Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1
Βλ. V.Kraft, Ο κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1986, σ.28: « το Logik der
Forschung άσκησε καθοριστική επίδραση στη διανοητική εξέλιξη του Κύκλου της
Βιέννης».
2
R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290-4 ( βιβλιοκρισία στο Logic of Scientific
Discovery). Συστηματική εξετάση της φιλοσοφικής σχέσης του με τον Carnap
επιχειρεί ο Popper στο άρθρο του «The Demarcation between Science and
Metaphysics» στον τιμητικό τόμο για τον Carnap, The Philosophy of Rudolf Carnap,
(επιμ. Ρ.Α. Schilpp) La Salle , Illinois ,Open Court, 1964. Στο άρθρο αυτό ( τώρα στο
Conjectures and Refutations, Λονδίνο, εκδ.Routledge and Kegan Paul, 1969, σσ.253-
92), ο Popper δηλώνει ρητά την αντίθεση του στις θεμελιώδεις έννοιες του Carnap.
Βλ. και Α. Michalos, The Carnap- Popper Controversy, The Hauge, 1975.
3
Βλ. V.Kraft, «Popper and the Vienna Circle», στο The Philosophy of Κarl Popper,
(επιμ. Ρ.Α. Schilpp), Ι, 1974, σσ. 185 κ.ε.
4
Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σ. 54.
5
R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290.
3
σκόπιμα τις διαφορές του από τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης, ενώ
στην πραγματικότητα δεν απομακρύνεται πολύ από τις απόψεις αυτές,
και ότι δίνει την εντύπωση πως είναι «απριοριστής και αντιεμπειρικός»,
ενώ δεν είναι.
Εξαιτίας του εμπειρισμού του ο Popper φαίνεται να κρατά, όπως και ο
Κύκλος της Βιέννης, μια αντιμεταφυσική στάση6, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι αντιτίθεται στη μεταφυσική από την ίδια σκοπιά. Αρνείται την
εγκυρότητα της μεταφυσικής γνώσης , δε μένει όμως στην άρνηση αυτή,
αφού, κατά την άποψή του, οι μεταφυσικές θεωρίες μπορούν να
αποτελέσουν, όπως εξάλλου και στο παρελθόν, αφορμή για
επιστημονικές θεωρίες. Έτσι, ενδιαφέρεται για την «οριοθέτηση»
(demarcation) ανάμεσα στη μεταφυσική και στην επιστημονική γνώση,
ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό.
6
Βλ. την κριτική του W.W. Bartley με το άρθρο «Theories of Demacration between
Science and Metaphysics» στο Problems in the Philosophy of Science των Ι. Lakatos,
A. Musgrave ( επιμ.), Amsterdam, North Holland Publ. , 1968, σ.53, όπου επικρίνεται
η θεώρηση από τον Popper της μεταφυσικής ως «αναγκαίου κακού». Για την
απάντηση του Popper στην κριτική του Bartley, βλ. στο ίδιο, σσ. 88-102.
7
Objective Knowledge. An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press, 1975, σ.1.
4
11
Βλ. John Passmore, A Hundred Years of Philosophy, Harmondsworth, Penguin,
1966, σ. 407.
12
Συνοπτική παρουσίαση των όρων που εξασφαλίζουν την επιστημονικότητα μιας
υπόθεσης (θεωρίας) στο Conjectures and Refutations,σ. 36-37.
13
Realism and the Aim of Science, Εισαγωγή, σ. Xix.
6
14
Συχνά, ο Popper θεωρήθηκε εισηγητής ενός διαφορετικού κριτηρίου νοήματος. Ο
ίδιος αντικρούει διαρκώς μια τέτοια άποψη (Logic of Scientific
Discovery,παράγραφοι 4,10. παραρτ. i Ανοιχτή κοινωνία, κεφ.11, σημ.46,51.52.
Conjectures and Refutations, κεφ.1,2,3. Unended Quest,παράγραφοι 8,16. Realism
and the Aim of Science σσ. 175 κ.ε.)
15
Βλ. Bryan Magee, Karl Popper, Γλασκόβη, Collins, 1975,σσ. 47-48.
16
The Logic of Scientific Discovery,σ. 278.
7
20
K. Popper, Objective Knowledge, An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press,
1975, σ.18.
9
21
Για τη μεθοδολογικη ενοτητα φυσικων και κοινωνικων επιστημων, βλ. το αρθρο
του Popper «The Logic of the Social Sciences» (σ.89).
12
22
«Οι οπαδοί του Μαρξ, αντί να δεχτούν τις εμπειρικές διαψεύσεις [ της θεωρίας
τους] ερμήνευσαν εκ νέου τόσο τη θεωρία όσο και τις εμπειρικές μαρτυρίες έτσι,
ώστε να τις κάνουν να συμφωνούν μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό έσωσαν τη
θεωρία από την απόρριψη, με τίμημα όμως την υιοθέτηση ενός τεχνάσματος [ «ad
hoc βοηθητικές υποθέσεις»] που την έκανε μη απορρίψιμη», δηλαδή μη επιστημονική
(Conjectures and Refutations, σ. 37)Βλ. επίσης Realism and the Aim of Science,
παράγραφος 18 (σσ. 162 κ.ε.), και Unended Quest, παράγραφος 8.
