Professional Documents
Culture Documents
(ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2004/1128)
Ποινική δικονομία. Προσωπικά δεδομένα. Τηλεπικοινωνίες. Υποχρέωση φορέων
παροχής δημοσίου τηλεπικοινωνιακού δικτύου να παρέχουν τα στοιχεία που
αφορούν σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και τους ζητούνται στα πλαίσια
της ποινικής διαδικασίας. Υποχρέωση των ως άνω φορέων για χορήγηση
εξωτερικών
στοιχείων της επικοινωνίας, με σκοπό τη διακρίβωση των κακουργημάτων που
αναγράφονται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994 χωρίς να απαιτείται η
έκδοση
βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου.
ΓνωμΕισΠρωτΘεσ 14/2004
1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής ζωής του, της
κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
Από τις 11.6.1975 που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα 1975 και μέχρι το 1994 δεν
είχε εκδοθεί ο σχετικός νόμος που προέβλεπε το άρθρο 19 Σ για το απόρρητο
των
επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και έτσι με βάση το
άρθρο 112 παρ. 1 Σ ίσχυε το ΝΔ 792/1971 το οποίο θεσπίστηκε σε εκτέλεση του
άρθρου 15 του δικτατορικού "συνταγματικού" κειμένου του 1968. Στις 20.7.1994
ψηφίστηκε ο Ν 2225/1994 (ΔΕΚΑ`221) "Για την προστασία της ελευθερίας της
ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις" που ήδη τροποποιήθηκε με
το Ν 3115/2003 "Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών" όπου
στο
άρθρο 4 παρ. 1 α (όπως το εδ. α` αντικ. με την παρ. α` του άρθρου 12
του Ν
3115/2003) με τον τίτλο "Άρση για τη διακρίβωση εγκλημάτων" ορίζεται
ότι "1.
Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των
κακουργημάτων που
προβλέπονται από τα άρθρα..." (παρατίθενται στη συνέχεια άρθρα του Π
Κ όπου
τυποποιούνται κάποια κακουργήματα). Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου
αναφέρεται
ότι η άρση του απορρήτου γίνεται μόνο με αιτιολογημένο βούλευμα του
αρμοδίου
Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο εκδίδεται σε 24 ώρες και μετά από
αίτηση του
Εισαγγελέα. Στην παρ. 6 ορίζεται ότι σε εξαιρετικά επείγουσες
περιπτώσεις την
άρση μπορεί να διατάξει ο Εισαγγελέας που διενεργεί την προανάκριση ή
προκαταρκτική εξέταση και ο Ανακριτής που ενεργεί την τακτική
ανάκριση με την
προϋπόθεση όμως ότι θα εισάγουν το ζήτημα στο Δικαστικό Συμβούλιο
μέσα σε
προθεσμία (3) ημερών διαφορετικά η διάταξη τους ακυρώνεται. Έτσι,
αυτονόητα
με τη ρύθμιση αυτή έμειναν εκτός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου
όλα τα
πλημμελήματα και ιδίως κάποια σοβαρά όπως π.χ. η δωροδοκία και
δωροληψία.
Οπως σωστά παρατηρήθηκε αντικείμενο του νόμου αυτού δεν ήταν τόσο η
ελευθερία της επικοινωνίας όσο το απόρρητο της επικοινωνίας και ιδίως η
διαδικασία άρσης του απορρήτου, αφού δεν προσδιορίστηκε η έννοια του
απορρήτου όπως επίσης δεν δόθηκε κυρίως απάντηση στο ποια είναι η έκταση
αυτού του απορρήτου (Χ. Λυντέρη, Η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας ως
μέσο αντεγκληματικής πολιτικής, μία παρουσίαση των σχετικών διατάξεων του Ν
2225/1994, ΠοινΧρ ΜΕ`,119 επ., ΑΒΥΑ 174/95 Ανακριτή Λάρισας ΠοινΧρ
ΜΖ`,324).
