You are on page 1of 52

1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η διαμάχη Popper – Kuhn αποτελεί ένα κεντρικό σημείο


αναφοράς της σύγχρονης επιστημολογίας.Πρόκειται ουσιαστικά
για τη διαμάχη δύο επιστημολογικών ρευμάτων , του Κριτικού
Ορθολογισμού και της ιστοριογραφικής Σχολής του Kuhn, ο
οποίος με το έργο του «Η δομή των επαναστατικών
επαναστάσεων» εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της μετά–
θετικιστικής επιστημολογίας.Στη μελέτη μου θα προσπαθήσω
να αναδείξω βασικές πτυχές του σύγχρονου επιστημολογικού
προβληματισμού.
2

KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ POPPER

1. Το πρόβλημα της εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης


Mολονότι ο Popper δεν ανήκε στους φιλοσόφους του Κύκλου της
Βιέννης, η σκέψη του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αναφορά στο
έργο αυτών των φιλοσόφων για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, πολλές από
τις αρχικές απόψεις του διατυπώθηκαν μέσα από κριτική των απόψεων
των φιλοσόφων αυτών και η φιλοσοφική του πορεία ακολούθησε στα
πρώτα της βήματα την πορεία του κύκλου της Βιέννης, άλλοτε
συγκλίνοντας και άλλοτε αποκλίνοντας από αυτήν. Δυο παράγοντες
έκαναν δυνατή αυτή τη σύγκλιση: πρώτο, η κοινή προβληματική –το
πρόβλημα της θεμελίωσης της εμπειρικής γνώσης και το πρόβλημα του
κριτηρίου της εγκυρότητας, καθώς και η κοινή βάση, ο εμπειρισμός,
πάνω στην οποία αντιμετωπίστηκαν τα παραπάνω προβλήματα. Δεύτερο,
το γεγονός ότι πολλές από τις απόψεις των φιλοσόφων του κύκλου της
Βιέννης διαφοροποιήθηκαν μετά από κριτική του Popper1. Την επίδραση
αυτής της κριτικής αναγνωρίζει και ο Carnap που τονίζει, ωστόσο ότι και
ο Popper επηρεάστηκε σε ορισμένες απόψεις του από τον Κύκλο της
Βιέννης2.
Ο εμπειρισμός αποτελεί βασικό στοιχείο της θεωρίας του Popper3. Ο
φιλόσοφος πιστεύει ότι «η αρχή του εμπειρισμού μπορεί να διατηρηθεί
αμετάβλητη, αφού η τύχη μιας θεωρίας, η αποδοχή ή η απόρριψή της,
αποφασίζεται από την παρατήρηση ή το πείραμα»4. Ωστόσο το έργο του
κυριαρχείται στα αρχικά του στάδια από μια κριτική του εμπειρισμού
όπως τον εκπροσωπούσε ο Κύκλος της Βιέννης, και δημιουργεί την
εντύπωση ότι δίνει έμφαση μονό στην ανεπάρκεια της εμπειρίας ως
πηγής της γνώσης. Ο Carnap ισχυρίζεται5 ότι ο Popper υπερτονίζει

1
Βλ. V.Kraft, Ο κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1986, σ.28: « το Logik der
Forschung άσκησε καθοριστική επίδραση στη διανοητική εξέλιξη του Κύκλου της
Βιέννης».
2
R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290-4 ( βιβλιοκρισία στο Logic of Scientific
Discovery). Συστηματική εξετάση της φιλοσοφικής σχέσης του με τον Carnap
επιχειρεί ο Popper στο άρθρο του «The Demarcation between Science and
Metaphysics» στον τιμητικό τόμο για τον Carnap, The Philosophy of Rudolf Carnap,
(επιμ. Ρ.Α. Schilpp) La Salle , Illinois ,Open Court, 1964. Στο άρθρο αυτό ( τώρα στο
Conjectures and Refutations, Λονδίνο, εκδ.Routledge and Kegan Paul, 1969, σσ.253-
92), ο Popper δηλώνει ρητά την αντίθεση του στις θεμελιώδεις έννοιες του Carnap.
Βλ. και Α. Michalos, The Carnap- Popper Controversy, The Hauge, 1975.
3
Βλ. V.Kraft, «Popper and the Vienna Circle», στο The Philosophy of Κarl Popper,
(επιμ. Ρ.Α. Schilpp), Ι, 1974, σσ. 185 κ.ε.
4
Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σ. 54.
5
R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290.
3

σκόπιμα τις διαφορές του από τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης, ενώ
στην πραγματικότητα δεν απομακρύνεται πολύ από τις απόψεις αυτές,
και ότι δίνει την εντύπωση πως είναι «απριοριστής και αντιεμπειρικός»,
ενώ δεν είναι.
Εξαιτίας του εμπειρισμού του ο Popper φαίνεται να κρατά, όπως και ο
Κύκλος της Βιέννης, μια αντιμεταφυσική στάση6, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι αντιτίθεται στη μεταφυσική από την ίδια σκοπιά. Αρνείται την
εγκυρότητα της μεταφυσικής γνώσης , δε μένει όμως στην άρνηση αυτή,
αφού, κατά την άποψή του, οι μεταφυσικές θεωρίες μπορούν να
αποτελέσουν, όπως εξάλλου και στο παρελθόν, αφορμή για
επιστημονικές θεωρίες. Έτσι, ενδιαφέρεται για την «οριοθέτηση»
(demarcation) ανάμεσα στη μεταφυσική και στην επιστημονική γνώση,
ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό.

1.1 Η κριτική της επαγωγής


Η χρήση της επαγωγικής μεθόδου θεωρήθηκε παραδοσιακά ως το
κριτήριο οροθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη
επιστημονικό: οι προτάσεις των εμπειρικών επιστημών, βασισμένες σε
παρατηρήσεις και πειράματα - δηλαδή σε προτάσεις που περιγράφουν
γεγονότα, είναι πολύ διαφορετικές από τις προτάσεις που ανάγουν το
κύρος τους στην αυθεντία, το συναίσθημα, την παράδοση, την
προκατάληψη ή τη συνήθεια, και είναι οι μόνες που παρέχουν έγκυρη
γνώση. Η επιστήμη είναι το σύνολο αυτών των γνώσεων και η εξέλιξη
της στηρίζεται στη διαρκή προσθήκη νέων βέβαιων γνώσεων στις ήδη
υπάρχουσες.
Το λεγόμενο πρόβλημα της επαγωγής ξεκινά από τη διαπίστωση ότι οι
γενικές προτάσεις ( λ.χ. οι νόμοι της φυσικής) δεν μπορούν να συναχθούν
από τις ενικές παρατηρησιακές προτάσεις, όσο μεγάλος και αν είναι ο
αριθμός τους, από τη μια, γιατί η ίδια η εμπειρία μπορεί στο μέλλον να
τις διαψεύσει και, από την άλλη, γιατί οι γενικές προτάσεις δεν είναι
λογικά δυνατό να συνάγονται από ενικές προτάσεις που περιγράφουν τα
φαινόμενα που οι γενικές προτάσεις καλούνται να εξηγήσουν.
Ο Popper πιστεύει ότι έχει λύσει το πρόβλημα της επαγωγής7,
προτείνοντας ένα νέο κριτήριο για τη θεμελίωση της εμπειρικής γνώσης.
Αφού οι γενικές προτάσεις δεν μπορούν να συναχθούν λογικά από τις
παρατηρησιακές προτάσεις, μπορεί να τις θέσει κανείς μόνο ως
υποθέσεις. Υπάρχει μια λογική ασυμμετρία ανάμεσα στην επαλήθευση

6
Βλ. την κριτική του W.W. Bartley με το άρθρο «Theories of Demacration between
Science and Metaphysics» στο Problems in the Philosophy of Science των Ι. Lakatos,
A. Musgrave ( επιμ.), Amsterdam, North Holland Publ. , 1968, σ.53, όπου επικρίνεται
η θεώρηση από τον Popper της μεταφυσικής ως «αναγκαίου κακού». Για την
απάντηση του Popper στην κριτική του Bartley, βλ. στο ίδιο, σσ. 88-102.
7
Objective Knowledge. An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press, 1975, σ.1.
4

και στη διάψευση, αφού οι γενικές εμπειρικές προτάσεις είναι


διαψεύσιμες, όχι όμως επαληθεύσιμες8. Όσο μεγάλος και αν είναι ο
αριθμός των επιμέρους εμπειρικών προτάσεων, δεν μας επιτρέπει να
βγάλουμε λογικά το συμπέρασμα «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί».
Αντίθετα, μια μόνο επιμέρους πρόταση, που εκφράζει την παρατήρηση
ενός μαύρου κύκνου, αρκεί για να καταρρίψει την προηγούμενη γενική
πρόταση, γιατί συνεπάγεται την αντιφατική της «υπάρχουν κύκνοι που
δεν είναι λευκοί». Παρόμοια, οι επιστημονικές προτάσεις-νόμοι είναι
ελέγξιμες (μπορούμε, δηλαδή, να αναζητήσουμε για αυτές προτάσεις που
να τις διαψεύδουν), δεν είναι όμως αποδείξιμες (δεν μπορούμε, δηλαδή,
να κάνουμε όλες τις παρατηρήσεις που τις επαληθεύουν). Κατά συνέπεια,
μπορούν να ελεγχθούν μόνο μέσα από συστηματικές προσπάθειες που
αποβλέπουν στην ανασκευή τους.
Ο επιστήμονας, λοιπόν, δεν πρέπει να δώσει βαρύτητα στην τάση να
γενικεύει, αλλά στην τάση να ασκεί κριτική, δηλαδή να υποβάλλει
διαρκώς τις γενικεύσεις του σε έλεγχο. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος,
όχι να εξηγεί το πέρασμα του από τις παρατηρήσεις στη θεωρία, αλλά,
ξεκινώντας από υποθέσεις-θεωρίες, να απαλείφει τις εσφαλμένες από
αυτές δείχνοντας πώς οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Ο Popper καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θεωρία είναι αυτή που
οδηγεί στις παρατηρήσεις και όχι οι παρατηρήσεις στη θεωρία. Αυτό
σημαίνει ότι σε όλα τα στάδια της επιστημονικής ανάπτυξης ξεκινάμε
από συγκεκριμένα προβλήματα9 που συζητούνται υπό το φως θεωριών10,
που κατευθύνουν τις παρατηρήσεις μας και μας βοηθούν να επιλέγουμε
από τα αναρίθμητα αντικείμενα της παρατήρησης αυτά που μπορεί να
μας ενδιαφέρουν.

1.2 Η διαψευσιμότητα («falsifiability») ως κριτήριο οριοθέτησης


Η παραδοσιακή φιλοσοφία, στηριζόμενη στην επαγωγική θεωρία,
δεχόταν ότι οι προτάσεις που ενδιαφέρουν την επιστήμη είναι αυτές που
μπορούν να επιβεβαιωθούν ή που εξηγούν καθετί δυνατό να συμβεί.
Αντίθετα ο Popper θεωρεί ότι οι προτάσεις με μεγάλο βαθμό πιθανότητας
δεν ενδιαφέρουν την επιστήμη. Γιατί όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός
8
Βλ. επίσης Logic of Scientific Discovery, Λονδίνο, Hutchinson, 1959, σσ.27 κ.ε., 34
κ.ε. Το πρόβλημα της επαγωγής και το πρόβλημα της οροθέτησης θεωρούνται από
τον Popper τα δυο θεμελιώδη προβλήματα της θεωρίας της γνώσης ήδη από την
πρώτη του δημοσίευση: « Two Notes on Induction and Demarcation», Erkenntnis,3 (
1933 ), 426 κ.ε. ( τώρα στο L.Sc.D.,παράρτημα i , σσ. 311 κ.ε.).
9
«η γνώση, η επιστήμη, δεν ξεκινά από αντιλήψεις ή παρατηρήσεις ή συλλογή
δεδομένων, αλλά από προβλήματα», «The Logic of Social Science», σ. 88 στο
συλλογικό έργο των Τ. Adorno, H. Albert (κ.α.) , The Positivist Dispute in German
Sociology, Λονδίνο, Heinemann, 1977 (1969), βλ. και The Poverty of Historicism,
Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1957.
10
Conjectures and Refutations, σ. 38, υποσ. 3.
5

πιθανότητας μιας πρότασης, τόσο φτωχότερο είναι το πληροφοριακό της


περιεχόμενο, και υπάρχουν προτάσεις – οι ταυτολογίες, με πιθανότητα Ι
και πληροφοριακό περιεχόμενο 0, που δεν μας λένε δηλαδή τίποτα για
τον κόσμο, αφού η αλήθεια τους είναι αναγκαία, αν λάβουμε υπόψη τον
τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα ο καθένας μπορεί να
διατυπώσει έναν μεγάλο αριθμό προβλέψεων με πιθανότητα σχεδόν Ι –
όπως, για παράδειγμα, την πρόταση «θα βρέξει», που είναι πρακτικά
αληθείς και που ποτέ δεν διαψεύδονται - αφού μπορεί να περάσουν
χιλιάδες χρόνια χωρίς βροχή, αλλά κάποτε σε κάποιο μέρος της γης θα
βρέξει. Τέτοιες προτάσεις όμως δεν ενδιαφέρουν την επιστήμη. Η
επιστημονική υπόθεση πρέπει να είναι ασυμβίβαστη με κάποιες
παρατηρήσεις, αν θέλει να εξηγεί κάποιες άλλες. Για κάποιον, λόγου
χάρη, που έχει πυρετό, η εξήγηση «κάτι δεν πάει καλά στον οργανισμό
του» έχει πολύ υψηλότερο βαθμό πιθανότητας από την εξήγηση «έχει
ιλαρά», αλλά καμία επιστημονική αξία11, γιατί όλα τα παρατηρήσιμα
στον άρρωστο φαινόμενα την επαληθεύουν. Έτσι, ο επιστήμονας
ενδιαφέρεται για την υπόθεση που έχει όχι υψηλό βαθμό πιθανότητας,
αλλά πλούσιο πληροφοριακό περιεχόμενο και που είναι, για αυτό το
λόγο, σε μεγάλο βαθμό ελέγξιμη. Η υπόθεση αυτή τον υποχρεώνει να
έχει ορισμένες προσδοκίες και τελικά διαψεύδεται αν αυτές δεν
πραγματοποιηθούν.
Κατά συνέπεια, επιστημονική υπόθεση δεν είναι αυτή που μπορεί να
επιβεβαιωθεί (αφού σχεδόν πάντοτε είναι δυνατόν να βρεθούν προτάσεις
που επιβεβαιώνουν μια θεωρία), αλλά αυτή που μένει ανοιχτή σε
έλεγχο12. Ο όρος «ελεγξιμότητα» (testability) δείχνει ακριβώς τη
δυνατότητα της θεωρίας να υφίσταται ελέγχους, δηλαδή σοβαρές
προσπάθειες που αποβλέπουν στη διάψευσή της. Επιστήμη υπάρχει εκεί
που γίνονται συστηματικές προσπάθειες διάψευσης (επιτυχείς ή όχι). Με
αυτόν τον τρόπο ο Popper εισάγει την έννοια της «διαψευσιμότητας»
(falsifiability), σύμφωνα με την οποία μια υπόθεση είναι επιστημονική
μόνο όταν είναι δυνατόν να διαψευστεί. Πολύ περισσότερο, πρέπει η ίδια
η θεωρία να ορίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαψεύδεται. Η
διαψευσιμότητα γίνεται, έτσι, κριτήριο οροθέτησης, δηλαδή «κριτήριο
που μας επιτρεπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε προτάσεις που ανήκουν
στις εμπειρικές επιστήμες (θεωρίες, υποθέσεις), και σε άλλες προτάσεις –
ιδιαιτέρα τις ψευδοεπιστημονικές και μεταφυσικές, αλλά και προτάσεις
των μαθηματικών και της λογικής»13.

11
Βλ. John Passmore, A Hundred Years of Philosophy, Harmondsworth, Penguin,
1966, σ. 407.
12
Συνοπτική παρουσίαση των όρων που εξασφαλίζουν την επιστημονικότητα μιας
υπόθεσης (θεωρίας) στο Conjectures and Refutations,σ. 36-37.
13
Realism and the Aim of Science, Εισαγωγή, σ. Xix.
6

Πολλοί φιλόσοφοι (και ανάμεσα τους οι φιλόσοφοι του λογικού


θετικισμού) δέχονταν την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο οροθέτησης
ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό, ανάμεσα σε αυτό
που έχει και σε αυτό που δεν έχει νόημα14. Αυτό, τους οδήγησε στην
αποδοχή δυο ειδών προτάσεων με νόημα : (α) τις προτάσεις της τυπικής
λογικής και των μαθηματικών, που δε δίνουν καμιά πληροφορία για τον
εμπειρικό κόσμο, και που είναι αληθείς ή ψευδείς χωρίς αναφορά στην
εμπειρία (αληθείς είναι οι ταυτολογικές προτάσεις και ψευδείς οι
αντιφατικές) και (β) τις προτάσεις που δίνουν πληροφορίες για τον
εμπειρικό κόσμο, των οποίων η αλήθεια θεμελιώνεται στην παρατήρηση.
Κάθε πρόταση που δεν αποτελεί τυπική πρόταση των μαθηματικών ή της
λογικής και δεν είναι εμπειρικά επαληθεύσιμη είναι χωρίς νόημα. Έτσι, η
«επαληθευσιμότητα» (verifiability) θεωρήθηκε κριτήριο οροθέτησης
ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη επιστημονικό και ταυτόχρονα
ανάμεσα στις προτάσεις με νόημα και στις προτάσεις χωρίς νόημα.
Οι αντιρρήσεις του Popper στην αποδοχή ενός τέτοιου κριτηρίου
συνοψίζονται στα εξής15:
• Άσχετα με το αν οι επιμέρους προτάσεις είναι ή δεν είναι
εμπειρικώς επαληθεύσιμες, οι γενικές προτάσεις- όπως λ.χ. οι νόμοι
της επιστήμης, σε καμιά περίπτωση δεν είναι. Έτσι, η αρχή της
επαληθευσιμότητας αποκλείει ως μη επιστημονικές όχι μόνο τη
μεταφυσική, αλλά και όλες τις φυσικές επιστήμες.
• Η αρχή της επαληθευσιμότητας εμφανίζει όλη τη μεταφυσική
χωρίς νόημα, ενώ ιστορικά η επιστήμη βγήκε μέσα από τη
μεταφυσική-μέσα από προλήψεις και μυθικές ή θρησκευτικές ιδέες.
Μια ιδέα μη ελέγξιμη και, συνεπώς, μεταφυσική είναι δυνατό, όταν
αλλάξουν οι συνθήκες , να γίνει ελέγξιμη και, κατά συνέπεια,
επιστημονική, «όπως λόγου χάρη η βασική ιδέα του ατομισμού
(δηλαδή η ιδέα μιας πρώτης φυσικής «αρχής», ή έσχατου στοιχείου,
από το οποίο προέκυψαν τα άλλα), η ιδέα της κίνησης της γης και η
σωματιδιακή θεωρία του φωτός».16 Έτσι, μια μεταφυσική θεωρία όχι
μόνο μπορεί να έχει νόημα, αλλά μπορεί να είναι και αληθής. Μπορεί
απλώς να μην είναι ελέγξιμη, να μην υπάρχουν δηλαδή εμπειρικές
ενδείξεις για αυτή και, συνεπώς, να μην μπορούμε να τη θεωρήσουμε
επιστημονική.

14
Συχνά, ο Popper θεωρήθηκε εισηγητής ενός διαφορετικού κριτηρίου νοήματος. Ο
ίδιος αντικρούει διαρκώς μια τέτοια άποψη (Logic of Scientific
Discovery,παράγραφοι 4,10. παραρτ. i Ανοιχτή κοινωνία, κεφ.11, σημ.46,51.52.
Conjectures and Refutations, κεφ.1,2,3. Unended Quest,παράγραφοι 8,16. Realism
and the Aim of Science σσ. 175 κ.ε.)
15
Βλ. Bryan Magee, Karl Popper, Γλασκόβη, Collins, 1975,σσ. 47-48.
16
The Logic of Scientific Discovery,σ. 278.
7

• Αν θεωρηθούν προτάσεις με νόημα μόνο οι επαληθεύσιμοι και


ταυτολογικοί ισχυρισμοί, τότε κάθε συζήτηση για το «νόημα» πρέπει
να περιέχει προτάσεις χωρίς νόημα.
• Με την υιοθέτηση της επαληθευσιμότητας ως κριτηρίου
οροθέτησης δεν είναι δυνατό να αποκλειστούν από την επιστήμη η
αστρολογία και η ορθολογική θεολογία.17.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μια πλήρης εμπειρική επαλήθευση
είναι αδύνατη. Γι’ αυτό ο Popper εισάγει στη θέση της την αυξανομένη
«Ενίσχυση» των επιστημονικών υποθέσεων, μια έννοια δυναμική στην
οποία υπεισέρχεται ο παράγοντας της συμβατικότητας και της
πιθανότητας.18
«Ενισχυμένη» (corroborated) θεωρείται μια υπόθεση-θεωρία που
επιζεί μετά από αυστηρούς ελέγχους που έγιναν με σκοπό την
ανασκευή της. Η ενίσχυση της θεωρίας ποτέ δεν μπορεί να είναι
πλήρης ή απόλυτη αφού, πέρα από τους λογικούς ελέγχους που
ασκούμε σε αυτή, μένει πάντοτε ανοιχτή η δυνατότητα νέων
πειραματικών ελέγχων. Οι πειραματικοί έλεγχοι ακολουθούν
διαδικασία όχι επαγωγική αλλά παραγωγική: «Με τη βοήθεια άλλων
προτάσεων που έχουν γίνει πρωτύτερα αποδεκτές συνάγονται με
λογική παραγωγή από τη θεωρία ορισμένες επιμέρους προτάσεις, που
μπορούμε να τις ονομάσουμε προβλέψεις (predictions), ιδιαίτερα
προβλέψεις που εύκολα μπορούν να ελεγχθούν και να εφαρμοστούν.
Από αυτές τις προτάσεις επιλέγουμε εκείνες που δεν προκύπτουν από
την τρέχουσα θεωρία, και ιδιαιτέρα εκείνες με τις οποίες η τρέχουσα
θεωρία έρχεται σε αντίφαση. Στη συνέχεια αποφασίζουμε για τις
προτάσεις που έχουν προκύψει (ή και άλλες) συγκρίνοντας τες με τα
αποτελέσματα πρακτικών εφαρμογών και πειραμάτων. Αν η απόφαση
είναι θετική, που σημαίνει ότι αυτές οι επιμέρους προτάσεις έγιναν
αποδεκτές ή επαληθεύτηκαν, η θεωρία περνά προσωρινά τον έλεγχο.
[…..] Αλλά αν η απόφαση είναι αρνητική, […..] αν τα συμπεράσματα
διαψεύστηκαν, τότε η διάψευσή τους διαψεύδει και τη θεωρία από την
οποία είχαν παραχθεί αυτά τα συμπεράσματα.»19
«Βαθμός ενίσχυσης» («degree of corroboration») είναι ο βαθμός
αντοχής μιας θεωρίας στους ελέγχους, και δείχνει κατά πόσο η θεωρία
απέδειξε τη δύναμή της και δεν ξεπεράστηκε στην πορεία της επιστήμης
από άλλες θεωρίες. Όπως λέει ο ίδιος ο Popper, «με το βαθμό ενίσχυσης
μιας θεωρίας εννοώ τη σύντομη και σαφή έκθεση που αξιολογεί (σε
17
Conjectures and Refutations, σσ. 40, 253.
18
Βλ. Π. Χριστοδουλίδη, Η εξήγηση στην επιστήμη και η έννοια του μοντέλου,
Θεσσαλονίκη, εκδ. Εγνατία, 1979, σ. 127.
19
The Logic of Scientific Discovery, παραγρ. 3 (σελ.33), βλ.επίσης και στο ίδιο,
παραγραφή 79-85 (σσ. 251 κ.ε.).ακόμη, Realism and the Aim of Science, παράγραφοι
27-33 (σσ. 217 κ.ε.).
8

