You are on page 1of 446

ΑΘΑΝΑΣΙΑ Γ.

ΚΟΥΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π
M.Sc, DIC in Soil Mechanics and Environmental Geotechnics,
Imperial College, University of London.

ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΣΚΛΗΡΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΩΝ ΒΡΑΧΩΝ ΣΤΟ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ


ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

ΠΑΤΡΑ, 2006
Συμβουλευτική Επιτροπή:
Καθηγητής Γ. Φερεντίνος (Π.Π), Επιβλέπων Καθηγητής
Καθηγητής Γ. Καλλέργης (Π.Π)
Καθηγητής Π. Μαρίνος (Ε.Μ.Π.)

Εξεταστική Επιτροπή:
Καθηγητής Γ. Φερεντίνος (Π.Π)
Καθηγητής Π. Μαρίνος (Ε.Μ.Π.)
Επίκουρος Καθηγητής Ν. Σαμπατακάκης (Π.Π.)
Καθηγητής Κ. Χατζηπαναγιώτου (Π.Π.)
Καθηγητής Ν. Κοντόπουλος (Π.Π.)
Καθηγητής Α. Σοφιανός (Ε.Μ.Π.)
Αναπληρωτής Καθηγητής Γ. Τσιαμπάος (Ε.Μ.Π.)

Η έγκριση διδακτορικής διατριβής από το τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών δεν
δηλώνει αποδοχή των απόψεων του συγγραφέα.
Στους γονείς μου
v

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στην παρούσα διατριβή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας σχετικά με


τους γεωμηχανικούς χαρακτήρες και συμπεριφορά των “σκληρών εδαφών – μαλακών
βράχων” στο σχεδιασμό των υπόγειων τεχνικών έργων. Πεδίο εφαρμογής της
έρευνας αποτέλεσαν τα “Νεογενή” με την ευρύτερη έννοια και ειδικότερα τα
Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας στην ευρύτερη
περιοχή που φιλοξενεί το έργο της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ) και το
οποίο περιλαμβάνει σειρά πολύ σημαντικών υπόγειων τεχνικών έργων - σηράγγων.
Τονίζεται ότι η εμπειρία κατασκευής τέτοιων έργων στους σχηματισμούς αυτούς
που ανήκουν στη μεταβατική ζώνη ανάμεσα στα εδάφη και τους βράχους
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον διεθνώς και θεωρείται πρωτόγνωρη για τον
Ελληνικό χώρο.
Η διατριβή στο μεγαλύτερο μέρος βασίστηκε σε εργαστηριακές έρευνες που
εκτελέσθηκαν στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, ενώ
παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν και στοιχεία από το έργο της ΕΠΠ, όσον αφορά στα
τεχνικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες αυτού, καθώς και τα αποτελέσματα από
γεωτρητικές εργασίες, εργαστηριακές και επιτόπου δοκιμές. Επίσης, μικρός αριθμός
από εξειδικευμένες εργαστηριακές δοκιμές σχετικά με τη διατμητική αντοχή των
σχηματισμών, εκτελέσθηκε στο Κεντρικό Εργαστήριο Δημοσίων Έργων (ΚΕΔΕ),
ενώ οι ορυκτολογικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας
– Πετρολογίας του ΙΓΜΕ.
Με την ολοκλήρωση της διατριβής αισθάνομαι την υποχρέωση να εκφράσω τις
θερμές ευχαριστίες μου σε όλους εκείνους που συνέβαλαν στην τελική διαμόρφωση
της παρούσας εργασίας και συγκεκριμένα:
Την ΕΥΔΕ – Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ, στην οποία υπηρετώ ως Γεωτεχνικός
Μηχανικός στο Τμήμα Μελετών, για τη βοήθεια που μου παρείχε με τη διάθεση
στοιχείων, καθώς και την εκπαιδευτική άδεια για τη συγγραφή της διατριβής.
Τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Φερεντίνο του Παν/μίου Πατρών για την ανάθεση του
θέματος, τις πολύ χρήσιμες υποδείξεις και την πολλαπλή στήριξη και αμέριστη
συμπαράσταση σε όλη τη διάρκεια της έρευνας.
Τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Νικόλαο Σαμπατακάκη του Παν/μίου Πατρών, ο
οποίος βοήθησε καθοριστικά στην ολοκλήρωση της διατριβής με τις ουσιαστικές
παρατηρήσεις, τις πολύτιμες συμβουλές, την κριτική θεώρηση του κειμένου, τη
vi

συνεχή ενθάρρυνση σε όλα τα στάδια της έρευνας και τη διάθεση των στοιχείων από
συναφείς Διατριβές Ειδίκευσης του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας.
Τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Καλλέργη του Παν/μίου Πατρών για το συνεχές
ενδιαφέρον του κατά την εκπόνηση της διατριβής, τις συμβουλές αλλά και τη
συμμετοχή του στην Τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή.
Τον καθηγητή κ. Παύλο Μαρίνο του Ε.Μ.Π. για τη συνεχή ενθάρρυνση και
συμπαράσταση στην ολοκλήρωση της ερευνητικής αυτής προσπάθειας, τις
παρατηρήσεις του, καθώς επίσης και τη συμμετοχή του στην Τριμελή Συμβουλευτική
Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Κων/νο Χατζηπαναγιώτου του Παν/μίου Πατρών για τη
μικροσκοπική μελέτη των δειγμάτων, τις ουσιαστικές παρατηρήσεις στο κεφ.8,
καθώς και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Νικόλαο Κοντόπουλο του Παν/μίου Πατρών για τις πολύ
χρήσιμες παρατηρήσεις αλλά και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική
Επιτροπή.
Τον Καθηγητή κ. Αλέξανδρο Σοφιανό του Ε.Μ.Π. για την ανταλλαγή απόψεων
σε θέματα σηράγγων, αλλά και τη συμμετοχή του στην Επταμελή Εξεταστική
Επιτροπή.
Τον Αναπληρωτή καθηγητή κ. Γεώργιο Τσιαμπάο του Ε.Μ.Π. για το ενδιαφέρον
σχετικά με την πρόοδο της έρευνας και την κριτική θεώρηση του κεφαλαίου των
Εργαστηριακών Ερευνών, τις παρατηρήσεις του αλλά και τη συμμετοχή του στην
Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή.
Τον Επίκουρο καθηγητή του Ε.Μ.Π. κ. Δημήτριο Ρόζο για την παραχώρηση
στοιχείων από τη διδακτορική του διατριβή, τις εποικοδομητικές συζητήσεις και
υποδείξεις σχετικά με τις υπαίθριες εργασίες και αξιολογήσεις.
Τη Γεωλόγο της Δ/νσης Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας του ΙΓΜΕ κ. Ε
Κωνσταντινίδου , για τις ορυκτολογικές αναλύσεις ορισμένων δειγμάτων.
Τον Λέκτορα κ. Β. Τσικούρα του Παν/μίου Πατρών, για τη μικροσκοπική μελέτη
και φωτογράφιση δειγμάτων, καθώς και τις εύστοχες παρατηρήσεις του στο
Κεφάλαιο 8.
Τον Προϊστάμενο του Τμήματος Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΚΕΔΕ κ. Γ. Λιβά
και τον εργαστηριακό κ. Π. Αμπάτη για τη διάθεση του απαιτούμενου εργαστηριακού
εξοπλισμού σχετικά με την εκτέλεση δοκιμών διατμητικής αντοχής (CUPP).
vii

Το συνάδελφο κ. Δ. Μουρτά M.Sc. Τεχνικό Γεωλόγο, για την πολλαπλή και


ουσιαστική βοήθεια σχετικά με την ψηφιοποίηση και παρουσίαση των χαρτών –
τομών.
Το συνάδελφο κ. Κ. Λουπασάκη, Δρ. Τεχνικό Γεωλόγο και Πολιτικό Μηχανικό,
για την πολύ χρήσιμη ανταλλαγή απόψεων στο Κεφάλαιο 12 των ανάδρομων
αναλύσεων.
Την κ. Α. Λαμπροπούλου, MSc Γεωλόγο- Γεωφυσικό του Εργαστηρίου Τεχνικής
Γεωλογίας, για τη βοήθειά της στην επιμέλεια της τελικής παρουσίασης του κειμένου
της διατριβής.
Τον σύζυγό μου Γεώργιο Βιτσαρά, για την αμέριστη ηθική συμπαράστασή του.
Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον πατέρα μου Καθηγητή Γεώργιο Κούκη, για
την ηθική και επιστημονική στήριξη της προσπάθειας αυτής.
viii
ix

ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ - ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΚΑΙ


ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΚΛΗΡΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΩΝ
ΒΡΑΧΩΝ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

Από Α.Γ. ΚΟΥΚΗ

ΣΥΝΟΨΗ

Στη διατριβή αυτή εξετάζονται κατ’ αρχήν, με βάση τη διεθνή εμπειρία, οι


σχηματισμοί που αναφέρονται ως “σκληρά εδάφη – μαλακοί βράχοι” και ανήκουν
στη μεταβατική ζώνη ανάμεσα στα εδάφη και τους βράχους, όσον αφορά στην
κλίμακα αντοχής των γεωλογικών σχηματισμών. Επίσης καταγράφονται και οι
εμπειρίες στον Ελληνικό χώρο.
Η έρευνα στο πλαίσιο της διατριβής σχετικά με τους παραπάνω σχηματισμούς
εστιάσθηκε στα Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας
και ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών
(ΕΠΠ), όπου εκτελέσθηκε σειρά υπόγειων τεχνικών έργων – σηράγγων.
Ο σχεδιασμός του έργου της ΕΠΠ αναλύεται διεξοδικά με τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των επιμέρους σηράγγων, καθώς και στοιχείων που αφορούν στη
διάνοιξη και κατασκευή τους.
Με βάση τη συγκέντρωση και αξιολόγηση των υπαρχόντων στοιχείων για την
ευρύτερη περιοχή διερευνώνται στη συνέχεια η γεωλογική σύσταση και δομή, η
σεισμικότητα, οι τεχνικογεωλογικοί χαρακτήρες των σχηματισμών, το
υδρογεωλογικό καθεστώς και τα υδρομετεωρολογικά δεδομένα.
Με βάση την ψηφιοποίηση του τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ σε κλίμακα 1:5000
συντάχθηκαν οι χάρτες τοπογραφικού αναγλύφου και κλίσεων πρανών, ενώ
παράλληλα δόθηκαν τρισδιάστατα μοντέλα εδάφους.
Ο τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός χάρτης της περιοχής συντάχθηκε επίσης στην
παραπάνω κλίμακα με βάση τη σύνθεση υπαρχόντων στοιχείων, ερμηνεία
αεροφωτογραφιών και εργασία υπαίθρου και αποτέλεσε πολύ βασική εργασία
υποδομής. Διαχωρίστηκαν τελικά 15 ενότητες, ενώ αποτυπώθηκαν και τα ρήγματα
και επισημάνθηκαν οι σχηματισμοί που φιλοξενούν το έργο.
Η συγκέντρωση και αξιολόγηση των γεωτρήσεων, περίπου 170, που
εκτελέσθηκαν για το έργο αποτέλεσε βασικό εργαλείο για την περαιτέρω διερεύνηση
x

των σχηματισμών, όσον αφορά στη σύσταση, δομή και ανάπτυξη –


στρωματογραφική διάρθρωση αυτών σε βάθος, όπου διανοίχθηκαν και τα υπόγεια
έργα.
Με βάση τη σύνθεση όλων των παραπάνω στοιχείων έγινε δυνατή η διάκριση και
διαχωρισμός των σχηματισμών σε βάθος και στη συνέχεια η σύνταξη λεπτομερών
γεωτεχνικών τομών κατά μήκος και των δύο κλάδων του έργου. Ειδικότερα, όσον
αφορά στη λεπτομερή φάση των ιζημάτων αυτών στην οποία κυρίως φιλοξενείται το
έργο, διαχωρίστηκαν δύο βασικές γεωτεχνικές και παράλληλα στρωματογραφικές
ενότητες, η Ανώτερη και η Κατώτερη, ενώ κατά θέσεις παρατηρείται και μια
Μεταβατική μεταξύ αυτών ζώνη, μικρού γενικά πάχους.
Η διάκριση των παραπάνω δύο ενοτήτων αποτέλεσε τη βάση για περαιτέρω
τεκμηρίωση της διαφοροποίησης αυτής, κατ’ αρχήν όσον αφορά στη δομή τους μέσα
από λεπτομερή μικροσκοπική μελέτη – ορυκτολογική ανάλυση των ιζημάτων. Έτσι,
προσδιορίσθηκαν η ορυκτολογική σύσταση (ημιποσοτική ανάλυση) και δομή στις
δύο ενότητες, καθώς και η διερεύνηση του είδους και ποσοστού των αργιλικών
ορυκτών, κατανομής του CaCO3 και του ρόλου της συσσωμάτωσης.
Βασικό επίσης στοιχείο προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσε η διερεύνηση των
φυσικών ιδιοτήτων και μηχανικών χαρακτηριστικών των δύο ενοτήτων. Για το σκοπό
αυτό έγινε συγκέντρωση, ταξινόμηση και αξιολόγηση όλων των εργαστηριακών
δοκιμών που εκτελέσθηκαν στο πλαίσιο του έργου σε σχέση με τις γεωτρήσεις που
αναφέρθηκαν, καθώς και οι επιτόπου δοκιμές SPT. Παράλληλα, στο Εργαστήριο
Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών εκτελέσθηκε σειρά δοκιμών σε δείγματα
από τις σήραγγες και πρανή κατά μήκος του έργου, καθώς και από φυσικά πρανή
στην ευρύτερη περιοχή αυτού.
Η συμπεριφορά των ενοτήτων στις οποίες διανοίχθηκαν κυρίως τα υπόγεια έργα
ελέγχθηκε μέσα από τις παραμορφώσεις της διατομής τους (συγκλίσεις) που
σημειώθηκαν και αποτελούν μία ένδειξη των ορίων που έχει ο σχηματισμός για
ανακατανομή των τάσεων στο εσωτερικό του χωρίς την απαίτηση υποστήριξης.
Τέλος, προσδιορίσθηκαν οι γεωτεχνικές παράμετροι των ιζημάτων για τις δύο
γεωτεχνικές ενότητες, Ανώτερη και Κατώτερη, μέσω ανάδρομων αναλύσεων, οι
οποίες πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση γεωτεχνικού προγράμματος πεπερασμένων
στοιχείων (Plaxis V8) και με βάση τις καταγεγραμμένες παραμορφώσεις δύο
διατομών των σηράγγων, που αναφέρονται στις επιμέρους αυτές ενότητες.
xi

ENGINEERING GEOLOGICAL - GEOTECHNICAL PARAMETERS


AND MECHANICAL BEHAVIOR OF HARD SOILS AND SOFT ROCKS
IN THE DESIGN OF UNDERGROUND WORKS

By Α.G. KOYKIS

ABSTRACT

In this Thesis the formations which are reported as “hard soils – soft rocks” and
belong to the transitional zone between the soils and rocks are firstly examined, based
on the international experience, as far as the scale of strength of the geological
formations is concerned. The experience in the Greek territory is also listed.
The research in the frame of this Thesis regarding the above formations is focused
on the Plio-Pleistocene and Pleistocene sediments of the Achaia Prefecture and more
specifically on the wider area of the Patras ring road, where a number of underground
works – tunnels were constructed.
The design of the whole project is extensively presented, along with the technical
characteristics of each tunnel, as well as the data referring to their excavation and
construction.
Based on gathering and evaluation of all existing data for the wider area
examined, the lithology, structure, seismicity, engineering geological characteristics
of the formations, hydrogeological regime and the hydrometeorological data are
investigated.
Having as a base the digitized topographic map of the Geographical Army Service
on a scale of 1:5000, the map of morphological relief, as well as that of slope
inclination were drawn up, while at the same time 3D models of the ground are given.
The engineering geological – geotechnical map of the area was also drawn on the
same as above scale, based on the existing data, interpretation of air photos and field
work and it constitutes a main base work. Fifteen (15) lithological units were finally
distinguished, the faults were traced and the formations encountered in the project
area were indicated.
xii

The boreholes drilled, approximately 170, constituted a basic tool for further
investigation of the above formations, concerning lithology, structure, stratigraphy
and particularly their extension to the depth where the tunnels were excavated.
Based on the composition of the above data and the distinction of the formations
with depth, the edition of detailed geotechnical sections along the two branches of the
project was succeeded. More specifically, as far as the fine grained sediments are
concerned, in which the tunnels were mainly excavated, two basic geotechnical and at
the same time stratigraphic units were distinguished, the Upper and the Lower one,
while an intermediate unit of small thickness (transitional zone) was at places
observed.
The discrimination of those two main geotechnical units was furthermore
documented through the detailed microscopic – mineralogical analysis of the
sediments. In this way, the mineralogical composition (semi-quantitative analysis)
and fabric of the two units were designated, as well as the type and amount of clay
minerals, the distribution of CaCO3 and the role of aggregates.
To the same direction, the physical properties and mechanical characteristics of
the sediments of the two units were in detail examined. For this purpose gathering,
classification and evaluation of all laboratory and in situ testing performed for this
project was carried out, as well as of the SPT tests. Additionally, a series of tests were
executed in the laboratory of Engineering Geology – University of Patras, on samples
collected from the tunnels and slopes along the project and the wider area.
Furthermore, the geotechnical behavior of the sediments of the two units, in which
the underground works were mainly excavated, was evaluated through the recorded
deformation of the tunnel cross-sections (convergences), as those can be used as an
indication of the ability of the formation to redistribute stresses without the
requirement of support.
Finally, the geotechnical parameters of the sediments of the two units, Upper and
Lower one, were determined, using a geotechnical finite element program (Plaxis V8)
and based on the recorded deformations of two tunnel sections, which refer to those
separate units.
xiii

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ....................1

2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ


ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ..........................................................................................7
2.1. Ορολογία, Γεωλογική προέλευση και Ταξινόμηση.
Η Διεθνής εμπειρία.................................................................................................7
2.2. Συμπεριφορά των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων”
στα τεχνικά έργα...................................................................................................15
2.3. Οι “μαργαϊκοί” σχηματισμοί – Εμπειρίες από τον Ελληνικό Χώρο....................19

3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ..................23


3.1. Γενικά...................................................................................................................23
3.2. Υπόγεια έργα στην περιοχή Μποζαΐτικα…..........................................................25
3.2.1. Περιγραφή των έργων….........................................................................25
3.2.2. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης...................25
3.3. Υπόγεια έργα ΣΑ και ΣΒ…..................................................................................32
3.3.1. Περιγραφή των έργων …........................................................................32
3.3.2. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης…...............34
3.4. Υπόγειο έργο περιοχής Αρχαιολογικού Χώρου
(Σήραγγα Σ1 – C+C - Σήραγγα ΣΓ).....................................................................39
3.4.1. Περιγραφή των έργων.............................................................................39
3.4.2. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου
Διάνοιξης σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου (Σ1)…................................41
3.4.3. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα –
Επιλογή μεθόδου διάνοιξης σήραγγας ΣΓ…..........................................43
3.5. Υπόγειο έργο περιοχής Γηροκομείου (Σήραγγα Σ2)............................................46
3.5.1. Περιγραφή του έργου…..........................................................................46
3.5.2. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης...................47

4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ


ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ....................................................................51

4.1. Μορφολογικό ανάγλυφο.......................................................................................51


4.2. Γεωλογικό περιβάλλον .........................................................................................52
4.2.1. Γεωλογική σύσταση και δομή..............................................................52
4.2.2. Νεοτεκτονική εξέλιξη...........................................................................57
4.3. Σεισμικότητα.........................................................................................................58
4.4. Υδρομετεωρολογικά δεδομένα.............................................................................63
4.4.1. Γενικά...................................................................................................63
xiv

4.4.2. Θερμοκρασία αέρα...............................................................................64


4.4.3. Ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα.........................................................66
4.4.4. Σχετική υγρασία του αέρα....................................................................69
4.4.5. Αποσαθρωτικές- διαβρωτικές διεργασίες.............................................71

5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ.....................73


5.1. Τεχνικογεωλογικές ενότητες των νεώτερων ιζημάτων και αποθέσεων
στην ευρύτερη περιοχή του έργου........................................................................73
5.1.1. Τεταρτογενείς αποθέσεις........................................................................73
5.1.1.1. Χαλαρές αποθέσεις με επικράτηση των λεπτομερών..............73
5.1.1.2. Χαλαρές αποθέσεις με επικράτηση των αδρομερών................73
5.1.1.3. Χαλαρές αποθέσεις μικτών φάσεων.........................................75
5.1.1.4. Συνεκτικοί αδρομερείς σχηματισμοί.........................................75
5.1.1.5. Συνεκτικοί σχηματισμοί μικτών φάσεων…..............................76
5.1.2. Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα................................................................76
5.1.2.1. Ιζήματα αδρομερή….................................................................76
5.1.2.2. Ιζήματα κυρίως λεπτομερή.......................................................77
5.2. Υδρογεωλογικές συνθήκες...................................................................................81
5.2.1. Υδρολιθολογικές ενότητες των γεωλογικών σχηματισμών...................81
5.2.2. Διαβάθμιση της υδροπερατότητας στις επιμέρους ενότητες..................82
5.2.2.1. Πορώδεις σχηματισμοί.............................................................82
5.2.2.2. Πορώδεις και ρωγματωμένου μέσου σχηματισμοί...................82
5.2.2.3. Καρστικοί σχηματισμοί............................................................83
5.2.2.4. Πρακτικά αδιαπέρατοι σχηματισμοί........................................83

6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ


ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ
ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ
ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΚΛΙΜΑΚΑΣ 1:5000…..........87

6.1. Ψηφιοποίηση τοπογραφικού χάρτη, κλίμακας 1:5.000 και αποτύπωση


του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.....................................................87
6.2. Σύνταξη χαρτών τοπογραφικού αναγλύφου, κλίσεων αυτού
και τρισδιάστατων μοντέλων εδάφους................................................................88
6.3. Τεχνικογεωλογικός – Γεωτεχνικός χάρτης της περιοχής,
κλίμακας 1:5.000. Σκοπός, θεώρηση δεδομένων και σύνταξη αυτού..................88

7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ


ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΕΝΟΤΗΤΕΣ....................................................................................................................103

7.1. Κριτήρια σχεδιασμού .........................................................................................103


7.2. Αξιολόγηση των δεδομένων της γεωτεχνικής έρευνας......................................103
xv

7.3. Σύνταξη οριστικών γεωτεχνικών μηκοτομών με βάση τη σύνθεση


όλων των δεδομένων..........................................................................................108
7.4. Συμπεράσματα....................................................................................................109

8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ “ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ”


ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ...........................................................................................................123

8.1. Γενικά.................................................................................................................123
8.2. Φύση των “μαργαϊκών” ιζημάτων......................................................................124
8.3. Προηγούμενες έρευνες στον Ελληνικό χώρο.....................................................125
8.4. Πετρογραφικές – Ορυκτολογικές αναλύσεις στο πλαίσιο
της παρούσας έρευνας…....................................................................................136
8.4.1. Α’ Φάση ερευνών – Μποζαΐτικα, Δίδυμη σήραγγα
“Αγ. Βαρβάρα” (Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620)…...............................136
8.4.1.1. Αποτελέσματα των ορυκτολογικών εξετάσεων.....................137
8.4.1.2. Προσδιορισμός ανθρακικού ασβεστίου.................................140
8.4.1.3. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων…......................................143
8.4.2. Β’ Φάση ερευνών στους σχηματισμούς της περιοχής ολόκληρου
του έργου (Κ1-Κ4), με βάση τη θεώρηση της Ανώτερης και
Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας......................................................145
8.4.2.1. Μικροσκοπική μελέτη – Ορυκτολογική ανάλυση….............146
8.4.2.2. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων...........................................158

9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ…...................................................................................163

9.1. Προηγούμενες έρευνες στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου.................................163


9.2. Έρευνες στο πλαίσιο εκπόνησης της παρούσας διατριβής.................................169
9.2.1. Στόχος των ερευνών, τρόπος και θέσεις δειγματοληψίας
Είδος και αριθμός εργαστηριακών δοκιμών…....................................169
9.2.2. Σκοπιμότητα εκτέλεσης των επιμέρους δοκιμών για τα μηχανικά
χαρακτηριστικά....................................................................................171
9.3. Εργαστηριακές δοκιμές – Φυσικές Ιδιότητες. Αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων...................................................................................................173
9.3.1. Κοκκομετρική Διαβάθμιση…..............................................................174
9.3.1.1. Στοιχεία από προηγούμενες έρευνες…..................................174
9.3.1.2. Στοιχεία παρούσας έρευνας...................................................182
9.3.2. Όρια Atterberg…................................................................................186
9.3.3. Προσδιορισμός ανθρακικού ασβεστίου, CaCO3….............................189
9.3.4. Ενεργότητα..........................................................................................197
9.3.5. Ειδικό βάρος, Ξηρό Φαινόμενο Βάρος, Φυσική υγρασία,
Πορώδες και Λόγος Κενών…............................................................201
9.3.5.1. Ειδικό Βάρος..........................................................................201
9.3.5.2. Ξηρό Φαινόμενο Βάρος.........................................................203
9.3.5.3. Φυσική υγρασία….................................................................204
9.3.5.4. Λόγος κενών..........................................................................206
xvi

9.3.6. Διογκωσιμότητα εδαφών….................................................................207


9.3.7. Δοκιμή χαλάρωσης…..........................................................................212
9.4. Εργαστηριακές δοκιμές – Μηχανικά χαρακτηριστικά
Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων…...................................................................216
9.4.1. Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη…........................................................216
9.4.2. Άμεση διάτμηση…..............................................................................226
9.4.2.1. Δοκιμές άμεσης διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση….........227
9.4.2.2. Δοκιμές άμεσης διάτμησης με προηγούμενη
με στερεοποίηση…..................................................................232
9.4.3. Δοκιμές τριαξονικής φόρτισης............................................................236
9.4.3.1. Τριαξονικές δοκιμές χωρίς αποστράγγιση
και στερεοποίηση (UU)……..................................................236
9.4.3.2. Τριαξονικές δοκιμές με στερεοποίηση, χωρίς
αποστράγγιση και μέτρηση της πίεσης του νερού
των πόρων (CUPP)….............................................................249
9.4.4. Στερεοποίηση…..................................................................................253

10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ...................................................261

11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ– ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ


ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ..........................267

11.1. Γενικά.................................................................................................................267
11.2. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων ανά έργο.......................................................271
11.2.1. Δίδυμες σήραγγες Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”..............................271
11.2.2. Δίδυμες σήραγγες ΣΑ & ΣΒ..............................................................280
11.2.3. Δίδυμες σήραγγες Αρχαιολογικού χώρου (Σ1)..................................294
11.2.4. Δίδυμες σήραγγες Γηροκομείου (Σ2).................................................299

12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ…………...……….………..…………………………...317

12.1. Γενικά…………………………………………………………………..……...317
12.2. Γεωτεχνικό πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων Plaxis 2D V8………..……317
12.2.1. Μοντέλο Mohr –Coulomb…………………………………….....….319
12.2.2. Ισότροπο κρατυνόμενο μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια
αστοχίας Mohr – Coulomb……………….…….…………………..320
12.3. Παρουσίαση των μοντέλων προσομοίωσης των σηράγγων της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών……………………………………………….…………323
12.3.1. Γεωμετρία των διατομών – Μέτρα υποστήριξης…………………..324
12.3.2. Μοντέλο προσομοίωσης – Καταστατικοί νόμοι………….……...…325
12.3.3. Επιλογή διατομής για την Ανώτερη Ενότητα…….………………...330
12.3.4. Επιλογή διατομής για την Κατώτερη Ενότητα…….……………….333
12.4. Αποτελέσματα αναλύσεων…………………………………………………….336
12.4.1. Αποτελέσματα αναλύσεων Ανώτερης Ενότητας….…………….…..337
xvii

12.4.2. Αποτελέσματα αναλύσεων Κατώτερης Ενότητας………………..…346

13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ........................................................................................355


GENERAL CONCLUSIONS….....................................................................................377

14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ……………………………………………………397

15. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ
xviii
xix

ΣΧΗΜΑΤΑ

2.1. Το συνεχές γεωτεχνικό φάσμα (Johnston and Novello, 1993)


3.1. Διάταξη των έργων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ), (Πηγή: ΕΥΔΕ-
Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ)
3.2. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σήραγγας Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”,
στην οποία φαίνονται τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν
3.3. Διαμήκης και εγκάρσια τομή της επένδυσης άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκε, όπου
φαίνεται η τοποθέτηση των RRS και ειδικότερα: 1) Ινοπλισμένο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα S(fr),
2) και 5) Εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, 3) αγκύρια, 4) ράβδοι RRS
3.4. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, στην οποία φαίνονται
τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν
3.5. Τρισδιάστατη απεικόνιση του έργου του Αρχαιολογικού Χώρου (Σήραγγα Σ1, C+C, σήραγγα
ΣΓ)
3.6. Τρισδιάστατη απεικόνιση της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2)
3.7. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης Σήραγγας Γηροκομείου – (Σ2)
4.1. Οι σχηματισμοί που συναντώνται είναι σύμφωνα με το υπόμνημα οι εξής :
1) Τεταρτογενείς αποθέσεις,, 2) Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα, f: λεπτομερή, c: αδρομερή, 3)
Φλύσχης ζώνης Πίνδου, 4) Ασβεστόλιθοι ζώνης Πίνδου, 5) Φλύσχης ζώνης Τρίπολης, 6)
Ασβεστόλιθοι ζώνης Τρίπολης
4.2. Σχηματική λιθολογική τομή των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της λεκάνης του
Πατραϊκού (Ρόζος, 1989)
4.3. Ροδογράμματα των τεκτονικών στοιχείων στα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα της περιοχής
έρευνας (1-Πατραϊκός) και ανατολικότερα (2-Κορινθιακός), (Ρόζος, 1989)
4.4. Χάρτης επικέντρων ιστορικών σεισμών σε απόσταση 1 μοίρας από την πόλη των Πατρών
(Σώκος, 1998)
4.5. Χάρτης επικέντρων σεισμών από 1900 έως 1998 σε απόσταση 1 μοίρας από την πόλη των
Πατρών (Σώκος, 1998)
4.6 (α) Σεισμικές πηγές που μπορεί να επηρεάσουν την πόλη των Πατρών όπως προτείνονται από τη
Μελέτη Σεισμικής Επικινδυνότητας της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου
4.6 (β) Ισοεπιταχύνσεις για την περιοχή της πόλης των Πατρών, με πιθανότητα μη υπέρβασης 90%, για
τα επόμενα 50 χρόνια, (Σώκος, 1998)
4.7. Οι τρεις κατηγορίες (III, II, I) ζωνών σεισμικής επικινδυνότητας στις οποίες χωρίσθηκε ο
Ελληνικός χώρος, σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση
4.8. Κατανομή των μέσων, μέγιστων και ελάχιστων θερμοκρασιών αέρα, για τη χρονική περίοδο
1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των
Πατρών
4.9 Μέση εποχιακή κατανομή της θερμοκρασίας αέρα, για τη χρονική περίοδο 1931-2004, στους
μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών
4.10. Ετήσια πορεία της βροχόπτωσης στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην
περιοχή της πόλης των Πατρών
4.11. Μέσο μηνιαίο ύψος βροχής στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών για τη χρονική περίοδο 1931- 2004
4.12. Πορεία μέσου, μέγιστου και ελάχιστου μηνιαίου ύψους ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών
(χρονική περίοδος 1931- 2004).
4.13. Κλιμόγραμμα Θερμοκρασίας- Σχετικής υγρασίας
5.1. Γεωλογικός- Τεχνικογεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής
6.1. Τοπογραφικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής έρευνας
6.2. Χάρτης μορφολογικού αναγλύφου της ευρύτερης περιοχής έρευνας
xx

6.3. Χάρτης κλίσεων μορφολογικού αναγλύφου της ευρύτερης περιοχής έρευνας


6.4. Το έργο της ΕΠΠ από αεροφωτογραφίες κλίμακας 1:15.000.
6.5. Τεχνικογεωλογικός - Γεωτεχνικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής έρευνας.
7.1. Γεώτρηση ΒΣΑ3. Λιθολογική περιγραφή, Γεωτεχνική τομή, Διαχωρισμός γεωτεχνικών
ενοτήτων.
7.2. Γεώτρηση ΣΓ5. Λιθολογική περιγραφή, Γεωτεχνική τομή, Διαχωρισμός γεωτεχνικών ενοτήτων.
7.3. Γεώτρηση ΒΓ9.1. Λιθολογική περιγραφή, Γεωτεχνική τομή, Διαχωρισμός γεωτεχνικών
ενοτήτων.
7.4. Τμήμα της οριζοντιογραφίας του έργου της Ε.Π.Π στην οποία έχουν αποτυπωθεί όλες οι
γεωτρήσεις που έχουν εκτελεστεί.
7.5. Τεχνικογεωλογική - Γεωτεχνική τομή κατά μήκος του άξονα του έργου της ΕΠΠ (δεξιός
κλάδος).
7.6. Τεχνικογεωλογική - Γεωτεχνική τομή κατά μήκος του άξονα του έργου της ΕΠΠ (αριστερός
κλάδος).
9.1. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας.
9.2. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας.
9.3. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης.
9.4. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.
9.5. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.
9.6. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Μεταβατικής ζώνης.
9.7. Ανώτερη ενότητα – Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις επιμέρους φάσεις.
9.8. Κατώτερη ενότητα - Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις επιμέρους φάσεις.
9.9. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.
9.10. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.
9.11. Διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande για την Ανώτερη ενότητα.
9.12. Διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande για την Κατώτερη ενότητα.
9.13. Διάγραμμα ενεργότητας ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.
9.14. Διάγραμμα ενεργότητας ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.
9.15. Διάγραμμα συσχέτισης του αργιλικού κλάσματος με το δείκτη πλαστικότητας PI για την Ανώτερη
ενότητα, στο οποίο παρουσιάζονται και οι ενεργότητες διαφόρων βασικών αργιλικών ορυκτών.
9.16. Διάγραμμα συσχέτισης του αργιλικού κλάσματος με το δείκτη πλαστικότητας PI για την
Κατώτερη ενότητα, στο οποίο παρουσιάζονται και οι ενεργότητες διαφόρων βασικών αργιλικών
ορυκτών.
9.17. Διασπορά τιμών ειδικού βάρους Ανώτερης ενότητας.
9.18. Διασπορά τιμών ειδικού βάρους Κατώτερης ενότητας.
9.19. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd, για την Ανώτερη
ενότητα.
9.20. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd, για την Κατώτερη
ενότητα.
9.21. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για την Ανώτερη
ενότητα.
9.22. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για την Κατώτερη
ενότητα.
9.23. Διάγραμμα διογκωσιμότητας εδαφών Ανώτερης ενότητας
9.24. Διάγραμμα διογκωσιμότητας εδαφών Κατώτερης ενότητας
9.25. Επίδραση στην κατάταξη των σχηματισμών ως προς τη διογκωσιμότητά τους, λόγω
συσσωματωμάτων στη δομή τους.
9.26. Κατάταξη με βάση το δείκτη διαβρωσιμότητας, Id1, και το δείκτη πλαστικότητας.
9.27. Κατάταξη με βάση το δείκτη διαβρωσιμότητας, Id2, και το δείκτη πλαστικότητας.
xxi

9.28. Διάγραμμα συσχέτισης κύκλων χαλάρωσης με τους αντίστοιχους δείκτες διαβρωσιμότητας –


Ανώτερη ενότητα.
9.29. Διάγραμμα συσχέτισης κύκλων χαλάρωσης με τους αντίστοιχους δείκτες διαβρωσιμότητας –
Κατώτερη ενότητα.
9.30. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Ανώτερη ενότητα.
9.31. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Κατώτερη ενότητα.
9.32. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το βάθος – Ανώτερη ενότητα.
9.33. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το βάθος – Κατώτερη ενότητα
9.34. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το περιεχόμενο ποσοστό υγρασίας
– Ανώτερη ενότητα.
9.35. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το περιεχόμενο ποσοστό υγρασίας
– Κατώτερη ενότητα.
9.36. Συσχέτιση αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το ξηρό φαινόμενο βάρος – Ανώτερη ενότητα.
9.37. Συσχέτιση αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το ξηρό φαινόμενο βάρος – Κατώτερη ενότητα.
9.38. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το δείκτη υδαρότητας – Ανώτερη ενότητα.
9.39. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με τον δείκτη υδαρότητας – Κατώτερη ενότητα.
9.40. Συγκριτική συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα δείγματα της παρούσας
διατριβής– Κατώτερη ενότητα.
9.41. Συγκριτική συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα δείγματα της
παρούσας διατριβής– Κατώτερη ενότητα.
9.42. Συσχέτιση συνοχής, cu,, με το δείκτη πλαστικότητας, PI – Κατώτερη ενότητα.
9.43. Συσχέτιση γωνίας τριβής, φ, με το δείκτη πλαστικότητας, PI – Κατώτερη ενότητα.
9.44. Συσχέτιση συνοχής c με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη ενότητα.
9.45. Συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη ενότητα.
9.46. Συσχέτιση συνοχής c με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη ενότητα.
9.47. Συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη ενότητα.
9.48. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα γεωτρήσεων).
9.49. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα γεωτρήσεων).
9.50. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα διατριβής).
9.51. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα διατριβής).
9.52. Διάγραμμα συσχέτισης cu με το βάθος δειγματοληψίας – Ανώτερη ενότητα.
9.53. Διάγραμμα συσχέτισης cu με το βάθος δειγματοληψίας – Κατώτερη ενότητα.
9.54. Συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη ενότητα.
9.55. Συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη ενότητα.
9.56. Συσχέτιση γωνίας εσωτερικής τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη ενότητα.
9.57. Συσχέτιση γωνίας εσωτερικής τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη ενότητα.
9.58. Διάγραμμα συσχέτισης συνοχής cu με τη γωνία εσωτερικής τριβής φ – Ανώτερη ενότητα.
9.59. Διάγραμμα συσχέτισης συνοχής cu με τη γωνία εσωτερικής τριβής φ – Κατώτερη ενότητα.
9.60. Κατανομή τιμών Εs με το βάθος – Ανώτερη ενότητα. Στο διάγραμμα παρουσιάζεται επίσης ο
υπολογισμός του Es με βάση τα αποτελέσματα των επιτόπου δοκιμών SPT.
9.61. Κατανομή τιμών Εs με το βάθος – Κατώτερη ενότητα. Στο διάγραμμα παρουσιάζεται επίσης ο
υπολογισμός του Es με βάση τα αποτελέσματα των επιτόπου δοκιμών SPT.
9.62. Συσχέτιση δείκτη συμπιεστότητας Cc με το λόγο κενών eo – Ανώτερη ενότητα.
9.63. Συσχέτιση δείκτη συμπιεστότητας, Cc, με το λόγο κενών eo – Κατώτερη ενότητα.
9.64. Διάγραμμα κατακόρυφης τάσης – λόγου κενών από τη δοκιμή στερεοποίησης του δείγματος
Δ227.
9.65. Διάγραμμα κατακόρυφης τάσης – λόγου κενών από τη δοκιμή στερεοποίησης του δείγματος
Δ228.
10.1. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας
10.2. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.
xxii

10.3. Κατανομή τιμών ΝSPT για την Ανώτερη και τηνΚατώτερη ενότητα.
10.4. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της Κατώτερης ενότητας, με
βάση την κατάταξη των εδαφών κατά Terzaghi & Peck (1967).
10.5. Κατανομή NSPT με το βάθος – Ανώτερη ενότητα
10.6 Κατανομή NSPT με το βάθος – Κατώτερη ενότητα
11.1. Σχηματική διατομή της σήραγγας, στην οποία φαίνονται οι θέσεις των σημείων 1, 2, 3, 4 και 5.
11.2. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας
“Αγ. Βαρβάρα”.
11.3. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του αριστερού κλάδου της
σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
11.4. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του δεξιού κλάδου
στη Χ.Θ. 2+205.
11.5. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του αριστερού
κλάδου στη Χ.Θ. 2+293.
11.6. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΑ.
11.7. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του αριστερού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.8. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΒ.
11.9. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΒ.
11.10. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+518,35 της σήραγγας ΣΒ.
11.11. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+544 της σήραγγας ΣΒ.
11.12. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+026,5 της σήραγγας ΣΑ.
11.13. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 2+995,4 του
αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.14. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+026,5 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.15. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 2+989,7 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
11.16. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+544 του δεξιού
κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.17. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+666,7 του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.18. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ. 3+564,9 του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
11.19. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ1.
11.20. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ1.
11.21. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ2
11.22. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ2
11.23. Σήρραγα Σ2, Δεξιός κλάδος. Γεωλογική τομή στη θέση της αστοχίας (ΑΕΓΕΚ - ΤΡΙΤΩΝ ΙΙ).
xxiii

12.1. Στο σχήμα αυτό φαίνεται η επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb ενός κρατυνόμενου μοντέλου,
καθώς και η επιφάνεια διαρροής, που λειτουργεί ως κάλυμμα (Cap).
12.2. Η θεωρητική καμπύλη τάσεων – παραμορφώσεων κατά Mohr – Coulomb.
12.3. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=100 Kpa
12.4. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=200 KPa
12.5. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=100 Kpa
12.6. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=200 KPa
12.7. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.8. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.9. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.10. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.11. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.12. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.13. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.14. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.15. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.16. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.17. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.18. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.19. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
12.20. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Ε50.
12.21. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Κο.
12.22. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.23. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.24. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.
12.25. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.26. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.27. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
12.28. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.29. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.30. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
12.31. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.32. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.33. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
12.34. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.
12.35. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του Ε50.
12.36. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της διατομής με την
μεταβολή του kο.
xxiv

ΠΙΝΑΚΕΣ

Πίνακας 4.1. Γεωγραφικές συντεταγμένες και περίοδος καταγραφής των μετεωρολογικών σταθμών
που εξετάζονται.
Πίνακας 4.2. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες θερμοκρασίες αέρα, σε ˚C, για τη χρονική
περίοδο 1955 – 2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή
της πόλης των Πατρών.
Πίνακας 4.3. Μέσες εποχιακές θερμοκρασίες αέρα, σε ˚C, για τη χρονική περίοδο 1955 – 2004 στους
μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών.
Πίνακας 4.4. Μέση μηνιαία, μέγιστη και ελάχιστη τιμή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε mm,
στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών,
για τη χρονική περίοδο 1931 – 2004.
Πίνακας 4.5. Μέσο εποχιακό ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων σε mm, στους
μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών, για τη
χρονική περίοδο 1931 – 2004.
Πίνακας 4.6. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές σχετικής υγρασίας, σε ποσοστό %, για τα
έτη 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
Πίνακας 5.1. Eύρος κύμανσης κοκκομετρικής διαβάθμισης.
Πίνακας 5.2. Εύρος κύμανσης φυσικών χαρακτηριστικών.
Πίνακας 5.3. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων και παραμέτρων
ταξινόμησης των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994, από Κατριβέση, 2003).
Πίνακας 8.1. Πίνακας χαρακτηρισμού των αργιλομαργαϊκών ιζημάτων με βάση το περιεχόμενο
Ποσοστό CaCO3 και αργιλικού κλάσματος.
Πίνακας 8.2. Ορυκτολογική ανάλυση μαργαϊκών ιζημάτων.
Πίνακας 8.3. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των κυριότερων λιθολογικών ενοτήτων στην
ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.4. Ενδεικτικά αποτελέσματα ποσοτικής μικροανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων
λιθολογικών ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.5. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων λιθολογικών
ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Πίνακας 8.6. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Πίνακας 8.7. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Πίνακας 8.8. Ποσοστιαία κατανομή αργιλικών ορυκτών.
Πίνακας 8.9. Αποτελέσματα δοκιμών ταξινόμησης των δειγμάτων.
Πίνακας 8.10. Περιεχόμενο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου.
Πίνακας 8.11. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.
Πίνακας 8.12. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων καθώς και του ανθρακικού
ασβεστίου των σχηματισμών, με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών.
Πίνακας 8.13. Ορυκτολογική σύσταση δειγμάτων (ημιποσοτική ανάλυση).
Πίνακας 8.14. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.
Πίνακας 9.1. Θέση και άλλα στοιχεία γεωτρήσεων στα επιμέρους έργα.
Πίνακας 9.2. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών διατριβής - Ανώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.3. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών διατριβής - Κατώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.4. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.5. Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.6. Μεταβατική ζώνη – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
Πίνακας 9.7. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.
xxv

Πίνακας 9.8. Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.


Πίνακας 9.9. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα (δείγματα
γεωτρήσεων).
Πίνακας 9.10. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα (δείγματα
διατριβής).
Πίνακας 9.11. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου Ανώτερης ενότητας.
Πίνακας 9.12. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου Κατώτερης ενότητας.
Πίνακας 9.13. Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας στα δείγματα που προσδιορίστηκε το CaCO3.
Πίνακας 9.14. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου επί του αργιλικού κλάσματος.
Πίνακας 9.15. Εύρος διακύμανσης τιμών ενεργότητας για τις δύο ενότητες.
Πίνακας 9.16. Εύρος διακύμανσης τιμών φυσικών παραμέτρων για τις δύο ενότητες.
Πίνακας 9.17. Τιμές αντοχής και φυσικής υγρασίας για τις δύο ενότητες.
Πίνακας 9.18. Αποτελέσματα δοκιμών διάτμησης δειγμάτων διατριβής – Ανώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.19. Αποτελέσματα δοκιμών διάτμησης δειγμάτων διατριβής – Κατώτερη ενότητα.
Πίνακας 9.20. Αποτελέσματα τριαξονικών δοκιμών UU για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας.
Πίνακας 9.21. Αποτελέσματα τριαξονικών δοκιμών UU για τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας.
Πίνακας 9.22. Παράμετροι διατμητικής αντοχής με βάση δοκιμές CUPP σε δείγματα των γεωτρήσεων.
Πίνακας 9.23. Παράμετροι διατμητικής αντοχής με βάση δοκιμές CUPP σε δείγματα της διατριβής.
Πίνακας 9.24. Αποτελέσματα δοκιμών στερεοποίησης σε δείγματα της παρούσας διατριβής.
xxvi

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Φωτογραφία 3.1. Γενική άποψη του έργου στην περιοχή Μποζαΐτικα (βόρεια είσοδος). Σε πρώτο πλάνο
είναι το συνώνυμο C+C, μετά την επανεπίχωση και τελική διαμόρφωσή του, ενώ στο βάθος
διακρίνεται η είσοδος της δίδυμης σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”, που διαπερνά τα υψηλά
υπερκείμενα της λοφοειδούς έξαρσης, και ο αντηριδωτός τοίχος αντιστήριξης στα αριστερά, για
την προστασία των υψηλών και απότομων πρανών των Διλλουβιακών κροκαλοπαγών

Φωτογραφία 3.2. Νότιο τμήμα της παραπάνω δίδυμης σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων,
που διαχωρίζεται όπως φαίνεται απότομα, πιθανά λόγω ρήγματος, με αυτή των υψηλών
υπερκειμένων. Στη ζώνη αυτή έχουν εκδηλωθεί παλαιότερα μετακινήσεις μαζών κυκλοειδούς
μορφής, που σε συνδυασμό με τον έντονο κερματισμό και αποσάθρωση την καθιστούν πολύ
ευαίσθητη σε σχέση με το υπόγειο τεχνικό έργο. Για το λόγο αυτό πέραν των δυσκολιών στη
διάνοιξη, στο μέτωπο εξόδου κατασκευάσθηκε πασσαλότοιχος, ενώ στη συνέχεια ο αριστερός
κλάδος προπορεύεται του δεξιού με C+C

Φωτογραφία 3.3. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302) διακρίνονται καθαρά οι Α’ και ΒΙ φάσεις της
εκσκαφής. Η διάνοιξη γίνεται με μηχανικά μέσα, ενώ στο τμήμα της οροφής φαίνονται τα
προσωρινά μέτρα υποστήριξης

Φωτογραφία 3.4. Διακρίνεται η τυπική διάταξη των δοκών προπορείας (fore poling) σε καμπύλο τόξο
περίπου 50˚, κατά τις προετοιμασίες διάνοιξης της εισόδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
Φαίνονται χαρακτηριστικά τα διατρήματα και οι σωλήνες που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά, ενώ
στο στάδιο αυτό δεν έχει γίνει ακόμη η εισπίεση του ενέματος. Εμφανής είναι επίσης η
εφαρμογή εκτοξευόμενου σκυροδέματος πάνω από μεταλλικό πλέγμα

Φωτογραφία 3.5. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302, Β.Ι φάση εκσκαφής) φαίνεται η εφαρμογή των
RRS. Συγκεκριμένα διακρίνονται οι κύριοι οπλισμοί (ράβδοι) και ο κατασκευαστικός οπλισμός
σύνδεσης αυτών (εγκάρσια ράβδος). Στο ανώτερο τμήμα της φωτογραφίας (Α’ φάση εκσκαφής)
φαίνεται η τελική κάλυψη του RRS με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (συμβατικό), ενώ στην ίδια θέση
διακρίνεται και το μάτισμα των ράβδων του RRS από την Α’ στη Β.Ι. φάση εκσκαφής

Φωτογραφία 3.6. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται τμήμα του έργου, στο οποίο διακρίνονται οι δοκοί
προπορείας, τα μεταλλικά πλαίσια με την ανάλογη επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, στο
βάθος δε διακρίνεται το μέτωπο εκσκαφής, όπου οι σχηματισμοί είναι σε εναλλαγές, με
οριζόντια σχεδόν στρώση και έντονη την παρουσία του αμμώδους στοιχείου

Φωτογραφία 3.7. Οι σήραγγες ΣΑ (έξοδος, νότιο μέτωπο) στη συνέχεια των σηράγγων “Αγ. Βαρβάρα”
της φωτογραφίας 3.2. Υπό κατασκευή προς νότο φαίνεται η μεγάλη γέφυρα Γ5 και στη συνέχεια
(κάτω άκρο της φωτ.) οι σήραγγες ΣΒ. Με το πλέγμα των έργων αυτών επιδιώχθηκε η
μικρότερη δυνατή παρέμβαση στο περιβάλλον και την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής

Φωτογραφία 3.8. Βόρειο μέτωπο των σηράγγων ΣΒ, στη συνέχεια της γέφυρας Γ5. Η διαμόρφωση των
στομίων στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων έγινε μέσω C+C και στη συνέχεια η ευστάθεια
των πρανών στα υψηλά υπερκείμενα εξασφαλίσθηκε με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (βλέπε
φωτογραφίες 3.9 και 3.12)

Φωτογραφία 3.9. Σήραγγα ΣΑ, αριστερός κλάδος – βόρειο μέτωπο. Φαίνεται η διαμόρφωση της ζώνης
χαμηλών υπερκειμένων του στομίου, με τις σειρές πασσαλοστοιχιών εκατέρωθεν

Φωτογραφία 3.10. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – αριστερός κλάδος. Διακρίνονται οι φάσεις εκσκαφής,
τα μεταλλικά πλαίσια και τα αγκύρια

Φωτογραφία 3.11. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Φαίνεται η εκσκαφή στους
σχηματισμούς της “Κατώτερης ενότητας” – 12 για την κατασκευή του ανεστραμένου τόξου. Στο
αριστερό της φωτογραφίας (απότομα πρανή) διακρίνονται οι φάσεις της “Ανώτερης ενότητας”
– 11
xxvii

Φωτογραφία 3.12. Σήραγγα ΣΒ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Διαμόρφωση όλου του πρανούς με
την επένδυση από εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, αγκύρια, πλέγμα, οπές αποστράγγισης και
τοποθέτηση δοκών προπορείας στο στόμιο

Φωτογραφία 3.13. Η φωτογραφία έχει ληφθεί μέσα από τη σήραγγα Σ1 και στο βάθος φαίνεται η
σήραγγα ΣΓ. Στο μεταξύ τους κενό έχει κατασκευασθεί C+C. Έτσι, το έργο αυτό του
αρχαιολογικού χώρου έχει στο σύνολό του υπογειοποιηθεί και αποτελεί μία ενότητα

Φωτογραφία 3.14. Είσοδος των σηράγγων Αρχαιολογικού Χώρου – Σ1 (βόρειο μέτωπο). Λόγω
δυσκολιών πρόσβασης η διάνοιξη του έργου έγινε από νότο προς βορρά, καθώς το πρανές αυτό
είναι απότομο, με ασταθή πετρώματα και στη βάση του διέρχεται ο ποταμός Μείλιχος

Φωτογραφία 3.15. Νότιο μέτωπο των σηράγγων αρχαιολογικού χώρου – Σ1. Οι σχηματισμοί είναι αυτοί
της ενότητας 10 και στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζονται ορίζοντες κροκαλοπαγών με
ενδιάμεσες αργιλοϊλυώδεις – αμμώδεις ενστρώσεις. Η ευστάθεια των μετώπων εξασφαλίστηκε
με πασσαλοστοιχίες και η διάνοιξη του στομίου με δοκούς προπορείας

Φωτογραφία 3.16. Σήραγγα Σ1, νότιο τμήμα. Διακρίνεται το μέτωπο της προχώρησης (ολομέτωπη
διάνοιξη) στους πολύ συνεκτικούς σχηματισμούς της ενότητας 10, όπου είναι εμφανής η
παρουσία διάσπαρτων κροκαλών στα λεπτομερή υλικά, καθώς και η στρώση του σχηματισμού

Φωτογραφία 3.17. Έξοδος των σηράγγων ΣΓ του αρχαιολογικού χώρου. Στο ανάντη πρανές του
αριστερού κλάδου φαίνονται τα μεγάλου πάχους και με οριζόντια στρώση υλικά της ενότητας
10, από συνεκτικά κυρίως ψηφιδοκροκαλοπαγή. Υποκείμενοι στο πρανές είναι οι σχηματισμοί
της Ανώτερης ενότητας-11. Αντίθετα, στο δεξιό κλάδο το πάχος των υπερκειμένων ήταν μικρό,
έως και ανύπαρκτο

Φωτογραφία 3.18. Βόρειο μέτωπο της σήραγγας ΣΓ, αριστερός κλάδος. Φαίνονται οι πολύ συνεκτικοί
σχηματισμοί της ενότητας 10. Η διάνοιξη σε φάσεις ακολούθησε το σχεδιασμό των σηράγγων
ΣΑ και ΣΒ

Φωτογραφία 3.19. Σήραγγα Γηροκομείου Σ2, βόρειο μέτωπο δεξιού κλάδου. Διακρίνεται η ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, ενώ στο πρανές δεξιά φαίνονται οι σχηματισμοί της “Κατώτερης
ενότητας”- 12

Φωτογραφία 3.20. Σήραγγα Γηροκομείου – Σ2. Φαίνεται η ολομέτωπη διάνοιξη με δοκούς προπορείας
και πλαίσια, καθώς και ο οπλισμός από την κατασκευή του ανεστραμμένου τόξου

Φωτογραφία 4.1. Γενική άποψη της γεωλογικής δομής στην ευρύτερη περιοχή έρευνας από το ύψος της
κοιλαδογέφυρας Γ5. Σε πρώτο πλάνο με την πυκνή βλάστηση φαίνονται τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα με τις λοφοειδείς εξάρσεις, ενώ σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι σχηματισμοί του
αλπικού υπόβαθρου (φλύσχης, σχιστοκερατόλιθοι και στο βάθος ασβεστόλιθοι) οι οποίοι και
συγκροτούν το Παναχαϊκό όρος

Φωτογραφία 6.1. Διλλουβιακά κροκαλοπαγή (ενότητα 8 του τεχνικογεωλογικού-γεωτεχνικού χάρτη),


που καλύπτουν ασύμφωνα τα υποκείμενα λεπτομερή ιζήματα, κυρίως της Ανώτερης γεωτεχνικής
ενότητας - 11. Πρόκειται για σχηματισμό ημισυνεκτικό έως συνεκτικό, όπου τα αδρομερή
στοιχεία σε ποσοστό 80% περίπου και ασβεστολιθικής κυρίως σύστασης είναι καλά
συγκολλημένα με αργιλομαργαϊκό έως ψαμμιτομαργαϊκό συνδετικό υλικό. Παρουσιάζουν
ψευδοστρώση και διατηρούν κατακόρυφα πρανή, χωρίς σοβαρά προβλήματα αστοχιών

Φωτογραφία 6.2. Οι ίδιοι σχηματισμοί όπως και στη φωτογραφία 6.1, κοντά στην έξοδο της σήραγγας
του Γηροκομείου. Το αδρομερές κλάσμα είναι συγκριτικά μικρότερο σε μεγέθη και ποσοστό,
ενώ αυξημένο παρουσιάζεται το λεπτομερές καστανέρυθρο συνδετικό υλικό, που με την
ομοιομερή κατανομή του προσδίδει ευστάθεια στο σχηματισμό

Φωτογραφία 6.3. Νότιο τμήμα της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο πρανές τα
Διλλουβιακά κροκαλοπαγή καλύπτουν ασύμφωνα την υποκείμενη φάση της Ανώτερης
Γεωτεχνικής Ενότητας -11
xxviii

Φωτογραφία 6.4. Νότιο μέτωπο σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου (Σ1). Οι σχηματισμοί της ενότητας 10
από επάλληλες στρώσεις ψηφιδοκροκαλοπαγούς και λεπτομερών αργιλομαργαϊκών οριζόντων.
Η ευστάθεια του πρανούς και η διάνοιξη της σήραγγας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα

Φωτογραφία 6.5. Στρωματογραφική στήλη της ενότητας 10 στην έξοδο της σήραγγας ΣΓ

Φωτογραφία 6.6. Βόρειο μέτωπο εισόδου σήραγγας ΣΓ. Η συχνή εναλλαγή αδρομερών και λεπτομερών
οριζόντων της ενότητας 10 εξασφαλίζει την ευστάθεια του μετώπου

Φωτογραφία 6.7. Γενική άποψη της περιοχής των νεογενών ιζημάτων ανάντη της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών. Επικρατεί η Ανώτερη γεωτεχνική ενότητα-11 των λεπτομερών φάσεων, που αποκτά
στη ζώνη αυτή μεγαλύτερο πάχος από αυτό που καταγράφηκε κατά μήκος του άξονα. Έντονο
διαγράφεται το υδρογραφικό δίκτυο, ενώ δεν λείπουν τα κατολισθητικά φαινόμενα στα πρανή,
τα οποία εξελίσσονται σε ορισμένες περιοχές σε κατολισθαίνουσες ζώνες, όπου η κατώτερη
ενότητα είναι σε μικρότερο βάθος, όπως π.χ. κατά μήκος των χαραδρώσεων. Στην κορυφή του
λόφου φαίνονται κατά θέσεις τα κόκκινα Διλλουβιακά κροκαλολατυποπαγή – ενότητα 8. Στο
βάθος της φωτογραφίας προβάλει το αλπικό υπόβαθρο της ζώνης Πίνδου από τους
σχηματισμούς των ασβεστολίθων, σχιστοκερατολίθων και φλύσχη

Φωτογραφία 6.8. Οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας– 11 χρειάζονται προστασία κατά τη διάνοιξη
και ιδιαίτερα στις ζώνες της εισόδου και εξόδου των υπόγειων τεχνικών έργων. Στην
προκειμένη περίπτωση φαίνεται στο μέτωπο η ομπρέλα των δοκών προπορείας.

Φωτογραφία 6.9. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11, όπου είναι διακριτή η παρουσία αδρομερών
στοιχείων από ψηφίδες και κροκάλες στους κατώτερους πλέον λεπτομερείς ορίζοντες, ενώ
στρωματογραφικά υψηλότερα επικρατούν πλέον αδρομερείς ορίζοντες κροκαλοπαγούς, που
αποσφηνώνονται πλευρικά και είναι λιγότερο ευαποσάθρωτοι.

Φωτογραφία 6.10. Η λεπτομερής φάση της Ανώτερης ενότητας – 11 (Γέφυρα Γ9), χωρίς έντονη
στρωσιγένεια και μειωμένη συνεκτικότητα. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι κροκαλοπαγείς
ορίζοντες νεογενών ιζημάτων (ενότητα 9).

Φωτογραφία 6.11. Η παραπάνω ενότητα στην ίδια περιοχή, όπου όμως ο σχηματισμός είναι υγιής και
πλέον συνεκτικός, με διακριτή οριζόντια στρώση στο κεντρικό τμήμα, η οποία όμως γρήγορα
αλλάζει λόγω ρήγματος.

Φωτογραφία 6.12. Κατάντη δεξιό πρανές στο τέλος της γέφυρας Γ5. Διατηρείται σχεδόν κατακόρυφο και
χωρίς έντονη διάβρωση λόγω των συχνών οριζόντων κροκαλοπαγούς στους σχηματισμούς της
Ανώτερης ενότητας – 11.

Φωτογραφία 6.13. Σήραγγα ΣΑ, νότιο μέτωπο. Η φωτογραφία λήφθηκε από τη ΣΒ. Στη συνέχεια προς
βορρά φαίνεται η έξοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Μποζαΐτικων (Αγ. Βαρβάρα), που
αναφέρθηκε προηγούμενα (Φωτ. 3.2). Ολόκληρο το πρανές των σηράγγων ΣΑ έχει επενδυθεί με
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, δεδομένου ότι ο σχηματισμός από το μέσον περίπου των έργων και σε
όλο το ύψος του πρανούς κατατάσσεται στην ανώτερη ενότητα και είναι ως εκ τούτου
υδροπερατός, ευαποσάθρωτος και ευκολοδιάβρωτος. Βέβαια, η επένδυση με εκτοξευόμενο
σκυρόδεμα είναι ανεπιτυχής, λόγω της λιθολογικής σύστασης του σχηματισμού (λεπτομερής
φάση).

Φωτογραφία 6.14. Πρανές μετά την έξοδο της σήραγγας ΣΑ – δεξιός κλάδος. Συνίσταται από τους
σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας – λεπτομερείς κυρίως φάσεις ανοικτότεφρου χρώματος.
Στο ανώτερο τμήμα η ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης είναι μεγάλου πάχους.

Φωτογραφία 6.15. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11. Οι λεπτομερείς φάσεις διακόπτονται από
συχνές ενστρώσεις κροκαλοπαγούς, που γρήγορα αποσφηνώνονται πλευρικά.

Φωτογραφία 6.16 . Πρανές κοντά στην είσοδο του δεξιού κλάδου της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2).
Σχηματισμός της ενότητας 12, τεφροκύανου-τεφροκάστανου χρώματος και έντονης
στρωσιγένειας – φυλλώδους δομής. Με τη διαβροχή και ξήρανση ο σχηματισμός εύκολα
xxix

αποσαθρώνεται και ρωγματώνεται και προοδευτικά η δομή του καταρρέει. Ο σχηματισμός


υψηλότερα μεταβαίνει στους ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας – 11.

Φωτογραφία 6.17. Ο ίδιος όπως παραπάνω σχηματισμός επιφανειακά αποσαθρωμένος, όπου είναι
έντονη η παρουσία απολιθωμάτων.

Φωτογραφία 6.18. Διακρίνονται οι αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες στη βάση του πρανούς και κοντά στο Cut
& Cover. Έντονη είναι η στρωσιγένεια του πετρώματος με οριζόντια σχεδόν στρώση, αλλά και
ο ισχυρός κερματισμός αυτού από το δίκτυο των διαρρήξεων που τέμνουν σχεδόν εγκάρσια τη
στρώση. Ο συνδυασμός των ασυνεχειών αυτών καθώς και άλλων επιπέδων τα οποία δεν είναι
ορατά, συμβάλλουν στη χαλάρωση της βραχόμαζας και την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας
με την κατασκευή υπόγειων έργων και ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνη, όπου το πάχος των
υπερκειμένων είναι ιδιαίτερα μικρό.

Φωτογραφία 6.19. Σήραγγα Γηροκομείου, κοντά στη βόρεια είσοδο, αριστερός κλάδος. Επικρατούν σε
όλη τη διατομή οι σχηματισμοί της ενότητας 12, από πολύ στιφρές μελανότεφρες αργιλομάργες
με οριζόντια σχεδόν στρώση και χωρίς ίχνη διάρρηξης. Η ευστάθεια του μετώπου είναι
δεδομένη.

Φωτογραφία 7.1. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Στη βάση του πρανούς η Κατώτερη ενότητα – 12 με
στρώση και έντονη διάρρηξη, που εξελίσσεται σε αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της
Ανώτερης ενότητας.

Φωτογραφία 7.2. Θέση θεμελίωσης βάθρων γέφυρας επί πασσάλων. Το πρανές συνιστούν οι συνεκτικοί
και με έντονη στρώση ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας, που προς δυτικά εξελίσσονται μέσω
της Μεταβατικής σειράς προς την Ανώτερη ενότητα. Η ευστάθεια του πρανούς λόγω της φύσης
των σχηματισμών και γεωμετρίας στρωμάτων προς τον άξονα είναι δεδομένη.

Φωτογραφία 7.3. Όπως και στη Φωτογραφία 7.2. φαίνονται οι επιμέρους ορίζοντες των δύο ενοτήτων.

Φωτογραφία 7.4. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος, κοντά στο νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών κιτρινοκάστανων ενστρώσεων σε εναλλαγές με τις
μελανότεφρες αργιλικές μάργες.

Φωτογραφία 7.5. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Μεγάλου ύψους πρανές λόγω του ορύγματος, όπου
διακρίνονται οι δύο Γεωτεχνικές ενότητες, Ανώτερη και Κατώτερη. Η ευστάθεια του πρανούς
γίνεται προσπάθεια να εξασφαλιστεί μέσω καννάβου αγκυρώσεων.

Φωτογραφία 7.6. Σήραγγα ΣΒ, αριστερός κλάδος, νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η αποτύπωση των δύο
ενοτήτων, Ανώτερης και Κατώτερης, λόγω χρώματος και δομής. Η συνέχειά τους διακόπτεται
από ρήγματα, που αλλάζουν σημαντικά και την κλίση των στρωμάτων.

Φωτογραφία 7.7. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η διαμόρφωση του αριστερού απότομου πρανούς στο
νότιο μέτωπο του υπόγειου έργου Μποζαϊτικα και στον αριστερό κλάδου αυτού, για τη
δημιουργία του Cut & Cover και τη διάνοιξη της σήραγγας. Χαρακτηριστική είναι στην
περίπτωση αυτή η συχνή εναλλαγή των οριζόντων της αργιλομαργαϊκής και της αμμώδους
φάσης, καθώς και η απότομη διακοπή αυτών λόγω τεκτονικών αιτίων. Στη θέση μάλιστα αυτή
φαίνεται ότι έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά και η κλίση των στρωμάτων, που αποκτά κοντά
στην είσοδο της σήραγγας πολύ μεγάλες τιμές ενώ συνήθως είναι οριζόντια. Γενικά στη ζώνη
αυτή παρατηρείται ισχυρή καταπόνηση των σχηματισμών, που σε συνδυασμό με τη γρήγορη
εναλλαγή των φάσεων υποβαθμίζουν τις μηχανικές αντοχές της βραχόμαζας. Σημειώνεται
σχετικά ότι στο τμήμα αυτό σημειώθηκε και αστοχία (βλέπε και φωτογραφία 11.1).

Φωτογραφία 7.8. Τμήμα του πρανούς στον αριστερό κλάδο του νοτίου μετώπου της σήραγγας
Μποζαΐτικων “Aγ. Βαρβάρα”. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η άτακτη διανομή
των υλικών στη βραχόμαζα, με επικράτηση των αργιλομαργαϊκών οριζόντων με ευδιάκριτη
σχεδόν οριζόντια στρώση, οι οποίοι όμως γρήγορα αποσφηνώνονται και μεταβαίνουν σε
αμμώδεις ορίζοντες
xxx

Φωτογραφία 7.9 α & β. Λεπτομέρειες της φωτογραφίας 7.8, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής η άτακτη
δομή, η παρουσία διαρρήξεων-ρηγμάτων και οι αμμώδεις ορίζοντες.

Φωτογραφία 7.10. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος. Μέσα στην Κατώτερη ενότητα
διακρίνονται αμμώδεις ενστρώσεις με μικρό πάχος και γρήγορη πλευρική αποσφήνωση. Στο
κάτω μέρος της φωτογραφίας παρατηρείται μικρής έκτασης αστοχία του μετώπου.

Φωτογραφία 7.11. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο μέτωπο του έργου είναι διακριτή η
επαφή της Κατώτερης ενότητας με τους αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης
ενότητας.

Φωτογραφία 7.12. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος, βόρειο μέτωπο. Λεπτές αμμώδεις
ενστρώσεις μέσα στους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.

Φωτογραφία 7.13. Βόρειο μέτωπο σήραγγας ΣΑ, αριστερός κλάδος. Τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα
διακρίνονται για τη σχεδόν οριζόντια στρώση τους. Στο αριστερό της εισόδου και στο κατώτερο
ήμιση του έργου επικρατεί η τεφροκύανη κατώτερη ενότητα που εξελίσσεται σε κυανότεφρη –
τεφρόφαιη μεταβατική ζώνη και στη συνέχεια στην ανοικτόφαιη ανώτερη ενότητα (Φωτογραφία
13α). Στο αριστερό των φωτογραφιών 13 και 13α είναι εμφανής η παρουσία κανονικού
ρήγματος, που έχει ουσιαστικά βυθίσει την προηγούμενη σειρά και επικρατεί στο σύνολό της η
ανώτερη ενότητα. Στο δεξιό της εισόδου (Φωτογραφία 13β) και στο τμήμα μεταξύ των δύο
σηράγγων (Φωτογραφία 13γ) η εικόνα διαφοροποιείται, με τη μεγαλύτερη παρουσία της
ανώτερης και μεταβατικής ζώνης λόγω ύπαρξης κανονικών ρηγμάτων

Φωτογραφία 7.14. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η είσοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ,
βόρειο μέτωπο. Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη φωτογραφία τα ιζήματα είναι με
διακριτή, σχεδόν οριζόντια στρώση, πλην όμως επικρατούν πλέον οι ανοικτότεφρες έως
καστανοκίτρινες φάσεις της Ανώτερης ενότητας, με ενδιάμεσες κατά θέσεις ενστρώσεις στο
κατώτερο τμήμα από τεφροκύανες αργιλικές μάργες με γρήγορη πλευρική αποσφήνωση
(Φωτογραφία. 7.14α). Αντίθετα, κατά την εκσκαφή για το ανεστραμένο τόξο αποκαλύφθηκε η
υποκείμενη Κατώτερη κυανότεφρη - τεφρόφαιη αργιλική μάργα (Φωτογραφία. 7.14β).

Φωτογραφία.7.15. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η στρωματογραφική διάρθρωση των


λεπτομερών φάσεων των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων με τους τεφροκύανους βαθύτερους
ορίζοντες στη βάση (Κατώτερη ενότητα), που εξελίσσονται προοδευτικά στη Μεταβατική,
τεφρόφαιη - τεφροκάστανη ζώνη και στη συνέχεια στους ανώτερους ανοικτότεφρους ορίζοντες
(Ανώτερη ενότητα). Οι πρώτες δύο φάσεις διακρίνονται για τη μεγαλύτερη συνεκτικότητα και τη
διακριτή ως εκ τούτου στρωσιγένεια με συχνές εναλλαγές στρωμάτων, στοιχεία που καθιστούν
δυνατή την αποτύπωση των ρηγμάτων, από τα οποία τέμνεται ο σχηματισμός. Παρατηρήθηκαν
μάλιστα καινονικά και ανάστροφα ρήγματα, φαινόμενα εφελκυσμού και συμπίεσης των
ιζημάτων αυτών. Αντίθετα, στην Ανώτερη ενότητα οι παραπάνω χαρακτήρες δεν υπάρχουν,
λόγω της φύσης και συνεκτικότητας του σχηματισμού.

Φωτογραφία 8.1. Άποψη παρασκευάσματος του Δ3 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο

Φωτογραφία 8.2. Άποψη παρασκευάσματος του Δ1 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο

Φωτογραφία 8-3. Άποψη παρασκευάσματος του Δ6 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο.

Φωτογραφία 8.4. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας και ζιρκόνιο σε ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.5. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας σε μικρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.6. Δείγμα Δ17. Ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 2mm).

Φωτογραφία 8.7. Δείγμα Δ17. Εμποτισμός από αιματίτη (Nicols+, μήκος 250μ).

Φωτογραφία 8.8. Δείγμα Δ24. Ψαμμίτης στρώση παράλληλα στο μήκος της φωτό (Nicols+, μήκος 2mm)
xxxi

Φωτογραφία 8.9. Δείγμα Δ24 . Χαλαζίας+μοσχοβίτης+ασβεστίτης + πλαγιόκλαστο Συνδετικό:


ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.10. Δείγμα Δ24 . Χαλαζίας + χλωρίτης+ μοσχοβίτης+ αργιλικό θραύσμα Συνδετικό:
ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.11. Δείγμα Δ27. Ψαμμίτης (Nicols+, μήκος 2mm)

Φωτογραφία 8.12. Δείγμα Δ27. Χαλαζίας + πλαγιόκλαστο+ ζιρκόνιο σε ασβεστιτικό + πυριτικό υλικό
(Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.13. Δείγμα Δ121. Μικρίτης+χλωρίτης+μοσχοβίτης+χαλαζίας κλαστικός + κόκκοι


σπαριτικού ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.14. Δείγμα Δ125. Μικριτικό υλικό με λίγο πυριτικό. Αδιαφανές στο αριστερό τμήμα της
εικόνας. (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.15. Δείγμα Δ130. Πλαγιόκλαστο + χαλαζίας + αιματίτης + μοσχοβίτης σε μικρίτη


(Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.16. Δείγμα Δ130. Πολυκρυσταλλικός χαλαζίας + χαλαζίας + πλαγιόκλαστο σε μικρίτη /


Σπαρίτης +χλωρίτης + μοσχοβίτης (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.17. Δείγμα Δ130. Ενδοκλάστες χαλαζία + πλαγιόκλαστου + μοσχοβίτη σε μικρίτη. Ακόμη
αδιαφανή +κόκκος σπαρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.18. Δείγμα Δ134. Μεταβατική ζώνη από ιλυολιθικό τμήμα μικριτικής κυρίως σύστασης
σε ψαμμίτη (Nicols+, μήκος 2mm)

Φωτογραφία 8.19. Δείγμα Δ134. Ψαμμιτικό τμήμα: χαλαζίας+μοσχοβίτης+πυριτικό θραύσμα (Nicols+,


μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.20. Δείγμα Δ134. Μοσχοβίτης + χαλαζίας (Nicols+, μήκος 2mm)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα Α
ΥΔΡΟΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Παράρτημα Β
ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. XRD - ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Παράρτημα Γ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΕΩΤΡΗΣΕΩΝ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ,
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
xxxii
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η έρευνα αυτή είχε σαν στόχο τη διερεύνηση της μηχανικής συμπεριφοράς των
γεωλογικών σχηματισμών που εντάσσονται στη μεταβατική ζώνη ανάμεσα στα
εδάφη και τους βράχους και χαρακτηρίζονται πλέον διεθνώς ως “Σκληρά εδάφη –
Μαλακοί βράχοι”, σε σχέση με την κατασκευή υπόγειων τεχνικών έργων.
Σημειώνεται σχετικά ότι οι σχηματισμοί αυτοί βρίσκονται τελευταία στο επίκεντρο
του επιστημονικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες
μεταφέρονται πλέον με την κατασκευή διάφορων τεχνικών έργων στις λιγότερο
πλεονεκτικές αυτές γεωτεχνικά περιοχές.
Για το σκοπό αυτό θεωρήθηκε σκόπιμο να εστιασθεί η έρευνα στα
Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας και μάλιστα
στην ευρύτερη περιοχή που αυτά φιλοξενούν το έργο της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών (ΕΠΠ), που εκτελέσθηκε από την ΕΥΔΕ – Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ του
ΥΠΕΧΩΔΕ και το οποίο περιλαμβάνει πολλά υπόγεια τεχνικά έργα. Έτσι, υπήρξε η
δυνατότητα παρακολούθησης των ερευνών και εργασιών που πραγματοποιήθηκαν
στο πλαίσιο εκτέλεσης των διαφόρων επιμέρους έργων, με ιδιαίτερη έμφαση στις
σήραγγες. Σημειώνεται σχετικά ότι η εμπειρία κατασκευής τέτοιων μεγάλων έργων
στους γεωλογικούς αυτούς σχηματισμούς ήταν πρωτόγνωρη για τον Ελληνικό χώρο.
Σημαντικό πλεονέκτημα για την εκπόνηση της διατριβής αποτέλεσε το γεγονός
ότι ο Νομός Αχαΐας γενικότερα και ειδικότερα οι παραπάνω σχηματισμοί έχουν
γεωλογικά, τεχνικογεωλογικά και υδρογεωλογικά μελετηθεί στο πλαίσιο εκπόνησης
πολύ αξιόλογων διδακτορικών διατριβών και πληθώρας επιστημονικών
ανακοινώσεων, κατά κύριο λόγο από το Πανεπιστήμιο Πατρών. Επίσης, πολύ
χρήσιμες αποδείχθηκαν και οι διάφορες επιστημονικές εργασίες – διατριβές που
εκτελέσθηκαν σε ανάλογους σχηματισμούς στον Ελληνικό χώρο και με τις οποίες
δίνεται η δυνατότητα συγκριτικών παρατηρήσεων και αξιολογήσεων. Όλες οι
παραπάνω διδακτορικές διατριβές αναφέρονται με λεπτομέρεια στα επιμέρους
κεφάλαια, καθώς και στη βιβλιογραφία.
Για την ολοκλήρωση της διατριβής λήφθηκαν κατ’ αρχήν υπόψη
τεχνικογεωλογικά – γεωτεχνικά στοιχεία που αφορούσαν στα υπόψη έργα της ΕΠΠ
και κυρίως τα αποτελέσματα εργαστηριακών και επιτόπου δοκιμών, με βάση τις
γεωτρητικές εργασίες που εκτελέσθηκαν, καθώς και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 2

για το έργο. Έτσι, τα δεδομένα αυτά αναφέρονται και ως “στοιχεία του έργου” ή
“στοιχεία των γεωτρήσεων”.
Βασικό όμως κορμό της διατριβής αποτέλεσαν τα στοιχεία από τις επιμέρους
έρευνες στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών κατά τη διάρκεια
εκπόνησης αυτής, που αφορούσαν α) στα αποτελέσματα μεγάλου αριθμού
εργαστηριακών δοκιμών και αναλύσεων σε διάφορες θέσεις κατά μήκος του άξονα
του έργου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή αυτού και τα οποία αναφέρονται ως
“στοιχεία της διατριβής” και β) τη γενικότερη θεώρηση και διαφορετική
προσέγγιση των σχηματισμών αυτών με τη λεπτομερή τεχνικογεωλογική –
γεωτεχνική χαρτογράφηση και τη διάκριση των λεπτομερών ιζημάτων που κυρίως
φιλοξενούν τα υπόγεια έργα σε δύο διακριτές γεωτεχνικές ενότητες, την “Ανώτερη”
και την “Κατώτερη”, που διακρίνονται πράγματι για τους διαφορετικούς
ορυκτολογικούς και φυσικο-μηχανικούς χαρακτήρες και ανάλογη επιτόπου μηχανική
συμπεριφορά.
Επισημαίνεται ότι η παραπάνω διάκριση, επιστημονικά τεκμηριωμένη, μπορεί να
αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για τη μελέτη των σχηματισμών αυτών, σε σχέση με τον
ασφαλή σχεδιασμό και εκτέλεση των τεχνικών έργων και ιδιαίτερα των υπογείων.
Εξυπακούεται ότι οι σχηματισμοί αυτοί στις διάφορες περιοχές του Ελληνικού χώρου
παρουσιάζουν επιμέρους ιδιαιτερότητες, που αφορούν κυρίως στη λιθολογική
σύσταση και δομή, ή ακόμη και στη στρωματογραφική διάρθρωση. Οπωσδήποτε
όμως, στόχος της έρευνας θα πρέπει πάντοτε να είναι, με βάση τα αποτελέσματα
αυτής, η εφαρμογή της απαραίτητης πρακτικής για τα διάφορα τεχνικά έργα πριν από
τον τελικό σχεδιασμό αυτών, κυρίως προς την κατεύθυνση διάκρισης των
λιθολογικών φάσεων σε επιμέρους γεωτεχνικές ενότητες, που αντικατοπτρίζουν
διαφορετική μηχανική συμπεριφορά.
Με βάση τα παραπάνω έγινε κατ’ αρχήν γενική επισκόπηση σχετικά με τα
σκληρά εδάφη – μαλακούς βράχους, όσον αφορά στην ορολογία, γεωλογική
προέλευση, ταξινόμηση και συμπεριφορά τους στα τεχνικά έργα. Έτσι, καταγράφεται
η διεθνής εμπειρία για τους σχηματισμούς αυτούς, καθώς και αυτή στον Ελληνικό
χώρο για τους μαλακούς βράχους και ειδικότερα για τις μάργες. Για τον Ελληνικό
μάλιστα χώρο οι περισσότερες από τις εργασίες σχολιάζονται στα επιμέρους
κεφάλαια της διατριβής.
Στη συνέχεια δίνεται ο σχεδιασμός του έργου της ΕΠΠ, με τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των διαφόρων έργων, ενώ η προσπάθεια επικεντρώνεται στα υπόγεια
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 3

έργα – σήραγγες, για τα οποία αναφέρονται επιπλέον στοιχεία που αφορούν στη
διάνοιξη και κατασκευή τους.
Η γεωλογική σύσταση, το σεισμοτεκτονικό πλαίσιο, τα υδρομετεωρολογικά
δεδομένα, η τεχνικογεωλογική θεώρηση και το υδρογεωλογικό καθεστώς της
ευρύτερης περιοχής έρευνας αναλύονται με βάση τη συγκέντρωση και αξιολόγηση
υπαρχόντων στοιχείων, καθώς και αυτών από προηγούμενες έρευνες.
Η ψηφιοποίηση του τοπογραφικού υποβάθρου της ΓΥΣ σε κλίμακα 1:5000 και
ισοδιάσταση 20m θεωρήθηκε ως βασική εργασία για τις μετέπειτα αναλύσεις. Έτσι,
ψηφιοποιήθηκαν τμήματα από 5 Φύλλα 1:5.000, που καλύπτουν ζώνη 1,2km
εκατέρωθεν του άξονα της ΕΠΠ, ενώ παράλληλα αποτυπώθηκε στο χάρτη αυτό η
διάταξη όλου του έργου. Με βάση το ψηφιοποιημένο αυτό υπόβαθρο συντάχθηκε ο
χάρτης τοπογραφικού αναγλύφου και ο χάρτης κλίσεων της περιοχής έρευνας, ενώ
δόθηκαν και τρισδιάστατα μοντέλα εδάφους από ΒΑ/κή και ΒΔ/κή άποψη.
Η σύνταξη του τεχνικογεωλογικού – γεωτεχνικού χάρτη της περιοχής σε κλίμακα
1:5.000 αποτέλεσε πολύ σημαντική εργασία υποδομής για τις περαιτέρω θεωρήσεις.
Με βάση το χάρτη αυτό διαχωρίστηκαν όλες οι επιμέρους λιθοφάσεις των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, αδρομερείς και λεπτομερείς. Επίσης, από τις
επιτόπου παρατηρήσεις και την ερμηνεία αεροφωτογραφιών κλίμακας 1:15.000 έγινε
δυνατή η αποτύπωση μειζόνων διαρρήξεων – ρηγμάτων που διατρέχουν τους
σχηματισμούς αυτούς. Με τη χαρτογράφηση αυτή επισημάνθηκαν ακόμα οι κύριοι
σχηματισμοί που φιλοξενούν το έργο της ΕΠΠ. Σημειώνεται σχετικά ότι βασικό
οδηγό για την εργασία της χαρτογράφησης αποτέλεσαν προηγούμενες έρευνες από το
Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών, όπως αναφέρεται στο οικείο
κεφάλαιο της διατριβής. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής
επιδιώχθηκε διάκριση των διαφόρων σχηματισμών με κριτήρια τεχνικογεωλογικά –
γεωτεχνικά, που αφορούν στη φυσική κατάσταση (συνεκτικότητα, διάρρηξη,
αποσάθρωση), το πάχος, την κλίση και εναλλαγή των στρωμάτων και το ρόλο της
τεκτονικής, την υδροπερατότητα, την επικινδυνότητα για αστάθεια κτλ.
Η συγκέντρωση και αξιολόγηση όλων των γεωτρήσεων που εκτελέσθηκαν στο
πλαίσιο μελέτης και κατασκευής του έργου, περίπου 170, με όλα τα στοιχεία που
συνοδεύουν αυτές, ήτοι λεπτομερής λιθολογική περιγραφή, αποτελέσματα επιτόπου
και εργαστηριακών δοκιμών και παρουσία ή μη νερού συνέβαλαν καθοριστικά στην
περαιτέρω διερεύνηση της έκτασης και δομής των σχηματισμών που αποτυπώθηκαν
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 4

στην επιφανειακή χαρτογράφηση και κυρίως την σε βάθος ανάπτυξη και


στρωματογραφική διάρθρωση αυτών.
Η πολύ ικανοποιητική ταύτιση των αποτελεσμάτων της επιφανειακής γεωλογίας
με αυτά των γεωτρήσεων συνέβαλε στην προσπάθεια, που αποτελούσε έναν από τους
βασικούς στόχους της διατριβής, για τη διάκριση της λεπτομερούς φάσης των
ιζημάτων που φιλοξενούν κυρίως τα υπόγεια έργα σε επιμέρους ενότητες κατά την
έννοια του βάθους, με βάση κριτήρια λιθολογικά, χρώματος, συνεκτικότητας,
υδροπερατότητας, που οπωσδήποτε προσδιορίζουν μηχανική συμπεριφορά. Έτσι,
διαχωρίστηκαν στη φάση αυτή δύο γεωτεχνικές και παράλληλα στρωματογραφικές
ενότητες, η “Ανώτερη” και η “Κατώτερη”. Η πρώτη αντιπροσωπεύεται από συχνές
εναλλαγές από καστανοκίτρινες έως καστανότεφρες αργιλόμαργες, αμμούχες μάργες,
αμμοϊλύες – άμμους και ψαμμίτες και η δεύτερη από τεφροκύανες, στιφρές συνήθως
μάργες-αργιλικές μάργες-αργιλόμαργες, με αραιές πλέον αδρομερείς φάσεις, κυρίως
αμμώδους – αμμοϊλυώδους σύστασης.
Με βάση τον παραπάνω διαχωρισμό των δύο ενοτήτων σε όλες τις γεωτρήσεις
έγινε δυνατή η αποτύπωση αυτών στις τοπογραφικές τομές του έργου, κλίμακας
1:5000 / 1:1000 και για τους δύο κλάδους αυτού, αριστερό και δεξιό, στις οποίες
επίσης αποτυπώθηκαν και τα σχετικά ρήγματα. Έτσι, προσδιορίστηκαν με ακρίβεια η
θέση και το πάχος αυτών σε σχέση με την ερυθρά του έργου. Επιπλέον, διαχωρίστηκε
σε ορισμένες γεωτρήσεις και αποτυπώθηκε στις τομές η παρουσία κατά θέσεις μιας
ενδιάμεσης ενότητας μικρού πάχους, που αποτελεί τη μετάβαση από την Κατώτερη
προς την Ανώτερη ενότητα και καλείται ως εκ τούτου “Μεταβατική”. Τέλος,
σημειώνεται ότι στις τομές και σε ένα τμήμα του έργου εμφανίζεται και η πλέον
αδρομερής φάση των ιζημάτων, που χαρτογραφήθηκε επίσης επιφανειακά.
Η διάκριση των δύο ενοτήτων της λεπτομερούς φάσης των ιζημάτων έδωσε το
έναυσμα για περαιτέρω τεκμηρίωση της διαφοροποίησης αυτής, με βάση κριτήρια
που αναφέρονται στη δομή αυτών. Έτσι, επιδιώχθηκε η λεπτομερής μικροσκοπική
μελέτη – ορυκτολογική ανάλυση, καθώς και ο προσδιορισμός του ανθρακικού
ασβεστίου, ενώ παράλληλα σε όλα τα δείγματα αυτά προηγήθηκε η εκτέλεση
δοκιμών ταξινόμησης (κοκκομετρική διαβάθμιση, όρια Atterberg) σε μερικά δε και
δοκιμές μηχανικών χαρακτηριστικών. Οι εξετάσεις αυτές οδήγησαν στον
προσδιορισμό της ορυκτολογικής σύστασης (ημιποσοτική ανάλυση) και δομής των
σχηματισμών στις δύο ενότητες, καθώς και τη διερεύνηση του είδους και ποσοστού
ΚΕΦ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 5

των αργιλικών ορυκτών, κατανομής του ανθρακικού ασβεστίου και του ρόλου των
συσσωματωμάτων.
Η περαιτέρω διερεύνηση της ταυτοποίησης των δύο ενοτήτων και διαχωρισμού
αυτών σε διακριτές γεωτεχνικές ενότητες αποτέλεσε αντικείμενο των εργαστηριακών
ερευνών. Για το σκοπό αυτό έγινε συγκέντρωση, ταξινόμηση και αξιολόγηση όλων
των εργαστηριακών δοκιμών που εκτελέσθηκαν στο πλαίσιο του έργου σε σχέση με
τις παραπάνω γεωτρήσεις, καθώς και των επιτόπου δοκιμών σε αυτές (SPT). Επειδή
όμως το αντικείμενο αυτό αποτέλεσε βασικό κορμό της διδακτορικής διατριβής
πέραν από τις παραπάνω έρευνες εκτελέσθηκε σειρά δοκιμών στο Εργαστήριο
τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών και μερικές στο ΚΕΔΕ, σε δείγματα που
λήφθηκαν από τεχνητά πρανή και υπόγειες διανοίξεις κατά μήκος του έργου, καθώς
και φυσικά πρανή στην ευρύτερη περιοχή αυτού.
Έτσι, προσδιορίσθηκαν οι φυσικές ιδιότητες των δύο ενοτήτων (κοκκομετρική
διαβάθμιση, όρια Atterberg, φυσική υγρασία, υγρό και ξηρό φαινόμενο βάρος, ειδικό
βάρος, λόγος κενών, ενεργότητα, διογκωσιμότητα, δείκτης χαλάρωσης), καθώς και τα
μηχανικά χαρακτηριστικά αυτών (αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, παράμετροι
διατμητικής αντοχής από τριαξονικές δοκιμές UU και CUPP, δοκιμές άμεσης
διάτμησης και δοκιμές στερεοποίησης).
Η συμπεριφορά των δύο αυτών γεωτεχνικών ενοτήτων με τις παραπάνω
ιδιαιτερότητες όσον αφορά στη σύσταση, δομή, φυσική κατάσταση, πάχος,
υδρογεωλογικό καθεστώς και φυσικομηχανικούς δείκτες ελέγχθηκε μέσα από τις
παραμορφώσεις (συγκλίσεις) που σημειώθηκαν με τη διάνοιξη των υπόγειων
τεχνικών έργων. Οι παραμορφώσεις αυτές επιβεβαίωσαν τις πιθανές αδυναμίες της
βραχομάζας των δύο ενοτήτων και προσδιόρισαν το πλέγμα των μέτρων που
λήφθηκαν τελικά για τον ασφαλή σχεδιασμό των έργων.
Τέλος, με τη βοήθεια του γεωτεχνικού προγράμματος πεπερασμένων στοιχείων
Plaxis V8 πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις, με βάση τις καταγεγραμμένες
παραμορφώσεις δύο διατομών σηράγγων που αντιστοιχούν στην Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα. Από τις αναλύσεις αυτές προσδιορίστηκαν οι
γεωτεχνικές παράμετροι που αντιστοιχούν στους σχηματισμούς των δύο ενοτήτων
και οι οποίες, καθώς βρίσκονται σε συμφωνία και με τα αποτελέσματα των
εργαστηριακών δοκιμών, μπορούν ως τάξη μεγέθους να θεωρηθούν
αντιπροσωπευτικές των ενοτήτων αυτών.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 7

2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ ΚΑΙ


ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ.

2.1. Ορολογία, Γεωλογική προέλευση και ταξινόμηση. Η Διεθνής


εμπειρία.

Οι Terzaghi and Peck (1967) αναφέρουν ότι τα υλικά που συνιστούν τον φλοιό
της γης χωρίζονται μάλλον αυθαίρετα από τους μηχανικούς σε δύο κατηγορίες:
εδάφη και βράχους. Τα εδάφη είναι σχηματισμοί, οι οποίοι μπορούν εύκολα να
διαχωρισθούν με ήπια μηχανικά μέσα, ενώ οι βράχοι συνδέονται με ισχυρές και
μόνιμες δυνάμεις. Καθόσον οι όροι “ισχυρός” και “μόνιμος” είναι μάλλον γενικοί,
χωρίς επακριβή προσδιορισμό, θεωρούσε ότι τα όρια μεταξύ εδαφών και βράχων δεν
ήταν ποτέ ξεκάθαρα.

Η μεταβατική αυτή ζώνη ανάμεσα στα εδάφη και τους βράχους και η
συμπεριφορά των σχηματισμών που εντάσσονται σε αυτήν έχουν τις τελευταίες
δεκαετίες αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και μελέτης σε παγκόσμια κλίμακα, λόγω
της αυξανόμενης ανάγκης κατασκευής έργων – ιδιαίτερα έργων μεγάλης κλίμακας –
σε τέτοιους σχηματισμούς. Έτσι, η εμπειρία που έχει συσσωρευτεί διεθνώς κατά το
διάστημα αυτό είναι πολύ σημαντική, παρόλα αυτά ο επακριβής προσδιορισμός των
ορίων της μεταβατικής ζώνης, καθώς και των χαρακτηριστικών των σχηματισμών
αυτής παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφής.

Ο όρος που έχει επικρατήσει σήμερα για την ονομασία των σχηματισμών που
ανήκουν στη μεταβατική – ή γκρίζα όπως αναφέρεται συχνά – ζώνη είναι “σκληρά
εδάφη – μαλακοί βράχοι”, ο οποίος ουσιαστικά περιγράφει τη θέση της μεταβατικής
αυτής ζώνης στην κλίμακα αντοχής των γεωλογικών σχηματισμών.

Από την ISRM (1981) είναι γνωστοί οι ποσοτικοί προσδιορισμοί για πετρώματα,
σύμφωνα με τους οποίους η αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη κυμαίνεται από 0.25 έως 1
MPa για εξαιρετικά χαμηλής αντοχής πέτρωμα, από 1 έως 25 MPa για “πολύ
χαμηλής αντοχής και χαμηλής αντοχής πέτρωμα (με εσωτερικό όριο 5 MPa για το
διαχωρισμό των δύο κατηγοριών) και από 25 έως >250 MPa για πετρώματα από
μέσης αντοχής έως εξαιρετικά υψηλής αντοχής (με ενδιάμεσους περαιτέρω
διαχωρισμούς). Όσον αφορά στα συνεκτικά εδάφη, ως πολύ μαλακές άργιλοι
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 8

ορίζονται αυτά με αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη <0.025 MPa, ως μαλακές άργιλοι


και μέτριες άργιλοι αυτά με αντοχή από 0.025 έως 0.1 MPa, ως στιφρές άργιλοι και
πολύ στιφρές άργιλοι αυτά με αντοχή από 0.1 έως 0.5 MPa και τέλος τα εδάφη με
αντοχή >0.5 MPa χαρακτηρίζονται ως σκληρές άργιλοι.

Με βάση τα παραπάνω η μεταβατική ζώνη των σκληρών εδαφών – μαλακών


βράχων βρίσκεται στο όριο, όσον αφορά την αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, για τα
σκληρά εδάφη με τιμές μεγαλύτερες από 0.5 MPa και για τους μαλακούς βράχους με
τιμές μεταξύ 2 και 20 MPa. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι για αυτό το εύρος των
τιμών, η αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη των βράχων εξαρτάται άμεσα από το βαθμό
κορεσμού, (Marinos, 1993).

Πολλές φορές στην περίπτωση εδαφών χρησιμοποιείται ο όρος “σκληρό” αντί


του όρου “πολύ στιφρό”. Τα British Standards (BS 5930:1981) βασίζονται στην
αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη για τον χαρακτηρισμό των βραχωδών σχηματισμών
και στην αστράγγιστη διατμητική αντοχή για τον χαρακτηρισμό των εδαφών. Έτσι,
χαρακτηρίζουν ως “σκληρά ή πολύ στιφρά ” τα εδάφη με αστράγγιστη διατμητική
αντοχή >150 KPa και “πολύ μαλακούς” τους βράχους με αντοχή σε ανεμπόδιστη
θλίψη <1.25 MPa. Οι Αμερικάνικοι δε Κανονισμοί (ASTM D2488-90)
χρησιμοποιούν τον όρο “σκληρό” για τα αντίστοιχα “πολύ στιφρά εδάφη” των
Βρετανικών Κανονισμών.

Οι Clayton and Serratrice (1993) θεωρούν ότι τα υλικά αυτά βρίσκονται πάνω
στο όριο ανάμεσα στους βράχους και τα εδάφη. Οι Johnston and Novello (1993)
αναφέρουν ότι τα “σκληρά εδάφη – μαλακοί βράχοι” δεν υπάρχουν στις παρυφές της
εδαφομηχανικής και της βραχομηχανικής, αλλά αποτελούν κεντρική συνιστώσα ενός
υλικού συνεχούς διαβάθμισης, από τις μαλακές αργίλους έως τους σκληρούς βράχους
(Σχήμα 2.1).

Σχήμα 2.1. Το συνεχές γεωτεχνικό φάσμα (Johnston and Novello, 1993)


ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 9

Οι Stamatopoulos and Kotzias (1993) δίνουν μία ταξινόμηση με βάση την οποία
γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ σκληρών και μαλακών βράχων.

Σχετικά με το δίλημμα που υπάρχει “σκληρό έδαφος ή μαλακός βράχος” ο


Vaughan (1993) αναφέρει ότι ο όρος σκληρός / ασθενής ποικίλει συνεχώς σε όλο το
εύρος των υλικών αυτών, ενώ κάθε υποδιαίρεση είναι αυθαίρετη και δεν βοηθά στη
λύση των προβλημάτων. Αντίθετα, πιστεύει ότι εάν αναγνωρισθεί ότι τα πολύ
διαφορετικά αυτά υλικά έχουν κοινούς ορισμένους χαρακτήρες και χαρακτηριστικά
που ελέγχουν τις μηχανικές ιδιότητες και εάν αναγνωρισθούν και ποσοστικοποιηθούν
αυτά τα χαρακτηριστικά σε ένα κοινό πλαίσιο, μπορεί να γίνει εξέταση κάθε υλικού
αναλογικά. Έτσι, επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης του διλήμματος αυτού.

Πολλοί συγγραφείς και ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο όρος “μαλακός βράχος”


δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου “ασθενής”, καθώς
περιγράφει βράχους πολύ μικρής συνεκτικότητας και δεν αντιπροσωπεύει άλλες
ομάδες, όπως π.χ. πολύ αποσαθρωμένα εκρηξιγενή πετρώματα.

Ο Hatheway (1990) ορίζει ως “μαλακό βράχο” ένα στερεοποιημένο εδαφικό


υλικό, με ασυνήθη βαθμό στρωσιγένειας ή σχιστότητας, ρηγματώσεις, κατατμήσεις,
αποσάθρωση ή εξαλλοίωση, με σημαντική περιεκτικότητα σε αργιλικά ορυκτά και
κύριο χαρακτηριστικό την τάση να διογκώνεται ή να αποφλοιώνεται με την
προσθήκη νερού.

Σύμφωνα με τον Μαρίνο (1993) ο όρος “μαλακός” χαρακτηρίζει βράχους με


μικρή αντοχή λόγω αρχικής προέλευσης, ενώ ο όρος “ασθενής” είναι πιο γενικός και
περιλαμβάνει επίσης πετρώματα με ατέλειες δευτερογενούς χαρακτήρα, λόγω π.χ.
δευτερογενών τεκτονικών επιδράσεων ή ύπαρξης ζωνών διάτμησης. Έτσι, το υλικό
της ζώνης ρηγμάτων, οι οποίες απαντούν σε όλους τους τύπους βραχωδών
σχηματισμών με κυμαινόμενο πάχος, καθώς και των ζωνών διάτμησης είναι ασθενές
και συμπιεστό, με χαμηλή διατμητική αντοχή κατά τη διεύθυνση του ρήγματος ή της
ζώνης διάτμησης.

Ως εκ τούτου προτείνει, λαμβάνοντας υπόψη και το ρόλο των ασυνεχειών, την


παρακάτω ορολογία :
ƒ Ασθενής βράχος: ο όρος αυτός αναφέρεται σε μαλακούς βράχους,
αποσαθρωμένους βράχους, σκληρά εδάφη και ζώνες διάρρηξης – διάτμησης
σε βράχους.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 10

ƒ Ασθενής βραχομάζα: ο όρος αυτός αναφέρεται σε βράχο (ασθενή ή όχι) πολύ


έντονα διερρηγμένο, σε βράχο με πυκνό δίκτυο αποκάρστωσης και σε
bimrocks, (τεμάχη σε θεμελιώδη μάζα – συνδετικό υλικό, πολυγενείς
σχηματισμοί – melanges, φλύσχης χωρίς ή με άναρχη δομή, ολισθόλιθοι,
τεκτονικό λατυποπαγές, χαοτικοί σχηματισμοί).

Ως προς το είδος και τη σύστασή τους ο Deere et al (1986) υποστηρίζει ότι τα


ασθενή ιζηματογενή πετρώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ιλυόλιθους, αργιλικούς
σχιστόλιθους, εύθρυπτους ψαμμίτες, κιμωλίες, μάργες, ορυκτό αλάτι, γύψους και
ορυκτούς άνθρακες, ενώ τα ασθενή εκρηξιγενή πετρώματα αναφέρονται κυρίως σε
τόφφους, κροκαλοπαγή ηφαιστειογενούς προέλευσης και ροές λατυποπαγών σε μη
συνεκτική κατάσταση. Τέλος, σαν ασθενή μεταμορφωμένα πετρώματα χαρακτηρίζει
τους σχιστόλιθους και τους φυλλίτες, που περιέχουν αυξημένο ποσοστό χλωρίτη,
σερικίτη και τάλκη και μειωμένο ποσοστό αστρίων, χαλαζία και αμφιβόλων.

Σύμφωνα με τον Ηatheway (1990) στην κατηγορία των ασθενών βράχων


κατατάσσονται οι εξής σχηματισμοί:
- Βράχοι της Κρητιδικής ή νεότερης περιόδου, με ανεπαρκή χρόνο για την
ολοκλήρωση της πετρογένεσης ή της διαγένεσης.
- Μάργες του Περμίου ή νεώτερες, κιμωλία και άλλοι ανθρακικοί βράχοι
πλούσιοι σε άργιλο.
- Μαργόλιθοι (mudstones), αργιλόλιθοι (claystones), με μικρή ή καθόλου
συνεκτικότητα, στους οποίους υπάρχει πετρογένεση εξαιτίας της
στερεοποίησης.
- Eνστρώσεις αργιλικού σχιστολίθου (shale) και ιλυολίθου θαλάσσιας-
τουρβιδικής προέλευσης στους σχηματισμούς του φλύσχη.
- Βράχοι με προέλευση οργανικής απόθεσης, με αποτέλεσμα την παρουσία
θειϊκών ορυκτών, ασβεστίου, σιδήρου ή μαγνησίου και οι οποίοι μπορούν να
εμφανίζουν την τάση για διόγκωση και αποσύνθεση των δεσμών των ορυκτών.
- Ιζηματογενείς βράχοι πλούσιοι σε άργιλο, οι οποίοι έχουν υποστεί θερμική
εξαλλοίωση από την παρουσία π.χ. μίας φλέβας εκρηξιγενούς πετρώματος.
- Ιζηματογενή πετρώματα χωρίς ορυκτά συγκόλλησης ή αυτά έχουν ανταλλαχθεί
ή διαλυθεί.
- Πρασινωπά πετρώματα (παρουσία χλωρίτη) με τάση για διόγκωση.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 11

- Βράχοι με μεγάλη περιεκτικότητα σε άργιλο ή ιλύ και ουσιώδεις ασυνέχειες.


- Ηφαιστειογενή κλαστικά πετρώματα, με δυσμενείς συνδυασμούς από άργιλο,
πυροκλαστικά στρώματα υάλου (ή τα προϊόντα εξαλλοίωσης αυτών) και
σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά, που έχουν την τάση να αποσυντίθενται ή να
οξειδώνονται.
- Ένας τροπικός θαλάσσιος ασβεστόλιθος, που γενικά εντοπίζεται σε περίπου 20°
από τον Ισημερινό.

Ο Akai (1993) αναφέρει ότι οι σχηματισμοί αυτοί είναι ιζηματογενή


εξαλλοιωμένα ή αποσαθρωμένα πετρώματα. και αποτελούνται από ποικιλία υλικών.
Τυπικοί ιζηματογενείς μαλακοί βράχοι είναι οι μαργόλιθοι, ιλυόλιθοι, ψαμμίτες και
αργιλικοί σχιστόλιθοι. Σχηματίζονται και μειονεκτούν από τη μη επαρκή
στερεοποίηση, διαγένεση ή ασθενή μεταμόρφωση, ενώ η συγκόλληση (cementation)
δημιουργείται κατά τη διαδικασία της πετρογένεσης (lithification), αλλά δεν είναι σε
μεγάλο βαθμό. Οι συγκολλητικοί παράγοντες και τα περιοχόμενα αργιλικά ορυκτά
συχνά επηρεάζονται από χημικές αλλαγές, που καταλήγουν στην κατάρρευση της
δομής του πετρώματος. Η αποσάθρωση εξασθενίζει τα σκληρά πετρώματα σε ποικίλη
έκταση και τα φυσικά – μηχανικά χαρακτηριστικά αποσαθρωμένου μαλακού βράχου
διαφοροποιούνται πολύ σημαντικά με τον τύπο του συγκολλητικού υλικού
(θεμελιώδους μάζας) και το βαθμό αποσάθρωσης.

Τα Συνέδρια και Συμπόσια, τα οποία κατά τις τελευταίες δεκαετίες


επικεντρώθηκαν στη συμπεριφορά των υλικών αυτών δίνονται παρακάτω (Μαρίνος,
1993):
1975 : Buenos Aires (ISSMFE) : V Panam. Conf. On Soil Mechanics and Foundation Engin.
(session)
1981 : Tokyo (ISRM) : International Symposium on Weak Rocks
1986 : Buenos Aires (IAEG) : 5th Int. Congress of IAEG (session)
1989 : Rio (ISSMFE) : XII Int. Congress of ISSMFE (session and report)
1990 : Leeds (IAEG) : Weak Rocks Conference of the Engineering Group of the Geological
Society of London
1993 : Athens (ISSMFE, IAEG, ISRM) : Int. Symposium on Soft Rocks - Hard Soils

Τα σκληρά εδάφη και οι μαλακοί βράχοι διακρίνονται για την ευρεία διασπορά σε
πολλά μέρη του κόσμου και επιδεικνύουν ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών μεταξύ
εδάφους και βράχου. Είναι δε γνωστό ότι δημιουργούν δυσκολίες στη γεωτεχνική
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 12

μηχανική, καθώς έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα στο σχεδιασμό και


κατασκευή γεωτεχνικών έργων όπως φράγματα, σήραγγες, ορύγματα και πρανή. Η
κατάλληλη αξιολόγηση των μηχανικών χαρακτηριστικών απαιτεί ειδική έρευνα, αν
και στη γεωτεχνική μηχανική αυτά τα υλικά διερευνώνται με τα γνωστά κριτήρια και
τεχνικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για εδάφη και βράχους.

Όσον αφορά στα εδάφη πρώτοι οι Terzaghi and Peck (1967) προσδιόρισαν τα
σκληρά εδάφη σαν αυτά με αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη μεγαλύτερη των 400 KPa.

Ο Rocha (1977) κατέληξε ότι ο προσδιορισμός του ορίου μεταξύ εδάφους και
βράχου θα πρέπει να βασίζεται στη συνοχή και την αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη
των σχηματισμών, θεώρησε δε ως αντίστοιχες ενδεικτικές τιμές για τη συνοχή 0.3
KPa και για την αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη 2 MPa.

Σύμφωνα με τον Akai (1993) τα υλικά αυτά παρουσιάζουν τα παρακάτω κοινά


χαρακτηριστικά:
- Οι μηχανικές και φυσικές ιδιότητες είναι περίπου μεταξύ αυτών εδάφους και
βράχου.
- Η αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη κυμαίνεται από 1 έως 10 MPa.
- Το πορώδες έχει συγκριτικά ευρεία κύμανση από 10 έως 50%, σε σχέση με τη
γεωλογική ηλικία και την προσρόφηση νερού.
- Η συγκόλληση μεταξύ των τεμαχιδίων αναμένεται σε κάποιο βαθμό, αλλά
μπορεί εύκολα να εξασθενήσει λόγω περιβαλλοντικών αλλαγών.
- Η μηχανική συμπεριφορά αλλάζει από ψαθυρή σε όλκιμη, ανάλογα με την
πλευρική πίεση.
- Το νερό των πόρων έχει σημαντική επίδραση στη μηχανική συμπεριφορά,
συνήθως δε σε αυτά τα υλικά επικρατεί η αρχή της ενεργού τάσης σε σχέση με
τα σκληρά πετρώματα.

Ο Attewell (1993) θεωρεί ότι επιθετικοί προσδιορισμοί, όπως “σκληρός” και


“ασθενής” όταν χρησιμοποιούνται για την περιγραφή βράχου πρέπει πάντοτε να είναι
συμβατοί με πραγματικές τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη από εργαστηριακές
και επιτόπου δοκιμές. Ο ασθενής βράχος έχει μια αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη
μεταξύ 1.25 και 5 MPa.

Σχετικά με τα συστήματα ταξινόμησης, αυτά που είναι σήμερα στην πράξη, δεν
έχουν ακόμα εξελιχθεί, έτσι ώστε να καλύπτουν όλο το εύρος των μαλακών- ασθενών
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 13

βράχων ή να είναι διεθνούς αναγνώρισης και χρήσης. Πολλοί επιστήμονες


χρησιμοποιούν το RMR ή το Q- σύστημα ταξινόμησης, τα οποία βασίζονται κυρίως
στην επίδραση των διακλάσεων (μέγεθος τεμαχών, διατμητική αντοχή σε ασυνέχειες
κ.τ.λ.). Επιπλέον τα συστήματα αυτά είναι τελείως αξιόπιστα για τι συνθήκες που
βασικά εφαρμόσθηκαν, π.χ. το RMR έχει δοκιμαστεί μόνο σε μερικές περιπτώσεις
μαλακών βράχων (κατηγορία V, RMR 0-20), (Μαρίνος Π., 1994., Μαρίνος Π., 1979,
Marinos P. & Sofianos A., 1991., Μαρίνος Π. & Σοφιανός Α., 1990., Leonards et.
al,1993).

Οι Haberfield and Johnston (1993) έπειτα από μελέτη της χρήσης πρεσσιομέτρων
για τον επιτόπου προσδιορισμό παραμέτρων των “μαλακών” βράχων, καταλήγουν ότι
μόνο το μέτρο διάτμησης μπορεί να εκτιμηθεί από αυτές τις δοκιμές, με την
προϋπόθεση ότι ο κύκλος φόρτισης – αποφόρτισης θα πραγματοποιηθεί σε σχετικά
υψηλή αξονική παραμόρφωση.

Ο Oliveira (1990, από Marinos, 1993) αναφέρει ότι η χρονικά εξαρτώμενη


συμπεριφορά των “ασθενών” βράχων είναι πολύ σημαντική, καθώς οι σχηματισμοί
αυτοί μπορούν να εμφανίσουν σημαντικές ερπυστικές κινήσεις, ακόμη και σε
χαμηλά επίπεδα τάσεων. Για το λόγο αυτό, προτείνει να λαμβάνονται υπόψη η
διαβρωσιμότητα και η διογκωσιμότητα αυτών σε σχέση με τις μεταβολές στην
περιεχόμενη υγρασία ή στο καθεστώς των τάσεων.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαβρωσιμότητα και τη διογκωσιμότητα των


“ασθενών” βράχων θα πρέπει σύμφωνα με τους Kojima et al (1981) να χωριστούν σε
δύο κατηγορίες. Η πρώτη αναφέρεται σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως στην
κοκκομετρική διαβάθμιση, το είδος των αργιλικών ορυκτών που συμμετέχουν στη
δομή του σχηματισμού και ο βαθμός συμπύκνωσης και λιθοποίησης, ανάλογα με τη
υφή και τη συγκόλληση των κόκκων. Η δεύτερη αναφέρεται σε εξωτερικούς
παράγοντες, όπως είναι η περιεχόμενη υγρασία, ο βαθμός κορεσμού και το πάχος των
υπερκειμένων.

Ο Vaughan (1993) θεωρεί ότι για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων των “σκληρών
εδαφών – μαλακών βράχων” θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική φύση και
δομή αυτών, σύμφωνα με την εξέλιξή τους από τις γεωλογικές τους καταβολές.
Πρέπει δηλαδή να αξιολογούνται οι επιδράσεις της πετρογένεσης σε όλα τα επίπεδα,
οι αλλαγές που συντελούνται με το χρόνο σε κλίμακα γεωλογική αλλά και μηχανική,
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 14

οι επιδράσεις της ανισοτροπίας και των στρώσεων, καθώς και των ασυνεχειών στη
δομή.

Ομοίως, ο Akai (1993) υποστηρίζει ότι η συνολική συμπεριφορά των


σχηματισμών αυτών ελέγχεται κυρίως από τα μηχανικά χαρακτηριστικά των
περιεχόμενων στη σύσταση υλικών. Σχετικά με την αναγνώρισή τους συνιστά να
λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η γεωλογική τους ηλικία, αλλά και οι διαγενετικές
διεργασίες τις οποίες έχει υποστεί το υλικό.

Η διαγένεση αφορά στη στερεοποίηση κάτω υπό μηδενική πλευρική τάση και υπό
το φορτίο ενός υπερκείμενου ιζήματος (Clayton and Serratrice, 1993). Η διαδικασία
αυτή αναφέρεται ως “βαρυτική συμπύκνωση” και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική
απώλεια όγκου στα συνεκτικά εδάφη. Ο συνδυασμός της συμπύκνωσης αυτής με τη
συγκόλληση οδηγεί στην πετρογένεση, η οποία είναι χαρακτηριστικό των
σκληρότερων εδαφών που προσομοιάζουν τη συμπεριφορά των βράχων. Ο Skempton
(1970) αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της “βαρυτικής συμπύκνωσης” τα αμιγώς
συνεκτικά υλικά μπορεί να εμφανίσουν σημαντική απώλεια όγκου, η σχέση δε
ανάμεσα στο λόγο κενών και την κατακόρυφη ενεργό τάση (Sedimentation
Compression Line-SCL του Burland, 1990) εξαρτάται βασικά από την πλαστικότητα.
Ο Burland (1990) έδειξε ότι ακόμη και πολύ πρόσφατες φυσικές αργιλικές αποθέσεις
επηρεάζονται από τη δομή. Ως αποτέλεσμα, μπορούν να εμφανίσουν λόγο κενών
σημαντικά υψηλότερο από ότι θα αναμενόταν υπό άλλες συνθήκες.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, η ακαμψία των σχηματισμών της μεταβατικής


ζώνης θα πρέπει να προσδιορίζεται και σε επίπεδο μικρών τάσεων, καθώς έχει βρεθεί
ότι για πολλά από τα υλικά αυτά η ακαμψία τους αναπτύσσεται σε πολύ μικρές
τάσεις, της τάξης του 0.01 με 0.1% (Clayton and Serratrice, 1993). Οι Corthésy and
Gill (1993) αναφέρουν ότι οι “μαλακοί” βράχοι παρουσιάζουν μη ελαστικές
παραμορφώσεις σε σχετικά χαμηλά επίπεδα τάσεων, καθώς και μεταβαλλόμενες
χρονικά παραμορφώσεις σε όλα τα επίπεδα των τάσεων. Επιπλέον, συμπεριφέρονται
ελαστικά κατά την αποφόρτιση, καθώς οι ανακτώμενες παραμορφώσεις είναι κατά
κανόνα ελαστικές. Η ελαστική αυτή συμπεριφορά βέβαια είναι συνήθως μη γραμμική
και ανισότροπη.

Ο Rodrigues (1993) παρατηρεί ότι οι “μαλακοί” βράχοι χαρακτηρίζονται, εκτός


από τη χαμηλή αντοχή και από υψηλούς ρυθμούς φθοράς, μεγάλο πορώδες, μικρή
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 15

συνοχή και ασταθή ή εξελισσόμενα συστατικά. Είναι ευαίσθητοι σε μηχανικές


δράσεις και στην έκθεση στις ατμοσφαιρικές συνθήκες, λόγω φθοράς των αρχικών
χαρακτηριστικών τους.

Η άργιλος του Λονδίνου ταξινομήθηκε από τον King (1981) (από Burland et al
(eds), 2001) σε πέντε κατηγορίες (από Α έως Ε), και επιπλέον υποκατηγορίες. Η
κατηγοριοποίηση αυτή έγινε ανάλογα με τους κύκλους ιζηματογένεσης, οι οποίοι
σχετίζονται με διαφοροποιήσεις στη λιθολογία και την πανίδα των απολιθωμάτων.

Για τους αργιλικούς σχιστόλιθους οι Hsu - Chi and Nelson (1993) αναφέρουν ότι
η συμπεριφορά τους σχετίζεται άμεσα με την παρουσία ασθενέστερων ενστρώσεων
στη στρωματογραφική τους διάρθρωση, τις εγγενείς αδυναμίες, όπως ρωγμές και
ασυνέχειες, καθώς και με τα ρήγματα.

Αντίστοιχα, οι ψαμμίτες και τα κροκαλοπαγή επηρεάζονται από τους δεσμούς


συγκόλλησης, τη φύση του συγκολλητικού υλικού, το πορώδες, την αποσάθρωση και
την παρουσία ενστρώσεων ασθενέστερου υλικού, ενώ σε πολλές περιπτώσεις
χαρακτηρίζονται, λόγω των ισχυρών δεσμών τους, ως βράχοι και όχι ως “μαλακοί
βράχοι”. Οι Dobereiner and de Freitas (1984) προτείνουν την κατάταξη των
ψαμμιτών με αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη έως 20MPa στην κατηγορία των
“ασθενών” και όχι αυτή των “μέτρια σκληρών” υλικών. Αναφέρουν δε ότι το όριο
των 20Mpa διαχωρίζει τη φάση κύλησης μεταξύ των κόκκων από τη φάση διάσπασης
των κόκκων και η κύλιση μεταξύ των κόκκων συνδέεται με την αστοχία των
αμμωδών εδαφών και όχι των βράχων.

Τέλος, σύμφωνα με τους Bell et al (1993) ο τύπος και το ποσοστό των αργιλικών
ορυκτών που συμμετέχουν στη δομή των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων”
γενικότερα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται υπόψη, καθώς επηρεάζει
σημαντικά τη συμπεριφορά τους.

2.2. Συμπεριφορά των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων” στα


τεχνικά έργα.

