You are on page 1of 291

ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥ

&
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

Η Ρ ΙΖ Α Μ ΑΣ
ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ 1995
ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥ
&
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

Η ΡΙΖΑ ΜΑΣ: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ


Παπα-Γιώργης Δήμου
&
Ευάγγελος Σπανός
ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΗΜΟΥ
&
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

Η Ρ ΙΖ Α Μ Α Σ
ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΉΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ 1995
Πρόλογος

Στις μέρες μας τα περασμένα προκαλούν ενδιαφέρον αλλά και θαυμασμό σε ό­


λους εκείνους —και ιδιαίτερα στους νέους— που αισθάνονται τη φλόγα της ε­
πιθυμίας να μάθουν το ιστορικό του χωριού μας, τη ρίζα της καταγωγής, τα ήθη
και έθιμα των προγόνων μας, που σιγά σιγά σβήνουν με το πέρασμα του χρό­
νου και χάνονται μέσα στο πέλαγος του σημερινού μοντερνισμού, ενώ όλοι ξέ­
ρουμε ότι όταν ξεχνιέται το παρελθόν χάνεται το μέλλον.
Δυστυχώς, κανείς μέχρι σήμερα δεν ευαισθητοποιήθηκε να συλλέξει και να
περισώσει ό,τι παλιό χρήσιμο στοιχείο απέμεινε απ’ το πέρασμα και τη φθορά
του χρόνου, γράφοντας την, έστω μικρή, ιστορία του Σαρανταπόρου, για να
γνωρίσουν οι επόμενες γενιές τη ρίζα τους.
Έτσι, εμείς, έστω και ως πλέον αδαείς και εντελώς ξένοι προς τη συγγρα­
φική εργασία, αλλά από αγάπη και μόνο προς το χωριό μας, πέραν των όσων
κατά καιρούς μπορέσαμε να προσφέρουμε σ’ αυτό, αποφασίσαμε να ασχολη­
θούμε με την έρευνα, τη συγκέντρωση και καταγραφή των όσων στοιχείων α-
πέμειναν, για να διασωθεί αυτός ο λαογραφικός θησαυρός και να αποτελέσει
την καλύτερη κληρονομιά και οδηγό στην πορεία της ζωής των νέων, αν σωστά
συγκρίνουν το σήμερα το δικό τους, με το χθες των παππούδων τους.
Πολλές δυσκολίες συναντήσαμε στην προσπάθειά μας αυτή, αφού λόγω της
αγραμματοσύνης των προγόνων μας δεν υπάρχουν, έστω και ενδεικτικά, γρα­
πτά στοιχεία που να αναφέρονται στη ζωή των πρώτων κατοίκων του Σαραντα­
πόρου. Μόνο από ομολογίες αξιόπιστων γερόντων, που με τόση καλοσύνη και
προθυμία ξετύλιξαν το μακρόχρονο κουβάρι των αναμνήσεων, για να ρίξουν ό­
σο περισσότερο φως στην άγνωστη για τους πολλούς ιστορία του χωριού μας,
καθώς και από διασταυρωμένες αναλλοίωτες πληροφορίες που κρατήθηκαν α­
πό πατέρα σε γιο και από γενιά σε γενιά, διανθίστηκε το παρόν βιβλίο, το ο­
ποίο θα αποτελέσει, ως πιστεύουμε, ιστορική παρακαταθήκη και ανεκτίμητο
θησαυροφυλάκιο της προγονικής παράδοσης για τις επόμενες γενιές. Μέσα σ’
αυτό ο κάθε περίεργος αναζητητής αναγνώστης θα βρει προγονικές μνήμες, το
χρώμα εκδήλωσης χαράς και πίκρας της παλιότερης εποχής, και γενικά εκείνα
τα αγνά και αξιοζήλευτα ήθη και έθιμα αυτού του τόπου που σιγά σιγά ξεθω­
ριάζουν και εξαφανίζονται.
Θέλουμε εκ των προτέρων να διευκρινήσουμε ότι σκοπός του παρόντος βι­
βλίου δεν είναι να δώσουμε το ιδιαίτερο χρώμα που αξίζει στις ενέργειες κά­
ποιων που συνέβαλαν στην διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του Σαραντα-

7
πόρου, ούτε να κριτικάρουμε την αδιαφορία και την απάθεια, ίσως, κάποιων
άλλων, αλλά να παρουσιάσουμε σφαιρικά μια γενική εικόνα, που να φανερώ-
νει τις εναλλακτικές βαθμίδες του τρόπου ζωής, από την εγκατάσταση των
πρώτων κατοίκων στο χώρο αυτό μέχρι σήμερα.
Η εργασία μας αυτή, έστω κι αν είναι καρπός πολύχρονης και πολύμοχθης
έρευνας, δεν μας κολακεύει ότι μπορεί να θεωρηθεί ολοκληριυμένη και καλά
στοιχειοθετημένη, γι’ αυτό παρακαλούμε τους αναγνώστες αφ’ ενός να κρίνουν
τις ατέλειές μας με επιείκεια, αφού λάβουν υπ’ όψη τη φτώχεια των γραμματι­
κών μας γνώσεων, και αφ’ ετέρου να αποφασίσει κάποιος με περισσότερες
συγγραφικές γνώσεις, ικανότητες και γλαφυρότητα, που δυστυχώς εμείς δεν
διαθέτουμε, να συμπληρώσει ό,τι εμείς δεν αναφέρουμε στο βιβλίο μας αυτό,
είτε από μετριοφροσύνη, είτε από άγνοια είτε ακόμη και από σεβασμό προς
συνανθρώπους μας.
Πριν κλείσουμε τον πρόλογό μας, νιώθουμε την ανάγκη να αναφερθούμε
με πολύ σεβασμό στην μνήμη εκείνων των νεκρών που θεμελίωσαν το έργο μας
με τις πρώτες πληροφορίες που έδωσαν, και να ευχαριστήσουμε όλους εκεί­
νους που μας βοήθησαν παντοιοτρόπως και με προθυμία για την πραγμάτωση
του φτωχού έργου μας, και ιδιαίτερα την δίδα Λιάνα Εμ. Τζερέτα, που εντελώς
αυθόρμητα και αφιλοκερδώς προσφέρθηκε να δώσει την πρώτη όψη του χειρό­
γραφου βιβλίου μας, δακτυλογραφώντας το στο κομπιούτερ, καθώς και το
Γιώργο Δημ. Τσιτσιμπή, που μας προσέφερε τις περισσότερες φωτογραφίες
που αποτελούν το μουσείο του βιβλίου μας.

8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ - ΛΑ Ο ΓΡΑΦ ΟΙ

Η λαογραφία για τους λαούς είναι η θαυμαστή και ζηλευτή γραμμή της ιστο­
ρίας και της επιβίωσής της. Είναι η πηγή της ζωής μιας οργανωμένης ή και α­
νοργάνωτης κοινωνίας, όταν μάλιστα η πολύμορφη παράδοσή της ερευνάται α­
πό ειδικούς και τοποθετείται στο επίκεντρο της βιωματικής πορείας του λαού.
Κι ενώ ο τρόπος της παλιάς ζωής κυλάει, φεύγει και σβήνει, ένας άλλος
μπαίνει στην ιστορική πορεία των λαών, η πολυθόρυβη μηχανή η οποία πήρε
την πρώτη και τελευταία θέση παντού. Έτσι η πρακτική όψη της επιβίωσης του
ανθρώπου αντικαταστάθηκε απ’ τη μηχανοκίνητη, η οποία παραμέρισε την ο­
μορφιά της προηγούμενης ζωής που διακρίνονταν απ’ τους καλούς τρόπους, τις
τόσες ωραίες συνήθειες, τις πανηγυρικές εκδηλώσεις στην πνευματική και κοι­
νωνική ζωή των απλών ανθρώπων, γραμματισμένων και αγραμμάτων, που στο­
λίζονταν πραγματικά από απλότητα, αγάπη, ομοψυχία και ανθρωπισμό.
Άρχιζε από το απλό και σεμνό ντύσιμο και έφθανε στην αξιοζήλευτη έκ­
φραση των χαρούμενων και λυπητερών περιστατικών. Αυτός ο θαυμαστός θη­
σαυρός ηθών και εθίμων, μύθων, τραγουδιών και παντός είδους εκδηλώσεων
εκείνης της εποχής, περιμένει σε κάθε πόλη και χωριό κάποιους ειδικούς να
τον καταγράψουν, να τον ζωγραφίσουν με λέξεις που να δίνουν το ανάλογο
χρώμα στο χαρτί της ιστορίας, για να τον γνωρίζουν οι επόμενες νέες γενιές.
Και είναι δύσκολο το έργο τούτο, γιατί χρειάζεται κόπο, μόχθο, θυσία, δα­
πάνη για να παρουσιαστεί ζωντανό, αξιόλογο και ελκυστικό.
Όλοι αυτοί που ασχολούνται από αγάπη με την λαογραφία πάλεψαν ολό­
κληρα χρόνια κλεισμένοι στο εργαστήρι της μελέτης, έγιναν οι αποκλεισμένοι
μοναχοί των σπηλαίων για να εμβαθύνουν στις αξιόλογες καταγραφές, γι’ αυ­
τό και δεν υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία που φέρνουν το παλιό άρωμα της πα­
ράδοσης, που παρουσιάζει σε κάθε τόπο τον αθάνατο θησαυρό της ιστορίας.
Το βιβλίο τούτο γράφτηκε με πολύ συναισθηματισμό και ψυχικό παλμό και
είναι έργο διανθισμένο με πληροφορίες αξιόπιστων ιστορικών γερόντων και
αποτελεί την πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη ζωή των πρώτων ανθρώπων που
κατοίκησαν στο χωριό αυτό, αλλά και των μέχρι σήμερα απογόνων τους, γι’
αυτό και ελπίζουμε ότι ο χρόνος θα μας δικαιώσει, αλλά και οι αναγνώστες θα
το αγαπήσουν, πολύ δε περισσότερο όσοι γεννήθηκαν ή έστω έχουν ρίζες απ’
το Σαραντάπορο, θα το θεωρήσουν ως σύμβολο της παράδοσης του τόπου μας.

9
Η ΠΑΛΙΑ ΣΠΙΝΑΣΑ

Γηραιό και μακρόχρονη η παλιά Σπινάσα που μετονομάστηκε Νεράιδα, με το


από 12/3/1928 βασιλικό διάταγμα, διότι το αρχικό της όνομα ήταν σλαβικής
προελεΰσεως, κατά μια δε εκδοχή η παράδοση αναφέρει ότι έλαβε το όνομα
Σπινάσα από τα πολλά πουλιά (σπίνοι) που υπήρχαν την εποχή εκείνη.
Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι πιο παλιά λεγόταν Πύργος, από τους
περίφημους πύργους που υπήρχαν. Ανήκε στην περιοχή της αρχαίας Δολω-
πίας, της οποίας οι κάτοικοι έλαβαν μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις,
ακόμη και κατά των Περσών.
Γραπτά στοιχεία δυστυχώς δεν υπάρχουν. Στο έργο τούτο βοήθησε η πολύ­
μορφη παράδοση από γενιά σε γενιά, που καταγράφηκε στις μνήμες ιστορικών
γερόντων, οι οποίοι κράτησαν μερικούς θησαυρούς τους οποίους μας κατέθε­
σαν και αποτελούν μια θαυμάσια παραδοσιακή παρακαταθήκη, επιπλέον δε οι
αδιάψευστες μαρτυρίες των παλαιών ερειπίων που επεκτείνονται έξω από το
σημερινό χωριό, ως τη θέση Νεράκι, Γιάννη Καλοέρη, Λεκάνη, Πολύκοινο
κλπ., που απ’ αυτά καταφαίνεται ότι υπήρχαν πράγματι, όπως ομολογούν οι υ-
πέργηροι, οχτακόσια σπίτια με πληθυσμό περίπου πέντε χιλιάδες κατοίκους,
με ανεπτυγμένο πολιτισμό και πρόοδο μεγάλη, με εμπορικές συναλλαγές, ανε­
πτυγμένη κτηνοτροφία, γεωργία, μελισσοκομία και αμπελουργία.
Οι γέρικοι κορμοί αμπελιών που υπήρχαν, κατά την ομολογία των γερό­
ντων, ως το 1920, αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες της παλιάς εποχής
και μας βεβαιώνουν ότι υπήρχαν αμπελώνες στη Φτερόλακκα, συνέχεια ως την
Ψιλή Βρύση, Γουρνωτή-Ναούμ, Έλατο, Μάτι, Σαραντάπορο, και από το Μέ-
γα-Λάκκο-Ελληνικά, Τσούμα Ανυφαντή μέχρι Χοχλαστή, αλλά και οι γνωστές
τοπωνυμίες Αμπέλι και Καρούτα επικυρώνουν το γνήσιο των πληροφοριών
μας. Υπάρχουν ακόμη στα Ελληνικά (Παλιοκκλήσι) πιο κάτω, απομεινάρια
παλιών μοσχάτων κυδωνιών, που υπήρξαν τότε μέσα στους αμπελώνες.
Στην παλιά Σπινάσα γινότανε εβδομαδιαίο αλλά και ετήσιο παζάρι στη θέ­
ση Άγιος Δημήτριος, εκεί όπου υπάρχει σήμερα το εκκλησάκι και το δημοτικό
σχολείο. Στο παζάρι έπαιρναν μέρος όλα τα γύρω χωριά, Κύφου, Μπέσια, Ρο­
γάτα, Καροπλέσι και όλα τα χωριά των τέως δήμων Κτημενίων και Αγραίων.
Υπήρχαν μεγάλα καταστήματα όπου μετέφεραν εμπορεύματα από τη Θεσσα­
λία έμποροι της εποχής.
Για την εξυπηρέτηση της εμπορικής κινήσεως, υπήρχαν πολλά χάνια κάτω
στη θέση Λεκάνη, των οποίων σώζονται τα ερείπια ως σήμερα. Ο χώρος της
παλιάς Σπινάσας κάποτε έπαθε μεγάλη κατολίσθηση του εδάφους από το ύψω­
μα του Άι-Λια προς τα κάτω και τα παρασυρθέντα χώματα σταμάτησαν στο
σημείο που είναι η σημερινή Λεκάνη, και σχημάτισαν μια μικρή λιμνούλα, ό­
που διατηρήθηκε ως το έτος 1920 περίπου.
Στο βάλτο αυτό αναπτύχθηκαν τεράστια δέντρα φτελιών και μεγάλα φίδια.
Στην εποχή της μεγάλης ακμής του χωριού υπήρχαν δεκαπέντε εκκλησίες: 1)

10
του Αγίου Δημητρίου που ήταν και η μητρόπολη, 2) του Αγίου Γεωργίου, 3)
του Αγίου Νικολάου, 4) του Αγίου Ιωάννου, 5) του Αγίου Αθανασίου, 6) της
Αγίας Παρασκευής, 7) του Προφήτη Ηλία, 8) της Παναγίας, 9) το μοναστήρι
του Σωτήρος απέναντι στο Στεφάνι, 10) των Αγίων Ταξιαρχών, 11) του Προ­
φήτη Ηλία Βελαώρας, 12) του Αγίου Κωνσταντίνου Σαρανταπόρου, 13) το Πα-
λιοκκλήσι στη θέση Ελληνικά με άγνωστο εορταζόμενο Άγιο, 14) το μοναστήρι
της Παναγίας, 15) του Προφήτη Ηλία πάνω από το μοναστήρι. Δυστυχώς τη
σπουδαία αυτή άνθιση εμάρανε με το πέρασμά της η επάρατη ασθένεια της
πανούκλας, η οποία αποδεκάτισε κυριολεκτικά τη ζωή και οδήγησε την τόσο
ωραία κωμόπολη στον αφανισμό.
Εκατό χρόνια μετά την ολική καταστροφή και τον αφανισμό της Σπινάσας,
όπως αναφέρουν οι παραδόσεις, κατά το 1750, τμήματα ηπειρωτικών στρατιω­
τικών δυνάμεων εγκαταστάθηκαν στην καταστραμμένη Σπινάσα, ξανάχτισαν
το χωριό και ο αριθμός των οικογενειών έφθασε στις 100-120. Έτσι ξανάρχισε
νέα πρόοδος και ζωντάνεια. Άλλη πληροφορία, η οποία φαίνεται πιο αληθινή,
αναφέρει ότι μετά την καταστροφή ήρθαν από την Ήπειρο και εγκαταστάθη­
καν εδώ τρία αδέρφια τα οποία για λόγους ασφάλειας (αφού για κάποιους σο­
βαρούς λόγους εγκατέλειψαν τον τόπο τους) εδώ άλλαξαν επώνυμα και ο μεν
ένας ονομάστηκε Κατσούλης, επειδή ως κτηνοτρόφος ως μόνιμο ένδυμα φο­
ρούσε την κατσιούλα, ο δεύτερος Δήμος, επειδή ασχολούνταν με τα κοινά και
ο τρίτος Μακρής λόγω αναστήματος. Ως ήταν φυσικό, τα τρία αδέρφια σαν
πρώτοι κάτοικοι στο χώρο αυτό επέλεξαν για καλλιέργεια τις καλύτερες ποτι­
στικές και γόνιμες εκτάσεις, τις οποίες μοίρασαν μεταξύ τους, και έκτοτε οι το­
ποθεσίες αυτές πήραν το όνομα του κάθε αδελφού —το Κατσουλέικο, το Δη-
μέικο, το Μακρέικο— οι οποίες συνορεύουν μεταξύ τους ως σήμερα, πράγμα
που επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι αποτελούσαν κάποτε κοινή περιουσία η
οποία αργότερα μοιράστηκε.
Όπως μας λένε οι πληροφορίες, μετά το 1730 ήρθαν και κατοίκησαν οι ο-
κογένειες Σιδέρη, Φασούλη, Κόκοτου, Ζαρίδα και Καρβέλη. Οι γνωστές σε ε­
μάς τοποθεσίες με το όνομα του Φασούλη, Σιδέρη, Καρβέλη, Κόκοτου και α­
λώνι του Ζαρίδα επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες αυτές. Αργότερα οι Ζαριδαί-
οι κατοίκησαν στη Φουρνά, ο Καρβέλης έφυγε για το Αγρίνιο, ο Κόκοτος προς
το Καροπλέσι, ο Σιδέρης και ο Φασούλης προς άγνωστη κατεύθυνση.
Την εποχή εκείνη πολλοί δημιουργικοί κάτοικοι ξενιτεύονταν στην Κων­
σταντινούπολη και στα πλούσια παράλια της Μικρός Ασίας και επιστρέφοντας
στο χωριό έκτιζαν ωραία σπίτια, έφτιαχναν παραδοσιακές βρύσες με υδατοδε-
ξαμενές, αγιογραφούσαν εσωτερικώς εκκλησίες και συντηρούσαν τις υπάρ-
χουσες πέτρινες τοξωτές γέφυρες, που όλα αυτά αποτελούσαν αριστουργήμα-
τά τέχνης. Την εποχή αυτή χτίστηκε ο γνωστός πύργος του άρχοντα Θεάκη, ο
οποίος βρίσκεται στη θέση που είναι σήμερα το σπίτι του Ηλία Δήμου, χτισμέ­
νο επάνω στα τείχη του πύργου.
Υπήρξε επίσης στο διπλανό σπίτι του Χρήστου Σπινάσα και άλλος μικρός
πύργος, και τρίτος ακόμη πιο κάτω στη θέση Χτίρια, που συνδέονταν κατά

11
την παράδοση μεταξύ τους, με υπόγεια στοά που την χρησιμοποιούσαν οι κά­
τοικοι για καταφύγιο (κρυψώνα) σε περιπτώσεις επιδρομών εχθρικών στρα­
τευμάτων, ληστών κλπ. Λέγεται ακόμη, ότι η γαλαρία αυτή σώζεται ως σήμε­
ρα και κρύβονται εκεί όλα τα πολύτιμα του Πλούσιου Θεάκη και των κατοί­
κων του χωριού. Δυστυχώς δεν έχει γίνει ποτέ έρευνα από αρχαιολογική
σκαπάνη.
Μετά από πολλά χρόνια, γύρω στα 1780-1800, εποχή που άρχισαν να οργα­
νώνονται τα τμήματα κλεφτοαρματωλών, που είχαν ως ορμητήριο τα ψηλά
βουνά των Αγράφων και είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, τρο­
μοκρατημένος τότε ο Αλή Πασάς έδωσε αυστηρή εντολή να εφαρμοστεί εξο­
ντωτικό πρόγραμμα στα χωριά των Αγράφων."Υστερα απ’ αυτό άρχισαν τρο­
μερές επιδρομές με καταστρεπτικούς διωγμούς και φωτιά για καθολική ερή-
μωση και ξερίζωμα της ανθρώπινης ζωής. Την ίδια τύχη είχε και η παλιά Σπι-
νάσα. Οι Τούρκοι όταν έφτασαν στο χωριό, έβαλαν φωτιά και δεν άφησαν τί­
ποτα όρθιο, εκτός από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον οποίο φοβούνταν
μετά από κάποιο θαύμα που έκανε σε κάποιο Τούρκο.
"Υστερα από την δεύτερη ολική καταστροφή αρχίζει για το χωριό η τρίτη
περίοδος, η οποία φαίνεται καθαρότερη με τις ομολογίες των υπεργήρων, οι ο­
ποίοι διηγούνται ότι μερικοί ντόπιοι που απέμειναν και άλλοι ξένοι φυγάδες,
ξεριζωμένοι και κατατρεγμένοι κι εκείνοι από τον τόπο τους, κατέφυγαν εδώ,
στους σωρούς των ερειπίων, με την ψυχή στο στόμα, ύστερα από πολλές περι­
πλανήσεις και φοβερές περιπέτειες, και εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Σπινά-
σα αποτελούντες όλοι μαζί έναν μικρό αριθμό οικογενειών.
Το έτος 1826 πήγαν στους μπέηδες και αγόρασαν τον τόπο αντί ποσού δια-
κοσίων γροσίων κι έτσι έγιναν κάτοχοι με τούρκικα συμβόλαια, τα λεγάμενα
κιτάπια. Ο πολύ ιστορικός ενενηνταπεντάχρονος Κωνσταντίνος Μπαλτής, το έ­
τος 1954, συμπλήρωσε το ιστορικό λέγοντας:
Το μέρος παιδιά μου ήταν διαφορετικό. Όλος ο τόπος σκεπαζόταν από πυκνά
δάση, απέναντι στο Στεφάνι ήταν κοπάδια αγριόγιδα, εδώ κάτω στη Λεκάνη ή­
ταν μεγάλος βάλτος με αιωνόβια μεγάλα δέντρα βελανιδιάς και φτελιές. Θυμή­
θηκα εγώ φίδια μεγάλα και παράξενα. Οι λίγοι άνθρωποι του χωριού για να
προστατεύονται από τους κινδύνους εργάζονταν ομαδικά την ημέρα και σαν έρ­
χονταν η νύχτα κοιμούνταν όλοι μαζί. Κακοποιοί και κλέφτες δημιουργούσαν α­
ναταραχές, φαντάσματα παρουσιάζονταν σε διάφορες τοποθεσίες την νύχτα
και τρομοκρατούσαν τους κατοίκους με παράξενες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια
κλπ. Αυτά διατηρήθηκαν -συνέχισε ο γέροντας- μέχρι της δικής μου εποχής αλ­
λά με την παρέλευση του χρόνου και αυξάνοντας ο πληθυσμός των κατοίκων
του χωριού αυτά εξαλείφθηκαν.

Ο Δημήτρης Κυρ. Σπανός κρίνοντας την αθώα και απονήρευτη ομολογία του
γέρου Μπαλτή συμπλήρωσε:

Φαντάσματα ούτε υπήρχαν ούτε υπάρχουν, αλλά κάποιοι που ήθελαν να κινού-

12
νται την νύχτα να κλέβουν ανενόχλητοι, αυτοί έβγαζαν τις παράξενες φωνές, τα
μοιρολόγια, τα κινούμενα φωτάκια κλπ. για να τρομοκρατούν τον κόσμο να μην
κινούνται την νύχτα.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Το Σαραντάπορο είναι συνοικισμός της Νεράιδας (πρώην Σπινάσας) που άρ­


χισε να αναπτύσσεται προ 150-170 χρόνων περίπου και δεν έχει μακρά ιστο­
ρία για να παρουσιάσει ιστορικά ντοκουμέντα. Ο Ραγκαβής που ασχολήθηκε
τον περασμένο αιώνα με την περιγραφή των ορεινών αγραφιώτικων χωριών,
έγραψε ότι στην απογραφή που έγινε το 1851, το Σαραντάπορο ήταν τόπος λί­
γο κατοικούμενος.
Κατά την παράδοση και την πιθανότερη εκδοχή, ο συνοικισμός μας πήρε το
όνομα Σαραντάπορο, από το ότι ο μοναδικός δρόμος που συνέδεε, εκείνη την
παλιά εποχή, το Αγρίνιο και όλα τα παραμεγδόβια διασπαρμένα φτωχά χωριά
της Ευρυτανίας με τη Θεσσαλία, απ’ την οποία προμηθεύονταν όλοι οι κάτοι­
κοι των ορεινών χωριών την περίφημη μπομπότα (που αποτελούσε τη βασική
διατροφή της εποχής εκείνης), περνούσε από τη θέση Άμπλα-Γάκενας μέχρι τη
θέση Μαντζαράκι, σε πολλά σημεία μέσα στο ποτάμι, που είχε πολλούς πό­
ρους (περάσματα), όχι όμως και σαράντα, αλλά οι κουρασμένοι πεζοπόροι,
που κατά τους χειμερινούς μήνες πότε ξεπάγιαζαν απ’ το κρύο και πότε κινδύ­
νευαν να πνιγούν, για να δηλώσουν την ταλαιπωρία που υφίσταντο στο ποτάμι
αυτό, ανέβασαν τον αριθμό των πόρων σε σαράντα, κι έτσι έμεινε το όνομα
Σαραντάπορο (ποτάμι) απ’ το οποίο πήρε το ίδιο όνομα και ο συνοικισμός.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ

Κατά την παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του Σαρανταπόρου ήρθαν εδώ από
την παλιά Σπινάσα (που αργότερα μετονομάστηκε Νεράιδα) και εγκαταστά­
θηκαν μόνιμα μετά το 1821 περίπου, επειδή τα περισσότερα και καλύτερα χω­
ράφια τους υπήρχαν εδώ στο Σαραντάπορο.
Η μακρινή απόσταση τους δημιουργούσε μεγάλη δυσκολία τόσο στην καλ­
λιέργεια των χωραφιών, όσο και στη μεταφορά των προϊόντων της παραγωγής
τους, π.χ. του σιταριού, του καλαμποκιού, των ζωοτροφών (άχυρα, χορτάρια,
ξερό κλαρί κλπ.) δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι μεταφορές γινότανε επί το
πλείστον με γαϊδουράκια, λίγα άλογα και σπάνια μουλάρια λόγω του κόστους,
γι’ αυτό και οι περισσότερες μεταφορές γίνονταν με τη λεγόμενη ζαλίγκα από

13
άντρες και γυναίκες που έφεραν στην πλάτη από μακρινές αποστάσεις δυσβά-
σταχτα βάρη.
Επί πλέον η μορφολογία του εδάφους ήταν η κατάλληλη και για την ανά­
πτυξη της κτηνοτροφίας, που ήταν η μοναδική απασχόληση των φτωχών κατοί­
κων. Αυτοί ακριβώς οι λόγοι, ανάγκασαν τους πρώτους κάτοικους ν’ αφήσουν
τη Σπινάσα και να εγκατασταθούν πλέον μονίμως στο Σαραντάπορο, φτιάχνο­
ντας αρχικά μικρές πρωτόγονες καλύβες και μαντροστάσια για τα ζώα τους, ο
καθένας στο δικό του χωράφι και όπου υπήρχε κάποια πηγή νερού για να υ­
δρεύονται αυτοί και τα ζωντανά τους, αλλά και για να μπορούν να φτιάχνουν
έναν ποτιστικό κήπο, ώστε να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα κηπευτικά για τις
ανάγκες των οικογενειών, δεδομένου ότι τότε δεν υπήρχε αγορά να τα προμη­
θευτούν αλλά και η φτώχεια δεν τους επέτρεπε ν’ αγοράσουν κάτι που τους έ­
λειπε.
Ο πρώτος, κατά την παράδοση, που εγκαταστάθηκε στο Σαραντάπορο, ή­
ταν ο αποσχηματισμένος παπάς ονόματι Θάνος, που κατάγονταν από τους Σο­
φάδες Θεσσαλίας, ο οποίος κατά λάθος σκότωσε την παπαδιά του και ερχόμε­
νος εδώ ξαναπαντρεύτηκε και δημιούργησε μεγάλη οικογένεια απ’ όπου οι ση­
μερινοί Θαναίοι. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν κατά περιόδους, φεύγοντας
από τη Σπινάσα, οι σημερινοί Βουλγαραίοι, οι Σπαναίοι, οι Καραβαναίοι, οι
Γακαίοι και οι Παπαδαίοι.
Εν τω μεταξύ ήρθαν και άλλοι από άλλα μέρη όπως οι Λιαπαίοι που κατά­
γονταν από τα Βραγκιανά, οι Ναπαίοι από τη Χειμάρρα Αλβανίας, οι Τσιτσι-
μπαίοι που ήρθαν από την έξοδο του Μεσολογγίου, οι Βουρλαίοι από το Ξηρό-
μερο Βάλτου, οι Μαργαριταίοι από την Αγιά Λαρίσης, οι Θωμαίοι από την
Καστοριά και οι Αυγεραίοι, βλάχοι Σαρακατσιάνοι που εγκαταστάθηκαν εδώ.
Έτσι σιγά σιγά αποτέλεσαν το Σαραντάπορο, διασπαρμένοι ο καθένας ό­
πως αναφέραμε σε κάποιο χωράφι του και κοντά σε πηγή νερού.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΜΑΣ


ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Όπως είναι γνωστό, ο νομός Ευρυτανίας, στον οποίο μέχρι το έτος 1974 υπα-
γόμασταν διοικητικά, παλιότερα υπάγονταν στον νομό Αιτωλοακαρνανίας με
πρωτεύουσα το Μεσολόγγι.
Αντιλαμβάνεται ο σημερινός νέος τι υπέφεραν οι πρόγονοί μας για να φθά-
σουν για κάποια δουλειά τους ή για κάποιο δικαστήριο στο Μεσολόγγι, πεζο­
πορία πολλών ημερών, μέχρι να αποσπαστούμε και να αποτελέσουμε ξέχωρο
νομό Ευρυτανίας.
Αλλά και το Καρπενήσι ως πρωτεύουσα του νομού Ευρυτανίας για μας
τους κατοίκους του δήμου Δολόπων, που αποτελούνταν από τα χωριά Μολόχα,

14
Σαραντάπορο, Νεράιδα, Καροπλέσι, Γιαννουσέικα, Μπελοκομύτη, Καρίτσα
και Καρβασαρά, ήταν πολύ δυσπρόσιτο, τόσο ελλείψει συγκοινωνιακής σύνδε­
σης, όσο και λόγω της χιλιομετρικής αποστάσεως και της ορεινής μορφολογίας
του εδάφους που ακολουθούσε ο βατός δρόμος καβαλικεύοντας το ύψωμα της
Τριφύλλας και ακολουθώντας την οροσειρά Σερμετζέλι. Έπρεπε κανείς να
καβαλικέψει το Βελούχι για να φθάσει στο Καρπενήσι μετά από οχτάωρη κα­
λοκαιρινή εξαντλητική πορεία, ενώ το χειμώνα είτε δεν μπορούσε να κυκλοφο­
ρήσει καθόλου, είτε κινδύνευε να χαθεί μέσα στα χιόνια του Βελουχιού γλι­
στρώντας στις παγωμένες απόκρημνες πλαγιές του και να βρεθεί σκοτωμένος
μέσα στις ψυχρές χιονισμένες χαράδρες, όπως βρέθηκε κάποιος Φουρνιώτης
ονόματι Καλατζής το 1931-1932.
Για να πήγαινε κανείς με συγκοινωνία στην πρωτεύουσα του νομού, στο
Καρπενήσι, έπρεπε ν’ ακολουθήσει το δρομολόγιο Σαραντάπορο-Καρδίτσα-
Λαμία-Καρπενήσι και να πληρώσει δυσβάσταχτα για την οικογενειακή του οι­
κονομία έξοδα σε εισιτήρια, φαγητό και ξενοδοχείο.
Οι δυσκολίες αυτές δεν περιορίζονταν μόνο στους κατοίκους των χωριών
του δήμου Δολόπων, αλλά επεκτείνονταν αντίστοιχα και στους υπαλλήλους ό­
λων των υπηρεσιών του νομού, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι απ’ αυτούς να
μην έχουν προσωπική αντίληψη για τα υπάρχοντα προβλήματα που υπάγονταν
στην αρμοδιότητά τους, αφού ποτέ δεν πάτησαν το πόδι τους στα χωριά μας.
Συνεκτιμώμενες οι παραπάνω δυσκολίες επικοινωνίας μας με την πρωτεύ­
ουσα του νομού, με τις αντίστοιχες δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος μας απ’ την
απουσία των υπηρεσιών στον τόπο μας (π.χ. έλλειψη γεωπόνου, κτηνιάτρου,
μηχανικού κλπ.), οδήγησαν τους προέδρους των κοινοτήτων Νεράιδας και Μο­
λόχας της χρονικής περιόδου 1964-1967 στην τολμηρή απόφαση να πρωτοστα­
τήσουν ενεργά για την απόσπαση του δήμου Δολόπων από το νομό Ευρυτανίας
και τη μεταφορά του στο νομό Καρδίτσας για καλύτερη εξυπηρέτηση των κα­
τοίκων.
Στην ενέργειά τους αυτή συμπαραστάθηκαν και οι κάτοικοι, υπογράφοντας
σχετική προς το κοινοτικό συμβούλιο αίτηση, με την οποία ζητούσαν την υπα­
γωγή μας στο νομό Καρδίτσας εκθέτοντας τους λόγους απόσπασής τους απ’ το
νομό Ευρυτανίας, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η υπ’ αριθ. 6/4/1967 απόφαση
του κοινοτικού συμβουλίου Νεράιδας, που εξέθετε λεπτομερώς και βάσει στοι­
χείων τους λόγους που αναγκάζουν το συμβούλιο να ζητήσει τη μεταφορά της
κοινότητας απ’ το νομό Ευρυτανίας στο νομό Καρδίτσας.
Παρόμοια απόφαση πήρε ταυτόχρονα και το κοινοτικό συμβούλιο Μολό­
χας με πρόεδρο τον Χρυσόστομο Καπώνη, και αφού εστάλησαν οι αποφάσεις
στη Νομαρχία Ευρυτανίας προς έγκριση, η Νομαρχία τις διαβίβασε (ως ήταν
φυσικό αφού το αίτημα των κοινοτήτων ήταν πέραν των αρμοδιοτήτων της Νο­
μαρχίας) στο αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών. Εκεί παρέμειναν εκκολαπτό­
μενες μέχρι το 1974, οπότε ανασύρθηκαν απ’ τις καλένδες από κάποιον αρμό­
διο ευσυνείδητο και μη επηρεαζόμενο από πολιτικές σκοπιμότητες και υστερο­
βουλίες, που αφού διαπίστωσε ότι ήταν δίκαιο το αίτημά μας, ζήτησε να εκ-

15
φρασθεί εκ νέου η γνώμη των κατοίκων για να διαπιστώσει αν επιμένουν στο
προ οκταετίας αίτημά τους.
Ευτυχώς που η πλειοψηφία των κατοίκων τάχθηκε και πάλι υπέρ της μετα­
φοράς μας και έτσι τελικά εγκρίθηκε το αίτημά μας και αποσπαστήκαμε από
την Ευρυτανία και τελείωσαν οι μακρόχρονες ταλαιπωρίες μας, χάρη στη δί­
καια και χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες κρίση, με την οποία συνήθως εξετάζο­
νται παρόμοια αιτήματα.
Γι’ αυτή του την απόφαση ευγνωμονούν τον όποιον την έλαβε, πέρα απ’ τα
πολιτικά πιστεύω τους, όλοι οι αποσπασθέντες κάτοικοι γιατί τους απάλλαξε
οριστικά από τη διαρκή ταλαιπωρία όπου θα είχαν με την παραμονή τους στην
Ευρυτανία.

ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ

Η όψη αυτού του τόπου ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Η απέναντι
από το Σαραντάπορο πλαγιά, από τη θέση Ψειρομάντρια-Καραμανώλη-Γάτα
και επάνω ως την Παπαδόλακκα, καθώς και η πίσω πλευρά, η χαράδρα από
Κακόσαρα και πέρα Χαμχούια-Βρίζες κλπ., ήταν μια πραγματική ζούγκλα από
κατάπυκνους ελατιάδες, ενώ από το Σαραντάπορο και πέρα προς τη Μολόχα,
που είναι σήμερα οι γυμνές εκτάσεις από σάρες που παρουσιάζουν όψη αντι­
αισθητική, καλύπτονταν από υψόκορμα φιλίκια.
Αυτός ο τόπος αποτελούσε ένα θαυμάσιο ξεχειμαδιό, τόσο των αγρίων ζώ­
ων που αφθονούσαν την εποχή εκείνη, όσο και της πολυάριθμης κτηνοτροφίας
των κατοίκων. Απαραίτητο που πρέπει να αναφέρουμε για την ιστορία, είναι
ότι κοπάδια όμορφα ζαρκάδια προγκούσαν όταν οι τσοπάνηδες έμπαιναν στο
δάσος και φώναζαν τα κοπάδια τους.
Κατά ομολογία γερόντων, γύρω στο 1870, δηλαδή ένας και πλέον αιώνας
από τότε, σ’ όλη την απέναντι πλαγιά που ήταν ένας αξιοζήλευτος δρυμός με
πλούσια χλωρίδα και πανίδα, εκτός από ζαρκάδια που αναφέραμε, όλη η πε­
ριοχή διέθετε πλούσιο κυνήγι, σε λαγούς, αγριογούρουνα και όλα τα είδη των
ορεινών πουλιών.
Σ’ αυτόν τον τόπο που ήταν γεμάτος δροσιά και απέραντο πράσινο, μια
πραγματική γοητεία με τις ζωντανές φυσικές εντυπώσεις, κάποια αόρατη δύ­
ναμη μιλούσε για ένα άφθαστο σεμνό μεγαλείο που συγκέντρωνε όλες τις φυ­
σικές αξίες. Έ νας φυσιολάτρης πολύχρονος γέροντας μας είπε:

Ας μου επιτραπεί να δώσω μια περιληπτική περιγραφή των όσων γνώριζα, αλλά
εκείνο που θέλω αλλά αδυνατώ να μεταδώσω όπως ακριβώς το ζούσα τα πρώτα
παιδικά μου χρόνια, είναι εκείνη η ποικιλόφωνη μελωδία της χορωδίας (της
πληθώρας σε αριθμό και είδος) των πουλιών που κατά τους ανοιξιάτικους κυ-

16
ρίως μήνες μετέτρεπαν την άγρια φύση αυτού του τόπου σ’ ένα λαϊκό πανηγύρι,
σ’ έναν επίγειο παράδεισο που δεν χόρταινα να απολαμβάνο). Ήταν το κάτι άλ­
λο. Ήταν αυτό ακριβώς που δεν μπορώ να περιγράφω κι αυτό που δυστυχώς
λείπει σήμερα. Θαρρούσες πως υπήρχε κάποιος αόρατος συντονιστής της χορω­
δίας. Ο κόσυφας και η κυριαρίνα στις ψηλότερες κορυφές των δέντρων κελαη­
δούσαν αδιάκοπα, και ο τρυποφράχτης με τον κομπογιάννο μέσα από τις φρά­
χτες και τους θάμνους συντόνιζαν και ρύθμιζαν το γλυκοκελάηδισμα του αηδο­
νιού.
Ας αναφερθεί κι εκείνο το κλα-κλα-κλα της πανέμορφης τσικλιτάρας, το
τραγούδισμα της τσιώνας, του μελίσαργου, της κοκκινούρας, του τρυποκάνου
του άριστου αναβάτη στους κορμούς των δέντρων, το αξέχαστο πρωινό εγερτή­
ριο της κοκκινοματούσας πέρδικας, το τραγάνισμα της τρυγώνας, το περιγέλα-
σμα της κίσας που πότε βέλαζε σαν κατσίκι και πότε νιαούριζε σα γάτα, το κά­
λεσμα της πολύχρωμης βλαχοπούλας που μαύλαγε τα άλογά της, το νανούρισμα
της όμορφης τουρκοπούλας, η ερευνητική φωνή της καρακάξας, τα πολυάριθμα
όρνια και οι κόρακες που στόλιζαν με την παρουσία τους τον ουρανό, ερευνώ­
ντας προσεκτικά για κάποιο ψόφιο ζώο που εξασφάλιζε την τροφή της ημέρας.
Και ποιος δεν άκουσε το περίφημο γαύγισμα του αετού που με τέχνη ξετρύπωνε
τους λαγούς και τους άρπαζε.
Εκείνος που ποτέ δεν συμμετείχε στη χορωδία της μουσικής είναι ο γέρακας
που μόνος περιφέρεται σαν το δραγάτη καιροφυλαχτώντας για ν’ αρπάξει ό­
ποια κότα ξεμυτίσει από το κοτέτσι. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα πολυάριθ­
μα σμήνη των αγριοπεριστεριών που γέμιζαν τα χωράφια και τον αχό της προ­
σγείωσης και απογείωσής τους που ακούγονταν από πολύ μακριά, καθώς και τα
σμήνη των αυγουστοπουλιών που γέμιζαν τον γαλάζιο ουρανό σαν ανεμισμένα
δεντρόφυλλα. Να μην ξεχαστούν τα συμπαθητικά πουλιά ο κούκος και το χελι­
δόνι, που καταφθάνουν νωρίς την άνοιξη τόσο κουρασμένα από τη μακρινή ξε-
νιτειά φέρνοντας το τόσο χαρούμενο μήνυμα της ποθητής άνοιξης.
Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε και τα νυκτόβια πτηνά που άλλα συνο­
δεύουν τους διαβάτες στις νυχτερινές πορείες τους κι άλλα τους φοβίζουν. Ο
συμπαθητικός γκιώνης, φίλος και τραγουδιστής στις αυλές των σπιτιών, στους
δρόμους, τις πλατείες και παντού, αδιάκριτα προσφέρει ακούραστος το μουσικό
του πρόγραμμα. Απεναντίας ο μπούφος, η κουκουβάγια και το ρημοπούλι, όταν
το σκοτάδι της νύχτας πέσει, αρχίζουν το θρηνητικό και ανατριχιαστικό τους
πρόγραμμα με τα τόσο θλιβερά παραπονιάρικα βογγητά και μοιρολόγια.
Ίσως η αναφορά μου σχετικά με τα πουλιά του τόπου μας να κούρασε τον
αναγνώστη, αλλά έπρεπε ν’ αναφερθώ λεπτομερειακά για να μάθουν οι νέοι ότι
κάποτε αυτός ο τόπος είχε διαφορετικά απ’ τα σημερινά φυσικά στολίδια, που
σήμερα αφανίστηκαν χάρη στην αλόγιστη συμπεριφορά του «πολιτισμένου» αν­
θρώπου που βάλθηκε να εξαφανίσει την πανίδα της γης. Ο τόσο όμορφος κό­
σμος των ζώων και ιδιαίτερα των πουλιών, που αποτελούσαν τη μόνιμη συντρο­
φιά του αμίλητου αλλά φιλόξενου δάσους, έπαψε πλέον να υπάρχει ή έστω μει­
ώθηκε απελπιστικά.

17
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Όλοι γνωρίζουμε ότι το δάσος αποτελεί το ένδυμα της γης, το νυφικό της νύ­
φης, που πέρα από την ομορφιά που δίνει, προστατεύει το έδαφος από δια­
βρώσεις και προσφέρει άσυλο και τροφή στα ζώα, τη δροσερή σκιά του αλλά
και αναρίθμητα άλλα καλά στον άνθρωπο με την ξυλεία του, η χρησιμοποίηση
της οποίας ξεκινά από την κατασκευή της μικρής οδοντογλυφίδας και φθάνει
να τελειοποιεί το φτωχόσπιτο αλλά και το παλάτι της ξηράς, τη μικρή βαρκού­
λα αλλά και το υπερωκεάνιο της θάλασσας, να συμπληρώνει το αεροπλάνο αλ­
λά και το διαστημόπλοιο των αιθέρων. Τέλος συμμερίζεται το τουρτούρισμα
της φτωχής οικογένειας και καίγεται να της χαρίσει ζεστασιά. Φιλάνθρωπο
και συμπαθητικό, χαρίζει δωρεάν το πολυτιμότερο και αναντικατάστατο για
κάθε ζωή, το οξυγόνο. Γι’ αυτό και οφείλουμε να το προστατεύουμε κάτι πε­
ρισσότερο και απ’ το περιβόλι μας.
Δυστυχώς όμως οι καταστροφές του δάσους συνεχίζονται απ’ την παλιά ε­
ποχή μέχρι σήμερα, με μόνη τη διαφορά ότι σήμερα άλλαξε ο τρόπος και η μα­
νία της καταστροφής, γιατί κάποτε έκοβαν τα έλατα είτε από ανάγκη, για να
τα ανταλλάξουν οι φτωχοί κάτοικοι με ψωμί απ’ τον κάμπο, είτε επειδή δεν έ­
βλεπαν τη μελλοντική χρησιμότητά τους, λόγω της αμορφωσιάς, ενώ με τις ση­
μερινές πυρκαγιές καταστρέφουν ολοσχερώς ολόκληρες εκτάσεις εξυπηρετώ­
ντας πότε μεγάλα συμφέροντα και πότε αντεθνικούς σκοπούς.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να δικαιολογήσουμε κατά κάποιο τρόπο την
καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του δάσους, που ξεχερσώθηκε από τον ο­
ρεινό πληθυσμό για την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης, για την εξασφάλιση
του δυσεύρετου για εκείνη την εποχή ψωμιού. Εκείνο όμως που δεν δικαιολο­
γείται και χαρακτηρίζεται σαν εγκληματική πράξη, είναι η αλόγιστη συμπερι­
φορά και η φοβερή απληστία μερικών κτηνοτροφών, οι οποίοι θέριζαν αλύπη­
τα και καταστροφικά τα πλούσια δάση με το τσεκούρι, με μοναδικό σκοπό να
τρώνε τα γίδια το μελό και τη μπάτσα.
Όπως αναφέραμε προηγουμένως, απέναντι του Σαρανταπόρου, στην πλα­
γιά, υπήρχε πυκνό δάσος από έλατα. Όπως μας περιέγραψαν οι γέροντες, την
εποχή εκείνη ένας άπληστος γιδοβοσκός, της περίπτωσης που αναφέραμε πα­
ραπάνω, αμόρφωτος χωρίς μελλοντική προοπτική (το όνομα του οποίου δεν α­
ναφέρουμε με το ελαφρυντικό της αμορφωσιάς των προγόνων μας, αλλά και
διότι σκοπός του βιβλίου μας δεν είναι να κατηγορήσουμε κάποιον, ούτε και
να προβάλουμε, αλλά μόνο να περιγράφουμε τα ιστορικά γεγονότα αυτού του
τόπου), αυτός λοιπόν ο βοσκός για να διασκεδάζει με τον παρατεταμένο κρότο
μιας πολυάριθμης και ταυτόχρονης ρίψης ελατιών, χαράκωνε 10-20 κατά σειρά
έλατα και ρίχνοντας το τελευταίο, εκείνο έπεφτε πάνω στο προτελευταίο και
ούτω καθεξής, το ένα πάνω στο άλλο μέχρι το πρώτο, δημιουργώντας έτσι μια
παρατεταμένη διασκεδαστική γι’ αυτόν γραμμή ρίψεων με ανάλογο παρατετα-

18
μένο καταστροφικό επιθανάτιο κρότο. Έτσι κάποτε θα τελείωναν τα περήφα­
να ελάτια και θα αφανίζονταν το τόσο όμορφο καταπράσινο δάσος, όπως και
έγινε, για να ακολουθήσει στον τόπο αυτόν η σημερινή γύμνια με τη ανεπιθύ­
μητη και αντιαισθητική της όψη που προκαλούν οι άχαρες σάρες.
Σαν απομεινάρι της παρθένας εκείνης εποχής, που την εκπαρθένευαν οι
πρώτοι κάτοικοι, σώζεται, 250-300 μέτρα ανατολικά απ’ τα Σπανέικα, ένας χο­
ντρός χιλιόχρονος μαλόκεδρος που αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα εκείνης
της εποχής. Παρόμοια εγκληματική ενέργεια συνεχίστηκε κι απ’ τις νεώτερες
γενιές με την καταστροφή των αιωνόβιων πλατάνων που σκέπαζαν την όμορφη
ποταμιά με σκοπό το ξείσκιωμα των παραποτάμιων χωραφιών. Αλλά και με
σύνθημα της Γεωργικής Υπηρεσίας που έλεγε «όπου πλάτανος και καρυδιά»,
ολοκληρώθηκε η καταστροφή όχι πλέον παράνομα αλλά νόμιμα.
Κάποια λείψανα, απομεινάρια αυτής της καταστροφής, μαρτυρούν την απί­
στευτη περίμετρο των πλατάνων.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ

Κατά τα λεγάμενα των γερόντων οι πρώτες κατοικίες ήταν πάρα πολύ πρωτό­
γονες. Δεν υπήρχαν τότε σπίτια αλλά πρόχειρες ξύλινες καλύβες, σκεπασμένες
με καλαμιές σίκαλης, χόρτα ή φτέρες και ολόγυρα ήταν πλεγμένες με βέργες
από πλατάνια ή κρανιές και σοβατισμένες με κοκκινόχωμα και βονιές από γε­
λάδια ή, κάπου κάπου, και με πετρότοιχους από τη μια πλευρά.
Αργότερα ανακάλυψαν τα πέταβρα (σκιστά σανίδια από κορμό ελάτου),
γιατί ως τότε η τεχνική του κεραμιδιού στον τόπο μας δεν είχε διαδοθεί. Γι’ αυ­
τό και στις πρώτες καλύβες χρησιμοποιούσαν πέταβρα (απέλες όπως τις έλε­
γαν), που ήταν το δεύτερο, μετά τις φτέρες, στεγαστικό υλικό.
Πρέπει να πούμε ότι στις καλύβες που είχαν ολόγυρα πλέχτη με βέργες,
για την ασφάλειά τους από τη φωτιά, άναβαν τη φωτιά στο κέντρο του δαπέ­
δου της καλύβας και οι πολύτεκνες τότε οικογένειες μαζεύονταν γύρω γύρω
για να θερμαίνονται καλύτερα. Στις πιο σύγχρονες, ας πούμε, καλύβες που εί­
χαν έστω τη μια πλευρά με πετρότοιχο, άρχισαν να φτιάχνουν τα εντελώς άτε­
χνα τζάκια, δεξιά και αριστερά έκαναν τις εντοιχισμένες λεγόμενες πολίτσες,
για να τοποθετούν εκεί τα καφόμπρικα, όσοι διέθεταν την πολυτέλεια να κρα­
τούν για τις δύσκολες ώρες λίγο ρεβυθοκαφέ ή κριθαροκαφέ που έψηναν στον
απαραίτητο για κάθε σπίτι ψήστρη, στον οποίο εκτός του καφέ έψηναν και τις
λεγόμενες παπαδέλες από καλαμπόκι. Τοποθετούσαν ακόμη στην πολίτσα το
φιρφιρί με το τσίπουρο (φιρφιρί ήταν το μεταλλικό δοχείο τύπου μικρού πα­
γουριού με μια μικρή τρυπίτσα που με δυσκολία ρουφούσες λίγες σταγόνες
τσίπουρου), καθώς επίσης οι καπνιστές τοποθετούσαν την καπνοσακκούλα, τα
τσακμάκια τους και άλλα πράγματα πρώτης ανάγκης.

19
Σπιτάκι της παλιάς εποχής

Με το πέρασμα του χρόνου αντικατέστησαν σιγά σιγά τις πρωτόγονες κα­


λύβες με πέτρινα ισόγεια σπιτάκια, χαμηλά, χωρίς να πληρούν ούτε τον παρα­
μικρό όρο της υγιεινής, με μικρά παραθυράκια 30 χ 30 εκατοστά που δεν επέ­
τρεπαν ποτέ στον ήλιο να περάσει στο εσωτερικό κι έτσι παρέμεναν πάντα
σκοτεινά και γεμάτα υγρασία, αφού και το δάπεδο ήταν από χώμα.
Αυτά τα σπιτάκια τα χώριζαν στη μέση μ’ ένα πρόχειρο χώρισμα ξύλινο ή
με πλέχτη ώστε στο ένα μέρος κατοικούσε η οικογένεια και στο υπόλοιπο τα
ζώα. Άρα εύκολα μπορούμε να πούμε ότι στο σταύλο με τα ζώα συστεγάζονταν
και οι άνθρωποι, αφού εκείνο το σπιτάκι ήταν πολύ χειρότερο από το φτωχότε­
ρο σημερινό σταύλο.
Πέραν όμως των οικονομικών δυσχερειών που ανάγκαζαν τους ανθρώπους
για συστέγαση με τα ζώα, υπήρχαν και λόγοι ασφάλειας διότι την εποχή εκεί­
νη υπήρχαν τρομεροί ζωοκλέφτες που οργίαζαν σε όλα τα ορεινά, αλλά και ε-
παγγελματίες βγαλμένοι στο κλαρί, επικηρυγμένοι κλέφτες και σκληροί λη­
στές, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων.
Άλλος σπουδαίος λόγος που ανάγκαζε τους ανθρώπους να συγκατοικούν
με τα ζώα τους, ήταν να τα παρακολουθούν με προσοχή κατά την περίοδο που
γεννούσαν ή και να προλαμβάνουν άλλες έκτακτες περιπτώσεις στα ζωντανά
τους. Αγνοούσαν φυσικά τότε οι άνθρωποι την μεγάλη σημασία της καθαριό­
τητας, γι’ αυτό και υπέφεραν συνεχώς βασανιστικά από τους ενοχλητικούς
ψύλλους που προέρχονταν από τις κοπριές των ζώων.
Αργότερα όμως, κατά τα έτη 1880-1890 και μετά, τα περισσότερα πρωτόγο-

20
να σπιτάκια έμειναν ως σταΰλοι και άρχισαν να χτίζονται καινούργια διώροφα
με μεγαλύτερες διαστάσεις και με κάποια τεχνική δομή, με πέτρες ξυλοδέματα
και στέγες κατασκευασμένες από χονδρά ελάτινα μαδέρια και ψαλίδια, ώστε
να αντέχουν στα πολλά βάρη των χιονιών κατά το χειμώνα. Τώρα δεν σκεπά­
ζονταν πλέον με απέλες και καλαμιές όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά με
ντόπια κεραμίδια που άρχισαν να βγάζουν μερικοί κάτοικοι, φτιάχνοντας πρα­
κτικές κεραμοποιίες. Όσοι δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν κεραμίδια
σκέπαζαν τα σπίτια τους με τις σταχτιές πέτρινες πλάκες που έβγαζαν από ει­
δικά νταμάρια γύρω στο χωριό.
Ο επάνω όροφος χωρίζονταν σε δύο δωμάτια και στη μέση υπήρχε ένας
μακρόστενος χώρος που λεγόταν σάλα. Εκεί κατοικούσε πλέον ανετότερα η
οικογένεια και το ένα δωμάτιο, που συνήθως ήταν καλύτερο από το άλλο, το
χρησιμοποιούσαν περισσότερο για την φιλοξενία των ξένων.
Σ ’ αυτό πάντα θα βρίσκονταν ένα κρεβάτι καλοστρωμένο ή μερικά αμπα-
ράκια βαλμένα με τάξη και σκεπασμένα με υφαντά κεντητά πολύχρωμα υφά­
σματα. Πίσω από την πόρτα ήταν ο γίκος με τα ρούχα της οικογένειας και τα
προικιά των κοριτσιών. Πάνω στο τραπέζι ή στον τοίχο υπήρχαν αναμνηστικές
φωτογραφίες της οικογένειας.
Στο ταβάνι (οροφή) κρεμούσαν το φθινόπωρο μήλα, κυδώνια και λογής λο­
γιών σταφύλια κι έτσι το δωμάτιο αυτό έπαιρνε ένα ευχάριστο χωριάτικο άρω­
μα, που όλα εδώ μύριζαν πάστρα και τα διέκρινε κάποια ομορφιά και αρχο­
ντιά.
Το καλοκαίρι στη γωνιά του τζακιού που έκανε κάποιο ρεύμα τοποθετού­
σαν τα τουλούμια με το τυρί και το ξυνοτύρι να διατηρούνται δροσερά, γιατί
θα αποτελούσαν το προσφάγι για τον χειμώνα. Το άλλο δωμάτιο χρησιμοποι­
ούνταν για υπνοδωμάτιο όλων των μελών της οικογένειας καθώς και για κουζί­
να και αποθήκη.
Εδώ υπήρχαν όλα τα μαγειρικά σκεύη. Σε μια γωνιά υπήρχε μια ακαλαί­
σθητη χοντροφτιαγμένη πρόχειρη μισάνδρα που ήταν και αποθήκη, με ράφια
για τα καπάκια, τις καυκιές (ξύλινες σουπιέρες) και τα λιγοστά χωμάτινα πιά­
τα —τις λεγάμενες μισούρες —, πιο κάτω τα ταψιά, τα τηγάνια και κρεμασμένα
τα κουταλοπήρουνα. Στο κάτω μέρος υπήρχαν κατάμαυρα από τη φωτιά λογής
λογιών κατσαρόλες και δίπλα η θέση για τη γάστρα (γαστρολόγος).
Γύρω γύρω στο δωμάτιο κατά σειρά ήταν τοποθετημένα τα αμπάρια που α­
ποθήκευαν τις σοδειές που συγκέντρωναν το καλοκαίρι από τη λίγη παραγωγή
των χωραφιών, το καλαμπόκι, το σιτάρι, τα φασόλια κλπ. Τα αμπάρια τα χρη­
σιμοποιούσαν ακόμη και ως κρεβάτια ύπνου.
Στο κέντρο του τοίχου μιας πλευράς του δωματίου υπήρχε ένα πελώριο άτε­
χνο τζάκι μ’ ένα τεράστιο άνοιγμα και ύψος. Το δάπεδο του τζακιού που ονο­
μάζονταν γωνιά, το έστρωναν με ειδική καφετιά πέτρινη πλάκα για ν’ αντέχει
στη γερή φωτιά που έκαιγε μεγάλα κούτσουρα βελανιδιάς για να θερμαίνει το
απλόχωρο δωμάτιο, δεδομένου ότι δεν διέθετε οροφή (ταβάνι). Έπρεπε να εί­
ναι κενό για να κρεμάνε καλαμπόκι, γι’ αυτό όταν το χειμώνα έκανε παγωνιές,

21
η οικογένεια τουρτούριζε από το κρύο.
Κάτω, το ισόγειο του σπιτιού που λέγονταν κατώι, χρησιμοποιούνταν για
σταύλος των μεγάλων ζώων (γελάδια, τα φορτηγά άλογο και μουλάρι ή γαϊ­
δουράκι, κότες, γουρούνι ή και μικρά ζώα, γίδια και πρόβατα).
Έξω στην αυλή πάντα αγρυπνούσαν ένα ή δύο σκυλιά που προστάτευαν τα
ζώα και υπερασπίζονταν το σπιτικό από κάθε ξένη παραβίαση. Η στολισμένη
με κληματαριές πλακοστρωμένη αυλή βαθμολογούσε ανάλογα την πρόοδο του
νοικοκύρη.
Εκεί κοντά στο σπίτι απαραιτήτως βρίσκονταν το ζεστό μαντρί που στεγά­
ζονταν τα κοπάδια, γίδια ή πρόβατα, αν δεν στεγάζονταν στο κατώι, και παρα-
πλεύρως ο αχυρώνας για την αποθήκευση των ζωοτροφών.
Πιο πέρα από την αυλή απλώνονταν ο καταπράσινος ποτιστικός κήπος με
τις πλούσιες ποικιλίες όλων των ειδών κηπευτικών που ήταν απαραίτητα για
την οικογένεια, δεδομένου ότι εδώ δεν υπήρχε αγορά για να προμηθεύονται
ό,τι χρειάζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας, γι’ αυτό και έπρεπε να τα
κάνουν μόνοι τους, και για να έχουν καλύτερη παραγωγή έριχναν άφθονη κο­
πριά από τα ζωντανά τους ώστε να είναι πιο νόστιμα και υγιεινά. Στις άκρες
του κήπου φύτευαν διάφορα καρποφόρα δέντρα, ιδίως κερασιές, κορομηλιές,
μηλιές, κυδωνιές, καρυδιές κλπ.
Κάπου εκεί κοντά στο σπίτι, σε μια άκρη σε μέρος υπήνεμο, είχαν εγκατα­
στημένο και το μικρό μελισσοκομείο με μερικές πρωτόγονες κυψέλες, καμωμέ­
νες από φλούδες ελατιών ή πρόχειρα απλά σανίδια ή ακόμη και κουφάλες δέ­
ντρων.
Για φωτισμό κατά τη νύχτα χρησιμοποιούσαν σκίζες κέδρων ή κεράκια, ό­
σοι είχαν μελίσσια, και αργότερα, από το 1920, τα γκαζοκάνδηλα με πετρέ­
λαιο, μέχρι το 1950 που χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες λάμπες το Νο 5 και εν
συνεχεία τα μεγαλύτερα νούμερα, μέχρι το 1977 που ηλεκτροδοτήθηκε το Σα-
ραντάπορο.

ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΧΩΡΙΑΤΗ

Είχαν πιο αναπτυγμένες απ’ τις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις και αλληλοσε­
βασμό μεταξύ των οι παλιότεροι άνθρωποι και πιο καλλιεργημένη ανθρωπιά
και αλληλεγγύη. Ο καθένας φρόντιζε να επεκτείνει το φιλικό του κύκλο και
πέραν του χωριού του. Κι εδώ αξίζει να προσθέσω την αξέχαστη συμβουλή κά­
ποιου γέροντα που μου έλεγε: «Ο νοικοκύρης δεν ζει με το σπίτι του νοικοκυ­
ριού του αν δεν φτιάσει σε κάθε χωριό από ενα σπίτι τουλάχιστον», εννοώντας
να έχει κάθε άνθρωπος από ένα φίλο σε κάθε χωριό.
Χωρίς να έχουμε την διάθεση να ισοπεδώσουμε την συμπεριφορά των ση­
μερινών ανθρώπων μεταξύ των οποίων υπάρχουν και οι καλοί Σαμαρείτες, ό-

22
μως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σήμερα μειώθηκε η ανθρωπιά και κυ­
ριάρχησε ο ατομικισμός και η φιλαυτία, ενώ παλιότερα με μια απλή φωνή που
θα καλούσε κάποιος βοήθεια και χωρίς ιδιαίτερη προσωπική παράκληση, έ­
τρεχαν όλοι ανεξαρτήτως να συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν χωρίς να ε­
ξετάσουν τυχόν προσωπικές διαφορές.
Δυστυχώς τα σημερινά παραδείγματα μας πείθουν ότι δεν υπάρχει, ή έστω
μειώθηκε στο ελάχιστο, ο αυθορμητισμός της ανθρώπινης προθυμίας για συ­
μπαράσταση. Ίσως η όλη συμπαθής συμπεριφορά των παλιών ανθρώπων να ο­
φείλονταν στην αγνή πίστη και στην εφαρμογή των εντολών του Θεού, στον ο­
ποίον σύμφωνα με τα λίγα παραδείγματα που αναφέρουμε παρακάτω στήρι­
ξαν την ελπίδα τους, γι’ αυτό και κάθε πρωί που ξεκινούσαν π.χ. για το χωράφι
έκαναν το σταυρό τους λέγοντας ο καθένας την προσευχή του με απλά εντελώς
δικά του λόγια, που απηχούσαν το αίτημα της ημέρας ή κάποιο γενικότερο οι­
κογενειακό.
Αφού έφταναν στο χωράφι και έζεβαν το ζευγάρι των βοδιών, ξανάκαναν
το σταυρό τους κι έλεγαν τα καθιερωμένα για όλους λόγια «Καλό βράδυ», που
αποτελούσαν προσευχή για μια καλή και αποδοτική μέρα ως το βράδυ χωρίς
απροόπτα προβλήματα. Το βράδυ πριν λύσουν το ζευγάρι θα ’καναν πάλι το
σταυρό τους δοξάζοντας το Θεό που πέρασαν την ημέρα καλά.
Την πρώτη μέρα της σποράς καθώς και την τελευταία, κάνοντας το σταυρό
τους, έλεγαν την ευχή «Καλά μπερεκέτια» δηλαδή «Καλή απόδοση». Όταν κά­
ποιος ξεκινούσε για κάποιο ταξίδι μιας-δυο ημερών, βγαίνοντας από το σπίτι
έκανε το σταυρό του λέγοντας «Καλό βράδυ», όταν όμως επρόκειτο για ταξίδι
μακρόχρονου χωρισμού έλεγε όπως και σήμερα «Καλή αντάμωση». Όταν
στρώνονταν το τραπέζι, πριν αρχίσουν να τρώνε έκαναν το σταυρό τους, δοξά­
ζοντας το Θεό που τους χάρισε αυτά που υπήρχαν στο τραπέζι και την υγεία
για να έχουν όρεξη να φάνε, έστω κι αν αυτά ήταν λίγα και φτωχά. Στο τέλος
του φαγητού έκαναν το σταυρό τους ευχαριστώντας ο καθένας το Θεό νοερά
με δικά του λόγια.
Ο τσοπάνης πριν αρχίσει να αρμέγει το κοπάδι του έκανε το σταυρό του
και όταν τελείωνε τον ξανάκανε σε ένδειξη ευχαριστίας για το μπερεκέτι που
του χάριζε ο Θεός, γιατί ήξερε ότι όλα ήταν δώρα του Θεού και όχι από τη δι­
κή του δύναμη. Αγράμματοι άνθρωποι αλλά ευθυγραμμισμένοι με τις υποδεί­
ξεις του Θεού που είπε: «Ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, άνω­
θεν έστι, καταβαίνον εκ Σου του Πατρός των Φώτων».
Ποτέ οι παλαιότεροι άνθρωποι δεν έκλειναν την πόρτα στον διαβάτη ή
στον ζητιάνο αλλά μοίραζαν την μπουκιά τους γιατί αγαπούσαν πάντα τους συ­
νανθρώπους τους. Οι διαβάτες και οι στρατοκόποι τότε περνούσαν συχνά διότι
δεν υπήρχαν τα σημερινά συγκοινωνιακά μέσα και για να φθάσουν σε κάποιο
αγοραστικό κέντρο έπρεπε να πεζοδρομήσουν μια, δυο ή και τρεις μέρες και
να φιλοξενηθούν στα ενδιάμεσα χωριά.
Οι ζητιάνοι επίσης ήταν γνωστοί και μόνιμοι και όχι τυχαίοι και περαστι­
κοί. Παρόλα αυτά, και παρά τη γενική φτώχεια που είχε ο κόσμος, ποτέ δεν έ-

23
διώχνε τον ζητιάνο χωρίς να του δώσει μια χούφτα αλεύρι, απ’ αυτό που ίσως
δεν ήταν παραγωγή του αλλά το έφερνε ζαλίγκα από την Θεσσαλία. «Δώσε λί­
γο να πάρεις πολύ από το Θεό», έλεγαν οι γονείς μας και το άλλο «Σπίτι που
δεν δίνει και δεν φιλοξενεί είναι αδρόσιστο».
Μακάρι να συνεχιστεί το παράδειγμα αυτών των αγνών παλιών ανθρώπων.

ΥΨΩΜΕΝΑ ΔΕΝΤΡΑ

Οι άνθρωποι της εποχής των παππούδων μας, αγράμματοι και απομονωμένοι


κτηνοτρόφοι, έξω και μακριά από το χωριό, με ριζωμένη όμως τιην πίστη στο
Θεό, στήριζαν το παρόν και το μέλλον τους στη βοήθειά του. Επειδή όμως ή­
ταν δύσκολο να εκκλησιάζονται τακτικά λόγω της αποστάσεως της εκκλησίας
αλλά και λόγω ελλείψεως ιερέως, καθιέρωσαν έναν πρωτότυπο τρόπο λατρεί­
ας με την τοποθέτηση κάποιου θρησκευτικού συμβόλου σε κορμούς επιλεγμέ­
νων δέντρων, που αναπλήρωναν τα σημερινά προσκυνητάρια, τα οποία δέντρα
ονομάζονταν Υψωμένα και τα θεωρούσαν ιερά σύμβολα, που περνώντας από
εκεί έκαναν το σταυρό τους και ουδέποτε τολμούσε κανείς να κόψει έστω και
ένα κλαδί.
Στο δέντρο αυτό ανοίγονταν μια τρύπα με αρίδα και ενσωματώνονταν από τον
παπά αγιασμένος άρτος της Μεγάλης Πέμπτης, με τον οποίο παρασκευάζεται
η Θεία Μετάληψη για τις έκτακτες περιπτώσεις μετάληψης ασθενών, με ειδική
τελετή που ακολουθούσε μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο παπάς ντυμένος τα άμ­
φια και κρατώντας θυμιατό, με την πομπή των κατοίκων, έκανε λιτανεία γύρω
απ’ το χωριό κι εκεί σε κάποιο αιωνόβιο σημαδιακό δέντρο, αφού τοποθετού­
σε τον αγιασμένο άρτο, σφράγιζε την τρύπα με αγνό μελισσοκέρι.
Έτσι γίνονταν τα Υψωμένα Δέντρα που φρόντιζαν να βρίσκονται ολόγυρα
στο χωριό για να προστατεύουν τους κατοίκους όσο και τα ζωντανά τους από
διάφορες αρρώστιες καθώς και από άλλα δυσάρεστα γεγονότα και παντός εί­
δους ατυχήματα της ζωής. Τέτοια δέντρα υπήρχαν πολλά, τόσο εδώ όσο και
στη Νεράιδα, ένα από τα οποία σώζονταν μέχρι το 1975 στη θέση Μαντζαράκι.
Σήμερα το έθιμο αυτό έχει ατονήσει και τη θέση των Υψωμένων Δέντρων πή­
ραν τα προσκυνητάρια που συναντάμε κατά μήκος των δρόμων.

24
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ Δ Ε Υ Τ ΕΡΟ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ

Η μόνιμη φτώχεια ήταν γνώρισμα σε ολόκληρο τον ορεινό κόσμο. Κι εδώ οι


κάτοικοι παρ’ ότι διέθεταν κάπως γονιμότερα από άλλες περιοχές χωράφια, εν
τούτοις δεν κατάφερναν να εξασφαλίσουν το ψωμί που τους χρειάζονταν. Οι
απλοϊκοί φτωχοί κάτοικοι του Σαρανταπόρου ζοΰσαν σε ένα συνεχή αγώνα
για να αντιμετωπίζουν τα σκληρότατα οικονομικά προβλήματα.
Ξεκινούσαν για δουλειά στο θαμποχάραμα με τα τσαπιά και τα τσεκούρια
στον ώμο και ολημερίς έσκαβαν τα ρουμάνια (δασώδεις εκτάσεις), γκρέμιζαν
δέντρα και ξεπέτρωναν το έδαφος ψάχνοντας να βρουν λίγο χώμα και ξαναγύ-
ριζαν με το σούρουπο κατάκοποι στα φτωχόσπιτά τους. Τα μόνιμα εργαλεία
τους ήταν το τσαπί και το πρωτόγονο ξύλινο αλέτρι με το ζυγό, που το έσερναν
δύο αδύναμα βόδια ή αγελάδες και πολλές φορές και γαϊδουράκια από το ένα
μέρος του ζυγού. Έτσι με τον τρόπο αυτόν έδιναν τη σκληρότερη μάχη για το
ψωμί, χωρίς εν τούτοις να μπορούν να το εξασφαλίσουν για όλο το χρόνο.
Έλιωνε η ψυχή τους όταν στις δύσκολες χρονιές, στο θερισμό και μετά τ’ αλώ­
νισμα, δεν κατάφερναν να πάρουν το σπόρο που έριχναν στη γη των χωραφιών
τους, γι’ αυτό συνήθως ήταν μόνιμοι πελάτες των αποθηκών αγοράζοντας πά­
ντα με σκληρή οικονομία κατά προτίμηση καλαμπόκι, αφού δεν είχαν ποτέ την
οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν σιτάρι, που γι’ αυτούς το σιταρένιο ψω­
μί θεωρούνταν ψωμί πολυτελείας.
Άλλους οικονομικούς πόρους δεν διέθεταν εκτός από την κτηνοτροφία
στην οποία στήριζαν λίγες ελπίδες, διαθέτοντας το πλείστον των ολίγων εσό­
δων τους για την αγορά του ψωμιού και των άλλων αναγκαίων, πάντα με το μέ­
τρο της σκληρής οικονομίας.
Το λάδι, τη ζάχαρη, τα ζυμαρικά και γενικά όλα τα είδη της αγοράς, δυστυ­
χώς τα αγνοούσαν και δεν τα χόρταιναν γιατί δεν μπορούσαν να τα αγορά­
σουν. Κρατούσαν από την παραγωγή τους λίγο σιταρένιο αλεύρι για πρόσφο­
ρα και για καμιά κουλούρα ψωμί για κάποια γιορτή, για γόμους ή για να πάρει
μαζί του στον τρουβά του (είδος χειροποίητου σακκιδίου) κάποιος της οικογέ­
νειας που θα έκανε ταξίδι για δυο-τρεις μέρες.
Κρέας μόνο τα Χριστούγεννα έτρωγαν που έσφαζαν τα γουρούνια ή σε κά­
ποιο γάμο ή αν έσφαζαν κάποιο ζώο ετοιμοθάνατο. Αρνί ή κατσίκι, παρ’ ότι
είχαν κτηνοτροφία, δεν έσφαζαν το Πάσχα, διότι ήθελαν να τα πουλήσουν για
να θεραπεύσουν άλλες μεγαλύτερες ανάγκες του σπιτιού. Με γάλα περίμεναν
το Πάσχα και οι καθημερινές τροφές των ήταν αυτές που παρήγαγαν οι ίδιοι
από τα χωράφια και τα ζώα τους, όπως π.χ. τυρί ή λίγο βούτυρο, ξυνοτύρι, διά-

25
φορές ποιότητες γάλακτος —γλυκοβρασμένο ή άβραστο— κορφή γιαούρτι,
γαλατοτύρι, ξυνόγαλο, ως επίσης φασόλια, πατάτες, κραμπολάχανα, ντομάτες
φρέσκιες ή τουρσί, άφθονα κρομμύδια, πράσα, κολοκύθια, φακές, άγρια χόρτα
και ο τραχανάς που ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμα.
Αντί για λάδι χρησιμοποιούσαν την περίφημη λίπα, απ’ το γουρούνι που
φρόντιζαν απαραιτήτως για να το θρέφουν όσο καλύτερα. Συνήθως το βούτυρο
το πουλούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού. Το λάδι ήταν γι’ αυτούς δυσεύρετο
και η χρησιμοποίησή του, με το σταγονόμετρο.

ΓΕΩΡΓΙΑ

Στο Σαραντάπορο, όπως και σε όλα τα ορεινά χωριά, δεν υπήρχε συστηματική
γεωργία, αλλά γεωργοκτηνοτροφία. Συγχρόνως δε οι κάτοικοι καταπιάνονταν
και με άλλες πολλές δουλειές και ασχολίες ώστε να μπορούν να ανταποκρίνο-
νται στις ανάγκες της ζωής. Η κάθε οικογένεια είχε λιγοστά χωράφια, άγονα
τα περισσότερα, μικρά σε εκτάσεις και διασπαρμένα σε διάφορες τοποθεσίες.
Τα μέσα που διέθεταν για την καλλιέργεια ήταν πολύ πρωτόγονα και εντελώς
ακατάλληλα για να καλλιεργήσουν τα σκληρά χώματα συστηματικά και αποδο­
τικά.
Οι φτωχοί απλοϊκοί άνθρωποι στηρίζονταν πάντα στα δυο τους χέρια και
για να αυξήσουν την παραγωγή τους εκχέρσωναν γύρω στα υπάρχοντα κτήμα­
τά τους, ψάχνοντας να βρουν λίγο χώμα ανάμεσα στις πέτρες, ξεριζώνοντας
τους λογγιάδες για να τους μετατρέψουν σε γόνιμα χωράφια. Ξέθαφταν τις πέ­
τρες με το τσαπί και το λοστό, τις συγκέντρωναν και έχτιζαν τα γνωστά πεζού­
λια, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αληθινά κυκλώπεια τείχη που κρατούσαν
το χώμα, που λόγω κλίσεως του εδάφους παρασύρονταν, ιδιαίτερα με τις δυνα­
τές βροχές, κι αδυνάτιζε το χωράφι κι έτσι μειώνονταν η παραγωγή που τόσο
ανάγκη είχαν οι φτωχές οικογένειες.
Μ’ αυτόν τον σκληρό τρόπο έβγαζαν το ψωμί ζυμωμένο με ιδρώτα και κό­
πο. Δούλευαν πολύ σκληρά χωρίς σταματημό, σχίζονταν τα χέρια τους από την
τόσο σκληρή και κοπιαστική δουλειά, αλλά παρόλα αυτά η παραγωγή τους ή­
ταν πάντα περιορισμένη και δεν έφτανε για την συντήρηση της οικογένειας ού­
τε για έξι μήνες το χρόνο. Ποτιστική παραγωγή, εκτός απ’ τα κηπευτικά που α­
ναφέραμε, δεν υπήρχε διότι η περιοχή δεν διέθετε μεγάλες πηγές νερού.
Έτσι πάντα ήταν μια ανοιχτή πληγή η έλλειψη ψωμιού, με τέτοιες ελάχι­
στες παραγωγές, και εξακολουθούσε να βασανίζει συνεχώς τους κατοίκους το
μεγάλο αυτό πρόβλημα, αφού και σε όλη την επικράτεια η παραγωγή ελλείψει
συγχρόνων καλλιεργητικών μέσων και συστημάτων, ήταν ανεπαρκής. ΓΓ αυτό
το κράτος αναγκάζονταν, κάτω από την πίεση των νηστικών πληθυσμών, ν’ α­
γοράζει από το εξωτερικό καλαμπόκι για να το χορηγεί στους κατοίκους μέσω

26
Πρωτόγονος τρόπος καλλιέργειας με βόδια και ξυλάλετρο

της Αγροτικής Τραπέζης, γιατί δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να το πλη­
ρώσουν.
Επειδή τα περισσότερα χωράφια τους ήταν λίγο μακριά αναγκάζονταν να
φτιάχνουν εκεί ένα καλύβι ή μια παβέντζα (πρόχειρο στέγαστρο), όπως την λέ­
γανε, για ν’ αποθηκεύουν προσωρινά τα σοδέματά τους σε περιπτώσεις κακο­
καιρίας.

ΣΠΟΡΑ ΣΙΤΑΡΙΟΥ

Αόγω της ορεινής περιοχής που βρισκόμαστε και των καιρικών συνθηκών που
επικρατούν στον τόπο μας, η σπορά του σιταριού άρχιζε περίπου απ’ το πρώτο
δεκαήμερο του Οκτώβρη και τελείωνε στο τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του
Νοέμβρη. Γι’ αυτό και η Παναγιά που γιορτάζεται στις 21 Νοεμβρίου πήρε το
όνομα Αποσπορίτισσα.
Η καλλιέργεια των χωραφιών τα παλιότερα χρόνια, προ του 1950, γίνονταν
με βόδια και με το πρωτόγονο ξύλινο αλέτρι. Μετά το 1950 και ως το 1970
(που εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια λόγω μη απόδοσης), εκσυγχρονί­
στηκε με σιδεράλετρο και με μουλάρια που είχαν καλύτερη απόδοση απ’ τα
βόδια. Τα σιτάρια, αφού προλάβαιναν να φυτρώσουν πριν σκεπαστούν απ’ τα
χιόνια, έμεναν μονόκλωνα ως την άνοιξη που ανέβαινε η θερμοκρασία της α-

27
τμόσφαιρας, οπότε απ’ το τέλος Μαΐου άρχιζαν να καλαμώνουν και να σηκώ­
νονται.

ΒΟΤΑΝΙΣΜΑ ΣΙΤΑΡΙΟΥ

Με την ανάπτυξη όμως και το καλάμωμα του σιταριού αναπτύσσονταν συγχρό­


νως και τα διάφορα άγρια χόρτα, τα λεγάμενα ζιζάνια, γαλατσίδες, κολτσίδες,
αγριοκόκι, ήρα κλπ., τα οποία αν δεν ξεριζώνονταν ή δεν καταπολεμούνταν με
το κατάλληλο φυτοφάρμακο, μείωναν ή και εκμηδένιζαν την απόδοση του σι­
ταριού. Γι’ αυτό οι αγρότες της παλιότερης εποχής, είτε επειδή δεν υπήρχαν τα
κατάλληλα φυτοφάρμακα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τ’ αγοράσουν, ανα­
γκάζονταν να ξεριζώνουν όλα τα ζιζάνια που υπήρχαν φυτρωμένα μέσα στα
σιτάρια, εργασία που την έλεγαν βοτάνισμα και η οποία ήταν σκληρή, κοπια­
στική και διαρκούσε πολλές μέρες.
Πέραν όμως από το καθάρισμα του σιταριού, το βοτάνισμα απέβλεπε και
στη συγκέντρωση των ζιζανίων για χειμερινή τροφή των ζώων.

ΘΕΡΙΣΜΑ ΣΙΤΑΡΙΟΥ

Δύο από τις γραφικές εκδηλώσεις της αγροτικής ζωής ήταν το θέρισμα του σι­
ταριού και το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού. Το θέρισμα, οι κάτοικοι των ο­
ρεινών χωριών φρόντιζαν να γίνει στην κατάλληλη εποχή δηλαδή να μην ωρι­
μάσει πολύ το σιτάρι, οπότε κατά τη μεταφορά του να μην πέφτει ο καρπός α­
πό τα στάχυα. Στο θέρισμα έπαιρναν μέρος εκτός από τα μέλη της οικογένειας
και άλλες γυναίκες από το χωριό με τη συνηθισμένη όπως την έλεγαν αλληλο­
βοήθεια στην κατάλληλη για τον καθένα εποχή και όλοι μαζί αποτελούσαν μια
ευχάριστη παρέα.
Τα κορίτσια φορούσαν άσπρα μαντήλια για να προστατεύονται απ’ το κά-
μα του ήλιου και θέριζαν ελεύθερα και αεράτα με το γνωστό πρωτόγονο δρε­
πάνι και έφτιαχναν τις χεριές με τα στάχυα κοιτάζοντας προς την ανατολή για
να ευχαριστήσουν το δωροδότη Θεό για την καλή σοδειά που έδωσε. Οι μι­
κρότεροι της οικογένειας μετέφεραν από τις κοντινές βρύσες συνεχώς με τις
φιτσέλες (ξύλινα κομψά δοχεία νερού) κρύο νερό για να δροσίζονται οι εργά­
τριες, επίσης κορόμηλα, αχλάδια και ό,τι φρούτα υπήρχαν την εποχή του θέ­
ρου.
Ακούραστες σαν πραγματικές μέλισσες, οι γυναίκες, αψηφώντας τόσο την
κούραση όσο και το κάμα του καλοκαιριού, άρχιζαν ομαδικά να τραγουδούν

28
τα συνηθισμένα κλέφτικα και ερωτικά τραγούδια, που βούιζε όλη η δραγασιά.
Οι άντρες έβγαζαν από ρίζα τα πιο ψηλά σιτάρια για δέματα, τα πήγαιναν εκεί
κοντά σε καμιά γούρνα με νερό, τα έβρεχαν να μαλακώσουν και άρχιζαν να
δένουν τα δεμάτια. Με δέκα ή δώδεκα χεριές γινότανε ένα δεμάτι και στη συ­
νέχεια τα συγκέντρωναν σε τριότες ή εξάδες για να αποτελούν φόρτωμα και
μετά τη δύση του ήλιου ή τις πρώτες πρωινές ώρες μεταφέρονταν με τα ζώα, ή
και ζαλίγκα στ’ αλώνι αν αυτό ήταν κοντά στο χωράφι.
Εκεί τα δεμάτια γινότανε θημωνιές με κάποια σχετική τέχνη ώστε τα στά-
χυα να μπαίνουν στο εσωτερικό και οι καλαμιές προς τα έξω, με πολλές σειρές
δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο και όταν η στοιβάδα ανέβαινε πολύ, τα τελευ­
ταία δεμάτια τα έβαζαν με κλίση στέγης και τα στάχυα προς τα κάτω ώστε να
φεύγουν τα νερά σε περίπτωση βροχής.
Γύρω από τ’ αλώνια μαζεύονταν πολλές θημωνιές από διαφόρους νοικοκυ-
ραίους που αλωνίζονταν με τη σειρά συγκέντρωσης των θημωνιών ή προτιμού-
νταν εκείνος που είχε περισσότερη ανάγκη από ψωμί ή κάποια αναγνωρισμέ­
νη άλλη αιτία.

ΑΛΩΝΙΣΜΑ

Όπως κάθε εργαζόμενος περιμένει με χαρά την ημέρα της μισθοδοσίας του, έ­
τσι και ο γεωργός περίμενε με ανυπομονησία το αλώνισμα του σιταριού του,
για να δει το αποτέλεσμα της απόδοσης των σκληρών κόπων του, που εξαρτώ-
νταν περισσότερο απ’ τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατούσαν απ’ την ημέ­
ρα της σποράς μέχρι την τελευταία που θα ’μπαινε η σοδειά στο αμπάρι.
Από πολλούς κινδύνους απειλούνταν οι κόποι του. Απ’ το μη καλό φύτρωμα
του σπόρου λόγω ξηρασίας, απ’ τη φθορά του σκουληκιού, από παγετό, από
συνεχείς βροχοπτώσεις ή θερμούς ανέμους (λίβας) τον τελευταίο μήνα του θε­
ρισμού, από χαλαζοπτώσεις κλπ. Ένιωθε ευτυχής και ικανοποιημένος όταν τα
δεμάτια του σιταριού ήταν μεστωμένα και βαριά και με αφάνταστη χαρά άρχι­
ζε την προετοιμασία για το αλώνισμα. Απ’ την προηγούμενη ημέρα έξυνε με
κοφτερή τσάπα τα χόρτα του αλωνιού και στη συνέχεια με λεπτό στρώμα ενός
χυλού από φρέσκια κοπριά γελαδιών επικάλυπτε (γάνωνε) την επιφάνεια του
αλωνιού για να μη βγάζει χώμα. Έτσι ήταν έτοιμο την επόμενη μέρα για να ρί­
ξει μέσα τα δεμάτια του σιταριού για αλώνισμα. Τα αλώνια μερικών μερακλή-
δων νοικοκυραίων ήταν στρωμένα με πλάκες και τα ονόμαζαν πετράλωνα, ο­
πότε ούτε χώμα έβγαζαν αλλά και αλωνίζονταν το σιτάρι ευκολότερα. Το αλώ­
νισμα στον τόπο μας γινότανε με ένα έως τέσσερα ζώα, άλογα ή μουλάρια,
φρεσκοκαλιγωμένα για να τρίβεται η καλαμιά καλύτερα.
Όσοι είχαν από ένα δικό τους ζώο, δυο μαζί έκαναν συντροφιά, κολιγιά ό­
πως την έλεγαν, και εκτός από τα δικά τους σιτάρια αλώνιζαν με την τρέχουσα

29
αμοιβή, σε είδος συνήθως, και εκείνων που δεν είχαν ζώα. Πέρα όμως απ’
τους ντόπιους αλωνιστές, όπως τους έλεγαν, ήταν και οι Σαρακατσαναίοι (βλά-
χοι) που διέθεταν περισσότερα ζώα. Η εργασία αυτών συνέφερε, γιατί έπαιρ­
ναν μικρότερη αμοιβή από εκείνη που έπαιρναν οι δυο που είχαν από ένα ζώο.
Το στρώσιμο του αλωνιού γινότανε πρωί και τοποθετούσαν τα δέματα από
το μέσον γύρω γύρω προς τα έξω και έκοβαν τα δεμάτια με μαχαίρι και τα μά­
ζευαν σ’ ένα μέρος για να μετρηθούν αργότερα από τον αλωνιάτη, γιατί πάντα
η αμοιβή πληρώνονταν σύμφωνα με τον αριθμό των δεματιών, που ήταν κανο­
νισμένο πάντα στα εκατό δεμάτια να πληρώνει ο νοικοκύρης είκοσι οκάδες σι­
τάρι. Όταν τα ζώα έμπαιναν στ’ αλώνι έπρεπε να ξεκινήσουν δεξιά και προς
τα ανατολικά και θα ’καναν όλοι οι παρευρισκόμενοι το σταυρό τους λέγοντας
«Καλό βράδυ («καλά μπερεκέτια») και του χρόνου ο Θεός να δώσει περισσό­
τερα».
Έτσι με τις ειδικές θηλιές περασμένες στο λαιμό των ζώων και με τη γερή
τριχιά που τυλίγονταν στο γερό στύλο που μπήχνονταν στην μέση του αλωνιού,
τα ζώα έφερναν γύρω γύρω στο αλώνι κυκλικά με αλλαγή κατεύθυνσης μετά
το τύλιγμα της τριχιάς στο στύλο. Οι αλωνιστάδες έπρεπε κυρίως να είναι άν-
δρες που κρατούσαν καμουτσίκι για να φοβούνται τα ζώα. Όταν όμως τα ζώα
κουράζονταν ήταν πολύ επικίνδυνα γιατί άρχιζαν τις κλωτσιές και έπρεπε να
λαμβάνονται όλα τα μέτρα προφύλαξης, γι’ αυτό και δεν άφηναν μικρά παιδιά
να μπουν στο αλώνι.
Οι γυναίκες και το υπόλοιπο προσωπικό στέκονταν στις άκρες του αλωνιού
με τα δικούλια στο χέρι και ανακάτευαν κάθε τόσο την καλαμιά για να διευκο­
λύνουν έτσι το τσάκισμά της, ώστε να γίνει γρήγορα τ’ αλώνι. Ώσπου να τελει-

30
ώσει το αλώνισμα γίνονταν 4-5 γυρίσματα.
Το μεσημέρι έβγαζαν τα άλογα να ξεκουραστούν, να φάνε και να ποτι­
στούν σε κρύο καθαρό νερό. Την ώρα αυτή όλοι έμπαιναν στ’ αλώνι και ανα­
ποδογύριζαν με κανονική σειρά το άχυρο και τον καρπό ώστε να διευκολυνθεί
η εργασία του αλωνιού. Μετά το γύρισμα του αλωνιού κάθονταν εκεί κοντά
κάτω από κάποιο ίσκιο για να φάνε τα εκλεκτά καλομαγειρεμένα απ’ τις νοι­
κοκυρές φαγητά, τις νοστιμότατες με φρέσκο βούτυρο κολοκυθόπιττες, κοτό­
πουλο, το πρόβειο γάλα ή την ολόπηχτη κορφή, μέλι κηρήθρα και φρούτα της
εποχής.
Μετά το φαγητό ξανάβαζαν τα ζώα στο αλώνι και συνέχιζαν φέροντάς τα
ρυθμικά γύρω γύρω από το στρίγυρο του αλωνιού σαν γυμναζόμενο τμήμα
στρατού, με το στερεότυπο εκείνο παράγγελμα του αλωνιάτη «εεεεεε ωπ, ωπ,
πω πω, πω, πω», και όλοι οι νοικοκυραίοι κι αλωνιάτες αυλάκωναν συνεχώς με
τα δικούλια την καλαμιά για να τριφτεί και να γίνει ψιλό άχυρο για χειμερινή
τροφή των ζώων, οι δε πιτσιρικάδες κουβαλούσαν συνεχώς με τις φιτσέλες
κρύο νερό για να μετριάζεται η κούραση και το κάμα του καλοκαιριού. Το α­
πόγευμα το αλώνι ήταν πλέον έτοιμο, το άχυρο ψιλό γυάλιζε σαν ελαφαντόδο-
ντο και ο καρπός σού έδινε την ελπίδα εξασφάλισης του ψωμιού για ένα διά­
στημα.
Μόλις έβγαζαν τα ζώα από τ’ αλώνι έκαναν το σταυρό τους, σταύρωναν μ’
ένα δικούλι και το αλώνι, φτιάχνοντας δύο αυλακιές, και κάρφωναν στο στρί­
γυρο ένα μαχαίρι ή κάποιο σιδερικό. Μετά μάζευαν στο κέντρο σωρό άχυρο
και καρπό και περίμεναν το βραδάκι τον αέρα —το λεγόμενο απόι— για να
αρχίσουν το ξανέμισμα (λίχνισμα). Αφού το ξανέμιζαν και χώριζαν το άχυρο
από τον καρπό, το πρωί θα τον περνούσαν στο κόσκινο και στη συνέχεια το
πρώτο φόρτωμα του καρπού το πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο νερόμυλο του χωρι­
ού να το αλέσουν για να φάνε το λεγόμενο καθάριο ψωμί —αφού τον περισσό­
τερο καιρό έτρωγαν μπομπότα —το δε υπόλοιπο το αποθήκευαν στ’ αμπάρια.
Στη συνέχεια κουβαλούσαν με δικτυωτούς μεγάλους σάκκους (τα λεγάμενα
βριζόνια) το άχυρο στους αχυρώνες, κι έτσι εξασφάλιζαν, για ένα τουλάχιστον
διάστημα του χρόνου, το ψωμί για την οικογένεια και την χειμερινή τροφή για
τα μεγάλα ζώα, φορτιάρικα και αγελάδια, ιδιαίτερα τα βόδια που χρησιμοποι­
ούσαν για την καλλιέργεια των χωραφιών τους.
Αξέχαστη παραμένει σε όσους έζησαν την περίοδο του αλωνίσματος, η χα­
ρούμενη ατμόσφαιρα από τις φωνές των αλωνιστάδων, που ολημερίς αντιβούι­
ζαν σκόρπιες σε όλα τα σύρραχα των αλωνιών, μέσα κι έξω απ’ το χωριό, έστω
κι αν η εργασία ήταν εξαντλητική μέσα στο κάμα του καλοκαιριού.

31
ΣΠΟΡΑ - ΣΚΑΛΙΣΜΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ

Πάρα πολύ δύσκολη ήταν η καλλιέργεια του καλαμποκιού γιατί τα ζευγάρια


που καλλιεργούσαν τα σκληρά χώματα των χωραφιών ήταν όπως προαναφέ-
ραμε βόδια, αγελάδες ή και πολλές φορές γαϊδουράκια. Τα χώματα ήταν
σκληρά και κακοδούλευτα, όταν μάλιστα την άνοιξη πολλές φορές παρουσιά­
ζονταν ανομβρίες και τα χωράφια ήταν ξερά, και το πρωτόγονο γνωστό εργα­
λείο, το ξυλάλετρο, έτριζε συνεχώς έτοιμο να κομματιαστεί γιατί δεν είχε τη
δύναμη να σχίσει αυτή την κατάξηρη και γεμάτη από πέτρες γη.
Στις ανομβρίες, όταν τα χωράφια είχαν κοντά νερό, αναγκάζονταν οι δυ­
στυχείς κάτοικοι να τα ποτίζουν ώστε να μαλακώνει λίγο το χώμα για να τα ορ­
γώσουν. Μετά το όργωμα και το σπαρμό του καλαμποκιού, και εφ’ όσον ο και­
ρός ήταν ευνοϊκός, σε λίγο η νέα φυτεία μεγάλωνε και όταν το ύψος της έφθα­
νε περίπου 15-20 πόντους, οι γυναίκες και πάλι έμπαιναν στα χωράφια με ελα­
φρά ακονισμένα τσαπιά, να σκαλίσουν κόβοντας τα ζιζάνια και αραιώνοντας
το καλαμπόκι, που το παράχωναν για να κρατάει περισσότερη υγρασία και να
ρουφάει καλύτερα τα νερά της βροχής.
"Υστερα από την εργασία αυτή το καλαμπόκι, απαλλαγμένο από τα βλαβε­
ρά ζιζάνια, προόδευε και απέδιδε πλούσια παραγωγή που ήταν ένα πολύ
σπουδαίο έσοδο για το φτωχόκοσμο των ορεινών χωριών των Αγράφων, και
χρησιμοποιούνταν όχι ως κτηνοτροφή που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ως η
βασικότερη τροφή των φτωχών κατοίκων, ως ψωμί, η λεγόμενη μπομπότα.

ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ

Για να μετατραπεί όμως το καλαμπόκι του χωραφιού σε ψωμί, έπρεπε να


προηγηθούν πολλές εργασίες εκ μέρους των αγροτών, όπως το μάζεμα, το
σάκκιασμα, το φόρτωμα και η μεταφορά στο σπίτι, το ξεφλούδισμα, το κρέμα­
σμα για να ξεραθεί καλά, το στούμπισμα και τελικά το άλεσμα.
Δεν θα μπούμε στις λεπτομέρειες όλων αυτών των εργασιών αλλά θα πε­
ριοριστούμε μόνο στην εργασία του ξεφλουδίσματος, εργασία που άφησε σε ό­
σους την έζησαν ανεξίτηλες αναμνήσεις ψυγαγωγίας, δεδομένου ότι γινότανε
από μεγάλη ομάδα ανθρώπων, όλων των ηλικιών, με διαφορετικό χαρακτήρα
χαρισμάτων και ελαττωμάτων, που πέρα από τη διασκέδαση που έκαναν τρα­
γουδώντας εκείνα τα παλιά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια, με το εθνικό ή
ερωτικό περιεχόμενο, έλεγαν διάφορα αστεία και κουτσομπολιά, περιορισμέ­
να πάντοτε στα επιτρεπτά όρια σεμνότητας, συμπεθεροδουλειές, κωμικές ιστο­
ρίες, αινίγματα και διάφορους σατιρισμούς που πολλές φορές δημιουργούσαν
κόντρες μεταξύ των χιουμορτζήδων και των μη χιουμορτζήδων, οι οποίες πυ-

32
ροδοτούνταν σκόπιμα απ’ τα πειραχτήρια της παρέας, με αποτέλεσμα να δημι-
ουργείται χωρίς καμιά προετοιμασία μια θεατρική παράσταση με αποκορύφω­
μα το γέλιο και την ευχάριστη ψυχαγωγία.
Στα διαλείμματα της εργασίας προσφέρονταν διάφορα φρούτα της εποχής,
μήλα, σταφύλια από τις κληματαριές -τις λεγάμενες αγρίδες- πατάτες βρα­
στές, και αφού τελείωνε το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού, οι μεν νέοι και νέες
ξεσπούσαν στο χορό, οι δε ηλικιωμένοι έδεναν το καλαμπόκι στις λεγάμενες
κρεμάλες, για να κρεμαστεί για κάμποσο καιρό και να ξεραθεί ώστε να μπο­
ρεί να αλεστεί. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τα ξεφλουδίσματα στην εποχή
τους αποτελούσαν μια πολύ ευχάριστη ψυχαγωγική εκδήλωση πέρα απ’ την ε­
κτέλεση μιας απ’ τις τόσες εργασίες του καλαμποκιού.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Κατά την πρώτη περίοδο, 1850-1930, οι κάτοικοι ασχολούνταν, εκτός από τη


γεωργία που αναφέραμε, και με την κτηνοτροφία, που αποτελούσε το άλλο
σκέλος για την εξασφάλιση λίγων εσόδων και την αντιμετώπιση των πολλα­
πλών αναγκών των οικογενειών.
Την τσοπάνικη ζωή, αν και σκληρή και ανυπόφορη, την προτιμούσαν οι πα­
λιοί εκείνοι κάτοικοι για να ξήσουν τις φαμίλιες τους. Ζωή που ήθελε τον τσο­
πάνο πάντα όρθιο στο πλευρό του κοπαδιού, συνεχώς 365 μέρες το χρόνο,
σκλαβωμένο και δεμένο μόνιμα ν’ αντιμετωπίζει όλα τα βασανιστικά στοιχεία
της φύσης, τις βροχές του φθινοπώρου, τα ανυπόφορα κρύα του χειμώνα, τις
ζέστες του καλοκαιριού αλλά και τ’ αγρίμια του λόγγου που τόσο αφθονούσαν
παλιότερα, τους λύκους που προξενούσαν τακτικά μεγάλες ζημιές στα κοπάδια
και τους σκληρούς και άπονους ζωοκλέφτες που ήταν η μόνιμη πληγή που απα­
σχολούσε τους φτωχούς κτηνοτρόφους.
Ο παλιός τσοπάνος, με μόνιμη και αχώριστη συντροφιά τα τσοπανόσκυλα,
πάντα με την γκλίτσα στο χέρι, την ζεστή κάπα, την προστατευτική του και μό­
νιμη σύντροφο, τον τρουβά με το ψωμί και το τυρολόι, με το τυρί για προσφάι,
ένα μαχαίρι πάντα ζωσμένο στη μέση, ένα όπλο για την προστασία του κοπαδι­
ού, το σουγιά του, τη φιτσέλα με το νερό. Απαραίτητα ο πριόβολος, το στουρ­
νάρι και η ίσκα, που αντικαθιστούσαν το σημερινό αναπτήρα, ένα βελόνι με
κλωστή και το κοπίδι σ’ αυτόν που ασχολούνταν με το πελέκημα και την ξυλο­
γλυπτική.
Φυσικά στόλιζε όλα τα υπάρχοντά του, σαν το πλέον απαραίτητο ψυχαγω­
γικό όργανο, η φλογέρα. Μ’ αυτή πάντα ξαπόσταινε στη μοναξιά του και ευ­
φραίνονταν όσοι την άκουγαν.
Οι κτηνοτρόφοι, απλοί και καλοσυνάτοι άνθρωποι, ήταν πάντα δεμένοι με
τις αρετές της εξοχής και ζούσαν με το αγνό περιβάλλον της φύσης, ανάμεσα

33
Σαρακατσαναίοι τσοπαναραίοι

στις ομορφιές των βουνών. Απολάμβαναν τον καθαρό αέρα, χαίρονταν το λα­
μπρό φεγγάρι της νύχτας, απολάμβαναν τη δροσιά της αυγής και δεν χόρται­
ναν την ανατολή του ήλιου που πάντα πρωτόβγαινε κόκκινος στις βουνοκορ­
φές και αποτελούσε ένα σπάνιο φυσικό θέαμα. Έπιναν κρυστάλλινα πεντακά­
θαρα νερά από τις πηγές των βουνών και κοιμόντανε κάτω από τα ζηλευτά ε­
λάτια, με προσκέφαλο τη φιτσέλα με το νερό και στρώμα τους πάντα τη μυρω­
δάτη φτέρη.
Η περιοχή του Σαρανταπόρου ήταν κάπως ευνοϊκή για την κτηνοτροφία
γιατί ό τόπος ήταν κατάλληλος για τη βοσκή και την ανάπτυξη των ζώων, είχε
αρκετά γι’ αυτή νερά, κατάφυτες από ποικιλία δέντρων πλαγιές και καταπρά-
σινα βουναλάκια.
Έτσι παντού βούιζαν τα κοπάδια και ακούγονταν πολύ αρμονικά τα κυ­
προκούδουνα, όταν το γιόμα κατηφόριζαν τις πλαγιές προς το ποτάμι με τα
γάργαρα νερά, όπου θα αρμέγονταν στις γνωστές στρούγκες, που πολλές ήταν
πέτρινες και σώζονται ως σήμερα, και θα μεσημέριαζαν κάτω από τους ίσκι­
ους των αιωνόβιων πλατάνων.