ορισμένο χρόνο t) το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται η κριτική συζήτηση


της θεωρίας, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η θεωρία λύνει τα
προβλήματα της, με το βαθμό ελεγξιμότητας και την αυστηρότητα των
ελέγχων, και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε αυτούς τους
ελέγχους.»20

1.3 Το πρόβλημα της εμπειρικής βάσης


Η διαψευσιμότητα είναι, λοιπόν, κριτήριο οριοθέτησης, κριτήριο
δηλαδή του εμπειρικού χαρακτήρα των επιστημονικών προτάσεων. Η
εφαρμογή όμως του κριτηρίου αυτού απαιτεί ειδικές προτάσεις, που
καθιστούν δυνατό τον εμπειρικό έλεγχο των επιστημονικών υποθέσεων.
Ο Popper γράφει σχετικά: «Τις χρειαζόμαστε, για να μπορούμε να
αποφασίσουμε αν μια θεωρία πρέπει να ονομαστεί διαψεύσιμη, δηλαδή
εμπειρική». Έτσι το πρόβλημα του εμπειρικού χαρακτήρα των θεωριών
συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα του εμπειρικού χαρακτήρα των
προτάσεων εκείνων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο εγκυρότητας
των επιστημονικών υποθέσεων. Άρα το κριτήριο οριοθέτησης μεταθέτει
όλο το πρόβλημα από την περιοχή των θεωριών στην περιοχή της
εμπειρικής βάσης.
Οι βασικές προτάσεις επιτελούν διπλή λειτουργία: α) Κρίνουν τον
εμπειρικό χαρακτήρα των θεωριών και β) Χρησιμεύουν για την
αποτίμηση της αντικειμενικότητάς τους. Προκειμένου να διασφαλίσει τη
διπλή αυτή λειτουργία ο Popper, θέτει ορισμένα αιτήματα που αφορούν
τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο των βασικών προτάσεων.
Οι βασικές προτάσεις πρέπει να έχουν τη μορφή ενικών υπαρκτικών
προτάσεων (π.χ. «στη χωροχρονική θέση κ υπάρχει ένα α» ή «στη
χωροχρονική θέση κ συμβαίνει το α γεγονός) και να ικανοποιούν τις εξής
συνθήκες: «(α) από μια γενική πρόταση δεν είναι δυνατό να προκύψει
δίχως αρχικές συνθήκες μια βασική πρόταση. Μια γενική ωστόσο (β)
πρόταση μπορεί να αντιφάσκει ωστόσο με βασικές προτάσεις. Η
συνθήκη (β) μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο εφόσον είναι δυνατό να
συναγάγουμε την άρνηση μιας βασικής πρότασης από τη θεωρία με την
οποία αντιφάσκει. Από αυτό και τη συνθήκη (β) συνάγεται ότι μια
βασική πρόταση πρέπει να έχει τέτοια λογική μορφή, ώστε η άρνησή της
να μη μπορεί να είναι με τη σειρά της μια βασική πρόταση».
Προβάλλοντας το παραπάνω αίτημα ο φιλόσοφος στοχεύει στη
διασφάλιση της λογικής εγκυρότητας του μηχανισμού της διάψευσης. Αν
η άρνηση της βασικής πρότασης συνάγεται από τη θεωρία, τότε η βασική
πρόταση διαψεύδει τελείως τη θεωρία αυτή. Όμως ο Popper, πέρα από
αυτά τα λογικά αιτήματα, θέτει και ένα υλικό αίτημα: «τα γεγονότα που

20
K. Popper, Objective Knowledge, An Evolutionary Approach, Oxford Univ. Press,
1975, σ.18.
9

συμβαίνουν, όπως μας λένε οι βασικές προτάσεις, στη θέση κ, πρέπει να


είναι παρατηρήσιμα γεγονότα, συνεπώς οι βασικές προτάσεις πρέπει να
επιδέχονται διυποκειμενικό έλεγχο με την παρατήρηση».
Βέβαια το αίτημα αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι οι βασικές
προτάσεις πρέπει να επιδέχονται επαλήθευση με την παρατήρηση,
σύμφωνα με τις αρχές του θετικισμού, ο οποίος επιχειρεί να λύσει το
πρόβλημα της εμπειρικής βάσης στο πλαίσιο της γνωσιοθεωρητικής
αρχής ότι η εποπτεία, η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί την πηγή της
επιστημονικής γνώσης. Οι βασικές προτάσεις θεμελιώνονται κατά το
θετικισμό, στα δεδομένα της αισθητηριακής αντίληψης ή, όπως λέει ο
Popper, σε «αισθητηριακές εμπειρίες» (Wahrnehmungserlebnisse) και
από τη σκοπιά αυτή η αλήθειά τους είναι άμεσα προφανής. Για το λόγο
αυτό δεν χρειάζονται οι ίδιες παραπέρα θεμελίωση. Αντίθετα, πάνω σ’
αυτές θεμελιώνονται τα θεωρητικά συστήματα των εμπειρικών
επιστημών. Έχουν συνεπώς μια γνωσιοθεωρητική προτεραιότητα
απέναντι σε όλες τις άλλες επιστημονικές προτάσεις. Σε περίπτωση
δηλαδή σύγκρουσης των θεωριών με την εμπειρική μαρτυρία (βασικές
προτάσεις) οι θετικιστές δεσμεύονται να απορρίψουν τις θεωρίες.
Ο Popper κριτικάρει τη θετικιστική λύση του προβλήματος της
εμπειρικής βάσης από μια διπλή σκοπιά: Α) Δείχνει ότι ο ψυχολογισμός
αποτελεί το υπόβαθρο της νεοθετικιστικής θεωρίας της εμπειρικής
βάσης. Β) Ανασκευάζει τη θέση της γνωσιοθεωρητικής προτεραιότητας
των βασικών προτάσεων. Την κριτική του αυτή τη στηρίζει σε δυο
επιχειρήματα:
1. Η ενάργεια της αισθητηριακής αντίληψης, η υποκειμενική
βεβαιότητα αποτελεί κριτήριο εγκυρότητας των συνθετικών προτάσεων
στο αντικείμενο της ψυχολογίας. Η εμπειρία δεν μπορεί να θεμελιώσει
την αλήθεια των βασικών προτάσεων, αλλά και των προτάσεων
γενικότερα. Η μορφή αυτή του ψυχολογισμού στρέφεται ενάντια στη
θεωρία των προτάσεων πρωτοκόλλου με την εξής έννοια: η θεωρία αυτή
δεν μας μιλάει βέβαια για τις αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά μόνο για
προτάσεις που δεν χρειάζονται παραπέρα θεμελίωση, γιατί αναφέρονται
στο άμεσο δεδομένο, περιγράφουν άμεσες αισθητηριακές εμπειρίες μας
(Carnap) – και ό,τι δίδεται άμεσα στην εμπειρία δεν μπορεί ως ψυχικό
γεγονός να αμφισβητηθεί. Και ο Popper καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η
θεωρία των προτάσεων πρωτοκόλλου δεν είναι παρά «ένας
ψυχολογισμός μεταφρασμένος στον τυπικό τρόπο ομιλίας».
Το παραπάνω επιχείρημα του Popper είναι ασφαλώς σωστό, αλλά
παράλληλα και «τετριμμένο», αφού δεν θίγει την ουσία του
προβλήματος, γιατί ξεκινάει από μια πολύ στενή έννοια της θεμελίωσης,
στο πλαίσιο της οποίας η σχέση παρατήρησης και παρατηρησιακής
πρότασης παραμένει ουσιαστικά αδιευκρίνιστη. Γιατί το πρόβλημα είναι
εδώ κυρίως γνωσιοθεωρητικό και αφορά στη σχέση ανάμεσα στην
10

παρατηρησιακή πρόταση και το παρατηρούμενο αντικείμενο (ή την


κατάσταση πραγμάτων). Το χάσμα ανάμεσα στην παρατήρηση και στην
παρατηρησιακή πρόταση, ανάμεσα στην εμπειρική πραγματικότητα και
τη γλώσσα παραμένει αγεφύρωτο.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η κριτική του εμπειρισμού και
του θετικισμού δεν πηγάζει από μια βαθύτερη ανάλυση της δομής της
εμπειρίας, αλλά αποτελεί πιο πολύ μια εναλλακτική πρόταση. Ο Popper
προσέγγισε από διαφορετική σκοπιά το μεθοδολογικό ρόλο της εμπειρίας
στο πλαίσιο του υποθετικο-παραγωγικού μοντέλου θεμελίωσης, δεν
άλλαξε ωστόσο το γνωσιοθεωρητικό της status.
2. Iσχυρότερο είναι το δεύτερο επιχείρημα του Popper ενάντια στον
υποτιθέμενο ψυχολογισμό του νεοθετικισμού. Γράφει: «Δεν μπορούμε να
αρθρώσουμε καμιά επιστημονική πρόταση που δεν υπερβαίνει κατά πολύ
ό,τι μπορούμε να γνωρίσουμε με βεβαιότητα βάσει της άμεσης εμπειρίας.
Κάθε περιγραφή χρησιμοποιεί γενικά σημεία, γενικές έννοιες, κάθε
πρόταση έχει το χαρακτήρα μιας θεωρίας, μιας υπόθεσης. Η πρόταση
«Εδώ υπάρχει νερό» δεν επαληθεύεται από καμιά αισθητηριακή
εμπειρία, γιατί στις γενικές έννοιες που εμφανίζονται εδώ δεν μπορούμε
να αντιστοιχίσουμε ορισμένες αισθητηριακές εμπειρίες. Π.χ. Με τις
λέξεις «ποτήρι» και «νερό» δηλώνουμε φυσικά σώματα που
παρουσιπαζουν μια νομοτελή συμπεριφορά. Οι γενικές έννοιες δεν
επιδέχονται αναγωγή σε κλάσεις άμεσων εμπειριών. Τα παραπάνω
ισχύουν βέβαια και για τις προτάσεις πρωτοκόλλου, οι οποίες πρέπει να
προσφύγουν σε γενικές έννοιες και η προσφυγή αυτή έχει ακριβώς το
χαρακτήρα μιας θεωρητικής υπόθεσης.
Αυτόν τον θεωρητικό χαρακτήρα των βασικών προτάσεων ο Popper
τον θεμελιώνει πάνω σε μια θεωρία γενικών εννοιών, σύμφωνα με την
οποία όλες οι γενικές έννοιες που απαντούμε στις βασικές προτάσεις
δηλώνουν μια τάση προς μια ορισμένη νομοτελειακή συμπεριφορά των
πραγμάτων και από την άποψη αυτή υπερβαίνουν την εμπειρία. Η
κεντρική εδώ ιδέα του Popper είναι ότι «κάθε αναφορά στα αντικείμενα
της εμπειρίας είναι δυνατή μόνο υπό τη μορφή μιας θεωρητικής
υπόθεσης για τη νομοτελειακή συμπεριφορά των φυσικών σωμάτων».
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η μόνο εμπειρία που υπάρχει είναι αυτή
που ερμηνεύεται υπό το φως θεωριών. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια να
διακρίνουμε σαφώς ανάμεσα σε θεωρητικούς και παρατηρησιακούς
όρους ή ανάμεσα σε θεωρητική και παρατηρησιακή γλώσσα είναι, κατά
τον Popper, καταδικασμένη σε αποτυχία.

1.4. Η κριτική της Μαρξιστικής και Ψυχαναλυτικής Θεωρίας


Στα βιβλία του The Open Society and Its Enemies (1945) και The
Poverty of Historicism (1957), ο Popper εφαρμόζει στον άνθρωπο και την
κοινωνία τη θεωρία του για τη γνώση , με τη μορφή μιας επίθεσης κατά
11

του ιστορισμού (historicism),της άποψης δηλαδή ότι υπάρχουν γενικοί


νόμοι της ιστορικής εξέλιξης, που καθιστούν την πορεία της ιστορίας
αναπόφευκτη και, συνεπώς, προβλέψιμη.
Στο The Open Society ο ιστορικισμός εξετάζεται μέσα από τρεις
σχετικές θεωρίες, του Πλάτωνα, του Hegel και του Marx.Στο The
Poverty of Historicism ο ιστορικισμός ανασκευάζεται, και
επισημαίνονται οι εσφαλμένες απόψεις για τη φύση της κοινωνικής
επιστήμης από τις οποίες ξεκινά. Η μια από αυτές είναι ότι η επιστήμη
των κοινωνικών φαινόμενων πρέπει να έχει ως στόχο τη διατύπωση ενός
γενικού εξελικτικού νόμου. Η άλλη, εσφαλμένη κατά τον Popper άποψη,
είναι ότι η παραπάνω επιστήμη δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί στην
κοινωνία, αλλά, αντί γι’ αυτοί, ορισμένοι νόμοι ειδικής ιστορικιστικής
μορφής.
Ο Popper διαφωνεί υποστηρίζοντας ότι η επιστημονική μέθοδος
εφαρμόζεται και στη φύση και στην κοινωνία.21 Όσον αφορά την
επιστημονική μέθοδο, πιστεύει ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί
στην κοινωνία, με τη διαφορά ότι ενώ είναι σε θέση να αποκαλύπτει
νόμους που αποσαφηνίζουν τις απρόβλεπτες συνέπειες των επιμέρους
ανθρώπινων ενεργειών, δεν μπορεί να διατυπώνει γενικούς εξελικτικούς
νόμους. Αυτό τον οδηγεί στην άποψη ότι οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί
επιτυγχάνονται μόνο με επιμέρους χειρισμούς των κοινωνικών
προβλημάτων, και όχι με συνολικές επαναστατικές κοινωνικές
ανακατατάξεις.
Αν το κριτήριο οριοθέτησης ανάμεσα στο επιστημονικό και στο μη
επιστημονικό είναι η διαψευσιμότητα, τότε μια θεωρία που επαληθεύεται
από όλες τις δυνατές καταστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει
οποιαδήποτε επιστημονική πληροφορία. Γιατί μια θεωρία που δεν είναι
δυνατόν να ανασκευαστεί από κάποια παρατήρηση δεν είναι ελέγξιμη,
και αφού δεν είναι ελέγξιμη, δεν είναι επιστημονική.
Ο Popper ισχυρίζεται ότι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων
θεωριών («που καταλήγουν να εξηγούν τα πάντα, και, συνεπώς, τίποτα»)
το δίνουν η μαρξιστική και η ψυχαναλυτική θεωρία, και ότι ακριβώς η
μελέτη αυτών των θεωριών τον οδήγησε στην υιοθέτηση της
διαψευσιμότητας ως κριτηρίου οροθέτησης. Σύμφωνα με την άποψη του,
η ικανότητα των θεωριών αυτών να εξηγούν το καθετί, πράγμα που
πείθει και ενθουσιάζει τους οπαδούς τους, είναι ακριβώς το αδύνατο
σημείο τους. Εντούτοις, οι μαρξιστές στην πράξη και οι ψυχαναλυτές στη
θεωρία φαίνεται να στηρίζονται σε μια μη διαψεύσιμη βεβαιότητα
θρησκευτικού τύπου, και η πεποίθηση τους για την επιστημονικότητα

21
Για τη μεθοδολογικη ενοτητα φυσικων και κοινωνικων επιστημων, βλ. το αρθρο
του Popper «The Logic of the Social Sciences» (σ.89).
12

των θεωριών τους, ακόμη και όταν παρουσιάζεται ειλικρινής, είναι


εσφαλμένη.22
Ο Popper τονίζει πολλές φορές ότι ο λόγος της μεγάλης ψυχολογικής
προσκόλλησης σε τέτοιες θεωρίες βρίσκεται στη δυνατότητα τους να
εξηγούν τα πάντα. Το να έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι σε θέση να
καταλάβει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του είναι κάτι που του δίνει όχι
μόνο πνευματική και ψυχική δύναμη αλλά, το σπουδαιότερο, το αίσθημα
του ασφαλούς προσανατολισμού του στον κόσμο. Η αποδοχή μιας
τέτοιας θεωρίας, γράφει ο Popper, «έχει ως αποτέλεσμα μια στροφή του
νου ή μια αποκάλυψη που σου ανοίγει τα μάτια σε μια νέα αλήθεια,
κρυμμένη από αυτούς που δεν την έχουν καταλάβει ακόμη. Από τη
στιγμή που θα ανοίξουν τα μάτια σου, βλέπεις παντού γεγονότα που την
επαληθεύουν. Ο κόσμος είναι γεμάτος από επαληθεύσεις της θεωρίας.
Οτιδήποτε συμβαίνει, πάντοτε την επιβεβαιώνει. Έτσι, η αλήθεια της
είναι ολοφάνερη, και όσοι δεν τη δέχονται είναι άνθρωποι που αρνούνται
να δουν τη φανερή αλήθεια».23
Ο Popper δε θεώρησε ποτέ ότι τέτοιου είδους θεωρίες δεν έχουν αξία,
και πολύ περισσότερο ότι δεν έχουν νόημα. Γράφει, για παράδειγμα:
«Πολλά από όσα είπαν [ο Freud και ο Adler] έχουν πολύ μεγάλη
σημασία και μπορούν να παίξουν πολύ καλά κάποτε το ρόλο τους σε μια
ελέγξιμη ψυχολογική επιστήμη. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι κλινικές
παρατηρήσεις, που οι ψυχαναλυτικοί αφελώς πιστεύουν ότι
επιβεβαιώνουν τη θεωρία τους, μπορούν να την επαληθεύσουν με
καθημερινές επαληθεύσεις στην πράξη περισσότερο από όσο τα
καθημερινά γεγονότα επαληθεύουν τις προβλέψεις των αστρολόγων.
[…..] Περιγράφουν, βέβαια, κάποια γεγονότα, αλλά με τον τρόπο που
περιγράφουν τα γεγονότα οι μύθοι, και περιέχουν μερικές πολύ
ενδιαφέρουσες ψυχολογικές προτάσεις, όχι όμως σε ελέγξιμη μορφή.24

22
«Οι οπαδοί του Μαρξ, αντί να δεχτούν τις εμπειρικές διαψεύσεις [ της θεωρίας
τους] ερμήνευσαν εκ νέου τόσο τη θεωρία όσο και τις εμπειρικές μαρτυρίες έτσι,
ώστε να τις κάνουν να συμφωνούν μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό έσωσαν τη
θεωρία από την απόρριψη, με τίμημα όμως την υιοθέτηση ενός τεχνάσματος [ «ad
hoc βοηθητικές υποθέσεις»] που την έκανε μη απορρίψιμη», δηλαδή μη επιστημονική
(Conjectures and Refutations, σ. 37)Βλ. επίσης Realism and the Aim of Science,
παράγραφος 18 (σσ. 162 κ.ε.), και Unended Quest, παράγραφος 8.
23
Κ. Popper, Conjectures and Refutations, σσ. 34-35. Αντιρρήσεις στις θέσεις αυτές
του Popper εξέφρασαν μαρξιστές όπως ο Μ.Cornforth ( The Open society and the
Open Philosophy. A repky to Dr. Karl Popper’ s Refutation of Marxism, Λονδίνο,
Lawrence and Wishart, 1968), και ο L. Seve (Une imtroduction a la philosophie
marxiste, Παρίσι, ed. Sociales, 1980, σσ. 415-9). Βλ. επίσης την κριτική του Α.
Ο’Hear ( Karl Popper, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1980. σ. 104).
24
Ο Popper επανέρχεται λεπτομερέστατα στον Freud εξετάζοντας ορισμένες
εξηγήσεις που δίνει η Traumdeutung (Realism and the Aim of Science, παραγραφος
18, σσ. 163-74). Κριτική στις απόψεις του Popper για τη μη επιστημονικότητα της
13

Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι τέτοιοι μύθοι μπορούν να αναπτυχθούν και να


γίνουν ελέγξιμοι, και ότι, ιστορικά, όλες – ή σχεδόν όλες - οι
επιστημονικές θεωρίες ξεκινούν από μύθους. Ο μύθος μπορεί να περιέχει
σημαντικές προ-συλλήψεις επιστημονικών θεωριών. Για παράδειγμα, η
θεωρία του Εμπεδοκλή για την εξέλιξη μέσω της δοκιμής και του
σφάλματος, ή ο μύθος του Παρμενίδη για ένα αμετάβλητο και συμπαγές
σύμπαν στο οποίο τίποτα δεν συμβαίνει και το οποίο, αν του
προσθέσουμε μια άλλη διάσταση, γίνεται το σύμπαν του Einstein (εννοώ
το σύμπαν των τεσσάρων διαστάσεων) στο οποίο επίσης τίποτα δεν
συμβαίνει, αφού τα πάντα είναι προσδιορισμένα και δεδομένα από την
αρχή. Για αυτό, έχω την εντύπωση πως το να θεωρούμε μια θεωρία μη
επιστημονική ή μεταφυσική δε σημαίνει ότι η θεωρία αυτή είναι χωρίς
ενδιαφέρον, χωρίς σημασία ή χωρίς νόημα.»25

2. Κριτικός ορθολογισμός και η ανάπτυξη της επιστήμης


Κατά τον Popper ο ορθολογικός χαρακτήρας της επιστημονικής
γνώσης θεμελιώνεται στη συνεχώς αυξανομένη ανάπτυξη της, «στον
τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες διακρίνουν ανάμεσα στις διαθέσιμες
θεωρίες και επιλέγουν την καλύτερη ή (όταν απουσιάζει μια
ικανοποιητική θεωρία) στον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούν την
απόρριψη όλων των διαθέσιμων θεωριών, προτείνοντας συγχρόνως
μερικές από τις συνθήκες τις οποίες θα πρέπει να εκπληρώνει μια
ικανοποιητική θεωρία».26Αυτό που χαρακτηρίζει την επιστημονική
ανάπτυξη δεν είναι η συσσώρευση παρατηρήσεων ή πειραμάτων αλλά οι
συνεχείς προσπάθειες των επιστημόνων να απορρίψουν τις θεωρίες τους
και να τις αντικαταστήσουν με νέες πιο ικανοποιητικές.
Σκοπός της επιστήμης είναι η αλήθεια. Όχι οποιαδήποτε αλήθεια, αλλά
αυτή που δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα μας. Μια αλήθεια –ή μια
εικασία για την αλήθεια, γίνεται ενδιαφέρουσα για την επιστήμη, όταν
αποτελεί απάντηση σε κάποιο πρόβλημα.27 Ο επιστήμονας, μολονότι
πιστεύει στην αλήθεια, δεν πιστεύει ότι ο ίδιος την κατέχει.28Χωρίς να
έχει κανένα κριτήριο για την αλήθεια, καθοδηγείται «από την ιδέα της

