You are on page 1of 163

®ΥΧ0Σ 281 - 282 Σ Ε 1 Γ Γ Ε Μ Β 1 Μ 0 Σ - Ο Κ Τ Ω Β Ρ ΙΟ Σ 1Q 7^

ΙΔΡΥΤΑΙ 1952— 54 I
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ
ΕΤ. Α. ΦΑΚΑΤΣΕΛΗΣ Ε π ιτ ρ ο π ή Ε π ιμ έ λ ε ια ς ί/λης
Φ
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ— ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΑΡΣΕΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
1954— 56 ΤΑΚΗΣ ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΝΙΚΟΣ ΤΕΝΤΑΣ
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ ΚΩΝ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
1956—73 ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΔΗΜ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Σ ΤΝ ΔΡΟ Μ ΑΙ Άντεπιστέλλοντα Μέλη τής Επιτροπής


Έσοντερικου: Έτησία Δραχ. 250.—
Λ. I. Β Ρ Α Ν Ο Τ Σ Η Σ (Άθήναι)
Νομικών Προσώπων, ’Ορ­
F E D E R A T IO N
γανισμών, Τραπεζών Δραχ. 300.— IN T E R N A T IO N A L E ΧΡΤΣ. ΖΙΤΣΑΙΑ (Θεσ/νίκη)
de Ια Preeeo Perlodlque
Έξιοτερικου: Έτησία Λολλ. 15.— ΛΙΕΟΝΗΕ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
MI X . ΠΕΡΑΝΘΗΣ (Άθήναι)
Έξάμηνος κ.λ. (άναλόγως) πσιΟΔίκοτ τ υ π ο υ

Τιμή τεύχους Δραχ. 50.— ΤΑΚΗΣ ΤΣΙΑΚΟΣ (Άθήναι)


Ε μβάσματα: «ΗΠ. ΕΣΤΙΑΝ» ‘Οδός Σμύρνης άριθ. 11, Ί&ίάννινα, Τηλέφ. 26.659
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Θεοδ. Κ. Π. Σαράντη Οί Βλσχόψωνοι τού ελληνικού χώρου (ίστορ. πραγμα­
τεία) Σελ. 57 7 ]
Σταύρου Ματθ. Γκατσοττούλου ’Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής (ιστορική πραγματεία) » 604 1
Στεφ. Μττέττη ’Ιωάννης Δομπόλης (ίστορ. μονογραφία) » 614 ί]
Δη μ. Παπαζήση Βλάχοι ( Κουτσόβλαχο») (ίστορ. μονογραφία) » 6241
Σπύρου Μουσελίμη Ιστορικοί περίπατο» άνά τήν Θεσπρωτία (ίστορ.
στοιχεία) » 6471
Γ. I. Παπαϊωάννου Τοπωνύμια Παππίγγου Κονίτσης (λαογρ. μελέτη) » 6551
Παύλου Α. Κυριακίδου Ή κοινωνική κατάστασις τού κλήρου τής Ίεράς Μη-
τροτ.άλεως Ίωαννίνων (μελέτη) » 67θ|
Άρσένη Γεροντικού Τό πρόσωπο τού αιώνα μας (δοκίμιο) » 6831
Chari. Hochgrundier - Hofmann
(μετάφρ. Φοίβου Δέλψη) Ποιος ξέρει τή νύχτα (ποίημα) » 6951
Μ ά/ιας - Μαρίας Ρούσσου ’’Αλλοθι - Ή πορεία (ποιήματα) » 695 1
Τάκη Τσιάκου Θερμοπύλες (ποίημα) » 6971
Στιύρου Καρζή Κι’ όμως δέν έλεγε νά γυρίσει πίσω (ποίημα) » 6971
Ν:νας Κοκκαλίδου - Ναχμία *0 παπα - Γιαγκούλας (διήγημα) » 698|
Δημ. Σκυλίτση ’Αποστασία (ποίημα) » 704*
Ά ντρέϊ Βοζνεσένσκη (μετάφρ.
Μίλιας Ροζίδη) Άντικόσμοι (ποίημα) » 7051
Κων. Μπράτσου ’Απορία (ποίημα) » 7071
Rac Dalven (μετάφρ. Περ. Λεύκα): Μέ τον υπόγειο τή νύχτα στή Ν. Ύόρκη (ποίημα) » 7 0*1

Λ ΙΙΟ ΜΗΧΛ ΣΕ ΜΗΝΑ: Σ η μ ε ι ώ μ α τ α: Ή Ριζάοειος (Η.Ε.) — Τό Μουσεΐον Βοέλλ.|


(Ν. Τέντα). — Κ ο ι τ ι κ ή τ ο ΰ |1 ι β λ ί ο υ: Θωμά Γαβοιηλίδη: «ΙΙατοίδες τής καρϊ
διάς» — Τίνου Άλασάκη: «Τό νήμα τής στάθμης» — Νίκου Άδάλογλου: «Ταξιδεύοντας στ|
γαλάζιο νησί τής Κύπρου» (Χο. Ζιτσαίας) — Γιολ. ΙΙέγκλη: «’Ακούστε» — Εύης ΠαπαδύΓ
μα: «Μητέρα μου καί μητέρες όλων των άΌριόπων» — Βασ. Μάκη: «Σορανέλλα» — Γιάν|
νη Καμαοινάκη: ^Συ.ομιλίες με. τόν χρόνο» — Ζαφ. Σταλιού: «Βραζιλιανό ’Ιντερμέτζο]
(Παύλου Φλιόρου) - Βασ. I. Λαζανά: «Ερρίκος Χάΐνε» (ΙΙέτρου Γλέζου) — Άργ. Με>|
Κούντουρα: 'ΓΕκη ρασις* (II. Β. Ίίάσχον) — ΆγαΟ. Νοτίδου - Λοίτσου: «Ό πόνος τύ|
μάνας» (Δ. Ζαδέ) — Δημ. Β. Σιωμοπούλου: ''’Ηπειρωτικά* (Ν. Τέντα) — Άποστ. Νάνοι
- Σκοτεινιώτη: 'Μετανάστευση* — Βασ. Φανοί·: 'Ηθική τής ειρωνείας» — Διον. Νικολ<|
πούλου: «Χαμηλόφωνη μουσική» (Γιάν, Μουγογιάννη) — II. Β. Ιίάσχον: «Αιχμαλωσία ΐ|
νους» — Μηνά Δημάκη: «Καξαντζάκηςν (-1. Γ. Θευχάρη) — Κ. II. Λαζαρίδη: '<’0 Καπ|
σοβίτης λεξικογράφος Κοινστας Γεωργίου» (Γ. Βρέλλη) — Γιάννη Κοριδη: «Κύπρος» ί Γιάί
νη Καραβίδα). — Β ι (* λ ί α ' π ο ύ έ λ ά 0 α με. — 'Ένα μεγάλο έργο στην ’Ήπειρο. -|

Δ) ΝΣΕΙ Σ : Σ υντάξεως: Δ. Κόκκινος — Μελετίου Γεωγράφου 51 - ’Ιωάννινα


' Τυπογραφείου: Φ. Β. Μπαμπούσης — Γ. Διβολή 15 (Α, Τούμπα) - Θεσ)νίκη

, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
Εκτυπωσις Λ Λ Κονίτσης 195 - Τέρμα Ανω Τουμπας
Η λ Υ Π λ ΐ Ρ Κ ίΗ Τηλ. 911-533 — Θεσσαλονίκη
Μ ΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ
Β f λ Β€ ΙΟ Ν X K A A H M I K C Κ Ο Η Ν CJO Η

ΕΤΟΣ ΚΔ' ♦ ΣΕ Π ΤΕ Μ Β Ρ ΙΟ Σ — Ο ΚΤΩ ΒΡΙΟ Σ 1975 ♦ΤΕ ΥΧΟ Σ 281 -2 8 2

ΘΕΟΔΩΡΟΥ Κ. Π. ΣΑΡΑΝΤΗ

01 ΒΑΑΧΟΦΠΝΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ


Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σέ μερικά μέρη της Βορείου Ελλάδος,
δροϋσε ή Άρουμουνική Προπαγάνδα*, ή οποία έπαυσε νά ύπάρχη στα χρόνια τής
Κατοχής.
’Από τότε μέχρι σήμερα οέν ξαναπαρουσιάσθηκε για πολλούς λόγους, άλλα βα­
σικά γιατί οέν υπάρχει πια τό υλικό εκείνο, πού θά ήμποροϋσε νά τήν στηρίξη. Αυτό
όμως οέν σημαίνει καθόλου ότι εξαφανίσθηκαν και τά τελευταία ίχνη της, άφοϋ 1}
προπολεμική γενεά ζή ακόμα, καί άφοϋ υπάρχουν άκόμα ζηλωταί εκείνης τής έπο-
χής, όπως άποοεικνύουν μερικά, ίσως λεπτομερειακά, πάντιος άξιοπρόσεκτα γεγονότα.
Στις 25 Μαίου 19-17, με μεγάλη συγκέντρωσή συνεδρίασε ή «Μακεδονορουμα-
νική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, για νά διαμαρτυρηθή παγκοσμίως για τήν δήθεν
κακομεταχείρισι τοϋ «Ρουμανικού λαοϋ» στήν Ε λλά δα 1.
Στις Αθηναϊκές εφημερίδες, στις 24 ’Απριλίου 1948, δημοσιεύθηκε μία είδη-
σις πού έλεγε: «Κατά τηλεγράφημα προς το ΎπουργεΤον Έ ξοκε ρικών, ή Ρουμα­
νία»] Κυθέρνησις έπέδυ>κε διά τοο έν Βελιγραδίω πρεοβευτου της προς τον εκεί 'Έ λ­
ληνα πρεσβευτήν διαμαρτυρίαν διά τάς δήθεν διώξεις, τάς όποιας υφίστανται αί έν
Έλλάδι ρουμανικαι μειονότητες. . . κλπ.».
Στο Bulletin Europeen τοϋ Ιδρύματος DRAGAN καί στό τεύχος τού ’Απρι­
λίου 19(59 ό καθηγητής Michel de !a Ventoliere έδημοσίευσε ένα άρθρο, όπου όμιλεϊ
γιά τήν ϋπαρξι Ρουμανικής μειονότητος στήν Πίνδο, ή όποια μειονότης καταπιέζεται
από το 'Ελληνικό Κράτος.
Καί ήμπορεί, βέβαια, στο τελευταίο νά μάς δόθηκε ή δυνατότης νά άπαντήσουμε
στόν άρθρογράφο καθηγητή μέ ένα δικό μας άρθρο2, άλλά το ζήτημα είναι δτι δλα
αυτά τά επεισόδια καί πολλές άλλες ένδείξεις, πού διαπιστώσαμε, άποκαλύπτουν δτι
τό ζήτημα τής ρουμανικής προπαγάνδας στήν Βόρειο Ε λλάδα βρίσκεται απλώς σέ
νεκρό σημείο. Φοβούμαστε ότι ήμπορεί νά υποβόσκει, αλλά βπιοσδήποτε όέν έξέλιπε
τελείως καί ότι περιμένει κάποια ευκαιρία γιά νά ξαναπαρουσιασθή. Περιμένει κά­
ποια δική μας αδυναμία, σάν έκείνη τής Συνθήκης τοϋ Βουκουρεστίου τοϋ 1913, γιά
νά Εαναζωντανέψη το μηδέν, οπω: πολύ χαρακτηριστικά τό άναφέρει σέ μια έργα-
σία του ό κ. Ευάγγελος Άβέρωφ καί όπως τό σημειώνει στόν πρόλογο τής ίδιας με­
λέτης καί ο άείμνηστος Σοφοκλής Βενιζέλοςλ
Ά λλά, ποιό είναι τέλος πάντων τό κύριο σώμα αυτού τοϋ ζητήματος γιά τό όποιο
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

έγινε τόση συζήτησις καί τόσο απασχόλησε άλλοτε σημαντικό μέρος του πληθυσμού
στην Ε λλάδα του Βορρά;
Σ ' αύτο τό ζήτημα θά προσπαθήσουμε νά απαντήσουμε, όσο είναι δυνατόν πιο
σύντομα, χωρίς όμως νά άφήσουμε κενά καί αμφιβολίες.
Οί Βλαχόφωνοι "Έλληνες στον Ελληνικό Χώρο (κυρίως Θεσσαλία, Μακεδο­
νία, ’Ήπειρο) πριν ένάμισυ αιώνα, όπο>ς γράφουν ξένοι περιηγηταί καί άλλοι έρευ-
νηταί4, υπολογίζονταν γύρω στους 75.000— 80.0000, ίσως καί περισσότεροι. Σήμε­
ρα πρέπει νά είναι πολύ λιγώτεροι, ίσως καί πιο κάτω από τούς μισούς, πού καί αυτοί
τείνουν σιγά - σιγά νά εγκαταλείψουν την λατινογενή τους διάλεκτο, τήν όποια οί
νέες γενεές δεν τήν μαθαίνουν πιά.
ΙΙαρά τον μικρό τους όμως αριθμό, έχουν μέσα τους, έπηυξημένη μάλιστα, τήν
ζωντάνια όλων των όρεινών Ελλήνων, από τούς όποιους συγκροτούνται ισχυροί, ε­
θνικοί, κοινωνικοί, πνευματικοί καί οικονομικοί παράγοντες, έτσι πού νά προκαλούν
άθελά τους τον σιιυπηλό φθόνο πολλές φορές τών άλλων Ελλήνων, πού ζουν μαζύ
τους (πράγμα πού πάλι έφερε μεγάλη εμπλοκή, έξαρσι καί υπερβολή σέ μιά μεταξύ
τους υποσυνείδητη διχοστασία, πού βοήθησε τήν ρουμανική προπαγάνδα στο νά έπαυ-
ξήση τό έδαφος τής δράσεώς της) .
Τό ζήτημα τών Βλαχοφιόνων αυτών απασχόλησε ζωηρά όλους τούς ιστορικούς,
πού είχαν σάν αντικείμενο τήν έξιστόρησι τών γεγονότων τής Ελληνικής Χερσονήσου.
"Ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή μελέτη κρατήθηκε σέ ύψηλά ακαδημαϊκά
έπίπεδα καί ήτο θέμα κυρίως τών ειδικευμένων ιστορικών, ενώ σάν πολιτικό θέμα,
όπως λέγει 6 Σοφ. Βενιζέλος στην ίδια μελέτη πού άναφέραμε προηγουμένιος5, αγνο­
ήθηκε σχεδόν τελείιος από τις Ε λληνικές Κυβερνήσεις.
Μετά τον πόλεμο όμιυς καί μετά τήν ηθική, αλλά κατάφορα άδικη, κακοποίησι
πού ύπέστη τό σύνολο τών Βλαχοφώνων, έξ αιτίας τής όράσεως κατά τήν Κατοχή
ολίγων άνοήτων ή συμφεροντολόγων ή καί πραγματικών προδοτών — οί οποίοι όμως
σέ αναλογία δέν ήσαν καθόλου περισσότεροι άπό τούς υπολοίπους "Έλληνας — πα­
ρουσιάζεται μία έξαρσις στήν έρευνα του θέματος, μέ σταθερή πλέον τήν πρόθεσι ότι
οί "Έλληνες πρέπει νά τελειώνουν έπί τέλους μέ αυτό τό θέμα, πού τόσο πολύ έτα-
λαιπώρησε καί έταλάνισε τούς Βλαχοφώνους.
Μορφωμένοι καί φιλότιμοι έρευνηταί6, άπό τούς Βλαχοφο)νους κυρίως, ρίχθηκαν
μέ πείσμα στη μελέτη του θέματος, εξονύχισαν κάθε τεκμήριο καί κάθε μαρτυρία, ά- ■Α
ναδίφισαν τις πηγές πάλι άπό τήν άρχή, ανακάλυψαν καινούργιες, έβασάνισαν κάθε rf
πληροφορία, γιά νά ίδοϋν τελικά τό φως τής δημοσιότητος εργασίες, πού λύουν τό
θέμα όριστικά καί απαντούν μέ αδιάσειστα "ιστορικά στοιχεία στήν κάθε, ηθελημένη
ή ακούσια, διαστρέβλωσι τής Ιστορικής αλήθειας.
Ά π ό τά πρώτα χρόνια τής Ρωμαϊκής έπεκτάσεως στήν Ελληνική Χερσόνησο
καί συγκεκριμένα άπό τον Β ', καί περισσότερο άπό τον Α" π.Χ. αιώνα, άρχίζει γιά
τήν Ε λλάδα γενικά, καί ιδιαίτερα γιά τόν χώρο τής Ηπείρου - Θεσσαλίας - Μακε­
δονίας, μία περίοδος, άπό φοβερές άναστατούσεις, άλλεπάλληλες βαρβαρικές έπιδρο-
μές άπό τόν Βορρά, πολλές άπό τις όποιες συσσωρέυσαν άνιστόρητες συμφορές, έπέ-
φεραν άναρίθμητες μετοικεσίες λαών καί δημιούργησαν πρωτοφανείς άλλοιώσεις πλη­
θυσμών* κακά, πού έμελλε νά σταματήσουν, γιά τήν πολυπαθή αυτή περιοχή, μέ τήν ,
έπικράτησι τού Τσλάμ, δηλαδή μετά άπό 1.500 χρόνια περίπου, οπότε τό βάρος τού
Προφήτου έθεσε τέρμα στις αναστατώσεις, γιά νά έπιβάλη ό ίδιος τόν άνείπωτο ζυγό *
τής πιό σκληροτράχηλης καί ωμής δουλείας.
Καί έπί όσον καιρό ή ισχύς τής Ρωμαϊκής Λύτοκρατοραίς διετηρεΐτο σέ ύψηλά ή
έπίπεδα, ή κατάστασις συνεκρατείτο σέ βαθμό άνεκτό, χωρίς άνεπανόρθωτες έπιπτώ- ·;
σεις στόν πληθυσμό. Ά π ό τότε όμως πού ή αυτοκρατορία τής Ρώμης άρχισε νά καταρ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

ρεη καί τό επίκεντρο τής δυνάμεώς της νά μ:ταφέρεται στην "Ανατολή, στό Βυζάντιο,
αλλά καί έκεί μέ άλλου είδους πια κεντρική εξουσία καί δχι μέ τήν φρόνιμη καί ρω­
μαλέα Ρωμαϊκή Σύγκλητο επικεφαλής τού Κράτους, ή δποία μέ τόση έπιτυχία κρα­
τούσε τά ηνία τής Ρώμης, τά πράγματα χειροτέρεψαν σέ σημείο πού οί αλλοιώσεις
των έγκατοίκων στις περιοχές αυτές νά καταντήσουν συνηθισμένο γεγονός, ένώ σέ με­
ρικές περιοχές οί αλλοιώσεις νά γίνουν ριζικές καί όριστικές.
Γιά τήν περίοδο αυτή, πού άναφέρεται σέ πολλούς αιώνες, ή Ε πιστήμη δέν δια­
θέτει πλήρη τά στοιχεία γιά νά σύνθεση τήν υπεύθυνη 'Ιστορία της. Δέν διαθέτει γρα­
πτές ή άλλες μαρτυρίες τής μορφής καί τής ευσυνειδησίας των κλασσικών χρόνων,
γιατί τά παληά πνευματικά κέντρα, τδ ένα μετά τό άλλο, έσβησαν υπό τήν πίεσι των
βαρβάριον καί απολίτιστων έπιδρομέων, καί θά άργήση πολύ γιά νά τά άντικατα-
στήση, έν μέρει καί μετά τόν θ ' αιώνα, τό Βυζάντιο, όπου θά άναγεννηθούν τά Γράμ­
ματα σέ βαθμό αντάξιο τής Κλασσικής καί τής Ελληνιστικής έποχής, αφού δμως θά
μεσολαβήση ένα χάσμα σκότους περισσότερο από πέντε αιώνες.
Οί σύγχρονοί μας ιστορικοί, πού προσπαθούν νά άρμολογήσουν τά τότε γεγο­
νότα, στηρίζονται σέ δευτέρας ποιότητος γραπτές μαρτυρίες διαφόρων χρονικογράφων
ή περιηγητούν, άπο τις όποιες πολύ λίγες είναι πραγματικές ιστορικές έργασίες, ένώ
οί περισσότερες έχουν τή μορφή ιστορικών μυθιστορημάτων, όταν δέν είναι προσω­
πικά λογοτεχνικά απομνημονεύματα ή ευτελή έγκώμια πρός τούς ισχυρούς τής έ-
ποχής.
Ή έπίμονη δμως προσπάθεια τών ανθρώπων τού πνεύματος τού ΙΘ ' καί τού Κ '
αίώνος κατώρθωσε νά σκιαγραφήση τά γεγονότα έκείνης τής έποχής — πού μάς έν-
διαφέρει περισσότερο — κατά ένα τρόπο αρκετά ικανοποιητικό, χωρίς αυτό νά ση-
μαίνη δτι οί ασάφειες καί αμφιβολίες έξέλιπαν τελείως.
Οί Ρωμαίοι, σέ όλες τις χώρες πού κατακτούσαν, δργάνωναν άμέσως τήν άσφά-
λεια τού τόπου καί τή βιοίκησι τής περιοχής. Γίρώτα - πρώτα, δηλαδή, συγκροτού­
σαν τό στρατό καί μετά τις κρατικές υπηρεσίες.
Α λλά, καί γιά τό ένα καί γιά τό άλλο, κατά ένα πολύ έξυπνο καί άξιοπρόσεκτο
τρόπο, χρησιμοποιούσαν τό εντόπιο ανθρώπινο δυναμικό, πλαισιωμένο μονάχα μέ πυ­
ρήνες — άξιωματικούς καί ανώτερους υπαλλήλους — από Ρωμαίους πολίτες. Αύτό οί
Ρωμαίοι τό έκαμναν από ανάγκη, γιατί 6 πληθυσμός τής Ρώμης ήτο πολύ όλίγος γιά
νά έξαρκέση σέ μιά όλοκληροηική έπάνδρωσι τού στρατού καί δλο)ν τών κρατικών
υπηρεσιών, πού απαιτούσαν οί ανάγκες ολιον τών έπαρχιών τής άχανούς Ρωμαϊκής
έπικρατείας.
Στό στρατό, όπιοσδήποτε καί οπιος είναι φυσικό, κατατάσσονταν κυρίως αγρότες
καί πρό παντός κάτοικοι όρεινών περιοχών, γιατί αύτοί καί πιό πτωχοί ήσαν γιά νά
έχουν κλίσι πρός τήν περιπέτεια καί τήν άναζήτησι τύχης, αλλά καί πιό πολεμικοί,
πιό σκληραγο>γημένσι καί πιό ρωμαλέοι. Καί δέν ήμπορούμε νά δεχθούμε δτι δέν έ-
γίνετο έπιλογή στήν κατάταξι τών άνδρών γιά τήν συγκρότησι τών ρωμαϊκών λεγε-
ώνων, οί όποιες άφησαν έποχή στήν παγκόσμια πολεμική ιστορία. Καί δσο γιά τις
ρωμαϊκές λεγεώνες στήν Ελληνική Χερσόνησο, όπο)ς οί λεγεώνες τής ’Ιλλυρίας καί
τής Μακεδονίας, δπως ξέρουμε από τήν 'Ιστορία, αποδείχθηκαν από τις έκλεκτότε-
ρες μονάδες τού Ριομαϊκοΰ Στρατού.
Σέ άνήσυχους τόπους δμως, οπού τό αίσθημα τής άντιστάσειος τού λαού κατά
τού κατακτητού ήτο ζωηρό, όπως στήν περιοχή πού έξετάζουμε, έκτός από τις κινη­
τές στρατιωτικές μονάδες — τις λεγεώνες — οί Ρωμαίοι συγκροτούσαν καί άλλες
τοπικές, σταθερές, από ένόπλους πού είχαν σάν αποστολή τήν άστυνόμευσι τού τόπου
καί πολύ περισσότερο τήν διατήρησι έλεύθερης τής έπικοινωνίας στους δρόμους καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

πρό παντός στις διαβάσεις των βουνών, όπου κατοικούσαν καί τα πιο άνυπότακτα
στοιχεία.
Αύτές τις σταθερές μονάδες τής υπαίθρου τις συγκροτούσαν από έντόπιους άνδρες,
πού τούς άποκαθιστοϋσαν γεωργικά ή από απομάχους λεγεωνάριους καί τις άποκα-
λουσαν βοηθητικές μονάδες, Auxilia7. ’Εδώ, έν άντιθέσει μέ τούς λεγεωνάριους, οί
όπλίτες ονομάζονταν arm ati (ό Ε νικός armatus) , δρο, πού στο πέρασμα των αιώνων,
οί Βλαχόφωνοι, Ιπιτάσσοντας κατά την συνήθειά τους τό άρθρο τους τοϋ ΈνικοΟ
λ ο υ ή τού Πληθυντικού λ ι, τό έκαμαν ά ρ μ ά τ ο υ λ ο υ (armatus + lu
arm atulu) καί ά ρ μ α τ ό λ ι, πού αργότερα έλληνοποιήθηκαν στά ά ρ μ α τ ο-
λ ό ς καί α ρ μ α τ ο λ ο ί .
’Από τό άλλο μέρος σάν κρατικοί λειτουργοί προσλαμβάνονταν άνθρωποι των πό­
λεων,, αστοί μορφωμένοι, πού θά ήμποροϋσαν γρήγορα νά προσαρμοσθούν καί νά συγ­
κροτήσουν τον γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό9.
Τόσο όμως ό Ρωμαϊκός Στρατός, όσο καί οί Διοικητικές "Υπηρεσίες είχαν ανάγ­
κη από μιά ένιαία γλώσσα γιά νά συγκροτηθούν καί νά λειτουργήσουν σάν ένιαίο
σύνολο. Ό Στρατός γιά νά Οργανιυθή, νά έκπαιδευθή καί νά δράση, όπως καί οί κρα­
τικοί λειτουργοί γιά νά διεκπεραιιόσουν την υπηρεσία τους, έπρεπε νά συνεννοούνται
σέ μιά γλώσσα καί ή γλώσσα αυτή ήτο ή Λατινική. Στη Λατινική έκπέμπονται τά
στρατιωτικά παραγγέλματα, στή Λατινική ήσαν διατυπωμένοι οί στρατιωτικοί κανο­
νισμοί καί οί στρατκοτικοί όροι καί στή Λατινική συντάσσονταν τά έγγραφα τού Κρά­
τους9.
Ε κ τός άπό όλα αυτά, ή Λατινική έγινε άπαραίτητη καί σέ πολλούς άλλους αν­
θρώπους, πού ήμπορεί νά είχαν έλεύΟερα επαγγέλματα σάν έπαγγελματίες ή έπιστή-
μονες, γιά νά έργασθοϋν όμως ήσαν ύποχρειομένοι νά συνεννοούνται μέ τον Στρατό
καί μέ τήν Διοίκησι στήν έπίσημη γλώσσα τού Κράτους. ’Αλλά καί άλλοι ακόμα,
όπως οί όργανισμοί τοπικής αύτοδιοικήσεως, οί μεταφορείς κ.ά., ήσαν ύποχρεωμένοι
νά μάθουν τά Λατινικά, γιά νά ήμπορέσουν νά λειτουργήσουν καί νά ζήσουν στο και­
νούργιο κράτος.
’Έτσι όμως, ή Λατινική γλώσσα εισχωρούσε καί μεταδίδετο σέ ολόκληρο τό λαό.
Καί όπου 6 Στρατός ήτο πολυπληθέστερος καί μονιμώτερος καί οί Διοικήσεις ισχυρό­
τερες, εκεί καί ο λατινόγλιοσσος πληθυσμός αυξάνονταν γρηγορώτερα. Καί όπου η
τοπική γλώσσα ήτο πιο πρωτόγονη, πιο κατώτερη άπό τή γλώσσα τών Ρωμαίων, ή
Λατινική έξερρίζωνε τελείως τήν διάλεκτο τών έντοπάον, όπιος έγινε στή Δύσι καί στή
Δακία, όπου όλοι έγιναν λατινόγλωσσοι, σέ μιά εξελικτική τοπική μορφή τής γλώσ-
σης, όπως τήν διαμόρφωσε ή τοπική άρθριοσις, ή οποία διατήρησε τά ισχυρά τοπικά
φιονητικά στοιχεία της. Κατά τόπους πήρε διαφορετική έξέλιξι, γιά ν’ άποκτήση, μέ
τό πέρασμα τών αιώνων, τή δική της προσωπικότητα10.
Στή Νότιο Ε λλάδα όμως, όπου ή Ρωμαϊκή παρουσία ήτο χαλαρώτερη — όλοι
οί Ρωμαίοι σεβάσθηκαν έκεί τό Ελληνικό μεγαλείο — καί ή Ελληνική γλώσσα ι­
σχυρότερη άπό τήν Λατινική — άφού άνάγκαζε καί τούς Ρωμαίους νά μαθαίνουν
Ε λλη νικά , άν ήθελαν νά θεωρηθούν μορφωμένοι — αλλά καί όπου άκόμα καί οί πο­
λεμικές άναστατώσεις ήσαν λιγώτερες καί μικρότερης διάρκειας, ή Λατινική γλώσσα
οέν ήμπόρεσε νά είσδύση καί νά μείνη στο λαό. Καί αυτά τά άπαραίτητα στοιχεία
πού ίσως άναγκάσθηκε νά μάθη γιά νά συνεννοηθή μέ τον Ρωμαίο κυρίαρχο, όπου
δέν τον έξελλήνισε, έσβησαν μπροστά στήν υπεροχή καί τή λάμψι τής Ελληνικής
γλώσσης11.
Στό Βόρειο τμήμα τής "Ελληνικής Χερσονήσου, καί ειδικά στήν ’Ήπειρο, Θεσ­
σαλία, Μακεδονία, δέν έγινε αυτό πού έγινε στή Δύσι, άλλά ούτε καί αυτό πού συνέβη
στή Νότιο "Ελλάδα. Καί δέν έγινε αυτό πού έγινε στή Δύσι, γιατί καί εδώ ή Έλλη-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

νική γλώσσα άντιστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού. Δέν ήμπόρεσε δμο>ς
να συμβή αυτό πού συνέβη στ^ Νότιο Ελλάδα, γιατί έδώ τά πολεμικά γεγονότα ήσαν
συχνότερα, άφού στο χώρο αυτόν έγιναν cl πιο αποφασιστικές μάχες τής 'Ιστορίας*
ό μόνιμος Ρωμαϊκός Στρατό; ήτο πολυπληθέστερος καί συνεχώς σχεδόν έκεϊ έγκατε-
στημένος* οί ξενικές επιδρομές φοβερώτερες, από τις φοβεριότερες βλόκληρης τής Εύ-
ρώπης* καί τέλος ό χώρος αυτός παρέμεινε ό διάδρομος, άπό δπου υποχρεωτικά έ­
πρεπε νά περάσουν, έπιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, οί έμπόλεμοι, όταν έπρόκειτο νά κι­
νηθούν προς κάθε κατεύθυνσι.
Έ τσ ι, σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, στο χώρο πού μάς ενδιαφέρει καί έξετάζουμε
έδώ, δημιουργήθηκε μία διγλωσσία στόν πληθυσμό, ή όποια κράτησε, άν δέν έπαυξή-
Οηκε, καί κατά τούς πρώτους αιώνες τού Βυζαντίου. "Ενα μέρος τού πληθυσμού, ή ή-
γετική τάξις — στρατός καί διοίκησις — καί οί συναλλασσόμενοι μαζύ τους, έγινε
λατινόγλωσσο, μέ την ειδική τοπική του άρθρωσι, καί θεο>ρήθηκε άπό δλους σάν ό
εκπρόσωπος τού κυριάρχου, αφού εξυπηρετούσε τά συμφέροντά του, καί ένα άλλο μέ­
ρος πού παρέμεινε ελληνόγλωσσο.
Αυτήν τήν κατάστασι βρήκαν καί αντιμετώπισαν δλοι οί έπιδρομεϊς κατά του
Ρωμαϊκού Κράτους στήν αρχή καί κατά τού Βυζαντινού άργότερα. Θέλοντας νά έ-
ξουδετερώσουν τήν Ρωμαϊκή ή τήν Βυζαντινή κυριαρχία, χτύπησαν άλύπητα, δχι
μονάχα τόν έ'/Ορικό στρατό, αλλά καί τούς λατινογλώσσους, πού ήσαν καί οί φορείς
τής εχθρικής ισχύος, καί μετά δλους τούς άλλους, πού καταντούσαν εύκολη λεία τους.
Οί λατινόγλωσσοι, εϊτε έν ένεργεία στρατιωτικοί εϊτε άπόστρατοι, είτε ακόμα
καί κρατικοί λειτουργοί, αντιμετώπισαν κρίσιμες καταστάσεις, βρέθηκαν υπό διωγμόν,
υπό έξόντωσιν. Τά στρατιωτικά τμήματα, σιγά - σιγά, διαλύθηκαν καί οί κρατικές
υπηρεσίες καταργήθηκαν. Ιίόλεις, διοικητικά κέντρα λατινογλώσσων, δπως οί Στό-
6οι, ή Κασσάνδρα, ή Πέλλα καί τόσα άλλα, τότε καταστράφηκαν. ’Άνθρωποι σκοτώ­
θηκαν, άνθρωποι έξανδραποδίσθηκαν. "Οσ^ι διασώθηκαν, καί ήτο φυσικό νά διασω­
θούν άπό εκείνους πού ανήκαν στο στρατό, αφού ήσαν οί ρωμαλεώτεροι καί οί πιό α­
τίθασοι, ζήτησαν καί βρήκαν καταφύγιο στους τόπους καταγωγής τους, ή στά βουνά,
οπού παρέμεναν οί ομοιοπαθείς τους armati καί οπού ή κατάστασις είχε διαφορετική
έςέλιξι.
Ένώ στά πεδινά μέρη, σιγά - σιγά, οί λατινόγλωσσοι θά έκλείψουν, είτε άπό
τόν αμείλικτο διωγμό πού θά ύποστούν, είτε άπό τήν έπικράτησι τής Ε λληνικής γλώσ-
σης στο Βυζάντιο, στά βουνά, αντίθετα, οί έπιδρομεϊς ποτέ δέν θά ήμπορέσουν νά έπι-
κρατήσουν μόνιμα καί ολοκληρωτικά. Οί έκεϊ εγκατεστημένοι λατινόγλωσσοι όπλίτες,
μόνιμοι φύλακες στις όδεύσεις καί στις διαβάσεις, πληθυνόμενοι καί μέ τούς καταδιω-
κομένους του κάμπου, θά διασωθούν σέ μεγάλη αναλογία, δχι μονάχα στήν Ε λληνική
Χερσόνησο, άλλα καί σέ δλες τις όροσειρές πού βρέθηκαν ύπηρετοϋντες — στις Ραι-
τικές Ά λ π εις, στις Ίουλιανές, στις Δειναοικές, στίς Δαλματικές, στόν Αίμο καί στά
Πυρηναία ακόμα — καί θά παρατείνουν έκεϊ καρφωμένοι στά άγονα βουνά τους, ά-
πολαμβάνοντας δμως τήν κάποια έλευθεο'α τους, πού τούς τήν παρείχε τό άπρόσιτο
τού τόπου, αλλά καί τό άγονο τού έολφ^υς, πού δέν προκαλούσε τήν βουλιμία τού κα-
τακτητού.
’Έτσι δμο>ς συνέβη καί κάτι άλλο. Οί ορεινοί αυτοί λατινόγλωσσοι έπειδή υπη­
ρέτησαν έπί πολλά χρόνια στο στρατό, έγιναν οί καλλίτεροι έπαγγελματίες στρατιώ­
τες, επάγγελμα πού τό κληρονόμησαν καί οί άπόγονοί τους καί τό οιετήρησαν έπί
αιώνες12.
Έδώ είμαστε υποχρεωμένοι νά έπισημάνουμε δτι δλα αύτά τά γεγονότα, πού
μέ τόσο λίγα λόγια έκθέτουμε ήμεϊς έδώ, ούτε τόσο απλά έγιναν, ούτε καί σέ σύντομο
χρονικό διάστημα διαδραματίσθηκαν.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Ή μετάπτωσις αύτών των λατινογλώσσων άπό την επίζηλη θέσι τους στον πανί­
σχυρο Ρωμαϊκό ή Βυζαντινό στρατό η καί στή διοίκησι του Κράτους στην θέσι του
κατατρεγμένου και του φυγάδος ατά βουνά της Ελληνικής Χερσονήσου κράτησε αιώ­
νες, άφού πέρασε πολυκύμαντα στάδια καί γνώρισε φοβερές περιπέτειες, πού ίσως
οί φοβερώτερες υπήρξαν μετά την έπικράτησι τής Ελληνικής γλώσσης στο Βυζάντιο.
Γιατί τότε ακριβώς στους διώκτες τους προσετέθησαν καί οί ελληνόγλωσσοι Βυζαν-
τινοι»13 .
Τόσο οί χρονικογράφοι εκείνης τής εποχής, όσο καί οί σύγχρονοί μας Ιστορικοί,
πού άσχολοϋνται μέ την ίστορία τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, άναφέρονται έν έκ-
τάσει γ ι’ αυτούς τούς λατινογλώσσους, πού τούς άποκαλοΰν Βλάχους, καί τούς όποιους
πάρα πολλές φορές τούς παρουσιάζουν σάν προηαγωνιστάς σέ σημαντικά καί κοσμοϊ-
στορικά γεγονότα. Καί ανάλογα μέ την Ισωτερική τους διάθεσι ή την δική τους το-
ποθέτησι ή καί την επιστημονική τους ευσυνειδησία, άλλοτε τούς έκθειάζουν σάν
ζωντανό καί ρωμαλέο λαό, ενώ τις περισσότερες φορές τούς ρυπαίνουν μέ τούς χειρό­
τερους χαρακτηρισμούς καί μέ το χειρότερο υβρεολόγιο14.
'Ό λα όμως αυτά σημαίνουν ότι όλος αυτός ό κόσμος σέ όλες τις έποχές άρνήθηκε
επίμονα νά παραμείνη στά παρασκήνια, άλλα θαρρετά πάλαιψε στο προσκήνιο τής
Ιστορίας γιά νά έπιζήση, αλλά καί νά διάσωση, σέ μερικές μάλιστα περιοχές μονά­
χος αυτός, όλες τις ηθικές δυνάμεις πού συνθέτουν τον "Ελληνα, την άγάπη προς την
Πατρίδα, την προσήλωσι στή θρησκεαί καί στην πατριαρχική οικογένεια.
Πιστεύουμε ότι ό Cousineryb συνέλαβε πληρέστερα αυτό το θέμα των έκλατινι-
σθέντων στή γλώσσα Ελλήνων καί ότι τά όσα σύντομα, άλλα μέ μεγάλη σαφήνεια,
έκεΐνος εκθέτει, δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από έκεΐνα στά όποια καταλήγουν καί
άλλοι ξένοι16, άλλά καί δικοί μας έρευνηταί, όπως 6 Κεραμόπουλος17, ό Παπαβασιλεί-
ου18, 6 Λιακός19, ό Χρυσοχόου20, ό Παπαγειοργίου21, ο Κουτσογιάννης22, ό Ά νέ-
στης23 κ.ά.
Αυτοί οί διιοκόμενοι άπό όλους ελεύθεροι "Ελληνες, άφοϋ πέρασαν άρχικά από
τό στάδιο τής καλυβένιας στέγης, γιά την οποία ζωντανή μέχρι σήμερα παραμένει
ή παράδοσις σέ όλους τούς τόπους τους24, άρχισαν σιγά - σιγά νά συγκροτούν μονιμώ-
τερες κατοικίες, σέ μικρούς ή μεγάλους οικισμούς, όσο τούς επέτρεπαν οί περιστάσεις
καί οί περιπέτειες των πολέμιον.
Τελικά, στά βουνά τής Βορείου Ελλάδος — Ή πειρο,, Θεσσαλία, Μακεδονία —
βρέθηκαν έγκατεστημένοι σέ αξιόλογους οικισμούς Βλαχόφωνοι Έ λληνες, οι Οποιζι
αμείωτο καί αδιάπτωτο διατηρώντας μέσα ατούς αιώνες τό εθνικό τους φρόνημα, στον
προφορικό λόγο χρησιμοποιούσαν τό λατινογενές έπίκτητο ιδίωμά τους, ένώ στον γρα­
πτό τους, στον εκκλησιασμό τους καί στή μούσα τους επί τό πλειστόν, χρησιμοποι­
ούσαν τήν Ε λληνική γλώσσα, την οποία μάλιστα διατήρησαν καθαρότερη καί μέ λι-
γώτερα ξενικά στοιχεία άπό τούς Ελληνοφώνους γείτονες τους στον ίδιο χώρο.
Καί ένώ στή Λύσι καί στή Δακία καί άλλου ή παληά γλώσσα θά ξεχασθή γιά
νά έπικρατήση ή καινούργια λατινογενής — στή Γαλλία άπό τον θ ' αίώνα, στήν Ι ­
ταλία άπό τον Γ , στήν 'Ισπανία, Πορτογαλία καί Ραιτία άπό τον ΙΒ ' καί στή Ρου­
μανία άπό τόν Ι Σ Τ ' αιώνα25 - - έδώ στά βουνά τά δικά μας θά συμβή τό αντίθετο.
"Οσο περνούσαν τά χρόνια καί όσο ή ηρεμία άπό τις μετοικεσίες άποκαθίστατο — ει­
δικά άπό τήν Ιποχή τής Τουρκικής έπικρατήσεως — αυτοί οί Έ λληνες έπανέρχον-
ταν στήν έθνική τους γλώσσα καί στον προφορικό λόγο, κατέβαιναν στις πολιτείες,
ξενιτεύονταν, γίνονταν αστοί, καλλιεργούσαν τά γράμματα — πρώτοι αυτοί άνάμεσα
ατούς υποδούλους "Ελληνες, όπως άποδεικνύουν τά εκπαιδευτικά καθιδρύματα τής
Μοσχοπόλεως, τών Ζαγορίων κ.ά. — διδάσκοντας καί γράφοντας πάντοτε στήν Ε λ ­
ληνική γλώσσα, άναδεικνύοντας Πατριάρχες καί Α ρχιερείς καί Δασκάλους τού Γέ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

νους' πρώτοι αυτοί στους έθνικούς αγώνες και στίς έθνικές διυρεές καί ευεργεσίες.
Λέγουν μερικοί ανθέλληνες — δήθεν Ιστορικοί πού πολιτικολογούν — ότι ή
Ελληνική γλώσσα έπεκράτησε τελικά στους Βλαχοφώνους χάρις στήν Ε κκλησία τής
Κωνσταντινουπόλειυς καί αργότερα χάρις στήν καταπίεσι του Ελληνικού Κράτους.
Πρώτα - πρώτα, ξεκινώντας από τό δεύτερο, ή διγλωσσία στους Βλαχοφώνους
υπήρχε πάντοτε καί πολύ πριν άναστηθή το Ελληνικό Κράτος, πράγμα πού τό άπο-
οεικνύουν τά έπί Τουρκοκρατίας έκπαιοευτήρια τών Βλαχοφώνιυν, σέ έποχή μάλιστα
πού δέν είχαν ακόμα συγκροτηθή παρόμοια στούς τόπους άλλων Ελλήνων.
Καί όσο για τήν έπίόρασι τής Εκκλησίας τής Κιονσταντινουπόλεως, συνέβη ά-
κριβώς το αντίθετο. ()ί Βλαχόφωνοι κα τα δέχθη καν μέ κάθε τρόπο από τούς Πολίτες
— Τερο)μένους καί Φαναριώτες — μέ αποκορύφωμα τήν κατάργησι, κατά τόν ΙΗ '
αιώνα, τής ’Αρχιεπισκοπής τής Πρώτης Ίουστινιανής τών Α χριδώ ν, ή όποία μέ τούς
εντοπίους ιεράρχες της, κατά τό πλείστον, όπως ό πολύς Ίωσάφατ καί άλλοι, στά­
θηκε στούς αιώνες Ελληνικός φάρος καί άνασχετικό φράγμα στον σλαβικό χείμαρρο26.
Α λλά, άφοϋ ή Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως είχε τόση δύναμι, γιατί δέν
κατώρθο)σε νά έπιβάλη τήν Ε λληνική Γλώσσα καί στούς λατινογλιόσσους, δέν λέ­
γουμε τής Δακίας, άλλά τουλάχιστον τού Λιμού, πού είναι καί πιο κοντά στήν Κων-
σταντινούπολι ή τού Σβέτι Ίλιγίνσκι Βερτκόβε ή τών ’Αλβανικών νΑλπεων, όπου
παντού έπί αιώνες στήν Ελληνική γλώσσα έκκλησιάζοντο οί έκεΐ λαοί;
Το έπιχείρημα αυτό είναι τελείοίς αντιεπιστημονικό. Γιατί δέν υπάρχει ιστορικό
παράδειγμα, πουθενά τού κόσμου, όπου ή θρησκεία νά κατώρθιοσε νά έπιβάλη στούς
πιστούς της τή γλώσσα τών Γραμμάτων της ή τού έκκλησιασμού της. Ούτε ό Μωά-
".cO, άλλά ούτε καί ό Πάπας — για νά μείνουμε σ’ αυτά τά όυό πιό ζωντανά πα ρα ­
δείγματα — τό κατώρθωσαν, πού μέ τόση πίεσι και μέ τόσο ισχυρά μέσα συνεκρά-
τησαν τή θρησκεία τους.
’Αλλά όλα αυτά άποόεικνύουν καί κάτι άλλο ακόμα. ’Αφού οί 'Έλληνες αυτοί
πάλαιψαν έπί αιώνες γιά τήν έπιοίωσί του", γιά τήν διάσιυσι τής έθνικής τους συνει-
οήσεως καί θρησκείας — έδώ αξίζει νά υπενθυμίσουμε οτι στούς καταλόγους τών έ-
ξισλαμισθέντων Χριστιανών, πού άναφέρονται στα αρχεία τών Τουρκικών Ιε ρ ο δ ι­
κείων τής Μακεδονίας, πού μετέφρασε καί έόημοσίευσε ό κ. Βασδραβέλλης27, καθώς
καί ατά χωριά τούν Βαλαάδων τής Δυτικήc Μακεδονίας, δέν άναφέρεται ούτε ένας
Ηλαχόφωνος — οί 'Έλληνες αυτοί παρουσιάζονται στο έθνικό προσκήνιο νά αναλαμ­
βάνουν πάλι τά παληά τών όρεινών Ελλήνων προτερήματα τής μεγαλωσύνης, τής
παλληκαριάς καί τής φιλοπατρίας, πού έλάνθαναν κατά τήν διάρκεια τής λαίλαπος
τών αίώνο>ν.
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί, μερικοί μάλιστα πολύ σοβαροί28, παρασυρόμενοι από
κάποια ομοιότητα τής γλώσσης, άλλά καί από τό κοινό όνομα Β λ ά χ ο ι — σ’ αύτό
ασχολούμεθα πιό κάτω — ταυτίζουν ή καλλίτερα θεο>ρούν ότι είναι τής ίδιας προε-
λεύσεως καί έθνότητος οί Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώρου (’Ήπειρος, Θεσσαλία,
Μακεδονία) μέ τούς Βλάχους τής ΙΙαριστρίου περιοχής καί τού Αίμου τής Βουλγα­
ρίας, οί όποιοι υπήρξαν καί πριυταγωνισταί στη δημιουργία, κατά τόν ΙΑ ' αίώνα,
του Βλάχο - Βουλγαρικού κράτους τών Άσανιδών, πού τόσα πράγματα δημιούργησε
στο Βυζάντιο.
Ή σύγχυσις αυτή — γιατί γιά καθαρή σύγχυσι πρόκειται — προήλθε από τις
χωρίς έπιστημονική ευθύνη διηγήσεις πολλών χρονικογράφων τού Βυζαντίου, όπο)ς ό
Χωνιάτης29, 6 Κίνναμος30, ό Χαλκοκονούλης31, ό Κεκαυμένος32 κ.ά., οί όποιοι μέ α­
κράτητη έπιπολαιότητα γράφουν δ,τι θέλουν έπάνο) σ’ αύτό τό θέμα. ’Εκδηλώνοντας
καί τήν έσωτερική τους εχθρική διάθεσι πρός τούς Βλάχους τού Αίμου, περιλαμβά­
νουν σ’ αυτούς όλους τούς Βλαχοφιυνους τής Ε λληνικής Χερσονήσου καί προσθέτουν
ΕΣΤΙΑ»

μάλιστα ότι οί της Βορείου Ελλάδος προέρχονται άπό μετοικεσία άπό τήν περιοχή
του Δουνάβεως.
Αύτό όμως, όπως μέ επιμονή καί σχολαστικότητα έρευνήθηκε άπό τούς σύγ­
χρονους ιστορικούς, δικούς μας καί ξένους, μέ βάσι και καινούργια στοιχεία πού άπο-
καλύφθηκαν, ο εν στηρίζεται σέ καμιά μαρτυρία έκείνης τής έποχής. Καί ούτε ήμπο-
ροΟσε ποτέ μια τόσο μεγάλου πληθυσμού μετοικεσία — γιατί τότε έπρόκειτο για έκα-
τοντάοες χιλιάδες ψυχών — νά μή άναφέρεται άπό κανέναν σύγχρονο Ιστορικό ή
χρονικογράφο, τήν στιγμή πού άναφέρεται ή μετοικεσία των όλίγων Πετσενέγκων
του Παίκου, πού οέν υπήρξαν Έ λληνες καί γ ι’ αύτό, άφοϋ άλλαςοπίστησαν άργότερα,
έφυγαν άπό τήν Έλλάόα μέ τήν Έλληνο - Τουρκική άνταλλαγή33.
’Αλλά κατά τήν θεοηοία αύτής τής μετοικεσίας, θά έπρεπε τότε καί οί λατινό-
γλιοσσοι τής Ραιτίας, τής Ε λβετίας, των "Γουλιανών καί των Δειναρικών Ά λπεω ν,
όπως καί τής Δαλματίας — αύτών οί λατινογενείς διάλεκτοι ομοιάζουν περισσότερο
άπό κάθε άλλη μέ τήν διάλεκτο τών Βλαχοφώνων — νά έχουν μετοικήσει άπό τον
Δούναβι, πράγμα πού θά άποδείκνυε άκρα επιπολαιότητα καί επιστημονική ά συνεί­
δη σία.
Καί, τέλος, κατά ποία λογική σκέψι θά ήμπορούσαμε νά δικαιολογήσουμε τήν
μετοικεσία μια; τόσο μεγάλης μάζης πληθυσμού, ό όποιος έγκατέλειψε τις γόνιμες
πεδιάδες τής Δακίας, γιά νά έλθη νά σκαλώση στά άγονα καί άφιλόξενα βουνά τής
Βορείου Ε λλάδος;
Έ κτος όμως άπό όλα αύτά, οί άνθρωπολογικές έρευνες τού καθηγητού άνθριο-
πολόγου Ά ρ η Πουλιανού34 στον Ελληνικό Χώρο καί τού Ρώσου Μ. Β. Σεργκέβσκι33
στήν περιοχήν τού Δουνάβεως, άποόεικνύουν ότι οι Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώ­
ρου είναι αύτόχθονες καί δέν έχουν καμμία ομοιότητα με τούς κατοίκους τού Δούναβι
καί τού Αίμου, θέτοντας έτσι τελεία καί παύλα σέ μιά διχογνωμία, πού ταλαιπωρούσε
τον πνευματικό κόσμο, ό όποιος προσπαθούσε νά λύση το πρόβλημα μονάχα μέ τα δε­
δομένα τής Γραμματολογίας, πού καί αύτά, άν χωρίς πολιτική προκατάληψι τά έξε-
τάση κανένας, θά καταλήξη άβίαστα στό ίδιο άκριβώς συμπέρασμα36.
ΟΙ έρευνες καί οί μελέτες τού Ά ρ η Πουλιανού κατέληξαν καί σέ ενα άλλο, ά
κόμα πιο άμάχητο, συμπέρασμα. ΟΙ Βλαχόφωνοι τού Ελληνικού Χώρου δέν Ομοιά­
ζουν άπολύτως μεταξύ τους. Δέν είναι τής ίδιας άκριβώς άνθρωπομετρικής κλίμακος,
όπως το αναφέρει97. Α ντίθετα ομοιάζουν μέ τούς Ελληνοφώνους τής γειτονικής τους
περιοχής. Έ τσ ι, οί Βλαχόφωνοι τής Δυτικής Μακεδονίας ομοιάζουν τούς Ελληνοφώ­
νους γείτονές τους τών Γρεβενών καί τού Βοιου. ΟΙ τού Ζαγορίου δέν ομοιάζουν μέ
τούς Βλαχοφώνους τής Δυτικής Μακεδονίας, άλλά μέ τούς Ελληνοφώνους Ηπειρώ-
τες γείτονές τους. Το ίδιο συμβαίνει καί παντού άλλού. Πράγμα πού σημαίνει ότι οί
Βλαχόφιονοι στήν Ε λλάδα είναι αναμφισβήτητα έκλατινισμένοι στή γλώσσα γηγε­
νείς κάτοικοι38.
Τόση μάλιστα είναι ή όμοιότης αύτή τών Βλαχοφώνων μέ τούς άλλους Έ λ λ η ­
νας. ώστε πολλοί καί σοβαροί έρευνηταί νά ξεγελασθούν εύκολα. Ό Ami Boue γρά­
φει39: «Λαός πού δύσκολα Ξε/μυρίζει κανένας μερικές μόρες άπό τούς άλλους Έ λ ­
ληνες είναι οι Βλάχοι. . .». Ό Leak40 πάλι λέγει: «Το Κηπουριό, ενα άπό τά μικρά
Βλαχικά χ/υριά, πού τό περισσότερο τό είδαμε άπό τις δυο μεριές τού δρόμου. .
Ε ννοεί Οπωσδήποτε τούς κατοίκους τού Κηπουριού. οί όποιοι όμως είναι Ελληνόφω­
νοι. Ά λ λ ά καί αύτός ό Πουλιανός διαπιστώνει41: «Κοπατσαραίοι, Βλάχοι πού δέν ο­
μιλούν Βλάχικα, άλλά μόνον Ελληνικά. .
Ά λ λ ά καί πιο πέρα άκόμα. Παρ’ ότι ή γλώσσα, δπιυς λέγουν διάφοροι έρευνη­
ταί, όπως ό Beloch42, ό W eigand43, ό Παπαευγενίου44 κ.ά., δέν είναι τό άσφαλέστερο
κριτήριο γιά τήν άτομικότητα καί τήν εθνικότητα τών κάτοικον/ — γιατί άλλοιώς οί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

Τουρκόφωνοι "Ελληνες πρόσφυγες δέν θά έρχονταν στήν Ε λλάδα — έν τούτοις, στην


προκειμένη περίπτωσι, καί από γλωσσολογική άποψι στο ίδιο συμπέρασμα κατα­
λήγουμε.
Τό άνθροίπολογιχό καί γλωσσολογικό υλικό, πού συγκέντρωσε πριν λίγα χρόνια
6 Ρώσος Β. Β. Μπουνιά*/.45 στίς δυο επαρχίες τής Ρουμανίας, την Ό λτένια (Μικρή
Βλαχία) καί την Μουντένια (Μεγάλη Β λαχία), δεν έχει καμμιά όμοιότητα μέ τα άν-
θρωπολογικά καί τά γλωσσολογικά στοιχεία των Βλαχοφώνων τής Ελλάδος. "Η καλ­
λίτερα, ήμποροϋμε νά πούμε δτι ή ομοιότης τους δέν είναι μεγαλύτερη από δση είναι
ή ομοιότης τής Τσπανικήσ μέ την Πορτογαλική γλώσσα, ή άκόμα και μέ την κοινή
τής Νοτίου Γαλλίας, την Προβηγκιανή, χωρίς αύτό νά σημαίνη καθόλου δτι οί 'Ισπα­
νοί, οί Πορτογάλοι καί οί Προβηγκιανοί έχουν τήν ίδια έθνικότητα46.
Ά λλα καί αυτός ο Ρουμάνος Γιόργκα47, πριν πολιτικολογήση μέ τις έργασίες του,
έκαμνε τις ίδιες διαπίστωσε»ς καί έγραφε δτι οί Βλαχόφωνοι τής Ελλάδος δέν έχουν
καμμιά σχέσι μέ τούς άλλους λαούς τής Χερσονήσου του Αίμου, πού όμιλοϋν λατινογε­
νείς γλώσσες.
Πολλή συζήτησις έγινε έπίσης, πού έν μέρει συνεχίζεται άκόμα καί σήμερα,
για τήν προσωνυμία Β λ ά χ ο ι , ή οποία έχει δύο σκέλη.
Ά πο τό ένα μέρος πεοιστρέφεται στο νά λυθή τό θέμα τής προελεύσεως τής
προσωνυμίας καί άπο τό άλλο στό νά δοθή μία Ικανοποιητική άπάντησις στό περίερ­
γο φαινόμενο, δτι ένώ οί Βλαχόφωνοι αυτοί πληθυσμοί άποκαλουνται άπό δλους Βλά­
χοι, οί ίδιοι μεταξύ τους αύτοαποκαλοΰνται armani.
Μετά άπό τις περισπούδαστες μελέτες τής τελευταίας τριακονταετίας, τό θέμα
θά πρέπει νά θεωρηθή έςηντλημνέο.
Πρώτα - πρώτα, ή προσωνυμία Β λ ά χ ο ι δέν προέρχεται άπό τήν λατινο­
γενή γλώσσα των Βλαχοφώνων. Δέν εί'/at λέξις ίδική τους.
Οί περισσότεροι, άν μή δλοι, οί ιστορικοί — έκτος άπό τόν Κεραμόπουλο, πού
έχει ίδική του άποψι — υποστηρίζουν οτι ή προσωνυμία προήλθε άπό τήν γερμανική
λέξι welsch καί walsch μέ τήν όποια άποκαλοΟν οί Γερμανόφωνοι δλους τούς λατινο-
φώνους λαούς, μέ τούς οποίους γειτονεύουν48.
Λυτήν τήν Γερμανική προσιυνυμία τήν παρέλαβαν, κατά τούς ίδιους πάντα Ιστο­
ρικούς, οί Σλάβοι πού αρχικά έγκαταστάθηκαν στήν περιοχή τής Τρανσυλβανίας καί
παραλλαγμένη στη γλώσσα τους σέ Β λ α χ καί Β λ α χ ι τήν μετέφεραν καί
τήν μετέδιοσαν σέ όλόκληρη τήν Ε λληνική Χερσόνησο. ’Έ τσι πολιτογραφήθηκε στά
λεξιλόγια δλιυν των λαών τής χερσονήσου, χωρίς όμως νά καταχωρηθή ποτέ στό λε­
ξιλόγιο τών Βλαχοφώνων, άφού τούς ήτο άκατανόητη.
Στό θέμα όμως αύτό υπάρχει καί μία άλλη άποψις, πού δέν έχει έξετασθή καλά
£μέχρι σήμερα.
Δέν είχαμε πεισθή άπολύτως μέ τήν προηγουμένη έξήγηση τής προελεύσεως
του ορού Β λ ά χ ο ι άπό τήν Γερμανική λέςι welsch49. Καί δέν είχαμε πεισθή,
^γιατί μάταια έρευνήσαμε καί δέν βρήκαμε πουθενά στήν Ιστορία έναν τέτοιας μορ­
φής καί τόσης διάρκειας συγχρωτισμό Σλάβων και Γερμανοφώνιον στόν γειτονικό
χώρο τών λατινογλώσσων τής Ε λληνικής Χερσονήσου, ώστε νά υιοθετήσουν οί Σλά­
βοι τήν Γερμανική προσωνυμία welsch για τούς Βλαχοφούνους. ΓΓ αύτό δώσαμε ευ­
ρύτερη έκτασι στήν ερευνά μας καί βρήκαμε καινούργια στοιχεία γιά τό θέμα μας.
φ Στό «Die Altslavische Sprache» τοϋ Milan Simovich50 είδαμε δτι ή λέξις
|Β λ ά χ καί πληθυντικός Β λ ά σ ι στην παλαιοσλαβική γλώσσα σημαίνει ξ έ-
,ν ο c, πού άργότερα στις νεοσλαβικές γλώσσες κωδικοποιήθηκε σάν έννοια του
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Β λ ά χ ο ς καί Η λ ά χ ο c. Μας γεννήθηκε άμέσιος ή Ιδέα νά έξετάσουμε τό άν j


ή παλαιοσλαβική λέξις β λ ά χ προϋπήρξε στό λεξιλόγιο των Σλάβων πριν αυτοί
κατεβοΟν στην περιοχή των λατινογλώσσων τής Τρανσυλβανίας καί τής Δακίας, δ- ί
πότε ή λέξις Οά είναι ίόική τους καί οέν Οά προέρχεται άπό τή Γερμανική wclsch ή (,
walsch.
Ή μελέτη των έργασιών του καθηγητοϋ Milan Simovich μας ανάγκασε καί πή- J
ραμε προσιυπική έπαφή μαζύ του καί μετά άπό συζήτησι καί έρευνα πεισΟήκαμε δτι ■-
ή λέξις β λ ά χ προϋπήρξε στό σλαβικό λεξιλόγιο πριν αυτοί κατεβοΟν στήν πε- ·
ριοχή τί7>ν λατινογλώσσων καί τώ; Γερμανογλώσσιον, μέ τήν έννοια τοΟ ξ έ ν ο ς , ,
ά λ λ ό τ ρ ι ο ς, ά λ λ ό φ υ λ λ ο ς, ά λ λ ο ε 0 ν ή ς οπότε δ όρος Β λ ά χ ο ι
είναι λέξις Σλαβική καί όέν είναι Γερμανική51.
Κατά τήν άποψι αυτή οί Σλάβοι άπεκάλεσαν β λ ά χ καί β λ ά σ ι τόν ι\
ξένο, τόν αλλοεθνή ή τούς αλλοεθνείς, μέ τόν όποίο ή μέ τούς όποιους ήλθαν σέ πρώτη ’
έπαφή καί συνάφεια, ευθύς μόλις είσήλΟαν στήν περιοχή τών λατινογλώσσων λαών
τής περιοχής τής Τρανσυλβανίας καί τοΟ Δούναβι, καί μέ τούς δποίους στόν χώρο τής ίν
Χερσονήσου τοΟ Αίμου είχαν επί αιώνες κοινή ή παράλληλη ή καί έχΟρική οράσι. J
Ά π ό έκεί τήν μετέφεραν πρός τό Νότο γιά νά πολιτογραφηθή άπό όλες τις γλώσ- §
σες τής Ε λληνικής Χερσονήσου. ,|
Τ ήν άποψι αυτή τήν ενισχύει καί τό εξής γεγονός: |
ΊΓπεστηρίζετο καί υποστηρίζεται άπό όλους δτι οί Γερμανό - Ελβετοί τής Άνα- 1
τολικής 'Ελβετίας καί οί Αυστριακοί τοΟ Δυτικού Τυρόλου καί τής Κορινθίας άπο-1 ·
καλούν wclsch τούς λατινογλώσσου Rhcto - Romanchcs κατοίκους τής Rh<Stie (άρ-1
χαίας Rhaclia) στις πηγές τού Ρήνου,' τού Ί ν ν καί τού Ά ο ίγη , δπου σήμερα οί π ε - |
ριοχές τού Grisons (G ratibι.ίnclcn) τού Τυρόλου καί τής Λομβαρδίας. Λυτό όμως ό έ ν |
είναι αλήθεια. |
Β αρ' ότι τά γλωσσικά τους ιδιώματα, πού είναι διαφορετικά κατά περιοχές!
(Engadinc, Frioul, Tyrol) έχουν μεγάλη όμοιότητα μέ τή γλώσσα τών Βλαχοφώ-f
νων τής Ελλάδος — τήν μεγαλύτερη άπό όλες τίς άλλες λατινογενείς γλώσσες — C
έν τούτοις οί γείτονές τους, Γερμανοί ή όχι, τούς άποκαλούν Rhcto - Romanchcs ή*'
Rhdto - Romanjschcs ή απλώς Romanchcs. Κατά τήν έπιτόπια καί έπιμονή μας έ-|
ρευνα καί όπυ>ς τελευταία μάς διεβεβαίωσε δ καθηγητής Gabriel Miitzenberg52, που·;ι
θενά δέν διαπιστώσαμε τήν προσιυνυμία welsch ή walsch γΓ αυτούς τούς λατινογλώσώ
σους, πού έχουν νά έπιδείξουν καί λογοτεχνικά έργα πριν άπό πολλούς αιώνες1*1.
’Αλλά καί τό άκόμα περιεργότερο σύμπτωμα είναι ότι καί αυτοί οί λατινόγλωσ^
σοι, όπως καί οί Βλαχόφωνοι τής Έλλάόο;, όπως καί στις Δειναρικές 'Ά λπεις, στη;
Δαλματία καί στόν Αίμο, βρίσκονται εγκατεστημένοι καί έλέγχουν τίς σημαντικό')!
τερες διαβάσεις τών 'Άλπεων. Αυτοί πού βρίσκονται στις πηγές τού Ρήνου έλέγχου ν
τίς διαβάσεις τού Ά γ . ΓοτΟάρόου καί τής Φούρκας καί αυτοί πού βρίσκονται στ ·
'Ά νω Engadinc καί Frioul τήν τού Brenero. Α λλά καί άπό τούς ιστορικούς καί άπ ;
τούς γείτονές τους οί Romanchcs χαρακτηρίζονται σάν δ πιό άνήσυχος καί 6 πιό πτ,..
λεμικός λαός τών "Αλπεων54.
Τό άλλο σκέλος τού θέματος είναι τό γιατί οί Βλαχόφωνοι αύτοαποκαλούντοf ,
Armani πού είναι παραφθορά τού Romani μέ τήν προσθήκη ένδς ευφωνικού Α έ| ?
πρός, πού στή διάλεκτό του; τό προτάσσουν σέ όλες τίς λέξεις πού άρχίζουν άπό 1{
Λυτό όμως τό ζήτημα είναι πολύ άπλούστερο άπό τό προηγούμενο. ^
Μετά τήν έπικράτη^ι τού Χριστιανισμού, καί είδικώτερα μετά τόν άφορισμό τ<%
Μεγάλου Αθανασίου, οί λέξεις "Κ λ λ η ν καί Έ λ λ ά ς έξιοστρακίσΟηκφί
άπό τό λεξιλόγιο τών Χριστιανών, γιατί οί "Ελληνες, σάν Εθνικοί - Κιόωλολάτρδ;!
Οειυρήθηκαν σάν οί μεγαλύτεροι έχθροί τής θρησκείας τού Χριστού55. ^
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ

Καί οχι μονάχα οί "Ελληνες, αλλά καί τά υπέροχα προϊόντα του Ελληνικού

καί μετά την πνευματική άναγέννησι του Βυζαντίου, έπί Μακεδονικής Δυναστείας,
όπόταν δειλά - δειλά άρχισαν νά μελετιόνται τά έργα των κλασσικών χρόνων, δσα

νάχα στδ Νότιο μέρος τής Ελλάδος.


Καθ’ όλη τή διάρκεια τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οί μέν αύτοκράτηοες —
καί δ τελευταίος άκόμα Κιονσταντίνος Ιϊαλαιολόγος — ήσαν «οί έν Χριστφ τώ Θεφ
πιστοί βασιλείς καί αύτοκράτορες των Ριομαίων>\ οι δέ υπήκοοί τους ήσαν Ριομαίοι
πολίτες, όπως τούς άποκατέστησε ο Καρακάλλας το 212 μ.Χ.
’Αλλά καί από τούς Δυτικούς ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία άποκαλείτο Ρ ο) μ α­
ν ί α ή Ρ ο) μ υ λ ί α καί οί πολίτες Ρ ω μ ά ν ο ι.
Οί δροι Έ λ λ η ν καί Έ λ λ ά ς θά αργήσουν νά ξαναγυρίσουν στόν
Ελληνικό Χώρο, καί μετά τήν τουρκική κατάκτησι, μόλις κατά τδν ΤΗ' αίώνα56.
Τότε θά έπανέλθουν στον λαό οί δροι Έ λ λ η ν καί Γ ρ α ι κ ό ς , παράλληλα
μέ το Ρ ο) μ η ό ς, πού διατηρείται μέχρι σήμερα.
ί Επομένως οί Βλαχόφιονοι αύτοαποκαλούμενοι Armani δέν κάμνουν τίποτε άλλο
f παρά νά αύτοαποκαλοΰνται Ρ to μ η ο ί στή γλώσσα τους.
[ Αυτός ό δρος δέν έχει καμμιά σχέσι μέ το Ρ ο υ μ ο ϋ ν ι ή Ρ ω μ ά ν ο t
[πού είναι τό έθνικό δνομα των σημερινών Ρουμάνων, γιατί αυτό τό δνομα μόλις πριν
[έκατο χρόνια τό άπέκτησαν οί Βλάχοι τοϋ Δούναβι, όταν απέκτησαν τήν έθνική τους
ίάνεξαρτησία. Ένώ τό Armani τών Βλαχοφώνων προϋπήρχε από τότε πού άνεγνω-
Ερίσθησαν σάν Ρ ο> μ α ί ο ι πολίτες δλοι οί υπήκοοι τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
| Εκείνο, πού έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία στήν προκειμένη περίπτωσή είναι 6
ίδρος Κ ο υ τ σ ό β λ α χ ο ι. γιά τδν όποιο καί πολλοί σοβαροί έρευνηταί κάμνουν
ίλάθος ή προχειρολογούν. Σχεδόν δλοι υποστηρίζουν ότι τό πρώτο συνθετικό προέρ-

ί Δέν είναι όμως έτσι τό πράγμα.


Β Χωρίς νά είσέλθουμε στις λεπτομέρειες, γιατί θά έκτεινόμεθα πολύ, τό γεγονός
«είναι ότι ή περιοχή τής Βορειοδυτικής Θεσσαλίας, από πολύ πριν τον ΙΒ ' αίώνα,
Ιδπως μας πληροφορούν οί Ν. Χωνιάτης, Άκροπολίτης καί άλλοι57, ώνομάζετο Μ ε-
®γ ά λ η Β λ α y ί α καί παρουσιάζετο σάν ξεχωριστό διοικητικό διαμέρισμα, μέ
Πρωτεύουσα τήν Τρίκκη. Τήν Τρίκκη οί Βλαχόφιονοι τήν άποκάλεσαν Τ ρ t κ κ ό-
ο υ, δπιος τήν άποκαλουν καί σήμερα, έπιτάσσοντας τό άρθρο τους λ ο υ, γιά
1§νά ελληνοποιηθή αργότερα από όλους σέ Τ ο ί κ κ α λ α καί σήμερα σέ Τ ρ ί-
|κ α λ α58. - ’Ά Τ*'
ι' Γιά λίγο διάστημα σάν πριοτεύουσα τής Μεγάλης Βλαχίας χρησιμοποιήθηκε καί
||ρδ Πάτρατζικ ή αί Νέαι Πάτρας ή σημερινή Τ π ά τη 59.
Τήν Μεγάλη Βλαχία τήν παρεχώρησε ό Στέφανος Δουσάν στόν αδελφό του Συ
;ί**ών τόν Ούρεσι ή Ούριος ή θύρσους, οπιος τον άποκαλοϋσαν οί Βλαχόφιονοι, 6 οποίος
Φαθώρισε τήν Ελληνική γλώσσα σάν έπίσημη γλώσσα στο κράτος του καί υπογρά­
φ ε ι — όπο>ς μάς οιασιόθηκε σέ χρυσόβουλο στά Μετέιορα60, «Κυρ - Συμεών ό Πα-
λαιολόγος καί αύτοκράτιορ Ριομαίων, Σερβίας καί Ρουμανίας, ό Ούρεσις». Πήρε τό
Ινομα II α λ α ι ο λ ό γ ο ς από τήν μητέρα του τήν Μαρία τήν Παλαιολογίνα, κό-
[Ρη τού Δεσπότη Τιοάννου Δούκα τοϋ ΙΙαλαιολόγου.
ί Έ πί Συμεών ή Μεγάλη Βλαχία είχε έκταθή προς τό Βορρά μέχρι καί πέρα
.4πό τήν Α χρίδα, πρός τά Δυτικά μέχρι τήν ’Ά ρτα καί πρός τό Νότο μέχρι σχεδόν
Κορινθιακό κόλπο. Ά πό τότε άρχισε καί ή έγκατάστασις τών Βλαχοφώνιον σέ
I

r*
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ » *
3
ί
αστικά κέντρα καί Ιδιαίτερα στήν προ>τεύουσα τήν Τρίκκη, όπου δεν άργησαν να γί- ί
νουν 6 σοβαρότερος κοινωνικός καί οικονομικό: παράγων, θέσι πού τήν διατηρούν μέ- g
χρι σήμερα. ξ
Οί δροι Μ ε γ α λ ο β λ α / ί α και Μ ε γ α λ ό 6 λ α χ ο ι διατηρήθηκαν, ft
όπο>ς μας πληροφορούν οί Pouqueville, Ami Boue, Leak κ.ά., ως τον ΙΘ ' αιώνα. *
Παράλληλα μέ τον όρο Μ ε γ ά λ η Β λ α χ ί α δημιουργήθηκε καί ο όρος I
Μ ι κ ρ ή Βλ α χ ί α, ή όποια περιελάμβανε, όπως μάς πληροφορεί ό Φραντζής61 $
καί οπιυς άναλύει οέ περισπούδαστη μελέτη του ό Γ. Σούλης62, καθώς καί ό Τρ. Εύ-
αγγελίδης στόν Μταίοεκέρ του του 19136\ όλη τήν όρεινή περιοχή πού βρίσκεται |
στις νότιες διακλαδώσεις τής Πίνδου, ώς τον Κορινθιακό Κόλπο καί ώς τήν Αιτωλία j
καί ’Ακαρνανία. Ό οέ Cousinery64 μάς πληροφορεί δτι συνήντησε Βλαχοφώνους καί ι
στήν άγορά του ’Άργους. ft
'"Οταν οί Τούρκοι, στο τέλος του ΙΔ ' αιώνα, κατέκτησαν τήν Ελλάδα, βρήκαν*
τά όνόματα Μ ε γ ά λ η Β λ α χ ί α καί Μ ι κ ρ ή Β λ α χ ί α, καί τούς!
κατοίκους Μ ε γ α λ ό β λ α χ ο υ ς καί Μ ι κ ρ ό β λ α χ ο υ ς. Αυτά τά ονό-|
ματα τά μετέφρασαν στή γλώσσα του; καί τά έκαμαν Μ π ο υ γ ι ο ύ κ Β α λ α χ U
καί Κ ι ο υ τ σ ο ύ κ Β α λ α / ΐ καί τούς κατοίκους Μ π ο υ γ ι ο ύ κ Β α-
λ ά χ καί Κ ι ο υ τ σ ι ο ύ κ Β α λ ά χ.
Συνέπεσε έτσι οί νοτιιοτεροι αυτοί Κιουτσιούκ Βαλάχ νά βρεθούν πλησιέστερά^
προς τίς περιοχές όπου οί Ελληνόφωνοι πληθυσμοί ήσαν συμπαγέστεροι. Καί τούς
Βλαχοφώνους των γειτονικών τους βουνών τούς άποκάλεσαν Κ ο υ τ σ ό β λ ας
χ ο υ ς, γιατί έτσι τούς άκουσαν άπό τούς Τούρκους, ορος πού σιγά - σιγά από τ$
Νότο προχο'φησε προς τό Βορρά, γιά νά γενικευθή μετά τό 1913 γιά ολόκληρη τήν
Ε λλά δα καί διατηρήθηκε παράλληλα μέ τό Β λ ά χ ο ς. ^
Καί έπειδή όλοι αυτοί οί Βλαχόφωνοι. άπό τότε πού βρέθηκαν στά βουνά έγκα
τεστημένοι, άπόκτησαν σάν κύρια άπασχόλησι τήν κτηνοτροφία65 — αφού τά βουν^
δέν έχουν άλλους πόρους έπαρκεΐς γιά τήν έπιοίωσι του πληθυσμού — οί Έλληνες
τού Νότου έγενίκευσαν τήν προσωνυμία άποκαλώντας Β λ ά χ ο υ ς όλους όσοι α ­
σχολούνται μέ τήν κτηνοτροφία, άσχετα pi τήν γλώσσα πού όμιλούν. ;·
Καί γιά νά τελειώσουμε μέ αυτό τό θέμα, θά προσθέσουμε μερικές λέξεις άκόμγ
γιά μια άλλη παρεςηγηυένη έννοια, έπάνιο στό θέμα τών Βλαχοφώνο)'/. 1
Ό Κεδρηνός στή «Σύνοψι τών Ίστοοιών> του αναφέρει κάπου ένα επεισόδιο, πθ|
συνέβη στά 976 καί λέγει: «. . .τούτων δέ τών τεσσάρων αδελφών, Δαβίδ μέν εύθί?
άπεβίο) αναιρεθείς, μέσον Καστοοιας και Πρέσπας, κατά τάς λεγομένας Καλάς Αονί
παρά τινων Βλάχ/ον όδιτών. . . »66.
Τήν λέξι ό δ ΐ τ α ι όλοι τήν εξηγούν σάν έννοια τού 6 δ ο φ ύ λ α ξ ί ’ί
φ υ κ α κ ο ς τ ώ ν δ ι α β ά σ ε ω ν ή τού π ε ζ ο π ό ρ ο υ , τού ο δ ο ι π Iί «Β
ρ ο υ κ,λ.π.
Νομίζουμε ότι τό πράγμα είναι πολύ άπλούστερο. §
Το ό δ ί τ η ς είναι κατά λέξιν ακριβής μετάφρασις τού λατινικού stradiot|
πού στή Ρωμαϊκή στρατιωτική ορολογία έσήμαινε κάτι το αντίστοιχο μέ το δικό μ**
σήμερα λ ο ι π ό ς οπλίτης. Δηλαδή οπλίτης χωρίς καμιά συγκεκριμένη γ
δικότητα, γιά νά διακρίνεται άπό τούς princcps. τούς triariis καί τούς astates δηι
τούς τιτλούχους οπλίτες τ*Γ.ς λεγεώνος. To stradiotes είναι παράγωγο τού strada ώ
δός, δρόμος) καί αυτοί οί οπλίτες (Ονομάζονταν stradiotes γιατί βρίσκονταν συνεχή
στό ύπαιθρο, στους δρόμους, ήσαν οί armati τής υπαίθρου. **
Οί stradiotes πού σιγά - σιγά έγιναν Σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς , λέξις πού δέν πα»*
γεται άπό τό Σ τ ρ α τ ό ς , όπως νομίζουμε, στό Βυζάντιο ήσαν οπλίτες τής ύπ-|
Ορου, στους οποίους παρεχωρείτο γειυργικος κλήρος μέ τήν ύποχρέωσι στρατεύσεως
σέ ώρα ανάγκες.
.λυτούς τούς Βλαχοφώνους θέλησαν κάποτε, καί μάλιστα μόλις πριν έκατό χρό­
νια, νά οίκειοποιηθουν μερικοί ζηλιυταί τής «’Λρουμουνικής προπαγάνδας», πλαστο­
γραφώντας τήν 'Ιστορία, από τήν όποια ήμείς έοώ τα κύριά της σημεία έθίξαμε.
’Αλλά, αυτοί οι Βλαχόφωνοι, έκτος από τήν ιστορία τους, μέσα στους αιώνες,
όπιος άποδεικνύεται, δεν είπαν ποτέ δτι αποτελούν άλλην έθνότητα έκτός από τήν Ε λ ­
ληνική, είτε στο έλεύθερο Ελληνικό Κράτος ζοΰσαν, είτε ήσαν υπόδουλοι. Ούτε ποτέ
διεχώρησαν τούς εαυτούς τους από τούς άλλους Έ λληνες, ούτε έκαμαν τίποτε, πού
νά μή συμβάλη στή δημιουργία καί στή δόξα τού Ελληνικού ’Έθνους.
"Οταν στα 1432, όπιος λέγουν οί ιστορικές πηγές, οί Βλαχόφωνοι τής Πίνδου
επαναστατούσαν, πρώτοι αυτοί κατά τών Τούρκιον, καί συγκροτούσαν τό πρώτο στήν
Ελληνική Χερσόνησο αρματολίκι, στο όνομα τού Χριστού καί τής Ρωμηοσύνης έγι­
ναν ολοκαύτωμα. Γιά τούς ίδιους σκοπούς, συνέχεια μετά, επί τετρακόσια χρόνια, ώς
τήν άπελευθέρωσι, όπιος όλοι οι "Ελληνες, πολεμούσαν σάν κλέφτες καί σαν άρμα-
τολοί. Οί Βλαχόφωνοι άγωνισταί πού στάθηκαν στήν πρώτη γραμμή τού 1821 (6
Ρήγας Φεραιος, ο Φαρμάκης, ό Γειυργάκης ’Ολύμπιος, οί Λαζαϊοι, 6 Άνδρούτσος καί
τόσοι άλλοι) γιά μιά ελεύθερη Ελλάδα άγωνίσθηκαν καί γ ι’ αυτήν έπεσαν. Καί οί
χρονικογράφοι τού Άγώνος, Φιλήμων, Τερτσέτης καί Φωτάκος67 τονίζουν ότι οί βλα-
χοποιμένες στάθηκαν από τά καλλίτερα παλληκάρια καί τό καλλίτερο στήριγμα τού
Κολοκοτρώνη, όπως 6 ίδιος ομολογούσε.
'Ο πνευματικός φάρος τών Βλαχοφιόνων τής Μοσχοπόλειυς ατούς ΙΖ ' καί ΙΗ ' αι­
ώνες68 ήτο φάρος Ελληνικός. Ελληνική ’Ακαδημία ίδρυσαν έκεί καί Ε λληνικά τυ­
πογραφεία λειτούργησαν καί δέν διανοήθηκαν ποτέ ότι ανήκουν σέ άλλη έθνικότητα,
νορίς μάλιστα τότε νά υφίσταται έλεύθερο Ελληνικό Κράτος.
’Αλλά καί οί μεγάλοι ευεργέτες τού Έθνους, οί Σίναι, οί Άβέρωφ, οί Στουρνά-
αι, οί Τοσίτσαι καί τόσοι άλλοι, κατά τόν περασμένο αιώνα καί στις αρχές τού πα-
όντος, πού ύφίστατο Ρουμανικό Κράτος, όταν πλούτησαν στήν Αύστρία, στήν Ουγ­
γαρία, στή Ρωσία, στήν Αίγυπτο καί σ’ αυτήν τήν Ρουμανία μερικοί, έδώ στήν Έ λ-
,άόα καί όχι στή Ρουμανία, ήλθαν καί άπόθεσαν τά πλούτη τους, γιά νά μάς κληρο-
/τήσουν περίλαμπρα μνημεία πολιτισμού — τά περιλαμπρότερα — καί σημαντικώ-
ατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ά πο αυτούς τούς Βλαχοφώνους άναόείχθηκαν Πατριάρχες καί ’Αρχιερείς* πρω-
>πουργοί σάν τόν Κωλέτη καί τόν Λάμπρο* καθηγηταί Πανεπιστημίου σάν τόν ΙΙαν
ιζίοη, τόν Λάμπρο καί τόν Σβώλο καί τόσους άλλους σήμερα* βουλευτάς κατά δεκά­
δες σέ κάθε Βουλή* υπουργούς σέ κάθε Κυβέρνησι* σέ μιά μάλιστα, πριν λίγα χρόνια
ju'siyav τέσσερες από τούς Βλαχοφώνους.
■j Καί αυτό πού ισχυρίζονται μερικοί ανιστόρητοι ή προπαγανδισταί ότι στήν Έ λ-
|άδα υπάρχει Ρουμανική μειονότης, δέν είναι άλήθεια. Είναι ένα πλαστό έφεύρημα,
>ύ μερικοί τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες, σάν τόν Μαργαρίτη πριν έκατό χρόνια καί τόν
Ιιαμάντη πριν τριάντα, έπλασαν αυτόν τόν μύθο καί παρέσυραν μερικούς φουκαρά-
Ες — πού πάντα καί παντού υπάρχουν - - γιά νά ροκανίσουν μερικά χρήματα τών
:ιστο>ν Ρουμάνων. Καί μερικές άτυχες συμπτώσεις ή αδυναμίες τής Ελλάδος, σάν
Κείνη τού Βενιζέλου του 1918. δημιούργησαν τόν όρο Ά ρ ο υ μ ο 0 ν ο ι τής Έ λ-
ΐόος, οί όπ οίοι καί σχολεία Άρουμουνικά ίδρυσαν καί στήν Άρουμουνική γλώσσα
Κίτουργήθηκαν’ μέ μόνη τη διαφορά πού δέν καταλάβαιναν τίποτε από αυτή τη γλώσ-
| καί αυτή τή λειτουργία, αφού δέν ήςευραν τη γλώσσα καί αφού έπί αιώνες στήν
Ιληνική άκουγαν τό Θείο Λόγο.
Τό άν δέν υπάρχουν σήμερα ά ρ ο υ μ ο υ ν ι κ ά σχολεία καί ά ρ ο υ μ ο ύ-
ν ο ι ιερείς, o h οφείλεται, οποις λέγουν μερικοί, στην καταπίεσι του Ελληνικού \
Κράτους — άφοΟ ή Ε λλά ς σεβάσθηκε πάντοτε τις συμβάσεις πού εχει υπογράψει — $
ούτε καί σέ τίποτε άλλο, παρά μονάχα στό ότι δλοι οί πρωτεργάτες έκείνης της άνο- i
ησιας, έφυγαν από την Ελλάδα από αίσθημα ένοχης, γιατί έπί Κατοχής σύνεργά- ‘
σθηκαν μέ τούς κατακτητάς και στό δ,τι το σημερινό καθεστό)ς της Ρουμανίας, έξυ- <
πνότερο άπό τό προπολεμικό, οέν φαίνεται διατεθειμένο νά πετάξη χρήματα για μια ’
άσκοπη υπόθεσι. I
Πάντως, ή Ρουμανική προπαγάνδα στη Βόρειο Ελλάδα υπήρξε μία περιπέτεια ,ι
άσχημη για τούς Βλαχοφώνους, γιατί αυτούς κυρίοις ένώχλησε καί δεν φαίνονται ί
διατεθειμένοι νά ύποστοϋν πάλι μία παρόμοια ένόχλησι.
Γ ι’ αύτό θά τελειώσο) μέ τά λόγια του Σοφοκλή Βενιζέλου, πού γράφει στόνό
Πρόλογο τής εργασίας του κ. Ευαγγέλου Άβέρωφ, πού στην άρχή άναφέραμε:
«. . . Λαμβάνοντες ύπ’ δψιν», λέγει ο Βενιζέλους, «την σοβαρότητα του ζητήμα-
» τος, την ίδικήν μας αδιαφορίαν, την συστηματικήν καί ενίοτε σκ?νηράν εργασίαν*
» των άλλων, όφείλομεν νά εΐμεΟα ευτυχείς διότι ό επικίνδυνος πολλαπλασιασμός του
» μηδενός δεν έ'λαβε μεγαλυτέρας διαστάσεις.
»Τούτο τό χρεωστούμεν άναμφισβητήτως εις τον θαυμαστόν πατριωτισμόν, εις.
» την εύφυά άντίδρασιν καί εις τούς θαρραλέους αγώνας αυτών τούτων τών Έλλή-
» νων Κουτσοβλάχων, αγώνας εις τούς όποιους ούτοι άπεδύθησαν μόνοι, άκαθοδή-,
» γητοι καί παλαίοντες συχνά εναντίον πανίσχυρου ξένου δυνάστου.
»Αίσθάνομαι δι’ αύτό την ύποχρέωσιν νά τούς έκφράσω εδώ τον θαυμασμόν·
» μου καί την ευγνωμοσύνην μου, διότι παρά τάς αντιξοότητας έκράτησαν πάντοτι-
» τόσον υψηλά την φωτεινήν δάδα τού Ελληνισμού». ;

ΣΡΙ Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ |

1) Δ. Π. ’Λ ν έ σ τ η: «Τό Κουτσοβλαχικό ζήτημα», Τουφεξή, Λάρισα 1961.


2) Bulettin Europeen, ‘Ιδρύματος «Dragan», Αύγουστος 19^°.
3) Ε. Ά 6 έ ο ο (p: « Ή πο?.ιτική πλευρά τού Κοιασοβλαχικοί» ζητήματος». Άθήναι 194Ρ·
Πρόλογος. %
4) A m i Β ο u έ : «La Tourpuie d' Europe», 4 vols. Paris 1840. Am i B o u έ : «ltin#>
raires dans la Tourpuie d' Europe», Vienne 1854. Fr. P o u g u e v i l l e : «Voyag*
dans la Gr£ce», 3 vols, Paris 1820*21. F r. P o u g u e v i l l e : «M^moires surfe
lllyrie ancienn, et moderne, sur les colonies valagues etc.,,. M^moire de Γ Ac
demie des Inscriptions, 12.1839. M. W. L e a k : "Resherches in Greece,,, LondiK
1814. M. W. L e a k : "Travels in Northern Greece,,, 4 vols. London 1835.
5) E. Ά 6 έ η «ο q : έ\θ. άν.Πρόλογος.
6) Ε. Ά 0 έ ρ ω φ: ένθ. άν., Ά θ. Χ ρ ν σ ο χ ό ο υ : «ΟίΒλάχοι τής Μακεί ι
νιας, Θεσσαλίας καί 'Ηπείρου». Εταιρεία Μακεδονικών Σπονδών. Μακεδονική ΛαΐΛ
Βιβλιοθήκη, 2. Θεσσαλονίκη 1942, Δ. Π. Ά ν έ σ τ η ς: ενθ. άν., Ν. Γ. Φ
σ τ η ς: «Φεύγει ή Νεθεσκα», Θεσσαλονίκη 1964, Λ. Δ. Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο :
«Οί 'Έλληνες καί οί Βόρειοι γείτονες». Σύλλογος προς διάδοσιν τών Ελληνικών Γρ(
μάτων, Άθήναι 1940, Τ η λ. Κ α τ σ ο υ γ ι ά ν ν η ς: «Περί τών Βλάχων τ'
Ελληνικών Χωρών», Θεσσαλονίκη, Λ' 1964, Β' 1966, Ά χ. Λ α ζ ά ρ ο υ : «ΒΙν,
χόφωνοι "Ελληνες καί Ελληνικά Γράμματα», Σ Α Μ Α ΡΙΝΑ 99— 102, Άθήναι 19*;
Σ. Ν. Λ ι ά κ ο ς: «Ή καταγωγή τών Άρμάνιων ίτουπίκλην Βλάχων)», Θεσσαν
νίκη 1965. Σ. Ν. Δ ι ά κ ο ς : «Σύντομη έπισκόπησι τών Άρμεναρίων τής |
κρενρώπης», Θεσσαλονίκη 1974. Λ . Δ. Μ π ο υ σ μ π ο ύ κ η: «Πρωτοαρχαΐί^
ληνικές λεΗεις κοινές στον "Ομηρο καί τήν λατινομακεδονική (Κουτσοβλάχικη)», β ’.γ
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ν'

σαλονίκη 1972. Λ. Η. II η π α (> η σ ι λ ε ί ο υ : «‘Ιστορικά σημειώματα για τούς


Βλάχους η Κυυτσοίίλάχους», Βέροια 1969, Έ ο ά λ δ υ ς Π α π α γ ε ιο ρ γ ί ο υ:
«ΟΙ ΚουτσόΟ/.αχοι», Τρίκκη 1947. Λ. II α π α ε υ γ ε ν ί ο υ: «Ή Βόρειος Ε λ ­
λάς», Θεσσαλονίκη 1946. \ \ ρ η ς Ν. Π ο υ λ ι α ν ό ς: «ΙΙερΙ τής καταγωγής
τών Βλάχων», ΣΤΓΧΡΟΝΆ ΘΕΜΑΤΑ, τ. 3, ’Αθήνα 1963. Γ. X. Σ ο ύ λ η ς:
«Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία * ή έν Έλλάδι Βλαχία», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
Γέρας Άντ. Κεραμοπούλου, Άθήναι 195».
7) Ά ν τ. Δ. Κ ε ο α μ ΰ π ο υ λ ο «Τί είναι οί Κουτσόβλαχοι», Άθήναι 1939, σελ.
114 κ.έ., Ά ν τ. Λ. Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς: «Οί 'Έλληνες καί οί Βόρειοι γείτο­
νες», Σύλλογος προς όιάδοσιν τών Ελληνικών Γραμμάτων», Άθήναι 1945, σελ. 168 κ.έ.
Η) *0 Ίιυάν. Λυδός («ΙΙερί τών αρχών τής Ρωμαίων ΙΙολιτείας», ΣΤ' αιών, έκδοσις Βι­
έννης 1837) στο III Βιβλίο, σελ. 68 γράφει: «...Νόμος άοχαϊος ήν πάντα μεν τά όπω-
σοΰν πραττόμενα παρά τοϊς επάρχοις, τάχα δε περί ταϊς άλλαις τών άρχών, τοΐς ’Ιτα­
λών εκφωνείσθαι ρήμασιν... τά δέ περί Γην Ευρώπην πραττόμενα πάντα την Αρχαιότη­
τα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, διά τό τούς αυτής οίκήτορας, καίπερ "Ελληνας έκ του πλεί-
ονος όντας, τή τών ’Ιταλών φθέγγεσθαι ηπυνή καί μάλιστα τούς δημοσιεύοντας...». Με
τό Ε ύ ο ώ π η ν εννοεί την Ελληνική Χερσόνησο καί μέτό δ η μ ο σ ι ε ύ ο ν τ α ς
τους δημοσίους υπαλλήλους.
!Μ Ί. Α υ δ ύ ς: ένθ. Av.f Κ. Κ ο ύ μ α ς: «‘Ιστορία τών άνθρο)πίνων πράξεων»,
Βιέννη 1832, τόμ. 12ος, σελ. 522.
10
) Διάηοροι ιστορικοί (όρα καί Λ. IΙαπαθασιλείου, ενθ. άν., σελ. 35) λέγουν ότι «Διά νά
μεταδοθή σ’ ένα λαό μιά γλώσσα, είναι άνάγκη νά έπιδράση ό φορεύς τής γλώσσης σε
μεγαλύτερο Αριθμό επί τού λαού αυτού κλπ.». Αύτό δεν είναι Απόλυτο, Αλλά καί ποτέ
Αρκετό. Είναι Απλώς ένας τρόπος μεταδόσεως μιας γλιόσσης. ‘Τπάρχουν καί Αλλοι. ‘Τ
πάσχει καί ή βία τού κατακτητού. Ά.λλά πολύ περισσότερο, ή δύναμις καί ή τελειότης
καί ή άνωτερότης τής γλιόσσης. ‘II Ελληνική γ/.ώσσα έπεθλήθηκε στην Άσία μετά τον
Μέγα Αλέξανδρο γιατί ήτο ισχυρότερη καί τελειότερη Από τις τοπικές γλώσσες καί Αν
τι στάθηκε στην Λατινική, καί στην κυρίως Ελλάδα καί περισσότερο στην Άσία, γιά τον
ίδιο λόγο. Καί ή Λατινική έπεκράτησε στη Δύσι καί στη Δακία γιατί στάθηκε ισχυρό­
τερη καί τελειότερη Από τις τοπικές διαλέκτους.
Λυτό δεν σημαίνει ότι ό εξελληνισμός τής γλιόσσης τών τυχόν έκλατινισθέντων στη γλώσ­
σα Ελλήνων έγινε Από την μ'α ημέρα ώς την Αλλη. Αντίθετα, υπιος γράφει καί ό Πα-
παρρηγόπουλος καί άλλοι, χρειάσθηκαν αιώνες γιά νά έξοστρακισθή τελείως ή Λατινική
ή λατινογενής (όπως π.χ. ή Βλάχικη) από τήν Νότιο Ελλάδα. Αλλά καί οί Βλαχό-
ηωνοι κτηνοτρόφ·οι, πού στό πέρασμα τών αίιόνων είχαν διαπεραιωθή στήν Πελοπόν­
νησο γιά τήν έπιθίωσι τού κτηνοτροφικού τους κεφαλαίου, μόλις πριν εκατό χρόνια άπέ-
θαλαν τήν λατινογενή τους διάλεκτο, Αφού ό Μ. Ε. Cousinery ("Voyage dans la Mace­
doine,,, Paris 1931) συνήντησε Βλαχοφώνους στήν Αγορά τού ’Άργους στις Αρχές
τού ΙΘ' αιώνα.
Τό «επάγγελμα» αύτό τούς έκαιιε ίόστε νιι ιιισθώνουν τήν υπηρεσία τους καί νά στρα-
τολογούνται όχι μονάχα Από τούς Βυζαντινούς αύτοκράτορες, Αλλά, πολλές φορές, καί
Από τού; διεκδικητάς τού θρόνου καί Αργότερα Από τούς Δεσπότες τής ’Ηπείρου, τούς
/
Φράγκου; τής ‘Ελλάδος ή καί τούς ‘Ενετούς (όρα: Κ ί ν ν α μ ο ν, Χ ω ν ι ά τ η ν,
X α λ κ ο κ ο ν δ ύ λ η ν, Κ ε κ α υ μ έ ν ον, Ά ν ν α ν Κ ο μ ν η ν ή ν, Αν. Κ ε-
ραμύπουλον, ένθ. Αν., Ν. Β έ η ν, ενθ. Αν., θ. Μ ό μ μ σ ε ν: «Ιστορία
τών Ρωμαίων», μετάφρασις Σ. Κ. Σακελλαροπούλου, τόμ. Γ>, Άθήναι 1921, Ο ύ ί λ.
Μύ λ λ ε ρ: «Φραγκοκρατία στήν Ελλάδα», μετάφρασις Άγγ. Φουριώτη, Άθήναι 1960,
Γ. Ψ ί ν λ ε ϋ: «‘Ιστορία τής Τουρκοκρατίας καί τής Ενετοκρατίας στήν Ελλάδα»,
μετάφρασις Μ. Γαρίδη, Αθήνα 1958 καί όλους τούς νειοτέρους).
13 )Ή συνεχής αυτή κληρονομική στοάτευσις τους έκαμε, άπό τό ένα μέρος, να αυξήσουν
καί νά κάμουν πιό στενούς τούς δεσμούς μεταξύ τους και ν’ άποτελέσουν σχεδόν μια ξε­
χωριστή λαϊκή ομάδα ενιαίας γλοισσης, άσχετα άπό ποιά τοπική περιοχή προέρχονται
άπό τό άλλο μέρος όμως ήλθαν σέ φυσική άντίθεσι καί διάστασι μέ τόν υπόλοιπο πλη­
θυσμό πού τούς συντηρούσε σάν οπλίτες, είτε με φορολογίες είτε μέ επιτάξεις, έτσι πού
νά θεωρηθούν μερικές φορές σάν εχθρός και σαν μάστιξ του τόπου,
14) Κ ε κ α υ μ έ ν ο υ: «Στρατηγικόν», έκδοσις ΙΙετρονπόλεως 1896.
1hi Μ. Ε. C ο u s ί n e r γ : "Voyage dans la Mac6doine,„ Paris 1831.
16) Sulzer (1771), Thuman (1774) Schafarik (1843), Robert-Rosler (1862), N. lo-
rga (1918), Densusianu κλπ. (όρα Δ. II α π α ξ ή σ η, «Βλάχοι (Κουτσόβλα-
χοι)», Ήπειρίοτική Εστία, έτος ΚΓ', Νοέμβρης - Δεκέμβριος 1974, σ. 607.
17) Α. Δ. Κ ε ρ α μ ο π ο ύ λ ο υ: «Τί είναι οι Κουτσόβλαχοι», Άθήναι 1939 καί τού
ί δ ι ο υ : «Οί "Ελληνες καί οί Βόρειοι γείτονες», Άθήναι 1945.
18) A. Β. Π α π α β α σ ι λ ε ί ο υ, ενθ. άν.
19) Σ. Ν. Λ ι α κ ό ς : «Ή καταγωγή των Άρμιάνων ή Βλάχων», Θεσσαλονίκη 1965.
20) A. X ρ υ σ ο χ ό ο υ: «Οί Βλάχοι τής Μακεδονίας, Θεσσαλίας καί ’Ηπείρου», Θεσ­
σαλονίκη 1942.
21 ) Sp. P a p a g e o r g i o u : "Les Koutsovalagues,,, Athdnes 1908.
22 ) T. Μ. Κ ο υ τ σ ο γ ι ά ν ν η ς : «Περί των Βλάχο>ν των Ελληνικών Χωρών», Θεσ­
σαλονίκη, Α' 1964 καί Β' 1966.
23) Δ. Π. ’Α ν έ σ τ η ς: «Τό Κουτσοβλαχικό ζήτημα», Τουψεξή, Λάρισα 1961.
24) Ν. Α. Β έ η ς: Πρόλογος στον «Άσπροπόταμο» τού Λ. Κ. Χατξηγάκη, Τρίκαλα
1945. Ζ. Π α π α 0 α ν α σ ί 0 ‘ί*: «Συμβολή στην ιστορία τύς Λάιστας (Ζαγο-
ρίου)», Ήπειρίοτική Εστία, ετ. Δ', 1955.
25) Γ. Π. ’Α ν α γ ν ιο σ τ ό π ο υ λ ο ς: «Ρωμανικοί γλώσσαι», Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός», ’Αθήναι 1934, τόμ. ΚΑ', σελ. 301—302. Μ. Β. Σ ε ρ-
κ ι έ 6 σ κ ι: «Βεγκένιε β Ρομάνσκογιε γιαζικοξνάνιε», Μόσχα 1952, σελ. 24.
26) *1 (ο α κ ε ί μ Μ α ρ τ ί ν ι α ν ο ύ: «Συμβολαί εις τήν ιστορίαν τής Μοσχοπόλεως»,
Άθήναι 1939 καί τού ί δ ί ο υ: «Ή Μοσχόπολις», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 1957.
27) I. Κ. Β α σ δ ρ α β έ λ λ η ς: «’Ιστορικόν Άρχείον Βέροιας. Επίλογοί», Εται­
ρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1942. Ί δ ι ο υ : «Ιστορικά Αρχεία Μα­
κεδονίας. Α' Άρχείον Θεσσαλονίκης 1695—1912», Θεσσαλονίκη 1952. Ί δ ι ο υ : « Ι ­
στορικά Αρχεία Μακεδονίας. Β' Άρχείον Βέροιας - Ναοΰσης», Θεσσαλονίκη 1953.
Ί ιο α κ ε ί μ Μ α ρ τ ι ν ι α ν ο ύ: «Ή Μοσχόπολις», Εταιρεία Μακεδονικών Σπου­
δών, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 17 καί 24.
28) Κ. II α π α ρ ρ η γ ο π ο ύ λ ο υ: «Ιστορία τού Ελληνικού "Εθνους», ’Έκδοσις έ-
κατονταετηρίδος ΕΛΕΤΘΕΡΟΤΔΛΚΗ, Άθήναι 1932, τόμ. Δ' α', σελ. 297: « ...Α Ι
κυριώταται εντός τού Ίστρου κατοικίαι τον Βλάχων κατά τούς χρόνους τούτους (I γ.α
ΙΑ ' αιώνες) ήσαν πρό; Βορρά ν μέν περί τόν Αίμον προς Μεσημβρίαν 6έ περί τήν Πίν
δον. Ή επικρατέστερα τήν σήμερο' γνώμη είναι ότι οί Βλάχοι ούτοι ήσαν συγγενείς τώ*
επέκεινα τού Ίστρου Βλάχων καί ότι οί τελευταίοι ούτοι προέκνψαν έκ τής άναμίξεως
των πολυαρίθμων Ρο μαίων άποίκων, ούς ό αύτοκράτοιρ Τραϊανός ΐδρυσεν...» κφ
«...Ά πό δέ τού Αίμου κατήλθον μέχρι Θεσσαλίας καί Ηπείρου, έν μέρει μέν παρακο
λουθοΰντες τήν τύχην των βουλγαροσλαβικών έποικήσεοιν καί κατακτήσεων, έν μέρει
διότι, στρατολογούμενοι ύπ’ αυτών των μοναρχών τής Κωνσταντινουπόλείος, έλάμβανο
παρ’ αυτών γαίας πρός άποκατάστασιν.. Ό Ν. A. Β έ η ς («Βλάχοι», Λεξι
Έλευθερουδάκη, Άθήναι 1928) εις τόμ. Γ' καί σελ. 330 κ.έ. λέγει: «Βλάχοι (άλλως
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