Στη γεωτεχνική μηχανική σε πολλές περιπτώσεις εξελισσόμενοι σχηματισμοί,


όπως είναι οι μάργες, οι ιλυόλιθοι, ιζηματογενή πετρώματα με υψηλά ποσοστά
αργίλου, σχηματισμοί που περιέχουν ανυδρίτη, καθώς και άλλα αποσαθρωμένα
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 16

πετρώματα με υψηλά ποσοστά ευδιάλυτων συστατικών και σμεκτίτη,


αντιμετωπίζονται προκαταβολικά ως εν δυνάμει προβληματικά, με αποτέλεσμα τη
λήψη προληπτικών μέτρων κατά το σχεδιασμό των έργων.

Οι Božinović et al (1993) αναφέρουν ότι εξαιτίας της πολυπλοκότητας της δομής


των ρωγματωμένων στιφρών αργίλων και μαργών παρουσιάζονται συχνά
κατολισθήσεις, σε όλες σχεδόν τις λιθοστρωματογραφικές ενότητες, ανεξάρτητα από
τη θέση αυτών ή την κλίση των πρανών. Ιδιαίτερη επικινδυνότητα επιδεικνύουν οι
ανώτερες άργιλοι του Μειοκαίνου, κυρίως όταν βρίσκονται σε εναλλαγές με
αμμώδεις ορίζοντες και ιδιαίτερα τα ανώτερα αποσαθρωμένα τμήματα αυτών, τα
οποία έχουν αισθητά μειωμένες μηχανικές ιδιότητες. Αυτό οφείλεται στη διακοπή της
διαγένεσης για τα ιζήματα αυτά μέσω της διάβρωσης, με αποτέλεσμα την
αποσυμπίεσή τους (με ταυτόχρονη δράση ρηγμάτων και ρωγματώσεων), που
επέδρασε στα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά τους. Οι κατολισθήσεις
προκαλούνται κατά βάση στην επιφάνεια του αποσαθρωμένου υλικού. Η ζώνη
αποσάθρωσης παρουσιάζει μία συγκεκριμένη στρωμάτωση στην επιφάνεια του
αναγλύφου εξαιτίας των θερμοκρασιακών μεταβολών που επιδρούν σε διαφορετικά
διαστήματα, ευνοώντας έτσι τη συσσώρευση νερού και δημιουργώντας συχνά τις
συνθήκες για την εκδήλωση κατολίσθησης.

Ο Vaughan (1993) θεωρεί ότι σχεδόν όλοι οι ασθενείς γεωλογικοί σχηματισμοί


δεν αποτελούν μία καθαρά ξεχωριστή κατηγορία, καθώς ενώ έχουν κάποια
χαρακτηριστικά του πετρώματος, δεν μπορούν να ταξινομηθούν με επιτυχία ως
συγκεκριμένα υλικά. Παρατηρεί βέβαια ότι η πλειοψηφία των σχηματισμών που
περιγράφονται ως “εδάφη” έχουν μία δομή που περικλύει κάποιο βαθμό διαγένεσης.
Το χαρακτηριστικό αυτό ελέγχει τη συμπεριφορά αυτών των σχηματισμών, καθώς
μπορεί να οδηγήσει σε υλικά με μεγαλύτερο πορώδες, από ότι θα ήταν υπό άλλες
συνθήκες δυνατό (Leroueil and Vaughan, 1990). Έτσι, εάν τα μοντέλα που έχουν
αναπτυχθεί για συγκεκριμένες κατηγορίες υλικών στην Εδαφομηχανική
τροποποιηθούν για να συμπεριλάβουν και τη πετρογένεση, τότε είναι δυνατή η
κατάρτιση ενός λογικά απλού πλαισίου, μέσα στο οποίο οι ιδιότητες μεγάλου εύρους
φυσικών υλικών μπορεί να περιγραφούν και από τις οποίες μπορεί να γίνουν
ικανοποιητικές προγνώσεις.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 17

Σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι σαφές ότι οι γεωτεχνικές


έρευνες θα πρέπει να εκτελούνται με στόχο την καλύτερη κατανόηση των
γεωτεχνικών χαρακτηριστικών των σχηματισμών αυτών, σε σχέση με τις τεχνικές
κατασκευές, η έκταση δε αυτών εξαρτάται από τον τύπο της κατασκευής, τη σημασία
αυτής και την κλίμακα του έργου.

Η πληροφόρηση που αποκτάται από τη γεωτεχνική έρευνα χρησιμοποιείται για τη


δημιουργία του σχετικού γεωτεχνικού μοντέλου, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο
σχεδιασμός και η κατασκευή (Akai, 1993). Στη γεωτεχνική πρακτική τα υλικά της
μεταβατικής ζώνης συχνά διερευνώνται με τα γνωστά κριτήρια και συσκευές για
εδάφη και βράχους.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα έργων μεγάλης κλίμακας που πραγματοποιούνται


διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες και σε σχηματισμούς της μεταβατικής ζώνης είναι οι
σήραγγες. Οι εργαστηριακές και επιτόπου δοκιμές που εκτελούνται κατά το
σχεδιασμό και μελέτη των υπόγειων αυτών έργων (όπως και όλων των έργων
γενικότερα) θα πρέπει να έχουν ως στόχο τον όσο το δυνατόν ακριβέστερο και
ρεαλιστικότερο προσδιορισμό των φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών των
σχηματισμών αυτών.

Ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των τάσεων
στη βραχομάζα κοντά στο μέτωπο μιας σήραγγας και ιδιαίτερα στην περιοχή της
οροφής αυτής είναι η μεταβολή της φυσικής κατάστασης (Ďurove et al, 1993). Έτσι,
η παραμόρφωση της διατομής λόγω της εκσκαφής εξαρτάται περισσότερο από την
αντοχή και τη φυσική κατάσταση της βραχομάζας, παρά από το βάθος της ίδιας της
σήραγγας. Οι υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής διάνοιξης επηρεάζουν τις
αναπτυσσόμενες τάσεις και συνεπώς τις ελαστικές και ελαστοπλαστικές
παραμορφώσεις της βραχομάζας.

Ο Attewell (1993) αναφέρει ότι οι “ασθενείς” βράχοι με αντοχή σε ανεμπόδιστη


θλίψη μεταξύ 1,25 και 5 MPa χρειάζονται σχεδόν πάντα ασπίδα ή άλλη προσωρινή
υποστήριξη κατά τη διάνοιξη της σήραγγας, ιδιαίτερα όταν εκτίθενται σε
ατμοσφαιρικές επιδράσεις και στο υπόγειο νερό.

Ο Hoek (1999) αναφέρει ότι κατά διάνοιξη σηράγγων μία βραζομάζα θα πρέπει
να θεωρείται “ασθενής”, όταν η επιτόπου αντοχή της σε ανεμπόδιστη θλίψη είναι
μικρότερη του ενός τρίτου της τάσης που ασκείται σε αυτή, καθώς ο παράγοντας που
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 18

φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ευστάθεια των υπόγειων εκσκαφών είναι ο
λόγος της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη προς τη μέγιστη επιτόπου επιβαλλόμενη
τάση. Στην περίπτωση που η επιτόπου επιβαλλόμενη τάση υπερβεί μια οριακή τιμή
τότε παρατηρείται η δημιουργία μιας ζώνης πλαστικής αστοχίας στη βραχομάζα. Η
διάμετρος της ζώνης αυτής και η παραμόρφωση της διατομής εξαρτώνται από τον
ανωτέρω λόγο. Έτσι, ο σχεδιασμός της υποστήριξης μιας σήραγγας θα πρέπει να έχει
ως στόχο τη μείωση αυτής της οριακής τιμής. Η πίεση που επιβάλλει η υποστήριξη
στη βραχομάζα εξαρτάται από την ακαμψία της ίδιας της υποστήριξης, τη φέρουσα
ικανότητά της και την απόσταση εφαρμογής της από το μέτωπο.

Σύμφωνα με τον Hoek (1999) η υποστήριξη ενεργεί περίπου σαν ένα σύστημα
ελατηρίων και η πίεση που ασκεί αυξάνεται με την αύξηση της παραμόρφωσης, μέχρι
την υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας του συστήματος. Στο μέτωπο της εκσκαφής
έχει ήδη συντελεστεί περίπου το ένα τρίτο των συνολικών παραμορφώσεων.

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στην περίπτωση όπου ο “μαλακός”


βράχος παρουσιάζει ρηγματώσεις και ζώνες διάρρηξης. Για την εξασφάλιση της
ευστάθειας της εκσκαφής σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται η εφαρμογή ενός
συνδυασμού μέτρων υποστήριξης, όπως εκτοξευόμενου σκυροδέματος, πλαισίων,
αγκυρίων και δοκών προπορείας.

Η Επιτροπή Εργασίας ISSMFE ERTC9 (1997) προτείνει ότι για την εκσκαφή
σηράγγων σε “μαλακούς βράχους” θα πρέπει να προηγείται μία πλήρης και ενδελεχής
γεωτεχνική έρευνα. Η έρευνα αυτή θα πρέπει να στοχεύει στη γεωλογική κατάταξη
των σχηματισμών αυτών, στον προσδιορισμό της ορυκτολογικής και πετρογραφικής
σύστασης, των τυχόν συστημάτων ασυνεχειών, του βαθμού αποσάθρωσης, των
ρηγμάτων, της σκληρότητας, της θλιπτικής αντοχής, της διαβρωσιμότητας και της
φθοράς, της αντίστασής στις ατμοσφαιρικές και θερμοκρασιακές μεταβολές και της
αποδυνάμωσης κατά την προσρόφηση νερού. Επιπρόσθετα, για το σχεδιασμό της
άμεσης υποστήριξης των σχηματισμών αυτών θα πρέπει να προσδιορίζεται η
πυκνότητα, η παραμορφωσιμότητα, η αντοχή, λαμβάνοντας υπόψη και τις
ασυνέχειες, καθώς και η διογκωσιμότητα.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 19

2.3. Οι “μαργαϊκοί” σχηματισμοί – Εμπειρίες από τον Ελληνικό χώρο.

Όσον αφορά στους μαργαϊκούς σχηματισμούς ειδικότερα, οι μηχανικές τους


ιδιότητες επηρεάζονται σημαντικά από την ορυκτολογική τους σύσταση και το βαθμό
συγκόλλησης, αλλά και από το βαθμό αποσάθρωσης και διάρρηξης που υφίστανται.
Οι δεσμοί συγκόλλησης που αναπτύσσουν προέρχονται από την απόθεση
ανθρακικών ορυκτών, γεγονός που τους προσδίδει υψηλή διατμητική αντοχή, η οποία
συνήθως δεν αντιστοιχεί στον επιτόπου λόγο κενών. Χαρακτηριστικό των υλικών
αυτών είναι η απότομη μείωση της δυσκαμψίας τους μετά το όριο διαρροής (λόγω
διάσπασης των δεσμών) και η κατάρρευσή τους σε κατάσταση διαρροής, λόγω
σημαντικής μείωσης της διατμητικής αντοχής τους. Βέβαια, η εκτίμηση της
συμπεριφοράς τους θα πρέπει να βασίζεται τόσο στη φυσική τους αδυναμία, όσο και
σε δευτερεύοντα φαινόμενα, που σχετίζονται με τις εξωτερικές επιδράσεις
(θερμοκρασιακές μεταβολές, μεταβολές περιεχόμενης υγρασίας και καθεστώτος
τάσεων κτλ.).

Σύμφωνα με τον Καβουνίδη (1985) οι μάργες ανήκουν στην κατηγορία των


αργιλικών ημίβραχων και είναι συνήθως ρωγματωμένες (με μικρορωγματώσεις ή
στιλπνές επιφάνειες), με χαμηλή παραμένουσα αντοχή σε σχέση με τη μέγιστη,
μεγάλη ψαθυρότητα και άρα επικινδυνότητα για προοδευτική αστοχία.

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που προκύπτει στην προσπάθεια


ταξινόμησης των μαργαϊκών σχηματισμών είναι η δυσκολία ένταξης της
συμπεριφοράς τους σε γενικευμένους κανόνες, καθώς αυτή εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από τη γεωλογική ιστορία τους και την παρούσα κατάστασή τους. Για το λόγο
αυτό, τα δεδομένα που προκύπτουν από τις εργαστηριακές και επιτόπου δοκιμές
συνήθως παρουσιάζουν μεγάλη διασπορά, δυσκολεύοντας την ορθή και ρεαλιστική
εκτίμηση των παραμέτρων σχεδιασμού τους (Dounias et al, 1993).

Σε πολλές περιπτώσεις “μαλακών βράχων” παρατηρείται επίσης το φαινόμενο της


μεταβολής του όγκου τους, λόγω της ορυκτολογικής σύστασης και δομής τους (Bell
et al, 1993). Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται συνήθως σε αργιλικούς σχηματισμούς
(κυρίως σε διογκούμενες αργίλους και ειδικότερα αυτές της οικογένειας των
σμεκτιτών), με τις διαδικασίες της ενυδάτωσης και της ξήρανσης και δημιουργούν
πολλές φορές μεγάλες ζημιές σε κατασκευές.
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 20

Όσον αφορά στον Ελληνικό χώρο, στην κατηγορία των “σκληρών εδαφών –
μαλακών βράχων” εντάσσονται τα ιζήματα των νεογενών λεκανών (μεταλπικοί
σχηματισμοί), με συχνές εναλλαγές των επιμέρους φάσεών τους, όπως είναι οι
μάργες, οι ψαμμίτες και τα κροκαλοπαγή. Τα ιζήματα αυτά συναντώνται σε όλο τον
Ελληνικό χώρο, παρόλα αυτά όμως η συμπεριφορά τους γενικότερα και ειδικότερα
στα μεγάλα τεχνικά έργα σε σχέση τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά τους και
την ορυκτολογική σύσταση και δομή τους δεν έχει πλήρως αποτυπωθεί και
κατανοηθεί.

Κύριο χαρακτηριστικό όλων των μαργαϊκών σχηματισμών είναι η σημαντική


παρουσία των ανθρακικών ορυκτών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει διεθνώς καθορισμένο
εύρος διακύμανσης του περιεχόμενου ποσοστού αυτών. Έτσι, ενώ ο Pettijohn (Bell,
1983, από Dounias et al, 1993) αναφέρει ότι το ανθρακικό ασβέστιο στις μάργες θα
πρέπει να κυμαίνεται από 35 έως 65%, υπάρχουν και μαργαϊκά υλικά με πολύ
χαμηλότερα ποσοστά (όπως η μάργα του Keuper, με ποσοστό ανθρακικών 20%). Οι
Sambatakakis et al (1993) αναφέρουν πως οι ιζηματογενείς μάργες της Αθήνας
παρουσιάζουν στις περισσότερες περιπτώσεις καλή συμπεριφορά λόγω του
αυξημένου ποσοστού σε ανθρακικό ασβέστιο.

Ανάμεσα στα πρώτα νεογενή ιζήματα του Ελληνικού χώρου που μελετήθηκαν
ήταν η μάργα του Πειραιά, για την οποία η Επιστημονική Επιτροπή Εδαφομηχανικής
και Θεμελιώσεων του ΤΕΕ πραγματοποίησε Ημερίδα, τα πρακτικά της οποίας
περιέχονται στον τόμο “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ,
1985. Χαρακτηριστικό των μαργών αυτών είναι η παρουσία διάφορων μεταβατικών
λιθολογικών τύπων, οι οποίοι προκύπτουν κυρίως από τη μεταβολή του ποσοστού της
άμμου και των ανθρακικών κλασμάτων (ασβεστίτη – δολομίτη). Παράλληλα βέβαια
εκδηλώνονται και δευτερογενείς μεταβολές, που οφείλονται στη δράση παραγόντων
εξαλλοίωσης και αποσάθρωσης (Ανδρονόπουλος, 1985). Οι μηχανικές τους ιδιότητες
και συμπεριφορά επηρεάζονται από τη δευτερογενή αυξημένη διαγένεση λόγω
υπερκειμένων (τεταρτογενείς αποθέσεις), τη δράση του υπογείου νερού, τη
στρωσιγένεια, το αραιό δίκτυο διαρρήξεων και την παρουσία ενστρώσεων
αργιλοϊλύος ή χαλαρής άμμου.

Πιο συγκεκριμένα, η μάργα του Πειραιά εκπροσωπεί ως συνολικός όρος μία


ακολουθία εναλλασσόμενων στρώσεων ασβεστιτικής μάργας, μαργαϊκού
ΚΕΦ. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΕΔΑΦΗ – ΜΑΛΑΚΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ

Σελίδα: 21

ασβεστολίθου, ασβεστιτικού ή/και μαργαϊκού ψαμμίτη, κροκαλοπαγούς με


ενστρώσεις ιλυολίθου, αργιλοϊλύος, κιμωλίας, αργίλου κλπ. (Κωστόπουλος, 1985).

Οι μαργαϊκοί ψαμμίτες και οι μάργες χαρακτηρίζονται από διαφορές που


προέκυψαν κατά την ιζηματογένεση και οφείλονται στην επικράτηση κατά χρονικά
διαστήματα των περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερών υλικών. Αντιθέτως, οι μάργες
και οι μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι χαρακτηρίζονται από διαφορές που προέκυψαν κατά
την αποσάθρωση και οφείλονται στο εναπομένον κατά τη διάλυση ανθρακικό
ασβέστιο. Το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου παρατηρήθηκε ότι αυξάνεται με το
βάθος, κυρίως στα ανώτερα 15m από την επιφάνεια, ενώ ο βαθμός συγκόλλησης,
καθώς και ο βαθμός διάλυσης λόγω αποσάθρωσης ελέγχουν τη συμπεριφορά των
σχηματισμών αυτών. Στους υψομετρικά ανώτερους ορίζοντες, όπου και η ουσιαστική
ζώνη αποσάθρωσης, το υλικό παρουσιάζεται γεωτεχνικά ως ενδιάμεσο μεταξύ
“εδάφους” και “βράχου”, με μεταβαλλόμενο και τοπικά εξαρτώμενο βαθμό
συγκόλλησης και υπερστερεοποίησης.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η μάργα του Πειραιά θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται


γεωτεχνικά ως μαλακός βράχος, ως υλικό δηλαδή του οποίου η συμπεριφορά δεν
ελέγχεται ουσιαστικά από τη δρώσα τάση και με αυξανόμενη τη σημασία των
ασυνεχειών, για μία “τιμή σύμβασης” της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη της τάξης
των 4 MPa.

Όσον αφορά στους μαργαϊκούς σχηματισμούς του Νομού Αχαΐας, γεωγραφικό


χώρο στον οποίο εκπονήθηκε και η διατριβή αυτή, έχουν έντονη συνδετική ύλη από
άργιλο και ασβεστίτη, η οποία περιβάλλει τους συνήθως μικρού μεγέθους κόκκους
των σύνδρομων ορυκτών (Koukis and Rozos και Rozos and Koukis, 1993). Ο τύπος
της αργίλου και των ορυκτών, καθώς και η διάταξη στο σκελετό των υλικών φαίνεται
να επηρεάζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά αυτών, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται
τόσο σαν πολύ στιφρά έως σκληρά εδάφη, όσο και σαν ασθενείς έως μέτρια σκληροί
βράχοι.

Τέλος, σημειώνεται ότι πολλές εργασίες που αφορούν στον Ελληνικό χώρο
αναφέρονται διεξοδικά στα επιμέρους κεφάλαια της διατριβής, λόγω ειδικού
ενδιαφέροντος.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 23

3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ

3.1. Γενικά

Το έργο αυτό κατασκευάσθηκε από την Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων


ΕΥΔΕ – Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ την περίοδο από 1996 έως 2003 και είναι
μεγάλης σπουδαιότητας για την πόλη των Πατρών, το Νομό Αχαΐας, αλλά και τη
Δυτική Πελοπόννησο, γιατί μειώνει τον κυκλοφοριακό φόρτο του αστικού και
περιαστικού δικτύου της πόλης και αναλαμβάνει την κυκλοφορία από και προς το
Νέο Λιμένα αυτής μέσω τεσσάρων ανισόπεδων κόμβων, ενώ παράλληλα
ελαχιστοποιεί το χρόνο διέλευσης από την Πάτρα (Σχήμα 3.1). Σήμερα, βρίσκεται σε
εξέλιξη η κατασκευή των συνδετήριων προς την πόλη και το λιμάνι οδών σε
επέκταση των υφιστάμενων ανισόπεδων κόμβων.

Το μήκος της αρτηρίας είναι 18,5 km, μαζί δε με τους κόμβους και τις οδούς
εξυπηρέτησης το μήκος αυτής φθάνει τα 63,1 km, ενώ μαζί και με τις συνδετήριες
οδούς θα φθάσει τελικώς τα 81,4 km.Αποτελεί έργο με πολλές ιδιαιτερότητες και
δύσκολο τεχνικά, τόσο λόγω μορφολογικού αναγλύφου και γεωλογικής σύστασης και
δομής των σχηματισμών της περιοχής, αλλά και λόγω της σημασίας που δόθηκε στην
προστασία του περιβάλλοντος, με στόχο να μείνει σχεδόν ανέπαφη η ζώνη που
περιβάλλει ανατολικά την πόλη. Έτσι, σε μήκος τμήματος μόνο 8 km περίπου,
γνωστό ως τμήμα Κ1-Κ4, περιλαμβάνονται οκτώ (8) διπλές σήραγγες συνολικού
μήκους 4.700m απλού κλάδου, πέντε (5) διπλές κοιλαδογέφυρες, συνολικού μήκους
2.700m απλού κλάδου, ενώ παράλληλα η αρτηρία διέρχεται και από τον παλαιό
σκουπιδότοπο της πόλης των Πατρών σε μήκος 400m.

Όσον αφορά στα υπόγεια τεχνικά έργα σημειώνεται ότι έχει ιδιαίτερη
επιστημονική σημασία η κατασκευή τους σε δυσχερείς γεωλογικούς σχηματισμούς,
όπως είναι αυτοί των “νεογενών” ιζημάτων, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί
πρωτόγνωρη εμπειρία για τα Ελληνικά δεδομένα. Ειδικότερα, εφαρμόσθηκε μέθοδος
εύκαμπτης αντιστήριξης για πρώτη φορά παγκοσμίως σε τέτοιους σχηματισμούς
καθώς και μέθοδος ολομέτωπης διάνοιξης για πρώτη φορά στη χώρα μας σε οδικές
σήραγγες.

Γενικά, ο σχεδιασμός ενός υπόγειου έργου βασίζεται στις γεωλογικές –


τεχνικογεωλογικές συνθήκες της περιοχής στην οποία φιλοξενείται, για τη
διερεύνηση των οποίων απαιτείται λεπτομερής γεωλογική και γεωτεχνική έρευνα,
που περιλαμβάνει χαρτογραφήσεις, γεωτρήσεις, εργαστηριακές και επιτόπου δοκιμές,
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 24

ανάλυση και αξιολόγηση όλων των στοιχείων και σύνταξη των αντίστοιχων
μοντέλων (γεωλογικού και γεωτεχνικού) για την περιοχή.

Σχήμα 3.1. Διάταξη των έργων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ), (Πηγή: ΕΥΔΕ-
Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 25

Με βάση τα παραπάνω και λόγω της ιδιαιτερότητας των υπογείων αυτών έργων
θεωρήθηκε σκόπιμο να δοθούν συνοπτικά τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτών
σχετικά με τη γεωμετρία, τον τρόπο διάνοιξης, το μέσο – γεωλογικό περιβάλλον που
φιλοξενήθηκαν (από τεχνικογεωλογικής – γεωτεχνικής πλευράς), τα προβλήματα που
προέκυψαν και τα μέτρα υποστήριξης που λήφθηκαν. Έτσι, η περιγραφή των έργων
αυτών ξεκινά από την αρχή της αρτηρίας (περιοχή Μποζαΐτικων) και συνεχίζεται
προς νότον.

3.2 Υπόγεια έργα στην περιοχή Μποζαΐτικα

3.2.1. Περιγραφή των έργων

Το έργο περιλαμβάνει στο αρχικό τμήμα C+C (Cut and Cover – Τμήμα με
εκσκαφή και επανεπίχωση) σε δύο κλάδους, μήκους 175 m (Χ.Θ. 1+720 έως Χ.Θ.
1+895) και στη συνέχεια τη δίδυμη σήραγγα “Αγ. Βαρβάρα” από Χ.Θ. 2+005 έως
Χ.Θ. 2+642 (δεξιός κλάδος) και από Χ.Θ. 2+005 έως Χ.Θ. 2+709 (αριστερός κλάδος)
(Φωτογραφίες 3.1, 3.2).

Η διατομή κάθε κλάδου είναι τοξοειδής, πλάτους 10.2m και ύψους 9.6 m και
εμβαδού 111m2. Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κλάδους είναι μεγαλύτερη των
15m, ενώ το ύψος των υπερκειμένων κυμαίνεται από 5 έως 57m (Sofianos et al,
1999).

Ανάδοχος του έργου ήταν η Τεχνική Εταιρία Κ.Ι. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.,


ενώ για τη μελέτη και κατασκευή συνεργάστηκαν το Νορβηγικό Γεωτεχνικό
Ινστιτούτο του Όσλο (NGI) και ο Όμιλος Συμβούλων Axon Ltd. Οι γεωλογικές –
γεωτεχνικές έρευνες και αξιολογήσεις εκτελέσθηκαν από την Εδαφομηχανική ΕΠΕ.

3.2.2. Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης

Με βάση τις γεωλογικές – τεχνικογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες που


διερευνήθηκαν στο πλαίσιο μελέτης του έργου διαπιστώθηκε η ύπαρξη των
παρακάτω προβλημάτων (βλέπε τεχνικογεωλογικό – γεωτεχνικό χάρτη και
γεωτεχνικές τομές):
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 26

Φωτογραφία 3.1. Γενική άποψη του έργου στην περιοχή Μποζαΐτικα (βόρεια είσοδος). Σε πρώτο
πλάνο είναι το συνώνυμο C+C, μετά την επανεπίχωση και τελική διαμόρφωσή του, ενώ στο βάθος
διακρίνεται η είσοδος της δίδυμης σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”, που διαπερνά τα υψηλά υπερκείμενα της
λοφοειδούς έξαρσης, και ο αντηριδωτός τοίχος αντιστήριξης στα αριστερά, για την προστασία των
υψηλών και απότομων πρανών των Διλλουβιακών κροκαλοπαγών.

Φωτογραφία 3.2. Νότιο τμήμα της παραπάνω δίδυμης σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών
υπερκειμένων, που διαχωρίζεται όπως φαίνεται απότομα, πιθανά λόγω ρήγματος, με αυτή των υψηλών
υπερκειμένων. Στη ζώνη αυτή έχουν εκδηλωθεί παλαιότερα μετακινήσεις μαζών κυκλοειδούς μορφής,
που σε συνδυασμό με τον έντονο κερματισμό και αποσάθρωση την καθιστούν πολύ ευαίσθητη σε σχέση
με το υπόγειο τεχνικό έργο. Για το λόγο αυτό πέραν των δυσκολιών στη διάνοιξη, στο μέτωπο εξόδου
κατασκευάσθηκε πασσαλότοιχος, ενώ στη συνέχεια ο αριστερός κλάδος προπορεύεται του δεξιού με
C+C.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 27

- Το C+C διανοίχθηκε κυρίως στους σχηματισμούς του Διλουβιακού


κροκαλοπαγούς (ενότητα 8 του χάρτη), ενώ αποκαλύφθηκαν και αυτοί της
“Aνώτερης” και “Kατώτερης” ενότητας (ενότητες 11 και 12 αντίστοιχα του
χάρτη). Η κύρια σήραγγα διανοίχθηκε κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στην
“Kατώτερη” ενότητα και στα τμήματα εισόδου και εξόδου, τα οποία αποτελούν
και τις περιοχές χαμηλών υπερκειμένων (μέχρι 15m πάχος) συμμετείχαν οι
σχηματισμοί της “Aνώτερης” ενότητας, καθώς και της Mεταβατικής ζώνης
(βλέπε γεωτεχνικές τομές, Σχήματα 7.5, 7.6). Οι σχηματισμοί και των δύο αυτών
ενοτήτων παρουσιάζουν ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης σημαντικού
πάχους, γεγονός που αναδεικνύει τη δυσκολία υποστήριξης στις περιοχές
χαμηλών υπερκειμένων.
- Στους παραπάνω σχηματισμούς, ακόμα και σε αυτούς της “Kατώτερης” ενότητας
διαπιστώθηκε η παρουσία αμμωδών οριζόντων, φακοειδούς κυρίως μορφής και
πάχους συνήθως μέχρι 3m, οι οποίοι κατά τη διάνοιξη ήταν πιθανό να οδηγήσουν
σε καταπτώσεις περιορισμένης ή και διευρυμένης κλίμακας. Επιπλέον, οι
αμμώδεις αυτοί ορίζοντες ήταν κορεσμένοι με νερό και αποτελούσαν ως εκ
τούτου επικρεμάμενους υδροφόρους, με αποτέλεσμα την πιθανότητα εμφάνισης
κατά τη διάνοιξη ροής νερού, από μερικές σταγόνες μέχρι υδροφορία υψηλής
πίεσης.
- Η παρουσία σειράς ρηγμάτων, που διαμορφώνουν κλιμακωτή και απότομη
μορφολογία στη λοφοειδή έξαρση των σηράγγων και κυρίως στη ζώνη χαμηλών
υπερκειμένων στο τμήμα εξόδου καθιστούσαν πιθανό τον κίνδυνο ενεργοποίησής
τους, λόγω και της υψηλής σεισμικότητας της περιοχής. Στη ζώνη μάλιστα των
χαμηλών υπερκειμένων παρατηρήθηκαν φαινόμενα παλαιότερων κατολισθητικών
κινήσεων, η έκταση και το βάθος των οποίων διερευνήθηκε με την εκτέλεση
γεωτρήσεων και την τοποθέτηση αποκλισιομέτρων και πιεζομέτρων.

Για τη διάνοιξη της σήραγγας επιλέχθηκε η Νορβηγική Μέθοδος (Ν.Μ.Τ.), η


οποία βασίζεται στο σύστημα ταξινόμησης της βραχόμαζας Q, το οποίο προτάθηκε
αρχικά από τους Barton et al (1974) του Norwegian Geotechnical Institute (NGI). Το
σύστημα αυτό ταξινόμησης καθορίζεται από έξι παραμέτρους που μπορούν να
προσδιοριστούν κατά την αρχική έρευνα και να επαναπροσδιοριστούν αν χρειαστεί
κατά την εκσκαφή. Οι παράμετροι αυτοί είναι το RQD, ο συντελεστής τραχύτητας
των ασυνεχειών Jr, ο συντελεστής μείωσης νερού στις ασυνέχειες Jw, ο αριθμός των
συστημάτων ασυνεχειών Jn, ο συντελεστής αλλοίωσης της ασυνέχειας Ja και ο
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 28

συντελεστής απομείωσης τάσεων SRF (Chryssanthakis et al, 1998). Οι τιμές της


παραμέτρου Q που προκύπτoυν τελικά, βάσει των οποίων καθορίζεται και το
σύστημα υποστήριξης, κυμαίνονται γενικά από 0.01 για σχηματισμούς με ιδιαίτερα
χαμηλές μηχανικές παραμέτρους, έως και 1000 για υγιείς βράχους υψηλής αντοχής.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα” οι τιμές του Q για τα
ιζήματα της “Kατώτερης ενότητας” εκτιμήθηκε ότι κυμαίνονται από 0.1 έως 0.3.

Από την αξιολόγηση όλων των ανωτέρω στοιχείων προέκυψε ότι η εκσκαφή της
δίδυμης σήραγγας δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε μία και μόνο φάση
(ολομέτωπη διάνοιξη) λόγω της φύσης των σχηματισμών, σε συνδυασμό με το
μέγεθος της διατομής. Επιλέχθηκε έτσι τελικά η διάνοιξη της δίδυμης σήραγγας με
μηχανικά μέσα και σε τρεις επιμέρους φάσεις, την εκσκαφή του θόλου (Α φάση), του
δαπέδου της σήραγγας (Β.Ι φάση) και του ανεστραμμένου τόξου (Β.ΙΙ φάση). Με τον
τρόπο αυτό μπορούν να περιοριστούν οι υπερεκσκαφές, η διατάραξη και η
μικρορηγμάτωση του σχηματισμού (Φωτογραφία 3.3).

Φωτογραφία 3.3. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302) διακρίνονται καθαρά οι Α’ και ΒΙ φάσεις της
εκσκαφής. Η διάνοιξη γίνεται με μηχανικά μέσα, ενώ στο τμήμα της οροφής φαίνονται τα προσωρινά
μέτρα υποστήριξης.

Συνολικά εφαρμόσθηκαν τρεις τύποι διατομών εκσκαφής, η διατομή “Ε” στις


περιοχές των στομίων της σήραγγας, η διατομή “F” στα τμήματα με ύψος
υπερκειμένων έως 20m και η διατομή “S” στα τμήματα με πάχος υπερκειμένων
μεγαλύτερο των 20m. Η διαφοροποίηση των διατομών αυτών είχε να κάνει με τα
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 29

μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν και δεν αφορούσε στη γεωμετρία της
διατομής.

Τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν γενικά κατά την εκσκαφή


ήταν τα ακόλουθα, Σχήμα 3.2, (Sofianos and Aranitis, 1997, Sofianos et al, 1999) :

Αγκύρια 300ΚΝ,
L=4m

Εκτοξευόμενο
σκυρόδεμα 20 cm
Αγκύρια για τα RRS

Άνω Ημιδιατομή

Βαθμίδα

Ανεστραμμένο
τόξο Τελική επένδυση
40 cm

Σχήμα 3.2. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σήραγγας Μποζαΐτικων “Αγ.
Βαρβάρα”, στην οποία φαίνονται τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.

- Δοκοί προπορείας (forepoles), μήκους 12m και διαμέτρου 106mm στη διατομή
τύπου “E” (Φωτογραφία 3.4).
- Εκτοξευόμενο ινοπλισμένο S(fr) ή μη ανά θέσεις σκυρόδεμα πάχους 15 έως 25cm
ανάλογα.
- Αγκυρώσεις πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 4m και φορτίου θραύσης Pu=30tn.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 30

Φωτογραφία 3.4. Διακρίνεται η τυπική διάταξη των δοκών προπορείας (fore poling) σε καμπύλο τόξο
περίπου 50˚, κατά τις προετοιμασίες διάνοιξης της εισόδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”. Φαίνονται
χαρακτηριστικά τα διατρήματα και οι σωλήνες που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά, ενώ στο στάδιο αυτό δεν
έχει γίνει ακόμη η εισπίεση του ενέματος. Εμφανής είναι επίσης η εφαρμογή εκτοξευόμενου
σκυροδέματος πάνω από μεταλλικό πλέγμα.

- Ενισχυμένοι δοκοί εκτοξευόμενου σκυροδέματος (RRS) στις διατομές τύπου “F”


και “S” (Σχήμα 3.3 και Φωτογραφία 3.5). Πρόκειται για μέθοδο, που εφαρμόζεται
κατά κύριο λόγο στη Νορβηγία, σε περιπτώσεις χαμηλού πάχους υπερκειμένων ή
έντονα διακλασμένου υλικού, όπου το εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και τα αγκύρια δεν
επαρκούν για την ανάληψη των επιβαλλόμενων φορτίων (Chryssanthakis et al,
1998). Αναφέρεται στη δημιουργία δοκών πλάτους 30cm από εκτοξευόμενο
σκυρόδεμα ανά 2 έως 4m περίπου στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπλισμένων με
πέντε πρόσθετες χαλύβδινες ράβδους Φ20 .
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 31

Σχήμα 3.3. Διαμήκης και εγκάρσια τομή της επένδυσης άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκε,
όπου φαίνεται η τοποθέτηση των RRS και ειδικότερα: 1) Ινοπλισμένο
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα S(fr), 2) και 5) Εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, 3) αγκύρια, 4)
ράβδοι RRS.

Φωτογραφία 3.5. Στη φωτογραφία αυτή (Α.Κ. 2+302, Β.Ι φάση εκσκαφής) φαίνεται η εφαρμογή των
RRS. Συγκεκριμένα διακρίνονται οι κύριοι οπλισμοί (ράβδοι) και ο κατασκευαστικός οπλισμός σύνδεσης
αυτών (εγκάρσια ράβδος). Στο ανώτερο τμήμα της φωτογραφίας (Α’ φάση εκσκαφής) φαίνεται η τελική
κάλυψη του RRS με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (συμβατικό), ενώ στην ίδια θέση διακρίνεται και το
μάτισμα των ράβδων του RRS από την Α’ στη Β.Ι. φάση εκσκαφής.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 32

- Μεταλλικά πλαίσια διατομής ΙΡΒ160 αντί για τις δοκούς RRS, σε θέσεις χαμηλών
υπερκειμένων και στα στόμια των σηράγγων (διατομή τύπου “Ε”), όπου τα
μειωμένα μηχανικά χαρακτηριστικά των σχηματισμών απαιτούσαν τη βαρύτερη
υποστήριξη αυτών (Φωτογραφία 3.6.).

- Μεταλλικό πλέγμα Τ146 ανά θέσεις

Φωτογραφία 3.6. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται τμήμα του έργου, στο οποίο διακρίνονται οι δοκοί
προπορείας, τα μεταλλικά πλαίσια με την ανάλογη επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, στο βάθος δε
διακρίνεται το μέτωπο εκσκαφής, όπου οι σχηματισμοί είναι σε εναλλαγές, με οριζόντια σχεδόν στρώση
και έντονη την παρουσία του αμμώδους στοιχείου.

3.3. Υπόγεια έργα ΣΑ και ΣΒ

3.3.1. Περιγραφή των έργων

Οι σήραγγες ΣΑ και ΣΒ ακολουθούν χιλιομετρικά τη σήραγγα Μποζαϊτικων -


“Αγ. Βαρβάρα”, συνδέονται δε μεταξύ τους με την κοιλαδογέφυρα Γ5, μήκους 385
περίπου μέτρων (Φωτογραφίες 3.7 και 3.8). Η σήραγγα ΣΑ εκτείνεται από τη Χ.Θ.
2+898 έως Χ.Θ. 3+101 για τον αριστερό κλάδο (μήκους 203m) και από Χ.Θ.
2+873,91 έως Χ.Θ. 3+084,74 για το δεξιό κλάδο (μήκους 210,83m). Αντίστοιχα, η
σήραγγα ΣΒ εκτείνεται από Χ.Θ. 3+542 έως Χ.Θ. 3+717 για τον αριστερό κλάδο
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 33

(μήκους 175m) και από Χ.Θ. 3+486,8 έως Χ.Θ. 3+699,04 για το δεξιό κλάδο (μήκους
212,24m).

Φωτογραφία 3.7. Οι δίδυμες σήραγγες ΣΑ (έξοδος, νότιο μέτωπο) στη συνέχεια των σηράγγων “Αγ.
Βαρβάρα” της φωτογραφίας 3.2. Υπό κατασκευή προς νότο φαίνεται η μεγάλη γέφυρα Γ5 και στη
συνέχεια (κάτω άκρο της φωτ.) οι σήραγγες ΣΒ. Με το πλέγμα των έργων αυτών επιδιώχθηκε η
μικρότερη δυνατή παρέμβαση στο περιβάλλον και την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής.

Η διατομή των σηράγγων έχει ύψος 11m και πλάτος 13m (εμβαδού 105m2) και η
απόσταση ανάμεσα στους δύο κλάδους κυμαίνεται από 22 έως 29m. Το ύψος
υπερκειμένων κυμαίνεται από 6 έως 27m από την οροφή του έργου και για τις δύο
σήραγγες (Zacas and Rahaniotis, 2000).

Ανάδοχος του έργου ήταν η Τεχνική Εταιρία ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε., ενώ οι


μελέτες εκπονήθηκαν από το μελετητικό γραφείο Πανγαία ΕΠΕ.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 34

Φωτογραφία 3.8. Βόρειο μέτωπο των σηράγγων ΣΒ, στη συνέχεια της γέφυρας Γ5. Η διαμόρφωση των
στομίων στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων έγινε μέσω C+C και στη συνέχεια η ευστάθεια των
πρανών στα υψηλά υπερκείμενα εξασφαλίσθηκε με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα (βλέπε φωτογραφίες 3.9 και
3.12).

3.3.2 Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης.

Οι σήραγγες ΣΑ και ΣΒ διανοίχθηκαν στο μεγαλύτερο τμήμα τους στα ιζήματα


της “Κατώτερης” ενότητας, με την “Ανώτερη” ενότητα και τη Μεταβατική ζώνη να
εμφανίζονται στις περιοχές εισόδου και εξόδου, οι οποίες αποτελούν συγχρόνως και
περιοχές χαμηλών υπερκειμένων (βλέπε τεχνικογεωλογικό – γεωτεχνικό χάρτη,
γεωτεχνικές τομές και φωτογραφία 3.9).

Με βάση τις γεωλογικές – τεχνικογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες που


διερευνήθηκαν στο πλαίσιο μελέτης του έργου διαπιστώθηκε η ύπαρξη των
παρακάτω προβλημάτων:
- Οι κύριοι γεωλογικοί σχηματισμοί που συναντήθηκαν κατά τις έρευνες ήταν τα
Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα της “Κατώτερης” ενότητας, τα οποία
αποτελούνται κυρίως από αργιλικές μάργες- αργιλόμαργες με αμμώδεις και
ιλυώδεις ενστρώσεις. Τα υλικά αυτά αναμένονταν στο σύνολό τους μάλλον
στιφρά, με εξαίρεση την ανώτερη ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης πάχους
έως περίπου 3m. Η θέση, ο προσανατολισμός και το πάχος των άμμο-ιλυωδών
ενστρώσεων θεωρήθηκε ότι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 35

του υλικού αυτού κατά τη διάνοιξη της σήραγγας, καθώς διακόπτουν τη


συνέχειά του και επιτρέπουν την κυκλοφορία νερού.

Φωτογραφία 3.9. Σήραγγα ΣΑ, αριστερός κλάδος – βόρειο μέτωπο. Φαίνεται η διαμόρφωση της
ζώνης χαμηλών υπερκειμένων του στομίου, με τις σειρές πασσαλοστοιχιών εκατέρωθεν.

- Οι συχνές ενστρώσεις αμμωδών κυρίως οριζόντων πάχους από μερικά χιλιοστά


έως και μεγαλύτερες των 30cm που παρατηρήθηκαν εγκυμονούσαν τον κίνδυνο
μικρών ή και μεγαλύτερου εύρους ασταθειών, με τη δημιουργία ροής υλικού
μέσα στη σήραγγα κατά την εκσκαφή, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ήταν
πλήρως κορεσμένες.

- Η σήραγγα ΣΒ αναμενόταν να συναντήσει σχηματισμούς της “Ανώτερης”


ενότητας των ιζημάτων σε μεγαλύτερο τμήμα και οι συνθήκες διάνοιξης,
ιδιαίτερα στο στόμιο εξόδου αυτής θεωρήθηκαν δυσμενέστερες σε σχέση με τη
σήραγγα ΣΑ, λόγω κυρίως και της παρουσίας πολλών ενδιάμεσων αμμωδών
οριζόντων.

- Σε ορισμένες περιοχές διαπιστώθηκε η ύπαρξη απολιθωματοφόρων οριζόντων


μέσα στη μάζα των ιζημάτων της “Κατώτερης” ενότητας, καθώς και οργανικών
κατά θέσεις. Το γεγονός αυτό αναμενόταν να επηρεάσει την πλαστικότητα του
υλικού με απότομες μεταβολές αυτής, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της
μηχανικής του συμπεριφοράς.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 36

- Η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα συναντήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις


χαμηλότερα από την ερυθρά και σε ελάχιστο βάθος περίπου 2.5m από αυτή.

- Η παρουσία ρηγμάτων, κυρίως στο τμήμα των στομίων εξόδου της σήραγγας
ΣΒ, τα οποία αλλοιώνουν τη συνέχεια της στρωσιγένειας των υλικών και
καθιστούν πιθανό τον κίνδυνο ενεργοποίησής τους, λόγω και της υψηλής
σεισμικότητας της περιοχής.

Η εκσκαφή των σηράγγων βασίστηκε στη Νέα Αυστριακή Μέθοδο (ΝΑΤΜ),


βασική αρχή της οποίας αποτελεί η μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση της βραχομάζας
για αυτοϋποστήριξη, πραγματοποιήθηκε δε με μηχανικά μέσα σε τρία στάδια, την Α’
φάση εκσκαφής του θόλου, με ύψος 5.8m, τη Β’ φάση με ύψος εκσκαφής τα 4m και
τέλος την εκσκαφή του ανεστραμμένου τόξου (ύψους 1.2m) (Φωτογραφίες 3.10 και
3.11). Το βήμα εκσκαφής ήταν 1m για την Α’ φάση και από 1.8 έως 4m για τη Β’ και
Γ’ φάση (Zakas and Rahaniotis, 2000).

Φωτογραφία 3.10. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – αριστερός κλάδος. Διακρίνονται οι φάσεις
εκσκαφής, τα μεταλλικά πλαίσια και τα αγκύρια.

Η επιλογή των μέτρων άμεσης υποστήριξης εξαρτάται γενικά από τα μηχανικά


χαρακτηριστικά του σχηματισμού, τη γεωμετρία της διατομής, τα τεχνικά
χαρακτηριστικά των διαφόρων συστημάτων υποστήριξης και την μέθοδο εκσκαφής
που υιοθετείται σε κάθε περίπτωση.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 37

Φωτογραφία 3.11. Σήραγγα ΣΑ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Φαίνεται η εκσκαφή στους
σχηματισμούς της “Κατώτερης ενότητας” – 12 για την κατασκευή του ανεστραμμένου τόξου. Στο
αριστερό της φωτογραφίας (απότομα πρανή) διακρίνονται οι φάσεις της “Ανώτερης ενότητας” – 11.

Για την υποστήριξη της σήραγγας ΣΑ χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα μέτρα,


Σχήμα 3.4, (Zakas and Rahaniotis, 2000):

- lattice girders 95/32/25 ανά 0.6 έως 1.0m.


- εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 25 με 30cm αμέσως μετά την εκσκαφή, για
την αποφυγή απώλειας υγρασίας του υλικού και μείωσης των μηχανικών του
χαρακτηριστικών.
- πλέγμα Τ131
- αγκύρια πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 6m και Pu=44tn στις παρειές της Α’
φάσης εκσκαφής, ενώ για τη στήριξη των πλαισίων στα elephant feet
χρησιμοποιήθηκαν αγκύρια πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 7m και Pu =
11tn.

H διάνοιξη της σήραγγας ΣΒ βασίσθηκε στα ίδια μέτρα άμεσης υποστήριξης με


τη σήραγγα ΣΑ, με τη διαφορά ότι σε αυτήν έγινε επιπρόσθετα χρήση forepoles Ø25,
μήκους 5-6m (Φωτογραφία 3.12) στις περιοχές των στομίων και όπου αλλού αυτό
κρίθηκε απαραίτητο, κυρίως στα τμήματα εκείνα στα οποία συναντήθηκαν αμμώδεις
ενστρώσεις στην οροφή της διατομής (Πανγαία ΕΠΕ, 1998).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 38

Σχήμα 3.4. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, στην
οποία φαίνονται τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.

Φωτογραφία 3.12. Σήραγγα ΣΒ, βόρειο μέτωπο – δεξιός κλάδος. Διαμόρφωση όλου του πρανούς με
την επένδυση από εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, αγκύρια, πλέγμα, οπές αποστράγγισης και τοποθέτηση
δοκών προπορείας στο στόμιο.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 39

3.4 Υπόγειο έργο περιοχής Αρχαιολογικού Χώρου (Σήραγγα Σ1 –


C+C - Σήραγγα ΣΓ).

3.4.1. Περιγραφή των έργων

Το έργο αυτό, μήκους περίπου 293m, συνδέεται στη συνέχεια μέσω ενός Cut and
Cover (μήκους περίπου 70m για το δεξιό και 50m για τον αριστερό κλάδο) με τη
σήραγγα ΣΓ (μήκους περίπου 80m για το δεξιό και 90m για τον αριστερό κλάδο)
(Φωτογραφίες 3.13, 3.14 και Σχήμα 3.5). Έτσι, το πλέγμα και των τριών αυτών
έργων εκτείνεται από τη Χ.Θ. 4+429 έως Χ.Θ. 4+861 για τον δεξιό κλάδο και από τη
Χ.Θ. 4+467 έως Χ.Θ. 4+891 για τον αριστερό κλάδο.

Φωτογραφία 3.13. Η φωτογραφία έχει ληφθεί μέσα από τη σήραγγα Σ1 και στο βάθος φαίνεται η
σήραγγα ΣΓ. Στο μεταξύ τους κενό έχει κατασκευασθεί C+C. Έτσι, το έργο αυτό του αρχαιολογικού
χώρου έχει στο σύνολό του υπογειοποιηθεί και αποτελεί μία ενότητα..

Ο παραπάνω σχεδιασμός υπογειοποίησης των έργων σε ενιαία ενότητα έγινε για


τη διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στο ανώτερο
μορφολογικά τμήμα της ζώνης αυτής.

Η διατομή της σήραγγας του Αρχαιολογικού χώρου, ανάλογη με αυτή της


μεγάλης σήραγγας του Γηροκομείου, έχει εμβαδό 105m2, ενώ το μέγιστο ύψος
υπερκειμένων είναι 48m (Sofianos et al, 1999).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 40

Ανάδοχος του έργου της σήραγγας αυτής ήταν η Κοινοπραξία ΑΕΓΕΚ –


ΤΡΙΤΩΝ ΙΙ, ενώ μελετητής του έργου ήταν το γραφείο ΟΜΕΤΕ Α.Ε. Οι γεωλογικές –
γεωτεχνικές έρευνες και μελέτες εκτελέσθηκαν από το γραφείο Κάστωρ ΕΠΕ.

Φωτογραφία 3.14. Είσοδος των σηράγγων Αρχαιολογικού Χώρου – Σ1 (βόρειο μέτωπο). Λόγω
δυσκολιών πρόσβασης η διάνοιξη του έργου έγινε από νότο προς βορρά, καθώς το πρανές αυτό είναι
απότομο, με ασταθή πετρώματα και στη βάση του διέρχεται ο ποταμός Μείλιχος,

Σχήμα 3.5. Τρισδιάστατη απεικόνιση του έργου του Αρχαιολογικού Χώρου (Σήραγγα Σ1, C+C,
σήραγγα ΣΓ).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 41

3.4.2 Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης σήραγγας


Αρχαιολογικού χώρου (Σ1).

Με βάση τις γεωλογικές – τεχνικογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες που


διερευνήθηκαν στο πλαίσιο μελέτης του έργου διαπιστώθηκαν τα εξής:

- Η διάνοιξη της σήραγγας έγινε σχεδόν στο σύνολό της στα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα των ενοτήτων 10, 11 και 12 του τεχνικογεωλογικού – γεωτεχνικού χάρτη
και των αντίστοιχων γεωτεχνικών τομών, με εξαίρεση την περιοχή της εισόδου,
όπου συναντήθηκαν πρόσφατες αποθέσεις πλευρικών κορημάτων και υλικών
παλαιών κατολισθήσεων. Στο νότιο ήμισυ του έργου επικρατεί η ενότητα 10 με
τη φάση του κροκαλοπαγούς και κατά θέσεις αμμο-αργιλώδεις ενστρώσεις
(Φωτογραφία 3.15). Τα κροκαλοπαγή αυτά χαρακτηρίζονται ως ημισυνεκτικά έως
πολύ συνεκτικά (Φωτογραφία 3.16).

Φωτογραφία 3.15. Νότιο μέτωπο των σηράγγων Αρχαιολογικού χώρου – Σ1. Οι σχηματισμοί είναι
αυτοί της ενότητας 10 και στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζονται ορίζοντες κροκαλοπαγών με
ενδιάμεσες αργιλοϊλυώδεις – αμμώδεις ενστρώσεις. Η ευστάθεια των μετώπων εξασφαλίστηκε με
πασσαλοστοιχίες και η διάνοιξη του στομίου με δοκούς προπορείας.

- Η γενική κλίση των στρωμάτων είναι προς τα ΝΔ/κά, ευμενής προς τον άξονα
των σηράγγων. Οι σχηματισμοί αυτοί αξιολογήθηκε ότι παρουσιάζουν κάποια
χαλάρωση μόνο στις ζώνες ρηγμάτων, καθώς και στις περιπτώσεις όπου το πάχος
τους είναι μικρό (ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης).
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 42

Φωτογραφία 3.16. Σήραγγα Σ1, νότιο τμήμα. Διακρίνεται το μέτωπο της προχώρησης (ολομέτωπη
διάνοιξη) στους πολύ συνεκτικούς σχηματισμούς της ενότητας 10, όπου είναι εμφανής η παρουσία
διάσπαρτων κροκαλών στα λεπτομερή υλικά, καθώς και η στρώση του σχηματισμού.

- Σύμφωνα με τις επιτόπου συνθήκες δεν αναμενόταν η παρουσία μόνιμου


υδροφόρου ορίζοντα σε στάθμες υψηλότερες από τα έργα. Η κυκλοφορία του
νερού, η οποία συναρτάται με τον κροκαλοπαγή σχηματισμό, εμφανίζεται μόνο
με τη μορφή επικρεμάμενων υδροφόρων στις επαφές του κροκαλοπαγούς με
υποκείμενους τοπικά ορίζοντες αδιαπέρατων λεπτομερών ενστρώσεων (οι οποίες
και αποσφηνώνονται πλευρικά). Έτσι, εμφάνιση κάποιας υδροφορίας αναμενόταν
περίπου από το μέσον της σήραγγας και προς την έξοδο αυτής (ιδιαίτερα στον
αριστερό κλάδο), ενώ στην περιοχή της εισόδου εκτιμήθηκε ότι η διακίνηση του
υπόγειου νερού θα ήταν συγκριτικά μικρότερη.

- Τα ρήγματα που καταγράφηκαν στην περιοχή έχουν διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ/κή και


ΒΑ-ΝΔ/κή, με τα τελευταία να χαρακτηρίζονται από νεοτεκτονική δράση.
Παρόλα αυτά δεν αξιολογήθηκαν ως επικίνδυνα, κυρίως λόγω του
προσανατολισμού τους σε σχέση με το έργο.

- Οι ασταθείς ζώνες λόγω παλαιότερων κατολισθήσεων κρίθηκε ότι επηρεάζουν


μόνο την επιφανειακή ζώνη των σχηματισμών και δεν επεκτείνονται μέχρι το
βάθος διάνοιξης των σηράγγων. Παρόλα αυτά η σήραγγα διέρχεται από μία
περιοχή με έντονο μορφολογικό ανάγλυφο, με παρουσία κατά θέσεις
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 43

επιφανειακών χαλαρών υλικών (κυρίως στις περιοχές των βορείων στομίων).


Έτσι, κρίθηκε ότι, καθώς τα υλικά αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε
εκδήλωση κατολισθήσεων, η μέθοδος διάνοιξης και υποστήριξης στις περιοχές
αυτές θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ελαχιστοποιεί τις εδαφικές
παραμορφώσεις.

Τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάνοιξη της


σήραγγας ήταν τα ακόλουθα:

- Δοκίδες προπορείας (forepoles) Ø3,5’’, μήκους 12m. κυρίως στις περιοχές


των στομίων εισόδου και εξόδου, καθώς και στις περιοχές χαμηλών
υπερκειμένων.
- Θυσιαζόμενα αγκύρια fiberglass 160ΚΝ, μήκους 12m, όπου χρειαζόταν.
- Χαλύβδινα πλαίσια ΗΕΑ 240 ανά 0.75 με 0.95m.
- Ινοπλισμένο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 30cm
- Ολοκλήρωση της σκυροδέτησης της μόνιμης επένδυσης του πυθμένα με την
προχώρηση (με οπλισμένο, έγχυτο σκυρόδεμα).

3.4.3 Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης σήραγγας ΣΓ.

Η σήραγγα ΣΓ αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, τμήμα της τελικής μορφής της


σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου, όπως αυτή έχει δοθεί σήμερα στην κυκλοφορία.
Εκτείνεται από τη Χ.Θ. 4+803,5 έως Χ.Θ. 4+891 για τον αριστερό κλάδο και από
Χ.Θ. 4+780 έως Χ.Θ. 4+861 για το δεξιό κλάδο.

Ανάδοχος του έργου ήταν η Τεχνική Εταιρία ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε., ενώ οι


μελέτες εκπονήθηκαν από το μελετητικό γραφείο Πανγαία ΕΠΕ.

Τα τεχνικογεωλογικά – γεωτεχνικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής είναι τα


ακόλουθα:

- Η σήραγγα ΣΓ διέρχεται από λοφοειδή περιοχή, όπου συναντώνται κυρίως


επιφανειακά και στα ανώτερα στρώματα οι φάσεις των παραπάνω
κροκαλοπαγών, ενώ υποκείμενοι βρίσκονται οι ορίζοντες των αργιλικών και
αργιλο-ϊλυωδών μαργαϊκών ιζημάτων της ενότητας 11 του τεχνικογεωλογικού-
γεωτεχνικού χάρτη (Φωτογραφία 3.17). Κατά τη μελέτη αξιολογήθηκε ότι τα
μηχανικά χαρακτηριστικά των σχηματισμών αυτών επηρεάζονται α) από το
βαθμό συμπύκνωσης και διαγένεσής τους, β) τη θέση, την έκταση και το πλήθος
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 44

των “ψευδοασυνεχειών” (μορφής στρωσιγένειας ή διακλάσεων) και γ) την


παρουσία, τη σχετική θέση και την έκταση στο χώρο των μαργαϊκών ενστρώσεων
(Πανγαία ΕΠΕ, 2001).

Φωτογραφία 3.17. Έξοδος των σηράγγων ΣΓ του Αρχαιολογικού χώρου. Στο ανάντη πρανές του
αριστερού κλάδου φαίνονται τα μεγάλου πάχους και με οριζόντια στρώση υλικά της ενότητας 10, από
συνεκτικά κυρίως ψηφιδοκροκαλοπαγή. Υποκείμενοι στο πρανές είναι οι σχηματισμοί της Ανώτερης
ενότητας-11. Αντίθετα, στο δεξιό κλάδο το πάχος των υπερκειμένων ήταν μικρό, έως και ανύπαρκτο.

- Όσον αφορά στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, εκτιμήθηκε πιθανότητα


εμφάνισης μικρής ροής νερού στον πυθμένα των σηράγγων, λόγω παρουσίας και
κίνησης νερού στην παρακείμενη μισγάγγεια, καθώς και τοπική εμφάνιση ζωνών
αυξημένης υγρασίας. Αυτό θεωρήθηκε ότι εγκυμονεί τον κίνδυνο χαλάρωσης των
υλικών του πυθμένα.

Η εκσκαφή της σήραγγας ΣΓ πραγματοποιήθηκε, όπως οι ΣΑ και ΣΒ, με βάση τη


Νέα Αυστριακή Μέθοδο (ΝΑΤΜ) με χρήση μηχανικών μέσων σε δύο φάσεις , την Α’
φάση εκσκαφής ύψους 5.8m και τη Β’ φάση εκσκαφής βαθμίδας και ανάστροφου
τόξου (Φωτογραφία 3.18).

Η ιδιαιτερότητα της σήραγγας ΣΓ είναι ότι, σύμφωνα με τη χάραξη του


αυτοκινητοδρόμου, σε ένα μήκος περίπου 60m, ο δεξιός της κλάδος βρίσκεται κατά
το ήμισυ περίπου της διατομής (περιοχή του θόλου) εκτός εδαφικού πρανούς. Η
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 45

δυνατότητα κατασκευής του κλάδου αυτού σε όρυγμα ή με εκσκαφή και


επανεπίχωση δεν υπήρχε λόγω περιορισμών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την
αποφυγή διατάραξης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Η λύση που τελικά προκρίθηκε
ήταν επίχωση του εν λόγω πρανούς για τη δημιουργία θόλου πάνω από τον δεξιό
κλάδο της σήραγγας και ενίσχυση των επιχώσεων αυτών με ειδικές τεχνικές (jet
grouting - εδαφοπάσσαλοι, fiberglass rods).

Φωτογραφία 3.18. Βόρειο μέτωπο της σήραγγας ΣΓ, αριστερός κλάδος. Φαίνονται οι πολύ συνεκτικοί
σχηματισμοί της ενότητας 10. Η διάνοιξη σε φάσεις ακολούθησε το σχεδιασμό των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ.

Αναλυτικότερα, τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκαν κατά τη


διάνοιξη της σήραγγας (για τον αριστερό κλάδο και το τμήμα του δεξιού με πλήρη
εδαφική κάλυψη) είναι τα εξής:

- lattice girders 115/32/25 ανά 0.8 έως 1.0m. για τον αριστερό κλάδο και ανά 0.6
έως 0.8m για το δεξιό κλάδο.
- εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 30cm.
- πλέγμα Τ131 (δύο στρώσεις)
- αγκύρια πλήρους πάκτωσης Φ25, μήκους 6m και Pu=44tn στις παρειές της Α’
φάσης εκσκαφής.
- ράβδοι fiberglass, μήκους 11 με 16m από τη δυτική παρειά του αριστερού
κλάδου και μήκους 6m από τη δυτική παρειά του δεξιού κλάδου.
- δοκοί προπορείας μήκους 5 έως 6m στο θόλο του αριστερού κλάδου.
- αυτοδιατρούμενα αγκύρια (ράβδοι προπορείας) μήκους 6 έως 8m στο θόλο του
δεξιού κλάδου.
- αγκύρια fiberglass ενίσχυσης μετώπου εκσκαφής δεξιού κλάδου, μήκους 12m.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 46

3.5. Υπόγειο έργο περιοχής Γηροκομείου (Σήραγγα Σ2).

3.5.1. Περιγραφή του έργου

Η δίδυμη σήραγγα του Γηροκομείου, αποτελεί την τελευταία χιλιομετρικά


σήραγγα της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών. Εκτείνεται από τη Χ.Θ. 6+165.66 έως
Χ.Θ. 6+985 για το δεξιό κλάδο (μήκους περίπου 820m) και από Χ.Θ. 6+207 έως Χ.Θ.
6+973 για τον αριστερό κλάδο (μήκους 766m) (Φωτογραφία 3.19 και Σχήμα 3.6).

Φωτογραφία 3.19. Σήραγγα Γηροκομείου Σ2, βόρειο μέτωπο δεξιού κλάδου. Διακρίνεται η ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, ενώ στο πρανές δεξιά φαίνονται οι σχηματισμοί της “Κατώτερης ενότητας”- 12.

Η διατομή της σήραγγας έχει εμβαδόν 105m2. Το ύψος των υπερκειμένων


κυμαίνεται από 10 έως 45m περίπου, ενώ η απόσταση ανάμεσα στους δύο κλάδους
από 4 (στην περιοχή του νοτίου μετώπου) έως 50m (Sofianos et al, 1999).

Ανάδοχος του έργου της σήραγγας αυτής ήταν η Κοινοπραξία ΑΕΓΕΚ –


ΤΡΙΤΩΝ ΙΙ, ενώ μελετητής του έργου το μελετητικό γραφείο ΟΜΕΤΕ Α.Ε. Οι
γεωλογικές – γεωτεχνικές έρευνες και μελέτες εκτελέσθηκαν από το γραφείο Κάστωρ
ΕΠΕ.
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 47

Σχήμα 3.6. Τρισδιάστατη απεικόνιση της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2).

3.5.2 Τεχνικογεωλογικά δεδομένα – Επιλογή μεθόδου διάνοιξης.

Με βάση τις γεωλογικές – τεχνικογεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες που


διερευνήθηκαν στο πλαίσιο μελέτης του έργου διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:
- Η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε στα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα των μαργών-
αργιλικών μαργών και αργιλόμαργων, με ενστρώσεις αμμωδών - αμμοϊλυωδών
οριζόντων (βλέπε τεχνικογεωλογικό –γεωτεχνικό χάρτη και γεωτεχνικές τομές).

- Σύμφωνα με τη γεωτεχνική έρευνα αναμενόταν η εμφάνιση μέσης υδροφορίας


στο δεξιό κλάδο της σήραγγας, όπου επικρατούσε η αμμώδης σύσταση των
ιζημάτων, ενώ η υδροφορία αναμενόταν πιο ήπια στον αριστερό κλάδο, λόγω της
επικράτησης της αργιλικής φάσης. Πρακτικά, οι σχηματισμοί αυτοί θεωρούνται
αδιαπέρατοι, μπορούν όμως να σχηματίσουν τοπικά επικρεμάμενους υδροφόρους
ορίζοντες στις αδρομερείς φάσεις αυτών, ακόμη και υπο πίεση, με πιθανή κατά
θέσεις υδραυλική επικοινωνία. Το γεγονός αυτό εγκυμονούσε τον κίνδυνο ροής
υλικού στη σήραγγα κατά τη διάνοιξη, από μερικές σταγόνες μέχρι υδροφορία
υψηλής πίεσης.

- Η περιοχή κατασκευής του έργου χαρακτηρίζεται από έντονο μορφολογικό


ανάγλυφο, με ίχνη κατά θέσεις παλαιών, αλλά και πρόσφατων κατολισθήσεων και
ερπυστικών κινήσεων. Τα υλικά αυτά των κατολισθήσεων εμφανίζονται
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 48

επιφανειακά κυρίως στην περιοχή των στομίων εισόδου (βόρειο στόμιο) των
σηράγγων και δεν επεκτείνονται μέχρι το βάθος διάνοιξης των σηράγγων.

- Η ζώνη διέλευσης της σήραγγας διατέμνεται βασικά από τέσσερα παράλληλα


ρήγματα ΝΔ-ΒΑ /κής διεύθυνσης, τα οποία όμως δεν αξιολογήθηκαν ως
επικίνδυνα για τη σήραγγα. Αποτελούν βέβαια ζώνες όπου οι γεωλογικοί
σχηματισμοί αναμένονται περισσότερο καταπονημένοι και ασταθείς.

Λόγω των δυσμενών γεωτεχνικών συνθηκών που είχαν εκτιμηθεί κατά τη μελέτη
επιλέχθηκε η εφαρμογή μιας όσο το δυνατόν πιο κυκλικής διατομής της σήραγγας, με
στόχο τον περιορισμό των καμπτικών ροπών και των αστοχιών λόγω λυγισμού
(OMETE Α.Ε., 1998) (Σχήμα 3.7). Η διάνοιξη της σήραγγας πραγματοποιήθηκε με
ολομέτωπη εκσκαφή με μηχανικά μέσα και ταυτόχρονη σκυροδέτηση της τελικής
επένδυσης του πυθμένα σε βήματα των 4.5m, άμεσα μετά την ολοκλήρωση 9m
εκσκαφής . Τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που υιοθετήθηκαν ήταν τα ακόλουθα
(Φωτογραφία 3.20):

Σχήμα 3.7. Τυπική διατομή εκσκαφής και άμεσης υποστήριξης σήραγγας Γηροκομείου – Σ2.

- Δοκοί προπορείας (forepoles) Ø3,5’’, μήκους 12m. Στις περιοχές των


στομίων, όπου το ύψος των υπερκειμένων ήταν μικρότερο των 10m
εφαρμόστηκαν δύο σειρές δοκών προπορείας σε πεσσοειδή μεταξύ τους
διάταξη.
- Χαλύβδινα πλαίσια ΗΕΑ 240
ΚΕΦ. 3. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Σελίδα: 49

- Θυσιαζόμενα αγκύρια fiberglass 160ΚΝ, μήκους 12m, ανά 4.5m στο μέτωπο
της εκσκαφής, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο.
- Ινοπλισμένο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα πάχους 30cm
- Αποστραγγιστικές γεωτρήσεις μήκους 30m
- Σκυροδέτηση της μόνιμης επένδυσης του πυθμένα άμεσα στο μέτωπο (με
οπλισμένο, έγχυτο σκυρόδεμα) (Φωτογραφία 3.20).

Φωτογραφία 3.20. Σήραγγα Γηροκομείου – Σ2. Φαίνεται η ολομέτωπη διάνοιξη με δοκούς


προπορείας και πλαίσια, καθώς και ο οπλισμός από την κατασκευή του ανεστραμμένου τόξου.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 51

4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ


ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

4.1 Μορφολογικό ανάγλυφο

Η ευρύτερη περιοχή έρευνας αναφέρεται στο ΒΔ/κό τμήμα του νομού Αχαΐας με
μέσο υψόμετρο 600μ, ενώ η μέση κλίση κυμαίνεται από 6,0 έως 15,5%.

Η γεωμορφολογική της εικόνα είναι αποτέλεσμα της λιθολογικής σύστασης, της


τεκτονικής και της συνδυασμένης δράσης των διαβρωτικών και αποσαθρωτικών
διεργασιών. Ειδικότερα, το σημερινό ανάγλυφο διαμόρφωσαν οι μεταλπικές
τεκτονικές κινήσεις, καθώς και η εξέλιξη των διαφόρων μορφολογικών κύκλων που
συνεχίζεται μέχρι σήμερα (Ρόζος, 1989, Βουδούρης, 1995).

Οι ορεινοί όγκοι του Παναχαϊκού, Σκόλι και Ερύμανθου, που περιβάλουν την
περιοχή αυτή από ανατολικά και νότια, έχουν γενική διεύθυνση ορεογραφικών
αξόνων ΒΒΔ- ΝΝΑ/κή, δημιουργήθηκαν κατά το στάδιο των αλπικών πτυχώσεων
και δέχθηκαν επίσης την επίδραση της μεταορογενετικής ανύψωσης από το
Πλειόκαινο ως σήμερα. Γεωλογικά συνίστανται από σχηματισμούς κατά κύριο λόγο
της ζώνης Ωλονού- Πίνδου και δευτερευόντως της ζώνης Γαβρόβου - Τρίπολης. Ο
τεκτονισμός είναι σημαντικός και σχηματίζει ένα πολύ τραχύ και πολυσχιδές
ανάγλυφο με ανεπτυγμένο υδρογραφικό δίκτυο.

Περιφερειακά των ορεινών όγκων παρατηρείται μια λοφώδης περιοχή που


ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έρευνα και αποτελείται από μεταλπικά ιζήματα. Οι
κορυφές των λόφων εμφανίζονται συνήθως αποστρογγυλευμένες και σπανιότερα
οξύληκτες (Φωτογραφία 4.1).

Αναλυτικότερα, το υδρογραφικό δίκτυο που αποστραγγίζει την περιοχή, μέτρια


ανεπτυγμένο και πολυσχιδές, εξελίσσεται στην περιοχή έρευνας μέσα στα
Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα, τα οποία και διαβρώνει, είναι δε αποτέλεσμα της
συνδυασμένης δράσης πολλών παραγόντων, όπως η λιθολογική σύσταση των
σχηματισμών, το μορφολογικό ανάγλυφο, η τεκτονική, καθώς και το
υδρομετεωρολογικό καθεστώς που επικρατεί. Βασικά, έχει αναπτυχθεί κατά μήκος
των μειζόνων διαρρήξεων – ρηγμάτων που διατέμνουν την περιοχή, για το λόγο δε
αυτό επικρατεί η γωνιώδης μορφή (κατακόρυφη διάνοιξη των κοιλάδων).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 52

4.2 Γεωλογικό περιβάλλον

4.2.1 Γεωλογική σύσταση και δομή

Στη γεωλογική δομή της ευρύτερης περιοχής έρευνας συμμετέχουν σχηματισμοί


των γεωτεκτονικών ζωνών, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, Γαβρόβου- Τρίπολης
και Ωλονού-Πίνδου (Σχήμα 4.1, Ρόζος, 1989).

Φωτογραφία 4.1. Γενική άποψη της γεωλογικής δομής στην ευρύτερη περιοχή έρευνας από το ύψος
της κοιλαδογέφυρας Γ5. Σε πρώτο πλάνο με την πυκνή βλάστηση φαίνονται τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα με τις λοφοειδείς εξάρσεις, ενώ σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι σχηματισμοί του αλπικού
υπόβαθρου (φλύσχης, σχιστοκερατόλιθοι και στο βάθος ασβεστόλιθοι) οι οποίοι και συγκροτούν το
Παναχαϊκό όρος.

Οι σχηματισμοί της ζώνης Γαβρόβου- Τρίπολης βρίσκονται τεκτονικά κάτω από


το κάλυμμα της Πίνδου, η επώθηση της οποίας έλαβε χώρα κατά το Ανώτερο
Ολιγόκαινο- Κατώτερο Μειόκαινο. Η ιζηματογενής σειρά της ζώνης Ωλονού-Πίνδου
(ιζήματα αύλακας), που είναι συνεχής από το Άνω Τριαδικό μέχρι το Ηώκαινο, έχει
μεγάλη εξάπλωση στο Νομό Αχαΐας και αποτελεί το αλπικό υπόβαθρο της περιοχής
μελέτης. Πρόκειται για ένα επωθησιγενές κάλυμμα πάνω στα ιζήματα της ζώνης
Γαβρόβου-Τρίπολης το οποίο χαρακτηρίζεται, κυρίως στην μετωπική περιοχή, από τη
δημιουργία επάλληλων τεκτονικών λεπίων (Κατσικάτσος, 1992). Η τελευταία
εμφανίζεται στο Νομό Αχαΐας μόνο στην περιοχή Ζαρούχλας.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 53

Σχήμα 4.1 : Οι σχηματισμοί που συναντώνται είναι σύμφωνα με το υπόμνημα οι εξής :


1) Τεταρτογενείς αποθέσεις,, 2) Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα, f: λεπτομερή, c:
αδρομερή, 3)Φλύσχης ζώνης Πίνδου, 4) Ασβεστόλιθοι ζώνης Πίνδου, 5) Φλύσχης
ζώνης Τρίπολης, 6) Ασβεστόλιθοι ζώνης Τρίπολης

Αναλυτικότερα οι σχηματισμοί της ζώνης Ωλονού-Πίνδου για την περιοχή


ενδιαφέροντος είναι από τους παλαιότερους προς τους νεότερους οι εξής:
ασβεστόλιθοι Τριαδικού-Ιουρασικού, ραδιολαρίτες- ιλυόλιθοι του Αν. Ιουρασικού,
σχηματισμοί του “πρώτου” φλύσχη, πλακώδεις ασβεστόλιθοι του Κρητιδικού,
στρώματα μετάβασης του Μαιστριχτίου- Παλαιόκαινου και τέλος οι σχηματισμοί του
Ηωκαινικού φλύσχη.

Το αλπικό αυτό υπόβαθρο καλύπτεται στην περιοχή μελέτης από


Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα και ολοκαινικές αποθέσεις. Τα
πρώτα αποτελούνται από θαλάσσιους, λιμνοθαλάσσιους, λιμναίους ή χερσαίους
σχηματισμούς, ενώ οι ολοκαινικές αποθέσεις αποτελούν τα προϊόντα αποσάθρωσης
και διάβρωσης προϋπαρχόντων σχηματισμών και ως εκ τούτου παρουσιάζουν
ποικιλία προέλευσης και εξάπλωσης.

Στο νομό Αχαΐας τα λεπτομερή Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα καταλαμβάνουν


αρκετά μεγάλη έκταση περιφερειακά κατά μήκος της παραλίας, ενώ στο εσωτερικό
του Νομού εμφανίζονται κυρίως τα αδρομερέστερα (Ρόζος, 1989).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 54

Οι πιο πρόσφατες έρευνες που αφορούν στη λιθοστρωματογραφία, στην


ιζηματολογία και τεκτονική των μεταλπικών ιζημάτων, για το Ν. Αχαΐας έγιναν από
τους: Kontopoulos & Zelilidis, 1992, Kontopoulos & ZeliIidis 1997, Piper et al.,
1990, Zelilidis et al., 1988, Doutsos et al., 1988, Piper et al., 1988, Frydas, 1989,
Δούτσος κ.α., 1989α και 1989β, Ρόζος, 1989, Doutsos et al., 1985, Doutsos &
Poulimenos, 1992, Frydas et al., 1995, Πουλημένος, 1991.

Σχετικά με τα ιζήματα της τάφρου του Ρίου (εδώ ανήκει η περιοχή μελέτης) οι
Kontopoulos & Zelilidis (1992) παρατηρούν ότι τα πιο παλιά αποτελούν ακολουθία
θαλάσσιων ιλύων (με αυξανόμενο κοκκομετρικό μέγεθος της τα πάνω), που
περιέχουν νανοαπολιθώματα ανωπλειοκαινικής ηλικίας (Frydas, 1987). Αυτές οι
θαλάσσιες ιλύες περνούν σε λιμναίες ιλύες, άμμους και κροκαλοπαγή σε μικρότερη
αναλογία. Είναι αποθέσεις ανωπλειοκαινικής – κατωπλειστοκαινικής ηλικίας
(Kontopoulos & Zelilidis, 1997).

Ο διαχωρισμός των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων του νομού Αχαΐας σε


λιθοστρωματογραφικές ενότητες, που εισάγει ο Ρόζος (1989) στηρίζεται σε
τεχνικογεωλογικές κυρίως παρατηρήσεις χωρίς να παραβλέπει τη στρωματογραφία
και την ιζηματολογία. Σύμφωνα με τον παραπάνω ερευνητή ο χώρος ανάπτυξης των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων στο νομό Αχαΐας μπορεί να διακριθεί σε τρεις
υποπεριοχές (λεκάνες) ιζηματογένεσης, δηλαδή: 1) του Πατραϊκού, 2) του
Κορινθιακού και 3) του Λεοντίου.

Η λεκάνη του Πατραϊκού που ενδιαφέρει την παρούσα έρευνα, αρχίζει από της
δυτικούς πρόποδες του Παναχαϊκού και φθάνει της τα δυτικά σχεδόν μέχρι της ακτές
του Ιονίου. Αντίθετα της νότον, περιορίζεται πολύ σύντομα από της εμφανίσεις των
σχηματισμών του φλύσχη της ζώνης Γαβρόβου-Τριπόλεως. Στη λεκάνη αυτή τα
ιζήματα διαχωρίζονται σε δύο κύριους ορίζοντες, οι βασικές λιθολογικές μονάδες των
οποίων δίνονται στο Σχήμα 4.2.

Αναλυτικά παρατηρούνται:

- Κατώτεροι ορίζοντες: Έχουν διαπιστωμένο, από γεωτρήσεις, πάχος μεγαλύτερο


των 110μ. και αποτελούνται από ιλυώδεις αργίλους, αργιλοϊλύες και αμμοϊλύες με
εναλλαγές κατά την κατακόρυφο αλλά και πλευρικές αποσφηνώσεις. Πρόκειται
για σχηματισμούς με μελανότεφρο χρώμα που εγκλείουν πολύ συχνά όστρακα ή
θραύσματα οστράκων (απολιθώματα) και παρουσιάζουν συνήθως υψηλή
πλαστικότητα.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 55

Σχήμα 4.2. Σχηματική λιθολογική τομή των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της λεκάνης του
Πατραϊκού (Ρόζος, 1989).

Οι ορίζοντες αυτοί, σύμφωνα με τον Ρόζο (1989), δεν εμφανίζονται συνήθως


επιφανειακά. Στο ΒΔ/κό άκρο της λεκάνης (περιοχή Κάτω Αχαΐας) εντοπίζονται
σε πολύ μικρά βάθη, περίπου 10- 20 μέτρα, κάτω από τα κατώτερα μέλη των
ανώτερων οριζόντων. Στην περιοχή έρευνας παρατηρούνται κατά θέσεις μόνο
στις βαθιές χαραδρώσεις, ενώ αποκαλύφθηκαν και με τη διάνοιξη ορισμένων από
τα υπόγεια τεχνικά έργα.

- Ανώτεροι ορίζοντες: Εμφανίζουν μέγιστο πάχος 100 περίπου μέτρων και αρχίζουν
με εναλλαγές αργιλομαργών με άμμο, κροκαλολατυπών με άμμο και αργιλοϊλύων
με λεπτούς φακούς συνεκτικού ψηφιδοκροκαλοπαγούς. Συχνές είναι οι πλευρικές
μεταβάσεις των παραπάνω λιθολογικών μονάδων με επικράτηση πάντως κατά την
οριζόντιο και κατακόρυφο των κροκαλοπαγών με άμμο και αργιλοϊλύ.
Ακολουθούν εναλλαγές αργιλομαργών, μαργών, άμμων και ενστρώσεις
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 56

ψηφιτοπαγών και χαλίκων με άμμο και αργιλοϊλύ, με συχνές και εδώ τις
πλευρικές μεταβάσεις.

Τέλος οι ορίζοντες αυτοί συνεχίζονται προς τα πάνω σε εναλλαγές αργιλομαργών


με άμμο και άμμων με ασθενή έως μέτρια διαγένεση και αυξημένο ποσοστό
κροκαλών, που μόνο τοπικά υπερτερούν και δίνουν ψηφιτοκροκαλοπαγή μικρού
πάχους και ασθενούς έως μέτριας συνεκτικότητας.

Σχετικά με την ηλικία των σχηματισμών των ανώτερων οριζόντων, ο Frydas


(1987), δέχεται μετά από έρευνα σε σχηματισμούς της βάσης τους, περιβάλλον
αβαθούς θαλάσσιας απόθεσης, ανωπλειοκαινικής ηλικίας.

Επίσης σύμφωνα με το ΙΓΜΕ (1980) οι σχηματισμοί του ίδιου ορίζοντα


χαρακτηρίζονται σαν αβαθείς ή μικρού βάθους θαλάσσιες- λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις
του Πλειοκαίνου.

Παρά την εκτεταμένη επιμήκη ανάπτυξη της λεκάνης, οι εμφανίσεις των


Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων περιορίζονται σημαντικά λόγω της παρουσίας
παλαιών τεταρτογενών αποθέσεων ή και αλλουβιακών προσχώσεων. Θα πρέπει
ακόμη να σημειωθεί ότι η περιοχή είναι ήπια μορφολογικά και χαρακτηρίζεται από
την παρουσία επιμήκων λοφοειδών εξάρσεων, που το ύψος τους δεν υπερβαίνει τα
200m. Συνεπώς, η εξάπλωση των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων περιορίζεται μέχρι
του υψομέτρου αυτού, υποδηλώνοντας έτσι σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη
λεκάνη του Κορινθιακού, αναφορικά με τις συνθήκες ιζηματογένεσης και την
τεκτονική εξέλιξη.

Από λιθοστρωματογραφική άποψη, η σχεδόν ήπια μορφολογία της περιοχής αλλά


και η μικρή προς νότον μέση κλίση των ιζημάτων (10°-30°), περιορίζουν την
παρατήρηση μόνο στους επιφανειακούς ορίζοντες που αποκαλύπτονται σε φυσικές
τομές.

Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε με βάση τις επιτόπιες


παρατηρήσεις ότι το έργο της Ευρείας Παράκαμψης της πόλης των Πατρών
φιλοξενείται στους ανώτερους ορίζοντες του Σχήμα 4.2 και μάλιστα στα ανώτερα
μέλη αυτών, με διακριτές φάσεις τις τεφροκύανες μάργες – αργιλομάργες στη βάση
και υπερκείμενες τις καστανοκίτρινες –τεφρές αργιλομάργες, αμμούχες μάργες καθώς
και καστανότεφρες αργιλοϊλύες – άμμους.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 57

4.2.2 Νεοτεκτονική εξέλιξη

Η βόρεια Πελοπόννησος μετά το τελευταίο στάδιο της αλπικής ορογένεσης, (Άνω


Ηώκαινο- Μέσο Μειόκαινο), και τις συμπιεστικές τάσεις που επεκράτησαν κατά τη
διάρκεια αυτού, βρίσκεται σε μια συνεχή γεωδυναμική και νεοτεκτονική εξέλιξη από
το ανώτερο Πλειόκαινο μέχρι σήμερα, που χαρακτηρίζεται από γενική διαστολή λόγω
της διαρκούς μετανάστευσης της επέκτασης του Αιγιακού τόξου προς τα δυτικά. Η
διαπιστωμένη από πολλούς ερευνητές κατάσταση των τάσεων που επικρατεί στον
ευρύτερο χώρο, είναι (Doutsos et al., 1988): (1) στη ζώνη βύθισης της μεσογειακής
λιθόσφαιρας, κατά μήκος του δυτικού τμήματος της Ελληνικής αύλακας, όπου
σχηματίζεται το ορογενετικό μέτωπο επικρατούν τάσεις συμπίεσης, με βάση την
επίλυση εστιακών μηχανισμών, ενώ (2) ανατολικά, πίσω από το ορογενετικό μέτωπο,
επικρατούν εφελκυστικές τάσεις με αποτέλεσμα το σχηματισμό νεοτεκτονικών
λεκανών. Αυτό το καθεστώς των τάσεων μεταναστεύει προς τα δυτικά από την
ηπειρωτική Ελλάδα προς τα Ιόνια νησιά, από το Πλειόκαινο (Doutsos et al., 1987).

Συμπερασματικά, ο Πατραϊκός και ο Κορινθιακός κόλπος σχηματίζουν ένα


ασυνεχές σύστημα ασύμμετρων λεκανών με διεύθυνση ΔΒΔ. Στο Σχήμα 4.3 δίνονται
τα ροδογράμματα που δείχνουν τη διεύθυνση και την κατανομή των κυρίων
συστημάτων ρηγμάτων που επικρατούν στις νεοτεκτονικές λεκάνες του Πατραϊκού
και του Κορινθιακού (Ρόζος, 1989).

Σχήμα 4.3. Ροδογράμματα των τεκτονικών στοιχείων στα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα της
περιοχής έρευνας (1-Πατραϊκός) και ανατολικότερα (2-Κορινθιακός).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 58

Επιπρόσθετα, στην περιοχή σχηματίζονται και ρήγματα με διεύθυνση Α-Δ,


γεγονός που συνηγορεί στη σταδιακή αντικατάσταση του καθεστώτος διαστολής
πίσω από το ελληνικό τόξο με ρήγματα ΑΒΑκής διεύθυνσης από καθεστώς
διαστολής με ρήγματα ΔΒΔκής διεύθυνσης (Zelilidis et al., 1988). Όπως
συμπεραίνεται από τα περιβάλλοντα ιζηματογένεσης (λιμναίο, λιμνοθαλάσσιο) και τη
λιθολογία (πηλοί- άργιλοι) θα πρέπει ο ρυθμός βύθισης των ρηγμάτων ΑΒΑκής
διεύθυνσης να είναι μικρότερος σε σχέση με το ρυθμό βύθισης των ρηγμάτων
ΔΒΔκής διεύθυνσης όπως αυτό δείχνεται επίσης από τα αντίστοιχα περιβάλλοντα
ιζηματογένεσης (αλλουβιακά ριπίδια, δελταϊκά, αλλουβιακά ριπίδια) και τη λιθολογία
(κροκάλες). Επί πλέον τα ρήγματα της ΑΒΑκής διεύθυνσης ελέγχουν την μορφολογία
και το δίκτυο απορροής.

4.3. Σεισμικότητα

Η περιοχή έρευνας ανήκει στο ευρύτερο τμήμα της Δυτικής Ελλάδας που έχει
χαρακτηρισθεί από πολλούς ερευνητές ως μία πολύπλοκη περιοχή τόσο από
γεωλογικής όσο και από γεωτεκτονικής άποψης. Η δυναμική φόρτιση που επιφέρουν
οι συχνοί, ως επί το πλείστον αβαθείς και συνήθως μεγάλου μεγέθους σεισμοί στους
διάφορους γεωλογικούς σχηματισμούς που δομούν την Αχαΐα, εκτός από τα άμεσα
αποτελέσματα στις κατασκευές, προκαλεί συχνά και την εκδήλωση δευτερογενών
φαινομένων (κατολισθήσεις, καταπτώσεις, ρευστοποιήσεις κλπ.) που ενδιαφέρουν
από γεωτεχνικής πλευράς, καθώς πλήττουν οικισμούς και διάφορα τεχνικά έργα
(Ρόζος, 1989).

Η Δ.ΒΔ- Α.ΝΑ διεύθυνσης τάφρος του Κορινθιακού κόλπου συνδέεται, μέσω της
τάφρου του Ρίου (ΒΑ- ΝΔ διεύθυνσης), με της ίδιας διεύθυνσης (Δ.ΒΔ- Α.ΝΑ))
τάφρο του Πατραϊκού κόλπου. Η πόλη των Πατρών βρίσκεται εκεί που συναντώνται
οι δύο τάφροι, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και σημαντικές
διαφορές, η βασικότερη των οποίων είναι η διαφορετική σεισμικότητα αυτών.

Ο Κορινθιακός κόλπος παρουσιάζει έντονη σεισμικότητα. Πολλοί μεγάλοι


σεισμοί έχουν γίνει στην περιοχή: οι σεισμοί της Ελίκης του 373 π.Χ. (Μ=7,0) και
του 1861 (Μ=6,7), οι σεισμοί των Αλκυονίδων το 1981 (Μ=6,7) και οι σεισμοί του
Αιγίου το 1995 (Μ=6,2). Τα σεισμικά μεγέθη (Σχήματα 4.4, 4.5) είναι αρκετά μεγάλα
και ενδέχεται ,μια και βρίσκονται σε σχετικά μικρή επικεντρική απόσταση,
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 59

μελλοντικοί σεισμοί από τις περιοχές αυτές να προκαλέσουν ζημιές στην περιοχή της
έρευνας (Σώκος, 1998).

Σχήμα 4.4. Χάρτης επικέντρων ιστορικών σεισμών σε απόσταση 1 μοίρας από την πόλη των
Πατρών (Σώκος, 1998).

Ο Πατραϊκός κόλπος σε αντίθεση από τον Κορινθιακό, δεν παρουσιάζει τόσο


μεγάλη σεισμικότητα. Πολλοί ερευνητές (Melis et al, 1989, Tselentis et al, 1994)
έδειξαν ότι η σεισμικότητα συγκεντρώνεται στην περιοχή που συναντώνται οι δύο
τάφροι (Ρίο-Αντίριο). Επίσης, οι Δρακόπουλος κ.ά. (1987) μελετώντας 2.837
σεισμούς της περιόδου 1/1/1983- 30/5/1986, που σημειώθηκαν με κέντρο την περιοχή
ζεύξης Ρίου- Αντιρρίου και ακτίνα 150km, διακρίνουν διάφορα "κέντρα"
συγκεντρωμένης σεισμικότητας όπως οι περιοχές Κορινθιακού- Πατραϊκού, Ρίου-
Αντιρρίου, κλπ. Ακόμα, μελετώντας από τις ίδιες καταγραφές μόνο τους σεισμούς
που εντοπίζονται σε ακτίνα 60km από τη θέση ζεύξης, διαπιστώνουν μεγάλη
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 60

πυκνότητα σεισμών στο δίαυλο Ρίου- Αντιρρίου και κυρίως στις ακτές του δυτικού
Κορινθιακού, μέχρι την περιοχή Ακράτας- Γαλαξιδίου.

Η ευρύτερη περιοχή έρευνας ανήκει σεισμολογικά στην περιοχή των λεκανών του
Πατραϊκού και Κορινθιακού, μια ζώνη με έντονη σεισμικότητα, η σεισμοτεκτονική
συμπεριφορά της οποίας είναι αρκετά πολύπλοκη. Τα διάφορα ρήγματα, τόσο τα
μεγάλα ρήγματα του Κορινθιακού όσο και τα μικρότερα αλλά πλησιέστερα στην
περιοχή έρευνας ρήγματα του Πατραϊκού, θεωρούνται επικίνδυνα με βάση τη μέγιστη
επιτάχυνση που αναμένεται να προκαλέσουν όταν συμβεί ο μέγιστος σεισμός σε κάθε
ρήγμα.

Σχήμα 4.5. Χάρτης επικέντρων σεισμών από 1900 έως 1998 σε απόσταση 1 μοίρας από την
πόλη των Πατρών (Σώκος, 1998).

Οι Δρακόπουλος κ.ά. (1987), αναλύοντας στατιστικά τους σεισμούς της περιόδου


1900- 1986 με μέγεθος ≥4,0 R, που εντοπίζονται σε ακτίνα 110km γύρω από τη θέση
ζεύξης Ρίου- Αντιρρίου, δέχονται ότι η περίοδος επανάληψης σεισμού μεγέθους Μ=
6,2 είναι 50 χρόνια, ενώ αυτή σεισμού μεγέθους Μ≥ 7,0, 65 χρόνια. Ακόμα, με βάση
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 61

τις διαστάσεις των ρηγμάτων της περιοχής ζεύξης και τη χρήση εμπειρικών μεθόδων,
καταλήγουν ότι το αναμενόμενο μέγιστο μέγεθος σεισμού, σε περίπτωση
ενεργοποίησης της κύριας ρηξιγενούς γραμμής της περιοχής, είναι 6,6. Τέλος από
πλευράς σεισμικής επικινδυνότητας, σαν πλέον πιθανή αναμενόμενη μέγιστη
μακροσεισμική ένταση στην περιοχή που αναπτύσσεται με κέντρο το δίαυλο Ρίου-
Αντιρρίου και ακτίνα 130km γύρω από αυτόν τα επόμενα 100 χρόνια, αναφέρουν
αυτήν των 8 βαθμών της τροποποιημένης κλίμακας Mercalli.

Άλλοι μελετητές και ερευνητές, ορίζοντας περιοχές πηγών σεισμών


δημιούργησαν διαγράμματα ισοεπιταχύνσεων της ευρύτερης περιοχής των Πατρών.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει με τη μελέτη της σεισμικής επικινδυνότητας της γέφυρας
Ρίου-Αντιρρίου όπως φαίνεται και στα σχήματα 4.6, α & β (Σώκος, 1998).

(α)
Σχήμα 4.6(α) Σεισμικές πηγές που μπορεί να επηρεάσουν την πόλη των Πατρών όπως
προτείνονται από τη Μελέτη Σεισμικής Επικινδυνότητας της γέφυρας Ρίου-
Αντιρρίου.

Τα αποτελέσματα τέτοιων μελετών έδειξαν ότι η επιτάχυνση με πιθανότητα μη


υπέρβασης 90% τα επόμενα 50 χρόνια κυμαίνεται από 0.20 έως 0.33g, η οποία και
συγκρίνεται ικανοποιητικά με την τιμή 0.24g που προτείνει ο Νέος Αντισεισμικός
Κανονισμός (ΝΕΑΚ) όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση που δημοσιεύθηκε στο
ΦΕΚ Β’ 1154 /12.8.2003 και ισχύει από 1.1.2004. Υπενθυμίζεται ότι ο νομός Αχαΐας
συμπεριλαμβάνεται στη ζώνη σεισμικής επικινδυνότητας ΙΙ (Σχήμα 4.7), δηλαδή στις
μέτρια έως ισχυρά σεισμόπληκτες περιοχές.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 62

(β)
Σχήμα 4.6(β) Ισοεπιταχύνσεις για την περιοχή της πόλης των Πατρών, με πιθανότητα μη
υπέρβασης 90%, για τα επόμενα 50 χρόνια, (Σώκος, 1998).

Σχήμα 4.7. Οι τρεις κατηγορίες (III, II, I) ζωνών σεισμικής επικινδυνότητας στις οποίες
χωρίσθηκε ο Ελληνικός χώρος, σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 63

4.4. Υδρομετεωρολογικά δεδομένα

4.4.1 Γενικά

Τα κυριότερα προβλήματα αστάθειας των σχηματισμών δημιουργούνται από το


συνδυασμό της τεκτονικής καταπόνησης αυτών και των ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων, τα οποία δρουν σε αυτά με δύο τρόπους: α) τη διάβρωση των
πρανών που δομούνται από υλικά χαμηλής μηχανικής αντοχής και β) τη
συγκέντρωση του νερού στις ασυνέχειες με αποτέλεσμα την αυξημένη “πίεση των
πόρων”, τη λίπανση των επιφανειών ασυνέχειας, αλλά και την αύξηση του βάρους
των εδαφικών ή και μαλακών βραχωδών σχηματισμών. Παράλληλα η εναλλαγή
υγρής και ξηρής περιόδου έχει σαν συνέπεια την περαιτέρω χαλάρωση και
αποσάθρωση των πετρωμάτων και τη δημιουργία ασταθών μαζών, λόγω διόγκωσης
και συρρίκνωσης των ορυκτολογικών συστατικών αυτών σε επαναλαμβανόμενο
ρυθμό (Ρόζος, 1989).

Γίνεται φανερό συνεπώς ότι οι υδρομετεωρολογικές συνθήκες (θερμοκρασία


αέρα, ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, υγρασία αέρα, κλπ) παρεμβαίνουν στη
διαμόρφωση της σχέσης εδάφους θεμελίωσης- κατασκευής.

Στην ευρύτερη περιοχή έρευνας τα κύρια ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα είναι η


βροχή και το χιόνι. Η ετήσια κατανομή των βροχοπτώσεων επηρεάζεται
αποφασιστικά από το υψόμετρο της περιοχής. Από στοιχεία βροχομετρικών σταθμών
του νομού Αχαΐας και στατιστική τους επεξεργασία διαπιστώνεται ότι η βροχόπτωση
αυξάνεται με το υψόμετρο. Έτσι το ΒΔ/κό τμήμα του νομού, το οποίο εμφανίζει
μεγαλύτερα υψόμετρα, δέχεται το μεγαλύτερο ύψος βροχής.

Το κλίμα στην ευρύτερη περιοχή έρευνας είναι εύκρατο με ξηρό θέρος. Η μηνιαία
κατανομή των βροχοπτώσεων παρουσιάζει μέγιστο τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο και
ελάχιστο τον Ιούλιο (μέσο ύψος 927,4 mm). Τα τελευταία έτη παρατηρείται μια τάση
μετατόπισης της υγρής περιόδου προς τους εαρινούς μήνες με συνέπεια την απώλεια
του διαθέσιμου νερού της ενεργής κατείσδυσης λόγω εξατμισοδιαπνοής. Ψυχρότερος
μήνας είναι ο Ιανουάριος και θερμότερος ο Ιούλιος, ενώ η θερμοκρασία μειώνεται με
το υψόμετρο. Οι επικρατούντες διευθύνσεις των ανέμων είναι ΝΔ/κές. Τέλος η
σχετική υγρασία ακολουθεί ίδια πορεία με αυτή των βροχοπτώσεων και αντίθετη με
αυτή της θερμοκρασίας (Βουδούρης, 1995).
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 64

Αναλυτικότερα, για τη διερεύνηση των μεταβολών και της διακύμανση των


υδρομετεωρολογικών παραμέτρων στην περιοχή μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν οι
καταγραφές της ΕΜΥ στο μετεωρολογικό σταθμό της Πάτρας για τη χρονική περίοδο
1931- 1999 αναφορικά με τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και 1955- 1997 για τη
θερμοκρασία αέρα και τη φυσική υγρασία, οι οποίες συμπληρώθηκαν από αυτές του
σταθμού του Περιφερειακού Κέντρου Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου
(ΥΠ.ΓΕ) για την περίοδο 1999- 2004 και 1997- 2004 αντίστοιχα. Παρά το γεγονός,
ότι συχνά το μικροκλίμα σε μικρή περιοχή μπορεί να αποκλίνει σημαντικά από τις
μέσες κλιματικές συνθήκες αυτής, θεωρείται ότι, οι υδρομετεωρολογικές συνθήκες
που καταγράφονται στους παραπάνω σταθμούς, καλύπτουν επαρκώς το καθεστώς
στην ευρύτερη περιοχή της Παράκαμψης Πατρών.

Η θέσεις των σταθμών που λήφθηκαν υπόψη και οι περίοδοι καταγραφής των
στοιχείων δίνονται στον Πίνακα 4.1.

Πίνακας 4.1. Γεωγραφικές συντεταγμένες και περίοδος καταγραφής των μετεωρολογικών


σταθμών που εξετάζονται.
Σταθμός Φορέας Γεωγραφικό μήκος Γεωγραφικό πλάτος Περίοδος Καταγραφής
Θερμοκρασία: 1955– 1997
Πατρών ΕΜΥ 21° 44' 38° 15' Ατμοσφ. Κατακρημνίσματα: 1931– 1999
Υγρασία αέρα: 1955– 1997
Θερμοκρασία: 1997– 2004
Πατρών ΥΠ.ΓΕ Ατμοσφ. Κατακρημνίσματα: 1999– 2004
Υγρασία αέρα: 1997– 2004

Τα στοιχεία για τους παραπάνω σταθμούς και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους,
παρατίθενται συγκεντρωτικά σε πίνακες στο Παράρτημα Α.

4.4.2 Θερμοκρασία αέρα

Όπως είναι γνωστό οι ημερήσιες και εποχιακές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας


του αέρα σε συνδυασμό με τις διαφορές υγρασίας, επιφέρουν χαλάρωση της συνοχής
των πετρωμάτων και αποσάθρωση των συστατικών τους. Συνεπώς, η γνώση της
διακύμανσης της θερμοκρασίας του αέρα είναι σημαντική προς την κατεύθυνση αυτή.

Με βάση τις καταγραφές στο μετεωρολογικό σταθμό της Πάτρας το


θερμοκρασιακό καθεστώς στην περιοχή για τη χρονική περίοδο 1955-2004 έχει όπως
στον Πίνακα 4.2.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 65

Πίνακας 4.2. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες θερμοκρασίες αέρα, σε °C, για τη
χρονική περίοδο 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που
εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών.
Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΕΤΗΣΙΑ
Μέση 10,0 10,5 12,5 15,6 20,2 24,2 26,5 26,8 23,5 19,1 14,6 11,3 17,9
Μέγιστη 12,5 12,9 15,3 17,6 22,8 26,5 29,3 29,3 26,7 21,5 16,6 13,1 19,1
Ελάχιστη 7,4 6,5 9,2 13,0 17,6 22,5 24,4 23,3 20,8 15,5 12,0 7,7 16,4

Από τον πίνακα αυτό προκύπτει, με βάση τις μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες, ότι ο
ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος και ο θερμότερος ο Αύγουστος. Το ετήσιο
θερμοκρασιακό εύρος ανέρχεται στους 16,8°C.

Η μάλλον υψηλή τιμή της παραμέτρου αυτής διευκολύνει την αποσάθρωση των
πετρωμάτων με μικρή θερμοχωρητικότητα, όπως είναι οι αργιλικής και μαργαϊκής
σύστασης σχηματισμοί, που συμμετέχουν στη γεωλογική δομή της περιοχής των
Πατρών που ερευνήθηκε.

Αυξημένες επίσης είναι οι μέσες εποχιακές θερμοκρασιακές διαφορές, όπως


δείχνουν τα στοιχεία του Πίνακα 4.3, που συγκεντρώθηκαν από τις καταγραφές της
ίδιας περιόδου και οι οποίες επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.

Πίνακας 4.3. Μέσες εποχιακές θερμοκρασίες αέρα σε °C, για τη χρονική περίοδο 1955-
2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
Χειμώνας Άνοιξη Θέρος Φθινόπωρο
Μέση θερμοκρασία 10.6 16.1 25.8 19.1

Στο Σχήμα 4.8 φαίνεται η πορεία των μέσων, μέγιστων και μέσων μηνιαίων τιμών
θερμοκρασίας, στο μετεωρολογικό σταθμό Πατρών, για τη χρονική περίοδο 1955-
2004, ενώ στο Σχήμα 4.9 η μέση εποχιακή κατανομή, αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 66

Μέγιστη Ετήσια = 19,1 ο C


Μέση Ετήσια = 17,9 ο C
Ελάχιστη Ετήσια = 16,4 ο C

30
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ (οC)

20

10

0
ΙΑΝ
ΦΕΒ ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΙΜΗ
ΜΑΡ
ΑΠΡ
ΜΑΙ
ΙΟΥΝ ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ
ΙΟΥΛ
ΜΗΝΕΣ ΑΥΓ
ΣΕΠ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΙΜΗ
ΟΚΤ
ΝΟΕ
ΔΕΚ

Σχήμα 4.8. Κατανομή των μέσων, μέγιστων και ελάχιστων θερμοκρασιών αέρα, για τη χρονική
περίοδο 1955-2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην
περιοχή της πόλης των Πατρών.

ο
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ( C)
Φθινόπωρο

19,1 Χειμώνας
10,6

25,8

16,1

Καλοκαίρι
Άνοιξη

Σχήμα 4.9 Μέση εποχιακή κατανομή της θερμοκρασίας αέρα, για τη χρονική περίοδο 1931-
2004, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης
των Πατρών.

4.4.3 Ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα

Σύμφωνα με τη γεωγραφική διανομή της βροχόπτωσης στον Ελληνικό χώρο


(Καρράς, 1973), τα ελάχιστα ύψη βροχής σημειώνονται στην περιοχή των νήσων του
Νότιου Αιγαίου, ενώ τα μέγιστα παρατηρούνται στο Δυτικό τμήμα της χώρας και
ειδικότερα στην Ήπειρο και το Βόρειο Ιόνιο. Το ετήσιο ύψος βροχής ελαττώνεται
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 67

γενικά από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά και από Βορρά προς Νότο. Έτσι, η
ευρύτερη περιοχή Πατρών δέχεται μεγάλο ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων,
που κατανέμεται άνισα στις διάφορες εποχές. Το γεγονός αυτό καθώς και ο τρόπος με
τον οποίο τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα φτάνουν στην επιφάνεια του εδάφους,
έχουν σαν αποτέλεσμα:

- Τη μηχανική διάβρωση των απότομων πρανών τα οποία καλύπτονται από μανδύα


αποσάθρωσης.

- Τη δημιουργία τοπικών συγκεντρώσεων υπόγειου νερού που οδηγούν στην


εκδήλωση φαινομένων όπως η “πίεση των πόρων” αλλά και εσωτερικής
διάβρωσης κατά την κίνηση του νερού στην ακόρεστη ζώνη. Το νερό αυτό,
επιπλέον, λιπαίνει τις επιφάνειες ασυνέχειας και αυξάνει το βάρος των ασταθών
μαζών.

- Τη διαδοχική ύγρανση και ξήρανση των υλικών η οποία ολοκληρώνει τη


δραστική μείωση του συντελεστή συνοχής των υλικών.

Στον Πίνακα 4.4 δίνονται τα μέσα, μέγιστα και ελάχιστα μηνιαία και ετήσια ύψη
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στους μετεωρολογικούς σταθμούς που
εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών, ενώ στον Πίνακα 4.5 φαίνεται η
εποχιακή κατανομή τους. Το ύψος του χιονιού έχει μετατραπεί σε ισοδύναμο νερό.
Στην μελέτη αυτή ο όρος βροχόπτωση αντιστοιχεί στο σύνολο των ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι, χαλάζι).

Πίνακας 4.4. Μέση μηνιαία, μεγίστη και ελαχίστη τιμή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων,
σε mm, στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών, για τη χρονική περίοδο 1931- 2004.
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΕΤΟΣ
Μέση τιμή 108.28 91.76 65.61 49.99 26.93 10.40 4.76 6.50 26.25 76.43 114.48 132.58 713.95
Μεγίστη 577.20 650.90 223.40 190.00 130.70 73.40 48.80 87.00 90.70 237.00 251.80 377.10 1324.90
Ελαχίστη 0.80 3.40 0.70 0.60 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 1.40 20.10 17.00 328.00

Πίνακας 4.5. Μέσο εποχιακό ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, σε mm, στους


μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών, για τη
χρονική περίοδο 1931- 2004.
Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο
Μέσο ύψος (mm) 331,57 142,53 21,66 217,16
Ποσοστό (%) 46,51 19,99 3,04 30,46
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 68

Στο Σχήμα 4.10 δίνονται η ετήσια πορεία της βροχόπτωσης στους


μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών,
ενώ το ιστόγραμμα των μέσων μηνιαίων τιμών φαίνεται στο Σχήμα 4.11. Επίσης στο
Σχήμα 4.12 παρουσιάζονται η ετήσια πορεία των μέσων, μέγιστων και ελάχιστων
μηνιαίων τιμών τους καθώς και η εποχική κατανομή αυτών.

1400

1300

1200

1100
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm )

1000

900

800

700

600

500

400

300
1931
1933
1935
1937
1939
1941
1943
1945
1947
1949
1951
1953
1955
1957
1959
1961
1963
1965
1967
1969
1971
1973
1975
1977
1979
1981
1983
1985
1987
1989
1991
1993
1995
1997
1999
2001
Σχήμα 4.10. Ετήσια πορεία της βροχόπτωσης στους μετεωρολογικούς σταθμούς που 2003

εξετάζονται στην περιοχή της πόλης των Πατρών.

140

120
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)

100

80

60

40

20

0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ

ΜΗΝΕΣ

Σχήμα 4.11. Μέσο μηνιαίο ύψος βροχής στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται
στην περιοχή της πόλης των Πατρών για τη χρονική περίοδο 1931- 2004.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 69

700

600 Μέγιστη Ετήσια = 1324,90m m


Μέση Ετήσια = 713,95m m
500 Ελάχιστη Ετήσια =328,00m m
ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm)

400

300

200

100

0
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ
ΜΗΝΕΣ
Εποχική Κατανομή
ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ Χειμώνας: 46,51% Ανοιξη: 19,99%
Καλοκαίρι: 3,04% Φθινόπωρο: 30,46%

Σχήμα 4.12. Πορεία μέσου, μέγιστου και ελάχιστου μηνιαίου ύψους ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην
περιοχή της πόλης των Πατρών (χρονική περίοδος 1931- 2004).

Από τους πιο πάνω πίνακες και διαγράμματα προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Το 18,57% του ετήσιου συνόλου των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
σημειώνεται το μήνα Δεκέμβριο. Τους χειμερινούς μήνες παρατηρείται το
46,51% του συνόλου ενώ τους θερινούς μόνο το 3,04%.
- Παρατηρείται ευρεία διακύμανση των ετήσιων τιμών βροχόπτωσης.
- Η πορεία των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στη διάρκεια του έτους
είναι ακριβώς αντίθετη από αυτήν της θερμοκρασίας.

4.4.4. Σχετική υγρασία του αέρα

Σχετική υγρασία είναι ή επί τοις εκατό αναλογία της ποσότητας των υδρατμών
που υπάρχουν σε κάποιο χώρο, προς την ποσότητα υδρατμών που ο χώρος αυτός θα
μπορούσε να συγκρατήσει σε συνθήκες κορεσμού στην ίδια θερμοκρασία.

Ο ατμοσφαιρικός αέρας περιέχει πάντα κάποια ποσότητα υδρατμών οι οποίοι


αποτελούν την ατμοσφαιρική υγρασία. Αυτή ασκεί αποφασιστική επίδραση στην
πορεία του υδρολογικού κύκλου, γιατί αποτελεί την πηγή τροφοδοσίας των
ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Επί πλέον επιδρά στην εξάτμιση και τη διαπνοή
των φυτών.
ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 70

Στον Πίνακα 4.6 δίνονται οι μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές της
σχετικής υγρασίας στο μετεωρολογικό σταθμό Πατρών για τη χρονική περίοδο 1955-
2004.

Από το πίνακα αυτό προκύπτει ότι, οι υγρότεροι μήνες είναι ο Νοέμβριος και ο
Δεκέμβριος και ακολουθούν οι μήνες Ιανουάριος και Φεβρουάριος, ενώ οι ξηρότεροι
μήνες είναι ο Αύγουστος και ο Ιούλιος.

Πίνακας 4.6. Μέσες, μέγιστες και ελάχιστες μηνιαίες τιμές σχετικής υγρασίας, σε ποσοστό %,
για τα έτη 1955- 2004 στους μετεωρολογικούς σταθμούς που εξετάζονται στην περιοχή της
πόλης των Πατρών.
ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜΕΣΗ
ΕΤΗΣΙΑ
Μέση τιμή 69,4 67,6 67,1 66,5 64,5 61,5 59,3 58,8 63,3 67,1 71,3 71,4 65,7
Μεγίστη 80,7 79,2 76,8 77,5 77,2 72,1 73,2 72,3 83,4 80,2 87,4 82,8 75,1
Ελαχίστη 54,8 56,8 57,7 55,4 55,6 43,7 44,4 37,1 51,5 53,4 58,1 61,1 57,9

Η υγρασία παρουσιάζει την αυτή πορεία με τις βροχοπτώσεις, δηλαδή οι μήνες


που έχουν μέγιστο βροχόπτωσης έχουν και μέγιστο σχετικής υγρασίας, ενώ το
αντίθετο παρατηρείται με τη πορεία θερμοκρασίας και σχετικής υγρασίας (Σχήμα
4.13).
Το σχετικά αυξημένο θερμοκρασιακό εύρος που παρατηρείται όλη την περίοδο
του χρόνου, σε συνδυασμό με την υψηλή γενικά υγρασία (66% περίπου), ευνοούν τη
δράση των παραγόντων διάβρωσης και αποσάθρωσης.

75

72,5

70
Μέση σχετική υγρασία (%)

67,5

65

62,5

60

57,5

55
0 10 20 30
Θερμοκρασία (οC)

Σχήμα 4.13. Κλιμόγραμμα Θερμοκρασίας- Σχετικής υγρασίας


ΚΕΦ. 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Σελίδα: 71

4.4.5. Αποσαθρωτικές- Διαβρωτικές διεργασίες

Τα συμπεράσματα που εξάγονται από στις παραπάνω καταγραφές εκφράζουν το


υδρομετεωρολογικό καθεστώς στην περιοχή, που συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό
στις αποσαθρωτικές διεργασίες των σχηματισμών, που δομούν το νομό. Έτσι
διαπιστώνεται ότι:

- Το μέσο ετήσιο ύψος των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στην περιοχή


Πατρών είναι αρκετά υψηλό. Πιο συγκεκριμένα παρατηρείται μέση ετήσια τιμή
713,95mm. Έτσι, σε συνδυασμό με τη φύση των σχηματισμών δικαιολογείται η
σημαντική διαβρωτική δράση, που παρατηρείται σε αυτούς.
- Τους χειμερινούς μήνες το ποσοστό των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων
αντιστοιχεί στο 46,51% περίπου του συνόλου του ετήσιου όγκου τους, ενώ αυτό
των θερινών μηνών δεν ξεπερνά το 3,04%.
- Η πορεία των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στη διάρκεια του έτους είναι
ακριβώς αντίθετη από αυτήν της θερμοκρασίας. Έτσι, οι σχηματισμοί (ιδιαίτερα
οι αργιλικής ή μαργαϊκής σύστασης) έχοντας υποστεί έντονη συστολή κατά τους
θερινούς μήνες δέχονται κατά το χειμώνα σημαντικό όγκο ατμοσφαιρικών
κατακρημνισμάτων, που είτε αποχετεύεται είτε διακινείται με υστέρηση.
Αποτέλεσμα αυτού είναι στις ασταθείς ζώνες πρανών, να δημιουργούνται
επιρρεπείς σε κατολίσθηση ή ολίσθηση μάζες.
- Το σχετικά αυξημένο θερμοκρασιακό εύρος που παρατηρείται όλη την περίοδο
του χρόνου, σε συνδυασμό με την υψηλή γενικά υγρασία (66% περίπου), ευνοούν
τη δράση των παραγόντων διάβρωσης και αποσάθρωσης καθώς και τη γρήγορη
ανάπτυξη της βλάστησης.
- Για την πλειονότητα των σχηματισμών που δομούν την περιοχή που ερευνήθηκε
και χαρακτηρίζονται σαν ευκολοδιάβρωτοι, η συνδυασμένη διαδοχική επίδραση
της θερμικής αποσάθρωσης (θερινή περίοδος) και της μηχανικής διάβρωσης
(χειμερινή περίοδος), προκαλεί πρόσθετη χαλάρωση της συνοχής τους και κατ'
επέκταση μείωση της αντοχής τους.

Στη συγκεκριμένη περιοχή, τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα υφίστανται, όπως


ήδη αναφέρθηκε, αυξημένη επιβάρυνση, που σε συνδυασμό με τις μορφολογικές
συνθήκες (απότομα πρανή κλπ), επιφέρουν την πρόσθετη χαλάρωση και επομένως τη
μεταφορά τοπικά τμημάτων των πρανών σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας με
πιθανή την εκδήλωση κατολισθήσεων.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 73

5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

5.1. Τεχνικογεωλογικές ενότητες των νεώτερων ιζημάτων και


αποθέσεων στην ευρύτερη περιοχή του έργου

Οι λιθολογικές ενότητες, που συμμετέχουν στη δομή της ευρύτερης περιοχής


έρευνας και στα μεταλπικά ιζήματα (Πλειοπλειστοκαινικοί σχηματισμοί και
Τεταρτογενείς αποθέσεις) δίνονται στο χάρτη του Σχήματος 5.1 (Ρόζος, 1989).

5.1.1. Τεταρτογενείς αποθέσεις

5.1.1.1 Χαλαρές αποθέσεις με επικράτηση των λεπτομερών (Sd και Q.f-l)

Οι πρώτες δεν συναντώνται στο έργο της ευρείας παράκαμψης και οι δεύτερες
ελάχιστα ως αποθέσεις εσωτερικής λεκάνης κοντά στην Ομβρυά.

5.1.1.2 Χαλαρές αποθέσεις με επικράτηση των αδρομερών (Qc-l).

Πρόκειται για χονδροκλαστικούς κυρίως χερσαίους σχηματισμούς από κροκάλες


και χάλικες ποικίλου μεγέθους, με κυμαινόμενο αλλά πάντως χαμηλό ποσοστό άμμου
και λεπτομερών υλικών, που παρουσιάζουν συνήθως μεγάλη υδροπερατότητα (K =
100-10-2 cm/sec).

Εμφανίζουν μεγάλη ανάπτυξη στο βόρειο τμήμα της περιοχής, όπου είτε
καλύπτουν τις κοίτες των χειμάρρων είτε σχηματίζουν εκτεταμένα ριπίδια, που
αποτελούν το έδαφος θεμελίωσης σημαντικών οικιστικών περιοχών. Επίσης,
απαντούν σαν πλευρικά κορήματα και κώνοι κορημάτων. Το συνολικό πάχος της
ενότητας αυτής κυμαίνεται από λίγα μέχρι δεκάδες μέτρα.

Γενικά είναι σχηματισμοί ευαίσθητοι σε δυναμική φόρτιση, ειδικά σε περιοχές με


ισχυρές μορφολογικές κλίσεις, ενώ αντίθετα σε περιοχές με ήπιο ανάγλυφο
παρουσιάζουν ικανοποιητική συμπεριφορά σε δυναμικές όπως και στατικές
φορτίσεις.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 74

Σχήμα 5.1. Γεωλογικός- Τεχνικογεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής


ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 75

5.1.1.3 Χαλαρές αποθέσεις μικτών φάσεων (Qf,c-l).

Αποτελούν σύγχρονες προσχώσεις ή και αποθέσεις κοιλάδων που παρουσιάζουν


εκτεταμένη επιφανειακή ανάπτυξη στο πεδινό τμήμα που εξετάσθηκε και συνίσταται
από αργιλοϊλύες, πηλούς, άμμους ποικίλης κοκκομετρικής σύστασης, ψηφίδες και
χάλικες. Παρουσιάζουν κυμαινόμενο πάχος από μερικά μέτρα μέχρι αρκετές δεκάδες
μέτρα, ενώ οι ταχείες μεταβολές της λιθολογικής σύστασης κατά την
οριζόντια και κατακόρυφη ανάπτυξή τους, προσδίδουν έντονη ετερογένεια στα υλικά,
που δικαιολογεί την ανομοιόμορφη μηχανική τους συμπεριφορά. Χαρακτηρίζονται
επίσης από μέτρια έως υψηλή υδροπερατότητα (K = 10-2 - 10-4 cm/sec), με συχνές
εποχιακές διακυμάνσεις του υδροφόρου ορίζοντα που πάντως είναι συνήθως υψηλός,
ενώ είναι επιδεκτικά ευχερούς διάβρωσης και απόπλυσης.