34
Ο θρυλικός τσοπάνος παίζει τη φλογέρα του που είναι γεμάτη καημούς

35
Έτσι την εποχή του καλοκαιριού το ποτάμι και όλες οι ρεματιές που διέθε­
ταν νερά και ίσκιους αποτελούσαν ένα απέραντο γαλατάδικο. Εκεί κοπάνιζαν
μέσα στις ξύλινες βούρτσες τη λεγάμενη κορφή και έβγαζαν το περίφημο βού­
τυρο και το ξυνόγαλο που ήταν η καθημερινή τροφή των οικογενειών. Ας ανα­
φερθεί ότι κατά μήκος του ποταμού από τα όρια της Μολόχας ως το Μέγδοβα
και μέχρι τη θέση Κολοβού, Μαντζαράκι και Μουχτούρι υπήρχαν πάρα πολ­
λές στάνες με πολυάριθμα γίδια και πρόβατα, γιατί κάθε οικογένεια διατηρού­
σε 80-100 γιδοπρόβατα ή και περισσότερα.
Τα μεγάλα κοπάδια ξεπερνούσαν σε αριθμό τα 150-300. Επιπλέον κάθε οι­
κογένεια συντηρούσε 4-10 κεφάλια γελάδια, 1-2 φορτηγά μουλάρια, άλογα ή
γαϊδουράκια, 1-2 γουρούνια και μερικές κότες. Οι αγέλες των γελαδιών έβο­
σκαν της μεν Νεράιδας, του Μέγα-Λάκκου και μέρος του Σαρανταπόρου στην
περιοχή του Μοναστηριού, του δε Σαρανταπόρου στο Μακρυδιάσελο-Κυρά
Αγόρω, που η κοινότητα τα είχε καθορισμένα ως βοϊδολείβαδα και διά πράξε-
ως του κοινοτικού συμβουλίου απαγορευόταν από 23 Απριλίου μέχρι 15 Σε­
πτεμβρίου η είσοδος και η βοσκή όλων των μικρών ζώων. Αυτό διατηρήθηκε
ως τα έτη 1970-1975 περίπου, που η καλλιέργεια είχε σταματήσει πλέον και τα
γελάδια έπαψαν να υπάρχουν.
Ας αναφερθεί για την ιστορία ότι από τα έτη 1920-1941, η κοινότητα Νε­
ράιδας με τους οικισμούς Σαρανταπόρου και Μέγα-Λάκκου, διατηρούσε περί­
που 15.000 γιδοπρόβατα, 800 γελάδια και 300 φορτηγά, άλογα, μουλάρια και
γαϊδουράκια.
Στην ησυχία της νύχτας ακούγονταν μια μυστηριακή συναυλία από κυπρο­
κούδουνα, οι φωνές των βοσκών, τα σαλαγίσματα, τα τόσο όμορφα δημοτικά
τραγούδια των τσοπάνηδων, τα γαυγίσματα των σκυλιών, τα βελάσματα των
ζώων και οι τόσο γλυκιές και αρμονικές φλογέρες που κατά συνήθεια έπαιζαν
για ψυχαγωγία όλοι οι βοσκοί. Οι νύχτες αυτές έμοιαζαν σαν αόρατες γλυκιές
αγγελικές μυσταγωγίες ανάμεσα στον κόσμο των ζώων και των ανθρώπων.
Σ’ αυτή την μεγάλη ακμή που αναφέραμε, υπήρχαν διάσπαρτα πολλά μα-
ντροστάσια -όπως λέγονταν- σε κατάλληλα διαλεγμένες τοποθεσίες, ώστε να
προστατεύονται από τους ψυχρούς ανέμους και πάντα σε προσήλια μέρη.
Στην περιοχή του Σαρανταπόρου υπήρχαν μαντροστάσια στις εξής τοποθε­
σίες: Στη θέση Παλιόστανη, μαντροστάσιο του Δημητρίου Νάπα, στη θέση Κα­
μένα του Κωνσταντίνου Βούλγαρη, στο Μέλεγο του Κωνσταντίνου Θάνου
(Κωσταρέλου), στη θέση Καντερο-Νίκου, των Γεωργίου και Σωτηρίου Βουρ-
λιά, Νικολάου Θάνου (Γουρούνα) και Φωτίου Γ. Θάνου, στη θέση Μαντζαρά-
κι του Νίκου Καραβάνα, στη θέση Κολοβού των αδελφών Ανδρέα και Βασι­
λείου Θάνου, στην Αγριοκαστανιά των Θαναίων-Αλεξαίων, στη θέση Ορφανό
του Μιχάλη Κοντογιάννη, στη θέση Νοβορός των Λιαπαίων, στη θέση Αρβάλι
του Σεραφείμ Καραβάνα, στη θέση Μπακογιάννη του Δημητρίου Μ. Κοντο-
γιάννη (Κατσαλίρα) κ.ά.
Θα αποτελούσε παράλειψη για την ιστορία των κτηνοτροφών Σαρανταπό­
ρου και Νεράιδας, αλλά και αγνωμοσύνη απέναντι κάποιων κατοίκων που

36
Στην (ήρα του αρμέγματος

Κοπάδι προβάτων δίνει την αίσθηση της παλιάς τσοπάνικης σκληρής ζωής

37
πρωτοστάτησαν και αγωνίστηκαν με αυτοθυσία για την διαφύλαξη των βοσκο­
τόπων από τους διάφορους καταπατητές, εάν δεν αναφερόμασταν έστω και
περιληπτικά στους αγώνες αυτούς.
Η κοινότητά μας είχε την κακή τύχη να περισφίγγεται ολόγυρα από τσιφλι­
κάδες. Στα όρια της Νεράιδας υπήρχαν τρία τσιφλίκια: της Κοκκινόβρυσης,
του Κύφου και της Μπέσιας και στα όρια του Σαρανταπόρου το τσιφλίκι του
Κουτσούρου με ιδιοκτήτη τον Μπούμπολη και τον κληρονόμο του Δεμερτξή. Ο
ιδιοκτήτης του Κουτσούρου, Περ. Μπούμπολης, τα παλιότερα χρόνια ήταν
σκληρός απέναντι των κτηνοτροφών. Χάρη στο όνομα που είχε και τα μέσα
που διέθετε, αλλά και χάρη στη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των εδώ κα­
τοίκων, κατόρθωσε να κατακτήσει κοινοτική έκταση άνω των δέκα χιλιάδων
στρεμμάτων δασικής έκτασης, με την ανοχή κάποιων αρμοδίων και με στημέ­
νες δίκες.
Πέραν όμως απ’ τους τσιφλικάδες προσπάθησαν ορισμένοι να καταπατή­
σουν και τα γειτονικά χωριά Ζωγλόπι (η σημερινή Ραχούλα) και Μαστρογιάν-
νη (ο σημερινός Αμάραντος), εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη και την φιλοξε­
νία των Σαρανταποριτών, που τους επέτρεφαν, κατά το διάστημα της τουρκι­
κής σκλαβιάς, να χρησιμοποιήσουν το έδαφος μας ως βοσκήσιμη ή ως καλλιερ­
γήσιμη έκταση, την οποία, μετά την απελευθέρωση, θέλησαν να οικειοποιη-
θούν με τη βία.
Έτσι λοιπόν κάποιοι Ζωγλοπίτες εγκατέστησαν τις στάνες τους στο τρίγω­
νο από Τσιούκα, Σπανού Γρέκι, Γιώτη Αρβάλι, Ρέμα λειβαδάκι και Παπα-Μι-
χάλη και με την απειλή όπλων έδιωξαν τους δικούς μας κτηνοτρόφους απ’ το
μέρος αυτό.
Η είδηση έφθασε σαν αστραπή στον τότε δραστήριο πρόεδρο Σπινάσας,
Ηλία Αθ. Κατσούλη, ο οποίος συγκάλεσε σε έκτακτη σύσκεψη τους κατοίκους
για να τους ανακοινώσει το συμβάν της παραβίασης των συνόρων από τους
γείτονες Ζωγλοπίτες. Η απόφαση όλων ήταν ν’ αντιδράσουν κι αυτοί με τον ί­
διο τρόπο, δηλαδή με τη χρήση των όπλων.
Την άλλη μέρα το πρωί ενώ οι Σπινασιώτες συγκεντρώνονταν στη θέση Κα-
ντερέ, δέχτηκαν πυρά από τους Ζωγλοπίτες που είχαν καταλάβει από την
προηγούμενη μέρα τα υψώματα Γιώτη-Σπανού Γρέκι. Τότε οι Σπινασιώτες α­
κροβολίστηκαν στα υψωματάκια Καντερέ-Βίγλες και ο χορός της μάχης που
γινότανε με πολεμικά όπλα, κυρίως με γκράδες, άναψε. Απ’ ό,τι η παράδοση
αναφέρει, έλαβαν μέρος στη σύγκρουση ο πρόεδρος της κοινότητας Ηλίας Αθ.
Κατσούλης, ο αδελφός του Μητράκος Κατσούλης, ο οποίος διακρίθηκε, όπως
και ο Γιώργος Λυρίτσης (Μανώλης). Επίσης ο Κων. I. Βούλγαρης, ο Κώστας
Βούλγαρης (Καραμπίλιος), ο Δημήτριος Αιάπης (Κατσαούνης), ο Γεώργιος
Γρηγ. Ζήσης, ο Κώστας I. Ζήσης, ο Δημήτριος Κ. Δήμος, ο Γεώργιος Δ. Δήμος,
ο Νικ. Γ. Καραμέτος, ο Νικ. Καραβάνας, ο Κων. Ανδρ. Κατσούλης, ο Γεώργιος
Ανυφαντής, ο Δημήτριος Αϋφαντής (Σάββας) και άλλοι πολλοί των οποίων τα
ονόματα απ’ την πολυκαιρία ξεχάστηκαν.
Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα. Λέγεται ότι ο ηρωικός Μητράκος με τον

38
Μανώλη βροντοφώναζαν, σαν άλλοι Κολοκοτρωναίοι, στους αντίμαχους να ε­
γκαταλείπουν τα υψώματα, αλλά εκείνοι απαντούσαν με ομοβροντίες. Τότε οι
δικοί μας έθεσαν σε ενέργεια πλαγιοκύκλωμα από τις θέσεις Ρείκια-Αραπα-
τσάκου. Κι ενώ ένας μαχητικός Ζωγλοπίτης έβαζε ασταμάτητα από το ύψωμα
Σπανού Γρέκι προς το μέτωπο Καντερέ, ο Μητράκος με τον Μανώλη έρποντας
σαν φίδια έφθασαν οπίσω του για να τον πιάσουν στα χέρια, εκείνος αιφνιδιά-
στηκε και τράπηκε σε φυγή. Τότε ο Μητράκος του φώναξε: «Δεν θέλουμε να
σε σκοτώσουμε γείτονα, πήγαινε στο καλό σου και να μην ξανάρθεις στον τό­
πο μας».
Στο ταμπούρι του έμειναν ως λάφυρα ένα παγούρι με νερό, ένας τρουβάς
με ψωμί και τα πολεμοφόδια που διέθετε. Η κοινότητα Σπινάσας υπέβαλε μή­
νυση για την αυτοδικία των Ζωγλοπιτών, οι οποίοι δικάστηκαν χωρίς να τους
συμπαρασταθούν οι άλλοι κάτοικοι του χωριού.
Έκτοτε οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν πάντα φιλικές. Παρό­
μοιο πρόβλημα δημιουργήθηκε και με τους Μαστρογιαννίτες (όχι όμως με
γκράδες), οι οποίοι διεκδικούσαν κοινοτική έκταση και η διαφορά μας λύθηκε
με δικαστική απόφαση, όπως αναφέρουμε σε επόμενο κεφάλαιο.

ΚΛΑΡΙ

Επειδή ο τόπος μας ήταν άγονος και φτωχός και οι διάφορες ζωοτροφές της
ντόπιας παραγωγής δεν επαρκούσαν για τη χειμερινή διατροφή των ζώων
-που λόγω της ορεινής περιοχής κλείνονταν πολλούς μήνες μέσα στο μαντρί
διότι έπεφταν πολλά χιόνια και η μεταφορά χόρτου από την πλούσια σε παρα­
γωγή Θεσσαλία, τα παλιότερα χρόνια που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, με
τα φορτηγά ζώα ήταν πολύ δύσκολη-, οι φτωχοί ορεινοί κτηνοτρόφοι για να
ξεχειμάσουν τα ζώα τους αναγκάζονταν να κόβουν κλαδιά βελανιδιάς, να τα
κάνουν δεματάκια, να τα απλώνουν στον ήλιο να στεγνώσει κάπως ο χυμός
τους και εν συνεχεία να τα τοποθετούν μέσα σε αχερώνες ή συνηθέστερα σε
στύλους δέντρων σαν είδος σουφλιμά, τις λεγάμενες θημωνιές. Με αυτό το ξη­
ρό κλαρί, με τα λίγα τους τριφύλλια και με άλλα ξηρόχορτα και άχυρα ξεχεί­
μαζαν, έστω και φτωχικά, τα ζώα τους οι ορεινοί κτηνοτρόφοι.
Θα πρέπει όμως να πούμε ότι το κόψιμο, το ήλιασμα, η μεταφορά, το αθη-
μώνιασμα και γενικά η αποθήκευση αυτής της φτωχής σε βιταμίνες τροφής, α­
ποτελούσε πολύ σκληρή αλλά και επικίνδυνη για τους κτηνοτρόφους εργασία,
καθώς αναγκάζονταν να ανεβοκατεβαίνουν σε ψηλά δέντρα, αφού χρειάζο­
νταν κάθε οικογένεια να βάζει 15-30 θημωνιές, δηλαδή μια εργασία που κρα­
τούσε 15-20 μέρες, σε εποχή που οι ζέστες του καλοκαιριού ήταν υπερβολικές.
Τώρα πλέον που τα χωριά μας απέκτησαν αυτοκινητοδρόμους και είναι εύκο­
λο για τους κτηνοτρόφους να μεταφέρουν τις ζωοτροφές που τους χρειάζονται

39
από τη Θεσσαλία, έπαψαν να στηρίζουν την διατροφή των ζώων τους στο φτω­
χό αποξηραμένο κλαρί.

ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΥΛΟΤΟΜΙΕΣ

Τα παλιά τα χρόνια όλος αυτός ο ορίζοντας της περιοχής μας ήταν καλυμμένος
από απέραντα δάση με μεγάλη ποικιλία δέντρων, που αποτελούσαν έναν ποι­
κιλόμορφο τάπητα ανάλογο με το διαφορετικό χρώμα των φύλλων και την επο­
χή. Η απέραντη αυτή ζούγκλα, με το αφάνταστο μεγαλείο και την ομορφιά, α­
ποτελούσε έναν πλούσιο βιότοπο ζώων και πουλιών, που το καθένα είχε τη δι­
κή του φυσική αποστολή. Ο περίεργος αυτός ζωικός κόσμος ζούσε κατά ομά­
δες ή μεμονωμένα στις πυκνές συστάδες των δέντρων ή των θάμνων, στις ρίζες
ή στις κουφάλες των γέρικων δέντρων, στις σπηλιές-κρυψώνες. Αναζητώντας
τροφή, ιδιαίτερα τα σαρκοφάγα ζώα, λύκοι, αρκούδες, τσακάλια, αλεπούδες,
αγριόγατες, τις νύχτες συναγωνίζονταν στο τρέξιμο, άλλα για να κορέσουν την
πείνα τους και άλλα για να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Τα φυτοφάγα ζαρκάδια, αγριόγιδα, ελάφια, αγριογούρουνα, λαγοί, είχαν
στη διάθεσή τους όλα τα είδη των δέντρων με την τόσο πλούσια βλάστηση που
έμοιαζε με τον παράδεισο των πρωτόπλαστων. Ο μόνος εφιάλτης γι’ αυτά στον
τόπο μας ήταν ο λύκος και ο άπονος σκληρός κυνηγός. Τα παρθένα πυκνά δά­
ση μας δεν φιλοξένησαν μόνο τα άγρια ζώα αλλά και τους αρματωλούς και
κλέφτες που τα χρησιμοποιούσαν ως καταφύγια σε ώρες εχθρικών επιδρομών.
Τη χρησιμότητα όμως των δασών δεν την είχαν αντιληφθεί έγκαιρα οι αγράμ­
ματοι τότε κάτοικοι των ορεινών χωριών και για να περιποιούνται καλύτερα
τα ζώα τους έκοβαν αλόγιστα όχι τα κλαδιά αλλά τους κορμούς των δέντρων,
για να τρώνε τα ζώα το καθαρό φύλλωμά τους. Όσοι είχαν πρόβατα έκαιγαν
τα δάση για να τα μετατρέψουν σε λειβάδια και βοσκότοπους.
Άλλη αιτία, δικαιολογημένη κάπως για τον ορεινό πληθυσμό, που συντέλε-
σε στη μείωση των δασών, ήταν το ξεχέρσωμα και η μετατροπή τους σε αγρο­
τεμάχια για να αυξήσουν την παραγωγή τους σε σιτάρι και καλαμπόκι που τό­
σο τους έλειπαν τα παλιότερα χρόνια.
Σιγά σιγά όμως, όταν άρχισαν να γίνονται οι πρώτες εκμεταλλεύσιμες υλο­
τομίες, μετά το 1850, με μοναδικό μέσο το πρωτόγονο τσεκούρι με το οποίο έ­
κοβαν και τεμάχιζαν τους κορμούς χοντρών δέντρων, και λίγο αργότερα, το
1880, που βγήκαν οι πρώτες λεγάμενες κόφτρες με τα σχιζοπρίονα, τις οποίες
χειριζόντουσαν από ένα ζευγάρι εργατών και αποτελούσαν τα σύγχρονα μέσα
της εποχής, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κόβουν, να τεμαχίζουν και να σκί­
ζουν σε ό,τι σχήμα ήθελαν τους κορμούς των δέντρων, τότε ένιωσαν την αξία
του δάσους. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τα νεροπρίονα που ήταν πιο εύχρη­
στα και αποδοτικά.

40
Όμορφο παραγωγικό δάσος ελάτης

Η πρώτη υλοτομία στο χωριό μας, κατά την ομολογία του ιστορικού αείμνη­
στου Δημητρίου Κ. Δήμου, έγινε το 1890 στη θέση Γούπατα Μέγα-Λάκκου από
μακεδόνες υλοτόμους που τον πρώτο χρόνο έκοβαν με τσεκούρια αιωνόβιες
χονδρές βελανιδιές, τις οποίες έσκιζαν με σιδηρόσφηνες και τις διαμόρφωναν
πελεκώντας τες με το τσεκούρι σε τραβέρσες, ενώ τον επόμενο χρόνο έφεραν
κόφτρες και πριόνια και για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στον τόπο μας αυ­
τά τα εργαλεία που είχαν απόδοση εργασίας.
Τα νέα αυτά, σύγχρονα για την εποχή εκείνη, εργαλεία εντυπώσιασαν τους
κατοίκους του Μέγα-Λάκκου και ζήτησαν να τ’ αγοράσουν, αλλά επειδή ήταν
ακριβά τ’ αγόρασαν συνεταιρικά έξι οικογένειες. Έτσι άρχισαν να βγάζουν
τετραγωνισμένη ξυλεία ελάτης σε όγκο που να μεταφέρεται φορτωμένη σε
ζώα.
Η μεταφορά όμως ξυλείας μεγάλων επιχειρησιακών υλοτομιών γίνονταν με
τις λεγάμενες βάρσες από το δάσος ως το ποτάμι και με τη βοήθεια ειδικών υ­
λοτόμων προωθούνταν μέσω του ποταμού στο Μεσολόγγι, που γίνονταν η πε­
ρισυλλογή. Αυτά γίνονταν έως το 1960, οπότε άρχισαν να διανοίγονται στα μέ­
ρη μας αυτοκινητόδρομοι που έφθασαν και ως τα δάση, για να εκμεταλλευτούν

41
τον σπουδαίο πλούτο που χαρίζουν τα απέραντα δάση της περιοχής μας.
Έτσι άρχισε πλέον η συστηματική εκμετάλλευση των δασών μέσω των δα­
σικών συνεταιρισμών με σύγχρονα αλυσοπρίονα και κάθε χρόνο κόβονται χι­
λιάδες κυβικά ξυλείας και αμέτρητοι τόνοι καυσόξυλων που παράγουν τα δά­
ση μας. Τώρα πλέον δεν συγκεντρώνουν τους κορμούς των δέντρων με τις
πρωτόγονες βάρσες που αναφέραμε παραπάνω, αλλά με μουλάρια τα οποία
σύρουν τους κορμούς ως τους δασοδρόμους. Εκεί φορτώνονται σε αυτοκίνητα
με ειδικούς μικρούς γερανούς, ενώ μέχρι το 1975 φορτώνονταν από ειδικευμέ­
νους εργατοφορτωτές.
Έτσι λοιπόν καταλήγει η παραγόμενη απ’ τους υλοτόμους ξυλεία στα ξυ­
λουργικά εργοστάσια Καρδίτσης και Τρικάλων, όπου γίνεται η τελική επεξερ­
γασία.

ΚΥΝΗΓΙ

Από αρχαιοτάτους χρόνους οι άνθρωποι ασχολήθηκαν με το κυνήγι και έδιναν


ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το υπέροχο σπορ, που το θεωρούσαν ευχάριστη και
ψυχαγωγική απασχόληση που χάριζε τέρψη και ψυχική ανακούφιση, ενώ πα­
ράλληλα έδινε στον κυνηγό την ευκαιρία να απολαμβάνει τη φύση και να βρί­
σκεται ανάμεσα στις ομορφιές των δασών, σε υγιεινό, ήσυχο και γαλήνιο περι­
βάλλον. Μεγάλοι άντρες, βασιλείς, στρατηγοί, άνθρωποι του πλούτου, φτωχοί
βιοπαλαιστές και απλοί χωρικοί έβρισκαν στις ελεύθερες ώρες τους μια θαυ­
μάσια ικανοποίηση με το να επισκέπτονται τα πυκνά και απέραντα δάση και
να πλησιάζουν τον θαυμαστό και όμορφο κόσμο των άγριων ζώων που πάντα
κατοικούν στα βουνά και τα πυκνά δάση.
Τα πολύ παλιά χρόνια οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το κυνήγι ως
το μοναδικό τρόπο για να εξασφαλίζουν το κρέας για τη συντήρησή τους και
τα δέρματα για ενδυμασίες. Έτσι από γενιά σε γενιά συνεχίστηκε αυτό το
προνομιούχο άθλημα μέχρι και τις δικές μας ημέρες. Από ομολογίες των γερό­
ντων στον τόπο μας, υπήρχαν ελάφια μέχρι το 1880 περίπου, ομολογίες που ε­
παληθεύονται απ’ τις υπάρχουσες τοπωνυμίες, Ελαφόλακκα, Ελάφι κλπ. Στα
παλιά σπίτια της Νεράιδας, όταν κατεδαφίστηκαν για την ανέγερση νέων κα­
τοικιών το 1974, βρέθηκαν στα χατήλια πολλά κέρατα ελαφιών.
Πάντοτε ο τόπος μας ήταν πλούσιος σε θηράματα. Κοπάδια ζαρκαδιών και
αγριόγιδων κυκλοφορούσαν απέναντι στο Στεφάνι και πληθώρα λαγών και α-
γριογούρουνων προστατεύονταν μέσα στα δάση μας.
Αμέτρητα κοπάδια πέρδικες στόλιζαν και συνόδευαν τα πετρωτά, και σχη­
ματισμοί από πολυάριθμα παπιά αναζητούσαν καταφύγιο στα ποτάμια μας το
χειμώνα, που ο κάμπος σκεπάζονταν από χιόνια. Μπεκάτσες πλούτιζαν τους

42
Εξόρμηση κυνηγών με μοναδικό θήραμα ένα λαγό

Ομάδα κυνηγών εκθέτει το πλούσιο θήραμα, ένα μεγάλο αγριογούρουνο. Πρώτοι


καταφθάνουν ως θαυμαστές οι μικροί πιτσιρικάδες

43
πυκνούς λογγιάδες και κοπάδια άγρια περιστέρια, που είχαν τις φωλιές τους
στα βράχια, σκέπαζαν σαν άσπρα σύννεφα τα χωράφια με την παρουσία τους.
Αφθονούσαν οι έξυπνες κυριαρίνες, οι φάσες που γέμιζαν τον ουρανό με τους
ατέλειωτους σχηματισμούς, τα συμπαθητικά μελωδικά κοτσύφια, οι κίσες, οι
πανέμορφες τσικλιτάρες και ένα ανυπολόγιστο πλήθος πουλιών.
Οι κυνηγοί μας, όπως θυμούμαστε κι εμείς, ως το έτος 1970, ποτέ δεν ασχο­
λούνταν με το κυνήγι των πουλιών αλλά επιδίδονταν αποκλειστικά στο κυνήγι
των αγριογούρουνων, των ζαρκαδιών και των λαγών που αφθονούσαν κυριο­
λεκτικά στον τόπο μας.
Αξιοζήλευτες κυνηγητικές επιτυχίες πλούτιζαν διαρκώς τον κόσμο των κυ­
νηγών μας, που πάντα παρουσίαζαν τους άθλους τους όμοιους με εκείνους που
αναφέρει ο Ιούλιος Βερν στα περίεργα συγγράματά του.
Εκείνο όμως που έλειπε από τους κυνηγούς την εποχή εκείνη ήταν το καλό
όπλο. Ως το 1880 οι περισσότεροι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν τους πρωτόγονους
καριοφιλιάδες με το στουρνάρι και αργότερα, ως το 1940 περίπου, χρησιμο­
ποιούσαν πιο σύγχρονους καριοφιλιάδες με το καψούλι, όπλα με μειονεκτήμα­
τα γιατί ήταν εκτεθειμένα στην υγρασία και, παρά τις προφυλάξεις των κυνη­
γών, τις περισσότερες φορές δεν πυροδοτούσαν την ώρα που τα θηράματα βρί­
σκονταν στο πεδίο βολής του κυνηγού.
Χρησιμοποιούσαν μαύρο απλό μπαρούτι που προμηθεύονταν από βιοτε­
χνία παραγωγής μπαρουτιού από το γειτονικό χωριό Μαυρίλου Φθιώτιδας.
Τα σκάγια πολλές φορές τα ’φτιαχναν μόνοι τους οι κυνηγοί από μολύβι.
Από το 1920 και μετά, σιγά σιγά οι κυνηγοί του τόπου μας άρχισαν να εφο­
διάζονται με εμπροστογεμή δίκαννα και μετά το 1930 με οπισθογεμή μονόκαν-
να και δίκαννα. Αρχές του 1940 έκαναν την εμφάνισή τους οι οπλοδιορθωτές
Σαρανταπόρου, οι αδελφοί Κώστας, Γιάννης και Γιώργος Τσιτσιμπής και ο Γε­
ώργιος Μαργαρίτης στο Μέγα-Αάκκο, οι οποίοι μεταποιούσαν πολεμικούς
γκράδες, μυλωνάδες κλπ. σε κυνηγετικά οπισθογεμή ή τσακιστά μονόκαννα ό­
πλα εφάμιλλα των εργοστασίων. Από τότε οι κυνηγοί μας εξοπλίστηκαν με αρ­
τιότερα όπλα και το κυνήγι τους πλέον γινότανε με πολλές επιτυχίες, αφού τα
θηράματα εξακολουθούσαν να είναι άφθονα.
Παράλληλα με το κυνήγι υπήρχε και άλλο πολύ όμορφο σπορ, το ψάρεμα.
Τα ποτάμια μας με τα πεντακάθαρα νερά τους ήταν γεμάτα με νόστιμα ψάρια.
Οι όμορφες σπιθοκόκκινες πέστροφες και τα περίφημα χέλια αφθονούσαν στα
ποτάμια μας. Μουταρέλια και ασπρόψαρα σε δεύτερη ποιότητα αποτελούσαν
το καθημερινό ψάρεμα των ερασιτεχνών ψαράδων και των πιτσιρίκων που χτέ­
νιζαν το καλοκαίρι τα ποταμάκια. Το ψάρεμα την άνοιξη, που τα νερά ήταν
πολλά, γίνονταν με καλαμωτές και το καλοκαίρι με τις απόχες ή τη νύχτα με τις
ξυλοφωτιές και την ασυτιλίνη.
Πολλές όμως φορές που τά ψάρια συγκεντρώνονταν σε βαθιές γούρνες και
δεν μπορούσαν να ψαρέψουν, έκοβαν το νερό του ποταμιού να περνάει έξω
απ’ τη γούρνα και στη συνέχεια την φαρμάκωναν με το γνωστό σφλόιμο και τη
γαλατσίδα, οπότε τα ψάρια ζαλίζονταν και ήταν στη διάθεση των ψαράδων.

44
Ικανοποιημένοι οι ψαράδες αδειάζουν τα δίχτυα τους

Το φαρμάκωμα όμως είχε σαν αποτέλεσμα να καταστρέφεται και ο γόνος, ο­


πότε σιγά σιγά μειώθηκε ο πληθυσμός των ψαριών.
Μετά το 1950 εμφανίστηκαν τα δίχτυα, τα ριχτάρια, οι δυναμίτες, οι χειρο­
βομβίδες και διάφορα χημικά φάρμακα που δεν άφησαν κανένα ζωντανό ορ­
γανισμό στα ποτάμια. Έτσι με την αλόγιστη συμπεριφορά των κυνηγών και
των ψαράδων και τα σύγχρονα κυνηγετικά μέσα, φθάσαμε στη σημερινή οικο­
λογική καταστροφή, που δεν συμμερίζονται οι άπληστοι κυνηγοί και ψαράδες
αλλά ούτε και το κράτος, που όφειλε να πάρει αυστηρά μέτρα.Έτσι δικαιολο­
γημένα μπορεί να πει κανείς ότι το κυνήγι σήμερα κατήντησε σπορ αγρίων εν­
στίκτων.

ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

Ο αγροφύλακας αποτελεί μια ζωντανή παρουσία στο χωριό, το λεγόμενο πορ-


τραίτο, τον πανταχού παρόντα. Ανέκαθεν οι σχέσεις των κτηνοτροφών δεν ή­
ταν αγαθές με τον αγροφύλακα, γιατί παραβίαζαν βοσκοτόπους, προξενούσαν
ζημιές στα κτήματα, έμπαιναν τα ζωντανά τους σε περιβόλια και κατέστρεφαν
ό,τι εκλεκτό διέθετε η απαγορευμένη φυτεία. Και ο αγροφύλακας έπρεπε να
έχει το μάτι του ήλιου για να προλαμβάνει όλες τις παραβάσεις που πότε γίνο­
νταν εκ προθέσεως και πότε εξ αμελείας.
Πέραν όμως απ’ το δικό του υπεύθυνο πόστο, του ανέθεταν πρόσθετες υπη-

45
Πόζα των δυο αυστηρών αγροφυλάκων

ρεσίες, όπως π.χ. το Δασαρχείο την προστασία του δάσους, η Αστυνομία την
παρακολούθηση των υπόπτων, η Νομαρχία και όλες οι δικαστικές αρχές κάθε
πληροφόρηση και επίδοση κλήσεων δικαστηρίου κλπ.
Κι ενώ προσέφερε τις περισσότερες υπηρεσίες και μοχθούσε περισσότερο
κι από τον χωροφύλακα και τον δασοφύλακα, με πίκρα έβλεπε αυτούς στο τέ­
λος του μήνα να καλοπληρώνονται από το Δημόσιο Ταμείο ενώ αυτός προσπα­
θούσε να τα οικονομήσει με τα λεγάμενα σύλληπτρα ζώων ξένης κοινότητας
στη δική του περιοχή κι από το ελάχιστο μίσθωμα που έπαιρνε σε είδος απ’
τους κατοίκους του χωριού τα πρώτα χρόνια.
Τελευταία βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Με την αραίωση των κατοίκων
του χωριού, τη μείωση ή εκμηδένιση των ζώων και των κοπαδιών, την αλλαγή
της παλιάς νοοτροπίας αυτών που έμειναν στα χωριά, μειώθηκαν οι ευθύνες
του αγροφύλακα από αγροζημίες και παραβάσεις. Παράλληλα βελτιώθηκε ση­
μαντικά η οικονομική επαγγελματική του θέση, γιατί έγινε κι αυτός δημόσιος
υπάλληλος, εξισωμένος με τον χωροφύλακα, έτσι που να δικαιούται να έχει κι
αυτός στον ήλιο μοίρα.
Τα παλιά τα χρόνια υπήρξαν αγροφύλακες που άφησαν όνομα για την επι­
βαλλόμενη πειθαρχία, όπως ο Δημήτριος Μαργαρίτης που υπηρέτησε γύρω
στα 1930-1937, και ο Νικόλαος Νάπας που υπηρέτησε ως το 1946. Πάθος αλη­
θινό στη δουλειά, με φτερά στα πόδια και μυαλό ξυράφι. "Ηθελαν να επιβά­
λουν την τάξη και είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των απείθαρχων και των
παρανομούντων.
Η ζωή του αγροφύλακα είχε συνδεθεί με την παλιά παραδοσιακή γραφική
εποχή, που τα χωριά βούιζαν από κόσμο. "Ηταν ο δραγάτης που σφύριζε από

46
ράχη σε ράχη και παρακολουθούσε τη δραγασιά σαν τον αετό από ψηλά, ο πι­
στός φύλακας της σοδιάς του χωριού, ο ακούραστος Άτλας που άφησε ιστορία
στην παράδοση του τόπου μας.
Παραθέτουμε κατάλογο συγχωριανών που υπηρέτησαν ως αγροφύλακες α­
πό το έτος 1920-1993 :

Λιάπης Δη μητριός Γ. Θάνος Φο5τιος Γ.


Τσιτσιμπής Στυλιανός I. Δήμος Γεώργιος Δ.
Λιάπης Αθανάσιος Α. Μαργαρίτης Δημήτριος Π.
Δήμος Ηλίας Κ. Μαργαρίτης Γειόργιος Π.
Γάκης Κωνσταντίνος Π. Νάπας Νικόλαος Δ.
Καραμέτος Ιωάννης Π. Καραμε'τος Γεό5ργιος Σ.
Γεροκώστας Απόστολος Δ. Μαργαρίτης Κων/νος Γ.
Γάκης Σεραφείμ Λ. Γεροκώστας Ευάγγελος Δ.
Ζήσης Γεώργιος Η.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΡΓΩΝ

Στην παλιότερη εποχή που το κράτος υπήρξε ανοργάνωτο εντελώς και δεν είχε
την δυνατότητα να θεραπεύει όλα τα προβλήματα που υπήρχαν στην επαρχία
-όπως π.χ. τη διάνοιξη και συντήρηση κατά καιρούς όλων των κεντρικών ημιο-
νικών δρόμων που οδηγούσαν προς τα κέντρα αγοράς, προς τα γειτονικά χω­
ριά, προς το μύλο του χωριού, στα χωράφια, στις στάνες και στο δάσος, καθώς
και την κατασκευή των πρόχειρων ξύλινων γεφυριών-, έπρεπε να τα αντιμετω­
πίζει η κοινότητα με προσωπική εργασία των κατοίκων.
Έτσι λοιπόν με σχετική απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου καθορίζο­
νταν οι υπόχρεοι για προσωπική εργασία, που ήταν όλοι οι δημότες άνω των
18 και μέχρι 6Θ ετών, άντρες και γυναίκες, αλλά και τα φορτηγά ζώα όταν πα-
ρίστατο ανάγκη για κάποιες μεταφορές υλικών, καθώς και ο αριθμός των ημε­
ρομισθίων που θα διέθεταν κατ’ έτος, ανάλογα με τις καταστροφές των δρό­
μων ή των γεφυριών που δημιουργούσαν ως επί το πλείστον οι καιρικές συνθή­
κες που γίνονταν αιτία των καταστροφών. Όπως ξέρουμε, οι καταρρακτώδεις
βροχές δημιουργούν φουρτουνιασμένους χειμάρρους, που στο πέρασμά τους
καταστρέφουν όχι μόνο εκείνους τους βατούς δρόμους εκείνης της εποχής αλ­
λά και τους σημερινούς αυτοκινητοδρόμους και παρασέρνουν στο διάβα τους
όλα τα πρόχειρα ξύλινα γεφύρια που τέτοια στην κοινότητα υπήρχαν πολλά.
Επίσης οι πολλές βροχές δημιουργούσαν καθιζήσεις που κατέστρεφαν τους
δρόμους. Το κοινοτικό συμβούλιο καθόριζε και την ημερομηνία ενάρξεως της
προσωπικής εργασίας, ανάλογα πάντα με τις επείγουσες ή όχι ανάγκες που
δημιουργούνταν.

47
Οι κάτοικοι εργάζονται για τη μεταφορά μικρής πηγής νερού στον οικισμό (1966)

Για να συγκεντρωθούν οι υπόχρεοι για προσωπική εργασία, ο υπεύθυνος


γι’ αυτή κοινοτικός σύμβουλος χτυπούσε την καμπάνα το πρωί κι έρχονταν ε­
κεί οι γυναίκες με τα φτυάρια και οι άντρες με κασμάδες, τσεκούρια, λοστούς,
κόφτρες και λοιπά εργαλεία χρειαζούμενα για να πραγματοποιήσουν σωστό­
τερα το καθορισμένο έργο.
Γινότανε τότε η κατανομή του προγράμματος και χωρίζονταν σε πολλά συ­
νεργεία και μικροομάδες, με κάποιον που επόπτευε για την καλή εκτέλεση των
έργων. Πρέπει να αναφερθεί ότι για να έχουν ιδιαίτερο ενδαφέρον οι εργαζό­
μενοι τους τοποθετούσαν γύρω από τη δική τους περιοχή. Σε όποιον έλειπε α­
δικαιολόγητα, ο πρόεδρος είχε την νόμιμη δυνατότητα να επιβάλει το καθορι­
σμένο απ’ το κοινοτικό συμβούλιο πρόστιμο προς συμμόρφωσή του. Ο θεσμός
της προσωπικής εργασίας άρχισε να άτονε ί σιγά σιγά με την διάνοιξη των α­
μαξιτών δρόμων, με αποτέλεσμα σήμερα όλοι οι ημιονικοί να καταστούν επι­
κίνδυνοι ή εντελώς αδιάβατοι, αφού έμειναν ασυντήρητοι.
Έτσι απεδείχθη ότι η προσωπική εργασία ήταν και είναι αναγκαία για τον
τόπο μας, αφού χάρη σ’ αυτή βρίσκονται ακόμη καλντρίμια που χρονολογού­
νται απ’ την εποχή της Τουρκοκρατίας και μαρτυρούν τόσο την εργατικότητα
των παλιών ανθρώπων όσο και την δεξιοτεχνία με την οποία έφτιαχναν τους
δρόμους των χωριών, τα λεγόμενα σοκάκια, τα γνωστά όπως προαναφέραμε
καλντρίμια, για να αποφεύγονται οι λάσπες. Και ήταν τόσο καλή η στερεότητα
της κατασκευής τους ώστε πολλοί από τους δρόμους αυτούς να κρατούν μέχρι
σήμερα τη φρεσκάδα και την παραδοσιακή ομορφιά με την άξια θαυμασμού
αρχιτεκτονική τους συμμετρία.

48
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ Τ ΡΙΤ Ο

ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΑΝΔΡΩΝ

Στα παλιά χρόνια η τοπική ενδυμασία είχε τα χαρακτηριστικά που συναντάμε


σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή, ακόμη σε όλη τη Ρούμελη και το Μωριά. Οι
ανδρικές ενδυμασίες αποτελούνταν από τη φανέλα, το σώβρακο, τις κάλτσες,
το γελέκι, τα τσαρούχια, τη σκούφια ή το φέσι και τη φουστανέλα. Ας περιγρά­
φουμε ξεχωριστά το καθένα για πλήρη ενημέρωση των σημερινών νέων.

Η Φουστανέλα
Η πολύπτυχη αυτή παραδοσιακή ενδυμασία, η οποία έχει ιστορική και εθνική
σημασία, γίνονταν από λευκό πανί χασέ ή του κάμπουτ με πολλά λαγγιόλια
(ζάρες), που στο κάτω μέρος ήταν ελεύθερες να ανοίγουν ανάλογα με την κί­
νηση του άνδρα, ενώ στο επάνω μέρος ενώνονταν σφιχτά και αποτελούσαν πε­
ρίμετρο ίση με την μέση του, και τις σκέπαζε ένα ζωνάρι από κάποιο ύφασμα
χρωματιστό που στις άκρες του είχε φούντες του ιδίου χρώματος. Μ’ αυτό το
ζωνάρι ζώνονταν στη μέση τους για να συγκρατείται καλύτερα η φουστανέλα.
Αργότερα η φουστανέλα που συνοδευόταν από τις κάλτσες εγκαταλείφθη-
κε και άρχισε να χρησιμοποιείται το μπουραζάνι, ένα είδος παντελονιού με
σούφρα στο επάνω μέρος, αρκετά απλόχωρο και καμωμένο από μάλλινο ύφα­
σμα σε διάφορα χρώματα. Το λευκό ήταν και το επίσημο, το μαύρο ή σκούρο
-επειδή δεν λέρωνε τόσο πολύ- το χρησιμοποιούσαν καθημερινά στις ποιμενι-
κές και γεωργικές απασχολήσεις.

Το Πουκάμισο
Καμωμένο κι αυτό από το ίδιο πανί, με φαρδιές μάνικες, κούμπωνε μπροστά
με άσπρα κουμπιά.

Το Γιλέκι
Μαύρο ή γαλάζιο από δίμυτο ύφασμα μαντανισμένο ή καμωμένο από τσόχινο
ύφασμα, κοντό ως τη μέση, κουμπώνονταν σταυρωτά με διακοσμητικά κου­
μπιά, στις άκρες και στα πλάγια ράβονταν σειρίτια και κορδέλες χρυσές μετα­
ξωτές, που το ’καναν πολύ στολισμένο, παραδοσιακό και μεγαλόπρεπο. Είχε
δύο μικρές τσέπες, περίπου στο ύψος του στήθους, που στη μια έβαζαν τα πα­
λιά στρογγυλά ρολόγια, κρεμασμένα με ασημένιες πολυσύνθετες καδένες, που
κρέμονταν επιδεικτικά μπροστά σε σχήμα κυκλικό.

49
Δείγμα παλιάς ενδυμασίας

Το Μαντίο
Υφαντό κι αυτό ή από τσόχα μπλε ή μαύρη. Το μάκρος του έφθανε ως τη φου­
στανέλα, τα μανίκια του φαρδιά, με γαϊτάνι ή κορδέλα στις άκρες, ρίχνονταν
πίσω προς την πλάτη και έφθαναν ως τη μέση.

Οι Κάλτσες
Ύφασμα λευκό υφαντό καμωμένο με διαλεχτά μαλλιά και ψιλό υφάδι. Κόβονταν
στα μέτρα του ποδιού και ράβονταν με σταυροβελονιά. Στο κάτω μέρος κατέ­
ληγε σε δυο τριγωνικές μύτες, τα λεγάμενα φτερνίδια, τα οποία ένωνε ένα λου­
ρί ή μια κορδέλα πλεκτή που περνώντας κάτω από την καμάρα του ποδιού
κούμπωνε στο ένα τρίγωνο για να κρατάει τις κάλτσες τεντωμένες. Κάτω από
τα γόνατα δένονταν οι καλτσοδέτες, που ήταν λουρίδες μαύρες υφαντές ή πλε­
κτές με γαϊτάνια στις άκρες τους, και κατέληγαν σε φούντες. Στο δέσιμο οι
φούντες έμπαιναν στο πίσω μέρος του ποδιού και κρέμονταν απάνω στη γά­
μπα.
Άλλου είδους κάλτσες, τα λεγάμενα τσουράπια, ήταν πάντα μάλλινα, χον­
δρά, πλεκτά, ως το γόνατο, με καλτσοδέτες που δένονταν κάτω από το γόνατο.

50
Το Σελάχι
Ήταν μια πολύπλοκη εξάρτηση από κατεργασμένο δέρμα, με πολλές θήκες
που ζώνονταν στη μέση, που η εξωτερική επιφάνεια του ήταν κεντημένη με ει­
δικά μικρά κουμπιά. Το εσωτερικό το αποτελούσαν σύνθετα φύλλα στα οποία
τοποθετούσαν τα προσωπικά τους είδη, την κουμπούρα, το σουγιά, το μαχαίρι,
το μικρό καθρεφτάκι, την τσατσάρα και το ψαλίδι. Δεν έλειπε ποτέ η καπνο-
σακκούλα, ο πριόβολος, το στουρνάρι, η ίσκα, που όλα αυτά ήταν εξαρτήματα
του καπνιστή. Εκεί τοποθετούσαν το κοπίδι για να πελεκάνε και να σκαλίζουν
ρόκες κι αγκλίτσες, σε κάποια δίπλη έβαζαν ακόμη και τα χρήματά τους, δεν έ­
λειπε φυσικά ποτέ και το βελόνι με αρκετή κλωστή. Το βράδυ στον ύπνο το έ­
βγαζαν και το ’βαζαν προσκέφαλο.

Η Σκούφια
Τον περασμένο αιώνα ήταν απαραίτητο εξάρτημα της ανδρικής στολής. Ήταν
φτιαγμένη από λαξένιο ύφασμα καλής ποιότητας και γύρω με κεντητή μαύρη
ψιλή καφασωτή δαντέλα. Φορούσαν ακόμη φέσι κόκκινο με φούντα και οι με-
ρακλήδες φορούσαν το φέσι ή τη σκούφια λίγο στραβά και άφηναν να μένει έ­
ξω ένα μέρος από τα μαλλιά που μαζί με το στριμμένο μουστάκι έδειχναν τη
λεβεντιά τους.

Τα Τσαρούχια
Τα πρώτα χρόνια η επίσημη ποδεσιά τους ήταν τα ραφτά τσαρούχια από δέρ­
μα ταλαντίνι και αργότερα γινότανε καρφωτά με δασιές πρόκες από κάτω. Το
χρώμα τους ήταν μαύρο ή κόκκινο, οι μύτες τους κοίταζαν προς τα επάνω και
σκεπάζονταν με μάλλινες ή τρίχινες μεγάλες φούντες. Η καθημερινή ποδεσιά
ήταν τα λουροτσάρουχα καμωμένα από δέρμα γουρουνιού, αλόγου ή βοδιού,
γαϊτανωμένα γύρω γύρω με γίδινο λουρί που δένονταν σταυρωτά πάνω απ’ τον
αστράγαλο.

Η Κάπα
Η μεγάλη κάπα γίνονταν με τραγομαλλίσιο ύφασμα αφού πρώτα κατεργάζο­
νταν στην περίφημη νεροτροβιά. Με το ίδιο ύφασμα γίνονταν και οι κοντόκα-
πες. Η μεγάλη κάπα είχε το σχήμα μπέρτας και κρέμονταν εμπρός και πίσω
στις πλάτες με μήκος έως κάτω από τα γόνατα. Από τους ώμους κρέμονταν δύο
μανικοκάπια στα πλάγια και πίσω. Αυτές που θεωρούνταν επίσημες, που ανα­
πληρούσαν το σημερινό παλτό και τις φορούσαν στις διάφορες κοινωνικές εμ­
φανίσεις, οι γύρω άκρες τους ήταν γάίτανωμένες με άσπρα φαρδιά στρίμματα
για να ’χουν καλύτερη εμφάνιση, ενώ με μαύρα ή γαλάζια στρίμματα για να
μην λερώνουν, τις χρησιμοποιούσαν οι τσοπαναραίοι καθημερινά για να τους
προστατεύει από τις αγριάδες του καιρού, καθώς ξενυχτούσαν τις περισσότε­
ρες φορές κάτω από τα γέρικα δέντρα ή τα πρόχειρα στρουγκοκάλυβα, όπου
πάντα έμεναν με τα ζωντανά της στάνης τους.

51
Η Κοντόκαπα
Τη χειμωνιάτικη περίοδο ή και τον περισσότερο καιρό φορούσαν καθημερινά
την κοντόκαπα. Η κοινή κάπα φτιαγμένη κι αυτή με τραγίσιο μαλλί, ξεστό και
κατάλληλο για την προστασία από τα κρύα, σε διάφορα χρώματα, σε μαύρο ή
κανούτο ανάλογα με την προτίμηση που είχε ο καθένας. Γαϊτανωμένη κι αυτή
στα άκρα με μαύρα στρίμματα και με κατσούλα ραμμένη στην τραχηλιά, είχε
το σχήμα πατατούκας αλλά ήταν πιο μακριά, με ανοιχτά μανίκια από τις μα­
σχάλες ως τους αγκώνες και δύο τσέπες βαθιές δεξιά και αριστερά, γαϊτανω-
μένες κι αυτές στο άνοιγμά τους.

Οι Πατατούκες
Τις έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα του αργαλειού αφού πρώτα το επεξεργά­
ζονταν στο μαντάνι. Το χρώμα τους ήταν πάντα μπλε ή μαύρο σε στυλ όμοιο με
το σημερινό σακάκι και τις φορούσαν καθημερινά.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Οι γυναίκες του τόπου μας φορούσαν ντόπιες ενδυμασίες που αποτελούνταν


από την εσωτερική φανέλα, το πουκάμισο, τις κάλτσες, το γιλέκο, το φουστάνι,
την ποδιά και το μαντήλι. Η εσωτερική φανέλα ήταν κατά το πλείστον μάλλινη
υφαντή ή πλεχτή από μαλακό μαλλί πρόβειο, λευκή ή γαλάζια, κεντημένη γύρω
γύρω στο άνοιγμα της τραχηλιάς.

Το Πουκάμισο
Γινότανε από λευκό πανί του κάμπουτ ή χασέ. Το μπροστινό μέρος ήταν με
πιέτες και κούμπωνε με κουμπιά. Το άνοιγμα της τραχηλιάς και τα γύρω α­
κραία μέρη ήταν κεντημένα με διάφορα χρώματα.

Το Φουστάνι
Με ύφασμα κι αυτό από καλό μαλλί σε διάφορα χρώματα, κρέμονταν από τους
ώμους και μέχρι τον αστράγαλο, πολύ φαρδύ, έκανε λούκια στη μέση ή σούρα
που κούμπωνε με κουμπί ή κόπιτσα. Πάντα πολυκεντημένο με τη γνωστή ευαι­
σθησία της γυναίκας που αρέσκεται στα στολίδια, γύρω γύρω με δαντέλες και
διάφορα διακοσμητικά κεντίδια.

Το Γιλέκο
Γιλέκο ή κοντογούνι (κοντό γιλεκάκι) προσαρμοσμένο όμορφα στο σώμα, κο­
ντό ως τη μέση από υφαντό ή βελούδινο ύφασμα, κοντομάνικο, κεντημένο με
χρυσές κλωστές με στρίμματα και γαϊτάνια γύρω γύρω, μπροστά και πίσω.

52
Η Ποδιά
Απλή αλλά φτιαγμένη με το μεράκι της γυναικείας επινόησης, μάλλινη κι αυτή,
ζωσμένη στη μέση και προς τα κάτω στο εμπρόσθιο μέρος και δένονταν στο πί­
σω μέρος μ’ ένα κορδόνι ή μια κορδέλα. Την φορούσαν καθημερινά στο σπίτι
και στις δουλειές για να προστατεύουν το φουστάνι. Καμωμένη σε διάφορα
σχήματα και τριγύρω με διάφορες κορδέλες χρωματιστές ή κεντήματα και στο
δεξιό μέρος τοποθετούσαν ένα φανταστικό κομψό τσεπάκι.

Οι Κάλτσες
Οι κάλτσες ήταν πλεχτές, μάλλινες και χοντρές, τα λεγόμενα τσουράπια.
Έφταναν μέχρι τα γόνατα και τις έδεναν με καλτσοδέτες κεντημένες στο πάνω
μέρος, με καγκελωτά καφάσια διαφόρων χρωμάτων ή και εντελώς απλές, σε
διάφορα χρώματα.

Η Ποδεσιά και τα Στολίδια


Τα παλιότερα τα χρόνια οι γυναίκες φορούσαν κόκκινα τσαρούχια επίσημα,
φυσικά για τις γιορτές, τα λεγόμενα κιοσλέδες ή σκαρπίνια. Αργότερα αντί για
τσαρούχια άρχισαν να φοράνε παπούτσια, τις λεγάμενες γόβες, και η καθημε­
ρινή τους ποδεσιά ήταν πάντα τα λουροτσάρουχα (μετά το 1950 άρχισαν να
φοράνε κανονικά παπούτσια). Στο κεφάλι μαντήλι κεντημένο με κρόσια και
μπερμπύλες δαντηλωτές. Τα ανύπαντρα κορίτσια φορούσαν άσπρα μαντήλια
και τη φορεσιά συμπλήρωναν τα καλλίτεχνα χρυσαφικά και ασημένια που τα
φορούσαν επιδεικτικά. Στο λαιμό περιδέραιο και καδένες, στ’ αυτιά σκουλαρί­
κια, διάφορες καρφίτσες κεντητές και το κιοστέκι κόπτσες με σειρές αλυσίδες
που κούμπωναν η μια μετά την άλλη και στα χέρια καλλίτεχνα βραχιόλια. Πολ­
λές φορές στις φτωχότερες τάξεις αυτά τα στολίδια ήταν από κατώτερα μέταλ­
λα, από μπρούτζο ή άλλο ευτελές μέταλλο.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ -
ΚΑΣΤΡΑ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑ-ΛΑΚΚΟΥ

Δύο παλιά κάστρα, άγνωστης για μας εποχής -αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν
εξερευνηθεί απ’ την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αν και τέθηκαν υπ’ όψιν της-
του Σαρανταπόρου και του Μέγα-Λάκκου, που απέχουν μεταξύ τους 7-8 χιλιό­
μετρα, παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες ότι και στον εγκαταλειμμένο απ’ το
σημερινό κράτος αυτόν τόπο, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε αφήσει τα ί­
χνη του.
Απ’ τα ελάχιστα επιφανειακά ευρήματα υποθέτουμε ότι χρονολογούνται α­
πό την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, αφού βρέθηκαν ασημένια νομίσματα που

53
απ’ τη μια πλευρά απεικόνιζαν τον Μ. Αλέξανδρο καβάλα στον Βουκεφάλα και α ­
πό την άλλη ένα περιστέρι. Σε τάφο γυναίκας βρέθηκαν επίσης ένα αγαλματά-
κι χελώνας μικρών διαστάσεων καθώς και χρυσά σκουλαρίκια κομψής κατα­
σκευής και άριστης καλλιτεχνίας. Επίσης βρέθηκαν κομμάτια από σπασμένα
πήλινα αγγεία, αρίστης κατασκευής, με επικάλυμμα ανεξίτηλου υλικού (τύπου
πίσσας), οικοδομικά πήλινα ζύγια σχήματος πυραμίδας, τρύπιες ειδικές χειρο­
κίνητες μυλόπετρες, πήλινα αγαλματάκια γυναικών, διαφόρων μεγεθών σπα­
σμένα κεραμίδια κλπ.
Τα υπάρχοντα κτιριακά λείψανα από τεράστιους ογκόλιθους σχήματος ορ­
θογώνιου παραλληλεπιπέδου (αγκωνάρια), διαστάσεως πλέον του ενός μέ­
τρου, απομεινάρια της φθοράς του χρόνου —όσο και των φθοροποιών κατοί­
κων των πέριξ που τα έσπασαν κατασκευάζοντας τα μικρά αγκωνάρια για το
κτίσιμο των σπιτιών τους — που άλλοτε αποτελούσαν τα γρανιτένια οχυρά των
εντός των κάστρων κατοίκων, μαρτυρούν την ανασφάλεια όλων των εποχών α ­
πό καταβολής κόσμου.
Το Κάστρο Σαρανταπόρου βρίσκεται κοντά στα όρια Σαρανταπόρου-
Μαυρόλογγου, στο σημερινό κτήμα των αδελφών Βάιου και Ευάγγελου Σπα­
νού, το δε Μέγα-Λάκκου βόρεια του οικισμού Μέγα-Λάκκου, στο κτήμα των
υιών Αναστασίου Δήμου. Ή ταν κτισμένα σε τρουλωτούς λόφους για να ελέγ­
χεται εύκολα όλος ο πέριξ αυτών χώρος.
Επαναλαμβάνουμε ότι και τα δύο κάστρα παραμένουν σε μια άγραφη και
άγνωστη ιστορία γιατί δυστυχώς δεν ερευνήθηκαν ποτέ από την Αρχαιολογική
Υπηρεσία, γ ι’ αυτό και κρύβουν ακόμα φυλαγμένους στον κόρφο τους θησαυ­
ρούς που δεν ήλθαν ποτέ στην επιφάνεια.
Πέραν όμως απ’ αυτά τα δύο κάστρα υπάρχουν στην περιφέρειά μας και
άλλοι ανεξερεύνητοι αρχαιολογικοί χώροι μεταξύ των χωριών Νεράιδας,
Μαυρομάτας και Αγράφων στις τοποθεσίες Μπέσια και Κύφου, που τις χωρί­
ζει το γραφικό ποτάμι, ο Μπεσιώτης, και έχουν έκταση σαράντα και πλέον χι­
λιάδες στρέμματα που ανήκουν σήμερα σε τσιφλικάδες. Υπάρχουν εκεί ερεί­
πια παλιών οικισμών που μαρτυρούν ότι στον απόμερο αυτόν χώρο έζησαν
προοδευτικοί για την εποχή εκείνη άνθρωποι. Γραπτά στοιχεία δυστυχώς δεν
υπάρχουν. Πάντα εδώ σ’ αυτόν τον τόπο, οδηγός στην ιστορία είναι η παράδο­
ση, η οποία αναφέρει ότι πλήθος από γεγονότα σημειώθηκαν εκεί. Στρατοί
διαφόρων εθνικοτήτων πέρασαν κατά καιρούς με αποτέλεσμα να καταστρα­
φούν κατ’ επανάληψη τα χωριά αυτά. Και οι μόνιμοι μάρτυρες που απέμειναν
είναι τα εκτεταμένα θλιβερά ερείπια από πέτρινα τοξωτά γεφύρια αρίστης πα­
λιάς τέχνης, με τη γνωστή οικοδομική ύλη, το κιρέτσι, που ακόμα σώζονται για
να μαρτυρούν την παλιά τεχνολογία, και οι καλλιτεχνικοί, πλακοστρωμένοι
δρόμοι, που ενώνουν τα δύο χωριά, για την κατασκεύη των οποίων χρειάστηκε
να πελεκήσουν απόκρημνα βράχια, πράγμα που μαρτυρεί την εργατικότητα ε­
κείνων των ανθρώπων, που ό,τι έκαναν το έκαναν με προσωπική τους εργασία.
Στο φυσικό, από βράχια, αδιαπέραστο οχυρό, το λεγόμενο Καστράκι, υ­
πάρχουν ανάμεσα στα κοιλώματα των βράχων ερείπια μικρών οικημάτων

54
Καστράκι, το αδιαπέραστο φυσικό παλιό φρούριο

(στρατώνων) που έμοιαζαν με κελλιά ασκητών για να στεγάζονται οι στρατιώ­


τες, οι υπερασπιστές του κάστρου, και τα γυναικόπαιδα σε περιπτώσεις εχθρι­
κών επιδρομών. Εκεί, στα απότομα πριονωτά βράχια, βρίσκονται οι περίφημες
σκαλιστές πολεμίστρες.
Κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν απομεινάρια τοξωτών γεφυριών και
νερόμυλων. Τα ερείπια πολλών εκκλησιών δείχνουν την άριστη παλιά αρχιτε­
κτονική της εποχής εκείνης. Σώζεται ακόμη ένα μέρος της τρισυπόστατης με-

55
Απομεινάρι της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής

γάλης εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, στο Παλιοχώρι Μπέσιας.


Υπάρχουν ακόμη ερείπια και άλλων εκκλησιών: του Προφήτη Ηλία, που
τον είχαν προστάτη στην κορυφή στο Καστράκι, του Αγίου Γεωργίου, του Αγί­
ου Αθανασίου, του Αγίου Ιωάννου στο πετράλωνο, όπου υπάρχει ως σήμερα
πλάι στο ιερό της εκκλησίας μια βελανιδιά τεραστίων διαστάσεων σε πάχος
και ύψος, ένας χιλιόχρονος μάρτυρας-γίγαντας. Η παράδοση αναφέρει ότι σ’
αυτήν είχαν κρεμασμένη μια μεγάλη καμπάνα και, όταν σε κάποια αιφνιδια­
στική επιδρομή των Τούρκων, οι κάτοικοι τη χτύπησαν συνθηματικά για να ει­
δοποιηθούν οι υπόλοιποι ότι κάποιο κακό συμβαίνει, οι Τούρκοι κατάλαβαν το
σκοπό της κρούσης της καμπάνας και οργισμένοι για την αποτυχία της επιδρο­
μής κατέστρεψαν τα πάντα και πρώτα απ’ όλα τον κράχτη, την καμπάνα, που
την χαρακτήρισαν ως σκοπό και φύλακα του χωριού.
Ας αναφερθεί για την ιστορία ότι, από την ημέρα που η Ελλάδα υποδουλώ­
θηκε, οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει αυστηρά να σημαίνουν οι καμπάνες των
εκκλησιών, διότι τις θεωρούσαν ως ζωντανά πατριωτικά σύμβολα που ενδυνά­
μωναν και ζωντάνευαν με υπερφυσικές δυνάμεις τα αισθήματα των Ελλήνων.
Έτσι οι καμπάνες σ’ όλη την Ελλάδα βουβάθηκαν επί τετρακόσια χρόνια.
Υπάρχουν ακόμη στην Μπέσια βρύσες παραδοσιακές, που άλλες εξακο­
λουθούν να προσφέρουν νερό και άλλες απέμειναν ξερόβρυσες, διότι η πολυ-

56
Και δεύτερη βασιλική βρύση

καιρία κατέστρεψε τα δίκτυα -καμωμένα με τα γνωστά κεραμικά κιοΰνια- που


μετέφεραν τα νερά. Υπάρχουν επίσης αυλάκια αποστάσεως πολλών χιλιομέ­
τρων, φτιαγμένα με κιρέτσι, που μετέφεραν νερά για άρδευση από τη γνωστή
θέση Πλατανόρεμα ως τις θέσεις Νοΰσια, Καλόγρια, Χούνη και Βούζια. Προ
δεκαετίας μια μπουλτόζα, διερχόμενη για την διάνοιξη αμαξιτού δασικού δρό­
μου, έφερε σε φως κυκλική πέτρινη υπόγεια στοά, που άγνωστο ποιους σκο­
πούς εξυπηρετούσε.
Σε παλιούς τάφους βρέθηκαν κατά καιρούς, από περίεργους, πολεμικά ξί­
φη, λίθινα εργαλεία, αγγεία από κεραμικά, αγαλματάκια, νομίσματα από χαλ­
κό διαφόρων εποχών, χρυσά και ασημένια κοσμήματα, δακτυλίδια, καρφίτσες
και ένα πλήθος άλλα αντικείμενα.
Πέραν όμως των αντικειμένων της ανθρώπινης παλιάς τεχνολογίας που
προκαλούν σήμερα το θαυμασμό, στην περιφέρεια αυτή, στη θέση Ξερολάγγα-
δο, υπάρχει ένα μεγάλο όχι ανθρώπινο αλλά θεόκτιστο έργο, η λεγάμενη σπη­
λιά του Μανώλη, που όπως μας λέει η μυθολογία, ο Ξένιος Δίας έκτισε τις
σπηλιές, για να φιλοξενεί τους άστεγους, τους κατατρεγμένους και κάθε είδος
ζώου, πουλιού και ερπετού.
Εκεί, στο βαθούλωμα ενός απόκρημνου βράχου, στο στεγανό κοίλωμα, στε­
γάζονταν κατά τις κακοκαιρίες τα λεβεντογεννημένα ασκέρια των ηρωικών
κλεφταρματωλών Μπουκουβάλα, Καραίσκάκη και Κατσαντώνη. Η φιλόξενη
αυτή σπηλιά χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας των σταυραετών της λευτεριάς,
οπότε πρόσφερε και εθνική υπηρεσία, πέραν της φιλοξενίας στους τσοπάνηδες
της περιοχής· γι’ αυτό και το διπλανό υψωματάκι πήρε το όνομα «Λημέρι του
Κατσαντώνη».
Εκεί ήταν πάντα η ενέδρα όπου καιροφυλακτούσαν οι γενναίοι επαναστά-

57
τες των Αγραφων, να τσακίσουν τα τούρκικα τμήματα που θα περνούσαν απ’
το Μέγα Γεφύρι προς τα χωριά των Αγραφων με σκοπό να ξεκληρίσουν την
ανθρώπινη ζωή και να ξεριζώσουν το κίνημα της επανάστασης.
Ο οικισμός Κύφου φαίνεται πολύ πιο παλιός. Η παράδοση, που διατηρεί κι
εδώ την άγραφη ιστορία, μας ομιλεί για προχριστιανικό οικισμό, για το ιστορι­
κό βασίλειο των Κυφαίων. Στη θέση που λέγεται ως σήμερα Παλάτι, φαίνεται
καθαρά ο τόσο διαλεχτός χώρος του παλατιού του βασιλιά Γουνέα, που έλαβε
μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, η ευρύχωρη ισοπεδωμένη αυλή και ο κήπος, συνέ­
χεια το κτιριακό συγκρότημα, που βρίσκεται πιο ψηλά σε περίοπτη θέση, και η
περίφημη βασιλική βρύση με τη δεξαμενή, που η διατήρησή της επί τόσους αι­
ώνες μαρτυρεί τον πολιτισμό της εποχής εκείνης. Πέραν όμως απ’ αυτή τη βρύ­
ση υπήρχε και δεύτερη. Το νερό της μεταφέρονταν από τη θέση Καναλάκι με
δίκτυο που βρισκόταν σε βάθος 80 εκατοστών, το οποίο αποκαλύφθηκε το έτος
1937, όταν κάποια μικρή κατολίσθηση του εδάφους το έβγαλε στην επιφάνεια.
Εκτός όμως από τις δύο αυτές βασιλικές βρύσες, υπήρχαν κι άλλες που
τροφοδοτούνταν από τις απέναντι πηγές της Γκούρας, από απόσταση περίπου
πεντακοσίων μέτρων, που φαίνονται ακόμη οι υδρομαστεύσεις.
Διατηρούνται ως σήμερα πέτρινα αλώνια, νεκροταφείο και κάτω στο ποτά­
μι, στη θέση Καραβδά, αυλάκι που μετέφερε νερό από τη Μέγδοβα για λει­
τουργία νερόμυλου. Στο δυτικό μέρος των ερειπίων υπάρχει δάσος (Ζάβατο)
από αιωνόβιες καστανιές και καρυδιές μεγάλων διαστάσεων. Όπως φαίνεται,
οι οικισμοί αυτοί του Κύφου και της Μπέσιας καταστρέφονταν κατά περιό­
δους από αναταραχές που επικρατούσαν και ξανακατοικούνταν ύστερα από
χρόνια από άλλες γενιές.
Κατά την παράδοση, το 1720 περίπου, η επάρατη αρρώστια της πανούκλας
αποδεκάτισε όλους τους κατοίκους των χωριών Κύφου, Μπέσιας, Σπινάσας,
Ρογάτας, Ζογλωπιού, Απιδιάς, Μακροχρύσου κλπ. Στην ερήμωση των προη­
γούμενων οικισμών συνετέλεσαν ακόμη και οι τακτικές επιδρομές τούρκικων
στρατευμάτων, που είχαν οργανωθεί για την εξόντωση των κλεφταρματωλών
στην περιοχή των Αγράφων. Έτσι, οι εναπομείναντες από την συντέλεια του
αφανισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους και εγκαταστάθηκαν στη Ρουμανία, τη
Μικρά Ασία, τη Μακεδονία και σε άλλα μέρη πεδινά.
Διερχόμενος ο Πουκεβίλ, περί το 1821, από τα χωριά των Αγράφων αναφέ­
ρει ότι υπήρχαν ακόμη στη Μπέσια περί τις δέκα οικογένειες. Ο Δημο-Γιάν-
νης, ένας φανατικός κυνηγός, στις διηγήσεις του έλεγε ότι πήγαινε γύρω στο έ­
τος 1835 με άλλους Σπινασιώτες για κυνήγι ελαφιών στη Μπέσια και διανυκτέ-
ρευαν σε σπίτια εγκαταλειμμένα που διατηρούνταν ακόμη.
Δυστυχώς ως σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη δεν μπόρεσε ποτέ να περά­
σει από εκεί για να ερευνήσει τους αρχαιολογικούς αυτούς χώρους, που κρύ­
βουν στα σπλάχνα τους την μακρόχρονη ενδιαφέρουσα ιστορία τους.

58
ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΩΣ ΜΕΣΑ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Η μοίρα το ’φερε να κατοικήσουν άνθρωποι εδώ σ’ αυτές τις άγριες και δύ­
σβατες περιοχές, που αναγκαστικά οι πρώτοι κάτοικοι διάλεξαν πιεξόμενοι α­
πό την οδυνηρή και μακρόχρονη σκλαβιά. Εδώ έβρισκαν το σπουδαιότερο και
ασφαλέστερο καταφύγιο. Ανέβαιναν στα βουνά οι παντός είδους κατατρεγμέ­
νοι για να ζητήσουν λίγη ασφάλεια και προστασία, στις πολυτάραχες εκείνες
εποχές που βασάνιζαν σκληρά τους προγόνους μας. Έτσι σιγά σιγά δημιουρ-
γήθηκαν απομονωμένα μικρά και μεγάλα χωριά σε απόκρυφα μέρη των αγρα-
φιώτικων βουνών.
Εκεί αντιμετώπιζαν άπειρα προβλήματα, διότι ο τόπος ήταν από τη φύση
του άγονος και φτωχός και αναγκάζονταν να προμηθεύονται ό,τι τους έλειπε
—και προπαντός το "ψωμί— από τον κάμπο. Έσκαβαν τα βράχια με λοστούς
για ν’ ανοίξουν στενούς και επικίνδυνους δρόμους ώστε να συνδεθούν τα χω­
ριά μεταξύ τους, περνώντας από δύσβατες κακοτοπιές και απόκρημνα μέρη.
Χειρότερα προβλήματα αντιμετώπιζαν με τα επίσης άγρια και ορμητικά
ποτάμια, τα οποία συχνά τους δημιουργούσαν προβλήματα και τους βασάνιζαν
κατά τις συνεχείς νεροποντές, αποκόβοντάς τους από τα κέντρα εφοδιασμού.
Για να δαμάσουν οριστικά τα ποτάμια άρχισαν, από το 1500 περίπου, να κατα­
σκευάζουν τα γραφικά για σήμερα πέτρινα γεφύρια.
Η κατασκευή τους γινότανε από καλλιτέχνες και έμπειρους μαστόρους που
είχαν ειδικευθεί στον τομέα αυτό, που το προβάδισμα σ’ αυτά τα έργα την επο­
χή εκείνη είχαν οι Ηπειρώτες. Γι’ αυτά τα υπέροχα γεφύρια υπάρχουν πά-
μπολλοι θρύλοι, που μας λένε ότι για να στεριωθεί το γεφύρι έπρεπε στα θεμέ­
λιά του να θυσιαστεί άνθρωπος. Γι’ αυτό και το τραγούδι λέει: «Αν δεν στεριώ-
σητε άνθρωπο γιοφύρι δεν στεριώνει».
Για το γεφύρι της Αρτας, μας λέει η παράδοση, πως για να στεριώσει χρει-
άσθηκε να θεμελιωθεί η γυναίκα του πρωτομάστορα. Η κατασκευή των τοξω­
τών γεφυριών άρχιζε την άνοιξη, όταν τα νερά λιγόστευαν και τα μεγάλα συ­
νεργεία των μαστόρων που αποτελούνταν από πολλά μέλη, προσπαθούσαν να
ολοκληρωθεί ως το φθινόπωρο το έργο, πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια.
Χρησιμοποιούσαν κατάλληλα υλικά, το γνωστό κιρέτσι ή κριτσίνι, που ήταν
ασβέστης καλά ψημένος στις ασβεσταριές και ποταμίσια άμμος από στουρνά­
ρι, ασπράδια αυγών και πολλές φορές έβαζαν στα υλικά και μαλλιά ζώων.
Πάρα πολλά τέτοια γεφύρια υπήρχαν στο ποτάμι του Μέγδοβα, όπως της
Δάφνης, της Μαυρομάτας, το χιλιοτραγουδισμένο θρυλικό Μέγα Γεφύρι της
Νεράιδας, του Καροπλεσίου και άλλα τέσσερα στο ποτάμι Μπεσιώτη. Στο πο­
τάμι Σαρανταπόρου υπάρχουν ακόμη λείψανα από πέτρινα γεφύρια στις εξής
θέσεις: Στη θέση Καγκέλια προς το Μέγα-Λάκκο, στη θέση Μουχτούρι, άλλο
πιο πάνω από του Γιάννη-Γεφύρι, στη θέση Άμπλα, πενήντα μέτρα πιο κάτω α­
πό το σημερινό γεφύρι, στο Σκλετζόρεμα και στη θέση Μαντζαράκι. Αργότε­
ρα, που ο χρόνος κατέστρεψε τα περίφημα αυτά γεφύρια, αφού δεν υπήρχε

59
Η γέφυρα του Μπεσιώτη, δείγμα παλιάς τέχνης και απομεινάρι της φθοράς του χρόνου

κρατική μέριμνα για να τα συντηρήσει ώστε να σωθούν, οι μετέπειτα γενιές ε­


ξυπηρετούνταν κατασκευάζοντας πρόχειρα ξύλινα γεφύρια σε στενές διαβά­
σεις του ποταμού, πάντα δυσκολοδιάβατα και επικίνδυνα.
Για την ιστορία θα αναφερθούμε ξεχωριστά στο καθένα.

ΤΟΞΩΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΜΠΕΣΙΩΤΗ

Το τελευταίο γεφύρι που σώζεται ακόμη ως σήμερα στην περιφέρειά μας είναι
στο ποτάμι του Μπεσιώτη, κοντά στη θέση Τούμπανος, στο Παλιοχώρι, κολλη­
μένο στο στόμιο ενός άγριου φαραγγιού, σ’ ένα στένωμα των απόκρημνων
βράχων. Ενώνει τις δύο κάθετες πλαγιές και κρατάει ακόμη σ’ αυτή τη θέση
ζωντανή την ιστορία του τόπου. Έ να σπουδαίο δείγμα παλιάς παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής, παραμένει συνεχώς στη θέση του αιώνες το γρανιτένιο αυτό α­
ριστούργημα, ως μοναδικός μάρτυρας μέσα στον ερημότοπο. Άντεξε στη σκλη­
ρή φθορά των καιρών, στέκεται ακόμη περήφανο στη μακρόχρονη ιστορία και
πιστό στο καθήκον του, για να κρατήσει το χαρακτήρα της περασμένης παλιάς
εποχής και θα επιζήσει ακόμη αιώνες.
Δεξιά και αριστερά οι δρόμοι που οδηγούσαν στο γεφύρι, ξεφτισμένοι από
το πέρασμα του χρόνου, μοιάζουν σαν σκελετός ραχοκοκκαλιάς και κάνουν

60
πολύ προσεκτικό το διαβάτη στο διάβα του. Μετά την καταστροφή του χωριού
της Μπέσιας, σήμερα μόνο ψαράδες, κτηνοτρόφοι και κυνηγοί το επισκέπτο­
νται, γιατί βρίσκεται σε απόμερο τόπο. Πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο να το
επισκεφθούν όσοι επιθυμούν να κρατήσουν ζωντανή την ιστορία της Μπέσιας,
απολαμβάνοντας συγχρόνως και τις σπάνιες φυσικές ομορφιές της περιοχής.

ΜΕΓΑ ΓΕΦΥΡΙ

Άγνωστο παραμένει πότε και από ποιους ακριβώς χτίστηκε και στεριώθηκε το
πέτρινο τοξωτό γεφύρι στο ποτάμι του Μέγδοβα, το λεγόμενο Μέγα Γεφύρι,
που κατά την παράδοση στεριώθηκε όπως όλα τα πέτρινα γεφύρια, περί το
1659, εποχή που υπήρχε η μεγάλη ακμή στα χωριά Κύφου, Μπέσια και την πα­
λιά Σπινάσα, για να εξυπηρετεί ανθρώπους και ζώα. Σύμφωνα με την παράδο­
ση και την ομολογία των γερόντων, στα θεμέλιά του είχαν σφάξει έναν αράπη
από το ένα μέρος και μια γυναίκα από το άλλο, την περίφημη Μαριώ, για
να στεριώσει το γεφύρι και ν’ αντέχει στις μεγάλες κατεβασιές του ποταμού
—που η βοή και η δύναμή του έμοιαζαν σαν μανιασμένου ταύρου, γι’ αυτό πή­
ρε αρχικά και το όνομα Ταυρωπός, δηλαδή δυνατό ποτάμι σαν ταύρος — και ό­
τι δήθεν στις μεγάλες φουρτούνες, που τα ορμητικά θολά νερά του έμοιαζαν
σαν αδάμαστο αγρίμι που απειλεί να παρασύρει στο διάβα του τα πάντα, α-
κούγονταν η φωνή της Μαριώς που με απόγνωση φώναζε: «Κράτα αράπη το
γεφύρι!». Η φαντασία των παλιών ανθρώπων δημιούργησε μύθους γι’ αυτή την
γυναίκα, πως δήθεν την είδαν πάρα πολλοί περαστικοί τη νύχτα να στέκεται
σαν φάντασμα στην άκρη του γεφυριού. Πολλά γι’ αυτή μας διηγήθηκαν οι αεί­
μνηστοι Δημήτριος Σπ. Δήμος (Γούμενος) και ο Ηλίας Γ. Καραμέτος.
Έτσι άντεξε στις δυνατές πιέσεις του μανιασμένου ποταμού με τις απειλη­
τικές φουρτούνες του, πάλεψε με τους παγωμένους ανέμους στις βαρυχειμω­
νιές, υπέφερε στις νεροποντές και στις απειλές των βράχων που κατρακυλού­
σαν δαιμονισμένα και από τις δύο πλευρές, σαν να ήθελαν να το συντρίψουν,
αλλά παρ’ όλα αυτά έμενε συνεχώς ατάραχο.
Και ποιος δεν διάβηκε αυτό το μεγαλόπρεπο γεφύρι! Γενιές και γενιές,
κουρασμένοι στρατοκόποι από τα χωριά των Αγραίων, του Βάλτου και του Ξη-
ρομέρου ως το Αγρίνιο και το Μεσολόγγι, συμπεθερικά με άλογα στολισμένα,
ασπροντυμένες ντροπαλές νύφες και αγνοί καμαρωτοί γαμπροί, ταξιδιώτες
που έπαιρναν με πόνο και καημό το δρόμο της πικρής ξενιτειάς σ’ όλα τα πέ-
ρατα του κόσμου για να βελτιώσουν την οικογενειακή τους οικονομία, φουστα-
νελοφόροι με λεβέντικες κορμοστασιές, ζωοκλέφτες και άνθρωποι της νύχτας,
τσελιγκάδες με χιλιάδες γιδοπρόβατα που ηχούσαν τα κυπροκούδουνα, κατε­
βαίνοντας πότε προς τα χειμαδιά και πότε προς τις ζηλευτές και αμόλυντες ό­
μορφες βουνοκορφές των Αγράφων, κλέφτες και αρματωλοί, τ’ ασκέρια των

61
Απομεινάρι του δεξιού βάθρου του θρυλικού γεφυριού

Κατσαντωναίων, του Καραϊσκάκη και του Μπουκουβάλα, στρατεύματα πολ­


λών εθνικοτήτων, κυνηγώντας τη νίκη και τη δόξα - και πόσοι άλλοι ακόμα δεν
πέρασαν πάνω στο μακρόχρονο γεφύρι. Αν μπορούσε να μιλήσει θα μας έλεγε
πολλά, τι είδε και τι δέχτηκε στο διάβα της ζωής του.
Όμως με το πέρασμα των καιρών έπαθε πολλές διαβρώσεις και ήταν ανά­
γκη να επισκευαστεί. Για ενθύμηση γράφουμε ότι με απόφαση του Υπουργεί­
ου Εσωτερικών Φ.Ε.Κ. 19/07/1884, ενεκρίθη η υπ’ αριθ. 5110/16/06/1884 διακή­
ρυξη για την επισκευή της Μεγάλης Γέφυρας Σπινάσας, με διατεθείσα δαπάνη
520 δραχμές.
Αργότερα, το έτος 1924, ο τότε δραστήριος πρόεδρος της Σπινάσας Ηλίας
Αθ. Κατσούλης κατόρθωσε να βγάλει και άλλη κρατική πίστωση για ν’ αρμο-
λογηθεί το γεφύρι, να αντικατασταθούν μερικά κλειδιά τα οποία έσπασαν από
τον πάγο και να συντηρηθούν τα προστατευτικά περβάζια δεξιά και αριστερά,
τα λεγάμενα κορακλίκια. Την εργασία ανέλαβε ο εργολάβος Βασίλειος Κλει-
τσάκης από το Καρπενήσι. Ας αναφερθεί ακόμη ότι πρώτη φορά χρησιμοποιή­
θηκε τσιμέντο στις επισκευές του γεφυριού γιατί ως τότε ήταν εντελώς άγνω­
στο το τσιμέντο στο τόπο μας.
Εκτελώντας έτσι επί αιώνες πιστά τον τόσο καλό προορισμό του χωρίς δια­
κρίσεις σε καλούς και κακούς διαβάτες, υπέκυψε όχι στη φθορά του χρόνου
αλλά στην ανθρώπινη μανία. Κατά την εποχή του εμφύλιου πολέμου, το 1949,
με εντολή τού τότε στρατηγού Παυσανία Κατσιώτα —με το αιτιολογικό ότι το
φιλάνθρωπο γεφύρι ήταν πέρασμα των αντάρτικων ομάδων— ανατινάχτηκε α ­
πό τμήμα στρατού, σχεδόν στη λήξη του πολέμου. Παρέμειναν μόνο τα λείψα­
να της υπάρξεώς του, χωρίς βέβαια να επιτευχθεί ο σκοπός της θλιβερής ανα-

62
τίναξης· διότι οι αντάρτες περνούσαν αν όχι «αβρόχοις ποσί» έστω βρεγμένοι
ως τη μέση.
Έτσι χάσαμε ένα μνημείο που με τόση τέχνη και μαστοριά στεριώθηκε, χω­
ρίς μέχρι τώρα ο φυσικός αυτουργός της καταστροφής του (το κράτος) να εν­
διαφερθεί για την επανακατασκευή του. Τα λείψανα αυτά θα μείνουν επί αιώ­
νες εκεί, να μαρτυρούν την αδυναμία ενός στρατηγού να αντιμετωπίσει με
στρατιωτικά μέσα τους ξυπόλυτους αντάρτες, μιας και κατέφυγε στον εύκολο
τρόπο της καταστροφής ενός τόσο χρήσιμου και σπάνιου έργου. Έκτοτε οι κά­
τοικοι της Νεράιδας έφτιαξαν λίγο πιο κάτω ένα άλλο γεφύρι με συρματόσχοι­
νο, που λεγόταν όχι πλέον Μέγα αλλά... τρίχινο γεφύρι.

ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΩΤΗΡΟΣ

Στη θέση Σωτήρος, κάτω από την παλιά Σπινάσα και από το παλιό μοναστήρι
του Σωτήρος, που ήταν απέναντι στο Στεφάνι, υπήρχε πάντοτε ένα ξύλινο πρό­
χειρο γεφύρι για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους που είχαν απέναντι λίγα χω­
ράφια και μαντροστάσια με κοπάδια γιδιών.
Από πολύ παλιά οι συχνές πλημμύρες φόρτωναν με μεγάλες κατεβασιές το
ποτάμι και πάντα παρέσυραν από τα θεμέλια το πρωτόγονο γεφυράκι κόβο­
ντας για πολλές μέρες την επαφή με το χωριό, ώσπου να γίνει κάποιο άλλο,
φυσικά πρόχειρο και επικίνδυνο.
Το 1989, με δαπάνη της κοινότητας, χτίστηκαν με τσιμέντο τα βάθρα στις ό­
χθες και αντί για ξύλινα πλέον μαδέρια τοποθετήθηκαν χοντρές ρέλες από σί­
δηρο. Από τότε θεραπεύτηκε οριστικά το πέρασμα και δαμάστηκε το άγριο
ποτάμι.

ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΣΙΡΟΠΛΑΚΙ

Αν και δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες ή κάποιες ενδείξεις αν στη θέση που
βρίσκεται το σημερινό γεφύρι υπήρχε παλιότερα κάποιο παλιό πέτρινο γεφύ­
ρι, εν τούτοις πιστεύουμε ότι πρέπει να υπήρχε, διότι η θέση αυτή αποτελούσε
για την παλιά Σπινάσα και σημερινή Νεράιδα το αναντικατάστατο κλειδί σύν­
δεσης με το μοναστήρι και τον πέριξ αυτού κοινοτικό χώρο, όπου υπήρχαν τα
μαντροστάσια που ξεχείμαζαν πολλά κοπάδια γιδοπρόβατα στις θέσεις Τσιου-
μί-Γλύνες-Αλωνάκι κλπ. Απ’ το γεφύρι αυτό θα πρέπει να περνούσαν οι αγέ­
λες των γελαδιών που βοσκούσαν στην περιοχή του μοναστηριού, τα φορτιάρι-
κα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια) που κουβαλούσαν τα καυσόξυλα για

63
το χειμώνα, το χορτάρι απ’ τα λειβάδια και το χλωρό ή ξερό αθημωνιασμένο
κλαρί.
Επίσης το γεφύρι αυτό αποτελούσε περισσότερο από σήμερα το συνδετικό
κρίκο της αλυσίδας των χωριών Καροπλεσίου, Γιαννουσέικων, Μπελοκομύτη,
Καρίτσας και Καρβασαρά, του άλλοτε δήμου Δολόπων, που οι διοικητικές α­
νάγκες τους τούς υποχρέωναν να έχουν συχνή επαφή με τα χωριά του δήμου
Κτημενίων και ιδιαίτερα τη Φουρνά, όπου υπήρχαν διάφορες υπηρεσίες, ήτοι
Ειρηνοδικείο, Ταχυδρομείο, Υποδ. Χωροφυλακής, Σχολαρχείο και κατ’ επέ­
κταση με το Καρπενήσι που ήταν η πρωτεύουσα πρώτα της επαρχίας Ευρυτα­
νίας και αργότερα του νομού, στον οποίο όλα τα αναφερόμενα χωριά υπαγό-
μασταν διοικητικά.
Στην πολυσύχναστη λοιπόν και υποχρεωτική αυτή διάβαση οι γεροντότεροι
βρήκαν ένα γεφύρι ξύλινο με χοντρά μαδέρια, στρωμένο με χονδρές δέντρινες
μπλάνες (σανίδες) που εξασφάλιζαν άνετα τη διάβαση των περαστικών και
των φορτωμένων ζώων. Αργότερα, μετά το 1950, με δαπάνες της κοινότητας έ­
γιναν τα βάθρα δεξιά και αριστερά από μπετόν, ώστε ν’ αντέχει το γεφύρι στη
μανία του ποταμού. Εξακολουθεί όμως το κατάστρωμα του γεφυριού να είναι
ξύλινο και δημιουργεί πονοκέφαλο στην κοινότητα, γιατί κάθε τόσο σαπίζουν
τα ξύλα και χρειάζεται ανανέωση.

ΓΕ Φ Υ ΡΙ ΣΤ Η Θ Ε Σ Η Κ ΑΓΓΕΛΙΑ - Π Λ Λ ΙΟ ΓΕΦ Υ ΡΟ

Στη θέση αυτή, λίγο πιο κάτω από το σημερινό αμαξιτό δρόμο, υπάρχουν ως
σήμερα λείψανα παλιού γεφυριού από τη δεξιά πλευρά του ποταμού, κολλημέ­
να στο βράχο, σε στενή διάβαση. Κανείς δεν θυμάται αν ήταν τοξωτό ή μόνο
τα δύο βαθρα του ήταν καμωμένα από την παλιά ύλη με πέτρες και κιρέτσι.
Σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων απ’ αυτό, εκεί που διέρχεται σή­
μερα ο αμαξιτός δρόμος που ενώνει την Νεράιδα με το μοναστήρι και το Μέ-
γα-Λάκκο, υπήρχαν μπροστά από εκατό και πλέον χρόνια σε διάφορες θέσεις,
ανάλογα με τη διαμόρφωση που έπαιρνε το ποτάμι στις μεγάλες κατεβασιές,
πρόχειρα γεφύρια.
Για ενθύμηση αναφέρω ότι το 1860 περίπου, σ’ ένα από αυτά, ενώ περνού­
σε η γυναίκα του Γιάννη Δήμου με την δεκάχρονη κόρη της πιασμένες χέρι χέ­
ρι, ώστε να μπορέσουν να περάσουν στα μονόξυλα το φουρτουνιασμένο ποτά­
μι, η μικρή ζαλίστηκε από την άγρια όψη της κατεβασιάς του ποταμού, έχασε
τη ισορροπία της και έγειρε στο χάος ενώ η μητέρα της γαντζωμένη στο γεφύρι
εξακολουθούσε να την κρατά, έτσι κρεμασμένη, καλώντας βοήθεια, που δυ­
στυχώς δεν υπήρχε σ’ αυτή την έρημη ποταμιά. Τελικά, όπως ήταν μοιραίο, το
σκληρό ποτάμι κατάπιε το θύμα του.
Στη θέση αυτή, μπροστά από είκοσι χρόνια, διερχόμενος ζωέμπορος, περ-

64
νώντας το γεφύρι που υπήρχε —κι ενώ βρίσκονταν στο κέντρο — έσπασε το έ­
να μονόξυλο από τα δύο και έπεσε από αρκετό ύψος στα νερά του ποταμού,
αλλά ευτυχώς πρόλαβε και γαντζώθηκε σ’ ένα τμήμα του μονόξυλου και από
καλή τύχη οδηγήθηκε σε κάποια άκρη και σώθηκε από βέβαιο πνιγμό.
Αργότερα, το 1980, με πρωτοβουλία του ταχυδρομικού Χρήστου Ζήση, κα­
τασκευάστηκε αναχρονιστικό και πάλι γεφύρι, με ξύλινο κατάστρωμα, στηρι-
ζόμενο πάνω σε δύο χοντρά συρματόσχοινα κουλουριασμένα από τις δύο ό­
χθες σε κορμούς αιωνόβιων πλατάνων, που όταν επρόκειτο να περάσει κάποι­
ος τον καταλάμβανε τρομερός ίλιγγος και νόμιζε ότι ιππεύει άγριο άλογο και
από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να τον πετάξει στο ποτάμι.
Δυστυχώς η κρατική μέριμνα, στο τέλος του 20ού αιώνα, δεν έφτασε ακόμη
εδώ για να θεραπεύσει το μεγάλο κενό φτιάχνοντας επιτέλους ένα σύγχρονο
μόνιμο γεφύρι.
Το 1990, ο ανήσυχος και δραστήριος ταχυδρομικός Χρήστος Ζήσης, με νέα
πρωτοβουλία, με στόχο να θεραπεύσει το μεγάλο κενό που υπήρχε, αποφασί­
ζει να φτιάξει ένα νέο γεφύρι, με βάθρα τσιμεντένια, επάνω στα οποία έριξε
ρέλες σίδηρα και χοντρή λαμαρίνα για κατάστρωμα. Αρωγοί στο έργο ήλθαν
και άλλοι συγχωριανοί ενισχύοντας οικονομικώς ή διά της προσωπικής των ερ­
γασίας. Βοήθησαν επίσης η κοινότητα και οι σύλλογοι.
Έτσι, το 1992, το γεφύρι, διαστάσεων επτά μέτρα μήκος, δυόμισι πλάτος
και ύψος τέσσερα μέτρα, ήταν πλέον έτοιμο να εξυπηρετήσει διερχόμενα μι­
κρά αυτοκίνητα και πεζούς.

ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΜΟΥΧΤΟΥΡΙ

Το Μουχτούρι είναι ορμητικός χείμαρρος, που οι πηγές του ξεκινάνε από τη


Μάρτσα και την Τριφύλλα και χύνεται στο σαρανταπορίσιο ποτάμι. Το χειμώ­
να είναι αδιάβατος και το καλοκαίρι διατηρεί αρκετά νερά. Δίπλα, αριστερά
από τον αμαξιτό δρόμο που πάει για την Νεράιδα, υπάρχουν κι εδώ λείψανα
γεφυριού στο βράχο. (Όπως βλέπουμε οι παλιοί τεχνίτες των πέτρινων γεφυ-
ριών διάλεγαν για κατάλληλους τόπους τα βράχια που είχαν τη φυσική ασφά­
λεια για θεμελίωμα των γεφυριών). Κατά την ομολογία των γερόντων κι αυτό
το γεφύρι ήταν τοξωτό και έγινε τη εποχή που έγιναν όλα τ’ άλλα στην περιο­
χή·
Οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι, για να κάνουν ασφαλή τα ταξίδια τους στον
μοναδικό δρόμο που τους οδηγούσε στη Θεσσαλία, γεφύρωσαν με τον ίδιο
τρόπο, όπως όλα τα περάσματα, κι αυτό το μικρό ποταμάκι που παλιότερα, στα
κρύα νερά του, διατηρούσε πολλές μεγάλες πέστροφες, περνώντας ανάμεσα
σε μεγάλα αιωνόβια μουσκλιασμένα πλατάνια που σχηματίζουν μια φανταστι­
κή γαλαρία με τους ίσκιους. Πελώριες κουφάλες χάσκουν και ομοιάζουν με α-

65
νοιχτά στόματα δράκων που είναι οι μόνιμες ζεστές κατοικίες των αγριμιών.
Εδώ είναι το καταφύγιο των αλεπούδων της περιοχής, των ασβών, των κουνα-
βιών αλλά και πολλές αγριόγατες μονάζουν μόνιμα στην ησυχία της απόμερης
ρεματιάς.
Δεξιά και αριστερά υπάρχουν πηγές με γάργαρα κρύα νερά που αναβλύ-
ζουν από τις ρίζες των γοητευτικών πλατανιών, με ξύλινες μουσκλιασμένες α­
πό την πολυκαιρία βρύσες. Παλιότερα εδώ στάλιζαν πολυάριθμα κοπάδια γι-
διών, που αρμέγονταν στις γνωστές στρούγκες. Ακόμα και σήμερα διακρίνο-
νται μερικές πέτρινες για να θυμίζουν μια περασμένη παλιά εποχή.
Το παλιό τοξωτό γεφύρι με το πέρασμα του χρόνου καταστράφηκε, όπως
όλα τα άλλα που αναφέραμε, και έκτοτε, μέχρι το 1986 που κατασκευάστηκε
από το Δασαρχείο Καρδίτσας το σημερινό σύγχρονο γεφύρι, υπήρχε πάντοτε
ένα ξύλινο για να εξυπηρετεί τους περαστικούς.