γόμενοι Κουτσόβλαχοι και Τσιντσάροι). Λατινογενής λαός τής Βαλκανικής, συγγενής


μέν των Ρουμάνων, άλλα ούχί και παραφυάς τούτον, παρά τους Ισχυρισμούς ερευνητών
τινων, δουλευόντιυν εις πολιτικούς σκοπούς*. Ό Π. 'Λ ο α 6 α ν τ ι ν ό ς («Περ«
των Κουτσοβλάχων», ΆΟή.αι 1905) εις Α' τύμ. σελ. 32-33 λέγει: «...Κατά την δε-
κάτην εκατονταετηρίδα μερίς των εν Μοισιφ Λακών άπωκησαν ομοεθνείς εις τα περί
τήν Πίνδον 'Ηπειρωτικά καί Θεσσαλικά μέρη...». Άλλα καί άλλοι δικοί μας καί προ
παντός ξένοι, πού πολιτικολογούν, γράφουν καί υποστηρίξουν δτι οί Βλαχόφωνοι προ­
έρχονται άπό τις περιοχές τον νΙστρου.
10 ) Ν ι κ ή τ α ς Ά κ. υ μ ι ν α τ ο ς (X ω ν ι ά τ η ς), Μπέκερ, Βόννη 1837 (I, 236
—237).
30) Ί. Κ ί ν ν α μ ο ς, Migne, Patrologia Graeca,CXXXIII.
31) Λ. X α λ κ ο κ ο ν δ ύ λ η ς. Μπέκερ, Βόννη 1843.
32) Κ ε κ α υ μ έ ν ο ς, «Στρατηγικόν», Πετοούπολις 1896.
33) Ν. Ά κ ο μ ι ν ά τ ο ς, ένθ. αν., Ί . Ζ ω ν α ρ α ς: «Επιτομή 'Ιστοριών», Λει-
ψία 1868—1875, Ά ν τ. Δ. Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς: ένθ. άν. «Τί είναι οί Κουτσό-
βλαχοι», σελ. 24—26, 41, 63, 76, 88 καί 107.
34) “Α ρ η ς Ν. II ο υ λ ι α ν ό ς: «Ή προέλευσι τών Ελλήνων», ΜΟΡΦΩΣΗ, 'Α­
θήνα 1960. Ί δ ι ο υ : «Περί τής καταγωγής τών Βλάχιον», ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑ­
ΤΑ, τ. 3, Αθήνα 1963, σελ. 283- 291.
35) Μ. Β. Σ ε ρ γ κ ι έ 6 σ κ ι: «Βεγκένιε β Ρομάνσκογιε γιαξικοζνάνιε», Μόσχα 1952.
36) *Όρα Κεραμόπουλον καί λοιπούς νεωτέρους.
37) νΑ ρ η ς Ν. II ο υ λ ι α ν ύ ς: «Περί τής καταγωγής τών Βλάχων» ώς άν. σελ.
283—291.
38) Κ. Κ ο ύ μ α: «Ιστορία τών άνθρωπίνων πράξεων», Βιέννη 1832, σελ. 522 κ.έ. Κ.
’Ά μ α ν τ ο ς: «Βλάχοι», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσού», Άθήναι
1934, τόμ. 10ος, σελ. 80. Ό "Λ ρ η ς Ν. II ο υ λ ι α ν ό ς στή μελέτη του «Περί
τής καταγωγής τών Βλάχων» στή σελίδα 288 λέγει: «.. .Σύμφωνα με τά άνθρωπολογικά
δεδομένα πού εκθέσαμε, μπορούμε να συμπεράνουμε δτι οί Βλάχοι τής Δυτικής Μακε­
δονίας, Βορείου Θεσσαλίας καί μερικώς τής Ανατολικής ’Ηπείρου (’Αετομηλίτσα κλπ.),
σχηματίζουν εναν τύπο, ό όποιος σχεδόν δέ,ν διακοίνεται άπό τον τύπο τών Ελλήνων
τής Δυτικής Μακεδονίας (ιδιαίτερα τής περιοχής Βόϊο - Γρεβενά) καί μέ τούς σλαβό­
φωνους. Αυτός 6 τύπος ίΔυτικομακεδονικός) είναι 6 πιο άνοικτόχρωμος τύπος τής Ελ­
λάδος καί ελαφρά βραχυκεφαλικύς... Οί Βλάχοι τής ’Ανατολικής ’Ηπείρου (Ζαγορί-
ων, Δωδώνης, συμπεριλαμβανομένων καί τιον Άρβανιτοβλάχυιν) είναι άνθρωπολογικά
πλησιέστεροι πρός τόν ’Ηπειρωτικό τύπο (Δειναρικό) καί τόν Κεντοοελλαδικό, πού εί­
ναι περισσότερο σκούρου χριοματισμού...».
39) Am i Bo u 6 : "La Tourguie d' Europe,,, 4 vols. Paris 1840.
40) W. M. Le a k : "Travels in Northern Greece,,, 4 vols. London 1835.
: 41) " Α ρ η ς Ν. Π ο υ λ ι α ν ύ ς: ενθ. άν. «Περί τής καταγωγής τών Βλάχων»,
σελ. 286.
| 42) Κ. J. B e l o c h : "Griechische Geshichte,,, 3 vols. Strassburg 1893-1904.
j* 43) G. W e i g a n d : "Die Sprache des Olympo-Valachen,,, Leipzig 1888.
S 44) Ά θ. II α π α ε υ γ ε ν ί ο υ: «Ή Βόρειος 'Ελλάς», Θεσσαλονίκη 1946. ’Αλλά καί
ό Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς («Τί είναι οί Κουτσόβ/.αχοι» ένθ. άν. σελ. 19, ύποσημείω-
σις 2) λέγει: «...Οί τρίγλωσσοι Ελβετοί (Σ.Σ. άπό τό 1938 είναι τετράγλιοσσοι, ώς
κατ. σημ. 54) διέπλασαν εθνικόν αίσθημα κατά τήν πολιτικήν τιον άγωγήν. Οί Βαλαά-
δες τής Δυτ. Μακεδονίας καί ’Ηπείρου, έξισλαμισθέντες δχι πρό πολλού, άπιόλεσαν τήν
εθνικήν συνείδησιν... Αυτό τούτο επαθον καί οί Τουρκοκρήτες, ελληνόγλωσσοι ωσαύτως
όντες... Άλλ’ οί λέγοντες: «εθνική σημαία μου είναι ή γλώσσα» δεν έχουν δικαίιομσ
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»
*
/ νά ένοχλώσι τους λέγοντας: «εθνική σημαία μου είναι τό οιμα μου». Ούτοι είναι κυρίως
ομόφυλοι, διότι τό αίμα είναι συμφυές τή υπάρξει, έν ο> ή γλώσσα είναι τι τό έπακτόν,
ώς εις τούς Γενιτσάρους τής Τουρκίας...».
45) ’Ά ρ η ς Ν. Π ο υ λ ι α ν ό ς: ένθ. άν. «Ιίερί τής καταγωγής των Βλάχων» σελ.
290.
46) "Ορα Κ ο ύ μ α ν καί Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ν ενθ. άν.
47) Ν. l o r g a : "Histoire des Roumains de la peninsule des Balkans,,, Bucarest 1919
καί Ά ν τ. Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς ενθ. άν. «ΟΙ "Ελληνες καί οί Βόρειοι γείτονες»
σελ. 102.
48) Κ. Π α π α ρ ρ η γ ύ π ο υ λ ο ς: ένθ. άν. τόμ. Δα', σελ. 297, ύποσημείωσις I: «Με­
ταξύ των πολλών προτεινομένων ετυμολογιών τού Β λ ά χ ο ς ή πιθανότερα φαίνε­
ται ή έκ τού γρμ. Welschen ώς ώνόμαξον οί Γερμανοί τούς Λατινικούς λαούς, ώς βαρ-
βαρίξοντας την γλώσσαν (Welschen) βαρβάριος λαλεΐν». Κ. Κ ο ύ μ α ς, ένθ. άν.
τόμ. 12ος, σελ. 522. Καί δλοι οί νεοπεροι εκτός τού Ά ντ. Κ ε ρ α μ ο π ο ύ λ ου
καί τού Ν. Β έ η. Ό μέν Κ έ ρ α μ ό π ο υ λ ο ς έχει την πιο κάτι» άποψι, σημ.
53), ό δέ Β έ η ς («Βλάχοι», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν ΕΛΕΤΘΕΡΟΤΔΑΚΗ, Ά-
θήναι 1928, τόμ. Γ', σελ. 330) λέγει: «...Τό ζήτημα περί τής ετυμολογίας τής λέξειος
Β λ ά χ ο ς (Vlach) είναι λίαν έπίμαχον* κατά την έπικρατούσαν γνώμην ή λέξις
αύτη είναι σλαυική, καίτοι έπεχείρησέ τις (Σ.Σ. Ασφαλώς εννοεί τον Άντ. Κεραμόπου­
λον — δπιος εκθέτουμε στη σημείωσι 53) ν* άποδείξη αυτήν άνατολικής καταγο>γής...».
49) Δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία ή τεκμήριο για τό δ,τι οί Γερμανοί άποκάλεσαν Welsch
τούς λατινοφιονους τής- Ελληνικής Χερσονήσου, άλλα ούτε καί αϊτούς τής Δαλματίας,
των Δειναρικών καί Τουλιανών Άλπειον. Απλώς οί μελετηταί, στή γενικότητα τής
προσωνυμίας Welsch υπήγαγαν καί τούς Λατινογλώσσους τής Ελληνικής Χερσονήσου.
Λυτό δμο>ς δεν μάς έπεισε, δπιος δεν μάς έπεισε καί τό Voloc τού Γιάννη Κορδάτου.
50) Mi l a n S i mo v i c h : "Die Altslavische Sprache,,, Berlin 1933.
51) Πολλοί έρευνηταί άπορρίπτουν αυτήν τήν άποψι. Λέγουν δτι είναι πλάσμα των Σλάβιον
για να άποδείξουν δτι «δλα είναι δικά τους». Ή διαπίστωσίς μας δμιος είναι δτι ενώ
τούς Ρωμανό - Ελβετούς στα καντόνια τής Γενεύης, τού Βώ, τού Βαλλαί καί τού Νε-
σιατέλ οί Γερμανόφιυνοι τούς άποκαλούν Welsch δεν δίδουν τήν ίδια προσιονυμία στούς
Romanches ούτε στούς λατινοφώνους τών Τουλιανών, Δειναρικών καί Δαλματικών ’Άλ­
πεων.
52) G. Mu t z e n b e r g : "Destin de la langue et de la literature Rh£to-Romanes,„
L' AGE D’ HOMME, Lausanne 1974. G. Mu t z e n b e r g : "Basse - Engadine, un
haut - lieu de la po£sie Rh6to - Romane,,, Cendve 1974.
53) Ό Άντ. Δ. Κεραμόπουλος μετά άπό μακροχρόνια καί επίμονη επιστημονική έρευνα ά-
πέκλεισε δλες τις άλλες εκδοχές (δέν είχε ύπ’ δψει του τή δική μας άποψι για τήν σλα­
βική προέλευσι τής προσιυνυμίας Β λ ά χ ο ι ) καί στήν τελευταία του γιά τούς Βλά­
χους μελέτη («Βλάχοι», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Προσφορά εις Στίλπωνα
Π. Κυριακίδην, Θεσσαλονίκη 1953, σελ. 326—344) υποστηρίξει, μέ ιστορικά καί γλωσ-
σολογικά επιχειρήματα δτι ή προσιονυμία Β λ ά χ ο ς προέρχεται άπό τό Φ ε λ ά-
χ ο ς (Φελάχος - Φαλάχος - Βαλάχος - Βλάχος), πού έσήμαινε στήν Αίγυπτο τον μό­
νιμο δπλίτη, πού τό κράτος τόν άποκαθιστούσε γεωργικά μέ τήν ύποχρέιοσι τής στρα-
τεύσεώς του σέ ώρα Ανάγκης. Αυτός ό θεσμός, δπιος καί ή προσωνυμία μεταφέρθηκαν
άπό τούς Λαγίδες Μακεδόνες ή άπό τούς Ρωμαίους στήν Ευρώπη (Ελληνική Χερσό­
νησο) δπου καί έγιναν δεκτά καί υιοθετήθηκαν. Μ’ αυτόν μάλιστα τό θεσμό έξασφά- ;
Uts τό Βΐ’ξάντιο επί αιώνες τήν συγκρότησι τών στρατιών του εκστρατείας, άλλα και
t
Γήν Ασφάλεια τού τόπου. ^
Οί Απόψεις αυτές, Αλλα καί πο?.λές άλλες έπανιο στο ίδιο θέμα, τού σοφού καθηγη·
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 595

του, καταπολεμήθηκαν μέ πείσμα, όταν ζούσε Ακόμα, από πολλούς ιστόοίκους και μόλις
τελευταία Αρχισαν νά τις προσέχουν, να τις ερευνούν καί νά τις παραδέχονται.
Πάντως, ή προέλευσις τής προσωνυμίας Β λ ά χ ο ς από τό Φ ε λ ά χ ο ς, κα­
τά τον τρόπο πού την υποστηρίζει ό Κεραμόπουλος, παρουσιάζει πολλά Αδύνατα σημεία
καί χρειάζεται περισσότερη πιό πέρα ερευνά γιά νά γίνη Αποδεκτή. Τό πιο Αδύνατο ση­
μείο, στην προκειμένη περίπτωσι, είναι τό δτι είναι 6ύσκο?.ο νά Αποδειχθή λογικά καί
Ιστορικά ή καί γλωσσολογικά ή μεταφορά τής προσωνυμίας Από την Αίγυπτο στην Μα­
κεδονία καί πολύ περισσότερο από τή Μακεδονία στην παοαδουνάίίεια περιοχή, δπου
ήτο καί ό κύριος όγκος των Βλάχων.
54) Τό 1,3% τού πληθυσμού στην Ελβετία ί 7 5 .0 0 0 -80.000 κάτοικοι, σύμφωνα μέ την τε­
λευταία άπογραψή τού 1072), πού κατοικεί στο καντόνιο τού Grisons (Graiibunden) ό-
μιλεϊ την Romanche (πού διάκοινεται σέ τρεις διαφορετικές διαλέκτους). Άπό τό
1938 την Romanche ή Ελβετική Κυβέρνησις την αναγνώρισε σαν τέταρτη επίσημη
γλώσσα τού Κράτους (οί άλλες τρεις είναι η Γερμανική, ή Γαλλική καί ή Ιταλική) καί
ίδρυσε ειδικές έδρες γι’ αυτή τή γλώσσα σέ δλα τά Πανεπιστήμια. "Ολοι δέ έκεί
— λαός καί Κυβέρνησις — κάμνουν δ,τι μπορούν γιά νά συγκρατήσουν αυτόν τον πλη­
θυσμό στους ορεινούς οικισμούς του καί νά διατηρήσουν τα ωραία έθιμα του. Αλλη διά­
λεκτο τής Romanche δμιλούν καί 20.000 ορεινοί κάτοικοι στις Δολομιτικές ’Άλπεις τής
’Ιταλίας καί άλλη ομιλούν 450.000 στο Frioul στήν κοιλάδα τού Tagliamento ώς τήν
Corizia.
Στήν Δυτική Καρινθία, δπου συνορεύει μέ το Frioul ύπάρχουν μερικές χιλιάδες
άπό όρεινούς κατοίκους, πού όμιλούν Ακόμα μιά παραπλήσια γλώσσα μέ τήν Frioulanne.
Στις Δαλματικές "Αλπεις ή έκεί λατινογενής γλώσσα, πού συγγένευε μέ τήν Ro­
manche καί τήν Βλάχικη τής Ελλάδος δέν όμιλεϊται πιά. Πριν λίγα χρόνια έξιλιπε και
ό τελευταίος πού τήν ομιλούσε.
Γιά τούς λατινόφωνους στον Αίμο καί στή δεξιά όχθη τού Δούναβι, στή Βουλγαρία,
δέν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες, ούτε ξέρουμε καμμιά σύγχρονη σχετική μελέτη.
Φαίνεται δτι εκεί θά έκβουλγαρισΟούν καί στή γλώσσα, άν δέν έχουν έκβουλγαρισθή Α­
κόμα.
Τό θέμα τής συγγένειας, πού έχουν οί λατινογενείς γλώσσες δλων αυτών τών ό-
ρεινών κατοίκων (στις Ραιτικές, Δολομιτικές, Ίουλιανές καί Δειναρικές "Αλπεις, καθώς
καί στή Δαλματία, τήν Ελλάδα, τόν Αίμο καί στά Πυρηναία) μεταξύ τους, πού είναι
ή στενώτερη άπό δλες τις άλλες λατινογενείς γλώσσες, νομίζουμε δτι Αξίζει μιά πιό
προσεκτική έρευνα άπό τούς ειδικούς γλωσσολόγους. Γιατί άπό τά όλίγα πού ξέρουμε
καί πού είδαμε, μάς φαίνεται δτι αυτές οί γλώσσες προή?νθαν Από μιά κοινή γλώσσα λα­
τινογενή (Argot) Ανθρώπων πού έζησαν επί πολλά χρόνια υπό στρατιωτικές συνθήκες,
γιατί ύπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία, κατάλοιπα στρατιωτικής ορολογίας καί στρατιω­
τικών εκφράσεων, μέ ύφος ζωής στρατοπέδου καί εκστρατείας. Λυτή ή συγγένεια — κα­
τά τή γνόηιη μας πάντοτε — δέν παρουσιάζεται μέ τις άλλες λατινογενείς γλώσσες.
55) Ό Κ. II α π α ρ ρ η γ ύ π ο υ λ ο ς («'Ιστορία τού 'Ελληνικού ’Έθνους», ενθ. άν.
τόμ. Γα', σελ. 14) λέγει: «...'Ο Μέγας Αθανάσιος, ό περιφανής νομοθέτης τού Συμ-
βόλόυ τής ΓΙίστεως, έγραφε πολύκροτον «Λόγον κατά Ελλήνων», δΓ ού μή άρκεσθείς
νά άποκηρύξη αύτούς ώς είδωλολάτρας ήλεγξε προσέτι καί έχλεύασε τήν σοφίαν αυ­
τών... Ή γλώσσα λοιπόν παρέμεινε κοινή, Αλλά τό τών Έλλήνιον όνομα, γυμνωθέν
τής Αρχαίος ευκλεούς έκδοχής, έλαβε τήν σημασίαν τού είδωλολάτρου* καί έκτοτε τό τε
όνομα τούτο καί πάντα τά έξ αυτού παράγωγα... Απεκρούσθησαν καί περιυβρίσθησαν
υπό τής νέας πίστειυς επί αιώνας μακρούς...». Καί πιό κάτω προσθέτει: «'Ο Μαλά-
λας ομίλων περί τής βασιλείας καί τού Ιουστινιανού βέβαιοί δτι «διωγμός γέγονεν Ελ­
λήνων μέγας» καί δτι «έθέσπισεν ό αυτός βασιλεύς έόστε μή πολιτεύεσθαι τούς έλληνί-
ζοντας» καί δτι «συσχεθέντες "Ελληνες περιεβρωμίσθησαν καί βιβλία αυτών κατεκαύ-
θησαν καί είκύνες τών μυσερών θεών αυτών καί Αγάλματα*.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ'»

55) Γ. Φ ί ν λ ε ϋ: «Ιστορία τής Τουρκοκρατίας καί τής Ενετοκρατίας στην Ελλάδα»,


μετάφρασις Μ. Γαρίδη, ’Αθήνα 1950, σελ. 331.
57) Ν ι κ ή τ α ς Ά κ ο μ ι ν ά τ ο ς (Χωνιάτης) ένθ. άν. (841). Γ. Ά κ ρ ο π ο
λ ί τ η ς: "Εκδοσις Heisenberg 48. Γ. Π α χ υ μ έ ρ η ς: Έκδοσις Βιέννης 1.
83. Λεπτομέρειες στον Γ. X. Σ ο ύ λ η: «Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία - ή έν *Εν
λάδι Βλαχία», Γέρας Άντ. Κεραμοπούλου. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσα­
λονίκη 1953, σελ. 489—497.
58) Στους Ευρωπαϊκούς χάρτες, άπό τον ΙΕ '—ΙΗ' αιώνα (δρα: θ. Κ. II. Σ α ρ ά ν
τ η ς : «Ή Δυτική Μακεδονία εις τούς χάρτας άπό ΙΕ '—ΙΗ' αιώνας». Ήμερολόγιον
Δυτικής Μακεδονίας 1961, σελ. 20—32) ή Τρίκκη άναγράφεται Tricca, Triccolo καί
μετά Triccola. ΕΓναι φανερό δτι προέρχεται οπό την ονομασία τών Βλαχοφώνων
Τ ρ ι κ κ ό λ ο υ . Στο τέλος τού ΙΗ' αιώνα άναγράφεται Triccala. “Ολα αυτά στ*-
μαίνουν δτι αυτός που συνέτασσε τούς χάρτες άλλοτε έπαιρνε πληροφορίες άπό Ελληνο­
φώνους κατοίκους Τρικάλων καί άλλοτε άπό Βλαχοφώνους, άφού στην πόλι κατοικού­
σαν καί άπό τούς μέν καί άπό τούς δέ. Μέ την ευκαιρία πρέπει νά σημειοδσουμε δτι ή
βορειοδυτική συνοικία τών Τρικάλων, στήν δεξιά όχθη τού Ληθαίου, ονομάζεται σήμερα
Τρικαίολου, πράγμα πού μάς κάμνει νά ύποπτευθούμε δτι εκεί θά υπήρχε κάποιος άρ-
χαΐος ναός τής θεάς Τρίκκης, κόρης τού ’Ασωπού, τό Τ ρ ι κ κ α ΐ ο ν, ό οποίος μέ
τήν προσθήκην τού άρθρου λ ο υ άπό τούς ΒλαχοφοΥνους, έγινε καί παρέμεινε
Τ ρ ι κ κ α ί ο λ ο υ.
59) Νι
50) Ν.
61) Φ,
62) Ν. X. Σ ο ύ λ η ς ένθ. άν. σελ. 494.
63) Τ
64) Μ.
65) Ή " Αν ν α Κ ο μ ν η ν ή στήν Άλεξειάδα (σελ. 273) άναφέρει: «...Όπόσοι τον
ίδα βίον ειλοντο, βλάχους τούτους ή κοινή λαλεΐν είδα διάλεκτος...».
VOf.

66) Γ. Κ ε δ ρ η ν ό ς : «Σύνοψις ‘Ιστοριών», Βιέννη 1838, 11, σελ. 435.


67) Λ. Β. Π α π α 6 α σ ι λ ε ί ο υ ένθ. άν. σελ. 87—88.
68) Ί. Μ α ρ τ ί ν ι α ν ό ς ένθ. άν.

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(Πηγαί — Βοηθήματα)

1. Ά 6 έ ρ ω φ, Ε υ ά γ γ ε λ ο ς A. c*H πολιτική πλευρά τού Κουτσοδλαχικού ζη­


τήματος». Άθήναι 1948.
2. A d l e r , Μ. Ν. «The Itinerary of Benjamin of Tudela. Critical Text, Translation
and Commentary». London 1907.
3. 9λ κ ο μ ι ν ά τ ο ς, Ν ι κ ή τ α ς , ό X ω ν ι ά τ η ς «‘Ιστορία (1180—1206)».
Becker, Bonn 1837.
4. Ά κ ρ ο π ο λ ί τ η ς, Γ ε ώ ρ γ ι ο ς "Ορα: A. Heisenberg: «Studien zur Tex-
tegeschichte des Georgios Akropolites». Landeu I. Rheinplatz 1894.
5. 9λ λ ε ξ ο ύ δ η ς, ' Α ν θ ι μ ο ς Μ η τ ρ ο π ο λ ί τ η ς 9Α μ α σ ε ί α ς « Σύντο­
μος Ιστορική περιγραφή τής ίεράς Μητροπόλειος Βελεγράδων καί τής υπό τήν πνευ­
ματικήν αυτής δικαιοδοσίαν υπαγόμενης χώρας», Κέρκυρα 1868.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Π. “Α μ α ν τ ο ς, 1C. «Βλάχοι». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10ος, σελ.


80, ΆΟήναι 1934.
7. "Α μ α ν τ ο c, Κ. «Ό Μακεδονικός πολιτισμός και τό τέλος του Μεσαίωνος», Ά-
θήναι 1981.
8. Ά ν έ σ τ η ς, Δ η μ ή τ η ι ο ς II. «Ίο Κουτσοδλαχικόν ζήτημα». Τουφεξή, Λά­
ρισα 1961.
9. An g e l , J a c q u e s «Peuples et Nations de Balcans». Patis 1898. Paris 1930.
](). Ά ν ν α Κ ο μ ν η ν ή «Άλεξιάς». Έκύοσις «Πάπυρος», Άθήναι 1936. *Έκδοσις
«Βιθλιοθήκη των Ελλήνων», Άθήναι 1969.
11. Ά ρ α 6 α ν τ ι ν ό ς, Π. II. «Περί Κο\η:σοδλάχων», ’ΑΟήναι 1905.
12. Β α σ δ ρ α Γ>ε λ λη ς, Ί ω ά ν ν η ς Κ.«'Ιστορικόν Άρχεϊον Βέροιας. Έκλο-
γαί». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1942.
13. Β α σ δ ρ α 6 έ λ λ η ς, Ι ω ά ν ν η ς Κ. «01 Μακεδόνες εις τούς υπέρ τής ’Α­
νεξαρτησίας ’Αγώνας, 1796—1832». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη
1950.
14. Β α σ δ ρ α 6έ λ λη ς, ’Ι ω ά ν ν η ς Κ. «'Ιστορικά ’Αρχεία Μακεδονίας. Α'
’Αρχεϊον Θεσσαλονίκης 1695—1912». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη
1952.
15. Β α σ δ ρ α 6έ λ λη ς, Ί ω ά ν ν η ς Κ. «Ιστορικά ’Αρχεία Μακεδονίας. Β'
Άρχεϊον Βέροιας - Ναούσης 1598—1886». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσα­
λονίκη 1953.
16. Β έ η ς, Ν ι κ ό λ α ο ς Λ. «ΣερΟικά και Βυζαντινά γράμματα Μετεώρων». Ά ­
Οήναι 1910.
17. Β έ η ς, Ν ι κ ό λ α ο ς Ά. «Οί Βλάχοι». Λεξικόν Έλευθερουδάκη, τόμ. Γ', σελ.
330 κ.έ., Άθήναι 1927—31.
18. Β έ η ς, Ν ι κ ό λ α ο ς Ά. «Πρόλογος εις τον Άσπροπόταμον τής Πίνδου» του
Άλεξ. Κ. Χατζηγάκη». Τρίκκαλα 1945.
19. Β ε ν ι α μ ί ν ό ά π ό Τ ο υ ν τ έ λ α ς "Ορα: Ν. Λ. Βέη είς Byzantinisch-Ne-
ugtiechische Jahrbiicher, Bd, 2, 1921, pp. 169.
20. Β έ r a r d, V i c t o r «La Turpuie et Γ Hellenisme contaemporain». Paris 1896.
21. Β ο I i n t i n e a n u, I. «Caletorii la Rumania din macedonia». Bucuresti 1863.
22. Βo u 6, A m i «La Turqie d' Eutope». 4 vols. Paris 1840.
23. Βo u 6, A m i «Itineraires dans la Turquie d' Europe». Vienne 1854.
24. Br a n c o f f, D. M. «La Macedoine et sa population chretienne». Paris 1905.
25. Br o e s t e n e a n u, P. «Die Romanen in Macedonien, Thracien, Thessalien, Epi­
rus...». Leipzig 1884.
26. B u c h o n , J. A. G. «Croniques Strengdres relatives anx expeditions franpaises pe­
ndant le Xllle sidcle». Paris 1840.
27. B ur h a r t , C. «L' Albanie et les Albanais». Paris 1929.
28 . C a r a g i a n i , I. «Romanie din Poninsula Balcanica». Bucuresti 1887.
29. X α λ κ ο κ ο ν δ ύ λ η ς, Λ α ό ν ι κ ο ς ( Ι Ε ' α ι ώ ν ) «'Ιστορία τής έπιδρο-
μής των Τούρκων κλπ.». Έκδοσις Μπέκκερ, Βόννη 1843.
30. Χ ρ ο ν ι κ ό ν του Μ ο ο έ ο ς Έκδοσις John Sehnstt. «The Chroniche of
Morea». London 1904.
31. Χ ρ υ σ ο χ ό ο υ , ’Α θ α ν ά σ ι ο ς «Οι Βλάχοι τής Μακεδονίας, Θεσσαλίας καί
’Ηπείρου». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη, άριθ. 2.
Θεσσαλονίκη 1942.
32. Χ ρ υ σ ο χ ό ο υ , Μ ι χ α ή λ «Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι» Σύλλογος προς διάδο-
σιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Άθήναι 1909.
33. C ο I ο c ο t r ο n i s, V a s i I e i o s. «La Macedoine et Γ Hellenisme». Paris 1919.
34. Courrier d* Orient (extrait). «Etudes historiques sur les Vaiaques du Pinde». Con­
stantinople 1881.
35. C o u s ί n e r y, Μ. E. M. «Voyage dens la Macedoine». Paris 1831.
36. Cv i j i c , J. «La peninsule Balcanigue». Paris 1918.
37. D a w k i n s , R. M. «An Echo of the Norse Sagas of the Patzinak War of John II
Komninos». Annuaire de Γ Institut de Philologia et d' Histoire Orientales et Sla­
ves, 5.1937.
38. D e a d e v i s e s du D e z e r t , Th. «Geographie ancienne de la Mac6donie».
Paris 1863.
ο
39. Δ ή μ ι τ σ α ς , Μ α ρ γ α ρ ί τ η ς «Τά περί τής Αύτοκεφάλου ’Αρχιεπισκοπής ’Α­
χριδών», Άθήναι 1859.
40. Δ ή μ ι τ σ α ς , Μ α ρ γ α ρ ί τ η ς «Αίτια καί αποτελέσματα τής καταλύσεως τής
Αύτοκεφάλου ’Αρχιεπισκοπής ’Αχριδών». Άθήναι 1867.
41. Di e h l , C h a r l e s . «Byzance. Grandeur et Decadence». Paris 1920.
42. D i n i c, M. «La division de Γ Etat Serbe sous Etiennes Duchan en 'Paya Serbe*
et en ’Roumania». Congrds Byzandine. EMS. Thessalonigue-Athdnes 1955.
43. D v o r n i k , F. «Les Slanes, Byzance et Rome, au IX sidcle». Paris 1926.
44. ’E φ ρ α l μ ή Έ φ ρ α ί μ ι ο ς Χρονογραφία εις στίχους. Έκδοσις Μπέκκερ,
Βόννη 1840.
45. Έ ν ι σ λ ε ί δ η ς , Χρίστος «Ή ΙΙίνδος καί τά χωριά της». Άθήναι 1951.
46. Ε ύ α γ γ ε λί δ η ς, Τουφών «Μπαίδεκερ Νέας Ελλάδος». Άθήναι 1913.
47. Φ ιλ ή μ ω ν, Ί ω ά ν ν η ς «Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Έπαναστά-
σειος». 4 τόμοι. Άθήναι 1859—61.
48. Φ ι λ ι π π ί δ η ς Δημήτριος —Κωνσταντάς Γρηγόριος «Γεω­
γραφία Νειοτερική». Βιέννη 1791.
49. Φ ίν λ ε ϋ, Γ ε (ί) ργ ι ο ς «Ιστορία τής Τουρκοκρατίας καί τής Ενετοκρατίας
στήν Ελλάδα». Άπό τό Αγγλικό υπό Μίλτου Γαρίδη. Πυξίδα. Άθήναι 1958.
50. Φ ρ α ν τ ξ ή ς, Γ ε ώ ρ γ ι ο ς «Χρονικόν» 1466. Έκδοσις Μπέκκερ, Βόννη 1838
καί Γ. Θ. Ζώρα, Άθήναι 1958.
f,ι . Gel zer , H. «Ungedruchte und wenig bekannte Bistumerverzeichnisse der orien-
talischen Kirche». Byzantinische Zeitschrift, 2.1893.
52. Ge i g e r , H. «Der Patriarchat von Ahrida». Leipzig 1902.
53. Γ ε o> ο Υ ι ά δ η ς, Λ ν κ ι ο ς «Άνατοοπή των δοξασάντων άλλως περί των νυν
f

τήν Ελλάδα υίκουντων απογόνων των αρχαίων Ελλήνων (ΙΙερί Κουτσοβλάχων καί
Αλβανών)». ’Αθήνα» 1843.
54. Γ ε ω ρ γ ι ά δ η ς, Ν ι κ ό λ α ο ς «Ή Θεσσαλία». Άθήναι 1880. 2α εκδ. Άθή-
ναι 1894.
55. Γ ρ ή γ ο ρ ά ; , Ν ι κ η φ ό ρ ο ς «Ρωμαϊκή Ιστορία». Schopen, Bonn 1829-30.
Συμπλήρωσι; ύπλ J. Bekker, Bonn 1855. Καί Migne, Patrologia Graeca CXLVIII-
CXLIX.
56. G y o n i, Μ. «Α Legr^gibb Volem^ny A Rom£n Νόρ Eredet6rol». Budapest 1944.
57. Gy o n i , M. «Skylitzes et les Vlapues». Revue de Γ histoire com pare, 25.1947.
58. Gy o n i , M. «Egy vldch falu neve Anna Komnene Alexias£ba». Egyetemes Philo-
logiai Kozlony, 71.1948.
59. Gy o n i , M. «Les Blagues du Mont Athos au debut du XIle stecle». Etudes Sla­
ves et Roumains, 1.1948.
60 . Gy o n i , M. «Le nom de Βλάχοι dens Γ Alexiade d’ Amne Comn6ne». Byzanti­
nische Zeitschrift, 44.1951.
61. Ha h n , G. G. von. «Albanesische Studien». Wien 1853.
62. Ha h n , G. G. von. «Reise durch die gebiete des Drin und Wardar». Wien 1867.
63. Ha h n , G. G. von. «Reise von Belgrad nach Salonik». Wien 1868.
64. H a mme r , P u r g s t a l l «Ιστορία» τής ’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Μετάφρα-
σ»ς Κροκιδά, Τόμοι 6. Άθήναι 1870—74.
65. He u z e y , L, "Le mont Olympe et Γ Acarnanie,,, Paris 1860.
66. Η o f f m a n n, 0 11 o "Die Makedonen ihre Sprache und ihr Volkstum,,, Gottingen
1906.
67. l o r g a , N. "Histoire des Roumains de la peninsule des Balcans,,, Boucarest 1919.
68. l o r g a , N. "Histoire des Etats balcaniques jusqu k 1924,,, Paris 1925.
69. Kani t z, P h i l i p p e P h e l i x "Serbiens,,, Leipzig 1868.
70. Κ α ν τ a κ ο ν ζ η ν ό ς, *1 ω ά ν ν η ς «Ιστορία», 3 τόμοι Becker, Bonn 1828-
32. Migne, Patrologia Graeca CLIII-CLIV.
71. Κ α σ ο μ ο ύ λ η ς , Ν ι κ ό λ α ο ς «Ενθυμήματα Στρατιωτικά τής Έπαναστάσε-
ως των Ελλήνων». Άθήναι 1939—43.
72. Κ α τ σ ο υ γ ι ά ν ν η ς, Τ η λ έ μ α χ ο ς «Περί τών Βλάχων των Ελληνικών Χω­
ρών» Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη Λ' 1964 καί Β ' 1966.
<3. Κεδρην ό ς, Γ. «Συνοψις ’Ιστοριών». Βιέννη 1838.
74. Κ ε κ α υ μ έ ν ο ς, *1 ω ά ν ν η ς (;) «Στρατηγικόν». Έκδοσις: Β. Wassiliews-
ky - V. Jernstedt, Petrograd 1896.
7·>· Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς, Ά ν τ ιό ν ι ο ς Δ. «Τί είναι οί Κουτσόβλαχοι» Άθήναι
1939.
600 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

76. Κ ε ρ α μ ό π ο ν λ ο ς , ’Α ν τ ώ ν ι ο ς Δ. «01 ‘Έλληνες και οΐ Βόρειοι γείτονες».


Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτονν, Άθήναι 1945.
77. Κ ε ρ α μ 6 π ο ν λ ο ς, Ά ν τ ιό ν ι ο ς Δ. «’Αρχαία Ιστορία των Εβραίων, ή Αί­
γυπτος καί οί Βλάχοι». Εταιρεία Μακεδονικών Σπονδών. Μακεδονικά. Λαϊκή Βιβλιο­
θήκη 7. Θεσσαλονίκη 1952.
78. Κ ε ρ α μ ό π ο ν λ ο ς, Ά ν τ ώ ν ι ο ς Δ. «Βλάχοι». Εταιρεία Μακεδονικών
Σπονδών. Προσφορά εις Στιλ. Π. Κυριακίδην, σελ. 526—344. Θεσσαλονίκη 1953.
79. Κ ε ρ α μ ό π ο υ λ ο ς, ’Α ν τ ώ ν ι ο ς . Δ. «Ό Στράβων, οί Περραιβοί καί οί
Βλάχοι». Φιλοσοφική Έπετηρίς 1953—54.
80. Κ ί ν ν α μ ο ς, Ι ω ά ν ν η ς (I Β' α ι ώ ν ) «Επιτομή τών κατορθωμάτων
τφ ... ’Ιωάννη Κομνηνφ...» . ’Έκδοσις: Migne, Patrologia Graeca CXXXIII.
81. Κ ιο σ τ ό π ο ν λ ο ς, ’Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η ς X ρ. «Ή συμβολή τής Δυτικής Μακε­
δονίας εις τούς άπελενθεριοτικούς άγώνας του *Έθνους». Θεσσαλονίκη 1970.
82. Κ ο υ κ ο ύ λ ε ς , Φ α ί δ <ο ν «Βυζαντινών βίος καί πολιτισμός», 6 τόμοι. Άθήναι
1948—55.
83. Κ ο ύ μ α ς,Κ. «'Ιστορία τών άνθρωπίνιον πράξεων», 12 τόμοι. Βιέννη 1832.
84. Κ ο υ ρ ί λ α ς, Ε ν λ ό γ ι ο ς «Ή Μοσχόπολις καί ή νέα ’Ακαδημία αυτής», Άθή-
ναι 1934.
85. K r e t s c h m e r , P a u l "Einlectung in die Geschichte des Griechischen,,, Gottin­
gen 1896,
86. Κ ρ ν σ τ ά λ λ η ς, Κ ώ σ τ α ς Λ. «Οί Βλάχοι τής Πίνδου». Άθήναι 1952.
87. Λ ά ϊ ο ς , Γ ε ιόρ γ ι ο ς «Περιγραφή τής Βορ. Αλβανίας καί τής Βορ. ’Ηπείρου
άπό τον Γ. Δημητρίου τον έξ Άργνροκάστρου (1783)». ’Ηπειριοτική Εστία, τόμ. Ε'
1956.
88. Λ α μ π ρ ί δ η ς , Ί ι ο ά ν ν η ς «Ζαγοριακά». Άθήναι 1870.
89. Λ ά μ π ρ ο ς , Σ π υ ρ ί δ ιο ν «*Όσαι τών πόλεων μετωνομάσθησαν ύστερον. Περί
Τρικκάλιον». Νέος Έλληνομνήμων ΣΤ' 1909.
90. L e a k e , W i l l i a m Ma r t i n "Researches in Greece,,, London 1814.
91. L e a k e, W i 11 i a m M a r t i n "Travels in Northern Greece,,, 4 vols. London 1835.
92. L e g e an, G. "Ethnographie de la Turquie d' Europe,,, Gotha 1861.
93. Λ ι α κ ό ς , Σ ω κ ρ ά τ η ς , «Ή καταγωγή τών Άρμάνιων (τουπίκλην Βλάχιον)».
Θεσσαλονίκη 1965.
94. Λ ι ά κ ο ς, Σ ω κ ρ ά τ η ς «Σύντομη έπισκόπησι τής ιστορίας τών Άρμεναρίω»·
τής Μικρενριόπης». Θεσσαλονίκη 1974.
95. L j u b i c , S. '"Listine ο odnasajih izmedjn juznoga slavenstva i nlotacke republi­
ke,,, Zagreb 1872.
96. L l u b e r a , I. G. "Viajes de Benjamin de Tudela, 1160-1173,, Madrid 1918.
97. L ( o ) u c a s, P a u l "Voyage dans la Grdce. La Macedoine,,, Amsterdam 1714.
98. Λ υ δ ό ς, Ί ι») ά ν ν η ς «Περί τών αρχών τής Ριομαίων Πολιτείας». νΕκδοσις
Βόννης 1837.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

99. M a n n e r t , K o r r a d '"Geographic der Griechen und Romer,,, Wien 1812.


100. M a r g a r i t i s , A p o s t o l i "Les Grecs, les Albanais et les Valaques et Γ empi­
re Ottoman par un Valaque du Pinde,,, Bucarest 1886.
101. Μ a q τ i v i a v ό ς. Ί ω a κ ε ί μ, Μ η τ ο ο π ο λ ί τ η ς Ξά ν θ η ς «Συμβο-
λαί εις την Ιστορίαν τής Μοσχοπόλεως». Δ. Δημητράκος, Άθήναι 1939.
102. Μ α ο τ ι ν i a ν ό ς. ' Ι ω α κ ε ί μ , Μη τ ρ ο π ο λ ί τ η ς Ξ ά ν θ η ς «Ή Μο
σχόπολις». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1957.
103. Μ ε λ έ τ ι ο ς , ’Α θ η ν ώ ν «Γεωγραφία». Ν. Γλυκεΐ, Ένετία 1728.
104* Μ έ ρ τ ζ ο ς, Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς Δ. «Μνημεία Μακεδονικής 'Ιστορίας». Ε ­
ταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη 1947.
105. Μ ι χ α λ ό π ο υ λ ο ς. Φ ά ν η ς «Ρήγας ό Βελεστινλής». Άθήναι 1930.
106. Μ ό μ μ σ ε ν, Θ. «Ιστορία των Ρωμαίιυν». Τόμοι 5. Μετάφρασις Σ. Κ. Σακελλα-
ροπουλου, Άθήναι 1921.
106α. Mu r n u , G. G. "Istoria Romanilor din Pind: Vlahia Maro, 980-1259,,, Bucuresti
1913.
107. M t i t z e n b e r g , G a b r i e l "Destin de la langue et de la litterature Rh6to - Ro­
manes,,, L’ Sge d’ Homme. Lausanne 1974.
108. M u t z e n b e r g , G a b r i e l "Basse - Engadine, un haut - lieu de la po6sie Rh6to-
Romane,,, Gendve 1974.
109. Μ έ λ λ ε ρ, Ο υ ί λ λ ι α μ «Ή Τουρκία καταρρέουσα». Μετάφρασις Σ. Λάμπρος,
Άθήναι 1914.
110. Μ ΰ λ λ ε ρ, Ο ύ ί λ λ ι α μ «'Ιστορία τής Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα». Μετά-
φρασις Άγ. Φουρκότη, Άθήναι I960.
111. Ν ι κ ο λ α ί δ η ς, Κ. «Ετυμολογικόν Λεξικόν τής Κουτσοθλαχικής γλοόσσης». Ά
θήναι 1909.
112. Ni s t o r , I. "Originea Romanilor din Balcani si Vlahiile din Tesalia si Epir,,. Me-
moriile sectiei istorica Academia Romaniasca. Seria Ilia. 1944.
113. Ni s t o r , I. "Les Valachies de Thessalie et d' Epire,,, Academie Roumaine, Bulle­
tin de la Section Historique, 25, 1944.
114. II α π a C α σ ι λ ε ί ο υ, Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς 13. «'Ιστορικά σημειοόματα για τού;
Βλάχους ή Κουτσοίίλάχους». Βέροια 1969.
P a p a g e o r g i o u , S p i r o s "Les Koytsovalaques,,. Athdnes 1908.
Π α π α ε υ γ ε ν ί ο υ, Ά θ α ν ά σ ι ο ς «'Η Βόρειος Ελλάς». Θεσσαλονίκη 1946.
917. II α π α 0 a ν α σ ί ο υ, Ζ ή σ η ς «Συμβολή στην ιστορία τής Λάϊστας (Ζαγορίου)»
Ήπειριοτική 'Εστία, τόμ. Δ' 1955.
II α π α ρ ρ η γ ό π ο υ λ ο ς, Κ ω ν σ τ α ν τ ϊ ν ος «'Ιστορία του 'Ελληνικού ’Έ ­
θνους». Έκδοσις έκατονταετηρίδος Έλευθερουδάκη, Άθήναι 1932.
19. II α χ υ μ έ ρ η ς, Γ ε ιό ρ γ ι ο ς (ΙΓ'/ΙΛ' αιών) «'Ιστορία (1255—1308)». Μπέκ-
κερ, Βόννη 1835.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑΝ

120. Περραιβός, X q. «Σύντομος βιογραφία άοιδίμου Ρήγα Φεραίου». ’Αθήνα»


1860.
121. P i c ot , Μ. Ε. #'Les Roumains de la Macedoine,,. Paris 1875.
121α. P o p i I i a n, D. "Romanii dian Peninsula Balcanica,,. Bucuresti 1885.
122. Π ο ρ φ υ ρ ο γ έ ν ν η τ ο ς , Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς «Περί θεμάτιον». "Ορα:
A. Rambaud: "L' Empire grec au dikidme stecle,,. Paris 1870.
ϊ*
123. Π ο υ λ ι ά ν ό ς , ' Άρης N. «Ή προέλευση των Έλλήνιον». Μόρφωση, Αθήνα
1960.
124. Π ο υ λ ι α ν ό ς, ’Ά ρ η ς Ν. «Περί τής καταγωγής των Βλάχων». Σύγχρονα θέ- Η
\ ματα, τεύχος 3, Αθήνα 1963. Μ
Γ
125. P o u q u e v i l l e . F r a η p o i s "Voyage dans la Gr£ce„ 3 vols. Paris 1820-21. ?

126. P o u q u e v i l l e . F r a n p o i s "M6moire sur Γ lllyrie ancienne et moderne, sur les ;i


colonies valaques etc.,,. M6moire de Γ Academie des Inscriptions, 12.1839. £
\

127. Ρ ω μ α ν ό ς , Ί οι ά ν ν η ς «Περί Δεσποτάτου τής Ηπείρου». Κέρκυρα 1895. §


128. Σ ά θ α ς, Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς «Ελληνικά ανέκδοτα». Άθήναι 1867. jf*
■$
129. Σ ά θ α ς , Κωνσταντίνος «Ή Τουρκοκρατουμένη Ελλάς». Άθήναι 1869. g
130. Σάθας, Κωνσταντίνο; «Ιστορικοί διατριθαί». Άθήναι 1870. κΐ

131. Σ α ρ ά ν τ η ς , Θ ε ό δ ω ρ ο ς Κ. Π. «Ή Δυτική Μακεδονία είς τούς χάρτας


άπό Ι Ε '—ΙΗ ' αίώνος». Ήμερολόγιον «Δυτικής Μακεδονίας», 1961, σελ. 20—32.
132. Σ ε ρ γ έ φ σ κ ι, Μ. Β. «Βεγκένιε β Ρομάνσκογιε γιαζικοξνάνιε» (είς την Ρω­
σικήν), Μόσχα 1952.
133. Σ ι μ ό π ο υ λ ο ς, Κ υ ρ ι ά κ ο ς «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», Α' τ. 333
μ.Χ. — 1700 καί Β ' τ. 1700—1800. Άθήναι 1972—1973.
134. Σ ν ε γ κ ά ρ ο φ,Ί 6 « ν «'Ιστορία τής Αρχιεπισκοπής Αχριδών». 2 τόμοι, (βουλ-
γαριστί). Σόφια 1931.
135. S i m o n i c h , M i l a n "Die Altslavische Sprache,,. Berlin 1933.
135a. S ο I ο v j e v, A. - Mo s i n , V. "Greke pevelje srpskih vladava,,. Belgrad 1936. f
136. Σ ο ύ λ η ς, Γ ε ώ ρ γ ι ο : X. «Βλαχία — Μεγάλη Βλαχία — ή έν Έλλάδι Βλα- £
χία». Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Γέρας Άντ. Κεραμοπούλου, Άθήναι 1953, σελ. it
489-497. I
137. Σ π η λ ι ω τ ό π ο υ λ ο ς, Ά ν τ ό) ν ι ο ς Θ. «Οί Βλαχόφοινοι "Ελληνες καί ϊ \ ψ
Ρουμανική προπαγάνδα». Άθήναι 1914.
■ν©
138. S t a n f o r d , E d w a r d "Carte fcthographique de la Turquie d’ Europe et de la?
Gr6ce„, Paris 1877. ||
139. S t u a r t , R o b e r t "The Vlakhs of Mount Pindus,,. Ethnological Society of Lon-w
don, IV. 1868.
140. U s p e n s k i j , P. "Putesfestvie v meteorskie i osoolimpijskie monastyri v Tessalii,
Petrograd 1896.
;?i

i
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

141. Va s i l ί e ν, A. A. “ Histoire de Γ empire Byzantin,,. Trad, fen franpais par Brodin


fet A. Bourgina, Paris 1932,
142. Vi q u e s n e l , A. “Voyage dans la Turquie d' Europe,,. Paris 1868.
i
143. Vr e t o , M a r i n o “ Les Vlaques ou Valaques du Pinde et les Albanais,,. Melan­
ges Nfeohellfeniques, Athfenes 1869.
ίΐ
144. Weigand, G. “ Die Sprache des Plympo-walachen, . Leipzig 1888.
145. Weigand, G. “ Die Aromunen,,. 2 Bds. Leipzig 1889. Leipzig 1902.
146. Weigand, G. “ Ethnograqhie von Makedonien,, Leipzig 1924.
S1
147. Wolff, R. L. “The 'Second Bulgarian Empire, Its Origin and History to 1204,,. I ,|
Speculum, 24.1949. )
[148. Ζ α χ ν ν θ ι ν ό ς , Διονύσιος «ΟΙ Σλάβοι έν Έλλάδι». Άθήναι 1945.

I
149. Ζ α χ ν ν θ ι ν ό ς , Δ ι ο ν ύ σ ι ο ς «Μελέται περί τής διοικητικής διαιρέσεως καί 'ί λ!

τής έπαρχιακής διοικήσεως h τφ Βυζαντινφ κράτει». ΕΕΒΣ, 18.1948. ·/ ' .j


; »

ίδΟ. Ζ ω ν α ρ ά ς, ’Ι ω ά ν ν η ς «Επιτομή Ιστοριών», ΙΒ ' αΙών. Λ. Ντίντορφ, 6 τόμοι,


Λειψία 1868—1875. j

n
ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΤΘ. ΓΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοδιδασκάλου

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) « Α τ τ ικ ό ν Ή μ ερ ο λ ό γ ιο ν » σελ. 114— 160 Ί . Λ α μ π ρ ίδ η .


2) «Έκκλησ. ’Αλήθεια» Πατριαρχ. Περιοδικόν τόμ. Ε '.
3) « Έ ττισ τη μ ο ν ικ ή Έ ττε τη ρ ΐς » ά ο ιδ . Ά ρ χ ιε π . ’Αθηνών Χ ρυσοστόμου 1922.
4) Έ φ η μ ε ρ ϊς « Β υ ζά ν τιο ν » ά ρ ιθ . 6 4 0 1898.
5) « Η Π Ε ΙΡ Ω Τ ΙΚ Η Ε Σ Τ ΙΑ » τεύχη 94, 9 5 , 107, 108, 109, 110, 11 1, 112, 113, 114,
115, 116, 117, 118, 119 Σ τα ύ ρ ο υ Γκατσοπ ούλου.
6) « Η π ε ιρ ω τ ικ ά Μ ελ ετή μ α τα » ’ Ιωάν. Λ α μ π ρ ίδ η .
7) « Η π ε ιρ ω τ ικ ά ! Μ ε λ έ τα ι» Δ . Φώτου (Μ ολοσ σ ού ).
8) «Ηπειρωτικά Χρονικά» τεύχη 113, 115, ΙΔ ', ΙΕ ' και ΙΖ '.
9) « ’ Η π ειρ ω τικ ό ς Ά σ τή ρ » 1904 Νικο?ν. Μ υ σ τα κίδ η « 'Ιε ρ ά Μονή Μ ολυβδοσκοπ άστουν .
1956 Σ τα ύ ρ ο υ Γκατσ ο π ούλου.
Γ* *
10) « Ι ε ρ ά έν Ή π ε ίρ ω Σ κη νώ μ α τα » I. Λ α μ π ρ ίδ ο υ .
11) «Κώδικες Πατριαρχικοί» Ζ ', Η ', Κ Β ', Κ Θ '.
12) «Κανονικά! Διατάξεις» Ά 6 . Γεδεών. .:
13) « Μ εσ α ιω ν ικ ή Β ιβ λιο θ ή κη » Κ . Σ ά θ α . ’
14) « Μ ικρ ό ς Έ λληνομνήμω ν» Σ π . Λάμπ ρου τό μ ο ι Α ', Θ ', Γ , Ι Α ' κ α ί Ι Β '.
15) «Ν εο λό γο ς» έφ η μ ερ ϊς Κ ω ν)π όλεω ς άριθ μός 1896.
16) « Ν έα Ε λ λ ά ς » Ζ α β ίρ α .
17) « ’ Ορθόδοξος Ε λ λ ά ς » Ά ρ χ ιμ . ’Α νδρονίκου Δημητρακοπούλου.
1 8) «Π αρνασ σ ός» π ερ ιο δ ικό ν τό μ . 10ος.
19) «Π ω γω νιανής ’Α ρ χ ιεπ ισ κ ο π ή » , I. Λ α μ π ρ ίδ η .
20) «Π ω γω νιανή» Α . Γονιού 1875.
21) «Π ω γω νιανής κ α τά ρ γ η σ ις » Π α τρ . Κ ώ δ ιξ Ο Ε '.
22) «Π ερ ί Π ω γω νιανής» Ή π . Χ ρ ο ν ικ ά Γ Εύρ. Σπ ύρλα.
23) « Π ω γω νη σ ια κά - Β η σ α ν ιώ τικ α » Σ π . Σ τούπ η.
24) Π ερ ιο δ ικ ό ν « ’ Ο ρθ ο δο ξία » τό μ . Λ Β '.
25) «Πωγωνιού Σκόρπια Φύλλα» Στ. Καραδήμα 1974.
26) « Υ π ό μ ν η μ α προς ‘ Ιεράν Σύνοδον» Ά ρ χ ιε π . Πω γω νιανής Χ ρισ τοφ όρου.
27) « Χ ρ ο ν ο λ ο γ ία ’ Η π είρου» τό μ . Β ' Π. Ά ρ α β α ν τιν ο ύ .

Εις τά ύπ’ άριθ. 94 καί 9ό τεύχη τής εγκρίτου μηνιαίας επί θεώρησε ο : «Ήπε
ρυ>τική Εστίαν, είθε τό πώτ τής δημοσιότητος μία μου ιστορική πραγματεία, υπό τί
τίτλον " Έ εμπορική παντούοις Πωγωνιανής καί ή πάλαι ποτέ άκμάσασα πόλις Δ;
παλίτσα». Έμερίμνησα διά ταύτης ΐ'.ου- νά καταστήσω, όση μοι δύναμις, γνωστά, oc
ιστορικά στοιχεία κατώρθωσα νά άνεύρω καί περισυλλέγω — πού δεν έςητάνισ
είσέτι ό πανοαμάτωρ χρόνος — άφορώντα τήν κατά τον Μεσαίωνα άκμάσασαν π
λιν Πωγωνιανήν - Διπαλίτσαν εις τό μεταίχμιο·/ τής Παλαιάς καί Νέας Ηπείρου κ
τήν κατ’ έτος τελουμένην εςωθι των τειχών τής εκεί Ίερας Βασιλικής καί Σταυρ

ι
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

πηγιακής Μονής Μολυβοοσκεπάστου ομαλήν έκτασιν, καλούμενων καί σήμερον Π α-


ζ ά ρ ι α εμπορικήν πανήγυριν, άρχομένην τήν έπομένην τής μεγάλης έορτής τής
Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, τήν 1Γ>ην Αύγουστου καί διαρκοϋσαν ένα δλόκληρον μήνα.
Ιύίς τήν έν λόγω πραγματείαν μου άνέφερα τόν χρόνον καθ’ δν ήρξατο τελουμένη
αύτη καί τήν συνέπεια των λαβόντιον έχει χώραν αιματηρών γεγονότων κατάργησιν
αυτής καί τήν μεταφοράν της άργότερον, ύπό του δυνάστου τής Ηπείρου, Ά λ ή - π α ­
σά, εις Ιωάννινα, οιατηρήσασα τόν τίτλον Πωγωνιανή καί λειτουργούσα κατ’ έτος έ-
κεΐ μέχρι τοΰ 1801 έτους.
Έ ν τώ τελεί τής ταπεινής μου εκείνης προσπάθειας άνέγραφον αυτολεξεί τά α­
κόλουθα: «Ιίεραίνων τήν παρούσαν μου, εύχομαι ϊνα χρησιμεύση αύτη ώς έρέθισμα
βαθυτέρας καί έμπεριστατιυμένης έρεύνης, παρά φιλομούσων καί φιλιστόριον συμπα­
τριωτών μας, τής ίστοριοβριθοΟς ταύτης περιοχής, μέ τήν Πασσαρώνα ή κατά Στα-
γειρίτην Έκατονπεδώνα ή Πωγωνιανήν ή Διπαλίτσαν — κατά Μολοσσόν, μέ τήν
γειτονικήν Ό ππάν (Όστανίτσαν) μέ τήν Τυρροβίτσικαν — Κάστρον ή Στρατόπε­
δο·; ΙΙύρρου — μέ τήν Φανωτήν, Κλεισούραν καί στενά του ’Αώου, μέ τήν Δρυϊνού
πολιν καί Τιτούπολιν — Άντιγόνειαν, σημερινόν Τεπελένι — από των αρχαιότατων
χρόνων Ελληνικήν, ώς κτηθεΐσαν 600 έτη προ Χρίστου από τόν ’Άτλαντα καί Τίτον,
καταγόμενους από το γένος των ΙΙιοιαίων καί Διακρίων. Αύται θά διακηρύσσουν στεν­
τόρεια τή φωνή, άνά τά πέρατα τής Οικουμένης τήν προ πάντιον των αιώνιον έλλη-
νικότητα αυτών καί τό αναφαίρετου δικαίωμά των νά άξιοϋν νά αποκτήσουν τήν έ-
λευθερίαν των, διά νά ζοΰν, ώς έκπαλαι, έλληνικαί, υπό τήν θερμουργόν πνοήν καί
μητρικήν στέγην καί σκεπήν τής γλυκείας μητρός των, τής Ελλάδος. Αί παραινέ­
σεις μου αύται, πηγάζουσαι από τά μύχια τής ψυχής μου, ήλπιζον δτι θά εϋρωσι τήν
δέουσαν άπήχησιν είς πολλούς φιλομούσους, φιλοπροόδους καί φιλοπάτριδας συμπα-
τριιότας, έχοντας τήν εύγενή φιλοδοξίαν νά άνασύρωσι πολλάς πτυχάς του πέπλου,
τού ζηλοτύπιος καί ούτιος είπεΐν, χαιρεκάκιος καλύπτοντος τήν ιστορίαν τής ίστοριο-
βριθούς ’Ηπείρου μας καί νά άνεύρωσι παν στοιχεϊον, άρρήκτως συνδεδεμένον μέ τήν
ψυχήν τών προαπελθόντων προγόνιον μας, συνυφασμένον μέ τά έμψυχα καί άψυχα
τής εύάνδρου ’Ηπείρου μας. Έπίστευον — καί έξακολουθώ νά πιστεύω — ότι, ή κατ’
έςοχήν πνευματοτρόφος αύτη χώρα, δεν έπαυσε νά γεννά τέκνα, άντάξια καί Ισάξια
τών ευκλεών προγόνιον των, οί οποίοι καί κατά τό άπιο παρελθόν καί κατά τήν χ ι­
λιετή Βυζαντινήν έποχήν. ώς καί κατά τούς χαλεπούς τής δουλείας χρόνους, παρά
τό χαλεπόν τών καιρών καί τό δυσχερές τών περιστάσεων, εγένοντο φωστήρες υπέρ­
λαμπροι, φιοτιζοντες πολλούς έν σκότει καί σκιά διαβιουντας.
Άνέμενον νά Γοω έρχόμενα είς τό φώς τής δημοσιότητος πολλά ιστορικά στοι­
χεία, άφορώντα τήν ’Ήπειρόν μας καί 0ή τό Πωγώνιον, τό βρϊθον πολλών άρχαιο-
ήτιον, ώς είναι τά μεταξύ Κάτω Μερόπης καί Ιίαλαιοπύργου, εις θέσιν Ά ϊ - Γιώρ-
γης ερείπια μέ ύπερμεγέθεις λίθους, τό παρά το Ααχανόκαστρον — νυν Ήραιόκα-
οτρον — φρούριον μέ τήν μυστικήν προς τόν κάτωθεν ρέοντα ποταμόν Γορμόν θυρίδα
jpou, τά άνιοθεν τών πηγών Κεφαλοβρύσου έρείπια μέ τάς ύψικαρήνους δρυς όπου, κα-
|ά τον ιστορικόν Λαμπρίοην, υπήρχε τό χιορίον Θοδωρίτσι, καταστραφέν κατά τό;
αιώνα, τά παρά τήν Μέβοεζαν έρείπια πύργου, εξ ού καί τό χμορίον μετιονομά-
$η Παλαιόπυργος καί τόσα άλλα, άτινα έοει νά έρευνηθώσι μετά πολλής προσοχής
Ά τυχώ ς, μέχρι σήμερον, δεν είδον εύοσμα καί έκλεκτά προϊόντα τοιούτων έ-
υνών. "Ας μοί έπιτρέψ·ουν οί ασχολούμενοι μέ τά γράμματα νέοι μας — άμφοτέ·
ν τών φύλων — ώς καί μέ τάς τέχνας καί τόν άθλητισμόν, νά τούς συστήσο) νά
ίψουν έν προσεκτικόν έρευνητικον βλέμμα είς τήν γύρω περιοχήν τής ιδιαιτέρας
|ον έκαστος πατρίδος. Τούτο θά είναι λίαν χρήσιμον διά τήν Ιστορίαν της. Τούτο τό
"άττιο καί εγώ μετά πολλής χαράς καί εύχαριστήσεως.
Γέννημα τής τοιαύτης μου προσπάθειας είναι ή παρούσα μου πενιχρά διατριβή.
« Η Π Ε ΙΡ Ω Τ ΙΚ Η Ε Σ Τ ΙΑ »

Σκοπός μου διά ταύτης είναι, πώς 0ά δυνηθώ νά έκτυλίξω μερικάς άνεξερευνήτους ή
ήμιεξερευνηθείσας πτυχάς πού καλύπτουν τήν Ιστορίαν τής Ιδιαιτέρας μας πατρίδος,
τής εύάνδρου Ηπείρου μας καί δή τής στενωτέρας τοιαύτης, του Πωγωνίου μας μέ
έπίκεντρον τήν κατά τδν Μεσαίωνα άκμάσασαν ’Αρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής.
ΙΙολλοΙ πρό έμοϋ ήσχολήθησαν μέ τήν έρευναν των στοιχείων, τά όποια συν­
θέτουν τήν ύπαρξιν, τήν έθνικοθρησκευτικήν καί κοινωνικήν προσφοράν τής άνωτά-
της αύτής θρησκευτικής αρχής εις τήν περιοχήν ταύτην. Ά τυχώ ς τά προϊόντα τής
εύγενοϋς ταύτης των προσπάθειας είναι πενιχρά, έν πολλοίς δέ σημείοις άλληλοσυγ-jl
κρουόμενα. Δύσκολον δθεν τδ έργον, τδ όποιον άνέλαβον. Αί σταγόνες των στοιχείων,
τά όποια άνεύρισκον καί έγώ δέν μέ Ικανοποιούν. 'Ό ,τι τήν μίαν ήμέραν έθεώρουνΙ
ώς άνταποκρινόμενον πρδς τήν αλήθειαν, τήν έπομένην άνετρέπετο. Διεψεύδετο ά π δ ΐ
άντιτιθεμένας πλγ;ροφορίας καί τδ «εύρηκα, εύρηκα» τής προηγουμένης έσωριάζετοί
τήν έπομένην ώς χάρτινος πύργος!
ΟΙ δεδικαιολογημένοι δμως αυτοί δισταγμοί μου έν τέλει ύπεχώρησαν. Έπε*
κράτησαν εις τδν εσωτερικόν μου κόσμον οί παραινέσεις τού θεανθρώπου ’Ιησού «Ζη-3
τεΐτε καί ευρήσετε»* ^Κρούετε καί άνοιγήσεται».
Έ κ τών θείων τούτων λόγιον ένθαρρυνθείς καί έγώ, έσπευσα παντού δπου ήτοΛ
έστω καί ή έλαχίστη ελπίς, δτι θά άνεύρισκον σχετικόν τι. Αί μαρμάρινοι π ο λ υ ΐ
βάθμιδες κλίμακες τών έν ΆΟήναις Βιβλιοθηκών δυσθύμως ήνείχοντο τάς συχνάς έ \|
νοχλήσεις μου* οί έν τώ \\γί<ι> νΟρει Θειοφόροι "Αγιοι Πατέρες πολλάκις άπησχολήί
θησαν παρ' έμού παρέχοντές μου έν τή έγνωσμένη καλωσύνη των, πολύτιμα ιστορικοί
στοιχεία έκ τών πλουσίων εκεί Βιβλιοθηκών. Τούτο τδ έπραξαν καί οί εις ούς κατέ*
φυγον ευσεβείς Τοποτηοηταί τών 'Ιερών Μονών Είκοσιφοινίσσης Δράμας καί Baps!
λαάμ Μετεώρων. Μεγίστως δέ συνέβαλε εις τήν ταπεινήν μου προσπάθειαν ό είς τάνΐ
Ουρανίους Μονάς μεταστάς αοίδιμος Πατριάρχης Άθηναγόρας, έπιτρέψας μοι τή|5
άναδίφησιν τών Πατριαρχικών ’Αρχείων. ΙΙάντας εύγνωμονώ. Αί ταπεινοί μου α ύτα |
προσπάθειαι σχέσιν έχουσαι μέ τήν ’Αρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής κατατίθενται έ |
συνεχεία.
Ίδ ω μ εν πρώτον τί περί αύτής έγραψεν ό αείμνηστος έκ Σουδενών ίστορικδς ’Ι|
ωάννης Ααμπρίδης.
Ούτος, τδ πνευματικόν του τέκνον, δπερ τιτλοφορεί καί ούτος «ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟ)
ΗΗ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ", αφιερώνει:
«ΤοΤς έν Βραδέτω αύταδέλφοις Γεωργίω Δ. Τσιγαρα, Διδάκτορι τής ΊατρικύΙ
και Νικολάω, αποφοιτώ τής Ριίίαρείου καί Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου»!
Έδημοσιεύθη, μετά θάνατον — 1888 — είς τδ άνά τδ πανελλήνιον γνωστέ!
τότε περιοδικόν «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ" (Λ' τόμ. σελ. 26*9— 282) έκδιδόμενον έν ’Αθήναι|
’Εν αρχή τής άξιομελετήτου ταύτης διατριβής του άναγινώσκομεν: |
«Ή εποχή τής συστάσεως τής ‘Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής μένει μέχρι τού(|;
άγνωστος. Λέγεται δμως έκ παραδόσεως, δτι το ηπειρωτικόν τούτο τμήμα διά θρ!!'
νου Αρχιεπισκοπικού έτίμησε Κιονσταντίνος δ Πωγωνάτος, διά τής ’Ηπείρου έξ *3
ταλίας είς Κωνσταντινούπολιν έπανακάμψας, ϊδρυσάμενος καί τήν παρά τήν Διπ·1
λίτσαν Μονήν τής Μολυβδοσκεπαστου. Μή τδ παρεμφερές τών όνομάτων Πωγων,μ
τος Πιογιονιανή καί είς τήν παράδοπιν ταύτην τροφήν έχορήγησεν, ’Ανδρόνικος δ’μ
νεώτερος λέγεται επίσης έκ τής 'Αλβανίας είς "Ηπειρον έπιστρέφων κατά τά
1335— 3Θ έξ εύλαβείας έλαυνόμενος, βασιλικώς τδν θρόνον τούτον έπροικοδύτησΜ
έγκαΟιδρύσας έν Διπαλίτση τδ μεταιχμίου τούτο τής ΙΙαλαιάς καί Νέας Ή πείρ»
καί άνωτέρας ΙΙολιτικάς Αρχάς. "Αγνιοστος επίσης μένει, έάν ή Έκκλησιαστιτ
αύτη τής ΙΙωγωνιανής 'Α ρχή, έδραν έσχεν, ευθύς έξ αρχής, τδ νύν χωρίον Διπα|
τσα, δπερ επί Δεσποτών τής ’Ηπείρου, σπουδαιότητα καί σημαντικότητα είχεν,
σημειοϊ δ Κατακουζηνός.
Έάν δέ εις τό όμώνυμον τώ ΤΙπειριυτικώ τοντω τμήματι χωρίον Μπωγωνι-
σκόν, έξ οί* κατά τον Leake καί τό όνομα του τμήματος προέκυψεν, συνέστη κατ’ άρ-
χάς ό αρχιερατικός ουτος θρόνος, ούόεμίαν, έπί του παρόντος ένδειξιν έχομεν. Ούχ
ήττον τό χωρίον τούτο τής εκκλησιαστικής ταυτης αρχής καί επί Τουρκοκρατίας ήν
ιδιόκτητον, οί δε κάτοικοι αυτού μέχρι προ μικρού έν τώ περιβόλω τής εις Διπαλίτσαν
‘Αρχιεπισκοπής έθάπτοντο».
Τούτα γράφει ό ιστορικός Λαμπρίοης έν σχέσει μέ τήν αρχικήν έδραν τής Ά ρ
χιεπισκοπής ταυτης. Έ π ί του προκειμένου, άς μοί έπιτραπή νά Αναφέρω τα Ακό­
λουθα :
Ό υποφαινόμενος, ώς καταγόμενος έκ τού άλλοτε άνθοΰντος μικρού τούτου χω ­
ρίου, νΰν δέ κατηρημωμένου καί κατηρειπωμένου, λόγω τής Αντεθνικής δράσεως των
Αναρχικών καί δπερ σήμερον, θεού εύδοκούντος, καί τού πολιούχου του 'Αγίου ’Α­
θανασίου βοηθούντος, Ανοικοδομείται, έρευνήσας μετά θερμού ένδιαφέροντος, τόσον
τήν εντός, όσον καί τήν έξω πέριξ τού χωρίου περιοχήν, δεν κατώρθωσα νά Ανεύρω
στοιχεία, ίκανώς μαρτυρούντα καί έπιβεβαιούντα τά υπό τού Λαμπρίδη Αναγραφο
μένα. Υπάρχει Αριστερά τής Ατραπού, τής Αγούσης Από τό χωρίον τούτο πρός Δι-
παλίτσαν τής διερχομένης έκ των κλιτύων τής οροσειράς Νεμέρτσικας,, Άερόπου τό
Αρχαΐον, έπΐ προσόψεως μικρού σπηλαίου έζωγραφισμένη είκών τού 'Αγίου Δημη·
τρίου, ήμιεφθαρμένη καί κάτιυθεν αυτής έπί τοποθεσίας, όπιυσδήποτε όμαλής, κοιλό-
της μικρά έπί τού έδάφους, όμοιάζουσα τάφον Απέριττον, τόν όποιον ή παράδοσις ό-
νομάζει «"Αγιο Λείψανο». Λέγεται ότι εις τό σπήλαιον τούτο Ιζη έρημίτης τις, όστις
άποθανών, ένεταφιάσθη εις τόν χώρον αύτόν. Ά λ λ ’ ή παράδοσις ούδέν μάς λέγει άν
τό χωρίον μου τούτο ήτο έδρα τής ’Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, ώς εικάζει ό Λαμ-
? πρίδης, στηριζόμενος είς τόν ιστορικόν Leake. Οί νεκροί τού χωρίου όντως έθάπτοντο
εις τόν άνω τού Μητροπολιτικού ναού ομαλόν χώρον, όστις καί σήμερον όνομάζεται:
, <Μνήματα Ηωγωνιτσιώτικα».
Το γεγονός δμως τούτο δέν Αποδεικνύει μέν «τό ότι οί νεκροί τού χωρίου τούτου
έθάπτοντο έκει, διότι ή μεταφερθεΐσα είς Διπαλίτσαν έδρα τής ’Αρχιεπισκοπής έτίμα
ιδιαιτέρως τά Αρχήθεν πνευματικά της τέκνα», Αλλά παρέχει — έστω καί Αμυ-
1 ορώς — έλάχιστον φώς είς τόν ιστορικόν τής αύριον, οι’ όσα ήμεις δέν κατωρθώσα·
‘ μεν νά άνεύρωμεν.
r Τά γραφέντα παρ’ ένίων ότι οί νεκροί τού χωρίου τούτου έθάπτοντο είς Διπαλί-
I: τσαν, διότι το χωρίον τούτο έστερεΐτο ίερέως, δέν Αντέχει ούτε καί είς τήν έλαχίστην
* κριτικήν. Γνιορίζομεν από διηγήσεις πάππων μας ότι τό χοjpiov τούτο τουλάχιστον
If πρό διακοσίο)ν έτών είχε ιερέα, τόν Αοίδιμον ΙΙαπα - Θανάσην, ίερουργούντα μέχρι
| βαθύτατου γήρατος καί αποθανόντα τό έτος 1890. ’Αλλά έάν λάβωμεν ύπ’ δψιν ότι
| εύσταθεΐ ή έν λόγο) πληροφορία, τί θά ήτο εύκολό>τερον, όρΟότερον, προτιμούτερον, νά
£μεταφέρεται 6 νεκρός είς Απόστασιν τεσσάριον περίπου χιλιομέτρου, μέσω κατ’ εύφη-
Ιμισμόν όνομαζομένης οδού ή νά εκαλείτο ίερεύς γειτονικής ένορίας νά ψάλη έκεΐ τήν
|νεκρώσιμον ακολουθίαν καί νά ταφή έπί τόπου ό νεκρός; ’Ασφαλώς τό δεύτερον.
| Δύναται όθεν νά έξαχθΓ,, άν όχι τό συμπέρασμα, Αλλ’ ή εικασία ότι ή βεβαία
{ταφή τών νεκρών τού έν λόγω χωρίου είς χώρον έγγύς τού Μητροπολιτικού ναού τής
’Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, ότι ύπήρχεν ίοιάζουσα σχέσις μεταξύ αυτής καί τών
Ικατοίκων τού ώς άνο> χιορίου, έξικνουμένη πέραν τών ορίων τής κοινής πνευματικής
Ισχέσεως.
* Μετά τήν έπιβεβλημένην, κατ’ έμέ, ώς Ανοπέρω παρέμβασιν, έπανέρχομαι πά ­
λιν είς τό κύριον εργον μου, δηλαδή τί περί τής ’Αρχιεπισκοπής ταύτης συνεχίζει
νά μάς πληροφορή 6 Αοίδιμος Λαμπρίοης.
«Άνέγνωσα - γράφει - είς έ'ξόχριί ύ / η 'ίερυυ Ευαγγελίου τής 'ίερ α ς Μονής
Λρυό,νσυ έν Λρυϊνουπόλει, ότι ’Λ ο χ ιεπισκοπ \yjaz fjv ό θρόνος Γίωγωνιανής τουλάχι­
στον από τον I Β ' αιωνος μεταξυ xtirv 24 ’Αρχιεπίσκοπων τής Αι^κχ;ατορίας>.
'Ωσαύτως διά τήν "Αρχιεπισκοπήν ταύτην, ή άείμνηστσς λογία ’Αγγελική Χα-
τζημ ι/ά λη γράφει είς τά ^ ΪΠ Ε ΙΡ α Τ ΙΚ Λ ΧΡΟΝΙΚΑ* τόμ. ΙΕ ; σελ. 117 τά άκό-
λσυθα:
/ Η Μανή Μολυόδοσκεπάστου έχρηοι'μευσεν ώς έδρα της Πωγο/νιανής, έπί ο­
λοκλήρους έκσ,τονταε τηρίδας προτού αυτή μεταφερΟή εις Λιπαλίτσαν, ής , καθεδρι­
κός ναός των Α γ ίω ν ’Αποστόλων, σο/ξόμενος ολόκληρος, όνομ/χζετχχι καί σήμερον Ε­
Π ΙΣ Κ Ο Π Η , ε^ερε δε, πάντωτε ή είτ Αιπολίτσαν ’Αρχιεπισκοπή τον τίτλον ΗΩΓΩ-
Ν ΙΑ Ν Η Σ * .
Ό ?έ Β. Ζωτσς (Μολοσός) ΎΙπειριυτικαί Μελέται*, τόμ. Β ' σελ. 93 γράφε,
ota τήν "Αρχιεπισκοπήν ταύτην τά άκόλσυΟα:
/ Η πόλις ΙΚαγο/νιανή άνηγέρΟη έπί των έρειπίων τής πόλεΐυς Πασσαρώνος ύ-
πό Κο/νσταντίνου του ί ίίαγωνάτου καί έτιμήΟη μέ θρόνον ’Αρχιερατικόν. ΕΙς τό
ακρον των έρειπίοεν τής πόλεως ταυτης σώζεται ή Μολυόδοσκέπαστος Μονή τής Πα­
ναγίας, ήτις ήτο ό Μητροπολιτικός ναός τής πόλεως τούτης*.
Ό δέ άσίδιμσς Μητροπολίτης "Λμασείας "Άνθιμος "Λλεξούδης, δστις είς τήν έν
Κο>νσταντι νουπόλει πρό Ογδοηκονταετίας έκδιδο;χένην έφημερίδα "ΝΕΟΛΟΙΌΣ* (ά-
ριόμ. φύλλου Γ>.794) άναγράφει όνο;χαστικούς πίνακας Αρχιεπισκόπου/ του Οίκου·
μεν'.κοΰ θρόνου, άναφέρει ώς "Λρχιεπίσκοπον ΙΙωγωνιανής, κατά τήν περίοδον 1572
— 1594 τόν άοίδηχον Γαβριήλ.
Είς δέ τήν έφημερίδα Πίυζαντίς-, (άριΟμ. φύλλου 94 τής 1ης Αύγουστου 1904)
άναγινοισκομεν τά άκόλουΟα περί τής Λp /tεπισκοπής ΙΙωγωνιανής:
«Κατ’ άρχάς ’Αρχιεπισκοπικός ναός ήν ό ναός τής Μολυόδοσκεπάστου Μονής,
ον εκτισεν ό βασιλεύς Κωνσταντίνος ό ί ίωγο ένατος, οστις έτίμησε καί τήν Πΐογωνια-
νήν μέ θρόνον ’Αρχιερατικόν, είς όν όπήγοντο τρεις ’Αρχιεπίσκοποι, Σελασφόρου,
Γίουλχερι/σιπόλεως καί Λεύρι7>ν. Είτα ήν ’Αρχιεπισκοπικός ναός ό τότν 'Αγίων ’Απο­
στόλου έν Λιπαλίτση μέχρι τό 1770, καθ’ ό κατεστράγ/η ή Λιπαλίτσα*.
''Οτι ό έν Διπα/ίτση ίερδς ναός των 'Αγίων "Αποστόλων έχρησίμευσεν έπί αί-
ώνας ώς Μητροπολιτικός Ναός τής Αρχιεπισκοπής Ιίωγωνιανής είναι γεγονός, άνε-
πίδεκτον πάσης άμφισβητήσεως. Τούναντίον αμφισβητείται τό άν ό ναός τής ίεράς
Βασιλικής καί Σταυροπηγιακής Μονής Μολυβδοσκεπάστου, ιός τινές γράφουσιν, υ­
πήρξε τοιουτος, διότι ούδεμίαν έπίσημον μαρτυρίαν έχομεν. Είς τόν ιερόν ναόν των
'Α γίων "Αποστόλων καί είς τό ύπέρΟυρον αυτού, υπάρχει έπιγραφή, σωζομένη άνέ-
παφος, έ/ουσα ούτως:
τΟ Υ ΤΟ Ο Ο Π Λ Ν ΓΚ Π Τ Ο Γ’ ΚΑί ΘΕΙΟΟ XAOC Ο ΕΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΙΜΩ-
MKNOC ΤΟΝ Α Π Ω Ν ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑί ΓίΛΝΚΤΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Α-
Ν ΙίΓ Κ Ρ Ο Η ΕΚ Β Α Θ ΙΏ Ν ΕΤΛΟΚΙΛι ΘΕΟΥ ΑΙΑ CTNAPOM HC ΚΟΠΟΤ
ΤΚ Κ Α ί ΚΞΟΑΩΝ Τ Ο Τ ΕΝ ΜΑΚΑ ί >f Αι Τ ίί. ΛΗΞΕΙ ΓΕΝΟΜ ΚΝΟΤ Κ ΤΡ
ΓίΑΝΓ/Γ Τ Ο Τ Α ΙΤ ,Έ Χ Η ΑίΑ Ψ Υ Χ ΙΚ Η Ν ΑΥΤΟΥ ί,Ώ Τ ίίίΗ Α Ν ΚΑί ΤΩΝ
ΓΟ Ν Ε Ω Ν ΛΥΤΟΥ ΚΑΤΑ TO Ζ45 ΕΤΟΓ’ Α ί>ΧίΕΡΛΤΕΎΓJNTOO TOY Αί^ΧΕ
Κ Π ΙΟ Κ Ο ίΙΟ Τ Π Ω ΙΏ Ν ίΑ Ν Η Σ Κ Υ ΙΌ Υ ΠΛΧΩΜίΟΥ. ΜΕΤΑ ΑΕ ίίΑί^ΑΑΡΟ
Μ Η Ν X IY JN ^ N ΟΤΚ Ο Α Π Ώ Ν Ο ΕίΩ ι Ζ ίίΛ Ο ι Κ ΪΝ Π Ο Ε ΪΟ Ο ΤίΜ ίΩ ΤΑ
too KYij ιια ν ο γ : o a k e a a a im o y or: τ η ν γ γ π ιρ ε ιιε ια ν τ ο υ ο ίκ ο ι
Κ Τ Ρ ίΟ Υ ΑΓΑ Π Ω Ν ΕΞΩΛΙΑΟΕΝ ΕΞ ίΛΙΩΝ ΑΝΛΛΩΜΑΤΩΝ ΚΑί ΑΝΙ
Ο Τ Ο Ρ Η Γ ’ΕΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΕΚΛΑΑΩίίίΓΙΕΝ QC Κ ΑΘΩΟ Ο ΡΑ Τ Ε Τ Π Ε Ι
Ψ Τ Χ ΙΚ ίίΝ ΑΥΤΟΥ Σ Ω Τ Η Ρ ΙΑ Ν ΚΑί ΤΩ Ν ΓΟΝΕΩ Ν ΑΥΤΟΥ Χ Ε ΙΡΙ Ε
MOT TOY Τ Α Π Ε ΙΝ Ο Υ Α Η Μ Η Τ Ρ ΙΟ Τ ΕΚ ΧΩΙΗΟΥ ΓΡΑΜΜΟΓ,’ΤΑΟ ΚΑ
Τ Ο Τ ( δυσανι/γνιυστυ) Α ί^Χ ίΕ ΡΑ Τ Ε Τ Ο Ν Τ Ο Ο ΤΟΤ ίϊΑ Ν ΙΕ Ρ Ω Τ Α Τ Ο Τ ΑΡ
Χ ΙΕ Π ΙΟ Κ Ο ΙΙΟ Τ ΙΙΩ Γ Ω λΊΑ Χ Π Γ Κ Τ ΡΟ Τ ΙΙΑ Γ Θ Ε Ν ΙΟ Τ . ΕΝ Ε Τ Ε Ι Ζ Ρ Ν Δ '
Μ Η Ν ί ΔΕΚ ΕΜ ΒΡΙΟ Κ'».
Είς ταύτην βλέπομεν αναγραφόμενα δύο ονόματα ’Αρχιεπισκόπων της, τό του
Παχιομίου και τοΟ διαδεχθέντος αυτόν Παρθενίου. Εισερχόμενοι σήμερον εις τό ' Ι ­
ερόν τούτο Σκήνιομα τοϋ όποιου άπεφεύχθη ή κατάρρευσις, κατόπιν συντόνων ένεργει-
ών τοϋ οιευθυντοϋ ’Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπουργείου Θρησκευμάτων καί Ε θ ν ι­
κής Παιδείας κυρίου Όρλάνοου, βλέπομεν εις το "Ιερόν τό Σύνδρονον διατηρούμε-
νον άνέπαφον ενδεικτικόν τοϋ ότι ό "Ιερός ούτος ναός ήτο ό Μητροπολιτικός τοιοΟ-
τος. Εις έπίρριοσιν τούτου έρχεται και ό σήμερον ονομαζόμενος παρά των κατοίκων
ιερός ούτος ναός «Έπισκοπ'ή».
’Άλλας μαρτυρίας περί τής ’Αρχιεπισκοπής ταύτης έχομεν τάς άκολούθους:
"Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σάροεων Γερμανίας (Ήπειρωτ. Χρονικά, Τόμος ΙΒ '
σελ. 8 3 ) , γράφει τά έςής:
«. . .Τό πρώτον αναφέοεται ’Αρχιεπισκοπή ΓΤίογωνιανής μεταξύ των όκτώ ’Α ρ­
χιεπισκοπών τού Οϊκουμ. Θρόνου τής μετά τήν άλωσιν τής Ινων)πόλεως
αναγραφής των Ε παρχιώ ν τού Οικουμ. Θρόνου 1<ων)πόλεως».
"Ο αοίδιμος ’Αρχιεπίσκοπος ’Αθηνών Χρυσόστομος, δ πολυγραφώτατος ούτος
συγγραφεύς, δ ίσο>ς περισσότερον άλλων ασχοληθείς καί ένδιατρίψας μέ τάς Ά ρ χιε-
πισκοπάς τοϋ Οικουμ. Θρόνου, τόσον κατά τήν ένδοξον Βυζαντινήν έποχήν, δσον καί
κατά τάς χαλεπάς ήμερα: τής μακροχρονίου τουρκικής δουλείας, εις τόν πρώτον π ί­
νακα ’Αρχιεπισκόπου, τόν δημοσιευόμενου εις τήν «Επιστημονικήν Επετηρίδα» τοϋ
1922 (σελ. 219) ούδαμοϋ αναφέρει δνόματα ’Αρχιεπισκόπων Πο)γωνιανής. Είς τόν
3ον δμιος πίνακα, τόν άναγράφοντα τάς κατά τήν άλωσιν καί μετά ταύτην Ά ρ χιεπι-
σκοπάς τοϋ Οίκουμενικοϋ Θρόνου, άναγινώσκομεν είς τήν σελίδα 236, τά άκόλουθα:
«. . .Έ κτος τών 72 τουτο>ν Μητροπόλεων υπό τό ΙΤατριαρχεΙον ύπέκειντο τότε,
κατά τινα μέν αντιγραφήν τής ανωτέρω αναγραφής επτά ’Αρχιεπίσκοποι Προκονή­
σου, Καρπάθου, Αίγίνης, ΙΙωγιυνιανής, Έλασσώνος, Ινώ, Λευκάδος, κατά τινα δέ
όκτώ, προστιθέμενης εις τάς άνοντε.ρο) καί τής ’Αρχιεπισκοπής Φαναριού. Διαφορά
τις υπάρχει καί έν τώ αριθμώ τών ’Επισκοπών, διότι, κατά τινα μέν αντίγραφα,
ήσαν έδδομήκοντα όκτώ, κατ’ άλλα δε όγδοήκοντα τέσσαρες».
"Ως καί άνωτέρο) άνεφέραμεν, ή αναγραφή υπό τοϋ αοιδίμου ’Αρχιεπισκόπου
’Αθηνών Χρυσοστόμου όνομάτιον Μητροπόλεων ύπαρχουσών μετά τήν άλωσιν, είναι
μία αψευδής μαρτυρία ότι κατά τήν άλωσιν καί μετά ταύτην ύπήρχεν ή ’Α ρχιεπι­
σκοπή ΙΤτογο)νιανής, χιορίς όμως, άτυχώς νά μάς δίδη περισσοτέρας περί αύτής πλη
ΐροφορίας.
Ό δέ αοίδιμος χρονογράφος II. Άραβαντινός είς το βιβλίον του «ΧΡΟΝΟΓΡΑ­
ΦΙΑ ΗΠΕΙΡΟΓ» (Τόμος Β ' σελ. 138) περί τής Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, γρά­
φει τά άκόλουθα:
«Ή ’Αρχιεπισκοπή Πί,ογωνιανής κατείχε τήν 64ην σειράν, κατά δέ τό Συντα-
ί γμάτιον 1854 τήν 74ην. "Έδρα της ήν ανέκαθεν ή Λιπαλίτσα καί ή Εκκλησία τών
"Α γίω ν ’Αποστόλου, ήτις έκτίσθη τώ 1523 από επιγραφήν τής έν Πολιτσάνη Έ κ
;*κλησίας τού 'Αγίου Δημητρίου επί τώ Νάρθηκι μνημονεύεται ό ’Επίσκοπος Δρυϊνου-
^πόλεως Συμεών».
I "Ο δέ διακεκριμένος παιοαγιογός Ευριπίδης Σούρλας — έν σχέσει μέ τήν Ά ρ -
ΐχιεπισκοπήν ταύτην γράφει — «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (τόμ. ΙΕ" σελ. 216) —
ΐτά άκόλουθα:
«Είς Χειρόγραφον Κώδικα τού έτους 1722, είς τόν όποιον άναγράφεται σειρά
|l· Μητροπόλεων, ’Αρχιεπισκοπών καί ’Επισκοπών, αί όποΤαι έξηρτώντο παλαιότερον
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

από τον θρόνον Βουλγαρίας, μνημονεύονται καί. Μητροπόλεο)ς καί Έπισκοπσί, αχ


όποιαι είχον αποσπασΟή τής Ρθ)μα.ϊκής Διοικήσεις καί υπήχΟησαν αογότεοον είς
τον θρόνον Κο^νσταντινουπόλείος, μεταξύ άλλων, ήτο και ή Αρχιεπισκοπή Tlor/ov
νιανης».
Έ ν σχέσει μέ τόν άρχικόν καί μετέπειτα θρόνον τής ’Αρχιεπισκοπής Πωγωνια-
νής καί 6 έςαιρετικός συγγραφεύς καί πολυγραφούτατος Ή πειροπης λόγιος Σπυ-
ρίοο>ν Στούπης, είς τό περισπούδαστο*/ καί άςιομελέτητον βιβλίον του «Πιογωνησιακά
καί Βησανιώτικα*, σελ. 73, γράφει τά άκόλουθα:
«Μέχρι του 727 μ.Χ. όλη ή ’Ή πειρος είχε ό>ς άνούτερη ’Εκκλησιαστική ’Αρχή
τον Π άπα τής Ρώμης, Μητροπολιτικως όέ ή ιστορούμενη περιοχή ύπήγετο, πολύ πι­
θανόν, στη Μητρόπολη Νικοπόλεως καί μετά τήν καταστροφή τής τελευταίας, είς
την Μητρόπολιν Ναύπακτού.
’Από του 12ου αιώνος μέχρι του 1774 οι Αρχιεπίσκοποι Πο^ωνιανής, ένεκα
τής συστηματικής κατά τήν πνευματικήν αυτήν περιφέρειαν αναρχίας καί πιέσεως,
όυέμενον συνήθους είς Βουκουρέστιον».
θ ά ήδυνάμεθα νά παραθέσωμεν τάς γνώμας καί οεκάοος είσέτι έκλεκτών δια­
νοουμένου/, άσχοληθέντο>ν μέ τήν ’Αρχιεπισκοπήν Πωγο>νιανής. Δέν πράττο) δμο)ς
τούτο, Γνα μή καταπονήσο) τούς καλούς μου άναγνο')στας μέ τάς διϊσταμένας καί, έν
πολλοΐς, άλληλοσυγκρουομένας άπόψεις του/.
Αισθάνομαι όμως άδήριτον άνάγκην νά παραθέσο) μίαν καί |ΐόνον πρός τούτο
άποψιν περί του άλυτου, ώς μή έπιβεοαιουμένου ίστορικώς Εκκλησιαστικού τούτου θέ­
ματος, έπαφιέμενος τά περαιτέρω είς τήν όρθολογιστικήν καί άντικειμενικήν κρίσιν
των άναγνο)στών τής παρούσης μου.
Τήν άποψιν ταύτην υποστηρίζει ό έκ Δρόβιανης τής μαρτυρικής Βορείου Η π ε ί­
ρου, άείμνηστος ιστορικός Νικ. Μυστακίδης. Ούτος δύναται νά θεωρηθή έφάμιλλος του
Λαμπρίδη. Έ ζη σ ε κατά τό δεύτερον ήμισυ του παρελθόντος αίώνος καί διέθεσε*/ ούκ
όλίγον χρόνον είς τό νά έρευνα, νά άναζητή, νά έπισκέπτεται ναούς καί Μονάς καί
ώς εύλαβής προσκυνητής άλλά καί άναζητητής παλαιών έπιγραφών, ένθυμίσεων
έπί έσο>φύλλο)ν 'Τερών Βιβλίο)*/ καί παντός δυναμένου νά χύση Ιστό) καί άμυορόν φώς
είς τήν ιστορίαν τοϋ τόπου καί έν γένει τής εύρυτέρας περιοχής. Τήν συγκομιδήν
των άξιεπαίνο)*/ προσπαθειών του, τήν Ικαμνε κοινόν κτήμα είς έφημερίοας καί πε­
ριοδικά τής έποχής έκείνης. Ταϋτα άναγινούσκομεν άπλήστο>ς καί αίσθανόμεθα έπι·
τακτικόν καθήκον νά έκφράσωμεν τήν ευγνωμοσύνην |ΐας πρός τόν έκλιπόντα Βο-
ρειοηπειρούτην ιστορικόν, λύτη θά ήτο άπεριόριστος, έάν είχε προσπαθήσει νά έγνο>-
ριζεν ήμΐν τάς πηγάς, έξ ών ήρύσθη ταύτας. Ά τυχώ ς στερούμεθα πα*/τελώς τοιούτο>ν.
Τούτου Ινεκεν μεταδίδομε*/ ταύτας μετ’ έπιφυλάςεο>ς. Ό άείμνηστος αυτός Νικόλαος
Μυστακίδης είς τό ύπ’ άριθ. 6869 φύλλον τής έν Κου/σταντινουπόλει έκοιοομένης έ-
φημερίοος -Νεολόγος* (8ης Μαίου 1898) καί τό Ημερολόγιο*/ «Έπειρο)τικός Ά -
στήρ. 1904, δημοσιεύει όνομαστικόν πίνακα των Άρχιερατευσάντο)*/ είς τήν ’Αρχιε­
πισκοπήν ΓΙωγωνιανής, άπό τής έποχής, καθ’ ήν φέρεται κτισθεισα ή έκεί Τερά Βα­
σιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Μολυβοοσκεπάστου, υπό του ένδόξου Λύτοκράτο-

ράν Μονήν έγραψα ιστορικήν πραγματείαν, ίοοΟσαν τό φώς τής δημοσιότητος είς τί
περιοδικόν -Κ Ο Ν ΙΤ Σ Α , (ύπ’ άριθ. 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, καί 39 τεό
χη του, δπερ, άτυχώς, έσχάτως διέκοψε τήν Ικδοσίν του.
Ή παράθεσις υπό του Νικολάου Μυστακίοου όνομα στ ικού καταλόγου των άρχι
ερατευσάντου/ είς ’Αρχιεπισκοπήν Πώγου/ιανής άπό τοϋ 675 καί έντεϋθεν μέχρι ν
: ’ 1863, μάς παρέχει κολλάς έλπίδας δτι ή πηγή έξ ής ήντλησε τάς πολυτίμους ταύτας
πληροφορίας θά ύπάρχη κάπου. νΙσως εις τάς ξένας Βιβλιοθήκας, είς άς μετέφερον
ν ταύτας οί άγωνιζόμενοι υπέρ τής Χριστιανικής Θρησκείας . . .περίφημοι Σταυροφό-
pot!!! οΓτινες, μετά την αλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως — 1204 — έλαφυραγώ-
ί ' γησαν πάντας τούς εύρεθέντας είς την Κωνσταντινούπολή πνευματικούς θησαυρούς,
1 οί όποιοι, δσοι οέν άπωλέσθησαν διά παντός, εύρίσκονται ώς άνωτέρω άνέγραψα, είς
ί'ί τάς Βιβλιοθήκας τής Εσπερίας.
ίί Ό άναγραφόμενος όνομαστικός Πίνας υπό τοΟ Νικολάου Μυστακίδου, έχει ώς
\ ακολούθως:

. 1ος) 650— 680 μ.Χ. Ά οχιεπ. Παρθένιος


• 2ος) 812 » Άββακούμ δ Έ?νεήμων
« 3ος) 851 Ά ρ χιεπ. Ύπάτιος
4ος) 890 » » Χρύσανθος
5ος) 919 » Βησσαρίων
6ος) 950 » » ’Αγάπιος, προόην ηγούμενος
Μονής Δρυάνου
7ος) 982 » Πανάρετος
8ος) 1096 » Χρύσανθος
V 9ος) 1127 » » Μητροφάνης έκ Δελβινακίου
,10ος) 1270 » Διονύσιος
11ος) 1271 » Γεράσιμος αγράμματος
12ος) 1293—98 Παχώμιος δστις άνήρχετο είς τό δρος Νεμέρτσικα
ί.-'■'· και προηύχετο, κατά τό έτος τούτο.
13ος) 1300 μ.Χ. Μελέτιος, προχην ηγούμενος
14ος) 1364 » Ά γαθόνικος έκ Ζαροβίνης ή Ά ρινίστης
•15ος) 1380 » ’Αγάπιος έγγράμματος
,^ν

1445 » Κυπριανός. "Οστις τις οίδε έκάθητο είς την Μονήν


C

Πολύτσιανης
1 17ος) 1503 » Πρωτοπαπάς τις, έκάθητο είς τον ’Αρχιεπισκοπικόν
1, Θρόνον, λίαν έγγράμματος
1 18ος) 1550 » Βησσαρίων
1 19ος) 1560 » Διονύσιος
110ος) 1570 » Γαβριήλ
1ϊίος) 1572— 1578 » Παρθένιος έκ Διπαλίτσης
122ος) 1610 Ματθαίος
ί 28ος) 1630 Σισίνης μετατεθείς
Ι24ος) 1643 Παρθένιος παραιτηθείς
125ος) 1650 Δανιήλ έξ ’Τψηλοτέρας
16ος) 1656 » Νεκτάριος (1684— 8 7 ), Διονύσιος
11ος) 1694— 1702 Μαλαχίας ή Μαλαχήλ
®1ος) 1702— 1708 » Ευθύμιος
^9ος) 1720 » Ίωαννίκιος, υιός Εύστ. Παγούνη έξ Ό στανίτης
?*%) 1729 » Δανιήλ
1750 Ν εόφυτος
ΡΝ ) 1763 » Παρθένιος έκ Διπαλίτσης
ίίος) 1780 Αθανάσιος

ί,
6 1 «ΗΠΕΙ ΡΩΤΙ ΚΗ ΕΣΤΙΑ»

34οτ) 1782 Δοσίθεος


35ος) 1787 » ’Ά νθιμος
36ο;) 1793— 98 3> Ά ν θ ιμ ο ς
37ο;) 1826 » Διονύσιος άποβιώσας τό 1828
38ος) 1830 » Βησσαρίων Πωγωνιανής καί Κορυτσάς
39ο:) 1835— 39 ^ » ’Ιωσήφ Πωγωνιανής καί Β ελλάς
4 0ό;) 1839— 46 'Ιερόθεος Μπάτιος έξ Ό στανίτης
41ος) 1847 Δωρόθεος
42oc) 1848— 49 » Μελέτιος Αέριος
43ο;) 1850— 1854 Νίκανδρος έκ Χίου
4 4ο:) 1854— 1863 » Πανάρετος έκ Μογγόλου Τυρνόδου ’Ανατολικής Ρω-
μυλίας
Κ ατά το έτος τούτο — 1863 — άναγινώσκομεν εις Πατριαρχικόν Σιγίλλιον,
τό όποιον ώς προλαβόντες άνέφερα, θέλομεν δημοσιεύσει κατωτέρω αύτούσιον, κα-
τηργήθη καί τύποις ή ’Αρχιεπισκοπή Πωγιονιανής. Δυναμεθα άπεριφράστως καί ά-
ναντιρρήτως να όμολογήσωμεν ότι, ή ’Ανώτατη αύτη θρησκευτική ’Αρχή προσέφε*
ρεν έττί χιλιετηρίδα καί επέκεινα ανεκτίμητους έθνικοθρησκευτικάς καί έκπολιτιστ;-
κάς υπηρεσίας εις την εύπαθή ταύτην περιοχήν. Έ άν κατά τάς δύο τελευταίας έκα
τονταετηρίδας οι αείμνηστοι ’Αρχιεπίσκοποί της, καμφθέντες άπό την άπηνή κατα-
δίωξιν των άπαισίίον καταχτητών έλιποψύχησαν καί, καταληφθέντες υπό πανικού
έγκατέλειψαν τό ταλαίπωρου ποίμνιόν των καί έμειναν διαπαντός είς Ρωμανίαν δι-
αιτώ'Γιενοι άπό τά πλούσια έκεΐ εισοδήματα των ακινήτων κτημάτων της Άρχιεπισκο*
πής, ας μή ειμεθα αυστηροί έπικριταί των. Άγνοοϋμεν τάς πραγματικάς έκεΐ τότ<
δραματικάς συνθήκας, τάς έπιβαλούσας την έγκατάλειψιν του ποιμνίου των. Διά την t
Ρουμανία κτηματικήν περιουσίαν της ’Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, έκ των είσοδη
μάτων τής όποιας άπέζιον οί έκεΐ καταφυγόντες ’Αρχιεπίσκοποι αύτής, πληροφορού
με6α άπό τήν έν τοΐς προηγουμένοις άναφερθεΐσαν πραγματείαν του ιστορικού Ααμ
πρίδη, τά ακόλουθα:
« Ό έν Βουκουρεστίω ’Ιωάννης Γκιόρμαν ή Γκιόρμας, τοποτη ρητής της Μ
κράς Βλαχίας, ήτοι Μέγας Μπάνος (Πρωθυπουργός) καταγόμενος έκ Διπαλίτση*
διακρινόμενος επί ευγενεία, πλούτω καί εύσεδεία, άνήγειρεν έν Βουκουρεστίω έκ θ?
μελιών 'Ιερόν ναόν, έπ’ όνόματι της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου καί Θεε
καί Σωτήρος ημών ’Ιησού Χρίστου. ’Έκτισε δε πέριξ αυτού έργαστήρια καί οικ*
ματα λίαν προσοδοφόρα, άποκληθέντα Χάνη Γκραιτσι — Ξενοδοχεϊον των Γκρο
κών, χρήσιμε ύοντα προς κατάλυσιν καί διαμονήν των μεταβαινόντων εις Ρονμανίί
έμπορων ές 'Ελλάδος καί δή έκ τής ’Ηπείρου. Τό κτιριακόν αυτό συγκρότημα, π*
έκάλυπτε εκτασιν δυο χιλιάδων καί πλέον τετραγοηικών μέτρων, περιετείχισεν άκ
λούθως καταλλήλως, άφείς δε έν μέσω καί ευρείαν Πλατείαν Αφιέρωσε καί έξήρτη
ταύτα διά Σιγιλλίου καί ένίσχυσε διά Χρυσοδούλλων υπέρ του Άρχιεπισκοπικ
θρόνου Πίογιονιανής καί τής Ίερ ά ς Μονής Μολυβδοσκεπάστου. Έ ν τινι προσόν
τοίπτον υπήρχεν ή έπιγραφή:
«Ο ΡΩ Ν ΜΕ Τ Ε Κ Χ Ο Χ ΚΑΑΑΙΜ ΟΡΦ ΟΧ Κ Α ΙΝ Ο Ν Τ ΙΣ Η Γ Ε ΙΡ Ε »>
Ε ΙΑ Ε Ν Α Ι Θ Ε Α Ε ΙΣ Π Α ΓΕ Χ Τ Α . Χ Ε ΙΡ Ι Τ Ο Τ Π Α Χ Ο Τ ΕΚΤΟΡΜ Α ΠΑΛΑ
Τ ά έν λόγω κτήματα, συνεχίζει ό Ααμπρίδης, απέφερον έτήσια εισοδήματα,'/
νερχόμενχ είς Τ Ρ Ε ΙΣ Χ ΙΑ ΙΑ ΔΕΣ Καισαρικά φλωρία.
Ό αύτός ιστορικός είς έτερον ριολίον του «ΙΕΡΑ ΕΧ ΗΠΕΙΡΟ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ
σελ. 23, έν σχέσει μέ τά εισοδήματα ταϋτα. γράφει καί τά ακόλουθα:
«’Αλέξανδρος ό Παύλου Αύτοκράτωρ τής Ρωσσίας, διά Χρυσοδούλλου αότ*
υπό ημερομηνίαν 25ην ’Οκτωβρίου 1753, καθιέρωσε προς φυχικήν αίποΰ σωτηρ*
έτησίως αργυρά ρούβλια τεσσαράκοντα πέντε (45) είς την ’Αρχιεπισκοπήν Πω^
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