23
Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σσ. 34-35. Αντιρρήσεις στις θέσεις αυτές
του Popper εξέφρασαν μαρξιστές όπως ο Μ.Cornforth ( The Open society and the
Open Philosophy. A repky to Dr. Karl Popper’ s Refutation of Marxism, Λονδίνο,
Lawrence and Wishart, 1968), και ο L. Seve (Une imtroduction a la philosophie
marxiste, Παρίσι, ed. Sociales, 1980, σσ. 415-9). Βλ. επίσης την κριτική του Α.
Ο’Hear ( Karl Popper, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1980. σ. 104).
24
Ο Popper επανέρχεται λεπτομερέστατα στον Freud εξετάζοντας ορισμένες
εξηγήσεις που δίνει η Traumdeutung (Realism and the Aim of Science, παραγραφος
18, σσ. 163-74). Κριτική στις απόψεις του Popper για τη μη επιστημονικότητα της
13
Αυτό που έχει σημασία σε όλη αυτή την πορεία της επιστήμης είναι ο
κριτικός χαρακτήρας της επιστημονικής σκέψης, η σταθερή διάθεση του
επιστήμονα να υποβάλλει σε κριτική τόσο τις θεωρίες των άλλων όσο και
τις δικές του. Έτσι, εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της γνώσης,
«μέσω των διυποκειμενικών ελέγχων και της αμοιβαίας κριτικής»32 με
επιχειρήματα.
Η κριτική είναι ο αναγκαίος όρος για την αλλαγή των θεωριών μας και
συνεπώς για την πνευματική πρόοδο. «Η κριτική αποτελεί τη βασική
κινητήρια δύναμη κάθε πνευματικής ανάπτυξης».33.Αυτό που επιτρέπει
την ορθολογική συγκρότηση της επιστήμης είναι η ορθολογική στάση
που υιοθετούν οι επιστήμονες, η «ανορθόλογη πίστη στο λόγο»34 που
συνεπάγεται μια ορθολογική επιστημονική ηθική και αποτελεί, όπως
29
Ο.π., σ.226.
30
Βλ. Objective Knowledge, σ.25.
31
Conjectures and Refutations, σ.226.
32
Δημ. Δημητράκος, «Ποιος φοβάται τον Καρλ Πόππερ;» Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 2/4
(1985), σ. 74.
33
Conjectures and Refutations, σ.316.
34
Ο.π., σ. 357. πρβ. Ανοιχτή Κοινωνία ,τόμ. ΙΙ, σσ.341-42. για σχετική συζήτηση, βλ. Η. Ο΄ Ηear, Karl
Popper, σ. 114.
15
KΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
35
Ο Kuhn είναι ιστορικός της επιστήμης, ειδικός του 17ου αιώνα. Ο Feyerabend είναι
μαθητής του Popper και στηρίζει την ανάλυση του σε μια ανάλυση της επιστημονικής
επανάστασης του 20ου αιώνα. Οι Hanson και Toulmin επηρεάζονται από τις
Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein. O Polanyi ξεκινάει από μαρξιστικές αρχές.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια ενιαία σχολή. Οι βασικοί αντιπρόσωποι του
ρεύματος προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, διαφωνούν σε πολλά σημεία,
και παίρνουν, στη δεκαετία πια του ¨70, ο καθένας το δικό του δρόμο. Συνήθως, η
νέα αυτή τάση χαρακτηρίζεται ως «ιστορικισμός» ή «σχετικισμός» ( relatinism ).
17
36
Essential Tension, Chicago, 1977, Εισαγωγή, σ. xiir.
19
Προεπιστήμη
Κανονική επιστήμη
ανωμαλίες
37
Το σχήμα αυτό είναι παραλλαγή ενός σχήματος που υιοθετεί ο A. F. Chalmers, στο
What is this Thing Called Science, Queensland, 1976, σ. 86.
38
Σε κατάσταση προ-επιστημονική βρίσκονται, για τον Kuhn, οι περισσότερες
κοινωνικές επιστήμες, οπού κυριαρχεί μια παρόμοια κατάσταση. Θα εισέλθουν στην
επιστημονική τους περίοδο, όταν επικρατήσει κι εκεί ένα καθολικά αποδεκτό
Παράδειγμα. Ο Kuhn δε δίνει περισσότερα στοιχεία για την εφαρμογή του σχήματος
του στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, αλλά είναι γεγονός ότι πάρα πολλοί
βιάστηκαν να επεκτείνουν την ανάλυση του Kuhn στο πεδίο τους. Δες και Kuhn,
«Comment» (οn the Relation between Science and Art) Commparative Studies in
Society and History, 1969, σ. 403-412.
21
39
To πρώτο είδος κριτικής είναι κοινό σε όλους όσοι παρουσίασαν ή έκριναν το
βιβλίο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κριτικής είναι το άρθρο: M.
Masterman «The nature of a paradigm» σ. 59-90 στο Lakatos, Musgrave (eds):
Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, οπού η συγγραφέας
διακρίνει τουλάχιστον 22 διαφορετικές χρήσεις του όρου Παράδειγμα στα πλαίσια
της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Είναι ενδεικτικό ότι ένας μεγάλος
αριθμός επιστημολόγων που απορρίπτουν κι αυτοί τη θετικιστική ανάλυση της
επιστήμης αρνούνται να δεχτούν την «ασυμμετρία» των Παραδειγμάτων (Shapere,
Anchinstein, Putnam, Hesse, Lakatos).
