You are on page 1of 25

ΒΑΚΧΕΣ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Συγγραφή. Οι Βάκχες είναι ένα από τα τελευταία έργα του Ευριπίδη, ίσως το
τελευταίο που ολοκλήρωσε ο ποιητής όσο ζούσε, και παρουσιάστηκε στην Αθήνα μετά
τον θάνατό του. Δεν γράφτηκε όμως στην Αθήνα, αλλά στη Μακεδονία. Την άνοιξη του
408 π.Χ. ο Ευριπίδης παρουσίασε στα Μεγάλα Διονύσια τον Ορέστη, και κατόπιν
εγκατέλειψε την Αθήνα για να μην ξαναγυρίσει. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος
τον είχε προσκαλέσει στην αυλή του, στην Πέλλα, και ο ποιητής δέχτηκε την
πρόσκληση. Ο Αρχέλαος ήθελε να καλλιεργήσει και να διαδώσει την υψηλή Ελληνική
κουλτούρα στη Μακεδονία, και ακόμη να λαμπρύνει την αυλή του με φημισμένους
ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών και να εμφανιστεί ως μαικήνας – όπως και
άλλοι δυνάστες στην περιφέρεια του κυρίως Ελληνικού κόσμου. Γι’ αυτό τον σκοπό
καλούσε στην αυλή του διάσημους Έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες: ανάμεσά τους
περιλαμβάνονταν ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο επικός ποιητής Χοιρίλος ο Σάμιος, ο
διθυραμβοποιός Τιμόθεος, ο ζωγράφος Ζεύξης. Δεν αποκλείεται να πέρασε από την
αυλή του Αρχέλαου και ο Θουκυδίδης, κάποια στιγμή στο διάστημα της εξορίας του. Σε
μια τέτοια πρόσκληση ανταποκρίθηκε και ο Ευριπίδης, όπως και ο Αισχύλος στα τέλη
της ζωής του είχε δεχτεί την πρόσκληση του Ιέρωνα, του τυράννου των Συρακουσών,
και είχε μεταβεί στη Σικελία.
Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Ευριπίδης είχε περάσει τα εβδομήντα, και ήταν
πιθανότατα πικραμένος άνθρωπος. Η μακρά του σταδιοδρομία πλησίαζε στο τέλος της,
είχε γράψει και παρουσιάσει πάρα πολλά έργα, ωστόσο είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο
μόνο 4 φορές. Επιπλέον, οι κωμικοί ποιητές τον σατίριζαν ανελέητα για τις ιδέες και τη
νεωτεριστική δραματουργία του. Και καθώς η Αθήνα εμπλεκόταν όλο και πιο βαθιά
στον καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο, οι τραγωδίες του, όπου ασκούσε εμφανή
κριτική στη δημαγωγία και στην πολεμοκαπηλία, μπορεί να του είχαν κοστίσει
αρκετούς εχθρούς στους πολιτικούς κύκλους. Ήδη στην Ελληνιστική εποχή οι
βιογράφοι του ποιητή, όπως ο Φιλόδημος και ο Σάτυρος, υπέθεταν ότι η πίκρα του
Ευριπίδη για όλα αυτά ήταν η αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει την Αθήνα σε τόσο
μεγάλη ηλικία. Στη Μακεδονία ο Ευριπίδης συνέχισε να γράφει. Προς τιμήν του
βασιλιά που τον φιλοξενούσε (ή ίσως κατά παραγγελία του) έγραψε την τραγωδία
Αρχέλαος, που πραγματευόταν την ιστορία ενός υποτιθέμενου μυθικού προγόνου του
βασιλιά της Μακεδονίας και πιθανώς παραστάθηκε στο θέατρο που είχε χτίσει ο
Αρχέλαος στο Δίον. Ωστόσο, ο ποιητής δεν πρόλαβε να ζήσει για πολύ στη Μακεδονία:
πέθανε τον χειμώνα του 406. Στα κατάλοιπα του ποιητή, μετά τον θάνατό του, βρέθηκαν
τρεις –ή για την ακρίβεια δυόμισι– τραγωδίες: οι Βάκχες, ο Αλκμέων εν Κορίνθῳ, και
ημιτελής η Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Ο Ευριπίδης ο νεώτερος, που σύμφωνα με μια πηγή ήταν
γιος, σύμφωνα με μιαν άλλη ανηψιός του ποιητή, συμπλήρωσε την Ιφιγένεια εν Αυλίδι
και παρουσίασε τις τρεις τραγωδίες στην Αθήνα – δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, πάντως
όχι πολύ μετά το 406. Οι τραγωδίες κέρδισαν το πρώτο βραβείο, χαρίζοντας μια
μεταθανάτια νίκη στον ποιητή που είχε γευτεί τόσο λίγες όσο ήταν ζωντανός. Ο
Ευριπίδης, λοιπόν, έγραψε και πιθανότατα συνέλαβε την ιδέα για τις Βάκχες στη

1
Μακεδονία. Θα δούμε ότι αυτό έχει σημασία, διότι το περιβάλλον της Μακεδονίας έχει
να κάνει και με το θέμα που επέλεξε ο ποιητής και με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της
τραγωδίας.
Περιεχόμενο. Οι Βάκχες είναι μια τραγωδία για τον Διόνυσο και πραγματεύεται
τον αγώνα του θεού για την εγκαθίδρυση της λατρείας του στη Θήβα και τα εμπόδια
που χρειάστηκε να ξεπεράσει γι’ αυτό. Ο ίδιος ο θεός εμφανίζεται ως δρων πρόσωπο
στο έργο. Ο Διόνυσος, για να θυμηθούμε τον μύθο, ήταν γιος του Δία και της θνητής
Σεμέλης, της κόρης του Κάδμου, του βασιλιά της Θήβας. Όσο ήταν ακόμη έγκυος, η
Σεμέλη, παραπλανημένη από την Ήρα, ζήτησε από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της
με όλη τη θεϊκή δόξα του, για να πειστεί ότι ο κρυφός εραστής της ήταν όντως ο
πατέρας των θεών. Ο Δίας, ενδίδοντας στις παρακλήσεις της, το έκανε, και η θεϊκή
λάμψη του έκαψε την Σεμέλη. Καθώς όμως εκείνη πέθαινε, ο Δίας άρπαξε το έμβρυο
από τη μήτρα της, και το έκρυψε μέσα στον μηρό του. Εκεί ο Διόνυσος μεγάλωσε,
ώσπου να έρθει η ώρα να γεννηθεί. Στις Βάκχες ο Διόνυσος αφού εγκαθίδρυσε τη
λατρεία του σε πολλές περιοχές της Ασίας, έρχεται και στη Θήβα, την ιδιαίτερη πατρίδα
του, για να την εισαγάγει κι εκεί. Συνοδεύεται από μια ομάδα Ασιατισσών μαινάδων,
δηλ. γυναικών αφιερωμένων στη λατρεία του, που αποτελούν τον χορό του έργου. Στη
Θήβα όμως υπάρχουν αντιδράσεις εναντίον του νέου θεού: οι τρεις κόρες του Κάδμου
και αδελφές της μητέρας του, της Σεμέλης, διακηρύσσουν ότι ο Διόνυσος δεν είναι γιος
του Δία – η Σεμέλη τον έκανε με κάποιον θνητό, και είπε ψέματα ότι ο εραστής της ήταν
ο Δίας, γι’ αυτό και ο θεός την κεραυνοβόλησε. Για να τις τιμωρήσει, ο Διόνυσος
στέλνει σε αυτές, όπως και σε όλες τις γυναίκες της Θήβας, βακχική μανία, και έτσι
όλες τους παρατούν τα σπίτια τους, ανεβαίνουν έξαλλες στα βουνά και τελούν τα όργια
του Διονύσου. Ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης, κόρης του
Κάδμου, είναι επίσης φανατικός εχθρός της νέας λατρείας. Ο παππούς του ο Κάδμος και
ο μάντης Τειρεσίας, που ασπάζονται τον Διόνυσο και ετοιμάζονται να πάνε στα βουνά
για να βακχεύσουν κι αυτοί, προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα να δεχτεί τον νέο θεό,
αλλά μάταια. Ο Διόνυσος λοιπόν αποφασίζει να τον τιμωρήσει και αυτόν. Παίρνει τη
μορφή ενός θνητού, και τριγυρνά στη Θήβα σαν ιερέας του Διονύσου, παρακινώντας
τους κατοίκους στη λατρεία του. Οι φρουροί του Πενθέα τον συλλαμβάνουν, ο Πενθέας
τον ανακρίνει και τον φυλακίζει στους στάβλους του παλατιού. Αλλά βέβαια ο θεός
εύκολα σπάζει τα δεσμά του, κάνει έναν φοβερό σεισμό, γκρεμίζει τους στάβλους και
ελευθερώνεται. Ενώ ο Πενθέας απορεί πώς ο φυλακισμένος κατόρθωσε να ελευθερωθεί,
καταφθάνει ένας βοσκός από τον Κιθαιρώνα, που είδε τις αλλοπαρμένες γυναίκες, και
του διηγείται τί κάνουν. Τις περιγράφει να βρίσκονται σε μια θαυμαστή κατάσταση
αρμονίας με τη φύση: οι γυναίκες δίνουν τα στήθη τους σε ελάφια και λυκόπουλα, φίδια
γλύφουν τα μάγουλά τους, χτυπούν τη γη και αναβλύζει νερό, γάλα και κρασί. Όταν
όμως αντιλαμβάνονται τους βοσκούς, γίνονται τρομερές, πέφτουν πάνω στα κοπάδια
τους και κατασπαράζουν τα ζώα με τα χέρια τους, δείχνοντας απίστευτη δύναμη.
Ωστόσο, όλα αυτά τα θαύματα δεν μεταπείθουν τον Πενθέα: ετοιμάζεται να
συγκεντρώσει στρατό και να επιτεθεί με τα όπλα στις μαινάδες.

2
Τότε ο Διόνυσος, που είναι ακόμη παρών με την ανθρώπινη μεταμφίεσή του, του
υπόσχεται να τον πάει κρυφά στο βουνό για να δει τις μαινάδες, ενώ θα τελούν τα όργιά
τους. Στο σημείο αυτό, που είναι η αποφασιστική καμπή του έργου, ο Πενθέας
μεταστρέφεται: φανερώνει έναν έντονο πόθο να κατασκοπεύσει τις μαινάδες, και
παρακαλεί τον Διόνυσο να τον πάει γρήγορα στο βουνό. Θα έχουμε την ευκαιρία να
μιλήσουμε γι’ αυτήν την μεταστροφή του Πενθέα και την ψυχολογική της εξήγηση: ο
Πενθέας παρουσιάζεται σαν ένας άνθρωπος με ισχυρούς καταπιεσμένους πόθους και
κρυφές επιθυμίες· η Διονυσιακή ορμή, το Διονυσιακό στοιχείο, το οποίο πολεμά,
υπάρχει μέσα του, όπως και μέσα σε κάθε άνθρωπο, ο ίδιος όμως το απωθεί και το
καταπιέζει, μεταβάλλοντάς το σε νοσηρό απωθημένο σύμπλεγμα. Ο Πενθέας σιχαίνεται
τη Διονυσιακή λατρεία, ταυτόχρονα όμως γοητεύεται από αυτήν. Εξοργίζεται με την
αλλοφροσύνη των γυναικών, που έχουν παρατήσει τα σπίτια τους και έχουν ξαμοληθεί
ελεύθερες στα βουνά, ταυτόχρονα όμως ποθεί έντονα να δει τις τελετές και τους χορούς
τους. Ο θεός, όπως είχε πρωτύτερα επιδράσει πάνω στις κόρες του Κάδμου και τις είχε
τρελάνει με βακχική μανία, έτσι τώρα επιδρά πάνω στον Πενθέα και φέρνει στην
επιφάνεια όλους τους απωθημένους πόθους του νεαρού βασιλιά. Ο Πενθέας δεν έχει πια
τον έλεγχο του εαυτού του, έχει μεθύσει με την τρομερή επιθυμία που ανέσυρε ο θεός
μέσα από την ψυχή του, και έτσι ο Διόνυσος μπορεί εύκολα να τον χειραγωγήσει. Τον
ντύνει με γυναικεία ρούχα, για να τον ταπεινώσει πιο πολύ, και τον πηγαίνει στο βουνό,
όπου τον ανεβάζει σε ένα δέντρο, για να μπορεί να παρατηρήσει καλύτερα τις γυναίκες.
Και εκεί ο Διόνυσος παίρνει την εκδίκησή του: ο ίδιος εξαφανίζεται, και η φωνή του,
από τον ουρανό, ειδοποιεί τις γυναίκες για την παρουσία του ξένου. Αυτές χιμούν και
ξεριζώνουν το δέντρο, ρίχνοντας κάτω τον Πενθέα, και κατόπιν πέφτουν πάνω του και
τον διαμελίζουν. Ανάμεσά τους πρωτοστατεί η Αγαύη, η ίδια η μητέρα του Πενθέα, η
οποία, έξαλλη από τη βακχική μανία, δεν αναγνωρίζει τον γιο της και νομίζει ότι
πρόκειται για ένα λιοντάρι. Αυτή και οι άλλες μαινάδες κομματιάζουν τον Πενθέα και
παίζουν πετώντας τα κομμάτια του στον αέρα. Τέλος, η Αγαύη παίρνει το κεφάλι του και
πηγαίνει πίσω στη Θήβα, για να το στήσει ως τρόπαιο στο παλάτι, πιστεύοντας πάντοτε
ότι πρόκειται για κεφάλι λιονταριού. Στη Θήβα την συναντά ο Κάδμος, ο οποίος στο
μεταξύ έχει μάθει τη συμφορά και έχει μαζέψει τα κομμάτια του Πενθέα, που κείτονταν
σπαρμένα στο βουνό, σε διάφορα μέρη – εκτός βέβαια από το κεφάλι. Βλέποντας την
Αγαύη, την φέρνει σιγά-σιγά με έναν διάλογο στα συγκαλά της: την κάνει να θυμηθεί
βήμα-βήμα τη ζωή της ως τώρα, την αφυπνίζει από τη βακχική έκσταση και την
επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και όταν η Αγαύη βλέπει με φρίκη ότι κρατά στα
χέρια της το κεφάλι του ίδιου του παιδιού της, ο Κάδμος της εξηγεί τί έκανε αυτή και οι
άλλες γυναίκες. Έτσι ολοκληρώνεται η τρομερή εκδίκηση του θεού πάνω σε όλους όσοι
τον αρνήθηκαν. Ακολουθεί ο θρήνος της Αγαύης για το νεκρό γιο της, και στο τέλος ο
Διόνυσος εμφανίζεται, ως από μηχανής θεός, και αναγγέλλει ότι όλα αυτά τα έπραξε με
τη συγκατάθεση του πατέρα του, του Δία, για να τιμωρήσει τους απίστους. Ορίζει ότι η
Αγαύη θα εξοριστεί από τη Θήβα. Ακόμη και ο Κάδμος τιμωρείται, διότι δεν
αποδέχτηκε ειλικρινά τη νέα λατρεία: θα μεταμορφωθεί σε δράκοντα, και θα

3
περιπλανιέται σε βάρβαρες χώρες –μετά τον θάνατό του όμως θα εγκατασταθεί στα
νησιά των Μακάρων.
Διονυσιακή λατρεία.