φροϋδικής ψυχανάλυσης ασκεί ο Grunbaum σε μια σειρά άρθρων του (λ.χ. « Is


Freudian Pshychoanalytic Theory Pseudo-scientific by Karl Popper’s Criterion of
Demarcation?», Αmerican Journal of Philosophy, 16 (1979, 131-141).
25
Conjectures and Refutations, σσ. 34-8. Για τον Popper, οι μεταφυσικές θεωρίες
μπορούν να μας οδηγήσουν σε ερευνητικά προγράμματα ( βλ.Unended Quest, σ.169).
Εξάλλου, «μια μεταφυσική θεωρία είναι απείρως προτιμότερη από την έλλειψη
θεωρίας» (Realism and the Aim of Science, σ. 172, επίσης, βλ. παράγραφο 21,
σσ.179-81).
26
Conjectures and Refutations, σ.215.
27
Βλ. ό.π., σ.230.
28
Βλ. ό.π., σ.376.
14

αλήθειας ως κανονιστικής αρχής».29 Αυτό τον οδηγεί σε κριτική στάση


απέναντι στις ίδιες του τις θεωρίες, τις οποίες έχει διατυπώσει με τη
μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και σαφήνεια ώστε να είναι ελέγξιμες.30
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η επιστημονική πρόοδος συνίσταται στη
διατύπωση νέων θεωριών «που συγκρινόμενες με τις προγενέστερες
μπορούν να χαρακτηριστούν ως καλύτερες προσεγγίσεις στην
αλήθεια».31
Η επιστήμη ξεκινά από προβλήματα (Π1) τα οποία προσπαθεί να λύσει
με δοκιμαστικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους υποθέσεις-θεωρίες (ΔΘ),
που προτείνονται προσωρινά και παραμένουν όσο αντιστέκονται στις
κριτικές προσπάθειες που γίνονται για την απόρριψη τους. Το τι είδους
παρατηρήσεις και πειράματα θα κάνουμε σχετικά με μια θεωρία
εξαρτάται από την ίδια τη θεωρία και την κριτική μας. Όπως και να έχει
το πράγμα, τόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι αυτές οι παρατηρήσεις και τα
πειράματα, όσο πιο προσεκτικά τα έχουμε σχεδιάσει με σκοπό τον έλεγχο
των θεωριών μας.
Το σχήμα που επανειλημμένα δίνει ο Popper για να περιγράψει αυτή
την πορεία της επιστημονικής σκέψης, από παλιά σε νέα προβλήματα
μέσα από κριτική ( κριτική απαλοιφή του σφάλματος) των υποθέσεων –
θεωριών είναι:

Π1----- ΔΘ----- ΑΣ----- Π2

Αυτό που έχει σημασία σε όλη αυτή την πορεία της επιστήμης είναι ο
κριτικός χαρακτήρας της επιστημονικής σκέψης, η σταθερή διάθεση του
επιστήμονα να υποβάλλει σε κριτική τόσο τις θεωρίες των άλλων όσο και
τις δικές του. Έτσι, εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της γνώσης,
«μέσω των διυποκειμενικών ελέγχων και της αμοιβαίας κριτικής»32 με
επιχειρήματα.
Η κριτική είναι ο αναγκαίος όρος για την αλλαγή των θεωριών μας και
συνεπώς για την πνευματική πρόοδο. «Η κριτική αποτελεί τη βασική
κινητήρια δύναμη κάθε πνευματικής ανάπτυξης».33.Αυτό που επιτρέπει
την ορθολογική συγκρότηση της επιστήμης είναι η ορθολογική στάση
που υιοθετούν οι επιστήμονες, η «ανορθόλογη πίστη στο λόγο»34 που
συνεπάγεται μια ορθολογική επιστημονική ηθική και αποτελεί, όπως

29
Ο.π., σ.226.
30
Βλ. Objective Knowledge, σ.25.
31
Conjectures and Refutations, σ.226.
32
Δημ. Δημητράκος, «Ποιος φοβάται τον Καρλ Πόππερ;» Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 2/4
(1985), σ. 74.
33
Conjectures and Refutations, σ.316.
34
Ο.π., σ. 357. πρβ. Ανοιχτή Κοινωνία ,τόμ. ΙΙ, σσ.341-42. για σχετική συζήτηση, βλ. Η. Ο΄ Ηear, Karl
Popper, σ. 114.
15

πιστεύει ο Popper, τον θεμέλιο λίθο μιας ανοιχτής επιστημονικής


κοινότητας που και αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα σε μια ανοιχτή
κοινωνία.
16

KΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΟΝ THOMAS


KUHN

Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων αποτελεί σταθμό στην


επιστημολογία. Πρόκειται σαφώς για ένα πολεμικό κείμενο, αφού μ’
αυτό ο Kuhn έρχεται να προτείνει μια νέα εικόνα της επιστήμης, που
βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση και φιλοδοξεί να αντικαταστήσει την
ανάλυση του Λογικού Θετικισμού, η οποία κυριαρχούσε τότε, ειδικά
στην τριακονταετία 1930 – 1960. Βέβαια στο διάστημα αυτό ορισμένες
θέσεις του αμφισβητούνται, άλλες μετασχηματίζονται, αλλά, παρά τις
επιμέρους αντιρρήσεις που προβάλλονται, ο βασικός πυρήνας της
θετικιστικής ανάλυσης εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη μοναδική
αξιόπιστη φιλοσοφική προσέγγιση της επιστήμης.
Η κατάσταση, όμως, αλλάζει ριζικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας
του ΄60. Η ηρεμία του κλάδου διαταράσσεται, τα «σύνορα του ανοίγουν»
και η προβληματική του εμπλουτίζεται από ένα σύνολο συμβολών που
ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Δημιουργείται ένα νέο
επιστημολογικό ρεύμα, που συνδέεται με τα ονόματα του Kuhn, του
Feyerabend, του Hanson, του Toulmin και που χαρακτηρίζεται από μια
ακραία αντιθετικιστική γραμμή35. Ως «σημείο καμπής» εκλαμβάνεται
συνολικά το 1962, έτος έκδοσης της Δομής των Επιστημονικών
Επαναστάσεων, που θεωρήθηκε το «μανιφέστο» του νέου ρεύματος. Η
κατάσταση «κρίσης» που δημιουργήθηκε (για να προστρέξουμε στην
ορολογία του Kuhn) οδήγησε σε τόσο ραγδαίες εξελίξεις, ώστε, στα τέλη
της ίδιας δεκαετίας, ο Λογικός Θετικισμός θεωρούνταν καθολικά
ξεπερασμένος.
H στροφή αυτή στην αγγλοσαξονική επιστημολογία είναι πρώτα από
όλα αντίδραση στο ασφυκτικό πλαίσιο της Μαθηματικής Λογικής και
του ακραίου εμπειρισμού. Το κεντρικό σημείο της διαμάχης είναι η φύση
και η εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Οι εκπρόσωποι του νέου
ρεύματος θεωρούν ότι η θετικιστική εικόνα της επιστήμης είναι
διαστρεβλωτική, αγνοεί την αληθινή πρακτική των επιστημόνων και τα
πορίσματα της ιστορικής έρευνας και θυσιάζει στο βωμό ενός απλοϊκού

35
Ο Kuhn είναι ιστορικός της επιστήμης, ειδικός του 17ου αιώνα. Ο Feyerabend είναι
μαθητής του Popper και στηρίζει την ανάλυση του σε μια ανάλυση της επιστημονικής
επανάστασης του 20ου αιώνα. Οι Hanson και Toulmin επηρεάζονται από τις
Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein. O Polanyi ξεκινάει από μαρξιστικές αρχές.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια ενιαία σχολή. Οι βασικοί αντιπρόσωποι του
ρεύματος προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, διαφωνούν σε πολλά σημεία,
και παίρνουν, στη δεκαετία πια του ¨70, ο καθένας το δικό του δρόμο. Συνήθως, η
νέα αυτή τάση χαρακτηρίζεται ως «ιστορικισμός» ή «σχετικισμός» ( relatinism ).
17

εμπειρισμού τον κυριότερο παράγοντα επιστημονικής προόδου: τη


δημιουργικότητα και τη φαντασία του ερευνητή. Η ιστορία της
επιστήμης δείχνει ότι οι σημαντικότερες ανακαλύψεις δεν ήταν απλές
ερμηνείες νέων εμπειρικών δεδομένων, αλλά, ότι, αντίθετα, η
δημιουργική θεωρία «ξεπερνά» πάντοτε τα διαθέσιμα στοιχεία. Η
επιστήμη και η ορθολογικότητα δεν αποτελούν ένα θαύμα. Στην
πραγματικότητα συγγενεύουν με τα άλλα πολιτιστικά φαινόμενα πολύ
πιο στενά από όσο άφηναν να θεωρηθεί οι θετικιστές. Έτσι, οι
επιστημονικές θεωρίες, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι
ιστορικές οντότητες, με γέννηση, ακμή και τέλος, και με συμμετοχή όχι
μόνο στην αλήθεια, αλλά και στο λάθος.
Μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις παράγοντες που συνέβαλαν στη
δημιουργία του νέου ρεύματος:

1. Η μείωση της αξιοπιστίας του «Λογικού Θετικισμού».


2. Οι παράλληλες εξελίξεις στον τομέα της Φιλοσοφίας της Γλώσσας.
3. Η ανάπτυξη της Ιστορίας των Επιστημών.

Για να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου


ρεύματος, θα χρειαστεί να αναλύσουμε λεπτομερειακά το έργο του T. S.
Kuhn. Πριν περάσουμε όμως στον Kuhn, πρέπει να τονίσουμε ένα
σημείο. Η κατάσταση κρίσης που δημιουργείται αυτήν την περίοδο στον
κλάδο, αναδεικνύει ως κεντρικά προβλήματα τη δομή και την αλλαγή
των επιστημονικών θεωριών. Θίγονται ακόμη ορισμένα θέματα, που
συνδέονται στενά με αυτά, όπως η επαγωγή, η επικύρωση των θεωριών,
η φύση της εξήγησης και της δικαιολόγησης κτλ. Η επιστημολογία όμως,
δεν εξαντλείται σε αυτά τα προβλήματα. Έτσι, οι συζητήσεις πάνω στην
αιτιότητα, στη μέτρηση, στην τροπικότητα ( modality ) , στο ρόλο των
μοντέλων στην επιστήμη, στο χρόνο και στο χώρο, για να αναφέρουμε
μόνο μερικά παραδείγματα, συνεχίζονται χωρίς να παρουσιάζουν
αισθητά συμπτώματα κρίσης. Η παρατήρηση αυτή αιτιολογεί το σχετικά
μονομερή χαρακτήρα των αναλύσεων που θα ακολουθήσουν και των
στοιχείων που θα δοθούν.
Ο Kuhn ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Φυσική και, στη συνέχεια,
στρέφεται βαθμιαία προς την Ιστορία των Επιστημών. Η μελέτη της
Ιστορίας των Επιστημών τον πείθει ότι η τρέχουσα θετικιστική ανάλυση
της επιστήμης είναι ανεπαρκής και παραπλανητική. Διατηρεί ένα απλώς
ερασιτεχνικό ενδιαφέρον για την Επιστημολογία, ως την εποχή που
γράφει τη «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Η εκπληκτική
όμως επιτυχία του βιβλίου, ο αντίκτυπος και οι συζητήσεις που προκαλεί
σε φιλοσόφους και επιστήμονες, τον εισάγουν de facto, και μάλιστα, ως
κεντρική μορφή, στο πεδίο της Επιστημολογίας. Μετά το 1962 το
μεγαλύτερο μέρος των δημοσιεύσεων του – γιατί ταυτόχρονα συνεχίζει
18

τις ιστορικές του έρευνες- αφιερώνεται στην υπεράσπιση, στην


τροποποίηση και στη «φιλοσοφικότερη» κωδικοποίηση των θέσεων της
«Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Ο Kuhn, επομένως, γράφει
το βασικό του βιβλίο ως ιστορικός και όχι ως φιλόσοφος της επιστήμης.
Έτσι εξηγείται η σχετική ασάφεια της ορολογίας του, η απουσία των
καθαρών φιλοσοφικών αναφορών, η έλλειψη μιας αυστηρής δομής.
Ως ιστορικός, ο Kuhn είναι ειδικός της «επιστημονικής επανάστασης»
του 17ου αιώνα, της αντικατάστασης δηλαδή, του αριστοτελικού
«κλειστού κόσμου» από το «ανοικτό σύμπαν» του Κοπέρνικου, του
Γαλιλαίου και του Newton ( για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του
Alexandre Koyre). Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να έχουμε στο νου μας ότι
πίσω από τη γενική κατηγορία «επιστημονική επανάσταση» της Δομής
βρίσκεται το πρότυπο αυτής της συγκεκριμένης επανάστασης. Ο ίδιος
αναφέρει ότι η «διαφώτιση»του, η ξαφνική έλευση της βασικής του
ιδέας, ήρθε όταν μελετούσε την ιδιαιτερότητα της Αριστοτελικής
Φυσικής. Τότε κατάλαβε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης ενός
κειμένου του παρελθόντος και ότι ο χειρότερος τρόπος προσέγγισης είναι
αυτός που φαίνεται φυσικότερος στο σύγχρονο αναγνώστη: η
προσέγγιση, δηλαδή, που στηρίζεται στο σύνολο των τωρινών γνώσεων
και πεποιθήσεων και προσπαθεί να προσδιορίσει τις αποκλίσεις του
κειμένου από αυτό το σύνολο. Η αδυναμία αυτού του τρόπου ανάγνωσης
οφείλεται στο γεγονός ότι από την εποχή του κειμένου μέχρι σήμερα έχει
μεσολαβήσει «ένα είδος σφαιρικής αλλαγής στον τρόπο που οι άνθρωποι
βλέπουν και περιγράφουν τη φύση»36, μια αλλαγή που δεν μπορεί να
αναχθεί ούτε σε απλές προσθήκες στη συνολική γνώση ούτε σε απλή
διόρθωση επιμέρους λαθών. Η βασική του ιδέα λοιπόν είναι ότι οι
επιστημονικές γνώσεις κάθε εποχής αρθρώνονται σε ένα αυτόνομο
σύστημα, με τη δική του αξία και λειτουργικότητα, που δεν μπορεί να
κριθεί με τα δικά μας, σημερινά κριτήρια επιστημονικότητας. Η
ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια ριζικά ασυνεχής διαδικασία, μια
ακολουθία βίαιων ανατροπών. Βασικά αποτελείται από τρεις φάσεις:
α) Η προ-παραδειγματική φάση.
β) Η παραδειγματική φάση (η κανονική επιστήμη),
γ) Η επαναστατική φάση.
Παρακάτω θα εξετάσουμε αναλυτικά τις φάσεις αυτές. Προς το παρόν
θα πούμε ότι στη «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» o Kuhn
εισάγει μια εντελώς νέα ορολογία. Με τον όρο επιστημονική κοινότητα
(scientific community), χαρακτηρίζει ένα σύνολο επιστημόνων με
συναφές πεδίο έρευνας, που ασπάζονται τις ίδιες βασικές αντιλήψεις για
τη φύση της επιστήμης και την μεθοδολογία της. Ζουν σε σχετική
απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία και τους άλλους επιστήμονες,

36
Essential Tension, Chicago, 1977, Εισαγωγή, σ. xiir.
19

μιλούν την ίδια «επιστημονική γλώσσα», βλέπουν τα πράγματα κάτω από


την ίδια «οπτική». Είναι η βασική κοινωνιολογική μονάδα του Kuhn –
δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο μεμονωμένος επιστήμονας, όσο η συλλογική
μορφή που παίρνει η έρευνα στην επιστήμη.
Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής κοινότητας είναι, όπως
φάνηκε από τα παραπάνω, η αποδοχή ενός κοινού Παραδείγματος:
(paradigm). Η έννοια αυτή – η πιο βασική και πολυσυζητημένη στο
σύστημα της Δομής - παραμένει σχετικά ασαφής στο σύνολο του
βιβλίου, φαίνεται να περιγράφει περισσότερα από ένα πράγματα, όπως
ομολογεί και ο ίδιος ο Kuhn. Η πρωταρχική, πάντως, χρήση του όρου, η
συνδεδεμένη με την πρωτοτυπία της ανάλυσης της «Δομής», υποδεικνύει
«το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των
τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων».
Δεν ταυτίζεται λοιπόν το παράδειγμα με μια επιστημονική θεωρία, έχει
μια πολύ σφαιρικότερη διάσταση. Περικλείει «νόμους, θεωρίες,
εφαρμογές και πειραματισμό ταυτόχρονα» και αποτελείται «από ένα
ισχυρό πλέγμα εννοιολογικών, θεωρητικών, πειραματικών και
μεθοδολογικών παραδοχών» ακόμη και «σχεδόν-μεταφυσικών».
Υπάρχει μια «κυκλικότητα» στον ορισμό επιστημονικής κοινότητας
και Παραδείγματος: η μια έννοια φαίνεται να ορίζεται με βάση την άλλη.
Είναι ένα σημείο που δεν επεξηγείται στα πλαίσια του βιβλίου, αλλά δε
νομίζω ότι δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη γενική εικόνα. Εδώ θα
θεωρήσουμε ότι επιστημονική κοινότητα και Παράδειγμα
δημιουργούνται ταυτόχρονα και αλληλοεξαρτώνται.
Η σύνδεση μιας δεδομένης επιστημονικής κοινότητας με ένα,
μοναδικό Παράδειγμα δημιουργεί μια ιδιαίτερα αυστηρή παράδοση
επιστημονικής έρευνας, που ο Kuhn ονομάζει κανονική επιστήμη
(normal science). Στην κανονική επιστήμη, αφιερώνεται όλος σχεδόν ο
χρόνος και η δημιουργικότητα των περισσότερων επιστημόνων. Είναι η
εργασία στο εσωτερικό και υπό την καθοδήγηση ενός Παραδείγματος,
που τείνει στην αποσαφήνιση, στη διάρθρωση και την αύξηση της
ακριβείας του. Το Παράδειγμα καθορίζει τη σημασία και τη φύση των
προβλημάτων που πρέπει να λυθούν, τις κατάλληλες μεθόδους και τα
κριτήρια επιστημονικότητας. Η κανονική επιστήμη είναι μια
δραστηριότητα επίλυσης γρίφων (puzzle-solving activity), προορισμένη
να μείνει στο εσωτερικό ενός Παραδείγματος, που σε καμιά περίπτωση
δεν αμφισβητείται. Η δημιουργία «κανονικών επιστημονικών
παραδόσεων» είναι για τον Kuhn, κριτήριο ωριμότητας μιας επιστήμης.
Η κανονική επιστήμη αντιδιαστέλλεται από την ιδιόρρυθμη επιστήμη
(extraordinary science), στη διάρκεια της οποίας δεν έχουμε επικράτηση
ενός παραδείγματος, αλλά μια κατάσταση αντιδικίας ανάμεσα σε
ασυμβίβαστα ή αντιθετικά Παραδείγματα. Είναι μια κατάσταση ρευστή,
20

όπου τα ίδια τα θεμέλια της επιστήμης αμφισβητούνται, μια κατάσταση


κρίσης, σύμφωνα με την ορολογία του Kuhn.
Η «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» εισάγει ένα νέο
μοντέλο ανάπτυξης της επιστήμης, που μπορεί να περιγραφεί σχηματικά
με την παρακάτω χρονική ακολουθία:37

Προεπιστήμη

Παράδειγμα επιστημονική κοινότητα

Κανονική επιστήμη
ανωμαλίες

κρίση ( ιδιόρρυθμη επιστήμη )


επιστημονική επανάσταση

νέο Παράδειγμα νέα επιστημονική


κοινότητα

νέα κανονική επιστήμη κ.ο.κ

Η επιστήμη αρχίζει, για τον Kuhn, με την εμφάνιση του πρώτου


Παραδείγματος (και τη δημιουργία της πρώτης επιστημονικής
κοινότητας). Μέχρι τότε δεν υπάρχει επιστήμη, αλλά μια πλειάδα
αντιμαχόμενων «σχολών» και «απόψεων».38
Το Παράδειγμα κερδίζει τη γενική αποδοχή, οι επιστήμονες παύουν
να θέτουν σε συνεχή αμφισβήτηση τα θεμέλια του κλάδου τους και
αφοσιώνονται στην «κανονική ερεύνα», που γρήγορα αποδίδει καρπούς.
Οι νέες γενιές των επιστημόνων εκπαιδεύονται στο φως του αποδεκτού
Παραδείγματος, μαθαίνουν να έχουν τις ίδιες αξίες και την ιδία οπτική με
τους εκπαιδευτές τους. Η εκπαιδευτική αυτή ευθυγράμμιση περνά μέσα
από τα διδακτικά εγχειρίδια και τα έργα που θεωρούνται κλασσικά, και

37
Το σχήμα αυτό είναι παραλλαγή ενός σχήματος που υιοθετεί ο A. F. Chalmers, στο
What is this Thing Called Science, Queensland, 1976, σ. 86.
38
Σε κατάσταση προ-επιστημονική βρίσκονται, για τον Kuhn, οι περισσότερες
κοινωνικές επιστήμες, οπού κυριαρχεί μια παρόμοια κατάσταση. Θα εισέλθουν στην
επιστημονική τους περίοδο, όταν επικρατήσει κι εκεί ένα καθολικά αποδεκτό
Παράδειγμα. Ο Kuhn δε δίνει περισσότερα στοιχεία για την εφαρμογή του σχήματος
του στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, αλλά είναι γεγονός ότι πάρα πολλοί
βιάστηκαν να επεκτείνουν την ανάλυση του Kuhn στο πεδίο τους. Δες και Kuhn,
«Comment» (οn the Relation between Science and Art) Commparative Studies in
Society and History, 1969, σ. 403-412.
21

παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία δυνάμεων και στην αποδοτικότητα