40
Είναι (α) ο «Επίλογος» στη δεύτερη έκδοση της Δομής, Chicago, 1970, σ. 174-210
(β) το κείμενο «Reflections on my Critics» σ.231-278 στο Lakatos, Musgrave (eds):
Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, (γ) το άρθρο «Second
Thoughts of Paradigms», σ. 459-482 στο Suppe (ed): «The Structure of Scientific
Theories, Urbana, Illinois, 1974. Aν και τα κείμενα δημοσιεύονται σε διαφορετικές
περιόδους, είναι ωστόσο όλα γραμμένα το 1969.
24
43
Χαρακτηριστικά κείμενα τέτοιας κριτικής είναι: A. Musgrave: Kuhn’s Second
Thoughts, «British Journal for the Philosophy of Science», 1971 σ. 287-297 και D.
Shapere: «Τhe Paradigm Concept», Science, 1971 σ. 706-709.
27
Στην εισαγωγή του έργου του, ο Kuhn, δίνει ένα ρόλο για την
ιστορία των επιστημών. Θεωρεί πως η ιστορία, αν δεν θεωρηθεί απλώς
ένα σύνολο ανεκδότων ή χρονολογιών, θα μπορούσε να μετασχηματίσει
ριζικά την τρέχουσα εικόνα της επιστήμης. Η εικόνα αυτή σχηματίστηκε
με τον καιρό, ακόμη και από τους ίδιους τους επιστήμονες, κυρίως με τη
μελέτη των ολοκληρομένων επιστημονικών επιτεύξεων, όπως
καταγράφονται στα κλασικά έργα και στα εγχειρίδια μέσα από τα οποία
κάθε νέα επιστημονική γενιά μαθαίνει να ασκεί τη δουλειά της. Η έννοια
της επιστήμης που προκύπτει από αυτά μπορεί να συγκριθεί με την
εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά
φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών. Ο Kuhn θέλει να δείξει ότι
τέτοια βιβλία μας έχουν παραπλανήσει σε θεμελιώδη σημεία. Ο στόχος
του έργου του είναι να χαράξει μια πολύ διαφορετική εικόνα της
επιστήμης, που μπορεί να αναδυθεί από την ιστορική καταγραφή της
ίδιας της ερευνητικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τον Kuhn, ο ιστορικός εμφανίζεται να έχει δυο στόχους.
Από τη μια μεριά πρέπει να προσδιορίζει ποιοι άνθρωποι και σε ποιο
σημείο του χρόνου ανακάλυψαν ή επινόησαν κάθε σύγχρονο
επιστημονικό γεγονός, νόμο ή θεωρία. Από την άλλη, πρέπει να
περιγράφει και να εξηγεί το πλήθος των λαθών, των μύθων και των
προλήψεων που εμπόδισαν την ταχύτερη συσσώρευση των στοιχείων
που συγκροτούν ένα ιστορικό κείμενο ακολουθώντας τους κανόνες της
ιστορίας σαν σύγχρονη επιστήμη. Κάποιοι επιστήμονες ιστορικοί όμως,
άρχισαν να βρίσκουν όλο και πιο δύσκολη την εκπλήρωση των
λειτουργιών που τους αναθέτει η έννοια της ανάπτυξης ενός κειμένου με
συσσώρευση των στοιχείων που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα,
αντιμετωπίζουν αυξημένες δυσκολίες, όταν προσπαθούν να διακρίνουν
την «επιστημονική» συνιστώσα των παρατηρήσεων και πεποιθήσεων του
παρελθόντος από αυτό που οι παλιότεροι ιστορικοί είχαν χωρίς δισταγμό
αποκαλέσει «λάθος» και «πρόληψη». Αν αυτές οι ξεπερασμένες σήμερα
πεποιθήσεις πρέπει να αποκληθούν μύθοι, τότε λοιπόν οι μύθοι μπορούν
να παραχθούν μέσα από τις ίδιες μεθόδους και να θεωρηθούν έγκυροι για
τους ίδιους λόγους, που οδηγούν σήμερα στην επιστημονική γνώση.
Ο Kuhn πιστεύει ότι οι ιστορικοί αντί να αναζητούν τις ισχύουσες
συνεισφορές μιας παλιότερης επιστήμης στη σημερινή πλεονεκτική μας
σκοπιά, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν την ιστορική ολότητα αυτής της
επιστήμης στον καιρό της. Στο έργο του ο Kuhn επιδιώκει αρχικά να
σταθεί στην ανεπάρκεια των ίδιων των μεθοδολογικών οδηγιών να
επιβάλλουν ένα μοναδικό ουσιαστικό συμπέρασμα στα διάφορα είδη των
επιστημονικών ερωτήσεων. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι πρώιμες
28
οποίων ο τομέας θίγεται από αυτές. Για τους ειδικούς αυτούς, η νέα
θεωρία επιφέρει αλλαγές στους κανόνες που διέπουν την πρακτική της
φυσιολογικής επιστήμης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θίγεται ένα μεγάλο
μέρος επιστημονικού έργου, που είχε ήδη συντελεστεί με επιτυχία. Αυτός
είναι ο λόγος σύμφωνα με τον Kuhn που μια νέα θεωρία, όσο
περιορισμένο και αν είναι το φάσμα προσαρμογής της, σπάνια αν όχι
ποτέ, είναι απλώς μια προσθήκη σε αυτό που μας είναι ήδη γνωστό. Η
αφομοίωση της απαιτεί την ανασυγκρότηση της προηγούμενης θεωρίας
και την επανεκτίμηση των προηγούμενων δεδομένων, μια ουσιαστικά
επαναστατική διαδικασία, που σπάνια ολοκληρώνεται από έναν μόνο
άνθρωπο, και ποτέ από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο
το γεγονός, λέει ο Kuhn, ότι οι ιστορικοί είχαν δυσκολίες να
χρονολογήσουν με ακρίβεια αυτή την παρατεταμένη διαδικασία που η
καθιερωμένη ορολογία τους παρακινούσε να θεωρήσουν ως μεμονωμένο
συμβάν.
