ΕΙΣΑΓΩΓΗ
[ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
(1857)*
1. Παραγωγή
α) Το δεδομένο αντικείμενο εν πρώτοις η υήική παραγωγης.
Άτομα που παράγουν σε κοινωνία - συνεπώς κοινωνικά προσδιορισμένη
παραγωγή των ατόμων είναι φυσικά η αφετηρία. Ο μεμονωμένος και εξατο-
μικευ μένος κυνηγός και ψαράς, με τον οποίο ξεκινούν ο Smith και ο Ricardo,
ανήκει στις πεζές φαντασιοκοπίες των Ροβινσονάδων του 18ου αιώνα, οι
οποίες δεν εκφράζουν διόλου, όπως φαντάζονται οι ιστορικοί του πολιτι
σμού, απλώς μια αντίδραση στην υπερεκλέπτυνση και μια επιστροφή σε
έναν παρεξηγημένο φυσικό βίο. Εξίσου δεν βασίζεται σε έναν τέτοιο να
τουραλισμό και το Contrat Social [Κοινωνικό Συμβόλαιο] του λουςςββυ, το
οποίο συσχετίζει και συνδέει μέσω σύμβασης τα εις φύσεως ανεξάρτητα [με
ταξύ τους] υποκείμενα. Αυτό είναι επίφαση και είναι μόνο η αισθητική επί
φαση των μικρών και μεγάλων Ροβινσονάδων. Πρόκειται πολύ περισσότε
ρο για το προμήνυμα της «αστικής κοινωνίας», η οποία προετοιμαζόταν από
τον 16ο αιώνα, και τον 18ο αιώνα έκανε γιγάντια βήματα στην ωρίμασή της.
Σ' αυτή την κοινωνία του ελεύθερου ανταγωνισμού το μεμονωμένο άτομο
εμφανίζεται αποκομμένο από τους φυσικούς δεσμούς κ.λπ., οι οποίοι σε
προηγούμενες ιστορικές εποχές το καθιστούν εξάρτημα ενός καθορισμένου,
περιορισμένου ανθρώπινου συνονθυλεύματος. Για τους προφήτες του 18ου
αιώνα, στους ώμους των οποίων εξακολουθούν να στέκουν εξολοκλήρου
Ο Smith και ο Ricardo, το άτομο αυτό του 18ου αιώνα -το προϊόν αφενός
της διάλυσης των φεουδαρχικών κοινωνικών μορφών, αφετέρου των νέων
παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται από τον 16ο αιώνα- πλανιέ
ται σαν ιδεώδες η ύπαρξη του οποίου ανήκει δήθεν στο παρελθόν. Όχι ως
ιστορικό αποτέλεσμα, αλλά ως αφετηρία της ιστορίας. Επειδης, σύμφωνα με
* Η ημιτελής Εισαγωγή γράφτηκε στα τέλη Αυγούστου 1857. Λέξεις ΊΤΟΙ) είναι στα
ελληνικά στο πρωτότυπο σημειώνονται με το σύμβολο ♦.
1004 KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
τη δική xous παράσταση για την ανθρώπινη φύση, το φυσικό άτομο δεν
[συλλαμβάνεται] ως ιστορικά γεννημένο, αλλά ως τιθέμενο από τη φύση.
Μέχρι τώρα η αυταπάτη αυτή προσιδιάζει σε κάθε νέα εποχης. Ο Steuart, ο
οποίος από ορισμένες απόψε« βρίσκεται σε αντίθεση με τον 18ο αιώνα και
ως αριστοκράτη στηρίζεται περισσότερο σε ιστορικό έδαφος, έχει αποφύγει
αυτή την απλοϊκότητα.*
Όσο πιο βαθιά ανατρέχουμε στην ιστορία, τόσο περισσότερο εμφανίζεται
το άτομο, συνεπώς και το παραγωγικό άτομο, ως μη αυτοτελές, σαν να ανή
κει σε ένα μεγαλύτερο όλο: αρχικά ακόμη με εντελώς φυσικό τρόπο [ανήκει]
στην οικογένεια και στη φυλης, καθώς και στην οικογένεια που έχει επεκταθεί
σε φυλή· αργότερα στην κοινότητα [Gemeinwesen] που έχει προκύψει από
την αντίθεση και τη σύντηξη των φυλών, στις διαφορετικές μορφές της. Για
πρώτη φορά τον 18ο αιώνα, στην «αστική κοινωνία», αντιπαρατίθενται στο
μεμονωμένο άτομο οι διάφορες μορφές της κοινωνικής συνάφειας ως απλό
μέσο για xous iöiohikoüs OKonoüs του, ως εξωτερική αναγκαιότητα. Η εποχή
όμα« που γεννά αυτή τη σκοπιά, του εξατομικευμένου δηλαδή ατόμου [des
vereinzelten Einzelnen], είναι ακριβώς η εποχή των πιο ανεπτυγμένων μέχρι
σήμερα κοινωνικών (γενικών από αυτή τη σκοπιά) σχέσεων. Ο 0v0pconos εί
ναι με την κυριολεκτική έννοια του όρου ένα ζώον πολιτικόν4, όχι μόνο ένα
κοινωνικό ζώο, αλλά ένα ζώο που μόνο μέσα στην κοινωνία μπορεί να εξα-
τομικευθεί. Η παραγωγή του εξατομικευμένου ατόμου εκυ« της κοινωνίας
-ένα σπάνιο φαινόμενο, που μπορεί βέβαια να προκύψει για έναν πολιτισμέ
νο άνθρωπο τον οποίο τυχαίες περιστάσε« έριξαν στην ερημιά και ο οποίος
κατέχει μέσα του ήδη δυνητικά τις δυνάμε« της Koivoovias- είναι ένας τέτοιος
παραλογισμός όσο και η ανάπτυξη της γλώσσας χωρίς άτομα που ζουν μαζί
και μιλούν μαζί. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε περισσότερο επ' αυτού. Δεν
επρόκειτο να θίξουμε καν το σημείο αυτό εάν η fadaise [σαχλαμάρα], που
είχε νόημα και λογική [Sinn und Verstand] για xous ανθρώπου του 18ου
αιώνα, δεν είχε και πάλι ανασυρθεί με κάθε σοβαρότητα από τον Bastiat,**
τον Carey,*** τον Proudhon κ.λπ. καταμεσής στην πλέον σύγχρονη οικονομι
κή επιστήμη. Για τον Proudhon, μεταξύ άλλων, είναι φυσικά βολικό, όταν
δεν γνωρίζει την ιστορική γένεση μιας κοινωνικής σχέσης, να αναπτύσσει εν
είδει φιλοσοφίας της loxoμιας την προέλευσή της με τέτοιον τρόπο, ώστε να
* Εννοείται ο James Steuart (1712-1780), συγγραφέας ενός εις των πρώτων οικονομο
λογικών πραγματειών στην αγγλική γλώσσα με τίτλο Inquiry into the Principles of Political
Economy (1767), το οποίο αποτέλεσε και τον άρρητο αλλά σαφή στόχο κριτικής του Adam
Smith στο δικό του έργο για την πολιτική οικονομία.