του κλάδου.
Η «στράτευση» σε ένα Παράδειγμα σημαίνει αποδοχή μιας θεωρίας,
αλλά ταυτόχρονα μια οντολογική παραδοχή (από τι είδους οντότητες
αποτελείται ο κόσμος). Ενέχει και μια μεθοδολογική κατεύθυνση (ποια
προβλήματα είναι σημαντικά και τι θεωρείται επιστημονική λύση).
Η δραστηριότητα επίλυσης γρίφων της κανονικής επιστήμης δεν
είναι, ωστόσο, μια συνεχώς επιτυχημένη διαδικασία. Υπάρχουν ορισμένα
προβλήματα, που παρά τη θεμελιώδη σημασία τους και τις
επανειλημμένες προσπάθειες της κοινότητας, εξακολουθούν να
παραμένουν άλυτα. Από την άλλη μεριά, ορισμένα πειράματα και νέες
παρατηρήσεις, μπορούν να οδηγήσουν σε δεδομένα που διαψεύδουν μια
αποδεκτή πεποίθηση. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν ανωμαλίες για το
Παράδειγμα, και μια συσσώρευση ανωμαλιών μπορεί να οδηγήσει σε
ανατροπή του Παραδείγματος. Βέβαια, οι ανωμαλίες είναι ως ένα βαθμό
φυσικές. Κανένα Παράδειγμα δεν είναι απαλλαγμένο από ανωμαλίες και
τις περισσότερες φορές, οι επιστήμονες έχουν πλήρη επίγνωση αυτού του
γεγονότος, χωρίς να χάνουν την πίστη τους στο Παράδειγμα. Το ερώτημα
που γεννιέται, φυσικά, είναι σε ποια περίπτωση η συσσώρευση των
ανωμαλιών θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε να οδηγήσει σε ανατροπή
του Παραδείγματος.
Το ερώτημα είναι κρίσιμο και δεν επιδέχεται μια γενική λύση. Η
ιστορία των επιστημών δείχνει ότι δεν ισχύουν πάντα τα ίδια κριτήρια,
ούτε έχουμε πάντα μπροστά μας όλα τα δεδομένα του προβλήματος.
Εκείνο, πάντως, που μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι ότι δεν έχει τόσο
σημασία ο αριθμός των ανωμαλιών όσο η σπουδαιότητα τους.
Σημαντικότερες ανωμαλίες θεωρούνται εκείνες που θίγουν τα θεμέλια
ενός Παραδείγματος, τα αναπόσπαστα μέρη του. Βασικό ακόμη στοιχείο
στη μείωση της αξιοπιστίας ενός Παραδείγματος είναι η ύπαρξη (ή η
γένεση) ενός αντιθέτου Παραδείγματος που καταφέρνει να συμβιβάσει
τις ανωμαλίες.
Η συσσώρευση ανωμαλιών οδηγεί στην κατάσταση κρίσης. Η
επιστημονική κοινότητα χάνει την εμπιστοσύνη της στο Παράδειγμα και
αρχίζει πάλι η αμφισβήτηση των θεμελίων του κλάδου. Αρχίζει μια
περίοδος διαμάχης, όπου διάφορα Παραδείγματα, νέα και παλιά,
συνυπάρχουν και αντιτίθενται. Είναι – η σύντομη συνήθως – περίοδος
της ιδιόρρυθμης επιστήμης, που ο Kuhn περιγράφει με ένα καθαρά
πολιτικό λεξιλόγιο. Το Παράδειγμα μοιάζει με την κοινωνία, που
βρίσκεται σε επαναστατική περίοδο. Οι θεωρίες του και οι μεθοδολογικές
επιταγές του είναι οι θεσμοί που δεν καταφέρνουν να επιβάλουν την
τάξη. Ακολουθεί μια περίοδος αναρχίας, όπου διάφορες κοινωνικές
ομάδες διεκδικούν την εξουσία. Η κριτική επιχειρηματολογία δίνει
προοδευτικά τη θέση της στις μεθόδους πειθαναγκασμού των μαζών. Η
22

εξουσία τελικά κερδίζεται όχι από το ορθότερο πρόγραμμα, αλλά από το


πειστικότερο. Παρόμοια, στο πεδίο της Επιστήμης, η περίοδος της
κρίσης λύνεται με την επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος. Η
επικράτηση όμως, κατά κανόνα, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην
εξηγητική πληρότητα του νέου Παραδείγματος. Ο διάλογος των
επιστημόνων φτάνει να μοιάζει με διάλογο κουφών και η τελική τους
επιλογή μοιάζει περισσότερο με «θρησκευτική μεταστροφή» ή ξαφνική
αλλαγή οπτικής εικόνας, όπως στα πειράματα της μορφολογικής
ψυχολογίας (gelstat switches).
H επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος, σημειώνει την ολοκλήρωση
μιας επιστημονικής επανάστασης. Για τον Kuhn, λοιπόν, οι
επιστημονικές επαναστάσεις είναι εκείνα τα ασυνεχή αναπτυξιακά
επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων «οι πεποιθήσεις των ειδικών
μεταβάλλονται ριζικά» και ένα «παλιότερο Παράδειγμα αντικαθίσταται,
εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ένα παλιό και ασυμβίβαστο Παράδειγμα».
Η επιστημονική επανάσταση οδηγεί σε μια αναδιάταξη των
επιστημονικών κοινοτήτων, στην εγκαθίδρυση μιας νέας κανονικής
ερευνητικής παράδοσης, σε μια νέα περίοδο «ηρεμίας» κ.ο.κ.
Εκείνο που θεωρείται ιδιαίτερα ριζοσπαστικό ή «αιρετικό» στη
θεώρηση του Kuhn, είναι ο τρόπος που λύνεται η περίοδος της κρίσης, η
φύση της επιστημονικής επανάστασης. Η αλλαγή που συντελείται στη
διάρκεια μιας επανάστασης δεν είναι δυνατό, για τον Kuhn, να αναχθεί
σε μια απλή λογική συγκριτική αποτίμηση, μια «επανερμηνεία
ορισμένων σταθερών και ατομικών δεδομένων». Η ιστορική έρευνα
δείχνει ότι η εισαγωγή ενός νέου Παραδείγματος προκαλεί τεράστια
προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες. Οι επιστήμονες
διαφωνούν για την επιστημονική μέθοδο, για τα κυριότερα τρέχοντα
επιστημονικά προβλήματα, για το νόημα των όρων που χρησιμοποιούν
(μιλούν διαφορετική γλώσσα),φαίνονται να ζουν σε διαφορετικούς
κόσμους. Τα Παραδείγματα που ασπάζονται είναι ασύμμετρα
(incommensurable). O Kuhn δανείζεται αυτόν τον όρο από τα
μαθηματικά για να τονίσει ότι η προ-επαναστατική και μετεπαναστατική
επιστήμη, δεν είναι απλώς ασυμβίβαστες, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό
μέτρο σύγκρισης. [Δεν μπορούμε λοιπόν να συγκρίνουμε δυο διαδοχικά
Παραδείγματα στο εννοιολογικό και κοινωνιολογικό του πλαίσιο και να
εκτιμήσουμε κατά πόσο είναι συνεπές με τις αρχές του και
αποτελεσματικό στα προβλήματα που αυτό θέτει προς λύση.]
Η «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» βρίσκεται στο κέντρο
των συζητήσεων στη δεκαετία 1960-1970. Θεωρείται ως η πρώτη
ολοκληρωμένη «εναλλακτική λύση» στη θετικιστική επιστημολογία,
ασκεί τεράστια επιρροή και, όπως είναι φυσικό, δέχεται ποικίλες
κριτικές. Οι κριτικές αυτές μπορούν να καταταγούν, ως προς το στόχο
τους, σε δυο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη τείνει να καταδείξει την
23

εσωτερική ασυνέπεια της ανάλυσης του Kuhn. Τονίζει λοιπόν, την


αοριστία της ορολογίας του, την έλλειψη λειτουργικότητας των βασικών
του συνδέσεων. Η δεύτερη συγκεντρώνεται στις συνέπειες των
νεωτερικών επαναστάσεων. Θεωρεί αυθαίρετη την εισαγωγή της
«ασυμμετρίας» (incommensurability) των Παραδειγμάτων και κατηγορεί
τον Kuhn ότι μετατρέπει την επιστημονική αλλαγή σε ζήτημα
προσωπικού γούστου και αστάθμητων παραγόντων.39
Οι κριτικές αυτές θα οδηγήσουν τον Kuhn σε μια μερική
τροποποίηση των απόψεων του. Τείνοντας σε μια σταθερότερη βάση, θα
μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ανάλυσης του από την Ιστορία των
Επιστημών στην Επιστημολογία. Το αποτέλεσμα βρίσκεται σε τρία
σημαντικά κείμενα, που γραφει την ίδια περίπου εποχή, το 196940,
προσπαθώντας να απαντήσει στις επικρίσεις.
Αναγνωρίζει ότι οι βασικοί όροι παρέμειναν ασαφείς στη Δομή.
Ειδικότερα, ο όρος «Παράδειγμα», χρησιμοποιήθηκε με δυο
διαφορετικές έννοιες. Από τη μια μεριά, αντιστοιχούσε στο σύνολο των
πεποιθήσεων, μεθόδων, τεχνικών κτλ., που ασπάζεται μια επιστημονική
κοινότητα – είναι η «σφαιρική» έννοια του όρου, αυτή που περιγράψαμε
στην ανάλυση της Δομής. Από την άλλη μεριά, όμως, παρέπεμπε σε ένα
ειδικό στοιχείο, αυτό του συνόλου: τις παραδειγματικές λύσεις
συγκεκριμένων προβλημάτων, που χρησιμοποιούνται ως πρότυπα από
την κοινότητα, - μια έννοια που πλησιάζει δηλαδή στη νεοελληνική
έννοια της λέξης «παράδειγμα». Ο Kuhn εγκαταλείπει πια τον όρο
Παράδειγμα και εισάγει ένα ζεύγος εννοιών, για να εκφράσει αυτή τη
διαφορά: ονομάζει τη σφαιρική έννοια του «Παραδείγματος» disciplinary
matrix (κλαδική μήτρα) και τη συμπληρωματική της, υπόδειγμα
(exemplar). Ενώ στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, όπως
είδαμε, καθοριστική ήταν η πρώτη έννοια, τώρα τον κύριο ρόλο παίζουν
τα υποδείγματα.

39
To πρώτο είδος κριτικής είναι κοινό σε όλους όσοι παρουσίασαν ή έκριναν το
βιβλίο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας κριτικής είναι το άρθρο: M.
Masterman «The nature of a paradigm» σ. 59-90 στο Lakatos, Musgrave (eds):
Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, οπού η συγγραφέας
διακρίνει τουλάχιστον 22 διαφορετικές χρήσεις του όρου Παράδειγμα στα πλαίσια
της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Είναι ενδεικτικό ότι ένας μεγάλος
αριθμός επιστημολόγων που απορρίπτουν κι αυτοί τη θετικιστική ανάλυση της
επιστήμης αρνούνται να δεχτούν την «ασυμμετρία» των Παραδειγμάτων (Shapere,
Anchinstein, Putnam, Hesse, Lakatos).
40
Είναι (α) ο «Επίλογος» στη δεύτερη έκδοση της Δομής, Chicago, 1970, σ. 174-210
(β) το κείμενο «Reflections on my Critics» σ.231-278 στο Lakatos, Musgrave (eds):
Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, (γ) το άρθρο «Second
Thoughts of Paradigms», σ. 459-482 στο Suppe (ed): «The Structure of Scientific
Theories, Urbana, Illinois, 1974. Aν και τα κείμενα δημοσιεύονται σε διαφορετικές
περιόδους, είναι ωστόσο όλα γραμμένα το 1969.
24

Τα υποδείγματα έχουν μια θεμελιώδη παιδαγωγική λειτουργία: είναι


τα τυπικά προβλήματα που συναντά ο φοιτητής στις εργαστηριακές του
ασκήσεις και στη μελέτη του, τα κλασσικά παραδείγματα που
χρησιμοποιούν όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια, οι λύσεις ιστορικών
προβλημάτων που γίνονται πασίγνωστες από τα εκλαϊκευτικά
συγγράμματα κ.ο.κ. Οι επιστήμονες λύνουν τα προβλήματα που
συναντούν προσαρμόζοντας τις λύσεις τους σε κάποια πρότυπα, που
έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά. Δημιουργούνται έτσι ορισμένες
θεμελιώδεις σχέσεις αναλογίας, που εντυπώνονται στη σκέψη και στην
πρακτική των επιστημόνων. Η πρακτική της κανονικής επιστήμης
εξαρτάται από την ικανότητα – που αποκτάται ακριβώς από τη χρήση
των υποδειγμάτων- της κατάταξης των παρόμοιων αντικειμένων και
καταστάσεων σε ομοιογενή σύνολα.
Ο Kuhn προσπαθεί να δείξει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην
υιοθέτηση μιας επιστημονικής οπτικής (μιας θεωρίας, ενός
Παραδείγματος με την παλιά έννοια του όρου) και την εκμάθηση μιας
γλώσσας. Και στην περίπτωση της εκμάθησης μιας γλώσσας και στην
περίπτωση της εισόδου σε μια επιστημονική κοινότητα, μαθαίνουμε να
κατατάσσουμε τα αντικείμενα των αισθήσεων μας σε κατηγορίες. Αυτή η
ικανότητα ταξινόμησης βρίσκεται στη βάση και των δυο διαδικασιών.
Μπορούμε βέβαια να επιλέξουμε ένα σύνολο κριτηρίων, με βάση τα
οποία παράγουμε τους όρους μας (τους γλωσσικούς ή τους
επιστημονικούς). Αυτός όμως ο ορισμός προϋποθέτει πάντοτε την
ικανότητα μας της ταξινόμησης. Με αυτή την έννοια, η δυνατότητα της
επίλυσης επιστημονικών προβλημάτων ισοδυναμεί με την εκμάθηση της
γλώσσας μιας θεωρίας και την οικειοποίηση της φυσικής γνώσης που
ενσωματώνεται σε αυτή τη γλώσσα.
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη νέα ανάλυση του Kuhn.
Ο παραλληλισμός επιστημονική θεωρία - φυσική γλώσσα γίνεται τώρα ο
θεμέλιος λίθος του συστήματος. Με τη βοήθεια αυτού του
παραλληλισμού θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιστημονικής
αλλαγής.
Μια από τις θεμελιώδεις πλευρές κάθε επιστημονικής επανάστασης
είναι ότι ορισμένες σχέσεις ομοιότητας αλλάζουν. Γεγονότα, που είχαν
ταξινομηθεί στην ίδια κατηγορία, πριν από την επανάσταση, τώρα
μετατίθενται σε διαφορετικές κατηγορίες. Η μετατόπιση σε ένα σημείο
του συστήματος δημιουργεί νέες εσωτερικές δυνάμεις με αποτέλεσμα την
τροποποίηση της γενικής ισορροπίας. Ενώ όμως έχει αλλάξει η διάταξη
των κατηγοριών του συστήματος, τα ονόματα των κατηγοριών μένουν
συνήθως αναλλοίωτα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τρομερά προβλήματα
στην επικοινωνία των επιστημόνων. «Δεν είναι παράξενο ότι, με την
ευκαιρία αυτών των ανακατανομών, δυο άνθρωποι που, μέχρι τότε,
συνεννοούνταν τέλεια στις συζητήσεις τους, ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι
25

αντιδρούν στο ίδιο ερέθισμα με ασυμβίβαστες περιγραφές και


γενικεύσεις41». Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει έδαφος για
αντικειμενική εκτίμηση και συνεννόηση. Οι δυο θεωρίες παραμένουν
«ασύμμετρες».
Η νέα συλλογιστική λοιπόν του Kuhn είναι η εξής: Η κυριότερη
συνέπεια μιας επιστημονικής επανάστασης είναι η αλλαγή της σημασίας
των όρων των θεωριών. Ο όρος «γη» λ.χ., στη γεωκεντρική θεωρία του
Πτολεμαίου παραπέμπει σε ένα αντικείμενο, ακίνητο, που βρίσκεται στο
κέντρο του σύμπαντος. Η σημασία του όρου «γη» (και το αντικείμενο
αναφοράς) αλλάζει όταν περνούμε στο ηλιοκεντρικό σύστημα του
Κοπέρνικου, με αποτέλεσμα στις δυο θεωρίες να περιγράφει δυο
διαφορετικά πράγματα. Η σημασία κάθε όρου καθορίζεται από μια
πλειάδα στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη θεωρία, στα πλαίσια της
οποίας χρησιμοποιείται: τη δραστηριότητα ταξινόμησης, τις σχέσεις του
με τους άλλους όρους της θεωρίας, τις γενικές αντιλήψεις των οπαδών
της θεωρίας κτλ. Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να πούμε ότι κάθε θεωρία
εκφράζεται στη δική της γλώσσα. Η θέση της «ασυμμετρίας» των
επιστημονικών θεωριών στηρίζεται στην αδυναμία αντικειμενικής
σύγκρισης των διαδοχικών θεωριών. Θα μπορούσε να δοθεί μια λύση στο
πρόβλημα, αν υπήρχε κάποιος τρόπος να «μεταφραστεί» η μια θεωρία
στη γλώσσα της άλλης. Ο Kuhn όμως απορρίπτει μια τέτοια λύση.
Υιοθετώντας τη θέση του Quine, για την «απροσδιοριστία της ριζικής
μετάφρασης» ( indetermination of radical translation)42, υποστηρίζει ότι
δεν είμαστε ποτέ σε θέση να αποφασίσουμε ποια, από μια σειρά πιθανών
μεταφράσεων, είναι η τέλεια, και έτσι το πρόβλημα παραμένει.
Θα ήταν λάθος να υποστηριχτεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια
ριζική αναθεώρηση της «Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων». Το
βασικό σχήμα παραμένει αναλλοίωτο. Εκείνο που αλλάζει είναι η
δικαιολόγηση μερικών βασικών συνεπειών και ίσως ο γενικός τόνος. Στη
θέση μεταφορών από την πολιτική (επαναστάσεις, κρίσεις, «εξουσία»
κτλ.) και τη μορφολογική ψυχολογία (αντιληπτικά παιχνίδια,
διαφορετικοί «κόσμοι»), μπαίνει ο θεμελιώδης παραλληλισμός της
γλώσσας που φέρνει, κατά κάποιο τρόπο, την επιστημολογία κάτω από
την εξάρτηση της φιλοσοφίας της γλώσσας (νόημα και αντικείμενα
αναφοράς των όρων, μετάφραση, εκμάθηση μητρικής γλώσσας).
Ορισμένοι κριτικοί υποστήριξαν ότι, στην προσπάθεια του να στηρίξει
κάποιες αυθαίρετες θέσεις της «Δομής των Επιστημονικών
Επαναστάσεων», ο Kuhn εγκαταλείπει μερικά από τα πιο πρωτότυπα
41
«Επίλογος» σ. 201.
42
Η πολυσυζητημένη αυτή θέση του Quine βρίσκεται στο W. Quine Word and
Object, Cambridge, Mass., 1960 και αναφέρεται στην αδυναμία μορφοποίησης ενός
μεταφραστικού κώδικα πλήρως καθορισμένου από τα διαθέσιμα στοιχεία. Η σχέση
Kuhn – Quine είναι ένα θέμα που δεν έχει καθόλου μελετηθεί.
26

προκλητικά στοιχεία της ανάλυσης του.43 Η εξέλιξη αυτή πιθανόν να


επιβάλλεται από τις «τριβές» της αποδοτικής αυτής δεκαετίας, και μπορεί
να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική για τον τρόπο ανάπτυξης των
φιλοσοφικών παραδόσεων.
Με βάση την ανάλυση του έργου του Kuhn, συνοψίζουμε τα
κυριότερα χαρακτηριστικά του νέου ρεύματος (όλα αποτελούν σημεία
αντίθεσης με το Λογικό Θετικισμό).
1. Η Ιστορία των Επιστημών αποτελεί το βασικό οπλοστάσιο της
επιστημολογίας. Οι φιλοσοφικές αναλύσεις και οι «ορθολογικές
κατασκευές» πρέπει να αντλούνται και να ελέγχονται με βάση τα
ιστορικά δεδομένα.
2. Το κεντρικό θέμα της επιστημολογίας είναι η δυναμική της
επιστημονικής ανάπτυξης και αλλαγής.
3. Η ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια ασυνεχής διαδικασία, μια
ακολουθία περισσότερο ή λιγότερο βίαιων ανατροπών.
4. Η επιστήμη είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα, ένα πολιτιστικό
φαινόμενο όπως όλα τα άλλα (τέχνη, θρησκεία, πολιτική κτλ.), και
έχει πολύ περισσότερα κοινά σημεία με αυτά από όσο αφήνεται να
εννοηθεί. Βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με όλους τους τομείς της
κοινωνικής ζωής και η εξέλιξη της επηρεάζεται σημαντικά από
παράγοντες θεωρητικά ξένους προς αυτήν (μεταφυσικές πεποιθήσεις,
κοινός νους, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες).
5. Μονάδα ανάλυσης της επιστημολογίας παύει να είναι η μεμονωμένη
επιστημονική θεωρία. Τη θέση της παίρνει ένα ευρύ σφαιρικό δίκτυο
θεωριών, μεθοδολογικών και μεταφυσικών πεποιθήσεων, αξιών,
κριτηρίων κτλ. μια κοσμοθεωρία, ένα Παράδειγμα στην ορολογία
του Kuhn. Η σημασία των επιστημονικών όρων, η μυθολογία, τα
επιστημονικά «γεγονότα» κτλ., είναι όλα «διαποτισμένα» από το
Παράδειγμα, καθορίζονται δηλαδή από τη θέση τους μέσα στο
Παράδειγμα.
6. Η επιστημονική αλλαγή προκαλεί αλλαγή της σημασίας των
χρησιμοποιούμενων όρων. Δυο διαδοχικές θεωρίες (Παραδείγματα)
εκφράζονται στη δική τους γλώσσα. Δεν υπάρχει αντικειμενικός
τρόπος σύγκρισης των θεωριών, ούτε δυνατότητα αποκατάστασης
πλήρους επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων. Οι δυο θεωρίες είναι
ασύμμετρες, δεν έχουν δηλαδή κοινό μέτρο σύγκρισης.
7. Στα πλαίσια του νέου ρεύματος η έννοια της αντικειμενικής αλήθειας
παύει να είναι λειτουργική. Η κλασική έννοια της προόδου γίνεται

43
Χαρακτηριστικά κείμενα τέτοιας κριτικής είναι: A. Musgrave: Kuhn’s Second
Thoughts, «British Journal for the Philosophy of Science», 1971 σ. 287-297 και D.
Shapere: «Τhe Paradigm Concept», Science, 1971 σ. 706-709.
27

προβληματική. Οπωσδήποτε δεν μπορεί πια να νοηθεί ως προσέγγιση


σε ένα τελικό σκοπό, την πλήρη αλήθεια.