Ούτε πάλι, οι νέες επινοήσεις θεωριών είναι τα μοναδικά
επιστημονικά γεγονότα που έχουν επαναστατική επίδραση στους
θιγόμενους άμεσα ειδικούς. Οι συμβάσεις, που διέπουν την κανονική
επιστήμη, προσδιορίζουν όχι μόνο τι είδους οντότητες περιέχει το
σύμπαν αλλά και τι, κατά λογική συνέπεια, δεν περιέχει. Έπεται λοιπόν,
λέει ο Kuhn, αν και το σημείο αυτό απαιτεί εκτεταμένη συζήτηση, ότι
μια ανακάλυψη όπως του οξυγόνου ή των ακτίνων Χ δεν προσθέτει
απλώς μια ακόμη μονάδα στον πληθυσμό του κόσμου του επιστήμονα.
Τελικά θα φτάσει να έχει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά αφού προηγουμένως
η επαγγελματική κοινότητα επανεκτιμήσει παραδοσιακές πειραματικές
διατάξεις, διαφοροποιήσει τις αντιλήψεις της πάνω στις οικείες από
παλιά οντότητες και βαθμιαία τροποποιήσει το θεωρητικό πλέγμα μέσα
από το οποίο συλλαμβάνει τον κόσμο. Το γεγονός και η επιστημονική
θεωρία δεν μπορούν να αποτελέσουν δυο ξεχωριστές κατηγορίες, παρά
μόνο ίσως σε μια μεμονωμένη παράδοση κανονικής επιστημονικής
έρευνας. Να γιατί, καταλήγει ο Kuhn, η απροσδόκητη ανακάλυψη δεν
είναι απλώς μια προσφορά στον τομέα των γεγονότων, αλλά συντελεί και
στον ποιοτικό μετασχηματισμό του επιστημονικού κόσμου και στο να
εμπλουτίζεται αυτός ο κόσμος ποσοτικά από θεμελιώδεις καινοτομίες
στον τομέα είτε των γεγονότων είτε των θεωριών.
Ο Kuhn στο έργο του αναπτύσσει αυτή τη διευρυμένη χρήση της
φύσης των επιστημονικών καταστάσεων και ομολογεί ότι αυτή έρχεται
σε αντίθεση με τη συνηθισμένη ορολογία. Συνεχίζει όμως να
χαρακτηρίζει ακόμα και τις ανακαλύψεις «επαναστατικές», γιατί εκείνο
που κάνει τη διευρυμένη χρήση να φαίνεται τόσο σημαντική, είναι
ακριβώς η δυνατότητα συσχετισμού της δομής των επιμέρους
ανακαλύψεων με τη δομή, για παράδειγμα της κοπερνίκειας
επανάστασης.
31
Μέχρι τώρα είδαμε τον τρόπο με τον οποίο ο Kuhn θα αναπτύξει τις
συμπληρωματικές έννοιες της κανονικής επιστήμης και των
επιστημονικών επαναστάσεων. Στη συνέχεια ο Kuhn διαπραγματεύεται
τρία προβλήματα που παραμένουν κεντρικά. Μελετώντας τα
επιστημονικά εγχειρίδια, θέτει το ερώτημα που εύλογα προκύπτει: γιατί
στάθηκε τόσο δύσκολο στο παρελθόν να γίνουν αντιληπτές οι
επιστημονικές επαναστάσεις; Στο επόμενο κεφάλαιο, περιγράφει τον
ανταγωνισμό ανάμεσα στους οπαδούς της παλαιάς κανονικής-
επιστημονικής παράδοσης και τους εκφραστές της νέας. Επομένως,
εξετάζει τη διαδικασία, που θα έπρεπε κάποτε να αντικαταστήσει τις
μεθόδους της επικύρωσης [confirmation] ή της διάψευσης [falsification],
μεθόδους οικείες στην τρέχουσα εικόνα της επιστήμης.44
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε τμήματα της επιστημονικής κοινότητας
είναι η μοναδική ιστορική διαδικασία που πραγματικά μπορεί να
συμβιβαστεί με το φαινομενικά γραμμικό χαρακτήρα της επιστημονικής
προόδου. Σε αυτό το ερώτημα όμως, το δοκίμιο του Kuhn δεν θα
μπορέσει να δώσει τίποτε περισσότερο από τις κύριες γραμμές μιας
απάντησης. Η οριστική απάντηση εξαρτάται από χαρακτηριστικά της
επιστημονικής κοινότητας που απαιτούν πολλές ακόμη συμπληρωματικές
έρευνες.