** Ο Frédéric Bastiat (1803-1850) ήταν Γάλλος συγγραφέας, επηρεασμένος από τον Cob
den και διάσημος από τα κείμενά του με τα οποία εκδήλωσε την αντίθεσή του στο προ
στατευτικό δασμολόγιο και το σοσιαλισμό. Πρβλ. Sophismes économiques (1846), Harmo
nies économiques (1849).
* * * O Henry Charles Carey ( 1793-1879) ήταν Αμερικανός οικονομολόγος, αρχικά οπαδός
του ελεύθερου εμπορίου, αλλά ακολούθως υποστηρικτής του προστατευτικού δασμολο
γίου ως μέσου επίτευξης ενός ευνοϊκού εμπορικού ισοζυγίου. Σημαντικότερα έργα του:
Principles of political economy (1837-1840), The credit system in France, Great Britain and the
United States (1838), The harmony of interests (1851), Principles of social science (1858-1860).
KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ] 1005
σε κάθε είδους αυθαιρεσία. Πέρα από την εντελώς άκομψη κατάτμηση της
παραγωγής και της διανομής και την πραγματική σχέση τους, θα πρέπει ήδη
εις των προτέρων να είναι σαφές ότι, όσο διαφοροποιημένη και αν είναι η
διανομή σε διαφορετικές κοινωνικές βαθμίδες, θα πρέπει να είναι εξίσου
δυνατό, όπως και στην παραγωγης, να τονίσει κανείς κοινούς προσδιορι
σμούς και εξίσου δυνατό να συμπλέξει ή να απαλείψει όλες τις ιστορικές
διαφορές μέσα σε γενικά ανθρώπινους νόμους. Για παράδειγμα, ο δούλος,
ο δουλοπάροικος, ο μισθωτός εργάτης λαμβάνουν όλοι μια ποσότητα τρο
φής, η οποία τους επιτρέπει να υπάρχουν ως δούλος, ως δουλοπάροικος,
ως μισθωτός εργάτης. Ο κατακτητής που ζει από το φόρο υποτέλειας ή ο
υπάλληλος που ζει από τη φορολογία ή ο γαιοκτήμονας που ζει από τη
γαιοπρόσοδο ή ο μοναχός που ζει από την ελεημοσύνη ή ο λευίτης που ζει
από τη δεκάτη λαμβάνουν όλοι ένα μερίδιο της κοινωνικής παραγωγής το
οποίο είναι προσδιορισμένο σύμφωνα με άλλους νόμους από εκείνους του
δούλου κ.λπ. Τα δύο βασικά σημεία που θέτουν όλοι οι οικονομολόγοι υπό
αυτό τον τίτλο είναι: 1. ιδιοκτησία· 2. διασφάλισή της μέσα από την απονομή
δικαιοσύνης, την αστυνομία κ.λπ. Επ' αυτού μπορούν να απαντηθούν εν
συντομία τα εξής:
Για το 1. Κάθε παραγωγή είναι ιδιοποίηση της φύσης από την πλευρά του
ατόμου εντός μιας ορισμένης κοινωνικής μορφής και μέσω αυτής. Με αυτή
την έννοια πρόκειται για ταυτολογία να λέγεται ότι η ιδιοκτησία (ιδιοποίηση)
είναι όρος της παραγωγής. Είναι όμως γελοίο να γίνεται από εδώ ένα άλμα σε
μια ορισμένη μορφή ιδιοκτησίας, φερειπείν στην ατομική ιδιοκτησία. (Πράγ
μα το οποίο, επιπλέον, υποδηλώνει επίσης ως όρο και μια αντιθετική μορφης,
τη μη ιδιοκτησία.) Πολύ περισσότερο, η ιστορία αναδεικνύει την κοινή ιδιο
κτησία (φερειπείν, στους Ινδούς, τους Σλάβους, τους αρχαίους Κέλτες κ.λπ.)
