ορυκτολογική τους σύσταση και δομή. Επίσης μελετούν τα
φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά, καθώς και τη συμπεριφορά τους στις
θεμελιώσεις και την ευστάθεια των πρανών. Ειδικότερα όσον αφορά στην
ορυκτολογική τους σύσταση και οι δύο ομάδες στις οποίες διαχωρίστηκαν οι μάργες
(λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες και τεφρές – τεφροκύανες) περιέχουν τα ίδια
ορυκτά σε διαφορετικά όμως ποσοστά, ενώ τα αργιλικά ορυκτά είναι γενικά ο
μοντμοριλλονίτης (μέχρι 25%), ο ιλλίτης (10-15%) και χλωρίτης (<13%). Στα μη
αργιλικά ορυκτά περιλαμβάνονται κυρίως ο ασβεστίτης (16-82%) και ο χαλαζίας (15-
25%), καθώς και μικρό ποσοστό πλαγιόκλαστων και μαρμαρυγία.
Αναλυτικότερα :
- Το ποσοστό του χαλαζία είναι υψηλό και για τις δύο ομάδες και κυμαίνεται από
15% έως 26%, ενώ ο λόγος του ποσοστού χαλαζία προς το ποσοστό ανθρακικού
ασβεστίου είναι μεγαλύτερος στις τεφρές-τεφροκύανες μάργες. Το ποσοστό των
αργιλικών ορυκτών παρουσίασε μείωση με την αντίστοιχη αύξηση του
ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου με τη σταδιακή μετάβαση από τις
κυανότεφρες στις τεφρές, καστανοκίτρινες, λευκοκίτρινες και τέλος στις
υπόλευκες μάργες. Ο χρωματικός διαχωρισμός των μαργών των δύο ομάδων
φάνηκε να έχει άμεση σχέση με τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των
μαργών Ηρακλείου.
Πίνακας 8.5. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων λιθολογικών
ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Απώλεια
SiO2 Al2O3 Fe2O3 K2O
CaO (%) MgO (%) Na2O (%) πυρώσεως και
(%) (%) (%) (%)
υγρασίας (%)
Μάργες 4,7- 0,9-10,3 0,6-5 5,6-50,8 0,32-2,4 0,17-1,8 0,05-1,83 8,88-41,92
64,2
Αργιλομάργες 28,2-35 6,1-6,3 3,2 26,7-30,2 1,67-1,96 0,55-0,8 0,25-0,34 25,2-29,4
Άμμοι- 40-68,7 5,5-11,3 3-5,2 1,3-24 1,21-2,85 0,9-1,61 0,3-1,94 8,57-22,5
Ψαμμίτες
Πίνακας 8.6. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Απώλεια
Al2O3 Fe2O3 K2O
SiO2 (%) CaO (%) MgO (%) Na2O (%) πυρώσεως και
(%) (%) (%)
υγρασίας (%)
Δ-37 64,2 10,0 5,0 5,6 1,84 1,64 1,83 8,88
Δ-39 57,5 9,5 3,9 10,7 2,29 1,59 1,51 11,74
Δ-44 68,7 11,3 5,2 1,3 1,21 1,48 0,96 8,57
Πίνακας 8.7. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Απώλεια πυρώσεως
Ιλλίτης Χλωρίτης Καολινίτης Χαλαζίας Πλαγιόκλαστα
και διαφ. oξείδια (π.χ.
(%) (%) (%) (%) (%)
CaO, Fe2O3) %
Δ-37 13,89 4,77 3,52 44,0 10,74 23.08
Δ-39 13,47 5,93 0,68 40,27 8,86 30.79
Δ-44 12,54 3,13 4,28 54,37 5,64 20.04
- Εκτός από τα αργιλικά ορυκτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δομή των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων συμμετέχουν επίσης ο χαλαζίας, ο ασβεστίτης,
τα πλαγιόκλαστα και ο δολομίτης, ως συμπληρωματικά ορυκτά. Από αυτά ο
χαλαζίας και ο ασβεστίτης αποτελούν τα κύρια συμπληρωματικά ορυκτά, ενώ τα
πλαγιόκλαστα και ο δολομίτης εμφανίζονται σε μικρότερο ποσοστό. Ο δολομίτης
γενικά διαμορφώνει πολύ μικρά μέγιστα και παρουσιάζεται σπανιότερα,
αντικατοπτρίζοντας τη μικρή συμμετοχή ή απουσία των δολομιτικών πετρωμάτων
στις περιοχές τροφοδοσίας των λεκανών ιζηματογένεσης, σε σχέση με τα
ανθρακικά πετρώματα. Η παρουσία των πλαγιοκλάστων (ισόμορφες παραμίξεις
αλβίτη και ανορθίτη) είναι συχνότερη, αφού όπως είναι γνωστό, είναι από τα πιο
κοινά ορυκτά που συμμετέχουν στη δομή των πετρωμάτων.
τις μεγαλύτερες τιμές στις αργιλόμαργες και ορισμένες μαργαϊκές αργίλους, ενώ αυτό
του CaCO3 (ασβεστίτη) από 8,23% έως 33,5%, με τη μεγαλύτερη τιμή σε δείγμα
αμμούχας μάργας και ο λόγος CaCO3 προς αργιλικά ορυκτά από 0,22 έως 2,44. Τέλος
οι χαλαζίες και οι άστριοι κυμαίνονται από 40,5% έως 80,4%. Από τα αργιλικά
ορυκτά για τα ίδια δείγματα ο ιλλίτης είναι το αργιλικό ορυκτό που επικρατεί (2,6% -
17,2%), ο σμεκτίτης (0 – 7,1%), ο καολινίτης (0,9 – 5,8%), ο χλωρίτης (0 – 6,4%) και
το ορυκτό με αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη – σμεκτίτη (0 – 9,2%). Όπου απουσιάζει
ο σμεκτίτης ως μεμονωμένο αργιλικό ορυκτό εμφανίζεται το ορυκτό με
αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη – σμεκτίτη.
Όσον αφορά στα αργιλικά ορυκτά στο ολικό δείγμα η κύμανση για τους δύο
Νομούς έχει ως εξής (Πίνακας 8.8), (Χριστοδουλοπούλου, 2000):
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 134
Όσον αφορά στη δομή (μικροδομή) για τα ιζήματα αυτά σύμφωνα με την
Χριστοδουλοπούλου (2000) χαρακτηρίζονται από μικροδομές μικτού τύπου με
ποικιλία δομικών δεσμών, που εξαρτάται από την ορυκτολογική σύσταση,
κοκκομετρική διαβάθμιση και το περιβάλλον απόθεσης, γενικά δε τα υλικά
βρίσκονται στο στάδιο της μέσης ή ύστερης διαγένεσης. Για τα ιζήματα ειδικότερα
της λεκάνης του Πατραϊκού, που ενδιαφέρει και την παρούσα έρευνα, οι δομικοί
δεσμοί δεν είναι αρκετά ισχυροί στην επίδραση του νερού και την άσκηση της τάσης,
με συνέπεια οι σχηματισμοί να είναι ευκολοδιάβρωτοι και πλέον επιρρεπείς σε
κατολισθητικές κινήσεις, σε σχέση με τα ιζήματα της Κορινθίας. Προς την
κατεύθυνση μάλιστα αυτή ο Ρόζος (1989) προσδιόρισε ότι οι μάργες αυτές του Ν.
Αχαΐας είναι πολύ χαμηλής έως μέτριας ανθεκτικότητας (μέτριας μόνον οι στιφρές
μάργες) με βάση το δείκτη Id2.
Δείγμα Δ3
Το δείγμα Δ3, το οποίο είναι και το περισσότερο συνεκτικό και αδρόκοκκο από
τα τρία δείγματα από πλευράς μεγέθους συμπληρωματικών ορυκτών, αποτελείται
κατά κύριο λόγο από ασβεστίτη, αργιλικά, χαλαζία και σε μικρότερες
περιεκτικότητες από χλωρίτη, μαρμαρυγίες (μοσχοβίτης – σερικίτης και ελάχιστος
βιοτίτης), αλβίτη και θραύσματα μαγματικού πετρώματος (Φωτογραφία 8.1).
Δείγμα Δ1
Δείγμα Δ6
Δείγμα Δ3
Δείγμα Δ1
Η ορυκτολογική ανάλυση του δείγματος έδειξε ότι πρόκειται για ένα αμμώδες
υλικό, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σε συνδυασμό με την κοκκομετρική
ανάλυση, ως ιλυοαργιλώδης (ή πολύμεικτη) άμμος. Το δείγμα αυτό ως μη
αργιλομαργαϊκό δεν κατατάσσεται σύμφωνα με τον Πίνακα 8.1, ενώ με βάση τα
στοιχεία της νεότερης θεώρησης του Κεφ. 7 ανήκει στην Ανώτερη Γεωτεχνική
ενότητα.
Δείγμα Δ6
Με τον όρο ανθρακικά άλατα νοούνται τα ανθρακικά ορυκτά του εδάφους και
μάλιστα αυτά του ασβεστίου (ασβεστίτης- CaCO3), μαγνησίου (μαγνησίτης- MgCO3)
και του ισομοριακού μίγματος αυτών Ca Mg(CO3)2 (δολομίτης). Τα ανθρακικά άλατα
επηρεάζουν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των κολλοειδών ορυκτών και μάλιστα
των αργιλικών.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 141
- Με βάση την υφή τους (κοκκομετρική διαβάθμιση) καθώς επίσης και τα όρια
Atterberg, οι σχηματισμοί μπορούν να καταταχθούν στις παρακάτω κατηγορίες
(Πίνακας 8.12)
Πίνακας 8.12. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων καθώς και του
ανθρακικού ασβεστίου των σχηματισμών, με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
δοκιμών.
Άμμος Ιλύς
Άργιλος % LL PL PI CaCO3 %
% %
CH 4-6 57-72 22-37 51-59 26-28 24-31 21-38
- Από τα παραπάνω στοιχεία των Πινάκων 8.10, 8.11 και 8.12 γίνεται φανερό ότι
υπάρχει συσχέτιση του περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με την
περιεκτικότητα σε άργιλο αφενός αλλά και με αυτή σε άμμο αφ’ ετέρου.
Παρατηρείται δηλαδή ότι το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου μειώνεται όσο
μεταβαίνουμε από τη μάργα - αργιλική μάργα (CH, CL) προς πλέον
αμμοϊλυώδεις και αμμώδεις ορίζοντες (CL-ML, ML) και αναμένεται ακόμη
περισσότερο μειωμένο στους αμμώδεις ορίζοντες SC, SM.
Έτσι φαίνεται ότι στα δείγματα εκείνα, όπου τα ποσοστά της αργίλου
κυμαίνονται -σε σύγκριση πάντα με το σύνολο των δειγμάτων- σε αρκετά
υψηλά επίπεδα (από 19 έως 37 %), ενώ παράλληλα τα ποσοστά της άμμου δεν
υπερβαίνουν το 7% (κατηγορία μαργών, αργιλκών μαργών, αργιλόμαργων), το
περιεχόμενο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου είναι σχετικά υψηλό και μπορεί να
κυμαίνεται από 20 έως και 38%. Αντίθετα, όσο αυξάνεται το περιεχόμενο
ποσοστό σε άμμο (έως και 47%), στα δείγματα δηλαδή που ανήκουν στην
κατηγορία των αμμωδών ιλύων, τα ανθρακικά ορυκτά μειώνονται αισθητά και
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 144
κυμαίνονται έως και 9,7%. Η εικόνα αυτή παρουσιάζεται στη ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, όπου η διάνοιξη του έργου έγινε κυρίως μέσα στα όρια
των στιφρών αργιλικών μαργών (ιζήματα Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας) με
εκατέρωθεν αποκλίσεις (προς μάργες και αργιλόμαργες) και κατά θέσεις
παρουσία αμμωδών ιλύων και άμμων.
Στα υπόλοιπα δείγματα, τα οποία αναφέρονται στο τμήμα του έργου από τη
Χ.Θ.2+278 έως και τη Χ.Θ.2+380 (ιζήματα της Ανώτερης Γεωτεχνικής
ενότητας), παρατηρείται μία κάπως διαφορετική εικόνα. Στις θέσεις αυτές τα
ποσοστά του ανθρακικού ασβεστίου των δειγμάτων που χαρακτηρίζονται
κυρίως ως μαργαϊκές άργιλοι με αποκλίσεις προς αργιλόμαργες κυμαίνονται σε
μικρότερα επίπεδα (6,5 έως 21,5%). Στην περίπτωση δε των αμμωδών ιλύων
αναμένεται μικρό ποσοστό CaCO3, ενώ στους αμμώδεις ορίζοντες, όπου το
ποσοστό της άμμου φτάνει μέχρι και 93% (με αντίστοιχα ποσοστά αργίλου από
1 έως 5%), το ποσοστό των ανθρακικών ορυκτών είναι ακόμη μικρότερο.
8.4.2 Β’ Φάση ερευνών στους σχηματισμούς της περιοχής ολόκληρου του έργου
(Κ1 – Κ4), με βάση τη θεώρηση της Ανώτερης και Κατώτερης
Γεωτεχνικής ενότητας.
Έτσι μελετήθηκαν επτά (7) συνολικά δείγματα, τρία (3) από την Ανώτερη
ενότητα (δείγματα Δ17, Δ24, Δ27) και τέσσερα (4) από την Κατώτερη ενότητα
(δείγματα Δ121, Δ125, Δ130, Δ134). Ειδικότερα, στα δείγματα αυτά
πραγματοποιήθηκε πετρογραφικός και ορυκτολογικός προσδιορισμός στο
Εργαστήριο Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας του ΙΓΜΕ: α) με οπτική μέθοδο κάτω
από πολωτικό και στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, ενώ σε δύο από αυτά (Δ17, Δ24)
έγινε φωτογράφιση με βιντεοκάμερα στο στερεοσκοπικό μικροσκόπιο. Επειδή όμως
για λόγους τεχνικούς δεν έγινε δυνατή η φωτογράφηση όλων των δειγμάτων η
εργασία αυτή επαναλήφθηκε στο Εργαστήριο Έρευνας Ορυκτών και Πετρωμάτων
του Παν/μίου Πατρών για όλα τα δείγματα, όπου έγινε και ο σχετικός σχολιασμός
που αναφέρεται στην επεξήγηση κάθε φωτογραφίας και β) με τη μέθοδο της
περιθλασιμετρίας των ακτίνων Χ (XRD) – τα ακτινογραφήματα δίνονται στο
Παράρτημα Β.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 146
Φωτογραφία 8.4. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας και ζιρκόνιο σε ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 147
Φωτογραφία 8.8. Δείγμα Δ24. Ψαμμίτης στρώση παράλληλα στο μήκος της φωτό (Nicols+,
μήκος 2mm)
Μακροσκοπικά το δείγμα αυτό είναι όπως και το δείγμα Δ17, διαφέρει όμως ως
προς το χρώμα, το οποίο είναι ανοικτό τεφρό. Μικροσκοπικά παρουσιάζει μικρές
διαφορές με το παραπάνω δείγμα ως εξής:
Η κύρια μάζα του (70% περίπου) είναι μικριτική, όπως και στο δείγμα Δ17, αλλά
οι κλαστικοί γωνιώδεις χαλαζίες και ασβεστίτες έχουν ελαφρά μεγαλύτερο μέγεθος,
ήτοι λεπτής άμμου (40-100μ). Επίσης, η συμμετοχή του ασβεστίτη είναι μεγαλύτερη
(36%), ενώ τοπικά παρατηρούνται συγκεντρώσεις ασβεστιτικές με ταινιώδη
ανάπτυξη και προσανατολισμός των φυλλαρίων σερικίτη. Οι εμποτισμοί σιδήρου
είναι πλέον ελάχιστοι, ενώ αντίθετα παρατηρείται λίγο οργανικό υλικό, το οποίο
προσδίδει τις τεφρές αποχρώσεις μακροσκοπικά. (Φωτογραφία 8.13). Ορυκτολογικά,
τα κύρια ορυκτά είναι ασβεστίτης, χαλαζίας και καολινίτης, ενώ σαν δευτερεύοντα
συμμετέχουν ιλλίτης, μοντμοριλλονίτης (10,8%), αλβίτης και χλωρίτης. Το σύνολο
των αργιλικών ορυκτών είναι 42%.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 152
Φωτογραφία 8.14. Δείγμα Δ125. Μικριτικό υλικό με λίγο πυριτικό. Αδιαφανές στο αριστερό
τμήμα της εικόνας. (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 154
Παρουσιάζεται όμοιο με τα δείγματα Δ24 και Δ27 με διαφορά στη συμμετοχή του
ιλυολιθικού (ασβεστιτικού) υλικού, το οποίο δημιουργεί εναλλασσόμενες στρώσεις
με τις μικροψαμμιτικές, οι οποίες επικρατούν. (Φωτογραφία 8.18).
Φωτογραφία 8.18. Δείγμα Δ134. Μεταβατική ζώνη από ιλυολιθικό τμήμα μικριτικής κυρίως
σύστασης σε ψαμμίτη (Nicols+, μήκος 2mm)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 148
Φωτογραφία 8.7. Δείγμα Δ17. Εμποτισμός από αιματίτη (Nicols+, μήκος 250μ).
Τέλος, για τα δείγματα αυτά δίνονται και τα στοιχεία από τις δοκιμές
εδαφομηχανικής στον Πίνακα 8.14.
Δ17 17,73 2,68 21,50 18,26 1,76 73,13 25,11 32,83 20,95 11,88 648,7 4,74 CL
Δ24 14,76 2,64 20,90 18,21 1,90 83,22 14,88 31,82 20,69 11,13 207,3 23,54 CL
Δ27 10,78 2,63 20,20 18,23 34,22 58,04 7,74 20,09 16,43 3,66 182,6 13,77 ML
Δ121 17,82 2,72 1,89 1,6 1,4 63,46 35,14 33,89 15,87 18,02 141,6 16,6 CL
Δ125 15,17 2,72 2,11 1,83 1,21 58,55 40,24 32,97 15,43 17,54 106,1 31,2 CL
Δ130 14,87 2,71 2,22 1,93 1,77 76,78 21,25 28,6 18,77 9,83 182,9 28,45 CL
Δ134 8,58 2,67 2,05 1,89 10,55 71,4 18,05 23,1 17,56 5,54 42,61 22,97 CL-ML
Δείγμα Δ17
Με βάση τις δοκιμές κατάταξης το δείγμα χαρακτηρίζεται ως CL, ενώ από την
ορυκτολογική εξέταση ως μαργαϊκή άργιλος. Σύμφωνα με τη νέα θεώρηση ανήκει
στη Μεταβατική ζώνη, από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα, ενώ με βάση
το ποσοστό CaCO3 χαρακτηρίζεται αργιλόμαργα.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 158
Δείγμα Δ24
Δείγμα Δ27
Δείγμα Δ121
Είναι CL, μαργαϊκή άργιλος από ορυκτολογικής άποψης και περιλαμβάνεται στην
Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Με βάση το περιεχόμενο CaCO3 ανήκει στο όριο
αργιλικών μαργών – μαργών.
Δείγμα Δ125
CL, μαργαϊκή άργιλος, Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Όσον αφορά στο CaCO3
κατατάσσεται στις αργιλικές μάργες.
Δείγμα Δ130
Δείγμα Δ134
- Όλα τα δείγματα είναι συνεκτικά, παρουσιάζουν χαμηλό έως μέτριο πορώδες και
λίγες λεπτές ρωγματώσεις.
- Γενικά τα δείγματα αυτά περιέχουν περισσότερο χαλαζία και αλβίτη από όλα τα
δείγματα που εξετάσθηκαν και λιγότερο ασβεστίτη και αργιλικά ορυκτά (λιγότερο
καολινίτη και μοντμοριλλονίτη).
- Το δείγμα Δ17 της Μεταβατικής ζώνης (από την Κατώτερη προς την Ανώτερη
Γεωτεχνική ενότητα) έχει στοιχεία και από τις δύο ενότητες, ήτοι ανοικτοκίτρινου
έως κιτρινοκάστανου χρώματος, λείο στην υφή και μη εύθρυπτο, με
λεπτοκρυσταλλικό – πηλιτικό ιστό (βλέπε και φωτογραφία 9.1). Παρουσιάζει
υποτυπώδη και ασαφή στρώση, περιέχει απολιθώματα και θραύσματα κελύφων
και δείχνει στοιχεία βιο-αναμόχλευσης. Ο χαλαζίας είναι πλέον σε μικρότερο
ποσοστό σε σχέση με τα προηγούμενα δείγματα, ήτοι 23%, που στην
κοκκομετρική διαβάθμιση αναζητείται στο υψηλό ποσοστό ιλύος (73%), ενώ
αυτό επίσης άμμου είναι μόνο 1,76%. Στην ίδια διαβάθμιση το ποσοστό επίσης
αργίλου είναι αυξημένο, ήτοι 25%, ενώ από την ορυκτολογική σύσταση το
συνολικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι πολύ αυξημένο (51%), δηλαδή ο
λόγος συσσωμάτωσης είναι κατ’ εκτίμηση Ar = 2.0. Επίσης ο ασβεστίτης είναι
αυξημένος (20%). Από τα αργιλικά ορυκτά ο ιλλίτης συμμετέχει με πολύ
αυξημένο ποσοστό (26%) συγκριτικά με όλα τα άλλα δείγματα, ακολουθεί ο
καολινίτης (13%), ο μοντμοριλλονίτης (8%) και ο χλωρίτης (4%).
- Τα δείγματα Δ121, Δ125, Δ130 και Δ135 της Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας
διαφοροποιούνται αισθητά με αυτά της Ανώτερης ενότητας, ενώ και στη σειρά
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 160
αυτή παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που δείχνει ότι στις μάργες -
αργιλικές μάργες - αργιλόμαργες της Κατώτερης ενότητας επικρατούν κατά
θέσεις ενδιάμεσοι τύποι, ιλυολιθικής σύστασης ή με ιλυολιθικές στρώσεις (βλέπε
και φωτογραφία 9.2).
- Έτσι, τα δείγματα Δ121 και Δ125 είναι ανοικτότεφρου χρώματος και συνιστούν
τις τυπικές αργιλικές μάργες, με μειωμένα ποσοστά άμμου (1,4% και 1,2%) και
ιλύος (63,5% και 58,5%) στην κοκκομετρική διαβάθμιση, ενώ τα ποσοστά
αργίλου είναι αυξημένα (35% και 40%). Από τα στοιχεία της ορυκτολογικής
σύστασης ο χαλαζίας είναι σε μικρό επίσης ποσοστό (18% και 22%), ενώ τα
ποσοστά του ασβεστίτη πολύ αυξημένα, ήτοι 35% και 30% αντίστοιχα. Από τα
αργιλικά ορυκτά ο καολινίτης είναι πλέον με το μεγαλύτερο ποσοστό (18% και
14%), ακολουθεί ο ιλλίτης (10% και 15%), στη συνέχεια ο μοντμοριλλονίτης με
τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκριτικά με όλα τα άλλα δείγματα (10,8% και 9,6%)
και τελευταίος ο χλωρίτης (3%). Το συνολικό ποσοστό των αργιλικών είναι και
για τα δύο δείγματα Δ121 και Δ125 42% περίπου, έτσι ο λόγος συσσωμάτωσης
υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση σε 1.20 και 1,05 αντίστοιχα. Διαφέρουν από το
δείγμα Δ17 της Μεταβατικής ζώνης στο λόγο συσσωμάτωσης, το ποσοστό του
ασβεστίτη, τα ποσοστά των αργιλικών ορυκτών, αν και έχουν τον ίδιο ιστό
(κλαστικό) και υφή (συμπαγή).
- Τα δείγματα Δ130 και Δ134 της Κατώτερης επίσης ενότητας διαφέρουν από τις
τυπικές αργιλικές μάργες (Δ121, Δ125) και χαρακτηρίζονται ως αργιλόμαργες,
λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού του ιλυώδους κλάσματος στην κοκκομετρική
διαβάθμιση (77% και 71,5%), του μικρότερου αργιλικού κλάσματος (21% και
18%) και κατ’ επέκτασιν του μεγαλύτερου ποσοστού χαλαζία από την
ορυκτολογική ανάλυση (32% και 31%) και μικρότερο των αργιλικών ορυκτών
(39% και 34%), με λόγο συσσωμάτωσης κατ’ εκτίμηση 1,84 και 1,88 αντίστοιχα.
Ο ασβεστίτης επίσης είναι σε μικρότερα ποσοστά (22,6% και 21,6%). Τα
αργιλικά ορυκτά αντίστοιχα είναι με τη σειρά ιλλίτης, καολινίτης,
μοντμοριλλονίτης και χλωρίτης. Πρόκειται δηλαδή για τους ενδιάμεσους τύπους
που αναφέρθηκαν παραπάνω μέσα στην Κατώτερη σειρά, ήτοι ιλυόλιθοι και με
ιλυολιθικές στρώσεις στην προκειμένη περίπτωση, που σε καμία όμως περίπτωση
δεν αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της αργιλομαργαϊκής σύστασης ενότητας.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 161
- Από την παραπάνω αξιολόγηση προκύπτει ότι μόνο μέσα από το συνδυασμό της
μακροσκοπικής παρατήρησης, μικροσκοπικής εξέτασης, ορυκτολογικής
ανάλυσης και εργαστηριακών δοκιμών είναι δυνατόν να προκύψουν σαφή
κριτήρια για το διαχωρισμό των ιζημάτων αυτών σε επιμέρους ενότητες, που
παρουσιάζουν διαφορετική σύσταση και δομή, κατ’ επέκτασιν δε και μηχανική
συμπεριφορά. Σχετικά με το τελευταίο στον Πίνακα 8.14 φαίνονται και τα
δεδομένα για τα δείγματα αυτά σχετικά με τα όρια Atterberg και τις παραμέτρους
διατμητικής αντοχής, όπου οι συσχετίσεις με βάση τα δεδομένα του Πίνακα 8.13
και τις αξιολογήσεις που έγιναν είναι προφανείς.
9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Στα πλαίσια της εκπόνησης των μελετών και της κατασκευής του έργου της
Ευρείας Παράκαμψης της Πόλης των Πατρών πραγματοποιήθηκε πλήθος επιτόπου
γεωτεχνικών ερευνών και εργαστηριακών δοκιμών. Στόχος των ερευνών αυτών
αποτέλεσε ο προσδιορισμός της συμπεριφοράς των σχηματισμών του υπεδάφους στις
θέσεις κατασκευής των επιμέρους έργων και ο ασφαλής και οικονομικός σχεδιασμός
αυτών. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν στο σύνολό τους, από τα πρώτα στάδια
σχεδιασμού της χάραξης έως και την ολοκλήρωση της κατασκευής του άξονα αυτού,
περισσότερες από 180 δειγματοληπτικές γεωτρήσεις, σε θέσεις που κάλυπταν σε κάθε
περίπτωση την ευρύτερη περιοχή των εκάστοτε υπό μελέτη έργων.
- Το βάθος των γεωτρήσεων αυτών κυμαίνεται, ανάλογα με το υπό μελέτη έργο και
τις απαιτήσεις αυτού, καθώς και τη μορφολογία της περιοχής, από 15m έως και τα
55 m, ενώ σε θέσεις κυρίως σηράγγων έφθαναν και σε βάθος 75m.
- Επίσης, στις γεωτρήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάτρηση και ανά 1,5
έως 3,0m βάθος, δοκιμές τυποποιημένης διεισδύσεως SPT με τη χρήση του
πρότυπου δειγματολήπτη Terzaghi, κατά τις οποίες μετρήθηκε ο αριθμός των
κρούσεων που απαιτήθηκε για τη διείσδυση του πρότυπου δειγματολήπτη κατά
30cm συνολικά, ή, όταν το έδαφος ήταν σκληρό, η διείσδυση σε cm για 50
κρούσεις.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 164
• την περιγραφή της δομής των σχηματισμών αυτών και την κατάταξή τους σε
επιμέρους λιθολογικές ενότητες και
Πίνακας 9.1 Θέση και άλλα στοιχεία γεωτρήσεων στα επί μέρους έργα
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 166
9.2.1. Στόχος των ερευνών, τρόπος και θέσεις δειγματοληψίας, είδος και
αριθμός εργαστηριακών δοκιμών.
Η δειγματοληψία έγινε σε φυσικά και τεχνητά πρανή της περιοχής του έργου,
αλλά και της ευρύτερης περιοχής μελέτης, σε θέσεις που επιλέχθησαν ως
αντιπροσωπευτικές της “Aνώτερης” και της “Kατώτερης” ενότητας. Από τις θέσεις
αυτές αφαιρέθηκαν δείγματα χωρίς εμφανείς ρωγματώσεις ή διαρρήξεις, με τη μορφή
ορθογώνιων τεμαχίων μεγάλων διαστάσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η κατά το
δυνατόν ελάχιστη διατάραξη αυτών. Όλα τα δείγματα τυλίγονταν με ασημόχαρτο και
εμβαπτίζονταν άμεσα σε παραφίνη για την αποφυγή ξήρανσης και διατήρηση της
φυσικής υγρασίας μέχρι την εκτέλεση των εργαστηριακών δοκιμών. Οι θέσεις
δειγματοληψίας δίνονται στους Πίνακες 9.2 και 9.3.
Ειδικότερα:
Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής εκτελέσθηκαν δοκιμές CUPP σε επτά (7)
δείγματα από την Ανώτερη ενότητα, και πέντε (5) δείγματα από την Κατώτερη των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, έτσι ώστε να υπάρξει πληρέστερη εκτίμηση της
συμπεριφοράς των ιζημάτων αυτών στο σύνολό τους, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση
που αυτοί φιλοξενούν μεγάλης κλίμακας τεχνικά έργα (όπως είναι η Ευρεία
Παράκαμψη Πατρών) και να προσδιορισθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι παράμετροι
διατμητικής αντοχής της κάθε λιθολογικής ενότητας. Η αδυναμία εκτέλεσης
μεγαλύτερου αριθμού δοκιμών σε περισσότερα δείγματα κάθε ενότητας οφείλεται
στο γεγονός ότι η δοκιμή CUPP είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και δύσκολη, καθόσον
απαιτεί αρχικά τον κορεσμό του δείγματος, στη συνέχεια τη στερεοποίηση αυτού και
τελικά τη φόρτισή του και καταγραφή των μετρήσεων.
Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής γίνεται
προσπάθεια διαχωρισμού των Πλειοπλειστοκαινικών λεπτομερών ιζημάτων που
απαντώνται στην ευρύτερη περιοχή μελέτης σε δύο ενότητες, την Ανώτερη και την
Κατώτερη, τόσο με βάση τη μακροσκοπική, όσο και τη μικροσκοπική τους θεώρηση.
Η συγκριτική αξιολόγηση των φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών των δύο
αυτών ενοτήτων, σύμφωνα και με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών
συντελεί στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τις ιδιότητες και τη μηχανική
συμπεριφορά των ιζημάτων κάθε ενότητας.
Για τον σκοπό αυτό, όλα τα δείγματα των γεωτρήσεων που πραγματοποιήθηκαν
κατά τη μελέτη και κατασκευή του έργου, αλλά και όλα όσα συγκεντρώθηκαν στα
πλαίσια εκπόνησης της παρούσας διατριβής αξιολογήθηκαν και κατατάχθηκαν στις
επιμέρους ενότητες. Τα αποτελέσματα όλων των εργαστηριακών δοκιμών που
πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της διατριβής δίνονται στους Πίνακες 9.2 και 9.3.
Κατωτέρω παρουσιάζονται τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα όλων των
εργαστηριακών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν ανά ενότητα – σύμφωνα με το
πνεύμα της νέας θεώρησης – κυρίως με τη μορφή διαγραμμάτων και συσχετίσεων,
για την εποπτικότερη εικόνα και την ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν όλα τα δείγματα, για τα οποία έγιναν δοκιμές
προσδιορισμού κοκκομετρικής διαβάθμισης κατά τη διάρκεια μελέτης και
κατασκευής του έργου. Αρχικά έγινε κατάταξη των δειγμάτων στις δύο ενότητες, την
Ανώτερη, την Κατώτερη, καθώς και τη Μεταβατική ζώνη από την κατώτερη προς
την ανώτερη ενότητα. Επιπρόσθετα, τα δείγματα ταξινομήθηκαν κατά USCS σε τρεις
επιμέρους ομάδες (φάσεις), στις αργίλους CL, CH, στις ιλύες - αργιλοϊλύες ML, CL-
ML και τέλος στις άμμους, αμμοϊλύες - αμμοχάλικα SC, SM, GC, ανάλογα με το
κλάσμα του υλικού.
Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.1, 9.2 και 9.3) φαίνεται η κατανομή του
συνόλου των δειγμάτων στις τρεις επιμέρους ομάδες - φάσεις για τις δύο ενότητες και
τη μεταβατική ζώνη.
Παρατηρείται ότι και για τις δύο πρώτες ενότητες το μεγαλύτερο ποσοστό των
δειγμάτων (77–79%) χαρακτηρίζεται ως CL ή CH, ενώ ποσοστό 9-12% ταξινομείται
ως CL-ML ή ML. Οι περισσότερο αδρομερείς φάσεις (SC, SM, GC), οι οποίες
υπάρχουν μέσα στις δύο ενότητες (στην Κατώτερη ενότητα συναντώνται κυρίως ως
διακριτές φάσεις) κατέχουν μικρότερο ποσοστό επί του συνόλου των δειγμάτων στην
Κατώτερη ενότητα (9%) από ότι στην Ανώτερη (14%). Όσον αφορά στη Μεταβατική
ζώνη, το ποσοστό των αργίλων CL, CH διατηρείται σταθερά υψηλό (80%), των
ιλύων – αργιλοϊλύων CL-ML, ML αυξημένο (15%), ενώ αυτό των πλέον αδρομερών
φάσεων είναι συγκριτικά μειωμένο (5%).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 175
9%
14%
77%
CL,CH
CL-ML, ML
SC, SM, GC
Σχήμα 9.1. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας.
12%
79% 9%
CL,CH
CL-ML, ML
SC, SM, GC
Σχήμα 9.2. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 176
Μεταβατική ενότητα
n = 61
15%
80%
5%
CL, CH :
CL-ML, ML
SC, SM, GC
Σχήμα 9.3. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης.
Στα Σχήματα 9.4, 9.5 και 9.6 παρουσιάζονται χωριστά για την Ανώτερη ενότητα,
την Κατώτερη και τη Μεταβατική ζώνη οι αντίστοιχες κοκκομετρικές καμπύλες.
90
80
70
Ποσοστό διερχομένων (%)
60
50
40
30
20
CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100
Διάμετρος (mm)
90
80
70
Ποσοατό διερχομένων (%)
60
50
40
30
20
CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100
Διάμετρος (mm)
90
80
70
Ποσοστό διερχομένων (%)
60
50
40
30
20
CL, CH
CL-ML, ML
10 SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100
Διάμετρος (mm)
β) Στην Κατώτερη ενότητα (Σχήμα 9.5) τα όρια ανάμεσα στις τρεις φάσεις είναι
πιο διακριτά. Έτσι, το σύνολο σχεδόν της αργιλικής φάσης (CL, CH) (που
εμφανίζεται με το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στις τρεις φάσεις) παρουσιάζει
πολύ χαμηλά ποσοστά άμμου, έως περίπου 10% και παράλληλα μεγάλα
ποσοστά ιλύος, από 45% έως και 80%, με μέση τιμή περίπου 60%. Το ποσοστό
του αργιλικού κλάσματος κυμαίνεται από 15% έως 55%, με μέση τιμή περίπου
32%.
Από τον Πίνακα αυτό φαίνεται ότι η Κατώτερη ενότητα στο σύνολό της
εμφανίζει ποσοστά αργιλικού κλάσματος από 1 έως 55%, ιλύος από 4 έως 86%,
άμμου από μηδέν έως 95% και χαλίκων από μηδέν έως 67%. Θα πρέπει να
επισημανθεί ότι τα υψηλά ποσοστά άμμου και χαλίκων παρατηρούνται στις
αμμώδεις – αμμοχαλικώδεις ενστρώσεις, οι οποίες εμφανίζονται στο σύστημα
της Κατώτερης ενότητας ως διακριτές φάσεις, κυρίως με τη μορφή φακών.
γ) Η Μεταβατική ζώνη από την Κατώτερη προς της Ανώτερη ενότητα αποτελείται
στην ουσία από εναλλαγές αργιλοϊλυωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων κυρίως
κιτρινοκάστανου, καστανού ή λευκοκίτρινου χρώματος με μαργαϊκούς
ορίζοντες τεφρού, τεφροκύανου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και
τεφροκάστανου (λόγω της μετάβασης) χρώματος. Έτσι, τα δείγματα που
κατατάσσονται στη Μεταβατική ζώνη καλύπτουν ως προς την κοκκομετρική
τους σύνθεση και τις δυο ενότητες.
Η διακύμανση του ποσοστού του αργιλικού κλάσματος στις τρεις φάσεις, τόσο
για την Ανώτερη, όσο και για την Κατώτερη ενότητα παρουσιάζεται στα παρακάτω
Σχήματα 9.7 και 9.8. Τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης θεωρήθηκε σκόπιμο λόγω
του μικρού αριθμού αυτών να ενσωματωθούν στις δύο κύριες ενότητες.
70,0
CL, CH
60,0
ML, CL-ML
SC, SM
Ποσοστό δειγμάτων (%)
50,0
n = 163
40,0
30,0
20,0
10,0
0,0
0-10%
10-20%
20-30%
30-40%
40-50%
50-60%
60-70%
70-80%
80-90%
90-100%
Σχήμα 9.7. Ανώτερη ενότητα – Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις
επιμέρους φάσεις.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 181
70,0
CL, CH
60,0
ML, CL-ML
SC, SM, GC
Ποσοστό δειγμάτων (%)
50,0
40,0
n = 182
30,0
20,0
10,0
0,0
0-10%
10-20%
20-30%
30-40%
40-50%
50-60%
60-70%
70-80%
80-90%
90-100%
Ποσοστό αργιλικού κλάσματος
Σχήμα 9.8. Κατώτερη ενότητα - Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις
επιμέρους φάσεις.
την Κατώτερη ενότητα το 60% περίπου του συνόλου των δειγμάτων έχει
ποσοστό αργιλικού κλάσματος <10%, με τα υπόλοιπα σχεδόν δείγματα να
κυμαίνονται από 10% έως 20%.
90
80
70
Ποσοστό διερχομένων (%)
60
50
40
30
20
CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100
Διάμετρος (mm)
90
80
Ποσοστό διερχομένων (%)
70
60
50
40
30
20
CL, CH
CL-ML, ML
10
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100
Διάμετρος (mm)
αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα δείγματα που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας
διατριβής τόσο για την Ανώτερη, όσο και για την Κατώτερη ενότητα παρουσιάζουν
χαμηλότερα ποσοστά αργίλου, με αντίστοιχη αύξηση των ποσοστών ιλύος, σε σχέση
με τα δείγματα των γεωτρήσεων. Ο μεγάλος αριθμός δειγμάτων που εξετάσθηκαν στα
πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου, σε συνδυασμό με την ετερογένεια που
διακρίνει κυρίως τις μάργες της Ανώτερης ενότητας, θα μπορούσαν ενδεχομένως να
δικαιολογήσουν μια μεγαλύτερη διασπορά των τιμών.
Ο λόγος των μεγάλων σχετικά ποσοστών ιλύος των αργιλικών και ιλυωδών-
αργιλοϊλυωδών κυρίως φάσεων και των δύο ενοτήτων (δείγματα CL, CH, και CL-
ML, ML) θα μπορούσε να αναζητηθεί στην ιλυώδη φύση των μαργαϊκών αυτών
ιζημάτων, όπως αυτό έχει καταγραφεί και στο παρελθόν, αλλά και στην τάση να
δημιουργούν συσσωματώματα μεγέθους ιλύος στην προκειμένη περίπτωση, τα οποία
δεν είναι δυνατόν να διασπασθούν κατά την κοκκομετρική ανάλυση. Ο Davis (1967)
διαπίστωσε το γεγονός αυτό κατά την ορυκτολογική εξέταση μαργών του Keuper και
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 185
πρότεινε ποσοστική μέθοδο υπολογισμού του βαθμού συσσωμάτωσης. Όρισε για τον
σκοπό αυτό το “λόγο συσσωμάτωσης Αr” ως το λόγο της εκατοστιαίας αναλογίας
των αργιλικών ορυκτών που προσδιορίζονται από την ορυκτολογική και χημική
ανάλυση προς το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος, όπως αυτό προσδιορίζεται από
την κοκκομετρική ανάλυση (από Κούκης - Σαμπατακάκης 2002).
Σύμφωνα με τον Καβουνίδη (1985) χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τις δοκιμές
κατάταξης των μαργών, γιατί πολύ συχνά μικρές πολύ συνεκτικές συγκεντρώσεις
αργιλικού υλικού μπορεί να εκληφθούν ως κόκκοι άμμου ή ιλύος. Ιδιαίτερα για τις
προστερεοποιημένες κυανές μάργες της Πρέβεζας, διαπίστωσε ισχυρή συγκόλληση
των αργιλικών σωματιδίων σε κόκκους μεγέθους ιλύος, με αποτέλεσμα η
κοκκομετρική ανάλυση στο εργαστήριο να εμφανίζει μεγάλα ποσοστά ιλύος.
Από τη σύγκριση του ποσοστού του αργιλικού κλάσματος και των αργιλικών
ορυκτών για επτά δείγματα που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής
προκύπτουν τα εξής: τα τρία δείγματα της Ανώτερης ενότητας παρουσίασαν ποσοστά
αργιλικού κλάσματος από 7% έως και 25% περίπου, το δε ποσοστό των αργιλικών
ορυκτών κυμάνθηκε από 34% έως 51% περίπου. Αντίστοιχα, στα τέσσερα δείγματα
της Κατώτερης ενότητας που εξετάσθηκαν το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος
κυμάνθηκε από 18% έως 40% περίπου, ενώ το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών από
34% έως 42% περίπου. Με βάση τις τιμές αυτές εκτιμάται λόγος συσσωμάτωσης
από 2,0 έως 4,2 περίπου για την Ανώτερη ενότητα και 1,2 έως 1,88 περίπου για την
Κατώτερη.
Ο Τσιαμπάος (1989) αναφέρει για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι
δημιουργούν συσσωματώματα μεγέθους ιλύος λόγω της μικριτικής ύλης ανθρακικού
ασβεστίου, των οξειδίων του σιδήρου και της οργανικής ύλης που περιέχουν. O
Chandler (1969) διαπίστωσε ότι οι υγιείς και λιγότερο αποσαθρωμένες μάργες του
Keuper δείχνουν μεγάλο ποσοστό σωματιδίων μεγέθους ιλύος, ενώ μόνο στις
αποσαθρωμένες μάργες το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος λαμβάνει μεγαλύτερες
τιμές.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 186
Με βάση τις δοκιμές κατάταξης και τον προσδιορισμό των ορίων Atterberg, τα
δείγματα τόσο της Ανώτερης, όσο και της Κατώτερης ενότητας κατατάσσονται
κυρίως ως άργιλοι χαμηλής έως μέσης πλαστικότητας (περιλαμβάνονται τα δείγματα
των γεωτρήσεων και της διατριβής). Όπως φαίνεται και από τα διαγράμματα των
Σχημάτων 9.11 και 9.12 η πλειοψηφία των δειγμάτων βρίσκεται στην περιοχή άνω
της γραμμής Α στο διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande και χαρακτηρίζεται ως CL,
με ένα μικρότερο αριθμό δειγμάτων να εμφανίζει υψηλότερη πλαστικότητα (CH). Ο
αριθμός των αργιλοϊλυωδών – ιλυωδών δειγμάτων (CL-ML, ML) είναι συγκριτικά
περιορισμένος, γεγονός που συμφωνεί με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω (Σχήματα
9.4 και 9.5). Προφανώς η ιλυοαμμώδης – αμμοχαλικώδης φάση (SC, SM, GC)
απουσιάζει από το διάγραμμα καθώς χαρακτηρίζεται ως μη πλαστική.
80
70
U Line
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)
60
A Line
50
CH - OH
40
30
MH - OH
CL - OL
20
10
Δείγματα γεωτρήσεων
CL - ML ML - OL
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 130
Όριο υδαρότητας, LL
80
70 U LIne
A Line
60
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)
50 CH ή OH
40
30
MH ή OH
20 CL ή OL
10
Δείγματα γεωτρήσεων
CL - ML ML ή OL Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 130
Όριο Υδαρότητας, LL
Πιο αναλυτικά, από τις δοκιμές των ορίων Atterberg προέκυψαν τα εξής
(Πίνακες 9.9. και 9.10):
Πίνακας 9.9. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα
(δείγματα γεωτρήσεων).
LL (%) PL (%) PI(%) w (%)
Ανώτερη ενότητα 20-65 (μέση 4-38 (μέση τιμή 5-40 (μέση τιμή 2-39 (μέση τιμή
τιμή 36%) 17,8%) 19,1%) 19%)
Κατώτερη ενότητα 19-66 (μέση 12-36 (μέση τιμή 3-45 (μέση τιμή 10-35 (μέση τιμή
τιμή 37%) 19%) 18%) 22%)
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 188
Πίνακας 9.10. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα
(δείγματα διατριβής).
LL (%) PL (%) PI(%) w (%)
Ανώτερη 17,5-47,9 (μέση 13,0-45,9 (μέση 1,8-18,0 (μέση 5-28 (μέση τιμή
ενότητα τιμή 27,9%) τιμή 20,2%) τιμή 7,9%) 17,5%)
20,8-59,0 (μέση 2,1-28,2 (μέση τιμή 2,6-31,0 (μέση 6,8-29,8 (μέση
Κατώτερη ενότητα τιμή 34,5%) 20,9%) τιμή 13,5%) τιμή 20,2%)
α) για την Ανώτερη ενότητα το όριο υδαρότητας LL κυμαίνεται από 20% έως
65%, με μέση τιμή 36% περίπου, το όριο πλαστικότητας PL κυμαίνεται από
4% έως 38%, με μέση τιμή 17,8% περίπου, και ο δείκτης πλαστικότητας PI
από 5% έως 40%, με μέση τιμή 19,1% περίπου. Η φυσική υγρασία των
δειγμάτων κυμαίνεται από 2% έως 39%, με μέση τιμή 19% περίπου.
β) για την Κατώτερη ενότητα το όριο υδαρότητας LL κυμαίνεται από 19% έως
66% με μέση τιμή 37%, το όριο πλαστικότητας PL από 12% έως 36% με μέση
τιμή 19% και ο δείκτης πλαστικότητας PI από 3% έως 45%, με μέση τιμή
18%. Η φυσική υγρασία των δειγμάτων κυμαίνεται από 10% έως 35%
περίπου, με μέση τιμή 22%.
Από τις παραπάνω τιμές φαίνεται ότι το εύρος διακύμανσης των ορίων Atterberg,
αλλά και οι μέσες τιμές αυτών δεν παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα
στην Ανώτερη και στην Κατώτερη ενότητα, κυρίως όσον αφορά το όριο υδαρότητας
LL. Παρατηρείται ότι το όριο πλαστικότητας στην Ανώτερη ενότητα κυμαίνεται σε
ελαφρώς χαμηλότερες τιμές από την Κατώτερη, γεγονός που θα μπορούσε να
αποδοθεί στην περισσότερο ιλυοαμμώδη φύση των υλικών αυτών.
τέλος παίρνει τιμές 50 έως και 600 στον μοντμοριλλονίτη (ανάλογα με το είδος των
κατιόντων), 25 έως 50 στον ιλλίτη και 1 έως 40 στον καολινίτη.
Σε σαράντα τέσσερα (44) συνολικά δείγματα από την Ανώτερη και την Κατώτερη
ενότητα προσδιορίσθηκε το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου CaCO3 (Πίνακες
9.11 και 9.12).
Από τις δοκιμές αυτές προκύπτει ότι τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας
εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά ανθρακικού ασβεστίου σε σχέση με την Ανώτερη.
Πιο συγκεκριμένα το ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου στα δείγματα της Ανώτερης
ενότητας κυμάνθηκε από 4% έως 21,5% περίπου (με ένα δείγμα να παρουσιάζει την
ακραία τιμή 1,2%), ενώ στην Κατώτερη ενότητα από 6% έως 38% περίπου.
Περιεχόμενο
Αρ. Όριο Δείκτης Χαρακτηρισμός με
ποσοστό
Δείγματος πλαστικότητας PL πλαστικότητας PI βάση τον Πίνακα 8.1.
CaCO3
Δ1 9,7 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ2 9,0 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ3 20,5 18.0 7.0 Αργιλόμαργα
Δ4 21,5 21.0 17.0 Αργιλόμαργα
Δ5 13,0 20.0 16.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ6 7,5 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ17 20,0 20.9 11.9 Αργιλόμαργα
Δ24 11,6 20.7 11.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ27 15,0 16.4 3.7 Αργιλόμαργα
Δ29 16,0 19.7 14.8 Αργιλόαμαργα
Δ46 1,2 NP Άργιλος
Δ47 17,5 17.0 14.0 Αργιλόμαργα
Δ48 19,5 14.0 13.0 Αργιλόμαργα
Δ49 13,0 19.0 18.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ50 4,0 19.0 7.0 Άργιλος
Δ51 4,0 16.0 7.0 Άργιλος
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 191
Περιεχόμενο
Αρ. Όριο Δείκτης Χαρακτηρισμός με
ποσοστό
Δείγματος πλαστικότητας PL πλαστικότητας PI βάση τον Πίνακα 8.1.
CaCO3
Δ108 37,5 25.0 25.0 Μάργα
Δ109 35,0 - - Μάργα
Δ110 6,5 18.0 17.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ111 37,5 28.0 27.0 Μάργα
Δ112 25,0 26.0 30.0 Αργιλική μάργα
Δ113 21,0 27.0 24.0 Αργιλόμαργα
Δ114 25,0 27.0 23.0 Αργιλική μάργα
Δ115 38,0 27.0 28.0 Μάργα
Δ116 29,0 28.0 31.0 Αργιλική μάργα
Δ121 35,0 15.9 18.0 Μάργα
Δ125 30,0 15.4 17.5 Αργιλική μάργα
Δ130 22,6 18.8 9.8 Αργιλόμαργα
Δ134 21,6 17.6 5.5 Αργιλόμαργα
Δ144 17,0 14.0 18.0 Αργιλόμαργα
Δ145 14,0 23.8 14.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ146 15,0 24.9 12.1 Αργιλόμαργα
Δ147 16,6 19.1 15.4 Αργιλόμαργα
Δ148 10,0 20.4 11.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ149 10,0 19.0 13.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ150 12,0 17.9 11.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ151 12,5 17.9 11.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ152 7,0 27.5 9.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ153 6,0 26.6 16.7 Μαργαϊκή άργιλος
Δ154 6,0 25.0 19.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ155 7,0 21.0 16.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ156 6,5 23.0 15.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ157 6,0 24.0 18.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ158 6,5 23.5 15.5 Μαργαϊκή άργιλος
Σημείωση: Στα δείγματα Δ1 έως Δ6 και Δ108 έως Δ116 το ποσοστό CaCO3 προσδιορίσθηκε με
χρήση διαλύματος 10% οξικού οξέως (CH3COOH), ενώ στα δείγματα Δ17, Δ24, Δ27, Δ121, Δ125,
Δ130 και Δ134 το ποσοστό του CaCO3 προήλθε από ημιποσοτική ανάλυση κατά την ορυκτολογική
εξέταση των δειγμάτων. Στα υπόλοιπα δείγματα ο υπολογισμός του περιεχόμενου CaCO3 έγινε με τη
μέθοδο Bernard.
Ειδικότερα όσον αφορά στο αργιλικό κλάσμα φαίνεται ότι δεν είναι απολύτως
δυνατή η συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, καθώς δείγματα με χαμηλότερο και
υψηλότερο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου εμφανίζουν παρόμοιο ποσοστό αργιλικού
κλάσματος, τόσο στην Ανώτερη όσο και στην Κατώτερη ενότητα. Ο Τσιαμπάος
(1989) παρατηρεί το ίδιο για τις μάργες του Ηρακλείου, το αποδίδει δε στο γεγονός
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 193
ότι η κοκκομετρική διαβάθμιση των μαργών αυτών επηρεάζεται άμεσα, πλην του
ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου και από τον ιστό τους (λόγος συσσωμάτωσης),
καθώς και από το ποσοστό άλλων μη αργιλικών ορυκτών, όπως του χαλαζία, ο
οποίος πολλές φορές συμμετέχει στη σύσταση του αργιλικού κλάσματος (<2μ) ως
χαλαζιακή “πούδρα”.
Αρ. Περιεχόμενο
Άργιλος % Ιλύς % Άμμος %
Δείγματος ποσοστό CaCO3
Δ7 0,8 5,0 25,15 69,85
Δ8 0,8 7,0 33,19 59,38
Δ117 6,8 25,0 73,9 1,1
Δ118 6,8 24,0 72,0 3,28
Αξίζει να επισημανθεί ότι τα δείγματα Δ117 και Δ118 ανήκουν στην Κατώτερη
ενότητα, τα δείγματα Δ7 και Δ8 στην Ανώτερη, ενώ τα δείγματα Δ119 και Δ120
κατατάσσονται – σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια –
στη Μεταβατική ζώνη από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα. Παρατηρείται
δηλαδή ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου επί του αργιλικού
κλάσματος εμφανίζουν τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας, με τα δείγματα της
Ανώτερης να έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά, επιβεβαιώνοντας έτσι τα όσα προέκυψαν
από τις λοιπές δοκιμές προσδιορισμού του ανθρακικού ασβεστίου (επί του συνόλου
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 195
Εξαιτίας της σημασίας της ορυκτολογικής σύστασης και δομής των μαργαϊκών
αυτών σχηματισμών στις φυσικές και μηχανικές τους ιδιότητες είναι προφανές ότι θα
πρέπει, σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης και εκτίμησης της μηχανικής τους
συμπεριφοράς, να γίνεται προσδιορισμός των πραγματικών ορυκτών που
συμμετέχουν στη δομή του σχηματισμού.
Ο Tsiambaos (1990) παρατηρεί βέβαια για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι
η αύξηση των ορίων Atterberg συνοδεύεται από μείωση του ποσοστού του
ασβεστίτη. Οι Christoulas et al, (1987) επισημαίνουν για τους σχηματισμούς αυτούς
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 196
Οι Tsiambaos and Koukis (1990) επισημαίνουν για τις μάργες του Ηρακλείου
Κρήτης ότι η διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό αργιλικού κλάσματος από τη
κοκκομετρική ανάλυση και του πραγματικού ποσοστού των αργιλικών ορυκτών
οφείλεται στη συσσωμάτωση των αργιλικών τεμαχιδίων, την ύπαρξη μικριτικού
ασβεστίτη και χαλαζία που επιδρούν ως συγκολλητικά μέσα, επηρεάζοντας το
πορώδες, τα όρια Atterberg, την ενεργότητα και την ευαισθησία των μαργών.
Στις δομές μικτού τύπου που απαντώνται στα ιζήματα του Νομού Αχαΐας το
ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζεται με τη μορφή μικριτικού ασβεστίτη ή με τη μορφή
σπαρριτικού ασβεστίτη. Στην πρώτη περίπτωση η κατανομή των συγκολλητικών
δεσμών είναι ομοιόμορφη, με αποτέλεσμα η αντοχή και το μέτρο ελαστικότητας να
πλησιάζουν υψηλές τιμές. Στη δεύτερη περίπτωση η κατανομή των συγκολλητικών
δεσμών είναι ανομοιόμορφη, με αποτέλεσμα ενώ το υλικό παρουσιάζει αρκετά
υψηλή τιμή τελικής αντοχής, το μέτρο παραμόρφωσης να είναι σχετικά χαμηλό
(Χριστοδουλοπούλου, 2006). Το γεγονός αυτό ευθύνεται ενδεχομένως για τη
διασπορά των τιμών των παραμέτρων μηχανικής αντοχής, όπως αυτές
προσδιορίζονται κυρίως από δοκιμές σε ανεμπόδιστη θλίψη και τριαξονικές δοκιμές,
αλλά και για τις σχετικά χαμηλές τιμές των μέτρων ελαστικότητας και
συμπιεστότητας, που προσδιορίζονται από τις τριαξονικές και τις δοκιμές
στερεοποίησης αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 197
9.3.4. Ενεργότητα
Από τις τιμές του δείκτη πλαστικότητας PI και το ποσοστό του αργιλικού
κλάσματος προσδιορίσθηκε η ενεργότητα για όλα τα δείγματα της Κατώτερης
ενότητας, η οποία κατά Skempton (1953) δίνεται από τη σχέση :
PI
Α=
% αργιλικο κλασμα
Στα διαγράμματα των Σχημάτων 9.13 και 9.14 παρουσιάζεται η συσχέτιση του
ποσοστού του αργιλικού κλάσματος (<2μ) με το δείκτη πλαστικότητας PI για την
Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
70
Δείγματα γεωτρήσεων (1,25)
Δείγματα διατριβής
60
(0,75)
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)
Κανονική
50 Ενεργή
40 Ανενεργή
30
20 (0,33)
10
0
0 10 20 30 40 50 60 70
60
Δείγματα γεωτρήσεων
(1,33) (0,75)
Δείγματα διατριβής
50
Ανενεργή
30
(0,33)
20
10
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80
Από τις τιμές που προκύπτουν φαίνεται ότι η ενεργότητα των δειγμάτων των
γεωτρήσεων και διατριβής κυμαίνεται ως εξής (Πίνακας 9.15):
Πίνακας 9.15. Εύρος διακύμανσης τιμών ενεργότητας για τις δυο ενότητες
Ανώτερη ενότητα 0,23 – 1,20 (μέση τιμή 0,56) 0,13 – 1,64 (μέση τιμή 0,54)
Κατώτερη ενότητα 0,23 – 1,12 (μέση τιμή 0,55) 0,19 – 1,23 (μέση τιμή 0,47)
Στα Σχήματα 9.15 και 9.16 παρουσιάζεται η σχέση ανάμεσα στις ενεργότητες των
δειγμάτων της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας και τις ενεργότητες διαφόρων
βασικών αργιλικών ορυκτών.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 200
60
Na Μοντμοριλλονίτης Ca Μοντμοριλλονίτης
(7,2) (1,5)
50 Ιλλίτης (0,9)
40
30
Καολινίτης (0,38)
20
10
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)
60
Na Μοντμοριλλονίτης Ca Μοντμπριλλονίτης
(7,2) (1,5)
50 Ιλλίτης (0,9)
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)
40
30
Καολινίτης
(0,38)
20
10
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (<2μ) (%)
ιλλίτη, με τα πλέον ιλυώδη δείγματα να βρίσκονται σχεδόν επάνω στη γραμμή του
καολινίτη. Το γεγονός αυτό είναι σε συμφωνία και με την ορυκτολογική σύσταση
των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας και την ενεργότητα των αργιλικών ορυκτών
που συμμετέχουν στη σύστασή τους, όπως αυτή προσδιορίσθηκε στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής και παρουσιάστηκε ανωτέρω (Κεφ. 8). Συγκεκριμένα, από την
ορυκτολογική εξέταση προέκυψε ότι τα βασικά αργιλικά ορυκτά που συμμετέχουν
στη δομή των σχηματισμών αυτών είναι ο ιλλίτης και ο καολινίτης, με ποσοστά που
κυμαίνονται από 16 έως 26% και 7 έως 13% αντίστοιχα για την Ανώτερη ενότητα,
ενώ για την Κατώτερη ενότητα από 10 έως 15% και 9 έως 18% αντίστοιχα. Ο
χλωρίτης και ο μοντμοριλλονίτης εμφανίζονται σε πολύ μικρά ποσοστά, κάτω του
10% και στις δύο ενότητες (4 έως 6% και 5,2 έως 8% αντίστοιχα για την Ανώτερη
ενότητα και 3 έως 5% και 5,2 έως 10,8% αντίστοιχα για την Κατώτερη ενότητα)..
9.3.5. Ειδικό βάρος, Ξηρό Φαινόμενο Βάρος, Φυσική υγρασία, Πορώδες και
Λόγος Κενών.
Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.17 και 9.18) φαίνεται η διακύμανση του
ειδικού βάρους για τα αργιλικά δείγματα (CL, CH) της Ανώτερης και Κατώτερης
ενότητας αντίστοιχα (τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των δειγμάτων
γι’αυτό και εξετάζονται κατά αποκλειστικότητα) και για τα ιλυώδη - αργιλοϊλυώδη
(CL-ML, ML).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 202
80
CL-CH
70
CL-ML, ML
60
Ποσοστό δειγμάτων
50
n = 335
40
30
20
10
0
2,60 - 2,64 2,65 - 2,69 2,70 - 2,72
Εύρος τιμών ειδικού βάρους
60,00
CL, CH
50,00 CL-ML, ML
Ποσοστό δειγμάτων
40,00
n = 325
30,00
20,00
10,00
0,00
2,60 - 2,64 2,65 - 2,69 2,70 - 2,72 2,72 - 2,75
στη δομή των ιζημάτων αυτών, με τον ασβεστίτη να έχει τιμή 2,72, τον χαλαζία 2,65,
τον καολινίτη 2,60, τον ιλλίτη 2,80, τον χλωρίτη από 2,60 έως 2,90 και τον
μοντμοριλλονίτη από 2,65 έως 2,80. Παρατηρούνται βέβαια και τιμές, οι οποίες είναι
χαμηλότερες από τις τιμές ειδικού βάρους των ορυκτών που δομούν τους
σχηματισμούς αυτούς. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αιτιολογηθεί από την
ύπαρξη των μικροκελύφων των απολιθωμάτων, τα οποία συνίστανται από
κρυστάλλους ασβεστίτη με μικροσκοπικούς πόρους, καθώς και από την ύπαρξη
συσσωματωμάτων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μη συμπαγών κόκκων μεγέθους
ιλύος.
Οι τιμές για το ξηρό φαινόμενο βάρος για το σύνολο των δειγμάτων κυμαίνονται
από 14,50 έως 19,70 KN/m3, με μέση τιμή 17,13 KN/m3 για την Ανώτερη ενότητα και
από 14,30 έως 20,5 KN/m3, με μέση τιμή 17,01 KN/m3 για την Κατώτερη, ενώ οι
τιμές για το υγρό φαινόμενο βάρος κυμαίνονται για την Ανώτερη ενότητα από 16,60
έως 24 KN/m3, με μέσο όρο 20,40 KN/m3, και για την Κατώτερη ενότητα από 17,70
έως 23,10 KN/m3, με μέσο όρο 20,40 KN/m3 .
Στα Σχήματα 9.19 και 9.20 φαίνεται η συσχέτιση ανάμεσα στην περιεχόμενη
φυσική υγρασία των δειγμάτων και το ξηρό φαινόμενο βάρος γd για την Ανώτερη και
την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
40
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
Ξηρό φαινόμενο βάρος (KN/m)
35
3
30
γd = -0,1586w + 20,256
25
R2 = 0,3799
20
15
10
0 10 20 30 40 50
Υγρασία, w (%)
Σχήμα 9.19. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd,
για την Ανώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 204
24
22
18
16
14
12
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
10
0 5 10 15 20 25 30 35 40 45
Σχήμα 9.20. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd, για
την Κατώτερη ενότητα.
Από τα διαγράμματα αυτά προκύπτει καλή συσχέτιση ανάμεσα στις δοκιμές της
παρούσας διατριβής, με τις δοκιμές στα δείγματα των γεωτρήσεων. Παρατηρείται ότι
υπάρχει σαφής μείωση του ξηρού φαινόμενου βάρους με την αύξηση της
περιεχόμενης φυσικής υγρασίας των δειγμάτων, Η Ανώτερη δε ενότητα παρουσιάζει
κάπως χαμηλότερες τιμές περιεχόμενης φυσικής υγρασίας σε σχέση με την
Κατώτερη.
Συμπερασματικά, οι τιμές τόσο του ειδικού βάρους, όσο και του υγρού και ξηρού
φαινόμενου βάρους δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά ανάμεσα στις
μάργες της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας. Οι τυπικές τιμές του ξηρού
φαινόμενου βάρους που δίνονται από Holtz and Kovacs (1981) για τέτοιας φύσης
υλικά (ιλύες – άργιλοι) είναι 6 έως 20 KN/m3 , ενώ για το υγρό φαινόμενο βάρος
καταγράφουν τιμές 14 έως 21 KN/m3 , με τις οποίες γενικά συμφωνούν τα
αποτελέσματα των υπο μελέτη μαργαϊκών σχηματισμών.
