Professional Documents
Culture Documents
ΙΔΡΥΤΑΙ 1952— 54 I
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ
ΕΤ. Α. ΦΑΚΑΤΣΕΛΗΣ Ε π ιτ ρ ο π ή Ε π ιμ έ λ ε ια ς ί/λης
Φ
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ— ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΑΡΣΕΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
1954— 56 ΤΑΚΗΣ ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΝΙΚΟΣ ΤΕΝΤΑΣ
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ ΚΩΝ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
1956—73 ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΔΗΜ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ
, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
Εκτυπωσις Λ Λ Κονίτσης 195 - Τέρμα Ανω Τουμπας
Η λ Υ Π λ ΐ Ρ Κ ίΗ Τηλ. 911-533 — Θεσσαλονίκη
Μ ΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ
Β f λ Β€ ΙΟ Ν X K A A H M I K C Κ Ο Η Ν CJO Η
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Κ. Π. ΣΑΡΑΝΤΗ
έγινε τόση συζήτησις καί τόσο απασχόλησε άλλοτε σημαντικό μέρος του πληθυσμού
στην Ε λλάδα του Βορρά;
Σ ' αύτο τό ζήτημα θά προσπαθήσουμε νά απαντήσουμε, όσο είναι δυνατόν πιο
σύντομα, χωρίς όμως νά άφήσουμε κενά καί αμφιβολίες.
Οί Βλαχόφωνοι "Έλληνες στον Ελληνικό Χώρο (κυρίως Θεσσαλία, Μακεδο
νία, ’Ήπειρο) πριν ένάμισυ αιώνα, όπο>ς γράφουν ξένοι περιηγηταί καί άλλοι έρευ-
νηταί4, υπολογίζονταν γύρω στους 75.000— 80.0000, ίσως καί περισσότεροι. Σήμε
ρα πρέπει νά είναι πολύ λιγώτεροι, ίσως καί πιο κάτω από τούς μισούς, πού καί αυτοί
τείνουν σιγά - σιγά νά εγκαταλείψουν την λατινογενή τους διάλεκτο, τήν όποια οί
νέες γενεές δεν τήν μαθαίνουν πιά.
ΙΙαρά τον μικρό τους όμως αριθμό, έχουν μέσα τους, έπηυξημένη μάλιστα, τήν
ζωντάνια όλων των όρεινών Ελλήνων, από τούς όποιους συγκροτούνται ισχυροί, ε
θνικοί, κοινωνικοί, πνευματικοί καί οικονομικοί παράγοντες, έτσι πού νά προκαλούν
άθελά τους τον σιιυπηλό φθόνο πολλές φορές τών άλλων Ελλήνων, πού ζουν μαζύ
τους (πράγμα πού πάλι έφερε μεγάλη εμπλοκή, έξαρσι καί υπερβολή σέ μιά μεταξύ
τους υποσυνείδητη διχοστασία, πού βοήθησε τήν ρουμανική προπαγάνδα στο νά έπαυ-
ξήση τό έδαφος τής δράσεώς της) .
Τό ζήτημα τών Βλαχοφιόνων αυτών απασχόλησε ζωηρά όλους τούς ιστορικούς,
πού είχαν σάν αντικείμενο τήν έξιστόρησι τών γεγονότων τής Ελληνικής Χερσονήσου.
"Ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή μελέτη κρατήθηκε σέ ύψηλά ακαδημαϊκά
έπίπεδα καί ήτο θέμα κυρίως τών ειδικευμένων ιστορικών, ενώ σάν πολιτικό θέμα,
όπως λέγει 6 Σοφ. Βενιζέλος στην ίδια μελέτη πού άναφέραμε προηγουμένιος5, αγνο
ήθηκε σχεδόν τελείιος από τις Ε λληνικές Κυβερνήσεις.
Μετά τον πόλεμο όμιυς καί μετά τήν ηθική, αλλά κατάφορα άδικη, κακοποίησι
πού ύπέστη τό σύνολο τών Βλαχοφώνων, έξ αιτίας τής όράσεως κατά τήν Κατοχή
ολίγων άνοήτων ή συμφεροντολόγων ή καί πραγματικών προδοτών — οί οποίοι όμως
σέ αναλογία δέν ήσαν καθόλου περισσότεροι άπό τούς υπολοίπους "Έλληνας — πα
ρουσιάζεται μία έξαρσις στήν έρευνα του θέματος, μέ σταθερή πλέον τήν πρόθεσι ότι
οί "Έλληνες πρέπει νά τελειώνουν έπί τέλους μέ αυτό τό θέμα, πού τόσο πολύ έτα-
λαιπώρησε καί έταλάνισε τούς Βλαχοφώνους.
Μορφωμένοι καί φιλότιμοι έρευνηταί6, άπό τούς Βλαχοφο)νους κυρίως, ρίχθηκαν
μέ πείσμα στη μελέτη του θέματος, εξονύχισαν κάθε τεκμήριο καί κάθε μαρτυρία, ά- ■Α
ναδίφισαν τις πηγές πάλι άπό τήν άρχή, ανακάλυψαν καινούργιες, έβασάνισαν κάθε rf
πληροφορία, γιά νά ίδοϋν τελικά τό φως τής δημοσιότητος εργασίες, πού λύουν τό
θέμα όριστικά καί απαντούν μέ αδιάσειστα "ιστορικά στοιχεία στήν κάθε, ηθελημένη
ή ακούσια, διαστρέβλωσι τής Ιστορικής αλήθειας.
Ά π ό τά πρώτα χρόνια τής Ρωμαϊκής έπεκτάσεως στήν Ελληνική Χερσόνησο
καί συγκεκριμένα άπό τον Β ', καί περισσότερο άπό τον Α" π.Χ. αιώνα, άρχίζει γιά
τήν Ε λλάδα γενικά, καί ιδιαίτερα γιά τόν χώρο τής Ηπείρου - Θεσσαλίας - Μακε
δονίας, μία περίοδος, άπό φοβερές άναστατούσεις, άλλεπάλληλες βαρβαρικές έπιδρο-
μές άπό τόν Βορρά, πολλές άπό τις όποιες συσσωρέυσαν άνιστόρητες συμφορές, έπέ-
φεραν άναρίθμητες μετοικεσίες λαών καί δημιούργησαν πρωτοφανείς άλλοιώσεις πλη
θυσμών* κακά, πού έμελλε νά σταματήσουν, γιά τήν πολυπαθή αυτή περιοχή, μέ τήν ,
έπικράτησι τού Τσλάμ, δηλαδή μετά άπό 1.500 χρόνια περίπου, οπότε τό βάρος τού
Προφήτου έθεσε τέρμα στις αναστατώσεις, γιά νά έπιβάλη ό ίδιος τόν άνείπωτο ζυγό *
τής πιό σκληροτράχηλης καί ωμής δουλείας.
Καί έπί όσον καιρό ή ισχύς τής Ρωμαϊκής Λύτοκρατοραίς διετηρεΐτο σέ ύψηλά ή
έπίπεδα, ή κατάστασις συνεκρατείτο σέ βαθμό άνεκτό, χωρίς άνεπανόρθωτες έπιπτώ- ·;
σεις στόν πληθυσμό. Ά π ό τότε όμως πού ή αυτοκρατορία τής Ρώμης άρχισε νά καταρ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
ρεη καί τό επίκεντρο τής δυνάμεώς της νά μ:ταφέρεται στην "Ανατολή, στό Βυζάντιο,
αλλά καί έκεί μέ άλλου είδους πια κεντρική εξουσία καί δχι μέ τήν φρόνιμη καί ρω
μαλέα Ρωμαϊκή Σύγκλητο επικεφαλής τού Κράτους, ή δποία μέ τόση έπιτυχία κρα
τούσε τά ηνία τής Ρώμης, τά πράγματα χειροτέρεψαν σέ σημείο πού οί αλλοιώσεις
των έγκατοίκων στις περιοχές αυτές νά καταντήσουν συνηθισμένο γεγονός, ένώ σέ με
ρικές περιοχές οί αλλοιώσεις νά γίνουν ριζικές καί όριστικές.
Γιά τήν περίοδο αυτή, πού άναφέρεται σέ πολλούς αιώνες, ή Ε πιστήμη δέν δια
θέτει πλήρη τά στοιχεία γιά νά σύνθεση τήν υπεύθυνη 'Ιστορία της. Δέν διαθέτει γρα
πτές ή άλλες μαρτυρίες τής μορφής καί τής ευσυνειδησίας των κλασσικών χρόνων,
γιατί τά παληά πνευματικά κέντρα, τδ ένα μετά τό άλλο, έσβησαν υπό τήν πίεσι των
βαρβάριον καί απολίτιστων έπιδρομέων, καί θά άργήση πολύ γιά νά τά άντικατα-
στήση, έν μέρει καί μετά τόν θ ' αιώνα, τό Βυζάντιο, όπου θά άναγεννηθούν τά Γράμ
ματα σέ βαθμό αντάξιο τής Κλασσικής καί τής Ελληνιστικής έποχής, αφού δμως θά
μεσολαβήση ένα χάσμα σκότους περισσότερο από πέντε αιώνες.
Οί σύγχρονοί μας ιστορικοί, πού προσπαθούν νά άρμολογήσουν τά τότε γεγο
νότα, στηρίζονται σέ δευτέρας ποιότητος γραπτές μαρτυρίες διαφόρων χρονικογράφων
ή περιηγητούν, άπο τις όποιες πολύ λίγες είναι πραγματικές ιστορικές έργασίες, ένώ
οί περισσότερες έχουν τή μορφή ιστορικών μυθιστορημάτων, όταν δέν είναι προσω
πικά λογοτεχνικά απομνημονεύματα ή ευτελή έγκώμια πρός τούς ισχυρούς τής έ-
ποχής.
Ή έπίμονη δμως προσπάθεια τών ανθρώπων τού πνεύματος τού ΙΘ ' καί τού Κ '
αίώνος κατώρθωσε νά σκιαγραφήση τά γεγονότα έκείνης τής έποχής — πού μάς έν-
διαφέρει περισσότερο — κατά ένα τρόπο αρκετά ικανοποιητικό, χωρίς αυτό νά ση-
μαίνη δτι οί ασάφειες καί αμφιβολίες έξέλιπαν τελείως.
Οί Ρωμαίοι, σέ όλες τις χώρες πού κατακτούσαν, δργάνωναν άμέσως τήν άσφά-
λεια τού τόπου καί τή βιοίκησι τής περιοχής. Γίρώτα - πρώτα, δηλαδή, συγκροτού
σαν τό στρατό καί μετά τις κρατικές υπηρεσίες.
Α λλά, καί γιά τό ένα καί γιά τό άλλο, κατά ένα πολύ έξυπνο καί άξιοπρόσεκτο
τρόπο, χρησιμοποιούσαν τό εντόπιο ανθρώπινο δυναμικό, πλαισιωμένο μονάχα μέ πυ
ρήνες — άξιωματικούς καί ανώτερους υπαλλήλους — από Ρωμαίους πολίτες. Αύτό οί
Ρωμαίοι τό έκαμναν από ανάγκη, γιατί 6 πληθυσμός τής Ρώμης ήτο πολύ όλίγος γιά
νά έξαρκέση σέ μιά όλοκληροηική έπάνδρωσι τού στρατού καί δλο)ν τών κρατικών
υπηρεσιών, πού απαιτούσαν οί ανάγκες ολιον τών έπαρχιών τής άχανούς Ρωμαϊκής
έπικρατείας.
Στό στρατό, όπιοσδήποτε καί οπιος είναι φυσικό, κατατάσσονταν κυρίως αγρότες
καί πρό παντός κάτοικοι όρεινών περιοχών, γιατί αύτοί καί πιό πτωχοί ήσαν γιά νά
έχουν κλίσι πρός τήν περιπέτεια καί τήν άναζήτησι τύχης, αλλά καί πιό πολεμικοί,
πιό σκληραγο>γημένσι καί πιό ρωμαλέοι. Καί δέν ήμπορούμε νά δεχθούμε δτι δέν έ-
γίνετο έπιλογή στήν κατάταξι τών άνδρών γιά τήν συγκρότησι τών ρωμαϊκών λεγε-
ώνων, οί όποιες άφησαν έποχή στήν παγκόσμια πολεμική ιστορία. Καί δσο γιά τις
ρωμαϊκές λεγεώνες στήν Ελληνική Χερσόνησο, όπο)ς οί λεγεώνες τής ’Ιλλυρίας καί
τής Μακεδονίας, δπως ξέρουμε από τήν 'Ιστορία, αποδείχθηκαν από τις έκλεκτότε-
ρες μονάδες τού Ριομαϊκοΰ Στρατού.
Σέ άνήσυχους τόπους δμως, οπού τό αίσθημα τής άντιστάσειος τού λαού κατά
τού κατακτητού ήτο ζωηρό, όπως στήν περιοχή πού έξετάζουμε, έκτός από τις κινη
τές στρατιωτικές μονάδες — τις λεγεώνες — οί Ρωμαίοι συγκροτούσαν καί άλλες
τοπικές, σταθερές, από ένόπλους πού είχαν σάν αποστολή τήν άστυνόμευσι τού τόπου
καί πολύ περισσότερο τήν διατήρησι έλεύθερης τής έπικοινωνίας στους δρόμους καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
πρό παντός στις διαβάσεις των βουνών, όπου κατοικούσαν καί τα πιο άνυπότακτα
στοιχεία.
Αύτές τις σταθερές μονάδες τής υπαίθρου τις συγκροτούσαν από έντόπιους άνδρες,
πού τούς άποκαθιστοϋσαν γεωργικά ή από απομάχους λεγεωνάριους καί τις άποκα-
λουσαν βοηθητικές μονάδες, Auxilia7. ’Εδώ, έν άντιθέσει μέ τούς λεγεωνάριους, οί
όπλίτες ονομάζονταν arm ati (ό Ε νικός armatus) , δρο, πού στο πέρασμα των αιώνων,
οί Βλαχόφωνοι, Ιπιτάσσοντας κατά την συνήθειά τους τό άρθρο τους τοϋ ΈνικοΟ
λ ο υ ή τού Πληθυντικού λ ι, τό έκαμαν ά ρ μ ά τ ο υ λ ο υ (armatus + lu
arm atulu) καί ά ρ μ α τ ό λ ι, πού αργότερα έλληνοποιήθηκαν στά ά ρ μ α τ ο-
λ ό ς καί α ρ μ α τ ο λ ο ί .
’Από τό άλλο μέρος σάν κρατικοί λειτουργοί προσλαμβάνονταν άνθρωποι των πό
λεων,, αστοί μορφωμένοι, πού θά ήμποροϋσαν γρήγορα νά προσαρμοσθούν καί νά συγ
κροτήσουν τον γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό9.
Τόσο όμως ό Ρωμαϊκός Στρατός, όσο καί οί Διοικητικές "Υπηρεσίες είχαν ανάγ
κη από μιά ένιαία γλώσσα γιά νά συγκροτηθούν καί νά λειτουργήσουν σάν ένιαίο
σύνολο. Ό Στρατός γιά νά Οργανιυθή, νά έκπαιδευθή καί νά δράση, όπως καί οί κρα
τικοί λειτουργοί γιά νά διεκπεραιιόσουν την υπηρεσία τους, έπρεπε νά συνεννοούνται
σέ μιά γλώσσα καί ή γλώσσα αυτή ήτο ή Λατινική. Στη Λατινική έκπέμπονται τά
στρατιωτικά παραγγέλματα, στή Λατινική ήσαν διατυπωμένοι οί στρατιωτικοί κανο
νισμοί καί οί στρατκοτικοί όροι καί στή Λατινική συντάσσονταν τά έγγραφα τού Κρά
τους9.
Ε κ τός άπό όλα αυτά, ή Λατινική έγινε άπαραίτητη καί σέ πολλούς άλλους αν
θρώπους, πού ήμπορεί νά είχαν έλεύΟερα επαγγέλματα σάν έπαγγελματίες ή έπιστή-
μονες, γιά νά έργασθοϋν όμως ήσαν ύποχρειομένοι νά συνεννοούνται μέ τον Στρατό
καί μέ τήν Διοίκησι στήν έπίσημη γλώσσα τού Κράτους. ’Αλλά καί άλλοι ακόμα,
όπως οί όργανισμοί τοπικής αύτοδιοικήσεως, οί μεταφορείς κ.ά., ήσαν ύποχρεωμένοι
νά μάθουν τά Λατινικά, γιά νά ήμπορέσουν νά λειτουργήσουν καί νά ζήσουν στο και
νούργιο κράτος.
’Έτσι όμως, ή Λατινική γλώσσα εισχωρούσε καί μεταδίδετο σέ ολόκληρο τό λαό.
Καί όπου 6 Στρατός ήτο πολυπληθέστερος καί μονιμώτερος καί οί Διοικήσεις ισχυρό
τερες, εκεί καί ο λατινόγλιοσσος πληθυσμός αυξάνονταν γρηγορώτερα. Καί όπου η
τοπική γλώσσα ήτο πιο πρωτόγονη, πιο κατώτερη άπό τή γλώσσα τών Ρωμαίων, ή
Λατινική έξερρίζωνε τελείως τήν διάλεκτο τών έντοπάον, όπιος έγινε στή Δύσι καί στή
Δακία, όπου όλοι έγιναν λατινόγλωσσοι, σέ μιά εξελικτική τοπική μορφή τής γλώσ-
σης, όπως τήν διαμόρφωσε ή τοπική άρθριοσις, ή οποία διατήρησε τά ισχυρά τοπικά
φιονητικά στοιχεία της. Κατά τόπους πήρε διαφορετική έξέλιξι, γιά ν’ άποκτήση, μέ
τό πέρασμα τών αιώνων, τή δική της προσωπικότητα10.
Στή Νότιο Ε λλάδα όμως, όπου ή Ρωμαϊκή παρουσία ήτο χαλαρώτερη — όλοι
οί Ρωμαίοι σεβάσθηκαν έκεί τό Ελληνικό μεγαλείο — καί ή Ελληνική γλώσσα ι
σχυρότερη άπό τήν Λατινική — άφού άνάγκαζε καί τούς Ρωμαίους νά μαθαίνουν
Ε λλη νικά , άν ήθελαν νά θεωρηθούν μορφωμένοι — αλλά καί όπου άκόμα καί οί πο
λεμικές άναστατώσεις ήσαν λιγώτερες καί μικρότερης διάρκειας, ή Λατινική γλώσσα
οέν ήμπόρεσε νά είσδύση καί νά μείνη στο λαό. Καί αυτά τά άπαραίτητα στοιχεία
πού ίσως άναγκάσθηκε νά μάθη γιά νά συνεννοηθή μέ τον Ρωμαίο κυρίαρχο, όπου
δέν τον έξελλήνισε, έσβησαν μπροστά στήν υπεροχή καί τή λάμψι τής Ελληνικής
γλώσσης11.
Στό Βόρειο τμήμα τής "Ελληνικής Χερσονήσου, καί ειδικά στήν ’Ήπειρο, Θεσ
σαλία, Μακεδονία, δέν έγινε αυτό πού έγινε στή Δύσι, άλλά ούτε καί αυτό πού συνέβη
στή Νότιο "Ελλάδα. Καί δέν έγινε αυτό πού έγινε στή Δύσι, γιατί καί εδώ ή Έλλη-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
νική γλώσσα άντιστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού. Δέν ήμπόρεσε δμο>ς
να συμβή αυτό πού συνέβη στ^ Νότιο Ελλάδα, γιατί έδώ τά πολεμικά γεγονότα ήσαν
συχνότερα, άφού στο χώρο αυτόν έγιναν cl πιο αποφασιστικές μάχες τής 'Ιστορίας*
ό μόνιμος Ρωμαϊκός Στρατό; ήτο πολυπληθέστερος καί συνεχώς σχεδόν έκεϊ έγκατε-
στημένος* οί ξενικές επιδρομές φοβερώτερες, από τις φοβεριότερες βλόκληρης τής Εύ-
ρώπης* καί τέλος ό χώρος αυτός παρέμεινε ό διάδρομος, άπό δπου υποχρεωτικά έ
πρεπε νά περάσουν, έπιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, οί έμπόλεμοι, όταν έπρόκειτο νά κι
νηθούν προς κάθε κατεύθυνσι.
Έ τσ ι, σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, στο χώρο πού μάς ενδιαφέρει καί έξετάζουμε
έδώ, δημιουργήθηκε μία διγλωσσία στόν πληθυσμό, ή όποια κράτησε, άν δέν έπαυξή-
Οηκε, καί κατά τούς πρώτους αιώνες τού Βυζαντίου. "Ενα μέρος τού πληθυσμού, ή ή-
γετική τάξις — στρατός καί διοίκησις — καί οί συναλλασσόμενοι μαζύ τους, έγινε
λατινόγλωσσο, μέ την ειδική τοπική του άρθρωσι, καί θεο>ρήθηκε άπό δλους σάν ό
εκπρόσωπος τού κυριάρχου, αφού εξυπηρετούσε τά συμφέροντά του, καί ένα άλλο μέ
ρος πού παρέμεινε ελληνόγλωσσο.
Αυτήν τήν κατάστασι βρήκαν καί αντιμετώπισαν δλοι οί έπιδρομεϊς κατά του
Ρωμαϊκού Κράτους στήν αρχή καί κατά τού Βυζαντινού άργότερα. Θέλοντας νά έ-
ξουδετερώσουν τήν Ρωμαϊκή ή τήν Βυζαντινή κυριαρχία, χτύπησαν άλύπητα, δχι
μονάχα τόν έ'/Ορικό στρατό, αλλά καί τούς λατινογλώσσους, πού ήσαν καί οί φορείς
τής εχθρικής ισχύος, καί μετά δλους τούς άλλους, πού καταντούσαν εύκολη λεία τους.
Οί λατινόγλωσσοι, εϊτε έν ένεργεία στρατιωτικοί εϊτε άπόστρατοι, είτε ακόμα
καί κρατικοί λειτουργοί, αντιμετώπισαν κρίσιμες καταστάσεις, βρέθηκαν υπό διωγμόν,
υπό έξόντωσιν. Τά στρατιωτικά τμήματα, σιγά - σιγά, διαλύθηκαν καί οί κρατικές
υπηρεσίες καταργήθηκαν. Ιίόλεις, διοικητικά κέντρα λατινογλώσσων, δπως οί Στό-
6οι, ή Κασσάνδρα, ή Πέλλα καί τόσα άλλα, τότε καταστράφηκαν. ’Άνθρωποι σκοτώ
θηκαν, άνθρωποι έξανδραποδίσθηκαν. "Οσ^ι διασώθηκαν, καί ήτο φυσικό νά διασω
θούν άπό εκείνους πού ανήκαν στο στρατό, αφού ήσαν οί ρωμαλεώτεροι καί οί πιό α
τίθασοι, ζήτησαν καί βρήκαν καταφύγιο στους τόπους καταγωγής τους, ή στά βουνά,
οπού παρέμεναν οί ομοιοπαθείς τους armati καί οπού ή κατάστασις είχε διαφορετική
έςέλιξι.
Ένώ στά πεδινά μέρη, σιγά - σιγά, οί λατινόγλωσσοι θά έκλείψουν, είτε άπό
τόν αμείλικτο διωγμό πού θά ύποστούν, είτε άπό τήν έπικράτησι τής Ε λληνικής γλώσ-
σης στο Βυζάντιο, στά βουνά, αντίθετα, οί έπιδρομεϊς ποτέ δέν θά ήμπορέσουν νά έπι-
κρατήσουν μόνιμα καί ολοκληρωτικά. Οί έκεϊ εγκατεστημένοι λατινόγλωσσοι όπλίτες,
μόνιμοι φύλακες στις όδεύσεις καί στις διαβάσεις, πληθυνόμενοι καί μέ τούς καταδιω-
κομένους του κάμπου, θά διασωθούν σέ μεγάλη αναλογία, δχι μονάχα στήν Ε λληνική
Χερσόνησο, άλλα καί σέ δλες τις όροσειρές πού βρέθηκαν ύπηρετοϋντες — στις Ραι-
τικές Ά λ π εις, στις Ίουλιανές, στις Δειναοικές, στίς Δαλματικές, στόν Αίμο καί στά
Πυρηναία ακόμα — καί θά παρατείνουν έκεϊ καρφωμένοι στά άγονα βουνά τους, ά-
πολαμβάνοντας δμως τήν κάποια έλευθεο'α τους, πού τούς τήν παρείχε τό άπρόσιτο
τού τόπου, αλλά καί τό άγονο τού έολφ^υς, πού δέν προκαλούσε τήν βουλιμία τού κα-
τακτητού.
’Έτσι δμο>ς συνέβη καί κάτι άλλο. Οί ορεινοί αυτοί λατινόγλωσσοι έπειδή υπη
ρέτησαν έπί πολλά χρόνια στο στρατό, έγιναν οί καλλίτεροι έπαγγελματίες στρατιώ
τες, επάγγελμα πού τό κληρονόμησαν καί οί άπόγονοί τους καί τό οιετήρησαν έπί
αιώνες12.
Έδώ είμαστε υποχρεωμένοι νά έπισημάνουμε δτι δλα αύτά τά γεγονότα, πού
μέ τόσο λίγα λόγια έκθέτουμε ήμεϊς έδώ, ούτε τόσο απλά έγιναν, ούτε καί σέ σύντομο
χρονικό διάστημα διαδραματίσθηκαν.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
Ή μετάπτωσις αύτών των λατινογλώσσων άπό την επίζηλη θέσι τους στον πανί
σχυρο Ρωμαϊκό ή Βυζαντινό στρατό η καί στή διοίκησι του Κράτους στην θέσι του
κατατρεγμένου και του φυγάδος ατά βουνά της Ελληνικής Χερσονήσου κράτησε αιώ
νες, άφού πέρασε πολυκύμαντα στάδια καί γνώρισε φοβερές περιπέτειες, πού ίσως
οί φοβερώτερες υπήρξαν μετά την έπικράτησι τής Ελληνικής γλώσσης στο Βυζάντιο.
Γιατί τότε ακριβώς στους διώκτες τους προσετέθησαν καί οί ελληνόγλωσσοι Βυζαν-
τινοι»13 .
Τόσο οί χρονικογράφοι εκείνης τής εποχής, όσο καί οί σύγχρονοί μας Ιστορικοί,
πού άσχολοϋνται μέ την ίστορία τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, άναφέρονται έν έκ-
τάσει γ ι’ αυτούς τούς λατινογλώσσους, πού τούς άποκαλοΰν Βλάχους, καί τούς όποιους
πάρα πολλές φορές τούς παρουσιάζουν σάν προηαγωνιστάς σέ σημαντικά καί κοσμοϊ-
στορικά γεγονότα. Καί ανάλογα μέ την Ισωτερική τους διάθεσι ή την δική τους το-
ποθέτησι ή καί την επιστημονική τους ευσυνειδησία, άλλοτε τούς έκθειάζουν σάν
ζωντανό καί ρωμαλέο λαό, ενώ τις περισσότερες φορές τούς ρυπαίνουν μέ τούς χειρό
τερους χαρακτηρισμούς καί μέ το χειρότερο υβρεολόγιο14.
'Ό λα όμως αυτά σημαίνουν ότι όλος αυτός ό κόσμος σέ όλες τις έποχές άρνήθηκε
επίμονα νά παραμείνη στά παρασκήνια, άλλα θαρρετά πάλαιψε στο προσκήνιο τής
Ιστορίας γιά νά έπιζήση, αλλά καί νά διάσωση, σέ μερικές μάλιστα περιοχές μονά
χος αυτός, όλες τις ηθικές δυνάμεις πού συνθέτουν τον "Ελληνα, την άγάπη προς την
Πατρίδα, την προσήλωσι στή θρησκεαί καί στην πατριαρχική οικογένεια.
Πιστεύουμε ότι ό Cousineryb συνέλαβε πληρέστερα αυτό το θέμα των έκλατινι-
σθέντων στή γλώσσα Ελλήνων καί ότι τά όσα σύντομα, άλλα μέ μεγάλη σαφήνεια,
έκεΐνος εκθέτει, δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από έκεΐνα στά όποια καταλήγουν καί
άλλοι ξένοι16, άλλά καί δικοί μας έρευνηταί, όπως 6 Κεραμόπουλος17, ό Παπαβασιλεί-
ου18, 6 Λιακός19, ό Χρυσοχόου20, ό Παπαγειοργίου21, ο Κουτσογιάννης22, ό Ά νέ-
στης23 κ.ά.
Αυτοί οί διιοκόμενοι άπό όλους ελεύθεροι "Ελληνες, άφοϋ πέρασαν άρχικά από
τό στάδιο τής καλυβένιας στέγης, γιά την οποία ζωντανή μέχρι σήμερα παραμένει
ή παράδοσις σέ όλους τούς τόπους τους24, άρχισαν σιγά - σιγά νά συγκροτούν μονιμώ-
τερες κατοικίες, σέ μικρούς ή μεγάλους οικισμούς, όσο τούς επέτρεπαν οί περιστάσεις
καί οί περιπέτειες των πολέμιον.
Τελικά, στά βουνά τής Βορείου Ελλάδος — Ή πειρο,, Θεσσαλία, Μακεδονία —
βρέθηκαν έγκατεστημένοι σέ αξιόλογους οικισμούς Βλαχόφωνοι Έ λληνες, οι Οποιζι
αμείωτο καί αδιάπτωτο διατηρώντας μέσα ατούς αιώνες τό εθνικό τους φρόνημα, στον
προφορικό λόγο χρησιμοποιούσαν τό λατινογενές έπίκτητο ιδίωμά τους, ένώ στον γρα
πτό τους, στον εκκλησιασμό τους καί στή μούσα τους επί τό πλειστόν, χρησιμοποι
ούσαν τήν Ε λληνική γλώσσα, την οποία μάλιστα διατήρησαν καθαρότερη καί μέ λι-
γώτερα ξενικά στοιχεία άπό τούς Ελληνοφώνους γείτονες τους στον ίδιο χώρο.
Καί ένώ στή Λύσι καί στή Δακία καί άλλου ή παληά γλώσσα θά ξεχασθή γιά
νά έπικρατήση ή καινούργια λατινογενής — στή Γαλλία άπό τον θ ' αίώνα, στήν Ι
ταλία άπό τον Γ , στήν 'Ισπανία, Πορτογαλία καί Ραιτία άπό τον ΙΒ ' καί στή Ρου
μανία άπό τόν Ι Σ Τ ' αιώνα25 - - έδώ στά βουνά τά δικά μας θά συμβή τό αντίθετο.
"Οσο περνούσαν τά χρόνια καί όσο ή ηρεμία άπό τις μετοικεσίες άποκαθίστατο — ει
δικά άπό τήν Ιποχή τής Τουρκικής έπικρατήσεως — αυτοί οί Έ λληνες έπανέρχον-
ταν στήν έθνική τους γλώσσα καί στον προφορικό λόγο, κατέβαιναν στις πολιτείες,
ξενιτεύονταν, γίνονταν αστοί, καλλιεργούσαν τά γράμματα — πρώτοι αυτοί άνάμεσα
ατούς υποδούλους "Ελληνες, όπως άποδεικνύουν τά εκπαιδευτικά καθιδρύματα τής
Μοσχοπόλεως, τών Ζαγορίων κ.ά. — διδάσκοντας καί γράφοντας πάντοτε στήν Ε λ
ληνική γλώσσα, άναδεικνύοντας Πατριάρχες καί Α ρχιερείς καί Δασκάλους τού Γέ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
νους' πρώτοι αυτοί στους έθνικούς αγώνες και στίς έθνικές διυρεές καί ευεργεσίες.
Λέγουν μερικοί ανθέλληνες — δήθεν Ιστορικοί πού πολιτικολογούν — ότι ή
Ελληνική γλώσσα έπεκράτησε τελικά στους Βλαχοφώνους χάρις στήν Ε κκλησία τής
Κωνσταντινουπόλειυς καί αργότερα χάρις στήν καταπίεσι του Ελληνικού Κράτους.
Πρώτα - πρώτα, ξεκινώντας από τό δεύτερο, ή διγλωσσία στους Βλαχοφώνους
υπήρχε πάντοτε καί πολύ πριν άναστηθή το Ελληνικό Κράτος, πράγμα πού τό άπο-
οεικνύουν τά έπί Τουρκοκρατίας έκπαιοευτήρια τών Βλαχοφώνιυν, σέ έποχή μάλιστα
πού δέν είχαν ακόμα συγκροτηθή παρόμοια στούς τόπους άλλων Ελλήνων.
Καί όσο για τήν έπίόρασι τής Εκκλησίας τής Κιονσταντινουπόλεως, συνέβη ά-
κριβώς το αντίθετο. ()ί Βλαχόφωνοι κα τα δέχθη καν μέ κάθε τρόπο από τούς Πολίτες
— Τερο)μένους καί Φαναριώτες — μέ αποκορύφωμα τήν κατάργησι, κατά τόν ΙΗ '
αιώνα, τής ’Αρχιεπισκοπής τής Πρώτης Ίουστινιανής τών Α χριδώ ν, ή όποία μέ τούς
εντοπίους ιεράρχες της, κατά τό πλείστον, όπως ό πολύς Ίωσάφατ καί άλλοι, στά
θηκε στούς αιώνες Ελληνικός φάρος καί άνασχετικό φράγμα στον σλαβικό χείμαρρο26.
Α λλά, άφοϋ ή Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως είχε τόση δύναμι, γιατί δέν
κατώρθο)σε νά έπιβάλη τήν Ε λληνική Γλώσσα καί στούς λατινογλιόσσους, δέν λέ
γουμε τής Δακίας, άλλά τουλάχιστον τού Λιμού, πού είναι καί πιο κοντά στήν Κων-
σταντινούπολι ή τού Σβέτι Ίλιγίνσκι Βερτκόβε ή τών ’Αλβανικών νΑλπεων, όπου
παντού έπί αιώνες στήν Ελληνική γλώσσα έκκλησιάζοντο οί έκεΐ λαοί;
Το έπιχείρημα αυτό είναι τελείοίς αντιεπιστημονικό. Γιατί δέν υπάρχει ιστορικό
παράδειγμα, πουθενά τού κόσμου, όπου ή θρησκεία νά κατώρθιοσε νά έπιβάλη στούς
πιστούς της τή γλώσσα τών Γραμμάτων της ή τού έκκλησιασμού της. Ούτε ό Μωά-
".cO, άλλά ούτε καί ό Πάπας — για νά μείνουμε σ’ αυτά τά όυό πιό ζωντανά πα ρα
δείγματα — τό κατώρθωσαν, πού μέ τόση πίεσι και μέ τόσο ισχυρά μέσα συνεκρά-
τησαν τή θρησκεία τους.
’Αλλά όλα αυτά άποόεικνύουν καί κάτι άλλο ακόμα. ’Αφού οί 'Έλληνες αυτοί
πάλαιψαν έπί αιώνες γιά τήν έπιοίωσί του", γιά τήν διάσιυσι τής έθνικής τους συνει-
οήσεως καί θρησκείας — έδώ αξίζει νά υπενθυμίσουμε οτι στούς καταλόγους τών έ-
ξισλαμισθέντων Χριστιανών, πού άναφέρονται στα αρχεία τών Τουρκικών Ιε ρ ο δ ι
κείων τής Μακεδονίας, πού μετέφρασε καί έόημοσίευσε ό κ. Βασδραβέλλης27, καθώς
καί ατά χωριά τούν Βαλαάδων τής Δυτικήc Μακεδονίας, δέν άναφέρεται ούτε ένας
Ηλαχόφωνος — οί 'Έλληνες αυτοί παρουσιάζονται στο έθνικό προσκήνιο νά αναλαμ
βάνουν πάλι τά παληά τών όρεινών Ελλήνων προτερήματα τής μεγαλωσύνης, τής
παλληκαριάς καί τής φιλοπατρίας, πού έλάνθαναν κατά τήν διάρκεια τής λαίλαπος
τών αίώνο>ν.
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί, μερικοί μάλιστα πολύ σοβαροί28, παρασυρόμενοι από
κάποια ομοιότητα τής γλώσσης, άλλά καί από τό κοινό όνομα Β λ ά χ ο ι — σ’ αύτό
ασχολούμεθα πιό κάτω — ταυτίζουν ή καλλίτερα θεο>ρούν ότι είναι τής ίδιας προε-
λεύσεως καί έθνότητος οί Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώρου (’Ήπειρος, Θεσσαλία,
Μακεδονία) μέ τούς Βλάχους τής ΙΙαριστρίου περιοχής καί τού Αίμου τής Βουλγα
ρίας, οί όποιοι υπήρξαν καί πριυταγωνισταί στη δημιουργία, κατά τόν ΙΑ ' αίώνα,
του Βλάχο - Βουλγαρικού κράτους τών Άσανιδών, πού τόσα πράγματα δημιούργησε
στο Βυζάντιο.
Ή σύγχυσις αυτή — γιατί γιά καθαρή σύγχυσι πρόκειται — προήλθε από τις
χωρίς έπιστημονική ευθύνη διηγήσεις πολλών χρονικογράφων τού Βυζαντίου, όπο)ς ό
Χωνιάτης29, 6 Κίνναμος30, ό Χαλκοκονούλης31, ό Κεκαυμένος32 κ.ά., οί όποιοι μέ α
κράτητη έπιπολαιότητα γράφουν δ,τι θέλουν έπάνο) σ’ αύτό τό θέμα. ’Εκδηλώνοντας
καί τήν έσωτερική τους εχθρική διάθεσι πρός τούς Βλάχους τού Αίμου, περιλαμβά
νουν σ’ αυτούς όλους τούς Βλαχοφιυνους τής Ε λληνικής Χερσονήσου καί προσθέτουν
ΕΣΤΙΑ»
μάλιστα ότι οί της Βορείου Ελλάδος προέρχονται άπό μετοικεσία άπό τήν περιοχή
του Δουνάβεως.
Αύτό όμως, όπως μέ επιμονή καί σχολαστικότητα έρευνήθηκε άπό τούς σύγ
χρονους ιστορικούς, δικούς μας καί ξένους, μέ βάσι και καινούργια στοιχεία πού άπο-
καλύφθηκαν, ο εν στηρίζεται σέ καμιά μαρτυρία έκείνης τής έποχής. Καί ούτε ήμπο-
ροΟσε ποτέ μια τόσο μεγάλου πληθυσμού μετοικεσία — γιατί τότε έπρόκειτο για έκα-
τοντάοες χιλιάδες ψυχών — νά μή άναφέρεται άπό κανέναν σύγχρονο Ιστορικό ή
χρονικογράφο, τήν στιγμή πού άναφέρεται ή μετοικεσία των όλίγων Πετσενέγκων
του Παίκου, πού οέν υπήρξαν Έ λληνες καί γ ι’ αύτό, άφοϋ άλλαςοπίστησαν άργότερα,
έφυγαν άπό τήν Έλλάόα μέ τήν Έλληνο - Τουρκική άνταλλαγή33.
’Αλλά κατά τήν θεοηοία αύτής τής μετοικεσίας, θά έπρεπε τότε καί οί λατινό-
γλιοσσοι τής Ραιτίας, τής Ε λβετίας, των "Γουλιανών καί των Δειναρικών Ά λπεω ν,
όπως καί τής Δαλματίας — αύτών οί λατινογενείς διάλεκτοι ομοιάζουν περισσότερο
άπό κάθε άλλη μέ τήν διάλεκτο τών Βλαχοφώνων — νά έχουν μετοικήσει άπό τον
Δούναβι, πράγμα πού θά άποδείκνυε άκρα επιπολαιότητα καί επιστημονική ά συνεί
δη σία.
Καί, τέλος, κατά ποία λογική σκέψι θά ήμπορούσαμε νά δικαιολογήσουμε τήν
μετοικεσία μια; τόσο μεγάλης μάζης πληθυσμού, ό όποιος έγκατέλειψε τις γόνιμες
πεδιάδες τής Δακίας, γιά νά έλθη νά σκαλώση στά άγονα καί άφιλόξενα βουνά τής
Βορείου Ε λλάδος;
Έ κτος όμως άπό όλα αύτά, οί άνθρωπολογικές έρευνες τού καθηγητού άνθριο-
πολόγου Ά ρ η Πουλιανού34 στον Ελληνικό Χώρο καί τού Ρώσου Μ. Β. Σεργκέβσκι33
στήν περιοχήν τού Δουνάβεως, άποόεικνύουν ότι οι Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώ
ρου είναι αύτόχθονες καί δέν έχουν καμμία ομοιότητα με τούς κατοίκους τού Δούναβι
καί τού Αίμου, θέτοντας έτσι τελεία καί παύλα σέ μιά διχογνωμία, πού ταλαιπωρούσε
τον πνευματικό κόσμο, ό όποιος προσπαθούσε νά λύση το πρόβλημα μονάχα μέ τα δε
δομένα τής Γραμματολογίας, πού καί αύτά, άν χωρίς πολιτική προκατάληψι τά έξε-
τάση κανένας, θά καταλήξη άβίαστα στό ίδιο άκριβώς συμπέρασμα36.
ΟΙ έρευνες καί οί μελέτες τού Ά ρ η Πουλιανού κατέληξαν καί σέ ενα άλλο, ά
κόμα πιο άμάχητο, συμπέρασμα. ΟΙ Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώρου δέν Ομοιά
ζουν άπολύτως μεταξύ τους. Δέν είναι τής ίδιας άκριβώς άνθρωπομετρικής κλίμακος,
όπως το αναφέρει97. Α ντίθετα ομοιάζουν μέ τούς Ελληνοφώνους τής γειτονικής τους
περιοχής. Έ τσ ι, οί Βλαχόφωνοι τής Δυτικής Μακεδονίας ομοιάζουν τούς Ελληνοφώ
νους γείτονές τους τών Γρεβενών καί τού Βοιου. ΟΙ τού Ζαγορίου δέν ομοιάζουν μέ
τούς Βλαχοφώνους τής Δυτικής Μακεδονίας, άλλά μέ τούς Ελληνοφώνους Ηπειρώ-
τες γείτονές τους. Το ίδιο συμβαίνει καί παντού άλλού. Πράγμα πού σημαίνει ότι οί
Βλαχόφιονοι στήν Ε λλάδα είναι αναμφισβήτητα έκλατινισμένοι στή γλώσσα γηγε
νείς κάτοικοι38.
Τόση μάλιστα είναι ή όμοιότης αύτή τών Βλαχοφώνων μέ τούς άλλους Έ λ λ η
νας. ώστε πολλοί καί σοβαροί έρευνηταί νά ξεγελασθούν εύκολα. Ό Ami Boue γρά
φει39: «Λαός πού δύσκολα Ξε/μυρίζει κανένας μερικές μόρες άπό τούς άλλους Έ λ
ληνες είναι οι Βλάχοι. . .». Ό Leak40 πάλι λέγει: «Το Κηπουριό, ενα άπό τά μικρά
Βλαχικά χ/υριά, πού τό περισσότερο τό είδαμε άπό τις δυο μεριές τού δρόμου. .
Ε ννοεί Οπωσδήποτε τούς κατοίκους τού Κηπουριού. οί όποιοι όμως είναι Ελληνόφω
νοι. Ά λ λ ά καί αύτός ό Πουλιανός διαπιστώνει41: «Κοπατσαραίοι, Βλάχοι πού δέν ο
μιλούν Βλάχικα, άλλά μόνον Ελληνικά. .
Ά λ λ ά καί πιο πέρα άκόμα. Παρ’ ότι ή γλώσσα, δπιυς λέγουν διάφοροι έρευνη
ταί, όπως ό Beloch42, ό W eigand43, ό Παπαευγενίου44 κ.ά., δέν είναι τό άσφαλέστερο
κριτήριο γιά τήν άτομικότητα καί τήν εθνικότητα τών κάτοικον/ — γιατί άλλοιώς οί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
Καί οχι μονάχα οί "Ελληνες, αλλά καί τά υπέροχα προϊόντα του Ελληνικού
καί μετά την πνευματική άναγέννησι του Βυζαντίου, έπί Μακεδονικής Δυναστείας,
όπόταν δειλά - δειλά άρχισαν νά μελετιόνται τά έργα των κλασσικών χρόνων, δσα
r*
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ » *
3
ί
αστικά κέντρα καί Ιδιαίτερα στήν προ>τεύουσα τήν Τρίκκη, όπου δεν άργησαν να γί- ί
νουν 6 σοβαρότερος κοινωνικός καί οικονομικό: παράγων, θέσι πού τήν διατηρούν μέ- g
χρι σήμερα. ξ
Οί δροι Μ ε γ α λ ο β λ α / ί α και Μ ε γ α λ ό 6 λ α χ ο ι διατηρήθηκαν, ft
όπο>ς μας πληροφορούν οί Pouqueville, Ami Boue, Leak κ.ά., ως τον ΙΘ ' αιώνα. *
Παράλληλα μέ τον όρο Μ ε γ ά λ η Β λ α χ ί α δημιουργήθηκε καί ο όρος I
Μ ι κ ρ ή Βλ α χ ί α, ή όποια περιελάμβανε, όπως μάς πληροφορεί ό Φραντζής61 $
καί οπιυς άναλύει οέ περισπούδαστη μελέτη του ό Γ. Σούλης62, καθώς καί ό Τρ. Εύ-
αγγελίδης στόν Μταίοεκέρ του του 19136\ όλη τήν όρεινή περιοχή πού βρίσκεται |
στις νότιες διακλαδώσεις τής Πίνδου, ώς τον Κορινθιακό Κόλπο καί ώς τήν Αιτωλία j
καί ’Ακαρνανία. Ό οέ Cousinery64 μάς πληροφορεί δτι συνήντησε Βλαχοφώνους καί ι
στήν άγορά του ’Άργους. ft
'"Οταν οί Τούρκοι, στο τέλος του ΙΔ ' αιώνα, κατέκτησαν τήν Ελλάδα, βρήκαν*
τά όνόματα Μ ε γ ά λ η Β λ α χ ί α καί Μ ι κ ρ ή Β λ α χ ί α, καί τούς!
κατοίκους Μ ε γ α λ ό β λ α χ ο υ ς καί Μ ι κ ρ ό β λ α χ ο υ ς. Αυτά τά ονό-|
ματα τά μετέφρασαν στή γλώσσα του; καί τά έκαμαν Μ π ο υ γ ι ο ύ κ Β α λ α χ U
καί Κ ι ο υ τ σ ο ύ κ Β α λ α / ΐ καί τούς κατοίκους Μ π ο υ γ ι ο ύ κ Β α-
λ ά χ καί Κ ι ο υ τ σ ι ο ύ κ Β α λ ά χ.
Συνέπεσε έτσι οί νοτιιοτεροι αυτοί Κιουτσιούκ Βαλάχ νά βρεθούν πλησιέστερά^
προς τίς περιοχές όπου οί Ελληνόφωνοι πληθυσμοί ήσαν συμπαγέστεροι. Καί τούς
Βλαχοφώνους των γειτονικών τους βουνών τούς άποκάλεσαν Κ ο υ τ σ ό β λ ας
χ ο υ ς, γιατί έτσι τούς άκουσαν άπό τούς Τούρκους, ορος πού σιγά - σιγά από τ$
Νότο προχο'φησε προς τό Βορρά, γιά νά γενικευθή μετά τό 1913 γιά ολόκληρη τήν
Ε λλά δα καί διατηρήθηκε παράλληλα μέ τό Β λ ά χ ο ς. ^
Καί έπειδή όλοι αυτοί οί Βλαχόφωνοι. άπό τότε πού βρέθηκαν στά βουνά έγκα
τεστημένοι, άπόκτησαν σάν κύρια άπασχόλησι τήν κτηνοτροφία65 — αφού τά βουν^
δέν έχουν άλλους πόρους έπαρκεΐς γιά τήν έπιοίωσι του πληθυσμού — οί Έλληνες
τού Νότου έγενίκευσαν τήν προσωνυμία άποκαλώντας Β λ ά χ ο υ ς όλους όσοι α
σχολούνται μέ τήν κτηνοτροφία, άσχετα pi τήν γλώσσα πού όμιλούν. ;·
Καί γιά νά τελειώσουμε μέ αυτό τό θέμα, θά προσθέσουμε μερικές λέξεις άκόμγ
γιά μια άλλη παρεςηγηυένη έννοια, έπάνιο στό θέμα τών Βλαχοφώνο)'/. 1
Ό Κεδρηνός στή «Σύνοψι τών Ίστοοιών> του αναφέρει κάπου ένα επεισόδιο, πθ|
συνέβη στά 976 καί λέγει: «. . .τούτων δέ τών τεσσάρων αδελφών, Δαβίδ μέν εύθί?
άπεβίο) αναιρεθείς, μέσον Καστοοιας και Πρέσπας, κατά τάς λεγομένας Καλάς Αονί
παρά τινων Βλάχ/ον όδιτών. . . »66.
Τήν λέξι ό δ ΐ τ α ι όλοι τήν εξηγούν σάν έννοια τού 6 δ ο φ ύ λ α ξ ί ’ί
φ υ κ α κ ο ς τ ώ ν δ ι α β ά σ ε ω ν ή τού π ε ζ ο π ό ρ ο υ , τού ο δ ο ι π Iί «Β
ρ ο υ κ,λ.π.