ΓΙΑΝΝΗ-ΓΕΦΥΡΙ

Δεν έχει παλιά καταγωγή όπως τα άλλα που αναφέραμε και κανείς δεν ήξερε
πότε πρωτοχτίστηκε. Κατά μια εκδοχή, του ιστορικού γέροντα Κωνσταντίνου
Νάπα, χρονολογείται γύρω στο έτος 1870 και η ιστορία του γεφυριού έχει ως
εξής:
Έ νας καλόγηρος από το μοναστήρι της Κορώνας, που τον έλεγαν Γιάννη,
ξεκίνησε με την κάρα του Αγίου Σεραφείμ, με δυο μουλάρια και έναν υπηρέτη
του μοναστηριού, για περιοδεία προς τα μέρη του Βάλτου και Ξηρομέρου, ό­
που και παρέμειναν για κάποιο διάστημα, για να θεραπεύσουν χριστιανικές α­
νάγκες των κατοίκων στις περιοχές αυτές, δεδομένου ότι ο θαυματουργός
Αγιος επιδρούσε σημαντικά στους απλούς και ευσεβείς εκείνους ανθρώπους,
χαρίζοντας όπου περνούσε τις ιαματικές του δωρεές. Κατά την επιστροφή από
την περιοδεία, απ’ την οποία πέρα απ’ τις χρηματικές εισπράξεις συγκέντρω­
σαν και ένα κοπάδι από εξήντα γίδια, από τάματα των χριστιανών της περιο­
χής, μόλις έφτασαν στην περιοχή Σπινάσας, ξέσπασε μια φοβερή νεροποντή
που σάρωσε όλα τα γεφύρια από τη Μολόχα μέχρι το Τσιροπλάκι και ανάγκα­
σε τον καλόγηρο να παραμείνει στη Σπινάσα για πολλές μέρες, ώσπου να κο­
πάσει η θεομηνία και να γίνουν κάποια πρόχειρα γεφύρια για να αποκαταστα­
θεί η επικοινωνία με τα πέραν του ποταμού, προς την Καστανιά, χωριά και να
μπορέσει να επιστρέφει στο μοναστήρι.
Όλη αυτή η περιπέτεια του αγαθού καλόγηρου είχε σαν ευεργετική συνέ­
πεια να συμμερισθεί την βασανιστική κατάσταση που δημιουργούσαν στους
κατοίκους παρόμοιες νεροποντές, που έκοβαν τακτικά την επικοινωνία των
χωριών παρασέρνοντας τα πρόχειρα γεφύρια, και αποφάσισε να κτίσει ένα σί­
γουρο ψηλό γεφύρι με πέτρινες στερεές βάσεις μεταξύ των θέσεων Έλατου

66
Το φιλόξενο γεφύρι του καλόγηρου Γιάννη

και Κούκου, δίνοντας εντολή σε μαστόρους να συγκεντρώσουν τα απαιτούμε-


να υλικά και να βγάλουν ασβεσταριά. Αφού ήταν όλα έτοιμα, ξαναγύρισε με
τις εισπράξεις της περιοδείας και το κοπάδι των γιδιών και παρέμεινε έως ό-
του τελείωσε το τόσο αναγκαίο γεφύρι, σφάζοντας ζώα για την τροφοδοσία
του προσωπικού των μαστόρων και πληρώνοντας τα ημερομίσθιά τους.
Στην πλευρά του ενός βάθρου υπήρχε πέτρινο πλαίσιο που ανέγραφε την
χρονολογία που κτίστηκε το γεφύρι, αλλά δυστυχώς απ’ την πολυκαιρία δια-
βρώθηκε και είναι δυσανάγνωστη. Τα τέσσερα μαδέρια ξύλινα, μακριά και χο­
ντρά και από πάνω καρφωμένες χονδρές μπλάνες βελανιδιάς, αποτελούσαν το
κατάστρωμα του γεφυριού που έχει πλάτος δύο μέτρα, μήκος οκτώ και ύψος έ­
ξι, έτσι φτιαγμένο ώστε να περνάνε και ζώα φορτωμένα.
Παρ’ ότι λέγεται ότι κατά το διάστημα της ανεγέρσεώς του σκοτώθηκε από
λάθος ένας μάστορας, όμως εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζουμε και βεβαιώνουμε
τους αναγνώστες ότι ο Αναστάσιος Ε. Λιάπης έπεσε κάτω από το ύψος του γε­
φυριού των έξι μέτρων χωρίς να πάθει το παραμικρό, καθώς επίσης έπεσε ένα
μουλάρι φορτωμένο, του Κώστα Θ. Σπινάσα, χωρίς να πάθει τίποτα.
Με το πέρασμα του χρόνου το φθοροποιό ποτάμι προξένησε ζημιές στα βά­
θρα του αλλά με μέριμνα της κοινότητας έγινε συντήρηση στο γεφύρι κι έτσι
παραμένει ως σήμερα σε καλή κατάσταση.
Το έτος 1987, με δαπάνη της κοινότητας, αντικαταστάθηκαν τα ξύλινα μα­
δέρια και τοποθετήθηκαν πλέον χονδρές ρέλες σιδήρου κι έτσι το γεφύρι ανα­
νεωμένο και πιο στέρεο θα συνεχίσει τον τόσο χρήσιμο προορισμό του.

67
Το σημερινό γεφυρι του Άμπλα

ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟΝ ΑΜΠΛΑ

Το γεφυρι αυτό αποτελούσε τον τρίτο κρίκο της αλυσίδας γεφυριών, μετά απ’
το Μέγα Γεφυρι και το γεφυρι στο Μουχτούρι, που αναφέραμε πιο πάνω, γιατί
ήταν στον ίδιο δρόμο που αποτελούσε την κεντρική αρτηρία που συνέδεε το
Αγρίνιο με τον κάμπο της Θεσσαλίας. Μακρόχρονο κι αυτό και κατά την πα­
ράδοση στεριώθηκε την ίδια εποχή που έγιναν και τα άλλα, για να εξυπηρετεί
τους περαστικούς από την μόνιμη απειλή του ποταμού.
Πέτρινο τοξωτό κι αυτό με πολλή τέχνη φτιαγμένο, πάντα στη θέση του, πι­
στό στον προορισμό του, αποτελούσε τον προσηλωμένο στο καθήκον του ξενα­
γό σε ντόπιους και ξένους περαστικούς και δέχονταν καθημερινά την ταπεινω­
τική υποσκέλιση δεκάδων ανθρώπων και ζώων. Κάποτε όμως όλα φθείρονται
και γερνάνε, όταν μάλιστα δεν γίνεται και η απαραίτητη συντήρηση. Έτσι λοι­
πόν με το πέρασμα του χρόνου και την φυσική φθορά —λόγω της εγκληματι­
κής αδιαφορίας των ευεργετουμένων κατοίκων για σχετική συντήρηση, και λό­
γω της συνεχούς μανίας του δράκου ποταμού — υπέκυψε αφήνοντας πίσω του
το σημάδι ενός βάθρου του, για να θυμίζει την πρόοδο και την εργατικότητα
των προγόνων μας, που αν και με φτωχότερες οικονομικές δυνατότητες απ’ τις
σημερινές, κατάφερναν με τη συμβολή της προσωπικής των εργασίας ή και πα­
ντός είδους συνεισφορών, να κάνουν έργα διάρκειας και όχι πρόχειρα, σαν τα
ξύλινα που αντικατέστησαν αυτό το πρότυπο γεφύρι για πολλές δεκαετίες μετά
την καταστροφή του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να διακόπτεται η επικοινω­
νία των ένθεν και ένθεν κατοίκων.
Η έλλειψη ενός σύγχρονου γεφυριού έγινε πιο αισθητή με την διάνοιξη του
αμαξιτού δρόμου Καρδίτσας-Νεράιδας, το 1959, που στη θέση Άμπλα περνού-

68
σε μέσα απ’ το ποτάμι, με αποτέλεσμα πολλές φορές που το ποτάμι πλημμύριζε
και η κοίτη του γέμιζε απ’ τα μανιασμένα ορμητικά νερά, τα διερχόμενα αυτο­
κίνητα ή έσβηναν μέσα σ’ αυτή την κόλαση του θολού νερού και κινδύνευαν να
παρασυρθούν ή στάθμευαν επί δυο και τρεις μέρες, ώσπου να περάσει η μα­
νιασμένη φουρτούνα που παρέσερνε στο διάβα της θεόρατα ξεριζωμένα πλα­
τάνια.
Έτσι η ταλαιπωρία αυτή συνεχίστηκε επί 25 χρόνια, μέχρι το 1984, που ο ε­
ξαίρετος για τον τόπο μας Νομάρχης Καρδίτσας, κ. Δημήτριος Κουκουλάκης,
ανεγνώρισε όχι απλώς την ανάγκη κατασκευής της σημερινής γέφυρας για την
εξυπηρέτηση των κατοίκων, αλλά και τον κίνδυνο που διέτρεχαν από την έλ­
λειψη αυτής. Έτσι διέθεσε την απαιτούμενη πίστωση των δέκα εκατομμυρίων
και την κατασκευή της ανέλαβε ο εξαίρετος εργολάβος μηχανικός, κ. Ματζιά-
ρας, που την παρέδωσε στην κυκλοφορία το 1985 κι έτσι δαμάστηκε οριστικά
το φοβερό ποτάμι.

ΤΟ ΕΠΑΝΩ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΑ ΣΠΑΝΕΪΚΑ

Πρωτόγονο και τούτο το γεφύρι που ένωνε τη συνοικία Σπανέικα με τον άλλον
οικισμό. Έ νας ατελείωτος πόλεμος με το ποτάμι, που σε κάθε πλημμύρα σά­
ρωνε το ξύλινο γεφυράκι και βασάνιζε συνεχώς για χρόνια όχι μόνο τους πε­
ραστικούς Μολοχιώτες, Μαυρολογγίσιους, Κλειτσιώτες αλλά ιδιαίτερα τους
Σπαναίους, που τους ξέκοβε από το υπόλοιπο χωριό, την εκκλησία και το σχο­
λείο και δημιουργούσε προβλήματα απουσιών στους μαθητές.
Θεραπεύτηκε οριστικά μέσω προγράμματος του Δασαρχείου Καρδίτσας,
με πρωτοβουλία του ίδιου Νομάρχη κ. Κουκουλάκη, που διέθεσε το ποσόν των
δύο εκατομυρίων και κατασκεύασε ένα σύγχρονο όμορφο γεφύρι, το έτος
1986, που θα παραμείνει πλέον στέρεο και ασάλευτο για να εξυπηρετεί πεζούς
και οχήματα στο διάβα τους.

ΤΟ ΚΑΤΩ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΑ ΣΠΑΝΕΪΚΑ

Ήταν κι αυτό ένα ξύλινο γεφύρι κάτω απ’ τα Σπανέικα, που διευκόλυνε τους
περαστικούς από τη Μολόχα προς τη Σπινάσα και το Καροπλέσι, καθώς και α­
πό το Μαυρόλογγο προς το Σαραντάπορο και τανάπαλιν, που για να περάσουν
απ’ το επάνω γεφύρι έπρεπε να περνούν ανάμεσα στα σπίτια, με αποτέλεσμα ό­
λα τα σκυλιά της συνοικίας που υπήρχαν παλιότερα εκεί, με τον φραγμό τους να
τρομοκρατούν τους περαστικούς, και ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά.

69
ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΓΑΚΕΝΑΣ, ΓΕΛΑΔΟΣΤΑΛΟ ΚΑΙ ΜΑΝΤΖΑΡΑΚΙ

Αποτελούσαν κι αυτά κρίκους της ίδιας αλυσίδας γεφυριών που εξυπηρετού­


σαν τους περαστικούς από το δήμο Αγραίων προς τη Θεσσαλία και πρόσφε-
ραν την ίδια υπηρεσία με τα προαναφερόμενα, έστω κι αν ήταν ξύλινα.
Μετά την διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου Καρδίτσας-Νεράιδας και την κα­
τασκευή σύγχρονων γεφυριών, ο ρόλος των παλιών γεφυριών περιορίστηκε
στο να εξυπηρετούν το πέρασμα των αιγοπροβάτων και όχι πλέον ξένων περα­
στικών.

ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΡΑΜΑΡΙΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΜΟΛΟΧΑΣ

Κι αυτό πάντα πρόχειρο και ξύλινο κατασκευάζονταν καθώς και όλα τα άλλα
γεφύρια με προσωπική εργασία των κατοίκων και αποτελούσε το κλειδί για το
πέρασμα των Μαυρολογγιτών και Κλειτσιωτών προς την Καρδίτσα αλλά και
των Σαρανταποριτών που είχαν πέρα απ’ το ποτάμι κτήματα για να καλλιερ­
γούν ή να βόσκουν τα ζώα τους.
Ήταν τόσο αναγκαίο, που η κοινότητα διέθεσε σημαντική δαπάνη και έγι­
ναν το 1986 τσιμεντένια βάθρα, στα οποία στήριξαν σιδερένιες ρέλες, επάνω
στις οποίες έστρωσαν χονδρά δέντρινα σανίδια και έγινε ένα γεφύρι που έδινε
την εντύπωση της σιγουριάς.
Δυστυχώς όμως λόγω μη καλής θεμελίωσης μέσα σ’ ένα χρόνο η θηριωδία
του ποταμού Μολοχιώτη ανέτρεψε το ένα βάθρο και γκρέμισε το τόσο όμορφο
γεφύρι και έκτοτε το αναπληροί το συνηθισμένο ξύλινο που δείχνει η φωτο­
γραφία.

Το ξύλινο γεφύρι που μαρτυρεί το σημερινό πολιτισμό

70
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΤΕΤΑ ΡΤΟ

ΠΩΣ ΗΤΑΝ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ

Ας προσπαθήσουμε να γυρίσουμε ογδόντα και πλέον χρόνια πίσω, ώστε να


γνωρίσουμε για λίγο την ιστορία των ληστών, που συγκλόνιζαν με το βραχύ λη­
στρικό τους βίο το πανελλήνιο, που έκαναν δημοσιογράφους και συγγραφείς
της εποχής να γράφουν συνταρακτικά βιβλία.
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ένα άλλο είδος κατακτητών
κυριάρχησε, υπό το όνομα «κλέφτες». Οργανωμένες συμμορίες ληστών, αποτε-
λούμενες από ανθρώπους με εγκληματικά ένστικτα, με τα γνωστά καπετανάτα
των αρχιληστών, με τους αρχηγούς, τους λεγάμενους καπεταναίους, και τα
παλληκάρια. Οι αιτίες για την συγκρότηση ληστοσυμμοριών, ήσαν ως επί το
πλείστον:
1) Ο φόβος αντεκδίκησης για κάποιο διαπραττόμενο έγκλημα, βιασμό ή
κάποια ακούσια απαγωγή ενός κοριτσιού, που την εποχή εκείνη μια τέτοια η­
θική παράβαση αποτελούσε ανεξίτηλο προσβλητικό στίγμα για την οικογένεια,
που μόνο με αιματηρή βεντέτα εξισορροπούσε την προσβολή.
2) Η σκληρή ανέχεια της εποχής.
3) Η ροπή σκληρών και ασυνείδητων τεμπέληδων για άκοπο χρηματισμό.
4) Η τρομοκράτηση των αδυνάτων για να υποτάσσονται στα θελήματα των
πλουσίων που ήθελαν να τους χρησιμοποιούν σαν άβουλα όντα, καθώς και ο­
ρισμένων σκληρών πολιτικών για να τους ψηφίζουν.
5) Οι χαλαροί νόμοι που ψηφίζονταν από τους πολιτικούς, που δεν βοηθού­
σαν στην εξάρθρωση των συμμοριών και πολλοί άλλοι λόγοι που επέτρεπαν
την συνέχιση της άνομης αυτής κατάστασης, με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι
κάτοικοι των ορεινών χωριών απ’ τη βασανιστική συμπεριφορά των ληστών, με
απαγωγές ανθρώπων με σκοπό την καταβολή λύτρων.
Κάθε μέρα ζητούσαν ψωμί από τους φτωχούς και πεινασμένους ορεινούς
κατοίκους, άρπαζαν με τη βία ζωντανά για τη διατροφή τους, λεηλατούσαν
σπίτια και αφαιρούσαν με σκληρό τρόπο και τα λίγα κομποδέματα που είχαν
οι καλύτεροι νοικοκυραίοι, μη μπορώντας οι φτωχοί κάτοικοι να αντιδράσουν.
Και όσο το κράτος δεν έπαιρνε σκληρά μέτρα, οι ληστές αποθρασύνονταν και
πετύχαιναν ακόμη και ληστείες σε τράπεζες, αιχμαλώτιζαν υψηλά πρόσωπα,
κρατικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, στρατιωτικούς και δικαστικούς, ώστε έ­
τσι οργανωμένοι να προκαλούν το ίδιο το κράτος.
Είχαν τα λημέρια τους στις ορεινές στάνες των βλάχων, και από φόβο τούς

71
συντηρούσαν οι φτωχοί Σαρακατσαναίοι. Επίσης τους προστάτευαν με την πα­
ροχή πληροφοριών σχετικώς με την κίνηση των αποσπασμάτων χωροφυλακής
και στρατού, που είχαν σαν αποστολή την καταδίωξη και την εξόντωση των λη­
στών. Συχνά συγκρούονταν σε μάχες, αλλά οι ληστές απέφευγαν τον πόλεμο
με την κρατική εξουσία και κατέφευγαν σε ασφαλή απόκρυφα μέρη των δα­
σών που ήταν τόσο δύσκολο να εντοπιστούν. Επιπλέον οι συνεργάτες τους στις
κρατικές υπηρεσίες τους προειδοποιούσαν για τις κινήσεις των αποσπασμάτων
κι έτσι έπαιρναν όλα τα μέτρα προφύλαξης.
Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στη δική μας περιοχή, όπως μας διηγη-
θήκε ο αείμνηστος ιστορικός γέροντας Ανδρέας Θάνος, λέγοντας τα εξής:

Ήμουνα μικρός και μου έλεγε ο πατέρας μου ότι απ’ το 1894 και ύστερα πέρα­
σαν πολλοί κλέφτες στην περιοχή μας, όπως ο Παπακυριτσόπουλος από τη Λα­
μία, ο Βαλάς«βλάχος Σαρακατσάνος», ο Χαλυμούδρας από τα Βραγκιανά, ο
Καρακάίστας από τα Διπόταμα και ο φοβερός όλων, ο Χορταριάς από τον
Αλμυρό (βλάχος την καταγωγή) και ο Κώστας Γάκης από το Σαραντάπορο, που
έδρασε ως καπετάνιος πολλά χρόνια σε άλλες περιοχές.

Στα 1908-1910, έδρασαν οι Κουτσοθόδωρος και Καστανάς από το Βάλτο


και ο Μήνος από το Τιτάι, οι οποίοι τελευταία είχαν μόνιμο ορμητήριο το χω­
ριό μας —για τη δράση των οποίων θα αναφερθούμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Σχεδόν κατά την ίδια εποχή συγκροτήθηκε και άλλη συμμορία αποτελούμε -
νη από τον Αργύρη Νίκα και τη Ζώιω Σφέτσα από το Μαυρόλογγο, και τον
Κώστα Θάνο (Σιούτο) από το Σαραντάπορο. Η τριάδα αυτή των κλεφτών
δρούσε σ’ όλον τον αγραφιώτικο χώρο ως το Βάλτο και τα ριξά της Θεσσαλίας.
Κατά ομολογία του γέρου Ανδρέα, οι κάτοικοι εδώ έτρεμαν από τους σκλη­
ρούς ληστές, οι οποίοι χωρίς οίκτο άρπαξαν τις λίγες οικονομίες των φτωχών,
έκαναν εγκλήματα και τρομοκρατούσαν τον κόσμο με βάναυσους τρόπους. Οι
κάτοικοι του χωριού μας για να προστατεύονται, όταν πήγαιναν για δουλειά
μακριά στα χωράφια τους, δεν πήγαιναν μεμονωμένοι αλλά αποτελούσαν πα­
ρέες από 20-30 άτομα, άνδρες και γυναίκες, και ένα μέρος από οπλισμένους
άνδρες έστηναν καραούλια στα υψώματα γύρω από τα χωράφια, ώστε να πα­
ρέχουν ασφάλεια στους εργαζόμενους. Πολλές φορές που οι ανάγκες το επέ­
βαλαν να κοιμούνται στα χωράφια, αλλού άναβαν φωτιές και αλλού— μα­
κριά- κοιμούνταν πάντα με τα ίδια μέτρα προφύλαξης.
Στα σπίτια τους για ασφάλεια, όταν έπεφτε το σούρουπο, έκλειναν τις πόρ­
τες και τις ασφάλιζαν με τον βαρύ ξύλινο σύρτη, που ήταν εντοιχισμένος πίσω
από την πόρτα, ο οποίος ασφάλιζε όλο το πλάτος της πόρτας, που ήτανε καμω­
μένη από χοντρά σανίδια και γύφτικα μεγάλα καρφιά.
Στα παλιά σπίτια συνήθιζαν ακόμη να φτιάχνουν πολύ μικρά παράθυρα, ώ­
στε να μην είναι εύκολο να μπει κάποιος μέσα, και τοποθετούσαν χοντρά σίδε­
ρα στα παράθυρα, για να γίνεται δύσκολη η παραβίαση απ’ έξω. Εκτός αυτών
άνοιγαν ψηλά, σε μερικά σημεία στους τοίχους, τις λεγάμενες πολεμίστρες, για

72
να μπορούν ν’ αντιμετωπίζουν με κάποιο όπλο τους επιδρομείς τη νύχτα. Πέ­
ραν όσιον αναφέραμε, όλες οι οικογένειες ήταν εφοδιασμένες με όπλα —γκρα,
καριοφίλι, κουμπούρα, περίστροφο κλπ.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που έδινε τη μεγάλη εκλογική μάχη το 1928, δή­
λωσε πανηγυρικά τα εξής: «Κι αν ακόμη πετύχω σε όλους τους σκοπούς μου
ως πρωθυπουργός, αλλά αποτύχω στην εξόντωση των ληστών, θα θεωρήσω ε­
αυτόν χρεοκοπήσαντα και θα παραιτηθώ».
Έκτοτε οι νόμοι για τους ληστές έγιναν σκληρότεροι και σιγά σιγά η Ελλά­
δα απαλλάχτηκε οριστικά από τα φοβερά αυτά παράσιτα, εκατό χρόνια μετά
την απελευθέρωση.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΕΣ

Τα βουνά ήταν το κατάλληλο ορμητήριο των ληστών γιατί τους προστάτευαν τα


μεγάλα και πυκνά δάση και ήταν δύσκολη η καταδίωξή των, διότι κρύβονταν
στα απροσπέλαστα και κακοτράχαλα βουνά των Αγράφων, τις σπηλιές και τα
απόκρυφα μέρη. Μετά την επανάσταση του 1821, ύστερα από τους γνωστούς
αιματηρούς και σκληρούς αγώνες των σκλαβωμένων Ελλήνων, η Στερεά Ελλά­
δα απελευθερώθηκε. Με το πρωτόκολλο 9 του Λονδίνου, της 21/7/1832, μπή­
καν τα σύνορα μεταξύ Στερεός Ελλάδας και Θεσσαλίας, στην κορυφογραμμή
Βουλγάρας, Καπροβουνιού, Γρεβενοδιάσελου, Ιταμού, Βουτσικάκι κλπ., όπως
έγερναν τα νερά. Από τις 31/12/1832 αποσύρθηκαν οριστικά τα τούρκικα στρα­
τεύματα πέρα από τις θέσεις αυτές προς τη Θεσσαλία, οπότε οι γείτονες Θεσ-
σαλοί και άλλοι βόρειοι έμειναν ακόμη σκλαβωμένοι.
Την εποχή αυτή ένα τμήμα των κατοίκων του γειτονικού χωριού Μαστρο-
γιάννη, μη μπορώντας να αντέξει περισσότερο την πίεση της σκλαβιάς, παρα-
κάλεσαν τους κατοίκους της Σπινάσας να τους επιτρέψουν να εγκατασταθούν
προσωρινά στην περιοχή της Κρανιάς και προς τα κάτω ως τη θέση Καντερέ,
θέση που πήρε το όνομα ενός Μαστρογιαννίτη, για να μπορούν να ζούνε ελεύ­
θεροι. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν σποραδικά και στεγάστηκαν σε πρόχειρες κα­
λύβες, άρχισαν να καλλιεργούν χωράφια και προώθησαν σημαντικά την ανά­
πτυξη της κτηνοτροφίας.
Κάποια μέρα έκανε την εμφάνισή της μια συμμορία ληστών στον καταυλι­
σμό των Μαστρογιαννιτών και ζήτησαν εν ψυχρώ χρήματα από τις δύστυχες
οικογένειες των προσφύγων και ιδιαίτερα από τις οικογένειες Καπνογιάννη,
γιατί είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν σ’ αυτούς κάποιες οικονομίες.
Η φάρα των Καπνογιανναίων αντέδρασε και οι κλέφτες φοβούμενοι προς
στιγμήν υποχώρησαν. "Υστερα απ’ αυτό οι οικογένειες Καπνογιανναίων μετα­
κινήθηκαν ακόμη προς τα κάτω και εγκαταστάθηκαν στη θέση Καρατζούνη, ώ­
στε να είναι πιο κοντά στους κατοίκους του Σαρανταπόρου, για μεγαλύτερη α-

73
σφάλεια, χωρίς όμως να πάψουν να παίρνουν αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Οι κλέφτες όμως δεν ξέχασαν το γεγονός και καραδοκούσαν να βρουν την
κατάλληλη ευκαιρία να εκδικηθούν. Στη θέση Καρατξούνη, κάποιος Θάνος με
το παρατσούκλι Κορομηλιάς, ανύποπτος για τον κίνδυνο των ληστών, εγκατα­
στάθηκε προσωρινά με το κοπάδι του, ενώ οι Καπνογιανναίοι τη νύχτα έφευ­
γαν από εκεί και πήγαιναν απέναντι στη θέση Καρβέλη, παίρνοντας μέτρα
προφύλαξης απ’ τους ληστές. Επανερχόμενοι οι κλέφτες για να ολοκληρώσουν
το εγκληματικό τους έργο, μόλις πλησίασαν τα μαντροστάσια τους αντιλήφθη-
καν τα σκυλιά και μη μπορώντας να πλησιάσουν περισσότερο, έριξαν μια ομο­
βροντία στη φωτιά του άτυχου Θάνου και τον σκότωσαν, νομίζοντας ότι εκδι­
κούνται τους Καπνογιανναίους.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΦΟΝΟΥ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΒΕΛΑΩΡΑ

Γύρω στο 1870, μια συμμορία ληστών που κατατυραννούσε την περιοχή, με αρ­
χηγό τον αιμοβόρο Βελούλα, πέρασε απ’ το χωριό Μαστρογιάννη και απήγαγε
δύο παιδιά δέκα και δώδεκα χρόνων ως ομήρους για να εισπράξουν λύτρα α­
πό τους γονείς των, τους Μαχαιραίους, που θεωρούνταν την εποχή εκείνη λίγο
ευκατάστατοι. Αφού πέρασαν το Γρεβενοδιάσελο, που ήταν τότε τα σύνορα
(διότι προς τα εδώ ήταν Ελεύθερη Ελλάδα) κατευθύνθηκαν προς το Κούτσου­
ρο, στη θέση Βελαώρα, για να έχουν καλό παρατηρητήριο, περιμένοντας τα
λύτρα από τους γονείς των παιδιών.
Οι Μαχαιραίοι, όμως, αντί να πάνε τα λύτρα είχαν την αφέλεια να αναφέ­
ρουν το γεγονός στους Τούρκους, οι οποίοι έστειλαν αμέσως απόσπασμα
στρατιωτών να εξουδετερώσουν τη συμμορία. Το παρατηρητήριο όμως των
κλεφτών είδε στη θέση Καντερέ την κίνηση του τούρκικου αποσπάσματος και
αιμοσταγής όπως ήταν η συμμορία του Βελούλα, όταν είδαν ότι —αντί των λύ­
τρων— τους απειλούσαν με εξόντωση οι δυνάμεις των Τούρκων, πήραν την α­
πόφαση να σφάξουν τους ομήρους. Έτσι, όπως ήταν δεμένα τα δυο παιδιά σ’
ένα έλατο, τα έσφαξαν με μαχαίρι, αφήνοντας ένα σημείωμα που έλεγε: «Αυτά
παθαίνουν όσοι προδίδουν τον Βελούλα».
Τα δυο παιδιά τα βρήκαν αποκεφαλισμένα, ύστερα από δύο μέρες, οι Γε­
ώργιος I. Δήμος (Κουφινάς), Γεώργιος Αυγέρης και Νικόλαος Μακρής, που
πέρασαν από εκεί με τα κοπάδια τους και, αφού τα μετέφεραν λίγο πιο πέρα
που υπήρχαν τα ερείπια του εξωκκλησιού του Προφήτη Ηλία, τα έθαψαν.
Το αληθές της ιστορίας αυτής επιβεβαιώθηκε το 1954, όταν η οικογένεια
της κας Ελένης Ν. Αυγέρη, με άδεια της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και
Ευρυτανίας, ανέλαβε να ξανακτίσει το ερειπωμένο εκκλησάκι, όπου κατά τις
ανασκαφές για την διάνοιξη των θεμελίων, παρουσία και του εφημέριου Γεωρ­
γίου Δήμου, βρέθηκαν ανέπαφα τα κρανία και τα οστά των σφαγιασθέντων

74
παιδιών, για να μας θυμίσουν τη στυγνή και κτηνώδη απονιά κάποιων που εξί­
σωσαν τη ζωή με το χρήμα.
Από τότε η θέση όπου οι άγριοι ληστές έσφαξαν τα θύματά τους πήρε τ’ ό­
νομα «Στα παιδιά», που λέγεται ως σήμερα και βρίσκεται περίπου διακόσια
μέτρα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, προς τη θέση Καραούλι, εκεί α­
κριβώς που υπάρχει μια αιωνόβια άγρια κορομηλιά, ως μάρτυρας του θλιβε­
ρού αυτού γεγονότος.

ΦΟΝΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΧΡΗΣΤΑΚΟ

Κατά τον 18ο αιώνα, λειτουργούσε στο χωριό Μαυρίλο Φθιώτιδος, που βρί­
σκεται ανατολικά απ’ το Καρπενήσι στους πρόποδες του όμορφου και περήφα­
νου Βελουχιού, πυριτιδοεργοστάσιο που κινούνταν με νερό, που τόσο άφθονε ί
στο χωριό αυτό, και έβγαζε μαύρη μπαρούτη για την κυνηγετική κάλυψη των
πέριξ περιοχών, χωρίς φυσικά να εξαιρούνται και οι αγωνιστές αρματωλοί του
’21 αλλά και οι μετέπειτα συμμορίες των ληστών. Επίσης κάθε σπιτικό, μικρό ή
μεγάλο, κρατούσε κάποια όπλα της εποχής —καριοφίλι, κουμπούρα — για την
ασφάλεια απ’ την καθημερινή απειλή των ληστών, οπότε έπρεπε να είναι εφο­
διασμένο με αρκετή μπαρούτη.
Για καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών, η βιοτεχνία έστελνε στα χωριά
της περιφέρειας έναν υπάλληλο, εφοδιασμένο μ’ ένα ή δύο ζώα φορτωμένα σε
ειδικά τσουβάλια μπαρούτη, την οποία πουλούσε λιανικώς στους πελάτες. Κά­
ποια εποχή στην περιοδεία του, ο μπαρουτοπώλης που ονομάζονταν Χρηστά-
κος, ενώ περνούσε από τα χωριά μας Σπινάσα και Σαραντάπορο —με κατεύ­
θυνση την Καστανιά και προορισμό τα χωριά Νευροπόλεως—, στη θέση
Μπουκουβάλα, οι ληστές του έστησαν ενέδρα, τον σκότωσαν και του πήραν τις
εισπράξεις, τα ζώα και τη μπαρούτη. Από τότε η θέση αυτή λέγεται Χρηστά-
κος.

ΑΛΛΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΦΟΝΟΥ

Βορειοδυτικά του Σαρανταπόρου, στη θέση Βελαωρούλα, είχαν χωράφια οι


Κυραίοι, που αργότερα μετονομάστηκαν Κολεταίοι-Βουλγαραίοι. Εκεί πήγαν
να εργαστούν οι τρεις αδελφοί Βουλγαρο-Γιάννης, Νίκος και Δημήτριος (Κα-
ραμπίλιος) μαζί με τις γυναίκες τους. Για τον φόβο των κλεφτών έβαλαν το γέ­
ρο πατέρα τους οπλισμένο στο ύψωμα για καραούλι.
Οι κλέφτες όμως είχαν πάντα ως αρχή, όταν έβαζαν στο στόχαστρό τους τα

75
θύματα της ημέρας, να σχεδιάζουν πρώτα, να παρακολουθούν, και ύστερα να
σέρνονται σαν τις τίγρεις προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα απάνθρωπα
σχέδιά τους. Έτσι κι εδώ, αφού παρακολούθησαν επί αρκετές ώρες το γέρο­
ντα φύλακα και διαπίστωσαν κάποτε ότι κοιμήθηκε, όρμησαν και τον αφόπλι­
σαν, φωνάζοντας συγχρόνως στις οικογένειες να παραδοθούν.
Οι δύο από τους τρεις αδελφούς είχαν τα όπλα τους κρεμασμένα σ’ ένα δέ­
ντρο στην άκρη του χωραφιού και δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράσουν ενώ ο τρίτος
αστραπιαία άρπαξε το όπλο του και ταμπουρώθηκε σε μια μεγάλη πέτρα που
βρίσκεται ακόμη πάνω απ’ το αλώνι.
Τότε ακολούθησε δραματική σκηνή, με τη δύσκολη θέση των δύο αδελφών
που με σηκωμένα τα χέρια, αντιμέτωποι με τις άγριες κάννες των ληστών, πα-
ρακαλούσαν τον τρίτο αδελφό τους να μην κάνει χρήση του όπλου του, δεδομέ­
νου ότι κινδύνευαν από τη συμπλοκή όλοι.
Τελικά υποχώρησε ο αδελφός με την υπόσχεση των ληστών ότι δεν θα τους
κακοποιήσουν. Όταν οι κλέφτες τελικά τους αφόπλισαν, με ακατανόμαστη α­
γριότητα, γονάτισαν τον τρίτο αδελφό και τον έσφαξαν σαν αθώο και ανυπε­
ράσπιστο αρνάκι μπροστά στα μάτια των δικών του.
Έκτοτε η θέση αυτή λέγεται «Φονιάς».

ΠΕΜΠΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΦΟΝΟΥ

Έ να απ’ τα τόσα άγρια εγκλήματα που διέπραξαν οι ληστές, που συντάραξε


τα χωριά της περιοχής, ήταν ο φόνος του Κώστα Γ. Ζήση, στη θέση Δέση Χα-
ρακτές, στην περιοχή Νεράιδας. Την εποχή αυτή, όπως προαναφέραμε, στα
χρόνια 1902-1910, υπήρχε μεγάλη ανασφάλεια στην περιοχή μας.
Μια συμμορία αποτελούμενη από τους ληστές Κουτσοθόδωρο και Καστα­
νά, περίπου στα 1908-1910, σύχναζε στην περιοχή Μέγα-Λάκκου κι έτσι οι κά­
τοικοι ήταν συνέχεια στο στόχαστρο των ληστών αλλά και των αποσπασμάτων
της Χωροφυλακής, τα οποία χαρακτήρισαν την περιοχή ως επικίνδυνη γιατί
τροφοδοτούσε και προστάτευε κατά κάποιο τρόπο τους κακοποιούς. Οι κάτοι­
κοι συνεχώς πιέζονταν από τα αποσπάσματα να βοηθήσουν στην εξόντωση
των ληστών, και έτσι απεφασίσθη, από την οικογένεια Γεωργίου Ζήση, να βρε­
θεί κάποια λύση για να δοθεί τέρμα σ’ αυτή την ανωμαλία που επικρατούσε
στο μικρό αυτό χώρο. Οι ληστές, πέρα απ’ τον τρόμο που σκόρπιζαν, είχαν α­
ναπτύξει και σεξουαλικές σχέσεις με κάποια γυναίκα, πράγμα που συντελούσε
στο να μην απομακρύνονται από την περιοχή αυτή.
Έτσι λοιπόν, μετά από πολλές συννενοήσεις των Μέγα-Λακκιωτών με τους
αστυνομικούς, καταστρώθηκε σχέδιο ώστε ο ληστής Κουτσοθόδωρος, σε μια ε­
ποχή που απούσιαζε ο σύντροφός του, να κληθεί για φιλοξενία στο σπίτι του
Γρηγορίου Ζήση. Πράγματι αυτός προσήλθε κι ενώ συζητούσαν φιλικά, αμέρι-

76
μνος όπως ήταν, του πέρασαν θηλιά στο λαιμό και πριν προλάβει να αντιδρά-
σειτον έπνιξαν.
Επειδή όμως φοβούνταν αντίποινα από τους συντρόφους του Κουτσοθόδω-
ρου, σκέφθηκαν να ρίξουν την ευθύνη του φόνου στην αστυνομία, την οποία
ειδοποίησαν κι έστειλε μερικούς χωροφύλακες. Αφού μετέφεραν τον πνιγμένο
λήσταρχο στη θέση Παλιοκόπρι, προς το μοναστήρι, έριξαν μερικούς πυροβο­
λισμούς για να θεωρηθεί απ’ το κοινό ότι ο Κουτσοθόδωρος έπεσε σε ενέδρα
αποσπάσματος και ύστερα από μια μικρή συμπλοκή σκοτώθηκε. Μάλιστα, ο ε­
πικεφαλής του αποσπάσματος σταθμάρχης Σκυλάκος, προήχθη στο βαθμό του
αξιωματικού για τη δήθεν επιτυχία της εξόντωσης.
Έθαψαν επί τόπου τον Κουτσοθόδωρο και το θέμα πίστεψαν ότι θα τελει­
ώσει εδώ, αφού οι συμμετέχοντες έδωσαν το λόγο τους ότι θα το κρατήσουν α­
πόλυτα μυστικό. Παρ’ όλα όμως αυτά έγινε διαρροή του μυστικού από κάποιον
κι έτσι έφτασε η πληροφορία ως τους συντρόφους του ΚουτσοΘόδωρου, οι ο­
ποίοι έμαθαν λεπτομερώς όλα τα διαδραματισθέντα, σχετικώς με την εξόντω­
ση του αρχηγού τους, γι’ αυτό και πήραν την απόφαση να αντιδράσουν με αντί­
ποινα.
"Υστερα από καιρό, και αφού τα πράγματα ησύχασαν, ο Καστανάς με κά­
ποιον άλλο σύντροφο επανήλθαν στα γνωστά τους μονοπάτια, με σκοπό τώρα
την εκδίκηση. Όταν έφθασαν στο Μέγα Γεφύρι μπήκαν ολοπόταμα ζητώντας
πληροφορίες από τους τσοπάνηδες κι έμαθαν ότι στη θέση Δέση, στις Χαρα-
κτές, σταλίζει το κοπάδι του Γεωργίου Ζήση, του οποίου ο γιος ήταν εγγονός
του Γρηγορίου Ζήση, που ήταν ο εγκέφαλος για τον πνιγμό του Κουτσοθόδω-
ρου.
Άφησαν το ποτάμι του Μέγδοβα και μπήκαν δεξιά στο άλλο ποτάμι του Σα-
ρανταπόρου και, αφού περπάτησαν πεντακόσια μέτρα ανάμεσα στους Πλατα-
νιάδες, βρήκαν αμέριμνο το μοιραίο δεκαοκτάχρονο παλληκάρι. Αυτό διάλε­
ξαν για θύμα τους που θα πλήρωνε σε λίγο τα λάθη της κρατικής μηχανής, η ο­
ποία υπολειτουργούσε και άφηνε ελεύθερους και ατιμώρητους τους θρασείς
ληστές που βασάνιζαν το λαό.
Ο Κώστας —όπως λέγανε το παλληκάρι— τους υποδέχτηκε αμέριμνος, α-
πομακρύνοντας τα τσοπανόσκυλα και αφού οι ληστές διαπίστωσαν ότι αυτός
ήταν το θύμα που ζητούσαν, χωρίς καθυστερήσεις όρμησαν κατά πάνω του σαν
αγρίμια και τον κατέσφαξαν, αποφεύγοντας τη χρήση του όπλου για να μην α­
κουστεί ο πυροβολισμός, γιατί εκεί κοντά υπήρχαν κι άλλα κοπάδια. Ενώ το
παιδί ακόμη σφάδαζε, οι αγριάνθρωποι ληστές ικανοποιημένοι, πήραν το δρό­
μο της επιστροφής, αφήνοντας πίσω τους το μαύρο μαντάτο για τους γονείς του
αθώου θύματος.
Η οικογένεια του Κώστα του κάκου τον περίμενε το βράδυ. Χωρίς καν να
υποπτευθούν το συγκεκριμένο κακό που τους βρήκε, άρχισαν να ψάχνουν στο
βοσκότοπο που σύχναζε το κοπάδι και τον βρήκαν την επόμενη μέρα βοηθού-
μενοι από τα συνεχή ουρλιαχτά των σκυλιών, τα οποία δεν απομακρύνθηκαν
απ’ το σφαγμένο παιδί, εκδηλώνοντας έτσι τη λύπη τους και την προσήλωσή

77
τους στο αφεντικό και αποδεικνύοντας ότι μερικά ζώα έχουν μαλακότερα έν­
στικτα από εκείνα των ανθρώπων.
Το θλιβερό γεγονός προκάλεσε λύπη στην περιοχή και επικράτησε πολύς
φόβος, μη τυχόν οι φοβεροί ληστές, επανερχόμενοι, ξαναχτυπήσουν. Κατά κα­
λή όμως τύχη οι ληστές, ύστερα από το έγκλημα που διέπραξαν, έφυγαν μα­
κριά, προς την περιοχή Βάλτου και Ξηρομέρου, όπου έπεσαν σε ενέδρα απο­
σπάσματος της Χωροφυλακής και εξοντώθηκαν. Έτσι εισέπραξαν την αμοιβή
που τους άξιζε: «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν, εν μαχαίρα αποθανού-
νται». Έκτοτε ολόκληρη η περιοχή ανακουφίστηκε.

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΑΡΓΥΡΗ, ΖΩΪΩΣ, ΚΩΣΤΑ ΘΑΝΟΥ ΚΑΙ ΜΗΝΟΥ

Πριν όμως προλάβει να ανακουφιστεί η περιοχή από την πληροφορία της εξό­
ντωσης των ληστών, συγκροτήθηκε άλλη συμμορία, περίπου το 1910, από ντό­
πιους, αποτελούμενη από το Μήνο που κατάγονταν απ’ το Τιτάι, τον Νίκα
Αργύρη ως καπετάνιο και τη Ζώιω Σφέτσα, που κατάγονταν και οι δύο από το
Μαυρόλογγο και τον Κώστα Θάνο (Σιούτο) από το Σαραντάπορο. Οι λόγοι
που ανάγκασαν τους τρεις τελευταίους να βγούνε στο κλαρί ήταν οι εξής:
Ο μεν Νίκας κατηγορούνταν για κάποιο φόνο, η δε νεαρή κοπέλα Ζώιω, ε­
πειδή συνδέθηκε αισθηματικά με κάποιο νεαρό από τον Κλειτσό και ο πατέ­
ρας της αρνιόταν να δώσει την συγκατάθεσή του να παντρευτεί με αυτόν, απο­
φάσισε να τον θανατώσει ρίχνοντας στο φαγητό δηλητήριο. Ύστερα από την
πράξη της αυτή αναγκάστηκε να καταταχτεί στη νεοσύστατη συμμορία.
Ο δικός μας, ο Κώστας Θάνος, μετά από αποτυχημένη βιαία απαγωγή μιας
βλαχοπούλας (Σαρακατσιάνας), το γένος Κωνσταντέλου, για να αποφύγει τις
αυστηρές κυρώσεις του νόμου αλλά και τα αντίποινα εκ μέρους των βλάχων, οι
οποίοι ήταν αυστηροί τηρητές των ηθικών αρχών, διάλεξε κι αυτός το δρόμο
που οδηγούσε τους λεβέντες στα κλέφτικα λημέρια.
Η συμμορία έδρασε, όπως και οι τόσες άλλες που αναφέραμε, στο πρόσφο­
ρο έδαφος της παρανομίας και συνέχισε το έργο της για τρία-τέσσερα χρόνια.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΛΗΣΤΑΡΧΙΝΑΣ ΖΩΪΩΣ

Φαίνεται πως η λησταρχίνα Ζώιω κουράστηκε από τον πολύχρονο και σκληρό
δρόμο που διάλεξε κι έτσι τραυματισμένη και κουρασμένη φυχικά, ύστερα από
τόσα χάσματα κοινωνικά που άνοιξε με τους συντρόφους της, πήρε την απόφα­
ση να ξαναγυρίσει μετανοιωμένη πλέον στην έντιμη και ζηλευτή ζωή του χωρι-

78
ού. Ήταν όμως πολύ δύσκολο γιατί δεν την άφηναν οι σύντροφοί της. Έτσι, ό­
ταν κάποτε διανυκτέρευαν περαστικοί στα Ζαγαριωτέικα, όπου ξούσαν και
συγγενείς της, έστειλε κρυφά κάποιον δικό της στη αστυνομία Φουρνάς για να
στήσει ενέδρα την επομένη σε κάποια τοποθεσία απ’ όπου επρόκειτο να περά­
σει η τετραμελής παρέα των ληστών, για να τους συλλάβουν, δίνοντας έτσι εύ­
κολο τέρμα του κλέφτικου βίου της.
Δυστυχώς γι’ αυτή, οι άλλοι σύντροφοι υποπτεύθηκαν τα σχέδια της λη-
σταρχίνας, παραφύλαξαν και συνέλαβαν τον απεσταλμένο, έμαθαν απ’ αυτόν
τους σκοπούς της συντρόφισσας και το κράτησαν μυστικό.
Την επόμενη έστησαν το παρατηρητήριό τους στη θέση Τσούκα, στην κορυ­
φή του περίφημου βράχου, δυτικά του Κλειτσού, που έχει κατακόρυφο ύψος
τριακόσια μέτρα. Εκεί έβαλαν την Ζώιω να εκτελέσει το τελευταίο νούμερο
(καραούλι) και σε κάποια στιγμή της αποκάλυψαν ότι είχαν μάθει από τον α­
πεσταλμένο της το σχέδιο της προδοσίας της. Φοβούμενοι ότι κάποια άλλη φο­
ρά θα τους ξαναπροδώσει την έσπρωξαν βίαια για να την καταπιεί το άγριο
χάος του βράχου, για να κορέσουν στη συνέχεια την πείνα τους, από τις νεανι­
κές σάρκες της, τα πολυάριθμα όρνια του βράχου.Έτσι έληξε, τόσο άδοξα, η
ανάρμοστη για μια γυναίκα ληστρική δράση της.
Μια άλλη πληροφορία όμως μας λέει ότι τη λησταρχίνα Ζώιω την σκότωσε,
ρίχνοντάς την στον γκρεμό του βράχου, ο συγγενής της Νικόλαος Σφέτσας, ε­
πειδή δήθεν ντρόπιασε το σόι τους, αποκτώντας πριν ενταχθεί στην συμμορία
των ληστών, κάποιο νόθο παιδί. Η πληροφορία όμως αυτή δεν φαίνεται για
σωστή, όταν εξετάσει κανείς τα δεδομένα της λησταρχίνας. Πώς ήταν δυνατόν
οποιοσδήποτε συγγενής της να την ξεκόψει απ’ τους συντρόφους της και να τη
σκοτώσει, χωρίς το φόβο ότι οι σύντροφοί της θα εκδικηθούν; Έτσι, η πιθανό­
τερη εκδοχή είναι ότι την σκότωσαν οι σύντροφοί της, γιατί πληροφορήθηκαν
την προδοσία της.

ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΛΗΣΤΑΡΧΟΥ ΚΥΡΟΥ

Στην ιστορία των ληστών προστίθεται ακόμη μια δυάδα ληστών που δρούσε
στο χώρο της περιφέρειάς μας, την οποία αποτελούσαν ο Μπακογιάννης και ο
Κύρος.
Κάποια εποχή, γύρω στο 1900, διερχόμενοι απ’ τα μέρη μας, έστησαν το λη­
μέρι τους στο ύψωμα απέναντι από το Σαραντάπορο. Ο μεν Κύρος κατάρραχα
κάτω από τη θέση Παπαδόλακκα, ο δε Μπακογιάννης στο πίσω μέρος, να ε­
λέγχει την πλευρά προς τη Μολόχα. Το καραούλι ήταν για τους κλέφτες απα­
ραίτητο μέτρο προστασίας. Κατά κακή τους όμως τύχη, τη νύχτα κατέφτασε
στο Σαραντάπορο ένα διωκτικό απόσπασμα στρατού και Χωροφυλακής, οι ο­
ποίοι, πληροφορηθέντες την παρουσία ληστών, περικύκλωσαν το ύψωμα χωρίς

79
να γίνουν αντιληπτοί από τους κλέφτες. Έτσι, το πρωί, την ώρα που ο Κύρος ε­
τοιμαζότανε να καταλάβει τη θέση του στο καραούλι για να ερευνήσει την πε­
ριοχή με το μάτι, για τυχόν κινήσεις αποσπασμάτων, δέχτηκε αιφνιδιαστικά τις
ομοβροντίες του αποσπάσματος. Προσπάθησε να αντιδράσει αλλά μάταια, α­
φού ο κλοιός ήταν οργανωμένος και έτσι σκοτώθηκε άδοξα. Ο σύντροφός του
Μπακογιάννης δεν έγινε αντιληπτός απ’ το απόσπασμα και διέφυγε χωρίς να
ξαναγυρίσει ποτέ στην περιοχή. Από τότε το ύψωμα που σκοτώθηκε ο Κύρος
λέγεται «Στου Κύρου το βάρεμα», και το πίσω μέρος «Στου Μπακογιάννη».

80
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ Π ΕΜ Π ΤΟ

Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Όπως αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο, οι πρώτοι κάτοικοι του Σαρανταπόρου


αποσπάστηκαν μετά το 1821 από την παλιά Σπινάσα και εγκαταστάθηκαν
στην περιοχή, γιατί ήταν περισσότερο πρόσφορη για γεωργία και κτηνοτρο­
φία. Αρχικά κατοίκησαν διασπαρμένοι, καθένας κοντά στο χωράφι του, σε κα­
λύβες και αργότερα σε πετρόκτιστα σπιτάκια. Μετά την επανάσταση του 1821,
εκτός από τους ντόπιους, ήλθαν εδώ και εγκαταστάθηκαν μόνιμα και άλλες ξέ­
νες οικογένειες από μακρινές περιοχές, καταδιωκόμενες από τους Τούρκους,
για καλύτερη ασφάλεια κι έτσι αποτέλεσαν όλοι μαζί το Σαραντάπορο.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο πληθυσμός του Σαρανταπόρου αυξήθηκε
σημαντικά και τις θρησκευτικές ανάγκες τις θεράπευαν οι εκάστοτε ιερείς που
εξυπηρετούσαν τη Σπινάσα, η οποία το 1875 απέκτησε δικούς της ιερείς, τον
παπα-Δημήτρη Χαλάτση και λίγο αργότερα τον παπα-Κυριάκη Σπανό. Οι κά­
τοικοι του Σαρανταπόρου υπήρξαν φτωχοί μεν και αγράμματοι αλλά άνθρω­
ποι ντόμπροι, φιλήσυχοι, με καλές αρχές και χριστιανική αγωγή, με σεβασμό
και πίστη στο Θεό. Όσο, την εποχή εκείνη, τους χώριζε η απόσταση των διά­
σπαρτων σπιτιών τους, τόσο τους ένωνε η αγάπη και η αλληλεγγύη μεταξύ τους
και η απέχθεια της απομόνωσης τους ωθούσε σε ομαδικές, κοινωνικές και
θρησκευτικές εκδηλώσεις.
Γι’ αυτούς η αργία των Κυριακών και των μεγάλων εορτών αποτελούσε α­
παράβατη θρησκευτική αλλά και κοινωνική υποχρέωση και θεωρούσαν απα­
ραίτητο τον εκκλησιασμό τους, τόσο για να εκπληρώσουν το θρησκευτικό τους
καθήκον και συναίσθημα όσο και το κοινωνικό, με το ομαδικό αντάμωμα που
έκαναν στην εκκλησία, μια και δεν υπήρχε τότε στο Σαραντάπορο καφενείο ή
άλλος κοινός χώρος συγκέντρωσης.
Μετά το τέλος της λειτουργίας θα αντάλλαζαν ευχές και θα συζητούσαν τα
νέα της εβδομάδος και όλα τα κοινά προβλήματα που απασχολούσαν τον οικι­
σμό. Η απόσταση όμως από την Σπινάσα, μιάμισι-δύο ώρες πεζοπορία, ιδιαίτε­
ρα κατά τους χειμερινούς μήνες, δυσκόλευε τον εκκλησιασμό των γερόντων,
των μικρών παιδιών και γενικά των αδυνάτων. Πέραν απ’ τις δυσκολίες που
συναντούσαν για τον απλό εκκλησιασμό τους λόγω αποστάσεως, αντιμετώπι­
ζαν συχνότερες δυσκολίες για την τέλεση διαφόρων εκτάκτων θρησκευτικών
ιεροτελεστιών, όπως η Θεία Μετάληψη για ασθενείς και γερόντους, ο αγια­
σμός του σπιτιού αλλά και της στάνης των ζώων, το μνημόσυνο, ο γάμος, η βά-
πτιση, το Ευχέλαιο, το διάβασμα της λεχώνας κλπ., ιδιαίτερα δε της κηδείας

81
που αποτελούσε το σοβαρότερο πρόβλημα για τους Σαρανταπορίσιους, καθώς
έπρεπε να μεταφέρουν το φέρετρο στα χέρια από τόσο μακρινή απόσταση στη
Σπινάσα, όπου υπήρχε νεκροταφείο. Κατά ομολογία των γερόντων, κάποιος
νεκρός παρέμεινε άταφος επί τρεις ημέρες, διότι δεν μπορούσαν να τον μετα­
φέρουν λόγω χιονιών. Όλα αυτά τα προβλήματα, που συχνά αντιμετώπιζαν
αυτοί οι άνθρωποι, τους ανάγκασαν να πάρουν την οριστική απόφαση να κτί­
σουν δική τους εκκλησία.
Για την εκλογή της τοποθεσίας αρχικά βρέθηκαν διχασμένοι, διότι η μεγά­
λη διασπορά του οικισμού τούς ανάγκαζε ώστε άλλοι να υποστηρίζουν την ά­
ποψη ότι πρέπει να χτιστεί στη θέση Ζάχου, κοντά στο ποτάμι, οι δε υπόλοιποι
στη θέση που είναι σήμερα η εκκλησία. Για να αποφύγουν τελικά τις διαφω­
νίες μεταξύ των απεφάσισαν να ρίξουν κλήρο, που για τρίτη συνεχή φορά έπε­
σε για τη θέση που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Κατόπιν τούτου ομόφωνα άρχισαν να ανοίγουν θεμέλια, οπότε βρέθηκαν έκ­
πληκτοι μπροστά σε άγνωστα ερείπια παλιάς εκκλησίας, όπου διακρίνονταν
καθαρά η κόγχη του Αγίου Βήματος και μέρος της Αγίας Τράπεζας.
Κανείς δεν γνώριζε από την παράδοση ότι υπήρχε άλλοτε εκκλησία εκεί.
Στη θέση αυτή υπήρχε χωράφι και μαντροστάσι του Δημητρίου Βούλγαρη (Κα-
ραμπίλιου), ο οποίος, όπως ομολόγησε, πάντα έβλεπε τη νύχτα καθώς και οι
γύρω γείτονες, ένα παράξενο αμυδρό φως να περιφέρεται, το οποίο αποτελού­
σε ένα ανεξήγητο φαινόμενο.
Μετά τις ανασκαφές επαληθεύτηκε ότι ο χώρος ήταν ιερός, γι’ αυτό κι ο ι­
διοκτήτης παραχώρησε το μέρος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του. Εικάζεται
ότι στα ευρεθέντα ερείπια υπήρξε εκκλησία που θα ήταν μικρό μετόχι του μο­
ναστηριού της Παναγίας, που απέχει δύο ώρες από το Σαραντάπορο, το οποίο
υπάγεται σήμερα στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Νεράιδας.
Το μοναστήρι χτίστηκε το 1608 και είχε ως την εποχή της επανάστασης με­
γάλη κτηνοτροφία, πρόβατα, γίδια, γελάδια, μελίσσια και κτήματα, τα οποία
καλλιεργούσαν καλόγεροι και υπηρέτες του μοναστηριού. Πάνω από το Σαρα­
ντάπορο και ως το Μέγα-Λάκκο, υπάρχουν κτήματα που ονομάζονται Βακού-
φικα, τα οποία κατέλαβαν οι κάτοικοι γύρω στο 1900, σε εποχή που το μονα­
στήρι πλέον βρισκότανε σε τέλεια παρακμή.
Επειδή όμως η οικονομική δυνατότητα των φτωχών κατοίκων ήταν ανεπαρ­
κής για το χτίσιμο της εκκλησίας, επικοινώνησαν με τον Μητροπολίτη και πή­
ραν σχετική άδεια και σχημάτισαν επιτροπές εράνου για συγκέντρωση χρημά­
των. Πρωτοστάτησαν με πολύ ενδιαφέρον τότε οι Γεώργιος Ανδρ. Βουρλιάς,
Ιωάννης Τσιτσιμπής, Κώστα Νάπας, Δημήτριος Κοντογιάννης κ.ά., οι οποίοι
όργωσαν τα χωριά της Ναυπακτίας και της Ευρυτανίας και συγκέντρωσαν λι­
γοστά χρήματα, διότι την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ φτωχός.
Τέλος, το έτος 1897, άρχισε να κτίζεται η εκκλησία με πρωτομάστορα τον
Δημήτριο Μήτσιου (ή Τσιμπούκα) από τη Βράχα και με απεριόριστη προσωπι­
κή εργασία των κατοίκων. Η εργασία της τοιχοποιίας τελείωσε αλλά δεν πρό­
λαβαν να φτιάξουν τη στέγη και έμειναν οι τοίχοι εκτεθειμένοι στη θεομηνία

82
του χειμώνα. Από τις πολλές βροχές και τα συνεχή χιόνια, η τοιχοποιία κατέ­
στη ετοιμόρροπη αφού ήταν λασπόχτιστη.
Την άνοιξη του επόμενου χρόνου την κατεδάφισαν και την ξανάχτισαν, με
ασβέστη τώρα, οι ίδιοι τεχνίτες αλλά χωρίς άλλη αμοιβή. Με τις συνεχείς δω­
ρεές των φτωχών εκείνων κατοίκων σιγά σιγά αποπερατώθηκαν και οι απα­
ραίτητες εργασίες στο εσωτερικό κι έτσι το εκκλησάκι αυτό, διαστάσεων 16x9
μ., απλού βασιλικού ρυθμού —με τα συνήθη για την εποχή μικρά παραθυρά­
κια, σκεπασμένο με ντόπια κεραμίδια, πλακοστρωμένο με χοντρές τετραγωνι­
σμένες πλάκες, με απλό ξύλινο τέμπλο, με ξύλινες κολώνες και ταβάνι ξύλινο
με διάφορες διακοσμητικές γαρνιτούρες, με διώροφο γυναικωνίτη και νάρθη­
κα ανδρών και γυναικών— έγινε έτοιμο για θρησκευτική χρήση. Το καλοκαίρι
του έτους 1908 έγιναν τα εγκαίνια από τον τότε τοποτηρητή Μητροπολίτη Ναυ-
πακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιο.
Η ημέρα των εγκαινίων γιορτάστηκε πανηγυρικά διότι έμπαινε τέλος στις
ταλαιπωρίες των κατοίκων για την επούλωση των θρησκευτικών αναγκών.
Όσοι παραβρέθηκαν στην πρώτη αρχιερατική λειτουργία παρακάθησαν σε
κοινό τραπέζι στο προαύλιο της εκκλησίας, με ποικιλία φαγητών και φανερή
ευθυμία, που στο τέλος οδήγησε σε κεφάτο γλέντι. Από εκείνη την ημέρα, η μι­
κρή αυτή εκκλησία έγινε η κυψέλη των κατοίκων, που τόσα δεινά υπέφεραν α­
πό την έλλε ιψή της.
Από τότε οι εφημέριοι Σπινάσας εξυπηρετούσαν εκ περιτροπής τους κατοί­
κους του Σαρανταπόρου που συνέχιζαν ν’ ανήκουν εκκλησιαστικώς στην ενο­
ρία Αγίου Γεωργίου Σπινάσας. Ας αναφερθεί ότι τότε ο μισθός των ιερέων ή­
ταν μερικές οκάδες σιταριού και καλαμποκιού, που, για κάθε οικογένεια, δεν
ξεπερνούσαν ποτέ τις δεκαπέντε το χρόνο.
Έτσι, λοιπόν, οι δύο ιερείς είχαν μοιράσει τους κατοίκους της ενορίας, ώ­
στε οι μισοί πλήρωναν τον έναν παπά και οι άλλοι τον άλλον. Αυτό συνεχίστη­
κε ως το 1920, οπότε, με βασιλικό διάταγμα, το Σαραντάπορο μαζί με τον οικι­
σμό Μαυρολόγγου της κοινότητας Κλειτσού αποτέλεσαν ξεχωριστή πλέον ενο­
ρία Σαρανταπόρου-Μαυρολόγγου.

Ε Ν Ο Ρ ΙΑ ΣΑ ΡΑ Ν Τ Α Π Ο ΡΟ Υ

Η νέα ενορία Σαρανταπόρου συμπεριέλαβε τις οικογένειες που κατοικούσαν


πάνω απ’ τα ποταμάκια Μουχτούρι και Κατινόρεμα προς το Σαραντάπορο. Η
ίδρυση της νέας ενορίας Σαρανταπόρου έβαλε τους κατοίκους της ενορίας σε
νέους τώρα αγώνες για κάλυψη της ενορίας με δικό τους παπά, για να μη τρέ­
χουν για κάθε θρησκευτική ανάγκη να φέρουν τους γέροντες παπάδες απ’ τη
Σπινάσα.
Έτσι, μετά από συνεχή υπομνήματα και επίμονες ενέργειες, ο Μητροπολί-

83
της Ναυπακτίας, με το υπ’ αριθ. 243/29/4/1923 έγγραφό του, τοποθέτησε ως μό­
νιμο εφημέριο τον ιερέα παπα-Νίκο Κατσομήτρο, καταγόμενο από το γειτονι­
κό χωριό, τον Κλειτσό Ευρυτανίας.
Ο παπα-Νίκος, με πλήρη ιερατική κατάρτιση, υπηρέτησε την ενορία Σαρα-
νταπόρου-Μαυρολόγγου επί 28 και πλέον χρόνια. Η αμοιβή του ως εφημερίου
ήταν 10 οκάδες καλαμπόκι και 10 σιτάρι ετησίως από κάθε οικογένεια, και τα
λεγάμενα τυχερά από κάθε ιεροτελεστία πέραν της Θείας Λειτουργίας.
Είχε δυο αγόρια, το Γιώργο, που είναι σήμερα συνταξιούχος τραπεζικός, και
τον Ταξιάρχη, που έχει πεθάνει, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ο οποίος
υπηρέτησε στο διάστημα της κατοχής στη Μέση Ανατολή.
Ο παπα-Νίκος, πέραν των ιερατικών του ικανοτήτων, διακρίθηκε και ως ά-
ριστος και ακούραστος εκπαιδευτικός, καθ’ ότι δάσκαλος. Και όταν λέμε δά­
σκαλος, δεν εννοούμε δάσκαλος μιας τάξης, κατά τη σημερινή τακτική, ή δά­
σκαλος ενός μονοτάξιου σχολείου με 20, 30 ή και 40 μαθητές, αλλά δάσκαλος
με έξι τάξεις και 100-130 μαθητές, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες σε μια αίθου­
σα, κάνοντας μάθημα πρωί-απόγευμα, με μικρή διακοπή το μεσημέρι για φα­
γητό.
Αυστηρός στις σχέσεις του με τους μαθητές, αλλά όμως άριστος σπορέας
του λόγου και της μάθησης. Την ικανότητά του ως δασκάλου την απέδειξαν οι
μαθητές του που συνέχισαν τις σπουδές σε Γυμνάσιο ή σε Ημιγυμνάσιο (Σχο­
λαρχείο), όπου αρίστευσαν ή έστω διακρίθηκαν.
Το περιληπτικό αυτό βιογραφικό του σημείωμα γράφεται από μαθητή του,
σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα του προσέφερε ο αείμνηστος δάσκαλός του.
Οι ιερατικές του ικανότητες τον ανέβασαν στο βαθμό του οικονόμου και αρ­
χιερατικού επιτρόπου του δήμου Δολόπων. Πέραν τούτων υπηρέτησε και ως
ληξίαρχος της ενορίας Σαρανταπόρου-Μαυρολόγγου. Στην εκκλησία Μαυρο-
λόγγου λειτουργούσε κάθε τρίτη Κυριακή και σε ελάχιστες γιορτές Αγίων.

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ 1950

Μετά την λήξη του εμφυλίου πολέμου, οι κάτοικοι Σαρανταπόρου απεφάσισαν


να ανανεώσουν και να μεγαλώσουν την εκκλησία, καθ’ ότι —ως λασπόχιστη
που ήταν— είχε καταστεί ετοιμόρροπη.
Έτσι, το 1952, κατεδάφισαν τις τρεις πλαγιές για να κτιστούν εκ νέου, δίνο­
ντας στο μήκος άλλα τέσσερα μέτρα, ώστε να γίνει 20 χ 9. Για το σκοπό αυτό
έβγαλαν με προσωπική εργασία, στη θέση Βελαωρούλα, ασβεσταριά και με
δωρεές ξαναχτίστηκε η εκκλησία με πιο πολλά και μεγάλα παράθυρα και άρι-
στη τοιχοποιία, με τον εξαίρετο πρωτομάστορα Δημήτριο Γ. Αυγέρη (Μω-
ραίτη).
Την ίδια χρονιά έγινε και η στέγη και σκεπάστηκε με πλάκες και παλιά κε-

84
ραμίδια όπως συνηθίζονταν τότε. Στο τέλος του 1952, ο παπα-Νίκος συνταξιο-
δοτήθηκε και άφησε χηρεΰουσα την ενορία Σαρανταπόρου, για να τον διαδε­
χθεί ο τότε νεοχειροτονηθείς, στις 13/6/1953, παπα-Γιώργης Δήμου, ο οποίος
βρήκε την εκκλησία χωρίς θΰρες και παράθυρα. Με άοκνες προσπάθειες άρχι­
σαν σιγά σιγά να θεραπεύονται τα μεγάλα κενά.
Το έτος 1955 περιφράχθηκε όλος ο χώρος της εκκλησίας με συρματόπλεγ­
μα και άρχισαν να φυτεύονται στο προαύλιο μικρά ελατάκια, πεύκα, ακακίες,
κισσοί κλπ. Το έτος 1956 έγινε η οροφή (νταβάνι) της εκκλησίας, που χρειά­
στηκε 1.300 σανίδια, τα οποία έβγαλαν τότε με το γνωστό πρωτόγονο χειρο-
πρίονο, τεχνίτες πριονάδες του χωριού μας. Το 1958 έγιναν τα εσωτερικά σο-
βατίσματα με άμμο που μεταφέρθηκε από απόσταση 10-12 χιλιομέτρων, από τη
Μέγδοβα (θέση Καμαρέτσο). Ας αναφερθεί ότι χρειάστηκαν διακόσια φορτώ­
ματα, γιατί τότε δεν υπήρχε αυτοκίνητο, που τα μετέφεραν ευχαρίστως οι κά­
τοικοι με τα ζώα τους, άνευ αμοιβής.
Εδώ θα πρέπει ν’ αναφερθούμε σε κάποιες περιπτώσεις ενός πηγαίου ξε-
σηκώματος, που έμοιαζε με γενική επιστράτευση ανδρών και γυναικών, με
ταυτόχρονη επίταξη ικανών και ανίκανων ζώων.
Σε κάποια διαδρομή για τη μεταφορά άμμου στην οποία έλαβαν μέρος ε­
βδομήντα ζώα με ισάριθμους περίπου ανθρώπους, που αποτελούσαν μια τερά­
στια φάλαγγα που κάλυπτε ένα χιλιόμετρο απόσταση, θαρρούσες —παρατη­
ρώντας την— ότι πρόκειται περί κάποιου χαρούμενου συμπεθερικού και όχι
περί κάποιων κουρασμένων ανθρώπων, αφού καθ’ όλη τη διαδρομή τραγου-
δούσαν.Ήταν η εποχή που ανθούσε το Σαραντάπορο.
Έτσι με την αυθόρμητη βοήθεια των κατοίκων έγιναν:
Το 1963 τα εξωτερικά αρμολογήματα της εκκλησίας.
Το 1965 αντικατάσταση απ’ αρχής της στέγης και τοποθέτηση ευρωπαϊκών
κεραμιδιών.
Το 1967 τοποθέτηση πλακιδίων στο δάπεδο του ιερού ναού, αντικατάσταση
ξύλινων θυρών και παραθύρων με νέα, εκ σιδήρου, και αγορά καμπάνας.
Το 1968 ανέγερση γραφείου και αποθήκης στο προαύλιο του ιερού ναού.
Το 1969 εκ νέου περίφραξη του προαυλίου.
Το 1970 κατασκευή απ’ αρχής του τέμπλου, τοποθέτηση γύψινων και κατα­
σκευή στασιδιών.
Το 1972-73 αγιογράφηση του ιερού ναού.
Το 1977-79 ανέγερση κωδωνοστασίου, που στοίχισε 900.000 δραχμές.
Το 1983 κατασκευή πέτρινων καθιστικών γύρω στον ιερό ναό.
Το 1984 αγορά και τοποθέτηση ωρολογίου στο κωδωνοστάσιο, αξίας
240.000 δραχμών.
Το 1985 εκ νέου περίφραξη του προαυλίου με σιδηρά κιγκλιδώματα.
Το 1988 αντικατάσταση των προπυλαίων και κατασκευή των σκαλιών στην
κεντρική είσοδο.
Το 1989 πλακόστρωση διαδρόμων γύρω από την εκκλησία.
Το 1990 αγορά μεγάλης καμπάνας, 270 κιλών, αξίας 415.000 δραχμών.

85
Το 1993 αντικατάσταση των στασιδίων και αναλογίων με άλλα κομψότερης
και σκαλιστής κατασκευής.
Έτσι, η σημερινή εσωτερική και εξωτερική εμφάνιση της εκκλησίας του
Αγίου Κωνσταντίνου, ύστερα από μακρόχρονους κόπους και πολλές θυσίες,
χαρίζει την ικανοποίηση στους συνδρομητές της, συμπληρώνει την ομορφιά
του νέου οικισμού (στη δημιουργία του οποίου θα αναφερθούμε παρακάτω)
και μαγνητίζει τον επισκέπτη και προσκυνητή.
Τόσο ο εξωραϊσμένος εξωτερικός ιερός χώρος του σιδεροφραγμένου προ­
αυλίου —με το πανέμορφο γραμμικό πυκνό αλσύλλιο από ψηλά θεαματικά
πεύκα, περήφανα ελάτια, ακακίες, φλαμουριές και κρεμαστούς καταπράσι-
νους κισσούς στα γύρω δέντρα, τα καλλιτεχνικά σε παραδοσιακό στυλ, από
λευκές ορθογώνιες πέτρες καθιστικά, τα υπαίθρια παγκάκια, η τραπεζαρία α­
πό μπετόν, που έγινε με δαπάνη των αδελφών Γεωργίου Βουρλιά, η βρύση με
κούπα καλλιτεχνική, το ωραίο οίκημα γραφείου, βιβλιοθήκης και αποθήκης —,
όσο και το εσωτερικό της εκκλησίας —με τον πλούσιο διάκοσμο από αγιογρα­
φίες, το ποικιλόμορφο σε χρώματα και σχέδια νταβάνι, τον πολύφωτο μεγάλο
πολυέλαιο και τα σύγχρονα ωραία στασίδια —, όλα εντυπωσιάζουν τον προ­
σκυνητή και τον κάνουν να στέκεται με δέος, κοιτάζοντας το καλλιτεχνικό κα­
μπαναριό που αποτελεί την κορωνίδα του όλου περιβάλλοντος και το φωτεινό
φάρο του χωριού με το μεγάλο ωρολόγι που χτυπάει μέρα νύχτα, υπενθυμίζο­
ντας στους κατοίκους όχι μόνο την ώρα αλλά και το χριστιανικό τους καθήκον.
Αυτή η εκκλησία αποτελεί για τους Σαρανταπορίτες όχι μόνο το πνευματι­
κό κέντρο και το χριστιανικό φυλαχτό αλλά και το στολίδι του χωριού.

86
Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, συζήτηση για τα προβλήματα του χωριού (1975)

Προαύλιο του σχολείου και ο πέριξ χώρος του I. Ναού

87
ΙΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ

Ο παπα-Νίκος Κατσομήτρος, ήταν ο πρώτος τακτικός εφημέριος που διορίστη­


κε το έτος 1922 και υπηρέτησε συνεχώς ως το έτος 1952 (εξαιρουμένης μιας μι­
κρής περιόδου ενός έτους, 1944-45, που είχε αποσπασθεί στα Βραγκιανά Ευ­
ρυτανίας). Συνταξιοδοτήθηκε το 1952 και για προσωρινή εξυπηρέτηση των κα­
τοίκων, η Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας ανέθεσε στον εφημέριο
Γιαννουσέικων παπα-Κώστα Γιαννουσά, μέχρι το 1953 που χειροτονήθηκε ο
παπα-Γιώργης Δήμου.

ο παπα-Νίκος

Ο παπα-Γιώργης Δήμου χειροτονήθηκε στη Ναύπακτο, από τον Μητροπο­


λίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορο, ως διάκονος στις 21 Ιουνίου
1953 και ως ιερεύς στις 12 Ιουλίου 1953. Η πρώτη του λειτουργία στο Σαραντά-
πορο έγινε στις 25 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Άννης, και έκτοτε, επί 39 συνεχή
χρόνια, εξυπηρέτησε την ενορία μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1992, οπότε παραι­
τηθείς, απεχώρησε ως συνταξιούχος.

ο παπα-Γιώργης

88
ΟΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΨΑΛΤΕΣ ΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Πάντα στο πλευρό του παπα-Νίκου Κατσομήτρου και αργότερα του παπα-
Γιώργη Δήμου, υπήρχε μια επίλεκτη στρατιά από απλούς, σεμνούς και ευσε­
βείς ιεροψάλτες, τους τόσο άξιους συνεργάτες των ιερέων Σαρανταπόρου,
που εθελοντικά, από αγάπη προς την εκκλησία, προσέφεραν την υπηρεσία
τους ολόκληρες δεκαετίες εντελώς δωρεάν, επιτελώντας το θεάρεστο έργο
του ιεροψάλτου, που πάντα ευχαριστεί τον Θεό.
Αξίζει από χρέος να καταγράψουμε τα ονόματά τους για να παραμείνουν
αξέχαστες αυτές οι τόσο ζωντανές μορφές στην ιστορία του Σαρανταπόρου.
Επιπλέον αξίζει απ’ όλους μας, στους απλούς και ακάματους αυτούς ευσεβείς
εργάτες της εκκλησίας, ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Πρώτος ψάλτης, καθώς χτίστηκε η εκκλησία, ήταν ο Σταύρος Μπέλλος από
το Καροπλέσι, που υπηρετούσε τότε στο Σαραντάπορο ως ιδιωτικός δάσκαλος.
Απ’ αυτόν έμαθαν λίγη πρακτική ψαλτική ο Γεώργιος Ανδ. Βουρλιάς, ο Κων­
σταντίνος Δ. Σπανός και ο Δημήτριος Μ. Κοντογιάννης. Επίσης, επί δεκαετίες
ολόκληρες προσέφερε τις υπηρεσίες του, με τέλειες πρακτικές γνώσεις ψαλτι­
κής, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δ. Νάπας.

Ο ζηλωτής ψάλτης Κων/νος Νάπας

89
Ακόμη, στη στρατιά των ψαλτών αναφέρεται ο τόσο καλά καταρτισμένος
και καλλίφωνος, γνωρίζοντας απταίστως όλους τους ήχους και την τυπική διά­
ταξη, ο Δημήτριος Τάκας, ο οποίος έκανε τον μπαλωματή τσαγκάρη στην πε­
ριοχή μας. Τη δεκαετία 1930-1940 εχρημάτισαν ως ψάλτες οι Κωνσταντίνος Δ.
Βούλγαρης και Νικόλαος Σ. Βουρλιάς.
Επίσης, ο Βαγγέλης Σπανός ανέβηκε στο ψαλτήρι όταν ήταν μικρός μαθη­
τής, επτά χρόνων, και συμπλήρωσε ως σήμερα εβδομήντα ολόκληρα χρόνια
προσφοράς στη θέση του αναλογίου.
Αργότερα, από το 1950 έως το 1960, ο νεαρός τότε Ηλίας Γ. Τσιτσιμπής,
προικισμένος με εξαίρετες αρετές και χριστιανικά χαρίσματα, εξυπηρέτησε
την εκκλησία ως άριστος ψάλτης, μουσικός και καλλίφωνος καθώς και, επί σει­
ρά ετών, ο Δημήτριος Τσιτσιμπής. Επίσης υπηρέτησε ως ψάλτης ο Απόστολος
Ν. Νάπας, ο Ευάγγελος Γεροκώστας (ο νυν εφημέριος Μολόχας) και ο Γεώρ­
γιος Κ. Βούλγαρης, ο οποίος έλαβε το χρίσμα του ψάλτη το 1972 καθώς και,
μετά το 1975, ο Σπύρος Δήμος.
Όλοι αυτοί οι αγνοί και οι ταπεινοί εργάτες όχι μόνο στάθηκαν άμισθοι
συμπαραστάτες στην υπηρεσία των εκάστοτε ιερέων, αλλά και αδιάκριτα συμ­
μετείχαν, πάντα πρώτοι, στις χαρές και στις πίκρες των κατοίκων του Σαρα-
νταπόρου.

ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΑ

Προφήτη Ηλία.
Ψηλά, σε υψόμετρο 1.200 μ., στο τόσο όμορφο πετρωτό βουναλάκι που βρίσκε­
ται βορειοδυτικά του Σαρανταπόρου και σε απόσταση μιάμισης ώρας, υπήρ­
χαν παλιά ερείπια από τεχνικές πέτρες μικρού εξωκκλησίου. Η θέση αυτή λε­
γότανε από παράδοση Αι-Λιας.
Το έτος 1954, με την υπ’ αριθ. 2299/16/11/1954 απόφαση της Ιεράς Μητρό­
πολης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, επετράπη στην οικογένεια της Ελένης χή­
ρας Νικ. Αυγέρη, κατόπιν εισήγησης του εφημερίου Σαρανταπόρου, ν’ ανοι­
κοδομήσει αυτό το ερειπωμένο από πολλά χρόνια εκκλησάκι.
Με την έναρξη των εργασιών και τη διάνοιξη των θεμελίων, βρέθηκαν πα­
λιά θεμέλια με διαστάσεις 7 x 5 . Όταν αποπερατώθηκε η εκκλησία ετελέσθη
σ’ αυτή η πρώτη Θεία Λειτουργία, στις 20/7/1955. Αργότερα, επειδή η στέγη α­
νατρέπονταν από τους δυνατούς ανέμους, η εκκλησιαστική επιτροπή αντικατέ­
στησε την πρώτη στέγη με πλάκα από μπετόν με κολώνες. Αντικαταστάθηκαν
επίσης τα ξύλινα παράθυρα και η πόρτα με σιδερένια, για ν’ αντέχουν στις ά­
γριες καιρικές συνθήκες.
Έτσι το εκκλησάκι σαν μικρό αστέρι δεσπόζει εκεί ψηλά στην περίοπτη
αυτή ζηλευτή θέση.

90
Αγίων Αποστόλων
Ο συνοικισμός Μέγα-Λάκκου από της ιδρύσεώς του δεν είχε δική του εκκλησία,
γι’ αυτό αντιμετώπιζε ακριβώς τα ίδια προβλήματα με το Σαραντάπορο των
πρώτων χρόνων. Με την έλλειψη εκκλησίας οι Μέγα-Λακκιώτες δεν μπορούσαν
να εκκλησιαστούν διότι η Νεράιδα και το Σαραντάπορο απείχαν μιάμιση ώρα.
Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές που ένιωθαν την ανάγκη του εκκλη­
σιασμού, πήγαιναν τακτικά στο μοναστήρι της Παναγίας και άναβαν τα καντή­
λια, κατά δε αραιά διαστήματα ο εφημέριος της Νεράιδας τελούσε στο μονα­
στήρι Θεία Λειτουργία και εκκλησιάζονταν οι κάτοικοι του Μέγα-Λάκκου,
των Κουκέικων και μερικοί εξοχίτες Γιαννουσαίοι.
Έτσι για τους Μέγα-Λακκιώτες η έλλειψη της εκκλησίας όσο περνούσε ο
καιρός γίνονταν πιό αισθητή, γι’ αυτό απεφάσισαν και έκτισαν δική τους εκ­
κλησία, στη μνήμη των δώδεκα Αποστόλων, σε χωράφι που διέθεσε η Κωνστα­
ντίνα χήρα Αν. Δήμου κοντά στο δημοτικό σχολείο Μέγα-Λάκκου.
Την εποχή αυτή ο συνοικισμός του Μέγα-Λάκκου βρισκότανε στη μεγαλύ­
τερη ακμή του. Το δημοτικό σχολείο λειτουργούσε με σαράντα μαθητές. Έτσι,
σε μια συγκέντρωση που έγινε το καλοκαίρι του 1956, οι κάτοικοι απεφάσισαν
να χτίσουν εκκλησία με προσωπική τους εργασία και με τις ελάχιστες δωρεές
που προσέφεραν οι ντόπιοι και μερικοί ξένοι. Ιδιαίτερα βοήθησε οικονομικώς
ένας όμιλος γυναικών της Αθήνας, ο οποίος αποπεράτωσε το έργο της ανέγερ­
σης, κάλυψε τις ανάγκες του εσωτερικού της εκκλησίας και διέθεσε όλα τα α­
παραίτητα ιερά σκεύη, βιβλία κλπ. και ό,τι χρειάζονταν για τη τέλεση της Θεί­
ας Λειτουργίας.
Όταν ολοκληρώθηκαν όλες οι εργασίες έγινε η πρώτη λειτουργία, στις 23
Αυγούστου 1961. Έκτοτε οι κάτοικοι εξυπηρετούνταν κατά διαστήματα από
τον εφημέριο Σαρανταπόρου.

Αγίου Κοσμά
Το μικρό αυτό εκκλησάκι βυζαντινού ρυθμού, που είναι χτισμένο στην όμορφη
μαγική τοποθεσία Κρανιά, λίγα μέτρα νοτιότερα από την κορυφογραμμή που
αγναντεύει προς τον κάμπο της Θεσσαλίας και μεταξύ των χωριών Σαραντα­
πόρου και Αμαράντου, δίπλα και σε απόσταση λίγων μέτρων απ’ τον επαρχια­
κό δρόμο Καρδίτσας-Νεράιδας, χτίστηκε το 1976 με δαπάνες της οικογένειας
Νικόλαου Π. Γάκη και σε οικόπεδο που το προσέφερε δωρεάν η οικογένεια
Γεωργίου Σ. Καραβάνα. Απέχει πέντε χιλιόμετρα από το χωριό.
Τη μόνη συντροφιά του αποτελούν, εκτός απ’ τους προσκυνητές και περα­
στικούς, το πεντακάθαρο περιβάλλον από πανύψηλα έλατα και καταπράσινα
φτερούσια, που οι προσκυνητές και οι διαβάτες τα χρησιμοποιούν για δροσερό
πρόχειρο αρωματικό χαλί, για όσες ώρες μπορούν να αφιερώσουν για την α­
πόλαυση αυτού του σπάνιου πράσινου πνεύμονα, που συνοδεύεται από τη γάρ­
γαρη και για όλους φιλόξενη βρύση με την παραδοσιακή της κούπα και τα
κρυστάλλινα νερά της.

91
Εξοικκλήσι των Αγίων Αποστόλων

Το εξωκκλήσι του Προφήτου Ηλία

Εξωκκλήσι του Αγίου Κοσμά

92
Εδώ καταφεύγουν οι κουρασμένοι απ’ την εργασία της εβδομάδας Καρδι-
τσιώτες κάθε Σαββατοκύριακο το καλοκαίρι, για να ξεφύγουν από τη ζέστη
του κάμπου, να ξεκουραστούν κάτω απ’ το δροσερό ίσκιο του ελάτου, να
βρουν έστω για λίγες ώρες την ησυχία τους και να απολαύσει το πλεμόνι τους
πεντακάθαρο οξυγόνο, ν’ ακούσουν τις χορωδίες των πουλιών του λόγγου, να
χαρούν τα μεγαλόπρεπα ψηλά βουνά, ανάβοντας συγχρόνως και το κεράκι
τους στον Άγιο Κοσμά.
Στις 24 Αυγούστου που γιορτάζει η εκκλησία, συγκεντρώνεται και λόγω της
εποχής πλήθος κόσμου απ’ τα ορεινά αλλά και τα καμποχώρια, που μεταβάλ­
λουν τον έρημο αυτόν τόπο σ’ ένα απέραντο λατρευτικό αλλά και διασκεδαστι-
κό κέντρο, που ηχούν κλαρίνα και βιολιά και ζωντανεύουν την παράδοση με
τον τσάμικο, συρτό και καλαματιανό χορό, μέσα στο κέφι που δημιουργεί ο
καλός μεζές με την ντόπια ρετσίνα και την παγωμένη μπύρα.

Αγίου Νικολάου
Συμπλήρωμα της ομορφιάς στον νέο οικισμό προσφέρει το τόσο μικρό και ό­
μορφο βυζαντινό εκκλησάκι στην πλατεία, αφιερωμένο στην μνήμη του Αγίου
Νικολάου. Έγινε ύστερα από την υπ’ αριθ. 4/15/5/1985 αίτηση του εφημερίου
Γεωργίου Δήμου, προς το κοινοτικό συμβούλιο Νεράιδας, που ζητούσε την πα­
ραχώρηση του χώρου για ανέγερση στο άκρον της πλατείας, και με την υπ’ α-
ριθ. 627/2/8/1985 απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, παραχωρήθηκε ο αι-
τούμενος χώρος 10 τ.μ.
Την δαπάνη ανεγέρσεως και αποπερατώσεως ανέλαβε ο Γεώργιος Κ.
Βούλγαρης.

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Το πρώτο νεκροταφείο εγκαταστάθηκε, μετά την ανέγερση της εκκλησίας του


Αγίου Κωνσταντίνου, γύρω στο 1900, έξω από την εκκλησία, όπως συνηθίζο­
νταν την εποχή εκείνη, προς το βορεινό μέρος του προαυλίου, με μια πρόχειρη
περίφραξη με συρματόπλεγμα.
Επειδή όμως η παρουσία του έξω από τον ιερό ναό, στον πολυσύχναστο
αυτόν χώρο, που γινότανε συγχρόνως γιορτές, πανηγύρια, γάμοι, εκδηλώσεις
με χαρές και γλέντια, ήταν φυσικό να επισκιάζει το ευχάριστο κλίμα των χαρ­
μόσυνων εκδηλώσεων και να δημιουργεί αρνητική ψυχολογική διάθεση στους
κατοίκους, με την πένθιμη θέα των τάφων προσφιλών προσώπων, αποφάσισαν,
το έτος 1920, να μεταφέρουν το νεκροταφείο στη σημερινή του θέση, σε χωρά­
φι του Ηλία Λάμπρου, που το παραχώρησε για το σκοπό αυτό.
Έμεινε όμως στο χώρο του προαυλίου του ιερού ναού το παλιό ετοιμόρρο­
πο κοιμητήριο ως το έτος 1970, οπότε μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο και αντι-

93
καταστάθηκε με νέο σύγχρονο, το οποίο έγινε με δαπάνη τότε 10.000 δρχ. του
Χρήστου Δεμερτζή ιδιοκτήτη Κουτσούρου.
Το νεκροταφείο παρέμεινε παραμελημένο, απερίφραχτο πάντα στη διάθε­
ση των σκυλιών, των αλεπούδων και όλων των ζώων, τα οποία γκρέμιζαν τους
σταυρούς και βεβήλωναν τους τάφους. Γι’ αυτό το 1960 περιφράχτηκε με δα­
πάνη της κοινότητας.
Το 1974 τα Δασαρχείο άνοιξε αμαξιτό δρόμο για ευκολότερη μεταφορά
των νεκρών, για το πέρασμα του οποίου χρειάστηκε η κατασκευή ενός τοίχου,
τη δαπάνη του οποίου ανέλαβε ο Κων. Γ. Βουρλιάς. Το 1980, επί προεδρίας
του Ηλία Βουρλιά, με πίστωση 150.000 δρχ., έγινε εκ νέου οριστική περίφρα-
ξη. Το 1985, με ειδική πίστωση από το Υπουργείο Πολιτισμού 300.000 δρχ., χα­
λικοστρώθηκε ο δρόμος και έγιναν δύο τεχνικά. Το 1988 ο Σύλλογος Αποδή­
μων, με πρόεδρο τον Ηλία Βουρλιά, διέθεσε ποσόν 250.000 δρχ. για την μετα­
φορά νερού στο νεκροταφείο και την κατασκευή μιας βρύσης. Το 1989 άρχισε
η γραμμική δεντροφύτευση, από τον παπα-Γιώργη, με πεύκα και όμορφα κυ­
παρίσσια, που αποτελούν το σύμβολο του πένθους. Το 1989 ο Σύλλογος Απο­
δήμων διέθεσε ξανά 500.000 δρχ. για εσωτερικό εξωραϊσμό, κατασκευή δια­
δρόμων και μικρών τοίχων από λευκή πέτρα.
Έτσι ο χώρος του πόνου και των δακρύων, ο πένθιμος και αντιαισθητικός,
μετατρέπεται σ’ ένα όμορφο ησυχαστήριο, καθαρό, περιποιημένο, που εντυπω­
σιάζει με την καλλιτεχνική του παρουσίαση, φιλοξενώντας τους κοιμωμένους
μετανάστες εκεί που τώρα βασιλεύει η σιγή και η γαλήνη.

ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ

Σε κάθε χωριό, το καμπαναριό αποτελεί τον χριστιανικό φάρο και το απαραί­


τητο κτίσμα, που συμπληρώνει την μεγαλοπρέπεια της εκκλησίας. Και τα δύο
μαζί αποτελούν το αρμονικό δίδυμο του Χριστιανισμού. Έτσι και στο Σαρα-
ντάπορο, το σημερινό καλλιτεχνικό, μεγαλόπρεπο και σύγχρονο καμπαναριό,
αποτελεί το συμπληρωματικό στολίδι της όλης εμφάνισης του νέου οικισμού.
Κτίστηκε στην τριετία 1977-79 —με δαπάνες της εκκλησίας, ενοριτών συν­
δρομητών και άλλων δωρητών — από τους άριστους σχεδιαστές Γιώργο Δ. Τσι-
τσιμπή και Παύλο Αυγέρη, με όλους τους καλούς συνεργάτες τους. Έ χει ύψος
12 μέτρα και πλάτος 4 μέτρα.
Το 1984, τη μεγαλόπρεπη ομορφιά του συμπλήρωσε η τοποθέτηση ενός με­
γάλου ωρολογίου, που χτυπάει μέρα και νύχτα, για να θυμίζει στους κατοίκους
ότι πρέπει να ρυθμίζουν αποδοτικά τη ζωή τους και να αξιοποιούν κατάλληλα
τις ώρες, που κάθε φορά μας τις θυμίζει φωναχτά η καμπάνα του ρολογιού.
Κρατάει στην αγκαλιά του την καμπάνα του ωρολογίου και την μεγαλύτερη
των 270 κιλών, που αποτελεί τον κράχτη και μεταδότη των χαρμόσυνων αλλά

94
Το καμπαναριό της εκκλησίας Αγίου Κωνσταντίνου

και δυσάρεστων μηνυμάτων, των πανηγυριών αλλά και του τελευταίου ασπα­
σμού των προσφιλών μας προσώπων. Κυρίως δε τον κράχτη που καλεί ικετευ­
τικά τους χριστιανούς να προσέλθουν στην εκκλησία.
Το πρώτο καμπαναριό που θυμόμαστε στο Σαραντάπορο και διατηρήθηκε
μέχρι το 1947 ήταν δίπλα στο σχολείο, με δρύινες γερές κολώνες, σκεπασμένο
με λαμαρίνα, που φιλοξενούσε στην αγκαλιά του ειδική συσκευή, την λεγάμενη
βαρέλα, για καλύτερο και αρμονικότερο χτύπημα της καμπάνας.
Στο διάστημα της κατοχής, επειδή η καμπάνα έσπασε, σε αντικατάστασή
της χρησιμοποιήθηκε για μερικά χρόνια μια τεράστια φιάλη οξυγόνου, που ο
ήχος της ξεπερνούσε τον ήχο της καλύτερης καμπάνας και έφτανε και στην πιο
απόμερη χαράδρα της περιοχής. Αργότερα, η νέα καμπάνα που αγοράστηκε
(η σημερινή του ωρολογιού), κρεμάστηκε για πολλά χρόνια σε μια ακακία, ώ­
σπου κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και χτίστηκε το σημερινό καμπανα­
ριό, που είναι το καλύτερο της περιοχής.

95
ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ

Συναντάμε στους δρόμους πολλά εικονίσματα διαφόρων διαστάσεων και σχε­


δίων, πετρόχτιστα ή μη, με μία ή περισσότερες εικονίτσες της Παναγίας ή κά­
ποιου πολιούχου αγίου της περιοχής. Έχουν κρεμασμένο το καντηλάκι και συ­
νοδεύουν τον διαβάτη τη νύχτα όταν είναι αναμμένα.
Η εγκατάσταση του καθενός απ’ αυτά στο συγκεκριμένο σημείο οφείλεται
και σε συγκεκριμένη αιτία, που προέρχεται είτε από περισσή ευλάβεια προς
τον συγκεκριμένο άγιο είτε από ευγνωμοσύνη προς αυτόν, επειδή ίσως στο ση­
μείο αυτό κάποτε σώθηκε από κάποιο κίνδυνο, ως εκ θαύματος, είτε για να
μας ικανοποιήσει κάποια ζωηρή επιθυμία μας, π.χ. να μας φυλάξει κάποιο α­
γαπημένο μας πρόσωπο απ’ την εχθρική σφαίρα του πολέμου ή να επαναφέρει
την υγεία κάποιου αγαπημένου μας προσώπου που χαροπαλεύει και τόσα άλ­
λα. Ό λα αυτά μαρτυρούν την χριστιανική ρίζα του λαού μας.
Παλιότερα στην περιοχή μας υπήρχαν επί του βατού δρόμου προς τη Μο­
λόχα, στη θέση Σταυρό, που σήμερα μεταφέρθηκε επί του αμαξιτού δρόμου
στη θέση Σκαμαγκούλη στη βρύση που μετεγκαταστάθηκε πλάι στον αμαξιτό
δρόμο, στη θέση Μαντζαράκι που σήμερα εγκαταλείφθηκε, στη θέση Πρίσκα
που μετεγκαταστάθηκε επί του αμαξιτού δρόμου και στη θέση Κούκου και
Αλεμούρες. Αργότερα χτίστηκαν κι άλλα, όπως στη γέφυρα Σπανέικα, στη θέ­
ση Καλύβια και στη θέση Γρεβενοδιάσελο.

Εικόνισμα του Αγίου Νεκταρίου στη θέση Σπανέικα

96
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΕΚΤΟ

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Δυστυχώς το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων του Σαρανταπόρου ήταν πολύ


χαμηλό, όπως και γενικότερα όλων των ορεινών χωριών. Να τι μας είπαν γέ­
ροντες γύρω στα 85-90 χρόνια τους:
Αφ’ ότου το Σαραντάπορο έγινε ξεχωριστός από την Νεράιδα οικισμός, αντιμε­
τώπιζε πάμπολλα βασικά προβλήματα. Η μόνιμη φτώχεια που βασάνιζε τότε τον
κόσμο καταντούσε σαν μια αθεράπευτη αρρώστια. Ένας σκληρός αγώνας για
την επιβίωση ήταν τα πρώτα χρόνια για τα απομονωμένα χωριουδάκια, που δύ­
σκολα ερχότανε σε επαφή με τον άλλον κόσμο. Τα χωράφια άγονα με μηδαμι­
νές παραγωγές, τα οικονομικά όλων των ορεινών πληθυσμών ανύπαρκτα και ά­
θλια. Αρρώστιες, θεομηνίες, ανομβρίες, κλέφτες και γενικά δυσάρεστες κατα­
στάσεις, έφερναν τον κόσμο συνεχώς σε απόγνωση. "Υστερα απ’ όλα αυτά που
συγκλόνιζαν τους φτωχούς ανθρώπους, που δεν είχαν καμμία δυνατότητα να τα
ξεπεράσουν, αφού κρατική μέριμνα δεν υπήρχε, τη μόνη τους ελπίδα την στήρι­
ζαν στην Πρόνοια του Θεού.

"Ετσι λόγω της μεγάλης φτώχειας, προσπάθεια δεν γινότανε προς την κα­
τεύθυνση τοον γραμμάτων. Μόλις μεγάλωναν τα αγόρια, μέχρι 10-12 χρονών, οι
περισσότεροι φτωχοί γονείς τα «ρόγιαζαν» (δηλαδή τα έδιναν ως τσοπάνηδες
να φυλάνε τα κοπάδια) σε ανθρώπους που ήταν σε καλύτερη οικονομική κατά­
σταση και διατηρούσαν μεγάλο αριθμό ζώων, όπως π.χ. πρόβατα ή γίδια. Το
μίσθωμα για ένα εξάμηνο ήταν λίγες οκάδες καλαμπόκι ή σιτάρι, με αποτέλε­
σμα στο χώρο αυτό να επικρατεί τρομερή αγραμματοσύνη και πνευματική ξη­
ρασία, που κρατούσε τους κατοίκους πολλά χρόνια πίσω απ’ την εξέλιξη και
την πρόοδο άλλων περιοχών.
Μέχρι το 1900 περίπου, οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν εντελώς αγράμμα­
τοι, εκτός ορισμένων που ήξεραν να συλλαβίζουν λίγο ή και να βάζουν κάπως
την υπογραφή τους. Όταν κάποτε άρχισε να φυτρώνει η σκέψη για τα γράμμα­
τα, οι περισσότεροι φιλοπρόοδοι κάτοικοι, παραδειγματιζόμενοι από τα γύρω
χωριά, τα οποία είχαν ωριμάσει περισσότερο προς την κατεύθυνση αυτή, άρχι­
σαν δειλά δειλά να οργανώνουν τα πρώτα σχολεία με ιδιωτικούς ολιγογράμ­
ματους δασκάλους.
"Ετσι λοιπόν, κατά την ομολογία των γερόντων, το πρώτο ιδιωτικό σχολείο
λειτούργησε περίπου στα 1900-1908, με δάσκαλο τον Σταύρο Μπέλλο, από το
Καροπλέσι, με γραμματικές γνώσεις τετάρτης Δημοτικού. Το 1914 φέρεται ως

97
δάσκαλος ο Δημήτριος Καλατζής από τη Μολόχα, μετά οι Κωνσταντίνος Ν.
Σπανός από το Σαραντάπορο, Ηλίας Σκεντέρης από τον Κλειτσό, με γνώσεις
Σχολαρχείου, Ηλίας Σκόνδρας και τελευταίος όλων ο Ευάγγελος Μάλλιος από
τη Βράχα, που υπηρέτησε το 1918-1919, ο οποίος αργότερα διορίστηκε άλλου
ως δημοδιδάσκαλος.
Αρχικά τους δασκάλους τους πλήρωναν οι γονείς των μαθητών και τους φι­
λοξενούσαν στα σπίτια για ύπνο και φαγητό με κάποια σειρά. Η αμοιβή ήταν
σαράντα δραχμές για ένα εξάμηνο για κάθε παιδί. Πολλές φορές που δεν υ­
πήρχαν χρήματα, οι δάσκαλοι πληρώνονταν με καλαμπόκι ή σιτάρι.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΜΕΣΑ

Το πρώτο σχολικό μέσο μάθησης για τον μαθητή της εποχής εκείνης ήταν το
λεγόμενο πινακίδι, που ήταν ένα τεμάχιο σανίδι γυαλιστερό, από κέδρο, σε μέ­
γεθος τετραδίου, στο οποίο έγραφε με μολύβι το αλφάβητο, που αποτελούσε
το βασικό καθημερινό μάθημα, και έσβηνε με κάποιο σουγιά ή γυαλί για να
ξαναγράψει τον συλλαβισμό κλπ.
Αργότερα το πινακίδι το αντικατέστησε η πλάκα, που χρησιμοποιήθηκε κι
απ’ τη δική μας γενιά, και μετά το 1920-1925 χρησιμοποιήθηκε το τετράδιο με
μολύβι ή πέννα και μελάνι. Για αναγνωστικό χρησιμοποιούσαν τα πρώτα χρό­
νια το ψαλτήρι της εκκλησίας και αργότερα άρχισαν να αγοράζουν το λεγόμε­
νο αλφαβητάριο.
Τα κορίτσια την εποχή εκείνη δεν πήγαιναν στο σχολείο αλλά μόνο τ’ αγό­
ρια, που και γι’ αυτά δεν ήταν υποχρεωτική η φοίτηση. Το χειμώνα στεγάζο­
νταν σε διάφορα καλύβια και το καλοκαίρι στο ύπαιθρο κάτω από δέντρα και
πάντοτε κοντά σε κάποια πηγή νερού. Ως σχολεία χρησιμοποιήθηκαν κατά πε­
ριόδους οι καλύβες των: Στυλιανού Βούλγαρη, Δημ. Κ. Σπανού, Δημ. Π. Θά-
νου, Γεωργίου Λάμπρου ή Πλατή και αργότερα το σπίτι του Νικολάου Σπανού
ή Κολέσα.
Για θέρμανση το χειμώνα άναβαν φωτιά στο μέσον της καλύβας και αντί
θρανίων, για να κάθονται, χρησιμοποιούσαν πέτρες. Αφ’ ότου έγινε η εκκλη­
σία, χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο ο γυναικωνίτης. Τα πρώτα χρόνια ο αριθμός
των μαθητών δεν ξεπερνούσε τους τριάντα.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Με τέτοιο πρωτόγονο παιδαγωγικό σύστημα πέρασαν περίπου είκοσι χρόνια


και εξακολουθούσε στο Σαραντάπορο να υπολειτουργεί ανοργάνωτο εντελώς

98
το ιδιωτικό σχολείο, που δεν μπορούσε να προσφέρει μεγάλη πνευματική ερ­
γασία, αφού οι δάσκαλοι που δίδασκαν ήταν κι αυτοί εντελώς αγράμματοι και
ακατάρτιστοι με μηδαμινές γραμματικές γνώσεις και περιοριζότανε να μαθαί­
νουν στα παιδιά λίγη γραφή και ανάγνωση. Αργότερα, το 1920, που ο αριθμός
των μαθητών ανέβηκε σημαντικά, ιδρύεται επιτέλους το πρώτο δημοτικό σχο­
λείο, με δημόσιο δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παπακώστα, από τον Κλειτσό, που
λειτούργησε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας.
Ο αριθμός τώρα των μαθητών αυξήθηκε άνω των σαράντα και οι κάτοικοι
αισθάνθηκαν την ανάγκη απόκτησης δημοτικού σχολείου για τα παιδιά τους.
Το 1922 αποφάσισαν κι έχτισαν με προσωπική τους εργασία το πρώτο δημόσιο
σχολείο, στη θέση ακριβώς που είναι το σημερινό, σε χώρο που παραχώρησε η
εκκλησία, με διαστάσεις 10 X 5 μ., με πολλά παράθυρα στην ανατολική πλευρά
του. Το εσωτερικό του αποτελούνταν από μια απλή φτωχική αίθουσα που
πλουτιζότανε με ελάτινα μακρόστενα θρανία, λίγους χάρτες ηπείρων και της
Ελλάδας, δύο κακότεχνους μαυροπίνακες, την απλή έδρα του δασκάλου και
μια ξύλινη απλή καρέκλα.
Έτσι τώρα απ’ αυτό το ασήμαντο φτωχικό πνευματικό εργαστήρι άρχισαν
να βγαίνουν καταρτισμένοι και άξιοι μαθητές, μερικοί απ’ τους οποίους αργό­
τερα έγιναν παραγωγικοί άνθρωποι στην κοινωνία, είτε ως επιστήμονες είτε
ως απλοί αγρότες ή εργάτες.
Το 1923 διορίζεται ως δάσκαλος ο παπάς της ενορίας, παπα-Νίκος Κατσο-
μήτρος. Το 1924 οι κάτοικοι έχτισαν και δεύτερο όροφο (πάτωμα) πάνω απ’ το
δημοτικό σχολείο, για να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του παπαδασκάλου, που
εγκαταστάθηκε πλέον ως μόνιμος εφημέριος και δάσκαλος του Σαρανταπό-
ρου, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο .

ΔΑ ΣΚ Α ΛΟ Ι Π ΟΥ Υ Π Η Ρ Ε Τ Η Σ Α Ν ΣΤΟ ΣΑ ΡΑ Ν ΤΑ Π Ο ΡΟ
ΚΑΤΑ Δ ΙΑ Δ Ο Χ ΙΚ Η Σ Ε ΙΡ Α ΑΠΟ ΤΟ 1920 ΕΩ Σ ΤΟ 1994

ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΕΤΟΣ ΜΑΘΗΤΕΣ

Παπακώστας Κωνσταντίνος 1920-1923 40


Κατσομήτρος Νικόλαος 1923-1939 100-130
Κούτρας Βασίλειος 1940-1941 100
Σούφλας Γεώργιος 1942-1944 90
Θάνος Στέφανος 1945-1947 90
Σούφλας Κωνσταντίνος 1951-1962 77-33
Καντερές Βασίλειος 1962-1965 30-29
Ηλίας Βασίλειος 1965-1968 39-33
Σκαμπαρδώνης Γρηγόριος 1969-1972 40-39
Παππης Γεώργιος 1973-1974 45
Παπαδόπουλος Θωμάς 1974-1975 45

99
Ύστερα από τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου (1988)

.χολική γιορτή σε εποχή ακμής του σχολείου. Εντι>πωσιακή παράσταση (1963)

Ο δάσκαλος με τους μαθητές του

100
Το δημοτικό σχολείο Σαρανιαπόρου

Θεατρική παράσταση των μαθητών. Διακρίνεται ο αείμνηστος δάσκαλος Γρηγόριος


Σκαμπαρδώνης

Ζωντανή σχολική γιορτή (1972)

101
Σίσκος Χρηστός 1975-1976 41
Τσιλαφάνης Αθανάσιος 1976-1977 41
Θάνος Ελευθέριος 1977-1978 44
Θάνος Ελευθέριος 1978-1979 40
Καραδήμας Μενέλαος 1979-1980 39
Μηλίτσης Απόστολος 1980-1981 39
Χατζή Παναγιώτα 1981-1982 40
Ζήσης Αργυρής 1982-1985 33-32
Σαφαρίκα Ολυμπία 1985-1986 27
Νάνος Θωμάς 1986-1987 25
Φιλίππου Κωνσταντία 1987-1988 23
Κανδήλας Κωνσταντίνος 1988-1989 12
Ξαντή ρος Χρήστος 1989-1990 7
Ταρατόρα Ζωή 1990-1991 7
Μονάντερος Φώτιος 1992-1993 4
Βούλγαρη Σοφία 1992-1993 4
Μονάντερος Φώτιος 1993-1994 4

Ας αναφερθεί ότι το πρώτο δημοτικό σχολείο αργότερα έγινε διθέσιο. Υποβι­


βάστηκε από διθέσιο πάλι σε μονοθέσιο το έτος 1965 και προήχθη ξανά από
μονοθέσιο σε διθέσιο το 1975.

ΤΑ Π ΡΩ ΤΑ Δ Η Μ Ο Σ ΙΑ ΤΑ Χ Υ ΔΡΟ Μ Ε ΙΑ

Ποιος απ’ όλους μας δεν ένιωσε το συναίσθημα της αγωνίας και της προσμο­
νής για ένα γράμμα που περιμένει από κάποιο δικό του πρόσωπο που βρίσκε­
ται μακριά. Μια πληροφορία, μια είδηση ευχάριστη ή θλιβερή, όπως συμβαίνει
στις δύστυχες μπόρες του πολέμου.
Ο ταχυδρόμος είναι ο άνθρωπος που φέρνει επιστολές, δέματα, επιταγές,
χρήματα, χαρμόσυνες και θλιβερές ειδήσεις και το χωριό τον περιμένει ανυπό­
μονα την ημέρα του δρομολογίου του.
Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ταχυδρομεία για να εξυπηρετείται το κοινό.
Βασιλιάδες και μεγάλοι στρατηγοί χρησιμοποιούσαν συνδέσμους έφιππους ή
πεζούς για να στέλνουν μηνύματα και διαταγές. Από το 1200 μ.Χ. οργανώθη­
καν ιδιωτικά ταχυδρομεία και μετά το 1700 άρχισαν να οργανώνονται κρατι­
κές ταχυδρομικές υπηρεσίες. Από το 1819 άρχισαν να στέλνονται με το ταχυ­
δρομείο και χρήματα. Το 1875 οργανώνονται τα ταχυδρομεία σε διεθνή κλίμα­
κα καθώς και τα ελληνικά με την επωνυμία Τ.Τ.Τ. (Ταχυδρομεία, Τηλεγρα­
φεία, Τηλέφωνα). Η σημερινή ελληνική ταχυδρομική υπηρεσία εκτελείται από
τον οργανισμό ΕΛ.ΤΑ. (Ελληνικά Ταχυδρομεία).
Για την τοπική ιστορία περιγράφουμε τον τρόπο λειτουργίας του ταχυδρο­
μείου, στον τέως δήμο Δολόπων, με έδρα το Καροπλέσι. Την μεταφορά των τα-

102
χυδρομικών σάκκων ή δεμάτων εκτελούσαν δυο ταχυδρόμοι που αναλάμβαναν
το έργο μετά από δημοπρασία, εκ των οποίων ο ένας παραλάμβανε ταχυδρομι­
κό υλικό από την Καρδίτσα και το μετέφερε στο Καροπλέσι και ο άλλος το πα­
ραλάμβανε από τη Φουρνά και το μετέφερε στη Νεράιδα. Αφού κατανέμονταν
κατά οικισμούς, το παραλάμβαναν οι ταχυδρομικοί διανομείς και το διένειμαν
στους παραλήπτες.
Ας αναφερθούμε στο προσωπικό που εργάστηκε στην μεταφορά και διανο­
μή του ταχυδρομείου. Οι πρώτοι εργολάβοι ταχυδρόμοι ήταν Καροπλεσίτες.
Στην εικοσαετία 1920-1940 εργάστηκαν ο γερο-Λυρίτσης, οι Κωνσταντίνος
Λιάπης, Ηλίας Καρύδας, Ηλίας Κούκος, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Στυλ.
Πολύζος, οι αδερφοί Κοσπεντάρη, ο Αλ. Κίτσος και μερικοί άλλοι. Τα τελευ­
ταία χρόνια είχαμε τους Χρήστο και Νίκο Καραμέτο από τη Νεράιδα.
Πρώτοι ταχυδρομικοί διανομείς υπηρέτησαν ο Δημήτριος Καλατζής από τη
Μολόχα, ο οποίος γρήγορα απολύθηκε για κάποιο υπηρεσιακό παράπτωμα
και τον αντικατέστησε το 1910 ο Σταύρος Μπέλλος από το Καροπλέσι. Το 1911
διορίζεται ως μόνιμος ταχυδρομικός διανομεύς ο Αναστάσιος Δήμος, που υπη­
ρέτησε συνεχώς ως το 1947, με καθορισμένο δρομολόγιο —Νεράιδα, Σαρα-
ντάπορο, Μολόχα, Μαυρόλογγο, Μέγα-Λάκκο, Γιαννουσέικα.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το 1951, υπηρέτησε ο Ηλίας Γ. Χαλάτσης, μέχρι
το 1957 που μετατέθηκε στην Αθήνα, οπότε στη θέση του διορίστηκε τον ίδιο
χρόνο ο Δημήτριος Α. Δήμος, όπου παρέμεινε έως το 1978. Κι αυτός μετατέθη­
κε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε ως το 1984 που συνταξιοδοτήθηκε.
Το 1958 ιδρύθηκε και νέα θέση αγροτικού διανομέα, στην οποία διορίστη­
κε ο Δημήτριος Κ. Μαργαρίτης, που υπηρέτησε έως το 1975. Κι αυτός μετατέ­
θηκε στην Αθήνα, το 1985, και συνταξιοδοτήθηκε εκεί. Το 1975, στη θέση του
μετατιθέντος Δημ. Μαργαρίτη, διορίζεται ο Χρήστος Χαρ. Ζήσης, που εκτελεί
μέχρι σήμερα τα δρομολόγια των παλαιότερων διανομέων.
Παλιότερα οι διανομείς εκτελούσαν τα δρομολόγια με άλογα, μη δυνάμε-
νοι να διανύουν ολόκληρα χιλιόμετρα με τα πόδια και σε δύσκολες καιρικές
συνθήκες. Τις περισσότερες όμως φορές κουβαλούσαν τον ταχυδρομικό τους
σάκκο πεζοί, σε βροχές, χιόνια και λάσπες, μουσκεμένοι και κατάκοποι. Παρ’
όλα όμως αυτά εκτελούσαν ευσυνείδητα το υπηρεσιακό τους καθήκον. Οι με­
τακινήσεις των σημερινών διανομέων γίνονται πλέον με σύγχρονα μηχανικά
μέσα, αφού όλα τα χωριά συνδέονται με αμαξιτούς δρόμους.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Το πρώτο κουρντιστήρι κοινοτικό τηλέφωνο εγκαταστάθηκε απ’ το κράτος στο


σπίτι του Ηλία Βουρλιά, που τότε, στα 1955-1956, ήταν πρόεδρος της κοινότη­
τας.

103
Το 1958 μεταβιβάστηκε στο Θωμά Γάκη, που διατηρούσε συνεχώς ανοιχτό
μαγαζί για καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού. Το 1975 το τηλέφωνο κουρντι­
στήρι αντικαταστάθηκε από αυτόματο. Το 1985 τοποθετήθηκαν τα πρώτα είκο­
σι τηλέφωνα σε σπίτια και το 1992 ξεπέρασαν τα εβδομήντα.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι και η Φουρνά, που ήταν έδρα πολλών δημο­
σίων υπηρεσιών, συνδέθηκε με τηλέφωνο το 1952. Από εκεί στέλνονταν ταχυ­
δρομικούς τα όποια τηλεγραφήματα προς τους κατοίκους των πέριξ χωριών.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ

Αφ’ ότου το Σαραντάπορο άρχισε να παίρνει τη μορφή χωριού και οι ανάγκες


των κατοίκων επέβαλαν το άνοιγμα ενός μαγαζιού με είδη πρώτης ανάγκης,
φύτρωσε το πρώτο μαγαζάκι, το οποίο εγκατέστησε ο Στέλιος Τσιτσιμπής, γύ­
ρω στα 1922-1924, στη θέση μεταξύ του προαυλίου της εκκλησίας και του ση­
μερινού σπιτιού του Αποστόλη Κ. Λάμπρου, σε μια απλή καλύβα πλεγμένη με
βέργες και σοβατισμένη με κόκκινο χώμα.
Πλουτισμένο το μαγαζάκι με μια μπουκάλα τσίπουρο ντόπιο, μερικά ρακο­
πότηρα, ένα καφοκούτι με καφέ (ελάχιστο γνήσιο και ως επί το πλείστον κρι-
θαροκαφέ), με ελάχιστα φλυτζάνια, λουκούμι μικρών διαστάσεων, και μερικά
λισίδια ράμμα (αντί για τα σημερινά καρούλια) για το απαραίτητο μπάλωμα
των ρούχων για μακρόχρονη συντήρηση. Αργότερα ο Απόστολος Βούλγαρης
έκτισε κοντά στην εκκλησία ένα σπιτάκι με προδιαγραφές μαγαζιού, πλουτι­
σμένο σχεδόν με το ίδιο εμπόρευμα και στη συνέχεια άνοιξε ο Βάιος Καντερές
απ’ τον Αμάραντο, σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο του Δημητρίου Κοντογιάννη (Κα-
τσαλίρα). Αργότερα, αφού όλα έκλεισαν ως ασύμφορα, άνοιξε ένα μαγαζάκι ο
Κωνσταντίνος Λάμπρου, σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του, με περισσότερο ε­
μπόρευμα και το διατήρησε ως το 1947, που το χωριό μετακινήθηκε λόγω του
εμφύλιου πολέμου στην Καρδίτσα.
Το 1950 άνοιξε μαγαζί, στο ίδιο σπίτι του Κων. Λάμπρου, ο Ηλίας Βουρ-
λιάς και το διατήρησε για ένα-δύο χρόνια. Το 1971, που ο Κων. Λάμπρου κα­
τεδάφισε το παλιό σπίτι για να χτίσει καινούργιο, άνοιξε μαγαζί εκεί κοντά σε
μια παραγκούλα που μαζεύονταν ο κόσμος μετά την εκκλησία και έπιναν έναν
θαυμάσιο καφέ, που συνήθιζε να φτάχνει με μεράκι ο Γιώργος Λάμπρου.
Εκτός όμως απ’ τον Ηλία Βουρλιά, μετά το 1950 εγκατέστησε μαγαζάκι,
στη θέση που έχει σήμερα την πριονοκορδέλα, ο Θωμάς Γάκης, σε μια καλο-
φτιαγμένη παραγκούλα που είχε γίνει ο πόλος έλξης όλων των νέων, οι οποίοι
αφθονούσαν την εποχή εκείνη στο Σαραντάπορο και από τότε άρχισαν συστη­
ματικά να γίνονται τακτικοί θαμώνες, να πίνουν και να το ρίχνουν στα γλέντια.
Αργότερα ο Θωμάς έκτισε ανώγειο σπίτι, που επάνω κατοικούσε και στο ι­
σόγειο είχε πλέον ευρύχωρο συστηματικό μαγαζί, πλουτισμένο με όλα τα είδη

104
τροφίμων, αναψυκτικά και διάφορα άλλα ψιλικά. Περί το 1972 χτίστηκε και το
μαγαζί του Περικλή Θάνου, με όλα τα είδη και επί πλέον ζωοτροφές, άλευρα
και χοντρικό εμπόριο ποτών. Λίγο αργότερα, το 1975 περίπου, άνοιξε ψηστα­
ριά ο Βάιος X. Σπανός. Το 1986 άνοιξε επίσης ψησταριά ο Κωστοΰλας Β. Θά-
νος, σ’ ένα πολύ ευρύχωρο και σύγχρονο μαγαζί αλλά'δυστυχώς έκλεισε σύ­
ντομα.
Τέλος, το 1991, άνοιξε νέα σύγχρονη ψησταριά ο Μανώλης Κ. Γάκης, που
διαθέτει σουβλάκια, λουκάνικα, μιπριζόλες, κότες ψητές, μπουμπάρια, με όλα
τα είδη ποτών —κρασί, μπύρα, τσίπουρο, ουίσκι κλπ. Θα ήταν όμως παράλει­
ψη εάν εδώ δεν αναφερθούν και τα πλανόδια παλιά μαγαζιά, που αποτελού­
σαν τη λαϊκή αγορά της παλιάς εποχής, που υπήρχε έλλειψη χρήματος και όλες
οι συναλλαγές και αγορές γινότανε με αντάλλαγμα κάποιου είδους.
Και ποιος από μας τους μεγάλους δεν θυμάται τον θρυλικό Στέργιο Παπά
από το Τιτάι, που γύριζε επί χρόνια πολλά όλα τα χωριά με το κινητό μαγαζί
του, φορτωμένο στο άλογό του, μέσα σε δύο κασοντουλαπίτσες, γεμάτες πα­
νιά, ντρίλια, νήματα, καρούλια, σαπούνια, βελόνια, μπογιές, κουμπιά, κόπτσες,
σούστες, μαντήλια γυναικεία και πλήθος ψιλικών, που αντάλλαζε με αυγά, κό­
τες, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλια, βούτυρο, τυρί κλπ. Θα πρέπει εδώ να ανα­
φερθεί για την ιστορία μια περιπέτεια του μακαρίτη Στέργιου, για να συγκρί­
νουν οι σημερινοί νέοι με τι κόπο και κινδύνους έβγαζε ο φτωχόκοσμος τότε το
ψωμί του.
Σε κάποιο ταξίδι του τον έπιασε μια δυνατή βροχή προς το μέρος του Μαυ-
ρόλογγου και γυρίζοντας προς το Σαραντάπορο βρήκε το ποτάμι κατεβασμένο
και το μονόξυλο, που αποτελούσε το πρωτόγονο εκείνο γεφύρι των πεζών, κά­
που κάπου σκεπάζονταν απ’ τα ορμητικά φουρτουνιασμένα θολά νερά. Ο
Στέργιος περνιόντας επάνω, με προφανή κίνδυνο να πέσει μέσα στο μανιασμέ­
νο ποτάμι που απειλούσε να τον καταπιεί, τραβούσε από το καπίστρι συγχρό­
νως το φορτωμένο με αυγά και όλα τα είδη της πραμάτειας του άλογο. Πριν
προφθάσει να πατήσει στην απέναντι όχθη, το ποτάμι παρέσυρε το άλογο και
μαζί μ’ αυτό παρασύρθηκε κι αυτός, αλλά ευτυχώς ήταν κοντά στην άκρη και
δεν τον παρέσυρε το νερό προς το κέντρο.
Τότε άφησε το καπίστρι από τα χέρια του και κατάφερε να φτάσει στην ά­
κρη, ενώ το άλογό του το ξέχυσε η κατεβασιά πενήντα μέτρα πιο κάτω, χωρίς
όμως τα προϊόντα της συναλλαγής του κινητού μαγαζιού του. Με τις απεγνω­
σμένες φωνές του ναυαγού Στέργιου, έτρεξαν οι γείτονες Σπαναίοι και τον
βρήκαν μούσκεμα σαν παπάκι με ζωγραφισμένη την πίκρα στο πρόσωπό του
και τη βαθιά απογοήτευση για το χαμένο βιος του.
Οι καλοκάγαθοι Σπαναίοι τού έκαναν κουράγιο και έτρεξαν ψάχνοντας
την ακροποταμιά μήπως βρούνε τις κάσες με το εμπόρευμα και τα αυγά. Εδώ
πρέπει να πούμε πως κι αυτή η μοίρα του, που τον οδήγησε σ’ αυτή την δοκιμα­
σία, δεν άντεξε να τον βλέπει τόσο πικραμένο και βλέπουν τη μια κάσα να
κουνιέται σαν πάπια στην άκρη στο ποτάμι και συνέχεια σε μικρή απόσταση
πιο κάτω και τη δεύτερη με ελάχιστη ζημιά. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη για

105
το μεγάλο θαύμα της διάσωσής των.
Παρόμοιο κινητό μαγαζάκι διατηρούσε πολλά χρόνια ο συμπαθητικός γυ­
ρολόγος, μπαρμπα-Θανάσης Τσιρίγκας, από τον Κλειτσό, τον οποίο αργότερα
αντικατέστησε ο γιος του Σεραφείμ, ο οποίος επί σειρά ετών είχε μαγαζάκι
στο Μαυρόλογγο και έκανε συνεχώς περιοδείες στα γύρω χωριά, με το ίδιο
σύστημα του Στέργιου.

106
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΕΒΔΟ Μ Ο

ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Οι παλιοί κάτοικοι του Σαρανταπόρου και όλης της γύρω περιοχής, αποκομμέ­
νοι όπως ήταν σ’ αυτόν τον ορεινό όγκο και μακριά από τον άλλο κόσμο, ήταν
υποχρεωμένοι, λόγω των ειδικών αναγκών που αντιμετώπιζαν, να κατασκευά­
ζουν μόνοι τους αντικείμενα, εργαλεία και σκευή, που τα χρησιμοποιούσαν
στην καθημερινή τους ζωή.
Γι’ αυτό σε κάθε χωριό υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες, οι οποίοι από τη φύση πε­
ρισσότερο προικισμένοι (χρυσοχέρηδες που λέμε) κατασκεύαζαν είδη ενδυμα­
σίας και υπόδησης, όπως υφαντά αργαλειού, κάπες, κοντόκαπες, φουστανέλες,
μπουραζάνια, τσαρούχια διαφόρων τύπων. Υπήρχαν σιδηρουργοί για την κα­
τασκευή των απαραίτητων γεωργικών εργαλείων, οπλοδιορθωτές, κατασκευα­
στές ξύλινων σκευών για τις κτηνοτροφικές ανάγκες, σαμαράδες, γανωματή-
δες, ράφτες, μπαλωματήδες υποδημάτων, ξυλογλύπτες, μυλωνάδες, ξυλουργοί,
πεταλωτήδες, κουρείς κλπ.
Όλες αυτές οι μικρές και ασήμαντες βιοτεχνίες, που δεν υπάρχουν σήμερα,
έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή των ο­
ρεινών ανθρώπων. Ήταν απόλυτα οργανωμένες και προσαρμοσμένες σ’αυτό
το θαυμαστό κοινωνικό λειτούργημα, σ’ ένα δύσκολο ορεινό τόπο που αντιμε­
τώπιζε τεράστια προβλήματα, που δυστυχώς το κράτος δεν μπορούσε να τους
συμπαρασταθεί.
Υπήρχαν ακόμη πρακτικοί γιατροί, βοτανολόγοι, ορθοπεδικοί για κατάγ­
ματα ανθρώπων και ζώων, πρακτικές μαμές, πρακτικοί οδοντογιατροί κλπ.
Έτσι με την πολυποίκιλη αυτή στρατιά των έμπειρων ανθρώπων θεραπεύο­
νταν οι απαραίτητες ανάγκες για να συνεχίζεται ο σκληρός αγώνας για την ε­
πιβίωση.

ΥΦΑΝΤΑ

Από τα πολύ παλιά χρόνια, ο γνωστός σε όλους αργαλειός ήταν το απαραίτητο


εργαλείο για κάθε νοικοκυρά, και η σπουδαιότερη απασχόληση για κάθε οικο­
γένεια. Με αυτόν ύφαινε τα μάλλινα αλλά και τα πάνινα ρούχα που χρειάζο­
νται για τις ανάγκες της οικογένειας και την επίπλωση του σπιτιού, δεδομένου

107
ότι οι φτωχοί κάτοικοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα ν’ αγοράσουν έ­
τοιμα των εργοστασίων.
Κάθε οικογένεια, απαραίτητα, διέθετε έναν πρακτικό αργαλειό και όλες οι
γυναίκες ήξεραν να υφαίνουν πάσης φυσεως καλοφτιαγμένα παραδοσιακά υ­
φαντά. Υφάσματα μάλλινα, ψιλοφτιαγμένα για ενδυμασίες, κουβέρτες, μαντα-
νίες κεντητές, στρώματα, όλα τα είδη ρουχισμού, τα προικιά των κοριτσιών,
σακκιά μεταφοράς προϊόντων, τρουβάδες, δισάκια και γενικά μια πολυποίκιλη
παραγωγή του αργαλειού με το όμορφο εκείνο παραδοσιακό στυλ που σήμερα
όσο πάει και χάνεται.

Το γνέσιμο των μαλλιών θα περνούσε πρώτα απ’ τη ρόκα

Εδώ στον αργαλειό κατασκευάζονταν τα μάλλινα της οικογένειας

108
ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΙ

Δεν έλειπαν απ’ τα χωριά και οι ειδικοί τεχνίτες που κατασκεύαζαν γεωργικά
εργαλεία για τις πολύπλευρες οικιακές ανάγκες, όπως τα τσεκούρια, τα μαχαί­
ρια, τους σουγιάδες, τα υνιά για τα πρωτόγονα ξυλάλετρα, τα λουριά, τα τσα­
πιά, τους κασμάδες, τους λοστούς και παντός είδους ειδικά καθημερινά απα­
ραίτητα εργαλεία για τον σκληρό αγώνα εξοικονόμησης του ψωμιού, που μ’
αυτά έσκαβαν και ξερίζωναν τα ρουμάνια, και έβγαζαν πέτρες για να μετατρέ­
ψουν τους λόγγους σε γόνιμα χωράφια.
Οι σιδηρουργοί αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη φτιάχνοντας γρανιτέ-
νια εργαλεία με τα οποία ο φτωχόκοσμος δούλευε σκληρά. Αυτοί ακόμη έ­
φτιαχναν ειδικά σφυριά για κάθε επαγγελματία, παντός είδους ψαλίδια, τους
γνωστούς πριόβολους, κοπίδια για τους οικοδόμους, για τους ξυλογλύπτες κλπ.
Με την παραγωγική αυτή βιομηχανία ασχολήθηκαν στη Νεράιδα οι Γεώρ­
γιος και Νικόλαος Λυρίτσης (Μανώλης), στο Σαραντάπορο οι αδελφοί Κώ­
στας και Γιάννης Τσιτσιμπής, συνεργασθέντες με τον πολύπειρο σιδηρουργό
Κώστα Καμπύλη από την Καρδίτσα, ο Νικόλαος Κ. Βούλγαρης, ο Δημήτριος
Μακρής και ο Γεώργιος Κ. Μαργαρίτης από το Μέγα-Λάκκο.

ΚΑΠΟΡΡΑΠΤΕΣ

Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν εκείνη την εποχή και οι καπορράπτες, δεδομέ­
νου ότι σε όλους τους ορεινούς κατοίκους που ασχολούνταν με την κτηνοτρο­
φία, αυτό το τόσο σκληρό επάγγελμα, ήταν απαραίτητη η κάπα διότι αναγκά­
ζονταν να παραμένουν πάντα στην ύπαιθρο, εκτεθειμένοι στις δύσκολες καιρι­
κές συνθήκες. Η τόσο ζεστή και προστατευτική κάπα για τους κτηνοτρόφους ή­
ταν η μοναδική που προσέφερε την καλύτερη ασφάλεια στις απειλές των ά­
γριων καιρών.
Άριστοι καπορράπτες, για να καλύψουν τις πολλές ανάγκες των κατοίκων,
άρχιζαν το έργο τους από νωρίς την άνοιξη ώστε, ως το χειμώνα, να είναι όλοι
εφοδιασμένοι με καινούργιες μεγάλες κάπες, ενώ τις κοντόκαπες τις φορού­
σαν όλοι και στην καθημερινή τους ζωή.
Καπορράπτες στο Σαραντάπορο ήταν ο Νικόλαος Γ. Καραμέτος και ο Σε­
ραφείμ Γάκης, ο Γεώργιος Ανυφαντής, ο Γεώργιος Γάκης και ο Σταύρος Μη-
τσάκης από την Νεράιδα και ο Νικόλαος Γαλάζιος από τον Μαυρόλογγο.

109
ΡΑΠΤΕΣ

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το σύνολο των κατοίκων φορούσαν χονδρά


μάλλινα ενδύματα, γιατί δεν είχαν την δυνατότητα να τ’ αγοράσουν έτοιμα απ’
τις παραγωγές των εργοστασίων αλλά και διότι η ντόπια παραγωγή των αργα­
λειών διέθετε υφάσματα πιο ζεστά και μεγαλύτερης αντοχής στις σκληρές κα­
θημερινές γεωργικές και κτηνοτροφικές δουλειές των ανθρώπων.
Μαλλιά επιλογής από τα πρόβατά τους μετά τον κούρο, γνέθονταν από τις
νοικοκυρές με πολλή προσοχή, σε ψιλό στιμόνι και υφάδι κι αφού υφαίνονταν
στον αργαλειό και μαντανίζονταν σε ειδικό εργαστήρι, το λεγόμενο μαντάνι,
στη συνέχεια βάφονταν σε καζάνι με ειδικές κατάλληλες ντόπιες μπογιές, ό­
πως ήταν το ριζάρι, η φλούδα από σκλήθρο, η φλούδα καρυδιού, η φλούδα κο-
ρομηλιάς κλπ. Ύστερα απ’ όλες αυτές τις διαδικασίες ήταν έτοιμη μια περίφη­
μη καλοφτιαγμένη τρούμπα (ρόλος), όπως την έλεγαν, για ράψιμο διαφόρων
ρούχων.
Υπήρχαν ειδικοί ράφτες για τα χοντρά αυτά κοστούμια, όπως παλιότερα,
γύρω στο 1920, ο Λάμπρος Ζήσης από τη Νεράιδα, ο Νίκος Ντεληθέος από
τον Κλειτσό, ο Μήτσιος Κεραμάρης και ο Κώστας Γκαβαρδίνας από τη Μολό­
χα-
Το μάλλινο κοστούμι σε χρώμα μπλε ή κατά το πλείστον μαύρο, αποτελού­
νταν από το σακάκι, το παντελόνι και το γιλέκο που ήταν στο σημερινό στυλ
των κοστουμιών.

ΞΥΛΟΥΡΓΟΙ

Όταν οι πρώτοι κάτοικοι ζούσαν στις καλύβες και τα πρώτα πετρόχτιστα σπι­
τάκια, με τα μικρά χωρίς τζάμια παραθυράκια και τις κακότεχνες πόρτες, με α­
κατέργαστα σε δυο καδρόνια καρφωμένα σανίδια, η ξυλουργική τέχνη δεν θε­
ωρούνταν απαραίτητη. Όταν όμως, με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να βελ­
τιώνεται και να εκσυγχρονίζεται σιγά σιγά η ζωή των ανθρώπων αυτών και
άρχισαν να φτιάχνουν πιο εκσυγχρονισμένα σπίτια, ανώγεια ή και ισόγεια αλ­
λά με πάτωμα και νταβάνι, καλοφτιαγμένα από κατεργασμένα σανίδια με τη
χειροκίνητη μπλάνη, τα παράθυρα με τζάμια, μπαλκόνια με κεντητά και πολύ­
μορφα κάγκελα και ταντέλες, ντουλάπες για ρούχα και οικιακά είδη, καρέ­
κλες, τραπέζια κλπ., τότε δημιουργήθηκε η ανάγκη ανάπτυξης της ξυλουργικής
τέχνης, οπότε και δεν άργησαν να εμφανιστούν στον τόπο μας οι πρώτοι χρυ­
σοχέρηδες ξυλουργοί που ήταν:
Ο Θέος Λυρίτσης απ’ τη Μολόχα, ο πρώτος και ο πλέον φημισμένος μαρα­
γκός και ξυλογλύπτης της περιοχής, στον οποίο εμαθήτευσε επιτυχώς ο Χαρά-

110
Κατασκευαστές της καλλιτεχνικής οροφής -ταβάνι- του I. Ναού Αγ. Κων/νου με
χειροκίνητη μπλάνη, πριόνι κλπ. Νεαροί τότε ο Ηλίας Γ. Τσιτσιμπής, ο Γεώργιος Κ.
Μαργαρίτης, ο Γεώργιος Κ. Νάπας και ο Απόστολος Ν. Νάπας (1956)

λαμπος Γκαβαρδίνας κι αυτός απ’ τη Μολόχα. Απ’ το Σαραντάπορο διακρίθη-


καν ο Γεώργιος I. Τσιτσιμπής, ο Κων/νος Στυλ. Τσιτσιμπής, οι αδελφοί Στέφα­
νος και Γεώργιος Βοΰλγαρης, ο Νικόλαος Βουρλιάς, ο Ηλίας Γ. Τσιτσιμπής, ο
πλέον άριστος και σύγχρονος επιπλοποιός, και ο Γεώργιος Νάπας. Απ’ το Μέ-
γα-Λάκκο ο Απόστολος και ο γιος του Νικόλαος Λυρίτσης και ο Γιώργος
Μαργαρίτης και από την Νεράιδα ο Δημ. Καστρίτσης και ο Λάμπρος Μακρής.

ΞΥΛΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΞΥΛΟΤΕΧΝΙΚΗ

Όπως είναι γνωστό, το ξύλο και η πέτρα έδωσαν στον άνθρωπο τα πρώτα φυ­
σικά υλικά για την κατασκευή των πρώτων εργαλείων, καθ’ ότι το μέταλλο α­
νακαλύφθηκε αργότερα. Γι’ αυτό η ξυλοτεχνία άρχισε από τα πρώτα χρόνια
που ο άνθρωπος ξεκίνησε τα πρώτα βήματα στο δρόμο βελτίωσης της ζωής
του, κατασκευάζοντας ξυλότεχνα και ξυλόγλυπτα σκεύη και διάφορα αντικεί­
μενα χρειαζούμενα για τη στάνη, για το σπίτι, καθώς και για προσωπική αν­
δρική και γυναικεία χρήση.
Τα σύνεργα για τη στάνη είναι αυτά που χρησιμοποιούνταν στα ίδια τα
ζώα, όπως τα ξυλοστέφανα που κρέμονταν τα κυπροκούδουνα στο λαιμό των

111
ζώων, η κουρέφτρα των γιδιών, τα ξύλινα κανάλια που χρησιμοποιούνταν για
την συγκέντρωση πόσιμου νερού των ζώων, οι λεγάμενες ποτίστρες, καθώς κι
αυτά που χρησιμοποιούνταν για τα προϊόντα των ζώων, όπως το ξύλινο καρδά­
ρι στο οποίο αρμεγόταν το γάλα, η κάδη που συγκεντρωνόταν το γάλα, η βούρ­
τσα που κοπανιζόταν, το βαρέλι που έμπαινε το τυρί, το ξυνοτύρι, η μυζήθρα
κλπ.
Τα ξύλινα σύνεργα του σπιτιού ήταν το σκαφίδι για ζύμωμα του ψωμιού, το
πλαστήρι για άνοιγμα φύλλων πίττας, η βαρέλα που χρησιμοποιούνταν για τη
μεταφορά νερού —τόσο για πόσιμο όσο και για ποικίλη οικιακή χρήση —, η
φιτσέλα —κι αυτή ως δοχείο εύκολης χρήσης μεταφοράς μικρής ποσότητας πό­
σιμου νερού —, η κουτάλα, το κλειδοπίνακο, η τσιούμα (ξύλινο γουδί), η κα-
ρούτα, το κρασοβάρελο, η κουταλοθήκη κλπ.
Για προσωπική ανδρική χρήση ήταν οι κλίτσες, οι κομψές ταμπακέρες, τα
κομπολόγια, οι χτένες, οι φλογέρες, οι θήκες μικρών και μεγάλων μαχαιριών
κλπ. Για γυναικεία χρήση ήταν οι πολύμορφες και ψιλοκέντητες ρόκες για το
γνέσιμο των μαλλιών, το συνακόλουθο αδράχτι και σφοντήλι, ο σφραγίστερος
για τα πρόσφορα, ο αργαλειός με τα συνακόλουθα εξαρτήματα, σαΐτες, ξυλό-
χτενα κλπ.
Υπήρχαν και στο Σαραντάπορο ειδικοί καλλιτέχνες που ασχολούνταν με
μεράκι με την επεξεργασία του ξύλου, φυσικά ο καθένας στο είδος του, δηλα­
δή άλλοι έφτιαχναν το ένα και άλλοι το άλλο.
Καλλιτέχνες στο ξύλο ήταν, εκτός εκείνων που προαναφέραμε, ο Κωνστα­
ντίνος Γ. Γάκης, ο οποίος εκτός των άλλων σκάλιζε και εικόνες αγίων, ο περί­
φημος σκαλιστής Γεώργιος Σερ. Τσιτσιμπής, οι αδελφοί Γιάννης και Αντώνης
Αυγέρης, ο Γεώργιος Δ. Λιάπης και άλλοι.

ΓΑΝΩΜΑΤΗΔΕΣ

Απαραίτητοι και εξυπηρετικοί ήταν οι καλατζήδες. Πάντα γύριζαν από χωριό


σε χωριό, συνήθως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο, έχοντας μαζί τους σαν
βοηθούς νέα παιδιά, που μαθήτευαν στην τέχνη.
Έστηναν το πρόχειρο εργαστήρι τους σε κάποια καλύβα ή υπόστεγο, γύρι­
ζαν μέσα στο χωριό διαλαλώντας την άφιξή τους, συγκέντρωναν από κάθε σπί­
τι τα χαλκώματα που χρειάζονταν γάνωμα, τα οποία μετέφεραν στο εργαστήρι
τους και άρχιζαν το έργο του γανώματος, επικαλύπτοντας την επιφάνεια των
χάλκινων σκευών με το γνωστό καλάλι.
Γανωματήδες, περαστικοί πάντα, εξυπηρετούσαν το Σαραντάπορο αλλά
τακτικός και πάντα μόνιμος ήταν ο χωριανός μας Δημήτριος Καραμέτος από τη
Νεράιδα και ο Ταξιάρχης Καραγιώργος απ’ τον Κλειτσό.

112
Πλανόδιος καλατζής

ΤΣΑΡΟΥΧΑΔΕΣ

Όπως σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε, τα καθημερινά υποδήματα των


ανθρώπων της παλιότερης εποχής ήταν τα λουροτσάρουχα. Για την κατασκευή
όμως και τη συντήρηση των ελάχιστων επίσημων τσαρουχιών ή παπουτσιών, υ­
πήρχαν οι ειδικοί τσαγκαράδες που έφτιαχναν πολύ στέρεα παπούτσια με δέρ­
μα «βακέτα» και σόλα αντοχής, με δασιές πρόκες, για να αντέχουν στους κα­
κοτράχαλους τότε δρόμους.
Τα πρώτα χρόνια στη γειτονική Καστανιά τέτοιοι τσαγκαράδες ήταν οι Σε­
ραφείμ Καναβός και Δημήτριος Κόγιας και αργότερα στη Νεράιδα ο Σερα­
φείμ Καλογρής και ο Γεώργιος Ζήσης.
Μπαλωματής τσαγκάρης διατέλεσε ο Δημήτριος Τάκας, ο οποίος διατέλε-
σε, όπως προαναφέραμε, και καλός ψάλτης. Για την ιστορία ας αναφερθεί
πως μετά το 1935 και στην περίοδο της κατοχής, ένας από τους πιο αντιπροσω­
πευτικούς τσαρουχάδες του Σαρανταπόρου ήταν ο Γεώργιος Κ. Βούλγαρης, ο
οποίος είχε δημιουργήσει σωστή βιοτεχνία που κατασκεύαζε υποδήματα από
λάστιχο καουτσούκ, το οποίο προέρχονταν από ρόδες αυτοκινήτων και εφό­
διαζε πολλές ορεινές περιοχές. Χάρη στην επιδεξιότητά του είχε κατορθώσει
να δημιουργήσει μια πολύ επιτυχημένη δουλειά στο είδος της και από τις ση­
μαντικότερες βιοτεχνίες στις δύσκολες καταστάσεις κατά την περίοδο της κα­
τοχής.

113
ΣΑ Μ Α ΡΑ ΔΕΣ

Όπως για κάθε εργασία τέχνης χρειάζεται ο ειδικός τεχνίτης, έτσι και για την
κατασκευή και συντήρηση των σαμαριών των φορτηγών ζώων (αλόγων, μουλα-
ριών, γαϊδουριών) υπήρχε ο ειδικός τεχνίτης, ο λεγόμενος σαμαράς, που τόσο
απαραίτητος ήταν για τη συχνή συντήρηση των σαμαριών, λόγω του ότι όλες οι
μεταφορές τροφίμων, κτηνοτροφών, καυσόξυλων, οικοδομικών υλικών κλπ.,
γίνονταν με τα ζώα και η συνεχής εργασία κατέστρεφε τα σαμάρια.
Τα παλιότερα χρόνια, σαμαράδες στο χωριό ήταν ο Δημήτριος Α. Καραμέ-
τος (Λούμπας) και ο Χρήστος Ανυφαντής από τη Νεράιδα.

Ο Π Λ Ο Δ ΙΟ ΡΘ Ω Τ Ε Σ

Την παλιότερη εποχή που τα θηράματα αφθονούσαν στον τόπο μας και οι πε­
ρισσότεροι άντρες ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το κυνήγι, τα όπλα που είχαν
ήταν πρωτόγονα και οι επιτυχίες οπωσδήποτε λιγότερες, αφού τα γνωστά κα­
ριοφίλια με το στουρνάρι και οι μπροστογεμείς καραμπίνες με τον κόκορα και
το καψούλι παρουσίαζαν τεράστια μειονεκτήματα, αμνηστεύοντας πολλές φο­
ρές τα θηράματα.
Αργότερα, περί το 1930, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα οπισθο­
γεμή κυνηγετικά όπλα, βελτιωμένα και αποδοτικότερα. Έτσι οι μερακλήδες
και φανατικοί κυνηγοί που αδυνατούσαν ν’ αγοράσουν καινούργια, άρχισαν
να μεταποιούν τα πολεμικά όπλα (γκράδες, μυλωνάδες κλπ.) σε οπισθογεμή
κυνηγετικά Νο 16, τοποθετώντας κάννη από παλιά καριοφίλια και καραμπίνες,
μετατρέποντάς τα σε μονόκαννα τσακιστά, εφάμιλλα των εργοστασίων, που
λειτουργούσαν πλέον με κανονικά κυνηγετικά φυσίγγια του εμπορίου.
Με τις οπλοκατασκευές ασχολήθηκαν οι αδελφοί Κώστας και Γιώργος Τσι-
τσιμπής, ο Γεώργιος Μαργαρίτης, ο Δημήτριος Μακρής και πολύ πιο παλιά ο
Λάμπρος Μακρής.

Ν ΕΡΟ Μ Υ Λ Ο Ι ΚΑΙ Μ Υ ΛΩ ΝΑ ΔΕΣ

Μπροστά από πενήντα χρόνια ο τόπος μας παρουσίαζε όψη κάποιας σημερι­
νής εργοστασιούπολης, με την παρουσία δεκατεσσάρων νερόμυλων, μόνο στο

114
χώρο της περιοχής Νεράιδας και Σαρανταπόρου, εκτός του χώρου των πέριξ
χωριών που κι εκεί αφθονούσαν.
Δεκατέσσερις λοιπόν αλευροβιομηχανίες της εποχής, μέσα σ’ ένα χωριό,
που μαρτυρούν την πυραμίδα της ακμής αυτού του τόπου, ως κάποια χρονολο­
γία της δεκαετίας του 1940 οπότε άρχισε η παρακμή, που ο δείκτης του ρυθμού
της οδηγεί —λυπάμαι που θα το πω — σε μια απελπιστική μείωση των κατοί­
κων, που έτσι κι αλλιώς παίρνει τον χαρακτήρα της διάλυσης, αφού κάθε χρό­
νο κλείνουν 4-5 σπίτια.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι οι αλευρόμυλοι είναι δεμένοι με την παραδο­
σιακή ζωή του τόπου, όταν μάλιστα εμείς που ζήσαμε εκείνες τις στερήσεις της
ζωής αναπολούμε σήμερα εκείνη την νοστιμιά αλλά και την ελκυστική μυρω­
διά που είχε το ψωμί, που έβγαινε από το πιτυρούχο αλεύρι των παλιών εκεί-
νων αλευρόμυλων. Αυτό ίσως θυμούνται κάποιοι στις πόλεις και αναζητούν
στους φούρνους να το αγοράσουν, έστω και ακριβότερο, αρκεί να λέγεται
«χοοριάτικο», έστω κι αν δεν έχει καμιά συγγένεια με εκείνο της παλιάς επο-
χής·
Όλοι οι νερόμυλοι βρίσκονταν στις όχθες των ποταμών, αφού η κίνησή
τους γίνονταν με την πίεση του νερού, το οποίο, φράζοντας την κοίτη του ποτα­
μού ο μυλωνάς το έβαζε στο αυλάκι, που κατέληγε πάνω απ’ το μύλο, σε υψο­
μετρική διαφορά απ’ αυτόν τουλάχιστον τριών μέτρων. Μπαίνοντας στη λεγά­
μενη κάλανη (το άνοιγμα της οποίας στο κάτω μέρος, το λεγόμενο σφούνι, δεν
ξεπερνούσε τους πέντε πόντους) δημιουργούσε συγκεντρωτική πίεση στη φτε­
ρωτή, που ήταν εγκαταστημένη κάτω απ’ την κάλανη, η περιστροφική κίνηση
της οποίας κινούσε πολύστροφα τη βαριά μυλόπετρα, που άλεθε το σιτάρι και
το καλαμπόκι και έβγαζε το υγιεινό καλαμποκάλευρο, που γινότανε εκείνο το
αξέχαστο, για όσους το δοκίμασαν, κραμποκούκι, που ψήνονταν στη χόβολη,
τυλιγμένο σε καστανόφυλλα.
Τα ωραία αυτά εργαστήρια, άλλα ήταν ιδιόκτητα και άλλα κοινοτικά ή εκ­
κλησιαστικά, που ενοικιάζονταν κατόπιν δημοπράτησης από έμπειρους μυλω­
νάδες, οι οποίοι φρόντιζαν να δουλεύει αποδοτικά όλος αυτός ο μηχανισμός
του μύλου, καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο, για να μπορούν έτσι να εισπράξουν
απ’ τα αλεστικά μεγαλύτερες ποσότητες σταριού ή καλαμποκιού, τα λεγάμενα
«ξάια», που καθορίζονταν μία οκά αμοιβή (ξάι) στις 40 ή 50 οκάδες σταριού ή
καλαμποκιού που θα αλέθονταν. Ο μυλωνάς, λόγω της εργασίας του και της
καθημερινής επικοινωνίας με εναλλασσόμενους πελάτες, αποτελούσε το κέ­
ντρο της συγκέντρωσης των πάσης φύσεως πληροφοριών. Έτσι όπως ήταν διά-
σπαρτοι σ’ όλο το χώρο της κοινότητας οι δεκατέσσερις αυτοί νερόμυλοι, ο κά­
θε μυλωνάς προσπαθούσε με την καλή ποιότητα αλευριού που θα έβγαζε να
κερδίσει περισσότερους πελάτες.
Σήμερα όλα αυτά τα ιστορικά εργαστήρια αποτελούν ερειπωμένα μνημεία
για να θυμίζουν τον αχό της φτερωτής και της μυλόπετρας, το ρυθμικό κροτάλι-
σμα του βαρδαριού, τις εύθυμες ιστορίες των μυλωνάδων και τη νοστιμιά της
σταχτοκουλούρας ή του κραμποκουκιού, που συνήθιζε να κάνει ο μυλωνάς. Για

115
την ιστορία θ’ αναφέρουμε τις τοποθεσίες που ήταν όλοι αυτοί οι νερόμυλοι.
Ο αρχαιότερος όλων και προ του 1900, ήταν στη θέση Μαντάνια, κάτω απ’
τη Νεράιδα, στην όχθη του Μέγδοβα, που ανήκε στους αδελφούς Γιώργο, Σε­
ραφείμ, Δημήτρη και Γιάννη Καραμέτο, που δίπλα απ’ το μύλο είχαν μαντάνια
και νεροτροβιά για την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών.
Λίγο πιο πάνω, προς χαλικόβρυση, υπήρχε άλλος, του Δημητρίου Καραμέ-
του. Σε μικρή απόσταση λειτουργούσαν άλλοι δυο, του Δημητρίου Καστρίτση
και των αδελφών Κώστα και Γιώργου Κόκκινου. Οι τρεις αυτοί λειτουργού­
σαν, ο ένας μετά τον άλλον, με το ίδιο νερό της νερομάνας χαλικόβρυσης.
Στη θέση Λεκάνη λειτουργούσε, τους χειμερινούς μόνο μήνες, με τα νερά
του Μεγαρέματος βακούφικος μύλος. Άλλος βακούφικος, της εκκλησίας του
Αγίου Γεωργίου, λειτουργούσε στη θέση Τσιροπλάκι, στην όχθη του ποταμού
Σαρανταπόρου. Στη θέση Μπουμπουνόβρυση λειτούργησε νερόμυλος με μα­
ντάνια και νεροτροβιά, του Ηλία Γ. Αυγέρη. Στη θέση Μουχτούρι λειτουργού­
σε ο πιο σύγχρονος και αποδοτικός μύλος με δύο μυλόπετρες, κινούμενες η μία
με τα νερά του Μουχτουριού και η άλλη με τα νερά του μεγάλου ποταμού, ιδιο­
κτησίας Δημητρίου Γ. Αυγέρη, του τόσου πολύπειρου και άριστου τεχνίτη, που
δίπλα είχε μαντάνια και νεροτροβιά.
Πιο πάνω, στη θέση Γιάννη-Γεφύρι, λειτούργησε για λίγα χρόνια νερόμυ­
λος του Δημητρίου Ν. Αυγέρη. Κοντά στο Σαραντάπορο, στη θέση Πρίσκα, υ­
πήρχε άλλος βακούφικος νερόμυλος, του Αγίου Γεωργίου Νεράιδας, με μεγά­
λη αλεστική κίνηση. Δυο νερόμυλοι, χειμερινής μόνο λειτουργίας, υπήρχαν στο
Μέγα-Λάκκο, ο ένας στη θέση Διχάλια, ιδιοκτησίας Λουκά Ντερέκα και ο άλ­
λος στη θέση Βακούφικο, ιδιοκτησίας Νικολάου Μητσιάκη.

Εξωτερική όψη νερόμυλου, δυστυχώς όχι δικού μας

116
Ένας ακόμη νερόμυλος λειτουργούσε στο ρέμα Μουχτούρι, στη θέση Γε-
λαδόβρυση, μόνο στους χειμερινούς μήνες, ιδιοκτησίας Νικολάου Δ. Μητσιά-
κη, που εξυπηρετούσε τους εξοχίτες Μητσαίους και Μπαλταίους από τη Νε­
ράιδα, καθώς και τους Τσιακταναίους και Παπασταθαίους από τον Κλειτσό.
Όπως προαναφέραμε, η αμοιβή του μυλωνά ήταν ένα ξάι, που αντιστοιχού­
σε σε μια οκά για κάθε 40-50 οκάδες αλευροποιούμενο σιτάρι ή καλαμπόκι.
Πολλές φορές όμως, λόγω ανάγκης ή και λόγω κακής συνήθειας, ορισμένοι μυ­
λωνάδες προσπαθούσαν με πολλούς τρόπους να κλέψουν τους πελάτες. Εδώ
θα παραθέσουμε ένα περιστατικό μιας τέτοιας, αποτυχημένης όμως, προσπά­
θειας κάποιου μυλωνά.
Κάποιος συγχωριανός μας, που πολλές φορές τον είχε κλέψει ο μυλωνάς,
το ’βαλε πείσμα να παραφυλάξει για να πιάσει τον μυλωνά την ώρα που τον έ­
κλεβε. Γι’ αυτό σε κάποια στιγμή έκανε πως νύσταξε και χασμουρίζοντας ψευ-
τοκοιμήθηκε, οπότε ο μυλωνάς βρήκε την ευκαιρία να κλέψει τον πελάτη, νομί­
ζοντας ότι δεν τον βλέπει. Ο πελάτης όμως κάνοντας ότι δεν κατάλαβε τίποτα,
βγαίνοντας έξω από τον μύλο, δήθεν για σωματική του ανάγκη, τρύπησε το αυ­
λάκι και τα νερά έφυγαν προς το ποτάμι και ο μύλος σταμάτησε, οπότε ο μυλω­
νάς έτρεξε να βρει την βλάβη για να ξαναβάλει τα νερά στη θέση τους. Την ώ­
ρα όμως αυτή, που απούσιαζε ο μυλωνάς για την αποκατάσταση της βλάβης, ο
πελάτης ξαναπήρε το κλεμμένο ξάι.
Πολλές φορές το παρακράτημα δυσαρεστούσε τους πελάτες και άλλαξαν
μύλο. Μπορεί σήμερα να μην ακούγονται τα βαρδάρια των μύλων, όμως ακού-
γονται και θ’ ακούγονται οι ιστορίες τους.

ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ ΣΤΟ ΜΥΛΟ ΠΡΙΣΚΑ

Μια ολόκληρη στρατιά μυλωνάδων υπηρέτησαν κατά καιρούς στο μύλο του
Αγ. Γεωργίου, στη θέση Πρίσκα, κοντά στο Σαραντάπορο. Άποροι και φτωχοί
άνθρωποι που δεν έβρισκαν πουθενά δουλειά για ν’ αντιμετωπίζουν τις οικο­
γενειακές των ανάγκες, νοίκιαζαν τον νερόμυλο για να εισπράξουν αυτό το ε­
λάχιστο ξάι, αυτό το τόσο ασήμαντο ποσό αλευριού, για να ταΐζουν τις οικογέ-
νειές τους. Τον κατάλογο των μυλωνάδων μάς έδωσε ο αιωνόβιος Ηλίας Αθ.
Λιάπης, που πέθανε 93 ετών.
Πρώτος όλων, ο κατασκευαστής, το 1910, και συνέχεια μυλωνάς, Ιωάννης
Τσιτσιμπής, τον οποίο ακολούθησαν κατά περιόδους οι Γεώργιος Γρηγ. Ζήσης,
Δημήτριος Λιάπης (Κατσαούνης), Αθανάσιος Αιάπης, Γεώργιος Π. Μαργαρί­
της, Σεραφείμ I. Τσιτσιμπής, Λεωνίδας Κοντογιάννης, Λάμπρος Γάκης, Γεώρ­
γιος Γκαβαρδίνας από τη Μολόχα, ο Λουκάς Ντερέκας από τη Νεράιδα, ο Νι­
κόλαος Μητσιάκης από το Μέγα-Λάκκο, ο Λουκάς Βούλγαρης, ο Μάρκος Λιά­
πης, ο Χαράλαμπος Σπανός, ο Δημήτριος I. Βούλγαρης και ο Ιωάννης Αυγέρης.

117
ΟΙΚΟΔΟΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΠΙΤΙΑ

Απαραίτητοι και πάντα πρώτοι στο στέριωμα των σπιτιών οι οικοδόμοι, μάστο-
ροι όπακ λέγονται με την κοινή γλώσσα. Αυτοί θα στεγάσουν κάθε οικογένεια,
αυτοί θα συντηρήσουν κάθε ετοιμόρροπη οικοδομή, θα φτιάξουν σχολεία, εκ­
κλησίες, γεφύρια, πλατείες, καλλιτεχνικές βρύσες, θα πλουτίσουν με την αρχι­
τεκτονική τους σύγχρονα χωριά, με άνετα μοντέρνα σπίτια.
Τα παλιότερα χρόνια, τοπικοί μεμονωμένοι μάστοροι εξυπηρετούσαν τις α­
νάγκες των οικοδομών, υπήρξαν όμως και οργανωμένες ομάδες με αρχηγό έ­
ναν πρωτομάστορα, που αναλάμβανε σαν υπεύθυνος τα έργα και επόπτευε κά­
θε έργο που αναλάμβαναν να είναι στερεό και ανθεκτικό. Όλα τα παλιά σπί­
τια ήταν πετρόχτιστα και ισόγεια, χωρίς βέβαια να λείπουν και τα δίπατα, με
πάχος του τοίχου 80 πόντους, λασπόχτιστα με ξυλοδέματα χοντρά, κάθε 80 πό­
ντους, αντί τα σημερινά σινάξια.
Όλη η ξυλεία της στέγης αποτελούνταν από χοντρά ελάτινα πελεκητά ή
στρογγυλά ματέρια, ψαλίδια και μαχιές, για ν’ αντέχουν στο βάρος του χιονιού
αλλά και της σκεπής, που για τα περισσότερα σπίτια ήταν λείες πλάκες από
ντόπια νταμάρια που, οπωσδήποτε, αποτελούσαν μεγαλύτερο βάρος από τα
κεραμίδια.
Τα ματέρια και τα ψαλίδια τα έσερναν από το δάσος στον ώμο πολλοί ά­
ντρες μαζί. Όταν κάποιος αποφάσιζε να χτίσει σπίτι, ερχότανε σε συμφωνία
με ομάδα μαστόρων και κανόνιζαν όλες τις λεπτομέρειες για την οικοδομή.
Σαν έκλειναν συμφωνία έφτιαχναν κάποιο ανάλογο χαρτί, αν και πολλές φο­
ρές στηρίζονταν στον προφορικό τους λόγο.
Η μεταφορά της πέτρας, όταν ήταν μακριά το νταμάρι, γινότανε με τα ζώα.
Αν όμως ήταν κοντά την κουβαλούσαν οι γυναίκες στην πλάτη, που για το σκο­
πό αυτό πήγαιναν πολλές μαζί, τις Κυριακές συνήθως, για ενίσχυση του οικο­
δεσπότη.
Το σχέδιο του σπιτιού γινότανε πρόχειρα σ’ ένα απλό χαρτί από τον νοικο­
κύρη και τον πρωτομάστορα. Έκαναν κάποια συμφωνία για το τάισμα ή όχι
των μαστόρων, αν θα πληρώνονταν με ημερομίσθιο ή ξεκοπή, για το χρόνο κα­
ταβολής των χρημάτων και όταν όλα αυτά τα τυπικά ξεπερνιόνταν, ήταν όλα έ­
τοιμα για την έναρξη της εργασίας. Στο θεμελίωμα του σπιτιού καλούσαν τον
παπά του χωριού, που διάβαζε αγιασμό και τοποθετούσε την πρώτη πέτρα με
σταυρό.
Την ώρα αυτή παραβρίσκονταν όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού και άλλοι
συγγενείς και φίλοι. Ακόμη συνήθιζαν να σφάζουν στα θεμέλια έναν κόκορα ή
ένα αρνί ή κατσίκι για να ματώσουν οι πέτρες στα θεμέλια και απαραίτητα
σκάλιζαν στην είσοδο ή σε κάποιο αγκωνάρι τη χρονολογία που κατασκευά­
στηκε το σπίτι και τ’ όνομα του πρωτομάστορα.
Όταν έφταναν στη στέγη, εκτός από τον καθιερωμένο σταυρό που τοποθε­
τούσαν, γινότανε και τα λεγάμενα μαντηλώματα, έδεναν δηλαδή γύρω από το

118
Συνεργείο παλιών οικοδόμων

σταυρό λουλούδια κι ένα μαντήλι άσπρο που συμβόλιζε την ειρήνη και την ευ­
τυχία για τους ανθρώπους του καινούργιου σπιτιού.
Στη συνέχεια οι μαστόροι χτυπούσαν με τα σφυριά τους δυνατά πάνω στα
ξύλα της στέγης και έλεγαν διάφορες ευχές δυνατά με τραγουδιστική έκφρα­
ση, όπως: «Εεεεε καλώς όρισε το τίμιο δώρο του τάδε... που ευχαρίστησε τους
μαστόρους και τίμησε τον νοικοκύρη, όσα λουλούδια στα βουνά, γεννήματα
στους κάμπους, τόσα καλά να δώσει ο Θεός, να ζήσουν τα παιδιά σου και ό,τι
αγαπά η καρδιά σου».
Από την ώρα αυτή ερχότανε οι χωριανοί να ευχηθούν τον νοικοκύρη και
τους μαστόρους, στους οποίους προσέφεραν μαντήλια, κάλτσες, πετσέτες, που­
κάμισα κλπ. Για θύμηση αναφέρουμε τιμητικά τα ονόματα των ντόπιων μαστό­
ρων. Από παλιότερα ήταν οι Σεραφείμ I. Τσιτσιμπής, Δημήτριος Γ. Αυγέρης,
Γεώργιος Παπαγεωργίου, Ηλίας Αθ. Λιάπης, Κων/νος Στυλ. Βούλγαρης. Νεώ-
τεροι είναι οι Γεώργιος Κ. Μαργαρίτης, Κων/νος Ν. Μητσιάκης, Κων/νος Δ.
Λυρίτσης, Πέτρος I. Καραμέτος, Παύλος Δ. Αυγέρης, Γεώργιος Δ. Τσιτσιμπής,
Ανδρέας και Νικ. Αθ. Λιάπης, Γεώργιος Ε. Λιάπης, Ιωάννης Ν. Αυγέρης, Γε­
ώργιος Κ. Νάπας, Γεώργιος Ηλ. Θώμος, Αναστάσιος Κ. Λιάπης, Ηλίας Δ. Γά-
κης, Ευάγγελος Γεροκώστας, Γεώργιος Δ. Θάνος, Ηλίας Δ. Βούλγαρης, Δημή-
τριος Γ. Βούλγαρης, Σεραφείμ Βουρλιάς, Κων/νος Η. Θάνος, Γεώργιος Χρ.
Παπαγεωργίου, Βασίλειος Ν. Θάνος και Αποστολής Ν. Νάπας.

119
ΟΙ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ

Σ’ όλη την διαδρομή της ιστορίας του τόπου μας, μέχρι το 1959 που το αυτοκί­
νητο έφθασε στο χωριό μας, οι κάτοικοι μετέφεραν τα προϊόντα τους από τα
χωράφια αλλά και όλες τις προμήθειες, όπως αναφέραμε και σε άλλο κεφά­
λαιο, από την πόλη της Καρδίτσας ή απ’ όπου αλλού, με τα υπομονετικά και
ανθεκτικά μουλάρια και άλογα που μπορούσαν να βαδίζουν με σιγουριά στους
βατούς, στενούς δρόμους και να σηκώνουν άνετα 75-100 οκάδες βάρος.
Για την εξυπηρέτηση όμως εκείνων που δεν είχαν την δυνατότητα να έχουν
δικά τους ζώα, υπήρχαν οι επαγγελματίες αγωγιάτες που καθένας από αυτούς
έτρεφε στο σταύλο του ένα ή δύο μουλάρια, τα οποία περιποιούνταν ιδιαίτερα,
γιατί απ’ την εργασία αυτών εξαρτιόταν η συντήρηση της οικογένειας.
Εκτός από φορτία αγαθών οι αγωγιάτες μετέφεραν υπαλλήλους μετακινού­
μενους για υπηρεσιακούς λόγους, γιατρούς από χωριό σε χωριό ή ασθενείς
προς τον γιατρό, βουλευτές σε περιόδους εκλογών κλπ. Πάντα ακούραστοι ξε­
κινούσαν τη νύχτα με αστροφεγγιά ή το φως του φεγγαριού ή με τα παλιά φα­
νάρια και τις λάμπες του λαδιού και πετρελαίου για να ξημερώσουν στην Καρ­
δίτσα, όπου ξεπέζευαν στα γνωστά χάνια, των Χρήστου Βάγια και Νικολάου
Μάγκα, έδιναν στα ζώα τους τροφή, έτρωγαν κι εκείνοι καμιά φασουλάδα, έ­
καναν στα γρήγορα τις προμήθειες και έπαιρναν πάλι το δρόμο της επιστρο­
φής.
Στις νυχτερινές πορείες, όταν τα ζώα έπαιρναν τις ανηφόρες, ακούγονταν
ρυθμικά τα γλυκόηχα καμπανάκια που ήταν κρεμασμένα στους λαιμούς των
ζώων, που το καθένα είχε και την δική του ποιότητα και ήχο. Κάπου κάπου οι
αγωγιάτες, για να ξεχνούν την κούρασή τους έπαιρναν και κανένα τραγούδι,
έλεγαν και τ’ αστεία τους για να γίνεται η βασανιστική πορεία πιο εύκολη.

ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ

Απροσπέλαστη και αποκομμένη από αστικά κέντρα ήταν η Ευρυτανία, στην ο­


ποία μέχρι το 1974 ανήκαμε διοικητικά. Από τα πανάρχαια χρόνια οι μετακι­
νήσεις γινότανε πάντα με τα ζώα. Υπήρχαν μόνο βατοί δρόμοι που συντηρού­
νταν με προσωπική εργασία των κατοίκων.
Πάνω σε τέτοιους στενούς και δύσκολους σε μερικές διαβάσεις δρόμους,
μεταφέρονταν με ζώα ή ζαλίγκα απ’ την Καρδίτσα, που απείχε οκτώ ώρες πε­
ζοπορία, όλα τα είδη πρώτης ανάγκης για κάθε οικογένεια, ήτοι: το καλαμπό­
κι, που αποτελούσε την βασική διατροφή του ορεινού πληθυσμού, το αλάτι,
που πέρα απ’ τη μαγειρική το χρησιμοποιούσαν σε μεγάλες ποσότητες για το
τάισμα των ζώων και το αλάτισμα των κτηνοτροφικών προϊόντων, το πετρέλαιο

120
για φωτισμό, το λίγο λαδάκι, τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία και γενικά ό­
λα τα χρειαζούμενα.
Υπήρχαν, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ειδικοί αγωγιάτες
σε κάθε χωριό που διέθεταν 2-3 ζώα και αναλάμβαναν διάφορες μεταφορές ε­
πί πληρωμή. Μετέφεραν ανθρώπους καβάλα, και φορτία σε όσους δεν είχαν
δικά τους ζώα ή δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν μόνοι τους. Εκτός όμως των
ντόπιων μικροαγωγιατών, με 2-3 ζώα που εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες,
υπήρχαν οργανωμένοι αγωγιάτες με πολλά ζώα, 10-15 ο καθένας, οι λεγόμενοι
Αρβανιτόβλαχοι, από τα μέρη της Ηπείρου, οι οποίοι μετέφεραν μεγαλύτερες
ποσότητες τροφίμων για να προλαμβάνουν τις πολύπλευρες ανάγκες των ορει­
νών πληθυσμών των ευρυτανικών χωριών του δήμου Αγραίων, που ήταν εντε­
λώς αποκλεισμένοι, μακριά από το Καρπενήσι και το Αγρίνιο.
Υπήρχαν όμως και οικογένειες πολύ φτωχές που δεν διέθεταν φορτιάρικα
ζώα ή είχαν αδύναμα γαϊδουράκια, τα οποία ούτε αντοχή είχαν για μεταφορές
σε μεγάλες αποστάσεις, μα ούτε και βάρη μπορούσαν να μετακινήσουν. Πάντα
συναντούσαμε στο μακρύ δρόμο προς τη Θεσσαλία, ελεεινά γαϊδουράκια φορ­
τωμένα, που μόλις μπορούσαν να σέρνουν τα πόδια τους, γυναίκες και άντρες
να μεταφέρουν ζαλίγκα καλαμπόκι, που περπατούσαν 10-20 ώρες ώσπου να
φτάσουν στα σπίτια τους, διερχόμενοι από φουρτουνιασμένα ποτάμια χωρίς
γεφύρια, κακοτράχαλους και δύσβατους δρόμους, τις περισσότερες φορές κα­
τατρεγμένοι από τις άγριες καιρικές συνθήκες, ξυπόλητοι, νηστικοί, ταλαιπω­
ρημένοι αφάνταστα, αλλά σωστοί ήρωες που έκαναν έναν σκληρό αγώνα για
την επιβίωση.

Με λοστούς και κασμάδες αγωνίζονται να ανοίξουν αυτοκινητόδρομο


για να λυτρωθούν απ’ την βασανιστική ζαλίγκα

121
Το 1956, μεγάλοι ξυλέμποροι της Καρδίτσας και των Τρικάλων στοχεύο-
ντες στην εκμετάλλευση των παρθένων μεγάλων δασών του ορεινού όγκου των
Αγράφων —που ως τότε δεν είχε ποτέ συστηματικά υλοτομηθεί και περιείχε
ποικιλία δέντρων προς υλοτόμηση, που αποτελούσε έναν μεγάλο δασικό πλού­
το και θα απέδιδε τεράστια κέρδη —, συνεργαζόμενοι και με το Δασαρχείο
Καρδίτσας, το οποίο απέβλεπε στην εκμετάλλευση των δημοσίων δασών στο
χώρο αυτόν, και με τη συμμετοχή των κατοίκων των χωριών Ραχούλας, Αμάρα­
ντου, Σαρανταπόρου και Νεράιδας —των οποίων οι κάτοικοι είχαν μεγάλη ε­
πιθυμία να συνδεθούν με αυτοκινητόδρομο, ώστε σύσσωμοι εργάστηκαν με
πρωτόγονο τρόπο, με σκαμπάνια, λοστούς και φτυάρια, με το εξευτελιστικό η­
μερομίσθιο της λεγάμενης τότε «πρόνοιας εργασίας» —, κατόρθωσαν να δια­
σχίσουν τα γρανιτένια βράχια, να διανοίξουν τον πρώτο πρόχειρο, στενό και
επικίνδυνο αυτοκινητόδρομο που αποτελούσε απίστευτο όνειρο και μεγάλο ι­
στορικό γεγονός γι’ αυτόν τον απομονωμένο κόσμο, που ξούσε μέχρι το 1958
πρωτόγονη σκληρή ζωή. Αποτέλεσμα ήταν να ακουστεί για πρώτη φορά στα ό­
ρια Σαρανταπόρου η χαρμόσυνη κόρνα του αυτοκινήτου του Κώστα Σίσκου, ε­
νός καλού και εξυπηρετικού ανθρώπου, που αποτελούσε το δορυφόρο του χω­
ριού μας.
Έτσι λοιπόν έφτασε και διαπέρασε τον αυχένα του Γρεβενοδιάσελου το
πρώτο αυτοκίνητο, με πρώτη αφετηρία στη θέση Παπαγιώργη, κοντά στη βρύ­
ση Κρανιάς, απ’ όπου θα μετέφερε πριστή ξυλεία ελάτης που μέχρι εκεί μετα­
φέρονταν απ’ την Μπέσια φορτωμένη στα ζώα. Απ’ εδώ άρχισε πλέον η εξυπη­
ρέτηση των κατοίκων με το πολυπόθητο αυτοκίνητο.
Το 1959 το καλοκαίρι, ο δρόμος έφθασε μέχρι το Σαραντάπορο ολοπόταμα
από τη θέση Κακαβάκι και κάτω μέχρι τα Σπανέικα. Την ξυλεία τώρα οι αγω-
γιάτες την ξεφόρτωναν στα Σπανέικα και από κει τ’ αυτοκίνητα τη μετέφεραν
στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Το ίδιο καλοκαίρι πρωτοπάτησε το πρώτο επι­
βατικό αυτοκίνητο του Γιώργη Μακρή, που εκτελούσε πλέον τη συγκοινωνία
Σαραντάπορο-Καρδίτσα και αργότερα διατήρησε τη συγκοινωνία ο Πέτρος
Κονταξής.
Το 1961, επί προεδρίας Γ. Τσιτσιμπή, ο δρόμος προχώρησε προς τη Νεράι­
δα και έφτασε το πρώτο αυτοκίνητο στην πλατεία του χωριού. Με την είσοδο
του αυτοκινήτου στο χωριό, οι κάτοικοι το υποδέχτηκαν με υπέρμετρο ενθου­
σιασμό και κωδωνοκρουσίες, και το γεγονός γιορτάστηκε με μεγάλο γλέντι.
Η βελτίωση του δρόμου συνεχίστηκε σιγά σιγά μέχρι το 1970, οπότε χαρα­
κτηρίστηκε ως επαρχιακός. Αργότερα, το Δασαρχείο έκανε σχετική διαπλά-
τυνση, έφτιαξε όλα τα τεχνικά και τον χαλικόστρωσε, οπότε βελτιώθηκε σημα­
ντικά.
Τη συγκοινωνία πλέον ανέλαβε ο αείμνηστος Λάμπρος Τσιτσιμπής, στην
αρχή με το ωραίο φορτοεπιβατικό αυτοκίνητο και αργότερα με κανονικό λεω­
φορείο, αφού πλέον η γραμμή Καρδίτσα-Νεράιδα εντάχθηκε στο ΚΤΕΛ Καρ­
δίτσας, εκτελώντας δύο δρομολόγια την ημέρα, πρωί και απόγευμα.
Μετά το θάνατο του Λάμπρου Τσιτσιμπή συνεχίζεται ανελλιπώς η συγκοι-

122
νωνία με την ίδια τακτική δρομολογίων. Μάλιστα προστέθηκε, απ’ τον νομάρ­
χη κ. Κουκουλάκη, και ένα δρομολόγιο την Κυριακή το απόγευμα, για την εξυ­
πηρέτηση των μαθητών.

Φορτοεπιβατικό αυτοκίνητο του Λάμπρου Τσιτσιμπή

123
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ Ο ΓΔΟ Ο

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Η καθιέρωση των πανηγυριών, πέρα απ’ το θρησκευτικό χαρακτήρα που είχαν


—με την ομαδική λατρεία προς τον εορταζόμενο άγιο, τις κοινωνικές σχέσεις
και τους φιλικούς δεσμούς που δημιουργούσαν μεταξύ των συναθροιζομένων
χριστιανιόν, με τις διάφορες εκδηλώσεις των συνδιασκεδάσεων— κατά την πε­
ρίοδο της μαύρης σκλαβιάς από τους Τούρκους απέβλεπε ιδιαίτερα και σε ε­
θνικούς σκοπούς.
Οι συγκεντρώσεις στα πανηγύρια, καλυμμένες κάτω από το πέπλο της θρη­
σκευτικής λατρείας μπορούσαν, χωρίς να κινούν υποψίες στους καταχτητές, να
μεταφέρουν με λιγότερο κίνδυνο εντολές και αποφάσεις των κλεφταρματωλών
προς τις οργανώσεις· επίσης και χρήσιμες πληροφορίες των οργανώσεων προς
τους καπεταναίους.
Έτσι, κάτω απ’ αυτή τη διπλή έννοια και χρησιμότητα των πανηγυριών, η
συμμετοχή των κατοίκων όλων των πέριξ χωριών ήταν σχεδόν καθολική και έ­
παιρνε το χαρακτήρα μιας θρησκευτικής επιστράτευσης, ενός ειρηνικού λαϊ­
κού ξεσηκωμού.
Παλιότερα, όταν τα χωριά βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, κατέφθανε πλήθος
κόσμου. Οι χωρικοί ερχόντουσαν ντυμένοι με τα γιορτινά τους, πεζοί ή καβάλα
στα ζώα τους (αφού τότε δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα), στολισμένα κι
εκείνα με κεντητές πολύχρωμες μαντανίες. Είχαν προορισμό πρώτον να προ­
σκυνήσουν τον εορταζόμενο άγιο και δεύτερον να πάρουν μέρος στο πάνδημο
εκείνο κοινό γλέντι που αποτελούσε την ψυχική και φιλική σύνδεση όλων των
προσκυνητών.
Το καλοκαίρι, που ο καιρός επιτρέπει περισσότερο τις εκδηλώσεις και μά­
λιστα στα μοναστήρια και στα εξωκκλήσια που βρίσκονται σε όμορφες εξοχι­
κές τοποθεσίες, παρατηρούνταν μεγαλύτερη συρροή προσκυνητών. Δεν έλει­
παν οι πολιτικοί και οι κομματάρχες, για άγρα ψήφων, προξενητάδες που θα
’καναν επιλογές σε κορίτσια και αγόρια για συνοικέσια, τσελιγκάδες καβάλα
σε περήφανα άλογα, με τα παραδοσιακά μάλλινα καλοφτιαγμένα κουστούμια
με σκούφιες και τσαρούχια σαρακατσιάνικα με φούντες, φουστανελοφόροι με
λεβέντικες κορμοστασιές, που διατηρούσαν την παράδοση και τη βουνίσια
κληρονομιά, πραματευτάδες με εμπορεύματα, βιοτέχνες, σιδηρουργοί με ποι­
κιλία, εργαλείων απαραίτητων για τις καθημερινές ασχολίες των χωρικών, π.χ.
τσαπιά, τσεκούρια, μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες κλπ., διάφοροι ζωέμποροι

124
Χορός στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία (1958)

και ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων για διάφορες συναλλαγές. Όλοι θα εκ­
κλησιάζονταν με απόλυτη ευσέβεια και θα έδιναν το τάμα τους στον εορταζό­
μενο άγιο την ώρα που υψώνονταν η εικόνα στο προαύλιο με την ειδική τελετή.
Στη συνέχεια άρχιζαν οι χειραψίες και οι ευχές μεταξύ των προσκυνητών σε
πολύ εύθυμο χαρακτήρα.
Χαίρονταν ο ένας τον άλλον, έπιναν καφεδάκια και ποτά στα υπαίθρια κα­
φενεία κάτω από τους δροσερούς ίσκιους των γέρικων δέντρων και μετά απο-
σύρονταν για φαγητό στους ίσκιους γύρω από το προαύλιο της εκκλησίας.
Σχηματίζονταν παρέες από συγγενείς, φίλους και φιλοξενούμενους και απο­
λάμβαναν την απεραντοσύνη του πράσινου, που παρουσιάζει μια απερίγραπτη
ομορφιά. Όλα εδώ στις εξοχές είναι καμωμένα από τα χέρια του Θεού, θαρ­
ρείς πως είναι συνταιριασμένα σε μια αφάνταστη αρμονία, για να εντυπωσιά­
ζουν τους προσκυνητές και ν’ αποτελούν μια σωστή όαση.
Εδώ στις εξοχές το τραπέζι θα το αποτελέσουν οι στρωμένες δροσερές μυ­
ρωδάτες φτέρες. Εδώ θα τοποθετηθούν καθαρά τραπεζομάντηλα για ν’ α-
πλωθούν τα εκλεκτά φαγητά της ημέρας, το ολόζεστο τρυφερό ψητό κρέας,
που οι ψησταριές των κτηνοτροφών διαθέτουν άφθονο και εξαιρετικής ποιότη­
τας, κοκορέτσι και σπληνάντερο με την απερίγραπτη λιγουδιά, πίττες καμωμέ­
νες με αρωματικό βούτυρο και τυρί, κότες ψητές, κουνέλια, αυγά, τυρί, ντομά­
τες και διάφορα γλυκά.
Όλων τα πρόσωπα λάμπουν από χαρά και στη συνέχεια θ’ ακουστούν από
μερακλήδες καθιστικά παραδοσιακά τραγούδια και θ’ αρχίσουν να παίζουν τα
γλυκόηχα κλαρίνα και βιολιά, με τον γιορταστικό και πανηγυρικό παλμό της η­
μέρας.
Ο χορός αρχίζει με πρώτους τους παπάδες, κατά την παλιά συνήθεια, που
τους κρατάνε οι γεροντότεροι με τις πατριαρχικές ολόλευκες κεφαλές και στη
συνέχεια ο χορός γενικεύεται. Θα χορέψουν οι μερακλήδες χορευταράδες, οι
νέοι και οι νέες, νιόπαντροι με γελαστά πρόσωπα, αρραβωνιασμένοι χέρι με
χέρι, με κέφι και ζωντάνεια. Θα μπουν όλοι στο χορό για να δώσουν με την

125
παρουσία τους τη χαρά στην ημέρα της μεγάλης γιορτής. Κι όταν ο ήλιος πλη­
σιάζει προς τη δύση θα πάρουν οι προσκυνητές το δρόμο του γυρισμού στα
σπίτια τους, αφού θα περάσουν ν’ ασπαστούν την εικόνα του εορταζόμενου α­
γίου, για να πάρουν την ευλογία και τη δύναμη να μπορούν να σηκώσουν ηρω­
ικά το φορτίο της ζωής.
Έτσι τα μοναστήρια και τα ξωκκλήσια ερημώνονταν μετά τη γιορτή τους,
έχοντας για μόνιμη συντροφιά τους το ήρεμο, θεϊκό μεγαλείο και τη γοητευτι­
κή παρουσία των όμορφων φυσικών τοπίων. Σε μας τους μεγάλους σε ηλικία
παραμένουν ακόμη ζωντανές οι αναμνήσεις από τα παλιά πανηγύρια που γινό­
τανε κεφάτα και με παραδοσιακό χαρακτήρα. Τα πανηγύρια άρχιζαν το βράδυ
της παραμονής, όπου συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος και γλεντούσε με αφά­
νταστο κέφι ως το πρωί, και συνέχιζαν πιο έντονα μετά τη Θεία Λειτουργία,
ως το βράδυ.
Παλιότερα, και μέχρι το 1960 που τα χωριά βούιζαν από κόσμο, στο τοπικό
πανηγύρι του Σαρανταπόρου, που γίνεται του Αγίου Κωνσταντίνου, στις 21
Μαίου, το προαύλιο της εκκλησίας ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Μετά το ύψωμα
της εικόνας, ένα μέρος των ντόπιων προσκυνητών που κατοικούσαν μακριά α­
πό την εκκλησία παρέμενε και έτρωγε στο χώρο γύρω από την εκκλησία, οι δε
πλησιέστεροι έπαιρναν και φιλοξενούσαν στα σπίτια τους όλους τους ξένους
των γύρω χωριών. Μετά το φαγητό ξαναγύριζαν στην εκκλησία και γινότανε
τα περίφημα αξέχαστα γλέντια, που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του
σημερινού νέου.
Αργότερα που το χωριό αποδυναμώθηκε λόγω της ομαδικής αποδημίας, η
παλιά ένταση της χορευτικής εκδήλωσης μειώθηκε και χαλάρωσε, όπως σε όλα
τα χωριά, και μόνο το εξοχικό πανηγύρι του Αγίου Κοσμά κρατάει την παρά­
δοση του γλεντιού, όπως σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε.

Χορός στο προαύλιο της εκκλησίας (Πάσχα 1982)

126
ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΩΝ ΓΕΙΤΟΝΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

1. Του Αγίου Γεωργίου Νεράιδας


Όπως όλα τα πανηγύρια, τα παλιότερα χρόνια, είχαν καθολική συμμετοχή των
κατοίκων και των γειτονικών χωριών, έτσι και το πανηγύρι του Αγ. Γεωργίου,
πολιούχου της Νεράιδας, γιορτάζονταν με τη συμμετοχή των κατοίκων Σαρα-
νταπόρου, Μέγα-Λάκκου, Γιαννουσέικων, Καροπλεσίου, Κλειτσού και άλλων,
αφού άλλωστε ήταν και το πρώτο ανοιξιάτικο πανηγύρι, στις 23 Απριλίου. Το
γλέντι του αποτελούσε την προθέρμανση των επόμενων γλεντιών της καλοκαι­
ρινής περιόδου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία και την καθιερωμένη τελετή του υψώματος, που
γίνονταν στο προαύλιο της εκκλησίας, άρχιζε κεφάτος χορός απ’ τους μερα-
κλήδες γλεντζέδες, που τραγουδούσαν και συναγωνίζονταν ποιος θα χορέψει
με τις καλύτερες αυτοσχέδιες φιγούρες. Αφού διέκοπταν για φαγητό, επανέρ­
χονταν και συνέχιζαν μέχρι το βράδυ.
Αυτό κράτησε μέχρι το 1970 περίπου, οπότε η αποδημία των νέων μάρανε
τον τόπο και οι γιορτές και τα πανηγύρια οδηγήθηκαν στην παρακμή. Τώρα
μόνο το βράδυ της γιορτής γίνεται στα μαγαζιά κάποιο γλέντι, όχι όμως κεφά­
το σαν εκείνα τα παλιά.

2. Της Παναγίας στο μοναστήρι Νεράιδας


Το πανηγύρι αυτό, λόγω της μαγευτικής θέσεως που είναι χτισμένο το μονα­
στήρι, χωμένο στην πρασινάδα ποικιλίας δέντρων που διαθέτει η φύση, διαφό­
ρων μορφών, ηλικιών και αναστημάτων —πέραν των εξευγενισμένων οπωρο-
φόρων που κάποιοι καλόγεροι συμπλήρωσαν στη δασική αυτή έκταση —έχει
πιο διευρυμένη, εν συγκρίσει με τα άλλα πανηγύρια της περιοχής, συμμετοχή
προσκυνητών και για τον επιπλέον λόγο ότι είναι το τελευταίο καλοκαιρινό
πανηγύρι, αφού γιορτάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου, οπότε αποτελεί και το τελευ­
ταίο κοινό γλέντι της χρονιάς.
Τα παλιότερα χρόνια η συγκέντρωση των προσκυνητών άρχιζε απ’ το βρά­
δυ της παραμονής, με ολονύχτιο γλέντι, που συνέχιζε ως το επόμενο βράδυ α­
πό εκατοντάδες προσκυνητές που κατέκλυζαν τον όμορφο αυτό χώρο.
Δεκάδες ψητά και πολλά φορτώματα σταφύλια και σύκα καταναλώνονταν
στο πανηγύρι αυτό, εκτός των συνηθισμένων ποτών που έβαζαν τους μερακλή-
δες στο κέφι για χορό. Πέραν όμως των προσκυνητών και των γλεντζέδων κα-
τέφθαναν στο πανηγύρι αυτό έμποροι και βιοτέχνες σιδηρουργοί, για να που­
λήσουν διάφορα γεωργικά εργαλεία, τσεκούρια, τσαπιά, σφυριά, μαχαίρια,
ψαλίδια κλπ.
Με ενέργειες του κοινοτικού συμβουλίου, το 1965-1966 καθιερώθηκε να γί­
νεται και ζωοπανήγυρη μικρών και μεγάλων ζώων, η οποία μετά από 3-4 χρό­
νια έπαψε να λειτουργεί αφού λόγω της ενταθείσης αποδημίας των κατοίκων

127
Ανάμνηση από το πανηγύρι της Παναγίας

μειώθηκε η κτηνοτροφία και άρχισε η παρακμή των ορεινών χωριών, οπότε


μειώθηκε εκείνη η παλιά ζωντάνεια και το κέφι των πανηγυριών.

3. Της Μεταμόρφωσης τον Σωτήρος Νεράιδας


Το πανηγύρι αυτό γίνεται απέναντι απ’ τη Νεράιδα και γιορτάζεται στις 6 Αύ­
γουστου.

4. Του Προφήτη Ηλία Νεράιδας


Γιορτάζεται στις 20 Ιουλίου και το πανηγύρι γίνεται σε ύψωμα πάνω απ’ τη
Νεράιδα. Περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτά αναφέρονται σε επόμενα κεφά­
λαια.
Άλλα πανηγύρια που συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και δημι­
ουργούσαν, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, τις καλές σχέσεις με­
ταξύ τους, μ’ αυτές τις όμορφες κοινωνικές εκδηλώσεις με τα τόσο κεφάτα κοι­
νά γλέντια, είναι:
Των Αγίων Αποστόλων Μέγα-Λάκκου, που γιορτάζεται στις 30 Ιουνίου.
Δύο πανηγύρια των Γιαννουσέικων, του Αγίου Παντελεήμονα, που γιορτάζε­
ται στις 27 Ιουλίου με μεγάλη συμμετοχή προσκυνητών, λόγω υψομετρικής θέ-
σεως και εποχής, και της πολιούχου Παναγίας που γιορτάζεται στις 15 Αυγού-
στου. Δύο πανηγύρια του Αμαράντου, του Αγίου Ιωάννου, που γιορτάζεται
στις 24 Ιουνίου, και της πολιούχου Παναγίας που γιορτάζεται στις 15 Αυγού-
στου. Τρία πανηγύρια της Μολόχας, της Αγίας Μαρίνας, που γιορτάζεται στις
17 Ιουλίου, του Προφήτη Ηλία που γιορτάζεται στις 20 Ιουλίου, και της πολι­
ούχου Αγίας Παρασκευής, που γιορτάζεται στις 26 Ιουλίου, με συμμετοχή πολ­
λών προσκυνητών και γλεντζέδων.
Άλλα πανηγύρια ήταν: της Παλιο-Απιδιάς που γιορτάζεται στις 15 Αυγού-

128
στου, η Κοίμηση της Θεοτόκου, που την παραμονή άρχιζε ολονύχτιο γλέντι που
κρατούσε μέχρι το βράδυ της επομένης. Τα πανηγύρια του Κλειτσού, του Αγί­
ου Νικολάου, νέου πολιούχου της Κορίτσας, που γιορτάζεται στις 9 Μαίου, και
του Αγίου Κυπριανού Μεσοχωριού, που γιορτάζεται στις 5 Ιουλίου με συμμε­
τοχή πολλών προσκυνητών και γλεντζέδων από πολλά χωριά της Ευρυτανίας,
της Φθιώτιδος και της Θεσσαλίας, που πέραν του θρησκευτικού χαρακτήρα το
πανηγύρι αυτό επεκτείνεται και σε εμποροζωοπανήγυρη.
Επίσης καλό πανηγύρι του Κλειτσού με μεγάλη κίνηση είναι της Αγίας
Άννης στην Τριφύλλα, που γιορτάζεται στις 25 Ιουλίου. Για το πανηγύρι του
Αγίου Αθανασίου Μαυρολόγγου, που αποτελούσαμε μέχρι το 1989 μια ενορία,
θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο.

ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΚΤΕΣ

Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής των Αγράφων είχαν και έχουν μέσα τους το υ­
πέροχο χάρισμα της λεβεντιάς. Το φυσικό ορεινό πεντακάθαρο περιβάλλον
χαρίζει ψυχική και σωματική ζωντάνεια και κουρντίζει τις ευαίσθητες χορδές
που σπρώχνουν τους ανθρώπους σε κάποιο διασκεδαστικό ξεφάντωμα, παρα­
μερίζοντας τη φτώχεια ή τις όποιες αιτίες επιφέρουν ψυχικό μαρασμό.
Πάντοτε ευδιάθετοι για τραγούδι κλέφτικο ή και ερωτικό, είτε σε χωράφι
βρίσκονταν μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, είτε στην πορεία γυρίζοντας με
το ζώο φορτωμένο καλαμπόκι από τις αποθήκες της Καρδίτσας, τραγουδούσαν
διασκεδάζοντας τη μοίρα τους λέγοντας συχνά το τραγούδι «κρέμεται η κα-
πούλα μου στην αλυγαριά, ούτε παρά στη σακκούλα ούτε ντέρτι στην καρδιά».
Το γλέντι ήταν ο μόνος τρόπος για ν’ αντιδρούν στη δύσκολη, σκληρή και απο­
μονωμένη ζωή τους.
Στα γλέντια έπαιζαν βασικό ρόλο τα λαϊκά μουσικά όργανα, που τα χειρί­
ζονταν αυτοδίδακτοι φημισμένοι οργανοπαίκτες, που άναβαν το κέφι και έδι­
ναν μια ιδιαίτερη ζεστασιά στο γλέντι. Στο Σαραντάπορο τέτοιοι αυτοδίδακτοι
οργανοπαίκτες και φίλοι της μουσικής, που χάριζαν τη χαρά στα πανηγύρια
και τις τοπικές εκδηλώσεις, ήταν οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Στέφανος Τσι-
τσιμπής που έπαιζαν βιολί, οι Γιώργος Σ. Τσιτσιμπής και Λάμπρος Κ. Τσιτσι-
μπής κλαρίνο, Δημήτριος Γ. Παπαδάκης κιθάρα, Βασίλης Γ. Τσιτσιμπής κιθά­
ρα, Χρυσόστομος Τσιτσιμπής ακορντεόν.
Επίσης ο Φώτιος Ν. Αυγέρης βιολί, οι Γεώργιος και Δημήτριος Ν. Αυγέρης
τύμπανο, νταούλι και ντέλφι, ο Γεώργιος Φ. Κ. Θάνος κλαρίνο, ο Χρήστος I.
Γάκης βιολί, ο Νικόλαος Φωτ. Γιαννουσάς απόφοιτος ωδείου κιθάρας. Επίσης
έπαιξαν με πάθος σαρακατσιάνικη τζαμάρα και φλογέρα οι Δημήτριος Ν. Μα-
κρής, Ευάγγελος Γεροκώστας και ο Αναστάσιος Κ. Λιάπης.
Τα τελευταία χρόνια στη Νεράιδα σε καλό παίχτη του κλαρίνου εξελίχθηκε

129
ο Γεώργιος Ν. Λυρίτσης, ο οποίος λαμβάνει μέρος σε οργανωμένα δημοτικά
συγκροτήματα, παίξει με πολλή τέχνη στα πανηγύρια της περιοχής, σε διάφο­
ρες πολιτιστικές εκδηλώσεις και σε γόμους. Επίσης, ο γιος του Ρούλης μαθη­
τεύει σε καλούς δασκάλους, για το μεράκι του κλαρίνου, και θ’ αναδειχθεί πε­
τυχημένος οργανοπαίκτης.
Σε άριστο βιολιστή, επίσης, εξελίχθηκε ο Ηλίας Γ. Καραμέτος, ο οποίος
παίρνει μέρος σε φημισμένες δημοτικές χορωδίες στην Αθήνα.

ΟΙ ΓΛΕΝΤΖΕΔΕΣ

Στην περιοχή μας χορεύονται οι γνωστοί παραδοσιακοί χοροί: ο τσάμικος, ο


καλαματιανός, ο συρτός και ο κλειστός. Οι τοπικοί χοροί συνοδεύουν τα δημο­
τικά κλέφτικα ή ερωτικά τραγούδια και άλλα παραδοσιακά τοπικά που διασώ­
ζονται από παλιότερα, τα οποία χορεύονται ή τραγουδιούνται σαν τραγούδια
της τάβλας. Τα τραγούδια αυτά συνδέονται με γεγονότα και μορφές κλεφτου-
ριάς που σχετίζονται με την ιστορία της περιοχής και είναι καμωμένα έτσι ώ­
στε να ενθουσιάζουν τους κατοίκους στα διάφορα γλέντια.
Η επιβίωση των δημοτικών τραγουδιών επιβάλλεται για να παραμένει ένα
αποδεικτικό στοιχείο για το πόσο στενά ήταν και είναι δεμένη η ζωή των κα­
τοίκων με το ιστορικό παρελθόν του γένους μας. Για να γίνει όμως γλέντι ζε­
στό και περήφανο πρέπει να δώσουν την ανάλογη ξωντάνεια οι μερακλήδες
και οι περίφημοι γλεντζέδες, που ξέρουν να δίνουν το κέφι που χρειάζεται με
το ερεθιστικό σύνθημα, που πυροδοτεί το ψυχικό ξεφάντωμα και τροφοδοτεί
τον χορευτή με περίσσια ψυχική ζωντάνεια. Που τονώνει το νευρικό σύστημα
και ερεθίζει τις ψυχικές χορδές τόσο, ώστε παρά τις συχνές επιδέξιες και αυ­
τοσχέδιες κινήσεις και φιγούρες του να μην αισθάνεται κούραση.
Αναφέρουμε παρακάτω μερικούς από τους μερακλήδες παλιούς χορευτα­
ράδες του χωριού. Είναι οι Ανδρέας Λιάπης, Χρήστος Θάνος, Ηλίας Δ. Νάπας
(Τσιακμάκης), Κων/νος Δ. Σπανός, Γεώργιος Α. Βουρλιάς, Νικόλαος Γ. Καρα­
μέτος, Χρήστος Γ. Παπαγεωργίου, Βάιος Κ. Σπανός, Γιάννης Π. Γάκης,
Ανδρέας Ν. Γάκης, Γιάννης Ν. Αυγέρης, Νικόλαος Σ. Καραβάνας, Γεώργιος
Κ. Βούλγαρης, Νικόλαος Νάπας, Δημήτριος Λιάπης (Κατσαούνης), Παρα­
σκευή Δ. Λιάπη και πολλοί άλλοι.
Στη Νεράιδα διακρίνονταν οι εξής: Γεώργιος Λυρίτσης, Κων/νος Μονάντε-
ρος, Γεώργιος Ν. Θάνος, Περικλής Χαλάτσης, Νικόλαος Κουτής, Αθανάσιος
Μπαλτής, Ιωάννης Μπουρλιάκος, Σεραφείμ Μακρής, Θεόδωρος Ζήσης,
Κων/νος I. Καραμέτος κ.ά.

