You are on page 1of 12

ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ.

ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 481

ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ

Μιὰ ἄγνωστη εἰκόνα


τοῦ Στελιανοῦ Γεννητῆ στὴ Ζάκυνθο

ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΕΛΙΑΝΟΣ ΓΕΝΝΗΤΗΣ1 (ἢ Γενίτης) τοῦ Ἰωάν-

Ο
νου ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀναφέρεται ὅτι τὸ 1589 ὡς μαθητευόμενος
στὴ ζωγραφική, βρισκόταν στὴ Ζάκυνθο μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό
τοῦ Πέτρο Καιροφύλα καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ τελευταίου Γεώρ-
γιο, γιὰ νὰ ζωγραφίσουν εἰκόνες σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἐπίσης Κρήτα
Ἁρμόδωρο Κόλα2. Ἡ μαθητεία του στὸν Πέτρο Καιροφύλα ἐπιβεβαιώ-
νεται καὶ ἀπὸ ἐνυπόγραφη εἰκόνα τοῦ Γεννητῆ, ποὺ βρίσκεται σὲ ἰδιω-
τικὴ συλλογή, ὅπου ὁ ἴδιος σημειώνει «CΤΕΛΙΑΝΟC ΓΕΝΙΤΗC ΕΓΡΑΨΕ
ΜΑΘΗΤΗC ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙΡΟΦΙΛΑ»3. Στὴ Ζάκυνθο ἀπαντᾶται καὶ τὸ 1610
νὰ ἀναλαμβάνει νὰ διδάξει ζωγραφικὴ στὸν Ἰωάννη Παπαδιάνο4. Σὲ
νοταριακὲς ἀναφορὲς συμβολαιογράφων τοῦ Χάνδακα, ὑπάρχουν μνεῖες
τοῦ Γεννητῆ κατὰ τὰ ἔτη 1599-1618, ποὺ μαρτυροῦν τὴν παρουσία του
καὶ στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης αὐτὴν τὴ χρονικὴ περίοδο5.

1. Χατζηδάκης 1987, 211-212. Δρακοπουλου 2010, 203-204.


2. Ὁ Λ. Ζώης δημοσιεύει ἀρχειακὴ μαρτυρία γιὰ τοὺς ἁγιογράφους Καιροφύλα μὲ
τὸν Στυλιανὸ νὰ ἀναφέρεται ὡς μαθητὴς τοῦ Πέτρου. Μεταγενέστερα ὁ Στυλιανὸς
ταυτίστηκε μὲ τὸν Γεννητή, βλ. ὑποσημ. 3 στὴ σ. 145. Ἡ μαρτυρία τοῦ Λ. Ζώη ἀνα-
δημοσιεύεται ἀρκετὲς φορές, βλ. Ζώης 1911, 71, Ζώης 1923, 107. Κονόμος 1988, 57.
3. Καζανάκη-Λάππα 2001, 141-152.
4. Βαγιακάκος 1956, 109.
5. Καζανάκη-Λάππα 1981, 192.
482 ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 39 (2021)