Στο ερώτημα αν η ιστορική μελέτη είναι πραγματικά σε θέση να
επιφέρει έναν παρόμοιο εννοιολογικό μετασχηματισμό, ένα ολόκληρο
οπλοστάσιο διχοτομιών προσφέρεται για να βεβαιώσει το αντίθετο.
Λέγεται συχνά ότι η ιστορία είναι μια καθαρά περιγραφική επιστήμη,
ενώ οι θέσεις που υποστηρίζει ο Kuhn είναι συχνά ερμηνευτικές και
μερικές φορές κανονιστικές [normatives]. Ακόμη, ορισμένες γενικεύσεις
του Kuhn αναφέρονται στην κοινωνιολογία ή την κοινωνική ψυχολογία
των επιστημόνων, ενώ ορισμένα τουλάχιστον από τα συμπεράσματα του
ανήκουν παραδοσιακά στη λογική ή στην επιστημολογία. Ο Kuhn
σημειώνει ότι θα μπορούσε να φανεί ότι παραβιάζει ακόμη και την τόσο
διαδεδομένη διάκριση ανάμεσα στο «πλαίσιο της ανακάλυψης» και το
«πλαίσιο της θεμελίωσης» [context of discovery # context of
justification].45
44
Η «επικύρωση» και η «διάψευση» είναι μέθοδος ελέγχου της ορθότητας των
επιστημονικών θεωριών. Η πρώτη συναντάται στα κείμενα των νέο-θετικιστών, ενώ
η δεύτερη στον Κ. Popper και στους μαθητές του. Σύμφωνα με τους λογικούς
θετικιστές μια θεωρία είναι επικυρωμένη, όταν ένας σημαντικός αριθμός εμπειρικών
προβλέψεων της έχει επιβεβαιωθεί. Για τον Popper, αντίθετα, μια θεωρία δεν είναι
ποτέ επικυρωμένη, αφού πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα μελλοντικής της διάψευσης.
Η επιστημονικότητα μιας θεωρίας εξαρτάται όχι από την επιτυχία με την οποία
ξεπερνά τα εμπειρικά τεστ, αλλά ακριβώς από τη δυνατότητα διάψευσης της.
45
«Πλαίσιο θεμελίωσης» είναι το σύνολο των τεχνικών για την κριτική αποτίμηση
της ορθότητας μιας θεωρίας και ανήκει στη λογική ή στην επιστημολογία. Αντίθετα,
το «πλαίσιο της ανακάλυψης» αφορά οτιδήποτε έχει σχέση με την εμφάνιση μιας
32
Ο Kuhn έχει την επίγνωση της σημασίας και της δύναμης αυτών των
συγκεκριμένων διχοτομήσεων και άλλων παρόμοιων, ακριβώς επειδή
κατάφερε να απαλλαγεί από την επίδραση τους. Για πολλά χρόνια, τις
θεωρούσε σύμφυτες με την ουσία της γνώσης και πιστεύει ότι,
κατάλληλα προσαρμοσμένες, έχουν κάτι σημαντικό να μας πουν. Όποτε,
όμως, προσπάθησε να τις εφαρμόσει, ακόμη και προσεγγιστικά, στις
πραγματικές καταστάσεις, όπου η γνώση παράγεται, γίνεται αποδεκτή
και αφομοιώνεται, αποδείχτηκαν εξαιρετικά προβληματικές. Ενώ
υποτίθεται ότι είναι στοιχειώδεις λογικές ή μεθοδολογικές διακρίσεις, και
κατά συνέπεια, ανεξάρτητες από την ανάλυση της επιστημονικής
γνώσης, τώρα παρουσιάζονται να ανήκουν οργανικά, όχι τόσο στις ίδιες
τις ερωτήσεις όπου έχουν χρησιμοποιηθεί, αλλά μάλλον στο
παραδοσιακό σύνολο των απαντήσεων που δίνονται σε αυτές τις
ερωτήσεις. Αυτή η «κυκλικότητα» δεν τους στερεί βέβαια την
εγκυρότητα. Τις μεταβάλλει όμως σε τμήματα μιας θεωρίας και με αυτόν
τον τρόπο, τις θέτει κάτω από τον ίδιο λεπτομερειακό έλεγχο που, κατά
κανόνα εφαρμόζεται σε κάθε άλλη θεωρία. Αν λοιπόν το περιεχόμενο
τους, λέει ο Kuhn, είναι κάτι περισσότερο από καθαρή αφαίρεση, τότε θα
πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το ακριβές περιεχόμενο παρατηρώντας
την εφαρμογή τους στα δεδομένα που υποτίθεται ότι διαφωτίζουν.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο δρόμος προς την κανονική επιστήμη»,
αρχικά ο Kuhn δίνει τον ορισμό της κανονικής επιστήμης. «Κανονική
επιστήμη», λοιπόν, κατά τον Kuhn σημαίνει έρευνα αυστηρά στηριγμένη
σε μια ή περισσότερες προγενέστερες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες
σε κάποια χρονική στιγμή, αναγνωρίζονται από μια συγκεκριμένη
επιστημονική κοινότητα ως βάσεις για τη θεμελίωση της πρακτικής της.