 Έκσταση και μανία. Οι Βάκχες είναι μια τραγωδία για τον Διόνυσο, και για να τις
ερμηνεύσουμε χρειάζεται να ξέρουμε κάποια πράγματα γύρω από τη Διονυσιακή
λατρεία. Ποιος είναι ο Διόνυσος; Η κλασική και προχειρότερη απάντηση είναι, βέβαια:
ο θεός του κρασιού και της μέθης. Και ως ένα βαθμό αυτό είναι σωστό: η άμπελος είναι
το ιερό φυτό του Διονύσου, και ο οίνος είναι το ιερό ποτό που ο θεός έχει χαρίσει στους
ανθρώπους. Όμως η φύση και η σημασία του Διονύσου δεν εξαντλούνται ούτε
περιορίζονται στο αμπέλι και το κρασί. Η Ελληνιστική και κυρίως η Ρωμαϊκή
λογοτεχνία συνέβαλε κατεξοχήν στην τυποποίηση του Διονύσου ως θεού του κρασιού,
και αυτή κληροδότησε μια τέτοια εικόνα για τον Διόνυσο στη μεταγενέστερη
Ευρωπαϊκή παράδοση: έτσι προέκυψε ο εύθυμος θεός, με τα κόκκινα μάγουλα, που
βλέπουμε στους πίνακες της Αναγέννησης, ο θεός των απανταχού μπεκρήδων. Στην
πραγματικότητα όμως, στην αρχαϊκή και την κλασική Ελλάδα, ο Διόνυσος ήταν κάτι
πολύ ευρύτερο. Ο Διόνυσος είναι ένας θεός της φύσης και της φυσικής αύξησης.
Διάφορα λατρευτικά επίθετα που του αποδίδονται στην αρχαιότητα τον συνδέουν με τη
βλάστηση, με την αύξηση των δέντρων, των λουλουδιών και των καρπών: λέγεται
Δενδρίτης ή Ἔνδενδρος, ο θεός των δέντρων· Ἄνθιος, ο θεός που φέρνει τα άνθη,
Κάρπιος, ο θεός που φέρνει τους καρπούς, και ακόμη Φλεύς ή Φλέως, ο θεός της
αφθονίας (από το ρήμα φλέω = είμαι γεμάτος). Ο Διόνυσος είναι ο θεός της ζωτικής
ενέργειας και ορμής που υπάρχει στη φύση και μέσα στον άνθρωπο, ο θεός
πρωτόγονων, στοιχειακών δυνάμεων που ρυθμίζουν την εξέλιξη της ζωής. Αλλά πάνω
από όλα, ο Διόνυσος είναι ο θεός που προκαλεί ένα ορισμένο είδος θρησκευτικής
εμπειρίας: τη Διονυσιακή ή βακχική έκσταση, την μανία, όπως είναι ο αρχαίος
Ελληνικός όρος.
Η Διονυσιακή μανία δεν είναι η τρέλα ή η παράνοια που προέρχεται από την
ασθένεια ή τη διάβρωση του μυαλού. Κάθε άλλο: η λέξη μανία συνδέεται ετυμολογικά
με τη λέξη «μένος» (δηλ. δύναμη), και επομένως δηλώνει μιαν εμπειρία αυξημένης
νοητικής και ψυχικής δύναμης, μιαν έξαρση και ένταση των ψυχικών λειτουργιών του
ατόμου ως το σημείο του παροξυσμού και της έκστασης. Ο πιστός του Διονύσου, που
καταλαμβάνεται από την μανία, χάνει την αίσθηση του εγώ, χάνει την προσωπική του
ταυτότητα, και δοκιμάζει μιαν εμπειρία κοινωνίας με το θείο, ενώνεται με τον θεό. Αυτή
η ένωση του Διονυσιακού μύστη με τον θεό δηλώνεται πολύ χαρακτηριστικά από το
γεγονός ότι και για τον θεό και για τον πιστό χρησιμοποιείται η ίδια λέξη: Βάκχος είναι
η λατρευτική ονομασία του θεού Διονύσου, αλλά βάκχος ονομάζεται και ο πιστός που
βακχεύει, που πέφτει σε έκσταση. Αυτή η εμπειρία της έκστασης είναι το κεντρικό
στοιχείο της Διονυσιακής λατρείας, που είναι μια λατρεία «εκστατικού» ή
«οργιαστικού» τύπου. Ὄργια, στη Διονυσιακή λατρεία, δεν είναι αυτό που σημαίνει η
λέξη σήμερα, αλλά οι ιεροπραξίες προς τιμήν του Διονύσου, που κορυφώνονται με την
έκσταση των πιστών. Φυσικά, το κρασί, το ιερό ποτό του θεού, παίζει ένα ρόλο στην

4
πρόκληση της Διονυσιακής έκστασης: λόγω της ίδιας της φύσης του, το αλκοόλ βοηθά
στην έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και στην άμβλυνση των νοητικών φραγμών,
προϋποθέσεις απαραίτητες για την έκσταση, και γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν ως
συνοδευτικό σε τελετές του Διονύσου. Δεν έχει να κάνει όμως με την ουσία της
Διονυσιακής έκστασης, που δεν είναι μια απλή μέθη αλλά, όπως είπαμε, μια ειδικού
τύπου ψυχική και θρησκευτική εμπειρία.
Πρέπει να επισημάνουμε κάποια γνωρίσματα της Διονυσιακής εκστατικής
λατρείας, που την διαφοροποιούν από άλλες εκστατικού τύπου θρησκευτικές
εκδηλώσεις. Πρώτον, η Διονυσιακή έκσταση δεν είναι ατομική, δεν είναι κάτι που
επιτυγχάνει ένας πιστός όταν είναι μόνος του, όπως συμβαίνει π.χ. με την έκσταση του
Χριστιανού μοναχού στο κελί του, την έκσταση του σαμάνου ή του μάγου της φυλής σε
διάφορες πρωτόγονες κοινότητες, ή την έκσταση του Σωκράτη, όταν τον καταλάμβανε
το «δαιμόνιόν» του και παρέμενε επί ώρες ακίνητος και χωρίς επαφή με τον εξωτερικό
κόσμο. Απεναντίας, είναι καθαρά ομαδικό, ακόμη και «μαζικό» φαινόμενο. Οι πιστοί
του Διονύσου συγκεντρώνονται πάντοτε πολλοί μαζί, αποτελώντας έναν λατρευτικό
θίασο, για να λατρέψουν τον θεό, και μόνον έτσι, ως ομάδα, μπορούν να δοκιμάσουν
την έκσταση. Ένας βασικός τρόπος για να περιέλθουν οι πιστοί σε έκσταση είναι ο
ομαδικός χορός προς τιμήν του Διονύσου, χορός με έντονες κινήσεις και συνοδευόμενος
από κτύπους τυμπάνων. Αυτός ο ομαδικός χαρακτήρας της Διονυσιακής λατρείας
εκφράζεται στο επίπεδο του μύθου από το ότι ο Διόνυσος περιστοιχίζεται πάντα από τον
θίασο, την ομάδα των πιστών του, τις θηλυκές μαινάδες και τους αρσενικούς σατύρους.
Η Διονυσιακή μανία είναι επίσης ένα φαινόμενο μεταδοτικό, μπορεί να μεταδοθεί
και να εξαπλωθεί από μια ομάδα στους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Μιαν
αντανάκλαση αυτού του φαινομένου βρίσκουμε και στις Βάκχες: ο Διόνυσος μας
πληροφορεί ότι έστειλε βακχική μανία πρώτα στις κόρες του Κάδμου, και κατόπιν σε
όλες τις γυναίκες της Θήβας: από αυτό μπορούμε ίσως να φανταστούμε τη βακχική
μανία να ξεκινά από το βασιλικό οίκο, από τις θυγατέρες του βασιλιά, και κατόπιν να
επεκτείνεται σιγά-σιγά σε ολόκληρη την πόλη. Παράλληλα φαινόμενα έχουν
παρατηρηθεί και σε άλλες λατρείες εκστατικού-οργιαστικού τύπου, σε νεώτερες εποχές.
Π.χ. κάποιες Μεσαιωνικές πηγές μας πληροφορούν για ένα περίεργο φαινόμενο που
έλαβε χώρα στη Λιέγη το 1374: μια ομάδα «δαιμονισμένων» μπήκε στην πόλη
χορεύοντας, και πολλοί από τους πολίτες, που φαίνονταν ως τότε να είναι απόλυτα
υγιείς ψυχικά και σωματικά, παρασύρθηκαν και φάνηκαν σαν να κυριεύονται και αυτοί
από τα «δαιμόνια», και ενώθηκαν με τους αλλοπαρμένους χορευτές. Επίσης, στις
τελετές και τους χορούς Βουντού των μαύρων στη Βραζιλία έχει παρατηρηθεί το
φαινόμενο θεατές των τελετών να συνεπαίρνονται, να πέφτουν σε έκσταση και να
μπαίνουν κι αυτοί στον χορό (μια τέτοια σκηνή υπάρχει στο Εκκρεμές του Φουκώ του
Ουμπέρτο Έκο).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Διονυσιακής λατρείας είναι ότι δεν πρόκειται για
μια λατρεία συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο τόπο, με ένα ναό ή ιερό σε ένα ορισμένο
μέρος, και με τοπικές οικογένειες από τις οποίες προκύπτει ένα κληρονομικό ιερατείο:
αυτό συνέβαινε σε άλλες μυστηριακές-εκστατικές λατρείες του Ελληνικού χώρου, π.χ.
5
στα Μυστήρια της Ελευσίνας, που ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένα με την Ελευσίνα και
των οποίων οι ιερείς προέρχονταν από τις τοπικές οικογένειες· ή με τα μυστήρια των
Καβείρων, που ήσαν εντοπισμένα στη Σαμοθράκη. Αντίθετα, η Διονυσιακή λατρεία δεν
συνδέεται με ένα συγκεκριμένο μέρος. Είναι ένα είδος «καθολικής», πανελλήνιας ή
«οικουμενικής» λατρείας, που ριζώνει και αναπτύσσεται οπουδήποτε υπάρχουν πιστοί
για να την ασπαστούν. Η λατρεία εξαπλώνεται χάρη σε περιπλανώμενους ιερείς, που
ταξιδεύουν σαν ιεραπόστολοι από τη μια περιοχή στην άλλη, για να διαδώσουν τις
τελετές του θεού. Στους ιστορικούς χρόνους, βέβαια, έχουν πια θεσπιστεί επίσημες
λατρείες του Διονύσου σε όλες τις Ελληνικές πόλεις: συναντούμε όμως ανάλογα
φαινόμενα περιπλανώμενων ιερέων στην υπηρεσία άλλων θεών με λατρείες εκστατικού-
οργιαστικού τύπου, όπως της Κυβέλης, της Μεγάλης Μητέρας, ή, από τους
Ελληνιστικούς χρόνους και μετά, της Συρίας Θεάς. Η εικόνα του Διονύσου που
βλέπουμε και στον μύθο των Βακχών και σε άλλους μύθους φαίνεται να αντικατοπτρίζει
αυτόν τον τρόπο διάδοσης της λατρείας: ο Διόνυσος ταξιδεύει από τόπο σε τόπο για να
εγκαθιδρύσει τη λατρεία του (στις Βάκχες έρχεται στη Θήβα αφού πρώτα διέδωσε τις
τελετές του στην Λυδία, την Φρυγία και την Περσία) – όπως ακριβώς δηλαδή έκαναν οι
περιπλανώμενοι ιερείς του.
Θα εξετάσουμε ακόμη μερικά στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας που
αντικατοπτρίζονται στις Βάκχες.
 Μαινάδες. Πρώτα-πρώτα το φαινόμενο των Μαινάδων, του Μαιναδισμού, δηλ. της
ομάδας –του θιάσου– των γυναικών που λατρεύουν τον Διόνυσο. Στις Βάκχες βρίσκουμε
δύο τέτοιες ομάδες γυναικών: υπάρχει ο χορός του έργου, ένας θίασος γυναικών που
έχουν ακολουθήσει τον Διόνυσο από την Ασία· και υπάρχουν και οι Θηβαίες γυναίκες,
οι κόρες του Κάδμου και οι άλλες, που έχουν περιπέσει σε βακχική μανία και έχουν
ανέβει στα βουνά, όπου έχουν σχηματίσει τρεις ομάδες, τρεις θιάσους, και χορεύουν
προς τιμήν του Διονύσου. Αλλά και οι γυναίκες του χορού τραγουδούν ότι θέλουν να
ανέβουν στα βουνά και εκεί να λατρέψουν χορεύοντας τον Διόνυσο. Τόσο ο χορός όσο
και οι μαινόμενες γυναίκες της Θήβας ονομάζονται μαινάδες και βάκχαι. Όλες τους
φορούν δέρματα ζώων, στεφάνια από κισσό, και κρατούν θύρσους, δηλ. τις ιερές
ράβδους του θεού, που φέρουν φύλλα αμπέλου και κισσού στην κορυφή.
Τέτοιες ομάδες γυναικών ήσαν ένα πραγματικό φαινόμενο στη λατρεία του
Διονύσου, και έχουμε διάφορες μαρτυρίες γι’ αυτές στους ιστορικούς χρόνους. Για
παράδειγμα, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, τον 1 ο αι. π.Χ., μας πληροφορεί ότι σε πολλές
Ελληνικές πόλεις πραγματοποιούνταν, κάθε δεύτερη χρονιά, βακχικές συγκεντρώσεις
γυναικών, όπου συμμετείχαν και παντρεμένες γυναίκες και παρθένοι, και κρατούσαν
θύρσους και έπεφταν σε παράφορο ενθουσιασμό. Διάφορες επιγραφές επιβεβαιώνουν
την ύπαρξη τέτοιων τελετών στη Θήβα, στη Μήλο, στην Πέργαμο, στην Πριήνη, στη
Ρόδο και σε άλλα μέρη. Συχνά επίσης βλέπουμε ότι αυτές οι τελετές συνδυάζονταν με
ὀρειβασίαν, δηλ. με ανάβαση των γυναικών στο βουνό και χορό πάνω εκεί. Ο
Πλούταρχος και ο Παυσανίας μας περιγράφουν μια τέτοια τελετή που λάμβανε χώρα
κάθε δυο χρόνια στους Δελφούς: οι γυναίκες ανέβαιναν στον Παρνασσό, και μάλιστα

6
μέσα στο καταχείμωνο (μια φορά, κατά τον Πλούταρχο, μια χιονοθύελλα τις απέκλεισε
εκεί πάνω, και χρειάστηκε να στείλουν μιαν ομάδα διάσωσης για να τις φέρει πίσω).