Σε σχέση με ό,τι αφορά στο δικαίωμα στο απαραβίαστο της επικοινωνίας παρότι
δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την προστασία του περιεχομένου του
μηνύματος, διχογνωμία επικράτησε για το αν αυτή περιλαμβάνει και τα
αποκαλούμενα "εξωτερικά στοιχεία" της επικοινωνίας, όπως π.χ. τα στοιχεία του
αποδέκτη ή του αποστολέα, η ώρα της επικοινωνίας κ.λπ. Το θέμα αυτό φαίνεται
ότι απασχόλησε το νομικό κόσμο κατά βάση με το που τέθηκε σε λειτουργία και
στη Χώρα μας το τηλέφωνο και δη το αυτόματο, αφού στην περίπτωση της
επιστολής συνήθως αναγράφεται ο αποστολέας και πάντα ο αποδέκτης, αν δε δεν
αναγράφεται ο αποστολέας, είναι, τεχνικά τουλάχιστον, αδύνατον να βρεθεί.
Οπως αποτυπώνεται στην ΓνωμΕισΑΠ 38/1959 (Σακελλαρίου) "Αληθές τυγχάνει,
ως
και εν τω ως άνω εγγράφω υμών τονίζεται, ότι πληθύνονται οσημέραι αι διά των
αυτομάτων τηλεφώνων ασχημίαι εις βάρος ανύποπτων συνδρομητών,
υφισταμένων τας
εις βάρος των διαπραττομένας χυδαιότητας, κακοηθείας και πάσης άλλης
φύσεως
αστειότητας". Τόσο στη γνωμοδότηση αυτή όσο και στην προγενέστερη
ΓνωμΕισΑΠ
31/1952 (Κόλλιας) γίνεται δεκτή η άποψη ότι "Το συνταγματικόν απόρρητον
καλύπτει μόνον το περιεχόμενον των τηλεγραφημάτων και τηλεφωνημάτων,
διότι
χάριν των εν αυτοίς στοχασμών καθιερώθη και αίρεται, είτε διά της εκούσιας
ανακοινώσεως του προς τρίτους ή τας αρχάς υπό του παραλήπτου και αποδεκτού
... Παν άλλο γεγονός προς το περιεχόμενον, ως λ.χ. τα ονοματεπώνυμα των
τηλεγραφικώς επικοινωνησάντων, ο χρόνος της επιδόσεως ή λήψεως του
τηλεγραφήματος ή της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως κ.λπ. δεν διασφαλίζεται υπό
του
συνταγματικού απορρήτου, αλλά του επαγγελματικού τοιούτου" (βλ.
γνωμοδοτήσεις
σε ΠοινΧρ 1952,457 και 1959,56).
Με την άποψη αυτή τάχθηκε εξ αρχής και ο Μάνεσης, ο οποίος σαφώς αναφέρει
ότι
"Το απόρρητο αφορά στο περιεχόμενο της επιστολής και των εν γένει
ανταποκρίσεων και όχι στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας π.χ. τα
στοιχεία του αποστολέα ή του αποδέκτη. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για την
περίπτωση της αποκάλυψης εκείνων που κάνουν ενοχλητικά ή υβριστικά
τηλεφωνήματα. Διότι εδώ δεν πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου, αφού δεν
υπάρχει θέληση των επικοινωνούντων να παραμείνει η συνομιλία τους μυστική,
το
δε κύκλωμα παύει να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους
ανταποκριτές" (βλ. Μάνεση, Ατομικές Ελευθερίες, ό.π., σελ. 167, Γ.-Α.
Μαγκάκη, ό.π., σελ. 16, Γ. Καραμάνου, Το απόρρητον της τηλεφωνικής
επικοινωνίας ΝοΒ 20-21,1137).
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Π.Δ. Δαγτόγλου, ο οποίος αναφέρει απλά ότι "Η
διακήρυξη του απαραβίαστου της ιδιωτικής επικοινωνίας σημαίνει ότι
απαγορεύεται κάθε ενέργεια των δημοσίων αρχών προς λήψη γνώσεως ή
κοινοποίηση
σε τρίτους (δημόσιες αρχές ή ιδιώτες) του περιεχομένου του ή και αυτού του
γεγονότος της επικοινωνίας" (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα
Α1991,351).
