You are on page 1of 13

14/2004 ΓΝΜΔ ΕΙΣΠΡ ΘΕΣΣΑΛ (410282)

(ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2004/1128)
Ποινική δικονομία. Προσωπικά δεδομένα. Τηλεπικοινωνίες. Υποχρέωση φορέων
παροχής δημοσίου τηλεπικοινωνιακού δικτύου να παρέχουν τα στοιχεία που
αφορούν σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και τους ζητούνται στα πλαίσια
της ποινικής διαδικασίας. Υποχρέωση των ως άνω φορέων για χορήγηση
εξωτερικών
στοιχείων της επικοινωνίας, με σκοπό τη διακρίβωση των κακουργημάτων που
αναγράφονται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 χωρίς να απαιτείται η
έκδοση
βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου.

ΓνωμΕισΠρωτΘεσ 14/2004

Σε απάντηση του αριθ. πρωτ. 3008/16/3/26.5.2003 εγγράφου σας, παραθέτουμε


τα
παρακάτω:

Ι. Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας ως ατομική ελευθερία. Ιστορική


εξέλιξη.

Το Σύνταγμα ως θεμελιώδης νόμος και γενικότερα το εκάστοτε ισχύον δίκαιο που


θεσπίζεται κατά βάση από την Πολιτεία, θέτει πάντα και όρια στην άσκηση της
κρατικής εξουσίας, απονέμοντας ταυτόχρονα και ορισμένα δικαιώματα στα
πρόσωπα
που υπόκεινται σ` αυτήν, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν το ποσοστό
ελευθερίας που τους έχει αναγνωριστεί. Αυτά τα δικαιώματα, δηλ. η "εξουσία
αυτοκαθορισμού" που απονέμεται από το ισχύον δίκαιο και τείνει στον
αποκλεισμό ή περιορισμό των επεμβάσεων του Κράτους σε συγκεκριμένο πεδίο
ύπαρξης και δράσης των εξουσιαζομένων, ονομάζονται "ατομικά δικαιώματα" ή
"ατομικές ελευθερίες" (βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, εκδ. α`, 1978,
σελ. 9).
Το ισχύον Σύνταγμα του 1975/1986/2001, στο άρθρο 19 προστατεύει το
απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας
ορίζοντας αυθεντικά ότι:

1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας


με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις
εγγυήσεις
υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους
εθνικής ασφαλείας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις


αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παρ. 1.

3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά


παράβαση
του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α".

Η ατομική αυτή ελευθερία βρίσκεται στο μεταίχμιο περισσότερων της μίας


ατομικών ελευθεριών αφού α) αποτελεί εγγύηση της εν γένει προσωπικής
ελευθερίας διότι συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή (οικειότητα) του ατόμου
και από την άποψη αυτή είναι προέκταση του ασύλου της κατοικίας β)
προστατεύει την ελεύθερη και εμπιστευτική προς άλλο πρόσωπο -τον
ανταποκριτή-
εκδήλωση και ανακοίνωση των στοχασμών, ιδεών και συναισθημάτων και έτσι
μετέχει και της πνευματικής ελευθερίας και διακίνησης, την οποία προβλέπει
και προστατεύει το άρθρο 14 Σ και γ) έχει σχέση με το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας και ιδίως της πνευματικής αφού η επιστολή, αν έχει ιδιαίτερη
αξία, μπορεί να αποτελέσει μέρος της περιουσίας του αποστολέα ή του
παραλήπτη
(βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 162).

Η προστασία του απορρήτου των ανταποκρίσεων και ιδίως των επιστολών


θεσπίστηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1844 και στο άρθρο 14 αυτού το
οποίο αποτελούσε πιστή αντιγραφή του άρθρου 22 του ΒελγΣυντ. και ανέφερε ότι
"το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο". Στο άρθρο 20 του
Συντάγματος
του 1864 προστέθηκε ο όρος "απολύτως" ενώ στο άρθρο 12 του Σ του 1927
επεκτάθηκε η προστασία του απορρήτου εκτός από τις επιστολές και στα
τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα. Τέλος στο Σύνταγμα του 1952 οριζόταν ότι
"Το
απόρρητον των επιστολών και της καθ` οιονδήποτε τρόπον ανταποκρίσεως είναι
απολύτως απαραβίαστον". Το Σύνταγμα του 1975 τροποποίησε ελαφρώς τη
διατύπωση
προσθέτοντας το επίθετο "ελευθέρα" στο ουσιαστικό ανταπόκριση και τη λέξη
"επικοινωνία" (βλ. Α. Μάνεση, ό.π., σελ. 1623, Α. Τάχου, Το απαραβίαστον του
απορρήτου των επιστολών και της εν γένει ανταποκρίσεως, έκδ. 1967, σελ. 37
επ., Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2002,238 επ., Γ.Β.
Καμίνη, Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η Συνταγματική προστασία
και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια, ΝοΒ 1995,505
επ.).

Αυτή η παγιωμένη πλέον συνταγματική τάξη αφενός μεν διεύρυνε το


προστατευτικό
πεδίο του δικαιώματος μετατρέποντας το σε γενικό δικαίωμα προστασίας των
μέσων επικοινωνίας που έχει στο μεταξύ δημιουργήσει η ραγδαία αναπτυσσόμενη
τεχνολογική εξέλιξη, αφετέρου δε εισήγαγε (το πρώτον με το Σύνταγμα του
1975)
δύο εξαιρέσεις στην απόλυτη προστασία του, αφού, σύμφωνα με το δεύτερο
εδάφιο
της παρ. 1 του άρθρου 19 Σ, το δικαίωμα μπορεί βάσει νόμου πλέον να
περιοριστεί με δεδομένο ότι η δικαστική αρχή δεν θα δεσμεύεται στο εξής, υπό
εγγυήσεις, από το απόρρητο για "λόγους εθνικής ασφαλείας ή για τη διακρίβωση
ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων".