Στη Μίλητο μια επιγραφή από τους Ελληνιστικούς χρόνους αναφέρει ότι η ιέρεια του
Διονύσου «οδηγεί τις γυναίκες στο όρος». Παρόμοιες μαιναδικές τελετές γυναικών
πρέπει να γίνονταν και στην Αθήνα, ήδη από την κλασική εποχή, και θα ήσαν επομένως
οικείες στο κοινό του Ευριπίδη. Υπάρχει μια σειρά από Αττικά αγγεία του 5 ου αιώνα
π.Χ., τα λεγόμενα «αγγεία των Ληναίων» (Lenäenvasen), αν και η σύνδεσή τους με τα
Λήναια δεν είναι βέβαιη: τα αγγεία αυτά παριστάνουν γυναίκες, που κρατούν θύρσους
και άλλα μαιναδικά σύμβολα (πυρσούς, τύμπανα και αυλούς) και συχνά φαίνεται να
βρίσκονται σε έκσταση (π.χ. είναι αναμαλλιασμένες, ή ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω,
μια χαρακτηριστική κίνηση κατά τη βακχική έκσταση). Αυτές οι γυναίκες εκτελούν ένα
είδος τελετουργίας γύρω από ένα είδωλο του Διονύσου (το οποίο παριστάνεται σαν μια
κεφαλή ή ένα προσωπείο του θεού πάνω σε ένα στύλο περιβεβλημένο με ανθρώπινο
ένδυμα). Δεν είναι βέβαιο με ποια Αθηναϊκή γιορτή συνδέεται αυτή η τελετουργία –
έχουν προταθεί τα Λήναια ή τα Ανθεστήρια– αλλά χωρίς άλλο πρόκειται για μια
μαιναδική-εκστατική τελετή γυναικών προς τιμήν του Διονύσου. Ο Αριστοφάνης
(Λυσιστράτη 1-3) μιλά επίσης για γυναίκες που συγκεντρώνονται με τύμπανα «εἰς
βακχεῖον», σε ένα μέρος βακχικής λατρείας, πιθανώς για μιαν ιδιωτική τελετή προς
τιμήν του Βάκχου. Αργότερα, ο Παυσανίας μας πληροφορεί (10.4.2-3) ότι μια ομάδα
Αθηναίων γυναικών πήγαινε στους Δελφούς για να πάρει μέρος στις τελετές των
μαινάδων πάνω στον Παρνασσό.
Οι μαιναδικές τελετές περιλάμβαναν χορό, και αυτός ήταν ένας από τους τρόπους
με τον οποίο οι γυναίκες που συμμετείχαν περιέρχονταν σε κατάσταση έκστασης.
Τέτοια χρήση του λατρευτικού χορού μαρτυρείται και σε διάφορες άλλες λατρείες
εκστατικού τύπου σε νεώτερες εποχές. Το παράδειγμα που μας έρχεται αμέσως στο
μυαλό είναι οι περιδινούμενοι δερβίσηδες στο Μωαμεθανισμό. Επίσης οι Shakers, μια
αίρεση των Κουάκερων στην Αμερική, και οι Εβραίοι Χασιδιστές (Hasidim), δηλ.
υπερορθόδοξοι μυστικιστές Εβραίοι, οι οποίοι όταν προσεύχονται κινούν πέρα-δώθε το
κορμί τους, ενώ προφέρουν το ιερό κείμενο. Παρόμοια φαινόμενα έχουν παρατηρήσει οι
ανθρωπολόγοι σε πολλές φυλές στην Αφρική, στην Πολυνησία, στους Ινδιάνους της
Αμερικής κ.ά. Όπως παρατηρεί ο Aldous Huxley, ο Εγγλέζος συγγραφέας που μελέτησε
ιδιαίτερα τον μυστικισμό των πρωτόγονων φυλών, οι τελετουργικοί χοροί παρέχουν μια
θρησκευτική εμπειρία που φαίνεται πιο ικανοποιητική και πειστική από οποιαδήποτε
άλλη: οι άνθρωποι επικοινωνούν με το θείο μέσω του ίδιου του σώματός τους. Σήμερα,
σε διάφορες νέγρικες εκκλησίες της Αμερικής θα δείτε τους πιστούς να τραγουδούν
θρησκευτικούς ύμνους στους ρυθμούς του μπλουζ και παράλληλα να χτυπούν τα χέρια
τους ρυθμικά και να λικνίζουν το σώμα τους πέρα-δώθε.
Στις Βάκχες οι ορεινές τελετές των μαινάδων περιλαμβάνουν επίσης μια τρομερή
πράξη, τον σπαραγμόν και την ὠμοφαγίαν ενός θύματος: οι μαινάδες κομματιάζουν το
ζώο και τρώνε ωμές τις σάρκες του. Έτσι ο χορός των βακχών στην πάροδο
οραματίζεται μια Διονυσιακή τελετή στο βουνό, όπου οι μαινάδες κατασπαράσσουν

7
έναν τράγο και πίνουν το αίμα του. Τα ίδια ακούμε ότι κάνουν οι Θηβαίες γυναίκες
πάνω στον Κιθαιρώνα: πέφτουν πάνω στα κοπάδια των βοσκών, που τις κατασκοπεύουν
και ξεσχίζουν τα ζώα. Και βέβαια, στην πιο φρικιαστική σκηνή του έργου, ακούμε πώς
κατακομματιάζουν με τα χέρια τους τον Πενθέα, νομίζοντας ότι πρόκειται για ένα
λιοντάρι. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε εάν και στην πραγματικότητα, στους
ιστορικούς χρόνους, οι Διονυσιακές τελετές των μαινάδων περιλάμβαναν τέτοιες
πράξεις ὠμοφαγίας, εάν μέσα στη βακχική τους έκσταση οι πιστοί και οι πιστές όντως
κομμάτιαζαν κάποιο ζώο και γεύονταν τις ωμές σάρκες του. Σε μεταγενέστερους
χρόνους διάφοροι Χριστιανοί συγγραφείς περιγράφουν τις μαινάδες να το κάνουν, όμως
η μαρτυρία τους δεν αξίζει πολλά πράγματα: οι Χριστιανοί συγγραφείς δεν είχαν άμεση
γνώση των Διονυσιακών τελετών, και επιπλέον σκοπός τους ήταν να δυσφημήσουν όσο
το δυνατόν περισσότερο την ειδωλολατρική θρησκεία, οπότε θα μπορούσαν να
αποδώσουν στους πιστούς του Διονύσου κάθε λογής αποτρόπαιες πράξεις για
προπαγανδιστικούς λόγους.
Υπάρχουν όμως άλλες, παλαιότερες και αξιόπιστες πηγές, οι οποίες αναφέρουν τη
λέξη ὠμοφαγία σε σχέση με τις Διονυσιακές τελετές. Σε μιαν επιγραφή του 3 ου αιώνα
π.Χ. από τη Μίλητο, όπου ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την τοπική Διονυσιακή
λατρεία, αναφέρεται ότι «δεν επιτρέπεται κανένας άλλος να ρίξει το ὠμοφάγιον
(ὠμοφάγιον ἐμβαλεῖν), παρά μόνον η ιέρεια για λογαριασμό της πόλης». Δεν είναι
ξεκάθαρο τί σημαίνει η φράση «ὠμοφάγιον ἐμβαλεῖν». Κάποιοι μελετητές, όπως ο
Dodds, φαντάζονται μια κανονική τελετή ωμοφαγίας, και παραθέτουν συγκριτικό υλικό
από τις τελετές φυλών της Αφρικής: π.χ. σε μια τελετή στην Ταγγέρη, ενώ οι πιστοί
βρίσκονται σε κατάσταση παραληρήματος, ρίχνουν ένα πρόβατο στη μέση μιας
πλατείας, και κατόπιν πέφτουν πάνω του, το κομματιάζουν και το καταβροχθίζουν.
Άλλοι μελετητές όμως αμφιβάλλουν ότι η φράση παραπέμπει σε μια τέτοια τελετή: η
επιγραφή της Μιλήτου δηλώνει ότι το ὠμοφάγιον το ρίχνει η ιέρεια για λογαριασμό
της πόλης, δηλ. περιγράφει μια θεσμοθετημένη τελετή της πόλεως, και είναι
ομολογουμένως δύσκολο να φανταστούμε μια τόσο άγρια σκηνή, όπου το ζώο
κατακομματιάζεται και καταβροχθίζεται ωμό μέσα στο οργανωμένο πλαίσιο μιας
Ελληνικής πόλης. Πάντως, η ίδια η λέξη ὠμοφάγιον υποδηλώνει ότι το ωμό κρέας και
το φάγωμά του έπαιζαν κάποιο ρόλο στη Διονυσιακή τελετή. Ο Πλούταρχος επίσης μιλά
κάπου, πιο γενικά, για τις «αποφράδες μέρες, κατά τις οποίες συμβαίνουν το
κομμάτιασμα και η ωμοφαγία» (Ηθικά 417C). Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι
στο πλαίσιο της Διονυσιακής τελετής υπήρχαν και ιεροπραξίες που περιλάμβαναν τη
χρήση ωμού κρέατος. Δεν είναι όμως αναγκαίο να υποθέσουμε ότι οι πιστοί έπεφταν
μανιασμένοι πάνω στο ζώο, το κομμάτιαζαν και το καταβρόχθιζαν, όπως κάνουν οι
μαινάδες στον μύθο: στις πραγματικές λατρείες των ιστορικών χρόνων οι πράξεις θα
μπορούσαν να είναι εικονικές και συμβολικές (π.χ. οι πιστοί ή οι ιερείς να περιφέρουν
μερικά κομμάτια ωμού κρέατος, ίσως από ένα κανονικά θυσιασμένο ζώο, και να
προσποιούνται ότι τα τρώνε).

8
 Γιορτές του Διονύσου στην Αθήνα. Πρέπει να πούμε δυο λόγια και για τις άλλες
εορτές προς τιμήν του Διονύσου στην Αθήνα της εποχής του Ευριπίδη. Είδαμε ότι
υπήρχαν και στην Αθήνα εκστατικές Διονυσιακές τελετές, στις οποίες συμμετείχαν
κυρίως γυναίκες, τόσο δημόσιες, στο πλαίσιο κάποιας επίσημης γιορτής της πόλης,
όπως τα Λήναια ή τα Ανθεστήρια, όσο και ιδιωτικές, οργανωμένες δηλ. από
συγκεκριμένες συντροφιές ή ομάδες ατόμων, άσχετα με την επίσημη λατρεία της πόλης.
Ωστόσο, η Διονυσιακή λατρεία στην Αθήνα δεν περιοριζόταν σε τέτοιες εκστατικές
τελετές. Ο Διόνυσος ήταν ένας από τους σημαντικότερους θεούς στην Αθήνα, και σε
αυτόν ήσαν αφιερωμένες τρεις μεγάλες επίσημες γιορτές της πόλης, που εορτάζονταν με
ιδιαίτερη λαμπρότητα και αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της Αθηναϊκής θρησκευτικής
ζωής.
Τα Λήναια γιορτάζονταν τον Ιανουάριο, και περιλάμβαναν μια πομπή και, το
κυριότερο, θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις των Ληναίων ήσαν σημαντικές
ιδίως για την κωμωδία – όλοι οι μεγάλοι κωμωδιογράφοι της Αθήνας έπαιρναν μέρος
στα Λήναια, και μερικά από τα καλύτερα έργα τους παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά
εκεί. Παρουσιάζονταν και τραγωδίες, αλλά η τραγωδία είχε μικρότερη σημασία, και οι
μεγάλοι τραγικοί ποιητές προτιμούσαν τα Μεγάλα Διονύσια. Τα Ανθεστήρια
γιορτάζονταν γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου και περιλάμβαναν μια «γιορτή κρασιού»:
ήταν η γιορτή όπου άνοιγαν τους πίθους με το καινούργιο κρασί και το δοκίμαζαν. Όλοι
οι πολίτες, ακόμη και τα παιδιά και οι δούλοι έπαιρναν μέρος στην οινοποσία. Στο
πλαίσιο των Ανθεστηρίων γινόταν και μια πομπή που αποτελούσε κάτι σαν
τελετουργική αναπαράσταση της αρχικής εισαγωγής του Διονύσου στην Αθήνα:
έφερναν το λατρευτικό άγαλμα του θεού μέσα στην πόλη, πάνω σε ένα άρμα που είχε το
σχήμα πλοίου, αλλά με ρόδες. Η πομπή συμβόλιζε την άφιξη του Διονύσου στην Αθήνα
από έξω, από τη θάλασσα (ίσως από τη Λυδία ή τη Θράκη μέσω των νησιών του
Αιγαίου και της Εύβοιας). Τέλος, η σημαντικότερη Διονυσιακή γιορτή, τα Μεγάλα ή Εν
Άστει Διονύσια γιορτάζονταν γύρω στα τέλη Μαρτίου. Περιλάμβαναν μια λαμπρή
πομπή, και κυρίως τους φημισμένους δραματικούς αγώνες, με εκτελέσεις διθυράμβων
(δηλ. λυρικών ασμάτων αφιερωμένων στον Διόνυσο) από χορούς ανδρών και αγοριών
και παραστάσεις τραγωδιών και κωμωδιών. Αυτή η γιορτή ήταν ανοιχτή σε όλους τους
Έλληνες, και πολλοί επισκέπτες έρχονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν την
πομπή και τις θεατρικές παραστάσεις.
Η λατρεία του Διονύσου είχε λοιπόν κεντρική θέση στη θρησκευτική ζωή της
Αθήνας: όχι όμως τόσο στην εκστατική-οργιαστική μορφή της, όχι με τελετές βακχικής
μανίας και έκστασης, όπως αυτές που βλέπουμε στις Βάκχες και γνωρίζουμε από άλλες
πόλεις – τέτοια πράγματα καταλάμβαναν μικρό μέρος στην επίσημη Διονυσιακή
λατρεία της πόλης. Η δημόσια λατρεία του Διονύσου στην Αθήνα ήταν περισσότερο μια
ευκαιρία για λαμπρές γιορτές με πανηγύρια κρασιού και καλλιτεχνικά γεγονότα.
Παρατηρούμε όμως σε αυτές ένα σημαντικό χαρακτηριστικό – την καθολική
συμμετοχή: στις γιορτές του Διονύσου παίρνουν μέρος όλοι οι πολίτες, και ακόμη και
μη προνομιούχες ομάδες, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι δούλοι, οι μέτοικοι, οι ξένοι
επισκέπτες. Ο Διόνυσος είναι ο κατεξοχήν δημοκρατικός θεός. Αυτό το χαρακτηριστικό
9
αντανακλάται και στις Βάκχες: ο Τειρεσίας τονίζει ότι ο Διόνυσος θέλει να τον τιμούν
όλοι από κοινού, και δεν ξεχωρίζει κανέναν (206-9)· ο χορός λέει ότι ο θεός χαρίζει το
κρασί και τις απολαύσεις του το ίδιο στους πλούσιους και στους φτωχούς (421-3). Έτσι
και ο Διόνυσος, μαζί με τις βασιλοκόρες, ξεσηκώνει με τη βακχική μανία του και όλες
τις άλλες γυναίκες τις Θήβας: πριγκίπισσες και κοινές γυναίκες του λαού χορεύουν όλες
μαζί πάνω στο βουνό για τον θεό. Αντίθετα, ο εχθρός του θεού, ο βασιλιάς Πενθέας,
εμφανίζεται ως υπέρμαχος της παραδεδομένης αριστοκρατικής τάξης, με την αυστηρή
ιεραρχία και τον απόλυτο διαχωρισμό των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων· και
ακόμη ως αυταρχικός κυβερνήτης και εκπρόσωπος μιας δεσποτικής, απόλυτης εξουσίας,
που εμπνέει φόβο στους υπηκόους του.
