συνεπτυγμένος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός (κατηγορία Β) παραπέμπει αρχιτεκτονικά σε πρώϊμες τάσεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, όπως αυτές εκφράστηκαν σε πρώιμα σημαντικά μνημεία όπως η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης και ο Ναός της Κοιμήσεως στη Νίκαια, γι’ αυτό και υπήρχε παλαιότερα η εσφαλμένη εντύπωση ότι η αρχική φάση του ναού αυτού είχε οικοδομηθεί μέσα στον 7ο αιώνα. Ο ναός κτίστηκε μεταξύ των ετών 1077 και 1081 από την πεθερά του Αλεξίου του Α΄ Κομνηνού Μαρία Δούκαινα, πάνω σε ένα παλαιότερο οικοδόμημα του 6ου και 9ου αιώνα, και ανακαινίστηκε εκ θεμελίων το 1120, από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιό του Αλεξίου του Α΄. Οι δύο αυτές φάσεις του 11ου και 12ου αιώνα, από τις οποίες πολύ λίγα πράγματα έχουν διασωθεί, φαίνεται ότι έχουν καθοριστική σημασία για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του ναού μέσα στην Παλαιολόγεια περίοδο. Μέσα σε αυτήν τη μεταβατική φάση συνοψίζεται και συντονίζεται όλη η προηγούμενη εμπειρία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής γι αυτό και ο ναός αυτός αποτελεί ένα ξεχωριστό πρότυπο ολοκληρωμένης και οργανικής διαχείρισης παλαιότερου ναού. Μεταξύ των ετών 1316-1320/1 ο Θεόδωρος ο Μετοχίτης, Λογοθέτης του Γενικού επί Ανδρονίκου του Β΄(1282-1328) του Παλαιολόγου, γνωστός ουμανιστής και λόγιος συγγραφέας, προσέθεσε έναν ανοικτό εξωνάρθηκα και το νότιο παρεκκλήσιο και μεταμορφώνει τον ναό, χάρη στον εσωτερικό του διάκοσμο, σε ένα από τα σημαντικότερα σύνολα της Bυζαντινής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Διακόσμησε τον ναό, τον νάρθηκα και τον εξωνάρθηκα με ψηφιδωτά και το παρεκκλήσιο με τοιχογραφίες. Οι προσθήκες του Mετοχίτη, βάσει κάποιων ομοιοτήτων στον τρόπο δόμησης, τις διακοσμητικές λεπτομέρειες και την οργάνωση των όψεων, φαίνεται να έγιναν από το ίδιο συνεργείο που οικοδόμησε το παρεκκλήσιο της Παμμακαρίστου, πιθανότατα σε μία ωριμότερη φάση, αφού η ισορροπία μεταξύ διακοσμητικών λεπτομερειών και αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι πιο προσεγμένη και το σχέδιο περισσότερο ενοποιημένο. Σε αντίθεση με τα μνημεία της πρώϊμης Παλαιολόγειας φάσης όπου η κάθε προσθήκη λειτουργεί αυτόνομα, και διεκδικεί ρόλο κυρίαρχου στοιχείου, στη Μονή της Χώρας παρατηρείται μία προσπάθεια συντονισμού των επί μέρους στοιχείων στην αισθητική και την λειτουργικότητα του συνόλου, η οποία παράλληλα επιτρέπει στα επί μέρους τμήματα τη διατήρηση κάποιου βαθμού αυτονομίας. Τόσο ο σχεδιασμός, όσο και οι λύσεις στις θολοδομίες υποδεικνύουν τον εκλεκτικισμό της Παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής. Οι οικοδόμοι φαίνονται να έχουν βαθιά επίγνωση και εμπειρία και, όπως έγινε και με τους ψηφοθέτες/ζωγράφους, επέλεξαν απλά το αφύσικο από το φυσικό, το ανώμαλο από το κανονικό, το χαωτικό από το αρμονικό, παρά το ότι το σύνολο έχει έναν δικό του κανόνα, ο οποίος τείνει προς τη διάσπαση των συνθέσεων, την ασυμμετρία, την αστάθεια και την ανησυχία. Παρατηρούνται δραματικές αλλαγές στις κλίμακες στη σχέση με τον θεατή ο οποίος είναι αντιμέτωπος με μία αλλεπάλληλη διαδοχή εικόνων και παραστάσεων. Ο κυρίως ναός εικονογραφείται βάσει αυστηρών δογματικών πλαισίων. Στον νάρθηκα η επιλογή των θεμάτων γίνεται με μία μεγαλύτερη ελευθερία. Αφηγηματικά και πρωπογραφικά στοιχεία προσδίδουν γραφικότητα. Οι παραστάσεις αυτές λειτουργούν ως πρόλογος στην εικονογράφηση του έργου της σωτηρίας που είναι το βασικό