Οἱ ἀναφορὲς γιὰ ἐργασία καὶ διαμονὴ τοῦ ζωγράφου στὰ δύο βενετο-
κρατούμενα νησιά, τὴν Κρήτη καὶ τὴ Ζάκυνθο στὸ γύρισμα τοῦ 16ου αἰώ-
να, ἐπιβεβαιώνουν τοὺς στενοὺς πολιτισμικοὺς δεσμοὺς ποὺ εἶχαν οἱ κά-
τοικοι αὐτῶν τῶν περιοχῶν, κάτι ποὺ συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ
Χάνδακα στοὺς Ὀθωμανούς. Μάλιστα, ἡ μετανάστευση πολλῶν Κρητῶν
προσφύγων στὴ Ζάκυνθο, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, βοήθησε μεταξὺ ἄλλων
καὶ στὴν καλλιτεχνική της ἀνάπτυξη6. Οἱ Κρῆτες ἔβαλαν τὴ σφραγίδα τους
στὶς Καλές Τέχνες τοῦ νησιοῦ, κυρίως κατὰ τοὺς 17ο καὶ 18ο αἰῶνες, μέχρι
τὴν ἀφομοίωσή τους στὸ πολιτισμικὸ γίγνεσθαι τῆς καινούργιας πατρίδας,
στὴν ὁποία κατέθεσαν, πέρα ἀπὸ τὰ πολύτιμα κειμήλια ποὺ ἔφεραν μαζί
τους, τὶς γνώσεις καὶ τὴν καλλιτεχνική τους ἐπιδεξιότητα7.
Ἔργα γνωστὰ τοῦ Στελιανοῦ Γεννητῆ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα σὲ
διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ὅπως στὴ Σίφνο, στὴν Πάτμο, στὴ Σύμη
καὶ στὴ Σαντορίνη8. Στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν πόλη τῆς Ζακύν-
θου9, πρόσφατα ἀποκαλύφθηκε ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἀργυρῆς
ἐπένδυσης ἄλλο ἕνα ἐνυπόγραφο ἔργο τοῦ Κρήτα ἁγιογράφου. Ἡ εἰκό-
να τῆς Παναγίας τῆς ἐπονομαζομένης ἀπὸ τοὺς ντόπιους ἡ «Κυρία τῶν
Ἀγγέλων» διαστάσεων χωρὶς τὴν κορνίζα: 38,5×28,5 ἑκ., μεταφέρθη-
κε στὸ ἐργαστήριο συντήρησης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου καὶ
συντηρήθηκε τὸ 2018 ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Μάριο καὶ Ἀνδρέα Θεοδόση.
Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας μὲ τὴν ἐνσωματωμένη περιμετρικὰ ἐπιχρυ-
σωμένη ξυλόγλυπτη κορνίζα εἶναι 43,5×34 ἑκ.

6. Ἡ ἀρχειακὴ ἔρευνα τοῦ Λ. Ζώη στὸ Ἀρχειοφυλακεῖο τῆς Ζακύνθου πρὶν τὴν κατα-
στροφή του τὸ 1953, καθὼς καὶ ἡ ἱστοριοδιφικὴ ἔρευνα τοῦ Ντ. Κονόμου, προσέ-
φεραν σημαντικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴν πολιτιστικὴ συγ-
γένεια τῶν κατοίκων τῶν δύο νησιῶν. Ἐνδεικτικὰ βλ. Ζώης 1940, Ζώης 1938, Ζώης
1939. Κονόμος 1968, Κονόμος 1970.
7. Μεταξὺ τῶν καλλιτεχνῶν ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἔμειναν στὴ Ζάκυνθο καὶ δί-
δαξαν τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, ὁ Ἠλίας Μόσκος θεωρεἶται ἀπὸ τοὺς πιὸ σημα-
ντικοὺς ἐξ αὐτῶν. Ἐνδεικτικά βλ. Πελεκάσης 1933. Ρηγόπουλος 1998, 121-135, Ρη-
γόπουλος 2017, 177-181. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν γράφοντα τὸ μοναδικὸ
μέχρι τώρα ἐνυπόγραφο ἔργο τοῦ Ἠλία Μόσκου στὴ Ζάκυνθο, τὸ ὁποῖο βρίσκεται
στὸν ἴδιο ναὸ ὅπου καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Γεννητῆ, βλ. Λυκογιάννης 2020.
8. Βλ. καὶ ἐκτενέστερη βιβλιογραφία γιὰ τὸν Στελιανὸ Γεννητή, Μπίθα 2019.
9. Κονόμος 1967, 162-164.
ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ. ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 483

Εἰκ. 1.
484 ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 39 (2021)

Εἰκ. 2.
ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ. ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 485