Νομίζουμε ότι τό πράγμα είναι πολύ άπλούστερο. §
Το ό δ ί τ η ς είναι κατά λέξιν ακριβής μετάφρασις τού λατινικού stradiot|
πού στή Ρωμαϊκή στρατιωτική ορολογία έσήμαινε κάτι το αντίστοιχο μέ το δικό μ**
σήμερα λ ο ι π ό ς οπλίτης. Δηλαδή οπλίτης χωρίς καμιά συγκεκριμένη γ
δικότητα, γιά νά διακρίνεται άπό τούς princcps. τούς triariis καί τούς astates δηι
τούς τιτλούχους οπλίτες τ*Γ.ς λεγεώνος. To stradiotes είναι παράγωγο τού strada ώ
δός, δρόμος) καί αυτοί οί οπλίτες (Ονομάζονταν stradiotes γιατί βρίσκονταν συνεχή
στό ύπαιθρο, στους δρόμους, ήσαν οί armati τής υπαίθρου. **
Οί stradiotes πού σιγά - σιγά έγιναν Σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς , λέξις πού δέν πα»*
γεται άπό τό Σ τ ρ α τ ό ς , όπως νομίζουμε, στό Βυζάντιο ήσαν οπλίτες τής ύπ-|
Ορου, στους οποίους παρεχωρείτο γειυργικος κλήρος μέ τήν ύποχρέωσι στρατεύσεως
σέ ώρα ανάγκες.
.λυτούς τούς Βλαχοφώνους θέλησαν κάποτε, καί μάλιστα μόλις πριν έκατό χρό
νια, νά οίκειοποιηθουν μερικοί ζηλιυταί τής «’Λρουμουνικής προπαγάνδας», πλαστο
γραφώντας τήν 'Ιστορία, από τήν όποια ήμείς έοώ τα κύριά της σημεία έθίξαμε.
’Αλλά, αυτοί οι Βλαχόφωνοι, έκτος από τήν ιστορία τους, μέσα στους αιώνες,
όπιος άποδεικνύεται, δεν είπαν ποτέ δτι αποτελούν άλλην έθνότητα έκτός από τήν Ε λ
ληνική, είτε στο έλεύθερο Ελληνικό Κράτος ζοΰσαν, είτε ήσαν υπόδουλοι. Ούτε ποτέ
διεχώρησαν τούς εαυτούς τους από τούς άλλους Έ λληνες, ούτε έκαμαν τίποτε, πού
νά μή συμβάλη στή δημιουργία καί στή δόξα τού Ελληνικού ’Έθνους.
"Οταν στα 1432, όπιος λέγουν οί ιστορικές πηγές, οί Βλαχόφωνοι τής Πίνδου
επαναστατούσαν, πρώτοι αυτοί κατά τών Τούρκιον, καί συγκροτούσαν τό πρώτο στήν
Ελληνική Χερσόνησο αρματολίκι, στο όνομα τού Χριστού καί τής Ρωμηοσύνης έγι
ναν ολοκαύτωμα. Γιά τούς ίδιους σκοπούς, συνέχεια μετά, επί τετρακόσια χρόνια, ώς
τήν άπελευθέρωσι, όπιος όλοι οι "Ελληνες, πολεμούσαν σάν κλέφτες καί σαν άρμα-
τολοί. Οί Βλαχόφωνοι άγωνισταί πού στάθηκαν στήν πρώτη γραμμή τού 1821 (6
Ρήγας Φεραιος, ο Φαρμάκης, ό Γειυργάκης ’Ολύμπιος, οί Λαζαϊοι, 6 Άνδρούτσος καί
τόσοι άλλοι) γιά μιά ελεύθερη Ελλάδα άγωνίσθηκαν καί γ ι’ αυτήν έπεσαν. Καί οί
χρονικογράφοι τού Άγώνος, Φιλήμων, Τερτσέτης καί Φωτάκος67 τονίζουν ότι οί βλα-
χοποιμένες στάθηκαν από τά καλλίτερα παλληκάρια καί τό καλλίτερο στήριγμα τού
Κολοκοτρώνη, όπως 6 ίδιος ομολογούσε.
'Ο πνευματικός φάρος τών Βλαχοφιόνων τής Μοσχοπόλειυς ατούς ΙΖ ' καί ΙΗ ' αι
ώνες68 ήτο φάρος Ελληνικός. Ελληνική ’Ακαδημία ίδρυσαν έκεί καί Ε λληνικά τυ
πογραφεία λειτούργησαν καί δέν διανοήθηκαν ποτέ ότι ανήκουν σέ άλλη έθνικότητα,
νορίς μάλιστα τότε νά υφίσταται έλεύθερο Ελληνικό Κράτος.
’Αλλά καί οί μεγάλοι ευεργέτες τού Έθνους, οί Σίναι, οί Άβέρωφ, οί Στουρνά-
αι, οί Τοσίτσαι καί τόσοι άλλοι, κατά τόν περασμένο αιώνα καί στις αρχές τού πα-
όντος, πού ύφίστατο Ρουμανικό Κράτος, όταν πλούτησαν στήν Αύστρία, στήν Ουγ
γαρία, στή Ρωσία, στήν Αίγυπτο καί σ’ αυτήν τήν Ρουμανία μερικοί, έδώ στήν Έ λ-
,άόα καί όχι στή Ρουμανία, ήλθαν καί άπόθεσαν τά πλούτη τους, γιά νά μάς κληρο-
/τήσουν περίλαμπρα μνημεία πολιτισμού — τά περιλαμπρότερα — καί σημαντικώ-
ατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ά πο αυτούς τούς Βλαχοφώνους άναόείχθηκαν Πατριάρχες καί ’Αρχιερείς* πρω-
>πουργοί σάν τόν Κωλέτη καί τόν Λάμπρο* καθηγηταί Πανεπιστημίου σάν τόν ΙΙαν
ιζίοη, τόν Λάμπρο καί τόν Σβώλο καί τόσους άλλους σήμερα* βουλευτάς κατά δεκά
δες σέ κάθε Βουλή* υπουργούς σέ κάθε Κυβέρνησι* σέ μιά μάλιστα, πριν λίγα χρόνια
ju'siyav τέσσερες από τούς Βλαχοφώνους.
■j Καί αυτό πού ισχυρίζονται μερικοί ανιστόρητοι ή προπαγανδισταί ότι στήν Έ λ-
|άδα υπάρχει Ρουμανική μειονότης, δέν είναι άλήθεια. Είναι ένα πλαστό έφεύρημα,
>ύ μερικοί τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες, σάν τόν Μαργαρίτη πριν έκατό χρόνια καί τόν
Ιιαμάντη πριν τριάντα, έπλασαν αυτόν τόν μύθο καί παρέσυραν μερικούς φουκαρά-
Ες — πού πάντα καί παντού υπάρχουν - - γιά νά ροκανίσουν μερικά χρήματα τών
:ιστο>ν Ρουμάνων. Καί μερικές άτυχες συμπτώσεις ή αδυναμίες τής Ελλάδος, σάν
Κείνη τού Βενιζέλου του 1918. δημιούργησαν τόν όρο Ά ρ ο υ μ ο 0 ν ο ι τής Έ λ-
ΐόος, οί όπ οίοι καί σχολεία Άρουμουνικά ίδρυσαν καί στήν Άρουμουνική γλώσσα
Κίτουργήθηκαν’ μέ μόνη τη διαφορά πού δέν καταλάβαιναν τίποτε από αυτή τη γλώσ-
| καί αυτή τή λειτουργία, αφού δέν ήςευραν τη γλώσσα καί αφού έπί αιώνες στήν
Ιληνική άκουγαν τό Θείο Λόγο.
Τό άν δέν υπάρχουν σήμερα ά ρ ο υ μ ο υ ν ι κ ά σχολεία καί ά ρ ο υ μ ο ύ-
ν ο ι ιερείς, o h οφείλεται, οποις λέγουν μερικοί, στην καταπίεσι του Ελληνικού \
Κράτους — άφοΟ ή Ε λλά ς σεβάσθηκε πάντοτε τις συμβάσεις πού εχει υπογράψει — $
ούτε καί σέ τίποτε άλλο, παρά μονάχα στό ότι δλοι οί πρωτεργάτες έκείνης της άνο- i
ησιας, έφυγαν από την Ελλάδα από αίσθημα ένοχης, γιατί έπί Κατοχής σύνεργά- ‘
σθηκαν μέ τούς κατακτητάς και στό δ,τι το σημερινό καθεστό)ς της Ρουμανίας, έξυ- <
πνότερο άπό τό προπολεμικό, οέν φαίνεται διατεθειμένο νά πετάξη χρήματα για μια ’
άσκοπη υπόθεσι. I
Πάντως, ή Ρουμανική προπαγάνδα στη Βόρειο Ελλάδα υπήρξε μία περιπέτεια ,ι
άσχημη για τούς Βλαχοφώνους, γιατί αυτούς κυρίοις ένώχλησε καί δεν φαίνονται ί
διατεθειμένοι νά ύποστοϋν πάλι μία παρόμοια ένόχλησι.
Γ ι’ αύτό θά τελειώσο) μέ τά λόγια του Σοφοκλή Βενιζέλου, πού γράφει στόνό
Πρόλογο τής εργασίας του κ. Ευαγγέλου Άβέρωφ, πού στην άρχή άναφέραμε:
«. . . Λαμβάνοντες ύπ’ δψιν», λέγει ο Βενιζέλους, «την σοβαρότητα του ζητήμα-
» τος, την ίδικήν μας αδιαφορίαν, την συστηματικήν καί ενίοτε σκ?νηράν εργασίαν*
» των άλλων, όφείλομεν νά εΐμεΟα ευτυχείς διότι ό επικίνδυνος πολλαπλασιασμός του
» μηδενός δεν έ'λαβε μεγαλυτέρας διαστάσεις.
»Τούτο τό χρεωστούμεν άναμφισβητήτως εις τον θαυμαστόν πατριωτισμόν, εις.
» την εύφυά άντίδρασιν καί εις τούς θαρραλέους αγώνας αυτών τούτων τών Έλλή-
» νων Κουτσοβλάχων, αγώνας εις τούς όποιους ούτοι άπεδύθησαν μόνοι, άκαθοδή-,
» γητοι καί παλαίοντες συχνά εναντίον πανίσχυρου ξένου δυνάστου.
»Αίσθάνομαι δι’ αύτό την ύποχρέωσιν νά τούς έκφράσω εδώ τον θαυμασμόν·
» μου καί την ευγνωμοσύνην μου, διότι παρά τάς αντιξοότητας έκράτησαν πάντοτι-
» τόσον υψηλά την φωτεινήν δάδα τού Ελληνισμού». ;
ΣΡΙ Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ |
του, καταπολεμήθηκαν μέ πείσμα, όταν ζούσε Ακόμα, από πολλούς ιστόοίκους και μόλις
τελευταία Αρχισαν νά τις προσέχουν, να τις ερευνούν καί νά τις παραδέχονται.
Πάντως, ή προέλευσις τής προσωνυμίας Β λ ά χ ο ς από τό Φ ε λ ά χ ο ς, κα
τά τον τρόπο πού την υποστηρίζει ό Κεραμόπουλος, παρουσιάζει πολλά Αδύνατα σημεία
καί χρειάζεται περισσότερη πιό πέρα ερευνά γιά νά γίνη Αποδεκτή. Τό πιο Αδύνατο ση
μείο, στην προκειμένη περίπτωσι, είναι τό δτι είναι 6ύσκο?.ο νά Αποδειχθή λογικά καί
Ιστορικά ή καί γλωσσολογικά ή μεταφορά τής προσωνυμίας Από την Αίγυπτο στην Μα
κεδονία καί πολύ περισσότερο από τή Μακεδονία στην παοαδουνάίίεια περιοχή, δπου
ήτο καί ό κύριος όγκος των Βλάχων.
54) Τό 1,3% τού πληθυσμού στην Ελβετία ί 7 5 .0 0 0 -80.000 κάτοικοι, σύμφωνα μέ την τε
λευταία άπογραψή τού 1072), πού κατοικεί στο καντόνιο τού Grisons (Graiibunden) ό-
μιλεϊ την Romanche (πού διάκοινεται σέ τρεις διαφορετικές διαλέκτους). Άπό τό
1938 την Romanche ή Ελβετική Κυβέρνησις την αναγνώρισε σαν τέταρτη επίσημη
γλώσσα τού Κράτους (οί άλλες τρεις είναι η Γερμανική, ή Γαλλική καί ή Ιταλική) καί
ίδρυσε ειδικές έδρες γι’ αυτή τή γλώσσα σέ δλα τά Πανεπιστήμια. "Ολοι δέ έκεί
— λαός καί Κυβέρνησις — κάμνουν δ,τι μπορούν γιά νά συγκρατήσουν αυτόν τον πλη
θυσμό στους ορεινούς οικισμούς του καί νά διατηρήσουν τα ωραία έθιμα του. Αλλη διά
λεκτο τής Romanche δμιλούν καί 20.000 ορεινοί κάτοικοι στις Δολομιτικές ’Άλπεις τής
’Ιταλίας καί άλλη ομιλούν 450.000 στο Frioul στήν κοιλάδα τού Tagliamento ώς τήν
Corizia.
Στήν Δυτική Καρινθία, δπου συνορεύει μέ το Frioul ύπάρχουν μερικές χιλιάδες
άπό όρεινούς κατοίκους, πού όμιλούν Ακόμα μιά παραπλήσια γλώσσα μέ τήν Frioulanne.
Στις Δαλματικές "Αλπεις ή έκεί λατινογενής γλώσσα, πού συγγένευε μέ τήν Ro
manche καί τήν Βλάχικη τής Ελλάδος δέν όμιλεϊται πιά. Πριν λίγα χρόνια έξιλιπε και
ό τελευταίος πού τήν ομιλούσε.
Γιά τούς λατινόφωνους στον Αίμο καί στή δεξιά όχθη τού Δούναβι, στή Βουλγαρία,
δέν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, ούτε ξέρουμε καμμιά σύγχρονη σχετική μελέτη.
Φαίνεται δτι εκεί θά έκβουλγαρισΟούν καί στή γλώσσα, άν δέν έχουν έκβουλγαρισθή Α
κόμα.
Τό θέμα τής συγγένειας, πού έχουν οί λατινογενείς γλώσσες δλων αυτών τών ό-
ρεινών κατοίκων (στις Ραιτικές, Δολομιτικές, Ίουλιανές καί Δειναρικές "Αλπεις, καθώς
καί στή Δαλματία, τήν Ελλάδα, τόν Αίμο καί στά Πυρηναία) μεταξύ τους, πού είναι
ή στενώτερη άπό δλες τις άλλες λατινογενείς γλώσσες, νομίζουμε δτι Αξίζει μιά πιό
προσεκτική έρευνα άπό τούς ειδικούς γλωσσολόγους. Γιατί άπό τά όλίγα πού ξέρουμε
καί πού είδαμε, μάς φαίνεται δτι αυτές οί γλώσσες προή?νθαν Από μιά κοινή γλώσσα λα
τινογενή (Argot) Ανθρώπων πού έζησαν επί πολλά χρόνια υπό στρατιωτικές συνθήκες,
γιατί ύπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία, κατάλοιπα στρατιωτικής ορολογίας καί στρατιω
τικών εκφράσεων, μέ ύφος ζωής στρατοπέδου καί εκστρατείας. Λυτή ή συγγένεια — κα
τά τή γνόηιη μας πάντοτε — δέν παρουσιάζεται μέ τις άλλες λατινογενείς γλώσσες.
55) Ό Κ. II α π α ρ ρ η γ ύ π ο υ λ ο ς («'Ιστορία τού 'Ελληνικού ’Έθνους», ενθ. άν.
τόμ. Γα', σελ. 14) λέγει: «...'Ο Μέγας Αθανάσιος, ό περιφανής νομοθέτης τού Συμ-
βόλόυ τής ΓΙίστεως, έγραφε πολύκροτον «Λόγον κατά Ελλήνων», δΓ ού μή άρκεσθείς
νά άποκηρύξη αύτούς ώς είδωλολάτρας ήλεγξε προσέτι καί έχλεύασε τήν σοφίαν αυ
τών... Ή γλώσσα λοιπόν παρέμεινε κοινή, Αλλά τό τών Έλλήνιον όνομα, γυμνωθέν
τής Αρχαίος ευκλεούς έκδοχής, έλαβε τήν σημασίαν τού είδωλολάτρου* καί έκτοτε τό τε
όνομα τούτο καί πάντα τά έξ αυτού παράγωγα... Απεκρούσθησαν καί περιυβρίσθησαν
υπό τής νέας πίστειυς επί αιώνας μακρούς...». Καί πιό κάτω προσθέτει: «'Ο Μαλά-
λας ομίλων περί τής βασιλείας καί τού Ιουστινιανού βέβαιοί δτι «διωγμός γέγονεν Ελ
λήνων μέγας» καί δτι «έθέσπισεν ό αυτός βασιλεύς έόστε μή πολιτεύεσθαι τούς έλληνί-
ζοντας» καί δτι «συσχεθέντες "Ελληνες περιεβρωμίσθησαν καί βιβλία αυτών κατεκαύ-
θησαν καί είκύνες τών μυσερών θεών αυτών καί Αγάλματα*.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ'»
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Πηγαί — Βοηθήματα)
τήν Ελλάδα υίκουντων απογόνων των αρχαίων Ελλήνων (ΙΙερί Κουτσοβλάχων καί
Αλβανών)». ’Αθήνα» 1843.
54. Γ ε ω ρ γ ι ά δ η ς, Ν ι κ ό λ α ο ς «Ή Θεσσαλία». Άθήναι 1880. 2α εκδ. Άθή-
ναι 1894.
55. Γ ρ ή γ ο ρ ά ; , Ν ι κ η φ ό ρ ο ς «Ρωμαϊκή Ιστορία». Schopen, Bonn 1829-30.
Συμπλήρωσι; ύπλ J. Bekker, Bonn 1855. Καί Migne, Patrologia Graeca CXLVIII-
CXLIX.
56. G y o n i, Μ. «Α Legr^gibb Volem^ny A Rom£n Νόρ Eredet6rol». Budapest 1944.
57. Gy o n i , M. «Skylitzes et les Vlapues». Revue de Γ histoire com pare, 25.1947.
58. Gy o n i , M. «Egy vldch falu neve Anna Komnene Alexias£ba». Egyetemes Philo-
logiai Kozlony, 71.1948.
59. Gy o n i , M. «Les Blagues du Mont Athos au debut du XIle stecle». Etudes Sla
ves et Roumains, 1.1948.
60 . Gy o n i , M. «Le nom de Βλάχοι dens Γ Alexiade d’ Amne Comn6ne». Byzanti
nische Zeitschrift, 44.1951.
61. Ha h n , G. G. von. «Albanesische Studien». Wien 1853.
62. Ha h n , G. G. von. «Reise durch die gebiete des Drin und Wardar». Wien 1867.
63. Ha h n , G. G. von. «Reise von Belgrad nach Salonik». Wien 1868.
64. H a mme r , P u r g s t a l l «Ιστορία» τής ’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Μετάφρα-
σ»ς Κροκιδά, Τόμοι 6. Άθήναι 1870—74.
65. He u z e y , L, "Le mont Olympe et Γ Acarnanie,,, Paris 1860.
66. Η o f f m a n n, 0 11 o "Die Makedonen ihre Sprache und ihr Volkstum,,, Gottingen
1906.
67. l o r g a , N. "Histoire des Roumains de la peninsule des Balcans,,, Boucarest 1919.
68. l o r g a , N. "Histoire des Etats balcaniques jusqu k 1924,,, Paris 1925.
69. Kani t z, P h i l i p p e P h e l i x "Serbiens,,, Leipzig 1868.
70. Κ α ν τ a κ ο ν ζ η ν ό ς, *1 ω ά ν ν η ς «Ιστορία», 3 τόμοι Becker, Bonn 1828-
32. Migne, Patrologia Graeca CLIII-CLIV.
71. Κ α σ ο μ ο ύ λ η ς , Ν ι κ ό λ α ο ς «Ενθυμήματα Στρατιωτικά τής Έπαναστάσε-
ως των Ελλήνων». Άθήναι 1939—43.
72. Κ α τ σ ο υ γ ι ά ν ν η ς, Τ η λ έ μ α χ ο ς «Περί τών Βλάχων των Ελληνικών Χω
ρών» Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη Λ' 1964 καί Β ' 1966.
<3. Κεδρην ό ς, Γ. «Συνοψις ’Ιστοριών». Βιέννη 1838.
74. Κ ε κ α υ μ έ ν ο ς, *1 ω ά ν ν η ς (;) «Στρατηγικόν». Έκδοσις: Β. Wassiliews-
ky - V. Jernstedt, Petrograd 1896.
7·>· Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς, Ά ν τ ιό ν ι ο ς Δ. «Τί είναι οί Κουτσόβλαχοι» Άθήναι
1939.
600 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
i
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
n
ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΤΘ. ΓΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοδιδασκάλου
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εις τά ύπ’ άριθ. 94 καί 9ό τεύχη τής εγκρίτου μηνιαίας επί θεώρησε ο : «Ήπε
ρυ>τική Εστίαν, είθε τό πώτ τής δημοσιότητος μία μου ιστορική πραγματεία, υπό τί
τίτλον " Έ εμπορική παντούοις Πωγωνιανής καί ή πάλαι ποτέ άκμάσασα πόλις Δ;
παλίτσα». Έμερίμνησα διά ταύτης ΐ'.ου- νά καταστήσω, όση μοι δύναμις, γνωστά, oc
ιστορικά στοιχεία κατώρθωσα νά άνεύρω καί περισυλλέγω — πού δεν έςητάνισ
είσέτι ό πανοαμάτωρ χρόνος — άφορώντα τήν κατά τον Μεσαίωνα άκμάσασαν π
λιν Πωγωνιανήν - Διπαλίτσαν εις τό μεταίχμιο·/ τής Παλαιάς καί Νέας Ηπείρου κ
τήν κατ’ έτος τελουμένην εςωθι των τειχών τής εκεί Ίερας Βασιλικής καί Σταυρ
ι
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
Σκοπός μου διά ταύτης είναι, πώς 0ά δυνηθώ νά έκτυλίξω μερικάς άνεξερευνήτους ή
ήμιεξερευνηθείσας πτυχάς πού καλύπτουν τήν Ιστορίαν τής Ιδιαιτέρας μας πατρίδος,
τής εύάνδρου Ηπείρου μας καί δή τής στενωτέρας τοιαύτης, του Πωγωνίου μας μέ
έπίκεντρον τήν κατά τδν Μεσαίωνα άκμάσασαν ’Αρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής.
ΙΙολλοΙ πρό έμοϋ ήσχολήθησαν μέ τήν έρευναν των στοιχείων, τά όποια συν
θέτουν τήν ύπαρξιν, τήν έθνικοθρησκευτικήν καί κοινωνικήν προσφοράν τής άνωτά-
της αύτής θρησκευτικής αρχής εις τήν περιοχήν ταύτην. Ά τυχώ ς τά προϊόντα τής
εύγενοϋς ταύτης των προσπάθειας είναι πενιχρά, έν πολλοίς δέ σημείοις άλληλοσυγ-jl
κρουόμενα. Δύσκολον δθεν τδ έργον, τδ όποιον άνέλαβον. Αί σταγόνες των στοιχείων,
τά όποια άνεύρισκον καί έγώ δέν μέ Ικανοποιούν. 'Ό ,τι τήν μίαν ήμέραν έθεώρουνΙ
ώς άνταποκρινόμενον πρδς τήν αλήθειαν, τήν έπομένην άνετρέπετο. Διεψεύδετο ά π δ ΐ
άντιτιθεμένας πλγ;ροφορίας καί τδ «εύρηκα, εύρηκα» τής προηγουμένης έσωριάζετοί
τήν έπομένην ώς χάρτινος πύργος!
ΟΙ δεδικαιολογημένοι δμως αυτοί δισταγμοί μου έν τέλει ύπεχώρησαν. Έπε*
κράτησαν εις τδν εσωτερικόν μου κόσμον οί παραινέσεις τού θεανθρώπου ’Ιησού «Ζη-3
τεΐτε καί ευρήσετε»* ^Κρούετε καί άνοιγήσεται».
Έ κ τών θείων τούτων λόγιον ένθαρρυνθείς καί έγώ, έσπευσα παντού δπου ήτοΛ
έστω καί ή έλαχίστη ελπίς, δτι θά άνεύρισκον σχετικόν τι. Αί μαρμάρινοι π ο λ υ ΐ
βάθμιδες κλίμακες τών έν ΆΟήναις Βιβλιοθηκών δυσθύμως ήνείχοντο τάς συχνάς έ \|
νοχλήσεις μου* οί έν τώ \\γί<ι> νΟρει Θειοφόροι "Αγιοι Πατέρες πολλάκις άπησχολήί
θησαν παρ' έμού παρέχοντές μου έν τή έγνωσμένη καλωσύνη των, πολύτιμα ιστορικοί
στοιχεία έκ τών πλουσίων εκεί Βιβλιοθηκών. Τούτο τδ έπραξαν καί οί εις ούς κατέ*
φυγον ευσεβείς Τοποτηοηταί τών 'Ιερών Μονών Είκοσιφοινίσσης Δράμας καί Baps!
λαάμ Μετεώρων. Μεγίστως δέ συνέβαλε εις τήν ταπεινήν μου προσπάθειαν ό είς τάνΐ
Ουρανίους Μονάς μεταστάς αοίδιμος Πατριάρχης Άθηναγόρας, έπιτρέψας μοι τή|5
άναδίφησιν τών Πατριαρχικών ’Αρχείων. ΙΙάντας εύγνωμονώ. Αί ταπεινοί μου α ύτα |
προσπάθειαι σχέσιν έχουσαι μέ τήν ’Αρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής κατατίθενται έ |
συνεχεία.
Ίδ ω μ εν πρώτον τί περί αύτής έγραψεν ό αείμνηστος έκ Σουδενών ίστορικδς ’Ι|
ωάννης Ααμπρίδης.
Ούτος, τδ πνευματικόν του τέκνον, δπερ τιτλοφορεί καί ούτος «ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟ)
ΗΗ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ", αφιερώνει:
«ΤοΤς έν Βραδέτω αύταδέλφοις Γεωργίω Δ. Τσιγαρα, Διδάκτορι τής ΊατρικύΙ
και Νικολάω, αποφοιτώ τής Ριίίαρείου καί Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου»!
Έδημοσιεύθη, μετά θάνατον — 1888 — είς τδ άνά τδ πανελλήνιον γνωστέ!
τότε περιοδικόν «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ" (Λ' τόμ. σελ. 26*9— 282) έκδιδόμενον έν ’Αθήναι|
’Εν αρχή τής άξιομελετήτου ταύτης διατριβής του άναγινώσκομεν: |
«Ή εποχή τής συστάσεως τής ‘Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής μένει μέχρι τού(|;
άγνωστος. Λέγεται δμως έκ παραδόσεως, δτι το ηπειρωτικόν τούτο τμήμα διά θρ!!'
νου Αρχιεπισκοπικού έτίμησε Κιονσταντίνος δ Πωγωνάτος, διά τής ’Ηπείρου έξ *3
ταλίας είς Κωνσταντινούπολιν έπανακάμψας, ϊδρυσάμενος καί τήν παρά τήν Διπ·1
λίτσαν Μονήν τής Μολυβδοσκεπαστου. Μή τδ παρεμφερές τών όνομάτων Πωγων,μ
τος Πιογιονιανή καί είς τήν παράδοπιν ταύτην τροφήν έχορήγησεν, ’Ανδρόνικος δ’μ
νεώτερος λέγεται επίσης έκ τής 'Αλβανίας είς "Ηπειρον έπιστρέφων κατά τά
1335— 3Θ έξ εύλαβείας έλαυνόμενος, βασιλικώς τδν θρόνον τούτον έπροικοδύτησΜ
έγκαΟιδρύσας έν Διπαλίτση τδ μεταιχμίου τούτο τής ΙΙαλαιάς καί Νέας Ή πείρ»
καί άνωτέρας ΙΙολιτικάς Αρχάς. "Αγνιοστος επίσης μένει, έάν ή Έκκλησιαστιτ
αύτη τής ΙΙωγωνιανής 'Α ρχή, έδραν έσχεν, ευθύς έξ αρχής, τδ νύν χωρίον Διπα|
τσα, δπερ επί Δεσποτών τής ’Ηπείρου, σπουδαιότητα καί σημαντικότητα είχεν,
σημειοϊ δ Κατακουζηνός.
Έάν δέ εις τό όμώνυμον τώ ΤΙπειριυτικώ τοντω τμήματι χωρίον Μπωγωνι-
σκόν, έξ οί* κατά τον Leake καί τό όνομα του τμήματος προέκυψεν, συνέστη κατ’ άρ-
χάς ό αρχιερατικός ουτος θρόνος, ούόεμίαν, έπί του παρόντος ένδειξιν έχομεν. Ούχ
ήττον τό χωρίον τούτο τής εκκλησιαστικής ταυτης αρχής καί επί Τουρκοκρατίας ήν
ιδιόκτητον, οί δε κάτοικοι αυτού μέχρι προ μικρού έν τώ περιβόλω τής εις Διπαλίτσαν
‘Αρχιεπισκοπής έθάπτοντο».
Τούτα γράφει ό ιστορικός Λαμπρίοης έν σχέσει μέ τήν αρχικήν έδραν τής Ά ρ
χιεπισκοπής ταυτης. Έ π ί του προκειμένου, άς μοί έπιτραπή νά Αναφέρω τα Ακό
λουθα :
Ό υποφαινόμενος, ώς καταγόμενος έκ τού άλλοτε άνθοΰντος μικρού τούτου χω
ρίου, νΰν δέ κατηρημωμένου καί κατηρειπωμένου, λόγω τής Αντεθνικής δράσεως των
Αναρχικών καί δπερ σήμερον, θεού εύδοκούντος, καί τού πολιούχου του 'Αγίου ’Α
θανασίου βοηθούντος, Ανοικοδομείται, έρευνήσας μετά θερμού ένδιαφέροντος, τόσον
τήν εντός, όσον καί τήν έξω πέριξ τού χωρίου περιοχήν, δεν κατώρθωσα νά Ανεύρω
στοιχεία, ίκανώς μαρτυρούντα καί έπιβεβαιούντα τά υπό τού Λαμπρίδη Αναγραφο
μένα. Υπάρχει Αριστερά τής Ατραπού, τής Αγούσης Από τό χωρίον τούτο πρός Δι-
παλίτσαν τής διερχομένης έκ των κλιτύων τής οροσειράς Νεμέρτσικας,, Άερόπου τό
Αρχαΐον, έπΐ προσόψεως μικρού σπηλαίου έζωγραφισμένη είκών τού 'Αγίου Δημη·
τρίου, ήμιεφθαρμένη καί κάτιυθεν αυτής έπί τοποθεσίας, όπιυσδήποτε όμαλής, κοιλό-
της μικρά έπί τού έδάφους, όμοιάζουσα τάφον Απέριττον, τόν όποιον ή παράδοσις ό-
νομάζει «"Αγιο Λείψανο». Λέγεται ότι εις τό σπήλαιον τούτο Ιζη έρημίτης τις, όστις
άποθανών, ένεταφιάσθη εις τόν χώρον αύτόν. Ά λ λ ’ ή παράδοσις ούδέν μάς λέγει άν
τό χωρίον μου τούτο ήτο έδρα τής ’Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, ώς εικάζει ό Λαμ-
? πρίδης, στηριζόμενος είς τόν ιστορικόν Leake. Οί νεκροί τού χωρίου όντως έθάπτοντο
εις τόν άνω τού Μητροπολιτικού ναού ομαλόν χώρον, όστις καί σήμερον όνομάζεται:
, <Μνήματα Ηωγωνιτσιώτικα».
Το γεγονός δμως τούτο δέν Αποδεικνύει μέν «τό ότι οί νεκροί τού χωρίου τούτου
έθάπτοντο έκει, διότι ή μεταφερθεΐσα είς Διπαλίτσαν έδρα τής ’Αρχιεπισκοπής έτίμα
ιδιαιτέρως τά Αρχήθεν πνευματικά της τέκνα», Αλλά παρέχει — έστω καί Αμυ-
1 ορώς — έλάχιστον φώς είς τόν ιστορικόν τής αύριον, οι’ όσα ήμεις δέν κατωρθώσα·
‘ μεν νά άνεύρωμεν.
r Τά γραφέντα παρ’ ένίων ότι οί νεκροί τού χωρίου τούτου έθάπτοντο είς Διπαλί-
I: τσαν, διότι το χωρίον τούτο έστερεΐτο ίερέως, δέν Αντέχει ούτε καί είς τήν έλαχίστην
* κριτικήν. Γνιορίζομεν από διηγήσεις πάππων μας ότι τό χοjpiov τούτο τουλάχιστον
If πρό διακοσίο)ν έτών είχε ιερέα, τόν Αοίδιμον ΙΙαπα - Θανάσην, ίερουργούντα μέχρι
| βαθύτατου γήρατος καί αποθανόντα τό έτος 1890. ’Αλλά έάν λάβωμεν ύπ’ δψιν ότι
| εύσταθεΐ ή έν λόγο) πληροφορία, τί θά ήτο εύκολό>τερον, όρΟότερον, προτιμούτερον, νά
£μεταφέρεται 6 νεκρός είς Απόστασιν τεσσάριον περίπου χιλιομέτρου, μέσω κατ’ εύφη-
Ιμισμόν όνομαζομένης οδού ή νά εκαλείτο ίερεύς γειτονικής ένορίας νά ψάλη έκεΐ τήν
|νεκρώσιμον ακολουθίαν καί νά ταφή έπί τόπου ό νεκρός; ’Ασφαλώς τό δεύτερον.
| Δύναται όθεν νά έξαχθΓ,, άν όχι τό συμπέρασμα, Αλλ’ ή εικασία ότι ή βεβαία
{ταφή τών νεκρών τού έν λόγω χωρίου είς χώρον έγγύς τού Μητροπολιτικού ναού τής
’Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, ότι ύπήρχεν ίοιάζουσα σχέσις μεταξύ αυτής καί τών
Ικατοίκων τού ώς άνο> χιορίου, έξικνουμένη πέραν τών ορίων τής κοινής πνευματικής
Ισχέσεως.
* Μετά τήν έπιβεβλημένην, κατ’ έμέ, ώς Ανοπέρω παρέμβασιν, έπανέρχομαι πά
λιν είς τό κύριον εργον μου, δηλαδή τί περί τής ’Αρχιεπισκοπής ταύτης συνεχίζει
νά μάς πληροφορή 6 Αοίδιμος Λαμπρίοης.
«Άνέγνωσα - γράφει - είς έ'ξόχριί ύ / η 'ίερυυ Ευαγγελίου τής 'ίερ α ς Μονής
Λρυό,νσυ έν Λρυϊνουπόλει, ότι ’Λ ο χ ιεπισκοπ \yjaz fjv ό θρόνος Γίωγωνιανής τουλάχι
στον από τον I Β ' αιωνος μεταξυ xtirv 24 ’Αρχιεπίσκοπων τής Αι^κχ;ατορίας>.
'Ωσαύτως διά τήν "Αρχιεπισκοπήν ταύτην, ή άείμνηστσς λογία ’Αγγελική Χα-
τζημ ι/ά λη γράφει είς τά ^ ΪΠ Ε ΙΡ α Τ ΙΚ Λ ΧΡΟΝΙΚΑ* τόμ. ΙΕ ; σελ. 117 τά άκό-
λσυθα:
/ Η Μανή Μολυόδοσκεπάστου έχρηοι'μευσεν ώς έδρα της Πωγο/νιανής, έπί ο
λοκλήρους έκσ,τονταε τηρίδας προτού αυτή μεταφερΟή εις Λιπαλίτσαν, ής , καθεδρι
κός ναός των Α γ ίω ν ’Αποστόλων, σο/ξόμενος ολόκληρος, όνομ/χζετχχι καί σήμερον Ε
Π ΙΣ Κ Ο Π Η , ε^ερε δε, πάντωτε ή είτ Αιπολίτσαν ’Αρχιεπισκοπή τον τίτλον ΗΩΓΩ-
Ν ΙΑ Ν Η Σ * .
Ό ?έ Β. Ζωτσς (Μολοσός) ΎΙπειριυτικαί Μελέται*, τόμ. Β ' σελ. 93 γράφε,
ota τήν "Αρχιεπισκοπήν ταύτην τά άκόλσυΟα:
/ Η πόλις ΙΚαγο/νιανή άνηγέρΟη έπί των έρειπίων τής πόλεΐυς Πασσαρώνος ύ-
πό Κο/νσταντίνου του ί ίίαγωνάτου καί έτιμήΟη μέ θρόνον ’Αρχιερατικόν. ΕΙς τό
ακρον των έρειπίοεν τής πόλεως ταυτης σώζεται ή Μολυόδοσκέπαστος Μονή τής Πα
ναγίας, ήτις ήτο ό Μητροπολιτικός ναός τής πόλεως τούτης*.
Ό δέ άσίδιμσς Μητροπολίτης "Λμασείας "Άνθιμος "Λλεξούδης, δστις είς τήν έν
Κο>νσταντι νουπόλει πρό Ογδοηκονταετίας έκδιδο;χένην έφημερίδα "ΝΕΟΛΟΙΌΣ* (ά-
ριόμ. φύλλου Γ>.794) άναγράφει όνο;χαστικούς πίνακας Αρχιεπισκόπου/ του Οίκου·
μεν'.κοΰ θρόνου, άναφέρει ώς "Λρχιεπίσκοπον ΙΙωγωνιανής, κατά τήν περίοδον 1572
— 1594 τόν άοίδηχον Γαβριήλ.
Είς δέ τήν έφημερίδα Πίυζαντίς-, (άριΟμ. φύλλου 94 τής 1ης Αύγουστου 1904)
άναγινοισκομεν τά άκόλουΟα περί τής Λp /tεπισκοπής ΙΙωγωνιανής:
«Κατ’ άρχάς ’Αρχιεπισκοπικός ναός ήν ό ναός τής Μολυόδοσκεπάστου Μονής,
ον εκτισεν ό βασιλεύς Κωνσταντίνος ό ί ίωγο ένατος, οστις έτίμησε καί τήν Πΐογωνια-
νήν μέ θρόνον ’Αρχιερατικόν, είς όν όπήγοντο τρεις ’Αρχιεπίσκοποι, Σελασφόρου,
Γίουλχερι/σιπόλεως καί Λεύρι7>ν. Είτα ήν ’Αρχιεπισκοπικός ναός ό τότν 'Αγίων ’Απο
στόλου έν Λιπαλίτση μέχρι τό 1770, καθ’ ό κατεστράγ/η ή Λιπαλίτσα*.
''Οτι ό έν Διπα/ίτση ίερδς ναός των 'Αγίων "Αποστόλων έχρησίμευσεν έπί αί-
ώνας ώς Μητροπολιτικός Ναός τής Αρχιεπισκοπής Ιίωγωνιανής είναι γεγονός, άνε-
πίδεκτον πάσης άμφισβητήσεως. Τούναντίον αμφισβητείται τό άν ό ναός τής ίεράς
Βασιλικής καί Σταυροπηγιακής Μονής Μολυβδοσκεπάστου, ιός τινές γράφουσιν, υ
πήρξε τοιουτος, διότι ούδεμίαν έπίσημον μαρτυρίαν έχομεν. Είς τόν ιερόν ναόν των
'Α γίων "Αποστόλων καί είς τό ύπέρΟυρον αυτού, υπάρχει έπιγραφή, σωζομένη άνέ-
παφος, έ/ουσα ούτως:
τΟ Υ ΤΟ Ο Ο Π Λ Ν ΓΚ Π Τ Ο Γ’ ΚΑί ΘΕΙΟΟ XAOC Ο ΕΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΙΜΩ-
MKNOC ΤΟΝ Α Π Ω Ν ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑί ΓίΛΝΚΤΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Α-
Ν ΙίΓ Κ Ρ Ο Η ΕΚ Β Α Θ ΙΏ Ν ΕΤΛΟΚΙΛι ΘΕΟΥ ΑΙΑ CTNAPOM HC ΚΟΠΟΤ
ΤΚ Κ Α ί ΚΞΟΑΩΝ Τ Ο Τ ΕΝ ΜΑΚΑ ί >f Αι Τ ίί. ΛΗΞΕΙ ΓΕΝΟΜ ΚΝΟΤ Κ ΤΡ
ΓίΑΝΓ/Γ Τ Ο Τ Α ΙΤ ,Έ Χ Η ΑίΑ Ψ Υ Χ ΙΚ Η Ν ΑΥΤΟΥ ί,Ώ Τ ίίίΗ Α Ν ΚΑί ΤΩΝ
ΓΟ Ν Ε Ω Ν ΛΥΤΟΥ ΚΑΤΑ TO Ζ45 ΕΤΟΓ’ Α ί>ΧίΕΡΛΤΕΎΓJNTOO TOY Αί^ΧΕ
Κ Π ΙΟ Κ Ο ίΙΟ Τ Π Ω ΙΏ Ν ίΑ Ν Η Σ Κ Υ ΙΌ Υ ΠΛΧΩΜίΟΥ. ΜΕΤΑ ΑΕ ίίΑί^ΑΑΡΟ
Μ Η Ν X IY JN ^ N ΟΤΚ Ο Α Π Ώ Ν Ο ΕίΩ ι Ζ ίίΛ Ο ι Κ ΪΝ Π Ο Ε ΪΟ Ο ΤίΜ ίΩ ΤΑ
too KYij ιια ν ο γ : o a k e a a a im o y or: τ η ν γ γ π ιρ ε ιιε ια ν τ ο υ ο ίκ ο ι
Κ Τ Ρ ίΟ Υ ΑΓΑ Π Ω Ν ΕΞΩΛΙΑΟΕΝ ΕΞ ίΛΙΩΝ ΑΝΛΛΩΜΑΤΩΝ ΚΑί ΑΝΙ
Ο Τ Ο Ρ Η Γ ’ΕΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΕΚΛΑΑΩίίίΓΙΕΝ QC Κ ΑΘΩΟ Ο ΡΑ Τ Ε Τ Π Ε Ι
Ψ Τ Χ ΙΚ ίίΝ ΑΥΤΟΥ Σ Ω Τ Η Ρ ΙΑ Ν ΚΑί ΤΩ Ν ΓΟΝΕΩ Ν ΑΥΤΟΥ Χ Ε ΙΡΙ Ε
MOT TOY Τ Α Π Ε ΙΝ Ο Υ Α Η Μ Η Τ Ρ ΙΟ Τ ΕΚ ΧΩΙΗΟΥ ΓΡΑΜΜΟΓ,’ΤΑΟ ΚΑ
Τ Ο Τ ( δυσανι/γνιυστυ) Α ί^Χ ίΕ ΡΑ Τ Ε Τ Ο Ν Τ Ο Ο ΤΟΤ ίϊΑ Ν ΙΕ Ρ Ω Τ Α Τ Ο Τ ΑΡ
Χ ΙΕ Π ΙΟ Κ Ο ΙΙΟ Τ ΙΙΩ Γ Ω λΊΑ Χ Π Γ Κ Τ ΡΟ Τ ΙΙΑ Γ Θ Ε Ν ΙΟ Τ . ΕΝ Ε Τ Ε Ι Ζ Ρ Ν Δ '
Μ Η Ν ί ΔΕΚ ΕΜ ΒΡΙΟ Κ'».
Είς ταύτην βλέπομεν αναγραφόμενα δύο ονόματα ’Αρχιεπισκόπων της, τό του
Παχιομίου και τοΟ διαδεχθέντος αυτόν Παρθενίου. Εισερχόμενοι σήμερον εις τό ' Ι
ερόν τούτο Σκήνιομα τοϋ όποιου άπεφεύχθη ή κατάρρευσις, κατόπιν συντόνων ένεργει-
ών τοϋ οιευθυντοϋ ’Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπουργείου Θρησκευμάτων καί Ε θ ν ι
κής Παιδείας κυρίου Όρλάνοου, βλέπομεν εις το "Ιερόν τό Σύνδρονον διατηρούμε-
νον άνέπαφον ενδεικτικόν τοϋ ότι ό "Ιερός ούτος ναός ήτο ό Μητροπολιτικός τοιοΟ-
τος. Εις έπίρριοσιν τούτου έρχεται και ό σήμερον ονομαζόμενος παρά των κατοίκων
ιερός ούτος ναός «Έπισκοπ'ή».
’Άλλας μαρτυρίας περί τής ’Αρχιεπισκοπής ταύτης έχομεν τάς άκολούθους:
"Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σάροεων Γερμανίας (Ήπειρωτ. Χρονικά, Τόμος ΙΒ '
σελ. 8 3 ) , γράφει τά έςής:
«. . .Τό πρώτον αναφέοεται ’Αρχιεπισκοπή ΓΤίογωνιανής μεταξύ των όκτώ ’Α ρ
χιεπισκοπών τού Οϊκουμ. Θρόνου τής μετά τήν άλωσιν τής Ινων)πόλεως
αναγραφής των Ε παρχιώ ν τού Οικουμ. Θρόνου 1<ων)πόλεως».
"Ο αοίδιμος ’Αρχιεπίσκοπος ’Αθηνών Χρυσόστομος, δ πολυγραφώτατος ούτος
συγγραφεύς, δ ίσο>ς περισσότερον άλλων ασχοληθείς καί ένδιατρίψας μέ τάς Ά ρ χιε-
πισκοπάς τοϋ Οικουμ. Θρόνου, τόσον κατά τήν ένδοξον Βυζαντινήν έποχήν, δσον καί
κατά τάς χαλεπάς ήμερα: τής μακροχρονίου τουρκικής δουλείας, εις τόν πρώτον π ί
νακα ’Αρχιεπισκόπου, τόν δημοσιευόμενου εις τήν «Επιστημονικήν Επετηρίδα» τοϋ
1922 (σελ. 219) ούδαμοϋ αναφέρει δνόματα ’Αρχιεπισκόπων Πο)γωνιανής. Είς τόν
3ον δμιος πίνακα, τόν άναγράφοντα τάς κατά τήν άλωσιν καί μετά ταύτην Ά ρ χιεπι-
σκοπάς τοϋ Οίκουμενικοϋ Θρόνου, άναγινώσκομεν είς τήν σελίδα 236, τά άκόλουθα:
«. . .Έ κτος τών 72 τουτο>ν Μητροπόλεων υπό τό ΙΤατριαρχεΙον ύπέκειντο τότε,
κατά τινα μέν αντιγραφήν τής ανωτέρω αναγραφής επτά ’Αρχιεπίσκοποι Προκονή
σου, Καρπάθου, Αίγίνης, ΙΙωγιυνιανής, Έλασσώνος, Ινώ, Λευκάδος, κατά τινα δέ
όκτώ, προστιθέμενης εις τάς άνοντε.ρο) καί τής ’Αρχιεπισκοπής Φαναριού. Διαφορά
τις υπάρχει καί έν τώ αριθμώ τών ’Επισκοπών, διότι, κατά τινα μέν αντίγραφα,
ήσαν έδδομήκοντα όκτώ, κατ’ άλλα δε όγδοήκοντα τέσσαρες».
"Ως καί άνωτέρο) άνεφέραμεν, ή αναγραφή υπό τοϋ αοιδίμου ’Αρχιεπισκόπου
’Αθηνών Χρυσοστόμου όνομάτιον Μητροπόλεων ύπαρχουσών μετά τήν άλωσιν, είναι
μία αψευδής μαρτυρία ότι κατά τήν άλωσιν καί μετά ταύτην ύπήρχεν ή ’Α ρχιεπι
σκοπή ΙΤτογο)νιανής, χιορίς όμως, άτυχώς νά μάς δίδη περισσοτέρας περί αύτής πλη
ΐροφορίας.
Ό δέ αοίδιμος χρονογράφος II. Άραβαντινός είς το βιβλίον του «ΧΡΟΝΟΓΡΑ
ΦΙΑ ΗΠΕΙΡΟΓ» (Τόμος Β ' σελ. 138) περί τής Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, γρά
φει τά άκόλουθα:
«Ή ’Αρχιεπισκοπή Πί,ογωνιανής κατείχε τήν 64ην σειράν, κατά δέ τό Συντα-
ί γμάτιον 1854 τήν 74ην. "Έδρα της ήν ανέκαθεν ή Λιπαλίτσα καί ή Εκκλησία τών
"Α γίω ν ’Αποστόλου, ήτις έκτίσθη τώ 1523 από επιγραφήν τής έν Πολιτσάνη Έ κ
;*κλησίας τού 'Αγίου Δημητρίου επί τώ Νάρθηκι μνημονεύεται ό ’Επίσκοπος Δρυϊνου-
^πόλεως Συμεών».
I "Ο δέ διακεκριμένος παιοαγιογός Ευριπίδης Σούρλας — έν σχέσει μέ τήν Ά ρ -
ΐχιεπισκοπήν ταύτην γράφει — «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (τόμ. ΙΕ" σελ. 216) —
ΐτά άκόλουθα:
«Είς Χειρόγραφον Κώδικα τού έτους 1722, είς τόν όποιον άναγράφεται σειρά
|l· Μητροπόλεων, ’Αρχιεπισκοπών καί ’Επισκοπών, αί όποΤαι έξηρτώντο παλαιότερον
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
ράν Μονήν έγραψα ιστορικήν πραγματείαν, ίοοΟσαν τό φώς τής δημοσιότητος είς τί
περιοδικόν -Κ Ο Ν ΙΤ Σ Α , (ύπ’ άριθ. 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, καί 39 τεό
χη του, δπερ, άτυχώς, έσχάτως διέκοψε τήν Ικδοσίν του.
Ή παράθεσις υπό του Νικολάου Μυστακίοου όνομα στ ικού καταλόγου των άρχι
ερατευσάντου/ είς ’Αρχιεπισκοπήν Πώγου/ιανής άπό τοϋ 675 καί έντεϋθεν μέχρι ν
: ’ 1863, μάς παρέχει κολλάς έλπίδας δτι ή πηγή έξ ής ήντλησε τάς πολυτίμους ταύτας
πληροφορίας θά ύπάρχη κάπου. νΙσως εις τάς ξένας Βιβλιοθήκας, είς άς μετέφερον
ν ταύτας οί άγωνιζόμενοι υπέρ τής Χριστιανικής Θρησκείας . . .περίφημοι Σταυροφό-
pot!!! οΓτινες, μετά την αλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως — 1204 — έλαφυραγώ-
ί ' γησαν πάντας τούς εύρεθέντας είς την Κωνσταντινούπολή πνευματικούς θησαυρούς,
1 οί όποιοι, δσοι οέν άπωλέσθησαν διά παντός, εύρίσκονται ώς άνωτέρω άνέγραψα, είς
ί'ί τάς Βιβλιοθήκας τής Εσπερίας.