Τέτοιες επιτεύξεις καταγράφονται από τα στοιχειώδη και τα ειδικευμένα
επιστημονικά εγχειρίδια. Τα εγχειρίδια αυτά εκθέτουν το περιεχόμενο
της αποδεκτής θεωρίας, παρουσιάζουν πολλές ή και όλες τις
επιτυχημένες εφαρμογές της και συγκρίνουν αυτές τις εφαρμογές με
υποδειγματικές παρατηρήσεις και πειράματα. Πριν να γίνουν δημοφιλή
τα τέτοιου είδους εγχειρίδια- στις αρχές του 19ου αιώνα ή και ακόμη
αργότερα στην περίπτωση των επιστημών που αναπτύχθηκαν πρόσφατα-
πολλά από τα φημισμένα κλασικά έργα της επιστήμης εκπλήρωναν μια
παρόμοια λειτουργία. Τα Φυσικά του Αριστοτέλη, η «Almagesti» του
Πτολεμαίου46, τα Principia και η Οπτική του Newton, ο Ηλεκτρισμός του
νέας θεωρίας ή ενός νέου φαινομένου και ανήκει στη δικαιοδοσία της ψυχολογίας ή
της κοινωνιολογίας. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στους λογικούς
θετικιστές και συμπληρώνεται από τη θέση: «δεν υπάρχει λογική της ανακάλυψης»,
δεν υπάρχουν δηλαδή κριτήρια λογικής που να υποδεικνύουν την αναγκαιότητα μιας
ανακάλυψης.
46
Με την αραβική αυτή ονομασία έμεινε γνωστό το βασικό σύγγραμμα του
Πτολεμαίου. Αρχικά το έργο ονομαζόταν «Μαθηματική Σύνταξις», στη συνέχεια η
33
Franklin, η Χημεία του Lavoisier και η Γεωλογία του Lyell και άλλα
τέτοια συγγράμματα καθόριζαν έμμεσα τα έγκυρα προβλήματα και τις
μεθόδους ενός πεδίου έρευνας, για διαδοχικές γενιές ερευνητών. Ήταν σε
θέση να πετύχουν κάτι τέτοιο, γιατί όλα είχαν δυο βασικά
χαρακτηριστικά: από τη μια μεριά, αντιπροσώπευαν επιτεύξεις τόσο
πρωτότυπες, ώστε να κρατούν μια μόνιμη ομάδα πιστών μακριά από τους
ανταγωνιστικούς τρόπους επιστημονικής δραστηριότητας. Από την άλλη,
οι επιτεύξεις αυτές ήταν αρκετά ατελείς ώστε να προσφέρουν στην
ανασχηματιζομένη ομάδα των ερευνητών ποικίλα προβλήματα για λύση.
Τις επιτεύξεις που έχουν αυτά τα δυο χαρακτηριστικά, από εδώ και
πέρα ο Kuhn θα τις αποκαλεί «Παραδείγματα», όρος που συνδέεται
στενά και με την «κανονική επιστήμη». Ο Kuhn επιλέγει αυτόν τον όρο
θέλοντας να υποδείξει ότι ορισμένα αποδεκτά παραδείγματα
επιστημονικής πρακτικής-παραδείγματα που εμπεριέχουν νόμους,
θεωρίες, εφαρμογές και πειραματικές διατάξεις ταυτόχρονα-
μετατρέπονται σε πρότυπα, από όπου πηγάζουν συγκεκριμένες συμπαγείς
παραδόσεις επιστημονικής έρευνας. Πρόκειται για τις παραδόσεις, που οι
ιστορικοί περιγράφουν με τίτλους όπως «πτολεμαική αστρονομία» (ή
«κοπερνίκεια»), «αριστοτελική δυναμική» (ή «νευτώνεια»),
«σωματιδιακή οπτική» (ή «κυματική οπτική») κ.ο.κ. Η μελέτη
παραδειγμάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και άλλα με πολύ
πιο περιορισμένο βεληνεκές από αυτά που αναφέραμε ενδεικτικά πριν,
είναι η διαδικασία που κατά κύριο λόγο προετοιμάζει το σπουδαστή για
να γίνει μέλος μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας, μέσα στην
οποία στο μέλλον θα εργαστεί. Θα συναντήσει εκεί ανθρώπους που
διδάχτηκαν τα θεμέλια του επιστημονικού τους πεδίου από τα ίδια
συγκεκριμένα πρότυπα και επομένως η μεταγενέστερη πρακτική του
είναι απίθανο να τον οδηγήσει σε ασυμφωνία πάνω σε βασικά σημεία.
Όσοι στηρίζουν την έρευνα τους σε κοινά παραδείγματα, αναγνωρίζουν
τους ίδιους κανόνες και τα ίδια κριτήρια επιστημονικής πρακτικής. Αυτή
η αναγνώριση και η φαινομενική ομοφωνία που προκαλείται είναι
βασικές προϋποθέσεις για την κανονική επιστήμη, δηλαδή για τη γένεση
και τη συνέχιση μιας συγκεκριμένης ερευνητικής παράδοσης.