Φουσκωτὸ ἀργυρὸ κάλυμμα τοῦ 18ου αἰώνα, μὲ ἑλικοειδῆ φυτικὸ δι-


άκοσμο στὸ βάθος, ἄφηνε ἀκάλυπτο μόνον τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας
(εἰκ. 1). Στὸ ἀσήμι ὑπάρχουν τρεῖς σφραγίδες. Εἰς διπλοὺν ἔχει χτυπη-
θεῖ αὐτὴ μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ἀργυροχόου MS καὶ αὐτὴ τοῦ πολιτειακοῦ
ἐλέγχου μὲ τὸν λέοντα in moleca. Τὰ ἀρχικὰ MS μᾶλλον παραπέμπουν
στὸν ἀργυροχόο Μαρῆ Σκούρτα, ἔργα τοῦ ὁποίου ἀπαντῶνται στὸ β΄
μισὸ τοῦ 18ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα στὴ Ζάκυνθο. Στὴν ἀρι-
στερὴ γωνία, σὲ στικτὴ ἐπιγραφή, διαβάζουμε τὰ ὀνόματα τῶν ἀφιερω-
τῶν: «ΕΙ ΔΕΗCIS/ ΤΟΝ ΔϪΛΟΝ/ ΤϪ ΘΕϪ, ΤΖΗΤ/ ΖΗΛΙΑS, ΑΝΤΟ/ ΝΗϪ, Ϗ
ΦΡΑΚΙCΚϪ»10. Τὸ μεγαλύτερο ἀσημένιο στέμμα στὴν κεφαλὴ τῆς Πα-
ναγίας ἔχει διαστάσεις 20,5×8,7 ἑκ. Ἔχει καὶ αὐτὸ φυτικὸ καὶ γεωμε-
τρικὸ διάκοσμο, εἶναι ἀρχαιότερο τῆς ἐπένδυσης καὶ χρονολογεῖται στὸ
α΄ μισὸ τοῦ 18ου αἰώνα. Φέρει ἔκτυπη τὴ σφραγίδα ΕΜ, ποὺ πιθανὸν
ἀνήκει στὸν ἀργυροχόο Ἐμμανουὴλ Μιλατιανὸ τὸν λεγόμενο Μαργα-
ρώνη. Δύο ἀκόμη μικρὰ ἐπιχρυσωμένα μεταλλικὰ ἐλάσματα μὲ παρό-
μοιο διάκοσμο εἶχαν τοποθετηθεῖ τὸ μὲν πρῶτο, διαστάσεων 12×4 ἑκ.,
ὡς δεύτερο στέμμα καὶ τὸ δεύτερο, διαστάσεων 9,5×3,8 ἑκ., στὸν λαι-
μό. Χρειάζεται νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι καὶ οἱ δύο προαναφερόμενοι ἀργυ-
ροχόοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρήτη11.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἀργυρῆς ἐπένδυσης ἀποκαλύφθηκε ἡ
μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία εἰκονίζεται ὣς τὴ βάση τῶν ὤμων, μετω-
πική, μὲ μιὰ πολὺ ἐλαφριὰ κλίση τῆς κεφαλῆς πρὸς τὰ δεξιά, σὲ κάμπο
χρυσὸ χωρὶς πλαίσιο (εἰκ. 2). Τὸ σκοῦρο βυσσινὶ μαφόριο ἔχει χρυσο-
γραφημένη παρυφή, ἀποτελούμενη ἀπὸ πολλαπλὲς παράλληλες λεπτὲς
χρυσοκονδυλιὲς καὶ περίτεχνα ἀστεροειδῆ κοσμήματα στὴν κορυφὴ τῆς
κεφαλῆς καὶ στοὺς ὤμους. Κάτω ἀπὸ τὸ μαφόριο φαίνεται ὁ κεφαλόδε-
σμος καὶ μέρος τοῦ χιτώνα στὸ τριγωνικὸ ἄνοιγμα τοῦ λαιμοῦ, σὲ βαθὺ
γαλάζιο χρῶμα. Στὸ αὐγόσχημο πρόσωπο τὰ καθαρὰ χαρακτηριστικά, ἡ
εὐθυτενής μύτη, τὰ μεγάλα ἀμυγδαλωτά μάτια, τὸ μικρὸ στόμα, τὰ το-