ίί Ό άναγραφόμενος όνομαστικός Πίνας υπό τοΟ Νικολάου Μυστακίδου, έχει ώς
\ ακολούθως:
Πολύτσιανης
1 17ος) 1503 » Πρωτοπαπάς τις, έκάθητο είς τον ’Αρχιεπισκοπικόν
1, Θρόνον, λίαν έγγράμματος
1 18ος) 1550 » Βησσαρίων
1 19ος) 1560 » Διονύσιος
110ος) 1570 » Γαβριήλ
1ϊίος) 1572— 1578 » Παρθένιος έκ Διπαλίτσης
122ος) 1610 Ματθαίος
ί 28ος) 1630 Σισίνης μετατεθείς
Ι24ος) 1643 Παρθένιος παραιτηθείς
125ος) 1650 Δανιήλ έξ ’Τψηλοτέρας
16ος) 1656 » Νεκτάριος (1684— 8 7 ), Διονύσιος
11ος) 1694— 1702 Μαλαχίας ή Μαλαχήλ
®1ος) 1702— 1708 » Ευθύμιος
^9ος) 1720 » Ίωαννίκιος, υιός Εύστ. Παγούνη έξ Ό στανίτης
?*%) 1729 » Δανιήλ
1750 Ν εόφυτος
ΡΝ ) 1763 » Παρθένιος έκ Διπαλίτσης
ίίος) 1780 Αθανάσιος
ί,
6 1 «ΗΠΕΙ ΡΩΤΙ ΚΗ ΕΣΤΙΑ»
νιανής καί Μονάς Μολυβδοσκεπάστου καί Γκούρας. At 'Ιερ α ι αύται Μοναί ήσαν
Σ ταυροπηγιακαί».
ί
Προς ένημέρωσιν των τυχόν έκ των καλών άναγνιυστών μή άγνοούντων τήν έν
νοιαν των Σταυροπηγιακών Μονών ή Σταυροπηγίων, γωρίζυ) τά ακόλουθα: Σταυρο
πηγιακά! Μονά! έλέγοντο αί Πέρα! έκείναι Μοναί, αΐτινες έξηρτώντο άπ’ εύθείας από
τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Είς Ινδειξιν της άμέσου ταύτης έξαρτήσεως, έμνη-
μονεύετο κατά τάς τελουμένας έν αύτω Θείας Λειτουργίας τό όνομα του έκάστοτε
Οικουμενικού ΙΙατριάρχου και ούχ! τοϋ έπαρχιακου Μητροπολίτου. Εΐθιστο δέ κατά
τήν θέσιν του θεμελίου λίθου έν τω άνεγειρομένω Ίερώ ναφ, να έναποτίθεται τό 'Ι
ερόν Σύμβολον τής Θρησκείας μας άργυροϋς, συνήθιος, Σταυρός, άποστελλόμενος ποός
τοϋτο από το Οικουμενικόν Πατριαρχείου.
Τοϋτο εξάγεται από τήν έννοιαν τής συνθέτου λέξειος Σταυροπηγίου, ήτοι Σταυ
ρόν f πήγνυμι. Α κόμη όέ εις τά Σταυροπήγια ταυτα, οί ήγούμενοί τιυν κατά τή ;
θείαν λειτουργίαν καί τάς λοιπάς ίεράς τελετάς έφόρουν μέγαν μανδίαν, ώς οί άρχι-
επίσκοποί κα! έκράτουν ποιμαντορικήν ράβδον. "Οτι ή ’Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής
ήτο άρκούντιος πλούσια, εξάγεται κα! έκ του κάτωθι δημοσιεύματος τοΟ τέως διευ-
θυντοΟ του 'Ιεροδιδασκαλείου Πέλλας Ίιυάννου Κολιτσάρα, διευθυντοϋ σήμερον τού
περιοδικού -ΖΩΗ», όστις γράφει ε?ς τά «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (τεύχ. Ι Ε '
σελ. 18) τά ακόλουθα:
«Φαίνεται δέ. οτι ή Μονή Μολυβδοσκεπάστου ήτο άρκοιιντως πλούσια, διότι εισέ-
ποαττεν έτησίοκ μέχρι τον παρελθόντος αϊώνος έκ τών έν Ρουμανίρ μετοχίων της
καί τής λοιπής έκεί ακινήτου περιουσίας, \Vro ευσεβών Χριστιανών αυτή δωρηθείσης,
ικανάς χιλιάδας ιρλιυριων, μή συνυπολογιζομένης έτέρας έτησίας προς αυτήν έπιχο-
ρηγήσεο>ς έκ δέκα πέντε χιλιάδιυν φλωρίιυν».
Έλπίζο) νά μή παρεξηγηθώ από τούς φίλους άναγνώστας, διότι έκαμα τήν μι
κρά ν ταύτην παρεκβολήν, διότι τήν έθεώρησα απαραίτητον διά τήν πλήρη ένημέρω-
οιν αυτών.
Κα! ήδη έπανέρχομαι εις το σημεΐον, έξ ού παρεξέκλινα.
Εις τούς ώς άνο) αναγραφόμενους ονομαστικούς πίνακας ’Αρχιεπισκόπων Πω-
^γω νιανής. άναγινώσκομεν ότι κατά τό Σωτήριον έτος 1610 έχρημάτισεν ’Α ρχιεπί
σ κ ο π ο ς αυτής, όνόματι Ματθαίος. Τό όνομα τούτο ούδαμοϋ βλέπομεν άλλου μεταξύ
γ τών άλλων παρατιθεμένων 45 Αρχιεπισκόπων. Μήπως, άρά γε, είναι αύτός οδτος ό
Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μυρέων, αοίδιμος Ματθαίος, ή καλλικέλαδος αυτή έκ
κλησιαστική αηδών, ό ύποστάς πολλάς καί σκληράς δοκιμασίας άτυχής ούτος Τεράρ-
οι’ δν έγραφα ειδικήν πραγαατείαν, ίδοϋσαν τό φώς τής δημοσιότητος είς τά
ί /ύ π ’ άριθ. 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 1 1 5 ,1 1 6 , 117, 118 καί
t 119 τεύχη τής μηνιαίας έπιθεωρήσεως «ΙΤΠΕΙΡΩΤΪΚΗ ΕΣΤΙΑ », είς δ δημοσιεύε
ι ίται καί ή παρούσα μου πραγματεία. Διά τον έξαίρετον καί διακεκριμένον τούτον έκ*
! κλησιαστικόν ύμνογοάφον, τον λόγιον καί σοφόν τούτον κληρικόν, τόν όποιον 6 άοί-
ί διμος Πατριάρνης Ίεροσολύμιον Δοσίθεος, ώς άναγινώσκομεν είς τό βιβλίον «Νέα
| Ελλάς» (σελ. 24) τού Ζαβίρα, κατατάσσει μεταξύ τών σοφών τού Μεσαίιονος 32ον,
| γράφει καί ό έκκλησιαστικός ιστοριοδίφης Μαν. Γεδεών είς τήν πατριαρχικήν έφη-
| μερίδα «Εκκλησιαστική ’Αλήθεια» (Τόμ. Ε ', σελ. 210) , τά άκόλουθα:
’ «Περί Ματθαίου Μυρέιυν έγραφα άλλοτε, όσα έγίνωσκον από τ’ έντυπων καί
χειυογοάφοη» άθροίσας. ΠροοτίΟημι ενταύθα οτι, ό Ματθαίος άπεστάλη Π ατριαρ
χικός Έ Εαρχος τώ 1610 εις τήν έν Λράμρ Πέραν Μονήν τής Είκοσκροινίσσης Θε
οτόκου, ή; τήν θαυματουργόν εικόνα ευλαβούμενος καί πιστίοΟείς περί τών γενομέ.
\ νων αυτής θαυμάτων τγράψε Κανόνα Παρακλητικόν εις τήν 'Τ περ αγίαν Θεοτόκον,
έκδοθέντα έν τώ 1819 έν τή τού Πατριαρχείου έν Κιονσταντινουπόλει άπολυθείση»
"Ετερον έργον τού Ματθαίου:
«ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
απομείνας ποιμήν άνευ ποιμνίου» χαίρειν τοΐς πάσιν είπών, μετέβην εις την Βλαχί
•I αν, ένθα ό ήγεμών Σερμπάνος μοι παρεχιόρησε τό μοναατήριον Ντάλου, δπου άπο-
ϊ·- λαύων τελείας άνέσεως και ησυχίας σννέγραή'α την Ίοτορίαν τής Ούγγροβλαχίας».
ι Φαίνεται δμιος δτι ό πλήρης όδύνης άποχωρήσας έκ τής έπαρχίας του 'Ιεράρ
χης, έπιστρέψας είς Κωνσταντινούπολιν, Οά παρεκάλεσε τόν Οικουμενικόν Πατριάρ
II χην να τοποθέτηση αυτόν, ώς ’Αρχιεπίσκοπο τής γεντείρας του, ήτις ήτο ή Πωγω-
νιανή. "Οτι ή ΙΙωγωνιανή, ήτο ιδιαιτέρα του πατρίς φαίνεται, έκτός των άλλων, καί
από χειρόγραφόν του Ιερόν Εύαγγέλιον, τό όποιον, κατά τόν καθηγητήν τής Ιστορίας
έν τώ ΪΙανεπιστημίιρ Αθηνών αοίδιμον Σπυρίδοννα Λάμπρον (Μικρός Έλληνομνή-
μων, τόμ. Α ', σελ. 266) έκ Καλαρρυτών, εύρισκέτο έν τή Μητροπολιπκή Βιβλιοθήκη
Ίωαννίνων — καί θά είναι ευχής έργον νά εύρίσκεται καί σήμερον έκεΐ — έπΐ τού
έσωτερικοΟ Καλλιτεχνικού σταχο>ματος, άνέγραφεν ό ίδιος:
«Πρεσβυτέρου χειρ και μοναχού Ματθαίου έκ Πωγωνιανής Παλαιάς Η πείρου
έγραψε ταύτην την Θεόπνευστον Βίβλον».
Ή έπιγραφή αυτή ασφαλώς έγράφη πριν έκλεγή ώς Τιτουλάριος Επίσκοπος.
Τοποθετηθείς, ώς είκάζομεν, μετά τήν υπό τάς μνημονευθείσας τραγικάς συν-
θήκας άπομάκρυνσίν του από τήν έν Μύροις έδραν του, είς τήν Πωγωνιανήν, ώς ’Αρ
χιεπίσκοπος αυτής, δέν είχε τήν ευτυχίαν νά παραμείνη έπί πολύ είς τήν Ιδιαιτέραν
του πατρίδα, τήν προσφιλή του γενέτειραν. Ά τυχώ ς θά περιέπεσεν άπό τήν Σκόλ-
λαν είς τήν Χάρυβδιν, ώς ό μυθικός Όδυσσεύς. Ώ ς μάς πληροφορεί ό Λαμπρίδης,
νέον κϋμα διωγμού καί βιαίου έξισλαμισμού έλάμβανεν έκεΐ χώραν. Ή έκατέρωθεν
τού Άο)ου έγκατεστημένη φυλή Καραμουρατατών, διά τής ρομφαίας έξηνάγκασε
πολλούς τών κατοίκων τής περιοχής νά έξισλαμισθώσι.
Ό ατυχής άρχιερεύς Ματθαίος, μή δυνάμενος νά συγκρατήση τόν βίαιον έξι*
σλαμισμόν τού ποιμνίου του, άλλ’ ούτε νά ανέχεται τούς προπηλακισμούς καί ύβρεις
τών άγρίιυν και ειδεχθών τυράννων, αναγκάζεται, φρονούμεν, νά άρη καί πάλιν τόν
σταυρόν τού μαρτυρίου καί νά άποχωρήση έκεΐθεν. Τότε τοποθετείται ώς Π ατριαρχι
κός Έ ξαρχος τό ίδιον έτος είς τήν Ίεράν Μονήν Είκοσιφοινίσσης Δράμας, δπου συγ
γράφει Τεράς Ακολουθίας καί Κανόνας κατά αιρετικών. Τρίτον κύμα τών είδεχθών
’Αγαρηνών, οΐτινες έσφαξαν δεκάδας καλογήριον τής Μονής, τόν έξεσφενδόνισεν είς
Ούγγροβλαχίαν, δπου είς τήν Ίεράν Μονήν Λάλου συνεχίζει τό συγγραφικόν του έρ
γο ν μέχρι βαθυτάτου γήρατος. ’Ολίγον πρό τού θανάτου του — τό 1624 — προσφέ
ρει τό τελευταΐον του έργον — Ιερόν Εύαγγέλιον — είς τόν συνάδελφόν του ’Α ρχιε
πίσκοπον Άδριανουπόλειυς, μέ τήν κάτιοθι ιαμβικήν άφιέρωσιν:
ι·
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
άκόμη διότι είκάζο> ότι ό είς τον άνο> Ονομαστικόν πίνακα ’Αρχιεπισκόπου/ Πο>γο)νια-
νής ύπ’ αδξ. άριθ. 22 ’Αρχιεπίσκοπος Ματθαίος, είναι αυτός ούτος ό άοίδιμος Μητρο
πολίτης Μυρέο>ν Ματθαίος.
’'Ηοη, μετά την έπιβεβλημένην — κατά την άντίληψίν μου — άνωτέριο παρέκ-
βασιν, έπανέρχομαι εις το σημείου έκεινο, εξ ου παρεξέβην και τό όποιον δέν είναι
άλλο άπό τό κύριον θέμα «’Αρχιεπισκοπή Πο>γο>νιανής».
Ε λ π ίζω ότι ό καλής πίστειυς μελετητής, κρίνων άντικειμενικώς καί άμερολή-
πτως δέν θά θεο>ρήση ώς ξένην καί ανεξάρτητον προς τό κύριον θέμα την περί τού
αοιδίμου Μητροπολίτου Μυρέων Ματθαίου άναγραφήν τοσούτο)ν πολυτίμου/ πληρο
φοριών.
"Ολη ή μακρά περίοδος άπό τής βασιλείας του Κωνσταντίνου τού Πωγο>νάτου
671— 685 μέχρι τού 1641, άνερχομένη είς χιλιετηρίδα περίπου, έξακολουθεί νά πα-
ραμένη, ώς προς την έν προκειμένη») ’Αρχιεπισκοπήν Πο)γο)νιανής ασαφής. Κατά ταύ-
την παρέχει ώχρας τινας θρυαλλίδας φωτός ό άοίδιμος Μυστακίδης διά τής δημοσι-
εύσεως όνομαστικού καταλόγου των άρχιερατευσάντων αγίου/ Άρχιερέο>ν έν τη ’Αρ
χιεπισκοπή ΙΙωγωνιανής καί τούτου μή έξ άλλης ιστορικής πηγής έπιβεβαιουμένου,
ώς καί ό άοίδιμος ιστορικός Ααμπρίδης, όστις έν τή όμου/ύμο) πρός τήν παρούσαν μου
άξιόλογον πραγ*ματείαν του, παραθέτει πίνακα άρχιερατευσάντο>ν έν τή ’Αρχιεπι
σκοπή ταύτη άπό του 1292 καί έντεύθεν, άλλ’ άτυχώς αί παρεχόμεναι αύται πλη-
ροφορίαι άποτελουσι κατά το οή λεγόμενον σταγόνα έν τω ώκεανφ».
Ή έπί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα παντελής, τουλάχιστον οι’ ημάς, έλ-
λειψις ιστορικών στοιχείων, μήπο>ς οφείλεται εις τήν έν τοΤς προηγουμένοις άναγρα
φήν τής γνώμης τού γνο>στού παιδαγωγού κυρίου Εύριπίδου Σούρλα, τού μετά προ-
σοχής άναζητήσαντος σχετικά στοιχεία, ώς καί ή τοιαύτη τού λογίου κυρίου Σπύ-
ρου Στούπη, ότι ή Μητρόπολις αύτη υπήγε το άλλοτε μέν εις τήν Εκκλησίαν τής Ρο')-
μης — δέν είχεν έπέλθει το σχίσμα των Εκκλησιών — άλλοτε δέ είς τό κατά τήν
βυζαντινήν έκείνην έποχήν νεοσυσταθέν πατριαρχείου έν τή ήνωμένη τότε Δυτική
Μακεδονία, τό καλούμενου Ίουστινιανής; Μήπως δι’ αυτόν τόν λόγον πάσαι αί παρ’
έιιού καταβληθείσαι προσπάθειαι άναδιφήσεως των αρχείων τού Σεπτού Οικουμενικού
Πατριαρχείου καί είς τό παρελθόν καί είς τάς έσχά-ac ήμέρας, δέν εφερον είς φως
στοιχεία, έξικνούμενα πέραν τής 15ης Έκατονταετηρίδος; Μή δυνηθείς νά άνεύρο)
τήν πραγματικήν αιτίαν τής μή άνευρέσεως, παρά τάς καταβληθείσας προσπάθειας
μου, τών άπαραιτήτου/ ιστορικών στοιχείων, άφορώντων τήν ’Αρχιεπισκοπήν ταύ-
την, παραθέτω έν συνεχεία τά κατά ταύτην — 15ην — καί μετά ταύτην τοιαύτα.
Είς τήν Μεσαιωνικήν Βιβλιοθήκην «Πατριαρχικά έγγραφα» (σελ. 561) τού λαμ
πρού ιστοριοδίφου Κου/) νου Σάθα, άναγινώσκομεν — 1620 (Κατ’ ’Ιανουάριον) ομο
λογία έπισκόπου Βελλάς ότι ούδέν εχει έκ τού άποβιώσαντος Πο)γου/ιανής Ανθίμου,
1641 σελ. 571 Αύγούστου 5 πατριαρχικόν έγγραφον, εχον ουτο):
«Περί τού διδόναι τήν Άρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής κατ’ αποκοπήν τής Μεγά
λης Εκκλησίας έτησίως πέντε χιλιάδες (5.000) ’Άσπρα.
Τό ’Ά σπρον ήτο νόμισμα τουρκικόν αογυρούν μικρόν, μόλις διαμετρήματος 0,
01 τού μέτρου. ’Έ φερε εις μεν τήν προσΟίαν ό'ψιν τήν μορφήν τού έκάστοτε Σουλ
τάνου, είς δέ τήν όπισΟίαν μόνον τήν χρονολογίαν τής κοπής του. Είχεν αγοραστι
κήν αξίαν περίπου πεντακοσκον σημερινών δραχμών.
1640 Σιγίλλιον περί τής Πατριαρχικής θητείας τού ’Αρχιεπισκόπου Πιυγω- '
νιανής είς ’Ά σ πρα πέντε χιλιάδετ.
1643 Υπόμνημα εκλογής ’Αρχιεπισκόπου ΙΤο)γωνιανής Παρθενίου.
1644 'Τπόμνημα έκλογής ’Αρχιεπισκόπου ΓΓυυ/ωνιανής Παρθενίου τού Β \
1650 Υπόμνημα έκλογής ’Αρχιεπισκόπου Πωγωνιανής Λανιήλ αντί τού άπο-
θανόντος Παρθενίου.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
>Λ
1666 'Τπόμνημα έκλογής Ά ρ χιεπ. Πιογιονιανής Παρθενίου του Δ '. . -
Ά τυχώ ς, πέραν τής χρονολογίας ταύτης, δεν μάς παρέχει άλλα στοιχεία δ άεί-
μνηστος Σάθας. Ή έντδς βραχυτάτου χρονικού διαστήματος — μόλις 25ετίας — αν
τικατάστασή τόσων ’Αρχιεπισκόπων, είναι μία τρανοτάτη άπόδειξις των λαβόντων
έκεΐ χώραν θλιβερών άντιθρησκευτικών γεγονότιυν. Είναι ή άποφράς Είκοσιπενταε-
τία, καθ’ ήν οί αίμοβόροι έκεί ’Αγαρηνοί μεταχειρίζονται βίαια καί άπάνθρο>πα μέσα
καί άναγκάζουν πολλούς των κατοίκων τής έπαρχίας ταύτης νά έξισλαμισθώσιν, μέ·
λαινα έποχή, καθ’ ήν ή ανθούσα καί άκμάζουσα εκεί πόλις Διπαλίτσα, ή κλεινή κα
τά την Βυζαντινήν έποχήν Πωγωνιανή, ή πόλις με τις «έβδομήκοντα δυό έκκλησιες
σαράντα πέντε β ρ ύ σ ε ς δ έ χ ε τ α ι τήν τελειωτικήν βολήν άπό τήν άγρίαν ληστρικήν
καί έγκληματικήν φυλήν των ειδεχθών Καραμουρατατών, λεηλατείται, καταστρέ-
φεται καί έρημοΰται. Είναι τδ τδ δεύτερον ήμισυ τής δεκάτης έβδόμης έκατονταετη-
ρίδος καθ’ ο ή Διπαλίτσα δέχεται τά άλεπάλληλα θανατηφόρα πλήγματα τής άπαι*
αίας ταύτης Τουρκαλβανικής φυλής, τά όποια, ούς ήτο έπόμενον, έπέφερον τήν πλήρη
καταστροφήν καί έξαφάνισιν τήςν έλληνικωτάτης ταύτης πόλειυς, λεπτομέρειας τής
οποίας έγραψα εις τά ύπ’ άριθ. 94 καί 95 τεύχη τής «Η Π ΕΙΡΩ ΤΙΚ Η Σ Ε ΣΤΙΑ Σ*
ώς καί έν τοις προηγουμένοις άνέφερα. Οί ’Αρχιεπίσκοποί της ύφίστανται τάς θλι
βερούς συνέπειας τής έπελθούσης εκεί καταιγίδος, τούτου ο’ ένεκεν βλέπομεν τήν συ
χνήν έκεΐ Ιναλλαγήν της κατά τάς χαλεπάς ταύτας ήμέρας. Έπελθούσης τής κατα
στροφής τής άλλοτε άκμαζούσης ταύτης πόλεως, οί μέν κάτοικοί της διεσκορπίσθη-
σαν τήδε κακεΐσε, εις Ρουμανίαν, Ρωσσίαν, ’Ιωάννινα, Πρεμετήν καί οπού άλλου δ
καθείς ήδυνήθη, οί έκκλησίαι έρημοι, άφώτιστοι, άλειτούργητοι καί τδ έκεΐ μητροπο-
λιτικδν μέγαρον άνευ άρχιερέων τούτων ζητησάντων άπδ πολλου ήοη καιρού καταφύ-
γιον εις τά λίαν προσοδοφόρα έν Βουκουρεστίω κτήματα τής αρχιεπισκοπής καί τής
Τέρας μονής Μολυβδοσκεπάστου.
Διά τήν νεκράν ταύτην περίοδον, καθ’ ήν ή Διπαλίτσα - Πωγωνιανή ώμοίαζεν
ώς έν άπέραντον έρημικόν νεκροταφεΐον, ούδέν συγκεκριμένον καί σαφές στοιχείου
άνεύρομεν. Ά π δ πατριαρχικά έγγραφα, τά δποΐα κατωρθώσαμεν νά άνεύρουμεν είς
τά αρχεία το0 Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τά δποΐα έν συνεχεία θά παραθέσω-
μεν, βλέπομεν φερόμενον κατά τά έτη 1695— 1702 ώς ’Αρχιεπίσκοπον Πωγωνιανής
δνόματι Μαλάχιον, οστις διά τδ μή έχειν έν τή έρημωθείση Διπαλίτση τήν κεφαλήν
πού κλίναι, διέμενεν εις Ρουμανίαν, όπου καί άπέθανεν.
Ό άραιδς έπανεποικισμδς τής έρημιυθείσης καί καταστραφείσης ταύτης πόλεως,
ϊ ήρξατο, ώς μας πληροοφρεΐ δ Λαμπρίοης είς τήν άξιομελέτητον διατριβήν του «Ή*
?’ πειρο>τικά Μελετήματα», νά κατοικήται άπδ τά μέσα τής ΤΗ' έκατονταετηρίδος άπδ
κατοίκους, προερχομένους έκ τού χωρίου Ά ν ω Ραβένια, διατηρηθέντος είς τδ νέον
τούτο χωρίον τού άρχικού δνόματος Ζιπαλίτσα.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι
ΣΤΕφ. ΜΠΕΤΤΗ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΜΠΟΛΛΗΣ
Ό ά φ ο σ ιω μ έ ν ο ς φ ίλ ο ς τ ο υ Κ α π ο δ ίσ τ ρ /α
κο! θερ μ ό ς ερ α σ τή ς τ ή ς π α ιδ ε ία ς το υ "Ε θ ν ο υ ς
Προοίμιο
Μετά τήν κατάχτηση έγκαταστάθηκαν καί Τούρκοι στο χωριό καί σέ ξεχωριστή
κία, οπού καί τοπωνύμιο «λουτρό» σώζεται καί βρύση ονομαζόμενη «Χαμπήμπ»\
συνοικία
τοπωνύμιο «στ’ κεραμά» μέσα στό χιοριό καί κατά τή συνοικία Τσιακαλάτικα — . Τό
σπίτι του βρίσκονταν παρά τήν έρειπωμένη σήμερα έκκλησούλα “Αγιος ’Αθανάσιος,
μεταξύ των συνοικιών Χαλκιάδες καί Τσιακαλάτικα, αυτός δέ έφκιασε καί τό σω-
ζόμενο λιθόστρωτο, πού όδηγεί από Τσιακαλάτικα πρός τύ πηγάδι, τύ λεγόμενο «Πα
λιοπήγαδο».
χαριστώντας τον για τήν κατά παράκλησή του γενόμενη έξακρίβιυση: «Περί δέ του
Γ. Ν. Μποσταντζή, λέει, σάς είμαι ευχάριστος όπου έξητάσατε ότι είναι έξάδελφος
του κυρίου Ί . Δομπόλη. . . Καί τελειώνει: «Καί εις τάς 6 Φεβρουάριου εγνιον τά
οσα μου περιγράφετε διά τόν Γ. Ν. Μποσταντζήν καί ότι νά του έοόθησαν τά χίλια
γρόσια καί έλαβαν αποδείξεις, τήν οποίαν έως τήν σήμερον δεν έλαβον καί λαμβά-
νοντάς την τότε θέλω γράψει τοϋ φίλου τά δέοντα περί αυτών»24. Ν. Μποσταντζής λοι
πόν έλέγονταν 6 Γιαννιυ>της άνορας τής Αλεξάνδρας Ί . Δομπόλλη καί γαμπρός έπ’
αδελφή του Τριαντάφυλλου καί οχι Ροοάνας, καθώς παραδίδεται. Ή σωζόμενη μ’
άλλα λόγια υπό τό έπίθετο αυτό Γιαννιώτικη οικογένεια είναι συγγενής έκ θηλυγο
νίας του Ίο). Δομπόλλη, άπόγονος δηλ. τής θείας του άδερφής τοϋ πατέρα του Α λ ε
ξάνδρας Ν. Μποσταντζή. Τό Ροδάνας, καθώς ήδη παρατήρησα, είναι παραγκώμι,
που συνυπήρχε μέ τό κύριο έπώνυμο καί πού τελικά έπεκράτησε σ< ;ζόμενο ώς σήμερα.
’Από όσα όλίγα καί μάλλον ασαφή περί του Τρ. Δομπόλλη έχω ύπ’ οψι μου, εί-
κάζο) ότι αυτός γεννήθηκε γύρω στά 1740 καί στήν Κρετσούνιστα βέβαια. Παραοό-
ξως ό Λαμπρίδης25 τόν φέρει καταγόμενον «έκ τοϋ χωρίου Γερομνήμι» γειτονικού
τής Κρετσούνιστας. Τό λάθος προήλθε φαίνεται άπό τούς πολλούς στό χωριό αυτό
συγγενείς του, απογόνους τής άδελφής του Χάϊδιυς, τούς όποιους ό Τριαντάφυλλος έ
ξακολουθητικά κι ώς τις αρχές τοϋ αιώνα μας μέ κληροδότημά του έβοήθησε.
’Ακόμα πώς σέ νεαρή ηλικία έγκατα στάθηκε ό Τρ. φαμιλικώς στά Γιάννινα σέ
κάποια άπό τις Σχολές των όποιων βιήκουσε καί τά έγκύκλια μαθήματα άκολουθή
σας σέ συνέχεια το πατρικό τοϋ δερματεμπόρου στάδιο.
’Από γράμματα τοϋ Ν. Ζο>σιμά τής Νίζνας (9.2.1840) πρός τούς έδώ άνεψιούς
καί έπιτρόπους του Ά λ . Φίλιο καί Θ. Λαμπαδάρη, όπου ό Ίο). Δαμπόλλης όνομά*
ζεται «οικιακός του παλαιός φίλος»26 συμπεραίνο) ότι ή οικογένεια τοϋ Δομπόλλη
ανήκε στις έπισημότερες τής πόλης μας, συνδεόμενη φιλικά μέ τήν τό ίδιο έπίσημη
έκείνη των Ζωσιμάόων. Ένιορίς έν τούτοις ό Τρ. Δομπόλλης ξενιτεύτηκε στη Ρωσία
μέ πρώτο σταθμό διαμονής του πιθανότατα τή Νίζνα, όπου καί παντρεύτηκε, έγκα-
τασταθείς μετ’ όλίγο όριστικά στήν Πετρούπολη. Φαίνεται πώς άπό τό έμπόριο ό Τρ.
Δομπόλλης άπόχτησε καλή περιουσία, μέρος τής όποιας διέθεσε υπέρ άγαθοεργών
σκοπών τής πόλης μας, συστήσας μάλιστα μέ διαθήκη του καί όμώνυμο κληροδό
τημα (λάσσο).
Δυστυχώς, καθώς κι ό Άραβαντινός άναφερόμενος στούς παλαιούς μεταξύ τών
δποίιον καί οί Δομπόλληδες πάππος καί πατέρας, έλεοθέτες τής πόλης μας γράφει,
"θύκ εχομεν θετικήν γνώσιν πότε ήκμαζον άκριβώς καί όποιοι οί ούσ«ύόεις όροι τής
διαθήκης ένός έκάστου, διότι αί διαθήκαι αύτοϋ κατεστράφησαν υπό τής πυρκαϊάς
τοϋ 1820 καί ούδείς κώδιξ έμεινε κοινός. . ,»27. Πότε άκριβώς πέθανε ό Τρ. Δομπόλ
λης όέν γνο)ρίζουμε. ΙΙάντιυς πολύ κοντά, καθώς φαίνεται, κι όχι πολύ πέρα άπό τό
1818, χρόνο σύστασης τοϋ όμώνυμου λάσσου. Γιατί καί σέ γράμμα άνέκδοτο συγγε
νών του πρός τον προεστό Σταϋρο Ίιυάννου μέ ήμερομηνία 5 )4) 1821, πού στή συνέ
χεια θά παραθέσω, άναφέρεται ό Τρ. Δομπόλλης ώς μακαρίτης πλέον.
. *>
m Κάποιες άκόμα ειδήσεις σχετικές μέ τό κληροδότημα τοϋ Τρ. Δομπ., πού κατά
καιρούς κι άπό διάφορους τόπους μάζεψα καί τις όποιες καταχωρώ παρακάτω, δίνουν
μια γενική έστο) είκόνα τής διαθήκης καί τοϋ λάσσου του. Πίσω άπό παλαιά άχρο-
νολόγητη κατάσταση περιεχόμενη στό φάκελο τοϋ κληροδοτήματος Δομπόλλη, που
φυλάσσεται στή Μητρόπολη Γιαννίνων, όιαβάζιο αυτήν τήν έπίσης χο>ρίς χρονολο
% γία σημείωση: «Μετάφρασις μπιλάτου Ρων 5.000 Ιω ά ννη Δομπόλη ύπό τίτλων ό
*".ν
& •σύμβουλος Ίοίάννης Τροφίμοβιτς Δομπόλης28 Ρ. 4000 κατά τήν διαθήκην μακαρίτου
πατρός του Τριανταφύλλου Ίβάνοβιτς Δομπόλη καί Ρ. 1000 έξ 10ίο>ν έπ’ όνόματι τής
έκκλησίας τής Κοιμήσεως τής ύπεραγίας Θεοτόκου τής έπονομαζομένης Ά ρχιμ α ν
6ΐ δρείου καί τοϋ κοινοϋ όσπηταλίου ευρισκομένου είς τήν ένορίαν τής αυτής έκκλησίας
είς Ίοιάννινα καταθέτω Ρ. 5000 Λίο^νίως όπιυς οί καθ’ έκαστον έτος τόκοι αύτών Ρ.
,*:
'7■Τ·■'
ΕΣΤΙΑ»
250 διανέμονται οΰτιυς: Γ. 100 εις τούς πτωχούς πλησιεστέρους συγγενείς του, τού
τους πλησίον εις την πόλιν των Ίιυαννίνων, Ρ. 100 εις ένα πτωχόν εκ των συγγενών
του μαθητήν προς έξακολούθησιν των μαθημάτων του καί τά Ρ. 50 εις τούς έπιτρό-
πους τής άνω εκκλησίας καί δσπιταλίου από Ρ. 25 ί'να μνημονεύεται άπαξ του χρόνου
τό όνομα πατρός του Τριανταφύλλου Δομπόλη. . .».
Στην ύπ’ όψι κατάσταση, πού αναγράφει, κατά σειρά τις στήλες «ημερομηνίας
καταθέσεως, έτος, άριθμ. μπιλάτου, όνομα λασσοθέτου, ποσότης του λάσσου είς ρού
βλια, εκπτωσι τόκιον καί τόκους πάλι είς ρούβλια» σημειώνεται μεταξύ άλλων -καί τό
όνομα τοΟ τελευταίου των Δομπόλληοο)ν ’Ιωάννη γιά 5.000 ρ. με ημερομηνία κατά
θεσης 13 Μαίου 1818 άριθμ. μπιλέτου 77223 καί τόκο ρ. 250 πού δέν εΐναι άλλα,
πιστεύω άπό τά άναφερόμενα στη μνημονευθείσα σημείωση. Ό Σκ. Ζερβός εξ άλλου
στό βιβλίο του «Εθνικά κληροδοτήματα καί δωρεαί» καί σέ σχετική υπό τό γενικό τί
τλο: «Έθν. κληροδοτήματα όιυρεαί καί καταθέσεις παρά τφ Τπουργείψ Γεωργίας»
κατάσταση, στον α) α της 290 αναγράφει: «Δομπόλης Τρ. (δεν αναφέρει τό έτος
διάθεσης) ρούβλια αργυρά 2364, σκοπός: Νοσοκομεΐον Ίωαννίνων, Περιφέρεια ’Ιω
άννινα καί στις παρατηρήσεις: Κατάθεσις είς θησαυροφυλάκιον Ρωσίας»29.
Ό δέ Λαμπρίδης αναφέρει πώς ό Τρ. Ίβάνοβιτς Δομπόλης διέθεσε (1818) «υ
πέρ του νοσοκομείου καί τής έκκλ. τού Άρχιμανδρείου άνά άσσιγ. 1000. Βραδύτερο/
δέ (1827) 6 υιός αυτού Ίιοάννης έπ’ όνόματι τού πατρός του έτησ. 1000 άσσιγ. υπέρ
τής αυτής έκκλησίας. . .»30.
Σ τη συνέχεια ό ίδιος Ή πειροηης μελετητής σημειώνει: «Άπό τινων ήδη έτών
(άπό τού 1880 δηλ. χρόνο έκδοσης των Άγαθοεργημάτων του) ή έν Ίωαννίνοις ε
πιτροπεία των άγαθοεργών καταστημάτιυν χορηγεί άνά γρ. 1000 είς τούς έν Ίωαν-
νίνοις συγγενείς τού έλεοθέτου τούτου καί τούς έν τφ χωρ. Μπριάνιστα (τμήμ. Κου-
ρέντων) , ένθα σώζονται απόγονοι της αδελφής αυτού Χάϊδως, άπό τού τόκου 10.000
άσσιγ. διατεθέντων υπέρ των συγγενών αυτού καί υπό την έποπτείαν των αυτών έ-
πιτρόπων».
Ά ς σημειο>θή, πώς άπό τήν έλλειψη σαφών καί έπαρκών περί τό Δομπόλλειο
αυτό λάσσο, τό συσταθέν υπέρ έν Ίωαννίνοις ίδρυμάτο>ν καί τών συγγενών τού λασ-
σοθέτη απογόνων τών άδελφών του Χάϊδιος καί Αλεξάνδρας, έπικρατεί σοβαρή, κα
θώς κι ό αναγνώστης διαπιστώνει, σύγχυση μέ τό νά άποδίβεται τούτο πότε στόν Τρι
αντάφυλλο καί πότε στό παιδί του Ιω άννη, ό οποίος τελευταίος, καθώς άπό τήν έπί-
σημη διαθήκη του πού στό οικείο μέρος θά παραθέσω αυτούσια θά καταδειχθή, έκτος
άπ’ έκείνο γιά τό μέλλον νά ίδρυθή στήν ’Αθήνα Καποδ. Πανεπιστήμιο ούδένα λάσ
σο συνέστησε, διέταξε δέ νά μοιρασθούν στούς έν Ή πείρφ συγγενείς έφ’ άπαξ μόνο
διάφορα ποσά.
Τό άναφερόμενο λοιπόν στις παραπάνω πηγές λάσσο είναι όπωσδήποτε τού Τρ.
Δομπόλλη. Θά σημεκόσω ακόμη, πώς καί στη μακρά σειρά ονομάτων τών άναγρα-
φομένων στην προσκομιδή καί μνημονευομένων ώς δωρητών της έκκλησίας Άρχι*
μανδρείου άνάμεσα στά πρώτα - πρώτα διαβάζιο καί τόνομα «Τριαντάφυλλος» πού
δέν είναι, πιστεύω, άλλουνού έκτός άπό τού Δομπόλλη.
Σ χετικά μέ τήν άπό τούς εδώ συγγενείς καί απογόνους του είσπραξη τών έσό-
δων αυτού τού λάσσου κατά ρητή, φαίνεται, διάταξη τής διαθήκης, πού μάλλον χά
θηκε, έχουμε κατά χρονολογική σειρά τις άκόλουθες μαρτυρίες:
Ανέκδοτο, πού ήδη έμνημόνευσα, τών εδώ συγγενών «του μακαρίτου Τριαντά
φυλλου Ντοπόλη» προς τον προεστό Σταύρο Ίωάννου γράμμα μέ χρονολογία 5)4)
1821, μέ τό όποιο τόν παρακαλούν «διά τό λάσσο όπου είναι διορισμένο χρονικόν μέ
τό νά εύρισκόμαστε, καθώς γράφουν, είς δυστυχίαν υστερούμενοι τόν έπιούσιον άρτον
καί τήν γύμνωσιν τού σώματος . . .όπου να μάς προφθάσετε. . .» (έγγρ. 4 α ).
Γράμμα δεύτερο λίγο μεταγενέστερο (26.4.1821) τών ίδιων αυτών συγγενών
«τού μακαρίτη Τριαντάφυλλου Ίωάννου Μπόμπολη» προς τόν είς Ά ρταν εόρισκό-
μενο τότε Σταύρο, μέ τό όποιο πάλι τον παρακαλοϋν για τό ίδιο ζήτημα. «Καί στέλ-
λομεν, γράφουν το Γιώργη Μποσταντζή, όπου νά του τά δούσετε. . . έπειδή εόρισκό-
μαστε σέ μεγάλην δυστυχίαν, καθώς το ήξεύρεις. . ,»31.
Ά π ’ αυτά τά παραπάνω κείμενα φαίνεται πώς τά έσοδα του κληροδοτήματος
Τρ. Δομπόλλη άνερχόμενα, καθώς είδαμε σέ 250 ρ. αργυρά τό χρόνο, έστέλλονταν
γιά ενα διάστημα από τούς εις Ριοσίαν διαχειριστές του, τό γυιό του ίσως ’Ιωάννη,
στον προεστό των Γιαννίνων, πού τά μοίραζε κατά την βρισμένη από τη διαθήκη ά-
ναλογία στούς δικαιούχους. Λίγο αργότερα και έπί μιά εικοσαετία όλη, έχώνευαν
«χωρίς λύπην χο)ρίς αιδώ» κι αυτό τό λάσσο οί λασσοφάγοι άρχοντες οί άποτελοΟν
τες τή λεγόμενη έφοροεπιτροπεία των ελεών, καθώς σέ υπόμνημα μακρό του Ά λέξ.
Φίλιου «περί τής διοικήσεως των κοινών» πρός τόν είς Μόσχαν Γενικ. Επίτροπον τού
Ν. Ζωσιμά Μιχ. Σταμέρωφ μέ χρονολογία 12) 10) 1867 διαβάζω: «Έλησμόνησα νά
σάς άναφέρο) άνοηέρο), γράφει έκεί ό Φίλιος, καί την κατάχρησιν ήτις έλάμβανε χώ
ραν κα ίέπί των χρημάτιυν τών προερχομένων έκ τής καταθέσειος των 5000 άργυρών
ρουβλίων των κυρίων Τριανταφύλλου Δομπόλη πατρός καί υίοΰ. Έ ν ώ δηλ. οί det-
μνηστοι ούτοι διέθετον το ποσον διά τούς έαυτών συγγενείς, οί ένταύθα διέποντες τά
πράγματα τά κατεχρήσθησαν μετά παρέλευσιν οέ των έτών δυνάμει τής μεγάλης
Εκκλησίας καί τή συστάσει τοϋ θείου μου Ν. Π. Ζωσιμά κατώρθωσα διορισθείς Επί
τροπος του αειμνήστου Δομπόλη νά καρπούνται τήν ωφέλειαν των είρημένων χρη-
μάτιον οί συγγενείς του Διαθέτου λαβόντες καί μικράν τινά άποζημίιυσιν διά τούς τό
κους των είκοσι έτών. . . »32.
Μ’ άλλα λόγια από τό 1821 ώς τό 1841 περίπου οί δικαιούχοι του λάσσου Δομ
πόλλη συγγενείς καί ιδρύματα, παρ’ ό,τι τά χρήματα έστέλλονταν, δέν έπαιρναν τί
ποτε καί μόνο μετά τήν κατά τόν χρόνο αυτό ανάληψη τής έπιτροπείας του άπό τόν
Ά λ. Φίλιο μέ τήν έπέμβαση τής Μ. Εκκλησίας καί τοϋ Ν. Ζωσιμά άποκαταστάθη-
καν τά πράγματα. "Ας σημειωθή πώς γιά τούς ίδιους παραπάνο) λόγους, τό καταφά-
γο)μα δηλ. καί τού δικού του λάσσου άπό τούς ανόμους άρχοντες, 6 άείμνηστος Ν.
Ζωσιμάς αναγκάστηκε νά καθαιρέση τούς έόώ έπιτρόπους του καί άντ’ αύτών κατ’
απαίτηση καί τού κοινού τής πόλης νά διορίση κατά τό 1839 συγγενείς του άνά-
μεσα στούς οποίους καί τον Ά λ . Φίλιο.
Γιά τά μετέπειτα χρόνια κι ώς τό τέλος σχεδόν τού περασμένου αιώνα, δέν έ
χουμε μαρτυρημένες ειδήσεις γιά τήν τύχη αυτού τού κληρδοτήματος. Ά π ό γράμμα
όμιος ανέκδοτο υπό ημερομηνία 21) 12) 1892 τού ανεψιού τού Τρ. Δομπόλλη Ν. Μ πάρ
κα Γιαννιώτη πρός τήν έδώ Έφοροεπιτροπεία των Ε λεώ ν (Εγγρ. 2 0 ) , άποκείμενο
μαζί μέ άλλα συναφή τής ίδιας έποχής έγγραφα στόν είδικό πού έμνημόνευσα φάκελ-
λο τής Μητρόπολής μας καί τά όποια τά άςιολογούτερα θά παραθέσο) στό οικείο μέ
ρος αυτής τής μελέτης, φαίνεται πώς τό κληροδότημα λειτουργούσε κανονικά διανε
μόμενο)'/ των έσόδο>ν του «ώς ανέκαθεν» στους συγγενείς άπό τό έδώ κατάστημα τών
Ελεών. Τό 1897 όμο)ς, καθώς τά ίδια παραπάνο) έγγραφα πληροφορούν, μεταξύ τών
νεμόμενο>ν το λάσσο συγγενών τού Δαμπόλλη, τών πολυπληθών δηλ. άπογόνων τής
άοελφής του Χάϊδο>ς κατοίκου/ τών χωριών Μπριάνιστα, Γερομνήμη καί Ριάχοβο άπό
τή μιά μεριά καί έκείνο>ν "ής άλλης Αλεξάνδρας κατοίκου τών Γιαννίνων άπό τήν
άλλη, έκπροσο)πούμενων άπό το βιβλιοπούλη Γ. Ροδάνα, άπόγονο προφανώς τής τε
λευταίας, άρχισε όξύς δικαστικός άγώνας. Οί χωρικοί δηλ. ένήγαγαν αυτόν τόν βι-
βλιοπιύλη, πού φαίνεται έλάβαινε όλο τό γιά τούς συγγενείς προοριζόμενο προϊόν τού
λάσσου σάν πληρεξούσιός τους καί το μοίραζε μεταξύ τους κατόπι, στό Μητροπολι-
τικό δικαστήριο γιά καταπάτηση καί σφετερισμό τών δικαιο)μάτο)ν τους.
Τό δικαστήριο τότε, πού προεδρεύονταν άπό τό μητροπολίτη Γρηγόριο (Καλλί-
δη 1899— 19 0 2 ), μέ έγγραφό του πρός τήν έφοροεπιτροπεία τών Ε λεώ ν τής πόλης
(4.9.1897) έζήτησε «ίνα παρακωλυθή τό κληροδότημα καί μή δοθή είς ούδένα τών
κάτοικο)'/ μέχρι τής έκόόσεως τής άποφάσεως» μέ άλλο δέ έγγραφο πρός τό Γραμ
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
ματέα των Ε λεώ ν Νικ. Φίλιο ζητούσε αυτές τις πληροφορίες: «α) άπδ ποίαν έποχήν
έδίδετο τδ έν λόγφ κληροδότημα, β) τί ποσδν έδίδετο εις τούς ένταΟθα συγγενείς καί
τί ποσδν ε!ς τούς έν λόγο) χ ο ϊκ ο ύ ς , γ) αν ύπάρχη έν τφ Γραφείω των Ελεών δια
θήκη του ευεργέτου τούτου ή άντίγραφον αυτής, καί άν ύπάρχη νά σταλή είς την ίε-
ράν μητρόπολιν απόσπασμα αυτής σχετικόν καί παν άλλο σχετικόν τής έν λόγψ όπο-
θέσεως» (έγγρ. 22, 2 3 ).
Τδ σχετικό έν τούτοις Ιγγραφο τού Γραμματέα τών Ελεώ ν μέ τις πιδ πάνω χρη-
σιμώτατες ειδήσεις δέν υπάρχει δυστυχώς στό μνημονευθέντα φάκελο, από άλλο ό
μως του ίδιου Μητροπολίτη Γρηγορίου τής 18)2) 1898 πρδς τδν ταμία τών Ελεών
Λ. Κ ίγκα, μαθαίνουμε δτι τδ μητροπολιτικδ δικαστήριο «έν τή κατά την 5ην ίστα-
μένου συνεδρία αυτού ένέκρινε ί'να τδ κατάστημα διανέμη τα ποσά του κληροδοτήμα
τος τούτου πρδς τούς συγγενείς, ώς ανέκαθεν, μέχρι περατώσεως τής δ ίκ η ς ...»
(έγγρ. 24) . ΙΙώς παρά ταυτα έληξε ή μεταξύ τών άντιμαχόμενο)ν κληρονόμων του
Δομπόλλη, τών χωρικών δηλ. καί Γιαννιωτών διαφορά, δέν έμαθα. Ά πό άλλες δμως
ειδήσεις αντλημένες από συναφή δημοσιεύματα βλέπω πώς τδ κληροδότημα Τριαντ.
Δομπ. λειτουργούσε κανονικά καί κατά τά άμέσο>ς κατοπινά κι ώς τδ 1914 τουλά
χιστον χρόνια.
Σέ δεκασέλιδο παράδειγμα τεύχος, τδ πρώτο, τοΰ έπί τών Εξωτερικών υποθέ
σεων Β. Υπουργείου του 1911, πού ανακαλύφθηκε ανάμεσα στά άταξινόμητα έντυπα
τής Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης άπό είδικδ συνεργείο τού Πανεπιστημίου μας περιέχον
δέ άνακοίνωση του Γεν. Επιθεωρητή τών προξενικών ’Αρχών Σταμ. Άντωνοπού-
λου μέ τίτλο: «Ό Δομπόλης καί τδ κληροδότημα αυτού», διαβάζω κοντά στ’ άλλα καί
τά έξής άναφερόμενα στδ κληροδότημα τού πατρδς Δομπόλλη κατά πληροφορίες πρδς
τδ συγγραφέα τού λόγιου Ή πειρώτη τυπογράφου τής ’Αθήνας Ί ω . Βάρτσου: «Οί
κληρονόμοι τής τε Χάϊδως καί ’Αλεξάνδρας λαμβάνουσι, λέει, καί σήμερον ακόμη
διά τής Πέρας Μητροπόλεως Ίωαννίνων ώρισμένον ποσδν έκ κληροδοτήματος τού
Τριανταφύλλου Δομπόλη. Τούτο στέλλεται έκ Ρωσίας πρδς τδ έν Ίωαννίνοις Ρωσσι-
κδν Προξενείον, δπερ τδ διαβιβάζει πρδς τήν μητρόπολη διά τά περαιτέρω .. .»33.