 Διονυσιακά Μυστήρια. Η Διονυσιακή λατρεία περιλάμβανε όμως και Μυστήρια,
δηλ. μυστικές τελετές, όπου μπορούσαν να πάρουν μέρος μόνον όσοι είχαν περάσει από
μια διαδικασία μύησης, και βασίζονταν σε κρυφές διδασκαλίες σχετικά με τον θεό. Για
να συμμετάσχει κανείς στα μυστήρια, έπρεπε να περάσει από μια τελετή μύησης, κατά
την οποία μάθαινε την κρυφή, μυστική διδασκαλία, για να γίνει τελικά δεκτός ανάμεσα
στους μυημένους, στους μύστες του θεού. Πώς ακριβώς γινόταν η διαδικασία της
μύησης και τί περιλάμβανε η μυστική διδασκαλία των Διονυσιακών Μυστηρίων δεν το
γνωρίζουμε: οι αρχαίες πηγές δεν δίνουν ξεκάθαρες πληροφορίες γι’ αυτά τα πράγματα,
και αυτό είναι εύλογο, καθώς η ουσία των Μυστηρίων ήταν ακριβώς ότι έπρεπε να
παραμείνουν κρυφά, και όσοι είχαν μυηθεί δεσμεύονταν με όρκους να μην τα
αποκαλύψουν. Διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς, όμως, όπως ο Ηρόδοτος και ο
Αριστοφάνης, μαρτυρούν την ύπαρξη των Διονυσιακών μυστηρίων. Οι νεώτεροι
μελετητές προσπαθούν, με βάση διάφορες ενδείξεις (αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς,
λατρευτικά κείμενα που έχουν βρεθεί χαραγμένα πάνω σε μετάλλινα ελάσματα, μέσα σε
τάφους, παραστάσεις σε αγγεία ή άλλα μνημεία), να ανασυνθέσουν διάφορα στάδια της
μυητικής διαδικασίας ή το περιεχόμενο της Διονυσιακής μυστικής διδασκαλίας. Τέτοιες
προσπάθειες όμως κινούνται στο χώρο των υποθέσεων.
Ένα πράγμα που φαίνεται βέβαιο είναι ότι τα Διονυσιακά μυστήρια υπόσχονταν
στους μυημένους μιαν ευτυχισμένη και ευλογημένη ύπαρξη στον άλλο κόσμο, μετά τον
θάνατό τους – αυτό είναι άλλωστε κοινό σε όλες τις μυστηριακές λατρείες της
αρχαιότητας. Σε τάφους από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου και διάφορες εποχές
έχουν βρεθεί μεταλλικά ελάσματα με επιγραφές, οι οποίες μιλούν για την ευτυχισμένη
ύπαρξη που περιμένει τους μύστες και τους βάκχους μετά θάνατον· ή ακόμη δίνουν
οδηγίες στην ψυχή του πιστού για την τοπογραφία του επέκεινα και την καθοδηγούν
πώς να βρει τον δρόμο της στον άλλο κόσμο. Ίσως και σε ορισμένα χωρία στις Βάκχες
υπάρχουν απηχήσεις από την εσχατολογική διδασκαλία της Διονυσιακής μυστηριακής
λατρείας. Οι περιγραφές που δείχνουν τις μαινάδες να βρίσκονται σε μιαν ειδυλλιακή
κατάσταση απόλυτης αρμονίας με τη φύση, να βυζαίνουν ελάφια και λυκόπουλα, ενώ
από τη γη αναβλύζουν με θαυμαστό τρόπο κρασί, γάλα και μέλι, ίσως απηχούν
εσχατολογικά οράματα των Διονυσιακών μυστών για την ευτυχισμένη ύπαρξη στον
άλλο κόσμο. Τέτοια στοιχεία είναι συνηθισμένα στις περιγραφές της ευτυχισμένης
μεταθανάτιας ύπαρξης των μυημένων σε μυστήρια: σε διάφορους συγγραφείς
10
(Αριστοφάνη, Πλάτωνα, Πλούταρχο) διαβάζουμε ότι στον άλλο κόσμο οι ψυχές των
μυστών τραγουδούν και χορεύουν μέσα σε ανθηρά λιβάδια. Ενώ ένας κωμικός ποιητής,
ο Φερεκράτης (σύγχρονος περίπου του Αριστοφάνη) παρουσιάζει σε μια κωμωδία του
κάποιον να επιστρέφει από τον Κάτω Κόσμο και να περιγράφει κωμικά την ευτυχισμένη
ύπαρξη που διάγουν οι νεκροί εκεί: τα ποτάμια ρέουν με κρεατόσουπα, στις όχθες τους
κείτονται ψητά κρέατα και λουκάνικα αντί για κοχύλια, το κρασί αναβλύζει άφθονο
παντού, στον αέρα πετούν ψητά πουλιά και μπαίνουν μόνα τους στο στόμα των
ανθρώπων κ.ο.κ. (Φερεκράτης, Μεταλλής απ. 113). Αυτό μοιάζει να είναι κωμική
παρωδία ενός εσχατολογικού οράματος ευδαιμονίας σαν κι αυτό που απηχείται στις
Βάκχες, με το γάλα, το κρασί και το μέλι να ρέουν αυτόματα από τη γη.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί πολύ ανάμεσα στους ερμηνευτές της
αρχαίας τραγωδίας μια τάση να ερευνούν εξονυχιστικά τις διασυνδέσεις των έργων με
την Αθηναϊκή θρησκεία, τις λατρείες και τις εορτές διαφόρων θεών. Η ερμηνευτική
αυτή προσέγγιση έχει αποδώσει αξιόλογα αποτελέσματα, κάποτε όμως ωθείται ως την
υπερβολή: βρίσκουμε ερμηνευτές που προσπαθούν να διακρίνουν σε κάθε λεπτομέρεια
ενός έργου απηχήσεις από κάποια λατρεία ή θρησκευτική τελετουργία. Οι Βάκχες δεν
ξέφυγαν από αυτήν την μόδα. Φυσικά, κανείς δεν θα αρνηθεί τη στενή σύνδεσή τους με
τη Διονυσιακή θρησκεία: είδαμε ότι πολλά στοιχεία του έργου όντως αντικατοπτρίζουν
πρακτικές ή τελετές της λατρείας του Διονύσου. Τελευταία όμως κάποιοι ερμηνευτές
έχουν προχωρήσει πολύ πιο πέρα και υποστηρίζουν ότι ολόκληρη η πλοκή των Βακχών,
ολόκληρη η ιστορία του Πενθέα όπως την βλέπουμε στο έργο, αντικατοπτρίζει μια
Διονυσιακή τελετή μύησης στα βακχικά μυστήρια: όλα τα στάδια της πορείας του
Πενθέα στο έργο, από την αρχική άρνηση και εχθρότητα προς τον θεό στην έντονη
επιθυμία θέασης των βακχικών τελετών και τέλος στη θέασή τους και στον
τελετουργικό διαμελισμό και θάνατό του, αντιστοιχούν σε στάδια της μύησης του
πιστού, ο οποίος περνά, υποτίθεται, από παρόμοιες φάσεις, και στο τέλος υφίσταται και
μια δοκιμασία εικονικού ή συμβολικού τελετουργικού θανάτου, ώσπου να γίνει δεκτός
ανάμεσα στους μύστες του θεού. Θα αναφερθούμε που και που σε τέτοιες προσεγγίσεις,
και θα βρούμε διάφορα στοιχεία στο δράμα που είναι πιθανό να αντικατοπτρίζουν
τελετουργίες ή ιεροπραξίες των Διονυσιακών τελετών. Όμως πρέπει να προσέχουμε να
μην παρασυρθούμε σε υπερβολές, και να μη νομίζουμε ότι τα πάντα στο έργο μπορούν
να εξηγηθούν ως συμβολισμοί ή απηχήσεις των Διονυσιακών μυστηρίων. Οι Βάκχες,
όπως και όλες οι άλλες τραγωδίες, δεν είναι ούτε τελετουργία ούτε λατρευτικό κείμενο:
είναι θεατρικό έργο, έργο τέχνης, και ως τέτοιο πρέπει πρωτίστως να το προσεγγίσουμε
και να το ερμηνεύσουμε. Ο σκοπός του ποιητή δεν ήταν να κατασκευάσει μιαν
αλληγορία της Διονυσιακής μύησης, αλλά να αφηγηθεί μιαν ιστορία, να
δραματοποιήσει μια τραγική σύγκρουση και να προκαλέσει στους θεατές γνήσια και
δυνατή δραματική συγκίνηση.
Μυθολογικό υπόβαθρο των Βακχών. Ο μύθος των Βακχών ανήκει σε μιαν ομάδα
μύθων που παρουσιάζουν τις προσπάθειες του Διονύσου να καθιερώσει τη λατρεία του,
τις αντιδράσεις διαφόρων θνητών που τον αμφισβητούν και την τιμωρία τους από τον
θεό. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι μύθοι, και παρουσιάζουν χαρακτηριστικές ομοιότητες
11
μεταξύ τους, ακόμη και σε λεπτομέρειες: πρόκειται λοιπόν για έναν «κύκλο ιστοριών»
(tale complex) που αναπτύχθηκε γύρω από το βασικό θέμα της εισαγωγής της λατρείας
του θεού στην Ελλάδα. Καθώς κάθε μια από αυτές τις ιστορίες τοποθετείται σε
διαφορετικό χώρο της Ελλάδας, ίσως έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές τοπικές
παραλλαγές μιας αρχικής ιστορίας, ενός κοινού βασικού αφηγηματικού σχήματος: σε
κάθε τόπο αναπτύσσονται με βάση αυτό το σχήμα ιδιαίτερες τοπικές διηγήσεις, που
όμως μοιράζονται όλες βασικά κοινά στοιχεία. Τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς τους
μύθους πρέπει να είναι αρκετά παλιοί, διότι ένας από αυτούς απαντά ήδη στον Όμηρο.
Ας δούμε όμως μερικούς από αυτούς.
 Λυκούργος. Ο Λυκούργος ήταν βασιλιάς των Ηδωνών στη Θράκη. Ήδη στην Ιλιάδα
(Ζ 130-140) διαβάζουμε ότι καταδίωξε τον Διόνυσο και τις τροφούς του πάνω στα
βουνά, και ο Διόνυσος από το φόβο του έπεσε στη θάλασσα για να γλυτώσει· οι θεοί
όμως τον τύφλωσαν για τιμωρία του. Σε μεταγενέστερους μυθογράφους (Απολλόδωρο,
Υγίνο) διαβάζουμε μιαν άλλη εκδοχή για την τιμωρία του: ο Διόνυσος του έστειλε
βακχική μανία, και ο Λυκούργος σκότωσε με τσεκούρι τον γιο του, τον Δρύαντα,
νομίζοντας ότι κόβει ένα κλαδί κληματαριάς. Κατόπιν έπεσε σιτοδεία στη χώρα, τα
χωράφια έμεναν άκαρπα, και ένας χρησμός αποκάλυψε ότι η γη θα καρποφορήσει και
πάλι εάν θανατωθεί ο Λυκούργος. Οι Ηδωνοί τότε έδεσαν τον Λυκούργο και τον
άφησαν έκθετο πάνω στο βουνό, όπου τον κατασπάραξαν άγρια άλογα που έστειλε ο
Διόνυσος.
 Μινυάδες. Ο Μινύας ήταν βασιλιάς του Ορχομενού στη Βοιωτία. Οι τρεις θυγατέρες
του αρνούνταν να πάρουν μέρος στις τελετές του Διονύσου – προτιμούσαν, σαν καλά
κορίτσια, να κάθονται σπίτι και να υφαίνουν στον αργαλειό. Τότε ο Διόνυσος
εμφανίστηκε μπροστά τους σαν ταύρος, λιοντάρι και πάνθηρας, ενώ γάλα και νέκταρ
άρχισε να ρέει από τους αργαλειούς. Οι τρεις κοπέλες καταλήφθηκαν από βακχική
μανία, άρπαξαν το παιδί της μιας από αυτές, τον Ίππασο, και το θυσίασαν στον Διόνυσο,
και κατόπιν χύθηκαν έξω από το σπίτι για να βακχεύσουν μαζί με τις μαινάδες του
Διονύσου.
 Προιτίδες. Παρόμοια είναι η ιστορία για τις θυγατέρες του Προίτου, που ήταν
βασιλιάς της Τίρυνθας. Οι τρεις κόρες του αρνήθηκαν τις τελετές του Διονύσου, ο
Διόνυσος τους έστειλε βακχική μανία, κι εκείνες άρχισαν να τριγυρνούν αλλοπαρμένες
στο ύπαιθρο. Ο μάντης Μελάμπους υποσχέθηκε να τις θεραπεύσει, αν ο Προίτος του
έδινε το ένα τρίτο από το βασίλειό του. Ο Προίτος αρχικά αρνήθηκε να δώσει τόσο
μεγάλη αμοιβή, και τότε καταλήφθηκαν από μανία και οι υπόλοιπες γυναίκες της πόλης:
άρχισαν να σκοτώνουν τα παιδιά τους, να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να
τριγυρνούν στις ερημιές. Τέλος ο Προίτος συμφώνησε και ο Μελάμπους θεράπευσε τις
γυναίκες.
 Μια παρόμοια ιστορία διηγούνταν για τις κόρες του βασιλιά στις Ελευθερές, στα
σύνορα μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, οι οποίες περιφρόνησαν ένα όραμα που τους
έστειλε ο θεός και τιμωρήθηκαν με βακχική μανία. Επίσης για τον Βούτη, τον
ετεροθαλή αδελφό του Λυκούργου, ο οποίος κυνήγησε τις μαινάδες του Διονύσου στη
Φθιώτιδα: γι’ αυτό το λόγο τρελάθηκε και ρίχτηκε μέσα σε ένα πηγάδι.
12
Είναι προφανείς οι ομοιότητες ανάμεσα σε όλες αυτές τις ιστορίες και στον μύθο
των Βακχών. Παντού είναι τα μέλη του βασιλικού οίκου, ο βασιλιάς ή οι κόρες του, που
αρνούνται τον Διόνυσο ή τον καταδιώκουν – έτσι και στις Βάκχες αντιδρούν στον
Διόνυσο τόσο ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας, όσο και οι κόρες του Κάδμου,
του προηγούμενου βασιλιά. Σημειώστε επίσης ότι πάντοτε οι κόρες του βασιλιά είναι
τρεις. Εκείνοι που πολεμούν τον Διόνυσο τιμωρούνται σε όλες τις ιστορίες με βακχική
μανία. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στις Βάκχες και στην ιστορία των Προιτίδων, η
μανία επεκτείνεται από τις θυγατέρες του βασιλιά σε όλες τις γυναίκες της πόλης. Ένα
άλλο κοινό στοιχείο στους μύθους αυτούς είναι η παιδοκτονία: οι αντίπαλοι του θεού,
μέσα στη μανία τους, σκοτώνουν τα παιδιά τους, όπως η Αγαύη σκοτώνει τον γιο της,
τον Πενθέα. Ενώ τόσο στις Βάκχες όσο και στην ιστορία του Λυκούργου ο ασεβής
βασιλιάς κομματιάζεται και κατασπαράσσεται πάνω στο βουνό. Τέτοιες ομοιότητες
δείχνουν ότι όλοι αυτοί οι μύθοι συνανήκουν στον ίδιο κύκλο και πιθανώς έχουν κοινή
προέλευση.