Στην εισαγωγή του έργου του, ο Kuhn, δίνει ένα ρόλο για την
ιστορία των επιστημών. Θεωρεί πως η ιστορία, αν δεν θεωρηθεί απλώς
ένα σύνολο ανεκδότων ή χρονολογιών, θα μπορούσε να μετασχηματίσει
ριζικά την τρέχουσα εικόνα της επιστήμης. Η εικόνα αυτή σχηματίστηκε
με τον καιρό, ακόμη και από τους ίδιους τους επιστήμονες, κυρίως με τη
μελέτη των ολοκληρομένων επιστημονικών επιτεύξεων, όπως
καταγράφονται στα κλασικά έργα και στα εγχειρίδια μέσα από τα οποία
κάθε νέα επιστημονική γενιά μαθαίνει να ασκεί τη δουλειά της. Η έννοια
της επιστήμης που προκύπτει από αυτά μπορεί να συγκριθεί με την
εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά
φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών. Ο Kuhn θέλει να δείξει ότι
τέτοια βιβλία μας έχουν παραπλανήσει σε θεμελιώδη σημεία. Ο στόχος
του έργου του είναι να χαράξει μια πολύ διαφορετική εικόνα της
επιστήμης, που μπορεί να αναδυθεί από την ιστορική καταγραφή της
ίδιας της ερευνητικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τον Kuhn, ο ιστορικός εμφανίζεται να έχει δυο στόχους.
Από τη μια μεριά πρέπει να προσδιορίζει ποιοι άνθρωποι και σε ποιο
σημείο του χρόνου ανακάλυψαν ή επινόησαν κάθε σύγχρονο
επιστημονικό γεγονός, νόμο ή θεωρία. Από την άλλη, πρέπει να
περιγράφει και να εξηγεί το πλήθος των λαθών, των μύθων και των
προλήψεων που εμπόδισαν την ταχύτερη συσσώρευση των στοιχείων
που συγκροτούν ένα ιστορικό κείμενο ακολουθώντας τους κανόνες της
ιστορίας σαν σύγχρονη επιστήμη. Κάποιοι επιστήμονες ιστορικοί όμως,
άρχισαν να βρίσκουν όλο και πιο δύσκολη την εκπλήρωση των
λειτουργιών που τους αναθέτει η έννοια της ανάπτυξης ενός κειμένου με
συσσώρευση των στοιχείων που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα,
αντιμετωπίζουν αυξημένες δυσκολίες, όταν προσπαθούν να διακρίνουν
την «επιστημονική» συνιστώσα των παρατηρήσεων και πεποιθήσεων του
παρελθόντος από αυτό που οι παλιότεροι ιστορικοί είχαν χωρίς δισταγμό
αποκαλέσει «λάθος» και «πρόληψη». Αν αυτές οι ξεπερασμένες σήμερα
πεποιθήσεις πρέπει να αποκληθούν μύθοι, τότε λοιπόν οι μύθοι μπορούν
να παραχθούν μέσα από τις ίδιες μεθόδους και να θεωρηθούν έγκυροι για
τους ίδιους λόγους, που οδηγούν σήμερα στην επιστημονική γνώση.
Ο Kuhn πιστεύει ότι οι ιστορικοί αντί να αναζητούν τις ισχύουσες
συνεισφορές μιας παλιότερης επιστήμης στη σημερινή πλεονεκτική μας
σκοπιά, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν την ιστορική ολότητα αυτής της
επιστήμης στον καιρό της. Στο έργο του ο Kuhn επιδιώκει αρχικά να
σταθεί στην ανεπάρκεια των ίδιων των μεθοδολογικών οδηγιών να
επιβάλλουν ένα μοναδικό ουσιαστικό συμπέρασμα στα διάφορα είδη των
επιστημονικών ερωτήσεων. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι πρώιμες
28

αναπτυξιακές φάσεις των περισσότερων επιστημών χαρακτηρίστηκαν


από συνεχή ανταγωνισμό διαφορετικών φυσικών αντιλήψεων, που η
καθεμιά, ως ένα βαθμό, επιβαλλόταν από τις επιταγές της επιστημονικής
παρατήρησης και μεθόδου και που όλες ήταν σε γενικές γραμμές
συμβιβαστές με τις επιταγές αυτές. Αυτό που διαφοροποιούσε αυτές τις
ποικίλες σχολές δεν ήταν κάποιο λάθος στη μέθοδο – ήταν όλες
επιστημονικές - , αλλά αυτό που ο Kuhn ονομάζει αργότερα
ασύμμετρους [incommensurables] τρόπους θέασης του κόσμου και
άσκησης της επιστήμης. Η παρατήρηση και η εμπειρία κατά τον Kuhn
μπορούν και πρέπει να περιορίσουν δραστικά το πεδίο των αποδεκτών
επιστημονικών πεποιθήσεων. Μια φαινομενικά αυθαίρετη συνιστώσα,
που προκύπτει από προσωπικές και ιστορικές συμπτώσεις, είναι πάντοτε
ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις μιας δεδομένης
επιστημονικής κοινότητας σε ένα δεδομένο χρονικό σημείο.
Εξετάζοντας ο Kuhn την κανονική επιστήμη [normal science],
καταλήγει τελικά να περιγράφει αυτή την έρευνα ως επίμονη και
εντατική προσπάθεια να εξαναγκαστεί η φυσική πραγματικότητα να
προσαρμοστεί στα εννοιολογικά πλαίσια που παρέχει η επαγγελματική
εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, θέτει το ερώτημα αν η έρευνα θα μπορούσε να
προχωρήσει χωρίς τα παραπάνω πλαίσια, όποιο και αν είναι το στοιχείο
αυθαιρεσίας που υπεισέρχεται από τη μεριά των ερευνητών στην
ιστορική καταγωγή των πλαισίων και, ευκαιριακά, στη μετέπειτα
ανάπτυξη τους.
Πράγματι, αυτό το στοιχείο της αυθαιρεσίας υπάρχει, και μάλιστα έχει
σημαντική επίδραση στην επιστημονική ανάπτυξη που ο Kuhn εξετάζει
στα κεφάλαια VI, VII και VIII του έργου του. Η κανονική επιστήμη, η
δραστηριότητα δηλαδή που καλύπτει αναπόφευκτα όλο σχεδόν το χρόνο
των περισσότερων επιστημόνων, βασίζεται στην υπόθεση ότι η
επιστημονική κοινότητα γνωρίζει το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της κανονικής επιστήμης οφείλεται στην
επιθυμία της κοινότητας να υπερασπιστεί αυτή την υπόθεση, ακόμα και
όταν το αναγκαίο κόστος είναι σημαντικό. Για παράδειγμα, συχνά
θεμελιώδεις καινοτομίες καταπνίγονται, γιατί είναι αδύνατον να
συμβιβαστούν με βασικές συμβάσεις της κανονικής επιστήμης. Ωστόσο,
από τη στιγμή που αυτές οι συμβάσεις διατηρούν ένα στοιχείο
αυθαιρεσίας, η ίδια η φύση της κανονικής έρευνας εγγυάται ότι η
καινοτομία δεν θα καταπνίγεται για πολύ καιρό. Κάποτε συμβαίνει ένα
κανονικό πρόβλημα, ενώ θα έπρεπε να μπορεί να λυθεί με τους
δοκιμασμένους κανόνες και διαδικασίες, παρόλα αυτά να ανθίσταται στις
επανειλημμένες κριτικές των πιο προικισμένων μελών της αρμόδιας για
την επίλυσή του ομάδας. Άλλοτε πάλι, μια συσκευή σχεδιασμένη και
κατασκευασμένη για σκοπούς κανονικής έρευνας δεν καταφέρνει να
λειτουργήσει με τον προβλεπόμενο τρόπο, αποκαλύπτοντας μια
29

ανωμαλία που, παρά τις επίμονες προσπάθειες, είναι αδύνατον να


ευθυγραμμιστεί με τις προβλέψεις των επιστημόνων. Σε αυτές, αλλά και
σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η κανονική επιστήμη ξεστρατίζει. Και
όταν συμβαίνει αυτό - όταν δηλαδή ο κλάδος δεν μπορεί πια να
παρακάμψει ανωμαλίες που υπονομεύουν την υπάρχουσα παράδοση
επιστημονικής πρακτικής - τότε αρχίζουν εκείνες οι «ιδιόρρυθμες»
έρευνες [extraordinary investigations] που οδηγούν τον κλάδο τελικά σε
ένα νέο σύνολο συμβάσεων, σε μια νέα βάση για την επιστημονική
πρακτική. Τα ιδιόρρυθμα επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων
συντελείται αυτή η τροποποίηση των επαγγελματικών συμβάσεων,
ονομάζονται στο έργο του Kuhn επιστημονικές επαναστάσεις. Είναι τα
ρήγματα στην παράδοση που συμπληρώνουν την παραδοσιακή
δραστηριότητα της φυσιολογικής επιστήμης.
Οι εμφανέστερες περιπτώσεις επιστημονικών επαναστάσεων είναι
εκείνα τα πασίγνωστα επεισόδια στην ανάπτυξη της επιστήμης που, και
στο παρελθόν, έχουν συχνά ονομαστεί επαναστάσεις. Εξετάζοντας ο
Kuhn τη φύση των επιστημονικών επαναστάσεων, αναφέρεται
επανειλημμένα στα κυριότερα σημεία καμπής της επιστημονικής
ανάπτυξης, τα συνδεδεμένα με τα ονόματα του Κοπέρνικου, του
Lavoisier και του Eistein. Εδώ φαίνεται καθαρότερα από ότι σε κάθε
άλλο επεισόδιο της ιστορίας των φυσικών τουλάχιστον επιστημών, τι
συμβαίνει στη διάρκεια των επιστημονικών επαναστάσεων. Και στις
τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρει ο Kuhn, η επιστημονική κοινότητα
οδηγήθηκε στην απόρριψη μιας καταξιωμένης επιστημονικής θεωρίας
για χάρη κάποιας άλλης ασυμβίβαστης προς αυτήν. Προκλήθηκε μια
ανάλογη μετατόπιση τόσο στα προβλήματα που συγκέντρωναν το
επιστημονικό ενδιαφέρον, όσο και στα καθιερωμένα κριτήρια του
κλάδου, που καθόριζαν ποιο θα μπορούσε να είναι ένα αποδεκτό
πρόβλημα ή μια έγκυρη επίλυση προβλήματος. Και ακόμη,
τροποποιήθηκε η επιστημονική φαντασία σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά
θα χρειαστεί να κάνει λόγο ο Kuhn για μετασχηματισμό του κόσμου,
μέσα στον οποίο συντελείται το επιστημονικό έργο. Τέτοιες αλλαγές, και
οι διενέξεις που σχεδόν πάντοτε τις συνοδεύουν, είναι τα καθοριστικά
χαρακτηριστικά των επιστημονικών επαναστάσεων.
Αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται, με ιδιαίτερη καθαρότητα
σύμφωνα με τον Kuhn, όταν μελετούμε π.χ. τη νευτώνεια ή τη χημική
επανάσταση. Όμως, θεμελιακή θέση του έργου του Kuhn είναι ότι η
μελέτη και πολλών άλλων επεισοδίων, όχι έκδηλα επαναστατικών,
μπορεί να φανερώσει τα ίδια χαρακτηριστικά. Οι εξισώσεις του Maxwell,
για την πολύ μικρότερη επαγγελματική ομάδα που επηρέασαν άμεσα,
θεωρήθηκαν εξίσου επαναστατικές με του Eistein και συνάντησαν
παρόμοια αντίδραση. Η επινόηση νέων θεωριών, προκαλεί, κατά καιρούς
και δικαιολογημένα, παρόμοιες αντιδράσεις σε ορισμένους ειδικούς, των
30

οποίων ο τομέας θίγεται από αυτές. Για τους ειδικούς αυτούς, η νέα
θεωρία επιφέρει αλλαγές στους κανόνες που διέπουν την πρακτική της
φυσιολογικής επιστήμης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θίγεται ένα μεγάλο
μέρος επιστημονικού έργου, που είχε ήδη συντελεστεί με επιτυχία. Αυτός
είναι ο λόγος σύμφωνα με τον Kuhn που μια νέα θεωρία, όσο
περιορισμένο και αν είναι το φάσμα προσαρμογής της, σπάνια αν όχι
ποτέ, είναι απλώς μια προσθήκη σε αυτό που μας είναι ήδη γνωστό. Η
αφομοίωση της απαιτεί την ανασυγκρότηση της προηγούμενης θεωρίας
και την επανεκτίμηση των προηγούμενων δεδομένων, μια ουσιαστικά
επαναστατική διαδικασία, που σπάνια ολοκληρώνεται από έναν μόνο
άνθρωπο, και ποτέ από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο
το γεγονός, λέει ο Kuhn, ότι οι ιστορικοί είχαν δυσκολίες να
χρονολογήσουν με ακρίβεια αυτή την παρατεταμένη διαδικασία που η
καθιερωμένη ορολογία τους παρακινούσε να θεωρήσουν ως μεμονωμένο
συμβάν.
Ούτε πάλι, οι νέες επινοήσεις θεωριών είναι τα μοναδικά
επιστημονικά γεγονότα που έχουν επαναστατική επίδραση στους
θιγόμενους άμεσα ειδικούς. Οι συμβάσεις, που διέπουν την κανονική
επιστήμη, προσδιορίζουν όχι μόνο τι είδους οντότητες περιέχει το
σύμπαν αλλά και τι, κατά λογική συνέπεια, δεν περιέχει. Έπεται λοιπόν,
λέει ο Kuhn, αν και το σημείο αυτό απαιτεί εκτεταμένη συζήτηση, ότι
μια ανακάλυψη όπως του οξυγόνου ή των ακτίνων Χ δεν προσθέτει
απλώς μια ακόμη μονάδα στον πληθυσμό του κόσμου του επιστήμονα.
Τελικά θα φτάσει να έχει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά αφού προηγουμένως
η επαγγελματική κοινότητα επανεκτιμήσει παραδοσιακές πειραματικές
διατάξεις, διαφοροποιήσει τις αντιλήψεις της πάνω στις οικείες από
παλιά οντότητες και βαθμιαία τροποποιήσει το θεωρητικό πλέγμα μέσα
από το οποίο συλλαμβάνει τον κόσμο. Το γεγονός και η επιστημονική
θεωρία δεν μπορούν να αποτελέσουν δυο ξεχωριστές κατηγορίες, παρά
μόνο ίσως σε μια μεμονωμένη παράδοση κανονικής επιστημονικής
έρευνας. Να γιατί, καταλήγει ο Kuhn, η απροσδόκητη ανακάλυψη δεν
είναι απλώς μια προσφορά στον τομέα των γεγονότων, αλλά συντελεί και
στον ποιοτικό μετασχηματισμό του επιστημονικού κόσμου και στο να
εμπλουτίζεται αυτός ο κόσμος ποσοτικά από θεμελιώδεις καινοτομίες
στον τομέα είτε των γεγονότων είτε των θεωριών.
Ο Kuhn στο έργο του αναπτύσσει αυτή τη διευρυμένη χρήση της
φύσης των επιστημονικών καταστάσεων και ομολογεί ότι αυτή έρχεται
σε αντίθεση με τη συνηθισμένη ορολογία. Συνεχίζει όμως να
χαρακτηρίζει ακόμα και τις ανακαλύψεις «επαναστατικές», γιατί εκείνο
που κάνει τη διευρυμένη χρήση να φαίνεται τόσο σημαντική, είναι
ακριβώς η δυνατότητα συσχετισμού της δομής των επιμέρους
ανακαλύψεων με τη δομή, για παράδειγμα της κοπερνίκειας
επανάστασης.
31

Μέχρι τώρα είδαμε τον τρόπο με τον οποίο ο Kuhn θα αναπτύξει τις
συμπληρωματικές έννοιες της κανονικής επιστήμης και των
επιστημονικών επαναστάσεων. Στη συνέχεια ο Kuhn διαπραγματεύεται
τρία προβλήματα που παραμένουν κεντρικά. Μελετώντας τα
επιστημονικά εγχειρίδια, θέτει το ερώτημα που εύλογα προκύπτει: γιατί
στάθηκε τόσο δύσκολο στο παρελθόν να γίνουν αντιληπτές οι
επιστημονικές επαναστάσεις; Στο επόμενο κεφάλαιο, περιγράφει τον
ανταγωνισμό ανάμεσα στους οπαδούς της παλαιάς κανονικής-
επιστημονικής παράδοσης και τους εκφραστές της νέας. Επομένως,
εξετάζει τη διαδικασία, που θα έπρεπε κάποτε να αντικαταστήσει τις
μεθόδους της επικύρωσης [confirmation] ή της διάψευσης [falsification],
μεθόδους οικείες στην τρέχουσα εικόνα της επιστήμης.44
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε τμήματα της επιστημονικής κοινότητας
είναι η μοναδική ιστορική διαδικασία που πραγματικά μπορεί να
συμβιβαστεί με το φαινομενικά γραμμικό χαρακτήρα της επιστημονικής
προόδου. Σε αυτό το ερώτημα όμως, το δοκίμιο του Kuhn δεν θα
μπορέσει να δώσει τίποτε περισσότερο από τις κύριες γραμμές μιας
απάντησης. Η οριστική απάντηση εξαρτάται από χαρακτηριστικά της
επιστημονικής κοινότητας που απαιτούν πολλές ακόμη συμπληρωματικές
έρευνες.
Στο ερώτημα αν η ιστορική μελέτη είναι πραγματικά σε θέση να
επιφέρει έναν παρόμοιο εννοιολογικό μετασχηματισμό, ένα ολόκληρο
οπλοστάσιο διχοτομιών προσφέρεται για να βεβαιώσει το αντίθετο.
Λέγεται συχνά ότι η ιστορία είναι μια καθαρά περιγραφική επιστήμη,
ενώ οι θέσεις που υποστηρίζει ο Kuhn είναι συχνά ερμηνευτικές και
μερικές φορές κανονιστικές [normatives]. Ακόμη, ορισμένες γενικεύσεις
του Kuhn αναφέρονται στην κοινωνιολογία ή την κοινωνική ψυχολογία
των επιστημόνων, ενώ ορισμένα τουλάχιστον από τα συμπεράσματα του
ανήκουν παραδοσιακά στη λογική ή στην επιστημολογία. Ο Kuhn
σημειώνει ότι θα μπορούσε να φανεί ότι παραβιάζει ακόμη και την τόσο
διαδεδομένη διάκριση ανάμεσα στο «πλαίσιο της ανακάλυψης» και το
«πλαίσιο της θεμελίωσης» [context of discovery # context of
justification].45
44
Η «επικύρωση» και η «διάψευση» είναι μέθοδος ελέγχου της ορθότητας των
επιστημονικών θεωριών. Η πρώτη συναντάται στα κείμενα των νέο-θετικιστών, ενώ
η δεύτερη στον Κ. Popper και στους μαθητές του. Σύμφωνα με τους λογικούς
θετικιστές μια θεωρία είναι επικυρωμένη, όταν ένας σημαντικός αριθμός εμπειρικών
προβλέψεων της έχει επιβεβαιωθεί. Για τον Popper, αντίθετα, μια θεωρία δεν είναι
ποτέ επικυρωμένη, αφού πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα μελλοντικής της διάψευσης.
Η επιστημονικότητα μιας θεωρίας εξαρτάται όχι από την επιτυχία με την οποία
ξεπερνά τα εμπειρικά τεστ, αλλά ακριβώς από τη δυνατότητα διάψευσης της.
45
«Πλαίσιο θεμελίωσης» είναι το σύνολο των τεχνικών για την κριτική αποτίμηση
της ορθότητας μιας θεωρίας και ανήκει στη λογική ή στην επιστημολογία. Αντίθετα,
το «πλαίσιο της ανακάλυψης» αφορά οτιδήποτε έχει σχέση με την εμφάνιση μιας
32

Ο Kuhn έχει την επίγνωση της σημασίας και της δύναμης αυτών των
συγκεκριμένων διχοτομήσεων και άλλων παρόμοιων, ακριβώς επειδή
κατάφερε να απαλλαγεί από την επίδραση τους. Για πολλά χρόνια, τις
θεωρούσε σύμφυτες με την ουσία της γνώσης και πιστεύει ότι,
κατάλληλα προσαρμοσμένες, έχουν κάτι σημαντικό να μας πουν. Όποτε,
όμως, προσπάθησε να τις εφαρμόσει, ακόμη και προσεγγιστικά, στις
πραγματικές καταστάσεις, όπου η γνώση παράγεται, γίνεται αποδεκτή
και αφομοιώνεται, αποδείχτηκαν εξαιρετικά προβληματικές. Ενώ
υποτίθεται ότι είναι στοιχειώδεις λογικές ή μεθοδολογικές διακρίσεις, και
κατά συνέπεια, ανεξάρτητες από την ανάλυση της επιστημονικής
γνώσης, τώρα παρουσιάζονται να ανήκουν οργανικά, όχι τόσο στις ίδιες
τις ερωτήσεις όπου έχουν χρησιμοποιηθεί, αλλά μάλλον στο
παραδοσιακό σύνολο των απαντήσεων που δίνονται σε αυτές τις
ερωτήσεις. Αυτή η «κυκλικότητα» δεν τους στερεί βέβαια την
εγκυρότητα. Τις μεταβάλλει όμως σε τμήματα μιας θεωρίας και με αυτόν
τον τρόπο, τις θέτει κάτω από τον ίδιο λεπτομερειακό έλεγχο που, κατά
κανόνα εφαρμόζεται σε κάθε άλλη θεωρία. Αν λοιπόν το περιεχόμενο
τους, λέει ο Kuhn, είναι κάτι περισσότερο από καθαρή αφαίρεση, τότε θα
πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό το ακριβές περιεχόμενο παρατηρώντας
την εφαρμογή τους στα δεδομένα που υποτίθεται ότι διαφωτίζουν.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο δρόμος προς την κανονική επιστήμη»,
αρχικά ο Kuhn δίνει τον ορισμό της κανονικής επιστήμης. «Κανονική
επιστήμη», λοιπόν, κατά τον Kuhn σημαίνει έρευνα αυστηρά στηριγμένη
σε μια ή περισσότερες προγενέστερες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες
σε κάποια χρονική στιγμή, αναγνωρίζονται από μια συγκεκριμένη
επιστημονική κοινότητα ως βάσεις για τη θεμελίωση της πρακτικής της.
Τέτοιες επιτεύξεις καταγράφονται από τα στοιχειώδη και τα ειδικευμένα
επιστημονικά εγχειρίδια. Τα εγχειρίδια αυτά εκθέτουν το περιεχόμενο
της αποδεκτής θεωρίας, παρουσιάζουν πολλές ή και όλες τις
επιτυχημένες εφαρμογές της και συγκρίνουν αυτές τις εφαρμογές με
υποδειγματικές παρατηρήσεις και πειράματα. Πριν να γίνουν δημοφιλή
τα τέτοιου είδους εγχειρίδια- στις αρχές του 19ου αιώνα ή και ακόμη
αργότερα στην περίπτωση των επιστημών που αναπτύχθηκαν πρόσφατα-
πολλά από τα φημισμένα κλασικά έργα της επιστήμης εκπλήρωναν μια
παρόμοια λειτουργία. Τα Φυσικά του Αριστοτέλη, η «Almagesti» του
Πτολεμαίου46, τα Principia και η Οπτική του Newton, ο Ηλεκτρισμός του