Θα πρέπει κατ` αρχήν να επισημανθεί ότι, εάν στο περιεχόμενο της προστασίας
του απορρήτου περιλαμβάνονταν και τα αποκαλούμενα "εξωτερικά στοιχεία",
τότε
αναμφίβολα θα γινόταν δεκτό ότι ο νομοθέτης (και δη ο συντακτικός) ήθελε να
μείνουν στο απυρόβλητο όλοι αυτοί που τελούν πλημμεληματικές πράξεις μέσω
των
σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, δηλ. των τηλεφώνων (κινητών και σταθερών),
ηλεκτρονικών υπολογιστών, τηλεομοιοτυπημάτων κ.λπ. Οι πράξεις αυτές, ενώ
είναι άμεσα και πραγματικά προσδιορισμένες στα πλαίσια του ποινικού δικαίου
(εξύβριση, απειλή, εκβίαση σε βαθμό πλημμελήματος, απάτη σε βαθμό
πλημμελήματος, παράνομη (ψυχολογική) βία κ.λπ.), αφού ο αποδέκτης της
ανταποκρίσεως ευθέως τις αντιλαμβάνεται ως τέτοιες, παραμένουν, αν
ερμηνεύεται σωστά η ως άνω άποψη, ατιμώρητες, επειδή δεν μπορεί να
ικανοποιηθούν, όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό, τα στοιχεία του αποστολέα,
καλούντος κ.λπ. διότι καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας. Τούτο
είναι προφανώς άτοπο.
Την προσωπική ελευθερία (με την έννοια της εξωτερικής ελευθερίας, της
φυσικής
δηλ. δυνατότητας του ανθρώπου να κινείται ελεύθερα εντός της χώρας) θεωρεί
ως
προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 370 ΠΚ (παραβίαση του απορρήτου
των
επιστολών) και ο Μανωλεδάκης, με την έννοια ειδικότερα ότι έχει δικαίωμα ο
καθένας να επικοινωνεί ελεύθερα με τους συνανθρώπους του (βλ. σε Διαλεκτική
Έννοια των Εννόμων Αγαθών 1973 σελ. 92). Θα ήταν επομένως δογματικά
ασυνεπές
αλλά και δικαιοπολιτικά παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ο Συντακτικός και
παραπέρα ο κοινός νομοθέτης, προστατεύουν ισότιμα τόσο αυτόν που
απολαμβάνει
ελεύθερα ένα ατομικό του δικαίωμα όσο και αυτόν που επιχειρεί και πετυχαίνει
να παραβιάσει το ατομικό δικαίωμα κάποιου άλλου ή που τον παρενοχλεί στην
άσκηση του, ιδίως με την ταυτόχρονη τέλεση ποινικών αδικημάτων. Με άλλα
λόγια
ότι στο πεδίο προστασίας του άρθρου 19 Σ εμπίπτει και η προστασία του
δικαιώματος ελεύθερης ανταπόκρισης του εγκληματία, σε σχέση βέβαια με τα
τελούμενα από αυτόν με την επικοινωνία εγκλήματα. Έτσι, ορθά υποστηρίζει
οΧρυσόγονος, ότι "Η θεμελιώδης προϋπόθεση της "ιδιωτικότητας" της
συζήτησης ή
συνομιλίας δεν συντρέχει σε κάθε περίπτωση αλλά μόνον όταν ο ομιλών (και
μαγνητοφωνούμενος εν αγνοία του) αναφέρεται σε θέματα του ιδιωτικού του
βίου.
Αν ο εν αγνοία του δηλ. μαγνητοφωνούμενος δεν έχει εκφραστεί για ζητήματα
απτόμενατου ιδιωτικού ή οικογενειακού ή ιδιωτικού του βίου αλλά αν π.χ.