ως την πρωταρχική μορφης, μια μορφή η οποία υπό το σχήμα της κοινοτικής
ιδιοκτησίας εξακολουθεί επί μακράν να παίζει σημαντικό ρόλο. Εδώ δεν γίνε
ται ακόμη διόλου λόγος για το ερώτημα εάν ο πλούτος αναπτύσσεται καλύ
τερα υπό αυτή ή εκείνη τη μορφή ιδιοκτησίας. Το ότι όμως δεν μπορεί να γίνει
λόγος για παραγωγης, άρα και για κοινωνία, εκεί όπου δεν υπάρχει καμία
μορφή ιδιοκτησίας είναι μια ταυτολογία. Μια ιδιοποίηση που δεν ιδιοποιείται
τίποτε είναι μια εοηΐΓβάΐεΐΐο ίη ςυΐηθεΐο [αντίφαση εν τοις όροις].
Για το 2. Διασφάλιση του κεκτημένου κ.λπ. Όταν αυτά τα τετριμμένα ανα-
χθούν στο πραγματικό περιεχόμενό τους, φανερώνουν πολύ περισσότερα
από αυτό που γνωρίζουν οι ιεροκήρυκές τους. Δηλαδή ότι κάθε μορφή της
παραγωγής γεννά τις δικές της δικαϊκές σχέσεις, τη δική της μορφή κυβέρνη
σης κ.λπ. Η προχειρότητα και η ακατανοησία βρίσκονται ακριβώς στο ότι συ
σχετίζονται τυχαία, τίθενται σε μια απλή αναστοχαστική συνάφεια πράγματα
που ανήκουν οργανικά το ένα στο άλλο. Οι αστοί οικονομολόγοι έχουν
απλώς την εντύπωση ότι με τη σύγχρονη αστυνομία η παραγωγή είναι κα
λύτερη απ’ ό,τι, για παράδειγμα, με το δίκαιο της ισχύος. Ξεχνούν μόνο ότι
και το δίκαιο της ισχύος είναι ένα δίκαιο και ότι το δίκαιο του ισχυρότερου
επιβιώνει υπό άλλη μορφή επίσης και στο δικό τους «κράτος δικαίου».
Όταν μόλις γεννιούνται οι κοινωνικές συνθήκες που αντιστοιχούν σε μια
ορισμένη βαθμίδα παραγωγής, ή όταν πια παρακμάζουν, συμβαίνουν, φυ-
1068 KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
ei6os κατανάλωσης, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παράγει τον άν
θρωπο ως προς μια συγκεκριμένη πλευρά. Καταναλωτική παραγωγης. Μόνο
που, λέει η οικονομική επιστήμη, αυτή η παραγωγή που ταυτίζεται με την
κατανάλωση είναι μια δεύτερη [παραγωγή], η οποία προέρχεται από την κα
ταστροφή του πρώτου προϊόντος. Στην πρώτη εξαντικειμενικεύτηκε ο παρα-
Y<oyos, στη δεύτερη προσωποποιείται το δημιουργημένο από αυτόν πράγμα.
Άρα αυτή η καταναλωτική παραγωγή -αν και είναι άμεση ενότητα παραγωγής
και κατανάλωσης- [είναι] ουσιωδώς διαφορετική από την καθαυτό παραγω
γης. Η άμεση ενότητα στην οποία η παραγωγή συμπίπτει με την κατανάλωση
και η κατανάλωση με την παραγωγή αφήνει άθικτη την άμεση διττότητά τους.
Η παραγωγή είναι λοιπόν άμεσα κατανάλωση, η κατανάλωση είναι άμεσα
παραγωγης. Καθεμιά είναι άμεσα το αντίθετό της. Ταυτόχρονα όμως, πραγ
ματοποιείται μεταξύ τους μια διαμεσολαβητική κίνηση. Η παραγωγή διαμε
σολαβεί την κατανάλωση, της οποίας το υλικό δημιουργεί, και που χωρίς
αυτή θα εξέλιπε το αντικείμενο. Αλλά και η κατανάλωση διαμεσολαβεί την
παραγωγης, καθώς δημιουργεί για τα προϊόντα εν πρώτοι το υποκείμενο για
το οποίο αυτά είναι προϊόντα. Το προϊόν αποκτά έτσι το τελικό finish [ολο
κλήρωση] στην κατανάλωση. Μια σιδηροτροχιά στην οποία δεν κινείται τί
ποτε, και η οποία συνεπώς δεν φθείρεται, δεν καταναλώνεται, είναι μόνο μια
σιδηροτροχιά δυνάμει4, όχι στην πραγματικότητα. Χωρίς παραγωγης, καμία
κατανάλωση- αλλά και χωρίς κατανάλωση καμία παραγωγης, μια και η πα
ραγωγή θα ήταν έτσι άσκοπη. Η κατανάλωση παράγει την παραγωγή διπλά,
1. καθώς πρώτα στην κατανάλωση το προϊόν γίνεται πραγματικό προϊόν.
Για παράδειγμα, ένα ρούχο γίνεται πραγματικά για πρώτη φορά ρούχο με
την πράξη της ένδυσης- μια κατοικία που δεν κατοικείται δεν είναι in fact
[στην πράξη] μια πραγματική κατοικία- το προϊόν λοιπόν, σε διάκριση από
το απλό φυσικό αντικείμενο, δοκιμάζεται, γίνεται προϊόν πρώτα στην κατα
νάλωση. Καθώς η κατανάλωση διαλύει το προϊόν, πρώτη αυτή του δίνει το
finishing stroke [τελειωτικό χτύπημα]· διότι το προϊόν* είναι παραγωγή όχι
ως** εξαντικειμενικευμένη δραστηριότητα αλλά μόνο ως αντικείμενο για το
ενεργό υποκείμενο. 2. καθώς η κατανάλωση δημιουργεί την ανάγκη νέαε
παραγωγής, δηλαδή την ιδεατης, εσωτερικά παρωθητική βάση της παραγω-
γής, η οποία είναι προϋπόθεσή της. Η κατανάλωση δημιουργεί την ορμή
της παραγωγής- δημιουργεί επίσης και το αντικείμενο, το οποίο ως ένσκοπα
καθορισμένο είναι ενεργό στην παραγωγης. Εάν είναι σαφές ότι η παραγωγή
παρέχει εξωτερικά το αντικείμενο της κατανάλωσης, τότε είναι εξίσου σαφές
ότι η κατανάλωση θέτει ιδεατά το αντικείμενο της παραγωγής, ως εσωτερική
εικόνα, ως ανάγκη, ως ορμή και ως σκοπό. Δημιουργεί τα αντικείμενα της
παραγωγής σε υποκειμενική ακόμη μορφης. Χωρίς ανάγκη, καμία παραγω
γης. Η κατανάλωση όμως αναπαράγει την ανάγκη.