10. Βλ. Ζώης 2011, 648. Ὁ Λ. Ζώης ἀναφέρει ὅτι ἦταν παρωνύμιο τῆς οἰκογένειας Ζερβοῦ.
11. Περισσότερα στοιχεῖα θὰ παρουσιαστοῦν στὴ διδακτορική μου διατριβή, ποὺ ἀφορᾶ
τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀργυροχοΐα στὴ Ζάκυνθο καὶ ἐκπονεῖται στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ
τοῦ ΕΚΠΑ.
486 ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 39 (2021)

ξοειδῆ φρύδια, γράφονται μὲ σταθερὲς γραμμὲς σκούρου καστανοῦ χρώ-


ματος. Τὸ πλάσιμο εἶναι μαλακό, ὁ καστανὸς προπλασμός, χωρὶς ἔντονη
χρωματικὴ καλυπτικότητα τῆς προετοιμασίας εἶναι περιορισμένος καὶ
θερμαίνεται ἀπὸ τὸν πρασινωπὸ γλυκασμό, δίνοντας τὴ δυνατότητα στὸ
ἀνοιχτὸ σάρκωμα νὰ ἀναδείξει τὴ φωτεινότητα τοῦ προσώπου, ἡ ὁποία
ἐπιτυγχάνεται μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες ἄψογα ἐκτελεσμένες λεπτὲς ἄσπρες
ψιμυθιές, οἱ ὁποῖες τονίζουν τὶς φωτισμένες επιφάνειες. Ἡ ροδαλότητα
τῶν ζυγωματικῶν καὶ τὸ ἁπαλὸ κοκκίνισμα στὶς σκιερὲς πλευρὲς τοῦ
προσώπου καὶ τοῦ λαιμοῦ, ζεσταίνει τὴ σάρκα καὶ ταυτόχρονα ἀναδει-
κνύει τὴ μαεστρία τοῦ ζωγράφου, ὁ ὁποῖος κατὰ γράμμα ἀκολουθεῖ τὶς
ζωγραφικὲς ἐπιταγὲς τῆς Κρητικῆς Σχολῆς τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα.
Οἱ τονικὲς χρωματικὲς διαβαθμίσεις στὴ γεωμετρικὴ συμβατικὴ ἀπό-
δοση τῶν πτυχώσεων τῶν ὑφασμάτων, δὲν ἀποδίδονται ἰδιαίτερα βίαια
καὶ εἶναι συνηθισμένες γιὰ τοὺς ἐπιφανεῖς Κρῆτες ζωγράφους ἐκείνης τῆς
ἐποχῆς. Ἡ ἕνωση σὲ ὀξυκόρυφη ἀπόληξη τῶν παρυφῶν τοῦ μαφόριου
κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό, ἐπικεντρώνουν τὸ βλέμμα, χωρὶς αὐτὸ νὰ διασπᾶται
ἀπὸ κραυγαλέες καὶ ἀδέξιες χρωματικὲς ἀποδόσεις τῶν ἐνδυμάτων, στὸ
ἰδιαίτερα φωτισμένο πρόσωπο τῆς Παναγίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπι-
τυγχάνεται καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἀπεικόνισης ἑνὸς προσώπου σὲ προτομή,
ἡ προβολὴ δηλαδὴ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς τοῦ εἰκονιζόμενου.
Τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας δείχνει σοβαρὸ καὶ σκεπτικό, μὲ τὸ βλέμ-
μα της στραμμένο στὸν θεατή. Ἡ μικρὴ λευκὴ κουκκίδα στὶς ἴριδες τῶν
ματιῶν της καὶ τὸ ἔντονο φώτισμα σὲ αὐτὲς ἐξωτερικά, τὰ κάνουν νὰ
φαντάζουν ὑγροποιημένα καὶ παράλληλα προσδίδουν βάθος, καθιστώ-
ντας τὸ βλέμμα διαπεραστικό. Στὸν χρυσὸ κάμπο ὑπάρχει τὸ συμπίλη-
μα τοῦ ὀνόματος ΜΗΡ ΘΥ, ἐνῶ στὸ κέντρο, κάτω ἀπὸ τὴ ζωγραφικὴ τοῦ
πλαισίου, διαβάζεται μὲ κόκκινα κεφαλαῖα γράμματα ἡ ὑπογραφὴ τοῦ
ἁγιογράφου: «ΧÈΙΡ Ϛ(Ε)ΛΙΑΝΟῩ ΓΕΝΝΗΤΗ΄» (εἰκ. 3). Ὁ χαρακτήρας τῶν
γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς ἔχει πολλὲς ὁμοιότητες μὲ αὐτὴν τοῦ Ἐσταυ-
ρωμένου τέμπλου ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Μαλανδράκη στὴν
Πάτμο, ποὺ χρονολογεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1620-164512. Ζωγραφικὲς
καὶ σχεδιαστικὲς ὁμοιότητες ἐπίσης, ὑπάρχουν μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ

12. Κουτελάκης 1986, 92, πίν. 14δ καὶ 43β. Βλ. καὶ Μπίθα 2019, 364.
ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ. ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 487

Εἰκ. 3.

στὴ θύρα τῆς Προθέσεως ἀπὸ τὸν παραπάνω ναὸ τῆς Πάτμου, ποὺ ἀπο-
δίδεται στὸν Σ. Γεννητὴ καὶ χρονολογεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1610-163013.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας περιβάλλεται ἀπὸ ξύλινο πλαίσιο μὲ ζωγρα-
φικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγγέλων καὶ τὰ Εἰσόδια τῆς
Θεοτόκου στὴν κάτω πλευρὰ (εἰκ. 4). Ἡ ζωγραφικὴ τοῦ πλαισίου, μὲ
τὶς μορφὲς φυσιοκρατικὰ ἀποδοσμένες, ἔχει γίνει μὲ τὴν τεχνικὴ τῆς
λαδοτέμπερας πάνω σὲ ξύλο καὶ σὲ πολὺ λεπτὴ προετοιμασία. Ὁ ἱε-
ρέας-ζωγράφος Νικόλαος Καντούνης14, φαίνεται ὅτι μὲ τὸν χρωστήρα
του πλαισίωσε ζωγραφικὰ τὴ μικρὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας μᾶλλον γιὰ
νὰ τοποθετηθεῖ σὲ προσκυνητάρι ἢ «θρόνο».
Σὲ ἐπιμήκη λευκὴ πινακίδα μὲ ἐλαφριὲς ἀναδιπλώσεις στὶς ἄκρες
καὶ κάτω ἀπὸ τὴν παράσταση, μὲ μαῦρα κεφαλαῖα γράμματα ὑπάρχει
ἐπιγραφὴ ποὺ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀφιερωτῆ Ἰωάννη Βερύκιου, τὴ
θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ υἱοῦ του καὶ τὴ χρονολογία 1820: «ΙΩΑΝ-
ΝΗΝ ΒΕΡΙΚΙΟΝ ΕΥΓΕΝΗ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ/ ΠΙΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΔΕΗΘΕΝΤΑ
ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ/ ΤΟΝ ΑΥΤΟΥ ΥΙΟΝ ΥΓΙΑΙΝΟΝΤΑ ΛΑΒΟΝΤΑ/ ΟΣ ΤΗΝ ΑΥ-
ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑ/ ΙΔΙΟΙΣ ΑΝΑΛΩΜΑΣΙΝ/ ΟΥΤΩΣΙ ΑΝΕΚΕΝΙΣΕΝ/ ΕΝ ΤΩ αωκ
΄
ΕΤΕΙ/ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΙΟΥΛΙΟΝ».
Ὁ υἱὸς τοῦ εὐγενοῦς Ἰωάννη Βερύκιου εἶναι ὁ Γεώργιος Βερύκιος
(1818-1891), μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, βουλευτὴς καὶ νομάρχης.
Ἀδελφός του ἦταν ὁ Ἀναστάσιος Βερύκιος (1822-1876), ὁ ὁποῖος μετὰ
ἀπὸ ἰατρικὲς σπουδὲς στὴ Γερμανία, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ
ἀφιλοκερδῶς προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πανδη-
μία τῆς χολέρας τὸ ἔτος 185515.