Η θέσπιση του εδ. β`του άρθρου 19 Σ 1975 επικρίθηκε δριμύτατα ως


οπισθοδρόμηση λόγω των ορατών πλέον κινδύνων για την κάμψη και άρα μη
αποτελεσματική κατοχύρωση και εφαρμογή του κανόνα του απορρήτου των
ανταποκρίσεων, εκτός των άλλων και με το επιχείρημα ότι η διάταξη αυτή το
πρώτο εισήχθη σε συνταγματική διάταξη με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 15
των
δικτατορικών "συνταγματικών" κειμένων του 1968 και 1973 (βλ. Π.
Παυλόπουλου,
Τεχνολογική εξέλιξη και Συνταγματικά Δικαιώματα: Οι σύγχρονες περιπέτειες
του
απορρήτου των ανταποκρίσεων, ΝοΒ 1987, σελ. 1513). Να σημειωθεί ότι
απόπειρα
να εισαχθεί η παραπάνω εξαίρεση έγινε και στην Επιτροπή του ΞΗ` Ψηφίσματος η
οποία και ψήφισε το Σύνταγμα του 1952, όταν εισήχθη διάταξη με την οποία
επιτρεπόταν παραβίαση του απορρήτου προς διαπίστωση αξιόποινης πράξης
μετά
από βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, η οποία διαγράφηκε ώστε να μην
ανοιχθεί η οδός σε καταχρήσεις (βλ. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Το μαγνητόφωνον εις
την ποινικήν δίκην και η ανάγκη προστασίας του προφορικού λόγου, ΠοινΧρον ΙΕ`
(1965), 400, Γ. Α. Μαγκάκη, Περί της προστασίας του απορρήτου των
τηλεφωνημάτων ΠοινΧρ ΙΔ, 10 επ.).

Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ήδη από το 1922 η απόλυτη συνταγματική


προστασία του δικαιώματος είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Τόσο κατά τη διάρκεια
των εργασιών της Γ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσεως όσο και στην Δ Αναθεωρητική
Βουλή του 1946, είχαν διατυπωθεί προτάσεις για το περιορισμό του απορρήτου
με
σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος. Θα πρέπει δε ακόμη να σημειωθεί ότι
οι
εξαιρέσεις του άρθρου 19 Σ είναι σε πλήρη σύμπλευση με τη διάταξη του άρθρου
8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπου εκεί
ρητά
αναφέρεται στο άρθρο 8 ότι:

1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής ζωής του, της
κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν της ασκήσει του


δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και
αποτελεί μέτρον το οποίον εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον
διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημόσιον ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν
της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων,
την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και
ελευθεριών άλλων". Η διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 19 του ισχύοντος
Συντάγματος είναι πάντως στενότερη και από αυτήν της παρ. 2 του άρθρου 8
της
ΕΣΔΑ (βλ. Γ. Καμίνη, ό.π., σελ. 506, Π. Παυλόπουλου, ό.π., σελ. 1514).

Από τις 11.6.1975 που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα 1975 και μέχρι το 1994 δεν
είχε εκδοθεί ο σχετικός νόμος που προέβλεπε το άρθρο 19 Σ για το απόρρητο
των
επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και έτσι με βάση το
άρθρο 112 παρ. 1 Σ ίσχυε το ΝΔ 792/1971 το οποίο θεσπίστηκε σε εκτέλεση του
άρθρου 15 του δικτατορικού "συνταγματικού" κειμένου του 1968. Στις 20.7.1994
ψηφίστηκε ο Ν 2225/1994 (ΔΕΚΑ`221) "Για την προστασία της ελευθερίας της
ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις" που ήδη τροποποιήθηκε με
το Ν 3115/2003 "Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών" όπου
στο
άρθρο 4 παρ. 1 α (όπως το εδ. α` αντικ. με την παρ. α` του άρθρου 12
του Ν
3115/2003) με τον τίτλο "Άρση για τη διακρίβωση εγκλημάτων" ορίζεται
ότι "1.
Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των
κακουργημάτων που
προβλέπονται από τα άρθρα..." (παρατίθενται στη συνέχεια άρθρα του Π
Κ όπου
τυποποιούνται κάποια κακουργήματα). Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου
αναφέρεται
ότι η άρση του απορρήτου γίνεται μόνο με αιτιολογημένο βούλευμα του
αρμοδίου
Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο εκδίδεται σε 24 ώρες και μετά από
αίτηση του
Εισαγγελέα. Στην παρ. 6 ορίζεται ότι σε εξαιρετικά επείγουσες
περιπτώσεις την
άρση μπορεί να διατάξει ο Εισαγγελέας που διενεργεί την προανάκριση ή
προκαταρκτική εξέταση και ο Ανακριτής που ενεργεί την τακτική
ανάκριση με την
προϋπόθεση όμως ότι θα εισάγουν το ζήτημα στο Δικαστικό Συμβούλιο
μέσα σε
προθεσμία (3) ημερών διαφορετικά η διάταξη τους ακυρώνεται. Έτσι,
αυτονόητα
με τη ρύθμιση αυτή έμειναν εκτός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου
όλα τα
πλημμελήματα και ιδίως κάποια σοβαρά όπως π.χ. η δωροδοκία και
δωροληψία.

Οπως σωστά παρατηρήθηκε αντικείμενο του νόμου αυτού δεν ήταν τόσο η
ελευθερία της επικοινωνίας όσο το απόρρητο της επικοινωνίας και ιδίως η
διαδικασία άρσης του απορρήτου, αφού δεν προσδιορίστηκε η έννοια του
απορρήτου όπως επίσης δεν δόθηκε κυρίως απάντηση στο ποια είναι η έκταση
αυτού του απορρήτου (Χ. Λυντέρη, Η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας ως
μέσο αντεγκληματικής πολιτικής, μία παρουσίαση των σχετικών διατάξεων του Ν
2225/1994, ΠοινΧρ ΜΕ`,119 επ., ΑΒΥΑ 174/95 Ανακριτή Λάρισας ΠοινΧρ
ΜΖ`,324).