Ποια είναι όμως η προέλευσή τους, και πώς διαμορφώθηκαν; Παλαιότεροι
μελετητές, που ακολουθούσαν την λεγόμενη «Ιστορικιστική» σχολή ή προσέγγιση,
ερμήνευαν τους μύθους ως αντανάκλαση, στο πεδίο του φανταστικού και της
μυθοπλασίας, πραγματικών, ιστορικών γεγονότων που είχαν συμβεί σε μακρινό
παρελθόν. Έτσι, υπέθεταν ότι οι μύθοι αυτοί απηχούν πραγματικές συγκρούσεις, σε
διάφορους τόπους στην Ελλάδα, ανάμεσα στους πιστούς του Διονύσου, που ήθελαν να
εισάγουν τη νέα λατρεία, και στις τοπικές αρχές, τους βασιλείς ή τις μεγάλες
αριστοκρατικές οικογένειες που αντιδρούσαν. Αυτή η ιστορική ερμηνεία συναντά μια
δυσκολία – το γεγονός ότι η λατρεία του Διονύσου είναι πολύ παλιά στην Ελλάδα: το
όνομα «Διόνυσος» απαντά ήδη σε μια πινακίδα σε Γραμμική γραφή Β΄ από την Πύλο,
από τον 13ο αιώνα π.Χ. Αυτό θα σήμαινε ότι η εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου
στην Ελλάδα, οι τοπικές αντιδράσεις και οι συνακόλουθες συγκρούσεις θα πρέπει να
έλαβαν χώρα σε απίστευτα παλιά εποχή.
Γι’ αυτό και άλλοι μελετητές επικρίνουν την ιστορική προσέγγιση και
υποστηρίζουν ότι οι μύθοι δεν αντικατοπτρίζουν την εισαγωγή της λατρείας του
Διονύσου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτούς τους μελετητές, το ότι ο Διόνυσος
παρουσιάζεται ως ένας θεός που έρχεται απ’ έξω και προσπαθεί να επιβληθεί στην
Ελλάδα δεν αντανακλά την ξενική προέλευση της λατρείας του, αλλά έχει να κάνει με
την ίδια τη φύση του θεού. Ο Διόνυσος είναι ο «ερχόμενος» θεός, ο σωτήρας που
έρχεται για να φέρει την ανανέωση και την ελπίδα, γι’ αυτό και η μυθική φαντασία τον
εμφανίζει σαν θεό που έρχεται από αλλού. Επιπλέον, ο Διόνυσος εκπροσωπεί μη
προνομιούχες ή περιθωριακές ομάδες της κοινότητας, ομάδες που δεν έχουν μερίδιο
στην άσκηση της εξουσίας, όπως οι γυναίκες. Γι’ αυτό και ο μύθος τον παρουσιάζει ως
«περιθωριακό» και μη καθολικά αποδεκτό θεό, ως outsider και ξένο. Οι μύθοι για τις
συγκρούσεις ανάμεσα στους πιστούς του Διονύσου και στον βασιλικό οίκο
αντικατοπτρίζουν κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες μέσα στην
κοινότητα ή στην πόλη, π.χ. εντάσεις ανάμεσα στον ανδρικό και στον γυναικείο
πληθυσμό. Και δείχνουν πώς οι εντάσεις αυτές ξεπεράστηκαν με την αναγνώριση της
13
θρησκευτικής λατρείας των μη προνομιούχων και τη θέσπισή της μέσα στο πλαίσιο της
πόλης.
Αυτές οι θεωρίες είναι ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να επισημάνουμε ότι ο
Διόνυσος φαίνεται πραγματικά να είναι ένας «ξενικός» θεός, που ήλθε στην Ελλάδα από
έξω. Η Ελληνική παράδοση τον συνδέει σταθερά με την Ανατολή, με τη Λυδία και τη
Φρυγία, ή με τη Θράκη – στα οροπέδια της Θράκης κατοικούσαν όντως κατά την
αρχαιότητα λαοί που ήσαν φυλετικά και πολιτισμικά συγγενείς με εκείνους των
υψιπέδων της Ανατολίας. Πολλές λέξεις-κλειδιά της λατρείας του Διονύσου δεν είναι
Ελληνικές και φαίνεται να προέρχονται από Ανατολικές γλώσσες. Π.χ. Βάκχος, η
λατρευτική ονομασία του θεού και επίσης η ονομασία του πιστού που τον λατρεύει:
προέρχεται ίσως από μια Λυδική ρίζα baki-, ή κατ’ άλλους από μια Σημιτική ρίζα που
δηλώνει την ολολυγή και τον θρήνο. Ο Θύρσος, η ιερή ράβδος που κρατούν οι πιστοί
του θεού, πιθανώς σχετίζεται με την Ουγκαριτική λέξη tirsu, «μεθυστικό ποτό», ή με
την Χετιτική λέξη tuwarsa, «αμπέλι». Ο Διθύραμβος, το λατρευτικό άσμα του θεού,
επίσης δεν είναι Ελληνική λέξη. Και η ίδια η φύση της Διονυσιακής λατρείας, που
φέρνει τον πιστό σε έκσταση και ιερή μανία, τον κάνει να χάσει την προσωπική του
ταυτότητα και να ενωθεί με τον θεό, δεν φαίνεται να έχει το όμοιό της στις άλλες
εκδηλώσεις της Ελληνικής θρησκείας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι η λατρεία του
Διονύσου εισήχθη στην Ελλάδα από την Ανατολή, ίσως διαμέσου της Θράκης. Αυτό θα
μπορούσε να έχει συμβεί σε πολύ παλιά εποχή, πριν από τον 13 ο αιώνα π.Χ., οπότε
εμφανίζεται το όνομα Διόνυσος στις Μυκηναϊκές πινακίδες. Ή πάλι θα μπορούσε ο
Μυκηναϊκός Διόνυσος να είναι μια παλιότερη Ελληνική θεότητα, που αργότερα
συγκεράστηκε και ταυτίστηκε με έναν ξένο θεό ή με ξένες εκστατικές λατρευτικές
πρακτικές που εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Ανατολή. Σε κάθε περίπτωση, η
Διονυσιακή λατρεία, όπως την ξέρουμε στους ιστορικούς χρόνους, φαίνεται να είναι
επείσακτη στην Ελλάδα. Επομένως, ο μύθος των Βακχών και οι άλλες σχετικές ιστορίες
θα μπορούσαν να έχουν ένα μακρινό ιστορικό υπόβαθρο, και να αντικατοπτρίζουν
αντιδράσεις προς τη νέα λατρεία κατά την εποχή της εισαγωγής της στην Ελλάδα.
Εξάλλου, τέτοιες αντιδράσεις των εκπροσώπων της εξουσίας ενάντια στη λατρεία
του Διονύσου είναι γνωστές και από τους ιστορικούς χρόνους. Ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι τα Bacchanalia που καταπνίχθηκαν βίαια και αιματηρά στη Ρώμη το
186 π.Χ. Τα Bacchanalia ήσαν μυστικές οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Βάκχου,
του Διονύσου. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, που αφηγείται όλη την
ιστορία, οι Διονυσιακές τελετές εισήχθησαν από έναν Έλληνα πρώτα στην Ετρουρία,
και από εκεί μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου γνώρισαν μεγάλη διάδοση (ο Λίβιος κάνει
λόγο για πάνω από επτά χιλιάδες πιστούς). Ύστερα όμως από κάποιες καταγγελίες, η
Σύγκλητος αντέδρασε ενάντια σε αυτήν την «αιρετική» λατρεία: οι πιστοί των
Βακχαναλίων κατηγορήθηκαν ότι επιδίδονταν σε κάθε λογής ασέλγειες, ακολασίες και
αποτρόπαιες πράξεις στη διάρκεια των τελετών τους, ότι έκαναν ομαδικά ερωτικά
όργια, και ακόμη ότι τελούσαν ανθρωποθυσίες, ότι βασάνιζαν και σκότωναν ανθρώπους
ως μέρος των τελετών τους, και ότι συνωμοτούσαν για να καταστρέψουν την Ρώμη. Η
Σύγκλητος εξέδωσε ένα διάταγμα όπου απαγόρευε τα Bacchanalia, πολλοί πιστοί
14
συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν, και οι χώροι όπου συναντιόνταν για
να κάνουν τις τελετές τους κατεδαφίστηκαν ή καταστράφηκαν. Βέβαια, δεν ξέρουμε
πόσο βάσιμες ήσαν αυτές οι κατηγορίες: είναι πιθανό ότι γίνονταν ακολασίες στη
διάρκεια των οργιαστικών τελετών, και είναι επίσης ενδεχόμενο ότι διάφορα ύποπτα και
κακοποιά στοιχεία είχαν προσκολληθεί στη λατρεία και χρησιμοποιούσαν τα
Βακχανάλια ως προκάλυμμα για να επιδοθούν σε εγκληματικές πράξεις. Το ενδιαφέρον
πάντως είναι ότι εδώ έχουμε μιαν ιστορική περίπτωση βίαιης καταπολέμησης της
βακχικής λατρείας από την πολιτική εξουσία, που παρουσιάζει χαρακτηριστικές
ομοιότητες με την καταδίωξη του Διονύσου και των πιστών του, όπως την βλέπουμε
στους μύθους και στη λογοτεχνία. Π.χ. οι αρχές της Ρώμης κατηγόρησαν τους
Βακχαναλιστές για ακολασίες και ερωτικές ασέλγειες στις τελετές τους – και ο Πενθέας
στις Βάκχες υποστηρίζει ομοίως ότι οι μαιναδικές τελετές είναι ένα πρόσχημα για να
επιδοθούν οι γυναίκες σε ερωτικές ακολασίες. Η Σύγκλητος κατέστειλε βίαια και
αιματηρά τις τελετές, και ο Πενθέας παρόμοια σχεδιάζει να στείλει στρατό ενάντια στις
μαινάδες, για να τις σκοτώσει ή να τις αιχμαλωτίσει, κ.ο.κ.
Αξίζει να επισημάνουμε και μιαν άλλη ιστορική περίσταση που φαίνεται να
χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις ανάμεσα στους πιστούς του Διονύσου και στους
εκπροσώπους μιας παλιάς τάξης πραγμάτων, αυτή τη φορά στον Ελληνικό χώρο. Η
Διονυσιακή λατρεία ήταν, όπως είπαμε, πολύ παλιά στον Ελληνικό χώρο, φαίνεται όμως
ότι γνώρισε μια σημαντική καμπή στη μορφή και στην εξέλιξή της κατά την αρχαϊκή
εποχή, τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ.: τότε είναι που αναπτύσσεται ιδιαίτερα και επιβάλλεται
στις Ελληνικές πόλεις. Πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην καθιέρωσή της
έπαιξαν οι τύραννοι που κυβερνούσαν τις Ελληνικές πόλεις εκείνη την περίοδο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αρίων επινόησε και παρουσίασε για πρώτη φορά τον
διθύραμβο, το λατρευτικό χορικό άσμα του Διονύσου, στην Κόρινθο, επί τυραννίας του
Περιάνδρου: αυτό σημαίνει πιθανότατα ότι ο Περίανδρος θέσπισε Διονυσιακές εορτές
στην Κόρινθο, που περιλάμβαναν παραστάσεις διθυράμβων. Την ίδια περίπου εποχή, ο
τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης κατάργησε την παραδοσιακή τοπική λατρεία του
Αδράστου και την αντικατέστησε με μια λατρεία του Διονύσου. Λίγο αργότερα, ο
Πεισίστρατος στην Αθήνα αναδιοργάνωσε τα Διονύσια, τα κατέστησε μια σημαντική
εορτή για την πόλη, και εισήγαγε τις παραστάσεις του διθυράμβου και της τραγωδίας
(τότε εμφανίζεται, κατά την παράδοση, και ο Θέσπις, ο πατέρας της τραγωδίας). Οι
τύραννοι, λοιπόν, φαίνεται ότι συνέβαλαν σημαντικά στο να αναμορφωθεί η
Διονυσιακή λατρεία και να καθιερωθεί επίσημα στις Ελληνικές πόλεις. Οι τύραννοι
απέκτησαν κακό όνομα στη μεταγενέστερη παράδοση και έγιναν συνώνυμο της
αυταρχικής και αυθαίρετης εξουσίας. Στην αρχαϊκή εποχή όμως οι τύραννοι ήσαν
συνήθως άνδρες που κατέλαβαν την εξουσία με την υποστήριξη των χαμηλότερων
τάξεων του λαού, των εμπόρων, των τεχνιτών και των αγροτών, και καταπολέμησαν
τους παλιούς αριστοκράτες που κυβερνούσαν πρωτύτερα. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο
πρέπει να δούμε και την ενίσχυση της Διονυσιακής λατρείας από τους τυράννους: οι
τύραννοι εισήγαγαν και καθιέρωσαν μια νέα μορφή της Διονυσιακής λατρείας, μια
λαϊκή λατρεία, δημοφιλή στα μεσαία και κατώτερα στρώματα, ενάντια στις παλιές
15
παραδοσιακές λατρείες των αριστοκρατικών οικογενειών (ας θυμηθούμε αυτά που
είπαμε παραπάνω για τον Διόνυσο ως «δημοκρατικό» θεό, που δεν κάνει διακρίσεις
ανάμεσα σε προνομιούχους και μη, και αντιτίθεται στις παραδοσιακές ιεραρχίες).
Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι εκείνη την περίοδο, κατά τον 7 ο και 6ο αιώνα
π.Χ., θα σημειώθηκαν πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές της νέας
λαϊκής λατρείας και στους εκπροσώπους της παλιάς αριστοκρατικής τάξης –
συγκρούσεις που είχαν τόσο θρησκευτικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, καθώς
αντιπαρέθεταν όχι μόνο θρησκευτικές λατρείες αλλά και κοινωνικές τάξεις, την
ανερχόμενη δύναμη των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων ενάντια στην
παραδοσιακή αριστοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο ίσως αναπτύχθηκαν και οι μυθικές
ιστορίες για τις δυσκολίες και τους εχθρούς του Διονύσου. Φυσικά, κάποιες
τουλάχιστον από αυτές τις ιστορίες προϋπήρχαν (ο μύθος του Λυκούργου μνημονεύεται
ήδη στον Όμηρο), αλλά ίσως σε εκείνη την περίοδο οι ιστορίες αυτού του είδους
διαδόθηκαν και αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα.
Θεατρικοί πρόδρομοι των Βακχών. Ο μύθος πριν από τον Ευριπίδη. Οι Βάκχες
του Ευριπίδη είναι η μόνη τραγωδία γύρω από τον Διόνυσο που σώζεται σήμερα. Εκτός
όμως από αυτήν, είχαν γραφτεί και παρουσιαστεί στην αρχαιότητα και άλλες τραγωδίες
με θέματα παρμένα από τους μυθολογικούς κύκλους σχετικά με τον Διόνυσο. Κυρίως
δύο κύκλοι ιστοριών φαίνεται ότι ενέπνευσαν τους τραγικούς ποιητές: οι μύθοι γύρω
από τη γέννηση του Διονύσου (ιστορία της Σεμέλης, το κάψιμό της από τον κεραυνό
του Δία και η διάσωση του Διονύσου) και οι ιστορίες για την καταδίωξη του θεού από
τους εχθρούς του και για την τιμωρία των τελευταίων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν
η Σεμέλη κεραυνουμένη του Σπίνθαρου (τέλη του 5ου αι. π.Χ.), και ίσως οι Ὑδροφόροι
του Σοφοκλή, ενώ άλλες τραγωδίες με θέμα τη Σεμέλη γράφτηκαν κατά τον 4 ο αιώνα
(π.χ. η Σεμέλη του Καρκίνου). Στη δεύτερη κατηγορία, μαζί με τις Βάκχες του Ευριπίδη,
ανήκουν π.χ. οι Βάκχαι ἢ Πενθεύς του Ιοφώντα (του γιου του Σοφοκλή), και ίσως οι
Βάκχες του Ξενοκλή (415 π.Χ.), οι Βάκχες του Κλεοφώντα, και ο Διόνυσος του
Χαιρήμονα (4ος αιώνας). Από όλα αυτά τα έργα όμως μας ενδιαφέρουν εδώ μόνον οι
Διονυσιακές τραγωδίες που είχε παρουσιάσει ο Αισχύλος – κι αυτό διότι υπάρχουν
ενδείξεις ότι ο Ευριπίδης τις γνώριζε και είχε δανειστεί υλικό ή μοτίβα από αυτές ή είχε
χρησιμοποιήσει κάποια κομμάτια τους ως πρότυπο για σκηνές του δικού του έργου.