νιανής καί Μονάς Μολυβδοσκεπάστου καί Γκούρας. At 'Ιερ α ι αύται Μοναί ήσαν
Σ ταυροπηγιακαί».
ί
Προς ένημέρωσιν των τυχόν έκ των καλών άναγνιυστών μή άγνοούντων τήν έν
νοιαν των Σταυροπηγιακών Μονών ή Σταυροπηγίων, γωρίζυ) τά ακόλουθα: Σταυρο­
πηγιακά! Μονά! έλέγοντο αί Πέρα! έκείναι Μοναί, αΐτινες έξηρτώντο άπ’ εύθείας από
τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Είς Ινδειξιν της άμέσου ταύτης έξαρτήσεως, έμνη-
μονεύετο κατά τάς τελουμένας έν αύτω Θείας Λειτουργίας τό όνομα του έκάστοτε
Οικουμενικού ΙΙατριάρχου και ούχ! τοϋ έπαρχιακου Μητροπολίτου. Εΐθιστο δέ κατά
τήν θέσιν του θεμελίου λίθου έν τω άνεγειρομένω Ίερώ ναφ, να έναποτίθεται τό 'Ι ­
ερόν Σύμβολον τής Θρησκείας μας άργυροϋς, συνήθιος, Σταυρός, άποστελλόμενος ποός
τοϋτο από το Οικουμενικόν Πατριαρχείου.
Τοϋτο εξάγεται από τήν έννοιαν τής συνθέτου λέξειος Σταυροπηγίου, ήτοι Σταυ­
ρόν f πήγνυμι. Α κόμη όέ εις τά Σταυροπήγια ταυτα, οί ήγούμενοί τιυν κατά τή ;
θείαν λειτουργίαν καί τάς λοιπάς ίεράς τελετάς έφόρουν μέγαν μανδίαν, ώς οί άρχι-
επίσκοποί κα! έκράτουν ποιμαντορικήν ράβδον. "Οτι ή ’Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής
ήτο άρκούντιος πλούσια, εξάγεται κα! έκ του κάτωθι δημοσιεύματος τοΟ τέως διευ-
θυντοΟ του 'Ιεροδιδασκαλείου Πέλλας Ίιυάννου Κολιτσάρα, διευθυντοϋ σήμερον τού
περιοδικού -ΖΩΗ», όστις γράφει ε?ς τά «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (τεύχ. Ι Ε '
σελ. 18) τά ακόλουθα:
«Φαίνεται δέ. οτι ή Μονή Μολυβδοσκεπάστου ήτο άρκοιιντως πλούσια, διότι εισέ-
ποαττεν έτησίοκ μέχρι τον παρελθόντος αϊώνος έκ τών έν Ρουμανίρ μετοχίων της
καί τής λοιπής έκεί ακινήτου περιουσίας, \Vro ευσεβών Χριστιανών αυτή δωρηθείσης,
ικανάς χιλιάδας ιρλιυριων, μή συνυπολογιζομένης έτέρας έτησίας προς αυτήν έπιχο-
ρηγήσεο>ς έκ δέκα πέντε χιλιάδιυν φλωρίιυν».
Έλπίζο) νά μή παρεξηγηθώ από τούς φίλους άναγνώστας, διότι έκαμα τήν μι­
κρά ν ταύτην παρεκβολήν, διότι τήν έθεώρησα απαραίτητον διά τήν πλήρη ένημέρω-
οιν αυτών.
Κα! ήδη έπανέρχομαι εις το σημεΐον, έξ ού παρεξέκλινα.
Εις τούς ώς άνο) αναγραφόμενους ονομαστικούς πίνακας ’Αρχιεπισκόπων Πω-
^γω νιανής. άναγινώσκομεν ότι κατά τό Σωτήριον έτος 1610 έχρημάτισεν ’Α ρχιεπί­
σ κ ο π ο ς αυτής, όνόματι Ματθαίος. Τό όνομα τούτο ούδαμοϋ βλέπομεν άλλου μεταξύ
γ τών άλλων παρατιθεμένων 45 Αρχιεπισκόπων. Μήπως, άρά γε, είναι αύτός οδτος ό
Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μυρέων, αοίδιμος Ματθαίος, ή καλλικέλαδος αυτή έκ
κλησιαστική αηδών, ό ύποστάς πολλάς καί σκληράς δοκιμασίας άτυχής ούτος Τεράρ-
οι’ δν έγραφα ειδικήν πραγαατείαν, ίδοϋσαν τό φώς τής δημοσιότητος είς τά
ί /ύ π ’ άριθ. 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 1 1 5 ,1 1 6 , 117, 118 καί
t 119 τεύχη τής μηνιαίας έπιθεωρήσεως «ΙΤΠΕΙΡΩΤΪΚΗ ΕΣΤΙΑ », είς δ δημοσιεύε­
ι ίται καί ή παρούσα μου πραγματεία. Διά τον έξαίρετον καί διακεκριμένον τούτον έκ*
! κλησιαστικόν ύμνογοάφον, τον λόγιον καί σοφόν τούτον κληρικόν, τόν όποιον 6 άοί-
ί διμος Πατριάρνης Ίεροσολύμιον Δοσίθεος, ώς άναγινώσκομεν είς τό βιβλίον «Νέα
| Ελλάς» (σελ. 24) τού Ζαβίρα, κατατάσσει μεταξύ τών σοφών τού Μεσαίιονος 32ον,
| γράφει καί ό έκκλησιαστικός ιστοριοδίφης Μαν. Γεδεών είς τήν πατριαρχικήν έφη-
| μερίδα «Εκκλησιαστική ’Αλήθεια» (Τόμ. Ε ', σελ. 210) , τά άκόλουθα:
’ «Περί Ματθαίου Μυρέιυν έγραφα άλλοτε, όσα έγίνωσκον από τ’ έντυπων καί
χειυογοάφοη» άθροίσας. ΠροοτίΟημι ενταύθα οτι, ό Ματθαίος άπεστάλη Π ατριαρ­
χικός Έ Εαρχος τώ 1610 εις τήν έν Λράμρ Πέραν Μονήν τής Είκοσκροινίσσης Θε­
οτόκου, ή; τήν θαυματουργόν εικόνα ευλαβούμενος καί πιστίοΟείς περί τών γενομέ.
\ νων αυτής θαυμάτων τγράψε Κανόνα Παρακλητικόν εις τήν 'Τ περ αγίαν Θεοτόκον,
έκδοθέντα έν τώ 1819 έν τή τού Πατριαρχείου έν Κιονσταντινουπόλει άπολυθείση»
"Ετερον έργον τού Ματθαίου:
«ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

«Κανών κατά των αιρέσεων άποσταλέν προς Άβέρκιον Πρωτοσύγκελον του


Άδριανουπό?.εως ’Ανθίμου, εύρηται έν τη Βιβλιοθήκη τής εν τφ 'Αγίω ’Ό ρ ει Τε-
ράς Μονής τού Ξενοφώντος. Κανόνα δε κατά των Λατινικών καινοτομιών εκ χειρο­
γράφων τής Μεσακωνικής Ε ταιρείας, έξέδωσα προ έπταετίας έν τφ «Παρνασσώ»
’Αθηνών μετ’ άλλων Μεσαιωνικών ποιημάτων».
Ό ίδιος πολυγραφώτατος Μανουήλ Γεδεών εις τό βιβλίον του «Κανονικαί Δ ια­
τάξεις» (τόμος Α \ σελ. 44) , μάς δίδει λίαν ένδιαφερούσας διά τον σεβάσμιον τούτον
ιεράρχην πολυτίμους πληροφορίας. Παραθέτει αυτό τούτο το Πατριαρχικόν υπόμνημα,
δι’ ου 6 άοίδιμος Ματθαίος εκλέγεται καί τοποθετείται ώς Τιτουλάριος ’Αρχιεπί­
σκοπος Μυρέων. Τούτο παραθέτω καί έγώ έν συνεχεία, δπερ έχει ούτως:
«Τιτουλαρίου ’Αρχιεπισκόπου Μυρέων, Πατριάρχου Ραφαήλ τού από Μηθύ-
μνης. ’Επειδή μετά τών άλλων έν τή παρά τού αοιδίμου Πατριάρχου Βλασαμών με­
λέτη καί περί τών Πατριαρχικών προνομίων (έξεδόθη έν Δ ' τόμο) τού Συντάγμα­
τος Ράλλη καί ΙΙοτλή, σελ. 542— 555), έδηλώθη ήμιν αύταις λέξεσιν ούτως είπόν-
τος καί τούτο: «Ποόσταξίς έστι τού αοιδίμου βασιλέως κυρού ’Αλεξίου τού Κομνη-
νού άπολυθεΐσα καί τοΐς δημισιακοις καί έκκλησιαστικοίς σεκρέτοις, καταστρωθεΐσα
καί διοριζόμενη μή μόνον άπαρεμποδίστως αρχιερείς ψηφίζεσθαι εις τάς άνατολι-
κάς έπαοχίας καί ου δΰνασθαι οι έν αύταΤς έπικηρυττόμενοι καταλαμβάνειν τούς λα-
χόντας τούτους θρόνους αλλά καί μετά τήν χειροτονίαν εχει οσα προ ταύτης έσχον
κατά τήν μεγαλόπολιν δίκαια καί από τούτου φανερώς δηλούντα δτι καί τών ’Ανατο­
λικών Μητροπόλεων (τής τών Μυρέων ανατολικής καί ταύτης ούσης* καί ου κρατου-
μένης άλλ’ υπό τής δυστυχίας τού Γένους σμικουνθείσης) συνελθόντες ημείς οΐ κα-
θιερωθέντες αρχιερείς, προτροπή και προστάζει τού Παναγιωτάτου ημών αύθέν-
του καί Δεσπότου Πατριάρχου τής μεγάλης ταύτης πόλεως κυρού Ραφαήλ έν τφ
ναώ τού 'Α γίου ένδοξου Μεγαλομάρτυοος Γεο)ργίου έν τώ Νέω Πατριαρχείω, έ-
ποιήσαμεν ψήφους κανονικός διά τήν 'Αγκυτάτην Μητρόπολιν Μυρέων έν αίς πρώ­
τον μεν έθέμεθα τον Όσκοτατον καί Λόγιώτατον έν Τερομονάχοις καί πνευματικοις
πατράσι κύριον Ματθαίον, δεύτερον τό ν......................
Έ τε ι Ζριδ = 7114 (1606) μονί Δεκεμβρίφ.
Έ πονται αί ύπογραφαί».
Έ κ τών ώς άνω παρατιθεμένιυν συνάγεται δτι ο άοίδιμος Μητροπολίτης Μυρέων
Ματθαίος, έκλεγείς το 1606 ώς Τιτουλάριος εκεί ’Αρχιεπίσκοπος, τό έτος 1610 το­
ποθετείται ιός Πατριαρχικός έξαρχος τής έν Είκοσιφοινίσση Δράμας Τέρας Μονής.
Τ ί συνέβη ιόστε μετά παρέλευσιν τεσσάρων έτών νά μεταφέρεται από τά Μύρα
τής Μικράς ’Ασίας είς Τεράν Μονήν Είκοσιφοινίσσης, ώς Πατριαρχικός Έ ξαρχος;
Ά τυ χώ ς συνέβησαν έκεί θλιβερά γεγονότα πλήξαντα τήν ’Ορθοδοξίαν καί τόν
Ελληνισμόν.
Οί βάρβαροι Τούρκοι, τών όποιων απτά δείγματα τής βαρβαρότητος, βάναυσου
καί απάνθρωπου συμπεριφοράς τιον βλέπομεν καί σήμερον είς τήν μαρτυρικήν Κύ
προν μας, διά πυράς, σιδήρου καί ρομφαίας έξηνάγκασαν μέγα μέρος του έκεί χρι
στιανικοϋ πληθυσμού νά έξισλαμισθή. Αί προσπάθειαι τού σεβασμίου Τεράρχου πρό,
περιστολήν τού όλέθρου, είς δν άκατασχέτως έφέροντο οί άτυχεί» πληθυσμοί, δέν κα
τώρθο)σαν νά περιστείλουν το κακόν.
Τότε, μέ συντριβήν καρδίας άναγκάζεται νά άποχωρήση έκείθεν. Τήν άπόφα
σίν του ταύτην βλέπομεν νά σκιαγραφή μέ τά μελανώτερα χρώματα είς έσώφυλλο*
έτέρας Τεράς ’Ακολουθίας, άφιεριομένης είς τόν "Αγιον Γρηγόριον τόν Δέκα πολίτην
ό)ς μάς πληροφορεί ό λόγιος ’Αρχιμανδρίτης ’Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος «’Ορθό
δοξος Ελλάς» (σελ. 112) . Έ ν αυτή ό πολυπαθής Τεράρχης, γράφει:
«Βλέπων δτι αί κατά τήν Έώαν επαρχίαν πάσαι τόν Χριστιανισμόν άποβαλοΐ
σαι τή δυσεβεί τών ’Αγαρηνών θρησκεία ύπέκλιναν λατρεύοντες τόν ασεβή Μωάμεί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

απομείνας ποιμήν άνευ ποιμνίου» χαίρειν τοΐς πάσιν είπών, μετέβην εις την Βλαχί­
•I αν, ένθα ό ήγεμών Σερμπάνος μοι παρεχιόρησε τό μοναατήριον Ντάλου, δπου άπο-
ϊ·- λαύων τελείας άνέσεως και ησυχίας σννέγραή'α την Ίοτορίαν τής Ούγγροβλαχίας».
ι Φαίνεται δμιος δτι ό πλήρης όδύνης άποχωρήσας έκ τής έπαρχίας του 'Ιεράρ­
χης, έπιστρέψας είς Κωνσταντινούπολιν, Οά παρεκάλεσε τόν Οικουμενικόν Πατριάρ­
II χην να τοποθέτηση αυτόν, ώς ’Αρχιεπίσκοπο τής γεντείρας του, ήτις ήτο ή Πωγω-
νιανή. "Οτι ή ΙΙωγωνιανή, ήτο ιδιαιτέρα του πατρίς φαίνεται, έκτός των άλλων, καί
από χειρόγραφόν του Ιερόν Εύαγγέλιον, τό όποιον, κατά τόν καθηγητήν τής Ιστορίας
έν τώ ΪΙανεπιστημίιρ Αθηνών αοίδιμον Σπυρίδοννα Λάμπρον (Μικρός Έλληνομνή-
μων, τόμ. Α ', σελ. 266) έκ Καλαρρυτών, εύρισκέτο έν τή Μητροπολιπκή Βιβλιοθήκη
Ίωαννίνων — καί θά είναι ευχής έργον νά εύρίσκεται καί σήμερον έκεΐ — έπΐ τού
έσωτερικοΟ Καλλιτεχνικού σταχο>ματος, άνέγραφεν ό ίδιος:
«Πρεσβυτέρου χειρ και μοναχού Ματθαίου έκ Πωγωνιανής Παλαιάς Η πείρου
έγραψε ταύτην την Θεόπνευστον Βίβλον».
Ή έπιγραφή αυτή ασφαλώς έγράφη πριν έκλεγή ώς Τιτουλάριος Επίσκοπος.
Τοποθετηθείς, ώς είκάζομεν, μετά τήν υπό τάς μνημονευθείσας τραγικάς συν-
θήκας άπομάκρυνσίν του από τήν έν Μύροις έδραν του, είς τήν Πωγωνιανήν, ώς ’Αρ­
χιεπίσκοπος αυτής, δέν είχε τήν ευτυχίαν νά παραμείνη έπί πολύ είς τήν Ιδιαιτέραν
του πατρίδα, τήν προσφιλή του γενέτειραν. Ά τυχώ ς θά περιέπεσεν άπό τήν Σκόλ-
λαν είς τήν Χάρυβδιν, ώς ό μυθικός Όδυσσεύς. Ώ ς μάς πληροφορεί ό Λαμπρίδης,
νέον κϋμα διωγμού καί βιαίου έξισλαμισμού έλάμβανεν έκεΐ χώραν. Ή έκατέρωθεν
τού Άο)ου έγκατεστημένη φυλή Καραμουρατατών, διά τής ρομφαίας έξηνάγκασε
πολλούς τών κατοίκων τής περιοχής νά έξισλαμισθώσι.
Ό ατυχής άρχιερεύς Ματθαίος, μή δυνάμενος νά συγκρατήση τόν βίαιον έξι*
σλαμισμόν τού ποιμνίου του, άλλ’ ούτε νά ανέχεται τούς προπηλακισμούς καί ύβρεις
τών άγρίιυν και ειδεχθών τυράννων, αναγκάζεται, φρονούμεν, νά άρη καί πάλιν τόν
σταυρόν τού μαρτυρίου καί νά άποχωρήση έκεΐθεν. Τότε τοποθετείται ώς Π ατριαρχι­
κός Έ ξαρχος τό ίδιον έτος είς τήν Ίεράν Μονήν Είκοσιφοινίσσης Δράμας, δπου συγ­
γράφει Τεράς Ακολουθίας καί Κανόνας κατά αιρετικών. Τρίτον κύμα τών είδεχθών
’Αγαρηνών, οΐτινες έσφαξαν δεκάδας καλογήριον τής Μονής, τόν έξεσφενδόνισεν είς
Ούγγροβλαχίαν, δπου είς τήν Ίεράν Μονήν Λάλου συνεχίζει τό συγγραφικόν του έρ­
γο ν μέχρι βαθυτάτου γήρατος. ’Ολίγον πρό τού θανάτου του — τό 1624 — προσφέ­
ρει τό τελευταΐον του έργον — Ιερόν Εύαγγέλιον — είς τόν συνάδελφόν του ’Α ρχιε­
πίσκοπον Άδριανουπόλειυς, μέ τήν κάτιοθι ιαμβικήν άφιέρωσιν:

— Λαμπρώ φο)στήρι καί σοορω Ιε ρ ά ρ χ η


κλείνω ΆνΟίμω Ματθαίος ό Μυρέων
καν γήρρ τρυχόμενος πολνστενάκτο)
καί χεΐρα κεκτημένος τοέμουσαν χρόνιο
άλλ’ ούν γε πόθον και αγάπης τής χάριν
γράι|>ας πέπομφα τό δε τό προαταχθέν Σοι.

Έ ν έτει Ζρη6 = 1624 μηνί Νοέμβριο)


καί έν τή μονή Λάλου Ούγγρο - βλαχίας.
it"
11 Έθεώρησα έπιβεβλημένον μου καθήκον νά μνημονεύσω εύλαβώς καί εόγνωμό*
νως έν τή παρούση μου πραγματεία τόν άοίδιμον τούτον Μητροπολίτην Μυρέο>ν Μάτ­
ι θαΐον εκ Πωγιονιανής, τόν ύποστάντα άνεκδιηγήτους ταλαιπο)ρίας καί σκληράς δο-
κιμασίας κατά τόν όλιγοχρόνιον μεν αλλά ταραχώδη μητροπολιτικόν του βίον καί

ι·
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

άκόμη διότι είκάζο> ότι ό είς τον άνο> Ονομαστικόν πίνακα ’Αρχιεπισκόπου/ Πο>γο)νια-
νής ύπ’ αδξ. άριθ. 22 ’Αρχιεπίσκοπος Ματθαίος, είναι αυτός ούτος ό άοίδιμος Μητρο­
πολίτης Μυρέο>ν Ματθαίος.
’'Ηοη, μετά την έπιβεβλημένην — κατά την άντίληψίν μου — άνωτέριο παρέκ-
βασιν, έπανέρχομαι εις το σημείου έκεινο, εξ ου παρεξέβην και τό όποιον δέν είναι
άλλο άπό τό κύριον θέμα «’Αρχιεπισκοπή Πο>γο>νιανής».
Ε λ π ίζω ότι ό καλής πίστειυς μελετητής, κρίνων άντικειμενικώς καί άμερολή-
πτως δέν θά θεο>ρήση ώς ξένην καί ανεξάρτητον προς τό κύριον θέμα την περί τού
αοιδίμου Μητροπολίτου Μυρέων Ματθαίου άναγραφήν τοσούτο)ν πολυτίμου/ πληρο­
φοριών.
"Ολη ή μακρά περίοδος άπό τής βασιλείας του Κωνσταντίνου τού Πωγο>νάτου
671— 685 μέχρι τού 1641, άνερχομένη είς χιλιετηρίδα περίπου, έξακολουθεί νά πα-
ραμένη, ώς προς την έν προκειμένη») ’Αρχιεπισκοπήν Πο)γο)νιανής ασαφής. Κατά ταύ-
την παρέχει ώχρας τινας θρυαλλίδας φωτός ό άοίδιμος Μυστακίδης διά τής δημοσι-
εύσεως όνομαστικού καταλόγου των άρχιερατευσάντων αγίου/ Άρχιερέο>ν έν τη ’Αρ­
χιεπισκοπή ΙΙωγωνιανής καί τούτου μή έξ άλλης ιστορικής πηγής έπιβεβαιουμένου,
ώς καί ό άοίδιμος ιστορικός Ααμπρίδης, όστις έν τή όμου/ύμο) πρός τήν παρούσαν μου
άξιόλογον πραγ*ματείαν του, παραθέτει πίνακα άρχιερατευσάντο>ν έν τή ’Αρχιεπι­
σκοπή ταύτη άπό του 1292 καί έντεύθεν, άλλ’ άτυχώς αί παρεχόμεναι αύται πλη-
ροφορίαι άποτελουσι κατά το οή λεγόμενον σταγόνα έν τω ώκεανφ».
Ή έπί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα παντελής, τουλάχιστον οι’ ημάς, έλ-
λειψις ιστορικών στοιχείων, μήπο>ς οφείλεται εις τήν έν τοΤς προηγουμένοις άναγρα­
φήν τής γνώμης τού γνο>στού παιδαγωγού κυρίου Εύριπίδου Σούρλα, τού μετά προ-
σοχής άναζητήσαντος σχετικά στοιχεία, ώς καί ή τοιαύτη τού λογίου κυρίου Σπύ-
ρου Στούπη, ότι ή Μητρόπολις αύτη υπήγε το άλλοτε μέν εις τήν Εκκλησίαν τής Ρο')-
μης — δέν είχεν έπέλθει το σχίσμα των Εκκλησιών — άλλοτε δέ είς τό κατά τήν
βυζαντινήν έκείνην έποχήν νεοσυσταθέν πατριαρχείου έν τή ήνωμένη τότε Δυτική
Μακεδονία, τό καλούμενου Ίουστινιανής; Μήπως δι’ αυτόν τόν λόγον πάσαι αί παρ’
έιιού καταβληθείσαι προσπάθειαι άναδιφήσεως των αρχείων τού Σεπτού Οικουμενικού
Πατριαρχείου καί είς τό παρελθόν καί είς τάς έσχά-ac ήμέρας, δέν εφερον είς φως
στοιχεία, έξικνούμενα πέραν τής 15ης Έκατονταετηρίδος; Μή δυνηθείς νά άνεύρο)
τήν πραγματικήν αιτίαν τής μή άνευρέσεως, παρά τάς καταβληθείσας προσπάθειας
μου, τών άπαραιτήτου/ ιστορικών στοιχείων, άφορώντων τήν ’Αρχιεπισκοπήν ταύ-
την, παραθέτω έν συνεχεία τά κατά ταύτην — 15ην — καί μετά ταύτην τοιαύτα.
Είς τήν Μεσαιωνικήν Βιβλιοθήκην «Πατριαρχικά έγγραφα» (σελ. 561) τού λαμ­
πρού ιστοριοδίφου Κου/) νου Σάθα, άναγινώσκομεν — 1620 (Κατ’ ’Ιανουάριον) ομο­
λογία έπισκόπου Βελλάς ότι ούδέν εχει έκ τού άποβιώσαντος Πο)γου/ιανής Ανθίμου,
1641 σελ. 571 Αύγούστου 5 πατριαρχικόν έγγραφον, εχον ουτο):

«Περί τού διδόναι τήν Άρχιεπισκοπήν Πωγωνιανής κατ’ αποκοπήν τής Μεγά­
λης Εκκλησίας έτησίως πέντε χιλιάδες (5.000) ’Άσπρα.
Τό ’Ά σπρον ήτο νόμισμα τουρκικόν αογυρούν μικρόν, μόλις διαμετρήματος 0,
01 τού μέτρου. ’Έ φερε εις μεν τήν προσΟίαν ό'ψιν τήν μορφήν τού έκάστοτε Σουλ­
τάνου, είς δέ τήν όπισΟίαν μόνον τήν χρονολογίαν τής κοπής του. Είχεν αγοραστι­
κήν αξίαν περίπου πεντακοσκον σημερινών δραχμών.
1640 Σιγίλλιον περί τής Πατριαρχικής θητείας τού ’Αρχιεπισκόπου Πιυγω- '
νιανής είς ’Ά σ πρα πέντε χιλιάδετ.
1643 Υπόμνημα εκλογής ’Αρχιεπισκόπου ΙΤο)γωνιανής Παρθενίου.
1644 'Τπόμνημα έκλογής ’Αρχιεπισκόπου ΓΓυυ/ωνιανής Παρθενίου τού Β \
1650 Υπόμνημα έκλογής ’Αρχιεπισκόπου Πωγωνιανής Λανιήλ αντί τού άπο-
θανόντος Παρθενίου.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

1657 Υπόμνημα Εκλογής ’Αρχιεπισκόπου Πιογωνιανής Νεκταρίου αντί του


καΟαιρεΟεντος Δανιήλ.


1666 'Τπόμνημα έκλογής Ά ρ χιεπ. Πιογιονιανής Παρθενίου του Δ '. . -

Ά τυχώ ς, πέραν τής χρονολογίας ταύτης, δεν μάς παρέχει άλλα στοιχεία δ άεί-
μνηστος Σάθας. Ή έντδς βραχυτάτου χρονικού διαστήματος — μόλις 25ετίας — αν­
τικατάστασή τόσων ’Αρχιεπισκόπων, είναι μία τρανοτάτη άπόδειξις των λαβόντων
έκεΐ χώραν θλιβερών άντιθρησκευτικών γεγονότιυν. Είναι ή άποφράς Είκοσιπενταε-
τία, καθ’ ήν οί αίμοβόροι έκεί ’Αγαρηνοί μεταχειρίζονται βίαια καί άπάνθρο>πα μέσα
καί άναγκάζουν πολλούς των κατοίκων τής έπαρχίας ταύτης νά έξισλαμισθώσιν, μέ·
λαινα έποχή, καθ’ ήν ή ανθούσα καί άκμάζουσα εκεί πόλις Διπαλίτσα, ή κλεινή κα­
τά την Βυζαντινήν έποχήν Πωγωνιανή, ή πόλις με τις «έβδομήκοντα δυό έκκλησιες
σαράντα πέντε β ρ ύ σ ε ς δ έ χ ε τ α ι τήν τελειωτικήν βολήν άπό τήν άγρίαν ληστρικήν
καί έγκληματικήν φυλήν των ειδεχθών Καραμουρατατών, λεηλατείται, καταστρέ-
φεται καί έρημοΰται. Είναι τδ τδ δεύτερον ήμισυ τής δεκάτης έβδόμης έκατονταετη-
ρίδος καθ’ ο ή Διπαλίτσα δέχεται τά άλεπάλληλα θανατηφόρα πλήγματα τής άπαι*
αίας ταύτης Τουρκαλβανικής φυλής, τά όποια, ούς ήτο έπόμενον, έπέφερον τήν πλήρη
καταστροφήν καί έξαφάνισιν τήςν έλληνικωτάτης ταύτης πόλειυς, λεπτομέρειας τής
οποίας έγραψα εις τά ύπ’ άριθ. 94 καί 95 τεύχη τής «Η Π ΕΙΡΩ ΤΙΚ Η Σ Ε ΣΤΙΑ Σ*
ώς καί έν τοις προηγουμένοις άνέφερα. Οί ’Αρχιεπίσκοποί της ύφίστανται τάς θλι­
βερούς συνέπειας τής έπελθούσης εκεί καταιγίδος, τούτου ο’ ένεκεν βλέπομεν τήν συ­
χνήν έκεΐ Ιναλλαγήν της κατά τάς χαλεπάς ταύτας ήμέρας. Έπελθούσης τής κατα­
στροφής τής άλλοτε άκμαζούσης ταύτης πόλεως, οί μέν κάτοικοί της διεσκορπίσθη-
σαν τήδε κακεΐσε, εις Ρουμανίαν, Ρωσσίαν, ’Ιωάννινα, Πρεμετήν καί οπού άλλου δ
καθείς ήδυνήθη, οί έκκλησίαι έρημοι, άφώτιστοι, άλειτούργητοι καί τδ έκεΐ μητροπο-
λιτικδν μέγαρον άνευ άρχιερέων τούτων ζητησάντων άπδ πολλου ήοη καιρού καταφύ-
γιον εις τά λίαν προσοδοφόρα έν Βουκουρεστίω κτήματα τής αρχιεπισκοπής καί τής
Τέρας μονής Μολυβδοσκεπάστου.
Διά τήν νεκράν ταύτην περίοδον, καθ’ ήν ή Διπαλίτσα - Πωγωνιανή ώμοίαζεν
ώς έν άπέραντον έρημικόν νεκροταφεΐον, ούδέν συγκεκριμένον καί σαφές στοιχείου
άνεύρομεν. Ά π δ πατριαρχικά έγγραφα, τά δποΐα κατωρθώσαμεν νά άνεύρουμεν είς
τά αρχεία το0 Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τά δποΐα έν συνεχεία θά παραθέσω-
μεν, βλέπομεν φερόμενον κατά τά έτη 1695— 1702 ώς ’Αρχιεπίσκοπον Πωγωνιανής
δνόματι Μαλάχιον, οστις διά τδ μή έχειν έν τή έρημωθείση Διπαλίτση τήν κεφαλήν
πού κλίναι, διέμενεν εις Ρουμανίαν, όπου καί άπέθανεν.
Ό άραιδς έπανεποικισμδς τής έρημιυθείσης καί καταστραφείσης ταύτης πόλεως,
ϊ ήρξατο, ώς μας πληροοφρεΐ δ Λαμπρίοης είς τήν άξιομελέτητον διατριβήν του «Ή*
?’ πειρο>τικά Μελετήματα», νά κατοικήται άπδ τά μέσα τής ΤΗ' έκατονταετηρίδος άπδ
κατοίκους, προερχομένους έκ τού χωρίου Ά ν ω Ραβένια, διατηρηθέντος είς τδ νέον
τούτο χωρίον τού άρχικού δνόματος Ζιπαλίτσα.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι
ΣΤΕφ. ΜΠΕΤΤΗ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΜΠΟΛΛΗΣ
Ό ά φ ο σ ιω μ έ ν ο ς φ ίλ ο ς τ ο υ Κ α π ο δ ίσ τ ρ /α
κο! θερ μ ό ς ερ α σ τή ς τ ή ς π α ιδ ε ία ς το υ "Ε θ ν ο υ ς

Προοίμιο

Σ έ λόγο ίο υ έκψ ω νηθέντα οτό μητροπολιτικό ναό τής ’Αθήνας κατά το


πρ ώ ιο ιελ εσ θέν έκεϊ ιή ν 4 )2 )1 9 1 2 υ πέρ των Ί ω . Καποδίστρια καί Ί ω . Δομ-
ιιόλλη έιιίοημο μνημόσυνο, ό άείμνηωοτος Σ πυρίδω ν Λάμπρος, πρύτανις τότε
γο Γ) Έ θνικ ο ϋ και Καποδιοτδιακοϋ Πανεπιστημίου, έ'λεγε: «’Ά γνω στος δια­
μ ένει δυσ τυχώ ς ό βίος εκείνου όοιις καίπερ χύσας άφθονον τον χρυοόν εις
ιό θεμέλια ιοϋ νέου οικοδομήματος οίονεί τελείως ήθέλησε να ποίηση αύτύν
εκποδώ ν προτάοοων εαυτού και του ίδιου όνόματος ιό όνομα τοϋ περιδόξου
φίλου». Καί σ υ ν έ χ ιζε : «Καί ιής μεν εύ γεν ο ϋ ς αύτοϋ μορφής είκών ούδεμία
ιιεριεοώθη. Τοϋ δέ (9ου πενιχρότατα έχομ εν μνημόσυνα και μόνη σχεδόν πηγή
έζ ής δυνόμεΟα να ό()υοθώμεν τι τό (ίξιον λόγου περί τοϋ άνδρός είναι αυτή
αύτοϋ ή διαθήκη». Και διακηρύσσοντας ό ίδιος Λάμπρος τήν πλήρη περί τή
ζωή καί ιό έρ γο ιού Δ ομπόλλη άγνοιά ίου, εξήντα όλα χρόνια μετά τοϋ τελ ευ ­
ταίου α ύ ιο ϋ ιό θάνατο, τελ είω νε: «Λυπηρόν δέ είναι ότι δέν κατέστη μέχρι
ιοϋδε δυνα τόν να γνωοθή καί τίνι τρόπω απέκτησε τας έκκαθαρισθείσας 255.
θθθ ρουβλίω ν, τό(; καταιεθείοας υπό τού ρωσικού Υ πουργείου έν τή Τραπέζη
ιή ς Ρωσίας, όπω ς έξή κ ονια έ ιη μετά ιόν θάνατον αύτοϋ ίδρυθή διά τοϋ έν τώ
μ εια ξύ εις 7.7ΘΘ.ΘΘΘ δρχ. α ύ ξη θένιος κετραλαίου τό Καποδιστδιακόν ΓΙανεπι-
σ ιή μ ιο ν. Δύο ακριβώς χρόνια κατόπι καί σέ δεύτερο τελεσθέν στον ίδιο
ναό καί γιό τούς ’ίδιους έπκρανεϊς α νδρες μνημόσυνο, ό καθ. τοϋ Π ανεπιστη­
μίου Ί ω . Μ εοολυράς έδ ή λ ω νε: «ΙΤετιοίθαμεν — ή μάλλον έπιτακτικήν ύπο-
χρ έω υ ιν ιού Π ανεπιοι η μ ίου θεω ροϋμεν — ότι καί (ρροντίς θά ληφθή καί άγω-
νοθέιΐ)μα θα άμισθη ιιρός εϋρεοιν ιών ά πα πουμ ένω ν στοιχείων διά τήν πλήρη
βιογρατρίον τοϋ μεγάλου τούτου u νθ()ό(;. Καίτοι δέ έλάχιστα γνω ρίζομεν περί
τού (9ου α ύιοϋ, π λ είο ια όμως τα καί σημαίνοντα άρυόμεθα περί τοϋ χαρακτή­
ρας καί ιώ ν προθέσεων αύτοϋ εκ ιή ς δ ια θ ή κ η ς ...» 2. ’Αλλά καμμιά, καθόσο
γνω ρίζω , ώς σήμερα «φ ρονιίς έχει λητρθή καί άγωνοθέτημα πρός εϋρεοιν κ.λ.
έ χ ε ι όρισθή» civ καί ιιέρασαν άπό τότε άλλα εξήντα καί πόντο χρόνια καί ή ιε­
ρή ιού I Ιανεπιοι ημίου τοϋ Καποδιοιριακοϋ υποχρέωση πρότ; τόν ιδρυτή του,
κατά τούς λόγους τοϋ μακαμίιη καθηγητή, μάλλον ξεχάστηκε. "Ο,τι όμως δέν
έπραξε, καθώτ; ώ φ ειλε, ιό ά νώ κ ιιο ίδρυμα τής ’Αθήνας μέ τίς πολλές δυνατο­
ί η ιε ς, έιιιχειρ ο ϋ μ ε να ιό κάνουμε εμείς μέ τίς περιω ρισμένες δικές μας, πα-
ρ ουοιά ζονια ς ιόν έξοχο ά λ λ ’ άγνωστο 'Π πειρώ τη, τόν άνθρωπο, τον πατριώτη,
ιόν αγω νιστή, ιόν ε ύ εμ γ έ ιη ιέλος μέ ιή ν πλούσια κι αίσθαντική καρδιά γιά να
ιόν τιμήσουμε.
Σ ιή ν ιιροκείμε-νη για τό Δ αμπόλλη μελέτη μου κινήθηκα μέ βάση
ιίς λ ίγ ε ς ύπ ά ρ χο υ ο ες άπό τή μια μεριά γνω στές ειδήσεις, μετά μακρά
κι επίμονη στις έδώ καί τής Α θ ή να ς βιβλιοθήκες ιχνηλασία, άλλά κυρίως στις
εντελώ ς άγναιστες και νέες τοΰ Καποδιστριακοϋ ’Α ρχείου Κ ερκύρας, φωτο-
τυπημένα κείμενα του οποίου με επιστολές Δομπόλλη και προς Δ ομπόλλην,
έγγραψ α τής Έ λ λ . Π ολιτείας κ.α. έθεσε πρόθυμα στ ή διάθεσή μου ό φ ίλος
καθηγητής τής Ν εώ τερης 'Ισ τορίας στο Π ανεπιστήμιό μας τό Η π ειρ ω τικ ό κ.
Σ τέφ . Παπαδόπουλος. 'Ο λίγα ακόμη νέα στοιχεία άντλησα κι άπό όνέκδοτα
σχετικά έγγρ α φ α των Γενικών Ά ρ χ εκ υ ν του Κράτους στή διάρκεια σύντομω ν
κατά καιρούς σ’ αύτά έρ ευ νώ ν μου, ύπό την πρόθυμη καθοδήγηση και βοή­
θεια τού έπίσης φίλου Δ ιευθυντή τους κ. Κ. Διαμάντη. Καί πρός τούς δυό π α ­
ραπάνω έκλεκτούς επιστήμονες έκς>ράζω κι άπό δώ τις θερμές μου εύ χα ρ ι-
στίες.
Α' Δομπόλληδες
Ό Ιω άννης Δομπόλλης, ό ιδρυτής τού Καποδιστριακοϋ Πανεπιστημίου τής ’Α­
θήνας, είναι 6 τελευταίος απόγονος μιας αληθινής δυναστείας, θάλεγα, ευεργετών πού
πολλαπλά, καθώς έκεϊνος, μέ κληροδοσίες κι άγαθοεργήματα ώφέλησαν τη στενή
καί τήν ευρύτερη πατρίδα. Γιατί ό πάππος του Ίιοάννης έπίσης Δομπόλλης καί δ
πατέρας του Τριαντάφυλλος, υπήρξαν ευεργέτες, ό πρώτος τού χιοριοϋ του, δσο ξέ­
ρουμε, όπου άνήγειρε μέ έξοδά του (5.000 γρόσια) τήν καί σήμερα σωζόμενη έκ-
κλησιά "Αγιος Νικόλαος3 κι ό δεύτερος τής έπαρχίας, στήν πρωτεύουσα πόλη τής
οποίας τά Γιάννινα καί σέ ίόρύματά της κοινωφελή κατέλιπε μέ διαθήκη του, καθώς
θά ίδοϋμε, διάφορα ποσά.
’Ιδιαίτερη πατρίδα των Δομπόλληδων καί γενέτειρα των δυό πρώτων έστάθηκε
ή Γριτσούνιστα ή Κρετσούνιστα (τ. Δεσποτικό), χωριό τής ποτέ έπαρχίας Κουρέα*
των πέρα άπό τόν Καλαμά πρός τις μεσημβρινές υπώρειες τοΰ Κασιδιάρη, εύνοημένο
δσο λίγα άπό τήν ιστορία καί τή φύση. ’Απ’ έοώ κατάγονταν έπίσης κι ή μεγάλη καί
παλιά των Σουγδουρήόων γενιά έξοχώτερο μέλος τής όποίας υπήρξε «ό Γεώργιος ί-
ερεύς Σουγδουρής ό Διδάσκαλος του Γένους». «Ή Κοινότης αύτή (ή Κρετσούνιστα) ,
σημειώνει ό Λαμπρίοής, άπαριθμεϊ περί τάς 32 έκκλησίας, δπερ δηλοί, δτι έν άλλαις
έποχαΐς τό χιορίον τούτο κώμη μεγάλη καί σημαντική ήν»4. Ιίράγματι άναδιφώντας
τοϋ ί'διου άπό τά Ή πειρ. Μελετήματα τά Κουρεντιακά, σταχυολογοϋμε άρκετές για
τό γενέθλιο των Δαμπόλληδων χωριό ειδήσεις άντλημένες άπό ένθυμήσεις, έπιγραφές
καί τή ζώσα κυρίως παράδοση, πού δικαιώνουν αύτή τή σπάνια φήμη του. «Πλήν
των επί δύο τής Γριτσούνιστας λόφων, έντός τής περιοχής αύτής κειμένων, καί των
μεταξύ αύτής Ν.Δ. καί τής Γρανιτσοπούλας, ήτις μετά τής Ζιλίστης έπί τής άπό Ί -
ωαννίνοίν είς Φιλιάταις όβοϋ κεΐται, έλληνικών έρειπίτον, ύπάρχουσι καί Βυζαντιακά
είς τάς θέσεις τής Γκριτσουνίστας Γλιμίδια καί Πύργου, ένθα 6 ’Ιουστινιανός μετά τήν
άνάκτησιν τής Φωτικής5, έκτισε τήν άκρόπολιν ίσως, δτε πάσα ή Κοινότης ήρίθμει
6.000 οίκογ, καί 72 έκκλησίας, έξ ών 32 μέν καί νυν σώζονται, πολλών δέ έκ τών
καατπεσουσών ύπάρχουσι τά έρείπια. Καταστραφεΐσα δέ έπί τής είσελάσεως τών
βαρβάρων έκείνων καί αύθις άνακτισθεΐσα Γκριτσούνιστα δέ άποκληθεισα ήκμασεν έκ
νέου μέχρι τοϋ Ι Α ’ ή ΙΒ ' αίώνος περίπου. Είχεν όμως καί έπί τής κατακτήσεως ά-
ξίαν, καίτοι ύπό ’Αλβανικής έπιδρομής σπουδαίιος είχε πάθει, άριθμοϋσε οίκογ. 700,
ών δμως πλέον τοϋ ήμίσεος άπεχώρησαν είς τήν Εύρώπην, απαίσια προοιωνιζό­
μενα . . . »6.
Άναφέρεται έπίσης ή Κρετσούνιστα καί στο Χρονικό τών Ίωαννίνων, τό γν ω ­
στότερο σαν Χρονικό τών μοναχών Κομνηνοϋ καί Πρόκλου, ώς Καστέλι (Κάστρο)
πού κατέλαβε μαζί μέ άλλα γειτονικά του (Βελτσίστας, Δραγουμής, Άραχωβίτσας)
δεσπόζοντα τής κοιλάδας τοϋ Καλαμά, 6 Σέρβος δεσπότης τών Γιαννίνων Θιυμάς Πρε-
λούμπος κατά τό 1380 έτος μετά τή νίκη τοϋ συμμάχου του Άλβανοϋ άρνησίθρησκου
Ίσαήμ κατά τών ’Αλβανικών φύλων Μαζαρακαίο>ν καί Ζενεβισαίων έγκαταστήσας
σ’ αύτά δικούς του άρχοντες, Κεφαλάδες καί Ζουπαναίους7.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Μετά τήν κατάχτηση έγκαταστάθηκαν καί Τούρκοι στο χωριό καί σέ ξεχωριστή
κία, οπού καί τοπωνύμιο «λουτρό» σώζεται καί βρύση ονομαζόμενη «Χαμπήμπ»\
συνοικία

Βελάν μετατεθή. . .»Π.


Γεννήθηκε όμως στην Κρετσούνιστα ό γενάρχης των Δομπόλληδων, ό ’Ιωάννης
Δομπόλλης, ή εγκαταστάθηκε αργότερα σ’ αυτή προερχόμενος απ’ άλλο χωριό τής
έπαρχίας;
Μαρτυρία τέτοια είτε από τήν παράδοση είτε από πηγή γραπτή άλλη μέχρι
στιγμής δέν Ιχουμε. ’Από τό έπώνυμό του έν τούτοις, πού σε παλαιότερα κείμενα α­
παντιέται σαν Τοπόλης, Ντοπόλης, Ντομπόλης, Μπομπόλης, Δομβόλης, Δεμβόλης,
Ντεβόλια, Δεμπόλλης, Δομπόλης καί Δομπόλλης, εικάζω άπό τούς πρώτους παραπά­
νω τύπους του ιδίως, πώς οί Δομπόλληδες κατάγονταν άπό τό παλιό χωριουδάκι των
Γραμμενοχιορίιον Τοπόλιανη ή Τοπόλια12, ευρισκόμενο στο κέντρο τής περιοχής περί
τό δμώνυμο μοναστήρι (τό καθολικό του ιστορημένο τό 1604 σώζεται ώς τά σήμερα).
τό όποιο κατά τά μέσα περίπου τοϋ ΙΙΓ αίο>να διαλύθηκε, το δε μοναστήρι μεταφερ-
θηκε δυτικώτερα, μετονομασθέν «Λυκοστάνη"13. Τοπόλης λοιπόν καί ΝτομποΛης
— δλοι οί άλλοι τύποι τοϋ επώνυμου είναι παραλλαγές τοϋ άρχικοϋ — έλέγονταν
ώς καταγόμενος πιθανώτατα άπό τήν Τοπόλιανη ή Τοπόλια14. ’Επανερχόμενος στα
περί Δομπόλλη πάππου καί πατρός τοϋ μεγάλου ευεργέτη^ άναφέρω^ πώς για τον
πρώτο τουλάχιστον δέν υπάρχουν ειδήσεις άλλεε έκτος άπό κείνη τή γνωστή τοϋ
Λαμπρίδη κατά τήν όποια αυτός άνήγειρε τό 1791 μέ έξοδά του την εκκλησία του
χωριοϋ "Αγιος Νικόλαος, οπού κατά τήν έγχα>ρια παράδοση και εικόνα του επιτοι-
χια δλόσωμη υπήρχε καταστραφεΐσα. καθώς ό ίδιος διαπίστωσα. Μέ τήν^ ευκαιρία
θά πρέπει να άνασκευάσω τά για τον πάππο Δομπόλλη παραπανω γραφόμενα τοϋ
Λαμπρίδη.
Σέ πρόσφατη επίσκεψή μου στήν Κρετσούνιστα καί στην έκκλησιά της αυτή^τ
"Αϊ - Νικόλα, είδα στο γυναικωνίτη τηε «ιαυρόπλακα μέ τήν επιγραφή: «ΕΤ 1753
ΔΕΚΕΜ ΒΡΙΟΓ Λ '. Ο ΙΙΑΠΑΘΟΔΩΡΟΣ ΚΕ Ο Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΗΝ ΕΚ­
Τ Ι Σ Ε ...» .
Ή πλάκα, καθώς έμαθα, ήταν εντοιχισμένη στό ναό. κατά τις τελευταίες δέ εύ-
ρειες έπισκευές του άπό τις όποιες καταστράφηκε καί μέγα μέρος των τοιχογραφιών,
βγήκε άπό τή θέση τηε καί πετάχτηκε έκεΐ πού τή βρήκα. Ο πάππος Δομπολλη.
λοιπόν δέν έχτισε, καθώς λέει ό Λαμπρίδης, τον "Λϊ - Νικόλα, άλλα μάλλον για τήν
ιστόρησή του δαπάνησε.
Δέν παραλείπιυ να μνημονεύσω καί τοϋ Άραβαντινοϋ τήν πληροφορία, εντελώς
άόριστη, ασυμβίβαστη δέ προς έκείνη τοϋ Λαμπρίδη, ό οποίος μετάςύ των ελεοθετιυ/
τής πόλης μας των άρχαιοτέρων, άναφέρει κι αύτόν τον Ί ω . Δαμπόλλη άκμάςον-
τα «περί τάς άρχάς, λέει, τής ΤΗ' έκατονταετηρίδος»15.
\\λ λ η τέλος είδηση προερχόμενη άπό συγγενή των Δομπόλληοων, πού σημείωσε
στην έκδοση τοΟ γνωστού έπιμνηι'ιόσυνου λόγου του δ καθ. Μεσολωράς16, κάνει λόγο
«περί της έν Ίωαννίνοις οικίας του κείμενης έν τη θέσει έν ή κειται σήμερον τό τέ­
μενος Αλματζιάχ» στο χώρο δηλ. τού σημερινού νέου Διοικητηρίου. ’Απ’ δσα δμως
σχετικά αναφέρει στην ιδιόγραφη και ανέκδοτη ώς τώρα πριυτη διαθηκη του δ Ιω.
Δομπόλλης δ δεύτερος, την συνταχθεΐσα στην Αίγινα στις 13) 12) 1829, λίγες δηλ.
μέρες πριν έπιχειρήση τδ ταξίδι τής έπιστροφής του στη Ρωσία, καί στήν δποία στη
συνέχεια θά έπανέλθουμε, δ πάππος του, «ώς έκ στόματος τοΰ πατρός μου, καθώς
γράφει, Τρ. Ί ω . Δομπόλλη ήκουσα» είχε δυδ γιους, τον πατέρα του δηλ. κι έναν α­
κόμα «δστις έκ νεαρας ήλικίας ένεδύθη τό μοναχικόν σχήμα καί έτελεύτησεν ήγού-
μενος» (έγγρ. 16) και δυό θυγατέρες τή Χάϊδω, πού παντρεύτηκε κατ’ άλλες παρα­
δοσιακές ειδήσεις17 στό γειτονικό χωριό Μπριάνιστα (τ. Βασιλόπουλο) κάποιον Ψ υ­
χογιό καί την ’Αλεξάνδρα, πού πήρε κάποιον Ν. Μποσταντζή ή Ροδάνα Γιαννιώτη.
’Από τούς γάμους τους αυτούς οί παραπάνω θυγατέρες τοϋ Ί ω . Δομπόλλη είχαν πολ­ /
λούς απογόνους, πού είσέπραττον ώς τις αρχές τού αιώνα μας τό γ ι’ αύτούς καί τά
ελέη τής πόλης μας συσταθέν περί το 1818 άπό τόν Τριαντάφυλλο Δομπόλλη κλη­
ροδότημα.
ΙΤοιός δμως ήταν δ άλλος Δομπόλλης «δ ένδυθείς τό μοναχικόν σχήμα καί τελευ-
τήσας ήγούμενος;» Βιογραφώντας παλαιότερα τή μονή Παλιουρής, κέντρο θρησκευ­
τικό και έκκλησιαστικό τής επαρχίας κατά τήν άπό τά τέλη Ιδίως τοΰ ΙΗ ' αιώνα καί
κατόπι περίοδο, έπεσήμανα και ήγούμενο σ’ αυτή Χρύσανθο Κριτσουνιστιώτη, ώς
άπό τήν Κρετσούνιστα, δη)., καταγόμενο, ήγουμενεύσαντα δέ μεταξύ των έτών 1814
— 1824, δπότε καί τά ίχνη του χάνονται.
Συγκεκριμένα, σε ένθύμηση άχρονολόγητη, πού γράφηκε μάλλον περί τό 1812,
άποκείμενη σέ παράφυλλο λειτουργικού βιβλίου τής μονής καί άναφερόμενη σέ έπι-
συμβάσα τό 1808 κακοκαιρία καί μεγάλη άκρίβεια δημοσίευθεϊσα δέ στά «Ή π. Χρο­
νικά», υπογράφει: «δούλος σας πρόθυμος ευτελής Χρισανθος Κρητζουνηστηκοτης Πα-
λιουρης»18, δ όποιος Χρύσανθος, άν είναι δ ίδιος, έμφανίζεται μεταξύ των μοναχών τής
μονής άπό τοΰ 1799 άκόμα19. Ό ίδιος δέ, ώς ήγούμενος πλέον, άναγράφεται σάν συν­
δρομητής τής κατά τό 1815 έκδοθείσας στή Βενετία ’Αρχαιολογίας τοΰ Γρηγορίου
ΙΤαλιουρίτη20.
Ά π ’ δλα τά παραπάνο) περί των Δομπόλληδι.υν καί μάλιστα περί τοΰ γενάρχη
τους Ί ω . Δομπόλλη λεχθέντα, καταλήγω σ’ αύτό το βραχύ καί πιθανώτερο ίσως βιο-
γραφικό του σχεδίασμα. ΓΙώς φεύγοντας περί τις πρώτες δεκαετίες τοΰ ΙΗ ' αίώνα
άπό τήν Τοπόλιανη έγκαταστάθηκε στήν Κρετσούνιστα, τό άσφαλέστερο γιά τό ύ
περκείμενο άπόκρημνο βουνό καί τά περί αυτό πυκνά δάση, χωριό δλης τής έπαρ·
χίας, δπου άπόχτησε τή γνιυστή οικογένεια. ΙΙερί τά μέσα δέ τής ίδιας έκατονταετη·
ρίδας καί μετά το γάμο τής κόρης του Χάϊδιος στήν κοντινή Μπριάνιστα καί τήν ά-
φιέριυση τού Χρύσανθου (Χρήστου;) στήν Παλιουρή, μετοίκησε γιά τήν έπικρατου*
σα τότε, έξ αιτίας τών ’Αλβανικών συμ.μοριών στήν ηπειρωτική ύπαιθρο άνασφάλεια
άλλά καί γιά λόγους έπαγγελματικούς ίσως μέ τ’ άλλα δυό παιδιά του τά μικρό­
τερα, τήν Αλεξάνδρα δηλ. καί τον Τριαντάφυλλο στά Γιάννινα, δπου μετερχόμενος
το εμπόριο τών δερμάτων άπόχτησε περιουσία άξιόλογη, μέρος τής δποίας διέθεσε
γιά άγαθοεργίες καί κοινωφελή στό χωριό του ιδρύματα.
’Αναφέρω τέλος πώς τό μόνο πού διασώζει τό όνομα τοΰ Δομπόλλη στήν Κρε­
τσούνιστα σήμερα, είναι τοπωνύμιο «στ’ λακιά τ’ Δομπόλλ’» λεγόμενο, δνομα δηλ
κοιλάδας, συνολικής έκτασης δέκα περίπου στρεμμάτων καί άνατολικά τοΰ χωρίου
κείμενης, πού διεκδικοΰν, καθώς μοΰ είπαν, οί Κριτσουνιστιώτες Κολισαίοι, οικογέ­
νεια άπ’ όπου κατάγονταν, κατά τήν παράδοση πάντα ή γυναίκα τοΰ Ί ω . Δομπόλλη
πάππου. Αυτός μάλιστα δ Δομπόλλης ήταν, λένε, κεραμάς πρώτα — ύπάρχει καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*

τοπωνύμιο «στ’ κεραμά» μέσα στό χιοριό καί κατά τή συνοικία Τσιακαλάτικα — . Τό
σπίτι του βρίσκονταν παρά τήν έρειπωμένη σήμερα έκκλησούλα “Αγιος ’Αθανάσιος,
μεταξύ των συνοικιών Χαλκιάδες καί Τσιακαλάτικα, αυτός δέ έφκιασε καί τό σω-
ζόμενο λιθόστρωτο, πού όδηγεί από Τσιακαλάτικα πρός τύ πηγάδι, τύ λεγόμενο «Πα
λιοπήγαδο».

Ερχόμαστε τώρα στό Δομπόλλη πατέρα, τόν Τριαντάφυλλο Ί ω . Δομπόλλη, πού


καί γ ι’ αυτόν οί σχετικές ειδήσεις είναι τό ίδιο καθώς και του πατέρα του Ισχνές καί
αβέβαιες καί πού μέ βάση αυτές, άλλες παραδοσιακές κι άλλες έγγραφες, θά πασχί­
σουμε νά χαράξουμε στις γενικές της μόνο γραμμές τήν πορεία του βίου του.
Καί πρώτα «ό κλεινός τούτου υιός» ό ’Ιωάν. Δομπόλλης τίποτε σχετικό μέ τή
ζωή καί τήν πολιτεία τού πατρός στά αρκετά πού έχω ύπ’ δψι μου άνέκδοτα κείμενά
του αναφέρει έκτός από τή στή μνημονευθεισα πρώτη διαθήκη του άναφερόμενη, πώς
ό πατέρας του δηλ. «πατρίδα έσχε τό χωρίον Κρετσούνιστα τό πλησίον τής πόλεως
των Τωαννίνων κείμενον» καί δτι «είχεν έκεί άδελφάς ύπανδρευμένας, αδελφούς δέ
έναν, δστις έκ νεαράς του ήλικίας ένεδύθη τό μοναχικόν σχήμα καί έτελεύτησεν ή-
γούμενος. . .». 'Ύστερα άπ’ αυτό, τά μέ έπιστολή (1913) τού συγγενή τών Δομπόλ-
ληδων Γιαννιώτη ίεροδιάκονου Σωτ. Ροδάνα πρός τόν καθ. Μεσολωρά, πού ήδη άνα
φέραμε, παραδιδόμενα, δτι δηλ. «ό Τριαντάφυλλος Δομπόλλης είχε δύο αδελφούς, τό
Γεώργιο καί τό Σπυρίδωνα, οί όποιοι μετώκησαν εις ’Ιωάννινα μετερχόμενοι κυρίως
τό τού δερματεμπόρου έπιτήδευμα, δτι ένεκα τής υπό τών Τούρκων πιέσεως, ό μέν
Τριαντάφυλλος άνεχώρησε μετά τού υίού του Ίωάννου εις Βλαχίαν, Μόσχαν καί Πε-
τρούπολιν, ένθα καί έγκατεστάθη, δτι ό Σπυρίδων έμεινε εις Βλαχίαν καί μόνον ό
Γεώργιος έμεινεν έν Ίωαννίνοις, τού όποιου έγγονοι υπάρχουσι ένταύθα, φέροντες τό
έπώνυμον Ροδάνας έξ έπαγγέλματος»21 δέν έχουν καν σχέση μέ τήν άλήθεια.
Καί τό δτι ό άνδρας τής ’Αλεξάνδρας Ί ω . Δομπόλλη, αδελφής τού Τριαντάφυλ­
λου, έλέγονταν, καθώς έγραψα, Ν. Μποσταντζής — τό συνώνυμό του Ροδάνας θά ή­
ταν πιστεύω παραγκώμι — διαπστιώνεται άπό τά ακόλουθα: Έπιστέλλοντας άπο
Νίζναν ό Νικ. Ζωσιμάς πρός τόν στά Γιάννινα άνεψιό του Ά λ . Φίλιο στις 4) 11) 1838
γράφει κοντά στ’ άλλα: «Σάς κάμνω γνωστόν δτι ό Ιν Πετρουπόλει κύριος Ιωάννης
Τριανταφύλλου Δομπόλης μέ γράφει δτι τού έγραψεν ό αύτόθι κύριος Γεώργιος Ν.
Μποσταντζής δτι είναι έξάδελφός του, αυτός δέ αγνοεί πάντι αν τφ δντι είναι έξάδελ-
φός του καί παρακαλεί νά γράψω εις τά .αυτόθι τών φίλιον μου δπως έρευνήσουν άν
ό είρημένος κύριος Γ. Ν. Μποσταντζής είναι τφ δντι υΙός τής αδελφής τού μακαρι
του Τριανταφύλλου Δομπόλη, όνομαζομένη ’Αλεξάνδρα Ίωάννου Δομπόλη καί σάς
παρακαλώ νά λάβετε τήν καλωσύνην τό νά έρευνήσετε άν τφ βντι είναι αύτός υιός
τής ’Αλεξάνδρας Δομπόλλη καί νά μέ είδοποιήσητε ευθύς διά τού έν Κωνσταντινου-
πόλει κυρίου ΙΙαναγιώτου Σκουμπουρδή* καί περιπλέον σήμερον γράφω διά αυτήν
τήν ύπόθεσιν τών Επιτρόπων τής Εκκλησίας τού 'Αγίου Νικολάου κυρίων Δημή-
τριον Δρόσον καί Κ. ’Αθανασίου, δπως έρευνήσουν καί αυτοί καί εί μέν είναι βέβαιον
υ!ός τής Ά . Δομπόλη νά τού μετρήσουν γρόσια χίλια διά λογαριασμόν τού είρημένου
Ίωάννου Δομπόλλη, τού οποίου έρωτάτε έάν τού έδόθησαν καί τί τόν έσυμβούλευσαν
νά πράξη καί μέ δηλοποιείτε. . . »22.
Αίγο δέ αργότερα- (25.11,1838) γράφοντας πρός τόν ίδιον αυτόν άνεψιό του
στά Γιάννινα ό Ν. Ζωσιμάς ξαναρωτάει: «Εις τάς 4 τού παρόντος σάς έγραψα διε-
ξοδικώς καί σάς παρεκάλεσα νά τό έρευνήσετε διά τόν κύριον Γ. Ν. Μποσταντζή έάν
είναι υιός τής ’Αλεξάνδρας Δομπόλη καί νά μέ είδοποιήσητε εύθύς διά τού έν Κων-
σταντινουπόλει κυρίου Π. Σκουμπουρδή καί κ α θ εξ ή ς...» 23* Σέ άλλο, τέλος, όλίγο
μεταγενέστερο γράμμα του (14.3.1839) πρός τόν ’Αλέξιο Φίλιο 6 Ν. Ζ. γράφει εό-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

χαριστώντας τον για τήν κατά παράκλησή του γενόμενη έξακρίβιυση: «Περί δέ του
Γ. Ν. Μποσταντζή, λέει, σάς είμαι ευχάριστος όπου έξητάσατε ότι είναι έξάδελφος
του κυρίου Ί . Δομπόλη. . . Καί τελειώνει: «Καί εις τάς 6 Φεβρουάριου εγνιον τά
οσα μου περιγράφετε διά τόν Γ. Ν. Μποσταντζήν καί ότι νά του έοόθησαν τά χίλια
γρόσια καί έλαβαν αποδείξεις, τήν οποίαν έως τήν σήμερον δεν έλαβον καί λαμβά-
νοντάς την τότε θέλω γράψει τοϋ φίλου τά δέοντα περί αυτών»24. Ν. Μποσταντζής λοι­
πόν έλέγονταν 6 Γιαννιυ>της άνορας τής Αλεξάνδρας Ί . Δομπόλλη καί γαμπρός έπ’
αδελφή του Τριαντάφυλλου καί οχι Ροοάνας, καθώς παραδίδεται. Ή σωζόμενη μ’
άλλα λόγια υπό τό έπίθετο αυτό Γιαννιώτικη οικογένεια είναι συγγενής έκ θηλυγο­
νίας του Ίο). Δομπόλλη, άπόγονος δηλ. τής θείας του άδερφής τοϋ πατέρα του Α λ ε ­
ξάνδρας Ν. Μποσταντζή. Τό Ροδάνας, καθώς ήδη παρατήρησα, είναι παραγκώμι,
που συνυπήρχε μέ τό κύριο έπώνυμο καί πού τελικά έπεκράτησε σ< ;ζόμενο ώς σήμερα.
’Από όσα όλίγα καί μάλλον ασαφή περί του Τρ. Δομπόλλη έχω ύπ’ οψι μου, εί-
κάζο) ότι αυτός γεννήθηκε γύρω στά 1740 καί στήν Κρετσούνιστα βέβαια. Παραοό-
ξως ό Λαμπρίδης25 τόν φέρει καταγόμενον «έκ τοϋ χωρίου Γερομνήμι» γειτονικού
τής Κρετσούνιστας. Τό λάθος προήλθε φαίνεται άπό τούς πολλούς στό χωριό αυτό
συγγενείς του, απογόνους τής άδελφής του Χάϊδιυς, τούς όποιους ό Τριαντάφυλλος έ
ξακολουθητικά κι ώς τις αρχές τοϋ αιώνα μας μέ κληροδότημά του έβοήθησε.
’Ακόμα πώς σέ νεαρή ηλικία έγκατα στάθηκε ό Τρ. φαμιλικώς στά Γιάννινα σέ
κάποια άπό τις Σχολές των όποιων βιήκουσε καί τά έγκύκλια μαθήματα άκολουθή
σας σέ συνέχεια το πατρικό τοϋ δερματεμπόρου στάδιο.
’Από γράμματα τοϋ Ν. Ζο>σιμά τής Νίζνας (9.2.1840) πρός τούς έδώ άνεψιούς
καί έπιτρόπους του Ά λ . Φίλιο καί Θ. Λαμπαδάρη, όπου ό Ίο). Δαμπόλλης όνομά*
ζεται «οικιακός του παλαιός φίλος»26 συμπεραίνο) ότι ή οικογένεια τοϋ Δομπόλλη
ανήκε στις έπισημότερες τής πόλης μας, συνδεόμενη φιλικά μέ τήν τό ίδιο έπίσημη
έκείνη των Ζωσιμάόων. Ένιορίς έν τούτοις ό Τρ. Δομπόλλης ξενιτεύτηκε στη Ρωσία
μέ πρώτο σταθμό διαμονής του πιθανότατα τή Νίζνα, όπου καί παντρεύτηκε, έγκα-
τασταθείς μετ’ όλίγο όριστικά στήν Πετρούπολη. Φαίνεται πώς άπό τό έμπόριο ό Τρ.
Δομπόλλης άπόχτησε καλή περιουσία, μέρος τής όποιας διέθεσε υπέρ άγαθοεργών
σκοπών τής πόλης μας, συστήσας μάλιστα μέ διαθήκη του καί όμώνυμο κληροδό­
τημα (λάσσο).
Δυστυχώς, καθώς κι ό Άραβαντινός άναφερόμενος στούς παλαιούς μεταξύ τών
δποίιον καί οί Δομπόλληδες πάππος καί πατέρας, έλεοθέτες τής πόλης μας γράφει,
"θύκ εχομεν θετικήν γνώσιν πότε ήκμαζον άκριβώς καί όποιοι οί ούσ«ύόεις όροι τής
διαθήκης ένός έκάστου, διότι αί διαθήκαι αύτοϋ κατεστράφησαν υπό τής πυρκαϊάς
τοϋ 1820 καί ούδείς κώδιξ έμεινε κοινός. . ,»27. Πότε άκριβώς πέθανε ό Τρ. Δομπόλ­
λης όέν γνο)ρίζουμε. ΙΙάντιυς πολύ κοντά, καθώς φαίνεται, κι όχι πολύ πέρα άπό τό
1818, χρόνο σύστασης τοϋ όμώνυμου λάσσου. Γιατί καί σέ γράμμα άνέκδοτο συγγε­
νών του πρός τον προεστό Σταϋρο Ίιυάννου μέ ήμερομηνία 5 )4) 1821, πού στή συνέ­
χεια θά παραθέσω, άναφέρεται ό Τρ. Δομπόλλης ώς μακαρίτης πλέον.
. *>
m Κάποιες άκόμα ειδήσεις σχετικές μέ τό κληροδότημα τοϋ Τρ. Δομπ., πού κατά
καιρούς κι άπό διάφορους τόπους μάζεψα καί τις όποιες καταχωρώ παρακάτω, δίνουν
μια γενική έστο) είκόνα τής διαθήκης καί τοϋ λάσσου του. Πίσω άπό παλαιά άχρο-
νολόγητη κατάσταση περιεχόμενη στό φάκελο τοϋ κληροδοτήματος Δομπόλλη, που
φυλάσσεται στή Μητρόπολη Γιαννίνων, όιαβάζιο αυτήν τήν έπίσης χο>ρίς χρονολο­
% γία σημείωση: «Μετάφρασις μπιλάτου Ρων 5.000 Ιω ά ννη Δομπόλη ύπό τίτλων ό
*".ν

& •σύμβουλος Ίοίάννης Τροφίμοβιτς Δομπόλης28 Ρ. 4000 κατά τήν διαθήκην μακαρίτου
πατρός του Τριανταφύλλου Ίβάνοβιτς Δομπόλη καί Ρ. 1000 έξ 10ίο>ν έπ’ όνόματι τής
έκκλησίας τής Κοιμήσεως τής ύπεραγίας Θεοτόκου τής έπονομαζομένης Ά ρχιμ α ν
6ΐ δρείου καί τοϋ κοινοϋ όσπηταλίου ευρισκομένου είς τήν ένορίαν τής αυτής έκκλησίας
είς Ίοιάννινα καταθέτω Ρ. 5000 Λίο^νίως όπιυς οί καθ’ έκαστον έτος τόκοι αύτών Ρ.

,*:
'7■Τ·■'
ΕΣΤΙΑ»

250 διανέμονται οΰτιυς: Γ. 100 εις τούς πτωχούς πλησιεστέρους συγγενείς του, τού­
τους πλησίον εις την πόλιν των Ίιυαννίνων, Ρ. 100 εις ένα πτωχόν εκ των συγγενών
του μαθητήν προς έξακολούθησιν των μαθημάτων του καί τά Ρ. 50 εις τούς έπιτρό-
πους τής άνω εκκλησίας καί δσπιταλίου από Ρ. 25 ί'να μνημονεύεται άπαξ του χρόνου
τό όνομα πατρός του Τριανταφύλλου Δομπόλη. . .».
Στην ύπ’ όψι κατάσταση, πού αναγράφει, κατά σειρά τις στήλες «ημερομηνίας
καταθέσεως, έτος, άριθμ. μπιλάτου, όνομα λασσοθέτου, ποσότης του λάσσου είς ρού­
βλια, εκπτωσι τόκιον καί τόκους πάλι είς ρούβλια» σημειώνεται μεταξύ άλλων -καί τό
όνομα τοΟ τελευταίου των Δομπόλληοο)ν ’Ιωάννη γιά 5.000 ρ. με ημερομηνία κατά­
θεσης 13 Μαίου 1818 άριθμ. μπιλέτου 77223 καί τόκο ρ. 250 πού δέν εΐναι άλλα,
πιστεύω άπό τά άναφερόμενα στη μνημονευθείσα σημείωση. Ό Σκ. Ζερβός εξ άλλου
στό βιβλίο του «Εθνικά κληροδοτήματα καί δωρεαί» καί σέ σχετική υπό τό γενικό τί­
τλο: «Έθν. κληροδοτήματα όιυρεαί καί καταθέσεις παρά τφ Τπουργείψ Γεωργίας»
κατάσταση, στον α) α της 290 αναγράφει: «Δομπόλης Τρ. (δεν αναφέρει τό έτος
διάθεσης) ρούβλια αργυρά 2364, σκοπός: Νοσοκομεΐον Ίωαννίνων, Περιφέρεια ’Ιω­
άννινα καί στις παρατηρήσεις: Κατάθεσις είς θησαυροφυλάκιον Ρωσίας»29.
Ό δέ Λαμπρίδης αναφέρει πώς ό Τρ. Ίβάνοβιτς Δομπόλης διέθεσε (1818) «υ­
πέρ του νοσοκομείου καί τής έκκλ. τού Άρχιμανδρείου άνά άσσιγ. 1000. Βραδύτερο/
δέ (1827) 6 υιός αυτού Ίιοάννης έπ’ όνόματι τού πατρός του έτησ. 1000 άσσιγ. υπέρ
τής αυτής έκκλησίας. . .»30.
Σ τη συνέχεια ό ίδιος Ή πειροηης μελετητής σημειώνει: «Άπό τινων ήδη έτών
(άπό τού 1880 δηλ. χρόνο έκδοσης των Άγαθοεργημάτων του) ή έν Ίωαννίνοις ε­
πιτροπεία των άγαθοεργών καταστημάτιυν χορηγεί άνά γρ. 1000 είς τούς έν Ίωαν-
νίνοις συγγενείς τού έλεοθέτου τούτου καί τούς έν τφ χωρ. Μπριάνιστα (τμήμ. Κου-
ρέντων) , ένθα σώζονται απόγονοι της αδελφής αυτού Χάϊδως, άπό τού τόκου 10.000
άσσιγ. διατεθέντων υπέρ των συγγενών αυτού καί υπό την έποπτείαν των αυτών έ-
πιτρόπων».
Ά ς σημειο>θή, πώς άπό τήν έλλειψη σαφών καί έπαρκών περί τό Δομπόλλειο
αυτό λάσσο, τό συσταθέν υπέρ έν Ίωαννίνοις ίδρυμάτο>ν καί τών συγγενών τού λασ-
σοθέτη απογόνων τών άδελφών του Χάϊδιος καί Αλεξάνδρας, έπικρατεί σοβαρή, κα­
θώς κι ό αναγνώστης διαπιστώνει, σύγχυση μέ τό νά άποδίβεται τούτο πότε στόν Τρι­
αντάφυλλο καί πότε στό παιδί του Ιω άννη, ό οποίος τελευταίος, καθώς άπό τήν έπί-
σημη διαθήκη του πού στό οικείο μέρος θά παραθέσω αυτούσια θά καταδειχθή, έκτος
άπ’ έκείνο γιά τό μέλλον νά ίδρυθή στήν ’Αθήνα Καποδ. Πανεπιστήμιο ούδένα λάσ­
σο συνέστησε, διέταξε δέ νά μοιρασθούν στούς έν Ή πείρφ συγγενείς έφ’ άπαξ μόνο
διάφορα ποσά.
Τό άναφερόμενο λοιπόν στις παραπάνω πηγές λάσσο είναι όπωσδήποτε τού Τρ.
Δομπόλλη. Θά σημεκόσω ακόμη, πώς καί στη μακρά σειρά ονομάτων τών άναγρα-
φομένων στην προσκομιδή καί μνημονευομένων ώς δωρητών της έκκλησίας Άρχι*
μανδρείου άνάμεσα στά πρώτα - πρώτα διαβάζιο καί τόνομα «Τριαντάφυλλος» πού
δέν είναι, πιστεύω, άλλουνού έκτός άπό τού Δομπόλλη.
Σ χετικά μέ τήν άπό τούς εδώ συγγενείς καί απογόνους του είσπραξη τών έσό-
δων αυτού τού λάσσου κατά ρητή, φαίνεται, διάταξη τής διαθήκης, πού μάλλον χά­
θηκε, έχουμε κατά χρονολογική σειρά τις άκόλουθες μαρτυρίες:
Ανέκδοτο, πού ήδη έμνημόνευσα, τών εδώ συγγενών «του μακαρίτου Τριαντά­
φυλλου Ντοπόλη» προς τον προεστό Σταύρο Ίωάννου γράμμα μέ χρονολογία 5)4)
1821, μέ τό όποιο τόν παρακαλούν «διά τό λάσσο όπου είναι διορισμένο χρονικόν μέ
τό νά εύρισκόμαστε, καθώς γράφουν, είς δυστυχίαν υστερούμενοι τόν έπιούσιον άρτον
καί τήν γύμνωσιν τού σώματος . . .όπου να μάς προφθάσετε. . .» (έγγρ. 4 α ).
Γράμμα δεύτερο λίγο μεταγενέστερο (26.4.1821) τών ίδιων αυτών συγγενών
«τού μακαρίτη Τριαντάφυλλου Ίωάννου Μπόμπολη» προς τόν είς Ά ρταν εόρισκό-
μενο τότε Σταύρο, μέ τό όποιο πάλι τον παρακαλοϋν για τό ίδιο ζήτημα. «Καί στέλ-
λομεν, γράφουν το Γιώργη Μποσταντζή, όπου νά του τά δούσετε. . . έπειδή εόρισκό-
μαστε σέ μεγάλην δυστυχίαν, καθώς το ήξεύρεις. . ,»31.
Ά π ’ αυτά τά παραπάνω κείμενα φαίνεται πώς τά έσοδα του κληροδοτήματος
Τρ. Δομπόλλη άνερχόμενα, καθώς είδαμε σέ 250 ρ. αργυρά τό χρόνο, έστέλλονταν
γιά ενα διάστημα από τούς εις Ριοσίαν διαχειριστές του, τό γυιό του ίσως ’Ιωάννη,
στον προεστό των Γιαννίνων, πού τά μοίραζε κατά την βρισμένη από τη διαθήκη ά-
ναλογία στούς δικαιούχους. Λίγο αργότερα και έπί μιά εικοσαετία όλη, έχώνευαν
«χωρίς λύπην χο)ρίς αιδώ» κι αυτό τό λάσσο οί λασσοφάγοι άρχοντες οί άποτελοΟν
τες τή λεγόμενη έφοροεπιτροπεία των ελεών, καθώς σέ υπόμνημα μακρό του Ά λέξ.
Φίλιου «περί τής διοικήσεως των κοινών» πρός τόν είς Μόσχαν Γενικ. Επίτροπον τού
Ν. Ζωσιμά Μιχ. Σταμέρωφ μέ χρονολογία 12) 10) 1867 διαβάζω: «Έλησμόνησα νά
σάς άναφέρο) άνοηέρο), γράφει έκεί ό Φίλιος, καί την κατάχρησιν ήτις έλάμβανε χώ ­
ραν κα ίέπί των χρημάτιυν τών προερχομένων έκ τής καταθέσειος των 5000 άργυρών
ρουβλίων των κυρίων Τριανταφύλλου Δομπόλη πατρός καί υίοΰ. Έ ν ώ δηλ. οί det-
μνηστοι ούτοι διέθετον το ποσον διά τούς έαυτών συγγενείς, οί ένταύθα διέποντες τά
πράγματα τά κατεχρήσθησαν μετά παρέλευσιν οέ των έτών δυνάμει τής μεγάλης
Εκκλησίας καί τή συστάσει τοϋ θείου μου Ν. Π. Ζωσιμά κατώρθωσα διορισθείς Επί­
τροπος του αειμνήστου Δομπόλη νά καρπούνται τήν ωφέλειαν των είρημένων χρη-
μάτιον οί συγγενείς του Διαθέτου λαβόντες καί μικράν τινά άποζημίιυσιν διά τούς τό­
κους των είκοσι έτών. . . »32.
Μ’ άλλα λόγια από τό 1821 ώς τό 1841 περίπου οί δικαιούχοι του λάσσου Δομ­
πόλλη συγγενείς καί ιδρύματα, παρ’ ό,τι τά χρήματα έστέλλονταν, δέν έπαιρναν τί ­
ποτε καί μόνο μετά τήν κατά τόν χρόνο αυτό ανάληψη τής έπιτροπείας του άπό τόν
Ά λ. Φίλιο μέ τήν έπέμβαση τής Μ. Εκκλησίας καί τοϋ Ν. Ζωσιμά άποκαταστάθη-
καν τά πράγματα. "Ας σημειωθή πώς γιά τούς ίδιους παραπάνο) λόγους, τό καταφά-
γο)μα δηλ. καί τού δικού του λάσσου άπό τούς ανόμους άρχοντες, 6 άείμνηστος Ν.
Ζωσιμάς αναγκάστηκε νά καθαιρέση τούς έόώ έπιτρόπους του καί άντ’ αύτών κατ’
απαίτηση καί τού κοινού τής πόλης νά διορίση κατά τό 1839 συγγενείς του άνά-
μεσα στούς οποίους καί τον Ά λ . Φίλιο.
Γιά τά μετέπειτα χρόνια κι ώς τό τέλος σχεδόν τού περασμένου αιώνα, δέν έ­
χουμε μαρτυρημένες ειδήσεις γιά τήν τύχη αυτού τού κληρδοτήματος. Ά π ό γράμμα
όμιος ανέκδοτο υπό ημερομηνία 21) 12) 1892 τού ανεψιού τού Τρ. Δομπόλλη Ν. Μ πάρ­
κα Γιαννιώτη πρός τήν έδώ Έφοροεπιτροπεία των Ε λεώ ν (Εγγρ. 2 0 ) , άποκείμενο
μαζί μέ άλλα συναφή τής ίδιας έποχής έγγραφα στόν είδικό πού έμνημόνευσα φάκελ-
λο τής Μητρόπολής μας καί τά όποια τά άςιολογούτερα θά παραθέσο) στό οικείο μέ­
ρος αυτής τής μελέτης, φαίνεται πώς τό κληροδότημα λειτουργούσε κανονικά διανε­
μόμενο)'/ των έσόδο>ν του «ώς ανέκαθεν» στους συγγενείς άπό τό έδώ κατάστημα τών
Ελεών. Τό 1897 όμο)ς, καθώς τά ίδια παραπάνο) έγγραφα πληροφορούν, μεταξύ τών
νεμόμενο>ν το λάσσο συγγενών τού Δαμπόλλη, τών πολυπληθών δηλ. άπογόνων τής
άοελφής του Χάϊδο>ς κατοίκου/ τών χωριών Μπριάνιστα, Γερομνήμη καί Ριάχοβο άπό
τή μιά μεριά καί έκείνο>ν "ής άλλης Αλεξάνδρας κατοίκου τών Γιαννίνων άπό τήν
άλλη, έκπροσο)πούμενων άπό το βιβλιοπούλη Γ. Ροδάνα, άπόγονο προφανώς τής τε­
λευταίας, άρχισε όξύς δικαστικός άγώνας. Οί χωρικοί δηλ. ένήγαγαν αυτόν τόν βι-
βλιοπιύλη, πού φαίνεται έλάβαινε όλο τό γιά τούς συγγενείς προοριζόμενο προϊόν τού
λάσσου σάν πληρεξούσιός τους καί το μοίραζε μεταξύ τους κατόπι, στό Μητροπολι-
τικό δικαστήριο γιά καταπάτηση καί σφετερισμό τών δικαιο)μάτο)ν τους.
Τό δικαστήριο τότε, πού προεδρεύονταν άπό τό μητροπολίτη Γρηγόριο (Καλλί-
δη 1899— 19 0 2 ), μέ έγγραφό του πρός τήν έφοροεπιτροπεία τών Ε λεώ ν τής πόλης
(4.9.1897) έζήτησε «ίνα παρακωλυθή τό κληροδότημα καί μή δοθή είς ούδένα τών
κάτοικο)'/ μέχρι τής έκόόσεως τής άποφάσεως» μέ άλλο δέ έγγραφο πρός τό Γραμ­
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

ματέα των Ε λεώ ν Νικ. Φίλιο ζητούσε αυτές τις πληροφορίες: «α) άπδ ποίαν έποχήν
έδίδετο τδ έν λόγφ κληροδότημα, β) τί ποσδν έδίδετο εις τούς ένταΟθα συγγενείς καί
τί ποσδν ε!ς τούς έν λόγο) χ ο ϊκ ο ύ ς , γ) αν ύπάρχη έν τφ Γραφείω των Ελεών δια­
θήκη του ευεργέτου τούτου ή άντίγραφον αυτής, καί άν ύπάρχη νά σταλή είς την ίε-
ράν μητρόπολιν απόσπασμα αυτής σχετικόν καί παν άλλο σχετικόν τής έν λόγψ όπο-
θέσεως» (έγγρ. 22, 2 3 ).
Τδ σχετικό έν τούτοις Ιγγραφο τού Γραμματέα τών Ελεώ ν μέ τις πιδ πάνω χρη-
σιμώτατες ειδήσεις δέν υπάρχει δυστυχώς στό μνημονευθέντα φάκελο, από άλλο ό­
μως του ίδιου Μητροπολίτη Γρηγορίου τής 18)2) 1898 πρδς τδν ταμία τών Ελεών
Λ. Κ ίγκα, μαθαίνουμε δτι τδ μητροπολιτικδ δικαστήριο «έν τή κατά την 5ην ίστα-
μένου συνεδρία αυτού ένέκρινε ί'να τδ κατάστημα διανέμη τα ποσά του κληροδοτήμα­
τος τούτου πρδς τούς συγγενείς, ώς ανέκαθεν, μέχρι περατώσεως τής δ ίκ η ς ...»
(έγγρ. 24) . ΙΙώς παρά ταυτα έληξε ή μεταξύ τών άντιμαχόμενο)ν κληρονόμων του
Δομπόλλη, τών χωρικών δηλ. καί Γιαννιωτών διαφορά, δέν έμαθα. Ά πό άλλες δμως
ειδήσεις αντλημένες από συναφή δημοσιεύματα βλέπω πώς τδ κληροδότημα Τριαντ.
Δομπ. λειτουργούσε κανονικά καί κατά τά άμέσο>ς κατοπινά κι ώς τδ 1914 τουλά­
χιστον χρόνια.
Σέ δεκασέλιδο παράδειγμα τεύχος, τδ πρώτο, τοΰ έπί τών Εξωτερικών υποθέ­
σεων Β. Υπουργείου του 1911, πού ανακαλύφθηκε ανάμεσα στά άταξινόμητα έντυπα
τής Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης άπό είδικδ συνεργείο τού Πανεπιστημίου μας περιέχον
δέ άνακοίνωση του Γεν. Επιθεωρητή τών προξενικών ’Αρχών Σταμ. Άντωνοπού-
λου μέ τίτλο: «Ό Δομπόλης καί τδ κληροδότημα αυτού», διαβάζω κοντά στ’ άλλα καί
τά έξής άναφερόμενα στδ κληροδότημα τού πατρδς Δομπόλλη κατά πληροφορίες πρδς
τδ συγγραφέα τού λόγιου Ή πειρώτη τυπογράφου τής ’Αθήνας Ί ω . Βάρτσου: «Οί
κληρονόμοι τής τε Χάϊδως καί ’Αλεξάνδρας λαμβάνουσι, λέει, καί σήμερον ακόμη
διά τής Πέρας Μητροπόλεως Ίωαννίνων ώρισμένον ποσδν έκ κληροδοτήματος τού
Τριανταφύλλου Δομπόλη. Τούτο στέλλεται έκ Ρωσίας πρδς τδ έν Ίωαννίνοις Ρωσσι-
κδν Προξενείον, δπερ τδ διαβιβάζει πρδς τήν μητρόπολη διά τά περαιτέρω .. .»33.
Ό δέ «έν Ίωαννίνοις ίεροδιάκονος Σ. Ροδάνας» παρουσιαζόμενος μάλιστα σάν
Ιγγονος τού ανύπαρκτου, καθώς άπέδειξα, Γεωργ. Δομπόλλη, παρέχει στη γνωστή
πρδς τδν καθ. Μεσολωρά έπιστολή του (1914) καί τήν πληροφορία δτι «οί συγγενείς
αυτού λαμβάνουσι τδ κληροδότημα μέχρι σήμερον. . .».
Αυτά δλα - δλα γιά τδ λάσσο τοΰ Τρ. Δομπ. τή λειτουργία του δηλ. καί τή δι
άρκειά του. Λίγα χρόνια άκόμα καί θά έπέλθη ή ρωσική μεταπολίτευση, πού θά κλεί­
ση δριστικά τούς χρυσοφόρους πρδς τήν Ελλάδα κρουνούς τών περιλάλητων λάσσων,
αυτών δηλ. πού τά κεφάλαιά τους ήταν κατατεθειμένα άπδ τούς εύεργέτες σέ ρωσικές
Τράπεζες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1) Πρ6λ. Σπ. Λάμπρου: Λόγος κατά τό μνημύσυνον τοΰ Ί. Καποδίστρια και Ί. Δομ-
πόλη έκφωνηθείς έν τη μητροπόλει *Αθηνών τή 4)2)1912 ύπό τοΰ πρυτανειος Σπ.
Λάμπρου Άθ. 1912 σελ. 12—15.
2) Πρθλ. Ίο>. Μεσοληρά: Λόγος κατά τό μνημόσυνον τοΰ Ίω. Καποδιστρίου καί τοΰ Ίω.
Δομπόλη έκιρωνηθείς έν τή μητροπόλει τών ’Αθηνών τή 4 Φεθρ. 1924. *ΑΘ. 1914, σελ. 13.
3) Πρ6λ. Ίο>. Λαμπρίδου: Ήπειο. Άγαθοεργήματα Ιωάννινα 1971, τόμ. Β', σελ. 195.
4) Πρ6λ. Ί. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 195.
5) νΕχει ήδη έξακριί’κοθή πώς ή Φωτική βρίσκονταν παρά τήν Παραμυθιά Β. της καί εις
θέσιν Λιμπύνι (πρθλ. Ίιπ. Εστία 1952, σελ. 119 κ.κ.).
I») Πρ6λ. Ί. Λαιιπρίδου ΊΙπειρ. Μελετήματα Ίωαν. 1971 Κουρεντιακά σελ. 35.
7) Πρ6λ. Ε.Μ.Α. τόμ. ΙΒ' σελ. 90—1.
8) Πρ6λ. καί μελέτη μου: «Τοπωνυμικό τοΰ χωρίου Κρετσουνιστα περ. Δωδ. Φώς 1964 σελ
420 κ.κ. καί I. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 30.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

10) ΙΙρβλ. I. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 39.


11) Πρβλ. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 61—2 καί Άραβαντινού: Χρονογραφία τής Ηπείρου Β' σελ.
88. Στύ ογκώδες τέλος κλασσικό 6έ στο είδος του περί ’Ηπείρου (’Οξφόρδη 1967) £ρ-
γο τού νΑγγλου Χάμοντ, δημοσιεύεται φωτογραφία τμήματος πελασγικού τείχους τής
Κρετσούνιστας (ilium), καθώς τό λέει, θεωρώντας προφανώς τό χωριό ώς ευρισκό­
μενό στη θέση τού Αρχαίου ’Ηπειρωτικού ’Ιλίου, παραπέμπει δε στη σελ. 198 που δέ
γράφει δυστυχώς τίποτε.
12) Παλιό διαλυμένο προ πολλού χωριουδάκι τής επαρχίας Κουρέντιυν περιοχής Γράμμε-
νοχωρίων (τύ όνομά του Από τό σλ. lopola = λεύκα καί τοπόλιανη τόπος μέ λεύκες)
άναφέρεται σέ χρυσόβουλο τού αύτοκράτορα ’Ανδρονίκου Παλαιολόγου τού Πρεσβυτέ-
ρου άπολυθέν «κατά μήνα Φεβρουάριον τής ένισταμένης Ίνδικτιώνος τού έξακισχιλιο-
στού όκτακοσιοστού εικοστού εβδόμου έτους (6827—5508 = 1321 μ.Χ.).........χο>ρίον,
λέει, ή Τοβόλιανη συν τώ Βόγρη, άνευ τού έν αύτώ στάσίν τού Χασανή...» (Πρβλ.
Άραβαντινού δ.π. σελ. 308). Εις κώδικα άκόμα χειρόγραφο τής μονής Σωσίνου, έργο
τού ΙΗ' αιώνα, μεταξύ των σ’ αυτόν Αναγραφόμενων 150 χωριών καί συνοικισμών «τής
καταγραφής γενομένης έν πολλοίς κατά γεωγραφικές ένότητες» άναφέρεται περί τό
τέλος του καί μετά τό χωριό Γραμμένου κι αύτή ή Τοπόλιανη υπό τον καί σήμερα δια­
τηρούμενο τύπο τού τοπωνυμίου Τοπόλια (ΙΙρβλ. Ε.Μ.Λ. τόμ. Στ' σελ. 110). *0 Ά-
ραβαντινός τέλος λανθάνει τοποθετώντας την Τοπόλιανη ή Χοπόλιανή, δπως τη γράφει
(δ.π. σελ. 330), στά πέραν τού Καλαμά χωριά τής επαρχίας παρά την Κρετσούνιστα.
Τέτοιο χωριό εκεί ουδέποτε υπήρχε.
13) Πρβλ. Λαμπρίδου δ.π. σελ. 64.
14) Ά ν έν τούτοις συσχετίσουμε τό Δομπόλλης καί μάλιστα τούς τύπους του Δεμβόλης,
Ντεβόλια καί Δεμπόλλης μέ τό καί σήμερα, καθώς μού είπαν, σωξόμενο στό χωριό οί-
κογ. όνομα Μπόλος ή Μπόλης, (οί κάτοχοί του για κάποιες όμοιοκαταληξίες του, γιατί
τούς Λείραξαν οί χωριανοί, τάχουν Αλ?,άξει ήδη), θά οδηγηθούμε σέ άλλους δρόμους πα*
ραγωγής τού επώνυμου καί καταγωγής τής γενιάς τού εύεργέτη.
Πρβλ. Π. Άραβαντινού δ.π. σελ. 265.
Πρβλ. Ί. Μεσολωρα δ.π. σελ. 19.
Πρβλ. Σταμ. Άντωνοπούλου: *0 Λομπόλης καί τό κληροδότημα αύτοΰ. Άθ. 1911,
σελ. 4.
1**18) ΙΙρβλ. Ήπ. Χρονικά Δ' (1929), σελ. 33.
ΪΜ 9 ) Πρβλ. μελέτη μου περί τής έν Ήπείρω μονής Γίαλιουρής: Ήπ. Εστία 1965, σελ. 465
κ.κ.
~ 20 ) Πρβλ. Ήπ. Χρονικέ/. I (1935) σελ. 149.
Γ· 21) Πρβλ. Ί. Μεσολωρα δ.π. σελ. 19 σημ. 3.
1 22) Πρβλ. Ήπ. Χρονικέι Στ' (1931) σελ. 218—9.
) 23) Πρβλ. Ήπ. Χρονικέι. δ.π. σελ. 220.
ί 24) ΙΙρβλ. Ήπ. Χρονικέι δ.π. σελ. 226—7.
ί 25) Πρβλ. Ί. Λαμπρίδου: Ήπ. Άγαθοεργ. Η' σελ. 29.
ί 26) Πρβλ. Ήπ. Χρονικά Ζ (1932) σελ. 4.
' 27) ΓΙρβλ. Π. Άραβαντινού δ.π. σελ. 272.
* 28) Τό όνομα Τριαντάφυλλος καθώς τό Παναγιώτης, πατρός ώς γνωστόν των Ζωσιμάδων,
ανύπαρκτα στη ρωσική γλώσσα, Αντικαθίστανται στέι σχετικέι ρωσικά κείμενα μέ τά
Τροφίμωφ καί Παύλος Αντίστοιχα (ΓΙρβλ. καί Ήπ. Χρον. Ζ' (1932) σελ. 36.
ί 20) ΙΙρβλ. Σκ. Ζερβού: Έθνικέι κληροδοτήματα καί δο/ρεαί, Άθ. 1925 σελ. 398—9.
;50) Πρβλ. Ί. Λαμπρίδη δ.π. σελ. 29.
|81) Πρβλ. Ήπ. Χρονικά ΙΔ' (1939) σελ. 280.
122) ΙΙρβλ. Ήπ. Χρον. Η' (1933) σελ. 31—2.
m ΙΙρβλ. Στ. Άντιονοπούλου δ.π. σελ. 1
Συνεχίζεται

ο
ϊ
ΔΗΜ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ

ΒΛΑΧΟΙ (Κ ουΐσόΒλαχοι) *
Μττάφας (Διαμαντή) Γεώργιος ( +1854) Καλαρρύται

Έγεννήθη εις Ζάκυνθον δπου ό άργυροτεχνίτης πατέρας του κατέφυγεν όλί-


γον προ τής Έπαναστάσεοις. Άνεδείχθη άριστός τεχνίτης του χρυσοΰ καί αργύρου,
έργα του μεγάλη αργυρά είκών 'Αγίου Διονυσίου (1822) καί λάρναξ αυτού (1829)
καθώς καί ευαγγέλια, θυμιατήρια, δίσκοι, ύπεγράφετο εις τά έργα του με τό δνομα
τού πατέρα του. Έμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρείαν.
(Σέκερης σ. 149 - Εγκυκλοπαίδεια!)

Μπίκας Γεώργιος Τσεπέλοβον

Μ έγας ευεργέτης. ’Ανοικοδόμησε τό 1861 την σπουδαίαν γνωστήν γέφυραν Λυ-


κοστόμου, άφησε διά διαθήκης 400.000 εις Εθνικήν Τράπεζαν διά συντήρησιν γέ­
φυρας καί άλλων έργων εν Ή πείρω.
(Λαμπρίδης Άγαθοεργήματα Ζαγοριακά σ. 99)

Μττόζιος Κων)νος Νεγάδες

Γραμματεύς καί μυστικοσύμβου?νθς τού Ήγεμόνος τής Βλαχίας Πατράσκο -


Βόντα.
Μττόζιος Μιχαήλ ό άττοκαλούμενος Γενναΐος Μιχαήλ Νεγάδε^

Τίός τού Κθ)ν)νου έπο?νέμησε τό 1655 παρά τό Γιούργεβον κατά των Τούρκων, '
κατατροπώσας αυτούς, επίσης κατά των Ούγγριον κατακτήσας την Τρανσυλβανίαν.
Ό ήγεμών Πατράσκο - Βόντα παρ φ ύπηρέτει ό πατήρ του, άτεκνος ών τον υιοθέ­
τησε καί ούτο) άνήλθεν εις τον θρόνον τής Βλαχίας.
(Φιοτεινοΰ Τ. Β ' σ. 103)

ΜπροΟζος Καττέσοβον

’Ιατρός Σε?νήμ Γ', ισχυρός έν Κοιν)λει, φόβητρον τού Άλή, ουτος μετ’ άλλα»
Ζαγορισίων άπέσπασε φιρμάνιον ευεργετικόν διά τό Ζαγόριον. Έσκέφθη την Τδρυ
σιν Πανεπιστημίου εις μονήν Ρογγοβού (Ζαγορίου) υπό την Δ)νσιν Γ. Γενναδίου
Έμυήθη εις Φιλικήν Εταιρείαν, διωχθείς συνελήφθη καί έν φυλακή άπέθανεν.
(Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

ΜπροΟζος Κων)νος ( +1846) Καττέσοβον

Γραμματεύς τού Βελή, τραπεζίτης έν Κων)λει, φίλος τής σουλτανικής αυλής xc

* Συνέχεια έκ του προηγουμένου σελ. 452 καί τέλος.


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

ισχυρός έν τοίς Πατριαρχείο;, δεινός ρήτωρ, ευεργετικός είς τό Ζαγόριον, μέ μεγά­


λον πατριωτισμόν.
(Λαμπρίδης Ζαγοριακά Β ' ο . 17)

Μυστάκης Σέργιος Μέτσοβον

Διδάσκαλος τοΰ Γένους, μεγάλης μορφιοσεως. Μαθητής του Φωτιάδου έν Βου-


χουρεστίω, διδάσκαλος τέκνων ήγεμόνος Βλαχίας Κ. Ύψηλάντου, διδάσκαλος είς
Αυθεντικήν σχολήν Ίασίου, εΤτα 1818 διευθυντής πατριαρχικής Α καδημίας, 1820
Διευθυντής σχολής Όδησσοΰ, άργότερον καθηγητής Ρωσσικοΰ Πανεπιστημίου τοΰ
Καζάν.
(Ει»αγγελίδης σ. 399 - Καλλιόπη 1819 σ. 33, 58 - Γηδεών σ. 189, 127 - Βουλόδημος
Σ χ. ’Οδησσού σ. 31, 58, 137 - Δουκα Τ. Β ' σ. 111)

Νείλος μοναχός Κουτσόβλαχος

Λαθών άδειαν παρά Επισκόπου Βησσαρίωνος έπί Παλαιολόγου Συμεών ίδρυσε


4 εκκλησίες εις βράχους Μετεώρων αί όποΐαι μεγάλην κτηματικήν περιουσίαν είχαν
εις Ρουμανίαν, ήν κατέσχεν ό ήγεμιόν Κ οιτάς καί παρήκμασαν a t έκκλησίαι.
* (Δ. Πεφάνης Έλληνοδλάχοι)

Νικηφόρος *Ιεροδιάκονος Μοσχόπολις

Ελλόγιμος ίεροδιάκονος ’Αρχιεπίσκοποι» ’Αχριδών Ίω άσαφ. Μαθητής τοΰ σε­


βαστού Αεοντιάδου, περί τό 1745, χρηματικώς ένίσχυσε τήν έ'κδοσιν έργων τοΰ Θεο­
φίλου Κορυδαλλός εις τυπογραφεΐον Μοσχοπόλεως.
(Βρεττός Ν.Φ - Άραδαντινός σ. 148)

Νικόδημος Νεομάρτυς ( +1722) Βιθυκουκι

Άνετράφη υπό ευσεβών γονέων. Πλανηθείς ήσπάσθη τόν ισλαμισμόν εις 8ν καί
τά τέκνα του όδήγησε. Μετα}ΐεληθείς έμόνοσεν είς " Αγιον ’Ό ρ ο ς, πλήρης ένθέου ζή-
:λου, έμαρτυρησε διά Χριστόν είς Βεράτιον τό 1722.
(’Ηπειρωτική Εστία 1954 σ. 258 - Σκεντέρης σ. 90 - Ν. Μαρτυρολόγιον)

[Νικολαΐδης Ιωάννης Γράμμοστα

’Ιατροφιλόσοφος και διδάσκαλος ιατρικής. Μέλος τοΰ ίατρικοΰ συλλόγου Βιέν-


νης τώ 1781, μέλος τής ’Ιατρικής ’Ακαδημίας Βιέννης (πρώτος από τά τής Άνατο-
|ρλικής Εκκλησίας τέκνα). Μετέφρασε καί συνέγραι|»εν αρκετά περί τό 1785— 1795.
φ (Βρεττός σ. 312 - ΖαΟίρας σ. 3(15 - Τρ. Εύαγγελίδης Α. σ. 110 - Μακεδονικόν
!ίί·- Ήμερολόγιον 1911)

^Νικολαΐδης Κ. Λειδάδιον
μ.:
Συντάκτης τοΰ γνωστοΰ Λεξικού Κουτσοβλαχικής γλοισσης.

f Νικόλαος Νεομάρτυς Μέτσοβον

’Εργαζόμενος έν Τρικκάλοις ό»ς άρτοπώλης ήρνήθη τόν Χριστιανισμόν άπατη-


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

θείς υπό των Τούρκων. Μεταμεληθείς έπέστρεψεν εις την πατρίδα του, έπισκεφθείς
μετά ετη τά Τρίκκαλα καί άναγνωρισθείς έδέχθη τό μαρτύριον, όμολογήσας δε πίστιν
είς Χριστόν έκάη επί πυράς την 1 7 ) 5 ) 1 6 1 ? /
(Ν. Μαρτυρολόγιον σ. 63, 63 - Χρ. Παπαδοπούλου Νεομάρτυρες σ. 32 - Μ. Συνα­
ξαριστής Ε ' 422)

Νικολάου Ιωάννης Λινοτότπ

Εύγενής αρχών άνήγειρε τον ναόν τής Μονής Ζέρμας καί ίστόρησεν αυτόν διά
των Ά γιογρά φ ω ν αδελφών του Νικολάου καί Γεωργίου εν ετει 1164.
(Ήπειροπικα Χρονικά 1930 σ. 26 - Κατσογιάννης Τ. Β ' σ. 15 - Ρεμπέλης)

Νικοτσάρας Βλαχολείβαδο

Γυιός του Πάνου Τσάρα, αρματολού του Όλυμπου. Διεδέχθη τον πεθερόν του
Ζήτρον είς την αρχηγίαν αρματολικιού Βλαχολείβαδου. Κατά την έπανάστασιν τής
Σ ερβίας του 1807 ουγκεντρώσας 550 ανδρας δεν ήδυνήΟη νά βοηθήση τους Σέρ-
6ους. Διωκόμενος από χιλιάδες Τούρκων έφθασεν είς Χαλκιδικήν, δπόθεν διεπεραιώ-
θη είς Σκιάθον. "Ωπλισεν εκεί καταδρομικόν στολίσκον εξ 70 μικρών σκαφών, δι’ ού
έτρομοκράτει τους Τούρκους. ’Εφονεύθη σέ ένέδραν υπό Άλβναού άγων τό 36ον
έτος.
(Εκκλησιαστική 'Αλήθεια Β ' σ. 486 - Σκουβαράς οδηγός Θεσσαλίας (1958) -
Έγκυκλοπαιδεΐαι)

ΝοΟτσος Αλέξιος Καπέσοβον ή Σκαμνέλι

Τίός τού Ίωάννου, πλουσίου εν Κων)λει εμπόρου, συνετέλεσεν εις την άνοδον
του Ά λή , τον όποιον ίαηρέτησεν. Έ τυ χεν καλής παιδεύσεως, διωρίσθη προεστό);
Ζαγορίου 1797— 1821, έβοήθησε την άνάπτνξιν τής Η πείρου καί ιδίως τών Ζαγορο-
χωρίων είς τά γράμματα καί τάς τέχνας. Παροιμαοδώς γνο)στόν τό όνομά του. Φι­
λικός, έγκατέλειψε τον Ά λή καί ήλθε μετά τού Ταχήρ Ά μπάζη εις Μεσολόγγιον
προς τον Μαυροκορδάτον, προς σύμπηξιν τής Έλληνοαλβανικής συμμαχίας τού
1822. Λαβό)ν διαταγήν νά συλλάβη τον Ό δ . Άνδρούτσον, έδολοφονήθη νπ αυτού.
(Λάμπρου Ζ σ. 243 - Γούδας Τ. Στ' η. 379 - Φι»»νή Ηπείρου 21/9/1901)

Ντόκος Βλάτση

Α ρματολός σύγχρονος καί φίλ,ος τού Βράκα, δράσας όμοίως καί δολοφονηθείς
υπό τού Γαλανή μεταξύ 1785— 1790 είς την γενέτειράν του. Απόγονοί του διεσό)-
ζοντο έν Βλάτση.
(Βασδραόέλης Μακεδ. είς τούς 'Αγώνας σ. 13 - Κασομούλης Α' σ. 17)

Ούκουτας Κων)νος Μοσχόπολις

Τερεύς έν Ποσνάσνια Πρωσσίας, έξέδωκεν άλφαβητάριον Ρωμανοβλαχικώ?*


γραμμάτων, έκδοθέν έν Βιέννη τό 1797.
(Κουρίλας σ. 154)

Πάγκας Ιωάννης Κορυτσά

Βλάχος έκ Κορυτσάς κατά τον Α. Βακαλόπουλον, ό Τρ. Εύαγγελίδης σ. 222 :


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ Ι Α »

αναφέρει δτι «Σίνας, Πάγκας, Κωλέττης και άλλοι παρ’ δλην την έλληνικότητα των
φρονημάτων διετήρησαν την γλώσσαν των». Μέγας έθνικός ευεργέτης. Τά ωραιό­
τατα γωνιαία κτίρια τής όόοΰ ΆΟηνάς έπί τής πλατείας Όμονοίας ( ’Αθηνών) είναι
διορεά του.