θέμα του κυρίως ναού. Στα προσκυνηματικά αψιδώματα των εισόδων στους δύο νάρθηκες και προς τον κυρίως ναό εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας, ως «ἡ Χὠρα τῶν Ζώντων» ( ψαλμός 116.9) και η Θεοτόκος, Mήτηρ Θεοῦ, ως «η Xώρα τοῦ Ἀχωρήτου», στους οποίους είναι αφιερωμένος ο ναός και ο Ένθρονος Χριστός με τον Δωρητή Θεόδωρο Μετοχίτη, ντυμένο με την ενδυμασία του αξιώματος του, το καββάδιο, να προσφέρει γονατιστός την εκκλησία στον Xριστό. Στην ευρεία επιφάνεια του ανατολικού τοίχου του εσωνάρθηκα εικονίζεται η Δέηση του Iσαάκιου Kομνηνού, γυιού του αυτοκράτορα Aλεξίου Kομνηνού, και της Mελανίας μοναχής, συγγενούς του αυτοκράτορα Aνδρονίκου Παλαιολόγου. Στη Δέηση αυτή ο Xριστός εμφανίζεται με την επωνυμία Xαλκίτης, η οποία παραπέμπει στην λατρευτική εικόνα του 6ου αιώνα, που ήταν τοποθετημένη στη Xαλκή Πύλη των ανακτόρων της Kωνσταντινούπολης. Στον εσωνάρθηκα αναπτύσσονται κατηγοριοποιημένα σε ζώνες τα πορτραίτα των προγόνων (Δίκαιοι, Πατριάρχες, Βασιλείς). Ακολουθούν οι κύκλοι της ζωής της νεότητας της Θεοτόκου (H γέννηση της Θεοτόκου στον ανατολικό τοίχο, η προς τον Iωσήφ παράδοσις της Παναγίας στον δυτικό τοίχο, η Eυλόγηση των Iερέων και η κολακεία της Παναγίας (δύο ενοποιημένα επεισόδια από το απόκρυφο πρωτοευαγγέλιο του Iακώβου) στο δεύτερο θόλο, τα Eισόδια στον τρίτο θόλο. Στον εξωνάρθηκα εικονογραφούνται θέματα από τον κύκλο της νεότητας και της κυριότητας του Χριστού, (στον δεύτερο θόλο η Bάπτιση και οι Πειρασμοί, στον ανατολικό τοίχο H Aπογραφή του Hρώδη, η Γέννηση, το Tαξίδι των Mάγων, η Θεραπεία των δύο τυφλών, η Θεραπεία του τυφλού και του κωφού, η Θεραπεία των ποικίλων νοσημάτων, η Θεραπεία της Aιμορροούσας, η θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου, η θεραπεία του Παραλυτρικού της Kαπερναούμ, ο πολλαπλασιασμός των Άρτων, το Θαύμα της Kανά, Bαϊοφόρος, η Aνάσταση. Στους δύο τρούλλους του εσωνάρθηκα εικονίζονται (στον νότιο) ο Χριστός Παντοκράτορας σε μετάλλιο και στα στενά δεκαέξι διάχωρα μεταξύ των νευρώσεων οι Προπάτορες από την γενεαλογία του Iησού από τον Aδάμ ως τον Iακώβ (Mαθουσάλας, Eνώχ, Eνώς, Άβελ και Aδάμ) και στον βόρειο η Θεοτόκος με τους προπάτορες του Xριστού (βασιλείς, αρχιερείς, βιβλικά πρόσωπα από τη γενεαλογία του Xριστού από το κατά Mατθαίον 1:1-17) . Στα τόξα εικονίζονται σε μετάλλια μορφές μαρτύρων και ολόσωμες φιγούρες αγίων. Στον κυρίως ναό σώθηκε μόνο η παράσταση με την Κοίμηση της Θεοτόκου η τελευταία σκηνή από τον κύκλο του Δωδεκαόρτου. Αναφέρονται επίσης μορφές του Χριστού και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας (?) Ο δυτικός τρούλλος είναι αφιερωμένος στην Παναγία, η οποία δορυφορείται από αγγέλους και στα λοφία από υμνογράφους αγίους. Υπάρχουν ακόμα σειρές παραστάσεων από την Π. Διαθήκη με προεικονίσεις της Παναγίας. Στις κάτω ζώνες εικονίζονται ολόσωμοι Άγιοι και Μάρτυρες. Επίσης εικονογραφείται γύρω από αυτόν ο Θεομητορικός κύκλος ( η Γέννηση της Θεοτόκου, ο Ευαγγελισμός στην Πηγή, το Ταξίδι στη Βηθλεέμ και η Φυγή στην Αίγυπτο/ θέμα παρμένο από το απόκρυφο πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου μετά την απογραφή Κυρηνίου, η Επταβηματίζουσα (ομιλιτική πτυχολογία ομάδες με ωραίες μορφές), η Κολακεία της Θεοτόκου, τα Εισόδια, το Όνειρο του Ιωσήφ και κάποιες παραστάσεις του Χριστολογικού κύκλου (η Γέννηση του Χριστού, η Ρίζα του Ιεσσαί, Λουτρό εξανθρωπισμός, Τρεις μάγοι, Σφαγή-Θρήνος). Επίσης μία Δέηση χωρίς τον Πρόδρομο, η διανομή της Πορφύρας και οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος στην είσοδο. Τεχνοτροπία : Η ανθρώπινη μορφή χάνει από το μνημειακό της χαρακτήρα και γίνεται ψιλόλιγνη, ανάλαφρη, κομψή. Δεν πατά πια σταθερά στο έδαφος. Ο ζωγράφος δεν ενδιαφέρεται για την λογική ένταξη της μορφής στον χώρο, όπως γινόταν τον 13ο αιώνα. Οι μορφές, οι οποίες πληθαίνουν σε αριθμό, μικραίνουν σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος μεγαλώνει, διατηρούν όμως την μεταξύ τους σύνδεση. Οι κινήσεις είναι ζωηρές όχι όμως υπερβολικά, είναι κομψές, χαριτωμένες, ήρεμες, συγκρατημένες. Η τέχνη αποπνέει πολυτέλεια και θέληση για κατάκτηση της τελειότητας. Εκφράζει τις καλλιτεχνικές απαιτήσεις και αναζητήσεις του Μετοχίτη και του κύκλου του. Οι λυγερές μορφές με τις συγκρατημένες κινήσεις χωρίς υπερβολή συγκεντρώνονται σε κλειστά σχήματα. Το αρχιτεκτονικό πλαίσιο πλουτίζεται, είναι όμως πάντοτε εξαρτημένο από τις μορφές-δεν είναι ποτέ αυθύπαρκτο/αυτόνομο. Οι συνθέσεις είναι πολυαξονικά συμμετρικές με πολλές αντιθέσεις. Γίνονται μεγάλα βήματα προς την κατάκτηση της τρίτης διάστασης, όχι όμως απόλυτα και αυτό φαίνεται να είναι σκόπιμο. Κάθε αντικείμενο έχει τη δική του οπτική γωνία και αυτό εξυπηρετεί την αίσθηση του εξωπραγματικού. (Στην Δύση η κατάκτηση του χώρου στη ζωγραφική έχει ολοκληρωθεί μέσα στον 14ο αιώνα. Στο βυζαντινό χώρο δεν ήταν ένα από τα αντικείμενα των επιδιώξεων τους) Το πάθος και η σωματικότητα μετριάζονται αισθητά, ενώ διατηρείται ο όγκος, και το βάρος της μορφής, στοιχεία τα οποία κατακτά ιδιαιτέρως η παλαιολόγεια τέχνη σε πιο λογικό όμως και ορθολογιστικό πλαίσιο. Η μορφή βρίσκεται σε αρμονία με τα στοιχεία του χώρου και την αντίστροφη προοπτική του. Παρατηρείται λυρισμός, ποιητικός τόνος και αφηγηματικότητα. Τα χρώματα είναι απαλά κυρίως ροδινό, γαλάζιο, πράσινο και χρυσό και εξυπηρετούν την υπερβατικότητα. Το φυσικό τοπίο είναι περίεργο με απόκοσμο χαρακτήρα, εξωπραγματικό. Συνδυάζει το πραγματικό με το υπερβατικό. Υπάρχει αφαίρεση και αναζήτηση- ανάμνηση τύπων της κλασικής αρχαιότητας. Το πλάσιμο των μορφών είναι μαλακό με απαλές χρωματικές διαβαθμίσεις. Στην διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού βάθους διαπιστώνεται μία ιδιαίτερη αγάπη για τα σπόλια καθώς και τα μεμονωμένα μοτίβα που είναι παρμένα από τη ζωγραφική της Ύστερης Αρχαιότητας. Αντιγράφει από σύγχρονα κτίρια ή χειρόγραφα που αντιγράφουν με τη σειρά του ελληνικά πρότυπα. Παρεκκλήσιο: Το παρεκκλήσιο στα νότια είναι ταφικό και η εικονογράφηση του έγινε από εκλεκτους αγιογράφους. Έχει εσχατολογικό περιεχόμενο γι’ αυτό και στην αψίδα εικονίζεται η Ανάσταση ενώ στον τρούλλο η Δευτέρα Παρουσία (βλ άγγελος ο ελίσσων τον ουρανόν) Φαίνεται ότι δουλεύουν οι ίδιοι τεχνίτες. Παρατηρείται διαχωρισμός επιπέδων βάθους και οι μορφές είναι αίωρες μέσα σε αυτό. Το πλάσιμο των προσώπων είναι ανάγλυφο, με σκούρο προπλασμό (καστανό ωχρό με λίγο κόκκινο στα μάγουλα), το οποίο φωτίζεται σε συγκεκριμένα σημεία κάτω από τα μάτια, το μέτωπο, τη μύτη. Η πηγή του φωτός είναι εξωτερική, αλλά παράλληλα και εσωτερική. Στην πτυχολογία κυριαρχεί η λευκή άσπρη γραμμή, με την οποίαν τονίζονται οι ακμές. (τάση που εντείνεται στην περίβλεπτο και χαρακτηρίζει τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ R. OUSTERHOUT, The architecture of the Kariye Camii in Istanbul, DO 25 1987. P.A. UNDERWOOD, The Kariye Djami, N. York 1966 (HB 221 ΔΗΞ) DEMUS, Origin and development of the style of the Kariye Djami and its place in the Paleologan Art in Underwood vol.4