Σε αυτό αντιστοιχεί από την πλευρά της παραγωγής ότι αυτή: 1. παρέχει
στην κατανάλωση*** το υλικό, το αντικείμενο. Μια κατανάλωση χωρίς αντι-
κείμενο δεν είναι κατανάλωση- άρα από αυτή την πλευρά η παραγωγή δη
μιουργεί, παράγει την κατανάλωση. 2. Δεν είναι όμως μόνο το αντικείμενο
αυτό που δημιουργεί η παραγωγή για την κατανάλωση. Δίνει επίσης στην
κατανάλωση την προσδιοριστικότητά της, το χαρακτήρα της, το ίΐηΐςή της.
Ακριβώς όπως η κατανάλωση έδωσε στο προϊόν το finish του ως προϊόντος,
δίνει και η παραγωγή το ίΐηΐςή στην κατανάλωση. Πρώτα απ' όήα, το αντι
κείμενο δεν είναι αντικείμενο εν γένει, αλλά είναι ένα ορισμένο αντικείμενο,
το οποίο πρέπει να καταναλωθεί με έναν ορισμένο τρόπο, ο οποίος πρέπει
και ο ίδιος να διαμεσολαβηθεί πάλι από την παραγωγης. Η πείνα είναι πείνα,
αλλά μια πείνα που ικανοποιείται με κρέας μαγειρεμένο το οποίο τρώγεται
με πιρούνι και μαχαίρι είναι μια πείνα διαφορετική από εκείνη που καταβρο
χθίζει τη σάρκα με τη βοήθεια των χεριών, των νυχιών και των δοντιών. Όχι
μόνο το αντικείμενο της κατανάλωσης, αλλά και ο τρόπος της κατανάλω
σης παράγεται συνεπώς από την παραγωγης, όχι μόνο αντικειμενικά αλλά
και υποκειμενικά. Η παραγωγή δημιουργεί συνεπώς τον καταναλωτης. 3. Η
παραγωγή παρέχει στην ανάγκη όχι μόνο ένα υλικό, αλλά παρέχει και στο
υλικό μια ανάγκη. Όταν η κατανάλωση εξέρχεται από την αρχική φυσική
ωμότητα και αμεσότητά της -ενώ η παραμονή της σ' αυτή θα ήταν η ίδια ένα
αποτέλεσμα μιας παραγωγής προσκολλημένης ακόμη στη φυσική ωμότη
τα-, τότε αυτή η ίδια ως ορμή είναι διαμεσολαβημένη από το αντικείμενο. Η
ανάγκη που αισθάνεται γι' αυτό έχει δημιουργηθεί από την πρόσληψή του.
Το καλλιτεχνικό αντικείμενο -όπως και κάθε άλλο προϊόν- δημιουργεί ένα
κοινό φιλότεχνο και ικανό να απολαύσει το ωραίο. Η παραγωγή δεν παρά
γει συνεπώς απλώς ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκεί
μενο για το αντικείμενο. Συνεπώς η παραγωγή παράγει την κατανάλωση: 1.
παρέχοντάς της το υλικό- 2. προσδιορίζοντας τον τρόπο της κατανάλωσης-
3. γεννώντας ως ανάγκη στον καταναλωτή τα προϊόντα που έχει θέσει η
ίδια για πρώτη φορά ως αντικείμενο. Παράγει συνεπώς το αντικείμενο της
κατανάλωσης, τον τρόπο της κατανάλωσης, την ορμή της κατανάλωσης. Η
κατανάλωση παράγει επίσης την κΑίση του παραγωγού, καθώς τον παρακι
νεί ως ανάγκη που προσδιορίζει το σκοπό.
Οι ταυτότητες μεταξύ κατανάλωσης και παραγωγής εμφανίζονται συνεπώς
με τριπλό τρόπο:
1. Άμεση ταυτότητα: Η παραγωγή είναι κατανάλωση- η κατανάλωση είναι
παραγωγης. Καταναλωτική παραγωγης. Παραγωγική κατανάλωση. Οι οικονο
μολόγοι ονομάζουν και τα δύο παραγωγική κατανάλωση. Εντούτοις κάνουν
και μια διαφοροποίηση. Η πρώτη παρουσιάζεται ως αναπαραγωγή- η δεύτε
ρη ως παραγωγική κατανάλωση. Όλες οι έρευνες για την πρώτη είναι εκείνες
που αφορούν την παραγωγική ή μη παραγωγική εργασία- [οι έρευνες] για τη
δεύτερη αφορούν την παραγωγική ή μη παραγωγική κατανάλωση.