Ό δέ «έν Ίωαννίνοις ίεροδιάκονος Σ. Ροδάνας» παρουσιαζόμενος μάλιστα σάν
Ιγγονος τού ανύπαρκτου, καθώς άπέδειξα, Γεωργ. Δομπόλλη, παρέχει στη γνωστή
πρδς τδν καθ. Μεσολωρά έπιστολή του (1914) καί τήν πληροφορία δτι «οί συγγενείς
αυτού λαμβάνουσι τδ κληροδότημα μέχρι σήμερον. . .».
Αυτά δλα - δλα γιά τδ λάσσο τοΰ Τρ. Δομπ. τή λειτουργία του δηλ. καί τή δι
άρκειά του. Λίγα χρόνια άκόμα καί θά έπέλθη ή ρωσική μεταπολίτευση, πού θά κλεί
ση δριστικά τούς χρυσοφόρους πρδς τήν Ελλάδα κρουνούς τών περιλάλητων λάσσων,
αυτών δηλ. πού τά κεφάλαιά τους ήταν κατατεθειμένα άπδ τούς εύεργέτες σέ ρωσικές
Τράπεζες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1) Πρ6λ. Σπ. Λάμπρου: Λόγος κατά τό μνημύσυνον τοΰ Ί. Καποδίστρια και Ί. Δομ-
πόλη έκφωνηθείς έν τη μητροπόλει *Αθηνών τή 4)2)1912 ύπό τοΰ πρυτανειος Σπ.
Λάμπρου Άθ. 1912 σελ. 12—15.
2) Πρθλ. Ίο>. Μεσοληρά: Λόγος κατά τό μνημόσυνον τοΰ Ίω. Καποδιστρίου καί τοΰ Ίω.
Δομπόλη έκιρωνηθείς έν τή μητροπόλει τών ’Αθηνών τή 4 Φεθρ. 1924. *ΑΘ. 1914, σελ. 13.
3) Πρ6λ. Ίο>. Λαμπρίδου: Ήπειο. Άγαθοεργήματα Ιωάννινα 1971, τόμ. Β', σελ. 195.
4) Πρ6λ. Ί. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 195.
5) νΕχει ήδη έξακριί’κοθή πώς ή Φωτική βρίσκονταν παρά τήν Παραμυθιά Β. της καί εις
θέσιν Λιμπύνι (πρθλ. Ίιπ. Εστία 1952, σελ. 119 κ.κ.).
I») Πρ6λ. Ί. Λαιιπρίδου ΊΙπειρ. Μελετήματα Ίωαν. 1971 Κουρεντιακά σελ. 35.
7) Πρ6λ. Ε.Μ.Α. τόμ. ΙΒ' σελ. 90—1.
8) Πρ6λ. καί μελέτη μου: «Τοπωνυμικό τοΰ χωρίου Κρετσουνιστα περ. Δωδ. Φώς 1964 σελ
420 κ.κ. καί I. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 30.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
ο
ϊ
ΔΗΜ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ
ΒΛΑΧΟΙ (Κ ουΐσόΒλαχοι) *
Μττάφας (Διαμαντή) Γεώργιος ( +1854) Καλαρρύται
Τίός τού Κθ)ν)νου έπο?νέμησε τό 1655 παρά τό Γιούργεβον κατά των Τούρκων, '
κατατροπώσας αυτούς, επίσης κατά των Ούγγριον κατακτήσας την Τρανσυλβανίαν.
Ό ήγεμών Πατράσκο - Βόντα παρ φ ύπηρέτει ό πατήρ του, άτεκνος ών τον υιοθέ
τησε καί ούτο) άνήλθεν εις τον θρόνον τής Βλαχίας.
(Φιοτεινοΰ Τ. Β ' σ. 103)
ΜπροΟζος Καττέσοβον
’Ιατρός Σε?νήμ Γ', ισχυρός έν Κοιν)λει, φόβητρον τού Άλή, ουτος μετ’ άλλα»
Ζαγορισίων άπέσπασε φιρμάνιον ευεργετικόν διά τό Ζαγόριον. Έσκέφθη την Τδρυ
σιν Πανεπιστημίου εις μονήν Ρογγοβού (Ζαγορίου) υπό την Δ)νσιν Γ. Γενναδίου
Έμυήθη εις Φιλικήν Εταιρείαν, διωχθείς συνελήφθη καί έν φυλακή άπέθανεν.
(Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
Άνετράφη υπό ευσεβών γονέων. Πλανηθείς ήσπάσθη τόν ισλαμισμόν εις 8ν καί
τά τέκνα του όδήγησε. Μετα}ΐεληθείς έμόνοσεν είς " Αγιον ’Ό ρ ο ς, πλήρης ένθέου ζή-
:λου, έμαρτυρησε διά Χριστόν είς Βεράτιον τό 1722.
(’Ηπειρωτική Εστία 1954 σ. 258 - Σκεντέρης σ. 90 - Ν. Μαρτυρολόγιον)
^Νικολαΐδης Κ. Λειδάδιον
μ.:
Συντάκτης τοΰ γνωστοΰ Λεξικού Κουτσοβλαχικής γλοισσης.
θείς υπό των Τούρκων. Μεταμεληθείς έπέστρεψεν εις την πατρίδα του, έπισκεφθείς
μετά ετη τά Τρίκκαλα καί άναγνωρισθείς έδέχθη τό μαρτύριον, όμολογήσας δε πίστιν
είς Χριστόν έκάη επί πυράς την 1 7 ) 5 ) 1 6 1 ? /
(Ν. Μαρτυρολόγιον σ. 63, 63 - Χρ. Παπαδοπούλου Νεομάρτυρες σ. 32 - Μ. Συνα
ξαριστής Ε ' 422)
Εύγενής αρχών άνήγειρε τον ναόν τής Μονής Ζέρμας καί ίστόρησεν αυτόν διά
των Ά γιογρά φ ω ν αδελφών του Νικολάου καί Γεωργίου εν ετει 1164.
(Ήπειροπικα Χρονικά 1930 σ. 26 - Κατσογιάννης Τ. Β ' σ. 15 - Ρεμπέλης)
Νικοτσάρας Βλαχολείβαδο
Γυιός του Πάνου Τσάρα, αρματολού του Όλυμπου. Διεδέχθη τον πεθερόν του
Ζήτρον είς την αρχηγίαν αρματολικιού Βλαχολείβαδου. Κατά την έπανάστασιν τής
Σ ερβίας του 1807 ουγκεντρώσας 550 ανδρας δεν ήδυνήΟη νά βοηθήση τους Σέρ-
6ους. Διωκόμενος από χιλιάδες Τούρκων έφθασεν είς Χαλκιδικήν, δπόθεν διεπεραιώ-
θη είς Σκιάθον. "Ωπλισεν εκεί καταδρομικόν στολίσκον εξ 70 μικρών σκαφών, δι’ ού
έτρομοκράτει τους Τούρκους. ’Εφονεύθη σέ ένέδραν υπό Άλβναού άγων τό 36ον
έτος.
(Εκκλησιαστική 'Αλήθεια Β ' σ. 486 - Σκουβαράς οδηγός Θεσσαλίας (1958) -
Έγκυκλοπαιδεΐαι)
Τίός τού Ίωάννου, πλουσίου εν Κων)λει εμπόρου, συνετέλεσεν εις την άνοδον
του Ά λή , τον όποιον ίαηρέτησεν. Έ τυ χεν καλής παιδεύσεως, διωρίσθη προεστό);
Ζαγορίου 1797— 1821, έβοήθησε την άνάπτνξιν τής Η πείρου καί ιδίως τών Ζαγορο-
χωρίων είς τά γράμματα καί τάς τέχνας. Παροιμαοδώς γνο)στόν τό όνομά του. Φι
λικός, έγκατέλειψε τον Ά λή καί ήλθε μετά τού Ταχήρ Ά μπάζη εις Μεσολόγγιον
προς τον Μαυροκορδάτον, προς σύμπηξιν τής Έλληνοαλβανικής συμμαχίας τού
1822. Λαβό)ν διαταγήν νά συλλάβη τον Ό δ . Άνδρούτσον, έδολοφονήθη νπ αυτού.
(Λάμπρου Ζ σ. 243 - Γούδας Τ. Στ' η. 379 - Φι»»νή Ηπείρου 21/9/1901)
Ντόκος Βλάτση
Α ρματολός σύγχρονος καί φίλ,ος τού Βράκα, δράσας όμοίως καί δολοφονηθείς
υπό τού Γαλανή μεταξύ 1785— 1790 είς την γενέτειράν του. Απόγονοί του διεσό)-
ζοντο έν Βλάτση.
(Βασδραόέλης Μακεδ. είς τούς 'Αγώνας σ. 13 - Κασομούλης Α' σ. 17)
αναφέρει δτι «Σίνας, Πάγκας, Κωλέττης και άλλοι παρ’ δλην την έλληνικότητα των
φρονημάτων διετήρησαν την γλώσσαν των». Μέγας έθνικός ευεργέτης. Τά ωραιό
τατα γωνιαία κτίρια τής όόοΰ ΆΟηνάς έπί τής πλατείας Όμονοίας ( ’Αθηνών) είναι
διορεά του.
Λόγιος Ι Η ' αίώνος. Έφοίτησεν εις την Μ. του Γένους Σχολήν, έγένετο γραμ
ματείς του Μαυροκορδάτου, ήγεμόνος Αακίας, παρ’ ου εστάλη εις Πατάβιον προς
\ σπουδήν 'Ιατρικής. ’Επιστρέψας εις Βουκουρέστι, έγένετο διδάσκαλος του υίού του
ήγεμόνος, όνόματι Κων)νου καί ιατρός ηγεμονικής αυλής. Συνέγραψε «άπαρίθμη-
| σιν λογιών γραικών», τήν όποιαν έξέδωκεν έν Αμβούργο) μετά λατινικής μεταφρά-
σεοκ. ’Έγραψεν τά «’Έ πη εις τήν ασπίδα του ΊΙρακλέους, του Ησιόδου», καθώς καί
πλήθος μελετών ιστορικής ύλης.
ί Σάθας σ. 443 - Ζαβίρας σ. 264 - Σκενδέοης σ. 22 - Μελέτιος Δ σ. 223 - Άραβαν-
τινός σ. 161 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)
ναις τής κοινότητος, μέ την ύποχρέωσν νά διδάξη είς τά σχολεία αυτής. Μετά τε
τραετούς είς Σέρρας διδασκαλίαν, έγκατεστάθη τό 1861 εις ’Αθήνας, διορισθείς
καθηγητής του Πανεπιστημίου, συνέστησε σύλλογον προς διάδοσον 'Ελληνικών Γραμ
μάτων. Συνετέλεσε μέγιστα είς την εθνικήν καί ελληνοπρεπή μόρφωσιν τής Μακε
δονικής Νεολαίας. Έχρημάτισε διδάσκαλος βασιλικών πριγκίπων Γεωργίου τού Α',
συνέγραψε πολλά.
(ΙΤέννα - Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1909 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
Π α π α γ ε ω ρ γ ίο υ Δ η μ ή τρ ιο ς Κ α λ α ρ ρ ύ τα ι
Π α π α σ α μ α ρ ν ιώ τη ς Γ ιά ν ν η ς (4- 1780) Σ α μ α ρ ίν α
ί
Π α π α σ ίμ ο υ Γ εώ ρ γ ιο ς (1 6 8 3 — ) Μ οσχόπολις
Προσωρινός καθηγητής των υπό τού Ό ρλώ φ κατά διαταγήν Αικατερίνης τής
Ρωσσίας έκπαιδευομένων έν Λιβόρνω Έλληνοπαίδοιν. Λόγιος, φιλομαθής καί φι-
λόπατρις, τό 1769 ύψωσε τήν σημαίαν τής έπαναστάσεως είς Πάτρας. Μετά τήν α
ποτυχίαν της κατέφυγεν είς Ζάκυνθον καί έκείθεν τό 1771 είς Ροισσίαν. Συνέγρα-
ψεν ήροιελεγείον είς τήν Μ. Αικατερίνην. Άπέθανεν έν Πετρουπόλει τά τέλη τού
18ου αίωνος.
(Ν. Κουδαράς 1961 α. 23 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
Π α ρ τζο υ λ α ς Μ ιχ α ή λ κ α ί Σ τέ φ α ν ο ς Κ λεισ ού ρα
Πασχάλογλου X. Καπέσοβον
Γόνος πλούσιας οικογένειας, έφοίτησεν εις σχολεΐον τής πατρίδος του, Κέρκυ
ραν - Μονάχον, δπου έσπούδασε Φιλοσοφίαν, διέμεινεν έπί έτη μακράν εις Παρισί-
ους, νοσταλγήσας την πατρίδα του έπέστρεψε τό 1920. Φυσιολάτρης, μεγάλος ευ
εργέτης τής πατρίδος του, άφησεν ίδιότυπον διαθήκην.
Ό Σπ. Λάμπρου γράφει ότι εις Μονήν Ταξιαρχών Αίγιου εύρε κώδικα περιέ-
χοντα τρεις λειτουργίες μέ έπίτιτλα χρυσά ζωγραφισμένα καί μέ τρεις εικόνας τών
Χρυσοστόμου, Βασιλείου καί Γρηγορίου, έ'ργον του «Άξιολογιοτάτου Πορφυρίου ί·
ερομονάχου».
(Λάμπρος Τ. Β' σ. 552)
νεπιστήμιον ’Αθηνών Coq Υ φ ηγη τή ς και είτα καθηγητής 'Τγιεινής και Παθολογίας
(1840— 1881).
(Ήπειρ. Χρονικά 1937 σ. 6 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
Λόγιος κληρικός, έφοίτησεν εις τήν σχολήν Τρίκκης, είτα Τυρνάβου. Περιη-
γήθη εις βόρειον Ελλάδα. Μετέβη εις 'Ιεροσόλυμα, διψών διά μάθησιν. Κατά τήν
επιστροφήν παρηκολούθησε μαθήματα Βενιαμίν Λεσβίου εις Σχολήν Κυδωνιών και
Εν Χ ίφ τού ’Αθανασίου Παρίου. Έσπούδασεν ’Ιατρικήν καί Φιλοσοφίαν είς Πάδουαν.
Έ πιστρέψας Εγκατεστάθη είς ’Αθήνας, δπου έδίδαξε φιλοσοφίαν και έπιστήμας. 'Ί -
δρυσεν υπάρχοντα νυν βοτανικόν κήπον. νΗσκει δωρεάν τήν ιατρικήν προς χριστια
νούς καί Τούρκους. Πολυτίμους υπηρεσίας προσέφερε κατά τήν έπανάστασιν ώς ίε-
ρεύς καί ιατρός. 'Ίδρυσε χαρτοποιειον εις τό νΑργος τό 1827 εξ ιδίων. Ή λθεν είς
’Αθήνας με τον *Όθωνα και έξυπηρέτησεν ίατρικώς είς έμφανισθεισαν Επιδημίαν,
δι’ δ Ετιμήθη υπό τού νΟΘ(ονος. Συνέγραψε πλήθος βιβλίων, τά όποια διένειμε δω
ρεάν. Αυτός δΓ ολίγων υπήρξεν ό λαμπρός καθ’ δλα Πυρρος ό Θετταλός, μία μεγάλη
μροφή τής νεωτέρας ’Ελλάδος.
(Σάθας 709 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)
Σ ίν α ς Σ ίμ ω ν ( +1822) Μ ο σ χ ό π ο λις
Σ ίν α ς Γεώ ργιο ς (1 7 8 3 — 1 8 5 6 )
Τιός τού Σίμωνος, ήκολούθησε τά ίχνη τού πατρός του. Έ ξέπληξε τον έμπορι-
κόν κόσμον διά την δραστηριότητα του. Φίλος τού Αύτοκράτορος Φραγκίσκου ’Ιω
σήφ, άνήγειρε κρεμαστήν γέφυραν εις Βουδαπέστην (500.000 λίρες). Έθεμελίωσε
τό Άστεροσκοπεΐον ’Αθηνών. Έ τιμήθη διά πλείστων παρασήμων καί τίτλου εύγε-
νείας (Βαρώνος).
Σ ίν α ς Σ ίμ ω ν (1 8 1 0 — 1 8 7 6 )
Σμολένσκης Σ ίμ ω ν Μ ο σ χ ό π ο λις
Σμολένσκης Ιω ά ν ν η ς
Τίός τού Σίμωνος, άνέλαβε την διένθυνσιν τού οίκου τού πατρός του. Ά ναφ έ·
ρεται ώς εύγενής.
Σμολένσκης Ν ικό λα ο ς
Έλλάδι. Έτυχεν άνωτέρας μορφώσεως. Διηύθυνε μετά τοΰ αδελφού του οίκον τις
Βιέννην. Έβοήθησε πτωχούς λογίους καλλιτέχνας.
Τίός τού Νικολάου. Το 1830 κατετάγη εις τον έλληνικόν στρατόν. 'Τπήρξεν Ι
κανός καί γενναίος. Διετέλεσεν υπουργός των στρατωπικων, πρόεδρος τού υπουρ
γικού συμβουλίου κλπ.
Τίός τοΰ Λεοινίδα. ’Εφοίτησεν εις την σχολήν Εύελπίδοιν, άνεδείχθη στρατιω
τικός καί πολιτικός. To 18G2 μετέσχεν τής έπαναστάσεως τού Ναυπλίου. Διετέλεσε
βουλευτής καί αρχηγός τού στρατού ’Ηπείρου τό 1897.
Τίός καί αυτός τού Λεο)νίδα. ’Εφοίτησεν εις την Σχολήν Εύελπίδων, έξ ής ά-
πεβλήθη λόγο) ζωηρού χαρακτήρος. Εφοίτησεν είτα εις στρατιωτικήν σχολήν του
Βελγίου, διακριθείς. Τό 1897 κατ’ άτυχή πόλεμον διεκρίθη εις Φάρσαλα καί Βελε-
στίνον, προβιβασθείς εις στρατηγόν. Έχρημάτισε καθηγητής σχολής Εύελπίδων.
Πολλαί πό?*εις άνεκήρυξαν αυτόν έπίτιμον δημότην.
(Εγκυκλοπαίδεια Δωδιόνη Τ. Α' σ. 77 - Σκεντέρης σ, 33 - Έγκυκλοπαιδείαι)
Οικογένεια Σπίρτα. Τά τέλη τού ΙΗ' αίώνος κατέφυγεν εις Αυστρίαν, δπου
άνεδείχθη, τιμηθείσα υπό τής αυστριακής κυβερνήσεως εις τήν τάξιν των εύγενών
διά προσφερθείσας υπηρεσίας. Ό Γεώργιος ένήργησεν όπως βιβλιοθήκη τής πατρί-
δος του περιέλθη εις Εθνικήν Βιβλιοθήκην.
(Μακεδονικόν Ήμεοολόγιον 1911 σ. 33)
Διεδέχθη τό 1795 τον Λημ. Βαρδάκαν εις τήν Σχολαρχίαν Μετσόβου μέχρι
τού 1801.
(Χατξημιχάλη σ. 14)
Στήριας 'Αθανάσιος Μοσχόπολις
Λόγιος τοΐ5 ΙΗ ' αίώνος. Συνέθεσεν Επιγράμματα εις έπαινον Μητροπολίτου ’Α
θηνών Μελετίου. Συνέγραψεν Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν.
(Βρεττός Α' σ. 245 - Σάθας σ. 612 - ΆραΟαντινός σ. 200 - Σκεντέρης σ. 22 -
Εκκλησιαστική 'Ιστορία 1783)
Έλαβεν Ενεργόν μέρος είς τήν Επανάστασιν τού Άσπροποτάμου. Μετά τήν α
ποτυχίαν της, κατήλθεν είς Πε?νθπόννησον, Επολέμησε τον ’Ομέρ Βρυώνην τό 1824
είς τό Βουλγαρέλι ( ’Ά ρ τη ς). Σωματάρχης άργότερον είς τό Μεσολόγγι, επεσε κατά
τήν εξοδον.
( Σπανδιονίδης σ. 85 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)
Στοόρτζα Ιωάννης
Στούρτζα Μιχαήλ
διά την άπρόσκοπτον λειτουργίαν τών άνωτέρο) σχολείων. Ά πέθανε 95 ετών είς ’Α
θήνας.
(Μακεδ. Ήμερολόγιον 1908 σ. 229 - Βακαλόπουλος σ. 31)
Πολυμαθής διδάσκαλος τού Γένους καί έκ τών σοφωτέοων. Έφοίτησεν έπί 7ε-
τίαν είς τά Πανεπιστήμια Βολίονίας, Βενετίας, Παδοΰης. Πάντες οι συγγραφείς με
τά θαυμασμού τον αναφέρουν ώς γνίόστην τής Γαλλικής, Λατινικής καί ’Ιταλικής
γλώσσης καί πασών τών επιστημών καί άλλοι ώς διπλωματούχον φιλολογίας, φιλο
σοφίας, μαθηματικών καί ιατρικής. Ό Ίώσηπος Μοισιόδαξ τον θεωρεί Ισάξιον τού
Ευγενίου Βούλγαρη καί Νικηφόρου Θεοτόκη. Έδίδαξεν έν Μετσόβίρ, Τρικκάλοις,
έν ’Ά θω νι (1759— 6 0), είς Ίάσιον. Συνέταξεν ακολουθίαν τού έν Μετσόβου νεο-
μάρτυρος Νικολάου. Συνέγραψε πολλά, δυστυχώς άπωλεσθέντα. ’Απέκτησε τρεις
υιούς, τον Κυριάκόν, Κων)τινον καί Θεόφιλον.
(Άραβαντινός σ. 62 - Χατζημιχάλη σ. 38 - Ζαβίρας σ. 495 - Σάθας σ. 499 - Μισιό-
δαξ Ηθική Φιλοσοιρία Τ. Α' σ. Ιε' - Έγκυκλοπαιδείαι)
Κων)νος Τζαρτζούλης
Θεόφιλος Τζαρτζούλης
. Μικρότερος τών τριών αδελφών, έγεύθη καί αυτός καλής παιδείας έν Βιέννη
παρά τού Δημ. Δαοβάρη. Συνεργαζόμενος μετά τών δύο άλλοιν αδελφών του, παρέ-
μεινε μονίμως είς Βιέννην.
ΓΑοαβαντινός σ. 62, 63 - Χατζημιχάλη σ. 85 - Εύστρατιάδης)
’Εγεννήθη πρό τών μέσων τού Ι Η ' αίώνος. ’Εφοίτησεν είς Ν. ’Ακαδημίαν τής
πατρίδος του υπό τον Λ. Καβαλλιώτην. Άπεδήμησε χάριν του έμπορίου εις Βιέννην,
αλλά κατεχόμενος υπό έρωτος προς την παιδείαν, ένεγράφη εις την ιατρικήν, φοι-
τήσας εις πολλά Πανεπιστήμια τής Ευρώπης, περιηγηΟε'ις συνάμα αυτήν. Τό 1773
ήλθεν εις Κων)λιν δεξιωθείς υπό του Πατριάρχου, έπέστρεψεν δμως εις Λούγδαιον,
όπου άπέΟανεν. Έδημοσίευσε πολυάριθμα έργα, έπη, ήροιελεγεϊα κλπ.
(Ζαβίρας σ. 394 - Σκενδέρης σ. 24 - Πανελλήνιον Λεύκωμα σ. 228 - Μακεδ. Ή-
μερολόγιον 1911 σ. 171 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
Τ ο σ ίτσ α ς Μ ιχ α ή λ Μ έτσ οβ ον
Τ ο σ ίτσ α ς ^ ιχ α ή λ (Β α ρ ω νο ς) Μ έτσ ο β ο ν
Τσαπρασλής Σωφρόνιος
I
ΐΙ·
Πρεσβύτερος ά δ ε ι ό ς του Γεωργίου. Η γούμενος ( σώφρο/ν - πλούσιος - πεπαι
δευμένος) Ί ε ρ ά ς Μονής ΙίροΓμήτου ’Ηλία Συρςίάκου.
Κρνστόλλης σ. 450)
!
Τσίκας Κ ω ν )ν ο ς Μέτσοβον Ί
Λόγιος μαθητής τού Βαρδάκα, κατά τά τέλη τού 18ου αίώνος, έσπουδασε νομι
κήν είς Γερμανίαν. Μεταβάς είς Βουκουρέστιον ώς βαΟύνους καί νομομαθέστατος,
έτιμήθη ιδιαζόντως υπό ήγεμόνος Καρατζά καί τιμώμενος άπεβάοσεν έκει γέρων.
ΓΑ<?αδαντινδς σ. 208)
Λόγιος των μέσων τού Ι Η ' αίώνος. ΈμαΟήτευσεν εις Καστοριάν, έχειροτονήθη
πρεσβύτερος, διηύθυνεν την εκκλησίαν της πατρίδος του, διδάσκων συνάμα. Διόρ-
| Οωσε καί έξέδωκεν ακολουθίαν πεντεκαίδεκα Μαρτυρούν το 1741. Ά ναφέρεται και
ώς Επίσκοπος Γκόρας και Μόκρας.
(Σκεντεριις ο. 31 - Άραβαντινός σ. 125)
'Οπλαρχηγός τού Ό?νύμπου. Έπο?^έμησε με τούς Ρουσσους κατά τοΤιν Γάλλων εις
Επτάνησα, όνομασΟείς Σ υν)χης, ύπαρχηγός τού Θύμιου Βλαχάβα. Μετά την άπο-
| τυχίαν της έπαναστάσεως (1807) κατε'φυγεν εις Σκιάθον καί έκείθεν εις Κων)λιν,
’Οδησσόν, Μόσχαν, μυεΐται εις την Φιλικήν Εταιρείαν. Μετά τον θάνατον τού Σκου-
φά το 1818, έστάλη εις Μακεδονίαν καί ’Ήπειρον, δπου μυεί τον Π ατριάρχην Γ ρή
γορων καί άλλους ίεράρχας εις "Αγιον ’Ό ρος. Μετά τού Γ. ’Ολυμπίου λαμβάνει μέ
ρος εις την έπανάστασιν υπό τον Λ. "Γψηλάντην καί πολ,εμά εις Μονήν Σέκου, πα-
ραδοΟείς, άπηγχονίσΟη εις Κων)λιν.
(Βασδραόέλης ’Αρματολός σ. 23 - Σπανδονίδης σ. 57 - Ξάνθος - Εγκυκλοπαίδεια!)
’Έδρασαν ώς αρματολοί καί κλέφτες (1750— 1828). ’Έλαβον μέρος εις τήν έ-
πανάστασιν καί επεσαν εις τήν Πελοπόννησον. Ό Τρ. Μπάρτας τούς φέρει καταγό
μενους έκ,Βλαχολείβαδου.
(Κρυστάλλης 317, 324 - Ένισχείδης σ. 118 - Μπάρτας σ. 171)
’Απόγονος πλούσιας καί διαπρεπούς οικογένειας, έστάλη υπό τού πατρός του
* προς μόρφοισιν εις τάς Σέρρας, δπου έμπορεΰετο δ μεγαλύτερος αδελφός του. Φεύ-
I γει από έκεΐ μετ’ άλλων έμπορων εις τήν Ευρώπην καί παρουσιάζεται μετ’ αυτών εις
: τόν Μ. Ναπολέοντα (1814). Προσλαμβάνεται υπό τού Ά λή οίις (V γραμματεύς. Έ γ-
I καταλείπει τόν Άλήν, σχηματίζει πολεμικόν σώμα, τό όποιον συντηρεί, δίδει μάχας
t είς Θεσσαλίαν, τρέχει εις Πελοπόννησον, μετέχει τής έξόδου τού Μεσολογγίου, τής
j πολιορκίας τών ’Αθηνών, δέν μετέχει τών έμφυλίων έρίδοιν. 'Τπηρετει πιστά τόν
' *Όθωνα, όνομάζεται υποστράτηγος, βρίζεται αρχηγός τού στρατού τής Θεσσαλίας
τό 1854. Ό Βασιλεύς Γεώργιος τον προσλαμβάνει επίτιμον Υπασπιστήν. Δαπανά
δλην την περιουσίαν του 1.700.000 γρόσια, διά τον αγώνα, πεθαίνει υπό πάντων ά-
γαπώμενος και τιμώμενος. Ή κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη καί αποδίδονται
τιμαί στρατηγού.
(Αιών 1854 (Μάιος - Ιούνιος) Γούδα Τ. Η' σ. 299, 460 - ΈγκυκλοπαιδεΙαι)
Έ γεννήθη τό 1855. Έσπούδασεν εις ’Ιωάννινα καί εις ηλικίαν 25 ετών έβγήκε
κλέφτης, ώργάνωσε 15 μπουλούκια μέ 500 άνδρες. Ή τ ο ή εποχή κατά τήν όποιαν -
είχεν ιδρυθεί ή Ε θνική Ε τα ιρεία καί έστειλε τά πρώτα αντάρτικά σιόματα εις τήν
Μακεδονίαν διά νά κτυπήση τούς Βουλγάρους. ’Έπεσεν εις μάχην παρά τά Γρεβενά.
(Κρυστάλλης σ. 323)
Ή κμ ασ ε κατά τά τέλη τού 18ου αϊώνος, διαπρέπων μεταξύ των λογιών μεγα- t
λεμπόρων της Βιέννης.
ΓΑραβαντινός σ. 216)
Τ ίός τού Χατζή Στεφάνου, ευπατρίδης. ’Εφοίτησεν εις σχολήν Μετσόβου, άπε- j
δήμησεν εις Β ιέννην, δπου έδιδάχθη καί απέκτησε γνιόσεις έπιστημονικάς καί γλώσ- ,?
σας, διηύθυνεν εμπορικόν οίκον τού πατρός του, ασχολούμενος καί μέ τά γράμματα. /·<■
Διεκρίθη εν Βιέννη ώς καί 6 πατήρ του. ;
ΓΑραβαντινός σ. 216)
Λόγιος, έδίδαξεν έπί πενταετίαν εν Κοζάνη (1738— 43) μετά τον σεβαστόν :>
Λεοντιάδην φιλολογίαν, ρητορικήν καί έπιστήμας. Έ παξίως διευθύνας παρητήθη ‘1?
καί ήσύχασεν εις ’ Αθωνα, μετονομασθεϊς Χρύσανθος. Συνέγραψε κωμωδίαν κ α τά /.i
πλουσίων.
(Χαρ. Μεΐδάνης σ. 51 - Παρανίκας σ. 57 - ’Αραβαντινός α. 216)
Έξ Άγράψων
Έκ Βελεστίνου
Έκ Βερροίας
Έ κ Βοδενών (Ε δέσσης)
Έξ Ίωαννίνων
Πολλοί τών λογιών καί διδασκάλων ύπεγράφοντο ώς Ίω αννιται, λόγφ του έπι*
,.|σήμου της πόλεως.
’Ανθρακίτης Μεθόδιος, Διδάσκαλος τού Γένους - Βασιλόπουλος ’Αναστάσιος,
Φιλόσοφος - Βασιλόπουλος Μπαλάνος, έλλόγιμος διδάσκαλος - Βάρκοσης Νικόλαος,
έλλόγιμος διδάσκαλος - Βηλαράς ’Ιωάννης, λυρικός ποιητής - Γκιούνμας Λεοντάρης,
έλλόγιμος - Γλυκύς Νικόλαος, τυπογράφος (φημισμένος) - Θεοφάνης Νεομάρτυς -
’Ιωάννης Νεομάρτυς - Καζαντζής Κων)νος, λόγιος - Κοντός Πολυζώης, λόγιος, ίε-
ρεύς - Μπαλάνος Κοσμάς, λόγιος, ιερεύς - Παρθένιος Α ' Κων)λεως Π ατριάρχης -
Στίγνης Νικόλαος, λόγιος - Σουγδουρής Γεώργιος, λόγιος, Ιερεύς - Τσιγαράς Ζώ-
τος καί Κων)νος, λόγιοι - Φωτιάδης Λάμπρος, Διδάσκαλος τού Γένους - Ψαλίδας
I ’Αθανάσιος, Διδάσκαλος τού Γένους.
* Έκ Καστοριάς
Έ κ Λαρίσσης
Έ κ Μακρννίτσης
Έ ξ Όλύμπου
Έ κ Σ ια τίσ τη ς
Έ κ Τσαριτσάνης
Έκ Τρίκκης
Έκ Τυρνάβου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΥΣΕΛΙΜΗ
Κεψαλή τής απελευθερω τικής οργάνω σης στην Π αραμυθία ήταν ό ιερ ά ρ
χης της Ιερόθεος, ό όποιος, όπως εϊδαμε, έκδιώ χθηκε από τούς Τ ούρκους και
μετατέθηκε σ’ άλλη επαρχία. Ό αντικαταστάτης του Ν εόφ υτος σ υ νέχισ ε τό έ ρ
γο μέ την αυτή θέρμη και ζήλο, άλλα κάτκος πολιτικώ τερα, άπόσκεπα καί μ υ
στικά.
Γιά την καλλίτερη οργάνοτοη τής ετα ιρείας στέλλεται άπό τή ν Π ρέβεζα
οιήν Παραμυθία ό Μ πάλκος. Μ υοϋνται και άλλοι. Π λατα ίνει ή οργάνω ση και
πληθαίνουν τα μέλη. Οί μυημένοι δίνουν τον παρακάτω δρκο:
« Ορκίζομαι είς τό όνομα τής άγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος ότι θά καταβάλω
πάσαν τήν περιουσίαν μου καί τήν τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου πρός ά-
πελευθέρωσιν τής ποθητής μου πατρίδος Ηπείρου. Καί άν φανώ έπίορκος νά ύ-
ποστώ τήν ποινήν τοϋ μυστικού άρθρου τής έταιρείας)).
Σ τ ις 13 τού Γενάρη 1913, μέρα ανταριασμένη καί βροχερή, λόχος ταχτικού >
στρατού, κατόπι σκληρής μ άχης, ύποστηριζομένης κΓ άπό πυροβολικό άπό τή
Ν εμίτσα, καταλαμβάνει τή ν Ψ η λ ή Κορυφή, οχυρή θέση πού δεσπόζει πάνω
άπό τό Γαρδίκι, άνταρτικά δέ σώματα άπό τούς Βάρφη, Κώστα Τζώρτζη ή Ζα-
χαράκη καί τούς Κ ρητικούς Γύπαρη και Σ κουντρή κυριεύουν τά Τουρκοχώ-
ρια Γαρδίκι, Δ ραγουμή καί Καμίνι, τά όποια καί πυρπολούν.
Μ έ μιά δυο μ έρ ες οί Τούρκοι συγκεντρώ νοντας ν έες δυνάμεις άνασυντάσ-
σονται καί ρίχνοντα ι, βροχερή καί σκοτεινή νύχτα , εναντίον τών άνταρτών
πού έ μ ε ν α ν στό Γαρδίκι καί τών στρατιοπών τής Ψ η λ ή ς Κορυφής. 'Απωθούν
τούτους άπό τις θέσειςς τους καί ανακαταλαμβάνουν τά μέρη. Στή μάχη έλα
βαν μ έρος καί τ' άνταρτικά σώματα τών Σ οπ. Κουτούπη, άδελφού τού Νικ.
Κ ουτούπη, Σ π ύ ρ . Γαλάτση, Φούντα, Ζαχαράκη, Βάρφη καί ομάδας Κρητικών
μέ μ ε γ ά λ ε ς ά π ώ λειες οέ νεκρούς καί τραυματίες. 'Από τούς άνδρες τού τακτι
κού έ λ λ . στρατού πού κα τείχα ν τήν Ψ ηλή Κορυφή έφονεύθησαν 2—3 καί κρη
μνίστηκαν άπό τά Κόκκινα Ροϊδιά 7. Ό ϊδιος τήν άλλη μέρα, παιδί 14 ετών
μ ένο ντα ς άντίκρυτα στή στάνη τού πατέρα μου, στό Μαμάκο, άκουσα τούς σκου*
σμούς καί τίς βοερές φ ω ν ές πού έρ χοντα ν άπό τό μέρος τών κρημνών. ΤΗτα\
άπό Έ λ λ η ν α στρατιώτη, άπό έκείνους πού είχα ν κρημνισθεϊ καί καλούσε βο
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ »
ήθεια γιατί είχε σπασμένα τά πόδια. Τό μέρος πού ε ίχ ε πέσει ήταν σκάπετα
καί δέν τόν όκουαν οί Τούρκοι όπό τή ράχη. Μετά άπό δύο μ έρ ες βρέθηκε καί
ό λοχίας Σ πάθής πού έλ ειπ ε από τό λόχο του. Ε ίχ ε τραυματιστεί τή ν ύ χ τα
στή μάχη καί μακριά ιώ ν έχθρικώ ν φ υλακίω ν, άφοΰ χά ρ α ζε σέ κορμό γκορ-
τσιάς μέ τό σουγιά τ’ όνομά του, ζεψ ύ χη σ ε ολομόναχο τό πα λληκά ρι στή ρίζα
τού δένδρου. Ό νεκρός μεταφέρθηκε στή Γλυκή κι* ένταφ ιάστηκε στόν π ε ρ ί
βολο τού ένοριακοϋ ναού τού χωρίου, τόν άη Γιώργη.
Μετά τήν απελευθέρωση ό αδερφ ός του ταγματάρχης, ά ν έ γ ε ιρ ε επί τού
τάφου του σιδερόφραχτο μνημείο, έπί τού όποιου στήθηκε μαρμάρινος σταυρός.
Έ π ί έντειχισ μένης πλάκας στο μνημείο, φ έρεται χαρα γμ ένο τό έπ ίγρα μ μ α :
«Ο ΔΙΑΒΑΤΗ ΤΙ ΚΟΙΤΑΣ
ΤΗΝ ΚΛΙΝΗΝ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΜΑΙ
ΘΑΡΡΩ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΥ Θ’ ΑΡΘΗΣ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΑI»
λα ρ ώ νει στόν τάφο του άλλα ζω ντανεύει και γένετα ι γουρούνι. Ό λαός π ι
σ τεύει πώ ς οί Τούρκοι δταν πεθαίνουν γένοντα ι γουρούνια, γ ι’ αυτό και δεν
τρ ώ γο υ ν τό κρέας του. Μ άλιστα, θυμούμαι, μας έλ εγα ν οί γερόντοι πώς κυ
ν η γο ί βρήκαν στο ποδάρι σκοτισμένου γουρουνιού δα χτυ λίδι πού τό είχε στο
χ έ ρ ι δταν ζούσε ό Τούρκος, καί πώ ς 40 μέρες από τό θάνατό του κάθε βράδι
βράζουν κουρκούτι καί τό βγάζουν έξω στη θύρα νά φ άει τό γουρούνι.
'Ό π ο ιο ς χριστιανός μαγαρίζονταν με Τούρκισσα, έ χ α ν ε τό λάδι του πού
τού ε ίχ ε ρίξει ό παπάς στη βάφτιση. Ή δέ γυνα ίκα ή τουρκοπατημένη δέ γ ί
νο ντα ν δεχτή στην έκκλησιά κΓ δπου κι’ αν π ή γα ινε, σ’ δλη της τη ζωή έφ ερε
βαριά τή ν πομπή τής άτηιίας, τής λερω μένης.
Τό πιο ζω ντανό, ά νεχτίμη το στολίδι, αχραντο μυστήριο, ύπαρξη καί ζωή,
τό π α ν τής Έ λ λ η ν ο π ο ύ λ α ς ήταν καί διατηριόνταν τό αίσθημα τής τιμής, ατούς
βουνήσιους ιδιαίτερα πληθυσμούς, τούς Σ καλαπανήσιους, τούς Γκραίκους.
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ή τής γριά - Τ ζα β έ λ λ α ιν α ς:
άπ’ έκείνη πού τούς έδω κε ό λαός πού ιάπλαοε, τα κουνάρισε, πού όταν τρα
γουδιούνται ταράζεται στεριά καί θάλασσα, κουντουλιούνται τά ουράνια, σει
ούνται τά βουνά κΓ οι κάμποι άναοηκώνονται.
Τό δημοτικό τραγούδι στή Θεσπρωτία δ έν υστερεί τής ά λλη ς ’Η πείρου,
• οτά βουνήσια ιδίως χωριά. "Ο λα τα είδη τών τραγουδιώ ν διασώζονται.
Πολλά είναι τά τραγούδια πού άνατρέρονται οέ π ρ ά ξεις καί ιστορίες πού
I διεδραματίστηκαν στήν Τσαμουριά. "Ε να α π ’ αυτά είναι κ ι’ έκείνο πού λ έει
\ γιά τό χαλασμό τής Π αραμυθίας άν καί Ιστορικά δ έν είνα ι γνω στός πότε έγιν ε.
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ »
'Ί σ ω ς άπό τίς ορδές του Μ ογκόη, ϊοως καί επί Σκυλοσόφου άπό τον Ό σ μάν
πασά, ή κι’ από κα)ΐμιά μ εγάλη έπιδημία.
'Ά λ λ ο τραγούδι τής Π αραμυθίας άναφ έρεται στον πιστικό π ' άποκοιμή-
θηκε κ ι’ έχα σ ε τη ν κοπή του:
Μ ετά τή ν άπελευθέρω ση του 1913 οί άγά δες τής Τσαμουριάς διατήρησαν <
τά χτή μ α τα καί τά τσιφλίκια τους ώς τό 1923, οπότε όσα δέν καλλιεργούνταν .
άπό τούς ίδιους αλλά δουλεύοντα ν άπό τούς ραγιάδες, άπαλλοτριώθηκαν. Ά
πό τή ν απαλλοτρίω ση οί Μ αργαριτιώ τες α γάδες έχασαν ολον τόν πλούσιο κάμ- ;
no τού Φ αναριού κι οί Π αραμυθιώ τες τά χο 3ριά πού είχα ν άρπάξει στύν τούρ- ».
κικο καί τόν Π αραμυθιώτικο κάμπο.
’Α πό τό 1913 καί δώθε μερικοί Τούρκοι άπό τήν Παραμυθιά, Καρβουνάρη, }
Γαρδίκι καί Μ αργαρίτη πούλησαν ή κΓ άφησαν σ’ ά λλους τά χτήματά τους κΓ
έ φ υ γ α ν στήν Τ ουρκία ή τήν 'Α λβανία. Ά π ό τά λοιπά τουρκοχώρια τής Τσα-,
μ ουριάς πολύ ολίγοι έφ υ γα ν. 'Έ τσ ι, ό τουρκικός πληθυσμός τής Παραμυθίας j
ά ρ χισ ε νά λιγοσ τεύει καί νά αύγαταίνει ό χριστιανικός, κατερχομένω ν πολλών '
από τά ορεινά χωριά τής περιφ ερείας.
Σ τ ή ν ά ντα λ λα γή τού πληθυσμού τό 1922 οί Τουρκοτσάμηδες δέν ύ π ά χτη -/
καν, θεω ρούμενοι 'Α λβανοί κι' άχι 'Οθωμανοί Τούρκοι.
ι
ΠΟΣ ΕΙΔ Ε ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Ο ΑΓΓΛΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ N IK. ΧΑΜΟΝΤ ΤΟ 1930
«ΠρΙν νά έλθω ε(ς τήν Ήπειρον τό 1930 μου είπαν ε(ς τάς ’Αθήνας ότι Λ
"Ηπειρος είναι άγριο μέρος καί μένει όπίσω άπό τόν κόσμον. Μ6 τί ψέματα μου
είπαν; Μόλις έφθασα είς τά ’Ιωάννινα καί ήλθα μέ τά πόδια στήν Παραμυθιά εύ
ρηκα τόν πιό καλό κόσμο τής 'Ελλάδος. Τότε δέν όμιλοϋσα τά Ελληνικά.
01 Παραμυθιώτες μ* έστειλαν είς τό Κακοσούλι κΓ είδα διά πρώτπν φοράν
τούς όμορφους χορούς των Σουλιωτών στήν πανήγυρι της έκατονταετηρίδος. Ή -
το δΓ έμέ πολύ σπουδοία, διότι ό Ά γγλος ποιητής Βύρων έχει γράψει είς τά τρα
γούδια του ότι οί άνδρες τού τότε οπλέμου προήρχοντο άπό τό Σούλι.
’Εφέτος δέν ήρθα μόνος μου διότι έπανδρεύθηκα. Ή κυρία μου ήθελε νά
γνωρίση τήν Ελλάδα. Ήλθαμε κατ’ εύθείαν είς τήν Παραμυθιάν. Τής άρέσει ή
πόλις πάρα πολύ μέ τήν στενοχώριαν των δρόμων, μέ τά πολύχρωμα φορέματα,
μέ τΙς κάλτσες των χ ω ρ ι κ ώ ν γυναικών κ α ί μέ τούς χορούς καί τά τραγούδια τών
άνδρών τά όποια μπορεί νά καταλάβη όλίγον ή γυναίκα μου, διότι προέρχεται
άπό τήν Σκωτίαν, τό όρεινό μέρος τής ’Αγγλίας πού φορεϊ φουστανέλα ό κόσμος.
Παραμυθιά 22.7.1939
Νικ. καί Μαργαρίτα Χάμοντ»
Φ εύγοντας οί κάτοικοι του χιυριού μας για τις πόλεις, πρός έξασφάλισι ά-
νετώ τερης ζιυής, έγκα τέλειψ α ν πίσω τους κάθε δεσμό μέ τό παρελθόν.
'Ανάμεσα σ’ αύτούς τούς δεσμούς, ό πιο δυνατός κΓ ό πιο μ εγά λος, ήσαν
οί τοπωνυμίες.
Και σωστά, ποιος ό λόγος και ποιά ή ανάγκη, ένα ς πού γενν ή θ η κ ε και μ ε
γάλωσε στην πάλι, να μάθη πώς και γιατί λέγο ν τα ν έτσι οί διάφ ορες τοποθε
σίες τού χωριού των γονιώ ν του. Νομίζουμε όμως, ότι δ έν είμαστε «ξεκάρφω
τοι» από τό παρελθόν καί ότι, όταν λησμονοϋνται οί ονομασίες ενός τόπου, λη-
σμονεΐται μαζύ του καί ή ιστορία του. Καί όταν οί τόποι αύτοί ά ποτελοϋν την
πατρίδα, γνωστό θά εϊναι τά αποτελέσματα.
Ή όνάγκη νά μη λησμονηθούν, μας ώθησε νά συγκεντρώ σουμε α ύτές, ό
σες φυσικά προλάβαμε, όπως ακριβώς λ έγο ν τα ν από τούς άνθρώ πους έκ εΐ τούς
ντόπιους.
Οί όνομασίες τών τοποθεσιών δέν εϊναι τυ χα ίες, ούτε αύθαίρετες. 'Ο π οι
οσδήποτε καί οποτεδήποτε δέν μπορούσε νά κάνη τύν «νουνό», έ π ρ ε π ε νά ύ-
πάρχη κάποια αλήθεια, έστω κΓ άν α ύ ιή χάνετα ι ανάμεσα στούς μύθους.
’Έ δω σαν τίς όνομασίες αυτές οί πρώτοι άνθρωποι πού π ή γα ν έκεΤ, π α ίρ
νοντας αφορμή άπό κάποιο χαρακτηριστικό σημείο τού τόπου, πού τόν έκ α νε
νά ξεχω ρίζη άπό τούς άλλους γύρω ή άπό κάποιο συμβάν, όπω ς:
α) Ά π ό τό χρώμα ιού εδάφους, π.χ. Ά οπρ όη ς, Κοκκινόης κλπ.
β) Ά π ό κάποιο διακριτικό σημείο τού έδάφ ους, π.χ. Ά γκ α ο τρ ω μ έν ’,
Ψ ’λά Κουκούλια, Κ άναλες, Α’βαδάκια κλπ.
γ ) Ά π ό τά νερά πού πη γάζουν, π.χ. Ν ερόλακκος, Γ λυ κονέρ ’, Βρυσού
λες κλπ.
δ ) Ά π ό τό είδος τού δένδρου πού φ υτρ ώ νει, π.χ. Φ τελιάδια, Π ουρνα-
ριά, Γκορτσιά κλπ.
ε ) Ά π ό τό μέρος όπου συχνά ζουν ώρισμένα ζώα, πουλιά κλπ., π.χ. Άλ*
πότρυπες, Ά ετοκούκουλο κλπ.
στ) Ά π ό τά όιάίρορα φυσικά φ αινόμενα, π.χ. Α ύραγόνιος, Ά στράκα κλπ.
ζ) Ά π ό τά διάφορα ερείπια πού οτδζονιαι, π.χ. ΓΙαληόμ’λος, Τ είχο ς, Κα
λύβες κλπ.
η ) Ά π ό τά όνόματα τών εκκλησιών, π.χ. Ά ϊ - Π αρασκευή, Ά ϊ - Β λά’ης,
Ά ϊ - Χ’οτόφορος κλπ.
θ) Ά π ό παραδόσεις καί θρύλους, π.χ. Δ ρακόλιμνη, Κ ρυψιάρες, Κ λεφτό-
βρυσες κλπ.
ι ) Ά π ό τό όνομα τού Ιδιοκτήτου, π.χ. οτ’ς Κ αραπλιάκω ς τού χ ο υ ρ ά φ ’ κλπ.
Τ έλος άπό πολλά άλλα φαινόμενα καί συμβάντα1.
Σύνδεσμοί; μ έ r ο ν ι ό π ο:
— . . / Ο βίος τω ν Ανθρώπων τείνει κατ’ α ρχή ν νά καταστή εδραίος, άπαξ
δέ έδραιο)θή, μετά μεγίστης δυσκολίας έλευθεροϋται ό ανθροιπος των μετά του
έδ ά φ ο υ ς δημίουργουμένο>ν πόσης φυσεοις δεσμών. ..
(Ε. Λίβα: " 'Η Αίγηίς κοιτίς τών Άρίον καί του «Ελληνισμού», Άθήναι 1963, σελ. 83).