Ο Αισχύλος είχε παρουσιάσει μια τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό
δράμα) γύρω από τον μύθο του Λυκούργου, του βασιλιά των Ηδωνών στη Θράκη, ο
οποίος καταδίωξε τον Διόνυσο και τιμωρήθηκε για την ασέβειά του: Ηδωνοί, Βασσάραι
(ή Βασσαρίδες, ονομασία των μαινάδων της Θράκης), Νεανίσκοι, και το σατυρικό δράμα
Λυκούργος. Από το όνομα του κεντρικού ήρωα η τετραλογία ονομάστηκε Λυκούργεια
(πβ. Ορέστεια). Από αυτήν την τετραλογία σώζονται σήμερα μόνον αποσπάσματα, αλλά
έστω και το λίγο υλικό που έχουμε δείχνει ότι ο Ευριπίδης πρέπει να γνώριζε τα έργα
του Αισχύλου και να μιμήθηκε κάποια μοτίβα ή σκηνές. Σημειώστε π.χ. τις ακόλουθες
ομοιότητες:

16
α) Στους Ηδωνούς, το πρώτο έργο της τετραλογίας, ο Λυκούργος συλλάμβανε τον
Διόνυσο, προφανώς χωρίς να γνωρίζει την θεϊκή ταυτότητά του, τον ρωτούσε από πού
κατάγεται και τον περιγελούσε για τη θηλυπρεπή εμφάνισή του. Το ίδιο κάνει και ο
Πενθέας στις Βάκχες – συλλαμβάνει και ανακρίνει τον Διόνυσο, χωρίς να ξέρει ότι είναι
ο θεός, και τον περιγελά για τη γυναικωτή εμφάνισή του, τα περιποιημένα του μαλλιά
και το λευκό του δέρμα. Ίσως όλη η σκηνή της πρώτης συνάντησης ανάμεσα στον
Πενθέα και στον Διόνυσο στις Βάκχες (451-518) είχε ως πρότυπο μιαν αντίστοιχη
σκηνή στους Ηδωνούς του Αισχύλου.
β) Σε κάποιο έργο της τετραλογίας υπήρχε μια θεϊκή επιφάνεια του Διονύσου, η οποία
συνοδευόταν από σεισμό και συντάραζε το παλάτι του Λυκούργου. Παρόμοια στις
Βάκχες ο Διόνυσος ελευθερώνεται από τους στάβλους, όπου τον έχει φυλακίσει ο
Πενθέας, με έναν σεισμό που συνταράζει το παλάτι.
γ) Πιθανότατα στον Αισχύλο ο Λυκούργος αιχμαλώτιζε τις μαινάδες του Διονύσου, οι
οποίες όμως ελευθερώνονταν ξαφνικά με θαυμαστό τρόπο, χάρη στην παρέμβαση του
θεού. Το ίδιο συμβαίνει στις Βάκχες: ο Πενθέας έχει συλλάβει μερικές από τις Θηβαίες
γυναίκες που βάκχευαν και τις έχει κλείσει στη φυλακή (226-7)· μετά από λίγο όμως
έρχεται ένας δούλος και του αναγγέλλει ότι αυτές ελευθερώθηκαν με θαυμαστό τρόπο
(αυτόματα λύθηκαν τα δεσμά τους και άνοιξαν οι πόρτες της φυλακής). Ίσως λοιπόν και
αυτό το μοτίβο να είναι παρμένο από τον Αισχύλο.
Σώζονται επίσης τίτλοι και αποσπάσματα από άλλα έργα του Αισχύλου για τον
Διόνυσο: ίσως ο Αισχύλος είχε γράψει άλλη μια τετραλογία γύρω από τον Διόνυσο και
τη σχέση του με τη Θήβα. ΟΙ τραγωδίες Σεμέλη, Ξάντριαι και Πενθεύς ήταν πιθανότατα
οι τρεις τραγωδίες της τετραλογίας. Η Σεμέλη πραγματευόταν τη μυστηριώδη
εγκυμοσύνη της Σεμέλης, τον θάνατό της και τη γέννηση του Διονύσου. Στις Ξάντριες,
το δεύτερο έργο, εμφανιζόταν η Ήρα, μεταμφιεσμένη σε περιπλανώμενη ιέρεια, με
σκοπό να συκοφαντήσει την Σεμέλη, να σπείρει αμφιβολίες για τη σχέση της με τον Δία
και να ξεσηκώσει αντιδράσεις εναντίον του Διονύσου· όμως ο χορός των γυναικών του
έργου υπεράσπιζε τη Σεμέλη. Τέλος το τρίτο έργο, ο Πενθεύς, πρέπει να είχε το ίδιο
περίπου θέμα με τις Βάκχες του Ευριπίδη: την αντίσταση του Πενθέα ενάντια στο
Διόνυσο και την τιμωρία του από τον θεό. Και οι τρεις τραγωδίες, λοιπόν,
επικεντρώνονταν στην ιστορία του θεού στη Θήβα, από τη θαυμαστή γέννησή του εκεί
ως την τελική επιστροφή του στην πόλη και την εγκαθίδρυση της λατρείας του. Δεν
ξέρουμε όμως πολλά για το περιεχόμενό τους, και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε εάν ο
Ευριπίδης άντλησε στοιχεία ή υλικό από αυτές.
Σε κάθε περίπτωση, ο μύθος για τον Πενθέα, την αντίδρασή του ενάντια στον
Διόνυσο και τον φόνο του από τις μαινάδες υπήρχε πριν από τον Ευριπίδη. Αυτό το
συμπεραίνουμε όχι μόνο από τον Αισχύλο και τους άλλους δραματουργούς, που τον
πραγματεύτηκαν, αλλά και από την αγγειογραφία: έχουν βρεθεί αρκετά αγγεία, που
χρονολογούνται πριν από την εποχή της παράστασης των Βακχών (τέλη του 5ου αι. π.Χ.)
και εικονίζουν σκηνές από την ιστορία του Πενθέα. Η πλέον δημοφιλής σκηνή είναι ο
θάνατος του Πενθέα, ο σπαραγμός του από τις μαινάδες: σε έναν ψυκτήρα που
ζωγραφίστηκε γύρω στο 520 π.Χ. βλέπουμε δυο μαινάδες να κομματιάζουν τον Πενθέα.
17
Σε άλλα αγγεία, από τα τέλη του 6 ου και τις αρχές του 5 ου αιώνα, βλέπουμε τις μαινάδες
να κουβαλούν τα κομμάτια του Πενθέα (πβ. τη φρικιαστική λεπτομέρεια στον Ευριπίδη,
όπου οι μαινάδες παίζουν με τα κομμάτια του). Και σε μια κύλικα που χρονολογείται
γύρω στο 430-420 π.Χ. βλέπουμε μια μαινάδα να κρατά το κεφάλι του Πενθέα.
Επομένως ο φρικτός θάνατος του Πενθέα στα χέρια των μαινάδων ήταν παραδοσιακό
στοιχείο του μύθου ήδη από παλιά, δεν επινοήθηκε από τον Ευριπίδη. Ένα μόνο πράγμα
δεν γνωρίζουμε: εάν ήδη πριν από τον Ευριπίδη ο μύθος παρουσίαζε ειδικά την Αγαύη,
τη μητέρα του Πενθέα, να σκοτώνει τον γιο της. Σε καμία από τις αγγειογραφίες που
παριστάνουν τον Πενθέα με τις μαινάδες δεν βλέπουμε να ονομάζεται κάποια από τις
μαινάδες Αγαύη. Αντίθετα, στον ψυκτήρα του 520 π.Χ., η μια από τις μαινάδες που
κομματιάζουν τον Πενθέα ονομάζεται Γαλήνη (το όνομα της άλλης δεν έχει σωθεί).
Αυτό έκανε ορισμένους μελετητές να υποθέσουν ότι η συμμετοχή της Αγαύης στην
ομάδα των μαινάδων που σκοτώνουν τον Πενθέα είναι επινόηση του Ευριπίδη: ο
Ευριπίδης πρώτος έβαλε την μητέρα να συμμετέχει στον άγριο διαμελισμό του γιου, για
να αυξήσει την τραγική ένταση και το πάθος. Αυτό όμως είναι απλώς μια υπόθεση: το
ότι πουθενά στα αγγεία δεν βρίσκουμε το όνομα της Αγαύης μπορεί να είναι απλώς μια
σύμπτωση – εξάλλου σε πολλά αγγεία οι μορφές των μαινάδων μένουν ανώνυμες.
Μια σειρά από άλλα αγγεία, που χρονολογούνται στα τέλη του 5 ου αιώνα (είναι
δηλ. περίπου σύγχρονα με την παράσταση των Βακχών του Ευριπίδη) δείχνουν μια
παραλλαγή της ιστορίας κάπως διαφορετική από αυτήν που παρουσιάζει ο Ευριπίδης.
Στον Ευριπίδη ο Πενθέας πηγαίνει, ντυμένος γυναίκα, να κατασκοπεύσει κρυφά τις
μαινάδες, καθοδηγούμενος από τον Διόνυσο. Αντίθετα, στα αγγεία ο Πενθέας
παριστάνεται να πλησιάζει πολεμά ενάντια στις μαινάδες με όπλα. Αυτά τα αγγεία,
λοιπόν, παραπέμπουν σε μια παραλλαγή της ιστορίας, όπου ο Πενθέας πηγαίνει να
αντιμετωπίσει ανοιχτά τις μαινάδες, οπλισμένος, και έτσι βρίσκει τον θάνατο στα χέρια
τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι και ο ίδιος ο Ευριπίδης στις Βάκχες φαίνεται να γνωρίζει
και να παραπέμπει σε αυτήν την παραλλαγή, μολονότι τελικά δεν την ακολουθεί. Ήδη
από την αρχή του έργου (50-52) ο Διόνυσος ανησυχεί μήπως οι Θηβαίοι πάρουν τα
όπλα και κινήσουν εναντίον των μαινάδων – στην περίπτωση αυτή ο Διόνυσος είναι
αποφασισμένος να πολεμήσει στο πλευρό των γυναικών και να τις υπερασπίσει.
Αργότερα, ο Πενθέας σχεδιάζει να συγκεντρώσει τον στρατό του και να εκστρατεύσει
ενάντια στις μαινάδες, και δίνει διαταγή να μαζευτούν όλοι οι άνδρες του με τις ασπίδες,
τα τόξα, τα όπλα και τα άλογά τους (780 κ.εξ.). Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ενώ ο
Πενθέας ετοιμάζεται να επιτεθεί με τα όπλα στις μαινάδες, ο Διόνυσος παρεμβαίνει και
του εξάπτει τον πόθο να δει τις τελετές των μαινάδων πάνω στο βουνό. Έτσι η πλοκή
αλλάζει πορεία και το σχέδιο για ένοπλη επίθεση εγκαταλείπεται.
Τί συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε από αυτά; Προφανώς πριν από τον
Ευριπίδη υπήρχε μια γνωστή και διαδεδομένη εκδοχή της ιστορίας, όπου ο Πενθέας
εκστράτευε με τα όπλα ενάντια στις μαινάδες. Ίσως αυτήν την εκδοχή την είχαν
ακολουθήσει προγενέστεροι δραματουργοί: π.χ. ο Αισχύλος στον Πενθέα ή ο Ξενοκλής
στις Βάκχες του, που είχαν παρασταθεί το 415 π.Χ. Πάντως το κοινό του Ευριπίδη
γνώριζε αυτήν την παραλλαγή. Ο Ευριπίδης, δεν σκοπεύει να την ακολουθήσει, αλλά
18
την περιλαμβάνει στο έργο του ως σχέδιο που τελικά δεν πραγματοποιείται, για να
παίξει με τις προσδοκίες του κοινού. Δείχνει τον Πενθέα να σχεδιάζει να επιτεθεί με τα
όπλα στις μαινάδες, οπότε οι θεατές νομίζουν ότι ο Ευριπίδης θα ακολουθήσει τη
γνωστή τους εκδοχή του μύθου, την εκδοχή που ξέρουν από προηγούμενες τραγωδίες
και που ζωγραφιζόταν πάνω στα αγγεία. Και πάνω που έχουν σχηματίσει αυτές τις
προσδοκίες, ο Ευριπίδης ξαφνικά ανατρέπει την πλοκή του έργου και δείχνει τον
Πενθέα να ακολουθεί ένα εντελώς διαφορετικό σχέδιο. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί
μιαν έντονη έκπληξη στους θεατές, και έτσι κεντρίζει και κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον
τους για τις σκηνές που θα ακολουθήσουν. Ο Ευριπίδης ήταν μάστορας της δραματικής
τέχνης, ήξερε, όταν ήθελε, να κατασκευάζει άριστες πλοκές, και γνώριζε ότι η ανατροπή
των προσδοκιών και η δραματική έκπληξη, στα κατάλληλα σημεία, είναι ο
ασφαλέστερος τρόπος για να στήσει ένα συναρπαστικό θέαμα και να καθηλώσει τους
θεατές.