2. Η καθεμία εμφανίζεται ως μέσο της άλλης- διαμεσολαβείται από αυτήν-
πράγμα το οποίο εκφράζεται ως αμοιβαία εξάρτησή τους- μια κίνηση μέσω
της οποίας αλληλοσυσχετίζονται και εμφανίζονται ως αμοιβαία απαραίτητες η
μία στην άλλη, παραμένοντας ωστόσο εξωτερικές μεταξύ τους. Η παραγωγή
δημιουργεί το υλικό ως εξωτερικό αντικείμενο για την κατανάλωση- η κατα
νάλωση δημιουργεί την ανάγκη ως εσωτερικό αντικείμενο, ως σκοπό για την
1072 KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
αυτό θα ήταν μια χαώδης παράσταση του όλου, και μέσα από αυστηρότερο
προσδιορισμό θα κατέληγα αναλυτικά σε όλο και περισσότερο απλούστε
ρες έννοιες· από το αναπαριστάμενο Συγκεκριμένο [θα προχωρούσα] σε όλο
και πιο ψιλά Abstracts [αφαιρέσεις], éœs ότου θα κατέληγα στους απλούστε-
pous προσδιορισμούς. Από εκεί θα έπρεπε και πάλι να ξεκινήσω το ταξίδι
προς τα πίσω, éως ότου καταλήξω και πάλι στον πληθυσμό, αυτή τη φορά
όμως όχι ως μια χαώδη παράσταση ενός όλου, αλλά ως μια πλούσια ολό
τητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων. Η πρώτη o6ôs είναι εκείνη που
πήρε η οικονομική επιστήμη κατά την ιστορική γένεσή της. Για παράδειγμα,
οι οικονομολόγοι του 17ου αιώνα αρχίζουν πάντα με το ζωντανό όλο, τον
πληθυσμό, το é0vos, το κράτος, με περισσότερα κράτη κ.λπ.· αλλά πάντα
καταλήγουν μέσω της ανάλυσή να ανακαλύπτουν ορισμένες καθοριστικές
αφηρημένες, γενικές σχέσεις, ônos καταμερισμός της εργασίας, χρήμα, αξία
κ.λπ. Από τη στιγμή που αυτές οι μεμονωμένες στιγμές είχαν περισσότερο ή
λιγότερο παγιωθεί και αποκτηθεί διά της αφαιρέσεως, ξεκίνησαν τα οικονο
μικά συστήματα, τα οποία ανέρχονται από το απλό [στοιχείο], όπως εργασία,
καταμερισμός της εργασίας, ανάγκη, ανταλλακτική αξία, μέχρι το κράτος,
την ανταλλαγή μεταξύ των εθνών και τη διεθνή αγορά. Αυτό το τελευταίο
είναι προφανώς η επιστημονικά ορθή μέθοδος. Το Συγκεκριμένο είναι συ
γκεκριμένο διότι είναι η σύνοψη πολλών προσδιορισμών, δηλαδή ενότητα
του πολλαπλού. Στη νόηση εμφανίζεται συνεπώς ως διαδικασία της σύνο
ψης, ως αποτέλεσμα, όχι ως αφετηρία, αν και είναι η πραγματική αφετηρία
και συνεπώς επίσπ5 η αφετηρία της εποπτείας και της παράστασης. Με την
πρώτη οδό ολόκληρη η παράσταση εξατμίστηκε σε έναν αφηρημένο προσ
διορισμό· με τη δεύτερη οι αφηρημένοι προσδιορισμοί οδηγούν σε αναπα
ραγωγή του Συγκεκριμένου διά της vônons. Os εις τούτου ο Hegel κατέληξε
στην αυταπάτη να συλλάβει το πραγματικό ως αποτέλεσμα της vônons, η
οποία συνοψίζει εντός της τον εαυτό της, εμβαθύνει στον εαυτό της και κι
νείται αφ' εαυτής, ενώ η μέθοδος της ανόδου από το Αφηρημένο στο Συ
γκεκριμένο είναι μόνο ο τρόπος της vônoης να ιδιοποιείται το Συγκεκριμένο,
να το αναπαράγει ως πνευματικό Συγκεκριμένο. Δεν είναι όμως επ' ουδενί η
γενετική διαδικασία του Συγκεκριμένου του ίδιου. Για παράδειγμα, η απλού
στερη οικονομική κατηγορία, φερειπείν η ανταλλακτική αξία, προϋποθέτει
πληθυσμό, πληθυσμό ο οποίος παράγει εντός καθορισμένων σχέσεων· επί-
oης ορισμένα είδη οικογενειακής ή κοινοτικής ή κρατικής οργάνωσης κ.λπ.
Δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει παρά ως αφηρημένη, μονόπλευρη σχέση ενός
ήδη δεδομένου συγκεκριμένου, ζωντανού όλου. Αντιθέτως, ως κατηγορία
η ανταλλακτική αξία έχει προκατακλυσμιαία ύπαρξη. Για τη συνείδηση συ
νεπώς -και έτσι είναι προσδιορισμένη η φιλοσοφική συνείδηση-, για την
οποία η εννοιακή νόηση είναι ο πραγματικός άνθρωπος και συνεπώς πρώτα
ο εννοημένος κόσμος ως τέτοιος είναι το Πραγματικό, εμφανίζεται η κίνηση
των κατηγοριών σαν η πραγματική πράξη παραγωγής -η οποία δυστυχώς
λαμβάνει μια έξωθεν ώθηση- το αποτέλεσμα της οποίας είναι ο κόσμος·
και αυτό είναι -αλλά και πάλι αυτό είναι μια ταυτολογία- ορθό στο βαθμό
που η συγκεκριμένη ολότητα ως νοητική ολότητα, ως ένα νοητικό συγκε
κριμένο, είναι in fact ένα προϊόν της νόησης, της [εννοιακής] σύλληψης· επ'
KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ] 1079
ουδενί όμως [ένα προϊόν] rης éwoias που νοεί και γεννά τον εαυτό της έξω
ή υπεράνω της εποπτείας και της napâoraons, αλλά [ένα προϊόν] της επεξερ-
yaoias της εποπτείας και της napâoraoης στην έννοια. Το όλο, όπως εμφα
νίζεται στο μυαλό ως νοητικό όλο, είναι ένα προϊόν του μυαλού, το οποίο
ιδιοποιείται τον κόσμο με τον μοναδικό γι' αυτό δυνατό τρόπο, έναν τρόπο
ο οποίος είναι διαφορετικός από την καλλιτεχνικης, τη θρησκευτικης, την πρα-
κτικά-πνευματική ιδιοποίηση αυτού του κόσμου. Το πραγματικό υποκείμενο
εξακολουθεί, όπως και πριν, να υφίσταται στην αυτοτέλειά του έξω από
το κεφάλι· δηλαδή όσο το κεφάλι φέρεται θεωρησιακά, μόνο θεωρητικά.