Παίσιος Γ' Σταγών ( — 1822) Κλεινοβός

Ευπατρίδης, έφοίτησεν εις Τρίκκην, είτα εις Πατριαρχικήν ’Ακαδημίαν, τό


1785 ανήλθεν εις έπισκοπικόν θρόνον Σ ταγών (Καλαμπάκας). Π ροήχθη εις έπί-
σκοπον Σηλυβρίας καί είτα Φιλιππουπόλεως, δπου άπεβίωσεν ύπέργηρος. 'Ίδρυσε
σχολάς, ένίσχυσε την παιδείαν, έγραψε πολλά περί παιδείας.
(Άρααβντινός σ. 153 - Γηδεών σ. 185 - Εκκλησιαστική ’Αλήθεια 1888 φύλ. 1—5
Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Παλλιός Κων)νος Συρράκον

Ευεργέτης, διά διαθήκης έκληροδότησεν εις Κοινότητα Συρράκου 20.000 κολω-


νάτα τό 1874 δι* υδραγιογείον.
(Εγκυκλοπαίδεια Διοδώνη 1960 σ. 303)

Παμπέρης Δημ. τοΟ Προκοπίου Μοσχόπολις

Λόγιος Ι Η ' αίώνος. Έφοίτησεν εις την Μ. του Γένους Σχολήν, έγένετο γραμ­
ματείς του Μαυροκορδάτου, ήγεμόνος Αακίας, παρ’ ου εστάλη εις Πατάβιον προς
\ σπουδήν 'Ιατρικής. ’Επιστρέψας εις Βουκουρέστι, έγένετο διδάσκαλος του υίού του
ήγεμόνος, όνόματι Κων)νου καί ιατρός ηγεμονικής αυλής. Συνέγραψε «άπαρίθμη-
| σιν λογιών γραικών», τήν όποιαν έξέδωκεν έν Αμβούργο) μετά λατινικής μεταφρά-
σεοκ. ’Έγραψεν τά «’Έ πη εις τήν ασπίδα του ΊΙρακλέους, του Ησιόδου», καθώς καί
πλήθος μελετών ιστορικής ύλης.
ί Σάθας σ. 443 - Ζαβίρας σ. 264 - Σκενδέοης σ. 22 - Μελέτιος Δ σ. 223 - Άραβαν-
τινός σ. 161 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)

Παμπέρης Αμβρόσιος (1733- ) Μοσχόπολις

Αυτάδελφος του Αημητρίου, λόγιος ιερομόναχος Ι Η ' αιώνος. Τό 1765 άπεδή-


|||μ η σ εν εις Λιβόρνον, προς εκδοσιν Έλλ. βιθλάον, εγκρατής ών καί ξένων γλωσσών.
| γ Εφημέριος Ελληνικής ’Εκκλησίας Λειψίας, τό 1768 έπεμελήθη έκδόσεων Κορυδαλ-
Α λέοις, μετέφρασεν ιστορικά έργα. Π εριηγήθη εις Βλαχίαν, Μολδαυίαν, Γερμανίαν,
5Ουγγαρίαν.
(Βρεττός Β σ. 315 - Άρσ.βαντινός σ. 161 - Σκενδερης σ. 23 - Ζαβίρας σ. 190 -
Μακεδ. Ήμερολόγιον 1911 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)
Λ■
Πανταζής Ιωάννης ( +1840) Μακρύνου Ζαγορίου

Λόγιος, έφοίτησεν εις Μπαλαναίαν, Έ δίδαξεν εις κώμας Ζαγορίου, Γρεβενών


λ καί εις φροντιστήριον Τρικκάλων έπί δεκαετία (1828— 3 8), έπιστρέψας δέ είς τήν
πατρίδα του, άπεθκυσεν τό 1840 γέρων.
j ΐ (Άραβαντινός σ. 162)

I Πανταζίδης Ιωάννης (18 2 7 — 1900) Κρούσοβο

Έφοτίησεν έν Μοναστηρίω. Συνεπλήρωσε τάς σπουδάς του έν Γερμανίφ, δαπά-


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

ναις τής κοινότητος, μέ την ύποχρέωσν νά διδάξη είς τά σχολεία αυτής. Μετά τε­
τραετούς είς Σέρρας διδασκαλίαν, έγκατεστάθη τό 1861 εις ’Αθήνας, διορισθείς
καθηγητής του Πανεπιστημίου, συνέστησε σύλλογον προς διάδοσον 'Ελληνικών Γραμ­
μάτων. Συνετέλεσε μέγιστα είς την εθνικήν καί ελληνοπρεπή μόρφωσιν τής Μακε­
δονικής Νεολαίας. Έχρημάτισε διδάσκαλος βασιλικών πριγκίπων Γεωργίου τού Α',
συνέγραψε πολλά.
(ΙΤέννα - Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1909 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Π α π α γ ε ω ρ γ ίο υ Δ η μ ή τρ ιο ς Κ α λ α ρ ρ ύ τα ι

Φημισμένος χρυσοτέχνης καί άργυροτέχνης ώς Μπάφας καί Τσιμούρης.


(Εγκυκλοπαίδεια)

Π οσ τα για ννό π οι/λος Ν ικ ό λ α ο ς (1 8 5 9 — 1926) Δ ό λ ια ν η (Ζ α γ ο ρ ίο υ )

’Εφοίτησεν έν Ριζαοείω, έσπούδασε Θεολογίαν είς Γερμανίαν (1881— 83). Εί-


δικευθείς είς την Εβραϊκήν καί είς την ερμηνείαν Παλαιάς Διαθήκης, έδίδαξεν είς
Ριζάρειον καί τό 1907 έγένετο καθηγητής Πανεπιστημίου. Συνέγραψε θρησκευ­
τικά βιβλία καί Εβραϊκήν γραμματικήν.
(Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Π α π α σ α μ α ρ ν ιώ τη ς Γ ιά ν ν η ς (4- 1780) Σ α μ α ρ ίν α
ί

Γενναίος οπλαρχηγός τής περιφέρειας Σαμαρίνης. ’ Ηταν τό φόβητρον των


’Αλβανικών συμμοριών πού λεηλατούσαν τήν Θεσσαλίαν. ’Εφορολόγη τούς ’Αρβα­
νίτες που περνούσαν από τήν περιφέρειαν του μέ τό 1)3 τής λείας των, διά νά έπι-
τρέψη τήν διάβασίν των. ’Εφονεύθη σέ ένέδρα από αντίζηλόν του.
ΓΑοα6αντΐΥ0ς Χρ. σ. 44, 45 - Χασιώτης σ. 38)

Π α π α σ ίμ ο υ Γ εώ ρ γ ιο ς (1 6 8 3 — ) Μ οσχόπολις

Λόγιος, συνέθεσεν έρσνισθείς εκ διαφόρων ύμνογράφοχν τό 1706 εργον διά τόν


Τίμιον Σταυρόν τού Σοιτήρος, έκδοθέν μετά τού Ύμνολόγου Γρηγορίου Άγιοπαυ-
λίτου έν Βενετίφ τό 1770.
(Μακεδονικόν Ήμερολόγιον 1911 σ. 171 - Σάθας σ. 595 - Σκεντέρης ο. 22 - Μ.
Εγκυκλοπαίδεια)

Π α ρ θ ένιο ς Μ η τρ ο π ο λ ίτη ς Π α λα ιώ ν Π ατρώ ν Συρράκον

Προσωρινός καθηγητής των υπό τού Ό ρλώ φ κατά διαταγήν Αικατερίνης τής
Ρωσσίας έκπαιδευομένων έν Λιβόρνω Έλληνοπαίδοιν. Λόγιος, φιλομαθής καί φι-
λόπατρις, τό 1769 ύψωσε τήν σημαίαν τής έπαναστάσεως είς Πάτρας. Μετά τήν α­
ποτυχίαν της κατέφυγεν είς Ζάκυνθον καί έκείθεν τό 1771 είς Ροισσίαν. Συνέγρα-
ψεν ήροιελεγείον είς τήν Μ. Αικατερίνην. Άπέθανεν έν Πετρουπόλει τά τέλη τού
18ου αίωνος.
(Ν. Κουδαράς 1961 α. 23 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Π α ρ τζο υ λ α ς Μ ιχ α ή λ κ α ί Σ τέ φ α ν ο ς Κ λεισ ού ρα

Σ υγγρα φ είς, ό Μιχαήλ συνέταξε ν Γαλλικήν Γραμματικήν, έκδοθεΐσαν τό 1814·


έν Βιέννη, την οποίαν άφιέρωσεν εις τον Άλήν.
(Βρεττός σ. 174, 317 - Είκιγγελίδης Β' 222 καί 049 - ΙΙονκεϋίλ σ. 5 - Μακεδονικόν
'Ημερολόγιον 1911)

Πασχάλογλου X. Καπέσοβον

Γόνος τής εύεργέτιδος οικογένειας ΓΙαοχάλη, «έξοχώτατος» έν Κων)λει κα­


λούμενος, χρηματίσας δέ όχι μόνον ιατρός των Σουλτάνων Άβδούλ Χαμήτ Α ', Σου-
λεΐμάν Γ ', Μουσταφά Λ' καί Μαχμουτ Β ' μέχρι το 1823, άλλα καί μυστικοσύμβου-
λος αυτών έγένετο ευεργετικός λόγιο Οέσειός του προς συγχωρίους του καί τό Ζαγό-
ριον.
(Λαμπρίδης Ζαγοριακά Α σ. 79)

Πέτρινος Αλέξανδρος Τσεπέλοβον

Βαρώνος βουλευτής Αυστροουγγαρίας καί μέλος του όμοσπονδιακοΰ Υπουργείου


Χοενβάρτ.
(Λαμπρίδης Ζαγοριακά Α. σ. 80)

Πέτρινος Νικόλαος Τσεπέλοβον

Βαρώνος ευεργέτης Πανεπιστημίου.


(Λαμπρίδης ώς άνωτέρω)

Πίχτος Νικόλαος (1856— 1939) Μέτσοβον

Γόνος πλούσιας οικογένειας, έφοίτησεν εις σχολεΐον τής πατρίδος του, Κέρκυ­
ραν - Μονάχον, δπου έσπούδασε Φιλοσοφίαν, διέμεινεν έπί έτη μακράν εις Παρισί-
ους, νοσταλγήσας την πατρίδα του έπέστρεψε τό 1920. Φυσιολάτρης, μεγάλος ευ­
εργέτης τής πατρίδος του, άφησεν ίδιότυπον διαθήκην.

Πολύκαρπος Μητροπολίτης Λαρίσσης Βιθυκούκιον

Έφοίτησεν εις ’Ιωάννινα. Τό 1811 άνήλθεν εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον


Λαρίσης. Φιλικός, έκαρατομήθη υπό του Μαχμουτ πασά - Δράμαλη τήν 1 7)9)1821
εις γέφυραν Πηνειού εις Λάρισαν, κατάλογος τών έν Λαρίση Άρχιερατευσάντων α­
ναφέρει «Πολύκαρπος δ από Βιθυκουκης».
(Ν. Κουδαράς 1901, 1902 - Σκεντέρης σ. 90)

Πορψύριος Ιερομόναχος Κλεινοβός

Ό Σπ. Λάμπρου γράφει ότι εις Μονήν Ταξιαρχών Αίγιου εύρε κώδικα περιέ-
χοντα τρεις λειτουργίες μέ έπίτιτλα χρυσά ζωγραφισμένα καί μέ τρεις εικόνας τών
Χρυσοστόμου, Βασιλείου καί Γρηγορίου, έ'ργον του «Άξιολογιοτάτου Πορφυρίου ί·
ερομονάχου».
(Λάμπρος Τ. Β' σ. 552)

Πρινάρης Γεώργιος (1808— 1883) Κ αλαρρύται

Τίός του Χριστοδούλου, μεγαλεμπόρου έν *Ιτα?νί<£, έφόρου έκεΐ Φ.Ε. Έφοί­


τησεν εις Ίόνιον Ακαδημίαν, έσπούδασεν ’Ιατρικήν εις Νεάπολιν, έδίδαξεν εις Πα-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

νεπιστήμιον ’Αθηνών Coq Υ φ ηγη τή ς και είτα καθηγητής 'Τγιεινής και Παθολογίας
(1840— 1881).
(Ήπειρ. Χρονικά 1937 σ. 6 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Πυρρος Διονύσιος (1 7 7 7 — 1853) ό Θετταλός Καστανιά (Καλαμπάκας)

Λόγιος κληρικός, έφοίτησεν εις τήν σχολήν Τρίκκης, είτα Τυρνάβου. Περιη-
γήθη εις βόρειον Ελλάδα. Μετέβη εις 'Ιεροσόλυμα, διψών διά μάθησιν. Κατά τήν
επιστροφήν παρηκολούθησε μαθήματα Βενιαμίν Λεσβίου εις Σχολήν Κυδωνιών και
Εν Χ ίφ τού ’Αθανασίου Παρίου. Έσπούδασεν ’Ιατρικήν καί Φιλοσοφίαν είς Πάδουαν.
Έ πιστρέψας Εγκατεστάθη είς ’Αθήνας, δπου έδίδαξε φιλοσοφίαν και έπιστήμας. 'Ί -
δρυσεν υπάρχοντα νυν βοτανικόν κήπον. νΗσκει δωρεάν τήν ιατρικήν προς χριστια­
νούς καί Τούρκους. Πολυτίμους υπηρεσίας προσέφερε κατά τήν έπανάστασιν ώς ίε-
ρεύς καί ιατρός. 'Ίδρυσε χαρτοποιειον εις τό νΑργος τό 1827 εξ ιδίων. Ή λθεν είς
’Αθήνας με τον *Όθωνα και έξυπηρέτησεν ίατρικώς είς έμφανισθεισαν Επιδημίαν,
δι’ δ Ετιμήθη υπό τού νΟΘ(ονος. Συνέγραψε πλήθος βιβλίων, τά όποια διένειμε δω­
ρεάν. Αυτός δΓ ολίγων υπήρξεν ό λαμπρός καθ’ δλα Πυρρος ό Θετταλός, μία μεγάλη
μροφή τής νεωτέρας ’Ελλάδος.
(Σάθας 709 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)

Ράδος Κων)νος (1 7 8 5 — 1865) Τσεπέλοβον

Είς Μόσχαν ευρισκόμενος τό 1810 προς έμπορίαν, σννέλαβεν ιδέαν ίδρύσεως


μυστικής Εταιρείας, προς άπελευθέρωσιν τού Γένους. Γαλλόφιλος ών ήκολούθησελ
ύποχωρούντας Γάλλους. Λαβών Γαλλικήν υπηκοότητα, έγκατεστάθη είς Σμύρνην,
δπου ό Τσακάλωφ. είς τον οποίον είχε άνακοινιόσει τήν σκέψην του, τού άνεκοίνωσεν
δτι ή Επιθυμία του έπραγματοποιήθη συσταθείσης τής Φιλικής Εταιρείας. ’Ελθω/
είς Ελλάδα τό 1822, διωρίσθη έπαρχος ’'Ανδρου, Τριπόλεως, διοικητής Ναυπλίου,
Α θηνώ ν, Νομάρχης κλπ. Έτιμάτο υπό των Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γ. Κουν-
τουριώτου καί υπό πάντων.
(Λαμπρίδης Ζαγοριακά σ. 92 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Ρ έσσος *Iωσννης Τσεπέλοβον

’Ισχυρός τραπεζίτιις Εν Κων)λει, παροιμοιωδώς εύγλωττος, εχων ετοιμότητα


πνεύματος καί τόλμην.
(Λαμπρίδης Ζαγοριακά Β' σ. 16)

Σάββας Ιωάννης ( +1846) Τσεπέλοβον

Μ αθητής Μπαλαναίας είτα Ψαλίδα. Έ πϊ 40 ετη κατείχεν Εδραν πατρίδος του


ώς διδάσκαλος διδάσκων καί Επιστημονικά μαθήματα.
(Άραβαντινός σ. 177)

Σαϊτζής Δημήτριος καί Χριστόδουλος Σκαμνέλι

Αύτάδελςοι κατέλειπον τό 1802 άπασαν τήν εν Βεσσαραβίρ κινητήν καί ακί­


νητον περιουσίαν των προς ωφέλειαν τού Ζαγορίου καί πατρίδος των διά τήν διατή-
ρησιν Ελληνικού σχολείου, βοήθειαν άπόριον μαθητών, περίθαλψην πτωχών, υπαν­
δρείαν κορασίδων.
(Φωνή Ηπείρου 25/5/1901)
Σσκελλσρίδης Μίλών ( +1895) Σαμαρίνα

Άπεφοίτησε σχολής Κοζάνης. Έσπούδασε φιλολογίαν εις τό Πανεπιστήμιον


’Αθηνών, ήτο γνώστης και της Γαλλικής, Λατινικής καί Γερμανικής φιλολογίας. Έ -
δίδαξεν έπί 65 έτη σέ Ελληνικά σχολεία τής ’Αλβανίας, ’Ηπείρου καί Θεσσαλίας,
ύποστάς ώς πατριώτης διώξεις καί φυλακίσεις. Ά πέθανεν έν Σαμαρίνη τό 1895.
(Ηπειρωτικόν 'Ημερολόγιον 1896 - σ. 175)

ΣγοΟρος Γεώ ργιος Κ α λα ρ ρ ύτα ι

. Έξεπαιδεΰθη υπό Κοσμά Μπαλάνου. Τερωθείς έγένετο σχολάρχης Καλαρρυ-


τών κοινωφελώς ζήσας, άπεβίωσε, θύμα γενόμενος θηοκυδίας Τούρκων, κατά την έ-
πανάστασιν τής πατρίδος του τού 1821.
(Άρααβντινός σ. 193)

Σ ίν α ς Σ ίμ ω ν ( +1822) Μ ο σ χ ό π ο λις

Έγκατεστάθη έν Βιέννη τό 1753, ασκών έμπόριον βάμβακος, δημιουργός τού


Οικου Σίνα.

Σ ίν α ς Γεώ ργιο ς (1 7 8 3 — 1 8 5 6 )

Τιός τού Σίμωνος, ήκολούθησε τά ίχνη τού πατρός του. Έ ξέπληξε τον έμπορι-
κόν κόσμον διά την δραστηριότητα του. Φίλος τού Αύτοκράτορος Φραγκίσκου ’Ιω ­
σήφ, άνήγειρε κρεμαστήν γέφυραν εις Βουδαπέστην (500.000 λίρες). Έθεμελίωσε
τό Άστεροσκοπεΐον ’Αθηνών. Έ τιμήθη διά πλείστων παρασήμων καί τίτλου εύγε-
νείας (Βαρώνος).

Σ ίν α ς Σ ίμ ω ν (1 8 1 0 — 1 8 7 6 )

Τίός τού Γειοργίου. 'Ωλοκλήρο)σε τό Άστεροσκοπεΐον, άνήγειρε την ’Ακαδημίαν,


έκτισε τον Ναόν τής Ά γ. Τριάδος έν Βιέννη, δπου καί Τράπεζα Σίνα. Έτιμήθη με
τον τίτλον τού βαρώνου. Υποστηρίζεται ή έκ Σκαμνελίου καταγοιγή τής οικογένειας.
(Λάμπρος σ. 42 - Δωδώνη Τ. Α' σ. 77 - Σκενδέρης 40 - Περιοδικόν Θεολογία 1934
σ. 134 · ΈγκυκλοπαιδεΤαι)

Σμολένσκης Σ ίμ ω ν Μ ο σ χ ό π ο λις

Έγκατεστάθη τέλη τού Ι Ι Γ αίώνος εις Ουγγαρίαν, ιδρύσας σοβαρόν οίκον ε­


ρίων. Τό 1794 έτιμήθη από τον Φραγκίσκον Β ' με τόν τίτλον τού βαρώνου. ’Έζησεν
110 έτη.

Σμολένσκης Ιω ά ν ν η ς

Τίός τού Σίμωνος, άνέλαβε την διένθυνσιν τού οίκου τού πατρός του. Ά ναφ έ·
ρεται ώς εύγενής.

Σμολένσκης Ν ικό λα ο ς

Δευτερότοκος υιός τού Σίμωνος, τού οποίου οι απόγονοι έγκατεστάθησαν έν


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Έλλάδι. Έτυχεν άνωτέρας μορφώσεως. Διηύθυνε μετά τοΰ αδελφού του οίκον τις
Βιέννην. Έβοήθησε πτωχούς λογίους καλλιτέχνας.

Σμολένσκης Λεωνίδας (1 8 0 6 — 1882)

Τίός τού Νικολάου. Το 1830 κατετάγη εις τον έλληνικόν στρατόν. 'Τπήρξεν Ι­
κανός καί γενναίος. Διετέλεσεν υπουργός των στρατωπικων, πρόεδρος τού υπουρ­
γικού συμβουλίου κλπ.

Σμολένσκης Νικόλαος (1 8 3 9 — 1921)

Τίός τοΰ Λεοινίδα. ’Εφοίτησεν εις την σχολήν Εύελπίδοιν, άνεδείχθη στρατιω­
τικός καί πολιτικός. To 18G2 μετέσχεν τής έπαναστάσεως τού Ναυπλίου. Διετέλεσε
βουλευτής καί αρχηγός τού στρατού ’Ηπείρου τό 1897.

Σμολένσκης Κων)νος (1 8 4 3 — 1915)

Τίός καί αυτός τού Λεο)νίδα. ’Εφοίτησεν εις την Σχολήν Εύελπίδων, έξ ής ά-
πεβλήθη λόγο) ζωηρού χαρακτήρος. Εφοίτησεν είτα εις στρατιωτικήν σχολήν του
Βελγίου, διακριθείς. Τό 1897 κατ’ άτυχή πόλεμον διεκρίθη εις Φάρσαλα καί Βελε-
στίνον, προβιβασθείς εις στρατηγόν. Έχρημάτισε καθηγητής σχολής Εύελπίδων.
Πολλαί πό?*εις άνεκήρυξαν αυτόν έπίτιμον δημότην.
(Εγκυκλοπαίδεια Δωδιόνη Τ. Α' σ. 77 - Σκεντέρης σ, 33 - Έγκυκλοπαιδείαι)

Σπίρτας Γεώργιος Κλεισούρα

Οικογένεια Σπίρτα. Τά τέλη τού ΙΗ' αίώνος κατέφυγεν εις Αυστρίαν, δπου
άνεδείχθη, τιμηθείσα υπό τής αυστριακής κυβερνήσεως εις τήν τάξιν των εύγενών
διά προσφερθείσας υπηρεσίας. Ό Γεώργιος ένήργησεν όπως βιβλιοθήκη τής πατρί-
δος του περιέλθη εις Εθνικήν Βιβλιοθήκην.
(Μακεδονικόν Ήμεοολόγιον 1911 σ. 33)

Σταμέρωφ (Θεμελής - Στέργιος) Μέτσοβον

’Αδελφοί, φέρονται καλώς εγκατεστημένοι εις Ίάσιον προ τής έπαναστάσεως.


Φιλικοί, έφοροι καί ένισχυταί τής έκεί φημισμένης σχολής έπί σειράν έτών, καθώς
καί έκπρόσωποι των κληροδοτημάτων τής πόλεως των Ίιοαννίνων καί τής γενετείρας
των, ώφελήσαντες αύτάς.
(Βουλοδήμος α. 207, 215, 228 - Λαμπριδης Άγαθοεργήματα α. 21 - Φιλήμον ο. 591)

Σ χάνος *Iωάν νης Μέτσοβον

Λόγιος, ευπατρίδης, συνέταξε «Βίβλον χρονικήν» (ιστορίαν Βυζαντίου μέχρι


1703), καθό)ς καί άλλα έργα.

Στασάκος Ιωάννης Μέτσοβον

Διεδέχθη τό 1795 τον Λημ. Βαρδάκαν εις τήν Σχολαρχίαν Μετσόβου μέχρι
τού 1801.
(Χατξημιχάλη σ. 14)
Στήριας 'Αθανάσιος Μοσχόπολις

Λόγιος τοΐ5 ΙΗ ' αίώνος. Συνέθεσεν Επιγράμματα εις έπαινον Μητροπολίτου ’Α­
θηνών Μελετίου. Συνέγραψεν Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν.
(Βρεττός Α' σ. 245 - Σάθας σ. 612 - ΆραΟαντινός σ. 200 - Σκεντέρης σ. 22 -
Εκκλησιαστική 'Ιστορία 1783)

Στουρνάρας Νικόλαος (18 0 6 — 1853) Μέτσοβον

Μέγας Εθνικός ευεργέτης, έκ των ιδρυτών του Πολυτεχνείου. Έφοίτησεν εις


σχολήν τής πατρίδος του καί προς πληρεστέραν μόρφωσιν είς ειδικόν σχολεΐον έμπο
ρίου καί βιομηχανίας των Παρισίων. ’Ανέλαβε τήν διεύθυνσιν του οίκου Τοσίτσα
είς ’Αλεξάνδρειάν καί Εντός όλίγου Επισκιάζει δλους τούς Εκεί οίκους. Τό 1837 καί
1846 Ερχεται εις τήν Ελλάδα διά νά άντώηφθή τάς άνάγκας της καί νά τήν βοηθή-
ση. ’Αγοράζει κτήματα είς Εύβοιαν, εισάγει νέους τρόπους καλλιέργειας, προσφέ-
ρεται νά ίδρυση μεγάλην ακτοπλοϊκήν Εταιρείαν. Ή προς τήν Ελλάδα αγάπη του
είναι παθολογική, ώς άποδεικνύεται από τήν διαθήκην του, διά τής όποιας Ενα μικρό
μέρος τής τεράστιας περιουσίας του αφήνει είς τήν σύζυγόν του καί τήν κόρην του,
τό δε μέγιστον είς τήν πατρίδα του, τό Πολυτεχνεϊον καί άλλα Εθνικά καί φιλανθρω­
πικά ιδρύματα. Ά πέθανε νέος είς ηλικίαν 47 Ετών.
(Έγκυκλοπαιδεΐαι)

Στουρνάρας Νικόλαος ( +1826) Κλεινοβός

Έλαβεν Ενεργόν μέρος είς τήν Επανάστασιν τού Άσπροποτάμου. Μετά τήν α­
ποτυχίαν της, κατήλθεν είς Πε?νθπόννησον, Επολέμησε τον ’Ομέρ Βρυώνην τό 1824
είς τό Βουλγαρέλι ( ’Ά ρ τη ς). Σωματάρχης άργότερον είς τό Μεσολόγγι, επεσε κατά
τήν εξοδον.
( Σπανδιονίδης σ. 85 - Έγκυκλοπαιδεΐαι)

Στούρτζα Αλέξανδρος (1791— 1854) Νεγάδε*

’Επιφανής οικογένεια Βογιάρων Μολδαυΐας, καταγομένη Εκ Νεγάδων, 8που


σιυζεται οικία τιον (νυν οικία αδελφών Λώλη), φέρουσα είς Εξώθυραν θυρεόν. Ό
’Αλέξανδρος υπήρξε λόγιος, ασχολήθηκε μΕ ίστορικάς μελέτας. Διετέλεσε κατ’ Επα-
νάλη\|ην πρωθυπουργός.

Στοόρτζα Ιωάννης

Ηγεμόνευσε τό 1822— 1828.

Στούρτζα Μιχαήλ

Ηγεμόνευσε τό 1834— 1849.


(Λεξικόν 'Ήλιος)

Στυλιδης Στέργιος Μεγάροβον

Άπεδήμησεν 30ετής είς Βουκουρέστιον, δπου Επλούτισεν. "Ίδρυσε Παρθενα-


γωγεΐον καί Νηπιαγωγεΐον, τά «Στυλίδεια». Κατέθεσε σεβαστόν ποσόν είς τήν ΕΤΕ,
638'λ α λ λ α λ λ α α α λ λ α λ α λ λ α λ α λ λ α ^ α λ λ α α α α ^ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

διά την άπρόσκοπτον λειτουργίαν τών άνωτέρο) σχολείων. Ά πέθανε 95 ετών είς ’Α­
θήνας.
(Μακεδ. Ήμερολόγιον 1908 σ. 229 - Βακαλόπουλος σ. 31)

Τέριτος Νεκτάριος Μοσχσττολις

'Ιερομόναχος τών μέσων του Ι Η ' αίώνος. Συνέγραψε τό «Πίστις», έκδοθέν τό


1750 έν Βενετίςχ. Είς τό σύιγγραμμά του αυτό'παρώτρυνε τούς χριστιανούς νά μεί­
νουν πιστοί, νά μή άλλαξοπιστήσουν. Τό 1779 έξέδωκε καί πάλιν έν Βενετία «Θεο-
λογικά ζητήματα». Θεοιρειται πρόδρομος τού Κοσμά τού ΑΙτωλού.
(Σάθας σ. 603 - Σκεντέρης σ. 22 - ΖαΓηρας σ. 482 - ’Λραβαντινός σ. 202 - Μελε­
τίου Δ ' σ. 146 - Έγκυκλοπαιδείαι)

Τζαρτζούλης Νικόλαος (1 7 0 8 — 1772) Μέτσοβον

Πολυμαθής διδάσκαλος τού Γένους καί έκ τών σοφωτέοων. Έφοίτησεν έπί 7ε-
τίαν είς τά Πανεπιστήμια Βολίονίας, Βενετίας, Παδοΰης. Πάντες οι συγγραφείς με­
τά θαυμασμού τον αναφέρουν ώς γνίόστην τής Γαλλικής, Λατινικής καί ’Ιταλικής
γλώσσης καί πασών τών επιστημών καί άλλοι ώς διπλωματούχον φιλολογίας, φιλο­
σοφίας, μαθηματικών καί ιατρικής. Ό Ίώσηπος Μοισιόδαξ τον θεωρεί Ισάξιον τού
Ευγενίου Βούλγαρη καί Νικηφόρου Θεοτόκη. Έδίδαξεν έν Μετσόβίρ, Τρικκάλοις,
έν ’Ά θω νι (1759— 6 0), είς Ίάσιον. Συνέταξεν ακολουθίαν τού έν Μετσόβου νεο-
μάρτυρος Νικολάου. Συνέγραψε πολλά, δυστυχώς άπωλεσθέντα. ’Απέκτησε τρεις
υιούς, τον Κυριάκόν, Κων)τινον καί Θεόφιλον.
(Άραβαντινός σ. 62 - Χατζημιχάλη σ. 38 - Ζαβίρας σ. 495 - Σάθας σ. 499 - Μισιό-
δαξ Ηθική Φιλοσοιρία Τ. Α' σ. Ιε' - Έγκυκλοπαιδείαι)

Κυριάκός Τζαρτζούλης ( -1-1840)

Πρωτότοκος υιός τού Νικολάου καί μαθητής του. Έσπούδασεν έν Γερμανίρ.


Κάτοχος γενόμενος φιλοσοφικών και φιλολογικών γνώσεων καί'τριών γλωσσών. Με­
τά τάς σπουδάς του έπεδόθη είς τό έμπόριον. Νοσταλγήσας την πατρίδα του έπέστρε-
ψεν είς Μέτσοβον τό 1809, δπου γέριον άπέθανεν.

Κων)νος Τζαρτζούλης

Λόγιος διηύθυνε τό έν Σέρραις κατάστημα τών «’Αδελφών Τζαρτζούλη». Τον


εύρίσκομεν έν Βιέννη τό 1824 κυβερνήτην (επιστάτην) τού 'Ιερού Ναού 'Αγίου
Γεοιργίου.

Θεόφιλος Τζαρτζούλης

. Μικρότερος τών τριών αδελφών, έγεύθη καί αυτός καλής παιδείας έν Βιέννη
παρά τού Δημ. Δαοβάρη. Συνεργαζόμενος μετά τών δύο άλλοιν αδελφών του, παρέ-
μεινε μονίμως είς Βιέννην.
ΓΑοαβαντινός σ. 62, 63 - Χατζημιχάλη σ. 85 - Εύστρατιάδης)

Τζεχάνης Κων)νος Χατζηγεοιργίου Μοσχόπολις

’Εγεννήθη πρό τών μέσων τού Ι Η ' αίώνος. ’Εφοίτησεν είς Ν. ’Ακαδημίαν τής
πατρίδος του υπό τον Λ. Καβαλλιώτην. Άπεδήμησε χάριν του έμπορίου εις Βιέννην,
αλλά κατεχόμενος υπό έρωτος προς την παιδείαν, ένεγράφη εις την ιατρικήν, φοι-
τήσας εις πολλά Πανεπιστήμια τής Ευρώπης, περιηγηΟε'ις συνάμα αυτήν. Τό 1773
ήλθεν εις Κων)λιν δεξιωθείς υπό του Πατριάρχου, έπέστρεψεν δμως εις Λούγδαιον,
όπου άπέΟανεν. Έδημοσίευσε πολυάριθμα έργα, έπη, ήροιελεγεϊα κλπ.
(Ζαβίρας σ. 394 - Σκενδέρης σ. 24 - Πανελλήνιον Λεύκωμα σ. 228 - Μακεδ. Ή-
μερολόγιον 1911 σ. 171 - Μ. Εγκυκλοπαίδεια)

Τ ζ ίμ α ς - Ζ ώ σ ιμος κ α ί 'Α ν α σ τά σ ιο ς Μ έτσ οβ ον

Ή ξιώθησαν διδακτορικού πτυχίου έν Παταυΐφ τό 1784. Έ*: τούτων ό Ζώσιμος


έδίδαξεν έν Μετσόβω ευνοούμενος του Ά λή, ό δέ ’Αναστάσιος έν Ίασίω .
(Λαμπρίδης Μαλακασιακα Β' 45)

Τ ο σ ίτσ α ς Μ ιχ α ή λ Μ έτσ οβ ον

Εθνικός ευεργέτης, μεγαλέμπορος καί μεγαλοεπιχειρηματίας τής Άλεξανδρεί-


ας. Φίλος προσωπικός τού Μωχάμετ Ά λή, ήγεμόνος Αίγύπτου. Ένίσχυσε ποικίλο*
τρόπως την έπανάστασιν. Φιλικός ών, ίδρυσε σχολεία, νοσοκομεία έν Ά λεξανδρεί^,
συνέβαλε μεγάλως εις την ΐδρυσιν τού πολυτεχνείου καί διαφόραιν φιλανθρωπικών ι­
δρυμάτων.
(Έγκυκλοπαιδειαι) ;

Τ ο σ ίτσ α ς Θεόδωρος Μ έτσ ο β ο ν

Αδελφός τού Μιχαήλ, διευθυντής τού έν Α λεξάνδρειά οίκου Τοσίτσα, συμπα


ραστάτης τού αδελφού του εις φιλανθρωπικά καί άλλα έργα.

Τ ο σ ίτσ α ς ^ ιχ α ή λ (Β α ρ ω νο ς) Μ έτσ ο β ο ν

Απόγονος τού έθνικού ευεργέτου Μιχαήλ Τοσίτσα. Εγκατεστημένος εις Ε λ ­


βετίαν έτιμήθη μέ τον τίτλον τού βαρώνου. Έδημιούργησε τεράστιαν περιουσίαν, ήν
διέθεσεν υπέρ τής ’Ηπείρου καί μάλιστα τού Μετσόβου, ίδρύσας τό ίδρυμα «Βαρο')-
νου Μιχαήλ Τοσίτσα».

ιέ/Τούμας 'Α ντώ νιο ς Μ ο σ χ ό π ο λις

- Οικογένεια Τούμα ή Ντούμπα. Κατέφυγεν εις Βιέννην, γόνος αυτής δ Άντώ*


·*|<νιος έγινε αντιστράτηγος τού αυστριακού στρατού, ιππότης τού τάγματος Φραγκίσκου
ν ’Ιωσήφ, συνέγραψεν «Ελλάς - Μακεδονία - Ν. ’Αλβανία» 1887.
ϊγ (Μαμόπουλος Κυρατζήδες - Άγιαγιάτες στό τοΰ τόπου καί του καιρού μου σ. 94 -
Ζώττος Μολοσσός Τ. Δ' σ. 440)
’ Τουρτούρης Γ εώ ρ γιο ς Κ α λα ρ ρ ύτα ι

Μετά τού Κωλέττη έπαναστάτησαν τό Συρράκον καί Καλαρρύτες τό 1821, ό


f πολιορκίαν δμοις τά Γιάννινα Χουρσίτ κατέστειλεν αυτήν έντός ολίγων ημερών, ά-
* ναγκασθέντων τών αρχηγών νά καταφύγουν εις Επτάνησα.
• (Μ. Εγκυκλοπαίδεια)
[ Τσαλακώστας Δ η μ . ( 1 7 7 0 — 1 8 3 5 ) Σ υ ρ ρ ά κον

’Ιατροφιλόσοφος, μαθητής τού Ψαλίδα, έφοίτησεν εις Σαλέρμον ’Ιταλίας, άνα-


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

δειχθείς διδάκτωρ Ια τρ ικ ή ς. ’Ήσκησεν Ιατρικόν έπάγγελμα είς Ίοκ/ννινα έως τό }


1815, δτε έστάλη ύπό τού Ά λή, ιατρός τής οίκογενείας τού Ζελατίμπεη, τοπάρχου
Ό χρ ίδο ς, έκτιμώμενος υπό τούτου, ’Απέθανεν είς ’Οχρίδα,
ί'Αρααόνηνοζ η . 206)

Τ σα π έκο ς 'Α δ ά μ Μέτσοόον I


Λόγιος rrTyv αρχών τoff Ι Θ ' αίώνος, γόνος αρχοντικής οικογένειας, μαθητής του
συμπολίτου του Λ, Βαρδάκα. Έ δίδαξεν έν Μελενίκψ, Φιλιππουπόλει, έν τή πατρίδι
του και πάλιν έν Μελενίκοι έπΐ πολλά έτη, όπου καί άπέΟανεν.
ΓΑοαόανηνός η. 206 - Χατζημιχόλη σ. 15 - Λαμποίδης Μαλα^ισιακά Β ' <τ. 44)
?
Τσαττρασλής Γε ώ ρ γ ι ο ς Συρράκον

Έσπούδασεν ιατρικήν εις ’Ιταλίαν, ’Ιατρός του Ά λή μετά του ΚοΛέττη. ’Έ ­


γραψε γραμματικήν κουτσοβλαχικής γλώσσης, άπωλεσθείσαν κατά τήν έπανάστασιν.
(Κονστάλλης α . 429) |

Τσαπρασλής Σωφρόνιος
I
ΐΙ·
Πρεσβύτερος ά δ ε ι ό ς του Γεωργίου. Η γούμενος ( σώφρο/ν - πλούσιος - πεπαι­
δευμένος) Ί ε ρ ά ς Μονής ΙίροΓμήτου ’Ηλία Συρςίάκου.
Κρνστόλλης σ. 450)
!
Τσίκας Κ ω ν )ν ο ς Μέτσοβον Ί
Λόγιος μαθητής τού Βαρδάκα, κατά τά τέλη τού 18ου αίώνος, έσπουδασε νομι­
κήν είς Γερμανίαν. Μεταβάς είς Βουκουρέστιον ώς βαΟύνους καί νομομαθέστατος,
έτιμήθη ιδιαζόντως υπό ήγεμόνος Καρατζά καί τιμώμενος άπεβάοσεν έκει γέρων.
ΓΑ<?αδαντινδς σ. 208)

Τσι μούρης 'Αθανάσιος Καλαρρύται

Ε ξα ίρ ετο ς χρυσοαργυροτεχνίτης, μετά τού Μπάφα I’. καί Λ. Παπαγειοργίου,


άποτελει Αμάδα των μεγαλυτέροχν τεχνιτών τού είδους αυτού.
{ ΈγκυκλσπαιδεΙαι)

Τρύφω ν Ιερ ο μ ό ν α χ ο ς ( +1786) Μέτσοθον


_ £
Σοφός, έκπαιδευΟείς εις Μέτσοβον, ’Ιωάννινα, Πάτμον καί έπί έξαετίαν (1842) ?
— 48) εις Ιϊατάβιον ’Ιταλίας, σπουδάσας φιλοσοιρικά καί μαθηματικά. ’ΕπανελΟών* 1
τό 1748 είς ’Ιωάννινα, προσλαμβάνεται είς τήν Μαρουτσαίαν συνδιδάσκο/ν μετά τού
Βόγενίου, όν διεδέχΟη είς τήν σχολαρχίαν τής σχολής μετά τήν άποχώρησιν τού Εδ-λ
γενίου είς Κοζάνην τό 1750. Παρέμεινε διευθυντής τής σχολής μέχρι τό 1783, δτε
νοσταλγήσας τήν πατρίδα του έπέστρεψεν έκει, διδάξας τά τελευταία μέχρι τού Οα-ά;
νάτου έτη τής ζοιής του. Ά νέδειξεν έξαιρέτους μαΟητάς, συνέγραψεν άρκετά, δια*;!:
σωΟέντων μόνον τό «περί ιμυχής των ζώων» καί ή μετάφρασις «Γενουεσίου». |
(Άραβαντινός σ. 204 - Ζ α Ο ίφ α ς σ, 539 - Σ ά β α ς η . 603 - ΙΙανακίας - Εόαγγελίδης
- Χασιώτης) l ! 't-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

Ύπισχιώτης Μιχαήλ Ύ πισχία (Σίττισχα)

Λόγιος των μέσων τού Ι Η ' αίώνος. ΈμαΟήτευσεν εις Καστοριάν, έχειροτονήθη
πρεσβύτερος, διηύθυνεν την εκκλησίαν της πατρίδος του, διδάσκων συνάμα. Διόρ-
| Οωσε καί έξέδωκεν ακολουθίαν πεντεκαίδεκα Μαρτυρούν το 1741. Ά ναφέρεται και
ώς Επίσκοπος Γκόρας και Μόκρας.
(Σκεντεριις ο. 31 - Άραβαντινός σ. 125)

Φαρμάκης Γιάννης ( — 1821) Βλάτση

'Οπλαρχηγός τού Ό?νύμπου. Έπο?^έμησε με τούς Ρουσσους κατά τοΤιν Γάλλων εις
Επτάνησα, όνομασΟείς Σ υν)χης, ύπαρχηγός τού Θύμιου Βλαχάβα. Μετά την άπο-
| τυχίαν της έπαναστάσεως (1807) κατε'φυγεν εις Σκιάθον καί έκείθεν εις Κων)λιν,
’Οδησσόν, Μόσχαν, μυεΐται εις την Φιλικήν Εταιρείαν. Μετά τον θάνατον τού Σκου-
φά το 1818, έστάλη εις Μακεδονίαν καί ’Ήπειρον, δπου μυεί τον Π ατριάρχην Γ ρή­
γορων καί άλλους ίεράρχας εις "Αγιον ’Ό ρος. Μετά τού Γ. ’Ολυμπίου λαμβάνει μέ­
ρος εις την έπανάστασιν υπό τον Λ. "Γψηλάντην καί πολ,εμά εις Μονήν Σέκου, πα-
ραδοΟείς, άπηγχονίσΟη εις Κων)λιν.
(Βασδραόέλης ’Αρματολός σ. 23 - Σπανδονίδης σ. 57 - Ξάνθος - Εγκυκλοπαίδεια!)

Φλώρος γέρος και υιός του Γιαννάκης Σαμαρινα

’Έδρασαν ώς αρματολοί καί κλέφτες (1750— 1828). ’Έλαβον μέρος εις τήν έ-
πανάστασιν καί επεσαν εις τήν Πελοπόννησον. Ό Τρ. Μπάρτας τούς φέρει καταγό­
μενους έκ,Βλαχολείβαδου.
(Κρυστάλλης 317, 324 - Ένισχείδης σ. 118 - Μπάρτας σ. 171)

^Φωτάκης Νικόλαος (1784— ) Δολιανά (Ζαγορίου)

Λόγιος, έφοίτησεν εις Ίουάννινα. Νέος άπεδήμησεν εις Βουκουρέστιον, δπου ί-


σοβίως διέμεινεν ό>ς οικοδιδάσκαλος πλουσίουν οικογενειών.
S··■ (Άρααβντινός σ. 213)

1‘Χαλκεύς Ιωάννης Μοσχόπολις

'Ιερεύς άκρως πεπαιδευμένος, είδήμων Ελληνικής, Λατινικής καί ’Ιταλι­


κής γλώσσης, ίεροκήρυξ τού Α γίο υ Γεωργίου Βενετίας καί σχολάρχης έν τώ έκεΐ
Φλαγγιανφ φροντιστήριο) (1094— 1712).
(Σάθας Μ.Β Τ. Γ' σ. 500 - Σκενδέρης σ. 21 - Άραβαντινός σ. 214 - Μελετίου Τ.
Δ' σ. 140 - Κουρίλας - Έγκυκλοπαιδεΐαι)

I Χατζηπέτρος Χριστόδουλος (1793— 1869) Βετερνίκου (Άσπροποτάμου)

’Απόγονος πλούσιας καί διαπρεπούς οικογένειας, έστάλη υπό τού πατρός του
* προς μόρφοισιν εις τάς Σέρρας, δπου έμπορεΰετο δ μεγαλύτερος αδελφός του. Φεύ-
I γει από έκεΐ μετ’ άλλων έμπορων εις τήν Ευρώπην καί παρουσιάζεται μετ’ αυτών εις
: τόν Μ. Ναπολέοντα (1814). Προσλαμβάνεται υπό τού Ά λή οίις (V γραμματεύς. Έ γ-
I καταλείπει τόν Άλήν, σχηματίζει πολεμικόν σώμα, τό όποιον συντηρεί, δίδει μάχας
t είς Θεσσαλίαν, τρέχει εις Πελοπόννησον, μετέχει τής έξόδου τού Μεσολογγίου, τής
j πολιορκίας τών ’Αθηνών, δέν μετέχει τών έμφυλίων έρίδοιν. 'Τπηρετει πιστά τόν
' *Όθωνα, όνομάζεται υποστράτηγος, βρίζεται αρχηγός τού στρατού τής Θεσσαλίας
τό 1854. Ό Βασιλεύς Γεώργιος τον προσλαμβάνει επίτιμον Υπασπιστήν. Δαπανά
δλην την περιουσίαν του 1.700.000 γρόσια, διά τον αγώνα, πεθαίνει υπό πάντων ά-
γαπώμενος και τιμώμενος. Ή κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη καί αποδίδονται
τιμαί στρατηγού.
(Αιών 1854 (Μάιος - Ιούνιος) Γούδα Τ. Η' σ. 299, 460 - ΈγκυκλοπαιδεΙαι)

Χατζή - Πύρρος Λεωνίδας (1855— ) Σα μαρίνα

Έ γεννήθη τό 1855. Έσπούδασεν εις ’Ιωάννινα καί εις ηλικίαν 25 ετών έβγήκε
κλέφτης, ώργάνωσε 15 μπουλούκια μέ 500 άνδρες. Ή τ ο ή εποχή κατά τήν όποιαν -
είχεν ιδρυθεί ή Ε θνική Ε τα ιρεία καί έστειλε τά πρώτα αντάρτικά σιόματα εις τήν
Μακεδονίαν διά νά κτυπήση τούς Βουλγάρους. ’Έπεσεν εις μάχην παρά τά Γρεβενά.
(Κρυστάλλης σ. 323)

Χατζή Στέργιος - Χατζή Στεφάνου ( + 1795 ) Μέτσοβον

Ή κμ ασ ε κατά τά τέλη τού 18ου αϊώνος, διαπρέπων μεταξύ των λογιών μεγα- t
λεμπόρων της Βιέννης.
ΓΑραβαντινός σ. 216)

Χατζή Στεργίου Τριαντάψυλλος ( — 1827) Μέτσοβον

Τ ίός τού Χατζή Στεφάνου, ευπατρίδης. ’Εφοίτησεν εις σχολήν Μετσόβου, άπε- j
δήμησεν εις Β ιέννην, δπου έδιδάχθη καί απέκτησε γνιόσεις έπιστημονικάς καί γλώσ- ,?
σας, διηύθυνεν εμπορικόν οίκον τού πατρός του, ασχολούμενος καί μέ τά γράμματα. /·<■
Διεκρίθη εν Βιέννη ώς καί 6 πατήρ του. ;
ΓΑραβαντινός σ. 216)

Χρηστάκης Λειβαδιευς Λειβάδιον j.

Λόγιος, έδίδαξεν έπί πενταετίαν εν Κοζάνη (1738— 43) μετά τον σεβαστόν :>
Λεοντιάδην φιλολογίαν, ρητορικήν καί έπιστήμας. Έ παξίως διευθύνας παρητήθη ‘1?
καί ήσύχασεν εις ’ Αθωνα, μετονομασθεϊς Χρύσανθος. Συνέγραψε κωμωδίαν κ α τά /.i
πλουσίων.
(Χαρ. Μεΐδάνης σ. 51 - Παρανίκας σ. 57 - ’Αραβαντινός α. 216)

Χριστόφορος Βαρλααμίτης Μέτσοβον

Έ γεννήθη τά μέσα τού Ι Η ' αίώνος. Έ τυ χ ε σχετικής παιδείας. Έχειροτονήθη ο


διάκονος καί τό 1772 έγινεν ιερομόναχος τής Μονής Βαρλάμ (Μετεώρων). Έ πι- :
μελήθη τής συντάξειος ώρισμένων κωδίκων, ήσχολεΐτο καί μέ τό κήρυγμα, κατέγραψεi ·.?
γεγονότα τής Θεσσαλίας (17Θ7— 1785), συνεκέντριοσεν ακολουθίας Ήπειρωτών *
Νεομαρτύρων, συν έταξε κατάλογον κειμηλίων τής Μονής.
(«^Ηπειρωτικά Χρονικά* τ. Α' σ. 62, Παπαδόπουλος - Κεραμεύς)
/ :
Ε ις τό κεφάλαιον Μεγαλοβλαχία άναφέρεται δτι μέχρι τού Α ' Παγκοσμίου Π οη
λέμου σέ πολλές πόλεις τής Μακεδονίας, ’Ηπείρου, Θεσσαλίας, έκυριάρχει τό βλαχι- >
κόν στοιχεΐον εις τά γράμματα, τέχνας, επαγγέλματα, πλούτον.
Έ κ τούτων αρκετοί έπαυσαν νά δμιλονν τήν βλαχικήν, άλλοι δέ άπέκρυπταν καί
τήν έκ Βλάχων καταγιογήν των έκ διαφόρων λόγων, χωρίς βέβαια τούτο νά άναι- ·
ρει την Βλαχικήν καταγωγήν των.
Φυσικόν λοιπόν πολλοί τών γεννηθέντων η διαβιούντων εις τις ανωτέρω πόλεις
νά μνημονεΰωνται υπό τών διαφόρων συγγραφέων με τις ένδείξεις αυτές.
Θά αναφέρω ολίγους μόνον έξ αυτών, τους πλέον γνωστούς, διά νά μή έπεκταθή
περισσότερον τό τελευταίον τούτο κεφάλαιον, χωρίς Βέβαια ή μνημόνευσίς των νά
Οέλη νά τούς παρουσίαση δλους ώς έχοντας βλαχικήν καταγωγήν.

Έξ Άγράψων

"Αγιος Βησσαρίων, Γόρδιος ’Αναστάσιος λόγιος, μοναχός, Ευγένιος ό ΑΙτωλός,


λόγιος, μοναχός, Κοσμάς δ ΑΙτωλός, Εθναπόστολος, Σεραφείμ δ Φαναριού Νεομάρ*
τυς.
Έξ Άμπελακιων

’Αναστάσιος ιερεύς, λόγιος, συγγραφεύς, Γεωργίου Μιχαήλ συγγραφεύς, ’Ιγνά­


τιος δ Άρδαμερίου, ’Επίσκοπος, ’Ιωσήφ δ Ρωγών ’Επίσκοπος, Κάβρας Ζήσης συγ­
γραφεύς.

Έκ Βελεστίνου

Ρήγας Βελεστινλής (ΦεραΤος).

Έκ Βερροίας

Θεοφάνης δ ρήτωρ - Κριτόπουλος Μητροφάνης, λόγιος - Κωττούνιος ’Ιω ­


άννης, ’Ιατροφιλόσοφος και Θεολόγος - Μπικελίδης Σταμάτιος καί Δημήτριος, λό­
γιοι.

Έ κ Βοδενών (Ε δέσσης)

Μηνωιδης Μηνάς, λόγιος.

Έξ Ίωαννίνων

Πολλοί τών λογιών καί διδασκάλων ύπεγράφοντο ώς Ίω αννιται, λόγφ του έπι*
,.|σήμου της πόλεως.
’Ανθρακίτης Μεθόδιος, Διδάσκαλος τού Γένους - Βασιλόπουλος ’Αναστάσιος,
Φιλόσοφος - Βασιλόπουλος Μπαλάνος, έλλόγιμος διδάσκαλος - Βάρκοσης Νικόλαος,
έλλόγιμος διδάσκαλος - Βηλαράς ’Ιωάννης, λυρικός ποιητής - Γκιούνμας Λεοντάρης,
έλλόγιμος - Γλυκύς Νικόλαος, τυπογράφος (φημισμένος) - Θεοφάνης Νεομάρτυς -
’Ιωάννης Νεομάρτυς - Καζαντζής Κων)νος, λόγιος - Κοντός Πολυζώης, λόγιος, ίε-
ρεύς - Μπαλάνος Κοσμάς, λόγιος, ιερεύς - Παρθένιος Α ' Κων)λεως Π ατριάρχης -
Στίγνης Νικόλαος, λόγιος - Σουγδουρής Γεώργιος, λόγιος, Ιερεύς - Τσιγαράς Ζώ-
τος καί Κων)νος, λόγιοι - Φωτιάδης Λάμπρος, Διδάσκαλος τού Γένους - Ψαλίδας
I ’Αθανάσιος, Διδάσκαλος τού Γένους.

* Έκ Καστοριάς

’Εμμανουήλ ’Ιωάννης, Φιλόσοφος - Κωφός Θωμάς, Σχολάρχης - Λεοντιάδης


1 Σεβαστός, φημισμένος Ίεροκήρυξ - Μανδακάσης Θωμάς, ιατροφιλόσοφος - Μιχαήλ
«ΗΠ ΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΛ >

Κ<υν)νος, Ιατροφιλόσοφος - Οικονόμος θωμάς, λόγιος - Χριστόπουλος ’Αθανάσιος,


λόγιος, ποιητής.
Έκ Κοζάνης

’Αναστάσιος, έκ Κοζάνης λόγιος - Λαζάνης Γεώργιος, λόγιος - Μεγδάνη; Χα-


ρίσιος, λόγιος, Ιερεύς - Νικοκλής Νικόλαος, λόγιος - Περδικάρης Μιχαήλ, λόγιος -
Ρουσιάδης Γεώργιος, λόγιος - Σακελλάριος Γεώργιος, ’Ιατροφιλόσοφος - Σταμκό
δης Στέφανος, Σοφός διδάσκαλος - Χατζητριανταφυλλου Νικόλαος, λόγιος.

Έ κ Λαρίσσης

Έλλάδιος ’Αλέξανδρος, έλλόγιμος, κληρικός - Κουμας Κων)νος, Δίδασκα//);


του Γένους - Παίσιος Λαρισσαίος, λόγιος, κληρικός.

Έ κ Μακρννίτσης

Γκουστας Νικόλαος, λόγιος - Σουλήνης Βασίλειος, Φιλόμουσος - Σταμάτιος Νε- ΰ


ομάρτυς. Μ
'β κ Ναούσης

’Αναστάσιος έκ Ναούσης, Φιλόσοφος, θεολόγος - Άγγελάκης Νικόλαος, λόγιο;


- Θεοφάνης, έλλόγιμος, Ιερομόναχος - Ρομφεης, Μακεδονομάχος.

Έ ξ Όλύμπου

Περραιβός Χριστόφορος, συγγραφενς.


Έ κ Ραφάνης

Βησσαρίων, λόγιος μοναχός - Γοβδελάς Δημήτριος, λόγιος - Διονύσιος ό Πλα-


ταμωνος, έπίσκοπος - Παναγιώτου Μιχαήλ, λόγιος - Σκαλιώρας ’Ιγνάτιος, λόγιος,
’Αρχιμανδρίτης.

Έ κ Σ ια τίσ τη ς

Άργυριάδης ’Αθανάσιος, Πάγιος - Δούκας Μιχαήλ, έλλόγιμος, έμπορος - Ζα6ί-


ρας Γεώργιος, συγγραφεύς - Καρακάσης Δημήτριος, Ιατροφιλόσοφος - Ματραζό-ffl
πουλος Νεράντζιος, φημισμένος Τουρκομαθής - Μαρκίδαι Πούλιοι, φημισμένοι τυ-^ j
πογράφοι - Παπαρρίζος ’Αργύριος, Πάγιος - Παπαγεωργίου Μιχαήλ, Φιλόσοφος,|ς|
ποιητής - Παπαζώλης Γεώργιος, ό γνωστός Ά ξ. Ρο>σσικου στρατού - Ρούσης Γε-|
ώργιος, ’Ιατροφιλόσοφος.
Έ κ Σερρών

Παπάς ’Εμμανουήλ , έθνεγέρτης Φιλικός.

Έ κ Τσαριτσάνης

θέμελης ’Αθανάσιος, λόγιος - Οικονόμου Κων)νος δ έξ Οίκονόμων, σοφό; 5


Οίκονόμου Στέφανος του Κων)νου, λόγιος, ·"
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ » ^ ^ ^ ^ ^ α λ λ λ α λ α λ α α α α λ α λ α λ λ α λ λ α α α ^645

Έκ Τρίκκης

’Άνθιμος Ιερομόναχος Τρικκεύς, λόγιος, συγγραφεύς - Γαβριήλ ό Τρίκκης, έ-


πίσκοπος - Έστιώτης Κων)νος, ιατροφιλόσοφος - Ζαχαρόπουλος Κων)νος (Νοση-
μάχος), Ιατροφιλόσοφος - Καλλίνικος Β ' Τρικκεύς, Ά ρχιερεύς - Καραϊωάννης Κων)
νος, ευπατρίδης ιατροφιλόσοφος - Κόμας Δοσίθεος, λόγιος, Ιερομόναχος - Π απα ’Α­
ριστείδης, Ιερεύς, ό γνωστός Φιλικός - Παπάς ’Ά νθιμος Τρικκεύς, λόγιος μεταφρα­
στής - Στεργιόπουλος Γούλας, ευπατρίδης - Τοιανταφύλλου Γεώργιος, λόγιος.

Έκ Τυρνάβου

Άλεξανδρίδης Δημήτριος, Ιατροφιλόσοφος - Ά λεξανδρίδης Στέφανος, Φυσικο­


μαθηματικός - Λαούτης Ζήσης, μεταφραστής - Λούγκας Στέφανος, κληρικός, συγγρα-
φεύς - Κωφός Ιω άννης, ιερεύς, έλλόγιμος, διδάσκαλος - Πανταζής ’Ιωάννης, Δ )τής
Σχολής Βουκουρεστίου - ΙΙέζαρος ’Ιωάννης, Διδάσκαλος τού Γένους - Πέζαρος ’Α ­
λέξανδρος, λόγιος - ΓΙίκκολος Νικόλαος, φιλόσοφος - Τυρναβίτης Α λέξανδρος, σο­
φός - Τυρναβίτης Παχώμιος, μοναχός, λόγιος.
'Ό λοι οι ανωτέρω διδάσκαλοι τού Γένους λόγιοι, Ιατροφιλόσοφοι, ιερωμένοι
κλπ. άναφέρονται όνομαστικώς μέ τούς ώς άνω τόπους καταγωγής των υπό τινων
των έν τή κατωτέρω Βιβλιογραφία συγγραφέων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ε. Άίίέρωφ - Τοσίτσα: Ή πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικοΰ ζητήματος.


Γ. ’Αναστασίου ίερέως: ’Απολογία Ίστορικοκριτική.
Ιί. .’Αραδαντινός: Βιογραφική συλλογή λογίιον.
Π. Άραθαντινός: Χρονογραφία ’Ηπείρου. .
I. Βασδραθέλλης: Άρματωλοι καί Κλέφτες.
Ν. Βέης: Συμβολή εις Ιστορίαν Μετεώρων.
Α. Βακαλόπουλος: Αυτικομακεδόνες άπόδημοι.
X. Βουλοδήμος: Σχολή ’Οδησσού.
X. Βουλοδήμος: Σχολή Ίασίου.
Βρεττός ΓΙαπαδόπουλος: Νεοελληνική Φιλολογία.
Α. Γόρδιος: Βίος Ευγενίου Γιαννούλη.
Α. Γιάγκας: Ήπειριοτικά δημοτικά τραγούδια.
Ε. Γηδεόιν: Πατριαρχικέ! γράμματα.
Ν. Δούκα: Έπιστολαί.
Δωδώνη (Γάγαρη): Έγκυκλοπαιδεία.
Χρ. Ένισχείδης: Ή Πίνδος καί τά χιοριά της.
Τρ. Εύαγγελίδης: Παιδεία έπί Τουρκοκρατίας.
Π. Εύστρατιάδης: ’Ιερός ναός ’Αγίου Γειοργίου Βιέννης.
Γ. Ζαβίρας: Θέατοον ’Ελληνικόν.
Ζώττος Μολοσσός: Ήπειριοτικά μελετήματα.
«Ήπειριοτικά Χρονικά», περιοδικόν.
«’Ηπειρωτική ’Εστία», περιοδικόν.
«Καλλιόπη», Περιοδικόν Βιέννης.
Τ. Κανδηλωρος: Φιλική ’Εταιρεία.
Ν. Κασομούλης: Στρατιωτικά ενθυμήματα.
Ε. Κουρίλας: Μοσχόπολις Ν. ’Ακαδημία.
Τ. Κουτσογιάννης: Βλάχοι Ελληνικών χοίρων.
Κ. Κουμας: ’Ιστορία άνθριοπίνων πράξεων.
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ

Φ. Κόντογλου: *Έκφρασις ’Ορθοδόξου Εικονογραφίας.


Κ. Κρυστάλλης: *Άπαντα. ^
Β. Κραψίτης: ’Ηπειρώται Λυρικοί. . 'V, λ : ' v’- w.> ·-.·-.
Κ. Κύριλλος: Απολογία ιστορική και κριτική.
I. Μαρτιανός: Μοσχόπολις. ;_·, ... 'V.
X. Μεϊδάνης: νΕκθεσις. .. · ..
Μελέτιος: ’Εκκλησιαστική 'Ιστορία. < ^
Κ. Μέρτζιος: Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας. '
Τ. Μπάρτας: ’Αναμνήσεις φιλοπάτριδος. ~
Κ. Παπαρηγόπουλος: 'Ιστορία Ελληνικού *Έθνους.
Μ. Παρανίκας: Σχεδίασμα.
A. Passow: Δημοτικά τραγούδια.
Π. Πέννας: 'Ιστορία Σερρών.
Φ. Πονκεβίλ: 'Ιστορία άναγεννο)μέγης Ελλάδος.
Κ. ^Σάθας: Μεσαιωνική βιβλιοθήκη. *···"■■
Κ. Σάθας: Νεοελληνική Φιλολογία.
Κ. Σάθας: Χρονικόν Γαλαξειδίου.
Κ. Σκεντέρης: Ιστορία Μοσχοπόλειος.
I. Σπανδιονίδης: Δημοτικά τραγούδια.
Α. Σ πηλιωτόπουλος: Βλαχόφωνοι *Έλληνες. "
I. Φιλήμων: Φιλική 'Εταιρεία.
Δ. Φωτεινός: 'Ιστορία Παλαιάς Δακίας.
Α. Χατζημιχάλη: Διδάξαντες και διδαχθέντες εν τώ Έί-ληνοαχολείιρ Μετσόβου.
<V.

ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΥΣΕΛΙΜΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ANA ΤΗΝ ΘΕΣΠΡΟΤΙΛ'


ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ

Κεψαλή τής απελευθερω τικής οργάνω σης στην Π αραμυθία ήταν ό ιερ ά ρ ­
χης της Ιερόθεος, ό όποιος, όπως εϊδαμε, έκδιώ χθηκε από τούς Τ ούρκους και
μετατέθηκε σ’ άλλη επαρχία. Ό αντικαταστάτης του Ν εόφ υτος σ υ νέχισ ε τό έ ρ ­
γο μέ την αυτή θέρμη και ζήλο, άλλα κάτκος πολιτικώ τερα, άπόσκεπα καί μ υ ­
στικά.
Γιά την καλλίτερη οργάνοτοη τής ετα ιρείας στέλλεται άπό τή ν Π ρέβεζα
οιήν Παραμυθία ό Μ πάλκος. Μ υοϋνται και άλλοι. Π λατα ίνει ή οργάνω ση και
πληθαίνουν τα μέλη. Οί μυημένοι δίνουν τον παρακάτω δρκο:

« Ορκίζομαι είς τό όνομα τής άγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος ότι θά καταβάλω
πάσαν τήν περιουσίαν μου καί τήν τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου πρός ά-
πελευθέρωσιν τής ποθητής μου πατρίδος Ηπείρου. Καί άν φανώ έπίορκος νά ύ-
ποστώ τήν ποινήν τοϋ μυστικού άρθρου τής έταιρείας)).

Βαρύς ό όρκος καί οί υποχρεώ σεις ακόμα βαρύτερες. Ό μ υ ημ ένος διαθέτει


όλην ιου τήν περιουσίαν καί τήν τελευταία ν ρανίδα τοϋ αίματός του στήν ύ-
πηρεοία τής πατρίδας. Καί αν παροβεϊ τα διαταγμένα, νά ύποστεϊ τις διατά­
ζεις τοϋ μυστικού άρθρου, δηλαδή νά θανατωθεί.

ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΤΟΜΑΔΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΥΤΕΤΣΗ

Αύτή ήταν ή κατάσταση στήν ’Ή π ειρ ο ώς το 1912 πού ζεσπάει ό Β αλκανο­


τουρκικός πόλεμος.
Δυο μήνες πρό τοϋ πολέμου, δηλ. κατά τά μέσα Α ύγούστου, τό κομιτάτο
δίνει εντολή στον Πουτέτοη πού έμνησκε στήν οίκογένειά του, στόν ’Α λμυρό
τής Θεσσαλίας καί μεταβαίνει στήν περιφ έρεια ’Α ργυροκάστρου γιά νά όργα-
νώοει ά νταρίικές όράδες (Ή π . Ε σ τία 1953, σελ. 159).
Ύ πακούοντας στή φωνή τής πατρίδας μέ 25 έττιλέχτους από τήν π ερ ιφ έ-
I ρεια Κουρέντων καί Τσαμουριάς εισέρχεται στή Βόρεια ’Ή π ειρ ο .
Ά π ό τις πρώ τες κιόλας ημέρες έρχεται οέ σύγκρουση μέ τούς Τ ούρκους.
’ Συμπλέκεται καί δίνει μάχη μέ πολυάριθμους εχθρούς, στήν οποία σκοτώ νε­
ι ται ό ίδιος ύ άρχηγός, ό ύ πα ρ χη γό ς Φαρμάκης καί τέσσερα πα λληκάρια καί
τραυματίζονται οί Σ τέφ α νο ς ΙΙαπαφώ της άπό τή Σ ω τήρα και Σ π ϋ ρ ο ς Γαλά-
τσης άπο το Γίόποβο. 'Ό σ οι γλύτω σαν κακά ουγκάκου καί μέ π ο λ λ ές ταλαι-
. ιιωρίες καί κινδύνους διαπεραιώ θηκαν στήν Κ έρκυρα.

Συνεχεία εκ τοΰ προηγουμένου, σελ. 1Γ,7 καί τέλος.


ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΠΟΒΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΟ 1912

Ά μ α μαθεύτηκε πώ ς ή Ε λλάδα κίνησε πόλεμο κατά τής Τουρκίας, άνα-


δ εύ τη κα ν τά αίματα των Γκραικών των ορεινώ ν κατοίκων τής θεσπροπίας.
Έ λη σ μ ό νη σ α ν τά έγκαιρα και νοπιά παθήματα των Σ καπετινώ ν καί Καμαρι-
νιω τώ ν τού 1897. 'Α φορμή, τζίναμε νά βγάλω αίμα, δίνεται άπό τό φόνο ένός
Τ ούρκου πού οί Π οποβίτες Νικ. Κ ουτούπης και Κυινστ. Ζορκάδης διαπράττουν
τις ή μ ερ ες τού λαμπόδου τής Π αραμυθίας στην Κακή Σ κάλα. ’Ά τα χτο ι Τούρ­
κοι άπό διάφ ορα χυιριά τής Τσαμουριάς χύνοντα ι κατά τού Ποπόβου. Α ρ π ά ­
ζουν, λ εη λ α το ύ ν και καίνε τά σπίτια των κλεφ τώ ν και πεντέξη άλλα. Τ ήν αυγή
τή ς ά λ λ η ς ήμέρας π έφ το υ ν κατά τών Τ ούρκω ν οί Ιΐοποβίτες, πού είχα ν κατα-
φ ύ γ ε ι μ ε τις ο ικ ο γέν ειες τους στά γύ ρ ω βουνά μέ πολλούς άλλους ένοπλους
άπό τά Σ ου λιω τοχώ ρ ια (Σ κ ά π ε τ α ) και τή Ντουσκάρα και κυνηγυάντας τούς
φ έρ ο υ ν ώ ς εξω τή ς Παραμυθίας. Δ ιερχόμ ενοι οί Τούρκοι άπό τό 'Ελευθερο-
χώ ρι, σκοτώ νουν τον Νικ. Δήμο άπό τό ίδιο χωριό, πού έ λ α χε ατό δρόμο.
Ε π ε μ β α ίν ε ι ό δεσπότης Ν εόφ υτος καί σταματάει τό γενίκευμ α τής σύρ­
ραξης.

ΑΦΙΞΗ ΝΕ9Ν ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΟ ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙ

Μ έ τον έρχομό τού νέου χρόνου (1913), δυναμώ νει τό Ε λ λ η ν ικ ό μέτωπο


τή ς Τσαμουριας. Σ τά Σ κ ά π ετα έρχονται οί Τ ρυπογιώ ργος, ταγματάρχης μέ
δ ιλ ο χ ία εύζώ νω ν καί Τ ζούρος, λοχα γός, μέ τάγμα πεζικού. Οί οπλαρχηγοί
Β άρφης, Τ ριά ντος καί Κοκέτας Φούντας, σαρακατσάνος άπό τό Ρουμάνο, μέ μι­
κ ρ ές ά ντα ρ τικές δυ νά μ εις πιά νου ν τό Κάστρο τής Κιάφας στό Σ ο ύ λι καί τή
Ρ ά χη τ' άη Δονάτου, κι' ό Ποποβίτης Γιάνναρος μέ τή γυνα ίκα του τή Γιαννα-
ρού μέ μικρή δύναμη, τό Σ έλλίυμα τής Λραγουμής. Σ τή Νεμίτσα (τώρα Βου-
βοπόταμο) κα τα φ τά νει ό σ υντα γμ ατά ρχης Ύ πίτης μέ μεγάλη στρατιωτική δύ­
ναμη καί πυροβολικό. Ό Τ ζούρος άπό τό Τσαγκάρι μετά από όλιγοήμερη δια­
μονή, μ ετα βα ίνει στό Πόποβο.

ΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΨΗΛΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ

Σ τ ις 13 τού Γενάρη 1913, μέρα ανταριασμένη καί βροχερή, λόχος ταχτικού >
στρατού, κατόπι σκληρής μ άχης, ύποστηριζομένης κΓ άπό πυροβολικό άπό τή
Ν εμίτσα, καταλαμβάνει τή ν Ψ η λ ή Κορυφή, οχυρή θέση πού δεσπόζει πάνω
άπό τό Γαρδίκι, άνταρτικά δέ σώματα άπό τούς Βάρφη, Κώστα Τζώρτζη ή Ζα-
χαράκη καί τούς Κ ρητικούς Γύπαρη και Σ κουντρή κυριεύουν τά Τουρκοχώ-
ρια Γαρδίκι, Δ ραγουμή καί Καμίνι, τά όποια καί πυρπολούν.
Μ έ μιά δυο μ έρ ες οί Τούρκοι συγκεντρώ νοντας ν έες δυνάμεις άνασυντάσ-
σονται καί ρίχνοντα ι, βροχερή καί σκοτεινή νύχτα , εναντίον τών άνταρτών
πού έ μ ε ν α ν στό Γαρδίκι καί τών στρατιοπών τής Ψ η λ ή ς Κορυφής. 'Απωθούν
τούτους άπό τις θέσειςς τους καί ανακαταλαμβάνουν τά μέρη. Στή μάχη έλα­
βαν μ έρος καί τ' άνταρτικά σώματα τών Σ οπ. Κουτούπη, άδελφού τού Νικ.
Κ ουτούπη, Σ π ύ ρ . Γαλάτση, Φούντα, Ζαχαράκη, Βάρφη καί ομάδας Κρητικών
μέ μ ε γ ά λ ε ς ά π ώ λειες οέ νεκρούς καί τραυματίες. 'Από τούς άνδρες τού τακτι­
κού έ λ λ . στρατού πού κα τείχα ν τήν Ψ ηλή Κορυφή έφονεύθησαν 2—3 καί κρη­
μνίστηκαν άπό τά Κόκκινα Ροϊδιά 7. Ό ϊδιος τήν άλλη μέρα, παιδί 14 ετών
μ ένο ντα ς άντίκρυτα στή στάνη τού πατέρα μου, στό Μαμάκο, άκουσα τούς σκου*
σμούς καί τίς βοερές φ ω ν ές πού έρ χοντα ν άπό τό μέρος τών κρημνών. ΤΗτα\
άπό Έ λ λ η ν α στρατιώτη, άπό έκείνους πού είχα ν κρημνισθεϊ καί καλούσε βο
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ »

ήθεια γιατί είχε σπασμένα τά πόδια. Τό μέρος πού ε ίχ ε πέσει ήταν σκάπετα
καί δέν τόν όκουαν οί Τούρκοι όπό τή ράχη. Μετά άπό δύο μ έρ ες βρέθηκε καί
ό λοχίας Σ πάθής πού έλ ειπ ε από τό λόχο του. Ε ίχ ε τραυματιστεί τή ν ύ χ τα
στή μάχη καί μακριά ιώ ν έχθρικώ ν φ υλακίω ν, άφοΰ χά ρ α ζε σέ κορμό γκορ-
τσιάς μέ τό σουγιά τ’ όνομά του, ζεψ ύ χη σ ε ολομόναχο τό πα λληκά ρι στή ρίζα
τού δένδρου. Ό νεκρός μεταφέρθηκε στή Γλυκή κι* ένταφ ιάστηκε στόν π ε ρ ί­
βολο τού ένοριακοϋ ναού τού χωρίου, τόν άη Γιώργη.
Μετά τήν απελευθέρωση ό αδερφ ός του ταγματάρχης, ά ν έ γ ε ιρ ε επί τού
τάφου του σιδερόφραχτο μνημείο, έπί τού όποιου στήθηκε μαρμάρινος σταυρός.
Έ π ί έντειχισ μένης πλάκας στο μνημείο, φ έρεται χαρα γμ ένο τό έπ ίγρα μ μ α :

«Ο ΔΙΑΒΑΤΗ ΤΙ ΚΟΙΤΑΣ
ΤΗΝ ΚΛΙΝΗΝ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΜΑΙ
ΘΑΡΡΩ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΥ Θ’ ΑΡΘΗΣ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΑI»

Έ π ί 6έ τού σταυρού τ' όνομα, ή πατρίδα καί ή μάχη στήν οποία έ π ε σ ε :

«ΗΛΙΑΣ ΑΝΑΣΤ. ΣΠΑΘΗΣ


ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΧΑΛΙΩΤΑΤΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
ΤΗ Π ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1874
ΠΕΣΩΝ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΠΙ ΨΗΛΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ
ΤΗ 14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913»

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΣ


1913

Οί άντίπαλοι εχθροί έμ εινα ν άντηιέτω ποι μέ κάπου - κάπου μ ικρές άψι-


μαχίες. Οί Τούρκοι στις κορυφογραμμές τού Κ ουρύλα, στά κρύα καί στα χιόνια
κι’ ό Ε λ λ η ν ικ ό ς στρατός μέ τούς αντάρτες στά χαμηλώ ματα, ό')ς τις 21 τού
Φλεβάρη πού λευτερώ θηκαν τά Γιάννινα. Μέ τή ν πτώση τού οχυρ ού Μ πιζα-
νίου, τήν ϊδια μέρα, ό τουρκικός στρατός τής Τ σομουριας ά να χω ρ εϊ ό λ ο ν υ χτίς
για τήν 'Α λβανία.
Οί Τούρκοι τής Π αραμυθίας άπό τίς α ρ χ ές τού πολέμου γιά νά τρομοκρα­
τήσουν τούς άντάρτες καί γιά άσφάλειά τους είχ α ν πιάσει όλους τούς π ρ οκρ ί­
τους τής πόλης, κάπου 60 νομάτους καί τούς ε ίχ α ν κλείσει ώς όμήρους στό
σπίτι τού Φουάτ Πρόνιου. Ε π ε ιδ ή όμως σί ά ντάρτες όλο καί πλησίαζαν, τού ς
:©ν μετέφεραν στό Καρβουνάρι, όπου π α ρ έμ εινα ν ώ ς τή ν ήμέρα τής α π ε λ ε υ θ έ ­
ρωσης.
"Ο λος ό λαός τής Π αραμυθίας, Χριστιανοί καί Τούρκοι, α νδρ ες καί γ υ
ναϊκες, μικροί καί μεγάλοι, μέ έπ ικ εφ α λ ή ς τό δεσπότη καί τό μουχτή (ά ρ χ η γ ό
των χοτζάδω ν) στά πρόθυρα τής πόλης υποδέχονται τόν Ύ πίτη καί τόν έλ ευ ·
θερωτή Ε λ λ η ν ικ ό στρατό μέ ζητο)κραυγές.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΤΙΜΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΣΛΑΒIΑΣ

Ή βαθύτερη χαράδρα, ό αδιαπέραστος φ ρά χτη ς, ή ψηλότερη ράχη πού έμ-


πόδισε, έφ ρα ζε καί διαχώ ρισε τούς χριστιανούς άπό τούς τούρκους, έζό ν άπό
τήν πίστη καί τό γένο ς στά χρόνια τής τουρκοκρατίας ήταν καί ή οικογενεια κή
τιμή.
Ό Τούρκος όσο ζεΐ βρωμάει, μυρίζει τουρκύλες, κΓ όταν ψ οφ άει δέ συ λ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ »

λα ρ ώ νει στόν τάφο του άλλα ζω ντανεύει και γένετα ι γουρούνι. Ό λαός π ι­
σ τεύει πώ ς οί Τούρκοι δταν πεθαίνουν γένοντα ι γουρούνια, γ ι’ αυτό και δεν
τρ ώ γο υ ν τό κρέας του. Μ άλιστα, θυμούμαι, μας έλ εγα ν οί γερόντοι πώς κυ­
ν η γο ί βρήκαν στο ποδάρι σκοτισμένου γουρουνιού δα χτυ λίδι πού τό είχε στο
χ έ ρ ι δταν ζούσε ό Τούρκος, καί πώ ς 40 μέρες από τό θάνατό του κάθε βράδι
βράζουν κουρκούτι καί τό βγάζουν έξω στη θύρα νά φ άει τό γουρούνι.
'Ό π ο ιο ς χριστιανός μαγαρίζονταν με Τούρκισσα, έ χ α ν ε τό λάδι του πού
τού ε ίχ ε ρίξει ό παπάς στη βάφτιση. Ή δέ γυνα ίκα ή τουρκοπατημένη δέ γ ί­
νο ντα ν δεχτή στην έκκλησιά κΓ δπου κι’ αν π ή γα ινε, σ’ δλη της τη ζωή έφ ερε
βαριά τή ν πομπή τής άτηιίας, τής λερω μένης.
Τό πιο ζω ντανό, ά νεχτίμη το στολίδι, αχραντο μυστήριο, ύπαρξη καί ζωή,
τό π α ν τής Έ λ λ η ν ο π ο ύ λ α ς ήταν καί διατηριόνταν τό αίσθημα τής τιμής, ατούς
βουνήσιους ιδιαίτερα πληθυσμούς, τούς Σ καλαπανήσιους, τούς Γκραίκους.

«Σαράντα πέντε Τσάμηδες τη Λάμπρω κυνηγάνε,


ΚΓ ή Λάμπρω άπό τό φόο της μέσ’ στόν άη Γιώργη πάει
Βόηθα με άη Γιώργη βόηθα με άπ’ των τουρκών τά χέρια».

Ή πα τη μ ένη δεν ήθελε πια τή ζωή της.


Ή οικογενεια κή τηιή ήταν σέ τέτιο βαθμό, πού ύπερέβα ινε κάθε σύνορο
καί κα τά ντα ε άγροίκια καί ζόρικη. Ή κόρη άπό παραπανήσια ντροπή (αιδώ )
δ εν π ή γ α ιν ε ποτέ οτήν έκκλησιά, εξόν άπό τή νύχτα τού Μ εγαλοπαράσκευου
στόν επιτάφ ιο. Σ το δρόμο δταν συνάνταε νιό πυροκοκκίνιζε, έσκυβε τό κεφάλι
καί π ερ νού σ ε άμίλητη καί ντροπαλή, χω ρίς ούτε νά χαιρετάει, κΓ αν ήταν ξά-
ριο τό μ έρος καί τής βόλαε ρούπαε για νά ά π οφ ύ γει τή συνάντηση.
Δ ε ν είνα ι σπάνιες οί περιπτισσεις πού οί άρραβωνιασμένοι δέ γνω ρίζον­
ταν καθόλου μεταξύ τους. Ε ίναι γνω στός ό γάμος τής Γιω ργούλας πού ένώ
έβοσκε τά πρόβατα στο πλάϊ, τής φ ώ ναξαν οί δικοί της νά ροβολήσει στο σπίτι
νά τή ν πα ντρ έψ ουν. Ή παπά βασίλαινα, μού έ λ ε γ ε , ένώ έπέστρεφ ε στο Πόποβο
άπό τά πατρικά της άπό τά Σ κάπ ετα , δπου ε ίχ ε πάει στή βδομάδα νιόνυφη κι'
είδε τον άνδρα της στο σπίτι πού έπια νε κόπια σταλαματιά, σήκωσε ντροπαλά
λ ίγ ο τό κ εφ ά λ ι καί τον κοίταξε μέ τις ούρές τών ματιών μονολογώντας «νάναι
ό ά ντρα ς μου τά χα α ύτός;» Μια βδομάδα παντρεμένη στο σπίτι τού γαμπρού
καί δέ γ ν ώ ρ ιζε ακόμα τον άντρα της!
Σ το χω ριό Σ α λονίκη , μολογιέται, μοναχιασμένη κόρη κυνηγούμενη άπό
Τούρκο, γιά νά μή πέοει στά χέρ ια του κΓ άτιμασθεΐ ρίχνεται στο πηγάδι καί
π ν ίγετα ι.
Ή Κίτσιο Βέρμπαινα, βουνήσια άνδρογύναικα άπό τό Πόποβο, άδερφή τού
Γ ιά ννη Σ α κ α ρ έλ η , άψηω ώ ντας κάθε κίνδυνο, χύνετα ι κατά πάνω μέ τή ρόκα
καί χ τυ π ά ει τον Κεμάλ Χατζή, μ εγάλον άγά τού Καρβουναριού, επειδή τήν
π είρ α ξε μ" άνήθικα λόγια, οτήν άγορά τής Παραμυθιάς.
Ή Λενίτσα τού δημοτικού τραγουδιού μέσα στή φουρτούνα καί τήν άπελ-
π ίσια πού βρίσκεται από τό ξεκίνημα τ' άντρα της γιά τή ν κρεμάλα, δέν τά χ ά ­
νει, δέ σκάφ τει, δέν ύποτάζεται οτήν άδυναμία τού φ ύλου της, στόν Γιαννάκη,
τον δυνα τό γιά νά σώσει τον καλό της, άλλα μέ ετοιμότητα πνεύματος καί έξυ-
πνάδα στο διφ ορούμενο ερώτημά του άπαντάει:

—Λενίτσα μου τον άντρα σου πάνε νά τον κρεμάσουν


—Γιαννάκη μου στόν πίστη σου σύρε νά τον γλυτώσεις.
—ΚΓ άν τόν γλυτώσω Λένη μου τό τι θά νά μού δώκεις;
—Τό μάη πού πάς γιά πέρδικες θά νάρχομαι κοντά σου
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

νά σοϋ κρατάω τό σπαθί καί τά χρυσά άρματά σου.


—Λενίτσα κι* άν διψάσομε τό τι νερό θά πιούμε;
—Τό δάκρι σου τό δάκρι μου σύτό νερό θά πιούμε.

Τ ήν οικογενειακή τιμή, το ά νεχιίμ η το α ύ ιό οτολίδι, ό Ή π ειρ ώ τη ς έ χ ε ι


κληρονομιά άπό τούς προγόνους του. Ό βασιλιάς τής Η π είρ ο υ Έ χ ε τ ο ς στά
παλιά χρόνια, όταν έμαθε πώ ς ή κόρη του Μετώση διαφ θείρθηκε άπό κάποιον
Αίθμίδικο, αύτήν τήν έτύφ λω σε και τήν £ 6αλε ατό χειρόμυλο ν ’ ά λέθει μ* ένα
σιδερένιον άλυπο, κι* έκείνου ιούκοψ ε χόρια και πόδια καί τύν άφησε κου­
τσού] jm.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Έ ν α άπό τά κυριώτερα πνευματικά αριστουργήματα του Ε λ λ η ν ικ ο ύ λα-


οϋ, προϊόντα τής πολ ύχρ ονη ς ζωής του, είναι τά δημοτικά τραγούδια, τω ν ό-
* πυίων τό περιεχόμενο, ή απλότητα τής γλώσσας καί ή δακρυστάλαχτη μ ούσι-
.£ κή, ουγκίνησαν, άφ ύπνισαν κι’ έμψύχυιυαν τις καρδιές τω ν σκλάβων καί κρά-
': τησαν άλώβιαστη τή συνείδηση των Ε λ λ ή ν ω ν στά χρόνια τής σκλαβιάς.
Ξεκινώντας, τά περισσότερα, άπό τίς κορυφ ές τω ν Ε λ λ η ν ικ ώ ν βουνώ ν,
άπό τά πεύκα καί τά έλατα, ροβόλησαν στους κάμπους κι’ άπό κ εί σκόρπισαν
κι* άπλωσαν σ’ άλα τά Ε λ λ η ν ικ ό πέλα γη κ ι’ έφτασαν καί μακρύτερα.
Ό άχός τους ήταν ό αχιπριοτος σύντροφος τού κλέφ τη στό περπάτημα,
τού τσοπάνη στή βοσκή, τού ζευγίτη στό χω ράφ ι, τής λ υ γ ε ρ ή ς στή βρύση, τού
ναύτη στό κουπί. "Αν έλ ειπ α ν αύτά άπό τό λαό, είναι ζήτημα άν ξύ π ν α ε ποτέ
? ύ ραγιάς. Βυθισμένος στό λήθαργο πού τύν είχ ε ρίξει ό καταχτητής θά κοιμόν-
κ ιν ώς τή δευτέρα παρουσία. Θά ε ίχ ε ν αφανιστεί. Τά δημοτικά τραγούδια
ένόοω διαδίνονταν άπό στόμα σέ στόμα, άπό τον ένα τόπο στον άλλο, δ έν ύ-
πήρχε κανένας φόβος ν* αλλοιωθούν. ’Από τότες δμως πού παρουσιάστηκε τό
γραμμόφωνο, τό ραδιόφωνο κι’ ή τηλεόραση κ ινδυ νεύ ο υ ν ν ’ άλλοιω θοϋν, νά
νοθευτούν. Α λλά ζοντα ι τά λόγια, μεταβάλλεται ό ά χός τους.
Ποιά άλλη καλλίτερη μουσική χρειάζεται, λο γο υ χά ρη , τό τρα γούδι του
Κ ατοαντώνη:

«Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα λίγο νά ζανασάνω


Νά χαιρετήσω τά βουνά καί τΙς κρύες βρυσούλες».

ή τής γριά - Τ ζα β έ λ λ α ιν α ς:

«Κορίτσια άπό τά Γιάννενα νυφάδες άπ’ τό Σούλι


Τά ρούχα σας νά βάψετε, νά μαυροφορεθήτε
Τό Σούλι θά χαρατσωθεί...» .

άπ’ έκείνη πού τούς έδω κε ό λαός πού ιάπλαοε, τα κουνάρισε, πού όταν τρα ­
γουδιούνται ταράζεται στεριά καί θάλασσα, κουντουλιούνται τά ουράνια, σει­
ούνται τά βουνά κΓ οι κάμποι άναοηκώνονται.
Τό δημοτικό τραγούδι στή Θεσπρωτία δ έν υστερεί τής ά λλη ς ’Η πείρου,
• οτά βουνήσια ιδίως χωριά. "Ο λα τα είδη τών τραγουδιώ ν διασώζονται.
Πολλά είναι τά τραγούδια πού άνατρέρονται οέ π ρ ά ξεις καί ιστορίες πού
I διεδραματίστηκαν στήν Τσαμουριά. "Ε να α π ’ αυτά είναι κ ι’ έκείνο πού λ έει
\ γιά τό χαλασμό τής Π αραμυθίας άν καί Ιστορικά δ έν είνα ι γνω στός πότε έγιν ε.
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ »

'Ί σ ω ς άπό τίς ορδές του Μ ογκόη, ϊοως καί επί Σκυλοσόφου άπό τον Ό σ μάν
πασά, ή κι’ από κα)ΐμιά μ εγάλη έπιδημία.

«Έχάλασ’ Λ Παραμυθιά καί γίνπκε λιβάδι


Λιβάδι γιά τά πρόβατα, τσαΐρι γιά τά γίδια
ΚΓ ό πιστικός πού τάβοσκε άξιο καί παλληκάρι
Βαστάει μεσούλα κι* άρματα καί γκιόξια γιά τσαμπράζια».

'Ά λ λ ο τραγούδι τής Π αραμυθίας άναφ έρεται στον πιστικό π ' άποκοιμή-
θηκε κ ι’ έχα σ ε τη ν κοπή του:

«Κεί κάτου στήν Παραμυθιά ποϋειναι πολλά λιβάδια


Λιβάδια γιά τά πρόβατα καί σκάρος γιά τά γίδια.
Ε κεί ’ταν πέντε πιστικοί πέντε τσοπαναραίοι.
Δυό πήγανε γιά τό νερό καί δυό γιά τό ψωμί τους
ΚΓ έμειν’ ό Κώστας μοναχός μέ πρόβατα καί γίδια
ΚΓ ό Κώστας ποκοιμήθηκε τόν πήρε βαρύς ύπνος.
ΚΓ όταν ξυπνάει ό Κωσταντής πού πρόβατα, πού γίδια.
Παίρνει τΙς ράχες σκούζοντας, τά μονοπάτια κλαίει
Βρίσκει ένα λύκο καί ρωτάει ’να λύκο καί τού λέει:
—Λύκε μήν είδες πρόβατα, λύκε μήν είδες γίδια
—Τό τί μοϋ δίνεις Κώστα μου νά σού τά μαρτυρήσω
—Σου τάζω χίλια πρόβατα καί πεντακόσια γίδια.
—Δεξιά μεριά ‘ν τά πρόβατα κΓ άπό ζερβιά τά γίδια».

Ή λαϊκή ποίηση όμως των Ά ρ βα νίτικω ν χωριών τής Θεσπρωτίας εύρίσκε-


ται στα πρώ τα σκαλοπάτια τής δημιουργίας. Λείπουν άπ αυτή τά μεγάλα και :■
ύ ψ η λ ά ιδανικά τής φ υ λ ή ς μας, τό συναίσθημα, τό βαθύ ψ υχικό νόημα. Τά πλά­
σματά τη ς άκαλαίσθητα κατασκευάσματα. Ψ αλτικά κανόναρχίσματα, άποτε- :?
λο ϋ ντα ι άπό λ ίγ α άποτράγουδα τής άγάπης, πού δ είχ νο υ ν τό χαμηλό βιοτικό μ ;
καί έθνικό επίπεδο. :

ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ

Μ ετά τή ν άπελευθέρω ση του 1913 οί άγά δες τής Τσαμουριάς διατήρησαν <
τά χτή μ α τα καί τά τσιφλίκια τους ώς τό 1923, οπότε όσα δέν καλλιεργούνταν .
άπό τούς ίδιους αλλά δουλεύοντα ν άπό τούς ραγιάδες, άπαλλοτριώθηκαν. Ά
πό τή ν απαλλοτρίω ση οί Μ αργαριτιώ τες α γάδες έχασαν ολον τόν πλούσιο κάμ- ;
no τού Φ αναριού κι οί Π αραμυθιώ τες τά χο 3ριά πού είχα ν άρπάξει στύν τούρ- ».
κικο καί τόν Π αραμυθιώτικο κάμπο.
’Α πό τό 1913 καί δώθε μερικοί Τούρκοι άπό τήν Παραμυθιά, Καρβουνάρη, }
Γαρδίκι καί Μ αργαρίτη πούλησαν ή κΓ άφησαν σ’ ά λλους τά χτήματά τους κΓ
έ φ υ γ α ν στήν Τ ουρκία ή τήν 'Α λβανία. Ά π ό τά λοιπά τουρκοχώρια τής Τσα-,
μ ουριάς πολύ ολίγοι έφ υ γα ν. 'Έ τσ ι, ό τουρκικός πληθυσμός τής Παραμυθίας j
ά ρ χισ ε νά λιγοσ τεύει καί νά αύγαταίνει ό χριστιανικός, κατερχομένω ν πολλών '
από τά ορεινά χωριά τής περιφ ερείας.
Σ τ ή ν ά ντα λ λα γή τού πληθυσμού τό 1922 οί Τουρκοτσάμηδες δέν ύ π ά χτη -/
καν, θεω ρούμενοι 'Α λβανοί κι' άχι 'Οθωμανοί Τούρκοι.

ι
ΠΟΣ ΕΙΔ Ε ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Ο ΑΓΓΛΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ N IK. ΧΑΜΟΝΤ ΤΟ 1930

Το 1930 επισκέπτεται την 'Ή π ειρο ό ’Ά γ γ λ ο ς άρχαιολόγος Νικ. Χάμοντ.


Ροβολάει και στην Παραμυθιά. Βαδίζει στα στενά σοκάκια τής πόλης, τά στρω­
μένα μέ πέτρες καλντερίμια. ’Α νέρχεται και στο Σ ο ύ λ ι και παρευρίσκεται στις
γιορτές τής εκατονταετηρίδας και σέ έπιστολή του 22.7.39 γρ ά φ ει τίς έντυπώ -
σεις του άπό τις γιορτές καί τήν πόλη τής Π αραμυθίας:

«ΠρΙν νά έλθω ε(ς τήν Ήπειρον τό 1930 μου είπαν ε(ς τάς ’Αθήνας ότι Λ
"Ηπειρος είναι άγριο μέρος καί μένει όπίσω άπό τόν κόσμον. Μ6 τί ψέματα μου
είπαν; Μόλις έφθασα είς τά ’Ιωάννινα καί ήλθα μέ τά πόδια στήν Παραμυθιά εύ­
ρηκα τόν πιό καλό κόσμο τής 'Ελλάδος. Τότε δέν όμιλοϋσα τά Ελληνικά.
01 Παραμυθιώτες μ* έστειλαν είς τό Κακοσούλι κΓ είδα διά πρώτπν φοράν
τούς όμορφους χορούς των Σουλιωτών στήν πανήγυρι της έκατονταετηρίδος. Ή -
το δΓ έμέ πολύ σπουδοία, διότι ό Ά γγλος ποιητής Βύρων έχει γράψει είς τά τρα­
γούδια του ότι οί άνδρες τού τότε οπλέμου προήρχοντο άπό τό Σούλι.
’Εφέτος δέν ήρθα μόνος μου διότι έπανδρεύθηκα. Ή κυρία μου ήθελε νά
γνωρίση τήν Ελλάδα. Ήλθαμε κατ’ εύθείαν είς τήν Παραμυθιάν. Τής άρέσει ή
πόλις πάρα πολύ μέ τήν στενοχώριαν των δρόμων, μέ τά πολύχρωμα φορέματα,
μέ τΙς κάλτσες των χ ω ρ ι κ ώ ν γυναικών κ α ί μέ τούς χορούς καί τά τραγούδια τών
άνδρών τά όποια μπορεί νά καταλάβη όλίγον ή γυναίκα μου, διότι προέρχεται
άπό τήν Σκωτίαν, τό όρεινό μέρος τής ’Αγγλίας πού φορεϊ φουστανέλα ό κόσμος.
Παραμυθιά 22.7.1939
Νικ. καί Μαργαρίτα Χάμοντ»

Η ΕΘΝIΚΟΘΡΗΣΚΕΥΤIΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΙΑ

Ό έθνομάρτυρας Ιία π α νδρ ιά ς γεννή θη κ ε τό 1876 στήν Κ αρτέρεζα, χω ριό


πού άποτελέστηκε άπό Μ αζαρακιώτες χριστιανούς πού κατοικούσαν στή σ υ ν ­
οικία «Ζανάρι» καί δέν θέλησαν νά τουρκέψ ουν, κατά τό τέλ ο ς του 16ου αίώ-
να. Χειροτονήθηκε παπάς τό 1910 άπό τόν μητροπολίτη Π αραμυθίας Ν εόφ υτο
για ιήν ένορία Καρτέρεζας. ’Ε πειδή όμως δέν υ π ή ρ χ ε παπά ς στήν κοινότητα
Ά ρβενίτσας, έζυπηρετοΰσε κι’ αυτή έπί δυο χρόνια.
Ό αείμνηστος δλη του τή ζωή, μπροστά κι’ ύστερα άπό τή χειροτονία, διά-
θεσε στον άγώ να γιά τήν προστασία τής χριστιανικής πίστης και τή σ υ γκ ρ ά ­
τηση τού Ε λλη νισ μ ο ύ τής γύρω περιοχής. Και ό μ έν ά γώ να ς του γ ιά τή ν π ί­
στη τού Χριστού, ήτον ή πόλη του ένα ντίον τής τουρκικής ά ρ χή ς και του τουρ­
κικού όχλου, πού νύχτα μέρα πάσχαγαν μέ διάφ ορες ύποσχέσεις, γιά δήθεν
καλλίτερη ζοτή και ό π ειλ ές νά τουρκέψουν. Γιά δέ τό γ έ ν ο ς καί τή ν φ υ λ ή , ή
όνπμετώ πιοη και ματαίωση τών αντεθνικώ ν σ χεδίω ν τών διαφόρω ν Α λ β α ­
νών προπαγανδιστών, οί όποιοι, έκμεταλλευόμενοι τά δεινά τής σκλαβιάς, π α ­
ρουσιάζονταν στύ χριστιανικό στοιχείο οάν προστάτες καί λυτρω τές, γιά ν ' άλ-
λάξουν τό ελληνοχριστιανικό φρόνημα τών κατοίκων.
Ή προπαγάνδα αύτή πολύ επικίνδυνη γιά τόν άρβανιτόφω νο πληθυσμό
τής Τσαμουριας, όπως ήταν καί ή Κ αρτέρεζα, εμφ ανίστηκε κΓ ά ρχισ ε νά ε ρ ­
γάζεται τό 1909, μετά τήν εγκαθίδρυση τού τουρκικού συντάγματος. Μ εταξύ
τών άλλω ν προπαγανδιστικώ ν μέσιυν Ιδρυσαν καί Α λ β α νικ ά σχολεία άκόμα,
στα ύποία απαίτησαν τά μέλη τής προπαγάνδας, μέ καλό τρόπο στήν ά ρ χή , κΓ
έπειτα μέ φοβέρτες, νά ς>οιτήσουν καί τά παιδιά τών χριστιανών.
Στή δύσκολη αύτή θέση ό δραστήριος καί άεικίνητος Π απανδριάς μ ετα ­
βαίνει μέ κίνδυνο τής ζοτής του, για τί τό χωριό του π ερ ιβ ά λ λοντα ν άπό τουρ-
κοχώ ρια, κρυφ ά στα Γ ιάννινα. Παρουσιάζεται στύν 'Έ λ λ η ν α πρόξενο Φορέ i
στη και του εξιστορεί δλη την κατάσταση. Ό πρόξενος μέ τή συνεργασία του *
θ ε ο δ . θεο δω ρ ίδη , Γιαννιώτη, γραμματικού τότε τής μητρόπολης Παραμυθίας,
άφοϋ τον έφω δίασε μέ χρήματα άπό τό κληροδότημα «Μελά*, τον στέλλει στο
χω ριό του, όπου αμέσως έπιδίδεται και χτίζει σχολείο κΓ ό ϊδιος γίνετα ι δά- ;;
σκαλος των Έ λ λ η νο π α ίδω ν, ύπηρετώ ντας παλληκαρήσια, μέ τό σπαθί στό χέ- λ
ρι, ώ ς τό 1913 πού έλευθερώ θη κε ό τόπος. 'Από τις έν έρ γειες και πράξεις του
α ύ τές ά να γνω ρίζετα ι ά π ’ δλους τούς χριστιανούς θρησκευτικός και έθνικός άρ*
χη γό ς.
Κατά τό 1912, ό άπεσταλμένος, δπως ειπώθηκε, άπό την Η πειρω τική Ε ­
τα ιρ εία για τή διοργάνω ση του κομιτάτου στή Θεσπρωτία Βασίλειος Μπάλκος,
κ ιν δ ύ ν ε υ ε νά σ υ λ λ η φ τεί άπό τούς Τούρκους, οι οποίοι είχα ν μυριστεί τήν όρ
γάνω ση και ό Π απανδριας διό μέσου των χριστιανικώ ν χωρίω ν Σούβλασι και
Καστριού, τον φ υ γ α δ ε ύ ε ι στήν Κέρκυρά.
'Έ ρ χ ε τ α ι ό Ε λ λ η νο το υ ρ κ ικ ό ς πόλεμος 1912— 13. Σ υλλαμ βάνεται από τούς
Τ ούρκους ώς κατάσκοπος και ς>υλακίζεται στα μπουντρούμια του Μ αργαριτιού.
Σ κ ο π εύ ο υ ν να τον στείλουν στα Γιάννινα, ά λ λ ’ επειδή οί δρόμοι είναι πιασμέ­
νοι άπό πατριώ τες, τύν κρατούν έκεϊ. Σ τό τέλος φοβούμενοι τα επακόλουθα αν
στόν πόλεμο νικήσουν οί 'Έ λ λ η ν ε ς, τον αφ ήνουν έλεύθερο. ,£
Τό 1917, μετά τήν αποχώρηση τών ιταλικών στρατευμάτων πού κατείχαν ' i
μικρό διάστημα τή ν ’Ή π ειρ ο , άπόμεινε στό Μ αργαρίτι σαν πρόξενος τής Ί τ α - ;
λία ς ό σ υ ντα γμ α τά ρχη ς Μ οντιάνος, ό όποιος στήν πράξη ήταν πράχτορας καί ;f
προπαγανδιστής, προσπαθώ ντας μέ διαλέξεις καί ύποσχέσεις να άλλοιώσει τό it
φ ρόνημα του άρβανιτόφιονου πληθυσ]ΐοϋ τής Τσαμουριάς. Ό Π απανδριάς καί ]1
τούτον άντηιεώ τπισε μέ θάρρος καί έματακυσε τα αντεθνικό σχέδιά του.
Σ τ ή ν Γερμανοϊταλική κατοχή τής Ε λ λ ά δ α ς 1941—44, οι Τούρκοι γιά να Τι
τον ξεκάμουν τον διαβάλλουν ατούς Ι τ α λ ο ύ ς για κατάσκοπο τών ’Ά γ γ λ ω ν ν
καί τώ ν Ε λ λ ή ν ω ν άνταρτώ ν καί στις 13 τού ’Ιούλη 1941 συλλαμβάνεται μαζί ξ
μέ τα τρία έγγα μ α τέκνα του καί φ υλακίζεται. Καί αύτός μέν άφήνεται ελ εύ ­
θερος μέ τή ν επέμβαση τού μητροπολίτη Γιαννίνοτν Σ πυρίδω να, τα παιδιά του
δμως άποστέλλονται στις φ υ λ α κ ές τού Μ εσολογγίου, δπου καταδικάζονται σέ *
εφ τά χρ ο νη φυλάκιση. ’Α φήνονται ελεύθεροι μετά δυο χρόνια, μέ τήν κατάρ­
ρευση τής ’Ιτα λία ς, τελεμ ένοι σκελετοί άπό τήν πείνα καί τήν ψείρα.
Ό Π α πα νδρια ς έπιστρέφ οντας άπό τό Γ ιάννινα στό χωριό του δολοφονεί­
ται σέ ένέδρ α άπό τούς Τούρκους τής Μ αζαρακιάς στα πρόθυρα τού χωριού,
μέ τή συνεργασία τής ιταλικής καραμπινερίας (χω ροφ υλα κής) στις 24 Ό χτώ -
βρη 1942. Ή περιουσία του ολόκληρη άρπάζεται καί τα σπίτια του γυμ νώ νον­
ται καί έρημώ νονται.
Ε π ε ιδ ή έ γ ιν ε λόγος για τούς Μ αζαρακιώτες, ας άναφέρουμε καί τούτο: c
Δ ιη γο ύ ντα ι για κάποιο Ρ ετζέπ Ν ταλιάνη πώς έτρ εχε τόσο πολύ στό δρόμο, πού '
δ έν τον έφ τα ν ε ούτε τό τα χύτερο αλογο. Κάποτε, άφού άρμεξε τα πρόβατά του i
τή ν α όγή, μετέβηκε στό Γιάννινα, 16 ώ ρες δρόμο, πρύς επίσκεψη συγχωρια- j
νού του φ υλακισμένου. Τό πιλάφ ι πού τού π ή γε ήταν ζεστό άκόμα. Γύρμα ή- \
λιού βρίσκονταν πάλι στή Μαζαρακιά, μπροστά στό στρουγκολίθι ν ’ άρμέει τήν Η;»
κοπή του πού ε ίχ ε γύ ρ ει άπό τή βοσκή. ’Ά λ λ ο τ ε ς πάλι πηγαίνοντας άπό τό . jj
χω ριό του στό ’Α ργυρόκαστρο, δπου ύπηρετούσε στρατιώτης, συνάντησε στό α
δρόμο τρ εις σουφ αρήδες (εφ ίπ π ο υ ς χο^ροφύλακες) οί όποιοι άπό λύπηση τού τ
έβαλαν τό γυ λ ιό στ’ αλόγα. Έ δώ να τον φτάσουν, έκεϊ να τον πιάσουν, πάει -
π ά ει αύτός. Κάποια φορά τον προφταίνουν καί τού δίνουν τό γυλιό, λέγοντα ς: ι
«Πάρε τό φόρτωμά σου. Δ έν έχομε σκοπό να ψοφήσουμε τ’ αλόγα στό τρέξιμο». Ο'
Γ. I. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΠΑΠΙΓΓΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ


Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Φ εύγοντας οί κάτοικοι του χιυριού μας για τις πόλεις, πρός έξασφάλισι ά-
νετώ τερης ζιυής, έγκα τέλειψ α ν πίσω τους κάθε δεσμό μέ τό παρελθόν.
'Ανάμεσα σ’ αύτούς τούς δεσμούς, ό πιο δυνατός κΓ ό πιο μ εγά λος, ήσαν
οί τοπωνυμίες.
Και σωστά, ποιος ό λόγος και ποιά ή ανάγκη, ένα ς πού γενν ή θ η κ ε και μ ε­
γάλωσε στην πάλι, να μάθη πώς και γιατί λέγο ν τα ν έτσι οί διάφ ορες τοποθε­
σίες τού χωριού των γονιώ ν του. Νομίζουμε όμως, ότι δ έν είμαστε «ξεκάρφω ­
τοι» από τό παρελθόν καί ότι, όταν λησμονοϋνται οί ονομασίες ενός τόπου, λη-
σμονεΐται μαζύ του καί ή ιστορία του. Καί όταν οί τόποι αύτοί ά ποτελοϋν την
πατρίδα, γνωστό θά εϊναι τά αποτελέσματα.
Ή όνάγκη νά μη λησμονηθούν, μας ώθησε νά συγκεντρώ σουμε α ύτές, ό­
σες φυσικά προλάβαμε, όπως ακριβώς λ έγο ν τα ν από τούς άνθρώ πους έκ εΐ τούς
ντόπιους.
Οί όνομασίες τών τοποθεσιών δέν εϊναι τυ χα ίες, ούτε αύθαίρετες. 'Ο π οι­
οσδήποτε καί οποτεδήποτε δέν μπορούσε νά κάνη τύν «νουνό», έ π ρ ε π ε νά ύ-
πάρχη κάποια αλήθεια, έστω κΓ άν α ύ ιή χάνετα ι ανάμεσα στούς μύθους.
’Έ δω σαν τίς όνομασίες αυτές οί πρώτοι άνθρωποι πού π ή γα ν έκεΤ, π α ίρ ­
νοντας αφορμή άπό κάποιο χαρακτηριστικό σημείο τού τόπου, πού τόν έκ α νε
νά ξεχω ρίζη άπό τούς άλλους γύρω ή άπό κάποιο συμβάν, όπω ς:
α) Ά π ό τό χρώμα ιού εδάφους, π.χ. Ά οπρ όη ς, Κοκκινόης κλπ.
β) Ά π ό κάποιο διακριτικό σημείο τού έδάφ ους, π.χ. Ά γκ α ο τρ ω μ έν ’,
Ψ ’λά Κουκούλια, Κ άναλες, Α’βαδάκια κλπ.
γ ) Ά π ό τά νερά πού πη γάζουν, π.χ. Ν ερόλακκος, Γ λυ κονέρ ’, Βρυσού­
λες κλπ.
δ ) Ά π ό τό είδος τού δένδρου πού φ υτρ ώ νει, π.χ. Φ τελιάδια, Π ουρνα-
ριά, Γκορτσιά κλπ.
ε ) Ά π ό τό μέρος όπου συχνά ζουν ώρισμένα ζώα, πουλιά κλπ., π.χ. Άλ*
πότρυπες, Ά ετοκούκουλο κλπ.
στ) Ά π ό τά όιάίρορα φυσικά φ αινόμενα, π.χ. Α ύραγόνιος, Ά στράκα κλπ.
ζ) Ά π ό τά διάφορα ερείπια πού οτδζονιαι, π.χ. ΓΙαληόμ’λος, Τ είχο ς, Κα­
λύβες κλπ.
η ) Ά π ό τά όνόματα τών εκκλησιών, π.χ. Ά ϊ - Π αρασκευή, Ά ϊ - Β λά’ης,
Ά ϊ - Χ’οτόφορος κλπ.
θ) Ά π ό παραδόσεις καί θρύλους, π.χ. Δ ρακόλιμνη, Κ ρυψιάρες, Κ λεφτό-
βρυσες κλπ.
ι ) Ά π ό τό όνομα τού Ιδιοκτήτου, π.χ. οτ’ς Κ αραπλιάκω ς τού χ ο υ ρ ά φ ’ κλπ.
Τ έλος άπό πολλά άλλα φαινόμενα καί συμβάντα1.