Ιστορικές συνθήκες: η λατρεία των ξενικών θεών στην Αθήνα του 5 ου αιώνα. Το
ότι ο Ευριπίδης επέλεξε να γράψει ένα έργο για τον Διόνυσο και τη βακχική λατρεία του
ίσως να οφείλεται, ως ένα βαθμό, σε εμπειρίες που δοκίμασε στη Μακεδονία. Είδαμε
ότι και στην Αθήνα υπήρχαν μαιναδικές τελετές εκστατικού τύπου, είχαν όμως πολύ
περιορισμένη θέση στην επίσημη Διονυσιακή λατρεία της πόλης. Στη Μακεδονία όμως,
σε αυτήν την απομονωμένη περιοχή του Βορρά, μακριά από τα μεγάλα κέντρα του
Ελληνικού πολιτισμού, είναι πιθανό ότι ήσαν ζωντανές ακόμη κατά την εποχή του
Ευριπίδη πολύ πιο πρωτόγονες και άγριες μορφές της Διονυσιακής λατρείας. Ο
Πλούταρχος, στον Βίο του Αλεξάνδρου (κεφ. 2), μας πληροφορεί ότι στη Μακεδονία,
ακόμη και τον 4ο αιώνα π.Χ., την εποχή της γέννησης του Αλεξάνδρου, οι γυναίκες
επιδίδονταν σε άγριες μορφές βακχικής λατρείας, μιμούμενες τις βάρβαρες γυναίκες της
Θράκης και τις πρωτόγονες τελετές τους: χρησιμοποιούσαν μάλιστα και φίδια σε αυτές
τις τελετές, τα οποία κουλουριάζονταν πάνω στα κεφάλια των γυναικών ή γύρω από
τους θύρσους τους, δίνοντας στο όλο θέαμα μιαν άγρια και τρομερή όψη. Με παρόμοιο
τρόπο περιγράφει ο Ευριπίδης τις μαινάδες: φορούν στο κεφάλι τους στεφάνια πλεγμένα
από φίδια, τα οποία πέφτουν στους ώμους τους ή γλύφουν τα μάγουλά τους. Είναι
λοιπόν πιθανό ότι στη Μακεδονία ο Ευριπίδης είδε τέτοια θεάματα, είδε άγριες και
πρωτόγονες μορφές Διονυσιακής λατρείας, τις οποίες δεν θα μπορούσε να έχει δει στην
Αθήνα. Ίσως αυτά τα θεάματα τον παρακίνησαν να γράψει ένα έργο για τον Διόνυσο:
σίγουρα τον τροφοδότησαν με αρκετές εικόνες και στοιχεία που χρησιμοποίησε για την
απεικόνιση των μαινάδων και των άγριων τελετών τους στο έργο του.
Όμως η έμπνευση και το κίνητρο για τη συγγραφή των Βακχών μπορεί να
προήλθαν και από την Αθηναϊκή πραγματικότητα, από επίκαιρα προβλήματα της
Αθήνας. Ο Ευριπίδης μπορεί να είχε ξενιτευτεί από την πόλη του, αλλά δεν είχε ξεφύγει
από αυτήν: η πόλη τον ακολουθούσε, και η κατάσταση και τα προβλήματά της
εξακολουθούσαν, όπως φαίνεται, να τον απασχολούν και να δίνουν τροφή στο έργο του.
Στην Αθήνα η λατρεία του Διονύσου είχε καθιερωθεί, όπως είπαμε, ως επίσημη λατρεία
της πόλης. Όμως ακριβώς στα τελευταία χρόνια του 5 ου αιώνα, στα χρόνια του
Πελοποννησιακού πολέμου, παρατηρείται το φαινόμενο της εισαγωγής διάφορων ξένων
19
θεοτήτων και λατρειών στην Αθήνα. Πρόκειται ως επί το πλείστον για θεότητες που
προέρχονται από την Ανατολή ή από τον Βορρά (τη Θράκη), και έχουν λατρεία
εκστατικού και οργιαστικού τύπου, με μυστήρια και τελετές όπου οι πιστοί πέφτουν σε
έκσταση. Τέτοιες θεότητες ήσαν η Κυβέλη, η Μεγάλη Μητέρα των θεών, ο Άττις και ο
Άδωνις, που προέρχονταν από την Ανατολή, η Βενδίς και η Κότυς (ή Κοτυττώ), που
προέρχονταν από τη Θράκη, και ο Σαβάζιος, ένας Θρακο-Φρυγικός θεός, που συγγένευε
αρκετά με τον Διόνυσο. Ιδίως ο Σαβάζιος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον: ήταν ένα
είδος Ανατολικού, μη εξελληνισμένου Διονύσου, και η λατρεία του είχε διατηρήσει κάτι
από τον πρωτόγονο χαρακτήρα και τις παράξενες τελετές που είχαν χαθεί από την
Αττική λατρεία του Διονύσου. Διάφοροι συγγραφείς, όπως ο Αριστοφάνης και αργότερα
ο Δημοσθένης, μας δίνουν πληροφορίες για τις τελετές του: οι πιστοί του φορούσαν
δέρματα ελαφιών, χόρευαν και τραγουδούσαν στο ρυθμό των τυμπάνων, και κουνούσαν
φίδια πάνω από τα κεφάλια τους – ακριβώς όπως και οι μαινάδες του Διονύσου στις
Βάκχες.
Η επιτυχία τέτοιων λατρειών εκστατικού τύπου στην Αθήνα της εποχής ίσως
οφείλεται στην αγωνία και στις αναστατώσεις που έφερε ο Πελοποννησιακός πόλεμος.
Λατρείες τέτοιου είδους ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε ταραγμένες εποχές: με την έκσταση
και τα μυστήριά τους προσφέρουν ένα είδος φυγής, παρηγοριάς και λύτρωσης από την
αγωνία και την αβεβαιότητα της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, η εισαγωγή τους στην
Αθήνα και η διάδοσή τους μεταξύ του πληθυσμού προξενούσε έντονες αντιδράσεις:
προφανώς οι υποστηρικτές της θρησκευτικής συντήρησης και της παραδοσιακής τάξης
φοβούνταν ότι οι ξένες λατρείες θα μπορούσαν να διαβρώσουν την καθιερωμένη
θρησκεία της πόλης, και ακόμη να υπονομεύσουν την ιδεολογική, θρησκευτική και
πολιτική συνοχή της Αθήνας. Ίχνη της έντονης αντίδρασης ενάντια στις ξένες θεότητες
διακρίνουμε και στην λογοτεχνία και σε κάποια γεγονότα της Αθηναϊκής ιστορίας, στα
τέλη του 5ου και στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Οι κωμικοί ποιητές στα τέλη του 5 ου αιώνα
σατιρίζουν συχνά τους νέους, ξένους θεούς στις κωμωδίες τους. Ο Αριστοφάνης έγραψε
μια κωμωδία, με τίτλο Ώρες, όπου ο Σαβάζιος και άλλοι ξένοι θεοί περνούσαν από δίκη
και καταδικάζονταν να εξοριστούν από την Αθήνα. Τον 4 ο αιώνα ο Δημοσθένης, στον
λόγο του Περί του στεφάνου, προσπαθεί να αμαυρώσει τον χαρακτήρα του αντιπάλου
του μιλώντας επικριτικά για τη συμμετοχή του στη λατρεία του Σαβάζιου. Ο Πλάτων
στους Νόμους υποστηρίζει ότι πρέπει να απαγορευτούν με αυστηρές ποινές όλες οι
οργιαστικές λατρείες που δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη θρησκεία της πόλης. Η
εταίρα Φρύνη κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε έναν νέο θεό, τον Ισοδαίτη, και ότι
συγκροτούσε λατρευτικούς θιάσους χωρίς επίσημη άδεια· με αυτές τις κατηγορίες
πέρασε από δίκη, και κατόρθωσε να γλυτώσει, κατά την παράδοση, μόνον χάρη στην
δικανική επιδεξιότητα του συνηγόρου της, του Υπερείδη. Νωρίτερα, ο Σωκράτης δεν
είχε σταθεί τόσο τυχερός: το 399 π.Χ., μόλις λίγα χρόνια μετά την παράσταση των
Βακχών, ο Σωκράτης δικάστηκε με την κατηγορία ότι διαφθείρει τους νέους και
προσπαθεί να εισαγάγει καινούργιους θεούς (καινὰ δαιμόνια εἰσάγων) και
καταδικάστηκε σε θάνατο με κώνειο.

20
Όλα αυτά δείχνουν πόσο έντονη ήταν η αντίδραση της Αθηναϊκής κοινωνίας και
της Αθηναϊκής εξουσίας ενάντια στις νέες Ανατολικές εκστατικές λατρείες. Παρά τις
αντιδράσεις όμως, οι πιο πολλές από τις λατρείες αυτές δεν καταπνίχτηκαν, αλλά
εξακολούθησαν να προσελκύουν πιστούς και να εξασκούνται, ίσως διότι
ανταποκρίνονταν σε μια πραγματική ψυχολογική ανάγκη των ανθρώπων. Μπορούμε να
φανταστούμε τις εντάσεις και τις διαμάχες που θα είχε προκαλέσει αυτό το ζήτημα στην
Αθήνα της εποχής του Ευριπίδη. Αυτές οι εντάσεις πιθανότατα ώθησαν τον ποιητή να
πραγματευτεί τον μύθο του Πενθέα, που είχε ένα παρόμοιο θέμα, την εισαγωγή μιας
νέας εκστατικής λατρείας από την Ανατολή σε μιαν Ελληνική πόλη και τις αντιδράσεις
που αυτή προκαλεί. Στις Βάκχες, λοιπόν, αντανακλάται η θρησκευτική πραγματικότητα
της Αθήνας στην εποχή του ποιητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευριπίδης συνδέει στην
τραγωδία του τον Διόνυσο με την Κυβέλη, την μεγάλη θεά της Ανατολίας, που ήταν μία
από τις ξένες θεότητες που εισήχθησαν στην Αθήνα τον 5ο αιώνα.
Συνολική ερμηνεία των Βακχών. Η θέση τους στο έργο του Ευριπίδη. Τί είναι
τελικά οι Βάκχες, και τί ήθελε να πει ο Ευριπίδης όταν τις έγραφε; Διάφορες απαντήσεις
έχουν δοθεί κατά καιρούς σε αυτό το ερώτημα. Κάποιοι μελετητές, ιδίως σε παλιότερες
εποχές, είδαν τις Βάκχες σαν ένα είδος μετάνοιας ή παλινωδίας του Ευριπίδη. Σε πολλά
έργα του ο Ευριπίδης αμφισβητούσε τους παραδοσιακούς μύθους, τις πράξεις των θεών
και την καθιερωμένη θρησκεία, γι’ αυτό και είχε αποκτήσει τη φήμη ότι ήταν
αμφισβητίας, ορθολογιστής, ακόμη και άθεος (οι κωμικοί ποιητές, όπως ο Αριστοφάνης,
τον αποκαλούν ρητά «άθεο»). Έτσι, όταν στο τελευταίο του ολοκληρωμένο έργο
εμφανίζεται να εκθέτει τη δύναμη του θεού Διονύσου και τη φρικτή τιμωρία εκείνων
που αντιστέκονται ή προσβάλλουν τον θεό, αυτό ερμηνεύθηκε ως δήλωση
θρησκευτικής μεταστροφής και μετάνοιας: πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ο
Ευριπίδης θα αισθάνθηκε ένα μεταφυσικό φόβο, που τον έκανε να στραφεί πάλι προς το
θείο και να γίνει ευσεβής· και έγραψε τις Βάκχες για να δείξει ότι δεν ήταν άθεος και να
αντικρούσει τις κατηγορίες των κωμικών. Τα λόγια που λέει ο Κάδμος στο φοβερό
φινάλε του έργου, κρατώντας το διαμελισμένο κουφάρι του Πενθέα (1325-6: «αν
κάποιος περιφρονεί τους θεούς, ας δει τούτον εδώ τον θάνατο κι ας πιστέψει»),
εκλήφθηκαν ως ομολογία και τελική υποθήκη του ίδιου του ποιητή.
Άλλοι μελετητές υποστήριξαν ακριβώς την αντίθετη άποψη: ότι δηλ. σκοπός του
Ευριπίδη και σε αυτό το έργο ήταν να αμφισβητήσει για μιαν ακόμη φορά τους θεούς.
Παρατήρησαν λ.χ. ότι τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις Βάκχες να ασπάζονται τον
Διόνυσο, όπως ο Κάδμος και ο Τειρεσίας, είναι αδύναμοι χαρακτήρες· και ακόμη ότι ο
Διόνυσος εμφανίζεται ως απίστευτα σκληρός και άδικος θεός, τιμωρεί με ανελέητη
αυστηρότητα, και χτυπά όχι μόνο τους εχθρούς του αλλά ακόμη και εκείνους που τον
υποστήριζαν, όπως ο Κάδμος. Και έτσι συμπέραναν ότι ο Ευριπίδης είχε σκοπό να
εκθέσει τον φανατισμό και τη θρησκοληψία των πιστών και να επικρίνει τα δεινά και τις
συμφορές που φέρνει η θρησκεία.
Στις μέρες μας, βέβαια, καμιά από τις δύο αυτές θεωρίες δεν γίνεται πια δεκτή:
και οι δύο είναι υπερβολικά μονομερείς και απλοϊκές, λαμβάνουν υπόψη μόνον μερικά
στοιχεία ή πλευρές του έργου και αγνοούν άλλες. Οι Βάκχες δεν είναι ένα έργο
21
απομονωμένο ή δίχως ταίρι μέσα στη δραματουργία του Ευριπίδη. Πρώτα-πρώτα πρέπει
να επισημάνουμε ότι ο Ευριπίδης ενδιαφερόταν από παλιότερα για τις μυστηριακές και
εκστατικές λατρείες: στην Ελένη, που παρουσιάστηκε το 412, περιλαμβάνεται ένα
χορικό που αναφέρεται στα μυστήρια της Μητέρας θεάς («Μήτηρ» την ονομάζει το
κείμενο), μιας θεάς που συνδυάζει στοιχεία από την Δήμητρα και από την Κυβέλη (ενώ
με αυτά συμπλέκονται και μοτίβα από τη βακχική λατρεία). Στους Κρήτες, ένα
παλιότερο έργο που παρουσιάστηκε γύρω στα 430, υπήρχε ένας χορός Μυστών, δηλ.
μυημένων στα μυστήρια του Ιδαίου Δία, του Ζαγρέα (χθόνια θεότητα, που ταυτιζόταν
συχνά με τον Διόνυσο) και της Μητέρας θεάς. Στην Αντιόπη, που παρουσιάστηκε γύρω
στο 415, υπήρχε ένας βοηθητικός χορός από μαινάδες. Οι Βάκχες, λοιπόν, φαίνεται να
αποτελούν την κορύφωση αυτού του μακρόχρονου ενδιαφέροντος.
Έπειτα, ανάμεσα στις σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη υπάρχουν και άλλες,
που η θεματολογία τους μοιάζει με εκείνη των Βακχών. Ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι ο Ιππόλυτος, που παρουσιάστηκε το 428, πάνω από 20 χρόνια πριν
από την συγγραφή των Βακχών. Ο κεντρικός ήρωας αυτής της τραγωδίας, ο Ιππόλυτος,
ο γιος του Θησέα και της αμαζόνας Ιππολύτης, παρουσιάζεται σαν ένας αγνός νέος, που
απεχθάνεται την Αφροδίτη και αρνείται τόσο τον έρωτα όσο και τη λατρεία της θεάς.
Αυτό εξοργίζει την Αφροδίτη, η οποία καταγίνεται να τον καταστρέψει: η θεά κάνει την
Φαίδρα, την τωρινή γυναίκα του Θησέα, να ερωτευθεί τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος
πληροφορείται τον έρωτα της Φαίδρας και την απορρίπτει με περιφρόνηση· τότε η
Φαίδρα αυτοκτονεί, αλλά αφήνει πίσω της ένα μήνυμα όπου κατηγορεί τον Ιππόλυτο ότι
δήθεν της έκανε ανήθικες προτάσεις. Ο Θησέας πιστεύει τη συκοφαντία, καταριέται τον
γιο του, και η κατάρα πιάνει – ο Ιππόλυτος τσακίζεται πέφτοντας από το άρμα του, όταν
αφηνιάζουν τα άλογά του. Ο Ιππόλυτος είναι ένα πρόσωπο με αρκετές ομοιότητες προς
τον Πενθέα: και οι δύο αρνούνται τη λατρεία ενός θεού, που αποτελεί συγχρόνως και
μια κοσμική δύναμη, και μαζί με αυτήν αρνούνται να ικανοποιήσουν επιθυμίες που
ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Και οι δύο είναι απόλυτοι στην άρνησή τους,
βέβαιοι ότι έχουν δίκιο. Και οι δύο είναι πουριτανοί: ο Ιππόλυτος αρνείται τον έρωτα,
και ο Πενθέας εξαγριώνεται στη σκέψη ότι οι γυναίκες της Θήβας χρησιμοποιούν τις
Διονυσιακές τελετές ως πρόσχημα για να επιδοθούν σε ερωτικές πράξεις. Και οι δύο
τέλος τιμωρούνται και καταστρέφονται από τους θεούς τους οποίους περιφρονούσαν.