Η φυσική υγρασία του συνόλου των δειγμάτων κυμαίνεται για την Ανώτερη
ενότητα από 7% έως 35% περίπου, με μέση τιμή 18% περίπου, ενώ για την Κατώτερη
ενότητα από 10% έως 35% περίπου, με μέση τιμή 22%.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 205
Στα Σχήματα 9.21 και 9.22 φαίνεται η συσχέτιση της περιεχόμενης φυσικής
υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για την Ανώτερη και την Κατώτερη
ενότητα αντίστοιχα.
45
40
Όριο πλαστικότητας, PI (%)
35
30
25
20
15
10
5 Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40
Υγρασία, w (%)
Σχήμα 9.21. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για
την Ανώτερη ενότητα.
45
40
35
Όριο πλαστικότητας, PI (%)
30
25
20
15
10
5 Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 5 10 15 20 25 30 35 40 45
Υγρασία, w (%)
Σχήμα 9.22. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για
την Κατώτερη ενότητα.
τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο ορίζοντας αποτελεί ουσιαστικά
μικτή φάση, στην οποία συμμετέχουν άργιλοι, ιλύες, αργιλοϊλύες και άμμοι, με
διαφορετικά ποσοστά φυσικής υγρασίας, σε αντίθεση με την Κατώτερη ενότητα,
όπου η παρουσία των αμμωδών οριζόντων είναι πλέον διακριτή, με τη μορφή κυρίως
φακών.
Το μεγαλύτερο τμήμα των δειγμάτων που εξετάσθηκαν, τόσο για την Ανώτερη
όσο και για την Κατώτερη ενότητα, παρουσιάζει τιμές φυσικής υγρασίας μεγαλύτερες
από το όριο πλαστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο εδαφικός σχηματισμός στο
μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται σε πλάστιμη κατάσταση, μπορεί δηλαδή να δεχθεί
μεγάλες παραμορφώσεις χωρίς ρηγμάτωση. Αντίθετα, παρατηρείται ότι για το
μεγαλύτερο μέρος των δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας, τα οποία λήφθηκαν και
εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, το όριο πλαστικότητας
παρουσιάζει υψηλότερες τιμές από την περιεχόμενη φυσική υγρασία και γενικά τιμές
ελαφρώς υψηλότερες από αυτές των αντίστοιχων δειγμάτων των γεωτρήσεων,
γεγονός το οποίο είχε άλλωστε διαφανεί και από το διάγραμμα του Σχήματος 9.11.
Αντίστοιχη είναι η παρατήρηση και για την περίπτωση της Κατώτερης ενότητας,
όπου βέβαια στην περίπτωση αυτή υπάρχει και αριθμός δειγμάτων με τιμές φυσικής
υγρασίας μεγαλύτερες του PL, παρ’όλα αυτά οι τιμές των δειγμάτων παρουσιάζουν
μεγαλύτερη διασπορά.
Τέλος, ο λόγος κενών που προσδιορίσθηκε κυμαίνεται από 0,36 έως 0,66, με
μέση τιμή 0,51 για την Ανώτερη ενότητα και από 0,28 έως 0,70, με μέση τιμή 0,45
για την Κατώτερη. Οι ενδεικτικές τιμές για τον λόγο κενών που δίνονται από τους
Johnson and De Graff (1988) είναι για άργιλο (με 30% έως 50% ποσοστό αργιλικού
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 207
κλάσματος) από 0,5 έως 2,4 για πυκνή και χαλαρή άργιλο αντίστοιχα και για αμμώδη
ή ιλυώδη άργιλο από 0,25 έως 1,8. Επιπλέον, οι Λαγγιώτης και Σπηλιώπουλος (1978)
δίνουν ενδεικτικά για στιφρή παγετώδη άργιλο λόγο κενών 0,6 (από Κούκης –
Σαμπατακάκης, 2002).
Πίνακας 9.16. Εύρος διακύμανσης τιμών φυσικών παραμέτρων για τις δύο ενότητες
60
Δείγματα γεωτρήσεων
Α=2.0 Α=1.0
Δείγματα διατριβής
50
Πολύ υψηλή
διογκωσιμότητα
Δείκτης πλαστικότητας, PI
40
Α=0.5
Υψηλή
30
Μέση
20
10
Χαμηλή
διογκωσιμότητα
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)
60
Δείγματα γεωτρήσεων
A=2.0 A=1.0
Δείγματα διατριβής
50
Πολύ υψηλή
διογκωσιμότητα
Δείκτης πλαστικότητας, PI
40
A=0.5
30 Υψηλή
20 Μέση
Χαμηλή
10 διογκωσιμότητα
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)
Η διασπορά των δειγμάτων παρατηρείται και στο διάγραμμα των ιζημάτων της
Κατώτερης ενότητας. Πράγματι το σύνολο των δειγμάτων των γεωτρήσεων
κατανέμεται στις περιοχές της χαμηλής, μέσης και υψηλής διογκωσιμότητας, με
μόλις τρία δείγματα στην περιοχή της πολύ υψηλής διογκωσιμότητας. Το μεγαλύτερο
ποσοστό των δειγμάτων (περίπου 78,8%) είναι στην περιοχή της χαμηλής
διογκωσιμότητας, ενώ στην περιοχή της μέσης διογκωσιμότητας περίπου το 17% των
δειγμάτων. Στην Κατώτερη ενότητα η ταύτιση των αποτελεσμάτων από τα δείγματα
των γεωτρήσεων με αυτά που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής είναι
πολύ καλύτερη, καθώς τα τελευταία επιβεβαιώνουν ακριβώς τα όσα αναφέρθηκαν
ανωτέρω. Έτσι, το 75,2% περίπου των δειγμάτων εμφανίζει χαμηλή διογκωσιμότητα,
το 19,8% μέση και μόλις το 5% υψηλή διογκωσιμότητα.
Για την ερμηνεία των διαγραμμάτων αυτών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, εκτός
των άλλων και το γεγονός ότι το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος στο οποίο
βασίζονται δεν αντιπροσωπεύει το πραγματικό ποσοστό αργιλικών ορυκτών, όπως
αναφέρθηκε και νωρίτερα. Ενδεικτικό της μεταβολής των αποτελεσμάτων με βάση
την ταξινόμηση κατά Williams, εξαιτίας και μόνο της μη αντιπροσωπευτικής τιμής
του αργιλικού κλάσματος (και χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε άλλες
αβεβαιότητες που αναφέρονται παρακάτω) είναι το διάγραμμα που παρουσιάζεται
στο Σχήμα 9.25. Στο διάγραμμα αυτό εμφανίζονται οι τιμές για την Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα με βάση τόσο το αργιλικό κλάσμα από την κοκκομετρική
ανάλυση, όσο και το ποσοστό αργιλικών ορυκτών από την ορυκτολογική εξέταση. Οι
τιμές αυτές αναφέρονται σε δείγματα που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής και στα οποία πραγματοποιήθηκαν ορυκτολογικές αναλύσεις. Βέβαια, ο
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 210
αριθμός των δειγμάτων είναι σχετικά μικρός, παρόλα αυτά ενδεικτικός της επιρροής
των συσσωματωμάτων που δημιουργούν οι σχηματισμοί αυτοί στην εξαγωγή ορθών
αποτελεσμάτων.
Ανώτερη ενότητα
60 Με το % αργιλικού κλάσμ.(κοκκομετρική αναλ.)
Με το % αργιλικών ορυκτών (ορυκτολογική αναλ.)
Κατώτερη ενότητα Α=1.0
Διαφοροποίηση όπως ανωτέρω
50
40 διογκωσιμότητα
Α=0.5
30
Υψηλή
Χαμηλή
20 διογκωσιμότητα
Μέση
10
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)
Σχήμα 9.25. Επίδραση στην κατάταξη των σχηματισμών ως προς τη διογκωσιμότητά τους,
λόγω συσσωματωμάτων στη δομή τους.
Ο Τσιαμπάος (1989) παρατήρησε για τις μάργες του Ηρακλείου ότι, με βάση το
σύστημα ταξινόμησης του Williams (1958) το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 70%)
των λευκοκίτρινων – καστανοκίτρινων μαργών ταξινομείται στα εδάφη με μέση και
υψηλή διογκωσιμότητα, ενώ το 30,8% των τεφρών – τεφροκύανων μαργών
ταξινομείται στα εδάφη με υψηλή και πολύ υψηλή διογκωσιμότητα.
- Το όριο συρρίκνωσης των σχηματισμών αυτών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη
διογκωσιμότητά τους, καθώς μια χαμηλή τιμή αυτού δείχνει ότι το έδαφος μπορεί
να μεταβάλλει τον όγκο του από μικρότερες τιμές φυσικής υγρασίας. Αντίθετα,
σχετικά μεγάλη τιμή αυτού μπορεί να μειώσει τη διογκωσιμότητα του εδάφους, η
οποία σε συσχέτιση μόνο με το δείκτη πλαστικότητας και το αργιλικό κλάσμα θα
μπορούσε να ταξινομηθεί σε υψηλότερες τιμές.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 212
- Όσον αφορά στην ταξινόμηση κατά Williams (1958) αναφέρει ότι αποτελεί
ποιοτική ταξινόμηση με μικρή πρακτική αξία, η οποία θα πρέπει να
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα ποιοτικά κριτήρια.
- Όπως προέκυψε από τις δοκιμές διόγκωσης στο οιδήμετρο, αλλά και από τις
δοκιμές διόγκωσης στη συσκευή Duncan, οι τιμές της τάσης διόγκωσης
εξαρτώνται και από την αρχική φυσική υγρασία. Έτσι, παρουσιάζουν τόσο
μεγαλύτερη τάση διόγκωσης, αλλά και αύξηση της ελεύθερης διόγκωσης, όσο
μικρότερη είναι η αρχική φυσική υγρασία τους. Όταν η αρχική υγρασία έχει τιμές
περίπου ίσες με το όριο συρρίκνωσης ή και μικρότερες από αυτό, τότε η ελεύθερη
διόγκωση λαμβάνει κάποια μέγιστη σταθερή τιμή, ανεξάρτητα από το ποσοστό
της αρχικής υγρασίας.
Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής έγιναν δοκιμές για τον προσδιορισμό του
δείκτη χαλάρωσης, Id, σε τέσσερα δείγματα (4) της Ανώτερης ενότητας και τριάντα
πέντε (35) δείγματα της Κατώτερης ενότητας.
Ο Ρόζος (1989) και οι Rozos & Koukis (1993) εξέτασαν την ανθεκτικότητα των
ιζημάτων του Ν. Αχαΐας στις κλιματικές μεταβολές, με βάση το δείκτη
διαβρωσιμότητας, Id2, για τους τρεις διακριτούς λιθολογικούς ορίζοντες που
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 213
60
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
50
υψηλή
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)
40
30
μέση
20
10
χαμηλή
0
0 20 40 60 80 100
Πολύ χαμηλή χαμηλή μέτρια μέτρια υψηλή
Σχήμα 9.26. Κατάταξη με βάση το δείκτη διαβρωσιμότητας, Id1, και το δείκτη πλαστικότητας.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 214
60
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
50
υψηλή
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%) 40
30
20
μέση
10
χαμηλή
0
0 20 40 60 80 100
Πολύ χαμηλή χαμηλή μέτρια μέτρια υψηλή
3,5
3
Αριθμός κύκλων χαλάρωσης
2,5
1,5
0,5
0
0 20 40 60 80 100
Δείκτες χαλάρωσης
3,5
2,5
1,5
0,5
0
0 20 40 60 80 100
Δείκτες χαλάρωσης
Από τις δοκιμές αυτές προκύπτει ότι για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η
αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη κυμαίνεται από 26 KPa έως 1010 KPa, με μέση τιμή
312 KPa. Αντίστοιχα, τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας έχουν αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη που κυμαίνεται από 35 KPa έως 1700 KPa περίπου, με μέση τιμή
περίπου 350 KPa. Οι αντίστοιχες τιμές φυσικής υγρασίας κυμαίνονται για την
Ανώτερη ενότητα από 11,2% έως 36%, με μέση τιμή 20,7%, ενώ για την Κατώτερη
ενότητα από 10,5% έως 35,4%, με μέση τιμή 20,9%.
50,00
n = 86
45,00
μέσο qu = 280 KPa
40,00
Ποσοστό δειγμάτων (%) 35,00
30,00
25,00
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
<25 25-50 50-100 100-250 250-500 500-1000
Σχήμα 9.30. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Ανώτερη ενότητα.
45,00
40,00
n = 195
35,00
Ποσοστό δειγμάτων (%)
25,00
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
0-25
25-50
50-100
100-250
250-500
500-1000
1000-2000
Σχήμα 9.31. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Κατώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.17. Τιμές αντοχής και φυσικής υγρασίας για τις δύο ενότητες
Αριθμός
qu (Kpa) w (%)
δείγματος
Ανώτερη ενότητα
Δ1 780 23.2
Δ4 634 18.0
Δ5 870 18.1
Δ6 133 25.0
Δ7 398 10.01
Δ8 647 11.47
Κατώτερη ενότητα
Δ109 1358 -
Στα Σχήματα 9.32 και 9.33 φαίνεται η συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη
θλίψη με το βάθος δειγματοληψίας, για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα
αντίστοιχα.
5
Βάθος (m)
10
15
20
25
10
15
Βάθος (m)
20
25
30
35
40
Ο Τσιαμπάος (1989) αναφέρει για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι η μη
εξάρτηση της αντοχής τους σε ανεμπόδιστη θλίψη από το βάθος μπορεί να εξηγηθεί
εάν ληφθεί υπόψη ότι οι μάργες ως γεωλογικοί σχηματισμοί έχουν υποστεί μετά την
απόθεσή τους τεκτονικές καταπονήσεις και φυσικοχημικές διεργασίες, η επίδραση
των οποίων στην αντοχή είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτή που έχει το βάρος
των υπερκειμένων στρωμάτων αν λειτουργούσε ανεξάρτητα.
Ο Κωστόπουλος (1985) παρατήρησε για τις μάργες του Πειραιά ότι για τιμές
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη μεγαλύτερες των 0,5MPa η διασπορά των τιμών
αυτών αυξάνεται σημαντικά με μέση τιμή αντοχής μεγαλύτερη κατ’ αρχήν από την
αντίστοιχη γεωστατική τάση, γεγονός που δεν παρατηρήθηκε για τις μάργες
χαμηλότερης στάθμης αντοχής. Σημειώνει δε ότι τέτοιου είδους τάσεις υποδηλώνουν
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 221
1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Κpa)
1000
800
600
400
200
0
0 5 10 15 20 25 30 35 40
Υγρασία, w (%)
900
800
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)
700
600
500
400
300
200
100
0
0 5 10 15 20 25 30 35 40
Υγρασία, w (%)
Βέβαια, θα μπορούσε να λεχθεί για τα δείγματα κυρίως της Ανώτερης ενότητας ότι
αυτά που παρουσιάζουν μεγαλύτερες τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη φαίνεται
να κυμαίνονται σε ελαφρώς μικρότερα ποσοστά περιεχόμενης υγρασίας.
Ο Ρόζος (1989) διαπιστώνει και για τις τρεις ενότητες των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων που εξέτασε ότι σε γενικές γραμμές φαίνεται να υπάρχει μείωση της
αντοχής qu με την αύξηση της περιεχόμενης υγρασίας, χωρίς όμως καλή συσχέτιση.
Ο Barnes (2000) αναφέρει ότι βασικός περιορισμός στην εφαρμογή της δοκιμής
ανεμπόδιστης θλίψης είναι ότι όταν ελέγχονται συμπαγείς άργιλοι, τα δοκίμια θα
πρέπει να είναι πλήρως κορεσμένα, ιδιαίτερα αν βρίσκονται στο βέλτιστο ποσοστό
υγρασίας ή κάτω από αυτό, έτσι ώστε να μην οδηγηθούμε σε εσφαλμένα
αποτελέσματα. Αναφέρει επιπλέον ότι εάν το δοκίμιο περιέχει οποιαδήποτε
μακροδομή όπως ρωγματώσεις, ενστρώσεις ιλύος, λεπτοστρώσεις κτλ. μπορεί να
συμβεί πρόωρη αστοχία εξαιτίας ενδογενών αδυναμιών.
Οι Χριστούλας κ.ά. (1982) αναφέρει πως για τις μάργες του Ισθμού της Κορίνθου
παρατηρήθηκε μείωση της αντοχής τους με την αύξηση της περιεχόμενης υγρασίας.
Συγκεκριμένα παρατήρησε ότι ο λόγος της αντοχής των ξηραμένων δειγμάτων προς
την αντοχή των δειγμάτων με φυσική υγρασία ήταν περίπου 18.
Και στην περίπτωση του ξηρού φαινόμενου βάρους με την αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη (Σχήματα 9.36 και 9.37) παρατηρείται μεγάλη διασπορά των
δειγμάτων, χωρίς να είναι δυνατή σαφώς η συσχέτισή τους. Παρόλα αυτά
παρατηρώντας τα διαγράμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τόσο στην Ανώτερη
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 223
ενότητα όσο και στην Κατώτερη ενότητα παρουσιάζεται τάση για αύξηση της
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με την αύξηση του ξηρού φαινόμενου βάρους.
1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)
1000
800
600
400
200
0
14 16 18 20 22 24
3
Ξηρό φαινόμενο βάρος, γd (ΚΝ/m )
1400
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)
1200
1000
800
600
400
200
0
12 14 16 18 20 22 24
3
Ξηρό Φαινόμενο Βάρος, γd (KN/m )
Ο Κωστόπουλος (1985) παρατηρεί για τις μάργες του Πειραιά ότι η συσχέτιση
μειώνεται σημαντικά σε υψηλότερες τιμές του ξηρού φαινόμενου βάρους, γεγονός
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 224
που αποδίδει στην ισχυροποίηση των δεσμών μεταξύ των κόκκων, που δημιουργείται
από το διηθούμενο προς τα κάτω λόγω διάλυσης ανθρακικό ασβέστιο.
Στα διαγράμματα των Σχημάτων 9.38 και 9.39 παρουσιάζεται η συσχέτιση της
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το δείκτη υδαρότητας, LI, ο οποίος εκφράζει τη
σχέση της περιεχόμενης υγρασίας ενός εδαφικού σχηματισμού ως προς το όριο
υδαρότητας. Ο δείκτης αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς επιτρέπει να
εκτιμηθεί αν ο σχηματισμός θα συμπεριφερθεί ως πλαστικός, ψαθυρός ή και ως
παχύρευστο υγρό, γεγονός που έχει μεγάλη επίδραση στη συμπεριφορά και τα
μηχανικά του χαρακτηριστικά. Επιπρόσθετα, ο δείκτης υδαρότητας ορίζεται έτσι
ώστε τα σφάλματα του εργαστηριακού προσδιορισμού των χαρακτηριστικών
γεωτεχνικών ιδιοτήτων κατά κάποιο τρόπο να αλληλοαναιρούνται (Κωστόπουλος,
1988).
1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, qu (Kpa)
1000
800
600
400
200
0
-0,6 -0,4 -0,2 0 0,2 0,4 0,6 0,8 1
Δείκτης υδαρότητας, LI
Σχήμα 9.38. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το δείκτη υδαρότητας – Ανώτερη
ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 225
1200
800
600
400
200
0
-1,5 -1 -0,5 0 0,5 1 1,5 2
Δείκτης υδαρότητας, LI
Σχήμα 9.39. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με τον δείκτη υδαρότητας –
Κατώτερη ενότητα.
το αποδίδει στη σημαντική ετερογένεια του δικτύου των επαφών μεταξύ των δομικών
συστατικών, στη συμμετοχή μικροκρυσταλλικού χαλαζία στο αργιλικό κλάσμα, στη
συσσωμάτωση, στο ποσοστό και το βαθμό προσανατολισμού των αργιλικών
ορυκτών, στο βαθμό συγκόλλησης και στον τρόπο εμφάνισης του ανθρακικού
ασβεστίου (μικρίτες, σπαρρίτες, ασβεστιτικές συγκολλήσεις).
Με βάση την αντοχή των δοκιμίων σε ανεμπόδιστη θλίψη, qu, έγινε προσπάθεια
προσέγγισης της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής, Cu, από τη σχέση :
qu
Cu =
2
- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 17 KPa έως
139 KPa, με μέση τιμή 59,71 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 6˚ έως 49˚, με μέση
τιμή 25˚ περίπου.
- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 5 KPa έως
202 KPa, με μέση τιμή 70,52 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 7˚ έως 44˚, με μέση
τιμή 26,1˚ περίπου.
- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 64,8 KPa έως 215
KPa, με μέση τιμή 123,14 KPa και τιμές γωνίας τριβής φ από 10,0˚ έως 44,8˚, με
μέση τιμή 26,5˚ (Πίνακας 9.18).
64,8** 44,8**
Δ78
2,0* 46,7*
Δ79 122,3 16,2
- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 4 KPa έως 404 KPa,
με μέση τιμή 180 KPa, ενώ για τη γωνία τριβής φ τιμές από 6,7˚ έως 46,8˚, με
μέση τιμή 24,4˚ (Πίνακας 9.19).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 228
245,2* 14,1
Δ163 Δ201 116,7 29,9
281,9** 18,5
152,6* 23,0
Δ165 Δ205 161,1 21,9
160,4** 23,6
86,0* 30,54
Δ185 281,0 19,4 Δ224
81,0** 30,96
130* 14,84
Δ193 153,8 39,9 Δ226
151** 19,03
* η δοκιμή εκτελέσθηκε παράλληλα στη στρώση ** η δοκιμή εκτελέσθηκε κάθετα στη στρώση
Κατά την εκτέλεση των δοκιμών διάτμησης στα πλαίσια της διατριβής έγινε
προσπάθεια να μορφωθούν δείγματα παράλληλα και κάθετα στη στρώση, όπου αυτό
ήταν δυνατόν και η στρώση ήταν εμφανής. Έτσι, σε ένα από τα δείγματα της
Ανώτερης ενότητας και σε οκτώ από τα δείγματα της Κατώτερης έγιναν δοκιμές τόσο
παράλληλα, όσο και κάθετα στη στρώση, ενώ σε επιπλέον δεκαπέντε από την
Κατώτερη ενότητα έγιναν δοκιμές μόνο παράλληλα στη στρώση (Πίνακες 9.18 και
9.19).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 229
30
25
Δείκτης πλαστικότητας, PI
20
15
10
0
0 100 200 300 400 500 600 700
Συνοχή cu (KPa)
Σχήμα 9.40. Συγκριτική συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα δείγματα
της παρούσας διατριβής– Κατώτερη ενότητα.
30
Δοκιμές παράλληλα στη
στρώση
Δοκιμές κάθετα στη στρώση
Δείκτης πλαστικότητας, PI
25
20
15
10
0
0 10 20 30 40 50 60
Γωνία τριβής φ
Σχήμα 9.41. Συγκριτική συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα
δείγματα της παρούσας διατριβής– Κατώτερη ενότητα.
Από τα παραπάνω διαγράμματα, αλλά και τις τιμές που παρουσιάζονται στους
Πίνακες 9.18 και 9.19 προκύπτει ότι η συνοχή c εμφανίζεται αυξημένη στις δοκιμές
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 230
κάθετα στη στρώση σε σχέση με αυτές παράλληλα, τόσο στην Ανώτερη, όσο και
στην Κατώτερη ενότητα. Στην Κατώτερη βέβαια ενότητα η διαφοροποίηση ανάμεσα
στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται μικρότερη. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός
ότι τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν σε αντίθεση με αυτά της
Ανώτερης φυλλώδη δομή, δηλαδή από επάλληλες πολύ λεπτές στρώσεις, έτσι δεν
δημιουργούν διακριτές επιφάνειες ασυνέχειας. Όσον αφορά στη γωνία τριβής φ δεν
παρατηρείται ουσιαστική διαφοροποίηση ανάμεσα στις δοκιμές κάθετα και
παράλληλα στη στρώση.
70
Δείγματα γεωτρήσεων
60 Δείγματα διατριβής
Δείκτης πλαστικότητας, PI
50
40
30
20
10
0
0 100 200 300 400 500 600 700
Συνοχή, cu (KPa)
70
Δείγματα γεωτρήσεων
60 Δείγματα διατριβής
Δείκτης πλαστικότητας, PI 50
40
30
20
10
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Γωνία τριβής, φ
Από τα διαγράμματα αυτά φαίνεται ότι οι δοκιμές διάτμησης στα πλαίσια της
διατριβής οδήγησαν σε μεγαλύτερες τιμές συνοχής, cu, σε σχέση με τις δοκιμές στα
δείγματα των γεωτρήσεων. Η τάση αύξησης της συνοχής με την αύξηση του δείκτη
πλαστικότητας παρατηρείται και στις δύο περιπτώσεις, η διακύμανση όμως του PI
φαίνεται να είναι αρκετά μικρότερη στην περίπτωση των δειγμάτων της διατριβής,
διαπίστωση που έχει σχολιασθεί και προηγούμενα. Τα δείγματα δηλαδή των
γεωτρήσεων εμφανίζουν κάποια αύξηση της συνοχής με αντίστοιχη μεγάλη αύξηση
του δείκτη πλαστικότητας, ενώ αντίθετα τα δείγματα της διατριβής εμφανίζουν
μεγάλη αύξηση της συνοχής με μικρή αύξηση του δείκτη πλαστικότητας.
Όσον αφορά στη γωνία τριβής, φ, η συσχέτιση των δειγμάτων είναι πλέον
ικανοποιητική. Βέβαια και στο διάγραμμα αυτό φαίνεται ότι τα δείγματα της
διατριβής αντιστοιχούν σε μικρότερες τιμές δείκτη πλαστικότητας PI σε σχέση με
αυτά των γεωτρήσεων.
- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 2 KPa έως 96
KPa, με μέση τιμή 36,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 10,5˚ έως 58,5˚, με μέση
τιμή 37,7˚ περίπου.
- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 4,7 KPa έως
113 KPa περίπου, με μέση τιμή 55,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 14˚ έως
53,5˚, με μέση τιμή 35,9˚ περίπου.
Σύμφωνα με το Ρόζο (1989) και με βάση δοκιμές άμεσης διάτμησης για τις
αργιλόμαργες του Νομού Αχαΐας η συνοχή κυμαίνεται από 25 ΚPa έως 115 KPa και
η γωνία τριβής φ από 23˚ έως 42˚, ενώ οι αντίστοιχες παράμετροι για τις μάργες
κυμαίνονται για τη μεν συνοχή από 28 KPa έως 110 KPa, για τη δε γωνία τριβής δεν
παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στις τιμές cu, οι τιμές όμως της
γωνίας εσωτερικής τριβής φ παρουσιάζονται κάπως αυξημένες στις μάργες της
Κατώτερης ενότητας.
Από τις δοκιμές κοκκομετρικής διαβάθμισης των δειγμάτων αυτών προκύπτει από
29˚ έως 46˚ (οι όροι μάργες και αργιλόμαργες σύμφωνα με τη δική του κατάταξη και
όχι με βάση τον Πίνακα 8.1).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 233
Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.44 έως 9.47) δίνεται η συσχέτιση της
συνοχής και της γωνίας εσωτερικής τριβής (όπως αυτή προκύπτει από τις δοκιμές
άμεσης διάτμησης στα δείγματα των γεωτρήσεων) με το δείκτη πλαστικότητας PI για
κάθε ενότητα ξεχωριστά. Τα αποτελέσματα των δοκιμών διάτμησης χωρίς και με
προηγούμενη στερεοποίηση των δειγμάτων έχουν παρουσιαστεί χωριστά σε κάθε
διάγραμμα για σύγκριση των δύο δοκιμών.
70
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
60 Δοκιμές με προστερεοποίηση
Δείκτης πλαστικότητας, PI
50
40
30
20
10
0
0 50 100 150 200
Συνοχή, c (KPa)
70
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
60 Δοκιμές με προστερεοποίηση
Δείκτης πλαστικότητας, PI
50
40
30
20
10
0
0 20 40 60 80 100
Γωνία τριβής, φ
- Όσον αφορά στη γωνία τριβής φ τόσο στην Ανώτερη, όσο και στην Κατώτερη
ενότητα οι δοκιμές με προστερεοποίηση των δειγμάτων δίνουν ελαφρώς
μεγαλύτερες τιμές, σε σχέση με τις δοκιμές χωρίς στερεοποίηση.
50
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
45
Δοκιμές με προστερεοποίηση
40
35
30
25
20
15
10
5
0
0 50 100 150 200 250
Συνοχή, c (KPa)
50
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
45
Δοκιμές με προστερεοποίηση
40
Δείκτης πλαστικότητας, PI
35
30
25
20
15
10
0
0 10 20 30 40 50 60
Γωνία τριβής, φ
- Οι τιμές της συνοχής κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα ανάμεσα στις δύο
δοκιμές, με τις τιμές των δοκιμών χωρίς προστερεοποίηση να παρουσιάζουν
μεγαλύτερη διασπορά και σε κάποια δείγματα υψηλότερες των άλλων τιμές.
- Σχετικά με τη συνοχή στα διαγράμματα και των δύο ενοτήτων, κυρίως όμως της
Κατώτερης ενότητας, υπάρχει τάση αύξησης αυτής με την αύξηση του δείκτη
πλαστικότητας. Αντίθετα, η γωνία τριβής και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζει
τάση μείωσης με την αύξηση του δείκτη πλαστικότητας, χωρίς ωστόσο σε καμία
περίπτωση να υπάρχει καλή συσχέτιση.
Ο Κωστόπουλος (1985) επισημαίνει για τις μάργες του Πειραιά ότι οι παράμετροι
αντοχής της c και φ συναρτώνται με την πλαστικότητα του υλικού, μάλιστα η συνοχή
αυξάνει και η γωνία τριβής μειώνεται μη γραμμικά με το δείκτη πλαστικότητας.
- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 11 KPa έως 325
KPa, με μέση τιμή 127 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει τιμές
από 3˚ έως 36 ˚, με μέση τιμή 17,7˚ περίπου.
- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 2 KPa έως 755
KPa, με μέση τιμή 154,5 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει τιμές
από 2˚ έως 38 ˚, με μέση τιμή 17,4˚ περίπου.
αναμένονται γενικά πολύ χαμηλές τιμές (έως μηδενικές) γωνίας εσωτερικής τριβής,
τα δείγματα αυτά εμφάνισαν αρκετά υψηλές τιμές. Τα ιζήματα της Ανώτερης και
Κατώτερης ενότητας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την
κοκκομετρική τους διαβάθμιση, περιέχουν κατά μέσο όρο 15% και 10% περίπου
άμμο αντίστοιχα, ενώ διατηρούν πολύ υψηλά ποσοστά ιλύος. Το γεγονός αυτό
ενδεχομένως ευθύνεται για τις υψηλές τιμές γωνίας εσωτερικής τριβής που
προσδιορίσθηκαν από αυτές τις δοκιμές.
45,00
Ανώτερη ενότητα
40,00
Κατώτερη ενότητα
35,00
Ποσοστό δειγμάτων
30,00
25,00
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
0-50 50-100 100-150 150-200 200-300 300-400 >400
Σχήμα 9.48. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα
γεωτρήσεων).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 238
60,00
Ανώτερη ενότητα
Ποσοστό δειγμάτων
40,00
30,00
20,00
10,00
0,00
0-10 ,10-20 20-30 30-40 40-50
Εύρος τιμών, φ
Σχήμα 9.49. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα
γεωτρήσεων).
- Όσον αφορά στην τιμή της cu παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των
δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας (περίπου 38% των δειγμάτων) έχει τιμές cu
από 100 KPa έως 150 KPa και από 50 KPa έως 100 KPa (περίπου 32% των
δειγμάτων), ενώ το 19% από 150 KPa έως 200 KPa. Αντίθετα, οι μάργες της
Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν σε ποσοστό 25% περίπου αστράγγιστη
διατμητική αντοχή, cu, από 50 KPa έως 100KPa, σε ποσοστό 20% από 100-150
Kpa, ενώ επίσης 20% των δειγμάτων περίπου έχει cu που κυμαίνεται και από 200-
300 KPa.
- Όσον αφορά στην κατανομή των τιμών της γωνίας εσωτερικής τριβής τόσο στην
Ανώτερη, όσο και στην Κατώτερη ενότητα τα περισσότερα δείγματα έχουν φ από
10˚ έως 20˚ (σε ποσοστό 41,5% και 50% αντίστοιχα), ενώ για το εύρος τιμών από
20˚ έως 30˚ τα ποσοστά είναι 29% και 23% αντίστοιχα.