Enioης λοιπόν και στη θεωρητική μέθοδο το υποκείμενο, η κοινωνία, πρέπει
πάντα να λαμβάνεται υπόψη στην παράσταση ως προϋπόθεση.
αυτές όμως οι anàés κατηγορίες δεν έχουν άραγε και μια ανεξάρτητη ιστο
ρική ή φυσική ύπαρξη που να προηγείται των πιο σύνθετων; Ça dépend
[Εξαρτάται]. Για παράδειγμα, ο Hegel ξεκινά ορθά» τη φιλοσοφία του δικαίου
με τη νομή ως την απλούστερη δικαϊκή σχέση του υποκειμένου. Δεν υπάρ
χει όμως καμία νομή πριν από την οικογένεια ή τις axéoeis xupiapxias και
υποτέλειας, οι οποίες είναι πολύ πιο συγκεκριμένες σχέσεκ. Αντιθέτου, θα
ήταν ορθό να πούμε ότι υπάρχουν οικογένειες, σύνολα γενών τα οποία μόνο
κατέχουν ακόμα, αλλά δεν έχουν ιδιοκτησία. Η απλούστερη κατηγορία εμφα
νίζεται λοιπόν ως σχέση απλών οικογενειακών ή γενεακών συντροφιών σε
σχέση προς την ιδιοκτησία. Στην ανώτερη κοινωνία εμφανίζεται ως η απλού
στερη σχέση μιας πιο ανεπτυγμένα οργάνωσα. Προϋποτίθεται όμως πάντα
το πιο συγκεκριμένο υπόστρωμα, η σχέση του οποίου είναι η νομης. Μπορεί
κανείς να αναπαραστήσει έναν μεμονωμένο άγριο ως κάτοχο. Τότε όμως η
νομή δεν είναι μια δικαϊκή σχέση. Είναι εσφαλμένη η άποψη ότι η νομή ανα
πτύσσεται ιστορικά στην οικογένεια. Πολύ περισσότερο, προϋποθέτει πάντα
αυτή την «πιο συγκεκριμένη δικαϊκή κατηγορία». Ωστόσο, θα απέμενε πάντα
μάλλον ότι οι απλές κατηγορικ είναι έκφραση σχέσεων στις οποίες ενδέχεται
να έχει πραγματοποιηθεί το ανεξέλικτο Συγκεκριμένο, χωρίς ακόμη να έχει
θέσει την πιο πολύπλευρη αναφορά ή σχέση, η οποία εκφράζεται πνευμα
τικά aus συγκεκριμένες κατηγορία· ενώ το πιο ανεπτυγμένο Συγκεκριμένο
διατηρεί την ίδια κατηγορία ως μια υποδεέστερη σχέση. Το χρήμα μπορεί να
υπάρχει και έχει ιστορικά υπάρξει πριν υπάρξει το κεφάλαιο, πριν υπάρξουν
τράπεζες, πριν υπάρξει η μισθωτή εργασία κ.λπ. Os προς αυτή την πλευρά
λοιπόν μπορεί να ειπωθεί ότι η απλή κατηγορία μπορεί να εκφράζει κυρίαρ-
xes σχέσεις ενός ανεξέλικτου όλου ή υποδεέστερες σχέσεις ενός ανεπτυγμέ
νου όλου, οι οποί« ήδη υπήρχαν ιστορικά πριν το όλο αναπτυχθεί ως προς
αυτή την πλευρά, η οποία έχει εκφραστεί σε μια πιο συγκεκριμένη κατηγορία.
Στο βαθμό αυτό, η πορεία rης αφηρημένης vônons, η οποία ανέρχεται από
το απλούστερο στο σύνθετο, θα αντιστοιχούσε στην πραγματική ιστορική δι
αδικασία.