Σ τ η ν ά ρχή τούς χρησίμευαν ούς ορόσημα των οικογενειακώ ν των έκτά-
σεω ν και κατόπιν τών κοινοτικών, πολύ δέ τούς έξυπηρετουσαν στούς τίτλους
κυριότητος, « .. .όίδο> ώς προικίον εις την θυγατέρα μ ο υ ...........τό άμπέλι, δλο
στήν Ά πρόσ ΐιτα, τον μισό κήπο οτό Miohio, τό χω ράφι στον Ά ρ τ σ ιό ρ ...» , δποις
βλέπου μ ε στα προικοσύμφωνα.
Κι* έτσι από άπλα σημεία οί τοπω νυμίες έπαιρναν άλλη μορφή. Σ υ νδ έο ν
τα ν μ έ τό δνομα καί τη ν παράδοσι τής οίκογενείας κι* ή μια γενεά τΙς παρέ
διδ ε στήν ά λ λ η σαν ιερή παρακαταθήκη, τόσο πολύ τις σέβονταν, πού κανένας
τους ποτέ δ έ ν θέλησε νά τις άλλάξη.
" Ισ ω ς μέσα ο δ λ ες τις τοποινυμίες νά ύπά ρ χου ν καί μερικές ξένες, έπό-
μ ενο ήταν έπειτα άπό τις α λ λ επ ά λ λ η λ ες επιδρομές καί τή μακρόχρονη παρα- '
μονή, ν ' ά φ ήσουν οί ξένοι κάποια ίχνη στό πέρασμά τους, πάλι καλά2.
"Ο ,τι ά π ο τελ εϊ ή θέσκ; τής σφ ραγίδος σ’ ένα έπίσημο έγγραφ ο, προκειμέ-
νου αύτό νά χαρακτηρισθή έγκυρο, άποτελοϋν καί γιά τήν ίστορία ένός λαού, ;?
οί τ ο π ω ν υ μ ίε ς ... «έπιγραφ αί γ εγ λ υ μ μ έν α ι έπί του έδάφους»3. !$
\ί
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ifΛφ
2. α) Άπ. Βακαλοπούλου «'Ιστορία τοΰ Νέου Ελληνισμού», έκδ. 1961, σελίς 26.
«...ώ ς προς τά Σλαβικά τοπωνύμια, τά περισσότερα έχουν σχέσι μέ τή φύσι, προσιδιά
ζουν δηλαδή σέ άγροτοποιμενικούς πληθυσμούς καί δέν είναι βέβαιο πάντοτε, άν φορείς
αυτής είναι Σλάβοι, μόνιμα εγκατεστημένοι στις Ελληνικές Χώρες ή σκλάβοι μονών /
καί Αρχόντων ή βλάχοι καί Άρβανιτόβλαχοι ή Αλβανοί, οί όποιοι στις δυτικές ίδίιυς r
περιοχές άναμείχθησαν πολύ μαζύ τους. ’Έπειτα τά τοπωνύμια αυτά δέν Ανάγονται ολα
στήν ίδια εποχή, δέν έχουν δηλαδή τήν ίδια παλαιότητα...». Καί συνεχίζει: «...Κατε- j
βαίνουν, (εννοεί τούς Σλάβους) δηλαδή άργά καί συνήθως ειρηνικά ώς μεμονωμένες
άγροτοποιμενικές ομάδες Ακολουθώντας προ πάντων τις δυτικές όρεινές περιοχές, άνα- $
ζητώντας καλλιεργήσιμα εδάφη ή βοσκές καί αφήνοντας πίσιο σημάδια στό πέρασμά «
τους, τά τοπωνυμία.. . ι ένθ’ άν. σελ. 21 καί 22.
β) Άλ. Πάλλη «Μελέται έπί τής ’Αρχαίας χωρογραφίας καί Ιστορίας τής ’Ηπείρου», )
σελ. 37 καί 38. ., j
«Σλαβικά όνόματα έπιπολάζουσι μάλλον εν τή Μολοσσίφ ένθα πρώτον είσέβαλον έκ τής ? r
Μακεδονίας όρμηθέντα τά φύλα αυτά, σπανκοτερα δέ είσίν εις τάς παραλίους περιοχάς !ψS
τής ’Ηπείρου». ;·
γ) Σπ. Στούπη, «ΙΊωγωνησιακά - Βησσανιο'νπκα», τόμ. Β' σελ. 30 καί 34, καθώς καί fujr
τόμ. Α’ σελ. 111—113.
δ) Άπ. Γκισδαβίδη «Τά Μελένικον», έκδ. Γ', σελ. 68 καί 77, Θεσ)νίκη.
3. Ήπειρ. Χρονικά, τόμος Λ', σελίς 86.
ί ·
i .
Γκισδαβίδη Ά π . «Τό Μελένικον» Θεα)νίκη 1965, Εκδ. γ .
Δημητράκου «Λεξικόν τής 'Ελληνικής γλώσσης», Άθήναι 1964.
Θεόκριτου «Ειδύλλια» Άθήναι 1939, εκδ. Ζαχαροπούλου Μετ. Α. Φωτιάδου, τδμ. Α '.
Θωμοπούλου Ίακ. «Πελασγικά», Άθήναι 1912.
Κοραή Α. «'Άτακτα».
Κορδάτου Γιάν. «Ιστορία τής επαρχίας Βόλου καί Ά γυάς», Άθήναι.
Κυριακίδη Στίλπωνος «Ελληνική Λαογραφία», Άθήναι 1965.
Κουρίλα Ευλογιού «Τό κράτος τής άληθείας», Άθήναι 1965.
Λαμπρίδου Ίωάν. «Ζαγοριακά», Άθήναι 1870 καί 1889.
Μέρτζου Κ. «Συμβολή εις τήν Ερμηνείαν ξενικών τοπωνυμιών».
Μπόγκα Ευαγ. «Τά γλωσσικά ιδιώματα τής Ηπείρου», Ιω άννινα 1966.
Πάλλη Ά λ. «Μελέται έπί τής Α ρχαίας Χωρογραφίας καί Ισ το ρ ία ς τής Ηπείρου».
Παπακώστα Ά γ γ . « Ό Βοϊδομάτης καί τά μνημεία του», Άθήναι 1961.
Πέτρου Π. «Σύμμικτα τραγούδια τής πατινάδας έκ Σωζοπόλεως», Λαογραφία τόμ. Ε ',
σελ. 380.
Πολίτου Η. «Παραδόσεις» τόμοι Α '— Β ', Άθήναι 1965.
«ΠΥΡΣΟΣ» «Μεγάλη Ελληνική ’Εγκυκλοπαίδεια».
Ρεμπέλη Χρ. «Κονιτσιώτικα», Άθήναι 1953.
Στεργιοπούλου Κ. «Τοπωνυμικόν τής Επαρχίας Κονίτσης», Ή πειρ. Χρονικά 1934, Άθηνά
τόμ. 46ος, σελίς 245.
Στούπη Σπ. «Πωγωνησιακά καί Βησσανιώτικα» τόμ. Α' καί Β ', Άθήναι 1965.
Χελδράίχ «Τά δημώδη όνόματα τών φυτών», Άθήναι 1926.
Χριστοφορίδου «Άλβανοελληνικόν Λεξικόν», Τσεχοσλοβακία 1961.
Σ Τ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ
Παρασκευής στη Μπούναρη και το έξοικκλήσι, Λ. τον Μεγ. Π. μέ περιοχή του γύροι,
όπου κατά τον I. Λαμπρίδη ήταν τό έρημωθέν χωρίον "Αγία Παρασκευή6.
'Α ϊ - Β λ ά σ ’ (στούν). Στόν "Αγιο Βλάσιο. 'Η έκκλησία τού 'Α γίου Βλα
σίου, πολιούχου τού χωρίου, στο κέντρο τού Μεγ. Π .7
'Α ϊ - Λ ή μ ο υ (στούν). Στόν "Αγιο Δήμο. Τό μέρος πίσω από τό ιερό τού
'Αγίου Βλασίου.
’Ίσω ς τό β. νά μετετράπη σε δ. (βήμα - Δήμα — Δήμος).
*Α ϊ - Τ ρ ι ά δ α (σ’ν ), στήν 'Α γία Τριάδα. Τό εικόνισμα τής 'Α γία ς Τριά-
δος στή συνοικία Σιόποτο τού Μεγ. Π.
*
fΑ ϊ - Τ α ξ ι ά ρ χ ’ (στούν), στην εκκλησία τών Ταξιαρχών. Ή πολιούχος
έκκλησία του Μ. Π .
:W·
Μπούναρης, δπου έχουν τοποθετήσει πλάκες γιά νά αλατίζουν τά πρόβατα 5ταν μέ
νουν συνεχώς έξω.
Γ α ρ γ α ρ ό26 (στού), στο Γαργαρό. Θέσις δπου πηγάζει άφθονο νερό καί ί
«γάργαρο» νερό, λίγο πιο κάτω άπό τό «Χούχλακα»26σ. Τό λένε δμως καί Γοργολό. -
Καλλιεργήσιμη άλλοτε περιοχή.
Γ κ ο ΰ 6 α29 (στ’), στή Γκούδα. Ή βρύση και ή μικρή γύρω περιοχή με τούς
κήπους Β.Α. τού Μεγ. Π., πηγαίνοντας για τό Μ.Π.
27. α) Γ. Ά γνα ν. ενθ. αν. (...Θ έ σ ις δπου μονάζουν (σταλίζουν) άγέλαι ζ ώ ιο ν ...).
β) Κ. Δ. Στεργιοπούλου: Τίπειρ. Χο. 1034 σελ. 220 ( . . .«Γελαδονομή», τοποθεσία στο
χωριό Μελισσόπετρα).
28. Γ. Ά να γν. *ένθ. άν.
29. Κ. Δ. Στεργ. ενθ' άν. σελ. 232, 233. ( . . . Π ε ρ ί τής προε?.εύσεως τής λ., τρεις είναι αί
γνώμαι: Ό METER (A LB. W ORTERB(JH) παράγει έξ αυτής τό άλθαν. GU'VE. Ό
MURNU (RIJNS. LE HUWORTER IN NEUTR) θεωρεί αυτήν ρουμανικήν, 6 δέ
SOPFOCLES (GREEK LEXICAN OF THE ROMAN AND BTZA N TIN EPER I-
ODS, BOSTON, 1870), θέτει τον τύπον γούβας, θεωρών αυτήν Χαλδαϊκήν. Άναμφιδό-
λως ή ήμετερα λέξις είναι σι»νήθης εις τήν Ελλάδα άπό τους βυζαντινούς χρόνους.
30. Κ. Δ. Στεργ. ενθ. άν. σελ. 232. (.. .Γκορτζιά, είναι ή άγριαπιδέα, P T R U S SO LICI-
FORMIA (Χελδράϊχ 1910). Ή λέξις κατά METER (NEUGR. STUD. 11,65) είναι άλ·
Οανική έκ τού GORITSE - IIO L R B IN E , θεωρεί δ’ αύτήν βλαχικήν. Ό MURNU
(RUN. LEHNW . IN NEUGR).
m 30α. Άγγ. Ν. Παπακώστα: «Ό Βοϊδομάτης κα) τά μνημεία του», ΆΟήναι 1961, σελ. 12.
31. Γ. Ά να γν. £νθ. άν.
32. Ν. Πολίτου: Παραδόσεις, ΐόμ. Α', σε?.. 272.
666λ α λ α λ λ α α λ λ ^ αλα^ ααλαλλααααααα^ <η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
Κ ό η (στ’), στον Κόη. Βοσκήσιμη περιοχή για τό χειμώνα Ν.Δ. τού Μ.Π.
«Κώς, τό πρόβατο, Κάρες (Κρατ. 7,370, Μ. Ζηνοβ. 4,64 κλπ.).
«A LTTU R K . Κόϊ, πρόβατον (HOMMKL, U S . 225). Κόι - μόας (L A N C K O -
R O U SK I P IS ID . 87). Κώ - αομις. Κίλιξ (S U N D W A L L , L T K . 75 - Κριός -
Έ ρμης) πρβλ. Γερμ. KUH, C O W :S A S K R . G O W , SU M ER U N D A LT AEG.
G U - S T IE R (HOMMEL, U S 109)37a.
Κ α τ ο υ λ ά κ κ ο υ4
0
9
31 (στούν), στον Κατωλάκκο. Περιοχή με κήπους καί ό
λάκκος Β. τού Μ .Π. ·<
; !>
Κ ο υ ν το υ λά κ κ ια (στά), στά Κοντολάκκια. Θέσις έξω από τή Μπού- j-
ναρη, οπού υπάρχουν πολλοί καί μικροί (κοντοί) λάκκοι.
-ι
Κουτσουπίλακα (στά), στά Κουτσοπίλακα. Οι δχτες από τά «Κοντο- ·■·*
λάκκια», πού είδαμε παραπάνω.
39. Γ. Κορδάτου, ενθ. άν. σελ. 269. (...Τό ποτάμι αυτό — έννοεϊ τά δύο ποταμάκια στην* *
επαρχία ’Αγυιάς Βόλου —, παλαιά λέγονταν Κλεινοβό, φαίνεται πώς πρώτα όλη αύπ| »
ή περιοχή λεγόταν Κλεινοβό ή άπό τό σλαβικό KLINR = σφήνα ή άπό τό KLENR και
βουλγαρικό KLIN ~ καρφί, νύχι. Τοποονύμιο Κλεινοβό υπάρχει καί πάνω άπό τή Κα
λαμπάκα καί σ’ άλλα μέρη τής Ελλάδος (βλ. VASMER, 91) : Ό Φιλήμων (6οκίμιογ;\ V
Τστορ. Έλλην. Έπαναστάσεως τ. 3, 135), γράφει πώς έτσι λεγόταν τό ποτάμι πού χυ-; ι
νόταν άνατολικά τής Καρίτσας καί που λόγιοι τό λέγανε νΑναυρο...) . ;
40. Ένθ. άν. σελ. 3, εκδ. 1889. (;
41. Γ. Άναγν. ενθ. άν.
41α. Γ. 1Αναγν. ένθ. άν.
42. Ένθ. άν. σελ. 3, έκδ. 1889.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
Κ ιρα σιά (στ’), στήν Κερασιά. Μικρή περιοχή μέ κήπους στό Λάκκο.
Κλειστό (στού), στό Κλειστό. Ζωνάρι κάτω από τον Ποτσιώνο κοντά στό
Γλυκονέρι.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι *50
ΠΑΥΛΟΥ Α. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
Διδάκτορος της Κοινωνιολογίας του Παν)μίου Tubingen
#Επιμ€λΓ|τοΟ του Πανεπιστημίου Ίωαννίνων
;9
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ Ί
του δεν είναι χαμένος αν άδαχφο^η είναι καταδικ/ιαμενί>ς> (2*>η—35). Τινες z/hs
ίερέ</>ν τχεδίν άπα/ν.άττα/ν τδν zv/fjrs/s Χριττ*ανδν της εδ^ννης hv&yfrrjzz Κνρττν
άπενθνντν zby πρδς κατηχητήν ofjrs/) τεταγμέννν -sssyk'ta: «Λεν Ιγινε ή γ/χνύϊχγ/>z
καθοδήγησις ίτώ τον \ζφί*ς της εναοίας xav* (Μ13)» ^ τδ πλέτν έν&«?έρ9ν: «Λ&>
είναι αντος ίτιενΦννος δώ την hifuprfrp tw avrijv άλλα κάποιος <παππάς> - ιερείς
της ένοοίας τον» (Ζ 2).
^ Etc την μ δ ρ ^ τιν τνν Ιερείς τνμπερ :λαμ£άνέτα: καί ή γνάκκς της ίρητκεντι-
κης τνπ^λτγίας των έντρ:το>ν τα>. Είς των zfrrjfrs ifjrjan είνα: καί δ <^τκε/τ:κο>ς
ϊλ 'Λ /γ^ ζ fcMynrsjz. Ττδς ά/Φρόιπτνς zvj zbrssj ifrss* 'fjzt zr/jz τνγκινε: τδτε άπα-
τχ^λεt καθ’ vjvM psjzt zrf/rss* τδ ^ητκεντ:κδν £:ονμα, Λιά ττντ^ άπέχννν πάτης
θρητκεντικης έκδηλά>τεο>ς η ίεράς άκ^λννί^ας. ή ήρηταεντ'.κή y/jzt^άδίατρρία
δεν άπντελεί πάντττε ά%ράπεντ7ν π/εκματικίν νδτημα. Ό πνκμήν δ δπνίτς κατέχε:
ικανές την τέχνην ττν δ:αλδγτν. δάνατα: νά πρτκαλέτη #ρητκεντ:κ/Λς τδν άδ:άτρρτ>
καί να διεγείρη Ιντδς αότνν πνενματικά ένδιατέρτντα. .
Έ ς 57/» λαπδν ϊζ αδττυ ϊ\ζζ&τρ%Ί δ:ίτταντα: α: ϊτΜ /ν,ς ζμί ιερέαν διά την
κατάττα>:ν τνν Χρ:ττ:ανν> έκείντν. δ brss/jz §χε; τλ / j Z. Ιτη να μεταλάδη. Οδδεί;
£εδα:ο>ς ίικαιτλτγε: την τνμπεριτ^ράν τα>. ά/.λά ά μεν rs/hzr/. τδν καταδ'.κάζτνν
ττηριζδμενκ είς ττδς κανένας της Έκκλητίας. τί δέ άκλα — καί κνρί^ς της γ' δ-
μάδτς — τδν ά^α/ν.άττν>> έμμέ^>ς τνι^ιερνΓ^ιενα τά χρτβλήματά τνχ καί fyJhvM
την άκδκλιτιν τν> ίερέ</>ς της πρωταρχικής άπτττολης ττ>- ττντέττ:ν της κα^τδηγή-
τεί/>ς τ^ν με//7>ν της Έκκλητίας.
^Λα/τί κατά τφ* γγώ μψ οαζ 5έν πη*/αίνε< ό κόσμος είς την 'Εκα/,ηαάη ;> καί
«π*7>ς Οά τ(κχάήςη ή ’Εκκλησία τίτν κ/^μο ;>- Αί αδτα: ϊ^*ττί{χζς izifyrpxy είς
τν>ς Ιερείς. Ata νά με/ετη^η τδ #έμα της πρ^ττης γίνετα; ή &άγν»5ίς μ&άς κατα-
ττάτε//>ς, ένψ ?:ά της δΓ/τέρας Γηττνντα: τρδπα %ραπείας της άςριτταμ^/ης κατα-
ττάτε/5>ς. Πλείττκ είναι τί λδγ^ ένεκα τ®ν vtssmw δεν έκκ/.ητιάΐα/τα^ τί ^ημερινίί
;Ι
XptTTtava. Βατική εν πρνκει^ιέν^ — ^ς άνατέρν/ν ^ί ιερείς — είνκ ή Ι/νε.ψ:ς
πίστειυς. Ή μειωμένη άξία τού έκκλησιασμοΰ είς τήν συνείδησιν των πολλών, ή ό-
ποία συμβαδίζει μέ τήν διάσπασιν των ένδιαφερόντιυν του συγχρόνου ανθρώπου άπό
πολλά έρεθίσματα, αυτή είναι εν τών βασικυηέρων αίτίιυν τής άπουσίας του πολλοΟ
κοινού άπό τήν Εκκλησίαν. Λυτή δημιουργεί τήν έλλειψιν ένόιαφέροντος διά τόν
εκκλησιασμόν. ’Απουσιάζει ή θρησκευτική καλλιέργεια λόγω του τεχνοκρατικού πνεύ
ματος τής έποχής μας και 6 άνθριυπος προτιμά νά άναπαυθή μάλλον άκούων τήν
Οείαν Λειτουργίαν έκ τής κλίνης του ή διαβάζων τήν πρωινήν του έφημερίδα, ή ση-
κώνεται διά νά ύπάγη διά κυνήγι, ή έκορομήν παρά νά έκκλησιασθή. Έ ξ άλλου
πολλοί παρασύρονται καί από άλλους (μαζοποίησις) καί συρρέουν είς τήν πλάζ παρά
είς τήν Εκκλησίαν. Όρθώς τινές των ιερέων άνέφερον καί τήν χλιδήν ώς άνασταλ-
τικόν παράγοντα τοΟ έκκλησιασμοΟ. Συνήθης βεβαίως είναι καί ή πρόφασις τής άπα-
σχολήσεως τήν Κυριακήν, ή όποια βεβαίως ουδόλως εύσταθεί. Δέν είναι μέγα τδ πο-
σοστόν έκείνιυν των έργατών, οί όποιοι εργάζονται εις τοιούτου είδους έργοστάσια, τά
όποια απασχολούν έργάτας καί τό προη τής Κυριακής. Πολλοί έξ άλλου απλώς δέν
έκαμον συνήθειαν τόν έκκλησιασμόν, ένφ οί έκ πεποιθήσειυς έναντίον τοϋ έκκλησια*
σμοΟ είναι έλαχιστότατοι. Δυτικής μορφής είναι ή άντίληψις μερικών Χριστιανών,
οί όποιοι φρονούν δτι ό Χριστιανός προσεύχεται καί είς τήν οικίαν του καί είς τόν
άγρόν καί είς τήν θάλασσαν. Ουτιυ ΘεωροΟν περιττήν τήν μετάβασιν είς τόν Ναόν διά
τήν παρακολούθησιν τής θ. Λειτουργίας. Πολλοί ίερεΐς νομίζουν δτι ή άναμετάδοσις
τής θ. Λειτουργίας άπό τού ραδιόφωνου γίνεται αίτια πολλοί νά προτιμούν ταύτην
παρά νά πηγαίνουν είς τόν Ναόν τής ένορίας των. Παλαιότερον, ένεκα τής ένδείας,
πολλοί έδίσταζον νά έκκλησιασθούν, διότι δέν είχον ένδύματα κατάλληλα καί έφο-
βούντο τά δυσμενή σχόλια τών ένοριτών* σήμερον τοιούτος λόγος δέν ύφίσταται.
Οί μέχρι τούοε άναφερθέντες λόγοι άπουσίας τών Χριστιανών άπό τήν Ε κ κ λ η
σίαν άφεώριυν τούς πιστούς, υπάρχουν όμως πλεΐστοι λόγοι διά τούς όποιους εύθύ-
νεται ή διοίκησις τής Εκκλησίας. Κεντρικωτάτην αιτίαν τής προσελεύσεως πιστών
είς τήν θ. Λειτουργίαν αποτελεί ή προσιυπικότης τού ίερέιυς. Πρωτίστως ή δλη δ ια
γωγή καί πολιτεία του έντός καί έκτός τού Ναού. Τ ά προσόντα αύτού (κήρυγμα,
ι ψαλμωδία, όργανωτική ίκανότης) καθίστανται πόλος έλξεως ή άπωθήσεως άπό τόν
, Ναόν. Είς ίερεύς έπιρρίπτει πάσαν τήν ευθύνην είς τόν Τ . Κλήρον φθάνων μάλιστα
μέχρις υπερβολής δταν γράφη, δτι ό κόσμος δέν έκκλησιάζεται «δια τήν κακήν ζωήν
ί ημών τών κληρικών καί τήν άνευ πίστεοκ καί ζέσεως τελεσιν τής θ. Λειτουργίας καί
* διά τήν φιλοχρηματίαν μας* καταντήσαμεν τόν οίκον τής λατρείας οίκον έμπορίου»
(Ζ2) . ’Λναμφιβόλως ή στάσις τού κλήρου παρουσιάζεται άπό πολλούς ο>ς αίτία τής
i απουσίας των έκ τού Ναού. ’Εξ άλλου τό κήρυγμα είς τούς περισσοτέρους Ναούς τής
' Χιόρας μας είναι σπάνιον είδος, έκεί δέ όπου υπάρχει σπανίως είναι καί έλκυστικόν.
I Τέλος μερικοί Ιερείς φρονούν δτι ή άρχαία γλώσσα καί τό μήκος τής θ. Λειτουργίας
ι μετά τού ν()ρθρου είναι έμπόοια διά πολλούς Χριστιανούς.
Τούτων ούτως έχόντων εύκολώτερον δύναταί τις νά είπη πώς οί άνθρωποι θά
. έλκυσθούν είς τήν Εκκλησίαν.
Σχεδόν ομοφώνους τονίζουν οί ιερείς δτι είναι έπείγουσα άνάγκη πυκνώσεως τών
κηρυγμάτων καί βελτιώσεως τού ποιού αυτών. ’Ανιαρά καί μακροτενή κηρύγματα,
«φωνασκίαι καί έπιδείξεις δέν βοηθούν, άλλά βλάπτουν τήν δλην ύπόθεσιν. Τούτο
ισημαίνει δτι σπάνιοι τών ήδη υπαρχόντων ίερέων άνταποκρίνονται είς τήν ύψηλήν
ιτων αποστολήν. Ή μόρφωσις τού σημερινού Ί . Κλήρου τής Μητροπόλεως Ίω αννί-
»νων κατά τήν συντριπτικήν του πλειοψηφίαν, είναι, ώς ήδη έδείχθη, άπιστεύτως
χαμηλή. Ί1 στροφή τού κόσμου είς τήν Εκκλησίαν είναι μέγα καί δυσχε
ρές πρόβλημα, περί τού όποιου γράφει είς ίερεύς: «Μόνον διά τής έπεμύάσεως του
Κυρίου διότι «τά αδύνατα παρ’ άνθροόποις δυνατά παρά τώ Θεω έστί» τόσον δύσκο-
λον νομίζω τήν έπαναφοράν τού κόσμου είς τήν Εκκλησίαν» ( Β 6 ).
Τό θέμα τής μουσικής είς τήν Εκκλησίαν δέν είναι παρονυχίς. Ό ίερεύς καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*
ε. Ή π ερ ί βολή το υ Κ λήρου
Ά νεφέρθη προηγουμένως δτι καί ή περιβολή του Τ . Κλήρου ώς αυτή είναι σή
μερον είς τήν ’Ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν, άποτελεί εν κώλυμα διά τήν στρα- ;
τολόγησιν ικανών Νέων είς τάς τάξεις του κλήρου. Καί είς τήν διαπραγμάτευσιν του !
θέματος αύτου θά καταβληθή κάθε δυνατή προσπάθεια νά όμιλήσουν μόνοι οί ιερείς. J
Πρός ένημέρωσιν δμως τοϋ άναγνώστου θά άναφέρωμεν όλίγα τινα περί τής ίστορι- »
κής έξελίξεως τής εξωτερικής έμφανίσευις τοϋ Τ . Κλήρου.
Έ ξ δσων δυνάμεθα νά γνωρίζωμεν, ό Ιδρυτής τού Χριστιανισμού δχι μόνον δέν
έζήτησεν έξωτερικάς διακρίσεις τών Μαθητών αυτού, άλλά τουναντίον κατέκρινε ι
ταύτας27. Κατά τούς πρώτους τρεις αίώνας τού Χριστιανισμού δέν έτέθη τοιοΰτον θέμα,
καθ’ δτι ή Εκκλησία είχεν άλλα μεγαλύτερα προβλήματα. «Τό ζήτημα τής διάκοι-ί
σεως τών κληρικών από τών λοιπών Χριστιανών καί δή τής ιδιαιτέρας αυτών άμφιέ-
σεως, γράφει είς τήν ερευνάν του δ Π. Παπαευαγγέλου, εμφανίζεται διά πρώτηνι
φοράν τον 4ον αιώνα καί είναι απόρροια τής μετά τήν άναγνώρισιν τού Χριστιανι
σμού ώς έλευθέρας Θρησκείας δημιουργηθείσης οξείας μεταξύ μοναχών καί κοσμι
κών διαφοράς, οσον αφορά είς τον τρόπον τής εξωτερικής των καθόλου έμφανί-ι
σεως»28. « Ή καθορισΟεΙσα έξ αρχής διάκρισις τής μοναχικής άμφιέσεως από τής
κοσμικής διετηρήθη διά μέσου τών αιώνων μέχρι τών καθ’ ημάς χρόνων. Καί πρώ
τον ή λόγω τού ειδικού νοήματος, τό όποιον έδωκεν ό μοναχισμός είς τήν ζωήν, έπι-
κρατήσασα μελανειμονία. Λύτη άπαξ έπικρατήσασα διεφυλάχθη καθ’ δλους τούς
βυζαντινούς χρόνους, από δέ τής πτώσειυς τής Κων)πόλεως καί εντεύθεν, λόγω καί
τού έπελθόντος πραγματικού πένθους διετηρήθη κατά τήν περίοδον τής τουρκοκρα
τίας καί εφθασε μέχρις ημών»29.
Τό «Καμελαύκιον» άναφέρεται διά πρώτην φοράν τόν 8ον αίώνα υπό τού Χρο
Σχέσις γραμματι
κών γνο)σεων των
ιερέων και τής θέ-
σεως αυτών έναντι
τής περιβολής (είς
%).
— άντιτίθεν-
I ται εί;
άλλαγήν
σ τ. Τ ελ ετο υ ρ γ ικ ά
33. Έμπεριστατωμένην επί τού θέματος αυτού πραγματείαν £γρα\|*αν οί: Παπαευαγγέλου
Π .: Ή διαμόρφωσις της εξωτερικής έμφανίσεως τού όρθοδόξου καί Ιδίς. τού Ε λληνι
κού Κλήροι*, Θεσσαλονίκη 19115 καί Σκόρδας Ε .: Ή Ιστορική έξέλιξις τής ένδυμασίας
τών ’Ορθοδόξων Ελλήνων Κληρικών, Άθήναι 1971.
34. Μητροπολίτου ’Ιεζεκιήλ: Ή άμφίεσις τών Κληρικών, σελ. 222—23.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ,>
Ή Όρθόδοξος Εκκλησία καυχάται δτι μόνη αύτη διετήρησε τήν παράδοσιν τής
Εκκλησίας άλώβητον, άσπιλον καί άμώμητον. Λύτη διατηρεί τό πνεύμα καί τό ήθος
τής πρώτης Εκκλησίας. Τό αυτό βεβαίως υποστηρίζουν καί αί άλλαι Έ κκλησίαι καί
είναι φυσικόν νά τό λέγουν, διότι έκάστη Κοινωνική Ό μ ά ς διά νά άνθέξή είς τόν
χρόνον, πρέπει νά έχη συνεκτικήν ούναμιν, ή όποια στηρίζεται είς τό πνεύμα τής ό-
μάδος, τό όποιον έν προκειμένφ είναι τό πρώτον πνεύμα τής Χριστιανικής Ε κ κ λ η
σίας τό άπορρέον έκ του *Λγίου Πνεύματος, πάντοτε κατά τήν πίστιν τής Ε κκλησίας.
Δέν υπάρχει κοινωνικός όργανισμός, μικρά ή μεγάλη κοινο>νική όμάς, τά όποια
δέν έχουν μίαν παράδοσιν. Οϋτω καί ή ’Ορθόδοξος Ε κκλησία πιστεύει δτι μόνη αύτη
κρατεί τό νήμα τής παραοόσεως, δπιος τής παρεδόθη. Υπάρχουν δμως θέματα καί
πράγματα, τά όποια μέ τήν πάροδον τών αιώνων ύφίστανται άλλοίωσιν, μεταβολήν,
μετατροπήν, μεταμόρφο>σιν. Τό θέμα μας έν προκειμένφ είναι έάν είς τήν ’Ορθόδο
ξον Εκκλησίαν δέν ύπάρχη τίποτε προς άλλαγήν ή άνακαίνισιν καί άν ύπάρχη, τί
ι είναι αυτό καί πώς θά γίνη ή άλλαγή αύτη. Ή έρώτησις ήτο: «'Τπάρχουν, κατά τήν
• γνώμην σας, είς τήν Εκκλησίαν θέματα και πράγματα, τά όποια χρειάζονται άλλα-
· γήν, μετατροπήν, μεταρρύθμισιν;» (Έ ροπ. 24).
Είναι αληθές δτι ή τελευταία λέξις, τ.έ. «μεταρρύθμισις», δέν ηχεί ευχαρίστως
* είς τήν ’Ορθόδοξον ’Εκκλησίαν, δεδομένου δτι είναι γνο>στός ό σάλος καί τά προβλή
ματα, τά όποια έδημιούργησεν ή Προτεσταντική Ε κκλησία είς τήν Ρωμαιοκαθολι-
«κήν* διά τόν λόγον αυτόν έχρησιμοποιήθησαν καί έτεροι τινές (άλλαγ;ή, μετατροπή)
ι προς μετριασμόν τής πιθανόν οημιουργηθησομένης άντιοράσεο>ς. Ε πίσ ης ή έρώτη-
ι σις έδόθη εντελώς άνοικτή καί άνευ ούδενος περιορισμού, διά νά συμπεριληφθουν δσον
τό δυνατόν περισσότερα θέματα. Είς τήν παρούσαν έρευναν δέν έπιδιώκομεν ούτε νά
ύπερασπίσοϊμεν τήν παράδοσιν ούτε νά στραφώμεν έναντίον αύτής' απλώς έπιδιώκεται
»νά γίνη γνο>στόν, ποία θέματα φρονούν οί ιερείς δτι πρέπει νά άλλαγουν. Μέ τόν τρό-
«ΗΠΕIΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
πον αυτόν γίνεται καί έμμεσος διάγνωσις τής προσωπικότητας του ίερέως καί καθί
σταται έμφανές κατά πόσον γνωρίζει ή άγνοεΐ τά πραγματικά προβλήματα τής Ε κ
κλησίας.
Έ κ τής γενικής ταξινομήσεως των άπαντήσεων και τής εισαγωγής τοιν είς τόν ΛΑ·
ήλεκτρονικόν υπολογιστήν προκύπτει ότι:
1. 22,96% (Ν = 4 5 ) φρονούν δτι δεν υπάρχουν θέματα καί πράγματα χρή-
ζοντα αλλαγής, μετατροπής, μεταρρυθμίσεως. i
2. 16,84% ( Ν = 3 3 ) είναι τής γνώμης δτι πολλά πρέπει νά άλλαγοΰν. If
3. 22,96% (Ν — 45) β?.έπουν ελάχιστα θέματα δι’ αλλαγήν, καί |
4. 37,24% (Ν — 73) αγνοούν ή σκοπούν. ς
Ε πικρ α τεί ή άποψις ότι οί ιερείς ήσαν συνήθως συντηρητικοί ένψ οί προφήται }£
καί μεταρρυθμισταί ήσαν ριζοσπαστικοί καί Ιπαναστατικοί.
Ή τελευταία καί μεγαλύτερα κατηγορία δεικνύει άνθρώπους, οί όποιοι είτε όέν |
τολμουν νά έκφέρουν γνώμην είτε έχουν άγνοιαν των προβλημάτων τής Εκκλησίας. - ^
Έ ν πάντως είναι άξιοσημείωτον ότι τό ποσοστόν αυτό είναι όντως μέγα (37,24%!). -3
Καί ή πρώτη κατηγορία παρουσιάζει άρκετά υψηλόν ποσοστόν ιερέων, οί όποιοι φρο-
νουν ότι δεν ύφίστανται θέματα χρήζοντα νέας θευιρήσεοις (22,96%). ■?
Ταξινομοϋντες τά διάφορα αυτά θέματα παρατηρούμεν ότι πάντα είναι θέματα Η
τάξεως καί ούχί πίστεο>ς. Είναι δηλαδή πράγματα σχέσιν έχοντα περισσότερον μέ f
τήν όργάνωσιν καί έκσυγχρονισμόν τής Εκκλησίας είς τάς έκδηλώσεις αυτής καί τον ; *■
τρόπον οράσεως καί ένεργείας, ουδόλως άπτονται δε τής ουσίας τής Πίστεως. Έ κ τής :
διπλής συσχετίσεο>ς διά του ηλεκτρονικού ύπολογιστου προκύπτει ότι όσον περισσό- %
τερον μορφωμένοι είναι οί ίερεΐς, τόσον περισσότερα προβλήματα βλέπουν είς τή ν ; ι
ζωήν καί δράσιν τής Εκκλησίας. Οί άπόφοιτοι του Δημοτικού ή οί φοιτήσαντες έως :■·'
τήν Γ ' Γυμνασίου ιερείς ή άγνοουν τήν ύπαρξιν θεμάτων ή άρνουνται ότι υπάρχουν ία
θέματα. j;
Διά μερικούς ίερεΐς τά πάντα τά έχουν ρυθμίσει καλώς οί Πατέρες, ώστε ούδε-ί^
μία άλλαγή νά ένδείκνυται. Αρκετοί ιερείς πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλά, πλήν;*
αύτοί ΘεωροΟν εαυτούς αναρμοδίους νά έκφέρουν γνώμην ή καί απλώς νά τά έπιση-jx
μάνουν καί πιστεύουν πώς μία σύνοδος είναι άρμοδία διά τοιαυτα ζητήματα, είς δέ?:
λέγει μέ πάσαν απλότητα: «Σείς λόγω τής θέσεούς σας γνωρίζετε κάλλιον παντός^
άλλου»! ( Δ ΐ ) . Αρκετοί ίερεΐς παρενόησαν τήν έριότησιν νομίσαντες ότι μέ τήν λέ->.|
ξιν Ε κκλησία νοείται ό Ναός. Τούτο είναι δείγμα του βαθμού μορφώσεώς των καί·^
τής στάθμης τής θεολογικής το)ν ένημερώσεως. <^
'Ως καί πρόσθεν έλέχθη τά πλεΐστα τών πρός μετατροπήν θεμάτων κλπ. είναι δι-ι *
οικητικής φύσεοις. Τινά τών προβλημάτοιν έχουν σχέσιν μέ τούς Κανόνας. :
Ώ ς σημαντικόν πρόβλημα θεωρείται ή ρύθμισις τού Καταστατικού Χάρτου τής .■
Ε κκλησίας καί ή σχέσις τής Έλλαδικής Εκκλησίας μέ τό Πατριαρχείου (A20i i
K l b ) 36.
Έ κ τών εύρέιυς συζητουμένο>ν προβλημάτων είναι ή άμφίεσις καί γενικώς ή έμ·. £
φάνισις τού Η. Κλήρου. Καίτοι ούοείς τάσσεται υπέρ τής καταργήσεως, πλεΐστοι ζη*
τουν μίαν άλλαγή ν: «Νά άλλάξη κατά τι ή περιβολή τών Ιερέων ήτοι νά έπιτραπ[ ;
κοντόρασον ή καί νά μείνη μόνον τό έσώρασον καταλλήλως διασκευασμένου. Πάντακ *;
το ράσον μέ τά φαρδιά μανίκια νά καταργηθή» (ΓΙ19). Έτερος υπογραμμίζει: jj
«Νά μελετηθή τό θέμα τής αξιοπρεπούς έμφανίσεως τού Ιερέως» (Σ Τ 5 ). j
Τό θέμα τής θειυρητικής νηστείας άπασχολεΐ μερικούς. Λέγομεν θεωρητικής i
διότι οί κανόνες αύτοί μερικώς μόνον έφαρμόζονται, διότι πρακτικώς είναι αδύνατο* |
ή τήρησις μιας τόσον μακράς περιόδου νηστείας εις τήν έποχήν μας. «Αι ήμέοαι τώ*. i.
36. Τό θέμα τούτο άπησχόλησε ζίοηοώς τήν Εκκλησίαν κατά τά έτη 1972, 1973 ενώ ή ί \
ρευνα έλαβε χοόραν τό 1971.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
Ε πειδή έκάστη ένορία έχει τήν ίοικήν της μορφήν ζωής καί τά ίδικά της προ
βλήματα έπόμενον είναι νά ευρίσκουν οί ιερείς ολως διαφορετικάς δυσκολίας είς τό
εργον των καί ούτο) νά μή είναι δυνατή ή γενίκευσις τών προβλημάτιυν των. Ήρω-
τήθησαν οί Ιερείς τί ειδικά προβλήματα παρουσιάζει ή ένορία των. Πράγματι έκ τών
στοιχείων τά όποία είναι είς τήν διάθεσίν μας προκύπτει δτι έκάστη ένορία — καί
κατά συνέπειαν ό ιερεύς — έχει τά ίδιάζοντα προβλήματά της μή άποκλειομένης φυ
σικά καί τής ύπάρξεως είς τινας περιπτοόσεις όμοίιον - κοινών προβλημάτιυν. Τοι
αύτα κοινά προβλήματα είναι π.χ. ή έλλειψις ιεροψαλτών, ή όποία φέρει τόν Ιερέα
καί τήν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν είς δύσκολον θέσιν, ή άνοικοδόμησις ή έπισκευή
'Ιερών Ναών, ή όποία απαιτεί οίκονομικάς δαπάνας, ή έλλειψις Νειοκόρου λόγq>
γλίσχριυν οικονομικών κ.ά. Μερικοί ιερείς αναφέρουν ώς προβλήματα τής ένορίας των
θέματα, τά όποια εμπίπτουν είς τήν αρμοδιότητα τής τοπικής αύτοδιοικήσεως, ώς
λ.χ. ήλεκτροδοτήσεως, ύδρεύσεως, όδοποιίας κ.ά. Περί τών προβλημάτων αυτών καί-
τοι φιλοτίμοίς ένδιαφέρονται οί πνευματικοί ποιμένες τής Κοινότητος — δέν θά γίνη
ενταύθα λόγος, διότι ταύτα έκφεύγουν τών όρίων τής έρεύνης ταύτης. Πολλοί ιερείς
βλέπουν τήν ανάγκην καλλωπισμού τού Μ. Ναού, τής ίδρύσεως Ένοριακών Κέντρων,
τής οίκοδομήσεως Γραφείου Ένορίας, τήν έλλειψιν κηρυγμάτων, τήν έξεύρεσιν έξο-
μολόγου, τήν δυσχέρειαν συμμετοχής τών κατοίκων είς τήν θ. Λατρείαν, λόγω τής
βλαχοφώνου διαλέκτου τών κατοικίαν τής περιοχής των, τήν άραίωσιν τού πληθυ-
«Ή έν ’Λγκύρα τοπική Σύνοδος (315) επίτρεψε τήν σύναψιν γάμου είς τούς διακό
νους, οίτινες που τής χειοοτονιας αυτών έδήλωσαν τώ επίσκοπο) δτι θά νυμφευθώσιν.
Ή έν Τρούλλω όμως Σ Τ ' Οικουμενική Σύνοδος (G91) Λπηρχαίοσε τόν κανόνα τούτον
άπαγορεύσασα έπί ποινή καθαιρέσεως τόν ’γάμον τών υποδιακόνων, δ ι α κ ό ν to ν
κ α ί π ρ ε σ G υ τ έ ρ ο ν μετά τήν χειροτονίαν».
Χριστοδούλου Μελισσινού: Τά κωλύματα γάμου, σελ. 15.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
σμοϋ λόγιο μεταναστεύσειος*33. 'Ως σοβαρά προβλήματα τής ένορίας του παρουσιάζει
είς ίερεύς την χαρτοπαιξίαν, την οινοποσίαν, την άνηθικότητα και έν μέρει την πα
ράνομον συμβίωσιν (Μ8) .
Ε π ειδ ή μία ερευνά, οσονδήποτε καλώς καί έάν έκτελεσθή ή προεργασία της,
δέν δύναται νά συμπεριλάβη πάντα τά θέματα τής κοινωνικής ζωής τοϋ ίερέως, προσ-
ετέθη καί ή έρώτησις: «Τί άλλο νομίζετε δτι θά έπρεπε νά σάς έρωτήσω;» μέ σκοπόν
νά βοηθήση τάς μελλούσας νά διεξαχθοΰν επί του θέματος έρεύνας. Έ κ τής έπεξερ-
γασίας των στοιχείιον προκύπτει δτι σωρεία θεμάτων (του κύκλου αυτού) δύναται νά
έρευνηθή, έπιτυχέστερον μάλιστα, δταν ή ερευνά διεξαχθή μέ συνέντευξιν καί έπί τό
που έπίσκεφιν τοϋ έρευνητού. Έ κ τοϋ άφθονου υλικού σταχυολογοϋμεν ώρισμένα θέ
ματα, άξια καθ’ ημάς, νά μελετηθούν έπισταμένως.
Ιδια ιτέρ α ν έμφασιν δίδουν οί ιερείς — των πτωχοτέρων καθώς φαίνεται ενο
ριών — είς τήν διεξοδικήν μελέτην των οικονομικών τής ένορίας (προϋπολογισμός -
ίεροπραξίαι - τυχηρά - έξοδα όργανώσειος ένορίας κλπ.) . ‘'Οταν μία ένορία παρου-
σιάζη προϋπολογισμόν 1.500 ή 5.000 δρχ. έτησίιος, είναι σαφές δτι τό θέμα τής δρ-
γανώσεως τής ένορίας είναι δλιος δυσχερές.
Ή έκπαίδευσις ιεροψαλτών καθίσταται — πάντοτε συμφώνως προς τά δεδο
μένα τής έρεύνης — ολως έπιτακτική, καθ’ δτι ή τέλεσις τών ιερών άκολουθιών γ ί
νεται όσημέραι προβληματικο>τέρα.
'Ιερείς φρονούν δτι έπρεπε νά έρωτηθοϋν, έάν τούς έπεσκέφθη ποτέ Μητροπο
λίτης καί πόσας φοράς. Είναι προφανές δτι τοιαϋται έπισκέψεις έξαρτώνται έκ τής
άποστάσεως τής ένορίας άπό τό κέντρον, τό μέγεθος τής Μητροπόλεως, τάς άνειλημ-
μένας ύποχρειόσεις τοϋ Μητροπολίτου καί τό μέγεθος τής ένορίας.
Ενδιαφέρουσα είναι ή προτασις ίερέιΰς τίνος νά έρωτηθοϋν οί ιερείς έάν θά ή-
θελον νά γίνουν τά τέκνα των ιερείς, πόσα έγιναν καί διατί δέν έγιναν.
“Ετερον θέμα πρός έρευναν ποοτείνεται ή μετάθεσις ίερέως καί αί προϋποθέσεις
δι’ αυτήν.
Περαιτέρω προτείνονται ώς θέματα έξετάσεως ή όργάνωσις τής ένορίας ώς είναι
ή ίδρυσις ένοριακών κέντριον, Βιβλιοθήκης, ανθοκήπων πέριξ τοϋ Ναού, ή συμβολή
τής πρεσβυτέρας καί ή συγχιόνευσις ή διαίρεσις τών ένοριών.
θέμα είς μίαν έρευναν θά άπετέλει καί ή μελέτη βιβλίων καί περιοδικών άπό
μέρους τοϋ ίεοέιος.
Α ξ ίζε ι ένταϋθα νά άναφερθή καί ή άπάντησις ίερέως τινός, ό όποιος λέγει έπί
λέξει: «’Έ χω τήν γνώμην οτι ολα τά έρωτώμενα θά σάς είναι γνωστά, αλλά χρειάζε
ται τόλμη έκ μέρους πολλών 3Γ ενέργειαν» (Η 4 ).
Είς τήν έρώτησιν έάν έχουν παράπονα άπό τδν Μητροπολίτην των (Ίωαννίνιον
Σεραφείμ) 82,14% άπήντησαν σαφώς oyi, ένψ 1,02% απλώς ναι, 4,08% ναι προσω
πικής φύσεως, 0,63% γενικής φύσειος ίδέν έπισκέπτεται τήν ένορίαν του) , 6,12% έ-
πεφυλάχθησαν νά απαντήσουν3839. Είναι φυσικόν είς μίαν μεγάλην Μητρόπολιν νά ύ-
38. Κοντομέοκος, Τ .: Ή Εκκλησία καί οί απόδημοι Πεο. «Εκκλησία» 1969, σε?.. 532, 560.
39. 'Ιερείς τινές εις τάς ποοφοοικάς σΐ'νεντεύ’ξεις είπον οτι δέν ήσαν ευχαριστημένοι άπό
τον Μητροπολίτην, καίτοι είς τό έριοτηματο?.όγιον άπέφυγον νά διατυπιόσουν παράπονα*
τούτο ενθυμίζει γεγονός τό όποιον αναφέρει διεί’θυντής ’Αμερικανικού Κέντρου Κοινο>-
νικών Ερευνών δστις γραοει ότι, κατά τήν νεαράν του ή/.ικίαν έπεσκέφθη έργοστάσιον
καί έσημείωνε τά προβλήματα εργασίας έοιοτών τους έργάτας. *Ότε έξήρχετο τού ερ
γοστασίου τοϋ είπεν είς εργάτης: Έ άν θέσετε τό σημεαοματάοιόν σας εις τον χαρτοφύ
λακα θά σας είπω όλην τήν αλήθειαν!
* Οί ιερείς παραπονούνται ότι αδειάζουν τά χωριά καί οί ένορίται σπανίζουν είς τον Ναόν.
Τό πρόβλημα τής μεταναστεύσεως έχει καί άλλας προεκτάσεις. Ιδιαιτέρως οξύ είναι τό
πούβ?.ημα τών μεικτών γάμων κυρίως τών έν Δυτική Γερμανία Ελλήνων. Πρβλ. Κον-
τομέρκος, Τ .: Ή Εκκλησία καί οί άπόδημοι. Περ. «Έκκ?.ησία» 1969, σελ. 532, 560.
πάρχουν παράπονα, διότι δέν εναι δυνατή ή έκπλήρωσις των έπιθυμιών δλων τών
ιερέων. Πολλάκις βεβαίως πταίει αύτή αυτή ή διάρθρωσις καί όργάνωσις τής Ε κ
κλησίας διά την έμφάνισιν συγκρούσειον καί παραπόνων.