Δ18 31,5 22
Δ136 210,0 25
Δ185 585,0 23
Αντίστοιχα, από τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής (Σχήματα 9.50 και 9.51) προκύπτουν τα εξής:
- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 15,52 KPa έως
648,7 KPa, με μέση τιμή 156,62 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ
έχει τιμές από 4,74˚ έως 39 ˚, με μέση τιμή 23,4˚ περίπου.
- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 14,81 KPa έως
400 KPa, με μέση τιμή 156,16 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 13˚ έως 46 ˚, με μέση τιμή 27,01˚ περίπου.
30,00
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
25,00
Ποσοστό δειγμάτων
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
0-50 50-100 100-150 150-200 200-300 300-400 >400
Σχήμα 9.50. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα
διατριβής).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 241
50,00
Ανώτερη ενότητα
45,00
Κατώτερη ενότητα
40,00
Ποσοστό δειγμάτων
35,00
30,00
25,00
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
0-10 ,10-20 20-30 30-40 40-50
Εύρος τιμών, φ
Σχήμα 9.51. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα
διατριβής).
Από τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών φαίνεται ότι οι δύο ενότητες ότι τα
ιζήματα της Ανώτερης ενότητας εμφανίζουν ποσοστά άμμου από 1,6% έως και
34,22%, ιλύος από 58% έως και 87,7% και αργίλου από 3,7% έως και 25,11%.
Αντίστοιχα τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας εμφανίζουν ποσοστά άμμου από
0,22% μέχρι και 10,55%, ιλύος από 50,3% έως και 82% και αργίλου από 13,4% έως
και 41,7%. Παρατηρείται δηλαδή ότι η Ανώτερη ενότητα περιέχει γενικά μεγαλύτερα
ποσοστά άμμου – ιλύος σε σχέση με την Κατώτερη, ενώ αντίθετα η Κατώτερη
εμφανίζει μεγαλύτερα ποσοστά αργιλικού κλάσματος. Τα αυξημένα ποσοστά άμμου
κα ιλύος των δειγμάτων και των δύο ενοτήτων ευθύνονται και σε αυτή την περίπτωση
για τις μεγάλες τιμές της γωνίας εσωτερικής τριβής φ που υπολογίστηκαν. Παρόλα
αυτά, με βάση και τα ανωτέρω για την κοκκομετρική διαβάθμιση θα αναμενόταν να
εμφανίζει μεγαλύτερες τιμές φ η Ανώτερη ενότητα σε σχέση με την Κατώτερη.
Δείγμα Δ27
Ο Κωστόπουλος (1985) για τις μάργες του Πειραιά προσδιορίζει τιμές cu από 5
KPa έως 550 KPa και φu από 10˚ έως 49˚, ενώ παρατηρεί πως η αύξηση της γωνίας
διατμητικής αντοχής οφείλεται στο κυμαινόμενο ποσοστό άμμου των υλικών αυτών.
γ) Συσχετίσεις
Στα παρακάτω Σχήματα 9.52 και 9.53 φαίνεται η διακύμανση των τιμών της
αστράγγιστης διατμητικής αντοχής cu με το βάθος δειγματοληψίας (δείγματα
γεωτρήσεων), για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα.
Από το διάγραμμα (Σχήμα 9.52) δεν φαίνεται σαφής συσχετισμός της συνοχής cu ,
παρά μόνο τάση αύξησης της συνοχής με το βάθος, καθώς παρατηρείται ότι για το
ίδιο βάθος υπάρχουν δείγματα με χαμηλή έως και αρκετά υψηλή τιμή συνοχής. Όπως
έχει βέβαια αναφερθεί και ανωτέρω, οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας
παρουσιάζουν σημαντική ετερογένεια, με συχνή εναλλαγή αργιλωδών, ιλυωδών και
αμμωδών οριζόντων, συναντώνται δε μέχρι ένα μέσο βάθος περίπου 20m από την
επιφάνεια.
Συνοχή, cu (KPa)
10
Βάθος (m)
20
30
40
50
60
Συνοχή, cu (KPa)
10
20
Βάθος (m)
30
40
50
60
70
Στο ανωτέρω διάγραμμα για την Κατώτερη ενότητα (Σχήμα 9.53), αν και σε αυτή
την περίπτωση η διασπορά των τιμών είναι μεγάλη, παρατηρείται πλέον σαφής
συσχέτιση της συνοχής cu με το βάθος δειγματοληψίας. Φαίνεται δηλαδή η τάση
αύξησης των τιμών της cu με την αύξηση του βάθους.
Ο Κωστόπουλος (1985) αναφέρει για τις μάργες του Πειραιά ότι οι συμβατικές
παράμετροι αντοχής c και φ, που προκύπτουν από τριαξονικές δοκιμές και δοκιμές
άμεσης διάτμησης, παρουσιάζουν εξάρτηση από το δείκτη πλαστικότητας του υλικού,
η οποία έχει εκθετική αύξουσα μορφή για τη συνοχή και εκθετική φθίνουσα μορφή
για τη γωνία διατμητικής αντοχής για τις κορυφαίες τιμές.
Από τα διαγράμματα (Σχήματα 9.54 έως 9.57) φαίνεται για ακόμη μια φορά η
μεγάλη διασπορά των δειγμάτων και η αδυναμία διατύπωσης σαφούς συσχέτισης
ανάμεσα στο δείκτη πλαστικότητας PI και τις παραμέτρους διατμητικής αντοχής υπό
αστράγγιστες συνθήκες cu και φu. Όσον αφορά στο cu θα μπορούσε να λεχθεί ότι
παρατηρείται τάση αύξησης της συνοχής με την αύξηση του δείκτη πλαστικότητας,
χωρίς ωστόσο να υπάρχει καλή συσχέτιση.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 246
70
60
40
30
20
10
0
0 50 100 150 200 250 300 350 400
Συνοχή, cu (KPa)
70
60
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)
50
40
30
20
10
0
0 100 200 300 400 500 600 700
Συνοχή, cu (KPa)
70
60
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)
50
40
30
20
10
0
0 10 20 30 40 50
70
50
40
30
20
10
0
0 10 20 30 40 50 60
60
50
30
20
10
0
0 50 100 150 200 250 300 350 400
Συνοχή, cu (KPa)
70
60
Γωνία εσωτερικής τριβής, φ
50
40
30
20
10
0
0 100 200 300 400 500 600
Συνοχή, cu (KPa)
9.4.3.2. Τριαξονικές δοκιμές με στερεοποίηση, χωρίς αποστράγγιση και μέτρηση της πίεσης του
νερού των πόρων (CUPP).
- Όσον αφορά στη γωνία εσωτερικής τιμής φ, στην Κατώτερη ενότητα οι τιμές
παρουσιάζονται ελαφρώς αυξημένες. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί στα
αυξημένα ποσοστά ιλύος της Κατώτερης ενότητας, τα οποία ενισχύονται
περαιτέρω και από τα συσσωματώματα των αργιλικών ορυκτών.
Δείγματα διατριβής
Οι δοκιμές CUPP που εκτελέσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής σε επτά
(7) δείγματα της Ανώτερης ενότητας και πέντε (5) δείγματα της Κατώτερης ενότητας
κατέληξαν στα εξής αποτελέσματα (Πίνακας 9.23):
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 251
Από τον ανωτέρω Πίνακα 9.23 προκύπτει ότι η συνοχή c’ των μαργών της
Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 56,66 KPa έως 78,85 KPa, ενώ η γωνία
εσωτερικής τριβής φ’ από 26,83˚ έως 41,35 ˚. Αντίστοιχα, οι μάργες της Κατώτερης
ενότητας έχουν τιμές c’ από 52,80 KPa έως 75,68 KPa, ενώ η γωνία εσωτερικής τους
τριβής φ’ από 24,04˚ έως 37,14 ˚.
Ο Ρόζος (1989) καταλήγει για τις αργιλόμαργες του Ν. Αχαΐας σε τιμές συνοχής c
από 14 έως 290KPa και γωνίας τριβής φ από 7˚ έως 33˚, ενώ σε ενεργές τιμές η
διακύμανση της συνοχής c’ είναι από 18 έως 310 KPa και της γωνίας τριβής φ’ από
9˚ έως 35˚. Αντίστοιχα για τις μάργες δίνει τιμές συνοχής c από 65 έως 225KPa και
γωνίας τριβής φ από 27˚ έως 39˚, ενώ σε ενεργές τιμές η διακύμανση της συνοχής c’
είναι από 75 έως 230 KPa και της γωνίας τριβής φ’ από 28˚ έως 41˚.
τάσεις συνοχή c από 53 έως 200 KPa και γωνία τριβής από 17˚ 20’ έως 23˚, ενώ σε
ενεργές τάσεις συνοχή c από 47 έως 150 KPa και γωνία τριβής από 21˚ 50’ έως 32˚
40’.
Έτσι, για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας προέκυψαν α) από τις δοκιμές στα
δείγματα των γεωτρήσεων τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 2.340 KPa έως 22.400 KPa
(με μέση τιμή 8.060 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από 4.230 KPa έως
15.270 KPa (με μέση τιμή 9.860 KPa περίπου) και β) από τις δοκιμές στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 8.460 KPa έως 15.160 KPa (με
μέση τιμή 13.110 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από 16.900 KPa έως
22.500KPa (με μέση τιμή 18.950 KPa περίπου).
Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι οι τιμές του Ε50 είναι αυξημένες στην
περίπτωση των μαργών της Κατώτερης ενότητας και για τις αντίστοιχες πλευρικές
πιέσεις. Η συσχέτιση ανάμεσα στις τιμές που προσδιορίστηκαν στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής και τις τιμές από τα δείγματα των γεωτρήσεων, φανερώνει σε
όλες τις περιπτώσεις πιο περιορισμένη διακύμανση τιμών για τις πρώτες, η οποία
εκφράζεται με υψηλότερη κατώτερη τιμή και χαμηλότερη ανώτερη, διατηρώντας
όμως σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερους μέσους όρους. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε
να αποδοθεί και στον περιορισμένο αριθμό δοκιμών που εκτελέσθηκαν στα πλαίσια
μελέτης του έργου και πολύ περισσότερο στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, με
αποτέλεσμα οποιαδήποτε στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων να μην δίνει
ενδεχομένως αξιόπιστα συμπεράσματα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 253
9.4.4. Στερεοποίηση
Es (MPa)
0 5 10 15 20 25 30 35 40
0
10
15
Βάθος (m)
20
25
30
35
40
Es (MPa)
0 10 20 30 40 50
0
10
20
Βάθος (m)
30
40
50
Από δοκιμές Στερεοποίησης για σ3=100KPa
Από δοκιμές SPT (Es=0,42 NSPT)
60
τις τιμές των SPT δίνει αρκετά έως πολύ μεγαλύτερες τιμές Εs, χωρίς όμως και σε
αυτή την περίπτωση να είναι δυνατή κάποια συσχέτιση με το βάθος.
Η εικόνα μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια και για τις μάργες της Κατώτερης
ενότητας, αν και στην περίπτωση αυτή διαφαίνεται η τάση αύξησης του Es με το
βάθος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καλή συσχέτιση. Ομοίως οι τιμές που προκύπτουν
από την εμπειρική σχέση είναι σαφώς μεγαλύτερες από αυτές των εργαστηριακών
δοκιμών, εμφανίζουν δε μεγάλη διασπορά, χωρίς να είναι επιτυχής οποιαδήποτε
συσχέτιση με το βάθος.
Ο δείκτης στερεοποίησης Cc, ο οποίος συμβολίζει την κλίση της γραμμής της
κανονικής στερεοποίησης στο διάγραμμα λόγου κενών – ενεργού τάσης, κυμαίνεται
για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας από 0,057 έως 0,382, με μέση τιμή 0,150 και
με αρχικό λόγο κενών 0,344 έως 0,925, ενώ για αυτά της Κατώτερης ενότητας από
0,043 έως 0,268, με μέση τιμή 0,12 και αρχικό λόγο κενών 0,39 έως 0,865.
Επειδή ο δείκτης συμπιεστότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον αρχικό
λόγο κενών στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.62 και 9.63) παρουσιάζεται η
συσχέτισή του αυτή για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 256
0,45
0,25
0,2
0,15
0,1
0,05
0
0 0,2 0,4 0,6 0,8 1
Λόγος κενών, eo
0,2
0,18
0,16
Δείκτης συμπιεστότητας, Cc
0,14
0,12
0,1
0,08
0,06
0,04
0,02
0
0 0,2 0,4 0,6 0,8 1
Λόγος κενών, e o
Τόσο στα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας, όσο και σε αυτά της Κατώτερης
ενότητας υπάρχει η τάση αύξησης της τιμής του δείκτη συμπιεστότητας με την
αύξηση του αρχικού λόγου κενών, eo. Βέβαια, η συσχέτιση δεν είναι ικανοποιητική
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 257
σε καμία από τις δύο περιπτώσεις (ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κατώτερης
ενότητας), παρόλα αυτά όμως η ανωτέρω διαπίστωση είναι εμφανής.
Αδυναμία ικανοποιητικής συσχέτισης, κυρίως για τις τεφρές-τεφροκύανες μάργες
του Ηρακλείου παρατήρησε και ο Τσιαμπάος (1989), απέδωσε δε το φαινόμενο αυτό
στον υψηλό λόγο συσσωμάτωσης, εξαιτίας του οποίου δείγματα με σχετικά υψηλό
λόγο κενών παρουσιάζουν δείκτη συμπιεστότητας χαμηλότερο από τον αναμενόμενο.
Από τα διαγράμματα λόγου κενών – κατακόρυφης τάσης σv΄ των δοκιμών που
πραγματοποιήθηκαν έγινε προσπάθεια προσδιορισμού γραφικά της τάσης
προστερεοποίησης με τη μέθοδο της διχοτόμου – Casagrande, παρά τις δυσκολίες και
τις αβεβαιότητες που παρουσιάζει η μέθοδος αυτή κατά την εφαρμογή της. Έτσι, για
την Ανώτερη ενότητα προσδιορίστηκε τάση προστερεοποίησης Pc από 50 KPa έως
225 KPa, με μέση τιμή 128 KPa περίπου. Για την Κατώτερη ενότητα η τάση
προστερεοποίησης Pc κυμαίνεται από 70 KPa έως 200 KPa, με μέση τιμή 130 KPa
περίπου.
Κατά την εκτέλεση των δοκιμών αυτών έγινε προσπάθεια αύξησης του βαθμού
κορεσμού του δείγματος Δ228, έτσι ώστε να μελετηθεί η εξάρτηση της συμπεριφοράς
του υλικού από το βαθμό κορεσμού. η προσπάθεια αυτή έγινε με χρήση υγραντήρα
και μικρής διαβροχής, ώστε να μην αλλοιωθεί το δείγμα. Τα ιζήματα αυτά
αποσυντίθενται πλήρως όταν εμβαπτιστούν στο νερό, καθώς η πρόσληψη νερού
μεταξύ των φυλλαρίων δημιουργεί διογκωτικές τάσεις και διασπάει τη δομή τους. Η
διαδικασία αυτή δεν ήταν επιτυχής, καθώς υπήρχε αδυναμία κορεσμού του δείγματος
χωρίς διάλυσή του.
Στα Σχήματα 9.64 και 9.65 παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά διαγράμματα
δειγμάτων της Κατώτερης ενότητας που προέκυψαν από τις δοκιμές στερεοποίησης.
Από τα διαγράμματα αυτά αξίζει να επισημανθεί ότι οι καμπύλες αποφόρτισης
παρουσιάζουν μεγάλη κλίση και ο λόγος κενών επανέρχεται σε τιμές κοντά στις
αρχικές του. Τα δείγματα δηλαδή κατά την αποφόρτιση (οι δοκιμές έγιναν στη
φυσική τους υγρασία) φαίνεται να ανακτούν σημαντικό μέρος του αρχικού τους
όγκου. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στη φυλλώδη και πολύ πυκνή
δομή των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας.
0,44
0,43
0,42
Λόγος Κενών (e)
0,41
0,40
0,39
0,38
10 100 1000 10000
0,67
0,66
0,65
0,63
0,62
0,61
0,60
0,59
10 100 1000 10000
Ο Κωστόπουλος (1985) παρατηρεί το ίδιο φαινόμενο για τις μάργες του Πειραιά
και επισημαίνει ότι κάθε προσπάθεια προσδιορισμού της τάσης προφόρτισης ή του
συντελεστή συμπιεστότητας για την εκτίμηση των καθιζήσεων θα πρέπει να θεωρηθεί
μη επιτυχής, καθώς οι μάργες αυτές φαίνεται πως αποτελούν ένα υλικό
προφορτισμένο και μερικά συγκολλημένο, που δεν ακολουθεί την προτυποποιημένη
συμπεριφορά της μονοδιάστατης στερεοποίησης του Terzaghi. Επισημαίνει δε ότι η
αντοχή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί απλουστευτικά σαν μια σχέση δύο παραμέτρων
c και φ, αφού συμβάλλουν παράγοντες επιρροής κατ’ αρχήν ανεξάρτητοι μεταξύ
τους, όπως ο δείκτης πόρων, η ανισοτροπία, η λιθολογία, η παραμόρφωση, η
θερμοκρασία κτλ.
Οι Christoulas et al, (1987) παρατηρούν για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης
ότι αποτελούν υπερστερεοποιημένα εδάφη, αν και αυτή η φαινόμενη
υπερστερεοποίηση οφείλεται κυρίως στη συγκόλλησή τους, λόγω της παρουσίας
συγκολλητικών μέσων όπως το ανθρακικό ασβέστιο και το πυρίτιο. Αναφέρουν δε
ότι το φαινόμενο αυτό είναι σύνηθες για εδάφη, τα οποία έχουν υποστεί σημαντική
διαγένεση εξαιτίας ταυτόχρονης συμπύκνωσης και συγκόλλησης.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 261
Στα πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου της ΕΠΠ εκτελέσθηκε
σημαντικός αριθμός γεωτρήσεων σε διάφορες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή του
έργου και σε διάφορα βάθη. Σε όλες σχεδόν τις γεωτρήσεις πραγματοποιήθηκαν
δοκιμές πρότυπης διείσδυσης SPT με δειγματολήπτη Terzaghi και μετρήθηκε ο
αριθμός κρούσεων Ν που απαιτείται για να διεισδύσει ο δειγματολήπτης 30cm στο
έδαφος.
Στα Σχήματα 10.1 και 10.2 παρουσιάζεται η κατανομή των τιμών ΝSPT ξεχωριστά
για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της Κατώτερης ενότητας. Στα διαγράμματα
αυτά δεν παρουσιάζονται τα δείγματα στα οποία καταγράφηκε άρνηση σε διείσδυση.
Στο Σχήμα 10.3 παρουσιάζεται η κατανομή του πλήθους των τιμών NSPT (σε
ποσοστό επί του συνόλου των δειγμάτων για κάθε ενότητα) για την Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα.
60
n= 196
50 μέσο Ν = 38
τυπ. απόκλιση = 18,8
40
Αριθμός δειγμάτων
30
20
10
0
0-10
.10-20
20-30
30-40
40-50
50-60
60-70
70-80
80-90
90-100
Τιμές ΝSPT
Σχήμα 10.1. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας
100
90 n = 378
μέσο N=43
80 τυπ. απόκλιση 17
70
Αριθμός δειγμάτων
60
50
40
30
20
10
0
0-10
10-20
20-30
30-40
40-50
50-60
60-70
70-80
80-90
90-100
Αριθμός κρούσεων Ν
Σχήμα 10.2. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.
30,00
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
25,00
15,00
10,00
5,00
0,00
0-10
10-20
20-30
30-40
40-50
50-60
60-70
70-80
80-90
90 -100
N SPT
Σχήμα 10.3. Κατανομή τιμών ΝSPT για την Ανώτερη και τηνΚατώτερη ενότητα.
Σύμφωνα με το συσχετισμό των Terzaghi and Peck (1967) (Σχήμα 10.4) ανάμεσα
στην αντίσταση σε διείσδυση και την αντοχή της αργίλου, προκύπτει ότι οι
σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας κατατάσσονται στην κατηγορία των μέτριων
έως σκληρών εδαφών ενώ αυτοί της Κατώτερης στην κατηγορία των στιφρών έως
σκληρών εδαφών, με τα περισσότερα δείγματα και των δύο ενοτήτων να ανήκουν στα
πολύ στιφρά έως σκληρά εδάφη.
Στα Σχήματα 10.5 και 10.6 παρουσιάζεται η κατανομή των τιμών NSPT με το
βάθος για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 264
100
Πολύ Μαλακό Μέτριο Στιφρό Πολύ Σκληρό
90
μαλακό στιφρό
80
70
Ποσοστό δειγμάτων
60
50
40
30
20
Ανώτερη ενότητα
10
Κατώτερη ενότητα
0
0-2
.2-4
.4-8
.8-15
15-30
>30
NSPT
Σχήμα 10.4. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της
Κατώτερης ενότητας, με βάση την κατάταξη των εδαφών κατά Terzaghi &
Peck (1967).
Από τα παραπάνω διαγράμματα δεν προκύπτει εμφανώς για καμία από τις δύο
ενότητες κάποια συγκεκριμένη συσχέτιση παρά μόνο μία τάση αύξησης του αριθμού
κρούσεων NSPT με το βάθος. Υψηλές τιμές κρούσεων παρατηρούνται για σχετικά
μικρά βάθη, ενώ πολλά δείγματα στα βάθη αυτά και των δύο ενοτήτων έδωσαν
άρνηση σε διείσδυση (η άρνηση δεν παρουσιάζεται στα ανωτέρω διαγράμματα).
Βέβαια, οι τιμές για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας παρουσιάζουν μεγαλύτερη
διασπορά, ενώ τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας φαίνεται να διατηρούν σταθερά
με το βάθος ένα μέσο εύρος τιμών Ν=30 – 50 κρούσεις (χωρίς να ληφθούν υπόψη οι
αρνήσεις). Για τη διασπορά αυτή που παρατηρείται εντονότερα στην Ανώτερη
ενότητα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι αυτή παρουσιάζει μεγάλη
ετερογένεια όσον αφορά στη σύσταση των υλικών, με εναλλαγές αργίλων, ιλύων –
αργιλοϊλύων, άμμων, αμμοϊλύων και αμμοχαλίκων σε όλη τη φάση της.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 265
ΝSPT
0 20 40 60 80 100
0
10
20
Βάθος (m)
30
40
50
60
NSPT
0 20 40 60 80 100
0
10
20
30
Βάθος (m)
40
50
60
70
80
11.1. Γενικά
Κατά την κατασκευή μιας σήραγγας ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την
παρακολούθηση της συμπεριφοράς του περιβάλλοντος σχηματισμού και της
ανταπόκρισης αυτού στη διάνοιξη της σήραγγας και την εφαρμογή των μέτρων
άμεσης υποστήριξης είναι η μέτρηση των συγκλίσεων. Με τον όρο αυτό νοείται η
τοποθέτηση όσο το δυνατόν γρηγορότερα μετά την εκσκαφή τοπογραφικών στόχων σε
συγκεκριμένες θέσεις της διατομής και η συνεχής μέτρηση και καταγραφή της θέσης
αυτών. Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι οι στόχοι μπορούν να
τοποθετηθούν σχετικά εύκολα πολύ κοντά στο μέτωπο. Με τη συστηματική
καταγραφή και αξιολόγηση της εξέλιξης των συγκλίσεων μπορεί να επιτευχθεί η
έγκαιρη ειδοποίηση σε περίπτωση αυξανόμενων παραμορφώσεων με στόχο τη λήψη
κατάλληλων υποστηρικτικών μέτρων προς αποφυγή της αστοχίας.
Ο Hoek (1999) παρατηρεί ότι ο παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στην
ευστάθεια της διατομής μιας σήραγγας είναι ο λόγος της αντοχής σε ανεμπόδιστη
θλίψη της βραχομάζας προς την αντίστοιχη επιτόπου μέγιστη αναπτυσσόμενη τάση.
Στην περίπτωση που οι επιτόπου τάσεις υπερβαίνουν μία οριακή τιμή, τότε
παρατηρείται η δημιουργία πλαστικής ζώνης αστοχίας γύρω από τη διατομή, το εύρος
της οποίας και η παραμόρφωση της διατομής εξαρτώνται από τον ανωτέρω αυτό λόγο.
Η πίεση που ασκούν τα μέτρα υποστήριξης στον περιβάλλοντα σχηματισμό εξαρτάται
από την ακαμψία τους, τη φέρουσα ικανότητα αυτών και την απόσταση εφαρμογής
τους από το μέτωπο. Η αντιστήριξη δηλαδή μπορεί να προσομοιωθεί με ένα σύστημα
ελατηρίων, με επιβολή πίεσης αυξανόμενη ανάλογα με την αύξηση της
παραμόρφωσης, μέχρι την οριακή τιμή φέρουσας ικανότητας του συστήματος.
Οι συγκλίσεις των σημείων της διατομής της σήραγγας, είναι μέγεθος που πρέπει
να είναι γνωστό, προκειμένου να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της προσωρινής
επένδυσης, αλλά και η εντατική κατάσταση των γεωλογικών σχηματισμών που
περιβάλλουν τη σήραγγα. Ενδιαφέρον άλλωστε παρουσιάζει η συσχέτιση των
συγκλίσεων αυτών με παραμέτρους του έργου και της μορφολογίας, όπως το ύψος
υπερκειμένων, η παρουσία άμμου στην οροφή, η διάνοιξη του δεύτερου κλάδου της
σήραγγας, το είδος της προσωρινής υποστήριξης κτλ, έτσι ώστε να εξαχθούν όσο το
δυνατόν ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Στις δίδυμες αυτές σήραγγες τοποθετήθηκαν σε διατομές ανά περίπου πέντε έως
δέκα μέτρα σταθμοί μέτρησης παραμορφώσεων. Οι σταθμοί αυτοί αποτελούνταν από
πέντε ανακλαστήρες ανά διατομή, έναν στο θόλο της σήραγγας, δύο στις παρειές της
Α’ φάσης εκσκαφής (σε γωνία 45˚ εκατέρωθεν του άξονα της σήραγγας) και δύο στις
παρειές της Β-Ι φάσης εκσκαφής (Σχήμα 11.1). Στα σημεία αυτά καταγράφονταν οι
συντεταγμένες x και y και το υψόμετρο Η με ηλεκτρονικές τοπογραφικές μεθόδους –
Electronic total station GTS-700 της TOPCON - ακρίβειας 1mm.
Κατόπιν επεξεργασίας των μετρήσεων που έγιναν επί τόπου στο έργο, δίνονται οι
συνολικές συγκλίσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του αριστερού και δεξιού
κλάδου. Οι μετρήσεις των σημείων 4 και 5 δεν αποτέλεσαν σημείο ιδιαίτερης
αξιολόγησης κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, λόγω της δυσκολίας λήψης
μετρήσεων και της ευκολίας με την οποία καταστρέφονταν από τις εργασίες των
μηχανημάτων. Ο λόγος τοποθέτησής τους ήταν η μέτρηση πιθανής σύγκλισης των
παρειών της σήραγγας στο ύψος της ερυθράς, γεγονός που δεν επαληθεύθηκε κατά
την κατασκευή.
Σχήμα 11.1 : Σχηματική διατομή της σήραγγας, στην οποία φαίνονται οι θέσεις των σημείων 1,
2, 3, 4 και 5.
Στα διαγράμματα που ακολουθούν (Σχήματα 11.2, 11.3) σημειώνονται το πάχος των
υπερκειμένων, η επικρατούσα λιθολογική φάση σύμφωνα με τη χαρτογράφηση των
μετώπων και τα μέτρα υποστήριξης των σηράγγων, προκειμένου να εξαχθούν
συμπεράσματα για τη συσχέτιση των συγκλίσεων με τις παραπάνω παραμέτρους.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 272
Μετά την ολοκλήρωση και των τριών φάσεων εκσκαφής και την απομάκρυνση
του μετώπου 30m από την κάθε εξεταζόμενη διατομή, οι συνολικές συγκλίσεις δεν θα
πρέπει να ξεπερνούν τα 15cm που έχει οριστεί ως σύγκλιση αστοχίας. Θα πρέπει
ωστόσο να επισημανθεί ότι από τα διαγράμματα προκύπτουν σε ορισμένα σημεία
συγκλίσεις που φτάνουν ως και άνω των 20cm (Σχήματα 11.2, 11.3). Οι τιμές αυτές
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αφού πρόκειται για μεμονωμένα σημεία
(άλματα στο διάγραμμα). Η παρουσία τέτοιων συγκλίσεων οφείλεται σε σφάλματα
μετρήσεων λόγω ατυχημάτων που έγιναν στο εργοτάξιο, όπως χτυπήματα των
συγκλισιομέτρων από εργάτες ή μηχανήματα, τοπικές καταπτώσεις σχηματισμών
κ.λ.π.
Στην περιοχή αυτή το πάχος των υπερκειμένων είναι αρκετά μεγάλο, της τάξης
των 65m (το υψηλότερο για τον αριστερό κλάδο). Από το διάγραμμα της
επικρατούσας λιθολογικής φάσης γίνεται σαφές ότι καθοριστικό ρόλο στο μέγεθος
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 273
των συγκλίσεων αυτών φαίνεται να παίζει ο σχηματισμός που διανοίχθηκε στο τμήμα
αυτό σε συνδυασμό με τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν. Στο εν λόγω τμήμα
η επικρατούσα λιθολογική φάση ήταν η αργιλικές μάργες με ενστρώσεις κατά θέσεις
αμμωδών οριζόντων, ενώ προς το τέλος του τμήματος παρατηρήθηκαν εναλλαγές
μαργών, αμμούχων μαργών και άμμων. Όσον αφορά στα μέτρα υποστήριξης που
χρησιμοποιήθηκαν, αυτά διαφοροποιήθηκαν κατά μήκος του εν λόγω τμήματος.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από τη Χ.Θ. 2+355 περίπου και έπειτα, λόγω της
απότομης μετάβασης από την περιοχή των υψηλών υπερκειμένων σε περιοχή με
σαφώς χαμηλότερα υπερκείμενα, χρησιμοποιήθηκαν τα μέτρα υποστήριξης της
διατομής Ε αντί της διατομής F, με κυριότερη διαφοροποίηση την αντικατάσταση των
RRS με πλαίσια ΗΕΒ 140 ανά 1m, και τη χρήση spiles (αντί για forepoles που
προτείνει η διατομή E).
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 274
Παραμορφώσεις κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας "Αγ. Βαρβάρα"
0,0
Παραμόρφωση (mm)
-5,0
-10,0
-15,0
-20,0 Σημείο 1
Σημείο 2
-25,0
Σημείο 3
-30,0
Γεωλογικοί σχηματισμοί ( με βάση τα στοιχεία της ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕ)
Σχήμα 11.2. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 275
Παραμορφώσεις κατά μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας "Αγ. Βαρβάρα"
30
20
10 Χιλιομέτρηση
0
2000 2100 2200 2300 2400 2500 2600 . 2700
0
Παραμόρφωση (mm)
-5
-10
-15 Σημείο 1
-20 Σημείο 2
Σημείο 3
-25
Γεωλογικοί σχηματισμοί (με βάση στοιχεία της ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕ)
Μέτρα υποστήριξης
Σχήμα 11.3. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 276
Υπόμνημα
Κροκαλοπαγές
Μεταλλικά πλαίσια ΙΡΒ
Κορηματικά υλικά με
καστανοκίτρινη άργιλο
Μεταλλικά πλαίσια ΙΡΒ,
Αγκύρια και πλέγμα
Αργιλική μάργα
RRS
Μάργα
RRS, Αγκύρια και πλέγμα
Εναλλαγές μαργών, αμμωδών
μαργών και άμμων
Δοκοί Προπορείας (Fore
Poling)
Άμμοι με ενστρώσεις μάργας
Ημερομηνία
20/01/1997
11/03/1997
30/04/1997
19/06/1997
08/08/1997
27/09/1997
0
Σημείο 1
-20
Σημείο 2
Σημείο 3
Παραμόρφωση (mm)
-40
-60
-80
-100
-120
Σχήμα 11.4. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 2+205.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 277
Ημερομηνία
14/02/1998
06/03/1998
26/03/1998
15/04/1998
05/05/1998
25/05/1998
14/06/1998
04/07/1998
24/07/1998
0
-10 Σημείο 1
Σημείο 2
-20
Σημείο 3
Παραμόρφωση (mm)
-30
-40
-50
-60
-70
-80
-90
Σχήμα 11.5. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
αριστερού κλάδου στη Χ.Θ. 2+293.