παραδέχεται την εκ μέρους του ιδίου ή τρίτου προσώπου διάπραξη ποινικών
αδικημάτων ή και διαπράττει με το λόγο του τέτοια αδικήματα, εξυβρίζοντας
τον
συνομιλητή του ή συκοφαντώντας τρίτους, αυτό δεν συνιστά ιδιωτική συζήτηση
και το θύμα δηλ. ο δεύτερος συνομιλητής, έχει δικαίωμα με βάση τα άρθρα 1
παρ. 1,5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, να το μαγνητοφωνήσει και να
χρησιμοποιήσει τη μαγνητοταινία ως αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς στις
περιπτώσεις
αυτές τίθεται θέμα μόνο του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου κατ` άρθρο 9
παρ. 1 β Σ και όχι του απορρήτου των ανταποκρίσεων κατ`άρθρο 19 παρ. 1 Σ",
(ό.π., σελ. 237 και 242). Ο Μαργαρίτης, προχωρώντας παραπέρα και απαντώντας
στο ερώτημα εάν η απαγόρευση αναζητήσεως ορισμένων αποδεικτικών μέσων
σημαίνει ταυτόχρονα και την απαγόρευση αξιοποιήσεως αυτών, δέχεται ότι "μία
γενική καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα ήταν παρά υπερα-
πλουστευμένη θεώρηση του ζητήματος, η οποία και τη σχετικότητα κάποιων
μεγεθών θα αγνοούσε και το χαρακτήρα της ποινικής δίκης ως μηχανισμού
επιβολής της απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο
έγκλημα θα
παρέβλεπε ... Κατά συνέπεια ο σε κάθε περίπτωση αποκλεισμός της δυνατότητας
χρήσεως του "στιγματισμένου" από τον παράνομο τρόπο κτήσεως αποδεικτικού
μέσου θα έδειχνε προσήλωση άκρατη στο δόγμα της νομιμότητας όχι όμως και
επαφή με την ουσία του πράγματος (βλ. Η ποινική διαδικασία και αποδεικτικά
μέσα αθεμίτως κτηθέντα σε Μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία,
1990
σελ. 13).
Στο ίδιο πνεύμα όμως κινήθηκε εξ αρχής και η ίδια η Αρχή Προστασίας
Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα. Στην προαναφερθείσα αριθ. 79/2002 γνωμοδότηση της
και
απαντώντας στο ερώτημα εάν, όταν διαβιβάζονται από τους Εισαγγελείς "... οι
οποίοι ενεργούν στα πλαίσια των καθηκόντων τους ως ασκούντων την ποινική
δίωξη ή ως ανακριτικών υπαλλήλων", αιτήματα προς εταιρίες
τηλεπικοινωνιακών
παροχών (εν προκειμένω σε εταιρίες κινητής τηλεφωνίας) με σκοπό την
ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών της εταιρίας σε αυτούς, αυτά
πρέπει να χορηγούνται, η Αρχή δήλωσε αναρμόδια να κρίνει"... αφού τα στοιχεία
αυτά ζητούνται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Επομένως, η χορήγηση των
στοιχείων αυτών γίνεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας"
(βλ. ΠοινΔικ 2003,799). Η Αρχή όμως με νεότερη απόφαση της προχώρησε ακόμη
παραπέρα. Με την αριθ. 8/2003 απόφαση της έκρινε ότι εσφαλμένα η εταιρία
κινητής τηλεφωνίας δεν ικανοποίησε αίτημα δικηγόρου, το οποίο διαβιβάστηκε
μέσω του αρμοδίου Εισαγγελέα, με το οποίο ζητούσε την παροχή στοιχείων από
την εταιρία και συγκεκριμένα την ακριβή γεωγραφική θέση από την οποία έγινε
τηλεφώνημα προς τον πελάτη του, κατηγορούμενο σε εκκρεμή δίκη, από τον
συγκατηγορούμενό του. Κατά την Αρχή "Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν
2472/1999 η
επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται όταν είναι
αναγκαία
για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ...
Ο
Εισαγγελέας Πρωτοδικών, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων είχε, ως κατηγορούμενος
σε
ποινική δίκη, έννομο συμφέρον να του ανακοινωθεί το στοιχείο αυτό, απέστειλε
ειδική παραγγελία προς την εταιρία να τον ενημερώσει σχετικώς ... Με βάση τα
παραπάνω δεδομένα και δοθέντος ότι ο Εισαγγελέας ενήργησε μέσα σε πλαίσια
εκκρεμούς δίκης και το παραπάνω στοιχεία θα χρησίμευε για την υπεράσπιση του
προσφεύγοντος σε ποινική δίκη, στην οποία είναι κατηγορούμενος, η εταιρία,
είχε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 γ` Ν 2472/1997, υποχρέωση να
του χορηγήσει το απαιτούμενο στοιχείο...".
VI. Συμπέρασμα.
Από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν προκύπτουν κατά τη γνώμη μας τα εξής: