You are on page 1of 12

7.

4 Μη- αιτιακές συνδέσεις (το παράδοξο των Einstein, Podolsky and


Rosen*)
Από την κβαντική θεωρία προκύπτει ότι γεγονότα που βρίσκονται σε κάποια
απόσταση στο χώρο και τα οποία δεν έχουν κανέναν τρόπο επικοινωνίας μέσω
αλληλεπίδρασης μπορούν, ωστόσο, να συνδέονται με έναν τρόπο ο οποίος δεν μπορεί να
εξηγηθεί με τη διάδοση σημάτων με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη του φωτός.
Όλα αυτά φανερά υπονοούν μια ρήξη με τις γενικές αρχές περιγραφής των
φαινομένων που επικρατούσαν πριν από τον ερχομό της κβαντικής θεωρίας. Τα όρια
αυτής της ‘προ-κβαντικής’ τάξης περιγράφονται με σαφήνεια από την αρχή της
απροσδιοριστίας του Heisenberg μέσω του πειράματος με το μικροσκόπιο.
Αυτό το πείραμα θα περιγραφεί τώρα εδώ, με έναν τρόπο κάπως διαφορετικό από
εκείνον που χρησιμοποίησε ο Heisenberg, έτσι ώστε να τονιστούν κάποια ιδιαίτερα
σημεία. Το πρώτο μας βήμα είναι να διερευνήσουμε τι σημαίνει μια κλασσική μέτρηση
της θέσης και της ορμής. Για αυτόν το σκοπό, θεωρούμε ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο,
αντί για ένα μικροσκόπιο φωτός.

Όπως φαίνεται στην Εικόνα 7.7, στο στόχο βρίσκεται ένα ‘παρατηρήσιμο σωματίδιο’
στο σημείο Ο, που θεωρούμε ότι έχει αρχικά μια γνωστή ορμή (π.χ., μπορεί να βρίσκεται
σε ηρεμία με μηδενική αρχική ορμή.) Ηλεκτρόνια με γνωστή ενέργεια πέφτουν στο
στόχο και κάποιο από αυτά αποκρούεται από το σωματίδιο στο Ο. Στη συνέχεια, περνά
μέσα από τους ηλεκτρονικούς φακούς, ακολουθώντας μια τροχιά που καταλήγει στο
σημείο P του φωτογραφικού φιλμ. Από εκεί, το ηλεκτρόνιο αφήνει ένα χνάρι T προς μια
συγκεκριμένη κατεύθυνση, καθώς διεισδύει στο φωτογραφικό φιλμ.
Τώρα, τα άμεσα παρατηρήσιμα αποτελέσματα αυτού του πειράματος είναι η θέση
P και η κατεύθυνση του ίχνους T, αλλά βεβαίως δεν έχουν ενδιαφέρον καθαυτά. Μόνο
γνωρίζοντας τις συνολικές συνθήκες του πειράματος (δηλ. τη δομή του μικροσκοπίου, τη
φύση του στόχου, την ενέργεια της προσπίπτουσας δέσμης των ηλεκτρονίων, κλπ.) τα
αποτελέσματα του πειράματος αποκτούν φυσική σημασία. Με τη βοήθεια μιας επαρκούς
περιγραφής αυτών των συνθηκών, κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πειραματικά
δεδομένα για να συνάγει συμπεράσματα σχετικά με τη θέση του ‘παρατηρήσιμου
σωματιδίου’ στο σημείο Ο, και την ορμή που πήρε από τη σύγκρουσή του με το
ηλεκτρόνιο. Επομένως, παρότι η λειτουργία του οργάνου επηρεάζει το παρατηρούμενο
σωματίδιο, αυτή η επιρροή μπορεί να ληφθεί υπόψη, έτσι ώστε να γνωρίζουμε και τη
θέση και την ορμή του σωματιδίου τη στιγμή της σύγκρουσής του με το ηλεκτρόνιο.