Στο δεξιό κλάδο φαίνεται ότι υπάρχει μία περιοχή με υψηλές τιμές
κατακόρυφων παραμορφώσεων από Χ.Θ. 2+100 έως 2+300 περίπου. Οι συγκλίσεις
στο τμήμα αυτό έχουν μέση τιμή 8-10 cm. Όπως και στον αριστερό κλάδο, στην
περιοχή αυτή το πάχος των υπερκειμένων είναι αρκετά μεγάλο, της τάξης των 62m.
Παρατηρείται δηλαδή, ότι αντίθετα με τις προβλέψεις οι μέγιστες παραμορφώσεις δεν
παρουσιάζονται στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 278
Όσον αφορά στα μέτρα άμεσης υποστήριξης μέχρι τη Χ.Θ. 2+220 περίπου
εφαρμόσθηκαν τα μέτρα της διατομής S, ήτοι RRS ανά δύο μέτρα, αγκύρια και spiles
ανά 80cm. Στη συνέχεια και έως τη Χ.Θ. 2+274 περίπου τα RRS μπήκαν ανά 1m, ενώ
πύκνωσαν και τα spiles, τα οποία τοποθετήθηκαν ανά 25cm. Μόνο για την περιοχή
από Χ.Θ. 2+235 έως τη Χ.Θ. 2+267 περίπου τοποθετήθηκαν εναλλάξ RRS και ΗΕΒ
160 ανά 1m (συνδυασμός διατομών S και Ε). Τέλος, μετά τη Χ.Θ. 2+274 τα RRS
τοποθετήθηκαν και πάλι ανά 2m.
Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η γεωλογία του δεξιού κλάδου ευνοεί την
ανάπτυξη μεγάλων συγκλίσεων. Τα μέτρα υποστήριξης όμως παίζουν τον
περιοριστικό παράγοντα αυτών. Θα πρέπει βέβαια και εδώ να σημειωθεί ότι τυχόν
άλματα στο διάγραμμα των συγκλίσεων οφείλονται σε σφάλματα μετρήσεων.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο έργο αυτό σημειώθηκε αστοχία στην
έξοδο του αριστερού κλάδου, που οφείλεται, πέραν από το μικρό πάχος
υπερκειμένων, στην έντονη διάρρηξη και αποσάθρωση των σχηματισμών της
περιοχής αυτής, που ανήκουν στην Ανώτερη ενότητα και τη Μεταβατική ζώνη
(Φωτογραφίες 11.1, 11.2). Το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε με τη δημιουργία Cut and
Cover στο τμήμα που αστόχησε .
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 279
Φωτογραφία 11.1 Αριστερός κλάδος, περιοχή εξόδου της σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών
υπερκειμένων. Το μικρό πάχος και η χαλαρή δομή των υπερκειμένων, λόγω διάρρηξης και αποσάθρωσης
των σχηματισμών της Ανώτερης Γεωτεχνικής ενότητας, οδήγησαν τελικά σε αστοχία του έργου και στη
συνέχεια αστοχία του ανάντη πρανούς. Η αντιμετώπιση του προβλήματος επιτεύχθηκε στο τμήμα αυτό με
την επανακατασκευή του έργου μέσω C+C.
Φωτογραφία 11.2. Σήραγγα Μποζαϊτικα – ¨Αγία Βαρβάρα¨. Διακρίνονται οι σχηματισμοί των τεφρών
αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας με οριζόντια σχεδόν στρώση και κύρια διάρρηξη εγκάρσια
προς αυτή, που προδιαγράφουν ικανοποιητικές συνθήκες ευστάθειας. Εξελίσσονται κοντά στην κλείδα
του έργου καθώς και στο δεξιό του μετώπου στους πλέον χαλαρωμένους σχηματισμούς της Ανώτερης
ενότητας με τους οποίους διαχωρίζονται με ρήγμα.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 280
Στην περίπτωση των δίδυμων σηράγγων ΣΑ και ΣΒ για την παρακολούθηση των
παραμορφώσεων των διατομών χρησιμοποιήθηκε το σύστημα 3D Optical, το οποίο
περιελάμβανε την τοποθέτηση πέντε ανακλαστήρων (έναν στο θόλο της σήραγγας,
δύο στις παρειές της Α’ φάσης εκσκαφής και δύο στις παρειές της Β-Ι φάσης
εκσκαφής), σε διατομές ανά περίπου 5m. Σε όλες τις διατομές πραγματοποιούνταν
μετρήσεις της θέσης των σημείων και στις τρεις διευθύνσεις. Ο εξοπλισμός που
χρησιμοποιήθηκε ήταν Leica tc1800L, ακρίβειας 1mm.
- για τον αριστερό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
σήραγγα) θα κυμανθούν από 7,8 cm έως 8,42 cm για προσομοίωση σε τρία
στάδια και από 8,96 cm έως 10,17 cm για προσομοίωση σε τέσσερα στάδια.
- για τον αριστερό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 281
- για το δεξιό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
σήραγγα) θα κυμανθούν από 7,8 cm έως 8,42 cm για προσομοίωση σε τρία
στάδια και από 8,96 cm έως 10,17 cm για προσομοίωση σε τέσσερα στάδια.
Στην προσομοίωση με ύπαρξη και των δύο κλάδων της σήραγγας υπολογίστηκε
αύξηση των κατακόρυφων παραμορφώσεων του δεξιού κλάδου της σήραγγας
από την κατασκευή του αριστερού κατά 0,4 έως 0,5cm.
Στα Σχήματα 11.6 έως 11.9 παρουσιάζονται οι παραμορφώσεις και για τους δύο
κλάδους των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, σε συνδυασμό με το ύψος των υπερκειμένων σε
κάθε θέση, τους γεωλογικούς σχηματισμούς που συναντήθηκαν κατά την εκσκαφή
και τα εφαρμοζόμενα μέτρα άμεσης υποστήριξης.
- Αρχικά, παρατηρείται ότι για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΑ, και για τις θέσεις
όπου τα στοιχεία ήταν διαθέσιμα, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση ήταν
της τάξης των 3cm (παρουσιάσθηκε στο σημείο 1 στην περιοχή της εξόδου της
σήραγγας), ενώ η μέγιστη οριζόντια παραμόρφωση ήταν περίπου 1,5 cm. Για
τον αριστερό κλάδο της σήραγγας ΣΑ και πάλι για το τμήμα όπου υπήρχαν
διαθέσιμα στοιχεία, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση που καταγράφηκε
ήταν της τάξης των 2,5 cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια παραμόρφωση της τάξης
των 1,4cm.
- Αντίστοιχα, για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΒ, φαίνεται ότι η μέγιστη
κατακόρυφη παραμόρφωση ήταν περίπου 4,5cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια
παραμόρφωση ήταν της τάξης των 3cm. Τέλος, για τον αριστερό κλάδο της
σήραγγας ΣΒ, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση που καταγράφηκε ήταν
3,1cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια 1,6cm περίπου.
Οι τιμές αυτές των παραμορφώσεων θεωρήθηκαν από τον ανάδοχο του έργου εντός
των προβλεπόμενων ορίων.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 282
35
30
Ύψος υπερκειμένων (m)
25
20
15
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για
10 Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
0
2+900
2900 2+920 2+940 2950 2+960 2+980 3+000
3000 3+020 3+040 3050 3+060
0
5
Παραμορφώσεις (mm)
10
15
20
25
Σημείο 2
30 Σημείο 1
Σημείο 3
35
Σχήμα 11.6. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
Σήραγγα ΣΑ
α) Και τα τρία σημεία της Α’ φάσης της διατομής (1, 2 και 3), στα οποία
εγκαταστάθηκαν ρεφλέκτορες, παρουσιάζουν περίπου την ίδια τιμή
κατακόρυφων παραμορφώσεων. Στο δεξιό κλάδο της σήραγγας τα τρία σημεία
παρουσιάζουν παρόμοιες τιμές κατακόρυφων παραμορφώσεων, εντούτοις οι
μεγαλύτερες τιμές εμφανίζονται στα σημεία 1 ή 3 (παρειές της Α’ φάσης
εκσκαφής), ανάλογα με τη θέση. Ανάλογη είναι η παρατήρηση και για τον
αριστερό κλάδο της σήραγγας, όπου και πάλι τα διαγράμματα των τριών
σημείων είναι πολύ κοντά.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 283
35
30
(m)
25
Ύψος υπερκειμένων
(m)
20
Ύψος υπερκειμένων
0
2930
2950
2970
2990
3010
3030
3050
3070
0
Σημείο 1
Σημείο 2
-5
Σημείο 3
(mm) (m
-10
Παραμόρφωσηπαραμόρφωση
-15
Κατακόρυφη
-20
-25
-30
Σχήμα 11.7. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
25
Ύψος υπερκειμένων (m)
20
15
0
3.500,00
3.520,00
3.540,00
3.560,00
3.580,00
3.600,00
3.620,00
3.640,00
3.660,00
3.680,00
0
-0,005
-0,01
Παραμόρφωση (mm)
-0,015
-0,02
-0,025
-0,03
-0,035
-0,04
Σημείο 1
Σημείο 2
-0,045
Σημείο 3
-0,05
Σχήμα 11.8. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
Σήραγγα ΣΒ
γ) Ομοίως με τη σήραγγα ΣΑ και για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΒ, και τα τρία
σημεία παρουσιάζουν παρόμοιες κατακόρυφες παραμορφώσεις, ενώ το σημείο
2 (στον θόλο) δεν εμφανίζει σε όλες τις θέσεις τη μεγαλύτερη παραμόρφωση
όπως ίσως θα αναμενόταν. Οι μέγιστη τιμή της κατακόρυφης παραμόρφωσης
που καταγράφηκε ήταν της τάξης 4,5 cm στην περιοχή της εξόδου της
σήραγγας. Στην περίπτωση του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΒ αντίθετα,
το σημείο 2 εμφανίζει πολύ μεγαλύτερες κατακόρυφες παραμορφώσεις από τα
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 285
άλλα δύο σημεία σε ολόκληρο σχεδόν το μήκος της σήραγγας, με μέγιστη τιμή
περίπου 3 cm περί τη Χ.Θ. 3+600.
25
20
Ύψος υπερκειμένων (m)
15
10
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για
Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
5
0
3.540,00
3.560,00
3.580,00
3.600,00
3.620,00
3.640,00
3.660,00
3.680,00
0
-0,005
Παραμόρφωση (mm)
-0,01
-0,015
-0,02
-0,025
Σημείο 1
-0,03 Σημείο 2
Σημείο 3
-0,035
Σχήμα 11.9. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
δ) Όσον αφορά στις οριζόντιες παραμορφώσεις της σήραγγας ΣΒ στο δεξιό κλάδο
αυτές φαίνεται να αλλάζουν συνεχώς διεύθυνση, διατηρώντας όμως σε γενικές
γραμμές παρόμοια μεταξύ τους διαδρομή. Παρουσιάζεται έτσι τάση της
σήραγγας για κίνηση προς τα ανάντη περίπου μέχρι το μέσον του μήκους αυτής,
(με μέση τιμή περί το 1cm) ενώ στη συνέχεια και ιδιαίτερα στην περιοχή της
εξόδου φαίνεται μετατόπιση της διατομής προς τα κατάντη, με τιμές
παραμορφώσεων από 1,5 έως 2,5cm περίπου.
Στην περίπτωση του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΒ, παρουσιάζεται μια
κάπως διαφορετική εικόνα. Έτσι, το σημείο 2 στο θόλο της διατομής σε γενικές
γραμμές δεν παρουσιάζει αξιόλογες οριζόντιες μετακινήσεις και με εξαίρεση
την περιοχή περί τη Χ.Θ. 3+560 με 3+570 και περί τη Χ.Θ. 3+660 εμφανίζει
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 286
ζ) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην περιοχή των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ κυριαρχεί η
παρουσία των αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας, με συχνές
ενδιάμεσες ενστρώσεις αμμωδών οριζόντων. Οι αργιλικές αυτές μάργες είναι
γενικά στιφρές, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους την ύπαρξη δομής. Για το
λόγο αυτό φαίνεται ότι και οι παραμορφώσεις στις περιοχές των υψηλότερων
υπερκειμένων είναι σχετικά μικρές, καθόσον οι σχηματισμοί έχουν σημαντική
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 287
η) Αξίζει βέβαια να παρατηρηθεί ότι τόσο η σήραγγα ΣΑ, όσο και η σήραγγα ΣΒ
διατρέχουν στην ουσία ενιαία αντερείσματα η κάθε μία, χωρίς την ύπαρξη
ενδιάμεσων βυθισμάτων. Δεν συναντούν δηλαδή ζώνες τεκτονικών ρηγμάτων –
τα οποία συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία των εν λόγω βυθισμάτων - οι
οποίες ως γνωστόν αποτελούν επιφάνειες αδυναμίας για το σχηματισμό,
καθόσον στις περιοχές αυτές ο σχηματισμός εμφανίζεται ιδιαίτερα
καταπονημένος και αποδομημένος λόγω του τεκτονισμού, με πολύ μειωμένα
μηχανικά χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, τόσο η έλλειψη βυθισμάτων, όσο και η ευνοϊκή προς την εκσκαφή
κλίση είχαν ως αποτέλεσμα την απουσία υδροφορίας ή την αδυναμία
εκτόνωσης της όποιας υδροφορίας των αμμωδών κυρίως οριζόντων προς το
εσωτερικό της σήραγγας, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω την ευστάθεια των
σχηματισμών στην περιοχή.
ι) Όσον αφορά τώρα στις νότιες περιοχές των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, όπου έχουμε
μικρό σχετικά πάχος υπερκειμένων, η εκσκαφή συνάντησε και στις δύο
περιπτώσεις κυρίως την Ανώτερη ενότητα των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων. Ο ορίζοντας αυτός παρουσιάζεται σημαντικά αποσαθρωμένος και
κερματισμένος, με μειωμένες μηχανικές ιδιότητες. Το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με τη παρουσία ενστρώσεων χαλαρών, μη συνεκτικών αμμωδών
οριζόντων οδήγησε κατά τα φαινόμενα στην εκδήλωση μεγαλύτερων
παραμορφώσεων. Ιδιαίτερα δε ο δεξιός κλάδος των σηράγγων αντιμετώπισε το
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 288
21/11/98
11/12/98
31/12/98
22/9/98
1/11/98
20/1/99
9/2/99
0,000
0,002
0,004
0,006
Παραμόρφωση (m)
0,008
0,010
0,012
0,014
Σημείο 1
0,016 Σημείο 2
Σημείο 3
0,018
Σχήμα 11.10. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+518,35 της σήραγγας ΣΒ.
Αναλυτικότερα:
21/11/98
11/12/98
21/12/98
31/12/98
1/11/98
1/12/98
10/1/99
20/1/99
30/1/99
0
Σημείο 1
0,002
Σημείο 2
0,004 Σημείο 3
0,006
Παραμόρφωση (m)
0,008
0,01
0,012
0,014
0,016
0,018
Σχήμα 11.11. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+544 της σήραγγας ΣΒ.
16/11/99
26/12/99
7/10/99
6/12/99
15/1/00
24/2/00
15/3/00
4/2/00
0,000
0,005
Παραμόρφωση (m)
0,010
0,015
0,020 Σημείο 1
Σημείο 2
Σημείο 3
0,025
Σχήμα 11.12. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+026,5 της σήραγγας ΣΑ.
-2 -1 0
0
-1
-2
-3
1
1
0 0
-2 -1 0 1 2 -2 -1 0 1
-1
-1
-2
-3 -2
-3
Σχήμα 11.13. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
2+995,4 του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 291
0
-2 -1 0
-1
-2
0 0
-2 -1 0 -2 -1 0
-1 -1
-2 -2
Σχήμα 11.14. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+026,5 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
0
-2 -1 0 1 2
-1
-2
0
0
-2 -1 0
-1 0 1 2 -1
-1 -2
-2
Σχήμα 11.15. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
2+989,7 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
0
-2 -1 0 1
-1
-2
0
0
-2 -1 0 1
-2 -1 0 1
-1
-1
-2
-2
Σχήμα 11.16. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+544 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
0
-4 -2 -1 0 2 4
-2
-3
-4
-5
0
0 -4 -2 -2 0 2 4
-4 -2 -2 0 2 4
-4
-4 -6
-6
Σχήμα 11.17. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+666,7 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 293
-2 -1 0
0
-1
-2
-3
1 1
0 0
-2 -1 0 1 2 -2 -1 0
-1 -1
-2
-2
-3
-3
Σχήμα 11.18. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+564,9 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
Θα πρέπει τέλος να αναφερθεί ότι μετά την ολοκλήρωση της εκσκαφής του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις με τη
χρήση των στοιχείων που είχαν καταγραφεί κατά τη διάνοιξη της σήραγγας. Οι
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 294
αναλύσεις αυτές οδήγησαν για την περιοχή της νότιας εισόδου σε μέγιστες
κατακόρυφες μετακινήσεις του θόλου της σήραγγας σε 4,94cm, ενώ υπέδειξαν
μηχανικές παραμέτρους για τις αργιλικές μάργες πολύ κοντά σε εκείνες που είχαν
εκτιμηθεί με την αρχική έρευνα. Αντίθετα, για την περιοχή της βόρειας εισόδου της
σήραγγας οι μηχανικές παράμετροι στις οποίες κατέληξαν οι ανάδρομες αναλύσεις
ήταν c=80-100 KPa και E=100-120 MPa, τιμές μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο σχηματισμός στην περιοχή της βόρειας εισόδου,
λόγω της δομής του και της ευνοϊκής προς την εκσκαφή στρώσης επέδειξε
συμπεριφορά πολύ καλύτερη από την αναμενόμενη.
Σύμφωνα με τις μελέτες που είχαν εκπονηθεί για το έργο αυτό είχαν εκτιμηθεί τα
ακόλουθα:
- Γενικά, για την υποστήριξη της διατομής επιλέχθηκε μία επένδυση βαριά με
χαλύβδινα πλαίσια και γρήγορη διάνοιξη και υποστήριξη του πυθμένα με μόνιμη
επένδυση, καθώς και συστηματική ενίσχυση του μετώπου και χρήση δοκών
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 295
από την εκσκαφή του μετώπου έως την τοποθέτηση των πλαισίων, την εγκατάσταση
των τοπογραφικών στόχων σε αυτά και την έναρξη λήψης των μετρήσεων.
α) Στον αριστερό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις έχουν τιμές από 1,5 έως
2,5 cm περίπου για όλο το μήκος της σήραγγας, με εξαίρεση το νότιο τμήμα, από
Χ.Θ. 4+660 περίπου, όπου οι παραμορφώσεις παρουσιάζονται ελαφρώς
μειωμένες και κυμαίνονται από 0,9 έως 1,8 cm περίπου.
στη δεξιά παρειά και υγρασία στην αριστερή, ενώ καταγράφηκαν επίσης και
φαινόμενα ροής εδαφικού υλικού από την οροφή της διατομής. Τα μέτρα
υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν χαλύβδινα πλαίσια, ενώ
δοκοί προπορείας δεν τοποθετήθηκαν.
50
45
40
Ύψος υπερκειμένων (m)
25
20
15
10
5
0
4380
4430
4480
4530
4580
4630
4680
4730
4380 4430 4480 4530 4580 4630 4680 4730
0
-0,005
-0,01
Παραμόρφωση (m)
-0,015
-0,02
-0,025
-0,03
Σχήμα 11.19. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ1.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 298
Επισημαίνεται ότι η διάνοιξη του δεξιού κλάδου προηγήθηκε της διάνοιξης του
αριστερού.
45
40
35
Ύψος υπερκειμένων (m)
30
25
10
0
4440
4490
4540
4590
4640
4690
4440
4490
4540
4590
4640
4690
-0,005
Παραμόρφωση (m)
-0,01
-0,015
-0,02
-0,025
-0,03
Σχήμα 11.20. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ1.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 299
- Τα ενδεχόμενα γενικά σενάρια αστοχίας της στέψης κατά την εκσκαφή της
σήραγγας που είχαν αξιολογηθεί, με βάση και τα αποτελέσματα των επιτόπου
γεωτεχνικών ερευνών, ως κρίσιμα κατά την μελέτη και τα αρχικά στάδια
κατασκευής του έργου ήταν τα εξής: α) κατάρρευση της στέψης λόγω εμφάνισης
αμμωδών – ιλυωδών υλικών με αμελητέα συνοχή, β) αποκόλληση και
κατάρρευση τμήματος της στέψης λόγω εμφάνισης συνεκτικής μεν αργίλου, αλλά
με λεπτές αμμώδεις οριζόντιες ενστρώσεις, γ) κατάρρευση υποκείμενης στρώσης
αργίλου λόγω υπερκείμενης αμμώδους ένστρωσης με νερό υπό πίεση και δ)
εμφάνιση στη στέψη αργίλου πολύ μικρού πάχους, με μη συνεκτικά υπερκείμενα
υλικά, τα οποία οδηγούν σε κατάρρευση μεγάλης κλίμακας.
- Όσον αφορά στο μέτωπο της εκσκαφής τα αντίστοιχα κρίσιμα σενάρια αστοχίας
ήταν : (1) κατάρρευση λόγω αστοχίας του υλικού στο μέτωπο και δημιουργία
εκτεταμένων επιφανειών ολίσθησης μέχρι την επιφάνεια, (2) αστοχία
εκτεταμένης στρώσης μη συνεκτικού υλικού, (3) αστοχία συνεκτικής αργίλου
λόγω υψηλής υδατικής επιφόρτισης, (4) αστοχία αμμώδους ενστρώσεως και (5)
αστοχία λόγω χαλάρωσης του υλικού μετά από μεγάλες αξονικές παραμορφώσεις
του μετώπου.
Στα Σχήματα 11.21 και 11.22 παρουσιάζονται οι μέγιστες τιμές των κατακόρυφων
παραμορφώσεων της στέψης των πλαισίων που καταγράφηκαν κατά μήκος του άξονα
του αριστερού και δεξιού κλάδου αντίστοιχα. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί και
πάλι ότι οι τιμές αυτές δεν αντιπροσωπεύουν τις ολικές παραμορφώσεις της στέψης
της διατομής, καθώς ένα μέρος των παραμορφώσεων αναπτύσσεται στο χρονικό
διάστημα που μεσολαβεί από την εκσκαφή του μετώπου έως την τοποθέτηση των
πλαισίων, την εγκατάσταση των τοπογραφικών στόχων σε αυτά και την έναρξη
λήψης των μετρήσεων. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί και ανωτέρω, από τη
μελέτη εκτιμήθηκε ότι περίπου το 25% της συνολικής παραμόρφωσης λαμβάνει χώρα
μεταξύ της εκσκαφής του μετώπου και της ολοκλήρωσης της επένδυσης. Παρόλα
αυτά, τα παρακάτω διαγράμματα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα, καθότι επιτρέπουν τη
συγκριτική παρουσίαση και αξιολόγηση της εξέλιξης των παραμορφώσεων κατά
μήκος των δύο κλάδων.
Αριστερός κλάδος
α) Όσον αφορά στον αριστερό κλάδο, φαίνεται αρχικά ότι οι παραμορφώσεις μέχρι
περίπου τη Χ.Θ. 6+660 κυμαίνονται από 1 έως 2cm, με εξαίρεση το τμήμα από
Χ.Θ. 6+570 έως Χ.Θ. 6+630, όπου οι τιμές παρουσιάζονται ελαφρώς αυξημένες
(έως 2.8cm), ενώ ειδικά περί τη Χ.Θ. 6+581 του τμήματος αυτού οι
παραμορφώσεις λαμβάνουν πολύ χαμηλότερες τιμές, έως περίπου 1cm. Η
εξέλιξη αυτή των παραμορφώσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο στους
γεωλογικούς σχηματισμούς που συναντήθηκαν κατά τη διάνοιξη, σε συνδυασμό
με τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 302
45
40
35
Ύψος υπερκειμένων (m)
30
25 Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα
θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
20 δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
15
10
5
0
6350 6450 6550 6650 6750 6850 6950
6350
6450
6550
6650
6750
6850
6950
0,000
-0,010
-0,020
Παραμόρφωση (m)
-0,030
-0,040
-0,050
-0,060
-0,070
Σημείο 2 - Θόλος
-0,080
Σχήμα 11.21. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ2
- Το πάχος των υπερκειμένων στο τμήμα αυτό κυμαίνεται από 19 έως 34m
περίπου, από τη στέψη της σήραγγας. Το μικρότερο πάχος υπερκειμένων
σημειώνεται στην περιοχή της νότιας μισγάγγειας (βύθισμα) κάτω από την οποία
διέρχεται ο άξονας (από Χ.Θ. 6+550 έως 6+600 περίπου για τον αριστερό κλάδο)
και κυμαίνεται από 19 έως 22m. Η μισγάγγεια αυτή ελέγχεται τεκτονικά, με
αποτέλεσμα οι σχηματισμοί να παρουσιάζονται περισσότερο καταπονημένοι και
ασταθείς. Επιπλέον, μέσω του βυθίσματος αυτού διευκολύνεται η φυσική
αποστράγγιση της ανάντη εκτεινόμενης λοφοειδούς έξαρσης, η οποία καλύπτεται
και από ποώδη βλάστηση και υδροχαρή φυτά. Γεωλογικά, η περιοχή του
βυθίσματος καταλαμβάνεται κυρίως από ψαμμιτικούς και αμμώδεις –
αμμοϊλυώδεις ορίζοντες.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 303
45
40
35
Ύψος υπερκειμένων (m)
30
25
20
15
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα
10 θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
5
0
6280
6330
6380
6430
6480
6530
6580
6630
6680
6730
0,000
-0,010
Παραμόρφωση (m)
-0,020
-0,030
-0,040
-0,050
Σειρά 2 - Θόλος
-0,060
Σχήμα 11.22. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ2
- Η διάνοιξη στο τμήμα έως περίπου τη Χ.Θ. 6+700 πραγματοποιήθηκε γενικά στα
Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα των αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας,
με ενστρώσεις κατά τόπους αμμωδών - αμμοϊλυωδών οριζόντων. Οι αργιλικές
μάργες της Κατώτερης ενότητας, όπου συναντήθηκαν χωρίς την παρουσία
ιλυοαμμωδών ενστρώσεων, ήταν πολύ στιφρές, πρακτικά αδιαπέρατες και
παρουσίασαν πολύ ικανοποιητική συμπεριφορά κατά τη διάνοιξη, χωρίς τη
δημιουργία ιδιαίτερων προβλημάτων. Αντίθετα, στις θέσεις όπου εμφανίστηκαν
οι αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ενστρώσεις σημειώθηκαν δυσκολίες κατά την
κατασκευή, και κυρίως στις περιπτώσεις που οι ενστρώσεις αυτές είχαν τη μορφή
φακών μεγάλου μεγέθους, κορεσμένων συνήθως με νερό, με αποτέλεσμα να
οδηγούν σε αστοχίες τύπου καμινάδας.
Με την εξέλιξη της εισροής αυτής εμφανίστηκε επιφανειακά και λίγο νοτιότερα
υποχώρηση του εδάφους με τη μορφή κυκλοειδούς καταβύθισης, διαμέτρου 6 με
7m και ανάλογης κατακόρυφης μετακίνησης. Οι ψαμμιτικοί, αμμώδεις –
αμμοϊλυώδεις ορίζοντες που αναφέρθηκαν ανωτέρω αποκαλύφθηκαν στο βόρειο
τμήμα της καταβύθισης (με επικρατέστερη την ψαμμιτική φάση), ενώ στο νότιο
τμήμα της επικρατούσαν οι σχηματισμοί της στιφρής αργιλικής μάργας, με
έντονη στρωσιγένεια, η οποία είχε διατηρηθεί και στους ψαμμιτικούς ορίζοντες.
Η δημιουργία δε αυτής της καταβύθισης επιφανειακά είχε ως αποτέλεσμα τη
διατάραξη μιας ζώνης κυρίως ανάντη και νότια αυτής και σε ακτίνα 25 με 30m με
την εμφάνιση συγκεντρικών ρωγμών εφελκυσμού.
Τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της αστοχίας αυτής ήταν τα εξής:
(1) δημιουργία τεχνητού πρανούς στο μέτωπο της σήραγγας με ήπια κλίση, (2)
τοποθέτηση gunite και αγκυρώσεων στο πρανές, (3) τοποθέτηση δοκών
προπορείας, (4) πλήρωση και σταθεροποίηση της οροφής της διατομής με την
εισπίεση ενέματος από τους διάτρητους σωλήνες των δοκών προπορείας, (5)
διαμόρφωση της καταβύθισης επιφανειακά μέσω της πλήρωσης με αργιλικά
υλικά, της εκτέλεσης τσιμεντενέσεων και σφράγιση των ρωγμών περιμετρικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω παρατηρείται ότι στην περιοχή από Χ.Θ. 6+570
έως Χ.Θ. 6+630, όπου οι συγκλίσεις εμφανίζονται ελαφρώς αυξημένες, η
σήραγγα διέρχεται από συνεχείς εναλλαγές οριζόντων αργιλικών μαργών της
Κατώτερης ενότητας με ενστρώσεις αμμωδών, ιλυοαμμωδών υλικών, τα οποία
συναντώνται κυρίως στο θόλο της διατομής. Τα μειωμένα μηχανικά
χαρακτηριστικά, η μηδενική σχεδόν συνοχή και ο κορεσμός τους συχνά με νερό
αιτιολογούν την αύξηση των παραμορφώσεων στις θέσεις αυτές. Βέβαια, η
αύξηση αυτή δεν είναι σημαντική και αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι στις
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 305
θέσεις αυτές έγινε συστηματική χρήση δοκών προπορείας και βαρύτερης γενικά
επένδυσης.
β) Στο δεύτερο ήμιση του αριστερού κλάδου της σήραγγας και συγκεκριμένα από
Χ.Θ. 6+700 έως 6+900 περίπου, παρατηρείται αύξηση των παραμορφώσεων
της στέψης των πλαισίων, με τιμές που κυμαίνονται κυρίως από 4 έως 7 cm.
Το ύψος των υπερκειμένων από την οροφή της σήραγγας κυμαίνεται στην
περιοχή αυτή από 30 έως 9m κοντά στο στόμιο εξόδου του κλάδου.
Στη συνέχεια και μέχρι περίπου τη θέση Χ.Θ. 6+800, όπου στη διατομή
εμφανίστηκε κανονικό ρήγμα, η εκσκαφή συνεχίστηκε σε άργιλο κυανότεφρου
χρώματος, πιθανά κορεσμένη λόγω της ρηξιγενούς ζώνης. Οι κατακόρυφες
παραμορφώσεις που καταγράφηκαν ήταν της τάξης των 3.5 με 5cm και μόνο
στην περιοχή περί τη Χ.Θ. 6+770 έφθασαν τα 6,5cm περίπου.
Τέλος, από τη Χ.Θ. 6+800 και πλησιάζοντας προς την έξοδο η σήραγγα
συνάντησε αρχικά μόνο στην περιοχή του θόλου άμμο κιτρινοκάστανου
χρώματος, η οποία προοδευτικά επεκτάθηκε έως και κάτω από τη διατομή (μετά
τη Χ.Θ. 6+840), με τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα να βρίσκεται περίπου
στη θέση του ανεστραμμένου τόξου αυτής. Οι κατακόρυφες μετακινήσεις ήταν
της τάξης 3,5 με 5cm έως τη Χ.Θ. 6+850 περίπου, όπου η θεμελίωση της
διατομής συναντούσε ακόμη την κυανότεφρη αργιλική μάργα. Στη συνέχεια και
με την περαιτέρω μείωση των υπερκειμένων οι παραμορφώσεις έφθασαν τα 5,5
με 7 cm περίπου.
Δεξιός κλάδος
- Το ύψος των υπερκειμένων της περιοχής αυτής από την οροφή της σήραγγας
κυμαίνεται από 10 έως 27m περίπου, με τις χαμηλότερες τιμές να
αντιστοιχούν στις θέσεις που εμφανίζονται επιφανειακά οι δύο μισγάγγειες
(ύψος υπερκειμένων 10 και 13m περίπου αντίστοιχα).