II. Το περιεχόμενο του δικαιώματος της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας.

Η προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης


προσωπικής
επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα: Εκείνο που στέλνει το
μήνυμα και εκείνο που το δέχεται. Βασικό στοιχείο της προσωπικής
ανταπόκρισης
ή επικοινωνίας είναι η μυστικότητα του περιεχομένου η εγγύηση δηλαδή ότι
το
μήνυμα έφτασε στον παραλήπτη χωρίς να γνωστοποιηθεί σε τρίτους. Το
άρθρο 19
α` Σ, προεκτείνοντας τη lato sensu προσωπική ελευθερία, καθιερώνει την
προστασία της επικοινωνίας σε οικειότητα, αντίστροφα απ` ότι στο άρθρο 14
Σ
όπου προϋποθέτει την επικοινωνία σε δημοσιότητα. Δεν αναφέρεται
επομένως σε
οποιαδήποτε επικοινωνία ή ανταπόκριση μεταξύ ανθρώπων. Αναφέρεται
στην
εμπιστευτική, μέσα στα πλαίσια της οικειότητας επικοινωνίας, που όχι
μόνο δεν
αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση αλλά θέλει να παραμείνει γνωστή
αποκλειστικά
μεταξύ των επικοινωνούντων. Οι ιδιαίτερες σχέσεις οικειότητας και
εμπιστοσύνης, οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, που επιλεκτικά αναπτύσσονται
μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων, είναι βασικές για τη ζωή και διακρίνονται από
άλλες σχέσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Το δικαίωμα επομένως του ατόμου να
μοιράζεται με ένα πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα,
χωρίς αυτά να αποκαλύπτονται σε τρίτους, είναι ζωτικής σημασίας και
επιβεβαιώνεται από την κοινή αντίληψη ότι ηθικά είναι απαράδεκτο για κάποιον
να αποκαλύπτει μυστικά που εμπιστευτικά του έχουν εκμυστηρευτεί, (βλ. Α
Μάνεση, ό.π., σελ. 164, Κ. Χρυσόγονου, ό.π., σελ. 213, Σ. Τσακυράκη, Το
απόρρητο της επικοινωνίας: Απόλυτα απαραβίαστο ή ευχή της έννομης τάξης;
ΝοΒ
1993,997, Γ.Α. Τασόπουλου, Ζητήματα προστασίας του απορρήτου και
ελευθερίας
του τύπου κατά το άρθρο 370Δ ΠΚ, Υπέρ 1993,1454 επ.).
Η διαπίστωση του πότε
μία ανταπόκριση είναι ιδιωτικού χαρακτήρα (ανεξάρτητα αν αφορά την
προσωπική
ή επαγγελματική δραστηριότητα του ατόμου) διακριβώνεται κατά βάση με
κριτήριο
τη βούληση του αποστέλλοντος το μήνυμα. Μία ανοικτή επιστολή στον τύπο εξ
ορισμού δεν αποτελεί ιδιωτική επικοινωνία. Έτσι, μπορεί να υποστηρίξει κανείς
ότι γενικά η ανταπόκριση που δεν είναι δημόσια τεκμαίρεται ότι εντάσσεται στο
προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 Σ.

III. To περιεχόμενο του μηνύματος σε αντιδιαστολή με τα "εξωτερικά στοιχεία"


της ανταπόκρισης.

Σε σχέση με ό,τι αφορά στο δικαίωμα στο απαραβίαστο της επικοινωνίας παρότι
δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την προστασία του περιεχομένου του
μηνύματος, διχογνωμία επικράτησε για το αν αυτή περιλαμβάνει και τα
αποκαλούμενα "εξωτερικά στοιχεία" της επικοινωνίας, όπως π.χ. τα στοιχεία του
αποδέκτη ή του αποστολέα, η ώρα της επικοινωνίας κ.λπ. Το θέμα αυτό φαίνεται
ότι απασχόλησε το νομικό κόσμο κατά βάση με το που τέθηκε σε λειτουργία και
στη Χώρα μας το τηλέφωνο και δη το αυτόματο, αφού στην περίπτωση της
επιστολής συνήθως αναγράφεται ο αποστολέας και πάντα ο αποδέκτης, αν δε δεν
αναγράφεται ο αποστολέας, είναι, τεχνικά τουλάχιστον, αδύνατον να βρεθεί.
Οπως αποτυπώνεται στην ΓνωμΕισΑΠ 38/1959 (Σακελλαρίου) "Αληθές τυγχάνει,
ως
και εν τω ως άνω εγγράφω υμών τονίζεται, ότι πληθύνονται οσημέραι αι διά των
αυτομάτων τηλεφώνων ασχημίαι εις βάρος ανύποπτων συνδρομητών,
υφισταμένων τας
εις βάρος των διαπραττομένας χυδαιότητας, κακοηθείας και πάσης άλλης
φύσεως
αστειότητας". Τόσο στη γνωμοδότηση αυτή όσο και στην προγενέστερη
ΓνωμΕισΑΠ
31/1952 (Κόλλιας) γίνεται δεκτή η άποψη ότι "Το συνταγματικόν απόρρητον
καλύπτει μόνον το περιεχόμενον των τηλεγραφημάτων και τηλεφωνημάτων,
διότι
χάριν των εν αυτοίς στοχασμών καθιερώθη και αίρεται, είτε διά της εκούσιας
ανακοινώσεως του προς τρίτους ή τας αρχάς υπό του παραλήπτου και αποδεκτού
... Παν άλλο γεγονός προς το περιεχόμενον, ως λ.χ. τα ονοματεπώνυμα των
τηλεγραφικώς επικοινωνησάντων, ο χρόνος της επιδόσεως ή λήψεως του
τηλεγραφήματος ή της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως κ.λπ. δεν διασφαλίζεται υπό
του
συνταγματικού απορρήτου, αλλά του επαγγελματικού τοιούτου" (βλ.
γνωμοδοτήσεις
σε ΠοινΧρ 1952,457 και 1959,56).

Με την άποψη αυτή τάχθηκε εξ αρχής και ο Μάνεσης, ο οποίος σαφώς αναφέρει
ότι
"Το απόρρητο αφορά στο περιεχόμενο της επιστολής και των εν γένει
ανταποκρίσεων και όχι στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας π.χ. τα
στοιχεία του αποστολέα ή του αποδέκτη. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για την
περίπτωση της αποκάλυψης εκείνων που κάνουν ενοχλητικά ή υβριστικά
τηλεφωνήματα. Διότι εδώ δεν πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου, αφού δεν
υπάρχει θέληση των επικοινωνούντων να παραμείνει η συνομιλία τους μυστική,
το
δε κύκλωμα παύει να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους
ανταποκριτές" (βλ. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, ό.π., σελ. 167, Γ.-Α.
Μαγκάκη, ό.π., σελ. 16, Γ. Καραμάνου, Το απόρρητον της τηλεφωνικής
επικοινωνίας ΝοΒ 20-21,1137).