Αυτά ισχύουν στην περίπτωση της κλασσικής φυσικής. Το ρηξικέλευθο βήμα του
Heisenberg ήταν να θεωρήσει τις συνέπειες του ‘κβαντικού’ χαρακτήρα του ηλεκτρονίου
που παρέχει το ‘σύνδεσμο’ ανάμεσα στα πειραματικά αποτελέσματα και στις συνέπειες
αυτών των αποτελεσμάτων. Το ηλεκτρόνιο δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί απλά σαν
κλασσικό σωματίδιο. Ανταυτού, πρέπει να περιγραφεί ισοδύναμα σαν ‘κύμα’, όπως
φαίνεται στην Εικόνα 5.8. Κύματα ηλεκτρονίων λέμε ότι προσπίπτουν στο στόχο και
αποκρούονται από το άτομο στο σημείο Ο.
Έπειτα περνάνε μέσα από τον ηλεκτρονικό φακό, όπου και διαθλώνται
περισσότερο και ύστερα εστιάζονται στο φωτογραφικό φιλμ στο σημείο P. Από αυτό το
σημείο ξεκινάει ένα χνάρι τους T (όπως συμβαίνει και στην κλασσική περιγραφή).
Ουσιαστικά, ο Heisenberg έφερε στο προσκήνιο τα τέσσερα κύρια
χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Επομένως (όπως
συμβαίνει επίσης στο πείραμα συμβολής), περιγράφει το ηλεκτρόνιο τόσο σαν κύμα
(καθώς αυτό περνάει από το αντικείμενο Ο μέσα από τους φακούς και µέχρι την εικόνα
του στο P) όσο σαν σωματίδιο (όταν φτάνει στο σημείο P και αφήνει ένα ίχνος T). Η
μεταφορά ορμής στο ‘παρατηρούμενο σωματίδιο’ στο Ο πρέπει να θεωρηθεί διακριτή
και αδιαίρετη. Ανάμεσα στα Ο και P η πιο λεπτομερής περιγραφή του ηλεκτρονίου είναι
αυτή της κυματοσυνάρτησης που καθορίζει μόνο μια στατιστική κατανομή πιθανοτήτων
των οποίων η πραγματοποίηση εξαρτάται από τις πειραματικές συνθήκες (π.χ., η
παρουσία ευαίσθητων σωματιδίων στο φιλμ, τα οποία να μπορούν να αποκαλύψουν το
χνάρι του ηλεκτρονίου). Τέλος, τα πραγματικά αποτελέσματα (το σημείο P, το ίχνος Τ,
και οι ιδιότητες του ατόμου στο O) συνδέονται με τον μη αιτιακό τρόπο που
προαναφέρθηκε σε αυτό το κεφάλαιο.
Χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της κβαντικής
θεωρίας στη συζήτηση για το ηλεκτρόνιο- ‘σύνδεσμο’, ο Heisenberg μπόρεσε να δείξει
ότι υπάρχει ένα όριο σχετικά με την ακρίβεια των προβλέψεων για το παρατηρούμενο
αντικείμενο, όριο που δίνεται από τη σχέση απροσδιοριστίας (Δx ∙ Δp ≥ h). Αρχικά, ο
Heisenberg εξήγησε την αρχή της απροσδιοριστίας σαν αποτέλεσμα του
‘απροσδιόριστου’ χαρακτήρα της ακριβούς τροχιάς του ‘ηλεκτρονίου- συνδέσμου’
μεταξύ των σημείων Ο και P, που υπονοούσε επίσης μια απροσδιόριστη ‘διαταραχή’ του
ατόμου Ο κατά τη σκέδαση του ηλεκτρονίου. Ωστόσο, ο Bohr έδωσε μια ευρεία και
συνεπή περιγραφή της όλης κατάστασης, γεγονός που κατέστησε σαφές ότι τα τέσσερα
βασικά χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας όπως περιγράφηκαν παραπάνω δεν είναι
συμβατά με καμία περιγραφή πλήρως ορισμένων τροχιών. Έχουμε επομένως εδώ να
κάνουμε με μια νέα κατάσταση στη φυσική, όπου η έννοια μιας λεπτομερούς τροχιάς δεν
έχει πλέον κανένα νόημα. Ανταυτού, κάποιος μπορεί ίσως να πει ότι η σχέση μεταξύ στα
Ο και P μέσω του ηλεκτρονίου- ‘συνδέσμου’ είναι παρόμοια με ένα αδιαίρετο και μη-
αναλύσιμο ‘κβαντικό άλμα’ ανάμεσα σε στάσιμες καταστάσεις, αντίθετα με τη συνεχή
κίνηση ενός σωματιδίου ανάμεσα στα Ο και P.
Ποια, τότε, μπορεί να είναι η σημασία της περιγραφής που δόθηκε για το πείραμα
του Heisenberg; Προφανώς, είναι μέσα στα πλαίσια της κλασσικής φυσικής όπου το
πείραμα μπορεί να συζητηθεί. Μια τέτοια συζήτηση μπορεί επομένως να υποδείξει τα
όρια της κλασσικής περιγραφής· δεν μπορεί όμως να παρέχει μια περιγραφή συνεπή με
ένα ‘κβαντικό’ περιεχόμενο.