- Όπως και στην περίπτωση του αριστερού κλάδου η διάνοιξη στο τμήμα έως
περίπου τη Χ.Θ. 6+830 πραγματοποιήθηκε γενικά στα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα των αργιλικών και αργιλοαμμωδών μαργών της Κατώτερης ενότητας,
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 307
της διατομής σε τελείως στεγνή μορφή. Κατά την κατάρρευση της οροφής
παρασύρθηκαν πέντε πλαίσια από το βόρειο μέτωπο της Α’ φάσης και δύο
πλαίσια από το νότιο, καθώς και οι υπερκείμενες αυτών δοκοί προπορείας. Η
κατάρρευση της οροφής είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κρατήρα στην
επιφάνεια σε ύψος 27m από αυτή (Σχήμα11.23).
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην περιοχή από Χ.Θ. 6+660 έως Χ.Θ. 6+680
υπήρξε διακοπή των εργασιών διάνοιξης από το βόρειο μέτωπο της σήραγγας
(πριν την ανωτέρω αστοχία), λόγω διαδοχικών καταρρεύσεων εντός της
σήραγγας και επιλέχθηκε για το λόγο αυτό η συνέχιση της διάνοιξης από το
νότιο μέτωπο. Όταν συνέβη η εκτεταμένη αστοχία στη Χ.Θ. 6+685, η
σήραγγα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί (“ξετρυπήσει”).
Σχήμα 11.23
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 310
β) Στο τμήμα μετά τη Χ.Θ. 6+830 έως και την έξοδο της σήραγγας
συναντήθηκαν αρχικά στην οροφή και προοδευτικά και σε μεγαλύτερο τμήμα
της διατομής τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας. Στο τμήμα αυτό
παρατηρούνται αυξημένες παραμορφώσεις, οι οποίες κυμαίνονται βασικά από
5 έως 9 cm περίπου. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στα μειωμένα
μηχανικά χαρακτηριστικά των υλικών αυτών, στην υδροπερατότητά τους και
ασφαλώς στο χαμηλότερο ύψος υπερκειμένων της διατομής. Η μείωση των
μετακινήσεων στα 3 με 4 cm περίπου μετά τη Χ.Θ. 6+940 περίπου, οφείλεται
ενδεχομένως στη βαρύτερη υποστήριξη που χρησιμοποιήθηκε λόγω
γειτνίασης με το μέτωπο εξόδου της σήραγγας.
Συμπερασματικά, τονίζεται ότι και στους δύο κλάδους του έργου και ιδιαίτερα
στο δεξιό η γεωλογική σύσταση και δομή της περιοχής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και
οδήγησαν σε μικρές ή και μεγάλες αστοχίες στις θέσεις εκείνες όπου ήταν αισθητή η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων με μηδενική συνοχή ή και
κορεσμένων με νερό στα πλευρικά τμήματα, στο δάπεδο ή και στο θόλο της
διατομής. Στις περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις των υλικών με τη διάνοιξη του
έργου οδήγησαν μερικές φορές και σε μεγάλες αστοχίες με τη δημιουργία καμινάδων,
ακόμα και σε θέσεις με υπερκείμενα σημαντικού πάχους (27m). Ενδεικτικά, στις
Φωτογραφίες 11.3 έως 11.10 δίνονται μερικά παραδείγματα των αστοχιών αυτών, με
ιδιαίτερη επισήμανση στο ρόλο της γεωλογίας. Ακόμη και στις στιφρές αργιλικές
μάργες διαταράσσεται η ευστάθεια όταν αφαιρεθούν ενδιάμεσες πλέον αμμώδεις
ενστρώσεις, πολύ δε περισσότερο όταν διαβραχούν. Ευαίσθητες γενικά ζώνες για το
έργο αυτό αποδείχθηκαν αυτές των μορφολογικών βυθισμάτων, γιατί προφανώς
συνδέονται με την ύπαρξη ρηγμάτων που διατέμνουν τους σχηματισμούς,
διαταράσσουν τη δομή τους και διευκολύνουν την κυκλοφορία του νερού.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 311
Φωτογραφία 11.3. Διατάραξη του μετώπου της σήραγγας λόγω κατάρρευσης υλικού από ενστρώσεις
αμμωδών οριζόντων κιτρινοκάστανου χρώματος μέσα στις στιφρές, μελανότεφρες και με θετική για την
ευστάθεια στρωσιγένεια αργιλικές μάργες. Εφαρμόσθηκε διπλή σειρά δοκών προπορείας και αγκύρια
fiberglass για την ενίσχυση του μετώπου.
Φωτογραφία 11.4. Συχνές εναλλαγές λεπτών αμμωδών ενστρώσεων που επικρατούν στο κεντρικό
τμήμα του μετώπου με τις στιφρές αργιλικές μάργες. Στο κάτω αριστερό της φωτογραφίας προκλήθηκε
μικρής έκτασης θραύση.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 312
(α)
(β)
Φωτογραφία 11.5.α & β: Συνδετήριες σήραγγες των δύο κλάδων. Είναι εμφανής η διαφορετική
συμπεριφορά στην ευστάθεια του μετώπου, όταν επικρατεί αμιγώς η στιφρή αργιλική μάργα και χωρίς
τεκτονική διατάραξη (α) και η συχνή εναλλαγή ενστρώσεων αργιλικής μάργας και ιλυοαμμώδους υλικού
(β). Το τελευταίο τείνει αυξανόμενο προς την κλείδα του έργου όπου εκδηλώθηκαν και οι καταρρεύσεις,
ενώ δεν λείπουν και οι εγκάρσιες στο μέτωπο διαρρήξεις.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 313
Φωτογραφία 11.6. Δεξιός κλάδος, Χ.Θ. 6+685 (βόρειο μέτωπο). Κατάρρευση αμμώδους ορίζοντα
στην οροφή του μετώπου, γεγονός που προκάλεσε αστοχία του οπλισμού, δημιουργία καμινάδας στα
μεγάλου πάχους (27m) υπερκείμενα και δημιουργία ρωγμών σε ευρεία ζώνη (Φωτογραφία. 11.8).
Φωτογραφία 11.7. Δεξιός κλάδος, Χ.Θ. 6+689 (νότιο μέτωπο). Υποχώρηση της οροφής με επιπτώσεις
στον οπλισμό λόγω κατάρρευσης του υλικού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία καμινάδας (Φωτογραφία
11.8).
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 314
Φωτογραφία 11.8. Ρωγμές στην επιφάνεια του εδάφους με σημαντικά γεωμετρικά στοιχεία, λόγω των
φαινομένων που περιγράφηκαν στις Φωτογραφίες 11.6.και 11.7.
Φωτογραφία 11.9. Δημιουργία καμινάδας στην παραπάνω ζώνη των Φωτογραφιών 11.6, 11.7.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 315
Φωτογραφία 11.10. Μέτρα από την επιφάνεια για την πλήρωση της παραπάνω καμινάδας. Στο
εσωτερικό της σήραγγας λήφθηκαν επίσης μέτρα για την αποκατάσταση της αστοχίας και διασφάλιση της
διατομής του έργου.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 317
12.1. Γενικά
Αν και το πρόγραμμα δεν μπορεί να λάβει υπόψιν τον παράγοντα χρόνο στην
αλληλουχία των φάσεων κατασκευής, δίνει τη δυνατότητα προσομοίωσης των
σταδίων κατασκευής ενός έργου. Στην περίπτωση διάνοιξης μιας σήραγγας με τη Νέα
Αυστριακή Μέθοδο (ΝΑΤΜ), ακολουθείται μια διαδικασία κατασκευής, η οποία
περιλαμβάνει τη σταδιακή – τμηματική εκσκαφή και υποστήριξη της διατομής ανά
φάσεις, επηρεάζει δε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο εκδήλωσης και το μέγεθος των
τελικών παραμορφώσεων αυτής. Η διαδικασία αυτή μπορεί να προσομοιωθεί στο
πρόγραμμα με τη χρήση της επονομαζόμενης μεθόδου β. Σύμφωνα με τη μέθοδο
αυτή οι αρχικές τάσεις pk που αναπτύσσονται στη θέση εκσκαφής της σήραγγας
μπορούν να χωριστούν στις τάσεις (1-β) pk , οι οποίες ασκούνται στην ανυποστήρικτη
διατομή και στις τάσεις β pk , οι οποίες ασκούνται στην υποστήριξη της διατομής. Η
τιμή της παραμέτρου β καθορίζεται από την εμπειρία του γεωτεχνικού μηχανικού.
Στην πράξη, κατά την προσομοίωση της διαδικασίας αυτής στο Plaxis, είναι δυνατή η
αρχική απενεργοποίηση κάποιου τμήματος της διατομής (υποδηλώνοντας την
εκσκαφή αυτού), με ταυτόχρονη εισαγωγή της τιμής 1-β (του ποσοστού των φορτίων
δηλαδή που ο σχηματισμός είναι σε θέση να αναλάβει μέσω ανακατανομής των
τάσεων), ενώ η ενεργοποίηση των μέτρων υποστήριξης μπορεί να γίνει σε επόμενο
στάδιο.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 319
Κύριο χαρακτηριστικό των ελαστικών – τέλεια πλαστικών νόμων, όπως και του
Mohr – Coulomb, είναι η θεώρηση πως το σημείο διαρροής ενός εδαφικού υλικού
ταυτίζεται με το σημείο αστοχίας αυτού, χωρίς να είναι δυνατή η εκδήλωση του
φαινομένου της κράτυνσης. Η επιφάνεια διαρροής είναι δεδομένη, προσδιορίζεται
πλήρως από τις παραμέτρους του μοντέλου και δεν επηρεάζεται καθόλου από τις
πλαστικές παραμορφώσεις, ενώ η σχέση τάσεων - παραμορφώσεων καθορίζεται από
το νόμο του Hooke. Στην πραγματικότητα το κριτήριο Mohr – Coulomb αποτελεί
επέκταση του νόμου τριβής του Coulomb για γενικευμένες εντατικές καταστάσεις,
καθώς διασφαλίζει την εφαρμογή του νόμου αυτού σε κάθε επίπεδο στο εσωτερικό
του υλικού.
τ = c + σ tan φ
Όσον αφορά στο μέτρο ελαστικότητας για υλικά με μεγάλη ελαστική περιοχή
θεωρείται ρεαλιστικό να χρησιμοποιείται το Ε0, ενώ για περιπτώσεις φόρτισης
προτιμάται η χρήση του Ε50. Στην περίπτωση βέβαια που αντιμετωπίζονται
προβλήματα αποφόρτισης, όπως στην προκειμένη εκσκαφής σήραγγας, βασικότερο
ρόλο παίζει το Εur. Στις περιπτώσεις δε αυτές θεωρείται προτιμότερο να επιλέγεται
και μια σχετικά χαμηλή αρχική τιμή για τον λόγο του Poisson, ν, αν και γενικά όταν
χρησιμοποιείται το μοντέλο Mohr – Coulomb συνιστώνται τιμές από ν= 0.15 έως ν=
0.25.
Σχήμα 12.1. Στο σχήμα αυτό φαίνεται η επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb ενός
κρατυνόμενου μοντέλου, καθώς και η επιφάνεια διαρροής, που λειτουργεί ως κάλυμμα (Cap).
όπου qα είναι η τιμή στην οποία τείνει ασυμπτωτικά η διατμητική αντοχή. Το μέτρο
ελαστικότητας, Ε50, της πρωτογενούς φόρτισης εξαρτάται από την πλευρική τάση σ3
και δίνεται από τη σχέση :
m
⎛ c cot φ − σ 3 ' ⎞
E50 = E ref
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ c cot φ + p
50 ref
⎠
ref
όπου το E 50 είναι το Ε50 αναφοράς, το οποίο αντιστοιχεί στην πλευρική πίεση
αναφοράς pref. Στην πραγματικότητα η ακαμψία εξαρτάται από την πλευρικά
εξασκούμενη στην τριαξονική δοκιμή τάση σ3. Το μέγεθος της εξάρτησης των pref
και σ3 εκφράζεται με την παράμετρο m, η οποία παίρνει γενικά τιμές από 0.5 έως 1.0.
ref
όπου Εoed είναι το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης και E oed το μέτρο αναφοράς, το
οποίο αντιστοιχεί στην κατακόρυφη πίεση αναφοράς pref= -σ1’.
ref
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εισαγωγή του τριαξονικού μέτρου E 50 στο μοντέλο
ελέγχει κυρίως τη διατμητική επιφάνεια αστοχίας αυτού (κατά Morh – Coulomb), το
μέγεθος δηλαδή των πλαστικών παραμορφώσεων που σχετίζονται με τη διατμητική
ref
επιφάνεια αστοχίας, ενώ το μέτρο E oed χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο του
μεγέθους των πλαστικών παραμορφώσεων που σχετίζονται με την επιφάνεια
διαρροής (κάλυμμα της επιφάνειας αστοχίας).
Σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στο Κεφ. 11 το κύριο σώμα του συνόλου
σχεδόν των σηράγγων συνάντησε στο μεγαλύτερο τμήμα του τους σχηματισμούς της
Κατώτερης ενότητας, ενώ τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας απαντήθηκαν κατά
κύριο λόγο στις περιοχές των στομίων και σε θέσεις χαμηλών υπερκειμένων.
Για την πραγματοποίηση των αναλύσεων αυτών επιλέχθηκαν δύο διατομές από
τις σήραγγες ΣΑ και ΣΒ, των οποίων η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε στην Κατώτερη
και την Ανώτερη ενότητα αντίστοιχα. Στις διατομές αυτές υπάρχουν
καταγεγραμμένες οι παραμορφώσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της
κατασκευής σε τρία σημεία της διατομής: στην κλείδα αυτής και στις παρειές της Α’
φάσης εκσκαφής. Οι παραμορφώσεις μετρήθηκαν με τοπογραφικά μέσα, με χρήση
ρεφλεκτόρων, οι οποίοι τοποθετήθηκαν πάνω στις πρώτες στρώσεις εκτοξευόμενου
σκυροδέματος στις ανωτέρω αναφερόμενες θέσεις. Από το γεγονός αυτό προκύπτει
ότι οι παραμορφώσεις που σημειώθηκαν πριν και κατά την εκσκαφή της διατομής και
μέχρι και την τοποθέτηση των πρώτων μέτρων υποστήριξης δεν ήταν δυνατόν να
καταγραφούν. Συνεπώς οι καταγεγραμμένες μετρήσεις δεν αντιπροσωπεύουν το
σύνολο των παραμορφώσεων της διατομής, αλλά μέρος αυτού.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 324
Από την εξίσωση αυτή μπορούν να προκύψουν περισσότερες της μιας θεωρητικές
καμπύλες, καθώς o σχεδιασμός αυτών εξαρτάται από το λόγο αστοχίας Rf, την τάση
αναφοράς pref και την παράμετρο m. Ανάλογα με τους συνδυασμούς των επιμέρους
αυτών παραμέτρων που επιλέγονται κάθε φορά, ο αριθμός των θεωρητικών
καμπυλών μπορεί να είναι έως και άπειρος. Η διαδικασία αυτή προσδιορισμού όλων
των πιθανών θεωρητικών καμπυλών είναι ιδιαίτερα επίπονη και χρονοβόρα, ξεφεύγει
δε από τον σκοπό της παρούσας διατριβής. Για το λόγο αυτό σχεδιάσθηκαν για κάθε
ένα από τα δύο δείγματα και για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa και 200KPa
τέσσερις διαφορετικές θεωρητικές καμπύλες με βάση το ισότροπο κρατυνόμενο
μοντέλο, οι οποίες αντιστοιχούν στο συνδυασμό των τιμών Rf=0,90, Rf=0,95, m=0,5
και m=1,0. Οι τιμές αυτές αποτελούν τις ακραίες τιμές που μπορούν να πάρουν οι
παράμετροι Rf και m. Παράλληλα, στο ίδιο διάγραμμα σχεδιάσθηκε και η θεωρητική
καμπύλη του ελαστικού – τέλεια πλαστικού μοντέλου Mohr – Coulomb.
400,00
350,00
300,00
200,00
150,00
100,00
πειραματική
καμπύλη
m=1, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)
Σχήμα 12.3. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=100 Kpa
600,00
500,00
400,00
Τάση (ΚPa)
300,00
200,00
πειραματική
καμπύλη
100,00 m=1, Rf=0,9
m=1, Rf=0,95
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)
Σχήμα 12.4. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=200 KPa
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 328
Αναλυτικότερα,
α) για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa, παρατηρείται ότι η πειραματική καμπύλη
στην περιοχή των ελαστικών παραμορφώσεων παρουσιάζει μικρές αποκλίσεις τόσο
από την καμπύλη Mohr – Coulomb, όσο και από τις καμπύλες του ισότροπου
κρατυνόμενου μοντέλου. Αντίθετα, στην περιοχή των πλαστικών παραμορφώσεων
δεν φαίνεται να προσεγγίζει καμία από τις πέντε θεωρητικές καμπύλες. Οι
θεωρητικές καμπύλες για ίδιες τιμές Rf πρακτικά ταυτίζονται, ανεξάρτητα από την
τιμή του m.
β) για τάση αναφοράς pref =σ3=200 KPa, η πειραματική καμπύλη στην περιοχή των
ελαστικών παραμορφώσεων ταυτίζεται σχεδόν με τις θεωρητικές καμπύλες του
ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου για m=0,5, οι οποίες προσεγγίζουν πολύ
ικανοποιητικά και την καμπύλη Mohr – Coulomb. Στο αρχικό τμήμα της περιοχής
των πλαστικών παραμορφώσεων και μόνο φαίνεται να προσεγγίζει καλύτερα την
καμπύλη για m=0.5 και Rf=0.95. Στην περιοχή τέλος της αστοχίας η πειραματική
καμπύλη και πάλι προσεγγίζει τη θεωρητική καμπύλη Mohr-Coulomb, χωρίς όμως
καλή ταύτιση.
α) για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa, παρατηρείται και σε αυτή την περίπτωση ότι
οι θεωρητικές καμπύλες του ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου πρακτικά
ταυτίζονται για ίδιες τιμές Rf, ανεξάρτητα από την τιμή του m. Η πειραματική
καμπύλη στην περιοχή των ελαστικών παραμορφώσεων προσεγγίζει περισσότερο
τις θεωρητικές καμπύλες του κρατυνόμενου μοντέλου για Rf=0,95. Αντίθετα, στην
περιοχή των πλαστικών παραμορφώσεων και της αστοχίας δεν φαίνεται να
προσεγγίζει καμία από τις πέντε θεωρητικές καμπύλες.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 329
σ3=100
300
250
200
Τάση (KPa)
150
100
50
exp
m=1, Rf=0,9
m=1, Rf=0,95
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)
Σχήμα 12.5. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=100 Kpa
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 330
450,00
400,00
350,00
300,00
250,00
Τάση (KPa)
200,00
150,00
100,00
Πειραματική καμπύλη
m=1, Rf=0,9
50,00
m=1, Rf=0,95
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)
Σχήμα 12.6. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=200 KPa
Από την παραπάνω περιγραφή της γεωλογίας του μετώπου είναι σαφές ότι στη
θέση αυτή η σήραγγα συνάντησε σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας ή
ενδεχομένως ακόμη και της Μεταβατικής ζώνης από την Κατώτερη προς την
Ανώτερη ενότητα, όπως ίσως υποδηλώνει η παρουσία στη βάση (έστω και με τη
μορφή λεπτών ενστρώσεων) της τεφροκύανης αργιλοϊλύος. Για την προσομοίωση με
το Plaxis V8 θεωρείται ότι οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας καλύπτουν όλη τη
διατομή μέχρι και την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.
Με γνωστές τις πραγματικές παραμορφώσεις της διατομής κατά την εκσκαφή και
υποστήριξη, στόχος των ανάδρομων αναλύσεων με το πρόγραμμα Plaxis V8 είναι να
προσδιοριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι γεωτεχνικές παράμετροι των ιζημάτων
της Ανώτερης ενότητας. Από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών,
σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στο Κεφ.9, προκύπτουν τα εξής:
Το υγρό φαινόμενο βάρος έχει τιμή κατά μέσο όρο γsat=20,4 ΚΝ/m3, το δε ξηρό
γd=17,3 ΚΝ/m3. Οι τιμές αυτές θεωρήθηκαν σταθερές για την προσομοίωση. Από τις
δοκιμές τριαξονικής φόρτισης CUPP που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, αλλά και από τα δείγματα των γεωτρήσεων προσδιορίσθηκαν οι
τιμές συνοχής, οι οποίες κυμαίνονται από 40 έως 70 KPa και γωνίας διατμητικής
τριβής από 24 έως 36˚. Επιπρόσθετα, από τις δοκιμές αυτές προσδιορίσθηκαν οι
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 333
μέσες τιμές του μέτρου ελαστικότητας Ε50 για πλευρική τάση σ3=100, 200 και 300
KPa,και του μέτρου συμπιεστότητας Eoed για κατακόρυφη τάση σ1=100, 200 και 300
KPa οι οποίες παρουσιάζονται στον Πίνακα 12.1.
Πίνακας 12.1. Μέσες τιμές των Ε50 και Eoed που προκύπτουν από τις εργαστηριακές
δοκιμές για την Ανώτερη ενότητα.
Τέλος, όσον αφορά στην υδροπερατότητα των ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας
δεν υπήρχαν στοιχεία από τις εργαστηριακές δοκιμές ως προς την τιμή αυτής. Έτσι,
από την γενική εικόνα και συμπεριφορά του σχηματισμού, όπως παρουσιάστηκε στα
Κεφ.8 και 9, εκτιμήθηκε τιμή υδροπερατότητας κατά την οριζόντια και κατακόρυφη
διεύθυνση kx = kz = 10-5 m/sec = 0,8643 m/day.
Από την παραπάνω περιγραφή της γεωλογίας του μετώπου είναι σαφές ότι στη
θέση αυτή η σήραγγα συνάντησε τη φάση της Κατώτερης ενότητας. Για την
προσομοίωση με το Plaxis V8 θεωρείται ότι οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας
καλύπτουν όλη τη διατομή μέχρι και την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.
Για τη διατομή αυτή, όπως και προηγούμενα, υπάρχουν πλήρη στοιχεία μέτρησης
παραμορφώσεων σε τρία σημεία, στην κλείδα αυτής (σημείο 2) και στις παρειές της
Α’ φάσης εκσκαφής εκατέρωθεν της κλείδας (σημεία 1 και 3 αριστερά και δεξιά της
κλείδας αντίστοιχα) (Κεφ. 11). Σύμφωνα με τις μετρήσεις αυτές η κατακόρυφη
παραμόρφωση στο θόλο (σημείο 2) είναι της τάξης των 1,6cm και η οριζόντια
παραμόρφωση αυτού 0,9cm προς τα κατάντη. Τα σημεία 1 και 3 παρουσιάζουν
κατακόρυφη παραμόρφωση 2,3cm και 1.4cm αντίστοιχα και οριζόντια 0,4cm και
1.2cm αντίστοιχα προς το εσωτερικό της διατομή. Από την εξέταση της
συμπεριφοράς του σημείου 1 στην περιοχή της επιλεχθείσας διατομής (Κεφ. 11)
παρατηρείται ότι οι κατακόρυφες παραμορφώσεις αυτού είναι της τάξης του 1,3cm.
Η τιμή των 2,3cm που καταγράφηκε στη διατομή αυτή είναι μεμονωμένη και δεν
καταγράφεται σε καμία άλλη διατομή της ευρύτερης περιοχής. Συνεπώς, μπορεί για
τις αναλύσεις να θεωρηθεί ότι το σημείο 1 είχε κατακόρυφη παραμόρφωση περίπου
1,3cm, παρόμοια με το σημείο 3.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 335
Για την προσομοίωση της εκσκαφής της σήραγγας στο Plaxis V8 ακολουθήθηκαν
τέσσερα στάδια, με την ίδια διαδικασία που περιγράφηκε ανωτέρω για τη διατομή της
Ανώτερης ενότητας. Έτσι, το πρώτο στάδιο (στάδιο Ι) περιλαμβάνει την εκσκαφή της
Α΄φάσης, χωρίς υποστήριξη της διατομής και με θεώρηση ανακατανομής του 25%
των τάσεων. Στο στάδιο προσομοίωσης ΙΙ ενεργοποιούνται τα μέτρα υποστήριξης της
Α’ φάσης (εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και αγκύρια). Το στάδιο ΙΙΙ περιλαμβάνει και
την εκσκαφή της Β’ φάσης της διατομής, χωρίς ενεργοποίηση των μέτρων
υποστήριξης και με θεώρηση ανακατανομής του 25% των τάσεων. Τέλος, το στάδιο
IV αναφέρεται στην πλήρη διατομή, με ενεργοποιημένα όλα τα μέτρα υποστήριξης.
Το υγρό φαινόμενο βάρος έχει τιμή κατά μέσο όρο γsat=20,4 ΚΝ/m3, το δε ξηρό
γd=18,5 ΚΝ/m3. Οι τιμές αυτές θεωρήθηκαν σταθερές για την προσομοίωση. Από τις
δοκιμές τριαξονικής φόρτισης CUPP που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, αλλά και από τα δείγματα των γεωτρήσεων προσδιορίσθηκαν οι
τιμές συνοχής, οι οποίες κυμαίνονται από 55 έως 63 KPa και γωνίας εσωτερικής
τριβής από 27 έως 31˚. Επιπρόσθετα, από τις δοκιμές αυτές προσδιορίσθηκαν οι
μέσες τιμές του μέτρου ελαστικότητας Ε50 για πλευρική τάση σ3=100, 200 και 300
KPa,και του μέτρου συμπιεστότητας Eoed για κατακόρυφη τάση σ1=100, 200 και 300
KPa οι οποίες παρουσιάζονται στον Πίνακα 12.2.
Πίνακας 12.2. Μέσες τιμές των Ε50 και Eoed που προκύπτουν από τις εργαστηριακές
δοκιμές για την Κατώτερη ενότητα.
Για τη διερεύνηση της συμπεριφοράς των ιζημάτων των δύο ενοτήτων κατά τη
διάνοιξη σηράγγων εκτελέστηκε σειρά ανάδρομων αναλύσεων για κάθε ενότητα.
Στόχος των αναλύσεων αυτών ήταν, με τη μεταβολή κάθε φορά αντίστοιχων
παραμέτρων, να προκύψουν παραμορφώσεις ίδιας τάξης μεγέθους με αυτές που
μετρήθηκαν κατά τη διάνοιξη σε κάθε περίπτωση. Για το σκοπό αυτό λήφθηκαν
υπόψη κυρίως οι κατακόρυφες παραμορφώσεις του θόλου, εξετάσθηκαν όμως
βοηθητικά και οι οριζόντιες και κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1 και 3
(στις παρειές της Α’ φάσης).
Από τις διαδοχικές ανάδρομες αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν
παρατηρήθηκαν αρχικά τα εξής γενικά συμπεράσματα που αφορούν και στις δύο
ενότητες:
1) Οι μεταβολές της συνοχής c και της γωνίας τριβής φ δεν επηρεάζουν σημαντικά
την παραμόρφωση της διατομής και τα τελικά αποτελέσματα.
επαναφόρτισης Εur, όπως άλλωστε θα ήταν και αναμενόμενο για την περίπτωση
εκσκαφής σήραγγας.
4) Η θεώρηση δυνατότητας ανάληψης του 20% των φορτίων αντί για 30%, λόγω
ανακατανομής των τάσεων, δεν μετέβαλε ουσιαστικά τις κατακόρυφες
παραμορφώσεις, αύξησε όμως ελαφρώς τις οριζόντιες.
Έτσι, για την προσομοίωση της συμπεριφοράς των ιζημάτων των δύο ενοτήτων
πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις, με μεταβολή κυρίως του μέτρου
ελαστικότητας Ε50 (και αντίστοιχη μεταβολή του Εur), αλλά και του συντελεστή
ουδετέρων ωθήσεων Κο. Αναλυτικότερα, τα αποτελέσματα των αναλύσεων για κάθε
ενότητα παρουσιάζονται κατωτέρω.
Σχήμα 12.10. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
Σχήμα 12.11. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 341
Σχήμα 12.12. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
Σχήμα 12.13. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 342
Σχήμα 12.14. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
Σχήμα 12.15. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 343
Σχήμα 12.16. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
Σχήμα 12.17. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 344
Σχήμα 12.18. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
Σχήμα 12.19. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
10,00
κατακ. Παραμόρφωση θόλου (cm
8,00
6,00
4,00
0,00
5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00
Σχήμα 12.20. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Ε50.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 346
Σχήμα 12.21. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Κο.
Σχήμα 12.25. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 349
Σχήμα 12.26. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
Σχήμα 12.27. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 350
Σχήμα 12.28. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
Σχήμα 12.29. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 351
Σχήμα 12.30. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
Σχήμα 12.31. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 352
Σχήμα 12.32. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
Σχήμα 12.33. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 353
Σχήμα 12.34. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
8,00
Κατακόρυφη παραμόρφωση θόλου (cm
6,00
y = 77,04x-1,0274
R2 = 0,9982
4,00
2,00
0,00
5 10 15 20 25 30 35 40 45 50
Μέτρο ελαστικότητας Ε50 (KPa)
Σχήμα 12.35. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Ε50.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 354
δh = 77,04 ּΕ50-1,0274.
3,50
Κατακ. Παραμορφώσεις θόλου (cm
3,00
2,50
y = 12,763e-2,4533x
R2 = 0,9994
2,00
1,50
1,00
0,50
0,00
0,50 0,60 0,70 0,80 0,90 1,00 1,10
Συνελεστής Κο
Σχήμα 12.36. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του kο.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 355
Στη διατριβή αυτή γίνεται λεπτομερής ανάλυση της μηχανικής συμπεριφοράς των
γεωλογικών σχηματισμών που εντάσσονται στη μεταβατική ζώνη μεταξύ εδαφών και
βράχων και χαρακτηρίζονται διεθνώς ως “Σκληρά εδάφη – Μαλακοί βράχοι”. Η
έρευνα εστιάσθηκε στα “νεογενή” με την ευρύτερη έννοια και ειδικότερα στα
Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας και μάλιστα
στην ευρύτερη περιοχή του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ).
Ιδιαίτερα διερευνήθηκαν κατ’ αρχήν, μετά από μια γενική επισκόπηση σχετικά με
τα σκληρά εδάφη και μαλακούς βράχους στο διεθνή και Ελληνικό χώρο, ο
σχεδιασμός του έργου της ΕΠΠ με έμφαση στα υπόγεια έργα – σήραγγες, η
γεωλογική σύσταση, το σεισμοτεκτονικό πλαίσιο, τα υδρομετεωρολογικά δεδομένα,
η τεχνικογεωλογική θεώρηση και το υδρογεωλογικό καθεστώς της ευρύτερης
περιοχής έρευνας. Στη συνέχεια, συντάχθηκαν οι χάρτες τοπογραφικού αναγλύφου,
κλίσεων και ο τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός χάρτης της περιοχής σε κλίμακα
1:5.000. Με βάση τα στοιχεία της επιφανειακής αποτύπωσης και της αξιολόγησης
170 περίπου γεωτρήσεων επιτεύχθηκε η διερεύνηση σε βάθος της λιθολογικής
σύστασης και στρωματογραφικής διάρθρωσης των σχηματισμών, με αποτέλεσμα τη
διάκριση της λεπτομερούς φάσης αυτών, που κυρίως φιλοξενεί τα έργα, σε δύο
διακριτές ενότητες, την Ανώτερη και την Κατώτερη, που αποτυπώνονται στις
γεωτεχνικές τομές.
θλίψη, για τα σκληρά εδάφη με τιμές μεγαλύτερες από 0,5MPa και για τους
μαλακούς βράχους μεταξύ 2 και 20 MPa. Στη διατριβή δίνεται με λεπτομέρεια η
διεθνής εμπειρία σχετικά με την ορολογία, γεωλογική προέλευση, ταξινόμηση των
σχηματισμών αυτών και τη συμπεριφορά τους στα τεχνικά έργα. Όσον αφορά στον
Ελληνικό χώρο, στην κατηγορία των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων”
εντάσσονται τα ιζήματα των νεογενών λεκανών και αποδίδονται με το γενικό όρο
“μαργαϊκοί σχηματισμοί”. Στο κεφάλαιο αυτό, καθώς και στα επιμέρους ειδικά
κεφάλαια της διατριβής αναλύονται όλες οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στα
ιζήματα αυτά του Ελληνικού χώρου.