Εκείνο που ξεχωρίζει τον Πενθέα από τον Ιππόλυτο είναι ότι ο Πενθέας έχει μέσα του
καταπιεσμένους και απωθημένους πόθους – στην πραγματικότητα ποθεί εκείνο το οποίο
αρνείται, αλλά απωθεί τις επιθυμίες του και τις μεταβάλλει σε αρνητικές και
καταστρεπτικές δυνάμεις (ενώ στον Ιππόλυτο δεν διακρίνουμε κάτι τέτοιο). Αυτή η
εσωτερική αντίφαση του Πενθέα, το ότι ταυτόχρονα ποθεί και σιχαίνεται το
«Διονυσιακό» κομμάτι του εαυτού του, τον καθιστά χαρακτήρα πιο σύνθετο και
περίπλοκο από τον Ιππόλυτο – ο Πενθέας είναι, θα λέγαμε, ένας εξελιγμένος και
ξαναδουλεμένος Ιππόλυτος, με μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος. Όμως το βασικό σχήμα,
πάνω στο οποίο στηρίζεται η πλοκή των δύο τραγωδιών, είναι το ίδιο. Έτσι, με τις
Βάκχες ο Ευριπίδης ουσιαστικά επιστρέφει, πιο ώριμος και από κάπως διαφορετική
σκοπιά, σε μια θεματική που τον είχε απασχολήσει ήδη πολύ πρωτύτερα.
22
Εκείνο που πρέπει να έχουμε κατά νουν για να ερμηνεύσουμε σωστά τις Βάκχες
είναι ότι ο Ευριπίδης δεν έχει σκοπό να υποστηρίξει μια θέση: οι Βάκχες δεν είναι
ιδεολογικό μανιφέστο αλλά δράμα, δεν επιχειρούν να εκφράσουν μιαν άποψη αλλά να
δραματοποιήσουν μια τραγική σύγκρουση. Δεν έχει νόημα να ρωτάμε εάν ο Ευριπίδης
είναι υπέρ ή εναντίον του Διονύσου, όπως δεν θα είχε νόημα να ρωτήσουμε στον
Ιππόλυτο εάν ο ποιητής είναι υπέρ ή εναντίον της Αφροδίτης, δηλ. υπέρ ή εναντίον του
ερωτικού πόθου. Το Διονυσιακό στοιχείο δεν είναι κάτι απέναντι στο οποίο μπορεί
κανείς να πάρει μια θέση – είναι κάτι που υπάρχει, και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε
την ύπαρξή του. Αν θέλει να δείξει κάτι ο ποιητής είναι αυτό: ο Διόνυσος υπάρχει, και η
άρνησή του μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες. Ο Διόνυσος, όπως είπαμε από την
αρχή, εκπροσωπεί μιαν ευρύτερη φυσική δύναμη, είναι η ζωτική δύναμη και ορμή που
υπάρχει στη φύση και στον άνθρωπο, και παράλληλα ο χορηγός μιας λυτρωτικής
εκστατικής εμπειρίας. Το ανθρώπινο πνεύμα έχει ανάγκη αυτήν τη Διονυσιακή εμπειρία,
έχει ανάγκη περιοδικά το οργιαστικό ξέσπασμα και την φυγή από τους φραγμούς της
ορθολογιστικής οπτικής: σε εκείνους που την αποδέχονται και αφήνονται σε αυτήν, η
Διονυσιακή εμπειρία μπορεί να χαρίσει μια λυτρωτική γαλήνη και να γίνει πηγή
πνευματικής δύναμης και ευδαιμονίας. Αντίθετα, εκείνοι που αρνούνται και καταπιέζουν
αυτήν την ορμή, την μετατρέπουν σε απωθημένη αρνητική δύναμη, με καταστρεπτικές
δυνατότητες: η καταπιεσμένη ορμή μπορεί ξαφνικά να ξεσπάσει, ξεφεύγοντας από τον
έλεγχό τους, και να τους οδηγήσει στην πραγματική τρέλα και στον όλεθρο. Ο Διόνυσος
είναι αυτό που τον κάνει ο καθένας: η Διονυσιακή ορμή μπορεί να είναι ευεργετική ή
καταστρεπτική ανάλογα με το πώς την χειριζόμαστε.
Ο Ηρόδοτος διηγείται μιαν Αιγυπτιακή ιστορία για τον φαραώ Άμασι: όταν έγινε
βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Άμασις εργαζόταν και διαχειριζόταν τις υποθέσεις του
κράτους μέχρι το απόγευμα, μετά όμως, το βράδυ, άφηνε κατά μέρος τη δουλειά και
έπινε και διασκέδαζε με τους συντρόφους του. Κάποιοι αυλικοί παρατήρησαν στον
φαραώ ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν ανεύθυνη και ανάρμοστη για έναν βασιλιά, που
είχε ολόκληρη χώρα να κυβερνήσει. Τότε ο Άμασις τους αποκρίθηκε: «Ένα τόξο, εάν το
κρατάς διαρκώς τεντωμένο, στο τέλος θα σπάσει.» Αυτή η μικρή θυμόσοφη ιστορία
περικλείει ένα μήνυμα πολύ συγγενικό με εκείνο των Βακχών: ο κατεστραμμένος
Πενθέας είναι κι αυτός ένα τόξο που έσπασε.
Ακριβώς επειδή ο Διόνυσος αντιπροσωπεύει στην ουσία την ζωτική ορμή της
φύσης, γι’ αυτό δεν εμπίπτει στους κανόνες της ανθρώπινης ηθικής. Ως φυσική δύναμη,
ο Διόνυσος βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από την ανθρώπινη ηθική και
λογική. Η τιμωρία που επιβάλλει στους εχθρούς του είναι απίστευτα σκληρή, και ο
Κάδμος έχει δίκιο στο τέλος όταν παραπονιέται ότι οι συμφορές που τους στέλνει ο θεός
είναι υπερβολικές και δυσανάλογες προς τα αδικήματα (1346). Ο Διόνυσος όμως
απαντά απλώς (1349) «ο Δίας τα έχει επικυρώσει αυτά από παλιά». Το σύμπαν δεν
υπακούει στους κανόνες της ανθρώπινης λογικής και δικαιοσύνης.

Με τις Βάκχες ο Ευριπίδης βρίσκει τον καλύτερο εαυτό του. Η τραγωδία


χαρακτηρίζεται από εξαιρετική δραματική κατασκευή και πυκνότητα. Όλο το έργο, από
23
τον πρόλογο ως την έξοδο, αποτελεί μιαν αδιάσπαστη ενότητα, με σταθερή και
ακατάπαυστη δραματική ορμή. Η πλοκή είναι εξαιρετικά καλοχτισμένη, και η δράση
κινείται διαρκώς προς τα εμπρός, με αυξανόμενη ένταση, ως την τραγική έκβαση. Στην
αρχή του έργου ο Διόνυσος θέτει σε κίνηση μια διαδικασία, ένα «μηχανισμό», που
κινείται νομοτελειακά και απαρέγκλιτα, επιφέροντας στο τέλος την τιμωρία και την
ολοκληρωτική κατατρόπωση των εχθρών του. Όλο το δράμα είναι συγκεντρωμένο πάνω
στην τραγική πορεία του βασιλικού οίκου, που αντιτίθεται στον Διόνυσο, και ιδίως στο
πρόσωπο του Πενθέα: κανένα εξωγενές ή άσχετο στοιχείο δεν αποσπά την προσοχή από
αυτό το κεντρικό θέμα. Ο Πενθέας έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από εκφάνσεις του
Διονυσιακού, θαύματα ή εκδηλώσεις της δύναμης του θεού: διάλογος με τον Κάδμο και
τον Τειρεσία, θαυμαστή απελευθέρωση των φυλακισμένων μαινάδων, πρώτος διάλογος
με τον μεταμφιεσμένο Διόνυσο, που τον προειδοποιεί για τη δύναμη του θεού, σεισμός
στο παλάτι και απελευθέρωση του αιχμάλωτου, αφήγηση του αγγελιοφόρου για τα
θαυμαστά κατορθώματα των μαινάδων στο βουνό. Κάθε ένα από αυτά αποτελεί και μια
προειδοποίηση για τον Πενθέα, κάθε ένα είναι και μια ευκαιρία για τον Πενθέα να
αλλάξει στάση και να αποδεχτεί τον Διόνυσο. Ο Πενθέας όμως χάνει όλες τις ευκαιρίες,
τη μια μετά την άλλη, διότι κάθε ένα από αυτά τα φαινόμενα, αντί να τον συνετίσει, του
εντείνει το πείσμα και την αδιαλλαξία του και τον φέρνει πιο κοντά στην καταστροφή.
Και η καταστροφή έρχεται στο τέλος, καθώς ο θεός, με μια τελευταία εκδήλωση της
δύναμής του, αφυπνίζει όλο το καταπιεσμένο ψυχικό υπόστρωμα του Πενθέα, και τον
στρέφει ενάντια στον εαυτό του. Το ένα κομμάτι της ψυχής του Πενθέα στρέφεται
ενάντια στο άλλο: ο Πενθέας κομματιάζεται πρώτα ψυχικά, και κατόπιν ακολουθεί,
σχεδόν σαν φυσική συνέπεια, ο σωματικός διαμελισμός του.
Δείγμα της άριστης δραματικής συνοχής του έργου είναι και η χρήση του χορού.
Όπως είπαμε παραπάνω, σε άλλα έργα του Ευριπίδη, ιδίως στα δράματα της τελευταίας
του περιόδου, που γράφτηκαν κατά τη δεκαετία πριν από τις Βάκχες, ο χορός έχει
αδύναμη και περιθωριακή σχέση με τη δράση. Κάποιες φορές μοιάζει απλώς με
κατάλοιπο μιας παλιάς σύμβασης, που τη σεβόμαστε για παραδοσιακούς λόγους αλλά
δεν καταλαβαίνουμε πια τί σημαίνει και σε τί χρησιμεύει. Ο χορός απλώς παραμένει στη
σκηνή, τραγουδά στα διαλείμματα της δράσης άσματα που έχουν μικρή ή και καθόλου
σχέση με την υπόθεση, και αυτό είναι όλο. Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά στις
Βάκχες, όπου ο χορός είναι οργανικό μέρος της υπόθεσης και της δράσης. Ο χορός εδώ
εκπροσωπεί μία από τις πνευματικές δυνάμεις που δρουν μέσα στο έργο, τον Διόνυσο
και τη βακχική λατρεία, και παρακολουθεί και αντανακλά τη δραματική συμπεριφορά
του ίδιου του θεού.
Με τις Βάκχες, όπως είπαμε, ο Ευριπίδης επιστρέφει σε θέματα που τον είχαν
απασχολήσει πολύ παλαιότερα στη συγγραφική του πορεία. Το θέμα των φυσικών
δυνάμεων και των ορμών της ανθρώπινης φύσης, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε,
τον είχε απασχολήσει και στον Ιππόλυτο του 428 π.Χ., ενώ συναφή θεματολογία
συναντούμε και στη Μήδεια, που παρουσιάστηκε το 431 π.Χ.: και εκεί η Μήδεια
εκπροσωπεί εξωλογικές δυνάμεις, τις οποίες ο Ιάσονας αψηφά και εκείνες στρέφονται
εναντίον του και τον καταστρέφουν. Η επιστροφή του σε αυτήν τη θεματολογία
24
σχετίζεται πιθανώς με την απομάκρυνσή του από την Αθήνα και τη διαμονή του στο
Μακεδονικό περιβάλλον. Ο ποιητής είχε ξεκινήσει, στα τέλη της δεκαετίας του 430 και
στις αρχές της δεκαετίας του 420, να διερευνά το θέμα των φυσικών δυνάμεων και
ορμών στα έργα του, μεσολάβησε όμως ένα καθοριστικό γεγονός, που τον έκανε να
αλλάξει πορεία και να συγκεντρώσει την προσοχή του σε άλλα προβλήματα: ο
Πελοποννησιακός πόλεμος. Στα χρόνια μετά τον Ιππόλυτο ο ποιητής συγκεντρώνεται
στο θέμα του πολέμου, και παράγει δράματα που ασχολούνται με το φαινόμενο του
πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πολιτική και στην ανθρώπινη ύπαρξη: Εκάβη,
Ανδρομάχη, Ικέτιδες, οι αριστουργηματικές Τρωάδες, Φοίνισσες. Όμως ο πόλεμος
κρατούσε, η Αθήνα κουραζόταν όλο και περισσότερο, το Αθηναϊκό πνεύμα
συρρικνωνόταν, και ο Ευριπίδης άρχισε να στρέφεται στην παραγωγή έργων
«διασκέδασης» ή «φυγής»: παρουσίασε ρομαντικά δράματα, με συναρπαστικές πλοκές,
κωμικά στοιχεία και happy end (Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ίων, Ελένη), ή τραγωδίες όπου
προσπαθούσε να δραματοποιήσει με καινούργιο τρόπο τους παλιούς γνωστούς μύθους,
δίνοντας έμφαση στην καλοφτιαγμένη πλοκή και στην ψυχολογική διαγραφή των
προσώπων (Ηλέκτρα, Ορέστης). Τέλος, ο ποιητής έφυγε από την Αθήνα, και στο
καινούργιο περιβάλλον της Μακεδονίας, μακριά από τον πόλεμο και τις πολιτικές
επιπλοκές της πόλης του, μπόρεσε επιτέλους να επιστρέψει στα θέματα που είχε αφήσει
κατά μέρος για πάνω από είκοσι χρόνια.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
W. Burkert, Greek Religion, Καίμπριτζ Μασσ. 1985 (ελληνική έκδοση: Αρχαία
Ελληνική Θρησκεία, μτφ. Ν.Π. Μπεζαντάκος-Α. Αβαγιανού, Αθήνα 1993).
E.R. Dodds, Euripides. Bacchae, Οξφόρδη 21960 (ελληνική έκδοση: Ευριπίδου Βάκχαι,
μτφ. Γ.Υ. Πετρίδου-Δ.Γ. Σπαθάρας, επιμ. Ν.Π. Μπεζαντάκος, Αθήνα 2004).
E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Μπέρκλυ, Λος Άντζελες & Λονδίνο 1951
(ιδίως το Παράρτημα Ι: Maenadism, σσ. 270-282. Ελληνική έκδοση: Οι Έλληνες
και το παράλογο, μτφ. Γ. Γιατρομανωλάκης, Αθήνα 1977, σσ. 223-233).
R. Seaford, Euripides. Bacchae, Ουώρμινστερ 1996.
B. Seidensticker, Palintonos Harmonia. Studien zu komischen Elementen in den
griechischen Tragödien, Γκαίτινγκεν 1982.

25

You might also like