13. Χατζηδάκης 1977, 140, πίν. 61, 149. Βλ. καὶ Καζανάκη-Λάππα 2001, 147.
14. Ἡ ζωγραφικὴ τῆς εἰκόνας ἔχει ἀποδοθεῖ στὸν Ν. Καντούνη, βλ. Κονόμος 1964, 56.
15. Ζώης 2011, 89.
488 ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 39 (2021)

Εἰκ. 4.
ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ. ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 489

Ἡ ἀρχαιότερη μέχρι τώρα σωζόμενη ἀρχειακὴ μαρτυρία γιὰ τὴν εἰκό-


να τῆς «Κυρίας τῶν Ἀγγέλων» ἀπαντᾶται σὲ περιουσιολόγιο τοῦ ναοῦ
μὲ χρονολογία 1836. Καταγράφεται:

«ἕνα μανάλη μηκρὸ τῆς Κηρήας τῶν ἀγγέλο προύντζινα μὲ τὰ


κόνκολά του … ἕνα μπρατζολέτη ἀσημένιο τῆς Κηρήας τῶν Ἀγ-
γέλο δηὰ δήο κερία … τὰ ταμάτα τῆς Κυρίας τὸν Ἀγγέλω: 1: ἕνα
ζεβγάρη ροζέτες χρησὲς μὲ τὰ μαργαριτάρια δὲν λίπι κλονή; μήα
βέρρα μὲ πέντε πέτρες; ἕνα πονταπέτο μὲ πέντε πέτρες, ἕνα κομπὶ
ἀσημένιο; μήα βέρρα λίπι ἡ μεσινὴ πέτρα, καὶ εχη μόνον τεσσέρες;
ἕξη 6: Κορνιόλες χρησὲς μὲ τὲς πέτρες τους 1 ἕνα ζεύγαρη μπο-
κολέτια μὲ ἀπιδάκια κοκινα; ἕνα ζεβγάρη μποκολέτια τῶν αὐτηὸν
μὲ μαργαρητάρια 1: μία βελόνα πονταπέτο μὲ ἕνα κλονὴ μαργα-
ρητάρη χοντρώ; Ἕνα γκόλφη περητρηγηρησμένο μὲ μαργαρητά-
ρια κλονιὰ ἕντεκα, καὶ ἔχη 1 πέτρα κοκινι στὴν μέσην; ενας ἀστέ-
ρας χρησός; Δηο τροπάρια ἀσημένια; Τεσσέρα δαχτηλίδια χρησὰ
τὸ καθ’ ἕνα μὲ πέτρες τρής; Πέντε Δαχτηλήδια μονόπετρα; Ἕνα
σπαθάκι μὲ ἕναν ἀϊτών, καὶ μὲ γηαλή; Μία πεντάγια ἀσημένια;
Τρήα δοντία δεμένα μὲ ἀσίμι. Τρηα τροπαράκια ἀσημένια; Μία
πέτρα μὲ πουλὴ δεμένο μὲ ἀσήμη; Τρὴς Τρεμούλες μὲ πετρούλες
καὶ μήα ἕτερη χαλασμένη; ... μανάλια μικρά μεγάλα, καὶ εἰς τὰ
Κονήσματα Κηρήας τῶν Ἀγγέλο, καὶ καπέλας…»