Το μήκος της αρτηρίας είναι 18,5 km, μαζί δε με τους κόμβους και τις οδούς
εξυπηρέτησης το μήκος αυτής φθάνει τα 63,1 km, ενώ μαζί και με τις συνδετήριες
οδούς θα φθάσει τελικώς τα 81,4 km. Ειδικότερα, σε μήκος αρτηρίας μόνο 8 km
περίπου, γνωστό ως τμήμα Κ1-Κ4, περιλαμβάνονται οκτώ (8) διπλές σήραγγες
συνολικού μήκους 4.700μ απλού κλάδου, πέντε (5) διπλές κοιλαδογέφυρες,
συνολικού μήκους 2.700μ απλού κλάδου, ενώ παράλληλα η αρτηρία διέρχεται και
από τον παλαιό σκουπιδότοπο της πόλης των Πατρών σε μήκος 400μ.
Όσον αφορά στον τρόπο διάνοιξης των έργων στο (α) επιλέχθηκε η Νορβηγική
μέθοδος (ΝΜΤ), που βασίζεται στο σύστημα ταξινόμησης της βραχομάζας Q, η δε
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 357
εκσκαφή έγινε σε τρεις φάσεις, στο (β) επιλέχθηκε η Νέα Αυστριακή Μέθοδος
(ΝΑΤΜ) σε τρεις επιμέρους φάσεις, στο (γ) για τη σήραγγα Σ1, όπως και για την
επόμενη σήραγγα Σ2 ενώ η σήραγγα ΣΓ διανοίχθηκε όπως οι σήραγγες ΣΑ και ΣΒ
και στο (δ) η ολομέτωπη εκσκαφή με μηχανικά μέσα.
Σύνταξη χαρτών
Έπειτα από ψηφιοποίηση του τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ για την περιοχή,
κλίμακας 1:5000 και ισοδιάστασης 20m, καθώς και του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών, συντάχθηκαν κατ’ αρχήν οι χάρτες τοπογραφικού αναγλύφου
και κλίσεων αυτού, καθώς και τρισδιάστατων μοντέλων εδάφους. Ο άξονας κινείται
σε ανάγλυφο με έντονα αναπτυγμένο το υδρογραφικό δίκτυο και σε υψόμετρο από
20 μέχρι 240m. Όσον αφορά στις κλίσεις η ανοικτή οδοποιία κινείται σε ήπιες
κλίσεις μέχρι 10˚, ενώ το τμήμα του κύριου έργου (σήραγγες, κοιλαδογέφυρες) σε
πλέον έντονο ανάγλυφο, με κλίσεις 10˚-30˚ ή και μεγαλύτερες των 30˚. Παράλληλα
συντάχθηκαν, με βάση τα τελικά σχέδια οδοποιίας του έργου και δύο μηκοτομές σε
κλίμακα μηκών 1:5000 και υψών 1:1000, που αντιστοιχούν στον αριστερό και δεξιό
κλάδο αυτού και χρησιμοποιήθηκαν ως τεχνικογεωλογικές – γεωτεχνικές με βάση τα
στοιχεία του αντίστοιχου χάρτη.
Τονίζεται σχετικά ότι κατά το σχεδιασμό και υλοποίηση του έργου οι ενότητες
αυτές δεν αποτυπώθηκαν ως ξεχωριστές, αλλά ο σχηματισμός αντιμετωπίσθηκε
ενιαία. Για το λόγο μάλιστα αυτό δεν υπήρξε κοινός τόπος αξιολόγησης των
δεδομένων, αλλά διαφορετική σε κάθε έργο θεώρηση σχεδιασμού και αντιμετώπισης
των προβλημάτων.
Έτσι, όλες οι τομές των 170 περίπου γεωτρήσεων τοποθετήθηκαν και στις
μηκοτομές του έργου, που συνδυαστικά αποτέλεσαν και τις γεωτεχνικές τομές για
την περιοχή που μελετήθηκε.
- Το πάχος της Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 2 έως 37m, της Μεταβατικής
ζώνης μέχρι 8m, ενώ αυτό της Κατώτερης αναμένεται σημαντικό και με βάση τα
αποτελέσματα της γεωτρητικής έρευνας μεγαλύτερο των 60m.
Έγινε κατ’ αρχήν λεπτομερής ανάλυση όλων των προηγούμενων ερευνών στον
Ελληνικό χώρο σχετικά με τους σχηματισμούς αυτούς. Στο πλαίσιο της παρούσας
έρευνας οι πετρογραφικές – ορυκτολογικές αναλύσεις που έγιναν σε δέκα (10)
δείγματα και από τις δύο Γεωτεχνικές ενότητες είχαν σαν στόχο την περαιτέρω
ταυτοποίηση – διάκριση αυτών. Επίσης, προσδιορίσθηκε και το CaCO3 σε 15
δείγματα. Παράλληλα, σε όλα τα δείγματα αυτά προσδιορίσθηκαν μέσα από
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 361
Τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης έχουν στοιχεία και από τις δύο ενότητες,
ήτοι είναι ανοικτοκίτρινου έως κιτρινοκάστανου χρώματος, λεία στην υφή και μη
εύθρυπτα, με λεπτοκρυσταλλικό – πηλιτικό ιστό. Παρουσιάζουν υποτυπώδη και
ασαφή στρώση, περιέχουν απολιθώματα και θραύσματα κελύφων και δείχνουν
στοιχεία βιοαναμόχλευσης. Ο χαλαζίας κυμαίνεται γύρω στο 23%, η ιλύς με πολύ
υψηλό ποσοστό, 73% περίπου, ενώ αυτό της άμμου κάτω από 2%. Το ποσοστό
της αργίλου είναι αυξημένο, ήτοι 25% ενώ από την ορυκτολογική ανάλυση πολύ
αυξημένο (51%), δηλαδή λόγος συσσωμάτωσης 2.0. Επίσης, ο ασβεστίτης
παρουσιάζεται αυξημένος, 20%, ενώ από τα αργιλικά ορυκτά ο ιλλίτης
συμμετέχει με υψηλό ποσοστό (26%), ακολουθεί ο καολινίτης (13%), ο
μοντμοριλλονίτης (8%) και ο χλωρίτης (4%).
Εργαστηριακές έρευνες
Συγκεντρώθηκαν κατ’ αρχήν τα στοιχεία από 169 γεωτρήσεις που
εκτελέσθηκαν για τη μελέτη του έργου της ΕΠΠ και αξιολογήθηκαν τα
αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν σε 1100
περίπου συνολικά δείγματα, όσον αφορά στις μηχανικές παραμέτρους και τις
ιδιότητες ταξινόμησης.
Με βάση τα αποτελέσματα των δειγμάτων των γεωτρήσεων ,αλλά και αυτών της
παρούσας διατριβής τα όρια διακύμανσης της κοκκομετρίας για τις δύο ενότητες
έχουν ως εξής :
Τα όρια διακύμανσης των τιμών για τις υπόλοιπες φυσικές ιδιότητες των
ιζημάτων των δύο ενοτήτων (όρια Atterberg, ειδικό βάρος, υγρό και ξηρό φαινόμενο
βάρος, φυσική υγρασία, πορώδες και λόγος κενών) παρουσιάζονται κατωτέρω:
Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα. Δείγματα γεωτρήσεων.
Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα. Δείγματα διατριβής.
Εύρος διακύμανσης τιμών φυσικών παραμέτρων για τις δύο ενότητες στο σύνολο των
δειγμάτων
Ξηρό φαινόμενο Υγρό φαινόμενο Φυσική Πορώδες n Λόγος κενών
Ειδικό βάρος
βάρος (KN/m3) βάρος (ΚΝ/m3) υγρασία (%) (%) e
Ανώτερη 2,57 – 2,72 14,50 – 19,70 16,60 – 24,0 (μέση 7 – 35 21,5 – 50,6 (μέση 0,36 – 0,66
ενότητα (μέση τιμή 2,70) (μέση τιμή 17,13) τιμή 20,40) (μέση τιμή 18) τιμή 34,5) (μέση τιμή 0,51)
Κατώτερη 2,40 – 2,72 14,30 – 20,50 17,70 – 23,10 10 – 35 22,3 – 53,3 (μέση 0,28 – 0,70
ενότητα (μέση τιμή 2,69) (μέση τιμή 17,01) (μέση τιμή 20,40) (μέση τιμή 22) τιμή 35,9) (μέση τιμή 0,45)
Ανώτερη ενότητα 0,23 – 1,20 (μέση τιμή 0,56) 0,13 – 1,64 (μέση τιμή 0,54)
Κατώτερη ενότητα 0,23 – 1,12 (μέση τιμή 0,55) 0,19 – 1,23 (μέση τιμή 0,47)
Από τις δοκιμές χαλάρωσης προκύπτει ότι ο δείκτης διαβρωσιμότητας και για τις
δύο ενότητες χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλός έως χαμηλός, ενώ ο δείκτης
πλαστικότητας χαμηλός για την Ανώτερη ενότητα και μέσος για την Κατώτερη.
Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 17 KPa έως
139 KPa, με μέση τιμή 59,71 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 6˚ έως 49˚, με μέση
τιμή 25˚ περίπου.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 367
Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 5 KPa έως
202 KPa, με μέση τιμή 70,52 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 7˚ έως 44˚, με μέση
τιμή 26,1˚ περίπου.
Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 64,8 KPa έως 215
KPa, με μέση τιμή 123,14 KPa και τιμές γωνίας τριβής φ από 10,0˚ έως 44,8˚, με
μέση τιμή 26,5˚.
Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 4 KPa έως 404 KPa,
με μέση τιμή 180 KPa, ενώ για τη γωνία τριβής φ τιμές από 6,7˚ έως 46,8˚, με
μέση τιμή 24,4˚.
Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 2 KPa έως 96
KPa, με μέση τιμή 36,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 10,5˚ έως 58,5˚, με μέση
τιμή 37,7˚ περίπου.
Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 4,7 KPa έως
113 KPa περίπου, με μέση τιμή 55,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 14˚ έως
53,5˚, με μέση τιμή 35,9˚ περίπου.
Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 11 KPa έως
325 KPa, με μέση τιμή 127 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 3˚ έως 36 ˚, με μέση τιμή 17,7˚ περίπου.
Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 2 KPa έως
755 KPa, με μέση τιμή 154,5 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 2˚ έως 38 ˚, με μέση τιμή 17,4˚ περίπου.
Αντίστοιχα, από τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής προκύπτουν τα εξής:
Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 15,52 KPa
έως 648,7 KPa, με μέση τιμή 156,62 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής
τριβής φ έχει τιμές από 4,74˚ έως 39 ˚, με μέση τιμή 23,4˚ περίπου.
Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 14,81 KPa
έως 400 KPa, με μέση τιμή 156,16 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής
φ έχει τιμές από 13˚ έως 46 ˚, με μέση τιμή 27,01˚ περίπου.
- Τέλος, από τις δοκιμές στερεοποίησης των δειγμάτων των γεωτρήσεων προκύπτει
για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας ότι το μέτρο συμπιεστότητας Εs κυμαίνεται
από 2 έως 36 MPa για επιβαλλόμενη τάση 100 KPa (με μέση τιμή 5,75 MPa
περίπου), από 3 έως 21,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 200 KPa (με μέση τιμή 9,2
MPa περίπου) και από 4,5 έως 36,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 300 KPa (με μέση
τιμή 12,3 MPa περίπου).
Για τα δείγματα της διατριβής, τα οποία ανήκουν στο σύνολό τους στην
Κατώτερη ενότητα, ο συντελεστής στερεοποίησης Cc κυμαίνεται από 0.043 έως
0.102, η τάση προστερεοποίησης από 150 έως 370 KPa και ο λόγος κενών από
0.432 έως 0.666, ενώ η φυσική υγρασία των δειγμάτων ήταν από 18.09 έως
24.97%.
Από την κατάταξη των αποτελεσμάτων SPT στις γεωτρήσεις προκύπτει ότι για
τους σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας το NSPT κυμαίνεται από Ν=7 έως άρνηση
(Ν=100), με μέση τιμή Ν=38 περίπου (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αρνήσεις),
ενώ για τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας από Ν=12 έως άρνηση
(Ν=100), με αντίστοιχη μέση τιμή Ν=45 περίπου (οι τιμές δεν είναι διορθωμένες
λόγω βάθους ή υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα). Θα πρέπει να επισημανθεί για τους
ανώτερους κυρίως ορίζοντες ότι η πλειοψηφία των δειγμάτων που παρουσίασαν
άρνηση ήταν αμμώδους – αμμοχαλικώδους σύστασης.
Ευρεία διακύμανση λόγω της ετερογένειας στην Γενικά συνεκτικός σχηματισμός με καλή μηχανική
Συνεκτικότητα
κοκκομετρική σύσταση συμπεριφορά συ συνθήκες κανονικής φυσικής υγρασίας.
Κοκκομετρική άργιλος : 4 - 65%, ιλύς : 33-87%, άμμος : 0 - 48%, άργιλος : 4 - 55%, ιλύς : 10 - 87%, άμμος : 0 - 41%,
διαβάθμιση χάλικες : 0 - 8% χάλικες : 0 - 7%
Αντοχή σε
26 - 1010 KPa 35 - 1700 KPa
ανεμπόδιστη θλίψη
Χωρίς προστερεοποίηση
c : 17 - 215 KPa c : 4 - 404 KPa
φ : 6 - 49° φ : 4 - 47°
Άμεση διάτμηση
Με προστερεοποίηση
c : 2 - 96 KPa c : 5 - 113 KPa
φ : 10,5 - 58,5° φ : 14 - 53,5°
Δοκιμή UU
cu : 11 - 358 KPa cu : 2 - 755 KPa
φu : 3 - 39° φu : 2 - 46°
Τριαξονική φόρτιση
Δοκιμή CUPP
c' : 6 - 79 KPa c' : 3 - 125 KPa
φ' : 14 - 41,5° φ' : 14 - 39,5°
σ1=100 Kpa : Es = 2 - 36 Mpa σ1=100 Kpa : Es = 1 - 46 Mpa
σ1=200 Kpa : Es = 3 - 21,6 Mpa σ1=200 Kpa : Es = 2,3 - 40 Mpa
Δοκιμή
σ1=300 Kpa : Es = 4,5 - 36,5 Mpa σ1=300 Kpa : Es = 3,6 - 51 Mpa
στερεοποίησης
Cc : 0,057 - 0,382 Cc : 0,043 - 0,268
e0 : 0,344 - 0,925 e0 : 0,390 - 0,865
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 372
Στο δεξιό κλάδο επίσης οι μεγαλύτερες παραμορφώσεις, της τάξης των 8-10cm,
σημειώθηκαν σε τμήμα του έργου με μεγάλο πάχος υπερκειμένων, ήτοι 62m και
συνδέονται με την παρουσία αμμωδών οριζόντων στην Κατώτερη ενότητα. Γενικά, η
γεωλογία του δεξιού κλάδου είναι τέτοια που ευνοεί μεγάλες συγκλίσεις.
4.5cm για το δεξιό κλάδο κοντά στην έξοδο αυτού και για τον αριστερό η μέγιστη
τιμή κατά μήκος των έργων 3cm.
Στον αριστερό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις είχαν τιμές από 1.5 έως
2.5 cm για όλο το μήκος του έργου, με εξαίρεση το νότιο τμήμα, όπου ήταν ελαφρώς
μειωμένες, ήτοι 0.9 έως 1.8 cm περίπου. Οι μικρές και σταθερές σε όλο το μήκος του
έργου συγκλίσεις δικαιολογούνται από το γεγονός ότι επικρατούν οι σχηματισμοί της
ενότητας 10, οι οποίοι παρουσιάζουν ομοιογένεια και συνοχή, με υποκείμενες της
στιφρές αργιλικές μάργες της Κατώτερης ενότητας -12.
Χ.Θ. 6+700, που δομείται κυρίως από αργιλικές μάργες της Κατώτερης ενότητας 12
με ενστρώσεις κατά τόπους αμμωδών – αμμοϊλυωδών οριζόντων και κυρίως στο
τμήμα περί τη Χ.Θ. 6+581 (περιοχή μισγάγγειας) σημειώθηκε αστοχία που
εξελίχθηκε σε καμινάδα. Αυτή οφείλεται στην παρουσία θύλακα από άμμους,
αμμοϊλύες και ψαμμίτες μέσα στην αργιλική μάργα, ο οποίος ήταν κορεσμένος με
νερό λόγω πλευρικών μεταγγίσεων και έφτανε μέχρι την οροφή της σήραγγας.
Στο δεύτερο ήμιση του αριστερού κλάδου, Χ.Θ. 6+700 έως Χ.Θ. 6+900,
παρατηρήθηκε αύξηση των παραμορφώσεων της στέψης των πλαισίων, με τιμές που
κυμάνθηκαν από 4 έως 7cm και ύψος υπερκειμένων από 30 έως 9m κοντά στο
στόμιο εξόδου του κλάδου. Οι παραμορφώσεις συνδέονται αποκλειστικά με τη
λιθολογική σύσταση των σχηματισμών, που στην προκειμένη περίπτωση έχουν
εξελιχθεί σε ιζήματα της ενδιάμεσης Μεταβατικής ζώνης από την Κατώτερη προς
την Ανώτερη ενότητα και στην περιοχή κοντά στο στόμιο συνίστανται από συχνές
εναλλαγές καστανοκίτρινων έως καστανότεφρων αργιλόμαργων, αμμούχων μαργών,
αμμοϊλύων – άμμων και ψαμμιτών.
Στο τμήμα μετά τη Χ.Θ. 6+830 έως και την έξοδο της σήραγγας συναντήθηκαν
αρχικά στην οροφή και προοδευτικά σε μεγαλύτερο τμήμα της διατομής τα ιζήματα
της Ανώτερης ενότητας. Οι παραμορφώσεις ήταν πλέον αυξημένες και κυμάνθηκαν
από 5 έως 9 cm.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 375
Συμπερασματικά, τονίζεται ότι και στους δύο κλάδους του έργου και ιδιαίτερα
στο δεξιό η γεωλογική σύσταση και δομή της περιοχής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και
οδήγησαν σε μικρές ή και μεγάλες αστοχίες στις θέσεις εκείνες όπου ήταν αισθητή η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων με μηδενική συνοχή ή και
κορεσμένων με νερό στα πλευρικά τμήματα, στο δάπεδο ή και στο θόλο της
διατομής. Στις περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις των υλικών με τη διάνοιξη του
έργου οδήγησαν μερικές φορές και σε μεγάλες αστοχίες με τη δημιουργία
καμινάδων, ακόμα και σε θέσεις με υπερκείμενα σημαντικού πάχους (27m).
Ανάδρομες αναλύσεις
In the present Thesis the mechanical behavior of the geological formations that
belong to the transient zone between soils and rocks and are internationally
characterized as “Hard Soils – Soft Rocks” is thoroughly investigated. The research
was focused in the “neogen sediments” and more specifically in the Plio-Pleistocene
and Pleistocene sediments of the Achaia prefecture, particularly in the wider area of
the Patras Ring Road (PRR).
Following a general review on hard soils and soft rocks prevailing in the
international and Greek territory, the design of Patras Ring Road (PRR) was firstly
examined, giving emphasis at the underground works–tunnels, geological
composition, seismotectonic frame, hydrometeorological data, engineering geological
conditions and hydrological regime of the wider area of research. Thereinafter maps
of morphological relief, inclination as well as the engineering geological–
geotechnical map of the area were drawn on a scale of 1:5.000. Based on the data
from surface charting and evaluation of approximately 170 boreholes, a thorough
investigation of geological and stratigraphical structure of the formations was
performed. This resulted to the distinction of the fine – grained sediments of the
research area into two distinguishable units, the Upper and Lower one, which are
presented in the geotechnical cross-sections.
This term basically describes the location of transient or gray zone, as it is often
referred, in the strength scale of the geological formations. According to the
quantitative determinations of ISRM (1981) for rocks, this transient zone is located in
the limit, as far as the unconfined compression strength is concerned, giving for hard
soils values greater than 0.5 MPa and for soft rocks values between 2 and 20 MPa. In
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 378
the present thesis the international experience for these formations is given in detail,
regarding the terminology, geological origin, classification as well as their behavior
in technical works. Regarding the Greek territory, the category of “hard soils–soft
rocks” refers to the sediments of neogene basins, that are generally called “marly
formations”. In this chapter, as well as in other chapters of this thesis, all the studies
performed in these sediments are fully analyzed.
The length of the project is 18.5 km. Along with the junctions and service roads
the total length reaches 63.1 km, while along with the connection roads it finally
reaches 81.4 km. More specifically, in a length of approximately 8 km, known as
section K1-K4, eight (8) double section tunnels are included, with total length of
single branch 4700 m, as well as five (5) double section bridges, with total length of
single branch 2700 m, while at the same time the highway passes through the old
landfill of the city of Patras at a length of 400 m.
The underground works are: a) Bozaitika (C+C and twin tunnels), b) Tunnels SA
and SB, c) Archaeological site (tunnel S1 – C+C – tunnel SG) and d) Nursing home
site (tunnel S2).
The area is located in the NWest part of Achaia prefecture. Its geomorphological
picture is a result of the lithological composition, tectonics and the combined action
of erosive–weathering activities. The hydrological net in the Plio-Pleistocene
sediments has been basically developed along the faults and for that reason the
angular form mainly prevails.
From the analysis of the hydrometeorological data of the wider area it can be
concluded that the progress of annual precipitation (mean annual value 713.95 mm) is
precisely opposite compared to that of temperature, a fact that encourages
weathering-erosive activities to take place, as well as slaking of clayey sediments
structure, which result to the onset of landslides.
Design of maps
Following the digitation of the topographical map of the area on a scale 1:5000
and equal-dimension 20 m, as well as that of the Patras Ring Road, the morphological
relief and inclination maps were firstly drawn along with three-dimensional field
models. The morphological relief of the highway axis area presents intensive
hydrographical net with an altitude ranging between 20 to 240 m. Regarding the slope
inclinations, the open road construction is moving on smooth inclinations up to 10°,
while the tunnels and viaducts areas on intense relief with inclinations from 10° to 30°
or even greater than 30°. At the same time, based on the final design drawings of the
project, two longitudinal sections on length / height scale 1:5000 / 1:1000 that
correspond to the left and right branch were drawn and were considered to be
engineering geological–geotechnical sections based on data of the corresponding
map.
Based on the detailed mapping of an area of 1.2 km from both sides of the road
axis it was derived that the Patras Ring Road is constructed mainly in the fine grained
Plio-Pleistocene sediments, in which two basic units belong (units 11 and 12 of the
map), with a part of the road constructed in the coarser units (8 and 10).
It should be mentioned that during the design and construction of this project
those units were not classified as separate ones, but the formation was considered as a
whole. For this reason, there was not a common place of data evaluation but a
different approach in the design and the solution of problems for each tunnel.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 381
The classification of units 11 and 12 of the fine grained sediments, besides their
surface occurrence at which, the color, composition and cohesion were recorded, was
further investigated based on data derived by boreholes, such as description,
laboratory and in situ tests (SPT), in order to ascertain whether these units are
discernible or form a single formation with small differentiations.
Thus, all borehole logs from approximately 170 boreholes were shown on the
longitudinal sections of the road, which constituted the geotechnical sections for the
investigation area.
- The fine grained sediments, in which the greater part of the road was constructed,
can be devided into two stratigraphical successive, discernible units, the Upper
Geotechnical Unit, U.G.U.-11 and the Lower Geotechnical Unit, L.G.U.–12. At
places, it is possible to discern an intermediate transient zone–11a, of a small
thickness, from Lower to Upper unit.
- There was absolute confirmation of the surface geology from the boreholes’ data
and the interpretation given regarding the presence and classification of these
units.
- The thickness of the Upper unit ranges between 2 to 37m, that of the transient
zone up to 8m, while that of the Lower unit is expected to be quite high and based
on the results from the geotechnical research higher than 60m.
- The problems associated with the Upper unit are related to the frequent alternation
of individual lithological intercalations, such as brown-yellow to brown-gray
clayey marls, sandy marls, sandy silts, sands and sandstones, that are
characterized for their heterogeneity in cohesiveness, fracturing and weathering as
well as hydraulic permeability. It is possible for them to present perched water
tables, with small capacity, that may however cause very serious problems during
construction. They can also create quite thick weathered zones, a fact that is acts
in a negative way on the small overburden underground works, because of
potential instability.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 382
- On the contrary the Lower unit (usually stiff clayey marls with sparse coarse
intercalations) is practically considered as an impermeable and very cohesive
formation and generally presents a uniform and very good mechanical behavior
on the excavation of underground works. It is underlined that this formation is
discerned for its dense bedding, that at places becomes laminated. This acts
positively in regular moisture content conditions (increased cohesion) and
negatively in cases of wetting, where the detention of water among the
laminations of their structure progressively leads to its collapse. This mainly
happens when these formations become continuously wet by the water of an
overlying unit in places intersected by faults.
First of all, a detailed analysis of all previous research in the Greek territory
regarding these formations was performed. In the present Thesis petrographical-
mineral analyses performed on ten (10) samples from both Geotechnical units aimed
to further identify–classify them. The percentage of CaCO3 content was also defined
on 15 samples. At the same time, in all samples classification index properties and
mechanical characteristics were determined through laboratory tests.
The general conclusions from the above mentioned research are as follows:
- There is a correlation in the percentage of carbonic calcium content with the clay
and sand content. It is observed that the carbonic calcium percentage is decreased
as we move from marls-clayey marls (CH, CL) to sandy-silts (CL-ML, ML) and
is expected further decreased in the sandy layers SC, SM.
- From the correlation of the percentage of carbonic calcium content with the
cohesiveness of the samples it can be seen that the most cohesive samples present
increased contents of carbonic minerals. In these samples shear strength
parameters (c and f), as well as uniaxial compressive strength are also increased.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 383
- As far as the clayey minerals are concerned, mainly illite and in a smaller content
montmorillonite are recorded, which compose, along with calcite, the conjunctive
material of rock. The percentage of these minerals is also decreased with the
increase of sand content. In small quantities chlorite can be also found, as well as
mica (moscovite, serikite and biotite) and alvite, while in samples with higher
percentages of sand and silt, hydroxides of iron can also be found, cause of their
increased permeability and consequently increased infiltration of relative
solutions.
More specifically, based on the analyses for the individual geotechnical units the
following can be underlined:
Upper Geotechnical unit samples have light-yellow color and fine grained sandy
texture, increased quartz content (37-39%) and clayey fraction from grain
distribution analysis from 8 to 15%, while from mineral analysis this fraction was
roughly around 35%, indicative of the existence of concretion (the concretion
ratio ranges among 2.62 to 4.58). The clayey minerals that mainly prevail are illite
at 16%, kaolinite at 7-8%, montmorillonite at 5-7% and chlorite at 5-6%, while
calcite ranges between 11.5 to 15%.
Transient zone samples present features from both units; they have light-yellow to
yellow-brown color, smooth texture, leptocrystallic - pilitic fabric and are not
friable. They present rudimentary and indefinite bedding and contain fossils.
Quartz ranges around 23%, silt has a very high percentage, roughly 73%, while
sand is below 2%. The clay fraction percentage is increased, i.e. 25%, while
according to the mineral analysis it is very increased (51%), showing a concretion
ratio of 2.0. Calcite is also increased 20%, while from clayey minerals illite
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 384
Lower Geotechnical Unit samples are noticeably differentiated both from those of
the Upper Unit, as well as from those of their own unit, since intermediary types
of silt composition or silt layers prevail at places. Thus, the common clayey marls
appear with decreased sand contents, up to 1.4% and silt (58.5–63.5%) as well as
increased clay contents (35-40%). Based on data from mineralogical analysis,
quartz ranges between 18 to 22%, while calcite is highly increased (30-35%).
From the clayey minerals, kaolinite prevails with 14-18%, illite follows with 10-
15%, montmorillonite presents higher comparative percentages 9.6–10.8% and
finally chlorite with 3%. The total percentage of clayey minerals is roughly 42%
and consequently the concretion ratio ranges from 1.05 to 1.20. These samples are
different from those of transient zone in the concretion ratio, the calcite and
clayey mineral percentage, although they have same structure and texture.
Samples from Lower unit that comprise intermediate types and are characterized
as clayey marls have higher percentages of silt, 71.5–77%, lower percentages of
clayey fraction, 18-21%, while from mineral analysis quartz percentage was
found higher, 31-32%, clayey mineral percentage lower, 39-44%, and the
concretion ratio ranges from 1.84 to 1.88. Finally, calcite ranges lower, 21.6–
22.6%. Clayey minerals are in turn illite, kaolinite, montmorillonite and chlorite.
Laboratory research
Firstly, all data from the 169 boreholes performed for the design of the Patras
Ring Road were concentrated and the results from all laboratory tests executed in
roughly 1100 samples were evaluated, with regard to the mechanical parameters and
the classification index properties.
In the present thesis a number of laboratory tests were also performed on 226
samples taken from natural and artificial slopes from the wider research area, in
places that were selected as representative of the Upper and Lower unit. More
specifically, 226 classification tests, were performed, along with 68 triaxial UU tests,
12 triaxial CUPP tests, 12 uniaxial compressive tests, 46 direct shear tests, 5 one-
dimensional consolidation tests, 39 slake tests and 50 CaCO3 determination tests.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 385
Based on the results from the borehole samples, as well as those from the present
thesis, the limits of grain size distribution variation for both units have as follows:
The variation limits for the other physical properties of the sediments for both
units (Atterberg limits, specific weight, saturated and dry bulk weight, moisture
content, porosity and void ratio) are presented below:
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 386
Variation of Atterberg limits for Upper and Lower unit. Thesis samples
Variation of Atterberg limits for Upper and Lower unit. Thesis samples
Variation width of physical parameter’s data for both units in the sum of samples
Specific Dry bulk weight Saturated bulk Moisture
Porosity n (%) Void ratio e
weight (KN/m3) weight (ΚΝ/m3) content (%)
2.57 – 2.72 14.50 – 19.70 16.60 – 24.0 7 – 35 21.5 – 50.6 0.36 – 0.66
Upper
(mean value (mean value (mean value (mean value (mean value (mean value
unit
2.70) 17.13) 20.40) 18) 34.5) 0.51)
2.40 – 2.72 14.30 – 20.50 17.70 – 23.10 10 – 35 22.3 – 53.3 0.28 – 0.70
Lower
(mean value (mean value (mean value (mean value (mean value (mean value
unit
2.69) 17.01) 20.40) 22) 35.9) 0.45)
Regarding the activity, the formations from both units are basically classified as
inactive soils (A<0.75), with a small percentage of them classified as normal soils.
Upper unit 0.23 – 1.20 (mean value 0.56) 0.13 – 1.64 (mean value 0.54)
Lower unit 0.23 – 1.12 (mean value 0.55) 0.19 – 1.23 (mean value 0.47)
From the slake durability tests it is shown that the erosion index for both units is
characterized from very low to low, while the plasticity index is characterized low for
the Upper unit and medium for the Lower unit.
- From the direct shear tests without pre-consolidation that were accomplished in
the borehole samples the followings may be underlined:
For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 17 KPa to 139 KPa, with
mean value 59.71 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 60 to
490, with mean value 250.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 5 KPa to 202 KPa, with
mean value 70.52 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 70 to
440, with mean value 26.10.
Respectively, the tests that were accomplished in the thesis samples gave the
following results:
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 388
For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 64.8 KPa to 215 KPa,
with mean value 123.14 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
10.00 to 44.80, with mean value 26.50.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 4 KPa to 404KPa, with
mean value 180 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 6.70 to
46.80, with mean value 24.40.
- From the direct shear tests with pre-consolidation of samples (that were
accomplished only in borehole samples) the results are outlined below:
For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 2 KPa to 96 KPa, with
mean value 36.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 10.50 to
58.50, with mean value 37.70.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 4.7 KPa to 113 KPa, with
mean value 55.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 140 to
53.50, with mean value 35.90.
Based on the above results is concluded that the sediments of Lower unit present
lightly higher values of cohesion compared with those of the Upper unit, while the
angle of internal friction φ ranges more or less in the same levels. The dispersion
that is observed in the values of angle of internal friction φ as well as in cohesion
c is mainly explained by the balancing percentages of sand, silt and clay of the
samples, a fact particularly intense in the sediments of Upper unit.