Επειδή η έννοια του παραδείγματος θα υποκαταστήσει σε αυτό το
δοκίμιο μια πλειάδα οικείων εννοιών, θα χρειαστεί να επιμείνουμε λίγο
περισσότερο στους λόγους που επιβάλλουν την υιοθέτηση της. Για ποιο
λόγο θα πρέπει η συγκεκριμένη επιστημονική επίτευξη, με την έννοια
μιας βάσης της επαγγελματικής αφοσίωσης, να προηγείται των διαφόρων
εννοιών, νόμων, θεωριών και απόψεων που τη συνθέτουν; Με ποια
έννοια το κοινό παράδειγμα αποτελεί τη θεμελιώδη ενότητα για το
47
Joseph Priestley, The History and Present State of Discoveries Relating to Vision,
Light, and Colours (London, 1772), σ. 385-90.
35
όμως, θεωρεί απαραίτητο να πει λίγα λόγια για το πώς η εμφάνιση ενός
Παραδείγματος θίγει τη δομή της ομάδας που δουλεύει στον τομέα.
Όταν, στην ανάπτυξη μιας φυσικής επιστήμης , ένα άτομο ή μια ομάδα
δημιουργεί για πρώτη φορά μια σύνθεση ικανή να κατακτήσει τους
περισσότερους από τους ερευνητές της επόμενης γενιάς, τότε οι
παλιότερες σχολές βαθμιαία εξαφανίζονται. Ως ένα βαθμό, η εξαφάνιση
οφείλεται στη μεταστροφή των μελών της στο νέο Παράδειγμα.
Υπάρχουν όμως πάντοτε μερικοί που παραμένουν πιστοί σε κάποια από
τις παλαιότερες απόψεις. Αυτοί απλούστατα διαγράφονται από το
επάγγελμα και η δουλειά τους περνά απαρατήρητη. Το νέο Παράδειγμα
επιβάλλει ένα νέο και αυστηρότερο ορισμό του επιστημονικού πεδίου.
Όσοι δεν θέλουν ή δεν καταφέρνουν να προσαρμόσουν τη δουλειά τους
στο νέο αυτό ορισμό, θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν σε
απομόνωση ή να προσκολληθούν σε άλλη ομάδα.48 Η ιστορία δείχνει ότι
συχνά παρέμειναν απλώς στα φιλοσοφικά τμήματα των πανεπιστημίων
από όπου ξεπήδησαν τόσες πολλές ειδικές επιστήμες. Όπως φαίνεται από
αυτές τις ενδείξεις, πολλές φορές, και μόνο η αποδοχή ενός
Παραδείγματος μετασχηματίζει μια ομάδα, που στο παρελθόν
ενδιαφερόταν κυρίως για τη μελέτη της φύσης, σε ένα επάγγελμα ή,
τουλάχιστον, σε έναν επιστημονικό κλάδο. Στις επιστήμες, σημειώνει ο
Kuhn, (εκτός από τομείς όπως η ιατρική, η τεχνολογία και τα νομικά,
όπου η θεμελιώδης raison d’ etre είναι μια εξωτερική κοινωνική ανάγκη),
η έκδοση επιστημονικών περιοδικών, η ίδρυση εταιριών των ειδικών και
η επιδίωξη μιας ειδικής θέσης στο σύνολο της διδασκαλίας, είναι
γεγονότα που συνήθως συνδυάστηκαν με την αποδοχή ενός πρώτου
Παραδείγματος. Τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει, εδώ και 150 χρόνια, από
τη στιγμή που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά η θεσμική οργάνωση των
48
Η ιστορία του ηλεκτρισμού προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα που θα
μπορούσε να εξαχθεί και από τις πορείες του Priestley, του Kelvin κ.ά. Ο Franklin
γράφει ότι ο Nollet, που στα μέσα του αιώνα, θεωρούνταν ο πιο σημαντικός
ερευνητής του ηλεκτρισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη, «έζησε για να δει τον εαυτό
του τελευταίο στην αίρεσή του, εκτός από τον Β. τον πιο κοντινό του μαθητή» [Max
Farrand (ed), Benjamin Franklin’s Memoirs (Berkeley, Calif. 1949), σ.384-86]. Πιο
ενδιαφέρουσα όμως είναι η αντοχή ολόκληρων σχολών στην αυξανομένη απομόνωση
από την επαγγελματική επιστήμη. Ας δούμε π.χ. την περίπτωση της αστρολογίας που
ήταν κάποτε ακέραιο μέρος της αστρονομίας. Ή τη συνέχιση στα τέλη του 18ου αιώνα
και στις αρχές του 19ου αιώνα μιας σεβαστής στο παρελθόν παράδοσης, της
«ρομαντικής» χημείας. Είναι η παράδοση που συζητιέται από τον Charles C. Gillispie
στο «The Encyclopedie and the Jacobin Philosophy of Science: A Study in Ideas and
Consequenses », Critical Problems in the History of Science (ed), Marshall Clagett
(Madison, Wis., 1959) σ. 255-89 και «The Formation of Lamarc’s Evolutionary
Theory», Archives internationales d’ histoire des sciences, XXXVII (1956), σ. 323-
38.
38
49
Οι μετά τον Franklin εξελίξεις περιλάμβαναν μια τεράστια αύξηση της ευαισθησίας
των ανιχνευτών φορτίου, τις πρώτες αξιόπιστες και πλατιά διαδομένες τεχνικές
μέτρησης φορτίου, την εξέλιξη της έννοιας της χωρητικότητας και τη συσχέτιση της
με μια νεοεπεξεργασμένη ιδέα της ηλεκτρικής τάσης και την ποσοτικοποίηση της
ηλεκτροστατικής δύναμης . Για όλα αυτά δες Roller και Roller, ό.π., σ. 66-81, W.C.