130
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Τα Χριστούγεννα είναι μία απ’ τις δύο μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού
(Χριστούγεννα και Πάσχα) γι’ αυτό παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο
τα λαϊκά έθιμα όσο και τα θρησκευτικά, αφού οι γιορτές αυτές αποτελούν τη
ρίζα και τον κορμό του Χριστιανισμού.
Η πρώτη θρησκευτική προετοιμασία για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέν­
νων ήταν η καθιερωμένη νηστεία σαράντα ημερών. Όλη η οικογένεια, άντρες,
γυναίκες, παππούδες και παιδιά, θα έβγαζαν το σαρανταήμερο όπως το έλε­
γαν, με νηστεία και αλάδωτα φαγητά. Γιατί τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι
των ορεινών περιοχών θεωρούσαν το λάδι είδος πολυτελείας, που ο καλύτερος
νοικοκύρης δεν κατανάλωνε περισσότερο από μισή οκά λάδι, 600 σημερινά
γραμμάρια, το σαρανταήμερο.
Στο διάστημα της Σαρακοστής όλα τα μέλη της οικογένειας μεταλάμβαναν
με απόλυτη ευλάβεια τη Θεία Κοινωνία, και με λαχτάρα —ιδιαίτερα τις τελευ­
ταίες ημέρες— περίμεναν τη μεγάλη γιορτή, που θα έσφαζαν το θρεφτό γου­
ρούνι, που δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι, για να φάνε τον πρώτο μεζέ,
γυρίζοντας απ’ την εκκλησία. Πρόκειται για το φημισμένο, εύγευστο «μπου­
μπάρι», που η ελκυστική μυρωδιά του σε τραβούσε από μακριά, καθώς κι εκεί­
νο το μυρωδάτο «σουφλιμά», με το εκλεκτότερο κρέας του γουρουνιού, το λε­
γόμενο «ψαρονεύρι».
Όλο το ψαχνό το φτιάχνανε λουκάνικα και τα κόκκαλα με το λίγο κρέας τα
αλατίζανε (τα παστράμιζαν) σε ξύλινα δοχεία, τις λεγάμενες κάδες, για να δια­
τηρηθούν για κάμποσο καιρό, αφού τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά ψυγεία.
Το λίπος, το παστό όπως το έλεγαν, το ξεχώριζαν από το κρέας, το έκοβαν
μικρά κομμάτια και το έλιωναν στη φωτιά, μέσα σε μεγάλα καζάνια και έβγα­
ζαν τη λεγάμενη λίπα και τις νόστιμες τσιγαρίδες. Τη λίπα την χρησιμοποιού­
σαν στα φαγητά αντί του λαδιού αλλά και για τις περίφημες εκείνες πίττες, που
αποτελούσαν το πολυτελές φαγητό του ορεινού φτωχόκοσμου: τυρόπιττα, κο-
λοκυθόπιττα, τραχανόπιττα, κρεατόπιττα, λαχανόπιττα και γαλατόπιττα.
ΓΓ αυτό λοιπόν τα Χριστούγεννα οι φτωχοί άνθρωποι τα περίμεναν με ιδι­
αίτερη χαρά, όχι μόνο γιατί έτρωγαν το σπάνιο για τις άλλες εποχές κρέας (α­
φού ούτε το Πάσχα είχαν τη δυνατότητα να σφάξουν αρνί ή κατσίκι διότι έπρε­
πε να τα πουλήσουν για ν’ αγοράσουν ψωμί) αλλά και διότι αναζωογονούσαν
τις κοινωνικές σχέσεις τους με τις ομαδικές διασκεδάσεις που έκαναν είτε σε
κάποιο μαγαζί, αν υπήρχε, είτε στα σπίτια τους.
Την παραμονή κατέφθαναν οι ξενιτεμένοι του σπιτιού για να γιορτάσουν
μαζί με τους δικούς τους και τα παιδάκια του δημοτικού, τα δασκαλούδια, ό­
πως συνήθιζαν να τα λένε, τραγουδούσαν τα κάλαντα περνώντας απ’ όλα τα
σπίτια του χωριού, σκορπώντας την παιδική χαρά και το χαρμόσυνο μήνυμα
των Χριστουγέννων.
Τα κάλαντα δεν αφορούσαν μονάχα το περιεχόμενο της γιορτής, αλλά μαζί

131
μ’ αυτά έλεγαν και άλλα διάφορα τραγούδια που ήταν αφιερωμένα στο σπίτι,
στον νοικοκύρη, στα ανύπαντρα κορίτσια και αγόρια του σπιτιού, στους τσο­
πάνηδες, στα κοπάδια και στους ξενιτεμένους της οικογένειας, όπως παρακά­
τω παρουσιάζονται.
Την νύχτα των Χριστουγέννων πήγαιναν οικογενειακός όλοι στην εκκλη­
σία φορώντας τις καλύτερες φορεσιές τους και γύριζαν στο σπίτι για να φάνε
με αφάνταστη όρεξη, ύστερα από τη μεγάλη νηστεία των σαράντα ημερών, το
καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο ροδοκόκκινο μπουμπάρι.
Οι αγράμματοι, απλοϊκοί και γνήσιοι άνθρωποι της παλιάς εκείνης εποχής,
πίστευαν ότι στο δωδεκαήμερο μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανείων εμφα­
νίζονταν τα κακά πνεύματα, οι λεγόμενοι καλικάντζαροι, που γύριζαν τις νύ­
χτες μέσα στο χωριό και στις στέγες των σπιτιών. Γι’ αυτό τα βράδια οι νοικο-
κυραίοι έκαιγαν λιβάνι μέσα στο σπίτι για να μην πλησιάζουν τα κακά πνεύμα­
τα και οι καλικάντζαροι.
Επίσης συνήθιζαν να μην πηγαίνουν στο μύλο ν’ αλέσουν αυτές τις ημέρες
και οι γυναίκες να μην αφήνουν ατελείωτα υφαντά στον αργαλειό αλλά ούτε
και ραψίματα για να μην τα βρίσκει ο καινούργιος χρόνος μισά.
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων στον τόπο μας ήταν τα εξής:
Καλημερά σας άρχοντες σαν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στα αρχοντικό σας,
Χριστός γεννάται αύριο εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Ελθιόσι εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να παν να τον ιδώσει.
Λιά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης.
Γιατί πολύ φοβήθηκε διά την βασιλείαν
να μην την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Και σαν νυχτώσει σήμερα πέσετε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε.
Στην εκκλησίαν τρέξετε με πάσαν προθυμίαν
και του Θεού ν’ ακούσετε την Θείαν Λειτουργίαν.

Τελειώνοντας τα κάλαντα, οι μαθητές φώναζαν ομαδικά «Και του χρόνου».


Για τον νοικοκύρη έλεγαν συνέχεια το εξής τραγούδι:
Αφέντη μ’ αφεντήτση μου πέντε φορές αφέντη
πέντε φορές αφέντεψες και πάλι αφέντης είσαι.
Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει

132
χρυσή ’ταν κι αργυρή ’τανε μες στ’ αφεντικού την τάβλα
αν βάλεις λάδι και κερί φέγγεις της γειτονιάς σου
αν βάλεις λάδι μοναχά φέγγεις στον κόσμο όλον.

Στην νοικοκυρά έλεγαν:


Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη,
Κυρά μ’ όντας στολίζεσαι να πας στην εκκλησία
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
και τον καθάριο αυγερινό κουμπιά στη φορεσιά σου.
Η στράτα ρόδα γέμισε κι η εκκλησιά το μόσχο
κι από το μόσχο τον πολύ οι τοίχοι ραγιστήκαν.
Παπάδες διάκοι σε κοιτούν το διάβασμά τους χάνουν
τα ψάλματά τους λησμονούν, ψαλτάδες, καναρχάδες.

Στις γριές:
Κυρά μ’, στα πετροκάγκελα καθόσαν ακουμπισμένη
αστέρι φράγκικο κρατείς, ζυγίζεις ξεζυγίζεις.
Βάζεις στους πλούσιους εκατό και στους φτωχούς διακόσια
και στους παραφτωχότερους τους βάζεις πεντακόσια.

Στον ξενιτεμένο της οικογένειας:


Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτειά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
σου στέλνω τα δακράκια μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι.

Στους νιόπαντρους:
Αντρόγυνό μου όμορφο και νιοστεφανωμένο
που σε στεφάνωσε ο Χριστός με το δεξί του χέρι
με το δεξί με το ζερβί με το ’να και με τ’ άλλο.
Κρατεί ο δέντρος τη δροσιά κρατεί κι ο νιος την κόρη
στα γόνατά του την κρατεί, στα μάτια την κοιτάζει.

Όπου υπήρχε μωρό παιδί:


Έ να μικρό μικρούτσικο, σπυρί μαργαριτάρι
ο βασιλιάς παρήγγειλε να πάει να το φιλέψει
ένα κομμάτι μάλαμα κι ένα κομμάτι ασήμι.

Στο κορίτσι της παντρειάς:


Κυρά μ’ τη θυγατέρα σου, την μικροκαμωμένη,
την έλουζες, την χτένιζες στα σύννεφα την κρύβεις.
Και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκεν η κόρη
φάνηκαν τα σγουρά μαλλιά, τ’ αρχοντικά πλεξίδια.

133
Σε όσους είχαν πρόβατα και γίδια:
Εδώ σε τούτα τα μαντριά τα καγκελοπλεγμένα
πω ’χουνε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Σαν τα μυρμήγκια περπατούν σαν τα μελίσσια βάζουν
κι αυτά τα αρνοκάτσικα σαν άμμος της θαλάσσης.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Η Πρωτοχρονιά αποτελεί μια ξεχωριστή γιορτή, όχι μόνο για μας τους χρι­
στιανούς, με τη διπλή θρησκευτική βαρύτητά της, για τον εορτασμό της περιτο­
μής του Χριστού και της μνήμης του Μεγάλου Ιεράρχου Βασιλείου, αλλά και
για όλο τον ξένο προς τη θρησκεία μας κόσμο που τη γιορτάζει ως αρχή εκά-
στου Καινούργιου Χρόνου. Γι’ αυτό και εκατομμύρια ευχές ανταλλάσσονται
την ημέρα αυτή, πολλές χαρούμενες εκδηλώσεις γίνονται, και πολλά παλιά έθι­
μα ξαναζωντανεύουν, όπως το ποδαρικό, το τυχερό παιχνίδι κ.ά.
Έτσι λοιπόν συνήθιζαν να πιστεύουν ότι αν ο πρώτος άνθρωπος που θα
πάταγε το πόδι του στο σπίτι τους την Πρωτοχρονιά ήταν γουρλής, θα έβγαινε
όλη η χρονιά καλά. Αν όμως, απεναντίας, ήταν γρουσούζης σήμαινε κακό ση­
μάδι για την οικογένεια. Επίσης πίστευαν ότι το καλό ή άσχημο συμβάν της η­
μέρας της Πρωτοχρονιάς θα ακολουθούσε όλο το χρόνο, δηλαδή αν με το τυχε­
ρό παιχνίδι κέρδιζε κάποιος χρήματα, αυτό προμήνυε ότι όλο το χρόνο θα κέρ­
διζε όλες του τις υποθέσεις. Αν την Πρωτοχρονιά ο κυνηγός χτυπούσε κάποιο
θήραμα, θα είχε συνέχεια επιτυχίες όλο το χρόνο.
Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια προμηνύματα της Πρωτοχρονιάς πίστευαν
οι παλιοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και τα τυχερά σημάδια που έβαζαν
στη βασιλόπιττα για να δουν τι θα ’βρισκε ο καθένας απ’ όλα αυτά τα σημάδια,
που αντιπροσώπευαν τα υπάρχοντα του σπιτιού, όπως π.χ. το νόμισμα αντιπρο­
σώπευε τα καλά οικονομικά του σπιτιού, ένα κομμάτι καλαμιά το σιτάρι, ένα
δεντρόφυλλο τα γίδια, ένα κομμάτι καλαμποκιά τα γελάδια, ένα κλωνάρι τρι­
φύλλι τα πρόβατα, τα μελίσσια κλπ.
Σε όποιον θα έπεφτε το νόμισμα θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς στο οικονο­
μικό, όποιος έπαιρνε την καλαμιά θα ήταν τυχερός για την παραγωγή σιταριού
και όποιος έπαιρνε δεντρόφυλλο θα ήταν τυχερός τσοπάνος και γενικά, ανά­
λογα με το σημάδι που έβρισκε ο καθένας στη βασιλόπιττα, θα ήταν τυχερός
στο είδος που εκπροσωπούσε το σημάδι.
Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά είχε λιακάδα, πίστευαν πως ο καιρός θα εί­
ναι ο ίδιος σαράντα μέρες. Αν αντίθετα την Πρωτοχρονιά ο καιρός ήταν χει­
μωνιάτικος, τέτοιος θα συνεχίζονταν επί σαράντα συνεχώς ημέρες.
Εκτός απ’ τη βασιλόπιττα, που είναι έθιμο πανελλήνιο καθιερωμένο από
την παράδοση, έφτιαχναν και χριστόψωμο. Μικρές καλοφτιαγμένες κουλούρες

134
ψωμιού, κεντημένες με διάφορα ποτήρια και μικρές κούπες από βελανίδια που
συμβόλιζαν την αφθονία της γεωργικής παραγωγής και τον πολλαπλασιασμό
των ζώων.
Πάλι τα δασκαλούδια θα τραγουδούσαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, για
να πάει ο χρόνος καλά, λέγοντας το εξής τραγούδι:
Πάλιν ακούσατε άρχοντες, πάλι να σας ειπούμε
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χοίρου με
και να πανηγυρίσουμε περιτομήν Κυρίου
και εορτήν του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε,
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Αν είσαι συ γραμματικός πες μας την αλφα-βήτα.
Την αλφα-βήτα πω ’μαθα κι εκείνη σας τη λέω
και στο ραβδί τ’ ακούμπησε να πει την αλφα-βήτα
και το ραβδί τ’ ήταν ξερό, χλωρούς βλαστούς εβγάζει
και κάτω απ’ τους χλωρούς βλαστούς πέρδικες κελάίδούσαν,
ανέβαιναν κατέβαιναν να βρέξουν τα φτερά τους
ν’ αγιάσουν τον αφέντη τους τον πολυχρονισμένο.
Καλή Χρονιά.

Μετά τραγουδούσαν πολυχρονώντας τον νοικοκύρη του σπιτιού, την οικο­


δέσποινα κλπ. με τα ίδια τραγούδια που αναφέραμε στην γιορτή των Χριστου­
γέννων.

ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

Μεγάλη γιορτή κι αυτή που γιορτάζεται στο δωδεκαήμερο των διακοπών των
Χριστουγέννων, η βάπτιση του Χριστού. Μετά τη Θεία Λειτουργία τελείται ο
καθιερωμένος Μεγάλος Αγιασμός για ν’ αγιάσουν τα ύδατα και να φύγουν, ό­
πως συνήθιζαν να λένε οι γιαγιάδες μας, οι καλικάντζαροι. Τους αντικαθι­
στούν οι λεγόμενοι Φωτιστάδες, που είναι κάποιοι νέοι μεταμφιεσμένοι με
προσωπίδες και διάφορες παράξενες στολές, συμβολίζοντας κάποια γαμήλια
τελετή, με την όμορφη στολισμένη νύφη και τον καμαρωτό γαμπρό, τον κου­
μπάρο, το γέρο με την καμπουριασμένη γριά που γνέθει συνεχώς τη ρόκα της,
και τον μεγαλόσωμο αράπη. Αυτός προστατεύει τη νύφη με μία κάλτσα γεμάτη
στάχτη και όποιον προσπαθήσει να πειράξει τη νύφη και οποιονδήποτε από

135
Μεταμφιεσμένοι Φωτιστάδες

την παρέα θα τον αντιμετωπίσει ασπρίζοντας τον με τη στάχτη της κάλτσας,


που ομοιάζει με δυνατή προβοσκίδα ελέφαντα.
Δεν λείπουν από την παρέα ο καλός γιατρός, άψογα ντυμένος, με γραβάτα,
ψαθάκι, κρατώντας στα χέρια του μια τσάντα που υποτίθεται ότι είναι γεμάτη
φάρμακα, κρατάει επίσης μπαστούνι και φοράει γυαλάκια και κάποιοι πολεμι-
στάδες με παράσημα, αστέρια χρυσά και πολεμικές σπάθες.
Δεν απολείπει ο παπάς που κρατάει στο χέρι μικρό κακαβάκι (μικρό χάλ­
κινο δοχείο) με την καταβρεχτούρα, ν’ αγιάζει τα σπίτια στο πέρασμά του και
να διώχνει τους καλικάντζαρους. Στην παρέα είναι πάντα και ο αρκουδιάρης
με το τύμπανο, που οδηγεί με μια χονδρή αλυσίδα την καλοφτιαγμένη αρκού­
δα, που χορεύει συνεχώς στα παραγγέλματα του αρκουδιάρη για να χαρίζει το
κέφι στην παρέα και στους θεατές.
Απαραίτητος είναι και ο σακκουλιάρης, με δισάκι κρεμασμένο στον ώμο,
που είναι αρμόδιος για τη συλλογή των χρημάτων και των δώρων, που είναι τι
άλλο από χοιρινό κρέας και λουκάνικα. Όλος αυτός ο παράξενος συρφετός α­
ποτελείται από γνωστούς συγχωριανούς μας, που όμως δεν αναγνωρίζονται
γιατί φοράνε προσωπίδες από δέρματα διαφόρων ζώων, ντυμένοι με αλλόκο­
τες ενδυμασίες, ζωσμένοι με παράξενες ζώνες, έχοντας κρεμασμένους μεγά­
λους κύπρους και κουδούνια και βάζοντας μακριά μουστάκια και γένια ψεύτι­
κα.
Παίζουν διαρκώς φλογέρα και είναι οπλισμένοι με ψεύτικες κουμπούρες.
Θα ξεκινήσουν πρώτα από την εκκλησία, αφού θα τραγουδήσουν στο προαύ­
λιο όλοι μαζί το γιορταστικό τραγούδι:
Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες τ’ αφέντη μας.

136
Σήμερα η Κυρά μας η Παναγιά σπάργανα βαστάει και γιο κρατεί
και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί.
Αφέντη Άι-Γιάννη και Πρόδρομε δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί,
δύναμαι και σ<όζο> και προσκυνώ κι αύριο θέλ’ ανέβω στους ουρανούς.
Να παρακαλέσιο τον Κύριό μας να μας ρίξει δρόσο-δροσολογιά
ν’ αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την Κυρά.
Και του Χρόνου.

Πέραν απ’ το καθιερωμένο τραγούδι της ημέρας των Φώτων, τραγουδού­


σαν και τα ειδικά για κάθε περίπτωση τραγούδια, που προαναφέραμε στη
γιορτή των Χριστουγέννων, για τον νοικοκύρη, την νοικοκυρά, για τους ξενιτε­
μένους, τους νιόπαντρους, για τα κοπάδια κλπ.
Μετά θα χορέψουν επιδεικτικά στο προαύλιο, που θα τους περιτριγυρίζουν
ένα πλήθος από τους εκκλησιαζόμενους θαυμαστές, και οι περίεργοι πιτσιρι-
κάδες, και στη συνέχεια θα περάσουν απ’ όλα τα σπίτια. Θα επισκεφθούν τα
μαγαζιά και παντού η όμορφη νύφη θα προσκυνάει και θα φιλάει τα χέρια των
μεγάλων, κατά την παραδοσιακή παλιά συνήθεια.
Το βράδυ αφού περάσουν απ’ όλα τα σπίτια θα καταλήξουν στο πιο ευρύ­
χωρο μαγαζί για να γλεντήσουν, αφού έχουν εξασφαλίσει το μεζέ της βραδιάς
με τα συγκεντρωθέντα δώρα, και την αξία της ρετσίνας με τα χρήματα που μά­
ζεψαν.

ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Οι Αποκριές, κατά την χριστιανική θρησκεία μας, είναι η εποχή κατά την ο­
ποία οι χριστιανοί αποφεύγουν να τρώνε ορισμένα φαγητά, τα λεγάμενα αρτυ­
μένα. Επίσης, στο ίδιο διάστημα προσπαθούν να αποφύγουν ορισμένες συνή­
θειες και πράξεις, αντίθετες προς το θέλημα του Θεού, ώστε έτσι να προετοι­
μάζονται να μεταλάβουν τα Άχραντα Μυστήρια και στη συνέχεια να περιμέ­
νουν το μεγαλύτερο χριστιανικό γεγονός, την Ανάσταση του Χριστού.
Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρούνται ως ένας χριστιανικός σταθμός εγκράτει­
ας, γι’ αυτό και παίρνουν κάποιον ιδιαίτερο γιορταστικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό
τα παλιότερα χρόνια, γιατί όχι και σήμερα, όλες οι οικογένειες θα έστελναν
στην εκκλησία ένα-δύο άτομα για ν’ αντιπροσωπεύσουν την υπόλοιπη οικογέ­
νεια και να πάρουν την ευλογία του Θεού· επίσης να αντλήσουν θεϊκή δύναμη,
για ν’ αντέξουν την νηστεία όλης της Μεγάλης Σαρακοστής, που με απαρέγκλι­
τη θρησκευτική ευλάβεια τηρούσαν, έστω κι αν τα αλάδωτα νηστίσιμα φαγητά
τους στερούσαν τη δύναμη για να ανταπεξέλθουν στις τόσο σκληρές ανοιξιάτι­
κες αγροτικές εργασίες της καλλιέργειας όλων των κηπευτικών ειδών και του
καλαμποκιού, που αποτελούσαν τη βασική διατροφή τους.

137
Μετά τη Θεία Λειτουργία οι άντρες πήγαιναν στο μαγαζί και άρχιζαν τα
κεράσματα μεταξύ τους σε ποτά, καφέδες κλπ., και όταν έρχονταν στο κέφι
άρχιζαν τα κλέφτικα τραγούδια και στη συνέχεια το χορό. Ήταν κάτι το απε­
ρίγραπτο, όταν διέκρινες τους λεβεντάνθρωπους, με περίσσια περηφάνεια, να
τραγουδάνε και να χορεύουνε καμαρωτοί με μεράκι και ενθουσιασμό, με τα
κυπαρισσένια τους κορμιά, το αστραφτερό μάτι, τη γλυκιά φωνή, το στριφτό
μουστάκι, τη φουστανέλα και την κάπα, που ξαναζωντάνευαν τους καημούς
της τοπικής ζωής. Θέριευε το λεβέντικο παρελθόν και μάλιστα όταν υπήρχαν
γέροντες μερακλήδες στο τραγούδι και στο χορό, που χόρευαν με ιδιαίτερη δε-
ξιοτεχνία, με τσακίσματα στο χορό με αργές και ρυθμικές κινήσεις.
Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν τις εύθυμες φιγούρες των γλεντζέδων στο
χωριό μας. Όλοι εμείς οι παλιοί θυμούμαστε με πολλή συγκίνηση και μιλάμε
με καμάρι για τις παλιές Αποκριές. Οι γυναίκες στο σπίτι ετοίμαζαν το βραδι­
νό τραπέζι και θα δέχονταν όλη την ημέρα αθρόες επισκέψεις από μικρούς και
μεγάλους γείτονες και συγχωριανούς, για τα χρόνια πολλά και για να συγχω-
ρεθούν προτού μπούνε στην Καθαρή Εβδομάδα.
Το φίλεμα που συνήθως προσφέρονταν ήταν κάποιο ποτό, γλυκό του κου­
ταλιού, όπως συνηθίζονταν τότε, ή λουκούμι. Απαραίτητες ήταν οι τηγανίτες
και οι συνηθισμένοι κουραμπιέδες, που γινότανε με αλεύρι σιταριού και με
χοιρινό λίπος. Έδιναν και από το υστέρημά τους ξυνοτύρι, τυρί και βούτυρο
στους φτωχούς της γειτονιάς για να φτιάξουν κι αυτοί την αποκριάτικη πίττα.
Τα φαγητά της Αποκριάς θα ήταν απαραιτήτως δύο σχέδια πίττας, τυρί και
αυγά ονοματισμένα στον καθένα, που τα έστηναν στη στάχτη γύρω γύρω για
να ψηθούν από τη φωτιά του τζακιού, τόσα όσοι ήταν οι παρόντες και οι τυχόν
απόντες ξενιτεμένοι της οικογένειας. Όσα απ’ αυτά ίδρωναν στη φωτιά προ-
μήνυαν ότι τα συγκεκριμένα ονόματα θα περάσουν όλο το χρόνο με υγεία· ό­
σα έσκαγαν και διαλύονταν με κρότο, γι’ αυτά λέγανε ότι θα σκάσουν οι ε­
χθροί τους.
Παλιότερα μαζεύονταν πολλές φιλικές οικογένειες μαζί, στο σπίτι του γε-
ροντότερου νοικοκύρη, για ν’ αποκρέψουν όλοι μαζί. Προτού όμως αρχίσουν
το φαγητό, υπήρχε συνήθεια οι μικρότεροι να φιλούν τα χέρια των μεγαλυτέ-
ρων και στη συνέχεια όλοι με τη σειρά ν’ ασπάζονται μεταξύ τους, ευχόμενοι
καλή Σαρακοστή και οι γονείς και οι παππούδες, όπου υπήρχαν, να δίνουν την
ευχή τους στα παιδιά και τα εγγόνια. Ήταν στιγμές που χάριζαν μεγάλη ευλο­
γία στις οικογένειες και ικανοποίηση στα παιδιά, που αποσπούσαν από το στό­
μα των γονέων την εγκάρδια ευχή τους, γιατί όπως λέει η Αγία Γραφή: «Ευχές
γονέων στηρίζουν θεμέλια οίκων».
Μετά το φαγητό άρχιζαν το τραγούδι και στη συνέχεια το χορό. Καίτοι
φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν τότε το σημερινό βασανιστικό άγχος. Κι εφόσον το
κέφι κυριαρχούσε, είχαν τη συνήθεια να βγαίνουν στην αυλή ή στο μπαλκόνι
με γεμάτο το όπλο και να φωνάζουν τη νύχτα δυνατά τους γείτονες, τους φί­
λους ή τους συγγενείς, στ’ όνομά τους, λέγοντας: «Χρόνια πολλά και καλώς να
μας βρει», εννοώντας το Πάσχα. Αφού έπαιρναν την απάντηση από τον προ-

138
σκαλούμενο (Χρόνια πολλά), πυροβολούσαν, κι αυτό επαναλαμβάνονταν πολ­
λές φορές και για άλλα πρόσωπα φιλικά. Κι εκείνοι απαντούσαν με τις ίδιες ο­
μοβροντίες.
Την επόμενη, Καθαρή Δευτέρα, οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια και τα
μαγειρικά σκεύη με σταχτόνερο (τη γνωστή αλισίβα) που παλιότερα χρησιμο­
ποιούνταν ως απορρυπαντικό. Σαν επισφράγισμα όλων των θρησκευτικών και
κοινωνικών εκδηλώσεων της ημέρας, θεωρούσαν οι γνήσιοι και άδολοι αυτοί
άνθρωποι, τον καθιερωμένο, την Κυριακή το βράδυ, εσπερινό, που όλοι οι ηλι­
κιωμένοι πήγαιναν να ζητήσουν μεταξύ τους συγχώρεση.
Έτσι ξαλαφρωμένοι ψυχικά κοινωνούσαν τα Άχραντα Μυστήρια, την πρώ­
τη Κυριακή των Νηστειών. Την Μεγάλη Σαρακοστή, επειδή όλοι νήστευαν με
σχολαστικότητα, δεν έλειπε από το τζάκι το παραδοσιακό τσουκάλι, που έβρα­
ζε την νόστιμη φασουλάδα με την καφτερή πιπεριά.

ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Το Πάσχα είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές που συνδέεται με πολλά γρα­
φικά έθιμα του τόπου μας και αποτελεί τον λαμπτήρα της Χριστανοσύνης, που
φωτίζει και επηρεάζει και τα πιο σκιερά και ανήλιαγα σημεία του αθεϊσμού.
Είναι μια γιορτή που συνδυάζει το θρησκευτικό της μεγαλείο με τον ερχομό
της χαρούμενης άνοιξης, με τη φυσική λαμπρότητα και ομορφιά που παρου­
σιάζει, αλλάζοντας την άχαρη χειμωνιάτικη φορεσιά και φορώντας το πολύ­
χρωμο και ευωδάτο πανωφόρι της, είναι γιορτή που αναβλύζει περίσσια χαρά
και ελπίδα, είναι μέρα που αποτελεί σταθμό στις σχέσεις των ανθρώπων και
τον πόλο έλξεως των ξενιτεμένων προς τη γενέτειρα γη. Αποτελεί μια ξεχωρι­
στή γιορτή για μικρούς και μεγάλους, για πλούσιους και φτωχούς, όπως χαρα­
κτηριστικά μας λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πλούσιοι και πένητες ευφράνθητε
σήμερον».
Επόμενο λοιπόν είναι μια τέτοια γιορτή να την περιμένουμε με ιδιαίτερη
προετοιμασία, που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου, με ασβέστωμα των
εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του σπιτιού, με γενική καθαριότητα, με
πλύσιμο των κλινοσκεπασμάτων, με την αγορά κάποιου καινούργιου ρούχου
και παπουτσιών, για τα παιδιά ιδιαίτερα, και με την κάλυψη των διαφόρων α­
ναγκών που υπάρχουν στην οικογένεια ανάλογα φυσικά με την οικονομική ευ­
χέρεια του σπιτιού.
Όπως συνηθίζεται, την ημέρα του Λαζάρου τα μικρά κορίτσια, από 6-12
χρονών, γύριζαν σε όλα τα σπίτια του χωριού με καλαθάκια στολισμένα με
λουλούδια και χρωματιστές κορδέλες, για να τραγουδήσουν το τραγούδι του
Λαζάρου, ένα τραγούδι με πολύ βαθύ χριστιανικό νόημα, με τα εξής λόγια:

139
Μικρή ομάδα κοριτσιών τραγουδά το τραγούδι του Λαζάρου

Σήμερα έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός,


εν τη πόλει Βιθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρον τον αδελφόν τους και γλυκά τον καρδιακόν τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
την ημέρα την τετάρτη κίνησε ο Χριστός για νά ’ρθει
και εβγήκε η Μαρία έξω απ’ τη Βιθανία
και εμπρός γονατιστή και τους πόδας τον φιλεί.
Κι αν ήσαν εδώ Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας,
μα και τώρα γω πιστεύω και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν το θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει
Άδη τάρταρε και Χάρε, Λάζαρε θε να σε πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου.
Και ευθύς από τον Άδη ως εξαίσιο σημάδι
Άάζαρος απελυτρώθη, ανέστη και σηκώθη
ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία, τότε όλη η Βιθανία,
δόξα τον Θεό φωνάζουν και το Λάζαρο ξετάζουν.
Λάζαρε πες μας τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Διόστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι

140
της καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι νά ’ρθωμε με υγεία να σας βρούμε
τους οίκους σας χαρούμενους όλες να τραγουδούμε.

Την Κυριακή των Βάίων πάνε όλοι στην εκκλησία να πάρουν βάγες, τις ο­
ποίες τα παλιότερα χρόνια συνήθιζαν να τις φέρνουν στην εκκλησία οι νιόπα­
ντροι της χρονιάς.
Την Μεγάλη Εβδομάδα οι νοικοκυρές ασχολούνταν με την τακτοποίηση
των σπιτιών και τα βράδια παρακολουθούσαν τις ακολουθίες που είναι πολύ
κατανυκτικές. Την Μεγάλη Πέμπτη αρχίζουν να έρχονται οι ξενιτεμένοι από­
δημοι και οι ετοιμασίες απ’ τις νοικοκυρές κορυφώνονται. Την ημέρα αυτή θα
βάψουν τα κόκκινα αυγά, θα ζυμώσουν τη λαμπροκουλούρα, που στο κέντρο
της επάνω επιφάνειας τοποθετούν ένα κόκκινο αυγό. Οι νουνοί θα «φωτικώ-
σουν» τα μικρά βαπτιστικά τους με τα λεγάμενα «φωτίκια» (δώρα του νουνού),
στέλνοντας πασχαλινές κουλούρες και κεντητές χρωματιστές λαμπάδες με πο­
λύχρωμες κορδέλες, και το βράδυ θα πάνε όλοι στην εκκλησία ν’ ακούσουν τα
δώδεκα Ευαγγέλια και το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου».
Την Μεγάλη Παρασκευή, από το πρωί, τ’ αγόρια του χωριού θα γυρίσουν
ομάδες ομάδες από σπίτι σε σπίτι, να τραγουδήσουν το θλιβερό πένθιμο τρα­
γούδι της Σταύρωσης του Χριστού:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπόνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταρεμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα.
Και ο Χριστός ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάνει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της.
Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε τις παρακλήσεις
και τον Υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε.
Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πυρώνια
κι αυτός από το φόβον του βαρεί και φτιάχνει πέντε.
Βάλαν τα δυο στα χέρια του τ’ άλλα τα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό κάρφωσαν στην καρδιά του.

Οι παλιότεροι άνθρωποι, πιο πιστοί στις παραδόσεις της θρησκείας, την η­


μέρα αυτή δεν έτρωγαν τίποτα παρά μόνο λίγη κουλούρα χωρίς προζύμι, τη λε­
γάμενη «βιταλιά» με ξύδι, που πότισαν τον Χριστό οι άσπλαχνοι Εβραίοι, κι
αυτή μετά τη δύση του ήλιου.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής πηγαίνουν όλοι οικογενειακώς στην
εκκλησία για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο, τον οποίο έχουν στολίσει με πο­
λύχρωμα λουλούδια οι μεγάλες κοπέλες του χωριού, και ν’ ακούσουν τα Εγκώ­
μια, που αποτελούν τα συνηθισμένα μοιρολόγια που λέγονται στους νεκρούς.

141
Το Μεγάλο Σάββατο σφάζουν και ετοιμάζουν τις σούβλες για την επόμενη
μέρα. Το βράδυ του Μ. Σαββάτου, στις δώδεκα η ώρα, στο προαύλιο της εκ­
κλησίας, με συγκεντρωμένους ενορίτες και φιλοξενούμενους, που κρατούν α­
ναμμένες λαμπάδες, μέσα σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα που δημιουργεί το
χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας και το άκουσμα από το στόμα του παπά τού
«Χριστός Ανέστη», που αποτελεί το πλέον χαρμόσυνο μήνυμα για κάθε χρι­
στιανό, τελείται η καθιερωμένη ακολουθία της Αναστάσεως, που συνοδεύεται
με τον κρότο και τη λάμψη διαφόρων βεγγαλικών που συμπληρώνουν την παν­
δαισία της ημέρας.
Στη συνέχεια, ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί»,
μπαίνουν στην εκκλησία για να τελειώσει η Θεία Λειτουργία, με τα πανηγυρι­
κά επίκαιρα τροπάρια. Τα παλιά τα χρόνια, μετά την ακολουθία της Αναστά­
σεως, όλο αυτό το πλήθος των πιστών παρέμενε ως το τέλος της λειτουργίας, ε­
νώ, δυστυχώς, σήμερα που όλα τα απλοποίησε ο σημερινός εκσυγχρονισμός, οι
περισσότεροι φεύγουν και παραμένουν λίγα γεροντάκια. Αν αυτό αποτελεί σε­
βασμό στην παράδοση ή περιφρόνηση, ας το κρίνει μόνος του ο καθένας.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, αφού όλοι γυρίσουν στα σπίτια,
τσουγκρίζουν αυγά και τρώνε τα πατροπαράδοτα «γιομίδια» (μαγειρίτσα).
Παλιότερα, λόγω της φτώχειας, δεν έψηναν την ημέρα του Πάσχα και τα φα­
γητά τους ήταν μαγειρεμένο κρέας, γάλα, τυρί, αυγά κλπ. Μετά όμως από το
1950, επικράτησε πλέον σε όλους να ψήνουν αρνί ή κατσίκι και να γιορτάζεται
η ημέρα με πολλή μεγαλοπρέπεια.
Τα παλιότερα χρόνια, αφού έτρωγαν, απ’ τις δώδεκα η ώρα και μετά, έ­
βγαιναν όλοι στο προαύλιο της εκκλησίας και έστηναν διπλό και τριπλό χορό,
νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, τραγουδώντας τα παραδοσιακά τσάμικα,
κλειστά, συρτά και καλαματιανά τραγούδια.
Κατά τις πέντε το απόγευμα που τελούνταν η ακολουθία του εσπερινού (η
λεγάμενη δεύτερη Ανάσταση) διακόπτονταν το γλέντι και συνέχιζε ξανά με
πρώτο στον χορό τον παπά, με το τραγούδι της ημέρας:

Χορός του Πάσχα. Η παράδοση δίνει ζωή στα χαιριά

142
Σήμερα Χριστός Ανέστη, αύριο Αληθώς Ανέστη
σήμερα και οι παπάδες λειτουργούν σαν Δεσποτάδες.

Μετά όλοι πιασμένοι χέρι με χέρι χόρευαν με αφάνταστο κέφι, ρυθμό και
χάρη και παρουσίαζαν ένα φαντασμαγορικό θέαμα, εκείνοι οι παλιοί φουστα-
νελοφόροι με τα μαντία και τα φουντωτά ταλατίνια τσαρούχια, τις άσπρες κάλ­
τσες με τις φουντωτές μαύρες καλτσοδέτες, τις στραβοφορεμένες ατλάζινες
σκούφιες και πολύ παλιότερα τα κατακόκκινα φέσια. Οι γυναίκες με μαντήλια
μπερμπιλωτά, παλιότερα κι αυτές με φέσια και με πολύπλοκες γιορταστικές
φορεσιές, μακριά φουστάνια μέχρι τους αστραγάλους και με πολλές μάνες και
κόκκινα φουντωτά τσαρούχια. Έτσι με τη σειρά χόρευαν από ένα τσάμικο κι
ένα συρτό της αρεσκείας των, οι άντρες άρχιζαν και επαναλάμβαναν το στίχο
οι γυναίκες, ή και αντίστροφα, μέχρι το τέλος του τραγουδιού.
Οι μεγάλοι σε ηλικία και οι ανήμποροι, για το καλό θα έφερναν μια «γυρο­
βολιά» και ύστερα θα κάθονταν να παρακολουθήσουν και να καμαρώσουν τις
χορευτικές λεβέντικες φιγούρες, αναπολώντας τα περασμένα. Δυστυχώς σιγά
σιγά αυτά έσβησαν και οι σημερινοί χοροί που γίνονται με όργανα δεν έχουν
εκείνη τη ζωντάνεια, τη χάρη και τη γραφικότητα των παλιών εποχών.
Ευχή και επιθυμία δική μας αλλά και χρέος των νέων είναι να διατηρήσουν
την παράδοση και να μην χάσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά.

Ο ΦΑΝΟΣ

Από παλιά οι νέοι του χωριού συνήθιζαν να κατασκευάζουν μια θημωνιά από
κέδρα στοιβαγμένα σ’ ένα στερεωμένο στύλο, 4-5 μέτρων, το λεγόμενο φανό,
τον οποίο άναβαν ακριβώς την ώρα που ο παπάς εκφωνούσε το «Χριστός Ανέ­
στη», για να συμπληρωθεί η λαμπρότητα της ημέρας με την σχηματιζόμενη πύ­
ρινη γλώσσα που συνοδεύονταν με το γνωστό πρατσάλισμα των κέδρων, σε
συνδυασμό με το χαρμόσυνο άγγελμα της καμπάνας, τους πυροβολισμούς με
τις παλιές κουμπούρες, τις κροτίδες και το πλήθος των αναμμένων κεριών και
λαμπάδων.
Ήταν μια ασυνήθιστη θεαματική ατμόσφαιρα χαράς που συμπλήρωνε την
μεγαλοπρέπεια της ακολουθίας της Αναστάσεως και ένα παλιό έθιμο που δια­
τηρήθηκε ως τα τελευταία χρόνια και εξασθένησε σιγά σιγά με το λιγόστεμα
των νέων στο χωριό.

143
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΣΘΕΝΩΝ

Ανέκαθεν οι ορεινοί κάτοικοι αποτελούσαν τον πιο αδικημένο πληθυσμό του


ελληνικού κράτους, που ποτέ δεν απολάμβανε την κρατική μέριμνα ούτε και
στα θέματα της υγείας, αφού δεν υπήρχαν γιατροί και νοσοκομεία, γι’ αυτό σε
κάθε χωριό υπήρχαν μερικοί έμπειροι που ασχολούνταν με την πρακτική θε­
ραπευτική. Διέθεταν βότανα και άλλα μέσα για ν’ αντιμετωπίζουν περιστατι­
κά που πάντα βασάνιζαν τους ανθρώπους από διάφορες αρρώστιες ή άλλες α­
τυχίες. Αναφέρουμε μερικές αντιπροσωπευτικές εμπειρικές συνταγές που χρη­
σιμοποιούσαν και στη δική μας περιοχή:
Στις περιπτώσεις που κάποιος αισθάνονταν έναν πόνο τοπικό, του έδιναν
τσάι ζεστό και τοποθετούσαν στο μέρος που πονούσε ένα κεραμίδι ζεστό και ι­
διαίτερα όταν έδειχνε κρυωμένος, του έκοβαν συγχρόνως βεντούζες και έτρι­
βαν το κορμί του με ζεστό τσίπουρο που έριχναν μέσα και κόκκινη πιπεριά.
Χρησιμοποιούσαν ακόμη για το κρυολόγημα τη γνωστή θερμομσούρα, όπως
την έλεγαν, βάζοντας σ’ ένα πήλινο δοχείο κάμποση στάχτη και κάρβουνα από
θράκα φωτιάς, τα οποία έσβηναν με νερό και αφού τα σκέπαζαν μ’ ένα μάλλι­
νο σκουτί, για να δημιουργήσει αχνό ζεστό, τα τοποθετούσαν στο πονεμένο μέ­
ρος. Επίσης τοποθετούσαν στην πλάτη του κρυωμένου ζεστά πίτουρα. Όταν
ξεπάγιαζαν τα πόδια τους, έβραζαν τραχανά και τον τοποθετούσαν στα πόδια
ως κατάπλασμα.
Για την υπέρταση (πίεση) κολλούσαν στον ώμο ή στον τράχηλο αβδέλες.
Όταν κάποιος άνθρωπος ή ζώο έσπαγε ένα μέλος του σώματος (πόδι, χέρι
κλπ.) το λόγο είχαν οι πρακτικοί ορθοπεδικοί, που έκαναν ένα ειδικό μείγμα
με ασπράδι αυγού, σαπούνι, τραγόμαλλο (απάλη, όπως την έλεγαν) και αφού
πρώτα έφερναν το σπασμένο όργανο στη θέση του, τοποθετούσαν την απάλη
επάνω αντί του σημερινού γύψου. Για να διευκολύνουν τη σύντομη θεραπεία,
τοποθετούσαν δύο λεπτά ξύλα (σανιδάκια), λίγο αυλακωτά, που τα έλεγαν
φρίτζες και τα έδεναν μ’ ένα σκοινί για να κρατάει το τραυματισμένο μέρος
σταθερό και σε σχετική ακινησία. Χρησιμοποιούσαν ακόμη στουμπισμένα
κρομμύδια ή βρασμένες μολόχες, τα οποία τοποθετούσαν στο πονεμένο μέρος
ως κατάπλασμα.
Όταν τα μικρά παιδιά παρουσίαζαν συχνουρία, τους έδιναν μουσάδα γου­
ρουνιού ψητή. Όταν είχαν μαγουλάδες (σιούτο, όπως τον έλεγαν) ανακάτευαν
ξυνό προζύμι και καλαμποκάλευρο με ξύδι και το τοποθετούσαν γύρω γύρω

144
στο λαιμό. Για τον πονοκέφαλο χρησιμοποιούσαν πανιά βρεμένα με ξύδι ή φέ­
τες πατάτες ή χυλό σε μορφή ζυμαριού· τα τοποθετούσαν στο μέτωπο του αρ­
ρώστου και του έδεναν σφιχτά το κεφάλι με μια πετσέτα. Σε περίπτωση πονό­
κοιλου έδιναν στον άρρωστο ζεστό τσίπουρο.
Όταν κάποιος είχε καλόγηρο (λουθνάρι), βάζαν επάνω φλούδα ελάτου κο­
πανισμένη ή ρετσίνι ή ψημμένο κρεμμύδι, βρασμένο κολοκύθι και διάφορα άλ­
λα μαλακτικά για να ωριμάσει. Για τα νεφρά έπιναν βρασμένες αγριάδες, φύλ­
λα ιτιάς, φούντες καλαμποκιού, κεδρόσπορα βρασμένα με κρασί και σκορπίδι.
Για τον πόνο του αυτιού έριχναν μέσα στο αυτί σταγόνες χυμού, απ’ το λε­
γόμενο αυτόχορτο, που τα φύλλα του έμοιαζαν με ανθρώπινο αυτί, ή έβαζαν
ως κατάπλασμα ένα πανί βουτηγμένο σε λιωμένο κερί, το λεγόμενο κηροπάνι.
Όταν πονούσαν τ’ αυτιά των μικρών παιδιών έσταζαν σ’ αυτά τρεις σταγόνες
από το λάδι της κανδήλας που είχαν στο εικονοστάσι.
Όταν τα παιδάκια αδυνάτιζαν απ’ τη λεγάμενη κρούπα, κάποιος πρακτικός
γιατρός την έκοβε και μετά έκανε εντριβή με σκόρδο και όταν είχαν πονόκοι­
λο από σκουληκάκια, τις λεβίθες όπως τις έλεγαν, τα πότιζαν μ’ ένα γνωστό
χορτάρι, το λεγόμενο λεβιδόχορτο. Για την αιμορραγία χρησιμοποιούσαν σκό­
νη από τσόφλιο αυγού ή τον αιματοστάτη, που ήταν ένα ειδικό δακτυλίδι ή
σταυρός που μόλις το φορούσε ο αιμορραγών σταματούσε η αιμορραγία.
Όταν έβγαζαν κριθαράκι στο μάτι, για να χαθεί, το αλυχτούσε τρεις φορές
ένας πρωτότοκος. Όταν πονούσαν τα μάτια έριχναν μέσα σταγόνες χαμομηλι­
ού ή σταγόνες χυμού κλήματος και στο χτυπημένο μάτι έβαζαν για κατάπλα­
σμα ασπράδι βρασμένου αυγού. Για τον οδοντόπονο κρατούσαν στο στόμα τσί­
πουρο ή έβαζαν επάνω στο άρρωστο δόντι γαλαζόπετρα, θυμίαμα ή αλάτι.
Για τις αιμορροΐδες έβραζαν τσουκνίδες, φύλλα καρυδιάς και καρπούς α­
γριοτριανταφυλλιάς και έβαζαν τον ασθενή να καθήσει πάνω απ’ τον αχνό.
Για την ευκοιλιότητα έδιναν ξηρά αχλάδια, ευρωπαϊκό τσάι, κράνια, τσάπουρ-
να βρασμένα και ρύζι λαπά. Για την δυσκοιλιότητα συνιστούσαν άβραστο γά­
λα και σούπες.
Για τον προστάτη έπιναν ζωμό από βρασμένες αγριάδες, φούντες καλα­
μποκιού, λαύρου και σκορπιδιού. Για την ψώρα έκαναν αλοιφή με χοιρινό λί­
πος και θειάφι. Την πληγή από πάτημα καρφιού την καυτηρίαζαν με βρασμένο
καυτερό λάδι.
Με τέτοιο φαρμακείο αντιμετώπιζαν ανάλογα περιστατικά οι πρόγονοί
μας.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών ανέκαθεν διακρίνονταν για τις στενές σχέ­
σεις και τη συνεργασία που υπήρχε, όχι μόνο μεταξύ των συγχωριανών, που εί-

145
χαν συχνή επαφή μεταξύ των, αλλά και μεταξύ των κατοίκων των πέριξ κοινο­
τήτων, αν εξαιρέσουμε κάποιες περιπτώσεις μικροδιενέξεων μεταξύ μικρο-
πρεπιόν κτηνοτροφών, λόγω παραβίασης των κοινοτικών συνόρων. Ιδιαίτερα η
κοινότητα Αμαράντου, εκτός της παράνομης βοσκής και υλοτομίας, διεκδικού-
σε να καταλάβει δικό μας κοινοτικό χώρο χιλιάδων στρεμμάτων, υπόθεση που
διευθετήθηκε δικαστικώς το 1954, επί προεδρίας Ηλία Βουρλιά.
Ανεξάρτητα όμως απ’ τις κοινοτικές διαφορές που μας χώριζαν από τους
κατοίκους Αμαράντου, οι προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις μας οφείλουμε
να ομολογήσουμε ότι ήταν παραπάνω από άριστες. Αδυνατούμε να περιγρά­
φουμε τη φιλοξενία τους. Δεκάδες φορές ο καθένας από εμάς τους Σαραντα-
πορίσιους κοιμηθήκαμε και φιλοξενηθήκαμε στα σπίτια τους, πηγαίνοντας ή ε-
πιστρέφοντας από την Καρδίτσα, μουσκεμένοι απ’ τις βροχές, παγωμένοι απ’
τα χιόνια και κατάκοποι απ’ την πολύωρη πορεία.
Ποτέ δεν γύρισε κανείς τις πλάτες χτυπώντας του την πόρτα, έστω και πα-
ράωρα τις νυχτερινές ώρες, αλλά αντιθέτως με ανοιχτή καρδιά μας δέχονταν
προσφέροντας πολλές φορές και ρούχα ώσπου να στεγνώσουν τα δικά μας. Το
ίδιο φιλόξενοι και καλόκαρδοι ήταν και οι κάτοικοι των άλλων πέριξ χωριών,
Μολόχας, Νεράιδας, Καροπλεσίου, Γιαννουσέικων, Απιδιάς, Κλειτσού και ιδι­
αίτερα του Μαυρολόγγου, με το οποίο αποτελούσαμε ως το 1989 μια ενορία.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθούμε, για να μην χαρακτηριστούμε ως αγνώμο-
νες, και στη διπλή φιλοξενία των κατοίκων της Σέκλιξας που τάιξαν και εμάς
και τα ζώα μας κάθε φορά που περνούσαμε από εκεί.
Η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων των διαφόρων ορεινών χω­
ριών ενισχύονταν, πέρα απ’ τις συμπεθεριές, τις κουμπαριές και τις άλλες συγ­
γενικές διασυνδέσεις, και απ’ τις κοινωνικές τοπικές εκδηλώσεις των πανηγυ-
ριών, που αποτελούσαν —πέραν της εκπλήρωσης του θρησκευτικού των καθή­
κοντος, με την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας με ευλάβεια και βαθιά
κατάνυξη, όπως συνήθιζε εκείνος ο αγνός παλιός κόσμος— και το μοναδικό
κοινωνικό δεσμό μεταξύ των ορεινών κατοίκων. Δεσμό που είχε τις ρίζες του
στα αξέχαστα εκείνα γλέντια που ένωναν άρρηκτα άγνωστους, μέχρι εκείνη
την ώρα, ανθρώπους.
Τα πανηγύρια αποτελούσαν συνδυασμό προσκυνήματος και διασκέδασης.
Τα μέσα διασκέδασης μπορεί να ήταν φτωχά και ατελή, αλλά οι ατέλειες συ­
μπληρώνονταν με εκείνη την πηγαία όρεξη και τη δίψα που επικρατούσε για
ζωντανό και κεφάτο γλέντι. Ήταν κάτι το διαφορετικό από τη σημερινή εποχή,
που ενώ υπάρχουν όλα τα μέσα διασκέδασης αλλά και όλες οι ανέσεις, που έ­
πρεπε να κεντρίζουν την όρεξη για μερακλίδικο γλέντι, λείπει δυστυχώς η όρε­
ξη από τους ανθρώπους και το ρίχνουν μόνο στο φαγοπότι. Παλιότερα με το
ψωμοτύρι και λίγο σταφύλι στο πανηγύρι της Παναγιάς (8η Σεπτεμβρίου), από
την παραμονή μέχρι το επόμενο βράδυ, διασκέδαζαν μ’ ένα βιολί που έπαιζε
πολύ πρακτικά ο μακαρίτης ο Τσιμούρτος από τον Κλειτσό αλλά και με τα τρα­
γούδια των γλεντζέδων τραγουδιστών του τόπου —εκείνα τα περίφημα τρα­
γούδια με εθνικό, παραδοσιακό ή ερωτικό περιεχόμενο, που δεν ξεπερνούσαν

146
τα όρια της ντροπής και του σεβασμού μεταξύ αντρών και γυναικών — που ζω­
ντάνευαν κυριολεκτικά το γλέντι και έδιναν ζωή σε όλες τις εκδηλώσεις, π.χ.
«την χρυσή μας την παρέα θε να την γλεντήσω ωραία», « σαν πήγα κι αρραβώ-
νιασα μαϊάτικο λουλούδι», «τι έχουν οι κάμποι και βροντούν και τα βουνά και
τρίζουν».
Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι τα παλιά χρόνια όλοι οι προσκυνητές των
πανηγυριών φιλοξενούνταν από ντόπιους στα σπίτια.

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ,
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΡΟΤΕΡΗΜΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΛΠΟΡΙΤΩΝ

Με βεβαιότητα μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι το αίσθημα της αλληλεγ­


γύης στους κατοίκους του Σαρανταπόρου ήταν τόσο ανεπτυγμένο που δεν ε­
μπόδιζε και τον πιο μνησίκακο και δύστροπο κάτοικο να συμμετάσχει στον πι­
κρό πόνο και τη θλίψη, στην αρρώστια και το θάνατο του συγχωριανού του και
σε κάθε δύσκολη στιγμή, έστω κι αν μέχρι χθες τους χώριζε κάποια προσωπική
διαφορά.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, τα παλιότερα χρόνια που δεν υπήρχαν συ­
γκοινωνιακά μέσα, που ασθενείς μεταφέρθηκαν στον γιατρό με φορείο, από
ανθρώπους που είχαν μαζί τους προσωπικές ή οικογενειακές διαφορές. Δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις που ομαδικά οι κάτοικοι προσέφεραν την εργασία
τους για καλλιέργεια των χωραφιών κάποιου συγχωριανού τους, που λόγω κά­
ποιου ατυχήματος δεν μπορούσε να εργαστεί.
Πάντοτε οι κάτοικοι του Σαρανταπόρου μοιράζονταν τόσο τη χαρά όσο και
τη λύπη. Μπροστάρηδες τόσο στις χαρές του γάμου, των βαπτίσεων, των ονο­
μαστικών γιορτών και των διαφόρων οικογενειακών γλεντιών, όσο και στις κη­
δείες και στις άλλες μη χαρμόσυνες εκδηλώσεις.
Το πιο χαρακτηριστικό γεγονός, που αποτέλεσε το μεγαλύτερο παράδειγ­
μα αλληλεγγύης, είναι του Δημήτριου Γιαννουσά, δεκαοχτάχρονου παλληκα-
ριού, που ενώ φύλαγε το κοπάδι των γιδιών του στην τοποθεσία Μακρυδιάσε-
λα, αρρώστησε ξαφνικά χάνοντας τις αισθήσεις του και έμεινε εκεί εντελώς α­
βοήθητος όλη την ημέρα. Το βράδυ που τα γίδια γύρισαν στο μαντρί χτορίς τσο­
πάνο, οι δικοί του δικαιολογημένα ανησύχησαν για τη ζωή του. Η είδηση έφτα­
σε σαν αστραπή στο χωριό και ο μακαρίτης Ηλίας Παπαδάκης άρχισε να φω­
νάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε —ενώ το σκοτάδι ήταν απλωμένο και ο καιρός
σαν μολύβι βαρύς, έτοιμος για καταιγίδα— καλώντας τους χωριανούς να συ­
γκεντρωθούν αμέσως, για αναζήτηση του παλληκαριού. Το άσχημο μήνυμα ρά­
γισε τις καρδιές όλων των κατοίκων και ένας αφάνταστος αστραπιαίος συνα­
γερμός τους ξεσήκωσε όλους. Ήταν μια αθρόα συγκινητική συγκέντρωση και
εκδήλωση συμπαράστασης στην οικογένεια του παιδιού με αίσιο αποτέλεσμα.

147
Ξεκίνησαν όλοι εφοδιασμένοι με φακούς, φανάρια, λάμπες και αναμμένα δαυ­
λιά κι άρχισαν να χτενίζουν χέρι με χέρι όλες τις πλαγιές. Ύστερα από πολύω­
ρη κοπιαστική έρευνα βρήκαν ζωντανό και σε κακή κατάσταση τον άρρωστο
και τον έσωσαν από βέβαιο θάνατο, που θα επέρχονταν μέσα στο διάστημα
της νύχτας.
Και άλλα παρόμοια θλιβερά περιστατικά που συνέβησαν στους δύσκολους
καιρούς δεν άφηναν ποτέ αδιάφορους τους Σαρανταπορίτες, οι οποίοι στέκο­
νταν πάντα άξιοι συμπαραστάτες με την αγάπη τους. Ήταν περισσότερο κοινή
και ομαδική η ζωή των κατοίκων της παλιότερης εποχής απ’ τη σημερινή και
τούτο διότι τους ανάγκαζε η φτώχεια και οι ελλείψεις για να είναι αδελφωμέ­
νοι, ώστε να αλληλοβοηθούνται.
Γι’ αυτό και παρατηρούνταν εκείνο το ζηλευτό φαινόμενο να μαζεύονται
δέκα και δεκαπέντε γυναίκες για να θερίζουν το σιτάρι του ενός νοικοκυριού
σήμερα και αύριο του αλλουνού, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες και την ωρί-
μανση των καλλιεργειών. Παραμένει αξέχαστη, για όσους έζησαν την εποχή ε­
κείνη, τέτοια χαρούμενη συντροφιά, που σ’ έκανε με τα όμορφα αστεία και τα
παλιά δημοτικά τραγούδια να ξεπερνάς την κούραση της δωδεκάωρης και δε-
καπεντάωρης εργασίας και το κάμα του καλοκαιριού, έστω κι αν ως αναψυκτι­
κό είχες τα κορόμηλα και ως γεύμα το σκορδάρι με αγρίδα σταφυλιού- ή, οι
καλύτεροι νοικοκυραίοι, το δροσερό και ορεχτικό ξυνόγαλο.
Γνήσιο τέκνο της σκληρής ζωής γεννήθηκε η ανυστερόβουλη αλληλεγγύη,
κόρες της οποίας είναι η συμπόνια και η συμπαράσταση, που σκοπό έχουν να
μοιράζουν τη χαρά αλλά και τον πόνο μεταξύ των ανθρώπων. Στην εποχή μας
δυστυχώς φαίνεται γερασμένη η αλληλεγγύη κι αποσταμένες η συμπόνια και η
συμπαράσταση με αποτέλεσμα να νοιώθει κανείς μόνος του και να τον σαρκώ­
νει το, άγνωστο για την παλιότερη εποχή, σημερινό άγχος.
Η μοναξιά για τους κατοίκους Σαρανταπόρου, της εποχής μέχρι το 1970, ή­
ταν άγνωστη, έστω κι αν ζούσαν διασκορπισμένοι σε ακτίνα τεσσάρων χιλιο­
μέτρων διότι είχαν ανεπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό το συνεταιριστικό πνεύμα,
που δεν απέβλεπε όπως σήμερα σε κάποια εκμετάλλευση αλλά στην αλληλο­
βοήθεια. Π.χ. μια οικογένεια που είχε ένα κοπάδι πρόβατα κι ένα κοπάδι γί­
δια, που ήθελε να απασχολήσει δύο άτομα για τη φύλαξη των κοπαδιών, έσμι­
γε τα κοπάδια με κάποια άλλη οικογένεια ώστε το ένα κοπάδι το φύλαγε η μια
οικογένεια και το άλλο η άλλη.
Κατά τον ίδιο τρόπο έκαναν και τις υπόλοιπες καλλιεργητικές εργασίες. Οι
περισσότεροι που δεν είχαν ζευγάρι ζώων για το όργωμα των χωραφιών ή και
για το αλώνισμα του σιταριού σέμπρεβαν, δηλαδή έβαζαν από ένα ζώο η κάθε
οικογένεια. Με το κοινό αυτό ζευγάρι και την κοινή εργασία έσπερναν και συ­
γκέντρωναν τις σοδειές τους, με τελευταία συλλογή —συνέμπασμα που το έλε­
γαν —το φθινοπωρινό καλαμπόκι. Θα παραμείνουν αξέχαστα τα αποκαλούμε-
να ξεφλουδίσματα, στα οποία όλοι της γειτονιάς, αλλά και από μακρινότερες
οικογένειες, μαζεύονταν με πολλή ευχαρίστηση για να ξεφλουδίσουν το στοι­
βαγμένο καλαμπόκι σε κάποιο νοντά (δωμάτιο του σπιτιού), ενώ κατά τη διάρ-

148
κεια της εργασίας δημιουργούσαν και μια πολύ εύθυμη ατμόσφαιρα.
Εκεί θα συζητούσαν όλα τα γεγονότα του χωριού και πιο πέρα ως τα γειτο­
νικά χωριά θα σχολίαζαν τα πάντα, θα οργίαζαν τα κουτσομπολιά, οι συμπεθε-
ροδουλειές και κάθε επίκαιρο θέμα θα έβγαινε στο φως της δημοσιότητας.
Επίσης κωμικές ιστορίες, αστεία, παραβολές και σατιρισμοί χάριζαν στους συ­
γκεντρωμένους ατελείωτα γέλια.
Κι όταν τέλειωνε το ξεφλούδισμα άρχιζαν γλέντι με τραγούδια, όπου έ­
παιρναν μέρος εναλλάξ δύο παρέες. Έ να γλέντι άφθαστο σε χαρά και ενθου­
σιασμό, βγαλμένο από τη ζωντάνεια αυτών των ανθρώπων, όπου θ’ ακούγο-
νταν διαλεγμένα παραδοσιακά τραγούδια από τη ζωή και την παράδοση, που
είχαν κάποια βαθύτερη έννοια, πατριωτική, θρησκευτική ή ερωτική, που εν­
θουσίαζαν τα αισθήματα και αναπτέρωναν τον εσωτερικό κόσμο εκείνων των
ανθρώπων. Μέσα σ’ αυτή την πανηγυρική ατμόσφαιρα, ο νοικοκύρης πρόσφε-
ρε κάποιο ποτό, μήλα άφθονα, αγρίδες γλυκιές, πατάτες βραστές, πίττα καλο-
φτιαγμένη κλπ. Ήταν ένα κέφι που σήμερα δύσκολα το αποκτάς, έστω κι αν έ­
χεις τα μέσα ψυχαγωγίας που τότε δεν υπήρχαν.
Σπάνια σε κάποιον καλό νοικοκύρη γίνονταν γλέντι με γραμμόφωνο ενώ τα
πολλά και ζωντανά γλέντια γίνονταν με τη συμμετοχή γλεντζέδων ανδρών και
γυναικών, που έκρυβαν πραγματικά έναν ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Είδαμε
με τα μάτια μας πραγματικούς γλεντζέδες να σπαρταρούν από χαρά αλλά και
να κλαίνε στα θλιβερά τραγούδια. Πάνω δε στο αποκορύφωμα του γλεντιού,
στην ήσυχη νύχτα, έριχναν πυροβολισμούς με τους πολεμικούς γκράδες και η­
χούσαν οι ρεματιές.
Παρόλη όμως την αγάπη που τους διέκρινε, πολλές φορές πυροδοτούνταν
καυγάδες με τις αγροζημίες, με τα σύνορα των χωραφιών, με τους αγροτικούς
δρόμους, με τα αρδεύσιμα νερά κλπ. Μάλιστα πολλές φορές πήγαιναν στα δι­
καστήρια για ψύλλου πήδημα. Ήταν όμως πάντα φιλόξενοι οι Σαρανταπορίτες
και θεωρούνταν από τα γειτονικά χωριά ως το πιο φιλόξενο χωριό της περιο-
χής·
Εδώ, στα τόσο φτωχικά σπίτια, έβρισκαν αγάπη και φιλοξενία οι περαστι­
κοί στρατοκόποι, που πολλές φορές κατέφθαναν τη νύχτα βρεγμένοι και ζαλι-
γκωμένοι με καλαμπόκι, ταλαιπωρημένοι, νηστικοί, από τους μακρινούς δρό­
μους της Θεσσαλίας. Εδώ σ’ όποιο σπίτι κι αν χτυπούσαν την πόρτα θα ’βρι-
σκαν καλοσύνη και τη ζεστασιά της θερμής φιλοξενίας.
Συνήθως οι ξένοι χτυπούσαν ντροπαλά την πόρτα και όταν τους άνοιγαν οι
νοικοκυραίοι έλεγαν χαρακτηριστικά: «Θέλετε απόψε μουσαφιραίους;», και η
νοικοκυρά καλοσυνάτη και πρόσχαρη απαντούσε με χριστιανική συμπόνια:
«Χίλιους καλούς, περάστε». Έτσι το βράδυ, νοικοκυραίοι και ξένοι, θα μοιρά­
ζονταν αδελφικά τη ζεστασιά της φωτιάς, τον τραχανά ή τη φασουλάδα που υ­
πήρχε.
Ιδιαίτερα επίσης εκδηλωτικοί οι Σαρανταπορίσιοι ήταν στα γλέντια, τόσο
στα οικογενειακά όσο και στον ευρύτερο χώρο του χωριού, με την συμμετοχή
όλων των κατοίκων, μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών. Το κέφι το

149
χάριζαν μερικοί μερακλήδες καλλίφωνοι τραγουδιστές και χορευταράδες. Συ­
νήθως στις μικρές εκδηλώσεις τραγουδούσαν με το στόμα αλλά στα πανηγύρια
πάντα προηγούνταν τα κλαρίνα, τα βιολιά, τα τύμπανα και τα ντέλφια.
Τα γλέντια άρχιζαν από την παραμονή των εορτών και κρατούσαν ως την
επόμενη και συνήθιζαν να χορεύουν έξω από την εκκλησία. Πρώτοι, λόγω σε­
βασμού, προτιμούνταν να χορέψουν οι γεροντότεροι και στη συνέχεια το γλέ-
ντι γενικευόταν με άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, να χορεύουν
τον λεβέντικο τσάμικο χορό, τον κλειστό, συρτό και καλαματιανό.
Αλλά όπως ομαδικά εκδηλωνόταν η χαρά, έτσι εκδηλωνόταν και το πένθος.
Όταν πέθαινε κάποιος και χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα για να μεταδώσει το
θλιβερό μήνυμα στους διασκορπισμένους κατοίκους του χωριού, άρχιζε η α-
θρόα επίσκεψη όχι μόνο των συγγενών αλλά ακόμη και εκείνων που ίσως τους
χώριζε μέχρι εκείνη την ώρα κάποια προσωπική ή οικογενειακή διαφορά, για
να συμπαρασταθούν και παρηγορήσουν τους οικείους.
Σύσσωμοι οδηγούσαν τον νεκρό στην εκκλησία για την νεκρώσιμη ακολου­
θία και στη συνέχεια τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, στο νεκρο­
ταφείο. Ράγιζαν οι καρδιές όλων των κατοίκων απ’ τα τόσα συγκινητικά μοιρο-
λόγια των γυναικών. Η χαρά έσβηνε στο σπίτι του θανόντος και για ένα χρόνο
οι οικείοι δεν πήγαιναν στις χαρές και τα πανηγύρια, δεν προσέφεραν γλυκά
και οι γυναίκες φορούσαν πάντα πένθιμα μαύρα ρούχα, οι δε άντρες έμεναν
αξύριστοι, όπως μέχρι και σήμερα συνεχίζει να διατηρείται η συνήθεια αυτή.

150
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΔΕΚ Α ΤΟ

ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ ΠΡΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ

Όπως αναφέραμε στην αρχή, το Σαραντάπορο, προ του 1974, αποτελοΰνταν α­


πό διάσπαρτα ανά την περιοχή μεμονωμένα σπίτια ή μικροσυνοικίες, οι οποίες
υδρεύονταν από τις πλησιέστερες κατά τόπους βρυσούλες. Το νερό μεταφερό­
ταν με πρωτόγονο τρόπο —ζαλίγκα — με τις ξύλινες παραδοσιακές βαρέλες,
που κατασκεύαζαν ειδικοί ξυλουργοί τεχνίτες, χωρητικότητας 18-20 οκάδων,
που ισοδυναμούν με 25 σημερινά κιλά. Επίσης με ξύλινες και καλλιτεχνικές φι-
τσέλες, χωρητικότητας 2-5 οκάδων για να μπορούν και παιδιά 8-10 χρόνων να
τις μεταφέρουν, ώστε να προμηθεύεται η οικογένεια κάθε τόσο φρέσκο και
κρύο νερό, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού ψυγεία δεν υπήρ­
χαν και το αποθηκευμένο στη βαρέλα νερό ζεσταίνονταν.
Έτσι, με το μεταφερόμενο στην πλάτη νερό έπρεπε να καλυφθούν οι υ-
δρευτικές ανάγκες μιας αγροτικής και πολυμελούς οικογένειας, που έπρεπε με
αυτό το νερό να σβήσει τη δίψα του καλοκαιριού, να πλυθεί, να μαγειρέψει, να
ζυμώσει το ψωμί, να πλύνει τα μαγειρικά σκεύη, να κάνει το χυλό του γουρου­
νιού —που απαραίτητα έτρεφε η κάθε οικογένεια —, να ποτίσει τις γλαστρού-
λες με το βασιλικό και τις μαντζουράνες και τόσα άλλα που έχει να συμπληρώ­
σει το τόσο αναγκαίο αυτό αγαθό. Για το απαραίτητο όμως σήμερα μπάνιο, ού­
τε καν γινόταν λόγος. Κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της εποχής εκείνης και
η ίδια η λέξη ήταν σχεδόν άγνωστη. "Υστερα απ’ όλα αυτά καταλαβαίνει κα­
νείς τι είδους καθαριότητα μπορούσε να διατηρηθεί με κουβαλητό νερό και ι­
διαίτερα όταν στο σπίτι υπήρχε μόνο μια γυναίκα, που συνήθως είχε την ευθύ­
νη της καθαριότητας, και περισσότερο όταν η οικογένεια είχε πολλά παιδιά
που οι ανάγκες ήταν πολύπλευρες.
Για να πλύνουν τα ρούχα, όσες οικογένειες ήταν κοντά στο ποτάμι ή σε ρέ­
ματα, τα μετέφεραν εκεί. Οι άλλες μαζεύονταν γύρω απ’ τις βρύσες, όπου έ­
στηναν τα καζαναριά —καζάνια με βραστό νερό— και έπλεναν με τις γνωστές
αλισίβες που αντικαθιστούσαν τα σημερινά απορρυπαντικά.
"Ετσι λοιπόν κάθε μαχαλάς είχε τη βρύση του. Για καλύτερη ενημέρωση θα
περιγράψουμε με λίγα λόγια το ιστορικό για τις κυριότερες βρύσες που υπήρ­
χαν από παλιά στη περιοχή Σαρανταπόρου.

151
ΒΡΥΣΗ ΚΕΡΑΜΑΡΙΑ

Βρίσκεται απέναντι από την συνοικία Σπανέικα και σε απόσταση περίπου 200-
300 μέτρα, ακριβώς στο βατό παλιό δρόμο που ανεβαίνει ανηφορικά προς το
Μαυρόλογγο, περικυκλωμένη από γέρικες βελανιδιές και σφεντάμια που της
κρατάνε δροσερό ίσκιο, αγράμπελες κρεμαστές και κισσούς στα γύρω δέντρα,
που αποτελούν μια σωστή ζωγραφιά τοπίου και εκφράζουν ένα φυσικό μεγα­
λείο.
Τ’ όνομά της το πήρε, όπως αναφέρει η παράδοση, από παλιές κεραμοποι­
ίες που υπήρχαν εκεί δίπλα, που έβγαζαν εκείνη την εποχή το πρώτο σύγχρονο
στεγαστικό υλικό, τα γνωστά ντόπια κεραμίδια. Η κελαριστή βρυσομάνα υπήρ­
χε στη θέση αυτή από τα παλιά τα χρόνια, με το καλύτερο στην περιοχή δροσε­
ρό πεντακάθαρο ζηλευτό νερό της. Αρχικά ήταν χτισμένη με πρωτόγονο τρό­
πο, με πέτρινη άτεχνη κούπα αλλά η φθορά του χρόνου δεν την άφησε στην
αρχική της όψη, γι’ αυτό χρειάστηκε να επισκευαστεί. Το 1954, με μικρή δαπά­
νη της κοινότητας, με μάστορα τότε τον Δημήτριο Γ. Αυγέρη, επιδιορθώθηκε η
παλιά πέτρινη κούπα και έγινε περισσότερο εμφανίσιμη. Το έτος 1961, με δω­
ρεά του εξ Αμερικής επαναπατρισθέντος Κωνσταντίνου Θάνου, έγινε ξανά α­
πό την αρχή η πρόσοψη της βρύσης, με πέτρινα πεζουλάκια, δεξιά και αριστε­
ρά, για να ξεκουράζονται οι στρατοκόποι και οι επισκέπτες της βρύσης.
Απ’ αυτή έπιναν νερό τα διψασμένα ζώα, ζευγάρια και φορτιάρικα, που
κατέφθαναν κουρασμένα απ’ το δύσκολο αλέτρι που τραβούσαν ολημερίς για
την καλλιέργεια των χωραφιών. Απ’ εδώ υδρεύονταν οι Σπαναίοι ως το έτος
1986, έστω κι αν, το 1982, το υπόλοιπο χωριό υδρεύτηκε απ’ τη μεγάλη βρυσο-
μάνα του Πλατάνου.

Η κρύα βρύση στα Κεραμαριά

152
ΒΡΥ ΣΗ ΣΚ ΑΜ ΑΓΚΟ Υ ΛΗ

Την συναντάμε σε μικρή απόσταση πάνω απ’ το ποτάμι, ακριβώς απέναντι από
τη βρύση Κεραμαριά, στον παλιό βατό δρόμο που συνέδεε την Νεράιδα και ό­
λα τα πάνω απ’ το Αγρίνιο παραμεγδόβια χωριά της Ευρυτανίας, με την Θεσ­
σαλία. Δεν μάθαμε σχετικά με την ονομασία Σκαμαγκούλη πώς και γιατί πήρε
το όνομα αυτό.
Είναι χτισμένη κι αυτή με τεχνική πρόσοψη και πλουτισμένη με πέτρινη
παραδοσιακή κούπα. Δίπλα της στέκεται ένας αιωνόβιος γεροπλάτανος, ο μό­
νιμος σύντροφος που της συμπαραστέκεται φιλικά και της χαρίζει τη δροσιά
του, σκεπάζοντάς την με τις ολοπράσινες σκιαρές φτερούγες των κλωναριών
του.
Άλλοτε υδρεύονταν και απ’ αυτή μερικές οικογένειες. Τώρα πλέον, αφ’ ό-
του το Σαραντάπορο υδρεύεται από σύγχρονο υδραγωγείο, έπαψε κι αυτή να
προσφέρει το φιλάνθρωπο έργο της. Θα παραμείνει στη θέση της για να διατη­
ρήσει το παραδοσιακό της μεγαλείο, προσφέροντας τώρα το λιγοστό νεράκι
της μόνο για το πότισμα του μικρού κήπου των αδελφών Βάιου και Βαγγέλη
Σπανού.

ΒΡΥ ΣΗ Κ ΥΔΩΝΙΑΣ

Ήταν η μοναδική βρύση που υπήρχε στο κέντρο του Σαρανταπόρου, δίπλα στα
Βουρλέικα και πιο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, με πολύ
παλιά καταγωγή, πετρόχτιστη αρχικά με πέτρινη κούπα, όπως συνηθίζονταν
την εποχή εκείνη, ώστε και οι άνθρωποι να πίνουν νερό καθαρό κρυστάλλινο,
από την υγιεινή πέτρινη κούπα, αλλά και τα κουρασμένα ζώα, φορτιάρικα ή
ζευγάρια, βόδια, άλογα κλπ. που όλα έκαναν, μαζί με τους ανθρώπους, έναν
σκληρό αγώνα για την εξασφάλιση του ψωμιού και όλων των απαραίτητων α­
γαθών που χρειάζονταν οι τόσο φτωχοί ορεινοί πληθυσμοί.
Δεξιά και αριστερά είχε κι αυτή μικρά πεζούλάκια καθιστικά, για να ξε­
κουράζονται οι γυναίκες και ν’ αποθέτουν τις βαριές βαρέλες με τις οποίες με­
τέφεραν το νερό ζαλίγκα στα σπίτια. Επειδή όμως ο πληθυσμός των κατοίκων
συνεχώς αυξάνονταν και το νερό δεν επαρκούσε, το 1952 η κοινότητα με δα­
πάνη της απέσυρε την πέτρινη κούπα και στο πίσω μέρος της βρύσης κατα­
σκεύασε υπόγειο ντεπόζιτο για ν’ αποθηκεύεται το νερό, τοποθετώντας στην
πρόσοψη δύο κάνουλες για άντληση του νερού χωρίς απώλειες.
Παρόλα όμως αυτά τα μέτρα η έλλειψη του νερού όσο πήγαινε και γινότα­
νε περισσότερο αισθητή και προβληματική. Έτσι δημιουργήθηκε φοβερό και
αθεράπευτο το πρόβλημα της ύδρευσης, γιατί μία και μοναδική, πολύ φτωχή

153
σε νερό βρύση, δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των σπιτιών.
Ουρές σχημάτιζαν οι γυναίκες στη βρύση για να πάρουν σειρά να γεμίσουν
τις βαρέλες. Εκεί συνέβαιναν καθημερινοί τσακωμοί για το ποια θα γέμιζε
πρώτη μια βαρέλα ή έστω και λιγότερο νερό. Πρέπει εδώ ν’ αναφερθεί ότι οι
εκατό μαθητές του δημοτικού σχολείου, που τότε γευμάτιζαν στο σχολείο, για
να ικανοποιήσουν τη δίψα τους αράδιαζαν συνεχώς στη βρύση Κυδωνιά, που
απείχε 150 μέτρα.
Πιο μακριά, έξω από το Σαραντάπορο, υπήρχαν και άλλες μικροπηγές, ό­
πως στη θέση Κολοκύθα, Κρυμμένου, Καβροχόρτια. Αναγκαστικά πολλές φο­
ρές, στην απόγνωσή τους, οι κάτοικοι κατέφευγαν και εκεί, για να πάρουν το
αναγκαίο, έστω και ακατάλληλο —γεμάτο σωματίδια, ορατά και αόρατα, και
τριχοειδή βακτηρίδια —, λίγο νεράκι. Αλλά έπρεπε πρώτα να καταδιώξουν απ’
εκεί τις χελώνες, τα φίδια που ενέδρευαν μόνιμα, τα βατράχια, τα μικρά σαλι-
γκαράκια, τις σαύρες και πλήθος από άλλα ερπετά και έντομα που διεκδικού-
σαν κι αυτά το νερό γιατί είχαν τις δικές τους ανάγκες.
Βλέπετε ότι όταν ο τόπος είναι άνυδρος, όλα τα ζωντανά του λόγγου συ­
γκεντρώνονται κοντά στα νερά. Έτσι καταντούσε αφόρητη η ταλαιπωρία για
το τόσο πολύτιμο φυσικό αγαθό που λέγεται νερό. Οι μακρόχρονοι συνεχείς
αγώνες με αιτήσεις, υπομνήματα, παραστάσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες του
νομού Ευρυτανίας που υπαγόμασταν τότε δεν απέδιδαν, με το αιτιολογικό ότι
το Σαραντάπορο είναι διασπαρμένος οικισμός και είναι δύσκολη η υδροδότη-
σή του.
Το έτος 1966 δωρίζεται ιδιωτική μικρή πηγή, στη θέση Κρυμμένου, από τον
παπα-Γιώργη, και με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου μεταφέρθηκε, ύστε­
ρα από πολλά εμπόδια, το νεράκι αυτό στο προαύλιο του σχολείου και της εκ­
κλησίας, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των μαθητικών συσσιτίων που λειτουρ­
γούσαν τότε. Ήταν ο πρώτος υδροσωλήνας που τοποθετήθηκε στο Σαραντά­
πορο.
Αργότερα στο δίκτυο αυτό έριξαν και άλλο νεράκι μικρής πηγής από την ο­
ποία υδρεύονταν όλοι οι κτηνοτρόφοι και οι αγρότες της περιοχής και από το
περίσσευμα της οποίας πότιζε τον κήπο του ο Αναστάσιος Σπανός, ο οποίος
πήρε ως αντάλλαγμα —πέραν των 5.000 δραχμών— και κοινοτική έκταση στο
ποτάμι, στη θέση Πετρωτή (ή Νουχ), για αντικατάσταση του αχρηστευθέντος
κήπου του.
Με την πρόσθετη αυτή ποσότητα νερού επεκτάθηκε το δίκτυο και προστέ­
θηκαν ακόμη δύο βρύσες, μία στα Κοντογιαννέικα και δεύτερη στον κεντρικό
δρόμο κάτω από το μαγαζί του Θωμά Γάκη. Δυστυχώς όλα αυτά ήταν μπαλώ­
ματα και δεν έδιναν οριστική λύση στο φλέγον υδρευτικό πρόβλημα του οικι­
σμού. Ιδιαίτερα όταν άρχισε να ωριμάζει η ιδέα της συγκέντρωσης και άρχι­
σαν να κτίζονται τα πρώτα δανειοδοτούμενα σπίτια, για τις οικοδομικές ανά­
γκες των οποίων αναγκάζονταν να μεταφέρουν νερό από το ποτάμι.
Έτσι επιβλήθηκε η επείγουσα ανάγκη αναζήτησης και μεταφοράς νερού α­
πό υπάρχουσες στην περιοχή πηγές. Εκφράστηκαν, όπως συμβαίνει σ’ ένα σύ-

154
νολο ανθρώπων με διαφορετικά ατομικά συμφέροντα, διάφορες γνώμες, χωρίς
τελικά να συμφωνήσουν από ποια πηγή συμφέρει να μεταφέρουν νερό. Οι μεν
υπέδειχναν τη χαλικόβρυση Νεράιδας που απείχε εννιά χιλιόμετρα και πλέον,
και θα χρειαζόταν να μεταφερθεί το νερό της με ηλεκτρικό ρεύμα, αφού δεν
έρχονταν με φυσική ροή. Οι δε φανατικά υποστήριζαν ότι συμφέρει η πηγή
Πλατάνου που απέχει μόνο τέσσερα χιλιόμετρα και έρχεται το νερό της με φυ­
σική ροή. Την άποψη των πρώτων δέχτηκε το τότε κοινοτικό συμβούλιο, με
πρόεδρο τον Γιώργο Τσιτσιμπή, και με σχετική απόφασή του πρότεινε στη Νο­
μαρχία την πηγή Χαλικόβρυσης, απ’ την οποία θα υδρεύονταν συγχρόνως και
η Νεράιδα, λόγω επάρκειας νερού.
Εκεί, στα γρανάζια της αρμόδιας υπηρεσίας, έμεινε για χρόνια ανεκτέλε­
στη η απόφαση και χρειάστηκε σωρεία υπομνημάτων και παραπόνων από ορι­
σμένους κατοίκους για να πεισθεί ο τότε Νομάρχης κ. Γεωργακόπουλος, ότι η
απόφαση του συμβουλίου είναι ασύμφορος, τόσο για το κράτος που θα διέθετε
την πίστωση, όσο και για τους κατοίκους, οπότε δέχτηκε την εναλλακτική πρό­
ταση για την μεταφορά νερού απ’ την πηγή Πλατάνου. Όμως το έργο της μετα­
φοράς του νερού καθυστέρησε να μπει στην τελική ευθεία, επειδή χρειάστηκε
να κινηθεί η διαδικασία απαλλοτρίωσης, καθ’ ότι το νερό του Πλατάνου ήταν
υπό την ιδιοκτησία πολλών, εκ των οποίων ορισμένοι δεν το χορηγούσαν. Έτσι
κατέληξε να υδροδοτηθεί το Σαραντάπορο το 1982, πλην της συνοικίας Σπα-
νέικα, η οποία υδρεύτηκε το 1986, όταν το υδραγωγείο εμπλουτίστηκε με 70 α­
κόμη κυβικά νερού απ’ τη πηγή Φιλικορέματος, που απείχε επτά χιλιόμετρα
απ’ το Σαραντάπορο.

ΒΡΥΣΗ ΚΟΥΚΟΥ

Βρίσκεται στο δρόμο μεταξύ Σαρανταπόρου και Μέγα-Λάκκου, κοντά στη συ­
νοικία Αυγερέικα. Είναι παλιά και πρωτόγονη, με παραδοσιακό χαρακτήρα.
Η πέτρινη μουσκλιασμένη κούπα και όλη η πρόσοψη μαρτυρούν μια παλιά μα­
κρόχρονη βρύση. Ήταν άλλοτε το μεγάλο σταυροδρόμι που συνέδεε τα επάνω
χωριά του δήμου Δολόπων και γενικότερα της Νευροπόλεως με τη Φουρνά, τη
Λαμία και το Καρπενήσι.
Έσβησε για πολλά χρόνια τη δίψα των στρατοκόπων και εξυπηρέτησε τις
υδρευτικές ανάγκες δέκα και πλέον οικογενειών Αυγεραίων και Αιαπαίων.
Κατά καιρούς, για την συντήρησή της, αλλοίωσαν την αρχική της εμφάνιση και
μάλιστα τελευταία μετέφεραν μέρος του νερού της στη διπλανή ποτίστρα των
ζώων.
Λέγεται Κούκου βρύση γιατί δίπλα της υπάρχει αιωνόβια βελανιδιά, όπου
κάθε άνοιξη στέκονταν στη γέρικη κορφάδα της και λαλούσε αδιάκοπα ο συ­
μπαθής κούκος, συντροφεύοντας έτσι την φίλη βρύση όσο και την γέρικη σκια-

155
ρή βελανιδιά, που επιτελοΰσαν τον ίδιο σκοπό που μας λέει και το δημοτικό
τραγούδι: «Η βρύση δίνει το νερό κι ο πλάτανος τον ίσκιο».
Έτσι πήρε το όνομα βρύση του Κούκου.

ΒΡΥΣΗ ΠΛΑΤΑΝΟΣ

Πρόκειται για μια καταξιωμένη παλιά βρύση που πήρε το όνομά της από τον
θεόρατο αιωνόβιο γερο-πλάτανο, που υψώνονταν επιβλητικά μέσα στον κατα-
πράσινο κισσό που κρέμονταν σαν φυσικός πολυέλαιος και αποτελούσε το κα­
μάρι των Δημαίων και ολοκλήρης της περιοχής Μέγα-Λάκκου.
Εντυπώσιαζε πραγματικά με την αρχοντική του όψη και παρουσίαζε ένα ε­
ξαίρετο φυσικό δημιούργημα. Εκεί μέσα από τις ρίζες του, η πλούσια σε νερά
βρυσομάνα, η κρύα πηγή, γέμιζε τις δύο πέτρινες κούπες με κρυστάλλινα ά­
φθονα νερά, που υπερχείλιζαν στους γύρω χώρους και σχημάτιζαν μικρούς κα­
ταρράχτες ποτίζοντας τους μουσκλιασμένους τάπητες γύρω απ’ τη βρύση, που
έμοιαζαν με ανατολίτικο χαλί με τους συνδυασμούς χρωμάτων που στόλιζαν τη
βρύση.
Δίπλα στα πέτρινα καθιστικά ήταν το στέκι των παλιών Δημαίων το καλο­
καίρι και ο μοναδικός χώρος αναψυχής, σαν το καλύτερο πάρκο. Τριγύρω στη
βρύση ορθώνονταν κι άλλα πελώρια αιωνόβια δέντρα βελανιδιάς και θεόρατα
γέρικα πλατάνια ντυμένα κι αυτά με καταπράσινους κρεμαστούς κισσούς που
δημιουργούσαν μια πραγματική φυσική όαση. Εκεί σύχναζαν μόνιμα οι θαυ­
μάσιοι μουσουργοί της άνοιξης, τα γλυκόλαλα κοτσύφια, οι καρδερίνες και τα
καλλίφωνα αηδονάκια, που δημιουργούσαν σωστό πανηγύρι χαράς και ευφρο­
σύνης, για να διασκεδάζουν τους κατοίκους της μικρής συνοικίας, αποτελούμε-

Η παλιά βρύση στον Πλάτανο με τα κρυστάλλινα νερά της

156
νης από πέντε οικογένειες με σύνολο σαράντα άτομα, τα οποία αποτελούσαν
ένα ζωντανό κομμάτι του χωριού.
Με τα άφθονα αυτά νερά πότιζαν μεγάλους κήπους, πλουτισμένους με κα-
ταπράσινα τριφύλλια, οπωροφόρα δέντρα και όλα τα απαραίτητα για κάθε
σπίτι κηπευτικά. Αφ’ ότου όμως το νερό της μεγάλης πηγής μεταφέρθηκε, στις
19/1/1982, για ύδρευση των κατοίκων του Σαρανταπόρου, το όμορφο τοπίο άρ­
χισε να παίρνει την όψη του μαρασμού. Συνέβαλε σ’ αυτό και η αποδημία όλων
των Δημαίων, με αποτέλεσμα όλη αυτή η περιοχή να χάσει την παλιά της αίγλη
και τη ζωντάνεια των παλιών νοικοκυρά ίων.

157
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΕΝ ΔΕΚ Α ΤΟ

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Όπως κατ’ επανάληψη αναφέραμε, ο άγονος αυτός τόπος μαστίζονταν διαρ­


κώς απ’ τη φτώχεια αλλά και την κοινωνική απομόνωση, με αποτέλεσμα η ζωή,
τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον, να είναι διαφο­
ρετική απ’ τη σημερινή. Για παράδειγμα, ενώ σήμερα τα μέλη της οικογένειας
κοιμούνται σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια ή αν όχι όλα τουλάχιστον τα αντρόγυ­
να, την παλιότερη εποχή, ελλείψει χώρου, κοιμούνταν στοιβαγμένοι στο ίδιο
δωμάτιο, στρωματσάδα, γονείς, παιδιά και παππούδες αν υπήρχαν.
Αποσυμφόρηση —ξαλάφρωμα όπως το έλεγαν— της οικογένειας γίνονταν
μόνο με την παντρειά των παιδιών και ιδιαίτερα των κοριτσιών. Απαράβατος
οικογενειακός κανόνας της εποχής ήταν να παντρεύεται πρώτα η κοπέλα έστω
κι αν ήταν τρία και τέσσερα χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της. Όταν πα­
ντρεύονταν με τη σειρά του ο πρώτος αδελφός της οικογένειας έμενε για ένα
χρονικό διάστημα στο άλλο δωμάτιο του σπιτιού, χωρίς όμως να αποτελεί ξε­
χωριστή οικογένεια, ώσπου από κοινού τ’ αδέλφια να κατασκευάσουν κάποιο
σπιτάκι για να αποτελέσει τελικά δική του οικογένεια.
Αφού παντρεύονταν και αποτελούσαν δικές τους οικογένειες με την ίδια
τακτική όλα τ’ αδέλφια, ο μικρότερος έμενε στο πατρικό σπίτι με τους γέροντες
γονείς του. Όταν παντρεύονταν τ’ αδέλφια και χώριζαν, μοίραζαν την περιου­
σία που είχαν, αλλά ποτέ δεν έπαυαν να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Οι παλιές οκογένειες είχαν αυστηρή πειθαρχία και άγραφους, απαρασά­
λευτους νόμους. Το κάθε άτομο είχε δική του θέση μέσα στην οικογένεια, ήταν
οι λεγάμενες πατριαρχικές οικογένειες. Στον πατέρα και στη μάνα υπήρχε α­
πόλυτος σεβασμός. Δεν έπρεπε το παιδί να βρίζει, να καπνίζει και να παραφέ­
ρεται μπροστά στους γονείς του. Περισσότερο σεβασμό έδειχναν τα κορίτσια
που μιλούσαν και κοκκίνιζαν από ντροπή. Οι παντρεμένες γυναίκες είχαν από­
λυτη προσήλωση στην οικογένεια και τυφλή υπακοή στους νόμους της σκληρής
και κλειστής χωριάτικης κοινωνίας. Τα περιθώρια ξεκούρασης και διασκέδα­
σης ήταν περιορισμένα για τη γυναίκα, αν όχι ανύπαρκτα.
Έτσι αντιλαμβάνεται κανείς ότι, μέσα στη χωριάτικη κοινωνία, η συμπερι­
φορά της γυναίκας απέναντι στους άλλους έπρεπε να είναι άψογη, με πλήρη υ­
ποταγή στο σύζυγο και απόλυτα ευθυγραμμισμένη στα αυστηρά κοινωνικά ή­
θη. Δεν συγχωρούνταν παραστρατήματα, γι’ αυτό οι παρεκκλίσεις είχαν δυσά­
ρεστες συνέπειες.

158
Από την ώρα που παντρευότανε η κοπέλα, στο σόι του άντρα της ξεχνιού­
νταν ολότελα το βαπτιστικό της όνομα, γιατί κανένας δεν την φώναζε στο όνο­
μά της π.χ. Ελένη, Βάσω, Ειρήνη αλλά της έδιναν το όνομα του άντρα της,
Γιώργαινα, Κώσταινα, Δημήτραινα κλπ. Τα πεθερικά και τα κουνιάδια της την
προσφωνούσαν «νύφη» και μόνο οι δικοί της συγγενείς την φώναζαν στ’ όνομά
της.
Η ίδια τώρα θα προσφωνούσε, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας και την η­
λικία, τους συγγενείς του άντρα της. Έτσι τα πεθερικά της τα προσφωνούσε
«πατέρα» και «μάνα», τα κουνιάδια και εξαδέλφια του άντρα της τα προσφω­
νούσε «αφέντη», τις κουνιάδες και τις εξαδέλφες του άντρα της καθώς και τις
μεγαλύτερες συνυφάδες «κυρά», και την τυχόν μικρότερη συνυφάδα «νύφη».
Τους θείους και θείες του άντρα της «μπάρμπα» και «θεία». Μπάρμπα και
θεία προσφωνούσε επίσης κάθε ηλικιωμένο πρόσωπο ανεξάρτητα από συγγέ­
νεια.

ΨΥΧΟΓΙΟΣ - ΨΥΧΟΚΟΡΗ - ΣΩΓΑΜΠΡΟΣ

Η μεγάλη φτώχεια που μάστιζε την παλιότερη εποχή όχι μόνο τις πολυμελείς
αλλά και τις ολιγομελείς οικογένειες, ανάγκαζε ορισμένους γονείς να δίνουν
για υιοθέτηση κάποιο παιδί τους σε ένα άτεκνο ζευγάρι, κάπως πιο ευκατά­
στατο, ώστε το παιδί να ζήσει καλύτερα αλλά και το ζευγάρι να νιώσει τη χαρά
του παιδιού, που η τύχη τους το στέρησε.
Τον θετό γιο ή την κόρη τους έλεγαν «ψυχογιό» και «ψυχοκόρη». Πήραν το
όνομα αυτό επειδή η πράξη αυτή της υιοθέτησης ενός φτωχού παιδιού αποτε­
λούσε έργο αγαθό, το λεγόμενο «ψυχηκάτο».
Η υιοθέτηση του παιδιού γίνονταν σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία, αν
όχι μηνών, έστω 2-3 ετών, ώστε όταν θα μεγάλωνε το παιδί να μην θυμάται την
προέλευσή του και να μην μειώνεται η αγάπη και ο σεβασμός προς τους θε­
τούς γονείς του. Η υιοθεσία, την παλιότερη εποχή, δεν γίνονταν όπως σήμερα
με δικαστική πράξη αλλά με έμπιστο λόγο, την λεγάμενη «μπέσα».
Έτσι το παιδάκι αυτό γνώριζε, όταν ηλικιώνονταν, τους θετούς γονείς του
ως φυσικούς, οπότε δεν ένιωθε σαν ξένο μέσα σε ξένο περιβάλλον, αφού φυ­
σικά και οι θετοί γονείς του το αγαπούσαν σαν φυσικό παιδί τους. Παραθέ­
τουμε ένα παράδειγμα γνήσιας αγάπης κάποιου ζευγαριού προς το θετό παιδί
τους.
Το ζεύγος Κωνσταντίνου Χαλκιά —γνωστού οργανοπαίχτη και καλού σι­
δηρουργού, απ’ το Χρύσο Ευρυτανίας, που στα διάφορα πανηγύρια της περιο­
χής κατέφθανε ως εδώ και μας προμήθευε άριστα εργαλεία της τέχνης του —,
επειδή τα πρώτα 10-12 χρόνια του γάμου τους δεν απέκτησαν παιδί, αναγκά­
στηκαν να υιοθετήσουν κάποιο παιδάκι.

159
Τον πρώτο όμως χρόνο μετά την υιοθέτηση και μέσα σε μια δεκαετία, το
ζεύγος απέκτησε εννιά παιδιά. Παρόλη όμως αυτή την απρόβλεπτη οικογενει­
ακή εξέλιξη, το υιοθετημένο παιδί ενσωματώθηκε στην οικογένεια χωρίς την
παραμικρή διάκριση μεταξύ των άλλων και μάλιστα του δόθηκε, απ’ το θετό
πατέρα του, να έχει το γενικό πρόσταγμα στα μικρότερα θετά αδέλφια του.
Έτσι με την αγάπη αυτή των γονέων, χωρίς διακρίσεις, προς όλα τα παιδιά
η οικογένεια Χαλκιά όχι μόνο τιμήθηκε από την κοινωνία αλλά και προόδεψε
αρκετά με επικεφαλής το υιοθετημένο παιδάκι.
Άλλος τρόπος για να μειωθεί η πολύτεκνη οικογένεια με πολλά αγόρια, ή­
ταν ο θεσμός του γάμου αλλά με αντίστροφη μορφή. Δηλαδή αντί να πάρουν τη
νύφη στο σπίτι τους, πήγαινε το αγόρι —ο γαμπρός— στο σπίτι της νύφης. Αυ­
τός λοιπόν ο γαμπρός λεγόταν «σώγαμπρος» και σώγαμπρο έβαζαν οι οικογέ­
νειες που είχαν μόνο κορίτσια και καθόλου αγόρια. «Θα βάλουμε ένα αγόρι
μέσα στο σπίτι μας να μας κοιτάζει στα γεράματα και να μας κλείσει τα μάτια
όταν πεθάνουμε», έλεγαν οι γονείς του κοριτσιού.
Μ’ αυτόν τον τρόπο παντρεύονταν ευκολότερα πολλά φτωχά αγόρια την
παλιότερη εποχή. Υπήρχε δε η συνήθεια να τους δίνουν παρατσούκλι σχετικό
με το όνομα της γυναίκας τους, π.χ. αν τη γυναίκα την έλεγαν Παρασκευή έ­
παιρνε το όνομα Παρασκευάς, αν την έλεγαν Σοφία έπαιρνε το όνομα Σοφός.
Όπως αντίστροφα έπαιρνε το όνομα του άντρα της η νύφη στο σπίτι που πα­
ντρεύονταν.

ΠΡΟΞΕΝΙΟ - ΠΡΟΙΚΑ - ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ - ΓΑΜΟΣ

Κατά την επικρατούσα συνήθεια, ώριμη ηλικία για γάμο θεωρούνταν για τα
μεν κορίτσια το 18ο έτος της ηλικίας, για τα δε αγόρια απ’ το 22ο και άνω. Την
παλιότερη εποχή η παντρειά του κοριτσιού ήταν υπόθεση της οικογένειας και
όχι της ίδιας της κοπέλας, αφού ο γάμος μέχρι το 1950 γίνονταν ως επί το πλεί-
στον με προξενιό. Στα χωριά δεν υπήρχαν επαγγελματίες προξενητάδες και
προξενιά μπορούσε να κάμει ο καθένας που συνδέονταν με την οικογένεια της
κοπέλας. Συνήθως οι προξενητάδες ήταν άνθρωποι κάποιας ώριμης ηλικίας
και οι προτάσεις δεν γινότανε από το σόι της κοπέλας αλλά από τη μεριά του
γαμπρού. Η οικογένεια του κοριτσιού μπορούσε, άνευ παρεξηγήσεως, να δε­
χθεί ή να απορρίψει την πρόταση.
Το αγόρι που ήταν έτοιμο για παντρειά κι έψαχε για νύφη, έστω κι αν αγα­
πούσε μια κοπέλα και ήθελε να την πάρει, δεν πήγαινε ο ίδιος να την ζητήσει
αλλά θα έστελνε κάποιον από την οικογένεια ή άλλον συγγενή για να κουβε­
ντιάσει με τους γονείς ή τ’ αδέλφια της κοπέλας, χωρίς βέβαια να έχει απάντη­
ση αμέσως θετική ή αρνητική, αφού η πρόταση έπρεπε να συζητηθεί οικογε-
νειακώς και με οικογενειακό συμβούλιο αποφάσιζαν το ναι ή το όχι.

160
Την γνώμη της κοπέλας την ζητούσαν τυπικά γιατί έτσι κι αλλιώς όταν οι
γονείς της το απεφάσιζαν, αυτή έπρεπε να υπακούσει. Σε περίπτωση που η κο­
πέλα έλεγε το όχι, οι σκληροί γονείς την εκβίαζαν να δώσει την συγκατάθεσή
της. Υπήρχαν και περιπτώσεις που γινότανε προξενιά χωρίς οι υποψήφιοι να
γνωρίζονται καν μεταξύ τους, αρκεί να συμφωνούσαν μεταξύ τους οι γονείς
των μελλόνυμφων, οι λεγόμενοι «συμπεθέροι». Έτσι παλιότερα οι νέοι συχνά
παντρεύονταν χωρίς να γνωρίζονται αλλά με βάση την απόφαση των γονέων
και βλεπόντουσαν για πρώτη φορά στο σπίτι της νύφης κατά την ημέρα του γά­
μου. Έτσι ήταν τα πράγματα κι εδώ στα περίχωρα, έστω κι αν απ’ τους σημερι­
νούς νέους θεωρείται απίστευτο.
Οι βασικές προϋποθέσεις για το συνοικέσιο τότε ήταν τρία πράγματα:
πρώτον να είναι η κοπέλα και το αγόρι αρτιμελείς και υγιείς, δεύτερον να εί­
ναι από οικογένειες που ταιριάζουν και τρίτον να μην έχει ακουστεί για ηθική
παράβαση η κοπέλα. Υπήρχε ακόμη και το θέμα της προίκας, για την οποία
παλιά γίνονταν σκληρή και βαρετή πολλές φορές διαπραγμάτευση. Η νύφη έ­
πρεπε να έχει την κατά οικονομική δυνατότητα ανάλογη προίκα, λεφτά, ρουχι­
σμό, χωράφια, ζώα (μια αγελάδα, ένα μουλάρι και μερικά μικρά ζώα).
Πολλές φορές ξενυχτούσαν με την ανυποχώρητη συζήτηση γύρω απ’ το θέ­
μα της προίκας και εφ’ όσον τελικά όλα κανονίζονταν, για την επισημοποίηση
του συνοικεσίου, απεφάσιζαν να κάνουν αρραβώνες —«σεβάσματα», όπως τα
λέγανε.

ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ

Οι αρραβώνες αποτελούσαν το πρώτο στάδιο του γάμου ενός νέου ζευγαριού.


Άρχιζαν οι πρώτες χαρές και από τις δύο πλευρές, του γαμπρού και της νύφης,
όταν ο γαμπρός έκανε το πρώτο βήμα για την επισημοποίηση των αρραβώνων,
παραγγέλνοντας τις βέρες και άλλα δώρα για τη νύφη.
Οι αρραβώνες γίνονταν συνήθως Σαββατόβραδο ή παραμονή κάποιας με­
γάλης γιορτής. Οι γονείς της νύφης καλούσαν τους συγγενείς και τους οικογε­
νειακούς φίλους στο σπίτι τους. Η χαρά κορυφωνόταν περιμένοντας τον γα­
μπρό με τους δικούς του, που θα έπρεπε κατά την συνήθεια να ήταν αριθμός
μονός, πέντε, επτά, εννιά κλπ. Σαν έφταναν στο σπίτι τούς υποδέχονταν με ε­
γκαρδιότητα και τους οδηγούσαν στο καλό δωμάτιο που θα κάθονταν σε καρέ­
κλες, αν υπήρχαν, ή σε μικρά ξύλινα στρουμπιά —την παλιότερη εποχή ως το
1950— και όλοι μαζί, χωριστά το σόι του γαμπρού από το ένα μέρος και από
το άλλο της νύφης.
"Υστερα από λίγη εύθυμη συζήτηση και ένα πρόχειρο κέρασμα, τοποθετού­
σαν στ») μέση του δωματίου ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο και επάνω
έβαζαν τα δακτυλίδια (βέρες), που ήταν δεμένα σε μεταξωτό μαντήλι, και ένα

161
πιάτο με κουφέτα. Όλοι τότε σηκώνονταν όρθιοι και ο νουνός του γαμπρού
άλλαζε τρεις φορές τα δακτυλίδια στους μελλόνυμφους, που στέκονταν ο ένας
δίπλα στον άλλον, προσέχοντας το δακτυλίδι της νύφης να μείνει στο δάκτυλο
του γαμπρού και του γαμπρού στο δάκτυλο της νύφης. Μετά η νύφη έπαιρνε το
πιάτο με το μαντήλι και τα κουφέτα και μοίραζε στους προσκεκλημένους, οι ο­
ποίοι εύχονταν στους μελλόνυμφους να ζήσουν και καλά στέφανα και αμέσως
άνοιγαν το παράθυρο και έριχναν τρεις τουφεκιές για να γίνει γνωστό το ευ­
χάριστο νέο σ’ όλο το χωριό.
Στη συνέχεια η νύφη θα κέρναγε όλους γλυκό και ποτό και μετά θα καθό­
τανε στο τραπέζι για φαγητό που συνήθως ήταν κρέας, πίττες και άλλα εκλε­
κτά. Αν υπήρχε παπάς θα ευλογούσε το τραπέζι και όλοι έκαναν το σταυρό
τους και λέγανε διάφορες ευχές, όπως: «να μας ζήσουν», «καλά στέφανα»,
«και στ’ άλλα σας τα παιδιά», «στις χαρές σας οι ανύπαντροι» και «καλή τύχη
στα κορίτσια» κλπ.
Μετά το φαγητό άρχιζαν με κέφι τα καθιστικά τραγούδια κι από τις δύο
πλευρές και στη συνέχεια έμπαιναν στο χορό που κρατούσε ως το πρωί. Και α­
φού το γλέντι τα ξημερώματα τελείωνε και οι προσκεκλημένοι ετοιμαζότανε
να φύγουν, τότε η νύφη άρχιζε τα «μαντηλώματα». Στον γαμπρό θα προσέφερε
πουκάμισο και κάλτσες και σε όλους τους οικείους του γαμπρού και λοιπούς
συγγενείς τρουβάδες, τσουράπια μάλλινα, προσκέφαλα, μαντήλια, σακκούλια
κλπ. Αφού πρώτα τους φιλούσε το χέρι, τους έβαζε στους ώμους τα δώρα και
εκείνοι της προσέφεραν ανάλογα χρηματικά ποσά με τις ευχές «να ζήσετε και
καλά στέφανα».
Τα τραγούδια που λέγανε το βράδυ στους αρραβώνες ήταν τα εξής:
Τρία καλά είναι στον ντουνιά και στον επάνω κόσμο
η νιότη και η λεβεντιά και το καλό κορίτσι.
Τ’ ακούτε σεις ανύπαντροι και σεις καλοί λεβέντες
λεφτά να μην ζητήσετε και βιος μην λυπηθείτε.

Συμπεθερεύει ο βασιλιάς με τον ανατολίτη


κι απόψε αρραβωνιάζουνε δύο λαμπρά αστέρια.
Αετός περήφανος γαμπρός, νεράιδα νύφη ταίρι.
Παίρνει για προίκα πρόβατα, αμέτρητα χωράφια
παίρνει και άλογο καλό να περπατάει καβάλα.
Απόψε αποφάσισαν πότε θα γίνει ο γάμος.
Το Μάη με τις ομορφιές με τα πολλά λουλούδια
που κελαηδούνε τα πουλιά τα όμορφα τραγούδια.

Απόψε δυο συμπέθεροι με τη χαρά στα χείλη


αρραβωνιάζουν δυο παιδιά κεφάτο πανηγύρι.
Ας τους πολυχρονίσουμε χρόνια πολλά να ζήσουν
ευτυχισμένη τη ζωή πάντα ν’ ακολουθήσουν.

Μετά τους αρραβώνες και μέχρι το γάμο η νύφη δεν θα έβγαινε μόνη της

162
χωρίς τον αρραβωνιαστικό της σε καμμία κοινωνική ή θρησκευτική εκδήλωση,
αλλά πάντοτε συντροφιά με τον μελλοντικό της σύζυγο.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΑΜΟΥ - ΤΑ ΠΡΟΖΥΜΙΑ

Κατά τη συνήθεια, ως τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, το ψωμί που θα κατα-


ναλώνονταν στο γάμο έπρεπε να ζυμωθεί από αλεύρι που θα αλέθονταν την
Τετάρτη της εβδομάδας του γάμου και στο μύλο, για ν’ αλέσουν το σιτάρι, έ­
πρεπε να το πάνε αγόρια και κορίτσια, όχι ορφανά, αλλά με γονείς.
Έτσι λοιπόν αφού έριχνε ο μυλωνάς το σιτάρι στο κοφίνι και άρχιζε να πέ­
φτει το πρώτο αλεύρι, το κορίτσι της παρέας ζύμωνε μια κουλούρα και αφού
την έψηναν στη θράκα του τζακιού, την έκοβαν τσακιστή, χωρίς μαχαίρι, και
με το τυρί που είχαν μαζί τους έτρωγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι στο μύλο κι
εύχονταν ώρες καλές για τον αναμενόμενο γάμο, αλλά και προσωπικές ευχές
για τα αγόρια και τα κορίτσια για παρόμοιες χαρές δικές τους το συντομότερο.
Το βράδυ της ίδιας μέρας συνήθιζαν και τα δυο σπίτια των μελλονύμφων
να αναπιάνουν τα προζύμια που θα ζυμώνονταν το ψωμί του γάμου, γι’ αυτό το
κάθε σπίτι προσκαλούσε για το σκοπό αυτό τους πιο στενούς συγγενείς και
γείτονες να μαζευτούν το βράδυ στο σπίτι.
Το βράδυ λοιπόν της Τετάρτης, αφού συγκεντρώνονταν για το ανάπιασμα
των προζυμιών, τοποθετούσαν στη μέση του δωματίου το ξύλινο σκαφίδι και
μια από τις ανύπαντρες αδελφές του γαμπρού (όπως και της νύφης) —η εξα-
δέλφη— έφερνε το αλεύρι και κάποια άλλη κοπέλα έφερνε την ίδια στιγμή ά­
κριτο νερό από τη βρύση κι έβαζε τρεις χούφτες αλεύρι στη σίτα. Μαζί με άλ­
λα τρία ή πέντε αγόρια και κορίτσια, που είχαν τους γονείς τους, όλα μαζί άρ­
χιζαν το κοσκίνισμα ενώ οι υπόλοιποι προσκαλεσμένοι άρχιζαν το τραγούδι:
Ανάχλια ανάχλια τα νερά κι αφράτα τα προζύμια
κόρη ξανθή τα ζύμωνε με μάνα με πατέρα.
Ευχήσου με πατέρα μου στα πρωτοκοσκινίσματα,
με την ευχή παιδάκι μου να ζήσεις, να προκόψεις.
Ευχήσου με μανούλα μου τώρα στα πρωτοκόσκινα,
με την ευχή παιδάκι μου να ζήσεις να προκόψεις.

Πυκνό πυκνό το κόσκινο κι αφράτο το προζύμι


κι η κόρη που το ζύμωνε με μάνα με πατέρα.
Να ’χεις τα πλούτη του Θεού, να μη σου λείψει η χάρη,
μέλι να ’ναι το σπίτι σου, χρυσάφι η αυλή σου
μες στ’ αγαθά να χαίρεσαι η ώρα η καλή σου.

Εκείνη την ώρα όσοι παραβρίσκονταν στα προζύμια έριχναν μέσα στη σίτα

163
διάφορα νομίσματα, τα οποία συμβόλιζαν προκοπή στο καινούργιο ζευγάρι
και τα μοιράζονταν στο τέλος τα παιδιά που κοσκίνιζαν το αλεύρι. Από το α­
λεύρι αυτό έριχναν στο γαμπρό και τη νύφη λέγοντας: «Να ζήσετε, ν’ ασπρίσε­
τε και να γεράσετε».
Πολλοί συνήθιζαν με το ζυμάρι αυτό να κάνουν έναν σταυρό στο νταβάνι
του δωματίου για να έλθει ευλογία του Θεού στο καινούργιο ζευγάρι, να μην
τους λείπει το ψωμί. Με το προζύμι αυτό έφτιαχναν τα ψωμιά και τις κουλού­
ρες του γάμου, που τις έλεγαν «προβέντες», που ήταν καλοφτιαγμένες, κεντη­
τές με πουλιά και λουλούδια και αλειμμένες με κρόκους αυγών. Στη συνέχεια
ακολουθούσε γλέντι με κέφι και χαρά.

ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Την Παρασκευή το πρωί έστελναν και από τα δυο σπίτια, του γαμπρού και της
νύφης, από ένα παιδί με μια κόφα (ειδικό ξύλινο κομψό δοχείο για γόμους)
γεμάτη κρασί, στολισμένη με βασιλικό και άλλα λουλούδια και καλούσαν τους
συγγενείς και τους φίλους στο γάμο. Σε κάθε σπίτι που θα πήγαιναν τα παιδιά
έδιναν την κόφα και έλεγαν: «Είστε καλεσμένοι στο γάμο». Εκείνοι τους απα­
ντούσαν: «Η ώρα η καλή και καλά στέφανα και στις δικές σας τις χαρές» και
τραβούσαν μια ρουφηξιά κρασί από την κόφα.
Την ίδια μέρα η νύφη έκανε έκθεση στους καλεσμένους τα προικιά της και
στη συνέχεια άρχιζε το σάκκιασμα των προικιών. Σ’ αυτό βοηθούσαν κυρίως
ανύπαντρες φιλενάδες της και την ώρα που τα δίπλωναν και τα έφτιαχναν
μπαλότα ή τα τοποθετούσαν στα καινούργια μπαούλα, άρχιζε να επικρατεί συ­
γκινητική ατμόσφαιρα σ’ ολόκληρο το σπίτι. Οι γονείς δάκρυζαν για τον ανα­
μενόμενο αποχωρισμό της κόρης και ιδιαίτερα η μάνα, που ορισμένες φορές,
μην μπορώντας να συγκροτήσει τη συγκίνησή της, πήγαινε στο άλλο δωμάτιο
για να κλάψει. Σε εκείνες που ετοίμαζαν τα προικιά, η νύφη πρόσφερε ένα α­
ναμνηστικό δώρο.
Το απόγευμα ερχότανε από το σπίτι του γαμπρού απεσταλμένοι, με στολι­
σμένα άλογα, να πάρουν τα προικιά και αφού τους φίλευε η νύφη με γλυκό και
ποτό και ήταν έτοιμοι να φορτώσουν, υπήρχε η συνήθεια, άνθρωποι από την
πλευρά της νύφης και προπαντός μικρά παιδιά, να κάθονται επάνω στα προι­
κιά για να πάρουν απ’ τους απεσταλμένους του γαμπρού κάποιο φιλοδώρημα,
δήθεν ως εξαγορά των προικιών. Αφού έπαιρναν κάποιο συμβολικό χρηματικό
ποσό, κατέβαιναν δίνοντας την άδεια να τα φορτώσουν και την ώρα που τα
φόρτωναν έλεγαν διάφορα τργούδια όπως τα παρακάτω:
Λιώσαν τα χιόνια στα βουνά δώσε μανούλα μ’ τα προικιά.
Πάρ’ τα κόρη μ’ τα προικιά να τα φορέσετε με γεια.
Λιώσαν τα χιόνια στα βουνά δώσε πατέρα μ’ τα προικιά.

164
Μεταφορά προικιών με τα ζώα (1961)

Πάρ’ τα κόρη μ’ τα προικιά να τα φορέσετε με γεια.


Για ράψτε τα προικιά καλά θα γείρουν ράχες και βουνά,
μην τα ξεσκίσουν τα κλαριά.
Για ράψτε τα προικιά καλά, θα πάνε μακριά στην ξενιτειά
μην τα γελάσουν τα χωριά.
Για ράψτε τα προικιά καλά μην τα γελάσει η πεθερά.

Την ώρα που τα προικιά φορτώνονταν στα ζώα και ξεκινούσαν, έριχναν ό­
λοι ρύζι για να είναι καλορίζικα. Την ίδια μέρα στο σπίτι του γαμπρού, ετοίμα­
ζαν το φλάμπουρα, καμωμένο από λεπτό μπλανισμένο ξύλο μήκους δύο μέ­
τρων, που στη κορυφή του έφτιαχναν σταυρό και στα τρία άκρα του σταυρού έ-
μπηχναν τρία μεγάλα κόκκινα μήλα. Λίγο πιο κάτω από το σταυρό κρεμούσαν
ένα λευκό πανί, 1x1,20 του μέτρου και την ώρα που το ετοίμαζαν τ’ αγόρια και
τα κορίτσια τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
Σήμερα γάμος γίνεται με γειες σας, με χαρές σας
και με καλές καρδιές σας.
Σήμερα στεφανώνεται ο αετός την περιστέρα,
τη στεφανο5νει ο Χριστός με το δεξί το χέρι.
Βάζει στεφάνι από φλουρί και τα κεριά ’σημένια
και το στέφανο μάντη λο αγνό μαργαριτάρι.
Σε σένα φλάμπουρα λευκέ και άγγελε του γάμου
δίνεις χαρά στους νιόπαντρους σ’ όλους τους συμπεθέρους.

Κατόπιν χόρευαν με το φλάμπουρα, που τον κρατούσε ψηλά αυτός που έ­


σερνε το χορό πρώτος. Σαν τελείωνε ο χορός κάρφωναν το φλάμπουρα στο

165
ψηλότερο μέρος του σπιτιού να κυματίζει χαρμόσυνα σαν σημαία και αγγελιο­
φόρος του γάμου, και στη συνέχεια οι κοπέλες ζύμωναν την κουλούρα της νύ­
φης και στο σπίτι της νύφης την κουλούρα του γαμπρού. Την κεντούσαν με πη-
ρούνι κάνοντας διάφορα σχήματά, συνήθως σταυρούς με λουλούδια και τρια­
ντάφυλλα, και την στόλιζαν με κουφέτα. Όταν την έψηναν και την ξεφούρνα-
γαν, την άλειβαν με κρόκο αυγού και με μέλι από το επάνω μέρος, για να είναι
γλυκιά η ζωή του γαμπρού και της νύφης, σαν το μέλι.

ΣΑΒΒΑΤΟ

Την παραμονή του γάμου άρχιζαν εντατικά οι μεγάλες ετοιμασίες στα σπίτια
των μελλόνυμφων. Έσφαζαν ζώα για να φάνε οι προσκαλεσμένοι, όπως ανα­
φέρει και το τραγούδι:
Θέλεις λεβέντη μ’ να χαρείς θέλεις να κάμεις γάμο
βάλε και σφάξε πρόβατα, κατσίκια και κριάρια
και βάλε πιάσε το χορό σε πέτρινο αλώνι,
να μαζευτούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες
νά ’ρθει κι η κόρη π’ αγαπάς για να τη στεφανώσεις.

Συγκέντρωναν μεγάλα καζάνια, μαχαίρια, κουτάλες (χλιάρες) μαγειρικής,


κουτάλια φαγητού, πιάτα, ποτήρια από τη γειτονιά και ό,τι άλλο απαραίτητο
για τα μεγάλα τραπέζια, όπου την επομένη θα παρακάθονταν όλο το πλήθος
των καλεσμένων αλλά και του συμπεθεριού. Ετοίμαζαν τα πάντα, ώστε με από­
λυτη τάξη να κυριαρχήσει η χαρά και το κέφι σε όλων τις καρδιές, γιατί η ημέ­
ρα του γάμου είναι εξαιρετική στη ζωή των ανθρώπων.
Για να λειτουργήσουν όμως όλα αυτά με τάξη έπρεπε να μοιραστούν οι αρ­
μοδιότητες σε υπεύθυνα πρόσωπα —όπως να οριστεί ο αρχιμάγειρας με τους
βοηθούς του, έμπειροι άνθρωποι στη μαγειρική, οι τραπεζοκόμοι και οι βοη­
θοί, οι υπεύθυνοι που θα παραλάμβαναν τα δώρα, ο υπεύθυνος για τη σειρά
και την τάξη στο τραπέζι και άλλος για τη σειρά του χορού, ο διευθύνων το συ­
μπεθερικό προς τη νύφη —, για να μην γίνει κάποια παράλειψη που μπορούσε
να δημιουργήσει δυσαρέσκειες και παρεξηγήσεις, που τη μέρα του γάμου δεν
επιτρέπονταν.
Με το σουρούπωμα άρχιζε η συγκέντρωση των καλεσμένων. Αφού στρώνο­
νταν το τραπέζι και όλα ήταν έτοιμα, θα ευλογούσε ο παπάς του χωριού, ευχό­
μενος πρώτος στους μελλονύμφους, οπότε συνεχίζονταν απ’ όλους οι εγκάρ­
διες ευχές «να μας ζήσουν και καλά στέφανα». Όταν έτρωγαν άρχιζαν τα κα­
θιστικά παραδοσιακά τραγούδια, που αποτελούν την προθέρμανση της ολονύ-
κτιας διασκέδασης. Πολλές φορές η μεγάλη χαρά των οικείων της νύφης συνο­
δεύονταν από δάκρυα χαρούμενης συγκίνησης.

166
Το Σάββατο βράδυ το γλέντι θα ήταν έντονο αφού θα έπαιρναν μέρος όλοι
οι γλεντζέδες, οι τραγουδιστές και οι χορευταράδες με το πλούσιο ρεπερτόριο
όλων των τραγουδιών της τάβλας και του χορού. Αποκορύφωμα της χαράς ή­
ταν οι αμέτρητοι πυροβολισμοί.
Αν ήταν καλοκαίρι ο χορός θα γίνονταν έξω στην αυλή του σπιτιού, διπλός
και τρίδιπλος, από άντρες, γυναίκες και παιδιά και το ξεφάντωμα θα κράταγε
ως την Κυριακή το μεσημέρι.
Αντίθετα, το γλέντι του γαμπρού γινότανε την Κυριακή μετά τα στέφανα
και στη συνέχεια το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί.
Τα γλέντια του γάμου γινότανε παλιότερα τραγουδώντας με το στόμα συνή­
θως, αργότερα όμως τις περισσότερες φορές με όργανα, κλαρίνα και βιολιά, ή
γραμμόφωνα.

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ

Από τα χαράματα της Κυριακής επικρατούσε πανηγυρική ατμόσφαιρα στο


σπίτι του γαμπρού. Ημέρα ξεχωριστή για τον γαμπρό η μέρα του γάμου, κι ό­
λοι στο σπίτι ετοίμαζαν την υποδοχή της νύφης.
Πρωί πρωί κατέφθαναν οι φίλοι του γαμπρού για το ξύρισμα. Αν ο καιρός
ήταν καλός το ξύρισμα γίνονταν στην αυλή του σπιτιού, αν όχι μέσα στη μεγά­
λη σάλα. Καθισμένος ο γαμπρός σε καρέκλα κρατούσε στα γόνατά του μια λε­
κάνη με νερό και οι παρευρισκόμενοι έριχναν παράδες για τον μπαρμπέρη.
Το αγόρι που θα ξύριζε τον γαμπρό έπρεπε να έχει μάνα και πατέρα, το
ξυράφι έπρεπε να είναι καινούργιο και η πετσέτα που θα σκούπιζε το ξυράφι
να είναι άσπρη και αφόρετη. Μόλις άρχιζε το ξύρισμα οι προσκεκλημένοι άρ­
χιζαν το τραγούδι:
Αργυρό χρυσό ψαλίδι κι ελεφάντινο ξυράφι,
σύρε αγάλια κι έλα ανάρια να μην κόψεις τον γαμπρό μας.
Κοίτα καλά μπαρμπέρη μας μην κόψεις τον γαμπρό μας.
Θα γείρει ράχες και βουνά θα τον γελάσουν τα χωριά
θα τον γελάσει ο πεθερός θα τον γελάσει η πεθερά.

Όλοι ευχότανε στο γαμπρό «ώρες καλές και καλά στέφανα». Μετά το ντύ­
σιμο του γαμπρού, ο ίδιος και μια ομάδα από συγγενείς πήγαιναν να φέρουν
το νουνό του, που αυτός θα στεφάνωνε τους μελλόνυμφους και αργότερα ο ί­
διος θα βάπτιζε και τα παιδιά που θα γεννιόνταν.
Για ν’ αλλάξει η κουμπαριά έπρεπε να υπάρχει σοβαρός λόγος και ο νου-
νός να δώσει με την ευχή του συγκατάθεση για να στεφανώσει άλλος το βαπτι-
στικό του. Με λίγα λόγια ο νουνός (κουμπάρος) ήταν το πιο επίτιμο πρόσωπο
στο γάμο.

167
Αντίθετα με τη φανερά χαρούμενη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι
του γαμπρού, στο σπίτι της νύφης, τις τελευταίες ώρες του χωρισμού, αδυνα­
τούσε η χαρά να εξουδετερώσει τη λύπη των γονέων και, όπως αναφέραμε πα­
ραπάνω, η μάνα της νύφης, κατά την (ύρα που τη στόλιζαν, έκλαιγε. Γι’ αυτό
και τα τραγούδια του αποχωρισμού είχαν ένα θλιβερό απόηχο μέσα στην με­
γάλη χαρά που γίνονταν και φανέρωναν τον καημό των γονέων αλλά και την
ανάγκη που αισθάνονταν η νύφη, αποχωρώντας απ’ τους γονείς, να ζητήσει, ως
φυλαχτό της νέας ζωής της, την ευχή τους, όπως τόσο αποκαλυπτικά μαρτυ­
ρούν τα παρακάτω τραγούδια :
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.
Ό σα πλουμπίδια νύφη μου έχει το φόρεμά σου
τόσα να είν’ τα χρόνια σου και τόσα τα καλά σου.
Έχεις μαλλιά χρυσόξανθα στις πλάτες σου ριγμένα
που τα χτενίζουν άγγελοι με του Θεού τα χτένια.
Ευχήσου με μανούλα μου να το ’χω φυλαχτό μου.
Με την ευχή παιδάκι μου και με της Παναγίας.
Ευχήσου με πατέρα μου να το ’χω φυλαχτό μου.
Με την ευχή παιδάκι μου και με της Παναγίας.

Νυφούλα μ’ ποιος σε στόλισε και σ’ ηύρα στολισμένη;


Μανούλα μου με στόλισε και είμαι στολισμένη.
Πατέρας μου με στόλισε .............................
Τ’αδέλφια μου με στόλισαν ........................

Αφήνω γεια στις φίλες μου και γεια στους χωριανούς μου.
Αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι,
το ’να να πίνει το πρωί, τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το πικρότερο να πίνει κάθε βράδυ.

Μανούλα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις,


όπως τα πότιζα κι εγώ, συχνά να τα δροσίζεις.

ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Τα παλιότερα χρόνια, ως το 1920, το στόλισμα της νύφης γίνονταν με παραδο­


σιακές στολές από ολοκέντητο νυφικό φόρεμα με κεντημένη χρυσαφιά ποδιά,
τσαρούχια κόκκινα με φούντες, στη μέση ζωσμένες με πολύ κεντητό ζωνάρι ή
με ασημένιες σκαλιστές συνθέσεις, που λεγότανε «κόπτσες». Το κεφάλι το
στόλιζαν με καλόγουστο κόκκινο φεσάκι, αργότερα όμως επικράτησε να φο­
ράνε χρωματιστή μαντήλα, με γύρω γύρω φρέζες χρωματιστές, τις λεγάμενες

168
«μπερμπίλες». Μετά το 1930 επικράτησε σιγά σιγά και στον τόπο μας το ευρω­
παϊκό φόρεμα, αρχικά σε χρώμα ροζ και αργότερα σε λευκό, το λεγόμενο «πέ­
πλο».
Οι στενοί συγγενείς της νύφης την ράντιζαν μ’ ένα κλωνάρι βασιλικό, την
στόλιζαν με τριαντάφυλλα αρωματικά, της τοποθετούσαν στη μέση ένα θερμό­
μετρο, της έβαζαν για ζώνη εσωτερική ένα κλωνάρι βάτου, ένα κομπόδεμα με
διάφορα φυλαχτά, θυμίαμα, αλάτι, κάποια μικρή εικονίτσα κλπ. για ν’ αποφεύ­
γονται τα μάγια.
Τα τελευταία χρόνια η νύφη στολίζεται με φόρεμα ολόλευκο και πέπλο, με
κεντητό λευκό στέμμα στο κεφάλι και μαλλιά άψογα χτενισμένα. Δεν της φο­
ράνε όμως παπούτσια γιατί σε λίγο θα καταφθάσουν οι απεσταλμένοι του γα­
μπρού για να της τα φορέσουν εκείνοι, κατά το έθιμο.
Ο γαμπρός, παλιότερα, φορούσε τσαρούχια και φέσι ή σκούφια. Αργότε­
ρα, από το 1920 και μετά, κοστούμι χοντρό μάλλινο, καλοφτιαγμένο στον αρ­
γαλειό, και σήμερα μαύρο κοστούμι με ύφασμα ευρωπαϊκό, παπούτσια σκαρ­
πίνια μαύρα, γραβάτα ή παπιόν και άσπρο πουκάμισο.
Ενώ στόλιζαν τη νύφη οι δικοί της έλεγαν το τραγούδι:
Ντύσου, στολίσου λυγερή, ντύσου, στολίσου κόρη,
για να φανείς με το γαμπρό ήλιος στο περιβόλι.
Ό λα τ’ αηδόνια ζήλεψαν και τραγουδούν κοντά σου
όλα λαλούσαν κι έλεγαν χαρά στην ομορφιά σου.
Έ χεις μαλλιά μεταξωτά στις πλάτες σου πλεγμένα
σ’ αυτόνε που αγάπησες τα ’χεις όλα δοσμένα.

Με την ολοκλήρωση της προετοιμασίας στα δύο σπίτια, ο γάμος έμπαινε


στην ουσιαστική τελετουργική διαδικασία. Στο σπίτι του γαμπρού στολίζονταν
με ιδιαίτερη φροντίδα τα άσπρα άλογα, που θ’ ανέβαιναν η νύφη κι ο γαμπρός,
με πλεχτές πουπουλένιες και χιονάτες μαντανίες, με φαρδιές πολύτεχνες δα­
ντέλες, που χάριζαν μια εντυπωσιακή φιγούρα. Κατάλευκα κεντητά μαξιλάρια
διακοσμούσαν τα σαμάρια των περήφανων αλόγων, που θα μετέφεραν τα νεό­
νυμφα, για να ζήσουν χαρούμενες κι άσπρες, σαν τ’ άλογα και τα στολίδια
τους, μέρες.
Στο λαιμό των αλόγων κρεμούσαν λευκά μαντήλια. Όλα έμοιαζαν σαν μια
λουλουδιασμένη όμορφη άνοιξη. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, όλοι οι συ­
μπέθεροι έπρεπε να έχουν ετοιμάσει ο καθένας και το δικό του άλογο ή μου­
λάρι, στολίζοντάς το με ό,τι καλύτερο στολίδι διέθετε, ώστε το συμπεθερικό να
εντυπωσιάζει στη διάβα του.
Αν η νύφη ήταν από το ίδιο χωριό, μόνο λίγα ζώα θα χρειάζονταν —του
γαμπρού, της νύφης, του κουμπάρου — και αν δεν είχαν πάρει τα προικιά, την
Παρασκευή που συνήθιζαν, άλλα τρία-τέσσερα ζώα για τα προικιά. Λίγο πριν
ξεκινήσει ο γάμος τραγουδούσαν και χόρευαν κρατώντας το φλάμπουρα:
Τι κάθεσαι βρε φλάμπουρα και δεν κινείς να φύγεις
’γω καρτερώ τον κυρ-νουνό και τον γαμπρό για νά ’βγει.

169
Και όταν πλέον ήταν όλα έτοιμα, καβαλίκευαν όλοι, έριχναν μερικές του-
φεκιές —σύνθημα ότι το συμπεθερικό ξεκινούσε για την νύφη— και συγχρό­
νως άρχιζε το τραγούδι. Μπροστά πήγαινε ο φλάμπουρας, που τον κρατούσε
ένα παιδί ψηλά να κυματίζει, και ακολουθούσε ένας που κρατούσε την στολι­
σμένη με λουλούδια και βασιλικό κόφα με το κρασί, που ήταν αγνό σταφυλί­
σιο. Μετά ερχόντουσαν τιμητικά οι νουνοί και στη συνέχεια ο γαμπρός, τον ο­
ποίο περιστοίχιζαν όμορφες καλλίφωνες συμπεθέρες και βλάμηδες τραγουδι­
στές, τραγουδώντας το τραγούδι:
Σαν ξεκινάει ο σταυραετός την πέρδικα να πάρει
σκύβει, φιλεί τα νύχια του, τα νυχοπόδαρά του.
Νύχια μου και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου
την πέρδικα που πιάσατε, φτερό να μην της βγάλετε,
θέλω την βάλω στο κλουβί, να μου λαλεί κάθε πρωί.

Και το τραγούδι:
Κίνησαν τα τσιαμόπουλα και τα καπετανόπουλα,
να παν στον πέρα μαχαλά που είν’ τα κορίτσια τα καλά.
Μας έπιασε ψιλή βροχή και μια μεγάλη ταραχή,
κράτα Θεέ μου τη βροχή, δώσε στο γάμο την ευχή.

Και όταν πλησίαζε το συμπεθερικό στο σπίτι της νύφης, τρία άτομα, οι λε­
γόμενοι «σχαριάτες», που είχαν οριστεί πρωτύτερα για το σκοπό αυτό, ξέκο-

Παραδοσιακό συμπεθερικό ξεκινάει για την νύφη

170
βαν απ’ το συμπεθερικό, καλπάζοντας με τ’ άλογά τους, έφθαναν νωρίτερα α­
πό τους άλλους στο σπίτι της νύφης, όπου τους υποδέχονταν εγκάρδια οι συ­
μπέθεροι από την πλευρά της νύφης, αλλάζοντας ευχές, πίνοντας κρασί, ο κα­
θένας από του άλλου την κόφα, έχοντας μαζί τους ένα δισάκι γεμάτο δώρα α­
πό τον γαμπρό για τη νύφη, την κουλούρα που είχαν ζυμώσει το βράδυ της Πα­
ρασκευής, παπούτσια, κάλτσες, καθρέφτη, ομπρέλα κλπ.
Έμπαιναν στο δωμάτιο της νύφης, η οποία τους φιλούσε το χέρι κι εκείνοι
της πρόσφεραν τα δώρα, κι ένα παιδί, που είχε μάνα και πατέρα, έριχνε στο έ­
να παπούτσι κρασί κι ένα νόμισμα και πότιζε τη νύφη, ώστε να είναι σ’ όλη της
τη ζωή γερή και σιδερένια, και της φορούσε τα νυφικά παπούτσια.
Πολλές φορές για να δημιουργήσουν κλίμα ευχάριστο, προσπαθούσαν να
της φορέσουν τα παπούτσια ανάποδα και αφού καλαμπούριζαν για λίγο, τελι­
κά της τα φορούσαν κανονικά και εύχονταν «με γεια» να τα φορέσει και καλο­
ρίζικα.
Συνηθισμένο ήταν και το έθιμο να γράφουν, κάτω από τα παπούτσια της
νύφης, τα ονόματά τους, ανύπαντρα κορίτσια επικαλώντας τη θεά τύχη να βοη­
θήσει να παντρευτούν γρήγορα. Επίσης, για να προμαντέψουν τον άντρα που
θα πάρουν, έβαζαν στην τσέπη του γαμπρού τρία κουφέτα και όταν τελείωνε η
τελετή τα έπαιρναν ξανά και τα ’βαζαν το βράδυ στο μαξιλάρι τους, με την ελ­
πίδα να δουν στον ύπνο τους τον σύντροφο της ζωής τους.
Οι σχαριάτες άφηναν την κουλούρα του γαμπρού και έπαιρναν της νύφης
και αφού μαντηλώνονταν απ’ τη νύφη με άσπρα χειρομάντηλα, τα οποία καρ­
φίτσωνε στα πέτα ή στο στήθος τους, άλλαζαν τις κόφες, άφηναν την δική τους
και έπαιρναν της νύφης και ξαναγύριζαν στο συμπεθερικό, που τους περίμενε
να δώσουν την κόφα με το κρασί της νύφης και να μεταφέρουν την είδηση ότι
όλα ήταν έτοιμα στο σπίτι της νύφης.
Έτσι τώρα πλησιάζοντας, ανασυνταγμένο πλέον το συμπεθερικό, στο σπίτι
της νύφης, άρχιζε να τραγουδά το επίκαιρο τραγούδι:
Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στη γειτονιά σου
χρυσά πλεξούδια σου ’φερα να πλέξεις τα μαλλιά σου
κι ένα χρυσό σταυρό να βάλεις στο λαιμό σου.
Οι άλλοι φιλούνε το σταυρό κι εγώ το μάγουλό σου
βάλε κρασί στο μαστραπά και φέρ’ το να το πιούμε.
Κι αν δεν το πιούμε την Κυριακή το πίνουμε τη Δευτέρα.
Βάλε τα παπουτσάκια σου κι έβγα στο παραθύρι,
να δεις το γάμο που ’ρχεται, να δεις τους συμπεθέρους,
να δεις και τον καλό γαμπρό πώς παίζει τ’ άλογό του.

Κι όταν τελικά το συμπεθερικό έφτανε στην αυλή της νύφης, εκεί γινόταν
μεγάλος χορός με το τραγούδι:
Φίλοι μ’ καλώς ορίσατε ροίδούλα ροίδούλα
κι εγώ καλώς σας βρήκα, Μάης με τα λουλούδια.
Κοπιάστ’ απάνω φίλοι μου ροίδούλα ροίδούλα

171
να φάμε και να πιούμε, Μάης με τα λουλούδια.
Δεν ήρθαμε για φάει, για πιεί, ροϊδούλα ροϊδούλα
ουδέ και για συμπόσια, Μάης με τα λουλούδια.
Μας είπαν πως ήσαν όμορφη, πως ήσαν μαυρομάτα
αλήθεια ’γω είμαι όμορφη, αλήθεια μαυρομάτα.

Φθάνοντας στο σπίτι της νύφης κι αφού όλοι κατέβαιναν απ’ τ’ άλογά τους,
ο γαμπρός εξακολουθούσε να είναι ακόμη καβάλα, περικυκλωμένος απ’ τις
συμπεθέρες, που του τραγουδούσαν το τραγούδι:
Γαμπρέ μας τι είσαι ρόδινος, γιατί είσαι ιδρωμένος
είναι χαρά ο γαμός σου, χιλιοτραγουδισμένος.

Πριν ξεπεζέψει έριχνε το μήλο, που είχε ασημένιο νόμισμα μέσα και ήταν
στολισμένο με λουλούδια στην κουνιάδα του, αν υπήρχε, ή στον κουνιάδο ή
στο ομορφότερο κορίτσι. Μόλις ξεπέζευε, αμέσως καβαλίκευε άλλος στο άλο­
γό του, από το σόι της νύφης, άρχιζε να το κοσεύει και για να κατέβει έπρεπε
να του δώσουν παράδες.
Μπαίνοντας το συμπεθερικό στο σπίτι, πριν δρασκελίσει την πόρτα ο γα­
μπρός, του πρόσφερε η πεθερά στο στόμα γλυκό του κουταλιού, βγαλμένο από
ένα ποτήρι, στολισμένο απ’ έξω με λουλούδια, κι εκείνος με τη σειρά του πρό­
σφερε στην πεθερά του ένα νόμισμα.
Όλο το συμπεθερικό του γαμπρού έπαιρνε θέσεις στο καλό δωμάτιο και α­
μέσως άρχιζε το κέρασμα. Οι συμπεθέρες μετά το κέρασμα έμπαιναν στο δω­
μάτιο όπου βρισκόταν η νύφη για να τη στολίσουν και άρχιζαν το τραγούδι.
Σήμερα είν’ άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα
σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.
Νυφούλα ποιος σε στόλισε και σ’ ηύρα στολισμένη
μάνα μου με στόλισε και είμαι στολισμένη.

Και όταν τελείωναν όλες οι διαδικασίες του στολίσματος και τα κεράσμα­


τα, πλέον ήταν όλοι έτοιμοι για την εκκλησία. Η σκηνή του χωρισμού ήταν η
πιο συγκινητική του γάμου. Η νύφη αποχαιρετούσε το πατρικό της σπίτι και
τους δικούς της και οι συμπεθέρες άρχιζαν το παραπονιάρικο τραγούδι:
Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις
όπως τα πότιζα κι εγώ κι εσύ να τα δροσίζεις.

Πατέρα που μ’ανάθρεψες σαν κλήμα στην αυλή σου


σήμερα φεύγω μακριά και δώσ’ μου την ευχή σου.

Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδυ


η μάνα μ’ μ’έδιωχνε μέσα απ’την αγκαλιά της
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα
φεύγω κλαίοντας φεύγω παραπονιώντας.

172
Γάμος με τον παραδοσιακό φλάμπουρα

Όλοι συγκινημένοι για τον αποχωρισμό έριχναν συνεχώς στα νεόνυμφα


ρύζι, που συμβολίζει πλοΰτη και ευτυχία σαν βροχή. Κατά την ώρα που γινότα­
νε η ακολουθία του στεφανώματος και στο σημείο κατά την ανάγνωση του
Αποστόλου που λέγει: «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» πάντα πρώτη και
γρήγορη η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού ώστε σ’ όλη τους τη ζωή να είναι
αυτός υποταγμένος στη σύζυγο.
Μετά το πέρας της ακολουθίας έβαζαν ένα μικρό παιδάκι και έκανε τρεις
γύρες ανάμεσα στα νεόνυμφα και τους χώριζε. Παλιότερα τα στέφανα γινότα­
νε και στο σπίτι της νύφης. Μετά τα στέφανα το νέο ζεύγος, ο νουνός και οι
γονείς, από τις δύο πλευρές, δεχότανε ευχές απ’ όλους τους προσκεκλημένους
του γαμπρού και της νύφης. Συνέχεια έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας
και έμπαιναν στο χορό.
Πρώτος τιμητικά θα έσερνε το χορό ο νουνός, με τον φλάμπουρα σηκωμέ-
νον ψηλά, μετά η νύφη, και στη συνέχεια ο γαμπρός και οι γονείς του γαμπρού
και της νύφης. Όλων τα μάτια ήταν, εκείνη τη στιγμή, στραμμένα στα νεόνυμ­
φα, τα καμάρια των γονέων, που τα ανάθρεψαν με τόσες θυσίες και αξιώθη­
καν να τα δούνε στην ψηλότερη κοινωνική τους δημιουργία, τον γάμο, που τον
ευλόγησε και ο ίδιος ο Θεός.
Τους φαινόταν πως άνοιξαν οι ουρανοί, πως έλαμπε ο ήλιος περισσότερο
εκείνη την ώρα. Όλοι οι συγγενείς και συγχωριανοί, την ώρα που η νύφη χό­
ρευε μπροστά, κερνούσαν χρήματα και τα καρφίτσωναν στο πέπλο της. Αν το
συμπεθερικό ήταν από ξένο χωριό, μετά τα στέφανα επανέρχονταν στο σπίτι

173
της νύφης για φαγητό αλλά αν ήταν από το ίδιο χωριό κατευθύνονταν στο σπίτι
του γαμπρού, μ’ ένα επιπλέον άτομο τώρα, την νύφη.
Οι γονείς της νύφης, στην πόρτα του σπιτιού ή της εκκλησίας, παρέδιδαν τη
νύφη στον γαμπρό, αφού πρώτα ο πατέρας της, έζωνε τον γαμπρό στη μέση μ’
ένα άσπρο ζωνάρι και τον χτυπούσε χαϊδευτικά στο μάγουλο για να «πονάει»
το σπίτι. Ο γαμπρός, με τη σειρά του, του φιλούσε το χέρι και τον κέρναγε λίγα
χρήματα.
Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια των γονέων και ιδιαίτερα της μάνας για τον
χωρισμό της κόρης, έστω κι αν αυτός ήταν φυσιολογικός και χαρούμενος. Τότε
ο πατέρας της νύφης παρέδιδε τη νύφη στο γαμπρό λέγοντας: «χάίρ να δείτε, ν’
ασπρίσετε και να γεράσετε σαν τον Όλυμπο» και οι συμπέθεροι άρχιζαν το
τραγούδι:
Να μην σας κακοφαίνεται που ’ρθαμε στο χωριό σας
εμείς τη νύφη παίρνουμε και το χωριό δικό σας.

Όταν ξεκινούσαν πλέον να φύγουν για το σπίτι του γαμπρού, άρχιζαν όλοι
μαζί το τραγούδι:
Ή ρ θ’ ο καιρός, γεια σ’ Παγώνα μου, ήρθ’ ο καιρός
να φύγουμε στο σπίτι μας να πάμε.
Αντέτε και αντέτε και μη μας χασομεράτε
και τη νύφη τυραννάτε.
Χαιρέτα τον πατέρα σου, χαιρέτα τη μανούλα σου
και όλους τους δικούς σου.
Έχουμε στράτα αλαργινή και μη μας πιάσ’ καμιά βροχή.
Δώσ’ μου μανούλα μ’ την ευχή φεύγω μακριά από σένα.
Οαλή παιδάκι μου με γεια σου με χαρά σου
και στο σεράγι που θα πας χρυσά να βρεις στρωμένα
χρυσή να ’ναι η στράτα σου μετάξι να ’ν’ το βιος σου.

"Υστερα βοηθούσαν τη νύφη να καβαλικέψει το άλογο, που ήταν ειδικά ε­


τοιμασμένο γι’ αυτήν, κρατώντας στο χέρι ένα όμορφο λευκό σακκουλάκι με
κουφέτα, για να ρίχνει στο πέρασμά της στους θαυμαστές του γάμου κι εκείνοι
με τη σειρά τους έριχναν συνεχώς ρύζι και την ώρα που ξεκινούσαν έλεγαν το
τραγούδι:
Πατέρα που μ’ ανέθρεψες σαν κλήμα στην αυλή σου
σήμερα φεύγω μακριά και δώσ’μου την ευχή σου.

Και μην σας κακοφαίνεται που ’ρθαμε στο χωριό σας


εμείς τη νύφη πήραμε και το χωριό δικό σας.

Σαν έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού, προτού ξεπεζέψουν, έλεγαν το τρα­
γούδι:
Έ βγα μανούλα του γαμπρού και πεθερά της νύφης,

174
να δεις το γάμο που ’ρχεται, να δεις τους συμπεθέρους,
να δεις το γιο σου που ’ρχεται τη νύφη που σου φέρνει,
σαν άγγελος με τα λευκά, σαν το φεγγάρι λάμπει.

Η νύφη εξακολουθούσε να παραμένει καβάλα ρίχνοντας συνεχώς κουφέτα


και να προσκυνάει χαμογελαστή, κρατώντας στο χέρι ένα μήλο κόκκινο, που
είχε μέσα ένα ασημένιο νόμισμα, για να το ρίξει στην κουνιάδα, αν είχε, ή
κουνιάδο, διαφορετικά σε μια κοπέλα. Τότε ο κουνιάδος έπιανε το άλογο και
το έφερνε τρεις γύρες, ενώ οι συμπεθέρες άρχιζαν το τραγούδι:
Καμαρώνω, καρτερώ τον πεθερό μου.
Καρτερά) τον πεθερό μου να μου τάξει το προικιό μου.

Πλησίαζε τότε ο πεθερός και φωναχτά για ν’ ακούσουν όλοι του συμπεθε-
ριακού, έταζε στη νύφη, κατά την επικρατούσα συνήθεια, ένα χωράφι, ένα
ζώο, ένα μελίσσι ή κάτι άλλο κατά την δυνατότητα. "Υστερα από το τάμα η νύ­
φη προσκυνούσε τρεις φορές και ακουμπούσε τα χέρια της πάνω στον ώμο του
πεθερού της κι εκείνος την βοηθούσε να κατέβει από το άλογο. Στη συνέχεια
οδηγούσαν τα νεόνυμφα προς την πόρτα του σπιτιού, όπου η πεθερά τους περί-
μενε να τους καλωσορίσει και να τους προσφέρει γλυκό, φορώντας απαραίτη­
τα τη στιγμή εκείνη άσπρο μαντήλι στο λαιμό για να είναι και ο βίος των νιό­
παντρων λευκός και ευτυχισμένος.
Τότε η νύφη έσκυβε ντροπαλά και προσκυνούσε τρεις φορές και της φιλού­
σε το χέρι και η πεθερά την έβαζε να πατήσει επάνω σε ένα σιδερένιο αντικεί­
μενο με το δεξί το πόδι. Πριν ακόμη τα νεόνυμφα δρασκελίσουν το κατώφλι
της πόρτας, ένα παιδί με μαχαίρι, έκοβε κάτω χαμηλά μια κληματόβεργα και
έλεγε: «Κόβω κόβω». «Τι κόβεις;» τον ρωτούσαν οι άλλοι και απαντούσε:
«Την ζάντζα της νύφης και τα χούγια της πεθεράς».
Με αυτό ήθελαν να δείξουν, ότι οι νεόνυμφοι έπρεπε να αποβάλουν τυχόν
ελαττώματα που είχαν ως τώρα. Την ίδια ώρα η νύφη έκανε πάνω από την
πόρτα του σπιτιού, σταυρό με βούτυρο που της είχε δώσει η πεθερά και έμπαι­
νε οριστικά στο καινούργιο γι’ αυτήν σπίτι με το δεξί πόδι, για αιώνιο γούρι, ε­
νώ οι άλλοι γύρω τραγουδούσαν:
Πάτα πάτα περδικούλα στου γαμπρού την πορτούλα
στον καλού γαμπρού τα σπίτια που δασιά είν’ σαν κυπαρίσσια,
να τ’ αραίψουμε λιγάκι να διαβεί γαμπρός και νύφη
για να μπουν στ’ αρχονταρίκι.

Επίσης της έδιναν μια νυφιάτικη κουλούρα ψωμιού την οποία έσπαζε στο
κεφάλι της, σπίτι σύμβολο για πλούσιο αντρόγυνο, χορτάτο από ψωμί και άλ­
λες πλούσιες σοδειές. Μόλις έμπαιναν στο δωμάτιο είχαν ετοιμασμένα καθί­
σματα για τα νεόνυμφα, στρωμένα στα λευκά, ώστε να είναι λευκός και ο βίος
τους. Αμέσως έβαζαν στην ποδιά της νύφης ένα μικρό αγόρι, σαν γούρι, για να
γεννήσει το πρώτο της παιδί αγόρι.

175
Η νύφη χαΐδευε το μικρό και του χάριζε ένα μικρό φιλοδώρημα, που συνή­
θως ήταν ένα κεντητό καλοφτιαγμένο σακκοΰλι, με διάφορα δώρα μέσα. Όλοι
λέγανε ευχές στα νεόνυμφα «ν’ ασπρίσετε, να γεράσετε, η χαρά ποτέ να μην
σας λείψει από το σπίτι σας», «καλορίζικοι και καλότυχοι», «να ζήσετε σαν τα
ψηλά βουνά» κλπ. Στην νύφη ιδιαίτερα έλεγαν: «Πέντε αγόρια και μια τσού­
πρα», δηλαδή ένα κορίτσι, και συνέχεια έλεγαν το τραγούδι:
Νυφούλα καλωσόρισες εδώ στ’ αρχοντικό σου
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σα δέντρο να ριζώσεις
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν’ ανθίσεις να καρπίσεις,
να κάνεις γιους μαλάματα τσιούπρες μαργαριτάρια.

Σαν νύχτωνε μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού όλοι οι προσκεκλημένοι


για να φάνε και να γλεντήσουν ως το πρωί. Ακόμη ερχότανε και από το σόι της
νύφης, πέντε, επτά, εννιά, έντεκα ή και περισσότερα άτομα, για να συνοδεύ­
σουν τη νύφη στο νέο περιβάλλον και να παραβρεθούν στο γλέντι που ήταν
κοινή χαρά και για τις δύο πλευρές.
Αν τυχαία υπήρχαν κάποιοι ξένοι στο χωριό, τους προσκαλούσαν να λά­
βουν μέρος στη χαρά. Ο χορός συνεχιζόταν μέσα κι έξω, αν ο καιρός ήταν κα­
λός, ώσπου να ετοιμαστεί το τραπέζι που στρώνονταν στο μεγαλύτερο δωμάτιο
που ήταν τα νεόνυμφα και οι επίσημοι —οι νουνοί, οι γονείς των νεονύμφων,
οι προσκεκλημένοι συμπέθεροι, οι τυχόν ξένοι, ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο πα­
πάς του χωριού, ο αστυνόμος κλπ..
Επειδή ο χώρος ήταν πάντα μικρός και ο κόσμος πολύς, τραπέζια στρώνο­
νταν και στη σάλα, στα άλλα δωμάτια, στην κουζίνα, ακόμη και έξω. Παλιότε-
ρα δεν χρησιμοποιούσαν τραπέζια, έστρωναν χάμω στο πάτωμα του δωματίου
και καθότανε γύρω γύρω σε ξύλινα μικρά στρουμπιά ή τάβλες.
Αργότερα, μετά το 1940, άρχισαν να χρησιμοποιούνται τεχνικά ψηλά καθί­
σματα και τραπέζια φτιαγμένα σε πάγκους αναπαυτικά και ευρύχωρα. Για
πιάτα, ως το 1920, χρησιμοποιούσαν τις λεγόμενες μισούρες (πήλινα βαθιά
πιάτα), ξύλινες καυκιές και χάλκινα καπάκια.
Όλοι οι καλεσμένοι θα έφερναν τα δώρα τους, τα λεγάμενα πεσκέσια, κου­
λούρες καθάριες από διαλεγμένο ντόπιο σιτάρι, καλοφτιαγμένες με ξεχωριστή
φροντίδα, κεντημένες και ψημένες με τέχνη στη γάστρα. Κρέατα ψητά στη
σούβλα και στη γάστρα, κότες νόστιμες, πίττες καλοφτιαγμένες με βούτυρο και
τυρί, δεν έλειπε ποτέ το σπληνάντερο, το κοκορέτσι για μεζέδες καθ’ όλη τη
διάρκεια τηςνύχτας. Κρασί σε κόφες, νταμιζάνες και μπουκάλια. Γλυκά διάφο­
ρα, αγνά, χωριάτικα, όπως παντεσπάνι με φρέσκα αυγά, κουραμπιέδες, μπα­
κλαβάδες κλπ.. Πέρα όμως απ’ τα δώρα, στην κουζίνα του γαμπρού, σε μεγάλα
καζάνια, μαγειρεύονταν από έμπειρους μαγείρους, άφθονα εκλεκτά κρέατα,
συνήθως στιφάδο με πατάτες ή μακαρόνια, για να φάνε πάνω από διακόσια ά­
τομα.
Τα τραπέζια θα στρώνονταν με καθαρά τραπεζομάντηλα, από μια επίλεκτη
στρατιά κοριτσιών και αγοριών, που έκαναν τους τραπεζοκόμους με απόλυτη

176
τάξη και όταν όλα ήταν έτοιμα, ο διευθΰνων το γάμο έδινε εντολή στον παπά
να ευλογήσει το τραπέζι και συνέχεια δίνονταν ευχές απ’ όλους προς τους νεό­
νυμφους, τους γονείς και τους παρευρισκόμενους και άρχιζε το φαγοπότι.
Προσκεκλημένοι στο γάμο και στο τραπέζι θα ήταν, αν υπήρχαν, ντόπιοι
οργανοπαίχτες ή και από γειτονικά χωριά, για να φέρουν το κέφι και τη ζω-
ντάνεια στο γάμο. Μετά το φαγητό θα έπαιζαν καθιστικά τραγούδια του γά­
μου, που αναφέρονται στον αποχωρισμό της νύφης από το πατρικό της σπίτι,
στην ομορφιά της σαν νεράιδα και την αξιοσύνη της, καθώς και για την περη-
φάνεια του γαμπρού και τη λεβεντιά που τον διέκρινε.
Επίσης αφιέρωναν οι τραγουδιστάδες στα πεθερικά, στο νουνό, που πρώ­
τος θα έδινε το σύνθημα να σηκώσουν όλοι τα ποτήρια και να ευχηθούν να εί­
ναι καλορίζικο το νέο ζευγάρι. Όπου δεν υπήρχαν παλιότερα κλαρίνα και βιο­
λιά, το γλέντι γίνονταν τραγουδώντας οι καλεσμένοι με το στόμα. "Υπήρχαν σε
κάθε χωριό τραγουδιστές και γλεντζέδες άντρες και γυναίκες, που εξυπηρε­
τούσαν εξαίρετα τους γάμους και σε παραδοσιακό χαρακτήρα. Όταν τελείωνε
το φαγητό άρχιζαν το καθιστικό τραγούδι:
Σε τούτο το σπίτι που ’μαστέ σε τούτο το τραπέζι
τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
και την Κυρά την Παναγιά τη διπλοπροσκυνάμε,
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο να δω τι έχει μέσα.

Τρία χρυσά γαρύφαλλα σ’ ένα ’σημένιο τάσι


τ’ αντρόγυνο που έγινε ν’ ασπρίσει να γεράσει
να κάνει γιους μαλάματα, τσούπρες μαργαριτάρια.

Τρία κοράσια μας κερνούν και τρεις μπερμπιλωμάτες


μία κερνάει με το γυαλί κι άλλη με το κρυστάλλι
η τρίτη η καλύτερη μ’ ένα ’σημένιο τάσι.
Κέρνα μας κόρη μ’ κέρνα μας ως το πρωί να φέξει
ώσπου να βγει ο αυγερινός να πάει η πούλια γιόμα.

Στο μεγαλύτερο διάστημα της νύχτας η νύφη έμενε όρθια και προσκυνούσε
βάζοντας το δεξιό χέρι στο στήθος και λυγίζοντας σιγά σιγά τη μέση προς τα ε­
μπρός και πίσω πάλι ξανάρχονταν στη θέση της. Με τέτοια εντυπωσιακή ατμό­
σφαιρα, με τα πλούσια φαγητά και τα τόσο ωραία κρασιά, δεν αργούσε να
φουντώσει το μεράκι και το κέφι για χορό.
Κάθε φορά που έσερνε κάποιος το χορό, η νύφη τιμητικά προσκυνούσε
τρεις φορές, σε ένδειξη σεβασμού προς τους καλεσμένους που συμμετείχαν
στη χαρά της. Πρώτος θα έσερνε το χορό ο νουνός, θα τον κρατούσε η νύφη, α­
κολουθούσε ο γαμπρός, οι γονείς του γαμπρού και οι συγγενείς της νύφης, που
ακολούθησαν το βράδυ ως προσκεκλημένοι του γαμπρού και στη συνέχεια άλ­
λοι συγγενείς.
Στον νουνό πάντα τιμητικά λέγανε το τραγούδι:

177
Απ’ την πόλη κι ως τις Σέρρες τέτοιον κυρ-νουνό δεν είδα,
τέτοιον αετό, τέτοιον πετρίτη, τέτοιον καστροπολεμίτη.
Μες τα κάστρα πολεμάει για να βρει να στεφανώσει,
δυο κορμάκια ν’ ανταμώσει.

Και μετά έρχονταν η σειρά της νύφης, την κρατούσε ο κουμπάρος και λέγα­
νε το τραγούδι:
Σαν μπήκε η νύφη στο χορό πώς σιέται πώς λυγίζεται
κι απ’ το φλουρί δεν φαίνεται.
Κι απ’ το καμάρι το πολύ, σαν ήλιος σαν ανατολή
πάντα να ’ναι τιμημένη κι απ’ το Θεό ευλογημένη.

Την ώρα που η νύφη χόρευε, τα μάτια όλων ήταν συγκεντρωμένα επάνω
της, για να παρακολουθήσουν την ομορφιά της και την χορευτική της επιδεξιό-
τητα. Εκείνη με σεμνοπρέπεια χόρευε σαν νεράιδα, με όλη τη χάρη που διέθε­
τε, στην ευτυχέστερη ώρα της ζωής της. Εκείνη την στιγμή θα έπεφταν μερικές
παταριές, πυροβολισμοί και έφθανε η χαρά του γάμου στο αποκορύφωμά της.
Στη συνέχεια θα χόρευε ο γαμπρός, με την λεβέντικη κορμοστασιά του, πε­
ρήφανος, επιβλητικός και καμαρωτός σαν κυπαρίσσι. Θα χόρευε κι αυτός με
τη σειρά του τον καλύτερο χορό της ζωής του με το εξής τραγούδι:
Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι
κι η κόρη που τον αγαπά κι η κόρη που τον θέλει
με το μάτι τον πατά και με τα χείλη λέει:
Πού ’σαν εψές λεβέντη μου, πού ’σαν πρσψές το βράδυ
Εψές ήμουν στη μάνα μου, προψές στην αδελφή μου
κι απόψε στο σπιτάκι σου θα ’ρθω στην αγκαλιά σου.

Μετά θα χόρευαν οι γονείς του γαμπρού, οι συγγενείς της νύφης και όλοι
οι προσκλεκλημένοι με τη σειρά τους που θα τους κρατούσε όλους η νύφη και
ο γαμπρός. Σε ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα προσφέρονταν μεζέδες, κρέας,
κρασί και γλυκά που ανανέωναν τις ευχές προς τα νιόπαντρα και ο κύκλος του
γλεντιού κορυφωνόταν όσο η νύχτα πλησίαζε προς το τέλος της.
Τελευταία έκλεινε με το κέρασμα από το κανίστρι του νουνού, που θα ήταν
γεμάτο από ψητό κρέας, θα συνοδευόταν με κρασί, με κεντητή αφράτη νόστιμη
προβέντα ψωμιού, με διάφορα γλυκά του ταψιού, από τα οποία θα έπαιρναν ό­
λοι με τη σειρά, να τσουγκρίσουν τα ποτήρια και να τους ευχηθούν εγκάρδια
«Να ζήσουν τα κουμπαρούδια που αντάμωσε και να γίνουν καλορίζικα». Τότε
όλοι μαζί άρχιζαν το τραγούδι.
Του νουνού μας το γιομάτο δώσ’ του μια να πάει κάτω
για να βρει κορφή και πάτο.
Κι όποιος λέει πως δεν το πίνω, μέσα στάλα δεν αφήνω,
πιες το φίλε μ’ πιες το και ξαναγέμισέ το.

Και το κεφάτο γλέντι συνεχιζόταν ως το πρωί γιατί έπρεπε να χορέψουν ό-

178
λοι, μικροί και μεγάλοι, για να χαροΰν όλοι μαζί το γάμο, που θεωρείται μια
ιερή τελετή, αφού ενώνει στη ζωή δύο νέους ανθρώπους που θα αποτελέσουν
μια καινούργια οικογένεια.
Και μόλις η χαραυγή της Δευτέρας εμφανιζόταν, η νύφη θα κερνούσε ό­
λους γλυκό και καφέ, για να τονωθούν από το κουραστικό ολονύχτιο γλέντι
και να ευχηθούν για μια ακόμη φορά τους νεόνυμφους, και οι καλεσμένοι συγ­
γενείς της νύφης θα αποχαιρετούσαν τα νιόπαντρα, τους συμπεθέρους και θα
έφευγαν.
Τώρα ήταν η ώρα για το ξεσάκκιασμα των προικιών, που μεταφέρονταν
στη μέση του δωματίου, τα μπαούλα ή φορτσιέρα, όπως τα λέγανε, καλοφτιαγ-
μένα από ειδικούς τεχνίτες, βαμμένα και κεντημένα, με κατάλληλη ψιλή λαμα­
ρίνα, που είχαν μέσα καλοσιδερωμένα και τοποθετημένα ενδύματα, εσώρουχα
κεντητά και πλεχτά με τέχνη, τραπεζομάντηλα, σεντόνια, πετσέτες, κάλτσες,
φορέματα διάφορα και όλα τα απαραίτητα για μια νέα οικογένεια.
Ένα ένα τα ’βγαζε κάποια γυναίκα προσεκτικά και τα έδειχνε στους συ­
μπεθέρους, οι οποίοι εκτιμούσαν τις ικανότητες της νύφης, ανάλογα με την
ποιότητα και ποσότητα των προικιών. Μετά ανοίγονταν τα μπαλότα, ραμμένες
μαντανίες, που είχαν μέσα καλοδιπλωμένα, με γυναικεία τέχνη, τα χονδρά
προικιά, όπως φλοκάτες, ταπάκια, βελέτζες καραμηλωτές, τσόλια χοντρά μάλ­
λινα και άλλα από τραγόμαλλο, μαντανίες, σακκιά χοντρά για γεωργικές μετα­
φορές, τρουβάδια με παραδοσιακή τέχνη, δισάκια κεντημένα, χοντρά μάλλινα
φορέματα, τρούμπες μάλλινων υφασμάτων, μικρά σακκούλια κεντητά, ποδιές
διαφόρων τύπων και ένα πλήθος άλλα πλεκτά και υφαντά, όλα απαραίτητα για
μια νέα οικογένεια.
Πολλές φορές ήταν τόσα τα προικιά, που η χρυσοχέρα νύφη αργότερα, σαν
μάνα, τα χρησιμοποιούσε μερικά για προικιά στα κορίτσια της. Όλα τα στοί­
βαζαν σ’ έναν σωρό στη μέση του δωματίου και έριχαν συνεχώς ρύζι, για να εί­
ναι καλορίζικα και έλεγαν ευχές «Να τα φορέσετε, με γεια» και συνέχεια άρ­
χιζε χορός γύρω από τα προικιά και τραγουδούσαν:
Με γεια και καλορίζικα πάντα να τα φοράτε
χαρούμενοι μες στη ζωή πάντα να περπατάτε.

"Υστερα από το ξεσάκκιασμα απέμενε ακόμη και η τελευταία υποχρέωση,


να πάνε τη νύφη στη βρύση, με συνοδεία όλων των προσκεκλημένων του γα­
μπρού, τραγουδώντας και σαν έφταναν, έριχνε μερικά νομίσματα στην πέτρινη
κούπα για να τρέχει η προκοπή συνεχώς σαν το νερό της βρύσης και αφού γέ­
μιζε την ξύλινη φιτσέλα με νερό ξαναγυρνούσαν στο σπίτι.
Μετά θα μαντήλωνε τον νουνό και τους αποκλειστικούς συγγενείς του γα­
μπρού. Στον νουνό θα δώριζε πουκάμισο, κεντητό, τρουβά, τσουράπια κλπ.,
στους άλλους τσουράπια, χειρομάνδηλα, τρουβάδες κλπ.
Στις γυναίκες μαντήλια κεφαλιού, κάλτσες, ποδιές. Σε όλους προσκυνούσε,
τους φιλούσε το χέρι και τους έβαζε στον ώμο τους τα δώρα. Κι εκείνοι με τη
σειρά τους της χάριζαν ανάλογα ένα χρηματικό ποσό.

179
Η νύφη και ο γαμπρός την πρώτη εβδομάδα δεν απομακρύνονταν απ’ το
σπίτι. Ο γαμπρός βέβαια πήγαινε ως τα μαγαζιά για να κεράσει τους χωρια­
νούς, να τον ευχηθούν για τη μεγάλη χαρά. Ειδικότερα η νύφη, ακόμη ντροπα­
λή και απροσάρμοστη στο νέο περιβάλλον, ασχολούνταν με την καθαριότητα,
έστρωνε τα προικιά της για να φαίνεται λουλουδάτο το σπιτικό με το ερχομό
της νύφης σ’ αυτό.
Στα μισά της εβδομάδας, θα έπλεναν μαζί με την πεθερά της, στη βρύση ή
στο ποτάμι, αν ήταν κοντά, τα χοντρά υφαντά που χρησιμοποιήθηκαν στο γάμο
για στρωσίδια, τσόλια, κουβέρτες κλπ.

ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ

Η πρώτη επίσημη έξοδος των νιόπαντρων ήταν τα γνωστά γυρίσματα ή «πι­


στρόφια», δηλαδή η επίσκεψη στο πατρικό σπίτι της νύφης το επόμενο Σαββα­
τόβραδο, που πήγαιναν μαζί με τα πεθερικά, τα κουνιάδα και ορισμένους στε­
νούς συγγενείς του γαμπρού.
Τους καλούσαν οι δικοί της από δυο-τρεις ημέρες πρωτύτερα. Έτσι τα νιό­
παντρα και οι άλλοι συνοδοί αποτελούσαν το Σάββατο το βράδυ μια χαρούμε­
νη πομπή. Με εγκάρδια χαρά τους υποδέχονταν στην αυλή οι γονείς της νύφης,
τους καλωσόριζαν, τους χαιρετούσαν με φιλιά και αγάπη, η νύφη φιλούσε τα
χέρια των γονέων και όλων των παρισταμένων.
Η επίσκεψη αυτή ξαναζωντάνευε τη χαρά της μάνας μετά τον αποχωρισμό
της κόρης της. Τους έβαζαν να κάθονται κατά σειρά ηλικίας, τους σερβίριζαν
ποτά με μεζέδες και σε λίγο έστρωναν το τραπέζι, έκαναν το σταυρό τους με
αρχή τον πατέρα της νύφης, ακολουθούσαν οι συνηθισμένες ευχές και άρχιζε
το φαγοπότι.
Μετά το φαγητό άρχιζαν τα τραγούδια της τάβλας πρώτα και συνέχεια άρ­
χιζαν το χορό που συνεχίζονταν ως το πρωί. Την Κυριακή το πρωί πριν αναχω­
ρήσει η πομπή του γαμπρού για την επιστροφή στο σπίτι τους, συνήθιζαν να
πηγαίνουν —αφού πρώτα προσκαλούνταν — σε ορισμένα συγγενικά σπίτια της
νύφης, όπου εκτός από τα καθιερωμένα γλυκά που πρόσφεραν σ’ όλους, την
νύφη την άσπριζαν με διάφορα δώρα, που τα ’λεγαν «ασπρίσματα», δηλαδή έ­
να άσπρο πιάτο, ένα φλυτζάνι, έναν δίσκο, μια τουλούπα μαλλί άσπρο ή μια
κότα άσπρη, που συμβόλιζαν την καλή γονιμότητα.

180
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΙΟΠΑΝΤΡΩΝ

Το επόμενο Σαββατόβραδο οι οικείοι της νύφης, γονείς, αδέλφια και λίγοι α­


κόμη συγγενείς —μπαρμπάδες, ξαδέλφια— ανταποδίδουν τα γυρίσματα, πη­
γαίνοντας στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα τύχουν της πρώτης, μετά το γάμο,
ζεστής φιλοξενίας και θα γλεντήσουν επίσης όλη τη νύχτα.
Την Κυριακή το πρωί η πεθερά θα συνοδέψει τα νιόπαντρα στην εκκλησία
για να εκκλησιαστούν, αφού οι αρχές των παλιοτέρων ήταν κρυστάλλινες και
εκείνο το «από Θεού άρξασθε» ήταν βασικό ξεκίνημα για μια νέα οικογένεια.
Έπρεπε να πάρουν πρώτα απ’ όλα την ευλογία της εκκλησίας.
Η νύφη μόλις έμπαινε στην εκκλησία συνηθίζονταν να ρίχνει μερικά νομί­
σματα διάσπαρτα στο δάπεδο. Στο τέλος της λειτουργίας η πεθερά τοποθετού­
σε τη νύφη στην πόρτα της εκκλησίας, ώστε εξερχόμενοι οι εκκλησιαζόμενοι
χαιρετούσαν τους νεόνυμφους
Η νύφη πάντα προσκυνούσε και φιλούσε ανεξάρτητα τα χέρια όλων, δέχο­
νταν συνεχώς ευχές για καλή προκοπή και καλή σταδιοδρομία. "Υστερα θα πή­
γαιναν προς το ιερό να τους ευλογήσει ο παπάς και να τους διαβάσει την ευχή
του Θεού, που θεμελιώνει καινούργια σπίτια.
Μετά θα έκαναν και μερικές επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια του γαμπρού,
για να γνωριστούν με τη νύφη καλύτερα και τους χάριζαν τα ίδια δώρα που α­
ναφέραμε πιο πάνω. Όλοι οι νιόπαντροι της χρονιάς, υποχρεούνταν κατά τη
συνήθεια του τόπου, να εξασφαλίσουν τις βάιες, που θα μοιράζονταν στους εκ-
κλησιαζόμενους την Κυριακή των Βάίων, γιατί το θεωρούσαν ευλογία του Θε­
ού που θα έστρωνε τη ζωή τους με ευτυχία. Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε περί­
που ως το 1975.
Την ημέρα του Πάσχα που γίνονταν κοινό, απ’ όλους τους χωριανούς, γλέ-
ντι, τα νιόπαντρα θα χόρευαν τιμητικά στο προαύλιο της εκκλησίας. Ας ανα­
φερθεί για την ιστορία πως κάποτε στον Άι-Γιώργη της Νεράιδας, τα παλιότε-
ρα χρόνια, γύρω στο 1900, ενώ χόρευε μια όμορφη νυφούλα και έσερνε καμα­
ρωτή το χορό, κακιά της μοίρα, την ώρα εκείνη, κόπηκε το κουμπί που κρατού­
σε τη βαριά μάλλινη, της εποχής εκείνης, φούστα, στη μέση της και έπεσε, οπό­
τε νιώθοντας ότι έγινε γέλωτας στο πλήθος, έπαθε ακαριαίος συγκοπή και πέ-
θανε κρατώντας το μαντήλι του αγαπημένου της συζύγου.
Τέτοιο ήταν το ήθος και η σεμνότης των ανθρώπων παλιότερα εν αντιθέσει
με τη σημερινή εποχή που γίνεται προκλητικά επίδειξη γυμνότητος.

ΤΑ ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Επειδή τα παλιότερα χρόνια βασική προϋπόθεση για την παντρειά ενός κορι-

181
τσιού, πέρα απ’ την προίκα, ήταν η τιμή, τα παραστρατημένα κορίτσια, που δύ­
σκολα παντρεύονταν στο χωριό τους, σαν κοινωνικά και ηθικά καταδικασμένα
απ’ τις φαρμακερές και φιδίσιες γλώσσες των γυναικών, προκειμένου να πα­
ραμείνουν στο ράφι ανύπαντρα αναγκάζονταν να παντρευτούν στα καμποχώ-
ρια. Την εποχή εκείνη ο κάμπος θεωρούνταν ως τόπος εξορίας τιμωρημένων,
καθ’ ότι ήταν πολύ υποβαθμισμένος τόσο από απόψεως μέσων συντήρησης όσο
και από απόψεως υγείας.
Με βουβάλια και βόδια καλλιεργούσαν κι εκεί τα παλιότερα χρόνια και με
το δρεπάνι θέριζαν μέσα στο κάμα του κάμπου. Οι πολλοί βαλτότοποι αποτε­
λούσαν τις κατάλληλες και γόνιμες εστίες για τον πολλαπλασιασμό των κου-
νουπιών. Η ελονοσία αποτελούσε μόνιμη απειλή για την υγεία των καμπίσιων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πέθαιναν από ελονοσία.
Ακόμη και τα νερά απ’ όπου υδρεύονταν, από τις γνωστές τουλούμπες και
τα ποτάμια, ήταν εντελώς ακατάλληλα και γεμάτα επικίνδυνα μικρά σωματίδια
και επιβλαβή βακτηρίδια που προκαλούσαν πυρετούς και τον μόνιμο θανατη­
φόρο τύφο. Ιδιαίτερα ο θάνατος χτυπούσε τις γυναίκες, που ψήνονταν στις τό­
σο σκληρές γεωργικές δουλειές, εκτεθειμένες στη φοβερή ζέστη και την έλλει­
ψη καλής διατροφής. Έ να μεγάλο μέρος των γυναικών πέθαιναν μετά τον το­
κετό από τους συνηθισμένους επιλόχειους πυρετούς.
Έτσι οι εν χηρεία άνδρες, που δεν έβρισκαν ντόπιες γυναίκες, αναζητού­
σαν για συζύγους κορίτσια από τα ορεινά χωριά.
Φυσικά ο κάμπος υπερτερούσε σε παραγωγή αγαθών, όπως σιτηρά, καλα­
μπόκι, βαμβάκι, σταφύλια, κηπευτικά, πεπόνια, καρπούζια, καπνό κλπ. Όμως
οι ορεινοί πληθυσμοί απέφευγαν τα συνοικέσια με τους καμπίσιους γιατί προ­
τιμούσαν να ζούνε φτωχότερα στο οξυγόνο, στα κρύα και κρυστάλλινα νερά
και τη δροσιά του καλοκαιριού, γι’ αυτό δεν πάντρευαν εύκολα τα κορίτσια
στον κάμπο, όσο φτωχοί κι αν ήταν, εκτός για λόγους που αναφέραμε.
Για την τιμωρία αυτών των κοριτσιών, που κατ’ ανάγκη παντρεύονταν τότε
στον κάμπο, μας μιλάει το παρακάτω τραγούδι:
Το λέει μια Αγραφιώτισσα με πόνο, μοιρολόι,
Μάνα μ’ με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στον κάμπο
εγώ στον κάμπο δεν βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω
θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλιο νερό και την πολλή την κάψα.
Εδώ τ’ αηδόνια δεν λαλούν οι κούκοι δεν τα λένε.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες
κι όσες εδώ παντρεύονται λιώνουν και μαραζώνουν.

Κι εδώ τελειώνει ο κύκλος του γάμου που αρχίζει από τους αρραβώνες.
Αυτά γινότανε από παλιά στο χωριό μας και μέχρι το 1950. Έκτοτε αν και η
ζωή των ορεινών κατοίκων άρχισε, έστω και με βήματα χελώνας, να βελτιώνε­
ται, όμως χάθηκε εκείνο το κέφι, το γέλιο και η χαρά, που αποτελούν το σπου­
δαιότερο παράγοντα της ανθρώπινης ευτυχίας και αντικαταστάθηκε με το άγ­
χος που αποτελεί το μαύρο σαράκι της ζωής.

182
Γάμος του 1991 παραδοσιακής μορφής με νύφη και γαμπρό καβάλα σε άσπρα άλογα

Έτσι δυστυχώς έχασε ο σημερινός γάμος το παλιό μεγαλείο, καταργήθηκε


ο χαρμόσυνος φλάμπουρας και τα αγγελικά στολισμένα άλογα που καβαλού-
σαν ο γαμπρός και η νύφη και αντικαταστάθηκαν από τα αυτοκίνητα.
Χρόνια είχαμε να δούμε παραδοσιακό γάμο, με νύφη και γαμπρό καβάλα
σε άσπρα άλογα, με συμπεθέρες να τραγουδούν το τραγούδι «όταν κινάει ο
σταυραετός να πάει να πάρ’ την πέρδικα» και γυρίζοντας απ’ τα στέφανα στο
σπίτι να ξεπεζεύει ο πεθερός απ’ τ’ άλογο τη νύφη και αντί κάποιου υλικού δώ­
ρου, που περίμεναν ν’ ακούσουν όλοι οι παριστάμενοι προσκεκλημένοι να τά­
ζει στη νύφη, όπως συνηθίζονταν, άκουσαν ένα πρωτότυπο τάμα, λέγοντας στη
νύφη, δείχνοντας τον γαμπρό: «σου χαρίζω αυτόν τον λεβέντη, την αγάπη μας
και την ευχή μας» και την πεθερά με άσπρη βαμπακέλα στο κεφάλι περιμένο-
ντας στην πόρτα του σπιτιού, κατά το παλιό έθιμο, να τάίσει την νύφη και τον
γαμπρό το καθιερωμένο γλυκό, που συμβόλιζε γλυκιά και μονιασμένη ζωή των
νεόνυμφων.
Ένα τέτοιο παραδοσιακό, μεγαλοπρεπέστατο και πανηγυρικό γάμο έκανε
στις 22 Ιουνίου 1991 ο Γεώργιος Ε. Σπανός, έστω κι αν από μικρός ζει στην ξε-
νιτειά, όμως δεν ξέχασε τις ρίζες της καταγωγής του, έστω κι αν έκανε πολιτι­
κό γάμο στην πατρίδα της γυναίκας του, την Ολλανδία, δεν αρκέστηκε σ’ αυτόν
αλλά θέλησε να τον επικυρώσει με το θρησκευτικό και τις χαρμόσυνες παρα­
δοσιακές εκδηλώσεις, με ολονύχτιο γλέντι, με βιολιά και με κλαρίνα και με πε­
ντακόσιους καλεσμένους.
Ευχόμαστε να μην είναι για το χωριό μας ο τελευταίος γάμος με παρόμοιες
παραδοσιακές εκδηλώσεις, αλλά να ακολουθήσουν κι άλλοι, διατηρώντας την
παλιά αίγλη του παραδοσιακού γάμου με νύφη και γαμπρό καβαλάρηδες σε ά­
σπρα άλογα.

183
ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗ Ή ΚΑΙ ΒΙΑΙΑ ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ

Όταν ένα αγόρι και μια κοπέλα ήθελαν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν συνηγο­
ρούσαν οι γονείς της κοπέλας, τότε οι ερωτευμένοι νέοι κατέληγαν σε εκούσια
συμφωνημένη απαγωγή, οπότε ο εισαγγελέας, στον οποίο παρουσιάζονταν, ε­
πέτρεπε την έκδοση της αδείας γάμου, εφ’ όσον δήλωναν ότι θέλει ο ένας τον
άλλον.
Σε περίπτωση όμως που το αγόρι αγαπούσε την κοπέλα και αυτή δεν τον ή­
θελε, τότε αν ο έρωτας του αγοριού δεν υποχωρούσε ή αν από κάποιο περιου­
σιακό συμφέρον ήθελε να παντρευτεί την κοπέλα, απεφάσιζε να την απαγάγει
βιαίως, οπότε ανάγκαζε τους γονείς της να συγκατατεθούν για να αποφευχθεί
ο διασυρμός της κοπέλας. Αν όμως οι γονείς της κοπέλας δεν συγκατατίθονταν
και η κοπέλα δεν είχε νόμιμη ηλικία, ο απαγωγέας κλείνονταν στη φυλακή.

ΕΘΙΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Θα προσπαθήσουμε στο κεφάλαιο αυτό να δώσουμε μια εικόνα της σκληρής


ζωής μιας γυναίκας της παλιότερης εποχής στην περιοχή μας, έστω κι αν αυτό
αμφισβητηθεί απ’ τις σημερινές γυναίκες. Για να ανταπεξέλθει τότε μια οικο­
γένεια στα στοιχειώδη έξοδα του σπιτιού, έπρεπε να εργάζονται όλα τα ηλι­
κιωμένα μέλη, χωρίς διάκριση εργασίας, ακόμη και οι γυναίκες σε προχωρη­
μένη εγκυμοσύνη ή και ετοιμόγεννες.
Είναι μια ομολογία που δικαιολογημένα θα δυσκολευτούν να πιστέψουν οι
νέοι της εποχής μας την οποία όμως εμείς επιβεβαιώνουμε με την προσωπική
μας πείρα. Η γυναίκα της εποχής προ της δεκαετίας του εβδομήντα, έστω κι αν
ήταν ετοιμόγεννη, ήταν επιφορτισμένη, πέρα απ’ τις συνηθισμένες δουλειές
του σπιτιού και την φροντίδα της πολυμελούς οικογένειας, που συνήθως είχαν
όλα τα σπίτια, και με τις εξωτερικές βαριές δουλειές της καλλιέργειας, του
σκαλίσματος, του βοτανίσματος, του θερισμού, του αλωνισμού, της μεταφοράς
με την γνωστή «ζαλίγκα» κλπ. χωρίς την παραμικρή εξαίρεση λόγω της εγκυ­
μοσύνης της.
Ο άντρας δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη συνεχή δοκιμασία της γυναί­
κας του στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, είτε γιατί νόμιζε πως αυτό αποτε­
λούσε μια φυσική συνέπεια χωρίς επιπτώσεις ή το επικρατέστερο, τον ανάγκα­
ζαν η φτώχεια και οι ανάγκες της ζωής.
Υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών στο χωριό μας που γέννησαν μόνες τους
στα χωράφια, που σπαργάνωσαν το νεογέννητο με ό,τι πρόχειρο είχαν και γύ­
ρισαν το βράδυ στο σπίτι ανήμπορες και αποκαμωμένες, αλλά συγχρόνως και
υποχρεωμένες να φροντίσουν και για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού.

184
Βέβαια οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν εξαίρεση λόγω των συνθηκών της
εποχής, γενικώς όμως η ζωή της γυναίκας ήταν σκληρή. Την εποχή εκείνη για­
τροί δεν υπήρχαν και το ρόλο τους έπρεπε να τον παίξουν οι έμπειρες πρακτι­
κές μαμές, γυναίκες κάποιας ηλικίας, που είχαν αποκτήσει κάποια πείρα ξε­
γεννώντας τις συγχωριανές τους.
Μόλις άρχιζαν οι μεγάλοι πόνοι, κάποιος από το σπίτι, συνήθως η πεθερά,
πήγαινε να ειδοποιήσει τη μαμή κρυφά επειδή ήταν προληπτικοί και πίστευαν
ότι δεν έπρεπε κανένας στο χωριό να μάθει πως την συγκεκριμένη αυτή στιγμή
η έγκυος γυναίκα έφερνε στον κόσμο νέο παιδί. Φοβούνταν τις κακές γλώσσες
και τις ματιάστρες που μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα με το μά­
τιασμα και τον αβασκαμό, γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να παίρνονται όλα τα μέ­
τρα.
Η πρώτη δουλειά της μαμής ήταν να ρίξει μια τριχιά σ’ ένα ματέρι του δω­
ματίου, που από τις δύο άκρες στηρίζονταν η έγκυος, για υποβοήθηση, για ευ­
κολότερο ξεγέννημα. Πριν η μαμή αρχίσει την προσπάθειά της έκανε το σταυ­
ρό της, το ίδιο έκανε και η έγκυος και ευχότανε όλα να πάνε καλά. Πολλές φο­
ρές όταν η γέννα ήταν δύσκολη, έταζε και στην εκκλησία ή σε κοντινό μονα­
στήρι, λάδι, κερί, ακόμη και κανένα ζωντανό. Για να διευκολυνθεί η γέννα, σε
ορισμένες περιπτώσεις, ο άντρας έπαιρνε τη γυναίκα του πάνω στην πλάτη
του, για να βρίσκεται πιο ψηλά και ταυτόχρονα η μαμή και οι άλλες γυναίκες
προσπαθούσαν να την βοηθήσουν.
Και όταν με το καλό όλα τελείωναν και έρχονταν στον κόσμο το νεογέννη­
το, η μαμή το σταύρωνε, το καθάριζε και το λιβάνιζε, καθώς λιβάνιζε και όλο
το σπίτι. Η γυναίκα που βοηθούσε στον τοκετό έπαιρνε μια μικρή συμβολική
αμοιβή σε χρήματα ή κάποιο υφαντό όπως κουβέρτα, μαξιλάρι, δισάκι κ.λ.π.
Μετά από όλα αυτά έστελναν ένα μικρό παιδί, κατά προτίμηση αγόρι, στον
παπά του χωριού, μ’ ένα μπουκάλι με νερό για να πάρει ευχές και μ’ αυτό το
ευχόνερο θα πλένονταν η μαμή, θα ραντίζονταν η γυναίκα που γέννησε και το
υπόλοιπο θα το κρατούσαν σαράντα ημέρες για να ραντίζουν το νεογέννητο
και τη λεχώνα.
Στη λεχώνα έδιναν να πιει κρασί βρασμένο και να φάει χωρίς προζύμι κου­
λούρα ψωμιού. Ώσπου να σαραντίσει η λεχώνα φορούσε σκούρα ρούχα και λι­
βάνιζε συνέχεια το σπίτι και τα ρούχα του παιδιού. Όταν τα έπλενε δεν έπρε­
πε να παραμείνουν κρεμασμένα έξω μετά τη δύση του ήλιου.
Όποιος επισκεπτόταν τη λεχώνα, έπρεπε πριν μπει στο δωμάτιό της, να
δρασκελίσει αναμμένα κάρβουνα, που τοποθετούσαν σ’ ένα σταχτοδοχείο
στην πόρτα, για να εμποδίσουν, όπως πίστευαν, την είσοδο των δαιμόνιων μέ­
σα στο σπίτι που θα μπορούσαν να κάνουν κακό στο νεογέννητο και την λεχώ­
να μάνα.
Όταν περνούσαν σαράντα μέρες, η λεχώνα, αφού έπλενε όλα τα ρούχα, τα
δικά της και του παιδιού, που χρησιμοποιήθηκαν στο διάστημα της λοχείας, έ­
παιρνε, μαζί με το μωρό της, ένα αγοράκι 8-10 ετών και πήγαινε στην εκκλη­
σία για να διαβάσει ο παπάς την καθιερωμένη ευχή, σύμφωνα με την εκκλη-

185
σιαστική παράδοση, που έπρεπε να εφαρμόζει κατά γράμμα.
Ορισμένες φορές που η γέννα ήταν δύσκολη, υπήρξαν περιπτώσεις που οι
έγκυες γυναίκες έχασαν τη ζωή τους στο ξεγέννημα. Έτσι η μάνα, εξαιτίας της
έλλειψης γιατρού και κατάλληλων μέσων, πλήρωνε με την ζωή της τη χαρά που
έδινε σε όλους φέρνοντας έναν καινούργιο άνθρωπο στον κόσμο.
Ώσπου να κατέβει το γάλα της λεχώνας, έδιναν στο μωρό να βυζαίνει ένα
λουκούμι, τυλιγμένο σε ψιλό μαντήλι και όταν η γυναίκα δεν είχε το απαραίτη­
το γάλα που χρειαζόταν το μωρό, τότε χρησιμοποιούσαν το γάλα άλλης γυναί­
κας λεχώνας, ή χρησιμοποιούσαν, στην ανάγκη, γάλα κυρίως αγελαδινό.
Αν κάποια γυναίκα απέβαλε ή έχανε το παιδί της στην διάρκεια της γέν­
νας, υπήρχε η συνήθεια, η ταφή να γίνεται σε κάποιο ξωκκλήσι ή στη ρίζα κά­
ποιου δέντρου κρανιάς και όχι στο νεκροταφείο, γιατί ήταν αβάπτιστο.

Η ΒΑΠΤΙΣΗ

Η βάπτιση αποτελεί το πρώτο βήμα προς τον Χριστιανισμό για κάθε ορθόδοξο
και τον σβηστήρα του προπατορικού αμαρτήματος του ανθρώπου, που κληρονο­
μήσαμε απ’ την παρακοή των πρωτοπλάστων. Τα πρώτα χρόνια του Χριστιανι­
σμού, οι άνθρωποι βαπτίζονιαν σε μεγάλη ηλικία, αφού πρώτα κατηχούνταν τον
δρόμο του Χριστιανισμού, αλλά αργότερα καθιερώθηκε απ’ την Εκκλησία να
βαπτίζονται από μικρή ηλικία, ημερών ή έστω και μηνών, για να μην βαρύνεται
με το προπατορικό αμάρτημα κάποιος που θα πέθαινε απρόσμενα, αβάπτιστος.
Γι’ αυτό καθιερώθηκε και η έκτακτη βάπτιση, για κείνο το παιδάκι που
ξαφνικά αρρωστήσει και πρόκειται να πεθάνει, χωρίς να προλάβει να βαπτι-
σθεί κανονικά. Σε τέτοια περίπτωση οποιοσδήποτε μπορεί να το βουτήξει σε
μια λεκάνη με νερό λέγοντας: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού τάδε (χαρίζο­
ντας το όνομα) εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύμα­
τος, αμήν». Σε περίπτωση που ζήσει συμπληρώνονται οι υπόλοιπες ευχές της
ακολουθίας της βαπτίσεως από τον παπά, ενώ ο νουνός δεν λαμβάνει μέρος
στην υπόλοιπη ακολουθία.
Είναι σε όλους μας γνωστό ότι και η βάπτιση αποτελεί μια χαρούμενη θρη­
σκευτική αλλά και κοινωνική εκδήλωση, παρόμοια του γάμου. Γι’ αυτό και πα­
ρατηρούμε οι βαπτίσεις να παίρνουν πανηγυρικό χαρακτήρα με προσκλήσεις
και μεγάλες συνάξεις προσκεκλημένων, που τελικά οδηγούν σε γλέντι.
Τα παλιότερα χρόνια επικρατούσε η συνήθεια να μην παραβρίσκεται η μη­
τέρα του βαπτιζομένου στην ακολουθία της βάπτισης αλλά κάθονταν στο σπίτι
της ή έξω απ’ την εκκλησία και μόλις ο νουνός χάριζε το όνομα στο παιδί, οι
πιτσιρικάδες έτρεχαν να πάρουν τα συχαρίκια απ’ τη μητέρα, λέγοντάς της το
όνομα του παιδιού κι εκείνη τους φίλευε κάποιο γλυκό και λίγες δεκάρες ή
δραχμές.

186
Όταν ο νουνός, μετά το μυστήριο, επέστρεφε στο σπίτι κρατώντας το παιδί
και αναμμένη την λαμπάδα, έλεγε στη μητέρα του παιδιού: «Κουμπάρα σου
παραδίδω το παιδί, βαπτισμένο, μυρωμένο, του Θεού παραδομένο, να το φυ­
λάξεις από φωτιά, από νερό και από διαμονών χέρια, να μας ζήσει και στ’ άλ­
λα να χαρούμε».
Η μητέρα, πριν πάρει το παιδί στα χέρια της, γονάτιζε και έκανε τρεις με­
τάνοιες, φιλούσε το χέρι του νουνού (κουμπάρου) και έπαιρνε το παιδί λέγο­
ντας κι αυτή «να μας ζήσει» και αφού κερνούσε τον νουνό και τους υπόλοι­
πους προσκαλεσμένους με γλυκά, στη συνέχεια έστρωναν τραπέζι, που πολλές
φορές κατέληγε σε γλέντι, αν οι κουμπάροι ήταν μερακλήδες.
Στο τέλος η μητέρα δώριζε στον νουνό μικρά δώρα, κάλτσες, πουκάμισο, έ­
ναν τρουβά κλπ. Την πρώτη Κυριακή μετά την βάπτιση, ο νουνός θα έφερνε το
νεοφώτιστο στην εκκλησία για να το μεταλάβει και στη συνέχεια η μητέρα του
παιδιού για ένα χρόνο το μεταλάμβανε τακτικά, γιατί θεωρούσαν πως ήταν τα
πρώτα εφόδια που έπαιρνε κάθε ορθόδοξος για να θεμελιώσει μέσα του τα
γρανιτένια βάθρα του Χριστιανισμού.
Κατά την Εκκλησία, ο βαπτιζόμενος θεωρείται πνευματικό παιδί του νου­
νού γι’ αυτό και απαγορεύεται δύο παιδιά διαφορετικών φύλων, που βάπτισε ο
ίδιος νουνός να παντρευτούν μεταξύ τους.
Ο νουνός, κάθε Πάσχα, προσέφερε δώρα στο βαπτιστικό του, μια λαμπάδα
και κόκκινο αυγό και την Πρωτοχρονιά του έδινε βασιλοκουλούρα. Μόλις δε
γινότανε τριών χρονών του έκανε δώρο τα λεγάμενα «Φωτίκια», που ήταν ρού­
χα, κουστουμάκι, παπούτσια, κάλτσες κλπ.
Ο δεσμός της κουμπαριάς μεταξύ δύο οικογενειών ήταν πάντα αδελφικός
και όταν τα αγόρια μεγάλωναν και απεφάσιζαν να έλθουν σε γάμο, πάλι ο
νουνός, ο πνευματικός τους πατέρας, είχε τον πρώτο λόγο στους αρραβώνες,
που θ’ άλλαξε τα δαχτυλίδια και στο γάμο θα στεφάνωνε τιμητικά το νέο ζευ­
γάρι.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο θάνατος είναι η ισχυρότερη και ακατανίκητη φυσική δύναμη που δεν σταμα­
τάει σε καμιά ανθρώπινη σωματική τεχνική, επιστημονική ή πολιτική δύναμη,
περιφρονεί τα μεγάλα αξιώματα, ισοπεδώνει και εξισώνει βασιλείς και στρα­
τιώτες, πλούσιους και φτωχούς, ισχυρούς και αδυνάτους και αποτελεί την επι­
κυρωτική σφραγίδα του τέλους κάθε ζωντανής ύπαρξης. Είναι η σκληρή και ά­
πονη δύναμη που, σαν την πυρκαγιά στο πέρασμά της, σαρώνει κάθε ικμάδα
και μόνο μαυρίλα αφήνει. Και γίνεται πιο σκληρή και αβάσταχτη η δύναμή
του, όταν στο πέρασμά του παίρνει και νέους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν
να χαρούν τη ζωή ή δεν πρόλαβαν να προστατέψουν την οικογένειά τους.

187
Οπωσδήποτε δεν είναι ποτέ καλοδεχούμενος ο θάνατος, έστω κι αν το θύ­
μα του είναι μεγάλης ηλικίας. Είναι όμως μαλακότερος και υποφερτός ο πόνος
των οικείων, όταν μάλιστα εξαντλήσουν όλα τα επιστημονικά περιθώρια σε
γιατρούς και νοσοκομεία.
Παλιότερα που ήταν πιο θρησκευόμενοι οι άνθρωποι, όταν διαπίστωναν ό­
τι ο άρρωστος βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, η πρώτη φροντί­
δα των δικών του ήταν να καλέσουν εξομολόγο να εξομολογηθεί και συνέχεια
να κοινωνήσει τον ετοιμοθάνατο ο παπάς του χωριού.
Όλοι εκείνοι οι παλιοί άνθρωποι που είχαν αγνές χριστιανικές αρχές, στην
κρίσιμη αυτή ώρα του χωρισμού, θεωρούσαν χρέος να συγχωρεθούν μεταξύ
τους για ν’ αποβάλουν το ψυχικό βάρος που αισθάνονταν. Έτσι λοιπόν ο άρ­
ρωστος ζητούσε κάποιους ανθρώπους, τους οποίους κάποτε πίκρανε, για να α­
πευθύνει εκείνα τα τελευταία λόγια της μεταμέλειας «σχώρα με και ο Θεός να
σε συγχωρήσει».
Το ίδιο έκαναν και όσοι αδίκησαν τον άρρωστο. Έτρεχαν να προλάβουν,
πριν πεθάνει, να ζητήσουν συγγνώμη. Ο ετοιμοθάνατος γέροντας, αισθανόμε­
νος τον θάνατό του, ζητούσε τα παιδιά και εγγόνια του να τους αφήσει τις τε­
λευταίες συμβουλές και να τους δώσει την ευχή του για να τους συνοδεύει σε
όλη τους τη ζωή, διότι κατά την Αγία Γραφή «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια
οίκων». Και εκείνοι ικανοποιημένοι από την ευχή, που την θεωρούσαν ως την
πλουσιότερη κληρονομιά, τον ευχαριστούσαν, φιλώντας συγχρόνως το χέρι του
και κάνοντάς του κουράγιο, ότι δεν θα πεθάνει ακόμη.
Αφού τελικά ο ετοιμοθάνατος πεθάνει, τα μοιρολόγια των γυναικών ανα­
στατώνουν το χωριό, μαζί με τους πένθιμους ήχους της καμπάνας και το θλιβε­
ρό γεγονός σκορπάει το πένθος σ’ όλους τους κατοίκους. Οι ηλικωμένοι θα του
κλείσουν τα μάτια και το στόμα και στη συνέχεια θα του πλύνουν το σώμα, θα
του φορέσουν καθαρά ρούχα και καινούργια παπούτσια.
Αν ο νεκρός είναι νιόπαντρος τον ντύνουν με γαμπριάτικα ρούχα και αν εί­
ναι νύφη με τα νυφικά της, τα λευκά. Στολίζουν το φέρετρο με λουλούδια, α­
νάβουν δίπλα ένα καντηλάκι με λάδι και τοποθετούν το φέρετρο πάνω σε ένα
κρεβάτι, με το κεφάλι να βλέπει προς την ανατολή, βάζοντας μια εικόνα στο
στήθος του νεκρού.
Με το θλιβερό άγγελμα οι συγχωριανοί τρέχουν στο χαροκαμένο σπίτι να
συλλυπηθούν, να παρηγορήσουν και να συμπαρασταθούν στους οικείους του
νεκρού. Ασπάζονται την εικόνα και τον νεκρό στο μέτωπο και του εύχονται
«καλό ταξίδι». Άλλοι του λένε να μεταφέρει χαιρετισμούς στους δικούς τους
πεθαμένους και τοποθετούν στο φέρετρο βασιλικό, λουλούδια, μήλα, κυδώνια,
χρήματα κλπ. Όταν όλα είναι έτοιμα για την ταφή, έρχεται ο παπάς του χωρι­
ού και διαβάζει το καθιερωμένο τρισάγιο και η πομπή ξεκινάει για την εκκλη­
σία.
Την ώρα που ο νεκρός βγαίνει από το σπίτι για τελευταία φορά, συνηθί­
ζουν να σπάζουν στο δάπεδο μια στάμνα ή κάποιο άλλο πήλινο αντικείμενο
για να μην ξαναπατήσει το πόδι του χάρου σ’ αυτό το σπίτι. Η νεκρώσιμη πο-

188
μπή φθάνει στην εκκλησία ενώ η καμπάνα εξακολουθεί να χτυπά πένθιμα όλη
την υ5ρα, και μοιάζει σαν συνταραχτικό μοιρολόι για το χαμό ενός ανθρώπου.
Η νεκρώσιμη ακολουθία διαβάζεται σε δυσάρεστο κλίμα γιατί συγκλονίζε­
ται η εκκλησία από θρήνους και όλα αποκορυφώνονται όταν αρχίζει το τροπά­
ριο «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Απ’ αυτή τη στιγμή ο νεκρός πλέον χωρίζε­
ται από τον χαρούμενο κόσμο της ζωής και οδηγείται στην τελευταία του κα­
τοικία, στο νεκροταφείο, όπου έχουν ανοίξει τον τάφο του μπροστά από δύο
ώρες, δυο-τρεις συγχωριανοί του.
Εκεί θα γίνει οριστικά η ταφή του νεκρού και θα τοποθετηθεί πάνω από το
κεφάλι του ένας ξύλινος σταυρός που θ’ αντικατασταθεί σε λίγο από καλλιτε­
χνικό μαρμαρένιο μνημείο και σταυρό, που θα έχει χαραγμένο το όνομα του
νεκρού, την ηλικία καθώς και την ημερομηνία του θανάτου. Και όταν όλα τε­
λειώσουν μοιράζονται τεμάχια ψωμιού, βρασμένο σιτάρι και κονιάκ για να
συγχωρηθεί ο νεκρός.
Μετά την ταφή επιστρέφουν στο σπίτι και ο παπάς διαβάζει τρισάγιο υπέρ
αναπαύσεως της ψυχής και στη συνέχεια τον καθιερωμένο αγιασμό. Μετά θα
προσφερθεί καφές και στη συνέχεια φαγητό, με νηστίσιμα φαγητά και ψωμί ά­
ζυμο, που θα φέρουν για το τραπέζι συγγενείς και γείτονες, τις λεγάμενες «πα­
ρηγοριές», πίττες, φασόλια, πατάτες, ελιές, κρασί κλπ.
Το βράδυ στο σπίτι θα παραμείνουν πολλοί συγγενείς και φίλοι για συμπα­
ράσταση στον πόνο της οικογένειας. Από την επόμενη θα είναι τοποθετημένη
στην πόρτα του σπιτιού μια ταινία από μαύρο ύφασμα, που είναι η ένδειξη
πένθους, η σφραγίδα του θανάτου.
Οι γυναίκες του σπιτιού για ένα χρόνο θα φορέσουν μαύρα και οι άντρες
δεν ξυρίζονται μέχρι σαράντα ημέρες. Δεν προσφέρονται γλυκά στο σπίτι για
ένα χρόνο, δεν γίνονται γλέντια και δεν θα ψήσουν το Πάσχα το καθιερωμένο
αρνί.
Μετά από εννιά μέρες οι οικείοι και οι συγγενείς θα καλέσουν τον παπά
και θα πάνε στο νεκροταφείο με σιτάρι και ψωμάκια για να διαβάσουν τρισά­
γιο. "Υστερα από σαράντα μέρες οι οικείοι φτιάχνουν το πρώτο μνημόσυνο,
παραθέτοντας και τραπέζι στους συμπαρασταθέντες στο πένθος και ξαναφτιά-
χνουν στο χρόνο, στα τρία χρόνια και στα πέντε, που γίνεται η εκταφή του νε­
κρού, για να μεταφερθούν τα οστά του στο παρακείμενο του νεκροταφείου
κοιμητήριο, που φιλοξενεί τα οστά όλων των θανόντων.