Με την άποψη αυτή συντάχθηκε και η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων


Προσωπικού Χαρακτήρα όπου στην αριθ. 79/2002 Γνωμοδότηση της απαντώντας
σε
έγγραφο τηλεφωνικής εταιρία για το τι πρέπει η τελευταία να πράξει εάν της
ζητείται με έγγραφα από Εισαγγελείς ή πολίτες η ανακοίνωση προσωπικών
δεδομένων συνδρομητών (ονοματεπώνυμο, αριθμό κλήσης, διεύθυνση κατοικίας
κ.λπ.), διευκρινίζει, μετά την απάντηση που δίνει επί του θέματος, ότι "Είναι
αυτονόητο ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν ως προς το εσωτερικό περιεχόμενο της
τηλεφωνικής κ.λπ. συνομιλίας, για την οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 19 του
Συντάγματος και ο Ν 2225/1994". Δέχεται δηλ. ευθέως ότι όλα τα άλλα στοιχεία
δεν εμπίπτουν στο προστατευόμενο από το άρθρο 19 Σ απόρρητο, ότι είναι δηλ.
"εξωτερικά στοιχεία", της επικοινωνίας (βλ. αυτή σε ΠοινΔικ 2003,799).
Τέλος στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε παραπέρα και ο κοινός νομοθέτης: α) με την
ψήφιση του Ν 2225/1994 όπου στα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 παρ. 9 αναφέρεται ότι η
άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν
σχέση με
την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών,
προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή
προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοι του, ότι
τα
στοιχεία που είχαν συλλέγει ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή
αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε
περίπτωση
διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη
δικογραφία,
αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής
που εξέδωσε τη διάταξη, ότι το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας,
το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου καθώς και κάθε άλλο
σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί
και να ληφθεί υπόψη κ.λπ.". Από όλα αυτά αλλά και από το γεγονός ότι στην
διάταξη της άρσης πρέπει να περιλαμβάνεται και η χρονική διάρκεια της άρσης
και επομένως αυτή διατάσσεται και εφαρμόζεται από την ημέρα που εκδίδεται η
διάταξη και για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα είναι, σαφές ότι γίνεται λόγος
πια πάντα για το περιεχόμενο της συνομιλίας ή ανταπόκρισης και των στοιχείων
που προέκυψαν απ` αυτήν β) Με την τυποποίηση των εγκλημάτων των διατάξεων
των
άρθρων 249 ΠΚ (παραβάσεις τηλεγραφικών υπαλλήλων), όπου αναφέρεται σε
γνωστοποίηση περιεχομένου του τηλεγραφήματος, 250 (παραβάσεις
τηλεφωνικών
υπαλλήλων) όπου γίνεται λόγος για γνωστοποίηση του περιεχομένου
τηλεφωνήματος, 370 ΠΚ (παραβίαση του απορρήτου των επιστολών) όπου
γίνεται
λόγος για άνοιγμα επιστολής με σκοπό την παράνομη λήψη γνώμης του
περιεχομένου επιστολής και εισχώρηση σε ξένα απόρρητα, του άρθρου 370 Α
παρ.
1 ΠΚ όπου γίνεται λόγος για αθέμιτη παγίδευση ή άλλη επέμβαση σε τηλεφωνική
σύνδεση ή συσκευή με σκοπό την πληροφόρηση ή μαγνητοφώνηση του
περιεχομένου
τηλεφωνικής συνομιλίαςκαθώς και του άρθρου 370 Α παρ. 2 που κάνει λόγο για
παρακολούθηση "ιδιωτικής συνομιλίας" γ) Με τη θέσπιση της Υπουργικής
Απόφασης
αριθ. 681141/1995 (ΦΕΚ Β` 581) "Κώδικας Δεοντολογίας Άσκησης
Τηλεπικοινωνιών
Δραστηριοτήτων" όπου στο άρθρο 1, το οποίο έχει τίτλο "Εμπιστευτικός
χαρακτήρας των επικοινωνιών" ορίζεται στην παρ. 1 ότι "Για την προστασία των
χρηστών των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών απαγορεύεται αυστηρά στον
παρέχοντα
τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες να παρακολουθεί, να καταγράφει, να ακροάται, να
μαγνητοφωνεί, να μαγνητοσκοπεί, να αποκαλύπτει και να αναμεταδίδει το
περιεχόμενο οποιασδήποτε επικοινωνίας ή με οποιονδήποτε τρόπο να παρεμβαίνει
για οποιοδήποτε λόγο σ` αυτήν".

Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Π.Δ. Δαγτόγλου, ο οποίος αναφέρει απλά ότι "Η
διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής επικοινωνίας σημαίνει ότι
απαγορεύεται κάθε ενέργεια των δημοσίων αρχών προς λήψη γνώσεως ή
κοινοποίηση
σε τρίτους (δημόσιες αρχές ή ιδιώτες) του περιεχομένου του ή και αυτού του
γεγονότος της επικοινωνίας" (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα
Α1991,351).

Θα πρέπει κατ` αρχήν να επισημανθεί ότι, εάν στο περιεχόμενο της προστασίας
του απορρήτου περιλαμβάνονταν και τα αποκαλούμενα "εξωτερικά στοιχεία",
τότε
αναμφίβολα θα γινόταν δεκτό ότι ο νομοθέτης (και δη ο συντακτικός) ήθελε να
μείνουν στο απυρόβλητο όλοι αυτοί που τελούν πλημμεληματικές πράξεις μέσω
των
σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, δηλ. των τηλεφώνων (κινητών και σταθερών),
ηλεκτρονικών υπολογιστών, τηλεομοιοτυπημάτων κ.λπ. Οι πράξεις αυτές, ενώ
είναι άμεσα και πραγματικά προσδιορισμένες στα πλαίσια του ποινικού δικαίου
(εξύβριση, απειλή, εκβίαση σε βαθμό πλημμελήματος, απάτη σε βαθμό
πλημμελήματος, παράνομη (ψυχολογική) βία κ.λπ.), αφού ο αποδέκτης της
ανταποκρίσεως ευθέως τις αντιλαμβάνεται ως τέτοιες, παραμένουν, αν
ερμηνεύεται σωστά η ως άνω άποψη, ατιμώρητες, επειδή δεν μπορεί να
ικανοποιηθούν, όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό, τα στοιχεία του αποστολέα,
καλούντος κ.λπ. διότι καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας. Τούτο
είναι προφανώς άτοπο.