νέας θεωρίας ή ενός νέου φαινομένου και ανήκει στη δικαιοδοσία της ψυχολογίας ή
της κοινωνιολογίας. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στους λογικούς
θετικιστές και συμπληρώνεται από τη θέση: «δεν υπάρχει λογική της ανακάλυψης»,
δεν υπάρχουν δηλαδή κριτήρια λογικής που να υποδεικνύουν την αναγκαιότητα μιας
ανακάλυψης.
46
Με την αραβική αυτή ονομασία έμεινε γνωστό το βασικό σύγγραμμα του
Πτολεμαίου. Αρχικά το έργο ονομαζόταν «Μαθηματική Σύνταξις», στη συνέχεια η
33

Franklin, η Χημεία του Lavoisier και η Γεωλογία του Lyell και άλλα
τέτοια συγγράμματα καθόριζαν έμμεσα τα έγκυρα προβλήματα και τις
μεθόδους ενός πεδίου έρευνας, για διαδοχικές γενιές ερευνητών. Ήταν σε
θέση να πετύχουν κάτι τέτοιο, γιατί όλα είχαν δυο βασικά
χαρακτηριστικά: από τη μια μεριά, αντιπροσώπευαν επιτεύξεις τόσο
πρωτότυπες, ώστε να κρατούν μια μόνιμη ομάδα πιστών μακριά από τους
ανταγωνιστικούς τρόπους επιστημονικής δραστηριότητας. Από την άλλη,
οι επιτεύξεις αυτές ήταν αρκετά ατελείς ώστε να προσφέρουν στην
ανασχηματιζομένη ομάδα των ερευνητών ποικίλα προβλήματα για λύση.
Τις επιτεύξεις που έχουν αυτά τα δυο χαρακτηριστικά, από εδώ και
πέρα ο Kuhn θα τις αποκαλεί «Παραδείγματα», όρος που συνδέεται
στενά και με την «κανονική επιστήμη». Ο Kuhn επιλέγει αυτόν τον όρο
θέλοντας να υποδείξει ότι ορισμένα αποδεκτά παραδείγματα
επιστημονικής πρακτικής-παραδείγματα που εμπεριέχουν νόμους,
θεωρίες, εφαρμογές και πειραματικές διατάξεις ταυτόχρονα-
μετατρέπονται σε πρότυπα, από όπου πηγάζουν συγκεκριμένες συμπαγείς
παραδόσεις επιστημονικής έρευνας. Πρόκειται για τις παραδόσεις, που οι
ιστορικοί περιγράφουν με τίτλους όπως «πτολεμαική αστρονομία» (ή
«κοπερνίκεια»), «αριστοτελική δυναμική» (ή «νευτώνεια»),
«σωματιδιακή οπτική» (ή «κυματική οπτική») κ.ο.κ. Η μελέτη
παραδειγμάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και άλλα με πολύ
πιο περιορισμένο βεληνεκές από αυτά που αναφέραμε ενδεικτικά πριν,
είναι η διαδικασία που κατά κύριο λόγο προετοιμάζει το σπουδαστή για
να γίνει μέλος μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας, μέσα στην
οποία στο μέλλον θα εργαστεί. Θα συναντήσει εκεί ανθρώπους που
διδάχτηκαν τα θεμέλια του επιστημονικού τους πεδίου από τα ίδια
συγκεκριμένα πρότυπα και επομένως η μεταγενέστερη πρακτική του
είναι απίθανο να τον οδηγήσει σε ασυμφωνία πάνω σε βασικά σημεία.
Όσοι στηρίζουν την έρευνα τους σε κοινά παραδείγματα, αναγνωρίζουν
τους ίδιους κανόνες και τα ίδια κριτήρια επιστημονικής πρακτικής. Αυτή
η αναγνώριση και η φαινομενική ομοφωνία που προκαλείται είναι
βασικές προϋποθέσεις για την κανονική επιστήμη, δηλαδή για τη γένεση
και τη συνέχιση μιας συγκεκριμένης ερευνητικής παράδοσης.
Επειδή η έννοια του παραδείγματος θα υποκαταστήσει σε αυτό το
δοκίμιο μια πλειάδα οικείων εννοιών, θα χρειαστεί να επιμείνουμε λίγο
περισσότερο στους λόγους που επιβάλλουν την υιοθέτηση της. Για ποιο
λόγο θα πρέπει η συγκεκριμένη επιστημονική επίτευξη, με την έννοια
μιας βάσης της επαγγελματικής αφοσίωσης, να προηγείται των διαφόρων
εννοιών, νόμων, θεωριών και απόψεων που τη συνθέτουν; Με ποια
έννοια το κοινό παράδειγμα αποτελεί τη θεμελιώδη ενότητα για το

επιτυχία του το έκανε «Μαθηματική Σύνθεσις», για να επικρατήσει τελικά ο


αραβικός τίτλος «Almagesti» που σημαίνει απλώς «Πολύ Μεγάλη».
34

μελετητή της επιστημονικής ανάπτυξης, μια ενότητα που δεν ανάγεται με


πληρότητα σε λογικά ανεξάρτητες ατομικές συνιστώσες, ικανές να
λειτουργήσουν στη θέση της; Οι σχετικές απαντήσεις σε αυτές τις
ερωτήσεις θα αποδειχτούν βασικές για την κατανόηση και της κανονικής
επιστήμης και της συναφούς έννοιας του Παραδείγματος. Ο Kuhn θα
στηρίξει αυτή τη συζήτηση σε μια έκθεση συγκεκριμένων ιστορικών
περιπτώσεων κανονικής επιστήμης και Παραδειγμάτων που θα
προηγηθεί. Ειδικότερα θα βοηθήσει στη διασάφηση των δυο αυτών
συναφών εννοιών η παρατήρηση, ότι μπορεί να υπάρξει ένα είδος
επιστημονικής έρευνας χωρίς παραδείγματα ή τουλάχιστον χωρίς τόσο
σαφή και δεσμευτικά παραδείγματα, όπως αυτά που έχουμε ήδη
αναφέρει. Η υιοθέτηση ενός Παραδείγματος και της πιο συντεχνιακά
οργανωμένης έρευνας που επιτρέπει, είναι μια ένδειξη ωριμότητας στην
ανάπτυξη οποιουδήποτε επιστημονικού πεδίου.
Αν ένας ιστορικός αποκαταστήσει την επιστημονική γνώση σε ένα
τυχαίο πεδίο συναφών φαινoμένων, πηγαίνοντας προς τα πίσω χρονικά,
είναι πολύ πιθανό να συναντήσει μια παραλλαγή του σχήματος που θα
περιγράψουμε τώρα, αναφερόμενοι στην ιστορία της φυσικής οπτικής.
Τα σημερινά εγχειρίδια διδασκαλίας διδάσκουν στο φοιτητή ότι το φως
είναι φωτόνια, δηλαδή κβάντα-μηχανικές οντότητες που παρουσιάζουν
ορισμένα χαρακτηριστικά των κυμάτων και ορισμένα των σωματιδίων. Η
σύγχρονη έρευνα στηρίζεται σε ανάλογες εκτιμήσεις ή μάλλον
θεμελιώνεται στην πιο επεξεργασμένη μαθηματική διατύπωση, από την
οποία προέκυψε αυτή η οικεία περιγραφική μεταφορά. Αυτή η περιγραφή
όμως του φωτός έχει καθιερωθεί μόλις πριν από 50 χρόνια, σημειώνει ο
Kuhn. Πριν διατυπωθεί από τον Plank, τον Einstein και κάποιους άλλους
στις αρχές του αιώνα, τα εγχειρίδια της φυσικής δίδασκαν ότι το φως
ήταν μια εγκάρσια κίνηση κυμάτων, μια αντίληψη στηριγμένη σε ένα
παράδειγμα που προέκυψε από τα συγγράμματα οπτικής του Young και
του Fresno, στις αρχές του 19ου αιώνα. Ούτε πάλι η κυματική θεωρία του
φωτός υπήρχε η πρώτη καθολικά αποδεκτή θεωρία στην οπτική
επιστήμη. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, το παράδειγμα σε αυτό το
πεδίο όφειλαν στην Οπτική του Newton, που δίδασκε ότι το φως ήταν
υλικά σωματίδια. Οι φυσικοί εκείνου του καιρού, σε αντίθεση με τους
πρώτους θεωρητικούς των κυμάτων, αναζητούσαν μαρτυρίες για την
πίεση που εξασκούν τα σωματίδια του φωτός πάνω στα στερεά
σώματα.47
Αυτοί οι μετασχηματισμοί των παραδειγμάτων της φυσικής οπτικής
είναι επιστημονικές επαναστάσεις και οι διαδοχικές μεταβάσεις από το
ένα Παράδειγμα στο άλλο διαμέσου επαναστάσεων είναι η συνηθισμένη

47
Joseph Priestley, The History and Present State of Discoveries Relating to Vision,
Light, and Colours (London, 1772), σ. 385-90.
35

αναπτυξιακή δομή της ώριμης επιστήμης. Ωστόσο, αυτή η δομή δεν


παρουσιάζεται πριν από την εποχή του Newton και αυτή ακριβώς η
αντίθεση είναι που ενδιαφέρει τον Kuhn. Σε καμιά περίοδο, από την πιο
βαθιά αρχαιότητα ως το τέλος του 17ου αιώνα δεν έχουμε μια μοναδική
γενικά αποδεκτή άποψη για τη φύση του φωτός. Αντίθετα, υπάρχουν
αρκετές αντιμαχόμενες σχολές και ομάδες , που κατά κανόνα ασπάζονται
κάποια παραλλαγή της επικουρικής ,αριστοτελικής ή πλατωνικής
θεωρίας. Η μία σχολή θεωρεί ότι το φως είναι σωματίδια που
εκπέμπονται από υλικά σώματα .Σύμφωνα με κάποια άλλη, το φως είναι
μια αλλοίωση του μέσου που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο σώμα και στο
μάτι. Η μία τρίτη εξηγεί το φως ως αλληλεπίδραση του μέσου και μιας
εκροής του ματιού ενώ υπάρχουν πολλοί συνδυασμοί και τροποποιήσεις.
Κάθε μία από τις αντίστοιχες σχολές αντλεί τη δύναμή της από τη
σύνδεσή της με κάποια συγκεκριμένη μεταφυσική και κάθε μια τονίζει,
ως ιδανικές παρατηρήσεις, εκείνο το ειδικό τμήμα των οπτικών
φαινομένων, που η θεωρία της καταφέρνει να εξηγήσει καλύτερα. Οι
υπόλοιπες παρατηρήσεις αντιμετωπίζονται με συλλογισμούς ad hoc ή
παραμένουν εκκρεμή προβλήματα για τη μεταγενέστερη έρευνα.
Κατά καιρούς όλες αυτές οι σχολές συνεισέφεραν σημαντικά στο
σύνολο των εννοιών, των φαινομένων και των τεχνικών , από όπου ο
Newton άντλησε το πρώτο σχεδόν καθολικά αποδεκτό παράδειγμα της
φυσικής οπτικής. Ένας ορισμός του τι είναι επιστήμονας που θα απέκλειε
τουλάχιστον τα πιο δημιουργικά μέλη αυτών των σχολών, θα έπρεπε να
αποκλείσει με την ίδια λογική και τους σύγχρονους διαδόχους τους.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν επιστήμονες. Κι όμως, όποιος κάνει μια
επισκόπηση της φυσικής οπτικής πριν από τον Newton, θα συμπεράνει
ότι, ενώ οι ερευνητές του πεδίου ήταν όντως επιστήμονες, το τελικό
αποτέλεσμα της δραστηριότητάς τους δεν ήταν ακριβώς μια επιστήμη.
Μη μπορώντας να θεωρήσει ένα κοινό σώμα δοξασιών ως δεδομένο,
κάθε συγγραφέας στη φυσική οπτική αισθανόταν υποχρεωμένος να
οικοδομήσει το πεδίο του ξανά από τα θεμέλια.
Έτσι ήταν σχετικά ελεύθερος να διαλέξει τις παρατηρήσεις και τα
πειράματα που θα στήριζαν την άποψη του, αφού δεν υπήρχε κανένα
δεδομένο σύνολο μεθόδων ή φαινομένων, που όλοι οι συγγραφείς θα
ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν και να εξηγήσουν. Σ΄αυτές τις
περιστάσεις, η επιχειρηματολογία των συγγραμμάτων απευθυνόταν
συχνά όχι τόσο στη φυσική πραγματικότητα όσο στα μέλη των άλλων
σχολών. Βέβαια, μια τέτοια διαδικασία δεν είναι εντελώς ξένη και σε
ορισμένους σύγχρονους τομείς έρευνας ούτε είναι ασυμβίβαστη με τις
σημαντικές ανακαλύψεις και επινοήσεις. Ωστόσο, είναι οπωσδήποτε ξένη
με τη διαδικασία ανάπτυξης που πήρε η φυσική οπτική μετά τον Newton
και γενικότερα, με τη σημερινή οικεία πρακτική των φυσικών επιστημών.
36

Η ιστορία του ηλεκτρισμού, στο πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα


προσφέρει μια ακόμη πιο γνωστή και πιο συγκεκριμένη περίπτωση για
τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται μια επιστήμη πριν αποκτήσει το
πρώτο της καθολικά αποδεκτό Παράδειγμα: Με την εξαίρεση τομέων,
όπως τα μαθηματικά και η αστρονομία, όπου τα πρώτα στέρεα
παραδείγματα ανάγονται στην προϊστορία, και ακόμη εκείνων, όπως η
βιοχημεία, που προκύπτουν από διαιρέσεις και συνδυασμούς ώριμων ήδη
ειδικοτήτων, οι διαδικασίες που σκιαγραφεί ο Kuhn, είναι ιστορικά
τυπικές. Συνεχίζοντας ο Kuhn την -όπως ο ίδιος την αποκαλεί-
«απαράδεκτη υπεραπλούστευση», σύμφωνα με την οποία ένα εκτεταμένο
ιστορικό επεισόδιο αντικαθίσταται με ένα μοναδικό και κάποτε
αυθαίρετα επιλεγμένο όνομα (π.χ. Newton ή Franklin), ισχυρίζεται ότι
παρόμοιες θεμελιώδεις ασυμφωνίες χαρακτήριζαν, λ.χ. τη μελέτη της
κίνησης πριν από τον Αριστοτέλη-, της στατιστικής πριν από τον
Αρχιμήδη, της θερμότητας πριν από τον Βlack, της χημείας πριν από τον
Boyle και τον Boerhaave και της ιστορικής γεωλογίας πριν από τον
Hutton. Σε τμήματα της βιολογίας-λ.χ τη μελέτη της κληρονομικότητας-
τα πρώτα καθολικά αποδεκτά Παραδείγματα είναι ακόμη πιο πρόσφατα.
Και παραμένει ανοικτό το ζήτημα, ποιοι τομείς των κοινωνικών
επιστημών έχουν για την ώρα αποκτήσει έστω και ένα τέτοιο
Παράδειγμα. Η ιστορία δείχνει ότι ο δρόμος προς τη σταθερή ερευνητική
ομοφωνία είναι υπερβολικά δύσβατος.
Η ιστορία όμως υποδεικνύει και ορισμένες αιτίες για τις δυσκολίες
αυτού του δρόμου. Όταν λείπει ένα Παράδειγμα ή κάποιο υποψήφιο
Παράδειγμα, λέει ο Kuhn, τότε όλα τα γεγονότα που θα μπορούσαν να
παίξουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη μιας δεδομένης επιστήμης είναι
φυσικό να φαίνονται εξίσου κατάλληλα. Έτσι, λοιπόν, στις αρχές η
επιλογή γεγονότων είναι πολύ περισσότερο συμπωματική από ότι
συμβαίνει στην μεταγενέστερη ανάπτυξη της επιστήμης. Μάλιστα, όταν
δεν υπάρχει κάποιος λόγος για την αναζήτηση ειδικής μορφής
πληροφοριών, περισσότερο εξειδικευμένων, τότε η πρώιμη επιλογή
γεγονότων συνήθως περιορίζεται στα πολυάριθμα δεδομένα που έχουμε
ήδη στα χέρια μας. Η προκύπτουσα συλλογή περιέχει, από τη μια,
γεγονότα προσιτά στην τυχαία παρατήρηση και τα πειράματα και, από
την άλλη, μερικά πιο συντεχνιακά δεδομένα που διασώζονται από
καθιερωμένες πρακτικές τέχνες, όπως η ιατρική, η κατασκευή
ημερολογίων και η μεταλλουργία. Ακριβώς επειδή οι πρακτικές τέχνες
είναι μια άμεσα προσιτή πηγή γεγονότων, που δεν μπορούσαν να
ανακαλυφτούν τυχαία, έπεται σύμφωνα με τα λεγόμενα του Kuhn, ότι η
τεχνολογία έχει συχνά παίξει ένα ζωτικό ρόλο στην ανάδυση των νέων
επιστημών.
Ο Kuhn στη συνέχεια, έρχεται να εξετάσει τη φύση της αυστηρά
προσανατολισμένης ή θεμελιωμένης σε Παράδειγμα έρευνας. Πρώτα
37

όμως, θεωρεί απαραίτητο να πει λίγα λόγια για το πώς η εμφάνιση ενός
Παραδείγματος θίγει τη δομή της ομάδας που δουλεύει στον τομέα.
Όταν, στην ανάπτυξη μιας φυσικής επιστήμης , ένα άτομο ή μια ομάδα
δημιουργεί για πρώτη φορά μια σύνθεση ικανή να κατακτήσει τους
περισσότερους από τους ερευνητές της επόμενης γενιάς, τότε οι
παλιότερες σχολές βαθμιαία εξαφανίζονται. Ως ένα βαθμό, η εξαφάνιση
οφείλεται στη μεταστροφή των μελών της στο νέο Παράδειγμα.
Υπάρχουν όμως πάντοτε μερικοί που παραμένουν πιστοί σε κάποια από
τις παλαιότερες απόψεις. Αυτοί απλούστατα διαγράφονται από το
επάγγελμα και η δουλειά τους περνά απαρατήρητη. Το νέο Παράδειγμα
επιβάλλει ένα νέο και αυστηρότερο ορισμό του επιστημονικού πεδίου.
Όσοι δεν θέλουν ή δεν καταφέρνουν να προσαρμόσουν τη δουλειά τους
στο νέο αυτό ορισμό, θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν σε
απομόνωση ή να προσκολληθούν σε άλλη ομάδα.48 Η ιστορία δείχνει ότι
συχνά παρέμειναν απλώς στα φιλοσοφικά τμήματα των πανεπιστημίων
από όπου ξεπήδησαν τόσες πολλές ειδικές επιστήμες. Όπως φαίνεται από
αυτές τις ενδείξεις, πολλές φορές, και μόνο η αποδοχή ενός
Παραδείγματος μετασχηματίζει μια ομάδα, που στο παρελθόν
ενδιαφερόταν κυρίως για τη μελέτη της φύσης, σε ένα επάγγελμα ή,
τουλάχιστον, σε έναν επιστημονικό κλάδο. Στις επιστήμες, σημειώνει ο
Kuhn, (εκτός από τομείς όπως η ιατρική, η τεχνολογία και τα νομικά,
όπου η θεμελιώδης raison d’ etre είναι μια εξωτερική κοινωνική ανάγκη),
η έκδοση επιστημονικών περιοδικών, η ίδρυση εταιριών των ειδικών και
η επιδίωξη μιας ειδικής θέσης στο σύνολο της διδασκαλίας, είναι
γεγονότα που συνήθως συνδυάστηκαν με την αποδοχή ενός πρώτου
Παραδείγματος. Τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει, εδώ και 150 χρόνια, από
τη στιγμή που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά η θεσμική οργάνωση των

48
Η ιστορία του ηλεκτρισμού προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα που θα
μπορούσε να εξαχθεί και από τις πορείες του Priestley, του Kelvin κ.ά. Ο Franklin
γράφει ότι ο Nollet, που στα μέσα του αιώνα, θεωρούνταν ο πιο σημαντικός
ερευνητής του ηλεκτρισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη, «έζησε για να δει τον εαυτό
του τελευταίο στην αίρεσή του, εκτός από τον Β. τον πιο κοντινό του μαθητή» [Max
Farrand (ed), Benjamin Franklin’s Memoirs (Berkeley, Calif. 1949), σ.384-86]. Πιο
ενδιαφέρουσα όμως είναι η αντοχή ολόκληρων σχολών στην αυξανομένη απομόνωση
από την επαγγελματική επιστήμη. Ας δούμε π.χ. την περίπτωση της αστρολογίας που
ήταν κάποτε ακέραιο μέρος της αστρονομίας. Ή τη συνέχιση στα τέλη του 18ου αιώνα
και στις αρχές του 19ου αιώνα μιας σεβαστής στο παρελθόν παράδοσης, της
«ρομαντικής» χημείας. Είναι η παράδοση που συζητιέται από τον Charles C. Gillispie
στο «The Encyclopedie and the Jacobin Philosophy of Science: A Study in Ideas and
Consequenses », Critical Problems in the History of Science (ed), Marshall Clagett
(Madison, Wis., 1959) σ. 255-89 και «The Formation of Lamarc’s Evolutionary
Theory», Archives internationales d’ histoire des sciences, XXXVII (1956), σ. 323-
38.
38