Ακόμη κι αν το δούμε με αυτόν τον τρόπο, η συνηθισμένη συζήτηση σχετικά με


το πείραμα παραβλέπει συγκεκριμένα σημεία κλειδιά που έχουν βαθιά και
μακροπρόθεσμη σημασία. Για να γίνει κατανοητό ποια είναι αυτά, σημειώνουμε πως από
ένα ειδικό σύνολο πειραματικών συνθηκών όπως αυτές καθορίζονται από τη δομή του
μικροσκοπίου, κλπ., κάποιος θα μπορούσε σε αδρές γραμμές να πει ότι τα όρια ισχύος
της κλασσικής περιγραφής υποδεικνύονται από ένα ορισμένο κελί στο χώρο φάσεων του
αντικειμένου, όπως περιγράφουμε με το Α στην Εικόνα 5.9. Αν, ωστόσο, είχαμε ένα
διαφορετικό σύνολο αρχικών συνθηκών (π.χ., ένα μικροσκόπιο διαφορετικού
διαμετρήματος, ηλεκτρόνια διαφορετικής ενέργειας, κλπ.), τότε τα όρια θα
αναπαρίσταντο από ένα άλλο κελί στο χώρο φάσεων, έστω Β. Ο Heisenberg τόνισε ότι
και τα δυο κελιά θα πρέπει να έχουν το ίδιο εμβαδό, h, αλλά έτσι δεν υπολόγισε τη
σημασία του γεγονότος ότι το ‘σχήμα’ τους είναι διαφορετικό.
Βέβαια, σύμφωνα με την κλασσική φυσική (στην οποία ποσότητες της τάξης της
σταθεράς του Plank, h, μπορούν να παραληφτούν), όλα τα κελιά μπορούν να
αντικατασταθούν με αδιάστατα σημεία, ώστε το ‘σχήμα’ τους να μην έχει καμία
σημασία. Επομένως, τα πειραματικά αποτελέσματα μπορούμε να πούμε ότι δεν κάνουν
τίποτε άλλο παρά να επιτρέπουν θεωρήσεις σχετικά με ένα παρατηρούμενο αντικείμενο,
σύμφωνα με τις οποίες το ‘σχήμα’ των κελιών, οπότε και οι λεπτομέρειες των
πειραματικών συνθηκών, παίζουν μόνο το ρόλο ενδιάμεσων συνδέσμων στην αλυσίδα
της λογικής εξήγησης, η οποία προκύπτει εκ του αποτελέσματος. Αυτό σημαίνει ότι το
παρατηρούμενο αντικείμενο μπορεί να υπάρχει χωριστά και ανεξάρτητα από το όργανο
που το παρατηρεί, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι ‘περιέχει’ κάποιες ιδιότητες είτε
αλληλεπιδρά με κάτι άλλο (όπως ένα όργανο παρατήρησης) είτε όχι.
Ωστόσο, στην ‘κβαντική’ περίπτωση η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Εδώ,
τα ‘σχήματα’ των κελιών παραμένουν σχετικά, ως ουσιαστικά μέρη περιγραφής του
παρατηρούμενου σωματιδίου. Επομένως το σωματίδιο δεν μπορεί να περιγραφεί σωστά
παρά μόνο σε σχέση με τις πειραματικές συνθήκες· και αν κάποιος προχωρήσει σε μια
πιο λεπτομερή μαθηματική περιγραφή σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η
‘κυματοσυνάρτηση’ του ‘παρατηρούμενου αντικειμένου’ δεν μπορεί να οριστεί χωρίς
τον προσδιορισμό της κυματοσυνάρτησης του ‘ηλεκτρονίου- συνδέσμου’ το οποίο με τη
σειρά του απαιτεί μια περιγραφή των συνολικών πειραματικών συνθηκών (έτσι ώστε η
σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο και το παρατηρούμενο αποτέλεσμα είναι στην
πραγματικότητα ένα παράδειγμα των σχέσεων που υποδείχθηκαν από τους Einstein,
Podolsky και Rosen, και που δεν μπορούν να εξηγηθούν με όρους της μετάδοσης