Τά γενικής φύσεως παράπονα συνίστανται κυρίιυς είς την μή έπίσκεψιν του
Μητροπολίτου τής ένορίας τοΟ ίερέως, την μή σύγκλησιν Ιερατικώ ν Συνεδρίων — είς
τά όποια συνήθως ή συμφωνία τής μάζης μέ τάς απόψεις των ήγητόρων είναι σχεδόν
υποχρεωτική καί όπου τό «λιβάνισμα» άντικαθιστα τήν (&μήν εκφρασιν τής άληθεί-
ας — καί τέλος είς τήν άπουσίαν πνευματικών ιδρυμάτων καί κοινωνικής δράσεως
(Μ 41). Ταυτα δμως προϋποθέτουν συστηματικήν όργάνωσιν τής Μητροπόλειος άπδ
έπιτελεΐον μορφωμένων καί ζηλοηών κληρικών.
Τ ά παράπονα προσωπικής φύσεως δεν άναφέρονται ένταυθα, άλλά διεβιβάσθη-
σαν είς τδν Μητροπολίτην, χιυρίς βεβαίως νά άναφέρεται τό δνομα τοΟ διατυπώσαν-
τος αότά ίερέως.
/ΌΓΟΤΐΧΝΙί (j
ΑΡΣΕΝΗ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ ί
Μη τά ζώα βασανίζεις
καί κτυπάς καί Αφανίζεις· Μ
νεύρα έχουσι καί αισθήσεις,
ώς καί συ καί αύτά έπίσης.
1 ·\
'Αγαπάς νά σέ κτυπώσι
καί νά σέ κακοποιώσι;
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
Καί όμως. Γύρω στό 1965 έκυκλοφόρησε ξανά μιά ποιητική συλλογή στήν κα
θαρεύουσα, καί μέ φορέα βέβαια τήν παλαιό μετρική. Ποιήματα άψογα άπό τε
χνική άποψη. Βέβαια, στό περιεχόμενο έμεναν πιστά στήν παλαιό καθαρολόγο
ποιητική δογματική;: Θεματογραφία, συμβουλευτικός τόνος, νοσταλγίες ρωμαν-
τικές, έκκλήσεις νοσταλγικές στό παρελθόν καί άλλα τινά, πού θό μπορούσαν
νό έπιτρέψουν στόν συγγραφέα νά σταθή χωρίς συστολή πλάι στόν Παπαρρηγό-
πουλο, τόν Βασιλειάδη καί τόν Καρασούτσα, στούς ποιητές πού έθελγαν τό άνα-
γνωστικό κοινό, στό μέσα του περασμένου αΙώνα. Καί τό όνομά του; ’Ανώνυμος.
Καί ή διεύθυνσή του; Πόστ - Ρεστάντ. “Ετσι, χωρίς νά διαπράξη κανένα άδίκημα,
χωρίς νά είναι δίχως ταλέντο, κρύβει κάτω άπό τήν άνωνυμία τό έργο του, μόνον
καί μόνον έπειδή χρησιμοποιεί τήν καθαρεύουσα.
Τό δεύτερο παράδειγμα έχει τελείως διαφορετικήν άφετηρία. Ένώ ό καθα
ρολόγος διστάζει νά παρουσιαστή έπώνυμα στό κοινό, έπειδή θεωρεί όριστικά
χαμένη τήν ύπόθεση του σοφολογιωτατισμοϋ, ό άλλος τολμάει, τήν ίδια περίπου
καί αύτός έποχή, δηλαδή γύρω στό 1965, νά παρουσιάση στά φόρα καί έμμετρα
τούς παραφύσιν έρωτές του, πράγμα πού δέν θά τολμούσε άσφαλώς νά κάμη,
τουλάχιστο τόσο ώμά έδώ καί πενήντα χρόνια. Καί αύτό τό κάνει έπώνυμα, χω
ρίς καμιά άνασκοπή καί προσφέρει τό βιβλίο μέ άφιερώσεις.
“Ετσι λοιπόν καί στήν περιοχή τής λογοτεχνίας παλαιό είδωλα σκεπάζουν
μέ συστολή τό πρόσωπό τους, γιά νά μήν άναγνωρίζονται, ένώ ή παρανομία πα
ρουσιάζεται χωρίς ντροπή καί άνασκοπή στό φως τού ήλιου. Quae fuerunt vitia mores
sunt *, είπε ό φιλόσοφος Σενέκας, στήν άναστατωμένη έποχή τού Νέρωνα, σ’ αύ
την πού δίκαια θά τήν άναγνώριζε γιά πρόγονο ή δική μας χαριτωμένη έποχή.
Αύτές οί δύο άλλαγές, πού μνημονεύσαμε παραπάνω, ύποπίπτουν βέβαια
στήν κοινή άντίληψη. Δέν είναι όμως μονάχα αύτές* ύπάρχουν καί άλλες, σημα
σίας μάλιστα πρωταρχικής πού, άν καί δέν έχουν συστηματικά μελετηθή, συνι-
στοϋν έπανάσταση μέσα στήν περιοχή των Γραμμάτων καί Ι δ ι α ί τ ε ρ α τ ή ς
π ο ί η σ η ς , πού θά μάς άπασχολήση τώρα.
Αύτές οί άλλαγές είναι:
α) Ή άπολάκτιση των παλαιών στόχων.
β) Ή άπάρνηση τής Μετρικής, τής τεχνικής, δηλαδή, τού ποιητικού λόγου,
πού έχει σάν βάση τόν τονισμό.
Στόχοι τού παλαιότερου Λυρισμού, όπως πολύ καλά τούς έπισήμανε ό Μπρυ-
νετιέρ κατά τό τέλος τού 19ου αΙώνα, ήταν: ή φ ύ σ η , ό έ ρ ω τ α ς κ α ί
ό θ ά ν α τ ο ς . 'Υπάρχει φυσικά καί τό είδος τό μεικτό, όπως π.χ. στήν περί
φημη Λίμνη τού Λαμαρτίν, πού στίς στροφές του έρωτας καί φύση συμπλέκονται
τόσο άρμονικά, γιά νά δώσουν τήν γλύκα τής μοναξιάς καί τήν όρμή τού πόθου,
ώστε αύτό τό ποίημα έμάγεψε άνθρώπινες καρδιές έπΐ έκατό περίπου χρόνια,
καί μόνόν τώρα λησμονήθηκε, τώρα πού ριζικά άλλαξαν καί οί στόχοι μας καί ό
τρόπος πού βλέπουμε καί άντιμετωπίζουμε τήν άπτή πραγματικότητα.
(Εκτός άπό τά τρία σύτά κέντρα έλξεως τού παλαιού ποιητή, ένα τέταρτο,
ή πατριδολατρεία, παρουσιάζονται, έπ* εύκαιρίαις, στή σκηνή, δίνοντας όμως σχε
δόν πάντα προϊόντα δευτέρας τάξεως, γιατί ήταν στείρα καί άνεδαφική ή άνιαρή
ήρωολογία της. Ποιός διαβάζει σήμερα τόν δικό μας τόν Παράσχο καί ποιός Γάλ-
λος μαγεύεται από την βοναπαρτολογία τού Μπερανζέ ή τίς στροφές τού, κάποια
έποχή κοσμοαγάππτου, Πώλ Ντερουλέντ).
Τί μένει τώρα άπό τούς τρεις στόχους τής ποίπσπς τής παλπάς;
Ό θάνατος έζακολουθεΐ νά άπασχολή τόν ποιπτή, όπως άπασχολεί και τόν
κοινόν άνθρωπο. Γιατί ή άγωνία τής άνυπαρξίας δέν θά παύση ποτέ νά συνέχη
τό άνθρώπινο πλάσμα, πού όταν άρχίζει νά στειρεύει μέσα του ή πηγή τής ζωής,
άγωνίζεται με άπελπισία γιά νά κερδίσει τήν έλπίδα τής αίωνιότητας. Ό άνθρω
πος κάθε έποχής καί κάθε κοινωνικού καθεστώτος, άρχίζει σέ μιά ώρισμένη ήλι-
κία νά καταθλίβεται άπό τήν έννοια: μέλλον, πού είναι δικό του πλάσμα, καί
τρέμει τήν στιγμή πού θά κατεβή γΓ αύτόν ή αύλαία μέσα στό θέατρο του κό
σμου. Φοβάται έκεΐνο πού δημιούργησε. Quod finxere timent. Οί θρησκείες πρόσ-
φεραν πάντα κάποιο άντίδοτο σ’ αύτήν τήν μεταφυσική άγωνία καί, μέ όπλο τήν ά-
γωνία αύτή, έστησαν τό συγκρότημα τής ήθικής τους. Αύτή ρύθμιζε τήν άτομική
ζωή τού άνθρώπου, προπάντων όσο πλησίαζαν οί τελευταίες του στιγμές. Στό πε
ρίφημο Άββαείο τού Cluny, πού τό θεμελίωσαν οί Βενεδικτίνοι τό 910, μάζες πι
στών, πού δέν είχαν πάντα άφιερώσει τή ζωή τους σέ καλά καί τίμια έργα, άφη
ναν μέ τήν διαθήκη τους μικρές ή μεγάλες περιουσίες, γιά νά άλαφρώσουν τίς
καρδιές τους άπό τόν τρόμο πού τίς έδερνε μπροστά σέ κείνον πού περίμεναν
γιά νά τούς άνοίξπ τήν πύλη μιάς νέας ζωής: «Καί Ιδού ίππος χλωρός καί ό κα-
θήμενος έπάνω αύτού όνομα αύτώ θάνατος)). Καί όποιος διαβάση τήν έπιγραφή
τής Πύλης, στήν Κόλαση τού Δάντη, θά νοιώση τό φοβερό ρίγος πού κυρίευε
τούς μελλοθάνατους, πού άν δέν ήταν πάντα τέλειοι άνθρωποι, ήταν σχεδόν πάν
τα άνθρωποι πιστοί.
Αύτή τήν μεταφυσική άγωνία ή Τέχνη τήν έδωσε, σέ όλες της τίς διαστάσεις,
Ιδιαίτερα ή ποίηση καί ή ζωγραφική, άπό τούς άρχαίους καιρούς. Ό Βοκκάκιος
μάς έδωσε άκόμη καί τήν σατυρική παρωδία της στό πρόσωπο τού Τσιαπαρέλο,
τού άπατεώνα νοτάριου, πού μέ μιά πλαστή έζομολόγηση πασκίζει νά έξαπα-
τήσει καί τό περιβάλλον του, ίσως καί τόν αΙώνιο Κριτή. Καί ή Λογοτεχνία καί ή
ζωγραφική καί ή γλυπτική έδημιούργησαν άριστουργήματα, Ιδιαίτερα στούς πολι
τισμούς, όπου τά μετά τά φυσικά δέν είναι στόχος καθαρά πνευματικός, άλλά
άγωνία ύπαρξιακή, πού συνέχει τήν ψυχή τού άνθρώπου, όσο πλησιάζει πρός τήν
άλλην όχθη τής ύπαρξης, καθώς οί θρησκείες τήν ορίζουν. Στό Βιβλίο τού Δανιήλ,
στήν παλαιά Διαθήκη, ύπάρχει ένα άπό τά λαμπρότερα κείμενα τής παγκόσμιας
λογοτεχνίας, τό γνωστό συμπόσιο τού Βαλτάσαρ. "Οταν τό άόρατο χέρι έγραψε,
μπροστά στόν βασιλιά, πού, πολιορκημένος άπό τόν Κύρο μέσα στήν Βαβυλώνα,
έχλεύασε τά Ιερά σκεύη τών 'Εβραίων, πού είχε συλλήσει ό Ναβουχοδονόσορ
στήν ’Ιερουσαλήμ, τίς φοβερές λέξεις Μανέ, Θεκέλ, Φάρες, ό Προφήτης τού έρ-
μήνευσε τήν τραγική ρήση: Τό άόρατο μάτι τού Θεού παρακολουθούσε τίς πρά
ξεις του καί τό χέρι του τίς ζύγισε, τίς βρήκε πενιχρές καί θά τιμωρήση. Τήν
άλλη νύχτα, ό έχτρός πάτησε τήν πόλη. Καί ό θάνατος κτύπησε τόν Βαλτάσαρ.
Τέτοια γιομάτα δραματική όμορφιά κείμενα ή πλάσματα τών είκαστικών τε
χνών, συναντάει κανείς πολλά, όπου δίνεται ή άνατομία τού θανάτου άπό μεγά
λες καλλιτεχνικές καρδιές, πού τίς βασάνιζε ή άγωνία γιά αίωνιότητα. Νεκρώ
σιμες άκολουθίες, ή Θεία Κωμωδία, οί πίνακες τού Μπρύγκελ, τού Χάνς Χόλμπαΐν
τού νεώτερου, τού "Αλμπρεχτ Ντύρερ, ό μακάβριος Χορός τού Γκαΐτε, ώς τήν
πεισιθάνατη άπελπισία τού Μπωντλαίρ καί, πιο πρόσφατα, τήν Πύλη τής Κόλασης
τού Ραντέν, όλοι αύτοί οί σταθμοί τής όμορφιάς μιλούν γιά τό πώς είναι πάντα
ζωντανή μέσα στήν ψυχή τού άνθρώπου ή συγκίνηση πού γεννάει τό μεταφυσικό
ρίγος.
*'Ος τήν έποχή μας όμως ό θάνατος ήταν ύπόθεση άτομική. Βέβαια στίς έπο·
χές τών πολέμων ή τών μεγάλων έπιδημιών, όπως ή φοβερή έπιδημία τής βουθω-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ>,
νικής πανούκλας, πού θέρισε τόν Μον αΙώνα τό ένα τρίτο τού πληθυσμού τής
Εύρώπης, ό θάνατος δέν έφτανε σάν τό φυσικό τέλος μιας ζωής, άλλά σάν μιά
έπανάσταση μέσα στήν ροή των έγκοσμίων, σάν φαινόμενο μέ τεράστια σημασία
κοινωνική. Στήν ’Αγγλία τοΰ Μου αίώνα, ύστερα άπό τήν έπιδημία, οί χωρικοί
γνώρισαν μιά σχετική εύημερία, έπειδή οί πολλοί θάνατοι έκαμαν δυνατή τήν
σημαντικήν αύξηση τοΰ γεωργικού κλήρου. Εκεί, έπίσης, καί μέ αΙτία πάλι τήν
έπιδημία, άποδυναμώθηκε σημαντικά ή έπίδραση τοϋ καθολικού κλήρου στήν μάζα
τού λαού, γιατί ή στάση μεγάλου ποσοστού έφημερίων, πού δέν τολμούσαν νά
πλησιάσουν τόν άρρωστο ούτε τίς τελευταίες του στιγμές, γιά νά τοΰ προσφέ
ρουν τήν θεία Κοινωνία, γέννησαν πολλές άμφιβολίες σχετικά μέ τήν άγιότητα
τής Εκκλησίας.
Οί πόλεμοι τής Γαλλικής Επανάστασης καί τού Ναπολέο ,'τα άποδυνάμωσαν
τήν Γαλλία σέ τέτοιο σημείο, άπό τήν άποψη τοϋ πληθυσμού, ώστε ένώ γύρω στα
1800 ήταν ή δεύτερη σέ πληθυσμό χώρα τής Εύρώπης, — ή πρώτη ήταν ή Ρωσία
μέ 25 έκατομμύρια κατοίκους, ένώ ή Γαλλία είχε 23 έκατομμύρια, —ύστερα άπό
έκατό περίπου χρόνια, μέ τήν έναρξη τού πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μέσα
στίς δυνάμεις, πού είχαν συμπλοκή, ή Γαλλία ήταν ή προτελευταία σέ πληθυσμό
Αύτά όμως, έως τό κατώφλι τής έποχής μας, ήταν έζαιρέσεις. Ό κανόνας
ήταν ό άτομικός θάνατος, πού τόν έπλαισίωνε ένα συγκρότημα έκδηλώσεων, πού
έπράαιναν τήν σκληρότητα τής στιγμής μέ τήν άγάπη καί τήν έλπίδα. Ή θρη
σκεία άνοιγε στόν μελλοθάνατο τήν πύλη ένός άλλου κόσμου, ή άγάπη καί τά
δάκρυα των δικών του καί τών φίλων του τού έδιναν τήν δύναμη νά έλπίζη άκόμη
καί σ έκείνες τίς φοβερές στιγμές, όπου κατεβαίνει γιά πάντα ή αύλαία έπάνω
στό δράμα μιας άτομικής ζωής.
Σήμερα τά πράγματα άλλάζουν άπότομα καί ριζικά. Ή έπιστήμη μας ύπο-
σχεται έναν όμαδικό θάνατο χωρίς Ιεροτελεστίες καί κοιμητήρια. 01 δεσμοί τής
άγάπης χαλαρώθηκαν μέσα σέ μιά οίκογένεια πού φθίνει σάν θεσμός μέσα στήν
μικρή άνθρώπινη κοινότητα, πού είναι πιά στό ξεπουλήματα. Ή προσφορά τής
θρησκείας στήν πιό τραγική ώρα τής άνθρώπινης ζωής άποδυναμώνεται συνεχώς.
“Ετσι ό άτομικός θάνατος γίνεται τώρα κάτι τό τελείως φυσικό γιά κάθε πλάσμα
τής γής, ένώ είδικά γιά τήν περίπτωση τού άνθρώπου, έπαιρνε άλλοτε μιά σημα
σία μοναδική. Γιατί τόν έπλαισίωναν καί ή άγάπη τών άλλων γιά τό πλάσμα που
αποχωρούσε άπό τήν σκηνή τού κόσμου, καί τό θεσμικό έκείνο ξεπροβόδισμα
πρός μιά καινούργια ζωή, όπως τήν ύπόσχεται ή νεκρώσιμη 'Ακολουθία. Σιγά -
σιγά μάς μένει ό θάνατος, ό χωρίς άγάπη καί χωρίς έλπίδα. Βέβαια μάς μένει σάν
συνοδός άκόμη ή λύπη, όπως τήν έκφράζουν τά Γραφεία Κηδειών καί τά θερμά
συλλυπητήρια* ξέρουμε όμως όλοι πόσο κάλπικη είναι στίς περισσότερες περι
πτώσεις καί πόσο καθαρά τυπική ή έκφραση τού πόνου τών ζωντανών. 01 τυπικό-
τητες καί οί έπικήδειοι μπήκαν στή θέση τού μοιρολογιού καί τού ψυχικού σπα
ραγμού. Γι αύτό ό θάνατος ένός συγκεκριμένου άνθρώπου, σάν θέμα τής ποίη
σης, όπως ή παλαιότερη ποίηση τόν ένοιωθε, έχασε τήν σημασία του. ’Αρκεί νά
διαθάση κανείς τό δημοτικό ό Γέρο - Νότης κάθεται στού Μάρκου τό κεφάλι, τό
κορσικανικό μοιρολόι στήν Colomba του Μεριμέ, ή τό θαυμάσιο ποίημα: Ό Εσταυ
ρωμένος τού Λαμαρτίν, γιά νά καταλάβη μέ πόσην ένταση κατάθλιβε τήν ψυχή
ένός άνθρώπου ή μιάς όμάδας ό άτομικός θάνατος. Τώρα αύτό έλειψε. 01 γέροι
πεθαίνουν μόνοι. “Οχι όλοι τώρα, άσφαλώς, όμως πολύ σύντομα, όλοι! Καί έκεΐ-
νος ό θάνατος, πού θά συγκινεΐ άκόμη τήν ποίηση, —καί αύτό γίνεται άπό τώρα
αίσθητό, —θά είναι ό όμαδικός θάνατος, ό ήρωϊκός θάνατος τών νέων άνθρώπων,
πού θυσιάζονται, γεμάτοι όρμή καί αύταπάρνηση έπάνω σέ βωμούς, πού δέν εί
ναι δυστυχώς πάντα καθαροί καί άμόλυντοι, όσο θά τό άπαιτούσε ή θυσία τους.
Ή νέα ποίηση αύτό τό καθήκον τό έπιτελεΐ.
ii ':
Αυτός ό καινούργιος τρόπος νά φεύγης άπό τή ζωή δέν είναι ό θάνατος,
όπως τόν έβλεπε ό Μπρυνετιέρ. Εξακολουθεί όμως ή ποίηση νά μάς τον δίνει,
γιατί υπάρχουν άκόμη ποιπτές αγνοί, πού ζοϋν καί κινούνται, μέσα στά κατάλοιπα
τού παλαιού μας κόσμου, σ’ ένα κλίμα συναισθηματικό, πού δεν είναι πιά τού
καιρού μας. 'Ολοένα όμως και περισσότερο άπωθούνται προς τά περιθώρια. Τώρα,
ή ποίηση τού καιρού μας άγωνίζεται για ν ’ άποκρούσει τήν βαρυχειμωνιά καί γιά
νά φέρει στον γεμάτον αγωνία κόσμο μας μιά καινούργια άνοιξη. ΓΓ αύτό ό ρό
λος της είναι μεταβατικός. "Οταν — άν φυσικά δεν μάς εξαφανίσουν οί έφευρέ-
σεις μας — κάποιος γλυκός ήλιος θά φωτίση τήν ζωή τού άνθρώπου, ίσως τιμή
σουμε ξανά τόν λυρισμό πού ύμνεί τόν θάνατο, δπως τόν εννοούσε ό Μπρυνετιέρ.
θεάτρου, πού έπάνω σ’ αύτήν παίζεται τό δράμα τής ύπαρξής μας. Μέσα οέ όλό-
κληρη τήν ιστορία τής ευρωπαϊκής τέχνης ή περίοδος, δπου ή φύση παίζει ρόλο
αύτόνομο καί πρωταρχικό, είναι ή έποχή τοΰ Ιμπρεσιονισμού, άπό τό 1873 καί
ύστερα. Καί έκεϊ όμως ένεδρεύει κάποια φενάκη. Γιατί είναι άλήθεια ότι οί ζω
γράφοι τήν μελετούν μέ μανία, γιά νά δοκιμάσουν τήν θεωρία τους γιά τό φώς,
πού έπιστημονικά τήν έθεσε ό Chevrcul. μέ τόν νόμο των συμπληρωματικών (χρω
μάτων) . Ό Ιμπρεσιονισμός, σπάζοντας τά αύστηρά περιγράμματα τού άντικειμέ-
νου καί άναδεικνύοντος τό φώς σέ πρωταρχικό στοιχείο τής ζωγραφικής, άγνό-
ησε τήν τόσο άγαπητή στήν ακαδημαϊκή τέχνη ακρίβεια τού σχεδίου καί δέν έ
κλεισε τό άντικείμενο μέσα στο περίγραμμά του, μά τό άφηνε νά γεννιέται άπό
τήν κράση τών συμπληρωματικών χρωμάτων μέσα στο όργιο τού φυσικού φωτός.
Γι’ αύτό τό φυσικό του πεδίο δράσης είναι τό ύπαιθρο, ή άνοικτή φύση, όπου τά
χρώματα δονούνται καί σμίγουν έλεύθερα. Καί έτσι όμως τ ό ά ν τ ι κ ε ί μ ε -
ν ο ν, δηλαδή ή φύση παύει νά είναι σκοπός* γίνεται άπλό κίνητρο γιά τήν έπα-
λήθευση μιας καλλιτεχνικής θεωρίας, πού ήταν παράλληλα καί Θεωρία έπιστημο-
νική. Είναι όμως άλήθεια, άν λάβουμε μάλιστα ύπ* όψιν ότι οί ίμπρεσιονιστές πα
ραμερίζουν τά γκρίζα καί τά σκούρα καί προτιμούν τά καθαρά χρώματα, ότι μέ
τό χρωματικό μεθύσι πού δημιουργούν, θεοποιούν τή φύση, καί γΓ αύτό τό τοπίο
τους μέ τόν άναπαλμό καί τή λάμψη του, θά μείνη πιθανόν ό ωραιότερος ύμνος
πού έγραψε ή Τέχνη γΓ αύτήν. Άπό τόν Ιμπρεσιονισμό καί ύστερα ή Φύση πέ
ρασε στήν άφάνεια. Ή ζωή τής πόλης μπαίνει στό προσκήνιο καί ό άνθρωπος, μέ
τά προβλήματα καί τίς άγωνίες του, ό άνθρωπος, όπως τόν διαμόρφωσε ό μεγά
λος οικισμός, γίνεται τό έπίκεντρο τού ένδιαφέροντος τής λογοτεχνίας καί τών
εικαστικών τεχνών. Καί αύτό είναι πολύ φυσικό. Μαζί όμως μέ τήν ριζική άλλαγή
τών καλλιτεχνικών στόχων, πού ήταν συνέπεια τής άλλαγής τών φορέων τών ν έ
ων κοινωνικών ένδιαφερόντων, μετατοπίστηκαν καί τά πλαίσια, πού μέσα σ’ αυτά
οί φορείς αύτοί κινούνται, άλλαζαν όμως συγχρόνως καί τά άλφάθητα πού στοι
χειοθετούσαν τήν γλώσσα εκείνων πού τά έκφράζουν. Ό άνθρωπος έγινε τό έ-
: πίκεντρο τού καλλιτεχνικού ένδιαφέροντος, ένας, όμως, νέος άνθρωπος, δύσκο-
, λος, πολυσύνθετος, πού τέχνη καί έπιστήμη τόν μελετούν σέ βάθος καί τόν έκ·
ι φράζουν καί τόν όρίζουν μέ κάθε λογής τεχνοτροπίες, ψυχολογικές μελέτες καί
I λογοτεχνικά κείμενα. Ούσιαστικά, τό ζωντανό πλάσμα πού ζή γύρω μας έχει μο-
«νοπωλήσει τά ένδιαφέροντα τών άλλων άνθρώπων. Τόση είναι ή άγωνία πού έχει
ι κατακλύσει τόν άτομικό μας ορίζοντα. Ή μακαρία έποχή τής φυσιολατρείας πέ-
: ρασε φαίνεται γιά πάντα καί όπως πάμε, σέ κάποιον καιρό δέν θά ύπάρχει πιά ή
ΐ φύση, όπως τήν έννοούσαν οί παληοί. Καί τά κατάλοιπά της θά χρησιμεύουν σάν
ιάναρρωτήρια τού ποδαριού σέ όσους θά φτάνουν λαχανιάζοντας άπό τίς πόλεις
«γιά λίγες ώρες, γιά νά παρηγορήσουν τούς άρρωστους πνεύμονές τους καί τά
ισπασμένα νεύρα τους. Καί ή Φύση θά πάψει νά είναι ένα θέμα - είδωλο γιά τόν
!Ιδιότυπο λυρισμό τής έποχής μας, πού άντλεΐ τίς συγκινήσεις του μέσα στήν κοι-
Ύωνική συμβίωση. Δέν θά πάψη όμως, γιά πολύν άκόμη καιρό, νά είναι γιά τόν
'εύαίσθητον άνθρωπο καί πρώτα - πρώτα γιά τόν ποιητή, μιά πηγή άκένωτη ποιητι-
ικών είκόνων, Ιδιαίτερα όταν θά μπορέσει νά τήν άντικρούσει σάν πυκνό σύμ*
ιφυρμα πλασμάτων ζωντανών. "Ετσι τήν είδε ό Μπωντλαίρ στό περίφημο Sonnet
:des Correspondances: Τό δίνω σέ δική μου μετάφραση:
Perchc Orlando a far Γ oprc virtuose, piu ch’a narrarlc poi sempre era pronto.
(Γιατί ό Όρλάντο ήταν πάντα έτοιμος νά κάνη μεγάλα έργα* περισσότερο
άπό τό νά διηγήται), θά πούμε παρωδώντας τον Μαινόμενο Ρολάνδο τοϋ Άριόστο.
Καί τώρα, κάνοντας ένα τεράστιο άλμα προς τά πίσω, έπάνω άπό μιά σειρά
άπό θεσμούς πού άσφαλίζουν στίς περασμένες έποχές τήν άντρική τιμή καί τά
έπιφαινόμενά της: τόν αύλικόν έρωτα τού μέσου αίώνα καί τόν φόνο καί τό χα
ρέμι καί τόν φερετζέ καί τά cingula pudicitiac καί τό cadcnasso των Φλωρεντινών
καί άτι άσφάλιζε σέ παλαιότερους καιρούς τήν παρθενική άγνότητα καί τήν συ
ζυγική πίστη, ξαναγυρίζουμε στά ήθη τοϋ όλυμπιακοΰ Πανθέου, όπου μέ τόσην
άμεσότητα έκδηλώνονταν ή έλξη Λ έρωτική. Αύτήν τήν άμεσότητα τήν έκφράζει
θαυμάσια ό Νικολά Πουσέν σ’ ένα του πίνακα των άρχών τοϋ 17ου αίώνα: Ό Έ ρ
μης είναι έραστής τής Έρσης, τής κόρης τού Κέκροπα, τοϋ βασιλιά τής ’Αττι
κής. ’Εραστής μέ όλη τήν σημασία τής λέξης. Ή άδελφή της ή “Αγλαυρος άγα-
πάει καί αύτή τόν Έρμη. Τώρα έπάνω σ' ένα κρεθθάτι είναι ξαπλωμένη ή πρώτη.
Ό Ερμής μπαίνει άπό τήν άντίθετη πλευρά τοϋ πίνακα καί όρμάει πρός τό μέ
ρος της, χωρίς νά λογαριάση άτι ή άντίζηλη, γονατιστή στή μέση τοϋ δρόμου τοϋ
άγκαλιάζει μέ πάθος τά γόνατα γιά νά τόν έμποδίση νά φτάση στήν άδελφή.
Μά αύτός, μεθυσμένος άπό σαρκικό πόθο, ούτε κάν τήν κοιτάζει. Γιατί άκριβώς
έκείνη τήν στιγμή κάποιος —νομίζω ή Άθηνά - έσήκωσε τό μέρος τοϋ πέπλου
πού έσκέπαζε τήν φύση τής κοπέλλας, πού κοίτονταν στό κρεββάτι. Αυτός ήταν ό
“Ερωτας των άρχαίων θεών. Τώρα ξαναγυρίζει στό προσκήνιο ωμός, άτίθασος, άδί-
σταχτος. Καί αύτόν ή άρχαία Ελλάδα μάς τόν δίδαξε. Πέρασαν άμως χιλιάδες
χρόνια πρίν νά τόν υίοθετήση ή ’Ηθική τοϋ νέου Κόσμου. Τώρα τόν κατέβασε
άπό τόν Όλυμπο στή γή, τόν τακτοποίησε μέ τό σήμα Σέξυ μέσα στήν άγγλική
όνοματοθεσία καί τόν έξάγει μέ ορμή τυφώνα σέ κάθε σημείο τής γής. 01 κοινω
νίες άλου τοϋ κόσμου καλούνται νό βαστάξουν τό βάρος του καί τήν όρμή του,
καί πιθανόν νά γίνουν πιό πλούσιες σέ έλευθερία, σέ μιά έλευθερία άμως πολύ
πιό φτωχή σέ περιεχόμενο, άφοϋ άποβλέπει στό νά καταλύση ά,τι όνομάζουμε
συναισθηματικούς δεσμούς. 'Αναρωτήθηκε άμως κανείς: ποιά κοινωνία μπορεί νά
βγή ϋστερα άπό τό γκρέμισμα τών στύλων τής παληάς; Τί θά ίδή, ό Σαμψών,
άταν σταυρώσει τά χέρια του καί παρακολουθήση τήν νέαν άνοικοδόμηση ϋστερα
άπό τό γκρέμισμα τοϋ ναοϋ;
“Ερωτας, λοιπόν, Φύση καί Θάνατος, τά τρία βασικά θέματα τής παλαιότε-
ρης λογοτεχνίας ή ξεθωριάζουν, σέ σημείο πού νά γίνονται άγνώριστα, ή όλο-
ένα καί περισσότερο θά λείπουν άπό τΙς σελίδες τοϋ τυπωμένου βιβλίου. Μέ τί
θά άντικατασταθοϋν ώς τήν ώρα άπου ή, κατά τούς άπαισιόδοξους, ή άνθρώπινη
κοινωνία θά πιή τό κώνειο πού τής μαγγανεύει ή έπιστήμη της ή, κατά τούς αι
σιόδοξους, θά πατήση όριστικά τόν δρόμο τής έλευθερίας; Ό έρωτας έχει τό ύ-
ποκατάστατό του: Τό Σέξυ. Ό θάνατος έπίσης, σάν ύπόθεση άτομική, προσφέρει
στήν τέχνη τό δικό του ύποκατάστατο: τίς ομαδικές σφαγές τών άθώων, σέ άλα
τά κλίματα τής γής, σφαγές πού τίς προκαλεί ή σύγκρουση συμφερόντων καί Ιδε
ολογιών, άνεδαφικών συχνά, πάντα άμως άγνών πόθων τής νεολαίας τοϋ κόσμου
ι καί ένός status quo πλούσιου οέ μεθόδους καί οίκονομική άντοχή. "Οσο γιά τή
ι φύση, τί θά μείνει άπ’ αύτήν γιά τόν άνθρώπο; “ Ισως μονάχα τό ποθητό, καί τόσο
; σπάνιο στόν άστικό Λεβιάθαν, όξυγόνο της, Λ νλυκύτητα τής αύρας της, οί φυσι-
<κές φωνές τών πλασμάτων της, σέ άντίθεση μέ τά άνατριχιαστικά μουγγρίσματα
ι τών προϊόντων τής άνθρώπινης σοφίας, καί τά χρώματά της, άλη ή θαυμαστή ποι-
ι κιλία τής ζωής της. ΓΓ αύτούς πού τήν έζησαν ή πού έχουν άκόμη τήν ψυχική εύ-
:φορία πού χρειάζεται γιά νά τήν ζήσουν, ψυχικά έλεύθεροι άπό τίς θλιβερές ά-
/νασκοπές πού μαγγανεύει ή μεγάλη πολιτεία, μπορεί ή φύση νά μείνει, άν δχι
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
σάν αύτόνομη πηγή έμπνευσης, τουλάχιστο σαν πολύτιμο μέσο έκφρασης τής
δικής της ζωής, όπως τό είδε ό Μπωντλαίρ στο Σοννέτο των ’Ανταποκρίσεων.
Τώρα, έκτός άπό τήν επανάσταση στήν ούσία, έχουμε καί μιά επανάσταση
στή μορφή. Είδωλο αιώνων, ή παληά Μετρική, γκρεμίζεται στούς ’Αποθέτες, σάν
άχρηστη, δπως στή Σπάρτη τά καχεκτικά νήπια. Και μέ τόση άνακούφιση δέχτηκε
καί ό κόσμος των λογοτεχνούντων, όπως καί ό κόσμος των άναγνωστών, αύτή
τήν ποιητική μεταπολίτευση, ώστε παλαιοί ποιητές πού θυσίασαν στόν βωμό τής
καθιερωμένης ποιητικής τέχνης άπειρες ώρες στίς ομοιοκαταληξίες, τις μετα
φορές, τίς παρηχήσεις καί τά παρόμοια, άπολάκτισαν τόν ένοχλητικό τύραννο
καί υίοθέτησαν τά νέα εκφραστικά μέσα. Καί έκαμαν πολύ καλά, άν σκεφτή κα
νείς άτι άπό τά μέσα τού περασμένου αιώνα, έδώ κΓ έκατό περίπου χρόνια, ό
Βερλαίν έγραφε στήν έμμετρη γιά τήν παληά μετρική άποδοκιμασία του: ί
Ho! gui dira les torts de la rime?
Quel enfant Sale ou quel negre fou
nous a forge ce bizou d’ un Sou
quisonne faux et creux Sous la lime?
(Ό , ποιός θά μάς πή τής ομοιοκαταληξίας τό άδικο; Ποιό βρώμικο παιδί ή
ποιός τρελλός νέγρος μάς έφτιασε αυτό τό στολίδι τής δεκάρας πού, δταν ή λίμα
τό δουλεύει, άκούεται κούφιο καί κάλπικο;).
Βέβαια, ή άπότομη έξαφάνιση τής παλαιάς μετρικής ε ί χ ε κ α ί δ ύ ο
δ υ σ ά ρ ε σ τ α , ά ν α π ό φ ε υ κ τ α , δ μ ω ς ά π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Πρώτα
- πρώτα πολλοί άπό τούς ώριμους καί συχνά έξαίρετους ποιητές άναγκασμένοι,
ξαφνικά νά μπούν στο χορό τής καινούργιας μετρικής, γιά νά μή χαρακτηριστούν
σάν συντηρητικοί ή έκτός τόπου καί χρόνου ή άκόμη γιά νά μή γίνουν εύαίσθη-
τος στόχος τής άγοραίας κριτικής, ύποχρεώθηκαν μέ κάποιο τρόπο νά φορέσουν
καινούργιες πανοπλίες καί νά άρνηθούν τούς παλαιούς τους θεούς: τόν άριθμό
των συλλαβών οτό στίχο, τίς τομές, τίς πλούσιες ομοιοκαταληξίες, τά ποιήματα
σταθερής μορφής κτλ. Γιά πολλούς όμως άπό αύτούς ήταν δυνατόν νά άλλάξουν
καί οί ποιητικοί στόχοι πού ήταν πηγή τής έμπνευσής τους; πώς νά έκφράσουν
ποιητικά τόν αισθηματικό κόσμο πού κλείουν μέσα τους, δταν αύτός ό κόσμος
έχει ξεθωριάσει πιά στά μάτια τής εποχής μας, πού βλέπει σάν παράξενο τέρας
όποιον τόν κρατεί μέσα του καί έπιχειρεΐ νά τού έκφράσει; Καί οί προσπάθειες
νά καλυφθούν άπό τούς νέους τρόπους γραφής, άπολακτίζοντας ομοιοκαταλη
ξίες καί στροφές καί σονέττα καί τριολέτες καί υιοθετώντας τόν ορμητικό καί ά-
χαλίνωτο γι’ αύτό ώραΐον, καινούργιο λόγο, μένουν, σέ πολλές επριπτώσεις, τε
λείως άκαρπες. Υπάρχουν βέβαια καί πολλές λαμπρές έξαιρέσεις. ’Εκείνοι πού *
μπορούν νά διατηρούν σέ κάθε καιρό τήν αισθηματική τους ύγρότητα καί νά δέ «
χονται, πάντα ζωντανοί καί νέοι, τά μηνύματα των νέων καιρών.
Στόν τόπο μας ιδιαίτερα αύτή ή ξαφνική άποκόλληση άπό τήν άρχαία ποιη ι
τική παράδοση, δέν θά έπρεπε νά σταθή πολύ οδυνηρή. Γιατί γιά μάς ή εύρω-
παϊκή μετρική ήταν Φυτό έπείσακτο, πού θά είχε σύντομα μαραθή, άν δέν τό
διατηρούσε στή ζωή ή παράδοση τής νησιώτικης περιφέρειας (Ίονίων νησιών καί
Κρήτης) , πού τά επηρέασε πολύ ενωρίς ή ιταλική παρουσία στά χώματά τους, μά
καί ή κατά παράδοξο τρόπο άφοσίωση σ’ αύτό των καθαρολόγων ποιητών πού θά
έπρεπε μάλλον νά δείξουν τρυφερή άγάπη στόν άρχαίο προσωδιακό τρόπο ποιη
τικής γραφής, σάν γνήσια παιδιά τού άρχαίου πνεύματος, καθώς τουλάχιστο Ι
σχυρίζονταν. Αύτοί οί τελευταίοι δέν άκουαν τόν ήρωΐκό δεκαπεντασύλλαβο νά
βροντάη άκόμη στ’ αύτιά τους ούτε τήν έκκλησιαστική ύμνωδία νά τούς προσ
φέρει άγνό λυρισμό σέ στίχους άνομοιοκατάληκτους. Καί μόνον ό Κάλβος, με-
γάλη μορφή των Γραμμάτων μας καί σάν ποιητής, μά καί σάν ήθική προσωπικό
τητα ,άγνόησε τΙς ξένες σειρήνες καί στάθηκε πιστός σέ μιά παράδοση χιλιετη
ρίδων, πού μπόρεσε νά ντύση τήν ποίηση, άπό τό άπλό τραγούδι έως τό έπος,
μέ μιά στολή λιτή καί γεμάτη ιεροπρεπή αξιοπρέπεια, χωρίς τήν κάλπικη λάμψη
άπό τενεκεδένια πεταλίδια καί τήν ψτηνή μουσική τής πλούσιας ρίμας. Τήν εύ-
ρωπαϊκή ποίηση τήν έσφιξε, μέσα σ’ αύτό τό άχαρο περιλαίμιο, μιά παράδοση
πού έχει τΙς ρίζες στον πολύ πρώιμο Μέσο Αίώνα καί πού ύπηρέτησαν, στά πρώτα
της βήματα, σκοπούς πρακτικούς. Ή όμοιοκαταληξία στάθηκε στήν πρώτη μεσαι
ωνική περίοδο μέσο καθαρά μνημοτεχνικό γιά νά γίνη εύκολώτερη ή διατήρηση,
στή μνήμη τελείως απαίδευτων άνθρώπων, τοϋ κειμένου του ποιητικού πού άλά-
φραινε κάπως καί όμόρφαινε τήν άχαρή του ζωή. Ή συνήχηση, ή Assonnance, πού
δέν ήταν τίποτε άλλο άπό τό άπλό όμοιοτέλευτο των στίχων άνά δύο, στάθηκε ό
άπλοϊκός πρόγονος τής όμοιοκαταληξίας. Μέ αύτήν δμως παρουσιάζεται δειλά η
ποιητική μετρική στό βασικώτερο κείμενο του Μέσου Αίώνα, στό “Επος του Ρο·
λάνδου, πού είναι ένα άπό τά ώραιότερα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται
όμως γιά έναν πρόγονο τής μετρικής, όπως τήν έλάτρευσε ή Εύρώπη έως τό
τέλος του 19ου αίώνα, μέσα στήν ποίηση των νέων εύρωπαϊκών γλωσσών. Για
τί, μέσα στήν λατινική ποίηση τών Μέσων Χρόνων, ή γνωστή μας στιχουργική πα
ρουσιάζεται πολύ ένωρίτερα μέ όλα της μάλιστα τά μοντέρνα τερτίπια: πλούσιες
όμοιοκαταληξίες, στροφές, στίχοι μέ ώρισμένο άριθμό συλλαβών κτλ. ΓΓ αύτό δέν
πρέπει νά μάς ζενίση τό γεγονός ότι μόλις τώρα στήν έκρηκτική έποχή μας,
μπόρεσε ή ποίηση νά άποτινάξη τόν ζυγό της, πού σ’ αύτόν ύποτάχτηκαν στό πέ
ρασμα τών αιώνων μαζί μ' ένα τεράστιο πλήθος μέτριων καλλιεργητών τής ποί
ησης, μορφές γιγάντιες άληθινών ποιητών.
Τώρα ξαναγυρίζει ή ποίηση στήν έλευθερία σέ δ,τι έχει σχέση μέ τά έκφρα-
στικά μέσα, σέ κείνη τήν έλευθερία πού, κατά κάποιον τρόπο, ή άρχαία Ελλάδα
τής τήν δίδαξε. Μαζί μέ όλη τήν Εύρώπη καί σέ μάς. Ένα δεύτερο καί πολύ δυ
σάρεστο άποτέλεσμα τής συνοπτικής διαδικασίας, πού είχε σάν κατάληξη τήν
έκτέλεση τής κλασσικής μετρικής, ήταν, Ιδίως έδώ στόν τόπο μας, ή καταπλη
κτική αύξηση του άριθμοϋ τών ποιητών. Ή μετρική ήταν στενό παπούτσι καί στι-
χουργοί καί άπλοι άκόμη καί άνούσιοι στιχοπλόκοι έπρεπε νά περάσουν άπό τόν
κάπως σκληρό ζυγό της, πρίν παρουσιαστούν στά μάτια τοϋ κοινού. 'Ομοιοκατα
ληξίες, μέτρα, ίαμβοι καί ανάπαιστοι καί στροφές καί υπαλλαγές καί συνεκδοχές
καί άλληγορίες καί παρηχήσεις καί τά παρόμοια ήταν μιά κάποια δυσχέρεια γιά
όποιον ήθελε νά έκφραστή ποιητικά, άκόμη καί όταν δέν είχε τίποτε νά πή. Ή
ολική όμως έκλειψη τού ζυγού τής μετρικής, πού ήταν όπωσδήποτε σκληρή δο
κιμασία γιά πολλούς ύποψήφους ποετάστρους, καθώς καί ή σιβυλική κάπως ύφή
τής νέας ποίησης, πού μέ τούς τελείως καινούργιους στόχους της ξενίζει τό πο
λύ κοινό πού δυσκολεύεται νά κόμη τό μεγάλο άλμα άπό τόν παλαιό στόν νέο
ποιητικό λόγο, καί άγωνίζεται γιά νά αίσθανθή αύτό πού ό νέος αύτός λόγος θέ
λει νά τού έκφράσπ, αυτά τά δύο γεγονότα άπάλλαξαν άπό κάθε δισταγμό πλή
θος ύποψηφίων ποιητών. Καί άπό τότε πλημμύρισε ό χώρος τής ποίησης άπό
ποιητικές συλλογές, πού χαίρονται τόν ελεύθερο στίχο τους, αύτήν τήν νέα
στολή τού ποιητικού λόγου, πού συχνά όμως δέν νομιμοποούνται καθόλου οΐ δη
μιουργοί τους, όταν κορδακίζονται γιά τό περιεχόμενό τους, πού εναι ή καμου-
φλαρισμένη παραδοσιακή ποίηση ή ήχηρό, άδειανό όμως σκοτάδι. Ή παληά λα
τινική παροιμία: Vasa inania plurimum sonant, (περισσότερο ήχούν τά άδειανά δο
χεία) , βρίσκει στήν προκειμένη περίπτωση τήν πληρέστερη δικαίωσή της. Καί
αύτό, πού γίνεται στήν λογοτεχνία, γίνεται σέ μεγαλύτερη άκόμη έκταση στή
μοντέρνα ζωγραφική. Εκεί, μέ τήν κατάργηση τού άντικειμένου, πού έπαψε νά
είναι γιά τόν καλλιτέχνη σκοπός καί έγινε άπλό κίνητρο, motif, ύποτονίζεται ή
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
δας μεγάλης ή μικρής, μέ τάση σαφή ή έμθέλειά της νά τής έπιτρέψη νά χτυ-
ηήση στόχους πανανθρώπινους. ΑΟτή εϊναι Λ μιά και βασικώτερη πλευρά τής έ-
πανάστασης πού έχει έκδηλωθή στόν τομέα τής τέχνης, καί Ιδιαίτερα της τέχνης
του λόγου.
*Η άλλη πλευρά είναι ή καταλυτική πνοή που σάρωσε τά παλαιό έκφραστικά
μέσα.
Τό κοινό όμως, τό πολύ κοινό, μιά δηλαδή σημαντικώτατη μερίδα τοϋ ώριμου
πληθυσμού, δέν έχει άκόμη τήν δύναμη νά καταλάβη τούς στόχους πού έντοπίζει
μέ τό φως των προβολέων της μέσα στό σκοτεινό μέλλον, ή τέχνη ή νέα, συνε
πώς καί νά άζιολογήση τά έκφραστικά της μέσα. "Οταν όμως μιλούμε γιά κοινό, j
ί
πρέπει αύτήν τήν τεράστια μάζα των ούδέτερων καί των άνέτοιμων νά έχουμε
ύπ’ όψη μας καί όχι τΙς μειοψηφίες, φωτισμένες ή όχι* γιατί αύτήν περιμένουν τά
i
πλαίσια πού στέκουν άπό τώρα στημένα στό δρόμο τής άνθρώπινης μοίρας, γιά ί*
νά γίνουν ή άφετηρία μιας νέας καί ίσως πιό δοξασμένης πορείας γιά τήν άν-
θρωπότητα. ’Επειδή όμως τώρα οί νέοι πολυσύνθετοι στόχοι της άναγκάζουν τήν
τέχνη νά έκφράζεται μέ μιά καινούργια γλώσσα, ό κριτικός πρέπει νά γίνη ό τί
μιος καί δίκαιος μεσάζων μεταξύ κοινού καί νέων στόχων. Καί μόνον άν τό κάνη r
αύτό θά παίξη έποικοδομητικά τόν ρόλο του έπάνω στή σκηνή τού κόσμου. Γιατί
*
ί ένα είναι γΓ αύτόν τό μεγάλο καθήκον: τό νά όργανώσει, είδικά γιά τόν τομέα
% τής τέχνης, τήν προσπέλαση τής μάζας πρός μιά περιοχή, δπου μέ τό χρώμα, ϊ·
τόν λόγο, τόν ήχο δίνεται ό νέος άνθρωπος, αύτός, πού έχοντας ξεκόψει πιά άπό
μάς τούς άγκυροβολημένους, ζή τίς άγωνίες τής στιγμής’ μά συγχρόνως φαί
νεται νά ύψώνη μέ στέρεες καί νόμιμες έλπίδες καί σπαταλώντας συχνά τό αίμα
του, έναν ούρανό πιό ξάστερο, μιά ζωή άπαλλαγμένη άπό ζυγούς.
\·'.Ζ
ΕΣΤΙΑ»
ΑΛΛΟΘΙ
Τούτο το ωραίο μου πρόσωπο
είναι το άλλοθι μου
Πίσω του κρύβω μια κρεουργημένη ψυχή
και τα συντριμμένα φρένα
Γιατί είπε: '
Φύγε
καί παντού θά σου είναι τόπος εξορίας
Κι είπε:
Έ κεΐ στη μέση από τά σπλάχνα σου
θά ενεδρεύει δ πόνος μέ τό προσωπείο
τής ηδονής.
Καί τώρα
εδώ μένω διπλωμένη
στο σχήμα τού θρήνου,
άρρωστη βαριά κι ετοιμοθάνατη
άπ’ τ’ αναπάντητα ερωτήματα
Γ ιατί είπε
των άστρων ή απόσταση δεν κρύβει
τή μακαριότητα.