189
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΔΩ ΔΕΚ Α ΤΟ

Ο ΚΑΤΑ ΚΑ ΙΡΟΥ Σ Π Λ Η Θ Υ ΣΜ Ο Σ ΤΟ Υ ΣΑ ΡΑ Ν ΤΑ Π Ο ΡΟ Υ

Από επίσημα στοιχεία ενοριακών καταστάσεων απορίας, ο πληθυσμός του Σα-


ρανταπόρου, από το 1954 μέχρι το 1993, διακυμάνθηκε ως εξής:

ΕΤΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΑΤΟΜΑ

1954 101 542


1968 110 421
1969 116 413
1970 112 386
1971 113 394
1972 115 395
1973 110 369
1992 75 177
1993 69 169

Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο αριθμός των κατοίκων, προ του 1950, στη
δεκαετία του 1940, είχε περάσει τους εξακόσιους. Η μείωση του πληθυσμού
άρχισε μετά τον εμφύλιο πόλεμο, στα 1946-49, και από τότε, ως μαρτυρεί ο πα­
ραπάνω πίνακας, έφθασε στον απίστευτο σημερινό αριθμό, ο οποίος συνεχώς
θα μειώνεται αφού αποτελείται από γέροντες, ενώ γεννήσεις νέων παιδιών εί­
ναι ελάχιστες ή και σπάνιες.

ΔΙΑ Τ ΕΛ ΕΣΑ Ν Τ Ε Σ Π Ρ Ο Ε Δ Ρ Ο Ι Κ Ο ΙΝ Ο Τ Η Τ Ο Σ Α ΠΟ ΤΟ ΣΑ ΡΑ Ν ΤΑ Π Ο ΡΟ

Μετά την κατάργηση των δήμων, το 1914, τα χωριά του δήμου Δολόπων, απο-
τέλεσαν ξεχωριστές κοινότητες. Με το βασιλικό διάταγμα της 31/08/1912 ανα­
γνωρίστηκε ως κοινότητα το χωριό Σπινάσα, μαζί με τους συνοικισμούς Σαρα-
νταπόρου και Μέγα-Λάκκου. Από το Σαραντάπορο, κατά διαστήματα, εξελέ-
γησαν ως πρόεδροι κοινότητας οι εξής:

190
1) Αθανάσιος Α. Λιάπης 1928-1931
2) Απόστολος Κ. Βούλγαρης 1934
3) Κων/νος Δ. Νάπας 1941-1942
4) Ιωάννης Σ. Τσιτσιμπής 1948-1949
5) Ηλίας Σωτ. Βουρλιάς 1951-1959
6) Ευάγγελος Κ. Σπανός 1964-1967
7) Ηλίας Σωτ. Βουρλιάς 1979-1982
8) Αλέκος Ηλ. Σπανός 1988-1990

Κ Ο ΙΝ Ο Τ ΙΚ Ο Ι ΣΥ Μ ΒΟ Υ Λ Ο Ι

1) Γεώργιος Ν. Βούλγαρης 12) Κων/νος Δ.Μ. Κοντογιάννης


2) Χρηστός Δ. Θάνος 13) Κων/νος Δ.Λ. Κοντογιάννης
3) Δη μητριός Κ. Δήμος 14) Κων/νος Σερ. Τσιτσιμπής
4) Απόστολος Κ. Βούλγαρης 15) Λάμπρος Κ. Τσιτσιμπής
5) Ηλίας Ν. Σπανός 16) Τρύφων Γ. Σπανός
6) Ιωάννης Ν. Λυγερής 17) Ευάγγελος Κ. Σπανός
7) Ιωάννης Δ. Βούλγαρης 18) Αλέκος Ηλ. Σπανός
8) Παύλος Δ. Λυγερής 19) Περικλής Δ. Θάνος
9) Κων/νος Γ. Βούλγαρης 20) Απόστολος Κ. Θάνος.
10) Κων/νος Λ. Γάκης 21) Στέφανος Σερ. Τσιτσιμπής
11) Ιωάννης Σ. Τσιτσιμπής

Π Α ΡΕ Δ Ρ Ο Ι Σ Α ΡΑ Ν Τ Α Π Ο ΡΟ Υ

1) Ηλίας Σ. Βουρλιάς 2) Σεραφείμ Λ. Γάκης

ΤΟ ΣΑ ΡΑ Ν ΤΑ Π Ο ΡΟ Ε Δ Ρ Α ΤΗ Σ Κ Ο ΙΝ Ο Τ Η Τ Ο Σ ΓΙΑ Τ ΡΙΑ Χ ΡΟ Ν ΙΑ

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι βάσει της υπ’ αριθ. 5/4 της 4/4/1965 αποφάσε-
ως του κοινοτικού συμβουλίου Νεράιδας, που διαβιβάστηκε στο Υπουργείο
Εσωτερικών με το υπ’ αριθ. 10247 της 18/6/1965 έγγραφο της Νομαρχίας Ευ­
ρυτανίας, εγκρίθηκε η μεταφορά της έδρας της κοινότητος από την Νεράιδα
στο Σαραντάπορο, με βασιλικό διάταγμα που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 207
φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, της 15ης Νοεμβρίου
1965, και παρέμεινε στο Σαραντάπορο η έδρα μέχρι το 1968, που το κοινοτικό

191
συμβούλιο Νεράιδας εκείνης της εποχής, με πρόεδρο τον Κλεομένη Χαλάτση,
με την υπ’ αριθ. 8/1 της 19/5/1968 ομόφωνη απόφασή του, ζήτησε την επαναφο­
ρά της έδρας στη Νεράιδα, η οποία και εγκρίθηκε απ’ την Νομαρχία Ευρυτα­
νίας. Από τότε η έδρα παραμένει στη Νεράιδα.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Ό πως αναφέραμε στην αρχή του βιβλίου, οι πρώτοι κάτοικοι του Σαρανταπό-
ρου αποσπάστηκαν από την Νεράιδα (παλιά Σπινάσα) και εγκαταστάθηκαν ε­
δώ, στην αρχή ως κτηνοτρόφοι, αλλά σιγά σιγά κατέλαβαν και μετέτρεφαν κοι­
νοτικές εκτάσεις σε γόνιμα καλλιεργήσιμα χωράφια, που για να τα καλλιερ­
γούν καλύτερα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Σπινάσα και να παραμεί­
νουν πλέον μόνιμα στο χώρο αυτό, διάσπαρτοι, όπου ο καθένας είχε το μαντρί
με τα ζώα του. Έ τσι σιγά σιγά μαζί με άλλες ξένες οικογένειες που ήλθαν και
εγκαταστάθηκαν εδώ από άλλα μέρη, δημιουργήθηκε το παλιό Σαραντάπορο,
που άρχιζε από το Μουχτούρι και το Κατινόρεμα και τελείωνε στη θέση Κα-
ντερέ (απόσταση 5 χιλιόμετρα).
Η ζωή των πρώτων κατοίκων ήταν σκληρή, διότι στα πρωτόγονα εκείνα ι­
σόγεια ή διώροφα σπιτάκια που ζούσαν, σε συνοικίες αποτελούμενες από 3-4
οικογένειες ή και μεμονωμένοι σε σπίτια κρυμμένα μέσα στον λόγγο, στις ά ­
κρες των χωραφιών, ήταν δύσκολο να απολαύσουν τα σύγχρονα μέσα του πο­
λιτισμού.
Έτσι, ελαφρώς βελτιούμενη ως ήταν φυσικό με το πέρασμα του χρόνου, η
ζωή συνεχίστηκε μέχρι το 1964, οπότε όλη η περιοχή υπέστη κατολισθήσεις, ε­
νώ την χαριστική βολή των καταστροφών συμπλήρωσε ο μεγάλος σεισμός του
1965. Τότε οι αλλεπάλληλες αναφορές και προσωπικές παραστάσεις του τότε
προέδρου της κοινότητας προς τα αρμόδια Υπουργεία και προσωπικά προς
τον τότε Πρωθυπουργό Στεφ. Στεφανόπουλο, για αποκατάσταση των ζημιών
των πληγέντων κατοίκων, είχαν σαν αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, να απο-
σπασθούν και τα παρακάτω έγγραφα:
1) Τα υπ’ αριθ. 39/65 και 53/65 πρακτικά του Νομαρχιακού Συμβουλίου
Στεγάσεως Νομού Ευρυτανίας, με τα οποία κρίνονται μεταφερτέοι, εκτός Νο­
μού, οι οικισμοί της κοινότητας, καθ’ όσον κείνται επί κατολισθαίνοντος εδά­
φους.
2) Το υπ’ αριθ. Δ 4γ./3771/1893 της 22/4/1965 έγγραφο του Υπουργείου
Κοινωνικής Πρόνοιας, διά του οποίου προτείνεται η μεταφορά των οικισμών
Σαρανταπόρου και Μέγα-Λάκκου εκτός νομού, η στεγαστική αποκατάσταση
των κατοίκων και η χορήγηση αγροτικών κλήρων.
3) Το υπ’ αριθ. 294 της 23/3/1966 έγγραφο του Προέδρου της Κυβερνήσε-
ως, που προτείνει την μεταφορά του οικισμού εκτός νομού.

192
Σκόπιμο θεωρούμε ν’ αναφέρουμε εδώ ότι παρόμοιες ενέργειες για συγκέ­
ντρωση του οικισμού έγιναν και το 1950, απ’ το τότε κοινοτικό συμβούλιο, υπό
την προεδρία του Ηλία Βουρλιά και εξεδόθη η σχετική γεωλογική έκθεση, η ο­
ποία χαρακτηρίζει ως κατολισθαίνουσα την περιοχή Σαρανταπόρου και προ­
τείνει την μεταφορά των διάσπαρτων σπιτιών στη θέση Κουτσαλέξη. Επειδή ό­
μως, ως γνωστό και συνηθισμένο φαινόμενο όλων των εποχών, ο κρατικός μη­
χανισμός ήταν και συνεχίζει να είναι απελπιστικά αργοκίνητος, πριν προλάβει
το κράτος να υλοποιήσει τις τελευταίες ευεργετικές για μας αποφάσεις του, ε-
τέθη σε αργία, στις 21 Απριλίου 1967, όταν την εξουσία ανέλαβε ο συνταγμα­
τάρχης Γ. Παπαδόπουλος και οι συν αυτώ αξιωματικοί.
Τότε, με τις ενέργειες κάποιων άλλων παραγόντων της εποχής, ανετράπη-
σαν όλες οι ελπίδες των κατοίκων για μια καλύτερη ζωή που θα απολάμβαναν
σε κάποιο ευφορότερο μέρος όπου θα μεταφέρονταν, εκτός νομού, που σίγου­
ρα θα βελτίωνε το βιοτικό τους επίπεδο. Αντί αυτού προτάθηκε η συγκέντρωση
των διάσπαρτων οικογενειών στο σημερινό χώρο του οικισμού, που είχε σαν
αποτέλεσμα να απολαύσουν κι αυτοί οι εγκαταλειμμένοι κάτοικοι κάποια απ’
τα τόσα σημερινά μέσα του σύγχρονου πολιτισμού, που στερούνταν λόγω της
διασποράς των κατοικιών.
Την πρώτη ενέργεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αποτελεί
το παρακάτω έγγραφο, προς την Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Ευρυ­
τανίας, Τμήμα Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων:

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΠΟΚ/ΣΕΩΣ ΣΕΙΣ/ΚΤΩΝ


ΕΔΡΑ ΦΟΥΡΝΑΣ
Αριθ. Πρωτ. 15 Εν Φουρνά τη 25-6-1969

Προς
την Δ/νσιν Τεχνικών Υπηρεσιών Νομού Ευρυτανίας
(Τμήμα Σεισμοπλήκτων)

Εις Καρπενήσιον

Θέμα: Περί του οικισμού Σαρανταπόρου, Κοινότητος Νεράιδας.

Κατόπιν αυτοψίας, γενομένης εις τον εν θέματι οικισμόν, προς διαπίστωσιν


των ζημιών, ας έχουσι υποστεί αι οικίαι υπό των σεισμών, λαμβάνω την τιμήν ν’
αναφέρω προς Υμάς τα κάτωθι:
Ο εν θέματι οικισμός αποτελείται εκ των μικροσυνοικισμών Μέγα-Λάκκου,
Τσιτσιμπέικων, Αυγερέικων, Δημέικων, Λιαπέικων, Θανέικων και Σαρανταπό­
ρου.
Λόγω της ελλείψεως βατών οδών, η συγκοινωνία διεξάγεται δι’ υποζυγίων,
επί ατραπών ως λίαν ανωμάλου εδάφους κατά δε τους χειμερινούς μήνας, δεν
γίνεται λόγος ούτε και της δι’ υποζυγίων επικοινωνίας. Τηλεφωνικήν επικοινω­
νίαν έχουν μόνον οι συνοικισμοί Μέγας-Λάκκος και Σαραντάπορον. Οι μαθη-

193
ταί των δημοτικών σχολείων, διά να μεταβούν εις τα σχολεία Σαρανταπόρου
και Μέγα-Λάκκου, οδοιπορούν πλέον της ώρας διερχόμενοι παρακειμένου πο­
ταμού όστις κατά τους χειμερινούς μήνας, μεταφέρει μεγάλην ποσότητα υδά-
των.
Προς αποφυγήν του απευκταίου, οι γονείς αναγκάζονται να βοηθούν το
πρωί τα τέκνα των διά την διάβασιν του άγριου ποταμού, σε πρωτόγονη γέφυ­
ρα, γενομένην από μονόξυλα, κορμούς δέντρων, επαναλαμβάνοντας τούτο και
κατά την επάνοδον του σχολείου.
Το σύνολον των οικιών του οικισμού εκρίθησαν κατεδαφιστέαι, ως ακολού­
θως:
α) Ποσοστόν 30% περίπου ως κειμένων εις κατολισθηνούσας περιοχάς Μέ­
γα-Λάκκου
β) Ποσοστόν 65% περίπου λόγω ζημιών ας έχουσι υποστεί και
γ) 5% περίπου κρίθηκαν ασυμφόρου επισκευής.
Κατόπιν των ανωτέρω και διά να εκλείψει η σημερινή απαράδεκτος πρωτό­
γονος κατάστασις, προτείνομεν όπως άπαντες οι οικισμοί του εν θέματι οικι­
σμού, συμπτυχθούν εντός του κεντρικού οικισμού Σαρανταπόρου, διά ν’ αποτε-
λέσουν ενιαίον σύνολον και δυνηθούν οι κάτοικοι ν’ απολαύσουν τ’ αγαθά του
πολιτισμού, αποκτώντες οδικός αρτηρίας, διά των οποίων θα συνδεθούν με ε­
παρχιακά κέντρα, ως η Καρδίτσα, ηλεκτρικού ρεύματος, υδραγωγείον, σύγχρο­
νον σχολείον και εκκλησίαν κλπ. αγαθά, τα οποία υπό τας σημερινός συνθήκας
είναι αδύνατον ν’ απολαύσουν.
Σημειωτέον ότι ο εν θέματι οικισμός δύναται να προηγηθεί ετέρων, αφού το
70% των κατοίκων θα δανειοδοτηθούν υπό του προγράμματος αποκαταστάσεως
σεισμοπλήκτων.

Ο αναφέρων
I. Βεληβασάκης

Η αναφορά αυτή που επικύρωσε, κατά ένα έστω μέρος, τις αποφάσεις των
προηγούμενων αργοκίνητων υπηρεσιών, κρίθηκε θετική απ’ τις υπηρεσίες του
νομού, αν όχι για αποκατάσταση εκτός νομού, τουλάχιστον για δανειοδότηση
και συγκέντρωση του οικισμού εντός του χώρου.
Έτσι η τεχνική υπηρεσία διαβίβασε την αναφορά στην Νομαρχία Ευρυτα­
νίας, η οποία συνηγόρησε υπέρ της συγκέντρωσης του Σαρανταπόρου και με
τη σειρά της διαβίβασε τη σχετική αλληλογραφία στα αρμόδια Υπουργεία
Κοιν. Υπηρεσιών, Δημοσίων Έργων και Συντονισμού, που καθένα από αυτά
θα αποφάσιζε για τη συμμετοχή του στην πραγμάτωση του έργου της συγκέ­
ντρωσης.
Τα ως άνω αρμόδια Υπουργεία, με την υπ’ αριθ. 1617/8702 της 17/9/70 κοι­
νή απόφασή τους, εισηγούνται την απαλλοτρίωση εκτάσεως 47 και 1/10 στρεμ­
μάτων, όπως διαλαμβάνει και το υπ’ αριθ. 240 της 17/10/1970, τεύχος τέταρτο,
της εφημερίδας της Κυβερνήσεως, για την συγκέντρωση του οικισμού. Αφού
περατώθηκαν όλες οι προβλεπόμενες νόμιμες διαδικασίες, ο νέος οικισμός άρ-

194
Τα πρώτα σπίτια του νέου οικισμού Σαρανταπόρου (1972-1974)

χισε να χτίζεται το 1972, με περιορισμένο αριθμό, πέντε-έξι, κατ’ έτος στεγα­


στικών δανείων που τελικά αποπερατώθηκαν το 1982-83, οπότε δόθηκαν τα
σαράντα τελευταία στεγαστικά δάνεια, που θεράπευσαν επιτέλους τα χρονίζο-
ντα προβλήματα, με την στεγαστική ολοκλήρωση των κατοίκων, που ταλαιπω­
ρούνταν από την εποχή της ιδρύσεως του Σαρανταπόρου.
Τώρα, στον άλλοτε διάσπαρτο ανά τα πέρατα οικισμό —όπως αναφέραμε
παραπάνω—, με τις συνεχείς ενέργειες μερικών φιλοπρόοδων κατοίκων, τη
συμμετοχή της κοινότητας και το αμέριστο ενδιαφέρον του δραστήριου προέ­
δρου Κλεομένη Χαλάτση, συντελέστηκε ένα σημαντικό βήμα προόδου.
Εδώ τώρα βασιλεύει η ομορφιά και η ανταύγεια των φώτων. Γραφικός
πρότυπος οικισμός σ’ έναν καταπράσινο επίπεδο χώρο, με άνετους δρόμους,
που εξυπηρετούν όλα τα σπίτια, με όμορφο ρυμοτομικό σχέδιο, με μεγάλη πλα­
τεία, παιδική χαρά, βιβλιοθήκη, λαογραφικό μουσείο, πνευματικό κέντρο, ια­
τρείο, τηλεφωνικό κέντρο, σύγχρονο υδραγωγείο, ωραία εκκλησία και κωδω­
νοστάσιο με ωρολόγι, που όλα μαζί δείχνουν ότι κατέφθασε και σ’ αυτόν τον
άμοιρο τόπο ο πολιτισμός.
Σπίτια πέτρινα ομοιόμορφα με μεγάλες και άνετες βεράντες, κόκκινες κε­
ραμιδένιες στέγες, καγκελόφραχτες και στολισμένες με πολύχρωμα λουλούδια
και καλωπιστικά. Όλες οι αυλές των σπιτιών, παρουσιάζουν μια ασυνήθιστη

195
για την περιοχή όψη. Από τις αρχές τις άνοιξης πολύχρωμες τριανταφυλλιές,
δεξιά και αριστερά των δρόμων, γοητεύουν με την ομορφιά τους· κρεμαστά
γιασεμιά, κισσοί και αγράμπελες ομοιάζουν σαν διακοσμητικά στους φράχτες.
Όλα εντυπωσιάζουν και στολίζουν αρμονικά τον εσωτερικό χώρο του νέου οι­
κισμού.
Έτσι το Σαραντάπορο προβάλλει ωραίο, επιβλητικό και πανέμορφο, ανά­
μεσα στην καταπράσινη φυσική αγκαλιά των απέραντων δασικών εκτάσεων
του ανοιχτού γαλανού ορίζοντα.

ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Το έτος 1977 έγινε η ηλεκτροδότηση του Σαρανταπόρου, που αποτέλεσε τους


πρώτους καρπούς της συγκέντρωσης διότι ουδέποτε θα έβλεπε ηλεκτρικό φως
το Σαραντάπορο ή τουλάχιστον οι περισσότερες οικογένειες που ήταν διά­
σπαρτες μέσα στους λόγγους της εξοχής.
Ήταν αφάνταστη η χαρά των κατοίκων, κατά την ιστορική αυτή φθινοπω­
ρινή ημέρα, που γιορτάστηκε πανηγυρικά μαζί με τους αρμόδιους υπαλλήλους
και τους υπεύθυνους της ΔΕΗ που έκαναν την πρώτη σύνδεση, και μετά το
πλούσιο τραπέζι που διατέθηκε, ακολούθησε γλέντι.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι για την συντόμευση του χρόνου ηλεκτρο-
δότησής μας, βοήθησε ο τόσο συμπαθής και εκλεκτός φίλος, κοντοχωριανός
μας (Κλειτσιώτης), Κώστας Ηλ. Μπαλωμένος, που υπηρετούσε τότε ως διοικη­
τικός υπάλληλος στη ΔΕΗ Καρδίτσας.

ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗΣ

Μετά την ηλεκτροδότηση του οικισμού, άρχισαν οι κάτοικοι ν’ απολαμβάνουν


τα αγαθά που απορρέουν από τη χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος. Προμηθεύ­
τηκαν ψυγεία, κουζίνες και τηλεοράσεις, αλλά λόγω της αποστάσεως από τους
αναμεταδότες της ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2 (παλιό όνομα ΥΕΝΕΔ) η λήψη ήταν κακή ή
και ανύπαρκτη, γι’ αυτό και αποφασίσαμε, με δικά μας έξοδα, να εγκαταστή­
σουμε αναμεταδότη και για τα δυο κανάλια.
Στην απόφαση αυτή πρωτοστάτησε ο Σύλλογος Σαρανταπόρου «Η Συνα­
δέλφωση», διαθέτοντας το ποσό των σαράντα χιλιάδων δραχμών, το οποίο ενι-
σχύθηκε με άλλες τριάντα χιλιάδες, απ’ τους κατόχους τηλεοράσεων και άλ­
λους καλοθελητές και συμπληρώθηκε τελικά, για την εξόφληση του κόστους,
απ’ τον Σύλλογο Αποδήμων Σαρανταπόρου. Το 1982 εγκαταστάθηκε ο αναμε-

196
ταδότης απέναντι στο ύψωμα Καρβούνι, περιοχής Μαυρόλογγου. Παρέμεινε
εκεί ως το 1988, οπότε διεκόπη η ηλεκτροδότησή του, λόγω ανακαίνισης του
σπιτιού, απ’ το οποίο ηλεκτροδοτούνταν.
Προσπάθεια μας να τον επαναλειτουργήσουμε, ηλεκτροδοτούμενον από
την εκκλησία Μαυρόλογγου, προσέκρουσε στην άρνηση κάποιου Μαυρολογγί-
τη, γι’ αυτό και αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε πιο κάτω, στη θέση Πα-
στραμά, με δαπάνη των δύο Συλλόγων ως και των κατοίκων Σαρανταπόρου,
και ηλεκτροδοτήθηκε πλέον από το σπίτι του Τρύφωνα Σπανού.
Αργότερα, με επανειλημμένες ενέργειες και οχλήσεις, τοποθετήθηκαν εκ
μέρους της ΕΤ 1 και ΕΤ 2 αναμεταδότες πάνω απ’ τη Νεράιδα, στη θέση Κοκο-
τάκι, οπότε πάλι ο Σύλλογος Σαρανταπόρου πρωτοστάτησε να μετατραπεί ο α­
ναμεταδότης των καναλιών ΕΤ 1 και ΕΤ 2, που είχαμε στη θέση Παστραμά, σε
ΑΝΤ1 και ΟΗαηηεΙ. Η μετατροπή στοίχισε 250.000 δραχμές, εκ των οποί­
ων 120.000 δρχ. πλήρωσε ο Σύλλογος Σαρανταπόρου, 60.000 δρχ. ο κ. Φίλιπ­
πος Δεμερτζής και 70.000 δρχ. μερικοί εκ των κατόχων τηλεοράσεων.
Τελικά το 1993 τοποθετήθηκε στην ίδια θέση αναμεταδότης που καλύπτει
όλα σχεδόν τα κανάλια, η δαπάνη του οποίου καλύφθηκε με κρατική επιχορή­
γηση, ανερχόμενη σε 1.500.000 δρχ.

Η ΠΛΑΤΕΙΑ

Η πλατεία έγινε το 1983 και αποτελεί, τους καλοκαιρινούς μήνες, μαγνήτη και
πόλο έλξεως μικρών και μεγάλων και ιδιαίτερα των παραθεριστών, για την
βραδινή βόλτα τους. Είναι πλαισιωμένη από καλαίσθητα παγκάκια, ανάμεσα

Πλατεία Σαρανταπόρου

197
στα υπό ανάπτυξη φυτεμένα ελάτια, πλατάνια, κλαίουσες και άλλα δέντρα και
θα αποτελέσει πολύ σύντομα ένα ζηλευτό πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο του
οικισμού.
Επιπλέον, η κατασκευασθείσα από τον τοπικό Σύλλογο «Η Συναδέλφωση»
πέτρινη παραδοσιακή βρύση και το μικρό βυζαντινό εκκλησάκι, που αναγέρ­
θηκε με δαπάνη του Γεωργίου Κ. I. Βούλγαρη, συμπληρώνουν την συνολική ο­
μορφιά της.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Στο στεγαστικό πρόγραμμα του οικισμού προβλέπονταν και η ανέγερση του υ-


πάρχοντος πνευματικού κέντρου, που χτίστηκε το 1984, χρηματοδοτούμενο απ’
το ίδιο πρόγραμμα. Για την αποπεράτωσή του, πέραν των περιορισμένων κρα­
τικών ενισχύσεων, διέθεσε και ο Σύλλογος Αποδήμων το αναγκαίο χρηματικό
ποσό, για την πλακόστρωση του δαπέδου και την επίπλωση με καρέκλες και
τραπέζια.
Διαθέτει μεγάλη αίθουσα διαλέξεων, συνεστιάσεων, πολιτιστικών και επι­
μορφωτικών εκδηλώσεων και στεγάζει σε ιδιαίτερο διαμέρισμα το αγροτικό
ιατρείο, με ευρύχωρες αίθουσες και άρτια επιπλωμένο με την φροντίδα του
Συλλόγου Αποδήμων.
Με την τελευταία κρατική δαπάνη του ποσού των 1.500.000 δραχμών, εξω-
ράίσθηκε αφάνταστα ο εξωτερικός χώρος του, επειδή δε βρίσκεται κοντά στην

Πνευματικό κέντρο και ιατρείο Σαρανταπόρου

198
πλατεία και στο κέντρο του χωριού, συμπληρώνει την τελειότητα και ομορφιά
του όλου οικισμού.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Το λαογραφικό μουσείο και η βιβλιοθήκη δημιουργήθηκαν το 1984, βασικά με


πρωτοβουλία του Συλλόγου Αποδήμων. Φιλοξενεί ιστορικά εκθέματα, όπως
παλιές ενδυμασίες, κάπες πλεχτές και άλλα πολλά έργα του αργαλειού, παλιά
έργα ξυλοτεχνικής, ρόκες, σφοντήλια, πρωτόγονες οικογενειακές τάβλες,
στρομπιά, επιτραπέζια σκεύη, ξύλινα κουτάλια, καυκιές, κουτάλες, πρωτόγονα
γεωργικά εργαλεία, σκεύη μαγειρικής, ξύλινα κτηνοτροφικά δοχεία, υποδήμα­
τα παλιάς εποχής κλπ., που καθένα απ’ αυτά κουβαλά πάνω του μια παλιά ι-

Το οίκημα που στεγάζει τη βιβλιοθήκη και το μουσείο Σαρανταπόρου

στορία και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις για τον τρόπο εργασίας και τον
τρόπο ζωής των προγόνων μας. Όλα αυτά αποτελούν ένα πραγματικό ιερό τέ­
μενος της λαογραφικής μας κληρονομιάς. Στο ίδιο οίκημα στεγάζεται και η βι­
βλιοθήκη, που διαθέτει μεγάλη συλλογή από χριστιανικά, εγκυκλοπαιδικά, λα-
ογραφικά, γεωργικά και μορφωτικά βιβλία και συνεχίζει να πλουτίζεται.

199
ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΛΛΟΓΩΝ

Στο Σαραντάπορο υπάρχουν δυο σύλλογοι, ο Σύλλογος Αποδήμων «Άγιος


Κωνσταντίνος», που ιδρύθηκε το 1975, και ο Σύλλογος Σαρανταπόρου «Η Συ­
ναδέλφωση», που ιδρύθηκε το 1976 από τον Κώστα Γ. Βουρλιά.
Οι δραστηριότητες των Συλλόγων συνοψίζονται ως εξής:

Σύλλογος Αποδήμων
1) Το 1983, αποφάσισε την ίδρυση λαογραφικού μουσείου και βιβλιοθήκης.
2) Οργάνωσε, την 22/8/1984, μια εκδήλωση με προσκαλεσμένους τους γέ­
ροντες του χωριού, στους οποίους παρέθεσε φαγητό και στη συνέχεια ακολού­
θησε παραδοσιακό γλέντι. Επίσης φωτογράφησε τις χαρακτηριστικές μορφές
των ηλικιωμένων γερόντων, τους γραφικούς αυτούς ανθρώπους που πασχίζουν
με κάθε τρόπο να προστατέψουν από την ερήμωση το χωριό και να περισώ­
σουν την παράδοση. Οι απόμαχοι της ζωής μίλησαν με τη σειρά τους για παλιά
γεγονότα απ’ τη μακρόχρονη ζωή τους, για να μείνουν μαγνητοφωνημένα σε
κασέτα που θα βρίσκεται στο αρχείο του Συλλόγου.
3) Ανέλαβε την πληρωμή ενοικίου για την στέγαση της βιβλιοθήκης και του
μουσείου.
4) Ενίσχυσε με τριάντα χιλιάδες δραχμές την ανέγερση του καμπαναριού
το 1979.
5) Φύτεψε δύο πλατάνια στο κέντρο της πλατείας και πέντε ελάτια στο κά­
τω μέρος της πλατείας.
6) Το 1988 μετέφερε το νερό από το υδραγωγείο Κρυμμένου στο νεκροτα­
φείο και κατασκεύασε πέτρινη βρύση.
7) Το 1988 διέθεσε ποσόν πενήντα χιλιάδων δραχμών, για την τοποθέτηση
νέου αναμεταδότη στη θέση Παστραμά.
8) Το 1990, με πρόεδρο τον Ηλία Βουρλιά, διέθεσε πεντακόσιες χιλιάδες
δραχμές για τον εσωτερικό εξωραϊσμό του νεκροταφείου.
9) Το 1990 αγόρασε και τοποθέτησε μπασκέτες στο χώρο της παιδικής χα­
ράς.
10) Το ίδιο έτος, με πρόεδρο τον Κώστα Πλατσιούρη, αγοράστηκαν και το­
ποθετήθηκαν 120 τ.μ. πλακάκια στο δάπεδο της αίθουσας και της βεράντας του
πνευματικού κέντρου.
11) Το 1991, με τον ίδιο πρόεδρο, αγοράστηκαν πενήντα πλαστικές καρέ­
κλες και εικοσιπέντε τραπέζια για την αίθουσα του πνευματικού κέντρου και
επιπλώθηκε το ιατρείο, με κρεβάτι για την εξέταση των ασθενών, πολυθρόνες,
καθιστικούς καναπέδες, καρέκλες, γραφείο του γιατρού, σόμπα πετρελαίου
για θέρμανση κλπ.
12) Το 1992 με 350.000 δραχμές κατασκευάστηκαν πέντε μεταλλικά καλαί­
σθητα ανοξείδωτα τραπέζια και καθίσματα, τα οποία τοποθετήθηκαν στο προ­
αύλιο του εξωκκλησιού του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να εξυπηρετούν

200
στα υπαίθρια γεύματα των προσκυνητών, των εκδρομέων και των ορειβατών.
13) Οργάνωσε επί πέντε συνεχή χρόνια (1990-1994), τον μήνα Αύγουστο,
τις πιο πετυχημένες χορευτικές εκδηλώσεις στην πλατεία Σαρανταπόρου.

Σύλλογος Σαρανταπόρου «Η Συναδέλφωση»


1) Φύτεψε και περιέφραξε τις ακακίες που βρίσκονται κατά μήκος του κε­
ντρικού δρόμου, από τα πρώτα σπίτια μπαίνοντας ως το κέντρο του οικισμού.
2) Διέθεσε 40.000 δραχμές και πρωτοστάτησε για την εγκατάσταση του
πρώτου αναμεταδότη στη θέση Καρβούνι, το έτος 1982.
3) Τοποθέτησε στην πλατεία πέντε καλαίσθητα καθιστικά παγκάκια.
4) Κατασκεύασε την υπάρχουσα παραδοσιακή βρύση στην πλατεία.
5) Φύτεψε κλαίουσες, ιτιές κι έναν καλοπιστικό πλάτανο στην πλατεία.
6) Ανέλαβε την δαπάνη του συμβολαίου με τη ΔΕΗ για την ηλεκτροδότηση
της απόρου Βασιλικής Γκαβαρδίνα.
7) Τοποθέτησε βαρέλια απορριμάτων στο εκκλησάκι του Αγίου Κοσμά, για
την διατήρηση της καθαριότητας.
8) Βράβευσε, διά χρηματικού ποσού, μαθήτρια δημοτικού σχολείου για να
προκαλέσει άμιλλα στους μαθητές.
9) Ανέλαβε την υδροδότηση της πλατείας.
10) Περιέφραξε το χώρο έμπροσθεν του πνευματικού κέντρου και φύτεψε
πλατάνια και κλαίουσες.
11) Διέθεσε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την αγορά και τοποθέτη­
ση πλαστικών υδροσωλήνων για την μεταφορά απ’ την πηγή του μέχρι τον αμα­
ξιτό δρόμο του ιαματικού νερού της θέσεως Ρέμα Λέου, για την εξυπηρέτηση
των λουσμένων.
12) Διέθεσε το αντίτιμο της αξίας δύο κολώνων της ΔΕΗ για τοποθέτησή
τους σε πολυσύχναστους σκοτεινούς δρόμους.
13) Διέθεσε 120.000 δραχμές για την εγκατάσταση αναμεταδότη των κανα-
λιών ΑΝΤ1 και Μββ&.

ΔΡΟΜΟΣ ΑΠΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΠΡΟΣ ΜΕΓΑ-ΛΑΚΚΟ

Ο αμαξιτός δρόμος από το Σαραντάπορο προς το Μέγα-Λάκκο διανοίχτηκε α­


πό το Δασαρχείο Καρδίτσας το 1980 και από το Μοναστήρι προς το Μέγα-
Αάκκο το 1981.

ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΜΟΛΟΧΑ

Οι πολυετείς, από το 1965, ενέργειες προηγούμενων προέδρων, για την διάνοι­


ξη του δρόμου, από το Σαραντάπορο προς τη Μολόχα, καρποφόρησαν το 1980,

201
επί προεδρίας του Ηλία Βουρλιά, που συνέχισε τις ενέργειες και επέφερε το
από ετών επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, για να συνδεθούν επιτέλους τα δυο χω­
ριά που τα χώριζε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων.

ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΜΑΥΡΟΛΟΓΓΟ

Οι επίμονες προσπάθειες κάποιων προς το Νομάρχη κ. Κουκουλάκη για απ’


ευθείας οδική σύνδεσή μας με το Μαυρόλογγο και κατ’ επέκταση της πέραν
του Μαυρόλογγου περιοχής προς Φθιώτιδα και Καρπενήσι και τανάπαλιν
προς την Καρδίτσα, ως συντομότερη πόσης άλλης, κρίθηκαν θετικές, αφού άλ­
λωστε η απόσταση που μας χώριζε ήταν μόλις τρία χιλιόμετρα και η δαπάνη α­
νάλογα με τη χρησιμότητα μηδαμινή. Γι’ αυτό και η θετική απόφαση του Νο­
μάρχη υλοποιήθηκε μέσω του Δασαρχείου το 1986, οπότε ο δρόμος αυτός απο-
τέλεσε το τελευταίο κλειδί του χωριού μας προς την πέριξ περιοχή.

ΟΙ ΠΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1940 ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΕΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΙΤΕΣ

Οι πρώτοι Σαρανταπορίτες, που έκαναν το πρώτο βήμα προς την εκπαίδευση


και την κατάληψη δημοσίας θέσεως, προ το 1940, ήταν οι Θωμάς Γ. Δήμος (δά­
σκαλος, ανώτερος υπάλληλος τουΥπ. Οικονομικών), Κωνσταντίνος Γ. Βουρ-
λιάς (τελωνειακός), Κωνσταντίνος Γ. Καραμέτος (ταμειακός), Στέφος Π. Θά-
νος (δάσκαλος).
Από τους υπόλοιπους που εφοίτησαν στο Σχολαρχείο-ημιγυμνάσιο Φουρ-
νάς, έστω κι αν κάποιοι από αυτούς ήταν αριστούχοι και μπορούσαν την εποχή
εκείνη να καταλάβουν δημόσια θέση, δεν τα κατάφεραν λόγω των ανωμάλων
περιστάσεων της κατοχικής εποχής ή δεν προχώρησαν σε ανώτερες σπουδές
λόγω της μόνιμης πληγής, της φτώχειας, που επικρατούσε σ’ αυτόν τον τόπο, η
οποία κρατούσε αυτόν τον απ’ τη φύση του πανέξυπνο, ορεινό πληθυσμό, α­
γράμματο.
Σιγά σιγά όμως, και μετά το 1940, ευτύχησε κι αυτός ο τόπος να ιδεί κατα­
ξιωμένους επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, δασκάλους, αξιω­
ματικούς και γενικά ανθρώπους των γραμμάτων, όπως δείχνει ο παρακάτω πί­
νακας.
ΓΙΑΤΡΟΙ

Λιάπης Άγγελος του Ηλία Μαιευτήρ - Γυναικολόγος


Θώμος Γεώργιος του Νικολάου Κτηνίατρος
Αυγέρης Δημήτριος του Γεωργίου Φοιτητής Ιατρικής
Δήμου Τριανταφυλλιά του Κων/νου Φοιτήτρια Ιατρικής
Δήμος Δημήτριος του Νικολάου Βιολόγος
Τσιτσιμπής Ιωάννης του Κων/νου Φοιτητής Ιατρικής

202
ΠΑΡΑΪΑΤΡΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Καραβάνα Βασιλική του Νικολάου Βοηθός Ιατρού


Λάμπρου Ντίνα του Χρυσοστ. Μαία

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ

Βούλγαρης Κωνσταντίνος του Ευαγ.


Βούλγαρη Ελένη του Γεωργίου
Γάκη Βασιλική του Σεραφείμ
Γάκης Εμμανουήλ του Κων/νου
Θάνος Κων/νος του Γεωργίου
Λάμπρου Γεώργιος του Ηλία Διοικ. Υπάλληλος Νοσ. ΚΑΤ
Νάπας Φώτιος του Νικολάου
Νάπας Στυλιανός του Δη μητριού

ΝΟΣΟΚΟΜΟΙ

Λιάπη Μαρία του Ηλία Δήμου Μαρία του Ελευθέριου


Αυγέρη Σωτηρία του Νικολάου Κοντογιάννη Αντιγόνη του Γεωργίου
Γάκη Βίκη του Κων/νου ©ώμου Φρειδερίκη του Γεωργίου

ΝΟΜΙΚΟΙ

Γάκης Κων/νος του Δη μ. Δικηγόρος-Εφοριακός


Γάκη Βασιλική του Δη μ. »
Δήμου Κατερίνα του Κων. »
Καραμέτος Δημήτριος του Νικ. Προέδρος Εφετών-Φορ/κός
Καραμέτος Νικόλαος του Γεωρ. Δικαστικός
Καραβάνας Απόστολος του Κων. Εφέτης
Δήμος Χρήστος του Κων. Δικηγόρος
Λιάπη Παρασκευή του Δη μητριού Δικηγόρος

203
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ

Βουρλιά Βάσω του Κων. Καθηγήτρια


Λιάπης Αθανάσιος του Ηλία Φιλόλογος
Τσιτσιμπής Βασίλειος του Ηλία Φυσικομαθη ματικός
Λιάπης Ιωάννης του Δη μητριού Μαθηματικός
Νάπα Ελένη του Φώτη Αγγλ. Φιλολογίας
Δήμου Τασούλα του Νικολάου Παιδοψυχολόγος
Δήμου Κων/ντία του Κων/νου Γερμ. Φιλολογίας
Δήμου Θωμάς του Γεωργίου Δάσκαλος Αν.Υπ.Υπ.Οικ.
Θάνος Στέφανος του Περικλή Δάσκαλος
Δήμος Κων/νος του Αναστασίου »
Θάνος Ελευθέριος του Φώτη »
Βούλγαρη Σοφία του Δημητρ. Δασκάλα
Γάκη Σωτηρία του Θωμά Νηπιαγιυγός
Καραμέτος Νικόλαος του Χρήστου Δάσκαλος
Τσιτσιμπής Γεώργιος του Ηλία »
Τσιτσιμπή Μάγδα του Ηλία Δασκάλα
Νάπα Αγαθή του Γεωργίου Νηπιαγωγός
Λάμπρου Ελένη του Χρυσ. »
Λάμπρου Νικόλαος του Κων/νου Γυμναστικής Ακαδημίας
Γιαννουσά Αλεξάνδρα του Δη μητριού Φοιτήτρια Γυμναστικής Ακαδημίας
Γάκης Ιωάννης του Χαράλαμπου Φοιτητής Γυμναστικής Ακαδημίας
Γάκης Περικλής του Χαράλαμπου » » »
Θάνος Κων/νος του Γεωργίου » » »
Σπανός Αναστάσιος του Κων/νου Απόφοιτος Γυμναστικής Ακαδημίας
Σπανού Παναγιώτα του Κων/νου Απόφοιτος Γυμναστικής Ακαδημίας

ΓΕΩΠΟΝΟΙ

Βουρλιάς Ασημάκης του Κων/νου Τσιτσιμπή Αγγελική του Θωμά

ΙΕΡΕΙΣ

Δήμου Γεώργιος του Αναστασίου Γεροκώστας Ευάγγελος του Δη μ.


Λιάπης Γειόργιος του Ηλία Νάπας Δημήτριος του Νικολάου

204
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Λυγερή Βιργινία του Παύλου Θάνου Νίκη του Χρήστου


Θάνου Βασιλική του Χρήστου

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ

Γάκης Δημήτριος του Παν. Μοίραρχος


Βούλγαρης Κων/νος του Αθαν. Αστυνομικός Διευθυντής
Τσιτσιμπής Κων/νος του Λάμπ. Υπαστυνόμος Β'
Βουρλιάς Δημήτριος του Γεωρ. Ενωμοτάρχης
Λυγερής Γεώργιος του Ηλία »
Λάμπρου Λάμπρος του Δη μ. Χωροφύλακας
Λυγερής Σεραφείμ του Ηλία »
Βουρλιάς Ηλίας του Σωτ. »
Βούλγαρης Δημήτριος του Ηλία Φοιτητής Σχολής Υπαστυνόμων
Θάνος Δημήτριος του Φωτ. Ενωμοτάρχης
Βούλγαρης Κων/νος του Δη μ. Αστυφύλακας
Θάνος Φώτιος του Δη μ. »
Κοντογιάννης Δημ. του Γεωρ. »
Γάκης Ηλίας του Παν. Χωροφύλακας
Σπανός Κων/νος του Βάιου »
Καραβάνας Ευάγγελος του Σερ. »
Σπανός Ευάγγελος του Νικ. »

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΙ

Βουρλιάς Κων/νος του Γεωργ. Τελώνης

ΛΙΜΕΝΙΚΟΙ

Βουρλιάς Γεώργιος του Κων. Αντιναύαρχος

ΝΑΥΤΙΚΟΙ

Δήμος Νικόλαος του Δημ. Α' Μηχανικός


Βουρλιάς Σωτήριος του Νικ. »
Γάκης Απόστολος του Κων. Υποπλοίαρχος
Σπανός Κων/νος του Ευαγγ. Γ' Μηχανικός

205
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ

Τσιτσιμπής Χρηστός του Κων. Ταγματάρχης ΛΟΚ


Τσιτσιμπής Κων/νος του Ιωάν. Αντισυνταγματάρχης ΛΟΚ
Βουρλιάς Κων/νος του Νικ. » Πεζικού
Παπαδάκης Κων/νος του Γεωρ. Ταγματάρχης Μηχανικού
Βούλγαρης Λάμπρος του Γεωρ. Ανθυποπλοίαρχος Πολ. Ναυτικού
Βουρλιάς Νικόλαος του Κων. Υπολοχαγός
Τσιτσιμπής Φώτιος του Λάμπ. Ανθυπασπιστής
Καραβάνας Ευάγγελος του Γεωρ. Σημαιοφόρος Πολ. Ναυτικού
Καραβάνας Δη μητριός του Κων. » » »
Βούλγαρης Απόστολος του Γεωργ. Ανθυπολοχαγός
Δήμος Αναστάσιος του Κων. Σχολή Ικάρων

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ Ι.Κ.Α.

Λιάπη Ελένη του Δη μ. Απόφοιτος Παντείου


Μαργαρίτης Βασίλειος του Κων. Δ/ντής Ι.Κ.Α.
Σπανού Παναγιώτα του Παν. Υπάλληλος

ΤΑΜΕΙΑΚΟΙ

Καραμέτος Κων/νος Γεωργ. Δ/ντής Ταμείου


Δήμος Κων/νος του Χρ. » Ταμ,Παρ. & Δανείων

Δ. Ε. Η.

Λιάπης Ανδρέας του Αθανασίου Τσιτσιμπής Δη μητριός του Στεφ.


Λιάπης Κων/νος του Αλεξάνδρου Τσιτσιμπής Ηλίας του Στεφ.

Ο. Τ. Ε.

Βούλγαρης Κων/νος του Γεωρ. Τεχνικός

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ

Τσιτσιμπή Δήμητρα του Λάμπρου

ΔΑΣΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Δήμος Κων/νος του Γεωργ. Δασονόμος

206
Βούλγαρης Χρηστός του Κων. Δασοφύλακας
Νάπας Κωνσταντίνος του Γεωργ.
Τσιτσιμπής Στέφανος του Σερ.
Σπανός Τρύφων του Γεωργ. Ιδιωτικός

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΦΥΛΑΚΩΝ

Σπανός Σπύρος του Βάιου Αρχιφύλακας


Βούλγαρης Ηλίας του Λουκ. Φύλακας

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ

Δήμος Ιωάννης του Δη μ. Υπ. Εξωτερικών-Ακόλουθος Τύπου


Βουρλιάς Κων/νος του Ηλία Υπάλληλος Υπ. Πολιτισμού
Βουρλιάς Σωτήριος του Ηλία » Υπ. Οικονομικών
Βουρλιά Όλγα του Ηλία Σχεδιάστρια Τεχνική
Πλατσούρης Κων/νος του Αλέκου Κλητήρας Υπ. Προεδρίας
Λιάπης Κων/νος του Ηλία » » Πολιτισμού
Σπανός Χρήστος του Αλέκου » » Οικονομικών
Δήμος Ηλίας του Δη μ. Υπ. Βουλής των Ελλήνων

ΕΛ.ΤΑ.

Δήμος Αναστάσιος του Γεωρ. Αγροτ. Διανομέας


Δήμος Ευάγγελος του Δη μ. Προσωπάρχης
Δήμος Δημήτριος του Αναστ. Διανομέας

ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΕΣ

Λιάπης Κων/νος του Ιωαν. Γάκης Σεραφείμ του Λαμπ.


Νάπας Νικόλαος του Δη μ.

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Βούλγαρης Βάιος του Κων. Οδηγός Δασικής Υπηρ.


Λιάπη Ταξιαρχία του Ηλία Υπάλληλος Τεχν. Σχολών
Γιαννουσάς Δημήτριος του Νικ. Οδηγός Ε.Α.Σ.
Μαργαρίτης Ευάγγελος του Κων. Υπαλ. Ελληνικής Χαρτ.
Παπαγεωργίου Πέτρος του Γεωργ. Οδηγός Ε.Α.Σ.
Παπαδάκης Σωτήριος του Γεωργ. Λογιστής
Δήμος Κων/νος του Δη μ. Ασφαλιστής
Τσιτσιμπής Μάκης του Ιωάν. Ασφαλιστής

207
Βουρλιάς Ηλίας του Σωτ. Ασφαλιστής
Σπανού Ευαγγελία του Ευαγ. Υπαλ. Ταχ.Ταμιευτηρίου
Σπανός Κων/νος του Αναστ. Οδηγός ΗΛΠΑΠ
Τσιτσιμπής Βασίλειος του Γεωργ. Οδηγός Ε.Α.Σ.
Τσιτσιμπής Γεώργιος του Κων. Πυροσβ. Υπηρεσία
Καραβάνας Σεραφείμ του Γεωργ. ΟΔΥΣΙ

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Γάκης Λάμπρος του Θωμά Υπομηχανικός Τεχν. Μηχ/γός


Δήμος Γεώργιος του Δη μ. Ηθοποιός
Λιάπης Ταξιάρχης του Στεφ. Οδοντοτεχνίτης
Σπανός Χαράλαμπος του Γεωργ. Σκηνοθέτης
Σπανού Φρειδερίκη του Τρύφ. Υπαλ. Τεχν. Εταιρίας

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ

Κοντογιάννη Φούλα του Γεωργ. Τ.Ε.Ι. Διοίκ. Επιχ/σεων


Τσιτσιμπή Παρασκευή του Βασιλ. Πάντειος
Γιαννουσάς Νικόλαος του Φιυτ. Ανωτάτη Εμπορική

ΑΘΛΗΤΕΣ

Το Σαραντάπορο αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια και ικανοποίηση για την ανάδειξη


πρωταθλητού της ελληνο-ρωμαϊκής πάλης, του ε ικοσιδυάχρονου Κων. Γ. Δ. Θάνου που
κατέλαβε έξι φορές την πρώτη θέση σε πανελλήνιους αγώνες, τέσσερις φορές τη δεύτε­
ρη θέση, δύο φορές την τρίτη θέση. Σε αγώνες τουρνουά στη Ρουμανία μια φορά την
πριότη θέση και μια φορά τη δεύτερη, και σε αγάίνες παγκοσμίου πρωταθλήματος στην
Αθήνα κατέλαβε την τρίτη θέση. Καθώς και για την ανάδειξη του μπασκετμπολίστα
Γιάννη Χαρ. Γάκη, που πήρε την πρώτη θέση σε δύο πανελλήνιες νίκες, και το 1994 α­
ναδείχτηκε ο πολυτιμότερος παίχτης παίρνοντας μεταγραφή απο τον Νέστορα Θεσσα­
λονίκης στην Α.Ε.Κ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΔΗΜΗΣΑΝΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΡΟΣ


ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 1950-1993 ΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΟΥ
ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑΝ ΕΚΤΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Δεκάδες οικογένειες και εκατοντάδες πρόσωπα αναγκάστηκαν να εγκαταλείπουν τη


φτωχική φωλιά τους αποχαιρετόίντας την μ’ ένα καυτό δάκρυ, αναζητώντας μια καλύτε­
ρη τύχη σε διάφορες περιοχές εντός αλλά και εκτός Ελλάδας.

1. Αυγέρης Κωνσταντίνος Κ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Λογγό


Φθιώτιδος.

208
2. Αυγέρης Ηλίοχς Κ: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στο Λογγό Φθιώτιδος.
3. Αυγέρη Γιαννούλα Κ.: Παντρεύτηκε στο Καροπλέσι με τον Δημήτρη Αρβανίτη.
4. Αυγέρης Γεώργιος Δ.: Οδηγός ταξί, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Αθήνα.
5. Αυγέρης Κωνσταντίνος Δ.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
6. Αυγέρης Παύλος Δ. Γ.: Εργολάβος οικοδομών, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην
Αθήνα.
7. Αυγέρη Βασιλική Δ.: Παντρεύτηκε στον Αμάραντο με τον Βασίλη Κολοβό.
8. Αυγέρη Ελένη Δ.: Παντρεύτηκε στο Μέγα-Λάκκο με τον Κούστα Λυρίτση.
9. Αυγέρης Γεοόργιος Η.: Αστυνομικός, εγκαταστάθηκε στη Λάρισα.
10. Αυγέρης Δημήτριος Η.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Καρδί­
τσα.
11. Αυγέρη Ελένη Η.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Λευτέρη Δεσίπρη.
12. Αυγέρης Ηλίας Ν.: Αποδήμησε οικογενειακούς και εγκαταστάθηκε στο Ν. Κρίκελλο
Φθιώτιδος.
13. Αυγέρης Θωμάς I.: Αποδήμησε οικογενειακούς και εγκαταστάθηκε στο Ν. Κρίκελλο
Φθιώτιδος.
14. Αυγέρης Ηλίας I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
15. Αυγέρη Σωτηρία Ν.: Νοσοκόμα, παντρεύτηκε στο Βόλο με τον Γιώργο Κοχραγκού-
νη.
16. Αυγέρη Αγορή Ν.: Παντρεύτηκε στο Ξυνονέρι Καρδίτσας με τον Γιάννη Ποχπαθα-
νασίου.
17. Αυγέρη Μαρία I.: Παντρεύτηκε στην Κορίτσα Κλειτσού με τον Γιώργο Καρακούοπα.
18. Αυγέρης Χρήστος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στο Ν. Κρίκελλο
Λαμίας.
19. Αυγέρης Δημήτριος Ν.: Εγκαταστάθηκε στη Νεράιδα.
20. Αυγέρης Γεώργιος Ν.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στη Γελαδόβρυση Κλειτσού.
21. Αυγέρης Αντώνιος Ν.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Αταλάντη
Φθιώτιδος.
22. Αυγέρη Ευμορψία Φ.: Παντρεύτηκε στο Κοχροπλέσι με τον Χρήοπο Ποχπαγιάννη και
εγκαταστάθηκε στις Λιβανάτες Φθιώτιδος.
23. Αυγέρη Ελένη Φ.: Παντρεύτηκε στη Λαμία με τον Θεοδόση Φωτιάδη.
24. Βούλγαρη Σοφία Αθ.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Καρδίτσα.
25. Βούλγαρης Κουνσταντίνος Αθ.: Αξ/κός χωροςρυλακής, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
26. Βούλγαρη Βασιλική Αθ.: Παντρεύτηκε στην Καρδίτσα με τον Λευτέρη Μανάκο.
27. Βούλγσιρης Κωνσταντίνος Γ.Κ.: Υπάλληλος Ο.Τ.Ε., εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα.
28. Βούλγαρης Λάμπρος Γ.: Ναυτικός Π.Ν., εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
29. Βούλγαρη Αλεξάνδρα Γ.: Παντρεύτηκε στο Πέραμα Πειραιώς με τον Βαγγέλη Σπυ-
ράτο.
30. Βούλγοχρη Γλυκερία Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Παναγιώτη Βασιλείου.
31. Βούλγοχρης Χρήστος Κ.: Υπάλληλος Δασοχρχείου, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς
στην Καρδίτσα.
32. Βούλγαρης Βάιος Κ.Γ.: Οδηγός Δασαρχείου, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς οπήν
Κοχρδίτσα.
33. Βούλγαρης Νικόλαος Κ.Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταοπάθηκε οικογενειακούς οπήν Καρ­
δίτσα.
34. Βούλγοχρης Δημήτριος Κ.Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στη Δα-
μάστα Φθιώτιδος.

209
35. Βούλγαρης Γεοίργιος Κ.Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στις Σοφά­
δες Καρδίτσας.
36. Βούλγαρης Χριστόδουλος Λ.: Αποδήμησε και εγκαταστάθηκε στη Ραχούλα Καρδί­
τσας.
37. Βούλγαρης Ηλίας Λ.: Υπάλληλος φυλακών, διαμένει στα Τρίκαλα οικογενειακούς.
38. Βούλγαρη Ασπασία Λ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Πέτρο Λιναρδάτο.
39. Βούλγαρη Λουκία Ν.: Παντρεύτηκε στη Λαμία με τον Κώστα Ανυφαντή.
40. Βούλγαρης Κωνσταντίνος Απ.: Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Τσούκα Λα­
μίας.
41. Βούλγαρη Ειρήνη Απ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
42. Βούλγαρης Κωνσταντίνος Γ.Σ.: Ηλεκτρονικός, εγκαταστάθηκε στο Γαύριον Άν­
δρου.
43. Βούλγαρης Δημήτριος Γ.Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στα Σταύρα Άνδρου.
44. Βούλγαρης Ηλίας Γ.Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στο Γαύριον Άνδρου.
45. Βούλγαρη Κωνσταντία Γ.Σ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Παναγιώτη Κλιτσάκη.
46. Βούλγαρη Ελένη Γ.Σ.: Νοσοκόμα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
47. Βούλγαρης Νικόλαος Κ.Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Αθή­
να.
48. Βούλγαρης Γεώργιος Κ.Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην Αθή­
να.
49. Βούλγαρης Δημήτριος Κ.Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στην
Αθήνα.
50. Βούλγαρη Μαριγούλα Κ.Σ.: Παντρεύτηκε στην Κορίτσα Κλειτσού με τον Σεραφείμ
Καλτσή.
51. Βούλγαρη Βασιλική Κ.Σ.: Παντρεύτηκε στο Κάστρο Βοιωτίας με τον Νώντα Κατσι­
κά.
52. Βούλγαρη Γιούλα Κ.Σ.: Παντρεύτηκε στη Χαλκίδα με το Νικόλαο Δράκο.
53. Βούλγαρης Ταξιάρχης Στ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στη Λα­
μία.
54. Βούλγαρη Ελευθερία Στ.: Παντρεύτηκε στο Καροπλέσι με τον Νίκο Καρύδα.
55. Βούλγαρη Σταυρούλα Στ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Βασίλη Γκαβαρδίνα.
Αποδήμησε στη Λαμία.
56. Βούλγαρης Κωνσταντίνος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στον Μώλο Φθιώτιδος.
57. Βούλγαρης Αθανάσιος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αγία Τριάδα Φθιούτι-
δος.
58. Βούλγαρη Λαμπρινή I.: Παντρεύτηκε στην Καστανιά με τον Δημήτρη Κόγια.
59. Βούλγαρη Όλγα I.: Παντρεύτηκε στη Νεράιδα με τον Βαγγέλη Θάνο.
60. Βούλγαρη Αλέκα Δ.: Παντρεύτηκε στον Αμάραντο με τον Φώτη Αλεξάκο.
61. Βούλγαρη Παναγιώτα Γ.: Παντρεύτηκε στο Θραψίμι με τον Κωνσταντίνο Τσιγγινό.
62. Βούλγαρη Ντίνα Γ.: Παντρεύτηκε στο Παλιούρι με τον Γιώργο Κουκόσια.
63. Βούλγαρη Γρηγορία I.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Σπύρο Μπουρλιάκο.
64. Βούλγαρη Φωτεινή Η.: Παντρεύτηκε στο Καροπλέσι με τον Χρήστο Γιαννουσά.
65. Βουρλιάς Κωνσταντίνος Ν.: Αξιωματικός Στρατού, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
66. Βουρλιάς Σαπήριος Ν.: Ναυτικός, εγκαταστάθηκε στην Αμερική.
67. Βουρλιά Περσεφόνη Ν.: Παντρεύτηκε με τον Κώστα Πλατσούρη, εγκαταστάθηκαν
στην Αθήνα.
68. Βουρλιάς Κωνσταντίνος Η.: Υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

210
69. Βουρλιά Όλγα Η.: Υπάλληλος, παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Δημήτρη Ξυνογιάννη.
70. Βουρλιάς Σωτήριος Η.: Υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
71. Βουρλιά Αναστασία Σερ.: Παντρεύτηκε στην Λάρισα με τον Κίμωνα Χατζησαλάτα
και εργάζονται στην Αυστραλία.
72. Βουρλιά Λευκοθέα Σερ.: Παντρεύτηκε στον Κλειτσό με τον Ηλία Μπότη.
73. Βουρλιά Ροζαλία Σερ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Σωτήρη Μπριάνα.
74. Βουρλιά Βιργινία Σερ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Τρύφωνα Βασιλείου.
75. Βουρλιάς Γεώργιος Σερ.: Αυτοκινητιστής, διαμένει στην Καρδίτσα.
76. Γάκης Λάμπρος Θ.: Τεχ. Μηχανικός, διαμένει στην Καρδίτσα.
77. Γάκη Σωτηρία Θ.: Νηπιαγωγός, παντρεύτηκε στη Χαλκίδα με τον Γρηγόρη Τρίκκα.
78. Γάκης Χαράλαμπος I.: Ηλεκτρολόγος, εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
79. Γάκης Κωνσταντίνος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
80. Γάκη Γιαλλένια Χρ.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακός στη Λαμία.
81. Γάκη Βούλα Σερ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιάννη Εμμανουήλ.
82. Γάκη Κική Σ.: Υπάλληλος Νοσοκομείου, παντρεύτηκε στην Καρδίτσα με τον Κώ­
στα Σακελλάρη.
83. Γάκη Εμμανουήλ Κ : Υπάλληλος Νοσοκομείου, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
84. Γάκης Απόστολος Κ : Ναυτικός, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
85. Γάκη Βασιλική Κ.: Παντρεύτηκε στην Καρδίτσα με τον Αντώνη Μανώλη.
86. Γάκη Βάια Κ.: Παντρεύτηκε στην Καρδίτσα με τον Βαγγέλη Μπουρλιάκο.
87. Γάκης Νικόλαος Κ.Π.: Εγκαταστάθηκε στην Νεράιδα.
88. Γάκη Σοφία Κ.: Παντρεύτηκε στο Μεσοχώρι Κλειτσού με τον Λουκά Σαμαρά.
89. Γάκη Γιαννούλα Δ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Νίκο Ζαχάκη, εγκαταστάθη­
καν στην Αθήνα.
90. Γάκης Νικόλαος Π.: Αποδήμησε, εγκαταστάθηκε οικογενειακός στο περιβόλι Δο-
μοκού.
91. Γιαννουσάς Φώτιος Ν.: Εργαζόμενος ως εργολάβος, εγκαταστάθηκε οικογενεια­
κός στην Αθήνα.
92. Γιαννουσάς Δημήτριος Ν.: Οδηγός στην ΕΑΣ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
93. Γιαννουσά Λαμπρινή Ν.: Παντρεύτηκε στη Δαφνοσπηλιά με τον Παναγιώτη Θέο.
94. Γιαννουσά Στέλλα Ν.: Παντρεύτηκε με τον Ανέστη Λιάπη, εγκαταστάθηκαν στην
Αθήνα.
95. Γεροκώστας Δημήτριος Αποσ.: Υδραυλικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
96. Γεροκώστας Κων/νος Α : Υδραυλικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
97. Γεροκώστα Φωτεινή Α.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Στυλιανό Βινιαράκη.
98. Γεροκώστα Νικολέττα Α.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιώργο Καλικάτση.
99. Γεροκώστα Βούλα Ε.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Παναγιώτη Φούκα.
100. Γεροκώστα Αγγέλα Ε.: Παντρεύτηκε στη Φουρνά με τον Γιώργο Αρβανίτη.
101. Γεροκώστας Ιωάννης Ε.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Λαμία.
102. Γεροκώστας Κων/νος Δ.: Εγκαταστάθηκε στη Μάκρη Λαμίας.
103. Γεροκοίστα Ρήνω Δ.: Παντρεύτηκε στις Πλάκες Αλμυρού με τον Σπύρο Αλογάρη.
104. Δήμος Κων/νος Αν.: Συνταξιούχος δάσκαλος, εγκαταστάθηκε στο Βόλο.
105. Δήμος Νικόλαος Α.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία.
106. Δήμος Δημήτριος Α.: Συνταξιούχος ταχυδρομικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
107. Δήμος Ηλίας Δ.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
108. Δήμος Νικόλαος Δ.: Α ' Μηχανικός Ναυτικού, εγκαταστάθηκε στον Καναδά.
109. Δήμος Ευάγγελος Δ.: Συνταξιούχος των ΕΛ.ΤΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

211
110. Δήμου Βιργινία Δ.: Παντρεύτηκε στον Πλάτανο Κλειτσού με τον Νίκο Αναγνώστου.
111. Δήμος Κωνσταντίνος X.: Ταμειακός υπάλληλος, παραμένει στη Χαλκίδα.
112. Δήμου Χριστίνα X.: Παντρεύτηκε στον Αλμυρό με τον Πέτρο Κούκο.
113. Δήμου Ελένη X.: Παντρεύτηκε.
114. Δήμου Φωτεινή Σπ.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Κώστα Βασιλάκη.
115. Δήμου Γιαννούλα Σ.: Παντρεύτηκε στο Μέγα-Λάκκο με τον Νίκο Μακρή.
116. Δήμου Ντίνα Σ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Ανδρέα Κιηστόπουλο (εργάζεται
στην Αμερική).
117. Δήμου Γεωργία Σ.: Παντρεύτηκε στον Αγ. Γεώργιο Καρδίτσας με τον Φώτη Νικο­
λάου (εργάζεται στην Αυστραλία).
118. Δήμου Ελευθέριος Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
119. Δήμου Μαρία Ε.: Νοσοκόμα, διαμένει στην Αθήνα.
120. Δήμου Παρασκευή Γ.: Παντρεύτηκε στην Κολάκα Φθιώτιδας.
121. Δήμου Μερόπη Γ.: Παντρεύτηκε με τον Πέτρο Καραμέτο και εγκαταστάθηκε στην
Αγ. Τριάδα Φθιώτιδος.
122. Θάνος Σταύρος Γ.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
123. Θάνου Φωτεινή Γ.: Παντρεύτηκε με τον Κώστα Αυγέρη, εγκαταστάθηκαν στην
Καρδίτσα.
124. Θάνου Φωτεινή Γ.Φ.: Παντρεύτηκε στην Αγιοπηγή με τον Χαράλαμπο Μεριντίτη.
125. Θάνος Κωνσταντίνος Γ.Κ.: Υπάλληλος Νοσοκομείου, εγκαταστάθηκε στην Καρδί­
τσα.
126. Θάνος Θωμάς Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
127. Θάνος Ελευθέριος Φ.Κ.: Δάσκαλος, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
128. Θάνος Δημήτριος Φ.: Αστυνομικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
129. Θάνου Ελισσάβετ Φ.: Παντρεύτηκε στην Καστανιά με τον Ηλία Οικονόμου.
130. Θάνου Ευαγγελία Φ.: Παντρεύτηκε με τον Σεραφείμ Ζήση, διαμένουν στην Ατα­
λάντη.
131. Θάνου Γιαννούλα Φ.: Παντρεύτηκε στην Καστανιά με τον Ηλία Κόγια.
132. Θάνου Ουρανία Φ.: Παντρεύτηκε στην Αχλαδιά Καρδίτσας με τον Φώτη Παπά.
133. Θάνου Ευγενία Φ.: Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
134. Θάνος Περικλής Δ.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
135. Θάνος Γεώργιος Δ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
136. Θάνου Μαρία Δ.: Παντρεύτηκε στη Λαμία με τον Βαγγέλη Παυλέτση.
137. Θάνος Φώτιος Δ.Φ.: Αστυνομικός, εγκαταστάθηκε στο Βόλο.
138. Θάνου Ευαγγελία Δ.: Παντρεύτηκε στη Λαμία με τον Νίκο Μπουρλιάκο.
139. Θάνος Νικόλαος Κ: Επιχειρήσεις πούλμαν, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
140. Θάνος Απόστολος Κ.: Εργολάβος Δη μ. Έργων, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
141. Θάνος Βασίλειος Ν.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στις Αχαρνές Αττικής.
142. Θάνου Ευμορφία Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιώργο Χαλιανδρό.
143. Θάνου Μαγδαληνή Ν.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Γιώργο Γκαβαρδίνα.
144. Θάνου Γλυκερία Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Θεόδωρο Μπόνο.
145. Θάνου Μαρία Ν.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Σεραφείμ Σάνδαλο.
146. Θάνου Ευτυχία Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Αντώνη Σπυρόπουλο.
147. Θάνος Κωστούλας Β.: Εγκαταστάθηκε στο Καινούργιο Φθιώτιδος.
148. Θάνου Ηλίας Β.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην περιοχή Φθιώτιδος.
149. Θάνος Κων/νος Α.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
150. Θάνου Αρετή Α.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιώργο Λάμπρου.

212
151. Θάνου Παρασκευή Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Νίκο Μαστροδημητρόπουλο.
152. Θάνου Άννα Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
153. Θάνου Φρειδερίκη Γ.: Νοσοκόμα, παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιώργο Κατσιάπη.
154. Θάνου Ευαγγελία Γ.: Παντρεύτηκε στο Καινούργιο Φθιώτιδος.
155. Καραμέτος Κων/νος I.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Φθιώτιδα.
156. Καραμέτος Δημήτριος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο
Φθιώτιδος.
157. Καραμέτος Πέτρος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αγία Τριάδα Φθιώτιδος.
158. Καραμέτος Ηλίας I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αγ. Τριάδα Φθιώτιδος.
159. Καραμέτος Γεώργιος I.: Εγκαταστάθηκε στην Αγία Τριάδα Φθιώτιδος.
160. Καραμέτου Αγαθή I.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Θωμά Κωνσταντάκο.
161. Καραμέτου Ζωή I.: Παντρεύτηκε στην Νεράιδα με τον Νίκο Βούλγαρη.
162. Καραμέτος Γεώργιος Ν.: Εργολάβος οικοδομών, εγκαταστάθηκε στο Βόλο.
163. Καραμέτος Δημήτριος Ν.: Φορολογικός Εφέτης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
164. Καραμέτος Χρήστος Ν.: Βιβλιοδέτης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
165. Καραμέτου Ιωάννα Ν.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Δημήτρη Γιαννουσά.
166. Καραμέτου Βασιλική Ν.: Παντρεύτηκε στη Νεράιδα με τον Σεραφείμ Μητσάκη.
167. Καραμέτου Πηνελόπη Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
168. Καραμέτου Πολυξένη Ν.: Παντρεύτηκε στο Βόλο με τον Σεραφείμ Κίτσο.
169. Καραμέτου Λαμπρινή Ταξ.: Παντρεύτηκε στη Λαμία με τον Σταύρο Διώτη.
170. Κοντογιάννης Δημήτριος Γ.: Αστυνομικός.
171. Κοντογιάννης Ευάγγελος Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
172. Κοντογιάννη ΕυμορφίαΓ.: Φοιτήτρια, διαμένει στην Αθήνα.
173. Κοντογιάννη Λαμπρινή Δ.: Παντρεύτηκε στην Νεράιδα με τον Ηλία Μονάντερο.
174. Κοντογιάννη Βασιλική Κ.: Παντρεύτηκε στον Αλμυρό με τον Γιώργο Χορταριά.
175. Κοντογιάννη Βούλα Κ.: Παντρεύτηκε στο Περιβόλι Δομοκού με τον Αριστείδη Χατζή.
176. Κοντογιάννη Μαρία Κ.Δ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Κώστα Καραμέτο.
177. Κοντογιάννης Χρήστος Κ.: Εργολάβος οικοδομών, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
178. Κοντογιάννη Ευφροσύνη Κ.: Παντρεύτηκε με τον Τάσο Λιάπη, εγκαταστάθηκαν
στην Αθήνα.
179. Κοντογιάννης Κων/νος Δ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
180. Κοντογιάννη Βούλα Δ.: Παντρεύτηκε στην Απιδιά με τον Δημήτρη Γούλα.
181. Κοντογιάννη Αντιγόνη Γ.: Νοσοκόμα, παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Δημ. Ζορ-
μπαλά.
182. Κοντογιάννη Έλλη Γ.: Παντρεύτηκε στην Πασχαλίτσα Καρδίτσας με τον Γρηγόρη
Καλπία.
183. Καραβάνας Νικόλαος Σ.: Εργολάβος οικοδομών, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
184. Καραβάνας Γεώργιος Σ.: Αποδήμησε οικογενειακώς και εγκαταστάθηκε στη Δαφ-
νοσπηλιά Καρδίτσας.
185. Καραβάνα Κων/ντία Σ.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Παναγιώτη Γιαν­
νουσά.
186. Καραβάνα Χάιδω Σ.: Παντρεύτηκε στην Νεράιδα με τον Κώστα Καραμέτο.
187. Λάμπρου Γεώργιος Η.: Νοσοκομειακός υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
188. Λάμπρου Ευαγγελία Η.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Σταμάτη Ξυντάρη.
189. Λάμπρου Απόστολος Κ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
190. Λάμπρου Βασιλική Κ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Βασίλη Ράπτη.
191. Λάμπρου Βάια Κ.: Παντρεύτηκε στον Πλάτανο Κλειτσού με τον Βασίλη Μαρκούση.

213
192. Λάμπρου Ελένη Κ: Παντρεύτηκε στην Αγία Τριάδα Φθιωτιδος με τον Κώστα Γραφίτη.
193. Λάμπρου Νίκη Κ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Βαγγέλη Παπαδοπούλα.
194. Λάμπρου Κωνσταντίνος Ν.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
195. Λάμπρου Μαρία Ν.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Χρήστο Ζυγούρη.
196. Λάμπρου Κούλα Ν.: Παντρεύτηκε στο Ζέλι Φθιωτιδος με τον Σπύρο Τσιρώνη.
197. Λιάπης Αναστάσιος Κ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
198. Λιάπης Φώτιος I.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακούς στο Καινούργιο Φθιωτιδος.
199. Λιάπης Κων/νος Η.: Υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
200. Λιάπης Άγγελος Η.: Ιατρός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
201. Λιάπης Κων/νος I.: Αγροφύλακας, εγκαταστάθηκε στην Ραχούλα Καρδίτσας.
202. Λιάπης Δημήτριος I.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
203. Λιάπη Παναγιούλα I.: Παντρεύτηκε στη Δαφνοσπηλιά με τον Παναγιώτη Γκένα.
204. Λιάπης Γεώργιος Ε.: Αποδήμησε , εγκαταστάθηκε στο Καινούργιο Φθιώτιδος.
205. Λιάπης Νικόλαος Αθ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
206. Λιάπης Ανδρέας Αθ.: Συνταξιούχος ΔΕΗ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
207. Λιάπης Κων/νος Αθ.: Εγκαταστάθηκε στον Κλειτσό.
208. Λιάπη Σταυρούλα Λ.: Παντρεύτηκε με τον Παναγιώτη Ζωιτσάκο στην Καστανιά.
209. Λιάπης Γεόίργιος Η.: Ιερέας, εγκαταστάθηκε στον Παλαμά Καρδίτσας.
210. Λιάπης Κων/νος Ηλ.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
211. Λιάπη Ταξιαρχία Η.: Υπάλληλος, παντρεύτηκε στην Αθήνα.
212. Λιάπη Δήμητρα Κ.: Παντρεύτηκε στον Αμάραντο με τον Γιώργο Γούλα.
213. Λιάπης Γεώργιος Κ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
214. Λιάπης Δημήτριος Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία.
215. Λιάπη Βιργινία Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Κώστα Παπαχρυσάνθου.
216. Λιάπη Φωτεινή Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιώργο Φράγκο.
217. Λιάπη Σταυρούλα Γ.: Παντρεύτηκε στην Γερμανία με τον Ανδρέα Στριτζώρες.
218. Λιάπης Αθανάσιος Η.: Καθηγητής, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
219. Λιάπη Ελευθερία Η.: Παντρεύτηκε στον Πλάτανο Κλειτσού με τον Βασίλη Ζιώβα.
220. Λιάπη Σαββούλα Η.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
221. Λιάπης Δημήτριος Μ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
222. Λιάπης Αναστάσιος Μ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
223. Λιάπη Αντωνία Μ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
224. Λιάπη Ρουσαλία Μ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Δημήτρη Μανούκα.
225. Λιάπης Νικόλαος Γ: Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Λαμία.
226. Λιάπης Κων/νος Αλ.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λαμία.
227. Λιάπης Γεώργιος Αλ.: Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λαμία.
228. Λιάπη Χρυσούλα Αλ.: Παντρεύτηκε στη Νεράιδα με τον Τάσο Δήμο.
229. Λιάπη Μαρία Αλ.: Παντρεύτηκε στην Αμερική με τον Χρήστο Μπακογιώργο.
230. Λιάπη Ό λγα Λ.: Παντρεύτηκε στη Φθιώτιδα.
231. Λιάπης Ηλίας Κ.Ε.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αγία Παρασκευή Λαμίας.
232. Λιάπη Αλεξάνδρα Χρ.: Παντρεύτηκε στον Πλάτανο Κλειτσού με τον Παναγιώτη
Τσιρίγκα.
233. Λιάπη Μαρία Η.: Νοσοκόμα, παντρεύτηκε στη Φουρνά με τον Βαγγέλη Βέτσικα.
234. Λιάπης Στέφανος Ε.: Αποδήμησε οικογενειακώς και εγκαταστάθηκε στην Αγ. Πα­
ρασκευή Λαμίας.
235. Λιάπης Χαράλαμπος Σ.: Εγκαταστάθηκε στην Αγ. Παρασκευή Λαμίας.
236. Λιάπης Κων/νος Σ.: Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

214
237. Λιάπης Ταξιάρχης Σ.: Οδοντοτεχνίτης, διαμένει στην Αθήνα.
238. Λιάπη Ιουλία Σ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Γιάννη Βασιλειάδη.
239. Λιάπη Αγγελική Σ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
240. Λιάπης Ευάγγελος Δ.: Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
241. Μαργαρίτης Γεώργιος Κ.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στο Μώλο Φθιώτιδος.
242. Μαργαρίτης Ευάγγελος Κ.: Ιδ. υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
243. Μαργαρίτης Βασίλειος Κ.: Υπάλληλος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
244. Μαργαρίτης Δημήτριος Κ.: Αποδήμησε οικογενειακούς, εγκαταστάθηκε στην Αγ.
Τριάδα Φθιώτιδος.
245. Μαργαρίτη Βασιλική Κ.: Παντρεύτηκε στην Νεράιδα με τον Κώστα Σπινάσα.
246. Μαργαρίτη Ειρήνη Κ.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα τον Σωτήρη Μπέλλο.
247. Μακρή Γεωργία Γ.: Παντρεύτηκε στο Μέγα-Λάκκο με τον Κόίστα Μητσιάκη.
248. Μακρή Μάρθα Γ.: Παντρεύτηκε στο Μέγα-Λάκκο με τον Ηλία Λυρίτση, και εγκα­
ταστάθηκαν στην Αθήνα.
249. Μητσιάκης Σεραφείμ Γ.: Εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
250. Νάπας Γεώργιος Κ.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
251. Νάπας Κων/νος Γ.: Δασοφύλακας, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
252. Νάπα Αμαλία Κ : Παντρεύτηκε στον Κλειτσό με τον Κώστα Τσιρίγκα.
253. Νάπα Αγαθή Γ.: Νηπιαγωγός, παντρεύτηκε στην Κόνιτσα με τον Δημήτρη Μπάρμπα.
254. Νάπα Σωτηρία Γ.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα με τον Παναγιώτη Σπυράκο.
255. Νάπας Δημήτριος Ν.: Ιερεύς, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
256. Νάπας Απόστολος Ν.: Αυτοκινητιστής, εγκαταστάθηκε στην Λαμία.
257. Νάπας Γεώργιος Ν.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
258. Νάπας Φώτιος Ν.: Νοσοκομειακός Υπάλληλος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
259. Νάπα Σταυρούλα Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Στυλιανό Βλάχο.
260. Νάπα Ελευθερία Ν.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Δημ. Θεοδωρογιάννη.
261. Παπαγεωργίου Γεώργιος X.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στις Αχαρνές
Αττικής.
262. Παπαγεωργίου Κων/νος Γ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
263. Παπαγειηργίου Πέτρος Γ.: Οδηγός ΕΑΣ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
264. Παπαγεωργίου Βασιλική Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Ηλία Σιούτη.
265. Παπαγεωργίου Μάρθα Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Νίκο Θεοδωρακόπουλο.
266. Παπαγε(οργίου Δημήτριος X.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
267. Παπαγεωργίου Βασίλειος X.: Συνταξιούχος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
268. Παπαγειοργίου Μαρία X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Νίκο Νικηφοράκη.
269. Παπαγεωργίου Διαμάντω X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Στυλιανό Αγγελή.
270. Παπαγεωργίου Γιαννούλα X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Στυλιανό Κοντο-
γιωργάκη.
271. Παπαγεωργίου Αγαθή X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Σάββα Αλεβιξάκη.
272. Παπαγεωργίου Σταυρούλα X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα τον Αποστόλη Μακρή.
273. Παπαδάκης Κων/νος Γ.: Συνταξιούχος Ταγματάρχης Στρατού, εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα.
274. Παπαδάκης Σωτήρης Γ.: Λογιστής, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
275. Παπαδάκη Σαββούλα Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Ηλία Καραμέτο.
276. Παπαδάκη Ό λγα Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
277. Παπαδάκη Μαρία Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα.
278. Παπαδάκης Σεραφείμ Η.: Εργολάβος οικοδομών, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

215
279. Σπανός Κων/νος Ε.: Εγκαταστάθηκε στην Αγία Γαλήνη Ρέθυμνου Κρήτης.
280. Σπανός Γεώργιος Ε.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στο Πυθαγόρειο Σάμου.
281. Σπανού Ντίνα Ε.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Μανώλη Τζερέτα, εγκαταστά­
θηκαν στο Πυθαγόρειο Σάμου.
282. Σπανού Στέλλα Ε.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Χρήστο Γρόσσο.
283. Σπανού Ρούλα Ε.: Παντρεύτηκε με τον Σταμάτη Κόρνια, εγκαταστάθηκαν στη Σάμο.
284. Σπανού Λίτσα Ε.: Υπάλληλος Ταχ. Ταμ/ρίου, διαμένει στην Αθήνα.
285. Σπανός Σπύρος Β.: Συν/χος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
286. Σπανός Κων/νος Β.: Αστυνομικός, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
287. Σπανού Αντιγόνη Β.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Δημήτρη Λυρίτση.
288. Σπανού Μαρία Β.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Χρήστο Καραμέτο.
289. Σπανός Ελευθέριος Κ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στη Λαμία.
290. Σπανού Ρουσαλία Κ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Θεοφάνη Κεραμάρη.
291. Σπανού Μαρουσιάνα Ηλ.: Παντρεύτηκε στα Γιαννουσέικα τον Λάμπρο Γιαννου-
σά.
292. Σπανός Χρυσόστομος Αλ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
293. Σπανός Νικόλαος Αλ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
294. Σπανός Χρήστος Αλ.: Υπάλληλος Υπ/γείου Οικονομικών, εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα.
295. Σπανού Βασιλική Αλ.: Παντρεύτηκε στην Αγία Τριάδα Καρδίτσας, με τον Χρήστο
Βλαχογιάννη.
296. Σπανός Γεώργιος X.: Συν/χος ΙΚΑ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
297. Σπανού Αγορή X.: Παντρεύτηκε στα Λεύκτρα Θηβών με τον Χαράλαμπο Ζωγρά­
φο.
298. Σπανού Αλεξάνδρα X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Ηλία Καρούζο.
299. Σπανού Κατίνα X.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Σωτήρη Κολόβη.
300. Σπανός Κων/νος Αν.: Υπάλληλος ΗΑΠΑΠ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
301. Σπανός Ιωάννης Α.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
302. Σπανός Ηλίας Αν.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
303. Σπανού Φωτεινή Π.: Παντρεύτηκε στην Στυλίδα με τον Γιώργο Τριανταφύλλου.
304. Σπανού Παναγιώτα Π.: Υπάλληλος ΙΚΑ, διαμένει στην Καρδίτσα.
305. Τσιτσιμπή Γιαννούλα Σ.: Παντρεύτηκε στη Λειβαδιά με τον Αντώνη Παπαντωνίου.
306. Τσιτσιμπής Ηλίας Γ.: Επιπλοποιός, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα.
307. Τσιτσιμπής Βασίλειος Γ.: Συνταξιούχος ΕΑΣ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
308. Τσιτσιμπή Δάφνη Γ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Τάσο Μαρκούση.
309. Τσιτσιμπής Κων/νος Ταξ.: Ιδιοκτήτης ταξί, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
310. Τσιτσιμπής Γεώργιος Κ.: Υπάλληλος Π.Υ., διαμένει στη Λειβαδιά.
311. Τσιτσιμπή Βασιλική Στυλ.: Παντρεύτηκε στο Καροπλέσι με τον Γιώργο Σούφλα.
312. Τσιτσιμπή Χριστίνα Σ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Βασίλη Ζυγούρη.
313. Τσιτσιμπή Φωτεινή Στυλ.: Παντρεύτηκε στη Λάρισα.
314. Τσιτσιμπή Κω/ντία Σ.: Παντρεύτηκε στον Αμάραντο με τον Θωμά Κουκουλιάκο.
315. Τσιτσιμπή Αννέτα Σ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Παναγιιότη Γρηγοράτο.
316. Τσιτσιμπή Αγορίτσα Στεφ.: Παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον Παναγιώτη Γαλάνη.
317. Τσιτσιμπής Δημήτριος Στεφ.: Υπάλληλος ΔΕΗ, εκαταστάθηκε στην Αθήνα.
318. Τσιτσιμπής Ηλίας Στ.: Υπάλληλος ΔΕΗ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
319. Τσιτσιμπής Σεραφείμ Σ.: Εργαζόμενος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
320. Τσιτσιμπής Γεώργιος Λ.: Συν/χος ΙΚΑ, διαμένει στην Καρδίτσα.

216
321. Τσιτσιμπής Χρυσόστομος Δ.: Συν/χος ΙΚΑ, διαμένει στην Αθήνα.
322. Τσιτσιμπής Θωμάς Δ.: Εργαζόμενος, διαμένει στο Σχηματάρι.
323. Τσιτσιμπή Βασιλική Δ.: Παντρεύτηκε στο Καροπλέσι με τον Νίκο Γεωργίου.
324. Τσιτσιμπή Ευθυμία Σερ.: Παντρεύτηκε στο Μέγα-Λάκκο με τον Δημήτρη Ζήση.
325. Τσιτσιμπή Σταυρούλα Σ.: Παντρεύτηκε στη Μολόχα με τον Νίκο Λέκκο.
326. Τσιτσιμπής Χρήστος Κ.: Συν/χος Στρατιωτικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
327. Τσιτσιμπής Κων/νος Λ.: Αστυνομικός, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
328. Τσιτσιμπής Φώτιος Λ.: Στρατιωτικός, διαμένει στην Αθήνα.
329. Τσιτσιμπή Δήμητρα Λ.: Κοιν. Λειτουργός, διαμένει στην Αθήνα.
330. Τσιτσιμπής Σπύρος I.: Ιδιωτ. Υπάλληλος, διαμένει στην Αθήνα.
331. Τσιτσιμπής Σεραφείμ I.: Ασφαλιστής, διαμένει στην Αθήνα.
332. Τσιτσιμπής Κων/νος I.: Στρατιωτικός, διαμένει στην Αθήνα.

217
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Τ ΡΙΤ Ο

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Τοπωνύμιο ή τοπωνυμία, όπως και η ίδια η λέξη μαρτυρεί, είναι το ιδιαίτερο


και χαρακτηριστικό όνομα ενός τόπου, μιας περιοχής. Οι διάφορες ονομασίες
των τοπωνυμίων προέρχονται κυρίως απ’ τη φύση, από το χώμα της γης, από τα
δέντρα, τα ζώα, τα διάφορα κτίσματα, τα μαντροστάσια, τα γρέκια, από τις
διάφορες τοπικές παραδόσεις, από τους παλιούς θρύλους και τα γεγονότα που
εκτυλίχθησαν εκεί.
Η σημασία των τοπωνυμίων είναι μεγάλη για τη μελέτη και την έρευνα της
ιστορίας του χωριού, ενός τόπου που θέλει να διατηρήσει την παράδοση, ώστε
να παρουσιάζονται καθαρά οι τοποθεσίες όλης της περιοχής που παίζουν τον
σπουδαιότερο ρόλο στην ιστορία του Σαρανταπόρου.

Μουχτούρι
Ορμητικός, κατηφορικός, μικρός παραπόταμος, νότια του Σαρανταπόρου. Πη­
γάζει από το βουνό Μάρτσα-Τριφύλλα και ενώνεται με το ποτάμι Σαρανταπό­
ρου στη θέση Λουγκές. Το χειμώνα κατεβάζει πολλά νερά αλλά και το καλο­
καίρι διατηρεί αρκετά και παλιότερα απ’ αυτά λειτουργούσαν νερόμυλοι, μα-
ντάνια και νεροτροβιές του Ηλία Κατσούλη και από το 1930 και μετά του Δημη-
τρίου και Παύλου Αυγέρη ως το έτος 1970. Φιλοξενούσε στα κρύα καταγάργα-
ρα νερά του πολλές και μεγάλες πέστροφες.
Κατά μήκος τον σκεπάζουν δεξιά και αριστερά αιωνόβια πλατάνια με κισ­
σούς που κρέμονται σαν αχτένιστα και ανακατεμένα μαλλιά, μεγάλες κουφά-
λες που χάσκουν σαν πεινασμένα στόματα θηρίων, που μαρτυρούν την μεγάλη
τους ηλικία. Κατά την παράδοση έλαβε το όνομα από το εξής γεγονός:
Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, διορισμένος Τούρκος, ονόματι Μου-
χτάρ, εισέπραττε, ως εντεταλμένος της τουρκικής εξουσίας, από τους υπόδου­
λους Έλληνες των ορεινών χωριών τους φόρους που πλήρωναν υποχρεωτικά.
Πεζοπορώντας, όταν έφτασε στη θέση αυτή, σταμάτησε να ξεκουραστεί, να πιει
νερό και να δροσιστεί στα θεόρατα και βαθίσκια πλατάνια. Λέγεται ότι κοιμή­
θηκε και από μια έκτακτη θεομηνία κατέβασε το ποταμάκι και τον έπνιξε.
Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι τον λήστεψαν, του πήραν τα χρήματα και τον
σκότωσαν, αλλά για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα από τους Τούρκους, το δικαιο­
λόγησαν σαν ατύχημα που προξένησε η αγριάδα του ποταμού. Από τότε ο χεί­
μαρρος λέγεται ως σήμερα Μουχτούρι.

218
Γιάννη-Γεφύρι
Το παλιό αυτό γεφύρι, την ιστορία της κατασκευής του οποίου αναφέραμε σε
προηγούμενο κεφάλαιο, πήρε το όνομα αυτό απ’ το όνομα του καλόγηρου
Γιάννη της Ιεράς Μονής Κορώνας, με πρωτοβουλία του οποίου χτίστηκε.

Λιαπέικα
Είναι περιοχή που πήρε το όνομα από τους πρώτους κατοίκους που εγκατα­
στάθηκαν εκεί, τους ονομαζόμενους Λιαπαίους, που ήρθαν εδώ απ’ τα Βραγκια-
νά.

Ελατός
Μέσα στην τοποθεσία Λιαπέικα, η θέση Ελατός πήρε το ξεχωριστό αυτό όνο­
μα απ’ την ύπαρξη ενός χιλιόχρονου θεόρατου χαρακτηριστικού έλατου.

Μάτι.
Αγροτική εύφορη ισότοπη τοποθεσία, νότια του Σαρανταπόρου, που πήρε το
όνομα απ’ τα πολλά μάτια νερού που έβγαζε ο τόπος, δηλαδή πολλές ττηγές απ’
τις οποίες ποτίζονταν πολλά χωράφια με τριφύλλια και διάφορα κηπευτικά.

Ιτόρεμα
Άλλος μικρός χείμαρρος νότια του Σαρανταπόρου, όμοιος με το Μουχτούρι,
που πηγάζει από το γεμάτο ελάτια βουνό Κερασιά, της μεγάλης οροσειράς
Βουλγάρας. Πλουτίζεται απ’ τις κρύες πηγές της Γκούρας (πηγή με πολλά νε­
ρά) και κατέρχεται κατηφορικά να συναντήσει το ποτάμι Σαρανταπόρου στη
Θέση Άμπλα. Με τα νερά του ποτίζονταν μεγάλες εκτάσεις χωραφιών του
Μαυρολόγγου αλλά και του Σαρανταπόρου, με διάφορα κηπευτικά, τριφύλλια,
καλαμπόκι, οπωροφόρα δέντρα κλπ. και κινούνταν ο νερόμυλος του Αγίου
Αθανασίου Μαυρολόγγου. Επειδή καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής του έχει
πολλές και όμορφες ιτιές, γι’ αυτό και λέγεται Ιτόρεμα.

Καστρί
Είναι τοποθεσία στο τρουλωτό ύψωμα μεταξύ Σαρανταπόρου και Μαυρο­
λόγγου, στο οποίο υπάρχουν ερείπια από αρχαίο κάστρο.

Ταμπούρι
Είναι τοποθεσία ανατολικά απ’ το Καστρί ενός αντερίσματος, που είχαν το τα­
μπούρι και το καραούλι τους κάποιοι κλέφτες, όπου κάποτε, σε μια συμπλοκή,
σκοτώθηκε ένας, ο τάφος του οποίου βρέθηκε προ πενήντα χρόνων.

Κεραμαριά
Τοποθεσία συνώνυμη με τη βρύση Κεραμαριά απέναντι απ’ τη συνοικία Σπα-

219
νέικα, προς το Μαυρόλογγο, που πήρε το όνομα απ’ τις παλιές κεραμοποιίες
που έβγαζαν τα πρώτα εγχώρια κεραμίδια, ίσως την εποχή που ανθούσε το
Κάστρο. Εκεί βρίσκεται η ομώνυμη βρύση Κεραμαριά, με τα κρυστάλλινα νε­
ρά της, απ’ την οποία υδρεύονταν έως το 1986 οι κάτοικοι των Σπανέικων.

Παλιοκκλήσι
Τοποθεσία κοντά στο Μέγα-Λάκκο. Υψωματάκι πεντακόσια μέτρα πάνω από
το ποτάμι, στο οποίο υπήρχε κατά την εποχή που ήκμαζε η παλιά Σπινάσα εκ­
κλησάκι που σώζονται ακόμη τα ερείπια.

Δίστρατα
Σταυροδρόμι στην τοποθεσία κοντά στου Γιάννη-Γεφύρι, που παλιότερα υπήρ­
χαν εκεί οι οικογένειες Κώστα και Νίκου Νάπα.

Άμπλας
Η θέση αυτή βρίσκεται στο ποτάμι, εκεί όπου υπάρχει σήμερα το σύγχρονο γε-
φύρι, που ενώνει τον αμαξιτό δρόμο Σαρανταπόρου με την Νεράιδα. Δίπλα
στο ποτάμι υπήρχε άμπλας, δηλαδή πηγή νερού που έβγαινε στο κατάστρωμα
της δεξιάς όχθης, από κάτω προς τα πάνω, χωρίς να μπορεί να σχηματιστεί
βρύση για να γεμίζει έστω κάποιο μικρό δοχείο.

Κυδωνιά
Εκεί παλιά υπήρχαν ποτιστικοί κήποι, όπου συνήθως φύτευαν μερικά οπωρο-
φόρα δέντρα, μεταξύ των οποίων και πολλές κυδωνιές, απ’ τις οποίες, κατά την
ομολογία της αιωνόβιας, που έδωσε και το σημερινό όνομα, Όλγας Βουρλιά,
σώζονταν ως τα τελευταία χρόνια μια γέρικη αρωματική.

Πετρούλες
Θέση ανατολικά του Σαρανταπόρου και πάνω από τη συνοικία Σπαναίων, αρι­
στερά του δρόμου προς Μολόχα. Στην εποχή που λειτουργούσαν τα πρώτα ι­
διωτικά σχολεία με εποπτικά μέσα τις πινακίδες και τις πλάκες, από τη θέση
αυτή οι μικροί μαθητές προμηθεύονταν τα κοντήλια (μαλακές στενόμακρες
σταχτιές πετρούλες, εξαιρετικά κατάλληλες για γράψιμο σε πλάκα). Έμεινε έ-
κτοτε ιστορική η τοποθεσία που προσέφερε τις καλές υπηρεσίες, στα πρώτα
βήματα για την διάδοση των γραμμάτων.

Μπακογιάννη
Είναι ύψωμα ανατολικά του Σαρανταπόρου, που άλλοτε ήταν το καραούλι και
το λημέρι του ληστή Μπακογιάννη.

220
Λιάζι
Η τοποθεσία αυτή είναι βορειοανατολικά του Σαρανταπόρου και πήρε το όνο­
μα του αρχηγού τούρκικου στρατιωτικού τμήματος, που σκοτώθηκε σε μάχη
που έγινε εκεί με τους αρματωλούς, ο οποίος ονομάζονταν Λιάζ Αγάς. Δίπλα
στο ύψωμα αυτό υπάρχει μικρή βρύση με κρυστάλλινο ελαφρό νερό.