1. Βλ. καί Μεγ. Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΓ', σε?ας 122.


656 «ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

Σύνδεσμοί; μ έ r ο ν ι ό π ο:
— . . / Ο βίος τω ν Ανθρώπων τείνει κατ’ α ρχή ν νά καταστή εδραίος, άπαξ
δέ έδραιο)θή, μετά μεγίστης δυσκολίας έλευθεροϋται ό ανθροιπος των μετά του
έδ ά φ ο υ ς δημίουργουμένο>ν πόσης φυσεοις δεσμών. ..
(Ε. Λίβα: " 'Η Αίγηίς κοιτίς τών Άρίον καί του «Ελληνισμού», Άθήναι 1963, σελ. 83).
Σ τ η ν ά ρχή τούς χρησίμευαν ούς ορόσημα των οικογενειακώ ν των έκτά-
σεω ν και κατόπιν τών κοινοτικών, πολύ δέ τούς έξυπηρετουσαν στούς τίτλους
κυριότητος, « .. .όίδο> ώς προικίον εις την θυγατέρα μ ο υ ...........τό άμπέλι, δλο
στήν Ά πρόσ ΐιτα, τον μισό κήπο οτό Miohio, τό χω ράφι στον Ά ρ τ σ ιό ρ ...» , δποις
βλέπου μ ε στα προικοσύμφωνα.
Κι* έτσι από άπλα σημεία οί τοπω νυμίες έπαιρναν άλλη μορφή. Σ υ νδ έο ν ­
τα ν μ έ τό δνομα καί τη ν παράδοσι τής οίκογενείας κι* ή μια γενεά τΙς παρέ­
διδ ε στήν ά λ λ η σαν ιερή παρακαταθήκη, τόσο πολύ τις σέβονταν, πού κανένας
τους ποτέ δ έ ν θέλησε νά τις άλλάξη.
" Ισ ω ς μέσα ο δ λ ες τις τοποινυμίες νά ύπά ρ χου ν καί μερικές ξένες, έπό-
μ ενο ήταν έπειτα άπό τις α λ λ επ ά λ λ η λ ες επιδρομές καί τή μακρόχρονη παρα- '
μονή, ν ' ά φ ήσουν οί ξένοι κάποια ίχνη στό πέρασμά τους, πάλι καλά2.
"Ο ,τι ά π ο τελ εϊ ή θέσκ; τής σφ ραγίδος σ’ ένα έπίσημο έγγραφ ο, προκειμέ-
νου αύτό νά χαρακτηρισθή έγκυρο, άποτελοϋν καί γιά τήν ίστορία ένός λαού, ;?
οί τ ο π ω ν υ μ ίε ς ... «έπιγραφ αί γ εγ λ υ μ μ έν α ι έπί του έδάφους»3. !$

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ifΛφ

’Αναγνωστοπούλου Γ. «Μικρά συμβολή εις τήν μελέτην τών Ηπειρωτικών Τοπωνυμιών»,


Ηπειρωτικά Χρονικά, σελίς 86.
Άνδριώτη Ν. «’Ετυμολογικά Λεξικά τής κοινής Νεοελληνικής», Άθήνσι 1951.
ΆραβαντινοΟ Π. «Χρονογραφα τής ’Ηπείρου», Άθήναι 1856.
Βακσλοπουλου Ά π . «Ίστορία του Νέου Ελληνισμού», Θεσσαλονίκη 1961. ; tj
Βυζαντίου «Λεξικάν τής Ελληνικής γλώσσης».

2. α) Άπ. Βακαλοπούλου «'Ιστορία τοΰ Νέου Ελληνισμού», έκδ. 1961, σελίς 26.
«...ώ ς προς τά Σλαβικά τοπωνύμια, τά περισσότερα έχουν σχέσι μέ τή φύσι, προσιδιά­
ζουν δηλαδή σέ άγροτοποιμενικούς πληθυσμούς καί δέν είναι βέβαιο πάντοτε, άν φορείς
αυτής είναι Σλάβοι, μόνιμα εγκατεστημένοι στις Ελληνικές Χώρες ή σκλάβοι μονών /
καί Αρχόντων ή βλάχοι καί Άρβανιτόβλαχοι ή Αλβανοί, οί όποιοι στις δυτικές ίδίιυς r
περιοχές άναμείχθησαν πολύ μαζύ τους. ’Έπειτα τά τοπωνύμια αυτά δέν Ανάγονται ολα
στήν ίδια εποχή, δέν έχουν δηλαδή τήν ίδια παλαιότητα...». Καί συνεχίζει: «...Κατε- j
βαίνουν, (εννοεί τούς Σλάβους) δηλαδή άργά καί συνήθως ειρηνικά ώς μεμονωμένες
άγροτοποιμενικές ομάδες Ακολουθώντας προ πάντων τις δυτικές όρεινές περιοχές, άνα- $
ζητώντας καλλιεργήσιμα εδάφη ή βοσκές καί αφήνοντας πίσιο σημάδια στό πέρασμά «
τους, τά τοπωνυμία.. . ι ένθ’ άν. σελ. 21 καί 22.
β) Άλ. Πάλλη «Μελέται έπί τής ’Αρχαίας χωρογραφίας καί Ιστορίας τής ’Ηπείρου», )
σελ. 37 καί 38. ., j
«Σλαβικά όνόματα έπιπολάζουσι μάλλον εν τή Μολοσσίφ ένθα πρώτον είσέβαλον έκ τής ? r
Μακεδονίας όρμηθέντα τά φύλα αυτά, σπανκοτερα δέ είσίν εις τάς παραλίους περιοχάς !ψS
τής ’Ηπείρου». ;·
γ) Σπ. Στούπη, «ΙΊωγωνησιακά - Βησσανιο'νπκα», τόμ. Β' σελ. 30 καί 34, καθώς καί fujr
τόμ. Α’ σελ. 111—113.
δ) Άπ. Γκισδαβίδη «Τά Μελένικον», έκδ. Γ', σελ. 68 καί 77, Θεσ)νίκη.
3. Ήπειρ. Χρονικά, τόμος Λ', σελίς 86.
ί ·
i .
Γκισδαβίδη Ά π . «Τό Μελένικον» Θεα)νίκη 1965, Εκδ. γ .
Δημητράκου «Λεξικόν τής 'Ελληνικής γλώσσης», Άθήναι 1964.
Θεόκριτου «Ειδύλλια» Άθήναι 1939, εκδ. Ζαχαροπούλου Μετ. Α. Φωτιάδου, τδμ. Α '.
Θωμοπούλου Ίακ. «Πελασγικά», Άθήναι 1912.
Κοραή Α. «'Άτακτα».
Κορδάτου Γιάν. «Ιστορία τής επαρχίας Βόλου καί Ά γυάς», Άθήναι.
Κυριακίδη Στίλπωνος «Ελληνική Λαογραφία», Άθήναι 1965.
Κουρίλα Ευλογιού «Τό κράτος τής άληθείας», Άθήναι 1965.
Λαμπρίδου Ίωάν. «Ζαγοριακά», Άθήναι 1870 καί 1889.
Μέρτζου Κ. «Συμβολή εις τήν Ερμηνείαν ξενικών τοπωνυμιών».
Μπόγκα Ευαγ. «Τά γλωσσικά ιδιώματα τής Ηπείρου», Ιω άννινα 1966.
Πάλλη Ά λ. «Μελέται έπί τής Α ρχαίας Χωρογραφίας καί Ισ το ρ ία ς τής Ηπείρου».
Παπακώστα Ά γ γ . « Ό Βοϊδομάτης καί τά μνημεία του», Άθήναι 1961.
Πέτρου Π. «Σύμμικτα τραγούδια τής πατινάδας έκ Σωζοπόλεως», Λαογραφία τόμ. Ε ',
σελ. 380.
Πολίτου Η. «Παραδόσεις» τόμοι Α '— Β ', Άθήναι 1965.
«ΠΥΡΣΟΣ» «Μεγάλη Ελληνική ’Εγκυκλοπαίδεια».
Ρεμπέλη Χρ. «Κονιτσιώτικα», Άθήναι 1953.
Στεργιοπούλου Κ. «Τοπωνυμικόν τής Επαρχίας Κονίτσης», Ή πειρ. Χρονικά 1934, Άθηνά
τόμ. 46ος, σελίς 245.
Στούπη Σπ. «Πωγωνησιακά καί Βησσανιώτικα» τόμ. Α' καί Β ', Άθήναι 1965.
Χελδράίχ «Τά δημώδη όνόματα τών φυτών», Άθήναι 1926.
Χριστοφορίδου «Άλβανοελληνικόν Λεξικόν», Τσεχοσλοβακία 1961.

Σ Τ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

Γ. Άναγνωοτ. — Άναγνωστοπούλου Γ. «Ηπειρωτικά Χρονικά», 1926.


Άνδρ. Λ. — Άνδριώτη Ν. Ετυμολογικό Λεξικό τής κοινής Νεοελληνικής.
Λ. Β. — Βυζαντίου. «Λεξικόν τής Ελληνικής γλώσσης».
Λ. Δ. —Δημητράκου. «Λεξικόν τής Ελληνικής γλώσσης».
Θ. — Θωμοπούλου «Πελασγικά».
Γ. Κορδ. —Κορδάτου Γ. «'Ιστορία τής έπαρχίας Βόλου καί Άγυάς».
Μεγ. Π. — Ή συνοικία του Μεγάλου Παπίγκου.
Μ.Π. — Ή συνοικία τού Μικρού Παπίγκου.
Κ. Δ. Μ. —Μέρτζου Κ. «Συμβολή είς τήν έρμηνείαν τών ξενικών τοπωνυμιών».
Μπ. —Μπόγκα Εύαγ. «Τά γλωσσικά ’Ιδιώματα τής ’Ηπείρου».
Προικ. — Προικοσύμφωνα.
Χρ. Λ. —Χελδράίχ «Τά δημώδη όνόματα τών φυτών».
Λ. Χρ. — Χριστοφορίδου «’Αλβανό - Ελληνικόν Λεξικόν».
Τ Ο Π Ω Ν Υ Μ Ι Ε Σ
Αύραγόνιου (στοΰν)4. Στον Αύραγόνιο: Ή βρύση καί οι κήποι γύρω,
Β. του Μ.Π. Ή βρύση φημίζεται για τό εξαιρετικό νερό, εξ ού καί τό τραγούδι:
«Στο ΙΙάπιγκο στο Μαχαλαά είναι μια κρύα βρύση,
ποιος εχει ντέρτι στην καρδιά νά πάη να πιή νά σ6ύση. . . »5.

4. Τις γράφουμε δποις άκριβώς τις λένε στο Πάπιγκο.


5. ’Άλλοι πάλι λένε «Γιά ψιγκραστήτε νά σάς πώ κι’ δλο νά μολογήτε κι* δσο Οά ζήσετε
νά μολογήτε. Στο Πάπιγκο στό Μαχαλά είναι μιά κρύα βρύση, ποιος Εχει ντέρτι στην
καρδιά νά πάη νά πιή νά σβύση. Λυτή τη βρύση τήν καλή, τή λένε Αύραγόνιο, έκεϊ λα­
λούνε τά πουλιά έκεϊ λαλούν τ' άηδόνια...» .
Κατά πόσο είναι γνήσια τά άνωτέοο* ή παραποιήσεις τών γύφτιον δέν ξέρο).
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

’Ίσ ω ς νά προέρχεται από τις λ. αΰρα καί γόνος.


Τελευταία πληροφορήθηκα σχετικά άπά τον κ. Θεοχάρη Καπέλλο, δτι τό
θολωτό υπόστεγο καί τό διυμάτιο πού ήταν έπάνω, δεν τά έχτισε 6 πρωτοσύγκελ-
λος, άλλα κάποιος σπουδαίος πρακτικός γιατρός, όνόματι ’Αναστάσιος Ζορντόβο-
λος, από τό Μ .Π. Νά πό)ς έχει τό ιστορικό: ό ανωτέρω, δια διαθήκης, είχεν αφήσει
έκτελεστάς τού έργου, δηλ. τής κατασκευής τής βρύσεοος, τον Κων. Πρωτοσύγκελλο,
Ιερέα καί κάποιον ’Αποστόλου.
Ό Α.Ζ., δλα τά χρήματά του τά έφερνε πάντοτε μαζΰ του, στο σε?νάχι. Κάποια
μέρα, έκει πού περιποιούνταν τ’ αμπέλι του πάνω από τό εικόνισμα τού ' Αγίου Τρύ-
φωνα του Μ.ΓΙ. — τις περισσότερες ώρες έκει τις περνούσε — επαθε «αποπληξία»
(συμφόρησι). Τον μετέφεραν στο σπίτι του, κάλεσαν καί τούς έκτελεστάς τής δια­
θήκης καί έπί παρουσία των αδέιασαν δλα· τά χρυσά νομίσματα πού είχε στο σελάχι
του σ’ ενα ταψί, γιά νά τά μετρήσουν καί νά τά παραλάβουν. Την ώρα πού τ’ αδέια­
ζαν, ή ’Αγγελική Πανταζή, τό γένος Παπαθανασίου, (αδελφή τού πατρός τού ’Α­
θανασίου Παπαθανασίου), ή οποία ήταν συγγ£νής του, μόλις είδε τά χρυσά νομί­
σματα απλωμένα στο ταψί νά λάμπουν, ώρμησε νά πάρη ενα «π?νόχειρο», δέν πρό­
λαβε, γιατί ό Προποσύγκελλος τής έδωσε μιά με τό μπαστούνι στο χέρι καί τη στα­
μάτησε.
Κατόπιν έγινε τό γνωστό τραγούδι. Τό ,δέ διυμάτιο, πάνω από τη βρύση, τό
χρησιμοποιούσε 6 ίδιος σάν δικό του, έβαζε διάφορα γεωργικά έργαλεΐα καί «φασ'
λόξ’λα». ’Αργότερα μερικοί τολμηροί νέοι, τό έκαψαν. Κατόπιν ή Κοινότης αναγ­
κάστηκε νά χτίση ξανά τό θολωτό υπόστεγο καί πριν λίγα χρόνια (1964;), ό Χαρί­
σης Κοντογιωργος, έχτισε πάνω από τό υπόστεγο τό εικόνισμα τού 'Αγίου Παν-
τελεήμονος.
Ό παπάς καί σήμερα, έξακολουθεΐ νά μνημονεύη τά όνόματα ’Αναστασίου καί
Χρυσής, τό όνομα τής συζύγου του.

Αύλούτσιακου (στούν). Στον Αύ?.ούτσιακο. Πλαγιά Β. τού Μεγ. Π.


πάνω από τη συνοικία Μπούναρη, ή οποία διασχίζεται (αύλακοόνεται) από πολλούς
καί μικρούς.λάκκους (αυλάκια).
’Ίσ ω ς από τις λ. αυλάκια (αύλακάκι).

Ά ε τ ο κ ο ύ κ ο υ λ ο υ (στού). Στο Άστοκούκουλο. Ό μεγαλύτερος απο­


μονωμένος βράχος άπ’ τούς έλάχιστους πού υπάρχουν στην θέσι «Αύλούτσιακο», δπου
οί αετοί καί τά γεράκια συχνά σταθμεύουν.
’Ίσ ω ς από τις λ, αετός και κουκούλι (βράχος).
Λίγο πιο πάνω από τον βράχο αυτόν, στην κορυφή τού λόφου, πιθανόν νά υ­
πήρχε πολύ πα?.αιά, εικόνισμα, γιατί ακόμα φαίνεται ή βάσις του, πέτρες άρμολογη-
μένες μέ ασβέστη. Δυστυχώς δμο^ς κανένας δέν θυμάται κάτι σχετικό γι’ αυτό.

Ά τ σ ι ο ύ γ κ λ α (σ’ν ). Στήν Άτσιούγκλα. Ή Α. καί ή Ν.Δ. πλευρά του?


λόγου τού 'Α γ. Χριστοφόρου. Παληότερα ήταν κατάφυτες από αμπέλια καί πολλά
καρποφόρα δέντρα. Σήμερα φυτρώνουν μόνον άγριόδεντρα.

Ά 6 ρ ρ ύ χ α (σ’ν ). Στήν Ά βρούχα. Θέσις Β. τής συνοικίας Μπούναρη καί


πιο πάνω από τον Ανλούτσιακο.
’Ίσ ω ς από τό στερητικόν (α) καί τή λ. (βράχος).

'Α ι - Π α ρ α σ κ ι 6 ή (σ’ν ). Στήν 'Α γία Παρασκευή. Ή έκκλησία τής 'Αγ.


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*

Παρασκευής στη Μπούναρη και το έξοικκλήσι, Λ. τον Μεγ. Π. μέ περιοχή του γύροι,
όπου κατά τον I. Λαμπρίδη ήταν τό έρημωθέν χωρίον "Αγία Παρασκευή6.

'Α ϊ - γ - Κ υ ρ ι α κ ή (σ’ν). Στήν 'Α γία Κυριακή, τό ξωκκλήσι τής 'Α γ.


Κυριακής στο βουνό, 13. τού Μεγ. Π. και ή μεγάλη γύροι περιοχή της, ή όποια άλ­
λοτε έκαλλιεργειτο.

'Α ϊ - Λ η μ ή τ ρ’ (στούν). Στον "Αγιο ΔημήτρΓο. Τοποθεσία στο βουνό, Β.


τού Μεγ. Παπίγκου πριν από τά «Λ’βαδάκια», όπου παληότερα, λένε, ήταν καί εικό­
νισμα τού Ά γ . Δημητρίου.

'Α ϊ - Ν ’ κ ό λ α (στούν). Στον "Αγιο Νικόλαο. Ή έκκλησία στή συνοικία


’Ανήλιο, τό Νεκροταφείο καί μικρή γύρω περιοχή.

'Α ϊ - Θ α ν ά σ ’ (στο\*ν). Στον "Αγιο ’Αθανάσιο. Τό ξιοκκλήσι Λ. τής Μπού-


ναρης καί ή περιοχή γύρω (Α ϊ Θανάσ’δ ις), κατάφυτη άλλοτε από αμπέλια καί όπω-
ροφόδα δένδρα. Στή θέσι τους σήμερα φυτρώνουν άφθονα άγριόδενδρα.

'Α ϊ - X ’ σ τ ό φ ο υ ρ ο υ (στούν). Στον "Αγιο Χριστόφορο. Τό εικόνισμα


του Α γίου Χριστοφόρου Δ. τής Μπούναρης καί ή γύρω περιοχή κατάφυτη άλλοτε
| από αμπέλια καί όπωροφόρα δέντρα.

'Α ϊ - Γ ι ώ ρ γ ’ (στούν). Στόν "Αγιο Γεώργιο. Ή έκκλησία τού 'Α γ. Γεωρ­


γίου στο Μεγ. Π.

'Α ϊ - Β λ ά σ ’ (στούν). Στόν "Αγιο Βλάσιο. 'Η έκκλησία τού 'Α γίου Βλα­
σίου, πολιούχου τού χωρίου, στο κέντρο τού Μεγ. Π .7

'Α ϊ - Λ ή μ ο υ (στούν). Στόν "Αγιο Δήμο. Τό μέρος πίσω από τό ιερό τού
'Αγίου Βλασίου.
’Ίσω ς τό β. νά μετετράπη σε δ. (βήμα - Δήμα — Δήμος).

'Α ϊ - Γ ι ά ν ν * (στούν). Στόν "Αγιο Ίιοάννη. Τό εικόνισμα τού 'Α γίου Ί -


ίοάννου στή συνοικία Σιόποτο 8

*Α ϊ - Τ ρ ι ά δ α (σ’ν ), στήν 'Α γία Τριάδα. Τό εικόνισμα τής 'Α γία ς Τριά-
δος στή συνοικία Σιόποτο τού Μεγ. Π.

'Αϊ-Κουσταντίνου (στούν), στόν "Αγιο Κωνσταντίνο. Τό ξωκκλήσι


των 'Αγίων Κωνσταντίνου καί 'Ελένης, Δ. τού Μεγ. Π . καί ή περιοχή γύρω. Έ πί-
|σ η ς καί τό όμώνυμο εικόνισμα στή γέφυρα τού Βοϊδομάτη.

!§| 'Α ϊ - Τ ρ ύ φ ο υ ν α (στούν), στόν "Αγιο Τρύφωνα. Τό εικόνισμα τού 'Α-


p f γίου Τρύφωνος καί ή περιοχή γύρω, Δ. τού Μεγ. Π .
i_
.··#*· _
^i**ν
__
6. I. Λαμπρίδη, ένΟ. άν. σελ. 3 εκδ. 1889.
ν 7. Περισσότερες πληροφορίες τόσο γι* αυτή την έκκλησία, όσο καί γιά άλλες, βλέπε σέ
ξεχιοριστό κεφάλαιο.
{ t ie . Έπί του ξυλίνου κουβουκλίου όπου οί εΙκόνες, υπάρχει ή έξης έπιγραφή: «Μαρία Θ. Φ.
σύζυγος Κων) νου Ζηκοπού?.ου, 1896 Φεβρουάριου 25*.
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

*
fΑ ϊ - Τ α ξ ι ά ρ χ ’ (στούν), στην εκκλησία τών Ταξιαρχών. Ή πολιούχος
έκκλησία του Μ. Π .

Ά τ ζ ι ά ϊ μ α (σ’ν ), στην ’Ατζιάϊμα. Μεγά?.η χούνη, Α. του Μ.Π. ή όποια


μόνον μετά από τά δυνατά πρωτοβρόχια κατεβάζει πάρα πολλά νερά, πέφτοντας δέ
από κείνο τό πελώριο ύψος κάνουν εναν πολύ δυνατό θόρυβο σάν κάτι το υπερφυσικό.

Ά μ α ρ ι ά τ ζ ι ν α (σ’ν ), στην Άμαριάτζινα. Βρύση — ή όποια στερεύει


πολύ γρήγορα — καί ή περιοχή γύρω, δεξιά τού «Τράφου», καθώς άναβαίνουμε γιά
τη Ραδόβολη.

Ά μ α ρ ά ϊ δ ο υ (σ’ν ), στην Ά μαράϊδω ή στού Άμαράϊδου. Τοποθεσία (ζω­


νά ρ ι), Α. τού Μ .Π., απέναντι από τό «ζωνάρια «Προβατίνα». Κι’ έδώ υπάρχει με­
γάλη ρωγμή, αλλά φαίνεται δέν παρουσιάζει τόσο ένδιαφέρον δσο ή τής Προβατίνας,
γιατί οι ειδικοί δέν έδωσαν καμμιά σημασία.

Ά λ ’ π ό τ ρ υ π ι ς9 (ο ι), οί ’Αλεπότρυπες. Τοποθεσία άπέναντι από τά «Μπι-


λίσνοβα», Β . τού Μεγ. Π .

Ά γ κ α σ τ ρ ο υ μ έ ν 5,0 (σ’ν ), στην Άγκαστρωμένη. Πε?ώριος συμπαγής


βράχος στις πρώτες μεγάλες πηγές τού Βοϊδομάτη, μεταξύ Παπίγκου καί Βετσικού.
Τό σχήμα του μοιάζει μέ κοιλιά έγκύου («γκαστρωμένης) από τό όποιο πήρε την ό-
νομασία ή μεγάλη ούβίρα πού σχηματίζεται έκει.

Ά σ π ρ ό η (στούν), στον Άσπρόη. Τοποθεσία (νεροσυρμένες ράχες) Β.


τού Μεγ. Π . κοντά στην άλλοτε καλλιεργήσιμη περιοχή «Μπορίτσια». Τό χώμα του
είναι αμμώδες καί άσπρο.

’Α ν ή λ ι ο υ (στ’), στον ’Ανήλιο. Βοσκήσιμη περιοχή κατά τό χειμώνα, Δ.


τού Μεγ. Π . (αριστερά όχθη τού Μεγαλάκκου προ τής εκβολής του στο Βοϊδομάτη).

’Α ν ή λ ι ο υ 11 (τ’), τό ’Ανήλιο. Μία από τις τρεις συνοικίες τού Μεγ. Π.

Ά γ κ ά θ ’12 (στ’), στο ’Αγκάθι. Τοποθεσία Β. τού Μεγ. Π. μετά από τά | |


«Έ λατα». ’Ίσ ω ς νά πήρε τό όνομα από ένα είδος αγκαθιού, τό όποιο πολύ φυτροϊνει ;;ί
έκεΐ. Μ

Ά μ α ρ ού δ α (σ’ν ), στήν Άμαρούδα. Βρύση καί μικρή γύροί περιοχή μέ ·1ι


κήπους, Β. τού Μ.Π.

Ά λ ο υ γ ό δ ρ ο υ μ ο υ13 (στούν), στον Άλογόδρομο. Στενή διάβασις πά- Ι­


νώ από τό Μ.Π., ή όποία οδηγεί στήν Άστράκα. Μέ μεγάλη δυσκολία περνάνε μόνο J.f
τά «πράματα» (μουλάρια) τών Βλάχων. |·(
_____ ____________ ?£
9. α) Χρ. Ρεμπέλη «Κονιτσιοιτικα», σελ. 256. β) Κ. Δ. Στεργιοπούλου, «Ήπειρ. Χρονικά»,|ί|
1934, σελ. 213.
10. Γ. Άναγνιυστοπούλου «Ήπειρ. Χρονικά», 1926, σελ. 86. |jij
11. Γ. Άναγν. ένθ. άν. |
12. α) Γ. Άναγν. ενθ. άν. β) Χρ. Ρ. ένθ. άν., άναψέρεται δμως λανθασμένος, γ) Κ. Δ/]'!
Στεργιοπούλου, £ν0. άν. σελ. 212. |? i
13. Γ. Άναγν. £νθ. άν. •νΠ
Ι:
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

’Α γ υ ρ ό ν τ ρ ι α (στά), στα ’Αγυρόντρια. Μεγάλη περιοχή στους πρόποδες


τού λόφου « Ά ϊ - Χ’στόφορος», κατάφυτη άλλοτε από αμπέλια. Μετά τά έσπερναν
διάφορα δημητριακά καί σήμερα από τή μιά άκρη ώς τήν άλλη είναι δλα χέρσα.

’Α σ π ρ ο υ μ υ α λ ό 14 (στούν), στον Άσπρομυαλό. Τοποθεσία Β. του Μ.Π.

Ά π ρ ά σ ή τ α (σ’ν ), στήν Ά πράσδτα. Περιοχή Δ. τής Μπούναρης, ή ό­


ποια πριν λίγα χρόνια ήταν κατάφυτη από αμπέλια καί καρποφόρα δένδρα. Σήμερα
έχει τελείως έγκαταλειφθή.

Ά ν τ ά λ κ ’ (σ’ν ), στήν Άντάλκη. Ή βρύση καί ή γύρω βοσκήσιμη περιοχή


«άντάλκις», Β. του Μ.Π.

Ά σ τ ρ ά κ α (σ’ν ), στήν Άστράκα. Ή ψηλύτερη κορυφή τής Τύμφης στήν


περιφέρεια του Παπίγκου, ύφόμ. 2.436 μέτρα. Βλέπε ίδιον Κεφ.

*Α λ α τ σ ι έ ς 15 (στ’ς ), στις Άλατισιές. Ή κορυφή δμαλοΰ λόφου Β.Δ. τής

:W·
Μπούναρης, δπου έχουν τοποθετήσει πλάκες γιά νά αλατίζουν τά πρόβατα 5ταν μέ­
νουν συνεχώς έξω.

Ά ρ τ σ ό ρ’ (στούν), στον Άρτσιόρ. Βοσκήσιμη περιοχή στο «Βουνό» Β.


τού Μεγ. Π. Μέρος τής έκτάσεως αυτής έκαλλιεργεΐτο, ανήκε στήν οικογένεια Τσου-
λή — σήμερα δέν υπάρχει κανείς έπιζών — . ΟΙ Βλάχοι λένε αυτό το χωράφι «στ*
Τσιουκλή τού κλούρ’», έπειδή ήταν κλεισμένο γύρω - γύρω μέ τοίχο, ό όποιος καί
σήμερα φαίνεται μισογκρεμισμένος.

Β λ ί σ τ ι ρ γ ι ς 16 (στ’ς ), στις Βλίστεργιες. Θέσις Β.Δ. τής Μπούναρης,


δπου υπάρχουν έλάχιστοι κήποι καί πολλές μικρές πηγές (βρυσούλες).

Β ιλιόνβου (στού), στο Βελιόνβο. Περιοχή Β.Α. τού Σιόποτου, τήν ό­


ποια πριν από λίγα χρόνια καλλιεργούσαν. Στή θέσι αυτή φυτρώνουν πολλά πουρνά­
ρια καί πιθανόν νά πήρε τήν όνομασία από τό μέρος πού έχει πολλά βελάνια (βελα­
νίδια). Σλαβικά τό μέρος λέγεται - οβο καί από τήν έλληνική λ. βελάνι<βελανίδι<βά
λανος = βελανιδότοπος.

Β α ϊ ν ά κ ι α (στά), στά Βαϊνάκια. Βοσκήσιμη περιοχή μετά τό εικόνισμα


τής "Αγίας Παρασκευής. Χαμηλότερα στο μέρος αυτό υπάρχουν πολλές μικρές σπη­
li. λιές πού μοιάζουν σάν μικρά βαρελάκια<βαενάκια.
,ΐΥ
»■? Β ο υ ρ ί λ ι ς17 (στ’ς ), στις Βορίλες. Τοποθεσία Δ. τού Μεγ. Π . καλλιεργει-
II
14. Γ. Άναγν. ενθ. άν.
ϊ!.:pr 15. Κ. Δ. Στεργιοπούλου, £νθ. άν. σελ. 213, τοποθεσία στο χο)ριό Χιονιάδες Κονίτσης.
Μ 10. rt) Χρ. I. Σούλη «Τοπωνυμικόν των Χουλιαράδιον» στά «Ή π. Χρ,» 1932, σελ. 225
«...Β λύστρα, ή τοπωνυμία συνήθως εις μέρη «π’ άναβράν νερά», ταυτόσημος είναι καί
I ή άνάβρα. β) Κ. Λ. Στεριοπούλου «Ήπειρ. Χρ.» 1934, σελ. 219. «Βλύστρες», άπαντά-
ται ώς τοποθεσία.
17. αΐ Κ. Δ. Μέρτζιου «Συμβολή εις τήν ερμηνείαν των ξενικών τοπωυνμιών» Ρουμ. ΒΟ
RILA = Νότιος άνεμος. Σλα6. VRLIJA — Ψάθα άπό βέργες. Σλα6. VRLULJA =
ΙΙηγή. Άλβαν. VRELE = Δίνη ύδατος. β) I. Θιομοπούλου «Πελασγικά» σελ. 170.
(...Β ο υ ρ Ι = άμπελος παρά τοίς Περγαίοις άνάγει εις τό ’Αλβαν. βέρε = οίνος, γ)
«ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

ται ακόμα, παληότερα, λένε, ήταν αμπέλια. c■


V
Β ο υ ι δ ο υ μ ά τ ’ 18 (στοΰ), στο Βοϊδομάτι. Τό ποτάμι πού πηγάζει από
τό Νότιο τμήμα της Τύμφης στη περιοχή τού Βραδέτου, διασχίζει τη χαράδρα τού
Βίκου, ένώνεται μέ τον ’Αώο στον Κάμπο τής Κλείδιονιαβίστης και Γορίτσας, έν συ­
νεχείς μπαίνει στο ’Αλβανικό έδαφος καί χύνεται εις τό Άδριατικόν Πέλαγος προς
Βορράν τού Κόλπου τής Ανλώνος.
ΟΙ κύριες πηγές του είναι μεταξύ Παπίγκου καί Βετσικού, κάτω ακριβώς από
τό «Κόκκινο Λ’Οάο».
Διά περισσότερες πληροφορίες βλέπε ίδιο Κεφ.
ί
Β ο ρ ί λ α ς, ό, στον Βορίλα. Θέση καλλιεργουμένη ( Ν ). Ή λέξη, μάλλον
ορθά σχετίζεται μέ τή Ρουμανική Borila (Νότιος άνεμος).

Β ί κ ο υ 19 (ατού), στο Βίκο. Ή περίφημη μεγάλη χαράδρα Ν.Α. τού Π απίγ­


κου, έχει βάθος από 500— 1.000 μ. καί μήκος 25 περίπου χλμ. ’Αρχίζει ανάμεσα ά-

Χρ. Λ. Άλβαν. BURILEJA καί BURILE = Τό βαρέλι. Βορίλας, 6, στον Βορίλα. Θέ


ση καλλιεργούμενη ( Ν ) . Ή λέξη, μάλλον ορθά, σχετίζεται μέ τή Ρουμανική Borila (Νό­
τιος άνεμος). Βλ. Η.Ε. τόμ. ΙΑ' σελ. 426 «Τοπιονυμικό τής ποτέ Επαρχίας Κουρέν-
των» υπό Στεφ. Μπέττη, δημ)λου.
18. α) Σπ. Στούπη «Πωγιονησιακά * Βησσανιώτικα», τόμος Β' σελ. 45, 46. (../Τπήρχε
καί χο>ριό Βοϊδομάτη όπου τά Τσαρσπλανίτικα καλύβια. Τις γαΐες του τις άρπαξαν οί
Καραμουρατάτες καί Κολοηαάτες, τις όποιες Αργότερα πούλησαν σέ Τσαραπλανίτες.
Πάντως όριστικά έγκατελείφθη άπό τούς κατοίκους του τό 1861. Τό όνομα Βοϊδομάτι
πιθανόν νά προέρχεται άπό ποικιλία άμπέλου καλου/ιένη Βοϊδομάτι, πού ίσο>ς κατά προ-
τίμησι νά έκαλλιεργεϊτο εκεί. Ό κάμπος Βοϊδομάτι υπολογιζόμενος σέ 1.500 στρέμματα
έλέγετο τής «Κυράς», επειδή προφανώς Ανήκε σέ κάποια Τούρκισσα, άλλο δέ μικρό τμή­
μα του έλέγετο τού «Ταουλά» από τό επαινυμο ίσως παληού ιδιοκτήτου».
β) Π. Άραβαντινού: Χρονογραφία τής ’Ηπείρου, έκδ. 1856, σελ. 33. (...Βοϊδομάτι.
Κλάδος τού ποταμού Βωβούσης ίϊδέ Αώος) καί θέσις όπου Αρχαίας πόλεο>ς ερείπια σώ­
ζονται . . . ) .
γ) Τ. Λαμπρίδου: Ζαγοριακά, τόμ. Λ' έκδ. 1889^ σελ. 18. (....Τ ό δυτικόν τού Ζαγο-
ρίου ποταμού είναι αυτός ό Βος παραπόταμος τού ’Αώου έν Ζαγορίο), 6 εισερχόμενος εις
τήν κατανυκτικήν αυτού χαράδραν, λαμβάνει τό όνομα αυτής, Βίκος επιλεγόμενος, έ
νούται δέ κατά τήν έξοδόν του καί παρά τήν άριστεράν αυτού όχθην υπό τό Βιτσικόν Α
μετά πολλών αυτόθι εκ τής Αναθρωσκιυντων ύδάτων, δι’ άπερ ίσιος 6 Πουκεβιλ ώς ύ
πογείως έχον πηγάς έθειόρει τό ποτάμιον τούτο, έξερχόμενον δ’ εκ τών καθέτων καί 1 \
Αποκρήμνιυν τού Ζαγορίου βράχιον Αποκαλείται Βοϊδομάτι έκ τού παρακειμένου Αρι­
στερά ομωνύμου καί διαλυθέντος χωρίου τού τμήματος διέρχεται γέφυραν υψηλήν και h
στενήν έν το) μέσιο πλατάνων καί χύνεται εις τον Άωον...).
19. α) Μεγ. Έλλ. Έγκυκλοπ., τόμ. Ζ' σελ. 273. ι) Βίκος (ό) (VICIA) ~ Γένος φυτών
τής οικογένειας τών έλλοβοκάρπιυν. ιι) Βίκος (ό) ~ ΙΙηλινον δοχεϊον (Ήροδ. Α 194).
Ό Ησύχιος καλεϊ τον βίκον «στάμνον μέ λαδάς»... β) I. Λαμπρίδου, ένθ. Αν. έκδ
1870, σελ. 11—12. ί . . . ΤΑρά γε ή λέξις Βίκος πόθεν παράγεται; Είναι Λατινική; Έλ
ληνική; έπειδή ώς καταφύγιον πολλών χριστιανών έχρησίμενσεν; Καθ’ ήμάς ή λέξις
είναι όπως καί τών πλείστων τοποθεσιών τού Ζαγορίου, σλαβική, σημαίνουσα τόπον ή·
χιί)6η...)
*
I πό τά χωριά Βίτσα καί Κουκούλι κιά καταλήγει μεταξύ ΓΙαπίγκου καί Βετσικοΰ.
I Διά περισσότερες πληροφορίες βλέπε ίδιο Κεφ.
I
§ Β α ρ τ α τ λά ζ ι ν α (στ*), στοΰ (ή στο) «ζωνάρι» τ’ Βαρτατλάζινα, Α.
ί τού Μ.Π.
t
| Β α ρ α 6 α20 («τ’), στού Βαραβά. Καλλιεργήσιμη άλλοτε περιοχή.
ί·
| Β λη σιά ν ’ (στ’, στοΰ, ή στή) Βλησιάνη. Τοποθεσία στο «Βουνό».

ϊ Β ο ύ λ σ τ ι ς (στ’), στις Βοΰλστες. Τοποθεσία πάνω από το Μ. Π . άνεβαί-


■? νοντας γιά τη Ραδόβολη, δεξιά του Τράφου, άλλοτε έκαλλιεργείτο.

·■ Β ρ ά ν σ τ α 21 (στ’), στή Βράνιστα. Μικρή, καλλιεργήσιμη ακόμα, περιοχή


Ν. του Μεγ. Π.

Β ’ν ό (στοΰ), στο Βουνό. ’Απροσδιόριστη περιοχή μετά τά νΕλατα, Β. του


Μεγ. Π.

; 20. Βλέπε «Προικοσύμφωνα» υπ’ άριθμ. 2.


; 21. α) Κ. Δ. Στεργιοπούλου, περιοδ. «’Αθήνα» τόμ. 46, σελ. 245. (...Βράνιστα (ή ): ι)
ι) άπό τό σλ. VRANA = κορώνη, καρακάξα; κατά τον Μ. A. SELISCEV. ιι) ’Από τήν
Αλβ. λ. βρανές πού σημαίνει κατηφής καί συνοφρυιομόνος; Κατά τον ΗΑΗΝ. ιιι) ’Από
τό όνομα Βρανάς;
. . . Τοπιονυμίαι δέ μέ τήν παραγωγικήν ταυτήν κατάληξιν - ιστα, είναι συνηθέσταται είς
τήν Ελλάδα. Κατά τούτο δέ δυνάμεθα νά καθορίσωμεν τήν θέσιν τής καταλήξεο>ς ταύ-
της εις τάς όνομασίας των τόπων: δεν προσετέθη αυτή είς Σλαβικάς μόνον λέξεις, αί
όποϊαι σπανίζουν ώς τοπωνυμίαι, Αλλά καί είς λέξεις Έλληνικάς χρησιμοποιημένας ώς
τοπωνυμίας, πριν ή Ακόμη οί Σλάβοι κατέλθουν είς τήν Ελλάδα. Μία των τοπιονυμιών
τουτιον είναι καί ή Βράνιστα.
β) Κοιώίλα Εύλογίου: Τό Κράτος τής άληθείας, Άθήναι, 1914, σελ. 283.
(...,Αλλά πλήν τούτοι* τό «στά», ή σπουδαιοτέρα των θεωρούμενοι σλαβικών καταλή-
ξεοιν, δεν είναι πάντοτε σλαβική. Είναι καί Αρχαία ιλλυρική, ώς Απέδειξεν 6 KRAHE
(DIE ALTEN BALKANILLTRICHEN GEOGRAPH. ΝΛΜΕΝ 1925, σ. 68—71),
καί διεσταυροόθη προς τήν σλαβικήν, ώς μαρτυροΰσιν Αρχαϊαι τοπιονυμίαι καί έθνικά,
Αάδεστα, Τεδίαστον, Πενέσται, Πιρούσται, Δυέσται, Έθνέσται, Όρέσται, Λυγκησταί,
Βράτζιστα (Προκοπ. Άνέκδ. 4,4 κ.τ.τ.).
( . . . Έ ξ άμαθείας έπίσης συνηθίσαμεν τάς καταλήξεις -ιτσα καί λέγεται -ιστα, νά θεω ·
ρώμεν σλαβικάς καί χωρίς νά έξετάσωμεν τάς ούτωσί λήγουσας τοπιονυμίας είς τάς
σ λα β ικ ά ς...). ΈνΟ. Αν. σ. 284.
( . . . ή δέ -ιτζα, ιτσα προέρχεται έκ των διπλών σσ, ττ, άπερ Λναντιλέκτιος έξεφωνοΰντο
παρά τοίς Αρχαίοις διαφόριος τού άπλοι* τ ή σ). νΕνθ. Αν. σ. 284.
γ) Γκισδαβίδη Ά π . «Τό Μελένικον», έκδ. Γ' Θεσ)νίκη σ. 85.
(...Μ ερικαί λέξεις είς -ιστα λήγουσαι παραδέχονται ότι είναι σλαβικαί, Σιάτιστα, Νιά-
ουστα, Βίστριτσα παρά τό Παγγαϊον, Βοδόβιστα παρά τούς Φιλίππους, Πράβιστα νΰν
Έλευθερούπολις, Προβίστα παρά τήν Ζίνην, δεν ήμπορεΐ νά είναι σλαβικαί. Ά π ειρ α εί­
ναι τά χιορία μέ τήν κατάληξιν αυτήν. Έπομένιος όλα τά χιορία μας έπειδή συγγενεύ­
ουν ώς προς τήν κατάληξιν, πρέπει νά τά λέμε σλαβικά;.. . ) .
«η π ε ι ρ ώ τ ι κ η ε στία »

Β ρ υ σ ο ύ λ ι ς22 (στ’ς ), στις Βρυσούλες. Τοποθεσία Ν. τού Μεγ. Π ., δπου


υπάρχουν πολλές μικρές πηγές (βρύσες).

Β ρ υ σ α ν τ ρ α γ κ ό ν 23 (στ’), στη βρύση το ύ (;) Σ ιαντραγκόνη. Ή βρύση


καί ή μικρή γύρω περιοχή μέ τούς κήπους, Δ. τού Μπούναρης.
Σήμερα, μόλις καί μετά βίας παραμένει στή θέσι της ή άσπρη σκαλιστή πέτρα
(βρύση), οί δέ κήποι έχουν έγκατα?νειφθή.

Β α γ γ ε λ ί σ τ ρ ι α 24 (στ’), στήν Ευαγγελίστρια. Τό εικόνισμα τής Ευαγ­


γελίστριας, ακριβώς κάτω από τό Κόκκινο Λ’θάρ’ καί ή περιοχή γύρω.
Λένε, δτι χτίστηκε τό εΙκόνισμα αυτό προς τιμήν τής Παναγίας, επειδή στον πε­
λώριο καί απότομο πέτρινο όγκο μέ τό κόκκινο χώμα, φαίνεται άπό μακρυά σαν νά
είναι ζωγραφισμένη ή Π αναγία μέ ανοιχτότερο, προς τό άσπρο χρώμα.
Πάντως, γεγονός είναι, δτι στο Κόκκινο Λ’θάρ’ οί κάτοικοι τού χωριού μας,
πολλές φορές, όταν κινδύνευαν άπό τούς Τούρκους ή ληστάς, κατέφευγαν εκεί για
νά σωθούν.

Β ι τ μ ά ν ι α (στ’), στή Βιτμάνια. Βοσκήσιμη (άλλοτε καλλιεργήσιμη), πε*


ριοχή Α. τού Μ .Π : δπου υπάρχει καί δ πιο μεγάλος μορτζίνος, ό όποιος διακρίνεται
χαρακτηριστικά άπό παντού. Πολλοί λένε την τοποθεσία αυτή «στούν Κέδρου», έπει-
δή μορτζίνος καί κέδρος είναι συγγενή δένδρα. Βλέπε καί λ. Κέδρος.
I
Γ κριτζαλωτή (στ’, στήν, ή στού) Γκριτζαλωτή — Ό β ίρ α στο ποτάμι, j
άπέναντι άπό τον μύλο τού μοναστηριού τ’ 'Αγίου Μ ηνά., j

Γ ο ύ ρ ι ς25 (στ’ς ), στις Γούρες. Τοποθεσία Ν. τού Μεγ. Π ., βοσκήσιμη περί- j


οχή κατά τό χειμώνα. . ?

Γ α ρ γ α ρ ό26 (στού), στο Γαργαρό. Θέσις δπου πηγάζει άφθονο νερό καί ί
«γάργαρο» νερό, λίγο πιο κάτω άπό τό «Χούχλακα»26σ. Τό λένε δμως καί Γοργολό. -
Καλλιεργήσιμη άλλοτε περιοχή.

22. Γ, Άναγν. ένθ. άν.


23. Γ. *Αναγν. ένθ. άν. σελ. 97. ι
( ... ΒρυσιαντραΥκόν* αντί βρύσ’ του Σιαντοαγκόνη, ώσπερ όντως καί άνέγνωσα αυτήν '■
. είς προικοσυμθόλαιον του 1813. Έν ταύτη με την πάροδον του χρόνου, έκλιπόντος προ
πολλού τού ίδρυτού καί λησμονηθέντος τού ονόματος αυτού συνεσωματώθη ή λ. βρύα’ με- j
τά τούτου εις εν όνομα, ήμαυριόθη 6έ καί ή έννοια των συνθετικών του μερών. Εις τού- '
το συντελεί καί ή εκπτωσις τού ρ. Βυσιαντραγκόν; κατ’ άνομοίωσιν— ). Γκριτζαλωτή
στ’, στή ή στού Γκριτζαλωτή* = Όβίρα στο ποτάμι, απέναντι άπό τό μύλο τού μονα­
στηριού τ ’ ’Αγίου Μηνά.
* «. . . ’Ίσως νά είναι κυρκονυμία καί νά θυμίζη κάποιον Γρίτζαλη, ίσιος όμιος νά οφείλεται
καί σ’ άλλη αιτία. Ή λ. γκριτζάλα (ή) = γκρίνια (Λάκκα Σουλίου), γκριτζέλος (ό» \
ζ=. γκρινιάρης (Τζουμέρκα). (Άγγ. Ν. ΙΤαπακώστα: «Ό Βοϊδομάτης καί τά μνημεία»
του», Άθήναι, 1961, σελ. 12). -
24. Γ. Άναγν. ενθ. άν.
25. a) Κ. Δ. Μέρτζιου: ενθ. άν. (...Ρουμ. GURA = Στόμιον, άνοιγμα, χάσμα, κοιλότης *
ή άπό τήν Άλβαν. GURRE—Λ = Πηγή μέ άφθονο νερό...).
β) Χρ. Λ. ένθ. άν. ( . . . GURRE—A rr Πηγή).
26. Χρ. Ρεμπέλη: ενθ. άν. σ. 261. Χιοοίς όμιος νά έχει σχέσι μέ τήν τοποθεσία πού γίνεται*
λόγος.
26α. Προικοσύμφωνα ύπ’ άριθμ. 2.
Γ ε λ α δ μ ο υ ν η27 («ττ*), στη Γελαδομονή. Τοποθεσία στο «Βουνό», jtiooj
από τή «στρούγκα», στα σύνορα Κλειδονιαβίστης και Παπίγκου.

Γ ι α λ ή μ’ τ ο ύ μ ν ή μ α28 (στού), στού Γιαλή τό μνήμα. Θέσις, μόλις


αρχίζει τό ’Αγκάθ’ μετά τή Στρούγκα, οπού εκεί κάποτε σκοτοιθηκε κάποιος Τούρκος
όνόματι Γιαλήμ. Σήμερα φαίνονται ακόμα οί πέτρες όχι από Ιναν τάφο, άλλα από
τέσσερες. Ή περιοχή αυτή έκαλλιεργείτο άλλοτε.

Γ κ ο ΰ 6 α29 (στ’), στή Γκούδα. Ή βρύση και ή μικρή γύρω περιοχή με τούς
κήπους Β.Α. τού Μεγ. Π., πηγαίνοντας για τό Μ.Π.

Γκορτζιές (στ’ς ), στις Γκορτζιές. Τοποθεσία Δ. τού Μεγ. Π ., δπου φυ­


τρώνουν πολλές άγριαχλαδιές (γκορτζιές»30. Στον ίσκιο τής πιο μεγάλης γκορτζιας,
ξαπόστεναν οί πεζοπόροι κάποτε.

ΓκουδουσΗτίτσα (στ’), στή Γκουβοσίιτίτσα. Τό πρώτο «ζωνάρι» πά-


νο> από τον Κούπο.

Γ λ υ κ ο υ ν έ ο’ (στού), στο Γλυκονερι. Βλ. λ. Ποτσιώνος.

Γ κ ο υ μ ά ν ι α (στ’), στή Γκουμάνια. Βοσκήσιμη περιοχή πολύ χαμηλότερα


από τήν τοποθεσία «Τείχος».
«Στ’ Γκουμάνια, όβίρα από τήν πλευρά τού Παπίγκου. ’Ίσω ς νά είναι κυριωνυ-
μία καί νά θυμίζη κάποιον Γκουμάνια, ΐσοις νά οφείλεται καί σ’ άλλη αιτία. Γκουμα-
νάω ~ Χτυπώ, αντηχώ (Λάκκα Σουλίου)»30®.

Λ α δ ι έ ς τ ’ ς Ν τ α λ ι α ν τ ό ρ ι ν α ς31 (στ’ς ), στις Λαδιές τής Ντα-


λιαντόρινας. Λίγα απομονωμένα πεύκα (δαδιές) αριστερά, ανεβαίνοντας τή ράχη
«’Αγκάθι». Πήρε τήν όνομασία από τό όνομα τού ιδιοκτήτου.

Δ ρ α κ ό λ ι μ ν ’32 (στ’), στή Δρακόλιμνη. Ή λίμνη πού υπάρχει σέ μια από


τις κορυφές τής Τύμφης. Διά περισσότερες πληροφορίες βλέπε ίδιο Κεφ.
f

27. α) Γ. Ά γνα ν. ενθ. αν. (...Θ έ σ ις δπου μονάζουν (σταλίζουν) άγέλαι ζ ώ ιο ν ...).
β) Κ. Δ. Στεργιοπούλου: Τίπειρ. Χο. 1034 σελ. 220 ( . . .«Γελαδονομή», τοποθεσία στο
χωριό Μελισσόπετρα).
28. Γ. Ά να γν. *ένθ. άν.
29. Κ. Δ. Στεργ. ενθ' άν. σελ. 232, 233. ( . . . Π ε ρ ί τής προε?.εύσεως τής λ., τρεις είναι αί
γνώμαι: Ό METER (A LB. W ORTERB(JH) παράγει έξ αυτής τό άλθαν. GU'VE. Ό
MURNU (RIJNS. LE HUWORTER IN NEUTR) θεωρεί αυτήν ρουμανικήν, 6 δέ
SOPFOCLES (GREEK LEXICAN OF THE ROMAN AND BTZA N TIN EPER I-
ODS, BOSTON, 1870), θέτει τον τύπον γούβας, θεωρών αυτήν Χαλδαϊκήν. Άναμφιδό-
λως ή ήμετερα λέξις είναι σι»νήθης εις τήν Ελλάδα άπό τους βυζαντινούς χρόνους.
30. Κ. Δ. Στεργ. ενθ. άν. σελ. 232. (.. .Γκορτζιά, είναι ή άγριαπιδέα, P T R U S SO LICI-
FORMIA (Χελδράϊχ 1910). Ή λέξις κατά METER (NEUGR. STUD. 11,65) είναι άλ·
Οανική έκ τού GORITSE - IIO L R B IN E , θεωρεί δ’ αύτήν βλαχικήν. Ό MURNU
(RUN. LEHNW . IN NEUGR).
m 30α. Άγγ. Ν. Παπακώστα: «Ό Βοϊδομάτης κα) τά μνημεία του», ΆΟήναι 1961, σελ. 12.
31. Γ. Ά να γν. £νθ. άν.
32. Ν. Πολίτου: Παραδόσεις, ΐόμ. Α', σε?.. 272.
666λ α λ α λ λ α α λ λ ^ αλα^ ααλαλλααααααα^ <η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Έλατα (στα). Ή μοναδική δασωμένη περιοχή από πεύκα και έλατα Β.


του Μεγ. Π.

Ζ ο υ ν ά ρ ι α33 (στά), στα Ζωνάρια. Οί όμαλώτερες διαβάσεις σέ απόκρη­


μνα μέρη απ’ δπου μέ δυσκολία περνάνε αγρίμια και ντόπιοι τσοπαναρέοι. Τέτοια
«ζουνάρια» υπάρχουν πάρα πολλά στις απόκρημνες δχθες του ΒοΤδομάτη, του Βίκον*
στον Κούπο και άλλου. Φυσικά ή ονομασία αυτή είναι γενική, γιατί τό καθένα άπ*
αυτά έχει τή δική τον. 'Από μακρυά φαίνονται στ’ αλήθεια σάν ζωνάρια.

Ζ ο υ ρ ο υ π ο υ λ' (στ*), στή Ζουροπουλη. Λέγεται και στον πληθυντικό,


«στ’ς Ζουροπούλις». Καλλιεργήσιμη παληότερα περιοχή Β. τού Μ.Π. καθώς ανε­
βαίνουμε γιά τή Ραδόβολη.

νΙ τ α μ ο ν (στούν), στον νΙταμο. θέσις στά Ν ιγραβιώτικα, Β.Δ. τού Μεγ


Π., λέγεται έτσι από τον μοναδικό ιταμό (είδος δένδρου) πού ύπάχρει έκει.

Κ α ν ν α 6 ί σ τ ρ ι ς3435 (στ’ς), στις Κανναβίστριες. θέσις Β. τού Μεγ. Π ,


δπου, καθώς διηγούνται οι παληοί, υπήρχαν νεροτριδιές γιά καννάβινα υφάσματα
κυρίως.

Κ ά ν ν α λ ι ς (στ’ς), στις Κάνναλες. θέσις απόκρημνη Β. τού Μεγ. Π., απ’


δπου τά νερά τού Χονχλακα, καθώς περνούν, σχημάτισαν τόσο στενές διαβάσεις πού
μοιάζουν σάν κάνναλες. Στ’ απόκρημνα αυτά στενά μέχρι πριν λίγα χρόνια, σύχνα­
ζαν πολλά περιστέρια άγρια. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα.

Κ ο υ π ρ ί γ κ ο υ55 (στού), στον Κουπρίγκο ή στον Κοπρίγκο. Βοσκήσιμη


περιοχή στο «Βουνό» Β. τού Μεγ. Π., παληότερα τήν καλλιεργούσαν.

Κούνιες (στ'ς)* στις Κούνιες. Βοσκήσιμη περιοχή.

Κ ο ύ λ α (σ τ ), στήν Κούλα. Ή ψηλότερη κορυφή τού βουνού Β. τού Μεγ. Π.


στά σύνορα μέ τήν Κλειδονιάβιστα. πάνω από τό «Γκόλια Έλατα».

Κούπο (στού)3*, στον Κούπο. Ή μεγαλύτερη χαράδρα Α. τού Μ.Π.

33. Γ. ’Αναγν. ΙνΟ. άν.


34. Γ. Ά να γν. έν6. άν.. ό ίδιος έξ άλλον, αναφέρει, (βλέπε και Προικοσύμφωνα ύπ* άριθ. 3,
δτι «Κανναβίστια — Κήπος εν φ έχαλλιεργειτο κάνναβις». Καί έρωτάται, τί ήταν νερο-
τριδιές ή κήποι:
35. Γιάννη Κορδάτον: «'Ιστορία τής επαρχίας Βόλον καί ’Λγνάς», σελ. 534. ( ...Ε τ υ μ ο ­
λογώντας τή λ. ΚΑΙΤΟΤΡΧΑ. χι»ριό τής έπαρχίας Βόλον, γράφει: «Οί Βυζαντινοί
λόγιοι καί οί γραφιάδες τον Πατριαρχείον έγραφαν Κάπραινα, έτιηιολογώ\τας το από
τό κάπρος ~ άγριογονροννο. Στά βλάχικα όμος κόπρα — γίδα καί κάπρινα ~ γιδό-
μαλλο. Μπορεί λοιπόν τό τοπωνύμιο αύτό Κάπουρνα, τό είναι βλάχικο καί να σημαίνει
γιδοχώρι ή κάτι τέτοιο. Με τό ίδιο όνομα Κάπονρνα. ύπάρχει καί χόριό κοντό στή Λε
δαδιά. "Αν τό αρχικό ήταν Κόπρε να, τότε έτ\»μολογεϊται άπό τό σλαβικό κοπρίβεν =r
τσονκνιδότοπος ή άπό τό κοπρίνεν = μεταξότοπος>.
361. ιΟ Κοραή «*Άπα\τα>. σελ. 205— 20ε.
I , . .Κ Ο Τ Π Α , είδος άγγείον χρήσιμον να χρατή νερόν, έχον χείλη χαμηλά καί πλατυ-
τερα τον πάτον (TA SSEK Ό σχηματισμός τής λέξεως είναι Δωρικής ή Αιολικής δαν
λέκτοι», όθεν οί λατίνοι έλαβον τό CI7PA (ίταλ. COPPA) άπό τό Κύπη, τον όποιον μό-
K Q ά κ ο υ ρ α37 (στά), στα Κράκουρα. Τοποθεσία στο Μ.Π.

Κοκκινόη (στον), στον Κοκκινόη. Τοποθεσία καλλιεργήσιμη στα « Σ έλ ­


λα», Πήρε την όνομασία από τό χρώμα του έδάφονς πού είναι κόκκινο (πηλός).

Κ ό η (στ’), στον Κόη. Βοσκήσιμη περιοχή για τό χειμώνα Ν.Δ. τού Μ.Π.
«Κώς, τό πρόβατο, Κάρες (Κρατ. 7,370, Μ. Ζηνοβ. 4,64 κλπ.).
«A LTTU R K . Κόϊ, πρόβατον (HOMMKL, U S . 225). Κόι - μόας (L A N C K O -
R O U SK I P IS ID . 87). Κώ - αομις. Κίλιξ (S U N D W A L L , L T K . 75 - Κριός -
Έ ρμης) πρβλ. Γερμ. KUH, C O W :S A S K R . G O W , SU M ER U N D A LT AEG.
G U - S T IE R (HOMMEL, U S 109)37a.

Κ α ρ α π λ ι ά κ ο υ ς τ ο ν χ ο υ ρ ά φ* (στ’ς ), στής Καραπλάκως τό χω ­


ράφι. Τό μεγαλύτερο χωράφι μιας άλλοτε καλλιεργήσιμης περιοχής στο «Βουνό» στό
«Μπάλιζιο». Πήρε την όνομασία από τό όνομα τής οικογένειας στην οποία άνήκεν.

Κ λ ι φ τ ό β ρ υ σ ’ ή Κ λ ι φ τ ό 6 ρ υ σ ι ς38 (στ’ ή στ’ς ), στήν Κλεφτό-


βρυση ή στις Κλεφτόβρυσες. Πολλές πηγές μέ έξαιρετικό νερό πίσω από τη Στρούγ
κα τον Μεγ. Π.

Κέδρου (στον), στον Κέδρο. Περιοχή καλλιεργήσιμη άλλοτε Α. τού Μ.Π.


Πήρε την όνομασία από τό μεγαλύτερο καί απομονωμένο μουρτζίνο πού υπάρχει α­
κόμα έκεΐ. Βλ. καί λ. Βιτμάνια.

νον τό παράγοιγον υποκοριστικόν, κνπελλον ( είδος ποτηριού), σώζεται σήμερον είς τά


Ελληνικά Λεξικά. Τό Κύπη παράγεται άπό τό κύπτω, έπειδή ή κούπα είναι κυπτή καί
ή καμπύλη έξωθεν. Ά πό τό Κύπη είναι των Γάλλων καί τό COUPE καί τό CUVE άπό
τό κύπελλον, τό COUPELLE (άγγεϊον χημικόν) καί τό C O U P O L E ... ό θόλος, τόν
οποίον οί ’Ιταλοί όνομάζουν CUPOLA. . .
Δι* αύτό καί τά κυφά ή κυρτά κεραμίδια, τά σκεπάζοντα τάς στέγας των οίκιών, όνομά-
ζονται Κούπα, άπό τό προπερισπώμενον Κούπος. Τό δέ Κοΰπος, έπίθ. όξύτονον, σημαίνει
αυτήν την Κούπαν ή τό Κύπελλον, ή άλλο τι άγγεϊον όμοιόσχημον, άνεστραμμένον άνω·
κάτω τού όποιου την σημασίαν δεν έννόησεν ό Δουγγάκιος ίλεξ. χουνήν) είς τό παράδει­
:ψ·1 γμα τούτο, «έπίθες έπάνο> αυτήν χοι*νήν κουπόν», τούτο σημαίνει, επίβαλε χωνίον άνω
κάτω γυρισμένον, ίόστε τό μέν άνοικτόν καί πλατύ του μέρος νά έγγίξη την γην, τό στε-
νόμακρον αύτού σιοληνάριον νά κατευθύνεται προς τά άνω.
Ά πό τό Κουπός παράγεται τό σύνθετον επίρρημα, έπίκουπα (χυδ. πίκουπα), ήγουν άνω-
κάτιο, σκυπτά είς τρόπον κούπας γυρισμένης ώς άπό τό Κούπα τό Κουπανοσάνιδον. . . )
β) I. Θωμοπούλου «Πελασγικά» σελ. 486.
«Κούπα (ή) = Κύβη, θ ό λ ο ς...»
γ) Χρ. Λ. ένθ. άν. (KUPE— Α καί KUPA = Γίοτήριον, κοιν. κούπα (Λατ. C U P A . . . ) .
) 57. Κ. Δ. Μέρτζιου: «Συμβολή είς την ερμηνείαν των ξενικών τοπωνυμιών»,
( . . .Ά λβ . GRTKORE = Μικρά κοιλάς είς την κορυφήν βουνού μέ λειβάδι. Είς τήν άρχ.
Ρουμ. GRIJAC = σταυροειδής καί GURA (Ρουμ.) = χάσμα, άρα Κριάκουρα = «ταυ­
ροειδές χάσμα: Αποκλίνει υπέρ τής πριότης ε ρ μ η ν ε ία ς ...).
ί57α. Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, έκδ. Ζαχαροπούλου, μετάφρ. Πετρίδου, Ά θήναι Ιθβί, #τ.
137, σελ. 268, ύποσημείωσι μεταφραστού.
Η5· Γ. Ά να γν., ένθ. άν.
Κ λ ι ν ο υ 6 ό39 (στοΰ), στο Κλινοβό. Περιοχή Β. του Μεγ. Π ., ή οποία μέ­
χρι τά τελευταία χρόνια έκαλλιεργείτο. Έδώ, κατά τον Λαμπρίδη, ήταν τό χωοιό
Κλινοβό40.

Κειθιλάκκου (στούν), στον Κειθελάκο. Ό δεύτερος κατά σειράν λάκ- I *,{


κος μετά από τό λάκκο τής «Σιαντραγκόν’ς», Δ. τής Μπούναρης. *

Κ α τ ο υ λ ά κ κ ο υ4
0
9
31 (στούν), στον Κατωλάκκο. Περιοχή με κήπους καί ό
λάκκος Β. τού Μ .Π. ·<
; !>
Κ ο υ ν το υ λά κ κ ια (στά), στά Κοντολάκκια. Θέσις έξω από τή Μπού- j-
ναρη, οπού υπάρχουν πολλοί καί μικροί (κοντοί) λάκκοι.

Κουτσουπίλακα (στά), στά Κουτσοπίλακα. Οι δχτες από τά «Κοντο- ·■·*
λάκκια», πού είδαμε παραπάνω.

Κ ρ υ ψ ι ά ρ ι ς (στ’ς ), στις Κρυψιάρες. Τοποθεσία στο Βουνό Β. τού Μεγ.


ΓΙ. πίσω από τή Στρούγκα, οπού και οι πηγές Κλεφτόβρυσες. ’Άλλοτε ήταν καλλιερ- -<
γήσιμη έκτασι.

Καλού ϊρκό (στού), στο Καλογερικό. Τοποθεσία πίσω άπό τή Στρούγκα, *


Β . τού Μεγ. Π ., στά σύνορα Παπίγκου καί Κλείδωνιαβίστης. !

Κ ρ α ν ι έ ς (στ’ς ), στις Κρανιές. Τοποθεσία, κατεβαίνοντας προς τή Λόμ’ j 3


αριστερά. < |

Κ α λ ύ 6 ι ς (στ’ς ), στις Καλύβες. Τοποθεσία, ή ίδια πού λέγεται καί Κρυ- | λ


ψ ώ ρες, βλ. λ. !;
Έ δώ υπήρχαν πράγματι καλύβες, γιατί φαίνονται καί σήμερα οί γκρεμισμέ-
νοι τοίχοι.
'Οπωσδήποτε θά πρέπει νά υπάρχει κάποια σχέσι μεταξύ των λέξεων, Καλύβες, U
Κρυψιάρες καί Κλεφτόβρυσες. ί '*
Κατά τον Λαμπρίδη, έδώ υπήρχε τό χωριό Καλύβες42.
Ε π ίσ η ς υπάρχει καί άλλη τοποθεσία Καλύβες, πάνω άπό τον Τράφο, Β.Α. τού bi
Μεγ. Π . . ] ;■

’ Κ λ η σ ι α σ τ ’ κό (στού), στο ’Κλησσιαστικό. Τό μεγάλο χωράφι πού υ-


πάρχει στή μέση τού Μεγ. Π., ανήκει δε στήν έκκλησία τού Α γίου Βλασίου.

39. Γ. Κορδάτου, ενθ. άν. σελ. 269. (...Τό ποτάμι αυτό — έννοεϊ τά δύο ποταμάκια στην* *
επαρχία ’Αγυιάς Βόλου —, παλαιά λέγονταν Κλεινοβό, φαίνεται πώς πρώτα όλη αύπ| »
ή περιοχή λεγόταν Κλεινοβό ή άπό τό σλαβικό KLINR = σφήνα ή άπό τό KLENR και
βουλγαρικό KLIN ~ καρφί, νύχι. Τοποονύμιο Κλεινοβό υπάρχει καί πάνω άπό τή Κα­
λαμπάκα καί σ’ άλλα μέρη τής Ελλάδος (βλ. VASMER, 91) : Ό Φιλήμων (6οκίμιογ;\ V
Τστορ. Έλλην. Έπαναστάσεως τ. 3, 135), γράφει πώς έτσι λεγόταν τό ποτάμι πού χυ-; ι
νόταν άνατολικά τής Καρίτσας καί που λόγιοι τό λέγανε νΑναυρο...) . ;
40. Ένθ. άν. σελ. 3, εκδ. 1889. (;
41. Γ. Άναγν. ενθ. άν.
41α. Γ. 1Αναγν. ένθ. άν.
42. Ένθ. άν. σελ. 3, έκδ. 1889.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

Κ ό κ κ ι ν ο υ λ ’ 0 ά ρ Ν3 (στού), ατό Κόκκινο Λιθάρι. Ό μεγάλος καί α­


πότομος μέ το κόκκινο χρώμα βράχος Ν.Α. του Μ.Π. πάνω ακριβώς από τις κυρίες
πηγές τού Βοϊδομάτη. Φαίνεται από παντού, γ ι’ αυτό καί στους Παπιγκιώτες χρησί­
μευε για νά 'δείχνη την ώρα (δέν λέμε χρησιμεύει, γιατί σήμερα έχουν ωρολόγια ο!
πάντες), δταν τό «χτί’πάη» ό ήλιος ή ώρα πάει μία. Κάτω δε στις ρίζες του, πολλές
φορές κατέφυγαν οί χωριανοί για νά γλυτώσουν από τούς έπιδρομεΐς.

Κ α γ κ έ λ ι α44 (στά), στα Καγκέλια. Θέσις, μόλις περάσουμε τη γέφυρα τού


Βοϊδομάτη, πηγαίνοντας από την Ά ρίστη προς τό Πάπιγκο, δπου ό δρόμος έχει πολ­
λές στροφές.

Κ ο ύ λ σ τ ι ς (στ’ς), στις Κούλστες. Βοσκήσιμη περιοχή Δ. τού Μεγ. Π .


στά σύνορα μέ την Κλειδονιάβιστα.

Κ ιρα σιά (στ’), στήν Κερασιά. Μικρή περιοχή μέ κήπους στό Λάκκο.

Κ ρ ο ύ ν α45 (στ’), στη Κρούνα. Ή τελευταία βρύση, ανεβαίνοντας προς τή


Ραδόβολη.

Κάτου Χτίσματα (στά), στά Κάτω Χτίσματα. Βοσκήσιμη περιοχή


Ν.Δ. τού Μεγ. Π. Ό Γ. Ά να γν. γράφει δτι σώζονται λείψανα μεσαιωνικού τείχους46.
r
Κυρλούγκα (στ’), στήν Κυρλούγκα. Ή βρύση καί ή περιοχή μέ τούς
κήπους, κάτω από την έκκλησία της Παληουρής.

Κλειστό (στού), στό Κλειστό. Ζωνάρι κάτω από τον Ποτσιώνο κοντά στό
Γλυκονέρι.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι *50

Γ. *Αναγν. £νθ. άν.


Γ. ’Αναγν. Ινθ. άν.
α) Κ. Δ. Μ. ένθ. άν. ’Ισχυρίζεται οτι προέρχεται άπό τή Ρουμ. λ. CRUNA = Πηγή,
β) Λεξικόν Βυζαντίου, λ. κρήνη. «Κράνα άντί κρήνη = πηγή ύδατος, βρύσις (κοιν.) κε-
ψαλόδρυσις, (κ. άλλ.) μάννα του νερού (Λατ.) CAPU Τ AQUAE,
γ) Θεοκρίτου Ειδύλλια, τόμ. Α ', έκδ. Ζαχαροπούλου 1939. Μετάφρ. Ά λ . Φωτιάδη, σελ.
'■Μ
50. ( . . . Ού κ άπό τάς κράνας; Σίττ. άμνίδες; = έλάτε άρνάκια μου άπ’ έδώ, φύγετε
άπό τή βρυσούλα).
δ) Χρ. Λ. KRUE—ΟΙ καί KRU1— Ο Ι = βρύση, κρουνός.
’Ένθ. άν.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ *

ΠΑΥΛΟΥ Α. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
Διδάκτορος της Κοινωνιολογίας του Παν)μίου Tubingen
#Επιμ€λΓ|τοΟ του Πανεπιστημίου Ίωαννίνων

;9
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ Ί

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ'


δ. Ποιμαντικά προβλήματα - ij
1: *3
«Παρήλθεν ή έποχή, λέγει ό Ε. Pin καθ’ ήν τά μέλη τής Εκκλησίας δέν έθε- ^
τον έν αμφίβολο) τά δόγματα τής ’Εκκλησίας και τους θεσμούς της. Τά σημερινά ■j
«μέλη» τής ’Εκκλησίας παρουσιάζουν μίαν ποικίλην τυπιώογίαν, εις την δποίαν ύ- *
πάρχουν θερμοί ι*ποστηρικταί των θεσμών της, απλώς φίλα διακείμενοι, αδιάφοροι, I
αλλά και έχθροί»16. Καί όμιος όλοι αύτοί είναι μέλη τής Εκκλησίας! Νομικώς έξε- I-
τάζόμενοι οι άνθροιποι αύτοί άνήκουν είς την Εκκλησίαν, είς τής όποιας τούς κα- | «:
ταλόγους φέρονται έγγεγραμμένοι. Τούτο τουλάχιστον υποστηρίζει 6 ’Αμερικανός ϊ |
Glock Ιχων βεβαίοις ύπ’ όψιν του την ’Αμερικανικήν Κοινιονίαν17. Πόσοι έξ έκείνων ί
οί όποιοι είναι καταχωρισμένοι ώς Χριστιανοί είς τούς καταλόγους τής Εκκλησίας ij
τηρούν τούς βασικούς κανόνας της καί είναι πραγματικά της μέλη; Πόσοι έκ τώ·/ U*
έκατομμυρίων βεβαπτισμένοιν Χριστιανών έχουν σχέσιν μέ την Εκκλησίαν καί μέ j |
τόν 'Ιδρυτήν της Ίησουν Χριστόν; «Τής ’Εκκλησίας αποκλείονται μόνον οί αίρε- .j$
τικοί, οί σχισματικοί, καί οί δι’ αποστασίας ή δι’ αναθεματισμού απ’ αυτής έκπε- U
σόντες» γράφει ό X. Άνορουτσος18. Ό αυτός υποστηρίζει ότι «δέν υπάρχει είς πλή-
ρης καί γενικής αποδοχής ορισμός τής Εκκλησίας, οί δέ φερόμενοι ή έρίδονται έπί \Η
ημαρτημένοι προϋποθέσεων ή είναι κατά τό μάλλ,ον ή ήττον ατελείς»19. Ό Ί . Καρ- ί
μίρης υποστηρίζει ότι ’Εκκλησία «είναι τό σύνολον πάντιυν τών ορθοδόξους πιστευ- | -α
όντων εις τόν Χριστόν ώς Θεόν καί Σωτήρα τού κόσμου καί ηνωμένων όργανικώς \:i
διά τής αυτής ορθοδόξου πίστεο>ς καί τών αυτών μυστήριων είς έν σώμα. . .»20, ό ν
δέ II. Τρεμπέλας συμφωνεί ότι ή συμμετοχή είς την Εκκλησίαν προϋποθέτει την \.;j
όρθην πίστιν καί την συμμετοχήν είς τά αυτά θεία Μυστήρια21. Την άναγκαιότητα i
τής συμμετοχής είς τά Μυστήρια τονίζει ό X. Άνορουτσος γράφων ότι «ή στέρησις' \,η
τών Μυστηρίων είναι στέρησις τής σο)τηρίας... ό έξ αδιαφορίας ή δπωσδήποτε ν ;
άλλως μή προσερχόμενος είς τά Μυστήρια στερείται τής σοιζούσης χάριτος, τούτο ; τ

16. Pin, Ε.: Essais de Sociologie Religieuse, σε?,. 448. I


17. «The most commonly used (indicator) to differentiate the religious from non-reli* , $
gious person». Glock, Ch.: The Religious Revival in America, παρά: Becker, R-W: λ
Religion in Zahlen, σελ. 44. - .»
18. Άνδρούτσου, X .: Δογματική... σελ. 270. j ί
10. Άνδρούτσου, X.: Έ νθ. άν. σελ. 260.
20. Καρμίρη Ί - Σύνοψις Δογματικής Διδασκαλίας τής ’Ορθοδόξου Καθολικής ’Εκκλησίας.
σελ. 77. f I
21. Τρεμπέλα, Π .: Εγκυκλοπαίδεια τής Θεολογίας, σελ. 401.

* Συνέχεια έκ τού προηγουμένου, σελ. 508.


ύφηγούνται μυοιολέκτως ή Γραφή και ή ΓΙαράδοσις»22 καί άλλου: «fO Θεός βε­
βαίως έκτακτο);' δύναται να οώση καί άλλως ή διά των Μυστηρίων, ώς προ παντός
δεικνύει τό παράδειγμα του ληστού. Ά λλ’ ό περιφρονών ή αδιαφορών προς τά θεο-
σύστατα τής χάριτος μέσα δεν είναι συγγνωστός»23. Τό πρόβλημα των έκατομμυ-
ρίων Χριστιανών, οί όποιοι άφ’ ενός μέν δεν θέλουν να διαγράφουν έκ τής Ε κ κ λ η ­
σίας είς την οποίαν άνήκουν καί οί όποιοι άφ’ έτέρου δέν τηρούν πολλούς των κα­
νόνων καί θεσμών αυτής, απασχολεί ήδη άπό μακρού χρόνου τάς Εκκλησίας τής
Δύσειος24. νΗδη λόγω τής έκβιομηχανίσεως καθίσταται όσημέραι όξύτερον πρόβλημα
καί τής ’Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Οί Κοινωνιολόγοι παραδέχονται δτι καί
ή πλέον έπισταμένη έρευνα τής θρησκευτικής συμπεριφοράς ουδέποτε θά δυνηθή νά
άποκαλύψη πάντα τά μυστικά τής προσωπικής θρησκευτικής ζωής25. Ε πίσ η ς ούδείς
δύναται νά άγνοή δτι έκατομμύρια πιστών έχουν πολλά έτη νά μεταλάβουν, ένω οό-
δόλως άρνοΟνται δτι τυγχάνουν Χριστιανοί — πολλάκις μάλιστα καί ύπερασπισταί
τής πίστεώς των — χωρίς έν τούτοις νά τηρούν την έντολήν του Τδρυτοϋ τής Ε κ ­
κλησίας: «Έαν μή φαγητε την σάρκα τού υιού τού ανθρώπου καί πίητε αυτού τό
αίμα, ούκ έχετε ζωήν έν εαυτοί; (Ίω αν. Σ Τ . 53)». Ποιαν γνώμην λοιπόν έχουν οί
λειτουργοί τής Εκκλησίας διά τά μέλη αύτά, τά όποια άπέχουν του Ποτηρίου;
Τρεις είναι αί κατηγοριαι τών ίερέιον, αί όποίαι άπό διαφορετικήν έκάστη ά-
ποψιν βλέπει τον Χριστιανόν αυτόν.
Ή α. τόν καταδικάζει άνευ συζητήσειος, ή β. τόν βλέπει μέ κατανόησιν καί
προσπαθεί νά έρευνήση τά αίτια τής στάσεως του ταύτης καί ή γ. έμμέσως τόν δι­
καιολογεί είτε διότι ούτος συναισθάνεται την ίερότητα τοϋ Μυστηρίου καί άπέχει
συναισθανόμενος την άναξιότητά του είτε διότι πταιει ό ίερεύς τής ένορίας του, ό
όποιος δέν έμερίμνησε μέ άποτέλεσμα νά φθάση μία ψυχή είς τήν κατάστασιν αυτήν.
α. θ ά ήρκει νά άναφέρη τις τήν άποψιν ενός ίερέιος «δέν είναι Χριστιανός»
(I. 1 ) οιά νά φανή ή καταδίκη τού άνθρώπου αυτού (δηλαδή έκατομμυρίων Χρι­
στιανών!), θά άναφερθούν δμως χαρακτηριστικαί: «Κατά τόν άποστολικόν κανόνα
είναι άφιυρισμένος» (Η 1 5 ), «βαδίζει τόν φανερόν δρόμον τής απώλειας καί αυτό ευ­
τυχώς πού είναι είς τό έλάχιστον με φέρει είς δύσκολον θέσιν τής αποστολής μου»
(Ε 6 ), «τόν θεωρώ αποστάτην, αλλά πρέπει νά νουθετηΟή» (Δ 6 ), «είναι αποκομμέ­
νος άπό τό μυστικόν σώμα τού Χριστού καί είναι νεκρός πνευματικά» (Κ 3 ), «έπαθε
ψυχικήν ψυξιν» (Α 1 2 ), «αυτός έχει άπομακρυνΟή πλέον άπό τήν Εκκλησίαν πού
είναι καί ή Κιβωτός (τής Σωτηρίας) καί πήγε μέ τόν πατέρα του τόν διάβολον,
χρειάζεται μεγάλην κατήχησιν» ( Ζΐ Ο), «έάν εγγράμματος ίσως (είναι) αίρετικός,
εάν όμως αγράμματος πεπλανημένος» (Η 22 ). Είς τήν τελευταίαν γνώμην κατηγο-
ρειται ό άνθριοπος, ό όποιος δέν μετέλαβεν άρκετά έτη καί ώς αιρετικός* προφανώς
ό ίερεύς ήγνόει τήν έννοιαν τής λέξεως. 'Έτεροι δύο ιερείς (Δ34 καί Δ14) έξομοι-
ούν τόν άνθρωπον αυτόν μέ τά ζώα, τά κτήνη! « Ό τοιούτος, γράφει άλλος Ιερεύς, δέν
λογίζεται καν γνήσιος Χριστιανός, τούτο άποτελεΐ μεγάλην πληγήν καί πρέπει όλους
νά μάς άπασχολήση» (Ζ 14). Τινές τών ίερέιον θεωρούν αύτόν ιος δργανον ξένων προ-
παγανδών καί μάλιστα έχθρόν τού Κράτους!
β. Ή δευτέρα όμάς είναι περισσότερον έπιφυλακτική καί προσπαθεί νά έρμη-
νεύση τήν συμπεριφοράν τού Χριστιανού, χο)ρίς βεβαίως καί νά τήν δικαιολογή. Λέ­
γουν'λοιπόν οί ιερείς τής όμάοος ταύτης: «Λεν είναι άθεος, παρά ή δέν έχει τήν υ­
πομονήν νά έγκρατεύση, έστω καί λίγες ήμερες ή βαρύνεται μέ κάτι, προ παντός μέ
τήν άποφυγήν τής τεκνογονίας, και άναόάλλει συνεχώς τήν έξομολόγησιν. Ε ίς τήν

22. Άνδρούτσου, X.: Δογματική..., σελ. 299 καί 300 Λντισχοίχως.


23. Άνδρούτσου, X.: Δογματική..., σελ. 299 καί 300 άντιστοίχιυς.
24. Becker, R-W: Religion in Zahlen, σελ. 85 έξ.
25. Goddijn, W.u. H.P.: Die Kirche als Institution, σελ. 116.
«Μ Π είΡ Ο ΤΙΚ Η Ε Σ Τ ΙΑ »

vxQkrwnw (αντήν) *'«>« //« ή δλί«ν-; amyerw»»·» <Πΐή). «~Η d*tat<5'


WAJtor ή ?χ« τελείαν έπίγν<>αη· w * e« vtw tw /λ * fcm zvrt τ η ' uz-
ν ή )π " τ Λ ΐη τ » " τ / ι ί κ τ Λ 'ν / i iyy 4 7 i / „ Λ —____ ______ Λ * ϊ _·:. _ ? ... η " * ί '. '. .

του δεν είναι χαμένος αν άδαχφο^η είναι καταδικ/ιαμενί>ς> (2*>η—35). Τινες z/hs
ίερέ</>ν τχεδίν άπα/ν.άττα/ν τδν zv/fjrs/s Χριττ*ανδν της εδ^ννης hv&yfrrjzz Κνρττν
άπενθνντν zby πρδς κατηχητήν ofjrs/) τεταγμέννν -sssyk'ta: «Λεν Ιγινε ή γ/χνύϊχγ/>z
καθοδήγησις ίτώ τον \ζφί*ς της εναοίας xav* (Μ13)» ^ τδ πλέτν έν&«?έρ9ν: «Λ&>
είναι αντος ίτιενΦννος δώ την hifuprfrp tw avrijv άλλα κάποιος <παππάς> - ιερείς
της ένοοίας τον» (Ζ 2).
^ Etc την μ δ ρ ^ τιν τνν Ιερείς τνμπερ :λαμ£άνέτα: καί ή γνάκκς της ίρητκεντι-
κης τνπ^λτγίας των έντρ:το>ν τα>. Είς των zfrrjfrs ifjrjan είνα: καί δ <^τκε/τ:κο>ς
ϊλ 'Λ /γ^ ζ fcMynrsjz. Ττδς ά/Φρόιπτνς zvj zbrssj ifrss* 'fjzt zr/jz τνγκινε: τδτε άπα-
τχ^λεt καθ’ vjvM psjzt zrf/rss* τδ ^ητκεντ:κδν £:ονμα, Λιά ττντ^ άπέχννν πάτης
θρητκεντικης έκδηλά>τεο>ς η ίεράς άκ^λννί^ας. ή ήρηταεντ'.κή y/jzt^άδίατρρία
δεν άπντελεί πάντττε ά%ράπεντ7ν π/εκματικίν νδτημα. Ό πνκμήν δ δπνίτς κατέχε:
ικανές την τέχνην ττν δ:αλδγτν. δάνατα: νά πρτκαλέτη #ρητκεντ:κ/Λς τδν άδ:άτρρτ>
καί να διεγείρη Ιντδς αότνν πνενματικά ένδιατέρτντα. .
Έ ς 57/» λαπδν ϊζ αδττυ ϊ\ζζ&τρ%Ί δ:ίτταντα: α: ϊτΜ /ν,ς ζμί ιερέαν διά την
κατάττα>:ν τνν Χρ:ττ:ανν> έκείντν. δ brss/jz §χε; τλ / j Z. Ιτη να μεταλάδη. Οδδεί;
£εδα:ο>ς ίικαιτλτγε: την τνμπεριτ^ράν τα>. ά/.λά ά μεν rs/hzr/. τδν καταδ'.κάζτνν
ττηριζδμενκ είς ττδς κανένας της Έκκλητίας. τί δέ άκλα — καί κνρί^ς της γ' δ-
μάδτς — τδν ά^α/ν.άττν>> έμμέ^>ς τνι^ιερνΓ^ιενα τά χρτβλήματά τνχ καί fyJhvM
την άκδκλιτιν τν> ίερέ</>ς της πρωταρχικής άπτττολης ττ>- ττντέττ:ν της κα^τδηγή-
τεί/>ς τ^ν με//7>ν της Έκκλητίας.
^Λα/τί κατά τφ* γγώ μψ οαζ 5έν πη*/αίνε< ό κόσμος είς την 'Εκα/,ηαάη ;> καί
«π*7>ς Οά τ(κχάήςη ή ’Εκκλησία τίτν κ/^μο ;>- Αί αδτα: ϊ^*ττί{χζς izifyrpxy είς
τν>ς Ιερείς. Ata νά με/ετη^η τδ #έμα της πρ^ττης γίνετα; ή &άγν»5ίς μ&άς κατα-
ττάτε//>ς, ένψ ?:ά της δΓ/τέρας Γηττνντα: τρδπα %ραπείας της άςριτταμ^/ης κατα-
ττάτε/5>ς. Πλείττκ είναι τί λδγ^ ένεκα τ®ν vtssmw δεν έκκ/.ητιάΐα/τα^ τί ^ημερινίί

XptTTtava. Βατική εν πρνκει^ιέν^ — ^ς άνατέρν/ν ^ί ιερείς — είνκ ή Ι/νε.ψ:ς

2C. Κ<κ?νας»άκη, ’L : Π α μ ια π ^ , ««Ε J04 έ|-


;*ϊ
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

πίστειυς. Ή μειωμένη άξία τού έκκλησιασμοΰ είς τήν συνείδησιν των πολλών, ή ό-
ποία συμβαδίζει μέ τήν διάσπασιν των ένδιαφερόντιυν του συγχρόνου ανθρώπου άπό
πολλά έρεθίσματα, αυτή είναι εν τών βασικυηέρων αίτίιυν τής άπουσίας του πολλοΟ
κοινού άπό τήν Εκκλησίαν. Λυτή δημιουργεί τήν έλλειψιν ένόιαφέροντος διά τόν
εκκλησιασμόν. ’Απουσιάζει ή θρησκευτική καλλιέργεια λόγω του τεχνοκρατικού πνεύ­
ματος τής έποχής μας και 6 άνθριυπος προτιμά νά άναπαυθή μάλλον άκούων τήν
Οείαν Λειτουργίαν έκ τής κλίνης του ή διαβάζων τήν πρωινήν του έφημερίδα, ή ση-
κώνεται διά νά ύπάγη διά κυνήγι, ή έκορομήν παρά νά έκκλησιασθή. Έ ξ άλλου
πολλοί παρασύρονται καί από άλλους (μαζοποίησις) καί συρρέουν είς τήν πλάζ παρά
είς τήν Εκκλησίαν. Όρθώς τινές των ιερέων άνέφερον καί τήν χλιδήν ώς άνασταλ-
τικόν παράγοντα τοΟ έκκλησιασμοΟ. Συνήθης βεβαίως είναι καί ή πρόφασις τής άπα-
σχολήσεως τήν Κυριακήν, ή όποια βεβαίως ουδόλως εύσταθεί. Δέν είναι μέγα τδ πο-
σοστόν έκείνιυν των έργατών, οί όποιοι εργάζονται εις τοιούτου είδους έργοστάσια, τά
όποια απασχολούν έργάτας καί τό προη τής Κυριακής. Πολλοί έξ άλλου απλώς δέν
έκαμον συνήθειαν τόν έκκλησιασμόν, ένφ οί έκ πεποιθήσειυς έναντίον τοϋ έκκλησια*
σμοΟ είναι έλαχιστότατοι. Δυτικής μορφής είναι ή άντίληψις μερικών Χριστιανών,
οί όποιοι φρονούν δτι ό Χριστιανός προσεύχεται καί είς τήν οικίαν του καί είς τόν
άγρόν καί είς τήν θάλασσαν. Ουτιυ ΘεωροΟν περιττήν τήν μετάβασιν είς τόν Ναόν διά
τήν παρακολούθησιν τής θ. Λειτουργίας. Πολλοί ίερεΐς νομίζουν δτι ή άναμετάδοσις
τής θ. Λειτουργίας άπό τού ραδιόφωνου γίνεται αίτια πολλοί νά προτιμούν ταύτην
παρά νά πηγαίνουν είς τόν Ναόν τής ένορίας των. Παλαιότερον, ένεκα τής ένδείας,
πολλοί έδίσταζον νά έκκλησιασθούν, διότι δέν είχον ένδύματα κατάλληλα καί έφο-
βούντο τά δυσμενή σχόλια τών ένοριτών* σήμερον τοιούτος λόγος δέν ύφίσταται.
Οί μέχρι τούοε άναφερθέντες λόγοι άπουσίας τών Χριστιανών άπό τήν Ε κ κ λ η ­
σίαν άφεώριυν τούς πιστούς, υπάρχουν όμως πλεΐστοι λόγοι διά τούς όποιους εύθύ-
νεται ή διοίκησις τής Εκκλησίας. Κεντρικωτάτην αιτίαν τής προσελεύσεως πιστών
είς τήν θ. Λειτουργίαν αποτελεί ή προσιυπικότης τού ίερέιυς. Πρωτίστως ή δλη δ ια ­
γωγή καί πολιτεία του έντός καί έκτός τού Ναού. Τ ά προσόντα αύτού (κήρυγμα,
ι ψαλμωδία, όργανωτική ίκανότης) καθίστανται πόλος έλξεως ή άπωθήσεως άπό τόν
, Ναόν. Είς ίερεύς έπιρρίπτει πάσαν τήν ευθύνην είς τόν Τ . Κλήρον φθάνων μάλιστα
μέχρις υπερβολής δταν γράφη, δτι ό κόσμος δέν έκκλησιάζεται «δια τήν κακήν ζωήν
ί ημών τών κληρικών καί τήν άνευ πίστεοκ καί ζέσεως τελεσιν τής θ. Λειτουργίας καί
* διά τήν φιλοχρηματίαν μας* καταντήσαμεν τόν οίκον τής λατρείας οίκον έμπορίου»
(Ζ2) . ’Λναμφιβόλως ή στάσις τού κλήρου παρουσιάζεται άπό πολλούς ο>ς αίτία τής
i απουσίας των έκ τού Ναού. ’Εξ άλλου τό κήρυγμα είς τούς περισσοτέρους Ναούς τής
' Χιόρας μας είναι σπάνιον είδος, έκεί δέ όπου υπάρχει σπανίως είναι καί έλκυστικόν.
I Τέλος μερικοί Ιερείς φρονούν δτι ή άρχαία γλώσσα καί τό μήκος τής θ. Λειτουργίας
ι μετά τού ν()ρθρου είναι έμπόοια διά πολλούς Χριστιανούς.
Τούτων ούτως έχόντων εύκολώτερον δύναταί τις νά είπη πώς οί άνθρωποι θά
. έλκυσθούν είς τήν Εκκλησίαν.
Σχεδόν ομοφώνους τονίζουν οί ιερείς δτι είναι έπείγουσα άνάγκη πυκνώσεως τών
κηρυγμάτων καί βελτιώσεως τού ποιού αυτών. ’Ανιαρά καί μακροτενή κηρύγματα,
«φωνασκίαι καί έπιδείξεις δέν βοηθούν, άλλά βλάπτουν τήν δλην ύπόθεσιν. Τούτο
ισημαίνει δτι σπάνιοι τών ήδη υπαρχόντων ίερέων άνταποκρίνονται είς τήν ύψηλήν
ιτων αποστολήν. Ή μόρφωσις τού σημερινού Ί . Κλήρου τής Μητροπόλεως Ίω αννί-
»νων κατά τήν συντριπτικήν του πλειοψηφίαν, είναι, ώς ήδη έδείχθη, άπιστεύτως
χαμηλή. Ί1 στροφή τού κόσμου είς τήν Εκκλησίαν είναι μέγα καί δυσχε­
ρές πρόβλημα, περί τού όποιου γράφει είς ίερεύς: «Μόνον διά τής έπεμύάσεως του
Κυρίου διότι «τά αδύνατα παρ’ άνθροόποις δυνατά παρά τώ Θεω έστί» τόσον δύσκο-
λον νομίζω τήν έπαναφοράν τού κόσμου είς τήν Εκκλησίαν» ( Β 6 ).
Τό θέμα τής μουσικής είς τήν Εκκλησίαν δέν είναι παρονυχίς. Ό ίερεύς καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*

ψάλτης — έφ’ δσον απουσιάζει τό κήρυγμα — είναι οί μόνοι, οί όποιοι θά απασχο­


λήσουν - συγκρατήσουν τό εκκλησίασμα. Πώς νά προσευχηθή ό πιστός, δταν ένας
κακόφωνος ψάλτης αναμασά τά ιερά κείμενα; Τό γεγονός αυτό επισημαίνουν πλει-
στοι των Ιερέων καί προτείνουν την έκπαίδευσιν ιεροψαλτών, διότι αυτοί «τραβούν
τον κόσμο στην Εκκλησία».
"Οπως είς κάθε ’Οργανισμόν οΰτω καί εις την Εκκλησίαν τον άποφασιστικόν
ρόλον παίζουν τά πρόσωπα καί τοιαυτα δέν είναι απλώς οί Επίσκοποι καί οί Ι ε ­
ρείς άλλά και οί Ψάλται - (χορωδία), Επίτροποι καί Νεωκόροι. ’Ιδιαιτέραν ευθύ­
νην φέρουν οί Ταγοί τής Εκκλησίας διά τούς'όποιους γράφουν δύο ιερείς: « Ή Ε κ ­
κλησία θά τραβήξη τον κόσμο μέ Ουσίες τών Ταγών της» (Π 2 ), «όταν οι ηγήτορες
της, συμμορψιυθοΰν προς τό Εύαγγέλιον» (Π 3 ).
Πέραν τών δσων ήδη άνεφέρθησαν πρέπει νά σημειυ)θή δτι είς την εποχήν είς
την όποιαν ζώμεν, δέν δύναται νά ίσχύη εν μέτρον ή μέτρα, τά όποια ήσαν τελεσφόρα
κατά τό παρελθόν. Είναι ανάγκη νά έξευρεθούν νέοι τρόποι προσελκύεως άνταποκρι-
νόμενοι είς τάς απαιτήσεις τής εποχής καί τάς Ψυχο - Κοινωνικός συνθήκας εντός ,
τών όποιων ζουν οί άνθρο>ποι τής εποχής μας. Ή άνθρωπίνη ψυχή παραμένει βεβαί­
ως ή αύτή, «ό Χριστός χθες καί σήμερον δ αυτός καί εις τους αιώνας» (Έβρ. ΙΓ '
18) δμως αί ίεραποστολικαί μέθοδοι δέν θά είναι αύταί μέ τάς του 1ου μ.Χ. αίώνος,
άλλά θά προσαρμοσθουν είς τήν βιομηχανικήν μας έποχήν.

ε. Ή π ερ ί βολή το υ Κ λήρου

Ά νεφέρθη προηγουμένως δτι καί ή περιβολή του Τ . Κλήρου ώς αυτή είναι σή­
μερον είς τήν ’Ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν, άποτελεί εν κώλυμα διά τήν στρα- ;
τολόγησιν ικανών Νέων είς τάς τάξεις του κλήρου. Καί είς τήν διαπραγμάτευσιν του !
θέματος αύτου θά καταβληθή κάθε δυνατή προσπάθεια νά όμιλήσουν μόνοι οί ιερείς. J
Πρός ένημέρωσιν δμως τοϋ άναγνώστου θά άναφέρωμεν όλίγα τινα περί τής ίστορι- »
κής έξελίξεως τής εξωτερικής έμφανίσευις τοϋ Τ . Κλήρου.
Έ ξ δσων δυνάμεθα νά γνωρίζωμεν, ό Ιδρυτής τού Χριστιανισμού δχι μόνον δέν
έζήτησεν έξωτερικάς διακρίσεις τών Μαθητών αυτού, άλλά τουναντίον κατέκρινε ι
ταύτας27. Κατά τούς πρώτους τρεις αίώνας τού Χριστιανισμού δέν έτέθη τοιοΰτον θέμα,
καθ’ δτι ή Εκκλησία είχεν άλλα μεγαλύτερα προβλήματα. «Τό ζήτημα τής διάκοι-ί
σεως τών κληρικών από τών λοιπών Χριστιανών καί δή τής ιδιαιτέρας αυτών άμφιέ-
σεως, γράφει είς τήν ερευνάν του δ Π. Παπαευαγγέλου, εμφανίζεται διά πρώτηνι
φοράν τον 4ον αιώνα καί είναι απόρροια τής μετά τήν άναγνώρισιν τού Χριστιανι­
σμού ώς έλευθέρας Θρησκείας δημιουργηθείσης οξείας μεταξύ μοναχών καί κοσμι­
κών διαφοράς, οσον αφορά είς τον τρόπον τής εξωτερικής των καθόλου έμφανί-ι
σεως»28. « Ή καθορισΟεΙσα έξ αρχής διάκρισις τής μοναχικής άμφιέσεως από τής
κοσμικής διετηρήθη διά μέσου τών αιώνων μέχρι τών καθ’ ημάς χρόνων. Καί πρώ­
τον ή λόγω τού ειδικού νοήματος, τό όποιον έδωκεν ό μοναχισμός είς τήν ζωήν, έπι-
κρατήσασα μελανειμονία. Λύτη άπαξ έπικρατήσασα διεφυλάχθη καθ’ δλους τούς
βυζαντινούς χρόνους, από δέ τής πτώσειυς τής Κων)πόλεως καί εντεύθεν, λόγω καί
τού έπελθόντος πραγματικού πένθους διετηρήθη κατά τήν περίοδον τής τουρκοκρα­
τίας καί εφθασε μέχρις ημών»29.
Τό «Καμελαύκιον» άναφέρεται διά πρώτην φοράν τόν 8ον αίώνα υπό τού Χρο

27. Ματθ. 23,5.


28. Παπαευαγγέλου, II.: Ή διαμόρφωσις της εξωτερικής έμφανίσεως του 'Ορθοδόξου κα
ίδίμ τον Ελληνικού Κλήρου, σελ. 85.
29. Παπαευαγγέλου, Π .: Έ νθ . αν. σελ. 78.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

νογράφου Ηεοφάνσυς30. «Τό γένειον τών κληρικών, παρατηρεί 6 II. Παπαευαγγέλου,


είναι τό μόνον στοιχείον έκ τών συνιστώντοιν τό κληρικόν σχήμα, to όποιον καθ’ ολην
την διάρκειαν τής μακραίωνος ζωής τής Εκκλησίας δεν ύπέστη ουσιώδη αλλαγήν
καί παρέμεινεν αείποτε ιός μοναδικόν, δυνάμεΟα να εϊπωμεν, βέβαιον διακριτικόν του
κλήρου. Πράγματι εις την 'Ιστορίαν ούδεμίαν περίπτωσιν κληρικού έξυρημένου έ­
χομε ν»31. Δύναταί τις νά είπη δτι ή σημερινή Ομοιόμορφος περιβολή τού κλήρου κα-
θιερώθη διά τής ύπ’ άριθ. πρωτ. 4821 τής 28ης Μαίου 1855 έγκυκλίου τής Πέρας
Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Ώ ς υπερβολική θά ήδύνατο νά χαρακτηρισθή ή άποψις τοΰ Δ. Σαβράμη, δ όποι­
ος υποστηρίζει δτι «ό Ελληνικός λαός σέβεται τό ράσον τού ίερέως ώς θρησκευτικόν
καί έθνικόν σύμβολον καί ουχί τον ιερέα ώς προσιοπικότητα. Διότι, έαν αίφνης άφη
ρείτο τό έξωτερικόν τούτο χαρακτηριστικόν, ή προσιοπικότης τού ίερέως ούδεμίαν
έπίδρασιν Οά ήδύνατο νά άσκηση»32.
Διά νά έρευνήσωμεν τάς απόψεις τών ίερέιον έπί του θέματος τής έξωτερικής
έμφανίσεοις του κλήρου έθέσαμεν είς αυτούς τήν έριότησιν: «Τί γνώμην έχετε δΓ αυ­
τούς, οι όποιοι λέγουν νά αλλάξουν τήν περιβολήν τού Η. Κλήρου;» Διά τής έρωτή-
σειος ταύτης έπεόκόχθη έμμέσως ή έρευνα τής θέσεως τών ίερέυ>ν έναντι του προ­
βλήματος τής άμφιέσεως.
Είς πέντε κατηγορίας κατατάσσονται αί απόψεις τών ίερέο>ν έπί του θέματος
αυτού’ 1) εις έκείνους οί όποιοι είναι ικανοποιημένοι μέ τήν περιβολήν ώς έχει (56,
12%) , 2) είς τούς άντιτιθεμένους έναντίον πάσης σκέψεως άλλαγής (17,35% ), 3)
εις έκείνους οί όποιοι είναι υπέρ μιας άλλαγής (18,37%) , 4) είς έκείνους οί όποιοι
άγνοούν - έπιφυλάσσονται νά Απαντήσουν (1,02%) καί 5) είς έκείνους οί όποιοι τη­
ρούν σιοιπήν (7.14%).
Έ κ τών στοιχείων τούτων καθίσταται σαφές δτι ή μεγάλη πλειοψηφία παρα­
μένει είς τήν παραδοσιακήν άμφίεσιν καί έμφάνισιν τού κλήρου ένφ μόνον 18,37%
υποστηρίζουν μίαν αλλαγήν ώς λύσιν τού προβλήματος. Έ κ τών διπλών συσχετί-
σεων τού ηλεκτρονικού ύπολογιστοϋ προκύπτει δτι οί απόφοιτοι Γυμνασίου - Ιερείς,
τάσσονται χαρακτηριστικούς είς μεγαλυτέραν αναλογίαν υπέρ μιας άλλαγής έν συγ-
κρίσει μέ τούς ιερείς άλλης μορφωτικής στάθμης.
"Ας ίδωμεν άρχικώς τάς απόψεις μιας «ούόετέρας μερίοος» ή όποια μέ πολλήν
έπιφύλαξιν άντιμετο>πίζει τό δλον θέμα. Ί Ι μερίς αϋτη αποφεύγει νά λάβη μιαν ά-
πόλυτον θέσιν, διότι βλέπει δτι ή ύπόθεσις δέν είναι απλή, άλλα πολυσύνθετος, άπτο-
μένη ιστορικών, ψυχολογικών καί κοινωνικών προβλημάτων. Έπαναλαμβάνομεν τήν
έρώτηαιν διά νά γίνουν σαφέστεραι αί άπαντήσεις: «Τί γνώμην έχετε δι* αυτούς οί
δποίοι θέλουν νά αλλάξουν τήν περιβολήν τού Η. Κλήρου;». ’Ιδού μερικαί άπαντήσεις
τής «ούδετέρας» μερίδος: «Λεν συμφωνώ με αυτούς. Επιζητούν π?αηρη κοσμικήν ε­
λευθερίαν. "Ας καταργηθούν όμως τό φαρδύ μανίκι μέ 0,70 μ. καί τό έξιυρασο»
(Π 19). «Κα?ών είναι, αλλά ό κόσμος έχει συνηθίσει νά βλέπη έτσι τον παπά»
(Α20). «’Ίσω ς νά έχουν δίκαιο γιά τήν εποχή μας όχι γιά τή δική μου έποχή» (Η
13). «Μπορεί ή γνώμη των νά είναι σιοστή λόγιο τής ραγδαίας έξελίξεως τού πο­
λιτισμού. Η μ είς όμως οί γεροντότεροι αδυνατούμε νά πράξωμεν τοιούτον τι» (Σ Τ
12). «Δέν έχουν πίστιν’ είναι νεωτερίζοντες καί δέν έχουν έπίγνωσιν τού ράσου*
συμφωνώ όμως νά μήν είναι τόσον μακρυά καί πλατειά» (Η 1 7 ). «Είς ημάς θά είναι
; παραξενιά, στούς νέους ίσιος έπιβάλλεται» (Η 4 ). « Ό κλήρος πρέπει νά ξεχωρίζη *I

I 30. Χρονογραφία, P.G. 108, 316, 896, 501.