- The results from the triaxial tests UU that were accomplished in the borehole
samples are:
For the sediments of Upper unit cohesion cu ranges from 11 KPa to 325 KPa, with
mean value 127 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 30 to 360,
with mean value 17.70.
For the sediments of Lower unit cohesion cu ranges from 2 KPa to 755 KPa, with
mean value 154.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 20 to
380, with mean value 17.40.
Respectively, from the tests that were accomplished in the framework of the
current thesis the followings may be underlined:
For the sediments of Upper unit cohesion cu ranges from 15.52 KPa to 648.7 KPa,
with mean value 156.62 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
4.740 to 390, with mean value 23.40.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 389
For the sediments of Lower unit cohesion cu ranges from 14.81 KPa to 400 KPa,
with mean value 156.16 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
130 to 460, with mean value 27.010.
From the above paragraphs it results that values of undrained shear strength cu of
the Lower unit are higher compared with those of the Upper unit, a fact rather
expected, if taking into consideration the increased percentages of clayey fraction
of the Lower unit. The high values in the angle of internal friction that samples
presented is explained by the fact that samples from both Upper and Lower unit
contain in average approximately 15% and 10% of sand, respectively, while they
maintain as well very high percentages of silt.
- The results from the triaxial tests CUPP that were accomplished in the borehole
samples are presented in the following table:
From the corresponding results for the thesis samples it results that cohesion c' of
marls from Upper unit ranges among 56.66 KPa to 78.85 KPa, while the angle of
internal friction φ ranges from 26.83° to 41.35°. Respectively, cohesion c' of marls
from Lower unit, ranges from 52.80 KPa to 75.68 KPa, while the angle of internal
friction φ ranges from 24.04° to 37.14°.
With regard to the total values of shear strength parameters, Upper unit presented
values c from 53.3 KPa to 104.69 KPa and values φ from 19.41° to 38.97°.
Respectively, Lower unit presented values c from 54.67 KPa to 71.41 KPa and
values φ from 17.69° to 26.44°.
- From the triaxial tests CUPP results is concluded that the formations of Lower unit
present increased values of cohesion c, both in active and total values, compared
with the marls of Upper unit. This fact is explained by the higher percentage of
clayey fraction in the Lower unit and in the decreased percentages of sand,
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 390
compared with the Upper unit. With regard to the angle of internal friciton φ, in the
Lower unit the values are presented lightly increased. This fact can be explained by
the increased percentages of silt in the Lower unit, which are further strengthened
by the concretions of clay minerals.
- Finally, from the consolidation tests in the borehole samples, for the sediments of
Upper unit it results that the compressibility index Es ranges from 2 to 36 MPa for
an external stress 100 KPa (with mean value approximately 5.75 MPa), ranges from
3 to 21.6 MPa for an external stress 200 KPa (with mean value approximately 9.2
MPa) and ranges from 4.5 to 36.6 MPa for an external stress 300 KPa (with mean
value approximately 12.3 MPa).
For the sediments of Lower unit the compressibility index Es ranges from 1 to 46
MPa for an external stress 100 KPa (with mean value approximately 8.85 MPa),
ranges from 2.3 to 40 MPa for an external stress 200 KPa (with mean value
approximately 12.3 MPa) and ranges from 3.6 to 51.1 MPa for an external stress
300 KPa (with mean value approximately 14.85 MPa). The values are lightly
increased in the case of Lower unit; however in general terms they remain in low
levels for both units.
For the thesis samples, which they belong in the Lower unit, the coefficient of
consolidation Cc ranges among 0.043 to 0.102, the pre-consolidation stress ranges
from 150 to 370 KPa and the void ratio ranges from 0.432 to 0.666, while the
moisture content was found from 18.09 to 24.97%.
From the classification of SPT data it can be derived that for the formations of
Upper unit NSPT ranges from N=7 to denial (N=100), with mean value approximately
N=38 (without considering denials), while for the formations of Lower unit NSPT
ranges from N=12 to denial (N=100), with a corresponding mean value
approximately N=45 (the values have not be corrected due to depth or underground
water). For the Upper unit it has to be mentioned that the majority of samples, in
which denial was recorded were mainly sands and gravels.
- In the Upper unit most of the samples (approximately 24.5%) present N=20-30
percussions/30cm penetration, approximately 18% of the samples present N=30-
40, 16% of samples N=10-20 and approximately 12% of samples give values
N=40-50 and 12% present N=50-60 percussions/30 cm of penetration.
- In the Lower unit the number of percussions is increased compared to that of the
Upper unit, with most of the samples (approximately 24%) presenting N=30-40
percussions/30cm penetration, while approximately 19.5% of samples present
N=20-30 percussions / 30cm of penetration.
- Lower unit generally records greater values of NSPT compared to those of the
Upper unit, as most of the samples present values from N=40 to N=90 percussions
/ 30cm penetration, while the percentage of samples with SPT values from N=10
to 20 percussions is quite decreased.
In the following Table, the engineering geological – geotechnical features and the
physical and mechanical properties of the Upper and Lower unit formations are
summarized, which generally define the behaviour of these formations, especially at
the construction of underground works.
The tunnel sections deformations that were recorded reflect first of all the
behavior and stress condition of the geological formations in general during
construction and in particular that of the distinguished geotechnical units, in
comparison to other factors, such as the height of the overburden, the tunnel support
measures and construction method particularly in the case of twin tunnels etc.
The maximum vertical deformations of the left branch were observed in the high
overburden area (up to 65m) and are closely connected to the formations encountered
(presence of sandy silt layers at crown, fully saturated, as distinct lenses in the Lower
unit mass), as well as the support measures applied.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 392
Classification
Clays, marly clays and marlstones. Marly clays, marlstones, clayey marls and marls.
based on CaCO3
Grain size clay : 4 - 65%, silt : 33-87%, sand : 0 - 48%, clay : 4 - 55%, silt : 10 - 87%, sand : 0 - 41%,
distribution gravel : 0 - 8% gravel : 0 - 7%
The maximum deformations reported in the right branch, 8-10 cm, were also
observed in the high overburden area (up to 62m) and are closely connected to the
presence of sandy layers in the Lower unit mass. Generally, the geological conditions
of the right branch encourage the development of large convergences.
On the contrary, in the low overburden area, where the formations of Lower unit–
12 and/or Transient zone–11a prevail, much smaller values of convergences were
recorded. It has to be taken into consideration that in this zone an extensive use of
fore-polling was made.
The maximum deformations reported in the right branch of tunnel SA, was 3cm
close to the southern portal, while in the left branch the maximum convergence was
2.5cm. For tunnel SB the relevant deformations were 4.5cm for the right branch close
to its portals and 3 cm for the left branch.
Generally, the maximum vertical deformations were observed for both tunnels in
the low overburden areas. These tunnels presented relatively small deformations and
faced no difficulties during construction. This can be mainly attributed to the
lithological composition of the formations encountered, where the stiff clayey marl
dominated. The deformations were slightly higher only in low overburden areas
(basically the area of the portals), where the weathered – fissured zone of the Upper
unit formations were found. Moreover, the geometry of the layers is positive (small
dip to south), which enabled the construction of the tunnel from north to south and in
particular with the absence of water, as the sandy layers could not lead their water
contents towards the tunnels excavation. Finally, it should be mentioned that both
tunnels are driven through uniform slopes, without intermediate plunging that could
be associated to faults, areas where the formation is particularly highly fractured and
destructured with decreased mechanical characteristics.
In the left branch the vertical deformations ranged from 1.5 to 2.5 cm, except for
the southern portal area, where they were decreased, i.e. 0.9 to 1.8cm. The rather
small and uniform values of convergences along the tunnel are justified, considering
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 394
the fact that the formations of unit 10 that were encountered, are homogeneous and
cohesive, overlying the layers of stiff clayey marls of the Lower unit-12.
In the right branch a similar behavior was observed, i.e. vertical deformations
between 1cm and 2cm and only in the south portal area (zone of low overburden)
they reached 2.6 cm.
On the southern half of the left branch, from Chainage 6+700 to 6+900, an
increase in crown vertical deformation values was observed, as they varied from 4 to
7cm, with an overburden thickness from 30 to 9m near to the south portal of the
branch. The deformations are exclusively connected to the lithological composition of
the formations, which in this case evolve into sediments of the Transient zone and in
the area close to the portal mainly consist of alternations of brown-yellow to brown-
gray clayey marls, sandy marls, sandy silts, sands and sandstones.
In the right branch, where most of the problems occurred, the excavation up to
Chainage 6+830 was mainly done in clay and sandy-clay marls of the Lower unit,
with intercalations of sand and sandy-silt horizons (more frequently, compared to the
left branch). The thickness of the overburden ranges from 10 to 27m, while in the two
plunges decreases to 10-13m.
The vertical deformations ranged from 1cm to approximately 2.5 cm and only in a
limited number of sections, where sandy layers were met at the crown of the tunnel,
they reached up to 5 cm. The most important failure occurred in Chainage 6+685,
where the tunnel crown collapsed, due to a rapid surge of perfectly drain sandy silt.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 395
This failure reached the surface (overburden height of 27 m) and caused destruction
of the wider area.
In the area from Chainage 6+830 to the south portal of the tunnel the Upper unit
sediments were met, initially at the crown area and progressively at the greatest part
of the tunnel section. The deformations were rather increased and varied from 5 to 9
cm.
Back analysis
In the present Thesis an effort was made to determine the geotechnical parameters
of the Upper and Lower Geotechnical Units, based on the recorded deformations of
the tunnel sections. For that reason back analyses were performed with the use of the
geotechnical finite element program Plaxis V8 of Plaxis BV.
The analyses were performed separately for each geotechnical unit, so as for the
calculations to be simplified. Two tunnel sections from tunnels SA and SB were
chosen, as representatives of the Upper and Lower geotechnical units. The aim of
these analyses was to define deformations close to those actually recorded, by
applying different geotechnical parameters at each time. For this purpose the vertical
deformations of the crown were mainly considered, while the horizontal and vertical
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 396
deformations of points 1 and 3 (at the sides of the top heading excavation) were
additionally examined.
From the series of back analyses performed the following general conclusions,
which refer to both the two units, can be reported:
1) The change in cohesion c and internal friction φ values does not have a significant
impact on the tunnel section deformation and the final results of the program.
2) On the contrary, the alteration of the Young’s modulus value, E50, seems to play
an important role, mainly due to the relevant change of the Young’s modulus for
unloading and reloading Eur value, which would in every case be expected for a
tunnel excavation.
3) The final results of the program are also influenced by the change of the Ko
values, mainly as far as the vertical deformations are concerned. More
specifically, the Ko reduction (retaining the other parameter values steady) leads
to an increase of the vertical deformations and a decrease of the horizontal ones
and vice versa.
4) The consideration that the formations have the ability to undertake through
redistribution 20% of the stresses developed instead of 30% did not have a
significant impact on the final results of the analyses, apart from slightly
increasing the horizontal deformations.
More specifically, for the formations of the Upper unit the geotechnical
parameters that lead to crown vertical deformation of 4cm are the following:
Ε=25MPa, Εur=75MPa, Εoed = 12,5MPa, c=50KPa, φ=32˚, ko=0,60, ν=0,2, γsat= 20,4
KN/m3, γdry= 17,3 KN/m3 and OCR=1,5.
For the Lower unit formations respectively, the geotechnical parameters that lead
to crown vertical deformation of 2.1cm are the following: Ε=35MPa, Εur=105MPa,
Εoed = 15,3MPa, c=60KPa, φ=29˚, ko=0,75, ν=0,2, γsat= 20,4 KN/m3, γdry= 18,5
KN/m3 και OCR=2,0.
The geotechnical parameters derived for both the Upper and Lower unit are in
good agreement with the laboratory tests results and can be considered as
representative of these formations.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 397
53. Frydas, D. 1987. Kalkiges Nannoplankton aus dem Neogen von NW – Peloponnes.
N.Jb.Geol. Paläont. Mh. 5, pp.274-286.
54. Frydas, D. 1989. Biostratigraphische Untersuchungen aus dem Neogen der NW-
und-W Peloponnes, Griechenland. N.Jb.Geol.Paläont. Mh. Stuttgart, pp.321-344.
55. Frydas, D., Kontopoulos, N., Stamatopoulos, L., Guernet, C., Voltaggio, M.
1995. Middle – Late Pleistocene sediments in the north-western Peloponnesus,
Greece. A combined study of biostratigraphical, radiochronological and
sedimentological results. Berliner geowiss. Abh., E16, Gundolf – Ernst –
Festschrift, Berlin. pp. 589-605.
56. Gable, J.C. 1971. Durability – plasticity classification of shales and other
argillaceous rocks. Ph.D Thesis, University of Illinois.
57. Gamon, T.I. 1983. A comparison of existing schemes for the engineering
description and classification of weathered rocks in Hong Kong. Bulletin of the
IAEG. Paris.
58. Haberfield, C.M., Johnston, I.W. 1993. Factors influencing the interpretation of
pressuremeter tests in soft rock. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of
Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
59. Hamprol, A. 1961. A quantitative classification of the weathering and
weatherability of rocks. 5th Proc. Int. Conf. Soil Mech. Found. Eng. Paris.
60. Hatheway, A.W. 1990. Perspectives No 5: weak rock, poorly lithified cockroaches
and snakes. AEG News 33(3) : 33-36.
61. Hoek, E. 1999. Support for very weak rock associated with faults and shear zones.
Distinguished lecture for the opening of the Int. Sym. on Rock Support and
Reinforcement Practice in Mining, Kalgoorlie, Australia.
62. Hoek, E., Kaiser, P.K. and Bawden, W.F. 1998. Support of Underground
Excavations in Hard Roc. Balkema, Rotterdam.
63. Holtz, R.D., Kovacs, W.D. 1981. An introduction to Geotechnical Engineering.
Prentice – Hall Civil Engineering and Engineering Mechanics Series, 733 p.
64. Hsu, S.-C. and Nelson, P.P. 1993. Characterization of cretaceous clay shales in
North America. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils -
Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
65. Huergo, P.J., Christoulas, S.G., Tsiambaos, G.K. 1987. Some geotechnical
aspects of Iraklion marls. Bulletin of the AEG. Vol.XXIV, No1, pp.93-103.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 402
66. Imano, K. 1981. Bearing capacity of power transmission line tower foundation
installed on weathered rock. International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
67. ISSMFE Working Committee ERTC9, Feb.1997. Geotechnical aspects of the
design of shallow bored tunnels in soils and soft rock.
68. Θεοφανόπουλος, Π. και Θεοφανόπουλος, Ν. 1985. Μηχανική συμπεριφορά
αργιλικών εδαφικών υλικών με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου
«Scanning». Πρακτικά 2ης Ελληνικής Ημερ. Γεωτεχνικής “Παράμετροι σχεδιασμού
θεμελιώσεων”, ΕΕΕΕΘ, Αθήνα, σελ. 321-330.
69. Ι.Γ.Μ.Ε., 1971. Γεωτεχνικός χάρτης κλίμακας 1:50.000. Φύλλο Ναύπακτος.
70. Ι.Γ.Μ.Ε., 1984. Γεωτεχνικός χάρτης κλίμακας 1:50.000. Φύλλο Χαλανδρίτσα.
71. I.A.E.G., 1976. Guide for the preparation of geotechnical maps. Unesco Press,
Earth Sciences, No 15.
72. ISRM, 1981. Rock Characterization, Testing and Monitoring (ISRM Suggested
methods). Editor E. Brown. Pergamon Press, New York, 211p.
73. Johnson, R.B. and DeGraff, J.V. 1988. Principles of Engineering Geology. John
Wiley and Sons, pp. 497.
74. Johnston, I.W. and Novello, E.A. 1993. Soft rocks in the geotechnical spectrum.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
75. Καβουνίδης, Σ. 1980. Μερικές παρατηρήσεις από την εξέταση μάργας με
ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Τεχνικά Χρονικά, 2, σελ. 24-27.
76. Καβουνίδης, Σ. 1985. Γεωτεχνική θεώρηση των αργιλικών ημίβραχων. Πρακτικά
Ημερίδας “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ, Αθήνα, σελ.
23-64.
77. Καβουνίδης, Σ., Τίκα, Θ., Ντουνιάς, Γ.Θ. 1988. Ελληνικές μάργες στο
μικροσκόπιο. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ,
Αθήνα, Τ.1, σελ. 59-62.
78. Καβουνίδης, Σ. 1988. Πρόταση ενιαίας προσέγγισης της μηχανικής συμπεριφοράς
των μαργών. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ,
Αθήνα, Τ.3, σελ. 191-192.
79. Καλλέργης, Γ. 1987. Εφαρμοσμένη Υδρογεωλογία, τόμος A. Εκδόσεις Τ.Ε.Ε,
Αθήνα.
80. Καλλέργης, Γ. 1987. Εφαρμοσμένη Υδρογεωλογία, τόμος B. Εκδόσεις Τ.Ε.Ε,
Αθήνα.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 403
81. Καλλέργης, Γ. 1993. Υδατικό δυναμικό της Αχαΐας – Ξηρασία και Επιπτώσεις –
Το πρόβλημα της ύδρευσης της Πάτρας. Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
Συμπεράσματα και προτάσεις της Ημερίδας της 28-4-1993.
82. Καλτεζιώτης N., Τσιαμπάος Γ., 1992. “Παράγοντες που επηρεάζουν την
παραμένουσα διατμητική αντοχή των μαργών”. Πρακτικά 2ου Πανελ. Συν.
Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ - ΕΕΕΕΘ, Θεσσαλονίκη. σελ. 51 – 58.
83. Καρβέλας, Λ. 2004. Γεωμηχανικοί χαρακτήρες των αργιλομαργαϊκών
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων (κατώτεροι ορίζοντες) στην ευρύτερη περιοχή της
πόλης των Πατρών. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
84. Καρράς, Γ. 1973. Κλιματική ταξινόμηση της Ελλάδας σύμφωνα με τη μέθοδο
Thornthwaite. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 200.
85. Κατριβέσης, Ν. 2003. Τεχνικογεωλογικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή της
πόλεως των Πατρών. Κωδικοποίηση και στατιστική επεξεργασία των στοιχείων.
Χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S). Διδακτορική Διατριβή,
Παν/μιο Πατρών.
86. Κατσικάτσος, Γ. 1992. Γεωλογία της Ελλάδας. Παν/μιο Πατρών. ΟΕΔΒ. σελ. 451.
87. Kavvadas, M., Anagnostopoulos, A., Leonardos, M. & Karras, B. 1993. A
frame work for the mechanical behaviour of cemented Corinth marl. Proc. of Int.
Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema,
Rotterdam.
88. Keller, W.D. 1964. The origin of high alumina clay minerals – a review. Proc. of
12th National Conference, Monograph, No 19, pp. 126-151. Earth Sciences series,
Pergamon.
89. Koichi Akai, Yuzo Ohnishi and Atsushi Yashima, 1981. Strain- softening
behaviour of soft sedimentary rock in triaxial test condition. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
90. Kojima, K., Saito, Y. and Yokokura, M. 1981. Quantitative estimation of
swelling and slaking characteristics for soft rockmass. International Symposium on
Weak Rock, Tokyo.
91. Κονίνης, Γ.Ε. κ.ά. 2006. Συσχέτιση της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής και της
τάσης προστερεοποίησης μαργαϊκών εδαφών. 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, . ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Ξάνθη.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 404
92. Kontopoulos, N., Zelilidis, A. 1992. Upper Pliocene lacustrine environments in the
intramontane Rio graben basin, NW Peloponnesus, Greece. N.Jb.Geol.Paläont.Mh.,
H.2,Stuttgart, pp.102-114.
93. Kontopoulos, N., Zelilidis, A. 1997. Depositional environments of the coarse-
grained lower Pleistocene deposits in the Rio – Antirio basin, Greece. Proc. Int.
Symposium on Engineering Geology and the Environment, IAEG, Athens. vol.1,
Balkema, Rotterdam.
94. Κούκη, Α., Παπατριανταφύλλου, Β. 1999. Σήραγγες σε μαλακούς βράχους. Η
περίπτωση διδύμων σηράγγων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών. Διπλωματική
Εργασία. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Ε.Μ.Π., Τομέας Γεωτεχνικής Μηχανικής.
95. Κούκης, Γ. 1977. Έρευνα επί της γεωλογικής δομής και των φυσικών - μηχανικών
χαρακτηριστικών των νεογενών ιζημάτων της περιοχής Πύργου Ηλείας. Δελτίο
ΔΕΚΕ, τ.2.
96. Κούκης, Γ. 1981. Γεωλογική δομή και φυσικά-μηχανικά χαρακτηριστικά των
ιζημάτων της νεογενούς λεκάνης Κοζάνης- Σερβίων στην περιοχή Βαθύλακου.
Ορυκτός Πλούτος, Νο12.
97. Κούκης, Γ., Σαμπατακάκης, Ν. 1991. Index properties and their correlations for
the marly and dolomitic limestones of Athens basin, Greece. Ορυκτός Πλούτος,
Νο72.
98. Κούκης, Γ. , Σαμπατακάκης, Ν. 2002. Τεχνική Γεωλογία. Εκδόσεις
Παπασωτηρίου, σελ. 514..
99. Κούκης, Γ., Τσιαμπάος, Γ., Σαμπατακάκης, Ν. 1994. Τεχνικογεωλογικές-
γεωτεχνικές συνθήκες της πόλης των Πατρών. Δελτίο ΚΕΔΕ, τ. 121-124.
100. Κούκης, Γ., Χριστοδουλιάς, Ι., Γκάτσος, Β. 1990. Η επίδραση της υδρασβέστου
και του χλωριούχου νατρίου στη βελτίωση των διογκούμενων εδαφών του
Θηβαϊκού πεδίου. Δελτίο ΚΕΔΕ, τεύχος 105-106.
101. Κούκης, Γ., Χριστοδουλοπούλου, Τ. 1997. Εδαφικοί και βραχώδεις σχηματισμοί.
Φυσικά-μηχανικά χαρακτηριστικά και εργαστηριακοί προσδιορισμοί. Εκδόσεις
Παν/μίου Πατρών, σελ. 392.
102. Kouki, Α. 2000. Tunneling in soft rocks. The cases of two major projects in
Greece. MSc Dissertation. Imperial College of Science, Technology and Medicine,
Department of Civil Engineering.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 405
103. Koukis, G., Sabatakakis, N., Tsiambaos, G. and Katrivesis N. 2005. Engineering
Geological approach to the evaluation of seismic risk in metropolitan regions: Case
study of Patras, Greece. Bull Eng Geol Environ, 64 : 219-235.
104. Koukis, G., Rozos, D. 1993. Mineralogical composition and texture of the neogene
sediments of the NW Peloponnesus, Greece. Proc. of the Int. Symp. “Geotechnical
engineering of Hard Soils – Soft Rocks”, Athens. Balkema, Rotterdam.
105. Koukis, G., Rozos, D. 1990. Geotechnical properties of the neogene sediments of
the NW Peloponnesus, Greece. Proc. 6th Int. IAEG Congress, Amsterdam, p. 405-
412. Balkema, Rotterdam.
106. Κουλούρης, Σ. 2005. Παράμετροι διατμητικής αντοχής στους ανώτερους
μαργαϊκούς ορίζοντες του Νομού Αχαΐας. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας
Παν/μίου Πατρών.
107. Κουλούρης, Σ., Παπανακλή, Σ. 2001. Εργαστηριακή διερεύνηση της μηχανικής
συμπεριφοράς των εδαφικών σχηματισμών στο τμήμα της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών από Χ.Θ. 2+900 έως Χ.Θ. 4+090. Διπλωματική εργασία. Τμήμα
Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
108. Κουμαντάκης, Ι. & Σωτηρόπουλος, Β. 1976. Έρευνα επί των συνθηκών γενέσεως
και των εδαφομηχανικών χαρακτηριστικών μιας μορφής λεπτοστρωματωδών
αργιλοϊλυωδών αποθέσεων ανευρεθεισών εις Βάρκιζα και Άρδαν. Δελτίο ΚΕΔΕ,
τεύχος 3.
109. Κούμουλος, Δ. & Κοργιαλός, Θ. 1986. Επιτόπια και εργαστηριακή διερεύνηση
της μάργας του Πειραιά. ΤΕΕ, Αθήνα.
110. Kotzias, P.C. & Stamatopoulos, A.C. 1983. Sensitivity of a very hard pliocene
marl. Journal of the Geotechnical Eng. Division, ASCE.
111. Krauter, E. 1993. General co-report: Geological and geotechnical features,
investigation and classification of hard soils. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
112. Κωστόπουλος, Σ. 1985. Γεωτεχνικά χαρακτηριστικά της μάργας του Πειραιά.
Πρακτικά Ημερίδας “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ,
Αθήνα, σελ. 67-96.
113. Κωστόπουλος, Σ. 1988. Γεωτεχνική θεώρηση των μαργών του ελληνικού χώρου.
Πρακτικά 1ου Πανελλ. Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Τ-1,
σελ. 63-68, Αθήνα.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 406
125. Marinos, P., Koukis, G., Sabatakakis, N. & Tsiambaos, G. 1994. Laboratory
testing aspects of the Athenian Schist. 7th Int. IAEG Congress. Balkema, Rotterdam.
126. Marinos, P. and Sofianos, A. 1991. Rock classification and primary support of a
tunnel. 7th Congress of Int. Society for Rock Mechanics. Balkema, Rotterdam.
127. Μαρίνος, Π. και Σοφιανός, Α. 1990. Εμπειρικές μέθοδοι ταξινόμησης της
βραχόμαζας και εφαρμογή τους στο σχεδιασμό της αντιστήριξης σήραγγας. Δελτίο
ΚΕΔΕ, 107/109.
128. Masayasu Inque and Michito Ohomi 1981. Relation between uniaxial
compressive strength and elastic wave velocity of soft rock. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
129. Meigh, A.C. 1979. Design parameters for weak rocks. VII ECSMFE. Brighton.
130. Melis, N., Brooks, M., Pearce, R. 1989. Microearthquake study in the Gulf of
Patras region western Greece and its seismotectonic interpretation. J. Geophys. Res.
98, pp.515-524.
131. Morgenstern, N.R. 1968. Shear strength of stiff clay. General Report. Proc.
Geotechnical Conference, Oslo, Vol. 11.
132. Μπαρδάνης, M. και Καββαδάς, Μ. 2006. Compressibility and Shrinkage of the
Corinth marl. 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής
Μηχανικής, . ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Ξάνθη.
133. Nakano, R. 1979. Geotechnical properties of mudstone of neogene Tertiary in
Japan. International Symposium on Soil Mechanics. Oaxaca.
134. Ντουνιάς, Γ., Τίκα, Θ., Καβουνίδης, Σ. 1985. Μερικές μικροδομικές
παρατηρήσεις της μάργας του Πειραιά. Πρακτικά Ημερίδας “Γεωτεχνικά
προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ, Αθήνα, σελ. 171-184.
135. Ξηρόκωστας, Θ. 2001. Διερεύνηση τεχνικογεωλογικών συνθηκών των
γεωλογικών σχηματισμών της Ευρείας Παράκαμψης της πόλης των Πατρών (Χ.Θ.
1+700 – Χ.Θ. 4+350). Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
136. Okamoto, R., Sugahara, H. and Hirano, I. 1981. Slaking and swelling properties
of mudstone. International Symposium on Weak Rock, Tokyo
137. Onodera F.T. and Prateep Duangdeun 1981. Dependence of mechanical
properties to the texture and water content of weak rock- A case of the Late Tertiary
mudstone from the Mae Mo lignite mine, northern Thailand. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 408
189. Wang, Y.L. and Xiao, Z.S. 1981. The microstructure and the engineering
properties of the mudded shear zone in weak intercalation. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
190. Williams, A.A. 1958. Discussion on Jennings and Knigth’s paper, in Trans. S. Afr.
Instn. Eng., B, No 6, 123-124.
191. Χρυσανθακόπουλος, Λ. 2001. Διερεύνηση τεχνικογεωλογικών συνθηκών των
γεωλογικών σχηματισμών της Ευρείας Παράκαμψης της πόλης των Πατρών (Χ.Θ.
4+350 – Χ.Θ. 7+300). Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
192. Χριστοδουλοπούλου, Τ. 2000. Μικροδομή των λεπτομερών νεογενών –
πλειστοκαινικών ιζημάτων της βορείου Πελοποννήσου σε σχέση με τα φυσικά και
μηχανικά χαρακτηριστικά τους. Διδακτορική διατριβή, Παν/μιο Πατρών.
193. Χριστοδουλοπούλου, Τ.A. 2006. Επίδραση της Μικροδομής στην Αντοχή και στο
Μέτρο Παραμόρφωσης Εs, των Μαργών της Β. Πελοποννήσου. 5ο Πανελλήνιο
Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, Ξάνθη. ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ.
194. Χριστοδούλου, Λ., Μπούμπουλη, Χ. 2001. Ταξινόμηση εδαφικών υλικών στις
θέσεις υψηλών πρανών (Χ.Θ. 5+400 – 5+600) της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.
Διπλωματική εργασία. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
195. Χριστούλας, Σ., Καλτεζιώτης, Ν., Τσιαμπάος, Γ. 1982. Μελέτη εξασφαλίσεως
βάθρου σιδηροδρομικής γέφυρας Ισθμού Κορίνθου. Δ/νση Ερευνών Εδαφών,
ΚΕΔΕ, σ. 35.
196. Yoshinaka, R. and Yamabe, T. 1981. Deformation behaviour of soft rocks.
International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
197. Zacas, M., Rahaniotis, N. 2000. NATM on the Patras ring road. Tunnels and
Tunneling International.
198. Zakas, M., Rahaniotis, N. 2000. Tunneling with NATM in neogene marls. Proc.
Of the Eurock 2000 Symposium, Aachen. Deutsche Gesellschaft für Geotechnik
e.V. (eds), p.p.535-540.
199. Zelilidis, A., Koukouvelas, I., Doutsos, T. 1988. Neogene paleostress changes
behind the forearc fold belt in Patraikos Gulf area, western Greece.
N.Jb.Geol.Paläont.Mh.H5,pp.311-325.
200. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη διάνοιξης - υποστήριξης κυρίου σώματος Σήραγγας
ΣΒ (Αριστερός κλάδος)”.
201. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διάνοιξης - υποστήριξης κυρίου σώματος Σήραγγας
ΣΒ (Δεξιός κλάδος)”.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 413
202. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη διαμόρφωσης βορείου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (αριστερός και δεξιός κλάδος)”.
203. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διαμόρφωσης νοτίου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (δεξιός κλάδος)”.
204. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διαμόρφωσης νοτίου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (αριστερός κλάδος)”.
205. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη υπογείου έργου ΣΑ”.
206. Πανγαία ΕΠΕ, 2001. “Υπόγειο έργο ΣΓ. Μεθοδολογία κατασκευής και μελέτη
εκσκαφής & άμεσων μέτρων υποστήριξης”.
207. ΟΜΕΤΕ Α.Ε., 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης”.
208. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική έρευνα”.
209. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη”.
210. Κάστωρ ΕΠΕ, 1999. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη αντιστήριξης εκσκαφών περιοχής
Cut and Cover στα μέτωπα σήραγγας Παντεχνικής ΑΤΕ στη Χ.Θ. 4+780”.
211. ΟΜΕΤΕ Α.Ε., 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης”.
212. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη εισόδου αριστερού κλάδου”.
213. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη κυρίου τμήματος”.
214. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Γεωτεχνική μελέτη εισόδου δεξιού
κλάδου”.
215. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1995. “Γεωτεχνική έρευνα υπόγειου τεχνικού έργου από
Χ.Θ. 2+100 έως Χ.Θ. 2+350 περίπου”.
216. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1997. “Γεωτεχνική έρευνα για την αστοχία νοτίου μετώπου
της δίδυμης σήραγγας Πάτρα από Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620”.
217. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1998. “Γεωτεχνική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του
νοτίου μετώπου της δίδυμης σήραγγας Πάτρας από Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620”.
218. Ευπαλίνος Τεχνική Α.Ε., 1996. “Οριστική μελέτη σήραγγας από Χ.Θ. 2+005 έως
2+700. Μέθοδος εκσκαφής σηράγγων”.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 414
219. Ευπαλίνος Τεχνική Α.Ε., 1997. “Οριστική μελέτη – Μελέτη εφαρμογής σήραγγας
από Χ.Θ. 2+005 έως 2+700”.
220. Άξων ΕΠΕ – NGI, 1998. “Συμπληρωματική αριθμητική ανάλυση για την περιοχή
των χαμηλών υπερκειμένων της σήραγγας Πατρών”