επιστημονικών ειδικεύσεων, ως πολύ πρόσφατα, όταν άρχισαν οι κάθε


είδους εφαρμογές της εξειδίκευσης να αποκτούν το δικό τους γόητρο.
Ο Kuhn όμως λέει ότι ο αυστηρότερος καθορισμός της επιστημονικής
ομάδας έχει και άλλες συνέπειες. Από τη στιγμή που ο επιστήμονας
θεωρεί ένα Παράδειγμα δεδομένο, δεν χρειάζεται πια στην ερευνητική
του εργασία να οικοδομήσει ξανά από την αρχή το πεδίο του, αρχίζοντας
από τις πρώτες αρχές και αιτιολογώντας τη χρήση κάθε έννοιας που
εισάγει. Το έργο αυτό ο Kuhn το αναθέτει στο συγγραφέα εγχειριδίων.
Όμως, η ύπαρξη του εγχειριδίου επιτρέπει στο δημιουργικό επιστήμονα
να ξεκινήσει την έρευνά του από το σημείο όπου αυτό σταματά και,
επομένως, να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στις πιο εκλεπτυσμένες και
ειδικές πλευρές των φυσικών φαινομένων που ενδιαφέρουν την ομάδα
του. Ταυτόχρονα αρχίζει να αλλάζει η μορφή των επιστημονικών του
δημοσιεύσεων. Η εξέλιξη αυτής της αλλαγής έχει ελάχιστα μελετηθεί,
όμως η σύγχρονη κατάληξή της είναι σε όλους εμφανής και σε πολλούς
δυσάρεστη. Δεν θα ενσωματωθούν πια οι έρευνες σε βιβλία όπως τα
Πειράματα…..στον ηλεκτρισμό του Franklin ή η Εξέλιξη των ειδών του
Darwin, που απευθύνονταν σε οποιονδήποτε ενδιαφερόταν για τη
θεματολογία του πεδίου. Αντίθετα, θα πάρουν συνήθως τη μορφή μικρών
άρθρων, που απευθύνονται μόνο στους συναδέλφους του κλάδου, σε
εκείνους που όντως κατέχουν τη γνώση του κοινού Παραδείγματος και
που αποδεικνύονται οι μόνοι ικανοί να τα διαβάσουν.
Σήμερα στις επιστήμες, επισημαίνει ο Kuhn, παρουσιάζονται με τη
μορφή βιβλίων μόνο τα εγχειρίδια που έχουν γραφεί πάνω σε κάποια
πλευρά της επιστημονικής ζωής. Αν κάποιος επιστήμονας γράψει ένα
βιβλίο είναι πιο πιθανόν να πέσει η επαγγελματική του υπόληψη παρά να
ανεβεί. Μόνο στα πρώιμα, προ-Παραδειγματικά στάδια της ανάπτυξης
των διαφόρων επιστημών, το βιβλίο είχε την ίδια σχέση με τις επιτεύξεις
του κλάδου, που διατηρεί ακόμη σε άλλα πεδία δημιουργίας. Και μόνο
εκεί, όπου ακόμα διατηρείται το βιβλίο ως μέσο μεταφοράς της
ερευνητικής ανακοίνωσης (ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι άρθρων),
είναι και τα όρια της εξειδίκευσης τόσο ασαφή, ώστε να μπορεί ο μέσος
αναγνώστης να ελπίζει ότι θα παρακολουθεί την πρόοδο διαβάζοντας τις
αυθεντικές αναφορές των ειδικών. Ο Kuhn λέει ότι ίσως σήμερα να
βρισκόμαστε σε μια φάση αλλαγών σε ορισμένες κοινωνικές επιστήμες.
Και ενώ έχει γίνει πια κοινοτυπία, δικαιολογημένα βέβαια, να
διαμαρτυρόμαστε για το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα που χωρίζει τον
επαγγελματία επιστήμονα από τους συναδέλφους του των άλλων τομέων,
καμιά ωστόσο προσοχή δεν έχει δοθεί στην ουσιαστική σχέση που
υπάρχει ανάμεσα σε αυτό το χάσμα και τους εσωτερικούς μηχανισμούς
της επιστημονικής εξέλιξης.
Από την πιο βαθιά αρχαιότητα, ένας μετά τον άλλο οι τομείς μελετών
διαβαίνουν μια διαχωριστική γραμμή. Η γραμμή αυτή χωρίζει αυτό που ο
39

ιστορικός θα μπορούσε να ονομάσει προϊστορία του τομέα ως επιστήμη


από την καθαυτό ιστορία του. Αυτές βέβαια οι μεταβάσεις στην
ωριμότητα, πολύ σπάνια υπήρξαν τόσο ξαφνικές ή τόσο μονόγραμμες
όσο άφησε να εννοηθεί η αναγκαστικά σχηματική διαπραγμάτευση του
Kuhn, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος. Αλλά ούτε πάλι, ήταν ιστορικά
βαθμιαίες, δηλαδή χρειάστηκαν τόσο καιρό όσο και η όλη ανάπτυξη του
σχετικού πεδίου. Όσοι έγραψαν για τον ηλεκτρισμό μέσα στα πρώτα 40
χρόνια του 18ου αιώνα, κατείχαν πολύ περισσότερες πληροφορίες από ότι
οι προκάτοχοι τους του 16ου αιώνα. Στα 50 πάλι χρόνια μετά το 1740,
πολύ λίγα νέα ηλεκτρικά φαινόμενα προστέθηκαν στα ήδη γνωστά.
Ωστόσο, στην ουσία, τα γραπτά του Cavendish, του Coulomb και του
Volta στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα, φαίνονται πολύ πιο
απομακρυσμένα σε σχέση με τα αντίστοιχα του Gray, του Da Fay, ακόμη
και του Franklin, από ότι τα γραπτά αυτών των ερευνητών της αρχής του
18ου αιώνα σε σχέση με τα αντίστοιχα του 16ου αιώνα.49 Σε κάποιο
χρονικό σημείο, ανάμεσα στα 1740 και 1780, οι ειδικοί του ηλεκτρισμού
έφτασαν για πρώτη φορά στο σημείο, να θεωρήσουν δεδομένα τα
θεμέλια του πεδίου τους. Αμέσως μετά, προχώρησαν σε πιο
συγκεκριμένα και πιο εξειδικευμένα προβλήματα και, τότε, προοδευτικά,
άρχισαν να ανακοινώνουν τα αποτελέσματα τους, όχι με τη μορφή
βιβλίων για το γενικά μορφωμένο κοινό, αλλά κυρίως με τη μορφή
άρθρων που απευθύνονταν στους άλλους ειδικούς. Σαν ομάδα είχαν
καταφέρει ό,τι στο παρελθόν κατάφεραν οι αστρονόμοι στο Μεσαίωνα,
της φυσικής οπτικής στο τέλος του 17ου αιώνα και της ιστορικής
γεωλογίας στις αρχές του 19ου αιώνα: δηλαδή δημιούργησαν ένα
Παράδειγμα που αποδείχτηκε ικανό να καθοδηγήσει την έρευνα
ολόκληρης της ομάδας. Είναι πολύ δύσκολο, καταλήγει ο Kuhn, να
βρούμε ένα άλλο κριτήριο που να αναγορεύει, με τόση καθαρότητα, ένα
πεδίο μελέτης σε επιστήμη - αν δεν παρασυρθούμε βέβαια και
θεωρήσουμε ως κριτήριο το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης.

49
Οι μετά τον Franklin εξελίξεις περιλάμβαναν μια τεράστια αύξηση της ευαισθησίας
των ανιχνευτών φορτίου, τις πρώτες αξιόπιστες και πλατιά διαδομένες τεχνικές
μέτρησης φορτίου, την εξέλιξη της έννοιας της χωρητικότητας και τη συσχέτιση της
με μια νεοεπεξεργασμένη ιδέα της ηλεκτρικής τάσης και την ποσοτικοποίηση της
ηλεκτροστατικής δύναμης . Για όλα αυτά δες Roller και Roller, ό.π., σ. 66-81, W.C.
Walker «The Detection and Estimation of Electric Charges in the Eighteenth
Century», Annals of Science, I (1936), σ. 66-100 και Edmund Hoppe, Geschichte der
Elektrizitat (Leipzig, 1884), μέρος I , κεφ. iii-iv.
40

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η διαμάχη Popper - Kuhn


Ο Karl Popper θεωρείται από τους δριμύτερους επικριτές του
θετικισμού, τον οποίον και προσπάθησε να ανασκευάσει. Με τον τρόπο
αυτό αποκόπτεται από την παράδοση της κλασικής επιστημολογίας, η
οποία αναζητούσε ένα έσχατο και σταθερό θεμέλιο. Για τους μεν
εμπειριστές (όπως είναι ο Locke, ο Berkeley και ο Hume) το θεμέλιο της
γνώσης είναι οι αισθητήριες εντυπώσεις. Για τους δε ορθολογιστές (όπως
ο Καρτέσιος) το θεμέλιο της γνώσης είναι οι αρχές του λόγου.50
Το κυριότερο χτύπημα του Popper εναντίον του θεμελιακού
χαρακτήρα της γνώσης δίνεται στο πρόβλημα της επαγωγής. Πράγματι
εκεί επικεντρώνει ο Popper την κύρια αντίθεσή του στον θετικισμό,
επιστρέφοντας στα παλιά σχετικά επιχειρήματα του David Hume
εναντίον του επαγωγικού συμπερασμού. Για παράδειγμα, επειδή όλοι οι
κύκνοι που παρατηρήθηκαν ως κάποια χρονική στιγμή είναι λευκοί, δεν
σημαίνει ότι υπάρχουν οι λογικές βάσεις για να αποκλεισθεί ότι σε μια
επόμενη παρατήρηση μπορεί να βρεθεί ένας μαύρος κύκνος (κάτι που
έχει στην πραγματικότητα συμβεί με την ανακάλυψη μαύρων κύκνων
στην Αυστραλία). Σύμφωνα με τον Hume η επαγωγική λογική οδηγεί σε
μια ατέλειωτη αναδρομή με την έννοια ότι, επειδή δεν ξέρουμε αν μια
ακόμη παρατήρηση θα επαληθεύσει ή θα διαψεύσει την υπόθεσή μας, γι’
αυτό χρειάζεται να την κάνουμε, βρισκόμενοι όμως πάλι στην ίδια
κατάσταση, οπότε ξανακάνουμε την παρατήρηση κοκ. Με άλλα λόγια,
ενώ το γενικό αναφέρεται σε μια απειρία περιπτώσεων, οι εμπειρικές
παρατηρήσεις του ειδικού περιορίζονται να ελέγξουν μόνο ένα
πεπερασμένο πλήθος από αυτές, οπότε ποτέ δεν είμαστε σίγουροι αν η
επόμενη περίπτωση δεν θα παραβιάσει τον γενικό κανόνα.
Για να βγει από το αδιέξοδο αυτό της επαγωγικής λογικής, ο Popper
αντικαθιστά την αρχή της επαλήθευσης με την αρχή της διάψευσης. Η
επιστημολογική μέθοδος του Popper, που βασίζεται σε εικασίες και
ανασκευές, είναι επίσης γνωστή σαν διαψευσιοκρατία ή μέθοδος δοκιμής
και λάθους. Σύμφωνα με αυτήν, η επιστήμη δεν ξεκινά από τις
παρατηρήσεις, για να προχωρήσει μετά σε επαγωγικούς συμπερασμούς,
όπως ισχυρίζονται οι επαγωγιστές. Αντιθέτως, αρχικά τίθενται κάποιες
εικασίες, δηλαδή, υποθετικά συμπεράσματα, τα οποία στη συνέχεια οι
επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες προσπαθώντας να τα
ανασκευάσουν κρατώντας απέναντί τους μια κριτική στάση και
πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Στην θέση λοιπόν της
επαγωγικής λογικής (το πέρασμα από το μερικό στο γενικό), ο Popper
50
Μέσα σ' αυτό, σταθμούς αποτελούν τα βιβλία του για τη Λογική της Επιστημονικής
Ανακάλυψης (1959, με πρώτη έκδοση το 1934) και για τις Εικασίες και Ανασκευές
(1963).
41

βάζει την παραγωγική λογική, δηλαδή τη συναγωγή από το γενικό στο


μερικό με τη βοήθεια της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης
(εικασίας).
Μια επιστημονική θεωρία, που επιβιώνει μετά από ένα σημαντικό
πλήθος κριτικών ελέγχων και πειραματικών δοκιμασιών, μπορεί να γίνει
μόνο προσωρινά αποδεκτή, ποτέ σε οριστική βάση, μέχρις ότου συμβεί
να απορριφθεί σε κάποια ενδεχόμενη μελλοντική δοκιμασία. Με άλλα
λόγια, καμιά θεωρία δεν είναι για τον Popper επαληθεύσιμη, απλώς
μπορεί να έχει υψηλό βαθμό εμπειρικής ενίσχυσης (corroboration), κάτι
που σημαίνει ότι όλες οι επιστημονικές θεωρίες είναι κατά κανόνα
διαψεύσιμες. Επιπλέον, πολλές φορές, υπάρχουν επιστημονικές θεωρίες,
που μολονότι έχουν ήδη διαψευσθεί, συνεχίζουν να γίνονται αποδεκτές.
Σαν ένα τέτοιο παράδειγμα ο Popper συνήθιζε να φέρνει τη Νευτώνεια
μηχανική. Η θεωρία του Νεύτωνα βρισκόταν σε μια εντυπωσιακή
συμφωνία με την παρατήρηση και το πείραμα από τον καιρό που πρώτο-
εμφανίσθηκε (το 1687) ως το 1900. Στην περίοδο όμως 1900-20 βρέθηκε
να μην είναι ακριβής από την άποψη της σχετικιστικής μηχανικής, χωρίς
όμως να έχει από τότε εγκαταλειφθεί.
Για τον Popper, ο επιστήμονας δεν μαζεύει γεγονότα και δεδομένα για
να κατασκευάσει νέες θεωρίες αλλά για να διαψεύσει τις υπάρχουσες
θεωρίες. Όπως έλεγε ο ίδιος, “η γνώση δεν ξεκινά από την αντίληψη ή τις
παρατηρήσεις ή τη συλλογή δεδομένων ή γεγονότων, αλλά μάλλον
ξεκινά από προβλήματα”. Στο βιβλίο του, συλλογή δοκιμίων, με την
ονομασία Αντικειμενική Γνώση (1972), επιχειρεί να εφαρμόσει τη
μεθοδολογία του σε τρεις εξελικτικές περιπτώσεις, που θεωρεί ότι
διέπονται από παρόμοιους μηχανισμούς: την αύξηση της επιστημονικής
γνώσης, τη μάθηση στα ζώα και την εξέλιξη των βιολογικών ειδών. Και
στις τρεις περιπτώσεις, βλέπει να υλοποιείται ένα γενικό σχήμα, που
ακολουθεί τις εξής φάσεις: διατύπωση του προβλήματος, δοκιμαστικές
λύσεις, απαλοιφή λαθών και τελικά ανάδυση ενός νέου προβλήματος.
Βέβαια, πρέπει να πούμε, ο Popper σε ορισμένες περιπτώσεις
παραδεχόταν την αρχή Duhem-Quine51, που οδηγεί στην αποφυγή της
ανασκευής (δηλαδή, της φάσης της απαλοιφής των λαθών), όταν με
κατάλληλες τροποποιήσεις σε κάποιες βοηθητικές υποθέσεις μπορεί να
διατηρηθεί η ισχύς της δοκιμαζόμενης θεωρίας.
Αν και ο Popper απέρριπτε τόσο την αδιάψευστη εμπειρική βάση όσο
και την θετικιστική αντίληψη της επαγωγής, δεν είναι λίγοι αυτοί που
εκτιμούν πως γενικότερα η θέση του δεν απέχει πολύ από τον θετικισμό
στο βαθμό που υιοθετεί τη νεοθετικιστική διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο
της ανακάλυψης μιας επιστημονικής υπόθεσης και στο πλαίσιο
δικαιολόγησης και επικύρωσής της. Η σύγκλιση μεταξύ Popper και

51
Βλ. W.Quine, Word and Object, Cambridge, Mass, 1960.
42

θετικισμού φαίνεται επίσης και στην “υποθετικό-παραγωγική μέθοδο,”


με τη διαφορά ότι η εμπειρία παίζει εδώ αρνητικό ρόλο: δεν μπορεί να
θεμελιώσει, αλλά να ανασκευάσει τις επιστημονικές υποθέσεις.
Όπως είπαμε, αρχικά ο Popper εφάρμοσε το κριτήριό του της
διαψευσιμότητας στο πρόβλημα του διαχωρισμού της επιστήμης από τη
μη επιστήμη. Για τους νεοθετικιστές, μόνο οι επαληθεύσιμες προτάσεις
είναι εκείνες που έχουν νόημα και μπορούν να θεωρηθούν επιστημονικές,
ενώ οι ψευδοεπιστημονικές προτάσεις στερούνται νοήματος, αφού δεν
επιδέχονταν επαλήθευση.
Ο Kuhn άσκησε δριμύτατη κριτική τόσο στις θέσεις του θετικισμού,
όσο και του Popper εγκαινιάζοντας έτσι την ονομαζόμενη “ιστορικίστικη
στροφή”52 στην επιστημολογία. Η βασική ιδέα στο έργο του Kuhn είναι
ότι οι επιστημονικές γνώσεις κάθε ιστορικής περιόδου αποτελούν ένα
αυτόνομο σύστημα με την δική του αξία και λειτουργικότητα, που δεν
μπορεί να γίνει κατανοητό με τα κριτήρια επιστημονικότητας μιας άλλης
περιόδου. Η διάρθρωση των συστημάτων επιστημονικών γνώσεων
βασίζεται στην έννοια του “παραδείγματος,” σε συνάρτηση με την οποία
ορίζεται η “επιστημονική κοινότητα,” που μετέχει σε ένα τέτοιο
σύστημα. Η σύνδεση παραδείγματος με επιστημονική κοινότητα
σταθεροποιείται στα πλαίσια της “κανονικής επιστήμης.” Αλλά η
ανάπτυξη της επιστήμης είναι μια ασυνεχής διαδικασία, που προχωρά με
“επιστημονικές επαναστάσεις.” Έτσι, όταν κάποιες συσσωρευμένες
“ανωμαλίες” οδηγήσουν σε “περιόδους κρίσεων,” στις οποίες
αντιστοιχούν οι “ιδιόρρυθμες επιστήμες,” ανατρέπεται μια κανονική
επιστήμη, για να επιβληθεί μια άλλη. Τέτοιες όμως επιστημονικές
αλλαγές είναι απότομες και ολοκληρωτικές και αντιστοιχούν σε
ασυμβίβαστες μεταξύ τους, “ασύμμετρες” θεωρίες. Βλέπουμε λοιπόν ότι
“παράδειγμα,” “επιστημονική κοινότητα,” “κανονική επιστήμη»,
«επιστημονική επανάσταση», «ανωμαλία», «περίοδος κρίσης»,
«ιδιόρρυθμη επιστήμη,” “ασυμμετρία” είναι οι βασικοί όροι του Kuhn,
τους οποίους θα αναλύσουμε έναν ορος έναν στη συνέχεια.
Η θεμελιώδης και πιο πολυσυζητημένη έννοια που εισάγει στην
επιστημολογία ο Kuhn είναι η έννοια του παραδείγματος. Το πρόβλημα
με την έννοια αυτή είναι ότι δεν είναι πλήρως διασαφηνισμένη στην
δουλειά του Kuhn (έχουν μετρηθεί 22 διαφορετικές χρήσεις της στο
βιβλίο της Δομής) και, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται, φαίνεται να
περιγράφει περισσότερα από ένα πράγματα. 53
Αρχικά στο βιβλίο της Δομής με τον όρο παράδειγμα υπονοείται “το
σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών
52
Η τάση του επιστημολόγου να εξοικειώνεται με τις μεθόδους των πιο βασικών
επιστημών, να γνωρίζει την ιστορία τους και την εξέλιξή τους, τις αλληλεπιδράσεις
τους κτλ.(Βλ. Γκίκας, όπ, σελ.148)
53
Π.χ ένα υλικό σώμα, μία κατάσταση ψυχική ή πνευματική κτλ.
43

που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων”. Με την


έννοια αυτή, το παράδειγμα κατέχει μια σφαιρικότερη διάσταση από την
επιστημονική θεωρία, καθόσον περιλαμβάνει “νόμους, θεωρίες,
εφαρμογές και πειραματισμό ταυτόχρονα» και αποτελείται από ένα
“πυκνό δίκτυο δεσμεύσεων - εννοιολογικών, θεωρητικών, πειραματικών
και μεθοδολογικών,” που μπορούν να είναι ακόμη και “μεταφυσικές”.
Για παράδειγμα, η λύση του Νεύτωνα στο πρόβλημα της τροχιακής
κίνησης και η λύση του Fresnel στο πρόβλημα της περίθλασης
αποτελούσαν δυο από τα πιο συχνά αναφερόμενα παραδείγματα του
Kuhn. Για αυτόν, οι λύσεις αυτές δεν αντιμετωπίζονταν ούτε σαν
εφαρμογές ούτε σαν πειραματισμοί κάποιας γενικής θεωρίας, αλλά σαν
ένα σύνθετο πλέγμα που συμπεριλάμβανε βασικές θεωρητικές έννοιες
μαζί με ειδικές πειραματικές εφαρμογές. Επιπλέον, το παράδειγμα είχε
για τον Kuhn προτεραιότητα απέναντι στην γενική θεωρία.
Η αρχική επιμονή του Kuhn στη σύνδεση του παραδείγματος με την
κοινότητα των επιστημόνων, αλλά κι οι ενδεχόμενες μεταφυσικές
προεκτάσεις, οδήγησαν κάποιους να παραλληλίσουν την έννοια αυτή με
τη χρήση της έννοιας της κουλτούρας (πολιτισμού) από τους
ανθρωπολόγους. Το γεγονός όμως είναι ότι μέσω αυτής της σφαιρικής
έννοιας του παραδείγματος ο Kuhn ορίζει την βασική κοινωνιολογική
μονάδα της επιστημολογίας του, που είναι η επιστημονική κοινότητα,
δηλαδή, η κλειστή ομάδα επιστημόνων που ασπάζονται το ίδιο
παράδειγμα. Όπως έχει αλλού παρατηρηθεί54, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα
κυκλικότητα στους ορισμούς παραδείγματος και επιστημονικής
κοινότητας με την έννοια ότι οι δυο αυτές έννοιες έχουν νόημα μόνο
εφόσον δημιουργούνται ταυτόχρονα και αλληλεξαρτώνται.
Η σύνδεση μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας με ένα
μοναδικό παράδειγμα δημιουργεί μια ιδιαίτερη επιστημονική παράδοση,
που ο Kuhn ονομάζει κανονική επιστήμη (normal science). Με άλλα
λόγια, η κανονική επιστήμη είναι η φάση στην ανάπτυξη της επιστήμης,
κατά την οποία η επιστημονική κοινότητα εργάζεται υπό την
καθοδήγηση ενός παραδείγματος, για να το καταλάβει καλύτερα κι
ακριβέστερα. Ειδικότερα, στη φάση της κανονικής επιστήμης
παρατηρούνται εργασίες επίλυσης γρίφων, προσθήκης νέων
παρατηρήσεων και θεωρητικών επεκτάσεων, που εμπλουτίζουν το
βασικό παράδειγμα και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν την ισχύ
του. Επομένως, στην φάση αυτή, που για τον Kuhn είναι η φάση της
ωριμότητας της επιστήμης, δεν μπορεί να ισχύει η αρχή της
διαψευσιμότητας του Popper.