I 31. Παπαευαγγέλου, Π .: Έ ν θ . άν. σελ. 94.
I 32. Savramis D.: Die soziale Stellung... σελ. 87.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Σχέσις γραμματι­
κών γνο)σεων των
ιερέων και τής θέ-
σεως αυτών έναντι
τής περιβολής (είς
%).
— άντιτίθεν-

I ται εί;
άλλαγήν

£ΞΞ| ~ υπέρ μιας


=§) άλλαγής Άτιό<ροαοι Hc^'pi Π ό ξι ν^ νο ΰ η σ ια σ τι- Α?»ολ.υτηριούχοΐ
Δημ. Σχολείου* Γυμνασίου *ου Ορονιη- Γ υ μ ν ά σ ι ο υ
<πηρίο υ Πτυχιουχοι

από τούς λοιπού»; Χριστιανούς, δύναται νά γίνη μία άπλοποίησις» (Ε 4 ). Γ2 ς έτέθη ή


έρώτησις δέν ύφίστατο θέμα καταργήσεως τής περιβολής άλλα ά λ λ α γ ή ς. Έ κ
των άνωτέρω γίνεται σαφής ή διστακτικότης μέ τήν όποιαν άπτεταί τις του θέματος,
άκριβώς διότι εύρισκόμεθα είς περίοδον μεγάλων πολιτιστικών άλλαγών καί Ιδεολογι­
κών άναπροσαρμογών.
Προκειμένου νά παρουσιάσουμε*/ τούς στερρώς παραμένοντας είς τήν ώς εχει έμ-
φάνισιν τού Τ . Κλήρου καί τούς τασσόμενους υπέρ «μιας άλλαγής (όχι καταργήσεως)
δέν θά άκολουθήσο)μεν τήν συνήθη πορείαν τής ξεχωριστής παραθέσεως τών επιχει­
ρημάτων άλλά ταυτοχρόνως θά άντιπαραβάλωμεν άλληλοσυγκρουομένας άπόψεις καί
τούτο διά νά δειχθή ότι το θέμα είναι όντως σοβαρόν.
« Έ χ ω αντίθετον γνώμην, λέγει ή μία παράταξες, καθ’ ότι ή στολή καθιεοώθη
υπό τών Πατέοιον καί αποτελεί τό κόσμημα τών ιερέων έν τή κοινωνία» (Α δ). «’Έ ­
χω τήν γνώμην, υποστηρίζει ή άλλη πλευρά, ότι έχουν δίκαιο. Ό παπάς δέν γίνεται
μέ τό ράσο, αλλά μέ τήν καρδιά» (I. 1). «Αντίθετον, διότι αύτη θεσπισθείσα υπό
τών κανόνοη* τής Εκκλησίας, ενισχύει τήν ηθικήν ύπόστασιν τού ίερέοις» (Ζ 11),
ένώ: «είναι πολύ καλή ή σκέψις αυτή διότι τώρα εΐμεθα στόχοι τών λαϊκών καί δέν
σέβονται ονδένα» ( Κ ΐ3 ) . «’Αντικανονικόν, δέν πειράζει ή περιβολή, πειράζει ή κά-
λυψις έλαττωμάτοιν» (Ε 6 ), ένώ: «Νομίζω ότι εν τοιούτον μέτρον καί εάν έγίνετο,
ουδόλως θά έμεάονε τήν αποστολήν τού ίερέως» (Η 16). Οί ύποστηρικταί τής παρα­
δοσιακής έμφανίσεως υποπτεύονται καί υποθέτουν διά τούς προτείνοντας τοιαύτην
αλλαγήν πολλά καί ουδόλως τιμητικά ώς: «Διά νά δύναται νά κορέννυνται αί κακαί
έξεις των» (Δ35) ή «ή γνώμη μου είναι ότι ούτοι ονσιαστικώς επιδιώκουν τήν διά-
λυσιν τής Εκκλησίας» ( Σ Τ δ ) . Τουναντίον όλως συμφέρουσαν διά τήν Εκκλησίαν
βλέπουν οί άλλοι «μίαν τοιαύτην προσπάθειαν: «Άρίστη. Έ γ ιν ε συνείδησις εις τήν
Κοινωνίαν ότι ή άμφίεσις πρέπει νά περιοριστή. Τούτο έχω διαπιστώσει από όλους
μέ τούς οποίους ϋύμίλησα. ’Ό χ ι όμως τελεία κατάργησις, αλλά κάποιος περιορισμός
θά ώφελήση, παρά τά περί αντιθέτου υποστηρίζομε να υπό τών κληρικών ηλικίας
avoj τών 50 ετών ότι οί νέοι κληρικοί μέ τήν όλίγην γενειάδα καί τά κομμένα μαλλιά
αγαπούν τάς διασκεδάσεις» (Μ 13). Μεγάλη μερίς συντηρητικών πιστεύει ότι είναι
άπαραίτητα τά έςοηερικά αυτά χαρακτηριστικά του ίερέως, διά τών οποίων ούτος;
εμπνέει σεβασμόν καί κερδίζει κ»ύρος. Διά τον λόγον αυτόν υποστηρίζουν ότι, «αν
τό ράσο καί τά μαλλιά καί τά γένεια καταργηθούν ( Σ .Σ .: δέν τίθεται θέμα καταρ-
Τό έλλεϊπον ποσοστόν ίμέχρι 100%) σιωπά.
γήσεως) θά ρεζιλευτή ό κλήρο;» (Μ 31), ή: «ή αλλαγή τής περιβολής τού ’Ιερού
Κλήρου θά έπιφέρη κλονισμόν τού σεβασμού των Χριστιανών προς τούς κληρικούς»
(Η 8 ). "Αντικρυς αντίθετον γνώμην έχουν οί άλλοι: «Συμφωνώ μέ την αλλαγήν τής
περιύολής τού κλήρου, διότι έχει σχέσιν με τήν καθαριότητα και μέ τό οικονομικόν
πρόβλημα των κληρικών» (Λ23), τούτο σημαίνει 6τι ή περιβολη σήμερον είναι πολυ­
δάπανος καί ανθυγιεινή. Ά λ λ ’ οί ύποστηρικταί τής περιβολής κατηγορούν τούς νεω-
τεριστάς δτι: «Είναι ασεβείς προς τήν Θρησκείαν, κάνουν τό υπούργημα έπάγγελμα»
(Κ 14), «είναι ύλισταί. Λεν έμποδίζουν τά ράσα. Είναι ή έλαχίστη θυσία' έχει καθιε-
ριυθή ή στολή τού ίεοέως όπιο; εις ολους τούς κοινωνικούς λειτουργούς. ’Αξιωμα­
τικοί, Χωροφύλακες, ’Αγροφύλακες. Γιατί τόσο μεγάλη έπιμονή για αλλαγή;» (Μ
33). Έν τούτοις οί κλίνοντες υπέρ μιας αλλαγής φρονούν: «Πρέπει νά άλλάξη, διότι
άλλους αί Έκκλησίαι Οά μείνουν χωρίς ιερείς» ( Γ ΐ ) , «παρακολουθούν τήν έξέλιξι,
νομίζω σκέπτονται ορθά» (Β 9 ). «είμαι σύιιφιυνος μέ αυτούς» (M 3), «συμφωνώ,
διότι άλλοιώς δεν Οά άποκτήσιομεν εγγραμμάτους Ιερείς» (Λ 17). Κατηγοροΰνται δ-
μιυς ούτοι από τούς ύποστηρικτάς τού ράσου καί τής γενειάδος δτι «είναι ανιστόρητοι
καί άπιστοι και άθεοι, φορτισμένοι μέ κοσμικόν πνεύμα, μέ χωματένια ένδιαφέροντα»
(Ζ 2 ), τό δέ χειρότερον «είναι διεστραμμένοι»! (Μ 14), «αρνησίθρησκοι» ( Α ΐ2 ) .
Εύκολον λοιπόν είναι νά έννοήση πας τις δτι μία συζήτησις άνθρώπων μέ τόσον δια-
φορετικάς αντιλήψεις πόσον προβληματική είναι, διά τόν λόγον λοιπόν αυτόν εύστό-
χως εις ίερεύς είναι τής γνιυμης δτι μία τοιαύτη αλλαγή ένδεχομένιος νά έπιφέρη τόν
κίνδυνον σχίσματος (M27) 3\ Έ άμφίεσις τού κλήρου κατά τήν ώραν τής θείας λει­
τουργίας είναι άποτέλεσμα ιστορικών έξελίςεων. Ε πίσ ης ή πολυτελής άμφίεσις των
Μητροπολιτών είναι ξένη είς τό άρχικώς άπλούν ένδυμα τού λειτουργού. Ύπήρχον
μάλιστα περιπτιυσεις καθαιρέσεως ’Αρχιερέων διότι πρώτοι περιεβλήθησαν Μίτραν
καί Σάκκον (1608 καθαίρεσις Σιναίου Λαυρέντιου διότι «πρώτος αύτός έξω από τήν
άρχαία'ν παράδοσιν Μίτραν επί τής κεφαλής έν ταΐς Οείαις τελεταίς έβαλεν»), Ά ρ -
γότερον μετενόησεν «ύποσχεθείς τού Χρυσού Λώρου απέχει. . .»Μ.

σ τ. Τ ελ ετο υ ρ γ ικ ά

Τό μήκος τών ιερών άκολουθιών, ή έκτέλεσις τής βυζαντινής μουσικής καί ή


ύπαρξις κηρύγματος είναι θέματα, τά οποία ένδιαφέρουν τόσον τούς ίερεΐς δσον και
τούς πιστούς.
Άπεφύγομεν νά θέσωμεν εύθέως τήν έρώτησιν «τί φρονείτε περί τού περιορι­
σμού τού μήκους τού ’Ό ρθρου καί τής θ. Λειτουργίας» άλλά πλαγίως έτέθή ή έρώ-
τησις: «’Τπάρχουν μερικοί, οί όποιοι θέλουν νά περιορίσουν τό μήκος τού Ό ρ θ ρ ο υ
καί τής 0. Λειτουργίας. Τί γνώμην έχετε περί αύτών;» (Έρούτ. 33).
Έ κ τής γενικής ταξινομήσειος διά τού ηλεκτρονικού έγκεφάλου παρατηρεΤται
οτι:

66,84% (Ν = 1 3 1 ) άντιτίθενται κατά παντός περιορισμού


11,22% (Ν = 22) κρίνουν ορθόν τόν περιορισμόν τού μήκους τού Ό ρ θ ρ ο υ
9,69% (Ν = 1 9 ) τάσσονται υπέρ τού περιορισμού άμφοτέρων
12,24% (Ν = 2 4 ) είτε σκοπούν είτε δηλώνουν άγνοιαν.34

33. Έμπεριστατωμένην επί τού θέματος αυτού πραγματείαν £γρα\|*αν οί: Παπαευαγγέλου
Π .: Ή διαμόρφωσις της εξωτερικής έμφανίσεως τού όρθοδόξου καί Ιδίς. τού Ε λληνι­
κού Κλήροι*, Θεσσαλονίκη 19115 καί Σκόρδας Ε .: Ή Ιστορική έξέλιξις τής ένδυμασίας
τών ’Ορθοδόξων Ελλήνων Κληρικών, Άθήναι 1971.
34. Μητροπολίτου ’Ιεζεκιήλ: Ή άμφίεσις τών Κληρικών, σελ. 222—23.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ,>

Ποια επιχειρήματα φέρει έκάστη μερίς;


Τό 11,22% των ίερέων φρονούν δτι μόνον ό ’Όρθρος δύναται νά συντομευθή,
διότι πολλοί είναι έργαζόμενοι καί δέν δύνανται νά άναμείνουν, έως τό τέλος έάν δέν
κάθωνται. νΑλλοι προτείνουν τήν περικοπήν των άναγιγνο)σκομένων δχι δμως των
ψαλλομένων.
Σχετικώς μικρά είναι ή άναλογία των τασσομένο>ν υπέρ του περιορισμοΟ ’Όρ-
θρου καί θ. Λειτουργίας (9,69%) . Τά έπιχειρήματα είναι σχεδόν τά ίδια, τής κο-
πώσεως δηλαδή έκ τής ορθοστασίας, σημειωτέον δέ δτι οι Ναοί, Ιδία δέ είς τά χ ω ­
ρία, έλάχιστα καθίσματα διαθέτουν. Έ άν μάλιστα ληφθή ύπ’ δψιν δτι διερχόμεθα, υ­
ποστηρίζουν οί ιερείς (Δ27) , εποχήν ταχύτητος καί άνυπομονησίας, Επιβάλλεται
μία σχετική συντόμευσις (Η4) . Προβληματική καθίσταται ή προσέλευσις είς τόν Να­
όν έπί πλέον καί ένεκα του γεγονότος δτι ή μάζα των πιστών δέν έννοεί τά τελούμε­
να, λόγω τής γλιοσσης, δπερ έχει ώς συνέπειαν τήν ταχυτέραν κόπωσιν έκ τής μή
ούσιαστικής συμμετοχής των είς τήν θ. Λειτουργίαν. «Ή γλώσσα τής θ. Λειτουργίας
κατά τούς πρώτους αιώνας τής Εκκλησίας ήτο κατανοητή από δλον τόν πλήρωμα.
Τούτο δέν εξυπηρετεί μόνον τήν λατρείαν άλλα καί τήν διδασκαλίαν»35.
Τό 12,24% των ιερέων βλέπουν τό δύσκολον του θέματος καί είτε σιωπουν είτε
δηλώνουν άγνοιαν. Τό ποσοστόν αυτό είναι σχετικώς μέγα καί είναι χαρακτηριστικόν
του διλήμματος, είς τό οποίον εύρίσκονται οι άνθρο>ποι αυτοί.
Άναμφιβόλιος δμιυς οί τηρηταί τής παραδεδομένης καταστάσεως άποτελοΰν τήν
συντριπτικήν πλειοψηφίαν τών ίερέο>ν (66,84% του συνόλου) . Ούτοι άποκρούουν κάθε
σκέψιν περικοπής του μήκους τών ακολουθιών αυτών. ’Ό χ ι μόνον αύτό άλλά κατη­
γορούν τούς μελετώντας τοιούτον τι. Λί άντιδράσεις των άρχίζουν από τής απλής άρ-
νήσεως μέχρι βαρύτατης μομφής κατά τών καινοτόμων. Είναι οί φιλακόλουθοι, τούς
οποίους εύφραίνει ή παραμονή έντός τού Ναού’ χαρακτηριστική δέ είναι ή έκφρα-
σις ένός, 6 όποιος γράφει έπί λέξει: «Πρέπει νά γίνονται δλα κανονικώς μέχρι διάρ­
κειας 3— ώρας καί μέ μεγάλη υπομονή καί ευανάγνωστα» (Η 5 ). Πάσα σκέψις
περιορισμού θειυρείται ύπ’ αυτών ώς «επικίνδυνος καινοτομία» (Β 1 ), όδηγούσα είς
τήν «έξαφάνισιν» (Β 6 ) τών ιερών ακολουθιών. 'Ως έκ τούτου ή παράλειψης ένός
ιώτα είναι μεγάλη αμαρτία (Ζ10) , ενώ πρωταρχικήν σημασίαν δίδουν ούχί τόσο/
είς τόν χρόνον (διάρκεια) δσον είς τήν πίστιν καί άφοσίωσιν τά όποια έξαφανίζουν
τήν έννοιαν τού χρόνου, άρκεί μόνον νά έχη 6 Ναός άνάλογον άριθμόν καθισμάτων,
διότι ή έποχή μας είναι εποχή νεύρο)ν (1.6) . Λέν άπουσιάζουν άπό τήν όμάδα αυτήν
καί έκείνοι, οί όποιοι θειορουν τήν επέμβασιν είς τό μήκος τών ιερών αυτών ακολου­
θιών ώς έπέμβασιν είς αυτήν ταύτην τήν πίστιν, τούς δέ ταϋτα Επιδιώκοντας κατα­
τάσσουν είς τούς έχθρούς τής Εκκλησίας, ή δέ πράξίς το>ν έξυπηρετει προπαγανδι­
στικούς σκοπούς (ΣΤ5) . "Αλλοι δέ τούς κατακρίνουν διότι επιδιώκουν συντόμευσιν
τής θ. Λειτουργίας ένώ οι’ άλλα θεάματα διαθέτουν πλείστας ώρας (Π 4 ). Πλείστοι
τών ίερέθ)ν αγνοούν προφανώς τήν τέλεσιν δευτέρας θ. Λειτουργίας είς μερικούς Να­
ούς τών Α θηνών καί τής Θεσσαλονίκης (άνευ ορθρου!) ένθα παρατηρείται μεγάλη
προσέλευσις πιστών, γεγονός δπερ σημαίνει δτι, δχι ό ορθρος άλλά ή θ. Λειτουργία
μέ τούς καλούς ίεροψάλτας ενδιαφέρει τούς πολλούς.
Μόνον οσοι έπισκέπτονται τά χωρία δύνανται νά διαπιστώσουν τήν μουσικήν κα-
τάστασιν τών ιεροψαλτών τών χιυρίων. 9,69% τών Ναών διαθέτουν ίεροψάλτας οί ο­
ποίοι γνωρίζουν βυζαντινήν μουσικήν. 6,63% τών Ναών έχουν μόνον τόν ένα ιερο­
ψάλτην γνώστην τής βυζαντινής μουσικής. Τό άλλο ποσοστόν, 83,67% τών Ναών
Εξυπηρετούνται μέ «πρακτικούς» ίεροψάλτας. ’Ά ν ή Τερά Σύνοδος τής Εκκλησίας
τής Ελλάδος δέν έπιληφθή συντόμως τής καταστάσεως διά συντόνων ένεργειών καί
τινων οικονομικών θυσιών, εντός ολίγων ετών ή βυζαντινή μουσική θά είναι κτήμα

3f>. Jungmann, I.: Liturgie der Christlichen Fruhzeit σελ. 153.


μόνων έλαχίστων γερόντων. 'Ως καί προηγούμενο); έτονίσθη, ή συμβολή των ιεροψαλ­
τών είς την έλξιν των πιστών είς την Εκκλησίαν είναι ούχί περιφρονητέα, παρά τό
γεγονός δτι μερικοί έξ αυτών ώς έπάγγελμα ασκούν την ψαλτικήν καί ούχί ώς άν·
τιπρόσωποι τοΟ Εκκλησιάσματος κατά τήν τέλεσιν τής θ. Λατρείας.
Α λλά καί τών Ιερέων σχετικώς ολίγοι γνο)ρίζουν — τουλάχιστον λέγουν δτι
γνοϊρίζουν — βυζαντινήν μουσικήν, γεγονός τό όποιον φαίνεται έκ τών παραφωνιών
κατά τήν τέλεσιν τής 0. Λειτουργίας. 74% τών ιερέων ούδεμίαν ιδέαν έχουν τής βυ­
ζαντινής μουσικής. Ευεξήγητος λοιπόν είναι ή προσπάθεια αύτοσχεδιασμοΟ διά νά
άποφευχθή μία χασμο>δία κατά τήν ώραν τής θ. Λειτουργίας.
ΓΩς καί αλλαχού έσημειιόθη τό κήρυγμα καί δή τό ποιοτικώς υψηλόν είναι σπά­
νιον είδος είς τούς όρθοοόξους Ναούς. Είς διάστημα 91 ημερών (1 Ίανουαρίου —
31 Μαρτίου) , 13 Κυριακών καί περίοδον έντόνου κηρυκτικής δραστηριότητος:

Eic 24 Ναούς (12,24%) ήκούσθησαν 9— 12 κηρύγματα


»* 27 » (13,78%) » 5— 8 »
» 27 » (13,78%) » 3— 4 »
» 25 » (12,78%) » 2 »
» 93 » (47,46%) ούδέν κήρυγμα ήκούσΟη.
θ ά ήτο δέ έξαιρετικώς ένδιαφέρουσα μία ερευνά μέ μαγνητοφωνήσεις (γλώσσα
- περιεχόμενον - ύφος) κηρυγμάτων καί σφυγμομετρήσεις τής κοινής γνώμης τών π ι­
στών περί τοϋ ποιου τών κηρυγμάτων. Δέν είναι άνευ σημασίας τό γεγονός δτι είς
διάστημα τριών μηνών είς τό ήμισυ σχεδόν τών Ναών τής Μητροπόλεως Ίωαννίνων
ούοέν κήρυγμα ήκούσθη!

ζ. Ά λλαγαί καί μεταρρυθμίσεις

Ή Όρθόδοξος Εκκλησία καυχάται δτι μόνη αύτη διετήρησε τήν παράδοσιν τής
Εκκλησίας άλώβητον, άσπιλον καί άμώμητον. Λύτη διατηρεί τό πνεύμα καί τό ήθος
τής πρώτης Εκκλησίας. Τό αυτό βεβαίως υποστηρίζουν καί αί άλλαι Έ κκλησίαι καί
είναι φυσικόν νά τό λέγουν, διότι έκάστη Κοινωνική Ό μ ά ς διά νά άνθέξή είς τόν
χρόνον, πρέπει νά έχη συνεκτικήν ούναμιν, ή όποια στηρίζεται είς τό πνεύμα τής ό-
μάδος, τό όποιον έν προκειμένφ είναι τό πρώτον πνεύμα τής Χριστιανικής Ε κ κ λ η ­
σίας τό άπορρέον έκ του *Λγίου Πνεύματος, πάντοτε κατά τήν πίστιν τής Ε κκλησίας.
Δέν υπάρχει κοινωνικός όργανισμός, μικρά ή μεγάλη κοινο>νική όμάς, τά όποια
δέν έχουν μίαν παράδοσιν. Οϋτω καί ή ’Ορθόδοξος Ε κκλησία πιστεύει δτι μόνη αύτη
κρατεί τό νήμα τής παραοόσεως, δπιος τής παρεδόθη. Υπάρχουν δμως θέματα καί
πράγματα, τά όποια μέ τήν πάροδον τών αιώνων ύφίστανται άλλοίωσιν, μεταβολήν,
μετατροπήν, μεταμόρφο>σιν. Τό θέμα μας έν προκειμένφ είναι έάν είς τήν ’Ορθόδο­
ξον Εκκλησίαν δέν ύπάρχη τίποτε προς άλλαγήν ή άνακαίνισιν καί άν ύπάρχη, τί
ι είναι αυτό καί πώς θά γίνη ή άλλαγή αύτη. Ή έρώτησις ήτο: «'Τπάρχουν, κατά τήν
• γνώμην σας, είς τήν Εκκλησίαν θέματα και πράγματα, τά όποια χρειάζονται άλλα-
· γήν, μετατροπήν, μεταρρύθμισιν;» (Έ ροπ. 24).
Είναι αληθές δτι ή τελευταία λέξις, τ.έ. «μεταρρύθμισις», δέν ηχεί ευχαρίστως
* είς τήν ’Ορθόδοξον ’Εκκλησίαν, δεδομένου δτι είναι γνο>στός ό σάλος καί τά προβλή­
ματα, τά όποια έδημιούργησεν ή Προτεσταντική Ε κκλησία είς τήν Ρωμαιοκαθολι-
«κήν* διά τόν λόγον αυτόν έχρησιμοποιήθησαν καί έτεροι τινές (άλλαγ;ή, μετατροπή)
ι προς μετριασμόν τής πιθανόν οημιουργηθησομένης άντιοράσεο>ς. Ε πίσ ης ή έρώτη-
ι σις έδόθη εντελώς άνοικτή καί άνευ ούδενος περιορισμού, διά νά συμπεριληφθουν δσον
τό δυνατόν περισσότερα θέματα. Είς τήν παρούσαν έρευναν δέν έπιδιώκομεν ούτε νά
ύπερασπίσοϊμεν τήν παράδοσιν ούτε νά στραφώμεν έναντίον αύτής' απλώς έπιδιώκεται
»νά γίνη γνο>στόν, ποία θέματα φρονούν οί ιερείς δτι πρέπει νά άλλαγουν. Μέ τόν τρό-
«ΗΠΕIΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

πον αυτόν γίνεται καί έμμεσος διάγνωσις τής προσωπικότητας του ίερέως καί καθί­
σταται έμφανές κατά πόσον γνωρίζει ή άγνοεΐ τά πραγματικά προβλήματα τής Ε κ ­
κλησίας.
Έ κ τής γενικής ταξινομήσεως των άπαντήσεων και τής εισαγωγής τοιν είς τόν ΛΑ·
ήλεκτρονικόν υπολογιστήν προκύπτει ότι:
1. 22,96% (Ν = 4 5 ) φρονούν δτι δεν υπάρχουν θέματα καί πράγματα χρή-
ζοντα αλλαγής, μετατροπής, μεταρρυθμίσεως. i
2. 16,84% ( Ν = 3 3 ) είναι τής γνώμης δτι πολλά πρέπει νά άλλαγοΰν. If
3. 22,96% (Ν — 45) β?.έπουν ελάχιστα θέματα δι’ αλλαγήν, καί |
4. 37,24% (Ν — 73) αγνοούν ή σκοπούν. ς
Ε πικρ α τεί ή άποψις ότι οί ιερείς ήσαν συνήθως συντηρητικοί ένψ οί προφήται }£
καί μεταρρυθμισταί ήσαν ριζοσπαστικοί καί Ιπαναστατικοί.
Ή τελευταία καί μεγαλύτερα κατηγορία δεικνύει άνθρώπους, οί όποιοι είτε όέν |
τολμουν νά έκφέρουν γνώμην είτε έχουν άγνοιαν των προβλημάτων τής Εκκλησίας. - ^
Έ ν πάντως είναι άξιοσημείωτον ότι τό ποσοστόν αυτό είναι όντως μέγα (37,24%!). -3
Καί ή πρώτη κατηγορία παρουσιάζει άρκετά υψηλόν ποσοστόν ιερέων, οί όποιοι φρο-
νουν ότι δεν ύφίστανται θέματα χρήζοντα νέας θευιρήσεοις (22,96%). ■?
Ταξινομοϋντες τά διάφορα αυτά θέματα παρατηρούμεν ότι πάντα είναι θέματα Η
τάξεως καί ούχί πίστεο>ς. Είναι δηλαδή πράγματα σχέσιν έχοντα περισσότερον μέ f
τήν όργάνωσιν καί έκσυγχρονισμόν τής Εκκλησίας είς τάς έκδηλώσεις αυτής καί τον ; *■
τρόπον οράσεως καί ένεργείας, ουδόλως άπτονται δε τής ουσίας τής Πίστεως. Έ κ τής :
διπλής συσχετίσεο>ς διά του ηλεκτρονικού ύπολογιστου προκύπτει ότι όσον περισσό- %
τερον μορφωμένοι είναι οί ίερεΐς, τόσον περισσότερα προβλήματα βλέπουν είς τή ν ; ι
ζωήν καί δράσιν τής Εκκλησίας. Οί άπόφοιτοι του Δημοτικού ή οί φοιτήσαντες έως :■·'
τήν Γ ' Γυμνασίου ιερείς ή άγνοουν τήν ύπαρξιν θεμάτων ή άρνουνται ότι υπάρχουν ία
θέματα. j;
Διά μερικούς ίερεΐς τά πάντα τά έχουν ρυθμίσει καλώς οί Πατέρες, ώστε ούδε-ί^
μία άλλαγή νά ένδείκνυται. Αρκετοί ιερείς πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλά, πλήν;*
αύτοί ΘεωροΟν εαυτούς αναρμοδίους νά έκφέρουν γνώμην ή καί απλώς νά τά έπιση-jx
μάνουν καί πιστεύουν πώς μία σύνοδος είναι άρμοδία διά τοιαυτα ζητήματα, είς δέ?:
λέγει μέ πάσαν απλότητα: «Σείς λόγω τής θέσεούς σας γνωρίζετε κάλλιον παντός^
άλλου»! ( Δ ΐ ) . Αρκετοί ίερεΐς παρενόησαν τήν έριότησιν νομίσαντες ότι μέ τήν λέ->.|
ξιν Ε κκλησία νοείται ό Ναός. Τούτο είναι δείγμα του βαθμού μορφώσεώς των καί·^
τής στάθμης τής θεολογικής το)ν ένημερώσεως. <^
'Ως καί πρόσθεν έλέχθη τά πλεΐστα τών πρός μετατροπήν θεμάτων κλπ. είναι δι-ι *
οικητικής φύσεοις. Τινά τών προβλημάτοιν έχουν σχέσιν μέ τούς Κανόνας. :
Ώ ς σημαντικόν πρόβλημα θεωρείται ή ρύθμισις τού Καταστατικού Χάρτου τής .■
Ε κκλησίας καί ή σχέσις τής Έλλαδικής Εκκλησίας μέ τό Πατριαρχείου (A20i i
K l b ) 36.
Έ κ τών εύρέιυς συζητουμένο>ν προβλημάτων είναι ή άμφίεσις καί γενικώς ή έμ·. £
φάνισις τού Η. Κλήρου. Καίτοι ούοείς τάσσεται υπέρ τής καταργήσεως, πλεΐστοι ζη*
τουν μίαν άλλαγή ν: «Νά άλλάξη κατά τι ή περιβολή τών Ιερέων ήτοι νά έπιτραπ[ ;
κοντόρασον ή καί νά μείνη μόνον τό έσώρασον καταλλήλως διασκευασμένου. Πάντακ *;
το ράσον μέ τά φαρδιά μανίκια νά καταργηθή» (ΓΙ19). Έτερος υπογραμμίζει: jj
«Νά μελετηθή τό θέμα τής αξιοπρεπούς έμφανίσεως τού Ιερέως» (Σ Τ 5 ). j
Τό θέμα τής θειυρητικής νηστείας άπασχολεΐ μερικούς. Λέγομεν θεωρητικής i
διότι οί κανόνες αύτοί μερικώς μόνον έφαρμόζονται, διότι πρακτικώς είναι αδύνατο* |
ή τήρησις μιας τόσον μακράς περιόδου νηστείας εις τήν έποχήν μας. «Αι ήμέοαι τώ*. i.

36. Τό θέμα τούτο άπησχόλησε ζίοηοώς τήν Εκκλησίαν κατά τά έτη 1972, 1973 ενώ ή ί \
ρευνα έλαβε χοόραν τό 1971.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

περιόδων τών νηστειών νά μεκοθούν, άλλοιώς κρυύόμεΟα πίσω από τό δάκτυλο»


τονίζει είς ίερεύς (ΙΙΙΟ) . «Περιορισμός της νηστείας» τονίζουν άλλοι ιερείς (Μ8,
ΜΙ 3 ).
Προβλήματα εις μερικούς ιερείς δημιουργεί καί ή μή Ομοιόμορφος τέλεσις των
διαφόρων ιερών ακολουθιών καί ιεροτελεστιών, διά τήν διευθέτησιν τών όποιων ζη ­
τούν την εκδοσιν καταλλήλου έγχειριδίου.
Τά θέματα τής φορολογίας, τών κρατήσεων, τών συντάξειυν, τού κανονισμού τού
ΤΑΚΕ καί τής καταργήσεως τών τυχηρών απασχολούν πολλούς ιερείς. Ούτοι προ­
τείνουν τόν περιορισμόν τών κρατήσεων, αί όποίαι φθάνουν τά 23%. «'Υπάρχει ή φο­ ι
ρολογία, γράφει ένας ίερπ·ς, τών Χριστιανικών Μητροπόλεων 19%, αμέσως νά γίνη
-έμμεσος φόρος νά απαλλαγούν οί ίερεΤς κάθε τρίμηνο νά ερχιονται εις διαπληκτι*
σμους με τήν Μητρόπολιν, διότι εάν έγκαίροκ δεν καταβληθούν αί τριμηνίαι τιμω­
ρούνται μέ 500 δρχ. πρόστιμον υπό τού ’Αρχιερατικού Επιτρόπου καί πληγώνεται
ή καρδιά τού ίεοέως καί αδιαφορεί διά τήν Εκκλησίαν καί πολλά άλλα. ..» (Ζ 1 2 ).
Ώ ς θέματα μελέτης προτείνονται ή άνοδος είς επισκοπικόν αξίωμα καί έγγαμων
κληρικών, τά θεωρούμενα κωλύματα γάμου, 6 β ' γάμος τών κληρικών, ή εύρεσις συ­
ζύγου από μέρους τών μελλόντων νά ίεριοθούν37, ή κατάργησις τών Ό φφικίων, ή συγ-
χώνευσις τών μικρών ένοριών, ή μή τοποθέτησις άγάμων κληρικών είς ένορίαν, ό
διορισμός τών Εκκλησιαστικών συμβουλίων, τό συγκεντρωτικόν διοικητικόν σύστη­
μα τής Εκκλησίας κ.ά. Βεβαίως τόσον έπ’ αυτών δσον καί έπί άλλων θεμάτων προ-
τείνονται λύσεις μεμονωμέναι. Ή οιεξοδική όμως ένασχόλησις μέ αυτά έκφεύγει τών
όρίιον μιας Κοινωνιολογικής θεωρήσεως τών προβλημάτων τού έφημεριακοϋ κλήρου.
η. Ειδικά προβλήματα και παράπονα.

Ε πειδή έκάστη ένορία έχει τήν ίοικήν της μορφήν ζωής καί τά ίδικά της προ­
βλήματα έπόμενον είναι νά ευρίσκουν οί ιερείς ολως διαφορετικάς δυσκολίας είς τό
εργον των καί ούτο) νά μή είναι δυνατή ή γενίκευσις τών προβλημάτιυν των. Ήρω-
τήθησαν οί Ιερείς τί ειδικά προβλήματα παρουσιάζει ή ένορία των. Πράγματι έκ τών
στοιχείων τά όποία είναι είς τήν διάθεσίν μας προκύπτει δτι έκάστη ένορία — καί
κατά συνέπειαν ό ιερεύς — έχει τά ίδιάζοντα προβλήματά της μή άποκλειομένης φυ­
σικά καί τής ύπάρξεως είς τινας περιπτοόσεις όμοίιον - κοινών προβλημάτιυν. Τοι
αύτα κοινά προβλήματα είναι π.χ. ή έλλειψις ιεροψαλτών, ή όποία φέρει τόν Ιερέα
καί τήν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν είς δύσκολον θέσιν, ή άνοικοδόμησις ή έπισκευή
'Ιερών Ναών, ή όποία απαιτεί οίκονομικάς δαπάνας, ή έλλειψις Νειοκόρου λόγq>
γλίσχριυν οικονομικών κ.ά. Μερικοί ιερείς αναφέρουν ώς προβλήματα τής ένορίας των
θέματα, τά όποια εμπίπτουν είς τήν αρμοδιότητα τής τοπικής αύτοδιοικήσεως, ώς
λ.χ. ήλεκτροδοτήσεως, ύδρεύσεως, όδοποιίας κ.ά. Περί τών προβλημάτων αυτών καί-
τοι φιλοτίμοίς ένδιαφέρονται οί πνευματικοί ποιμένες τής Κοινότητος — δέν θά γίνη
ενταύθα λόγος, διότι ταύτα έκφεύγουν τών όρίων τής έρεύνης ταύτης. Πολλοί ιερείς
βλέπουν τήν ανάγκην καλλωπισμού τού Μ. Ναού, τής ίδρύσεως Ένοριακών Κέντρων,
τής οίκοδομήσεως Γραφείου Ένορίας, τήν έλλειψιν κηρυγμάτων, τήν έξεύρεσιν έξο-
μολόγου, τήν δυσχέρειαν συμμετοχής τών κατοίκων είς τήν θ. Λατρείαν, λόγω τής
βλαχοφώνου διαλέκτου τών κατοικίαν τής περιοχής των, τήν άραίωσιν τού πληθυ-

«Ή έν ’Λγκύρα τοπική Σύνοδος (315) επίτρεψε τήν σύναψιν γάμου είς τούς διακό­
νους, οίτινες που τής χειοοτονιας αυτών έδήλωσαν τώ επίσκοπο) δτι θά νυμφευθώσιν.
Ή έν Τρούλλω όμως Σ Τ ' Οικουμενική Σύνοδος (G91) Λπηρχαίοσε τόν κανόνα τούτον
άπαγορεύσασα έπί ποινή καθαιρέσεως τόν ’γάμον τών υποδιακόνων, δ ι α κ ό ν to ν
κ α ί π ρ ε σ G υ τ έ ρ ο ν μετά τήν χειροτονίαν».
Χριστοδούλου Μελισσινού: Τά κωλύματα γάμου, σελ. 15.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

σμοϋ λόγιο μεταναστεύσειος*33. 'Ως σοβαρά προβλήματα τής ένορίας του παρουσιάζει
είς ίερεύς την χαρτοπαιξίαν, την οινοποσίαν, την άνηθικότητα και έν μέρει την πα­
ράνομον συμβίωσιν (Μ8) .
Ε π ειδ ή μία ερευνά, οσονδήποτε καλώς καί έάν έκτελεσθή ή προεργασία της,
δέν δύναται νά συμπεριλάβη πάντα τά θέματα τής κοινωνικής ζωής τοϋ ίερέως, προσ-
ετέθη καί ή έρώτησις: «Τί άλλο νομίζετε δτι θά έπρεπε νά σάς έρωτήσω;» μέ σκοπόν
νά βοηθήση τάς μελλούσας νά διεξαχθοΰν επί του θέματος έρεύνας. Έ κ τής έπεξερ-
γασίας των στοιχείιον προκύπτει δτι σωρεία θεμάτων (του κύκλου αυτού) δύναται νά
έρευνηθή, έπιτυχέστερον μάλιστα, δταν ή ερευνά διεξαχθή μέ συνέντευξιν καί έπί τό­
που έπίσκεφιν τοϋ έρευνητού. Έ κ τοϋ άφθονου υλικού σταχυολογοϋμεν ώρισμένα θέ­
ματα, άξια καθ’ ημάς, νά μελετηθούν έπισταμένως.
Ιδια ιτέρ α ν έμφασιν δίδουν οί ιερείς — των πτωχοτέρων καθώς φαίνεται ενο­
ριών — είς τήν διεξοδικήν μελέτην των οικονομικών τής ένορίας (προϋπολογισμός -
ίεροπραξίαι - τυχηρά - έξοδα όργανώσειος ένορίας κλπ.) . ‘'Οταν μία ένορία παρου-
σιάζη προϋπολογισμόν 1.500 ή 5.000 δρχ. έτησίιος, είναι σαφές δτι τό θέμα τής δρ-
γανώσεως τής ένορίας είναι δλιος δυσχερές.
Ή έκπαίδευσις ιεροψαλτών καθίσταται — πάντοτε συμφώνως προς τά δεδο­
μένα τής έρεύνης — ολως έπιτακτική, καθ’ δτι ή τέλεσις τών ιερών άκολουθιών γ ί­
νεται όσημέραι προβληματικο>τέρα.
'Ιερείς φρονούν δτι έπρεπε νά έρωτηθοϋν, έάν τούς έπεσκέφθη ποτέ Μητροπο­
λίτης καί πόσας φοράς. Είναι προφανές δτι τοιαϋται έπισκέψεις έξαρτώνται έκ τής
άποστάσεως τής ένορίας άπό τό κέντρον, τό μέγεθος τής Μητροπόλεως, τάς άνειλημ-
μένας ύποχρειόσεις τοϋ Μητροπολίτου καί τό μέγεθος τής ένορίας.
Ενδιαφέρουσα είναι ή προτασις ίερέιΰς τίνος νά έρωτηθοϋν οί ιερείς έάν θά ή-
θελον νά γίνουν τά τέκνα των ιερείς, πόσα έγιναν καί διατί δέν έγιναν.
“Ετερον θέμα πρός έρευναν ποοτείνεται ή μετάθεσις ίερέως καί αί προϋποθέσεις
δι’ αυτήν.
Περαιτέρω προτείνονται ώς θέματα έξετάσεως ή όργάνωσις τής ένορίας ώς είναι
ή ίδρυσις ένοριακών κέντριον, Βιβλιοθήκης, ανθοκήπων πέριξ τοϋ Ναού, ή συμβολή
τής πρεσβυτέρας καί ή συγχιόνευσις ή διαίρεσις τών ένοριών.
θέμα είς μίαν έρευναν θά άπετέλει καί ή μελέτη βιβλίων καί περιοδικών άπό
μέρους τοϋ ίεοέιος.
Α ξ ίζε ι ένταϋθα νά άναφερθή καί ή άπάντησις ίερέως τινός, ό όποιος λέγει έπί
λέξει: «’Έ χω τήν γνώμην οτι ολα τά έρωτώμενα θά σάς είναι γνωστά, αλλά χρειάζε­
ται τόλμη έκ μέρους πολλών 3Γ ενέργειαν» (Η 4 ).
Είς τήν έρώτησιν έάν έχουν παράπονα άπό τδν Μητροπολίτην των (Ίωαννίνιον
Σεραφείμ) 82,14% άπήντησαν σαφώς oyi, ένψ 1,02% απλώς ναι, 4,08% ναι προσω­
πικής φύσεως, 0,63% γενικής φύσειος ίδέν έπισκέπτεται τήν ένορίαν του) , 6,12% έ-
πεφυλάχθησαν νά απαντήσουν3839. Είναι φυσικόν είς μίαν μεγάλην Μητρόπολιν νά ύ-
38. Κοντομέοκος, Τ .: Ή Εκκλησία καί οί απόδημοι Πεο. «Εκκλησία» 1969, σε?.. 532, 560.
39. 'Ιερείς τινές εις τάς ποοφοοικάς σΐ'νεντεύ’ξεις είπον οτι δέν ήσαν ευχαριστημένοι άπό
τον Μητροπολίτην, καίτοι είς τό έριοτηματο?.όγιον άπέφυγον νά διατυπιόσουν παράπονα*
τούτο ενθυμίζει γεγονός τό όποιον αναφέρει διεί’θυντής ’Αμερικανικού Κέντρου Κοινο>-
νικών Ερευνών δστις γραοει ότι, κατά τήν νεαράν του ή/.ικίαν έπεσκέφθη έργοστάσιον
καί έσημείωνε τά προβλήματα εργασίας έοιοτών τους έργάτας. *Ότε έξήρχετο τού ερ­
γοστασίου τοϋ είπεν είς εργάτης: Έ άν θέσετε τό σημεαοματάοιόν σας εις τον χαρτοφύ­
λακα θά σας είπω όλην τήν αλήθειαν!
* Οί ιερείς παραπονούνται ότι αδειάζουν τά χωριά καί οί ένορίται σπανίζουν είς τον Ναόν.
Τό πρόβλημα τής μεταναστεύσεως έχει καί άλλας προεκτάσεις. Ιδιαιτέρως οξύ είναι τό
πούβ?.ημα τών μεικτών γάμων κυρίως τών έν Δυτική Γερμανία Ελλήνων. Πρβλ. Κον-
τομέρκος, Τ .: Ή Εκκλησία καί οί άπόδημοι. Περ. «Έκκ?.ησία» 1969, σελ. 532, 560.
πάρχουν παράπονα, διότι δέν εναι δυνατή ή έκπλήρωσις των έπιθυμιών δλων τών
ιερέων. Πολλάκις βεβαίως πταίει αύτή αυτή ή διάρθρωσις καί όργάνωσις τής Ε κ ­
κλησίας διά την έμφάνισιν συγκρούσειον καί παραπόνων.
Τά γενικής φύσεως παράπονα συνίστανται κυρίιυς είς την μή έπίσκεψιν του
Μητροπολίτου τής ένορίας τοΟ ίερέως, την μή σύγκλησιν Ιερατικώ ν Συνεδρίων — είς
τά όποια συνήθως ή συμφωνία τής μάζης μέ τάς απόψεις των ήγητόρων είναι σχεδόν
υποχρεωτική καί όπου τό «λιβάνισμα» άντικαθιστα τήν (&μήν εκφρασιν τής άληθεί-
ας — καί τέλος είς τήν άπουσίαν πνευματικών ιδρυμάτων καί κοινωνικής δράσεως
(Μ 41). Ταυτα δμως προϋποθέτουν συστηματικήν όργάνωσιν τής Μητροπόλειος άπδ
έπιτελεΐον μορφωμένων καί ζηλοηών κληρικών.
Τ ά παράπονα προσωπικής φύσεως δεν άναφέρονται ένταυθα, άλλά διεβιβάσθη-
σαν είς τδν Μητροπολίτην, χιυρίς βεβαίως νά άναφέρεται τό δνομα τοΟ διατυπώσαν-
τος αότά ίερέως.
/ΌΓΟΤΐΧΝΙί (j

ΑΡΣΕΝΗ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ ί

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ


Ό είκοστός αιώνας είναι —καί έτσι ίσως τό μέλλον θά τόν χαρακτηρίση, όταν
τόν έντάζη στήν Ιστορική ροή —ό αΙώνας των έπαναστάσεων. "Οχι όμως μονάχα
των έπαναστάσεων στό πεδίο τό κοινωνικό. Κλονίζονται θεσμοί αίωνόβιοι καί
θεωρίες έπιστημονικές, πού έφεραν τήν σφραγίδα του άλάθητου, καί συγκροτή-
ματα ήθικών άντιλήψεων μέ ζωή χιλιάδων χρόνων. Ό έξηρεσιονισμός δίνει νέο
νόημα στήν τέχνη. Ό Αϊνστάιν άνατρέπει τήν μηχανική του Νεύτωνα, ή παληά
ήθική τάξη καταρρέει μαζί μέ τήν οικογένεια, πού τήν έστήριζαν ή άναγνωρι-
σμένη υπεροχή τού άρρενος καί τ ό έ ν α οικογενειακό βαλάντιο.
'Όλες αύτές οί άλλαγές γίνονται βέβαια αισθητές καί στόν τόπο μας, ή τε­
λευταία μάλιστα μέ τρόπο πολύ σκληρότερο άπό ό,τι συμβαίνει στίς άλλες εύρω-
παϊκές χώρες* γιατί έδώ ή γιορτή ήλθε χωρίς προεόρτια καί πηδήσαμε, μέσα σέ
λίγες δεκαετηρίδες, άπό τό ήθικά παραγγέλματα τού 18ου αίώνα, στήν καινούρ­
για ήθική τάξη, άπό τόν κώδικα τής ήθικής συμπεριφοράς του μακαρίτη Φέρμπου
(1899), στό σέζυ, τήν μαριχουάνα, τόν λεσβιασμό καί τήν άρσενοκοιτία. ’Αλλά,
γιατί νά χολοσκάνουμε, άφοϋ κοντεύει νά μάς γίνη συνείδηση τό ότι ή άχαλί-
νωτη έφευρετικότητα τού άνθρώπου, μαζί μέ τήν έπίσης άχαλίνωτη πολυπραγμω-
σύνη του, δουλεύουν γιά τήν εξαφάνισή του άπό προσώπου γης. «Έπάμεροι —εί­ ■-i*j#
πε ό άρχαίος Πίνδαρος —τί δέ τις; τί δ ’ ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος)). !I*?<
,·<
"Ας χαρούν λοιπόν οί άστικές μας καρδιές τό θεάματα, πού, είτε έπί πλη-
ρωμρ είτε όχι, μάς προσφέρουν οί σκηνές μας —τό σπίτι, ό δρόμος, τό θέατρο, — •1
χωρίς νά πολυερευνάη ό νούς μας γιά συνέπειες, πού πιθανόν νά ταράζουν τήν ίή
γαλήνη μας. t■

Νά, τώρα, δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλαγής ριζικής τής νοοτρο­ Ν


πίας μας, στόν τομέα τής Λογοτεχνίας:
Ή καθαρεύουσα ήταν, έδώ καί έκατό περίπου χρόνια, στήν άκμή της άκόμη, *
άφοϋ τότε ό I. Παπαδιαμαντόπουλος, ό γνωστός Ζάν Μορεάς, δημοσίευσε, πρίν
φύγη γιά τή Γαλλία, τήν τελευταία του ποιητική συλλογή στά έλληνικά, μέ τόν
τίτλο νομίζω: «Τρυγόνες καί "Εχιδναΐ)). Μά καί στίς άρχές τού αίώνα μας δέν
ήταν άσφαλώς ντροπή τό νά στιχουργή κανείς σ’ αύτή τήν κατασκευασμένη γλώσ­
σα, άφού βασίλευε άκόμη σέ πολλούς τομείς τής εθνικής μας ζωής, χωρίς νά έχη *
έζοβελιστή οριστικά άκόμη καί άπό τήν περιοχή τών Γραμμάτων, άφού στά ’Ανα­
γνωστικά τού Δημοτικού μάς έδίδασκαν καί μάς νουθετούσαν έμμετρα σ’ αύτό τό
γλωσσικό Ιδίωμα:

Μη τά ζώα βασανίζεις
καί κτυπάς καί Αφανίζεις· Μ
νεύρα έχουσι καί αισθήσεις,
ώς καί συ καί αύτά έπίσης.
1 ·\
'Αγαπάς νά σέ κτυπώσι
καί νά σέ κακοποιώσι;
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Ής έσύ δέν άγαπάς


μή ιτειράζεις, μή κτυπας.

Καί όμως. Γύρω στό 1965 έκυκλοφόρησε ξανά μιά ποιητική συλλογή στήν κα­
θαρεύουσα, καί μέ φορέα βέβαια τήν παλαιό μετρική. Ποιήματα άψογα άπό τε­
χνική άποψη. Βέβαια, στό περιεχόμενο έμεναν πιστά στήν παλαιό καθαρολόγο
ποιητική δογματική;: Θεματογραφία, συμβουλευτικός τόνος, νοσταλγίες ρωμαν-
τικές, έκκλήσεις νοσταλγικές στό παρελθόν καί άλλα τινά, πού θό μπορούσαν
νό έπιτρέψουν στόν συγγραφέα νά σταθή χωρίς συστολή πλάι στόν Παπαρρηγό-
πουλο, τόν Βασιλειάδη καί τόν Καρασούτσα, στούς ποιητές πού έθελγαν τό άνα-
γνωστικό κοινό, στό μέσα του περασμένου αΙώνα. Καί τό όνομά του; ’Ανώνυμος.
Καί ή διεύθυνσή του; Πόστ - Ρεστάντ. “Ετσι, χωρίς νά διαπράξη κανένα άδίκημα,
χωρίς νά είναι δίχως ταλέντο, κρύβει κάτω άπό τήν άνωνυμία τό έργο του, μόνον
καί μόνον έπειδή χρησιμοποιεί τήν καθαρεύουσα.
Τό δεύτερο παράδειγμα έχει τελείως διαφορετικήν άφετηρία. Ένώ ό καθα­
ρολόγος διστάζει νά παρουσιαστή έπώνυμα στό κοινό, έπειδή θεωρεί όριστικά
χαμένη τήν ύπόθεση του σοφολογιωτατισμοϋ, ό άλλος τολμάει, τήν ίδια περίπου
καί αύτός έποχή, δηλαδή γύρω στό 1965, νά παρουσιάση στά φόρα καί έμμετρα
τούς παραφύσιν έρωτές του, πράγμα πού δέν θά τολμούσε άσφαλώς νά κάμη,
τουλάχιστο τόσο ώμά έδώ καί πενήντα χρόνια. Καί αύτό τό κάνει έπώνυμα, χω­
ρίς καμιά άνασκοπή καί προσφέρει τό βιβλίο μέ άφιερώσεις.
“Ετσι λοιπόν καί στήν περιοχή τής λογοτεχνίας παλαιό είδωλα σκεπάζουν
μέ συστολή τό πρόσωπό τους, γιά νά μήν άναγνωρίζονται, ένώ ή παρανομία πα­
ρουσιάζεται χωρίς ντροπή καί άνασκοπή στό φως τού ήλιου. Quae fuerunt vitia mores
sunt *, είπε ό φιλόσοφος Σενέκας, στήν άναστατωμένη έποχή τού Νέρωνα, σ’ αύ
την πού δίκαια θά τήν άναγνώριζε γιά πρόγονο ή δική μας χαριτωμένη έποχή.
Αύτές οί δύο άλλαγές, πού μνημονεύσαμε παραπάνω, ύποπίπτουν βέβαια
στήν κοινή άντίληψη. Δέν είναι όμως μονάχα αύτές* ύπάρχουν καί άλλες, σημα­
σίας μάλιστα πρωταρχικής πού, άν καί δέν έχουν συστηματικά μελετηθή, συνι-
στοϋν έπανάσταση μέσα στήν περιοχή των Γραμμάτων καί Ι δ ι α ί τ ε ρ α τ ή ς
π ο ί η σ η ς , πού θά μάς άπασχολήση τώρα.
Αύτές οί άλλαγές είναι:
α) Ή άπολάκτιση των παλαιών στόχων.
β) Ή άπάρνηση τής Μετρικής, τής τεχνικής, δηλαδή, τού ποιητικού λόγου,
πού έχει σάν βάση τόν τονισμό.
Στόχοι τού παλαιότερου Λυρισμού, όπως πολύ καλά τούς έπισήμανε ό Μπρυ-
νετιέρ κατά τό τέλος τού 19ου αΙώνα, ήταν: ή φ ύ σ η , ό έ ρ ω τ α ς κ α ί
ό θ ά ν α τ ο ς . 'Υπάρχει φυσικά καί τό είδος τό μεικτό, όπως π.χ. στήν περί­
φημη Λίμνη τού Λαμαρτίν, πού στίς στροφές του έρωτας καί φύση συμπλέκονται
τόσο άρμονικά, γιά νά δώσουν τήν γλύκα τής μοναξιάς καί τήν όρμή τού πόθου,
ώστε αύτό τό ποίημα έμάγεψε άνθρώπινες καρδιές έπΐ έκατό περίπου χρόνια,
καί μόνόν τώρα λησμονήθηκε, τώρα πού ριζικά άλλαξαν καί οί στόχοι μας καί ό
τρόπος πού βλέπουμε καί άντιμετωπίζουμε τήν άπτή πραγματικότητα.
(Εκτός άπό τά τρία σύτά κέντρα έλξεως τού παλαιού ποιητή, ένα τέταρτο,
ή πατριδολατρεία, παρουσιάζονται, έπ* εύκαιρίαις, στή σκηνή, δίνοντας όμως σχε­
δόν πάντα προϊόντα δευτέρας τάξεως, γιατί ήταν στείρα καί άνεδαφική ή άνιαρή
ήρωολογία της. Ποιός διαβάζει σήμερα τόν δικό μας τόν Παράσχο καί ποιός Γάλ-

Τά παληα ελατχιόματα, τιυοα έγιναν ήθη.


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*

λος μαγεύεται από την βοναπαρτολογία τού Μπερανζέ ή τίς στροφές τού, κάποια
έποχή κοσμοαγάππτου, Πώλ Ντερουλέντ).
Τί μένει τώρα άπό τούς τρεις στόχους τής ποίπσπς τής παλπάς;
Ό θάνατος έζακολουθεΐ νά άπασχολή τόν ποιπτή, όπως άπασχολεί και τόν
κοινόν άνθρωπο. Γιατί ή άγωνία τής άνυπαρξίας δέν θά παύση ποτέ νά συνέχη
τό άνθρώπινο πλάσμα, πού όταν άρχίζει νά στειρεύει μέσα του ή πηγή τής ζωής,
άγωνίζεται με άπελπισία γιά νά κερδίσει τήν έλπίδα τής αίωνιότητας. Ό άνθρω­
πος κάθε έποχής καί κάθε κοινωνικού καθεστώτος, άρχίζει σέ μιά ώρισμένη ήλι-
κία νά καταθλίβεται άπό τήν έννοια: μέλλον, πού είναι δικό του πλάσμα, καί
τρέμει τήν στιγμή πού θά κατεβή γΓ αύτόν ή αύλαία μέσα στό θέατρο του κό­
σμου. Φοβάται έκεΐνο πού δημιούργησε. Quod finxere timent. Οί θρησκείες πρόσ-
φεραν πάντα κάποιο άντίδοτο σ’ αύτήν τήν μεταφυσική άγωνία καί, μέ όπλο τήν ά-
γωνία αύτή, έστησαν τό συγκρότημα τής ήθικής τους. Αύτή ρύθμιζε τήν άτομική
ζωή τού άνθρώπου, προπάντων όσο πλησίαζαν οί τελευταίες του στιγμές. Στό πε­
ρίφημο Άββαείο τού Cluny, πού τό θεμελίωσαν οί Βενεδικτίνοι τό 910, μάζες πι­
στών, πού δέν είχαν πάντα άφιερώσει τή ζωή τους σέ καλά καί τίμια έργα, άφη­
ναν μέ τήν διαθήκη τους μικρές ή μεγάλες περιουσίες, γιά νά άλαφρώσουν τίς
καρδιές τους άπό τόν τρόμο πού τίς έδερνε μπροστά σέ κείνον πού περίμεναν
γιά νά τούς άνοίξπ τήν πύλη μιάς νέας ζωής: «Καί Ιδού ίππος χλωρός καί ό κα-
θήμενος έπάνω αύτού όνομα αύτώ θάνατος)). Καί όποιος διαβάση τήν έπιγραφή
τής Πύλης, στήν Κόλαση τού Δάντη, θά νοιώση τό φοβερό ρίγος πού κυρίευε
τούς μελλοθάνατους, πού άν δέν ήταν πάντα τέλειοι άνθρωποι, ήταν σχεδόν πάν­
τα άνθρωποι πιστοί.
Αύτή τήν μεταφυσική άγωνία ή Τέχνη τήν έδωσε, σέ όλες της τίς διαστάσεις,
Ιδιαίτερα ή ποίηση καί ή ζωγραφική, άπό τούς άρχαίους καιρούς. Ό Βοκκάκιος
μάς έδωσε άκόμη καί τήν σατυρική παρωδία της στό πρόσωπο τού Τσιαπαρέλο,
τού άπατεώνα νοτάριου, πού μέ μιά πλαστή έζομολόγηση πασκίζει νά έξαπα-
τήσει καί τό περιβάλλον του, ίσως καί τόν αΙώνιο Κριτή. Καί ή Λογοτεχνία καί ή
ζωγραφική καί ή γλυπτική έδημιούργησαν άριστουργήματα, Ιδιαίτερα στούς πολι­
τισμούς, όπου τά μετά τά φυσικά δέν είναι στόχος καθαρά πνευματικός, άλλά
άγωνία ύπαρξιακή, πού συνέχει τήν ψυχή τού άνθρώπου, όσο πλησιάζει πρός τήν
άλλην όχθη τής ύπαρξης, καθώς οί θρησκείες τήν ορίζουν. Στό Βιβλίο τού Δανιήλ,
στήν παλαιά Διαθήκη, ύπάρχει ένα άπό τά λαμπρότερα κείμενα τής παγκόσμιας
λογοτεχνίας, τό γνωστό συμπόσιο τού Βαλτάσαρ. "Οταν τό άόρατο χέρι έγραψε,
μπροστά στόν βασιλιά, πού, πολιορκημένος άπό τόν Κύρο μέσα στήν Βαβυλώνα,
έχλεύασε τά Ιερά σκεύη τών 'Εβραίων, πού είχε συλλήσει ό Ναβουχοδονόσορ
στήν ’Ιερουσαλήμ, τίς φοβερές λέξεις Μανέ, Θεκέλ, Φάρες, ό Προφήτης τού έρ-
μήνευσε τήν τραγική ρήση: Τό άόρατο μάτι τού Θεού παρακολουθούσε τίς πρά­
ξεις του καί τό χέρι του τίς ζύγισε, τίς βρήκε πενιχρές καί θά τιμωρήση. Τήν
άλλη νύχτα, ό έχτρός πάτησε τήν πόλη. Καί ό θάνατος κτύπησε τόν Βαλτάσαρ.
Τέτοια γιομάτα δραματική όμορφιά κείμενα ή πλάσματα τών είκαστικών τε­
χνών, συναντάει κανείς πολλά, όπου δίνεται ή άνατομία τού θανάτου άπό μεγά­
λες καλλιτεχνικές καρδιές, πού τίς βασάνιζε ή άγωνία γιά αίωνιότητα. Νεκρώ­
σιμες άκολουθίες, ή Θεία Κωμωδία, οί πίνακες τού Μπρύγκελ, τού Χάνς Χόλμπαΐν
τού νεώτερου, τού "Αλμπρεχτ Ντύρερ, ό μακάβριος Χορός τού Γκαΐτε, ώς τήν
πεισιθάνατη άπελπισία τού Μπωντλαίρ καί, πιο πρόσφατα, τήν Πύλη τής Κόλασης
τού Ραντέν, όλοι αύτοί οί σταθμοί τής όμορφιάς μιλούν γιά τό πώς είναι πάντα
ζωντανή μέσα στήν ψυχή τού άνθρώπου ή συγκίνηση πού γεννάει τό μεταφυσικό
ρίγος.
*'Ος τήν έποχή μας όμως ό θάνατος ήταν ύπόθεση άτομική. Βέβαια στίς έπο·
χές τών πολέμων ή τών μεγάλων έπιδημιών, όπως ή φοβερή έπιδημία τής βουθω-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ>,

νικής πανούκλας, πού θέρισε τόν Μον αΙώνα τό ένα τρίτο τού πληθυσμού τής
Εύρώπης, ό θάνατος δέν έφτανε σάν τό φυσικό τέλος μιας ζωής, άλλά σάν μιά
έπανάσταση μέσα στήν ροή των έγκοσμίων, σάν φαινόμενο μέ τεράστια σημασία
κοινωνική. Στήν ’Αγγλία τοΰ Μου αίώνα, ύστερα άπό τήν έπιδημία, οί χωρικοί
γνώρισαν μιά σχετική εύημερία, έπειδή οί πολλοί θάνατοι έκαμαν δυνατή τήν
σημαντικήν αύξηση τοΰ γεωργικού κλήρου. Εκεί, έπίσης, καί μέ αΙτία πάλι τήν
έπιδημία, άποδυναμώθηκε σημαντικά ή έπίδραση τοϋ καθολικού κλήρου στήν μάζα
τού λαού, γιατί ή στάση μεγάλου ποσοστού έφημερίων, πού δέν τολμούσαν νά
πλησιάσουν τόν άρρωστο ούτε τίς τελευταίες του στιγμές, γιά νά τοΰ προσφέ­
ρουν τήν θεία Κοινωνία, γέννησαν πολλές άμφιβολίες σχετικά μέ τήν άγιότητα
τής Εκκλησίας.
Οί πόλεμοι τής Γαλλικής Επανάστασης καί τού Ναπολέο ,'τα άποδυνάμωσαν
τήν Γαλλία σέ τέτοιο σημείο, άπό τήν άποψη τοϋ πληθυσμού, ώστε ένώ γύρω στα
1800 ήταν ή δεύτερη σέ πληθυσμό χώρα τής Εύρώπης, — ή πρώτη ήταν ή Ρωσία
μέ 25 έκατομμύρια κατοίκους, ένώ ή Γαλλία είχε 23 έκατομμύρια, —ύστερα άπό
έκατό περίπου χρόνια, μέ τήν έναρξη τού πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μέσα
στίς δυνάμεις, πού είχαν συμπλοκή, ή Γαλλία ήταν ή προτελευταία σέ πληθυσμό
Αύτά όμως, έως τό κατώφλι τής έποχής μας, ήταν έζαιρέσεις. Ό κανόνας
ήταν ό άτομικός θάνατος, πού τόν έπλαισίωνε ένα συγκρότημα έκδηλώσεων, πού
έπράαιναν τήν σκληρότητα τής στιγμής μέ τήν άγάπη καί τήν έλπίδα. Ή θρη­
σκεία άνοιγε στόν μελλοθάνατο τήν πύλη ένός άλλου κόσμου, ή άγάπη καί τά
δάκρυα των δικών του καί τών φίλων του τού έδιναν τήν δύναμη νά έλπίζη άκόμη
καί σ έκείνες τίς φοβερές στιγμές, όπου κατεβαίνει γιά πάντα ή αύλαία έπάνω
στό δράμα μιας άτομικής ζωής.
Σήμερα τά πράγματα άλλάζουν άπότομα καί ριζικά. Ή έπιστήμη μας ύπο-
σχεται έναν όμαδικό θάνατο χωρίς Ιεροτελεστίες καί κοιμητήρια. 01 δεσμοί τής
άγάπης χαλαρώθηκαν μέσα σέ μιά οίκογένεια πού φθίνει σάν θεσμός μέσα στήν
μικρή άνθρώπινη κοινότητα, πού είναι πιά στό ξεπουλήματα. Ή προσφορά τής
θρησκείας στήν πιό τραγική ώρα τής άνθρώπινης ζωής άποδυναμώνεται συνεχώς.
“Ετσι ό άτομικός θάνατος γίνεται τώρα κάτι τό τελείως φυσικό γιά κάθε πλάσμα
τής γής, ένώ είδικά γιά τήν περίπτωση τού άνθρώπου, έπαιρνε άλλοτε μιά σημα­
σία μοναδική. Γιατί τόν έπλαισίωναν καί ή άγάπη τών άλλων γιά τό πλάσμα που
αποχωρούσε άπό τήν σκηνή τού κόσμου, καί τό θεσμικό έκείνο ξεπροβόδισμα
πρός μιά καινούργια ζωή, όπως τήν ύπόσχεται ή νεκρώσιμη 'Ακολουθία. Σιγά -
σιγά μάς μένει ό θάνατος, ό χωρίς άγάπη καί χωρίς έλπίδα. Βέβαια μάς μένει σάν
συνοδός άκόμη ή λύπη, όπως τήν έκφράζουν τά Γραφεία Κηδειών καί τά θερμά
συλλυπητήρια* ξέρουμε όμως όλοι πόσο κάλπικη είναι στίς περισσότερες περι­
πτώσεις καί πόσο καθαρά τυπική ή έκφραση τού πόνου τών ζωντανών. 01 τυπικό-
τητες καί οί έπικήδειοι μπήκαν στή θέση τού μοιρολογιού καί τού ψυχικού σπα­
ραγμού. Γι αύτό ό θάνατος ένός συγκεκριμένου άνθρώπου, σάν θέμα τής ποίη­
σης, όπως ή παλαιότερη ποίηση τόν ένοιωθε, έχασε τήν σημασία του. ’Αρκεί νά
διαθάση κανείς τό δημοτικό ό Γέρο - Νότης κάθεται στού Μάρκου τό κεφάλι, τό
κορσικανικό μοιρολόι στήν Colomba του Μεριμέ, ή τό θαυμάσιο ποίημα: Ό Εσταυ­
ρωμένος τού Λαμαρτίν, γιά νά καταλάβη μέ πόσην ένταση κατάθλιβε τήν ψυχή
ένός άνθρώπου ή μιάς όμάδας ό άτομικός θάνατος. Τώρα αύτό έλειψε. 01 γέροι
πεθαίνουν μόνοι. “Οχι όλοι τώρα, άσφαλώς, όμως πολύ σύντομα, όλοι! Καί έκεΐ-
νος ό θάνατος, πού θά συγκινεΐ άκόμη τήν ποίηση, —καί αύτό γίνεται άπό τώρα
αίσθητό, —θά είναι ό όμαδικός θάνατος, ό ήρωϊκός θάνατος τών νέων άνθρώπων,
πού θυσιάζονται, γεμάτοι όρμή καί αύταπάρνηση έπάνω σέ βωμούς, πού δέν εί­
ναι δυστυχώς πάντα καθαροί καί άμόλυντοι, όσο θά τό άπαιτούσε ή θυσία τους.
Ή νέα ποίηση αύτό τό καθήκον τό έπιτελεΐ.
ii ':
Αυτός ό καινούργιος τρόπος νά φεύγης άπό τή ζωή δέν είναι ό θάνατος,
όπως τόν έβλεπε ό Μπρυνετιέρ. Εξακολουθεί όμως ή ποίηση νά μάς τον δίνει,
γιατί υπάρχουν άκόμη ποιπτές αγνοί, πού ζοϋν καί κινούνται, μέσα στά κατάλοιπα
τού παλαιού μας κόσμου, σ’ ένα κλίμα συναισθηματικό, πού δεν είναι πιά τού
καιρού μας. 'Ολοένα όμως και περισσότερο άπωθούνται προς τά περιθώρια. Τώρα,
ή ποίηση τού καιρού μας άγωνίζεται για ν ’ άποκρούσει τήν βαρυχειμωνιά καί γιά
νά φέρει στον γεμάτον αγωνία κόσμο μας μιά καινούργια άνοιξη. ΓΓ αύτό ό ρό­
λος της είναι μεταβατικός. "Οταν — άν φυσικά δεν μάς εξαφανίσουν οί έφευρέ-
σεις μας — κάποιος γλυκός ήλιος θά φωτίση τήν ζωή τού άνθρώπου, ίσως τιμή­
σουμε ξανά τόν λυρισμό πού ύμνεί τόν θάνατο, δπως τόν εννοούσε ό Μπρυνετιέρ.

Περνάμε τώρα στο δεύτερο ποιητικό θέμα: τή Φύση.


Καί πρώτα - πρώτα, άς κάμουμε μιά διαστολή. Ή φύση δέν ήταν ποτέ γ ι ά
δ λ ο υ ς τούς άνθρώπους θέμα ποιητικό. Τό δάσος, τό ποτάμι, ή άνατολή καί
ή δύση τού ήλιου, τό ταξίδι τού φεγγαριού στούς δρόμους τού ούρανού δέν ήταν
άσφαλώς άντικείμενα γνήσιου ή όχι θαυμασμού για τόν κάτοικο τής έξοχης, καί
άμφιβάλλω άν θά ήταν άντικείμενα τού ποιητικού οίστρου, πριν δημιουργηθούν
οί σχετικά μεγάλοι οικισμοί, πού γι’ αύτούς ή φύοη ήταν ένα άντίδοτο στήν άχαρη
καί υποδουλωμένη ζωή τής πόλης. Ό χωρικός ζή μέσα στη φύση* τήν ζή χωρίς
νά μαγεύεται άπ’ αύτήν* τήν θεωρεί σάν φυσικό πλαίσιο τού άγώνα του γιά επι­
βίωση. Καί γΓ αύτό εύκολα τήν έγκαταλείπει γιά νά ζήσει τή ζωή τής πόλης, ά­
κόμη καί σήμερα, πού είναι σέ θέση νά ξέρει πόσο βαρύ είναι τό τίμημα πού θά
πληρώσει, όταν ρίχνει πέτρα πίσω του, καί έρχεται νά κατοικήσει μέσα σέ τείχη
χωρίς οξυγόνο καί φώς. Αύτό τό στρίμωγμα στις μεγάλες πόλεις άρχισε νά γεν­
νάει ξανά τήν νοσταλγία τής έξοχης άπό τίς άρχές τού 17ου αιώνα. Ό Μπουαλώ
είχε έξοχικό σπίτι έξω άπό τό Παρίσι, καί έκεϊ έπήγαιναν νά τόν έπισκεφθούν ό
Μολιέρος καί ό Ρακίνας, καθώς λέει ή παράδοση. Οί δρόμοι τού Παρισιού είχαν
ήδη γίνει δύσκολοι, καθώς μάς λέει ό ίδιος ό Μπουαλώ σέ μιά άπό τίς σάτιρές του.
Καί όμως τό Παρίσι, ή μεγαλύτερη τότε πόλη τής Εύρώπης, δέν ξεπερνούσε ά­
σφαλώς σέ πληθυσμό τίς εκατόν πενήντα χιλιάδες κατοίκους, άφού τήν εποχή τής
Γαλλικής επανάστασης, στο τέλος δηλαδή τού 18ου αιώνα δέν έφτανε τίς τριακό­
σιες χιλιάδες. Ή νοσταλγία όμως τής έξοχης, δηλαδή τής έλεύθερης φύσης, πού I
σάν πόθος διάχυτος άρχισε νά θρονιάζει στις ψυχές μιάς μερίδας τού πληθυσμού,
σάν άντίδραση στον πληκτικό καί άνθυγιεινό κατοικημένο χώρο, δέν έγέννησε
μιά ποιητική σχέση, έναν ειδικό λυρισμό, μέ θέμα τή φύση. ΓΓ αύτήν άδιαφόρησε
τελείως ή λογοτεχνία, ιδιαίτερα ή γαλλική, πού παιδί της στάθηκε ό Μπρυνετιέρ,
όλόκληρο τόν 17ο καί τόν 18ο αιώνα. Αύτοΐ οί δύο αιώνες μελέτησαν τόν άν­
θρωπο. Ό πρώτος γύρισε τούς προβολείς προς τόν άνθρωπο σάν οντότητα ψυ­
χική, ό δεύτερος, σάν παιδί μιάς κοινωνικής πραγματικότητας. Στήν φύση, στήν
όμορφιά της, τήν μαγεία της, στήν ικανότητα πού έχει νά τονώση τόν άγωνιζό-
μενον άνθρωπο, ή λογοτεχνία αύτή δέν γύρισε κάν τά μάτια, καί άν τό έκαμε
καμμιά φορά κινημένη, άπό μιμητικό ζήλο, έδωσε ένα ρητορεύοντα λυρισμό, πού
δέν έχει καμμιά σχέση μέ τήν γνήσια ποίηση. Άκόμη καί έως τά μέσα τού 19ου
αίώνα δέν άναγνωρίζεται ή φύση σάν αύτόνομη ποιητική πηγή. Στό περίφημα ;
«Μαθήματα Δραματολογίας)) πού μάς τά έδωσε στά έλληνικά ή έκδοση Μαρασλή, I
ό μεγάλος φιλόλογος Si Marc Girardin γράφει: «Και αύτή ή θάλασσα, όσον ώ* ?
ραία καί άν είναι, έχει άνάγκη τής παρουσίας τού άνθρώπου γιά νά |
καταξιωθή)). Μά καί μεγάλοι ζωγράφοι τής ίδιας έποχής, ό Κορό, ό Μιλέ, ό Ρου- \
σώ, άν καί είναι τοπιογράφοι έξαίρετοι, τήν φύση τήν μεταχειρίζονται σάν πλαί­
σιο στό άνθρώπινο πλάσμα, πού χαίρεται, θρηνεί, προσεύχεται ή άγωνίζεται γιά i
τή ζωή. Δέν τήν κοιτάζουν σάν θέμα αύτόνομο καί αύθυπόστατο, μά σάν σκηνή
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 689

θεάτρου, πού έπάνω σ’ αύτήν παίζεται τό δράμα τής ύπαρξής μας. Μέσα οέ όλό-
κληρη τήν ιστορία τής ευρωπαϊκής τέχνης ή περίοδος, δπου ή φύση παίζει ρόλο
αύτόνομο καί πρωταρχικό, είναι ή έποχή τοΰ Ιμπρεσιονισμού, άπό τό 1873 καί
ύστερα. Καί έκεϊ όμως ένεδρεύει κάποια φενάκη. Γιατί είναι άλήθεια ότι οί ζω­
γράφοι τήν μελετούν μέ μανία, γιά νά δοκιμάσουν τήν θεωρία τους γιά τό φώς,
πού έπιστημονικά τήν έθεσε ό Chevrcul. μέ τόν νόμο των συμπληρωματικών (χρω­
μάτων) . Ό Ιμπρεσιονισμός, σπάζοντας τά αύστηρά περιγράμματα τού άντικειμέ-
νου καί άναδεικνύοντος τό φώς σέ πρωταρχικό στοιχείο τής ζωγραφικής, άγνό-
ησε τήν τόσο άγαπητή στήν ακαδημαϊκή τέχνη ακρίβεια τού σχεδίου καί δέν έ­
κλεισε τό άντικείμενο μέσα στο περίγραμμά του, μά τό άφηνε νά γεννιέται άπό
τήν κράση τών συμπληρωματικών χρωμάτων μέσα στο όργιο τού φυσικού φωτός.
Γι’ αύτό τό φυσικό του πεδίο δράσης είναι τό ύπαιθρο, ή άνοικτή φύση, όπου τά
χρώματα δονούνται καί σμίγουν έλεύθερα. Καί έτσι όμως τ ό ά ν τ ι κ ε ί μ ε -
ν ο ν, δηλαδή ή φύση παύει νά είναι σκοπός* γίνεται άπλό κίνητρο γιά τήν έπα-
λήθευση μιας καλλιτεχνικής θεωρίας, πού ήταν παράλληλα καί Θεωρία έπιστημο-
νική. Είναι όμως άλήθεια, άν λάβουμε μάλιστα ύπ* όψιν ότι οί ίμπρεσιονιστές πα­
ραμερίζουν τά γκρίζα καί τά σκούρα καί προτιμούν τά καθαρά χρώματα, ότι μέ
τό χρωματικό μεθύσι πού δημιουργούν, θεοποιούν τή φύση, καί γΓ αύτό τό τοπίο
τους μέ τόν άναπαλμό καί τή λάμψη του, θά μείνη πιθανόν ό ωραιότερος ύμνος
πού έγραψε ή Τέχνη γΓ αύτήν. Άπό τόν Ιμπρεσιονισμό καί ύστερα ή Φύση πέ­
ρασε στήν άφάνεια. Ή ζωή τής πόλης μπαίνει στό προσκήνιο καί ό άνθρωπος, μέ
τά προβλήματα καί τίς άγωνίες του, ό άνθρωπος, όπως τόν διαμόρφωσε ό μεγά­
λος οικισμός, γίνεται τό έπίκεντρο τού ένδιαφέροντος τής λογοτεχνίας καί τών
εικαστικών τεχνών. Καί αύτό είναι πολύ φυσικό. Μαζί όμως μέ τήν ριζική άλλαγή
τών καλλιτεχνικών στόχων, πού ήταν συνέπεια τής άλλαγής τών φορέων τών ν έ­
ων κοινωνικών ένδιαφερόντων, μετατοπίστηκαν καί τά πλαίσια, πού μέσα σ’ αυτά
οί φορείς αύτοί κινούνται, άλλαζαν όμως συγχρόνως καί τά άλφάθητα πού στοι­
χειοθετούσαν τήν γλώσσα εκείνων πού τά έκφράζουν. Ό άνθρωπος έγινε τό έ-
: πίκεντρο τού καλλιτεχνικού ένδιαφέροντος, ένας, όμως, νέος άνθρωπος, δύσκο-
, λος, πολυσύνθετος, πού τέχνη καί έπιστήμη τόν μελετούν σέ βάθος καί τόν έκ·
ι φράζουν καί τόν όρίζουν μέ κάθε λογής τεχνοτροπίες, ψυχολογικές μελέτες καί
I λογοτεχνικά κείμενα. Ούσιαστικά, τό ζωντανό πλάσμα πού ζή γύρω μας έχει μο-
«νοπωλήσει τά ένδιαφέροντα τών άλλων άνθρώπων. Τόση είναι ή άγωνία πού έχει
ι κατακλύσει τόν άτομικό μας ορίζοντα. Ή μακαρία έποχή τής φυσιολατρείας πέ-
: ρασε φαίνεται γιά πάντα καί όπως πάμε, σέ κάποιον καιρό δέν θά ύπάρχει πιά ή
ΐ φύση, όπως τήν έννοούσαν οί παληοί. Καί τά κατάλοιπά της θά χρησιμεύουν σάν
ιάναρρωτήρια τού ποδαριού σέ όσους θά φτάνουν λαχανιάζοντας άπό τίς πόλεις
«γιά λίγες ώρες, γιά νά παρηγορήσουν τούς άρρωστους πνεύμονές τους καί τά
ισπασμένα νεύρα τους. Καί ή Φύση θά πάψει νά είναι ένα θέμα - είδωλο γιά τόν
!Ιδιότυπο λυρισμό τής έποχής μας, πού άντλεΐ τίς συγκινήσεις του μέσα στήν κοι-
Ύωνική συμβίωση. Δέν θά πάψη όμως, γιά πολύν άκόμη καιρό, νά είναι γιά τόν
'εύαίσθητον άνθρωπο καί πρώτα - πρώτα γιά τόν ποιητή, μιά πηγή άκένωτη ποιητι-
ικών είκόνων, Ιδιαίτερα όταν θά μπορέσει νά τήν άντικρούσει σάν πυκνό σύμ*
ιφυρμα πλασμάτων ζωντανών. "Ετσι τήν είδε ό Μπωντλαίρ στό περίφημο Sonnet
:des Correspondances: Τό δίνω σέ δική μου μετάφραση:

Ναός ή φύση, δπου, συχνά λόγια σιβυλικά


μιλούν ο! ζωντανοί του στύλοι. Πλάϊ
σε μιά ττήχηρα συμβόλων ό άνθρωπος περνάει,
πού τόν κοιτούν έστατικά μέ μάτια ψιλικά.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Σαν μακρόσυρτοι αχοί πού φτάνουν άπο πέρα


και σμίγουν σέ μια ένότητα άφεγγη και βαθειά,
άπέραντη σαν την ημέρα καί σαν την νυχτιά,
άρώματα, ήχοι, χρώματα σμίγουν μέσ’ στον άγέρα. j
Βρίσκονται άρώματα σαν παιδιού σάρκα δροσερά* j
σαν τή χλόη πράσινα γλυκά όπως του αυλού τό μέλος.
"Άλλα άναδίνουν θρίαμβο, χλιδή καί διαφθορά,
κι* έχουν την άσωστη απλωσιά πραγμάτων δίχως τέλος:
τού βάλσαμου καί τής μοσκιάς, άμπρας καί λιβανιού,
πού υμνούνε τις παραφορές τού νού καί τού κορμιού.
Τώρα φτάνουμε στον έρωτα. Τί νά ποϋμε δμως γι’ αύτόν; Είναι βέβαια ένα
κοινωνικό έπιγέννημα και τά δημιουργοϋν οί δυσκολίες πού παρουσιάζει ό κοι­
νωνικό ύφό στό άνθρώπινο πλάσμα, όταν άγωνίζεται γιά τόν Ικανοποίηση τοϋ
γενετήσιου ένστικτου. 'Ό,τι στόν φύση γεννάει τόν ψευδαίσθηση του έρωτα, τό {
κελάδισμα του πουλιού, οί ρυθμικές συστροφές τοϋ σώματος, δέν είναι έρωτας’
είναι μιά πρόκληση γιά νά Ικανοποιηθή μιά βασικό άνάγκη τού είδους, πού, γιά ί
νά πραγματωθη, στόνει μπροστά στό άτομο τόν φενάκη τής πρόσκαιρης όδονής.
Τόν έρωτα τόν γέννησε ό διαδικασία των δυσκολιών, πού συνάντησε μέσα στό
ροό τής Ιστορίας, ό έλεύθερη Ικανοποίηση αύτοϋ τοϋ ένστικτου. Υπάρχουν βέ­
βαια μέσα σ’ αύτό τό ροό παραδείγματα άνθρώπων μέ καταπληκτικά φλογερό
φύση, πού άγνόησαν έμπόδια, φραγμούς καί κινδύνους, όταν όλα αύτά τούς έμ- ;
πόδιζαν τόν σαρκικό μείξη μέ τό πλάσμα πού έγινε πόθος τους. Ή περίπτωση τοϋ
Άβελάρδου καί τής Έλοίζας, τοϋ Παύλου Μαλατέστα καί τής Φραντζέσκα ντά Ρί-
μινε είναι αίχμές, πού τις έχει έπισημάνει ό ποίηση καί ό Ιστορία. Υπάρχουν όμως -
καί πλήθος άλλες, πού, χωρίς νά τίς προικίζει μέ τόν έπισημότητα των δύο προ- ι
ηγούμενων, ό είδικό θέση των θυμάτων μέσα στάν κοινωνικό Ιεραρχία, έθρεψαν /=
έπί αίώνες τόν λυρισμό, τό μυθιστόρημα καί τό δράμα.
Τώρα, όπως ήλθαν τά πράγματα, μέ την κατάλυση των έμποδίων, νομικών ~
καί κοινωνικών, πού περιόριζαν μέ χίλιους τρόπους, —τόν κοινωνικό άποδοκιμα- :
σία, τό έθιμικό καθεστώς, τόν βεντέτα, τόν φόνο, τόν οίκονομικό κύρωση, τίς ;f
δικαστικές κυρώσεις, τό κύρος τής παράδοσης, ιδιαίτερα τής οικογενειακής, —τόν *t
έλευθερία τής Ικανοποίησης τοϋ ένστιχτου τής διαιώνισης τοϋ είδους, ό λογοτε- ■>·
χνία καί ό τέχνη, όχι μόνον λειψά θά διαθέτουν θέματα, σχετικά μέ τόν έρωτα, r
άλλά καί τό κατάλληλο θά τούς λείψη κοινό, πού τέτοια θέματα θά νοσταλγόση.
Έφτάσαμε άκόμη στό σημείο αύτό; ’Ασφαλώς όχι! Πρός τά έκεΐ όμως τραβάμε :α
πλησίστιοι. Άπό τόν ώρα πού ό μακρόσυρτη διαδικασία τοϋ έρωτα βρήκε σάν S
σκληρό άνταγωνιστό, τόν σύντομη διδικασία τοϋ σέζυ, πολλοί καί σίγουροι οίω- 7
νοί προσημαίνουν τόν νικητή. Βέβαια ό παλαιάς μορφής έρωτας, συνοδευμένος »»
άπό τά γνωστά παράφερνα, — έρωτικά γράμματα, μαρασμοί, άπελπισίες καί αύ- ;;
τοκαταστροφό, — δέν πρόκειται άμέσως νά έγκαταλείψη τόν σκηνή τής λογο- /
τεχνίας’ πιθανόν νά γραφούν μυθιστορήματα σάν τόν Education Sentimentale τοϋ
Φλωμπέρ ή ποιήματα σάν τόν Λίμνη τοϋ Ααμαρτίν, θά λιγοστεύουν όμως μέ
τόν καιρό αύτές οί έκδηλώσεις, όσο θά έζαντλείται ή μάζα τών παλαιών άνθρώ- j
πων ή τών νέων, πού μένουν άκόμη παλαιοί καί πού, άπό άγωγό καί παράδοση :
ή καί ήλικία, μένουν άκόμα πιστοί στό άρχαίο είδωλο τοϋ 'Έρωτα. Αύτών δηλαδή :
πού έζακολουθοϋν νά λατρεύουν μιά διαδικασία, πού όδηγοϋσε άλλοτε στόν r
πραγμάτωση ένός πόθου, μιά διαδικασία, πού έσερνε κάποτε περισσότερο άπό .
μιά άστικό δίκη, καί άπαιτοϋσε συχνά πόνο, καρτερία καί αίμα, ένώ ή έποχή μας,
πιό πρακτική, όπλισμένη μέ καινούργια όπλα, —τόν άτομικό άνεξαρτησία καί τό
χρήμα —, πραγματώνει τόν πόθο αύτό άμέσως, χωρίς έρωτικά γράμματα, μελαγ­
χολία, άπελπισία καί καρδιοπάθειες.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

Perchc Orlando a far Γ oprc virtuose, piu ch’a narrarlc poi sempre era pronto.
(Γιατί ό Όρλάντο ήταν πάντα έτοιμος νά κάνη μεγάλα έργα* περισσότερο
άπό τό νά διηγήται), θά πούμε παρωδώντας τον Μαινόμενο Ρολάνδο τοϋ Άριόστο.
Καί τώρα, κάνοντας ένα τεράστιο άλμα προς τά πίσω, έπάνω άπό μιά σειρά
άπό θεσμούς πού άσφαλίζουν στίς περασμένες έποχές τήν άντρική τιμή καί τά
έπιφαινόμενά της: τόν αύλικόν έρωτα τού μέσου αίώνα καί τόν φόνο καί τό χα­
ρέμι καί τόν φερετζέ καί τά cingula pudicitiac καί τό cadcnasso των Φλωρεντινών
καί άτι άσφάλιζε σέ παλαιότερους καιρούς τήν παρθενική άγνότητα καί τήν συ­
ζυγική πίστη, ξαναγυρίζουμε στά ήθη τοϋ όλυμπιακοΰ Πανθέου, όπου μέ τόσην
άμεσότητα έκδηλώνονταν ή έλξη Λ έρωτική. Αύτήν τήν άμεσότητα τήν έκφράζει
θαυμάσια ό Νικολά Πουσέν σ’ ένα του πίνακα των άρχών τοϋ 17ου αίώνα: Ό Έ ρ­
μης είναι έραστής τής Έρσης, τής κόρης τού Κέκροπα, τοϋ βασιλιά τής ’Αττι­
κής. ’Εραστής μέ όλη τήν σημασία τής λέξης. Ή άδελφή της ή “Αγλαυρος άγα-
πάει καί αύτή τόν Έρμη. Τώρα έπάνω σ' ένα κρεθθάτι είναι ξαπλωμένη ή πρώτη.
Ό Ερμής μπαίνει άπό τήν άντίθετη πλευρά τοϋ πίνακα καί όρμάει πρός τό μέ­
ρος της, χωρίς νά λογαριάση άτι ή άντίζηλη, γονατιστή στή μέση τοϋ δρόμου τοϋ
άγκαλιάζει μέ πάθος τά γόνατα γιά νά τόν έμποδίση νά φτάση στήν άδελφή.
Μά αύτός, μεθυσμένος άπό σαρκικό πόθο, ούτε κάν τήν κοιτάζει. Γιατί άκριβώς
έκείνη τήν στιγμή κάποιος —νομίζω ή Άθηνά - έσήκωσε τό μέρος τοϋ πέπλου
πού έσκέπαζε τήν φύση τής κοπέλλας, πού κοίτονταν στό κρεββάτι. Αυτός ήταν ό
“Ερωτας των άρχαίων θεών. Τώρα ξαναγυρίζει στό προσκήνιο ωμός, άτίθασος, άδί-
σταχτος. Καί αύτόν ή άρχαία Ελλάδα μάς τόν δίδαξε. Πέρασαν άμως χιλιάδες
χρόνια πρίν νά τόν υίοθετήση ή ’Ηθική τοϋ νέου Κόσμου. Τώρα τόν κατέβασε
άπό τόν Όλυμπο στή γή, τόν τακτοποίησε μέ τό σήμα Σέξυ μέσα στήν άγγλική
όνοματοθεσία καί τόν έξάγει μέ ορμή τυφώνα σέ κάθε σημείο τής γής. 01 κοινω­
νίες άλου τοϋ κόσμου καλούνται νό βαστάξουν τό βάρος του καί τήν όρμή του,
καί πιθανόν νά γίνουν πιό πλούσιες σέ έλευθερία, σέ μιά έλευθερία άμως πολύ
πιό φτωχή σέ περιεχόμενο, άφοϋ άποβλέπει στό νά καταλύση ά,τι όνομάζουμε
συναισθηματικούς δεσμούς. 'Αναρωτήθηκε άμως κανείς: ποιά κοινωνία μπορεί νά
βγή ϋστερα άπό τό γκρέμισμα τών στύλων τής παληάς; Τί θά ίδή, ό Σαμψών,
άταν σταυρώσει τά χέρια του καί παρακολουθήση τήν νέαν άνοικοδόμηση ϋστερα
άπό τό γκρέμισμα τοϋ ναοϋ;

“Ερωτας, λοιπόν, Φύση καί Θάνατος, τά τρία βασικά θέματα τής παλαιότε-
ρης λογοτεχνίας ή ξεθωριάζουν, σέ σημείο πού νά γίνονται άγνώριστα, ή όλο-
ένα καί περισσότερο θά λείπουν άπό τΙς σελίδες τοϋ τυπωμένου βιβλίου. Μέ τί
θά άντικατασταθοϋν ώς τήν ώρα άπου ή, κατά τούς άπαισιόδοξους, ή άνθρώπινη
κοινωνία θά πιή τό κώνειο πού τής μαγγανεύει ή έπιστήμη της ή, κατά τούς αι­
σιόδοξους, θά πατήση όριστικά τόν δρόμο τής έλευθερίας; Ό έρωτας έχει τό ύ-
ποκατάστατό του: Τό Σέξυ. Ό θάνατος έπίσης, σάν ύπόθεση άτομική, προσφέρει
στήν τέχνη τό δικό του ύποκατάστατο: τίς ομαδικές σφαγές τών άθώων, σέ άλα
τά κλίματα τής γής, σφαγές πού τίς προκαλεί ή σύγκρουση συμφερόντων καί Ιδε­
ολογιών, άνεδαφικών συχνά, πάντα άμως άγνών πόθων τής νεολαίας τοϋ κόσμου
ι καί ένός status quo πλούσιου οέ μεθόδους καί οίκονομική άντοχή. "Οσο γιά τή
ι φύση, τί θά μείνει άπ’ αύτήν γιά τόν άνθρώπο; “ Ισως μονάχα τό ποθητό, καί τόσο
; σπάνιο στόν άστικό Λεβιάθαν, όξυγόνο της, Λ νλυκύτητα τής αύρας της, οί φυσι-
<κές φωνές τών πλασμάτων της, σέ άντίθεση μέ τά άνατριχιαστικά μουγγρίσματα
ι τών προϊόντων τής άνθρώπινης σοφίας, καί τά χρώματά της, άλη ή θαυμαστή ποι-
ι κιλία τής ζωής της. ΓΓ αύτούς πού τήν έζησαν ή πού έχουν άκόμη τήν ψυχική εύ-
:φορία πού χρειάζεται γιά νά τήν ζήσουν, ψυχικά έλεύθεροι άπό τίς θλιβερές ά-
/νασκοπές πού μαγγανεύει ή μεγάλη πολιτεία, μπορεί ή φύση νά μείνει, άν δχι
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

σάν αύτόνομη πηγή έμπνευσης, τουλάχιστο σαν πολύτιμο μέσο έκφρασης τής
δικής της ζωής, όπως τό είδε ό Μπωντλαίρ στο Σοννέτο των ’Ανταποκρίσεων.

Τώρα, έκτός άπό τήν επανάσταση στήν ούσία, έχουμε καί μιά επανάσταση
στή μορφή. Είδωλο αιώνων, ή παληά Μετρική, γκρεμίζεται στούς ’Αποθέτες, σάν
άχρηστη, δπως στή Σπάρτη τά καχεκτικά νήπια. Και μέ τόση άνακούφιση δέχτηκε
καί ό κόσμος των λογοτεχνούντων, όπως καί ό κόσμος των άναγνωστών, αύτή
τήν ποιητική μεταπολίτευση, ώστε παλαιοί ποιητές πού θυσίασαν στόν βωμό τής
καθιερωμένης ποιητικής τέχνης άπειρες ώρες στίς ομοιοκαταληξίες, τις μετα­
φορές, τίς παρηχήσεις καί τά παρόμοια, άπολάκτισαν τόν ένοχλητικό τύραννο
καί υίοθέτησαν τά νέα εκφραστικά μέσα. Καί έκαμαν πολύ καλά, άν σκεφτή κα­
νείς άτι άπό τά μέσα τού περασμένου αιώνα, έδώ κΓ έκατό περίπου χρόνια, ό
Βερλαίν έγραφε στήν έμμετρη γιά τήν παληά μετρική άποδοκιμασία του: ί
Ho! gui dira les torts de la rime?
Quel enfant Sale ou quel negre fou
nous a forge ce bizou d’ un Sou
quisonne faux et creux Sous la lime?
(Ό , ποιός θά μάς πή τής ομοιοκαταληξίας τό άδικο; Ποιό βρώμικο παιδί ή
ποιός τρελλός νέγρος μάς έφτιασε αυτό τό στολίδι τής δεκάρας πού, δταν ή λίμα
τό δουλεύει, άκούεται κούφιο καί κάλπικο;).
Βέβαια, ή άπότομη έξαφάνιση τής παλαιάς μετρικής ε ί χ ε κ α ί δ ύ ο
δ υ σ ά ρ ε σ τ α , ά ν α π ό φ ε υ κ τ α , δ μ ω ς ά π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Πρώτα
- πρώτα πολλοί άπό τούς ώριμους καί συχνά έξαίρετους ποιητές άναγκασμένοι,
ξαφνικά νά μπούν στο χορό τής καινούργιας μετρικής, γιά νά μή χαρακτηριστούν
σάν συντηρητικοί ή έκτός τόπου καί χρόνου ή άκόμη γιά νά μή γίνουν εύαίσθη-
τος στόχος τής άγοραίας κριτικής, ύποχρεώθηκαν μέ κάποιο τρόπο νά φορέσουν
καινούργιες πανοπλίες καί νά άρνηθούν τούς παλαιούς τους θεούς: τόν άριθμό
των συλλαβών οτό στίχο, τίς τομές, τίς πλούσιες ομοιοκαταληξίες, τά ποιήματα
σταθερής μορφής κτλ. Γιά πολλούς όμως άπό αύτούς ήταν δυνατόν νά άλλάξουν
καί οί ποιητικοί στόχοι πού ήταν πηγή τής έμπνευσής τους; πώς νά έκφράσουν
ποιητικά τόν αισθηματικό κόσμο πού κλείουν μέσα τους, δταν αύτός ό κόσμος
έχει ξεθωριάσει πιά στά μάτια τής εποχής μας, πού βλέπει σάν παράξενο τέρας
όποιον τόν κρατεί μέσα του καί έπιχειρεΐ νά τού έκφράσει; Καί οί προσπάθειες
νά καλυφθούν άπό τούς νέους τρόπους γραφής, άπολακτίζοντας ομοιοκαταλη­
ξίες καί στροφές καί σονέττα καί τριολέτες καί υιοθετώντας τόν ορμητικό καί ά-
χαλίνωτο γι’ αύτό ώραΐον, καινούργιο λόγο, μένουν, σέ πολλές επριπτώσεις, τε­
λείως άκαρπες. Υπάρχουν βέβαια καί πολλές λαμπρές έξαιρέσεις. ’Εκείνοι πού *
μπορούν νά διατηρούν σέ κάθε καιρό τήν αισθηματική τους ύγρότητα καί νά δέ­ «
χονται, πάντα ζωντανοί καί νέοι, τά μηνύματα των νέων καιρών.
Στόν τόπο μας ιδιαίτερα αύτή ή ξαφνική άποκόλληση άπό τήν άρχαία ποιη­ ι
τική παράδοση, δέν θά έπρεπε νά σταθή πολύ οδυνηρή. Γιατί γιά μάς ή εύρω-
παϊκή μετρική ήταν Φυτό έπείσακτο, πού θά είχε σύντομα μαραθή, άν δέν τό
διατηρούσε στή ζωή ή παράδοση τής νησιώτικης περιφέρειας (Ίονίων νησιών καί
Κρήτης) , πού τά επηρέασε πολύ ενωρίς ή ιταλική παρουσία στά χώματά τους, μά
καί ή κατά παράδοξο τρόπο άφοσίωση σ’ αύτό των καθαρολόγων ποιητών πού θά
έπρεπε μάλλον νά δείξουν τρυφερή άγάπη στόν άρχαίο προσωδιακό τρόπο ποιη­
τικής γραφής, σάν γνήσια παιδιά τού άρχαίου πνεύματος, καθώς τουλάχιστο Ι­
σχυρίζονταν. Αύτοί οί τελευταίοι δέν άκουαν τόν ήρωΐκό δεκαπεντασύλλαβο νά
βροντάη άκόμη στ’ αύτιά τους ούτε τήν έκκλησιαστική ύμνωδία νά τούς προσ­
φέρει άγνό λυρισμό σέ στίχους άνομοιοκατάληκτους. Καί μόνον ό Κάλβος, με-
γάλη μορφή των Γραμμάτων μας καί σάν ποιητής, μά καί σάν ήθική προσωπικό­
τητα ,άγνόησε τΙς ξένες σειρήνες καί στάθηκε πιστός σέ μιά παράδοση χιλιετη­
ρίδων, πού μπόρεσε νά ντύση τήν ποίηση, άπό τό άπλό τραγούδι έως τό έπος,
μέ μιά στολή λιτή καί γεμάτη ιεροπρεπή αξιοπρέπεια, χωρίς τήν κάλπικη λάμψη
άπό τενεκεδένια πεταλίδια καί τήν ψτηνή μουσική τής πλούσιας ρίμας. Τήν εύ-
ρωπαϊκή ποίηση τήν έσφιξε, μέσα σ’ αύτό τό άχαρο περιλαίμιο, μιά παράδοση
πού έχει τΙς ρίζες στον πολύ πρώιμο Μέσο Αίώνα καί πού ύπηρέτησαν, στά πρώτα
της βήματα, σκοπούς πρακτικούς. Ή όμοιοκαταληξία στάθηκε στήν πρώτη μεσαι­
ωνική περίοδο μέσο καθαρά μνημοτεχνικό γιά νά γίνη εύκολώτερη ή διατήρηση,
στή μνήμη τελείως απαίδευτων άνθρώπων, τοϋ κειμένου του ποιητικού πού άλά-
φραινε κάπως καί όμόρφαινε τήν άχαρή του ζωή. Ή συνήχηση, ή Assonnance, πού
δέν ήταν τίποτε άλλο άπό τό άπλό όμοιοτέλευτο των στίχων άνά δύο, στάθηκε ό
άπλοϊκός πρόγονος τής όμοιοκαταληξίας. Μέ αύτήν δμως παρουσιάζεται δειλά η
ποιητική μετρική στό βασικώτερο κείμενο του Μέσου Αίώνα, στό “Επος του Ρο·
λάνδου, πού είναι ένα άπό τά ώραιότερα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται
όμως γιά έναν πρόγονο τής μετρικής, όπως τήν έλάτρευσε ή Εύρώπη έως τό
τέλος του 19ου αίώνα, μέσα στήν ποίηση των νέων εύρωπαϊκών γλωσσών. Για­
τί, μέσα στήν λατινική ποίηση τών Μέσων Χρόνων, ή γνωστή μας στιχουργική πα­
ρουσιάζεται πολύ ένωρίτερα μέ όλα της μάλιστα τά μοντέρνα τερτίπια: πλούσιες
όμοιοκαταληξίες, στροφές, στίχοι μέ ώρισμένο άριθμό συλλαβών κτλ. ΓΓ αύτό δέν
πρέπει νά μάς ζενίση τό γεγονός ότι μόλις τώρα στήν έκρηκτική έποχή μας,
μπόρεσε ή ποίηση νά άποτινάξη τόν ζυγό της, πού σ’ αύτόν ύποτάχτηκαν στό πέ­
ρασμα τών αιώνων μαζί μ' ένα τεράστιο πλήθος μέτριων καλλιεργητών τής ποί­
ησης, μορφές γιγάντιες άληθινών ποιητών.
Τώρα ξαναγυρίζει ή ποίηση στήν έλευθερία σέ δ,τι έχει σχέση μέ τά έκφρα-
στικά μέσα, σέ κείνη τήν έλευθερία πού, κατά κάποιον τρόπο, ή άρχαία Ελλάδα
τής τήν δίδαξε. Μαζί μέ όλη τήν Εύρώπη καί σέ μάς. Ένα δεύτερο καί πολύ δυ­
σάρεστο άποτέλεσμα τής συνοπτικής διαδικασίας, πού είχε σάν κατάληξη τήν
έκτέλεση τής κλασσικής μετρικής, ήταν, Ιδίως έδώ στόν τόπο μας, ή καταπλη­
κτική αύξηση του άριθμοϋ τών ποιητών. Ή μετρική ήταν στενό παπούτσι καί στι-
χουργοί καί άπλοι άκόμη καί άνούσιοι στιχοπλόκοι έπρεπε νά περάσουν άπό τόν
κάπως σκληρό ζυγό της, πρίν παρουσιαστούν στά μάτια τοϋ κοινού. 'Ομοιοκατα­
ληξίες, μέτρα, ίαμβοι καί ανάπαιστοι καί στροφές καί υπαλλαγές καί συνεκδοχές
καί άλληγορίες καί παρηχήσεις καί τά παρόμοια ήταν μιά κάποια δυσχέρεια γιά
όποιον ήθελε νά έκφραστή ποιητικά, άκόμη καί όταν δέν είχε τίποτε νά πή. Ή
ολική όμως έκλειψη τού ζυγού τής μετρικής, πού ήταν όπωσδήποτε σκληρή δο­
κιμασία γιά πολλούς ύποψήφους ποετάστρους, καθώς καί ή σιβυλική κάπως ύφή
τής νέας ποίησης, πού μέ τούς τελείως καινούργιους στόχους της ξενίζει τό πο­
λύ κοινό πού δυσκολεύεται νά κόμη τό μεγάλο άλμα άπό τόν παλαιό στόν νέο
ποιητικό λόγο, καί άγωνίζεται γιά νά αίσθανθή αύτό πού ό νέος αύτός λόγος θέ­
λει νά τού έκφράσπ, αυτά τά δύο γεγονότα άπάλλαξαν άπό κάθε δισταγμό πλή­
θος ύποψηφίων ποιητών. Καί άπό τότε πλημμύρισε ό χώρος τής ποίησης άπό
ποιητικές συλλογές, πού χαίρονται τόν ελεύθερο στίχο τους, αύτήν τήν νέα
στολή τού ποιητικού λόγου, πού συχνά όμως δέν νομιμοποούνται καθόλου οΐ δη­
μιουργοί τους, όταν κορδακίζονται γιά τό περιεχόμενό τους, πού εναι ή καμου-
φλαρισμένη παραδοσιακή ποίηση ή ήχηρό, άδειανό όμως σκοτάδι. Ή παληά λα­
τινική παροιμία: Vasa inania plurimum sonant, (περισσότερο ήχούν τά άδειανά δο­
χεία) , βρίσκει στήν προκειμένη περίπτωση τήν πληρέστερη δικαίωσή της. Καί
αύτό, πού γίνεται στήν λογοτεχνία, γίνεται σέ μεγαλύτερη άκόμη έκταση στή
μοντέρνα ζωγραφική. Εκεί, μέ τήν κατάργηση τού άντικειμένου, πού έπαψε νά
είναι γιά τόν καλλιτέχνη σκοπός καί έγινε άπλό κίνητρο, motif, ύποτονίζεται ή
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

λειτουργικότητα τοϋ σχεδίου σάν αναγκαίου περιγράμματος. Μά καί τό Ιδιο τό


χρώμα, πού έπάνω στο τελάρο τού ζωγράφου είχε σάν προορισμό γεμίζοντας
τό περίγραμμα αυτό νά υλοποίηση στατικά τό άντικείμενο, άλλαζε προορισμό.
Ό μεγάλος Ιτα λό ς θεωρητικός τής τέχνης, συγχρόνως καί ζωγράφος, ό Τζίνο
Σεβερίνι, παιδί τοΰ Φουτουρισμού, ορίζει τόν νέον αύτό προορισμό στήν έξης
φράση των ’Απομνημονευμάτων του. «"Οταν ζωγραφίζω ένα αυτοκίνητο πού τρέ­
χει, σκοπός μου δέν είναι νά ζωγραφίσω τό αύτοκίνητο, σκοπός μου είναι νά
ζωγραφίσω τήν κίνηση)). Δέν ζητάει δηλαδή νά άποδώση στατικά τόν κόσμο, μά
δυναμικά, δηλαδή θέλει νά έκφράση τήν ροή τοϋ κόσμου, έκείνη τήν ήρακλείτεια
κίνηση πού άντιμάχεται στήν ’Αρχή τής Ταυτότητας, τό Axioma Identitatis τής Τυ­
πικής Λογικής.
Τό 1913 στο Amory - Show τής Ν. Ύόρκης, ό ζωγράφος Μαρσέλ Ντυσάν έκ-
θέτει τόν περίφημο πίνακα: Τό γυμνό πού κατεβαίνει τήν σκάλα. Τό κορμί πού
κατεβαίνει δίνεται σέ πέντε στάσεις, σέ πέντε διαφορετικά σκαλοπάτια τής κο­
χλιωτής σκάλας. ’Έτσι βλέπεται από πέντε μεριές καί ολοκληρώνεται μπροστά
στό μάτι σάν πλάσμα κ ι ν ο ύ μ ε ν ο , σάν φορέας τής κίνησης, τοϋ βασικώ-
τερου κατηγορούμενου τής ζωής. Τό έργο αύτό είχε καταπλήξει τότε τόν κόσμο
τής Τέχνης. Οί ώριμοι συντηρητές Μουσείων τό είδαν σάν προκλητικό τέρας* οί
νεώτεροι όμως καλλιτέχνες, πού δέν είχε ακόμη άποστεωθή τό καλλιτεχνικό τους
αίσθητήριο, είδαν τό έργο «σάν τό φως στήν άκρη τής σήραγγας». Πέρασαν πολ­
λά χρόνια άπό τότε καί ή ζωγραφική γνώρισε πολλές περιπέτειες. 01 σχολές ξε­
φύτρωναν ή μιά πίσω άπό τήν άλλη: κυβισμοί, φουτουρισμοί, μεταφυσική σχολή,
σουρρεαλισμός, ραιγιονισμός, κονστρουκτιβισμοί κτλ. "Ολες όμως ή έκαμαν τό
άντικείμενο μέσο απλό έκφρασης ή τό κατάργησαν τελείως στόν άγώνα τους γιά
νά έκφράσουν τόν νέο κόσμο σέ ό,τι δυναμικώτερο έχει, σέ ροπές, σέ ιδέες, σέ
σκοπούς, σέ πόθους. ’Έ γινε όμως έτσι κι έδώ ό,τι έγινε στόν χώρο τής λογοτε­
χνίας. ’Όταν περιωρίστηκε με τήν έξαφάνιση τοϋ άντικειμένου ή λειτουργικό­
τητα τοϋ σχεδίου καί τό χρώμα έπαψε νά γεμίζη σταθερά περιγράμματα, έλει-
ψαν άπό τούς έπίδοξους καλλιτέχνες εμπόδια τεχνικής φύσεως, πού, γιά νά ύ-
περπηδηθοϋν άπό τό παλαιό καθεστώς, χρειάζονταν καί κόποι καί μαθητεία καί
φυσική προίκηση. 'Έγινε δηλαδή καί στήν ζωγραφική ό,τι έγινε καί στήν λογοτε­
χνία: έλειφαν πολλά τεχνικής φύσεως έμπόδια. ΓΓ αύτό άκριβώς κύματα ζωγρά­
φων, — μεγάλο ποσοστό άπ’ αύτούς είναι αύτοδίδακτοι, — πλημμύρισαν τήν α­
γορά. Οί έκθέσεις ακολουθούν ή μία τήν άλλη. Μέσα σ’ αύτές ύπάρχουν πολλές
πού δέν είναι τίποτε άλλο παρά ξεσπάσματα έρασιτεχνικοϋ ζήλου, χωρίς ειδική
προίκηση, χωρίς τό άπαραίτητο ύηόβαθρο τής συστηματικής προετοιμασίας. "Αλ­
λες τις στήνει καί τις προβάλλει ή άνενδοίαστη άγυρτεία, ό καλλιτεχνικός κομ-
πογιανιτισμός, ή κενή αύτάρκεια καί ή πίστη στήν πνευματική άνεπάρκεια έκεί-
νων τών πολλών, πού θά παρελάσουν υπροστά στούς κρεμασμένους πίνακες.
Καί άκριβώς τις τέτοιας λογής παρεκτροπές τίς εύνοεί τό γεγονός ότι άτόνισαν
τά παλαιό κριτήρια — ποιότητα σχεδίου, χρώματος, θέματος — καί τεχνοτροπίες
ν έες προβάλλουν μέ νέους τρόπους, σέ όλη τήν περιοχή τής τέχνης, τής άγω-
νίας μας καί τούς προβληματισμούς μας. Αύτοί οί νέοι τρόποι έκφρασης δέν είναι
άκόμη προσιτοί στό πολύ κοινό, πού δέχεται παθητικά τήν νέα προσφορά, είτε
γνήσια εϊτε όχι, γιά νά μή φαίνεται άκατατόπιστο, αν καί ούσιαστικά είναι παντί
άνέμω, άναπεπταμένον.