Συνεπώς συχνά εμφανίζουν γεωτεχνικά προβλήματα λόγω καθιζήσεων,


ρευστοποιήσεων και εδαφικών μετακινήσεων, με επιπτώσεις λόγω της μεγάλης
κατασκευαστικής δραστηριότητας στους σχηματισμούς αυτούς.

5.1.1.4 Συνεκτικοί αδρομερείς σχηματισμοί (Qc-cm)

Αποτελούνται από αδρομερή κυρίως υλικά, όπως κροκάλες, χάλικες, ψηφίδες και
λιγότερο άμμους, σε κυμαινόμενα ποσοστά, ασθενώς, μέτρια ή και ισχυρά
συγκολλημένα με ασβεστομαργαϊκό ή ψαμμιτομαργαϊκό υλικό (μέτρια έως ισχυρή
συγκόλληση) ή και αργιλικό υλικό (ασθενής συγκόλληση). Η χαλαρή συγκόλληση
τοπικά είναι και δευτερογενής λόγω αποσάθρωσης. Γενικά πρόκειται για παλαιά,
χερσαία η ποταμοχερσαία, πολυγενή κροκαλοπαγή αναβαθμίδων ή και λατυποπαγή
συγκολλημένα με ροδόχρουν αργιλομαργαϊκό υλικό σε πρανή με ισχυρή κλίση. Τα
κροκαλοπαγή, στην περίπτωση αργιλικής συνδετικής ύλης και ειδικά σε περιοχές με
μικρή κλίση, δίνουν σχετικά παχύ μανδύα αποσάθρωσης από ερυθρή άργιλο και
κροκάλες. Το πάχος τους κυμαίνεται από μερικές δεκάδες μέχρι 100 μέτρα και
χαρακτηρίζονται από χαμηλή έως υψηλή υδροπερατότητα (Κ = 10-2 - 10-5 cm/sec).

Η μηχανική τους συμπεριφορά εξαρτάται, σε σημαντικό ποσοστό, από το βαθμό


συγκόλλησης, τo πάχος και τη φυσική κατάσταση του σχηματισμού. Γενικά είναι
επιδεκτικοί υπόγειας διάβρωσης και υποσκαφών.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 76

5.1.1.5 Συνεκτικοί σχηματισμοί μικτών φάσεων (Qf,c-cm)

Πρόκειται για ημισυνεκτικά έως χαλαρά κροκαλοπαγή που κατά θέσεις μόνο
εμφανίζουν ισχυρή συγκόλληση, αργιλομαργαϊκά υλικά και βραχώδη θραύσματα με
κόκκινο πηλό σαν συνδετικό υλικό (λατυποπαγή). Είναι ετερογενείς σχηματισμοί με
συχνές εναλλαγές και πλευρικές εξελίξεις των επί μέρους φάσεων, καθώς και ισχυρή
κύμανση της συνεκτικότητας, είτε λόγω πρωτογενών διαφορών στο βαθμό
συγκόλλησης είτε λόγω δευτερογενών επιδράσεων. Το πάχος τους κυμαίνεται από
λίγα μέτρα μέχρι δεκάδες μέτρων και παρουσιάζουν συνήθως μέτρια έως μικρή
υδροπερατότητα. Η ετερογένεια και ο ποικίλος βαθμός συγκόλλησης επιφέρουν
ισχυρή ανισοτροπία στη μηχανική συμπεριφορά του σχηματισμού, που πάντως στις
περιοχές με ήπιες κλίσεις δεν εμφανίζει ιδιαίτερα προβλήματα. Μόνο σε πρανή είναι
δυνατόν να σημειωθούν αποκολλήσεις-καταπτώσεις, κυρίως λόγω υποσκαφών.

5.1.2. Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα

5.1.2.1 Ιζήματα αδρομερή (Pl,c)

Αποτελούνται από κροκαλοπαγή και ψηφιδοπαγή, με αδρομερή στοιχεία ποικίλης


προέλευσης (ασβεστολιθικά, κερατολιθικά ή και ψαμμιτικά) και συνδετικό υλικό
συνήθως ασβεστοψαμμιτικό. Πρόκειται για ποταμοχερσαίες έως λιμνοθαλάσσιες
αποθέσεις με μεγάλη εξάπλωση στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του νομού, όπου
αναπτύσσονται σε τράπεζες με πάχος που ξεπερνά τα 400 μέτρα κατά θέσεις.

Συνήθως επικαλύπτουν τη λεπτομερή φάση των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων,


με αποτέλεσμα τη δημιουργία υδρογεωλογικού καθεστώτος, που επηρεάζει άμεσα τις
συνθήκες κατά μήκος της επαφής και γενικότερα τη συμπεριφορά του σχηματισμού.

Γενικά, αποτελούν βραχώδη σχηματισμό με υψηλές μηχανικές αντοχές και


αυξημένη αντίσταση στη διάβρωση και αποσάθρωση, συνήθως όμως εμφανίζουν
ισχυρή διάρρηξη, με αποτέλεσμα την εκδήλωση αποκολλήσεων και καταπτώσεων
στα πρανή με ισχυρές κλίσεις καθώς και ολισθήσεων. Επίσης, χαρακτηρίζονται από
μέτρια έως υψηλή δευτερογενή υδροπερατότητα (Κ = 10-1-10-3 cm/sec) στους
ανώτερους ορίζοντες (ζώνη ισχυρού κερματισμού), ενώ στους βαθύτερους ορίζοντες
η υδροπερατότητα είναι χαμηλή (Κ = 10-5 cm/sec).
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 77

Οι παραπάνω συνθήκες σε συνδυασμό με τη λιθοστρωματογραφική τους διάταξη


έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλούσιων υδροφόρων οριζόντων και την
εκδήλωση πηγών επαφής μέτριας έως υψηλής παροχής. Σε υγιή γενικά κατάσταση,
χαρακτηρίζονται από υψηλές αντοχές και καλή συμπεριφορά στην κατασκευή
τεχνικών έργων.

5.1.2.2 Ιζήματα κυρίως λεπτομερή (Pl,f)

Πρόκειται για ποτάμιες, ποταμολιμναίες, λιμναίες, λιμνοθαλάσσιες και σπάνια


θαλάσσιες αποθέσεις. Επίσης, στους ανώτερους ορίζοντες συμμετέχουν ενστρώσεις ή
και φακοί κροκαλοπαγών, πάχους μέχρι 4 μέτρων, ενώ στους υποκείμενους ορίζοντες
απαντούν διάσπαρτες κροκάλες στο λεπτομερές κλάσμα με ποσοστά που μειώνονται
δραστικά με το βάθος. Ακόμη, στους αργιλομαργαϊκούς ή και ψαμμιτομαργαϊκούς
ορίζοντες εντοπίζονται κοιτάσματα λιγνίτη, συνήθως πολύ μικρού πάχους.

Γενικά χαρακτηρίζονται σαν μέτρια συνεκτικοί και σπανιότερα συνεκτικοί


σχηματισμοί, ευαποσάθρωτοι, με ισχυρό συνήθως ανάγλυφο και πυκνό υδρογραφικό
δίκτυο, ενώ το ορατό πάχος τους ξεπερνά τα 400 μέτρα. Στο σύνολό τους θεωρούνται
σαν πρακτικά στεγανοί σχηματισμοί, ενώ η υδροπερατότητά τους κυμαίνεται
ανάλογα με τη λιθολογική ενότητα από 10-2 cm/sec (άμμοι, κροκαλοπαγή) μέχρι 10-6
cm/sec (αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες). Αναμένεται συνεπώς η δημιουργία επάλληλων
υδροφόρων οριζόντων ή και επικρεμάμενων οριζόντων υπό πίεση, φακοειδούς
μορφής, στις αδρομερείς φάσεις.

Από πλευράς μηχανικής συμπεριφοράς, παρουσιάζουν ευρεία κύμανση των


φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων, λόγω των διαφόρων λιθολογικών φάσεων που
συμμετέχουν.

Αναλυτικότερα, οι λεπτομερείς φάσεις των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, που


επικρατούν βασικά στις λεκάνες Κορινθιακού και Πατραϊκού, διαχωρίζονται σε τρεις
λιθολογικές ενότητες, όπως (1) αργιλόμαργες, (2) μάργες και (3) αμμούχοι -
ψαμμιτικοί ορίζοντες (άμμοι, αμμοϊλύες και ψαμμίτες). Στους ανώτερους ορίζοντες
των λεπτομερών αυτών ιζημάτων παρεμβάλλονται κροκαλοπαγείς ενστρώσεις. Τα
αντίστοιχα λεπτομερή ιζήματα της λεκάνης Λεοντίου είναι ερυθρές άργιλοι έως
αργιλόμαργες.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 78

Ειδικότερα για την περιοχή ενδιαφέροντος στην λεκάνη του Πατραϊκού


εξετάσθηκαν δύο δείγματα, Δ37 και Δ39 από την περιοχή Ρωμανού, που ανήκουν το
πρώτο στην ενότητα των μαργών (τεφρές αμμούχες μάργες) και το δεύτερο στην
ενότητα των άμμων, αμμοϊλύων και ψαμμιτών (καστανότεφρες αμμοϊλύες ποικίλης
διαγένεσης). Ουσιαστικά πρόκειται για τους ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας
σύμφωνα με τη νέα θεώρηση που γίνεται στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, ήτοι
τις καστανοκίτρινες έως καστανότεφρες αργιλομάργες, αμμούχες μάργες, αμμοϊλύες
– άμμους, που θα αναφερθούμε με λεπτομέρεια παρακάτω. Αντίθετα, η ενότητα των
αργιλόμαργων με την περιγραφή και τα χαρακτηριστικά που δίνονται από τον Ρόζο
(1989) εντοπίζεται στην περιοχή έρευνας στους ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας.

Όσον αφορά στα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά των ενοτήτων


σημειώνονται τα εξής (Ρόζος, 1989, Ρόζος και Κούκης, 1991) :

- Η κοκκομετρική ανάλυση των δειγμάτων αποκάλυψε την παρουσία υψηλού


ποσοστού ιλύος και χαμηλή συμμετοχή αργίλου. Το γεγονός αυτό στους πλέον
λεπτομερείς ορίζοντες συνεπάγεται την παρουσία συσσωματωμάτων αργιλικών
ορυκτών. Αναλυτικότερα, η κοκκομετρική κατανομή για τα ιζήματα αυτά δίνεται
στον Πίνακα 5.1:

Πίνακας 5.1. Εύρος κύμανσης κοκκομετρικής διαβάθμισης.

Αμμοϊλυώδεις –
Αργιλόμαργες Μάργες
ψαμμιτικοί ορίζοντες
Άργιλος 21-65 % 3-33 % 4-19 %
Ιλύς 34-76 % 53-82 % 6-68 %
Άμμος 1-15 % 1-44 % 19-89 %

- Με τις δοκιμές προσδιορισμού των ορίων Atterberg οι αργιλόμαργες


χαρακτηρίζονται ως ανόργανες άργιλοι χαμηλής έως μέσης πλαστικότητας ή
σπανιότερα υψηλής (CL, CH) και ως ανόργανες ιλύες – άργιλοι μικρής
πλαστικότητας (CL-ML). Οι μάργες αντίθετα ταξινομούνται ως ανόργανες ιλύες
και πολύ λεπτόκοκκες άμμοι ή ιλυώδεις άργιλοι μικρής πλαστικότητας ML και
σπανιότερα ως CL-ML. Τέλος, οι αμμοϊλυώδεις – ψαμμιτικοί ορίζοντες
χαρακτηρίζονται από άμμοι καλής διαβάθμισης έως ιλυώδεις άμμοι (SW-SC),
σπανιότερα δε ως SM-SC (ιλυώδεις έως αργιλώδεις άμμοι) ή ως SP (άμμοι κακής
διαβάθμισης).
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 79

- Το εύρος των τιμών που καταγράφηκαν για το ειδικό βάρος, τη φυσική υγρασία,
το υγρό και ξηρό φαινόμενο βάρος και το πορώδες για τα ιζήματα αυτά
παρουσιάζεται στον Πίνακα 5.2.

Πίνακας 5.2. Εύρος κύμανσης φυσικών χαρακτηριστικών.


Φυσική Υγρό Φαιν. Ξηρό Φαιν.
Ειδικό Πορώδες
υγρασία Βάρος Βάρος
βάρος (%)
(%) (gr/cm3) (gr/cm3)
Αργιλόμαργες 2,67 – 2,70 12,1 – 35,6 1,33 – 2,49 1,32 – 2,21 16,7 – 50,5
Μάργες 2,65 – 2,70 3,8 – 21,2 1,33 – 2,49 1,32 – 2,21 16,7 – 50,5
Αμμοϊλυώδεις–
ψαμμιτικοί 2,65 – 2,68 4,9 – 19,4 1,33 – 2,49 1,32 – 2,21 16,7 – 50,5
ορίζοντες

Επί των τιμών αυτών παρατηρούνται τα εξής:

• Οι μειωμένες τιμές του ειδικού βάρους των μαργών και των αμμοϊλυωδών –
ψαμμιτικών οριζόντων σε σχέση με τις αργιλόμαργες οφείλονται είτε στον
αυξημένο βαθμό συσσωμάτωσης των αργιλικών σωματιδίων, είτε στην
παρουσία κόκκων ασβεστίτη με χαμηλή ή καθόλου κρυσταλλικότητα.

• Οι τιμές της φυσικής υγρασίας παρουσιάζονται μειούμενες ως προς το εύρος


διακύμανσης και τις ακραίες τιμές από τους λεπτομερέστερους προς τους
αδρομερέστερους ορίζοντες (αργιλόμαργες τις αμμοϊλύες-ψαμμίτες).

• Οι τιμές του υγρού και ξηρού φαινόμενου βάρους δεν παρουσιάζουν


σημαντικές διαφορές ανάμεσα τις τρεις ενότητες. Κάποιες σχετικά χαμηλές
τιμές που μετρήθηκαν σε κάποια μαργαϊκά δείγματα αποδίδονται στην
παρουσία άμορφου ή μικροκρυσταλλικού ανθρακικού ασβεστίου και τις
μικροπόρους που αυτό περιέχει.

• Τέλος, οι τιμές του πορώδους παρουσιάζουν ασήμαντες αποκλίσεις ανάμεσα


τις τρεις ορίζοντες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές του λόγου κενών που
κυμαίνονται από 0,2 έως 1,02.

- Στις δοκιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη οι ασβεστιτικές μάργες και οι


συνεκτικοί ψαμμιτικοί ορίζοντες παρουσίασαν τις υψηλότερες τιμές, με εύρος
από 19 έως 24,7 kg/cm2 , ενώ τις χαμηλότερες τιμές παρουσίασαν οι
μελανότεφρες αργιλόμαργες και οι χαλαρές αμμοϊλύες, με εύρος από 0,4 έως 4
kg/cm2. Η καλή συσχέτιση των τιμών σε ανεμπόδιστη θλίψη με το πορώδες
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 80

φανερώνει τη σχέση του ποσοστού συμμετοχής και της διάταξης των κόκκων των
συμπληρωματικών ορυκτών με το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών.

- Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης προκύπτει ότι η συνοχή έχει ένα μέσο εύρος
διακύμανσης από 30 έως 110 KPa και δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές
ανάμεσα στις τρεις ενότητες. Η γωνία τριβής αντίθετα παρουσιάζει μία
προοδευτική αύξηση από τις αργιλόμαργες (23˚-42˚) προς τις μάργες (29˚-46˚)
και τέλος προς τους αμμώδεις – ψαμμιτικούς ορίζοντες (33˚-58˚). Αντίθετα, από
τις δοκιμές τριαξονικής φόρτισης προκύπτει ότι η συνοχή μειώνεται και η γωνία
τριβής αυξάνεται από τους λεπτομερέστερους αργιλομαργαϊκούς ορίζοντες προς
τους μαργαϊκούς και από αυτούς προς τους αδρομερέστερους αμμοϊλυώδεις –
ψαμμιτικούς ορίζοντες. Έτσι, αναλυτικότερα για τους αργιλομαργαϊκούς
ορίζοντες το εύρος διακύμανσης των τιμών είναι c=14 – 290 KPa, φ=7-33˚, για
τους μαργαϊκούς c=65 - 140 KPa, φ=27-39˚ και για τους αμμοϊλυώδεις –
ψαμμιτικούς ορίζοντες c=20-180 KPa, φ=30-40˚.

- Τέλος, οι δοκιμές στερεοποίησης που πραγματοποιήθηκαν σε δύο δείγματα από


τις μελανότεφρες αργιλόμαργες έδωσαν τιμές δείκτη συμπιεστότητας 0,160 και
0,240, που αντιστοιχούν σε αυτές των καολινιτικών αργίλων.

Συμπερασματικά, τα ιζήματα των τριών ενοτήτων χαρακτηρίζονται από υψηλό


ποσοστό ιλύος, χαμηλή έως μέση πλαστικότητα και πορώδες από 16-50 %. Με βάση
τις τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη τα ιζήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως στιφροί
ή σκληροί εδαφικοί σχηματισμοί ή πολύ χαμηλής αντοχής βραχώδεις σχηματισμοί.
Οι τιμές του δείκτη συμπιεστότητας που προσδιορίσθηκαν από δοκιμές
στερεοποίησης για τους πλέον μαλακούς ορίζοντες των μελανότεφρων αργιλόμαργων
της λεκάνης του Πατραϊκού δεν προδικάζουν ιδιαίτερα προβλήματα καθιζήσεων
λόγω στερεοποίησης. Τέλος, σχετικά με τις παραμέτρους διατμητικής αντοχής
παρατηρείται προοδευτική μείωση της συνοχής και αύξηση της γωνίας τριβής από τις
αργιλοϊλύες προς τις ιλυώδεις άμμους – ψαμμίτες.

Όσον αφορά στις γεωτεχνικές συνθήκες θεμελίωσης της ευρύτερης περιοχής της
πόλης των Πατρών, οι Κούκης κ.α (1994), Koukis et al (2005), διαχωρίζουν τέσσερις
γεωτεχνικές ενότητες, ως εξής:

Ενότητα Ι: Τεφρή μαλακή ιλύς ή ιλυώδης άργιλος, παράκτιας φάσης.


Ενότητα ΙΙ: Αλλουβιακές- Διλουβιακές αποθέσεις μικτής φάσης.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 81

Υποενότητα ΙΙα: Καστανές, καστανότεφρες, τεφροκίτρινες, καστανοκίτρινες,


καστανέρυθρες ιλύες και άργιλοι.
Υποενότητα ΙΙβ: Καστανές, καστανότεφρες κ.τ.λ., ιλυώδεις-αργιλώδεις άμμοι
και αμμοχάλικα.
Υποενότητα ΙΙγ: Ιλυώδεις αποθέσεις και οργανικές αλλουβιακές αποθέσεις.

Ενότητα ΙΙΙ: Τεφρές - καστανότεφρες στιφρές άργιλοι και ιλύες


πλειστοκαινικής ηλικίας.
Υποενότητα ΙΙΙα: Τεφρές- καστανότεφρες άργιλοι και ιλύες.
Υποενότητα ΙΙΙβ: Τεφρά- καστανότεφρα ιλυώδη αμμοχάλικα και άμμοι.

Ενότητα ΙV: Μαργαϊκό υπόβαθρο (πλειοπλειστόκαινο).

Το εύρος των φυσικών χαρακτηριστικών και μηχανικών παραμέτρων αυτών


δίνεται στους Πίνακες 5.3 και 5.4.

5.2. Υδρογεωλογικές συνθήκες

5.2.1. Υδρολιθολογικές ενότητες των γεωλογικών σχηματισμών

Ο υδρογεωλογικός χαρακτήρας των γεωλογικών σχηματισμών της ευρύτερης


περιοχής ενδιαφέροντος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Οι σημαντικότεροι από
αυτούς είναι η λιθολογική σύσταση, το περιβάλλον απόθεσης, οι συνθήκες
τεκτονισμού, ο βαθμός κατακερματισμού και ο βαθμός καρστικοποίησης στην
περίπτωση των ανθρακικών πετρωμάτων (Κρητιδικοί ασβεστόλιθοι).

Στην Υδρογεωλογική μελέτη Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (Εδαφομηχανική


Ερευνητική ΑΤΕ, 1998), η οποία είχε ως στόχο τη διερεύνηση των υδρογεωλογικών
συνθηκών στην περιοχή και τον καθορισμό θέσεων ανόρυξης υδροληπτικών έργων
για τις ανάγκες πυρόσβεσης της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών και την άρδευση των
έργων πρασίνου της οδοποιΐας, διακρίνονται τέσσερις βασικές κατηγορίες
σχηματισμών, ανάλογα με τον τρόπο κυκλοφορίας του νερού στη μάζα τους: (α) οι
πορώδεις, (β) οι πορώδεις και ρωγματωμένου μέσου σχηματισμοί, (γ) οι καρστικοί
σχηματισμοί και δ) οι πρακτικά αδιαπέρατοι σχηματισμοί.

Κάθε μία από τις προαναφερθείσες κατηγορίες χωρίζεται σε επιμέρους με βάση


το βαθμό υδροπερατότητας. Συγκεκριμένα, οι πορώδεις διακρίνονται σε i)
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 82

σχηματισμούς μέτριας έως υψηλής υδροπερατότητας και ii) σχηματισμούς μέτριας


υδροπερατότητας, οι πορώδεις και ρωγματωμένου μέσου σχηματισμοί σε i)
σχηματισμούς μέτριας υδροπερατότητας και ii) σχηματισμούς χαμηλής έως μέτριας
υδροπερατότητας, οι καρστικοί αποκλειστικά σε σχηματισμούς μέτριας έως υψηλής
υδροπερατότητας και τέλος οι πρακτικά αδιαπέρατοι σχηματισμοί σε i) σχηματισμούς
πολύ χαμηλής έως ασήμαντης και ii) σχηματισμούς ασήμαντης υδροπερατότητας.

Σημειώνεται σχετικά ότι στους πορώδεις σχηματισμούς η κυκλοφορία του νερού


γίνεται μέσω του πρωτογενούς πορώδους, ενώ στους πορώδεις και ρωγματωμένου
μέσου σχηματισμούς η κυκλοφορία γίνεται μέσα από το πορώδες, αλλά και μέσα από
τα συστήματα ασυνεχειών που διατέμνουν τη μάζα τους (πρωτογενές και
δευτερογενές πορώδες).

5.2.2. Διαβάθμιση της υδροπερατότητας στις επιμέρους ενότητες

Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας οι σχηματισμοί των ενοτήτων του γεωλογικού
- τεχνικογεωλογικού χάρτη (Σχήμα 5.1) που ενδιαφέρουν το έργο της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών διαχωρίστηκαν με βάση την υδροπερατότητά τους (k) στις
εξής επιμέρους κατηγορίες (η διαβάθμιση του k σε κατηγορίες από Κούκης-
Σαμπατακάκης, 2002):

5.2.2.1 Πορώδεις σχηματισμοί

- Sd και Qc-l : υψηλή έως μέση υδροπερατότητα, k= 100 – 10-2 cm/sec.


- Qf-l, Qf,c-l : μέση έως χαμηλή υδροπερατότητα από τα πλέον αδρόκοκκα
στα πλέον λεπτόκοκκα, k= 10-2 – 10-4 cm/sec.
- Qc-cm, Qf,c-cm : μέση έως χαμηλή υδροπερατότητα, k= 10-2 – 10-5 cm/sec.

5.2.2.2 Πορώδεις και ρωγματωμένου μέσου σχηματισμοί

- Pl-c : (i) ανώτεροι ορίζοντες (υψηλός κερματισμός) μέση υδροπερατότητα,


k= 10-1 – 10-3 cm/sec.
(ii) βαθύτεροι ορίζοντες, χαμηλή έως πολύ χαμηλή υδροπερατότητα,
k=10-5 cm/sec.
- Pl-f : (i) μέση υδροπερατότητα στις άμμους και τα κροκαλοπαγή, k= 10-2
cm/sec.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 83

(ii) έως πολύ χαμηλή υδροπερατότητα στους αργιλομαργαϊκούς


ορίζοντες, k=10-6 cm/sec.

5.2.2.3 Καρστικοί σχηματισμοί

Ασβεστόλιθοι του Κρητιδικού

5.2.2.4 Πρακτικά αδιαπέρατοι σχηματισμοί

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι αλπικοί σχηματισμοί του φλύσχη και των
ραδιολαριτών στα περιθώρια της νεογενούς λεκάνης.

Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις στο έργο,
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα (Pl-c και Pl,f),
και κυρίως τα δεύτερα στα οποία φιλοξενήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους τα
υπόγεια τεχνικά έργα της παράκαμψης. Στα πρώτα, η λιθοστρωματογραφική διάταξη
έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλούσιων υδροφόρων οριζόντων και την
εκδήλωση πηγών επαφής, μέτριας έως υψηλής παροχής. Στα δεύτερα, κυρίως
λεπτομερή, αναμένεται η δημιουργία επάλληλων οριζόντων ή και επικρεμάμενων
οριζόντων υπο πίεση, φακοειδούς μορφής, στις αδρομερείς φάσεις, που τοπικά
δημιούργησαν εισροές στα υπόγεια έργα. Αντίθετα, η αργιλομαργαϊκή φάση αυτών
(τυπικές αργιλόμαργες) θεωρούνται πρακτικά στεγανοί σχηματισμοί.

Επιπρόσθετα, από την ανάλυση της ισοπιεζομετρίας στις χαμηλές περιοχές


διέλευσης του έργου διαπιστώθηκε ότι η υδροφορία δεν ήταν δυνατόν να το
επηρεάσει, δεδομένου ότι ακόμα και στις πολύ υδροπερατές αλλουβιακές αποθέσεις ο
υδροφόρος ορίζοντας εμφανίζεται χαμηλότερα.
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 84

Πίνακας 5.3. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων και παραμέτρων ταξινόμησης των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα
των εργαστηριακών δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994 από Κατριβέση, 2003).

Κοκκομετρική ανάλυση Όρια Atterberg


Υγρό Φαιν.
Ταξινόμηση Φυσική
Αργιλος Ιλύς Άμμος Χάλικες LL PI Βάρος γb
Ενότητα Περιγραφή Υγρασία
USCS (KN/m3)
(%) (%) (%) (%) (%) (%)
w (%)

Παράκτια, Τεφρή, Μαλακή Άργιλος και ML & CL


Ι 8-50 45-80 0-50 23-41 8-23 24-36 17,94-19,71
Ιλύς ενστρώσεις SM

Καστανές, Καστανότεφρες, Τεφροκίτρινες, CL & CH & ML & ML-CL


Καστανοκίτρινες, Καστανέρυθρες Ιλύες και 5-45 10-75 0-65 15-55 4,5-35 ενστρώσεις SC & SM & SM- 11-32 (κυρίως 18,1-22,5
IIα Άργιλοι SC 15-25)

Καστανές, Καστανότεφρες, Τεφροκίτρινες,


GC & GM & GP-GM & GW-
Καστανοκίτρινες, Καστανέρυθρες Ιλυώδεις- 7-85 2-80 0-75
IIβ GM & GM-GC & SC & SM
Αργιλώδεις Άμμοι και Αμμοχάλικα

ΙΙ
7-21
IIγ Ελώδεις-Οργανικές Αλλουβιακές Αποθέσεις 6-35 15-80 0-75 CL & ML & SM 12,1-20,2
& NP

ML & CL-ML & CL-CH


Τεφρές-Καστανότεφρες Άργιλοι και Ιλύες 7-50 42-77 0-45 15-55 4,4-32 ενστρώσεις SP & SC & SM &
IIIα SM-SC 14-35 18,14-21,9
& NP
ΙΙΙ Τεφρά- Καστανότεφρα Ιλυώδη Αμμοχάλικα
IIIβ SM & GM & GP-GM
και Άμμοι

IV Μαργαϊκό Υπόβαθρο (Πλειοπλειστόκαινο) 16-54 42-78 0-33 23-75 6-56 CL & CH & CL-ML 17-33 18,4-21,7
ΚΕΦ. 5. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ- ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σελίδα: 85

Πίνακας 5.4. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών μηχανικών παραμέτρων των γεωτεχνικών ενοτήτων με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών και επί
τόπου δοκιμών (Κούκης κ.α., 1994 από Κατριβέση, 2003).

Αντοχή σε Ανεμπόδιστη Αστράγγιστη


Συμπιεστότητα Επιτόπου Δοκιμές
Ενότητα Θλίψη Διατμητική Αντοχή

qu (kPa) cu (kPa) Cc eο ΝSPT qC (Mpa) Vs (m/sec)

0,1-2,9
Ι 25-270 20-80 (κυρίως <50) 0,1-0,3 0,6-1,0 2- >50 (κυρίως <8) 120-290 (κυρίως 150-200)
κυρίως <1

0,2-3,6
IIα 22-440 (κυρίως 100-400) 10-130 (κυρίως >50) κυρίως < 0,15 0,4-0,9 4- >50 (κυρίως>15) 200-700 (κυρίως 200-400)
κυρίως <2

IIβ 8- >50 250-850 (κυρίως >500)


ΙΙ

IIγ 30-60 0,120-0,972 4-50

IIIα 25-320 (κυρίως 100-250) 20-250 (κυρίως 25-100) 0,08-0,28 0,57-0,94 8- >50 (κυρίως>15) 2,45-20 κυρίως <5 200-600

ΙΙΙ IIIβ >50 200-300

IV 50-760 (κυρίως 100-350) 20- >50 220-460


ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 87

6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ


ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΤΗΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΠΑΤΡΩΝ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ
ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΚΛΙΜΑΚΑΣ
1:5000

6.1. Ψηφιοποίηση τοπογραφικού χάρτη, κλίμακας 1:5.000 και


αποτύπωση του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.

Για την καλύτερη παρουσίαση και εύκολη ανάκτηση των στοιχείων θεωρήθηκε
κατ’ αρχήν σκόπιμο να γίνει ψηφιοποίηση του χάρτη της ΓΥΣ, κλίμακας 1:5.000, με
ισοδιάσταση 20m και για έκταση 2,5 Km εκατέρωθεν του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν 5 τοπογραφικά φύλλα
της αντίστοιχης κλίμακας. Η τελική παρουσίαση του χάρτη έγινε σε μικρότερες
κλίμακες, έτσι ώστε να είναι εύκολη η χρήση του, χωρίς όμως να χάνεται η
λεπτομέρεια της μεγαλύτερης κλίμακας (Σχήμα 6.1). Σημειώνεται σχετικά ότι στο
τοπογραφικό αυτό υπόβαθρο αποτυπώθηκε και όλο το έργο, όπου φαίνονται, τα
επιμέρους τμήματα αυτού, ήτοι ανοικτή οδοποιία, σήραγγες, Cut and Cover,
κοιλαδογέφυρες.

Αναλυτικότερα, η ψηφιοποίηση του χάρτη και αποτύπωση του έργου έγινε αρχικά
με σάρωση των χαρτών, εισαγωγή των αρχείων ψηφιακής μορφής που
δημιουργήθηκαν στο λογισμικό Arc View και δημιουργία αρχείων σημειακών
(PATtable), γραμμικών (AATtable), πολυγωνικών (PATtable). Ειδικότερα τα
ψηφιακά δεδομένα τα οποία δημιουργήθηκαν δομούνται σε θεματικά επίπεδα που
αφορούν ισοϋψείς καμπύλες ανά 20μ, υδρογραφικό δίκτυο, κατοικημένες περιοχές
και τον άξονα του έργου. Τα δεδομένα είναι σε συντεταγμένες του Εθνικού
Γεωδαιτικού Συστήματος Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87). Με τον ίδιο τρόπο ψηφιοποιήθηκε
και το έργο της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών, με βάση τα διάφορα τεχνικά έργα
(σήραγγες, γέφυρες, ορύγματα, επιχώματα) από τις οριζοντιογραφίες και τις διατομές
του έργου.

Επίσης σχεδιάστηκαν, με βάση τα τελικά σχέδια οδοποιίας του έργου και δύο
μηκοτομές σε κλίμακα μηκών 1:5.000 και υψών 1:1.000, που αντιστοιχούν στον
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 88

αριστερό και δεξιό κλάδο αυτού και στις οποίες δίνονται υψόμετρα εδάφους και
ερυθράς, η χιλιομέτρηση του όλου έργου, καθώς και των επιμέρους τμημάτων αυτού.

Οι μηκοτομές αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως τεχνικογεωλογικές – γεωτεχνικές με


βάση τα στοιχεία του αντίστοιχου χάρτη, καθώς και αυτά των γεωτρήσεων που
εκτελέσθηκαν για το έργο και δίνονται παρακάτω. Τέλος, χρησιμοποιήθηκε και η
οριζοντιογραφία του έργου σε κλίμακα 1:2.000, στην οποία αποτυπώθηκαν όλες οι
γεωτρήσεις που εκτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια υλοποίησης αυτού (τμήμα της
οριζοντιογραφίας αυτής δίνεται στο επόμενο κεφάλαιο).

6.2. Σύνταξη χαρτών τοπογραφικού αναγλύφου, κλίσεων αυτού και


τρισδιάστατων μοντέλων εδάφους.

Με βάση το παραπάνω ψηφιοποιημένο υπόβαθρο δόθηκε ο χάρτης του


μορφολογικού αναγλύφου, καθώς και ο χάρτης κλίσεων της ευρύτερης περιοχής
έρευνας (Σχήματα 6.2, 6.3). Στον πρώτο χάρτη φαίνεται ότι ο άξονας κινείται σε
τοπογραφικό ανάγλυφο με έντονα ανεπτυγμένο το υδρογραφικό δίκτυο και κύριες
διευθύνσεις αυτού σχεδόν εγκάρσιες προς τον άξονα, ενώ τα υψόμετρα κυμαίνονται
από 20 μέχρι 240μ. Στο δεύτερο χάρτη των κλίσεων του μορφολογικού αναγλύφου
φαίνεται ότι το τμήμα του έργου που αναφέρεται σε ανοικτή οδοποιία κινείται στο
μεγαλύτερο μέρος σε ήπιες κλίσεις μέχρι 10˚, ενώ αυτό του κυρίως έργου (σήραγγες,
κοιλαδογέφυρες) σε πλέον έντονο ανάγλυφο με κλίσεις από 10 έως 30˚ ή ακόμη και
μεγαλύτερες των 30˚.

Τέλος, δίνεται όλη η παραπάνω ζώνη σε τρισδιάστατη μορφή από δύο απόψεις,
ΒΑ/κή και ΒΔ/κή, για την καλύτερη εικόνα του γεωμορφολογικού αναγλύφου της
περιοχής, σε σχέση με το έργο της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών που φιλοξενεί
(Σχήματα 6.2, 6.3).

6.3. Τεχνικογεωλογικός – Γεωτεχνικός χάρτης της περιοχής, κλίμακας


1:5.000. Σκοπός, θεώρηση δεδομένων και σύνταξη αυτού.

Με την έναρξη της έρευνας αυτής και έπειτα από την εμπειρία που αποκτήθηκε
κατά τη διάρκεια της εκπόνησης των μελετών και υλοποίησης του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών διαπιστώθηκε η ανάγκη διαφοροποίησης των σχηματισμών
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 89

στους οποίους φιλοξενήθηκε το έργο (Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα) με βάση


κριτήρια κατ’ αρχήν γεωλογικά όσον αφορά στη στρωματογραφική διάθρωση, αλλά
και γεωτεχνικά με τη διάκριση επιμέρους λιθολογικών ενοτήτων, που παρουσιάζουν
σαφώς διαφορετικά φυσικά-μηχανικά χαρακτηριστικά και κατ’επέκταση μηχανική
συμπεριφορά.

Από γεωλογικής πλευράς η μέχρι τώρα διαφοροποίηση στο γεωλογικό χάρτη του
ΙΓΜΕ (1980), κλίμακας 1:50.000, Φύλλο Πάτρα αναφέρεται στο Τεταρτογενές
(Ολόκαινο και Αδιαίρετο) και το Νεογενές (που ενδιαφέρει και την έρευνα), το οποίο
χαρακτηρίζεται ως Πλειόκαινο και περιλαμβάνει ψαμμίτες εύθρυπτους, ψαμμούχες
αργίλους, αργιλικές μάργες υποκίτρινες έως τεφρές με αραιές ενστρώσεις
κροκαλοπαγών. Η λιθολογική φάση των σχηματισμών δεν είναι σταθερή και οι
εναλλαγές των πιο πάνω υλικών δεν ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Είναι αβαθείς
ή μικρού βάθους θαλάσσιες αποθέσεις με απολιθώματα.

Επίσης, στο φύλλο Ναύπακτος, ΙΓΜΕ (1971) η παραπάνω ενότητα αποδίδεται ως


Πλειόκαινο – Πλειστόκαινο (Αδιαίρετο) και αποτελείται από κυανές μάργες και
αμμούχες αργίλους, με σπάνιες παρεμβολές ψηφιτοπαγούς υλικού και χαλαρών, κατά
θέσεις, κροκαλοπαγών, ενίοτε δε συγκολλημένων. Οι αμμούχες άργιλοι είναι κίτρινου
χρώματος και περιέχουν Γαστερόποδα και Ελασματοβράγχια.

Τέλος, στο φύλλο Χαλανδρίτσα, ΙΓΜΕ (1984), που επίσης ενδιαφέρει την
περιοχή έρευνας, αποδίδεται ως Τριτογενές (Πλειόκαινο), που περιλαμβάνει
θαλάσσιες, υφάλμυρες και λιμναίες αποθέσεις από εναλλασσόμενα στρώματα
μαργών, αργίλων, αδρομερών άμμων, λεπτόκοκκων ψαμμιτών, κροκαλοπαγών
χαλαρής και συχνά ισχυρής συνοχής. Το συνολικό πάχος των Πλειοκαινικών
αποθέσεων είναι μεγαλύτερο των 800m. Στο ΒΔ/κό τμήμα του φύλλου στη θέση
Γηροκομείο και στην έξοδο του χωριού Ρωμανός υπάρχει πανίδα από
Ελασματοβράγχια, Γαστερόποδα, Σκαφόποδα, Κοράλια.

Στο πλαίσιο εκπόνησης της Διδακτορικής διατριβής του Ρόζου (1989) έγινε, όπως
προαναφέρθηκε, η διάκριση των ιζημάτων αυτών σε λεπτομερή και αδρομερή,
περαιτέρω δε για τα λεπτομερή διαχωρίστηκαν οι φάσεις των αργιλόμαργων, μαργών
και αμμοιλύων-ψαμμιτών που αναφέρονται σε ολόκληρο το Νομό και στις τρεις
λεκάνες, Κορινθιακού – Πατραϊκού – Λεοντίου. Επίσης, με τις γεωλογικές και
γεωτεχνικές μελέτες που εκπονήθηκαν για το έργο δεν γίνεται περαιτέρω διάκριση
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 90

των ιζημάτων αυτών, ενώ από καθαρά γεωτεχνικής πλευράς οι αξιολογήσεις


στηρίζονται στα αποτελέσματα των δοκιμών ταξινόμησης (κοκκομετρική διαβάθμιση
και όρια Atterberg) στις γεωτρήσεις που εκτελέσθηκαν.

Θεωρήθηκε επομένως σκόπιμο να διερευνηθεί η δυνατότητα διάκρισης στα


ιζήματα αυτά ενοτήτων που θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν με βάση
γεωλογικά-τεχνικογεωλογικά και γεωτεχνικά κριτήρια, πριν από τη λεπτομερέστερη
αξιολόγηση των γεωτεχνικών δεδομένων και της γενικότερης συμπεριφοράς των
σχηματισμών σε σχέση με το έργο. Το ερέθισμα μάλιστα αυτό δόθηκε από το γεγονός
ότι και από τη μελέτη και κατασκευή των επιμέρους έργων δεν υπήρξε κοινός τόπος
αξιολόγησης των δεδομένων, αλλά διαφορετική σε κάθε έργο θεώρηση σχεδιασμού
και αντιμετώπισης των προβλημάτων. Άλλωστε, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στον
Ελληνικό χώρο η εμπειρία διάνοιξης υπόγειων έργων σε ιζήματα του “νεογενούς”
ήταν πρωτόγνωρη, ενώ και στο διεθνή χώρο δεν υπάρχει αξιόλογη γνώση προς την
κατεύθυνση αυτή.

Τα παραπάνω δεδομένα κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη αναζήτησης στους


σχηματισμούς αυτούς χαρακτήρων που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη διάκριση
επιμέρους λιθολογικών ενοτήτων, καθοδηγητικών για το σχεδιασμό διαφόρων έργων
και μάλιστα υπόγειων. Το στοιχείο δε αυτό θα ήταν καθοριστικό για έργα σε
ανάλογους σχηματισμούς, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε τη βάση για τον
προσανατολισμό των ερευνητικών εργασιών και την εξαγωγή χρήσιμων
συμπερασμάτων από τα αρχικά στάδια μελέτης και σχεδιασμού των έργων αυτών.

Έτσι, η έρευνα εστιάσθηκε κατ’ αρχήν στην ευρύτερη περιοχή του έργου με την
αποτύπωση – χαρτογράφηση στον τοπογραφικό χάρτη της ΓΥΣ, κλίμακας 1:5.000,
όλων των λιθολογικών ενοτήτων που συμμετέχουν στη δομή αυτής. Για την εργασία
αυτή λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία από τη χαρτογράφηση στη διδακτορική
διατριβή Ρόζου (1989), καθώς και χαρτογραφήσεις που έγιναν στο πλαίσιο μελέτης
γεωλογικής καταλληλότητας της περιοχής Καρυάς – Ν. Σουλίου από το Εργαστήριο
Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου Πατρών. Ειδικότερα όμως λήφθηκαν υπόψη και τα
στοιχεία από τις γεωτρητικές εργασίες (περίπου 170 γεωτρήσεις) που εκτελέσθηκαν
για το έργο σε όλο το μήκος της ζώνης που χαρτογραφήθηκε. Τέλος, το έργο της
χαρτογράφησης διευκόλυνε η ερμηνεία αεροφωτογραφιών που λήφθηκαν από τη
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 91

ΓΥΣ, μεγάλης κλίμακας 1:15.000 και πρόσφατης έκδοσης του 2002 με αποτυπωμένο
το έργο της ευρείας παράκαμψης (Σχήμα 6.4).

Οι αεροφωτογραφίες αυτές βοήθησαν τις υπαίθριες παρατηρήσεις, όσον αφορά


στην έκταση των διαφόρων ενοτήτων, ενώ παράλληλα διευκόλυναν τον εντοπισμό
και χαρτογράφηση των μειζόνων διαρρήξεων – ρηγμάτων που διατρέχουν τους
σχηματισμούς αυτούς.

Διαχωρίστηκαν ως εκ τούτου λιθολογικές ενότητες στις οποίες δόθηκε και η


έννοια της στρωματογραφικής διάρθρωσης, έτσι ώστε να αντανακλούν πραγματικές
συνθήκες στην περιοχή ενδιαφέροντος. Η χαρτογράφηση αυτή έγινε σε κλίμακα
1:5.000 ενώ η παρουσίαση των στοιχείων δίνεται σε μικρότερες κλίμακες, εντός και
εκτός κειμένου (Σχήμα 6.5). Το τοπογραφικό υπόβαθρο είναι το ψηφιοποιημένο με
ισοδιάσταση 20 μέτρα, πάνω στο οποίο έχει αποτυπωθεί και ο άξονας του έργου. Ο
χάρτης επομένως αυτός είναι τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός, ειδικού σκοπού,
μεγάλης κλίμακας και αναλυτικού χαρακτήρα (I.A.E.G., 1976). Τα στοιχεία της
παραπάνω χαρτογράφησης αποτυπώνονται και στις αντίστοιχες μηκοτομές που
σχολιάζονται στο επόμενο κεφάλαιο.

Το υπόμνημα του χάρτη έγινε προσπάθεια να είναι εκτενές, έτσι ώστε κάθε
επιμέρους ενότητα να περιγράφεται με λεπτομέρεια όσον αφορά στη λιθολογική
σύσταση, την προέλευση των υλικών, τις εναλλαγές των διαφόρων φάσεων κατά την
κατακόρυφο και οριζόντια έννοια, το βαθμό διαγένεσης – συνεκτικότητας, τη φύση
του συνδετικού υλικού, το χρώμα, την υδροπερατότητα, καθώς και τη φυσική
κατάσταση σε σχέση με τη διάρρηξη – κερματισμό και την αποσάθρωση.

Θεωρήθηκε μάλιστα σκόπιμο για μερικές από τις ενότητες αυτές που ενδιαφέρουν
άμεσα γιατί φιλοξενούν τα κύρια τεχνικά έργα και μάλιστα τα υπόγεια, να
τεκμηριωθούν και φωτογραφικά (Φωτογραφίες 6.1 έως 6.19).

Με βάση την παραπάνω λεπτομερή χαρτογράφηση διαπιστώθηκε ότι το έργο της


Ευρείας Παράκαμψης Πατρών φιλοξενείται κυρίως στα Πλειοπλειστοκαινικά και
Πλειστοκαινικά ιζήματα και μάλιστα στη λεπτομερή φάση αυτών, στην οποία
ανήκουν δύο βασικές ενότητες, οι 11 και 12 του χάρτη - υπομνήματος, ενώ ένα τμήμα
του έχει διανοιχθεί στην ενότητα 10 των αργιλομαργών με αδρομερή στοιχεία και ένα
μικρό τμήμα στην αρχή του άξονα στα Διλλουβιακά κροκαλοπαγή (ενότητα 8).
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 92

Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές το ενδιαφέρον εστιάσθηκε στις τέσσερις


ενότητες, όπου έχουν διανοιγεί τα υπόγεια τεχνικά έργα και βασικά στις δύο πρώτες
που καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση και στις οποίες κατά την υλοποίηση των
έργων συναντήθηκαν πολλά προβλήματα.

Επιπλέον, η ενότητα 12 εμφανίζεται επιφανειακά σε περιορισμένες θέσεις και δεν


θα είχε επισημανθεί ως ξεχωριστή ενότητα εάν δεν είχε εντοπιστεί τόσο στην
ευρύτερη περιοχή του Νομού, κυρίως όμως κατά τη διάνοιξη των υπόγειων τεχνικών
έργων, δημιουργώντας την προσωπική εντύπωση ότι υπαγορεύει διαφορετική
μηχανική συμπεριφορά. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, κατά τις
χαρτογραφήσεις για τις ανάγκες των έργων και τις γεωτρητικές εργασίες που
εκτελέσθηκαν, οι ενότητες αυτές δεν αποτυπώθηκαν σαν ξεχωριστές, αλλά ο
σχηματισμός αντιμετωπίσθηκε ενιαία.

Φωτογραφία 6.1. Διλλουβιακά κροκαλοπαγή (ενότητα 8 του τεχνικογεωλογικού-γεωτεχνικού χάρτη),


που καλύπτουν ασύμφωνα τα υποκείμενα λεπτομερή ιζήματα, κυρίως της Ανώτερης γεωτεχνικής ενότητας
- 11. Πρόκειται για σχηματισμό ημισυνεκτικό έως συνεκτικό, όπου τα αδρομερή στοιχεία σε ποσοστό
80% περίπου και ασβεστολιθικής κυρίως σύστασης είναι καλά συγκολλημένα με αργιλομαργαϊκό έως
ψαμμιτομαργαϊκό συνδετικό υλικό. Παρουσιάζουν ψευδοστρώση και διατηρούν κατακόρυφα πρανή,
χωρίς σοβαρά προβλήματα αστοχιών.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 93

Φωτογραφία 6.2. Οι ίδιοι σχηματισμοί όπως και στη φωτογραφία 6.1, κοντά στην έξοδο της σήραγγας
του Γηροκομείου. Το αδρομερές κλάσμα είναι συγκριτικά μικρότερο σε μεγέθη και ποσοστό, ενώ
αυξημένο παρουσιάζεται το λεπτομερές καστανέρυθρο συνδετικό υλικό, που με την ομοιομερή κατανομή
του προσδίδει ευστάθεια στο σχηματισμό.

Φωτογραφία 6.3. Νότιο τμήμα της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο πρανές τα
Διλλουβιακά κροκαλοπαγή καλύπτουν ασύμφωνα την υποκείμενη φάση της Ανώτερης Γεωτεχνικής
Ενότητας -11.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 94

Φωτογραφία 6.4. Νότιο μέτωπο σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου (Σ1). Οι σχηματισμοί της ενότητας
10 από επάλληλες στρώσεις ψηφιδοκροκαλοπαγούς και λεπτομερών αργιλομαργαϊκών οριζόντων. Η
ευστάθεια του πρανούς και η διάνοιξη της σήραγγας χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Φωτογραφία 6.5. Στρωματογραφική στήλη της ενότητας 10 στην έξοδο της σήραγγας ΣΓ.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 95

Φωτογραφία 6.6. Βόρειο μέτωπο εισόδου σήραγγας ΣΓ. Η συχνή εναλλαγή αδρομερών και
λεπτομερών οριζόντων της ενότητας 10 εξασφαλίζει την ευστάθεια του μετώπου.

Φωτογραφία 6.7. Γενική άποψη της περιοχής των νεογενών ιζημάτων ανάντη της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών. Επικρατεί η Ανώτερη γεωτεχνική ενότητα-11 των λεπτομερών φάσεων, που
αποκτά στη ζώνη αυτή μεγαλύτερο πάχος από αυτό που καταγράφηκε κατά μήκος του άξονα. Έντονο
διαγράφεται το υδρογραφικό δίκτυο, ενώ δεν λείπουν τα κατολισθητικά φαινόμενα στα πρανή, τα οποία
εξελίσσονται σε ορισμένες περιοχές σε κατολισθαίνουσες ζώνες, όπου η Κατώτερη ενότητα είναι σε
μικρότερο βάθος, όπως π.χ. κατά μήκος των χαραδρώσεων. Στην κορυφή του λόφου φαίνονται κατά
θέσεις τα κόκκινα Διλλουβιακά κροκαλοπαγή – ενότητα 8. Στο βάθος της φωτογραφίας προβάλει το
αλπικό υπόβαθρο της ζώνης Πίνδου από τους σχηματισμούς των ασβεστολίθων, σχιστοκερατολίθων και
φλύσχη.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 96

Φωτογραφία 6.8. Οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας– 11 χρειάζονται προστασία κατά τη διάνοιξη
και ιδιαίτερα στις ζώνες της εισόδου και εξόδου των υπόγειων τεχνικών έργων. Στην προκειμένη
περίπτωση φαίνεται στο μέτωπο η ομπρέλα των δοκών προπορείας.

Φωτογραφία 6.9. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11, όπου είναι διακριτή η παρουσία
αδρομερών στοιχείων από ψηφίδες και κροκάλες στους κατώτερους πλέον λεπτομερείς ορίζοντες, ενώ
στρωματογραφικά υψηλότερα επικρατούν πλέον αδρομερείς ορίζοντες κροκαλοπαγούς, που
αποσφηνώνονται πλευρικά και είναι λιγότερο ευαποσάθρωτοι.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 97

Φωτογραφία 6.10. Η λεπτομερής φάση της Ανώτερης ενότητας – 11 (Γέφυρα Γ9), χωρίς έντονη
στρωσιγένεια και μειωμένη συνεκτικότητα. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται οι κροκαλοπαγείς ορίζοντες
νεογενών ιζημάτων (ενότητα 9).

Φωτογραφία 6.11. Η παραπάνω ενότητα στην ίδια περιοχή, όπου όμως ο σχηματισμός είναι υγιής και
πλέον συνεκτικός, με διακριτή οριζόντια στρώση στο κεντρικό τμήμα, η οποία όμως γρήγορα αλλάζει
λόγω ρήγματος.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 98

Φωτογραφία 6.12. Κατάντη δεξιό πρανές στο τέλος της γέφυρας Γ5. Διατηρείται σχεδόν κατακόρυφο
και χωρίς έντονη διάβρωση λόγω των συχνών οριζόντων κροκαλοπαγούς στους σχηματισμούς της
Ανώτερης ενότητας – 11.

Φωτογραφία 6.13. Σήραγγα ΣΑ, νότιο μέτωπο. Η φωτογραφία λήφθηκε από τη ΣΒ. Στη συνέχεια
προς βορρά φαίνεται η έξοδος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Μποζαΐτικων (Αγ. Βαρβάρα), που
αναφέρθηκε προηγούμενα (Φωτ. 3.2). Ολόκληρο το πρανές των σηράγγων ΣΑ έχει επενδυθεί με
εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, δεδομένου ότι ο σχηματισμός από το μέσον περίπου των έργων και σε όλο το
ύψος του πρανούς κατατάσσεται στην Ανώτερη ενότητα και είναι ως εκ τούτου υδροπερατός,
ευαποσάθρωτος και ευκολοδιάβρωτος. Βέβαια, η επένδυση με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα είναι
ανεπιτυχής, λόγω της λιθολογικής σύστασης του σχηματισμού (λεπτομερής φάση).
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 99

Φωτογραφία 6.14. Πρανές μετά την έξοδο της σήραγγας ΣΑ – δεξιός κλάδος. Συνίσταται από τους
σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας – λεπτομερείς κυρίως φάσεις ανοικτότεφρου χρώματος. Στο
ανώτερο τμήμα η ζώνη κερματισμού και αποσάθρωσης είναι μεγάλου πάχους.

Φωτογραφία 6.15. Σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας – 11. Οι λεπτομερείς φάσεις διακόπτονται από
συχνές ενστρώσεις κροκαλοπαγούς, που γρήγορα αποσφηνώνονται πλευρικά.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 100

Φωτογραφία 6.16 . Πρανές κοντά στην είσοδο του δεξιού κλάδου της σήραγγας Γηροκομείου (Σ2).
Σχηματισμός της Κατώτερης ενότητας - 12, τεφροκύανου-τεφροκάστανου χρώματος και έντονης
στρωσιγένειας – φυλλώδους δομής. Με τη διαβροχή και ξήρανση ο σχηματισμός εύκολα αποσαθρώνεται
και ρωγματώνεται και προοδευτικά η δομή του καταρρέει. Ο σχηματισμός υψηλότερα μεταβαίνει στους
ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας – 11.

Φωτογραφία 6.17. Ο ίδιος όπως παραπάνω σχηματισμός επιφανειακά αποσαθρωμένος, όπου είναι
έντονη η παρουσία απολιθωμάτων.
ΚΕΦ. 6. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Ε.Π.Π
Σελίδα: 101

Φωτογραφία 6.18. Διακρίνονται οι αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας - 12 στη βάση
του πρανούς και κοντά στο Cut & Cover. Έντονη είναι η στρωσιγένεια του πετρώματος με οριζόντια
σχεδόν στρώση, αλλά και ο ισχυρός κερματισμός αυτού από το δίκτυο των διαρρήξεων που τέμνουν
σχεδόν εγκάρσια τη στρώση. Ο συνδυασμός των ασυνεχειών αυτών καθώς και άλλων επιπέδων τα οποία
δεν είναι ορατά, συμβάλλουν στη χαλάρωση της βραχόμαζας και την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας
με την κατασκευή υπόγειων έργων και ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνη, όπου το πάχος των
υπερκειμένων είναι ιδιαίτερα μικρό.

Φωτογραφία 6.19. Σήραγγα Γηροκομείου, κοντά στη βόρεια είσοδο, αριστερός κλάδος. Επικρατούν σε
όλη τη διατομή οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας - 12, από πολύ στιφρές μελανότεφρες αργιλικές
μάργες με οριζόντια σχεδόν στρώση και χωρίς ίχνη διάρρηξης. Η ευστάθεια του μετώπου είναι δεδομένη.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 103

7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟ-


ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

7.1. Κριτήρια σχεδιασμού

Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα στο στάδιο των ερευνητικών ακόμα


εργασιών για το έργο υπήρχε η υποψία, κυρίως όμως στη φάση υλοποίησης αυτού
έγινε πλήρως κατανοητό ότι η λεπτομερής φάση των ιζημάτων, στην οποία
φιλοξενήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος το έργο, απαντάται σε δύο διακριτές
ενότητες, στρωματογραφικά επάλληλες, που στο εξής θα καλούνται Ανώτερη
Γεωτεχνική Ενότητα Α.Γ.Ε.-11 και Κατώτερη Γεωτεχνική Ενότητα Κ.Γ.Ε.-12
(11 και 12 αντίστοιχα στο Υπόμνημα του Τεχνικογεωλογικού – Γεωτεχνικού χάρτη).
Κατά θέσεις μεταξύ αυτών των δύο ενοτήτων είναι δυνατόν να διαχωρισθεί μια
ενδιάμεση Μεταβατική ζώνη, μικρού πάχους, από την Κατώτερη προς την Ανώτερη
ενότητα (11α).

Επισημαίνεται ότι, η παρουσία της ενότητας 12 δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη


επιφανειακά, δεδομένου ότι καλύπτεται από την Ανώτερη στρωματογραφικά ενότητα
11 και η παρουσία της έγινε κατ’ αρχήν γνωστή με τη διάνοιξη των υπόγειων
τεχνικών έργων, όπου διαπιστώθηκε και η σημασία της, λόγω διαφορετικής
συμπεριφοράς. Έτσι, αναζητήθηκε και κατά τη χαρτογράφηση στο πλαίσιο της
παρούσας έρευνας στις βαθιές κυρίως χαραδρώσεις της ευρύτερης περιοχής.
Άλλωστε, η παρουσία των διακριτών αυτών γεωτεχνικών ενοτήτων δεν αξιολογήθηκε
στη φάση του προγράμματος γεωλογικών – γεωτεχνικών ερευνών και ως εκ τούτου
δε λήφθηκε υπόψη κατά το σχεδιασμό του έργου.

Τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά των ενοτήτων αυτών δίνονται με λεπτομέρεια


στο υπόμνημα του χάρτη και η φωτογραφική τεκμηρίωση αυτών στο τέλος του
κεφαλαίου (Φωτογραφίες 7.1 έως 7.15).

7.2. Αξιολόγηση των δεδομένων της γεωτεχνικής έρευνας

Η περαιτέρω διερεύνηση σχετικά με το διαχωρισμό των παραπάνω ενοτήτων


διευκολύνθηκε, πέρα από την επιφανειακή αποτύπωση, από τις γεωτρήσεις που
ανορύχθηκαν για τις ανάγκες του έργου και στην περιοχή αυτού. Έτσι, έπειτα από
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 104

προσεκτική εξέταση σε κάθε μία από τις τομές των γεωτρήσεων έγινε προσπάθεια
διαχωρισμού των ενοτήτων για να διαπιστωθεί εάν πράγματι αποτελούν διακριτές
ενότητες ή εάν πρόκειται για ενιαίο σχηματισμό με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις.

Ένα δείγμα από την επίπονη πράγματι αυτή προσπάθεια δίνεται σε μερικά από τα
μητρώα των γεωτρήσεων, τα οποία είχαν συνταχθεί ενιαία, ήτοι δίνοντας μια
περιγραφή και στη συνέχεια το γεωτεχνικό χαρακτηρισμό της στρώσης –
προχώρησης που εξετάσθηκε, με βάση τα δεδομένα της ταξινόμησης από
εργαστηριακές δοκιμές (Σχήματα 7.1, 7.2, 7.3). Για την επίτευξη του στόχου αυτού
καθοδηγητικό στοιχείο αποτέλεσαν και οι παρατηρήσεις – χαρακτηριστικά κατά τη
χαρτογράφηση των ενοτήτων αυτών στο ύπαιθρο, π.χ. όσον αφορά στο χρώμα, τη
σύσταση, τη συνεκτικότητα, τα οποία βέβαια συγκρίνονταν με αυτά από τις
περιγραφές, τις επιτόπου δοκιμές (SPT), καθώς και τις εργαστηριακές αναλύσεις
(κοκκομετρική διαβάθμιση και όρια Atterberg). Έτσι, για κάθε προχώρηση στις
γεωτρήσεις δίνεται μέσα σε κύκλο και η αντίστοιχη γεωτεχνική ενότητα με βάση τον
Τεχνικογεωλογικό –Γεωτεχνικό χάρτη, π.χ. 3,10, 11, 11α, 12 κ.λ.π. (Σχήματα 7.1, 7.2,
7.3).

Για τη διευκόλυνση του έργου αυτού όλες οι τομές των γεωτρήσεων


τοποθετήθηκαν στις μηκοτομές του έργου, που συνδυαστικά αποτέλεσαν και τις
τεχνικογεωλογικές – γεωτεχνικές τομές για την περιοχή που μελετήθηκε. Οι
μηκοτομές μάλιστα αυτές αναφέρονται και στους δύο κλάδους του έργου, δεξιό και
αριστερό.

Επίσης, οι γεωτρήσεις έχουν αποτυπωθεί και στην οριζοντιογραφία του έργου,


ένα δείγμα του οποίου δίνεται στο Σχήμα 7.4.

Με βάση την κατ’ αρχήν αξιολόγηση όλων αυτών των στοιχείων διαπιστώθηκαν
τα εξής:
- Σε όλες τις γεωτρήσεις ήταν δυνατή η διάκριση των επιμέρους ενοτήτων. Σε
ορισμένες μάλιστα από αυτές τα όρια δεν είναι απολύτως σαφή, προφανώς
λόγω της παρουσίας μιας ενδιάμεσης Μεταβατικής ζώνης μικρού πάντοτε
πάχους, από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα.
- Υπήρξε απόλυτη ταύτιση της επιφανειακής αποτύπωσης των ενοτήτων με τα
στοιχεία που έδωσαν οι γεωτρήσεις και την ερμηνεία που δόθηκε σχετικά με
την παρουσία και διαχωρισμό των ενοτήτων αυτών.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 105

Σχήμα 7.1
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 106

Σχήμα 7.2
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 107

Σχήμα 7.3
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 108

Σχήμα 7.4 Τμήμα της οριζοντιογραφίας του έργου της Ε.Π.Π στην οποία έχουν αποτυπωθεί
όλες οι γεωτρήσεις που έχουν εκτελεστεί.

7.3. Σύνταξη οριστικών γεωτεχνικών μηκοτομών με βάση τη σύνθεση


όλων των δεδομένων

Με την τοποθέτηση στις μηκοτομές και των ρηγμάτων επιτεύχηκε ο διαχωρισμός


των ενοτήτων σε όλο το μήκος του έργου και εκτιμήθηκε το πάχος της Ανώτερης
ενότητας, που κυμαίνεται από 2 έως 37m περίπου, το πάχος της Μεταβατικής ζώνης
μέχρι 8m, καθώς και της ενότητας 10 μέχρι 42m. Όσον αφορά στην Κατώτερη
ενότητα της λεπτομερούς φάσης το πάχος αυτής φαίνεται να είναι σημαντικό,
μεγαλύτερο των 60m, με βάση τα αποτελέσματα της γεωτρητικής έρευνας (Σχήματα
7.5, 7.6).
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 109

7.4. Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, τονίζεται ότι στα λεπτομερή αυτά ιζήματα έγινε δυνατή η


διάκριση δύο επιμέρους ενοτήτων (11 και 12). Η διάκριση αυτή, αντικατοπτρίζει την
επιφανειακή, όσο και την σε βάθος ανάπτυξη και διερευνάται περαιτέρω στα επόμενα
κεφάλαια με βάση πρόσθετα γεωτεχνικά στοιχεία. Με την επιβεβαίωση και αποδοχή
της θεώρησης αυτής και με δεδομένο ότι τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα και
γενικότερα τα “νεογενή” σε πολλές περιοχές στον Ελληνικό χώρο ακολουθούν
ανάλογη στρωματογραφική διάρθρωση θα είναι πλέον χρήσιμο η έρευνα, γεωλογική
και γεωτεχνική, να προσανατολίζεται από τα αρχικά στάδια μελέτης ενός τεχνικού
έργου προς την κατεύθυνση αυτή, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο βέλτιστος
σχεδιασμός αυτού.

Επισημαίνεται ειδικότερα ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την Ανώτερη


ενότητα αναφέρονται στη συχνή εναλλαγή επιμέρους λιθολογικών ενστρώσεων, όπως
καστανοκίτρινες έως καστανότεφρες αργιλόμαργες, αμμούχες μάργες, αμμοιλύες –
άμμοι, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή που χαρακτηρίζονται για το μεγάλο εύρος στη
συνεκτικότητα, τη διάρρηξη και αποσάθρωση, καθώς και την υδροπερατότητα. Έτσι,
παρατηρήθηκε ότι οι αμμούχοι – ψαμμιτικοί ορίζοντες ήταν συνήθως κορεσμένοι με
νερό και είναι δυνατόν να δημιουργούν μικρής γενικά δυναμικότητας επικρεμάμενους
υδροφόρους ορίζοντες, που μπορούν όμως να δημιουργήσουν πολύ σοβαρά
προβλήματα στο έργο. Επίσης, οι ορίζοντες αυτοί συνήθως δημιουργούν μεγάλου
πάχους ζώνες κερματισμού και αποσάθρωσης, στις οποίες είναι δυνατόν να
εκδηλωθεί και αστάθεια, στοιχείο πολύ αρνητικό στα μικρού πάχους υπερκείμενα του
υπόγειου έργου.

Αντίθετα, η Κατώτερη ενότητα (στιφρές συνήθως μάργες-αργιλικές μάργες-


αργιλόμαργες με αραιές πλέον αδρομερείς ενστρώσεις) θεωρείται πρακτικά στεγανός
και πολύ συνεκτικός σχηματισμός και γενικά επιδεικνύει ομοιόμορφη και πολύ καλή
μηχανική συμπεριφορά στη διάνοιξη υπογείων έργων. Επισημαίνεται βέβαια ότι, ο
σχηματισμός αυτός διακρίνεται για την πυκνή στρώση, που κατά θέσεις γίνεται και
φυλλώδης. Το στοιχείο αυτό λειτουργεί θετικά σε συνθήκες κανονικής φυσικής
υγρασίας (αυξημένη συνοχή) και αρνητικά στην περίπτωση διαβροχής του
σχηματισμού, όπου η πρόσληψη νερού μεταξύ των φύλλων της δομής οδηγεί
προοδευτικά σε κατάρρευση αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συμβαίνει όταν οι
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 110

σχηματισμοί αυτοί διαβρέχονται συνεχώς και σε βάθος από τα νερά της υπερκείμενης
ενότητας στις θέσεις που διατέμνονται από ρήγματα.

Με βάση τις παραπάνω ιδιαιτερότητες των γεωτεχνικών ενοτήτων που


εξετάσθηκαν είναι απαραίτητο η έρευνα να επικεντρώνεται στη λεπτομερή
αποτύπωση αυτών, επιφανειακά και σε βάθος, σε σχέση με το τεχνικό έργο που
σχεδιάζεται, καθώς και στην αξιολόγηση των επιμέρους χαρακτήρων, με στόχο την
ανάδειξη των προβλημάτων και επιτυχή αντιμετώπιση αυτών.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 111

Φωτογραφία 7.1. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Στη βάση του πρανούς η Κατώτερη ενότητα – 12 με
στρώση και έντονη διάρρηξη, που εξελίσσεται σε αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης
ενότητας.

Φωτογραφία 7.2. Θέση θεμελίωσης βάθρων γέφυρας επί πασσάλων. Το πρανές συνιστούν οι
συνεκτικοί και με έντονη στρώση ορίζοντες της Κατώτερης ενότητας, που στο αριστερό της φωτ.
εξελίσσονται μέσω της Μεταβατικής σειράς προς την Ανώτερη ενότητα. Η ευστάθεια του πρανούς λόγω
της φύσης των σχηματισμών και γεωμετρίας στρωμάτων προς τον άξονα είναι δεδομένη.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 112

Φωτογραφία 7.3. Όπως και στη Φωτογραφία 7.2. φαίνονται οι επιμέρους ορίζοντες των δύο
ενοτήτων.

Φωτογραφία 7.4. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος, κοντά στο νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής
η παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών κιτρινοκάστανων ενστρώσεων σε εναλλαγές με τις μελανότεφρες
αργιλικές μάργες.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 113

Φωτογραφία 7.5. Μικρή Περιμετρική Πατρών. Μεγάλου ύψους πρανές λόγω του ορύγματος, όπου
διακρίνονται οι δύο Γεωτεχνικές ενότητες, Ανώτερη και Κατώτερη. Η ευστάθεια του πρανούς γίνεται
προσπάθεια να εξασφαλιστεί μέσω καννάβου αγκυρώσεων.

Φωτογραφία 7.6. Σήραγγα ΣΒ, αριστερός κλάδος, νότιο μέτωπο. Είναι εμφανής η αποτύπωση των δύο
ενοτήτων, Ανώτερης και Κατώτερης, λόγω χρώματος και δομής. Η συνέχειά τους διακόπτεται από
ρήγματα, που αλλάζουν σημαντικά και την κλίση των στρωμάτων.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 114

Φωτογραφία 7.7. Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η διαμόρφωση του αριστερού απότομου πρανούς στο
νότιο μέτωπο του υπόγειου έργου Μποζαϊτικα ¨Αγία Βαρβάρα¨ και στον αριστερό κλάδου αυτού, για τη
δημιουργία του Cut & Cover και τη διάνοιξη της σήραγγας. Χαρακτηριστική είναι στην περίπτωση αυτή η
συχνή εναλλαγή των οριζόντων της αργιλομαργαϊκής και της αμμώδους φάσης, καθώς και η απότομη
διακοπή αυτών λόγω τεκτονικών αιτίων. Στη θέση μάλιστα αυτή φαίνεται ότι έχει διαφοροποιηθεί
σημαντικά και η κλίση των στρωμάτων, που αποκτά κοντά στην είσοδο της σήραγγας πολύ μεγάλες τιμές
ενώ συνήθως είναι οριζόντια. Γενικά στη ζώνη αυτή παρατηρείται ισχυρή καταπόνηση των σχηματισμών,
που σε συνδυασμό με τη γρήγορη εναλλαγή των φάσεων υποβαθμίζουν τις μηχανικές αντοχές της
βραχόμαζας. Σημειώνεται σχετικά ότι στο τμήμα αυτό σημειώθηκε και αστοχία (βλέπε και Φωτογραφία
11.1).
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 115

Φωτογραφία 7.8. Τμήμα του πρανούς στον αριστερό κλάδο του νοτίου μετώπου της σήραγγας
Μποζαΐτικων “Aγ. Βαρβάρα”. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η άτακτη δομή των υλικών
στη βραχόμαζα, με επικράτηση των αργιλομαργαϊκών οριζόντων και ευδιάκριτη σχεδόν οριζόντια
στρώση, οι οποίοι όμως γρήγορα αποσφηνώνονται και μεταβαίνουν σε αμμώδεις ορίζοντες.

Φωτογραφία 7.9α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 116

Φωτογραφία 7.9β

Φωτογραφία 7.9 α & β. Λεπτομέρειες της φωτογραφίας 7.8, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανής η άτακτη
δομή, η παρουσία διαρρήξεων-ρηγμάτων και οι αμμώδεις ορίζοντες.

Φωτογραφία 7.10. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος. Μέσα στην Κατώτερη ενότητα
διακρίνονται αμμώδεις ενστρώσεις με μικρό πάχος και γρήγορη πλευρική αποσφήνωση. Στο κάτω μέρος
της φωτογραφίας παρατηρείται μικρής έκτασης αστοχία του μετώπου.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 117

Φωτογραφία 7.11. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), δεξιός κλάδος. Στο μέτωπο του έργου είναι διακριτή η
επαφή της Κατώτερης ενότητας με τους αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ορίζοντες της Ανώτερης ενότητας.

Φωτογραφία 7.12. Σήραγγα Γηροκομείου (Σ2), αριστερός κλάδος, βόρειο μέτωπο. Λεπτές αμμώδεις
ενστρώσεις μέσα στους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 118

Φωτογραφία 7.13

Φωτογραφία 7.13.α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 119

Φωτογραφία 7.13.β

Φωτογραφία 7.13.γ

Φωτογραφία 7.13 (α,β,γ). Βόρειο μέτωπο σήραγγας ΣΑ, αριστερός κλάδος. Τα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα διακρίνονται για τη σχεδόν οριζόντια στρώση τους. Στο αριστερό της εισόδου και στο κατώτερο
ήμιση του έργου επικρατεί η τεφροκύανη Κατώτερη ενότητα που εξελίσσεται σε κυανότεφρη – τεφρόφαιη
Μεταβατική ζώνη και στη συνέχεια στην ανοικτόφαιη Ανώτερη ενότητα (Φωτογραφία 13α). Στο
αριστερό των φωτογραφιών 13 και 13α είναι εμφανής η παρουσία κανονικού ρήγματος, που έχει
ουσιαστικά βυθίσει την προηγούμενη σειρά και επικρατεί στο σύνολό της η Ανώτερη ενότητα. Στο δεξιό
της εισόδου (Φωτογραφία 13β) και στο τμήμα μεταξύ των δύο σηράγγων (Φωτογραφία 13γ) η εικόνα
διαφοροποιείται, με τη μεγαλύτερη παρουσία της Ανώτερης και Μεταβατικής ζώνης, λόγω ύπαρξης
κανονικών ρηγμάτων.
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 120

Φωτογραφία 7.14.

Φωτογραφία 7.14 α
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 121

Φωτογραφία 7.14β

Φωτογραφία 7.14 (α+β). Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η είσοδος του δεξιού κλάδου στις σήραγγας
ΣΑ, βόρειο μέτωπο. Στις αναφέρθηκε και στην προηγούμενη φωτογραφία τα ιζήματα είναι με διακριτή,
σχεδόν οριζόντια στρώση, πλην στις επικρατούν πλέον οι ανοικτότεφρες έως καστανοκίτρινες φάσεις στις
Ανώτερης ενότητας, με ενδιάμεσες κατά θέσεις ενστρώσεις στο κατώτερο τμήμα από τεφροκύανες
αργιλικές μάργες με γρήγορη πλευρική αποσφήνωση (Φωτογραφία. 7.14α). Αντίθετα, κατά την εκσκαφή
για το ανεστραμένο τόξο αποκαλύφθηκε η υποκείμενη Κατώτερη κυανότεφρη – τεφρόφαιη αργιλική
μάργα (Φωτογραφία. 7.14β).
ΚΕΦ. 7. ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΟΥΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ
ΣΕ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Σελίδα: 122

Φωτογραφία.7.15. Στη φωτογραφία αυτή είναι χαρακτηριστική η στρωματογραφική διάρθρωση των


λεπτομερών φάσεων των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων με στις τεφροκύανους βαθύτερους ορίζοντες
στη βάση (Κατώτερη ενότητα), που εξελίσσονται προοδευτικά στη Μεταβατική, τεφρόφαιη –
τεφροκάστανη ζώνη και στη συνέχεια στις ανώτερους ανοικτότεφρους ορίζοντες (Ανώτερη ενότητα). Οι
πρώτες δύο φάσεις διακρίνονται για τη μεγαλύτερη συνεκτικότητα και τη διακριτή ως εκ τούτου
στρωσιγένεια με συχνές εναλλαγές στρωμάτων, στοιχεία που καθιστούν δυνατή την αποτύπωση των
ρηγμάτων, από τα οποία τέμνεται ο σχηματισμός. Παρατηρήθηκαν μάλιστα καινονικά και ανάστροφα
ρήγματα, φαινόμενα εφελκυσμού και συμπίεσης των ιζημάτων αυτών. Αντίθετα, στην Ανώτερη ενότητα οι
παραπάνω χαρακτήρες δεν υπάρχουν, λόγω στις φύσης και συνεκτικότητας του σχηματισμού.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 123

8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ “ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ”


ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ

8.1 Γενικά

Τα κλαστικά ιζήματα σχηματίζονται με την αποσάθρωση και διάβρωση


προϋπαρχόντων πετρωμάτων και στη συνέχεια μεταφορά των υλικών που
προκύπτουν, κυρίως με το νερό, σε κάποιο άλλο περιβάλλον (λιμναίο, θαλάσσιο ή
χερσαίο), (Τσιαμπάος, 1989). Τα χονδρόκοκκα υλικά (χαλίκια, κροκάλες, λατύπες,
άμμοι) μεταφέρονται με κύλιση, ολίσθηση ή αιωρούμενα στο μέσο μεταφοράς, ενώ
τα λεπτόκοκκα (κυρίως άργιλοι) μεταφέρονται σε μορφή κολλοειδών διαλυμάτων.
Έτσι τα λεπτόκοκκα υλικά μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις από το μητρικό
πέτρωμα (υλικό τροφοδοσίας), ενώ τα χονδρόκοκκα σε μικρότερες.

Τα κροκαλοπαγή από πλευράς σύστασης διακρίνονται σε μονόμεικτα (όταν το


μητρικό πέτρωμα είναι μόνο ένα) και σε πολύμεικτα (όταν προέρχονται από
διαφορετικά πετρώματα. Τα μεσόκοκκα ιζήματα, στις οι άμμοι, συνίστανται κυρίως
από κόκκους ανθεκτικών ορυκτών που συμμετείχαν στη δομή άλλων πετρωμάτων
που αποσαθρώθηκαν. Τα λεπτόκοκκα κλαστικά ιζήματα, στις είναι οι άργιλοι και οι
ιλύες συνίστανται κυρίως από πολύ μικρούς κρυστάλλους αργιλικών ορυκτών
κλαστικής προέλευσης, θραύσματα και κελύφη απολιθωμάτων και κόκκους άλλων
ορυκτών μεγέθους κυρίως αργίλου και ιλύος, ενώ οι μάργες θεωρούνται μικτά
πετρώματα, δηλαδή αποτελούνται από κλαστικό αργιλικό και ανθρακικό χημικής
προέλευσης υλικό.

Ο συνολικός αριθμός των ορυκτών που μπορεί να συμμετέχουν στον ιστό των
κλαστικών ιζημάτων και εδαφών είναι μεγάλος, αν και αυτά που συνήθως απαντούν
και αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό είναι λίγα και χωρίζονται στις εξής δύο
κατηγορίες:
- μη αργιλικά ορυκτά: Από μη αργιλικά ορυκτά αποτελούνται τα εδάφη εκείνα
που αντιπροσωπεύουν κυρίως τα χαλίκια, την άμμο και την ιλύ. Τα υλικά
αυτά είναι ανθεκτικά στις διεργασίες αποσάθρωσης, στην τριβή και στην
κρούση. Στα κλαστικά ιζήματα και στα περισσότερα εδάφη τα πιο
διαδεδομένα μη αργιλικά ορυκτά είναι ο χαλαζίας, ο ασβεστίτης, ο δολομίτης,
οι άστριοι και οι μαρμαρυγίες. Τα ανθρακικά ορυκτά βρίσκονται με τη μορφή
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 124

ιζήματος, κρυσταλλικών συσσωματωμάτων ή κελυφών και θραυσμάτων


απολιθωμάτων.
- αργιλικά ορυκτά : Τα αργιλικά ορυκτά που απαντούν στα εδάφη και στα
ιζηματογενή πετρώματα αργιλικής σύστασης προέρχονται στο μεγαλύτερο
ποσοστό τους από αποσάθρωση πυριτικών ορυκτών και πετρωμάτων,
ανάπτυξη κρυστάλλων από διαλύματα, διαγένεση και ανταλλαγή ιόντων
(Keller, 1964). Χημικά τα ορυκτά αυτά ανήκουν στην κατηγορία των ένυδρων
αργιλοπυριτικών. Το μέγεθος των κόκκων τους είναι κατά μέσο όρο
μικρότερο από 2μm και μπορεί να φτάσει τις διαστάσεις κολλοειδούς (10-3
μέχρι 10-6 mm).

Στους κλαστικούς αργιλικούς σχηματισμούς και τα εδάφη απαντούν με


μεγαλύτερη συχνότητα ο καολινίτης, ο μοντμοριλλονίτης, ο ιλλίτης, ο
χλωρίτης και ο βερμικουλίτης. Ιδιαίτερα τα εδάφη με μεγάλα ποσοστά
μοντμοριλλονίτη (κατηγορία των σμεκτιτών) εμφανίζουν μεγάλη διόγκωση
καθώς αυξάνει η περιεχόμενη υγρασία τους, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη
υψηλών τάσεων διόγκωσης και την πρόκληση ζημιών σε ελαφρές κατασκευές
και οδοστρώματα.

8.2. Φύση των “μαργαϊκών” ιζημάτων

Ο όρος “μάργα” χρησιμοποιήθηκε αρχικά (Pettijohn, 1975) για να περιγράψει τις


πρασινωπές γλαυκοφανιτικές άμμους, αλλά αργότερα επεκτάθηκε και περιέλαβε όλες
τις εύθρυπτες ανθρακικές γαίες που αποτέθηκαν σαν ιζήματα στις πρόσφατες λίμνες.
Στις μάργες συναντάται κυρίως λεπτόκοκκο υλικό, που προέρχεται από την τριβή και
την κρούση προϋπαρχόντων πετρωμάτων και αποτελείται βασικά από κόκκους
χαλαζία, αστρίων, μαρμαρυγία και άλλων ανθρακικής σύστασης πετρογενετικών
ορυκτών. Η συχνότητα παρουσίας τους και το ποσοστό συμμετοχής τους εξαρτάται
από την ανθεκτικότητα αυτών στους αποσαθρωτικούς παράγοντες.

Οι μάργες μπορεί να σχηματιστούν σαν ίζημα σε λιμναίο ή θαλάσσιο περιβάλλον


και συνδέονται πολλές φορές με τη γένεση άλλων πετρωμάτων όπως οι αργιλικοί
σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι και ασβεστόλιθοι. Είναι λιγότερο συμπαγείς από τους
ασβεστολίθους και λιγότερο πλαστικές από τις αργίλους. Είναι εύθρυπτες και πολλές
φορές ψαθυρές σε ξηρή κατάσταση ενώ γίνονται πλαστικές όταν διαβραχούν. Στον
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 125

Πίνακα 8.1. (από Κούκης-Σαμπατακάκης, 2002) δίνεται η διαβάθμιση –


χαρακτηρισμός των αργιλομαργαϊκών ιζημάτων με βάση τα περιεχόμενα ποσοστά
CaCO3 και αργιλικού κλάσματος.

Πίνακας 8.1. Πίνακας χαρακτηρισμού των αργιλομαργαϊκών ιζημάτων με βάση το περιεχόμενο


ποσοστό CaCO3 και αργιλικού κλάσματος.
Άργιλος %
10 95 85 75 65 35 25 15 5 0

Ασβεστόμαργα

Ασβεστόλιθος

Ασβεστόλιθος
Αργιλόμαργα

Ασβεστιτική

Μαργαϊκός
Μαργαϊκή
Άργιλος

Αργιλική
Άργιλος

Μάργα
Μάργα
Μάργα

0 5 15 25 35 65 75 85 95 10
Ανθρακικό ασβέστιο, %

Ανάλογα με το βαθμό διαγένεσης μπορεί να παρουσιάζονται ως γαιώδης


σχηματισμός ή καλά συγκολλημένο πέτρωμα. Έχουν όψη ωχρή γεώδη και το χρώμα
τους μπορεί να είναι υπόλευκο, λευκοκίτρινο, καστανοκίτρινο, μπέζ, τεφρό,
τεφροκύανο και τεφροπράσινο. Στον Ελληνικό χώρο οι μάργες είναι κυρίως
Μειοκαινικής και Πλειοκαινικής ηλικίας, θαλάσσιας ή λιμναίας προέλευσης και
περιέχουν σε πολλές περιπτώσεις μακρο- και μικροαπολιθώματα καθώς και φυτικά
λείψανα και λιγνιτικές ενστρώσεις, ενώ ο βαθμός διαγένεσής τους διαφέρει από θέση
σε θέση (Τσιαμπάος, 1989).

8.3. Προηγούμενες έρευνες στον Ελληνικό χώρο

Ο Καβουνίδης (1980) σε εξέταση στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο κυανής,


προστερεοποιημένης και ρωγματωμένης μάργας από τη Δυτική Ήπειρο με αργιλικά
ορυκτά, κυρίως ιλλίτη και χλωρίτη, σε ποσοστό 35% - 40%, όπως αυτά
προσδιορίσθηκαν από την ορυκτολογική ανάλυση (περιθλασιμετρία ακτίνων Χ)
σημειώνει τα εξής: α) στο μικροσκόπιο εμφανίζονται ισχυρά συγκολλημένες
συγκεντρώσεις αργιλικών σωματιδίων, που με βάση την κοκκομετρική διαβάθμιση,
προστίθενται στο κλάσμα της ιλύος και δίνουν εσφαλμένα αποτελέσματα, β)
παρατηρήθηκαν μικρορωγμές, που σε τέτοια υλικά η μέγιστη αντοχή μπορεί να είναι
μειωμένη ανάλογα με τον προσανατολισμό και τη φύση αυτών (μεταξύ μέγιστης και
παραμένουσας αντοχής).
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 126

Οι Lupini et al (1980) εξέτασαν τη μικροδομή διαφόρων τύπων εδαφών κάτω από


διαφορετικές συνθήκες, όπως ζωνών διάτμησης σε αργίλους διαφορετικής
πλαστικότητας, μεταβολής αντοχής σε μάργα, σύγκρισης συμπεριφοράς
αδιατάρακτων και αναζυμωμένων δειγμάτων σε χαμηλής πλαστικότητας αργίλους.

Ο Σωτηρόπουλος (1982) εξετάζει τις μάργες ως γεωτεχνικά υλικά από πλευράς


ορολογίας, της έκτασης και ποικιλίας των προβλημάτων που δημιουργούν και
οφείλονται στην πολυπλοκότητα των συνθηκών απόθεσης, τη διαδικασία
παραμόρφωσης που ακολουθεί και δίνει σαν αποτέλεσμα μια “ελαττωματική δομή”
και τέλος την ευχέρεια με την οποία αποσαθρώνονται και διαβρώνονται.

Οι Θεοφανόπουλος και Θεοφανόπουλος (1985) εξετάζουν με τη βοήθεια του


ηλεκτρονικού μικροσκοπίου τη μικροδομή αργιλικών εδαφικών υλικών και την
επίδραση αυτής σε βασικές ιδιότητες και φαινόμενα όπως η συμπύκνωση, η
στερεοποίηση, η συμπιεστότητα, η διατμητική αντοχή, η διόγκωση και η
διαπερατότητα. Αναλυτικότερα, διακρίνουν τη μικροδομή σε διάσπαρτη παράλληλης
διάταξης και θρομβώδη, ανάλογα με το αν υπερισχύουν οι απωστικές ή οι ελκτικές
δυνάμεις μεταξύ των αργιλικών κόκκων.

Ο Καβουνίδης (1985) αναφέρεται με λεπτομέρεια στους παράγοντες που


επηρεάζουν τη συμπεριφορά των αργιλικών ημίβραχων, μεταξύ των οποίων είναι και
η παρουσία αληθινών αργιλικών ορυκτών, η διαβάθμιση και το ποσοστό αργίλου και
το είδος των αργιλικών ορυκτών.

Οι Ντουνιάς κ.α. (1985) σε μία έρευνα από τρία δείγματα της μάργας του Πειραιά
σχετικά με τη μικροδομή της επισημαίνει μεταξύ των άλλων ότι σε τέτοια
ημιβραχώδη υλικά χονδροί κόκκοι που εκλαμβάνονται ως κόκκοι άμμου δεν είναι
παρά στενά συνδεδεμένοι κόκκοι αργίλου ή συγκολλήσεις κόκκων ιλύος με άργιλο ή
άλλο συγκολλητικό υλικό, όπως π.χ. ασβεστίτη. Επίσης, επισημαίνει την παρουσία
ένστρωσης απολιθωμάτων, που θα μπορούσαν να έχουν κάποια επιρροή στη
συμπιεστότητα σε μεγάλο φορτίο ή, τοπικά, στη διατμητική αντοχή του υλικού.

Οι Καβουνίδης κ.α. (1988) αναφέρονται σε μάργες από διάφορα μέρη της Χώρας,
δίνοντας τα βασικά γεωλογικά και γεωτεχνικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και αυτά
από ορυκτολογικές αναλύσεις, επισημαίνεται δε με βάση εξέταση στο μικροσκόπιο η
παρουσία συσσωματωμάτων αργιλικών ορυκτών, που προσμετρώνται στο κλάσμα
της ιλύος, καθώς και ρωγμών, κλειστών ή ανοικτών, συχνά με ίχνη διάτμησης.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 127

Ο Καβουνίδης (1988) προτείνει κατάταξη των παραγόντων που επηρεάζουν τη


μηχανική συμπεριφορά των μαργών με ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο των
συσσωματωμάτων αργιλικών ορυκτών και της παρουσίας μικρορωγμών.

Οι Γκάσιος και Χριστοδουλιάς (1988) εξετάζουν στην περιοχή του Θηβαϊκού


πεδίου τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά, την ύπαρξη διογκούμενων
αργιλικών ορυκτών, καθώς και τα χαρακτηριστικά διόγκωσης του αργιλικού
εδάφους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη δυνατότητα μείωσης της τάσης διόγκωσης με
τη διάσπαση της δομής της αργίλου και την επανασυμπύκνωση με αυξημένη υγρασία
και μικρότερη πυκνότητα, ενώ δεν παραλήφθηκε και η φωτογράφηση της δομής των
αργιλικών κρυστάλλων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, καθώς και ο
προσδιορισμός της ορυκτολογικής σύστασης των εδαφών με τη μέθοδο της
περιθλασιμετρίας των ακτίνων Χ. Από τις αναλύσεις αυτές προσδιορίστηκαν από έξι
θέσεις (Χ.Θ. 73 έως 88 του αυτ/μου) τα εξής ποσοστά: μοντμοριλλονίτης 20-25%,
ιλλίτης 0-50%, αλοϋσίτης 5-10%, ασβεστίτης 25-50%, χαλαζίας 5-20% και άστριοι 5-
15%.

Ο Κωστόπουλος (1988) επαναξιολογεί σημαντικό αριθμό δοκιμών κατάταξης που


έχουν εκτελεσθεί σε τέσσερις μάργες του Ελληνικού χώρου (Πειραιάς, Κόρινθος,
Κομοτηνή και Ήπειρος). Οι συσχετισμοί 3000 περίπου τιμών επιλεγμένων
χαρακτηριστικών γεωτεχνικών ιδιοτήτων έδειξε μεταξύ άλλων ότι οι ιδιότητες των
μαργών του Ελληνικού χώρου προσδιορίζονται θεμελιακά από τα φυσικοχημικά
χαρακτηριστικά των συνιστωσών ορυκτών και τις σχετικές αναλογίες των ορυκτών
μεταξύ τους. Ειδικότερα, από τις ορυκτολογικές αναλύσεις προκύπτουν οι εξής
διακυμάνσεις (Πίνακας 8.2), (Κωστόπουλος, 1988).

Πίνακας 8.2. Ορυκτολογική ανάλυση μαργαϊκών ιζημάτων

Αργιλικά
Ασβεστίτης Χαλαζίας Άστριοι Ασβεστίτης/αργιλικά
ορυκτά Κύριο είδος
(%) (%) (%) (μ.ο.%)
(%)
Χλωρίτης -
Κόρινθος 75 – 83 8 – 10 3–5 6–7 12,15
μοντμοριλλονίτης

Πειραιάς 54 – 77 5 – 10 6–9 3 – 23 Χλωρίτης - Ιλλίτης 5,04


Ήπειρος 15 – 25 20 – 30 7 – 10 35 – 40 Ιλλίτης - Χλωρίτης 0,57
Καολινίτης –
Κομοτηνή 5 - 10 50 - 65 10 - 25 20 – 35 0,27
Μοσχοβίης
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 128

Οι Τσιαμπάος και Χριστούλας (1988) περιγράφουν και ταξινομούν τις μάργες του
Ηρακλείου με βάση την ορυκτολογική τους σύσταση και δομή. Επίσης μελετούν τα
φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά, καθώς και τη συμπεριφορά τους στις
θεμελιώσεις και την ευστάθεια των πρανών. Ειδικότερα όσον αφορά στην
ορυκτολογική τους σύσταση και οι δύο ομάδες στις οποίες διαχωρίστηκαν οι μάργες
(λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες και τεφρές – τεφροκύανες) περιέχουν τα ίδια
ορυκτά σε διαφορετικά όμως ποσοστά, ενώ τα αργιλικά ορυκτά είναι γενικά ο
μοντμοριλλονίτης (μέχρι 25%), ο ιλλίτης (10-15%) και χλωρίτης (<13%). Στα μη
αργιλικά ορυκτά περιλαμβάνονται κυρίως ο ασβεστίτης (16-82%) και ο χαλαζίας (15-
25%), καθώς και μικρό ποσοστό πλαγιόκλαστων και μαρμαρυγία.

Ο Τσιαμπάος (1989) εξετάζοντας τους τεχνικογεωλογικούς χαρακτήρες των


μαργών Ηρακλείου Κρήτης διερεύνησε και την ορυκτολογική τους σύσταση με το
πολωτικό μικροσκόπιο, με περίθλαση ακτίνων Χ, καθώς και με ηλεκτρονικό
μικροαναλυτή και σαρωτικό ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, με στόχο τη συσχέτιση των
ορυκτοχημικών και φυσικών-μηχανικών χαρακτηριστικών και την καλύτερη
κατανόηση της μηχανικής συμπεριφοράς των μαργών. Σημειώνεται σχετικά ότι οι
μάργες αυτές διακρίθηκαν σε δύο ομάδες, τις υπερκείμενες λευκοκίτρινες –
καστανοκίτρινες και τις υποκείμενες τεφρές – τεφροκύανες.

Αναλυτικότερα :

- Η χημική ανάλυση των μαργών της πρώτης ομάδας έδειξε ποσοστά


ανθρακικού ασβεστίου από 28% έως 82%, με συνήθεις τιμές μεταξύ 35% και
65%. Έτσι, κατατάσσονται κυρίως στις μάργες και τις ασβεστολιθικές μάργες.
Αντίθετα, για τις μάργες τις δεύτερης ομάδας η χημική ανάλυση έδειξε ποσοστά
από 16% έως 38%, με συνήθεις τιμές από 25% έως 35%, κατατάσσοντας έτσι
τις μάργες αυτές κυρίως στις αργιλικές μάργες.

- Από τις ακτινοδιαγνωστικές και φασματομετρικές μεθόδους προέκυψε ότι οι


τεφρές – τεφροκύανες μάργες περιέχουν μεγαλύτερα ποσοστά αργιλικών
ορυκτών, σε σχέση με τις λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες μάργες.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό ιλλίτη και μοντμοριλλονίτη φθάνει αθροιστικά για
τις πρώτες το 40%, ενώ για τις δεύτερες το 30%. Θα πρέπει να επισημανθεί και
η παρουσία στο αργιλικό κλάσμα των μαργών μικριτικού ασβεστιτικού και
χαλαζιτικού υλικού. Το ασβεστιτικό υλικό αποτελεί συγκολλητικό παράγοντα
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 129

σε μερικές μάργες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αργιλικών συσσωματωμάτων


μεγέθους ιλύος, καθώς και την ανάπτυξη ισχυρών δεσμών.

- Το ποσοστό του χαλαζία είναι υψηλό και για τις δύο ομάδες και κυμαίνεται από
15% έως 26%, ενώ ο λόγος του ποσοστού χαλαζία προς το ποσοστό ανθρακικού
ασβεστίου είναι μεγαλύτερος στις τεφρές-τεφροκύανες μάργες. Το ποσοστό των
αργιλικών ορυκτών παρουσίασε μείωση με την αντίστοιχη αύξηση του
ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου με τη σταδιακή μετάβαση από τις
κυανότεφρες στις τεφρές, καστανοκίτρινες, λευκοκίτρινες και τέλος στις
υπόλευκες μάργες. Ο χρωματικός διαχωρισμός των μαργών των δύο ομάδων
φάνηκε να έχει άμεση σχέση με τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των
μαργών Ηρακλείου.

- Το ποσοστό της οργανικής ύλης που προσδιορίστηκε με τη μέθοδο του


διχρωμικού καλίου ήταν της τάξης του 4% για τις τεφρές – τεφροκύανες
μάργες, ενώ ήταν αρκετά υψηλότερο (μέχρι 14%) στις αργιλοοργανικές
ενστρώσεις. Το βιογενές υλικό που βρέθηκε στις μάργες συνίστατο κυρίως από
κελύφη πλαγκτονικών και βενθονικών τρηματοφόρων, καθώς και οστρακώδη.
Επιπλέον, στις φυλλώδεις τεφρές μάργες παρατηρήθηκαν πολλές φορές και
κελύφη διατόμων.

- Οι τεφρές – τεφροκύανες μάργες παρουσιάζουν συχνά φύλλωση, ενώ οι


λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες εμφανίζονται κατά κανόνα ομοιογενείς και
σπάνια παρουσιάζουν φύλλωση.

Ο Ρόζος (1989) με βάση τα αποτελέσματα έρευνας για το Ν. Αχαΐας σχετικά με


τον προσδιορισμό της ορυκτολογικής σύστασης των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων, μέσα από διάφορες μεθόδους, όπως περιθλασιμετρία ακτίνων Χ,
θερμοβαρυτομετρία, ηλεκτρονική μικροανάλυση και χημική ανάλυση, κατέληξε στα
ακόλουθα γενικά συμπεράσματα:

- Από πλευράς αργιλικών ορυκτών, στους διάφορους ορίζοντες των λεπτομερών


ιζημάτων που μελετήθηκαν, προσδιορίσθηκαν ο ιλλίτης, ο χλωρίτης, ο καολινίτης
και το ορυκτό με αναμεμιγμένα φύλλα (mixed-layer) χλωρίτη-μοντμοριλλονίτη με
κυμαινόμενα ποσοστά συμμετοχής. Από τα ορυκτά αυτά, όπως προκύπτει από τα
ακτινογραφήματα της περιθλασιμετρίας και τους ποσοτικούς προσδιορισμούς που
έγιναν από τις χημικές αναλύσεις και τα μέγιστα των ακτινογραφημάτων, ο
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 130

ιλλίτης είναι το κύριο αργιλικό ορυκτό. Ακολούθως με σειρά ποσοστιαίας


συμμετοχής ο χλωρίτης, ο καολινίτης και τέλος το ορυκτό με αναμεμιγμένα
φύλλα χλωρίτη-μοντμοριλλονίτη (Πίνακες 8-3, 8-4 και 8-5), (Ρόζος, 1989).

Πίνακας 8.3. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των κυριότερων λιθολογικών


ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας..
Ιλλίτης Χλωρίτης και Χλωρίτης και Χαλαζίας Ασβεστίτης Πλαγιόκλαστα Δολομίτης
Καολινίτης Μοντμοριλονίτης
Μάργες 9-31 4-8 6-11 14-27 23-42 10-20 0-1
Αργιλομάργες 4-19 3-5 2,5 18-20 44-65 7-10 0-2,5
Άμμοι-Ψαμμίτες 3-16 0,5-5 4-16 14-27 23-60 3-19 0-3

Πίνακας 8.4. Ενδεικτικά αποτελέσματα ποσοτικής μικροανάλυσης δειγμάτων των


κυριότερων λιθολογικών ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας .
SiO2 Al2O3 FeO MgO CaO Na2O K2O TiO2 MnO
(%) (%) (%) (%) (%) (%) (%) (%) (%)
1 22,77 9,07 4,73 2,32 24,12 0,18 1,29 0,19 0,15
Αργιλομάργες 2 62,01 13,06 8,10 4,37 0,51 0,40 2,79 0,69 0,08
3 46,69 2,13 2,75 0,43 3,52 0,37 4,84 0,47 -
1 3,17 1,89 1,30 0,97 45,93 0,03 - 0,05 0,12
Άμμοι-Ψαμμίτες 2 49,30 23,10 3,45 4,83 3,38 0,26 5,44 0,79 0,07
3 60,94 7,88 1,97 2,08 - 0,15 1,94 0,16 0,04

Πίνακας 8.5. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων των κυριότερων λιθολογικών
ενοτήτων στην ευρύτερη περιοχή έρευνας.
Απώλεια
SiO2 Al2O3 Fe2O3 K2O
CaO (%) MgO (%) Na2O (%) πυρώσεως και
(%) (%) (%) (%)
υγρασίας (%)
Μάργες 4,7- 0,9-10,3 0,6-5 5,6-50,8 0,32-2,4 0,17-1,8 0,05-1,83 8,88-41,92
64,2
Αργιλομάργες 28,2-35 6,1-6,3 3,2 26,7-30,2 1,67-1,96 0,55-0,8 0,25-0,34 25,2-29,4
Άμμοι- 40-68,7 5,5-11,3 3-5,2 1,3-24 1,21-2,85 0,9-1,61 0,3-1,94 8,57-22,5
Ψαμμίτες

- Από πλευράς κρυσταλλικότητας των αργιλικών ορυκτών, η αδυναμία


διαχωρισμού χαρακτηριστικών ορυκτολογικών μονάδων κατά την ποσοτική
μικροανάλυση (ηλεκτρονική μικροανάλυση) επιβεβαιώνει την απουσία καλής
κρυσταλλικότητας. Τούτο είχε αρχικά διαπιστωθεί, από πολύ μικρού μεγέθους
κύρια μέγιστα των αργιλικών ορυκτών, στα ακτινογραφήματα της
περιθλασιμετρίας. Ειδικότερα, στη λεκάνη του Πατραϊκού που ενδιαφέρει άμεσα
για την έρευνα αυτή, εξετάσθηκαν τα δείγματα Δ-37, Δ-39 από την περιοχή
Ρωμανού και Δ-44 ακόμη δυτικότερα στην περιοχή Γιουλαίϊκα. Μάλιστα, το
πρώτο πάρθηκε από ορίζοντες τεφρών, αμμούχων μαργών, το δεύτερο από
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 131

ορίζοντες τεφροκίτρινων αμμοϊλύων, ενώ το τρίτο από μαργαϊκές, τεφρές άμμους


(ορίζοντες Ανώτερης Γεωτεχνικής ενότητας, σύμφωνα με την παρούσα έρευνα).
Τα αποτελέσματα για τα δείγματα αυτά από τη γενική χημική ανάλυση δίνονται
στον Πίνακα 8.6, ενώ από τον ποσοτικό προσδιορισμό στον Πίνακα 8.7, (Ρόζος,
1989).

Πίνακας 8.6. Αποτελέσματα γενικής χημικής ανάλυσης δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Απώλεια
Al2O3 Fe2O3 K2O
SiO2 (%) CaO (%) MgO (%) Na2O (%) πυρώσεως και
(%) (%) (%)
υγρασίας (%)
Δ-37 64,2 10,0 5,0 5,6 1,84 1,64 1,83 8,88
Δ-39 57,5 9,5 3,9 10,7 2,29 1,59 1,51 11,74
Δ-44 68,7 11,3 5,2 1,3 1,21 1,48 0,96 8,57

Πίνακας 8.7. Ποσοστιαία ορυκτολογική σύσταση (%) των δειγμάτων Δ-37, Δ-39 και Δ-44.
Απώλεια πυρώσεως
Ιλλίτης Χλωρίτης Καολινίτης Χαλαζίας Πλαγιόκλαστα
και διαφ. oξείδια (π.χ.
(%) (%) (%) (%) (%)
CaO, Fe2O3) %
Δ-37 13,89 4,77 3,52 44,0 10,74 23.08
Δ-39 13,47 5,93 0,68 40,27 8,86 30.79
Δ-44 12,54 3,13 4,28 54,37 5,64 20.04

- Εκτός από τα αργιλικά ορυκτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δομή των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων συμμετέχουν επίσης ο χαλαζίας, ο ασβεστίτης,
τα πλαγιόκλαστα και ο δολομίτης, ως συμπληρωματικά ορυκτά. Από αυτά ο
χαλαζίας και ο ασβεστίτης αποτελούν τα κύρια συμπληρωματικά ορυκτά, ενώ τα
πλαγιόκλαστα και ο δολομίτης εμφανίζονται σε μικρότερο ποσοστό. Ο δολομίτης
γενικά διαμορφώνει πολύ μικρά μέγιστα και παρουσιάζεται σπανιότερα,
αντικατοπτρίζοντας τη μικρή συμμετοχή ή απουσία των δολομιτικών πετρωμάτων
στις περιοχές τροφοδοσίας των λεκανών ιζηματογένεσης, σε σχέση με τα
ανθρακικά πετρώματα. Η παρουσία των πλαγιοκλάστων (ισόμορφες παραμίξεις
αλβίτη και ανορθίτη) είναι συχνότερη, αφού όπως είναι γνωστό, είναι από τα πιο
κοινά ορυκτά που συμμετέχουν στη δομή των πετρωμάτων.

- Ο χαλαζίας και ο ασβεστίτης παρουσιάζουν πολύ καλή διαμόρφωση των κυρίων


μεγίστων (καλή κρυσταλλικότητα) και εμφανίζουν αρκετά υψηλές ποσοστιαίες
αναλογίες, με μικρές σχετικά διακυμάνσεις από δείγμα σε δείγμα, που επιφέρουν
την επικράτηση του ενός ή του άλλου αναλογικά. Αυτονόητο είναι ότι στα
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 132

δείγματα με υψηλό ποσοστό άμμου επικρατεί ο χαλαζίας, ενώ στα


αργιλομαργαϊκά ή μαργαϊκά, κύριο συμπληρωματικό ορυκτό είναι ο ασβεστίτης.

- Συνάγεται συνεπώς ότι, από πλευράς ορυκτολογικής σύστασης, οι διάφοροι


ορίζοντες που μελετήθηκαν έχουν σαν κύριο αργιλικό ορυκτό τον ιλλίτη και
σημαντικότερα συμπληρωματικά ορυκτά τον ασβεστίτη (15-30%) και τον
χαλαζία (20-40%). Επίσης συνυπάρχουν με μικρότερα ποσοστά ο χλωρίτης, ο
καολινίτης, το ορυκτό με αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη-μοντμοριλλονίτη, τα
πλαγιόκλαστα και ο δολομίτης.

Επομένως οι πλέον λεπτόκοκκοι ορίζοντες, που μαζί με τις αμμώδεις ή


ψαμμιτικές εναλλαγές, αποτελούν τις λεπτομερείς φάσεις των ιζημάτων που
μελετήθηκαν, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν από τα ποσοστά ανθρακικού
ασβεστίου και αργιλικών ορυκτών ως μάργες έως αργιλόμαργες. Ανάλογα, οι
αμμώδεις και οι ψαμμιτικοί ορίζοντες που παρουσιάζουν πολύ μικρό ποσοστό
αργιλικών ορυκτών προσδιορίζονται ως ασβεστιτικές άμμοι ή ασβεστιτικοί ψαμμίτες.

Από πλευράς δομής, οι αργιλόμαργες εμφανίζουν πυκνή θεμελιώδη μάζα


αργιλικής ή ασβεστιτικής προέλευσης, που περιβάλλει πλήρως τους μικρού συνήθως
μεγέθους κόκκους των συμπληρωματικών ορυκτών. Οι μάργες παρουσιάζουν επίσης
πυκνή δομή στην πλειονότητά τους (πλήρης κάλυψη των κενών από τη θεμελιώδη
μάζα, που είναι αργιλικής ή ασβεστιτικής σύστασης), ενώ οι κόκκοι των
συμπληρωματικών ορυκτών έχουν ποικιλία μεγέθους (από μικρούς και μερικά
αποστρογγυλλωμένους έως ευμεγέθεις και υπογωνιώδεις). Στη σπανιότερη
περίπτωση που οι γωνιώδεις κόκκοι των συμπληρωματικών ορυκτών έχουν μεγάλο
μέγεθος και το αργιλικό ποσοστό στη θεμελιώδη μάζα είναι μικρό, δημιουργούνται
σημαντικά κενά που προδικάζουν χαλαρή δομή. Τέλος, οι αμμούχοι-ψαμμιτικοί
ορίζοντες εμφανίζουν πολύ μικρό ποσοστό θεμελιώδους μάζας ενώ οι κόκκοι των
συμπληρωματικών ορυκτών είναι ποικίλου μεγέθους, συνήθως όμως ευμεγέθεις,
γωνιώδεις και με άτακτη (αραιή) διάταξη. Έτσι εξασφαλίζεται υψηλό πορώδες και
χαλαρή δομή, αφού σπάνια η θεμελιώδης μάζα πληροί ικανοποιητικά τα κενά.

Η Χριστοδουλοπούλου (2000) με βάση τα αποτελέσματα ορυκτολογικής ανάλυσης


δειγμάτων του Ν. Αχαΐας (τάφρος Ρίου), που εντάσσονται στην περιοχή έρευνας της
παρούσας διατριβής (θέσεις Γούναρη, Γηροκομείου και Ρωμανού), διαπίστωσε ότι το
πραγματικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών κυμάνθηκε από 8,91% έως 37,43%, με
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 133

τις μεγαλύτερες τιμές στις αργιλόμαργες και ορισμένες μαργαϊκές αργίλους, ενώ αυτό
του CaCO3 (ασβεστίτη) από 8,23% έως 33,5%, με τη μεγαλύτερη τιμή σε δείγμα
αμμούχας μάργας και ο λόγος CaCO3 προς αργιλικά ορυκτά από 0,22 έως 2,44. Τέλος
οι χαλαζίες και οι άστριοι κυμαίνονται από 40,5% έως 80,4%. Από τα αργιλικά
ορυκτά για τα ίδια δείγματα ο ιλλίτης είναι το αργιλικό ορυκτό που επικρατεί (2,6% -
17,2%), ο σμεκτίτης (0 – 7,1%), ο καολινίτης (0,9 – 5,8%), ο χλωρίτης (0 – 6,4%) και
το ορυκτό με αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη – σμεκτίτη (0 – 9,2%). Όπου απουσιάζει
ο σμεκτίτης ως μεμονωμένο αργιλικό ορυκτό εμφανίζεται το ορυκτό με
αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη – σμεκτίτη.

Αντίθετα, στο Ν. Κορινθίας, σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, το αργιλικό ορυκτό


σμεκτίτης επικρατεί, ενώ ο Tsifoutidis (1993) διαπίστωσε σε μάργες από την
Κορινθία την επικράτηση του ιλλίτη. Επίσης, ο Κωστόπουλος (1988) σε μάργες από
την περιοχή του Ισθμού στην Κορινθία αναγνωρίζει το χλωρίτη και σμεκτίτη ως τα
κύρια αργιλικά ορυκτά.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την παραπάνω συγγραφέα, για όλα τα δείγματα του


Ν. Αχαΐας (λεκάνες Κορινθιακού, Πατραϊκού και τάφρος Ρίου) ο ασβεστίτης
κυμαίνεται από 8,2% έως 70,8% και ο χαλαζίας μαζί με τους άστριους από 16,4%
έως 80,4%. Αντίθετα, στο Ν. Κορινθίας τα ποσοστά κυμαίνονται αντίστοιχα από
39,7% έως 77,7% και από 0 έως 39,9%. Η συχνότερη παρουσία χλωρίτη και η
εμφάνιση του ορυκτού με αναμεμιγμένα φύλλα χλωρίτη – βερμικουλίτη στη λεκάνη
του Κορινθιακού (από Ρίο – Α. Καστρίτσι μέχρι Κόρινθο) μπορεί να αποδοθεί
σύμφωνα με την Tsolis – Katagas (1992) στο μεγαλύτερο βαθμό διαγένεσης των
ιζημάτων. Άλλωστε, στο τμήμα αυτό, κατά μήκος της λεκάνης του Κορινθιακού
ανεξαρτήτως Νομού, ο ασβεστίτης κυμαίνεται από 31,3% έως 77,7%, τα αργιλικά
ορυκτά από 13% έως 35,28% και ο λόγος CaCO3 προς αργιλικά ορυκτά από 1,12 έως
10,35, ενώ σε αυτά της λεκάνης του Πατραϊκού ο ασβεστίτης κυμαίνεται από 8,23%
έως 36,5%, τα αργιλικά ορυκτά από 8,91% έως 37,43% και ο λόγος CaCO3 προς
αργιλικά ορυκτά από 0,22 έως 2,44.

Όσον αφορά στα αργιλικά ορυκτά στο ολικό δείγμα η κύμανση για τους δύο
Νομούς έχει ως εξής (Πίνακας 8.8), (Χριστοδουλοπούλου, 2000):
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 134

Πίνακας 8.8. Ποσοστιαία κατανομή αργιλικών ορυκτών

Ν. Αχαΐας Ν. Κορινθίας Λεκάνη Λεκάνη


Κορινθιακού Πατραϊκού
Καολινίτης (%) 0,9 – 6,0 Ίχνη – 7,5 Ίχνη – 7,5 0,9 – 6,0
Ιλλίτης (%) 2,6 – 17,2 4,8 – 14,4 3,1 – 14,4 2,6 – 17,2
Χλωρίτης (%) Ίχνη – 9,4 Ίχνη – 7,6 Ίχνη – 9,4 Ίχνη – 6,4
Σμεκτίτης (%) Ίχνη – 11,4 4,7 – 17,2 Ίχνη – 14,7 3,4 – 9,9
Χλωρίτης – Σμεκτίτης (%) Ίχνη – 10 Ίχνη – 5,5 Ίχνη – 5,6 Ίχνη – 10
Χλωρίτης – Βερμικουλίτης
-- 0 – 6,6 0 – 6,6 --
(%)

Σχετικά με την κρυσταλλικότητα των αργιλικών ορυκτών ο ιλλίτης είναι πολύ


καλά κρυσταλλωμένος, ενώ ο καολινίτης και ο σμεκτίτης χαρακτηρίζονται από την
έλλειψη καλής κρυσταλλικότητας (Χριστοδουλοπούλου, 2000, Koukis & Rozos,
1993). Στα ιζήματα του Ν. Αχαΐας η Χριστοδουλοπούλου (2000) παρατηρεί αυξημένη
περιεκτικότητα σε Fe2O3, ενώ αυτή του SiO2 είναι μειωμένη σε σχέση με τα ιζήματα
του Ν. Κορινθίας. Τα οξείδια αυτά και κυρίως το SiO2 παίζουν το ρόλο
συγκολλητικών παραγόντων και, παρά το μικρό ποσοστό τους, συμβάλλουν στην
αύξηση της αντοχής. Οι Anagnostopoulos et al (1991) αναφέρουν την παρουσία
σιδηροπυρίτη (FeS2) στις μάργες του Ισθμού.

Όσον αφορά στη δομή (μικροδομή) για τα ιζήματα αυτά σύμφωνα με την
Χριστοδουλοπούλου (2000) χαρακτηρίζονται από μικροδομές μικτού τύπου με
ποικιλία δομικών δεσμών, που εξαρτάται από την ορυκτολογική σύσταση,
κοκκομετρική διαβάθμιση και το περιβάλλον απόθεσης, γενικά δε τα υλικά
βρίσκονται στο στάδιο της μέσης ή ύστερης διαγένεσης. Για τα ιζήματα ειδικότερα
της λεκάνης του Πατραϊκού, που ενδιαφέρει και την παρούσα έρευνα, οι δομικοί
δεσμοί δεν είναι αρκετά ισχυροί στην επίδραση του νερού και την άσκηση της τάσης,
με συνέπεια οι σχηματισμοί να είναι ευκολοδιάβρωτοι και πλέον επιρρεπείς σε
κατολισθητικές κινήσεις, σε σχέση με τα ιζήματα της Κορινθίας. Προς την
κατεύθυνση μάλιστα αυτή ο Ρόζος (1989) προσδιόρισε ότι οι μάργες αυτές του Ν.
Αχαΐας είναι πολύ χαμηλής έως μέτριας ανθεκτικότητας (μέτριας μόνον οι στιφρές
μάργες) με βάση το δείκτη Id2.

Σχετικά με τον προσανατολισμό των δομικών στοιχείων παρατηρείται κατά


προτεραιότητα χαμηλός, μέτριος και σπανιότερα υψηλός βαθμός προσανατολισμού,
ενώ σε αυτά της Κορινθίας είναι κατά βάση χαμηλός και μέτριος (στα πιο
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 135

ασβεστιτικά ο βαθμός είναι χαμηλός). Επίσης, σε μερικές θέσεις παρατηρείται στα


ιζήματα αυτά μικροελασμάτωση (εναλλαγή λεπτοστρώσεων είτε λεπτομερούς και πιο
αδρομερούς υλικού, είτε σκουρόχρωμου (λόγω οξειδίων Fe) και ανοικτόχρωμου
(λόγω CaCO3) υλικού, γεγονός που συντελεί στην μηχανική ανισοτροπία αυτών
(διαφορετική αντοχή και παραμορφωσιμότητα) (Χριστοδουλοπούλου, 2000).

Επίσης, σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, στα ιζήματα του Ν. Αχαΐας


παρουσιάζεται εντονότερη η παρουσία σχετικά μεγάλων συσσωματωμάτων
αργιλικών ορυκτών, στην πλειοψηφία ιλλιτικής σύστασης, ενώ εμφανής είναι και η
συμμετοχή μικροκρυσταλλικού χαλαζία και μικριτικού ασβεστίτη στο αργιλικό
κλάσμα. Για το λόγο αυτό, ο λόγος Ar είναι μικρότερος της μονάδας, ακόμη και στα
δείγματα με χαμηλό ποσοστό CaCO3. Γενικά όμως ο λόγος Ar δεν αποτελεί ασφαλή
παράμετρο για την εκτίμηση του βαθμού συσσωμάτωσης των αργιλικών ορυκτών. Ο
Tsifoutidis (1993) διατύπωσε το συμπέρασμα ότι για ποσοστό CaCO3 >40% η τάση
για συσσωμάτωση είναι πολύ μειωμένη.

Εκτός από την εντονότερη παρουσία των αργιλικών συσσωματωμάτων στα


ιζήματα του Ν. Αχαΐας, παρατηρείται ακόμα συγκέντρωση της αργίλου σε
συνδέσμους και επικαλύψεις που παρουσιάζουν συνέχεια (Χριστοδουλοπούλου,
2000). Επίσης, το πορώδες αποτελείται κυρίως από μικροπόρους <10μm, ενώ
μικρορωγμές και μικροσχισμές παρατηρούνται σε μικρό μόνο βαθμό και μπορεί να
σχετίζονται με την τεκτονική καταπόνηση ή με τη στρωσιγένεια του υλικού. Όταν
κατά μήκος αυτών εμφανίζεται προσανατολισμός των αργιλικών τεμαχιδίων και
μάλιστα ισχυρός σημαίνει ότι η διατμητική αντοχή είναι ίση με την παραμένουσα, εφ’
όσον το επίπεδο διάτμησης περιλαμβάνει τις ρωγμές αυτές. Γενικά, τα μαργαϊκά
ιζήματα της Αχαΐας περιέχουν αυξημένο ποσοστό χαλαζία σε σχέση με αυτά της
Κορινθίας, γεγονός που συντελεί στη μείωση της συνεκτικότητας, αλλά και της
ανάπτυξης συγκολλητικών δεσμών.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 136

8.4. Πετρογραφικές – Ορυκτολογικές αναλύσεις στο πλαίσιο της


παρούσας έρευνας.

8.4.1. Α’ Φάση ερευνών – Μποζαΐτικα, Δίδυμη σήραγγα “Αγ. Βαρβάρα” (Χ.Θ.


2+000 έως Χ.Θ. 2+620)

Η πρώτη απόπειρα για την ορυκτολογική ανάλυση των σχηματισμών που


εξετάσθηκαν έγινε στα αρχικά στάδια υλοποίησης του έργου με τη διάνοιξη της
σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εργασίας αυτής εξετάσθηκαν
δεκαπέντε δείγματα (Δ1 έως Δ15) που λήφθηκαν από δύο ζώνες (Χ.Θ. 2+380 –
περιοχή χαμηλών υπερκειμένων και Χ.Θ. 2+640 – έξοδος –νότιο μέτωπο του
υπογείου έργου). Στα δείγματα αυτά εκτελέσθηκαν δοκιμές ταξινόμησης, σε
ορισμένα από αυτά προσδιορίσθηκαν οι παράμετροι διατμητικής αντοχής, ενώ σε
τρία από αυτά (Δ1, Δ3 και Δ6), που είναι χαρακτηριστικά της διαβάθμισης των
σχηματισμών της περιοχής αυτής, πραγματοποιήθηκε ορυκτολογική ανάλυση.
Επίσης, σε όλα τα δείγματα έγινε προσδιορισμός του ανθρακικού ασβεστίου. Τα
αποτελέσματα από τις δοκιμές ταξινόμησης των δειγμάτων αυτών έχουν ως εξής
(Πίνακας 8.9):

Πίνακας 8.9. Αποτελέσματα δοκιμών ταξινόμησης των δειγμάτων


Φυσική Υγρό Φαιν.
Χ.Θ. Ταξιν. κατά Άμμος Ιλύς Άργιλος Ποσοστό
Δείγμα Υγρασία Βάρος LL (%) PL (%) PI
(Α.Κ.) AUSCS (%) (%) (%) 3 CaCO3
(%) (gr/cm )

Δ3 2+380 CL 12 79 9 11,7 2,25 25 18 17 20.5

Δ1 2+640 ML 47 25 28 23.2 2.16 N.P. 9.7

Δ6 2+640 CL 12 72 16 25 2.14 N.P. 7.5

Τα τρία δείγματα εξετάσθηκαν στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας


του ΙΓΜΕ με τη μέθοδο της περιθλασιμετρίας των ακτίνων Χ (XRD) – τα
ακτινογραφήματα δίνονται στο Παράρτημα Β καθώς και με οπτική μέθοδο κάτω από
πολωτικό και στερεοσκοπικό μικροσκόπιο. Τέλος έγινε φωτογράφιση των δειγμάτων
με βιντεοκάμερα στο στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, ώστε να φανεί η γενική εικόνα
τους και να γίνει καλύτερα η σύγκριση μεταξύ τους, κυρίως όσον αφορά στη δομή-
κοκκομετρία τους.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 137

8.4.1.1 Αποτελέσματα των ορυκτολογικών εξετάσεων

Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ορυκτολογική εξέταση των τριών


χαρακτηριστικών δειγμάτων (Δ1, Δ3 και Δ6) έχουν ως εξής:

Δείγμα Δ3

Το δείγμα Δ3, το οποίο είναι και το περισσότερο συνεκτικό και αδρόκοκκο από
τα τρία δείγματα από πλευράς μεγέθους συμπληρωματικών ορυκτών, αποτελείται
κατά κύριο λόγο από ασβεστίτη, αργιλικά, χαλαζία και σε μικρότερες
περιεκτικότητες από χλωρίτη, μαρμαρυγίες (μοσχοβίτης – σερικίτης και ελάχιστος
βιοτίτης), αλβίτη και θραύσματα μαγματικού πετρώματος (Φωτογραφία 8.1).

Φωτογραφία 8.1. Άποψη παρασκευάσματος του Δ3 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο.

Τα ανθρακικά αντιπροσωπεύουν το 20,5 % του συνολικού βάρους του


πετρώματος. Ο ασβεστίτης βρίσκεται είτε με τη μορφή μικρών θραυσμάτων στιφρού,
απολιθωματοφόρου ασβεστολίθου, είτε ως χημικό ίζημα με τη μορφή λεπτόκοκκου
ψαμμίτη, που παίζει και το ρόλο του συγκολλητικού υλικού.
Τα αργιλικά, όπως έδειξαν τα ακτινοδιαγράμματα, είναι κυρίως ιλλίτες και σε
μικρότερη περιεκτικότητα μοντμοριλλονίτες.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 138

Ο χαλαζίας απαντάται κατά κύριο λόγο σε μικρούς ισομεγέθεις κόκκους, αλλά


και σπανιότερα σε μεγαλύτερους διάσπαρτους στη μάζα.

Δείγμα Δ1

Το δείγμα αυτό διαφέρει από το δείγμα Δ3 καθότι είναι μικρότερης κοκκομετρίας


και περιέχει σαφώς περισσότερο χαλαζία και λιγότερα ανθρακικά (Φωτογραφία 8.2).

Φωτογραφία 8.2. Άποψη παρασκευάσματος του Δ1 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο.

Ειδικότερα προσδιορίσθηκαν τα εξής:


- Είναι ένα χαλαρό δείγμα, όπου το κύριο συστατικό είναι ο χαλαζίας σε
μικρούς ισοδιαμετρικούς κόκκους (λείπουν οι μεγαλύτεροι που περιέχονται
στο δείγμα Δ3).
- Ο ασβεστίτης σε ποσοστό 9,7%, απαντάται σε μικροκρυσταλλικές
συγκεντρώσεις (λείπουν τα θραύσματα των ασβεστολίθων και μαρμάρων).
- Τα αργιλικά (ιλλίτης) είναι επίσης σαφώς λιγότερα από το δείγμα Δ3.
- Απαντώνται, όπως και στο δείγμα Δ3, χλωρίτης, σερικίτης, αλβίτης, αλλά
επίσης και υδροξείδια του σιδήρου.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 139

Δείγμα Δ6

Το δείγμα αυτό μοιάζει με το δείγμα Δ1, αλλά είναι ακόμη περισσότερο


λεπτόκοκκο και περιέχει λιγότερα ανθρακικά (7,5%) (Φωτογραφία 8.3).

Φωτογραφία 8-3. Άποψη παρασκευάσματος του Δ6 από το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο.

Κύριο συστατικό του δείγματος είναι πάλι ο χαλαζίας, ο οποίος απαντάται σε


πολύ μικρούς κόκκους, ενώ τα ορυκτά ασβεστίτης, χλωρίτης, μαρμαρυγίες
(μοσχοβίτης – σερικίτης και ελάχιστο βιοτίτης), καθώς και τα υδροξείδια του σιδήρου
βρίσκονται σε πολύ μικρότερες αναλογίες.

Με βάση τα παραπάνω, αλλά και τις κοκκομετρικές αναλύσεις των δειγμάτων


εξάγονται τα παρακάτω συμπεράσματα:

Δείγμα Δ3

Από τις τιμές της κοκκομετρικής διαβάθμισης το υλικό μπορεί να χαρακτηριστεί


ως CL, σύμφωνα δε με το Ρόζο (1989) η ενότητα που εκπροσωπεί το υλικό αυτό
χαρακτηρίζεται ως μάργα.

Από την ορυκτολογική εξέταση βέβαια το δείγμα Δ3 φαίνεται ότι θα μπορούσε να


χαρακτηριστεί ως αμμούχος, μαργαϊκής σύστασης σχηματισμός. Σύμφωνα με το
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 140

ποσοστό σε CaCO3 χαρακτηρίζεται ως αργιλόμαργα, ενώ με τα στοιχεία της νεότερης


θεώρησης του Κεφ. 7 το δείγμα ανήκει στην Ανώτερη Γεωτεχνική ενότητα των
ιζημάτων της περιοχής.

Δείγμα Δ1

Με βάση τα στοιχεία της κοκκομετρικής διαβάθμισης το υλικό χαρακτηρίζεται ως


ML, σύμφωνα δε με την κατάταξη του Ρόζου (1989) το δείγμα αυτό κατατάσσεται
στους αμμούχους ορίζοντες.

Η ορυκτολογική ανάλυση του δείγματος έδειξε ότι πρόκειται για ένα αμμώδες
υλικό, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σε συνδυασμό με την κοκκομετρική
ανάλυση, ως ιλυοαργιλώδης (ή πολύμεικτη) άμμος. Το δείγμα αυτό ως μη
αργιλομαργαϊκό δεν κατατάσσεται σύμφωνα με τον Πίνακα 8.1, ενώ με βάση τα
στοιχεία της νεότερης θεώρησης του Κεφ. 7 ανήκει στην Ανώτερη Γεωτεχνική
ενότητα.

Δείγμα Δ6

Με βάση τα στοιχεία της κοκκομετρικής διαβάθμισης το υλικό χαρακτηρίζεται ως


CL. Επίσης σύμφωνα με το Ρόζο (1989) το δείγμα κατατάσσεται στην κατηγορία των
αργιλόμαργων.

Αντίθετα δε, σύμφωνα με την ορυκτολογική ανάλυση το υλικό αυτό


χαρακτηρίζεται, σε συνδυασμό με την κοκκομετρική ανάλυση, ως αργιλούχος (ή
πολύμεικτη) λεπτόκοκκη άμμος. Σύμφωνα με το περιεχόμενο ποσοστό σε CaCO3 το
δείγμα αυτό είναι μαργαϊκή άργιλος, ενώ με βάση τα στοιχεία της νεότερης θεώρησης
του Κεφ. 7 το δείγμα ανήκει στην Ανώτερη Γεωτεχνική ενότητα.

8.4.1.2 Προσδιορισμός ανθρακικού ασβεστίου

Με τον όρο ανθρακικά άλατα νοούνται τα ανθρακικά ορυκτά του εδάφους και
μάλιστα αυτά του ασβεστίου (ασβεστίτης- CaCO3), μαγνησίου (μαγνησίτης- MgCO3)
και του ισομοριακού μίγματος αυτών Ca Mg(CO3)2 (δολομίτης). Τα ανθρακικά άλατα
επηρεάζουν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των κολλοειδών ορυκτών και μάλιστα
των αργιλικών.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 141

Τα ορυκτά του ανθρακικού ασβεστίου απαντώνται στα εδάφη με τη μορφή


τεμαχιδίων ή επικαλύψεων (coatings). Οι ανθρακικές επικαλύψεις σε μία εδαφική
μάζα μπορεί να σχηματίζουν στρώσεις ή συγκρίματα που εμποδίζουν γενικά τη
μετακίνηση νερού (Dixon & Weed, 1977, από Κούκη και Χριστοδουλοπούλου, 1997).

Τα μικροκρυσταλλικά τεμαχίδια εξάλλου, λόγω της χαμηλής κρυσταλλικότητάς


τους, έχουν την ιδιότητα να απορροφούν στην επιφάνειά τους ανιόντα, με
αποτέλεσμα να έλκουν τις αργιλικές επιφάνειες και να δημιουργούν έτσι
συσσωματώματα. Η ύπαρξη όμως συσσωματωμάτων οποιασδήποτε μορφής
επηρεάζει τη δομή του υλικού και κατ’επέκταση τις φυσικές και μηχανικές του
ιδιότητες.

Σε κανονικά εδάφη ο ασβεστίτης είναι η επικρατούσα μορφή των ανθρακικών


ορυκτών. Το ανθρακικό ασβέστιο αποτελεί γενικά τον κύριο συγκολλητικό
παράγοντα στους εδαφικούς σχηματισμούς. Σε πολλές περιπτώσεις το ανθρακικό
ασβέστιο βρίσκεται στο υλικό σε πολύ λεπτόκοκκη μορφή και προσμετράται ως εκ
τούτου στο αργιλικό κλάσμα που προσδιορίζεται με το αραιόμετρο, επηρεάζοντας
άμεσα την κοκκομετρική διαβάθμιση του κλαστικού υλικού.

Στα πλαίσια της εργασίας αυτής εκτελέσθηκαν δοκιμές προσδιορισμού του


ανθρακικού ασβεστίου σε δεκαπέντε (15) δείγματα που ελήφθησαν από την περιοχή
του έργου. Σύμφωνα με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, σε μικρή ποσότητα από όλα
τα δείγματα (1-10gr.), το βάρος της οποίας αρχικά μετρήθηκε και καταγράφηκε,
προστέθηκε διάλυμα οξικού οξέως (10% κατ’όγκον CH3COOH). Σκοπός της
διαδικασίας αυτής ήταν η διαλυτοποίηση των ανθρακικών ορυκτών των δειγμάτων,
με τέτοιες όμως συνθήκες ώστε να μην καταστραφούν τα αργιλικά ορυκτά. Μετά από
παραμονή 2-3 ημερών στο διάλυμα οξικού οξέως τα δείγματα απομακρύνθηκαν και
μετρήθηκε εκ νέου το βάρος τους. Από τη διαφορά των δύο μετρήσεων
προσδιορίσθηκε τελικά το περιεχόμενο ποσοστό των δειγμάτων σε ανθρακικό
ασβέστιο.

Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών για τα παραπάνω δείγματα


παρατίθενται στον Πίνακα 8.10 που ακολουθεί ενώ στους Πίνακες 9.11 και 9.12 του
κεφ.9 δίνεται το σύνολο των δειγμάτων που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της διατριβής.

Στον Πίνακα 8.11 δίνονται τα αποτελέσματα ταξινόμησης και φυσικών –


μηχανικών χαρακτηριστικών των ανωτέρω δειγμάτων.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 142

Πίνακας 8.10. Περιεχόμενο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου


Περιεχόμενο ποσοστό
Χαρακτηρισμός με βάση τον
Δείγμα Χ.Θ. ανθρακικού ασβεστίου
Πίνακα 8.1
%
Δ1 Α.Κ.2+640 9,7 Δεν κατατάσσεται

Δ2 Α.Κ.2+640 9,0 Δεν κατατάσσεται

Δ3 Δ.Κ.2+380 20,5 Αργιλόμαργα

Δ4 Δ.Κ.2+380 21,5 Αργιλόμαργα

Δ5 Δ.Κ.2+380 13,0 Μαργαϊκή άργιλος

Δ6 Α.Κ.2+640 7,5 Μαργαϊκή άργιλος

Δ108 Α.Κ.2+640 37,5 Μάργα

Δ109 Α.Κ.2+640 35,0 Όριο αργιλικής μάργας - μάργας

Δ110 Δ.Κ.2+380 6,5 Μαργαϊκή άργιλος

Δ111 Α.Κ.2+640 37,5 Μάργα


Όριο αργιλόμαργας - αργιλικής
Δ112 Α.Κ.2+640 25,0
μάργας
Δ113 Α.Κ.2+640 21,0 Αργιλόμαργα
Όριο αργιλόμαργας- αργιλκής
Δ114 Α.Κ.2+640 25,0
μάργας
Δ115 Α.Κ.2+640 38,0 Μάργα

Δ116 Α.Κ.2+640 29,0 Αργιλική μάργα

Πίνακας 8.11. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.


Τριαξονική Αντοχή
Υγρό Κοκκομετρική Διαβάθμιση Ορια Atterberg σε Ταξιν.
Αρ. w Δοκιμή UU %
Φαιν. ανεμπ. κατά
Δείγμ. (%) Άμμος Ιλύς Άργιλος LL PL PI c CaCO3
Βάρος φ˚ θλίψη AUSCS
3
(gr/cm ) (%) (%) (%) (%) (%) (%) (ΚΡα) (KPa)

Δ1 23.2 2.16 47.0 25.0 28.0 NP - - 78 9.7 ML


Δ2 - - 47.0 24.0 29.0 NP - - - 9.0 ML
Δ3 11.7 - 12.0 79.0 9.0 25.0 18.0 7.0 150 39 - 20.5 CL
Δ4 18.0 2.25 3.0 78.0 19.0 38.0 21.0 17.0 370 16 634 21.5 CL
Δ5 18.1 2.32 10.0 70.0 20.0 36.0 20.0 16.0 410 13 870 13.0 CL
Δ6 25.0 2.14 12.0 72.0 16.0 NP 80 22 133 7.5 CL
Δ108 29.8 - 7.0 93.0 50.0 25.0 25.0 400 26 - 37.5 CL
Δ109 - - 7.0 93.0 24.3 2.09 - - 1358 35.0 CL
Δ110 23.0 2.22 3.0 67.0 30.0 35.0 18.0 17.0 350 14 579 6.5 CL
Δ111 - - 6.0 72.0 22.0 55.0 28.0 27.0 - - - 37.5 CH
Δ112 - - 6.0 57.0 37.0 56.0 26.0 30.0 - - - 25.0 CH
Δ113 - - 4.0 60.0 36.0 51.0 27.0 24.0 - - - 21.0 CH
Δ114 - - 4.0 66.0 30.0 50.0 27.0 23.0 - - - 25.0 CL
Δ115 - - 4.0 67.0 29.0 55.0 27.0 28.0 - - - 38.0 CH
Δ116 - - 5.0 64.0 31.0 59.0 28.0 31.0 - - - 29.0 CH
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 143

8.4.1.3 Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων

Αξιολογώντας τα αποτελέσματα τους εργαστηριακών δοκιμών που προηγήθηκαν,


τόσο για τον προσδιορισμό τους ορυκτολογικής σύστασης και του περιεχόμενου
ανθρακικού ασβεστίου, όσο και για την κατάταξη των δειγμάτων σύμφωνα με την
κοκκομετρική τους διαβάθμιση, είναι δυνατόν να εξαχθούν τα ακόλουθα γενικά
συμπεράσματα:

- Με βάση την υφή τους (κοκκομετρική διαβάθμιση) καθώς επίσης και τα όρια
Atterberg, οι σχηματισμοί μπορούν να καταταχθούν στις παρακάτω κατηγορίες
(Πίνακας 8.12)

Πίνακας 8.12. Συγκεντρωτικός πίνακας εύρους τιμών φυσικών παραμέτρων καθώς και του
ανθρακικού ασβεστίου των σχηματισμών, με βάση τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
δοκιμών.
Άμμος Ιλύς
Άργιλος % LL PL PI CaCO3 %
% %
CH 4-6 57-72 22-37 51-59 26-28 24-31 21-38

CL 3-12 67-79 9-30 25-50 18-27 7-23 7.5-37.5

ML 47 24-25 28-29 ΝP NP NP 9-9.7

- Από τα παραπάνω στοιχεία των Πινάκων 8.10, 8.11 και 8.12 γίνεται φανερό ότι
υπάρχει συσχέτιση του περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με την
περιεκτικότητα σε άργιλο αφενός αλλά και με αυτή σε άμμο αφ’ ετέρου.
Παρατηρείται δηλαδή ότι το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου μειώνεται όσο
μεταβαίνουμε από τη μάργα - αργιλική μάργα (CH, CL) προς πλέον
αμμοϊλυώδεις και αμμώδεις ορίζοντες (CL-ML, ML) και αναμένεται ακόμη
περισσότερο μειωμένο στους αμμώδεις ορίζοντες SC, SM.

Έτσι φαίνεται ότι στα δείγματα εκείνα, όπου τα ποσοστά της αργίλου
κυμαίνονται -σε σύγκριση πάντα με το σύνολο των δειγμάτων- σε αρκετά
υψηλά επίπεδα (από 19 έως 37 %), ενώ παράλληλα τα ποσοστά της άμμου δεν
υπερβαίνουν το 7% (κατηγορία μαργών, αργιλκών μαργών, αργιλόμαργων), το
περιεχόμενο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου είναι σχετικά υψηλό και μπορεί να
κυμαίνεται από 20 έως και 38%. Αντίθετα, όσο αυξάνεται το περιεχόμενο
ποσοστό σε άμμο (έως και 47%), στα δείγματα δηλαδή που ανήκουν στην
κατηγορία των αμμωδών ιλύων, τα ανθρακικά ορυκτά μειώνονται αισθητά και
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 144

κυμαίνονται έως και 9,7%. Η εικόνα αυτή παρουσιάζεται στη ζώνη των
χαμηλών υπερκειμένων, όπου η διάνοιξη του έργου έγινε κυρίως μέσα στα όρια
των στιφρών αργιλικών μαργών (ιζήματα Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας) με
εκατέρωθεν αποκλίσεις (προς μάργες και αργιλόμαργες) και κατά θέσεις
παρουσία αμμωδών ιλύων και άμμων.

Στα υπόλοιπα δείγματα, τα οποία αναφέρονται στο τμήμα του έργου από τη
Χ.Θ.2+278 έως και τη Χ.Θ.2+380 (ιζήματα της Ανώτερης Γεωτεχνικής
ενότητας), παρατηρείται μία κάπως διαφορετική εικόνα. Στις θέσεις αυτές τα
ποσοστά του ανθρακικού ασβεστίου των δειγμάτων που χαρακτηρίζονται
κυρίως ως μαργαϊκές άργιλοι με αποκλίσεις προς αργιλόμαργες κυμαίνονται σε
μικρότερα επίπεδα (6,5 έως 21,5%). Στην περίπτωση δε των αμμωδών ιλύων
αναμένεται μικρό ποσοστό CaCO3, ενώ στους αμμώδεις ορίζοντες, όπου το
ποσοστό της άμμου φτάνει μέχρι και 93% (με αντίστοιχα ποσοστά αργίλου από
1 έως 5%), το ποσοστό των ανθρακικών ορυκτών είναι ακόμη μικρότερο.

- Από τη συσχέτιση του περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με τη


συνεκτικότητα των δειγμάτων προκύπτει ότι η αυξημένη περιεκτικότητα σε
ανθρακικά ορυκτά παρατηρείται στα πιο συνεκτικά δείγματα. Έτσι, στα
δείγματα αυτά τόσο οι παράμετροι διατμητικής αντοχής (c και φ), όσο και η
αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη παρουσιάζονται αυξημένες.

- Από πλευράς ορυκτολογικής σύστασης τα δείγματα τα οποία χαρακτηρίζονται


ως αργιλόμαργες, αργιλικές μάργες - μάργες περιέχουν κατά κύριο λόγο
ασβεστίτη, αργιλικά και χαλαζία. Αντίθετα στα δείγματα που περιέχουν υψηλό
ποσοστό άμμου και ιλύος (από αμμώδεις ιλύες μέχρι και άμμους) τα ποσοστά
του χαλαζία είναι ιδιαίτερα αυξημένα και μάλιστα σε σημείο ώστε αυτός να
αποτελεί το κύριο συστατικό αυτών. Ο χαλαζίας απαντάται σε μικρούς
ισομεγέθεις κόκκους έως πολύ μικρούς στα πιο αμμώδη υλικά, ενώ στις
επονομαζόμενες αργιλικές μάργες συναντώνται σπανιότερα και μεγαλύτεροι
κόκκοι διάσπαρτοι στη μάζα.

Το ποσοστό του ασβεστίτη μειώνεται με την αύξηση του περιεχόμενου


ποσοστού σε άμμο, ενώ παρουσιάζεται σημαντικά πιο υψηλό στα περισσότερο
αργιλικά υλικά.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 145

Από πλευράς αργιλικών ορυκτών συναντώνται κυρίως ιλλίτες και σε μικρότερη


περιεκτικότητα μοντμοριλλονίτες και αποτελούν μαζί με τον ασβεστίτη το
συνδετικό υλικό του πετρώματος. Τα περιεχόμενα ποσοστά των ορυκτών αυτών
μειώνονται επίσης με την αύξηση του ποσοστού σε άμμο.

Τέλος σε μικρές ποσότητες συναντώνται ο χλωρίτης, οι μαρμαρυγίες


(μοσχοβίτης, σερικίτης και ελάχιστος βιοτίτης) και ο αλβίτης, ενώ στα δείγματα
με μεγαλύτερα ποσοστά άμμου και ιλύος απαντώνται και υδροξείδια του
σιδήρου, λόγω πλέον αυξημένης διαπερατότητας και επομένως αυξημένης
κατείσδυσης σχετικών διαλυμάτων.

8.4.2 Β’ Φάση ερευνών στους σχηματισμούς της περιοχής ολόκληρου του έργου
(Κ1 – Κ4), με βάση τη θεώρηση της Ανώτερης και Κατώτερης
Γεωτεχνικής ενότητας.

Έπειτα από τη διάκριση των σχηματισμών που εξετάσθηκαν σε δύο ενότητες,


Ανώτερη και Κατώτερη, θεωρήθηκε σκόπιμο σε ορισμένα από τα δείγματα που
λήφθηκαν για τις εργαστηριακές εξετάσεις εδαφομηχανικής (δοκιμές ταξινόμησης
και διατμητικής αντοχής) να επαναληφθεί η προσπάθεια της ορυκτολογικής εξέτασης
των ιζημάτων αυτών.

Έτσι μελετήθηκαν επτά (7) συνολικά δείγματα, τρία (3) από την Ανώτερη
ενότητα (δείγματα Δ17, Δ24, Δ27) και τέσσερα (4) από την Κατώτερη ενότητα
(δείγματα Δ121, Δ125, Δ130, Δ134). Ειδικότερα, στα δείγματα αυτά
πραγματοποιήθηκε πετρογραφικός και ορυκτολογικός προσδιορισμός στο
Εργαστήριο Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας του ΙΓΜΕ: α) με οπτική μέθοδο κάτω
από πολωτικό και στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, ενώ σε δύο από αυτά (Δ17, Δ24)
έγινε φωτογράφιση με βιντεοκάμερα στο στερεοσκοπικό μικροσκόπιο. Επειδή όμως
για λόγους τεχνικούς δεν έγινε δυνατή η φωτογράφηση όλων των δειγμάτων η
εργασία αυτή επαναλήφθηκε στο Εργαστήριο Έρευνας Ορυκτών και Πετρωμάτων
του Παν/μίου Πατρών για όλα τα δείγματα, όπου έγινε και ο σχετικός σχολιασμός
που αναφέρεται στην επεξήγηση κάθε φωτογραφίας και β) με τη μέθοδο της
περιθλασιμετρίας των ακτίνων Χ (XRD) – τα ακτινογραφήματα δίνονται στο
Παράρτημα Β.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 146

8.4.2.1 Μικροσκοπική μελέτη – Ορυκτολογική ανάλυση

Δείγμα Δ17 – Περιοχή Ανθούπολης.

Πρόκειται για δείγμα μακροσκοπικά συνεκτικό, ομοιογενές, ανοικτού κίτρινου


έως κιτρινοκάστανου χρώματος, κρυπτοκρυσταλλικό, λείο στην υφή και μη
εύθρυπτο. Μικροσκοπικά, έχει ιστό πολύ μικροκρυσταλλικό, χωρίς να διακρίνεται
στρώση. Τα αργιλικού μεγέθους συστατικά είναι 70% (<4μ), ενώ σε ποσοστό
μεγαλύτερο του 20% της μάζας του πετρώματος παρατηρούνται διάσπαρτοι
κλαστικοί γωνιώδεις κόκκοι χαλαζία (Φωτογραφίες 8.4, 8.5), ασβεστίτη, αλβίτη και
φυλλάρια σερικίτη μεγέθους ιλύος (20-40μ) και ζιρκόνιο (Φωτογραφία 8.4).

Το πέτρωμα φέρει λίγα διάσπαρτα καλά διατηρημένα απολιθώματα, με


ασβεστιτικό περίγραμμα, καθώς και ασβεστολιθικά θραύσματα κελυφών
(Φωτογραφία 8.6).

Φωτογραφία 8.4. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας και ζιρκόνιο σε ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 147

Φωτογραφία 8.5. Δείγμα Δ17. Χαλαζίας σε μικρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.6. Δείγμα Δ17. Ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 2mm).

Τέλος, τα υδροξείδια του σιδήρου παρατηρούνται με μορφή εμποτισμών, καθώς


και λεπτομερείς κόκκοι υδροξειδίου σιδήρου σε μικρά συσσωματώματα ή διάσπαρτα
που προσδίδουν την κιτρινο-κάστανη απόχρωση. (Φωτογραφία 8.7).
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 149

ασβεστίτης, ο τελευταίος δε σε ποσοστό 22,6%, με βάση την ημιποσοτική ανάλυση.


Με μικρότερα ποσοστά συμμετέχουν ιλλίτης, καολινίτης, μοντμοριλλονίτης (8,4%),
αλβίτης και χλωρίτης. Το συνολικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι 39%
περίπου.

Φωτογραφία 8.8. Δείγμα Δ24. Ψαμμίτης στρώση παράλληλα στο μήκος της φωτό (Nicols+,
μήκος 2mm)

Φωτογραφία 8.9. Δείγμα Δ24 . Χαλαζίας+μοσχοβίτης+ασβεστίτης + πλαγιόκλαστο Συνδετικό:


ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 150

Φωτογραφία 8.10. Δείγμα Δ24 . Χαλαζίας + χλωρίτης+ μοσχοβίτης+ αργιλικό θραύσμα


Συνδετικό: ασβεστίτης (Nicols+, μήκος 250μ)

Δείγμα Δ27 – περιοχή Αγ. Σοφίας.


Μακρο – μικροσκοπικά το δείγμα είναι όμοιο με το προηγούμενο δείγμα Δ24
(Φωτογραφία 8.11). Με βάση την ορυκτολογική ανάλυση ο χαλαζίας συμμετέχει με
το μεγαλύτερο ποσοστό και ακολουθούν ιλλίτης, ασβεστίτης (15%), αλβίτης και
ζιρκόνιο, καολινίτης, χλωρίτης και ο μοντμοριλλονίτης (5,2%) (Φωτογραφία 8.12).
Γενικά τα αργιλικά ορυκτά συμμετέχουν με ποσοστό 35% περίπου.

Φωτογραφία 8.11. Δείγμα Δ27. Ψαμμίτης (Nicols+, μήκος 2mm)


ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 151

Φωτογραφία 8.12. Δείγμα Δ27. Χαλαζίας + πλαγιόκλαστο+ ζιρκόνιο σε ασβεστιτικό +


πυριτικό υλικό (Nicols+, μήκος 250μ)

Δείγμα Δ121 – περιοχή Γηροκομείου.

Μακροσκοπικά το δείγμα αυτό είναι όπως και το δείγμα Δ17, διαφέρει όμως ως
προς το χρώμα, το οποίο είναι ανοικτό τεφρό. Μικροσκοπικά παρουσιάζει μικρές
διαφορές με το παραπάνω δείγμα ως εξής:

Η κύρια μάζα του (70% περίπου) είναι μικριτική, όπως και στο δείγμα Δ17, αλλά
οι κλαστικοί γωνιώδεις χαλαζίες και ασβεστίτες έχουν ελαφρά μεγαλύτερο μέγεθος,
ήτοι λεπτής άμμου (40-100μ). Επίσης, η συμμετοχή του ασβεστίτη είναι μεγαλύτερη
(36%), ενώ τοπικά παρατηρούνται συγκεντρώσεις ασβεστιτικές με ταινιώδη
ανάπτυξη και προσανατολισμός των φυλλαρίων σερικίτη. Οι εμποτισμοί σιδήρου
είναι πλέον ελάχιστοι, ενώ αντίθετα παρατηρείται λίγο οργανικό υλικό, το οποίο
προσδίδει τις τεφρές αποχρώσεις μακροσκοπικά. (Φωτογραφία 8.13). Ορυκτολογικά,
τα κύρια ορυκτά είναι ασβεστίτης, χαλαζίας και καολινίτης, ενώ σαν δευτερεύοντα
συμμετέχουν ιλλίτης, μοντμοριλλονίτης (10,8%), αλβίτης και χλωρίτης. Το σύνολο
των αργιλικών ορυκτών είναι 42%.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 152

Φωτογραφία 8.13. Δείγμα Δ121. Μικρίτης+χλωρίτης+μοσχοβίτης+χαλαζίας κλαστικός +


κόκκοι σπαριτικού ασβεστίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Δείγμα Δ125 – περιοχή Ανθούπολης.

Το δείγμα αυτό είναι μακροσκοπικά και μικροσκοπικά παρόμοιο με το δείγμα


Δ121, ενώ προσομοιάζει και προς το Δ17, πλήν του χρώματος, που είναι, όπως και
του Δ121, ανοικτό τεφρό. Η κύρια μάζα είναι πηλιτική, τα γωνιώδη μεγαλύτερα
κλαστικά υλικά συμμετέχουν με ποσοστό μεγαλύτερο του 20% και έχουν μέγεθος
λεπτής άμμου (40-100μ). Η κύρια μάζα παρουσιάζει ιζηματογενείς δομές από
εναλλασσόμενες κολλοειδείς ταινίες με περισσότερο οργανικό υλικό. Έχει χαμηλό
πορώδες και λίγες λεπτές ρωγματώσεις (Φωτογραφία 8.14).

Δείγμα Δ130 – περιοχή Αγ. Σοφίας

Το δείγμα μακροσκοπικά εμφανίζεται συνεκτικό, ομοιογενές, πολύ


μικροκρυσταλλικό, χρώματος ανοικτού τεφρού. Παρουσιάζει μικρές διαφορές προς
τα άλλα δείγματα της κατώτερης ενότητας, όπως κύρια μάζα αρκετά μεγάλη, 40-50%
περίπου, από υπερλεπτόκοκκο χαλαζία, μικριτικό ασβεστίτη (Φωτογραφίες 8.15, 8.16
και 8.17) και αργιλικά ορυκτά (ιλλίτη, καολινίτη, μοντμοριλλονίτη και χλωρίτη). Τα
μεγαλύτερα κλαστικά θραύσματα είναι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% και είναι
μεγέθους ιλύος (20-60μ). Πρόκειται κυρίως για υπογωνιώδεις κρυσταλλοκλάστες
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 153

κυρίως χαλαζία και λιγότερους ασβεστίτη, αλβίτη, μοσχοβίτη και χλωρίτη


(Φωτογραφίες 8.15, 8.16 και 8.17). Επίσης, παρατηρήθηκαν και λίγα θραύσματα από
πυριτόλιθο και μικριτικό ασβεστόλιθο, μεγέθους λεπτής άμμου (100-300μ περίπου).

Τέλος, το υλικό εμφανίζει μέτριο πορώδες, λεπτές ρωγματώσεις και διάσπαρτους


κόκκους υδροξειδίων σιδήρου.

Ορυκτολογικά και με βάση την ημιποσοτική ανάλυση, τα κύρια ορυκτά είναι


χαλαζίας και ασβεστίτης (22,6%), ενώ σε μικρότερα ποσοστά ιλλίτης, καολινίτης,
μοντμοριλλονίτης (8,4%), αλβίτης και χλωρίτης. Το σύνολο των αργιλικών ορυκτών
είναι 39% περίπου.

Φωτογραφία 8.14. Δείγμα Δ125. Μικριτικό υλικό με λίγο πυριτικό. Αδιαφανές στο αριστερό
τμήμα της εικόνας. (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 154

Φωτογραφία 8.15. Δείγμα Δ130. Πλαγιόκλαστο + χαλαζίας + αιματίτης + μοσχοβίτης σε


μικρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.16. Δείγμα Δ130. Πολυκρυσταλλικός χαλαζίας + χαλαζίας + πλαγιόκλαστο σε


μικρίτη / Σπαρίτης +χλωρίτης + μοσχοβίτης (Nicols+, μήκος 250μ)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 155

Φωτογραφία 8.17. Δείγμα Δ130. Ενδοκλάστες χαλαζία + πλαγιόκλαστου + μοσχοβίτη σε


μικρίτη. Ακόμη αδιαφανή +κόκκος σπαρίτη (Nicols+, μήκος 250μ)

Δείγμα Δ134 – περιοχή Ζαβλανίου

Παρουσιάζεται όμοιο με τα δείγματα Δ24 και Δ27 με διαφορά στη συμμετοχή του
ιλυολιθικού (ασβεστιτικού) υλικού, το οποίο δημιουργεί εναλλασσόμενες στρώσεις
με τις μικροψαμμιτικές, οι οποίες επικρατούν. (Φωτογραφία 8.18).

Φωτογραφία 8.18. Δείγμα Δ134. Μεταβατική ζώνη από ιλυολιθικό τμήμα μικριτικής κυρίως
σύστασης σε ψαμμίτη (Nicols+, μήκος 2mm)
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 148

Φωτογραφία 8.7. Δείγμα Δ17. Εμποτισμός από αιματίτη (Nicols+, μήκος 250μ).

Η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, σε συνδυασμό με την ημιποσοτική ανάλυση,


έδωσε κύρια ορυκτά (κατά σειρά ποσοστού συμμετοχής) ιλλίτη, χαλαζία και
ασβεστίτη, σε ποσοστό ο τελευταίος 20%. Με μικρότερα ποσοστά συμμετέχουν
καολινίτης, μοντμοριλλονίτης (8%), αλβίτης και χλωρίτης. Γενικά τα αργιλικά
ορυκτά συμμετέχουν με ποσοστό 50%.

Δείγμα Δ24 – περιοχή Ζαβλανίου.

Είναι μακροσκοπικά συμπαγές, συνεκτικό, ομοιογενές, μικροκρυσταλλικό,


ανοικτού κίτρινου χρώματος, λεπτο-αμμώδες στην υφή. Στο μικροσκόπιο έχει
κλαστικό ιστό και στρωσιγενή υφή (Φωτογραφία 8.8). Σε ποσοστό μεγαλύτερο του
70% αποτελείται από κλαστικούς, γωνιώδεις έως υπογωνιώδεις κρυστάλλους χαλαζία
και σε μικρότερη αναλογία από ασβεστίτη, αλβίτη και φυλλάρια σερικίτη και
χλωρίτη, μεγέθους λεπτής άμμου (60-100μ περίπου) (Φωτογραφίες 8.9, 8.10). Το
συγκολλητικό υλικό σε ποσοστό 20-30% της συνολικής μάζας αποτελείται από
λεπτομερή χαλαζία, ασβεστίτη, ιλλίτη, καολινίτη, λίγο μοντμοριλλονίτη και
υδροξείδια του σιδήρου. Το πέτρωμα φέρει διάσπαρτους μικροκρυστάλλους οξειδίων
– υδροξειδίων σιδήρου (Φωτογραφίες 8.8, 8.9 και 8.10), παρουσιάζει μέτριο πορώδες
και λεπτές ρωγματώσεις. Ορυκτολογικά τα κύρια ορυκτά είναι χαλαζίας και
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 156

Ορυκτολογικά, τα κύρια συστατικά είναι χαλαζίας, ασβεστίτης (21,6%) και


ιλλίτης, ενώ με μικρότερα ποσοστά συμμετέχουν αλβίτης, μοσχοβίτης, καολινίτης,
μοντμοριλλονίτης (5,2%) και χλωρίτης (Φωτογραφίες 8.19, 8.20). Το σύνολο των
αργιλικών ορυκτών ανέρχεται σε 34% περίπου.

Η ημιποσοτική ανάλυση έγινε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή με το πρόγραμμα


EVA V6.0 και με τη βάση δεδομένων ICPDS. Ο ασβεστίτης μετρήθηκε μετά την
αφαίρεση των ανθρακικών, ενώ ο μοντμοριλλονίτης μετρήθηκε επίσης και με τη
μέθοδο του κυανούν του μεθυλενίου.

Φωτογραφία 8.19. Δείγμα Δ134. Ψαμμιτικό τμήμα: χαλαζίας+μοσχοβίτης+πυριτικό θραύσμα


(Nicols+, μήκος 250μ)

Φωτογραφία 8.20. Δείγμα Δ134. Μοσχοβίτης + χαλαζίας (Nicols+, μήκος 2mm)


ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 157

Συγκεντρωτικά, στον Πίνακα 8.13 δίνονται τα αποτελέσματα της ορυκτολογικής


σύστασης των δειγμάτων.

Πίνακας 8.13. Ορυκτολογική σύσταση δειγμάτων (ημιποσοτική ανάλυση)

Δείγμα Χαλαζίας Ασβεστίτης Αλβίτης Ιλλίτης Καολινίτης Χλωρίτης Μοντμοριλ.


Δ17 23 20 6 26 13 4 8
Δ24 39 11,6 14 16 7 5 6,8
Δ27 37 15 12 16 8 6 5,2
Δ121 18 35 5 10 18 3 10,8
Δ125 22 30 6 15 14 3 9,6
Δ130 32 22,6 6 14 13 4 8,4
Δ134 31 21,6 13 15 9 5 5,2

Τέλος, για τα δείγματα αυτά δίνονται και τα στοιχεία από τις δοκιμές
εδαφομηχανικής στον Πίνακα 8.14.

Πίνακας 8.14. Αποτελέσματα εργαστηριακών δοκιμών εδαφομηχανικής για τα δείγματα.


Τριαξονική
Φαιν. Βάρος Κοκκομετρική Διαβάθμιση Ορια Atterberg Ταξιν.
Αρ. Ειδ. Δοκιμή UU
w (%)
Δείγμ. Βάρος Υγρό Ξηρό Άμμος Ιλύς Άργιλος c
3 3 LL (%) PL (%) PI (%) φ AUSCS
(gr/cm ) (gr/cm ) (%) (%) (%) (ΚΡα)

Δ17 17,73 2,68 21,50 18,26 1,76 73,13 25,11 32,83 20,95 11,88 648,7 4,74 CL
Δ24 14,76 2,64 20,90 18,21 1,90 83,22 14,88 31,82 20,69 11,13 207,3 23,54 CL
Δ27 10,78 2,63 20,20 18,23 34,22 58,04 7,74 20,09 16,43 3,66 182,6 13,77 ML
Δ121 17,82 2,72 1,89 1,6 1,4 63,46 35,14 33,89 15,87 18,02 141,6 16,6 CL
Δ125 15,17 2,72 2,11 1,83 1,21 58,55 40,24 32,97 15,43 17,54 106,1 31,2 CL
Δ130 14,87 2,71 2,22 1,93 1,77 76,78 21,25 28,6 18,77 9,83 182,9 28,45 CL
Δ134 8,58 2,67 2,05 1,89 10,55 71,4 18,05 23,1 17,56 5,54 42,61 22,97 CL-ML

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία εξάγονται τα εξής επιμέρους συμπεράσματα:

Δείγμα Δ17

Με βάση τις δοκιμές κατάταξης το δείγμα χαρακτηρίζεται ως CL, ενώ από την
ορυκτολογική εξέταση ως μαργαϊκή άργιλος. Σύμφωνα με τη νέα θεώρηση ανήκει
στη Μεταβατική ζώνη, από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα, ενώ με βάση
το ποσοστό CaCO3 χαρακτηρίζεται αργιλόμαργα.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 158

Δείγμα Δ24

Και το δείγμα αυτό είναι CL, με την ορυκτολογική εξέταση χαλαζιακός


μικροψαμμίτης και με τη νέα θεώρηση ανήκει στην Ανώτερη Γεωτεχνική ενότητα.
Επίσης, εάν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο CaCO3 το δείγμα κατατάσσεται στις
μαργαϊκές αργίλους.

Δείγμα Δ27

Πρόκειται για δείγμα ML, χαλαζιακός μικροψαμμίτης ορυκτολογικά και ανήκει


στην Ανώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Δεν κατατάσσεται με βάση το ποσοστό CaCO3
γιατί δεν ανήκει στα αργιλομαργακά ιζήματα.

Δείγμα Δ121

Είναι CL, μαργαϊκή άργιλος από ορυκτολογικής άποψης και περιλαμβάνεται στην
Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Με βάση το περιεχόμενο CaCO3 ανήκει στο όριο
αργιλικών μαργών – μαργών.

Δείγμα Δ125

CL, μαργαϊκή άργιλος, Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Όσον αφορά στο CaCO3
κατατάσσεται στις αργιλικές μάργες.

Δείγμα Δ130

CL, χαλαζιακός ιλυόλιθος, Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα. Χαρακτηρίζεται ως


αργιλόμαργα.

Δείγμα Δ134

CL-ML, χαλαζιακός μικροψαμμίτης με ιλυολιθικές στρώσεις, Κατώτερη


Γεωτεχνική ενότητα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αργιλόμαργα.

8.4.2.2 Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων

- Όλα τα δείγματα είναι συνεκτικά, παρουσιάζουν χαμηλό έως μέτριο πορώδες και
λίγες λεπτές ρωγματώσεις.

- Τα δείγματα Δ24 και Δ27 της Ανώτερης Γεωτεχνικής ενότητας είναι


ανοικτοκίτρινου χρώματος και λεπτο-αμμώδους υφής (βλέπε και φωτογραφία
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 159

9.1), έχουν αυξημένο ποσοστό χαλαζία (37-39%), που αντικατοπτρίζεται στην


κοκκομετρική ανάλυση στα συνολικά ποσοστά άμμου και ιλύος (85 και 92%
αντίστοιχα για τα δύο δείγματα), ενώ το αργιλικό κλάσμα στην ίδια ανάλυση είναι
15% και 8% αντίστοιχα. Αντίθετα, από την ορυκτολογική σύσταση (ημιποσοτική
ανάλυση) το συνολικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι για κάθε δείγμα
35% περίπου, γεγονός ενδεικτικό της ύπαρξης συσσωματωμάτων. Επισημαίνεται
μάλιστα, ότι το δεύτερο δείγμα με το μεγαλύτερο ποσοστό άμμου και λιγότερο
ιλύος παρουσιάζει μεγαλύτερη συσσωμάτωση. Ειδικότερα, ο λόγος
συσσωμάτωσης για τα δύο αυτά δείγματα είναι κατ’ εκτίμηση Ar=2.62 και 4.52
αντίστοιχα. Από τα αργιλικά αυτά ορυκτά με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετέχει
ο ιλλίτης (16%), ο καολινίτης (7-8%), ο μοντμοριλλονίτης (5-7%) και ο χλωρίτης
(5-6%). Ο ασβεστίτης κυμαίνεται από 11,5 έως 15%.

- Γενικά τα δείγματα αυτά περιέχουν περισσότερο χαλαζία και αλβίτη από όλα τα
δείγματα που εξετάσθηκαν και λιγότερο ασβεστίτη και αργιλικά ορυκτά (λιγότερο
καολινίτη και μοντμοριλλονίτη).

- Το δείγμα Δ17 της Μεταβατικής ζώνης (από την Κατώτερη προς την Ανώτερη
Γεωτεχνική ενότητα) έχει στοιχεία και από τις δύο ενότητες, ήτοι ανοικτοκίτρινου
έως κιτρινοκάστανου χρώματος, λείο στην υφή και μη εύθρυπτο, με
λεπτοκρυσταλλικό – πηλιτικό ιστό (βλέπε και φωτογραφία 9.1). Παρουσιάζει
υποτυπώδη και ασαφή στρώση, περιέχει απολιθώματα και θραύσματα κελύφων
και δείχνει στοιχεία βιο-αναμόχλευσης. Ο χαλαζίας είναι πλέον σε μικρότερο
ποσοστό σε σχέση με τα προηγούμενα δείγματα, ήτοι 23%, που στην
κοκκομετρική διαβάθμιση αναζητείται στο υψηλό ποσοστό ιλύος (73%), ενώ
αυτό επίσης άμμου είναι μόνο 1,76%. Στην ίδια διαβάθμιση το ποσοστό επίσης
αργίλου είναι αυξημένο, ήτοι 25%, ενώ από την ορυκτολογική σύσταση το
συνολικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι πολύ αυξημένο (51%), δηλαδή ο
λόγος συσσωμάτωσης είναι κατ’ εκτίμηση Ar = 2.0. Επίσης ο ασβεστίτης είναι
αυξημένος (20%). Από τα αργιλικά ορυκτά ο ιλλίτης συμμετέχει με πολύ
αυξημένο ποσοστό (26%) συγκριτικά με όλα τα άλλα δείγματα, ακολουθεί ο
καολινίτης (13%), ο μοντμοριλλονίτης (8%) και ο χλωρίτης (4%).

- Τα δείγματα Δ121, Δ125, Δ130 και Δ135 της Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας
διαφοροποιούνται αισθητά με αυτά της Ανώτερης ενότητας, ενώ και στη σειρά
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 160

αυτή παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που δείχνει ότι στις μάργες -
αργιλικές μάργες - αργιλόμαργες της Κατώτερης ενότητας επικρατούν κατά
θέσεις ενδιάμεσοι τύποι, ιλυολιθικής σύστασης ή με ιλυολιθικές στρώσεις (βλέπε
και φωτογραφία 9.2).

- Έτσι, τα δείγματα Δ121 και Δ125 είναι ανοικτότεφρου χρώματος και συνιστούν
τις τυπικές αργιλικές μάργες, με μειωμένα ποσοστά άμμου (1,4% και 1,2%) και
ιλύος (63,5% και 58,5%) στην κοκκομετρική διαβάθμιση, ενώ τα ποσοστά
αργίλου είναι αυξημένα (35% και 40%). Από τα στοιχεία της ορυκτολογικής
σύστασης ο χαλαζίας είναι σε μικρό επίσης ποσοστό (18% και 22%), ενώ τα
ποσοστά του ασβεστίτη πολύ αυξημένα, ήτοι 35% και 30% αντίστοιχα. Από τα
αργιλικά ορυκτά ο καολινίτης είναι πλέον με το μεγαλύτερο ποσοστό (18% και
14%), ακολουθεί ο ιλλίτης (10% και 15%), στη συνέχεια ο μοντμοριλλονίτης με
τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκριτικά με όλα τα άλλα δείγματα (10,8% και 9,6%)
και τελευταίος ο χλωρίτης (3%). Το συνολικό ποσοστό των αργιλικών είναι και
για τα δύο δείγματα Δ121 και Δ125 42% περίπου, έτσι ο λόγος συσσωμάτωσης
υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση σε 1.20 και 1,05 αντίστοιχα. Διαφέρουν από το
δείγμα Δ17 της Μεταβατικής ζώνης στο λόγο συσσωμάτωσης, το ποσοστό του
ασβεστίτη, τα ποσοστά των αργιλικών ορυκτών, αν και έχουν τον ίδιο ιστό
(κλαστικό) και υφή (συμπαγή).

- Τα δείγματα Δ130 και Δ134 της Κατώτερης επίσης ενότητας διαφέρουν από τις
τυπικές αργιλικές μάργες (Δ121, Δ125) και χαρακτηρίζονται ως αργιλόμαργες,
λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού του ιλυώδους κλάσματος στην κοκκομετρική
διαβάθμιση (77% και 71,5%), του μικρότερου αργιλικού κλάσματος (21% και
18%) και κατ’ επέκτασιν του μεγαλύτερου ποσοστού χαλαζία από την
ορυκτολογική ανάλυση (32% και 31%) και μικρότερο των αργιλικών ορυκτών
(39% και 34%), με λόγο συσσωμάτωσης κατ’ εκτίμηση 1,84 και 1,88 αντίστοιχα.
Ο ασβεστίτης επίσης είναι σε μικρότερα ποσοστά (22,6% και 21,6%). Τα
αργιλικά ορυκτά αντίστοιχα είναι με τη σειρά ιλλίτης, καολινίτης,
μοντμοριλλονίτης και χλωρίτης. Πρόκειται δηλαδή για τους ενδιάμεσους τύπους
που αναφέρθηκαν παραπάνω μέσα στην Κατώτερη σειρά, ήτοι ιλυόλιθοι και με
ιλυολιθικές στρώσεις στην προκειμένη περίπτωση, που σε καμία όμως περίπτωση
δεν αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της αργιλομαργαϊκής σύστασης ενότητας.
ΚΕΦ. 8. ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΑΡΓΑΪΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
Σελίδα: 161

- Από την παραπάνω αξιολόγηση προκύπτει ότι μόνο μέσα από το συνδυασμό της
μακροσκοπικής παρατήρησης, μικροσκοπικής εξέτασης, ορυκτολογικής
ανάλυσης και εργαστηριακών δοκιμών είναι δυνατόν να προκύψουν σαφή
κριτήρια για το διαχωρισμό των ιζημάτων αυτών σε επιμέρους ενότητες, που
παρουσιάζουν διαφορετική σύσταση και δομή, κατ’ επέκτασιν δε και μηχανική
συμπεριφορά. Σχετικά με το τελευταίο στον Πίνακα 8.14 φαίνονται και τα
δεδομένα για τα δείγματα αυτά σχετικά με τα όρια Atterberg και τις παραμέτρους
διατμητικής αντοχής, όπου οι συσχετίσεις με βάση τα δεδομένα του Πίνακα 8.13
και τις αξιολογήσεις που έγιναν είναι προφανείς.

- Ανακεφαλαιώνοντας, τα γενικά συμπεράσματα είναι αυτά που διατυπώθηκαν και


στο Κεφ. 8.4.1.3. με την απαραίτητη εξειδίκευση για τις ενότητες που
διαχωρίστηκαν τα ιζήματα αυτά, με βάση τη νέα θεώρηση στο πλαίσιο της Β’
φάσης ερευνών.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 163

9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

9.1. Προηγούμενες έρευνες στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου.

Στα πλαίσια της εκπόνησης των μελετών και της κατασκευής του έργου της
Ευρείας Παράκαμψης της Πόλης των Πατρών πραγματοποιήθηκε πλήθος επιτόπου
γεωτεχνικών ερευνών και εργαστηριακών δοκιμών. Στόχος των ερευνών αυτών
αποτέλεσε ο προσδιορισμός της συμπεριφοράς των σχηματισμών του υπεδάφους στις
θέσεις κατασκευής των επιμέρους έργων και ο ασφαλής και οικονομικός σχεδιασμός
αυτών. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν στο σύνολό τους, από τα πρώτα στάδια
σχεδιασμού της χάραξης έως και την ολοκλήρωση της κατασκευής του άξονα αυτού,
περισσότερες από 180 δειγματοληπτικές γεωτρήσεις, σε θέσεις που κάλυπταν σε κάθε
περίπτωση την ευρύτερη περιοχή των εκάστοτε υπό μελέτη έργων.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής συγκεντρώθηκαν και αξιολογήθηκαν τα


στοιχεία 169 γεωτρήσεων, οι οποίες παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά:

- Το βάθος των γεωτρήσεων αυτών κυμαίνεται, ανάλογα με το υπό μελέτη έργο και
τις απαιτήσεις αυτού, καθώς και τη μορφολογία της περιοχής, από 15m έως και τα
55 m, ενώ σε θέσεις κυρίως σηράγγων έφθαναν και σε βάθος 75m.

- Για τη διάτρηση χρησιμοποιήθηκαν κατά περίπτωση περιστροφικά – υδραυλικά


γεωτρύπανα με χρήση νερού και κατάλληλα κοπτικά τύπου Craelius D-750, D-
900, D-1000, καθώς και τύπου Reska 30 και Longyear 38.

- Σε όλες τις γεωτρήσεις πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία που περιελάμβανε


διαταραγμένα, ημιδιαταραγμένα και αδιατάρακτα δείγματα για την εκτέλεση
εργαστηριακών δοκιμών και τον προσδιορισμό των φυσικών και μηχανικών
χαρακτηριστικών των σχηματισμών. Η συχνότητα δειγματοληψίας σε κάθε
γεώτρηση καθορίστηκε με βάση τον τύπο του εδάφους που διατρήθηκε.

- Επίσης, στις γεωτρήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάτρηση και ανά 1,5
έως 3,0m βάθος, δοκιμές τυποποιημένης διεισδύσεως SPT με τη χρήση του
πρότυπου δειγματολήπτη Terzaghi, κατά τις οποίες μετρήθηκε ο αριθμός των
κρούσεων που απαιτήθηκε για τη διείσδυση του πρότυπου δειγματολήπτη κατά
30cm συνολικά, ή, όταν το έδαφος ήταν σκληρό, η διείσδυση σε cm για 50
κρούσεις.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 164

- Σε ένα μικρό αριθμό γεωτρήσεων και εφόσον το έδαφος ήταν μαλακό,


πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάτρηση επιτόπου δοκιμές πτερυγίου (Vane tests).
- Τέλος, σε όλες τις γεωτρήσεις έγιναν κατά τη διάτρηση μετρήσεις της πρωινής
και βραδινής στάθμης των νερών, ενώ σε ένα μέρος αυτών εγκαταστάθηκε και
πιεζομετρικός σωλήνας για την παρακολούθηση της διακύμανσης της στάθμης
του υδροφόρου ορίζοντα.

Η προσπάθεια συγκέντρωσης, καταγραφής και επεξεργασίας όλων των


διαθέσιμων στοιχείων των επιτόπου ερευνών και εργαστηριακών δοκιμών είχε ως
στόχο:

• την πληρέστερη παρουσίαση της στρωματογραφικής διάρθρωσης των


Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων στην ευρύτερη περιοχή και ειδικότερα κατά
μήκος του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών, σε σχέση και με την
επιφανειακή γεωλογία, όπως αυτή αποτυπώνεται στην τεχνικογεωλογική -
γεωτεχνική χαρτογράφηση (Κεφ. 6).

• την περιγραφή της δομής των σχηματισμών αυτών και την κατάταξή τους σε
επιμέρους λιθολογικές ενότητες και

• την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα φυσικά και μηχανικά


χαρακτηριστικά, καθώς και τη μηχανική συμπεριφορά των σχηματισμών της
κάθε λιθολογικής ενότητας.

Το σύνολο των 169 γεωτρήσεων που καταγράφηκαν και αξιολογήθηκαν στην


παρούσα διατριβή παρουσιάζεται στον Πίνακα 9.1, όπου και φαίνεται η θέση των
γεωτρήσεων, το βάθος τους, το αντίστοιχο τεχνικό έργο της Ευρείας παράκαμψης
Πατρών στην περιοχή του οποίου έγινε η διάτρηση και τέλος οι συντεταγμένες και το
απόλυτο υψόμετρο της κεφαλής αυτών. Η θέση των γεωτρήσεων σε σχέση με το έργο
της Παράκαμψης παρουσιάζεται επίσης στις αντίστοιχες μηκοτομές (δεξιός και
αριστερός κλάδος) όπου δίνονται με τη σχετική αρίθμηση οι περισσότερες των
γεωτρήσεων που βρίσκονται στην άμεση γειτονία αυτού.

Παράλληλα με την αξιολόγηση των στοιχείων των επιτόπου γεωτεχνικών


ερευνών, έγινε και αξιολόγηση όλων των εργαστηριακών δοκιμών που εκτελέσθηκαν
κατά τη μελέτη και κατασκευή του έργου σε 1100 περίπου εδαφικά δείγματα των
γεωτρήσεων αυτών. Αναλυτικότερα, οι εργαστηριακές δοκιμές που καταγράφηκαν
είναι οι εξής:
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 165

Απόλυτο Συντεταγμένες Απόλυτο


Γεώτρηση Χ.Θ. Έργο ΕΠΠ Βάθος (m) Υψόμετρο Κεφαλής υψόμετρο
κεφαλής (m) Χ Υ ερυθράς (m)
Γ0 1+500 15 74,26
Γ1 1+630 Δ.Κ. 15,2 79,82
ΕΕ1 1+840 A.K. 42 98,04 86,5
ΕΕ2 1+800 Δ.Κ. 15 93,96 85,3
Περιοχή C+C
ΕΕ3 1+855 Δ.Κ. "Μποζαΐτικα" 20 93,81 87,2
ΕΕ4 1+800 ανάντη Α.Κ. 25 98,37 85
EE5 1+740 Α.Κ. 25 92,12
EE6 1+960 ανάντη Α.Κ. 25 101,88
Σ1 2+000 Α.Κ. 15 104
Σ2 1+990 Δ.Κ. 15 101
G4 2+053 ανάντη Α.Κ.
G5 2+227 Περιοχή
σήραγγας
G6 2+328 "Αγ. 33,2 152,36
G7 2+440 Βαρβάρα" 41,5 127,11
Γ3 2+180 Α.Κ. 37 145,14
Γ4 2+220 κατάντη Δ.Κ. 40 155,37
Γ5 2+580 20,2 129,46
Γ6 2+550 ανάντη Α.Κ. 20 137,16
Γ9 2+760 κατάντη Δ.Κ. 20 96,25
Γ11 3+000 Α.Κ. 20 143,67
Γ12 3+000 Περιοχή 20 146,16
Γ13 3+010 ανάντη Α.Κ. σήραγγας ΣΑ 20 149,91
Γ14 3+080 20 129,49
Γ15 3+140 ανάντη Α.Κ. 20 113
Γ16 3+180 ανάντη Α.Κ. Περιοχή 20 95,45
Γ17 3+240 ανάντη Α.Κ. κοιλαδογέ- 20 86,07
Γ18 φυρας Γ5 20 114,51
Γ19 3+460 ανάντη Α.Κ. 20 121,58
Γ20 20 133,5
Γ21 3+520 κατάντη Δ.Κ. 20 166,36
Γ22 3+580 A.K. Περιοχή 20 174,31
Γ23 3+640 σήραγγας ΣΒ 35 165,13
Γ24 3+740 20 146,41
Γ25 3+850 Α.Κ. 15 131,44
Γ26 3+920 ανάντη Α.Κ. 20 173,42
Γ27 15,2 158,66
Γ28 20,2 149,22
Γ30 55,2 210,64
Γ31 52,5 202,79
Γ32 37 197,64
Γ33 4+960 κατάντη Δ.Κ. Περιοχή 35 142,69
Γ34 κοιλαδογέ- 20 166,03
Γ34Α 5+270 Α.Κ. φυρας Γ9 20 166,03

Πίνακας 9.1 Θέση και άλλα στοιχεία γεωτρήσεων στα επί μέρους έργα
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 166

Απόλυτο Συντεταγμένες Aπόλυτο


Γεώτρηση Χ.Θ. Έργο ΕΠΠ Βάθος (m) Υψόμετρο Κεφαλής υψόμετρο
κεφαλής (m) Χ Y ερυθράς (m)
Γ35 5+950 ανάντη Α.Κ. 15 173,97
Γ36 40 237,51
Γ37 20 219,66
Γ38 20,2 224,8
Γ39 40,2 220,81

Α13 2+320 ανάντη Α.Κ. 50 161,8

ΣΓ1 2+310 ανάντη Α.Κ. 75 162,8


ΣΓ2 2+380 Δ.Κ. 35 116,5
ΣΓ3 2+420 ανάντη Α.Κ. 40 130,5
ΣΓ4 2+410 Δ.Κ. 30 118,7
Περιοχή
ΣΓ5 2+470 Δ.Κ. σήραγγας 30 114,3
ΣΓ6 2+510 Α.Κ. "Αγ. 30 125,6
ΣΓ7 2+570 Δ.Κ. Βαρβάρα" 33 127,07
ΣΓ8 2+610 Α.Κ. 30 129,15
ΣΓ9 2+650 ανάντη Α.Κ. 35 127,2
ΣΓ10 2+680 ανάντη Α.Κ. 40 131,9
ΣΓ11 2+680 ανάντη Α.Κ. 50 137,4
ΣΓ12 2+620 κατάντη Δ.Κ. 30 117,6
Περιοχή
Β1 3+100 Α.Κ. 25 128
σήραγγας ΣΑ

Β2 3+190 Α.Κ. 25,5 95,5


Περιοχή
B3 3+270 Α.Κ. κοιλαδογέ- 25 87
Β4 3+300 φυρας Γ5 25 103
Β5 3+400 31 107
Α17 116,7
A18 2+920 132
ΒΣΑ-1 2+910 Α.Κ. 20,05 127,94
ΒΣΑ-2 2+880 Δ.Κ. Περιοχή 15,25 125,6
ΒΣΑ-3 3+080 Δ.Κ. σήραγγας ΣΑ 20,9 127,7
ΒΣΑ-4 2+930 Δ.Κ. 19,65 136,48
ΒΣΑ-5 3+058 Α.Κ. 31 140,83
ΒΓ-5.1 3+372 A.K. 20,05 104,3
ΒΓ-5.2 3+462 ανάντη Α.Κ. 20,25 122,5
ΒΓ-5.3 3+498 Α.Κ. 20,05 130,1
ΒΓ-5.4 3+121 Δ.Κ. 19,9 114,4
ΒΓ-5.5 3+166 Δ.Κ. 25,25 99,7
ΒΓ -5.6 3+211 Δ.Κ. Περιοχή 30,36 83,7
ΒΓ -5.7 3+256 Δ.Κ. κοιλαδογέ- 24,95 90,1
ΒΓ- 5.8 3+301Δ.Κ. φυρας Γ5 19,95 101,1
ΒΓ- 5.9 3+346 Δ.Κ. 29,85 97,9
ΒΓ- 5.10 3+436 Δ.Κ. 19,97 123,5
ΒΓ- 5.11 3+472 Δ.Κ. 20,03 130,8
ΒΓ-5.12 3+237 Α.Κ. 25,75 84,4
ΒΓ- 5.14 3+321 39,98 97,5

Πίνακας 9.1 Συνέχεια


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 167

Απόλυτο Συντεταγμένες Απόλυτο


Βάθος Υψόμετρο Κεφαλής υψόμετρο
Γεώτρηση Χ.Θ. Έργο ΕΠΠ
(m) κεφαλής ερυθράς
(m) Χ Υ (m)
ΒΣΒ1 3+730 Α.Κ. 22,25 156,1
ΒΣΒ2 3+676 Δ.Κ. Περιοχή 21,15 153,9
ΒΣΒ4 3+590 Δ.Κ. σήραγγας ΣΒ 30,5 171,6
ΒΣΒ5 3+675 Α.Κ. 20,05 156
ΒΕ1 3+846 Δ.Κ. 15,59 135,55
ΒΣ-1.1 3+920 Δ.Κ. 10,13 153,7
ΒΣ-1.2 3+920 ανάντη Α.Κ. 15,99 165,2
ΒΣ-1.3 3+980 Α.Κ. 15,05 156,2
ΒΟ-1 4+045 Α.Κ. 20,05 156,4
BO-2 4+023 23,94 150,33
ΒΟ-3 4+080 A.K. 20,8 150,57
Δ3 4+526,79 Α.Κ. 60,45 205,23
Β8 4+530 55 210
Δ13 4+558,34 Δ.Κ. Περιοχή 55,45 203,6
σήραγγας Σ1
Β9 4+620 ανάντη Α.Κ. 55 204
Δ14 4+620 Α.Κ. 50,45 198,19
Δ4 4+670 Δ.Κ. 25 167,18
ΒΓ9.1 4+880 Δ.Κ. 20,25 156,4
Β11 4+890 κατάντη Δ.Κ. 25,5 146
Β12 4+920 κατάντη Δ.Κ. 25 144
ΒΓ9.2 5+090 Δ.Κ. 19,59 160,56
ΒΓ9.3 5+130 Δ.Κ. 19,9 161,87
ΒΓ9.4 5+180 Δ.Κ. 19,7 170,06
ΒΓ9.5 5+230 Δ.Κ. 19,83 165,58
ΒΓ9.6 5+260 19,4 159,1
ΒΓ9.7 5+320 Δ.Κ. 19,77 165,9
ΒΓ9.8 5+360 Δ.Κ. 19,3 172,85
ΒΓ9.9 4+910 Α.Κ. 20,1 153,6
ΒΓ9.10 4+950 Α.Κ. 23 144,7
Περιοχή
ΒΓ9.11 5+030 Α.Κ. 19,52 147,3
κοιλαδογέφ-
ΒΓ9.12 5+130 Α.Κ. υρας Γ9 20 154,5
ΒΓ9.13 5+170 Α.Κ. 20,09 157,2
ΒΓ9.14 5+220 Α.Κ. 19,97 158,8
ΒΓ9.15 5+300 Α.Κ. 20,06 165,55
ΒΓ9.16 5+340 Α.Κ. 20,06 172,76
Β13 4+960 25 143
B14 4+990 27 146
Β15 4+990 κατάντη Δ.Κ. 26 145
Β16 5+090 ανάντη Α.Κ. 25 152
Β17 5+030 Δ.Κ. 25 151
ΒΟ2 5+400 ανάντη Α.Κ. 20 188,9 -16784,21 -242,5

ΒΕ2 5+430 κατάντη Δ.Κ. 15 165,09 -16831,54 -287,86

ΒΕ3 5+530 Δ.Κ. 15,5 169,99 -16812,2 -381,76

Πίνακας 9.1 Συνέχεια


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 168

Απόλυτο Συντεταγμένες Απόλυτο


Βάθος υψόμετρο κεφαλής υψόμετρο
Γεώτρηση Χ.Θ. Έργο ΕΠΠ
(m) κεφαλής ερθυράς
(m) Χ Y (m)
ΒΕ4 5+600 Δ.Κ. 15,7 170,61 -16808,18 -458,2
ΒΕ5 5+700 Α.Κ. 15 173,03 -16791,81 -543,64
ΒΓ91Α 5+740 Δ.Κ. 20 186 -16820,77 -589,71
ΒΓ92Α 5+763 Δ.Κ. 20 182,56 -16817,58 -617,89
ΒΓ93Α 5+807 Δ.Κ. 20 185,47 -16823,54 -662,4
ΒΓ94Α 5+854 Δ.Κ. 20 180,9 -16833,34 -707,87
ΒΓ95Α 5+899 Δ.Κ. 25 186,9 -16859,58 -747,87
ΒΓ910Α 5+903 Α.Κ. 20 189,87 -16828,98 -744,69
ΒΓ911Α 5+947 Α.Κ. Περιοχή 25 168,95 -16842,51 -786,45
κοιλαδογέφ.
ΒΓ96Α 5+943 Δ.Κ. Γ9α 21 167,45 -16872,69 -791,03
ΒΓ912Α 5+989 Α.Κ. 20 169,56 -16849,19 -827,88
ΒΓ97Α 5+980 Δ.Κ. 20 179,56 -16887,33 -835,38
ΒΓ913Α 6+037 Α.Κ. 20 172,08 -16855,42 -875,38
ΒΓ98Α 6+031 Δ.Κ. 20 188,34 -16902,39 -872,41
ΒΓ99Α 6+066 Δ.Κ. 20 192,13 -16012,59 -906,09
ΒΓ914Α 6+082 Α.Κ. 20 182,57 -16867,32 -920,09
Β18 6+240 Α.Κ. 45 223
Β19 6+180 45 222
Ε6 6+200 Δ.Κ. 20,27 208,62
Ε35 6+225 Α.Κ. 20,45 207,54
Ε36 6+235,5 Α.Κ. 25,45 212,45
Ε1 6+230 Δ.Κ. 40,2 219,71
Ε31 6+370 A.K. Περιοχή 42,3 221,87
Ε2 6+390 Δ.Κ. σήραγγας Σ2 30,45 213,58
Ε32 6+470 Α.Κ. 53,45 235,83
Ε3 6+515 Δ.Κ. 45,45 228,92
Ε4 6+600 Δ.Κ. 40,45 221,37
Ε33 6+720 Α.Κ. 51,45 229,04
Ε5 6+790 Δ.Κ. 42,45 219,91
Ε34 6+810 Α.Κ. 42,45 216,01
ΒΓ51Α 7+090 Δ.Κ. 20 179,37 -16864,44 -1894,95
ΒΓ52Α 7+120 Α.Κ. 20 159,76 -16833,22 -1921,76
Περιοχή
ΒΓ53Α 7+160 Δ.Κ. 20 153,56 -16832,65 -1969,29
κοιλαδογέ-
ΒΓ54Α 7+210 Α.Κ. φυρας Γ5* 20 163,9 -16798,98 -2004,16
ΒΓ55Α 7+260 Δ.Κ. 20 165,8 -16799,52 -2052,61
ΒΓ56Α 7+300 Α.Κ. 20 168,32 -16770,28 -2080,28
7+780 ανάντη
Β28 25 152,5
Α.Κ.
7+780 κατάντη
Β29 25 150,3
Δ.Κ.
Β30 7+920 Α.Κ. 25 142,6
Β31 7+900 Δ.Κ. 25 142,6
Β32 7+970 Δ.Κ. 25 143,7

Πίνακας 9.1 Συνέχεια


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 169

- Δοκιμές ταξινόμησης, που περιλαμβάνουν ανάλυση κοκκομετρική και με


αραιόμετρο, προσδιορισμό των ορίων Atterberg, του ξηρού και υγρού
φαινόμενου βάρους, του ειδικού βάρους και της φυσικής υγρασίας, καθώς και
χαρακτηρισμό των δειγμάτων με βάση το ενοποιημένο σύστημα ταξινόμησης
εδαφών (USCS).

- Δοκιμές προσδιορισμού των μηχανικών ιδιοτήτων, όπως ανεμπόδιστης θλίψης,


μονοδιάστατης στερεοποίησης, ταχείας διάτμησης σε προστερεοποιημένα και μη
δοκίμια (CU, UU και CD), βραδείας διάτμησης με προστερεοποίηση και
τριαξονικής θλίψης (CUPP και UU).

- Όλα τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών καταγράφηκαν, μετά από


σχετική επεξεργασία και ταξινόμηση για την εποπτικότερη παρουσίαση αλλά και
για την ευκολότερη διαχείριση και αξιολόγηση των στοιχείων, σε Φύλλα
εργασίας με χρήση του λογισμικού Excel της Microsoft Office XP Professional.
Στους πίνακες που προέκυψαν και οι οποίοι παρατίθενται στο Παράρτημα Γ,
παρουσιάζονται όλες οι εργαστηριακές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν ανά
δείγμα και γεώτρηση. Επιπρόσθετα, καταγράφεται η θέση της γεώτρησης, το
βάθος δειγματοληψίας για κάθε δείγμα και η κατάταξη σύμφωνα με το USCS.

9.2. Έρευνες στο πλαίσιο εκπόνησης της παρούσας διατριβής.

9.2.1. Στόχος των ερευνών, τρόπος και θέσεις δειγματοληψίας, είδος και
αριθμός εργαστηριακών δοκιμών.

Στο κεφάλαιο αυτό καταγράφονται και αξιολογούνται όλες οι εργαστηριακές


δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Παν/μίου
Πατρών με τη συλλογή δειγμάτων από τους Πλειοπλειστοκαινικούς σχηματισμούς
και από θέσεις τόσο στην περιοχή του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών όσο
και την ευρύτερη περιοχή. Στόχος της προσπάθειας αυτής ήταν α) να αξιολογηθούν
τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά των ιζημάτων, όπως αυτά εμφανίζονται σε
διάφορες θέσεις της ευρύτερης περιοχής της πόλης των Πατρών, β) να συσχετισθούν
με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στα
δείγματα των γεωτρήσεων κατά τη μελέτη και κατασκευή του έργου και γ) να
συντελέσουν στον προσδιορισμό της συμπεριφοράς των σχηματισμών και την
κατάταξή τους σε επιμέρους λιθολογικές ενότητες.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 170

Η δειγματοληψία έγινε σε φυσικά και τεχνητά πρανή της περιοχής του έργου,
αλλά και της ευρύτερης περιοχής μελέτης, σε θέσεις που επιλέχθησαν ως
αντιπροσωπευτικές της “Aνώτερης” και της “Kατώτερης” ενότητας. Από τις θέσεις
αυτές αφαιρέθηκαν δείγματα χωρίς εμφανείς ρωγματώσεις ή διαρρήξεις, με τη μορφή
ορθογώνιων τεμαχίων μεγάλων διαστάσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η κατά το
δυνατόν ελάχιστη διατάραξη αυτών. Όλα τα δείγματα τυλίγονταν με ασημόχαρτο και
εμβαπτίζονταν άμεσα σε παραφίνη για την αποφυγή ξήρανσης και διατήρηση της
φυσικής υγρασίας μέχρι την εκτέλεση των εργαστηριακών δοκιμών. Οι θέσεις
δειγματοληψίας δίνονται στους Πίνακες 9.2 και 9.3.

Ειδικότερα:

1. Πραγματοποιήθηκαν σε 226 συνολικά δείγματα δοκιμές κοκκομετρικής


διαβάθμισης με κόσκινα και αραιόμετρο, καθώς και δοκιμές για τα όρια
Atterberg. Σε 161 δείγματα έγιναν δοκιμές προσδιορισμού της φυσικής υγρασίας,
σε 187 του ειδικού βάρους, σε 43 του ξηρού και σε 119 του υγρού φαινόμενου
βάρους. Επιπρόσθετα, σε όλα τα δείγματα προσδιορίσθηκαν το πορώδες n, ο
λόγος κενών e, ο βαθμός κορεσμού S και η ενεργότητα Α, ενώ παράλληλα έγινε
ταξινόμηση και κατάταξη με βάση το ενοποιημένο σύστημα ταξινόμησης εδαφών
(USCS).

2. Όσον αφορά στα μηχανικά χαρακτηριστικά των υπο μελέτη σχηματισμών,


πραγματοποιήθηκαν και αξιολογήθηκαν οι παρακάτω δοκιμές:

α) τριαξονικές χωρίς στερεοποίηση και αποστράγγιση (UU) (εξήντα οκτώ –68-


δείγματα) και τριαξονικές με στερεοποίηση χωρίς αποστράγγιση (CUPP) με
ταυτόχρονη μέτρηση της πίεσης του νερού των πόρων (δώδεκα -12-
δείγματα).

β) ανεμπόδιστης θλίψης (δώδεκα -12- δείγματα),

γ) απευθείας διάτμησης (σαράντα έξι -46- δείγματα),

δ) μονοδιάστατης στερεοποίησης (πέντε -5- δείγματα),

ε) προσδιορισμού του δείκτη χαλάρωσης (τριάντα εννέα -39- δείγματα).

ζ) προσδιορισμού της περιεκτικότητας σε ανθρακικό ασβέστιο, CaCO3 (πενήντα


-50- δείγματα)
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 171

9.2.2. Σκοπιμότητα εκτέλεσης των επιμέρους δοκιμών για τα μηχανικά


χαρακτηριστικά.

Οι δοκιμές τριαξονικής φόρτισης με στερεοποίηση χωρίς αποστράγγιση (CUPP)


και ταυτόχρονη μέτρηση της πίεσης του νερού των πόρων οδηγεί σε παραμέτρους
διατμητικής αντοχής σε περίπτωση προστερεοποιημένου εδαφικού υλικού, το οποίο
κατά τη διάρκεια της φόρτισης δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης αποστράγγισης.
Ταυτόχρονα όμως επιτρέπει τη μέτρηση των πιέσεων του νερού των πόρων που
αναπτύσσονται σε πλήρως κορεσμένα δείγματα κατά τη διάρκεια της φόρτισης,
γεγονός με ιδιαίτερη σημασία καθόσον στις περιπτώσεις των συνεκτικών κατά βάση
σχηματισμών, η διατμητική αντοχή αυτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις
αναπτυσσόμενες πιέσεις πόρων. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός ο προσδιορισμός
των ενεργών παραμέτρων διατμητικής αντοχής των υπό μελέτη σχηματισμών.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής εκτελέσθηκαν δοκιμές CUPP σε επτά (7)
δείγματα από την Ανώτερη ενότητα, και πέντε (5) δείγματα από την Κατώτερη των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, έτσι ώστε να υπάρξει πληρέστερη εκτίμηση της
συμπεριφοράς των ιζημάτων αυτών στο σύνολό τους, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση
που αυτοί φιλοξενούν μεγάλης κλίμακας τεχνικά έργα (όπως είναι η Ευρεία
Παράκαμψη Πατρών) και να προσδιορισθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι παράμετροι
διατμητικής αντοχής της κάθε λιθολογικής ενότητας. Η αδυναμία εκτέλεσης
μεγαλύτερου αριθμού δοκιμών σε περισσότερα δείγματα κάθε ενότητας οφείλεται
στο γεγονός ότι η δοκιμή CUPP είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και δύσκολη, καθόσον
απαιτεί αρχικά τον κορεσμό του δείγματος, στη συνέχεια τη στερεοποίηση αυτού και
τελικά τη φόρτισή του και καταγραφή των μετρήσεων.

Στις δοκιμές απ’ ευθείας διάτμησης ο εδαφικός σχηματισμός οδηγείται σε θραύση


κατά μήκος προδιαγεγραμμένης επίπεδης επιφάνειας, ενώ παράλληλα μετριέται η
μεταβολή της διατμητικής αντοχής αυτού με αυτή της ορθής τάσης που εφαρμόζεται
κάθετα στην επιφάνεια διάτμησης (Προδιαγραφή Ε105-86). Οι δοκιμές αυτές
(συνολικά σαράντα έξι δείγματα) πραγματοποιήθηκαν - παρά τα μειονεκτήματα και
τις αβεβαιότητες που μπορεί να έχουν – για την πληρέστερη καταγραφή και
αξιολόγηση της συμπεριφοράς των σχηματισμών αυτών.

Οι δοκιμές μονοδιάστατης στερεοποίησης σε πέντε συνολικά δοκίμια, η οποία


απαιτεί ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 172

βαθμού στερεοποίησης και της συμπιεστότητας των εδαφικών σχηματισμών, σε


δείγματα πλευρικά παρεμποδιζόμενα με δυνατότητα αξονικής στράγγισης κατά τη
φόρτιση. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών αυτών μετρήθηκε η παραμόρφωση των
δειγμάτων σε σχέση με το χρόνο για το εκάστοτε επιβαλλόμενο φορτίο.

Κατά τις δοκιμές ανεμπόδιστης θλίψης το δοκίμιο υποβάλλεται σε αξονική


φόρτιση χωρίς πλευρική παρεμπόδιση. Οι δοκιμές αυτές σε έξι συνολικά δοκίμια
πραγματοποιήθηκαν επικουρικά για τον ταχύ προσδιορισμό της ανεμπόδιστης
αντοχής των εξεταζόμενων σχηματισμών.

Όσον αφορά στον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε ανθρακικό ασβέστιο,


CaCO3, ακολουθήθηκε στην πλειοψηφία των δειγμάτων (σε είκοσι δύο συνολικά
δείγματα) η μέθοδος κατά Bernard, με χρήση διαλύματος HCl, κανονικότητας 0,5 Ν
(σταθερά Κ=0,4 σε θερμοκρασία 30˚C). Σε δεκαπέντε από τα δείγματα
χρησιμοποιήθηκε διάλυμα οξικού οξέως (10% CH3COOH), το οποίο οδηγεί σε
διαλυτοποίηση των ανθρακικών ορυκτών των δειγμάτων χωρίς να καταστρέφει τα
αργιλικά ορυκτά. Τέλος, σε επτά δείγματα το περιεχόμενο ανθρακικό ασβέστιο
προσδιορίστηκε από ημιποσοτική ανάλυση κατά την ορυκτολογική εξέταση των
δειγμάτων. Η εκτέλεση των αναλύσεων αυτών στα πλαίσια της παρούσας διατριβής
κρίθηκε ως ιδιαίτερα σημαντική, καθόσον η κατανόηση της σύστασης και δομής των
ιζημάτων των κατώτερων οριζόντων που επικρατούν στο υπέδαφος της ευρύτερης
περιοχής, συνεισφέρει στο μέγιστο βαθμό και στην περιγραφή της αναμενόμενης σε
κάθε περίπτωση συμπεριφοράς αυτών. Η διατμητική αντοχή των συνεκτικών
εδαφικών σχηματισμών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος των αργιλικών
ορυκτών, το μέγεθος και το σχήμα των κόκκων αυτών.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε όλες τις δοκιμές προσδιορισμού των


παραμέτρων διατμητικής αντοχής πραγματοποιήθηκαν παράλληλα και δοκιμές
προσδιορισμού των φυσικών χαρακτηριστικών των δειγμάτων, όπως κοκκομετρικές
αναλύσεις (με κόσκινα και αραιόμετρο), προσδιορισμός της φυσικής υγρασίας, του
ειδικού και φαινόμενου βάρους και των ορίων Atterberg και πραγματοποιήθηκε
κατάταξη των δειγμάτων με βάση το ενοποιημένο σύστημα ταξινόμησης εδαφών
(USCS). Όλες αυτές οι δοκιμές εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τις προδιαγραφές
Εργαστηριακών Δοκιμών Εδαφομηχανικής Ε 105-86 του ΥΠΕΧΩΔΕ, που
αναφέρονται στο βιβλίο “Τεχνική Γεωλογία” (Γ. Κούκης– Ν. Σαμπατακάκης, 2002).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 173

9.3 Εργαστηριακές δοκιμές – Φυσικές Ιδιότητες. Αξιολόγηση των


αποτελεσμάτων.

Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής γίνεται
προσπάθεια διαχωρισμού των Πλειοπλειστοκαινικών λεπτομερών ιζημάτων που
απαντώνται στην ευρύτερη περιοχή μελέτης σε δύο ενότητες, την Ανώτερη και την
Κατώτερη, τόσο με βάση τη μακροσκοπική, όσο και τη μικροσκοπική τους θεώρηση.
Η συγκριτική αξιολόγηση των φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών των δύο
αυτών ενοτήτων, σύμφωνα και με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών
συντελεί στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τις ιδιότητες και τη μηχανική
συμπεριφορά των ιζημάτων κάθε ενότητας.
Για τον σκοπό αυτό, όλα τα δείγματα των γεωτρήσεων που πραγματοποιήθηκαν
κατά τη μελέτη και κατασκευή του έργου, αλλά και όλα όσα συγκεντρώθηκαν στα
πλαίσια εκπόνησης της παρούσας διατριβής αξιολογήθηκαν και κατατάχθηκαν στις
επιμέρους ενότητες. Τα αποτελέσματα όλων των εργαστηριακών δοκιμών που
πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της διατριβής δίνονται στους Πίνακες 9.2 και 9.3.
Κατωτέρω παρουσιάζονται τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα όλων των
εργαστηριακών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν ανά ενότητα – σύμφωνα με το
πνεύμα της νέας θεώρησης – κυρίως με τη μορφή διαγραμμάτων και συσχετίσεων,
για την εποπτικότερη εικόνα και την ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων.

Ανώτερη ενότητα

Η ανώτερη ενότητα των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της περιοχής μελέτης


περιλαμβάνει ορίζοντες αργίλων, αργιλόμαργων, αμμούχων μαργών, αμμοϊλύων –
άμμων, ψαμμιτών, κροκαλοπαγών ή και μικτές φάσεις αυτών, χρώματος
καστανότεφρου έως καστανοκίτρινου, οι οποίοι υπέρκεινται των κατώτερων τεφρών -
τεφροκύανων οριζόντων στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής μελέτης. Το πάχος τους
κυμαίνεται από 2 έως 37m.

Κατώτερη ενότητα

Η κατώτερη ενότητα αντιπροσωπεύει, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον ορίζοντα των


τεφρών–τεφροκύανων μαργών - αργιλικών μαργών - αργιλόμαργων του
Πλειοπλειστόκαινου, με ενστρώσεις κατά θέσεις αμμοϊλύων – άμμων, που αποτελούν
και τον βαθύτερο ορίζοντα των “νεογενών” ιζημάτων της περιοχής έρευνας. Το πάχος
τους εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 60m.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 174

9.3.1. Κοκκομετρική Διαβάθμιση.

9.3.1.1 Στοιχεία από προηγούμενες έρευνες

Ο προσδιορισμός της κοκκομετρικής διαβάθμισης αποτελεί τη βάση για την


εκτίμηση των φυσικών χαρακτηριστικών των εδαφικών σχηματισμών.

Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν όλα τα δείγματα, για τα οποία έγιναν δοκιμές
προσδιορισμού κοκκομετρικής διαβάθμισης κατά τη διάρκεια μελέτης και
κατασκευής του έργου. Αρχικά έγινε κατάταξη των δειγμάτων στις δύο ενότητες, την
Ανώτερη, την Κατώτερη, καθώς και τη Μεταβατική ζώνη από την κατώτερη προς
την ανώτερη ενότητα. Επιπρόσθετα, τα δείγματα ταξινομήθηκαν κατά USCS σε τρεις
επιμέρους ομάδες (φάσεις), στις αργίλους CL, CH, στις ιλύες - αργιλοϊλύες ML, CL-
ML και τέλος στις άμμους, αμμοϊλύες - αμμοχάλικα SC, SM, GC, ανάλογα με το
κλάσμα του υλικού.

Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.1, 9.2 και 9.3) φαίνεται η κατανομή του
συνόλου των δειγμάτων στις τρεις επιμέρους ομάδες - φάσεις για τις δύο ενότητες και
τη μεταβατική ζώνη.

Παρατηρείται ότι και για τις δύο πρώτες ενότητες το μεγαλύτερο ποσοστό των
δειγμάτων (77–79%) χαρακτηρίζεται ως CL ή CH, ενώ ποσοστό 9-12% ταξινομείται
ως CL-ML ή ML. Οι περισσότερο αδρομερείς φάσεις (SC, SM, GC), οι οποίες
υπάρχουν μέσα στις δύο ενότητες (στην Κατώτερη ενότητα συναντώνται κυρίως ως
διακριτές φάσεις) κατέχουν μικρότερο ποσοστό επί του συνόλου των δειγμάτων στην
Κατώτερη ενότητα (9%) από ότι στην Ανώτερη (14%). Όσον αφορά στη Μεταβατική
ζώνη, το ποσοστό των αργίλων CL, CH διατηρείται σταθερά υψηλό (80%), των
ιλύων – αργιλοϊλύων CL-ML, ML αυξημένο (15%), ενώ αυτό των πλέον αδρομερών
φάσεων είναι συγκριτικά μειωμένο (5%).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 175

Ανώτερη Γεωτεχνική ενότητα


n=335

9%

14%
77%

CL,CH
CL-ML, ML
SC, SM, GC

Σχήμα 9.1. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας.

Κατώτερη Γεωτεχνική ενότητα


n=659

12%

79% 9%

CL,CH
CL-ML, ML
SC, SM, GC

Σχήμα 9.2. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 176

Μεταβατική ενότητα
n = 61

15%

80%
5%

CL, CH :
CL-ML, ML
SC, SM, GC

Σχήμα 9.3. Κατανομή των τριών επιμέρους φάσεων για τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης.

Στα Σχήματα 9.4, 9.5 και 9.6 παρουσιάζονται χωριστά για την Ανώτερη ενότητα,
την Κατώτερη και τη Μεταβατική ζώνη οι αντίστοιχες κοκκομετρικές καμπύλες.

Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης


άργιλος ιλύς άμμος χάλικες
100

90

80

70
Ποσοστό διερχομένων (%)

60

50

40

30

20

CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100

Διάμετρος (mm)

Σχήμα 9.4. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 177

Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης


άργιλος ιλύς άμμος χάλικες
100

90

80

70
Ποσοατό διερχομένων (%)

60

50

40

30

20
CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC
0
0,001 0,01 0,1 1 10 100

Διάμετρος (mm)

Σχήμα 9.5. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.

Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης


άμμος χάλικες κροκάλες
άργιλος ιλύς
100

90

80

70
Ποσοστό διερχομένων (%)

60

50

40

30

20
CL, CH
CL-ML, ML
10 SC, SM, GC

0
0,001 0,01 0,1 1 10 100

Διάμετρος (mm)

Σχήμα 9.6. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Μεταβατικής ζώνης.


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 178

Από τα παραπάνω διαγράμματα συμπεραίνονται τα εξής:

α) Στην Ανώτερη ενότητα (Σχήμα 9.4) παρατηρείται “ευρεία” διακύμανση της


κοκκομετρίας, η οποία οφείλεται στην ετερογένεια που τη χαρακτηρίζει, με τη
συνεχή εναλλαγή αργιλωδών, ιλυωδών και αμμωδών οριζόντων (μικτές
φάσεις). Έτσι, το αργιλικό κλάσμα για το σύνολο των δειγμάτων κυμαίνεται
από 4 έως 65%, η ιλύς από 2 έως 86% και η άμμος από μηδέν έως και 90% στις
αμιγώς αμμώδεις – αμμοχαλικώδεις ενστρώσεις, οι οποίες κατά θέσεις
περιέχουν χαλίκια σε ποσοστό έως και 50%. Στον Πίνακα 9.4. που ακολουθεί
παρουσιάζεται αναλυτικότερα η διακύμανση των ποσοστών αργιλικού
κλάσματος, ιλύος, άμμου και χαλίκων για κάθε μια από τις τρεις φάσεις της
Ανώτερης ενότητας:

Πίνακας 9.4. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 4-65% 33-80% 0-48% 0-8%
CL-ML, ML 11-29% 30-86% 6-54% 0-4%
SC, SM, GC 3-21% 2-63% 15-90% 0-52%

β) Στην Κατώτερη ενότητα (Σχήμα 9.5) τα όρια ανάμεσα στις τρεις φάσεις είναι
πιο διακριτά. Έτσι, το σύνολο σχεδόν της αργιλικής φάσης (CL, CH) (που
εμφανίζεται με το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στις τρεις φάσεις) παρουσιάζει
πολύ χαμηλά ποσοστά άμμου, έως περίπου 10% και παράλληλα μεγάλα
ποσοστά ιλύος, από 45% έως και 80%, με μέση τιμή περίπου 60%. Το ποσοστό
του αργιλικού κλάσματος κυμαίνεται από 15% έως 55%, με μέση τιμή περίπου
32%.

Τα δείγματα της ιλυώδους – αργιλοϊλυώδους φάσης (CL-ML, ML) εμφανίζουν


σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά άμμου, από 10% έως 50% περίπου, με
αντίστοιχη μείωση του ποσοστού της αργίλου (5% έως 25% περίπου), ενώ το
ποσοστό της ιλύος παραμένει σταθερά υψηλό (50% έως 70% περίπου). Ακόμη
και στα δείγματα της αμμώδους – ιλυοαμμώδους φάσης (SC, SM, GC)
παρατηρείται περαιτέρω αύξηση των ποσοστών της άμμου (50% με 70% κατά
μέσο όρο), η οποία όμως σχετίζεται με την αντίστοιχη μείωση των ποσοστών
της αργίλου (έως 15% περίπου κατά μέσο όρο), ενώ το ποσοστό της ιλύος
διατηρεί σχετικά υψηλές τιμές (20% έως 40% περίπου). Η διακύμανση αυτή
των ποσοστών αργιλικού κλάσματος, ιλύος, άμμου και χαλίκων στις τρεις
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 179

επιμέρους φάσεις της Κατώτερης ενότητας φαίνεται εποπτικότερα στον Πίνακα


9.5 που ακολουθεί:

Πίνακας 9.5. Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 4-55% 10-85% 0-41% 0-7%
CL-ML, ML 4-38% 43-86% 3-46% 0-1%
SC, SM, GC 1-22% 4-45% 45-95% 0-67%

Από τον Πίνακα αυτό φαίνεται ότι η Κατώτερη ενότητα στο σύνολό της
εμφανίζει ποσοστά αργιλικού κλάσματος από 1 έως 55%, ιλύος από 4 έως 86%,
άμμου από μηδέν έως 95% και χαλίκων από μηδέν έως 67%. Θα πρέπει να
επισημανθεί ότι τα υψηλά ποσοστά άμμου και χαλίκων παρατηρούνται στις
αμμώδεις – αμμοχαλικώδεις ενστρώσεις, οι οποίες εμφανίζονται στο σύστημα
της Κατώτερης ενότητας ως διακριτές φάσεις, κυρίως με τη μορφή φακών.

γ) Η Μεταβατική ζώνη από την Κατώτερη προς της Ανώτερη ενότητα αποτελείται
στην ουσία από εναλλαγές αργιλοϊλυωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων κυρίως
κιτρινοκάστανου, καστανού ή λευκοκίτρινου χρώματος με μαργαϊκούς
ορίζοντες τεφρού, τεφροκύανου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και
τεφροκάστανου (λόγω της μετάβασης) χρώματος. Έτσι, τα δείγματα που
κατατάσσονται στη Μεταβατική ζώνη καλύπτουν ως προς την κοκκομετρική
τους σύνθεση και τις δυο ενότητες.

Το εύρος διακύμανσης του ποσοστού αργιλικού κλάσματος, ιλύος, άμμου και


χαλίκων για τις τρεις φάσεις της Μεταβατικής ζώνης παρουσιάζεται στον
Πίνακα 9.6. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο αριθμός των δειγμάτων της
Μεταβατικής ζώνης είναι περιορισμένος σε σχέση με αυτόν των δύο ενοτήτων
κυρίως όσον αφορά στην αμμώδη-ιλυοαμμώδη φάση (SC, SM, GC), ενώ στα
περισσότερα δείγματα της ιλυώδους-αργιλοϊλυώδους φάσης (CL-ML, ML) δεν
πραγματοποιήθηκε ανάλυση με αραιόμετρο για τον ακριβή προσδιορισμό του
αργιλικού κλάσματος. Για το λόγο αυτό η αντίστοιχη διακύμανση που
παρουσιάζεται κατωτέρω θα πρέπει να θεωρείται ενδεικτική.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 180

Πίνακας 9.6. Μεταβατική ζώνη – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 15-60% 50-76% 0-31% 0-4%
CL-ML, ML 7-16% 50-68% 14-45% 0-1%
SC, SM, GC 7-10% 15-36% 43-78% 0-19%

Η διακύμανση του ποσοστού του αργιλικού κλάσματος στις τρεις φάσεις, τόσο
για την Ανώτερη, όσο και για την Κατώτερη ενότητα παρουσιάζεται στα παρακάτω
Σχήματα 9.7 και 9.8. Τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης θεωρήθηκε σκόπιμο λόγω
του μικρού αριθμού αυτών να ενσωματωθούν στις δύο κύριες ενότητες.

70,0

CL, CH
60,0
ML, CL-ML
SC, SM
Ποσοστό δειγμάτων (%)

50,0
n = 163
40,0

30,0

20,0

10,0

0,0
0-10%

10-20%

20-30%

30-40%

40-50%

50-60%

60-70%

70-80%

80-90%

90-100%

Ποσοστό αργιλικού κλάσματος (%)

Σχήμα 9.7. Ανώτερη ενότητα – Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις
επιμέρους φάσεις.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 181

70,0

CL, CH
60,0
ML, CL-ML
SC, SM, GC
Ποσοστό δειγμάτων (%)

50,0

40,0
n = 182
30,0

20,0

10,0

0,0
0-10%

10-20%

20-30%

30-40%

40-50%

50-60%

60-70%

70-80%

80-90%

90-100%
Ποσοστό αργιλικού κλάσματος

Σχήμα 9.8. Κατώτερη ενότητα - Κατανομή ποσοστού αργιλικού κλάσματος στις τρεις
επιμέρους φάσεις.

Από τα διαγράμματα αυτά παρατηρούνται τα εξής:

- Τα δείγματα της αργιλικής φάσης (CL, CH) εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά,


όσον αφορά στο περιεχόμενο αργιλικό κλάσμα. Έτσι, τα περισσότερα
δείγματα και των δύο ενοτήτων (περίπου 28% επί του συνόλου των δειγμάτων
και για τις δύο ενότητες) έχουν ποσοστά αργιλικού κλάσματος από 20% έως
30%, ενώ το 24,5% των δειγμάτων για την Ανώτερη και το 26% για την
Κατώτερη ενότητα έχουν ποσοστό αργιλικού κλάσματος 30 – 40%.
Παρατηρείται ότι ένα μικρό ποσοστό των δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας
(περίπου 4%) περιέχει ποσοστά αργίλου από 60% έως 70%, ενώ τα δείγματα
της Κατώτερης ενότητας πρακτικά δεν εμφανίζουν ποσοστά αργιλικού
κλάσματος μεγαλύτερα του 60%.
- Τα δείγματα της ιλυώδους – αργιλοϊλυώδους φάσης (ML, CL-ML) της
Ανώτερης ενότητας διατηρούν το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος από 10%
έως 30% περίπου, ενώ το 20% περίπου των αντίστοιχων δειγμάτων της
Κατώτερης ενότητας εμφανίζει ποσοστά αργίλου ακόμη χαμηλότερα (<10%).
- Τέλος, τα δείγματα αμμώδους – αμμοχαλικώδους φάσης (SM, SC, GC) της
Ανώτερης ενότητας έχουν στην πλειοψηφία τους (περίπου στο 62 % του
συνόλου) ποσοστό αργιλικού κλάσματος από 10% έως 20%, με τα υπόλοιπα
σχεδόν δείγματα να εμφανίζουν ακόμη χαμηλότερα ποσοστά. Αντίθετα, για
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 182

την Κατώτερη ενότητα το 60% περίπου του συνόλου των δειγμάτων έχει
ποσοστό αργιλικού κλάσματος <10%, με τα υπόλοιπα σχεδόν δείγματα να
κυμαίνονται από 10% έως 20%.

9.3.1.2 Στοιχεία παρούσας έρευνας

Για την πληρέστερη κατανόηση των σχηματισμών αυτών η ανωτέρω διαδικασία


αξιολόγησης επαναλήφθηκε για τα δείγματα που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής. Όπως και με τα υπόλοιπα δείγματα, έτσι και στην περίπτωση
αυτή έγινε κατάταξη των δειγμάτων αρχικά στην Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα και
στη συνέχεια περαιτέρω ομαδοποίησή τους σύμφωνα με την κατάταξη κατά USCS.
Σημειώνεται σχετικά ότι δεν αναφέρεται στην έρευνα αυτή η Μεταβατική ζώνη,
δεδομένου ότι η επιλογή των δειγμάτων έγινε αυστηρά από τις επιμέρους διακριτές
ενότητες, όπως αυτές εμφανίζονται στα πρανή που εξετάσθηκαν, φυσικά ή τεχνητά
τόσο στην περιοχή του έργου, όσο και στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και στα
υπόγεια τεχνικά έργα στο στάδιο διάνοιξης αυτών.

Στα Σχήματα 9.9 και 9.10 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της κοκκομετρικής


ανάλυσης και της ανάλυσης με αραιόμετρο που πραγματοποιήθηκαν στα δείγματα
αυτά.

Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης


άργιλος ιλύς άμμος χάλικες κροκάλες
100

90

80

70
Ποσοστό διερχομένων (%)

60

50

40

30

20
CL, CH
10 CL-ML, ML
SC, SM, GC

0
0,001 0,01 0,1 1 10 100

Διάμετρος (mm)

Σχήμα 9.9. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 183

Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης


άργιλος ιλύς άμμος χάλικες κροκάλες
100

90

80
Ποσοστό διερχομένων (%)

70

60

50

40

30

20
CL, CH
CL-ML, ML
10
SC, SM, GC

0
0,001 0,01 0,1 1 10 100

Διάμετρος (mm)

Σχήμα 9.10. Καμπύλες κοκκομετρικής διαβάθμισης ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.

Τα ανωτέρω διαγράμματα παρουσιάζουν αντίστοιχη εικόνα με αυτή των


Σχημάτων 9.4 και 9.5. Στους κατωτέρω Πίνακες 9.7 και 9.8 παρουσιάζεται η
διακύμανση του αργιλικού κλάσματος, της ιλύος, της άμμου και των χαλίκων για τις
τρεις επιμέρους φάσεις της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας.

Πίνακας 9.7. Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας

αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα

CL, CH 6-39% 45-87% 1-16% 0%

CL-ML, ML 4-31% 38-92% 0-52% 0%

SC, SM, GC 1-15% 6-47% 51-93% 0%


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 184

Πίνακας 9.8. Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας.

αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα

CL, CH 14-48% 45-87% 1-11% 0%

CL-ML, ML 10-50% 38-84% 2-26% 0%

SC, SM, GC 60-97% 0%

Σύμφωνα με τους Πίνακες αυτούς οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας


εμφανίζουν συνολικά ποσοστό αργιλικού κλάσματος έως 39%, ιλύος από 6 έως και
92% και άμμου από μηδέν έως και 93% στους αμιγώς αμμώδεις ορίζοντες. Τα
αντίστοιχα ποσοστά για την Κατώτερη ενότητα κυμαίνονται από 10 έως 50% για το
αργιλικό κλάσμα, 38 έως 87% για την ιλύ και 1 έως και 97% για την άμμο στις
αμμώδεις ενστρώσεις. Παρατηρείται ότι οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας
εμφανίζουν σχετικά υψηλότερα ποσοστά αργιλικού κλάσματος και χαμηλότερα
άμμου σε σχέση με αυτούς της Ανώτερης ενότητας, ενώ τα ποσοστά της ιλύος
κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τουλάχιστον για
τα περισσότερο αργιλικά δείγματα της Κατώτερης ενότητας θα ήταν αναμενόμενο
ένα μεγαλύτερο ποσοστό του κλάσματος της αργίλου, με χαμηλότερα ενδεχομένως
ποσοστά ιλύος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι τα δείγματα που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας
διατριβής τόσο για την Ανώτερη, όσο και για την Κατώτερη ενότητα παρουσιάζουν
χαμηλότερα ποσοστά αργίλου, με αντίστοιχη αύξηση των ποσοστών ιλύος, σε σχέση
με τα δείγματα των γεωτρήσεων. Ο μεγάλος αριθμός δειγμάτων που εξετάσθηκαν στα
πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου, σε συνδυασμό με την ετερογένεια που
διακρίνει κυρίως τις μάργες της Ανώτερης ενότητας, θα μπορούσαν ενδεχομένως να
δικαιολογήσουν μια μεγαλύτερη διασπορά των τιμών.

Ο λόγος των μεγάλων σχετικά ποσοστών ιλύος των αργιλικών και ιλυωδών-
αργιλοϊλυωδών κυρίως φάσεων και των δύο ενοτήτων (δείγματα CL, CH, και CL-
ML, ML) θα μπορούσε να αναζητηθεί στην ιλυώδη φύση των μαργαϊκών αυτών
ιζημάτων, όπως αυτό έχει καταγραφεί και στο παρελθόν, αλλά και στην τάση να
δημιουργούν συσσωματώματα μεγέθους ιλύος στην προκειμένη περίπτωση, τα οποία
δεν είναι δυνατόν να διασπασθούν κατά την κοκκομετρική ανάλυση. Ο Davis (1967)
διαπίστωσε το γεγονός αυτό κατά την ορυκτολογική εξέταση μαργών του Keuper και
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 185

πρότεινε ποσοστική μέθοδο υπολογισμού του βαθμού συσσωμάτωσης. Όρισε για τον
σκοπό αυτό το “λόγο συσσωμάτωσης Αr” ως το λόγο της εκατοστιαίας αναλογίας
των αργιλικών ορυκτών που προσδιορίζονται από την ορυκτολογική και χημική
ανάλυση προς το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος, όπως αυτό προσδιορίζεται από
την κοκκομετρική ανάλυση (από Κούκης - Σαμπατακάκης 2002).

Σύμφωνα με τον Καβουνίδη (1985) χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τις δοκιμές
κατάταξης των μαργών, γιατί πολύ συχνά μικρές πολύ συνεκτικές συγκεντρώσεις
αργιλικού υλικού μπορεί να εκληφθούν ως κόκκοι άμμου ή ιλύος. Ιδιαίτερα για τις
προστερεοποιημένες κυανές μάργες της Πρέβεζας, διαπίστωσε ισχυρή συγκόλληση
των αργιλικών σωματιδίων σε κόκκους μεγέθους ιλύος, με αποτέλεσμα η
κοκκομετρική ανάλυση στο εργαστήριο να εμφανίζει μεγάλα ποσοστά ιλύος.
Από τη σύγκριση του ποσοστού του αργιλικού κλάσματος και των αργιλικών
ορυκτών για επτά δείγματα που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής
προκύπτουν τα εξής: τα τρία δείγματα της Ανώτερης ενότητας παρουσίασαν ποσοστά
αργιλικού κλάσματος από 7% έως και 25% περίπου, το δε ποσοστό των αργιλικών
ορυκτών κυμάνθηκε από 34% έως 51% περίπου. Αντίστοιχα, στα τέσσερα δείγματα
της Κατώτερης ενότητας που εξετάσθηκαν το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος
κυμάνθηκε από 18% έως 40% περίπου, ενώ το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών από
34% έως 42% περίπου. Με βάση τις τιμές αυτές εκτιμάται λόγος συσσωμάτωσης
από 2,0 έως 4,2 περίπου για την Ανώτερη ενότητα και 1,2 έως 1,88 περίπου για την
Κατώτερη.

Ο Τσιαμπάος (1989) αναφέρει για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι
δημιουργούν συσσωματώματα μεγέθους ιλύος λόγω της μικριτικής ύλης ανθρακικού
ασβεστίου, των οξειδίων του σιδήρου και της οργανικής ύλης που περιέχουν. O
Chandler (1969) διαπίστωσε ότι οι υγιείς και λιγότερο αποσαθρωμένες μάργες του
Keuper δείχνουν μεγάλο ποσοστό σωματιδίων μεγέθους ιλύος, ενώ μόνο στις
αποσαθρωμένες μάργες το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος λαμβάνει μεγαλύτερες
τιμές.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 186

9.3.2 Όρια Atterberg

Με βάση τις δοκιμές κατάταξης και τον προσδιορισμό των ορίων Atterberg, τα
δείγματα τόσο της Ανώτερης, όσο και της Κατώτερης ενότητας κατατάσσονται
κυρίως ως άργιλοι χαμηλής έως μέσης πλαστικότητας (περιλαμβάνονται τα δείγματα
των γεωτρήσεων και της διατριβής). Όπως φαίνεται και από τα διαγράμματα των
Σχημάτων 9.11 και 9.12 η πλειοψηφία των δειγμάτων βρίσκεται στην περιοχή άνω
της γραμμής Α στο διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande και χαρακτηρίζεται ως CL,
με ένα μικρότερο αριθμό δειγμάτων να εμφανίζει υψηλότερη πλαστικότητα (CH). Ο
αριθμός των αργιλοϊλυωδών – ιλυωδών δειγμάτων (CL-ML, ML) είναι συγκριτικά
περιορισμένος, γεγονός που συμφωνεί με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω (Σχήματα
9.4 και 9.5). Προφανώς η ιλυοαμμώδης – αμμοχαλικώδης φάση (SC, SM, GC)
απουσιάζει από το διάγραμμα καθώς χαρακτηρίζεται ως μη πλαστική.

80

70
U Line
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)

60
A Line

50
CH - OH

40

30
MH - OH
CL - OL
20

10
Δείγματα γεωτρήσεων
CL - ML ML - OL
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 130

Όριο υδαρότητας, LL

Σχήμα 9.11. Διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande για την Ανώτερη ενότητα.

Από τα δύο αυτά διαγράμματα παρατηρείται ότι υπάρχει ικανοποιητική ταύτιση


των αποτελεσμάτων από τα δείγματα των γεωτρήσεων με τα δείγματα που
εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής. Στο διάγραμμα της Ανώτερης
ενότητας φαίνεται ότι οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της διατριβής
δίνουν τιμές πιο κοντά στην γραμμή Α και αντιστοιχούν σε περισσότερο
ιλυοαργιλώδη εδάφη (CL-ML).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 187

80

70 U LIne

A Line
60
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)

50 CH ή OH

40

30

MH ή OH
20 CL ή OL

10
Δείγματα γεωτρήσεων
CL - ML ML ή OL Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 130

Όριο Υδαρότητας, LL

Σχήμα 9.12. Διάγραμμα πλαστικότητας Casagrande για την Κατώτερη ενότητα.

Αντίθετα, στην περίπτωση της Κατώτερης ενότητας όλα τα δείγματα κινούνται


στην ίδια ζώνη, παρόλο που και στην περίπτωση αυτή τα δείγματα της διατριβής
φαίνεται να βρίσκονται πιο κοντά στη γραμμή Α, παρουσιάζουν δηλαδή ελαφρώς
χαμηλότερες τιμές του δείκτη πλαστικότητας PI, με κάποια μεμονωμένα δείγματα να
χαρακτηρίζονται ως ML.

Πιο αναλυτικά, από τις δοκιμές των ορίων Atterberg προέκυψαν τα εξής
(Πίνακες 9.9. και 9.10):

Πίνακας 9.9. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα
(δείγματα γεωτρήσεων).
LL (%) PL (%) PI(%) w (%)

Ανώτερη ενότητα 20-65 (μέση 4-38 (μέση τιμή 5-40 (μέση τιμή 2-39 (μέση τιμή
τιμή 36%) 17,8%) 19,1%) 19%)

Κατώτερη ενότητα 19-66 (μέση 12-36 (μέση τιμή 3-45 (μέση τιμή 10-35 (μέση τιμή
τιμή 37%) 19%) 18%) 22%)
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 188

Πίνακας 9.10. Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα
(δείγματα διατριβής).
LL (%) PL (%) PI(%) w (%)

Ανώτερη 17,5-47,9 (μέση 13,0-45,9 (μέση 1,8-18,0 (μέση 5-28 (μέση τιμή
ενότητα τιμή 27,9%) τιμή 20,2%) τιμή 7,9%) 17,5%)
20,8-59,0 (μέση 2,1-28,2 (μέση τιμή 2,6-31,0 (μέση 6,8-29,8 (μέση
Κατώτερη ενότητα τιμή 34,5%) 20,9%) τιμή 13,5%) τιμή 20,2%)

α) για την Ανώτερη ενότητα το όριο υδαρότητας LL κυμαίνεται από 20% έως
65%, με μέση τιμή 36% περίπου, το όριο πλαστικότητας PL κυμαίνεται από
4% έως 38%, με μέση τιμή 17,8% περίπου, και ο δείκτης πλαστικότητας PI
από 5% έως 40%, με μέση τιμή 19,1% περίπου. Η φυσική υγρασία των
δειγμάτων κυμαίνεται από 2% έως 39%, με μέση τιμή 19% περίπου.

β) για την Κατώτερη ενότητα το όριο υδαρότητας LL κυμαίνεται από 19% έως
66% με μέση τιμή 37%, το όριο πλαστικότητας PL από 12% έως 36% με μέση
τιμή 19% και ο δείκτης πλαστικότητας PI από 3% έως 45%, με μέση τιμή
18%. Η φυσική υγρασία των δειγμάτων κυμαίνεται από 10% έως 35%
περίπου, με μέση τιμή 22%.

Από τις παραπάνω τιμές φαίνεται ότι το εύρος διακύμανσης των ορίων Atterberg,
αλλά και οι μέσες τιμές αυτών δεν παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα
στην Ανώτερη και στην Κατώτερη ενότητα, κυρίως όσον αφορά το όριο υδαρότητας
LL. Παρατηρείται ότι το όριο πλαστικότητας στην Ανώτερη ενότητα κυμαίνεται σε
ελαφρώς χαμηλότερες τιμές από την Κατώτερη, γεγονός που θα μπορούσε να
αποδοθεί στην περισσότερο ιλυοαμμώδη φύση των υλικών αυτών.

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο Κεφ.8 τα κύρια αργιλικά ορυκτά που


απαντώνται στα ιζήματα αυτά είναι ο ιλλίτης (σε ποσοστό 16-26% για την Ανώτερη
ενότητα και 10-15% για την Κατώτερη) και ο καολινίτης (σε ποσοστό 7-13% και 9-
18% για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα), με τον χλωρίτη και τον
μοντμοριλλονίτη να εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά (4 έως 6% και 5,2 έως 8%
αντίστοιχα για την Ανώτερη ενότητα και 3 έως 5% και 5,2 έως 10,8% αντίστοιχα για
την Κατώτερη ενότητα). Το όριο υδαρότητας γενικά για τον μοντμοριλλονίτη
ξεπερνά το 100 και φθάνει σε εξαιρετικά μεγάλες τιμές, για τον ιλλίτη κυμαίνεται
από 60 μέχρι 90, για τον καολινίτη 30 έως 75 και για τον χλωρίτη 44 έως 47.
Αντίστοιχα, το όριο πλαστικότητας έχει τιμές 50 έως 100 για τον μοντμοριλλονίτη,
35 έως 60 για τον ιλλίτη και 25 έως 40 για τον καολινίτη. Ο δείκτης πλαστικότητας
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 189

τέλος παίρνει τιμές 50 έως και 600 στον μοντμοριλλονίτη (ανάλογα με το είδος των
κατιόντων), 25 έως 50 στον ιλλίτη και 1 έως 40 στον καολινίτη.

9.3.3. Προσδιορισμός ανθρακικού ασβεστίου, CaCO3.

Το ανθρακικό ασβέστιο εκφράζει το σύνολο των ανθρακικών αλάτων που


περιέχει ένας σχηματισμός, όπως είναι κυρίως ο ασβεστίτης, ο μαγνησίτης και ο
δολομίτης. Ο ασβεστίτης είναι η σταθερή μορφή του κρυσταλλικού ασβεστίου σε
συνήθεις θερμοκρασίες και αποτελεί το κυριότερο ανθρακικό ορυκτό των
ασβεστούχων ιζημάτων, όπως είναι τα μαργαϊκά. Αποτίθεται με τη μορφή
μικροκρυσταλλικών τεμαχιδίων ή επικαλύψεων, οι οποίες μπορεί να σχηματίζουν
στρώσεις η συγκρίματα, εμποδίζοντας τη μετακίνηση του νερού. Τα
μικροκρυσταλλικά τεμαχίδια έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας συσσωματωμάτων,
μέσω της απορρόφησης ανιόντων στην επιφάνειά τους και την έλξη έτσι αργιλικών
επιφανειών (Γ. Κούκης, Ν. Σαμπατακάκης, 2002). Η ύπαρξη συσσωματωμάτων στη
δομή ενός εδάφους αλλοιώνει γενικά την κοκκομετρική διαβάθμιση, μειώνει το
ειδικό βάρος, αυξάνει την υδροπερατότητα, μειώνει τη συμπιεστότητα, ενώ τις
περισσότερες φορές επηρεάζει αρνητικά την αντοχή του εδάφους. Η διαδικασία της
συγκόλλησης είναι διαγενετική, ήτοι μπορεί να λάβει χώρα πριν και μετά το τέλος
της στερεοποίησης που ακολουθεί την απόθεση.

Τα μηχανικά χαρακτηριστικά των εδαφών, όπως η σχέση τάσεων-


παραμορφώσεων, η συμπιεστότητα και η διατμητική αντοχή επηρεάζονται σε
σημαντικό βαθμό από τη συγκόλληση (Bozzano et al, 1999). Οι συγκολλητικοί
δεσμοί που δημιουργούνται λόγω ανθρακικού ασβεστίου προσδίδουν στο υλικό μια
φαινόμενη συνοχή που το καθιστά ανθεκτικό στη θλίψη και στη διάτμηση και μεγάλη
στιφρότητα σε χαμηλά και μέσα επίπεδα τάσης (Anagnostopoulos et al, 1991). Η
φύση των κενών (σχασιμότητα, μικρορωγματώσεις) επηρεάζεται τόσο από την
πλαστικότητα του υλικού, όσο και το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου που
λειτουργεί ως συγκολλητική ύλη. Αναμένεται ότι όσος περισσότερος είναι ο
ασβεστίτης, τόσες λιγότερες είναι οι ρωγματώσεις (Κωστόπουλος, 1985). Τέλος, η
διαφοροποίηση του ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με τη στρωματογραφία, σαν
αποτέλεσμα αποσαθρωτικών ή γενετικών διαδικασιών, μπορεί να δώσει ερμηνεία
στην ανισότροπη συμπεριφορά του σχηματισμού (Κωστόπουλος, 1985).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 190

Σε σαράντα τέσσερα (44) συνολικά δείγματα από την Ανώτερη και την Κατώτερη
ενότητα προσδιορίσθηκε το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου CaCO3 (Πίνακες
9.11 και 9.12).

Από τις δοκιμές αυτές προκύπτει ότι τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας
εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά ανθρακικού ασβεστίου σε σχέση με την Ανώτερη.
Πιο συγκεκριμένα το ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου στα δείγματα της Ανώτερης
ενότητας κυμάνθηκε από 4% έως 21,5% περίπου (με ένα δείγμα να παρουσιάζει την
ακραία τιμή 1,2%), ενώ στην Κατώτερη ενότητα από 6% έως 38% περίπου.

Επιπλέον, και στα δέκα δείγματα στα οποία πραγματοποιήθηκε ημιποσοστική


ανάλυση μετρήθηκαν αρκετά υψηλά ποσοστά χαλαζία, τα οποία για την Ανώτερη
ενότητα κυμαίνονται από 23% έως 37%, ενώ για την Κατώτερη ενότητα από 18%
έως 32% περίπου.

Πίνακας 9.11. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου Ανώτερης ενότητας.

Περιεχόμενο
Αρ. Όριο Δείκτης Χαρακτηρισμός με
ποσοστό
Δείγματος πλαστικότητας PL πλαστικότητας PI βάση τον Πίνακα 8.1.
CaCO3
Δ1 9,7 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ2 9,0 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ3 20,5 18.0 7.0 Αργιλόμαργα
Δ4 21,5 21.0 17.0 Αργιλόμαργα
Δ5 13,0 20.0 16.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ6 7,5 NP Μαργαϊκή άργιλος
Δ17 20,0 20.9 11.9 Αργιλόμαργα
Δ24 11,6 20.7 11.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ27 15,0 16.4 3.7 Αργιλόμαργα
Δ29 16,0 19.7 14.8 Αργιλόαμαργα
Δ46 1,2 NP Άργιλος
Δ47 17,5 17.0 14.0 Αργιλόμαργα
Δ48 19,5 14.0 13.0 Αργιλόμαργα
Δ49 13,0 19.0 18.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ50 4,0 19.0 7.0 Άργιλος
Δ51 4,0 16.0 7.0 Άργιλος
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 191

Πίνακας 9.12. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου Κατώτερης ενότητας.

Περιεχόμενο
Αρ. Όριο Δείκτης Χαρακτηρισμός με
ποσοστό
Δείγματος πλαστικότητας PL πλαστικότητας PI βάση τον Πίνακα 8.1.
CaCO3
Δ108 37,5 25.0 25.0 Μάργα
Δ109 35,0 - - Μάργα
Δ110 6,5 18.0 17.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ111 37,5 28.0 27.0 Μάργα
Δ112 25,0 26.0 30.0 Αργιλική μάργα
Δ113 21,0 27.0 24.0 Αργιλόμαργα
Δ114 25,0 27.0 23.0 Αργιλική μάργα
Δ115 38,0 27.0 28.0 Μάργα
Δ116 29,0 28.0 31.0 Αργιλική μάργα
Δ121 35,0 15.9 18.0 Μάργα
Δ125 30,0 15.4 17.5 Αργιλική μάργα
Δ130 22,6 18.8 9.8 Αργιλόμαργα
Δ134 21,6 17.6 5.5 Αργιλόμαργα
Δ144 17,0 14.0 18.0 Αργιλόμαργα
Δ145 14,0 23.8 14.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ146 15,0 24.9 12.1 Αργιλόμαργα
Δ147 16,6 19.1 15.4 Αργιλόμαργα
Δ148 10,0 20.4 11.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ149 10,0 19.0 13.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ150 12,0 17.9 11.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ151 12,5 17.9 11.3 Μαργαϊκή άργιλος
Δ152 7,0 27.5 9.1 Μαργαϊκή άργιλος
Δ153 6,0 26.6 16.7 Μαργαϊκή άργιλος
Δ154 6,0 25.0 19.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ155 7,0 21.0 16.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ156 6,5 23.0 15.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ157 6,0 24.0 18.0 Μαργαϊκή άργιλος
Δ158 6,5 23.5 15.5 Μαργαϊκή άργιλος
Σημείωση: Στα δείγματα Δ1 έως Δ6 και Δ108 έως Δ116 το ποσοστό CaCO3 προσδιορίσθηκε με
χρήση διαλύματος 10% οξικού οξέως (CH3COOH), ενώ στα δείγματα Δ17, Δ24, Δ27, Δ121, Δ125,
Δ130 και Δ134 το ποσοστό του CaCO3 προήλθε από ημιποσοτική ανάλυση κατά την ορυκτολογική
εξέταση των δειγμάτων. Στα υπόλοιπα δείγματα ο υπολογισμός του περιεχόμενου CaCO3 έγινε με τη
μέθοδο Bernard.

Σύμφωνα με τον Πίνακα 8.1 του Κεφαλαίου 8 τα δείγματα της Ανώτερης


ενότητας μπορούν ανάλογα με το περιεχόμενο ποσοστό σε ανθρακικό ασβέστιο να
χαρακτηριστούν ως άργιλοι, μαργαϊκοί άργιλοι και αργιλόμαργες, ενώ τα δείγματα
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 192

της Κατώτερης ενότητας ως μαργαϊκές άργιλοι, αργιλόμαργες αργιλικές μάργες και


μάργες.

Σχετικά με την κατάταξη των μαργαϊκών σχηματισμών οι Dounias et al (1993)


αναφέρουν ότι δεν υπάρχει παγκόσμια αποδεκτό ποσοστό περιεχόμενου ανθρακικού
ασβεστίου για τον χαρακτηρισμό ενός σχηματισμού ως μάργα. Επισημαίνουν δε ότι
πολλά υλικά με ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου ακόμη και <20% έχουν
χαρακτηριστεί ως μάργες, όπως π.χ. η μάργα του Keuper.

Ο λόγος του ποσοστού χαλαζία προς το ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου


κυμαίνεται από 1,15 έως 3,36 για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας, ενώ για τα
δείγματα της Κατώτερης, παρουσιάζεται μειωμένος και κυμαίνεται από 0,514 έως
1,435.

Η κοκκομετρική διαβάθμιση των εξεταζόμενων δειγμάτων των δύο ενοτήτων


παρουσιάζει την κάτωθι διακύμανση (Πίνακας 9.13):

Πίνακας 9.13. Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας στα δείγματα που προσδιορίστηκε το


CaCO3.
αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
Ανώτερη ενότητα 8-30% 25-83% 2-47% 0%
Κατώτερη ενότητα 9-37% 57-79% 1-12% 0%

Παρατηρείται ότι η Ανώτερη ενότητα εμφανίζει σαφώς αυξημένα ποσοστά


άμμου, όπως άλλωστε ήταν και αναμενόμενο, ενώ το ποσοστό της ιλύος διατηρείται
σε υψηλές τιμές και στις δύο ενότητες. Στην Ανώτερη ενότητα τα δείγματα με τις
χαμηλότερες τιμές ανθρακικού ασβεστίου έχουν γενικά αυξημένη περιεκτικότητα σε
άμμο, με εξαίρεση κάποια δείγματα που εμφανίζουν μεν χαμηλότερα ποσοστά
άμμου, αυξημένα δε ποσοστά ιλύος. Αντίθετα, το σύνολο των δειγμάτων της
Κατώτερης ενότητας έχει μειωμένο ποσοστό άμμου, με αντίστοιχη αύξηση του
ποσοστού ιλύος, καθώς και του αργιλικού κλάσματος κατά μέσο όρο.

Ειδικότερα όσον αφορά στο αργιλικό κλάσμα φαίνεται ότι δεν είναι απολύτως
δυνατή η συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, καθώς δείγματα με χαμηλότερο και
υψηλότερο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου εμφανίζουν παρόμοιο ποσοστό αργιλικού
κλάσματος, τόσο στην Ανώτερη όσο και στην Κατώτερη ενότητα. Ο Τσιαμπάος
(1989) παρατηρεί το ίδιο για τις μάργες του Ηρακλείου, το αποδίδει δε στο γεγονός
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 193

ότι η κοκκομετρική διαβάθμιση των μαργών αυτών επηρεάζεται άμεσα, πλην του
ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου και από τον ιστό τους (λόγος συσσωμάτωσης),
καθώς και από το ποσοστό άλλων μη αργιλικών ορυκτών, όπως του χαλαζία, ο
οποίος πολλές φορές συμμετέχει στη σύσταση του αργιλικού κλάσματος (<2μ) ως
χαλαζιακή “πούδρα”.

Ο Ρόζος (1989) αναφέρει για τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα του Ν. Αχαΐας την


παρουσία μη αργιλικών ορυκτών στο αργιλικό κλάσμα των δειγμάτων, ασβεστιτικής
κυρίως ή και πυριτικής προέλευσης.

Η Χριστοδουλοπούλου (2006) διακρίνει στα μαργαϊκά ιζήματα του Ν. Αχαΐας


μικροδομές μικτού τύπου με όλα τα είδη των δομικών δεσμών (δεσμοί σύμπηξης,
αλληλοεμπλοκής, συγκολλητικοί και σημειακοί δεσμοί μεταβατικού τύπου), ενώ
παρατηρεί και έντονη παρουσία μικροκρυσταλλικού χαλαζία, ο οποίος αλλοιώνει την
τυπική συμπεριφορά των μαργών και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την ετερογένεια
του δικτύου των δομικών δεσμών.
Οι Bozzano et al (1999) παρατηρούν για τα λιμναία Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα
της λεκάνης Dunarobba στην Ιταλία ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρακικού
ασβεστίου συγκεντρώνεται στο κλάσμα της ιλύος και σε πολύ μικρότερο ποσοστό
στο αργιλικό κλάσμα. Το ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου που συμμετέχει στο
κλάσμα της άμμου πιθανώς να έχει κλαστική προέλευση, ενώ αυτό στο αργιλικό
κλάσμα και στο κλάσμα της ιλύος θα μπορούσε να θεωρηθεί χημικό ίζημα, το οποίο
συμμετέχει στη συγκόλληση. Η διαδικασία αυτή του διαχωρισμού, παρότι
προσεγγιστική, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του ποσοστού
του περιεχόμενου ανθρακικού ασβεστίου, που συμμετέχει στη συγκόλληση.
Η μείωση του ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου (μέσω απασβέστωσης των
δειγμάτων) παρατηρήθηκε ότι οδηγεί σε τάση αύξησης της πλαστικότητας αυτών.
Διαπιστώθηκε όμως ότι το μέγεθος των αποτελεσμάτων της απασβέστωσης
εξαρτάται από την αντίστοιχη αύξηση του αργιλικού κλάσματος. Η συγκόλληση
οδηγεί σε αύξηση της τάσης διαρροής των υλικών, η οποία είναι αναλογική του
ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου που περιέχεται στα κλάσματα αργίλου και ιλύος. Η
παρουσία του ανθρακικού ασβεστίου ως μέσου συγκόλλησης αυξάνει την αντοχή των
εδαφών στην ελαστική περιοχή και προσδίδει ψαθυρή συμπεριφορά κατά τη
συμπίεση. Στην πλαστική περιοχή των τάσεων η διάσπαση των δεσμών του
ανθρακικού ασβεστίου οδηγεί σε παρόμοια ή και μικρότερη αντοχή σε συμπίεση από
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 194

ένα μη συγκολλημένο υλικό. Η διάσπαση των δεσμών ανθρακικού ασβεστίου


συνοδεύεται συνήθως και από μερική αποδόμηση του εδαφικού υλικού.
Από τις δοκιμές προσδιορισμού του ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου επί του
αργιλικού κλάσματος σε έξι (6) δείγματα προκύπτουν τα εξής: σε δύο (Δ117 και
Δ118) από τα δείγματα μετρήθηκε ποσοστό 6,8% σε δύο (Δ7 και Δ8) μετρήθηκε
ποσοστό 0,8%, ενώ στα υπόλοιπα (Δ119 και Δ120) ποσοστό 1,6% και 3,2%. Τα
αποτελέσματα αυτά σε συνδυασμό με την κοκκομετρική διαβάθμιση των δειγμάτων
δίνονται στον Πίνακα 9.14. Έτσι, τα δείγματα Δ117 και Δ118 έχουν ποσοστό
αργιλικού κλάσματος 25% και 24% αντίστοιχα, ενώ η ιλύς καταλαμβάνει σχεδόν το
υπόλοιπο δείγμα (73,9% και 72% αντίστοιχα), με την άμμο να κυμαίνεται σε
εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Αντίθετα, τα δείγματα Δ7 και Δ8 εμφανίζουν σημαντικό
ποσοστό άμμου (69,85% και 59,38% αντίστοιχα), με την άργιλο να κυμαίνεται σε
πολύ χαμηλά επίπεδα (5% και 7% αντίστοιχα). Τέλος, τα δείγματα Δ119 και Δ120, τα
οποία εμφανίζουν ενδιάμεσες τιμές ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου ανάμεσα στα
έξι δείγματα, έχουν άργιλο 16% και 22% αντίστοιχα, άμμο 46,07% και 4,22%
αντίστοιχα και ιλύ 37.81% και 73,78% αντίστοιχα.

Πίνακας 9.14. Πίνακας περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου επί του


αργιλικού κλάσματος.

Αρ. Περιεχόμενο
Άργιλος % Ιλύς % Άμμος %
Δείγματος ποσοστό CaCO3
Δ7 0,8 5,0 25,15 69,85
Δ8 0,8 7,0 33,19 59,38
Δ117 6,8 25,0 73,9 1,1
Δ118 6,8 24,0 72,0 3,28

Δ119 1,6 16,0 37,81 46,07

Δ120 3,2 22,0 73,78 4,22

Αξίζει να επισημανθεί ότι τα δείγματα Δ117 και Δ118 ανήκουν στην Κατώτερη
ενότητα, τα δείγματα Δ7 και Δ8 στην Ανώτερη, ενώ τα δείγματα Δ119 και Δ120
κατατάσσονται – σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια –
στη Μεταβατική ζώνη από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα. Παρατηρείται
δηλαδή ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου επί του αργιλικού
κλάσματος εμφανίζουν τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας, με τα δείγματα της
Ανώτερης να έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά, επιβεβαιώνοντας έτσι τα όσα προέκυψαν
από τις λοιπές δοκιμές προσδιορισμού του ανθρακικού ασβεστίου (επί του συνόλου
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 195

του δείγματος, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω). Επιπλέον δε, τα δείγματα που


κατατάσσονται στη Μεταβατική ζώνη εμφανίζουν ενδιάμεσες τιμές ανθρακικού
ασβεστίου, γεγονός που βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με την αρχική τους κατάταξη.

Με βάση τα παραπάνω φαίνεται ότι πράγματι στο αργιλικό κλάσμα συμμετέχουν


και μη αργιλικά ορυκτά, καθώς στην προκειμένη περίπτωση εντοπίστηκε ασβεστίτης
σε ποσοστό από 0,8% έως 6,8%. Συνεπώς, τόσο λόγω του γεγονότος αυτού, όσο και
της δημιουργίας συσσωματωμάτων στα μαργαϊκά αυτά υλικά, όπως αναφέρθηκε
ανωτέρω, είναι σαφές ότι το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος που προσδιορίζεται
από την κοκκομετρική ανάλυση δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό ποσοστό των
αργιλικών ορυκτών που συμμετέχουν στους σχηματισμούς αυτούς.

Εξαιτίας της σημασίας της ορυκτολογικής σύστασης και δομής των μαργαϊκών
αυτών σχηματισμών στις φυσικές και μηχανικές τους ιδιότητες είναι προφανές ότι θα
πρέπει, σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης και εκτίμησης της μηχανικής τους
συμπεριφοράς, να γίνεται προσδιορισμός των πραγματικών ορυκτών που
συμμετέχουν στη δομή του σχηματισμού.

Παρόμοια διασπορά των τιμών παρατηρείται και στην προσπάθεια συσχέτισης


του ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με τα όρια Atterberg, καθώς δείγματα με
παραπλήσιες τιμές ανθρακικού ασβεστίου εμφανίζουν τελείως διαφορετικές τιμές
ορίου πλαστικότητας, αλλά και δείκτη πλαστικότητας. Μόνο τα δείγματα της
Ανώτερης ενότητας με ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου <10% φαίνεται να
ταξινομούνται σταθερά ως μη πλαστικά.

Η διασπορά αυτή στους συσχετισμούς των μηχανικών παραμέτρων των


μαργαϊκών αυτών ιζημάτων με τα φυσικά χαρακτηριστικά γενικά, όπως το πορώδες,
το ξηρό φαινόμενο βάρος, το αργιλικό κλάσμα και τον δείκτη πλαστικότητας
αποδίδεται κατά την Χριστοδουλοπούλου (2006) σε γενετικούς παράγοντες που
σχετίζονται με την ορυκτολογική σύσταση και μικροδομή, δηλαδή με τη συμμετοχή
μικροκρυσταλλικού χαλαζία στο αργιλικό κλάσμα, τη συσσωμάτωση, το ποσοστό
των πραγματικών αργιλικών ορυκτών, τον βαθμό συγκόλλησης,, την κατανομή των
δεσμών συγκόλλησης, την ενεργειακή ετερογένεια των επαφών μεταξύ των δομικών
συστατικών και το βαθμό λιθοποίησης.

Ο Tsiambaos (1990) παρατηρεί βέβαια για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι
η αύξηση των ορίων Atterberg συνοδεύεται από μείωση του ποσοστού του
ασβεστίτη. Οι Christoulas et al, (1987) επισημαίνουν για τους σχηματισμούς αυτούς
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 196

ότι οι ασυνήθιστα υψηλές τιμές των ορίων υδαρότητας και πλαστικότητας σε


δείγματα που εξετάσθηκαν οφείλονται κυρίως στο χαμηλότερο ποσοστό ανθρακικού
ασβεστίου και πιθανά και στην παρουσία οργανικών.

Οι Tsiambaos and Koukis (1990) επισημαίνουν για τις μάργες του Ηρακλείου
Κρήτης ότι η διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό αργιλικού κλάσματος από τη
κοκκομετρική ανάλυση και του πραγματικού ποσοστού των αργιλικών ορυκτών
οφείλεται στη συσσωμάτωση των αργιλικών τεμαχιδίων, την ύπαρξη μικριτικού
ασβεστίτη και χαλαζία που επιδρούν ως συγκολλητικά μέσα, επηρεάζοντας το
πορώδες, τα όρια Atterberg, την ενεργότητα και την ευαισθησία των μαργών.

Εκτός βέβαια από τη μεταβολή των φυσικών χαρακτηριστικών, ο τρόπος


εμφάνισης του ανθρακικού ασβεστίου στη δομή των μαργαϊκών ιζημάτων, καθώς και
το είδος των δομικών δεσμών που δημιουργεί είναι καθοριστικοί παράγοντες και για
τις μηχανικές ιδιότητες και τη συμπεριφορά τους στις διάφορες εντατικές
καταστάσεις. Οι Tsiambaos and Koukis (1990) αναφέρουν ότι τα σημαντικότερα
προβλήματα θεμελίωσης που συναντώνται στους Πλειοκαινικούς μαργαϊκούς
σχηματισμούς εν γένει είναι η μεγάλη διακύμανση της αντοχής σε ανεμπόδιστη
θλίψη, η χαλάρωση κάτω από την επίδραση των περιβαλλοντικών και ανθρωπογενών
παραγόντων και σε ορισμένες περιπτώσεις πιθανά η διόγκωση.

Στις δομές μικτού τύπου που απαντώνται στα ιζήματα του Νομού Αχαΐας το
ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζεται με τη μορφή μικριτικού ασβεστίτη ή με τη μορφή
σπαρριτικού ασβεστίτη. Στην πρώτη περίπτωση η κατανομή των συγκολλητικών
δεσμών είναι ομοιόμορφη, με αποτέλεσμα η αντοχή και το μέτρο ελαστικότητας να
πλησιάζουν υψηλές τιμές. Στη δεύτερη περίπτωση η κατανομή των συγκολλητικών
δεσμών είναι ανομοιόμορφη, με αποτέλεσμα ενώ το υλικό παρουσιάζει αρκετά
υψηλή τιμή τελικής αντοχής, το μέτρο παραμόρφωσης να είναι σχετικά χαμηλό
(Χριστοδουλοπούλου, 2006). Το γεγονός αυτό ευθύνεται ενδεχομένως για τη
διασπορά των τιμών των παραμέτρων μηχανικής αντοχής, όπως αυτές
προσδιορίζονται κυρίως από δοκιμές σε ανεμπόδιστη θλίψη και τριαξονικές δοκιμές,
αλλά και για τις σχετικά χαμηλές τιμές των μέτρων ελαστικότητας και
συμπιεστότητας, που προσδιορίζονται από τις τριαξονικές και τις δοκιμές
στερεοποίησης αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 197

9.3.4. Ενεργότητα

Από τις τιμές του δείκτη πλαστικότητας PI και το ποσοστό του αργιλικού
κλάσματος προσδιορίσθηκε η ενεργότητα για όλα τα δείγματα της Κατώτερης
ενότητας, η οποία κατά Skempton (1953) δίνεται από τη σχέση :

PI
Α=
% αργιλικο κλασμα

Η ενεργότητα είναι μια παράμετρος ιδιαίτερα σημαντική, κυρίως για εδαφικούς


σχηματισμούς με αυξημένα ποσοστά αργιλικών ορυκτών, τα οποία επηρεάζουν το
συγκρατούμενο από το έδαφος ποσό νερού και συνεπώς την πλαστικότητα αυτού.

Στα διαγράμματα των Σχημάτων 9.13 και 9.14 παρουσιάζεται η συσχέτιση του
ποσοστού του αργιλικού κλάσματος (<2μ) με το δείκτη πλαστικότητας PI για την
Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.

70
Δείγματα γεωτρήσεων (1,25)
Δείγματα διατριβής
60

(0,75)
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)

Κανονική
50 Ενεργή

40 Ανενεργή

30

20 (0,33)

10

0
0 10 20 30 40 50 60 70

Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.13. Διάγραμμα ενεργότητας ιζημάτων Ανώτερης ενότητας.


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 198

60
Δείγματα γεωτρήσεων
(1,33) (0,75)
Δείγματα διατριβής
50

Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%) Ενεργή Κανονική


40

Ανενεργή
30

(0,33)
20

10

0
0 10 20 30 40 50 60 70 80

Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.14. Διάγραμμα ενεργότητας ιζημάτων Κατώτερης ενότητας.

Από τις τιμές που προκύπτουν φαίνεται ότι η ενεργότητα των δειγμάτων των
γεωτρήσεων και διατριβής κυμαίνεται ως εξής (Πίνακας 9.15):

Πίνακας 9.15. Εύρος διακύμανσης τιμών ενεργότητας για τις δυο ενότητες

Δείγματα γεωτρήσεων Δείγματα διατριβής

Ανώτερη ενότητα 0,23 – 1,20 (μέση τιμή 0,56) 0,13 – 1,64 (μέση τιμή 0,54)

Κατώτερη ενότητα 0,23 – 1,12 (μέση τιμή 0,55) 0,19 – 1,23 (μέση τιμή 0,47)

Σύμφωνα λοιπόν με την κατηγοριοποίηση κατά Skempton (1953) οι σχηματισμοί


και των δύο ενοτήτων κατατάσσονται βασικά στα ανενεργά εδάφη (για Α≤0,75) με
κάποια δείγματα κανονικά, που σημαίνει εδάφη με χαμηλή ικανότητα συγκράτησης
νερού και κατιόντων. Συγκεκριμένα, το ποσοστό επί του συνόλου των δειγμάτων της
Ανώτερης ενότητας με τιμή ενεργότητας Α>0,75 ανέρχεται σε 19,5%, ενώ το
αντίστοιχο για την Κατώτερη ενότητα είναι 10,6%.

Η ελαφρώς υψηλότερη τιμή ενεργότητας των ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας


θα πρέπει να αποδοθεί στην ύπαρξη συσσωματωμάτων στη δομή τους. Εάν λάβουμε
υπόψιν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την ύπαρξη συσσωματωμάτων στα ιζήματα
αυτά, τα οποία μειώνουν το μετρούμενο ποσοστό αργιλικού κλάσματος κατά την
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 199

κοκκομέτρηση, οι τιμές της ενεργότητας αναμένονται ακόμη χαμηλότερες. Για το


λόγο αυτό σε εδάφη, όπως οι μάργες, η ενεργότητα θα πρέπει να προσδιορίζεται με
βάση το ποσοστό των πραγματικών αργιλικών ορυκτών, όπως αυτό προκύπτει από
ορυκτολογικές αναλύσεις και όχι με βάση το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος από
τις κοκκομετρικές αναλύσεις.

Πράγματι, ο προσδιορισμός της ενεργότητας με βάση το ποσοστό των αργιλικών


ορυκτών στα δείγματα στα οποία έγιναν ορυκτολογικές εξετάσεις στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Έτσι, για την Ανώτερη ενότητα η
ενεργότητα των δειγμάτων αυτών σύμφωνα με το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος
από την κοκκομετρική διαβάθμιση κυμαίνεται από 0,473 έως 0,748 (μέση τιμή
0,565), ενώ με βάση το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών από την ορυκτολογική
εξέταση κυμαίνεται από 0,105 έως 0,285 (μέση τιμή 0,210). Για τα αντίστοιχα
δείγματα της Κατώτερης ενότητας η ενεργότητα σύμφωνα με το ποσοστό αργιλικού
κλάσματος από την κοκκομετρική διαβάθμιση κυμαίνεται από 0,307 έως 0,513 (μέση
τιμή 0,421), ενώ με βάση το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών από την ορυκτολογική
εξέταση κυμαίνεται από 0,163 έως 0,429 (μέση τιμή 0,312).

Από τα ανωτέρω είναι εμφανές ότι τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας


εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη τάση συσσωμάτωσης σε σχέση με αυτά της Κατώτερης
ενότητας και για το λόγο αυτό παρουσιάζουν και μεγάλη μείωση της ενεργότητας σε
σχέση με αυτά. Ο λόγος συσσωμάτωσης άλλωστε, όπως προσδιορίσθηκε και
νωρίτερα, κυμαίνεται από 2.0 έως 4,52 για την Ανώτερη ενότητα και 1,05 έως 1,88
για την Κατώτερη ενότητα

Οι Anagnostopoulos et al (1991) αναφέρουν για τις μάργες του Ισθμού της


Κορίνθου ότι ταξινομούνται ως ανενεργές (με ενεργότητα από 0,3 έως 0,65) με βάση
το ποσοστό αργιλικού κλάσματος, ενώ αν ληφθεί υπόψη το πραγματικό ποσοστό
αργιλικών ορυκτών, τότε οι μάργες αυτές ταξινομούνται ως κανονικές (με
ενεργότητα από 0,75 έως 1,25), παρατηρώντας όμως ταυτόχρονα ότι το αργιλικό
ποσοστό των δειγμάτων είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό των πραγματικών
αργιλικών ορυκτών, λόγω της παρουσίας μικριτικού κυρίως ασβεστίτη.

Στα Σχήματα 9.15 και 9.16 παρουσιάζεται η σχέση ανάμεσα στις ενεργότητες των
δειγμάτων της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας και τις ενεργότητες διαφόρων
βασικών αργιλικών ορυκτών.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 200

60
Na Μοντμοριλλονίτης Ca Μοντμοριλλονίτης
(7,2) (1,5)

50 Ιλλίτης (0,9)

Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)

40

30

Καολινίτης (0,38)

20

10

Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70 80
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.15. Διάγραμμα συσχέτισης του αργιλικού κλάσματος με το δείκτη πλαστικότητας PI


για την Ανώτερη ενότητα, στο οποίο παρουσιάζονται και οι ενεργότητες
διαφόρων βασικών αργιλικών ορυκτών.

60
Na Μοντμοριλλονίτης Ca Μοντμπριλλονίτης
(7,2) (1,5)
50 Ιλλίτης (0,9)
Δείκτης Πλαστικότητας, PI (%)

40

30
Καολινίτης
(0,38)

20

10

Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (<2μ) (%)

Σχήμα 9.16. Διάγραμμα συσχέτισης του αργιλικού κλάσματος με το δείκτη πλαστικότητας PI


για την Κατώτερη ενότητα, στο οποίο παρουσιάζονται και οι ενεργότητες
διαφόρων βασικών αργιλικών ορυκτών.

Από τα διαγράμματα αυτά προκύπτει ότι τα δείγματα των ιζημάτων αυτών


παρουσιάζουν ενεργότητες που κυμαίνονται ανάμεσα σε αυτή του καολινίτη και του
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 201

ιλλίτη, με τα πλέον ιλυώδη δείγματα να βρίσκονται σχεδόν επάνω στη γραμμή του
καολινίτη. Το γεγονός αυτό είναι σε συμφωνία και με την ορυκτολογική σύσταση
των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας και την ενεργότητα των αργιλικών ορυκτών
που συμμετέχουν στη σύστασή τους, όπως αυτή προσδιορίσθηκε στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής και παρουσιάστηκε ανωτέρω (Κεφ. 8). Συγκεκριμένα, από την
ορυκτολογική εξέταση προέκυψε ότι τα βασικά αργιλικά ορυκτά που συμμετέχουν
στη δομή των σχηματισμών αυτών είναι ο ιλλίτης και ο καολινίτης, με ποσοστά που
κυμαίνονται από 16 έως 26% και 7 έως 13% αντίστοιχα για την Ανώτερη ενότητα,
ενώ για την Κατώτερη ενότητα από 10 έως 15% και 9 έως 18% αντίστοιχα. Ο
χλωρίτης και ο μοντμοριλλονίτης εμφανίζονται σε πολύ μικρά ποσοστά, κάτω του
10% και στις δύο ενότητες (4 έως 6% και 5,2 έως 8% αντίστοιχα για την Ανώτερη
ενότητα και 3 έως 5% και 5,2 έως 10,8% αντίστοιχα για την Κατώτερη ενότητα)..

9.3.5. Ειδικό βάρος, Ξηρό Φαινόμενο Βάρος, Φυσική υγρασία, Πορώδες και
Λόγος Κενών.

Τα αποτελέσματα των δοκιμών προσδιορισμού του ξηρού και υγρού φαινόμενου


βάρους, του ειδικού βάρους, της φυσικής υγρασίας και του λόγου κενών
καταγράφηκαν και αξιολογήθηκαν για το σύνολο των δειγμάτων που ήταν διαθέσιμα.

9.3.5.1 Ειδικό Βάρος

Με βάση τα αποτελέσματα των δοκιμών προκύπτει ότι το ειδικό βάρος των


ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 2,57 έως 2,72 με μέση τιμή 2,70 ,
ενώ για την Κατώτερη ενότητα από 2,40 έως 2,72 με μέση τιμή 2,69. Ο
προσδιορισμός του ειδικού βάρους είναι σημαντικός, γιατί αποτελεί ένδειξη για το
είδος των περιεχόμενων στο έδαφος ορυκτολογικών ή οργανικών συστατικών και για
την κρυσταλλικότητα και τη συσσωμάτωση των ορυκτών.

Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.17 και 9.18) φαίνεται η διακύμανση του
ειδικού βάρους για τα αργιλικά δείγματα (CL, CH) της Ανώτερης και Κατώτερης
ενότητας αντίστοιχα (τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των δειγμάτων
γι’αυτό και εξετάζονται κατά αποκλειστικότητα) και για τα ιλυώδη - αργιλοϊλυώδη
(CL-ML, ML).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 202

80

CL-CH
70
CL-ML, ML
60
Ποσοστό δειγμάτων

50
n = 335
40

30

20

10

0
2,60 - 2,64 2,65 - 2,69 2,70 - 2,72
Εύρος τιμών ειδικού βάρους

Σχήμα 9.17. Διασπορά τιμών ειδικού βάρους Ανώτερης ενότητας.

60,00
CL, CH

50,00 CL-ML, ML
Ποσοστό δειγμάτων

40,00
n = 325
30,00

20,00

10,00

0,00
2,60 - 2,64 2,65 - 2,69 2,70 - 2,72 2,72 - 2,75

Εύρος τιμών ειδικού βάρους

Σχήμα 9.18. Διασπορά τιμών ειδικού βάρους Κατώτερης ενότητας.

Από τα παραπάνω διαγράμματα προκύπτει ότι για την Ανώτερη ενότητα τα


ιλυώδη - αργιλοϊλυώδη δείγματα εμφανίζουν ελαφρώς χαμηλότερες τιμές εδικού
βάρους από τα αργιλικά δείγματα, γεγονός που δεν παρατηρείται στα δείγματα της
Κατώτερης ενότητας.

Η μέση τιμή που παρουσιάζουν οι ορίζοντες αυτοί δεν υποδηλώνει σημαντική


απόκλιση από τις τιμές ειδικού βάρους των κυριότερων ορυκτών που συμμετέχουν
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 203

στη δομή των ιζημάτων αυτών, με τον ασβεστίτη να έχει τιμή 2,72, τον χαλαζία 2,65,
τον καολινίτη 2,60, τον ιλλίτη 2,80, τον χλωρίτη από 2,60 έως 2,90 και τον
μοντμοριλλονίτη από 2,65 έως 2,80. Παρατηρούνται βέβαια και τιμές, οι οποίες είναι
χαμηλότερες από τις τιμές ειδικού βάρους των ορυκτών που δομούν τους
σχηματισμούς αυτούς. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αιτιολογηθεί από την
ύπαρξη των μικροκελύφων των απολιθωμάτων, τα οποία συνίστανται από
κρυστάλλους ασβεστίτη με μικροσκοπικούς πόρους, καθώς και από την ύπαρξη
συσσωματωμάτων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μη συμπαγών κόκκων μεγέθους
ιλύος.

9.3.5.2 Ξηρό Φαινόμενο Βάρος

Οι τιμές για το ξηρό φαινόμενο βάρος για το σύνολο των δειγμάτων κυμαίνονται
από 14,50 έως 19,70 KN/m3, με μέση τιμή 17,13 KN/m3 για την Ανώτερη ενότητα και
από 14,30 έως 20,5 KN/m3, με μέση τιμή 17,01 KN/m3 για την Κατώτερη, ενώ οι
τιμές για το υγρό φαινόμενο βάρος κυμαίνονται για την Ανώτερη ενότητα από 16,60
έως 24 KN/m3, με μέσο όρο 20,40 KN/m3, και για την Κατώτερη ενότητα από 17,70
έως 23,10 KN/m3, με μέσο όρο 20,40 KN/m3 .
Στα Σχήματα 9.19 και 9.20 φαίνεται η συσχέτιση ανάμεσα στην περιεχόμενη
φυσική υγρασία των δειγμάτων και το ξηρό φαινόμενο βάρος γd για την Ανώτερη και
την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.

40
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
Ξηρό φαινόμενο βάρος (KN/m)

35
3

30

γd = -0,1586w + 20,256
25
R2 = 0,3799

20

15

10
0 10 20 30 40 50

Υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.19. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd,
για την Ανώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 204

24

22

Ξηρό φαινόμενο βάρος (KN/m3)


γd = 21,977e-0,0122w
20
R2 = 0,6562

18

16

14

12
Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
10
0 5 10 15 20 25 30 35 40 45

Φυσική υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.20. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το ξηρό φαινόμενο βάρος, γd, για
την Κατώτερη ενότητα.

Από τα διαγράμματα αυτά προκύπτει καλή συσχέτιση ανάμεσα στις δοκιμές της
παρούσας διατριβής, με τις δοκιμές στα δείγματα των γεωτρήσεων. Παρατηρείται ότι
υπάρχει σαφής μείωση του ξηρού φαινόμενου βάρους με την αύξηση της
περιεχόμενης φυσικής υγρασίας των δειγμάτων, Η Ανώτερη δε ενότητα παρουσιάζει
κάπως χαμηλότερες τιμές περιεχόμενης φυσικής υγρασίας σε σχέση με την
Κατώτερη.

Συμπερασματικά, οι τιμές τόσο του ειδικού βάρους, όσο και του υγρού και ξηρού
φαινόμενου βάρους δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σημαντικά ανάμεσα στις
μάργες της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας. Οι τυπικές τιμές του ξηρού
φαινόμενου βάρους που δίνονται από Holtz and Kovacs (1981) για τέτοιας φύσης
υλικά (ιλύες – άργιλοι) είναι 6 έως 20 KN/m3 , ενώ για το υγρό φαινόμενο βάρος
καταγράφουν τιμές 14 έως 21 KN/m3 , με τις οποίες γενικά συμφωνούν τα
αποτελέσματα των υπο μελέτη μαργαϊκών σχηματισμών.

9.3.5.3 Φυσική υγρασία

Η φυσική υγρασία του συνόλου των δειγμάτων κυμαίνεται για την Ανώτερη
ενότητα από 7% έως 35% περίπου, με μέση τιμή 18% περίπου, ενώ για την Κατώτερη
ενότητα από 10% έως 35% περίπου, με μέση τιμή 22%.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 205

Στα Σχήματα 9.21 και 9.22 φαίνεται η συσχέτιση της περιεχόμενης φυσικής
υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για την Ανώτερη και την Κατώτερη
ενότητα αντίστοιχα.

45

40
Όριο πλαστικότητας, PI (%)

35

30

25

20

15

10

5 Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 10 20 30 40

Υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.21. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για
την Ανώτερη ενότητα.

45

40

35
Όριο πλαστικότητας, PI (%)

30

25

20

15

10

5 Δείγματα γεωτρήσεων
Δείγματα διατριβής
0
0 5 10 15 20 25 30 35 40 45

Υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.22. Διάγραμμα συσχέτισης φυσικής υγρασίας, w, με το όριο πλαστικότητας, PL, για
την Κατώτερη ενότητα.

Στο διάγραμμα των ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας παρατηρείται αρχικά


μεγαλύτερη διασπορά των δειγμάτων, όσον αφορά στην περιεχόμενη φυσική υγρασία
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 206

τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο ορίζοντας αποτελεί ουσιαστικά
μικτή φάση, στην οποία συμμετέχουν άργιλοι, ιλύες, αργιλοϊλύες και άμμοι, με
διαφορετικά ποσοστά φυσικής υγρασίας, σε αντίθεση με την Κατώτερη ενότητα,
όπου η παρουσία των αμμωδών οριζόντων είναι πλέον διακριτή, με τη μορφή κυρίως
φακών.

Τα μαργαϊκά ιζήματα της Κατώτερης ενότητας εμφανίζουν ελαφρώς μεγαλύτερες


τιμές φυσικής υγρασίας σε σχέση με αυτά της Ανώτερης ενότητας, ενώ οι τιμές του
ορίου πλαστικότητας, όπως προαναφέρθηκε, δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές.

Το μεγαλύτερο τμήμα των δειγμάτων που εξετάσθηκαν, τόσο για την Ανώτερη
όσο και για την Κατώτερη ενότητα, παρουσιάζει τιμές φυσικής υγρασίας μεγαλύτερες
από το όριο πλαστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο εδαφικός σχηματισμός στο
μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται σε πλάστιμη κατάσταση, μπορεί δηλαδή να δεχθεί
μεγάλες παραμορφώσεις χωρίς ρηγμάτωση. Αντίθετα, παρατηρείται ότι για το
μεγαλύτερο μέρος των δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας, τα οποία λήφθηκαν και
εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, το όριο πλαστικότητας
παρουσιάζει υψηλότερες τιμές από την περιεχόμενη φυσική υγρασία και γενικά τιμές
ελαφρώς υψηλότερες από αυτές των αντίστοιχων δειγμάτων των γεωτρήσεων,
γεγονός το οποίο είχε άλλωστε διαφανεί και από το διάγραμμα του Σχήματος 9.11.
Αντίστοιχη είναι η παρατήρηση και για την περίπτωση της Κατώτερης ενότητας,
όπου βέβαια στην περίπτωση αυτή υπάρχει και αριθμός δειγμάτων με τιμές φυσικής
υγρασίας μεγαλύτερες του PL, παρ’όλα αυτά οι τιμές των δειγμάτων παρουσιάζουν
μεγαλύτερη διασπορά.

Για την περίπτωση των δειγμάτων της παρούσας διατριβής θα μπορούσε να


θεωρηθεί ότι ίσως η περιεχόμενη υγρασία των δειγμάτων να μην είναι η
αντιπροσωπευτική των σχηματισμών, δεδομένου ότι η πλειοψηφία αυτών λήφθηκε
από πρανή φυσικών ή τεχνητών ορυγμάτων, τα οποία θα πρέπει να είχαν επιφανειακά
απωλέσει μέρος της φυσικής τους υγρασίας.

9.3.5.4. Λόγος κενών

Τέλος, ο λόγος κενών που προσδιορίσθηκε κυμαίνεται από 0,36 έως 0,66, με
μέση τιμή 0,51 για την Ανώτερη ενότητα και από 0,28 έως 0,70, με μέση τιμή 0,45
για την Κατώτερη. Οι ενδεικτικές τιμές για τον λόγο κενών που δίνονται από τους
Johnson and De Graff (1988) είναι για άργιλο (με 30% έως 50% ποσοστό αργιλικού
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 207

κλάσματος) από 0,5 έως 2,4 για πυκνή και χαλαρή άργιλο αντίστοιχα και για αμμώδη
ή ιλυώδη άργιλο από 0,25 έως 1,8. Επιπλέον, οι Λαγγιώτης και Σπηλιώπουλος (1978)
δίνουν ενδεικτικά για στιφρή παγετώδη άργιλο λόγο κενών 0,6 (από Κούκης –
Σαμπατακάκης, 2002).

Συγκεντρωτικά, το εύρος διακύμανσης των τιμών των παραπάνω φυσικών


παραμέτρων παρουσιάζεται στον Πίνακα 9.16.

Πίνακας 9.16. Εύρος διακύμανσης τιμών φυσικών παραμέτρων για τις δύο ενότητες

Ειδικό Ξηρό φαινόμενο Υγρό φαινόμενο Φυσική Πορώδες n


Λόγος κενών e
βάρος βάρος (KN/m3) βάρος (ΚΝ/μ3) υγρασία (%) (%)
2,57 – 2,72 21,5 – 50,6
Ανώτερη 14,50 – 19,70 16,60 – 24,0 (μέση 7 – 35 0,36 – 0,66
(μέση τιμή (μέση τιμή
ενότητα (μέση τιμή 17,13) τιμή 20,40) (μέση τιμή 18) (μέση τιμή 0,51)
2,70) 34,5)
2,40 – 2,72 22,3 – 53,3
Κατώτερη 14,30 – 20,50 17,70 – 23,10 10 – 35 0,28 – 0,70
(μέση τιμή (μέση τιμή
ενότητα (μέση τιμή 17,01) (μέση τιμή 20,40) (μέση τιμή 22) (μέση τιμή 0,45)
2,69) 35,9)

9.3.6 Διογκωσιμότητα εδαφών

Η διογκωσιμότητα, ως ιδιότητα των εδαφικών σχηματισμών γενικότερα είναι


ιδιαίτερα σημαντική και ειδικότερα για τα εδάφη εκείνα τα οποία, όπως και στην
περίπτωση των μαργών, εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά αργιλικών ορυκτών. Η
διόγκωση ενεργοποιείται με την αύξηση της περιεχόμενης υγρασίας του εδάφους
πέρα από κάποιο κρίσιμο όριο και μπορεί να οδηγήσει ενδεχόμενα στην
παραμόρφωση τεχνικών έργων που είναι θεμελιωμένα στα εδάφη αυτά, καθώς και
στην εκδήλωση επιφανειακών ολισθήσεων σε πρανή τέτοιων σχηματισμών.

Κύριος παράγοντας που σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα διόγκωσης των


εδαφικών υλικών είναι η πλαστικότητά τους. Έτσι, όσο μεγαλύτερη πλαστικότητα
έχει ένας εδαφικός σχηματισμός, τόσο μεγαλύτερη τάση για διόγκωση εμφανίζει
(Holtz and Kovacs, 1981). H δυνατότητα διόγκωσης υπάρχει σε εδάφη με όριο
υδαρότητας, LL, μεγαλύτερο του 40 και δείκτη πλαστικότητας, PI, μεγαλύτερο του
15 (από Κούκης – Σαμπατακάκης, 2002). Οι Seed et al (1962) θεωρούν ότι τιμές
PI>35 περιγράφουν εδάφη με πολύ υψηλή διογκωσιμότητα. Το ποσοστό της
διόγκωσης (ή συρρίκνωσης) ενός εδαφικού σχηματισμού εξαρτάται τόσο από την
ορυκτολογική σύσταση και δομή αυτού, όσο και από τη φυσική υγρασία και τις
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 208

τάσεις που αναπτύσσονται λόγω υπερκειμένων στρωμάτων ή λόγω τεχνητής


φόρτισης. Η διαδικασία της διόγκωσης δεν είναι πλήρως αντιστρεπτή.
Στα Σχήματα 9.23 και 9.24 παρουσιάζονται τα διαγράμματα διογκωσιμότητας της
Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας, σύμφωνα με το διάγραμμα διογκωσιμότητας
εδαφών (Williams, 1958).

60
Δείγματα γεωτρήσεων
Α=2.0 Α=1.0
Δείγματα διατριβής

50
Πολύ υψηλή
διογκωσιμότητα
Δείκτης πλαστικότητας, PI

40
Α=0.5
Υψηλή
30

Μέση
20

10
Χαμηλή
διογκωσιμότητα

0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.23. Διάγραμμα διογκωσιμότητας εδαφών Ανώτερης ενότητας

60
Δείγματα γεωτρήσεων
A=2.0 A=1.0
Δείγματα διατριβής

50
Πολύ υψηλή
διογκωσιμότητα
Δείκτης πλαστικότητας, PI

40

A=0.5

30 Υψηλή

20 Μέση

Χαμηλή
10 διογκωσιμότητα

0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.24. Διάγραμμα διογκωσιμότητας εδαφών Κατώτερης ενότητας


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 209

Από το διάγραμμα των ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας φαίνεται ότι τα


δείγματα παρουσιάζουν διασπορά, εμφανίζοντας τάση για χαμηλή, μέση, υψηλή, έως
και πολύ υψηλή για ορισμένα δείγματα διόγκωση. Το μεγαλύτερο ποσοστό βέβαια
των δειγμάτων (περίπου 71%) βρίσκεται στην περιοχή της μέσης έως χαμηλής
διογκωσιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, χαμηλή διογκωσιμότητα εμφανίζει το 44,5%
των δειγμάτων περίπου, ενώ μέση διογκωσιμότητα το 26,5%. Όσον αφορά στα
δείγματα που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, αυτά βρίσκονται
στην πλειοψηφία τους (σε ποσοστό περίπου 90%) στην περιοχή χαμηλής
διογκωσιμότητας, με μερικά μόνο δείγματα στην περιοχή της μέσης
διογκωσιμότητας.

Η διασπορά των δειγμάτων παρατηρείται και στο διάγραμμα των ιζημάτων της
Κατώτερης ενότητας. Πράγματι το σύνολο των δειγμάτων των γεωτρήσεων
κατανέμεται στις περιοχές της χαμηλής, μέσης και υψηλής διογκωσιμότητας, με
μόλις τρία δείγματα στην περιοχή της πολύ υψηλής διογκωσιμότητας. Το μεγαλύτερο
ποσοστό των δειγμάτων (περίπου 78,8%) είναι στην περιοχή της χαμηλής
διογκωσιμότητας, ενώ στην περιοχή της μέσης διογκωσιμότητας περίπου το 17% των
δειγμάτων. Στην Κατώτερη ενότητα η ταύτιση των αποτελεσμάτων από τα δείγματα
των γεωτρήσεων με αυτά που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής είναι
πολύ καλύτερη, καθώς τα τελευταία επιβεβαιώνουν ακριβώς τα όσα αναφέρθηκαν
ανωτέρω. Έτσι, το 75,2% περίπου των δειγμάτων εμφανίζει χαμηλή διογκωσιμότητα,
το 19,8% μέση και μόλις το 5% υψηλή διογκωσιμότητα.

Για την ερμηνεία των διαγραμμάτων αυτών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, εκτός
των άλλων και το γεγονός ότι το ποσοστό του αργιλικού κλάσματος στο οποίο
βασίζονται δεν αντιπροσωπεύει το πραγματικό ποσοστό αργιλικών ορυκτών, όπως
αναφέρθηκε και νωρίτερα. Ενδεικτικό της μεταβολής των αποτελεσμάτων με βάση
την ταξινόμηση κατά Williams, εξαιτίας και μόνο της μη αντιπροσωπευτικής τιμής
του αργιλικού κλάσματος (και χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε άλλες
αβεβαιότητες που αναφέρονται παρακάτω) είναι το διάγραμμα που παρουσιάζεται
στο Σχήμα 9.25. Στο διάγραμμα αυτό εμφανίζονται οι τιμές για την Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα με βάση τόσο το αργιλικό κλάσμα από την κοκκομετρική
ανάλυση, όσο και το ποσοστό αργιλικών ορυκτών από την ορυκτολογική εξέταση. Οι
τιμές αυτές αναφέρονται σε δείγματα που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής και στα οποία πραγματοποιήθηκαν ορυκτολογικές αναλύσεις. Βέβαια, ο
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 210

αριθμός των δειγμάτων είναι σχετικά μικρός, παρόλα αυτά ενδεικτικός της επιρροής
των συσσωματωμάτων που δημιουργούν οι σχηματισμοί αυτοί στην εξαγωγή ορθών
αποτελεσμάτων.

Ανώτερη ενότητα
60 Με το % αργιλικού κλάσμ.(κοκκομετρική αναλ.)
Με το % αργιλικών ορυκτών (ορυκτολογική αναλ.)
Κατώτερη ενότητα Α=1.0
Διαφοροποίηση όπως ανωτέρω
50

Α=2.0 Πολύ υψηλή


Δείκτης πλαστικότητας, PI

40 διογκωσιμότητα
Α=0.5

30
Υψηλή

Χαμηλή
20 διογκωσιμότητα
Μέση

10

0
0 10 20 30 40 50 60 70
Αργιλικό κλάσμα (%<2μ)

Σχήμα 9.25. Επίδραση στην κατάταξη των σχηματισμών ως προς τη διογκωσιμότητά τους,
λόγω συσσωματωμάτων στη δομή τους.

Ο Τσιαμπάος (1989) παρατήρησε για τις μάργες του Ηρακλείου ότι, με βάση το
σύστημα ταξινόμησης του Williams (1958) το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 70%)
των λευκοκίτρινων – καστανοκίτρινων μαργών ταξινομείται στα εδάφη με μέση και
υψηλή διογκωσιμότητα, ενώ το 30,8% των τεφρών – τεφροκύανων μαργών
ταξινομείται στα εδάφη με υψηλή και πολύ υψηλή διογκωσιμότητα.

Ο Seed et al (1962) πρότειναν, με βάση δοκιμές που πραγματοποίησαν σε


δείγματα συμπυκνωμένων τεχνητών μειγμάτων άμμου - αργίλου, μια ταξινόμηση
των εδαφών με βάση το δυναμικό διόγκωσης αυτών. Προσδιόρισαν έτσι το δυναμικό
διόγκωσης S από τη σχέση:
S=(3.6ּ10-5) ּA2.44 ּC4.44
όπου Α = ενεργότητα και
C = αργιλικό κλάσμα.

Για φυσικά εδάφη πρότειναν τη σχέση S=(2,16ּ10-3)ּPI2.44, συσχετίζοντας το


δυναμικό διόγκωσης με το δείκτη πλαστικότητας, PI.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 211

Με βάση τη θεώρηση αυτή προσδιορίστηκε το δυναμικό διόγκωσης τόσο για τα


ιζήματα της Ανώτερης ενότητας, όσο και για αυτά της Κατώτερης ενότητας. Έτσι, για
την Ανώτερη ενότητα το δυναμικό διόγκωσης κυμαίνεται από 0,11% έως και 17,52%,
με μέση τιμή 3,8% περίπου. Με βάση την κατάταξη κατά Seed et al (1962) τα
δείγματα της Ανώτερης ενότητας χαρακτηρίζονται από χαμηλή έως υψηλή
διογκωσιμότητα, με τη μέση τιμή να αντιπροσωπεύει έναν εδαφικό σχηματισμό
μέσης διογκωσιμότητας (1.5% με 5%, κατά Seed et al). Αντίστοιχα για τα δείγματα
της Κατώτερης ενότητας το δυναμικό διογκωσιμότητας κυμαίνεται από 0,03% έως
και 23,35%, με μέση τιμή 3,42%. Έτσι, τα δείγματα αυτά μπορούν να
χαρακτηριστούν από χαμηλής έως υψηλής διογκωσιμότητας, ενώ η μέση τιμή τους
αντιπροσωπεύει σχηματισμό μέσης διογκωσιμότητας.

Με βάση το σύστημα ταξινόμησης κατά Seed et al (1962) ο Τσιαμπάος (1989)


βρήκε για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι, το δυναμικό διόγκωσης των
λευκοκίτρινων – καστανοκίτρινων μαργών κυμαίνεται από 0,05 έως 13,5 (χαμηλή
έως υψηλή διογκωσιμότητα), ενώ για τις τεφρές – τεφροκύανες μάργες κυμαίνεται
από 0,6 έως 40,9 (χαμηλή έως πολύ υψηλή διογκωσιμότητα).

Οι Τσιαμπάος και Τσαλιγόπουλος (1995) αναφέρουν ότι για τα Ελληνικά εδάφη


και συγκεκριμένα για τις νεογενείς μάργες έχουν προσδιορισθεί τάσεις διόγκωσης 90-
150 KPa, με ποσοστό διόγκωσης 1,7 – 2,09% (από Κούκης - Σαμπατακάκης, 2002).

Με βάση τις δοκιμές προσδιορισμού της διόγκωσης που πραγματοποίησε ο


Τσιαμπάος (1989) για τις μάργες του Ηρακλείου και τη συγκριτική αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων αυτών παρατήρησε τα εξής :

- Η διογκωσιμότητα των μαργών επηρεάζεται από το περιεχόμενο ποσοστό


ανθρακικού ασβεστίου. Έτσι, οι μάργες και οι αργιλικές μάργες με ποσοστά
CaCO3 <50% περίπου είναι δυνατόν να παρουσιάσουν προβλήματα λόγω
διογκωσιμότητας, ενώ αντίθετα οι ασβεστολιθικές μάργες με υψηλό ποσοστό
CaCO3 μπορούν να καταταγούν ποιοτικά στα μη διογκούμενα εδάφη.

- Το όριο συρρίκνωσης των σχηματισμών αυτών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη
διογκωσιμότητά τους, καθώς μια χαμηλή τιμή αυτού δείχνει ότι το έδαφος μπορεί
να μεταβάλλει τον όγκο του από μικρότερες τιμές φυσικής υγρασίας. Αντίθετα,
σχετικά μεγάλη τιμή αυτού μπορεί να μειώσει τη διογκωσιμότητα του εδάφους, η
οποία σε συσχέτιση μόνο με το δείκτη πλαστικότητας και το αργιλικό κλάσμα θα
μπορούσε να ταξινομηθεί σε υψηλότερες τιμές.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 212

- Όσον αφορά στην ταξινόμηση κατά Williams (1958) αναφέρει ότι αποτελεί
ποιοτική ταξινόμηση με μικρή πρακτική αξία, η οποία θα πρέπει να
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα ποιοτικά κριτήρια.

- Όπως προέκυψε από τις δοκιμές διόγκωσης στο οιδήμετρο, αλλά και από τις
δοκιμές διόγκωσης στη συσκευή Duncan, οι τιμές της τάσης διόγκωσης
εξαρτώνται και από την αρχική φυσική υγρασία. Έτσι, παρουσιάζουν τόσο
μεγαλύτερη τάση διόγκωσης, αλλά και αύξηση της ελεύθερης διόγκωσης, όσο
μικρότερη είναι η αρχική φυσική υγρασία τους. Όταν η αρχική υγρασία έχει τιμές
περίπου ίσες με το όριο συρρίκνωσης ή και μικρότερες από αυτό, τότε η ελεύθερη
διόγκωση λαμβάνει κάποια μέγιστη σταθερή τιμή, ανεξάρτητα από το ποσοστό
της αρχικής υγρασίας.

9.3.7. Δοκιμή χαλάρωσης

Η δοκιμή χαλάρωσης έχει ως στόχο την εκτίμηση της ανθεκτικότητας του


σχηματισμού στη χαλάρωση της δομής του, εξαιτίας της φυσικής του αποσάθρωσης.
Η αποσάθρωση των διαφόρων σχηματισμών οφείλεται σε φυσικούς, χημικούς και
βιολογικούς παράγοντες, που δρουν μακροχρόνια και συνήθως με βραδύ ρυθμό
(Ρόζος, 1989). Από τη δοκιμή αυτή υπολογίζεται ο δείκτης Id, μετά από συνήθως
τουλάχιστον τρεις διαδοχικούς κύκλους ύγρανσης και ξήρανσης των δειγμάτων.

Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής έγιναν δοκιμές για τον προσδιορισμό του
δείκτη χαλάρωσης, Id, σε τέσσερα δείγματα (4) της Ανώτερης ενότητας και τριάντα
πέντε (35) δείγματα της Κατώτερης ενότητας.

Από τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών προκύπτει ότι ο δείκτης


διαβρωσιμότητας Id1 κυμαίνεται από 25,82 έως 63,72% για την Ανώτερη ενότητα και
2,67 έως 66,07% για την Κατώτερη. Ο δείκτης Id2 κυμαίνεται για την Ανώτερη
ενότητα από 2,23 έως 37,05% και για την Κατώτερη από 0,99 έως 61,25%. Τα
δείγματα παρουσιάζουν δηλαδή κυρίως πολύ χαμηλή έως χαμηλή διαβρωσιμότητα,
με πολύ μικρό αριθμό δειγμάτων να κατατάσσεται ως μέτριας διαβρωσιμότητας,
σύμφωνα με την κατάταξη κατά Franklin & Chandra (1972).

Ο Ρόζος (1989) και οι Rozos & Koukis (1993) εξέτασαν την ανθεκτικότητα των
ιζημάτων του Ν. Αχαΐας στις κλιματικές μεταβολές, με βάση το δείκτη
διαβρωσιμότητας, Id2, για τους τρεις διακριτούς λιθολογικούς ορίζοντες που
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 213

διαχώρισαν τα ιζήματα αυτά. Έτσι, τη χαμηλότερη ανθεκτικότητα παρουσιάζουν οι


αμμώδεις – ψαμμιτικοί ορίζοντες (μέση τιμή Id2 8,1%), οι αργιλόμαργες την ίδια
εικόνα με μέση τιμή Id2 9,4%, ενώ από τους μαργαϊκούς ορίζοντες οι στιφρές μάργες
έχουν μέση τιμή Id2 24,6% και οι υπόλοιπες 9,3%. Γενικά, τα λεπτομερή αυτά
ιζήματα παρουσιάζουν πολύ χαμηλή ανθεκτικότητα, που δε διαφέρει σημαντικά από
ορίζοντα σε ορίζοντα.
Στα Σχήματα 9.26 και 9.27 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των δοκιμών
χαλάρωσης για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα, σύμφωνα με την
κατάταξη κατά Gamble (1971).
Με βάση τα ανωτέρω διαγράμματα φαίνεται ότι ο δείκτης διαβρωσιμότητας και
για τις δύο ενότητες χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλός έως χαμηλός, ενώ ο δείκτης
πλαστικότητας χαμηλός για την Ανώτερη ενότητα και μέσος για την Κατώτερη.

Στα διαγράμματα (Σχήματα 9.28 και 9.29) παρουσιάζεται η συσχέτιση ανάμεσα


στους κύκλους χαλάρωσης και τους αντίστοιχους δείκτες διάβρωσιμότητας Id1 και
Id2 για κάθε μία από τις δύο ενότητες και για κάθε δείγμα χωριστά. Στην Κατώτερη
ενότητα παρουσιάζονται τα δείγματα εκείνα στα οποία πραγματοποιήθηκαν δύο
κύκλοι χαλάρωσης, σε δύο δε εκ των δειγμάτων έγιναν ενδεικτικά και
παρουσιάζονται τρεις κύκλοι χαλάρωσης.

60
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
50
υψηλή
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)

40

30
μέση

20

10
χαμηλή

0
0 20 40 60 80 100
Πολύ χαμηλή χαμηλή μέτρια μέτρια υψηλή

Δείκτης διαβρωσιμότητας, Id1 (%)

Σχήμα 9.26. Κατάταξη με βάση το δείκτη διαβρωσιμότητας, Id1, και το δείκτη πλαστικότητας.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 214

60
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
50

υψηλή
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%) 40

30

20
μέση

10
χαμηλή

0
0 20 40 60 80 100
Πολύ χαμηλή χαμηλή μέτρια μέτρια υψηλή

Δείκτης διαβρωσιμότητας, Id2 (%)

Σχήμα 9.27. Κατάταξη με βάση το δείκτη διαβρωσιμότητας, Id2, και το δείκτη


πλαστικότητας.

3,5

3
Αριθμός κύκλων χαλάρωσης

2,5

1,5

0,5

0
0 20 40 60 80 100

Δείκτες χαλάρωσης

Σχήμα 9.28. Διάγραμμα συσχέτισης κύκλων χαλάρωσης με τους αντίστοιχους δείκτες


διαβρωσιμότητας – Ανώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 215

3,5

Αριθμός κύκλων χαλάρωσης


3

2,5

1,5

0,5

0
0 20 40 60 80 100

Δείκτες χαλάρωσης

Σχήμα 9.29. Διάγραμμα συσχέτισης κύκλων χαλάρωσης με τους αντίστοιχους δείκτες


διαβρωσιμότητας – Κατώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 216

9.4. Εργαστηριακές δοκιμές – Μηχανικά χαρακτηριστικά. Αξιολόγηση


των αποτελεσμάτων.

9.4.1 Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη

Η δοκιμή προσδιορισμού της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη πραγματοποιείται με


την επιβολή θλιπτικού αξονικού φορτίου σε μορφωμένο κυλινδρικό δοκίμιο, χωρίς
πλευρική παρεμπόδιση, και συνεχή καταγραφή των παραμορφώσεων αυτού, έως
ότου επέλθει αστοχία του δοκιμίου ή έως ότου η παραμόρφωση φτάσει την τιμή του
20%. Η αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη είναι η μέγιστη τιμή της τάσης που
καταγράφεται ή η τάση που αντιστοιχεί σε παραμόρφωση 20%.

Στα πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου πραγματοποιήθηκε μεγάλος


αριθμός δοκιμών σε ανεμπόδιστη θλίψη. Τα αποτελέσματα όλων των δοκιμών
συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν στις δύο ενότητες, την Ανώτερη και την
Κατώτερη, σύμφωνα με το διαχωρισμό των δειγμάτων, όπως αυτός
πραγματοποιήθηκε με τη θεώρηση της παρούσας διατριβής. Εξετάσθηκαν έτσι
συνολικά 281 δείγματα, εκ των οποίων 86 από τους σχηματισμούς της Ανώτερης
ενότητας και 195 από τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.

Από τις δοκιμές αυτές προκύπτει ότι για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η
αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη κυμαίνεται από 26 KPa έως 1010 KPa, με μέση τιμή
312 KPa. Αντίστοιχα, τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας έχουν αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη που κυμαίνεται από 35 KPa έως 1700 KPa περίπου, με μέση τιμή
περίπου 350 KPa. Οι αντίστοιχες τιμές φυσικής υγρασίας κυμαίνονται για την
Ανώτερη ενότητα από 11,2% έως 36%, με μέση τιμή 20,7%, ενώ για την Κατώτερη
ενότητα από 10,5% έως 35,4%, με μέση τιμή 20,9%.

Στα Σχήματα 9.30 και 9.31 παρουσιάζονται τα ιστογράμματα κατανομής των


τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα
αντίστοιχα για το σύνολο των δειγμάτων.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 217

50,00
n = 86
45,00
μέσο qu = 280 KPa
40,00
Ποσοστό δειγμάτων (%) 35,00

30,00

25,00

20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
<25 25-50 50-100 100-250 250-500 500-1000

Τιμές ανεμπόδιστης θλίψης (Kpa)

Σχήμα 9.30. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Ανώτερη ενότητα.

45,00

40,00
n = 195
35,00
Ποσοστό δειγμάτων (%)

μέσο qu = 300 KPa


30,00

25,00
20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
0-25

25-50

50-100

100-250

250-500

500-1000

1000-2000

Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη (KPa)

Σχήμα 9.31. Κατανομή τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη για την Κατώτερη ενότητα.

Από τα διαγράμματα αυτά συμπεραίνονται τα εξής:

- Τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας δεν παρουσιάζουν κανονική κατανομή της


αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη. Περίπου 28,9% των δειγμάτων έχει αντοχή που
κυμαίνεται από 300 KPa έως 400 KPa , ενώ 21,7% των δειγμάτων από 200 KPa
έως 300 KPa. Ένας μεγάλος αριθμός δειγμάτων (περίπου το 16,9% του συνόλου)
παρουσιάζει τιμές μικρότερες των 100 KPa.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 218

- Τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας σε ποσοστό 60% περίπου των δειγμάτων


έχουν τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη από 50 έως 350 KPa. Συγκεκριμένα, η
ανεμπόδιστη θλίψη για το 21,5% των δειγμάτων κυμαίνεται από 250 έως 350
KPa, στο 20% από 150 έως 250 KPa, ενώ στο 19% από 50 έως 150KPa.
Επιπλέον, συνολικά ένα ποσοστό περίπου 23% έχει αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη
από 350 έως 550 KPa.

- Συγκριτικά, τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν μεγαλύτερες


τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη σε σχέση με αυτά της Ανώτερης ενότητας,
γεγονός που ήταν άλλωστε αναμενόμενο.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής εκτελέσθηκαν δώδεκα δοκιμές ανεμπόδιστης


θλίψης σε δείγματα και από τους δύο ορίζοντες . Οι τιμές αντοχής που μετρήθηκαν
ήταν από 579 έως 1358 KPa για έξι δείγματα από τις τεφρές-τεφροκύανες μάργες της
Κατώτερης ενότητας, ενώ για την Ανώτερη ενότητα οι έξι δοκιμές έδωσαν τιμές από
133 έως 870 KPa αντίστοιχα. Οι αντίστοιχες τιμές της φυσικής υγρασίας είναι από
11.73 έως 24.97% έως 24,97% για την Κατώτερη ενότητα και για την Ανώτερη από
10,01 και 25%. Αναλυτικά, τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών παρουσιάζονται
στον κατωτέρω Πίνακα 9.17.

Πίνακας 9.17. Τιμές αντοχής και φυσικής υγρασίας για τις δύο ενότητες

Αριθμός
qu (Kpa) w (%)
δείγματος

Ανώτερη ενότητα

Δ1 780 23.2

Δ4 634 18.0

Δ5 870 18.1

Δ6 133 25.0

Δ7 398 10.01

Δ8 647 11.47

Κατώτερη ενότητα

Δ109 1358 -

Δ110 579 23.0

Δ117 845 24.97

Δ118 1187 20.81

Δ119 832 11.73

Δ120 683 22.18


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 219

Ο Κωστόπουλος (1985) θεώρησε την παραδοχή της τιμής qu = 0.4MPa ως κάτω


όριο του όλου φάσματος αντοχής που χαρακτηρίζει μια “ενδιάμεση συμπεριφορά”
ανάμεσα στο έδαφος και τον βράχο, δεχόμενος την τιμή qu = 2MPa ως την αντίστοιχη
ανώτερη οριακή τιμή.

Σύμφωνα με τα όλα τα παραπάνω παρατηρείται ότι τα δείγματα που εξετάσθηκαν


τόσο για την Ανώτερη όσο και για την Κατώτερη ενότητα, κατατάσσονται με βάση
την αντοχή τους σε ανεμπόδιστη θλίψη από “εδάφη” έως “σκληρά εδάφη – μαλακοί
βράχοι”, με τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας να συμμετέχουν στη δεύτερη
κατηγορία σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας.

Στα Σχήματα 9.32 και 9.33 φαίνεται η συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη
θλίψη με το βάθος δειγματοληψίας, για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα
αντίστοιχα.

Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη (KPa)

0 200 400 600 800 1000 1200 1400


0

5
Βάθος (m)

10

15

20

25

Σχήμα 9.32. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το βάθος –


Ανώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 220

Αντοχή σε ανεμπόδιστη (ΚPα)


0 200 400 600 800 1000 1200 1400
0

10

15
Βάθος (m)

20

25

30

35

40

Σχήμα 9.33. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το βάθος –


Κατώτερη ενότητα

Από τα ανωτέρω διαγράμματα δεν προκύπτει κάποια σαφής συσχέτιση, παρά


μόνο μια τάση αύξησης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το βάθος, ενώ φαίνεται
να διατηρείται σχεδόν σταθερή διακύμανση των τιμών, με τους σχηματισμούς της
Ανώτερης ενότητας να παρουσιάζουν και σε αυτή την περίπτωση μεγαλύτερη
διασπορά. Στο διάγραμμα της Κατώτερης ενότητας φαίνεται ότι σε βάθος από 10m
έως περίπου 20m υπάρχουν δείγματα που εμφανίζουν αυξημένη αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη.

Ο Τσιαμπάος (1989) αναφέρει για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης ότι η μη
εξάρτηση της αντοχής τους σε ανεμπόδιστη θλίψη από το βάθος μπορεί να εξηγηθεί
εάν ληφθεί υπόψη ότι οι μάργες ως γεωλογικοί σχηματισμοί έχουν υποστεί μετά την
απόθεσή τους τεκτονικές καταπονήσεις και φυσικοχημικές διεργασίες, η επίδραση
των οποίων στην αντοχή είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτή που έχει το βάρος
των υπερκειμένων στρωμάτων αν λειτουργούσε ανεξάρτητα.
Ο Κωστόπουλος (1985) παρατήρησε για τις μάργες του Πειραιά ότι για τιμές
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη μεγαλύτερες των 0,5MPa η διασπορά των τιμών
αυτών αυξάνεται σημαντικά με μέση τιμή αντοχής μεγαλύτερη κατ’ αρχήν από την
αντίστοιχη γεωστατική τάση, γεγονός που δεν παρατηρήθηκε για τις μάργες
χαμηλότερης στάθμης αντοχής. Σημειώνει δε ότι τέτοιου είδους τάσεις υποδηλώνουν
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 221

την παρουσία γεωλογικών διαδικασιών, των οποίων τα αποτελέσματα μειώνονται με


την αύξηση του βάθους, δηλαδή της αποσάθρωσης.
Η συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με την περιεχόμενη υγρασία
(Σχήματα 9.34 και 9.35) δεν φανερώνει σαφή επίδραση της υγρασίας στην αντοχή,
παρά μόνο τάση μείωσης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με την αύξηση της
υγρασίας. Φαίνεται ότι τόσο για την Ανώτερη, όσο και για την Κατώτερη ενότητα η
διακύμανση της υγρασίας είναι σχεδόν σταθερή για όλα τα εύρη τιμών της αντοχής
σε ανεμπόδιστη θλίψη.

1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Κpa)

1000

800

600

400

200

0
0 5 10 15 20 25 30 35 40

Υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.34. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το περιεχόμενο


ποσοστό υγρασίας – Ανώτερη ενότητα.

900

800
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)

700

600

500

400

300

200

100

0
0 5 10 15 20 25 30 35 40

Υγρασία, w (%)

Σχήμα 9.35. Διάγραμμα συσχέτισης της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το περιεχόμενο


ποσοστό υγρασίας – Κατώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 222

Βέβαια, θα μπορούσε να λεχθεί για τα δείγματα κυρίως της Ανώτερης ενότητας ότι
αυτά που παρουσιάζουν μεγαλύτερες τιμές αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη φαίνεται
να κυμαίνονται σε ελαφρώς μικρότερα ποσοστά περιεχόμενης υγρασίας.

Ο Ρόζος (1989) διαπιστώνει και για τις τρεις ενότητες των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων που εξέτασε ότι σε γενικές γραμμές φαίνεται να υπάρχει μείωση της
αντοχής qu με την αύξηση της περιεχόμενης υγρασίας, χωρίς όμως καλή συσχέτιση.

Σύμφωνα με τον Τσιαμπάο (1989) η αδυναμία συσχετισμού της αντοχής των


μαργών με την υγρασία μπορεί να αποδοθεί στις διαφορές που παρουσιάζουν τα
δείγματα στη σύσταση, στον ιστό τους και στο βαθμό κορεσμού, καθώς και στη
διαταραχή των δειγμάτων κατά τη δειγματοληψία τους και μετά από αυτή.

Ο Κωστόπουλος (1985) επισημαίνει ότι η επίδραση του βαθμού κορεσμού στην


αντοχή είναι πολύ σημαντική, ενώ διαφαίνεται να είναι σημαντικότερη από εκείνη
του ποσοστού λεπτοκόκκων. Μείωση του βαθμού κορεσμού οδηγεί σε αύξηση της
διασποράς των τιμών. Συμπεραίνει δε για την μάργα του Πειραιά ότι η αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη που παρουσιάζεται στατιστικά ως διπλή λογαριθμική συνάρτηση
της ενεργού κατακόρυφης τάσης και ως εκθετική της υγρασίας κορεσμού, εξαρτάται
σε σημαντικό βαθμό από το βαθμό κορεσμού και το ποσοστό λεπτοκόκκων, ενώ δεν
διαφαίνεται τάση εξάρτησης από την πλαστικότητα.

Ο Barnes (2000) αναφέρει ότι βασικός περιορισμός στην εφαρμογή της δοκιμής
ανεμπόδιστης θλίψης είναι ότι όταν ελέγχονται συμπαγείς άργιλοι, τα δοκίμια θα
πρέπει να είναι πλήρως κορεσμένα, ιδιαίτερα αν βρίσκονται στο βέλτιστο ποσοστό
υγρασίας ή κάτω από αυτό, έτσι ώστε να μην οδηγηθούμε σε εσφαλμένα
αποτελέσματα. Αναφέρει επιπλέον ότι εάν το δοκίμιο περιέχει οποιαδήποτε
μακροδομή όπως ρωγματώσεις, ενστρώσεις ιλύος, λεπτοστρώσεις κτλ. μπορεί να
συμβεί πρόωρη αστοχία εξαιτίας ενδογενών αδυναμιών.
Οι Χριστούλας κ.ά. (1982) αναφέρει πως για τις μάργες του Ισθμού της Κορίνθου
παρατηρήθηκε μείωση της αντοχής τους με την αύξηση της περιεχόμενης υγρασίας.
Συγκεκριμένα παρατήρησε ότι ο λόγος της αντοχής των ξηραμένων δειγμάτων προς
την αντοχή των δειγμάτων με φυσική υγρασία ήταν περίπου 18.
Και στην περίπτωση του ξηρού φαινόμενου βάρους με την αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη (Σχήματα 9.36 και 9.37) παρατηρείται μεγάλη διασπορά των
δειγμάτων, χωρίς να είναι δυνατή σαφώς η συσχέτισή τους. Παρόλα αυτά
παρατηρώντας τα διαγράμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τόσο στην Ανώτερη
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 223

ενότητα όσο και στην Κατώτερη ενότητα παρουσιάζεται τάση για αύξηση της
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με την αύξηση του ξηρού φαινόμενου βάρους.

1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)

1000

800

600

400

200

0
14 16 18 20 22 24
3
Ξηρό φαινόμενο βάρος, γd (ΚΝ/m )

Σχήμα 9.36. Συσχέτιση αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το ξηρό φαινόμενο βάρος –


Ανώτερη ενότητα.

1400
Αντοχή σε ανεμπόδιστη, qu (Kpa)

1200

1000

800

600

400

200

0
12 14 16 18 20 22 24
3
Ξηρό Φαινόμενο Βάρος, γd (KN/m )

Σχήμα 9.37. Συσχέτιση αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το ξηρό φαινόμενο βάρος –


Κατώτερη ενότητα.

Ο Κωστόπουλος (1985) παρατηρεί για τις μάργες του Πειραιά ότι η συσχέτιση
μειώνεται σημαντικά σε υψηλότερες τιμές του ξηρού φαινόμενου βάρους, γεγονός
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 224

που αποδίδει στην ισχυροποίηση των δεσμών μεταξύ των κόκκων, που δημιουργείται
από το διηθούμενο προς τα κάτω λόγω διάλυσης ανθρακικό ασβέστιο.

Στα διαγράμματα των Σχημάτων 9.38 και 9.39 παρουσιάζεται η συσχέτιση της
αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το δείκτη υδαρότητας, LI, ο οποίος εκφράζει τη
σχέση της περιεχόμενης υγρασίας ενός εδαφικού σχηματισμού ως προς το όριο
υδαρότητας. Ο δείκτης αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς επιτρέπει να
εκτιμηθεί αν ο σχηματισμός θα συμπεριφερθεί ως πλαστικός, ψαθυρός ή και ως
παχύρευστο υγρό, γεγονός που έχει μεγάλη επίδραση στη συμπεριφορά και τα
μηχανικά του χαρακτηριστικά. Επιπρόσθετα, ο δείκτης υδαρότητας ορίζεται έτσι
ώστε τα σφάλματα του εργαστηριακού προσδιορισμού των χαρακτηριστικών
γεωτεχνικών ιδιοτήτων κατά κάποιο τρόπο να αλληλοαναιρούνται (Κωστόπουλος,
1988).

1200
Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, qu (Kpa)

1000

800

600

400

200

0
-0,6 -0,4 -0,2 0 0,2 0,4 0,6 0,8 1

Δείκτης υδαρότητας, LI

Σχήμα 9.38. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το δείκτη υδαρότητας – Ανώτερη
ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 225

1200

Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη, qu (Kpa)


1000

800

600

400

200

0
-1,5 -1 -0,5 0 0,5 1 1,5 2

Δείκτης υδαρότητας, LI

Σχήμα 9.39. Συσχέτιση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με τον δείκτη υδαρότητας –
Κατώτερη ενότητα.

Από τα ανωτέρω διαγράμματα παρατηρείται πτώση της αντοχής σε ανεμπόδιστη


θλίψη με την αύξηση του δείκτη υδαρότητας, LI, τόσο για την Ανώτερη όσο και για
την Κατώτερη ενότητα. Από τα διαγράμματα και των δύο ενοτήτων φαίνεται ότι το
μεγαλύτερο μέρος των δειγμάτων εμφανίζει τιμές LI<+0.5, χαρακτηριστική τιμή με
δεδομένο ότι οι υπερστερεοποιημένες άργιλοι παρουσιάζουν κατά τεκμήριο τιμές
LI<+0.5 (Morgenstern, 1968). Οι μεγαλύτερες τιμές της αντοχής εμφανίζονται για τις
μάργες της Ανώτερης ενότητας και για τιμές LI από -0,4 έως 0,0, ενώ για τις μάργες
της Κατώτερης ενότητας για τιμές LI από -0,2 έως +0,1 περίπου.

Ο Κωστόπουλος (1988) αναφέρει ότι ο δείκτης υδαρότητας LI είναι συνάρτηση


της υγρασίας (κορεσμού) και των ορίων Atterberg, δηλαδή έμμεσα του ποσοστού
λεπτοκόκκων, που εκφράζει με μεγαλύτερη ή μικρότερη πιστότητα τα αργιλικά
ορυκτά. Παρατηρεί δε ότι η πτωτική τάση της αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη με το
δείκτη υδαρότητας είναι διαφορετική για κάθε είδος μάργας και μάλιστα τόσο
εντονότερη, όσο το ποσοστό ασβεστίτη υψηλότερο.

Η Χριστοδουλοπούλου (2006) παρατήρησε με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού


μικροσκοπίου σάρωσης ότι τα μαργαϊκά δείγματα με μικροδομές “μικτού τύπου”
παρουσίασαν τη μεγαλύτερη διασπορά τιμών αντοχής σε ανεμπόδιστη θλίψη, αλλά
και έλλειψη καλών συσχετίσεων με τα φυσικά χαρακτηριστικά. Το φαινόμενο αυτό
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 226

το αποδίδει στη σημαντική ετερογένεια του δικτύου των επαφών μεταξύ των δομικών
συστατικών, στη συμμετοχή μικροκρυσταλλικού χαλαζία στο αργιλικό κλάσμα, στη
συσσωμάτωση, στο ποσοστό και το βαθμό προσανατολισμού των αργιλικών
ορυκτών, στο βαθμό συγκόλλησης και στον τρόπο εμφάνισης του ανθρακικού
ασβεστίου (μικρίτες, σπαρρίτες, ασβεστιτικές συγκολλήσεις).

Με βάση την αντοχή των δοκιμίων σε ανεμπόδιστη θλίψη, qu, έγινε προσπάθεια
προσέγγισης της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής, Cu, από τη σχέση :

qu
Cu =
2

Έτσι, προσδιορίστηκε ότι για τα λεπτομερή της Ανώτερης ενότητας η


αστράγγιστη διατμητική αντοχή κυμαίνεται από 13 Kpa έως 505KPa, με μέση τιμή
156 KPa, ενώ για την Κατώτερη ενότητα προέκυψαν τιμές από 17,5KPa έως 849
ΚPa, με μέση τιμή 178 ΚPa.

9.4.2. Άμεση διάτμηση

Στα πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου πραγματοποιήθηκαν δοκιμές


άμεσης διάτμησης σε μεγάλο αριθμό δειγμάτων, τόσο από την Κατώτερη, όσο και
από την Ανώτερη ενότητα. Οι δοκιμές που έγιναν ήταν κυρίως ταχείες δοκιμές χωρίς
προηγούμενη στερεοποίηση, σε ένα μέρος όμως των δειγμάτων πραγματοποιήθηκαν
και ταχείες δοκιμές με προηγούμενη στερεοποίηση των δοκιμίων.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, πραγματοποιήθηκαν ταχείες δοκιμές


διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση σε οκτώ (8) δείγματα της Ανώτερης ενότητας και
τριάντα οκτώ (38) της Κατώτερης.

Ένα από τα πλεονεκτήματα της δοκιμής άμεσης διάτμησης είναι η εύκολη


μόρφωση των δοκιμίων και η γρήγορη εκτέλεσή της σε σχέση με τη δοκιμή της
τριαξονικής φόρτισης. Παρόλα αυτά όμως παρουσιάζει και σοβαρά μειονεκτήματα,
όπως η ύπαρξη προκαθορισμένης επιφάνειας αστοχίας με ανομοιόμορφη κατανομή
τάσεων, η αδυναμία μέτρησης πίεσης πόρων, η αδυναμία ελέγχου του ρυθμού
αποστράγγισης και η συνεχής μείωση της προκαθορισμένης επιφάνειας αστοχίας
κατά τη δοκιμή, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη κατά την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτής.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 227

9.4.2.1. Δοκιμές άμεσης διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση

Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση που


πραγματοποιήθηκαν κατά τη μελέτη του έργου (δείγματα γεωτρήσεων) προκύπτουν
τα εξής:

- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 17 KPa έως
139 KPa, με μέση τιμή 59,71 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 6˚ έως 49˚, με μέση
τιμή 25˚ περίπου.

- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 5 KPa έως
202 KPa, με μέση τιμή 70,52 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 7˚ έως 44˚, με μέση
τιμή 26,1˚ περίπου.

Οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής έδωσαν


τα εξής:

- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 64,8 KPa έως 215
KPa, με μέση τιμή 123,14 KPa και τιμές γωνίας τριβής φ από 10,0˚ έως 44,8˚, με
μέση τιμή 26,5˚ (Πίνακας 9.18).

Πίνακας 9.18. Αποτελέσματα δοκιμών διάτμησης δειγμάτων διατριβής -Ανώτερη


ενότητα.
Αρ. δείγματος c (Kpa) φ (˚)
Δ52 161,7 26,7
Δ53 166,9 19,3
Δ58 78,5 29,1
Δ59 215,0 10
Δ75 93,5 37,7
Δ76 82,4 28,2

64,8** 44,8**
Δ78
2,0* 46,7*
Δ79 122,3 16,2

- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 4 KPa έως 404 KPa,
με μέση τιμή 180 KPa, ενώ για τη γωνία τριβής φ τιμές από 6,7˚ έως 46,8˚, με
μέση τιμή 24,4˚ (Πίνακας 9.19).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 228

Πίνακας 9.19 Αποτελέσματα δοκιμών διάτμησης δειγμάτων διατριβής - Κατώτερη


ενότητα.
Αρ. δείγματος c (Kpa) φ (˚) Αρ. δείγματος c (Kpa) φ (˚)

Δ159 300,7 25,3 Δ194 55,6 51,6


340,2*
24,5
Δ160 360,4** Δ198 98,3 16,8
24,3

Δ161 374,4 23,3 Δ1199 27,1 40,1


387,3*
21,3
Δ162 404** Δ200 171,1 22,5
21,7

245,2* 14,1
Δ163 Δ201 116,7 29,9
281,9** 18,5

Δ164 102,7 28,6 Δ202 222,9 8,3

152,6* 23,0
Δ165 Δ205 161,1 21,9
160,4** 23,6

Δ170 190,7 20,8 Δ206 170,6 6,7

Δ171 209,0 18,1 Δ207 336,6 30,8

71,7* 31,0 112,5* 35,09


Δ172 Δ211
97,3** 30,5 113,1** 36,53

Δ173 167,0 17,9 Δ212 52,86 37,44

Δ174 138,7 25,8 Δ215 167,8 17,79

Δ175 106,9 26,9 Δ216 138,7 25,8

Δ179 116,7 29,9 Δ219 19,0 33,02

Δ181 210,4 11,1 Δ221 10,0 35,18

Δ182 199,2 12,3 Δ222 48,0 30,75

86,0* 30,54
Δ185 281,0 19,4 Δ224
81,0** 30,96

Δ186 267,9 20,4 Δ225 151 27,92

130* 14,84
Δ193 153,8 39,9 Δ226
151** 19,03

* η δοκιμή εκτελέσθηκε παράλληλα στη στρώση ** η δοκιμή εκτελέσθηκε κάθετα στη στρώση

Κατά την εκτέλεση των δοκιμών διάτμησης στα πλαίσια της διατριβής έγινε
προσπάθεια να μορφωθούν δείγματα παράλληλα και κάθετα στη στρώση, όπου αυτό
ήταν δυνατόν και η στρώση ήταν εμφανής. Έτσι, σε ένα από τα δείγματα της
Ανώτερης ενότητας και σε οκτώ από τα δείγματα της Κατώτερης έγιναν δοκιμές τόσο
παράλληλα, όσο και κάθετα στη στρώση, ενώ σε επιπλέον δεκαπέντε από την
Κατώτερη ενότητα έγιναν δοκιμές μόνο παράλληλα στη στρώση (Πίνακες 9.18 και
9.19).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 229

Η συγκριτική συσχέτιση των τιμών συνοχής και γωνίας εσωτερικής τριβής


ανάμεσα στις δοκιμές παράλληλα και κάθετα στη στρώση για τα δείγματα της
Κατώτερης ενότητας παρουσιάζεται στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.40 και
9.41).

30

25
Δείκτης πλαστικότητας, PI

20

15

10

Δοκιμές παράλληλα στη


5 στρώση
Δοκιμές κάθετα στη στρώση

0
0 100 200 300 400 500 600 700

Συνοχή cu (KPa)

Σχήμα 9.40. Συγκριτική συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα δείγματα
της παρούσας διατριβής– Κατώτερη ενότητα.

30
Δοκιμές παράλληλα στη
στρώση
Δοκιμές κάθετα στη στρώση
Δείκτης πλαστικότητας, PI

25

20

15

10

0
0 10 20 30 40 50 60

Γωνία τριβής φ

Σχήμα 9.41. Συγκριτική συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας, PI, στα
δείγματα της παρούσας διατριβής– Κατώτερη ενότητα.

Από τα παραπάνω διαγράμματα, αλλά και τις τιμές που παρουσιάζονται στους
Πίνακες 9.18 και 9.19 προκύπτει ότι η συνοχή c εμφανίζεται αυξημένη στις δοκιμές
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 230

κάθετα στη στρώση σε σχέση με αυτές παράλληλα, τόσο στην Ανώτερη, όσο και
στην Κατώτερη ενότητα. Στην Κατώτερη βέβαια ενότητα η διαφοροποίηση ανάμεσα
στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται μικρότερη. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός
ότι τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν σε αντίθεση με αυτά της
Ανώτερης φυλλώδη δομή, δηλαδή από επάλληλες πολύ λεπτές στρώσεις, έτσι δεν
δημιουργούν διακριτές επιφάνειες ασυνέχειας. Όσον αφορά στη γωνία τριβής φ δεν
παρατηρείται ουσιαστική διαφοροποίηση ανάμεσα στις δοκιμές κάθετα και
παράλληλα στη στρώση.

Στα Σχήματα 9.42 και 9.43 παρουσιάζονται συγκριτικά τα αποτελέσματα των


δοκιμών διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση των δειγμάτων των γεωτρήσεων και της
παρούσας διατριβής. Τα διαγράμματα αυτά αφορούν μόνο στα δείγματα της
Κατώτερης ενότητας, καθώς τα περισσότερα από τα οκτώ δείγματα της Ανώτερης
ήταν μη πλαστικά, λόγω κυρίως της ιλυώδους σύστασής τους.

70
Δείγματα γεωτρήσεων
60 Δείγματα διατριβής
Δείκτης πλαστικότητας, PI

50

40

30

20

10

0
0 100 200 300 400 500 600 700

Συνοχή, cu (KPa)

Σχήμα 9.42. Συσχέτιση συνοχής, cu,, με το δείκτη πλαστικότητας, PI – Κατώτερη


ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 231

70
Δείγματα γεωτρήσεων
60 Δείγματα διατριβής

Δείκτης πλαστικότητας, PI 50

40

30

20

10

0
0 10 20 30 40 50 60 70

Γωνία τριβής, φ

Σχήμα 9.43. Συσχέτιση γωνίας τριβής, φ, με το δείκτη πλαστικότητας, PI – Κατώτερη


ενότητα.

Από τα διαγράμματα αυτά φαίνεται ότι οι δοκιμές διάτμησης στα πλαίσια της
διατριβής οδήγησαν σε μεγαλύτερες τιμές συνοχής, cu, σε σχέση με τις δοκιμές στα
δείγματα των γεωτρήσεων. Η τάση αύξησης της συνοχής με την αύξηση του δείκτη
πλαστικότητας παρατηρείται και στις δύο περιπτώσεις, η διακύμανση όμως του PI
φαίνεται να είναι αρκετά μικρότερη στην περίπτωση των δειγμάτων της διατριβής,
διαπίστωση που έχει σχολιασθεί και προηγούμενα. Τα δείγματα δηλαδή των
γεωτρήσεων εμφανίζουν κάποια αύξηση της συνοχής με αντίστοιχη μεγάλη αύξηση
του δείκτη πλαστικότητας, ενώ αντίθετα τα δείγματα της διατριβής εμφανίζουν
μεγάλη αύξηση της συνοχής με μικρή αύξηση του δείκτη πλαστικότητας.

Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι τα δείγματα της διατριβής λήφθησαν από


τεχνητά και φυσικά πρανή και είχαν ενδεχομένως απολέσει για το λόγο αυτό μέρος
της φυσικής τους υγρασίας (φυσική ξήρανση). Καθώς η συνοχή cu εξαρτάται εκτός
από τη σύσταση του υλικού και το βαθμό κορεσμού, συνάγεται ότι η παρατήρηση
αυτή θα μπορούσε να ερμηνεύσει έως κάποιο βαθμό την ανωτέρω συμπεριφορά των
δειγμάτων. Επισημαίνεται δε ότι τα δείγματα της διατριβής, κατά το στάδιο της
δειγματοληψίας, επιλέχθηκαν έτσι ώστε να προσδιορίζουν την επικρατούσα -
αντιπροσωπευτική αργιλομιγή φάση της κατώτερης ενότητας και όχι τις επιμέρους
διαβαθμίσεις αυτής.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 232

Όσον αφορά στη γωνία τριβής, φ, η συσχέτιση των δειγμάτων είναι πλέον
ικανοποιητική. Βέβαια και στο διάγραμμα αυτό φαίνεται ότι τα δείγματα της
διατριβής αντιστοιχούν σε μικρότερες τιμές δείκτη πλαστικότητας PI σε σχέση με
αυτά των γεωτρήσεων.

9.4.2.2. Δοκιμές άμεσης διάτμησης με προηγούμενη στερεοποίηση.

Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης με προηγούμενη στερεοποίηση των δοκιμίων


που πραγματοποιήθηκαν κατά τη μελέτη του έργου προκύπτουν τα εξής:

- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 2 KPa έως 96
KPa, με μέση τιμή 36,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 10,5˚ έως 58,5˚, με μέση
τιμή 37,7˚ περίπου.

- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 4,7 KPa έως
113 KPa περίπου, με μέση τιμή 55,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 14˚ έως
53,5˚, με μέση τιμή 35,9˚ περίπου.

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά συμπεραίνεται ότι τα ιζήματα της Κατώτερης


ενότητας παρουσιάζουν ελαφρώς μεγαλύτερες τιμές συνοχής από αυτά της Ανώτερης
ενότητας, ενώ η γωνία τριβής φ κυμαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα. Η διασπορά
των τιμών που παρατηρείται στις τιμές της γωνίας τριβής φ, αλλά και της συνοχής c,
οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μεταβαλλόμενα ποσοστά άμμου, ιλύος και αργίλου
των δειγμάτων, γεγονός ιδιαίτερα έντονο στα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας. Θα
πρέπει να επισημανθεί ότι οι υψηλές τιμές γωνίας τριβής που παρουσιάζονται
αντιστοιχούν στα πλέον αμμώδη – ιλυοαμμώδη δείγματα.

Σύμφωνα με το Ρόζο (1989) και με βάση δοκιμές άμεσης διάτμησης για τις
αργιλόμαργες του Νομού Αχαΐας η συνοχή κυμαίνεται από 25 ΚPa έως 115 KPa και
η γωνία τριβής φ από 23˚ έως 42˚, ενώ οι αντίστοιχες παράμετροι για τις μάργες
κυμαίνονται για τη μεν συνοχή από 28 KPa έως 110 KPa, για τη δε γωνία τριβής δεν
παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στις τιμές cu, οι τιμές όμως της
γωνίας εσωτερικής τριβής φ παρουσιάζονται κάπως αυξημένες στις μάργες της
Κατώτερης ενότητας.

Από τις δοκιμές κοκκομετρικής διαβάθμισης των δειγμάτων αυτών προκύπτει από
29˚ έως 46˚ (οι όροι μάργες και αργιλόμαργες σύμφωνα με τη δική του κατάταξη και
όχι με βάση τον Πίνακα 8.1).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 233

Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.44 έως 9.47) δίνεται η συσχέτιση της
συνοχής και της γωνίας εσωτερικής τριβής (όπως αυτή προκύπτει από τις δοκιμές
άμεσης διάτμησης στα δείγματα των γεωτρήσεων) με το δείκτη πλαστικότητας PI για
κάθε ενότητα ξεχωριστά. Τα αποτελέσματα των δοκιμών διάτμησης χωρίς και με
προηγούμενη στερεοποίηση των δειγμάτων έχουν παρουσιαστεί χωριστά σε κάθε
διάγραμμα για σύγκριση των δύο δοκιμών.

70
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
60 Δοκιμές με προστερεοποίηση
Δείκτης πλαστικότητας, PI

50

40

30

20

10

0
0 50 100 150 200

Συνοχή, c (KPa)

Σχήμα 9.44. Συσχέτιση συνοχής c με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη ενότητα.

70
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
60 Δοκιμές με προστερεοποίηση
Δείκτης πλαστικότητας, PI

50

40

30

20

10

0
0 20 40 60 80 100

Γωνία τριβής, φ

Σχήμα 9.45. Συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη


ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 234

Από τα παραπάνω διαγράμματα παρατηρούνται τα εξής:

- Όσον αφορά στη γωνία τριβής φ τόσο στην Ανώτερη, όσο και στην Κατώτερη
ενότητα οι δοκιμές με προστερεοποίηση των δειγμάτων δίνουν ελαφρώς
μεγαλύτερες τιμές, σε σχέση με τις δοκιμές χωρίς στερεοποίηση.

50
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
45
Δοκιμές με προστερεοποίηση
40
35
30

25

20
15
10

5
0
0 50 100 150 200 250

Συνοχή, c (KPa)

Σχήμα 9.46. Συσχέτιση συνοχής c με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη ενότητα.

50
Δοκιμές χωρίς προστερεοποίηση
45
Δοκιμές με προστερεοποίηση
40
Δείκτης πλαστικότητας, PI

35

30

25

20

15

10

0
0 10 20 30 40 50 60

Γωνία τριβής, φ

Σχήμα 9.47. Συσχέτιση γωνίας τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη


ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 235

- Οι τιμές της συνοχής κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα ανάμεσα στις δύο
δοκιμές, με τις τιμές των δοκιμών χωρίς προστερεοποίηση να παρουσιάζουν
μεγαλύτερη διασπορά και σε κάποια δείγματα υψηλότερες των άλλων τιμές.

- Σχετικά με τη συνοχή στα διαγράμματα και των δύο ενοτήτων, κυρίως όμως της
Κατώτερης ενότητας, υπάρχει τάση αύξησης αυτής με την αύξηση του δείκτη
πλαστικότητας. Αντίθετα, η γωνία τριβής και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζει
τάση μείωσης με την αύξηση του δείκτη πλαστικότητας, χωρίς ωστόσο σε καμία
περίπτωση να υπάρχει καλή συσχέτιση.

Ο Κωστόπουλος (1985) επισημαίνει για τις μάργες του Πειραιά ότι οι παράμετροι
αντοχής της c και φ συναρτώνται με την πλαστικότητα του υλικού, μάλιστα η συνοχή
αυξάνει και η γωνία τριβής μειώνεται μη γραμμικά με το δείκτη πλαστικότητας.

Οι Sotiropoulos and Cavounidis (1981) παρατήρησαν σε δοκιμές άμεσης


διάτμησης που εκτέλεσαν στις τεφρές μάργες της Ηπείρου ότι μεγάλο ποσοστό των
δειγμάτων παρουσίαζε ανακολουθία στις καμπύλες τάσεων – παραμορφώσεων,
γεγονός που αποδίδουν στην ύπαρξη μικρών, ανοικτών και κλειστών μη ορατών δια
γυμνού οφθαλμού ρωγματώσεων. Για τους ίδιους σχηματισμούς οι Lupini et al
(1980) αναφέρουν ότι οι ισχυροί τους δεσμοί υποδηλώνουν αναμενόμενη διασπορά
στις τιμές αντοχής κατά τις δοκιμές διάτμησης, ανάλογα με το βαθμό
προσανατολισμού των αργιλικών πλακιδίων κατά μήκος των ασυνεχειών, το εύρος
των ασυνεχειών και τον προσανατολισμό αυτών σε σχέση με το επίπεδο διάτμησης.
Επισημαίνουν δε ότι η διατμητική αντοχή των υλικών αυτών μπορεί να διαφέρει πολύ
ανάμεσα στο σχηματισμό επιτόπου και στο δείγμα στο εργαστήριο.

Οι Cavounidis and Sotiropoulos (1979β) από δοκιμές που πραγματοποίησαν σε


τεφρούς μαργαϊκούς σχηματισμούς της Ηπείρου, παρατήρησαν ότι οι σχηματισμοί
αυτοί επιδεικνύουν ψαθυρή σχεδόν συμπεριφορά όταν είναι μη κορεσμένοι. Ο
κορεσμός των υλικών αυτών έχει ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση της αντοχής
τους, με την τιμή της παραμένουσας συνοχής στην περίπτωση αυτή να μειώνεται
αισθητά ή ακόμη και να μηδενίζεται.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 236

9.4.3. Δοκιμές τριαξονικής φόρτισης

Οι δοκιμές που εκτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια μελέτης και κατασκευής του


έργου αναφέρονταν εκτός των άλλων και σε μεγάλο αριθμό δοκιμών σε τριαξονική
φόρτιση, κυρίως δοκιμών χωρίς στερεοποίηση και στράγγιση των δοκιμίων (δοκιμές
UU), αλλά και σε αριθμό δοκιμών χωρίς στράγγιση, με στερεοποίηση όμως των
δοκιμίων και ταυτόχρονη μέτρηση της πίεσης των πόρων (δοκιμές CUPP).

Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής πραγματοποιήθηκαν σαράντα εννέα (49)


δοκιμές UU και δώδεκα (12) CUPP σε δείγματα τόσο από την Ανώτερη, όσο και από
την Κατώτερη ενότητα. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν 24 δοκιμές UU και 7
δοκιμές CUPP στα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας και 25 δοκιμές UU και 5 δοκιμές
CUPP στα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας. Από τις δοκιμές UU, αυτές που
πραγματοποιήθηκαν στο ΚΕΔΕ έγιναν για τιμές πλευρικής πίεσης κελιού 100KPa,
200 KPa και 400 KPa, ενώ οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο
Τεχνικής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών έγιναν για τιμές πλευρικής πίεσης
κελιού 100KPa, 200 KPa και 300 KPa. Αντίστοιχα, οι δοκιμές CUPP έγιναν για
πλευρική πίεση 100KPa, 200 KPa και 300 KPa.

9.4.3.1. Τριαξονικές δοκιμές χωρίς αποστράγγιση και στερεοποίηση (UU)

α. Παράμετροι διατμητικής αντοχής – Δείγματα γεωτρήσεων

Με βάση τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια


μελέτης και κατασκευής του έργου (δείγματα γεωτρήσεων) προκύπτουν τα εξής :

- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 11 KPa έως 325
KPa, με μέση τιμή 127 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει τιμές
από 3˚ έως 36 ˚, με μέση τιμή 17,7˚ περίπου.

- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 2 KPa έως 755
KPa, με μέση τιμή 154,5 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει τιμές
από 2˚ έως 38 ˚, με μέση τιμή 17,4˚ περίπου.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι τιμές της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής cu


της Κατώτερης ενότητας είναι αυξημένες σε σχέση με την Ανώτερη ενότητα, γεγονός
μάλλον αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τα αυξημένα ποσοστά αργιλικού
κλάσματος της Κατώτερης ενότητας. Επιπλέον, παρόλο που από τις δοκιμές αυτές
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 237

αναμένονται γενικά πολύ χαμηλές τιμές (έως μηδενικές) γωνίας εσωτερικής τριβής,
τα δείγματα αυτά εμφάνισαν αρκετά υψηλές τιμές. Τα ιζήματα της Ανώτερης και
Κατώτερης ενότητας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την
κοκκομετρική τους διαβάθμιση, περιέχουν κατά μέσο όρο 15% και 10% περίπου
άμμο αντίστοιχα, ενώ διατηρούν πολύ υψηλά ποσοστά ιλύος. Το γεγονός αυτό
ενδεχομένως ευθύνεται για τις υψηλές τιμές γωνίας εσωτερικής τριβής που
προσδιορίσθηκαν από αυτές τις δοκιμές.

Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.48 και 9.49) παρουσιάζεται η συγκριτική


κατανομή των τιμών αστράγγιστης διατμητικής αντοχής cu και της γωνίας
εσωτερικής τριβής φ για τις δύο ενότητες, την Ανώτερη και την Κατώτερη, με βάση
τα αποτελέσματα των τριαξονικών δοκιμών χωρίς στερεοποίηση και αποστράγγιση
(UU) των δειγμάτων των γεωτρήσεων.

45,00
Ανώτερη ενότητα
40,00
Κατώτερη ενότητα
35,00
Ποσοστό δειγμάτων

30,00

25,00

20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
0-50 50-100 100-150 150-200 200-300 300-400 >400

Εύρος τιμών, cu (Kpa)

Σχήμα 9.48. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα
γεωτρήσεων).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 238

60,00
Ανώτερη ενότητα

50,00 Κατώτερη ενότητα

Ποσοστό δειγμάτων
40,00

30,00

20,00

10,00

0,00
0-10 ,10-20 20-30 30-40 40-50

Εύρος τιμών, φ

Σχήμα 9.49. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα
γεωτρήσεων).

Από τα διαγράμματα αυτά προκύπτουν τα εξής:

- Όσον αφορά στην τιμή της cu παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των
δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας (περίπου 38% των δειγμάτων) έχει τιμές cu
από 100 KPa έως 150 KPa και από 50 KPa έως 100 KPa (περίπου 32% των
δειγμάτων), ενώ το 19% από 150 KPa έως 200 KPa. Αντίθετα, οι μάργες της
Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν σε ποσοστό 25% περίπου αστράγγιστη
διατμητική αντοχή, cu, από 50 KPa έως 100KPa, σε ποσοστό 20% από 100-150
Kpa, ενώ επίσης 20% των δειγμάτων περίπου έχει cu που κυμαίνεται και από 200-
300 KPa.
- Όσον αφορά στην κατανομή των τιμών της γωνίας εσωτερικής τριβής τόσο στην
Ανώτερη, όσο και στην Κατώτερη ενότητα τα περισσότερα δείγματα έχουν φ από
10˚ έως 20˚ (σε ποσοστό 41,5% και 50% αντίστοιχα), ενώ για το εύρος τιμών από
20˚ έως 30˚ τα ποσοστά είναι 29% και 23% αντίστοιχα.

β) Παράμετροι διατμητικής αντοχής – Δείγματα διατριβής

Τα αποτελέσματα των δοκιμών τριαξονικής φόρτισης χωρίς στερεοποίηση και


αποστράγγιση, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής
παρουσιάζονται στους Πίνακες 9.20 και 9.21 για την Ανώτερη και την Κατώτερη
ενότητα αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 239

Πίνακας 9.20. Αποτελέσματα τριαξονικών δοκιμών UU για τα δείγματα της Ανώτερης


ενότητας.
Αρ. cu Αρ. cu
φ (˚) φ (˚)
δείγματος (KPa) δείγματος (KPa)

Δ3 150 39 Δ19 30,9 21


Δ4 370 16 Δ20 68,9 15
Δ5 410 13 Δ21 111,5 30
Δ6 80 22 Δ22 34,1 33
Δ9 89,4 39 Δ23 15,5 27
Δ10 341,2 24 Δ24 207,3 24
Δ11 82,8 20 Δ25 34,8 25
Δ12 167,4 22 Δ26 45,6 18
Δ13 249,5 25 Δ27 182,6 14
Δ14 208,8 34 Δ28 70,2 20
Δ15 122,6 30 Δ55 225,0 27
Δ16 217,0 16 Δ56 420,0 22

Δ17 648,7 5 Δ59 358,0 20

Δ18 31,5 22

Πίνακας 9.21. Αποτελέσματα τριαξονικών δοκιμών UU για τα δείγματα της Κατώτερης


ενότητας
Αρ. cu (KPa) φ Αρ. φ
cu (KPa)
δείγματος (˚) δείγματος (˚)

Δ108 400 26 Δ137 213,5 29


Δ110 350 14
Δ138 37,4 27
Δ121 141,6 17
Δ139 222,5 42
Δ122 181,8 13
Δ140 305,8 13
Δ123 138,2 30
Δ174 295,0 31
Δ124 32,82 32

Δ125 106,1 31 Δ175 620,0 18

Δ126 76,7 28 Δ177 398,0 20

Δ127 29,2 33 Δ180 315,0 24


Δ128 18,6 37
Δ181 335,0 27
Δ129 100,0 23
Δ182 280,0 30
Δ130 182,9 28
Δ183 440,0 23
Δ131 29,4 24
Δ184 445,0 22
Δ132 76,6 26
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 240

Δ133 128,9 23 Δ186 620,0 22

Δ134 42,6 23 Δ197 175,0 18

Δ135 348,1 46 Δ205 170,0 23

Δ136 210,0 25

Δ185 585,0 23

Αντίστοιχα, από τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής (Σχήματα 9.50 και 9.51) προκύπτουν τα εξής:

- Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 15,52 KPa έως
648,7 KPa, με μέση τιμή 156,62 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ
έχει τιμές από 4,74˚ έως 39 ˚, με μέση τιμή 23,4˚ περίπου.

- Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 14,81 KPa έως
400 KPa, με μέση τιμή 156,16 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 13˚ έως 46 ˚, με μέση τιμή 27,01˚ περίπου.

30,00
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
25,00
Ποσοστό δειγμάτων

20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
0-50 50-100 100-150 150-200 200-300 300-400 >400

Εύρος τιμών, cu (Kpa)

Σχήμα 9.50. Συγκριτική κατανομή των τιμών cu για τις δύο ενότητες (δείγματα
διατριβής).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 241

50,00
Ανώτερη ενότητα
45,00
Κατώτερη ενότητα
40,00
Ποσοστό δειγμάτων
35,00

30,00

25,00

20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
0-10 ,10-20 20-30 30-40 40-50
Εύρος τιμών, φ

Σχήμα 9.51. Συγκριτική κατανομή των τιμών φ για τις δύο ενότητες (δείγματα
διατριβής).

Από τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών φαίνεται ότι οι δύο ενότητες ότι τα
ιζήματα της Ανώτερης ενότητας εμφανίζουν ποσοστά άμμου από 1,6% έως και
34,22%, ιλύος από 58% έως και 87,7% και αργίλου από 3,7% έως και 25,11%.
Αντίστοιχα τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας εμφανίζουν ποσοστά άμμου από
0,22% μέχρι και 10,55%, ιλύος από 50,3% έως και 82% και αργίλου από 13,4% έως
και 41,7%. Παρατηρείται δηλαδή ότι η Ανώτερη ενότητα περιέχει γενικά μεγαλύτερα
ποσοστά άμμου – ιλύος σε σχέση με την Κατώτερη, ενώ αντίθετα η Κατώτερη
εμφανίζει μεγαλύτερα ποσοστά αργιλικού κλάσματος. Τα αυξημένα ποσοστά άμμου
κα ιλύος των δειγμάτων και των δύο ενοτήτων ευθύνονται και σε αυτή την περίπτωση
για τις μεγάλες τιμές της γωνίας εσωτερικής τριβής φ που υπολογίστηκαν. Παρόλα
αυτά, με βάση και τα ανωτέρω για την κοκκομετρική διαβάθμιση θα αναμενόταν να
εμφανίζει μεγαλύτερες τιμές φ η Ανώτερη ενότητα σε σχέση με την Κατώτερη.

Στις Φωτογραφίες 9.1 και 9.2. παρουσιάζονται χαρακτηριστικές θραύσεις


δοκιμίων της παρούσας διατριβής της Ανώτερης και της Κατώτερης ενότητας
αντίστοιχα, μετά από τριαξονικές δοκιμές χωρίς στερεοποίηση και αποστράγγιση
(UU).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 242

Δείγμα Δ17 Δείγμα Δ18

Δείγμα Δ22 Δείγμα Δ24

Δείγμα Δ27

Φωτογραφία 9.1. Χαρακτηριστικές φωτογραφίες δειγμάτων της Ανώτερης ενότητας της


παρούσας διατριβής, μετά το τέλος τριαξονικής δοκιμής χωρίς
στερεοποίηση και αποστράγγιση (UU).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 243

Δείγμα Δ121 Δείγμα Δ125

Δείγμα Δ128 Δείγμα Δ130

Δείγμα Δ131 Δείγμα Δ134

Φωτογραφία 9.2. Χαρακτηριστικές φωτογραφίες δειγμάτων της Κατώτερης ενότητας της


παρούσας διατριβής, μετά το τέλος τριαξονικής δοκιμής χωρίς
στερεοποίηση και αποστράγγιση (UU).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 244

Ο Τσιαμπάος (1989) προσδιόρισε από αντίστοιχες δοκιμές που πραγματοποίησε


για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης, τιμές cu από 39 KPa έως 126 KPa και φu από
9˚ έως 20˚ για τις λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες μάργες και τιμές cu από 10 KPa
έως 180 KPa και φu από 0˚ έως 24˚ για τις τεφρές - τεφροκύανες μάργες.

Ο Κωστόπουλος (1985) για τις μάργες του Πειραιά προσδιορίζει τιμές cu από 5
KPa έως 550 KPa και φu από 10˚ έως 49˚, ενώ παρατηρεί πως η αύξηση της γωνίας
διατμητικής αντοχής οφείλεται στο κυμαινόμενο ποσοστό άμμου των υλικών αυτών.

γ) Συσχετίσεις

Στα παρακάτω Σχήματα 9.52 και 9.53 φαίνεται η διακύμανση των τιμών της
αστράγγιστης διατμητικής αντοχής cu με το βάθος δειγματοληψίας (δείγματα
γεωτρήσεων), για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα.

Από το διάγραμμα (Σχήμα 9.52) δεν φαίνεται σαφής συσχετισμός της συνοχής cu ,
παρά μόνο τάση αύξησης της συνοχής με το βάθος, καθώς παρατηρείται ότι για το
ίδιο βάθος υπάρχουν δείγματα με χαμηλή έως και αρκετά υψηλή τιμή συνοχής. Όπως
έχει βέβαια αναφερθεί και ανωτέρω, οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας
παρουσιάζουν σημαντική ετερογένεια, με συχνή εναλλαγή αργιλωδών, ιλυωδών και
αμμωδών οριζόντων, συναντώνται δε μέχρι ένα μέσο βάθος περίπου 20m από την
επιφάνεια.

Συνοχή, cu (KPa)

0 50 100 150 200 250 300 350 400


0

10
Βάθος (m)

20

30

40

50

60

Σχήμα 9.52. Διάγραμμα συσχέτισης cu με το βάθος δειγματοληψίας – Ανώτερη ενότητα.


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 245

Συνοχή, cu (KPa)

0 100 200 300 400 500 600


0

10

20
Βάθος (m)

30

40

50

60

70

Σχήμα 9.53. Διάγραμμα συσχέτισης cu με το βάθος δειγματοληψίας – Κατώτερη


ενότητα.

Στο ανωτέρω διάγραμμα για την Κατώτερη ενότητα (Σχήμα 9.53), αν και σε αυτή
την περίπτωση η διασπορά των τιμών είναι μεγάλη, παρατηρείται πλέον σαφής
συσχέτιση της συνοχής cu με το βάθος δειγματοληψίας. Φαίνεται δηλαδή η τάση
αύξησης των τιμών της cu με την αύξηση του βάθους.

Ο Κωστόπουλος (1985) αναφέρει για τις μάργες του Πειραιά ότι οι συμβατικές
παράμετροι αντοχής c και φ, που προκύπτουν από τριαξονικές δοκιμές και δοκιμές
άμεσης διάτμησης, παρουσιάζουν εξάρτηση από το δείκτη πλαστικότητας του υλικού,
η οποία έχει εκθετική αύξουσα μορφή για τη συνοχή και εκθετική φθίνουσα μορφή
για τη γωνία διατμητικής αντοχής για τις κορυφαίες τιμές.

Από τα διαγράμματα (Σχήματα 9.54 έως 9.57) φαίνεται για ακόμη μια φορά η
μεγάλη διασπορά των δειγμάτων και η αδυναμία διατύπωσης σαφούς συσχέτισης
ανάμεσα στο δείκτη πλαστικότητας PI και τις παραμέτρους διατμητικής αντοχής υπό
αστράγγιστες συνθήκες cu και φu. Όσον αφορά στο cu θα μπορούσε να λεχθεί ότι
παρατηρείται τάση αύξησης της συνοχής με την αύξηση του δείκτη πλαστικότητας,
χωρίς ωστόσο να υπάρχει καλή συσχέτιση.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 246

70

60

Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)


50

40

30

20

10

0
0 50 100 150 200 250 300 350 400

Συνοχή, cu (KPa)

Σχήμα 9.54. Συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας PI – Ανώτερη


ενότητα.

70

60
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)

50

40

30

20

10

0
0 100 200 300 400 500 600 700

Συνοχή, cu (KPa)

Σχήμα 9.55. Συσχέτιση συνοχής cu με το δείκτη πλαστικότητας PI – Κατώτερη


ενότητα.

70

60
Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)

50

40

30

20

10

0
0 10 20 30 40 50

Γωνία εσωτερικής τριβής, φ

Σχήμα 9.56. Συσχέτιση γωνίας εσωτερικής τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI –


Ανώτερη ενότητα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 247

70

Δείκτης πλαστικότητας, PI (%)


60

50

40

30

20

10

0
0 10 20 30 40 50 60

Γωνία εσωτερικής τριβής, φ

Σχήμα 9.57. Συσχέτιση γωνίας εσωτερικής τριβής φ με το δείκτη πλαστικότητας PI –


Κατώτερη ενότητα.

Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για τα διαγράμματα συσχέτισης


του PI με τη γωνία εσωτερικής τριβής Στα διαγράμματα αυτά φαίνεται ότι οι
υψηλότερες τιμές φ αντιστοιχούν στις χαμηλότερες τιμές PI, καθώς με την αύξηση
των ενεργών τάσεων αυξάνεται η διατμητική τάση και τα αργιλικά ορυκτά με χαμηλή
πλαστικότητα τείνουν να δώσουν υψηλότερες χαρακτηριστικές τιμές τριβής, που
αντιπροσωπεύονται από μεγαλύτερη τιμή του φ (Barnes, 2000).

Τα διαγράμματα συσχέτισης της συνοχής cu με τη γωνία εσωτερικής τριβής φ


(Σχήματα 9.58 και 9.59) παρουσιάζουν αναμενόμενη συμπεριφορά, παρά τη
διασπορά των τιμών που εμφανίζουν. Φαίνεται έτσι από τα διαγράμματα αυτά ότι η
αύξηση των τιμών της συνοχής αντιστοιχεί σε μείωση των τιμών της γωνίας
εσωτερικής τριβής και για τις δύο ενότητες.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 248

60

50

Γωνία εσωτερικής τριβής, φ


40

30

20

10

0
0 50 100 150 200 250 300 350 400

Συνοχή, cu (KPa)

Σχήμα 9.58. Διάγραμμα συσχέτισης συνοχής cu με τη γωνία εσωτερικής τριβής φ –


Ανώτερη ενότητα.

70

60
Γωνία εσωτερικής τριβής, φ

50

40

30

20

10

0
0 100 200 300 400 500 600

Συνοχή, cu (KPa)

Σχήμα 9.59. Διάγραμμα συσχέτισης συνοχής cu με τη γωνία εσωτερικής τριβής φ –


Κατώτερη ενότητα.

Ο Κωστόπουλος (1985) αναφέρεται σε φαινόμενα ανισοτροπίας στις μάργες του


Πειραιά, τα οποία μάλιστα εκδηλώνονται και στην παραμορφωσιμότητα του υλικού,
με αποτέλεσμα το υλικό να συμπεριφέρεται ψαθυρότερα σε μεγαλύτερα βάθη, ενώ
εμφανίζεται πλαστικότερο στην άνω ζώνη αποσάθρωσης. Παρατηρεί ακόμα ότι ο
βαθμός κορεσμού και το ποσοστό των λεπτόκοκκων επηρεάζουν σημαντικά τους
συσχετισμούς πλαστικότητας – παραμέτρων διατμητικής αντοχής, με τη διασπορά να
μειώνεται στο μισό σε κορεσμένα δοκίμια και σε δοκίμια με ποσοστό λεπτόκοκκων
>95%.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 249

9.4.3.2. Τριαξονικές δοκιμές με στερεοποίηση, χωρίς αποστράγγιση και μέτρηση της πίεσης του
νερού των πόρων (CUPP).

Οι “μαργαϊκοί” σχηματισμοί διαφέρουν από τους τυπικούς αργιλικούς


σχηματισμούς στο γεγονός ότι έχουν δομή, εξαιτίας κυρίως της συγκόλλησης μεταξύ
των μεμονωμένων τεμαχιδίων από την απόθεση ανθρακικών κάποια στιγμή στην
ιστορία του σχηματισμού. Έτσι, οι γεωτεχνικές τους ιδιότητες δεν ελέγχονται μόνο
από τον αρχικό λόγο κενών και την ιστορία φόρτισής τους, καθώς η δομή που
παρουσιάζουν συνεισφέρει σημαντικά στην αντοχή και την ακαμψία τους,
“ξεθωριάζοντας” τη μνήμη τους σχετικά τόσο με τον αρχικό λόγο κενών, όσο και με
την ιστορία φόρτισής τους (Anagnostopoulos et al, 1991). Σύμφωνα με τους ίδιους
συγγραφείς οι μάργες του Ισθμού της Κορίνθου παρουσιάζουν λόγω της δομής τους
σημαντικά υψηλότερη αντοχή, σε σχέση με την αναμενόμενη λόγω του βάρους των
υπερκειμένων συνοχή, υποδηλώνοντας ότι οι ιδιότητες των υλικών αυτών είναι
πρακτικά ανεξάρτητες από την προηγούμενη ιστορία φόρτισης.

α. Παράμετροι διατμητικής αντοχής

ƒ Δείγματα των γεωτρήσεων

Από τις τριαξονικές δοκιμές CUPP (δοκιμές χωρίς αποστράγγιση, με


προστερεοποίηση του δοκιμίου και ταυτόχρονη μέτρηση των πιέσεων πόρων) που
πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου προέκυψαν οι
εξής τιμές παραμέτρων διατμητικής αντοχής c και φ (ενεργές και ολικές τιμές)
(Πίνακας 9.22).

Πίνακας 9.22. Παράμετροι διατμητικής αντοχής με βάση δοκιμές CUPP σε δείγματα


των γεωτρήσεων.
Ανώτερη ενότητα Κατώτερη ενότητα

c’ (KPa) 6 – 70 (μ. τ. 38,1) 3 – 125 (μ. τ. 55)

φ’ (˚) 14,0 – 34,0 (μ. τ. 24) 14,0 – 39,5 (μ. τ. 26,3)


c (KPa) 10 – 75 (μ. τ. 43,2) 8 – 138 (μ. τ. 64,7)

φ (˚) 13,0 – 32,0 (μ. τ. 22,7) 12,0 – 38,0 (μ. τ. 23,4)


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 250

Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούνται τα εξής :

- Οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν αυξημένες τιμές συνοχής


c, τόσο σε ενεργές όσο και σε ολικές τιμές, σε σχέση με τις μάργες της Ανώτερης
ενότητας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο μεγαλύτερο ποσοστό αργιλικού
κλάσματος της Κατώτερης ενότητας και στα μειωμένα ποσοστά άμμου σε σχέση
με την Ανώτερη ενότητα.

- Όσον αφορά στη γωνία εσωτερικής τιμής φ, στην Κατώτερη ενότητα οι τιμές
παρουσιάζονται ελαφρώς αυξημένες. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί στα
αυξημένα ποσοστά ιλύος της Κατώτερης ενότητας, τα οποία ενισχύονται
περαιτέρω και από τα συσσωματώματα των αργιλικών ορυκτών.

Από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν για τις παραμέτρους


διατμητικής αντοχής (ολικές τιμές) από τις δοκιμές τριαξονικής φόρτισης UU και
CUPP, φαίνεται ότι οι τιμές της συνοχής cu από τις UU είναι σαφώς μεγαλύτερες των
τιμών που προέκυψαν από τις CUPP, ενώ στην περίπτωση της γωνίας εσωτερικής
τριβής φ οι δοκιμές CUPP έδωσαν ελαφρώς μεγαλύτερες τιμές.

Οι δύο δοκιμές βέβαια, αν και αναφέρονται σε αστράγγιστες συνθήκες


παρουσιάζουν κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά στον τρόπο
εκτέλεσής τους και τη λειτουργία τους, όπως α) κατά την ταχεία αστράγγιστη δοκιμή
UU εφαρμόζεται ρυθμός παραμόρφωσης 2% του μήκους του δείγματος ανά λεπτό,
ενώ στην περίπτωση της αστράγγιστης επίσης δοκιμής CUPP ο ρυθμός είναι πολύ πιο
αργός, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η πίεση πόρων στη μέση του δοκιμίου είναι
ίση με αυτή στη βάση του, η οποία μετράται και β) η δοκιμή UU προσδιορίζει την
αστράγγιστη διατμητική αντοχή ενός αργιλικού υλικού στη φυσική του κατάσταση
και με τη φυσική περιεχόμενη υγρασία του, σε αντίθεση με τη CUPP, στην οποία
ακολουθείται διαδικασία για την αρχική στερεοποίηση και τον κορεσμό του δοκιμίου
πριν την επιβολή της φόρτισης.

ƒ Δείγματα διατριβής

Οι δοκιμές CUPP που εκτελέσθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής σε επτά
(7) δείγματα της Ανώτερης ενότητας και πέντε (5) δείγματα της Κατώτερης ενότητας
κατέληξαν στα εξής αποτελέσματα (Πίνακας 9.23):
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 251

Πίνακας 9.23. Παράμετροι διατμητικής αντοχής με βάση δοκιμές CUPP σε δείγματα


της διατριβής.

Δείγμα c (KPa) φ (˚) c’ (KPa) φ’ (˚)


Δ17 53,30 19,41 56,66 26,83

Δ18 104,69 26,52 78,85 39,94


Δ19 73,84 26,32 77,99 36,71
Δ20 89,47 25,00 69,38 38,65
Δ25 57,61 38,97 55,84 39,29
Δ26 66,12 19,42 66,51 28,51
Δ27 101,47 27,48 77,60 41,35
Δ121 63,64 26,44 64,2 37,14
Δ125 70,05 19,31 63,41 30,83
Δ128 71,41 22,85 75,68 31,40
Δ133 54,67 17,69 56,74 24,04
Δ134 57,89 21,62 52,80 31,29

Από τον ανωτέρω Πίνακα 9.23 προκύπτει ότι η συνοχή c’ των μαργών της
Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 56,66 KPa έως 78,85 KPa, ενώ η γωνία
εσωτερικής τριβής φ’ από 26,83˚ έως 41,35 ˚. Αντίστοιχα, οι μάργες της Κατώτερης
ενότητας έχουν τιμές c’ από 52,80 KPa έως 75,68 KPa, ενώ η γωνία εσωτερικής τους
τριβής φ’ από 24,04˚ έως 37,14 ˚.

Αναφορικά με τις ολικές τιμές των παραμέτρων διατμητικής αντοχής, η Ανώτερη


ενότητα παρουσίασε τιμές c από 53,3 KPa έως 104,69 KPa και φ από 19,41˚ έως
38,97˚. Αντίστοιχα, η Κατώτερη ενότητα έδειξε τιμές c από 54,67 KPa έως 71,41
KPa και φ από 17,69˚ έως 26,44˚.

Ο Ρόζος (1989) καταλήγει για τις αργιλόμαργες του Ν. Αχαΐας σε τιμές συνοχής c
από 14 έως 290KPa και γωνίας τριβής φ από 7˚ έως 33˚, ενώ σε ενεργές τιμές η
διακύμανση της συνοχής c’ είναι από 18 έως 310 KPa και της γωνίας τριβής φ’ από
9˚ έως 35˚. Αντίστοιχα για τις μάργες δίνει τιμές συνοχής c από 65 έως 225KPa και
γωνίας τριβής φ από 27˚ έως 39˚, ενώ σε ενεργές τιμές η διακύμανση της συνοχής c’
είναι από 75 έως 230 KPa και της γωνίας τριβής φ’ από 28˚ έως 41˚.

Ο Τσιαμπάος (1989) για τις λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες μάργες του


Ηρακλείου προσδιορίζει σε ολικές τάσεις συνοχή c από 12 έως 95 KPa και γωνία
τριβής από 19˚ έως 36˚, ενώ σε ενεργές τάσεις συνοχή c από 6 έως 75 KPa και γωνία
τριβής από 27˚ έως 41˚. Για τις τεφρές – τεφροκύανες μάργες προσδιορίζει σε ολικές
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 252

τάσεις συνοχή c από 53 έως 200 KPa και γωνία τριβής από 17˚ 20’ έως 23˚, ενώ σε
ενεργές τάσεις συνοχή c από 47 έως 150 KPa και γωνία τριβής από 21˚ 50’ έως 32˚
40’.

Με βάση τις καμπύλες τάσεων – παραμορφώσεων που προέκυψαν για όλα τα


δείγματα που εξετάσθηκαν και παρουσιάσθηκαν ανωτέρω (δοκιμές στη φάση μελέτης
του έργου και στα πλαίσια της παρούσας διατριβής) υπολογίσθηκαν οι τιμές του
μέτρου ελαστικότητας Ε50, για πλευρική τάση σ3=100 KPa και σ3= 200 KPa.

Έτσι, για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας προέκυψαν α) από τις δοκιμές στα
δείγματα των γεωτρήσεων τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 2.340 KPa έως 22.400 KPa
(με μέση τιμή 8.060 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από 4.230 KPa έως
15.270 KPa (με μέση τιμή 9.860 KPa περίπου) και β) από τις δοκιμές στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 8.460 KPa έως 15.160 KPa (με
μέση τιμή 13.110 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από 16.900 KPa έως
22.500KPa (με μέση τιμή 18.950 KPa περίπου).

Για τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας αντίστοιχα προέκυψαν α) από τις


δοκιμές στα δείγματα των γεωτρήσεων τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 2.300 KPa έως
26.500 KPa (με μέση τιμή 9.400 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από 3.670
KPa έως 38.300 KPa (με μέση τιμή 14.500 KPa περίπου) και β) από τις δοκιμές στα
πλαίσια της παρούσας διατριβής τιμές Ε50 για σ3=100 KPa από 10.550 KPa έως
16.770 KPa (με μέση τιμή 13.700 KPa περίπου), ενώ για σ3=200 KPa τιμές από
15.100 KPa έως 25.690KPa (με μέση τιμή 20.130 KPa περίπου).

Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι οι τιμές του Ε50 είναι αυξημένες στην
περίπτωση των μαργών της Κατώτερης ενότητας και για τις αντίστοιχες πλευρικές
πιέσεις. Η συσχέτιση ανάμεσα στις τιμές που προσδιορίστηκαν στα πλαίσια της
παρούσας διατριβής και τις τιμές από τα δείγματα των γεωτρήσεων, φανερώνει σε
όλες τις περιπτώσεις πιο περιορισμένη διακύμανση τιμών για τις πρώτες, η οποία
εκφράζεται με υψηλότερη κατώτερη τιμή και χαμηλότερη ανώτερη, διατηρώντας
όμως σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερους μέσους όρους. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε
να αποδοθεί και στον περιορισμένο αριθμό δοκιμών που εκτελέσθηκαν στα πλαίσια
μελέτης του έργου και πολύ περισσότερο στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, με
αποτέλεσμα οποιαδήποτε στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων να μην δίνει
ενδεχομένως αξιόπιστα συμπεράσματα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 253

9.4.4. Στερεοποίηση

Η δοκιμή στερεοποίησης στο εργαστήριο έχει ως στόχο την προσομοίωση της


συμπεριφοράς ενός κορεσμένου αργιλικού υλικού κατά την επιβολή σε αυτό
θλιπτικής τάσης, προσομοιώνει δηλαδή τη μεταβολή του όγκου των κενών του
υλικού με την μεταβολή των ενεργών τάσεων αυτού. Η διαδικασία της
στερεοποίησης συμβαίνει κατά τη διάρκεια του σχηματισμού ενός εδάφους και η
τρέχουσα κατάστασή του σχετίζεται με την προηγούμενη ιστορία απόθεσης και
διάβρωσής του (Barnes, 2000).

Όλες οι δοκιμές στερεοποίησης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη μελέτη και


κατασκευή του έργου συγκεντρώθηκαν, διαχωρίσθηκαν ανά ενότητα και
αξιολογήθηκαν. Από τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών προσδιορίστηκε το μέτρο
συμπιεστότητας Εs για επιβαλλόμενη τάση 100KPa, 200 KPa και 300 KPa.

Έτσι, για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας το μέτρο συμπιεστότητας Εs


κυμαίνεται 2 έως 36 MPa για επιβαλλόμενη τάση 100 KPa (με μέση τιμή 5,75 MPa
περίπου), από 3 έως 21,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 200 KPa (με μέση τιμή 9,2
MPa περίπου) και από 4,5 έως 36,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 300 KPa (με μέση
τιμή 12,3 MPa περίπου).

Αντίστοιχα, για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας το μέτρο συμπιεστότητας Εs


κυμαίνεται 1 έως 46 MPa για επιβαλλόμενη τάση 100 KPa (με μέση τιμή 8,85 MPa
περίπου), από 2,3 έως 40 MPa για επιβαλλόμενη τάση 200 KPa (με μέση τιμή 12,3
MPa περίπου) και από 3,6 έως 51,1 MPa για επιβαλλόμενη τάση 300 KPa (με μέση
τιμή 14,85 MPa περίπου).

Οι τιμές είναι ελαφρώς αυξημένες στην περίπτωση της Κατώτερης ενότητας,


παραμένουν όμως σε γενικές γραμμές και για τις δύο ενότητες σε χαμηλά επίπεδα.

Στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.60 και 9.61) παρουσιάζεται η κατανομή


των τιμών Εs με το βάθος δειγματοληψίας, όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τις
δοκιμές στερεοποίησης, και παράλληλα η κατανομή των τιμών Es που
προσδιορίστηκαν από τις αντίστοιχες δοκιμές SPT, με βάση την εμπειρική σχέση : Εs
= 0.42 ּ NSPT (Stroud and Buttler, 1975).
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 254

Es (MPa)

0 5 10 15 20 25 30 35 40
0

10

15
Βάθος (m)

20

25

30

35

40

45 Από δοκιμές στερεοποίησης για σ3=100 KPa


Από δοκιμές SPT (Es=0,42 NSPT)
50

Σχήμα 9.60. Κατανομή τιμών Εs με το βάθος – Ανώτερη ενότητα. Στο διάγραμμα


παρουσιάζεται επίσης ο υπολογισμός του Es με βάση τα αποτελέσματα
των επιτόπου δοκιμών SPT.

Es (MPa)
0 10 20 30 40 50
0

10

20
Βάθος (m)

30

40

50
Από δοκιμές Στερεοποίησης για σ3=100KPa
Από δοκιμές SPT (Es=0,42 NSPT)
60

Σχήμα 9.61. Κατανομή τιμών Εs με το βάθος – Κατώτερη ενότητα. Στο διάγραμμα


παρουσιάζεται επίσης ο υπολογισμός του Es με βάση τα αποτελέσματα
των επιτόπου δοκιμών SPT.

Από το διάγραμμα της Ανώτερης ενότητας δεν φαίνεται να προκύπτει σαφής


συσχέτιση των τιμών Es με το βάθος. Η διακύμανση των τιμών φαίνεται να
διατηρείται σταθερή μέχρι και το βάθος των 15m, μέχρι το οποίο άλλωστε κατά μέσο
όρο συναντάται η ενότητα αυτή. Η εμπειρική σχέση που χρησιμοποιήθηκε με βάση
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 255

τις τιμές των SPT δίνει αρκετά έως πολύ μεγαλύτερες τιμές Εs, χωρίς όμως και σε
αυτή την περίπτωση να είναι δυνατή κάποια συσχέτιση με το βάθος.

Η εικόνα μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια και για τις μάργες της Κατώτερης
ενότητας, αν και στην περίπτωση αυτή διαφαίνεται η τάση αύξησης του Es με το
βάθος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καλή συσχέτιση. Ομοίως οι τιμές που προκύπτουν
από την εμπειρική σχέση είναι σαφώς μεγαλύτερες από αυτές των εργαστηριακών
δοκιμών, εμφανίζουν δε μεγάλη διασπορά, χωρίς να είναι επιτυχής οποιαδήποτε
συσχέτιση με το βάθος.

Ο δείκτης στερεοποίησης Cc, ο οποίος συμβολίζει την κλίση της γραμμής της
κανονικής στερεοποίησης στο διάγραμμα λόγου κενών – ενεργού τάσης, κυμαίνεται
για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας από 0,057 έως 0,382, με μέση τιμή 0,150 και
με αρχικό λόγο κενών 0,344 έως 0,925, ενώ για αυτά της Κατώτερης ενότητας από
0,043 έως 0,268, με μέση τιμή 0,12 και αρχικό λόγο κενών 0,39 έως 0,865.

Παρατηρείται ότι τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας εμφανίζουν ελαφρώς


μεγαλύτερες τιμές δείκτη συμπιεστότητας Cc, γεγονός που σημαίνει ότι είναι πιο
συμπιεστές από αυτά της Κατώτερης ενότητας. Παρόλα αυτά οι τιμές και των δύο
ενοτήτων είναι σχετικά χαμηλές, φανερώνοντας υλικά που δεν δημιουργούν
προβλήματα λόγω συμπιεστότητας, είναι δε κατά μέσο όρο αντίστοιχες του καολινίτη
(Cc = 0,11) .

Ο Τσιαμπάος (1989) προσδιόρισε για τις λευκοκίτρινες – καστανοκίτρινες μάργες


του Ηρακλείου δείκτη συμπιεστότητας Cc από 0,083 έως 0,250, με αρχικό λόγο
κενών 0,740 έως 1,11 και για τις τεφρές – τεφροκύανες μάργες δείκτη
συμπιεστότητας 0,091 έως 0,326, με αρχικό λόγο κενών 0,608 έως 1,85

Επειδή ο δείκτης συμπιεστότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον αρχικό
λόγο κενών στα παρακάτω διαγράμματα (Σχήματα 9.62 και 9.63) παρουσιάζεται η
συσχέτισή του αυτή για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 256

0,45

0,4 Cc = 0,0425e 1,9402 eo


R2 = 0,4704
0,35
Δείκτης συμπιεστότητας, Cc
0,3

0,25

0,2

0,15

0,1

0,05

0
0 0,2 0,4 0,6 0,8 1

Λόγος κενών, eo

Σχήμα 9.62. Συσχέτιση δείκτη συμπιεστότητας Cc με το λόγο κενών eo – Ανώτερη


ενότητα.

0,2

0,18

0,16
Δείκτης συμπιεστότητας, Cc

0,14

0,12

0,1

0,08

0,06

0,04

0,02

0
0 0,2 0,4 0,6 0,8 1

Λόγος κενών, e o

Σχήμα 9.63. Συσχέτιση δείκτη συμπιεστότητας, Cc, με το λόγο κενών eo – Κατώτερη


ενότητα.

Τόσο στα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας, όσο και σε αυτά της Κατώτερης
ενότητας υπάρχει η τάση αύξησης της τιμής του δείκτη συμπιεστότητας με την
αύξηση του αρχικού λόγου κενών, eo. Βέβαια, η συσχέτιση δεν είναι ικανοποιητική
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 257

σε καμία από τις δύο περιπτώσεις (ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κατώτερης
ενότητας), παρόλα αυτά όμως η ανωτέρω διαπίστωση είναι εμφανής.
Αδυναμία ικανοποιητικής συσχέτισης, κυρίως για τις τεφρές-τεφροκύανες μάργες
του Ηρακλείου παρατήρησε και ο Τσιαμπάος (1989), απέδωσε δε το φαινόμενο αυτό
στον υψηλό λόγο συσσωμάτωσης, εξαιτίας του οποίου δείγματα με σχετικά υψηλό
λόγο κενών παρουσιάζουν δείκτη συμπιεστότητας χαμηλότερο από τον αναμενόμενο.
Από τα διαγράμματα λόγου κενών – κατακόρυφης τάσης σv΄ των δοκιμών που
πραγματοποιήθηκαν έγινε προσπάθεια προσδιορισμού γραφικά της τάσης
προστερεοποίησης με τη μέθοδο της διχοτόμου – Casagrande, παρά τις δυσκολίες και
τις αβεβαιότητες που παρουσιάζει η μέθοδος αυτή κατά την εφαρμογή της. Έτσι, για
την Ανώτερη ενότητα προσδιορίστηκε τάση προστερεοποίησης Pc από 50 KPa έως
225 KPa, με μέση τιμή 128 KPa περίπου. Για την Κατώτερη ενότητα η τάση
προστερεοποίησης Pc κυμαίνεται από 70 KPa έως 200 KPa, με μέση τιμή 130 KPa
περίπου.

Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι τα περισσότερα διαγράμματα λόγου κενών


– κατακόρυφης τάσης κατά τη φόρτιση είναι με τη μορφή ομαλής καμπύλης, χωρίς
ευδιάκριτη τάση προστερεοποίησης, με αποτέλεσμα οι ανωτέρω αναφερόμενες τιμές
να είναι απλά ενδεικτικές, χωρίς να μπορούν να περιγράψουν ασφαλώς τις υπό
μελέτη μάργες.

Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής εκτελέσθηκαν πέντε δοκιμές στερεοποίησης


σε δείγματα της Κατώτερης ενότητας, τα οποία λήφθησαν από την περιοχή του
έργου. Στόχος των δοκιμών αυτών ήταν να επιβεβαιωθεί η συμπεριφορά των
σχηματισμών αυτών κατά τη στερεοποίηση. Τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών
παρουσιάζονται στον Πίνακα 9.24.

Πίνακας 9.24. Αποτελέσματα δοκιμών στερεοποίησης σε δείγματα της παρούσας


διατριβής.
Λόγος κενών Συντελεστής Τάση προστερεοποίησης
Υγρασία (%)
eo στερεοποίησης Cc Pc (Kpa)
Δ227 0,432 0,043 180 18,09
Δ228 0,666 0,088 229 18,41

Δ117 0,663 0,051 370 24,97

Δ118 0,552 0,053 150 20,81

Δ120 0,526 0,102 370 22,18


ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 258

Κατά την εκτέλεση των δοκιμών αυτών έγινε προσπάθεια αύξησης του βαθμού
κορεσμού του δείγματος Δ228, έτσι ώστε να μελετηθεί η εξάρτηση της συμπεριφοράς
του υλικού από το βαθμό κορεσμού. η προσπάθεια αυτή έγινε με χρήση υγραντήρα
και μικρής διαβροχής, ώστε να μην αλλοιωθεί το δείγμα. Τα ιζήματα αυτά
αποσυντίθενται πλήρως όταν εμβαπτιστούν στο νερό, καθώς η πρόσληψη νερού
μεταξύ των φυλλαρίων δημιουργεί διογκωτικές τάσεις και διασπάει τη δομή τους. Η
διαδικασία αυτή δεν ήταν επιτυχής, καθώς υπήρχε αδυναμία κορεσμού του δείγματος
χωρίς διάλυσή του.
Στα Σχήματα 9.64 και 9.65 παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά διαγράμματα
δειγμάτων της Κατώτερης ενότητας που προέκυψαν από τις δοκιμές στερεοποίησης.
Από τα διαγράμματα αυτά αξίζει να επισημανθεί ότι οι καμπύλες αποφόρτισης
παρουσιάζουν μεγάλη κλίση και ο λόγος κενών επανέρχεται σε τιμές κοντά στις
αρχικές του. Τα δείγματα δηλαδή κατά την αποφόρτιση (οι δοκιμές έγιναν στη
φυσική τους υγρασία) φαίνεται να ανακτούν σημαντικό μέρος του αρχικού τους
όγκου. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στη φυλλώδη και πολύ πυκνή
δομή των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας.

0,44

0,43

0,42
Λόγος Κενών (e)

0,41

0,40

0,39

0,38
10 100 1000 10000

Κατακόρυφη Τάση (kPa)

Σχήμα 9.64. Διάγραμμα κατακόρυφης τάσης – λόγου κενών από τη δοκιμή


στερεοποίησης του δείγματος Δ227.
ΚΕΦ. 9. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σελίδα: 259

0,67

0,66

0,65

Λόγος Κενών (e)


0,64

0,63

0,62

0,61

0,60

0,59
10 100 1000 10000

Κατακόρυφη Τάση (kPa)

Σχήμα 9.65. Διάγραμμα κατακόρυφης τάσης – λόγου κενών από τη δοκιμή


στερεοποίησης του δείγματος Δ228.

Ο Κωστόπουλος (1985) παρατηρεί το ίδιο φαινόμενο για τις μάργες του Πειραιά
και επισημαίνει ότι κάθε προσπάθεια προσδιορισμού της τάσης προφόρτισης ή του
συντελεστή συμπιεστότητας για την εκτίμηση των καθιζήσεων θα πρέπει να θεωρηθεί
μη επιτυχής, καθώς οι μάργες αυτές φαίνεται πως αποτελούν ένα υλικό
προφορτισμένο και μερικά συγκολλημένο, που δεν ακολουθεί την προτυποποιημένη
συμπεριφορά της μονοδιάστατης στερεοποίησης του Terzaghi. Επισημαίνει δε ότι η
αντοχή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί απλουστευτικά σαν μια σχέση δύο παραμέτρων
c και φ, αφού συμβάλλουν παράγοντες επιρροής κατ’ αρχήν ανεξάρτητοι μεταξύ
τους, όπως ο δείκτης πόρων, η ανισοτροπία, η λιθολογία, η παραμόρφωση, η
θερμοκρασία κτλ.

Οι Christoulas et al, (1987) παρατηρούν για τις μάργες του Ηρακλείου Κρήτης
ότι αποτελούν υπερστερεοποιημένα εδάφη, αν και αυτή η φαινόμενη
υπερστερεοποίηση οφείλεται κυρίως στη συγκόλλησή τους, λόγω της παρουσίας
συγκολλητικών μέσων όπως το ανθρακικό ασβέστιο και το πυρίτιο. Αναφέρουν δε
ότι το φαινόμενο αυτό είναι σύνηθες για εδάφη, τα οποία έχουν υποστεί σημαντική
διαγένεση εξαιτίας ταυτόχρονης συμπύκνωσης και συγκόλλησης.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 261

10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ

Στα πλαίσια μελέτης και κατασκευής του έργου της ΕΠΠ εκτελέσθηκε
σημαντικός αριθμός γεωτρήσεων σε διάφορες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή του
έργου και σε διάφορα βάθη. Σε όλες σχεδόν τις γεωτρήσεις πραγματοποιήθηκαν
δοκιμές πρότυπης διείσδυσης SPT με δειγματολήπτη Terzaghi και μετρήθηκε ο
αριθμός κρούσεων Ν που απαιτείται για να διεισδύσει ο δειγματολήπτης 30cm στο
έδαφος.

Ανάλογα με το βάθος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η κάθε δοκιμή SPT έγινε


κατάταξη όλων των δοκιμών που ήταν διαθέσιμες στις δύο ενότητες, Aνώτερη και
Kατώτερη, σύμφωνα με τον διαχωρισμό των σχηματισμών της ευρύτερης περιοχής
μελέτης στο πλαίσιο θεώρησης της παρούσας διατριβής. Από την κατάταξη αυτή
προκύπτει ότι για τους σχηματισμούς της Aνώτερης ενότητας το NSPT κυμαίνεται από
Ν=7 έως άρνηση (Ν=100), με μέση τιμή Ν=38 περίπου (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη
οι αρνήσεις), ενώ για τους σχηματισμούς της Kατώτερης ενότητας από Ν=12 έως
άρνηση (Ν=100), με αντίστοιχη μέση τιμή Ν=45 περίπου (οι τιμές δεν είναι
διορθωμένες λόγω βάθους ή υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα). Θα πρέπει να
επισημανθεί για την Ανώτερη κυρίως ενότητα ότι η πλειοψηφία των δειγμάτων που
παρουσίασαν άρνηση ήταν αμμώδους – αμμοχαλικώδους σύστασης.

Στα Σχήματα 10.1 και 10.2 παρουσιάζεται η κατανομή των τιμών ΝSPT ξεχωριστά
για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της Κατώτερης ενότητας. Στα διαγράμματα
αυτά δεν παρουσιάζονται τα δείγματα στα οποία καταγράφηκε άρνηση σε διείσδυση.

Στο Σχήμα 10.3 παρουσιάζεται η κατανομή του πλήθους των τιμών NSPT (σε
ποσοστό επί του συνόλου των δειγμάτων για κάθε ενότητα) για την Ανώτερη και την
Κατώτερη ενότητα.

Από τα παραπάνω διαγράμματα παρατηρούνται τα εξής:

- Στην Ανώτερη ενότητα το μεγαλύτερο ποσοστό των δειγμάτων (περίπου 24,5%)


εμφανίζει τιμές Ν=20-30 κρούσεις/30cm διείσδυση, περίπου 18% των δειγμάτων
Ν=30-40 κρούσεις, 16% των δειγμάτων Ν=10-20 κρούσεις και περίπου από 12%
εμφανίζει τιμές Ν=40-50 και Ν=50-60 κρούσεις αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 262

60

n= 196
50 μέσο Ν = 38
τυπ. απόκλιση = 18,8
40
Αριθμός δειγμάτων

30

20

10

0
0-10

.10-20

20-30

30-40

40-50

50-60

60-70

70-80

80-90

90-100
Τιμές ΝSPT

Σχήμα 10.1. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας

100

90 n = 378
μέσο N=43
80 τυπ. απόκλιση 17

70
Αριθμός δειγμάτων

60

50

40

30

20

10

0
0-10

10-20

20-30

30-40

40-50

50-60

60-70

70-80

80-90

90-100

Αριθμός κρούσεων Ν

Σχήμα 10.2. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας.

- Στην Κατώτερη ενότητα ο αριθμός των κρούσεων εμφανίζεται στο σύνολο


αυξημένος σε σχέση με την Ανώτερη ενότητα, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός
δειγμάτων (24% περίπου) έχει τιμές Ν=30-40 κρούσεις/30cm διείσδυση, ενώ
ποσοστό περίπου 19,5% των δειγμάτων Ν=20-30 κρούσεις.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 263

30,00
Ανώτερη ενότητα
Κατώτερη ενότητα
25,00

Αριθμός δειγμάτων 20,00

15,00

10,00

5,00

0,00
0-10

10-20

20-30

30-40

40-50

50-60

60-70

70-80

80-90

90 -100
N SPT

Σχήμα 10.3. Κατανομή τιμών ΝSPT για την Ανώτερη και τηνΚατώτερη ενότητα.

- Τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας εμφανίζουν γενικά μεγαλύτερες τιμές


κρούσεων στο σύνολό τους σε σχέση με αυτά της Ανώτερης ενότητας καθώς,
πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά για
όλα τα εύρη τιμών από Ν=40 έως και Ν=90 κρούσεις, ενώ το ποσοστό των
δειγμάτων για εύρος τιμών από 10 έως 20 κρούσεις είναι αρκετά μειωμένο.

- Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν και από την παρατήρηση του συγκριτικού


διαγράμματος του Σχήματος 10.3, όπου είναι εμφανείς οι αυξημένες τιμές NSPT
για την Κατώτερη ενότητα. Στο διάγραμμα αυτό δεν παρουσιάζονται επίσης τα
δείγματα στα οποία σημειώθηκε άρνηση κατά τη διείσδυση.

Σύμφωνα με το συσχετισμό των Terzaghi and Peck (1967) (Σχήμα 10.4) ανάμεσα
στην αντίσταση σε διείσδυση και την αντοχή της αργίλου, προκύπτει ότι οι
σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας κατατάσσονται στην κατηγορία των μέτριων
έως σκληρών εδαφών ενώ αυτοί της Κατώτερης στην κατηγορία των στιφρών έως
σκληρών εδαφών, με τα περισσότερα δείγματα και των δύο ενοτήτων να ανήκουν στα
πολύ στιφρά έως σκληρά εδάφη.

Στα Σχήματα 10.5 και 10.6 παρουσιάζεται η κατανομή των τιμών NSPT με το
βάθος για την Ανώτερη και την Κατώτερη ενότητα αντίστοιχα.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 264

100
Πολύ Μαλακό Μέτριο Στιφρό Πολύ Σκληρό
90
μαλακό στιφρό
80

70
Ποσοστό δειγμάτων

60

50

40

30

20
Ανώτερη ενότητα
10
Κατώτερη ενότητα
0
0-2

.2-4

.4-8

.8-15

15-30

>30
NSPT

Σχήμα 10.4. Κατανομή τιμών ΝSPT για τους σχηματισμούς της Ανώτερης και της
Κατώτερης ενότητας, με βάση την κατάταξη των εδαφών κατά Terzaghi &
Peck (1967).

Από τα παραπάνω διαγράμματα δεν προκύπτει εμφανώς για καμία από τις δύο
ενότητες κάποια συγκεκριμένη συσχέτιση παρά μόνο μία τάση αύξησης του αριθμού
κρούσεων NSPT με το βάθος. Υψηλές τιμές κρούσεων παρατηρούνται για σχετικά
μικρά βάθη, ενώ πολλά δείγματα στα βάθη αυτά και των δύο ενοτήτων έδωσαν
άρνηση σε διείσδυση (η άρνηση δεν παρουσιάζεται στα ανωτέρω διαγράμματα).
Βέβαια, οι τιμές για τα δείγματα της Ανώτερης ενότητας παρουσιάζουν μεγαλύτερη
διασπορά, ενώ τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας φαίνεται να διατηρούν σταθερά
με το βάθος ένα μέσο εύρος τιμών Ν=30 – 50 κρούσεις (χωρίς να ληφθούν υπόψη οι
αρνήσεις). Για τη διασπορά αυτή που παρατηρείται εντονότερα στην Ανώτερη
ενότητα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι αυτή παρουσιάζει μεγάλη
ετερογένεια όσον αφορά στη σύσταση των υλικών, με εναλλαγές αργίλων, ιλύων –
αργιλοϊλύων, άμμων, αμμοϊλύων και αμμοχαλίκων σε όλη τη φάση της.
ΚΕΦ. 10. ΕΠΙΤΟΠΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ
Σελίδα: 265

ΝSPT
0 20 40 60 80 100
0

10

20
Βάθος (m)

30

40

50

60

Σχήμα 10.5. Κατανομή NSPT με το βάθος – Ανώτερη ενότητα

NSPT
0 20 40 60 80 100
0

10

20

30
Βάθος (m)

40

50

60

70

80

Σχήμα 10.6 Κατανομή NSPT με το βάθος – Κατώτερη ενότητα


ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 267

11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ


ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ.

11.1. Γενικά

Κατά την κατασκευή μιας σήραγγας ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την
παρακολούθηση της συμπεριφοράς του περιβάλλοντος σχηματισμού και της
ανταπόκρισης αυτού στη διάνοιξη της σήραγγας και την εφαρμογή των μέτρων
άμεσης υποστήριξης είναι η μέτρηση των συγκλίσεων. Με τον όρο αυτό νοείται η
τοποθέτηση όσο το δυνατόν γρηγορότερα μετά την εκσκαφή τοπογραφικών στόχων σε
συγκεκριμένες θέσεις της διατομής και η συνεχής μέτρηση και καταγραφή της θέσης
αυτών. Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι οι στόχοι μπορούν να
τοποθετηθούν σχετικά εύκολα πολύ κοντά στο μέτωπο. Με τη συστηματική
καταγραφή και αξιολόγηση της εξέλιξης των συγκλίσεων μπορεί να επιτευχθεί η
έγκαιρη ειδοποίηση σε περίπτωση αυξανόμενων παραμορφώσεων με στόχο τη λήψη
κατάλληλων υποστηρικτικών μέτρων προς αποφυγή της αστοχίας.

Ο Hoek (1999) παρατηρεί ότι ο παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στην
ευστάθεια της διατομής μιας σήραγγας είναι ο λόγος της αντοχής σε ανεμπόδιστη
θλίψη της βραχομάζας προς την αντίστοιχη επιτόπου μέγιστη αναπτυσσόμενη τάση.
Στην περίπτωση που οι επιτόπου τάσεις υπερβαίνουν μία οριακή τιμή, τότε
παρατηρείται η δημιουργία πλαστικής ζώνης αστοχίας γύρω από τη διατομή, το εύρος
της οποίας και η παραμόρφωση της διατομής εξαρτώνται από τον ανωτέρω αυτό λόγο.
Η πίεση που ασκούν τα μέτρα υποστήριξης στον περιβάλλοντα σχηματισμό εξαρτάται
από την ακαμψία τους, τη φέρουσα ικανότητα αυτών και την απόσταση εφαρμογής
τους από το μέτωπο. Η αντιστήριξη δηλαδή μπορεί να προσομοιωθεί με ένα σύστημα
ελατηρίων, με επιβολή πίεσης αυξανόμενη ανάλογα με την αύξηση της
παραμόρφωσης, μέχρι την οριακή τιμή φέρουσας ικανότητας του συστήματος.

Η μέτρηση και καταγραφή της προοδευτικής σύγκλισης των σηράγγων έχει


αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη και για τις αναλύσεις ευστάθειας. Οι μέθοδοι που
χρησιμοποιούνται για την ανάλυση της εκσκαφής των σηράγγων λαμβάνουν υπόψη
τους την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο σχηματισμό, ο οποίος έχει την τάση να
παραμορφωθεί προς το εσωτερικό της σήραγγας, καθώς και τα μέτρα υποστήριξης, τα
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 268

οποία στόχο έχουν να ελαχιστοποιήσουν την παραμόρφωση αυτή, επιβάλλοντας στο


σχηματισμό τάση συμπίεσης (Panet and Guenot, 1982).

Οι συγκλίσεις των σημείων της διατομής της σήραγγας, είναι μέγεθος που πρέπει
να είναι γνωστό, προκειμένου να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της προσωρινής
επένδυσης, αλλά και η εντατική κατάσταση των γεωλογικών σχηματισμών που
περιβάλλουν τη σήραγγα. Ενδιαφέρον άλλωστε παρουσιάζει η συσχέτιση των
συγκλίσεων αυτών με παραμέτρους του έργου και της μορφολογίας, όπως το ύψος
υπερκειμένων, η παρουσία άμμου στην οροφή, η διάνοιξη του δεύτερου κλάδου της
σήραγγας, το είδος της προσωρινής υποστήριξης κτλ, έτσι ώστε να εξαχθούν όσο το
δυνατόν ασφαλέστερα συμπεράσματα.

Η μέτρηση των συγκλίσεων γίνεται με γεωδαιτικές μεθόδους. Αρχικά γίνεται


εξάρτηση όλου του έργου από το Εθνικό Τριγωνομετρικό Δίκτυο. Ορίζονται στη
συνέχεια συγκεκριμένα σημεία κατά μήκος της χάραξης των σηράγγων, τα οποία θα
αποτελέσουν τα σταθερά σημεία αναφοράς για τις μετέπειτα μετρήσεις των
συγκλίσεων, δημιουργώντας έτσι ένα τοπικό τριγωνομετρικό δίκτυο για το έργο. Για
κάθε ένα σημείο, του οποίου η θέση εξασφαλίζεται με την κατασκευή μιας ακλόνητης
πλάκας, είναι γνωστές οι ακριβείς συντεταγμένες του και στις τρεις διευθύνσεις x, y
και z. Κατά τη διάνοιξη της σήραγγας και σε θέσεις ανά 5÷10 m ή και περισσότερο,
τοποθετούνται σε τρία ή και σε πολλές περιπτώσεις σε πέντε σημεία της διατομής της
σήραγγας συγκλισιόμετρα (ρεφλέκτορες ή ανακλαστήρες). Συνήθως προτιμούνται η
κλείδα της διατομής και τα αντιδιαμετρικά σημεία στο μέσο περίπου της Α’ φάσης
εκσκαφής, καθώς και οι παρειές της εκσκαφής του ανάστροφου τόξου.

Μετά την τοποθέτηση των ρεφλεκτόρων, υπολογίζονται οι συντεταγμένες και το


απόλυτο υψόμετρο των σημείων αυτών με επί τόπου μετρήσεις χρησιμοποιώντας
ηλεκτρονικό θεοδόλιχο (E.D.M.) ή αντίστοιχους χωροβάτες. Σε χρονικά διαστήματα,
που καθορίζονται από τις ιδιαιτερότητες του έργου, τη φύση των γεωλογικών
σχηματισμών και την απόσταση από το μέτωπο, λαμβάνονται μετρήσεις ανάλογες με
τις αρχικές και υπολογίζεται η νέα θέση των ρεφλεκτόρων. Η διαφορά των
αποτελεσμάτων αντιπροσωπεύει τη μετακίνηση του κάθε τοπογραφικού στόχου σε
κάθε μία από τις τρεις διευθύνσεις, η δε αξιολόγηση των μετακινήσεων όλων των
τοπογραφικών στόχων μιας διατομής δίνει στοιχεία για τη συνολική παραμόρφωση
της διατομής αυτής λόγω της εκσκαφής της σήραγγας και την αναγκαιότητα ή μη
λήψης πρόσθετων υποστηρικτικών μέτρων.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 269

Είναι βέβαια γνωστό ότι οι μετακινήσεις που μετρώνται δεν αποτελούν τη


συνολική – λόγω της εκσκαφής της σήραγγας - μετακίνηση του κάθε σημείου. Στην
πραγματικότητα η επίδραση της εκσκαφής μιας σήραγγας και της εφαρμογής των
μέτρων υποστήριξης στον περιβάλλοντα σχηματισμό είναι ένα τρισδιάστατο
πρόβλημα. Όπως αναφέρεται και στο “Tunnel support and lining – Recommendations
for use of convergence–confinement method” (A.F.T.E.S – Working group No7, 1986)
η διάνοιξη μιας σήραγγας οδηγεί σε μεταβολές του αρχικού τασικού πεδίου του
περιβάλλοντος σχηματισμού, συνοδευόμενο παράλληλα από ένα πεδίο
παραμορφώσεων, η έκταση του οποίου γύρω από τη σήραγγα και προς τις τρεις
διευθύνσεις εξαρτάται από το αρχικό πεδίο τάσεων και τα μηχανικά χαρακτηριστικά
του σχηματισμού.

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικά ότι η


παραμόρφωση του εδάφους μπορεί να ξεκινά σε απόσταση ίση έως και μιάμιση
διάμετρο μπροστά από το μέτωπο εκσκαφής, ενώ φτάνει στη μέγιστη τιμή της σε
απόσταση περίπου μια έως μιάμιση διάμετρο πίσω από το μέτωπο εκσκαφής.
Επισημαίνεται δε ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη εκσκαφής
του μετώπου έως την τοποθέτηση των τοπογραφικών στόχων (οι οποίοι συνήθως
τοποθετούνται επί της πρώτης στρώσης εκτοξευόμενου σκυροδέματος) και την
εκκίνηση λήψης των μετρήσεων έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία καταγραφής των
αρχικών αυτών παραμορφώσεων της διατομής.

Σύμφωνα με την ανωτέρω βιβλιογραφία για σχηματισμό με ελαστική συμπεριφορά


προκύπτει ότι περισσότερο από το 25% των συνολικών παραμορφώσεων
πραγματοποιείται στην περιοχή του μετώπου κατά την εκσκαφή. Για τους
σχηματισμούς που επιδεικνύουν ελαστοπλαστική συμπεριφορά οι συγκλίσεις που θα
πρέπει να αναμένονται στην περιοχή του μετώπου κατά την εκσκαφή κυμαίνονται από
20% έως 30% των συνολικών συγκλίσεων.

Η εκτίμηση του ποσοστού των παραμορφώσεων που εκδηλώνεται μέχρι τη


χρονική στιγμή εφαρμογής των μέτρων υποστήριξης και συνεπώς μέχρις ότου δίνεται
η δυνατότητα λήψης, καταγραφής και επεξεργασίας των μετρήσεων παραμόρφωσης,
είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το ποσοστό αυτό ολοκληρώνει την εικόνα της συνολικής
παραμόρφωσης του περιβάλλοντος σχηματισμού και αποτελεί μία ένδειξη των ορίων
που έχει ο σχηματισμός για ανακατανομή των τάσεων στο εσωτερικό του χωρίς την
απαίτηση υποστήριξης.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 270

Στις μετρήσεις των παραμορφώσεων υπεισέρχονται στις περισσότερες περιπτώσεις


αρκετά σφάλματα, συστηματικά ή τυχαία. Συστηματικό σφάλμα είναι συνήθως η
ακρίβεια του οργάνου που για το συγκεκριμένο έργο είναι της τάξης του 1 mm. Τα
τυχαία σφάλματα προέρχονται κυρίως από ατυχήματα κατά την κατασκευή από
εργάτες ή μηχανήματα, τα οποία ενδέχεται να χτυπήσουν τους ρεφλέκτορες,
οδηγώντας σε αλλαγή της θέσης τους και αδυναμία συνήθως συνέχισης των
μετρήσεων. Σημαντικό ρόλο επίσης που μπορεί να επηρεάσει την ακρίβεια των
μετρήσεων παίζουν και οι συνθήκες του χώρου στον οποίο πραγματοποιούνται οι
μετρήσεις. Οι μετρήσεις είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις δονήσεις από την κίνηση των
εργοταξιακών οχημάτων, στη σκόνη που υπάρχει στην ατμόσφαιρα του εργοταξίου
και ιδιαίτερα μέσα στις σήραγγες, αλλά και σε καιρικές συνθήκες όπως η δυνατή
ηλιοφάνεια και ο ισχυρός άνεμος. Για το λόγο αυτό ο υπεύθυνος τοπογράφος που
λαμβάνει τις μετρήσεις οφείλει να διατηρεί ημερολόγιο, να καταγράφει τις διάφορες
συνθήκες, να επεξεργάζεται κατάλληλα τις μετρήσεις αλλά και να λαμβάνει μετρήσεις
όσο το δυνατόν συχνότερα.

Στην παρούσα διατριβή έγινε προσπάθεια συγκέντρωσης αρχικά όλων των


διαθέσιμων μετρήσεων, όπως αυτές καταγράφηκαν και διορθώθηκαν από τυχόν
σφάλματα κατά την κατασκευή των σηράγγων Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”, ΣΑ, ΣΒ,
Αρχαιολογικού Χώρου και Γηροκομείου. Στη συνέχεια επιχειρήθηκε η αξιολόγηση
των μετρήσεων αυτών -χωριστά για κάθε έργο – και η συσχέτισή τους με τη
μορφολογία του φυσικού εδάφους κατά μήκος των σηράγγων, το ύψος των
υπερκειμένων, τη γεωλογική σύσταση των σχηματισμών που συναντήθηκαν και τις
ιδιαιτερότητες που ενδεχομένως αυτοί παρουσίασαν, τα μέτρα της άμεσης
υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν κτλ. Στόχος της προσπάθειας αυτής είναι η
κατανόηση της δομής των σχηματισμών της ευρύτερης περιοχής και της
συμπεριφοράς τους κατά τη διάνοιξη υπόγειων τεχνικών έργων σε συνδυασμό με τα
εφαρμοζόμενα σε κάθε περίπτωση μέτρα και τελικά η εξαγωγή όσο το δυνατόν
ασφαλέστερων συμπερασμάτων προς την κατεύθυνση αυτή.

Κατωτέρω, παρουσιάζονται αναλυτικά και χωριστά για κάθε έργο, τα


αποτελέσματα της αξιολόγησης αυτής.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 271

11.2. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων ανά έργο

11.2.1 Δίδυμες σήραγγες Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”.

Στις δίδυμες αυτές σήραγγες τοποθετήθηκαν σε διατομές ανά περίπου πέντε έως
δέκα μέτρα σταθμοί μέτρησης παραμορφώσεων. Οι σταθμοί αυτοί αποτελούνταν από
πέντε ανακλαστήρες ανά διατομή, έναν στο θόλο της σήραγγας, δύο στις παρειές της
Α’ φάσης εκσκαφής (σε γωνία 45˚ εκατέρωθεν του άξονα της σήραγγας) και δύο στις
παρειές της Β-Ι φάσης εκσκαφής (Σχήμα 11.1). Στα σημεία αυτά καταγράφονταν οι
συντεταγμένες x και y και το υψόμετρο Η με ηλεκτρονικές τοπογραφικές μεθόδους –
Electronic total station GTS-700 της TOPCON - ακρίβειας 1mm.

Κατόπιν επεξεργασίας των μετρήσεων που έγιναν επί τόπου στο έργο, δίνονται οι
συνολικές συγκλίσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του αριστερού και δεξιού
κλάδου. Οι μετρήσεις των σημείων 4 και 5 δεν αποτέλεσαν σημείο ιδιαίτερης
αξιολόγησης κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, λόγω της δυσκολίας λήψης
μετρήσεων και της ευκολίας με την οποία καταστρέφονταν από τις εργασίες των
μηχανημάτων. Ο λόγος τοποθέτησής τους ήταν η μέτρηση πιθανής σύγκλισης των
παρειών της σήραγγας στο ύψος της ερυθράς, γεγονός που δεν επαληθεύθηκε κατά
την κατασκευή.

Σχήμα 11.1 : Σχηματική διατομή της σήραγγας, στην οποία φαίνονται οι θέσεις των σημείων 1,
2, 3, 4 και 5.

Στα διαγράμματα που ακολουθούν (Σχήματα 11.2, 11.3) σημειώνονται το πάχος των
υπερκειμένων, η επικρατούσα λιθολογική φάση σύμφωνα με τη χαρτογράφηση των
μετώπων και τα μέτρα υποστήριξης των σηράγγων, προκειμένου να εξαχθούν
συμπεράσματα για τη συσχέτιση των συγκλίσεων με τις παραπάνω παραμέτρους.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 272

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύγκλιση μιας διατομής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό


από τις επιμέρους φάσεις εκσκαφής και τη χρονική αλληλουχία αυτών και – σε
μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό - από τη σχετική θέση της διατομής με το μέτωπο του
άλλου κλάδου. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται και στα διαγράμματα χρονικής εξέλιξης
των κατακόρυφων παραμορφώσεων που δίνονται ενδεικτικά για δύο διατομές, η
εκσκαφή κάθε μιας από τις επιμέρους φάσεις Α, Β.Ι. και Β.ΙΙ. ενεργοποιεί το
διάγραμμα παραμορφώσεων (παρατηρείται αύξηση των κατακόρυφων
παραμορφώσεων -πτωτικός κλάδος διαγράμματος) (Σχήματα 11.4, 11.5). Με την
ολοκλήρωση κάθε φάσης και την προχώρηση του μετώπου το σύστημα φαίνεται να
ισορροπεί και οι συγκλίσεις σταθεροποιούνται. Επίσης όταν το μέτωπο εκσκαφής του
άλλου κλάδου βρίσκεται εντός τμήματος μήκους 3D (D=διάμετρος της σήραγγας) από
την εξεταζόμενη διατομή, παρατηρείται επίσης αύξηση των συγκλίσεων. Στην
περίπτωση των διδύμων σηράγγων που αναφερόμαστε το τμήμα αυτό έχει μήκος 30m
(D=10m).

Μετά την ολοκλήρωση και των τριών φάσεων εκσκαφής και την απομάκρυνση
του μετώπου 30m από την κάθε εξεταζόμενη διατομή, οι συνολικές συγκλίσεις δεν θα
πρέπει να ξεπερνούν τα 15cm που έχει οριστεί ως σύγκλιση αστοχίας. Θα πρέπει
ωστόσο να επισημανθεί ότι από τα διαγράμματα προκύπτουν σε ορισμένα σημεία
συγκλίσεις που φτάνουν ως και άνω των 20cm (Σχήματα 11.2, 11.3). Οι τιμές αυτές
δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αφού πρόκειται για μεμονωμένα σημεία
(άλματα στο διάγραμμα). Η παρουσία τέτοιων συγκλίσεων οφείλεται σε σφάλματα
μετρήσεων λόγω ατυχημάτων που έγιναν στο εργοτάξιο, όπως χτυπήματα των
συγκλισιομέτρων από εργάτες ή μηχανήματα, τοπικές καταπτώσεις σχηματισμών
κ.λ.π.

Μελετώντας τα διαγράμματα μέγιστων συγκλίσεων κατά μήκος των δύο κλάδων,


εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα συσχετίζοντας τις συγκλίσεις με διάφορες
παραμέτρους, όπως το πάχος των υπερκειμένων, τα μέτρα υποστήριξης και τη
λιθολογία κατά μήκος του έργου.

Στον αριστερό κλάδο παρατηρούνται οι μεγαλύτερες συγκλίσεις στην περιοχή


μεταξύ των Χ.Θ. 2+210 έως Χ.Θ. 2+330.

Στην περιοχή αυτή το πάχος των υπερκειμένων είναι αρκετά μεγάλο, της τάξης
των 65m (το υψηλότερο για τον αριστερό κλάδο). Από το διάγραμμα της
επικρατούσας λιθολογικής φάσης γίνεται σαφές ότι καθοριστικό ρόλο στο μέγεθος
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 273

των συγκλίσεων αυτών φαίνεται να παίζει ο σχηματισμός που διανοίχθηκε στο τμήμα
αυτό σε συνδυασμό με τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν. Στο εν λόγω τμήμα
η επικρατούσα λιθολογική φάση ήταν η αργιλικές μάργες με ενστρώσεις κατά θέσεις
αμμωδών οριζόντων, ενώ προς το τέλος του τμήματος παρατηρήθηκαν εναλλαγές
μαργών, αμμούχων μαργών και άμμων. Όσον αφορά στα μέτρα υποστήριξης που
χρησιμοποιήθηκαν, αυτά διαφοροποιήθηκαν κατά μήκος του εν λόγω τμήματος.

Σε γενικές γραμμές εφαρμόσθηκε η διατομή S, η οποία προέβλεπε Spiles μήκους


12m, RRS ανά 2m και αγκύρια μήκους 4m. Κατά τη διάρκεια της εκσκαφής και στην
περιοχή περίπου από Χ.Θ. 2+258 έως Χ.Θ. 2+280, όπου επικρατούσαν μάργες με
ενστρώσεις αμμούχων μαργών παρατηρήθηκε η παρουσία νερού στο θόλο, η οποία
ιδιαίτερα μετά τη Χ.Θ.2+270 είχε τη μορφή ροής (περί τη Χ.Θ. 2+280 καταγράφηκε
ποσότητα της τάξης των 20m3/h). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την παρουσία
αμμοϊλυωδών οριζόντων είχε ως αποτέλεσμα την υπερεκσκαφή στο θόλο και την
άμεση πλήρωση αυτής με ένεμα. Στην περιοχή αυτή τα μέτρα άμεσης υποστήριξης
ενισχύθηκαν, ήτοι τα spiles στο θόλο πύκνωσαν (ανά 25cm), τοποθετήθηκαν αγκύρια
μήκους 8m αντί των 4m και τα RRS αντικαταστάθηκαν από πλαίσια ανά 1m. Μετά τη
Χ.Θ. 2+280 τα RRS τοποθετήθηκαν ανά 1m αντί της προβλεπόμενης από τη μελέτη
απόστασης των 2m, για λόγους ασφαλείας και χρησιμοποιήθηκε και πλέγμα, ενώ
μέχρι και τη Χ.Θ. 2+300 τα spiles παρέμειναν ανά 25cm.

Η δυσμενής αυτή περίπτωση παρουσίας αμμοϊλυωδών οριζόντων στην περιοχή


του θόλου και μάλιστα κορεσμένων με νερό και οι συνέπειές της στην κατασκευή
αποτυπώνεται και στο διάγραμμα των συγκλίσεων. Από την εξέλιξη των συγκλίσεων
κατά μήκος της σήραγγας είναι εμφανές ότι στην περιοχή περίπου από Χ.Θ. 2+250
έως Χ.Θ. 2+280 οι κατακόρυφες παραμορφώσεις αυξάνονται αισθητά, ενώ μετά τη
Χ.Θ. 2+280, όπου εφαρμόσθηκαν από τη στιγμή της εκσκαφής ενισχυμένα μέτρα
υποστήριξης, τα μεγέθη των παραμορφώσεων μειώθηκαν στην τάξη των 7cm μέχρι τη
Χ.Θ. 2+300 και ακόμη περισσότερο στη συνέχεια.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από τη Χ.Θ. 2+355 περίπου και έπειτα, λόγω της
απότομης μετάβασης από την περιοχή των υψηλών υπερκειμένων σε περιοχή με
σαφώς χαμηλότερα υπερκείμενα, χρησιμοποιήθηκαν τα μέτρα υποστήριξης της
διατομής Ε αντί της διατομής F, με κυριότερη διαφοροποίηση την αντικατάσταση των
RRS με πλαίσια ΗΕΒ 140 ανά 1m, και τη χρήση spiles (αντί για forepoles που
προτείνει η διατομή E).
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 274

Παραμορφώσεις κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας "Αγ. Βαρβάρα"

Ύψος υπερκειμένων (m) 70


60
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση
50 για Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην
αντίστοιχη μηκοτομή
40
30
20
10
Χιλιομέτρηση
0
2000 2100 2200 2300 2400 2500 2600 2700

0,0
Παραμόρφωση (mm)

-5,0
-10,0
-15,0
-20,0 Σημείο 1
Σημείο 2
-25,0
Σημείο 3
-30,0
Γεωλογικοί σχηματισμοί ( με βάση τα στοιχεία της ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕ)

Σχήμα 11.2. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ – ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 275

Παραμορφώσεις κατά μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας "Αγ. Βαρβάρα"

Ύψος υπερκειμένων (m) 70


60
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα
50 θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
40 δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή

30
20
10 Χιλιομέτρηση
0
2000 2100 2200 2300 2400 2500 2600 . 2700

0
Παραμόρφωση (mm)

-5

-10

-15 Σημείο 1
-20 Σημείο 2
Σημείο 3
-25
Γεωλογικοί σχηματισμοί (με βάση στοιχεία της ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕ)

Μέτρα υποστήριξης

Σχήμα 11.3. Μέγιστες παραμορφώσεις των σημείων 1, 2 και 3 κατά μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας “Αγ. Βαρβάρα”.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 276

Υπόμνημα

Κροκαλοπαγές
Μεταλλικά πλαίσια ΙΡΒ
Κορηματικά υλικά με
καστανοκίτρινη άργιλο
Μεταλλικά πλαίσια ΙΡΒ,
Αγκύρια και πλέγμα
Αργιλική μάργα
RRS
Μάργα
RRS, Αγκύρια και πλέγμα
Εναλλαγές μαργών, αμμωδών
μαργών και άμμων
Δοκοί Προπορείας (Fore
Poling)
Άμμοι με ενστρώσεις μάργας

Μάργα με ενστρώσεις αμμώδους


μάργας

Ημερομηνία
20/01/1997

11/03/1997

30/04/1997

19/06/1997

08/08/1997

27/09/1997
0

Σημείο 1
-20
Σημείο 2
Σημείο 3
Παραμόρφωση (mm)

-40

-60

-80

-100

-120

Σχήμα 11.4. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 2+205.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 277

Ημερομηνία

14/02/1998

06/03/1998

26/03/1998

15/04/1998

05/05/1998

25/05/1998

14/06/1998

04/07/1998

24/07/1998
0

-10 Σημείο 1
Σημείο 2
-20
Σημείο 3
Παραμόρφωση (mm)

-30

-40

-50

-60

-70

-80

-90

Σχήμα 11.5. Χρονική εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής του
αριστερού κλάδου στη Χ.Θ. 2+293.

Όσον αφορά στη λιθολογική σύσταση των σχηματισμών που συναντήθηκαν,


όπως προκύπτει από τη γεωλογική χαρτογράφηση των μετώπων, η παρουσία
αμμωδών και αμμοϊλυωδών οριζόντων στην περιοχή του θόλου της σήραγγας
διακόπτεται περί τη Χ.Θ. 2+470 με τεκτονικό ρήγμα. Από τη θέση αυτή και μέχρι το
τέλος της σήραγγας στη διατομή επικρατεί η στιφρή αργιλική μάργα γκρίζου
χρώματος.

Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι κάποια άλματα των συγκλίσεων που


παρατηρούνται στο διάγραμμα για την περιοχή των υψηλών παραμορφώσεων που
μπορεί να δίνουν την εικόνα συγκλίσεων πολύ μεγαλύτερων από τη σύγκλιση
αστοχίας, ενδεχομένως οφείλονται σε σφάλματα μετρήσεων (κυρίως μετακινήσεις
συγκλισιομέτρων ή πιθανές καταπτώσεις) που επισημάνθηκαν και αναγράφηκαν από
τον υπεύθυνο τοπογράφο μηχανικό του έργου στις παρατηρήσεις των μετρήσεων.

Στο δεξιό κλάδο φαίνεται ότι υπάρχει μία περιοχή με υψηλές τιμές
κατακόρυφων παραμορφώσεων από Χ.Θ. 2+100 έως 2+300 περίπου. Οι συγκλίσεις
στο τμήμα αυτό έχουν μέση τιμή 8-10 cm. Όπως και στον αριστερό κλάδο, στην
περιοχή αυτή το πάχος των υπερκειμένων είναι αρκετά μεγάλο, της τάξης των 62m.
Παρατηρείται δηλαδή, ότι αντίθετα με τις προβλέψεις οι μέγιστες παραμορφώσεις δεν
παρουσιάζονται στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 278

Σύμφωνα με τη γεωλογική χαρτογράφηση μετώπων όλη η περιοχή του θόλου


μέχρι τη Χ.Θ. 2+180 περίπου καταλαμβάνεται από στιφρές αργιλικές μάργες, γκρίζου
χρώματος, ενώ στα πλευρικά τμήματα της διατομής συναντώνται ορίζοντες άμμου
μεσόκοκκης κίτρινου έως καστανοκίτρινου χρώματος, απομειούμενου πάχους με την
προχώρηση. Από τη Χ.Θ. 2+180 έως τη Χ.Θ. 2+250 περίπου ο σχηματισμός της
στιφρής αργιλικής μάργας καταλαμβάνει πλέον το σύνολο της διατομής. Τέλος, από
Χ.Θ. 2+250 έως Χ.Θ. 2+300 στα πλευρικά τμήματα της διατομής εμφανίζεται άμμος
μεσόκοκκη έως αδρόκοκκη καστανοκίτρινου χρώματος.

Όσον αφορά στα μέτρα άμεσης υποστήριξης μέχρι τη Χ.Θ. 2+220 περίπου
εφαρμόσθηκαν τα μέτρα της διατομής S, ήτοι RRS ανά δύο μέτρα, αγκύρια και spiles
ανά 80cm. Στη συνέχεια και έως τη Χ.Θ. 2+274 περίπου τα RRS μπήκαν ανά 1m, ενώ
πύκνωσαν και τα spiles, τα οποία τοποθετήθηκαν ανά 25cm. Μόνο για την περιοχή
από Χ.Θ. 2+235 έως τη Χ.Θ. 2+267 περίπου τοποθετήθηκαν εναλλάξ RRS και ΗΕΒ
160 ανά 1m (συνδυασμός διατομών S και Ε). Τέλος, μετά τη Χ.Θ. 2+274 τα RRS
τοποθετήθηκαν και πάλι ανά 2m.

Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η γεωλογία του δεξιού κλάδου ευνοεί την
ανάπτυξη μεγάλων συγκλίσεων. Τα μέτρα υποστήριξης όμως παίζουν τον
περιοριστικό παράγοντα αυτών. Θα πρέπει βέβαια και εδώ να σημειωθεί ότι τυχόν
άλματα στο διάγραμμα των συγκλίσεων οφείλονται σε σφάλματα μετρήσεων.

Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο έργο αυτό σημειώθηκε αστοχία στην
έξοδο του αριστερού κλάδου, που οφείλεται, πέραν από το μικρό πάχος
υπερκειμένων, στην έντονη διάρρηξη και αποσάθρωση των σχηματισμών της
περιοχής αυτής, που ανήκουν στην Ανώτερη ενότητα και τη Μεταβατική ζώνη
(Φωτογραφίες 11.1, 11.2). Το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε με τη δημιουργία Cut and
Cover στο τμήμα που αστόχησε .
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 279

Φωτογραφία 11.1 Αριστερός κλάδος, περιοχή εξόδου της σήραγγας στη ζώνη των χαμηλών
υπερκειμένων. Το μικρό πάχος και η χαλαρή δομή των υπερκειμένων, λόγω διάρρηξης και αποσάθρωσης
των σχηματισμών της Ανώτερης Γεωτεχνικής ενότητας, οδήγησαν τελικά σε αστοχία του έργου και στη
συνέχεια αστοχία του ανάντη πρανούς. Η αντιμετώπιση του προβλήματος επιτεύχθηκε στο τμήμα αυτό με
την επανακατασκευή του έργου μέσω C+C.

Φωτογραφία 11.2. Σήραγγα Μποζαϊτικα – ¨Αγία Βαρβάρα¨. Διακρίνονται οι σχηματισμοί των τεφρών
αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας με οριζόντια σχεδόν στρώση και κύρια διάρρηξη εγκάρσια
προς αυτή, που προδιαγράφουν ικανοποιητικές συνθήκες ευστάθειας. Εξελίσσονται κοντά στην κλείδα
του έργου καθώς και στο δεξιό του μετώπου στους πλέον χαλαρωμένους σχηματισμούς της Ανώτερης
ενότητας με τους οποίους διαχωρίζονται με ρήγμα.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 280

11.2.2 Δίδυμες σήραγγες ΣΑ & ΣΒ

Στην περίπτωση των δίδυμων σηράγγων ΣΑ και ΣΒ για την παρακολούθηση των
παραμορφώσεων των διατομών χρησιμοποιήθηκε το σύστημα 3D Optical, το οποίο
περιελάμβανε την τοποθέτηση πέντε ανακλαστήρων (έναν στο θόλο της σήραγγας,
δύο στις παρειές της Α’ φάσης εκσκαφής και δύο στις παρειές της Β-Ι φάσης
εκσκαφής), σε διατομές ανά περίπου 5m. Σε όλες τις διατομές πραγματοποιούνταν
μετρήσεις της θέσης των σημείων και στις τρεις διευθύνσεις. Ο εξοπλισμός που
χρησιμοποιήθηκε ήταν Leica tc1800L, ακρίβειας 1mm.

Σύμφωνα με τη μελέτη διάνοιξης και υποστήριξης της σήραγγας ΣΑ είχαν εκτιμηθεί


τα ακόλουθα :

- για τον αριστερό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
σήραγγα) θα κυμανθούν από 7,8 cm έως 8,42 cm για προσομοίωση σε τρία
στάδια και από 8,96 cm έως 10,17 cm για προσομοίωση σε τέσσερα στάδια.

- για το δεξιό κλάδο και με τη θεώρηση της μεμονωμένης κατασκευής αυτού


προκύπτουν οι ίδιες τιμές παραμορφώσεων όπως και για τον αριστερό κλάδο.
Στην προσομοίωση όμως με ήδη κατασκευασμένο τον αριστερό υπολογίστηκε
αύξηση των κατακόρυφων παραμορφώσεων του δεξιού κλάδου της σήραγγας
από την κατασκευή του αριστερού κατά 0,4 έως 0,5cm.

- οι συνολικές οριζόντιες παραμορφώσεις στις παρειές της διατομής (για


μεμονωμένη σήραγγα) μεταβάλλονται ανάλογα με την τοποθέτηση ή μη
ράβδων αγκύρωσης στις παρειές της Β’ φάσης εκσκαφής. Έτσι, χωρίς την
τοποθέτηση ράβδων αγκύρωσης κυμαίνονται από 4,6 cm για τρία στάδια
προσομοίωσης, έως 10,17 cm για τέσσερα στάδια προσομοίωσης, ενώ με την
τοποθέτηση των ράβδων αγκύρωσης μεταβάλλονται από 2,5 cm για τρία στάδια
προσομοίωσης έως 7,5 cm για τέσσερα στάδια προσομοίωσης.

Ομοίως για τη σήραγγα ΣΒ σύμφωνα με τη μελέτη διάνοιξης και υποστήριξης είχαν


εκτιμηθεί τα ακόλουθα :

- για τον αριστερό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 281

σήραγγα) θα κυμανθούν από 7,8 cm έως 8,42 cm για προσομοίωση σε τρία


στάδια και από 8,96 cm έως 10,17 cm για προσομοίωση σε τέσσερα στάδια.

- για το δεξιό κλάδο από τις αναλύσεις της μελέτης είχε εκτιμηθεί ότι οι
κατακόρυφες παραμορφώσεις στην κλείδα της διατομής (για μεμονωμένη
σήραγγα) θα κυμανθούν από 7,8 cm έως 8,42 cm για προσομοίωση σε τρία
στάδια και από 8,96 cm έως 10,17 cm για προσομοίωση σε τέσσερα στάδια.
Στην προσομοίωση με ύπαρξη και των δύο κλάδων της σήραγγας υπολογίστηκε
αύξηση των κατακόρυφων παραμορφώσεων του δεξιού κλάδου της σήραγγας
από την κατασκευή του αριστερού κατά 0,4 έως 0,5cm.

Στα Σχήματα 11.6 έως 11.9 παρουσιάζονται οι παραμορφώσεις και για τους δύο
κλάδους των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, σε συνδυασμό με το ύψος των υπερκειμένων σε
κάθε θέση, τους γεωλογικούς σχηματισμούς που συναντήθηκαν κατά την εκσκαφή
και τα εφαρμοζόμενα μέτρα άμεσης υποστήριξης.

Με βάση τα διαγράμματα αυτά διαπιστώνονται τα εξής:

- Αρχικά, παρατηρείται ότι για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΑ, και για τις θέσεις
όπου τα στοιχεία ήταν διαθέσιμα, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση ήταν
της τάξης των 3cm (παρουσιάσθηκε στο σημείο 1 στην περιοχή της εξόδου της
σήραγγας), ενώ η μέγιστη οριζόντια παραμόρφωση ήταν περίπου 1,5 cm. Για
τον αριστερό κλάδο της σήραγγας ΣΑ και πάλι για το τμήμα όπου υπήρχαν
διαθέσιμα στοιχεία, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση που καταγράφηκε
ήταν της τάξης των 2,5 cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια παραμόρφωση της τάξης
των 1,4cm.

- Αντίστοιχα, για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΒ, φαίνεται ότι η μέγιστη
κατακόρυφη παραμόρφωση ήταν περίπου 4,5cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια
παραμόρφωση ήταν της τάξης των 3cm. Τέλος, για τον αριστερό κλάδο της
σήραγγας ΣΒ, η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση που καταγράφηκε ήταν
3,1cm, ενώ η μέγιστη οριζόντια 1,6cm περίπου.

Οι τιμές αυτές των παραμορφώσεων θεωρήθηκαν από τον ανάδοχο του έργου εντός
των προβλεπόμενων ορίων.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 282

35

30
Ύψος υπερκειμένων (m)

25

20

15
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για
10 Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή

0
2+900
2900 2+920 2+940 2950 2+960 2+980 3+000
3000 3+020 3+040 3050 3+060
0

5
Παραμορφώσεις (mm)

10

15

20

25
Σημείο 2
30 Σημείο 1
Σημείο 3
35

Σχήμα 11.6. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.

Από την αξιολόγηση των μετρήσεων μπορούν σε πρώτη φάση να εξαχθούν τα


ακόλουθα συμπεράσματα.:

Σήραγγα ΣΑ

α) Και τα τρία σημεία της Α’ φάσης της διατομής (1, 2 και 3), στα οποία
εγκαταστάθηκαν ρεφλέκτορες, παρουσιάζουν περίπου την ίδια τιμή
κατακόρυφων παραμορφώσεων. Στο δεξιό κλάδο της σήραγγας τα τρία σημεία
παρουσιάζουν παρόμοιες τιμές κατακόρυφων παραμορφώσεων, εντούτοις οι
μεγαλύτερες τιμές εμφανίζονται στα σημεία 1 ή 3 (παρειές της Α’ φάσης
εκσκαφής), ανάλογα με τη θέση. Ανάλογη είναι η παρατήρηση και για τον
αριστερό κλάδο της σήραγγας, όπου και πάλι τα διαγράμματα των τριών
σημείων είναι πολύ κοντά.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 283

35

30
(m)

25
Ύψος υπερκειμένων
(m)

20
Ύψος υπερκειμένων

15 Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για


Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
10

0
2930

2950

2970

2990

3010

3030

3050

3070
0

Σημείο 1
Σημείο 2
-5
Σημείο 3
(mm) (m

-10
Παραμόρφωσηπαραμόρφωση

-15
Κατακόρυφη

-20

-25

-30

Σχήμα 11.7. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.

β) Όσον αφορά στις οριζόντιες παραμορφώσεις τα σημεία 1 και 3 του δεξιού


κλάδου της σήραγγας φαίνεται να κινούνται μαζί προς τα αριστερά, με μόνη
διαφοροποίηση το σημείο 1 περί τη Χ.Θ. 2+990 και το σημείο 3 περί τη Χ.Θ.
3+050, τα οποία φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επιπλέον, παρατηρείται ότι το σημείο 2 (στην περιοχή του θόλου) παρουσιάζει
οριζόντια μετακίνηση της τάξης του 1,5cm επίσης προς τα αριστερά, ενώ θα
αναμενόταν να παρουσιάζει κατά κύριο λόγο μόνο κατακόρυφη μετακίνηση.
Φαίνεται δηλαδή ως οι διατομές στο σύνολό τους να τείνουν να κινηθούν προς
τα αριστερά. Τα διαγράμματα των οριζόντιων παραμορφώσεων για τον
αριστερό κλάδο της ΣΑ είναι πιο στρωτά, με τα τρία σημεία να ακολουθούν
συντονισμένη μεταξύ τους κίνηση, προς τα κατάντη στην περιοχή της εισόδου
και προς τα ανάντη σε όλο το υπόλοιπο μήκος της σήραγγας, παρουσιάζοντας
βέβαια σε γενικές γραμμές τιμές μέχρι περίπου 1cm, σε αντίθεση με το δεξιό
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 284

κλάδο όπου οι οριζόντιες παραμορφώσεις είναι ελαφρώς πιο αυξημένες, και


φθάνουν γενικά περίπου το 1,5cm. Η εξήγηση για το φαινόμενο αυτό θα
μπορούσε να είναι το γεγονός ότι ο αριστερός κλάδος της σήραγγας είχε ήδη
διανοιγεί κατά την εκσκαφή του δεξιού κλάδου.

25
Ύψος υπερκειμένων (m)

20

15

Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για


10 Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή

0
3.500,00

3.520,00

3.540,00

3.560,00

3.580,00

3.600,00

3.620,00

3.640,00

3.660,00

3.680,00
0

-0,005

-0,01
Παραμόρφωση (mm)

-0,015

-0,02

-0,025

-0,03

-0,035

-0,04
Σημείο 1
Σημείο 2
-0,045
Σημείο 3
-0,05

Σχήμα 11.8. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.

Σήραγγα ΣΒ

γ) Ομοίως με τη σήραγγα ΣΑ και για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΒ, και τα τρία
σημεία παρουσιάζουν παρόμοιες κατακόρυφες παραμορφώσεις, ενώ το σημείο
2 (στον θόλο) δεν εμφανίζει σε όλες τις θέσεις τη μεγαλύτερη παραμόρφωση
όπως ίσως θα αναμενόταν. Οι μέγιστη τιμή της κατακόρυφης παραμόρφωσης
που καταγράφηκε ήταν της τάξης 4,5 cm στην περιοχή της εξόδου της
σήραγγας. Στην περίπτωση του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΒ αντίθετα,
το σημείο 2 εμφανίζει πολύ μεγαλύτερες κατακόρυφες παραμορφώσεις από τα
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 285

άλλα δύο σημεία σε ολόκληρο σχεδόν το μήκος της σήραγγας, με μέγιστη τιμή
περίπου 3 cm περί τη Χ.Θ. 3+600.

25

20
Ύψος υπερκειμένων (m)

15

10
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα θεώρηση για
Γεωτεχνικές ενότητες δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
5

0
3.540,00

3.560,00

3.580,00

3.600,00

3.620,00

3.640,00

3.660,00

3.680,00
0

-0,005
Παραμόρφωση (mm)

-0,01

-0,015

-0,02

-0,025

Σημείο 1
-0,03 Σημείο 2
Σημείο 3
-0,035

Σχήμα 11.9. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1,2 και 3 κατά μήκος του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.

δ) Όσον αφορά στις οριζόντιες παραμορφώσεις της σήραγγας ΣΒ στο δεξιό κλάδο
αυτές φαίνεται να αλλάζουν συνεχώς διεύθυνση, διατηρώντας όμως σε γενικές
γραμμές παρόμοια μεταξύ τους διαδρομή. Παρουσιάζεται έτσι τάση της
σήραγγας για κίνηση προς τα ανάντη περίπου μέχρι το μέσον του μήκους αυτής,
(με μέση τιμή περί το 1cm) ενώ στη συνέχεια και ιδιαίτερα στην περιοχή της
εξόδου φαίνεται μετατόπιση της διατομής προς τα κατάντη, με τιμές
παραμορφώσεων από 1,5 έως 2,5cm περίπου.
Στην περίπτωση του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΒ, παρουσιάζεται μια
κάπως διαφορετική εικόνα. Έτσι, το σημείο 2 στο θόλο της διατομής σε γενικές
γραμμές δεν παρουσιάζει αξιόλογες οριζόντιες μετακινήσεις και με εξαίρεση
την περιοχή περί τη Χ.Θ. 3+560 με 3+570 και περί τη Χ.Θ. 3+660 εμφανίζει
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 286

τιμές της τάξης των 2-3 mm με κατεύθυνση ελαφρώς προς τα ανάντη. Τα


σημεία 1 και 3 εμφανίζουν κίνηση προς αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι τη Χ.Θ.
3+600 περίπου. Το γεγονός αυτό, αν και θα ήταν αναμενόμενο και αποδεκτό,
παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι οι κατευθύνσεις των σημείων αυτών
μεταβάλλονται κατά μήκος της σήραγγας, φαίνεται δηλαδή ως τα σημεία αυτά
άλλοτε να συγκλίνουν και άλλοτε να αποκλίνουν κατά μήκος της σήραγγας, με
μέγιστες τιμές οριζόντιων παραμορφώσεων περίπου 1,5 cm. Μετά δε τη Χ.Θ.
3+600 περίπου και έως τη Χ.Θ. 3+640 φαίνεται να κινούνται και τα δύο προς τα
κατάντη, ενώ παρουσιάζουν και πάλι σύγκλιση αμέσως μετά.

ε) Σχετικά με τη σήραγγα ΣΒ και σύμφωνα με τις επιτόπου παρατηρήσεις των


μηχανικών του έργου για το βόρειο τμήμα αυτής, περίπου το 60% των
παραμορφώσεων του θόλου έλαβε χώρα κατά την εκσκαφή της Α’ φάσης. Ο
απαιτούμενος χρόνος για τη σταθεροποίηση της διατομής ήταν περίπου δέκα
ημέρες μετά την ολοκλήρωση της υποστήριξης όλων των φάσεων. Επιπλέον,
παρατηρήθηκε ότι στην περιοχή του βορείου στομίου της σήραγγας ΣΒ και
ύστερα από δύο μήνες περίπου από τη σταθεροποίηση των παραμορφώσεων,
ξεκίνησε μία φάση εκδήλωσης ερπυστικών παραμορφώσεων, η οποία διήρκεσε
σχεδόν δύο εβδομάδες.

στ) Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι οι κατακόρυφες μετακινήσεις


παρουσιάζουν τις μέγιστες τιμές τους στις περιοχές των χαμηλότερων
υπερκειμένων, ενώ σε γενικές γραμμές το αντίθετο θα ήταν αναμενόμενο.

Τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν στις περιοχές αυτές


περιελάμβαναν lattice girders, αγκύρια, εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και δοκούς
προπορείας. Η εξήγηση για την πολύ καλή συμπεριφορά του περιβάλλοντος
σχηματισμού κυρίως στη βόρεια είσοδο, αλλά και στο σώμα των σηράγγων θα πρέπει
μάλλον να αναζητηθεί στη φύση των σχηματισμών που διατρήθηκαν, αλλά και στη
μορφολογία της περιοχής.

ζ) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην περιοχή των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ κυριαρχεί η
παρουσία των αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας, με συχνές
ενδιάμεσες ενστρώσεις αμμωδών οριζόντων. Οι αργιλικές αυτές μάργες είναι
γενικά στιφρές, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους την ύπαρξη δομής. Για το
λόγο αυτό φαίνεται ότι και οι παραμορφώσεις στις περιοχές των υψηλότερων
υπερκειμένων είναι σχετικά μικρές, καθόσον οι σχηματισμοί έχουν σημαντική
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 287

δυνατότητα ανάληψης και ανακατανομής των τάσεων στο εσωτερικό τους.


Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αργιλικές αυτές μάργες
παρουσιάζουν στρώση με διεύθυνση και φορά προς νότο, ευνοϊκή δηλαδή προς
την εκσκαφή, γεγονός που συμβάλλει και αυτό στην ισορροπία του
σχηματισμού στο σύνολό του.

η) Αξίζει βέβαια να παρατηρηθεί ότι τόσο η σήραγγα ΣΑ, όσο και η σήραγγα ΣΒ
διατρέχουν στην ουσία ενιαία αντερείσματα η κάθε μία, χωρίς την ύπαρξη
ενδιάμεσων βυθισμάτων. Δεν συναντούν δηλαδή ζώνες τεκτονικών ρηγμάτων –
τα οποία συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία των εν λόγω βυθισμάτων - οι
οποίες ως γνωστόν αποτελούν επιφάνειες αδυναμίας για το σχηματισμό,
καθόσον στις περιοχές αυτές ο σχηματισμός εμφανίζεται ιδιαίτερα
καταπονημένος και αποδομημένος λόγω του τεκτονισμού, με πολύ μειωμένα
μηχανικά χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, τόσο η έλλειψη βυθισμάτων, όσο και η ευνοϊκή προς την εκσκαφή
κλίση είχαν ως αποτέλεσμα την απουσία υδροφορίας ή την αδυναμία
εκτόνωσης της όποιας υδροφορίας των αμμωδών κυρίως οριζόντων προς το
εσωτερικό της σήραγγας, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω την ευστάθεια των
σχηματισμών στην περιοχή.

θ) Τα προβλήματα που παρουσιάσθηκαν κατά τη διάνοιξη του κυρίου σώματος


των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ ήταν περιορισμένης σημασίας και εντοπίσθηκαν
κυρίως σε θέσεις με ισχυρή παρουσία αμμωδών οριζόντων και ιδιαίτερα στις
περιπτώσεις που οι αμμώδεις αυτοί ορίζοντες συναντήθηκαν στην οροφή της
διατομής. Οι μη συνεκτικοί αυτοί ορίζοντες παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές
χαλαρή δομή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει και σε
κατάρρευση του υλικού.

ι) Όσον αφορά τώρα στις νότιες περιοχές των σηράγγων ΣΑ και ΣΒ, όπου έχουμε
μικρό σχετικά πάχος υπερκειμένων, η εκσκαφή συνάντησε και στις δύο
περιπτώσεις κυρίως την Ανώτερη ενότητα των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων. Ο ορίζοντας αυτός παρουσιάζεται σημαντικά αποσαθρωμένος και
κερματισμένος, με μειωμένες μηχανικές ιδιότητες. Το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με τη παρουσία ενστρώσεων χαλαρών, μη συνεκτικών αμμωδών
οριζόντων οδήγησε κατά τα φαινόμενα στην εκδήλωση μεγαλύτερων
παραμορφώσεων. Ιδιαίτερα δε ο δεξιός κλάδος των σηράγγων αντιμετώπισε το
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 288

φαινόμενο αυτό εντονότερα, καθόσον η εκσκαφή πραγματοποιήθηκε σε


δυσμενέστερη θέση από αυτή του αριστερού κλάδου.

κ) Η συμπεριφορά των διατομών, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, μπορεί να


φανεί και από την αξιολόγηση των διαγραμμάτων, που παρουσιάζονται στα
Σχήματα 11.10 έως 11.12. Στα διαγράμματα αυτά φαίνεται η χρονική εξέλιξη
τόσο των κατακόρυφων, όσο και των οριζόντιων παραμορφώσεων σε τρεις
διατομές.
12/10/98

21/11/98

11/12/98

31/12/98
22/9/98

1/11/98

20/1/99

9/2/99
0,000

0,002

0,004

0,006
Παραμόρφωση (m)

0,008

0,010

0,012

0,014
Σημείο 1
0,016 Σημείο 2
Σημείο 3
0,018

Σχήμα 11.10. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+518,35 της σήραγγας ΣΒ.

Αναλυτικότερα:

ƒ Στο Σχήμα 11.10 φαίνεται η χρονική εξέλιξη των κατακόρυφων


παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής περί τη Χ.Θ. 3+518,35
του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ. Σε ότι αφορά το θόλο της εν λόγω
διατομής παρατηρούνται δύο διαστήματα «ηρεμίας» και σταθεροποίησης των
μετακινήσεων, το πρώτο για σύγκλιση περίπου 7mm, ενώ το δεύτερο για
οριστική πλέον σύγκλιση 16mm. Σύμφωνα με την πρόοδο των εργασιών
εκσκαφής φαίνεται ότι στη φάση της πρώτης σταθεροποίησης των
συγκλίσεων το μέτωπο εκσκαφής της Α’ φάσης είχε πλέον απομακρυνθεί από
τη θέση της υπόψη διατομής περί τα 45 με 50m. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 289

απότομη ανύψωση του σημείου 1 που παρουσιάζεται στο διάγραμμα θα


μπορούσε να οφείλεται σε μετατόπιση λόγω ατυχήματος του ρεφλέκτορα.
Άλλωστε, στο διάγραμμα αυτό παρατηρείται ότι η ανύψωση του σημείου 1
είναι περίπου ίση με τη διαφορά της τελικής παραμόρφωσης αυτού και της
παραμόρφωσης του σημείου 2, από τα διαγράμματα δε κατά μήκος της
σήραγγας αναμένεται για το δεξιό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις των
τριών σημείων να κυμαίνονται σε σχετικά ίδιες τιμές μεταξύ τους.
11/11/98

21/11/98

11/12/98

21/12/98

31/12/98
1/11/98

1/12/98

10/1/99

20/1/99

30/1/99
0
Σημείο 1
0,002
Σημείο 2
0,004 Σημείο 3

0,006
Παραμόρφωση (m)

0,008

0,01

0,012

0,014

0,016

0,018

Σχήμα 11.11. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+544 της σήραγγας ΣΒ.

ƒ Στο Σχήμα 11.11 φαίνεται η χρονική εξέλιξη των κατακόρυφων και


οριζόντιων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της διατομής περί τη
Χ.Θ. 3+544 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ. Οι κατακόρυφες
παραμορφώσεις φαίνεται να εξελίσσονται ομοιόμορφα και για τα τρία σημεία,
με το σημείο 2 να εμφανίζει τις μεγαλύτερες τιμές όπως άλλωστε θα
αναμενόταν, ενώ τα σημεία στις παρειές εμφανίζουν παρόμοιες τιμές
υποχώρησης , ακολουθώντας παρόμοιο διάγραμμα.

ƒ Στο Σχήμα 11.12 παρουσιάζεται η χρονική εξέλιξη των κατακόρυφων


παραμορφώσεων των σημείων μέτρησης στη Χ.Θ. 3+026,5 του δεξιού κλάδου
της σήραγγας ΣΑ.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 290

ƒ Τέλος για την εποπτικότερη εικόνα της παραμόρφωσης της σήραγγας


παρουσιάζονται ενδεικτικά πάνω στη διατομή οι μετακινήσεις των τριών
σημείων σε τρεις θέσεις για τη σήραγγα ΣΑ και σε τρεις για τη σήραγγα ΣΒ
(Σχήματα 11.13 έως 11.18). Συγκεκριμένα για τη σήραγγα ΣΑ σχεδιάσθηκε η
παραμόρφωση της διατομής στη Χ.Θ. 2+989,7 του δεξιού κλάδου, στη Χ.Θ.
2+995,4 του αριστερού κλάδου και στη Χ.Θ. 3+026,5 του δεξιού κλάδου.
Αντίστοιχα για τη σήραγγα ΣΒ οι διατομές που σχεδιάσθηκαν είναι στις
θέσεις : Χ.Θ. 3+544, Χ.Θ. 3+564,9 και Χ.Θ. 3+666,7 του δεξιού κλάδου.
27/10/99

16/11/99

26/12/99
7/10/99

6/12/99

15/1/00

24/2/00

15/3/00
4/2/00
0,000

0,005
Παραμόρφωση (m)

0,010

0,015

0,020 Σημείο 1
Σημείο 2
Σημείο 3
0,025

Σχήμα 11.12. Χρονική εξέλιξη κατακόρυφων παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 της
διατομής του δεξιού κλάδου στη Χ.Θ. 3+026,5 της σήραγγας ΣΑ.

-2 -1 0
0

-1

-2

-3
1
1

0 0
-2 -1 0 1 2 -2 -1 0 1
-1
-1
-2

-3 -2

-3

Σχήμα 11.13. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
2+995,4 του αριστερού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 291

0
-2 -1 0

-1

-2

0 0
-2 -1 0 -2 -1 0

-1 -1

-2 -2

Σχήμα 11.14. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+026,5 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.

0
-2 -1 0 1 2
-1

-2

0
0
-2 -1 0
-1 0 1 2 -1

-1 -2

-2

Σχήμα 11.15. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
2+989,7 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΑ.

Ειδικότερα, για τη σήραγγα ΣΑ παρατηρούνται τα εξής: και στις δύο διατομές


πλην αυτής περί τη Χ.Θ. 2+989,7 παρατηρείται οριζόντια μετακίνηση προς τα
αριστερά και των τριών σημείων, γεγονός που υποδηλώνει οριζόντια μετακίνηση
ολόκληρης της σήραγγας προς τα ανάντη. Αντίθετα, η διατομή περί τη Χ.Θ. 2+989,7
επιδεικνύει σύνθετη μετακίνηση, καθώς ο θόλος της σήραγγας φαίνεται να
μετακινείται προς τα κατάντη, το σημείο 1 της αριστερής παρειάς στην
πραγματικότητα δεν παρουσιάζει σημαντική οριζόντια μετακίνηση παρά μόνο
κατακόρυφη, το δε σημείο 3 της δεξιάς παρειάς φαίνεται να μετακινείται προς το
εσωτερικό της διατομής, μια αναμενόμενη μάλλον μετακίνηση.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 292

0
-2 -1 0 1

-1

-2

0
0
-2 -1 0 1
-2 -1 0 1
-1
-1
-2

-2

Σχήμα 11.16. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+544 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.

0
-4 -2 -1 0 2 4
-2
-3
-4
-5

0
0 -4 -2 -2 0 2 4
-4 -2 -2 0 2 4
-4
-4 -6

-6

Σχήμα 11.17. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+666,7 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 293

-2 -1 0
0

-1

-2

-3
1 1

0 0
-2 -1 0 1 2 -2 -1 0
-1 -1

-2
-2
-3
-3

Σχήμα 11.18. Εξέλιξη των παραμορφώσεων των σημείων 1, 2 και 3 στη διατομή της Χ.Θ.
3+564,9 του δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ.

Αντίστοιχα, για τη σήραγγα ΣΒ και συγκεκριμένα για το δεξιό κλάδο αυτής


παρατηρείται σχεδόν και στις τρεις διατομές που εξετάσθηκαν ομοιόμορφη
μετακίνηση όλης της διατομής για κάθε θέση, καθώς τα διαγράμματα
παραμόρφρωσης των τριών σημείων δείχνουν σε κάθε περίπτωση να ακολουθούν
παρόμοια πορεία. Αντίθετα, η πορεία των παραμορφώσεων για τα σημεία των
διατομών του αριστερού κλάδου υποδηλώνει μετρήσεις μη διορθωμένες από τυχαία ή
συστηματικά σφάλματα, δυσχεραίνοντας έτσι την αξιολόγησή τους.

Γενικά, τα παραπάνω διαγράμματα θα μπορούσαν πιθανώς σε ορισμένες θέσεις


να υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός συστηματικού ή και σε ορισμένες περιπτώσεις
τυχαίου σφάλματος, το οποίο διαφοροποιεί τα τελικά αποτελέσματα. Η παρατήρηση
αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξήγηση για την ασυνήθιστη συμπεριφορά του
περιβάλλοντος εδάφους σε κάποιες περιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή τα
διαγράμματα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τελείως αντιπροσωπευτικά και θα
έπρεπε να επανασχεδιασθούν μετά τη διόρθωση των μετρήσεων. Για το λόγο αυτό
είναι ουσιώδης η αξιολόγηση των μετρήσεων και η εξάλειψη των σφαλμάτων, γιατί
σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε μη ρεαλιστικά και
αξιόπιστα συμπεράσματα.

Θα πρέπει τέλος να αναφερθεί ότι μετά την ολοκλήρωση της εκσκαφής του
δεξιού κλάδου της σήραγγας ΣΒ πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις με τη
χρήση των στοιχείων που είχαν καταγραφεί κατά τη διάνοιξη της σήραγγας. Οι
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 294

αναλύσεις αυτές οδήγησαν για την περιοχή της νότιας εισόδου σε μέγιστες
κατακόρυφες μετακινήσεις του θόλου της σήραγγας σε 4,94cm, ενώ υπέδειξαν
μηχανικές παραμέτρους για τις αργιλικές μάργες πολύ κοντά σε εκείνες που είχαν
εκτιμηθεί με την αρχική έρευνα. Αντίθετα, για την περιοχή της βόρειας εισόδου της
σήραγγας οι μηχανικές παράμετροι στις οποίες κατέληξαν οι ανάδρομες αναλύσεις
ήταν c=80-100 KPa και E=100-120 MPa, τιμές μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο σχηματισμός στην περιοχή της βόρειας εισόδου,
λόγω της δομής του και της ευνοϊκής προς την εκσκαφή στρώσης επέδειξε
συμπεριφορά πολύ καλύτερη από την αναμενόμενη.

11.2.3 Δίδυμες σήραγγες Αρχαιολογικού χώρου (Σ1).

Στην περίπτωση της σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου Σ1, οι τοπογραφικοί στόχοι


τοποθετούνταν επί των πλαισίων στη στέψη και τα πλευρικά τμήματα της διατομής,
σε αποστάσεις ανά 4,5m.

Σύμφωνα με τις μελέτες που είχαν εκπονηθεί για το έργο αυτό είχαν εκτιμηθεί τα
ακόλουθα:

- Για τη διάνοιξη της σήραγγας Σ1 εκτιμήθηκε ότι ο κίνδυνος άμεσων


καταρρεύσεων της στέψης ή των παρειών της διατομής ήταν χαμηλός, καθώς την
περιοχή καταλαμβάνουν οι συνεκτικοί σχηματισμοί της ενότητας 10. Οι
σχηματισμοί αυτοί συνίστανται από αργιλόμαργες με αδρομερή στοιχεία από
διάσπαρτες κροκάλες και χάλικες ή και μικρού πάχους ορίζοντες σε εναλλαγές με
τις λεπτομερείς φάσεις, με υποκείμενες τις κυανότεφρες αργιλικές μάργες
(Κατώτερη ενότητα -12), στάθμη υδροφόρου ορίζοντα πολύ χαμηλή σε σχέση με
το έργο, ενώ αμμώδεις ενστρώσεις δεν αναμένονταν παρά μόνο μικρού πάχους
και σποραδικά. Τα τμήματα, τα οποία κρίθηκε ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν
τέτοιου είδους προβλήματα ήταν οι περιοχές των στομίων, λόγω χαμηλών
υπερκειμένων και ανάλογα με το πάχος των επιφανειακών χαλαρών αποθέσεων
και τοπικά σε θέσεις όπου συναντώνται αμμώδεις ενστρώσεις. Στις θέσεις αυτές
προτάθηκε η χρήση διπλής σειράς δοκών προπορείας.

- Γενικά, για την υποστήριξη της διατομής επιλέχθηκε μία επένδυση βαριά με
χαλύβδινα πλαίσια και γρήγορη διάνοιξη και υποστήριξη του πυθμένα με μόνιμη
επένδυση, καθώς και συστηματική ενίσχυση του μετώπου και χρήση δοκών
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 295

προπορείας. Τα μέτρα αυτά κρίθηκαν αναγκαία για την ελαχιστοποίηση των


εδαφικών παραμορφώσεων. Παρότι εκτιμήθηκε ότι η διάνοιξη δεν θα γινόταν υπό
ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, το έντονο μορφολογικό ανάγλυφο της περιοχής,
τόσο μηκοτομικά, όσο και κατά την εγκάρσια διεύθυνση, σε συνδυασμό με την
παρουσία χαλαρών επιφανειακών υλικών θεωρήθηκε ότι δημιουργεί τον κίνδυνο
εκδήλωσης κατολισθήσεων πρανών.

- Στο νότιο τμήμα της σήραγγας, όπου επικρατούν ορίζοντες κροκαλοπαγών


υψηλής διαπερατότητας, συναντήθηκε κατά τις γεωτεχνικές έρευνες ο υδροφόρος
ορίζοντας κοντά στην κλείδα της διατομής. Για το λόγο αυτό εκτιμήθηκε ότι θα
έπρεπε να αναμένονται σημαντικές εισροές και προτάθηκε η αποστράγγιση του
εδάφους για την εξασφάλιση της ευστάθειας του μετώπου.

- Με βάση τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν εκτιμήθηκε ένα περιθώριο


σύγκλισης της τάξης των 100mm, με πολύ μικρή πιθανότητα υπέρβασής του.
Επιπλέον, στην περίπτωση που οι συγκλίσεις έφταναν τα 70mm, προτάθηκε η
θεώρηση του περιθωρίου σύγκλισης στα 200mm, με αμελητέα πιθανότητα
υπέρβασής του.

- Το φαινόμενο μεγάλων συγκλίσεων κοντά στο μέτωπο θεωρήθηκε μάλλον σπάνιο


και ιδιαίτερα για την περιοχή των υψηλών υπερκειμένων.

- Η παρακολούθηση της παραμόρφωσης της διατομής και της συμπεριφοράς του


περιβάλλοντος σχηματισμού είχε οριστεί από τη μελέτη να γίνει με τους εξής
τρόπους: α) μέτρηση της καθίζησης της στέψης του χαλύβδινου πλαισίου με
οπτική μέθοδο σε διατομές ανά 4,5m, β) μέτρηση της καθίζησης του εδάφους με
οπτική μέθοδο σε διατομές ανά 9m σε συγκεκριμένες περιοχές, γ) μέτρηση των
συγκλίσεων πέντε σημείων με ταινία, των εδαφικών παραμορφώσεων με
επιμηκυνσιόμετρα τριών ράβδων μέσα από τη σήραγγα, καθώς και των εδαφικών
παραμορφώσεων με επιμηκυνσιόμετρα δύο και τριών ράβδων από την επιφάνεια,
σε ορισμένες θέσεις.

Στα Σχήματα 11.19 και 11.20 παρουσιάζονται οι τιμές των κατακόρυφων


μετακινήσεων της στέψης των πλαισίων που καταγράφηκαν κατά μήκος του άξονα
του αριστερού και δεξιού κλάδου αντίστοιχα. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι οι
τιμές αυτές δεν αποτελούν τις ολικές μετακινήσεις της στέψης της διατομής, καθώς
ένα μέρος των παραμορφώσεων αναπτύσσεται στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 296

από την εκσκαφή του μετώπου έως την τοποθέτηση των πλαισίων, την εγκατάσταση
των τοπογραφικών στόχων σε αυτά και την έναρξη λήψης των μετρήσεων.

Από τα διαγράμματα αυτά μπορούν να παρατηρηθούν τα εξής:

α) Στον αριστερό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις έχουν τιμές από 1,5 έως
2,5 cm περίπου για όλο το μήκος της σήραγγας, με εξαίρεση το νότιο τμήμα, από
Χ.Θ. 4+660 περίπου, όπου οι παραμορφώσεις παρουσιάζονται ελαφρώς
μειωμένες και κυμαίνονται από 0,9 έως 1,8 cm περίπου.

Το γεγονός ότι οι παραμορφώσεις διατηρούνται σχεδόν σταθερές σε όλο το


μήκος της διάνοιξης επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμηση, ότι δηλαδή οι
σχηματισμοί παρουσιάζουν ομοιογένεια και συνοχή, τέτοια ώστε δεν
αναμένονταν ιδιαίτερα προβλήματα κατά την εκσκαφή. Όσον αφορά στο νότιο
τμήμα του αριστερού κλάδου, ενδεχομένως η μείωση των παραμορφώσεων να
οφείλεται στη βαρύτερη επένδυση που επιλέχθηκε λόγω γειτνίασης με το μέτωπο
εξόδου.

β) Στο δεξιό κλάδο παρατηρείται παρόμοια συμπεριφορά με αυτή του αριστερού.


Έτσι, οι κατακόρυφες παραμορφώσεις της στέψης των πλαισίων κυμαίνονται από
1 έως 2 cm σε όλο σχεδόν το μήκος της σήραγγας, με εξαίρεση και πάλι το νότιο
τμήμα αυτής (περιοχή χαμηλών υπερκειμένων) μετά τη Χ.Θ. 4+660 περίπου,
όπου οι συγκλίσεις φθάνουν έως τα 2,6 cm.

Σύμφωνα με τη χαρτογράφηση μετώπου που πραγματοποιήθηκε κατά την


εκσκαφή του δεξιού κλάδου, στην περιοχή του νοτίου στομίου (από Χ.Θ. 4+660
έως την έξοδο της σήραγγας) συναντήθηκαν αργιλώδεις χάλικες (με κροκάλες
κατά θέσεις) κιτρινοκάστανου χρώματος σε όλη σχεδόν τη διατομή, ενώ
παρατηρήθηκε και ροή νερού στα πλευρικά τμήματα της διατομής. Τα μέτρα
υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν χαλύβδινα πλαίσια, ενώ
δοκοί προπορείας τοποθετήθηκαν μόνο μετά τη Χ.Θ. 4+683 και προς την έξοδο
του κλάδου.

Από τη Χ.Θ. 4+630 έως 4+660 περίπου επικρατούσαν εναλλαγές αργιλωδών


χαλίκων με ενστρώσεις αργιλώδους άμμου κιτρινοκάστανου έως ερυθροκάστανου
χρώματος, ενώ παρατηρήθηκε και ροή νερού στα πλευρικά τμήματα της
διατομής. Οι αμμώδεις αυτοί ορίζοντες επικράτησαν σε όλη σχεδόν τη διατομή
από Χ.Θ. 4+590 έως Χ.Θ. 4+630 περίπου, όπου πλέον παρατηρήθηκαν σταγόνες
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 297

στη δεξιά παρειά και υγρασία στην αριστερή, ενώ καταγράφηκαν επίσης και
φαινόμενα ροής εδαφικού υλικού από την οροφή της διατομής. Τα μέτρα
υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν χαλύβδινα πλαίσια, ενώ
δοκοί προπορείας δεν τοποθετήθηκαν.

Το υπόλοιπο τμήμα της σήραγγας συνάντησε σχεδόν αποκλειστικά αργιλικές


μάργες κυανότεφρου χρώματος και μόνο περί τη 4+500 καταγράφηκε αμμώδης
ένστρωση στην οροφή κυρίως της σήραγγας (στην οποία και σημειώθηκε ροή
εδαφικού υλικού). Τα μέτρα υποστήριξης που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν
χαλύβδινα πλαίσια, ενώ δοκοί προπορείας δεν τοποθετήθηκαν.

50
45
40
Ύψος υπερκειμένων (m)

Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα


35 θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
30 δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή

25
20
15
10
5
0
4380

4430

4480

4530

4580

4630

4680

4730
4380 4430 4480 4530 4580 4630 4680 4730
0

-0,005

-0,01
Παραμόρφωση (m)

-0,015

-0,02

-0,025

-0,03

Σχήμα 11.19. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ1.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 298

Τέλος, αργιλώδης άμμος κιτρινοκάστανου χρώματος με μικρές παρεμβολές


χαλίκων, σε όλη την έκταση της διατομής συναντήθηκε στην περιοχή του βορείου
στομίου, από Χ.Θ. 4+418 έως Χ.Θ. 4+455 περίπου. Τα μέτρα υποστήριξης στην
περίπτωση αυτή περιελάμβαναν δοκούς προπορείας σε όλο το μήκος και
χαλύβδινα πλαίσια. Από το μέτωπο εισόδου έως και τη Χ.Θ. 4+445 περίπου
σημειώθηκαν φαινόμενα ροής άμμου από την οροφή, μικρής έκτασης.

Επισημαίνεται ότι η διάνοιξη του δεξιού κλάδου προηγήθηκε της διάνοιξης του
αριστερού.

45

40

35
Ύψος υπερκειμένων (m)

30

25

20 Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα


θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
15 δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή

10

0
4440

4490

4540

4590

4640

4690
4440

4490

4540

4590

4640

4690

-0,005
Παραμόρφωση (m)

-0,01

-0,015

-0,02

-0,025

-0,03

Σχήμα 11.20. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ1.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 299

11.2.4. Δίδυμες σήραγγες Γηροκομείου (Σ2)

Στη σήραγγα Γηροκομείου Σ2, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με αυτή της


σήραγγας Αρχαιολογικού χώρου που περιγράφηκε ανωτέρω. Έτσι, οι τοπογραφικοί
στόχοι τοποθετήθηκαν ομοίως με την προηγούμενη σήραγγα στην στέψη των
πλαισίων και στα πλευρικά τμήματα αυτών στην άνω ημιδιατομή, σε αποστάσεις ανά
4,5m.

Σύμφωνα με την αρχική οριστική μελέτη είχαν εκτιμηθεί τα ακόλουθα:

- Κατά τις αναλύσεις διαπιστώθηκε ότι στις περιοχές υψηλών υπερκειμένων η


οριακή κατάσταση ισορροπίας χαρακτηρίζεται, εκτός από κατάρρευση της
στέψης και από αστοχία του πυθμένα και των παρειών της διατομής. Έτσι, όσο
μεγαλώνει η απόσταση εφαρμογής των μέτρων αντιστήριξης από το μέτωπο, τόσο
μειώνονται τα φορτία που η επένδυση καλείται να αναλάβει, αλλά ταυτόχρονα
αυξάνονται και οι αντίστοιχες παραμορφώσεις αυτής. Συγκεκριμένα
υπολογίστηκε ότι η τοποθέτηση της επένδυσης 5m μακριά από το μέτωπο
εκσκαφής συνεπάγεται επιβαλλόμενα επ’ αυτής φορτία της τάξης του 25% των
αρχικών τάσεων, αλλά και παραμορφώσεις πριν την εφαρμογή της επένδυσης
ίσες με το 55% των παραμορφώσεων που θα αναμένονταν χωρίς αντιστήριξη της
διατομής. Επιπρόσθετα, η ταχύτητα εκδήλωσης των παραμορφώσεων εξαρτάται
από την υδροπερατότητα των σχηματισμών.

- Η καθίζηση της στέψης αμέσως μετά τη διάνοιξη υπολογίστηκε ότι


σταθεροποιείται στα 10 με 25cm. Από τα αποτελέσματα των αναλύσεων
εκτιμήθηκε ότι περίπου το 25% της συνολικής παραμόρφωσης λαμβάνει χώρα
μεταξύ της εκσκαφής του μετώπου και της ολοκλήρωσης της επένδυσης, ενώ για
τις ακτινικές μετατοπίσεις κατά μήκος του άξονα της σήραγγας η συνολική
παραμόρφωση ανερχόταν στο 60% της παραμόρφωσης χωρίς αντιστήριξη.

- Ως περιθώριο σύγκλισης λήφθηκε το 15-20% των αντίστοιχων μέγιστων


παραμορφώσεων χωρίς αντιστήριξη, ανάλογα με την απόσταση (5 ή 10m)
κλεισίματος του πυθμένα από το μέτωπο. Πιο συγκεκριμένα για το κύριο τμήμα
της σήραγγας, όπου τα υπερκείμενα κυμαίνονται από 25 έως 30m, εκτιμήθηκε
ένα περιθώριο σύγκλισης της τάξης των 100mm, ενώ για περιορισμένου μήκους
περιοχές με μεγαλύτερα υπερκείμενα πιθανολογήθηκε ότι η τιμή αυτή θα
μπορούσε να είναι ενδεχομένως μεγαλύτερη.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 300

- Με βάση τις επιτόπου έρευνες που πραγματοποιήθηκαν αναμενόταν η περιοχή


της νότιας μισγάγγειας κυρίως για το δεξιό κλάδο (περί τη Χ.Θ. 6+600) να
αντιμετωπίσει δυσχερείς γεωτεχνικές συνθήκες. Οι έρευνες έδειξαν ότι το μέτωπο
θα βρισκόταν σε αμμώδη – ιλυώδη χαλαρά υλικά, υψηλής διαπερατότητας με
υπερκείμενη στρώση συνεκτικής αργίλου, προτάθηκε δε επιπρόσθετα η εφαρμογή
διπλάσιων και ισχυρότερων θυσιαζόμενων αγκυρίων μετώπου, καθώς και η
συστηματική αποστράγγιση των οριζόντων αυτών.

- Τα ενδεχόμενα γενικά σενάρια αστοχίας της στέψης κατά την εκσκαφή της
σήραγγας που είχαν αξιολογηθεί, με βάση και τα αποτελέσματα των επιτόπου
γεωτεχνικών ερευνών, ως κρίσιμα κατά την μελέτη και τα αρχικά στάδια
κατασκευής του έργου ήταν τα εξής: α) κατάρρευση της στέψης λόγω εμφάνισης
αμμωδών – ιλυωδών υλικών με αμελητέα συνοχή, β) αποκόλληση και
κατάρρευση τμήματος της στέψης λόγω εμφάνισης συνεκτικής μεν αργίλου, αλλά
με λεπτές αμμώδεις οριζόντιες ενστρώσεις, γ) κατάρρευση υποκείμενης στρώσης
αργίλου λόγω υπερκείμενης αμμώδους ένστρωσης με νερό υπό πίεση και δ)
εμφάνιση στη στέψη αργίλου πολύ μικρού πάχους, με μη συνεκτικά υπερκείμενα
υλικά, τα οποία οδηγούν σε κατάρρευση μεγάλης κλίμακας.

- Όσον αφορά στο μέτωπο της εκσκαφής τα αντίστοιχα κρίσιμα σενάρια αστοχίας
ήταν : (1) κατάρρευση λόγω αστοχίας του υλικού στο μέτωπο και δημιουργία
εκτεταμένων επιφανειών ολίσθησης μέχρι την επιφάνεια, (2) αστοχία
εκτεταμένης στρώσης μη συνεκτικού υλικού, (3) αστοχία συνεκτικής αργίλου
λόγω υψηλής υδατικής επιφόρτισης, (4) αστοχία αμμώδους ενστρώσεως και (5)
αστοχία λόγω χαλάρωσης του υλικού μετά από μεγάλες αξονικές παραμορφώσεις
του μετώπου.

- Η παρακολούθηση της παραμόρφωσης της διατομής και της συμπεριφοράς του


περιβάλλοντος σχηματισμού είχε οριστεί από τη μελέτη να γίνει με τους εξής
τρόπους: (1) μέτρηση της καθίζησης της στέψης του χαλύβδινου πλαισίου με
οπτική μέθοδο σε διατομές ανά 4,5m, (2) μέτρηση της καθίζησης του εδάφους με
οπτική μέθοδο σε διατομές ανά 9m σε συγκεκριμένες περιοχές, (3) μέτρηση των
συγκλίσεων πέντε σημείων με ταινία, των εδαφικών παραμορφώσεων με
επιμηκυνσιόμετρα τριών ράβδων μέσα από τη σήραγγα, καθώς και των εδαφικών
παραμορφώσεων με επιμηκυνσιόμετρα δύο και τριών ράβδων από την επιφάνεια,
σε ορισμένες θέσεις.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 301

- Γενικά, σύμφωνα με τη μελέτη η σήραγγα αναμενόταν να συναντήσει κυρίως


στον δεξιό κλάδο κατά θέσεις σε όλο το μήκος της χαλαρά αμμώδη υλικά, με μη
προβλέψιμη κατανομή στο χώρο. Οι γεωτεχνικές συνθήκες κρίθηκαν ως
δυσμενείς κυρίως για το δεξιό κλάδο και για την περιοχή των δύο μισγαγγειών. Οι
αναπτυσσόμενοι υδροφορείς αναμένονταν να σχηματίζουν τοπικά
επικρεμάμενους ορίζοντες υπό πίεση, με πιθανή υδραυλική επικοινωνία.

Στα Σχήματα 11.21 και 11.22 παρουσιάζονται οι μέγιστες τιμές των κατακόρυφων
παραμορφώσεων της στέψης των πλαισίων που καταγράφηκαν κατά μήκος του άξονα
του αριστερού και δεξιού κλάδου αντίστοιχα. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί και
πάλι ότι οι τιμές αυτές δεν αντιπροσωπεύουν τις ολικές παραμορφώσεις της στέψης
της διατομής, καθώς ένα μέρος των παραμορφώσεων αναπτύσσεται στο χρονικό
διάστημα που μεσολαβεί από την εκσκαφή του μετώπου έως την τοποθέτηση των
πλαισίων, την εγκατάσταση των τοπογραφικών στόχων σε αυτά και την έναρξη
λήψης των μετρήσεων. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί και ανωτέρω, από τη
μελέτη εκτιμήθηκε ότι περίπου το 25% της συνολικής παραμόρφωσης λαμβάνει χώρα
μεταξύ της εκσκαφής του μετώπου και της ολοκλήρωσης της επένδυσης. Παρόλα
αυτά, τα παρακάτω διαγράμματα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα, καθότι επιτρέπουν τη
συγκριτική παρουσίαση και αξιολόγηση της εξέλιξης των παραμορφώσεων κατά
μήκος των δύο κλάδων.

Έτσι, από τα διαγράμματα αυτά μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα


συμπεράσματα:

Αριστερός κλάδος

α) Όσον αφορά στον αριστερό κλάδο, φαίνεται αρχικά ότι οι παραμορφώσεις μέχρι
περίπου τη Χ.Θ. 6+660 κυμαίνονται από 1 έως 2cm, με εξαίρεση το τμήμα από
Χ.Θ. 6+570 έως Χ.Θ. 6+630, όπου οι τιμές παρουσιάζονται ελαφρώς αυξημένες
(έως 2.8cm), ενώ ειδικά περί τη Χ.Θ. 6+581 του τμήματος αυτού οι
παραμορφώσεις λαμβάνουν πολύ χαμηλότερες τιμές, έως περίπου 1cm. Η
εξέλιξη αυτή των παραμορφώσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο στους
γεωλογικούς σχηματισμούς που συναντήθηκαν κατά τη διάνοιξη, σε συνδυασμό
με τα μέτρα άμεσης υποστήριξης που εφαρμόστηκαν.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 302

45
40
35
Ύψος υπερκειμένων (m)

30
25 Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα
θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
20 δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
15
10
5
0
6350 6450 6550 6650 6750 6850 6950
6350

6450

6550

6650

6750

6850

6950
0,000

-0,010

-0,020
Παραμόρφωση (m)

-0,030

-0,040

-0,050

-0,060

-0,070
Σημείο 2 - Θόλος
-0,080

Σχήμα 11.21. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του αριστερού κλάδου της σήραγγας Σ2

Για την αξιολόγηση των μετρήσεων αυτών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα


παρακάτω:

- Το πάχος των υπερκειμένων στο τμήμα αυτό κυμαίνεται από 19 έως 34m
περίπου, από τη στέψη της σήραγγας. Το μικρότερο πάχος υπερκειμένων
σημειώνεται στην περιοχή της νότιας μισγάγγειας (βύθισμα) κάτω από την οποία
διέρχεται ο άξονας (από Χ.Θ. 6+550 έως 6+600 περίπου για τον αριστερό κλάδο)
και κυμαίνεται από 19 έως 22m. Η μισγάγγεια αυτή ελέγχεται τεκτονικά, με
αποτέλεσμα οι σχηματισμοί να παρουσιάζονται περισσότερο καταπονημένοι και
ασταθείς. Επιπλέον, μέσω του βυθίσματος αυτού διευκολύνεται η φυσική
αποστράγγιση της ανάντη εκτεινόμενης λοφοειδούς έξαρσης, η οποία καλύπτεται
και από ποώδη βλάστηση και υδροχαρή φυτά. Γεωλογικά, η περιοχή του
βυθίσματος καταλαμβάνεται κυρίως από ψαμμιτικούς και αμμώδεις –
αμμοϊλυώδεις ορίζοντες.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 303

45

40

35
Ύψος υπερκειμένων (m)

30

25

20

15
Η γεωλογική δομή με βάση τη νέα
10 θεώρηση για Γεωτεχνικές ενότητες
δίνεται στην αντίστοιχη μηκοτομή
5

0
6280

6330

6380

6430

6480

6530

6580

6630

6680

6730
0,000

-0,010
Παραμόρφωση (m)

-0,020

-0,030

-0,040

-0,050

Σειρά 2 - Θόλος
-0,060

Σχήμα 11.22. Μέγιστες κατακόρυφες παραμορφώσεις του σημείου 2 (στέψη της διατομής) κατά
μήκος του δεξιού κλάδου της σήραγγας Σ2

- Η διάνοιξη στο τμήμα έως περίπου τη Χ.Θ. 6+700 πραγματοποιήθηκε γενικά στα
Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα των αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας,
με ενστρώσεις κατά τόπους αμμωδών - αμμοϊλυωδών οριζόντων. Οι αργιλικές
μάργες της Κατώτερης ενότητας, όπου συναντήθηκαν χωρίς την παρουσία
ιλυοαμμωδών ενστρώσεων, ήταν πολύ στιφρές, πρακτικά αδιαπέρατες και
παρουσίασαν πολύ ικανοποιητική συμπεριφορά κατά τη διάνοιξη, χωρίς τη
δημιουργία ιδιαίτερων προβλημάτων. Αντίθετα, στις θέσεις όπου εμφανίστηκαν
οι αμμώδεις – αμμοϊλυώδεις ενστρώσεις σημειώθηκαν δυσκολίες κατά την
κατασκευή, και κυρίως στις περιπτώσεις που οι ενστρώσεις αυτές είχαν τη μορφή
φακών μεγάλου μεγέθους, κορεσμένων συνήθως με νερό, με αποτέλεσμα να
οδηγούν σε αστοχίες τύπου καμινάδας.

- Ειδικότερα, εκδηλώθηκε αστοχία περί τη Χ.Θ. 6+581 (περιοχή μισγάγγειας),


λόγω εισροής κορεσμένου σε νερό αμμοϊλυώδους υλικού από μία ζώνη εύρους 1
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 304

με 1,5 m πάνω από τη στέψη της διατομής. Οι ψαθυροί ορίζοντες που


αναφέρθηκαν ανωτέρω (άμμοι, αμμοϊλύες, ψαμμίτες) είχαν δημιουργήσει θύλακα
μέσα στους σχηματισμούς της αργιλικής μάργας, που ήταν κορεσμένος, καθώς
είχε τροφοδοσία από πλευρικές μεταγγίσεις του υδροφόρου ορίζοντα. Ο θύλακας
αυτός έφτανε μέχρι την οροφή της σήραγγας, με πλάτος από 4 έως 6m, και
αποτελούσε τη βάση της σωληνοειδούς προέκτασης αυτού, μέσα από την οποία
έγινε και η εκτόνωση του φαινομένου.

Με την εξέλιξη της εισροής αυτής εμφανίστηκε επιφανειακά και λίγο νοτιότερα
υποχώρηση του εδάφους με τη μορφή κυκλοειδούς καταβύθισης, διαμέτρου 6 με
7m και ανάλογης κατακόρυφης μετακίνησης. Οι ψαμμιτικοί, αμμώδεις –
αμμοϊλυώδεις ορίζοντες που αναφέρθηκαν ανωτέρω αποκαλύφθηκαν στο βόρειο
τμήμα της καταβύθισης (με επικρατέστερη την ψαμμιτική φάση), ενώ στο νότιο
τμήμα της επικρατούσαν οι σχηματισμοί της στιφρής αργιλικής μάργας, με
έντονη στρωσιγένεια, η οποία είχε διατηρηθεί και στους ψαμμιτικούς ορίζοντες.
Η δημιουργία δε αυτής της καταβύθισης επιφανειακά είχε ως αποτέλεσμα τη
διατάραξη μιας ζώνης κυρίως ανάντη και νότια αυτής και σε ακτίνα 25 με 30m με
την εμφάνιση συγκεντρικών ρωγμών εφελκυσμού.

Τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της αστοχίας αυτής ήταν τα εξής:
(1) δημιουργία τεχνητού πρανούς στο μέτωπο της σήραγγας με ήπια κλίση, (2)
τοποθέτηση gunite και αγκυρώσεων στο πρανές, (3) τοποθέτηση δοκών
προπορείας, (4) πλήρωση και σταθεροποίηση της οροφής της διατομής με την
εισπίεση ενέματος από τους διάτρητους σωλήνες των δοκών προπορείας, (5)
διαμόρφωση της καταβύθισης επιφανειακά μέσω της πλήρωσης με αργιλικά
υλικά, της εκτέλεσης τσιμεντενέσεων και σφράγιση των ρωγμών περιμετρικά.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω παρατηρείται ότι στην περιοχή από Χ.Θ. 6+570
έως Χ.Θ. 6+630, όπου οι συγκλίσεις εμφανίζονται ελαφρώς αυξημένες, η
σήραγγα διέρχεται από συνεχείς εναλλαγές οριζόντων αργιλικών μαργών της
Κατώτερης ενότητας με ενστρώσεις αμμωδών, ιλυοαμμωδών υλικών, τα οποία
συναντώνται κυρίως στο θόλο της διατομής. Τα μειωμένα μηχανικά
χαρακτηριστικά, η μηδενική σχεδόν συνοχή και ο κορεσμός τους συχνά με νερό
αιτιολογούν την αύξηση των παραμορφώσεων στις θέσεις αυτές. Βέβαια, η
αύξηση αυτή δεν είναι σημαντική και αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι στις
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 305

θέσεις αυτές έγινε συστηματική χρήση δοκών προπορείας και βαρύτερης γενικά
επένδυσης.

Όσον αφορά στις πολύ μειωμένες παραμορφώσεις που καταγράφηκαν περί τη


Χ.Θ. 6+581 (θέση της αστοχίας), θα πρέπει να αναφερθεί ότι αυτές αφορούν στη
μετακίνηση των νέων πλαισίων που τοποθετήθηκαν μετά την κατάρρευση, καθώς
τα αρχικά πλαίσια είχαν παραμορφωθεί πλήρως. Έτσι, οι μετρήσεις αυτές έγιναν
στα νέα πλαίσια και σε ικανό χρονικό διάστημα μετά την αστοχία, οπότε και το
φαινόμενο είχε πλήρως εκτονωθεί.

β) Στο δεύτερο ήμιση του αριστερού κλάδου της σήραγγας και συγκεκριμένα από
Χ.Θ. 6+700 έως 6+900 περίπου, παρατηρείται αύξηση των παραμορφώσεων
της στέψης των πλαισίων, με τιμές που κυμαίνονται κυρίως από 4 έως 7 cm.

Το ύψος των υπερκειμένων από την οροφή της σήραγγας κυμαίνεται στην
περιοχή αυτή από 30 έως 9m κοντά στο στόμιο εξόδου του κλάδου.

Γεωλογικά, η περιοχή αυτή διαφέρει από την προηγούμενη, καθώς συναντά


αρχικά τη μετάβαση, όσον αφορά τουλάχιστον το βάθος μέχρι το επίπεδο της
σήραγγας, από τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα της Κατώτερης ενότητας προς
αυτά της Ανώτερης. Τα τελευταία, τα οποία πλησιάζοντας προς το στόμιο
εξόδου της σήραγγας καλύπτουν σταδιακά σχεδόν αποκλειστικά τη διατομή
διάνοιξης, αντιπροσωπεύονται –όπως έχει ήδη αναφερθεί- από συχνές
εναλλαγές καστανοκίτρινων έως καστανότεφρων αργιλομαργών, αμμούχων
μαργών, αμμοϊλύων – άμμων και ψαμμιτών.

Οι γεωλογικές – γεωτεχνικές συνθήκες που συναντήθηκαν κατά μήκος του


τμήματος αυτού, σε συνδυασμό με τα χαμηλά υπερκείμενα μπορούν να
αιτιολογήσουν την αύξηση αυτή, αλλά και την επιμέρους διακύμανση των
παραμορφώσεων.

Ειδικότερα, από τη χαρτογράφηση μετώπου κατά τη διάνοιξη της σήραγγας


καταγράφηκαν τα εξής:

Από τη Χ.Θ. 6+720 έως τη Χ.Θ. 6+750 περίπου η διάνοιξη συνάντησε


ένστρωση άμμου κυανότεφρου χρώματος, αρχικά στην περιοχή του θόλου και
σταδιακά σε ολόκληρη σχεδόν τη διατομή. Στην περιοχή αυτή καταγράφηκαν
κατακόρυφες μετακινήσεις της τάξης των 4,5 με 7,5cm, που λογικά οφείλονται
στο φακό αυτό άμμου που συναντήθηκε.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 306

Στη συνέχεια και μέχρι περίπου τη θέση Χ.Θ. 6+800, όπου στη διατομή
εμφανίστηκε κανονικό ρήγμα, η εκσκαφή συνεχίστηκε σε άργιλο κυανότεφρου
χρώματος, πιθανά κορεσμένη λόγω της ρηξιγενούς ζώνης. Οι κατακόρυφες
παραμορφώσεις που καταγράφηκαν ήταν της τάξης των 3.5 με 5cm και μόνο
στην περιοχή περί τη Χ.Θ. 6+770 έφθασαν τα 6,5cm περίπου.

Τέλος, από τη Χ.Θ. 6+800 και πλησιάζοντας προς την έξοδο η σήραγγα
συνάντησε αρχικά μόνο στην περιοχή του θόλου άμμο κιτρινοκάστανου
χρώματος, η οποία προοδευτικά επεκτάθηκε έως και κάτω από τη διατομή (μετά
τη Χ.Θ. 6+840), με τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα να βρίσκεται περίπου
στη θέση του ανεστραμμένου τόξου αυτής. Οι κατακόρυφες μετακινήσεις ήταν
της τάξης 3,5 με 5cm έως τη Χ.Θ. 6+850 περίπου, όπου η θεμελίωση της
διατομής συναντούσε ακόμη την κυανότεφρη αργιλική μάργα. Στη συνέχεια και
με την περαιτέρω μείωση των υπερκειμένων οι παραμορφώσεις έφθασαν τα 5,5
με 7 cm περίπου.

Δεξιός κλάδος

γ) Όσον αφορά στο δεξιό κλάδο της σήραγγας Γηροκομείου, ο οποίος


αντιμετώπισε και τα περισσότερα προβλήματα κατά τη διάνοιξη, από τα
διαγράμματα φαίνεται ότι στο αρχικό ήμιση της σήραγγας, μέχρι τη Χ.Θ. 6+680
περίπου οι κατακόρυφες μετακινήσεις της στέψης των πλαισίων κυμάνθηκαν
από 1 έως 2,5 cm περίπου. Εξαίρεση αποτελούν τα τμήματα περί τη Χ.Θ. 6+537
όπου καταγράφεται μετακίνηση της τάξης των 5cm, τη Χ.Θ. 6+587, όπου η
μετακίνηση είναι της τάξης των 3,6 cm και τη Χ.Θ. 6+670, με μετακίνηση 5cm.

Για την αξιολόγηση των μετρήσεων αυτών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα


παρακάτω:

- Το ύψος των υπερκειμένων της περιοχής αυτής από την οροφή της σήραγγας
κυμαίνεται από 10 έως 27m περίπου, με τις χαμηλότερες τιμές να
αντιστοιχούν στις θέσεις που εμφανίζονται επιφανειακά οι δύο μισγάγγειες
(ύψος υπερκειμένων 10 και 13m περίπου αντίστοιχα).

- Όπως και στην περίπτωση του αριστερού κλάδου η διάνοιξη στο τμήμα έως
περίπου τη Χ.Θ. 6+830 πραγματοποιήθηκε γενικά στα Πλειοπλειστοκαινικά
ιζήματα των αργιλικών και αργιλοαμμωδών μαργών της Κατώτερης ενότητας,
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 307

με ενστρώσεις κατά τόπους από φακούς αμμωδών - αμμοϊλυωδών οριζόντων


(συχνότερα σε σχέση με τον αριστερό κλάδο).

- Περί τη Χ.Θ. 6+304,93 εκδηλώθηκε στο θόλο κατάρρευση μεμονωμένου


φακού εύθρυπτης στεγνής άμμου (με τη μορφή ροής), που επεκτεινόταν στην
περιοχή άνω των ήδη τοποθετημένων δοκών προπορείας. Τα υλικά που
συναντήθηκαν στην οροφή της σήραγγας στη θέση αυτή αποτελούνταν από
συνεχείς εναλλαγές λεπτών στρώσεων μη συνεκτικής αργιλικής άμμου και
αργιλικών μαργών της Κατώτερης ενότητας, έντονα κερματισμένης από
πυκνό δίκτυο slickenslides.

Μετά την αρχική κατάρρευση παρατηρήθηκε σταδιακή διεύρυνση της


καμινάδας που είχε σχηματιστεί με την αστοχία του άνω τμήματος του
μετώπου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα προηγούμενα βήματα εκσκαφής
πριν την αστοχία είχε εμφανιστεί συνεχής υδροφορία με μικρή πίεση πλευρικά
στην άνω ημιδιατομή, κατά μήκος στιλπνών επιφανειών διάκλασης
(slickenslides), ενώ μετά την ανωτέρω κατάρρευση εμφανίστηκε στις θέσεις
αυτές μεγαλύτερη ποσότητα νερού.

- Περί τη Χ.Θ. 6+706 του δεξιού κλάδου παρατηρήθηκαν έντονα φαινόμενα


παραμόρφωσης των πλαισίων υποστήριξης, τα οποία εκδηλώθηκαν με τη
μορφή ρωγμών στο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και την αποκόλληση τμημάτων
του από την οροφή και τις παρειές. Σημειώνεται ότι από τη Χ.Θ. 6+690 έως
τη Χ.Θ. 6+755 περίπου συναντήθηκε φακός τεφροκύανης άμμου σε όλο το
ύψος της διατομής, με εξαίρεση τις διατομές περί τη Χ.Θ. 6+706 (όπου και
παρουσιάστηκε το πρόβλημα), οι οποίες συνάντησαν στη οροφή ένστρωση
τεφροκύανης αργιλικής μάργας πολύ μικρού πάχους, εγκλωβισμένης στον
ανωτέρω αμμώδη φακό.

Το φαινόμενο αυτό αντιμετωπίστηκε με άμεση επανεπίχωση της σήραγγας,


εφαρμογή ινοπλισμένου εκτοξευόμενου σκυροδέματος, τοποθέτηση
πρόσθετων δικτυωτών πλαισίων και χρήση μεταλλικών σωλήνων για την
ενίσχυση των πλαισίων στην κλείδα, τα πλευρικά τμήματα και την έδρασή
τους.

- Τέλος, η σημαντικότερη αστοχία σημειώθηκε περί τη Χ.Θ. 6+685, με


κατάρρευση της οροφής της σήραγγας, λόγω ταχείας εισροής αμμοϊλύος εντός
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 308

της διατομής σε τελείως στεγνή μορφή. Κατά την κατάρρευση της οροφής
παρασύρθηκαν πέντε πλαίσια από το βόρειο μέτωπο της Α’ φάσης και δύο
πλαίσια από το νότιο, καθώς και οι υπερκείμενες αυτών δοκοί προπορείας. Η
κατάρρευση της οροφής είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κρατήρα στην
επιφάνεια σε ύψος 27m από αυτή (Σχήμα11.23).

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην περιοχή από Χ.Θ. 6+660 έως Χ.Θ. 6+680
υπήρξε διακοπή των εργασιών διάνοιξης από το βόρειο μέτωπο της σήραγγας
(πριν την ανωτέρω αστοχία), λόγω διαδοχικών καταρρεύσεων εντός της
σήραγγας και επιλέχθηκε για το λόγο αυτό η συνέχιση της διάνοιξης από το
νότιο μέτωπο. Όταν συνέβη η εκτεταμένη αστοχία στη Χ.Θ. 6+685, η
σήραγγα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί (“ξετρυπήσει”).

Ως αποτέλεσμα της αστοχίας αυτής ήταν η διατάραξη της ευρύτερης


περιοχής, η οποία οριζόταν πλέον από κατακόρυφες θραύσεις που ξεκινούσαν
από την οροφή της σήραγγας μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Πέραν των
θραύσεων που ήταν ορατές στην επιφάνεια έγινε και μια αναδιάταξη των
επιμέρους διακριτών στρώσεων του σχηματισμού από αμμοϊλύ και άμμο, ενώ
η έστω και μικρή αρχική συνοχή του σχηματισμού δεν υπήρχε πλέον.

Η αστοχία αυτή απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή λόγω του ύψους των


υπερκειμένων και των κατοικιών που υπήρχαν στην περιοχή. Για την άμεση
αντιμετώπιση του φαινομένου κατασκευάστηκε στο βόρειο μέτωπο
βαθμιδωτή τάπα από ισχνό σκυρόδεμα, ενώ στο νότιο μέτωπο οριζόντιο τοιχίο
από σκυρόδεμα. Η διάνοιξη του εναπομένοντος τμήματος έγινε με χρήση
δοκών προπορείας.

Οι κατακόρυφες μετακινήσεις πλαισίων που παρουσιάζονται αναφέρονται


στις εργασίες πριν από τη διακοπή εκσκαφής από το βόρειο μέτωπο και
σίγουρα πριν από την εκδηλωθείσα αστοχία. Οι αυξημένες παραμορφώσεις
που παρατηρούνται στις θέσεις που προαναφέρθηκαν οφείλονται πιθανότατα
στην εμφάνιση κορεσμένων ή μη ενστρώσεων και φακών άμμων –
αμμοϊλυωδών υλικών στην οροφή κυρίως της διατομής, υλικών.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 309

Σχήμα 11.23
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 310

β) Στο τμήμα μετά τη Χ.Θ. 6+830 έως και την έξοδο της σήραγγας
συναντήθηκαν αρχικά στην οροφή και προοδευτικά και σε μεγαλύτερο τμήμα
της διατομής τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας. Στο τμήμα αυτό
παρατηρούνται αυξημένες παραμορφώσεις, οι οποίες κυμαίνονται βασικά από
5 έως 9 cm περίπου. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στα μειωμένα
μηχανικά χαρακτηριστικά των υλικών αυτών, στην υδροπερατότητά τους και
ασφαλώς στο χαμηλότερο ύψος υπερκειμένων της διατομής. Η μείωση των
μετακινήσεων στα 3 με 4 cm περίπου μετά τη Χ.Θ. 6+940 περίπου, οφείλεται
ενδεχομένως στη βαρύτερη υποστήριξη που χρησιμοποιήθηκε λόγω
γειτνίασης με το μέτωπο εξόδου της σήραγγας.

Συμπερασματικά, τονίζεται ότι και στους δύο κλάδους του έργου και ιδιαίτερα
στο δεξιό η γεωλογική σύσταση και δομή της περιοχής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και
οδήγησαν σε μικρές ή και μεγάλες αστοχίες στις θέσεις εκείνες όπου ήταν αισθητή η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων με μηδενική συνοχή ή και
κορεσμένων με νερό στα πλευρικά τμήματα, στο δάπεδο ή και στο θόλο της
διατομής. Στις περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις των υλικών με τη διάνοιξη του
έργου οδήγησαν μερικές φορές και σε μεγάλες αστοχίες με τη δημιουργία καμινάδων,
ακόμα και σε θέσεις με υπερκείμενα σημαντικού πάχους (27m). Ενδεικτικά, στις
Φωτογραφίες 11.3 έως 11.10 δίνονται μερικά παραδείγματα των αστοχιών αυτών, με
ιδιαίτερη επισήμανση στο ρόλο της γεωλογίας. Ακόμη και στις στιφρές αργιλικές
μάργες διαταράσσεται η ευστάθεια όταν αφαιρεθούν ενδιάμεσες πλέον αμμώδεις
ενστρώσεις, πολύ δε περισσότερο όταν διαβραχούν. Ευαίσθητες γενικά ζώνες για το
έργο αυτό αποδείχθηκαν αυτές των μορφολογικών βυθισμάτων, γιατί προφανώς
συνδέονται με την ύπαρξη ρηγμάτων που διατέμνουν τους σχηματισμούς,
διαταράσσουν τη δομή τους και διευκολύνουν την κυκλοφορία του νερού.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 311

Φωτογραφία 11.3. Διατάραξη του μετώπου της σήραγγας λόγω κατάρρευσης υλικού από ενστρώσεις
αμμωδών οριζόντων κιτρινοκάστανου χρώματος μέσα στις στιφρές, μελανότεφρες και με θετική για την
ευστάθεια στρωσιγένεια αργιλικές μάργες. Εφαρμόσθηκε διπλή σειρά δοκών προπορείας και αγκύρια
fiberglass για την ενίσχυση του μετώπου.

Φωτογραφία 11.4. Συχνές εναλλαγές λεπτών αμμωδών ενστρώσεων που επικρατούν στο κεντρικό
τμήμα του μετώπου με τις στιφρές αργιλικές μάργες. Στο κάτω αριστερό της φωτογραφίας προκλήθηκε
μικρής έκτασης θραύση.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 312

(α)

(β)

Φωτογραφία 11.5.α & β: Συνδετήριες σήραγγες των δύο κλάδων. Είναι εμφανής η διαφορετική
συμπεριφορά στην ευστάθεια του μετώπου, όταν επικρατεί αμιγώς η στιφρή αργιλική μάργα και χωρίς
τεκτονική διατάραξη (α) και η συχνή εναλλαγή ενστρώσεων αργιλικής μάργας και ιλυοαμμώδους υλικού
(β). Το τελευταίο τείνει αυξανόμενο προς την κλείδα του έργου όπου εκδηλώθηκαν και οι καταρρεύσεις,
ενώ δεν λείπουν και οι εγκάρσιες στο μέτωπο διαρρήξεις.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 313

Φωτογραφία 11.6. Δεξιός κλάδος, Χ.Θ. 6+685 (βόρειο μέτωπο). Κατάρρευση αμμώδους ορίζοντα
στην οροφή του μετώπου, γεγονός που προκάλεσε αστοχία του οπλισμού, δημιουργία καμινάδας στα
μεγάλου πάχους (27m) υπερκείμενα και δημιουργία ρωγμών σε ευρεία ζώνη (Φωτογραφία. 11.8).

Φωτογραφία 11.7. Δεξιός κλάδος, Χ.Θ. 6+689 (νότιο μέτωπο). Υποχώρηση της οροφής με επιπτώσεις
στον οπλισμό λόγω κατάρρευσης του υλικού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία καμινάδας (Φωτογραφία
11.8).
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 314

Φωτογραφία 11.8. Ρωγμές στην επιφάνεια του εδάφους με σημαντικά γεωμετρικά στοιχεία, λόγω των
φαινομένων που περιγράφηκαν στις Φωτογραφίες 11.6.και 11.7.

Φωτογραφία 11.9. Δημιουργία καμινάδας στην παραπάνω ζώνη των Φωτογραφιών 11.6, 11.7.
ΚΕΦ.11. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ
– ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Σελίδα 315

Φωτογραφία 11.10. Μέτρα από την επιφάνεια για την πλήρωση της παραπάνω καμινάδας. Στο
εσωτερικό της σήραγγας λήφθηκαν επίσης μέτρα για την αποκατάσταση της αστοχίας και διασφάλιση της
διατομής του έργου.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 317

12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

12.1. Γενικά

Στα προηγούμενα κεφάλαια εξετάσθηκαν οι φυσικές και μηχανικές ιδιότητες της


Ανώτερης και Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας των Πλειοπλειστοκαινικών
ιζημάτων, καθώς και η ορυκτολογική σύσταση και δομή αυτών. Από την αξιολόγηση
αυτή προκύπτει ότι η ορυκτολογική σύσταση και δομή των σχηματισμών παίζει
πρωταρχικό ρόλο στη συμπεριφορά τους και τον τρόπο που αντιδρούν κάτω από
διάφορες εντατικές καταστάσεις. Διαπιστώθηκε ως εκ τούτου ότι σε πολλές
περιπτώσεις οι εργαστηριακές δοκιμές από μόνες τους δεν είναι δυνατόν να
περιγράψουν με ακρίβεια τις πραγματικές ιδιότητες των υλικών αυτών,
παρουσιάζοντας πολλές φορές –λόγω της ιδιαιτερότητας της ορυκτολογικής
σύστασης και δομής των σχηματισμών αυτών- εδαφικά υλικά με πτωχές φυσικές και
μηχανικές ιδιότητες και οδηγώντας έτσι σε συντηρητικό σχεδιασμό των έργων.

Στα πλαίσια αυτά έγινε προσπάθεια προσδιορισμού των γεωτεχνικών παραμέτρων


τόσο της Ανώτερης όσο και της Κατώτερης ενότητας, με βάση την πραγματική
συμπεριφορά αυτών κατά τη διάνοιξη των σηράγγων της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τις καταγεγραμμένες παραμορφώσεις της
διατομής των σηράγγων, πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση προγραμμάτων
πεπερασμένων στοιχείων ανάδρομες αναλύσεις, οι οποίες είχαν ως στόχο την όσο το
δυνατόν καλύτερη προσέγγιση των φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών των
σχηματισμών αυτών. Ειδικότερα για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το γεωτεχνικό
πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων 2D Plaxis V8 της εταιρείας Plaxis BV.

12.2 Γεωτεχνικό πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων Plaxis 2D V8.

Το πρόγραμμα αυτό απευθύνεται σε γεωτεχνικούς μηχανικούς για την ανάλυση


και μελέτη της συμπεριφοράς των εδαφικών και βραχωδών σχηματισμών κάτω από
διάφορες εντατικές καταστάσεις. Για τη λειτουργία του χρησιμοποιείται το
περιβάλλον των Windows της Microsoft Corp. Οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν
αναφέρονται στο διδιάστατο επίπεδο παραμορφώσεων και σε συνθήκες επίπεδης
παραμόρφωσης.

Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα επιτρέπει τη σχεδίαση της γεωμετρίας στο


επίπεδο x – y του καθολικού συστήματος συντεταγμένων, ενώ η διεύθυνση z
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 318

θεωρείται εκτός επιπέδου. Παρόλο που το Plaxis είναι διδιάστατο πρόγραμμα οι


τάσεις βασίζονται στο τρισδιάστατο Καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Σε
συνθήκες επίπεδης παραμόρφωσης, οι οποίες θεωρήθηκαν στην προκειμένη
περίπτωση, η τάση σzz είναι η εκτός του επιπέδου τάση. Σε κάθε περίπτωση, οι
θλιπτικές τάσεις και δυνάμεις, καθώς και οι πιέσεις πόρων έχουν αρνητικό πρόσημο,
ενώ οι εφελκυστικές τάσεις και δυνάμεις θετικό.

Η δημιουργία του κατάλληλου δικτύου πεπερασμένων στοιχείων


πραγματοποιείται αυτόματα από το πρόγραμμα, με βάση την εκάστοτε γεωμετρία,
ενώ αυτόματα υπολογίζεται και η αρχική κατανομή των πιέσεων πόρων και των
ενεργών τάσεων, ανάλογα με τα δεδομένα που εισήχθησαν. Το πρόγραμμα δίνει τη
δυνατότητα δημιουργίας δικτύου τριγωνικών πεπερασμένων στοιχείων με δεκαπέντε
ή με έξι κόμβους. Η δημιουργία του δικτύου αυτού βασίζεται σε μια διαδικασία
τριγωνοποίησης, η οποία οδηγεί σε μη δομημένα δίκτυα. Τα δίκτυα αυτά μπορεί να
φαίνονται ακανόνιστα, λειτουργούν όμως συνήθως πολύ καλύτερα από τα κανονικά
(δομημένα) δίκτυα.

Αν και το πρόγραμμα δεν μπορεί να λάβει υπόψιν τον παράγοντα χρόνο στην
αλληλουχία των φάσεων κατασκευής, δίνει τη δυνατότητα προσομοίωσης των
σταδίων κατασκευής ενός έργου. Στην περίπτωση διάνοιξης μιας σήραγγας με τη Νέα
Αυστριακή Μέθοδο (ΝΑΤΜ), ακολουθείται μια διαδικασία κατασκευής, η οποία
περιλαμβάνει τη σταδιακή – τμηματική εκσκαφή και υποστήριξη της διατομής ανά
φάσεις, επηρεάζει δε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο εκδήλωσης και το μέγεθος των
τελικών παραμορφώσεων αυτής. Η διαδικασία αυτή μπορεί να προσομοιωθεί στο
πρόγραμμα με τη χρήση της επονομαζόμενης μεθόδου β. Σύμφωνα με τη μέθοδο
αυτή οι αρχικές τάσεις pk που αναπτύσσονται στη θέση εκσκαφής της σήραγγας
μπορούν να χωριστούν στις τάσεις (1-β) pk , οι οποίες ασκούνται στην ανυποστήρικτη
διατομή και στις τάσεις β pk , οι οποίες ασκούνται στην υποστήριξη της διατομής. Η
τιμή της παραμέτρου β καθορίζεται από την εμπειρία του γεωτεχνικού μηχανικού.
Στην πράξη, κατά την προσομοίωση της διαδικασίας αυτής στο Plaxis, είναι δυνατή η
αρχική απενεργοποίηση κάποιου τμήματος της διατομής (υποδηλώνοντας την
εκσκαφή αυτού), με ταυτόχρονη εισαγωγή της τιμής 1-β (του ποσοστού των φορτίων
δηλαδή που ο σχηματισμός είναι σε θέση να αναλάβει μέσω ανακατανομής των
τάσεων), ενώ η ενεργοποίηση των μέτρων υποστήριξης μπορεί να γίνει σε επόμενο
στάδιο.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 319

Για την προσομοίωση της συμπεριφοράς των εκάστοτε σχηματισμών το Plaxis


δίνει τη δυνατότητα χρήσης διάφορων καταστατικών νόμων, ανάλογα κάθε φορά με
τις υπό μελέτη συνθήκες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπου απαιτείται η
προσομοίωση της συμπεριφοράς των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων κατά τη
διάνοιξη υπόγειων τεχνικών έργων, τα δυο καταστατικά μοντέλα που θα μπορούσαν
κατ΄αρχήν να θεωρηθούν είναι το ελαστικό τέλεια πλαστικό μοντέλο Mohr –
Coulomb και το ισότροπο κρατυνόμενο μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια αστοχίας
Mohr – Coulomb.

12.2.1. Μοντέλο Mohr - Coulomb

Κύριο χαρακτηριστικό των ελαστικών – τέλεια πλαστικών νόμων, όπως και του
Mohr – Coulomb, είναι η θεώρηση πως το σημείο διαρροής ενός εδαφικού υλικού
ταυτίζεται με το σημείο αστοχίας αυτού, χωρίς να είναι δυνατή η εκδήλωση του
φαινομένου της κράτυνσης. Η επιφάνεια διαρροής είναι δεδομένη, προσδιορίζεται
πλήρως από τις παραμέτρους του μοντέλου και δεν επηρεάζεται καθόλου από τις
πλαστικές παραμορφώσεις, ενώ η σχέση τάσεων - παραμορφώσεων καθορίζεται από
το νόμο του Hooke. Στην πραγματικότητα το κριτήριο Mohr – Coulomb αποτελεί
επέκταση του νόμου τριβής του Coulomb για γενικευμένες εντατικές καταστάσεις,
καθώς διασφαλίζει την εφαρμογή του νόμου αυτού σε κάθε επίπεδο στο εσωτερικό
του υλικού.

Το κριτήριο διαρροής Mohr – Coulomb ορίζει την ύπαρξη γραμμικής σχέσης


μεταξύ της διατμητικής τάσης, τ, και της ορθής τάσης, σ, που αναπτύσσονται κατά τη
διάρκεια της θραύσης επάνω στην επιφάνεια αστοχίας:

τ = c + σ tan φ

Όπου: φ: η γωνία εσωτερικής τριβής, και c: η συνοχή

Η παραπάνω σχέση αντιπροσωπεύει την περιβάλλουσα αστοχίας ενός υλικού στο


διδιάστατο επίπεδο x – y. Στο χώρο των κυρίων τάσεων (τρισδιάστατο επίπεδο x – y-
z) η επιφάνεια πλέον διαρροής Mohr – Coulomb απεικονίζεται με τη μορφή μη
κανονικής εξαγωνικής πυραμίδας, ανοικτής προς τον σφαιρικό άξονα, με κορυφή το
σημείο 3 ⋅c ⋅ cot φ .

Τα πιο βασικά μειονεκτήματα του κριτηρίου Mohr - Coulomb, τα οποία


δημιουργούν ορισμένες δυσκολίες στη μοντελοποίησή του είναι αρχικά η ύπαρξη
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 320

γωνιών στην επιφάνεια διαρροής, γεγονός που οδηγεί σε αδυναμία μονοσήμαντου


προσδιορισμού της παραγώγου στα σημεία αυτά, καθώς και η παράληψη της κύριας
τάσης σ2, η οποία θεωρείται ίση με τη σ3. Παρ’όλα αυτά το ελαστικό τέλεια πλαστικό
μοντέλο Mohr – Coulomb μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως μία πρώτη
προσέγγιση, λόγω της ταχύτητας των υπολογισμών, στις περιπτώσεις κυρίως
εδαφικού ή βραχώδους σχηματισμού που παρουσιάζει εκφυλισμένο το φαινόμενο της
κράτυνσης.

Η ανάλυση με το μοντέλο αυτό απαιτεί την εισαγωγή τιμών πέντε γεωτεχνικών


παραμέτρων των σχηματισμών: του μέτρου ελαστικότητας Ε και του λόγου Poisson ν
για την περιγραφή της ελαστικής συμπεριφοράς των σχηματισμών και των
παραμέτρων διατμητικής αντοχής c και φ και της γωνίας διαστολής ψ, για την
περιγραφή της πλαστικής παραμόρφωσης σύμφωνα με το μοντέλο Mohr - Coulomb.

Όσον αφορά στο μέτρο ελαστικότητας για υλικά με μεγάλη ελαστική περιοχή
θεωρείται ρεαλιστικό να χρησιμοποιείται το Ε0, ενώ για περιπτώσεις φόρτισης
προτιμάται η χρήση του Ε50. Στην περίπτωση βέβαια που αντιμετωπίζονται
προβλήματα αποφόρτισης, όπως στην προκειμένη εκσκαφής σήραγγας, βασικότερο
ρόλο παίζει το Εur. Στις περιπτώσεις δε αυτές θεωρείται προτιμότερο να επιλέγεται
και μια σχετικά χαμηλή αρχική τιμή για τον λόγο του Poisson, ν, αν και γενικά όταν
χρησιμοποιείται το μοντέλο Mohr – Coulomb συνιστώνται τιμές από ν= 0.15 έως ν=
0.25.

12.2.2. Ισότροπο κρατυνόμενο μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια αστοχίας Mohr


– Coulomb.

Στην περίπτωση των ισότροπων κρατυνόμενων μοντέλων το σημείο διαρροής


δεν ταυτίζεται με το σημείο αστοχίας, με αποτέλεσμα τα υλικά να παρουσιάζουν το
φαινόμενο της κράτυνσης. Η επιφάνεια διαρροής δεν είναι καθορισμένη στο χωρικό
σύστημα των κυρίων τάσεων, αλλά μπορεί να διογκωθεί εξαιτίας των πλαστικών
παραμορφώσεων. Η κρατυνόμενη συμπεριφορά περιγράφεται από μια συνάρτηση
κράτυνσης, η οποία εξαρτάται από τις τρέχουσες πλαστικές παραμορφώσεις.

Στο πρόγραμμα Plaxis V8 γίνεται χρήση ενός τέτοιου μοντέλου, το οποίο


αποτελείται από μια επιφάνεια αστοχίας σύμφωνα με το κριτήριο Mohr – Coulomb
και μια επιφάνεια διαρροής, η οποία λειτουργεί ως κάλυμμα της επιφάνειας αστοχίας
(Cap) (Σχήμα 12.1).
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 321

Σχήμα 12.1. Στο σχήμα αυτό φαίνεται η επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb ενός
κρατυνόμενου μοντέλου, καθώς και η επιφάνεια διαρροής, που λειτουργεί ως κάλυμμα (Cap).

Το πρόγραμμα προσομοιώνει τη συμπεριφορά αυτή με τη χρήση της θεωρίας της


πλαστικότητας αντί για τη θεωρία της ελαστικότητας, ενώ μπορεί να λάβει υπόψιν
και τη διαστολή του εδάφους. Η βασική ιδέα του καταστατικού αυτού μοντέλου που
χρησιμοποιείται στο Plaxis V8 είναι η υπερβολική σχέση ανάμεσα στην κατακόρυφη
παραμόρφωση, ε1, και την εκτροπική φόρτιση, q, κατά την πρωτεύουσα τριαξονική
φόρτιση. Οι συνήθεις τριαξονικές δοκιμές με αποστράγγιση δίνουν καμπύλες που
περιγράφονται από τη σχέση :
1 q
− ε1 =
2Ε 50 1 − q
qa

όπου qα είναι η τιμή στην οποία τείνει ασυμπτωτικά η διατμητική αντοχή. Το μέτρο
ελαστικότητας, Ε50, της πρωτογενούς φόρτισης εξαρτάται από την πλευρική τάση σ3
και δίνεται από τη σχέση :
m
⎛ c cot φ − σ 3 ' ⎞
E50 = E ref
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ c cot φ + p
50 ref

ref
όπου το E 50 είναι το Ε50 αναφοράς, το οποίο αντιστοιχεί στην πλευρική πίεση
αναφοράς pref. Στην πραγματικότητα η ακαμψία εξαρτάται από την πλευρικά
εξασκούμενη στην τριαξονική δοκιμή τάση σ3. Το μέγεθος της εξάρτησης των pref
και σ3 εκφράζεται με την παράμετρο m, η οποία παίρνει γενικά τιμές από 0.5 έως 1.0.

Ο λόγος μεταξύ της εκτροπικής φόρτισης q και της qα αντιπροσωπεύει το λόγο


αστοχίας Rf, ο οποίος παίρνει προφανώς τιμές μικρότερες της μονάδας. Μια
ικανοποιητική τιμή που προτείνεται για το πρόγραμμα Plaxis V8 είναι Rf=0.9.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 322

Το μέτρο ελαστικότητας Εur, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο σε καταστάσεις


φόρτισης – αποφόρτισης, δίνεται από τη σχέση :
m
⎛ c cot φ − σ 3 ' ⎞
Eur = E ref
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ c cot φ + p
ur ref

ref
όπου, κατ’ αντιστοιχία με τα ανωτέρω, το E ur είναι το Εur αναφοράς, το οποίο
αντιστοιχεί στην τάση αναφοράς pref . Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να
ref
χρησιμοποιηθεί η σχέση E ur = 3ּ E 50
ref
.

Εξίσου σημαντική παράμετρος σε πολλές περιπτώσεις είναι και το μέτρο


μονοδιάστατης συμπίεσης Εoed, το οποίο δίνεται από τη σχέση:
m
⎛ c cos φ − σ 3 ' sin φ ⎞
E oed = E ref
oed ⎜⎜ ⎟⎟
⎝ c cos φ + p sin φ ⎠
ref

ref
όπου Εoed είναι το μέτρο μονοδιάστατης συμπίεσης και E oed το μέτρο αναφοράς, το
οποίο αντιστοιχεί στην κατακόρυφη πίεση αναφοράς pref= -σ1’.
ref
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εισαγωγή του τριαξονικού μέτρου E 50 στο μοντέλο
ελέγχει κυρίως τη διατμητική επιφάνεια αστοχίας αυτού (κατά Morh – Coulomb), το
μέγεθος δηλαδή των πλαστικών παραμορφώσεων που σχετίζονται με τη διατμητική
ref
επιφάνεια αστοχίας, ενώ το μέτρο E oed χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο του
μεγέθους των πλαστικών παραμορφώσεων που σχετίζονται με την επιφάνεια
διαρροής (κάλυμμα της επιφάνειας αστοχίας).

Τα πλεονεκτήματα του ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου (το οποίο ουσιαστικά


προσομοιώνει τη “σκλήρυνση” του εδαφικού σχηματισμού με την συμπίεση) έναντι
του μοντέλου Mohr – Coulomb είναι αφενός η θεώρηση της υπερβολικής σχέσης
τάσεων – παραμορφώσεων αντί της διγραμμικής του Mohr – Coulomb και αφετέρου
η δυνατότητα ελέγχου του επιπέδου των τάσεων. Στην πραγματικότητα η δυσκαμψία
των εδαφικών σχηματισμών εξαρτάται από το επίπεδο των τάσεων. Στο μοντέλο
Mohr – Coulomb η προσομοίωση αυτή δεν είναι δυνατή, καθώς εισάγεται
υποχρεωτικά μία συγκεκριμένη σταθερή τιμή δυσκαμψίας. Στο κρατυνόμενο μοντέλο
αντίθετα, η συμπεριφορά αυτή του εδάφους προσομοιώνεται με την εισαγωγή του
ref
μέτρου E 50 , το οποίο αντιστοιχεί σε μια ελάχιστη κύρια τάση αναφοράς pref= -σ3’.

Η ανάλυση με το μοντέλο αυτό απαιτεί την εισαγωγή τιμών έντεκα γεωτεχνικών


παραμέτρων των σχηματισμών, οι οποίες χωρίζονται σε τρεις επιμέρους κατηγορίες.
Αρχικά, ορίζονται οι παράμετροι που αφορούν στην επιφάνεια αστοχίας Mohr –
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 323

Coulomb, ήτοι οι παράμετροι διατμητικής αντοχής c και φ και η γωνία διαστολής ψ.


Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις παραμέτρους που αφορούν στη δυσκαμψία
ref
του εδαφικού υλικού, δηλαδή το E 50 , το E oed
ref
και την παράμετρο m. Τέλος,
καθορίζονται οι ειδικές παράμετροι του συγκεκριμένου μοντέλου κράτυνσης (για τις
ref
οποίες βέβαια συνιστώνται από το ίδιο το πρόγραμμα κάποιες τιμές), ήτοι το E oed , το
νur, το pref, το Κοnc και το Rf.

12.3. Παρουσίαση των μοντέλων προσομοίωσης των σηράγγων της


Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω σκοπός των ανάδρομων αναλύσεων που


πραγματοποιήθηκαν με το πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων Plaxis V8 είναι η
ρεαλιστικότερη προσέγγιση των γεωτεχνικών παραμέτρων των ιζημάτων της
Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας, μέσω της πραγματικής συμπεριφοράς αυτών
κατά τη διάνοιξη των σηράγγων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών. Οι δύο ενότητες
εξετάσθηκαν χωριστά για την απλοποίηση και διευκόλυνση των υπολογισμών.

Σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στο Κεφ. 11 το κύριο σώμα του συνόλου
σχεδόν των σηράγγων συνάντησε στο μεγαλύτερο τμήμα του τους σχηματισμούς της
Κατώτερης ενότητας, ενώ τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας απαντήθηκαν κατά
κύριο λόγο στις περιοχές των στομίων και σε θέσεις χαμηλών υπερκειμένων.

Για την πραγματοποίηση των αναλύσεων αυτών επιλέχθηκαν δύο διατομές από
τις σήραγγες ΣΑ και ΣΒ, των οποίων η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε στην Κατώτερη
και την Ανώτερη ενότητα αντίστοιχα. Στις διατομές αυτές υπάρχουν
καταγεγραμμένες οι παραμορφώσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της
κατασκευής σε τρία σημεία της διατομής: στην κλείδα αυτής και στις παρειές της Α’
φάσης εκσκαφής. Οι παραμορφώσεις μετρήθηκαν με τοπογραφικά μέσα, με χρήση
ρεφλεκτόρων, οι οποίοι τοποθετήθηκαν πάνω στις πρώτες στρώσεις εκτοξευόμενου
σκυροδέματος στις ανωτέρω αναφερόμενες θέσεις. Από το γεγονός αυτό προκύπτει
ότι οι παραμορφώσεις που σημειώθηκαν πριν και κατά την εκσκαφή της διατομής και
μέχρι και την τοποθέτηση των πρώτων μέτρων υποστήριξης δεν ήταν δυνατόν να
καταγραφούν. Συνεπώς οι καταγεγραμμένες μετρήσεις δεν αντιπροσωπεύουν το
σύνολο των παραμορφώσεων της διατομής, αλλά μέρος αυτού.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 324

Για να είναι δυνατή η σύγκριση των καταγεγραμμένων παραμορφώσεων με τις


παραμορφώσεις που προκύπτουν από το Plaxis V8, χρησιμοποιήθηκε κατά την
προσομοίωση των σταδίων κατασκευής η εντολή του προγράμματος “reset
displacements to zero” (μηδενισμός των παραμορφώσεων). Με την εντολή αυτή το
πρόγραμμα δίνει τη δυνατότητα μηδενισμού των παραμορφώσεων όλων των
προηγούμενων σταδίων προσομοίωσης (στην προκειμένη περίπτωση των σταδίων
πριν την εφαρμογή της υποστήριξης), χωρίς να επηρεάζεται το πεδίο των τάσεων. Τα
τελικά αποτελέσματα συνεπώς είναι όσο το δυνατόν πιο συγκρίσιμα με τα
πραγματικά καταγεγραμμένα και επομένως περισσότερο αξιόπιστα.

12.3.1. Γεωμετρία των διατομών – Μέτρα υποστήριξης.

Οι σήραγγες ΣΑ και ΣΒ κατασκευάσθηκαν από την εταιρία Παντεχνική Α.Ε, η


μελέτη δε πραγματοποιήθηκε από το μελετητικό γραφείο Πανγαία Ε.Π.Ε. Για τις δυο
αυτές σήραγγες θεωρήθηκε από τη μελέτη διατομή ίδιας γεωμετρίας.

Η γεωμετρία της διατομής των σηράγγων που χρησιμοποιήθηκε στην


προσομοίωση με το Plaxis V8 ορίσθηκε σύμφωνα με την πραγματική γεωμετρία,
όπως αυτή απεικονίζεται στην εγκεκριμένη μελέτη. Για το σχεδιασμό της διατομής
θεωρήθηκε μία μέση ακτίνα για κάθε τόξο, η οποία αντιστοιχεί στο μέσον του
συνολικού πάχους της υποστήριξης, ενώ συμπεριελήφθησαν και τα elephant feet
αυτής. Το πάχος του gunite, οι θέσεις και το μήκος των αγκυρίων πλήρους πάκτωσης
ορίσθηκαν επίσης σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη. Πιο συγκεκριμένα,
τοποθετήθηκε gunite πάχους 25 cm, ενώ σε κάθε διατομή τοποθετήθηκαν 8 αγκύρια
μήκους 6m και Pu=52t (από τέσσερα στις παρειές της Α’ φάσης) και δύο ράβδοι
μήκους 7m και Pu=11t στις θέσεις των elephant feet. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η
κατασκευή των σηράγγων αυτών περιελάμβανε επιπλέον την τοποθέτηση δικτυωτών
πλαισίων, δομικού πλέγματος Τ131 σε δύο στρώσεις, καθώς και μίας ζώνης
προενίσχυσης στο θόλο, αποτελούμενη από σιδηρές ράβδους Φ25, μήκους 5-6m,
πλήρως ενεματούμενες. Τα μέτρα αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τις αναλύσεις,
καθώς η προσομοίωσή τους, ειδικά σε διδιάστατα μοντέλα, είναι δύσκολη και με
αμφίβολα αποτελέσματα.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 325

12.3.2. Μοντέλο προσομοίωσης – Καταστατικοί νόμοι

Τα μοντέλα και των δύο σηράγγων σχεδιάσθηκαν με διαστάσεις αρκετά


μεγαλύτερες από αυτές της διατομής της σήραγγας, έτσι ώστε τα όριά τους να μην
επηρεάζουν την πορεία των υπολογισμών. Για τη δημιουργία του δικτύου
επιλέχθηκαν πεπερασμένα στοιχεία δεκαπέντε κόμβων, τα οποία οδηγούν σε πιο
σύνθετους υπολογισμούς τάσεων και παραμορφώσεων και ακριβέστερα
αποτελέσματα.

Για την προσομοίωση της συμπεριφοράς των σχηματισμών αυτών επιλέχθηκε το


ισότροπο κρατυνόμενο μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb
του Plaxis V8 (hardening soil model). Η επιλογή του μοντέλου αυτού έναντι του
μοντέλου Mohr – Coulomb προέκυψε από την προσπάθεια ταύτισης των θεωρητικών
καμπυλών τάσεων - παραμορφώσεων των δύο μοντέλων με τις πειραματικές
καμπύλες, οι οποίες προσδιορίσθηκαν με βάση τα αποτελέσματα των τριαξονικών
δοκιμών CUPP, καθώς αυτά κρίθηκαν ως πλέον αξιόπιστα. Όπως αναφέρθηκε και
στο Κεφ. 9 στα πλαίσια της παρούσας διατριβής πραγματοποιήθηκαν επτά δοκιμές
CUPP σε δείγματα της Ανώτερης ενότητας και πέντε σε δείγματα της Κατώτερης
ενότητας. Όλες οι δοκιμές έγιναν για πλευρικές τάσεις σ3=100 KPa, 200KPa και 300
KPa. Για τη χάραξη των πειραματικών καμπυλών τάσεων – παραμορφώσεων
επιλέχθηκαν δύο δείγματα, το Δ19 από την Ανώτερη και το Δ134 από την Κατώτερη
ενότητα, τα οποία θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά του κάθε ορίζοντα, οι δε
αντίστοιχες καμπύλες σχεδιάσθηκαν και για τις τρεις τιμές πλευρικής τάσης σ3.

Η θεωρητική καμπύλη τάσεων – παραμορφώσεων κατά Mohr – Coulomb


(ελαστικός – τέλεια πλαστικός νόμος) έχει τη μορφή τεθλασμένης γραμμής, το πρώτο
σκέλος της οποίας αντιστοιχεί στις ελαστικές και το δεύτερο στις πλαστικές
παραμορφώσεις (Σχήμα 12.2). Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, το όριο διαρροής
ταυτίζεται στην περίπτωση αυτή με το όριο αστοχίας, με αποτέλεσμα το δεύτερο
σκέλος να είναι παράλληλο στον άξονα των παραμορφώσεων με αφετηρία το όριο
αυτό. Αντίθετα, η κλίση της γραμμής των ελαστικών παραμορφώσεων καθορίζεται
από το μέτρο ελαστικότητας (Ε0 ή Ε50 ανά περίπτωση).
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 326

Σχήμα 12.2. Η θεωρητική καμπύλη τάσεων – παραμορφώσεων κατά Mohr – Coulomb.

Αντίθετα, η καμπύλη τάσεων – παραμορφώσεων για το ισότροπο κρατυνόμενο


μοντέλο τύπου CAP, με επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb (hardening soil model)

περιγράφεται από την εξίσωση 1 q , όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω.


− ε1 =
2Ε 50 1 − q
qa

Από την εξίσωση αυτή μπορούν να προκύψουν περισσότερες της μιας θεωρητικές
καμπύλες, καθώς o σχεδιασμός αυτών εξαρτάται από το λόγο αστοχίας Rf, την τάση
αναφοράς pref και την παράμετρο m. Ανάλογα με τους συνδυασμούς των επιμέρους
αυτών παραμέτρων που επιλέγονται κάθε φορά, ο αριθμός των θεωρητικών
καμπυλών μπορεί να είναι έως και άπειρος. Η διαδικασία αυτή προσδιορισμού όλων
των πιθανών θεωρητικών καμπυλών είναι ιδιαίτερα επίπονη και χρονοβόρα, ξεφεύγει
δε από τον σκοπό της παρούσας διατριβής. Για το λόγο αυτό σχεδιάσθηκαν για κάθε
ένα από τα δύο δείγματα και για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa και 200KPa
τέσσερις διαφορετικές θεωρητικές καμπύλες με βάση το ισότροπο κρατυνόμενο
μοντέλο, οι οποίες αντιστοιχούν στο συνδυασμό των τιμών Rf=0,90, Rf=0,95, m=0,5
και m=1,0. Οι τιμές αυτές αποτελούν τις ακραίες τιμές που μπορούν να πάρουν οι
παράμετροι Rf και m. Παράλληλα, στο ίδιο διάγραμμα σχεδιάσθηκε και η θεωρητική
καμπύλη του ελαστικού – τέλεια πλαστικού μοντέλου Mohr – Coulomb.

Στα Σχήματα 12.3 και 12.4 παρουσιάζονται οι θεωρητικές και πειραματικές


καμπύλες του δείγματος Δ19 της Ανώτερης ενότητας για κάθε μία από τις δύο τάσεις
αναφοράς χωριστά. Σε κάθε διάγραμμα έχουν σχεδιαστεί οι τέσσερις θεωρητικές
καμπύλες του ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου, η θεωρητική καμπύλη Mohr –
Coulomb και η πειραματική με τα στοιχεία της αντίστοιχης δοκιμής CUPP.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 327

400,00

350,00

300,00

Τάση (KPa) 250,00

200,00

150,00

100,00

πειραματική
καμπύλη
m=1, Rf=0,9

50,00 m=1, Rf=0,95

m=0,5, Rf=0,9

m=0,5, Rf=0,95

0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)

Σχήμα 12.3. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=100 Kpa
600,00

500,00

400,00
Τάση (ΚPa)

300,00

200,00

πειραματική
καμπύλη
100,00 m=1, Rf=0,9

m=1, Rf=0,95

m=0,5, Rf=0,9

m=0,5, Rf=0,95

0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)

Σχήμα 12.4. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ19 για pref =σ3=200 KPa
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 328

Αναλυτικότερα,

α) για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa, παρατηρείται ότι η πειραματική καμπύλη
στην περιοχή των ελαστικών παραμορφώσεων παρουσιάζει μικρές αποκλίσεις τόσο
από την καμπύλη Mohr – Coulomb, όσο και από τις καμπύλες του ισότροπου
κρατυνόμενου μοντέλου. Αντίθετα, στην περιοχή των πλαστικών παραμορφώσεων
δεν φαίνεται να προσεγγίζει καμία από τις πέντε θεωρητικές καμπύλες. Οι
θεωρητικές καμπύλες για ίδιες τιμές Rf πρακτικά ταυτίζονται, ανεξάρτητα από την
τιμή του m.

β) για τάση αναφοράς pref =σ3=200 KPa, η πειραματική καμπύλη στην περιοχή των
ελαστικών παραμορφώσεων ταυτίζεται σχεδόν με τις θεωρητικές καμπύλες του
ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου για m=0,5, οι οποίες προσεγγίζουν πολύ
ικανοποιητικά και την καμπύλη Mohr – Coulomb. Στο αρχικό τμήμα της περιοχής
των πλαστικών παραμορφώσεων και μόνο φαίνεται να προσεγγίζει καλύτερα την
καμπύλη για m=0.5 και Rf=0.95. Στην περιοχή τέλος της αστοχίας η πειραματική
καμπύλη και πάλι προσεγγίζει τη θεωρητική καμπύλη Mohr-Coulomb, χωρίς όμως
καλή ταύτιση.

Από τα ανωτέρω δύο διαγράμματα και τη σύγκριση των αντίστοιχων θεωρητικών


καμπυλών με τις πειραματικές για τις δύο τιμές της τάσης αναφοράς προκύπτει ότι η
καλύτερη ταύτιση επιτυγχάνεται με τις θεωρητικές καμπύλες του ισότροπου
κρατυνόμενου νόμου για pref =200 KPa και για παραμέτρους m=0,5 και Rf=0,95.

Στα Σχήματα 12.5 και 12.6 παρουσιάζονται τα αντίστοιχα διαγράμματα για το


δείγμα Δ134 της Κατώτερης ενότητας.

Τα συμπεράσματα από την παρατήρηση των διαγραμμάτων αυτών είναι παρόμοια


με αυτά του δείγματος της Ανώτερης ενότητας. Έτσι,

α) για τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa, παρατηρείται και σε αυτή την περίπτωση ότι
οι θεωρητικές καμπύλες του ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου πρακτικά
ταυτίζονται για ίδιες τιμές Rf, ανεξάρτητα από την τιμή του m. Η πειραματική
καμπύλη στην περιοχή των ελαστικών παραμορφώσεων προσεγγίζει περισσότερο
τις θεωρητικές καμπύλες του κρατυνόμενου μοντέλου για Rf=0,95. Αντίθετα, στην
περιοχή των πλαστικών παραμορφώσεων και της αστοχίας δεν φαίνεται να
προσεγγίζει καμία από τις πέντε θεωρητικές καμπύλες.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 329

β) για τάση αναφοράς pref =σ3=200 KPa, η πειραματική καμπύλη προσεγγίζει


καλύτερα την καμπύλη Mohr – Coulomb στην περιοχή των ελαστικών
παραμορφώσεων. Σε τμήμα της περιοχής των πλαστικών παραμορφώσεων φαίνεται
να προσεγγίζει τη θεωρητική καμπύλη του ισότροπου κρατυνόμενου μοντέλου για
m=0,5, Rf=0,9. Στην υπόλοιπη περιοχή των πλαστικών παραμορφώσεων, καθώς και
στην περιοχή της αστοχίας η πειραματική καμπύλη δεν προσεγγίζει καμία από τις
πέντε θεωρητικές καμπύλες.

σ3=100

300

250

200
Τάση (KPa)

150

100

50

exp
m=1, Rf=0,9
m=1, Rf=0,95
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)

Σχήμα 12.5. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=100 Kpa
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 330

450,00

400,00

350,00

300,00

250,00
Τάση (KPa)

200,00

150,00

100,00

Πειραματική καμπύλη
m=1, Rf=0,9
50,00
m=1, Rf=0,95
m=0,5, Rf=0,9
m=0,5, Rf=0,95
0,00
0,00 1,00 2,00 3,00 4,00 5,00 6,00 7,00 8,00 9,00 10,00
Παραμόρφωση ε (%)

Σχήμα 12.6. Διαγράμματα τάσεων – παραμορφώσεων δείγματος Δ134 για pref =σ3=200 KPa

Από τα ανωτέρω δύο διαγράμματα και τη σύγκριση των αντίστοιχων θεωρητικών


καμπυλών με τις πειραματικές για τις δύο τιμές της τάσης αναφοράς προκύπτει ότι η
καλύτερη ταύτιση επιτυγχάνεται με τις θεωρητικές καμπύλες του ισότροπου
κρατυνόμενου νόμου για pref =200 KPa και για παραμέτρους m=0,5 και Rf=0,9.

12.3.3. Επιλογή διατομής για την Ανώτερη ενότητα

Για την προσομοίωση των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της Ανώτερης


ενότητας επιλέχθηκε η διατομή περί τη Χ.Θ. 3+564,5 του δεξιού κλάδου της
σήραγγας ΣΒ. Στη θέση αυτή η ερυθρά βρίσκεται σε βάθος 32m από την επιφάνεια,
ενώ το πάχος των υπερκειμένων είναι περίπου 24m. Η φυσική γραμμή του εδάφους
λαμβάνεται για το μοντέλο οριζόντια.

Σύμφωνα με τα ημερήσια δελτία χαρτογράφησης μετώπου, τα οποία


συντάσσονταν κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, στη θέση αυτή συναντήθηκε
στην οροφή της σήραγγας ορίζοντας καφέ-κίτρινης ιλυώδους άμμου, ο οποίος
αποτελείται από ενστρώσεις λεπτόκοκκης άμμου πάχους μέχρι 50cm και φακοειδείς
αποθέσεις ψηφιδοπαγών και μεσόκοκκης – αδρόκοκκης άμμου. Ο ορίζοντας αυτός
περιέχει διάσπαρτα φυτικά υπολείμματα και κατακερματισμένα υπολείμματα
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 331

οστράκων, ενώ στις αποθέσεις άμμου εμφανίζει χαρακτηριστικά δομής


διασταυρούμενης στρώσης και “ψαροκόκαλου”. Στο υπόλοιπο τμήμα της διατομής
συναντήθηκε κατά κύριο λόγο ορίζοντας κιτρινοκάστανης αργιλοϊλυώδους άμμου, με
διάσπαρτα κατακερματισμένα απολιθώματα και πλούσια φυτικά υπολείμματα. Ο
ορίζοντας αυτός αποτελείται από εναλλαγές αμμώδους ιλύος, αργιλοϊλυώδους άμμου
και άμμου, ενώ παρεμβάλλονται με τη μορφή φακοειδών αποθέσεων διαβαθμισμένα
ψηφιδοπαγή και αδρόκοκκη άμμος. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από ταινιώσεις
χρώματος καφέ, κίτρινου και πορτοκαλί κυμαινόμενου πάχους, καθώς και από δομές
ρυτίδωσης και μετα-αποθετικές δομές παραμόρφωσης της στρώσης. Στη βάση της
φάσης αυτής παρατηρήθηκε επίσης μία μικρή ζώνη από εναλλαγές τεφροκύανης
αργιλοϊλύος και καστανότεφρης αργιλοϊλυώδους άμμου.

Από την παραπάνω περιγραφή της γεωλογίας του μετώπου είναι σαφές ότι στη
θέση αυτή η σήραγγα συνάντησε σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας ή
ενδεχομένως ακόμη και της Μεταβατικής ζώνης από την Κατώτερη προς την
Ανώτερη ενότητα, όπως ίσως υποδηλώνει η παρουσία στη βάση (έστω και με τη
μορφή λεπτών ενστρώσεων) της τεφροκύανης αργιλοϊλύος. Για την προσομοίωση με
το Plaxis V8 θεωρείται ότι οι σχηματισμοί της Ανώτερης ενότητας καλύπτουν όλη τη
διατομή μέχρι και την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.

Για τη διατομή αυτή υπάρχουν πλήρη στοιχεία μέτρησης παραμορφώσεων σε


τρία σημεία, στην κλείδα αυτής (σημείο 2) και στις παρειές της Α’ φάσης εκσκαφής
εκατέρωθεν της κλείδας (σημεία 1 και 3 αριστερά και δεξιά της κλείδας αντίστοιχα)
(Κεφ. 11). Σύμφωνα με τις μετρήσεις αυτές η κατακόρυφη παραμόρφωση στο θόλο
(σημείο 2) είναι της τάξης των 2 cm και η οριζόντια παραμόρφωση αυτού 0,8 cm
προς τα ανάντη. Τα σημεία 1 και 3 παρουσιάζουν κατακόρυφη παραμόρφωση 2cm
και 1.6 cm αντίστοιχα και οριζόντια 0,1 cm και 1.0cm αντίστοιχα προς τα ανάντη.
Από τις μετρήσεις αυτές διαφαίνεται μία κίνηση ολόκληρης της διατομής προς τα
ανάντη, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στη διάνοιξη του αριστερού κλάδου,
όπως διεξοδικότερα αναφέρεται στο Κεφ.11.

Υπενθυμίζεται, ότι οι μετρηθείσες παραμορφώσεις δεν αποτελούν τις συνολικές


παραμορφώσεις της διατομής από την αρχή της εκσκαφής. Για το σκοπό αυτό και για
να είναι δυνατή η σύγκριση των πραγματικών καταγεγραμμένων παραμορφώσεων με
τις παραμορφώσεις που προκύπτουν από το Plaxis V8, χρησιμοποιείται κατά την
προσομοίωση η εντολή του προγράμματος “reset displacements to zero” (μηδενισμός
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 332

των παραμορφώσεων), η οποία μηδενίζει τις παραμορφώσεις που υπολογίζονται πριν


την τοποθέτηση των μέτρων άμεσης υποστήριξης στην Α’ φάση της διατομής.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα


για την υποστήριξη της διατομής έγινε χρήση ράβδων προενίσχυσης, καθώς και
μεταλλικών πλαισίων. Τα στοιχεία αυτά – τα οποία δεν μπορούν να συμπεριληφθούν
στην προσομοίωση – αυξάνουν γενικά τη συνολική ακαμψία της διατομής και
περιορίζουν έως κάποιο βαθμό τις παραμορφώσεις και κυρίως τις κατακόρυφες του
θόλου. Συνεπώς, θα πρέπει να αναμένονται μεγαλύτερες τιμές παραμορφώσεων από
τις επιλύσεις, σε σχέση με τις μετρηθείσες επιτόπου.

Η εκσκαφή της σήραγγας πραγματοποιήθηκε σε τρείς φάσεις, την Α’ φάση


εκσκαφής θόλου, τη Β’ φάση εκσκαφής βαθμίδας και την εκσκαφή του
ανεστραμμένου τόξου. Στις αναλύσεις που έγιναν θεωρήθηκε εκσκαφή της διατομής
σε δύο φάσεις (Α’ και Β’ φάση), καθώς παρατηρήθηκε ότι αυτό δεν διαφοροποιούσε
ουσιαστικά τα τελικά αποτελέσματα. Για την προσομοίωση των φάσεων αυτών στο
Plaxis V8 χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα στάδια προσομοίωσης. Το πρώτο στάδιο
(στάδιο Ι) περιλαμβάνει την εκσκαφή της Α΄φάσης, χωρίς υποστήριξη της διατομής
και με θεώρηση ανακατανομής του 25% των τάσεων. Στο στάδιο προσομοίωσης ΙΙ
ενεργοποιούνται τα μέτρα υποστήριξης της Α’ φάσης (εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και
αγκύρια). Το στάδιο ΙΙΙ περιλαμβάνει και την εκσκαφή της Β’ φάσης της διατομής,
χωρίς ενεργοποίηση των μέτρων υποστήριξης και με θεώρηση ανακατανομής του
25% των τάσεων. Τέλος, το στάδιο IV αναφέρεται στην πλήρη διατομή, με
ενεργοποιημένα όλα τα μέτρα υποστήριξης.

Με γνωστές τις πραγματικές παραμορφώσεις της διατομής κατά την εκσκαφή και
υποστήριξη, στόχος των ανάδρομων αναλύσεων με το πρόγραμμα Plaxis V8 είναι να
προσδιοριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι γεωτεχνικές παράμετροι των ιζημάτων
της Ανώτερης ενότητας. Από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών,
σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στο Κεφ.9, προκύπτουν τα εξής:

Το υγρό φαινόμενο βάρος έχει τιμή κατά μέσο όρο γsat=20,4 ΚΝ/m3, το δε ξηρό
γd=17,3 ΚΝ/m3. Οι τιμές αυτές θεωρήθηκαν σταθερές για την προσομοίωση. Από τις
δοκιμές τριαξονικής φόρτισης CUPP που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, αλλά και από τα δείγματα των γεωτρήσεων προσδιορίσθηκαν οι
τιμές συνοχής, οι οποίες κυμαίνονται από 40 έως 70 KPa και γωνίας διατμητικής
τριβής από 24 έως 36˚. Επιπρόσθετα, από τις δοκιμές αυτές προσδιορίσθηκαν οι
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 333

μέσες τιμές του μέτρου ελαστικότητας Ε50 για πλευρική τάση σ3=100, 200 και 300
KPa,και του μέτρου συμπιεστότητας Eoed για κατακόρυφη τάση σ1=100, 200 και 300
KPa οι οποίες παρουσιάζονται στον Πίνακα 12.1.

Πίνακας 12.1. Μέσες τιμές των Ε50 και Eoed που προκύπτουν από τις εργαστηριακές
δοκιμές για την Ανώτερη ενότητα.

σ3=100 Kpa σ3=200 Kpa σ3=300 Kpa

Ε50 12 MPa 17 MPa 22 MPa

Εoed 6 MPa 10 MPa 15 MPa

Το μέτρο αποφόρτισης – επαναφόρτισης υπολογίζεται κάθε φορά από το ίδιο το


πρόγραμμα, σύμφωνα με τη σχέση E urref = 3ּ E 50
ref ref
για κάθε τιμή του E 50 . Για τους
σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας θεωρήθηκε ότι έχουν τη δυνατότητα
ανακατανομής του 25% περίπου των τάσεων που αναπτύσσονται κατά την εκσκαφή,
ποσοστό αρκετά ρεαλιστικό για τα υλικά αυτά. Θεωρήθηκε επίσης λόγος
προστερεοποίησης OCR = 1,5.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι για το σχεδιασμό της σήραγγας ΣΒ κατά τη μελέτη


του έργου έγινε προσομοίωση της συμπεριφοράς των σχηματισμών μέσω του
προγράμματος Phase 2 με χρήση του κριτηρίου αστοχίας Mohr – Coulomb. Οι
γεωτεχνικές παράμετροι που θεωρήθηκαν για την περιοχή αυτή ήταν γ=21 ΚΝ/μ3,
c=50-60 KPa, φ=25˚, Ε=60MPa, ν=0,3 και ko=0.6.

Τέλος, όσον αφορά στην υδροπερατότητα των ιζημάτων της Ανώτερης ενότητας
δεν υπήρχαν στοιχεία από τις εργαστηριακές δοκιμές ως προς την τιμή αυτής. Έτσι,
από την γενική εικόνα και συμπεριφορά του σχηματισμού, όπως παρουσιάστηκε στα
Κεφ.8 και 9, εκτιμήθηκε τιμή υδροπερατότητας κατά την οριζόντια και κατακόρυφη
διεύθυνση kx = kz = 10-5 m/sec = 0,8643 m/day.

12.3.4. Επιλογή διατομής για την Κατώτερη ενότητα

Για την προσομοίωση των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων της Κατώτερης


ενότητας επιλέχθηκε η διατομή περί τη Χ.Θ. 2+989,7 του δεξιού κλάδου της
σήραγγας ΣΑ. Στη θέση αυτή η ερυθρά βρίσκεται σε βάθος 35m από την επιφάνεια,
ενώ το πάχος των υπερκειμένων είναι περίπου 27m. Η φυσική γραμμή του εδάφους
λαμβάνεται για το μοντέλο οριζόντια.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 334

Σύμφωνα με τα ημερήσια δελτία χαρτογράφησης μετώπου στη θέση αυτή


συναντήθηκε κυρίως τεφροκύανη άργιλος, υψηλής πλαστικότητας, στιφρή έως πολύ
στιφρή, με φυτικά υπολείμματα, διάσπαρτα κελύφη οστράκων και αραιές ταινιώσεις,
χρώματος γκρι ανοικτού, γκρι σκούρου και καστανού, πάχους από 0,2 έως 0,5cm. Η
φάση αυτή (πάχους σε κάθε θέση από 1 έως 1,5m) ήταν σε εναλλαγή με ορίζοντες
τεφροκύανης στιφρής αργίλου, μέσης πλαστικότητας, με ενδιαστρώσεις τεφροκύανης
ιλυώδους άμμου και πάχους από 10 έως 30cm περίπου. Στους ορίζοντες αυτούς
διακρίνονταν διάσπαρτα κελύφη και σκελετικά υπολείμματα οστράκων λιμναίας –
λιμνοθαλάσσιας προέλευσης, παρατηρήθηκαν δε και ταινιώσεις χρώματος γκρι, γκρι
ανοικτού και καστανού, πάχους από 1 έως 3cm. Η στρώση και των δυο ανωτέρω
φάσεων ήταν δύσκολο να μετρηθεί και ουσιαστικά την αίσθηση της διεύθυνσης των
στρωμάτων τους, έδινε η ζώνωση της αργίλου.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τη διατομή διατέμνει ρήγμα, κλίσης αντίθετης προς


την κατεύθυνση της σήραγγας, με στοιχεία F: 140/62˚.

Από την παραπάνω περιγραφή της γεωλογίας του μετώπου είναι σαφές ότι στη
θέση αυτή η σήραγγα συνάντησε τη φάση της Κατώτερης ενότητας. Για την
προσομοίωση με το Plaxis V8 θεωρείται ότι οι σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας
καλύπτουν όλη τη διατομή μέχρι και την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.

Για τη διατομή αυτή, όπως και προηγούμενα, υπάρχουν πλήρη στοιχεία μέτρησης
παραμορφώσεων σε τρία σημεία, στην κλείδα αυτής (σημείο 2) και στις παρειές της
Α’ φάσης εκσκαφής εκατέρωθεν της κλείδας (σημεία 1 και 3 αριστερά και δεξιά της
κλείδας αντίστοιχα) (Κεφ. 11). Σύμφωνα με τις μετρήσεις αυτές η κατακόρυφη
παραμόρφωση στο θόλο (σημείο 2) είναι της τάξης των 1,6cm και η οριζόντια
παραμόρφωση αυτού 0,9cm προς τα κατάντη. Τα σημεία 1 και 3 παρουσιάζουν
κατακόρυφη παραμόρφωση 2,3cm και 1.4cm αντίστοιχα και οριζόντια 0,4cm και
1.2cm αντίστοιχα προς το εσωτερικό της διατομή. Από την εξέταση της
συμπεριφοράς του σημείου 1 στην περιοχή της επιλεχθείσας διατομής (Κεφ. 11)
παρατηρείται ότι οι κατακόρυφες παραμορφώσεις αυτού είναι της τάξης του 1,3cm.
Η τιμή των 2,3cm που καταγράφηκε στη διατομή αυτή είναι μεμονωμένη και δεν
καταγράφεται σε καμία άλλη διατομή της ευρύτερης περιοχής. Συνεπώς, μπορεί για
τις αναλύσεις να θεωρηθεί ότι το σημείο 1 είχε κατακόρυφη παραμόρφωση περίπου
1,3cm, παρόμοια με το σημείο 3.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 335

Υπενθυμίζεται, ότι οι μετρηθείσες παραμορφώσεις δεν αποτελούν τις συνολικές


παραμορφώσεις της διατομής από την αρχή της εκσκαφής. Για το σκοπό αυτό και για
να είναι δυνατή η σύγκριση των πραγματικών καταγεγραμμένων παραμορφώσεων με
τις παραμορφώσεις που προκύπτουν από το Plaxis V8, χρησιμοποιείται κατά την
προσομοίωση η εντολή του προγράμματος “reset displacements to zero” (μηδενισμός
των παραμορφώσεων), η οποία μηδενίζει τις παραμορφώσεις που υπολογίζονται πριν
την τοποθέτηση των μέτρων άμεσης υποστήριξης στην Α’ φάση της διατομής.

Για την προσομοίωση της εκσκαφής της σήραγγας στο Plaxis V8 ακολουθήθηκαν
τέσσερα στάδια, με την ίδια διαδικασία που περιγράφηκε ανωτέρω για τη διατομή της
Ανώτερης ενότητας. Έτσι, το πρώτο στάδιο (στάδιο Ι) περιλαμβάνει την εκσκαφή της
Α΄φάσης, χωρίς υποστήριξη της διατομής και με θεώρηση ανακατανομής του 25%
των τάσεων. Στο στάδιο προσομοίωσης ΙΙ ενεργοποιούνται τα μέτρα υποστήριξης της
Α’ φάσης (εκτοξευόμενο σκυρόδεμα και αγκύρια). Το στάδιο ΙΙΙ περιλαμβάνει και
την εκσκαφή της Β’ φάσης της διατομής, χωρίς ενεργοποίηση των μέτρων
υποστήριξης και με θεώρηση ανακατανομής του 25% των τάσεων. Τέλος, το στάδιο
IV αναφέρεται στην πλήρη διατομή, με ενεργοποιημένα όλα τα μέτρα υποστήριξης.

Από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών, σύμφωνα και με τα όσα


αναφέρθηκαν στο Κεφ.9, προκύπτουν τα εξής.

Το υγρό φαινόμενο βάρος έχει τιμή κατά μέσο όρο γsat=20,4 ΚΝ/m3, το δε ξηρό
γd=18,5 ΚΝ/m3. Οι τιμές αυτές θεωρήθηκαν σταθερές για την προσομοίωση. Από τις
δοκιμές τριαξονικής φόρτισης CUPP που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, αλλά και από τα δείγματα των γεωτρήσεων προσδιορίσθηκαν οι
τιμές συνοχής, οι οποίες κυμαίνονται από 55 έως 63 KPa και γωνίας εσωτερικής
τριβής από 27 έως 31˚. Επιπρόσθετα, από τις δοκιμές αυτές προσδιορίσθηκαν οι
μέσες τιμές του μέτρου ελαστικότητας Ε50 για πλευρική τάση σ3=100, 200 και 300
KPa,και του μέτρου συμπιεστότητας Eoed για κατακόρυφη τάση σ1=100, 200 και 300
KPa οι οποίες παρουσιάζονται στον Πίνακα 12.2.

Πίνακας 12.2. Μέσες τιμές των Ε50 και Eoed που προκύπτουν από τις εργαστηριακές
δοκιμές για την Κατώτερη ενότητα.

σ3=100 Kpa σ3=200 Kpa σ3=100 Kpa

Ε50 14 MPa 20 MPa 27 MPa

Εoed 9 MPa 12 MPa 15 MPa


ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 336

Το μέτρο αποφόρτισης – επαναφόρτισης υπολογίζεται κάθε φορά από το ίδιο το


πρόγραμμα , σύμφωνα με τη σχέση E urref = 3ּ E 50
ref ref
για κάθε τιμή του E 50 . Για τους
σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας θεωρήθηκε ότι έχουν τη δυνατότητα
ανακατανομής του 30% περίπου των τάσεων που αναπτύσσονται κατά την εκσκαφή,
ποσοστό που μπορεί να θεωρηθεί αρκετά ρεαλιστικό για τα υλικά αυτά. Έτσι, τα
μέτρα υποστήριξης αναλαμβάνουν το 70% των φορτίων που αναπτύσσονται κατά την
εκσκαφή. Θεωρήθηκε επίσης λόγος προστερεοποίησης OCR = 2,0.

Τέλος, έγινε η παραδοχή ότι ο υδροφόρος ορίζοντας βρίσκεται χαμηλότερα από


το επίπεδο της σήραγγας και δεν επηρεάζει συνεπώς τις αναλύσεις. Όσον αφορά στην
υδροπερατότητα των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας δεν υπήρχαν στοιχεία από
τις εργαστηριακές δοκιμές ως προς την τιμή αυτής. Έτσι, από την γενική εικόνα και
συμπεριφορά του σχηματισμού, ο οποίος είναι πρακτικά αδιαπέρατος, εκτιμήθηκε
τιμή υδροπερατότητας κατά την οριζόντια και κατακόρυφη διεύθυνση kx = kz = 10-8
m/sec = 8,64ּ10-4 m/day (για την πληρότητα του μοντέλου).

12.4. Αποτελέσματα αναλύσεων

Για τη διερεύνηση της συμπεριφοράς των ιζημάτων των δύο ενοτήτων κατά τη
διάνοιξη σηράγγων εκτελέστηκε σειρά ανάδρομων αναλύσεων για κάθε ενότητα.
Στόχος των αναλύσεων αυτών ήταν, με τη μεταβολή κάθε φορά αντίστοιχων
παραμέτρων, να προκύψουν παραμορφώσεις ίδιας τάξης μεγέθους με αυτές που
μετρήθηκαν κατά τη διάνοιξη σε κάθε περίπτωση. Για το σκοπό αυτό λήφθηκαν
υπόψη κυρίως οι κατακόρυφες παραμορφώσεις του θόλου, εξετάσθηκαν όμως
βοηθητικά και οι οριζόντιες και κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1 και 3
(στις παρειές της Α’ φάσης).
Από τις διαδοχικές ανάδρομες αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν
παρατηρήθηκαν αρχικά τα εξής γενικά συμπεράσματα που αφορούν και στις δύο
ενότητες:

1) Οι μεταβολές της συνοχής c και της γωνίας τριβής φ δεν επηρεάζουν σημαντικά
την παραμόρφωση της διατομής και τα τελικά αποτελέσματα.

2) Αντίθετα, το σημαντικότερο ρόλο παίζει η μεταβολή του μέτρου ελαστικότητας


Ε50, κυρίως λόγω της αντίστοιχης μεταβολής του μέτρου αποφόρτισης –
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 337

επαναφόρτισης Εur, όπως άλλωστε θα ήταν και αναμενόμενο για την περίπτωση
εκσκαφής σήραγγας.

3) Επιρροή στα τελικά αποτελέσματα φαίνεται να έχει και ο συντελεστής ουδετέρων


ωθήσεων Κο, κυρίως στην εκδήλωση των κατακόρυφων παραμορφώσεων. Έτσι,
η μείωση του Κο (με σταθερές τις λοιπές παραμέτρους) οδηγεί σε αύξηση των
κατακόρυφων παραμορφώσεων και μείωση των οριζόντιων και το αντίστροφο.

4) Η θεώρηση δυνατότητας ανάληψης του 20% των φορτίων αντί για 30%, λόγω
ανακατανομής των τάσεων, δεν μετέβαλε ουσιαστικά τις κατακόρυφες
παραμορφώσεις, αύξησε όμως ελαφρώς τις οριζόντιες.

Έτσι, για την προσομοίωση της συμπεριφοράς των ιζημάτων των δύο ενοτήτων
πραγματοποιήθηκαν ανάδρομες αναλύσεις, με μεταβολή κυρίως του μέτρου
ελαστικότητας Ε50 (και αντίστοιχη μεταβολή του Εur), αλλά και του συντελεστή
ουδετέρων ωθήσεων Κο. Αναλυτικότερα, τα αποτελέσματα των αναλύσεων για κάθε
ενότητα παρουσιάζονται κατωτέρω.

12.4.1. Αποτελέσματα αναλύσεων Ανώτερης ενότητας.

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, οι κατακόρυφες παραμορφώσεις που


μετρήθηκαν στο θόλο της σήραγγας ΣΒ στη συγκεκριμένη διατομή μελέτης ήταν
2,0cm. Στην περίπτωση της σήραγγας ΣΒ τοποθετήθηκαν κατά την κατασκευή (όπως
αναφέρθηκε και ανωτέρω) σιδηρές ράβδοι προενίσχυσης Φ25 στον θόλο, μήκους 5-
6m, πλήρως ενεματούμενες, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη στην
προσομοίωση του μοντέλου. Έτσι, στις ανάδρομες αναλύσεις που
πραγματοποιήθηκαν θεωρήθηκε ως αποδεκτό αποτέλεσμα η κατακόρυφη
παραμόρφωση της τάξης των 3,5 με 4cm, λαμβάνοντας υπόψιν κατ’ εκτίμηση τόσο
την προενίσχυση του θόλου, όσο και τις αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πορεία
της κατασκευής σε σχέση με την παραμόρφωση της διατομής, καθώς και τις
ιδιαιτερότητες του προγράμματος προσομοίωσης.

Από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν προέκυψε ότι κατακόρυφη


παραμόρφωση του θόλου της τάξης των 4cm επιτυγχάνεται για τις εξής γεωτεχνικές
παραμέτρους: Ε=25MPa, Εur=75MPa, Εoed = 12,5MPa, c=50KPa, φ=32˚, ko=0,60,
ν=0,2, γsat= 20,4 KN/m3, γdry= 17,3 KN/m3 και OCR=1,5. Οι γεωτεχνικές αυτές
παράμετροι βρίσκονται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 338

δοκιμών και μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές, ως τάξη μεγέθους, των


σχηματισμών της Ανώτερης ενότητας.

Στα Σχήματα 12.7 έως 12.18 που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα


της ανάλυσης με το Plaxis V8 για τις ανωτέρω γεωτεχνικές παραμέτρους, όσον
αφορά στις ολικές, κατακόρυφες και οριζόντιες παραμορφώσεις, για κάθε ένα από τα
τέσσερα στάδια προσομοίωσης. Στο Σχήμα 12.19 φαίνονται τα σημεία
πλαστικοποίησης της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης IV (τελικό στάδιο).

Σχημα 12.7. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.


ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 339

Σχημα 12.8. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.

Σχήμα 12.9. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.


ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 340

Σχήμα 12.10. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.

Σχήμα 12.11. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 341

Σχήμα 12.12. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.

Σχήμα 12.13. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 342

Σχήμα 12.14. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.

Σχήμα 12.15. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 343

Σχήμα 12.16. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.

Σχήμα 12.17. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 344

Σχήμα 12.18. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.

Σχήμα 12.19. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.

Στο Σχήμα 12.20 παρουσιάζεται η διακύμανση της κατακόρυφης παραμόρφωσης


στο θόλο της διατομής, με τη μεταβολή του Ε50, από 12 έως 25 Mpa. Για όλες τις
επιμέρους αναλύσεις λήφθηκαν kο=0,60, φ=32˚, c=50KPa, Εoed=10,5MPa και
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 345

OCR=1,5. Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ότι η μεταβολή των κατακόρυφων


παραμορφώσεων του θόλου αρχίζει να φθίνει ουσιαστικά για τιμές Ε50>20Mpa,
τείνοντας ασυμπτωτικά προς μια τιμή της τάξης των 3.0 με 3.5cm, περιγράφεται δε
πολύ ικανοποιητικά (με συσχέτιση r2 = 0,9994) από την εξίσωση :

δh = 0,015 ּΕ502 – 0,8754 ּΕ50 + 16,185.

Στο διάγραμμα του Σχήματος 12.21 παρουσιάζεται η διακύμανση της


κατακόρυφης παραμόρφωσης στο θόλο της διατομής, με τη μεταβολή του kο, από
0,55 έως 0,75.

Για τις ανάδρομες αυτές αναλύσεις θεωρήθηκαν Ε50=25MPa, c= 50KPa, φ=32˚


και OCR = 1,5. Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ότι η αύξηση του Κο οδηγεί σε
συνεχή μείωση των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου.

Η μεταβολή αυτή περιγράφεται πολύ ικανοποιητικά (με συσχέτιση r2 = 0.9993)


από την εκθετική σχέση :
δh = 1,6927ּ Κο-1,6041.

10,00
κατακ. Παραμόρφωση θόλου (cm

8,00

6,00

4,00

y = 0,0152x2 - 0,8754x + 16,185


2,00
R2 = 0,9994

0,00
5,00 10,00 15,00 20,00 25,00 30,00

Μέτρο ελαστικότητας Ε50 (MPa)

Σχήμα 12.20. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Ε50.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 346

Κατακόρυφες παραμορφ. θόλου (cm


5,5
5
4,5
4
3,5
3
y = 1,6927x-1,6041
2,5
R2 = 0,9993
2
1,5
1
0,4 0,45 0,5 0,55 0,6 0,65 0,7 0,75 0,8 0,85 0,9
Συντελεστής Κο

Σχήμα 12.21. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Κο.

12.4.2. Αποτελέσματα αναλύσεων Κατώτερης ενότητας.

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, οι κατακόρυφες παραμορφώσεις που


μετρήθηκαν στο θόλο της σήραγγας ΣΑ στη συγκεκριμένη διατομή μελέτης ήταν
1.6cm. Στις ανάδρομες αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν θεωρήθηκε ως αποδεκτό
αποτέλεσμα η κατακόρυφη παραμόρφωση των 2cm, λαμβάνοντας υπόψιν τις
αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πορεία της κατασκευής σε σχέση με την
παραμόρφωση της διατομής, καθώς και τις ιδιαιτερότητες του προγράμματος
προσομοίωσης.

Από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν προέκυψε ότι κατακόρυφη


παραμόρφωση του θόλου της τάξης των 2.1cm επιτυγχάνεται για τις εξής γεωτεχνικές
παραμέτρους: Ε=35MPa, Εur=105MPa, Εoed = 15,3MPa, c=60KPa, φ=29˚, ko=0,75,
ν=0,2, γsat= 20,4 KN/m3, γdry= 18,5 KN/m3 και OCR=2,0. Οι γεωτεχνικές αυτές
παράμετροι βρίσκονται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
δοκιμών και μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί, ως τάξη μεγέθους, των
σχηματισμών της Ανώτερης ενότητας.

Στα Σχήματα 12.22 έως 12.33 που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα


της ανάλυσης με το Plaxis V8 για τις ανωτέρω γεωτεχνικές παραμέτρους, όσον
αφορά στις ολικές, κατακόρυφες και οριζόντιες παραμορφώσεις, για κάθε ένα από τα
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 347

τέσσερα στάδια προσομοίωσης. Στο Σχήμα 12.34 φαίνονται τα σημεία


πλαστικοποίησης της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης IV (τελικό στάδιο).

Σχήμα 12.22. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.

Σχήμα 12.23. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.


ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 348

Σχήμα 12.24. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης Ι.

Σχήμα 12.25. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 349

Σχήμα 12.26. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.

Σχήμα 12.27. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 350

Σχήμα 12.28. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.

Σχήμα 12.29. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 351

Σχήμα 12.30. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙΙΙ.

Σχήμα 12.31. Ολικές παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 352

Σχήμα 12.32. Κατακόρυφες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.

Σχήμα 12.33. Οριζόντιες παραμορφώσεις της διατομής για το στάδιο προσομοίωσης ΙV.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 353

Σχήμα 12.34. Σημεία πλαστικοποίησης της διατομής στο στάδιο προσομοίωσης IV.

Στο διάγραμμα του Σχήματος 12.35 παρουσιάζεται η διακύμανση της


κατακόρυφης παραμόρφωσης στο θόλο της διατομής, με τη μεταβολή του Ε50, από 15
έως 45 Mpa. Επισημαίνεται ότι για τις ανάδρομες αυτές αναλύσεις θεωρήθηκαν
Κο=0,75, φ=29˚, c=60KPa και OCR=2.

8,00
Κατακόρυφη παραμόρφωση θόλου (cm

6,00
y = 77,04x-1,0274
R2 = 0,9982
4,00

2,00

0,00
5 10 15 20 25 30 35 40 45 50
Μέτρο ελαστικότητας Ε50 (KPa)

Σχήμα 12.35. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του Ε50.
ΚΕΦ.12. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Σελίδα 354

Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ότι η μεταβολή των κατακόρυφων


παραμορφώσεων του θόλου αρχίζει να φθίνει ουσιαστικά για τιμές Ε50>30Mpa,
τείνοντας ασυμπτωτικά προς μια τιμή της τάξης του 1.5cm, περιγράφεται δε πολύ
ικανοποιητικά (με συσχέτιση r2 = 0,9982) από την εξίσωση :

δh = 77,04 ּΕ50-1,0274.

Στο διάγραμμα του Σχήματος 12.36 παρουσιάζεται η διακύμανση της


κατακόρυφης παραμόρφωσης στο θόλο της διατομής, με τη μεταβολή του kο, από 0,6
έως 1,0. Επισημαίνεται ότι για τις ανάδρομες αυτές αναλύσεις θεωρήθηκαν
Ε50=35MPa, c= 60KPa, φ=29˚ και OCR = 2. Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ότι η
αύξηση του Κο οδηγεί σε συνεχή μείωση των κατακόρυφων παραμορφώσεων του
θόλου. Η μεταβολή αυτή περιγράφεται πολύ ικανοποιητικά (με συσχέτιση r2 =
0.9994) από την εκθετική σχέση :
δh = 12,763ּ e-2.4533Ko.

3,50
Κατακ. Παραμορφώσεις θόλου (cm

3,00

2,50
y = 12,763e-2,4533x
R2 = 0,9994
2,00

1,50

1,00

0,50

0,00
0,50 0,60 0,70 0,80 0,90 1,00 1,10

Συνελεστής Κο

Σχήμα 12.36. Παρουσίαση της μεταβολής των κατακόρυφων παραμορφώσεων του θόλου της
διατομής με την μεταβολή του kο.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 355

13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στη διατριβή αυτή γίνεται λεπτομερής ανάλυση της μηχανικής συμπεριφοράς των
γεωλογικών σχηματισμών που εντάσσονται στη μεταβατική ζώνη μεταξύ εδαφών και
βράχων και χαρακτηρίζονται διεθνώς ως “Σκληρά εδάφη – Μαλακοί βράχοι”. Η
έρευνα εστιάσθηκε στα “νεογενή” με την ευρύτερη έννοια και ειδικότερα στα
Πλειοπλειστοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήματα του Νομού Αχαΐας και μάλιστα
στην ευρύτερη περιοχή του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (ΕΠΠ).

Ιδιαίτερα διερευνήθηκαν κατ’ αρχήν, μετά από μια γενική επισκόπηση σχετικά με
τα σκληρά εδάφη και μαλακούς βράχους στο διεθνή και Ελληνικό χώρο, ο
σχεδιασμός του έργου της ΕΠΠ με έμφαση στα υπόγεια έργα – σήραγγες, η
γεωλογική σύσταση, το σεισμοτεκτονικό πλαίσιο, τα υδρομετεωρολογικά δεδομένα,
η τεχνικογεωλογική θεώρηση και το υδρογεωλογικό καθεστώς της ευρύτερης
περιοχής έρευνας. Στη συνέχεια, συντάχθηκαν οι χάρτες τοπογραφικού αναγλύφου,
κλίσεων και ο τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός χάρτης της περιοχής σε κλίμακα
1:5.000. Με βάση τα στοιχεία της επιφανειακής αποτύπωσης και της αξιολόγησης
170 περίπου γεωτρήσεων επιτεύχθηκε η διερεύνηση σε βάθος της λιθολογικής
σύστασης και στρωματογραφικής διάρθρωσης των σχηματισμών, με αποτέλεσμα τη
διάκριση της λεπτομερούς φάσης αυτών, που κυρίως φιλοξενεί τα έργα, σε δύο
διακριτές ενότητες, την Ανώτερη και την Κατώτερη, που αποτυπώνονται στις
γεωτεχνικές τομές.

Η περαιτέρω τεκμηρίωση της διαφοροποίησης και συγχρόνως ταυτοποίησης των


δύο ενοτήτων επιτεύχθηκε με τη λεπτομερή μικροσκοπική μελέτη – ορυκτολογική
ανάλυση των ιζημάτων και την εκτεταμένη εργαστηριακή και επιτόπου έρευνα, ενώ
η συμπεριφορά τους ελέγχθηκε μέσα από τις παραμορφώσεις (συγκλίσεις) που
σημειώθηκαν με τη διάνοιξη των υπόγειων τεχνικών έργων.

Σκληρά εδάφη και Μαλακοί βράχοι – Γενική επισκόπηση

Ο όρος αυτός ουσιαστικά περιγράφει τη θέση της μεταβατικής ή γκρίζας όπως


αναφέρεται συχνά ζώνης στην κλίμακα αντοχής των γεωλογικών σχηματισμών. Με
βάση τους ποσοτικούς προσδιορισμούς της ISRM (1981) για πετρώματα, η
μεταβατική αυτή ζώνη βρίσκεται στο όριο, όσον αφορά στην αντοχή σε ανεμπόδιστη
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 356

θλίψη, για τα σκληρά εδάφη με τιμές μεγαλύτερες από 0,5MPa και για τους
μαλακούς βράχους μεταξύ 2 και 20 MPa. Στη διατριβή δίνεται με λεπτομέρεια η
διεθνής εμπειρία σχετικά με την ορολογία, γεωλογική προέλευση, ταξινόμηση των
σχηματισμών αυτών και τη συμπεριφορά τους στα τεχνικά έργα. Όσον αφορά στον
Ελληνικό χώρο, στην κατηγορία των “σκληρών εδαφών – μαλακών βράχων”
εντάσσονται τα ιζήματα των νεογενών λεκανών και αποδίδονται με το γενικό όρο
“μαργαϊκοί σχηματισμοί”. Στο κεφάλαιο αυτό, καθώς και στα επιμέρους ειδικά
κεφάλαια της διατριβής αναλύονται όλες οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στα
ιζήματα αυτά του Ελληνικού χώρου.

Σχεδιασμός του έργου της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.

Το μήκος της αρτηρίας είναι 18,5 km, μαζί δε με τους κόμβους και τις οδούς
εξυπηρέτησης το μήκος αυτής φθάνει τα 63,1 km, ενώ μαζί και με τις συνδετήριες
οδούς θα φθάσει τελικώς τα 81,4 km. Ειδικότερα, σε μήκος αρτηρίας μόνο 8 km
περίπου, γνωστό ως τμήμα Κ1-Κ4, περιλαμβάνονται οκτώ (8) διπλές σήραγγες
συνολικού μήκους 4.700μ απλού κλάδου, πέντε (5) διπλές κοιλαδογέφυρες,
συνολικού μήκους 2.700μ απλού κλάδου, ενώ παράλληλα η αρτηρία διέρχεται και
από τον παλαιό σκουπιδότοπο της πόλης των Πατρών σε μήκος 400μ.

Η κατασκευή υπόγειων τεχνικών έργων στους σχηματισμούς αυτούς αποτελεί


πρωτόγνωρη εμπειρία για τα Ελληνικά δεδομένα. Ειδικότερα, εφαρμόσθηκε μέθοδος
εύκαμπτης αντιστήριξης για πρώτη φορά παγκοσμίως σε τέτοιους σχηματισμούς
καθώς και μέθοδος ολομέτωπης διάνοιξης για πρώτη φορά στη Χώρα μας σε οδικές
σήραγγες.

Λόγω της ιδιαιτερότητας των έργων θεωρήθηκε σκόπιμο να δοθούν τα επιμέρους


χαρακτηριστικά αυτών σχετικά με τη γεωμετρία, τον τρόπο διάνοιξης, το μέσο –
γεωλογικό περιβάλλον που φιλοξενήθηκαν (από τεχνικογεωλογικής – γεωτεχνικής
πλευράς), τα προβλήματα που προέκυψαν και τα μέτρα υποστήριξης που λήφθηκαν.

Αναλυτικότερα, τα έργα αυτά είναι : α) Μποζαΐτικα (C+C και δίδυμες σήραγγες),


β) Σήραγγες ΣΑ και ΣΒ, γ) Αρχαιολογικός χώρος (σήραγγα Σ1 – C+C – σήραγγα ΣΓ)
και δ) Γηροκομείο (σήραγγα Σ2).

Όσον αφορά στον τρόπο διάνοιξης των έργων στο (α) επιλέχθηκε η Νορβηγική
μέθοδος (ΝΜΤ), που βασίζεται στο σύστημα ταξινόμησης της βραχομάζας Q, η δε
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 357

εκσκαφή έγινε σε τρεις φάσεις, στο (β) επιλέχθηκε η Νέα Αυστριακή Μέθοδος
(ΝΑΤΜ) σε τρεις επιμέρους φάσεις, στο (γ) για τη σήραγγα Σ1, όπως και για την
επόμενη σήραγγα Σ2 ενώ η σήραγγα ΣΓ διανοίχθηκε όπως οι σήραγγες ΣΑ και ΣΒ
και στο (δ) η ολομέτωπη εκσκαφή με μηχανικά μέσα.

Γεωλογική σύσταση και σεισμοτεκτονικό πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής


έρευνας – Υδρογεωλογικό καθεστώς.

Η περιοχή αναφέρεται στο ΒΔ/κό τμήμα του Νομού Αχαΐας, η γεωμορφολογική


της δε εικόνα είναι αποτέλεσμα της λιθολογικής σύστασης, της τεκτονικής και της
συνδυασμένης δράσης των διαβρωτικών – αποσαθρωτικών διεργασιών. Το
υδρογραφικό δίκτυο στα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήματα έχει βασικά αναπτυχθεί κατά
μήκος των ρηγμάτων, γι'αυτό επικρατεί η γωνιώδης μορφή.

Στη γεωλογική δομή συμμετέχουν σχηματισμοί κυρίως της γεωτεκτονικής ζώνης


Ωλονού – Πίνδου από ασβεστολίθους και φλύσχη, ενώ τα μεταλπικά ιζήματα είναι
ανωπλειοκαινικής – κατωπλειστοκαινικής ηλικίας θαλάσσιες, λιμνοθαλάσσιες
αποθέσεις. Η μέση κλίση των ιζημάτων είναι μικρή, 10˚-30˚ προς νότον. Όσον αφορά
στα τεκτονικά στοιχεία επικρατούν δύο κύριες διευθύνσεις ρηγμάτων ΑΒΑ/κά και
ΔΒΔ/κά, ενώ στην περιοχή σχηματίζονται και ρήγματα με διεύθυνση Α-Δ.
Σεισμολογικά η περιοχή αποτελεί ζώνη με έντονη σεισμικότητα. Τα μεγάλα ρήγματα
του Κορινθιακού, αλλά και τα μικρότερα του Πατραϊκού θεωρούνται επικίνδυνα με
βάση τη μέγιστη επιτάχυνση που αναμένεται να προκαλέσουν όταν συμβεί ο
μέγιστος σεισμός σε κάθε ρήγμα. Σύμφωνα με μελέτες η επιτάχυνση με πιθανότητα
μη υπέρβασης 90% τα επόμενα 50 χρόνια κυμαίνεται από 0,2 έως 0,33g, που
συγκρίνεται ικανοποιητικά με την τιμή 0,24g του Αντισεισμικού Κανονισμού, ενώ η
ζώνη σεισμικής επικινδυνότητας είναι II.

Από την ανάλυση των υδρομετεωρολογικών δεδομένων για την περιοχή


προκύπτει ότι η πορεία των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στη διάρκεια του
έτους (μέση ετήσια τιμή 713,95mm) είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή της
θερμοκρασίας, γεγονός που ευνοεί τη δράση των αποσαθρωτικών – διαβρωτικών
διεργασιών, τη χαλάρωση της δομής των αργιλομιγών ιζημάτων και κατ’ επέκταση
την εκδήλωση κατολισθήσεων στα πρανή.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 358

Όσον αφορά στην υδροπερατότητα, οι σχηματισμοί διακρίθηκαν σε πορώδεις,


πορώδεις και ρωγματωμένου μέσου, καρστικοί και πρακτικά αδιαπέρατοι. Οι
λεπτομερείς ορίζοντες που φιλοξενούν κυρίως το έργο έχουν μέση έως πολύ χαμηλή
υδροπερατότητα (10-2 έως 10-6 cm/sec), ανάλογα με τη λιθολογική φάση που
επικρατεί (άμμοι, κροκαλοπαγή και αργιλομαργαϊκοί ορίζοντες αντίστοιχα).

Σύνταξη χαρτών

Έπειτα από ψηφιοποίηση του τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ για την περιοχή,
κλίμακας 1:5000 και ισοδιάστασης 20m, καθώς και του έργου της Ευρείας
Παράκαμψης Πατρών, συντάχθηκαν κατ’ αρχήν οι χάρτες τοπογραφικού αναγλύφου
και κλίσεων αυτού, καθώς και τρισδιάστατων μοντέλων εδάφους. Ο άξονας κινείται
σε ανάγλυφο με έντονα αναπτυγμένο το υδρογραφικό δίκτυο και σε υψόμετρο από
20 μέχρι 240m. Όσον αφορά στις κλίσεις η ανοικτή οδοποιία κινείται σε ήπιες
κλίσεις μέχρι 10˚, ενώ το τμήμα του κύριου έργου (σήραγγες, κοιλαδογέφυρες) σε
πλέον έντονο ανάγλυφο, με κλίσεις 10˚-30˚ ή και μεγαλύτερες των 30˚. Παράλληλα
συντάχθηκαν, με βάση τα τελικά σχέδια οδοποιίας του έργου και δύο μηκοτομές σε
κλίμακα μηκών 1:5000 και υψών 1:1000, που αντιστοιχούν στον αριστερό και δεξιό
κλάδο αυτού και χρησιμοποιήθηκαν ως τεχνικογεωλογικές – γεωτεχνικές με βάση τα
στοιχεία του αντίστοιχου χάρτη.

Ο τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός χάρτης συντάχθηκε σε κλίμακα 1:5000, με


βάση υπάρχοντα στοιχεία, υπαίθρια εργασία, ερμηνεία πρόσφατων
αεροφωτογραφιών μεγάλης κλίμακας 1:15000, ενώ λήφθηκαν υπόψη και τα στοιχεία
από τις γεωτρητικές εργασίες (περίπου 170 γεωτρήσεις). Διαχωρίσθηκαν τελικά 15
λιθολογικές ενότητες, στις οποίες δόθηκε και η έννοια της στρωματογραφικής
διάρθρωσης. Ο χάρτης επομένως αυτός είναι τεχνικογεωλογικός – γεωτεχνικός,
ειδικού σκοπού, μεγάλης κλίμακας και αναλυτικού χαρακτήρα.

Με βάση τη λεπτομερή χαρτογράφηση σε εύρος 1,2km εκατέρωθεν του άξονα


διαπιστώθηκε ότι το έργο της ΕΠΠ φιλοξενείται κυρίως στη λεπτομερή φάση των
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων, στην οποία ανήκουν δύο βασικές ενότητες, η 11
και η 12 του χάρτη, ενώ ένα τμήμα του σε πλέον αδρομερείς φάσεις (ενότητες 8 και
10).
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 359

Τονίζεται σχετικά ότι κατά το σχεδιασμό και υλοποίηση του έργου οι ενότητες
αυτές δεν αποτυπώθηκαν ως ξεχωριστές, αλλά ο σχηματισμός αντιμετωπίσθηκε
ενιαία. Για το λόγο μάλιστα αυτό δεν υπήρξε κοινός τόπος αξιολόγησης των
δεδομένων, αλλά διαφορετική σε κάθε έργο θεώρηση σχεδιασμού και αντιμετώπισης
των προβλημάτων.

Διαχωρισμός λεπτομερούς φάσης σε γεωτεχνικές ενότητες.

Ο διαχωρισμός των παραπάνω ενοτήτων 11 και 12 της λεπτομερούς φάσης,


πέραν από την επιφανειακή αποτύπωση κατά την οποία διακρίθηκαν το χρώμα, η
σύσταση και η συνεκτικότητα, διερευνήθηκε περαιτέρω με βάση τα στοιχεία από τις
γεωτρήσεις, όπως περιγραφή, επιτόπου δοκιμές (SPT) και εργαστηριακές αναλύσεις,
προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι πρόκειται για διακριτές ενότητες ή για
ενιαίο σχηματισμό με μικρές διαφοροποιήσεις.

Έτσι, όλες οι τομές των 170 περίπου γεωτρήσεων τοποθετήθηκαν και στις
μηκοτομές του έργου, που συνδυαστικά αποτέλεσαν και τις γεωτεχνικές τομές για
την περιοχή που μελετήθηκε.

Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκαν τα εξής:

- Η λεπτομερής φάση των ιζημάτων, στην οποία φιλοξενήθηκε κατά το


μεγαλύτερο μέρος το έργο, απαντάται σε δύο διακριτές ενότητες,
στρωματογραφικά επάλληλες, την Ανώτερη Γεωτεχνική Ενότητα, Α.Γ.Ε.-11 και
την Κατώτερη Γεωτεχνική Ενότητα, Κ.Γ.Ε. – 12. Κατά θέσεις μεταξύ αυτών
είναι δυνατόν να διαχωρισθεί μια ενδιάμεση Μεταβατική ζώνη – 11α, μικρού
πάχους από την Κατώτερη προς την Ανώτερη ενότητα.

- Υπήρξε απόλυτη ταύτιση της επιφανειακής γεωλογίας με τα στοιχεία των


γεωτρήσεων και την ερμηνεία που δόθηκε σχετικά με την παρουσία και
διαχωρισμό των ενοτήτων αυτών.

- Το πάχος της Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 2 έως 37m, της Μεταβατικής
ζώνης μέχρι 8m, ενώ αυτό της Κατώτερης αναμένεται σημαντικό και με βάση τα
αποτελέσματα της γεωτρητικής έρευνας μεγαλύτερο των 60m.

- Τα προβλήματα που συνδέονται με την Ανώτερη ενότητα αναφέρονται στη συχνή


εναλλαγή επιμέρους λιθολογικών ενστρώσεων, όπως καστανοκίτρινες έως
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 360

καστανότεφρες αργιλόμαργες, αμμούχες μάργες, αμμοϊλύες – άμμοι, ψαμμίτες,


που χαρακτηρίζονται για το μεγάλο εύρος στη συνεκτικότητα, τη διάρρηξη και
αποσάθρωση, καθώς και την υδροπερατότητα. Είναι δυνατόν να δημιουργούν
μικρής γενικά δυναμικότητας επικρεμάμενους υδροφόρους ορίζοντες, που
μπορούν όμως να δημιουργήσουν πολύ σοβαρά προβλήματα στα έργα. Επίσης,
δημιουργούν συνήθως μεγάλου πάχους ζώνες κερματισμού και αποσάθρωσης,
στοιχείο πολύ αρνητικό στα μικρού πάχους υπερκειμένων υπόγεια έργα, λόγω
πιθανής εκδήλωσης αστάθειας.

- Αντίθετα, η κατώτερη ενότητα (στιφρές συνήθως αργιλικές μάργες με αραιές


πλέον αδρομερείς ενστρώσεις) θεωρείται πρακτικά στεγανός και πολύ συνεκτικός
σχηματισμός και γενικά επιδεικνύει ομοιόμορφη και πολύ καλή μηχανική
συμπεριφορά στη διάνοιξη υπογείων έργων. Επισημαίνεται βέβαια ότι, ο
σχηματισμός αυτός διακρίνεται για την πυκνή στρώση, που κατά θέσεις γίνεται
και φυλλώδης. Το στοιχείο αυτό λειτουργεί θετικά σε συνθήκες κανονικής
φυσικής υγρασίας (αυξημένη συνοχή) και αρνητικά στην περίπτωση διαβροχής
του σχηματισμού, όπου η πρόσληψη νερού μεταξύ των φύλλων της δομής οδηγεί
προοδευτικά σε κατάρρευση αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συμβαίνει όταν
οι σχηματισμοί αυτοί διαβρέχονται συνεχώς και σε βάθος από τα νερά της
υπερκείμενης ενότητας στις θέσεις που διατέμνονται από ρήγματα.

- Με βάση τις παραπάνω ιδιαιτερότητες των γεωτεχνικών ενοτήτων που


εξετάσθηκαν είναι απαραίτητο η έρευνα να επικεντρώνεται στη λεπτομερή
αποτύπωση αυτών, επιφανειακά και σε βάθος, σε σχέση με το τεχνικό έργο που
σχεδιάζεται, καθώς και στην αξιολόγηση των επιμέρους χαρακτήρων, με στόχο
την ανάδειξη των προβλημάτων και επιτυχή αντιμετώπιση αυτών.

Ορυκτολογική σύσταση και δομή των “μαργαϊκών” σχηματισμών.

Έγινε κατ’ αρχήν λεπτομερής ανάλυση όλων των προηγούμενων ερευνών στον
Ελληνικό χώρο σχετικά με τους σχηματισμούς αυτούς. Στο πλαίσιο της παρούσας
έρευνας οι πετρογραφικές – ορυκτολογικές αναλύσεις που έγιναν σε δέκα (10)
δείγματα και από τις δύο Γεωτεχνικές ενότητες είχαν σαν στόχο την περαιτέρω
ταυτοποίηση – διάκριση αυτών. Επίσης, προσδιορίσθηκε και το CaCO3 σε 15
δείγματα. Παράλληλα, σε όλα τα δείγματα αυτά προσδιορίσθηκαν μέσα από
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 361

εργαστηριακές αναλύσεις οι ιδιότητες ταξινόμησης και τα μηχανικά χαρακτηριστικά,


στοιχεία ενισχυτικά της προσπάθειας αυτής.

Τα γενικά συμπεράσματα από τις έρευνες αυτές έχουν ως εξής:

- Υπάρχει συσχέτιση του περιεχομένου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με την


περιεκτικότητα σε άργιλο αφενός αλλά και με αυτή σε άμμο αφ’ ετέρου.
Παρατηρείται δηλαδή ότι το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου μειώνεται όσο
μεταβαίνουμε από τη μάργα - αργιλική μάργα (CH, CL) προς πλέον
αμμοϊλυώδεις και αμμώδεις ορίζοντες (CL-ML, ML) και αναμένεται ακόμη
περισσότερο μειωμένο στους αμμώδεις ορίζοντες SC, SM.

- Από τη συσχέτιση του περιεχόμενου ποσοστού ανθρακικού ασβεστίου με τη


συνεκτικότητα των δειγμάτων προκύπτει ότι η αυξημένη περιεκτικότητα σε
ανθρακικά ορυκτά παρατηρείται στα πιο συνεκτικά δείγματα. Έτσι, στα δείγματα
αυτά τόσο οι παράμετροι διατμητικής αντοχής (c και φ), όσο και η αντοχή σε
ανεμπόδιστη θλίψη παρουσιάζονται αυξημένες.

- Από πλευράς ορυκτολογικής σύστασης τα δείγματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως


αργιλόμαργες, αργιλικές μάργες - μάργες περιέχουν κατά κύριο λόγο ασβεστίτη,
αργιλικά και χαλαζία. Αντίθετα στα δείγματα που περιέχουν υψηλό ποσοστό
άμμου και ιλύος (από αμμώδεις ιλύες μέχρι και άμμους) τα ποσοστά του χαλαζία
είναι ιδιαίτερα αυξημένα και μάλιστα σε σημείο ώστε αυτός να αποτελεί το κύριο
συστατικό αυτών. Ο χαλαζίας απαντάται σε μικρούς ισομεγέθεις κόκκους έως
πολύ μικρούς στα πιο αμμώδη υλικά, ενώ στις επονομαζόμενες αργιλικές μάργες
συναντώνται σπανιότερα και μεγαλύτεροι κόκκοι διάσπαρτοι στη μάζα.

- Από πλευράς αργιλικών ορυκτών συναντώνται κυρίως ιλλίτες και σε μικρότερη


περιεκτικότητα μοντμοριλλονίτες και αποτελούν μαζί με τον ασβεστίτη το
συνδετικό υλικό του πετρώματος. Τα περιεχόμενα ποσοστά των ορυκτών αυτών
μειώνονται επίσης με την αύξηση του ποσοστού σε άμμο. Σε μικρές ποσότητες
συναντώνται επίσης ο χλωρίτης, οι μαρμαρυγίες (μοσχοβίτης, σερικίτης και
ελάχιστος βιοτίτης) και ο αλβίτης, ενώ στα δείγματα με μεγαλύτερα ποσοστά
άμμου και ιλύος απαντώνται και υδροξείδια του σιδήρου, λόγω πλέον αυξημένης
διαπερατότητας και επομένως αυξημένης κατείσδυσης σχετικών διαλυμάτων.

Ειδικότερα, με βάση τις αναλύσεις για τις επιμέρους γεωτεχνικές ενότητες


σημειώνονται τα εξής:
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 362

Τα δείγματα της Ανώτερης Γεωτεχνικής ενότητας είναι ανοικτοκίτρινου


χρώματος και λεπτο-αμμώδους υφής, έχουν αυξημένο ποσοστό χαλαζία (37-
39%), το αργιλικό κλάσμα από την κοκκομετρική ανάλυση είναι 8 με 15%, ενώ
από την ορυκτολογική (ημιποσοτική ανάλυση) 35% περίπου, ενδεικτικό της
ύπαρξης συσσωματωμάτων (ο λόγος συσσωμάτωσης κυμαίνεται από 2.62 έως
4.58). Από τα αργιλικά ορυκτά επικρατεί ο ιλλίτης με 16% και ακολουθούν ο
καολινίτης, 7-8%, ο μοντμοριλλονίτης, 5-7% και ο χλωρίτης, 5-6%, ενώ ο
ασβεστίτης κυμαίνεται από 11.5 έως 15%.

Τα δείγματα της Μεταβατικής ζώνης έχουν στοιχεία και από τις δύο ενότητες,
ήτοι είναι ανοικτοκίτρινου έως κιτρινοκάστανου χρώματος, λεία στην υφή και μη
εύθρυπτα, με λεπτοκρυσταλλικό – πηλιτικό ιστό. Παρουσιάζουν υποτυπώδη και
ασαφή στρώση, περιέχουν απολιθώματα και θραύσματα κελύφων και δείχνουν
στοιχεία βιοαναμόχλευσης. Ο χαλαζίας κυμαίνεται γύρω στο 23%, η ιλύς με πολύ
υψηλό ποσοστό, 73% περίπου, ενώ αυτό της άμμου κάτω από 2%. Το ποσοστό
της αργίλου είναι αυξημένο, ήτοι 25% ενώ από την ορυκτολογική ανάλυση πολύ
αυξημένο (51%), δηλαδή λόγος συσσωμάτωσης 2.0. Επίσης, ο ασβεστίτης
παρουσιάζεται αυξημένος, 20%, ενώ από τα αργιλικά ορυκτά ο ιλλίτης
συμμετέχει με υψηλό ποσοστό (26%), ακολουθεί ο καολινίτης (13%), ο
μοντμοριλλονίτης (8%) και ο χλωρίτης (4%).

Τα δείγματα της Κατώτερης Γεωτεχνικής ενότητας διαφοροποιούνται αισθητά


από αυτά της Ανώτερης, καθώς και μεταξύ τους, δεδομένου ότι κατά θέσεις
επικρατούν ενδιάμεσοι τύποι ιλυολιθικής σύστασης ή με ιλιολιθικές στρώσεις.
Έτσι, οι τυπικές αργιλικές μάργες έχουν μειωμένα ποσοστά άμμου, μέχρι 1.4%,
και ιλύος (58.5 – 63.5%) και αυξημένα ποσοστά αργίλου (35-40%). Με βάση τα
στοιχεία της ορυκτολογικής ανάλυσης ο χαλαζίας κυμαίνεται από 18 έως 22%,
ενώ ο ασβεστίτης παρουσιάζεται πολύ αυξημένος (30-35%). Από τα αργιλικά
ορυκτά ο καολινίτης είναι πλέον με το μεγαλύτερο ποσοστό 14-18%, ακολουθεί ο
ιλλίτης 10-15%, ο μοντμοριλλονίτης με μεγαλύτερα συγκριτικά ποσοστά, 9.6 –
10.8%, και ο χλωρίτης 3%. Το συνολικό ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι
42% περίπου και επομένως ο λόγος συσσωμάτωσης κυμαίνεται από 1.05 έως
1.20 περίπου. Διαφέρουν από αυτά της Μεταβατικής ζώνης στο λόγο
συσσωμάτωσης, το ποσοστό ασβεστίτη και αργιλικών ορυκτών, αν και έχουν τον
ίδιο ιστό και υφή.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 363

Τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας που αποτελούν τους ενδιάμεσους τύπους


και χαρακτηρίζονται ως αργιλόμαργες έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ιλύος, 71.5 –
77%, μικρότερο ποσοστό αργιλικού κλάσματος, 18-21%, ενώ από την
ορυκτολογική ανάλυση το ποσοστό του χαλαζία είναι μεγαλύτερο, 31-32%, των
αργιλικών ορυκτών μικρότερο, 39-44%, και ο λόγος συσσωμάτωσης κυμαίνεται
από 1.84 έως 1.88, τέλος δε ο ασβεστίτης κυμαίνεται σε μικρότερα ποσοστά, 21.6
– 22.6%. Τα αργιλικά ορυκτά είναι με τη σειρά ιλλίτης, καολινίτης,
μοντμοριλλονίτης και χλωρίτης.

Εργαστηριακές έρευνες
Συγκεντρώθηκαν κατ’ αρχήν τα στοιχεία από 169 γεωτρήσεις που
εκτελέσθηκαν για τη μελέτη του έργου της ΕΠΠ και αξιολογήθηκαν τα
αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν σε 1100
περίπου συνολικά δείγματα, όσον αφορά στις μηχανικές παραμέτρους και τις
ιδιότητες ταξινόμησης.

Στο πλαίσιο της διατριβής αξιολογήθηκε επίσης σειρά εργαστηριακών δοκιμών,


έπειτα από δειγματοληψία 226 δειγμάτων σε φυσικά και τεχνητά πρανή της
περιοχής του έργου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής μελέτης, σε θέσεις που
επιλέχθηκαν ως αντιπροσωπευτικές της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας.
Αναλυτικότερα, περιλήφθηκαν πραγματοποιήθηκαν 226 δοκιμές ταξινόμησης, 68
τριαξονικές UU, 12 τριαξονικές CUPP, 12 ανεμπόδιστης θλίψης, 46 απευθείας
διάτμησης, 5 μονοδιάστατης στερεοποίησης, 39 δείκτη χαλάρωσης και 50
προσδιορισμού CaCO3.

Με βάση τα αποτελέσματα των δειγμάτων των γεωτρήσεων ,αλλά και αυτών της
παρούσας διατριβής τα όρια διακύμανσης της κοκκομετρίας για τις δύο ενότητες
έχουν ως εξής :

Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας. Δείγματα γεωτρήσεων


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 4-65% 33-80% 0-48% 0-8%
CL-ML, ML 11-29% 30-86% 6-54% 0-4%
SC, SM, GC 3-21% 2-63% 15-90% 0-52%
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 364

Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας. Δείγματα γεωτρήσεων


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 4-55% 10-85% 0-41% 0-7%
CL-ML, ML 4-38% 43-86% 3-46% 0-1%
SC, SM, GC 1-22% 4-45% 45-95% 0-67%

Μεταβατική ζώνη – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας. Δείγματα γεωτρήσεων


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 15-60% 50-76% 0-31% 0-4%

CL-ML, ML 7-16% 50-68% 14-45% 0-1%


SC, SM, GC 7-10% 15-36% 43-78% 0-19%

Ανώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας. Δείγματα διατριβής


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 6-39% 45-87% 1-16% 0%
CL-ML, ML 4-31% 38-92% 0-52% 0%
SC, SM, GC 1-15% 6-47% 51-93% 0%

Κατώτερη ενότητα – Όρια διακύμανσης κοκκομετρίας. Δείγματα διατριβής


αργιλικό
ιλύς άμμος χαλίκια
κλάσμα
CL, CH 14-48% 45-87% 1-11% 0%
CL-ML, ML 10-50% 38-84% 2-26% 0%
SC, SM, GC 60-97% 0%

Τα όρια διακύμανσης των τιμών για τις υπόλοιπες φυσικές ιδιότητες των
ιζημάτων των δύο ενοτήτων (όρια Atterberg, ειδικό βάρος, υγρό και ξηρό φαινόμενο
βάρος, φυσική υγρασία, πορώδες και λόγος κενών) παρουσιάζονται κατωτέρω:

Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα. Δείγματα γεωτρήσεων.

LL (%) PL (%) PI(%) w (%)


20-65 (μέση τιμή 4-38 (μέση τιμή 5-40 (μέση τιμή 2-39 (μέση τιμή
Ανώτερη ενότητα 36%) 17,8%) 19,1%) 19%)
19-66 (μέση τιμή 12-36 (μέση τιμή 3-45 (μέση τιμή 10-35 (μέση τιμή
Κατώτερη ενότητα 37%) 19%) 18%) 22%)
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 365

Διακύμανση ορίων Atterberg για την Ανώτερη και Κατώτερη ενότητα. Δείγματα διατριβής.

LL (%) PL (%) PI(%) w (%)


17,5-47,9 (μέση 13,0-45,9 (μέση 1,8-18,0 (μέση 5-28 (μέση τιμή
Ανώτερη ενότητα τιμή 27,9%) τιμή 20,2%) τιμή 7,9%) 17,5%)
20,8-59,0 (μέση 2,1-28,2 (μέση τιμή 2,6-31,0 (μέση 6,8-29,8 (μέση
Κατώτερη ενότητα τιμή 34,5%) 20,9%) τιμή 13,5%) τιμή 20,2%)

Εύρος διακύμανσης τιμών φυσικών παραμέτρων για τις δύο ενότητες στο σύνολο των
δειγμάτων
Ξηρό φαινόμενο Υγρό φαινόμενο Φυσική Πορώδες n Λόγος κενών
Ειδικό βάρος
βάρος (KN/m3) βάρος (ΚΝ/m3) υγρασία (%) (%) e

Ανώτερη 2,57 – 2,72 14,50 – 19,70 16,60 – 24,0 (μέση 7 – 35 21,5 – 50,6 (μέση 0,36 – 0,66
ενότητα (μέση τιμή 2,70) (μέση τιμή 17,13) τιμή 20,40) (μέση τιμή 18) τιμή 34,5) (μέση τιμή 0,51)

Κατώτερη 2,40 – 2,72 14,30 – 20,50 17,70 – 23,10 10 – 35 22,3 – 53,3 (μέση 0,28 – 0,70
ενότητα (μέση τιμή 2,69) (μέση τιμή 17,01) (μέση τιμή 20,40) (μέση τιμή 22) τιμή 35,9) (μέση τιμή 0,45)

Όσον αφορά στην ενεργότητα οι σχηματισμοί και των δύο ενοτήτων


κατατάσσονται βασικά στα ανενεργά εδάφη (Α<0,75) και μικρό ποσοστό στα
κανονικά.

Εύρος διακύμανσης τιμών ενεργότητας για τις δυο ενότητες

Δείγματα γεωτρήσεων Δείγματα διατριβής

Ανώτερη ενότητα 0,23 – 1,20 (μέση τιμή 0,56) 0,13 – 1,64 (μέση τιμή 0,54)

Κατώτερη ενότητα 0,23 – 1,12 (μέση τιμή 0,55) 0,19 – 1,23 (μέση τιμή 0,47)

Ο προσδιορισμός του ποσοστού των αργιλικών ορυκτών και ορυκτολογικά


καθιστά εμφανές ότι τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας εμφανίζουν πολύ
μεγαλύτερη τάση συσσωμάτωσης σε σχέση με αυτά της Κατώτερης ενότητας.

Σχετικά με τη διογκωσιμότητα από τα δείγματα των γεωτρήσεων το μεγαλύτερο


ποσοστό των ιζημάτων της Κατώτερης ενότητας (περίπου 71%) βρίσκεται στην
περιοχή της μέσης έως χαμηλής διογκωσιμότητας, ενώ για τα δείγματα της διατριβής
το 90% βρίσκεται στην περιοχή χαμηλής διογκωσιμότητας. Για την Κατώτερη
ενότητα υπάρχει καλύτερη ταύτιση των δειγμάτων γεωτρήσεων και διατριβής, ήτοι
το 75.2% εμφανίζει χαμηλή, το 19.8% μέση και τέλος το 5% υψηλή διογκωσιμότητα.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 366

Από τις δοκιμές χαλάρωσης προκύπτει ότι ο δείκτης διαβρωσιμότητας και για τις
δύο ενότητες χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλός έως χαμηλός, ενώ ο δείκτης
πλαστικότητας χαμηλός για την Ανώτερη ενότητα και μέσος για την Κατώτερη.

Όσον αφορά στις μηχανικές παραμέτρους σημειώνονται τα εξής:

- Αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη. Τα δείγματα των γεωτρήσεων στα ιζήματα της


Ανώτερης ενότητας παρουσίασαν στο 28,9% περίπου των δειγμάτων αντοχή που
κυμαίνεται από 300 KPa έως 400 KPa , ενώ 21,7% των δειγμάτων από 200 KPa
έως 300 KPa. Ένας μεγάλος αριθμός δειγμάτων (περίπου το 16,9% του συνόλου)
παρουσιάζει τιμές μικρότερες των 100 KPa.

Τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας (δείγματα γεωτρήσεων) παρουσίασαν


συγκριτικά μεγαλύτερες τιμές σε σχέση με αυτά της Ανώτερης ενότητας. Έτσι,
ποσοστό 60% περίπου των δειγμάτων είχαν αντοχή σε ανεμπόδιστη θλίψη από 50
έως 350 KPa. Συγκεκριμένα, η ανεμπόδιστη θλίψη για το 21,5% των δειγμάτων
κυμάνθηκε από 250 έως 350 KPa, στο 20% από 150 έως 250 KPa, ενώ στο 19%
από 50 έως 150KPa. Επιπλέον, συνολικά ένα ποσοστό περίπου 23% έχει αντοχή
σε ανεμπόδιστη θλίψη από 350 έως 550 KPa.

Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής εκτελέσθηκαν δώδεκα δοκιμές


ανεμπόδιστης θλίψης σε δείγματα και από τους δύο ορίζοντες. Οι τιμές αντοχής
που μετρήθηκαν ήταν από 579 έως 1358 KPa για έξι δείγματα από τις τεφρές-
τεφροκύανες μάργες της Κατώτερης ενότητας, ενώ για την Ανώτερη ενότητα οι
έξι δοκιμές έδωσαν τιμές από 133 έως 870 KPa αντίστοιχα. Οι αντίστοιχες τιμές
της φυσικής υγρασίας είναι από 11.73 έως 24.97% έως 24,97% για την Κατώτερη
ενότητα και για την Ανώτερη από 10,01 και 25%.

Με βάση την αντοχή τα δείγματα κατατάσσονται από “εδάφη” έως “σκληρά


εδάφη – μαλακοί βράχοι” με τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας να
συμμετέχουν στη δεύτερη κατηγορία σε μεγαλύτερο ποσοστό.

- Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης χωρίς προστερεοποίηση που


πραγματοποιήθηκαν στα δείγματα των γεωτρήσεων προκύπτουν τα εξής:

Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 17 KPa έως
139 KPa, με μέση τιμή 59,71 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 6˚ έως 49˚, με μέση
τιμή 25˚ περίπου.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 367

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 5 KPa έως
202 KPa, με μέση τιμή 70,52 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 7˚ έως 44˚, με μέση
τιμή 26,1˚ περίπου.

Αντίστοιχα, οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα δείγματα της διατριβής


έδωσαν τα εξής:

Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 64,8 KPa έως 215
KPa, με μέση τιμή 123,14 KPa και τιμές γωνίας τριβής φ από 10,0˚ έως 44,8˚, με
μέση τιμή 26,5˚.

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας τιμές συνοχής c από 4 KPa έως 404 KPa,
με μέση τιμή 180 KPa, ενώ για τη γωνία τριβής φ τιμές από 6,7˚ έως 46,8˚, με
μέση τιμή 24,4˚.

- Από τις δοκιμές άμεσης διάτμησης με προηγούμενη προστερεοποίηση των


δοκιμίων (που πραγματοποιήθηκαν μόνο σε δείγματα γεωτρήσεων) τα
αποτελέσματα είναι όπως παρακάτω:

Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 2 KPa έως 96
KPa, με μέση τιμή 36,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 10,5˚ έως 58,5˚, με μέση
τιμή 37,7˚ περίπου.

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή c κυμαίνεται από 4,7 KPa έως
113 KPa περίπου, με μέση τιμή 55,5 KPa, ενώ η γωνία τριβής φ από 14˚ έως
53,5˚, με μέση τιμή 35,9˚ περίπου.

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά συμπεραίνεται ότι τα ιζήματα της Κατώτερης


ενότητας παρουσιάζουν ελαφρώς μεγαλύτερες τιμές συνοχής από αυτά της
Ανώτερης ενότητας, ενώ η γωνία τριβής φ κυμαίνεται περίπου στα ίδια επίπεδα.
Η διασπορά των τιμών που παρατηρείται στις τιμές της γωνίας τριβής φ, αλλά και
της συνοχής c, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μεταβαλλόμενα ποσοστά άμμου,
ιλύος και αργίλου των δειγμάτων, γεγονός ιδιαίτερα έντονο στα ιζήματα της
Ανώτερης ενότητας.

- Τα αποτελέσματα από τις τριαξονικές δοκιμές UU που πραγματοποιήθηκαν σε


δείγματα γεωτρήσεων έχουν ως εξής :
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 368

Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 11 KPa έως
325 KPa, με μέση τιμή 127 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 3˚ έως 36 ˚, με μέση τιμή 17,7˚ περίπου.

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 2 KPa έως
755 KPa, με μέση τιμή 154,5 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ έχει
τιμές από 2˚ έως 38 ˚, με μέση τιμή 17,4˚ περίπου.

Αντίστοιχα, από τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής προκύπτουν τα εξής:

Για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 15,52 KPa
έως 648,7 KPa, με μέση τιμή 156,62 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής
τριβής φ έχει τιμές από 4,74˚ έως 39 ˚, με μέση τιμή 23,4˚ περίπου.

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας η συνοχή cu κυμαίνεται από 14,81 KPa
έως 400 KPa, με μέση τιμή 156,16 KPa περίπου, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής
φ έχει τιμές από 13˚ έως 46 ˚, με μέση τιμή 27,01˚ περίπου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι τιμές της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής,


cu, της Κατώτερης ενότητας είναι αυξημένες σε σχέση με την Ανώτερη ενότητα,
γεγονός μάλλον αναμενόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τα αυξημένα ποσοστά
αργιλικού κλάσματος της Κατώτερης ενότητας. Οι αρκετά υψηλές τιμές της
γωνίας εσωτερικής τριβής φ που εμφάνισαν τα δείγματα οφείλεται στο γεγονός
ότι τα δείγματα τόσο της Ανώτερης, όσο και της Κατώτερης ενότητας περιέχουν
κατά μέσο όρο 15% και 10% περίπου άμμο αντίστοιχα, ενώ διατηρούν και πολύ
υψηλά ποσοστά ιλύος.

- Τα αποτελέσματα των τριαξονικών δοκιμών CUPP που πραγματοποιήθηκαν για


τα δείγματα των γεωτρήσεων παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:

Παράμετροι διατμητικής αντοχής με βάση δοκιμές CUPP σε δείγματα των γεωτρήσεων.

Ανώτερη ενότητα Κατώτερη ενότητα


c’ (KPa) 6 – 70 (μ. τ. 38,1) 3 – 125 (μ. τ. 55)

φ’ (˚) 14,0 – 34,0 (μ. τ. 24) 14,0 – 39,5 (μ. τ. 26,3)

c (KPa) 10 – 75 (μ. τ. 43,2) 8 – 138 (μ. τ. 64,7)

φ (˚) 13,0 – 32,0 (μ. τ. 22,7) 12,0 – 38,0 (μ. τ. 23,4)


ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 369

Από τα αντίστοιχα αποτελέσματα για τα δείγματα της διατριβής προκύπτει ότι η


συνοχή c’ των μαργών της Ανώτερης ενότητας κυμαίνεται από 56,66 KPa έως
78,85 KPa, ενώ η γωνία εσωτερικής τριβής φ’ από 26,83˚ έως 41,35 ˚. Αντίστοιχα,
οι μάργες της Κατώτερης ενότητας έχουν τιμές c’ από 52,80 KPa έως 75,68 KPa,
ενώ η γωνία εσωτερικής τους τριβής φ’ από 24,04˚ έως 37,14 ˚.

Αναφορικά με τις ολικές τιμές των παραμέτρων διατμητικής αντοχής, η Ανώτερη


ενότητα παρουσίασε τιμές c από 53,3 KPa έως 104,69 KPa και φ από 19,41˚ έως
38,97˚. Αντίστοιχα, η Κατώτερη ενότητα έδειξε τιμές c από 54,67 KPa έως 71,41
KPa και φ από 17,69˚ έως 26,44˚.

- Από τα αποτελέσματα των τριαξονικών δοκιμών CUPP προκύπτει ότι οι


σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας παρουσιάζουν αυξημένες τιμές συνοχής, c,
τόσο σε ενεργές όσο και σε ολικές τιμές, σε σχέση με τις μάργες της Ανώτερης
ενότητας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο μεγαλύτερο ποσοστό αργιλικού
κλάσματος της Κατώτερης ενότητας και στα μειωμένα ποσοστά άμμου σε σχέση με
την Ανώτερη ενότητα. Όσον αφορά στη γωνία εσωτερικής τιμής φ, στην Κατώτερη
ενότητα οι τιμές παρουσιάζονται ελαφρώς αυξημένες. Το γεγονός αυτό μπορεί να
αποδοθεί στα αυξημένα ποσοστά ιλύος της Κατώτερης ενότητας, τα οποία
ενισχύονται περαιτέρω και από τα συσσωματώματα των αργιλικών ορυκτών.

- Τέλος, από τις δοκιμές στερεοποίησης των δειγμάτων των γεωτρήσεων προκύπτει
για τα ιζήματα της Ανώτερης ενότητας ότι το μέτρο συμπιεστότητας Εs κυμαίνεται
από 2 έως 36 MPa για επιβαλλόμενη τάση 100 KPa (με μέση τιμή 5,75 MPa
περίπου), από 3 έως 21,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 200 KPa (με μέση τιμή 9,2
MPa περίπου) και από 4,5 έως 36,6 MPa για επιβαλλόμενη τάση 300 KPa (με μέση
τιμή 12,3 MPa περίπου).

Για τα ιζήματα της Κατώτερης ενότητας το μέτρο συμπιεστότητας Εs κυμαίνεται


1 έως 46 MPa για επιβαλλόμενη τάση 100 KPa (με μέση τιμή 8,85 MPa περίπου),
από 2,3 έως 40 MPa για επιβαλλόμενη τάση 200 KPa (με μέση τιμή 12,3 MPa
περίπου) και από 3,6 έως 51,1 MPa για επιβαλλόμενη τάση 300 KPa (με μέση τιμή
14,85 MPa περίπου). Οι τιμές είναι ελαφρώς αυξημένες στην περίπτωση της
Κατώτερης ενότητας, παραμένουν όμως σε γενικές γραμμές και για τις δύο
ενότητες σε χαμηλά επίπεδα.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 370

Για τα δείγματα της διατριβής, τα οποία ανήκουν στο σύνολό τους στην
Κατώτερη ενότητα, ο συντελεστής στερεοποίησης Cc κυμαίνεται από 0.043 έως
0.102, η τάση προστερεοποίησης από 150 έως 370 KPa και ο λόγος κενών από
0.432 έως 0.666, ενώ η φυσική υγρασία των δειγμάτων ήταν από 18.09 έως
24.97%.

Επιτόπου δοκιμές πρότυπης διείσδυσης (SPT)

Από την κατάταξη των αποτελεσμάτων SPT στις γεωτρήσεις προκύπτει ότι για
τους σχηματισμούς της Ανώτερης ενότητας το NSPT κυμαίνεται από Ν=7 έως άρνηση
(Ν=100), με μέση τιμή Ν=38 περίπου (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αρνήσεις),
ενώ για τους σχηματισμούς της Κατώτερης ενότητας από Ν=12 έως άρνηση
(Ν=100), με αντίστοιχη μέση τιμή Ν=45 περίπου (οι τιμές δεν είναι διορθωμένες
λόγω βάθους ή υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα). Θα πρέπει να επισημανθεί για τους
ανώτερους κυρίως ορίζοντες ότι η πλειοψηφία των δειγμάτων που παρουσίασαν
άρνηση ήταν αμμώδους – αμμοχαλικώδους σύστασης.

Ειδικότερα, παρατηρούνται τα εξής:


- Στην Ανώτερη ενότητα το μεγαλύτερο ποσοστό των δειγμάτων (περίπου 24,5%)
εμφανίζει τιμές Ν=20-30 κρούσεις/30cm διείσδυση, περίπου 18% των δειγμάτων
Ν=30-40 κρούσεις, 16% των δειγμάτων Ν=10-20 κρούσεις και περίπου από 12%
εμφανίζει τιμές Ν=40-50 και Ν=50-60 κρούσεις αντίστοιχα.
- Στην Κατώτερη ενότητα ο αριθμός των κρούσεων εμφανίζεται στο σύνολο
αυξημένος σε σχέση με την Ανώτερη ενότητα, καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός
δειγμάτων (24% περίπου) έχει τιμές Ν=30-40 κρούσεις/30cm διείσδυση, ενώ
ποσοστό περίπου 19,5% των δειγμάτων Ν=20-30 κρούσεις.
- Τα δείγματα της Κατώτερης ενότητας εμφανίζουν γενικά μεγαλύτερες τιμές
κρούσεων στο σύνολό τους σε σχέση με αυτά της Ανώτερης ενότητας καθώς,
πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά για
όλα τα εύρη τιμών από Ν=40 έως και Ν=90 κρούσεις, ενώ το ποσοστό των
δειγμάτων για εύρος τιμών από 10 έως 20 κρούσεις είναι αρκετά μειωμένο.

Στον Πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται συνοπτικά τα τεχνικογεωλογικά –


γεωτεχνικά χαρακτηριστικά και οι φυσικές και μηχανικές ιδιότητες των σχηματισμών
της Ανώτερης και Κατώτερης ενότητας, που καθορίζουν τη συμπεριφορά αυτών
γενικότερα και ειδικότερα κατά τη διάνοιξη υπόγειων τεχνικών έργων.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 371

Ανώτερη ενότητα Κατώτερη ενότητα

Εναλλαγή επιμέρους λιθολογικών ενστρώσεων, όπως


Στιφρές συνήθως αργιλικές μάργες με αραιές αδρομερείς
Σύσταση καστανοκίτρινες έως καστανότεφρες αργιλόμαργες,
ενστρώσεις.
αμμούχες μάργες, αμμοϊλύες, άμμοι και ψαμμίτες.

Πάχος 2 έως 37 m > 60m

Χρώμα Καστανοκίτρινο έως καστανότεφρο Τεφρό έως τεφροκύανο.

Μικρής δυναμικότητας επικρεμάμενους υδροφόρους


Υδροφορία Πρακτικά στεγανός σχηματισμός.
ορίζοντες στους αμμούχους - ψαμμιτικούς ορίζοντες.

Ευρεία διακύμανση λόγω της ετερογένειας στην Γενικά συνεκτικός σχηματισμός με καλή μηχανική
Συνεκτικότητα
κοκκομετρική σύσταση συμπεριφορά συ συνθήκες κανονικής φυσικής υγρασίας.

CaCO3 Από 4 έως 21,5% Από 6 έως 38%.

ΝSPT μ.ο. 38 κρούσεις μ.ο. 45 κρούσεις


Χαρακτηρισμός με Μαργαϊκοί άργιλοι, αργιλόμαργες, αργιλικές μάργες και
Άργιλοι, μαργαϊκοί άργιλοι και αργιλόμαργες
βάση το CaCO3 μάργες.

Προβλήματα στην περίπτωση διαβροχής του


α) λόγω της ετερογένειας τους
σχηματισμού, λόγω σταδιακής αποδόμησής του (κυρίως
β) λόγω των επικρεμάμενων υδροφόρων οριζόντων
Προβλήματα στις ζώνες ρηγμάτων), καθώς και όπου συναντώνται μέσα
και γ) λόγω των μεγάλου πάχους ζώνης κερματισμού
στη μάζα του φακοί αμμωδών - αμμοϊλυωδών οριζόντων,
και αποσάθρωσης που δημιουργούν.
συνήθως κορεσμένοι.
Εγκλείουν συχνά όστρακα ή θραύσματα οστράκων
Λοιπές παρατηρήσεις Δεν συναντώνται απολιθώματα.
(απολιθώματα).

Κοκκομετρική άργιλος : 4 - 65%, ιλύς : 33-87%, άμμος : 0 - 48%, άργιλος : 4 - 55%, ιλύς : 10 - 87%, άμμος : 0 - 41%,
διαβάθμιση χάλικες : 0 - 8% χάλικες : 0 - 7%

Όρια Atterberg LL : 17 - 65%, PL : 4 - 46%, PI : 2 - 40% LL : 19 - 66%, PL : 2 - 36%, PI : 3 - 45%

Ενεργότητα 0,13 - 1,64 0,19 - 1,23

Ειδικό βάρος 2,57 - 2,72 2,40 - 2,72


3 3
Ξηρό Φαιν. Βάρος 14,5 - 19,7 ΚΝ/m 14,3 - 20,5 ΚΝ/m
3 3
Υγρό Φαιν. Βάρος 16,6 - 24,0 ΚΝ/m 17,7 - 23,1 ΚΝ/m
Φυσική υγρασία 7 - 35 % 10 - 35%
Λόγος κενών 0,36 - 0,66 0,28 - 0,70

Χαλάρωση Id1 25,82 - 63,72% 2,67 - 66,07%

Αντοχή σε
26 - 1010 KPa 35 - 1700 KPa
ανεμπόδιστη θλίψη
Χωρίς προστερεοποίηση
c : 17 - 215 KPa c : 4 - 404 KPa
φ : 6 - 49° φ : 4 - 47°
Άμεση διάτμηση
Με προστερεοποίηση
c : 2 - 96 KPa c : 5 - 113 KPa
φ : 10,5 - 58,5° φ : 14 - 53,5°
Δοκιμή UU
cu : 11 - 358 KPa cu : 2 - 755 KPa
φu : 3 - 39° φu : 2 - 46°
Τριαξονική φόρτιση
Δοκιμή CUPP
c' : 6 - 79 KPa c' : 3 - 125 KPa
φ' : 14 - 41,5° φ' : 14 - 39,5°
σ1=100 Kpa : Es = 2 - 36 Mpa σ1=100 Kpa : Es = 1 - 46 Mpa
σ1=200 Kpa : Es = 3 - 21,6 Mpa σ1=200 Kpa : Es = 2,3 - 40 Mpa
Δοκιμή
σ1=300 Kpa : Es = 4,5 - 36,5 Mpa σ1=300 Kpa : Es = 3,6 - 51 Mpa
στερεοποίησης
Cc : 0,057 - 0,382 Cc : 0,043 - 0,268
e0 : 0,344 - 0,925 e0 : 0,390 - 0,865
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 372

Συγκλίσεις των υπογείων τεχνικών έργων και συμπεριφορά των γεωλογικών


σχηματισμών κατά την κατασκευή.

Οι παραμορφώσεις που σημειώθηκαν στη διατομή των σηράγγων


αντικατοπτρίζουν κατ’ αρχήν τη συμπεριφορά και εντατική κατάσταση των
γεωλογικών σχηματισμών κατά το στάδιο διάνοιξης αυτών και στην προκειμένη
περίπτωση των γεωτεχνικών ενοτήτων που ενδιαφέρουν, σε συνδυασμό βέβαια και
με άλλους παράγοντες, όπως το πάχος των υπερκειμένων, τα μέτρα άμεσης
υποστήριξης, τον τρόπο διάνοιξης και προχώρησης, ιδιαίτερα σε δίδυμες σήραγγες
κτλ.

Αναλυτικότερα, η καταγραφή των συγκλίσεων ανά έργο έχει ως εξής:

Δίδυμες σήραγγες Μποζαΐτικων “Αγ. Βαρβάρα”.

Στον αριστερό κλάδο του έργου αυτού οι μεγαλύτερες κατακόρυφες


παραμορφώσεις παρατηρήθηκαν στη ζώνη των υψηλών υπερκειμένων (πάχους μέχρι
65m) και συνδέονται άμεσα με το σχηματισμό που διανοίχθηκε στο τμήμα αυτό
(παρουσία αμμοϊλυωδών οριζόντων στην περιοχή του θόλου και μάλιστα
κορεσμένων με νερό), σε συνδυασμό με τα μέτρα υποστήριξης που εφαρμόσθηκαν.
Σημειώνεται ότι οι ορίζοντες αυτοί συναντώνται μέσα στην Κατώτερη ενότητα – 12.

Στο δεξιό κλάδο επίσης οι μεγαλύτερες παραμορφώσεις, της τάξης των 8-10cm,
σημειώθηκαν σε τμήμα του έργου με μεγάλο πάχος υπερκειμένων, ήτοι 62m και
συνδέονται με την παρουσία αμμωδών οριζόντων στην Κατώτερη ενότητα. Γενικά, η
γεωλογία του δεξιού κλάδου είναι τέτοια που ευνοεί μεγάλες συγκλίσεις.

Αντίθετα, στη ζώνη των χαμηλών υπερκειμένων, όπου επικρατούν


σχηματισμοί της Κατώτερης ενότητας– 12 ή και της Μεταβατικής ζώνης – 11α οι
συγκλίσεις ήταν πολύ μικρότερες. Θα πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι στη ζώνη
αυτή έγινε εκτεταμένη χρήση δοκών προπορείας.

Δίδυμες σήραγγες ΣΑ και ΣΒ.

Για το δεξιό κλάδο της σήραγγας ΣΑ η μέγιστη κατακόρυφη παραμόρφωση ήταν


της τάξης των 3cm κοντά στην έξοδο αυτού, ενώ για τον αριστερό κλάδο 2.5cm
περίπου. Για τη σήραγγα ΣΒ οι αντίστοιχες παραμορφώσεις ήταν της τάξης των
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 373

4.5cm για το δεξιό κλάδο κοντά στην έξοδο αυτού και για τον αριστερό η μέγιστη
τιμή κατά μήκος των έργων 3cm.

Γενικά και για τις δύο σήραγγες οι μεγαλύτερες κατακόρυφες παραμορφώσεις


παρατηρήθηκαν σε περιοχές χαμηλών υπερκειμένων. Η ιδιαιτερότητα των σηράγγων
αυτών με τις μικρές παραμορφώσεις και οι οποίες δεν παρουσίασαν γενικά εκπλήξεις
κατά τη διάνοιξη οφείλεται στη λιθολογική σύσταση των σχηματισμών, όπου
επικρατεί η στιφρή αργιλική μάργα και μόνο στις ζώνες χαμηλών υπερκειμένων
(εισόδους και κυρίως εξόδους) εμφανίζεται η διερρηγμένη και αποσαθρωμένη ζώνη
των σχηματισμών της Ανώτερης ενότητας. Επιπλέον, η γεωμετρία των στρωμάτων
είναι θετική (μικρή κλίση προς νότον), γεγονός που διευκόλυνε τη διάνοιξη από
βορρά προς νότον και μάλιστα με απουσία νερού, λόγω αδυναμίας εκτόνωσης στο
εσωτερικό των σηράγγων της όποιας υδροφορίας αμμωδών οριζόντων. Τέλος,
σημειώνεται ότι και τα δύο έργα διατρέχουν ενιαία αντερείσματα χωρίς την
παρεμβολή βυθισμάτων, που θα ήταν δυνατόν να συνδέονται με ζώνες ρηγμάτων,
όπου ο σχηματισμός εμφανίζεται ιδιαίτερα καταπονημένος και αποδομημένος με
μειωμένα ως εκ τούτου μηχανικά χαρακτηριστικά.

Δίδυμες σήραγγες Αρχαιολογικού Χώρου (Σ1)

Στον αριστερό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις είχαν τιμές από 1.5 έως
2.5 cm για όλο το μήκος του έργου, με εξαίρεση το νότιο τμήμα, όπου ήταν ελαφρώς
μειωμένες, ήτοι 0.9 έως 1.8 cm περίπου. Οι μικρές και σταθερές σε όλο το μήκος του
έργου συγκλίσεις δικαιολογούνται από το γεγονός ότι επικρατούν οι σχηματισμοί της
ενότητας 10, οι οποίοι παρουσιάζουν ομοιογένεια και συνοχή, με υποκείμενες της
στιφρές αργιλικές μάργες της Κατώτερης ενότητας -12.

Στο δεξιό κλάδο παρατηρήθηκε παρόμοια συμπεριφορά με αυτή του αριστερού,


ήτοι συγκλίσεις από 1 έως 2 cm και μόνο στο νότιο τμήμα (ζώνη χαμηλών
υπερκειμένων) οι συγκλίσεις έφθασαν τα 2.6cm.

Δίδυμες σήραγγες Γηροκομείου (Σ2)

Στον αριστερό κλάδο οι κατακόρυφες παραμορφώσεις μέχρι τη Χ.Θ. 6+700


κυμάνθηκαν από 1 έως 2cm, με πάχος υπερκειμένων 19 έως 34m από τη στέψη της
σήραγγας και σε ένα μικρό τμήμα, από Χ.Θ. 6+570 έως Χ.Θ. 6+630 με μικρότερο
πάχος υπερκειμένων (19 έως 25m), έφθασαν έως 2.8cm. Στη ζώνη αυτή μέχρι τη
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 374

Χ.Θ. 6+700, που δομείται κυρίως από αργιλικές μάργες της Κατώτερης ενότητας 12
με ενστρώσεις κατά τόπους αμμωδών – αμμοϊλυωδών οριζόντων και κυρίως στο
τμήμα περί τη Χ.Θ. 6+581 (περιοχή μισγάγγειας) σημειώθηκε αστοχία που
εξελίχθηκε σε καμινάδα. Αυτή οφείλεται στην παρουσία θύλακα από άμμους,
αμμοϊλύες και ψαμμίτες μέσα στην αργιλική μάργα, ο οποίος ήταν κορεσμένος με
νερό λόγω πλευρικών μεταγγίσεων και έφτανε μέχρι την οροφή της σήραγγας.

Στο δεύτερο ήμιση του αριστερού κλάδου, Χ.Θ. 6+700 έως Χ.Θ. 6+900,
παρατηρήθηκε αύξηση των παραμορφώσεων της στέψης των πλαισίων, με τιμές που
κυμάνθηκαν από 4 έως 7cm και ύψος υπερκειμένων από 30 έως 9m κοντά στο
στόμιο εξόδου του κλάδου. Οι παραμορφώσεις συνδέονται αποκλειστικά με τη
λιθολογική σύσταση των σχηματισμών, που στην προκειμένη περίπτωση έχουν
εξελιχθεί σε ιζήματα της ενδιάμεσης Μεταβατικής ζώνης από την Κατώτερη προς
την Ανώτερη ενότητα και στην περιοχή κοντά στο στόμιο συνίστανται από συχνές
εναλλαγές καστανοκίτρινων έως καστανότεφρων αργιλόμαργων, αμμούχων μαργών,
αμμοϊλύων – άμμων και ψαμμιτών.

Στο δεξιό κλάδο, που αντιμετώπισε και τα περισσότερα προβλήματα, η διάνοιξη


μέχρι τη Χ.Θ. 6+830 πραγματοποιήθηκε στα ιζήματα των αργιλικών και
αργιλοαμμωδών μαργών της Κατώτερης ενότητας, με ενστρώσεις κατά τόπους από
φάσεις αμμωδών – αμμοϊλυωδών οριζόντων (συχνότερα σε σχέση με τον αριστερό
κλάδο). Το ύψος των υπερκειμένων από την οροφή της σήραγγας κυμαίνεται από 10
έως 27m, ενώ στις δύο μισγάγγειες που συναντήθηκαν κατέρχεται στα 10 με 13m.

Οι κατακόρυφες μετακινήσεις της στέψης των πλαισίων κυμάνθηκαν από 1 έως


2.5cm περίπου και μόνο σε περιορισμένα τμήματα, όπου στο θόλο συναντήθηκαν
αμμώδεις ορίζοντες, οι μετακινήσεις έφτασαν μέχρι 5cm. Η σημαντικότερη αστοχία
σημειώθηκε περί τη Χ.Θ. 6+685 με κατάρρευση της οροφής της σήραγγας, λόγω
ταχείας εισροής αμμοϊλύος σε τελείως στεγνή μορφή, που εξελίχθηκε στην επιφάνεια
- με ύψος υπερκειμένων 27m - σε κρατήρα και προκάλεσε διατάραξη της ευρύτερης
περιοχής.

Στο τμήμα μετά τη Χ.Θ. 6+830 έως και την έξοδο της σήραγγας συναντήθηκαν
αρχικά στην οροφή και προοδευτικά σε μεγαλύτερο τμήμα της διατομής τα ιζήματα
της Ανώτερης ενότητας. Οι παραμορφώσεις ήταν πλέον αυξημένες και κυμάνθηκαν
από 5 έως 9 cm.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 375

Συμπερασματικά, τονίζεται ότι και στους δύο κλάδους του έργου και ιδιαίτερα
στο δεξιό η γεωλογική σύσταση και δομή της περιοχής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και
οδήγησαν σε μικρές ή και μεγάλες αστοχίες στις θέσεις εκείνες όπου ήταν αισθητή η
παρουσία αμμωδών – ιλυοαμμωδών οριζόντων με μηδενική συνοχή ή και
κορεσμένων με νερό στα πλευρικά τμήματα, στο δάπεδο ή και στο θόλο της
διατομής. Στις περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις των υλικών με τη διάνοιξη του
έργου οδήγησαν μερικές φορές και σε μεγάλες αστοχίες με τη δημιουργία
καμινάδων, ακόμα και σε θέσεις με υπερκείμενα σημαντικού πάχους (27m).

Ανάδρομες αναλύσεις

Στα πλαίσια της διατριβής έγινε επίσης προσπάθεια προσδιορισμού των


γεωτεχνικών παραμέτρων τόσο της Ανώτερης, όσο και της Κατώτερης Γεωτεχνικής
ενότητας, με βάση τις καταγεγραμμένες παραμορφώσεις της διατομής των
σηράγγων. Πραγματοποιήθηκαν έτσι ανάδρομες αναλύσεις με χρήση του
γεωτεχνικού προγράμματος πεπερασμένων στοιχείων 2D Plaxis V8 της εταιρείας
Plaxis BV.

Τα μοντέλα που εξετάσθηκαν για την προσομοίωση της συμπεριφοράς των


Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων κατά τη διάνοιξη υπόγειων τεχνικών έργων είναι το
ελαστικό τέλεια πλαστικό μοντέλο Mohr – Coulomb και το ισότροπο κρατυνόμενο
μοντέλο τύπου CAP με επιφάνεια αστοχίας Mohr – Coulomb, το οποίο και τελικά
επιλέχθηκε ως καταλληλότερο. Η επιλογή του μοντέλου αυτού προέκυψε από τη
σύγκριση των θεωρητικών καμπυλών τάσεων - παραμορφώσεων των δύο μοντέλων
με τις πειραματικές καμπύλες, οι οποίες προσδιορίσθηκαν από τις δοκιμές CUPP, για
τάση αναφοράς pref =σ3=100 KPa και 200KPa.

Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν για την κάθε γεωτεχνική ενότητα χωριστά με


στόχο την απλοποίηση και διευκόλυνση των υπολογισμών. Επιλέχθηκαν δύο
διατομές από τις σήραγγες ΣΑ και ΣΒ, των οποίων η διάνοιξη έγινε στην Κατώτερη
και την Ανώτερη ενότητα αντίστοιχα. Με γνωστές τις πραγματικές παραμορφώσεις
των διατομών κατά την εκσκαφή και υποστήριξη στόχος των αναλύσεων αυτών
ήταν, με τη μεταβολή κάθε φορά αντίστοιχων παραμέτρων, να προκύψουν
παραμορφώσεις ίδιας τάξης μεγέθους με αυτές που μετρήθηκαν κατά τη διάνοιξη σε
κάθε περίπτωση. Για τον σκοπό αυτό λήφθηκαν υπόψη κυρίως οι κατακόρυφες
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 376

παραμορφώσεις του θόλου, εξετάσθηκαν όμως βοηθητικά και οι οριζόντιες και


κατακόρυφες παραμορφώσεις των σημείων 1 και 3 (στις παρειές της Α’ φάσης).

Από τις διαδοχικές ανάδρομες αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν


παρατηρήθηκαν τα εξής γενικά συμπεράσματα που αφορούν και στις δύο ενότητες:
5) Οι μεταβολές της συνοχής c και της γωνίας τριβής φ δεν επηρεάζουν σημαντικά
την παραμόρφωση της διατομής και τα τελικά αποτελέσματα.
6) Αντίθετα, τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η μεταβολή του μέτρου ελαστικότητας
Ε50, κυρίως λόγω της αντίστοιχης μεταβολής του μέτρου αποφόρτισης –
επαναφόρτισης Εur, όπως άλλωστε θα ήταν και αναμενόμενο για την περίπτωση
εκσκαφής σήραγγας.
7) Επιρροή στα τελικά αποτελέσματα φαίνεται να έχει και ο συντελεστής ουδετέρων
ωθήσεων Κο, κυρίως στην εκδήλωση των κατακόρυφων παραμορφώσεων. Έτσι,
η μείωση του Κο (με σταθερές τις λοιπές παραμέτρους) οδηγεί σε αύξηση των
κατακόρυφων παραμορφώσεων και μείωση των οριζόντιων και το αντίστροφο.
8) Η θεώρηση δυνατότητας ανάληψης του 20% των φορτίων αντί για 30%, λόγω
ανακατανομής των τάσεων, δεν μετέβαλε ουσιαστικά τις κατακόρυφες
παραμορφώσεις, αύξησε όμως ελαφρώς τις οριζόντιες.

Ειδικότερα, για την Ανώτερη ενότητα προέκυψε ότι κατακόρυφη παραμόρφωση


του θόλου της τάξης των 4cm επιτυγχάνεται για τις εξής γεωτεχνικές παραμέτρους:
Ε=25MPa, Εur=75MPa, Εoed = 12,5MPa, c=50KPa, φ=32˚, ko=0,60, ν=0,2, γsat= 20,4
KN/m3, γdry= 17,3 KN/m3 και OCR=1,5.

Αντίστοιχα για την Κατώτερη ενότητα προέκυψε ότι κατακόρυφη παραμόρφωση


του θόλου της τάξης των 2.1cm επιτυγχάνεται για τις εξής γεωτεχνικές παραμέτρους:
Ε=35MPa, Εur=105MPa, Εoed = 15,3MPa, c=60KPa, φ=29˚, ko=0,75, ν=0,2, γsat= 20,4
KN/m3, γdry= 18,5 KN/m3 και OCR=2,0.

Οι γεωτεχνικές αυτές παράμετροι στην περίπτωση και των δύο ενοτήτων


βρίσκονται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών και
μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές, ως τάξη μεγέθους, των σχηματισμών
αυτών.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 377

13. GENERAL CONCLUSIONS

In the present Thesis the mechanical behavior of the geological formations that
belong to the transient zone between soils and rocks and are internationally
characterized as “Hard Soils – Soft Rocks” is thoroughly investigated. The research
was focused in the “neogen sediments” and more specifically in the Plio-Pleistocene
and Pleistocene sediments of the Achaia prefecture, particularly in the wider area of
the Patras Ring Road (PRR).

Following a general review on hard soils and soft rocks prevailing in the
international and Greek territory, the design of Patras Ring Road (PRR) was firstly
examined, giving emphasis at the underground works–tunnels, geological
composition, seismotectonic frame, hydrometeorological data, engineering geological
conditions and hydrological regime of the wider area of research. Thereinafter maps
of morphological relief, inclination as well as the engineering geological–
geotechnical map of the area were drawn on a scale of 1:5.000. Based on the data
from surface charting and evaluation of approximately 170 boreholes, a thorough
investigation of geological and stratigraphical structure of the formations was
performed. This resulted to the distinction of the fine – grained sediments of the
research area into two distinguishable units, the Upper and Lower one, which are
presented in the geotechnical cross-sections.

A further documentation of differentiation and simultaneously identification on


those units was achieved by detailed microscopic studies – mineral analysis of these
sediments, as well as an extensive laboratory and in-situ research, while their
behavior was examined through the deformations (convergences) recorded during the
construction of the underground technical works.

Hard soils and Soft rocks–General review

This term basically describes the location of transient or gray zone, as it is often
referred, in the strength scale of the geological formations. According to the
quantitative determinations of ISRM (1981) for rocks, this transient zone is located in
the limit, as far as the unconfined compression strength is concerned, giving for hard
soils values greater than 0.5 MPa and for soft rocks values between 2 and 20 MPa. In
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 378

the present thesis the international experience for these formations is given in detail,
regarding the terminology, geological origin, classification as well as their behavior
in technical works. Regarding the Greek territory, the category of “hard soils–soft
rocks” refers to the sediments of neogene basins, that are generally called “marly
formations”. In this chapter, as well as in other chapters of this thesis, all the studies
performed in these sediments are fully analyzed.

Design of Patras Ring Road.

The length of the project is 18.5 km. Along with the junctions and service roads
the total length reaches 63.1 km, while along with the connection roads it finally
reaches 81.4 km. More specifically, in a length of approximately 8 km, known as
section K1-K4, eight (8) double section tunnels are included, with total length of
single branch 4700 m, as well as five (5) double section bridges, with total length of
single branch 2700 m, while at the same time the highway passes through the old
landfill of the city of Patras at a length of 400 m.

The construction of underground works in these formations comprised a new


experience for the Greek underground construction. More specifically, the method of
flexible support was applied in such formations for the first time worldwide, as well
as the method of full-heading driving in road tunnels for the first time in our country.

Because of the particularity of these works, their individual characteristics


regarding the geometry, construction method, medium–geological environment (from
the engineering geological–geotechnical point of view) are given, along with the
problems encountered and the support measures used.

The underground works are: a) Bozaitika (C+C and twin tunnels), b) Tunnels SA
and SB, c) Archaeological site (tunnel S1 – C+C – tunnel SG) and d) Nursing home
site (tunnel S2).

As far as the construction method is concerned, in (a) the Norwegian method


(NMT) was selected, which is based on the Q rock-mass classification system, with
three phases of excavation, in (b) the New Austrian Method (NATM) was selected in
three individual excavation phases, in (c) for tunnel S1 and tunnel S2 as well as in (d)
the full-heading driving method was selected, while tunnel SG was driven in the same
way as tunnels SA and SB.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 379

Geological composition and seismo-tectonic frame of the wider area of


research–Hydrogeological regime

The area is located in the NWest part of Achaia prefecture. Its geomorphological
picture is a result of the lithological composition, tectonics and the combined action
of erosive–weathering activities. The hydrological net in the Plio-Pleistocene
sediments has been basically developed along the faults and for that reason the
angular form mainly prevails.

In the geological structure the formations of the geotectonic zone of Olonos-


Pindos with limestones and flysch mainly participate, while the post-Alpine
sediments consist of Upper Pliocene–Lower Pleistocene marine, marine-lacustrine
deposits. The mean sediment inclination is low, 10°-30° to the South. Regarding the
tectonic data, two main fault directions E-NE and W-NW dominate, while faults with
E-W direction exist as well. The area constitutes a zone with intense seismic activity.
The large faults of Corinthian gulf, as well as the smaller ones of Patras gulf are
considered as quite dangerous, considering the maximum acceleration they are
expected to give. According to several studies, the acceleration with 90% possibility
of not exceeding for the next 50 years ranges between 0.2g to 0.33g and is
satisfactorily compared to the acceleration 0.24g that is given by the Anti-seismic
Regulation. The area of research is classified as seismic risk zone II.

From the analysis of the hydrometeorological data of the wider area it can be
concluded that the progress of annual precipitation (mean annual value 713.95 mm) is
precisely opposite compared to that of temperature, a fact that encourages
weathering-erosive activities to take place, as well as slaking of clayey sediments
structure, which result to the onset of landslides.

As far as the hydraulic permeability is concerned, the formations were


distinguished in porous, double porosity formations, karstic and impermeable. The
fine grained layers that mainly dominate in the project area have medium to very low
permeability (10-2 to 10-6 cm/sec), according to the lithological unit that prevails
(sands, conglomerates and clayey-marl layers, respectively).
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 380

Design of maps

Following the digitation of the topographical map of the area on a scale 1:5000
and equal-dimension 20 m, as well as that of the Patras Ring Road, the morphological
relief and inclination maps were firstly drawn along with three-dimensional field
models. The morphological relief of the highway axis area presents intensive
hydrographical net with an altitude ranging between 20 to 240 m. Regarding the slope
inclinations, the open road construction is moving on smooth inclinations up to 10°,
while the tunnels and viaducts areas on intense relief with inclinations from 10° to 30°
or even greater than 30°. At the same time, based on the final design drawings of the
project, two longitudinal sections on length / height scale 1:5000 / 1:1000 that
correspond to the left and right branch were drawn and were considered to be
engineering geological–geotechnical sections based on data of the corresponding
map.

The engineering geological–geotechnical map was drawn on a scale 1:5000, with


the use of existing data, site investigation and interpretation of recent aerial photos on
scale 1:15000, while all data derived from borehole logs (approximately 170
boreholes) were also taken into account. Finally, 15 lithological units were
distinguished, to which the significance of stratigraphic succession was given.
Consequently, this is an engineering geological–geotechnical map of special purpose,
big scale and analytic character.

Based on the detailed mapping of an area of 1.2 km from both sides of the road
axis it was derived that the Patras Ring Road is constructed mainly in the fine grained
Plio-Pleistocene sediments, in which two basic units belong (units 11 and 12 of the
map), with a part of the road constructed in the coarser units (8 and 10).

It should be mentioned that during the design and construction of this project
those units were not classified as separate ones, but the formation was considered as a
whole. For this reason, there was not a common place of data evaluation but a
different approach in the design and the solution of problems for each tunnel.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 381

Classification of the fine grained sediments in geotechnical units.

The classification of units 11 and 12 of the fine grained sediments, besides their
surface occurrence at which, the color, composition and cohesion were recorded, was
further investigated based on data derived by boreholes, such as description,
laboratory and in situ tests (SPT), in order to ascertain whether these units are
discernible or form a single formation with small differentiations.

Thus, all borehole logs from approximately 170 boreholes were shown on the
longitudinal sections of the road, which constituted the geotechnical sections for the
investigation area.

By this research the followings were ascertained:

- The fine grained sediments, in which the greater part of the road was constructed,
can be devided into two stratigraphical successive, discernible units, the Upper
Geotechnical Unit, U.G.U.-11 and the Lower Geotechnical Unit, L.G.U.–12. At
places, it is possible to discern an intermediate transient zone–11a, of a small
thickness, from Lower to Upper unit.

- There was absolute confirmation of the surface geology from the boreholes’ data
and the interpretation given regarding the presence and classification of these
units.

- The thickness of the Upper unit ranges between 2 to 37m, that of the transient
zone up to 8m, while that of the Lower unit is expected to be quite high and based
on the results from the geotechnical research higher than 60m.

- The problems associated with the Upper unit are related to the frequent alternation
of individual lithological intercalations, such as brown-yellow to brown-gray
clayey marls, sandy marls, sandy silts, sands and sandstones, that are
characterized for their heterogeneity in cohesiveness, fracturing and weathering as
well as hydraulic permeability. It is possible for them to present perched water
tables, with small capacity, that may however cause very serious problems during
construction. They can also create quite thick weathered zones, a fact that is acts
in a negative way on the small overburden underground works, because of
potential instability.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 382

- On the contrary the Lower unit (usually stiff clayey marls with sparse coarse
intercalations) is practically considered as an impermeable and very cohesive
formation and generally presents a uniform and very good mechanical behavior
on the excavation of underground works. It is underlined that this formation is
discerned for its dense bedding, that at places becomes laminated. This acts
positively in regular moisture content conditions (increased cohesion) and
negatively in cases of wetting, where the detention of water among the
laminations of their structure progressively leads to its collapse. This mainly
happens when these formations become continuously wet by the water of an
overlying unit in places intersected by faults.

- Based on the above particularities of the geotechnical units examined, it is essential


for the research to focus on the detailed classification of these units, both in
surface and in depth, in relation to the technical work designed, as well as on the
evaluation of the individual characters, having as an aim to identify the problems
and successfully solve them.

Mineral composition and structure of “marl” formations

First of all, a detailed analysis of all previous research in the Greek territory
regarding these formations was performed. In the present Thesis petrographical-
mineral analyses performed on ten (10) samples from both Geotechnical units aimed
to further identify–classify them. The percentage of CaCO3 content was also defined
on 15 samples. At the same time, in all samples classification index properties and
mechanical characteristics were determined through laboratory tests.

The general conclusions from the above mentioned research are as follows:

- There is a correlation in the percentage of carbonic calcium content with the clay
and sand content. It is observed that the carbonic calcium percentage is decreased
as we move from marls-clayey marls (CH, CL) to sandy-silts (CL-ML, ML) and
is expected further decreased in the sandy layers SC, SM.

- From the correlation of the percentage of carbonic calcium content with the
cohesiveness of the samples it can be seen that the most cohesive samples present
increased contents of carbonic minerals. In these samples shear strength
parameters (c and f), as well as uniaxial compressive strength are also increased.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 383

- As far as the mineral composition is concerned, samples which are classified as


clayey marls-marls mainly contain calcite, clay minerals and quartz. On the
contrary, samples that contain high percentage of sand and silt (from sandy silts to
sands) present increased quartz percentages, in a way that quartz can constitute
their main component. Quartz is found in small equal-sized grains to very small
grains in the more sandy materials, while in the clayey marls is sparsely found in
larger grains scattered within the mass.

- As far as the clayey minerals are concerned, mainly illite and in a smaller content
montmorillonite are recorded, which compose, along with calcite, the conjunctive
material of rock. The percentage of these minerals is also decreased with the
increase of sand content. In small quantities chlorite can be also found, as well as
mica (moscovite, serikite and biotite) and alvite, while in samples with higher
percentages of sand and silt, hydroxides of iron can also be found, cause of their
increased permeability and consequently increased infiltration of relative
solutions.

More specifically, based on the analyses for the individual geotechnical units the
following can be underlined:

Upper Geotechnical unit samples have light-yellow color and fine grained sandy
texture, increased quartz content (37-39%) and clayey fraction from grain
distribution analysis from 8 to 15%, while from mineral analysis this fraction was
roughly around 35%, indicative of the existence of concretion (the concretion
ratio ranges among 2.62 to 4.58). The clayey minerals that mainly prevail are illite
at 16%, kaolinite at 7-8%, montmorillonite at 5-7% and chlorite at 5-6%, while
calcite ranges between 11.5 to 15%.

Transient zone samples present features from both units; they have light-yellow to
yellow-brown color, smooth texture, leptocrystallic - pilitic fabric and are not
friable. They present rudimentary and indefinite bedding and contain fossils.
Quartz ranges around 23%, silt has a very high percentage, roughly 73%, while
sand is below 2%. The clay fraction percentage is increased, i.e. 25%, while
according to the mineral analysis it is very increased (51%), showing a concretion
ratio of 2.0. Calcite is also increased 20%, while from clayey minerals illite
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 384

participates with a high percentage (26%), kaolinite follows (13%),


montmorillonite (8%) and chlorite (4%).

Lower Geotechnical Unit samples are noticeably differentiated both from those of
the Upper Unit, as well as from those of their own unit, since intermediary types
of silt composition or silt layers prevail at places. Thus, the common clayey marls
appear with decreased sand contents, up to 1.4% and silt (58.5–63.5%) as well as
increased clay contents (35-40%). Based on data from mineralogical analysis,
quartz ranges between 18 to 22%, while calcite is highly increased (30-35%).
From the clayey minerals, kaolinite prevails with 14-18%, illite follows with 10-
15%, montmorillonite presents higher comparative percentages 9.6–10.8% and
finally chlorite with 3%. The total percentage of clayey minerals is roughly 42%
and consequently the concretion ratio ranges from 1.05 to 1.20. These samples are
different from those of transient zone in the concretion ratio, the calcite and
clayey mineral percentage, although they have same structure and texture.

Samples from Lower unit that comprise intermediate types and are characterized
as clayey marls have higher percentages of silt, 71.5–77%, lower percentages of
clayey fraction, 18-21%, while from mineral analysis quartz percentage was
found higher, 31-32%, clayey mineral percentage lower, 39-44%, and the
concretion ratio ranges from 1.84 to 1.88. Finally, calcite ranges lower, 21.6–
22.6%. Clayey minerals are in turn illite, kaolinite, montmorillonite and chlorite.

Laboratory research

Firstly, all data from the 169 boreholes performed for the design of the Patras
Ring Road were concentrated and the results from all laboratory tests executed in
roughly 1100 samples were evaluated, with regard to the mechanical parameters and
the classification index properties.

In the present thesis a number of laboratory tests were also performed on 226
samples taken from natural and artificial slopes from the wider research area, in
places that were selected as representative of the Upper and Lower unit. More
specifically, 226 classification tests, were performed, along with 68 triaxial UU tests,
12 triaxial CUPP tests, 12 uniaxial compressive tests, 46 direct shear tests, 5 one-
dimensional consolidation tests, 39 slake tests and 50 CaCO3 determination tests.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 385

Based on the results from the borehole samples, as well as those from the present
thesis, the limits of grain size distribution variation for both units have as follows:

Upper unit–Grain size distribution limits. Borehole samples


clayey
silt sand gravels
fraction
CL, CH 4-65% 33-80% 0-48% 0-8%
CL-ML, ML 11-29% 30-86% 6-54% 0-4%
SC, SM, GC 3-21% 2-63% 15-90% 0-52%

Lower unit– Grain size distribution limits. Borehole samples


clayey
silt sand gravels
fraction
CL, CH 4-55% 10-85% 0-41% 0-7%
CL-ML, ML 4-38% 43-86% 3-46% 0-1%
SC, SM, GC 1-22% 4-45% 45-95% 0-67%

Transient zone– Grain size distribution limits. Borehole samples


clayey
silt sand gravels
fraction
CL, CH 15-60% 50-76% 0-31% 0-4%
CL-ML, ML 7-16% 50-68% 14-45% 0-1%
SC, SM, GC 7-10% 15-36% 43-78% 0-19%

Upper unit– Grain size distribution limits. Thesis samples


clayey
silt sand gravels
fraction
CL, CH 6-39% 45-87% 1-16% 0%
CL-ML, ML 4-31% 38-92% 0-52% 0%
SC, SM, GC 1-15% 6-47% 51-93% 0%

Lower Unit- Grain size distribution. Thesis samples


clayey
silt sand gravels
fraction
CL, CH 14-48% 45-87% 1-11% 0%
CL-ML, ML 10-50% 38-84% 2-26% 0%
SC, SM, GC 60-97% 0%

The variation limits for the other physical properties of the sediments for both
units (Atterberg limits, specific weight, saturated and dry bulk weight, moisture
content, porosity and void ratio) are presented below:
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 386

Variation of Atterberg limits for Upper and Lower unit. Thesis samples

LL (%) PL (%) PI(%) w (%)


20-65 (mean 4-38 (mean value 5-40 (mean value 2-39 (mean
Upper unit
value 36%) 17.8%) 19.1%) value 19%)
19-66 (mean 12-36 (mean value 3-45 (mean value 10-35 (mean
Lower unit
value 37%) 19%) 18%) value 22%)

Variation of Atterberg limits for Upper and Lower unit. Thesis samples

LL (%) PL (%) PI(%) w (%)


17.5-47.9 (mean 13.0-45.9 (mean 1.8-18.0 (mean 5-28 (mean
Upper unit
value 27.9%) value 20.2%) value 7.9%) value 17.5%)
20.8-59.0 (mean 2.1-28.2 (mean 2.6-31.0 (mean 6.8-29.8 (mean
Lower unit
value 34.5%) value 20.9%) value 13.5%) value 20.2%)

Variation width of physical parameter’s data for both units in the sum of samples
Specific Dry bulk weight Saturated bulk Moisture
Porosity n (%) Void ratio e
weight (KN/m3) weight (ΚΝ/m3) content (%)
2.57 – 2.72 14.50 – 19.70 16.60 – 24.0 7 – 35 21.5 – 50.6 0.36 – 0.66
Upper
(mean value (mean value (mean value (mean value (mean value (mean value
unit
2.70) 17.13) 20.40) 18) 34.5) 0.51)
2.40 – 2.72 14.30 – 20.50 17.70 – 23.10 10 – 35 22.3 – 53.3 0.28 – 0.70
Lower
(mean value (mean value (mean value (mean value (mean value (mean value
unit
2.69) 17.01) 20.40) 22) 35.9) 0.45)

Regarding the activity, the formations from both units are basically classified as
inactive soils (A<0.75), with a small percentage of them classified as normal soils.

Variation of activity for both units

Borehole samples Thesis samples

Upper unit 0.23 – 1.20 (mean value 0.56) 0.13 – 1.64 (mean value 0.54)

Lower unit 0.23 – 1.12 (mean value 0.55) 0.19 – 1.23 (mean value 0.47)

The determination of clayey minerals percentage makes obvious that the


sediments of Upper unit present a higher tendency of concretion compared to that of
the Lower unit.

As far as expansibility of the borehole samples is concerned, most of the samples


of the Lower unit (roughly 71%) present medium to low expansibility, while 90% of
the thesis samples present low expansibility. The Lower unit presents a better
correlation between the borehole and thesis samples, i.e. 75.2% presents low, 19.8%
medium and finally 5% high expansibility.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 387

From the slake durability tests it is shown that the erosion index for both units is
characterized from very low to low, while the plasticity index is characterized low for
the Upper unit and medium for the Lower unit.

Regarding the mechanical parameters, the followings can be underlined:

- Uniaxial compressive strength. The Upper unit borehole samples presented in


28.9% strength that ranges between 300 KPa and 400 KPa, while the 21.7% of the
samples between 200 KPa and 300 KPa. A significant number of samples
(roughly 16.9%) presents values lower than 100 KPa.
The sediments of Lower unit (borehole samples) presented higher values
compared to those of the Upper unit. Thus, a rough percentage of 60% presented
uniaxial compressive strength from 50 to 350 KPa. More specifically, the uniaxial
compressive strength for 21,5% of the samples ranged from 250 to 350 KPa, for
20% from 150 to 250 KPa, while for 19% from 50 to 150 KPa. Moreover, a rough
percentage of 23% presents a uniaxial compressive strength from 350 to 550 KPa.
In the framework of the present thesis twelve uniaxial compressive strength tests
were executed in samples from both horizons. The values of strength for the six
samples from the gray-gray blue marls of the Lower unit ranged from 579 to 1358
KPa, while in six samples from the Upper unit were measured from 133 to 870
KPa, respectively. The corresponding values of moisture content are measured
from 11.73 to 24.97% for the Lower unit and 10.01 to 25% for the Upper unit
Based on strength, these samples are classified as “soils” to “hard soils-soft
rocks” with the samples of Lower unit participating in the second category with a
higher percentage.

- From the direct shear tests without pre-consolidation that were accomplished in
the borehole samples the followings may be underlined:
For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 17 KPa to 139 KPa, with
mean value 59.71 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 60 to
490, with mean value 250.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 5 KPa to 202 KPa, with
mean value 70.52 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 70 to
440, with mean value 26.10.
Respectively, the tests that were accomplished in the thesis samples gave the
following results:
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 388

For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 64.8 KPa to 215 KPa,
with mean value 123.14 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
10.00 to 44.80, with mean value 26.50.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 4 KPa to 404KPa, with
mean value 180 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 6.70 to
46.80, with mean value 24.40.

- From the direct shear tests with pre-consolidation of samples (that were
accomplished only in borehole samples) the results are outlined below:
For the sediments of Upper unit cohesion c ranges from 2 KPa to 96 KPa, with
mean value 36.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 10.50 to
58.50, with mean value 37.70.
For the sediments of Lower unit cohesion c ranges from 4.7 KPa to 113 KPa, with
mean value 55.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 140 to
53.50, with mean value 35.90.
Based on the above results is concluded that the sediments of Lower unit present
lightly higher values of cohesion compared with those of the Upper unit, while the
angle of internal friction φ ranges more or less in the same levels. The dispersion
that is observed in the values of angle of internal friction φ as well as in cohesion
c is mainly explained by the balancing percentages of sand, silt and clay of the
samples, a fact particularly intense in the sediments of Upper unit.

- The results from the triaxial tests UU that were accomplished in the borehole
samples are:
For the sediments of Upper unit cohesion cu ranges from 11 KPa to 325 KPa, with
mean value 127 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 30 to 360,
with mean value 17.70.
For the sediments of Lower unit cohesion cu ranges from 2 KPa to 755 KPa, with
mean value 154.5 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from 20 to
380, with mean value 17.40.
Respectively, from the tests that were accomplished in the framework of the
current thesis the followings may be underlined:
For the sediments of Upper unit cohesion cu ranges from 15.52 KPa to 648.7 KPa,
with mean value 156.62 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
4.740 to 390, with mean value 23.40.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 389

For the sediments of Lower unit cohesion cu ranges from 14.81 KPa to 400 KPa,
with mean value 156.16 KPa, while the angle of internal friction φ ranges from
130 to 460, with mean value 27.010.

From the above paragraphs it results that values of undrained shear strength cu of
the Lower unit are higher compared with those of the Upper unit, a fact rather
expected, if taking into consideration the increased percentages of clayey fraction
of the Lower unit. The high values in the angle of internal friction that samples
presented is explained by the fact that samples from both Upper and Lower unit
contain in average approximately 15% and 10% of sand, respectively, while they
maintain as well very high percentages of silt.

- The results from the triaxial tests CUPP that were accomplished in the borehole
samples are presented in the following table:

Shear strength parameters based on CUPP tests in borehole samples

Upper unit Lower unit


c’ (KPa) 6 – 70 (m. v. 38.1) 3 – 125 (m. v. 55)
f’ (˚) 14.0 – 34.0 (m. v. 24) 14.0 – 39.5 (m. v. 26.3)
c (KPa) 10 – 75 (m. v. 43.2) 8 – 138 (m. v. 64.7)
f (˚) 13.0 – 32.0 (m. v. 22.7) 12.0 – 38.0 (m. v. 23.4)

From the corresponding results for the thesis samples it results that cohesion c' of
marls from Upper unit ranges among 56.66 KPa to 78.85 KPa, while the angle of
internal friction φ ranges from 26.83° to 41.35°. Respectively, cohesion c' of marls
from Lower unit, ranges from 52.80 KPa to 75.68 KPa, while the angle of internal
friction φ ranges from 24.04° to 37.14°.

With regard to the total values of shear strength parameters, Upper unit presented
values c from 53.3 KPa to 104.69 KPa and values φ from 19.41° to 38.97°.
Respectively, Lower unit presented values c from 54.67 KPa to 71.41 KPa and
values φ from 17.69° to 26.44°.

- From the triaxial tests CUPP results is concluded that the formations of Lower unit
present increased values of cohesion c, both in active and total values, compared
with the marls of Upper unit. This fact is explained by the higher percentage of
clayey fraction in the Lower unit and in the decreased percentages of sand,
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 390

compared with the Upper unit. With regard to the angle of internal friciton φ, in the
Lower unit the values are presented lightly increased. This fact can be explained by
the increased percentages of silt in the Lower unit, which are further strengthened
by the concretions of clay minerals.

- Finally, from the consolidation tests in the borehole samples, for the sediments of
Upper unit it results that the compressibility index Es ranges from 2 to 36 MPa for
an external stress 100 KPa (with mean value approximately 5.75 MPa), ranges from
3 to 21.6 MPa for an external stress 200 KPa (with mean value approximately 9.2
MPa) and ranges from 4.5 to 36.6 MPa for an external stress 300 KPa (with mean
value approximately 12.3 MPa).

For the sediments of Lower unit the compressibility index Es ranges from 1 to 46
MPa for an external stress 100 KPa (with mean value approximately 8.85 MPa),
ranges from 2.3 to 40 MPa for an external stress 200 KPa (with mean value
approximately 12.3 MPa) and ranges from 3.6 to 51.1 MPa for an external stress
300 KPa (with mean value approximately 14.85 MPa). The values are lightly
increased in the case of Lower unit; however in general terms they remain in low
levels for both units.

For the thesis samples, which they belong in the Lower unit, the coefficient of
consolidation Cc ranges among 0.043 to 0.102, the pre-consolidation stress ranges
from 150 to 370 KPa and the void ratio ranges from 0.432 to 0.666, while the
moisture content was found from 18.09 to 24.97%.

Standard Penetration Tests (SPT)

From the classification of SPT data it can be derived that for the formations of
Upper unit NSPT ranges from N=7 to denial (N=100), with mean value approximately
N=38 (without considering denials), while for the formations of Lower unit NSPT
ranges from N=12 to denial (N=100), with a corresponding mean value
approximately N=45 (the values have not be corrected due to depth or underground
water). For the Upper unit it has to be mentioned that the majority of samples, in
which denial was recorded were mainly sands and gravels.

More specifically the followings may be observed:


ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 391

- In the Upper unit most of the samples (approximately 24.5%) present N=20-30
percussions/30cm penetration, approximately 18% of the samples present N=30-
40, 16% of samples N=10-20 and approximately 12% of samples give values
N=40-50 and 12% present N=50-60 percussions/30 cm of penetration.

- In the Lower unit the number of percussions is increased compared to that of the
Upper unit, with most of the samples (approximately 24%) presenting N=30-40
percussions/30cm penetration, while approximately 19.5% of samples present
N=20-30 percussions / 30cm of penetration.

- Lower unit generally records greater values of NSPT compared to those of the
Upper unit, as most of the samples present values from N=40 to N=90 percussions
/ 30cm penetration, while the percentage of samples with SPT values from N=10
to 20 percussions is quite decreased.

In the following Table, the engineering geological – geotechnical features and the
physical and mechanical properties of the Upper and Lower unit formations are
summarized, which generally define the behaviour of these formations, especially at
the construction of underground works.

Convergences of underground technical works and behavior of geological


formations during construction

The tunnel sections deformations that were recorded reflect first of all the
behavior and stress condition of the geological formations in general during
construction and in particular that of the distinguished geotechnical units, in
comparison to other factors, such as the height of the overburden, the tunnel support
measures and construction method particularly in the case of twin tunnels etc.

More analytically, the recorded convergences per tunnel have as follows:

Twin tunnels at Bozaitika “Ag. Varvara”

The maximum vertical deformations of the left branch were observed in the high
overburden area (up to 65m) and are closely connected to the formations encountered
(presence of sandy silt layers at crown, fully saturated, as distinct lenses in the Lower
unit mass), as well as the support measures applied.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 392

Upper Unit Lower Unit

Continuous succession of the various lithological


layers, such as brownish yellow to brownish gray Usually stiff clayey marls with some coarse grained
Lithology
clayey marls, sandy marls, sandy silts, sands and intercalations.
sandstones.
Depth 2 to 37 m > 60m

Colour Brownish yellow to brownish gray. Gray to grayey blue.

Ground water Perched ground water horizons of low capacity, in the


Practically impermeable formation.
resime sandy – sandstone layers..
This formation is generally cohesive and presents
Wide range, due to heterogenity in grain size
Consistency satisfactory mechanical behaviour in natural water
distribution.
content conditions..
CaCO3 From 4 to 21,5% From 6 to 38%.

ΝSPT Av. 38 blows / 30cm of penetration. Av. 45 blows / 30cm of penetration.

Classification
Clays, marly clays and marlstones. Marly clays, marlstones, clayey marls and marls.
based on CaCO3

Problems when the formation is saturated (mainly along


α) by their heterogeneity
fault zones), as it destructures and progressively
Potential problems b) by the presence of perched ground water horizons
collapses, as well as when sandy – sandy silty layers,
and c) by the thick weathering zones they create.
usually saturated, are met.

General No fossils. They usually contain fossils.

Grain size clay : 4 - 65%, silt : 33-87%, sand : 0 - 48%, clay : 4 - 55%, silt : 10 - 87%, sand : 0 - 41%,
distribution gravel : 0 - 8% gravel : 0 - 7%

Atterberg limits LL : 17 - 65%, PL : 4 - 46%, PI : 2 - 40% LL : 19 - 66%, PL : 2 - 36%, PI : 3 - 45%

Activity 0,13 - 1,64 0,19 - 1,23

Specific weight 2,57 - 2,72 2,40 - 2,72


3 3
Dry unit weight 14,5 - 19,7 ΚΝ/m 14,3 - 20,5 ΚΝ/m
3 3
Wet unit weight 16,6 - 24,0 ΚΝ/m 17,7 - 23,1 ΚΝ/m
Natural moisture
7 - 35 % 10 - 35%
content
Void ratio 0,36 - 0,66 0,28 - 0,70

Slake durability Id1 25,82 - 63,72% 2,67 - 66,07%


Uniaxial compr.
26 - 1010 KPa 35 - 1700 KPa
strength
Unconsolidated
c : 17 - 215 KPa c : 4 - 404 KPa
Direct shear φ : 6 - 49° φ : 4 - 47°
strenght Consolidated
c : 2 - 96 KPa c : 5 - 113 KPa
φ : 10,5 - 58,5° φ : 14 - 53,5°
UU triaxial test
cu : 11 - 358 KPa cu : 2 - 755 KPa
φu : 3 - 39° φu : 2 - 46°
Triaxial stress
CUPP triaxial test
c' : 6 - 79 KPa c' : 3 - 125 KPa
φ' : 14 - 41,5° φ' : 14 - 39,5°
σ1=100 Kpa : Es = 2 - 36 Mpa σ1=100 Kpa : Es = 1 - 46 Mpa
σ1=200 Kpa : Es = 3 - 21,6 Mpa σ1=200 Kpa : Es = 2,3 - 40 Mpa
Consolidation σ1=300 Kpa : Es = 4,5 - 36,5 Mpa σ1=300 Kpa : Es = 3,6 - 51 Mpa
Cc : 0,057 - 0,382 Cc : 0,043 - 0,268
e0 : 0,344 - 0,925 e0 : 0,390 - 0,865
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 393

The maximum deformations reported in the right branch, 8-10 cm, were also
observed in the high overburden area (up to 62m) and are closely connected to the
presence of sandy layers in the Lower unit mass. Generally, the geological conditions
of the right branch encourage the development of large convergences.

On the contrary, in the low overburden area, where the formations of Lower unit–
12 and/or Transient zone–11a prevail, much smaller values of convergences were
recorded. It has to be taken into consideration that in this zone an extensive use of
fore-polling was made.

Twin tunnels SA and SB

The maximum deformations reported in the right branch of tunnel SA, was 3cm
close to the southern portal, while in the left branch the maximum convergence was
2.5cm. For tunnel SB the relevant deformations were 4.5cm for the right branch close
to its portals and 3 cm for the left branch.

Generally, the maximum vertical deformations were observed for both tunnels in
the low overburden areas. These tunnels presented relatively small deformations and
faced no difficulties during construction. This can be mainly attributed to the
lithological composition of the formations encountered, where the stiff clayey marl
dominated. The deformations were slightly higher only in low overburden areas
(basically the area of the portals), where the weathered – fissured zone of the Upper
unit formations were found. Moreover, the geometry of the layers is positive (small
dip to south), which enabled the construction of the tunnel from north to south and in
particular with the absence of water, as the sandy layers could not lead their water
contents towards the tunnels excavation. Finally, it should be mentioned that both
tunnels are driven through uniform slopes, without intermediate plunging that could
be associated to faults, areas where the formation is particularly highly fractured and
destructured with decreased mechanical characteristics.

Twin tunnels of Archaeological Site (S1)

In the left branch the vertical deformations ranged from 1.5 to 2.5 cm, except for
the southern portal area, where they were decreased, i.e. 0.9 to 1.8cm. The rather
small and uniform values of convergences along the tunnel are justified, considering
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 394

the fact that the formations of unit 10 that were encountered, are homogeneous and
cohesive, overlying the layers of stiff clayey marls of the Lower unit-12.

In the right branch a similar behavior was observed, i.e. vertical deformations
between 1cm and 2cm and only in the south portal area (zone of low overburden)
they reached 2.6 cm.

Twin tunnels of Girokomio area (S2)

In the left branch vertical deformations up to Chainage 6+700 ranged between 1


and 2 cm, with an overburden height from 19 to 34m. From Chainage 6+570 to
6+630 vertical deformations reached up to 2.8 cm with a lower overburden heights
(19 to 25 m). In this area, up to Chainage 6+700, which is dominated by the clayey
marls of the Lower unit-12 with intercalations of sandy - sandy silty layers and more
specifically around 6+581, a chimney type failure occurred that reached the surface.
This failure occurred due to the presence at the crown area of lenses of sands, sandy
silts and sandstones within the clayey marl mass, fully saturated from lateral
transfusions.

On the southern half of the left branch, from Chainage 6+700 to 6+900, an
increase in crown vertical deformation values was observed, as they varied from 4 to
7cm, with an overburden thickness from 30 to 9m near to the south portal of the
branch. The deformations are exclusively connected to the lithological composition of
the formations, which in this case evolve into sediments of the Transient zone and in
the area close to the portal mainly consist of alternations of brown-yellow to brown-
gray clayey marls, sandy marls, sandy silts, sands and sandstones.

In the right branch, where most of the problems occurred, the excavation up to
Chainage 6+830 was mainly done in clay and sandy-clay marls of the Lower unit,
with intercalations of sand and sandy-silt horizons (more frequently, compared to the
left branch). The thickness of the overburden ranges from 10 to 27m, while in the two
plunges decreases to 10-13m.

The vertical deformations ranged from 1cm to approximately 2.5 cm and only in a
limited number of sections, where sandy layers were met at the crown of the tunnel,
they reached up to 5 cm. The most important failure occurred in Chainage 6+685,
where the tunnel crown collapsed, due to a rapid surge of perfectly drain sandy silt.
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 395

This failure reached the surface (overburden height of 27 m) and caused destruction
of the wider area.

In the area from Chainage 6+830 to the south portal of the tunnel the Upper unit
sediments were met, initially at the crown area and progressively at the greatest part
of the tunnel section. The deformations were rather increased and varied from 5 to 9
cm.

As a conclusion, it is underlined that in both tunnel branches and particularly in


the right branch the geological composition and structure of the formations played a
significant role and led in minor or even major failures, at areas where the presence of
sand and sandy silt layers with no cohesion, but usually saturated was perceptible in
the sides, the invert or even the crown. In these cases, the deformations caused by the
tunnel excavation led sometimes in major chimney type failures, even at high
overburden areas (27m).

Back analysis

In the present Thesis an effort was made to determine the geotechnical parameters
of the Upper and Lower Geotechnical Units, based on the recorded deformations of
the tunnel sections. For that reason back analyses were performed with the use of the
geotechnical finite element program Plaxis V8 of Plaxis BV.

The models considered for the simulation of the Pliopleistocene sediments’


behavior during a tunnel construction were the elastic – perfectly plastic Mohr –
Coulomb model and the isotropic hardening soil model with CAP yield and a Mohr –
Coulomb failure surface, which was finally chosen as most appropriate. The choice of
this model was based on the correlation of the theoretical stress strain curves of the
two models with the experimental ones, from the CUPP triaxial tests for reference
stress values of pref =σ3=100 KPa and 200KPa.

The analyses were performed separately for each geotechnical unit, so as for the
calculations to be simplified. Two tunnel sections from tunnels SA and SB were
chosen, as representatives of the Upper and Lower geotechnical units. The aim of
these analyses was to define deformations close to those actually recorded, by
applying different geotechnical parameters at each time. For this purpose the vertical
deformations of the crown were mainly considered, while the horizontal and vertical
ΚΕΦ.13. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελίδα 396

deformations of points 1 and 3 (at the sides of the top heading excavation) were
additionally examined.

From the series of back analyses performed the following general conclusions,
which refer to both the two units, can be reported:
1) The change in cohesion c and internal friction φ values does not have a significant
impact on the tunnel section deformation and the final results of the program.
2) On the contrary, the alteration of the Young’s modulus value, E50, seems to play
an important role, mainly due to the relevant change of the Young’s modulus for
unloading and reloading Eur value, which would in every case be expected for a
tunnel excavation.
3) The final results of the program are also influenced by the change of the Ko
values, mainly as far as the vertical deformations are concerned. More
specifically, the Ko reduction (retaining the other parameter values steady) leads
to an increase of the vertical deformations and a decrease of the horizontal ones
and vice versa.
4) The consideration that the formations have the ability to undertake through
redistribution 20% of the stresses developed instead of 30% did not have a
significant impact on the final results of the analyses, apart from slightly
increasing the horizontal deformations.

More specifically, for the formations of the Upper unit the geotechnical
parameters that lead to crown vertical deformation of 4cm are the following:
Ε=25MPa, Εur=75MPa, Εoed = 12,5MPa, c=50KPa, φ=32˚, ko=0,60, ν=0,2, γsat= 20,4
KN/m3, γdry= 17,3 KN/m3 and OCR=1,5.
For the Lower unit formations respectively, the geotechnical parameters that lead
to crown vertical deformation of 2.1cm are the following: Ε=35MPa, Εur=105MPa,
Εoed = 15,3MPa, c=60KPa, φ=29˚, ko=0,75, ν=0,2, γsat= 20,4 KN/m3, γdry= 18,5
KN/m3 και OCR=2,0.
The geotechnical parameters derived for both the Upper and Lower unit are in
good agreement with the laboratory tests results and can be considered as
representative of these formations.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 397

14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Adachi, T. & Oka, F. 1993. On the fundamental problems in modelling of


mechanical behaviour of soft rocks and hard soils. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
2. AFTES (Association Francaise des Travaux en Souterrains) Working Group, No 7,
1986. Tunnel support and lining (Gesta, P. et al).
3. Akai, K. 1993. Testing methods for indurated soils and soft rocks - Interim report.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
4. Akroyd, T.N.W. 1969. Laboratory testing in Soil Engineering. Soil Mechanics
Limited, London, 233p.
5. Anagnostopoulos, A.G., Kalteziotis, N., Tsiambaos, G.K. and Kavvadas, M.
1991. Geotechnical properties of the Corinth Canal marls. Geotechnical and
Geological Engineering, 9, pp.1-26.
6. Anagnostopoulos, A. , Christoulas, St., Kalteziotis, N. and Tsiambaos G. 1989.
Some geotechnical aspects of the marls of the Corinth Canal. XI Int. Conference on
Soil Mechanics and Foundation Engineering, vol.1, Rio de Janeiro.
7. Ανδρονόπουλος, Β. 1985. Γεωλογία και τεκτονική της μάργας του Πειραιά.
Πρακτικά Ημερίδας “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ,
Αθήνα, σελ. 5-20.
8. ASTM (1990). “Annual book of ASΤM standards”, Vol. 04.08. American Society
for Testing and Materials, Philadelphia, PA.
9. Attewell, P.B. 1993. Tunnelling and Site investigations. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical engineering of Hard Soils – Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
10. Barnes, G.Ε. 2000. Soil Mechanics: Principles and Practice. In Trans. in Greek.
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2005.
11. Barton, N., Lien, R. and Lund, J. 1974. Engineering classification of rock masses
for the design of tunnel support. Rock Mech. 6(4) : 189-236.
12. Barton, N. et al 1992. Norwegian method of tunnelling. World Tunnelling.
13. Bell, F.G., Cripps, J.C., Culshaw, M.G. & Entwisle, D. 1993. Volume changes in
weak rocks: Prediction and measurement. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 398

14. Βουδούρης, Κ. 1995. Υδρογεωλογικές συνθήκες του ΒΔ τμήματος του νομού


Αχαΐας. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών.
15. Božinović, D., Ćorić, S., Vujanić, V., Jotić, M. & Jelisavac, B. 1993. Slope
stability analysis in stiff fissured clays and marls. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
16. Bozzano, F., Marcoccia, S., Barbieri, M. 1999. The role of calcium carbonate in
the compressibility of Pliocene lacustrine deposits. Quarterly Journal of
Engineering Geology, 32. The Geological Society of London, pp 271-289.
17. British Standards Institution, BS 5930:1981. “Code of practice for site
investigations”, (formerly CP 2001), London.
18. Brown, E.T. 1981. Rock characterization- Testing and Monitoring. ISRM
Suggested Methods. Pergamon Press.
19. Burland, J.B.et al (eds) 2001. Building response to tunneling. Case studies from
construction of the Jubilee Line Extension, London. Ciria, Thomas Telford.
20. Burland, J.B. 1984. Building on expansive rocks. 1st National Conf. on the Science
and Technology of Buildings with special reference to buildings in Hot climates.
Khartoum, Sudan, theme lecture.
21. Burland, J.B. 1989. Small is beautiful – the stiffness of soils at small strains. 9th
Bjerrum memorial lecture. Can. Geotechnical Journal 26.
22. Burland, J.B., 1990. On the compressibility and shear strength of natural clays.
30th Rankine lecture. Geotechnique XL, No3.
23. Cavounidis, S. and Sotiropoulos, E. 1979a. A report on slides on slopes of marly
clay. Proceedings, 6th Asian Regional Conference, Singapore, 1, pp.209-212.
24. Cavounidis, S. and Sotiropoulos, E. 1979b. Strain softening marly rock.
Proceedings, 4th Congress ISRM, Montreux, 1, pp.63-67.
25. Cavounidis, S. and Sotiropoulos, E. 1980. Hypothesis for progressive failure in a
mar”. J. of the Geotechnical Eng. Division, ASCE, vol.106.
26. Casagli, N., Garzonio, C.A. & Nanni, T. 1993. Geomechanical characterization
and slope instability of the marly sea cliffs of Ancona, Italy. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
27. Chandler, R.J. 1969. The effect of weathering on the shear strength properties of
Keuper Marl. Geotechnique, 19, No 3, 321-334.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 399

28. Christoulas, S., Kalteziotis, N., Tsiambaos, G., Sabatakakis, N. 1987.


Engineering Geology of soft clays. Examples from Greece. Δελτίο ΚΕΔΕ, ειδική
έκδοση.
29. Γκάσιος, Ε. & Χριστοδουλιάς, Ι. 1988. Προβλήματα διογκούμενων αργιλικών
εδαφών του Θηβαϊκού πεδίου στην εθνική οδοποιία. Δελτίο ΕΓΕ, τεύχος ΧΧ, Νο 3.
30. Γκάσιος, Ε., Χριστοδουλιάς, Ι. 1988. Μηχανική συμπεριφορά διογκούμενης
αργίλου Θηβαϊκού πεδίου. Πρακτικά 1ου Πανελλ. Συνεδρίου Γεωτεχνικής
Μηχανικής, ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Τ-1, σελ. 33-36, Αθήνα.
31. Clayton, C.R.I. & Serratrice, J.F. 1993. General report: The mechanical
properties and behaviour of hard soils and soft rocks. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
32. Corthésy, R., Gill, D.E. 1993. Stress measurement in soft rocks. Proc. of Int.
Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema,
Rotterdam.
33. Chryssanthakis, P., Barton, N., Løset, F., Dallas, A., Mitsotakis, K. 1998.
Excavating in weak rocks with the Norwegian Method of Tunnelling (NTM). 8th
International IAEG Congress. Balkema, Rotterdam, p.p. 3663-3671.
34. Davis, A.G. 1967. The mineralogy and phase equilibrium of Keuper Marl. Engng.
Geol., 1, 25-38.
35. Deere, D., Don, U., Varde, O., 1986. Engineering geological problems related to
foundations and excavations in weak rocks, general report. Proc. 5th Int. AEG
Congress, Buenos Aires. Balkema, Rotterdam.
36. Dixon, B.J., Weed, B.S. 1977. Minerals in Soil Environment. Soil Science Society
of America, Madison, Wisconsin, USA. p. 948.
37. Dobereiner, L. & de Freitas, M.H. 1984. Investigation of weak sandstones.
Engineering Group of the Geological Society, 20th Regional Meeting, Site
Investigation Practice: Assessing BS 5930. Surrey.
38. Dounias, G.T., Costopoulos, S. & Kavounidis, S. 1993. A marl of Samos as fill.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical engineering of Hard Soils – Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
39. Δούτσος, Θ., Κοντόπουλος, Ν., Κούκης, Γ., Φρυδάς, Δ., Πουλημένος, Γ.,
Κουκουβέλας, Ι., Ζεληλίδης, Α. 1989α. Νεοτεκτονικός χάρτης: Φύλλο Πάτρα,
κλίμακα 1:100.000. Τομέας Γενικής – Θαλάσσιας Γεωλογίας & Γεωδυναμικής.
Παν/μιο Πατρών.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 400

40. Δούτσος, Θ., Κοντόπουλος, Ν., Πουλημένος, Γ. 1989β. Νεοτεκτονικός χάρτης :


Φύλλο Αίγιο, κλίμακα 1:100.000. Τομέας Γενικής – Θαλάσσιας Γεωλογίας &
Γεωδυναμικής. Παν/μιο Πατρών.
41. Doutsos, T., Kontopoulos, N., Ferentinos, G. 1985. Das westliche Ende des
Korinth – Graben. Neues Jb. Geol. Paläont. Mh. 11, 652-666, Stuttgart.
42. Doutsos, T., Kontopoulos, N., Frydas, D. 1987. Neotectonic evolution of the
north-western continental Greece. Geol. Rundsch., 76/2, Stuttgart. pp. 433-450.
43. Doutsos, T., Kontopoulos, N., Poulimenos, G. 1988. The Corinth – Patras rift as
the initial stage of continental fragmentation behind an active island arc (Greece).
Basin Research, 1, pp.177-190.
44. Doutsos, T. Poulimenos, G. 1992. Geometry and kinematics of active faults and
their seismotectonic significance in the western Corinth – Patras rift (Greece).
Journal of Structural Geology, Vol. 14, No 6, pp. 689-699.
45. Δρακόπουλος, I., Μακρόπουλος, K., Λατουσάκης, I., Σταυρακάκης, Γ.,
Τσελέντης, A. 1987. Σεισμολογική μελέτη περιοχής Ρίου - Αντιρρίου.
Πανεπιστήμιο Αθηνών.
46. Duffaut, P. 1981. Structural weakness in rocks and rock masses. Tentative
classification and behaviour. Int. Symposium on Weak Rock, Tokyo.
47. Ďurove, J., Hatala, J., Maras, M. & Hroncová, E. 1993. Support’s design based
on physical modelling. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard
Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
48. E105-1986. Προδιαγραφές εργαστηριακών δοκιμών Εδαφομηχανικής. ΥΠΕΧΩΔΕ/
ΚΕΔΕ.
49. Einstein, H.H. and Bischoff, N. 1975. Design of tunnels in swelling rock. 16th
Symposium on Rock Mechanics. Minneapolis, U.S.A.
50. Ελεζόγλου, Θ. 2000. Η συμβολή της Τεχνικής Γεωλογίας στην κατασκευή
σηράγγων. Η περίπτωση των σηράγγων ΣΑ (Χ.Θ. 2+902 – 3+065) και ΣΒ (Χ.Θ.
3+502 – 3+683,04) της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών. Διπλωματική εργασία..
Ε.Μ.Π. Σχολή Μεταλλειολόγων-Μεταλλουργών Μηχανικών.
51. Forth, R.A. and Platt-Higgins, P.M. 1981. Methods of investigation of weathered
rocks in Hong Kong. International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
52. Franklin, J.A. and Chandra, A. 1972. The slake – durability test. Int. Jl. Rock
Mech. Min. Sci., 9, pp. 325-341.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 401

53. Frydas, D. 1987. Kalkiges Nannoplankton aus dem Neogen von NW – Peloponnes.
N.Jb.Geol. Paläont. Mh. 5, pp.274-286.
54. Frydas, D. 1989. Biostratigraphische Untersuchungen aus dem Neogen der NW-
und-W Peloponnes, Griechenland. N.Jb.Geol.Paläont. Mh. Stuttgart, pp.321-344.
55. Frydas, D., Kontopoulos, N., Stamatopoulos, L., Guernet, C., Voltaggio, M.
1995. Middle – Late Pleistocene sediments in the north-western Peloponnesus,
Greece. A combined study of biostratigraphical, radiochronological and
sedimentological results. Berliner geowiss. Abh., E16, Gundolf – Ernst –
Festschrift, Berlin. pp. 589-605.
56. Gable, J.C. 1971. Durability – plasticity classification of shales and other
argillaceous rocks. Ph.D Thesis, University of Illinois.
57. Gamon, T.I. 1983. A comparison of existing schemes for the engineering
description and classification of weathered rocks in Hong Kong. Bulletin of the
IAEG. Paris.
58. Haberfield, C.M., Johnston, I.W. 1993. Factors influencing the interpretation of
pressuremeter tests in soft rock. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of
Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
59. Hamprol, A. 1961. A quantitative classification of the weathering and
weatherability of rocks. 5th Proc. Int. Conf. Soil Mech. Found. Eng. Paris.
60. Hatheway, A.W. 1990. Perspectives No 5: weak rock, poorly lithified cockroaches
and snakes. AEG News 33(3) : 33-36.
61. Hoek, E. 1999. Support for very weak rock associated with faults and shear zones.
Distinguished lecture for the opening of the Int. Sym. on Rock Support and
Reinforcement Practice in Mining, Kalgoorlie, Australia.
62. Hoek, E., Kaiser, P.K. and Bawden, W.F. 1998. Support of Underground
Excavations in Hard Roc. Balkema, Rotterdam.
63. Holtz, R.D., Kovacs, W.D. 1981. An introduction to Geotechnical Engineering.
Prentice – Hall Civil Engineering and Engineering Mechanics Series, 733 p.
64. Hsu, S.-C. and Nelson, P.P. 1993. Characterization of cretaceous clay shales in
North America. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils -
Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
65. Huergo, P.J., Christoulas, S.G., Tsiambaos, G.K. 1987. Some geotechnical
aspects of Iraklion marls. Bulletin of the AEG. Vol.XXIV, No1, pp.93-103.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 402

66. Imano, K. 1981. Bearing capacity of power transmission line tower foundation
installed on weathered rock. International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
67. ISSMFE Working Committee ERTC9, Feb.1997. Geotechnical aspects of the
design of shallow bored tunnels in soils and soft rock.
68. Θεοφανόπουλος, Π. και Θεοφανόπουλος, Ν. 1985. Μηχανική συμπεριφορά
αργιλικών εδαφικών υλικών με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου
«Scanning». Πρακτικά 2ης Ελληνικής Ημερ. Γεωτεχνικής “Παράμετροι σχεδιασμού
θεμελιώσεων”, ΕΕΕΕΘ, Αθήνα, σελ. 321-330.
69. Ι.Γ.Μ.Ε., 1971. Γεωτεχνικός χάρτης κλίμακας 1:50.000. Φύλλο Ναύπακτος.
70. Ι.Γ.Μ.Ε., 1984. Γεωτεχνικός χάρτης κλίμακας 1:50.000. Φύλλο Χαλανδρίτσα.
71. I.A.E.G., 1976. Guide for the preparation of geotechnical maps. Unesco Press,
Earth Sciences, No 15.
72. ISRM, 1981. Rock Characterization, Testing and Monitoring (ISRM Suggested
methods). Editor E. Brown. Pergamon Press, New York, 211p.
73. Johnson, R.B. and DeGraff, J.V. 1988. Principles of Engineering Geology. John
Wiley and Sons, pp. 497.
74. Johnston, I.W. and Novello, E.A. 1993. Soft rocks in the geotechnical spectrum.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
75. Καβουνίδης, Σ. 1980. Μερικές παρατηρήσεις από την εξέταση μάργας με
ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Τεχνικά Χρονικά, 2, σελ. 24-27.
76. Καβουνίδης, Σ. 1985. Γεωτεχνική θεώρηση των αργιλικών ημίβραχων. Πρακτικά
Ημερίδας “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ, Αθήνα, σελ.
23-64.
77. Καβουνίδης, Σ., Τίκα, Θ., Ντουνιάς, Γ.Θ. 1988. Ελληνικές μάργες στο
μικροσκόπιο. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ,
Αθήνα, Τ.1, σελ. 59-62.
78. Καβουνίδης, Σ. 1988. Πρόταση ενιαίας προσέγγισης της μηχανικής συμπεριφοράς
των μαργών. Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ,
Αθήνα, Τ.3, σελ. 191-192.
79. Καλλέργης, Γ. 1987. Εφαρμοσμένη Υδρογεωλογία, τόμος A. Εκδόσεις Τ.Ε.Ε,
Αθήνα.
80. Καλλέργης, Γ. 1987. Εφαρμοσμένη Υδρογεωλογία, τόμος B. Εκδόσεις Τ.Ε.Ε,
Αθήνα.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 403

81. Καλλέργης, Γ. 1993. Υδατικό δυναμικό της Αχαΐας – Ξηρασία και Επιπτώσεις –
Το πρόβλημα της ύδρευσης της Πάτρας. Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
Συμπεράσματα και προτάσεις της Ημερίδας της 28-4-1993.
82. Καλτεζιώτης N., Τσιαμπάος Γ., 1992. “Παράγοντες που επηρεάζουν την
παραμένουσα διατμητική αντοχή των μαργών”. Πρακτικά 2ου Πανελ. Συν.
Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ - ΕΕΕΕΘ, Θεσσαλονίκη. σελ. 51 – 58.
83. Καρβέλας, Λ. 2004. Γεωμηχανικοί χαρακτήρες των αργιλομαργαϊκών
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων (κατώτεροι ορίζοντες) στην ευρύτερη περιοχή της
πόλης των Πατρών. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
84. Καρράς, Γ. 1973. Κλιματική ταξινόμηση της Ελλάδας σύμφωνα με τη μέθοδο
Thornthwaite. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 200.
85. Κατριβέσης, Ν. 2003. Τεχνικογεωλογικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή της
πόλεως των Πατρών. Κωδικοποίηση και στατιστική επεξεργασία των στοιχείων.
Χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S). Διδακτορική Διατριβή,
Παν/μιο Πατρών.
86. Κατσικάτσος, Γ. 1992. Γεωλογία της Ελλάδας. Παν/μιο Πατρών. ΟΕΔΒ. σελ. 451.
87. Kavvadas, M., Anagnostopoulos, A., Leonardos, M. & Karras, B. 1993. A
frame work for the mechanical behaviour of cemented Corinth marl. Proc. of Int.
Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema,
Rotterdam.
88. Keller, W.D. 1964. The origin of high alumina clay minerals – a review. Proc. of
12th National Conference, Monograph, No 19, pp. 126-151. Earth Sciences series,
Pergamon.
89. Koichi Akai, Yuzo Ohnishi and Atsushi Yashima, 1981. Strain- softening
behaviour of soft sedimentary rock in triaxial test condition. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
90. Kojima, K., Saito, Y. and Yokokura, M. 1981. Quantitative estimation of
swelling and slaking characteristics for soft rockmass. International Symposium on
Weak Rock, Tokyo.
91. Κονίνης, Γ.Ε. κ.ά. 2006. Συσχέτιση της αστράγγιστης διατμητικής αντοχής και της
τάσης προστερεοποίησης μαργαϊκών εδαφών. 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, . ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Ξάνθη.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 404

92. Kontopoulos, N., Zelilidis, A. 1992. Upper Pliocene lacustrine environments in the
intramontane Rio graben basin, NW Peloponnesus, Greece. N.Jb.Geol.Paläont.Mh.,
H.2,Stuttgart, pp.102-114.
93. Kontopoulos, N., Zelilidis, A. 1997. Depositional environments of the coarse-
grained lower Pleistocene deposits in the Rio – Antirio basin, Greece. Proc. Int.
Symposium on Engineering Geology and the Environment, IAEG, Athens. vol.1,
Balkema, Rotterdam.
94. Κούκη, Α., Παπατριανταφύλλου, Β. 1999. Σήραγγες σε μαλακούς βράχους. Η
περίπτωση διδύμων σηράγγων της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών. Διπλωματική
Εργασία. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Ε.Μ.Π., Τομέας Γεωτεχνικής Μηχανικής.
95. Κούκης, Γ. 1977. Έρευνα επί της γεωλογικής δομής και των φυσικών - μηχανικών
χαρακτηριστικών των νεογενών ιζημάτων της περιοχής Πύργου Ηλείας. Δελτίο
ΔΕΚΕ, τ.2.
96. Κούκης, Γ. 1981. Γεωλογική δομή και φυσικά-μηχανικά χαρακτηριστικά των
ιζημάτων της νεογενούς λεκάνης Κοζάνης- Σερβίων στην περιοχή Βαθύλακου.
Ορυκτός Πλούτος, Νο12.
97. Κούκης, Γ., Σαμπατακάκης, Ν. 1991. Index properties and their correlations for
the marly and dolomitic limestones of Athens basin, Greece. Ορυκτός Πλούτος,
Νο72.
98. Κούκης, Γ. , Σαμπατακάκης, Ν. 2002. Τεχνική Γεωλογία. Εκδόσεις
Παπασωτηρίου, σελ. 514..
99. Κούκης, Γ., Τσιαμπάος, Γ., Σαμπατακάκης, Ν. 1994. Τεχνικογεωλογικές-
γεωτεχνικές συνθήκες της πόλης των Πατρών. Δελτίο ΚΕΔΕ, τ. 121-124.
100. Κούκης, Γ., Χριστοδουλιάς, Ι., Γκάτσος, Β. 1990. Η επίδραση της υδρασβέστου
και του χλωριούχου νατρίου στη βελτίωση των διογκούμενων εδαφών του
Θηβαϊκού πεδίου. Δελτίο ΚΕΔΕ, τεύχος 105-106.
101. Κούκης, Γ., Χριστοδουλοπούλου, Τ. 1997. Εδαφικοί και βραχώδεις σχηματισμοί.
Φυσικά-μηχανικά χαρακτηριστικά και εργαστηριακοί προσδιορισμοί. Εκδόσεις
Παν/μίου Πατρών, σελ. 392.
102. Kouki, Α. 2000. Tunneling in soft rocks. The cases of two major projects in
Greece. MSc Dissertation. Imperial College of Science, Technology and Medicine,
Department of Civil Engineering.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 405

103. Koukis, G., Sabatakakis, N., Tsiambaos, G. and Katrivesis N. 2005. Engineering
Geological approach to the evaluation of seismic risk in metropolitan regions: Case
study of Patras, Greece. Bull Eng Geol Environ, 64 : 219-235.
104. Koukis, G., Rozos, D. 1993. Mineralogical composition and texture of the neogene
sediments of the NW Peloponnesus, Greece. Proc. of the Int. Symp. “Geotechnical
engineering of Hard Soils – Soft Rocks”, Athens. Balkema, Rotterdam.
105. Koukis, G., Rozos, D. 1990. Geotechnical properties of the neogene sediments of
the NW Peloponnesus, Greece. Proc. 6th Int. IAEG Congress, Amsterdam, p. 405-
412. Balkema, Rotterdam.
106. Κουλούρης, Σ. 2005. Παράμετροι διατμητικής αντοχής στους ανώτερους
μαργαϊκούς ορίζοντες του Νομού Αχαΐας. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας
Παν/μίου Πατρών.
107. Κουλούρης, Σ., Παπανακλή, Σ. 2001. Εργαστηριακή διερεύνηση της μηχανικής
συμπεριφοράς των εδαφικών σχηματισμών στο τμήμα της Ευρείας Παράκαμψης
Πατρών από Χ.Θ. 2+900 έως Χ.Θ. 4+090. Διπλωματική εργασία. Τμήμα
Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
108. Κουμαντάκης, Ι. & Σωτηρόπουλος, Β. 1976. Έρευνα επί των συνθηκών γενέσεως
και των εδαφομηχανικών χαρακτηριστικών μιας μορφής λεπτοστρωματωδών
αργιλοϊλυωδών αποθέσεων ανευρεθεισών εις Βάρκιζα και Άρδαν. Δελτίο ΚΕΔΕ,
τεύχος 3.
109. Κούμουλος, Δ. & Κοργιαλός, Θ. 1986. Επιτόπια και εργαστηριακή διερεύνηση
της μάργας του Πειραιά. ΤΕΕ, Αθήνα.
110. Kotzias, P.C. & Stamatopoulos, A.C. 1983. Sensitivity of a very hard pliocene
marl. Journal of the Geotechnical Eng. Division, ASCE.
111. Krauter, E. 1993. General co-report: Geological and geotechnical features,
investigation and classification of hard soils. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
112. Κωστόπουλος, Σ. 1985. Γεωτεχνικά χαρακτηριστικά της μάργας του Πειραιά.
Πρακτικά Ημερίδας “Γεωτεχνικά προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ,
Αθήνα, σελ. 67-96.
113. Κωστόπουλος, Σ. 1988. Γεωτεχνική θεώρηση των μαργών του ελληνικού χώρου.
Πρακτικά 1ου Πανελλ. Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Τ-1,
σελ. 63-68, Αθήνα.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 406

114. Λαγγιώτης, Χ., Σπηλιωτόπουλος, Κ. 1978. Εδαφομηχανική. Τόμος Ι. Αθήνα, σελ.


415.
115. Λαγκαδινού, Ε., Μπάγγου, Ε. 2000. Εργαστηριακή διερεύνηση μηχανικής
συμπεριφοράς μαργαϊκών σχηματισμών της σήραγγας στη Χ.Θ. 6+195 έως 6+936
της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών (σήραγγα Γηροκομείου Σ2). Διπλωματική
εργασία. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
116. Lambrakis, N., Voudouris, K., Tiniakos, L., Kallergis, G. 1997. Ιmpacts of
simultaneous action of drought and overpumping in the aquifer of Glafkos.
Environmental Geology 29 (3/4), pp. 209-215.
117. Lambrakis, N., Kallergis, G. 2001. Rreaction of subsurface coastal aquifers to
climate and land use changes in Greece. Modelling of groundwater refreshening
patterns under natural recharge conditions. Journal of Hydrology, 245, 19-31.
118. Leonards, E., Marinos, P., Sotiropoulos, E., Mourtzas, N. & Kountouris, P.
1993. Two case studies of slope instability in soft rock. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
119. Leroueil, S., Vaughan, P.R. 1990. The general and congruent effects of structure
in natural soils and weak rocks. Geotechnique XL, No 3.
120. Lupini, J.F. Hight, D.W., Cavounidis, S. 1980. Some observations of microfabric
and their role in understanding soil behavior. Rivista Italiana di Geotecnica, Anno
XIV-N.2
121. Marinos, P.G., Tsiambaos, G. & Kavvadas, M. 2001. Geological and
geotechnical conditions of the Corinth Canal. Proc. of the Int. Symp. “Engineering
Geology and the Environment”. Marinos et al (eds), Athens. Swets & Zeitlinger,
Lisse, p. 3987-4003.
122. Marinos, P. 1993. General report: Hard soils - soft rocks: Geological features with
special emphasis to soft rocks. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of
Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
123. Μαρίνος, Π. 1994. Επί της εφαρμογής της γεωμηχανικής ταξινόμησης Bieniawski
στις ασθενείς και ετερογενείς βραχόμαζες. Ειδική αναφορά στην περίπτωση του
Πινδικού φλύσχη. Ημερίδα: Γεωλογία και σήραγγες της Ελληνικής Επιτροπής
Τεχνικής Γεωλογίας.
124. Μαρίνος, Π. 1979. Γεωτεχνική ταξινόμηση βραχόμαζας και υποστήριξη
σηράγγων. Μια επισκόπηση και μια προσπάθεια ελέγχου και κριτικής στις
ασβεστολιθικές μάζες του Παρνασσού-Γκιώνας. Ορυκτός Πλούτος.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 407

125. Marinos, P., Koukis, G., Sabatakakis, N. & Tsiambaos, G. 1994. Laboratory
testing aspects of the Athenian Schist. 7th Int. IAEG Congress. Balkema, Rotterdam.
126. Marinos, P. and Sofianos, A. 1991. Rock classification and primary support of a
tunnel. 7th Congress of Int. Society for Rock Mechanics. Balkema, Rotterdam.
127. Μαρίνος, Π. και Σοφιανός, Α. 1990. Εμπειρικές μέθοδοι ταξινόμησης της
βραχόμαζας και εφαρμογή τους στο σχεδιασμό της αντιστήριξης σήραγγας. Δελτίο
ΚΕΔΕ, 107/109.
128. Masayasu Inque and Michito Ohomi 1981. Relation between uniaxial
compressive strength and elastic wave velocity of soft rock. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
129. Meigh, A.C. 1979. Design parameters for weak rocks. VII ECSMFE. Brighton.
130. Melis, N., Brooks, M., Pearce, R. 1989. Microearthquake study in the Gulf of
Patras region western Greece and its seismotectonic interpretation. J. Geophys. Res.
98, pp.515-524.
131. Morgenstern, N.R. 1968. Shear strength of stiff clay. General Report. Proc.
Geotechnical Conference, Oslo, Vol. 11.
132. Μπαρδάνης, M. και Καββαδάς, Μ. 2006. Compressibility and Shrinkage of the
Corinth marl. 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής και Γεωπεριβαλλοντικής
Μηχανικής, . ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ, Ξάνθη.
133. Nakano, R. 1979. Geotechnical properties of mudstone of neogene Tertiary in
Japan. International Symposium on Soil Mechanics. Oaxaca.
134. Ντουνιάς, Γ., Τίκα, Θ., Καβουνίδης, Σ. 1985. Μερικές μικροδομικές
παρατηρήσεις της μάργας του Πειραιά. Πρακτικά Ημερίδας “Γεωτεχνικά
προβλήματα της μάργας του Πειραιά”, ΤΕΕ, Αθήνα, σελ. 171-184.
135. Ξηρόκωστας, Θ. 2001. Διερεύνηση τεχνικογεωλογικών συνθηκών των
γεωλογικών σχηματισμών της Ευρείας Παράκαμψης της πόλης των Πατρών (Χ.Θ.
1+700 – Χ.Θ. 4+350). Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
136. Okamoto, R., Sugahara, H. and Hirano, I. 1981. Slaking and swelling properties
of mudstone. International Symposium on Weak Rock, Tokyo
137. Onodera F.T. and Prateep Duangdeun 1981. Dependence of mechanical
properties to the texture and water content of weak rock- A case of the Late Tertiary
mudstone from the Mae Mo lignite mine, northern Thailand. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 408

138. Ordaz, J. and V. Gómez Ruiz de Argandoña 1981. Swelling characteristics of


some mudrocks from Asturias (Spain). International Symposium on Weak Rock,
Tokyo.
139. Oteo, C.S. 1993. General report: Urban tunnels in hard soils. Proc. of Int. Symp. on
Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam
140. Qu Yongxin, Xu Bing, Shi Mengxiong & Xu Xiaolan, 1981. The engineering
geological problems of swelling rocks in the underground construction.
International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
141. Panet, M., Guenot, A. 1982. Analysis and Convergence behind the face of a
tunnel. International Symposium, Brighton.
142. Papageorgiou, O. 1993. 2a: Soft rocks. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
143. Papageorgiou, O. 1993. 2b: Hard soils. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
144. Pettijohn, F. 1975. Sedimentary rocks. 3rd edition. Harper and Row Publishers,
526p.
145. Piper, D.J.W., Kontopoulos, N., Panagos, A.G. 1988. Deltaic sedimentation and
stratigraphic sequences in post – orogenic basins, western Greece. Sedimentary
Geology, 55, pp.283-294.
146. Piper, D.J.W., Stamatopoulos, L., Poulimenos, G., Doutsos, T. and
Kontopoulos, N. 1990. Quaternary history of the Gulf of Patras and Corinth,
Greece. Z. Geomorph. N.F., 34, 4, 451-458.
147. Πουλημένος, Γ. 1991. Τεκτονική ανάλυση και ιζηματολογία του Δυτικού
τμήματος της Κορινθιακής τάφρου. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών.
148. Read, S.A.L., Millar, P.J., White, T. & Riddolls, B.W. 1981. Geomechanical
properties of New Zealand soft sedimentary rocks. International Symposium on
Weak Rock, Tokyo.
149. Rocha, M. 1977. Some problems related to rock mechanics of low resistance.
LNEC, Memória No 491, 1, Lisboa.
150. Rodrigues, J.D. 1993. Introduction: Assessment of the degradability of soft rocks.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 409

151. Ρόζος, Δ. 1989. Τεχνικογεωλογικές συνθήκες στο Νομό Αχαΐας. Γεωμηχανικοί


χαρακτήρες των Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων. Διδακτορική Διατριβή.
Πανεπιστήμιο Πατρών.
152. Ρόζος, Δ., Κούκης, Γ. 1991. Γεωλογική δομή και γεωμηχανικοί χαρακτήρες των
πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων του Ν. Αχαΐας. Δελτίο Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, τ.
XXV/4, σελ. 389-404.
153. Rozos, D., Koukis, G. 1993. Slake durability and geomechanical behaviour of the
fine-grained neogene sediments of the NW Peloponnesus, Greece. Proc. of the Int.
Symp. Geotechnical engineering of Hard Soils – Soft Rocks, Athens. Balkema,
Rotterdam.
154. Ρόζος, Δ. & Τσιαμπάος, Γ. 1993. Η τεχνικογεωλογική έρευνα στο πεδίο και στο
εργαστήριο και η σπουδαιότητά της στο σχεδιασμό των τεχνικών έργων. Διήμερο
Συμπόσιο για τα 40 χρόνια της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, Αθήνα.
155. Sabatakakis, N., Koukis, G. & Tsiambaos, G. 1993. Index properties of soft
marly rocks of the Athens basin, Greece. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical
Engineering of Hard Soils - Soft Rocks, Athens. Balkema, Rotterdam.
156. Sapegin, D.D., Karpov, N.M. & Petrosyan, G.M. 1981. Study of physico-
mechanical properties of weak rock underlaying structure foundations. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
157. Seed, M.B., Woodward, R.J. and Lundgren, R. 1962. Prediction of Swelling
Potential for Compacted Clays. J. Soil Mech. Found. Div., ASCE, Vol. 88, No
SM3, 53.
158. Singh, D.P. 1981. Determination of some engineering properties of weak rocks.
International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
159. Skempton, A.W. 1953. The Colloidal activity of Clay. Proc. of the 3rd Int.
Conference on Soil Mechanics Foundation Eng., Zurich, Vol. 1, 57-61.
160. Skempton, A.W. 1970. The consolidation of clays by gravitational compaction.
Q.J.Geol. Soc., 125.
161. Sofianos, Α., Aranitis, A. 1997. Spilling the portals of a Patra deviation highway
tunnel. Proc. Underground Construction ’97, p.186-189. ITA, Prague.
162. Sofianos, A.I., Giannaros, Ch., Kalkantzi, A., Katsaris, D. 1999. Variability in
the construction of the soft rock Patra highway deviation tunnels. World Tunnel
Congress, Oslo. Balkema, p.p.433-439.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 410

163. Sotiropoulos, E. and Cavounidis, S. 1980. Cut and Cover Construction on


Unstable Slopes. Journal of the Construction Division, pp. 585-597.
164. Sotiropoulos, E. and Cavounidis, S. 1981. Irregular Stress – strain and progressive
failure. Proc. X ICSMFE, Vol. 3, pp. 527-531.
165. Σωτηρόπουλος, Η. 1982. Μάργες. Πρακτικά 1ης Ελλ. Ημερίδας Γεωτεχνικής,
ΕΕΕΕΘ, Αθήνα, σελ. 243-266.
166. Stamatopoulos, A.C. & Kotzias, P.C. 1993. Refusal to the SPT and penetrability.
Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils - Soft Rocks,
Athens. Balkema, Rotterdam.
167. Stroud, M.A. and Butler, F.G. 1975. The Standard Penetration Test and the
engineering properties of glacial materials. Proc. Symp. Engineering Properties of
Glacial Materials. Midlands Soil Mechanics and Foundation Society.
168. Surendra K. Saxena, 1981. Weak rocks of Southern Florida. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
169. Σώκος, Ε. 1998. Σύνθεση πιθανών εδαφικών κινήσεων στην πόλη της Πάτρας με
έμφαση στις τοπικές εδαφικές συνθήκες. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο
Πατρών.
170. Terzaghi, K., Peck, R.B. 1967. Soil Mechanics in engineering practice. John Wiley
and Sons, Inc., New York.
171. Τζούδα, Χ. 2003. Ευρεία Παράκαμψη Πατρών: επίδραση του τεχνικογεωλογικού
περιβάλλοντος στη μελέτη και κατασκευή των μεγάλης κλίμακας τεχνικών έργων.
Διατριβή Ειδίκευσης Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
172. Tisot, J.-P. and Houpert, R. 1981. Some aspects of the behaviour of the fissured
claystones. International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
173. Toshiaki Takeuchi, Soichi Tanaka, Tatsukichi Tanaka & Kazunori Nishida,
1981. Analysis of the various factors influencing deformation and strength
characteristics of soft rock. International Symposium on Weak Rock, Tokyo
174. Toshiro Sasaki, Shigenori Kinoshita & Yoji Ishijima, 1981. A study on water-
sensitivity of argillacious rock. International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
175. Τσάκου, Α. 2004. Φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά των αργιλομαργαϊκών
Πλειοπλειστοκαινικών ιζημάτων (ανώτεροι ορίζοντες) στην ευρύτερη περιοχή της
πόλης των Πατρών. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 411

176. Τσάντζαλος, Γ. 2005. Παράμετροι διατμητικής αντοχής στους κατώτερους


μαργαϊκούς ορίζοντες του Νομού Αχαΐας. Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας
Παν/μίου Πατρών.
177. Tselentis, G., Melis, N., Sokos, E. 1994. The Patras (July 14, 1993; Ms=5.4)
earthquake sequence. Proc. of the 7th Congress of the Geol. Society of Greece.
178. Τσιαμπάος, Γ. 1989. Τεχνικογεωλογικοί χαρακτήρες των μαργών Ηρακλείου
Κρήτης. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών
179. Τσιαμπάος, Γ., Χριστούλας, Σ. 1988. Μηχανική συμπεριφορά μαργών
Ηρακλείου. Πρακτικά 1ου Πανελλ. Συνεδρίου Γεωτεχνικής Μηχανικής, ΤΕΕ –
ΕΕΕΕΘ, Τ-1, σελ. 109-112, Αθήνα.
180. Tsiambaos, G. 1990. Correlation of mineralogy and index properties with residual
strength of Iraklion marls. Engineering Geology 30, Elsevier Science Publishers
B.V., Amsterdam. pp. 357-369.
181. Tsiambaos, G., Koukis, G. 1990. Geotechnical conditions of the Iraklion city,
Crete. 6th Int. IAEG Congress, Amsterdam. Balkema, Rotterdam, pp. 2037 – 2042
(Vol.3).
182. Tsiambaos, G. and Tsaligopoulos, Ch. 1995. A proposed method of estimating
the swelling characteristics of soils: some examples from Greece. Bull. of IAEG,
No 52, pp.109 – 115.
183. Tsifoutidis, G. 1993. Intrinsic properties of Hellenic marls. Ph.D Thesis. University
of Durham. United Kingdom.
184. Tsolis – Katagas, P. 1992. Randomly interstratified clay minerals in Plio –
Pleistocene sediments of North – West Peloponnesus, Greece : origin and
distribution. Geologica Balcanica, 22/1, pp. 75-87, Sofia.
185. ΙΓΜΕ, 1980. Γεωλογικός χάρτης Ελλάδας, κλίμακα 1:50.000. Φύλλο «Πάτραι»,
Αθήνα.
186. Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ε-105 1986. Προδιαγραφές εργαστηριακών δοκιμών
Εδαφομηχανικής, Τεύχος 2ο, Αθήνα.
187. Vaughan, P.R. 1993. Engineering behaviour of weak rocks: Some answers and
some questions. Proc. of Int. Symp. on Geotechnical Engineering of Hard Soils -
Soft Rocks. Balkema, Rotterdam.
188. Venter, J.P. 1981. Free-swell properties of some South African mudrocks.
International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 412

189. Wang, Y.L. and Xiao, Z.S. 1981. The microstructure and the engineering
properties of the mudded shear zone in weak intercalation. International
Symposium on Weak Rock, Tokyo.
190. Williams, A.A. 1958. Discussion on Jennings and Knigth’s paper, in Trans. S. Afr.
Instn. Eng., B, No 6, 123-124.
191. Χρυσανθακόπουλος, Λ. 2001. Διερεύνηση τεχνικογεωλογικών συνθηκών των
γεωλογικών σχηματισμών της Ευρείας Παράκαμψης της πόλης των Πατρών (Χ.Θ.
4+350 – Χ.Θ. 7+300). Διατριβή Ειδίκευσης. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
192. Χριστοδουλοπούλου, Τ. 2000. Μικροδομή των λεπτομερών νεογενών –
πλειστοκαινικών ιζημάτων της βορείου Πελοποννήσου σε σχέση με τα φυσικά και
μηχανικά χαρακτηριστικά τους. Διδακτορική διατριβή, Παν/μιο Πατρών.
193. Χριστοδουλοπούλου, Τ.A. 2006. Επίδραση της Μικροδομής στην Αντοχή και στο
Μέτρο Παραμόρφωσης Εs, των Μαργών της Β. Πελοποννήσου. 5ο Πανελλήνιο
Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, Ξάνθη. ΤΕΕ – ΕΕΕΕΘ.
194. Χριστοδούλου, Λ., Μπούμπουλη, Χ. 2001. Ταξινόμηση εδαφικών υλικών στις
θέσεις υψηλών πρανών (Χ.Θ. 5+400 – 5+600) της Ευρείας Παράκαμψης Πατρών.
Διπλωματική εργασία. Τμήμα Γεωλογίας Παν/μίου Πατρών.
195. Χριστούλας, Σ., Καλτεζιώτης, Ν., Τσιαμπάος, Γ. 1982. Μελέτη εξασφαλίσεως
βάθρου σιδηροδρομικής γέφυρας Ισθμού Κορίνθου. Δ/νση Ερευνών Εδαφών,
ΚΕΔΕ, σ. 35.
196. Yoshinaka, R. and Yamabe, T. 1981. Deformation behaviour of soft rocks.
International Symposium on Weak Rock, Tokyo.
197. Zacas, M., Rahaniotis, N. 2000. NATM on the Patras ring road. Tunnels and
Tunneling International.
198. Zakas, M., Rahaniotis, N. 2000. Tunneling with NATM in neogene marls. Proc.
Of the Eurock 2000 Symposium, Aachen. Deutsche Gesellschaft für Geotechnik
e.V. (eds), p.p.535-540.
199. Zelilidis, A., Koukouvelas, I., Doutsos, T. 1988. Neogene paleostress changes
behind the forearc fold belt in Patraikos Gulf area, western Greece.
N.Jb.Geol.Paläont.Mh.H5,pp.311-325.
200. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη διάνοιξης - υποστήριξης κυρίου σώματος Σήραγγας
ΣΒ (Αριστερός κλάδος)”.
201. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διάνοιξης - υποστήριξης κυρίου σώματος Σήραγγας
ΣΒ (Δεξιός κλάδος)”.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 413

202. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη διαμόρφωσης βορείου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (αριστερός και δεξιός κλάδος)”.
203. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διαμόρφωσης νοτίου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (δεξιός κλάδος)”.
204. Πανγαία ΕΠΕ, 1998. “Μελέτη διαμόρφωσης νοτίου ορύγματος και στομίου
σήραγγας ΣΒ (αριστερός κλάδος)”.
205. Πανγαία ΕΠΕ, 1999. “Μελέτη υπογείου έργου ΣΑ”.
206. Πανγαία ΕΠΕ, 2001. “Υπόγειο έργο ΣΓ. Μεθοδολογία κατασκευής και μελέτη
εκσκαφής & άμεσων μέτρων υποστήριξης”.
207. ΟΜΕΤΕ Α.Ε., 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης”.
208. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική έρευνα”.
209. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη”.
210. Κάστωρ ΕΠΕ, 1999. “Σήραγγα Αρχαιολογικού Χώρου. Μελέτη διάνοιξης και
προσωρινής υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη αντιστήριξης εκσκαφών περιοχής
Cut and Cover στα μέτωπα σήραγγας Παντεχνικής ΑΤΕ στη Χ.Θ. 4+780”.
211. ΟΜΕΤΕ Α.Ε., 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης”.
212. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη εισόδου αριστερού κλάδου”.
213. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Μελέτη διάνοιξης και προσωρινής
υποστήριξης – Γεωτεχνική μελέτη κυρίου τμήματος”.
214. Κάστωρ ΕΠΕ, 1998. “Σήραγγα Γηροκομείου. Γεωτεχνική μελέτη εισόδου δεξιού
κλάδου”.
215. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1995. “Γεωτεχνική έρευνα υπόγειου τεχνικού έργου από
Χ.Θ. 2+100 έως Χ.Θ. 2+350 περίπου”.
216. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1997. “Γεωτεχνική έρευνα για την αστοχία νοτίου μετώπου
της δίδυμης σήραγγας Πάτρα από Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620”.
217. Εδαφομηχανική ΕΠΕ, 1998. “Γεωτεχνική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του
νοτίου μετώπου της δίδυμης σήραγγας Πάτρας από Χ.Θ. 2+000 έως Χ.Θ. 2+620”.
218. Ευπαλίνος Τεχνική Α.Ε., 1996. “Οριστική μελέτη σήραγγας από Χ.Θ. 2+005 έως
2+700. Μέθοδος εκσκαφής σηράγγων”.
ΚΕΦ.14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Σελίδα 414

219. Ευπαλίνος Τεχνική Α.Ε., 1997. “Οριστική μελέτη – Μελέτη εφαρμογής σήραγγας
από Χ.Θ. 2+005 έως 2+700”.
220. Άξων ΕΠΕ – NGI, 1998. “Συμπληρωματική αριθμητική ανάλυση για την περιοχή
των χαμηλών υπερκειμένων της σήραγγας Πατρών”

You might also like