54
Δείτε την Εισαγωγή του Βασίλη Κάλφα στην ελληνική μετάφραση της Δομής του
Kuhn, 1981, σελ. 26.
44

Η κατάσταση όμως της κανονικής επιστήμης δεν θεωρείται από τον


Kuhn να είναι μια ιστορικά μόνιμη και αυθύπαρκτη κατάσταση: πάντα,
είτε στο παρελθόν της είτε στο μέλλον της, υπάρχουν οι επιστημονικές
επαναστάσεις, που σηματοδοτούν είτε την ιστορική γένεσή της σαν το
πέρασμα από μια προ-επιστήμη ή μια προ-παραδειγματική κατάσταση σε
αυτήν, είτε την ιστορική μετεξέλιξή της σε μια διαφορετική κανονική
επιστήμη. Αυτό σημαίνει ότι οι επιστημονικές αλλαγές δεν είναι για τον
Kuhn συνεχείς και ομαλές πορείες, αλλά πάντα μεταξύ των
σταθεροποιημένων καταστάσεων της κανονικής επιστήμης
παρεμβάλλονται οι απότομες διακοπές των ασταθών και απρόβλεπτων
καταστάσεων των επιστημονικών επαναστάσεων. Έτσι, κατά την
διάρκεια μιας επιστημονικής επανάστασης οι πεποιθήσεις των ειδικών
μεταβάλλονται ριζικά και ένα παλιότερο παράδειγμα αντικαθίσταται εξ
ολοκλήρου ή εν μέρει από ένα νέο και ασυμβίβαστο παράδειγμα.
Δηλαδή, κάθε επιστημονική επανάσταση οδηγεί σε μια νέα αναδιάταξη
των επιστημονικών κοινοτήτων γύρω από νέα παραδείγματα και στην
αποκατάσταση της ηρεμίας μιας νέας παράδοσης κανονικής επιστήμης.
Σύμφωνα με τον Kuhn, προϋπόθεση για λάβει χώρα μια επιστημονική
επανάσταση είναι να παρατηρηθούν κάποιες ανωμαλίες στη λειτουργία
των παραδειγμάτων, από τις οποίες να εγκύψουν κάποιες περίοδοι
κρίσης.
Μια ανωμαλία μπορεί να είναι κάποιο γεγονός που εγείρει υποψίες
για την ισχύ του επικρατούντος παραδείγματος χωρίς αναγκαστικά να
υπάρχει καμιά ασυμβατότητα με την αντίστοιχη θεωρία. Κάτι τέτοιο, πχ.,
θα μπορούσε να ήταν ένα από τα εξής: (i) Ένας άλυτος γρίφος, που
επιμένει να υπάρχει παρά τις θεωρητικές υποδείξεις ότι θα έπρεπε να
μπορεί να λυθεί στα πλαίσια του παραδείγματος. (ii) Κάποιες νέες
παρατηρήσεις ή εμπειρικές ενδείξεις που φαίνονται να αντιστέκονται σε
μια άμεση υπαγωγή στη λογική του επικρατούντος παραδείγματος. (iii)
Κάποια καινούργια θεωρητικά αποτελέσματα που κι αυτά δεν φαίνεται
να μπορούν να αφομοιωθούν από την δομή του επικρατούντος
παραδείγματος. Βέβαια, κατ' αρχήν, η εμφάνιση μιας ανωμαλίας δεν
μπορεί να κλονίσει την παντοδυναμία του παραδείγματος, γιατί
θεωρείται φυσικό το γεγονός κάθε παράδειγμα να έχει κάποιες ατέλειες.
Το πρόβλημα όμως δημιουργείται, όταν οι ανωμαλίες, αντί να
λιγοστεύουν, συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται, οπότε περνάμε σε
κατάσταση κρίσης.
Μια περίοδος κρίσης είναι για τον Kuhn μια ρευστή κατάσταση, κατά
την οποίαν παύει πλέον ένα μόνο παράδειγμα να ασκεί την κυριαρχία του
αλλά αναδύονται διάφορα ασυμβίβαστα παραδείγματα, που διαπλέκονται
μεταξύ τους για το ποιο θα επικρατήσει ώστε να προσανατολίζει αυτό
την άσκηση της επιστημονικής έρευνας. Η ισχυρότερη τάση μεταξύ των
διαπλεκομένων στην κατάσταση της κρίσης παραδειγμάτων συγκροτεί
45

αυτό που ο Kuhn ονομάζει ιδιόρρυθμη επιστήμη (extraordinary science).


Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον έχει για τον Kuhn το πώς επιλύεται μια
κατάσταση επιστημονικής κρίσης. Για αυτόν, η επικράτηση ενός νέου
παραδείγματος (κάτι που συχνά περιγράφεται σαν μετατόπιση
παραδείγματος) δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εξηγητική
πληρότητά του. Αλλά παίζουν μεγάλο ρόλο παράγοντες όπως η δύναμη
πειθούς των υποστηρικτών και ο πόλεμος εντυπώσεων μεταξύ τους έτσι
ώστε η τελική επιλογή του νέου παραδείγματος να καταλήγει να μοιάζει
με “θρησκευτική μεταστροφή,” που δεν στηρίζεται στη ψυχρή λογική ή
σε αδιάψευστες μαρτυρίες, ή με ξαφνική αλλαγή οπτικής εικόνας, όπως
γίνεται στις περιπτώσεις της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt).
Επομένως, σε συνθήκες επιστημονικής κρίσης δεν υπάρχει καμιά
κοινή λογική, δηλαδή, καμιά κοινή αντικειμενική βάση σύγκρισης των
αντιμαχομένων απόψεων. Αυτό οδήγησε τον Kuhn (σχεδόν ταυτόχρονα
με τον Feyerabend) να υιοθετήσει την θέση της ασυμμετρίας
(incommensurability) των παραδειγμάτων. Ο όρος αυτός, που προέρχεται
από τα μαθηματικά (δυο αριθμοί λέγονται ασύμμετροι αν ο λόγος τους
είναι άρρητος), τονίζει το γεγονός ότι δυο ανταγωνιστικά παραδείγματα
δεν είναι απλώς ασυμβίβαστα, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό μέτρο
σύγκρισης. Ο Kuhn πάντως χρησιμοποιεί τον όρο ασυμμετρία, για να
χαρακτηρίσει τη σχέση ανάμεσα και σε κανονικές επιστημονικές
παραδόσεις πριν και μετά από την επανάσταση. Αυτή η συγκεκριμένη
ασυμμετρία έχει τρεις πλευρές67:
1. Με την επιστημονική επανάσταση αλλάζουν ριζικά τα μεθοδολογικά
κριτήρια σε ό,τι αφορά τα νόμιμα επιστημονικά προβλήματα και τις
λύσεις τους. Προβλήματα που τη λύση τους επιζητούσε το παλιότερο
επιστημονικό παράδειγμα μπορούν να εξαλειφθούν ως απαρχαιωμένα ή
αντιεπιστημονικά, ενώ προβλήματα που η παλιότερη παράδοση
αγνωούσε μπορούν να αποκτήσουν τώρα ιδιαίτερη σημασία. Έτσι με την
επικράτηση π.χ. του μηχανιστικού παραδείγματος τον 17ο αιώνα
απορρίφτηκαν ως ταυτολογικές όλες οι εξηγήσεις των αριστοτελικών και
σχολαστικών που ανήγαγαν τα φυσικά φαινόμενα σε απόκρυφες ουσίες
των υλικών σωμάτων και ως επιστημονικές εξηγήσεις θεωρήθηκαν μόνο
εκείνες που ανήγαγαν τα φυσικά φαινόμενα σε μηχανικές κινήσεις των
στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης.
Οι αλλαγές αυτές που αφορούν στα νόμιμα προβλήματα και στους
κανόνες επίλυσής τους δεν πρέπει πάντως να θεωρηθούν ως μια
σταδιακή βελτίωση κατά την οποία διορθώνεται ή εξοβελίζεται κάθε
φορά ό,τι δεν ήταν ποτέ όντως επιστημονικό. Ο Kuhn πιστεύει ότι οι
επαναστατικές αλλαγές των προβλημάτων και των κριτηρίων μπορούν εν
μέρει να ανακληθούν σε μεταγενέστερες επαναστάσεις68. Αυτό συνέβη,
για παράδειγμα, και με την επιστημονική εξήγηση της βαρύτητας, η
οποία εγκαταλείφτηκε από την πλειονότητα των επιστημόνων του 18ου
46

αιώνα, ωστόσο το ίδιο το πρόβλημα της εξήγησης της βαρύτητας δεν


ήταν από τη φύση του απαράδεκτο πρόβλημα.
2. Με την επιστημονική επανάσταση αλλάζει το εννοιολογικό σύστημα,
μέσα από το οποίο η παλιά θεωρία περιέγραφε τον κόσμο. Ακόμη και σε
περιπτώσεις όπου η νέα θεωρία διατηρεί το λεξιλόγιο της προηγούμενης,
οι σημασίες των επιμέρους εννοιών αλλάζουν ριζικά. Ο όρος «μάζα», για
παράδειγμα, χρησιμοποιείται τόσο στην νευτώνεια θεωρία, όσο και στη
θεωρία της σχετικότητας, ωστόσο η σημασία του είναι διαφορετική: στη
νευτώνεια δυναμική η μάζα είναι ένα σταθερό μέγεθος, ενώ στη θεωρία
της σχετικότητας μετατρέπεται σε ενέργεια. Εξαιτίας της ασυμμετρίας
αυτής των εννοιολογικών συστημάτων που χαρακτηρίζει τη μετάβαση
από το ένα παράδειγμα στο άλλο, δεν είναι κατά τον Kuhn δυνατή η
αναγωγή των θεωριών, όπως υποστηρίζει ο Λογικός Εμπειρισμός. Η
νευτώνεια π.χ. θεωρία δεν μπορεί να αναχθεί στη θεωρία της
σχετικότητας ως ειδική περίπτωσή της69.
3. Η τρίτη πλευρά της ασυμμετρίας είναι και η σπουδαιότερη: τα
ανταγωνιστικά παραδείγματα διαφέρουν ως προς το γνωστικό
περιεχόμενό τους και κατά συνέπεια μας δίνουν διαφορετικά
κοσμοείδωλα. Ο ιστορικός της επιστήμης που εξετάζει τις ιστορικές
αλλαγές των κοσμοειδώλων αυτών μπορεί να ισχυριστεί τα εξής: «Όταν
τα παραδείγματα αλλάζουν, ο ίδιος ο κόσμος αλλάζει μαζί τους. Θα έλεγε
κανείς ότι η επαγγελματική κοινότητα μεταφέρθηκε ξαφνικά σ’ έναν
άλλο πλανήτη, όπου γνώριμα αντικείμενα εμφανίζονται υπό νέο φως και
πλαισιώνονται ακόμη από άλλα άγνωστα. Οι αλλαγές των
παραδειγμάτων οδηγούν τους επιστήμονες να βλέπουν με διαφορετικό
τρόπο τον κόσμο της ερευνητικής τους δραστηριότητας. Εφόσον η
μοναδική τους πρόσβαση σ’ αυτόν τον κόσμο είναι αυτά που βλέπουν
και κάνουν, μπορούμε να πούμε ότι μετά την επανάσταση οι επιστήμονες
λειτουργούν σ’ ένα διαφορετικό κόσμο». Ο Γαλιλαίος, για παράδειγμα,
έβλεπε μια αιωρούμενη σφαίρα σαν εκρεμές, ενώ ο Αριστοτέλης ως
συγκρατημένη πτώση70.
Για την ανασυγκρότηση της θεωρίας του Kuhn71 είναι αναγκαίο να
διακρίνουμε δύο έννοιες του κόσμου ή της φύσης: τον κόσμο αυτόν
καθεαυτόν και τον φαινομενικό κόσμο. Ο κόσμος που μεταβάλλεται με
την επιστημονική επανάσταση είναι ο κόσμος της αισθητηριακής
αντίληψης, ο φαινομενικός κόσμος, όπως συγκροτείται από το εκάστοτε
παράδειγμα. Αντίθετα ο κόσμος καθεαυτόν δεν θίγεται από την
επαναστατική αλλαγή, γιατί είναι ανεξάρτητος από τα γνωστικά υποκεί-
____________
67
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.151
68
Th.S.Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, σελ.
69
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.152-153

Th.S.Kuhn, ό.π. σελ. 111
71
P.Hoyningen-Huene (Die Wissenschaftsphilosophie Thomas S. Kuhn, σελ.41.
47

μενα. Σ’ αυτόν τον κόσμο εμείς δεν έχουμε καμιά πρόσβαση, μολονότι
είναι σταθερός. Είναι όμως και άγνωστος. Συνεπώς η αλλαγή αφορά
μόνο τον φαινομενικό κόσμο. Αυτός ο φαινομενικός κόσμος όμως δεν
συγκροτείται μόνο από αντικειμενικά, αλλά και από υποκειμενικά
στοιχεία που συνδέονται με την έννοια του παραδείγματος.
Έτσι είναι δυνατή μιαν αλλαγή του φαινομενικού κόσμου, παρά τη
σταθερότητα του κόσμου καθεαυτόν. Συνεπώς ένα νέο παράδειγμα μας
οδηγεί σ’ έναν διαφορετικό φαινομενικό κόσμο. Άρα οι φαινομενικοί
κόσμοι είναι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτή ακριβώς η
διαφορά τους αποτελεί μιαν αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να
καταλάβουμε ιστορικά τη δομή της επιστημονικής ανάπτυξης72.
Αν όμως υπάρχουν διάφοροι φαινομενικοί κόσμοι, που
συγκροτούνται στο πλαίσιο του εκάστοτε παραδείγματος, και αν ο
κόσμος καθεαυτόν είναι για μας απρόσιτος, τότε ο Kuhn δεν θεωρεί
δυνατή μια ουδέτερη παρατηρησιακή γλώσσα, ούτε τη διχοτόμηση
παρατηρησιακών και θεωρητικών εννοιών. Γιατί η ουδέτερη αυτή
παρατηρησιακή γλώσσα θα έπρεπε να αναφέρεται στο απαλλαγμένο από
κάθε θεωρητικό στοιχείο άμεσα δεδομένο και αυτό θα ήταν ή ο κόσμος
καθεαυτόν (κατά την ερμηνεία του απλοϊκού ρεαλισμού) ή ο μοναδικός
φαινομενικός κόσμος που είναι σε μας προσιτός (κατά την ερμηνεία του
φαινομενισμού). Αλλά ούτε ο κόσμος καθεαυτόν είναι σε μας προσιτός
ούτε υπάρχει μόνον ένας και μοναδικός φαινομενικός κόσμος. Ο Kuhn
έρχεται έτσι σε ρήξη με μια φιλοσοφική παράδοση τριών αιώνων που
αρχίζει με τον Descartes, σύμφωνα με την οποία «οι παρατηρήσεις είναι
καθορισμένες μια για πάντα από τη φύση του περιβάλλοντος και του
οργάνου της αισθητηριακής αντίληψης»73, το οποίο υποτίθεται ότι είναι
ίδιο σε όλους τους ανθρώπους. Συνεπώς το αισθητό δεδομένο δεν
εξαρτάται ούτε από ατομικούς-ψυχικούς παράγοντες ούτε από
πολιτιστικούς, επιδέχεται ωστόσο διάφορες ερμηνείες.
Σύμφωνα με τη γνωσιοθεωρητική αυτή αντίληψη το γνωστικό
υποκείμενο σε μια πρώτη φάση έρχεται σε άμεση επαφή με το
αντικείμενο της εμπειρίας και δέχεται παθητικά από αυτό εντυπώσεις, τις
οποίες σε μια δεύτερη φάση επεξεργάζεται εννοιολογικά και τις
ερμηνεύει. Ο Kuhn προσπαθεί να ανασκευάσει την άποψη ότι υπάρχουν
σταθερά και ουδέτερα αισθητηριακά δεδομένα, τα οποία επιδέχονται
διάφορες ερμηνείες. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μια διαδικασία ερμηνείας
σταθερών εμπειρικών δεδομένων. Δεν υπάρχουν σταθερά δεδομένα και η
μετάβαση από έναν κόσμο θεώρησης του κόσμου σ’ έναν άλλον μοιάζει
με αιφνίδια εναλλαγή οπτικής μορφής.

____________
72
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.152-153.
73
Th.S.Kuhn, ό.π. σελ. 12Ο.
48

Η θέση της ασυμμετρίας, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα πιο επίμαχα


σημεία της θεωρίας του Kuhn. Η αρχική της διατύπωση στη Δομή των
επιστημονικών επαναστάσεων χαρακτηρίζεται τόσο από κάποιες
ασάφειες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την έννοια της αλλαγής του κόσμου,
όσο και από μια έλλειψη συστηματικής διερεύνησης της
αλληλεξάρτησης των παραπάνω τριών πλευρών της ασυμμετρίας. Στα
νεότερά του γραπτά ο Kuhn επέφερε ορισμένες αλλαγές στην αρχική του
πρόταση74.

_____________
74
Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης, σελ.155-156.
49

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

KARL POPPER

1. K. Popper, «Intellectual Autobiography», Τhe Philosophy of Karl


Popper, επιμ. P.Α.Schilpp, I, La Salle. Illinois. Open Court, 1974, σσ.3-8.

2. Renee Bouveresse, «Karl Popper ou le rationalisme critique», Παρίσι,


J. Vrin, 2η έκδοση 1986, σσ. 19-21.

3. V.Kraft (ο κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1986, σ.28).

4. R. Carnap, Erkenntnis, 5 (1935), 290-4 (βιβλιοκρισία στο Logic of


Scientific Discovery).

5. Κ. Popper, Άρθρο «The Demarcation between Science and


Metaphysics» στον τιμητικό τόμο για τον Carnap, The Philosophy of
Rudolf Carnap, (επιμ. Ρ.Α. Schilpp) La Salle , Illinois ,Open Court,
1964.

6. Έκδοση του παραπάνω άρθρου στο Conjectures and Refutations,


Λονδίνο, εκδ. Routledge and Kegan Paul, 1969, σσ.253-92).

7. Α. Michalos, The Carnap- Popper Controversy, The Hauge, 1975.

8. V.Kraft, «Popper and the Vienna Circle», στο The Philosophy of Κarl
Popper, (επιμ. Ρ.Α. Schilpp), Ι, 1974, σσ. 185 κ.ε.

9. W.W. Bartley, «Theories of Demacration between Science and


Metaphysics» στο Problems in the Philosophy of Science των Ι. Lakatos,
A. Musgrave (επιμ.), Amsterdam, North Holland Publ. , 1968, σ.53.

10. K. Popper, Objective Knowledge. «An Evolutionary Approach»,


Oxford Univ. Press, 1975, σ.1.

11. Logic of Scientific Discovery, Λονδίνο, Hutchinson, 1959, σσ.27 κ.ε.,


34 κ.ε.

12. Κ. Popper, «Two Notes on Induction and Demarcation», Erkenntnis,3


(1933), 426 κ.ε. ( τώρα στο L.Sc.D.,παράρτημα i , σσ. 311 κ.ε. ).

13. Τ. Adorno, H. Albert (κ.α.), The Positivist Dispute in German


Sociology, Λονδίνο, Heinemann, 1977 (1969).
50

14. Τhe Poverty of Historicism, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul,


1957.

15. John Passmore, A Hundred Years of Philosophy, Harmondsworth,


Penguin, 1966, σ. 407.

16. Κ. Popper, Realism and the Aim of Science, Εισαγωγή, σ. Xix.

17. K. Popper, Conjectures and Refutations.

18. Bryan Magee, Karl Popper, Γλασκόβη, Collins, 1975.

19. Π. Χριστοδουλίδη, Η εξήγηση στην επιστήμη και η έννοια του


μοντέλου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Εγνατία, 1979.

20. K. Popper «The Logic of the Social Sciences».

21. Μ.Cornforth, The Open society and the Open Philosophy. A repky to
Dr. Karl Popper’ s Refutation of Marxism, Λονδίνο, Lawrence and
Wishart, 1968).

22. L. Seve, Une imtroduction a la philosophie marxiste, Παρίσι, ed.


Sociales, 1980.

23. Α. Ο’ Hear, Karl Popper, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1980.

24. Gtunbaum, «Is Freudian Pshychoanalytic Theory Pseudo-scientific


by Karl Popper’s Criterion of Demarcation?», Αmerican Journal of
Philosophy, 16 (19790, 131-141).

25. Δημ. Δημητράκος, «Ποιος φοβάται τον Καρλ Πόππερ;» Ελληνική


Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 2/4, 1985.

26. Karl Popper, Τι είναι η διαλεκτική; Γνωσιοθεωρία χωρίς γνωστικό


υποκείμενο, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σημειώσεις Στ. Δημόπουλος,
Φιλοσοφική΄Ερευνα, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

27. Ν. Αυγελής: «Εισαγωγή», σ. 9-24, στο R. Carnap: Φιλοσοφία και


λογική σύνταξη, Θεσσαλονίκη.

28. Π. Χριστοδουλίδη: Η εξήγηση στην επιστήμη και η έννοια του


μοντέλου, Θεσσαλονίκη, 1979.
51

29. Σωτήρης Γκίκας, Νέο Φιλοσοφικό Λεξικό, εκδόσεις Σαβάλλας,


Φεβρουάριος 2002.

30. www. Wickipedia, the free encyclopaidia – Popper. com

THOMAS S. KUHN
1. Ν.Αυγελής «Εισαγωγή στη φιλοσοφία», 4η έκδοση αναθεωρημένη,
Θεσσαλονίκη 2002.

2. Essential Tension, Chicago, 1977, Εισαγωγή, σ. xiir.

3. A. F. Chalmers, «What is this Thing Called Science», Queensland,


1976.

4. M. Masterman «The nature of a paradigm» στο Lakatos, Musgrave


(eds): Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, σ. 59-
90.

5. Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, Chicago, 1970, σ. 174-210.

6. «Reflections on my Critics» στο Lakatos, Musgrave (eds): Criticism


and the Growth of Knowledge, Cambridge, 1970, σ.231-278.

7. «Second Thoughts of Paradigms», στο Suppe (ed): «The Structure of


Scientific Theories, Urbana, Illinois, 1974, σ. 459-482.

8. W. Quine, Word and Object, Cambridge, Mass., 1960,

9. A. Musgrave: Kuhn’s Second Thoughts, «British Journal for the


Philosophy of Science», 1971 σ. 287-297

10. D. Shapere: «Τhe Paradigm Concept», Science, 1971 σ. 706-709.

11. Joseph Priestley, The History and Present State of Discoveries


Relating to Vision, Light, and Colours (London, 1772).

12. Max Farrand (ed), Benjamin Franklin’s Memoirs (Berkeley, Calif.


1949), σ.384-86.

13. Charles C. Gillispie στο «The Encyclopedie and the Jacobin


Philosophy of Science: A Study in Ideas and Consequenses» σ. 155-202.
52

14. Critical Problems in the History of Science (ed), Marshall Clagett


(Madison, Wis., 1959) σ. 255-89.

15. «The Formation of Lamarc’s Evolutionary Theory», Archives


internationales d’ histoire des sciences, XXXVII (1956), σ. 323-38.

16. W.C. Walker «The Detection and Estimation of Electric Charges in


the Eighteenth Century», Annals of Science, I (1936), σ. 66-100.

17. Edmund Hoppe, Geschichte der Elektrizitat (Leipzig, 1884), μέρος I ,


κεφ. iii-iv.

18. T.S. Kuhn, The structure of Scientific Revolutions, Chicago


Uninersity, Pr., 1970.

19. Βασίλης Κάλφας, Ριζικές ανακατατάξεις στη σύγχρονη αγγλοσαξονική


επιστημολογία: O Τhomas S. Kuhn και η «στροφή» της δεκαετίας 1960-70.

20. www. Wickipedia, the free encyclopaidia – Kuhn. com

You might also like