Walker «The Detection and Estimation of Electric Charges in the Eighteenth
Century», Annals of Science, I (1936), σ. 66-100 και Edmund Hoppe, Geschichte der
Elektrizitat (Leipzig, 1884), μέρος I , κεφ. iii-iv.
40
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
51
Βλ. W.Quine, Word and Object, Cambridge, Mass, 1960.
42
54
Δείτε την Εισαγωγή του Βασίλη Κάλφα στην ελληνική μετάφραση της Δομής του
Kuhn, 1981, σελ. 26.
44
μενα. Σ’ αυτόν τον κόσμο εμείς δεν έχουμε καμιά πρόσβαση, μολονότι
είναι σταθερός. Είναι όμως και άγνωστος. Συνεπώς η αλλαγή αφορά
μόνο τον φαινομενικό κόσμο. Αυτός ο φαινομενικός κόσμος όμως δεν
συγκροτείται μόνο από αντικειμενικά, αλλά και από υποκειμενικά
στοιχεία που συνδέονται με την έννοια του παραδείγματος.
Έτσι είναι δυνατή μιαν αλλαγή του φαινομενικού κόσμου, παρά τη
σταθερότητα του κόσμου καθεαυτόν. Συνεπώς ένα νέο παράδειγμα μας
οδηγεί σ’ έναν διαφορετικό φαινομενικό κόσμο. Άρα οι φαινομενικοί
κόσμοι είναι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτή ακριβώς η
διαφορά τους αποτελεί μιαν αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να
καταλάβουμε ιστορικά τη δομή της επιστημονικής ανάπτυξης72.
Αν όμως υπάρχουν διάφοροι φαινομενικοί κόσμοι, που
συγκροτούνται στο πλαίσιο του εκάστοτε παραδείγματος, και αν ο
κόσμος καθεαυτόν είναι για μας απρόσιτος, τότε ο Kuhn δεν θεωρεί
δυνατή μια ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα, ούτε τη διχοτόμηση
παρατηρησιακών και θεωρητικών εννοιών. Γιατί η ουδέτερη αυτή
παρατηρησιακή γλώσσα θα έπρεπε να αναφέρεται στο απαλλαγμένο από
κάθε θεωρητικό στοιχείο άμεσα δεδομένο και αυτό θα ήταν ή ο κόσμος
καθεαυτόν (κατά την ερμηνεία του απλοϊκού ρεαλισμού) ή ο μοναδικός
φαινομενικός κόσμος που είναι σε μας προσιτός (κατά την ερμηνεία του
φαινομενισμού). Αλλά ούτε ο κόσμος καθεαυτόν είναι σε μας προσιτός
ούτε υπάρχει μόνον ένας και μοναδικός φαινομενικός κόσμος. Ο Kuhn
έρχεται έτσι σε ρήξη με μια φιλοσοφική παράδοση τριών αιώνων που
αρχίζει με τον Descartes, σύμφωνα με την οποία «οι παρατηρήσεις είναι
καθορισμένες μια για πάντα από τη φύση του περιβάλλοντος και του
οργάνου της αισθητηριακής αντίληψης»73, το οποίο υποτίθεται ότι είναι
ίδιο σε όλους τους ανθρώπους. Συνεπώς το αισθητό δεδομένο δεν
εξαρτάται ούτε από ατομικούς-ψυχικούς παράγοντες ούτε από
πολιτιστικούς, επιδέχεται ωστόσο διάφορες ερμηνείες.
Σύμφωνα με τη γνωσιοθεωρητική αυτή αντίληψη το γνωστικό
υποκείμενο σε μια πρώτη φάση έρχεται σε άμεση επαφή με το
αντικείμενο της εμπειρίας και δέχεται παθητικά από αυτό εντυπώσεις, τις
οποίες σε μια δεύτερη φάση επεξεργάζεται εννοιολογικά και τις
ερμηνεύει. Ο Kuhn προσπαθεί να ανασκευάσει την άποψη ότι υπάρχουν
σταθερά και ουδέτερα αισθητηριακά δεδομένα, τα οποία επιδέχονται
διάφορες ερμηνείες. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μια διαδικασία ερμηνείας
σταθερών εμπειρικών δεδομένων. Δεν υπάρχουν σταθερά δεδομένα και η
μετάβαση από έναν κόσμο θεώρησης του κόσμου σ’ έναν άλλον μοιάζει
με αιφνίδια εναλλαγή οπτικής μορφής.
____________
72
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.152-153.
73
Th.S.Kuhn, ό.π. σελ. 12Ο.
48
_____________
74
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.155-156.
49
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
KARL POPPER
8. V.Kraft, «Popper and the Vienna Circle», στο The Philosophy of Κarl
Popper, (επιμ. Ρ.Α. Schilpp), Ι, 1974, σσ. 185 κ.ε.
21. Μ.Cornforth, The Open society and the Open Philosophy. A repky to
Dr. Karl Popper’ s Refutation of Marxism, Λονδίνο, Lawrence and
Wishart, 1968).
23. Α. Ο’ Hear, Karl Popper, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1980.
THOMAS S. KUHN
1. Ν.Αυγελής «Εισαγωγή στη φιλοσοφία», 4η έκδοση αναθεωρημένη,
Θεσσαλονίκη 2002.