Ξαναγυρίζουμε τώρα γιά λίγο στήν άφετηρία μας.


Φύση, θάνατος, έρωτας, τά τρία βασικά θέματα τής παλαιός ζωής ή έχουν
άτροφήσει ή έχουν άλλάζει περιεχόμενο. Καί ή νεώτερη λογοτεχνία σκοπεύει
πρός νέους στόχους. Αύτοί οί στόχοι δέν είναι άτομικοί, είναι στόχοι μιας όμά-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

δας μεγάλης ή μικρής, μέ τάση σαφή ή έμθέλειά της νά τής έπιτρέψη νά χτυ-
ηήση στόχους πανανθρώπινους. ΑΟτή εϊναι Λ μιά και βασικώτερη πλευρά τής έ-
πανάστασης πού έχει έκδηλωθή στόν τομέα τής τέχνης, καί Ιδιαίτερα της τέχνης
του λόγου.
*Η άλλη πλευρά είναι ή καταλυτική πνοή που σάρωσε τά παλαιό έκφραστικά
μέσα.
Τό κοινό όμως, τό πολύ κοινό, μιά δηλαδή σημαντικώτατη μερίδα τοϋ ώριμου
πληθυσμού, δέν έχει άκόμη τήν δύναμη νά καταλάβη τούς στόχους πού έντοπίζει
μέ τό φως των προβολέων της μέσα στό σκοτεινό μέλλον, ή τέχνη ή νέα, συνε­
πώς καί νά άζιολογήση τά έκφραστικά της μέσα. "Οταν όμως μιλούμε γιά κοινό, j
ί
πρέπει αύτήν τήν τεράστια μάζα των ούδέτερων καί των άνέτοιμων νά έχουμε
ύπ’ όψη μας καί όχι τΙς μειοψηφίες, φωτισμένες ή όχι* γιατί αύτήν περιμένουν τά
i
πλαίσια πού στέκουν άπό τώρα στημένα στό δρόμο τής άνθρώπινης μοίρας, γιά ί*
νά γίνουν ή άφετηρία μιας νέας καί ίσως πιό δοξασμένης πορείας γιά τήν άν-
θρωπότητα. ’Επειδή όμως τώρα οί νέοι πολυσύνθετοι στόχοι της άναγκάζουν τήν
τέχνη νά έκφράζεται μέ μιά καινούργια γλώσσα, ό κριτικός πρέπει νά γίνη ό τί­
μιος καί δίκαιος μεσάζων μεταξύ κοινού καί νέων στόχων. Καί μόνον άν τό κάνη r
αύτό θά παίξη έποικοδομητικά τόν ρόλο του έπάνω στή σκηνή τού κόσμου. Γιατί
*
ί ένα είναι γΓ αύτόν τό μεγάλο καθήκον: τό νά όργανώσει, είδικά γιά τόν τομέα
% τής τέχνης, τήν προσπέλαση τής μάζας πρός μιά περιοχή, δπου μέ τό χρώμα, ϊ·
τόν λόγο, τόν ήχο δίνεται ό νέος άνθρωπος, αύτός, πού έχοντας ξεκόψει πιά άπό
μάς τούς άγκυροβολημένους, ζή τίς άγωνίες τής στιγμής’ μά συγχρόνως φαί­
νεται νά ύψώνη μέ στέρεες καί νόμιμες έλπίδες καί σπαταλώντας συχνά τό αίμα
του, έναν ούρανό πιό ξάστερο, μιά ζωή άπαλλαγμένη άπό ζυγούς.

CHARLOTTE HOCHGRUNDLER — HOFMANN


■·ι
■ι
ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;
Ποιός ξέρει τή νύχτα
πού τυλίγει τόν ύπνο σου;
Τί μουρμουρίζει ό άνεμος
πού μπαίνει απ’ τό παράθυρό σου;
Τί λέγει ή μέρα
μέ τή διαδρομή της;
Άλοίμονο! "Ας μείνουμε σιωπηλοί!
"Ολο και πιό πολύ
κάθε πράγμα θα γίνεται συνύπαρξη
σαν σκόρπια άμμος.
Οι ώρες λιγοστεύουν σιωπηλά
σάν τό φεγγάρι
πού στέκει πάνω στή λιμνοθάλασσα.
Πριν ακόμα νά καταλάβεις
αύτό πού ζοϋμε,
είμαστε έγκαταλειμμένοι
οτις σκιές
πού περνούν μόλις αγγίζοντας τή ζωή.

Μετάφραση: ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΦΗ

\·'.Ζ
ΕΣΤΙΑ»

ΑΛΛΟΘΙ
Τούτο το ωραίο μου πρόσωπο
είναι το άλλοθι μου
Πίσω του κρύβω μια κρεουργημένη ψυχή
και τα συντριμμένα φρένα
Γιατί είπε: '
Φύγε
καί παντού θά σου είναι τόπος εξορίας
Κι είπε:
Έ κεΐ στη μέση από τά σπλάχνα σου
θά ενεδρεύει δ πόνος μέ τό προσωπείο
τής ηδονής.
Καί τώρα
εδώ μένω διπλωμένη
στο σχήμα τού θρήνου,
άρρωστη βαριά κι ετοιμοθάνατη
άπ’ τ’ αναπάντητα ερωτήματα
Γ ιατί είπε
των άστρων ή απόσταση δεν κρύβει
τή μακαριότητα.
Των άστρων ή απόσταση μονάχα
απορροφά ,
τού γόου τήν άντήχηση
Γιατί παντού μαρτυρίου τόπος
Κι εγώ ό Μέγας ’Άδικος κι δ Δίκαιος
πού σού άφαιρώ τή μνήμη
καί σ’ άφήνο)
τήν ευδαιμονία τής άγνοιας
καί τήν τιμιορία τού αναίτιου τρόμου
καί τής άναπόδειχτης ενοχής.

Η ΠΟΡΕΙΑ
’Έτσι, μέ τή γνώση τής γύμνιας μας
σφεντον ιστήκαμε
μέσα στο άστεγο σύμπαν
αναζητώντας καθένας,
διαλέγοντας
ποιο αστέρι ταιριάζει
στους σκοτεινούς
τούς γυμνούς τούς αθώους
άπ’ τό γόο μας αιχμηρότεροι
κι άπ’ τήν απελπισία μας δυνατότεροι. ^
’Από τήν άπληστία μας πιο αρπακτικοι
τή λεηλατημένη άβυσσο δαμάσαμε
και δίνουμε στά πράγματα
τ’ όνομα τής ελλειι(ιής μας.

ΜΑΓΙΑ — ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΣΣΟΥ


ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τ ις Θ ερμοπύλες τις περνάς.
'Ό λ α σου λ ε ν πώς τις περνάς.
Ω ρ α ίο ς ό όγώ νας αν μπορείς
νά πας μπροστά.
Κι* άς πέσουν οί τριακόσιοι Λακεδαιμόνιοι.
’Έ μ ε ιν α ν για νά πέσουν.

Ό μ ω ς εσύ,
γιά νά σέ λ έ ν ε πορθητή Θ ερμοπυλώ ν,
και ν ’ άπολαύσεις όλες τις τιμές,
πρέπει νά πάψ εις νά είσαι βάρβαρος.
Π ρέπει νά πάψ εις νά είοαι Πέρσης.
’Α λλιώς,
οί Θ ερμοπύλες δέν αξίζουν.
Μ ήτε κι’ εσύ.
Κι’ άν πέρασες με τό σπαθί σου
καί χω ρίς
τήν προδοσία τού Ε φ ιά λ τη . -i

ΤΑ Κ Η Σ Τ Σ ΙΑ Κ Ο Σ

ΚΙ ΟΜ ΩΣ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ


Ο ί ώρες τοΰ μεσημεριού
μάγκωσαν άπάνο> του
καί χτυπούσαν
μέ δύναμη
τήν έλπίδα
στα γυμνά μπράτσα.

ο ν·
I στερα
τδν περικύκλωσαν οί σκιές
(ένας τείχος
άπδ σίδερο καί σκοτάδι
πού άδειαζε
τδ λούκι τής μ ο ίρ α ς).

Κι όμως
δέν έλεγε νά γυρίση πίσιυ
ή νά πάρει άλλο δρόμο.
Κοίταζε διαρκώς
πρδς τδ πέλαγο
καί στά μάτια του
γυάλιζε
ή περηφάνεια.

ΣΠ Υ Ρ Ο Σ ΚΑΡΖΗΣ
ΝΙΝΑΣ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ ΝΑΧΜΙΑ

Ο Π Α Π Α - ΓΙΑ ΓΚ Ο Υ Λ Α Σ
(διήγημα)

«”Αν τραβήξεις μαχαίρι ατό φίλο σου, μήν άπελπιστεΐς,


γυρισμός υπάρχει.
"Αν τοϋ άνοίξεις στόμα, φιλιωμός υπάρχει.
'Όχι όμως καί στήν κατηγόρια, τήν έπαρση,
στοϋ μυστικού τό φανέρωμα καί στό δολερό χτύπημα».
(Σοψία Σειράχ. Κ. I. Φριλίγγου)

Ό παπα - Γ ιαγκούλας, έτσι λ έ γ α ν ε ιό ν παπά τους στό Π ανοχώρι, είχε


λάβει διαταγή α π ' τή Μ ητρόπολη να βγάλη λόγο τή Μ. Τετάρτη. Σ α ν λοιπόν
τέλειω σ ε τύ τροπάρι τής Κασσιανής τή Μ. Τρίτη τό βράδυ και άφοϋ τόνισε
μερικά λόγια περισσότερο α π ’ δ,τι έπ ρ επ ε τό σχήμα του καί τά ιερατικά του κ α ­
θήκοντα, καταχω νιάστηκε στό μικρό του καμαράκι, πού τόλεγε φιλάρεσκα, τό
πρεσβυτέριό του. Ξ εφ τύ λισ ε τό λαδολύχναρο, δπλωσε δ,τι «ιερό» χαρτί είχε
α π ’ τά νειάτα του φ υ λ α γ μ ένο ο ιή ν παλιοκασσέλα του κι έπεσε σέ βαθύ συλλο­
γισμό. Μ πήκε μιά στιγμή ή χήρα ή Ά φ εντο ύ λ α ιν α , γριά σακατεμένη άπ’ τις
χαροπαραδοσιές, καί τον ρώτησε αν ήθελε τίποτα γιά τό βράχνιασμα τοϋ λαι­
μού του. Τόσα γράμματα ε ίχ ε ακόμα νά διαβάση μέχρι ν ' άναστηθή ό Χριστός.
Ό παπα - Γ ιαγκούλας, ό Π έτρος μέ τό βαφτιστικό του, τήν έδιωξε απότομα,
δπω ς ήταν τό φυσικό του, αυτή καί τά γιατροσόφια της. ΤΗταν κΓ οί δυο έρημοι
καί σκοτεινοί σέ τούτο τύν κόσμο. Ό παπάς τή ν ε ίχ ε γιά γεροκόμιο, αν καί
ποιός γεροκομούσε τον ά λλον δεν ήταν θέμα πού τούς άπασχολοϋσε. Σ α ν έ­
κλεισε πίσω της τήν πόρτα, όγδοντάχρονη κι’ εκείνη σάν καί τού λόγου του,
είδε μιά σκιά πού έκανε νά κρυφτή πίσω α π ’ τή μουριά τής αύλής. "Οσο κι* αν
δ έν κ α λόβλεπε τήν ήμέρα, τή νύ χτα ξέκρινε τά εμπόδια καί τά ζωντανά πού
τρ ύ π ω να ν στ* αχούρια καί τούς μισογκρεμισμένους φούρνους. Μ αθημένη να
προγκάη τά πουλερικό της, έβγα λε μιά δισταχτική φωνή, σάν βεβαιώθηκε πώς
ή σκιά είνα ι α ν δ ρ ικ ή :
«Ξοϋ νά χα θ ή ς. . .».
« Έ γώ είμαι θεία, ό Σ ιμ ός, θέλω τον παπά. . .».
« Έ μ π α » , είπ ε ή Ά φ εντο ύ λ α ιν α , πιο σιγά ακόμα καί κυττάζοντας γύρω
της, μήπω ς καί κα νένα ς χω ριανός παρακολουθούσε τον «άτιμο» τό Σϊμο, έκεί-
νη τήν σκοτεινή ώρα. Δυο βήματα παρέκει ήταν τό καλύβι της, χώθηκε μέσα
νά σιγουρευτή κΓ α π' τή χαραμάδα τής πόρτας, παρατηρούσε τό θαμποφωτι -
ομένο πρεσβυτέριο. Ο ιιαπα - Γ ιογκούλας, είδε τό Σϊμο όρθιο, μπροστά του,
σάν μιά πελώ ρια σκιά ο ιό ν πλίθινο τοίχο. Κείνη τή στιγμή άνακάτωνε τά χαρ­
τιά του βλαστημώντας κέ ούτε έδωσε κουβέντα τοϋ άσάλευτου μουσαφίρη.
Μ όνο δυνάμω σε τή ςηονή του, καθώς μιλούσε μοναχός του. « ...β ο υ ρ λισ τή κ α ­
νε, λέω , οί παπαδαραϊοι καί τά παπαδάκια, έκεϊ κάτου, στις μητροπόλεις, στις
π ο λ ιτείες καί νά βγάλω λέει λόγο. Ποιος; Έ γώ , ό παπα - Γιαγκούλας. νΑμ,
μιά ζωή λόγια λέω καί φ τοϋνα τά στουρνάρια δέν παίρνουν χαμπάρι. Σ τις πέ­
τρ ες ζοϋνε, πέτρ ες είναι. Ξέρω γώ γιατί μέ θυμηθήκανε, γιά νά κάνουνε τάχα
το χατήρι του προέδρου. Μά έλα πού ούτε τά λόγια του Χρίστου καταλαβαί­
νουνε, ούτε τα λόγια τοϋ διαβόλου. ΚΓ αν δέν ήταν ή μαγκούρα του παπα -
Γ ια γκούλα . ..» . Γύρισε κατά τον ϊσκιο στον τοίχο και σ υ νέχισ ε: « ...Τ ώ ρ α
πια έφαγα δσες λειτου ρ γίες είχα νά φάω . . . κΤ άν δέ μ' άπολύσανε είναι γ ια ­
τί άλλος κανείς δέν θ’ άνέβη έδώ πόνο) στα λιθάρια για μια χούφ τα ψ υ χές.
"Ωρα να πάω στα Π ατριαρχεία των ούρανώ ν νά ίσιώση τό κορμί μου
στής Παράδεισος τις π ρ α σ ιν ά δ ε ς... "Ακου, λέει, λ ό γ ο ... ε γ ώ . . . » . «Νά
πής γιά μένα και την άτιμία μου παπα - Γιαγκούλα. Τά σωστά τά λόγια νά πή ς,
έκείνα πού δέν είπ ες σ’ δλο τούτο τό μαρτύριο. "Α ν τά χ ες πή δέ θά φ τά να μ ε
έδώ πού φτάσαμε δυο φ α μ ελ ιές. ..» . «Κάτσε κάτ(ο ρέ Σ ίμο, π ρ ιν μέ πιάσουνε
καί σέ καταχεριάοω . ..» . «Ξέχασες πώ ς βγή κες στά βουνά γιά μιά τέτοια
«δουλειά», γιά νά μή μαγαρίσης τά χέρ ι σου. "Ο λοι τό μ ολογανε πώ ς μετά κα­
λογέρ εψ ες στις σπηλιάδες τού μοναστηριού γιατί σου π ή ρ α ν ε τ η ν . .
Ό παπάς, ίδιος δράκοντας, στυλώθηκε στον τοίχο κΓ άρπαξε τό Σ ίμ ο ά π ’
τό μπράτσο, σά νά τούδινε χέρι νά οηκωθή, ν* άντικρυστούνε. Μ αύρη άγριάδα
ξεχύθηκε στο μούτρο του, καθώς ό Σϊμος, δίχω ς τίποτα νά σκιάζεται τοϋ θύμιζε
τά περασμένα, τά ξεφτισμένα οάν τό παλιοκαιρίσιο ράσο του.
«Ε σένα οτήν κλέψ ανε. Τή γύ ρ εψ ες καί δέ στη δώ κανε, κΓ όταν ά ρ χισ ες
τά νταραβέρια στην κλέψ ανε. Δ έν πόνεσε ή τιμή σου, ά λλά ή καρδιά σ ο υ . ..
Έ γ ώ παπά μου πούλησα καί τά λιγοστά μου πρόβατα κΓ άγόρασα δπλο. Νάτο.
Θά τον σκοτώσω, θά κλείσουνε δυο σπίτια γιά νά μή μέ φ ω νά ζουν στά καφ ε-
νεϊα «άτιμο».
«Είναι άδερφή σου, ρέ Σίμο, καί σέ τούτο τον τόπο ξ ε π λ έ ν ο υ ν ε τη ν τιμή
τής κουβεντιασμένης ά δ ε ρ φ ή ς ...» .
«Καί τό φόνο τον γρ ά φ ο υ νε γιά τίμιο πραμμα τά χαρτιά. Ψ ά ξ ε νά βρής
την πμιότη τού φ ό ν ο υ ..
«"Ο χι μωρέ, εγώ δέν τά θέλω τούτα, πήγα στά βουνά γιά νά μή σηκώσω τό
δπλο, άστο κάτω πειρασμέ νυχτιά τικ ε. . .».
«Νά τούς μαζώξης στήν έκκλησιά οϋλους καί νά τούς τά πής. Δ έν ά ντέχ ω
άλλο. Μ έχρι κΓ ή Ά φ εντο ύ λ α ιν α , ψ ύχα φωνή έβ γα λ ε ά π ’ τό κοκκαλιασμένυ
λα ρύγγι της σάν μέ είδε. ..» .
«Σκιάζονται τόν πρόεδρο, π ’ ανάθεμά τον, τούς έ χ ε ι δλους ό ρ μ η νέψ ει. ..» .
«Δέ θέλω νά πάρη τήν αδερφή μου ό γιόκας του, θά τόν σκοτώσω γιά τις
«πουτανίστικες» κουβέντες πού λέει γιά τή φ αμ ελιά μου».
«Φτοϋ σου μαγαρισμένε».
«ΚΓ εσύ παπα - Γ ιαγκούλα;»
I «Δέν έφτυσα σένα μωρέ Σ ίμο, τό Σ α τα νά τό μαγαρισμένο έφτυσα. Κ είνο
τόν Ά γα ρ ινό , τό Μ πέρμπερο, τό Γιαννούλη τόν τσετσέκα, μέ τή στριφτή μου­
στάκα καί τό τσετσέκι οτό κουμπί. Κ είνος ποϋ χω καταχεριάση μικρόν μπροστά
σ’ οϋλους τούς χω ριανούς, τό μοναχογιό τοϋ προέδρου μας ν τ έ . .. Ποϋ π ή γ ε
μωρέ καί παραδόθηκε ή άδερφ ή σου».
«Δέν παραδόθηκε. Ψ έμ ατα λ έ ν ε οί δικοί του κΓ δσοι γ λ ύ φ ο υ ν ε τό βιος
τους. Τ ύπε ή μαμμή στο κάμπο, πού τήν π ή γ ε ή μάνα μου τή ν Ά γ γ ε λ ικ ο ύ λ α . ..
ΚΓ δλο κλαίει ή μαύρη. Μ έρα ν ύ χτα καί δέν κοτάει νά ξεμυτήση. Ε ίμαι ό π α ­
τέρας τής ψ αμελιας κΓ έχω νά θρέψω κΓ ά λλα αδέρφ ια καί πιά δέν έχω ούτε
δύναμη οϋτε νοϋ. ϊία π α - Γιαγκούλα, στο ξομολογιέμαι, θά τό κάνω πρ ιν λαμ-
π ρ έ ψ ο υ μ ε ... θά τό κάνω τώρα. . . κΓ άς μέ σταυρώσουν οί σταυρω τήδες.
Κόσμος μου είναι τό πουρνάρι κΓ ή πέτρα. Κ ουβέντα μου τά βελάσματα τω ν
ζωντανών. Μ’ έφ α γε ή βοσκή. Ο ϋτε στο κα φ ενείο δέν πάοι πιά, οϋτε στήν έκ-
κλησιά, δλοι μέ κυττάνε στά μάτια μουγγοί. Μέ π ερ ιφ ρ ο νά νε πού δέν τδκανα
άκόμα γιά νά βγάλουν κΓ έκεϊνοι τή δουλοσύνη άποπάνω τους γιά τό Γιαν-
70Cl· ‘«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

νούλη τον τσετοέκα, για τά όργανα πού κουβαλάει στην πλατεία και προσ­
τάζει τά γ λ έ ν τ ια . . . και μαυλίζει τά θηλυκά. .. Π ες αύριο τά συχώρια μας, γιά
τά φ ονικά καί τις τ ιμ έ ς . . .».
«Ρέ θ ε ο μ π α ίχ τη , τά λ έ ν ε άπό τά πριν τά φονικά πού μελετάνε, λένε, ρέ
ά π ρ α γε, κρατάτε με νά μή βαρέσω. .. λ έ ν ε ρ έ . ..» .
Ό Σ ιμ ό ς δμως ε ίχ ε γ ίν ε ι άφαντος κι’ ό παπα - Γιαγκούλας άκουγε σάν άπό
μακρυά «τώρα, τώρα, τώ ρ α . ..» .
«θά τού τή ψέρη στο καφενείο, η πού ξέρει ό διάολος τί παγάνα έχει στη­
μ ένη . . . » μονολόγησε ό παπάς κι' έδωσε μιά κλωτσιά στην κασέλα μέ τά ιερά
γράμματα, εκείνα πού τούστελναν πότε - πότε γιά νά είναι ενήμερος περί τής
εκκλησιαστικής ιε ρ α ρ χ ία ς . ..
Μ έ τή μαγκούρα παραμάσκαλα, χύθηκε στο δρόμο, ίδιος Πέτρος νειός. Χί
Σ ταμ άτησ ε μιά στιγμή στής Ά φ εντο ύ λ α ιν α ς, ίσα ίσα γιά νά μπήξη φωνή καί νά _]
τρομάξη τή γρ ιά πού ετοιμαζόταν νά τεντώση τό βασανισμένο της κορμί. ‘Ί
«Γλήγορα σ ιή ν έκκλησιά, φ έρ ε τό μεγάλο λ υ χνά ρ ι και τό λαδικό». |
Μέ δυο δρασκελιές έφτασε τό καμπαναριό κι’ άρχισε νά χτυπά δυνατά *
τή ν καμπάνα. 'Ό λ ο τό χωριό, κατατρομαγμένο, ροβολοϋσε κατά τήν έκκλησιά
Κ ύτταζαν τή γή, κύτταζαν τον ούρανό. Κ ανένα σημάδι. Κάνας καινούριος πό-
λεμ ος θά γινε. Πρώτος έφτασε ό πρόεδρος, δένοντας τά βρακιά του στο δρόμο. ί.|
Μ ουρλάθηκε ό παπα - Γ ιαγκούλας, είπαν οί χωρικοί. Ή ’Α φ εντούλαινα άναψε | |
τό μ εγ ά λ ο λ υ χ ν ά ρ ι, πού τάπαιρνε σπίτι της για τί ήταν τό μόνο πράμα πούχε | |
κληρονομήσει α π ’ τή φ αμ ελιά της και τό δά νειζε στήν έκκλησιά γιά τις έπίση- | |
μ ες ή μ έρ ες, άναψ ε και τά λιανά κεράκια πούταν ζεστά άκόμα απ' τήν άκολου- /!*
θία τής Μ. Τ ρίτης. "Α κουγε τον παπά πούσκουζε απόξω και περίμενε. Τίποτα
πιά δέν τήν ξά φ νια ζε τήν 'Α φ εντούλαινα. jf
«Μ πάτε όλοι μέσα στήν έκκλησιά. 'Ό λ ο ι, όποιος δέν έρθει τώρα θά τον
άφορήσω». * f J
'Α νέβη κε στήν 'Ω ραία Π ύλη και στάθηκε. Κύτταζε τό έκκλησίασμα. K a -'if
ν έν α ς δ έν τολμούσε νά βγάλη άχνα. Τ ρέμ α νε τό λόγο του. Σκιάζονταν, τ ή 'Μ |
ώρα έκ είνη , τή στάση τού παπά, τή στάση των εικόνων, τις άδύνατες φ λόγες
τω ν κεριώ ν, πού μπορούσε νά σβύση ό παπάς μέ τή ν άνάσα του απ’ τή θέση
έκ είνη τή ν υψ ηλή. ΐ
«Πού είναι ή Ά γ γ ε λ ικ ο ύ λ α , ή άδερφή τού Σίμου», ρώτησε.
«Δέν έρ χετα ι στήν έκκλησιά. . .» άπάντησε ό πιο τολμηρός. .iff
«Νά πάτε νά τή ν φ έρ ετε μαζί μέ τον άδερφό τ η ς . ..» . j|
Ή μάνα τού Σ ίμ ου έκανε νά βνή άπ' τήν έκκλησιά, νά πάη γιά τή θυγα-
τέρα της, μά ό παπάς τή σταμάτησε.
« "Ο χι έσύ. , . νά π ά νε άλλοι. ..» .
Ό Γ ια ννο ύ λη ς ό τσετσέκας, π λ ά ϊ στο έπιτροπικύ μέ τον πατέρα του στη
θέση τής «άρχής» τού τόπου, ένιωσε νά χοροπηδάη ή καρδιά του. Τότε ό πρόε- |
δρος φ ώ να ξε κάπως ανή σ υχος: ^
«Τί καμώματα είναι τούτα παπά μου, τί πας νά σ κ α ρ ώ σ η ς...» . *
«Σ ιω πή. Έ δ ώ είμαι εγώ πούχω τό λόγο. Και θά στον πώ. θ ά σταυρώσουμε ,
τό Χριστό νωρίτερα. Φ έρ ιε έδώ τήν Ά γ γ έ λ ω κΓ ετοιμάστε τό σ τα υ ρ ό ...» .
«Τ ρέχα νά ψ έρης τό χω ροφ ύλακα, ρέ Γιαννούλη, μουρλάθηκε ό παπάς», t
είπ ε ό πρόεδρος και πρόοτεσε: «πάρε τ’ άλογο και κατέβα στον κάμπο, φέρε *
γ λ ή γ ο ρ α τό χω ροφ ύλα κα και τον ίδιο τόν αστυνόμο». Ή μάνα τής Αγγελικού- ;
λα ς μέ τά κουτσούβελά της ξοπίσω, δέ σάλεψε. Ή καρδά ιτης τής έλ εγ ε πώς j
ήρθε ή ώρα τής λύτρωσης. Τ ί ήταν αυτή ή λύτρωσε δέν τδξερε. Ε ίχε άκου στα tj
όμως πώ ς είνα ι μιά μ εγάλη σημαδιακή λ έ ξ η . . .
Ό Σ ϊμ ος, πού άκουσε τή ν καμπάνα πριν προλάβη νά κάνη έκεϊνο πού.
είχε ατό νού του, έκρυψ ε τ’ όπλο πάλι οτόν κόρφο του κι’ άλαλιαομένος πώ ς
κάποια καινούρια συφορά η και γλυτω μός του έ γ ιν ε οτό χωριό, άκολούθησε
ιο ύς άλλους πού έτρεχαν. Δ εν τόλμησε όμως ναμπη μέσα. Μόνο όταν είδε την
αδελφή του, νά την κουβαλάνε μισολιγοθυμιομένη στην έκκλησιά, είδε τό
ΙΊαννούλη νά βγαίνη, τη μόνα του με τα ξυπόλητα αδέρφια του, μπήκε κι' ό ’ί­
διος μέ τή δύναμη πουκρυβε οτό στήθος του, τη στιγμή ϊοα ϊοα πού ό Γιαννού-
λης, παράκουγε οτήν διαταγή τού πατέρα του κι* άντίς νά πάη καβάλλα στο
κάμπο γύριοε καί ξανάπιασε τή θέση του στύ επιτροπικό, σά νάκανε πιά τό μ ε­
γάλο παιγνίδι, το ώραίο του αστείο οτήν προεδρική έξουσία καί τή ν παπική
έ ξ ο υ σ ία ... τΗταν γ λ ε ιζ έ ς μέ τά ούλα του ό Γ ια ννούλη ς ό τσετσέκας καί ό
Σϊμος έμπαινε σ ιή ν έκκλησία. .. θάχε γούστο όλη ή παράσταση. ..
Ό παπα - Γιαγκούλας διέταξε νά γονατίσουν όλοι. Μόνο ό πρόεδρος έ ­
μεινε όρθιος. Καί συλλογιόταν πώς θαπρεπε νά βάλη τά «μέσα» π ο ύ χε στήν π ο ­
λιτεία, γιά νά γλυτώση το χωριό απ’ τόν ξεμω ραμένο καί βλάστημο παπα -
Γιαγκούλα, όνομα καί πράμα. Τί νά σου κάνη, τόσα χρόνια έκεϊ πάνω , πότε μέ
τούς ληστές, πότε μέ τ’ αποσπάσματα, πότε μέ τήν καλογερική, πέρασε τό βίο
του καί στερνά ήρθε στο πανοχώρι... στερνά στερνά τριάντα σαράντα χρόνια,
ούτε τά θυμάται πιά, βαφτίζει, στεφανώ νει, θάβει, σταυρώ νει κι* άνασταίνει
τό Χριστό κι* όλο τού κεφαλιού του κάνει. Μά κι* έκεϊνοι οί "Αγιοι άνθρωποι
στ ή Μητρόπολη δέν τόν αλλά ζουνε βλέπεις μέ κανένα Χριστιανό παπά, τά χα
πώς δέν βρίσκεται, λ ένε, πλήθος εδώ πάνω γιά νά γίνη ένορία... Μά καί ποιός
κάθεται στά λιθάρια, μήτε παπάς μήτε χυτροφύλακας. ’Έ χ ο υ ν τόν παπά - Γιαγ-
κούλα, λένε οί α ρχές, τί θέλουν άλλο. Ό πρόεδρος πάλι, γιά ν ά χ ε ι καί τό π ρ ο ­
εδρείο του αίγλη, φρόντισε νδναι τό χωριό μοιρασμένο στά δύο. Οί Π α πα για γ-
κουλικοί. καί οί προεδρικοί. Ποιος θά πάρη τούς περισσότερους γιά τά .. .κ ο ι­
νοτικά έργα, φιλοδοξούσε ό πρόεδρος. Κι* ό παπάς ττότε πότε, είναι ή άλήθεια,
έμπαινε στύν πειρασμό καί τό σήκωνε τ' άντάρτικο μπαϊράκι. Γ λ έντα γε κοντο-
λογής, τόν πρόεδρο γιά τό ποιος θά μοιράοη τις ψ υχές... ΚΓ έτσι οί Π ανω χω -
ρϊτες είχα ν ενδιαφέροντα γιά νά ταΐζουν τή ςττώχεια τους, τή ν κακομοιριά
τους καί τήν πλήξη τους. Καί πάνω άτι* όλα μάτια νά βλέπουν τόν πλούσιο
πρόεδρό τους καί τό καμάρι του καί καμάρι τους τό Γ ιαννούλη τόν έπ ιλ εγό μ ε-
νο Τσετοέκα. ΚΓ έκεΐνος πάλι είχ ε λ έςπ ερ ο νά πειράζη ό λες τίς κόττες κΓ άλ-
λοίμονο κΓ άν έπ εφ τε στύν έροιτά του καμμιά, σάν τήν Χ α ζοα γγέλλα τή ν άδελ-
φή τού Σιμού. ΚΓ έκείνη τή στιγμή, μέσα στήν έκκλησιά, ό πρόεδρος σκιάζον-
ταν μήπως ό μουρλόπαπος στεφανώση μέ τό ζόρι τόν κανακάρη του μέ τή θ υ γ α ­
τέρα τής χήρας πού ούτε π έντε προβατίνες δέν τής π έφ τα ν ε οτό μερτικό της
; όπ’ τού πατέρα της τό βιος. Γιά τούτο ε ίχ ε σπείρει τήν κακογλωσσιά, ε ίχ ε συν-
ιαυλίσει τή διχόνοια, μέ μαστοριά, ό μ έγος αύτοκραιορικός δούλος, γιά νά συν-
J τρίψη τήν αγάπη τού κοσμάκη, έκείνη τήν αγάπη πού γκρ εμ ίζει καί πού ό κο­
σμάκης όλο καί σπρώ χνεται νά τήν ζυγώση. Ό παπάς άπ* τή μεριά του ε ίχ ε όρ-
=μηνέψει τό ποίμνιό του, είχε σηκώσει τή μαγκούρα, είχ ε άπειλείσει, μά τού
προέδρου δέν ήταν χαλίκια νά κυλά νε ιά λόγια, ήταν κουδουνιστά λεφ τά πού
άντιβοούοαν οτά λιθάρια.
Ε ίχε όρμηνέψει τό Σ ϊμο «νά δώκη τόπο οτήν οργή», όπως είχ ε κάνει καί
' τού λόγου του άλλοτε. Τότε πού δέν ήταν πόνος γιά τή φ αμ ελιά καί τή ν τητή,
μά πόνος πιο τρανός, πού βούρλιζε τήν καρδιά καί ιό κορμί. ΚΓ όταν τό ρημάδι
τό κορμί βουρλίζεται, δέν τό μποδάνε τά λόγια νά βγάλη τή φωτιά άπό πάνω
του καί νά κάψη τόν κόσμον όλο. Τ όν ε ίχ α ν γιά ένα άπραγο παιδόπουλο τό
Σϊμο, καί θέλανε νά τόν ά ντρέψ ουνε, τάχα, μέ τό πείραγμα, μέ τό παραλόϊσμα,
μέ τό φονικό. ΚΓ έκεϊνοι πού λ έ γ α ν ε πώς τόν τιμούσαν γιά τή θέση τού πατέρα
πού πάσχιζε νά πάρη στή φ αμ ελιά, περισσότερο τού άναβαν τή ν όργή, μέ τό
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

νά τοϋ άραδιάζουν ιό βρισίδια πού του σέρνανε οι προεδρικοί. Μέ τό χέρ ι του


Σ ίμ ο υ, θαρρείς, θέλα νε κι* εκείνοι να έκδικηθοϋν τή δική τους δειλία. Κι’ ή
Ά γ γ ε λ ικ ο ύ λ α έκ λ α ιγε μέρα νύχτα. Τό «πείραγμα» πού τής είχ ε κάνει ό Γιαν-
νο ύ λ η ς ήταν ττεριοσόΓερο τής ψ υ χή ς παρά τοϋ κορμιού. Ή μαμμή στόν κά|ΐπο
ί
μπορεί νά ψ ηλάφ ησε τό κορμί ιη ς, νά μην ήταν τά χέρια της επιδέξια καί να- !•«*
β γ α λ ε τό κορμί «άγνό». Τή λαβωματιά, βαθειά - βαθειά, δέ μπορούσε κανείς νά
τή μαλάξη. Τή λ έ γ α ν ε βάσανο τής αγάπης, τυράγνια καί περιφρόνηση. Ό πα-
πα - Γ ιαγκούλας, πάντοτε στην ϊΐρ α ία Π ύλη, μέ τά μάτια κλειστά έκανε πώς
προσευχότα ν, μά γρ ήγορα - γρήγορα άναμετροϋσε τήν κατάσταση πο υ χε μπρο­
στά του. 'Έ σ τ ε λ ν ε καί μιά έκκληση βοήθειας στόν Κύριο, ήταν καί κουρασμέ­
νος άπύ τό τροπάριο τής Κασσιανής καί δέν εϋρισκε άκρη άπό που ν ' άρχίση
καί πώ ς νά μονιάοη τό ποίμνιό του, δίχω ς νά σκοτώση ούτε λύκους, ούτε τά
μπροοτάρικα τραγιά. Μπροστά του γονατισμένη ή «μαγαρισμένη», μέ τό μέτωπο
ατό τσιμέντο τής έκκληοιάς, ήσυχη, ουνεφ ερ μ ένη . Π ορευόταν ήδη τό δρόμο
τής γ α λ ή ν η ς, άντικρύζοντας πίσω άπό τον παπά, τό σύμβολο κάθε μαρτυρίου.
''Α ξα φ να ό πα πά ς έβ γα λ ε μιά αγριοφω νάρα, καθόλου χριστιανική, πού κατα­ ■
·4
τάραξε τό εκκλησίασμά του: «Σίμων, Σ ίμω ν, ιδού ό Σατανάς. Σ ά ς έζήτησε ■T
διά νά σάς κοσκινήση ώς τον σίτον, π λ ή ν έγώ έδεήθην περί σου, διά νά μή ϊ
έκ λειψ η ή πίστις σου κι' εσύ, όταν έπιστρέψ ης στήριξον τούς άδελφούς σου».
Κ υττάχτηκαν οί Π ανω χω ρϊτες. Ο ύτε κατάλαβαν τί λόγια έ λ ε γ ε ό παπάς τους,
μόνο τή φω νή τοϋ Σ ίμου άναγνώ ρισαν, πού ό π ' τή γω νά τήν πιό σκοτεινή τής
έκκληοιάς, α π ά ν τη σ ε: Λ

«Έ δώ είμαι παπά μου».


« Σ έ βλέπω. Καί θά πώ κείνα τά λόγια τά ιερά πού δέν μοΰρχονταν τόσα
χρόνια , γιά σένα Σίμο». «Κύριε, είμαι έτοηιος μετά Σ ου νά ύπάγω καί είς φ υ ­
λα κ ή ν καί είς θάνατον».
Θ ορυβήθηκε ό Γ ια ννούλη ς καί ψιθύρισε στόν πατέρα του:
«Μ ελετάνε τό χαμό μας, πάμε ν ' αρματωθούμε».
Ό πρόεδρος σκιάχτηκε για μιά στιγμή, διαβολόστειλε τόν κανακάρη του
πού δ έν π ή γ ε νά ςκονάξη τήν έξουσία. Ε ίχ ε άκουστά γιά τή δύναμη τοϋ ιερού
πολέμου.
«Μ άζεξε τούς δικούς μας καί στείλε καβαλλάρη κ ά τ ω ... άν είχες πάει
μιας έξ ά ρ χ ή ς ..
Δ έν πρόλαβε νά τελειώση τή φράση του κι' ή φωνή τής προεδρίνας έ­
σεισε τή ν έκκλησιά:
«Τούς κακούργους καί τούς μαγαρισμένους νά μήν εύρη ή 'Ανάσταση.
Είμαστε οϋλοι αθώοι παπά. Είμαστε στο έλεος τοϋ θ ε ο ύ μας».
Ε ίχ ε ίδή, ή μπαμπακιασμένη γυναίκα, ή γερ μ ένη απ' τό προεδρικό βάρος 1
καί σκιάχτηκε πώ ς τούτη ή ιστορία δέν θάχε καλό τέλος. "Ολο τό κατακρα­ i
τη μ ένο μίσος γιά τήν καταπίεση τόσων χρόνω ν, έσταζε κόμπο κόμπο φαρμάκι I
έκ εϊ δά. ’Ακόμα κι' ή ματιά πουρριξε στήν ’Α γγέλα, ήταν ματιά σκιαγμένου
ζώου, πού μαθημένο σ ιή ν ανθρώπινη θηλειά, μόλις κι' άναθαρροϋσε νά σηκώ-
οη κ εφ ά λι, νά ίδή τί γίνετα ι παρέχει. "Α λλο έκεΐνο πού λαχτάραγε τά φ υλλο­ 4

κάρδι της, σάν τό φ υλλοκάρδι κάθε ζωντανού γιά τό κτηνάκι του. Έ ν τψ με­
ταξύ ό παπα - Γ ιαγκούλας είχε φ έρ ει τό σταυρό λίγο πιό μπροστά, νά τόν βλέ­
π ο υ ν όλοι. 'Έ τσ ι τούρθε, έτσι έκανε. Σταυροκοπήθηκαν οι άνθρωποι μουρμου­
ρίζοντας αντί τι ρ ο οευχές πώς ό ποιμ ενάρχης τους «έπαθε» απ' τά γεροντάματα,
τή νηστεία καί τις θύμησες τής νειότης του. Κι' ό πρόεδρος έσπειρε άμέσως το \1
λόγο τοϋ «πάθους» καί τήν προσβολή στά θεία, πού έτσι, στά καλά καθούμενα,
τά κατεβάζει α π' τήν ύψ ηλή τους θέοι, δίχω ς σέβας καί τά ρίχνει στ' ανθρώ­
πινα. ΤΗ ταν όλος χαρά ό πρόεδρος καί σταυροκοπιόταν συνέχεια. Ά φ ' ένός >*
ί «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΧΤΙΑχ

τό σ υ νεχές σταυροκόπημα είχ ε μεγάλο άντίκτυπο εις τούς ψ ηφ οφ όρους κάθε


είδους καί ά φ ’ ετέρου διότι διά του σημείου του σταυρού καί της άναλόγου
γοργότητος έτριβε τά χέρια του. Κέρδιζε τή μάχη εναντίον τού παπά. Σ ά ν
πρωτοκόκκορας έμπηξε φωνή πού τήν μηιήθηκαν τ’ άλλα κοκκάρια, σάν ό
παπάς έπιασε τήν Α γ γ έ λ α ά π ’ τις μασχάλες καί ετοιμάστηκε νά τή ν. . . σταυ-
ρώση. Φυσικά ήξερε, έμπνεύστηκε έκ θ ε ο ύ , έκείνη τή θεαματική πράξη. Δ ο­
κίμαζε μιά παράσταση, άφοϋ γύ ρ εψ ε συχώρεση ά π ’ τόν μεγαλόθυμο Κύριο πού
καταδέχτηκε νά κατέλθη σι ή γή γιά τούς Π ανω χω ρϊτες καί νά πάθη δ,τι έπαθε.
Τ ’ άγια των άγιω ν του ήταν ό άνθροπτος. Τό Σ τα υρό δέν τόν ά γγιξε. ’Έ κ α ν ε
τα χέρια του σταυρό κι’ άπάνω έκεΐ στήριξε τή ν Ά γ γ ε λ ικ ο ύ λ α . ΤΗ ταν τόση ή
κατάπληξη τού κόσμου πού δέν άκούστηκε άνασασμός. Καί τό κορίτσι, μέ χλω -
μάδα θανατερή, άκουσε μόνο τή φιονή τής μάνας της πού παρακαλοϋσε, ξέ-
πνεα :
«Μή, παπά μου, λυπήσου το».
Μέ τήν ’Α γγέλα στήν άγκαλιά ό παπάς, βγάζει ά π ’ τήν μέσα τσέπη του
μιά χούφτα δεκάρες καί τις πετάει στό ποίμνιό του. «Παρτε, Γιούδες, τά τρ ιά ν ­
τα άργύρια, νά βουλώστε τά στόματά σας. γιατί, άν τραβήξεις μαχαίρι στό φ ίλο
σου γυρισμός υ πά ρ χει, όχι δμυις καί στις κατηγόριες, στό φ ανέρω μα τού μυστι­
κού, στό δολερό τό χτύπη μ α . .
Οί γυ να ίκ ες κλα ίγανε σκιάγμένες. Οί ά ντρ ες λαφ ιάζονταν ά π ’ τις προδο­
σίες τους. Ό παπάς, μέ τό κορίτσι πάντα στό σταυρό τω ν χεριοώ ν του, έξακο-
λούθησε:
«Έδώ, τώρα πού μάς άκούει ό θ ε ό ς, θά πώ ακόμα ένα λόγο. Ψ α χ τ ε καλά
τά σκουτιά σας, μέσα κι’ έξω, τί έπραξε ό καθένας, νά μή γίνω κι’ έγώ προδό­
της καί παραδώοω τήν ψ υχή μου στήν αιώνια κόλαση. Ό καθένας ξέρ ει τά
έργα του καί τά λόγια του. Νά τά ουλλογιστή καί νά τά πετάξη τούτη τή στι­
γμή, έδώ, νά τά σκορπίση ή συχώρια τού θ ε ο ύ , γιατί ό παπα - Γ ια γκούλα ς σας
δέν έχει δύναμη άλλη νά συχωράη».
«Λυπήσου μας», φ ώ ναξαν οί γριές.
Τά παιδιά κλα ίγα νε ξαφνιασμένα καί σκιαγμένα.
«Κόφτο», φ ώ ναξε ό πρόεδρος. Καί τότε έ γ ιν ε χαλασμός. "Ο ρμησαν όλοι
πάνω στόν πρόεδρο καί τό γιό του. Τά κορίτσια πή ρα ν τή ν ’Α γγέλ α ά π ’ τά χ έ ­
ρια τού παπά πού φαινόταν πούς άλλο πιά δέν ά ν τεχ ε κι’ ό ίδιος. Τ ή ν τύ λ ιξα ν
μ’ ένα μεγάλο σάλι μαύρο, πού ήταν στήν πλάτη μιάς χή ρ α ς καί τή ν παρέδω -
σαν στόν άδελφό της. «Λυπήσου μας, λυπη θείτε μας, θ ε έ μου, Χριστέ μου»
μοιρολογούσαν οι γρ ιές. Κι’ ό παπάς κανοναρχούσε.
«Αύριο Μ. Τ ετάρτη. Αυτή έδώ ήταν ή έξομολόγηση γιά όλους. Ή έξομο-
λόγηση τής Μ. Τ ετάρτης. Ν άρθετε νά μεταλάβετε, Χριστιανοί Π α νω χω ρ ϊτες
τή Μ. Πέμπτη, όλοι όσοι βγά λετε άπό μέσα σας τάν μαγαρισμένο. . . ».
Έ ν τώ μεταξύ ό πρόεδρος έτρ εχε κατά τά καμποχώρια πεζός καί ό Γιαν-
νούλης καβάλλα. ’Ά φ ρ ιζ ε ά π ’ το κακό του γιά τόν τρελλόπα πα καί τά κουτορ­
νίθια τούς Πανο)χο)ρϊτες, πού πίστευαν τις μ ούρλιες καί τά θέατρα, πού δέν
μπόδισαν τις βλαστήμιες τού ληστή μέσα στόν Οίκο τού Κυρίου. ’Ε κείνο τό
τροπάρι τής Κασσιανής, πού τόπε κουτσά στραβά κι’ άνάποδα τοϋ φ ερε, φ α ί­
νεται, χαλασμό μέσα στήν κολασμένη του ψ υχή, θ υ μ ή θ η κ ε τά νειάτα του, τό
κορίτσι πού τού κλέψ ανε, τήν όγαπητικιά του, φαντάστηκε πώ ς ήταν κείνο τό
λείψανο πού κρατούσε στίς κοκκάλες του, τήν ’Α γ γ έ λ α . . .
Καβαλλάρης άνέβαινε ά π’ τόν κάμπο κΓ έ φ ερ ε τή ν είδηση πώς ό χ ω ρ ο φ ύ ­
λακας είχ ε πάει σπίτι του μέ άδεια, σ’ άλλο χωριό κι’ ό άστυνόμος έ λ ε ιπ ε ά π ’
τήν άστυνομία, κανείς δέν ήξερε πού ήταν. Π ατέρας καί γιός κάθησαν στά λ ι­
θάρια.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

«Τί θό κάνουμε πατέρα;»


«I ίερίμενε καί θά ίδούμε, Κόσμος m i ντουνιάς είναι, Τούτη τήν ώρα τούς
έχει ό παπά';, αύριο θά ναι δικοί ροιι, Εέρω γώ τί λέω»,
«ΚΓ (tKfii\tr\„. ιιητί'μα;»
«Εκείνη ή ξεφτελιομένη, Τί μέ νοιάζει; Μιά φορά έσύ λογοδόθηκες,
"Α σ ε,,, θά τήν, , , άναοτήοη , turning άφου τη σταύρωσε, "Ιίμαρτον θ ε έ μου,
γιό την άποκοπά μου»,
«Κι' ή άδελφός της ό , , , Σιμός;»
*Ό Σίμος, χά, χά, χά, ό Σίμος, το πολύ - πολύ να τού φιλάνε τό χέρι οί
χωριανοί, γιό να τού τόχουν δεμένο, ο' έμένα όμοκ; θόρχοινται όταν τούς κό­
φτει ή πείνα»,
ΚΓ ό Γιαννούλης έοκοφε ιό κεφάλι, ϊσως γιό πρώτη φορά, κι' άναατέ-
ναξε, στεναγμό έροιτικό, πικρό κΓ όποοταμένο, "Ετσι, οάν συχώριο σέ μιά πεθα­
μένη οτιγμή, όταν κρατούσε ατήν άγκαλιά του τήν όνθισμένη Αγράμπελη, τήν
Άγγελικούλα, Σιήριξε τό μέτωπο oik; παλάμες κΓ όφισε τόν ιδρώτα του νό
γλιοτρήοη, φαρμακερός, ατό χείλη, Κι' ό πρόεδρος γελούσε μέ τό μυστικό
του διαβοόλια,
Στό ίίανωχώρι τό έκκληοίαομα, όταν όκουοε γιό τήν ξομολόγηση καί τήν
όγια κοινωνία άναθάρρεψε, ίίλέον τβχ.ε ταχτοποιήσει όλα μέσα του κι' έξω
του, Μπορούσε ν' όποχωρήση, καί ατόν όπνο του νό ξεδιαλόνη όλα έκείνα
τό σημαδιακό πρόγματα που είδε κι' όκουοε, Νό τό ία τορήση σόν έργα, όχι
του παπα - ΓΊαγκοόλα, άλλα τής άνίκητης δύναμης, πού δέν τήν ξεγελάει ού­
τε ό πρόεδρος του ΓΙανωχωρίου,
ΚΓ ή 'Αγγέλα μέ ιό ΣΤμο, πιασμένοι χέρι - χέρι, έπορεάθησαν είς όναζή-
τηοιν γης όλλης, μοκρυά άπό τό Πανωχώρι, αφού έλαβαν τήν υπόσχεση νό
βρούν τουλάχιστον γάλα, Λν όχι καί,,, μέλι, Εύτυχώς «παιδίον νέον» δέν έ­
φερε είς τα σπλάχνα της ή 'Αγγέλα, γιό να κακοπάθη κΓ αάτό,
Σόν ξημέρωσε ή Μ, Παρασκευή, περίμεναν ιόν παπα - ΓΊαγκοόλα νό κά­
νη τήν άποκαθήλωση, Χτυπούσε πένθιμα ή καμπάνα, ''Οποιος τήν όκουγε ή­
ξερε γιατί χτυπούσε, Χτυπούσε όλη ιή Μ. Εβδομάδα,
Ή Άφεντοόλοινα πρώτη είδε τόν παπα - ΓΊαγκοόλα πεαμένον στό γό­
νατα, μέ τή μικρή σύνοψη, πού διάβαζε πριν πάη οτήν έκκλησία, γιό νό θυ-
μηθή τό γράμματα, νό μή σκοντάφτη, Μ χρειάστηκε πολύ γιό νό καταλάβη,,,
Χτυπούσε πένθιμα ή καμπάνα, Καί τό έκκληοίαομα περίμενε, Περίμενε κΓ
ό Χ ριστός,,,

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
"Αλλοττ, βλέπουμτ ατό μάτια που τόν όνΟςιωπο
ατό λόγο που αγάπη άότ/,φική
καί νοιώθαμε σίγουροι κοντά σου,
Τόττ;, που τρώγαμτ: ψίχουλα
και ξεδιψούσαμε πίνοντας θάλασσα,
έσταζε ό ιδρώτας στις πληγές μας
για νά νικήσουμε τή βία μέ τόν λόγο.
Τώρα, τά μάτια σου δέν τχουν ζεστασιά
κΓ ό λόγος σου θυμίζει Ίνφιάλτη
που ψάχνει στό σκοτάδια
γιό νάορει νέα δίοδο.

ΔΗΜ, ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ
ΑΝΤΡΕ*Ι· ΒΟΖΝΕΣΕΝΣΚΗ

Α Ν Τ ΙΚ Ο Σ Μ Ο Ι
’Έ χω ένα γείτονα Μπουκάσκιν1 φουκαρά
γραφειοκράτη ενα γραφιά
ποΐ’ και τά σώβρακά του ακόμα
στουποχαρτένιο έχουν τό χρώμα.

'Ό μω ς επάνω απ’ τό κεφάλι του ψηλά


μπαλόνια λάμπουν
οί Άντικόσμοι
φωτεινά.

Καί μέσα ’κεΐ σάν δαίμονας καί μάγος


ένας ’Ακαδημαϊκός
δ Ά ντι μπουκάσκιν
π ’ όλο τό σόμπαν κυβέρνα
όπως γλυκιές Λολομπριγκίτες
στά χέρια του χαϊδολογά.

Μά κι’ αύτουνον τά όνειρα ακόμα


έχουν στουποχαρτένιο χρώμα.
Ζητώ σέ σάς, ώ, Άντικόσμοι !

Μες στη βλακεία όνειροπόλοΰ


Χωρίς κουτούς - ξυπνούς δεν έχει.
Χοιρίς οάσεις - έρημιές.

Οχι γυναίκες
μ’ άντι - άντρες,
Στά δάση
άντιμηχανές.

Υ πάρχει έδώ της γης τό άλας


καί τά σαρίδια είναι της γης.
Χωρίς τά φίδια τά γεράκια
ψοφάν καί πέφτουν κατά γης.

Πώς αγαπώ τούς κριτικούς μου!


Στο σβέρκο ενός από αυτούς
μοσχοβολάτη καί γυμνή
βλέπιυ μιάν άντι κεφαλή.

Κοιμάμαι μ’ άνοιχτά τά τζάμια,


κάπου βουίζουν καταράχτες
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

από τ’ αστέρια τ’ ουρανοί*.


Ουρανοξύστες
σταλαχτιτες
απ’ την κοιλιά τής υδρογείου
κρεμουν στο χάθ£ τού κενού.
Κ ι’ άπό την άλλη
βλέπω πάλι
μέ προς τά κάτω τό κεφάλι
σωστό πηροι>νι καρφωμένο
στής γης τη σφαίρα
σαν ξέγνιαστο πετα?ωυδάκι
καί τό δικό μου άντικοσμάκι!

Γιατί μέσα στη νύχτα τάχα


νά συναντιούνται οί αντίκοσμοι.

Γιατί ζευγάρια ξεχασμένα


στην τηλεόραση μπροστά;

Δεν νοιώθουν οιίτε μία φράση. . .


Πρώτη και τελευταία φάση.

Ξεχνούν κι’ οι δυό τους τό μπόν - τόν2.


Τύψεις γ ι’ αυτήν, τύψεις γ ι’ αυτόν.
Κόκκινα φλέγονται τ’ αυτιά τους
σαν πεταλούδες στα μαλλιά τους. . .

Γνωστός μου λέκτορας προχτές


μούπε: «Τούς άντικόσμους θές;
Μια σαχλαμάρα, τίποτε άλλο».

Στριφογυρνώ στο μισούπνι


δ δάσκαλος σά νάχει δίκιο.

Κι ο γάτος μου άπ’ τή γωνιά του


μέσα στο πράσινό του μάτι
πιάνει σά δέκτης ασυρμάτου
όλο τόν κόσμο ολόγυρά του.

Μ ετάφραση (άπ* τά ρωσσικά)


Μ ΙΛ ΙΑ Σ ΡΟ ΖΙΔΗ

---------------- _ _ ^ I
1) Μπουκάσκιν: έπίθετο φ τια γμ έν ο σέ ύφος σατυρικό άπ* τή λέξη μπουκάσκα, πού στα ρωσ- I
σικά σημαίνει μαμούνι (έντομο). Δεν μεταφράζω τό έπίθετο γιατί νομίξο) πώς ήχητικά^^
ταιριάζει καλύτερα. Ό Μπουκάσκιν είναι ό τύπος τού φτωχού καί σχολαστικού γραφείου 4
κράτη, κάτι σαν τόν κλασσικό Τσίτσικωφ άπ* τις «Νεκρές ψυχές» τού Γκόγκολ. |
2) Μπόν - τόν: σωστός τόνος ήχου, έόώ: «ξεχνούν τό μπόν - τόν», δηλαδή τή ρύθμιση τού<ί|
ήχου στήν τηλεόραση με τις σχετικές μεταφορικές προεκτάσεις. Λεν μεταφράζω τή λε- ' j
ξη γιατί κι* ό ποιητής στο πρωτότυπο έχει Αμετάφραστη την γαλλική έκφραση, ίσιος άπό #
σατυρική διάθεση.
Τί άραγε θυμίζει στού χρόνου τή ροή
(άδιάφορη, γοργή)
τής ύπαρξής μα: τήν πορεία εδώ στή γή ;
(τήν άδηλη καί τραγική της μοίρα)
όντας τό φως τής άδολης ψυχής για μια στιγμή
σαν άστραπή, διαλύσει τήν όμίχλη;

— ’Ίσως τό άρωμα ένός ρόδου μακρινού


καί ή δροσιά του ή ζωοφόρα
(τής μοναξιάς του δάκρυα πού άργοστάζουν)
ίσως έκάστη έσπέρα
ή προσδοκία ηλιαχτίδας δλοπόρφυρης
έστω καί τελευταίας*
’Ίσοίς των αστραπών οι μακρινές οί λάμψεις
xt’ ή λάμψη ωραίας μορφής άγαπημένης
(άστρο πιό λαμπερό τοϋ ουρανού)
Ά λ λ ’ ίσιος πιό πολύ τού πόνου ή ροή
(σιιοπηλή)
στής πικραμένης μνήμης τά αυλάκια
καθώς άνηφορίζουμε πρός το Θεό
άγκομαχώντας απ’ τό φορτίο τών πλανών
κι’ ανήσυχοι, κρατώντας κλάδους πικροδάφνης
με συντροφιά τούς χτύπους καμπάνας μακρινής.

— Ιδού λοιπόν σαν όνειρο μέρας ή ζωή


μέσ’ στή πυκνούμενη τού δειλινού όμίχλη
σαν νοσταλγία τού νΛγνο>στου άσίγαστη*
ένα γοργό δρασκέλισμα, ωσάν σκιά
στής θάλασσας τό χρυσάφι πού σιγοτρέμει
μονοπάτι, σάν κυνηγά χρυσές σταλαματιές
πού χάνονται στά βάθη τών αιώνων.

— Γιατί λοιπόν ώ άνθρωπε ή άγρια όρμή


γιά δόξα αίμοστάλλαχτη έδώ στή γ ή ;
δόξα χωρίς τής αρετής τή δάφνη
δέν ήμπορεΐ στον Ουρανό νά σέ υψώσει
αίιόνια νά σταθείς στό λάμπον πλάϊ
άστρο, τής γαληνής άθανασίας
κΓ ή σκάλα έτοιμόρροπη κΓ αυτή πού στήνει
(στών έρειπίων τήν κορφή)
μδ άγρια χαρά πρός τόν Ουράνιο θόλο
δ «άλλος» άνθρο>πος (δ σαρκοβόρος «Γίγας») *
είν’ άπ’ τών δίκαιον τά κόκκαλα φτιαγμένη
καί νά την, σειέται, τρίζει, γέρνει πρός τή γή.
K t’ έτσι πσιός ίτνχος Hy. πάρει προσταγή
γ ι4 να σαλπίσει προσοχή
στό πέρασμα της <^ςας> των (ψευδό) «Ι’ιγάντων*
^άν θ& χειροκροτούν την ωρα της πομπής
στρατιές λαών, σκε>*ετω;ιένες άπ’ τ£ν τρόμο
|ΐέ άποθνήσκον έν παγερή σιωπή
x i είδωλο της γαληνής Αθανασίας.
’Αλλά πως νά ’ςαιρε ό άν(*ρ*ί>πος πως Ιτσι
Ιπρεπε να πορευθεί έδω στη γη ;
*Αραγε φταίει ό Θεδς σαν ή ομίχλη
παίζουσα, σκοτείνιασε τδ Λδγο;
Κ Ω Ν ΣΤΑ Ν ΤΙΝ Ο Σ Μ Π ΡΑ ΤΣΟ Σ

ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΤΗ Ν. ΥΟΡΚΗ


Μέ τόν ‘Υπόγειο ταξίδευα μονάχη
άπ’ τό Μανχάτταν ατό Μπρούκλιν
μέσα ατά νύχτα,
κάτι πού τρέμω νά κάνω αυτές τίς μέρες,
μά έπρεπε νά ξαναζήσω τό φρικτό δράμα
τής ποιήτριας Σύλβιας Πλάθ,
‘Ακόμα περισσότερο μέ τρόμαζε
νά γυρίσω στό Μανχάτταν μόνη
τά μεσάνυχτα
άπ* τό Μπρούκλιν,
"Ηθελα όμως νά ξαναζήσω
τό φρικτό δράμα τής Σύλβιας Πλάθ.
Καθόμασταν σέ ξύλινα παγκάκια
έτσι όπως συνηθίζουν οί ποιητές.
ΕΙταν μιά ζεστασιά κι άγάπη
νά ξαναζούμε όμαδικά έκεί
τό δράμα τό φρικτό τής Σύλβιας Πλάθ.
Στό διάλειμμα μιας σκηνής
ρώτησα τό κορίτσι άριστερά μου:
—Γυρίζεις στό Μανχάτταν
μέ τόν Υπόγειο;
Τρομαγμένη μέ όρθάνοιχτα μάτια,
μοΟ έκοφε στή μέση τήν κουβέντα.
—"Εχω συντροφιά...
Τά λόγια της είχαν τόση ταραχή
πού λαχταρούσα μή μπώ
στή συντροφιά της.
Πήγε καί κάθησε πιό πίσω
σ* ένα ξύλινο παγκάκι,
Μιά καί δέν έπαφα άκόμη νά φοβάμαι
νά γυρίσω μόνη στό Μανχάτταν,
μίλησα στήν κοπέλλα πού ήταν δεξιά μου:
—Γυρίζεις στδ Μανχάτταν
μέ τόν 'Υπόγειο;
Πιό τολμηρή ίσως αυτή, δέ μ’ έκοψε στή μέση.
—Τρέμω νά ταξιδεύω μόνη μέ τόν Υπόγειο τή νύχτα.
Τό είπα αύτά μ’ ένα άχνό χαμόγελο.
—Νό μή τρομάζετε. Μού είπε αύτή, μέ καλωσύνη.
Κι αύτό ήταν όλο.

Βασανισμένη άπό τό δράμα τό φρικτό τής Σύλβιας Πλάθ,


τράβηξα ξανά γιά τόν 'Υπόγειο,
φοβισμένη άνάμεσα σέ όμάδες ξένων
πού έπαιρναν τόν ϊδιο δρόμο
γιά τόν Υπόγειο,
άλλά μέχρις εκεί, μονάχα.

Στήν είσοδο, ένας άστυνομικός


στεκόταν ταραγμένος σάν κι έμένα.
Κατέθηκα τρέχοντας τ’ άπότομα, έρημα,
άμέτρητα σκαλιά
γιά τήν πλατφόρμα.
Δέν είχε σκάλα κινητή
τή νύτχα, αύτή τήν ώρα.
Έτρεξα στήν πλατφόρμα λαχανιάζοντας μέ τρόμο.
Κάποιοι νεαροί στέκονταν έδώ κι έκεΐ.
"Ενα κορίτσι κάθονταν σ’ ένα παγκάκι
μέ τά μάτια καρφωμένα σ' ένα πρόγραμμα θεάτρου.
Δίπλα του κάθονταν ένας μέ γένεια
διαβάζοντας μιά έβραϊκή έφημερίδα.
Κανείς τους δέ σήκωσε τά μάτια
νά δή ποιός κάθονταν κοντά του.
Καί τώρα, άνάσανα κάπως
μά ένας φόβος σκέπασε τήν ήσυχία,
ή σιωπή τοϋ τρόμου.
Τέλος, σάν άκούστηκε τό τραίνο στήν πλατφόρμα,
τότε τό κορίτσι
μέ κοίταξε καί χαμογέλασε.
Τής γέλασα κι έγώ.
Μέσα στό τραίνο καθήσαμε ή μιά πλάι στήν άλλη,
κίνηση φυσική.
Μίλησα πρώτη.
—Πηγαίνεις στό θέατρο μόνη τή νύχτα;
—Είμαι ήθοποιός,
είναι ή δουλειά μου.
Σ' δλο τό δρόμο γιά τό σπίτι
σκεφτόμουν τό φρικτό δράμα τής Σύλβιας Πλάθ.
'Εγώ ταξίδευα μόνη μέ τρόμο γιά μιά νύχτα.
Εκείνη ταξίδευε μονάχη σέ όλη τή ζωή της.
RAE DALVEN
*Απόδοση: ΠΕΡΙΚΛΗ ΛΕΥΚΑ
Η ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ
Είχαμε την ευκαιρία να γράψομε και άλλοτε για την περιουσία τού Ριζαρείου
κληροδοτήματος, πού Αποτελεί τον ιερόν ιδρώτα των Ευεργετών. Καί είναι κρίμα
που τό Λιοικ. Συμβούλιο τής Ριζαρείου Σχολής αναγκάζεται νά καταβάλη άγωνιώ-
δειες προσπάθειες, ώς άντίδικος με τό ίδιο τό κράτος, για την διαφύλαξη αυτής τής
περιουσίας. Γιατί, σ’ ενα καθεστώς που σέβεται την ατομικήν ιδιοκτησία καί σέ μια
κοινωνία που οφείλει νά τιμά ξεχιυριστά αυτόν τον Ιδρώτα των Ευεργετών της, είναι
λυπηρόν νά δημιουργούνται παρόμοια θέματα καί νά μην εκπληρώνονται οί υποχρε­
ώσεις τής πολιτείας, απέναντι μάλιστα σ’ ενα ίδρυμα σαν την Ριζάρειο, πού προσέ-
φερε καί εξακολουθεί νά προσφέρει τόσο πολλά στήν ελληνική κοινωνία.
Σήμερα, επανερχόμαστε με την καταχιυρηση τού υπομνήματος, πού υπέβαλε
τό Λιοικ. Συμβούλιο τής Ριζαρείου γιά την διατήρηση τής περιουσίας τού Ιδρύμα­
τος καί ομολογούμε ότι μάς λ\>πεϊ πολύ τό γεγονός δτι αναγκαζόμαστε νά υπερα­
σπίσουμε πράγματα, πού Οά επρεπε νά είναι άπ’ όλους σεβαστά καί απαραβίαστα.
«Η. Ε.»

ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΗι 3 Σεπτεμβρίου 1975
ΒΑΣ. ΣΟΦΙΑΣ 24 ΠΡΟΣ
ΑΘΗΝΑ I - Τ. 140 Τον Έξοχώτατον Πρόεδρον
τής Κυβερνήσεως
κ. Κωνσταντίνον Καραμανλήν
’Ε ν τ α ύ θ α 1.1

Έ ζ άφορμής των έσχάτως δημοσιευθεισών εις τον τύπον δηλώσεων τοϋ κ. ;%


'Υπουργού Δημοσίων 'Έργων, σχετικών μέ την διαμόρφωσιν των χώρων των ηε- ij
ριλαμβανομένων μεταξύ των οδών Ρηγίλης, Ριζάρη, Λεωφ. Βασ. Γεωργίου, Λεωφ. |
Βασ. Κων)νου καί Πλατείας Μεγάλης τοϋ Γένους Σχολής, είς ούς περιλαμβά-
νεται καί γήπεδον τού ήμετέρου 'Ιδρύματος, τό Διοικητικόν Συμβούλιον τής Ρι-
ζαρείου ’Εκκλησιαστικής Σχολής, έπιθυμεί διά τοϋ παρόντος νά θέση ύπ’ όψει ■τί
'Υμών καί τών αρμοδίων Υπουργών Οίκονομικών, Εθνικής Παιδείας και Δημοσ!- 6
ων "Εργων καί νά έπισύρη ιδιαιτέρως τήν Ύμετέραν προσοχήν επί τοϋ άνακύ- c
πτοντος θεμελιώδους σημασίας θέματος, τόσον διά τό ‘Ίδρυμα ήμών, όσον καί ^
γενικώτερον διά τά υ π έ ρ εύαγών σκοπών καταλειφθέντα ’Εθνικά Κληροδοτήμα- ΐ
τα. Τούτο έχει ώς άκολούθως: !
Ύπό τοϋ έζ ’Ηπείρου Μεγάλου ’Εθνικού Εύεργέτου Γεωργίου Ριζάρη, κατε-
λείψθη διά τής άπό 1ης Ίανουαρίου 1840 διαθήκης του μεταξύ άλλων άκινήτων *
—έκ τών πόρων τών όποιων καί μόνον έκπληροϋνται οί ύπό τοϋ διαθέτου τής πε- ?
ριουσίας ταύτης ταχθέντες ’Εθνικοί, κοινωφελείς καί φιλανθρωπικοί σκοποί —καί j
τό ένταϋθα καί έπί τής Λεωφ. Βαο. Σοφίας 24 γήπεδον έκτάσεως νϋν μ2 17.800,
όση δήλον ότι άπέμεινε μετά τήν έν έτει 1953 ρυμοτόμησιν τμήματος αύτής έκ >;
μ2 11.186 πρός διάνοιζιν τής Λεωφ. Βασ. Κων)νου καί όδοϋ Ριζάρη. Δέον νά ϋ-
πομνησθή ότι διά τήν άζίαν τής ρυμοτομηθείσης έκτάσεως έκκρεμεί είσέτι άπαί-
τησις τής Ριζαρείου Έκκλ. Σχολής κατά τοϋ Δημοσίου ποσού πλέον τών 250 έ*
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

κατομμυρίων δραχμών δπερ έδει, κατά Νόμον, νά καταβληθρ πρό εΙκοσαετίας


καί πρό τής διανοίζεως των εΙρημένων όδών.
01 άποτελοϋντες νΰν τό Δεκσμελές Συμβούλιον τής ΡιζαρεΙου Έκκλ. Σχο­
λής καί Εκτελεστά! τής Διαθήκης τοϋ Ίδρυτοϋ αυτής, μετά τήν έν έτει 1960 με­
ταφοράν τής Σχολής έκ τής Λεωφ. Βασ. Σοφίας 24 είς τάς νέας έν Χαλανδρίφ
καί έπΐ έκτάσεως 80 περίπου στρεμμάτων, συγχρόνους αυτής κτηριακός έγκα-
ταστάσεις, τετραπλασίας δυναμικότητος των παλαιών, δΓ άς διετέθησαν περί τά
30 έκατομμύρια δραχμών, έπεμελήθη έν συνεχείρ τής άζιοποιήσεως τοϋ ώς άνω
γηπέδου, δπερ άποτελεί κα! τό σημσντικώτερον περιουσιακόν στοιχείον τοϋ ‘Ι­
δρύματος. Έκ τών εισοδημάτων τής άζιοποιήσεως τοϋ έν λόγω γηπέδου, άνα-
μένεται νά όλοκληρωθοϋν οΐ Οπό τοϋ Διαθέτου ταχθέντες διά τής διαθήκης του,
Πανελληνίου χαρακτήρος σκοποί, ό βασικώτερος τών όποίων είναι ή έκπαίδευσις
τών κληρικών τής Όρθοδόζου Ελληνικής Εκκλησίας, μέ προοπτικήν τής ήμετέ-
ρας Σχολής, συμφώνως άλλωστε κα! πρός τήν έν τρ διαθήκρ ρητήν έπιταγήν,
δπως καταστή αϋτη ό μοναδικός φορεύς τής μορφώσεως τοϋ Έφημεριακοϋ Κλή­
ρου τής Ελλάδος.
Πρός τούτο, μετά τήν άπό πάσης άπόφεως εξονυχιστικήν έρευναν καί με­
λέτην τοϋ δλου θέματος υπό τοϋ Συμβουλίου τών Εκτελεστών κα! μέ άπόλυτον
σεβασμόν τών δεσμευτικών διατάξεων τής Διαθήκης, περί τοϋ άναπαλλοτριώτου
τών άκινήτων τής Ριζαρείου περιουσίας (έκποίησις - ύποθήκευσις) , τό Συμθού-
λιον τοϋ ήμετέρου 'Ιδρύματος κατέληζεν έν έτει 1967 είς τήν άπόψασιν άξιο-
ποιήσεως τοϋ περ! οϋ πρόκειται γηπέδου, μέ γνώμονα τήν έζυπηρέτησιν τών
σκοπών τοϋ Ιδρύματος, τής πόλεως τών Αθηνών κα! τής ’Εθνικής οικονομίας
τής χώρας γενικώτερον.
Διά τήν προώθησιν τής άζιοποιήσεως, έζητήθη κα! παρεσχέθη κατά τά έτος
1967, κατόπιν συμφώνου γνώμης τοϋ Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων, ή
έγκρισις τοϋ Υπουργείου Οικονομικών, πρός ένέργειαν τής νομίμου διαδικασίας,
ήτις άπήτησεν έπτά περίπου έτη.
Μετ' έγκρισιν έπίσπς κα! τοϋ Ε.Ο.Τ., ήτις άπετέλει κα! τήν προϋπόθεσιν τής
άζιοποιήσεως, διηνηργήθησαν διεθνείς διαγωνισμοί καί κατόπιν μακρών διαπρα­
γματεύσεων κατέστη δυνατή ή υπογραφή προσυμφώνου συμβάσεως τήν 9ην Δε­
κεμβρίου 1972, μεθ’ όμίλου Επιχειρηματιών τής Α.Ε. «Γενική Ξενοδοχειακή)).
Τό Προσύμφωνον ύποθληθέν έν συνεχείρ είς τά Υπουργεία Οικονομικών
κα! Εθνικής Παιδείας κα! τυχόν επί δεκάμηνον νέας λεπτομερούς κα! έξονυχι-
στικής μελέτης κα! έπεζεργασίας, ένεκρίθη τελικώς, κατόπιν κα! πάλιν συμφώ­
νου γνώμης τοϋ Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων, διά τής ϋπ’ άριθ. Ρ.
1010)6213)4.10.1973 κοινής υπουργικής άποφάσεως τών Υπουργείων Οικονομι­
κών κα! Εθνικής Παιδείας, τ ή ν δ έ Ι Ο η ν Ν ο ε μ β ρ ί ο υ 1 9 7 3 έ-
π η κ ο λ ο ύ θ η σ ε ν ή ύ π ο γ ρ α φ ή τ ο ϋ Σ υ μ β λ α ί ο υ δριστι-
κ ή ς σ υ μ β ά σ ε ω ς μ ε τ ά τ ή ς Ά ν α δ ό χ ο υ Ε τ α ι ρ ε ί α ς , είς
ό περιελήφθησαν καί άπασαι αΐ διά τής ώς άνω κοινής Υπουργικής άποφάσεως
γενόμεναι πρός τήν Διοίκησιν τής Ριζαρείου Σχολής υποδείξεις.
Έκ τών καταρτισθέντων είς έκτέλεσιν τής συμβάσεως ταύτης υπό τής Άνα­
δόχου Εταιρείας σχεδίων, προθλέπεται έκ τής όλης έκτάσεως τών 17.800 τ.μ
ή διατήρησις ώς άκαλύπτου χώρου, ποσοστού 65%, ήτοι τών 2) 3 αύτής περίπου,
έπΐ δέ τοϋ υπολοίπου 35%, ήτοι τοϋ 1)3 ή Άνάδοχος Εταιρεία άνέλαθε διά τής
• ουμβάσεως τήν ύποχρέωσιν «. . . κατασκευής ύπερπολυτελοϋς κτηριακού συγκρο-
* τάματος, χαρακτηριζομένου ώς μνημειακής μορφής τοιούτου, τούτου πιστοποιη-
ί θησομένου ύπό ειδικής ύπό τής Ριζαρείου Σολής συσταθησομένης Επιτροπής,
» κατά τήν σύμβασιν, έκ τών άρίστων ’Αρχιτεκτόνων τής χώρας».
71 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

ΕΙς τό δλον κτηριακόν συγκρότημα περιλαμβάνεται και άνεξάρτητον κτίσμα


7.000 κυ6. μέτρων, τό όποιον θά άποτελέση θρησκευτικόν καί Εκκλησιαστικόν
Πνευματικόν Κέντρον, πλησίον μάλιστα του Βυζαντινού Μουσείου, ένθα θά λει-
τουργήση ή έκ πολλών χιλιάδων τόμων Ριζάρειος Βιβλιοθήκη μετά εύρυχώρου
’Αναγνωστηρίου, θά διατίθενται δέ μεγάλη αίθουσα δημοσίων διαλέξεων καί έ­
τερος χώρος συγκεντρώσεων, θά στεγάζηται δέ άμα καί ή Διοίκησις τοΟ ’Ιδρύ­
ματος. ’Ωσαύτως ό υπάρχων εις τό αυτό γήπεδον 'Ιερός Ναός τού ήμετέρου Ι ­
δρύματος, δν ιδιαιτέρως εύλαβούμεθα, ού μόνον διότι οϋτος άπετέλεσεν έπί ένα
καί πλέον αίώνα τό λατρευτικόν κέντρον τής ήμετέρας Σχολής, άλλά καί διότι
έντός αύτοϋ φυλάσσονται τά Ιερά όστδ των Εθνικών Εύεργετών καί Ιδρυτών
τής Σχολής, θά άναδειχθή πρεπόντιος δΓ έκτεταμένου γύρωθεν πρασίνου καί έν
συνδυασμφ προς τό ως άνω άνεξάρτητον κτίριον, ϊνα διατηρηθρ καί έν τρ θέσει
ταύτρ ή πνευματική παράδοσις καί άκτινοβολία τής Ριζαρείου ’Εκκλησιαστικής
Σχολής, τό ύπέρ τά εκατόν έτη πνευματικόν έργον τής όποιας έβραβεύθη διά
του χρυσού μεταλλίου τής ’Ακαδημίας ’Αθηνών.
"Οσον άφορδ τήν οικονομικήν πλευράν τού ύπ’ δψει έργου, τόσον ή δαπάνη
άνεγέρσεως τού δλου κτηριακού συγκροτήματος, όσον καί ό πλήρης εξοπλισμός
αύτού, άνελήφθη έξ ολοκλήρου ύπό τής Άναδόχου Α.Ε. ανευ Κρατικής χρημα-
τοδοτήσεως ή οίασδήποτε έπιβαρύνσεως τής Ριζαρείου Σχολής, άλλά δΓ εισαγω­
γής συναλλάγματος 44 έκατομμυρίων δολλαρίων, τού ήμετέρου ’Ιδρύματος δια-
τηρούντος άλώθητον τό δικαίωμα τής κυριότητος έπί τε τού γηπέδου καί τών έπ’
αύτού άνεγερθησομένων κτισμάτων.
Έκ τών άνωτέρω έκτεθέντων συνάγονται άνενδοιάστως τά κάτωθι συμπε­
ράσματα :
Ιον) Ή άξιοποίησις τού έπί τής Λεωφ. Βασ. Σοφίας 24 γηπέδου τής Ριζα-
ρείου Έκκλησ. Σχολής άποτελεί έπιτακτικόν χρέος τών ’Εκτελεστών τής διαθή­
κης Γ. Ριζάρη, προς όλοκλήρωσιν τής έκπληρώσεως τών ύπό τού Διαθέτου τα- ,
χθέντων κοινωφελών καί φιλανθρωπικών σκοπών, ή πραγμάτωσις τών όποίων ά­
ποτελεί ύψίστην προσφοράν τού Ριζαρείου Ιδρύματος προς τήν ’Ορθόδοξον 'Ελ­
ληνικήν ’Εκκλησίαν, τήν ιδιαιτέραν πατρίδα τού ’Εθνικού Εύεργέτου ’Ηπείρου καί
τό "Εθνος, ή δέ παραβίασις αύτών είναι ανεπίτρεπτος καί κατά τάς σχετικάς συν­
ταγματικός διατάξεις.
2ον) ’Αποτελεί ύποχρέωσιν τής Πολιτείας όχι μόνον νά σέβεται άπαρεγ- i
κλίτως τάς έπιταγάς τών Εθνικών Εύεργετών, έναντι τού ’Εθνικού καί Κοινωνι­
κού συμφέροντος, άλλά καί νά ύποβοηθή διά τής άξιοποιήσεως καί προβολής τών
Κληροδοτημάτων τήν καλλιέργειαν τού ιδεώδους τούτου τής εύποιΐας, έάν, ώς
πιστεύομεν, έπιδιώκη τό Κράτος, νά ϊδη συνεχώς άναθάλλουσαν τήν ύπέροχον
αύτήν παράδοσιν τής εύεργεσίας.
3ον) Ή κατά ποσοστόν 65% άφιεμένη άκάλυπτος έκτασις έκ τού δλου γη- *
πέδου, άποτελεί έν τή ούσία προσφοράν τού Ιδρύματος προς τήν πόλιν τών Ά
θηνών, έάν ληφθή μάλιστα ύπ’ δψει άτι ή παραπλεύρως αύτού διπλασία έκτασις
τού Δημοσίου, έν ώ θά ήδύνατο άνευ καταβολής οίασδήποτε άποζημιώσεως καί
έπρεπε νά άφεθή άκάλυπτος, άντιθέτως σημαντικόν τμήμα τούτης έκαλύφθη
διατεθέν διά τήν άνέγερσιν Πολεμικού Μουσείου, Πολυκατοικιών τών ’Αξιωμα­
τικών καί Ωδείου. Πρός τούτοις καί τό άγορασθέν ύπό τού Κράτους ίνα κατε- i
δαφισθή κτίριον τής Στρατιωτικής Λέσχης, πρός δημιουργίαν έπίσης άκαλύπτου
χώρου, τελικώς, ώς πληροφορούμεθα, κρίνεται καί τούτο ώς διατηρητέον μνη- *
μείον ούδεμίαν, ώς γνωστόν, μνημειακήν άξίαν έχον.
4ον) Θά άπετέλει κατ’ άκολουθίαν σφαγιασμόν μόνον τής Ριζαρείου Εκ­
κλησιαστικής Σχολής καί βαρύτατον πλήγμα τού Κράτους ε(ς βάρος ’Εθνικού
Κληροδοτήματος καί ένός έκ τών άρχαιοτέρων πνευματικών ’Ιδρυμάτων τής νε-
*··ίιϊ,<&
.:· ·?. Ί ti - ί ·.···».·,.

«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ: ■713

ωτέρας Ελλάδος, ή ματαίωσις τής άζιοποιήσεως του περί οϋ πρόκειται γηπέδου


αυτής, διά τήν όποίαν άζιοποίησιν οί μέν Εκτελεστοί τής Διαθήκης έμόχθησαν
έπί έw έα όλόκληρα έτη, τό δε "Ιδρυμα έδαπάνησε σημαντικά ποσά ϊνα τελειω-
θή ή ύπογραφείσα σύμβαοις καί ταΰτα πάντα κατόπιν αυστηρών έλέγχων καί νο­
μίμων έγκρίσεων των άρμοδίων Κρατικών ’Αρχών.
Τέλος, ή άηό είκοσαετίας έκκρεμοΰσα είσέτι έκ 250 καί πλέον έκατομμυρί-
ων δραχμών όφειλή του Δημοσίου πρός τό Ριζάρειον "Ιδρυμα διά τήν άπαλλο-
τρίωσιν 11 περίπου στρεμμάτων έκ τοϋ αύτου γηπέδου, άποτελεϊ πρόσθετον λό­
γον καί ύποχρέωσιν τοϋ Κράτους πρός τό ήμέτερον "Ιδρυμα, μή παρεμβολής
προσκομμάτων, τουλάχιστον, διά τήν ταχείαν ύλοποίησιν τής προ μακροϋ ύπο-
γραφείσης συμβάσεως, έναρζις έκτελέσεως τής οποίας έγένετο ήδη άπό του
Φεβρουαρίου 1974, κατόπιν τής ύπ’ άριθ. 540199)978)1501)4.2.1974 άδείας τοϋ
Πολεοδομικοϋ Γραφείου ’Αθηνών. Ή τυχόν παρεμβολή έμποδίων, έκ μέρους τοϋ
Κράτους διά τήν συνέχισιν τούτης, ού μόνον στερεί τό "Ιδρυμα σημαντικού έτη-
σίου είσοδήματος, άλλ’ ένδεχομένως θέλει έμπλέξει αυτό είς δικαστικόν άγώνα
μετά τής Άναδόχου Εταιρείας, μέ άγνώστους διά τό "Ιδρυμα οικονομικός συ­
νέπειας.
ΔΓ όλους τούς ανωτέρω λόγους καί πρός έμπέδωσιν τοϋ σεβασμοϋ πρός τά
’Εθνικά Κληροδοτήματα, παρακαλοϋμεν όπως ένεργήσητε τά δέοντα καί άρθοϋν
τό ταχύτερον τά παρεμβαλλόμενα έμπόδια διά τήν άπρόσκοπτον συνέχισιν έκτε­
λέσεως τής ίσχυούσης καί νομίμως έγκεκριμένης Οπό των άρμοδίων Αρχών σχε
τικής συμβάσεως, ήτις, ώς προελέχθη, άποτελεϊ προϊόν άναφαιρέτου δικαιώματος
τοϋ ’Εθνικού Κληροδοτήματος Γεωργίου Ριζάρη καί έξυπηρετεί άμα τό Εθνικόν
καί Κοινωνικόν συμφέρον.
Μετά βαθυτάτης τιμής
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ “ ΒΡΕΛΛΗ,,
Πανελλήνιο καλλιτεχνικό γεγονός χαρακτηρίστηκε ή λειτουργία του Μουσείου «Βρέλ-
λη» στο χωριό Μουζακαϊοι, κοντά στα Γιάννινα.
Πρόκειται για τό πρώτο στη χώρα μας Μουσείο Κέρινων 'Ομοιωμάτων καί περιλαμ­
βάνει, στη σημερινή του μορφή, τήν έπικοβιβλική σύνθεση «Κρυφό Σχολειό» καί διάφο­
ρες προσωπικότητες τής ’Ηπείρου, σε φυσικό μέγεθος, πού ζουν άκόμη μέ τής μνήμης
τήν άναλαμπή ή περιδιαθαίνουν άνάμεσά μας μέ του αίματος τη ροή.
Προεξάρχων, βέβαια, στέκεται ό ’Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, πού πέρα ά π ’ τη λεπτο­
μέρεια τής έκφρασης ει’κονίζει μέ τή μαγεία τής κίνησης τής ψυχής, δλη τήν ιερατική έ-
πιβλητικότητα καί τήν ήρωϊκή του πνεύματος άνάταση. Είναι, άλήθεια, ένα δημιούργημα
καθάριας έμπνευσης, όπου ή άνθρώπινη διάσταση κυριαρχεί στο έφήμερο καί προσεγγίζει
τήν τελειότητα μέ τή σφραγίδα τής φυστικής Τέχνης.
Γιατί, στήν ουσία, τό κερί, διατηρεί άκέριο τή μουσικότητα τής μέλισσας, τή πλα­
στικότητα τής δημιουργίας καί τήν πολυπλοκότητα τής κυβερνητικής μέ τήν συνθετική 6-
ποταγή του συνόλου στην ’Ιδέα τής ’Ομορφιάς.
Γλύπτης καί ποιητής λυρικός ό καλλιτέχνης, έναποθέτει τήν ευγένεια στή φρμα καί
συνταριάζει τής εποχής μας τήν ψυχικότητα μέ τήν άνθρώπινη άγωνία, πού σαν τροφός
ελπίδας, άστράφτει μαχαίρι τή ματιά στο σκοτάδι του χρόνου. 'Έτσι κατακτά οριστικά
τον χώρο μέ τής μουσικής τήν πνευματικότητα πάνω στο πλαστικό υλικό.
Δέν εΐναι σημαντική μονάχα ή καλλιτεχνική τού δημιουργού εισφορά. ’Αλλά καί κάτ»
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

αθύτερο: τό αγκάλιασμα του απλοϊκού λαού που κοντά του χαιρετίζει τής γ η ς την άνάσα
ά θεριεύει την κοσμογονική φωτιά του ουρανού.
Και οι ευρύτερες προθέσεις τού κ. Παύλου Βρέλλη, ευοίωνο μήνυμα για μια παλλαϊ-
ή συμμετοχή στο ανθρωπιστικό εικόνισμα.

Ή σύνθεση κέρινων ομοι­


ωμάτων «Κρυφό Σχολείο»

'Έ τσι, τό Μουσείο «Βρέλλη» στους Μουζακαίους, θά μείνει 6 πυρήνας, γιά νά στε­
γάσει τής κηροπλαστικής τά πρώτα τού καλλιτέχνη δημιουργήματα, έμπλουτιζόμενο, στις
νέες του αίθουσες, μέ ηπειρωτικές Ιστορικές συνθέσεις. Θά παραμείνει, δηλαδή, ό πρώτος

Κέρινα ομοιώματα Ήπειροπών και *Αοχιεπισκόπου Σπυρίδωνος


«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 5

έλλσδικός χώρος που δικαιωματικά θά ξεχωρίζει γιά την πρωτοτυπία τής δουλειάς, που
χάραξε καινούργιο τρόπο έκφρασης στην 'Ελληνική Τέχνη.
Μά ό γλύπτης Π.Β., πολυσύνθετο ταλέντο καθώς είναι, οραματίζεται, πέρα άπο μια
στέγη τού έργου μέσα στη πόλη των Γιαννίνων. Την λειτουργία ένός Μουσείου τού
λαϊκού τής Πίνδου πολιτισμού και την ίδρυση μιας Ηπειρωτικής Σχολής Κηροπλα­
στικής, που θά διαιωνίσει την τέχνη τού δασκάλου στις ερχόμενες γενιές, με
τό βλάστημα νέων ταλέντων, μέσα ά π ’ τη μακρά παράδοση τοΰ λαϊκού μας έργαστηριου.
Προσδοκίες οχι μεγαλοφάνταστες άλλά δυνατές, άν ή κοινωνία με τό πνεύμα τής δη­
μιουργίας βρει την άμέριστη συμπαράσταση των τοπικών παραγόντων και τής Πολιτείας.
Θά είναι ή δίκαιη καταξίωση τής εύτυχισμένης έμπνευσης, μεταβγαλμένη ά π ’ τής ψυχής
τό κραδασμό, μέ τη πνοή τού πρωτομάστορα λαού μας, ώς θά γίνεται όδηγητική μέ τή
φωτεινότητα τού καλλιτέχνη καί τή μαστοριά τών άξιων διαδόχων του.