Σὲ ἄλλη καταγραφή τοῦ 1844 σημειώνεται «Ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων


εἰς τὸν θρόνο…»16. Ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀρχειακές μαρτυρίες διαπιστώ-
νουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς εἰκόνας γιὰ τὴν ἐνορία τῆς Ἁγίας Τριάδας,
μιᾶς καὶ στὶς καταγραφὲς εἶναι ἡ μοναδικὴ εἰκόνα ποὺ φέρει τάματα
καὶ ἡ ὁποία βρίσκεται στὸν κυρίως ναὸ σὲ προσκυνητάρι, μὲ ξεχωριστὸ
μπροστά της μανουάλι.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Στελιανοῦ Γεννητῆ στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας
Τριάδας στὴ Ζάκυνθο, πιθανὸν νὰ ἔγινε σὲ κάποια περίοδο παραμονῆς
του στὴ Ζάκυνθο, ἴσως στὴν ἀναφερόμενη κατὰ τὸ 1610. Πρόκειται γιὰ

16. Ἀρχεῖο ναοῦ Ἁγίας Τριάδας, Περιουσιολόγιο 19ου αἰώνα, φ. 6r.


490 ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 39 (2021)

ἔργο ποὺ ἀνήκει στὴν ὥριμη καλλιτεχνικὴ περίοδο τοῦ καλλιτέχνη καὶ
διαθέτει ἄρτια ζωγραφικὴ ἐκτέλεση, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ παραδοσιακὲς
φόρμες τῆς Κρητικῆς Σχολῆς17. Ἡ μετωπικὴ καὶ σὲ προτομὴ ζωγραφικὴ
ἀπεικόνιση ἁγίων, κάτι τὸ σύνηθες στοὺς Κρῆτες ἁγιογράφους ἐκείνης
τῆς περιόδου, μᾶλλον προορίζονταν γιὰ ἰδιωτικὰ εἰκονοστάσια, ὅπως
καὶ ἡ συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ Γεννητῆ, ἡ ὁποία ἄγνωστο πότε, δωρή-
θηκε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας Ζακύνθου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαγιακάκος 1956: Δ. Βαγιακάκος, «Μεσσήνιοι εἰς τὴν Ζάκυνθον 1500-


1821». Μεσσηνιακὰ Γράμματα, ἀναμνηστικὴ ἔκδοση. Καλαμάτα 1956.
Δρακοπουλου 2010: Εὐγενία Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν
Ἅλωση (1450-1850), τόμ. 3. Ἀθήνα 2010.
Ζωησ 1911: Λ. Ζώης, «Κρῆτες καλλιτέχναι ἐν Ζακύνθῳ». Κρητικὴ Στοὰ
Γ΄ (1911).
Ζωησ 1923: Λ. Ζώης, «Ἡ γραφικὴ ἐν Ἑπτανήσῳ». Παντογνώστης Β΄, ἀρ.
7, 31 Μαΐου 1923.
Ζωησ 1938: Λ. Ζώης, «Κρῆτες ἐν Ζακύνθῳ». Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κρητι-
κῶν Σπουδῶν 1 (1938), 294-301.
Ζωησ 1939: Λ. Ζώης, «Κρῆτες ἐν Ζακύνθῳ». Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κρητι-
κῶν Σπουδῶν 2 (1939), 119-133.
Ζωησ 1940: Λ. Ζώης, «Ναοὶ Κρητῶν ἐν Ζακύνθῳ». Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας
Κρητικῶν Σπουδῶν 3 (1940), 179-186.
Ζωησ 2011: Λ. Ζώης, Λεξικὸν ἱστορικὸν καὶ λαογραφικὸν Ζακύνθου, τόμ.
Α΄. 2η ἔκδοση. Ζάκυνθος 2011.
Καζανάκη-Λάππα 1981: Μ. Καζανάκη-Λάππα, «Οἱ ζωγράφοι τοῦ Χάν-
δακα κατὰ τὸ 17ο αἰώνα». Θησαυρίσματα 18 (1981).

17. Γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ παλαιότερων εἰκονογραφικῶν προτύπων ἀπὸ τὸν Σ. Γεννητὴ
βλ. καὶ κείμενο τῆς Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου στὸν κατάλογο τῆς ἔκθεσης Βυζα-
ντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ τέχνη, Ἀθήνα 1986, 152-154.
ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝ. ΛΥΚΟΓΙΆΝΝΗΣ: ΜΙΑ ΆΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΌΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΎ ΓΕΝΝΗΤΉ ΣΤΗ ΖΆΚΥΝΘΟ 491

Καζανάκη-Λάππα 2001: Μ. Καζανάκη-Λάππα, «Ἐνυπόγραφη κρητικὴ


εἰκόνα μὲ παράσταση Δέησης». Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς
Ἑταιρείας ΚΒ΄ (2001), 141-152.
Κονόμος 1964: Ντ. Κονόμος, Ναοὶ καὶ Μονὲς στὴ Ζάκυνθο. Ἀθήνα 1964.
Κονόμος 1967: Ντ. Κονόμος, Ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια στὴ Ζάκυνθο.
Ἀθήνα 1967.
Κονόμος 1968: Ντ. Κονόμος, Κρήτη καὶ Ζάκυνθος. Ἀθήνα 1968.
Κονόμος 1970: Ντ. Κονόμος, Κρητικοὶ στὴ Ζάκυνθο. Αθήνα 1970.
Κονόμος 1988: Ντ. Κονόμος, «Ζάκυνθος». Πεντακόσια χρόνια, τόμ. Ε΄,
τχ. Α΄. Ἀθήνα 1988.
Κουτελάκης 1986: Χ. Κουτελάκης, Ξυλόγλυπτα τέμπλα τῆς Δωδεκανήσου
μέχρι τὸ 1700. Ἀθήνα-Γιάννινα 1986.
Λυκογιάννης 2020: Ἀρχιμ. Διονύσιος Λυκογιάννης, «Μία ἄγνωστη εἰκό-
να τοῦ Ἠλία Μόσκου στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴ Ζάκυνθο».
Ἐφημερίδα Ἑρμῆς, Χρονικὸ 2020, Ζάκυνθος, φ. 31.12.2020, 16-17.
Μπίθα 2019: Ἰ. Μπίθα, «Μιὰ ἀπεικόνιση τέμπλου καὶ ἡ παρουσία τῶν
κρητικῶν στὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τοῦ Ρουκουνιώτη στὴ
Σύμη τὸν 17ο αἰώνα». Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
Μ΄ (2019), 347-372.
Πελεκάσης 1933: Δ. Πελεκάσης, Τεχνοκριτικὴ ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Κρητὸς
Ἠλίου Μόσκου (1649-1684). Ἀθήνα 1933.
Ρηγόπουλος 1998: Γ. Ρηγόπουλος, Φλαμανδικὲς ἐπιδράσεις στὴ μεταβυζα-
ντινὴ ζωγραφική. Ἀθήνα 1998.
Ρηγόπουλος 2017: Γ. Ρηγόπουλος, Τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ στὴ μεταβυζαντι-
νὴ ζωγραφικὴ καὶ τὰ δυτικά τους πρότυπα. Αθήνα 2017.
Χατζηδάκης 1977: Μ. Χατζηδάκης, Εἰκόνες τῆς Πάτμου. Ἀθήνα 1977.
Χατζηδάκης 1987: Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση
(1450-1850), τόμ. 1. Ἀθήνα 1987.

You might also like