IV. Το απαραβίαστο του απορρήτου και η "ελεύθερη" ανταπόκριση ή επικοινωνία.


Πέρα από το τι δέχεται κανείς για την έκταση της προστασίας του δικαιώματος
του απορρήτου των ανταποκρίσεων, το κρίσιμο κατά την άποψη μου στοιχείο δεν
είναι μόνο το αν σε αυτό περιλαμβάνεται αποκλειστικά το περιεχόμενο ή και τα
λεγόμενα "εξωτερικά στοιχεία" της ανταπόκρισης, αλλά το αν κυρίως στη
συγκεκριμένη επικοινωνία υπήρξε "ελεύθερη προσωπική επικοινωνία" δηλ. η
επικοινωνία σε οικειότητα, την οποία θέλει να προστατεύσει το άρθρο 19 Σ, με
την έννοια της εμπιστευτικής, μέσα στα πλαίσια της οικειότητας επικοινωνίας
(με την μορφή των ιδιαίτερων σχέσεων οικειότητας και εμπιστοσύνης,
οικογενειακών, φιλικών, ερωτικών που επιλεκτικά αναπτύσσονται μεταξύ
συγκεκριμένων, είναι βασικές για τη ζωή και διακρίνονται από άλλες σχέσεις
της κοινωνικής συμβίωσης), που όχι μόνο δεν αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση,
αλλά
θέλει να παραμείνει γνωστή αποκλειστικά μεταξύ των επικοινωνούντων. Αν
δηλαδή
στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερίσχυσε το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται
με
ένα πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, χωρίς αυτά να
αποκαλύπτονται σε τρίτους, δικαίωμα που, όπως προαναφέρθηκε, είναι ζωτικής
σημασίας και επιβεβαιώνεται από την κοινή αντίληψη ότι είναι ηθικά απαράδεκτο
για κάποιον να αποκαλύπτει μυστικά που εμπιστευτικά του έχουν εκμυστηρευτεί.
Σε μία επικοινωνία όμως που κάποιος αποδέκτης εξυβρίζεται, απειλείται ή
εκβιάζεται, αφενός μεν αυτός δεν θέλει τη μυστικότητα της, αφετέρου δε δεν
πρόκειται για μία ανταπόκριση που γίνεται μέσα στα πλαίσια εμπιστευτικής
σχέσης και αφορά την ιδιωτική σφαίρα του ατόμου. Αν αναγνώσει κανείς
προσεκτικά την άποψη του αείμνηστου καθηγητή Α. Μάνεση, όπως πιο πάνω
παρατίθεται, θα διαπιστώσει ότι θεμελιώνει τη θέση του για το ότι δεν
πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου όταν "... δεν υπάρχει θέληση των
επικοινωνούντων να παραμείνει η συνομιλία τους μυστική, το δε κύκλωμα παύει
να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους ανταποκριτές",
παραμένοντας συνεπής και με την άποψη που διατυπώνει για το απόρρητο
θεωρώντας ότι "απόρρητο είναι το "απολύτως μυστικό". Τούτο δε εξαρτάται από
τη βούληση των επικοινωνούντων: υπάρχει και προστατεύεται, αρκεί να το
θελήσουν οι ενδιαφερόμενοι και να έλαβαν τα αναγκαία μέτρα για να
διαφυλάξουν
τη μυστικότητα του περιεχομένου της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ..." (βλ. Α.
Μάνεση, ό.π. σελ. 165).

Οπως προαναφέρθηκε, η ατομική ελευθερία του απορρήτου των επιστολών και


της
καθοιονδήποτε τρόπο ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας βρίσκεται στο
μεταίχμιο περισσότερων της μίας ατομικών ελευθεριών διότι α) αποτελεί
εγγύηση
της εν γένει προσωπικής ελευθερίας, διότι συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή
(οικειότητα) του ατόμου και από την άποψη αυτή είναι οιονεί προέκταση του
ασύλου της κατοικίας β) προστατεύει την ελεύθερη και εμπιστευτική (προς ένα
άλλο πρόσωπο -τον ανταποκριτή) εκδήλωση και ανακοίνωση στοχασμών, ιδεών,
συναισθημάτων και έτσι μετέχει και της πνευματικής ελευθερίας και διακίνησης
που την προβλέπει και προστατεύει το άρθρο 14 Σ γ) έχει σχέση με το δικαίωμα
ιδιοκτησίας και ιδίως της πνευματικής, αφού η επιστολή, αν έχει ιδιαίτερη
αξία, μπορεί να αποτελέσει μέρος της περιουσίας του αποστολέα ή παραλήπτη,
αν
και υπάρχει διχογνωμία για το ποιος είναι ιδιοκτήτης της επιστολής (βλ.
Μάνεση, ό.π., σελ. 166, Κ. Χρυσόγονου, ό.π. σελ. 236). Όπως νομολογήθηκε από
το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου "Οι παρακολουθήσεις
των
τηλεφωνικών συνομιλιών καθώς και άλλα μέσα παρεμβολής αποτελούν σοβαρή
προσβολή του δικαιώματος κάθε ατόμου στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής",
ενώ
θα πρέπει οι παρακολουθήσεις να διατάσσονται από τις δικαστικές και να
εδράζονται επί ενός νόμου, του οποίου οι διατάξεις να είναι "σαφείς,
ευκρινείς και λεπτομερείς", ώστε αυτός να είναι "προσιτός", με την έννοια ότι
ο πολίτης να μπορεί ευχερώς να πληροφορηθεί το περιεχόμενο του (βλ.S.
Αλεξανδρή, Οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και η νομολογία
του ΕΔΔΑ, Υπέρ 1993,1051, Τ. Νίκολόπουλου, Τηλεφωνικές υποκλοπές και
απαραβίαστο των ιδιωτικών ανταποκρίσεων ΠοινΧρ ΜΒ`,471 επ.).