Από την άλλη πλευρά μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχουν πολύ ανεπτυγ-
μένες αλλά εντούτοιε ιστορικά ανώριμες κοινωνικές μορφέε, στις οποίες
πραγματοποιούνται οι ανώτατες μορφές rης οικονομίας, για παράδειγμα
συνεργασία, ανεπτυγμένος καταμερισμός εργασίας κ.λπ., χωρίς να υπάρχει
οποιοδήποτε χρήμα, φερειπείν στο Περού. Enioης στις σλαβικές κοινότητες
1080 KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
υποκειμένου και ότι συνεπώς αυτή δεν ξεκινά επ' ουδενί επιστημονικά για
πρώτη φορά εκεί όπου γίνεται λόγος γι' αυτήν ως τέτοια. Αυτό θα πρέπει
να ληφθεί υπόψη, διότι παρέχει αποφασιστικά στοιχεία για τη διάταξη [του
υλικού]. Για παράδειγμα, τίποτε δεν φαίνεται πιο φυσικό από το να ξεκινήσει
κανείς με τη γαιοπρόσοδο, με τη γαιοκτησία, μια και είναι δεσμευμένη στη
γη, στην πηγή κάθε παραγωγής και κάθε ύπαρξης, και στην πρώτη μορφή
παραγωγής όλων των σχετικά εδραιωμένων κοινωνιών - την αγροκαλλιέρ
γεια. Τίποτε όμως δεν θα ήταν πιο εσφαλμένο. Σε όλες τΐς κοινωνικές μορφές
είναι μια καθορισμένη παραγωγή [εκείνη] η οποία [καθορίζει] όλες τις άλλες,
και συνεπώς οι δικές της σχέσεις υποδεικνύουν σε όλες τις άλλες τη σειρά
και την επιρροή τους. Πρόκειται για έναν γενικό φωτισμό στον οποίο βυθίζο
νται όλα τα υπόλοιπα χρώματα και ο οποίος τα τροποποιεί στην ιδιαιτερότη-
τά τους. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο αιθέρα, ο οποίος προσδιορίζει το ειδικό
βάρος κάθε ύπαρξης [Οβςθίης] που διακρίνεται εντός του. Για παράδειγμα,
στους ποιμενικούς λαούς. (Απλοί θηρευτικοί και αλιευτικοί λαοί βρίσκονται
πέρα από το σημείο όπου αρχίζει η πραγματική ανάπτυξη.) Σ' αυτούς απαντά
μια ορισμένη μορφή της γεωργίας, σποραδικης. Από αυτό προσδιορίζεται η
γαιοκτησία. Είναι κοινή και διατηρεί λιγότερο ή περισσότερο αυτή τη μορ
φης, ανάλογα με το εάν αυτοί οι λαοί διατηρούν λιγότερο ή περισσότερο
την παράδοσή τους, για παράδειγμα η κοινοτική ιδιοκτησία των Σλάβων. Σε
λαούς με εδραία γεωργία -ήδη αυτή η εδραίωση είναι ένα σημαντικό βήμα-,
όπου αυτή κυριαρχεί, όπως στους αρχαίους και στη φεουδαρχία, ακόμη και
η βιομηχανία και η οργάνωσή της, καθώς και οι μορφές ιδιοκτησίας που
της αντιστοιχούν, έχει λιγότερο ή περισσότερο γαιοκτημονικό χαρακτήρα·
είναι είτε εντελώς εξαρτημένη από αυτήν, όπως στους αρχαίους Ρωμαίους,
είτε, όπως στο Μεσαίωνα, μιμείται την οργάνωση της υπαίθρου στην πόλη
και στις δικές της σχέσεις. Το ίδιο το κεφάλαιο στο Μεσαίωνα -στο βαθμό
που δεν είναι καθαρό χρηματικό κεφάλαιο- ως παραδοσιακό χειροτεχνικό
εργαλείο κ.λπ. έχει αυτόν το γαιοκτημονικό χαρακτήρα. Στην αστική κοινω
νία το πράγμα είναι αντίστροφο. Η αγροκαλλιέργεια γίνεται όλο και περισ
σότερο ένας απλός βιομηχανικός κλάδος και κυριαρχείται εντελώς από το
κεφάλαιο. Το ίδιο και η γαιοπρόσοδος. Σε όλες τις μορφές όπου κυριαρχεί η
γαιοκτησία είναι ακόμη κυρίαρχη η φυσική σχέση. Σ' εκείνες όπου κυριαρχεί
το κεφάλαιο [κυριαρχεί] το κοινωνικό, το ιστορικά δημιουργημένο στοιχείο.
Η γαιοπρόσοδος δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο
όμως μπορεί σαφώς να κατανοηθεί χωρίς τη γαιοπρόσοδο. Το κεφάλαιο
είναι η πάνω σε όλα κυρίαρχη οικονομική δύναμη της αστικής κοινωνίας.
Πρέπει να αποτελεί τόσο την αφετηρία όσο και το τέρμα και να αναπτυχθεί
πριν από τη γαιοκτησία. Αφού θα έχουν εξεταστεί και τα δυο τους ξεχωρι
στά, θα πρέπει να εξεταστεί η αλληλεπίδρασή τους.
θα ήταν λοιπόν ανέφικτο και εσφαλμένο να αφήσουμε τις οικονομικές
κατηγορίες να διατυπωθούν διαδοχικά με τη σειρά με την οποία υπήρξαν οι
ιστορικά καθοριστικές. Πολύ περισσότερο, η σειρά τους προσδιορίζεται από
τη σχέση που έχουν μεταξύ τους στη σύγχρονη αστική κοινωνία, και η οποία
είναι ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που εμφανίζεται ως η φυσική σχέση
τους ή από αυτό που αντιστοιχεί στη σειρά της ιστορικής ανάπτυξης. Δεν
1084 KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ]
4. Παραγωγή
Μέσα παραγωγής και σχέσεις παραγωγής
Σχέσεις παραγωγής και σχέσεις συναλλαγής
Κρατικές και συνειδησιακές μορφές σε σχέση προς τις σχέσεις
παραγωγής και συναλλαγών
Δικαϊκές σχέσεις. Οικογενειακές σχέσεις
κοινωνίας, άρα και του υλικού θεμελίου, τρόπον τινά του σκελετού της ορ
γάνωσής της. Για παράδειγμα, οιΈλληνες σε σύγκριση με τους σύγχρονοί
ή και ο Shakespeare. Μάλιστα, για ορισμένες μορφές Téxvns, φερειπείν για
το énos, έχει αναγνωριστεί ότι, από τη στιγμή που ξεκινά η καλλιτεχνική
παραγωγή cûs τέτοια, αυτές δεν μπορούν να παραχθούν με την κλασικης, κο-
σμοϊστορική μορφή τους· ότι δηλαδή εντός του ίδιου του πεδίου της Téxvns
ορισμένα σημαντικά μορφώματά της είναι δυνατά μόνο σε μια υπανάπτυκτη
βαθμίδα της καλλιτεχνικής ανάπτυξης. Εάν αυτή είναι η περίπτωση στη σχέ
ση των διάφορων μορφών Téxvης εντός του ίδιου του πεδίου της Téxvns,
τότε είναι ήδη λιγότερο εντυπωσιακό ότι πρόκειται για την ίδια περίπτωση
στη σχέση του συνολικού πεδίου της Téxvης με τη γενική ανάπτυξη της κοι-
vcûvias. Η δυσκολία έγκειται μόνο στη γενική σύλληψη αυτών των αντιφά
σεων. Από τη στιγμή που εξειδικεύονται έχουν ήδη εξηγηθεί.