Κυραγόρω
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στο αντέρισμα (ράχη) που κατεβαίνει δυτικά απ’
το βουνό Καπροβούνι, προς το ρέμα της Κρανιάς. Πήρε το όνομα από μια γυ­
ναίκα φυματικιά, καταγόμενη απ’ τους Σοφάδες, που την έλεγαν Αγόρω. Επει­
δή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αποτελεσματικά φάρμακα για την καταπολέ­
μηση της φυματίωσης, οι γιατροί συμβούλευαν τους φυματικούς του κάμπου να
παραθερίσουν σε κάποιο βουνό με έλατα και κοντά σε κρύα βρύση για να α­
ναπνέουν καθαρό οξυγόνο και να πίνουν φυσικό κρύο νερό.
Έτσι λοιπόν η δυστυχισμένη γυναίκα πήρε το δρόμο για το βουνό. Όταν έ-
φθασε στη βρύση της Κρανιάς, κατά καλή της τύχη, συνάντησε τη γριά Καρα-
βάναινα (μάνα του Νίκου και Σεραφείμ Καραβάνα) η οποία την προσκάλεσε
στη στρούγκα για να τη φιλοξενήσει. Ο Καραβάνας είχε μεγάλο αριθμό γιδιών
και το γάλα τότε έρεε άφθονο στο τσελιγκάτο του.
Η Αγόρω τους παρακάλεσε να την φιλοξενήσουν, χωρίς ν’ αποκαλύψει την
πραγματική της αρρώστια, υποσχόμενη ότι η αμοιβή θα ήταν σιτάρι, που είχε
τόσο ανάγκη η οικογένεια Καραβάνα. Πράγματι δέχτηκαν την πρόταση και
παρέμεινε φιλοξενούμενη για όλο το καλοκαίρι στη σωτήρια στρούγκα της
στάνης, τρώγοντας τα πλούσια λιπαρά γάλατα του βουνού, άφθονο παχύ βού­
τυρο και τυρί, κάτω από τον ζωογόνο ίσκιο των ελατιών.
Εκτός από το κρύο νερό που χάριζε η διπλανή βρύση, η άρρωστη Αγόρω α­
πολάμβανε την υπέροχη φύση και το πεντακάθαρο οξυγόνο. Αποτέλεσμα της
φιλοξενίας ήταν η Αγόρω να γυρίσει το φθινόπωρο στην οικογένειά της υγιής
και η οικογένεια Καραβάνα να εξασφαλίσει το ψωμί, που τόσο είχε ανάγκη
αλλά και η τοποθεσία να πάρει το όνομα της Κυράς Αγόρως.

Καπροβούνι
Βουνό βορειοανατολικά του Σαρανταπόρου με υψόμετρο 1.441μ., που αγνα-
ντεύει προς όλο τον κάμπο της Θεσσαλίας και τα πέριξ αυτής βουνά. Λόγω του
πυκνού δάσους που είχε, παλιότερα φιλοξενούσε πολλά αγριογούρουνα που έ­
βρισκαν εύκολα καλή τροφή στα Καστανόδεντρα (Ζάβατα) της γειτονικής Ρα­
χούλας. Επειδή το αρσενικό γουρούνι λέγεται κάπρος πήρε το όνομα Καπρο­
βούνι.

Γρεβενοόιάσελο
Ιστορικός αυχένας, δυτικά απ’ το Καπροβούνι, που αποτελούσε παλιότερα το
φυσικό πέρασμα του βατού δρόμου προς τη Θεσσαλία και σήμερα του αμαξι-

221
του, παλιά όρια της Θεσσαλίας με τη Στερεά Ελλάδα, που θέσπισε η οροθετι-
κή επιτροπή στις 18/11/1832. Αυχένας που συγκέντρωνε την μεγαλύτερη κίνη­
ση των πεζοπόρων, που έμοιαζε με πολυσύχναστη μυρμηγκόστρατα, καθώς άλ­
λοι πήγαιναν και άλλοι γύριζαν, με φορτωμένο το καλαμπόκι στα ζώα αλλά
και ζαλίγκα. Λέγεται ότι από κάποιο βουνό των Γρεβενών φαίνεται το διάσελο
και πήρε το όνομα Γρεβενοδιάσελο.

Δίπλας
Είναι τοποθεσία που έγινε η πολύνεκρη μάχη τον Ιούνιο του 1807, μεταξύ
τουρκικού ασκεριού Τουρκαρβανιτών με αρχηγό τον Αγά Μπουχουρτάρη και
των Κατσαντωναίων. Σκοτώθηκαν 150 Τούρκοι και 12 κλέφτες μεταξύ αυτών
και ο Δίπλας, το πρωτοπαλλήκαρο του Κατσαντώνη. Εκεί, σ’ ένα ύψωμα, έθα­
ψαν τον Δίπλα και η τοποθεσία ως σήμερα λέγεται «Στου Δίπλα».

Κούλια
Συνεχίζοντας την κορυφογραμμή, χίλια περίπου μέτρα πιο πάνω από του Δί­
πλα, συναντάμε την τοποθεσία Κούλια, που σημαίνει τούρκικη στρατώνα-φυ-
λάκιο, που τα λείψανά του βρίσκονται και σήμερα. Το φυλάκιο αυτό εγκατα­
στάθηκε εκεί μετά το 1832, που απελευθερώθηκε η Στερεά Ελλάδα και ήταν
πλέον τα σύνορα στην οροσειρά Καρατζά, Καπροβούνι, Γρεβενοδιάσελο, Πα-
παμιχάλη, Τταμο κλπ.

Παπαμιχάλη
Στην ίδια οροσειρά πιο πάνω από την Κούλια είναι η τοποθεσία Παπαμιχάλη,
όριο μεταξύ των κοινοτήτων Νεράιδας και Ραχούλας. Παλιότερα είχε τη στάνη
του εκεί ο παπα-Μιχάλης, ιερέας της Ραχούλας, γι’ αυτό πήρε το όνομα αυτό.

Αραπατσάκου
Θέση στην περιφέρεια Κοεμτζή, σε μικρό υψωματάκι που έγινε μάχη μεταξύ
αρματωλών και τούρκικου τμήματος με άραβες στρατιώτες, οι οποίοι κυριολε­
κτικά εξοντώθηκαν. Έκτοτε πήρε το όνομα Αραπατσάκου, διότι εκεί τσάκισαν
τους αραπάδες.

Τσούκα
Βουνό μεταξύ των κοινοτήτων Νεράιδας, Ραχούλας και Καστανιάς με υψόμε­
τρο 1.490 μ. (τσούκα, δηλαδή ψηλό βουνό σαν μυτερή πυραμίδα).

Τρίκορφο
Βουναλάκι με τρεις χωμάτινες κορυφές απέναντι από την Τσούκα και πάνω α­
πό τα Γιαννουσέικα, που ανήκει στην περιφέρεια Κούτσουρου.

222
Κούτσουρο
Δασώδης έκταση από έλατα και βελανιδιές (τσιφλίκι Μπούμπουλη) που υλοτο-
μοΰνταν και έβγαζε πολλά κούτσουρα, όπως ονομάζονται οι κορμοί των δέ­
ντρων. Γι’ αυτό πήρε το όνομα αυτό.

Βελαώρα
Πετρωτό χαρούμενο βουναλάκι με άσπρες πέτρες βορειοδυτικά του Σαραντα-
πόρου, με υψόμετρο 1.325 μέτρα, που δεσπόζει όλης της περιοχής. Εκεί ψηλά
είναι το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία Σαρανταπόρου.

Στα Παιδιά
Τριακόσια μέτρα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία Βελαώρας, υπάρχει
θλιβερή τοποθεσία που πήρε το όνομα «Στα Παιδιά», επειδή οι κλέφτες έσφα­
ξαν δύο αγόρια 10 και 12 χρόνων από το Μαστρογιάννη, γιατί οι γονείς τους
δεν πήγαν να δώσουν τα λύτρα που τους ζητούσαν. Τις ιστορικές λεπτομέρειες
τις δώσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Μπουκουβάλα
Στο αντέρισμα που κατεβαίνει δυτικά της Βελαώρας προς το μοναστήρι Νεράι­
δας, και μεταξύ Μέγα-Λάκκου και Γιαννουσέικων, βρίσκεται η τοποθεσία
Μπουκουβάλα. Πήρε το όνομα του αρματωλού Μπουκουβάλα που είχε στη θέ­
ση αυτή τα λημέρια του. Απ’ εδώ διέρχονταν ο βατός δρόμος που ένωνε τα χω­
ριά Νευροπόλεως με την Νεράιδα και στη συνέχεια με το δήμο Κτημενίων. Λίγο
πιο πέρα απ’ τη ράχη Μπουκουβάλα, σε απόσταση εκατό μέτρων, υπάρχει το
εξωκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα Γιαννουσέικων και η κρύα βρύση, στην ο­
ποία το 1824 έγινε η ιστορική συγκέντρωση 52 αντιπροσώπων, προκρίτων των
γύρω χωριών Αγράφων, που συνέταξαν διαμαρτυρία στην κυβέρνηση του
Ναυπλίου, να εκδιώξουν το στρατηγό Ράγκο απ’ την περιοχή των Αγράφων
και να επαναφέρουν τον στρατηγό Καραϊσκάκη, όπως και έγινε.

Καστρί
Τρουλωτό ύψωμα βόρεια του Μέγα-Λάκκου όπου υπήρχε παλιό κάστρο αγνώ­
στου εποχής, που τα ευρήματά του πιθανολογείται ότι χρονολογούνται από την
εποχή του Μ. Αλέξανδρου. Υπάρχουν ερείπια από στρατώνες και άλλα κτί-
σματα χωρίς όμως να σώζονται τα τείχη.

Κούκου
Απ’ την τοπωνυμία της βρύσης Κούκου, που αναφέραμε σε προηγούμενο κε­
φάλαιο, πήρε το ίδιο όνομα και η πέριξ της βρύσης περιοχή. Αποτελείται από
γόνιμα ισότοπα χωράφια, που πήραν το δεύτερο γενικότερο όνομα «Στάρα»,
δηλαδή περιοχή που παράγει πολλά σιτάρια.

223
Βίγλες
Τοποθεσία μεταξύ Κούκου και Τσιτσιμπέικων. Κακοτράχαλος μικρός βράχος
που στις μικρές τρύπες (βίγλες) βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια της περιοχής: α­
λεπούδες, ασβοί κλπ. Εδώ κατοικούσαν ως το 1960 οι υπερπολύτεκνες οικογέ­
νειες του Νικολάου Καραμέτου και του Χρήστου Παπαγεωργίου.

Καλυβάκια-Πετροκάλυβο
Τοποθεσία προς τη θέση Λυκόλακκα, όπου υπήρχε παράρτημα αγροτικών ε­
γκαταστάσεων με πετροκάλυβα του μοναστηριού της Παναγίας και ήταν εγκα­
ταστημένα τα ζευγάρια και τα φορτηγά ζώα που χρησιμοποιούνταν από τους
καλόγηρους για την καλλιέργεια των γύρω χωραφιών. Αργότερα, και μετά την
παρακμή του μοναστηριού, στη θέση αυτή για πολλά χρόνια εγκαταστάθηκε η
οικογένεια του Ιωάννη Π. Καραμέτου.

Μηλιώνη
"Υψωμα πιο πάνω απ’ τα Τσιτσιμπέικα, όπου είχε τακτικά το λημέρι του ο λη­
στής Μηλιώνης.

Βακούφικα
Τοποθεσία όπου υπήρχαν χωράφια του μοναστηριού της Παναγίας. Λίγο πιο
πάνω από τη βρύση υπάρχουν ερείπια κτίσματος από πετροκάλυβο, που στεγά­
ζονταν οι καλόγηροι μαζί με τα ζευγάρια που χρησιμοποιούσαν για την καλ­
λιέργεια των χωραφιών.

Καλόγηρος
Απέναντι από το πετροκάλυβο που αναφέραμε, η τοποθεσία λέγεται Καλόγη­
ρος, επειδή εκεί καθότανε πάντοτε ένας μοναχός για την περιποίηση των ζευ-
γαριών. Από κάποια αιτία πέθανε εκεί και τον μετέφεραν στο μοναστήρι για
ενταφιασμό. Έκτοτε η θέση αυτή πήρε το όνομα «Καλόγηρος».

Λούτσα- Υπερυψωμένο Αλώνι


Η θέση αυτή είναι λίγο πιο πάνω από τα Τσιτσιμπέικα, όπου υπάρχει χωράφι
επίπεδο με την ονομασία Λούτσα, που παλιά ήταν κι αυτό του μοναστηριού.
Εκεί υπάρχει ένα υπερυψωμένο αλώνι σε ύψος ενός μέτρου πάνω απ’ την ισό­
τοπη πέριξ αυτού επιφάνεια του αγρού που, κατά την ομολογία ενός γέροντα,
έγινε με χώμα που μεταφέρθηκε με καρότσια και καζιάκες από τους καλόγη­
ρους, και σώζεται ως σήμερα. Λέγεται Λούτσα διότι το χειμώνα λιμνάζουν νε­
ρά και ομοιάζει σαν μικρή λιμνούλα.

Στον Φονιά
Στην τοποθεσία Βακούφικα, στο πάνω μέρος του χωραφιού της Πηνελόπης Ν.
Θώμου, υπάρχει μια θέση με το όνομα «Φονιάς». Ονομάστηκε έτσι μετά την

224
αιμοβόρα, βάρβαρη και απάνθρωπη πράξη κάποιων ληστών, που κατέσφαξαν
σαν πασχαλινό αρνί ένα παλληκάρι, όπως σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέ­
ραμε.

Χοχλαστή
Αγροτική ισότοπη περιοχή που έχει πολλές κατά μήκος μικροπηγές, που τα νε­
ρά τους βγαίνουν από κάτω προς τα επάνω (σαν νερό που χοχλάζει), γι’ αυτό
πήρε το όνομα Χοχλαστή.

Γελαόυσταλος
Όμορφη, ευρύχωρη ποταμιά όπου ενώνονται τα δύο ποταμάκια Κρανιάς και
Βαϊτσόρεμα. Την σκεπάζουν πελώρια πλατάνια με τους δροσερούς ίσκιους
τους. Εδώ κατέβαινε η πολυάριθμη αγέλη, άνω των 200 γελαδιών, με εκείνο το
ήρεμο σαλάγημα του μακαρίτη μπαρμπα-Ανδρέα, που συνοδεύονταν με τα τό­
σων λογιών τσιουκάνια και κουδούνια αλλά και τα μουγκρίσματα των αγελά­
δων που αναζητούσαν τα μοσχάρια τους και των περήφανων εκείνων ταύρων
που έπαιζαν το ρόλο του προστάτη της αγέλης, κατεβαίνοντας απ’ τα Μακρυ-
διάσελα να πιουν νερό, να μεσημεριάσουν και να ξαναγυρίσουν το βράδυ στις
ράχες που είχαν τα γρέκια τους. Εδώ και πολλά χρόνια έσβησε δυστυχώς η πα­
ρουσία των γελαδιών στο Σαραντάπορο.

Καραμανώλη
Τοποθεσία ακριβώς απέναντι από το Σαραντάπορο, στην πλαγιά, πεντακόσια
μέτρα πάνω απ’ το ποτάμι όπου υπάρχει μικρή πηγή νερού και μια μικρή ισο-
τοπιά. Εκεί παλιότερα υπήρχε πυκνό δάσος από ελάτια και ήταν το μόνιμο κα­
ταφύγιο του ληστή Καραμανώλη. Αργότερα, το 1930, στην ίδια θέση είχε εγκα-
ταστήσει ένα καλύβι και μόναζε ο εκ Σαρανταπόρου Σωτήρης Α. Θάνος, με το
μοναχικό όνομα Συμεών.

ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Θα αποτελούσε αδικαιολόγητη παράλειψη η μη αναφορά μας στον κατάλογο


των πεσόντων στους πολέμους, καθώς και των αθώων θυμάτων, των άοπλων
πολιτών του χωριού μας, που έχασαν τη ζωή τους στον εμφύλιο πόλεμο. Απ’
αυτό το μικρό χωριό βγήκαν ατρόμητα παλληκάρια, λεβεντογεννημένοι ήρωες,
που έγραψαν με το αίμα τους σελίδες ηρωισμού, στάθηκαν άφοβοι στις απει­
λές των πολέμων, θυσιάστηκαν για την ελευθερία και έμειναν για πάντα αθά­
νατα σύμβολα στην ιστορία του έθνους.

225
Θύματα Πολέμου, 1912-1922
Αυγέρης Δημήτριος Ε. Καραμέτος Δημήτριος Γ.
Βούλγαρης Χρηστός Γ. Παπαγεωργίου Θωμάς Γ.
Γάκης Ηλίας Α. Παπαγεωργίου Ηλίας Γ.
Δήμος Γεώργιος Κ. Σπανός Δημήτριος Ν.
Θάνος Κων/νος X. Λάμπρου Ιωάννης Δ.

Θύματα Αλβανικού, 1940-1941


Κοντογιάννης Δημήτριος Λ. Λιάπης Δημήτριος Α.

Θύματα Εμφυλίου Πολέμου-Στρατιώτες Εθνικού Στρατού


Αυγέρης Σεραφείμ Ν. Στρατιώτης
Βούλγαρης Αθανάσιος Δ. Λοχίας (έπεσε στη μάχη της Φλώρινας)
Λιάπης Νικόλαος Ε. Στρατιώτης
Λάμπρου Λάμπρος Δ. Χωροφύλακας (σκοτώθηκε σε μάχη)

Αν για ορισμένα προτερήματα και την αλληλεγγύη μεταξύ μας δικαιούμα­


στε να είμαστε υπερήφανοι εμείς οι Σαρανταπορίτες, για κάποια εγκληματικά
γεγονότα του εμφυλίου πολέμου δεν πρέπει να αισθανόμαστε και τόσο υπερή­
φανοι. Γιατί απ’ αυτό το χωριό χάθηκαν πολλοί άνθρωποι και απ’ τις δύο πα­
ρατάξεις, πέρα από εκείνους που σκοτώθηκαν σε μάχες, όπως ο παρακάτω πί­
νακας δείχνει:

Θύματα άοπλοι πολίτες


Γάκης Δημήτριος Α. Εκτελέστηκε από αντάρτες
Δήμος Αναστάσιος Γ. » » »
Λιάπη Αγαθή Δ. » » »
Μητσιάκης Νικόλαος Δ. » » »
Πλατσούρης Αλέξανδρος Γ. » » »
Τσιτσιμπής Σεραφείμ I. » » »
Τσιτσιμπής Κων/νος Στυλ. » » »
Λιάπη Ελένη Ε. Από αδέσποτη σφαίρα στρατιώτου
Βούλγαρη Ελένη Δ. Πάτησε παγιδευμένη νάρκη

Ένοπλοι σε μάχες
Τσιτσιμπής Νικόλαος Δ. Οπλίτης των ΤΈΑ στη μάχη Καρδίτσας

Θύματα του Εμφυλίου Πολέμου-Αντάρτες


Σπανός Ν ικόλαος Η. Επεσε στη μάχη Σοφάδων το έτος 1947
Θάνος Κων/νος Π. Εξαφανίσθηκε από το στρατόπεδο Λάρισας
το έτος 1949
Καραμέτος Ιωάννης Ν. Εξαφανίσθηκε
Μαργαρίτης Κων/νος Φωτ. »

226
Θύματα Εμφύλιον ως οργανωμένοι άοπλοι συμπαθούντες τοΔ.Σ.Ε.
Θώμος Νικόλαος X. Συνελήφθη και εκτελέστηκε από ένοπλους
πολίτες το έτος 1947
Μητσιάκης Γεώργιος Σ. Συνελήφθη και εκτελέστηκε από μικτό τμήμα
Στρατού και πολιτών το έτος 1948
Καραβάνας Ευάγγελος Σερ. Συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1947 από
τον Εθνικό Στρατό στο ύψωμα «άνεμος»
της Βίνιανης Ευρυτανίας

Ανοργάνωτοι άοπλοι πολίτες


Βούλγαρης Απόστολος Κ. Εκτελέστηκαν και οι δύο από ένοπλους πολίτες
Κοντογιάννης Δημήτριος Μ. που ακολουθούσαν τον Εθνικό Στρατό

ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ

Απ’ αυτό το μικρό και ασήμαντο χωριό γεννήθηκαν ατρόμητα παλληκάρια, τα


οποία ανεδείχθησαν πραγματικά λιοντάρια στη φωτιά των πολέμων και έγρα­
φαν λαμπρές σελίδες ηρωισμού, σε δύσκολες στιγμές, που η πατρίδα μας βρέ­
θηκε μπροστά σε φοβερούς κινδύνους. Προασπίζοντας την πατρίδα έχασαν τη
ζοοή τους, παρέμειναν ήρωες στην ιστορία του έθνους και στάθηκαν αθάνατα
σύμβολα.
Το 1956, στο προαύλιο της εκκλησίας και σε περίοπτη θέση, ανεγέρθηκε
σεμνό μνημείο από τους συγγενείς των φονευθέντων, προς τιμή και ανάμνηση
των ηρωικώς πεσόντων στους πολέμους 1912-1940 και άλλων αθώων θυμάτων
που έχασαν τη ζωή τους κατά την μαύρη εποχή του εμφυλίου 1945-1949.

227
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΔΕΚ Α ΤΟ ΤΕΤΑ ΡΤΟ

ΑΡΜΑΤΩΛΙΚΙ ΑΓΡΑΦΩΝ

Όπως είναι γνωστό, ο πόθος κάθε Ελληνόπουλου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
ήταν να γίνει αρματωλός στα Άγραφα, καθώς έξοχα εκφράζεται στο δημοτικό
τραγούδι:
Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
δεν ημπορώ, δεν δύναμαι εμάλλιασε η καρδιά μου.
Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης,
να κατοίκησα} στα βουνά και στις ψηλές ραχούλες,
να ’χω τα δέντρα συντροφιά και τα θεριά κουβέντα.

Η άσκηση των νέων στο λιθάρι, στο πήδημα, στη πάλη, στη σκοποβολή ήταν
τα καθημερινά γυμνάσια που δημιουργούσαν τους μελλοντικούς αγωνιστές της
ελευθερίας. Και ο χώρος όπου γυμνάζονταν τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα ή­
ταν τα κλεφτολημέρια των Αγράφων. Άφηναν τότε τα χωριά τους και τις οικο-
γένειές τους και ανέβαιναν στα ψηλά βουνά, για να ακολουθήσουν την κλέφτι­
κη ζωή, μια ζωή που όσες κι αν είχε στερήσεις και αφάνταστες ταλαιπωρίες,
στις δυσκολοπάτητες αυτές βουνοπλαγιές, ήταν προτιμότερη από εκείνη της
τυράγνιας τους από τους Τούρκους ή και περισσότερο από τους κοτσαμπάση-
δες.
Αυτές τις τραχιές αγραφιώτικες βουνοπλαγιές, που τις χρησιμοποιούσαν
σαν καταφύγιο και χώρο στρατιωτικής εκπαίδευσης, τις μετέτρεπαν σε αποφα­
σιστικό και αποτελεσματικό ορμητήριο κατά του κατακτητή οι αρματολοί που
αποτελούσαν την στρατιωτική δύναμη του σκλαβωμένου λαού, που αγωνίζο­
νταν για την λευτεριά. Μεταξύ αυτών και ο Κατσαντώνης, που έζησε, έδρασε
και πέθανε σαν αγωνιστής χωρίς να υποταχθεί ποτέ στα τούρκικα φιρμάνια.
Στα Άγραφα το πρώτο αρματολίκι λειτούργησε από τις αρχές του 16ου αι­
ώνα. Ύστερα από τον περίφημο Χορμόπουλο, αρματολό που έδρασε κατά τον
17ο αιώνα, και τον Γιάννο Μπουκουβάλα (1710-1780) που άφησε αγαθή για τη
δράση του μνήμη, λόγω διχονοιών ανάμεσα στους κληρονόμους διαδόχους, τον
Κώστα Θάνο και τον Γιαννάκη, το αρματολίκι τούτο κατέστη, το 1820-1824, το
μήλον της έριδος —και κυρίως μεταξύ του Γιαννάκη Ράγκου, αρματολού του
Βάλτου, και του Καραϊσκάκη.
Το 1824 το αρματολίκι επίσημα μοιράστηκε από την διοίκηση στους δύο

228
διεκδικητές του, με οικειοθελή όμως αποχώρηση του Καραϊσκάκη, που είχε
σαν αποτέλεσμα την έξοχη ύστερα πολεμική και πατριωτική για το έθνος δρά­
ση του. Έτσι το 1821 το αρματωλίκι σχεδόν βρέθηκε χωρίς υπεύθυνα πρόσωπα
αλλά και χωρίς κλέφτες και αρματωλούς.

Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Μια περίοδος ανεπανάληπτης λαμπρής δράσης της αγραφιώτικης κλεφτουριάς


είναι εκείνη του Κατσαντώνη, που δόξασε πραγματικά τα κλέφτικα όπλα. Ο
Αντώνης Μακρυγιάννης, γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής, γεννή­
θηκε το 1775 στο Μύρεσι (Μάραθο) των Αγράφων και είχε αδελφούς μεγαλύ­
τερους, τον Γιώργο Χασιώτη και τον Κώστα Αεπενιώτη, μικρότερο δε τον
Χρήστο Κούτσικο και μια αδελφή που κι αυτή λέγεται ότι με ανδρικά ενδύμα­
τα έγινε κλέφτης.
Κατά μια εκδοχή ο τσέλιγκας Μακρυγιάννης έδινε στα παιδιά του επονο-
μασία σχετική με τον τόπο που γεννήθηκαν. Τον Γιώργο τον επονόμασε «Λε-
πενιώτη» γιατί είχε γεννηθεί στη Λεπενού, τον Κώστα «Χασιώτη» γιατί είχε
γεννηθεί στα Χασιά, τον Αντώνη «Κατσαντώνη» γιατί είχε γεννηθεί στο χωριό
Κάτζια της Πρέβεζας και τον Χρήστο «Κούτσικο» γιατί ήταν ο μικρότερος και
ο πιο μικρόσωμος όλων των αδελφών.
Ειδικά για τον Κατσαντώνη υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, που μάλλον δεν
είναι σωστή. Σύμφωνα με αυτή του έμεινε η ονομασία αυτή αφ’ ότου αποφάσι­
σε να γίνει κλέφτης και η μάνα του τον παρακαλούσε «να κάτσει», να μην πάει
κλέφτης. «Κάτσε Αντώνη», του έλεγε με πόνο.
Αφ’ ότου ο Κατσαντώνης βγήκε στο κλαρί, και η δεκαμελής κλέφτικη ομά­
δα του Δίπλα —που ανήκε στον εικοσιεπταετή τότε Κατσαντώνη— εντάχθηκε
στην ισχυρότερη της περιοχής Αγράφων, δεν μπόρεσε τούρκικο ποδάρι να
σταθεί σε εκείνη την περιοχή, χάρη στις νικηφόρες επιθέσεις και μάχες των Κα-
τσαντωναίων.
Ο Κατσαντώνης, ξακουστός για την παλληκαριά του και την ασύγκριτη πο­
λεμική δράση όλης της διαλεγμένης παρέας του, που αποτελούνταν από εκατό
γενναίους, κατά το πλείστον Ευρυτάνες, έγινε ο φόβος και ο τρόμος του Αλή
Πασά και των κοτζαμπάσηδων αλλά και ο στοργικός προστάτης των κατατρεγ­
μένων Χριστιανών.
Βραχνάς και αθεράπευτη αρρώστια έγινε, για τον Αλή Πασά, η παλληκα-
ριά του Κατσαντώνη, που τον ανάγκασε να του προτείνει, κατ’ επανάληψη, να
καταταχθεί στον τουρκικό στρατό, με μεγάλα τιμητικά και χρηματικά ανταλ­
λάγματα, τα οποία όμως ο Κατσαντώνης περιφρόνησε. και όταν ακόμη τον έ-
πιασαν άρρωστο από ευλογιά, μέσα στη σπηλιά, όπου τον γιατροκομούσε ο α­
δελφός του Γιώργος και τους μετέφεραν στα Γιάννενα, που ήταν η έδρα του

229
Πασά. Προτίμησε να του σπάσουν τα κόκκαλα των ποδιών του με τη βαριά,
παρά να υπηρετήσει τα συμφέροντα των αντιπάλων του.
Αλλά και άλλο περιστατικό, που τιμά τον Κατσαντώνη για την φιλοπατρία
του, είναι που δεν δέχτηκε να υπηρετήσει με ανώτατο στρατιωτικό βαθμό στο
ρωσικό στρατό, που του πρότεινε στη Λευκάδα ο έλληνας στρατηγός Παπαδοπού­
λας, στον οποίο το γενναίο εκείνο παλληκάρι απάντησε: «Ευχαριστώ πολύ για
την τιμή αλλά δυστυχώς με χρειάζονται ακόμα τα Άγραφα και η Ελλάδα». Τό­
τε αναγνωρίστηκε η αξία και η ανωτερότητα του Κατσαντώνη από όλους τους
ελληνες οπλαρχηγούς, μη εξαιρουμένου και του σπουδαίου Γεωργίου Βουρνα-
κιώτη, καθώς και του Καποδίστρια, για να του δώσουν τον τιμητικό ανώτατο
τίτλο του πολεμάρχου.
Δεν υπάρχει χωριό στην αγραφιώτικη περιοχή που να μην ιστορεί κάποια
ηρωική δράση των Κατσαντωναίων. Διαβαίνοντας λοιπόν από τα αγραφιώτικα
χωριά, ακούμε «στου Κατσαντώνη τη βρύση», «στου Κατσαντώνη το πήδημα»,
«στου Κατσαντώνη τα ταμπούρια», «στου Κατσαντώνη τη σπηλιά» κλπ. Ακόμη
και στη δική μας περιοχή, στο Ξερολάγγαδο, λίγο πιο κάτω από του Μανώλη
την σπηλιά, στη θέση Φορτόπι, υπάρχει ένα μικρό τρουλωτό υψωματάκι που
λέγεται ως σήμερα «στο λημέρι του Κατσαντώνη». Εκεί έστηνε, κατά την πα­
ράδοση, το καραούλι του ο τρομερός οπλαρχηγός, ενεδρεύοντας να πετσοκό­
ψει τα τούρκικα ασκέρια που θα περνούσαν το Μέγα-Γεφύρι προς τα χωριά
των Αγράφων.
Στο χωριό Χρύσου υπάρχει ως τώρα ο τάφος του Τούρκου Βεληγκέκα και
στην Τριφύλλα Κλειτσού του Λιαξμέη, αξιωματικού του τούρκικου στρατού,
των απεσταλμένων του Αλή Πασά στα Αγραφα να ξεριζώσουν την κλεφτου-
ριά, που και τους δύο τους σκότωσε ο Κατσαντώνης.
Δεν θα περάσει γλέντι στ’ αγραφιώτικα χωριά που να μην ακουστούν τρα­
γούδια που σχετίζονται με τα κατορθώματα των Κατσαντωναίων:
Αντώνη μου τι σκέπτεσαι, τι ’σαι συλλογισμένος;
Παιδιά μου μη με βιάζετε και θα σας μολογήσιο.
Εψές μου ’ρθαν τα γράμματα από το γέρο Δήμο
κι απ’ έξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
μου πήραν τη γυναίκα μου και το μικρό παιδί μου
ο Βεληγκέκας το σκυλί το άπιστο το γένος.

Ο Βεληγκέκας ήταν ο σπουδαιότερος αξιωματικός του Αλή Πασά, που πλή­


ρωσε αργότερα με τη ζωή του την, κατά του Κατσαντώνη, καυχησιολογία του.
Το δημοτικό τραγούδι, για να κρατήσει ζωντανή την παράδοση, έδωσε κι εδώ
στους στίχους την εικόνα για το θρυλικό λεοντόκαρδο οπλαρχηγό, που αντι-
κρύζοντας τον αμείλικτο εχθρό του, τον Βεληγκέκα, στη θέση Φιδόσκαλα
Προσηλιάκου, του φωνάζει:
Πού πας Βελή Μπουλούμπαση, ρετάλι του βεζύρη;
Σε σένα Αντώνη κέρατά σε σένα Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης φώναξε ψηλά απ’ τον Προσηλιάκο:

230
Δεν είναι ’δω τα Γιάννενα δεν είναι εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά και σαν παχιά κριάρια.
Εδώ είναι περήφανα βουνά και κλέφτικα λημέρια.
Τρία τουφέκια του ’ριξαν και τρία αράδα αράδα
το ’να τον παίρνει ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι
το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του.
Και τέλος πώς να ξεχάσει κανείς εκείνο το πονεμένο και συγκινητικό απο­
χαιρετισμό του Κατσαντώνη στα δοξασμένα και προσφιλή λημέρια των Α γρα­
φων, όταν αντικρΰξοντάς τα, καθώς τον πήγαιναν άρρωστο, χειροδέσμιο, περ­
νώντας από τη Βοΰλπη για τα Γιάννενα, παρακάλεσε τη συνοδεία των δημίων
του να του επιτρέψει για λίγο να ξανασάνει και να χαιρετήσει τα αγαπημένα
του βουνά, αλλοίμονο, για τελευταία φορά, όπως τον παρουσιάζει ο ποιητής με
τους ακόλουθους στίχους:
Κρατάτε Τούρκοι τ’ άλογα λίγο να ξανασάνω
να χαιρετήσω τα βουνά και τις κρύες βρυσούλες
και σεις Τσουμέρκα κι Άγραφα, παλληκαριών λημέρια
εγώ σας έχω μαρτύριά εσείς να μολογάτε
τ’ ασκέρια που πολέμαγα και πάντα τα νικούσα.
Αν δείτε τη γυναίκα μου και το μοναχογιό μου
πέστε τους πως με πιάσανε με προδοσιά και δόλο.
Αρρωστη μένο μ’ εύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα
σαν το μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.
Ο Κατσαντώνης βγήκε στο κλαρί το 1793, όταν στη γενέτειρά του, το Μυρέ-
σι Αγράφων, σκοτώθηκε ένας Τούρκος Μπουλούμπασης, που έγινε αιτία να
πυρποληθεί το χωριό από τους Τουρκαρβανίτες. Στη μάχη που έδωσε το 1805
με τους Τουρκαρβανίτες, στην Τρίφυλλα του Κλειτσού, σκότωσε τον αρχηγό
τους, ονόματι Ελιάς Αγά.
Το 1806, στου Πουλιού τη βρύση, κατά την παράδοση, στη θέση Καλόερος,
αφήκαν οι Κατσαντωναίοι μισοψημένα τα σφαχτά τους και τ’ απόψησαν ύστε­
ρα από τη μάχη που έγινε εκεί, εναντίον του Χασάν Μπελούση, ο οποίος τελι­
κά γλύτωσε με το κλείσιμό του μέσα σ’ ένα εκκλησάκι της Τατάρνας, τον Άγιο
Αιμιλιανό.
Το 1807, σύμφωνα με τον Γιάννη Φραγγίστα, συναγωνιστή του Κατσαντώνη,
στη μάχη που έγινε στη Φιδόσκαλα Προσηλιάκου, σκοτώθηκε ο σπουδαιότε­
ρος των αξιωματικών του Αλή Πασά, ο ικανότερος και φοβερότερος διώχτης
των Ελλήνων, ο Βεληγκέκας. Η παράδοση μας λέει ότι στη στενή διάβαση οι
Κατσαντωναίοι έστρωσαν μια μπάτσα από έλατο για σύνθημα ταυτόχρονης
σκοποβολής εναντίον του Βεληγκέκα. Από το ταμπούρι τους, που απείχε λίγα
μέτρα από εκεί, μόλις είδαν τον Βεληγκέκα να πατάει τη μπάτσα, έριξαν ομα­
δικά και τον σκότωσαν. Τραβώντας ύστερα τα γυμνά σπαθιά τους ρίχτηκαν
στο κατατρομαγμένο ασκέρι, σκότωσαν ακόμη δώδεκα Αρβανίτες ενώ οι άλ­
λοι τρομοκρατημένοι υποχώρησαν άτακτα. Τον αιμοβόρο Βεληγκέκα τον μετέ­
φεραν και τον έθαψαν σ’ έναν κήπο στο χωριό Χρύσου.

231
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΤΡΙΦΥΛΛΑΣ

Ή ταν άνοιξη του 1805, όταν ο Κατσαντώνης με τα ογδόντα παλληκάρια του έ-


τυχε να βρίσκεται στον αυχένα της Τριφύλλας (περιοχή του χωριού Κλειτσού),
μεταξύ των βουνοκορφών Κερασιάς και Μάρτσας, κοντά στη στάνη του τσέλι-
γκα Γαλανού, τουρκόφιλου και στενού συνεργάτη του Κουτσαμπάση και φοβε­
ρού εχθρού των αρματωλών, του Τσολάκογλου. Ο παλιόβλαχος Γαλανός, τρο­
φοδοτώντας το ασκέρι του Κατσαντώνη με τα κτηνοτροφικά του προϊόντα,
φρόντισε να ειδοποιήσει, μέσω του Τσολάκογλου, τον δερβέναγα Ελιάς Αγά,
για την παρουσία και παραμονή των Κατσαντωναίων στη συγκεκριμένη θέση.
Στα χαράματα της επόμενης μέρας ο Ελιάς Αγάς με τριακόσιους Τουρκαρβανί-
τες βρέθηκαν γύρω από τα λημέρια των Κατσαντωναίων, με στόχο να τους πιά-
σουν στον ύπνο. Να όμως που τα παλληκάρια της λευτεριάς, όπως λέει και το
τραγούδι, «τον ύπνο δεν εχόρταιναν» και πάντα έπαιρναν αυστηρά μέτρα α ­
σφαλείας. Αντί να αιφνιδιαστούν από τους Τουρκαρβανίτες τους περίμεναν
καλά ταμπουρωμένοι κι έδωσαν πεισματικά πολύωρη μάχη, με αποτέλεσμα οι
Τούρκοι έντρομοι να τραπούν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσω τους δέκα νε­
κρούς και αιχμάλωτο τον αρχηγό τους, τον Ελιά Αγά, τον οποίο σκότωσαν και
έθαψαν επί τόπου οι Κατσαντωναίοι, το μνήμα του οποίου σώζονταν ως τα τε­
λευταία χρόνια και έδωσε στη θέση αυτή το όνομα Αιάξι.
Α π’ τα παλληκάρια του Κατσαντώνη τραυματίστηκαν δύο από τα οποία ο έ­
νας πέθανε και ενταφιάστηκε στο συνοικισμό Πλάτανο του Κλειτσού και ο
δεύτερος σέρνοντας, διψασμένος απ’ το βαρύ τραύμα του πήγε στη βρύση
Μουλαϊμέρη και πίνοντας αχόρταγα το παγωμένο νερό ξεψύχησε εκεί. Η μάχη
της Τριφύλλας θέριεψε τη γενναιότητα των παλληκαριών του Κατσαντώνη.

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΓΡΕΒΕΝΟΔΙΑΣΕΛΟ

Τον Ιούνιο του 1807, μετά τη μάχη της Φιδόσκαλας, που είχε σαν αποτέλεσμα
να σκοτωθεί ο περίφημος στρατάρχης των Τούρκων, ο Βεληγκέκας, ο Αλή Πα­
σάς οργισμένος έστειλε στα βουνά των Αγράφων τον σατράπη και αιμοβόρο
παλαίμαχο Αγά Μουχουρτάρη, ο οποίος αφού πήρε μαζί του αρκετή στρατιω­
τική δύναμη από χίλιους Αρβανίτες, κατευθύνθηκε νύχτα, με οδηγό κάποιον
προδότη που γνώριζε τον καταυλισμό των Κατσαντωναίων, προς τον αυχένα
του Γρεβενοδιάσελου, μεταξύ των χωριών Μαστρογιάννη και Σαρανταπόρου,
απ’ όπου οδηγεί ο δρόμος προς τα χωριά των Αγράφων.
Εκεί σ’ αυτή τη δεσπόζουσα θέση υπήρχαν τμήματα του Κατσαντώνη, με
αρχηγό τον Δίπλα. Ό πως ήταν αμέριμνα, ένας πυροβολισμός κάποιου σκοπού
παρατηρητή, ειδοποίησε ότι έφθασαν τούρκικα τμήματα. Αμέσως πήραν θέ-

232
σεις μάχης αλλά δυστυχώς ήταν περικυκλωμένοι από παντού με άμεσο κίνδυνο
αιχμαλωσίας ή εξόντωσής των. Με την αποφασιστική όμως και σκληρή μάχη
που έδωσαν τελικά τη νύχτα, έσπασαν τον κλοιό και σώθηκαν. Στη μάχη αυτή
ο Μουχουρτάρης έχασε περίπου 150 άντρες, οι δε Κατσαντωναίοι έχασαν δώ­
δεκα παλληκάρια μαζί με τον ηρωικό Δίπλα. Η τοποθεσία αυτή λέγεται ως σή­
μερα «Στου Δίπλα», όπου υπάρχει και ο τάφος του γενναίου αυτού αρχηγού.
Για να τον αποθανατίσουν στη συνέχεια του αφιέρωσαν και το τραγούδι:
Του Δίπλα οι φίλοι λέγανε και τον παρακαλούσαν:
Σήκω να φύγεις Δίπλα μου πάρε τον Κατσαντώνη
Αλή Πασάς σάς έμαθε, στέλνει το Μουχουρτάρη.
Και τα λημέρια φώναξαν όσο και αν μπορούσαν
ο Μουχουρτάρης έρχεται με τέσσερις χιλιάδες
φέρνει Αρβανίτες του Πασά πολλούς τσοπαναραίους
στα δόντια φέρνουν τα σπαθιά στα χέρια τα ντουφέκια.

Κι ο Δίπλας αποκρίνεται κι ο Δίπλας απαντάει:


Όσο είναι ο Δίπλας ζαιντανός πόλεμο δεν φοβάται
έχει λεβέντες διαλεχτούς, αετούς Κατσαντωναίους
τρων τη μπαρούτη σαν ψωμί τα βόλια σαν προσφάγι.
Σφάζουν τους Τούρκους σαν τραγιά, Αγάδες σαν κριάρια.

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΠΙΝΑΣΑ

Τον χειμώνα του 1808 ο αρχηγός του τούρκικου τμήματος Χασάν Μπελούσης,
ανέβηκε, με εντολή του Αλή Πασά, στα χωριά των Αγράφων για καταδίωξη
των Κατσαντωναίων. "Υστερα από την πανωλεθρία που έπαθαν τα τμήματά
του, σε συγκρούσεις που είχαν με τα τμήματα των κλεφταρματωλών στα μέρη
των Αγράφων, αποφάσισε έκτακτα να γυρίσει προς τη Θεσσα?ία, γιατί φοβό­
τανε να παραμείνει στα μέσα του χειμώνα στα χιονισμένα βουνά που αποτε­
λούσαν κίνδυνο για τον στρατό του. Από το χωριό Άγραφα διαπέρασε το βου­
νό Καμάρια και μέσω της Μπέσιας αποφάσισε να διανυκτερεύσει στο χωριό
Σπινάσα, γιατί άρχισε μεγάλη χιονόπτωση και άγρια κακοκαιρία. "Ηταν οχτώ
του Γενάρη του 1808, όπου κατά τύχη την ίδια βραδιά βρίσκονταν και το ασκέ­
ρι του Κατσαντώνη στη Σπινάσα, μοιρασμένο από πρωτύτερα σε καταλύματα,
στα καλύτερα σπίτια του χωριού.
Ο Μπελούσης έφθασε την νύχτα στη Σπινάσα με τριακόσιους τούρκους
στρατιώτες, κατατρεγμένους από τη σφοδρή κακοκαιρία, χωρίς να γνωρίζει
ότι υπήρχε στο χωριό ο Κατσαντώνης. Μπαίνοντας όμως στα πρώτα σπίτια
του χωριού αντί της αναμενόμενης υποχρεωτικής φιλοξενίας, δέχτηκε σφο­
δρούς πυροβολισμούς από μέρους των Κατσαντωναίων και επακολούθησε αι­
ματηρή μάχη μέσα στην άγρια κακοκαιρία, με χιόνι που ξεπερνούσε το ένα
μέτρο.

233
Η μάχη κράτησε μια ώρα και συνοδεύονταν από τις γοερές φωνές των δύ­
στυχων κατοίκων του χωριού που οι περισσότεροι έλαβαν μέρος βοηθώντας
τους Κατσαντωναίους. Κατά την ώρα της μάχης χτυπούσε συνεχώς η καμπάνα
της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου για να αναπτερώνει το ηθικό των πολεμι­
στών. Παρά τις προθέσεις του Μπελούση να καταλάβει το χωριό, στάθηκε α­
δύνατον. Στο τέλος οι Κατσαντωναίοι βγήκαν από τα σπίτια που ήταν οχυρω­
μένοι, όρμησαν κατά των Τούρκων και τους κυνήγησαν μέχρι το ποτάμι του
Μέγδοβα, προς το Καροπλέσι, αλλά επειδή ήταν φουρτουνιασμένο πνίγηκαν
πάρα πολλοί.
Στη μάχη, μέσα στο χωριό, σκοτώθηκαν σαράντα Τούρκοι και από την
πλευρά των Κατσαντωναίων ένας, ενώ τέσσερις τραυματίστηκαν.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Το 1809 πολύ βαριά άρρωστος ο Κατσαντώνης από την αρρώστια της ευλογιάς
νοσηλεύονταν σε μια σπηλιά, κοντά στο Μοναστηράκι των Αγράφων, αλλά
προδόθηκε και πιάστηκε από τον Μουχουρτάρη, αρχηγό τούρκικου στρατιωτι­
κού τμήματος, μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργο Χασιώτη που τον περιποιού­
νταν, και οδηγήθηκαν στα Γιάννενα, όπου εκτελέστηκαν έπειτα από πολλά βα­
σανιστήρια, στις 27/3/1809.
Τόσο ο τρόπος σύλληψης όσο και ο βάρβαρος τρόπος του θανάτου περι­
γράφεται στο αφιερωμένο για τον Κατσαντώνη τραγούδι, ελάχιστο μέρος του
οποίου παραθέτουμε στους αναγνώστες:
Εσείς όπου τον είδατε ψηλά στα κορφοβούνια
σταυραετοί και πέρδικες, ξεφτέρια χελιδόνια
ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόι.
Τον Κατσαντώνη πιάσανε κλάψτε πουλιά μου κλάψτε
ένας παπάς τον πρόδωκε.
Μαχαίρι να του γίνει η κοινωνιά που του ’βαψε τ’ αφορισμένο στόμα.
Θηλειά και στριφτής στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι.
Να μην βρεθεί πνευματικός να τον ξομολογήσει
κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν.
Το γκαρδιακό τ’ αδέλφι του, ο Γιώργος ο Χασιώτης
άυπνος ακουρμένεται, κοιμάται ο Κατσαντώνης
ξύπνα αδελφέ μου γρήγορα, μας έπιασαν οι σκύλοι.

Και το τραγούδι συνεχίζει εξιστορώντας την σύλληψη, τη μεταφορά του στα


Γιάννενα και τον τρόπο που τον σκότωσαν με βαριά, σφυρί κι αμόνι, σπάζο­
ντας τα κόκκαλά του.

234
ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ ΣΤΗ ΦΟΥΡΝΑ

Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη και του Χασιώτη, την ομάδα των αγωνιστών
κλεφτών του Κατσαντώνη ανέλαβε ως αρχηγός ο Λεπενιώτης. Πρώτη μάχη
που έδωσαν οι Κατσαντωναίοι με αρχηγό τον Λεπενιώτη ήταν η μάχη της Πα­
παδιάς, μεταξύ Δομιανών και Παυλοπούλου Ευρυτανίας, όπου σκοτώθηκε ο
Σουλεϊμάν Τόλης και το απόσπασμά του έπαθε κυριολεκτικά πανωλεθρία.
Έτσι ο Αλή Πασάς αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον Λεπενιώτη ως άξιο
καπετάνιο των Αγράφων (1809). Έβαλε όμως σαν στόχο του να τον δολοφονή­
σει. Και πράγματι το Πάσχα του 1815 ο Λεπενιώτης, που είχε τα λημέρια του
στην περιοχή Βουλγάρας, έλαβε πρόσκληση από τον κοτξάμπαση Φουρνάς,
Γιαννάκη Κωσταρά, να πάει να γνωριστούν. Ο Λεπενιώτης αποδέχεται την
πρόσκληση αλλά οι σύντροφοί του, φοβούμενοι για τη ζωή του, του συνιστούν
να αποφύγει την συνάντηση, υποπτευόμενοι ότι κάτι κρύβονταν πίσω από την
πρόσκληση. Ο Λεπενιώτης όμως το αποφασίζει και πηγαίνει στη Φουρνά μό­
νος του. Προτού φθάσει στον πύργο του κοτζαμπάση κι ενώ ανέβαινε προς την
πλατεία ένας βαλτός από τον Κωσταρά, ονόματι Νίκος Θέου (Χρυσιώτης), πυ­
ροβόλησε πισώπλατα και σκότωσε τον Λεπενιώτη, τον οποίο θάψανε έξω από
τη Φουρνά.
Έτσι το άγριο θηρίο των Ιωαννίνων εκδικήθηκε για όσες καταστροφές και
απώλειες υπέστησαν ως τότε οι ορδές του από τους ασύγκριτους αγωνιστές της
ελληνικής κλεφτουριάς, τους ηρωικούς Κατσαντωναίους. Μετά τον θάνατο του
Λεπενιώτη έβγαλαν και το θρυλικό τραγούδι:
Αντάριασάνε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι
βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι αυτό τ’ αστέρι το λαμπρό πάει να βασιλέψει.
Κι οι κλέφτες το καρτέρησαν και το συχνορωτάνε:
Πες μας πες μας αστέρι μου κάνα καλό χαμπέρι.
Τι να σας πω μωρέ παιδιά τι να σας μολογήσω
τον Λεπενιώτη βάρεσαν μες στη Φουρνά στο κέντρο.
Δεν πρόλαβε να βγάλει σπαθί ν’ αδειάσει το ντουφέκι
τραυματισμένος φώναζε, σύρθηκε σαν λιοντάρι.
Πού είσαι Τσόγκα αδελφέ μου, πού είν’ τα παλληκάρια
ο Νίκος Θέος μ’ έφαγε με προδοσιά μεγάλη.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Περίφημος κλέφτης του Κατσαντώνη, αρματωλός Αγράφων, στρατάρχης Ρού­


μελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδος. Γεννήθηκε στο Μαυρομάτι Καρδίτσας, α­
πό καλόγρια του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου, τη Ζωή Διμισκή, που κατά­
γονταν από το χωριό Σκουλικαριά Άρτας, χήρα του Γιάννη Μαυροματιανού.

235
Γι’ αυτό και μέχρι το θάνατό του έφερε το όνομα «ο γιος της καλογριάς».
Το βρέφος μεταφέρθηκε από τη σπηλιά που γεννήθηκε από τον οπλαρχηγό
Καράίσκο, στο χωριό Λεοντίτο, στη συνέχεια στο χωριό Γράλιστα και αλλαχού
περνώντας φιλοξενούμενος από δικούς του ανθρώπους όλη την παιδική του η­
λικία. Από δεκαπέντε χρονών έγινε κλέφτης και το 1798 πιάστηκε από τους
Τούρκους που τον υποχρέωσαν να υπηρετήσει στο στρατό τους όπου και εκ­
παιδεύτηκε στα στρατιωτικά θέματα. Επειδή όμως η αγάπη του προς την πα­
τρίδα δεν έσβησε, διέφυγε των Τούρκων και γύρισε ξανά στα καπετανάτα των
Κατσαντωναίων.
Διέπρεψε ως πρωτοπαλλήκαρο του Κατσαντώνη και λέγεται πως αυτός
σκότωσε τον Βεληγκέκα ή ήταν ένας από τους τρεις που τον πυροβόλησαν. Την
πρώτη μάχη, ως αρχηγός με ογδόντα παλληκάρια, έδωσε στην Κρύα Βρύση
Φουρνάς, όπου πληγώθηκε. Έλαβε μέρος με τους Κατσαντωναίους στη μάχη
της Τριφύλλας, όπου τραυματίστηκε. Γι’ αυτό και η θέση ως σήμερα λέγεται
«Στου Καραίσκάκη».
Αργότερα συγκρότησε ισχυρό σώμα από Βαλτινούς Αγραφιώτες και άντρες
άλλων περιοχών, και βοηθούμενος από τον Γιαννάκη Ράγκο εγκαταστάθηκε
στην περιοχή Αγράφων, όπου αναγνωρίστηκε ως αρχηγός. Τον Γενάρη του
1821 αντιπροσώπευσε τους οπλαρχηγούς των Αγράφων στην Λευκάδα, σε σύ­
σκεψη της Φιλικής Εταιρείας, για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.
Με την εισβολή του Σκόντρα στ’ Αγραφα, και μετά από κάποια αρρώστια
του, υποχώρησε προς το Βάλτο, οπότε τον αντικατέστησε στο αρματωλίκι
Αγράφων ο οπλαρχηγός Γιάννης Ράγκος. Αργότερα, μετά την ανάρρωσή του,
ζήτησε από τον διοικητή της Δυτικής Ελλάδος να επανέλθει στο αρματωλίκι
των Αγράφων αλλά δεν του το επέτρεψαν.
Τον Απρίλιο του 1824 αναχωρεί με τους άντρες του, μέσω Ασπροποτάμου,
για τ’ Άγραφα, διεκδικώντας από τον οπλαρχηγό Ράγκο το αρματωλίκι των
Αγράφων. Ο Ράγκος, που καταγόταν από τη Βράχα, βοηθούμενος από τους
συνεργάτες του απ’ τη Ρεντίνα και τον Κλειτσό και με σύμμαχο τον οπλαρχηγό
Ασπροποτάμου Στουρνάρη, τον πολέμησαν στις 23 Απριλίου στα περτουλιώτι-
κα λειβάδια. Έτσι, καταδιωκόμενος από Έλληνες και Τούρκους, ο Καραϊσκάκης
διέσχισε τον Κόζιακα, την Πόρτα Βατσινιάς, την Καστανιά, το Κούτσουρο, τον
Κλειτσό κι έφθασε στη Βράχα, όπου βρέθηκε περικυκλωμένος από τον Ράγκο
και τον δερβέναγα Σούλτζε Κόρτζα.
Ας αναφερθεί ότι ο Γιαννάκης Ράγκος συνεργάζονταν και με τουρκαρβανί-
τικες δυνάμεις, για να διώξουν τον Καραίσκάκη από το αρματωλίκι των Αγρά­
φων. Αργότερα δήλωσε υποταγή στους Τούρκους, έγινε σύμμαχος του Ομέρ
Βρυώνη και βάδισε μαζί του κατά του Μεσολογγίου. Στη Βράχα λοιπόν που
βρέθηκε περικυκλωμένος ο Κραϊσκάκης αναγκάστηκε να κλειστεί στο μονα­
στήρι όπου πολιορκήθηκε.
Κατά την επακολουθήσασα μάχη, της 15ης Μαίου, σκοτώθηκαν μερικοί από
τους πολιορκούμενους, μεταξύ των οποίων και το πρωτοπαλλήκαρο του Καραί­
σκάκη, ο Ανιώνης Ζαραλής και εκ των πολιορκούντων Τούρκων και Ελλήνων

236
περί τους σαράντα. Τη νύχτα, ο Καράίσκάκης κατόρθωσε να διαφύγει με ολόκλη­
ρο το τμήμα του, ν’ απομακρυνθεί από τ’ Άγραφα και να καταφύγει στο Ναύπλιο.
Τότε οι κάτοικοι της περιοχής Αγράφων έβγαλαν αντιπροσώπους που συ­
ναντήθηκαν στη βρύση Μπουκουβάλα, στα Γιαννουσέικα, για σύσκεψη. Στις
27/10/1824 οι πενηνταδύο αντιπρόσωποι συνέταξαν και υπέγραψαν διαμαρτυ­
ρία και την έστειλαν με τρεις αντιπροσώπους στην κυβέρνηση του Ναυπλίου,
που περιέγραφε την άθλια κατάσταση που περιήλθαν οι κάτοικοι με την κακο­
διοίκηση του Ράγκου, ύστερα από την απομάκρυνση του Καραίσκάκη.
Ύ στερα από την διαμαρτυρία εκείνη ο Ράγκος άφησε τα Άγραφα και η
Κυβέρνηση ξαναδιόρισε τον Καραίσκάκη στην περιοχή των Αγράφων. Το
1825 διέλυσε το σώμα του Σταμούλη Γάτσου, που ήταν πιστός συνεργάτης του
Ράγκου. Πέτυχε πολλές νίκες στην περιοχή των Αγράφων-Καρπενησίου-Μαύ-
ρο Λιθάρι κλπ.
Στις 19/7/1826 κατέβηκε στην Ελευσίνα, έλαβε μέρος στη μάχη του Χαϊδα-
ρίου (6/8/1826) και γύρισε στη Βοιωτία, όπου έδωσε μάχες στον Ό σιο Λουκά
και στην Αράχωβα. Ξαναγύρισε στην Ελευσίνα, όπου έλαβε μέρος στη μάχη
του Κερατσινίου. Στις 22/4/1827, με πυρετό, έλαβε μέρος στη μάχη του Ν. Φα­
λήρου και πληγώθηκε.
Την άλλη μέρα πέθανε και τάφηκε στην Κούλουρη Σαλαμίνας.

Ο οπλαρχηγός Γ. Καραϊσκάκης

237
Π Α ΤΕΡ ΚΟΣΜΑΣ

Ο πάτερ Κοσμάς κατάγονταν από το χωριό Ταξιάρχες Αιτωλοακαρνανίας.


Χάρη στην τόσο δραστήρια εθνοθρησκευτική δράση του ανακηρΰχτηκε εθνο­
μάρτυρας και εθναπόστολος. Παρακολούθησε μαθήματα στις σχολές Βραγκια-
νών. Μετά, κατά τις περιοδείες του (1759-1779), πέρασε και δίδαξε και στ’
Άγραφα, σε όλα τα χωριά της Αργιθέας, των Γόμφων, της Νευροπόλεως, του
Ιτάμου μέχρι Ρεντίνας.
Οι περιοδείες του σαν ανεμοστρόβιλος σάρωναν την αμάθεια. Στην πρώτη
του περιοδεία εκήρυξε στην I. Μονή Προυσού και ίδρυσε και σχολείο. Άνω
των 210 σχολείων συστήθηκαν με προτροπή του, σε ελληνικές κοινότητες, στη
Ρούμελη, την Πίνδο, το Γράμμο, την Ήπειρο και αλλού.
Το 1759, συκοφαντηθείς από Εβραίους, συνελήφθη στο Καλικοντάση Βο­
ρείου Ηπείρου από τους Τούρκους και στις 24 Αυγούστου, του ίδιου χρόνου,
απαγχονίστηκε κοντά στον ποταμό Άψο. Ο θάνατός του συγκίνησε τον Ελληνι­
σμό. Το θρησκευτικό και πατριωτικό έργο του αναγνωρίστηκε και η εκκλησία
τον ανακήρυξε άγιο.
Πλήθος προφητειών του πάτερ Κοσμά κυκλοφορούν στα χωριά των Αγρά-
φων, που παραλλάζουν από χωριό σε χωριό, ανάλογα με την προφορική παρά­
δοση που έμεινε στο πέρασμα του χρόνου. Σε κάθε ανώμαλη κατάσταση λένε
πάντα οι Αγραφιώτες: «Ήρθαν τα λόγια του πάτερ Κοσμά».

Κοσμάς ο Αιτωλός

238
Κ ΕΦ Α Λ Α ΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Π ΕΜ Π ΤΟ

Ν ΕΡΑ ΙΔΑ

Η Νεράιδα είναι η παλιά Σπινάσα που, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κε­


φάλαιο, μετονομάστηκε σε Νεράιδα, με το υπ’ αριθ. 12/3/1928 βασιλικό διά­
ταγμα. Είναι ένα θαυμάσιο χωριό χτισμένο στην κατάφυτη πλαγιά του βουνού
της Μάρτσας. Διαθέτει άπειρες φυσικές καλλονές, χωμένο κυριολεκτικά στην
πλούσια βλάστηση, σε υψόμετρο 850 μ. Έ να από τα πλέον όμορφα και νοικο­
κυρεμένα χωριά, με μακρόχρονη ιστορία και έντονη σφραγίδα προοδευτικότη-
τος. Τα σημερινά καινούργια σπίτια, περιποιημένα και καθαρά, εντυπωσιά­
ζουν τον επισκέπτη και μαρτυρούν την νοικοκυροσύνη των κατοίκων.
Οι αυλές περιφραγμένες και πνιγμένες στα λουλούδια και σκεπασμένες με
κληματαριές, πλήθος από οπωροφόρα δέντρα, καρυδιές, μηλιές, κερασιές, χα­
ρίζουν το πλούσιο πράσινο και την ευεργετική σκιά στην κάψα του καλοκαιρι­
ού. Δίπλα στην κατάλληλα διαμορφωμένη μικρή πλατεία, που την πλαισιώνουν
το κοινοτικό γραφείο, που χτίστηκε για πρώτη φορά το έτος 1970, και το όμορ­
φο εικονοστάσι του Αγίου Νικολάου (θέση που ήταν άλλοτε η εκκλησία του
Αγίου Νικολάου), υπάρχουν τα καφενεία του Δημητρίου Αυγέρη, του Γιάννη
Καραμέτου, του Νικόλαου Μητσάκη και τα κρεοπωλεία και οι ψησταριές του
Γιώργου Ζήση και του Δημητρίου Μονάντερου.
Εδώ στα καφενεία συγκεντρώνονται οι κάτοικοι και ιδιαίτερα μόνιμη πα­
ρουσία σ’ αυτά αποτελούν οι συντροφιές των γερόντων, που κρατάνε ακόμα
την παλιά παράδοση, καλοσυνάτοι και ιστορικοί. Εκεί πάντα συζητούν για τα
νειάτα τους, για τα περασμένα, για ιστορίες και γεγονότα του παλιού καιρού.
Οι νεώτεροι του χωριού, εργατικοί, φιλότιμοι και προοδευτικοί, ασχολού­
νται λίγο με τη γεωργία —προπαντός κηπευτικά— καθώς και λίγο με την κτη­
νοτροφία, ως επίσης και με τις δασικές εργασίες. Όπως όλα τα ορεινά χωριά-
προσβλήθηκαν από τη μεταδοτική αρρώστια του καιρού μας, την μετανάστευ­
ση της νεολαίας, έτσι και η σημερινή Νεράιδα ερήμωσε από νέους και έμεινε
με 150 γέροντες.
Εδώ που άλλοτε έσφυζε ο τόπος από δραστηριότητα, δημιουργία και πρόο­
δο κυριαρχεί τώρα η σιγή και η απογοητευτική ανάσα των υπερήλικων. Το κα­
λοκαίρι οι απόδημοι τιμούν την γενέτειρά τους και το χωριό κατακλύζεται από
κόσμο. Είναι έδρα της κοινότητας και ανήκουν σ’ αυτή οι συνοικισμοί Σαρα-
νταπόρου και Μέγα-Λάκκου. Γύρω απ’ το χωριό υπάρχουν πανέμορφες, ει­
δυλλιακές τοποθεσίες με γραφικά τοπία.

239
Γενική άποψη της σημερινής Νεράιδας

Κοινοτικό Γραφείο Νεράιδας

Τοποθεσία Στεφάνι απέναντι της Νεράιδας

240
ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Απέναντι από την Νεράιδα υψώνεται η τοποθεσία Στεφάνι, βρόχινος όγκος με


ιδιόρρυθμη φυσιογνωμία, ένα σκληρό και παράξενο τοπίο από κακοτράχαλα,
άτακτα, κατακόρυφα βράχια, μετέωρα και απόκρημνα, τσουγκάρια ανώμαλα
και άγρια, που στις σχισμάδες τους φύτρωσαν υψόκορμα και περήφανα μαλό-
κεδρα, οι μοναδικοί φίλοι των βράχων, που θαρρείς πως είναι μπηγμένα σου-
φλιά στην άβυσσο του γκρεμού και προσπαθούν με την τόσο όμορφη πράσινη
φυλλωσιά τους να κρύψουν τη φοβερή γύμνια και αγριάδα του τοπίου.
Άτακτες χαράδρες, βάραθρα και μακρόστενες σουβάλες. Εδώ στα χείλη
των γκρεμών, σε απρόσιτες σπηλιές, έχουν τα παλάτια τους οι βασιλιάδες του
αιθέρα, οι περήφανοι αετοί. Εδώ ζούσαν, άλλοτε, ομαδικά οι αξέχαστοι εναέ­
ριοι ακροβάτες, τα όρνια (οι γύπες), που ξεκινούσαν κατά σμήνη, ερευνώντας
προσεκτικά τον τόπο για αναζήτηση τροφής, που ήταν πάντα τα νεκρά ζώα.
Το Στεφάνι αποτελεί ένα εντυπωσιακό θέαμα για κάθε φυσιολάτρη, ένα
βουνό αλλιώτικο από τ’ άλλα, σαν οργανωμένο αρχιτεκτονικό σύνολο, ένα πα­
ράξενο φυσικό κατασκεύασμα από τη μυστήρια φύση. Το τόσο γραφικό Στε­
φάνι που ομοιάζει με μυθικό πύργο, είναι κι αυτό δημιούργημα της θεάς των
βουνών. Στην κορυφή υπήρχαν ως τώρα τα τρία θρυλικά ελάτια που έμοιαζαν
με γλωσσίτσες μικρών αναμμένων λαμπάδων στον ουράνιο θόλο του Φλίσιου.
Από τη θέση αυτή ο κούκος διαλαλούσε το νοσταλγικό άγγελμα της άνοιξης.

ΜΕΓΔΟΒΑΣ

Στους πρόποδες του Στεφανιού, ο Μέγδοβας, το πεντακάθαρο γαλανό ποτάμι,


που κυλάει στο στενό φαράγγι μεταξύ Φλίσιου και Μάρτσας, στρωμένο με κά­
τασπρα χαλίκια, γαλήνιο το καλοκαίρι, με άσπρους αφρούς και γαλάζιες γούρ-
νες που φιλοξενούν στα βάθος τους τις νόστιμες πέστροφες, τα χέλια και άλλα
είδη ψαριών και πάντα αγριωπό το χειμώνα, με τα θολά νερά του που στο πέ­
ρασμά τους παρασέρνουν ολόκληρα πλατάνια και με βούισμα που μοιάζει σαν
στοιχειωμένο φάντασμα δράκου. Ποτάμι για το οποίο πολλά έχει να μας πει η
παράδοση.
Εδώ αναρίθμητοι μικροί και μεγάλοι ερασιτέχνες ψαράδες του χωριού μας,
με απερίγραπτη χαρά, χρόνια και χρόνια, ψαρεύουν τις όμορφες πέστροφες
και τα νόστιμα χέλια, με πρωτόγονα μέσα, τις γνωστές παλιές καλαμωτές, τις
απόχες, τις ξυλοφωτιές, πολλές φορές με τα χέρια και τώρα με τα δίχτυα κλπ.

241
Η ΛΕΚΑΝΗ

Στα πόδια του χωριού, η τόσο όμορφη τοποθεσία της Λεκάνης, που παλιότερα
αποτελούσε μια μικρή φανταστική λιμνούλα —τόπος πλημμυρισμένος όλο το
χρόνο από πράσινο— συμπληρώνει με την ομορφιά της την βιτρίνα του χωρι­
ού. Η φυτεία από πολυάριθμες κομψές καταπράσινες λεύκες με τους ψηλούς
κορμούς τους δημιουργούν ένα πραγματικό βελούδινο κόσμημα τοπίου και
σχηματίζουν ένα γραφικό φόντο στον τόσο ζηλευτό επίπεδο χώρο της Λεκά­
νης, που αποτελεί ένα πανέμορφο κάδρο φυσικού μεγαλείου για την Νεράιδα.

ΤΟ ΚΕΦ Α ΛΑ ΡΙ

Το Κεφαλάρι του χωριού αποτελεί το κοσμητικό στέμμα της όμορφης Νεράι­


δας, με το σπάνιο πυκνό σμαραγδένιο δάσος από θεόρατα γέρικα ελάτια με τις
λευκές γενειάδες τους (τα λεγάμενα μούσκλια), δείγμα της μακρόχρονης ζωής
των.
Τόπος που διαθέτει απερίγραπτη ομορφιά και γαλήνη. Ένα αξιοθαύμαστο
φυσικό μεγαλείο απλώνεται ως τα πρώτα σπίτια, που στολίζει την Νεράιδα και
γοητεύει τους ξένους, καταλήγοντας στο κοντρουλό, πανέμορφο βουνό της
Μάρτσας, ύψους 1.690μ., με τις ζηλευτές και ανάγλυφες καταπράσινες πλα­
γιές, στολισμένες από σκόρτσες και ένα πλήθος από πολύχρωμα αρωματικά α­
γριολούλουδα, ρίγανη, μούσχο, μαραθάκι, βάλσαμο, αμάραντο κλπ., που όλα
ομοιάζουν με εντυπωσιακή βουνίσια έκθεση.
Εδώ θα συναντήσεις αμέριμνα κοπάδια πρόβατα απλωμένα στις πεντακά-

Κοπάδι πρόβατα στο μεγαλόπρεπο λεβεντοβούνι

242
θαρες πλαγιές, που αποτελούν θαυμαστά βοσκοτόπια και θ’ ακούσεις τις πανέ­
μορφες κοκκινομύτες πέρδικες, τις αρχόντισσες των βουνών, να τραγουδάνε
τους σπάνιους πρωινούς ύμνους, ανεβαίνοντας μ’ έναν ιδιόρρυθμο τρόπο τα
βραχάκια, πηδώντας επιδέξια σαν βολίδες με περίσσια χάρη. Πουλιά σφιχτο-
δεμένα με τις βουνίσιες ομορφιές, που κατέκτησαν το στέμμα των ψηλών βου­
νών.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στην άκρη της νότιας πλευράς του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γε­
ωργίου, που έχει μακρόχρονη ιστορία και κτίστηκε σ’ αυτή τη θέση την εποχή
που η παλιά Σπινάσα βρισκότανε σε μεγάλη ακμή, όπως αναφέραμε σε προη­
γούμενο κεφάλαιο.
Ή ταν το μόνο κτίσμα που σώθηκε από τις αλεπάλληλες καταστροφικές επι­
δρομές των Τούρκων που αφάνισαν και ξερίζωσαν με τη φωτιά το υπόλοιπο
χωριό μετά την επανάσταση αλλά τελικά δεν γλύτωσε, αφού το 1880 περίπου
κάηκε ολοσχερώς, κατά λάθος, από αναμμένο κερί και ξαναχτίστηκε με την
μέριμνα και τη φροντίδα των κατοίκων αλλά και κάποιων κλεφτών τιης περιο­
χής —κατά την ομολογία του μακρόχρονου γέροντα Κώστα Θάνου (Αγγέλη)
και της 95χρονης ιστορικής γερόντισσας Ελένης, συζύγου Νικόλαου Αυγέρη.
Όπως μας είπαν οι γέροντες αυτοί, οι ολίγοι τότε κάτοικοι βρέθηκαν σε από­
γνωση μετά την καταστροφή της εκκλησίας, δεδομένου ότι ύστερα από τόσες
καταστροφές αντιμετώπιζαν τεράστια οικονομικά προβλήματα και αδυνατού­
σαν να την ξαναχτίσουν.
Ω του θαύματος όμως, τους έβγαλε από την απόγνωση μια σημαντική προ­
σφορά χρημάτων, από κλέφτες της περιοχής, που βρέθηκε στο προσκυνητάρι
της εκκλησίας μ’ ένα σημείωμα, που έλεγε να προχωρήσουν στην ανέγερση της
εκκλησίας, με την υπόσχεση ότι θα ξαναενισχύσουν την προσπάθεια της ανε-
γέρσεως, όπως και πράγματι έγινε.
Έτσι λοιπόν ξαναχτίστηκε η εκκλησία αλλά χρειάστηκαν πολλά χρόνια
για να τελειοποιηθεί. Εξωτερικώς, από την μπροστινή πλευρά, είχε νάρθηκα,
όπως συνηθίζονταν τότε, ο οποίος διατηρήθηκε ως το 1925 περίπου. Η καμπά­
να ήταν τοποθετημένη στο κάτω μέρος της εκκλησίας, σ’ έναν υπερυψωμένο
τοίχο, ως είδος μικρού καμπαναριού πάνω στον τοίχο της εκκλησίας.
Αργότερα τοποθετήθηκε στην ίδια θέση, σ’ ένα ξύλινο πρόχειρο άτεχνο κα­
μπαναριό, και ύστερα από χρόνια στην εμπρόσθια πλευρά της εκκλησίας, όπου
έμεινε ως το έτος 1980, που έγινε το σημερινό καμπαναριό.
Στο εσωτερικό οι κολώνες που στήριξαν την στέγη ήταν ξύλινες από ελάτι­
νους κορμούς περιτυλιγμένους με κορμούς από αγράμπελες, για να κρατάνε το
σουβάτισμα, αλλά και για να είναι ομοιόμορφες και άσπρες όπως τα υπόλοιπα

243
Εκκλησία Αγίου Γεωργίου Νεράιδας

εσωτερικά σουβατίσματα των τοίχων. Τα παλιά πρώτα στασίδια ήταν απλά και
άτεχνα, το δε δάπεδο αρχικά κεραμιδόστρωτο με ειδικές πλάκες παλιάς τέχνης
κεραμοποιίας που ύστερα από χρόνια αντικαταστάθηκαν με τα όμορφα, παρα­
δοσιακά πλακάκια.
Η οροφή καμωμένη από ντόπια ξύλινα σανίδια, κεντητή με διάφορα σχέ­
δια, βαμμένη και πλουτισμένη με χρυσά αστεράκια. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο
φτιαγμένο από διαλεχτό ξύλο καρυδιάς, αποτελεί σήμερα μια πολύτιμη καλλι­
τεχνική κληρονομιά αξιόλογης βυζαντινής τέχνης, με διάφορες σκαλιστές πα­
ραστάσεις, δημιούργημα του εξαίρετου γλύπτη Συρούκη, καταγόμενου απ’ το
Μαυρίλο Φθιώτιδος, χρονολογίας 1890.
Ο γυναικωνίτης διατηρήθηκε ως σήμερα στην αρχική του κατασκευή, ως
διώροφος, με αμφιθεατρικό το επάνω μέρος του. Παλιότερα που το χωριό βού­
ιζε από κόσμο, ο επάνω γυναικωνίτης γέμιζε από νεαρές γυναίκες, που ανέ­
βαιναν στα ξύλινα σκαλιά.
Κατά τα έτη 1965 έως το 1985, ο παπα-Ηλίας Βούλγαρης, εφημέριος Νε­
ράιδας, αντικατέστησε τις φθαρμένες ξύλινες κολώνες με καλλιτεχνικές τσιμε­
ντένιες, ανανέωσε απ’ αρχής τιη στέγη, αντικατέστησε τα παλιά στασίδια και α­
ναλόγια, ανανέωσε τους σοβάδες των τοίχων, τα παλιά σαρακωμένα ξύλινα
παράθυρα με νέα σιδερένια, περίφραξε το χώρο του προαυλίου και φύτεψε
δέντρα.
Αργότερα, το 1991, ο νέος εφημέριος Νεράιδας παπα-Βάιος Μπαλτής, α­
ντικατέστησε τα παλιά πλακάκια του δαπέδου με άλλα νέα, σύγχρονα, εξαιρε­
τικής ποιότητος.

244
ΤΟ Μ Ο Ν Α Σ Τ Η ΡΙ ΤΗ Σ ΓΕ Ν Ν Η Σ Η Σ ΤΗ Σ Θ ΕΟ ΤΟ Κ Ο Υ

Στην ενορία Νεράιδας ανήκει και το μοναστήρι που γιορτάζει την Γέννηση της
Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς δεν σώζονται γραπτά στοιχεία διότι η
σύγχυση και η αναστάτωση που επικρατούσαν στην εποχή της Τουρκοκρατίας,
τα μεγάλα δεινά των σκλαβωμένων Ελλήνων, οι συχνές αρπαγές και οι λεηλα­
σίες, κατέστρεψαν ό,τι χρήσιμο υπήρχε. Γι’ αυτό τα κενά που υπάρχουν θα τα
συμπληρώσουμε από τις αξιόλογες μαρτυρίες που μας άφησε η τοπική παρά­
δοση από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα.
Οι μακρόχρονοι γέροντες έχουν αποθηκεύσει έναν ολόκληρο θησαυρό α­
ναμνήσεων που παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του μοναστηριού,
τα οποία εν συνεχεία παραθέτουμε.
Το μοναστήρι Νεράιδας (Γέννηση της Θεοτόκου) που παλιότερα λεγότανε
Παναγία Φανερωμένη, βρίσκεται βορειοδυτικά της Νεράιδας, από την οποία
απέχει τέσσερα χιλιόμετρα. Είναι ασβεστολιθόκτιστο, με κεραμοσκεπή στέγη,
χωρίς τρούλο, μονόκογχο, μήκους 10 χ 6 και ύψους 4 μέτρων. Χτίστηκε, σύμ­
φωνα με επιγραφή που βρίσκεται χαραγμένη σε πλάκα έξω και πάνω από τον
φεγγίτη της κόγχης του Αγίου Βήματος, στα 1608, από τον καθηγούμενο και
μουσικό ιερομόναχο Ιωαννίκιο από τα Τρίκαλα.
Αγιογραφήθηκε, καθώς μας λέγει άλλη επιγραφή που βρίσκεται μέσα και
επάνω από την κύρια είσοδο της εκκλησίας, επί άρχοντος Θεοδοσίου του Τζό-
πελη, με συνδρομή του ιερομονάχου Αντωνίου, επισκοπεύοντος Λιτζάς και
Αγράφων του Ανθίμου, από τον αγιογράφο Ιωάννη, στα 1651.
Από συγγίλιο γράμμα του Πατριάρχη της Πόλης, Ματθαίου, που καθορίζει
την κοινοβιακή ζωή των μοναχών τούτου του μοναστηριού με χρονολογία 1600,
που υπογράφουν και οι επίσκοποι Λιτζάς —Αθανάσιος, Διονύσιος, Γαβριήλ
και Ανανίας— πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι αυτό ξαναχτίστηκε «προ
μικρού», δηλαδή περί το τέλος του 16ου αιώνα.
Όμως η παραπάνω πληροφορία της πρώτης επιγραφής, δεν συμφωνεί με
το συγγίλιο, εκτός εσφαλμένης αντιγραφής, δηλαδή αν είναι ΖΡΣΤ (=1598) και
όχι ΖΡΙΣΤ (=1608) τότε έχει καλώς. Και θεωρούμε σωστή τη χρονολογία του
εγγράφου του Πατριαρχείου, δηλαδή το 1600, γιατί: 1) συμπίπτει με την για
τρίτη φορά Πατριαρχία του Ματθαίου Β', που πέθανε μεταξύ 1601-1602, και 2)
στο πατριαρχικό έγγραφο καθορίζεται ότι το ξαναχτίσιμο του ναού του μονα­
στηριού έγινε «προ μικρού», δηλαδή προ του 1600. Έτσι συμπεραίνεται ότι ο­
πωσδήποτε εσφαλμένα αντιγράφηκε η παραπάνω επιγραφή.
Όπως μπαίνουμε από την κύρια είσοδο στην εκκλησία αντικρύζουμε στο ε­
σωτερικό παμπάλαιες αγιογραφίες, μαυρισμένες από την πολυκαιρία και από
την κάπνα των κεριών, που μας προσελκύουν με την βυζαντινή τους τεχνοτρο­
πία και μας εκπλήττουν με το είδος της τέχνης, που μοιάζουν σαν να μας κοιτά­
ζουν στα μάτια και μας προτρέπουν ικετευτικά να κρατάμε το χρέος μας σαν
πραγματικοί Χριστιανοί.

245
Λίγες απλές καντήλες κρεμασμένες στο τέμπλο μισοφέγγουν στο σκοτεινό
εσωτερικό χώρο της εκκλησίας, όπως συνηθίζεται στα μοναστήρια. Το δάπεδο
πλακόστρωτο, διατηρεί την παλιά παράδοση. Στο νάρθηκα με το σεμνό μονα­
στηριακό στυλ υπήρχαν αγιογραφίες αλλά με τον καιρό καταστράφηκαν. Εντυ­
πωσιάζουν οι παλιές κατασκευές με τα χοντρά ξύλα και τα παραδοσιακά ξύλι­
να κάγκελα.
Οι αλεπάλληλες επιδρομές των εχθρών της Ορθοδοξίας, όπως αναφέραμε
παραπάνω, ανάγκασαν τους πιστούς της εποχής εκείνης να χτίσουν το μονα­
στήρι της Παναγίας εκεί στο απόμερο βάθος της πυκνοδασομένης χαράδρας,
για να κρύψουν το ιερό θυσαυροφυλάκιο. Σ’ αυτό το θρησκευτικό λιμάνι συνα­
ντάμε ένα χαρούμενο φυσικό περιβάλλον, μια μεγαλοπρεπέστατη περιοχή.
Σ’ αυτή τη θέση, αιώνες τώρα, παραμένει αδιάσειστη η μακρόχρονη ορθό­
δοξη γαλήνη με την ζωντανή παρουσία της Μεγαλόχαρης, για να ποτίζει τις δι­
κασμένες ανθρώπινες ψυχές με τα θεία νάματα. Σ’ αυτό το απόμερο χριστιανι­
κό φυλάκιο διάλεξε να παραμείνει η Μητέρα του κόσμου, για να προστατεύει
τους κατατρεγμένους πιστούς. Υπήρχαν γύρω από το μοναστήρι πολλά οπωρο-
φόρα δέντρα, καρυδιές, κερασιές, μηλιές, αχλαδιές, κλήματα, μουριές κλπ.,
αλλά με το πέρασμα του χρόνου χάθηκαν τα περισσότερα. Ο γύρω χώρος του
μοναστηριού περιστοιχίζεται από αιωνόβια δέντρα βελανιδιάς, πολλά σφεντά­
μια και πλατάνια με κρεμαστούς κισσούς.
Το μοναστήρι της Παναγίας, κατά το τέλος του 16ου και του 17ου αιώνα,
βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, με αρκετούς μοναχούς και άλλους τροφίμους, που
υπηρετούσαν, με απεριόριστη φιλοξενία, προσκυνητές και διερχομένους. Κα­
τά το διάστημα της επανάστασης τροφοδοτούσε φιλόστοργα τα τμήματα των α­
γωνιστών της λευτεριάς. Εκεί οι Κατσαντωναίοι, ο Μπουκουβάλας, ο Καραϊ-
σκάκης και άλλοι έβρισκαν ζεστασιά και καταφύγιο στις δύσκολες ώρες.
Στο κάτω μέρος του μοναστηριού υπήρχαν συγκροτήματα κελλιών για τη
στέγαση των μοναχών και των φιλοξενουμένων. Ανατολικά και επάνω από τις

Το μοναστήρι της Γέννησης της Θεοτόκου

246
λάκκες υπήρχε μεγάλος σταύλος, που τα ερείπια του σώζονται μέχρι σήμερα,
για τη στέγαση του μεγάλου αριθμού των γελαδιών (η θέση αυτή λέγεται ως
σήμερα «νοβορός», δηλαδή σταύλος γελαδιών).
Λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι, στη θέση Κερασιές, είχε μεγάλα πετρό-
χτιστα μαντροστάσια όπου στεγάζονταν τα κοπάδια γιδιών και προβάτων. Στη
θέση αυτή, όπως ομολογούν οι γέροντες, είχανε εγκατεστημένο το μελισσοκο­
μείο με μεγάλο αριθμό μελισσιών, για τις ανάγκες του μοναστηριού.
Το μοναστήρι υδρεύονταν από κοντινή πηγή που υπήρχε πιο επάνω, σε α­
πόσταση ενός χιλιομέτρου, της οποίας το νερό μετέφεραν με τα γνωστά πήλινα
κιούνια ως το προαύλιο του μοναστηριού, όπου υπήρχε βρύση παραπλεύρως α­
πό τον αιωνόβιο πλάτανο. Αργότερα το δίκτυο ύδρευσης έπαθε βλάβες και με­
τέφεραν τη βρύση λίγο πιο πάνω από το μοναστήρι.
Το 1991, ο εφημέριος Νεράιδας κατασκεύασε, έξω από το περίφραγμα της
μονής, πέτρινη βρύση. Το μοναστήρι αυτό είχε πολλά κτήματα στις γνωστές θέ­
σεις Πρατίλα, Βλάχα, Σκλήθρα, με καλλιέργειες κηπευτικών. Επίσης στα Δη-
μέικα, που λέγεται ως σήμερα «Στα Βακούφικα», και συνέχεια ως τη Χοχλα-
στή Σαρανταπόρου.
Δίπλα από το μοναστήρι σώζεται ακόμη το πλακόστρωτο πετράλωνο όπου
αλώνιζαν τα σιτάρια. Ας αναφερθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το
μοναστήρι έπαθε μεγάλες καταστροφές, είτε γιατί τα στρατιωτικά τούρκικα
τμήματα είχαν πολλές ατυχίες σε συμπλοκές με κλεφταρματωλούς στην περιο­
χή, είτε γιατί αποκαλύφθηκε ότι φιλοξενούσε και ενίσχυε τους επαναστάτες α­
πελευθερωτές, και για πολλές άλλες αιτίες πάντα το μοναστήρι πλήρωνε ακρι­
βά, με πυρπολήσεις κελλιών, αρπαγή γελαδιών, αιγοπροβάτων, τροφίμων και
εκκλησιαστικών σκευών.
Κάποτε ένα τούρκικο τμήμα φθάνοντας βιαστικά στο μοναστήρι με άγριες
διαθέσεις, ύστερα από μια συμπλοκή, μάζεψε τις εικόνες της εκκλησίας, ανα­
λόγια και στασίδια στο κέντρο του ναού και έβαλε φωτιά με σκοπό να κάψει

Η σημερινή βρύση του μοναστηριού

247
όλη την εκκλησία. Μετά την αποχώρηση έτρεξαν οι καλόγηροι και μερικοί
κρυμμένοι πάνω από το μοναστήρι του Άι-Λια, κάτοικοι από τα Ρογγάκια, Κα-
ροπλεσίτες, έσβησαν τη φωτιά και έσωσαν το μοναστήρι. Τούτο βεβακόνεται α­
πό τις μισοκαμένες εικόνες που υπάρχουν ακόμη στο μοναστήρι.
Ώπως η παράδοση αναφέρει, υπηρέτησαν πάρα πολλοί μοναχοί, κάτι που
διαπιστώνεται και στην κόγχη της προσκομιδής, που υπάρχει πολυάριθμος κα­
τάλογος ζώντων και τεθνεότων. Εδώ άλλοτε η μυρωδιά του λιβανιού αρωμάτι­
ζε τη γύρω του μοναστηριού ατμόσφαιρα.
Ως το 1870 υπηρετούσε ο τελευταίος καλόγηρος Πολύκαρπος. Αργότερα,
το 1928, μόνασε για μικρό διάστημα ο μοναχός Συμεών από το Σαραντάπορο.
Το έτος 1965, στο τέλος Μάίου, άγνωστοι αρχαιοκάπηλοι απογύμνωσαν το τέ­
μπλο της εκκλησίας, κλέβοντας από το επάνω αριστερό μέρος τρεις παλιές ει­
κόνες Προφητών, το λευκό σκαλιστό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του
το καντήλι, το αριστερό επίσης σκαλιστό ψάρι και τα βημόθυρα, έργα μεγάλης
αρχαιολογικής αξίας. Με δεύτερη επιδρομή, το 1991, αφαίρεσαν την πέτρινη
πλάκα από την εξωτερική κόγχη του Ιερού Βήματος, που είχε χαραγμένη την
χρονολογία κτίσεως του μοναστηριού.

ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Αγίων Ταξιαρχών
Το μικρό αυτό εκκλησάκι χτίστηκε το έτος 1910 στη θέση Λεκάνη, με πρωτο­
βουλία των κατοίκων. Στα 1907-1908 μεταφέρθηκε εκεί το νεκροταφείο που υ­
πήρχε ως τότε πάνω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Έκτοτε θεωρείται
σαν ναός νεκροταφείου.

Προφήτη Ηλία
Χτίστηκε το 1918, αρχικά στο λοφίσκο πάνω από την Νεράιδα, με πρωτοβου­
λία του Δημητρίου Αθ. Κατσούλη. Το 1965 μεταφέρθηκε από τη θέση αυτή πιο
πάνω σε απόσταση 150 μέτρα, σε ισότοπο και κοντά στο βατό δρόμο που οδη­
γεί προς τον Κλειτσό. Στη γιορτή του Προφήτη Ηλία παρευρίσκονται μόνο Νε-
ραίδιώτες, γιατί όλα τα γύρω χωριά έχουν δικά τους εξωκκλήσια στη μνήμη
του Προφήτη Ηλία.

Εκκλησάκι Σωτήρος
Στην εποχή που ήκμαξε η παλιά Σπινάσα, απέναντι στο Στεφάνι, υπήρχε μεγά­
λο μοναστήρι στη θέση που λέγεται ως σήμερα Σωτήρος. Υπάρχουν λείψανα ε­
ρειπίων, μέρη τοιχοποιίας, ακόμη και τμήματα αγιογραφιών της εκκλησίας.
Ύστερα από μεγάλη καθίζηση που έπαθε το έδαφος, το μοναστήρι παρασύρ-

248
θηκε μέχρι το σημείο που υπάρχει σήμερα το μικρό εκκλησάκι, το οποίο χτί­
στηκε με το ενδιαφέρον του εφημέριου Νεράιδας παπα-Ηλία Βούλγαρη, το έ­
τος 1961. Γιορτάζει στις 6 Αυγούστου και γίνεται μεγάλο γλέντι μετά το πέρας
της Θείας Λειτουργίας. Υπάρχουν έξω από το εκκλησάκι πελώρια αιωνόβια
πλατάνια με ίσκιους δροσερούς και μεγάλη πηγή με κρυστάλλινα νερά.

Αγίου Αημητρίου
Το σημερινό εκκλησάκι χτίστηκε το έτος 1966 στη θέση της παλιάς εκκλησίας
του Αγίου Αημητρίου, πολιούχου της Παλιάς Σπινάσας, με δαπάνη του ευσεβέ­
στατου Αθανασίου Μπαλτή. Είναι κοντά στο δημοτικό σχολείο —αποτελούν
το ίδιο προαύλιο μ’ αυτό— και το στολίζουν τα δύο ιστορικά μαλλόκεδρα και
τα τρία ελάτια, που αποτελούν το πάρκο της Νεράιδας και την ανάσα των απο­
δήμων και των ξένων παραθεριστών.

ΙΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

1) 1860-1870: Πολύκαρπος, ιερομόναχος που υπηρετούσε τότε στο μονα­


στήρι της Παναγίας, εξυπηρετούσε και τις θρησκευτικές ανάγκες του χωριού
Σπινάσας.
2) 1870-1875: παπα-Κώστας, ιερομόναχος καταγόμενος εκ Κλειτσού, τοπο­
θετείται προσωρινά για την εξυπηρέτηση της ενορίας.
3) 1875-1925: παπα-Δημήτρης Χαλάτσης από τη Σπινάσα. Γεννήθηκε το
1851, έγινε ιερεύς το 1875 και υπηρέτησε έως το 1925. Έ παθε ημιπληγία και
απεβίωσε το 1927.
4) 1880-1915: παπα-Κυριάκης Σπανός από τη Σπινάσα. Γεννήθηκε το 1861,
έγινε ιερεύς το 1880 και συνυπηρέτησε έως το 1915 ως δεύτερος εφημέριος
Σπινάσας με τον παπα-Δημήτρη Χαλάτση. Απεβίωσε το 1915 από πνευμονία.
5) 1927-1947: παπα-Κώστας Σπανός, γιος του παπα-Κυριάκου. Γεννήθηκε
στη Σπινάσα το 1892 και φοίτησε στην εξατάξιο Ιερατική Σχολή Άρτας. Το
1927 χειροτονείται ιερεύς και υπηρέτησε έως το 1947. Κατά τον εμφύλιο πόλε­
μο εφονεύθη.
6) 1951-1986: παπα-Ηλίας Βούλγαρης. Γεννήθηκε στη Σπινάσα το 1906.
Απεφοίτησε από το Ιερατικό Φροντιστήριο Τρικάλων. Χειροτονήθηκε στη
Ναύπακτο στις 26 Δεκεμβρίου 1951, και υπηρέτησε ως τις 20 Σεπτεμβρίου
1986, όπου συνταξιοδοτήθηκε.
7) 1986- : παπα-Βάιος Μπαλτής. Γεννήθηκε στην Νεράιδα το 1932, απεφοί­
τησε από το Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Ναυπάκτου, χειροτονήθηκε στις 6
Νοεμβρίου 1976 ως εφημέριος Μαυρομάτας, όπου υπηρέτησε έως το 1986. Συ-
νταξιοδοτηθέντος του παπα-Ηλία Βούλγαρη, εφημέριου Νεράιδας, τοποθετεί­
ται την 1η Νοεμβρίου 1986 ως τακτικός εφημέριος Νεράιδας.

249
παπα-Δημήτρης Χαλάτσης παπα-Κώστας

παπα-Ηλίας παπα-Βάιος

250
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Όπως σε όλη τη χώρα, έτσι και στη Σπινάσα, το σκοτάδι της σκλαβιάς άφησε
πίσω του μια μεγάλη πνευματική ξηρασία στον τόπο μας. Οι περισσότεροι κά­
τοικοι της παλιάς Σπινάσας δεν γνώριζαν καθόλου γράμματα και μόνο λίγοι ή­
ξεραν να συλλαβίζουν ή και να βάζουν την υπογραφή τους.
Περίπου το 1875, οι τότε λίγοι κάτοικοι του χωριού απεφάσισαν με πρωτο­
βουλία τους να λειτουργήσουν για πρώτη φορά σχολείο, με ιδιωτικούς ολιγο­
γράμματους δασκάλους. Από τους πρώτους, κατά την παράδοση, μεταξύ των
άλλων δίδαξε και ο παπάς του χωριού Δημήτριος Χαλάτσης. Το 1885, με προ­
σωπική εργασία των κατοίκων, χτίστηκε για πρώτη φορά σχολείο, δίπλα στην
εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, απλό ισόγειο, λίγο υπερυψωμένο, με λίγα σκα­
λιά, στενόμακρο, με μεγάλα και πολλά παράθυρα στην εμπρόσθια πλευρά.
Αργότερα, με κρατική απόφαση (ΦΕΚ 219 της 3/6/1893) αναγνωρίζεται ως
γραμματοσχολειό. Με βασιλικό διάταγμα της 26/10/1902, προήχθηκε σε κοινό
δημόσιο σχολείο. Το 1904 προήχθηκε σε Β' τάξης και λειτούργησε πλέον με
τον πρώτο δάσκαλο του δημοσίου, τον εξαίρετο τότε εκπαιδευτικό Νικόλαο
Κρικέλλη, από το Καροπλέσι, το 1907.
Το 1907 προήχθηκε σε δευτεροβάθμιο. Το 1908 υπηρέτησε ως δάσκαλος ο
Κωνσταντίνος Παπακώστας από τον Κλειτσό και στα 1910-1915 ο Γεώργιος
Μούτσελος, επίσης από τον Κλειτσό. Τέλος, το 1924 τοποθετήθηκε οργανικά
στο σχολείο Σπινάσας ο Κωνσταντίνος Μπακόλας, από την Έλσιανη Αγραίων,
και υπηρέτησε συνεχώς και επιτυχώς ως το 1935.
Ας αναφερθεί ότι με κρατική δαπάνη κτίστηκε το σύγχρονο σχολείο στη
θέση που είναι σήμερα, και άρχισε να λειτουργεί το 1935. Το 1936 υπηρετεί
στο σχολείο ο συγχωριανός μας Γεώργιος Ν. Ζήσης. Το 1937 επανέρχεται ο
Κωνσταντίνος Μπακόλας και συνεχίζει έως το 1947, που τα χωριά λόγω του
εμφυλίου εκπατρίστηκαν στην Καρδίτσα, και επαναπατρίστηκαν το 1950.
Επειδή τα αρχεία του δημοτικού σχολείου καταστράφηκαν κατά τον εμφύ­
λιο πόλεμο, παραθέτουμε μόνον από τα έτη 1950-1951 και μετά τον πλήρη πί­
νακα των διδασκάλων που υπηρέτησαν καθώς και τον αριθμό των μαθητών.
Το άλλοτε φωτεινό πνευματικό εργαστήρι που αποτελούσε την πνευματική
πηγή που πότιζε το έμψυχο φυτώριο της Νεράιδας, σήμερα πέρασε στην πα­
ρακμή και παραμένει πλέον βουβό και έρημο, αφού προ πενταετίας έκλεισαν
οριστικά οι πόρτες του.
Ευτύχησε όμως να ιδεί πολλούς μαθητές του καταξιωμένους επιστήμονες,
ήτοι γιατρούς, πολιτικούς μηχανικούς, δικαστικούς, καθηγητές, αξιωματικούς,
δασκάλους και ένα πλήθος υπαλλήλων διαφόρων επαγγελμάτων.

251
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ
1950-1951 Κ α ρ α γ ιά νν η ς Δ η μή τριος 114
1951-1952 Γ ια νν έλ ο ς Κ ω νσ τα ντίνος 109
1952-1953 Μ π α κ ό λ α ς Κ ω νσ τα ντίνος 103
1953-1954 Ν τουράκ η Α ρετή 74
1954-1955 » » 70
1955-1956 » » 60
1956-1957 Μ π α κ ό λ α ς Κ ω νσ τα ντίνος 62
1957-1958 » » 50
1958-1959 Κ α τσ ιγιά ννη Α θ α ν α σ ία 49
1959-1960 Δ ή μος Κ ω νσ τα ντίνος 41
1960-1961 » » 40
1961-1962 » » 46
1962-1963 » » 42
1963-1964 » » 59
1964-1965 » » 59
1965-1966 » » 53
1966-1967 » » 61
1967-1968 » » 56
1968-1969 Λ ύτρ α Κ ω νσ τα ντία 52
1969-1970 Α ντω νά κ η ς Ν ικόλ α ος 47
1970-1971 Α ντω νά κη ς Ν ικόλ α ος 49
1971-1972 Τ σιγκόλη Α ικ α τερ ίνη
Δ ίπ λα ρ η Α ν α σ τα σ ία 51
1972-1973 Π α π α γ ε ω ρ γ ίο υ Ιω άννης
Μ α τσ ούκ α Ιω ά ν ν α 46
1973-1974 Π α π α γ ε ω ρ γ ίο υ Π α ύλ ος
Π α π α δ η μητριού Α υγή 52
1974-1975 Π α π α γ ε ω ρ γ ίο υ Π α ύλ ος
Π α π α δ η μ η τρ ιο ύ Α υγή 52
1975-1976 Μ π α κ α ρ ό ς Ιω ά ννη ς
Δ η μ ολά κου Α θ η νά 38
1976-1977 Α κ ρ ιβ ό ς Λ ά μ π ρος 31
1977-1978 » » 31
1978-1979 Χ ατζή δη μητριού Κ ω ν/νος
Κ ο ρ δ ή ς Μ α τθ α ίο ς 29
1979-1980 Χ α ρ α λ ά μ π ο υ ς Γ ε ώ ρ γ ιο ς
Κ α λαμ πότσ ης Γ εώ ρ γ ιο ς 22
1980-1981 Ζ ιά κ α Ά ν ν α 20
1981-1982 Μ υ λω νά Ο λ υμ πία 23
1982-1983 Δ η μ η τρ α κ όπ ουλ ος Σ ω τή ρης 17
1983-1984 Κ ύτταρης Π α ρ α σ κ ε υ ά ς 15
1984-1985 Σ κ ο ιν ά ς Γ εώ ρ γ ιο ς 12
1985-1986 Ν τάτσ ιος Β α σ ίλ ειο ς 12
1986-1987 Α δ α μ ο π ο ύ λ ο υ Α σ π α σ ία 8

252
Δάσκαλοι και μαθητές του σχολείου της Νεράιδας (1966)

Εδώ που άλλοτε βούιζε η χαρά, τώρα βασιλεύει η σιωπή και η ερημιά

253
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Δίπλα στο σχολείο γοητεύει με την παρουσία του το πνευματικό κέντρο, ένα
νεόκτιστο διώροφο κτίριο, που κάτω διαθέτει μεγάλη αίθουσα για διαλέξεις
και βιβλιοθήκη και επάνω στεγάζεται το αγροτικό ιατρείο και η κατοικία του
γιατρού. Είναι έργο που έγινε με τη φροντίδα των συλλόγων Νεράιδας και α­
ποτελεί το φωτεινό στολίδι του χωριού.

Πνευματικό κέντρο - ιατρείο Νεράιδας

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει η Στατιστική Υπηρεσία, ο πληθυσμός της


κοινότητας είχε στο παρελθόν ως ακολούθως:

ΕΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΙ
1836 100
1844 137
1861 243
1870 286
1879 400
1889 474
1896 629
1907 772
1928 853
1940 1097
1951 953
1961 900
1971 693
1981 511
1991 536

254
ΔΙΑΤΕΛΕΣΑΝΤΕΣ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ -
ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Παραθέτουμε τα ονόματα Νεραϊδιωτών που δι