Την προσωπική ελευθερία (με την έννοια της εξωτερικής ελευθερίας, της
φυσικής
δηλ. δυνατότητας του ανθρώπου να κινείται ελεύθερα εντός της χώρας) θεωρεί
ως
προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 370 ΠΚ (παραβίαση του απορρήτου
των
επιστολών) και ο Μανωλεδάκης, με την έννοια ειδικότερα ότι έχει δικαίωμα ο
καθένας να επικοινωνεί ελεύθερα με τους συνανθρώπους του (βλ. σε Διαλεκτική
Έννοια των Εννόμων Αγαθών 1973 σελ. 92). Θα ήταν επομένως δογματικά
ασυνεπές
αλλά και δικαιοπολιτικά παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Συντακτικός και
παραπέρα ο κοινός νομοθέτης, προστατεύουν ισότιμα τόσο αυτόν που
απολαμβάνει
ελεύθερα ένα ατομικό του δικαίωμα όσο και αυτόν που επιχειρεί και πετυχαίνει
να παραβιάσει το ατομικό δικαίωμα κάποιου άλλου ή που τον παρενοχλεί στην
άσκηση του, ιδίως με την ταυτόχρονη τέλεση ποινικών αδικημάτων. Με άλλα
λόγια
ότι στο πεδίο προστασίας του άρθρου 19 Σ εμπίπτει και η προστασία του
δικαιώματος ελεύθερης ανταπόκρισης του εγκληματία, σε σχέση βέβαια με τα
τελούμενα από αυτόν με την επικοινωνία εγκλήματα. Έτσι, ορθά υποστηρίζει
οΧρυσόγονος, ότι "Η θεμελιώδης προϋπόθεση της "ιδιωτικότητας" της
συζήτησης ή
συνομιλίας δεν συντρέχει σε κάθε περίπτωση αλλά μόνον όταν ο ομιλών (και
μαγνητοφωνούμενος εν αγνοία του) αναφέρεται σε θέματα του ιδιωτικού του
βίου.
Αν ο εν αγνοία του δηλ. μαγνητοφωνούμενος δεν έχει εκφραστεί για ζητήματα
απτόμενατου ιδιωτικού ή οικογενειακού ή ιδιωτικού του βίου αλλά αν π.χ.
παραδέχεται την εκ μέρους του ιδίου ή τρίτου προσώπου διάπραξη ποινικών
αδικημάτων ή και διαπράττει με το λόγο του τέτοια αδικήματα, εξυβρίζοντας
τον
συνομιλητή του ή συκοφαντώντας τρίτους, αυτό δεν συνιστά ιδιωτική συζήτηση
και το θύμα δηλ. ο δεύτερος συνομιλητής, έχει δικαίωμα με βάση τα άρθρα 1
παρ. 1,5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, να το μαγνητοφωνήσει και να
χρησιμοποιήσει τη μαγνητοταινία ως αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς στις
περιπτώσεις
αυτές τίθεται θέμα μόνο του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου κατ` άρθρο 9
παρ. 1 β Σ και όχι του απορρήτου των ανταποκρίσεων κατ`άρθρο 19 παρ. 1 Σ",
(ό.π., σελ. 237 και 242). Ο Μαργαρίτης, προχωρώντας παραπέρα και απαντώντας
στο ερώτημα εάν η απαγόρευση αναζητήσεως ορισμένων αποδεικτικών μέσων
σημαίνει ταυτόχρονα και την απαγόρευση αξιοποιήσεως αυτών, δέχεται ότι "μία
γενική καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα ήταν παρά υπερα-
πλουστευμένη θεώρηση του ζητήματος, η οποία και τη σχετικότητα κάποιων
μεγεθών θα αγνοούσε και το χαρακτήρα της ποινικής δίκης ως μηχανισμού
επιβολής της απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο
έγκλημα θα
παρέβλεπε ... Κατά συνέπεια ο σε κάθε περίπτωση αποκλεισμός της δυνατότητας
χρήσεως του "στιγματισμένου" από τον παράνομο τρόπο κτήσεως αποδεικτικού
μέσου θα έδειχνε προσήλωση άκρατη στο δόγμα της νομιμότητας όχι όμως και
επαφή με την ουσία του πράγματος (βλ. Η ποινική διαδικασία και αποδεικτικά
μέσα αθεμίτως κτηθέντα σε Μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία,
1990
σελ. 13).

Η βούληση λοιπόν να διασφαλιστεί το απόρρητο δεν καθιστά άνευ ετέρου την


ανταπόκριση εμπιστευτική. Ο απαγωγέας π.χ. ενός παιδιού που τηλεφωνεί στους
γονείς του και για να ζητήσει λύτρα, ή ο εκβιαστής που τηλεφωνεί για να
απαιτήσει το παράνομο περιουσιακό όφελος με τις προϋποθέσεις του άρθρου 385
Π
Κ, ασφαλώς θέλουν η επικοινωνία τους να παραμείνει απόρρητη, μία τέτοια όμως
επικοινωνία δεν μπορεί να τύχει της προστασίας του Συντάγματος, όχι μόνο
γιατί ο αποδέκτης δεν θέλει τη μυστικότητα της, αλλά επειδή προφανώς δεν
πρόκειται για μία ανταπόκριση που γίνεται μέσα στα πλαίσια εμπιστευτικής
σχέσης και αφορά την ιδιωτική σφαίρα του ατόμου (βλ. Τσακυράκη, ό.π., σελ.
997).

Κληση από αποκριψη


Προς την κατεύθυνση αυτή σαφώς κινήθηκε και ο νομοθέτης με την ψήφιση του Ν
2774/1999 "Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον
τηλεπικοινωνιακό
τομέα" (ώΕΚ Α` 287/22.12.1999). Στο άρθρο 6 παρ. 7 του νόμου ορίζεται ότι "Ο
φορέας παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό
τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας οφείλει να διαθέτει μέσα εξουδετέρωσης της
δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής: α) Για περιορισμένο χρονικό
διάστημα, μετά από αίτηση του συνδρομητή που ζητεί τον εντοπισμό
κακόβουλων ή
ενοχλητικών κλήσεων. Τα δεδομένα αυτά που περιέχουν αναγνώριση της
ταυτότητας
του καλούντος συνδρομητή αποθηκεύονται και είναι διαθέσιμα από το φορέα
παροχής δημοσίου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό
τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας μόνο έναντι του συνδρομητή ή του χρήστη που
ζητεί
τον εντοπισμό και κατόπιν διαγράφονται". Όπως και στην Εισηγητική Έκθεση του
νόμου αυτού αναφέρεται "Η ratio της ρύθμισης του άρθρου 6 που αφορά την
ένδειξη της ταυτότητας και τον περιορισμό της αναγνώρισης καλούσας και
συνδεδεμένης γραμμής, είναι η παραδοχή ότι η χρήση των λειτουργιών,
ευχερειών
και τεχνικών δυνατοτήτων των (νέων) τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, χρειάζεται
κατ` αρχήν τη συγκατάθεση και των δύο πλευρών που συμμετέχουν στην
επικοινωνία. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η αρχή που διέπει τη ρύθμιση που
αφορά στη δυνατότητα αναγραφής της καλούσας γραμμής καθώς και τον
περιορισμό
της αναγνώρισης καλούσας και συνδεδεμένης γραμμής. Ο νόμος προβαίνει σε μία
στάθμιση των πιθανώς αντιθέτων δικαιωμάτων και συμφερόντων αυτών που
συμμετέχουν στην επικοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη και τις ειδικές περιστάσεις
που επιβάλλουν είτε τη διατήρηση της ανωνυμίας των καλούντων, όπως οι
γραμμές
παροχής βοήθειας, είτε το αντίθετο, όπως στην περίπτωση κακόβουλων κλήσεων
...". (βλ. ΕισηγΕκθ σελ. 2). Από τη διάταξη αυτή με την οποία δίνεται
ουσιαστικά στον ίδιο τον πολίτη-συνδρομητή το δικαίωμα να ζητήσει με μία απλή
αίτηση του από το φορέα παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και
διαθέσιμης στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας τα στοιχεία του καλούντος
συνδρομητή που τον εξυβρίζει, απειλεί, εκβιάζει ή γενικά ενοχλεί και κρύβεται
πίσω από μία ανώνυμη κλήση, σαφέστατα προκύπτει ότι ο νομοθέτης εκφράστηκε
ρητά με το παραπάνω νομοθέτημα στο χώρο των προσωπικών δεδομένων
τηλεπικοινωνιακού χαρακτήρα α) υπέρ του ότι τα λεγόμενα "εξωτερικά στοιχεία"
της επικοινωνίας (στοιχεία καλούντων, αριθμοί τηλεφώνων κλπ.) δεν αποτελούν
περιεχόμενο του απορρήτου κατά την έννοια του άρθρου 19 Σ ώστε να τύχει
εφαρμογής επ` αυτών το άρθρο 4 του Ν 2225/1994 και β) μία τηλεφωνική
συνομιλία που δεν τυγχάνει της συγκατάθεσης και των δύο πλευρών (καλούντος
και καλούμενου) δεν μπορεί να τύχει προστασίας διότι δεν είναι "ελεύθερη
ανταπόκριση" ή "ανταπόκριση του ιδιωτικού βίου" κατά την έννοια του άρθρου
19
Σ.