As πάρουμε cûs παράδειγμα τη σχέση της ελληνικής Téxvης και μετά του
Shakespeare με το παρόν. Είναι γνωστό ότι η ελληνική μυθολογία δεν
υπήρξε μόνο το οπλοστάσιο της ελληνικής Téxvns, αλλά και το έδαφος της.
Είναι όμως άραγε η αντίληψη της φύσης και των κοινωνικών σχέσεων, η
οποία αποτελεί το θεμέλιο για την ελληνική φαντασία και συνεπώς για την
ελληνική [μυθολογία], δυνατή με Selfaktors [αυτοκίνητους αργαλειούς] και
με σιδηροδρόμους και ατμομηχανές και με ηλεκτρικούς τηλέγραφοί; Τι
απομένει από τονΉφαιστο απέναντι στους Roberts et Co., από τον Δία απέ
ναντι στο αλεξικέραυνο και από τον Ερμή απέναντι στην Crédit Mobilier;
Κάθε μυθολογία υπερβαίνει και κυριαρχεί και μορφοποιεί τις φυσικές δυνά
μει στη φαντασία και μέσω της φαντασίας· άρα εξαφανίζεται με την πραγ
ματική κυριαρχία επί αυτών των δυνάμεων. Τι απομένει από τη [θεά] Φήμη
απέναντι στην Πρίντινγκ Xàous Σκουέρ;* Η ελληνική τέχνη προϋποθέτει την
ελληνική μυθολογία, δηλαδή τη φύση και τις ίδιες τις KoivcoviKés μορφές
ήδη επεξεργασμένες με έναν ασυνείδητα καλλιτεχνικό τρόπο από τη λαϊκή
φαντασία. Αυτό είναι το υλικό της. Όχι οποιαδήποτε μυθολογία, δηλαδή όχι
οποιαδήποτε ασυνείδητα καλλιτεχνική επεξεργασία της φύσης (εν προκειμέ-
νω εδώ συμπεριλαμβάνεται οτιδήποτε αντικειμενικό, άρα και η κοινωνία).
Η αιγυπτιακή μυθολογία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει το έδαφος
και τον μητρικό κόλπο της ελληνικής Téxvns. Σε κάθε περίπτωση όμως μια
μυθολογία. Επ' ουδενί δηλαδή μια κοινωνική ανάπτυξη η οποία αποκλείει
κάθε μυθολογική σχέση με τη φύση, κάθε μυθοποιητική σχέση με αυτή·
δηλαδή [μια ανάπτυξη που] απαιτεί από τον καλλιτέχνη μια φαντασία ανε
ξάρτητη από τη μυθολογία.
Από μια άλλη πλευρά: Είναι δυνατόν να υπάρχει ο Αχιλλέας με μπαρούτι
και μολύβι,Ή εν γένει η ΙΑιάδα με την τυπογραφία ή ακόμη με την εκτυπωτική
μηχανή; Δεν παύει αναγκαστικά με το πιεστήριο η ωδή και η απαγγελία και
η Μούσα, δηλαδή δεν εξαφανίζονται οι αναγκαίοι όροι της επικής ποίησης;
Η δυσκολία όμως δεν συνίσταται στο να κατανοήσουμε ότι η ελληνική τέ
χνη και το έπος συνδυάζονται με ορισμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης.
* Πρόκειται για την περιοχή του Λονδίνου όπου υπήρχαν οι εγκαταστάσεις της εφη
μερίδας The Times.
KARL MARX | ΕΙΣΑΓΩΓΗ [ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ] 1087
Η δυσκολία είναι όχι ακόμη μας παρέχουν καλλιτεχνική απόλαυση και υπό
μία συγκεκριμένη άποψη ισχύουν ως κανόνας και ως άφταστο πρότυπο.
Ένας άντρας δεν μπορεί να ξαναγίνει παιδί χωρίς να παιδιαρίσει. Δεν χαί
ρεται όμως άραγε την αφέλεια του παιδιού και δεν πρέπει αυτός ο ίδιος
σε ένα ανώτερο επίπεδο να πασχίζει για να αναπαράγει την αλήθεια του;
Δεν αναβιώνει σε κάθε εποχή μέσα στην παιδική φύση ο δικός της χαρα
κτήρας στη φυσική αλήθεια του; Γιατί τότε να μην ασκεί αιώνια γοητεία η
ιστορική παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, εκεί που γνώρισε την ωραιότερη
εκδίπλωσή της, ως ένα στάδιο που δεν ξαναγυρίζει ποτέ; Υπάρχουν παιδιά
κακομαθημένα και παιδιά μικρομέγαλα. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς
ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Κανονικά παιδιά ήταν οι Έλληνες. Η γοητεία
της τέχνης τους για μας δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την ανεξέλικτη κοινω
νική βαθμίδα όπου βλάστησε. Είναι, αντίθετα, αποτέλεσμά της και, πολύ
περισσότερο, είναι αναπόσπαστα δεμένη με το ότι οι ανώριμες κοινωνικές
συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε, και που μόνο υπό αυτές μπορούσε να
γεννηθεί, δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν ποτέ.