ΝΙΚΟΣ Α. ΤΕΝΤΑΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ είναι ή κάθε μιά ξεχωριστά κι όλες μαζί


«πατρίδες τής καρδιάς», όπως εύ­
Θωμά Γαβριηλίδη: «ΠΑΤΡΙ­ στοχα τιτλοφορείται ή συλλογή. ’Από τις
ΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ», ποιητική χαμένες πατρίδες, κρατάει ή ρίζα τού ποι­
συλλογή, Βέροια, 1974 ητή, άπό τή φημισμένη Τραπεζούντα, τήν
πόλη τών Κομνηνών, πού κάποτε ήκμαζε ό
Ή έλληνική επαρχία δίνει συχνά τό Ε λληνισμός. «Τόσος πόνος πώς χώρεσε,
παρών μέ άριστα δείγματα πνευματικής Χριστέ, μέσ’ στήν καρδιά μας / . . . μά
δημιουργίας. Συχνά παίρνουμε βιβλία, άδούλωτη όσο κι άπαρτη θά ζή στά σωθι­
πεζού καί έμμετρου λόγου, πού τά δια­ κά μας». Μέσα του φέρνει, μαζί μέ τον
κρίνει ή ποιότητα τού περιεχομένου, ση­ καημό, καί τις άγιες καταβολές, μιάς δυ­
μάδι τής άξίας καί τής υπευθυνότητας νατής ράτσας, γεμάτης πίστη καί προκο­
τών δημιουργών. Σ ’ όποια μορφή — τή πή πού πραγματοποιεί θαύματα. "Οπου
γνωστή παραδοσιακή ή στή νεώτερη τε­ κι άν ριζώση πλάθει τή ζωή μέ νέο ζυμά­
χνοτροπία, πού έγινε κι αυτή τώρα παρά- ρι, καί φουντώνει ξανά τό καρπερό δέν­
δοο*η — κι άν δίνονται, κρατούν κάποια τρο τής φυλής. 38 ποιήματα περιέχει ή
ιδιαίτερα γνωρίσματα τού χώρου καί φέρ­ συλλογή τού Θ. Γαβριηλίδη, κι όλα άνα-
νουν ένα μύρο άπό τήν πνοή του. Κ ι αύτό φέρονται σέ τόπους καί πολιτείες, κυρίως
άποτελεΐ, άναμφισβήτητα προτέρημα καί τοΰ Μακεδονικού χώρου. Ή άγάπη δένε­
τιμάει τούς συγγραφείς. ται μέ τις καινούργιες πατρίδες. « Ά π ό
τού Βέρμιου τις κορφές ώς τή Θεσσαλο­
Ή ποιητική συλλογή πού κρατούμε στά
νίκη / Γή Μακεδονίτισσα σέ βλέπω καί
χέρια μας, ήρθε άπό τή λεβέντισσα Βέ­
φτερώνω. . .» . Υλικό πλούσιο. Ιστορικές
ροια, τήν χαριτωμένη πολιτεία, μέ τήν
μνήμες, μύθοι, θρύλοι, άγώνες, καημοί,
ένδοξη Μακεδονική Ιστορία καί τή χρι­
συνυψαίνονται, μέ ζωντανό παλμό, κι άπο-
στιανική παράδοση. Κι όπως λέει ό ποι­
δίδονται μέ τήν πλαστική χάρη καί τό
ητής, όλα εκεί «. . .θαρρείς καί σού μιλού­
μεγαλόπρεπο βάδισμα τού δημοτικού στί­
νε / γιά Φίλιππους, Άλέξανδρους, άρ-
χου. Αντιγράφω τό έπιγραμματικό τε­
χόντισσες Βεργίνες / μά καί γιά τ ’ άγια
τράστιχο «Γυναίκες τής Νάουσας». Οι
βήματα τού θείου εκείνου Παύλου / π ’ ά-
γυναίκες πού σάν άλλες Σουλιώτισσες, έ­
τράνταχτο είναι φυλαχτό / τής Βέροιας
πεσαν χειροπιασμένες στά βαθειά νερά
στούς αιώνες». Μ’ αυτή τή λεβεντιά είναι
τής Ά ραπίτσας, γιά νά μή σκλαβωθούν;
ποτισμένο όλο τούτο τό γεμάτο Ελλάδα
βιβλίο. Έλληνίδα Ποίηση θά έλεγα τήν «Μπροστά στό χκος τής τιμής, διαβάτη,
ποίηση αύτή, τήν επικολυρική μέ τή γνή­ (δεν διστάσαμε.
σια πατριωτική έξαρση. "Ενας ωραίος ύ­ Μ* Γναν ανάλαφρο χορό τή Λευτεριά
μνος, προς τις Ελληνικές πατρίδες πού (γιορτάσαμε.
71 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »

Κι αν τής καρδιάς μας ή φωτιά μες στό π/.ηγάδες» 1070, «Λίγόκερως» 1973. Ή
(νερό έχει σβύσει, ποίησή του, πηγαία καί άληθινή, ξεχοόρισε
ΤΙ δόξα π ά ντα άπέθαντη της φύτρας άπό τήν άρχή. Πυκνός στίχος, λυρικός στο­
(μας, θά ζήση». χασμός, άγάπη στον άνθρωποο. Τό άτομικό
συναίσθημα άπλοόνεται καί γίνεται καθολι­
Τό βιβλίο Αφιερώνεται στη για γιά του, κό. Άνανεωμένς άπό βιβλίο σέ βιβλίο, ό
την 'Ανατολή, πού έδώ τό όνομά της, υ­ λόγος του μέστωσε, τό νόημα πάει σέ βά­
ψώνεται σαν σύμβολο. Ή ίερή Μορφή, θος, άπέκτησε τόνο προσιοπικό, μέσα στήν
πού καθώς γράφει ό ποιητής, κοντά της, αύτοτέλεια τού στίχου. Κινείται — μορφή
διδάχτηκε «. . .την άδολη πίστη, τη φιλο­ καί περιεχόμενο — στο σύγχρονο ποιητικό
ξενία, τον άγώνα για μια τίμια ζωή και κλίμα, χωρίς άκρότητες καί νεφελοόματα.
τη δίψα για μάθηση» και κλείνει μέ δύο Τό βιβλίο άφιερώνεται στο γυιό του, μά
ποιήματα για τή μαρτυρική Κύπρο. καί σ' όλα τά παιδιά τού κόσμου, «μέ τήν
« ...Φ τ ά ν ε ι! / Γιουδες και Πιλάτοι καί ευχή νά ζήσουν ειρηνικά κι ευτυχισμένα».
ΧαλκεΤς. / Φτάνει! / 'Απόμακρα τα όμ- Ένσαοκοόνει τήν ευχή καί τον πόθο όλων,
πιασμένα νύχια σας. / Ξεκόψτε άπό τήν όπως και όλη ή συλλογή. Γιατί ένα μήνυμα
Κύπρο». άνθρωπιάς, άγάπης, άλλα κι ελπίδας γιά
ένα καλύτερο μέλλον, φέρνει τό νέο βιβλίο
του. Είναι μιά ποίηση βγαλμένη άπό τήν

καρδιά τού καιρού μας, καί κλείνει τήν ά-
Τί ν ου Άλασάκη: «ΤΟ ΝΗΜΑ γωνία τού άνθροόπου, γιά τά κλονισμένα ι­
ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ», ποιητική συλλογή, δανικά, αυτά πού καταξιόινουν τήν άνθροό-
Λάρισα, 1975 πινην υπόσταση κ* έξυψοόνουν τή ζ<οή. «Εί­
ναι ωραία ή ζωή / όσο κι άν μάς τήν έκα­
ναν άνυπόφορη / οι αμαρτίες τού κόσμου /
Ή Λάρισα, ή μεγαλύτερη πόλη τής Θεσ­
σαλίας, είναι ένα άξιόλογο πνευματικό κέν­ είναι γλύκειά ή ζωή / ...έστω μέ λίγα ψί­
χουλα άγάπης στό φαγί μου». Ναί, λίγα
τρο. Με λογοτεχνικά περιοδικά — όπιος ή
«ΘΕΣΣΛΛΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», τά «ΛΑΡΙ- ψίχουλα άγάπης άρκοΰν. Ό σύγχρονος πο­
λιτισμός δοκιμάζεται. «Ή γή τουρτουρίζει /
ΣΛΤΚΛ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» καί τά «ΠΑΝ-
κάτι») άπ* τό κρουσταλλένιο σάβανό της».
ΘΕΣ Σ ΑΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» καί τούς ε­
Ή ψυχή παραπαίει, συνειδητοποίησε τήν
κλεκτούς λογοτέχνες, πού μοχθουν άδιάκο-
«Πλάνη» της. «Σπείραμε στό αυλάκι τής
πα, γιά τήν πολιτιστική άνέλιξη του τόπου
ζωής / μυριάδες άστρα / .. .κι άπ' τό γό­
καί προβάλλουν τήν πόλη τους στο Πανελ­
νιμο χώμα / φύτρωσαν δράκοντες / γί­
λήνιο. 'Αλησμόνητο καί μοναδικό, παραμένει
γαντες έριννύες νά ρουφούν / τό αίμα μας
εκείνο τό λαμπρό Λογοτεχνικό Συνέδριο,
μέρα - νύχτα». Βλέπει κατάματα τήν ωμή
τό ΙΠίίίί. Τότε εκεί, μάς δόθηκε ή ευκαι­
πραγματικότητα, τή σκληρή άλήθεια μέ τις
ρία, νά γνωρίσουμε άπό κοντά τούς πνευ­
οικουμενικές διαστάσεις καί τήν παγκό­
ματικούς άνΟοίύπους πού τόσο επιτυχημένα
σμια άπειλή. «Τό τραίνο τού κόσμου άφη-
τό είχαν οργανώσει καί νά εκτιμήσουμε τή
νίασε / αδίστακτο τρέχει πρός τήν αύτοκα-
δράση καί τήν προσφορά τους στά Γράμ­
ταστροφή / ... Οί έλεγκταί χαρτοπαίζουν
ματα. "Ενας άπό αυτούς κι ό ποιη­
...καί στά διαλείμματα υπογράφουν / νέ­
τής Τίνος Άλασάκης, πού κυκλοφόρησε
ες συμφωνίες όπλων (καί ψυχών)/ ...»
πρόσφατα τήν ποιητική συλλογή μέ τον
συμβολικό τίτλο «Τό νήμα τής στά­ Κι άλλου μέ σαρκαστική διάθεση καί δρα­
θμης». «Φέρε τό Νήμα τής Στά­ ματικό βάθος, άπεικονίζει καταστάσεις πού
θμης / καί τό άλφάδι / πρέπει νά βρούμε άφησαν τό πικρό κατακάθι τους. "Οπως
τήν τέλεια ευθεία / τό άπόλυτο σχήμα / στό ποίημα «Έκπτοόσεις» μεγάλες έκπτιό-
πρέπει νά χτιστή σωστά / καί στέρεα ό κό­ σεις / έκπτυόσεις θανάτου /Σ’ όλα τά είδη
σμος...». Ό Τ.Λ. έξέδοισε ο)ς τώ ρα άλ­ / άκόμα καί στις ελευθερίες τών πολιτών /
λες τοείς ποιητικές συλλογές. «Δέκα χρό­ έκπτοόσεις βασιλιάδων καί κυβερνήσεων /
νια τραγουδώ» 1ίΗ»7, «Περνώντας τις Συμ- εκπτώσεις έφημερίδων καί συνειδήσειον /
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ * 17

απίθανες έκπτυισεις / στό μοντέρνο κατά­ κόφυτα βουνά. . .» . Σ ’ όλα αύτά μάς ξε­
στημα «Ελλάς» - Αύγουστος 1973». *() ναγεί, παίρνοντάς μας μαζί του, έξηγών-
ποιητής επικαλείται την «επανάσταση των τας καί ζωντανεύοντας τό κάθε τι. Μέ ί-
συνειδήσεων», την εγρήγορση τοΰ άνθρώ- στροικές άναδρομές, άναφορές σε γεγονό­
πυυ, τον «γιονα του, γιά νά «γεννηθή ένας τα, άγώνες, σύγχρονη ζωή, διανθισμένα
νέος κόσμος» αυτόν που όνειρεύεται, γι’ αυ­ όλα μέ παραδόσεις, θρύλους, έθιμα, γνω­
τόν πού γράφει, καί ν’ άνατείλη τό ριμίες. Μάς γυρίζει σέ πολιτείες καί χω­
« ...φ ώ ς / εκείνο τό λευκό καθάριο ηώς / ριά, μάς σταματάει προσκυνητές σέ Μο­
που με τυλίγει με την αγάπη του». Αύτοί ναστήρια, σ ’ άρχαΐα θέατρα, σέ προτομές
οί ωραίοι, ελπιδοφόροι στίχοι, σφραγίζουν ήρώων, σέ Μουσεία, σέ ιδρύματα, γιά νά
την ποιητική τούτη συλλογή, μέ τον παλμό φωνάξουμε κι έμείς μαζί του, τους σ τί­
τής εποχής, πού ή μεστή ποίηση τοΰ χαρί­ χους του Παλαμά:
ζει υπερχρονική διάρκεια.
«Ή μεγαλοισύνη των λαών δεν μετριέ-
ίται μέ τό στρέμμα,
★ Μέ τής ψυχή? τό πύρωμα μετριέται και
(μέ τό αίμα».
Νίκου Ά δ α λ ό γ λ ο υ : «ΤΑΞΙ­
ΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΝΗΣΙ Τό βιβλίο κοσμείται κι άπό φωτογρα­
ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ», ταξιδιωτικό, Βέροια, φίες, άρχαίων χώρων, κτιρίων, συγκεντρώ­
1975 σεων, αναμνηστικών έπισκέψεων, που ζων­
"Ενα ταξίδι ατό «γαλάζιο νησί τής Κύ­ τανεύουν κι έπιμαρτυρούν όσα μάς έξι-
πρου» πριν άκόμα τό μαυρίση ό πόνος, στορεΐ. Στο τέλος τού βιβλίου, παραθέ­
πριν τό ρημάξη ή βάρβαρη τούρκικη είσ- τει, — τραγική άντίθεση καί χτυπητή άν-
6ολή, περιγράφει ό κ. Άδαλόγλου στο τιπαραβολή μέ ήμερομηνίες, — λιτά καί
κομψό τούτο βιβλιαράκι. ‘Ό νειρο χρόνων άδρά, τό χρονικό τής καταστροφής, άπό
πού πραγματοποιήθηκε τότε σε είρηνικές τίς όρδές τού ’Αττίλα, κι όσα διαδραματί­
ευτυχισμένες μέρες, όταν ή Διδασκαλική στηκαν άπό τον ’Ιούλιο τού 1974 ώς
'Ομοσπονδία Ελλάδος, τον συμπεριέλαβε τώρα.
στην άντιπροσωπεία πού θά την έκπρο- Διπλής σημασίας είναι τώρα ή έκδοση
σωπούσε, στο Παγκύπριο ’Εκπαιδευτικό τού βιβλίου, πού προβάλλει άπλά κι άλη-
Συνέδριο τής Λευκωσίας. Είδε, χάρηκε τις θινά, τίς δυο όψεις τού «Γαλάζιου νη­
όμορψιές του, δονήθηκε άπό τον Ε λληνι­ σιού». . . Τήν προηγούμενη καί τήν τω­
κό παλμό του καί γύρισε «φορτωμένος μέ ρινή. Κι όμως, μέ όσα άναψέρει γιά τό­
πλούσιες παραστάσεις, άπό τούς πανέ­ σους κατακτητές καί γιά τήν άκατάβλη-
μορφους τόπους, τα ιστορικά μνημεία, τη δύναμη του λαού, δημιουργεί στον ά-
λουσμένος άπό πνευματικές άνατάσεις, έ- ναγνώστη μιά αισιόδοξη προοπτική κι ε­
θνικους παλμούς καί περήφανος που πάτη­ δραιώνει τήν πίστη του, πώς καί πάλι ή
σα τό πόδι μου σ τ’ άγια δοξασμένα χώ­ 'Ελληνική του ψυχή θά νικήση τούς άδί-
ματά της σάν προσκυνητής». Μ’ αύτά τά στακτούς έπιδρομεΐς, τού — άλοίμονο —
λόγια άρχίζει την περιγραφή του. πολιτισμένου αιώνα μας. Ό συγγραφευς
Κι είναι πραγματικά, μιά ζωντανή, γλα­ που είναι καί ποιητής, παραθέτει καί τρία
φυρή άφήγηση, μέ πνοή, λυρισμό, γεμάτη ποιήματα άφιερωμένα στήν Κύπρο. Μέ λί­
θαυμασμό, γιά όσα κέρδισε, διδάχτηκε, γους στίχους άπό τό τελευταίο ποίημα,
διαπίστωσε. «Ναι - λέει ό συγγραφευς - ή κλείνουμε κι έμείς, τό σημείωμά μας:
Κύπρος είναι τό νησί μέ τον γνήσιο, με­
γάλο ‘Ελληνικό λαό, τήν άδάμαστη έθνική « ...Σ τα θ ή κ α μ ε σάν τά βουνά Αδείλια-
ψυχή/ τή θερμουργό πίστη στον άληθινό (στοι
Θεό. Τό νησί μέ τά περίλαμπρα Μοναστή­ στη μπάρα και στήν καταιγίδα
ρια, τίς άρχαιότητες, τά ιστορικά μνη­ Καινούργιο τιορα Αρχίσαμε Αγώνα
μεία, τά δαντελλωτά άκρογιάλια, τά πευ­ κοατ(όντας στά χέρια καί στήν ψυχή
718ν ν Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Α Λ Λ Α Λ Α Λ ^ ν ν ν \ Α Λ Λ Α Α Λ (^|ΐΕ(ΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»

τή λευτεριά μα ς καί τήν τιμή ταχειρίζεσαι τήν ωραία ελληνική λέξη


χωρίς δεσμά». «δρέπω», πώς βαστάς νά γράφεις «ένα
μπλε μάτι», «μπες στήν κάμαρά μου» και
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ άλλα παρόμοια; Αύτό τό «μπλε» πόσο βαρ-
βαρικό είναι, Θεέ μου, εκεί πού τόσο πλού­
★ σια είναι ή γλώσσα μας: γαλάζιος, γαλα-
νός, θαλασσής. Τό «μπες» είναι χυδαίο. Ό
Γι ο λ άν τ ας Π έ γ κ λ η: «ΑΚΟΥ- ελληνικός τύπος — τόν γνωρίζω άπό τά
ΣΤΕ», ποιήματα, Άθηναι 1970 γεννοφάσκια μου — είναι «Ιμπα».
Ή Γιαλάντα Πέγκλη έχει κάμει καί με­
Ή Γιολάντα Γίέγζλη, με τό ήδη ποιητι­ ταφράσεις.
κό όνομα, έχει άποκτήσει, καθώς άκούω,
καλή φήμη. Νομίζω ότι πριν άπό ένάμισυ ★
χρόνο παρουσίασα κάποιαν άλλη ποιητική
συλλογή της. Έπρωτοφανερόιθηκε τό 1964 Ε ό η ς Π α π ο δ ή μ α: «ΜΗΤΕΡΑ
μέ τήν ποιητική συλλογή «Λάζαροι έν ά- ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ
ποσυνθέσει» πού υποδήλωνε ήδη την' κεν­ Α ΝΘ ΡΩ Π Ω Ν...», 'Αθήνα, 1974
τρική γραμμή τής έκφρασής της, πού είναι
ή εκζήτηση τού παραδόξου. Ό ζωγράφος Τής Εί/ης Παπαδήμα παρουσίασα εφέ­
Κοντόπουλος, στά σχέδιά του, κατάφερε νά τος τήν άνοιξη, κάποια προηγούμενη ποι­
άποδιόσει κατά έπιτυχημένοΥ τρόπο τήν ά- ητική συλλογή. Το μικρό σημερινό βιβλίο
διόρατη, δίχως ειρμόν αύτή τή σύνθεση πού είναι «άφ ιερωμένο στη Μητέρα μου». Προ­
υποβάλλει επίμονα τό παράλογο στοιχείο τού λογίζει ό Ντίνος Βλαχογιάννης που έξαί-
όνείρου. Σ τό ποίημα «Τα μυστικά μου ρει τήν προσφορά τής Ευης Παπαδήμα,
στόν κόσμο» ίσελ. 63), γράφει: «Τί ζητώ Δεν βολει νά άρνηθείς ότι ή φίλο μητρική
δεν ξαίρω / σήμερα πιστεύω στά λουλού­ διάθεση είναι ειλικρινής. Κάπου κάπου
δια / αυτά ορίζω μεταφορικό μέσο για τό τής έπιτυχσινουν καί κάποιες χτυπητές
οδοιπορικά μου / στην άλλη διάσταση». ’Έ ­ εικόνες. Ά λλά όλα τούτα δεν μού βγάζουν
τσι αύτοεξομολογείται: πρώτα δεν ξαίρει άπό τόν νού ότι ό έλεύθερος στίχος κατάν­
τωόντι τί ζητεί και δεύτερο ότι «οδοιπο­ τησε σήμερα ξέφραγο άμπέλι που Ιχει κα­
ρεί στήν άλλη διάσταση». Τήν άλλην' αύτή ταργήσει κάθε πειθαρχία του λογοτεχνι­
διάσταση νομίζω ότι τήν' έσκιαγράφησα πα­ κού είδους που λέγεται ποίηση.
ραπάνω: όνειρική ποίηση τού παράδοξου,
παράλογου καί, άς μού έπιτραπεί καί ό τρί­ ★
τος χαρακτηρισμός, τού εσωτερικά Ασυνάρ­
τητου. Βασίλη Μ ά κ η : «ΣΟΡΑΝΕΛΛΑ»
Συμβαίνει κάτι περίεργο με τήν σύγ­ διηγήματα, Αθήνα, 1972
χρονη τέτοιου είδους «ποίηση». "Οταν τήν
άντικρύζεις, νά διερωτάσαι εάν πραγματι­ Ό Β, Μάκης είναι 'Ηπειρώτης. Αύτό
κά υπάρχει εμπρός σου κάτι πού επιδέχεται προδιαθέτει ήδη εύνοϊκά τόν άναγνώστη.
κρίση καί άκόμα ποιό είναι τό κίνητρο, ή Λώδεκα διηγήματα περιλαμβάνει ό τόμος
κινητήρια φορά παρόμοιας έκφρασης. Μ' τό λεξιλόγιο άναφέρεται μόνο στά όχτώ.
άλλα λόγια άν τό κίνητρο αύτό ένεργεί κά­ Ό τίτλος τού πρώτου διηγήματος είναι καί
τω άπό γνήσια ώθηση ή άν είναι σκόπιμο. τίτλος τού τόμου. Ή δράση είναι γοργή,
Κάποια άπό τά ποιήματα άναδίνουν κάτι τό ύφος πλαστικό, ή άφήγηση κυλά άδία-
σάν άτμόσηαιρα (Ή συνομιλία με τόν ξ έ ­ στα καί ό διάλογος παραστατικός. Τό βι­
νο, σελ. 40), άλλά καί αύτή είναι άερινη. βλίο τού Β . Μάκη είναι εύχάριστος σύν­
Δύσκολο μέσα στήν όνειροθάλασσα τούτη τροφος. Μόνο θά ήθελα νά τού συστήσω
νά διατυπώσεις κρίση. — είναι ό άσίγαστος καημός μου — νά μην
*Άς σημειώσοι, πριν κλείσω, κάποια μιμείται στό θέμα τών άδικα καί αυθαίρετα
γλωσσικά. Τή στιγμή πού, πολύ σωστά, με­ κολοβωμένων λέξεων έλληνικής ρίζας τά
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ » 719

κακά πρότυπα, άς πάγει νά προέρχονται καί Λέ μάς γνωρίζουν


από δοκίμους λογοτέχνες. Τό είπαμε καί τό Είμαστε οί ξένοι
ξαναείπαμε: Τά «πάνω», «ψηλά», «ρωτώ», Ταξιδεύουν μακρυά μας —
είναι απαράδεχτα. Ό «λαός» δεν τα είπε, εγκαταλειμμένα πλοία
ούτε τά λέγει. ΓΙρίν τοϋ ψευτίσουν τό γλωσ­ σέ άγνωστες θάλασσες
σικό αίσθημα οί λογοτέχνες καί τά μέσα
ενημέρωσης, έ?^εγε: απάνω (άπάνου), άψη- καταφέρνουν νά σοΟ κάνουν πιστευτή την
λά, Λοωτώ. Επομένως γιατί ή κολοβωμέ­ εικόνα, ένώ στο βάθος δεν είναι τά σ π ί­
νη ρίζα; "Επειτα τύποι όπως «τούπα», τια μας που ταξιδεύουν άλλά έμείς πού
«μοΰμενε» καί τά παρόμοια, καλό είναι νά ή άνησυχία [ ας καί το άγχος μάς διώ­
λείπουν άπύ την άφήγηση (άλλη υπόθεση ό χνουν άπό τά σπίτια μας.
διάλογος, όταν πραγματικά όποιος όμιλεί Ό Κώστας Κωσ.ίδης, «συνταξιούχος
χρησιμοποιεί την συναίρεση). Καί τί περί­ τού δημοσίου πού ξεκίνησε ά π ’ την μα­
εργο. Στη σελ. 104, κάτω, μέσα σέ φράση κρινήν επαρχία του έδώ καί πέντε χρόνια
διαλόγου άναφέρεται άτόφπα καί σωστή η γιά νά εγκατασταθεί στον παράδεισο τής
λέξη «άπάνυι» (στο χιοριό). Τί τρανότερη Αθήνας» (σελ. 5 1 ), είναι ευχαριστημέ­
άπόδειξη χρειάζεται. Τίόρα, επειδή τιυόντι νος πού άπόχτησε έπιτέλους ιδιόκτητο
στην καθημερινή ομιλία χρησιμοποιείται ό διαμέρισμα, άς είναι πού βλέπει άπό τό
τύπος «πιο πάνω», όρθότερα θά είταν ί| νά παράθυρό του μόνο ένα κομμάτι ουρανό.
τό γράφομε σέ μιά λέξη «πιοπάνω» ή — ό­ Γιά τήν ώρα είναι ικανοποιημένος πού εγ­
πως τό έχω ίδεί κάπου καί τό εφαρμόζω καταστάθηκε στή Βαβυλώνα τών καυσαε­
τιόρα κ* έγό> — νά γράφομε «πιο ’πάνιο» ρίων (καθώς όνοματίζω τήν Αθήνα)· άλ­
ίμέ άπόστροφο). Λύτά δεν είναι ψύλλοι λά γρήγορα καί αυτόν δεν θά τον χωρεΐ
στ’ άχρα. "Εχω επανωτές φορές υποστηρί­ πλέον τό σπίτι του καί, νοερά, θά ξε­
ξει την άποψη ότι ή γλοόσσα, πού διατρέ­ φεύγει κλεφτά προς τό χωριό του. Δέ θά
χει έν μερει ακόμα τό έξελεκτικό της στά­ χάσει δμως τίποτε, άν άποφασίσει νά έ-
διο, χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα καί ε­ νοικιάσει τό μικρό του διαμέρισμα καί
πιμέλεια. ξαναγυρίσει στο χωριό του.



Γ ιάννη Καμαρινάκη: «ΣΥΝ­
ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ», ποιή­ Ζαφείρη Στάλιου: «ΒΡΑΖΙ-
ματα, 'Αθήνα, 1972 ΛΙΑΝΙΚΟ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ», μυθιστό­
ρημα, ’Αθήνα 1973
Τού Γιάννη Καμαρινάκη, πού ίσαμε σή­
μερα έχει έκδώσει μόνο ποιητικές συλλο­ Ναι μέν ό συγγραφέας τονίζει στήν προ­
γές, έχω ήδη παρουσιάσει πριν άπό ένά- μετωπίδα τοϋ βιβλίου ότι «ή ιστορία αύτοϋ
μισυ χρόνο άλλον ένα τόμο. ‘Η έννοια χρό­ τοΰ μυθιστορήματος είναι όλύτελα φαντα­
νος είναι «προσφιλές» θέμα τών ποιητών. στική, όλότελα πλασματική, καί όποιαδήπο-
'Εδώ ό ποιητής προσωποποιεί τον χρόνο, τε ομοιότητα τών ηρώων μέ υπαρκτά πρό­
γιά νά συνομιλήσει μαζί του. σωπα ε·ναι ακούσια καί τυχαία»’ ό αναγνώ­
Τό ποιητικό ύφος τού Καμαρινάκη έχει στης όμως έχει τήν εντύπωση ότι, στήν βά­
κάτι τής ήρεμης υπόκρουσης πού σέ κερ­ ση του καί στον πυρήνα τοΰ μύθου του, τό
δίζει μέ τήν πρώτη επαφή. Είναι γνήσια έργο είναι αύτοόιογραιρικό — όχι βέβαια
ποιητική διάθεση. "Οπως έκείνο τό «Τώ­ έως τήν τελευταία του λεπτομέρεια. *A?„-
ρα τά σπίτια μας ταξιδεύουν». Οί τελευ­ λά αυτό είναι δευτεοεΰον ζήτημα.
ταίοι στίχοι: Ό Ζ. Στάλιος είναι ή υπήρξε διπλωμα­
τικός υπάλληλος, σύμβουλος πρεσβείας ά-
Τιόρα τά σπίτια μας ταξιδεύουν σφαλώς. Τό άν έφΌασε ό ίδιος στον βαθμό
Δέ μάς χωρούνε πιά τοΰ πρεσβευτή - - όπως ό ήρωας τοΰ μύ-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ *

θου —, αυτό δέν είμαι σέ θέση να τό βε­ περιττά. ’Λλίμονο άν είταν αυτό ελληνική
βαιώσω·). "Οπως καί νά είναι, ή αφήγηση γλώσσα. Ό φραστικός αυτός τρόπος δ έ ν
άναδίνει ζωηρή την αίσθηση τής αποδημί­ είναι έλληνικός. Τον χρησιμοποιούν, τό ξαί­
ας καί των ξένων κλιμάτων καί οριζόντων, ρω, καί δόκιμοι, «φθασμένοι» λογοτέχνες,
δσο καί άν υπερτονίζεται τό γενετήσιο, έ- κριτικοί κ.ά., άφησε πιά τούς συντάκτες
ρωτικό στοιχείο (αποφεύγω κατ’ άρχήν τίς τύπου καί τού ΕΙΡΤ. ’Αλλά αυτό δέν ση­
ξενικές λέξεις, όπου υπάρχουν αντίστοιχες μαίνει δτι γράφουν σωστά* άπλούστατα,
ελληνικές — καί πώς νά μην υπάρχουν, μέ τούς έχουν έπηρεάσει κακές μεταφράσεις
τέτοιον πλούτο τής ελληνικής γλώσσας —, πού έστρέ6λο)σαν καί αλλοίωσαν τό γλωσ­
γι’ αυτό δεν γράφω «σεξουαλικό στοι­ σικό των αίσθημα. Δέν άναφέρω ονόματα,
χείο*). *0 κοσμογυρισμένος, κοσμοπολίτης διότι θά άναταράξιο πολύ τό τέλμα. Οί κα­
συγγραφέας έχει την ικανότητα νά ψυχο­ κοί μεταφραστές έχουν προξενήσει τερά­
γραφεί καί νά χαρακτηρίζει ξένες μορφές στια ζημία στή γλώσσα, την έχουν κυριο­
καί καταστάσεις — από την πλευρά τούτη λεκτικά νοθεύσει, άλλοιώσει σέ άφάντα-
τό βιβλίο παρουσιάζει ενδιαφέρον. στον βαθμό. Επειδή δέν είναι εύκολο νά
Λέν βλέπω αν εχει γραμμένο άλλο, προη­ δίνω κάθε φορά ολόκληρη τήν εικόνα τής
γούμενο βιβλίο (τό εάν έξέδιοσε έπειτα ά- «κακής γλώσσας*, ας άναφέρω έδώ — τό
πό τό 1973 άλλο, δεν τό ξαίρω). Ή εντύ­ κάνω πρώτη φορά — δτι δσοι έχουν πρα­
πωσή μου είναι δτι έβιάσθηκε νά τυπώσει γματικά τό γνώθι σαυτόν καί επιθυμούν νά
τό κείμενό του, όπως τόσο συχνά συμβαί­ καλλιτερέψονν καί νά διαρθώσουν τό λεκτι­
νει. Διατυπώνω την υπόθεση αυτή, επειδή κό των, άς διαβάσουν* λ.χ. τό ταξι­
επιθυμώ νά άποφύγω νά είπώ δτι δέν έχει διωτικό μου «Κύπρος - Βασιλεύουσα -
μελετήσει αρκετά κ α λ ο ύ ς λογοτέ­ Αιγαίο* (1972). θ ά ευχαριστόμονν πολύ
χνες. θέλω νά είπώ δτι τό κείμενο θά έ- άν τά μειονεκτήματα πού έπισήμανα πα­
κέρδιζε, εάν ή γλώσσα δέν είταν τόσο ατη­ ραπάνω στό βιβλίο τού Ζ. Στάλιου έλει­
μέλητη, άφρόντιστη: πρώτα γεμάτη από παν άπό μεταγενέστερα βιβλία του. Δέν θέ­
ξενικές λέξεις καί δεύτερο από κακόζη­ λω νά κλείσω τό σχολιασμό μου τούτο, δί­
λους, κοινοί’ς φραστικούς τύπους πού δέν χως νά παρατηρήσω δτι, μέσα στό κείμε­
ταιριάζουν στην πέννα ανώτερου διπλωμα­ νό του, ό συγγραφέας ασκεί δριμείαν κριτι­
τικού. Στην τύχη αντιγράφω αυθόρμητη κή εις βάρος τής κατάστασης στήν οποία
παρατήρησή μου σημειωμένη στο περιθώ­ ευρίσκονται ορισμένες άπό τίς πρεσβείες
ριο τής σε λ. 15: «τρομερή ξενολεκτική κα­ μας στό εξωτερικό, κυρίως σέ μακρινές χώ­
τάχρηση*. Επηρεασμένος, δπως τόσοι καί ρες, καθώς καί εις βάρος τού άνθρώπινου
ποιού μερικών διπλωματικών* υπαλλήλων.
τόσοι άλλοι, από κακές μεταφράσεις ή ξέ­
νιον γλιοσσών σύνταξη, χρησιμοποιεί άκό- Τό σημειώνω δίχως σχόλια, εκτιμώ όμως
μα «κατά κόρον* πλήθος αριθμητικών απο­ τήν πρόθεση τού συγγραφέα.
λύτων, πού καθώς συχνότατα τονίζω στά
ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ
γλωσσικά μου παρατηρήματα, όχι μόνον εί­
ναι περιττά σέ ελληνικό κείμενο, παρά καί
συμβάλλουν στο νερούλιασμα καί στην νό- ★
θευση το ελληνικού λεκτικού. Παίρνω στην
τύχη κάποιο σημαδιακό παράδειγμα: είναι Β α σ. I. Λ α ζ α ν ά: «ΕΡΡΙΚΟΣ
ή τελευταία φράση τού βιβλίου (σελ. 286): Χ Α Ί Ν Ε , Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ, Ο ΦΙΛΕ­
« Ό ύπνος μ* ενα μαύρο πανί τύλιξε τό ΛΕΥΘΕΡΟΣ, Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ
κεφάλι μου, έρριξε μπροστά μου μιά κουρ­ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ», Άθήναι 1975
τίνα, έλυωσαν οί αισθήσεις μου (ή σωστή
γραφή είναι: λειώνω, έλειωσαν), βούλια- Για νά άψιερωσει κανείς στήν έττοχή
ξα σέ μ ι ά νύχτα, σ’ έ ν α θάνατο, μας ένα έλληνικό βιβλίο διακοσίων έβδο-
σέ μ ι ά άκινησία*. Ή φράση περιέχει μήντα σελίδων στον 'Ερρίκο Χάΐνε πρέπει |
π έ ν τ ε άριθμητικά άπόλιπα, άπό τά ό­ να έχει την έργατικότητα, τήν ευσυνειδη-
ποια, τά τρία τελευταία τουλάχιστον είναι τια καί το σεβασιιό στήν ποίηση, που δεί-
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

χνει στις μεταφράσεις* του άρχαίων ποιη­ λευταία σελίδα του έξιοφνλλου) δέν υπάρ­
τικών μας κειμένων καί άλλοδαπών, κατά χει ούτε ίχνος άπό μηχανικά καί τυπογρα­
προτίμηση γερμανικών, καί στις σχετικές φικά στοιχεία. "Ολα, μά δλα: γράμματα,
κριτικές έργασίες του ό κύριος Βασ. I. τίτλοι, πρωτογράμματα, πλουμίδια, σχέδια,
Λαζανάς. "Ηδη, πριν άπό τρία χρόνια με­ εικόνες — είναι καμωμένα μέ γούστο καί
τέφερε στη γλώσσα μας καί διεξοδικά έ- πολύ μεράκι άπ’ τό χέρι τού συγγραφέα!
σχολιασε τά «Ρωμαϊκά Ελεγεία» του Λυπούμαι, πού δέν μπορώ νά δώσω μιά εΐ-
Γκαϊτε, έργασία για την όποια δίκαια κόνα, γιά νά φχαριστηθεί καί ό άναγνώ-
βραβεύτηκε άπό την ’Ακαδημία ’Αθηνών. στης, βλέποντας αυτά πού έδωκαν σέ μένα
Στο νέο του βιβλίο ό κ. Βασ. Λ. Λαζανάς τόση χαρά καί συγκίνηση.
προβαίνει στη βιογράφηση του Χάϊνε καί *0 σιιγγραφέας δίνει όλα τά ιστορικά
στην κριτική άνάλυση τού έργου του, οχι καί αρχιτεκτονικά στοιχεία τού άγνωστου
μόνο μέ γνώση, ένημερότητα καί τεκμηρι­ αυτού μοναστηριού, πού βρίσκεται πάνω ά­
ώσεις άψογες, άλλά, κυρίως, μέ άγάπη πό τά Σερβία, χαμένα μέσα στά βουνά καί
καί θαυμασμό. T * t ρουμάνια. Καί μόνο γι’ αυτό, θά ήταν
Δεν μπορεί κανείς να ξαίρει πόσο στις άξιος συγχαρητηρίων. "Ομως, ό τρόπος μέ
ημέρες μας έξακολουθεϊ νά γοητεύει ή καί τόν όποιον αιχμαλωτίζει τον άναγνώστη
νά έκπλήσσει ή ποιητική φυσιογνωμία τού του είναι τόσο γλαφυρός, πού — έχεις δέν
ιδιορρύθμου όνομαστ ικού ποιητού. "Ομως, έχεις καιρό — φτάνεις, δίχως νά τό κατα­
στή νεότητά μας υπήρξε ένας άπό τούς λάβεις, στό τέλος του. Είμαστε κάπιος ά-
πλέον άγαπημένους μας ποιητές, όπως ό συνήθιστοι νά βλέπουμε τέτοια στοργή καί
άλλος μεγάλος συμπατριώτης του, ό Γκαϊ- τέτοια φροντίδα γιά τόπους καί μνημεία,
τε, άπό τούς πλέον σεβαστούς. πού βρίσκονται στή Βόρειο Ελλάδα* γι’
Ή μελέτη τού κ. Βασ. I. Λαζανά κα­ αυτό καί υπογραμμίζουμε σήμερα μέ ιδι­ -, ι
θιστά πάλιν έπίκαιρον τον 'Ερρίκο Χάϊνε αίτερη χαρά τήν προσφορά, αυτή τού κ.
-i
καί είναι όχι μόνο μια σπουδαία κριτική Κουντουρα, πού, άν καί κατοικεί στή Θεσ­
έργασία, άλλά καί ένα κέντρισμα γιά μιά σαλονίκη, τά καταφέρνει νά βρίσκει πότε
συγκινητική — θά τήν έλεγα — άναπό- πότε καιρό καί γιά τέτοιες έρευνες καί έκ-
ληση τής ζωής καί τού έργου τού ποιη- δόσεις άγάπης καί στοργής προς τήν ιδι­
τού. αίτερη πατρίδα του, τή Δυτική Μακεδονία.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τής έπιμε- Είπαμε πιό πάνω, πό>ς χρειάζεται πολύ /■
ίλημένης καί έξαντλητικής μελέτης τού κ. μεράκι γιά νά γράψεις ή νά τυπιόσεις ένα
[Λαζανά είναι τό κεφάλαιο « Ό Χάϊνε στήν τέτοιο βιβλίο, που είναι τόσο καλογραμμέ­
[Ελληνική Γραμματολογία». νο — καλογραμμένο καί μέ τις δύο έννοιες
τού όρου. Πρέπει νά σημειιόσω, πό)ς είναι
Π. ΓΛΕΖΟΙ σοιστό τεφαρίκι καί γιά τό ποιητικά παλαιι­
κό ύφ>ος του, πού θέλγει τόν άναγνώστη
καί τόν συνεπαίρνει, κάνοντάς τον συμπρο-
'^’Α ρ γ υ ρ ί ο υ Με ν . Κούντου- σκυνητή στά έμορφα βουνά καί τά ιερά χο'>-
ρ α: «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», (ήγουν περι­ ματα τής αίματοπότιστης πατρίδος μας.
γραφή τής Ίεράς καί Σεβάσμιας Μο­ Λέν άντέχω στον πειρασμό καί διαλέγω δύο
νής τού Α γίου Αντωνίου Σ ιάπκας), μικρά αποσπάσματα γιά τή χαρά καί τήν
Κοζάνη, 1973 ευφροσύνη τού φίλου άναγνοόστη τής «Η.
Ε.»: «Τό ούτω καλούμενον όρος Τιτάριον,
Χρειάζεται πολύ μεράκι για νά γράψεις όντας κατάφ.υτον έκ πεύκων, δρυών καί κα-
! ένα τέτοιο βιβλίο καί νά το τυπώσεις — ο­ στανεών καί θάμνων καί κρανεών καί άρω-
ι πως τό ’χει τυπώσει ό κ. Κούντουρας τοΰτο ματικών φυτών, δυόσμου καί σαρπουνίου
: τό βιβλιαράκι πού παρουσιάζουμε άπό τις καί τεΐου, οπού είσίν όλα ετούτα πλούσια
ι οτήλες τής «Η.Ε.». Στις τριανταδυό σε­ έδοσμένα, καί διά τήν πολλ,ήν βοσκήν, είναι
λίδες τού βιβλίου (δηλ. άπό τήν α' σελ. τοϋ άπό καταβολής έγκατοίκησις κτηνοτρόφοιν
ί έ|ωψύλλου, τά μέσα φύλλα καί ώς τήν τε­ καί γεωργών καί μελισσουργών, διά τό νά

ί·
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »

έχη και πολλάς πηγάς διά τό πότισμα...» στο χαρτί καί νά ξεδόσει. Εΐν’ ή άμεση
(σελ. θ '—Γ). Και κλείνουμε τό σύντομο άνάγκη τού πνευματικού άνθρώπου τούτο.
αυτό σημείωμα μέ μια πονεμένη κάπως σε­ Καί τό κάνει μέ τέτιο σπαραγμό, πού δο­
λίδα του κ. Κουντουρα (σελ. ιζ'): «Προσέ­ νεί καί τού άναγνώστη της τήν ψυχή καί
τι δε εϊχέν ποτέ τό καθολικόν (τής Μονής) συμμετέχει κι αυτός στο μοιρολόγι της.
απανταχού ζωγραφιάς όρατάς. Άλλα διά Γιατί, τά κείμενά της δέν είναι μήτε ποι­
τό νά είναι οί άγιοι άσκηταί αμαθείς, και ήματα, μήτε πεζογραφήματα γραμμένα
αΐ προσκυνήτριαι έθισμέναι εις τό λευκόν, πάνου σέ στιχουργικούς κανόνες καί μέ­
έχρισαν αύτάς δι’ ασβέστου, ώς καθαρόν τρα. Αδιαφόρησε γιαυτά τά περιττά στο­
νά φαίνηται. Καί ούτω γενομένου του Κα­ λίδια ή συγγραφέας. Κείνο πού τήν ένδιέ-
θολικού, όλίγαι καπνισταί από τά κηρία ζο>- φερε, εϊτανε τό ξεχείλισμα τού πόνου καί
γραφίαι φαίνονται εις την κάμαραν, των τό άποτύπωμά του στο χαρτί. Εΐν* όμως
λοιπών κρυπτομένιον ύποκάτο;» τής άσβε­ τούτα τά κείμενα άληθινά μοιρολόγια, χα-
στου. 'Όμοιος έστιν καί ό νάρθηξ. Τά δά­ μηλότονα, όπως τά ξέρω στήν Τριφυλία ‘ϊ
πεδα άμφοτέρων των χώρων όρθογωνισμέ- κι οχι άγρια καί βίαια, όπως τά τραγου­
4
ναι πλάκες κοσμοΰσι. Εις δε τού Νάρθη- δάνε στο Μάνη.
κος κατάκεινται δύο φοβεραί α?.ύσεις, εις Κ’ είνε βαθύς ό πόνος τής μάνας γιά ■1
ας προσδένουσι τους έχοντας τάς φρένας όποιοδήποτε παιδί της. Μά, όταν πρόκει­
σαλευμενας, ινα εκεί παραμένοντες, ίαθώ- ται καί γιά τό στερνοπαίδι της, είνε ά- : -ί
σιν υπό τού ’Αγίου». —’Αχ! «"Οπου νά βάσταχτος. Ή Νοτίδου - Δρίτσου, κατά- :Ί
ταξιδέψιυ ή Ελλάδα μέ πληγώνει»! φερε μ’ ένα λιτό ύφος, δίχως λογοτεχνικά ;0
Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ στολίσματα κι αν θέλετε, δίχως καμιά ι­ ί .j
διαίτερη τέχνη, μ’ ένα λόγο άπαλό, μουρ- ί<
★ μουριστό, νά ξεσηκώσει κύματα λύπης I2:
γιά τήν άγνωστή μας άδικοχαμένη κορού­
Α γ α θ ή ς Ν ο τ ί δ ο υ - Δ p ί- λα της, γιά τό χαμό ενός ζωντανού, νέου
τ σ ο υ: «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» άνθρώπου πού δέν πρόφτασε νά χαρεί τό a;'1
μοναδικό καί μεγάλο δώρο: τή ζωή. I
‘Η Ή πειρώτισσα λογοτέχνιδα ’Αγαθή
Νοτίου - Δρίτσου τύπωσε μια σειρά μοι-
ί4
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΖΑΔΕΣ
ρολόγια για την πρόωρα χαμένη κορούλα \ί
της. Είτε σε ποιητική φόρμα τά εκφρά­ ★
ζει, ει'τε σέ πεζό, κείνο πού τά πλημμυ­
ρίζει είναι ό σπαραγμός της γιά τον ά­
Δ η μ. Β. Σ ι ω μ ο π ο ύ λ ο υ :
ΠΕΙΡΩΤΙΚΑ», ’Ιωάννινα 1975
«Η­ ίΙ
δικο τούτο χαμό. Δεν είναι λίγοι οί λογο­
τέχνες μας πού γράψανε σέ στιγμές έν­ Ή ψυχή τής Ηπείρου, δωδωνιακή καί :Η
τονου ψυχικού πόνου άριστουργήματα ( ‘Ο ηρωική, γαλανό σπέρμα τής θείας έμπνει>- ί-Ι
Παλαμάς, ό Ρίτσος, ό Λάσκος κ.ά.π.). Εί­ σης, ποτέ δέν στάθηκε διχασμένη ανάμεσα }4*
ναι δύσκολο νά υποτάξεις όμως τούτον στήν αγάπη καί τό πάθος, μά έμεινε μήτρα i
τον πόνο καί νάν τόνε κάμεις Τέχνη. Είνε λυγερή τόσο γιά τήν αποκαλυπτική μύηση
τόσο δυνατότερο τό άτομικό στοιχείο σ ’ όσο καί γιά τό ατόφια δημοτικό τραγούδι­
αυτές τις εμπνεύσεις, πού δέν καταφέρ­ σμα, πού άνασηκώνει βίιυμα τήν λεβεντιά,
νει εύκολα νά γίνει τέχνη καί νάν τού χα­ μέ τή δύναμη τής δωρικής μεταλαβιάς στή
ριστεί έτσι διάρκεια. πατρικοδοσμένη αρετή.
‘Η ’Αγαθή Νοτίδου - Δρίτσου, γνωστή Σκιαγράφηση, όμως, όχι μόνο τής ψυ­
περισσότερο σάν πεζογράφος καί μάλιστα χής τού πιό πατριωτικού πληθυσμού τής Ριο-
μέ κείμενα λαογραφικά (βραβευμένη γιά μιοσύνης καί τού Ελληνισμού, αλλά ολό­
ένα λαογραφικό της γιά τήν Πρωτοχρο­ κληρης τής δημιουργού φυλής τού Μεγά­
νιά στο Λαμπίκειο Διαγω νισμό), δέ φι­ λου Θρύλον καί το Μεγάλου Ερειπίου, εί­
λοδοξεί νά γίνει γνωστή σάν ποιήτρια. ναι τά «Ήπειριοτικά» τού κ. Τ. Σιωμοπού­
Τον «Πόνο τής μάνας», πού τής ξεσκίζει λου, πού μέ τήν φιοτεινότητα τού ευαίσθη­ .?!
τήν καρδιά, προσπαθεί ν’ απλώσει πάνου του δέκτη τού ιστορικού δέοντος, άποκου- vi
«ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ

πτηγηαη εί τήν αλήθεια, για να μεταλαμ­ τού βίου, παύει νά λειτουργεί καί γίνεται
παδεύσει τον φρονηματισμό στόν σύγχρο­ Αναγκαστικά μουσειακή διατύπωση κά­
νο Αναγνιόστη. ποιων, 'ίσως, έρεθισμών, πού όμως βρί­
Με Αφόομηση γεγονότα — κρίκοι γιά σκονται έξω άπό τό κύκλωμα τής Ανθρώ­
μια συνθετική ιστορική παρουσία — ανα­ πινης ζωής. Ή ποίηση τής Ά ποστολίας
τέμνει την λεπτομέρεια σαν δυναμική τού Νάνου, όπως παρουσιάζεται στήν καινού­
ύπερσυνειδητού έκφανση, καί παλμογραφεί ρια της συλλογή, είναι μαρτυρία ένός
την πραγματικότητα *ιέ τοΰ μύστη τον εσω­ φαινομένου τής καθημερινότητας, στοχα­
τερικό κραδασμό καί τοΰ ιστορικού την Αν­ στικά διατυπωμένης μέ έντεχνο λόγο.
τικειμενική όραση. Ό προβληματισμός τής ποιήτριας δεν
Είναι ή ιερή στιγμή πού τό κλέος ερμη­ σταμάτησε στήν έπιψανειακή περιγραφή
νεύεται με τό μέτρο τής λαογνωσίας. ’Έ ­ τού φαινομένου τής φυγής. Ή «Μετανά­
τσι ό άγιος καί ό ποιητής, ό δάσκαλος καί στευσή» της, Αγγίζει τά βαθύτερα κοινω­
ό πολεμιστής, δημιουργούν όταν διαφεντεύ­ νικά προβλήματα, όπως τά διαμόρφωσαν
ουν τήν κρισιμότητα, μέ τήν εδραιωμένη οί σύγχρονες καταστάσεις, γιά τις όποι­
στήν λαϊκή βούληση εθνική επιταγή, που ες δεν είναι καθόλου Αμέτοχος ό άνθρωπος,
στήν ακεραιότητά της διατηρεί ολάκερο τό μιά κι ό ίδιος, μέ τόν Αχαλίνωτο καλπα­
χρέο: τής πατριωτικής πράξης μέ Ανθρω­ σμό του προς τό χάος, συμβάλλει καθη­
πιστική πληρότητα. μερινά στήν άτέρμονη πτώση του. Τή φω­
Λυτή ή τεκμηριωμένη σέ Αναβαθμούς νή τού βουνού, ακούσε ή ποιήτρια, τής
ψυχικήι; γοητείας Ανάλυση, επιτρέπει να βρύσης καί τού πλάτανου, τού χορταρια-
Ξεκρίνουμε τό θαΰμα τής αυτοθυσίας νά μένου σπιτιού τήν Απεγνωσμένη κραυγή,
βλασταίνει ηλιοτρόπιο τού Γένους πάνω στή των ζωντανών τό πικρό τραγούδι. Μαρά­
στέππα των συμφερόντων καί νά χαλυβδώ- θηκαν τά γιασεμιά στις ρούγες καί στά
νει τήν πεποίθηση οτι μονάχα ή πολιτική κατώφλια, κι όλα αυτά για τί; γιά τής πο­
Ανωριμότητα συνταιριάζει τήν Ατομική κερ­ λιτείας τήν «άνετη» ζωή, τό πυχτό καυ­
δοσκοπική συναλλαγή μέ τό εθνικό γόητρο. σαέριο που σαπίζει τά σωθικά, τό μολυ-
"Οταν όμως ή εθνική ζωή Απομυθοποιεί σμένο νερό, τή θάλασσα τή βρωμερή καί
ται, οί φαντασκόσεις αίρονται, καί ή ‘Ιστο­ τό άγχος πού σωρεύεται καθημερινά στή
ρία γίνεται όδηγητής μεγαλείου. καρδιά τού Ανθρώπου, μέχρι νά σπάσει.
'Έτσι στα «Ηπειρωτικά» ό ποιητής Τ. "Ομορφος ό στίχος τής Ά ποστολίας
Ξεφεύγει μέ μαστοριά νά γίνει ό επικός Νάνου καί μαστορικά δουλεμένος. Πυκνή ή
έγκωμιαστής ένός τόποι», κυρίως γιατί στό νοηματική διατύπωση μέ διάχυτα σημεία
Αναητερούγισμα τού στοχασμού του, ή λυρι- ρωμαντισμού μαζί καί ρεαλιστικής έκ­
κότητα τού λόγου Απαλαίνει τήν αίχμηρό- φρασης. "Ο,τι Ακριβώς ταίριαζε στό θέμα
τητα τιον διαπιστιόσεων καί μεταγγίζει τήν τής ποιητικής ένότητας. Καί δέν είναι μό­
Ιστορική εμπειρία σέ διδασκαλία Αρετής. νο αύτά τά στοιχεία πού καταξιώνουν τού­
νΛξιο, λοιπόν, Αντάμιυμα τής ιστορικής τη τή συλλογή. Είναι καί ό έντονος συγ­
γνιόσης καί τής λογοτεχνικής Αποστολής, κλονισμός πού αισθάνεται ό Αναγνώστης,
, Αφού, τελικά, τό ’Ανθολόγων πετυχαίνει διαβάζοντας τούς στίχους καί πού δέν εί­
' τόν στόχο τού όραματιστή: στό ήθος νά ναι Αποτέλεσμα έγκεφαλικής διεργασίας,
ι στεριιόσει κάθε προοδευτική Ανέλιξη των Α- Αλλά ψυχικής λειτουργίας. "Αλλη μιά φο­
ι τόμων καί των λαών. ρά ή ποιήτρια μάς έδωσε ένα δείγμα τής
ωριμότητάς της, Αλλά καί μάς υπενθύμι­
ΝΙΚΟΣ Α. ΤΕΝΤΑΣ
σε πώς χρέος τού ποιητή είναι νά ευαι­
★ σθητοποιεί τούς δέχτες τής καρδιάς του,
κα ίσυλλαμβάνοντας τις όποιες έκφάνσεις
/Αποστ ολί ας Νάνουν-Σκο-
τού βίου, νά τις κάνει τραγούδι:
τ ε ι ν ι ώ τ η: «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥ­
ΣΗ», ποιήματα, Βόλος 1975 Τούτος ό τόπος πονάει
κάτι» Απ’ τό. βήματα
*Η ποίηση, &ν δεν έκφράζει μια πτυχή των Ανθρώπων πού φεύγουν.
724 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »

Σιοπαίνει κρύβοντας Ό Βασίλης Φανός, μέ τούτη την Ανήσυ­


μιαν Ανέλπιδη Απαντοχή. χη ποιητική του συλλογή, βάζει βαθειά τό
Τούτος δ τόπος γυμνώθηκε Από κάλλος, μαχαίρι στις πληγές τοΰ καιρού μας, που
τ ί τού ’φυγήν «λες οί ’Ά νοιξες δυστυχώς τίς βλέπουμε καθημερινά χωρίς
καί τ ' Απομεϊναν οί χειμώνες. νά μάς ενοχλούν. Είναι κι αυτή ή στάση μια
μαρτυρία τής κατάπτωσής μας. Νά πούμε 1
★ πώς Οά τίς γιατρέψει; Θάναι Ανοησία. Α ρ ­
κεί πού βρίσκεται κάποτε - κάποτε μιά δυ­
.1
Β α σ ί λ η Φανού: «ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ
ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ», ποιήματα, Λονδίνο νατή κι Αντρίκεια φωνή καί μάς πετάει
1975 κατάμουτρα τή ντροπή μας.
Ό Βασίλης Φανός είναι ένας νέος 'Έλ­
ληνας ποιητής, που ζεί στο Λονδίνο. ΤΙ Λ ι ο ν ύ σ η Νι κο λ ό πο υ λ ο υ :
ποίησή του Αγκαλιάζει ενα μεγάλο ς>άσμα «ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ», ποιή­
καί τής ζωής καί των Ανησυχιών της. ΟΙ ματα. 'Έκδοση του περιοδικού «Θεσ-
έμπειρίες Από τύν εξω κόσμο, πλάτυναν σαλική Ε στία», Λάρισα 1975
τούς διαλογισμούς του καί τύν βοήθησαν
νά σαρκάσει καί να στιγματίσει έντονα την Ή προσφορά τού Λιονύση Νικολόπου-
πορεία τής Ανθρωπότητας. Οί προβληματι­ λου στην Ανάπτυξη τής πνευματικής ζω­
σμοί τοΰ σύγχρονου βίου, μέ τά πολυποί­ ής τής Λάρισας είναι καί γνωστή καί ση­
κιλα προβλήματα καί τούς Αλλοπρόσαλλους
Iλλ
μαντική. Ή ποιητική του συλλογή πού μό­ '*&
όραματισμούς, έγιναν για τόν ποιητή στο­ λις κυκλοφόρησε, περιέχει τή θητεία του i
χασμός καί έμπνευση. Πού νά πρωτοστα- στήν ποίηση μιας εικοσαετίας καί χωρί­ ■i
Οεΐ ί) Ανήσυχη συνείδησή του; Στο νομιμο­ ζεται σέ πέντε ένότητες πού τιτλοφορούν­ i ,·
:··«
ποιημένο παγκόσμιο κύμα τής βίας, στην έ- ται α) Τραγούδια τού χωραφιού, β) Λυ­
πιβολή τής θέλησης τοΰ δυνατού, στη Οεο- ρικά σχέδια, γ ) Πεζοί ρυθμοί, δ) Εικόνες h
ποίηση τής σεξουαλικής πράξης καί στό ενός ύπαιθριστή καί ε) Δοκιμές μιας X
ξέφρενο καλπασμό της, στην ερημιά καί σπουδής. Τά επί μέρους ποιήματα κάθε
την Απομόνωση τού Ανθρώπου, ή στόν ύ- ένότητας, λιγόστιχα, καθώς είναι, Αποτε­ •V
ποτονισμό τού πνευματικού βίου, πού δεν λούν ψηφιδωτά ένός πίνακα πού παρου­ ' ->(
πορεύεται ισόρροπα μέ τή τεχνολογική πρό­ σιάζει τή πορεία τού δημιουργού τους, Α­ u
l
οδο, τή κακιά αυτή μοίρα τού ανθρώπου. πό τά πρώτα Ανήσυχα βήματα, ώς τό μέ- •ή
Κι «λα αυτά νά είναι μηδαμινά μπροστά στωμα τής σκέψης του. Ζωγραφιές μονα­ i
εΗ
στό σύννεφο τού όλέΟρου, πού σκεπάζει τό δικές Αποτελούν οΐ ψίθυροι τής «χαμη­ ί

κόσμο. Κι ύστερα ό ποιητής, συμπυκνωμέ­ In


λόφωνης μουσικής». Λιτός καί δυνατός ό
νος έκιρραστής τής Ανθρώπινης Αγωνίας, λόγος τού Διον. Νικολόπουλου, πυκνώνει
I•r >i4
νά Αναμοχλεύει τίς ιδέες, πού παρερμηνευ- τή σκέψη καί τήν κάνει στιγμή τής αιωνιό­ V
μένες καθώς είναι, σύμφωνα μέ τά γούστα τητας, χαράσσοντας Ανεξίτηλα τή κραυ­
μας, κονταροχτυπιένται καί ξεστρατίζουν γή τού κάμπου, τή μυστικότητα τής νύ­
...

Απ* τύ δρόμο τού προορισμο τους. Γράφει χτας, τή λαχτάρα τής ζωής, τό πόνο του
κάπου Λ ποιητής: Ανθρώπου. Νά πώς ζωγραφίζει μερικές
φθινοπωρινές στιγμές:
Ξεκίνησες «για μεγάλα καί τρανά ίδα·
(νικά», Σιωπη?ώς ό κάμπος. }
είπες έμπρός νά φέρωμε ζεστασιά κι Το φεγγάρι πάνω Απ’ τή Λάρισα
(Ανθρωπιά στους Ανθρώπους στραΐΓταλιάζπ.
καί σήκωσες σημαία έπανάστασης τή Απόμακρη ή φωνή τού γρύλλου.
(Λογική ένάντια στον μεσαίωνα,
καί ή παγωνιά καί το μίσος φώλιασαν Κι Αλλού μιλώντας γιά τή προετοιμασία
(στή καρδιά σου αία τής σποράς, γράφει:
καί κατέληξες στάν παραλογισμό καί
(στο μεσαίωνα. Τό κάψιμο τής καλαμιάς.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ *

ζωντανή τέφρα του χωρικοί», κρόν άπόδείπνον καί γ) ή αίχμαλο)σία. Τήν


βάφει μαΰρο άνιοτέρω διάρθρωσι υπαγορεύουν έσωτερι-
τον πίνακα του χωραφιού, κά στοιχείο τής δημιουργίας του.
πού 0’ άναστήσει Πριν δούμε τήν «Αίχμαλιοσία "Τψους»
μέσ’ άπό τό παιχνίδι τής φιοτιάς καλύτερα, όφείλουμε προκαταβολικά νά κά­
τήν ελπίδα τής νέας σοδειάς. νουμε μιά θεμελιακή παρατήρησι στο έργο.
'Ο Πάσχος είναι οχι τύποις, Αλλ’ ούσίφ
*0 λυρικός τόνος είναι έκεϊνος πού χα­ Χριστιανός καί ή ποίησί του είναι πράγμα­
ρακτηρίζει τά ποιήματα τού Διον. Νικο- τι Χριστιανική καί δικαιολογεί άπόλυτα τον
λόπουλου και μαζί μ’ αυτόν καί οί Αδρές χαρακτηρισμό τό έργο του. *0 Χριστιανι­
πινελιές ένός χρωστήρα βαθειά συναισθη­ σμός, πνοή ζείδιορη, είναι βιοιματικό ξε-
ματικού. ‘Η ποίησή του μάς συγκίνησε Ι­ χείλισμα άγάπης, άπέραντης χριστιανικής
διαίτερα, γιατί άγγιξε χορδές τής καρ­ αγάπης, όρθοδόξου υφής στήν δημιουργία
διάς μας, ξεχασμένες άπό καιρό. τού Πάσχου. Σαρκώνεται όχι ψεύτικα, έ-
ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ πιφανειακά, ούτε ευκαιριακά, άλλ* ούσια-
στικά, ξένος άπό ψευτοϋπολογισμούς. ’Α­
πευθύνεται σ’ όλους μας μέ τό αίοόνιον μή­
νυμά του. νΕτσι ή προσφορά τού ποιητού
Π. Β. Πά σ χ ο υ : «Α ΙΧ Μ Α Λ Ω ΣΙΑ φοιτίζει βαθειά συνειδήσεις άπ’ τό άνέσπε-
ΥΨΟΥΣ» ρο φως Ε κ ε ί ν ο υ .
Τά ποιήματα τής άξιολόγου συλλογής
Σε εξαιρετικές περιπτιοσεςι, τό τάλαν- «Αίχμαλιοσία "Τψους» έχουν Αφετηρία
τον, αυτό πού λέμε ταλέντο, ή εξ ύψους προσιοπικές ψυχολογικές στιγμές τού ποι-
δωρεά συμπορεύεται μέ σοβαρή πνευματική ητού, πού έλαβαν άπ’ τό «είναι» του δια­
καλλιέργεια. Τότε ή επιτυχία τοΰ πνευμα­ στάσεις στο χώρο τής τέχνης το λόγου.
τικού ανθρώπου έχει άλλες διαστάσεις στον ’Εδώ μίλησε ή καρδιά πάντοτε «έκ τού πε­
χρόνο. Τότε ή προσφορά τού λογοτέχνου, ρισσεύματος» κι δ νούς έβαλε τάξι. *Όλα
ποιητού ή πεξογράφου, είναι όντως γόνι­ χριστιανικά, ορθόδοξα, γόνιμα μέ Αρχοντι­
μη. Λυτός είναι ό κανιυν, φυσικά υπάρχουν κή ανθρωπιά, πού υποβάλλουν.
καί εξαιρέσεις, πού δεν παύουν νά είναι ε­ Ή χριστιανική Αγάπη, ή καρτερία, ή ψυ­
ξαιρέσεις. Ευτυχής συγκυρία παραμένει χική συντριβή, ή έσιοτερική έγρήγορσι και
πάντοτε ή ιδιοφυία νά συμπορεύεται μέ τήν πλήθος άλλιον χριστιανικών Αρετών ξιοντα-
ουσιαστική πνευματική καλλιέργεια. νεύονται μέ ενάργεια στά Ανωτέρω ποιήμα­
τα. Τό σκηνικό, πού κυριαρχεί στο χώρο,
3 Τις σκέψεις μου αυτές όφείλιο στά ποι- είναι ποικίλο: ή έλληνική ένδοχώρα, τά Α­
ήματα, που κυκλοφορούν τελευταία: «ΑΙ- στικά κέντρα, δικά μας καί ξένα, όπου έξη-
,] ΧΜΑΛΩΣΙΑ ΤΨΟΤΣ», πνευματικά γυ-
σε ό ποιητής.
μνάσματα τού ποιητού καί έπιμελητού τού Πίστι ζώσα, εναργής τέχνη, συγκροτη­
ί Πανεπιστημίου Αθηνών ΓΙ, Η. Πάσχου. μένος λυρισμός, όρθόδοξος θεολογική καί
*0 ποιητής Π. Β. Πάσχος είναι νέος Ανθρωπιστική θέσι έδωσαν Αδελφικά τον
^ πνευματικός εργάτης μέ λαμπρές σπουδές τόνο καί μάς πρόσφεραν μέ μόχθο καί πό­
■1?·*;. στο εξωτερικό καί μέ δόκιμον έργο. Στά νο τήν «Αιχμαλωσία *'Τψους», πού είναι έλ-
·?; Γράμματά μας ή παρουσία του είναι Αξιό- πιδοφόρα μαρτυρία μιάς Αφυπνισμένης συ-
Λ λογη καί όλα προμηνύουν γόνιμη συνέχεια. νειδήσεως στήν άγχο'>δη εποχή μας.
■4 Ποίησι, δοκίμια, μελέτες είναι κυρίως τά
3. είδη τής προσφοράς του. ★
V ‘Η «αιχμαλωσία ύψους» τά νέα του ποι-
·-ήματα έχουν υπότιτλο «πνευματικά γυμνά- Μ η ν ά Α η μ ά κ η : «ΚΑΖΑΝΤΖΑ-
: ' .σματα», πού μαρτυρεί άνάγλυφα τήν ύπεύ- Κ Η Σ» (έττιστολές - σχόλια)
θι»νη Οέσι τού ποιητού άπέναντι τού μόχθου
του. Τήν όλη προσφορά του κλιμακώνει σέ *0 Καζαντζάκης είναι ένα Αναγνωρι­
: τρεις ενότητες: α) άρτος οδύνης, β) μι­ σμένο μέγεθος των νεοελληνικών μας
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »

Γραμμάτων. ‘Ο κόσμος των έργων του, ό­ περνίκησί της. Αύτή τήν υπηρεσία προσ­
που έποπτικά ζωντανεύεται καί ζεί στην φέρουν τά πλούσια σχόλιά του, πού έχουν
αυθυπαρξία τής άξίας τού όνόματος Τέ­ πληροφοριακό φαινομενολογικά χαρακτή­
χνη τού λόγου του, μαρτυρεί μια δυναμική ρα κι δχι φτηνό διακοσμητικό παραγέμι-
διεισδυτική ματιά, σέ μάς και τούς γύρω σμα. Τά κείμενα αύτά άξιοποιούν ουσια­
μας, στα προβλήματά μας καί τις λύσεις στικά τό περιεχόμενο των έπιστολών καί
τους, στα λάθη καί τις έπιτυχίες μας, γε­ βοηθούν τόν σωστόν άναγνώστη στις άν-
νικά στον τραγικό παράγοντα ά ν θ ρ ω ­ τικειμενικές έκτιμήσεις.
πος. Εύλόγως ή υπεύθυνη αυτή θεώρη- Έ πιλογικά μάς προσφέρει ό Δημάκης
σι, σωστή ή λαθεμένη, είναι άναντίρρη μιά έπιτυχή σέ πληρότητα καί υφή διά-
τα ρωμαλέα. 'Ό λα δίνουν τήν αϊσθησι άρ* λεξί του, μέ θέμα: «Σχόλιο στήν ’Οδύσ­
χοντικού πληθωρικού φαινομένου. σεια τού Καζαντζάκη». ’Εδώ γνωρίζουμε
Τελευταία ό δόκιμος λογοτέχνης Μηνάς τόν ποιητή Δημάκη σέ ύπεύθυνες άξιολο-
Δημάκης μέ ξεχωριστή φροντίδα κι αγάπη γικές θέσεις καί τεκμηριωμένες άπόψεις
δημοσίευσε τό βιβλίο μέ τίτλο: «Καζαν- στο θέμα του, πού άφ’ ένός μάς φέρνει
τζάκης» καί υπότιτλο: «επιστολές - σχό­ κοντά στο δημιούργημα τού Καζαντζάκη,
λια». "Εκδοσις: Τό έλληνικό βιβλίο. ’Αθή­ άφ’ έτέρου μάς άποκαλύπτει τήν πνευ­
να 1975, σελ. 112. *Η δλη άξιόλογη προσ­ ματική οντότητα τού Δημάκη.
φορά περιλαμβάνει: Γνωστικός ρεαλισμός, μαρτυρία τών
α) Τις έπιστολές τού Καζαντζάκη, που μυστικών τής πνευματικής δημιουργίας,
άπηύθυνε κατά καιρούς στον Δημάκη. πάθος γιά τά Γράμματα, άγάπη γιά τόν
β) Σχόλια καί χρονικά τού Δημάκη, άνθρωπο καί τήν προκοπή του, συγκροτη­
πού φωτίζουν γνωστικά τις έπιστολές. μένος λυρισμός καί δυναμική κριτική θέ-
γ ) Διάλεξι μέ θέμα: «Σχόλιο στήν ’Ο­ σι είναι οί γενεσιουργός δυνάμεις τού
δύσσεια τού Καζαντζάκη». βιβλίου τού Μηνά Δημάκη: «Καζαντζά-
Έσκεμμένως οί άνωτέρω έπιστολές έ­ κης».
χουν βασικό τους θέμα τον πνευματικό μό­ Ό συγγραφεύς σαφώς άπευθύνεται στο
χθο καί τά ποικίλα ευαίσθητα προβλήμα- καλλιεργημένο κοινό, πού κοντά στά άλ­
τά του. Κοντά σ ’ αυτό συναντάμε ένδιαψέ- λα γεύεται έντονα τόν ιδρώτα τού μο-
ρουσες πληροφορίες τού βίου, πού μαρτυ­ χθούντος πνευματικού άνθρώπου στήν πε­
ρούν πόσο δεμένος είναι ό δημιουργός άν­ ριοχή τής Λογοτεχνίας μας. ’Ορισμένα
θρωπος ά π ’ τις βιωτικές μέριμνες. "Ολα στοιχεία είναι άκρως άποκαλυπτικά, ιδι­
αύτά μέ στοχαστική βαρύτητα, υποδει­ αίτατα σήμερα, στήν μυθική έποχή τής
γματική λιτότητα ύφους καί γοητευτική καταναλωτικής κοινωνίας μας, πού τά θέ­
σαφήνεια έκφράσεως. Οί φίλοι τής λογο­ λουμε δλα! ! στήν κραιπάλη τής ακόρε­
τεχνίας ή καλύτερα τής πνευματικής ζω­ στης έπιθυμίας, χωρίς μόχθο, πόνο κι ι­
ής, έχουν στήν διάθεσί τους μιά γνήσια δρώτα.
προσφορά, άπηλλαγμένη άπό άναπόστσ­
τες φαντασιώσεις καί υποκειμενικές φαν­ ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
τασιώσεις, νά γνωρίσουν πτυχές τής γό­
νιμης ζωής τού δημιουργού. Κρουστά καί
λαγαρά όλα, χωρίς νεφελώδεις καταστά­ ★
σεις καί υπονοούμενα. Παντού εύθύτης,
σωστή ή έσφαλμένη. ’Ενδιαφέρει παντού Κ ώ σ τ α Π. Λ α ζ α ρ ί δ η : «Ο
τό πάθος γιά δημιουργία. ΚΑΠΕΣΟΒΙΤΗΣ ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΣ
*Η δημοσίευσι μόνον των έπιστολών, ΚΩΝΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ», Γιάννινα
σημαντική προσφορά στά Γράμματά μας, 1975
’ίσως νά έδινε αφορμές γιά παρερμηνευμέ-
νες θέσεις, πού βλάπτουν τήν αλήθεια. Γιά πρώτη φορά έρχεται <ττΰ qώ; — μο·
Όρθώς διείδε ό Δημάκης τήν άπαράδεκτη νογραηικά συγκεντρωμένη — ή μορφή τού
αύτή κακοτοπιά καί μόχθησε γιά τήν ύ- λογίον καί φιλοσόφου, τοΰ ευρυμαθούς καί
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ »

πατριώτου Κώνστα Γειοργίου. Σέ πλού­ ρεί έφά(υλλο πρός τόν Μεθόδιο τόν ’Αν­
σια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία στη­ θρακίτη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Γεώργιο
ριγμένη ή μελέτη τού Κώστα Λαζαρίδη, Γεννάδιο, τόν Χρ. Κλωνάρη.
τεκμηριώνει το κείμενο με ιστορική υπευ­ Τό σπουδαιότερο σύγγραμα, τό «πολύμο­
θυνότητα. Περιεκτικός, γεμάτος πνευμα- χθο καί πολυέξοδο», τό Τετράγλωσσο Λε­
τικότητος Απόσταγμα ό πρόλογος Αποτελεί ξικό ί 1788) σε όμιλουμένη γ?αόσσα, πού έ­
τί»ν άξονα της συγγραφής του. καναν τούς γλωσσαμύντορες καί προστάτες
Με τόν παραπάνι») τίτλο ή «Μικρή Ζαγο- τού Μεγάλου Λεξικού νά φρυάξουν. Στο
ριακήί Βιβλιοθήκη» τού λογίου, συγγραφέα προοίμιο όμιλεΐ διεξοδικά γιά τήν Αποστο­
και ίστορικολαογράφου Κιόστα Λαζαρίδη, λή τού Λεξικού του. Τήν κάθε λέξη τήν Α­
κυκλοφόρησε τό 18ον βιβλίον είκονογραφη- ναφέρει σέ τρεις γλώσσες, άπλή γραικι-
ιιένον καί μέ φωτοτυπίες. Στις 48 σελίδες κή, Λατινική, Ιταλική, παρεμβάλλοντας ό­
— ιιέ διαποαγιιάτευση ερευνητική — πα­ σες λέξεις Αρχαίες καί νεοελληνικές υπάρ­
ρελαύνει ολοκληρωμένη ή υποδειγματική χουν τής αυτής σημασίας. Πρόκειται γιά
ζωή σε δράση φιλόπονη, εθνωφελή καί ευ­ ε/α πλήρες Λεξικό τής έλληνικής γλό)σ-
εργετική για τή σκλάβα ρωμιοσύνη, τού σας, διανθισμένο ιστορικά καί μυθολογικά.
πιό μορφωμένου λογίου τής εποχής, ποί» Γι’ αυτό μεγάλη παραμένει ή Αξία τού επι­
στάθηκε μοχλός στήν πνευματική ανέλιξη στημονικού λεξικού, Απαραιτήτου γιά τή
τής ελληνικής έθνύτητος. λύση Αποριών στά φιλοσοφικά συγγράμμα­
Γιατί τόν καιρό τής δουλείας καί δή τούς τα παλαιών καί μεταγενεστέρων. ’Ανατυ­
δυό πρώτους αιώνες, πνευματικός ήταν 6 πώθηκε καί κυκλοφόρησε σέ τρεις εκδόσεις
μαρασμός τού Γένους, βυθισμένου στο σκο­ καί είσήχθη στά σχολεία.
τάδι τής παχυλής Αμάθειας. Καί για vet *Ως ευεργέτης βοήθησε τό Νοσοκομεΐον
έπωασθή ή έθνεγερσία έπεβάλλετο Αρχικά Ίωαννίνων, τις Σχολές καί εδιοσε έφ’ ά­
μια κάποια' πνευματική όιριμότητα, πού τή παξ σέ χήρες καί όρφανά. Επίσης συνέ·
χάριζε ό διαφωτισμός μέ σχολεία, μέ βι­ δοαμεν όμογενεΐς τής Βιέννης, δπου έζη-
βλία καί ομιλίες κληρικών. ’Έτσι συγγρα- σε μετά τήν Βενετία. Τό 1785 μένει στα
Ϊ2*φ·εΐς καί καθοδηγηταί τής φυλής μας Λνα- Γιάννενα ώς τό 1803, δπότε πεθαίνει, μήν
σταίνουν σιγά - σιγά τόν ελληνισμό μέ τή Αφήνοντας Απογόνους. Ό Κιόνστας Γειορ-
isr ,
%' |ΐυρφ ωση. γίου τίμησε τό ήπειροντικό όνομα. Λίγοι ό­
Μέσα σ’ αυτή τήν άναγεννητική προκο­ μως τόν γνωρίζουν. Διακρινόμενοι οί Κα-
πή ή ’Ήπειρος δεν υστερεί. Τουναντίον πεσοθϊτες Από παράδοση στά Γράμματα &ς
πρωτοπορεί γιά νά Ανάδειξη πνευματικούς δόισουν τουλάχιστον σέ δρόμο ή πλατεία
ΐ ταγούς καί πατριώτες. Άνάμεσά τους καί — ζωντανή συνέχιση τής μνήμης — τό ό­
^ ό Καπεσοβίτης Κώνστας Γειοργίου, μέ ά­ νομά του, σάν μιά δίκαια όφειλή. Γιά ό­
ξια καί ζηλευτή δραστηριότητα, κυριαρχεί λη αυτή τήν ενημερωτική βιογράφηση, τις
δυναμικά στο χώρο το Λόγου, κατά τόν πληροφορίες καί τήν πολυσύνθετη παρου­
18ον αιώνα. "Ως τιόρα στήν Αφάνεια καί σίαση συγχαίρομεν είλικρινά τόν συγγρα­
: τή λήθη. Ευτυχώς πού ό Κ. Λ. φέρει σέ φέα Κώσταν Λαζαρίδην καί τόν εύχαρι-
φώς Αποκαταστάσεως τό έργον τού μεγά- στούμεν γιατί μας έφερε σέ επαφή, μέ μιά
4λου δασκάλου, συγγραφέιος καί ευεργέτου, μεγάλη ήπειριυτική φυσιογνωμία.
>έξετάζοντάς τον Από τή χριστιανική πλευ-
I ρά, τήν εθνική, τήν προσήλωσή του στά ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΡΕΛΛΗΣ
Γράμματα καί τις προοδευτικές ιδέες πού
*ely.F γύρω Από τήν άπλούστευση τής γλοόσ- ★
<σας, πολέμιος σφοδρός τού ψευτολογιωτα-
ιτισμού. Γ ι ά ν ν η Κορίδη: «ΚΥΠΡΟΣ»,
.Τύπωσε βιβλία δικά του φιλολογικά, θρη­ ποιήματα, 1974
σκευτικά, ιστορικά, πού τόν έκαναν γνωστό
ιστόν τότε διανοούμενο κόσμο των Έλλη· Γιά τήν Ελλάδα, ή Κύπρος είναι το
*ν«ι>ν. Γι’ αυτό καί ό I. Λαμπρίδης τόν θεω­ πανάρχαιο καί σύγχρονο σύμβολο τού
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ »

τραγικού. *0 παλμός τής έλευθερίας μέσ’ Στις πέντε τό πρυ>ί τρελλάθηκε ό κό-
ά π ’ τή θυσία. (σμος
Στις πέντε τό πρωί άρπαξαν τά ντουφέ-
Μέσ’ άπό τούτη την άντίθεση θά ξεπε-
τιέται πάντα ή μεγάλη νίκη τού ‘Ελληνι­
(κια
Στ'ις πέντε τό προ>ί σκότιοσαν τον ήλιο
σμού μέ τή μορφή τής ’Αφροδίτης, τής
θεάς τού έρωτα, πού άλλη μια φορά, στις
Κι άκολουθούν προφητικά τά λόγια τής £
μέρες μας, ό τουρκισμός μέ τή βοήθεια
κατάρας πού ξεστομίζει ό ποιητής γιά *
τής προοδσίας και τήν ενθάρρυνση τού ο­
τούς άνίερους:
ποίου Μέττερνιχ, προσπάθησε νά κλείσει
στα χαρέμια του.
Εκείνοι πού σημάδεψαν τό Θεό
Σύννεφο νά πάει τό κορμί τους.
*0 Γιάννης Κορίδης, μέ άφορμή τούτη
τήν προσπάθεια τού κακού, μάς έδωσε μια
ποίηση τού τραγικού, πού δείχνει πόσο ό "Ενα «σύννεφο» πάνω άπό τον τόπο *
ποιητής λατρεύει καί πονά, αυτή τή γή πού ή ομορφιά του δέν έχει τό ταίρι της ^
τής Κύπρου, τήν ποτισμένη μέ τό αίμα καί πού ό ποιητής ξέρει νά τήν τραγουδά
των παιδιών της. Προλογίζοντας ό ίδιος μέσα στον πόνο του δπως θά τραγουδούσε jή
τά ποιήματά του θά μάς πει: «f0 ποιητής ό λαός μας, τις υπέρτατες στιγμές τής ύ­
τους έζησε στήν Κύπρο και συνδέθηκε στε­ παρξής του:
νά μέ τούς άνθρώπους καί τούς τόπους
τού πανέμορφου νησιού». Στάξει τό πικραμύγδαλο
Στάξει τό κεράσι
Γιά έναν άνθρωπο πού δέθηκε «στενά» Άνθίξει ό κάματός μας
μέ κάποιο τόπο πέρ’ άπό κείνον πού τον Πράσινη ποδιά τού καλοκαιριού
γέννησε, κι δταν μάλιστα ό άνθρωπος αυ­ Ακέντητο σεντόνι
τός τυχαίνει νάναι ποιητής κι ό τόπος Αύριο μεθαύριο
πού συνδέθηκε, ή Κύπρος, τότε, μπορούμε Θά πάω στήν καλή μου
νά ισχυριστούμε πώς τον γέννησαν δυο Δυο βήματα νάρθει ό ύπνος μου
τόποι* πώς, δυο φορές γεννήθηκε. "Οσοι Δνό βήματα ναρθουν τά τραγούδια.
οι τόποι π ’ άγαπήσαμε, τόσες κι οί γεν­
νήσεις μας, τόσες κι οι υπάρξεις μας. Σ ’ αύτή τήν ομορφιά τής προσμονής ΰ
ΐ
ωστόσο «δυο βήματα» μονάχα κι ήρθε ό ϊ 3
‘Ο Κορίδης βέβαια, επιθυμεί νά μετα­ θάνατος. Ό ποιητής όμως, άπ' αυτό τό Η
δώσει στον καθένα, τήν άγάπη καί τό θάνατο, άπό άνάγκη καί μαζί άπό πίστη
σπαραγμό του γιά τήν Κύπρο, μ’ ένα τρό­ στή ζωή, θά πλάσει τήν έλπίδα. Μιά ελ­
πο υποβλητικά ποιητικό, ώστε νά γνωρί­ πίδα χαρισμένη ά π ’ τούς νεκρούς μας.
σουν βιωματικά, τούτο τό μαρτυρικό νη­ Τήν Ελλάδα, σώζουν πάντα οί νεκροί
σί, δλοι, όσοι δέν τό γνώρισαν άπό κοντά της, Τά κόκκαλά τους, πουναι γεμάτα έ-
καί μάλιστα, στις τραγικώτερες άπ* τις λευθερία:
στιγμές του. Καί τό πετυχαίνει.

Τό πετυχαίνει μέ τά βιβλικά του μοιρο- ’Αδερφέ μου Καραολή


λόγια τά γεμάτα λυρική ευαισθησία. Μοι- Αδερφέ μου Αυξεντίου
ρολόγια πού θυμίζουν σε πολλά σημεία τή Πάλι ό θάνατος χτύπησε τό νησί μας
δημοτική μας μούσα. Πού άδερφώνουν, τό Στή ξάλη τού καλοκαιριού
σπαραγμό μέ τήν οργή μας. ψάχνω τό πρόσωπό σας.

Τό μαχαιρωμα τής Κύπρου ά π ’ τούς Σ ’ αυτό τό πρόσωπο, πουναι τό πρό- rj


«άνδρες» τού «’Αττίλα» ήρθε ξαφνικά, πι- σωπο όλων αυτών πού θυσιάστηκαν νά |
σώπλατα, άνανδρα, προδοτικά, άπολιθώ- μείνει άσβεστος ό ήλιος τής έλευθερίας, jii
νοντας τήν κίνηση τού χρόνου, σε «ματω­ θ’ άπευθύνει ό ποιητής τούς τελευταίους J
μένη στιγμή στήν καρδιά τής Λευκωσίας: στίχους τού βιβλίου του: j

4\
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ

’Όρθιος ό δικός σας ουρανός ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑ­


"Ορθιος ό δικός σας νόμος ΤΟΥΣ» (τόμος τρίτος - μέρη πρώτον - δεύ­
τερον - τρίτον - τέταρτον), σχ. 8ον μεγ.,
"Ορθια φυσικά, κι αυτή ή ποίηση, που σελ. 1040, Άθήναι, 1974.
δένεται «στενά», πολύ «στενά» με την Γεωργίου Θ. Λυριτζή: «Η ΕΘΝΙΚΗ Ε­
καρδιά μας. ΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΗΣ»,
σχ. 8ον μεγ., σελ. 344, Κοζάνη 1970.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ Θεοδ. Κ. II. Σαράντη: «Ο ΜΕΓΛΣ Α­
ΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» (τόμος Α' καά Β '), σχ.
4ον, σελ. 400+426 (826), Άθήναι, 1970.
Ε ΛA Β Α Μ Ε : Κων. Ευαγγ. Σ ιαμπανοπούλου: «ΑΙΑ-
ΝΙΙ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 508, Θεσ)νίκη,
ΙΣΤΟΡΙΑ 1974.

Φιλαρέτου Βιτάλη «ΤΟ ΘΡΤΑΙΚΟ ΖΑ­


ΛΟΓΓΟ ΚΑΙ ΤΟ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο ΜΟΝΑ­ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Σ Τ Η Ρ Ι ΤΟΥ», σχ. 8ον, σελ. 22, έκδ. Τ.
Μητο. Νικοπόλεως, ΆΟήναι 1975. Κιυστα II. Λαζαρίδη: «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑ­
Ίο». ΙΙρομπονά: «Η ΣΤΓΓΕΝΕΙΛ ΜΑ­ ΚΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ»
ΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗΚΥΝΛΤΚΗΣ (ΚΟΥΚΟΥΛΙΟΥ - ΖΑΓΟΡΙΟΥ), σχ. 8ον,
ΑΙΑΛΕΚΤΟΤ ΚΑΙ Η ΙΙΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙ· σελ. 45, άνάτ. «Ήπ. Εστίας», Ιωάννινα
ΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ», 1975.
Ανάτυπον από τα «Ελληνικά» τόμος 27ος, Νικολ. Βλάχου: «ΘΕΣΣΛΛΟΙ ΓΙΑ­
Θεσ)νίκη σχ. 8ον, σελ. Γ». ΤΡΟΙ ΙΖ '—ΙΘ' ΑΙ.», άνάτ. Αρχείου
Νικ.· 13. Κοσμά: «Ο ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ ΚΩ­ Θεσσαλ. Μελέτιον, σχ. 8ον, σελ. 74, Βόλος
ΔΙΚΑ Σ 181 ΤΗΣ ΧΙΟΤ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥ­ 1975.
ΝΟΔΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ, ΤΗΝ Α­ Λημ. Σταμέλου: «ΝΕΟΕΛΛ. ΛΑΎΚΗ
ΛΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕ ΣΙΝΙΚΗΣ ΤΟ 1430 ΤΕΧΝΗ», σχ. 8ον, σελ. 189, εκδ. Αλκαί­
ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΑΡΝΑΣ», Ά- ος, ΆΟήναι 1975.
Οήναι 1977, σχ. 8, σελ. 60. Δημ. Σαλαμάγκα (επιμέλεια Δημ. Σ.
Στεφ. I. Μακρυμίχαλου: «ΕΛΛΗΝΟ­ Δουκάτου): «ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙ­
ΦΩΝΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΛΙ Ε Ι Σ ΒΟΥΛΓΑ­ ΜΙΕΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ» (άνάτυπο άπό τα
ΡΙΑΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΛΙ.», «Ήπειοιοτικά Χρονικά», τόμ. ΙΗ '), σχ.
ανάτυπον «Ίδιοιτικής άσφαλίσεως», τενχ. 8ον μεγ., σελ. 168, ’Ιωάννινα, 1974.
’Ιουνίου, ΆΟήναι 1975, σχ. 8ον, σελ. 9.
Χρυσή Πελέκη: «ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
I—II», ανάτυπον Γ' τόμου «Δωδώνης»,
σχ. 8ον, σελ. 30, ’Ιωάννινα 1975. Ντίνου ΡαμπαΟίλα: «Ο ΣΤΑΘΜΟΣ»,
Σπόρου Μουσελίμη: «Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ (θεατρικό έργο), Αθήνα 1975, σχ. 8ον,
Ο ΣΛΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΥΤΗΣ σελ. 77.
ΤΕΙΧΗ», Θεσ)νίκη 1975, σχ. 8ον, σελ. 25. Άποστολίας Νάνου - Σκοτεινιιότη: «ΜΕ­
Γειοργ. Μπεκατώρου: «ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ» (ποίηση), Αθήνα, σχ.
ΠΑΣΧΑ», Ανάτυπον περιοδ. «Εκκλησια­ 8ον, σελ. 35.
στικός Φάρος», τεύχ. I—II, Άθήναι 1975, Εόαγ. Παπανικολάου (Βαγγέλη Ψινιώ-
σχ. 8ον1, σελ. 30. τη): «ΜΟΡΦΕΣ ΖΩΕΣ», Ιωάννινα
Κων. II. Λαζαρίδη: «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ Α­ 1975, σχ. 8ον, σελ. 252.
ΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Σ. ΛΙΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟ Αντιγόνης Γαλανάκη - Βουρλέκη: «ΟΙ
ΤΣΕΙΙΕΛΟΒΟ ΖΑΓΟΡΙΟΥ», Γιάννινα ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ ΤΗ Σ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ»,
1975, σχ. 8ον, σελ. 144. ποιήματα, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 58.
Κων. Λιαμάντη: «ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ I. Ξ. Στογιαννίδη: «Η ΑΠΕΙΛΗ» (ποί­
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ*

ηση), έκδ. «Σκαπτή ^Τλη*, Θεσσαλονίκη Άρη Χατζηδάκη: «Ο ZAN NT’ ΑΡΚ»,
1974, σχ. 8ον, σελ. 42. εκδ. «τό Έ/.λ. Βιβ?.ίο», ’Αθήνα 1975, σχ.
Γιώργη Χα/.ατσά: «ΓΑΜΟΣ ΑΛΑ ΕΛ­ 8ον, σελ. 84 (θεατρικό έργο).
ΛΗΝΙΚΑ», έκδ. Δωδέκατη ώρα, Αθήνα Χρυσάνθης Ζιτσαίας: «ΠΟΡΕΙΑ ΓΥ-
1975, σχ. 8ον, σελ. 45. ΝΑΤΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ»
Γιάννη Μουταφή: «ΒΑΚΧΕΣ» (έμμ. α­ (ποίηση), θεσ)νίκη 1975, σχ. 8ον, σε?.. 27.
πόδοση), Άθήναι 1975, σχ. 8ον, σελ. 59. Κώστα Σωκράτους: «Ο ΑΝΤΑΡΤΟΠΟ­
Γιάννη Άνδρικοπου/.ού: «ΣΤΗΣ ΜΟΙ­ ΛΕΜΟΣ», Λευκωσία 1968, σχ. 8ον, σε/..
ΡΑ Σ ΤΟ ΧΟΡΟ», *Αθήνα 1975, σχ. 8ον, 147.
σελ. 68. Δημοσθένη Ζαδέ: «ΤΟΤΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟ­
Φάνη Μουλια: «ΜΠΟΤΜΕΡΑΓΚ», εκδ. ΚΑΙΡΙ», νουβέ?.α, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον,
«Δωδώνη», ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 62. σε/.. 77.
Γιάννη Κιοσταντέλλου: «ΜΝΗΜΟΣΚΟ­ Βασ. Κ. Μάργαρη: «ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡ-
Π ΙΟ» (ποιήματα), εκδ. Ίωλκός, Αθήνα ΚΑ» (οδοιπορικό) άνάτυπο «’Ηπ. Εστίας»
1975, σχ. 8ον, σελ. 64. Ίιοάννινα 1975, σχ. 8ον, σελ. 16.
Μαρίας Μιχ. Δέδε: «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩ­ Τίνου Άλασάκη: «ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ
Π Ο Σ ΠΕΡΑΣΕ» (ποίηση), εκδ. «Δωδε- ΣΤΑΘΜΗΣ» (ποιήματα), Λάρισα 1975,
κάτη Ώρα», ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σε/.. 41. σχ. 8ον, σε/.. 46.
Τάσον Μακράτον: «Ο ΤΠΑΙΤΙΟΣ», ποι­ Κώστα Σιοκράτους: «ΕΡΑΤΗΣ ΚΑΙ
ητική σύνθεση, Άθήναι 1974, σχ. 8ον, σελ. ΚΡΙΝΑ», ποίηση, Λε\»κωσία 1975, σχ. 8ον,
73. σελ. 125.
Γιώργη Χαλατσά: «ΓΑΛΑΖΙΟ ΟΝΕΙ­ Π. Α. Σινοπου/.ου: «ΦΩΣ ΜΕΓΑ ΚΑΙ
ΡΟ», διηγήματα, εκδ. «Δωδεκάτη ‘Ώρα», ΣΚΙΑ ΘΑΝΑΤΟΤ», συγχρονική ποίηση,
’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 40. ’Αθήνα 1973, σχ. 8ον, σε?.. 29.
Τασίας Άδάμ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (Λυρικά Γιάννη Καραβίδα: «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Ε­
- Επικά) (τής Μακεδονίας), Τρίκαλα ΞΟΔΟΤ» (ποιήματα), σχ. 8ον μεγ., σελ.
1968, σχ. 8ον, σελ. 62. 64, ’Αθήνα, 1973.
Νίκου Μουλια: «ΑΝΕΜΟΣ ’74» (ποι­ Ή/.ία Σιμοποΰ/.ου: «ΕΝΑΓΩΝΙΑ» (ποι­
ήματα), Γιάννινα 1974, σχ. 8ον, σε?.. 59. ήματα), σχ. 8ον μεγ., σε?.. 52, ’Αθήνα,
θίομά Γαβριηλίδη «Πατρίδες τής καρ­ 1974.
διάς^ (ποιήματα), Βέροια 1974, σχ. 8ον, ’Ιφιγένειας Χρυσοχόου: «ΜΑΡΤΤΡΙΚΗ
σελ. 45. ΠΟΡΕΙΑ» (χρονικό) σχ. 8ον, σε/.. 118.
Μίμη Δ. Λέον: «ΕΔΩ ΓΊΟΧΑΝΕΣ- ’Αθήνα, 1974.
ΜΠΟΤΡΓΚ», εκδ. «Έλλ. Βιβ/io», ’Αθήνα Βασιλ. Ευαγγέλου - Γαξή: «ΓΑΛΑΖΙΟ
1975, σχ. 8ον, σελ. 158. ΦΩΣ — ΘΕΟΣ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ»
Άντ. Τσέχωφ (μετάιρρ. Μ. Ροξίδη): (θεατρικό*, σχ. 8ον, σε/.. 152, ’Αθήνα,
«ΟΙ ΜΟΤΖΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ 11 ΔΙΗΓΗ­ 1975.
ΜΑΤΑ», εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1975, Νίκου Άδά/,ογ/.ου: «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
σχ. 8ον, σε/.. 347. ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΥ­
Χαραλ. Δ. ΙΙέτσκον: «ΠΡΟ ΤΟΤ ΦΟ­ ΠΡΟΥ» (οδοιπορικό), σχ. 8ον μεγ. σελ.
ΒΕ ΡΟΤ ΒΗΜΑΤΟΣ», χιονμονριστικά δι­ 32, θεσ) νίκη, 1975.
ηγήματα, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σελ. 16. Σ. Νυδριώτη: «Ο ΦΟΒΟΣ» (διηγήμα­
Χρυσάνθης Ζιτσαίας: «ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ τα), σχ. 8ον, σελ. 144, ’Αθήνα, 1973.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ», διηγήματα, Θεσσαλονίκη Φοίβου λέ/.φ (: «ΤΑ ΡΟΔΑ TOY Α­
1975, σχ. 8ον, σελ. 155. ΠΟΛΛΩΝΑ» (ποιήματα), σχ. 8ον μεγ.,
Χρήσιου Σολομωνίδη: «ΝΑΝΑ ΚΟΝ- σελ. 240, ’Αθήνα, 1973.
ΤΟΤ, Η ΛΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΤΡΙΛ», Άθή/α Νικολ. Β. Λώλη: «ΕΠΙΜΕΘΟΡΙΑ»
1975, σχ. 8ον, σε/.. 55. (διηγήματα), σχ. 8ον μεγ., σε?.. 32, Άθή-
Βασίλη Κραψίτη: «ΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ναι, 1974.
ΣΤΜΓΙΑΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ», ποιήμα­ ΓΙαυλου Γ. Λάμπρου: «ΤΟ ΔΙΑΠΕΡΑ­
τα, ’Αθήνα 1975, σχ. 8ον, σε?.. 192. ΣΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ» (ποιήματα), σχ. 8ον
Πάνου Καραθία: «ΘΕΣΕΙΣ II» (δοκί­ ΤΠΗΚΟΟΙ ΤΟΤ — Η ΕΛΛΗΝΙΑΑ
μια), σχ. 8ονμ, σελ. 144, Αθήνα, 1974. ΣΤΑ ΧΑΛΙΦΑΤΑ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 1G,
Μάγιας - Μαρίας Ρουσσου: «ΣΤΟΝ Α­ Άθήναι 1973.
ΓΝΩΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΗ» (ποιήματα), σχ. SILVIO GIUSEPPE MERCATI: «Δη-
8ον, σελ. 36, ’Αθήνα, 1ί)76. ΜΟΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟ­
-Ολγα; Βατίδου: «ΑΠΟ ΤΗ ΔΤΣΗ ΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ», σχ. 8ον μεγ.,
ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ σελ. 16, Άθήναι, 1973.
ΤΗΣ ΔΤΣΗΣ» (Ιστόρημα), σχ. 8ον, σελ.
128, ’Αθήνα, 1974. DAVID HOLTON: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Κώστα Α. Κυριακόπουλου: «ΤΟ ΧΑΜΟ­ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ­
ΓΕΛΟ ΤΟΤ ΚΑΛΟΤΣ» (διηγήματα), σχ. ΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», σχ.
8ον, σελ. 144, ’Αθήνα, 1974. 8ον μεγ.. σελ. 24, Άθήναι, 1973.
Νίκου Τυπάλδου (εκδοσις Άποστολικής R OBERT BROW NING: «Ο ΜΑΡ-
Διακονίας): «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗ- ΚΙΛΝΟΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ XI
ΝΙΚΟΤ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΧΕΔΟΓΡΑΦΙΛ»,
ΛΟΓΟΥ», σχ. 4ον, σελ. 344, ΆΟήναι, σχ. 8ον μεγ., σελ. 16, Άθήναι, 1973.
1974.
Ευάγγελου Άνδρεου: «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Μαρίας Μαντουθαλου: «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΤΟΤ ΣΥΝΕΙΡΜΟΥ ΣΤΟ II ΝΕΥΜΑ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΛΛΕΚΟΤ ΚΟΝΤΟΙΊΟΥΛΟΥ» (με­ ΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ VAT. GR. 1733, 1826,
λέτη), σχ. 8ον, σελ. 16, Παιανία, 1973. 1890», σχ. Ηον μεγ., σελ. 20, Άθήναι,
1973.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Γεωργίου Λ. Σιορόκα: «Ο ΑΛΗ ΠΑΣ-
ΣΛΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΛΤΟΡΙΚΟΙ
A. I. ,θαβόίρη: «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΓΑΛΛΟΙ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ», σχ.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ», άνάτυπον Τιμητικοί» τόμου Κον, σελ. 64 (άνάτυπον του Γ' τόμου Έ-
Σ. Γ. Καψοιμενου, Θεσσαλονίκη 1973, σχ. πιστημ. Έπετηοίδος «Δωδώνη»), ’Ιωάννινα,
8ον, σ. 14. 1974.
«ΙΤΛΑΤΩΝ», Δελτίον τής Εταιρείας Παν. Θεοδώρου: «Η ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ
Έλλ. Φιλολόγων, έτος ΚΣΤ', τόμ. 26, Ά- ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΣ (ΕΠΙ ΤΩΝ Ε­
Οήναι 1974, σχ. 8ον, σελ. 384. ΦΗΒΩΝ», σχ. 8ον, σελ. 40, ’Ιωάννινα,
Βασ. Λ. Λαΐανα: «ΕΡΡΙΚΟΣ ΧΛΤ 1975.
% ΝΕ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 272, ’Αθήνα, 1973.
Κων. Λ. Γκανιάτσα: 1) «ΕΚΘΕΣΙΣ
ί?. Γεωργίου Θ. Ζιόρα: 1) «ΛΙ ΠΡΏΤΑΙ
ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑ Ϊ ΚΟΥ Ε­
τ ΕΝ ΙΙΛΤΡΛΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑΙ ΕΚ- ΤΟΥΣ 1967—1968», σχ. Ηον μεγ. σελ.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 20, Ά-
3ο, Θεσσαλονίκη, 1975. 2) «ΠΡΟΣΘΕΤΑ
S Οήναι, 1973. 2) «II ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ Α-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΠΡΥΤΑ­
Υ§ ΛΗ ΠΑΣΧΑ ΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΤ
ΝΕΙΑ Σ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑ­
^ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 32, Ά-
ΛΟΝΙΚΗΣ 1967—1968», σχ. 8ον, σελ. 8,
m Οήναι, 1073. 3) «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ ΑΓ-
θεσ) νίκη 1974, 3) «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΚΛΟΤ ΠΕΡΙΗΓΗΤΟΤ ΠΕΡΙ ΒΗΛΑ-
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΛΣ ΠΑΝΕΠΙί
ϊ| ΡΛ, XΡΙΣΤΟΙΙΟΤΛΟΤ, ΨΑΛΙΔΛ ΚΑΙ
ΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΓΙΙ ΤΗ ΕΙ­
ΑΛΗ ΠΛΣΣΑ ΤΟ 1824», σχ. 8ον μεγ., Σ ΟΛΩ ΛΥΤΩΝ», σχ. 8ον μεγ. σελ. 8, Θεσ­
^ σελ. 16, ΆΟήναι, 1974. 4) «Η ΕΝ ΕΤΕΙ σαλονίκη, 1968.
<$ 1322 ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΙΟΤ», σχ.
.*·· 8ον μεγ., σελ. 40, Άθήναι, 1973. 3) «ΟΙ Κώστα Σαοδελλή: «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΒΙ­
« ΕΝ ΕΠΤΛΝΗΣΩ ΣΕΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩ-
ΕΤΗ 1820 ΚΑΙ 1825», σχ. Ηον μεγ., σελ. ΛΟΥ», σχ. 8ον μεγ., σελ. 216, Άθήναι,
: 20, ΆΟήναι, 1973. 1974.
ALT NOUR — Ε. θ. ΣΟΤΛΟΓΙΛΝ- Λημ. Σιωμοπούλου: «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ»,
ΝΗ: «ΤΟ ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ σχ. 8ον μεγ., σελ. 243, Θεσσαλονίκη, 1973.
«ΗπείρητίΚΗ εστία »

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ f"V


?

(ΤΟ ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΝ ΕΡΓΟΗ ΠΟΥΡΝΑΡΙΟΥ ΑΡΤΗΣ)


Στις 12 Σεπτεμβρίου θεμελιώθηκε ά π ’ τον πρωθυπουργό — που ήρθε μέ κλιμάκιο ά-
πό υπουργούς καί την Διοίκηση τής ΔΕΗ — λίγο έξω ά π ’ την "Αρτα (στο Πουρνάρι "Αρ·
*3
ν;
της), εν’ άπ* τά πιο σημαντικά έργα για την γενικότερη άνάπτυξη τής χώρας μας: το υδροη­
λεκτρικό έργου Πουρναριού. Ειδικότερα, για την ’Ήπειρο, τό έργο τούτο άποτελεΐ μια μο­
νάδα βασικής υποδομής που, σέ συνάρτηση μέ την γενικότερη προσπάθεια για την δημι­
ουργία των άναγκαίων προϋποθέσεων για την οικονομική άνάπτυξη καί την άξιοποίηση
των πλουτοπαραγωγικών πόρων του τόπου μας, είναι πράγματι ένας σταθμός καί μια άφε-
τηρία. Γιατί, έκτος ά π ’ την ωφέλεια που θά προκόψει ά π ’ την παραγωγή ηλεκτρικής ένερ-
γείας — πράγμα πρωταρχικής σημασίας γιά την δυνατότητα καί την έπάρκεια των πη­
γών ένεργείας — θά επιτευχθεί μαζί ή άρδευση τής εύφορης πεδιάδος ’Άρτης καί θά γ ί­
νει δυνατή ή βιομηχανική άξιοποίηση των έσπεριδοειδών. ΚΓ αυτό, στήν έποχή τούτη μέ
τήν διεύρυνση τής οικονομικής καί κοινωνικής ζωής των λαών στον υπερεθνικό χώρο, συνι-
στά μιά κατάκτηση.
Ακόμα, θά πρέπει νά τονίσουμε ιδιαίτερα τό γεγονός έδώ, γιατί ή Δ.Ε.Η., ως άνα-
πτυξιακός όργανισμός, επέτυχε νά έχει έπιστημονική καί τεχνική πληρότητα, έφ’ δσον τό 3
έργο τούτο (ά π ’ τά μεγαλύτερα στήν χώρα μας), είναι τό πρώτο μεγάλο υδροηλεκτρικό ϊ
έργο τής ‘Ελλάδος πού μελετήθηκε άπό "Ελληνες τεχνικούς μελετητές (κλιμάκιον μελέτης
ύδροηλεκτρικών έργων Δ.Ε.Η.) καί κατασκευάζεται άπό Ελληνικές Τεχνικές Εταιρείες.
Συγκεκριμένα, τά στοιχεία τού έργου Πουρναριού ’Άρτης, είναι τά έξης:
Τό ’Υδροηλεκτρικόν έργον Πουρνάρι ον, τό οποίον κατασκευάζεται εις τήν ομώνυμον θέ-
σιν επί του ποταμού Άραχθου, εύρίσκεται εις άπύοτασιν 4,5 χιλιομέτρων Β.Α. τής πόλεως
’Άρτης, άξιοποιεί δέ εις μίαν πρώτην φάσιν το υδροδυναμικόν τού ποταμού.
Εις έπομένας ηάσεις άξιοποιήσεως τού Άραχθου προβλέπεται ή κατασκευή των υδροη­
λεκτρικών έργων Στενού - Καλαρρύτικου, ισχύος 740 MW, ώς καί των έργων Πιστιανών
καί Άγιου Νικολάου, συνολικής ισχύος 550 MW.
Μέ τήν διάνοιζιν τής σήραγγος εκτροπής τού ρού τού Άράχθου εις τήν θέσιν «Πουρ­
νάρι», ή οποία συνεπληρόιθη εις περίοδον 22 μηνών, ήδη καθίσταται δυνατή ή εκτροπή τού
ποταμού καί ή έναρξις των εργασιών κατασκευής τού θεμελιωμένου σήμερον φράγματος, ενώ
ή πλήρης λειτουργία τού υδροηλεκτρικού έργου Πουρναριού εντάσσεται εις τό δεύτερον έξά-
μηνον τού έτους 1070.
Σήραγξ εκτροπής, εσωτερική διάμετρος ίο,50 μ., Μήκος σήραγγος εκτροπής 687,60 μ.,
Φράγμα, τύπος χωμάτινον, όγκος φράγματος 0.000.000 μ8, ύψος φράγματος 107 μ., πλάτος
εις τήν βάσιν 450 μ., μήκος εις τήν οκέψιν 580 μ., τεχνιτή λίμνη, επιφάνεια 28 χλμ2, χωρη- ' ί
τικότης λίμνης 780.000.000 μ3, σήραγγες προσαγωγής 8, διάμετρος σηράγγιον προσαγωγής
7 μ., μήκος σηράγγων προσαγωγής 428 μ., σταθμός παραγωγής, τύπος ήμι - υπαίθριος, μο­
νάδες παραγωγής 8, ονομαστική ισχύς έκάστης μονάδος 100.000 ΚΤ\Γ, συνολική εγκατεστη­
μένη ισχύς (ονομαστική) 800.000 KW’ συνολική έτησία παραγωγή ένεργείας τής τάξεως των
500.000.000 KWH.


!

Nsnoi τ( υ *ρ ο ί
( ' Γιά σπέσιαλ παστίτσιο
Μ ακαρόνια No 1
Μ ακαρόνια No 2
Πεννάκι
u i e i m
"πιστεύοντας
εις τό
μέλλον,.
Η ΠΕΙΡΑ I ΚΗ ΠΑ ΤΡ Α Ι ΚΗ
ξεκίνησε την δημιουργική πορεία της
μέσο στον παραγωγικό έλληνικό
χώρο, «πιστεύοντας εις τό μέλλον».
Σήμερα, μετά όηό 50 καί
περισσότερα χρόνιο. έξσκολουθεϊ
να εχπ τους ίδιους στόχους.
Πρωτοπορεί στους τομείς της καί
διοτηρείται πάντοτε απολύτως
εκσυγχρονισμένη.
Ανονεούται συνεχώς, με την
έννοια, ότι ενστερνίζεται τις
σύγχρονες μεθόδους διοικησεως.
ηορογωγής καί έμηορίος
καί έηεκτείνετοι σέ μέγεθος, 3
'1
σε έγκστοσταοεις. οέ παραγωγή
νέων προϊόντων. ί
Εξάγει τα προϊόντα της καί
προσφέρει στην οικονομία μας 1
πολύτιμο συνάλλαγμα.
Συμβάλει στη δημιουργία νέας
εικόνας τής χώρος μας. τής ανεπτυ­
γμένης. έκβιομηχανιομένης χώρας.

'tv
■-%
t-

wV
·
“Η ΕΘΝΙΚΗ,,
Ή πρώτη καί μεγαλύτερη Ελληνική
’Α σφαλιστική ’Εταιρία,ίδρυθεϊσα τό 1891,
μέ κ α τα β εβ λ η μ έν ο ν κεφάλαιον
Δ ρχ. 3 4 5 .6 0 0 .0 0 0 .
μέ άποδεματικά Δρχ. 1.300.400.000
μέ έπενδύσεις σέ ακίνητα καί χρεώ-
γραφα Δρχ. 4.515.000.000
μ έ 1 6 0 .0 0 0 π ελάτες σέ όλους τούς
Κ λάδους Ά σ φ αλίσ εω ς,
μέ πλήρες δίκτυον 2 6 9 Υπ οκαταστημά­
τω ν καί Π ρακτορείω ν σ’ ό λες τις πόλεις
τής Ε λλάδο ς,

άσφαΑίζει
κάδε κίνδυνον καί
προσφέρει πδήρη KaRuyi

‘Ή ΕΘΝΙΚΗ,,

tin /itih 'i i o iy o s fu a


Διεύθυνσις : Καραγεώργη Σερβίας 8, Άθήναι (Τ.Τ. 125)
Ένα χ ιλ ιφ ικ ο ”Αν κρατήσετε τ.α λεφτά στό
πορτοφόλι οας σίγουρα θά
λιγοστέψουν! Κάποια περιττή
στό πορτοφόλι σας αγορά, ένα έξοδο που μπορούσε
και νά μή γίνη. Γι“αότό
καταθεστε ι ά λεφτά οας — όσα *
σίγουρα θα...λιγοστέψ η! — εχετε στό ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ Εξυπηρετεί τά
συμφέροντα σας κατά τόν

*Στό Ταχυδρομικό καλύτερο.τρόπο, γιατί δίνει τόν


μεγαλύτερο τόκο καταθέσεων
Ταμιευτηρίου.απ’ όλα τά άλλα
Άποτσμιευτικά Ιδρύματα.
Ταμιευτήριο θα' αύξηθή! Στήν διάθεσή οας υπάρχουν 820
'Υποκαταστήματα καί
Ταχυδρομικά Γ ραφεία σ’ όλη τήν
Καί θα τό έχετε όποια ώρα 'Ελλάδα όπου μπορείτε νά
καταθέτετε καί νά παίρνετε τά
τό χρειααθότε χρήματά σας οποτε θελήσετε.
Πολλά άπό αύτα λειτουργούν από
;σέ 820μέρη της Ελλα'όος! τις 8 τό πρωί ώς τίς 8 τό βράδυ.
’Ακόμα καί τίς Κυριακές καί
Γιορτές!
Γ Γ αύτό άρχίστε τώρα, σήμερα νά
έμπιστεύεσθε τις οικονομίες σας
στον μεγαλύτερο ’Οργανισμό
λαικής ’Αποτςψιεύσεώς τής
Χώρας μας,

Καταθέσεις Οπό τήν


έγγυησιν τού Κράτομς. / -
Τόκος αφορολόγητος.

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΝ
TAMIEYTHRON
*.· . ,
Προσφέρει περισσότερα
.πάντα παντού!; *'

You might also like