You are on page 1of 3

Στο δρόμο του θανάτου

(27 Σεπτέμβρη 1831)

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΤΑΝΕ στη μικρή παλιά ενοριακή εκκλησία τον


Άϊ Σπυρίδωνα, τον Κορφιάτη άγιο. Πήγαινε πολύ πρωϊ σ’
αυτή.
Βγήκε από το Παλάτι πέντε η ώρα ντυμένος βαθυγάλαζη
ρεντιγκότα με διπλά κουμπιά ασημένια, που παρασταίνανε το
Φοίνικα, μ’ άσπρο λινό πανταλόνι και κασκέτο από τσόχα
βαθυγάλαζη κι’ αυτό, τέλος στο σύνολο με στολή πούμοιαζε
στρατιωτική ρούσσικη, πέρασε από το Συντριβάνι, έστρεψε
δεξιά, σε λίγα βήματα γύρισε κι’ ανέβηκε αριστερά, πάλι
δεξιά και πάλι αριστερά και πρόβαλε στο πλάτωμα της
εκκλησιάς, μόλις φάνηκε από τ’ αγκωνάρι του ιερού είδε
ανηφορικά στ΄ άνοιγμα του μικρού δρομάκου (σούδες τα λένε
στ΄ Ανάπλι αυτά τα σοκάκια τα στενά) που ανηφόριζε κατά
το κάστρο, είδε τους Μαυρομιχάληδες να παραφυλάν
αντικρύζοντας τη θύρα του καθολικού, όπου θάμπαινε. Μια
στιγμή δίστασε και κοντοστάθηκε, μα ξανάπιασε το δρόμο
του, πέρασε από κοντά τους και χαιρέτησε…Έπεσε ο μισός
μέσα στης εκκλησιάς τη θύρα. Το φιλότιμο τον έφαγε, λέει
ο λαός.
Μια μόνη γυναικούλα, που ήτανε στην εκκλησιά, έσκυψε
με κλάματα και σφούγγιζε το αίμα.
Ο ένας ο φονιάς, ο Κωσταντής, έτρεξε στης σούδας τον
ανήφορο κατά το Ίτσ-Καλέ και χώθηκε στο σπίτι μιανής
χήρας.
- Σώσε με! Της είπε δίνοντάς της το χρυσό του
δαχτυλίδι.
Ήτανε πληγωμένος από την πιστολιά του κουλού Κοζώνη
του Κρητικού, που ήτανε του Κυβερνήτη ο πιστός ακόλουθος
κι’ αμέσως είχε πυροβολήσει. Η χήρα βλέποντας τα αίματα
φοβήθηκε κ’ έβαλε της φωνές. Ξανάρχισε ο φονιάς να τρέχη,

περνούσε αντίκρυ από του Χρήστου Φωτομάρα του Σουλιώτη το


κονάκι, όταν ακουστήκαν οι φωνές του κόσμου, το κυνηγητό.
Βγήκε ο Σουλιώτης στο παράθυρο.
- Τσ’ ίστ’ ωρέ; ρωτάει.
- Σκοτώσανε τον Κυβερνήτη!
Τούρριξε κι αυτός από πάνου και τον κράτησε.
Κ’ ύστερα ο κόσμος τον πλακώσανε με τα σπαθιά, τα
ξύλα, τα λιθάρια και τον αποτελειώσανε, σέρνοντάς
τον από τα ποδάρια απάνου στα τούρκικα καλντιρίμια
τονέ πήγαν ίσα με της Καζάρμες, όπου το σπίτι του
Κολοκοτρώνη και το Βουλευτικό, κ’ εκεί τον
παρατήσανε καμπόσες μέρες, και τέλος τονέ ρίξανε στη
θάλασσα, πίσω από την Αρβανιτιά.
Λένε πως εκεί που τον τραβούσανε στο χώμα έλεγε ο
Κωσταντής:
- Μη με λερώνετε, βρε παιδιά, πηγαίνετε να ρίξετε
λάδι στην πόρτα της εκκλησιάς.
Ο άλλος ο φονιάς ξέρουμε πως κρύφτηκε στη Γαλλική
πρεσβεία, μα παραδόθηκε και ντουφεκίστηκε, αφού
γίνηκε η δίκη του πρώτα από το στρατοδικείο.

Γ. ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
« Στο δρόμο του θανάτου» στο Ιστορική Ανθολογία Γ. Βλαχογιάννη,
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002

You might also like