Των άστρων ή απόσταση μονάχα
απορροφά ,
τού γόου τήν άντήχηση
Γιατί παντού μαρτυρίου τόπος
Κι εγώ ό Μέγας ’Άδικος κι δ Δίκαιος
πού σού άφαιρώ τή μνήμη
καί σ’ άφήνο)
τήν ευδαιμονία τής άγνοιας
καί τήν τιμιορία τού αναίτιου τρόμου
καί τής άναπόδειχτης ενοχής.
Η ΠΟΡΕΙΑ
’Έτσι, μέ τή γνώση τής γύμνιας μας
σφεντον ιστήκαμε
μέσα στο άστεγο σύμπαν
αναζητώντας καθένας,
διαλέγοντας
ποιο αστέρι ταιριάζει
στους σκοτεινούς
τούς γυμνούς τούς αθώους
άπ’ τό γόο μας αιχμηρότεροι
κι άπ’ τήν απελπισία μας δυνατότεροι. ^
’Από τήν άπληστία μας πιο αρπακτικοι
τή λεηλατημένη άβυσσο δαμάσαμε
και δίνουμε στά πράγματα
τ’ όνομα τής ελλειι(ιής μας.
Ό μ ω ς εσύ,
γιά νά σέ λ έ ν ε πορθητή Θ ερμοπυλώ ν,
και ν ’ άπολαύσεις όλες τις τιμές,
πρέπει νά πάψ εις νά είσαι βάρβαρος.
Π ρέπει νά πάψ εις νά είοαι Πέρσης.
’Α λλιώς,
οί Θ ερμοπύλες δέν αξίζουν.
Μ ήτε κι’ εσύ.
Κι’ άν πέρασες με τό σπαθί σου
καί χω ρίς
τήν προδοσία τού Ε φ ιά λ τη . -i
ΤΑ Κ Η Σ Τ Σ ΙΑ Κ Ο Σ
ο ν·
I στερα
τδν περικύκλωσαν οί σκιές
(ένας τείχος
άπδ σίδερο καί σκοτάδι
πού άδειαζε
τδ λούκι τής μ ο ίρ α ς).
Κι όμως
δέν έλεγε νά γυρίση πίσιυ
ή νά πάρει άλλο δρόμο.
Κοίταζε διαρκώς
πρδς τδ πέλαγο
καί στά μάτια του
γυάλιζε
ή περηφάνεια.
ΣΠ Υ Ρ Ο Σ ΚΑΡΖΗΣ
ΝΙΝΑΣ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ ΝΑΧΜΙΑ
Ο Π Α Π Α - ΓΙΑ ΓΚ Ο Υ Λ Α Σ
(διήγημα)
νούλη τον τσετοέκα, για τά όργανα πού κουβαλάει στην πλατεία και προσ
τάζει τά γ λ έ ν τ ια . . . και μαυλίζει τά θηλυκά. .. Π ες αύριο τά συχώρια μας, γιά
τά φ ονικά καί τις τ ιμ έ ς . . .».
«Ρέ θ ε ο μ π α ίχ τη , τά λ έ ν ε άπό τά πριν τά φονικά πού μελετάνε, λένε, ρέ
ά π ρ α γε, κρατάτε με νά μή βαρέσω. .. λ έ ν ε ρ έ . ..» .
Ό Σ ιμ ό ς δμως ε ίχ ε γ ίν ε ι άφαντος κι’ ό παπα - Γιαγκούλας άκουγε σάν άπό
μακρυά «τώρα, τώρα, τώ ρ α . ..» .
«θά τού τή ψέρη στο καφενείο, η πού ξέρει ό διάολος τί παγάνα έχει στη
μ ένη . . . » μονολόγησε ό παπάς κι' έδωσε μιά κλωτσιά στην κασέλα μέ τά ιερά
γράμματα, εκείνα πού τούστελναν πότε - πότε γιά νά είναι ενήμερος περί τής
εκκλησιαστικής ιε ρ α ρ χ ία ς . ..
Μ έ τή μαγκούρα παραμάσκαλα, χύθηκε στο δρόμο, ίδιος Πέτρος νειός. Χί
Σ ταμ άτησ ε μιά στιγμή στής Ά φ εντο ύ λ α ιν α ς, ίσα ίσα γιά νά μπήξη φωνή καί νά _]
τρομάξη τή γρ ιά πού ετοιμαζόταν νά τεντώση τό βασανισμένο της κορμί. ‘Ί
«Γλήγορα σ ιή ν έκκλησιά, φ έρ ε τό μεγάλο λ υ χνά ρ ι και τό λαδικό». |
Μέ δυο δρασκελιές έφτασε τό καμπαναριό κι’ άρχισε νά χτυπά δυνατά *
τή ν καμπάνα. 'Ό λ ο τό χωριό, κατατρομαγμένο, ροβολοϋσε κατά τήν έκκλησιά
Κ ύτταζαν τή γή, κύτταζαν τον ούρανό. Κ ανένα σημάδι. Κάνας καινούριος πό-
λεμ ος θά γινε. Πρώτος έφτασε ό πρόεδρος, δένοντας τά βρακιά του στο δρόμο. ί.|
Μ ουρλάθηκε ό παπα - Γ ιαγκούλας, είπαν οί χωρικοί. Ή ’Α φ εντούλαινα άναψε | |
τό μ εγ ά λ ο λ υ χ ν ά ρ ι, πού τάπαιρνε σπίτι της για τί ήταν τό μόνο πράμα πούχε | |
κληρονομήσει α π ’ τή φ αμ ελιά της και τό δά νειζε στήν έκκλησιά γιά τις έπίση- | |
μ ες ή μ έρ ες, άναψ ε και τά λιανά κεράκια πούταν ζεστά άκόμα απ' τήν άκολου- /!*
θία τής Μ. Τ ρίτης. "Α κουγε τον παπά πούσκουζε απόξω και περίμενε. Τίποτα
πιά δέν τήν ξά φ νια ζε τήν 'Α φ εντούλαινα. jf
«Μ πάτε όλοι μέσα στήν έκκλησιά. 'Ό λ ο ι, όποιος δέν έρθει τώρα θά τον
άφορήσω». * f J
'Α νέβη κε στήν 'Ω ραία Π ύλη και στάθηκε. Κύτταζε τό έκκλησίασμα. K a -'if
ν έν α ς δ έν τολμούσε νά βγάλη άχνα. Τ ρέμ α νε τό λόγο του. Σκιάζονταν, τ ή 'Μ |
ώρα έκ είνη , τή στάση τού παπά, τή στάση των εικόνων, τις άδύνατες φ λόγες
τω ν κεριώ ν, πού μπορούσε νά σβύση ό παπάς μέ τή ν άνάσα του απ’ τή θέση
έκ είνη τή ν υψ ηλή. ΐ
«Πού είναι ή Ά γ γ ε λ ικ ο ύ λ α , ή άδερφή τού Σίμου», ρώτησε.
«Δέν έρ χετα ι στήν έκκλησιά. . .» άπάντησε ό πιο τολμηρός. .iff
«Νά πάτε νά τή ν φ έρ ετε μαζί μέ τον άδερφό τ η ς . ..» . j|
Ή μάνα τού Σ ίμ ου έκανε νά βνή άπ' τήν έκκλησιά, νά πάη γιά τή θυγα-
τέρα της, μά ό παπάς τή σταμάτησε.
« "Ο χι έσύ. , . νά π ά νε άλλοι. ..» .
Ό Γ ια ννο ύ λη ς ό τσετσέκας, π λ ά ϊ στο έπιτροπικύ μέ τον πατέρα του στη
θέση τής «άρχής» τού τόπου, ένιωσε νά χοροπηδάη ή καρδιά του. Τότε ό πρόε- |
δρος φ ώ να ξε κάπως ανή σ υχος: ^
«Τί καμώματα είναι τούτα παπά μου, τί πας νά σ κ α ρ ώ σ η ς...» . *
«Σ ιω πή. Έ δ ώ είμαι εγώ πούχω τό λόγο. Και θά στον πώ. θ ά σταυρώσουμε ,
τό Χριστό νωρίτερα. Φ έρ ιε έδώ τήν Ά γ γ έ λ ω κΓ ετοιμάστε τό σ τα υ ρ ό ...» .
«Τ ρέχα νά ψ έρης τό χω ροφ ύλακα, ρέ Γιαννούλη, μουρλάθηκε ό παπάς», t
είπ ε ό πρόεδρος και πρόοτεσε: «πάρε τ’ άλογο και κατέβα στον κάμπο, φέρε *
γ λ ή γ ο ρ α τό χω ροφ ύλα κα και τον ίδιο τόν αστυνόμο». Ή μάνα τής Αγγελικού- ;
λα ς μέ τά κουτσούβελά της ξοπίσω, δέ σάλεψε. Ή καρδά ιτης τής έλ εγ ε πώς j
ήρθε ή ώρα τής λύτρωσης. Τ ί ήταν αυτή ή λύτρωσε δέν τδξερε. Ε ίχε άκου στα tj
όμως πώ ς είνα ι μιά μ εγάλη σημαδιακή λ έ ξ η . . .
Ό Σ ϊμ ος, πού άκουσε τή ν καμπάνα πριν προλάβη νά κάνη έκεϊνο πού.
είχε ατό νού του, έκρυψ ε τ’ όπλο πάλι οτόν κόρφο του κι’ άλαλιαομένος πώ ς
κάποια καινούρια συφορά η και γλυτω μός του έ γ ιν ε οτό χωριό, άκολούθησε
ιο ύς άλλους πού έτρεχαν. Δ εν τόλμησε όμως ναμπη μέσα. Μόνο όταν είδε την
αδελφή του, νά την κουβαλάνε μισολιγοθυμιομένη στην έκκλησιά, είδε τό
ΙΊαννούλη νά βγαίνη, τη μόνα του με τα ξυπόλητα αδέρφια του, μπήκε κι' ό ’ί
διος μέ τή δύναμη πουκρυβε οτό στήθος του, τη στιγμή ϊοα ϊοα πού ό Γιαννού-
λης, παράκουγε οτήν διαταγή τού πατέρα του κι* άντίς νά πάη καβάλλα στο
κάμπο γύριοε καί ξανάπιασε τή θέση του στύ επιτροπικό, σά νάκανε πιά τό μ ε
γάλο παιγνίδι, το ώραίο του αστείο οτήν προεδρική έξουσία καί τή ν παπική
έ ξ ο υ σ ία ... τΗταν γ λ ε ιζ έ ς μέ τά ούλα του ό Γ ια ννούλη ς ό τσετσέκας καί ό
Σϊμος έμπαινε σ ιή ν έκκλησία. .. θάχε γούστο όλη ή παράσταση. ..
Ό παπα - Γιαγκούλας διέταξε νά γονατίσουν όλοι. Μόνο ό πρόεδρος έ
μεινε όρθιος. Καί συλλογιόταν πώς θαπρεπε νά βάλη τά «μέσα» π ο ύ χε στήν π ο
λιτεία, γιά νά γλυτώση το χωριό απ’ τόν ξεμω ραμένο καί βλάστημο παπα -
Γιαγκούλα, όνομα καί πράμα. Τί νά σου κάνη, τόσα χρόνια έκεϊ πάνω , πότε μέ
τούς ληστές, πότε μέ τ’ αποσπάσματα, πότε μέ τήν καλογερική, πέρασε τό βίο
του καί στερνά ήρθε στο πανοχώρι... στερνά στερνά τριάντα σαράντα χρόνια,
ούτε τά θυμάται πιά, βαφτίζει, στεφανώ νει, θάβει, σταυρώ νει κι* άνασταίνει
τό Χριστό κι* όλο τού κεφαλιού του κάνει. Μά κι* έκεϊνοι οί "Αγιοι άνθρωποι
στ ή Μητρόπολη δέν τόν αλλά ζουνε βλέπεις μέ κανένα Χριστιανό παπά, τά χα
πώς δέν βρίσκεται, λ ένε, πλήθος εδώ πάνω γιά νά γίνη ένορία... Μά καί ποιός
κάθεται στά λιθάρια, μήτε παπάς μήτε χυτροφύλακας. ’Έ χ ο υ ν τόν παπά - Γιαγ-
κούλα, λένε οί α ρχές, τί θέλουν άλλο. Ό πρόεδρος πάλι, γιά ν ά χ ε ι καί τό π ρ ο
εδρείο του αίγλη, φρόντισε νδναι τό χωριό μοιρασμένο στά δύο. Οί Π α πα για γ-
κουλικοί. καί οί προεδρικοί. Ποιος θά πάρη τούς περισσότερους γιά τά .. .κ ο ι
νοτικά έργα, φιλοδοξούσε ό πρόεδρος. Κι* ό παπάς ττότε πότε, είναι ή άλήθεια,
έμπαινε στύν πειρασμό καί τό σήκωνε τ' άντάρτικο μπαϊράκι. Γ λ έντα γε κοντο-
λογής, τόν πρόεδρο γιά τό ποιος θά μοιράοη τις ψ υχές... ΚΓ έτσι οί Π ανω χω -
ρϊτες είχα ν ενδιαφέροντα γιά νά ταΐζουν τή ςττώχεια τους, τή ν κακομοιριά
τους καί τήν πλήξη τους. Καί πάνω άτι* όλα μάτια νά βλέπουν τόν πλούσιο
πρόεδρό τους καί τό καμάρι του καί καμάρι τους τό Γ ιαννούλη τόν έπ ιλ εγό μ ε-
νο Τσετοέκα. ΚΓ έκεΐνος πάλι είχ ε λ έςπ ερ ο νά πειράζη ό λες τίς κόττες κΓ άλ-
λοίμονο κΓ άν έπ εφ τε στύν έροιτά του καμμιά, σάν τήν Χ α ζοα γγέλλα τή ν άδελ-
φή τού Σιμού. ΚΓ έκείνη τή στιγμή, μέσα στήν έκκλησιά, ό πρόεδρος σκιάζον-
ταν μήπως ό μουρλόπαπος στεφανώση μέ τό ζόρι τόν κανακάρη του μέ τή θ υ γ α
τέρα τής χήρας πού ούτε π έντε προβατίνες δέν τής π έφ τα ν ε οτό μερτικό της
; όπ’ τού πατέρα της τό βιος. Γιά τούτο ε ίχ ε σπείρει τήν κακογλωσσιά, ε ίχ ε συν-
ιαυλίσει τή διχόνοια, μέ μαστοριά, ό μ έγος αύτοκραιορικός δούλος, γιά νά συν-
J τρίψη τήν αγάπη τού κοσμάκη, έκείνη τήν αγάπη πού γκρ εμ ίζει καί πού ό κο
σμάκης όλο καί σπρώ χνεται νά τήν ζυγώση. Ό παπάς άπ* τή μεριά του ε ίχ ε όρ-
=μηνέψει τό ποίμνιό του, είχε σηκώσει τή μαγκούρα, είχ ε άπειλείσει, μά τού
προέδρου δέν ήταν χαλίκια νά κυλά νε ιά λόγια, ήταν κουδουνιστά λεφ τά πού
άντιβοούοαν οτά λιθάρια.
Ε ίχε όρμηνέψει τό Σ ϊμο «νά δώκη τόπο οτήν οργή», όπως είχ ε κάνει καί
' τού λόγου του άλλοτε. Τότε πού δέν ήταν πόνος γιά τή φ αμ ελιά καί τή ν τητή,
μά πόνος πιο τρανός, πού βούρλιζε τήν καρδιά καί ιό κορμί. ΚΓ όταν τό ρημάδι
τό κορμί βουρλίζεται, δέν τό μποδάνε τά λόγια νά βγάλη τή φωτιά άπό πάνω
του καί νά κάψη τόν κόσμον όλο. Τ όν ε ίχ α ν γιά ένα άπραγο παιδόπουλο τό
Σϊμο, καί θέλανε νά τόν ά ντρέψ ουνε, τάχα, μέ τό πείραγμα, μέ τό παραλόϊσμα,
μέ τό φονικό. ΚΓ έκεϊνοι πού λ έ γ α ν ε πώς τόν τιμούσαν γιά τή θέση τού πατέρα
πού πάσχιζε νά πάρη στή φ αμ ελιά, περισσότερο τού άναβαν τή ν όργή, μέ τό
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
κάρδι της, σάν τό φ υλλοκάρδι κάθε ζωντανού γιά τό κτηνάκι του. Έ ν τψ με
ταξύ ό παπα - Γ ιαγκούλας είχε φ έρ ει τό σταυρό λίγο πιό μπροστά, νά τόν βλέ
π ο υ ν όλοι. 'Έ τσ ι τούρθε, έτσι έκανε. Σταυροκοπήθηκαν οι άνθρωποι μουρμου
ρίζοντας αντί τι ρ ο οευχές πώς ό ποιμ ενάρχης τους «έπαθε» απ' τά γεροντάματα,
τή νηστεία καί τις θύμησες τής νειότης του. Κι' ό πρόεδρος έσπειρε άμέσως το \1
λόγο τοϋ «πάθους» καί τήν προσβολή στά θεία, πού έτσι, στά καλά καθούμενα,
τά κατεβάζει α π' τήν ύψ ηλή τους θέοι, δίχω ς σέβας καί τά ρίχνει στ' ανθρώ
πινα. ΤΗ ταν όλος χαρά ό πρόεδρος καί σταυροκοπιόταν συνέχεια. Ά φ ' ένός >*
ί «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΧΤΙΑχ
ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
"Αλλοττ, βλέπουμτ ατό μάτια που τόν όνΟςιωπο
ατό λόγο που αγάπη άότ/,φική
καί νοιώθαμε σίγουροι κοντά σου,
Τόττ;, που τρώγαμτ: ψίχουλα
και ξεδιψούσαμε πίνοντας θάλασσα,
έσταζε ό ιδρώτας στις πληγές μας
για νά νικήσουμε τή βία μέ τόν λόγο.
Τώρα, τά μάτια σου δέν τχουν ζεστασιά
κΓ ό λόγος σου θυμίζει Ίνφιάλτη
που ψάχνει στό σκοτάδια
γιό νάορει νέα δίοδο.
ΔΗΜ, ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ
ΑΝΤΡΕ*Ι· ΒΟΖΝΕΣΕΝΣΚΗ
Α Ν Τ ΙΚ Ο Σ Μ Ο Ι
’Έ χω ένα γείτονα Μπουκάσκιν1 φουκαρά
γραφειοκράτη ενα γραφιά
ποΐ’ και τά σώβρακά του ακόμα
στουποχαρτένιο έχουν τό χρώμα.
Οχι γυναίκες
μ’ άντι - άντρες,
Στά δάση
άντιμηχανές.
---------------- _ _ ^ I
1) Μπουκάσκιν: έπίθετο φ τια γμ έν ο σέ ύφος σατυρικό άπ* τή λέξη μπουκάσκα, πού στα ρωσ- I
σικά σημαίνει μαμούνι (έντομο). Δεν μεταφράζω τό έπίθετο γιατί νομίξο) πώς ήχητικά^^
ταιριάζει καλύτερα. Ό Μπουκάσκιν είναι ό τύπος τού φτωχού καί σχολαστικού γραφείου 4
κράτη, κάτι σαν τόν κλασσικό Τσίτσικωφ άπ* τις «Νεκρές ψυχές» τού Γκόγκολ. |
2) Μπόν - τόν: σωστός τόνος ήχου, έόώ: «ξεχνούν τό μπόν - τόν», δηλαδή τή ρύθμιση τού<ί|
ήχου στήν τηλεόραση με τις σχετικές μεταφορικές προεκτάσεις. Λεν μεταφράζω τή λε- ' j
ξη γιατί κι* ό ποιητής στο πρωτότυπο έχει Αμετάφραστη την γαλλική έκφραση, ίσιος άπό #
σατυρική διάθεση.
Τί άραγε θυμίζει στού χρόνου τή ροή
(άδιάφορη, γοργή)
τής ύπαρξής μα: τήν πορεία εδώ στή γή ;
(τήν άδηλη καί τραγική της μοίρα)
όντας τό φως τής άδολης ψυχής για μια στιγμή
σαν άστραπή, διαλύσει τήν όμίχλη;
ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΗι 3 Σεπτεμβρίου 1975
ΒΑΣ. ΣΟΦΙΑΣ 24 ΠΡΟΣ
ΑΘΗΝΑ I - Τ. 140 Τον Έξοχώτατον Πρόεδρον
τής Κυβερνήσεως
κ. Κωνσταντίνον Καραμανλήν
’Ε ν τ α ύ θ α 1.1
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ “ ΒΡΕΛΛΗ,,
Πανελλήνιο καλλιτεχνικό γεγονός χαρακτηρίστηκε ή λειτουργία του Μουσείου «Βρέλ-
λη» στο χωριό Μουζακαϊοι, κοντά στα Γιάννινα.
Πρόκειται για τό πρώτο στη χώρα μας Μουσείο Κέρινων 'Ομοιωμάτων καί περιλαμ
βάνει, στη σημερινή του μορφή, τήν έπικοβιβλική σύνθεση «Κρυφό Σχολειό» καί διάφο
ρες προσωπικότητες τής ’Ηπείρου, σε φυσικό μέγεθος, πού ζουν άκόμη μέ τής μνήμης
τήν άναλαμπή ή περιδιαθαίνουν άνάμεσά μας μέ του αίματος τη ροή.
Προεξάρχων, βέβαια, στέκεται ό ’Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, πού πέρα ά π ’ τη λεπτο
μέρεια τής έκφρασης ει’κονίζει μέ τή μαγεία τής κίνησης τής ψυχής, δλη τήν ιερατική έ-
πιβλητικότητα καί τήν ήρωϊκή του πνεύματος άνάταση. Είναι, άλήθεια, ένα δημιούργημα
καθάριας έμπνευσης, όπου ή άνθρώπινη διάσταση κυριαρχεί στο έφήμερο καί προσεγγίζει
τήν τελειότητα μέ τή σφραγίδα τής φυστικής Τέχνης.
Γιατί, στήν ουσία, τό κερί, διατηρεί άκέριο τή μουσικότητα τής μέλισσας, τή πλα
στικότητα τής δημιουργίας καί τήν πολυπλοκότητα τής κυβερνητικής μέ τήν συνθετική 6-
ποταγή του συνόλου στην ’Ιδέα τής ’Ομορφιάς.
Γλύπτης καί ποιητής λυρικός ό καλλιτέχνης, έναποθέτει τήν ευγένεια στή φρμα καί
συνταριάζει τής εποχής μας τήν ψυχικότητα μέ τήν άνθρώπινη άγωνία, πού σαν τροφός
ελπίδας, άστράφτει μαχαίρι τή ματιά στο σκοτάδι του χρόνου. 'Έτσι κατακτά οριστικά
τον χώρο μέ τής μουσικής τήν πνευματικότητα πάνω στο πλαστικό υλικό.
Δέν εΐναι σημαντική μονάχα ή καλλιτεχνική τού δημιουργού εισφορά. ’Αλλά καί κάτ»
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
αθύτερο: τό αγκάλιασμα του απλοϊκού λαού που κοντά του χαιρετίζει τής γ η ς την άνάσα
ά θεριεύει την κοσμογονική φωτιά του ουρανού.
Και οι ευρύτερες προθέσεις τού κ. Παύλου Βρέλλη, ευοίωνο μήνυμα για μια παλλαϊ-
ή συμμετοχή στο ανθρωπιστικό εικόνισμα.
'Έ τσι, τό Μουσείο «Βρέλλη» στους Μουζακαίους, θά μείνει 6 πυρήνας, γιά νά στε
γάσει τής κηροπλαστικής τά πρώτα τού καλλιτέχνη δημιουργήματα, έμπλουτιζόμενο, στις
νέες του αίθουσες, μέ ηπειρωτικές Ιστορικές συνθέσεις. Θά παραμείνει, δηλαδή, ό πρώτος
έλλσδικός χώρος που δικαιωματικά θά ξεχωρίζει γιά την πρωτοτυπία τής δουλειάς, που
χάραξε καινούργιο τρόπο έκφρασης στην 'Ελληνική Τέχνη.
Μά ό γλύπτης Π.Β., πολυσύνθετο ταλέντο καθώς είναι, οραματίζεται, πέρα άπο μια
στέγη τού έργου μέσα στη πόλη των Γιαννίνων. Την λειτουργία ένός Μουσείου τού
λαϊκού τής Πίνδου πολιτισμού και την ίδρυση μιας Ηπειρωτικής Σχολής Κηροπλα
στικής, που θά διαιωνίσει την τέχνη τού δασκάλου στις ερχόμενες γενιές, με
τό βλάστημα νέων ταλέντων, μέσα ά π ’ τη μακρά παράδοση τοΰ λαϊκού μας έργαστηριου.
Προσδοκίες οχι μεγαλοφάνταστες άλλά δυνατές, άν ή κοινωνία με τό πνεύμα τής δη
μιουργίας βρει την άμέριστη συμπαράσταση των τοπικών παραγόντων και τής Πολιτείας.
Θά είναι ή δίκαιη καταξίωση τής εύτυχισμένης έμπνευσης, μεταβγαλμένη ά π ’ τής ψυχής
τό κραδασμό, μέ τη πνοή τού πρωτομάστορα λαού μας, ώς θά γίνεται όδηγητική μέ τή
φωτεινότητα τού καλλιτέχνη καί τή μαστοριά τών άξιων διαδόχων του.
ΝΙΚΟΣ Α. ΤΕΝΤΑΣ
Κι αν τής καρδιάς μας ή φωτιά μες στό π/.ηγάδες» 1070, «Λίγόκερως» 1973. Ή
(νερό έχει σβύσει, ποίησή του, πηγαία καί άληθινή, ξεχοόρισε
ΤΙ δόξα π ά ντα άπέθαντη της φύτρας άπό τήν άρχή. Πυκνός στίχος, λυρικός στο
(μας, θά ζήση». χασμός, άγάπη στον άνθρωποο. Τό άτομικό
συναίσθημα άπλοόνεται καί γίνεται καθολι
Τό βιβλίο Αφιερώνεται στη για γιά του, κό. Άνανεωμένς άπό βιβλίο σέ βιβλίο, ό
την 'Ανατολή, πού έδώ τό όνομά της, υ λόγος του μέστωσε, τό νόημα πάει σέ βά
ψώνεται σαν σύμβολο. Ή ίερή Μορφή, θος, άπέκτησε τόνο προσιοπικό, μέσα στήν
πού καθώς γράφει ό ποιητής, κοντά της, αύτοτέλεια τού στίχου. Κινείται — μορφή
διδάχτηκε «. . .την άδολη πίστη, τη φιλο καί περιεχόμενο — στο σύγχρονο ποιητικό
ξενία, τον άγώνα για μια τίμια ζωή και κλίμα, χωρίς άκρότητες καί νεφελοόματα.
τη δίψα για μάθηση» και κλείνει μέ δύο Τό βιβλίο άφιερώνεται στο γυιό του, μά
ποιήματα για τή μαρτυρική Κύπρο. καί σ' όλα τά παιδιά τού κόσμου, «μέ τήν
« ...Φ τ ά ν ε ι! / Γιουδες και Πιλάτοι καί ευχή νά ζήσουν ειρηνικά κι ευτυχισμένα».
ΧαλκεΤς. / Φτάνει! / 'Απόμακρα τα όμ- Ένσαοκοόνει τήν ευχή καί τον πόθο όλων,
πιασμένα νύχια σας. / Ξεκόψτε άπό τήν όπως και όλη ή συλλογή. Γιατί ένα μήνυμα
Κύπρο». άνθρωπιάς, άγάπης, άλλα κι ελπίδας γιά
ένα καλύτερο μέλλον, φέρνει τό νέο βιβλίο
του. Είναι μιά ποίηση βγαλμένη άπό τήν
★
καρδιά τού καιρού μας, καί κλείνει τήν ά-
Τί ν ου Άλασάκη: «ΤΟ ΝΗΜΑ γωνία τού άνθροόπου, γιά τά κλονισμένα ι
ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ», ποιητική συλλογή, δανικά, αυτά πού καταξιόινουν τήν άνθροό-
Λάρισα, 1975 πινην υπόσταση κ* έξυψοόνουν τή ζ<οή. «Εί
ναι ωραία ή ζωή / όσο κι άν μάς τήν έκα
ναν άνυπόφορη / οι αμαρτίες τού κόσμου /
Ή Λάρισα, ή μεγαλύτερη πόλη τής Θεσ
σαλίας, είναι ένα άξιόλογο πνευματικό κέν είναι γλύκειά ή ζωή / ...έστω μέ λίγα ψί
χουλα άγάπης στό φαγί μου». Ναί, λίγα
τρο. Με λογοτεχνικά περιοδικά — όπιος ή
«ΘΕΣΣΛΛΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», τά «ΛΑΡΙ- ψίχουλα άγάπης άρκοΰν. Ό σύγχρονος πο
λιτισμός δοκιμάζεται. «Ή γή τουρτουρίζει /
ΣΛΤΚΛ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» καί τά «ΠΑΝ-
κάτι») άπ* τό κρουσταλλένιο σάβανό της».
ΘΕΣ Σ ΑΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» καί τούς ε
Ή ψυχή παραπαίει, συνειδητοποίησε τήν
κλεκτούς λογοτέχνες, πού μοχθουν άδιάκο-
«Πλάνη» της. «Σπείραμε στό αυλάκι τής
πα, γιά τήν πολιτιστική άνέλιξη του τόπου
ζωής / μυριάδες άστρα / .. .κι άπ' τό γό
καί προβάλλουν τήν πόλη τους στο Πανελ
νιμο χώμα / φύτρωσαν δράκοντες / γί
λήνιο. 'Αλησμόνητο καί μοναδικό, παραμένει
γαντες έριννύες νά ρουφούν / τό αίμα μας
εκείνο τό λαμπρό Λογοτεχνικό Συνέδριο,
μέρα - νύχτα». Βλέπει κατάματα τήν ωμή
τό ΙΠίίίί. Τότε εκεί, μάς δόθηκε ή ευκαι
πραγματικότητα, τή σκληρή άλήθεια μέ τις
ρία, νά γνωρίσουμε άπό κοντά τούς πνευ
οικουμενικές διαστάσεις καί τήν παγκό
ματικούς άνΟοίύπους πού τόσο επιτυχημένα
σμια άπειλή. «Τό τραίνο τού κόσμου άφη-
τό είχαν οργανώσει καί νά εκτιμήσουμε τή
νίασε / αδίστακτο τρέχει πρός τήν αύτοκα-
δράση καί τήν προσφορά τους στά Γράμ
ταστροφή / ... Οί έλεγκταί χαρτοπαίζουν
ματα. "Ενας άπό αυτούς κι ό ποιη
...καί στά διαλείμματα υπογράφουν / νέ
τής Τίνος Άλασάκης, πού κυκλοφόρησε
ες συμφωνίες όπλων (καί ψυχών)/ ...»
πρόσφατα τήν ποιητική συλλογή μέ τον
συμβολικό τίτλο «Τό νήμα τής στά Κι άλλου μέ σαρκαστική διάθεση καί δρα
θμης». «Φέρε τό Νήμα τής Στά ματικό βάθος, άπεικονίζει καταστάσεις πού
θμης / καί τό άλφάδι / πρέπει νά βρούμε άφησαν τό πικρό κατακάθι τους. "Οπως
τήν τέλεια ευθεία / τό άπόλυτο σχήμα / στό ποίημα «Έκπτοόσεις» μεγάλες έκπτιό-
πρέπει νά χτιστή σωστά / καί στέρεα ό κό σεις / έκπτυόσεις θανάτου /Σ’ όλα τά είδη
σμος...». Ό Τ.Λ. έξέδοισε ο)ς τώ ρα άλ / άκόμα καί στις ελευθερίες τών πολιτών /
λες τοείς ποιητικές συλλογές. «Δέκα χρό έκπτοόσεις βασιλιάδων καί κυβερνήσεων /
νια τραγουδώ» 1ίΗ»7, «Περνώντας τις Συμ- εκπτώσεις έφημερίδων καί συνειδήσειον /
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ * 17
απίθανες έκπτυισεις / στό μοντέρνο κατά κόφυτα βουνά. . .» . Σ ’ όλα αύτά μάς ξε
στημα «Ελλάς» - Αύγουστος 1973». *() ναγεί, παίρνοντάς μας μαζί του, έξηγών-
ποιητής επικαλείται την «επανάσταση των τας καί ζωντανεύοντας τό κάθε τι. Μέ ί-
συνειδήσεων», την εγρήγορση τοΰ άνθρώ- στροικές άναδρομές, άναφορές σε γεγονό
πυυ, τον «γιονα του, γιά νά «γεννηθή ένας τα, άγώνες, σύγχρονη ζωή, διανθισμένα
νέος κόσμος» αυτόν που όνειρεύεται, γι’ αυ όλα μέ παραδόσεις, θρύλους, έθιμα, γνω
τόν πού γράφει, καί ν’ άνατείλη τό ριμίες. Μάς γυρίζει σέ πολιτείες καί χω
« ...φ ώ ς / εκείνο τό λευκό καθάριο ηώς / ριά, μάς σταματάει προσκυνητές σέ Μο
που με τυλίγει με την αγάπη του». Αύτοί ναστήρια, σ ’ άρχαΐα θέατρα, σέ προτομές
οί ωραίοι, ελπιδοφόροι στίχοι, σφραγίζουν ήρώων, σέ Μουσεία, σέ ιδρύματα, γιά νά
την ποιητική τούτη συλλογή, μέ τον παλμό φωνάξουμε κι έμείς μαζί του, τους σ τί
τής εποχής, πού ή μεστή ποίηση τοΰ χαρί χους του Παλαμά:
ζει υπερχρονική διάρκεια.
«Ή μεγαλοισύνη των λαών δεν μετριέ-
ίται μέ τό στρέμμα,
★ Μέ τής ψυχή? τό πύρωμα μετριέται και
(μέ τό αίμα».
Νίκου Ά δ α λ ό γ λ ο υ : «ΤΑΞΙ
ΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΝΗΣΙ Τό βιβλίο κοσμείται κι άπό φωτογρα
ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ», ταξιδιωτικό, Βέροια, φίες, άρχαίων χώρων, κτιρίων, συγκεντρώ
1975 σεων, αναμνηστικών έπισκέψεων, που ζων
"Ενα ταξίδι ατό «γαλάζιο νησί τής Κύ τανεύουν κι έπιμαρτυρούν όσα μάς έξι-
πρου» πριν άκόμα τό μαυρίση ό πόνος, στορεΐ. Στο τέλος τού βιβλίου, παραθέ
πριν τό ρημάξη ή βάρβαρη τούρκικη είσ- τει, — τραγική άντίθεση καί χτυπητή άν-
6ολή, περιγράφει ό κ. Άδαλόγλου στο τιπαραβολή μέ ήμερομηνίες, — λιτά καί
κομψό τούτο βιβλιαράκι. ‘Ό νειρο χρόνων άδρά, τό χρονικό τής καταστροφής, άπό
πού πραγματοποιήθηκε τότε σε είρηνικές τίς όρδές τού ’Αττίλα, κι όσα διαδραματί
ευτυχισμένες μέρες, όταν ή Διδασκαλική στηκαν άπό τον ’Ιούλιο τού 1974 ώς
'Ομοσπονδία Ελλάδος, τον συμπεριέλαβε τώρα.
στην άντιπροσωπεία πού θά την έκπρο- Διπλής σημασίας είναι τώρα ή έκδοση
σωπούσε, στο Παγκύπριο ’Εκπαιδευτικό τού βιβλίου, πού προβάλλει άπλά κι άλη-
Συνέδριο τής Λευκωσίας. Είδε, χάρηκε τις θινά, τίς δυο όψεις τού «Γαλάζιου νη
όμορψιές του, δονήθηκε άπό τον Ε λληνι σιού». . . Τήν προηγούμενη καί τήν τω
κό παλμό του καί γύρισε «φορτωμένος μέ ρινή. Κι όμως, μέ όσα άναψέρει γιά τό
πλούσιες παραστάσεις, άπό τούς πανέ σους κατακτητές καί γιά τήν άκατάβλη-
μορφους τόπους, τα ιστορικά μνημεία, τη δύναμη του λαού, δημιουργεί στον ά-
λουσμένος άπό πνευματικές άνατάσεις, έ- ναγνώστη μιά αισιόδοξη προοπτική κι ε
θνικους παλμούς καί περήφανος που πάτη δραιώνει τήν πίστη του, πώς καί πάλι ή
σα τό πόδι μου σ τ’ άγια δοξασμένα χώ 'Ελληνική του ψυχή θά νικήση τούς άδί-
ματά της σάν προσκυνητής». Μ’ αύτά τά στακτούς έπιδρομεΐς, τού — άλοίμονο —
λόγια άρχίζει την περιγραφή του. πολιτισμένου αιώνα μας. Ό συγγραφευς
Κι είναι πραγματικά, μιά ζωντανή, γλα που είναι καί ποιητής, παραθέτει καί τρία
φυρή άφήγηση, μέ πνοή, λυρισμό, γεμάτη ποιήματα άφιερωμένα στήν Κύπρο. Μέ λί
θαυμασμό, γιά όσα κέρδισε, διδάχτηκε, γους στίχους άπό τό τελευταίο ποίημα,
διαπίστωσε. «Ναι - λέει ό συγγραφευς - ή κλείνουμε κι έμείς, τό σημείωμά μας:
Κύπρος είναι τό νησί μέ τον γνήσιο, με
γάλο ‘Ελληνικό λαό, τήν άδάμαστη έθνική « ...Σ τα θ ή κ α μ ε σάν τά βουνά Αδείλια-
ψυχή/ τή θερμουργό πίστη στον άληθινό (στοι
Θεό. Τό νησί μέ τά περίλαμπρα Μοναστή στη μπάρα και στήν καταιγίδα
ρια, τίς άρχαιότητες, τά ιστορικά μνη Καινούργιο τιορα Αρχίσαμε Αγώνα
μεία, τά δαντελλωτά άκρογιάλια, τά πευ κοατ(όντας στά χέρια καί στήν ψυχή
718ν ν Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Α Λ Λ Α Λ Α Λ ^ ν ν ν \ Α Λ Λ Α Α Λ (^|ΐΕ(ΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
★
★
Γ ιάννη Καμαρινάκη: «ΣΥΝ
ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ», ποιή Ζαφείρη Στάλιου: «ΒΡΑΖΙ-
ματα, 'Αθήνα, 1972 ΛΙΑΝΙΚΟ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ», μυθιστό
ρημα, ’Αθήνα 1973
Τού Γιάννη Καμαρινάκη, πού ίσαμε σή
μερα έχει έκδώσει μόνο ποιητικές συλλο Ναι μέν ό συγγραφέας τονίζει στήν προ
γές, έχω ήδη παρουσιάσει πριν άπό ένά- μετωπίδα τοϋ βιβλίου ότι «ή ιστορία αύτοϋ
μισυ χρόνο άλλον ένα τόμο. ‘Η έννοια χρό τοΰ μυθιστορήματος είναι όλύτελα φαντα
νος είναι «προσφιλές» θέμα τών ποιητών. στική, όλότελα πλασματική, καί όποιαδήπο-
'Εδώ ό ποιητής προσωποποιεί τον χρόνο, τε ομοιότητα τών ηρώων μέ υπαρκτά πρό
γιά νά συνομιλήσει μαζί του. σωπα ε·ναι ακούσια καί τυχαία»’ ό αναγνώ
Τό ποιητικό ύφος τού Καμαρινάκη έχει στης όμως έχει τήν εντύπωση ότι, στήν βά
κάτι τής ήρεμης υπόκρουσης πού σέ κερ ση του καί στον πυρήνα τοΰ μύθου του, τό
δίζει μέ τήν πρώτη επαφή. Είναι γνήσια έργο είναι αύτοόιογραιρικό — όχι βέβαια
ποιητική διάθεση. "Οπως έκείνο τό «Τώ έως τήν τελευταία του λεπτομέρεια. *A?„-
ρα τά σπίτια μας ταξιδεύουν». Οί τελευ λά αυτό είναι δευτεοεΰον ζήτημα.
ταίοι στίχοι: Ό Ζ. Στάλιος είναι ή υπήρξε διπλωμα
τικός υπάλληλος, σύμβουλος πρεσβείας ά-
Τιόρα τά σπίτια μας ταξιδεύουν σφαλώς. Τό άν έφΌασε ό ίδιος στον βαθμό
Δέ μάς χωρούνε πιά τοΰ πρεσβευτή - - όπως ό ήρωας τοΰ μύ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ *
θου —, αυτό δέν είμαι σέ θέση να τό βε περιττά. ’Λλίμονο άν είταν αυτό ελληνική
βαιώσω·). "Οπως καί νά είναι, ή αφήγηση γλώσσα. Ό φραστικός αυτός τρόπος δ έ ν
άναδίνει ζωηρή την αίσθηση τής αποδημί είναι έλληνικός. Τον χρησιμοποιούν, τό ξαί
ας καί των ξένων κλιμάτων καί οριζόντων, ρω, καί δόκιμοι, «φθασμένοι» λογοτέχνες,
δσο καί άν υπερτονίζεται τό γενετήσιο, έ- κριτικοί κ.ά., άφησε πιά τούς συντάκτες
ρωτικό στοιχείο (αποφεύγω κατ’ άρχήν τίς τύπου καί τού ΕΙΡΤ. ’Αλλά αυτό δέν ση
ξενικές λέξεις, όπου υπάρχουν αντίστοιχες μαίνει δτι γράφουν σωστά* άπλούστατα,
ελληνικές — καί πώς νά μην υπάρχουν, μέ τούς έχουν έπηρεάσει κακές μεταφράσεις
τέτοιον πλούτο τής ελληνικής γλώσσας —, πού έστρέ6λο)σαν καί αλλοίωσαν τό γλωσ
γι’ αυτό δεν γράφω «σεξουαλικό στοι σικό των αίσθημα. Δέν άναφέρω ονόματα,
χείο*). *0 κοσμογυρισμένος, κοσμοπολίτης διότι θά άναταράξιο πολύ τό τέλμα. Οί κα
συγγραφέας έχει την ικανότητα νά ψυχο κοί μεταφραστές έχουν προξενήσει τερά
γραφεί καί νά χαρακτηρίζει ξένες μορφές στια ζημία στή γλώσσα, την έχουν κυριο
καί καταστάσεις — από την πλευρά τούτη λεκτικά νοθεύσει, άλλοιώσει σέ άφάντα-
τό βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον. στον βαθμό. Επειδή δέν είναι εύκολο νά
Λέν βλέπω αν εχει γραμμένο άλλο, προη δίνω κάθε φορά ολόκληρη τήν εικόνα τής
γούμενο βιβλίο (τό εάν έξέδιοσε έπειτα ά- «κακής γλώσσας*, ας άναφέρω έδώ — τό
πό τό 1973 άλλο, δεν τό ξαίρω). Ή εντύ κάνω πρώτη φορά — δτι δσοι έχουν πρα
πωσή μου είναι δτι έβιάσθηκε νά τυπώσει γματικά τό γνώθι σαυτόν καί επιθυμούν νά
τό κείμενό του, όπως τόσο συχνά συμβαί καλλιτερέψονν καί νά διαρθώσουν τό λεκτι
νει. Διατυπώνω την υπόθεση αυτή, επειδή κό των, άς διαβάσουν* λ.χ. τό ταξι
επιθυμώ νά άποφύγω νά είπώ δτι δέν έχει διωτικό μου «Κύπρος - Βασιλεύουσα -
μελετήσει αρκετά κ α λ ο ύ ς λογοτέ Αιγαίο* (1972). θ ά ευχαριστόμονν πολύ
χνες. θέλω νά είπώ δτι τό κείμενο θά έ- άν τά μειονεκτήματα πού έπισήμανα πα
κέρδιζε, εάν ή γλώσσα δέν είταν τόσο ατη ραπάνω στό βιβλίο τού Ζ. Στάλιου έλει
μέλητη, άφρόντιστη: πρώτα γεμάτη από παν άπό μεταγενέστερα βιβλία του. Δέν θέ
ξενικές λέξεις καί δεύτερο από κακόζη λω νά κλείσω τό σχολιασμό μου τούτο, δί
λους, κοινοί’ς φραστικούς τύπους πού δέν χως νά παρατηρήσω δτι, μέσα στό κείμε
ταιριάζουν στην πέννα ανώτερου διπλωμα νό του, ό συγγραφέας ασκεί δριμείαν κριτι
τικού. Στην τύχη αντιγράφω αυθόρμητη κή εις βάρος τής κατάστασης στήν οποία
παρατήρησή μου σημειωμένη στο περιθώ ευρίσκονται ορισμένες άπό τίς πρεσβείες
ριο τής σε λ. 15: «τρομερή ξενολεκτική κα μας στό εξωτερικό, κυρίως σέ μακρινές χώ
τάχρηση*. Επηρεασμένος, δπως τόσοι καί ρες, καθώς καί εις βάρος τού άνθρώπινου
ποιού μερικών διπλωματικών* υπαλλήλων.
τόσοι άλλοι, από κακές μεταφράσεις ή ξέ
νιον γλιοσσών σύνταξη, χρησιμοποιεί άκό- Τό σημειώνω δίχως σχόλια, εκτιμώ όμως
μα «κατά κόρον* πλήθος αριθμητικών απο τήν πρόθεση τού συγγραφέα.
λύτων, πού καθώς συχνότατα τονίζω στά
ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ
γλωσσικά μου παρατηρήματα, όχι μόνον εί
ναι περιττά σέ ελληνικό κείμενο, παρά καί
συμβάλλουν στο νερούλιασμα καί στην νό- ★
θευση το ελληνικού λεκτικού. Παίρνω στην
τύχη κάποιο σημαδιακό παράδειγμα: είναι Β α σ. I. Λ α ζ α ν ά: «ΕΡΡΙΚΟΣ
ή τελευταία φράση τού βιβλίου (σελ. 286): Χ Α Ί Ν Ε , Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ, Ο ΦΙΛΕ
« Ό ύπνος μ* ενα μαύρο πανί τύλιξε τό ΛΕΥΘΕΡΟΣ, Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ
κεφάλι μου, έρριξε μπροστά μου μιά κουρ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ», Άθήναι 1975
τίνα, έλυωσαν οί αισθήσεις μου (ή σωστή
γραφή είναι: λειώνω, έλειωσαν), βούλια- Για νά άψιερωσει κανείς στήν έττοχή
ξα σέ μ ι ά νύχτα, σ’ έ ν α θάνατο, μας ένα έλληνικό βιβλίο διακοσίων έβδο-
σέ μ ι ά άκινησία*. Ή φράση περιέχει μήντα σελίδων στον 'Ερρίκο Χάΐνε πρέπει |
π έ ν τ ε άριθμητικά άπόλιπα, άπό τά ό να έχει την έργατικότητα, τήν ευσυνειδη-
ποια, τά τρία τελευταία τουλάχιστον είναι τια καί το σεβασιιό στήν ποίηση, που δεί-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
χνει στις μεταφράσεις* του άρχαίων ποιη λευταία σελίδα του έξιοφνλλου) δέν υπάρ
τικών μας κειμένων καί άλλοδαπών, κατά χει ούτε ίχνος άπό μηχανικά καί τυπογρα
προτίμηση γερμανικών, καί στις σχετικές φικά στοιχεία. "Ολα, μά δλα: γράμματα,
κριτικές έργασίες του ό κύριος Βασ. I. τίτλοι, πρωτογράμματα, πλουμίδια, σχέδια,
Λαζανάς. "Ηδη, πριν άπό τρία χρόνια με εικόνες — είναι καμωμένα μέ γούστο καί
τέφερε στη γλώσσα μας καί διεξοδικά έ- πολύ μεράκι άπ’ τό χέρι τού συγγραφέα!
σχολιασε τά «Ρωμαϊκά Ελεγεία» του Λυπούμαι, πού δέν μπορώ νά δώσω μιά εΐ-
Γκαϊτε, έργασία για την όποια δίκαια κόνα, γιά νά φχαριστηθεί καί ό άναγνώ-
βραβεύτηκε άπό την ’Ακαδημία ’Αθηνών. στης, βλέποντας αυτά πού έδωκαν σέ μένα
Στο νέο του βιβλίο ό κ. Βασ. Λ. Λαζανάς τόση χαρά καί συγκίνηση.
προβαίνει στη βιογράφηση του Χάϊνε καί *0 σιιγγραφέας δίνει όλα τά ιστορικά
στην κριτική άνάλυση τού έργου του, οχι καί αρχιτεκτονικά στοιχεία τού άγνωστου
μόνο μέ γνώση, ένημερότητα καί τεκμηρι αυτού μοναστηριού, πού βρίσκεται πάνω ά
ώσεις άψογες, άλλά, κυρίως, μέ άγάπη πό τά Σερβία, χαμένα μέσα στά βουνά καί
καί θαυμασμό. T * t ρουμάνια. Καί μόνο γι’ αυτό, θά ήταν
Δεν μπορεί κανείς να ξαίρει πόσο στις άξιος συγχαρητηρίων. "Ομως, ό τρόπος μέ
ημέρες μας έξακολουθεϊ νά γοητεύει ή καί τόν όποιον αιχμαλωτίζει τον άναγνώστη
νά έκπλήσσει ή ποιητική φυσιογνωμία τού του είναι τόσο γλαφυρός, πού — έχεις δέν
ιδιορρύθμου όνομαστ ικού ποιητού. "Ομως, έχεις καιρό — φτάνεις, δίχως νά τό κατα
στή νεότητά μας υπήρξε ένας άπό τούς λάβεις, στό τέλος του. Είμαστε κάπιος ά-
πλέον άγαπημένους μας ποιητές, όπως ό συνήθιστοι νά βλέπουμε τέτοια στοργή καί
άλλος μεγάλος συμπατριώτης του, ό Γκαϊ- τέτοια φροντίδα γιά τόπους καί μνημεία,
τε, άπό τούς πλέον σεβαστούς. πού βρίσκονται στή Βόρειο Ελλάδα* γι’
Ή μελέτη τού κ. Βασ. I. Λαζανά κα αυτό καί υπογραμμίζουμε σήμερα μέ ιδι -, ι
θιστά πάλιν έπίκαιρον τον 'Ερρίκο Χάϊνε αίτερη χαρά τήν προσφορά, αυτή τού κ.
-i
καί είναι όχι μόνο μια σπουδαία κριτική Κουντουρα, πού, άν καί κατοικεί στή Θεσ
έργασία, άλλά καί ένα κέντρισμα γιά μιά σαλονίκη, τά καταφέρνει νά βρίσκει πότε
συγκινητική — θά τήν έλεγα — άναπό- πότε καιρό καί γιά τέτοιες έρευνες καί έκ-
ληση τής ζωής καί τού έργου τού ποιη- δόσεις άγάπης καί στοργής προς τήν ιδι
τού. αίτερη πατρίδα του, τή Δυτική Μακεδονία.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τής έπιμε- Είπαμε πιό πάνω, πό>ς χρειάζεται πολύ /■
ίλημένης καί έξαντλητικής μελέτης τού κ. μεράκι γιά νά γράψεις ή νά τυπιόσεις ένα
[Λαζανά είναι τό κεφάλαιο « Ό Χάϊνε στήν τέτοιο βιβλίο, που είναι τόσο καλογραμμέ
[Ελληνική Γραμματολογία». νο — καλογραμμένο καί μέ τις δύο έννοιες
τού όρου. Πρέπει νά σημειιόσω, πό)ς είναι
Π. ΓΛΕΖΟΙ σοιστό τεφαρίκι καί γιά τό ποιητικά παλαιι
κό ύφ>ος του, πού θέλγει τόν άναγνώστη
καί τόν συνεπαίρνει, κάνοντάς τον συμπρο-
'^’Α ρ γ υ ρ ί ο υ Με ν . Κούντου- σκυνητή στά έμορφα βουνά καί τά ιερά χο'>-
ρ α: «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», (ήγουν περι ματα τής αίματοπότιστης πατρίδος μας.
γραφή τής Ίεράς καί Σεβάσμιας Μο Λέν άντέχω στον πειρασμό καί διαλέγω δύο
νής τού Α γίου Αντωνίου Σ ιάπκας), μικρά αποσπάσματα γιά τή χαρά καί τήν
Κοζάνη, 1973 ευφροσύνη τού φίλου άναγνοόστη τής «Η.
Ε.»: «Τό ούτω καλούμενον όρος Τιτάριον,
Χρειάζεται πολύ μεράκι για νά γράψεις όντας κατάφ.υτον έκ πεύκων, δρυών καί κα-
! ένα τέτοιο βιβλίο καί νά το τυπώσεις — ο στανεών καί θάμνων καί κρανεών καί άρω-
ι πως τό ’χει τυπώσει ό κ. Κούντουρας τοΰτο ματικών φυτών, δυόσμου καί σαρπουνίου
: τό βιβλιαράκι πού παρουσιάζουμε άπό τις καί τεΐου, οπού είσίν όλα ετούτα πλούσια
ι οτήλες τής «Η.Ε.». Στις τριανταδυό σε έδοσμένα, καί διά τήν πολλ,ήν βοσκήν, είναι
λίδες τού βιβλίου (δηλ. άπό τήν α' σελ. τοϋ άπό καταβολής έγκατοίκησις κτηνοτρόφοιν
ί έ|ωψύλλου, τά μέσα φύλλα καί ώς τήν τε καί γεωργών καί μελισσουργών, διά τό νά
ί·
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »
έχη και πολλάς πηγάς διά τό πότισμα...» στο χαρτί καί νά ξεδόσει. Εΐν’ ή άμεση
(σελ. θ '—Γ). Και κλείνουμε τό σύντομο άνάγκη τού πνευματικού άνθρώπου τούτο.
αυτό σημείωμα μέ μια πονεμένη κάπως σε Καί τό κάνει μέ τέτιο σπαραγμό, πού δο
λίδα του κ. Κουντουρα (σελ. ιζ'): «Προσέ νεί καί τού άναγνώστη της τήν ψυχή καί
τι δε εϊχέν ποτέ τό καθολικόν (τής Μονής) συμμετέχει κι αυτός στο μοιρολόγι της.
απανταχού ζωγραφιάς όρατάς. Άλλα διά Γιατί, τά κείμενά της δέν είναι μήτε ποι
τό νά είναι οί άγιοι άσκηταί αμαθείς, και ήματα, μήτε πεζογραφήματα γραμμένα
αΐ προσκυνήτριαι έθισμέναι εις τό λευκόν, πάνου σέ στιχουργικούς κανόνες καί μέ
έχρισαν αύτάς δι’ ασβέστου, ώς καθαρόν τρα. Αδιαφόρησε γιαυτά τά περιττά στο
νά φαίνηται. Καί ούτω γενομένου του Κα λίδια ή συγγραφέας. Κείνο πού τήν ένδιέ-
θολικού, όλίγαι καπνισταί από τά κηρία ζο>- φερε, εϊτανε τό ξεχείλισμα τού πόνου καί
γραφίαι φαίνονται εις την κάμαραν, των τό άποτύπωμά του στο χαρτί. Εΐν* όμως
λοιπών κρυπτομένιον ύποκάτο;» τής άσβε τούτα τά κείμενα άληθινά μοιρολόγια, χα-
στου. 'Όμοιος έστιν καί ό νάρθηξ. Τά δά μηλότονα, όπως τά ξέρω στήν Τριφυλία ‘ϊ
πεδα άμφοτέρων των χώρων όρθογωνισμέ- κι οχι άγρια καί βίαια, όπως τά τραγου
4
ναι πλάκες κοσμοΰσι. Εις δε τού Νάρθη- δάνε στο Μάνη.
κος κατάκεινται δύο φοβεραί α?.ύσεις, εις Κ’ είνε βαθύς ό πόνος τής μάνας γιά ■1
ας προσδένουσι τους έχοντας τάς φρένας όποιοδήποτε παιδί της. Μά, όταν πρόκει
σαλευμενας, ινα εκεί παραμένοντες, ίαθώ- ται καί γιά τό στερνοπαίδι της, είνε ά- : -ί
σιν υπό τού ’Αγίου». —’Αχ! «"Οπου νά βάσταχτος. Ή Νοτίδου - Δρίτσου, κατά- :Ί
ταξιδέψιυ ή Ελλάδα μέ πληγώνει»! φερε μ’ ένα λιτό ύφος, δίχως λογοτεχνικά ;0
Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ στολίσματα κι αν θέλετε, δίχως καμιά ι ί .j
διαίτερη τέχνη, μ’ ένα λόγο άπαλό, μουρ- ί<
★ μουριστό, νά ξεσηκώσει κύματα λύπης I2:
γιά τήν άγνωστή μας άδικοχαμένη κορού
Α γ α θ ή ς Ν ο τ ί δ ο υ - Δ p ί- λα της, γιά τό χαμό ενός ζωντανού, νέου
τ σ ο υ: «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» άνθρώπου πού δέν πρόφτασε νά χαρεί τό a;'1
μοναδικό καί μεγάλο δώρο: τή ζωή. I
‘Η Ή πειρώτισσα λογοτέχνιδα ’Αγαθή
Νοτίου - Δρίτσου τύπωσε μια σειρά μοι-
ί4
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΖΑΔΕΣ
ρολόγια για την πρόωρα χαμένη κορούλα \ί
της. Είτε σε ποιητική φόρμα τά εκφρά ★
ζει, ει'τε σέ πεζό, κείνο πού τά πλημμυ
ρίζει είναι ό σπαραγμός της γιά τον ά
Δ η μ. Β. Σ ι ω μ ο π ο ύ λ ο υ :
ΠΕΙΡΩΤΙΚΑ», ’Ιωάννινα 1975
«Η ίΙ
δικο τούτο χαμό. Δεν είναι λίγοι οί λογο
τέχνες μας πού γράψανε σέ στιγμές έν Ή ψυχή τής Ηπείρου, δωδωνιακή καί :Η
τονου ψυχικού πόνου άριστουργήματα ( ‘Ο ηρωική, γαλανό σπέρμα τής θείας έμπνει>- ί-Ι
Παλαμάς, ό Ρίτσος, ό Λάσκος κ.ά.π.). Εί σης, ποτέ δέν στάθηκε διχασμένη ανάμεσα }4*
ναι δύσκολο νά υποτάξεις όμως τούτον στήν αγάπη καί τό πάθος, μά έμεινε μήτρα i
τον πόνο καί νάν τόνε κάμεις Τέχνη. Είνε λυγερή τόσο γιά τήν αποκαλυπτική μύηση
τόσο δυνατότερο τό άτομικό στοιχείο σ ’ όσο καί γιά τό ατόφια δημοτικό τραγούδι
αυτές τις εμπνεύσεις, πού δέν καταφέρ σμα, πού άνασηκώνει βίιυμα τήν λεβεντιά,
νει εύκολα νά γίνει τέχνη καί νάν τού χα μέ τή δύναμη τής δωρικής μεταλαβιάς στή
ριστεί έτσι διάρκεια. πατρικοδοσμένη αρετή.
‘Η ’Αγαθή Νοτίδου - Δρίτσου, γνωστή Σκιαγράφηση, όμως, όχι μόνο τής ψυ
περισσότερο σάν πεζογράφος καί μάλιστα χής τού πιό πατριωτικού πληθυσμού τής Ριο-
μέ κείμενα λαογραφικά (βραβευμένη γιά μιοσύνης καί τού Ελληνισμού, αλλά ολό
ένα λαογραφικό της γιά τήν Πρωτοχρο κληρης τής δημιουργού φυλής τού Μεγά
νιά στο Λαμπίκειο Διαγω νισμό), δέ φι λου Θρύλον καί το Μεγάλου Ερειπίου, εί
λοδοξεί νά γίνει γνωστή σάν ποιήτρια. ναι τά «Ήπειριοτικά» τού κ. Τ. Σιωμοπού
Τον «Πόνο τής μάνας», πού τής ξεσκίζει λου, πού μέ τήν φιοτεινότητα τού ευαίσθη .?!
τήν καρδιά, προσπαθεί ν’ απλώσει πάνου του δέκτη τού ιστορικού δέοντος, άποκου- vi
«ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ
πτηγηαη εί τήν αλήθεια, για να μεταλαμ τού βίου, παύει νά λειτουργεί καί γίνεται
παδεύσει τον φρονηματισμό στόν σύγχρο Αναγκαστικά μουσειακή διατύπωση κά
νο Αναγνιόστη. ποιων, 'ίσως, έρεθισμών, πού όμως βρί
Με Αφόομηση γεγονότα — κρίκοι γιά σκονται έξω άπό τό κύκλωμα τής Ανθρώ
μια συνθετική ιστορική παρουσία — ανα πινης ζωής. Ή ποίηση τής Ά ποστολίας
τέμνει την λεπτομέρεια σαν δυναμική τού Νάνου, όπως παρουσιάζεται στήν καινού
ύπερσυνειδητού έκφανση, καί παλμογραφεί ρια της συλλογή, είναι μαρτυρία ένός
την πραγματικότητα *ιέ τοΰ μύστη τον εσω φαινομένου τής καθημερινότητας, στοχα
τερικό κραδασμό καί τοΰ ιστορικού την Αν στικά διατυπωμένης μέ έντεχνο λόγο.
τικειμενική όραση. Ό προβληματισμός τής ποιήτριας δεν
Είναι ή ιερή στιγμή πού τό κλέος ερμη σταμάτησε στήν έπιψανειακή περιγραφή
νεύεται με τό μέτρο τής λαογνωσίας. ’Έ τού φαινομένου τής φυγής. Ή «Μετανά
τσι ό άγιος καί ό ποιητής, ό δάσκαλος καί στευσή» της, Αγγίζει τά βαθύτερα κοινω
ό πολεμιστής, δημιουργούν όταν διαφεντεύ νικά προβλήματα, όπως τά διαμόρφωσαν
ουν τήν κρισιμότητα, μέ τήν εδραιωμένη οί σύγχρονες καταστάσεις, γιά τις όποι
στήν λαϊκή βούληση εθνική επιταγή, που ες δεν είναι καθόλου Αμέτοχος ό άνθρωπος,
στήν ακεραιότητά της διατηρεί ολάκερο τό μιά κι ό ίδιος, μέ τόν Αχαλίνωτο καλπα
χρέο: τής πατριωτικής πράξης μέ Ανθρω σμό του προς τό χάος, συμβάλλει καθη
πιστική πληρότητα. μερινά στήν άτέρμονη πτώση του. Τή φω
Λυτή ή τεκμηριωμένη σέ Αναβαθμούς νή τού βουνού, ακούσε ή ποιήτρια, τής
ψυχικήι; γοητείας Ανάλυση, επιτρέπει να βρύσης καί τού πλάτανου, τού χορταρια-
Ξεκρίνουμε τό θαΰμα τής αυτοθυσίας νά μένου σπιτιού τήν Απεγνωσμένη κραυγή,
βλασταίνει ηλιοτρόπιο τού Γένους πάνω στή των ζωντανών τό πικρό τραγούδι. Μαρά
στέππα των συμφερόντων καί νά χαλυβδώ- θηκαν τά γιασεμιά στις ρούγες καί στά
νει τήν πεποίθηση οτι μονάχα ή πολιτική κατώφλια, κι όλα αυτά για τί; γιά τής πο
Ανωριμότητα συνταιριάζει τήν Ατομική κερ λιτείας τήν «άνετη» ζωή, τό πυχτό καυ
δοσκοπική συναλλαγή μέ τό εθνικό γόητρο. σαέριο που σαπίζει τά σωθικά, τό μολυ-
"Οταν όμως ή εθνική ζωή Απομυθοποιεί σμένο νερό, τή θάλασσα τή βρωμερή καί
ται, οί φαντασκόσεις αίρονται, καί ή ‘Ιστο τό άγχος πού σωρεύεται καθημερινά στή
ρία γίνεται όδηγητής μεγαλείου. καρδιά τού Ανθρώπου, μέχρι νά σπάσει.
'Έτσι στα «Ηπειρωτικά» ό ποιητής Τ. "Ομορφος ό στίχος τής Ά ποστολίας
Ξεφεύγει μέ μαστοριά νά γίνει ό επικός Νάνου καί μαστορικά δουλεμένος. Πυκνή ή
έγκωμιαστής ένός τόποι», κυρίως γιατί στό νοηματική διατύπωση μέ διάχυτα σημεία
Αναητερούγισμα τού στοχασμού του, ή λυρι- ρωμαντισμού μαζί καί ρεαλιστικής έκ
κότητα τού λόγου Απαλαίνει τήν αίχμηρό- φρασης. "Ο,τι Ακριβώς ταίριαζε στό θέμα
τητα τιον διαπιστιόσεων καί μεταγγίζει τήν τής ποιητικής ένότητας. Καί δέν είναι μό
Ιστορική εμπειρία σέ διδασκαλία Αρετής. νο αύτά τά στοιχεία πού καταξιώνουν τού
νΛξιο, λοιπόν, Αντάμιυμα τής ιστορικής τη τή συλλογή. Είναι καί ό έντονος συγ
γνιόσης καί τής λογοτεχνικής Αποστολής, κλονισμός πού αισθάνεται ό Αναγνώστης,
, Αφού, τελικά, τό ’Ανθολόγων πετυχαίνει διαβάζοντας τούς στίχους καί πού δέν εί
' τόν στόχο τού όραματιστή: στό ήθος νά ναι Αποτέλεσμα έγκεφαλικής διεργασίας,
ι στεριιόσει κάθε προοδευτική Ανέλιξη των Α- Αλλά ψυχικής λειτουργίας. "Αλλη μιά φο
ι τόμων καί των λαών. ρά ή ποιήτρια μάς έδωσε ένα δείγμα τής
ωριμότητάς της, Αλλά καί μάς υπενθύμι
ΝΙΚΟΣ Α. ΤΕΝΤΑΣ
σε πώς χρέος τού ποιητή είναι νά ευαι
★ σθητοποιεί τούς δέχτες τής καρδιάς του,
κα ίσυλλαμβάνοντας τις όποιες έκφάνσεις
/Αποστ ολί ας Νάνουν-Σκο-
τού βίου, νά τις κάνει τραγούδι:
τ ε ι ν ι ώ τ η: «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥ
ΣΗ», ποιήματα, Βόλος 1975 Τούτος ό τόπος πονάει
κάτι» Απ’ τό. βήματα
*Η ποίηση, &ν δεν έκφράζει μια πτυχή των Ανθρώπων πού φεύγουν.
724 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »
Απ* τύ δρόμο τού προορισμο τους. Γράφει χτας, τή λαχτάρα τής ζωής, τό πόνο του
κάπου Λ ποιητής: Ανθρώπου. Νά πώς ζωγραφίζει μερικές
φθινοπωρινές στιγμές:
Ξεκίνησες «για μεγάλα καί τρανά ίδα·
(νικά», Σιωπη?ώς ό κάμπος. }
είπες έμπρός νά φέρωμε ζεστασιά κι Το φεγγάρι πάνω Απ’ τή Λάρισα
(Ανθρωπιά στους Ανθρώπους στραΐΓταλιάζπ.
καί σήκωσες σημαία έπανάστασης τή Απόμακρη ή φωνή τού γρύλλου.
(Λογική ένάντια στον μεσαίωνα,
καί ή παγωνιά καί το μίσος φώλιασαν Κι Αλλού μιλώντας γιά τή προετοιμασία
(στή καρδιά σου αία τής σποράς, γράφει:
καί κατέληξες στάν παραλογισμό καί
(στο μεσαίωνα. Τό κάψιμο τής καλαμιάς.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ *
Γραμμάτων. ‘Ο κόσμος των έργων του, ό περνίκησί της. Αύτή τήν υπηρεσία προσ
που έποπτικά ζωντανεύεται καί ζεί στην φέρουν τά πλούσια σχόλιά του, πού έχουν
αυθυπαρξία τής άξίας τού όνόματος Τέ πληροφοριακό φαινομενολογικά χαρακτή
χνη τού λόγου του, μαρτυρεί μια δυναμική ρα κι δχι φτηνό διακοσμητικό παραγέμι-
διεισδυτική ματιά, σέ μάς και τούς γύρω σμα. Τά κείμενα αύτά άξιοποιούν ουσια
μας, στα προβλήματά μας καί τις λύσεις στικά τό περιεχόμενο των έπιστολών καί
τους, στα λάθη καί τις έπιτυχίες μας, γε βοηθούν τόν σωστόν άναγνώστη στις άν-
νικά στον τραγικό παράγοντα ά ν θ ρ ω τικειμενικές έκτιμήσεις.
πος. Εύλόγως ή υπεύθυνη αυτή θεώρη- Έ πιλογικά μάς προσφέρει ό Δημάκης
σι, σωστή ή λαθεμένη, είναι άναντίρρη μιά έπιτυχή σέ πληρότητα καί υφή διά-
τα ρωμαλέα. 'Ό λα δίνουν τήν αϊσθησι άρ* λεξί του, μέ θέμα: «Σχόλιο στήν ’Οδύσ
χοντικού πληθωρικού φαινομένου. σεια τού Καζαντζάκη». ’Εδώ γνωρίζουμε
Τελευταία ό δόκιμος λογοτέχνης Μηνάς τόν ποιητή Δημάκη σέ ύπεύθυνες άξιολο-
Δημάκης μέ ξεχωριστή φροντίδα κι αγάπη γικές θέσεις καί τεκμηριωμένες άπόψεις
δημοσίευσε τό βιβλίο μέ τίτλο: «Καζαν- στο θέμα του, πού άφ’ ένός μάς φέρνει
τζάκης» καί υπότιτλο: «επιστολές - σχό κοντά στο δημιούργημα τού Καζαντζάκη,
λια». "Εκδοσις: Τό έλληνικό βιβλίο. ’Αθή άφ’ έτέρου μάς άποκαλύπτει τήν πνευ
να 1975, σελ. 112. *Η δλη άξιόλογη προσ ματική οντότητα τού Δημάκη.
φορά περιλαμβάνει: Γνωστικός ρεαλισμός, μαρτυρία τών
α) Τις έπιστολές τού Καζαντζάκη, που μυστικών τής πνευματικής δημιουργίας,
άπηύθυνε κατά καιρούς στον Δημάκη. πάθος γιά τά Γράμματα, άγάπη γιά τόν
β) Σχόλια καί χρονικά τού Δημάκη, άνθρωπο καί τήν προκοπή του, συγκροτη
πού φωτίζουν γνωστικά τις έπιστολές. μένος λυρισμός καί δυναμική κριτική θέ-
γ ) Διάλεξι μέ θέμα: «Σχόλιο στήν ’Ο σι είναι οί γενεσιουργός δυνάμεις τού
δύσσεια τού Καζαντζάκη». βιβλίου τού Μηνά Δημάκη: «Καζαντζά-
Έσκεμμένως οί άνωτέρω έπιστολές έ κης».
χουν βασικό τους θέμα τον πνευματικό μό Ό συγγραφεύς σαφώς άπευθύνεται στο
χθο καί τά ποικίλα ευαίσθητα προβλήμα- καλλιεργημένο κοινό, πού κοντά στά άλ
τά του. Κοντά σ ’ αυτό συναντάμε ένδιαψέ- λα γεύεται έντονα τόν ιδρώτα τού μο-
ρουσες πληροφορίες τού βίου, πού μαρτυ χθούντος πνευματικού άνθρώπου στήν πε
ρούν πόσο δεμένος είναι ό δημιουργός άν ριοχή τής Λογοτεχνίας μας. ’Ορισμένα
θρωπος ά π ’ τις βιωτικές μέριμνες. "Ολα στοιχεία είναι άκρως άποκαλυπτικά, ιδι
αύτά μέ στοχαστική βαρύτητα, υποδει αίτατα σήμερα, στήν μυθική έποχή τής
γματική λιτότητα ύφους καί γοητευτική καταναλωτικής κοινωνίας μας, πού τά θέ
σαφήνεια έκφράσεως. Οί φίλοι τής λογο λουμε δλα! ! στήν κραιπάλη τής ακόρε
τεχνίας ή καλύτερα τής πνευματικής ζω στης έπιθυμίας, χωρίς μόχθο, πόνο κι ι
ής, έχουν στήν διάθεσί τους μιά γνήσια δρώτα.
προσφορά, άπηλλαγμένη άπό άναπόστσ
τες φαντασιώσεις καί υποκειμενικές φαν ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
τασιώσεις, νά γνωρίσουν πτυχές τής γό
νιμης ζωής τού δημιουργού. Κρουστά καί
λαγαρά όλα, χωρίς νεφελώδεις καταστά ★
σεις καί υπονοούμενα. Παντού εύθύτης,
σωστή ή έσφαλμένη. ’Ενδιαφέρει παντού Κ ώ σ τ α Π. Λ α ζ α ρ ί δ η : «Ο
τό πάθος γιά δημιουργία. ΚΑΠΕΣΟΒΙΤΗΣ ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΣ
*Η δημοσίευσι μόνον των έπιστολών, ΚΩΝΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ», Γιάννινα
σημαντική προσφορά στά Γράμματά μας, 1975
’ίσως νά έδινε αφορμές γιά παρερμηνευμέ-
νες θέσεις, πού βλάπτουν τήν αλήθεια. Γιά πρώτη φορά έρχεται <ττΰ qώ; — μο·
Όρθώς διείδε ό Δημάκης τήν άπαράδεκτη νογραηικά συγκεντρωμένη — ή μορφή τού
αύτή κακοτοπιά καί μόχθησε γιά τήν ύ- λογίον καί φιλοσόφου, τοΰ ευρυμαθούς καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »
πατριώτου Κώνστα Γειοργίου. Σέ πλού ρεί έφά(υλλο πρός τόν Μεθόδιο τόν ’Αν
σια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία στη θρακίτη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Γεώργιο
ριγμένη ή μελέτη τού Κώστα Λαζαρίδη, Γεννάδιο, τόν Χρ. Κλωνάρη.
τεκμηριώνει το κείμενο με ιστορική υπευ Τό σπουδαιότερο σύγγραμα, τό «πολύμο
θυνότητα. Περιεκτικός, γεμάτος πνευμα- χθο καί πολυέξοδο», τό Τετράγλωσσο Λε
τικότητος Απόσταγμα ό πρόλογος Αποτελεί ξικό ί 1788) σε όμιλουμένη γ?αόσσα, πού έ
τί»ν άξονα της συγγραφής του. καναν τούς γλωσσαμύντορες καί προστάτες
Με τόν παραπάνι») τίτλο ή «Μικρή Ζαγο- τού Μεγάλου Λεξικού νά φρυάξουν. Στο
ριακήί Βιβλιοθήκη» τού λογίου, συγγραφέα προοίμιο όμιλεΐ διεξοδικά γιά τήν Αποστο
και ίστορικολαογράφου Κιόστα Λαζαρίδη, λή τού Λεξικού του. Τήν κάθε λέξη τήν Α
κυκλοφόρησε τό 18ον βιβλίον είκονογραφη- ναφέρει σέ τρεις γλώσσες, άπλή γραικι-
ιιένον καί μέ φωτοτυπίες. Στις 48 σελίδες κή, Λατινική, Ιταλική, παρεμβάλλοντας ό
— ιιέ διαποαγιιάτευση ερευνητική — πα σες λέξεις Αρχαίες καί νεοελληνικές υπάρ
ρελαύνει ολοκληρωμένη ή υποδειγματική χουν τής αυτής σημασίας. Πρόκειται γιά
ζωή σε δράση φιλόπονη, εθνωφελή καί ευ ε/α πλήρες Λεξικό τής έλληνικής γλό)σ-
εργετική για τή σκλάβα ρωμιοσύνη, τού σας, διανθισμένο ιστορικά καί μυθολογικά.
πιό μορφωμένου λογίου τής εποχής, ποί» Γι’ αυτό μεγάλη παραμένει ή Αξία τού επι
στάθηκε μοχλός στήν πνευματική ανέλιξη στημονικού λεξικού, Απαραιτήτου γιά τή
τής ελληνικής έθνύτητος. λύση Αποριών στά φιλοσοφικά συγγράμμα
Γιατί τόν καιρό τής δουλείας καί δή τούς τα παλαιών καί μεταγενεστέρων. ’Ανατυ
δυό πρώτους αιώνες, πνευματικός ήταν 6 πώθηκε καί κυκλοφόρησε σέ τρεις εκδόσεις
μαρασμός τού Γένους, βυθισμένου στο σκο καί είσήχθη στά σχολεία.
τάδι τής παχυλής Αμάθειας. Καί για vet *Ως ευεργέτης βοήθησε τό Νοσοκομεΐον
έπωασθή ή έθνεγερσία έπεβάλλετο Αρχικά Ίωαννίνων, τις Σχολές καί εδιοσε έφ’ ά
μια κάποια' πνευματική όιριμότητα, πού τή παξ σέ χήρες καί όρφανά. Επίσης συνέ·
χάριζε ό διαφωτισμός μέ σχολεία, μέ βι δοαμεν όμογενεΐς τής Βιέννης, δπου έζη-
βλία καί ομιλίες κληρικών. ’Έτσι συγγρα- σε μετά τήν Βενετία. Τό 1785 μένει στα
Ϊ2*φ·εΐς καί καθοδηγηταί τής φυλής μας Λνα- Γιάννενα ώς τό 1803, δπότε πεθαίνει, μήν
σταίνουν σιγά - σιγά τόν ελληνισμό μέ τή Αφήνοντας Απογόνους. Ό Κιόνστας Γειορ-
isr ,
%' |ΐυρφ ωση. γίου τίμησε τό ήπειροντικό όνομα. Λίγοι ό
Μέσα σ’ αυτή τήν άναγεννητική προκο μως τόν γνωρίζουν. Διακρινόμενοι οί Κα-
πή ή ’Ήπειρος δεν υστερεί. Τουναντίον πεσοθϊτες Από παράδοση στά Γράμματα &ς
πρωτοπορεί γιά νά Ανάδειξη πνευματικούς δόισουν τουλάχιστον σέ δρόμο ή πλατεία
ΐ ταγούς καί πατριώτες. Άνάμεσά τους καί — ζωντανή συνέχιση τής μνήμης — τό ό
^ ό Καπεσοβίτης Κώνστας Γειοργίου, μέ ά νομά του, σάν μιά δίκαια όφειλή. Γιά ό
ξια καί ζηλευτή δραστηριότητα, κυριαρχεί λη αυτή τήν ενημερωτική βιογράφηση, τις
δυναμικά στο χώρο το Λόγου, κατά τόν πληροφορίες καί τήν πολυσύνθετη παρου
18ον αιώνα. "Ως τιόρα στήν Αφάνεια καί σίαση συγχαίρομεν είλικρινά τόν συγγρα
: τή λήθη. Ευτυχώς πού ό Κ. Λ. φέρει σέ φέα Κώσταν Λαζαρίδην καί τόν εύχαρι-
φώς Αποκαταστάσεως τό έργον τού μεγά- στούμεν γιατί μας έφερε σέ επαφή, μέ μιά
4λου δασκάλου, συγγραφέιος καί ευεργέτου, μεγάλη ήπειριυτική φυσιογνωμία.
>έξετάζοντάς τον Από τή χριστιανική πλευ-
I ρά, τήν εθνική, τήν προσήλωσή του στά ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΡΕΛΛΗΣ
Γράμματα καί τις προοδευτικές ιδέες πού
*ely.F γύρω Από τήν άπλούστευση τής γλοόσ- ★
<σας, πολέμιος σφοδρός τού ψευτολογιωτα-
ιτισμού. Γ ι ά ν ν η Κορίδη: «ΚΥΠΡΟΣ»,
.Τύπωσε βιβλία δικά του φιλολογικά, θρη ποιήματα, 1974
σκευτικά, ιστορικά, πού τόν έκαναν γνωστό
ιστόν τότε διανοούμενο κόσμο των Έλλη· Γιά τήν Ελλάδα, ή Κύπρος είναι το
*ν«ι>ν. Γι’ αυτό καί ό I. Λαμπρίδης τόν θεω πανάρχαιο καί σύγχρονο σύμβολο τού
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »
τραγικού. *0 παλμός τής έλευθερίας μέσ’ Στις πέντε τό πρυ>ί τρελλάθηκε ό κό-
ά π ’ τή θυσία. (σμος
Στις πέντε τό πρωί άρπαξαν τά ντουφέ-
Μέσ’ άπό τούτη την άντίθεση θά ξεπε-
τιέται πάντα ή μεγάλη νίκη τού ‘Ελληνι
(κια
Στ'ις πέντε τό προ>ί σκότιοσαν τον ήλιο
σμού μέ τή μορφή τής ’Αφροδίτης, τής
θεάς τού έρωτα, πού άλλη μια φορά, στις
Κι άκολουθούν προφητικά τά λόγια τής £
μέρες μας, ό τουρκισμός μέ τή βοήθεια
κατάρας πού ξεστομίζει ό ποιητής γιά *
τής προοδσίας και τήν ενθάρρυνση τού ο
τούς άνίερους:
ποίου Μέττερνιχ, προσπάθησε νά κλείσει
στα χαρέμια του.
Εκείνοι πού σημάδεψαν τό Θεό
Σύννεφο νά πάει τό κορμί τους.
*0 Γιάννης Κορίδης, μέ άφορμή τούτη
τήν προσπάθεια τού κακού, μάς έδωσε μια
ποίηση τού τραγικού, πού δείχνει πόσο ό "Ενα «σύννεφο» πάνω άπό τον τόπο *
ποιητής λατρεύει καί πονά, αυτή τή γή πού ή ομορφιά του δέν έχει τό ταίρι της ^
τής Κύπρου, τήν ποτισμένη μέ τό αίμα καί πού ό ποιητής ξέρει νά τήν τραγουδά
των παιδιών της. Προλογίζοντας ό ίδιος μέσα στον πόνο του δπως θά τραγουδούσε jή
τά ποιήματά του θά μάς πει: «f0 ποιητής ό λαός μας, τις υπέρτατες στιγμές τής ύ
τους έζησε στήν Κύπρο και συνδέθηκε στε παρξής του:
νά μέ τούς άνθρώπους καί τούς τόπους
τού πανέμορφου νησιού». Στάξει τό πικραμύγδαλο
Στάξει τό κεράσι
Γιά έναν άνθρωπο πού δέθηκε «στενά» Άνθίξει ό κάματός μας
μέ κάποιο τόπο πέρ’ άπό κείνον πού τον Πράσινη ποδιά τού καλοκαιριού
γέννησε, κι δταν μάλιστα ό άνθρωπος αυ Ακέντητο σεντόνι
τός τυχαίνει νάναι ποιητής κι ό τόπος Αύριο μεθαύριο
πού συνδέθηκε, ή Κύπρος, τότε, μπορούμε Θά πάω στήν καλή μου
νά ισχυριστούμε πώς τον γέννησαν δυο Δυο βήματα νάρθει ό ύπνος μου
τόποι* πώς, δυο φορές γεννήθηκε. "Οσοι Δνό βήματα ναρθουν τά τραγούδια.
οι τόποι π ’ άγαπήσαμε, τόσες κι οί γεν
νήσεις μας, τόσες κι οι υπάρξεις μας. Σ ’ αύτή τήν ομορφιά τής προσμονής ΰ
ΐ
ωστόσο «δυο βήματα» μονάχα κι ήρθε ό ϊ 3
‘Ο Κορίδης βέβαια, επιθυμεί νά μετα θάνατος. Ό ποιητής όμως, άπ' αυτό τό Η
δώσει στον καθένα, τήν άγάπη καί τό θάνατο, άπό άνάγκη καί μαζί άπό πίστη
σπαραγμό του γιά τήν Κύπρο, μ’ ένα τρό στή ζωή, θά πλάσει τήν έλπίδα. Μιά ελ
πο υποβλητικά ποιητικό, ώστε νά γνωρί πίδα χαρισμένη ά π ’ τούς νεκρούς μας.
σουν βιωματικά, τούτο τό μαρτυρικό νη Τήν Ελλάδα, σώζουν πάντα οί νεκροί
σί, δλοι, όσοι δέν τό γνώρισαν άπό κοντά της, Τά κόκκαλά τους, πουναι γεμάτα έ-
καί μάλιστα, στις τραγικώτερες άπ* τις λευθερία:
στιγμές του. Καί τό πετυχαίνει.
4\
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ
ηση), έκδ. «Σκαπτή ^Τλη*, Θεσσαλονίκη Άρη Χατζηδάκη: «Ο ZAN NT’ ΑΡΚ»,
1974, σχ. 8ον, σελ. 42. εκδ. «τό Έ/.λ. Βιβ?.ίο», ’Αθήνα 1975, σχ.
Γιώργη Χα/.ατσά: «ΓΑΜΟΣ ΑΛΑ ΕΛ 8ον, σελ. 84 (θεατρικό έργο).
ΛΗΝΙΚΑ», έκδ. Δωδέκατη ώρα, Αθήνα Χρυσάνθης Ζιτσαίας: «ΠΟΡΕΙΑ ΓΥ-
1975, σχ. 8ον, σελ. 45. ΝΑΤΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ»
Γιάννη Μουταφή: «ΒΑΚΧΕΣ» (έμμ. α (ποίηση), θεσ)νίκη 1975, σχ. 8ον, σε?.. 27.
πόδοση), Άθήναι 1975, σχ. 8ον, σελ. 59. Κώστα Σωκράτους: «Ο ΑΝΤΑΡΤΟΠΟ
Γιάννη Άνδρικοπου/.ού: «ΣΤΗΣ ΜΟΙ ΛΕΜΟΣ», Λευκωσία 1968, σχ. 8ον, σε/..
ΡΑ Σ ΤΟ ΧΟΡΟ», *Αθήνα 1975, σχ. 8ον, 147.
σελ. 68. Δημοσθένη Ζαδέ: «ΤΟΤΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟ
Φάνη Μουλια: «ΜΠΟΤΜΕΡΑΓΚ», εκδ. ΚΑΙΡΙ», νουβέ?.α, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον,
«Δωδώνη», ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 62. σε/.. 77.
Γιάννη Κιοσταντέλλου: «ΜΝΗΜΟΣΚΟ Βασ. Κ. Μάργαρη: «ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡ-
Π ΙΟ» (ποιήματα), εκδ. Ίωλκός, Αθήνα ΚΑ» (οδοιπορικό) άνάτυπο «’Ηπ. Εστίας»
1975, σχ. 8ον, σελ. 64. Ίιοάννινα 1975, σχ. 8ον, σελ. 16.
Μαρίας Μιχ. Δέδε: «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩ Τίνου Άλασάκη: «ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ
Π Ο Σ ΠΕΡΑΣΕ» (ποίηση), εκδ. «Δωδε- ΣΤΑΘΜΗΣ» (ποιήματα), Λάρισα 1975,
κάτη Ώρα», ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σε/.. 41. σχ. 8ον, σε/.. 46.
Τάσον Μακράτον: «Ο ΤΠΑΙΤΙΟΣ», ποι Κώστα Σιοκράτους: «ΕΡΑΤΗΣ ΚΑΙ
ητική σύνθεση, Άθήναι 1974, σχ. 8ον, σελ. ΚΡΙΝΑ», ποίηση, Λε\»κωσία 1975, σχ. 8ον,
73. σελ. 125.
Γιώργη Χαλατσά: «ΓΑΛΑΖΙΟ ΟΝΕΙ Π. Α. Σινοπου/.ου: «ΦΩΣ ΜΕΓΑ ΚΑΙ
ΡΟ», διηγήματα, εκδ. «Δωδεκάτη ‘Ώρα», ΣΚΙΑ ΘΑΝΑΤΟΤ», συγχρονική ποίηση,
’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 40. ’Αθήνα 1973, σχ. 8ον, σε?.. 29.
Τασίας Άδάμ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (Λυρικά Γιάννη Καραβίδα: «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Ε
- Επικά) (τής Μακεδονίας), Τρίκαλα ΞΟΔΟΤ» (ποιήματα), σχ. 8ον μεγ., σελ.
1968, σχ. 8ον, σελ. 62. 64, ’Αθήνα, 1973.
Νίκου Μουλια: «ΑΝΕΜΟΣ ’74» (ποι Ή/.ία Σιμοποΰ/.ου: «ΕΝΑΓΩΝΙΑ» (ποι
ήματα), Γιάννινα 1974, σχ. 8ον, σε?.. 59. ήματα), σχ. 8ον μεγ., σε?.. 52, ’Αθήνα,
θίομά Γαβριηλίδη «Πατρίδες τής καρ 1974.
διάς^ (ποιήματα), Βέροια 1974, σχ. 8ον, ’Ιφιγένειας Χρυσοχόου: «ΜΑΡΤΤΡΙΚΗ
σελ. 45. ΠΟΡΕΙΑ» (χρονικό) σχ. 8ον, σε/.. 118.
Μίμη Δ. Λέον: «ΕΔΩ ΓΊΟΧΑΝΕΣ- ’Αθήνα, 1974.
ΜΠΟΤΡΓΚ», εκδ. «Έλλ. Βιβ/io», ’Αθήνα Βασιλ. Ευαγγέλου - Γαξή: «ΓΑΛΑΖΙΟ
1975, σχ. 8ον, σελ. 158. ΦΩΣ — ΘΕΟΣ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ»
Άντ. Τσέχωφ (μετάιρρ. Μ. Ροξίδη): (θεατρικό*, σχ. 8ον, σε/.. 152, ’Αθήνα,
«ΟΙ ΜΟΤΖΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ 11 ΔΙΗΓΗ 1975.
ΜΑΤΑ», εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1975, Νίκου Άδά/,ογ/.ου: «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
σχ. 8ον, σε/.. 347. ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΥ
Χαραλ. Δ. ΙΙέτσκον: «ΠΡΟ ΤΟΤ ΦΟ ΠΡΟΥ» (οδοιπορικό), σχ. 8ον μεγ. σελ.
ΒΕ ΡΟΤ ΒΗΜΑΤΟΣ», χιονμονριστικά δι 32, θεσ) νίκη, 1975.
ηγήματα, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 16. Σ. Νυδριώτη: «Ο ΦΟΒΟΣ» (διηγήμα
Χρυσάνθης Ζιτσαίας: «ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ τα), σχ. 8ον, σελ. 144, ’Αθήνα, 1973.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ», διηγήματα, Θεσσαλονίκη Φοίβου λέ/.φ (: «ΤΑ ΡΟΔΑ TOY Α
1975, σχ. 8ον, σελ. 155. ΠΟΛΛΩΝΑ» (ποιήματα), σχ. 8ον μεγ.,
Χρήσιου Σολομωνίδη: «ΝΑΝΑ ΚΟΝ- σελ. 240, ’Αθήνα, 1973.
ΤΟΤ, Η ΛΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΤΡΙΛ», Άθή/α Νικολ. Β. Λώλη: «ΕΠΙΜΕΘΟΡΙΑ»
1975, σχ. 8ον, σε/.. 55. (διηγήματα), σχ. 8ον μεγ., σε?.. 32, Άθή-
Βασίλη Κραψίτη: «ΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ναι, 1974.
ΣΤΜΓΙΑΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ», ποιήμα ΓΙαυλου Γ. Λάμπρου: «ΤΟ ΔΙΑΠΕΡΑ
τα, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σε?.. 192. ΣΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ» (ποιήματα), σχ. 8ον
Πάνου Καραθία: «ΘΕΣΕΙΣ II» (δοκί ΤΠΗΚΟΟΙ ΤΟΤ — Η ΕΛΛΗΝΙΑΑ
μια), σχ. 8ονμ, σελ. 144, Αθήνα, 1974. ΣΤΑ ΧΑΛΙΦΑΤΑ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 1G,
Μάγιας - Μαρίας Ρουσσου: «ΣΤΟΝ Α Άθήναι 1973.
ΓΝΩΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΗ» (ποιήματα), σχ. SILVIO GIUSEPPE MERCATI: «Δη-
8ον, σελ. 36, ’Αθήνα, 1ί)76. ΜΟΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟ
-Ολγα; Βατίδου: «ΑΠΟ ΤΗ ΔΤΣΗ ΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ», σχ. 8ον μεγ.,
ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ σελ. 16, Άθήναι, 1973.
ΤΗΣ ΔΤΣΗΣ» (Ιστόρημα), σχ. 8ον, σελ.
128, ’Αθήνα, 1974. DAVID HOLTON: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Κώστα Α. Κυριακόπουλου: «ΤΟ ΧΑΜΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΕΛΟ ΤΟΤ ΚΑΛΟΤΣ» (διηγήματα), σχ. ΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», σχ.
8ον, σελ. 144, ’Αθήνα, 1974. 8ον μεγ.. σελ. 24, Άθήναι, 1973.
Νίκου Τυπάλδου (εκδοσις Άποστολικής R OBERT BROW NING: «Ο ΜΑΡ-
Διακονίας): «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗ- ΚΙΛΝΟΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ XI
ΝΙΚΟΤ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΧΕΔΟΓΡΑΦΙΛ»,
ΛΟΓΟΥ», σχ. 4ον, σελ. 344, ΆΟήναι, σχ. 8ον μεγ., σελ. 16, Άθήναι, 1973.
1974.
Ευάγγελου Άνδρεου: «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Μαρίας Μαντουθαλου: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΤΟΤ ΣΥΝΕΙΡΜΟΥ ΣΤΟ II ΝΕΥΜΑ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΛΛΕΚΟΤ ΚΟΝΤΟΙΊΟΥΛΟΥ» (με ΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ VAT. GR. 1733, 1826,
λέτη), σχ. 8ον, σελ. 16, Παιανία, 1973. 1890», σχ. Ηον μεγ., σελ. 20, Άθήναι,
1973.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Γεωργίου Λ. Σιορόκα: «Ο ΑΛΗ ΠΑΣ-
ΣΛΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΛΤΟΡΙΚΟΙ
A. I. ,θαβόίρη: «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΓΑΛΛΟΙ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ», σχ.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ», άνάτυπον Τιμητικοί» τόμου Κον, σελ. 64 (άνάτυπον του Γ' τόμου Έ-
Σ. Γ. Καψοιμενου, Θεσσαλονίκη 1973, σχ. πιστημ. Έπετηοίδος «Δωδώνη»), ’Ιωάννινα,
8ον, σ. 14. 1974.
«ΙΤΛΑΤΩΝ», Δελτίον τής Εταιρείας Παν. Θεοδώρου: «Η ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ
Έλλ. Φιλολόγων, έτος ΚΣΤ', τόμ. 26, Ά- ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΣ (ΕΠΙ ΤΩΝ Ε
Οήναι 1974, σχ. 8ον, σελ. 384. ΦΗΒΩΝ», σχ. 8ον, σελ. 40, ’Ιωάννινα,
Βασ. Λ. Λαΐανα: «ΕΡΡΙΚΟΣ ΧΛΤ 1975.
% ΝΕ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 272, ’Αθήνα, 1973.
Κων. Λ. Γκανιάτσα: 1) «ΕΚΘΕΣΙΣ
ί?. Γεωργίου Θ. Ζιόρα: 1) «ΛΙ ΠΡΏΤΑΙ
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑ Ϊ ΚΟΥ Ε
τ ΕΝ ΙΙΛΤΡΛΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑΙ ΕΚ- ΤΟΥΣ 1967—1968», σχ. Ηον μεγ. σελ.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 20, Ά-
3ο, Θεσσαλονίκη, 1975. 2) «ΠΡΟΣΘΕΤΑ
S Οήναι, 1973. 2) «II ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ Α-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΠΡΥΤΑ
Υ§ ΛΗ ΠΑΣΧΑ ΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΤ
ΝΕΙΑ Σ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑ
^ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 32, Ά-
ΛΟΝΙΚΗΣ 1967—1968», σχ. 8ον, σελ. 8,
m Οήναι, 1073. 3) «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ ΑΓ-
θεσ) νίκη 1974, 3) «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΚΛΟΤ ΠΕΡΙΗΓΗΤΟΤ ΠΕΡΙ ΒΗΛΑ-
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΛΣ ΠΑΝΕΠΙί
ϊ| ΡΛ, XΡΙΣΤΟΙΙΟΤΛΟΤ, ΨΑΛΙΔΛ ΚΑΙ
ΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΓΙΙ ΤΗ ΕΙ
ΑΛΗ ΠΛΣΣΑ ΤΟ 1824», σχ. 8ον μεγ., Σ ΟΛΩ ΛΥΤΩΝ», σχ. 8ον μεγ. σελ. 8, Θεσ
^ σελ. 16, ΆΟήναι, 1974. 4) «Η ΕΝ ΕΤΕΙ σαλονίκη, 1968.
<$ 1322 ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΙΟΤ», σχ.
.*·· 8ον μεγ., σελ. 40, Άθήναι, 1973. 3) «ΟΙ Κώστα Σαοδελλή: «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΒΙ
« ΕΝ ΕΠΤΛΝΗΣΩ ΣΕΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩ-
ΕΤΗ 1820 ΚΑΙ 1825», σχ. Ηον μεγ., σελ. ΛΟΥ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 216, Άθήναι,
: 20, ΆΟήναι, 1973. 1974.
ALT NOUR — Ε. θ. ΣΟΤΛΟΓΙΛΝ- Λημ. Σιωμοπούλου: «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ»,
ΝΗ: «ΤΟ ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ σχ. 8ον μεγ., σελ. 243, Θεσσαλονίκη, 1973.
«ΗπείρητίΚΗ εστία »
;Ί
!
Nsnoi τ( υ *ρ ο ί
( ' Γιά σπέσιαλ παστίτσιο
Μ ακαρόνια No 1
Μ ακαρόνια No 2
Πεννάκι
u i e i m
"πιστεύοντας
εις τό
μέλλον,.
Η ΠΕΙΡΑ I ΚΗ ΠΑ ΤΡ Α Ι ΚΗ
ξεκίνησε την δημιουργική πορεία της
μέσο στον παραγωγικό έλληνικό
χώρο, «πιστεύοντας εις τό μέλλον».
Σήμερα, μετά όηό 50 καί
περισσότερα χρόνιο. έξσκολουθεϊ
να εχπ τους ίδιους στόχους.
Πρωτοπορεί στους τομείς της καί
διοτηρείται πάντοτε απολύτως
εκσυγχρονισμένη.
Ανονεούται συνεχώς, με την
έννοια, ότι ενστερνίζεται τις
σύγχρονες μεθόδους διοικησεως.
ηορογωγής καί έμηορίος
καί έηεκτείνετοι σέ μέγεθος, 3
'1
σε έγκστοσταοεις. οέ παραγωγή
νέων προϊόντων. ί
Εξάγει τα προϊόντα της καί
προσφέρει στην οικονομία μας 1
πολύτιμο συνάλλαγμα.
Συμβάλει στη δημιουργία νέας
εικόνας τής χώρος μας. τής ανεπτυ
γμένης. έκβιομηχανιομένης χώρας.
'tv
■-%
t-
wV
·
“Η ΕΘΝΙΚΗ,,
Ή πρώτη καί μεγαλύτερη Ελληνική
’Α σφαλιστική ’Εταιρία,ίδρυθεϊσα τό 1891,
μέ κ α τα β εβ λ η μ έν ο ν κεφάλαιον
Δ ρχ. 3 4 5 .6 0 0 .0 0 0 .
μέ άποδεματικά Δρχ. 1.300.400.000
μέ έπενδύσεις σέ ακίνητα καί χρεώ-
γραφα Δρχ. 4.515.000.000
μ έ 1 6 0 .0 0 0 π ελάτες σέ όλους τούς
Κ λάδους Ά σ φ αλίσ εω ς,
μέ πλήρες δίκτυον 2 6 9 Υπ οκαταστημά
τω ν καί Π ρακτορείω ν σ’ ό λες τις πόλεις
τής Ε λλάδο ς,
άσφαΑίζει
κάδε κίνδυνον καί
προσφέρει πδήρη KaRuyi
‘Ή ΕΘΝΙΚΗ,,
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΝ
TAMIEYTHRON
*.· . ,
Προσφέρει περισσότερα
.πάντα παντού!; *'