V. Προσωπικά δεδομένα και ποινική διαδικασία.

Με τη θέση σε ισχύ του Ν 2472/10.4.1997 (ώΕΚ Α` 50) Προστασία του ατόμου


από
την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" και της καθιέρωσης της
Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και την
"συνταγματοποίηση" της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της
λειτουργίας της αρχής με το άρθρο 9Α Σ 2001, ήταν λογικό επόμενο να
επακολουθήσει μία σύγχυση σχετικά με όρια θεμιτής προσβολής των προσωπικών
δεδομένων του ατόμου και δη των "ευαίσθητων" από τη μία και την εφαρμογή
της
ποινικής διαδικασίας από την άλλη. Ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη νομολογία του
δέχθηκε ότι: "Από τη δομή των διατάξεων του Ν 2472/1997 περί προσωπικών
δεδομένων, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος αυτός δεν έχει εφαρμογή επί της
ποινικής διαδικασίας (προδικασία και δίκη) για την οποία ισχύει ο Κώδικας
Ποινικής Δικονομίας ως ειδικότερος, αφού ειδικότερα οι προανακριτικοί
υπάλληλοι, πέραν των περιορισμών που η ποινική δικονομία και το Σύνταγμα
επιβάλλει, δεν υπόκεινται σε άλλους περιορισμούς κατά τη δράση τους δηλ.
ενεργώντας έρευνες (σε πράγματα και σωματικές), αυτοψίες, κατασχέσεις,
συλλήψεις ατόμων κ.λπ. όπου σαφώς παραβιάζονται ατομικά δικαιώματα των
πολιτών και γίνεται επέμβαση στα προσωπικά αλλά και ευαίσθητα δεδομένα
τους.
Από την εισηγητική έκθεση του Ν 2472/1997 δεν προκύπτει πρόθεση επέκτασης
των
διατάξεων αυτών στο ποινικό και δικονομικό σύστημα της χώρας μας αφού
σαφής
βούληση του νομοθέτη ήταν να διασφαλιστεί η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή
του
ανθρώπου και να προστατευτεί η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του
από
τους κινδύνους του σύγχρονου "φακελώματος" και της δημόσιας γνωστοποίησης
προσωπικών του στοιχείων και όχι να ανατρέψει το υφιστάμενο δικονομικό
σύστημα της χώρας και να παραλύσει τη νόμιμη δράση των οργάνων απονομής
της
δικαιοσύνης (βλ. ΣυμβΕφΑΘ 984/2001 καθώς και Εισήγηση του Αντεισαγγελέα
του
Αρείου Πάγου Α. Καφίρη επί της αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού σε
ΠοινΔικ 2002,1022 επ. καθώς και την απόφαση του ΣυμβΑΠ 1945/2002 που έκανε
δεκτή την εισήγηση του Εισαγγελέα και δέχθηκε ότι οι ποινικοδικονομικές
διατάξεις είναι ειδικότερες και για το λόγο αυτό κατισχύ-ουντου Ν 2472/1997,
σε ΠοινΔικ2003,626).

Στο ίδιο πνεύμα όμως κινήθηκε εξ αρχής και η ίδια η Αρχή Προστασίας
Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα. Στην προαναφερθείσα αριθ. 79/2002 γνωμοδότηση της
και
απαντώντας στο ερώτημα εάν, όταν διαβιβάζονται από τους Εισαγγελείς "... οι
οποίοι ενεργούν στα πλαίσια των καθηκόντων τους ως ασκούντων την ποινική
δίωξη ή ως ανακριτικών υπαλλήλων", αιτήματα προς εταιρίες
τηλεπικοινωνιακών
παροχών (εν προκειμένω σε εταιρίες κινητής τηλεφωνίας) με σκοπό την
ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών της εταιρίας σε αυτούς, αυτά
πρέπει να χορηγούνται, η Αρχή δήλωσε αναρμόδια να κρίνει"... αφού τα στοιχεία
αυτά ζητούνται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Επομένως, η χορήγηση των
στοιχείων αυτών γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας"
(βλ. ΠοινΔικ 2003,799). Η Αρχή όμως με νεότερη απόφαση της προχώρησε ακόμη
παραπέρα. Με την αριθ. 8/2003 απόφαση της έκρινε ότι εσφαλμένα η εταιρία
κινητής τηλεφωνίας δεν ικανοποίησε αίτημα δικηγόρου, το οποίο διαβιβάστηκε
μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέα, με το οποίο ζητούσε την παροχή στοιχείων από
την εταιρία και συγκεκριμένα την ακριβή γεωγραφική θέση από την οποία έγινε
τηλεφώνημα προς τον πελάτη του, κατηγορούμενο σε εκκρεμή δίκη, από τον
συγκατηγορούμενό του. Κατά την Αρχή "Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν
2472/1999 η
επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται όταν είναι
αναγκαία
για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ...
Ο
Εισαγγελέας Πρωτοδικών, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων είχε, ως κατηγορούμενος
σε
ποινική δίκη, έννομο συμφέρον να του ανακοινωθεί το στοιχείο αυτό, απέστειλε
ειδική παραγγελία προς την εταιρία να τον ενημερώσει σχετικώς ... Με βάση τα
παραπάνω δεδομένα και δοθέντος ότι ο Εισαγγελέας ενήργησε μέσα σε πλαίσια
εκκρεμούς δίκης και το παραπάνω στοιχεία θα χρησίμευε για την υπεράσπιση του
προσφεύγοντος σε ποινική δίκη, στην οποία είναι κατηγορούμενος, η εταιρία,
είχε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 γ` Ν 2472/1997, υποχρέωση να
του χορηγήσει το απαιτούμενο στοιχείο...".

Είναι σαφές επομένως ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικών


Δεδομένων
τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ της θέσης ότι στο χώρο της ποινικής διαδικασίας
(προδικασία και δίκη) εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ με κυρίαρχο όργανο
τον Εισαγγελέα και το Ποινικό Δικαστήριο, οι δε διατάξεις περί προσωπικών
δεδομένων (άρα και των τηλεπικοινωνιακών) υποχωρούν έναντι των
ποινικοδικονομικών διατάξεων.
Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ακόμη ότι, σε περίπτωση που όλοι
αυτοί οι παραπάνω φορείς, ενώ κληθούν νόμιμα να ανακοινώσουν τα στοιχεία που
τους ζητούνται, αδικαιολόγητα αρνηθούν, η συμπεριφορά τους αυτή μπορεί
υπό
προϋποθέσεις να εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 231 ΠΚ που
τυποποιεί την
"υπόθαλψη εγκληματία" εφόσον η ματαίωση της δίωξης του εγκλήματος
είναι
οριστική και συντρέχει παράλληλα και η υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος
αυτού, κάτι που θα πρέπει αυτεπάγγελτα να ερευνάται από τις αρμόδιες
δικαστικές και προανακριτικές αρχές. (βλ. ΑΠ 338/1996 ΠοινΧρΜΣΤ, 1688,
ΑΠ
1585/1994 ΠοινΧρΜΔ`, 1373, ΑΠ 475/1989 ΠοινΧρ Λθ`,967, Μανωλεδάκη,
Προσβολές
κατά της πολιτειακής εξουσίας, εκδ. 1988, σελ. 108 επ., Ανδρουλάκη, Η
υπόθαλψη εγκληματία με τη μορφή ματαίωσης της δίωξης του ΠοινΧρ ΛΘ`, 273
επ.,
Μαργαρίτη, Εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης, 1986,200 επ.).

VI. Συμπέρασμα.
Από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν προκύπτουν κατά τη γνώμη μας τα εξής:

1. Όλοι οι φορείς παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και διαθέσιμης


στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υποστήριξης, οφείλουν να παρέχουν τα στοιχεία
που
αφορούν σε επεξεργασία προσωπικών (και ευαίσθητων) δεδομένων και τηρούνται
από αυτές (ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία των συνδρομητών, αριθμοί
τηλεφώνων, χρόνος, τόπος της συνδιάλεξης κ.λπ.) και τους ζητούνται στα
πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, η οποία διεξάγεται μετά από παραγγελία του
αρμόδιου Εισαγγελέα ή κατ` άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ από τους προανακριτικούς
υπαλλήλους που ενημέρωσαν όμως προς το σκοπό αυτό τον Εισαγγελέα,
κατ`
εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίοι
εφαρμόζονται
ως ειδικότεροι του Ν 2472/1997 και Ν 2774/1999.

2. Όλοι οι φορείς παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και διαθέσιμης


στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας, οφείλουν, σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 7 παρ. 2 γ` του Ν 2472/1997, να παρέχουν τα στοιχεία που αφορούν σε
επεξεργασία προσωπικών (και ευαίσθητων) δεδομένων και τηρούνται από αυτές
(ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία των συνδρομητών, αριθμοί τηλεφώνων,
χρόνος,
τόπος της συνδιάλεξης κ.λπ.) και τους ζητούνται στα πλαίσια εκκρεμούς
δίκης
μετά από διαβίβαση του σχετικού αιτήματος του πολίτη μέσω του
αρμόδιου
Εισαγγελέα, εφόσον από τον τελευταίο κρίνεται ότι η επεξεργασία είναι
αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος,
ενώπιον
δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου.

3. Σε περίπτωση που γίνεται έρευνα για τη διακρίβωση των κακουργημάτων


που
αναγράφονται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 2225/1994 και επιζητούνται
μέσω των
φορέων παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή και διαθέσιμης
στο κοινό
τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας, στοιχεία που δεν αφορούν στο
περιεχόμενο
καθεαυτό επικοινωνίας, αλλά αποτελούν εξωτερικά στοιχεία της
επικοινωνίας και
προκύπτουν από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων συνδρομητών των
εταιριών
αυτών (ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία των συνδρομητών-
καλουμένων και
καλούντων-αριθμοί τηλεφώνων, χρόνος, τόπος της συνδιάλεξης κ.λπ.),
τότε οι
αρμόδιες δικαστικές αρχές ή οι αρμόδιες προανακριτικές αρχές οι οποίες
ενεργούν κατ` άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ και έχουν ειδοποιήσει τον αρμόδιο
Εισαγγελέα, θα πρέπει να διαβιβάζουν τάχιστα προς τους παραπάνω
φορείς αίτημα
για τη χορήγηση αυτών των στοιχείων, οι δε τελευταίοι οφείλουν να
χορηγήσουν
αυτά, χωρίς να απαιτείται στην προκειμένη περίπτωση η έκδοση
βουλεύματος του
δικαστικού συμβουλίου, καθώς δεν πρόκειται στην περίπτωση αυτή για
το
προστατευόμενο από το άρθρο 19 Σ απόρρητο της ελεύθερης
ανταπόκρισης και
επικοινωνίας.

4. Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω φορέων για τη χορήγηση των


υπό στοιχ.
1,2 και 3 της παρούσας, θα πρέπει αυτεπάγγελτα να ερευνάται από τις
αρμόδιες
δικαστικές και προανακριτικές αρχές, η πιθανή τέλεση του εγκλήματος
της
υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 ΠΚ).

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Βασίλειος Φλωρίδης

You might also like