σημάτων σαν αλυσίδες αιτιακών αλληλεπιδράσεων). Αυτό σημαίνει ότι η περιγραφή των
πειραματικών συνθηκών δεν αποτελεί απλά έναν ενδιάμεσο κρίκο για το τελικό
συμπέρασμα, αλλά παραμένει αδιαχώριστη από την περιγραφή του παρατηρούμενου
αντικειμένου. Η ‘κβαντική’ ερμηνεία επομένως απαιτεί ένα νέο είδος περιγραφής που
δεν θεωρεί αυτονόητο το διαχωρισμό ανάμεσα στο ‘παρατηρούμενο αντικείμενο’ και στο
‘όργανο παρατήρησης’. Ανταυτού, η μορφή των πειραματικών συνθηκών και το νόημα
των πειραματικών αποτελεσμάτων πρέπει τώρα να αποτελούν ένα όλο, σύμφωνα με το
οποίο η ανάλυση σε ανεξάρτητα υπάρχοντα στοιχεία είναι άσκοπη.
Αυτό που εννοούμε εδώ με την ολότητα, μπορεί να γίνει κατανοητό μεταφορικά
με τη χρήση ενός σχεδίου (π.χ. ένα χαλί). Σε ότι αφορά αυτό το σχέδιο, δεν έχει νόημα να
πούμε ότι τα διάφορα μέρη του (π.χ., διάφορα λουλούδια και δέντρα που φαίνονται στο
χαλί) είναι χωριστά αντικείμενα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Παρόμοια, σύμφωνα
με την κβαντική ερμηνεία, κάποιος μπορεί να θεωρήσει όρους όπως ‘παρατηρούμενο
αντικείμενο’, ‘όργανο παρατήρησης’, ‘ηλεκτρόνιο- σύνδεσμος’, ‘πειραματικά
αποτελέσματα’, κλπ., σαν χαρακτηριστικά ενός συνολικού ‘σχεδίου’ τα οποία
αποκαλύπτονται ή ‘τονίζονται’ από τον τρόπο της περιγραφής μας. Επομένως, το να
μιλάμε για την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ‘όργανο παρατήρησης’ και στο
‘παρατηρούμενο αντικείμενο’ δεν έχει νόημα.
Μια ανάλογη αλλαγή κεντρικής σημασίας στην περιγραφική νομοτέλεια της
κβαντικής θεωρίας είναι να εγκαταλείψουμε την ανάλυση του κόσμου σε ανεξάρτητα,
χωριστά μεταξύ τους, αλληλεπιδρώντα μέρη. Απεναντίας, η πρωταρχική σημασία δίνεται
τώρα στην αδιαίρετη ολότητα, στην οποία το όργανο παρατήρησης δεν διαχωρίζεται από
το παρατηρούμενο αντικείμενο.
Παρότι η κβαντική θεωρία είναι πολύ διαφορετική από τη σχετικότητα, εντούτοις
κατά έναν βαθύτερο τρόπο έχουν αυτήν τη συνέπεια της αδιαίρετης ολότητας. Έτσι, στη
σχετικότητα, μια συνεπής περιγραφή των οργάνων πρέπει να γίνεται με όρους της δομής
των πεδίων των μοναδικοτήτων (που συνηθίζουμε να λέμε ‘περιέχοντα άτομα’ του
οργάνου). Αυτά θα συζευχθούν με τα πεδία των μοναδικοτήτων που αποτελούν το
‘παρατηρούμενο αντικείμενο’ (και τελικά με τα πεδία που αποτελούν ‘τα άτομα από τα
οποία αποτελείται ο παρατηρητής’.) Αυτή είναι μια διαφορετικού είδους ολότητα από
εκείνη που υπονοείται από την κβαντική θεωρία, αλλά είναι παρόμοια με την έννοια ότι
δεν μπορεί να υπάρξει μια ύστατη διαίρεση ανάμεσα στο όργανο παρατήρησης και στο
παρατηρούμενο αντικείμενο.
Εντούτοις, παρόλη τη βαθιά ομοιότητα, δεν έχει βρεθεί τρόπος να ενοποιηθεί η
σχετικότητα και η κβαντική θεωρία με έναν συνεπή τρόπο. Ένας από τους κύριους
λόγους είναι ότι δεν μπορούμε να προεκτείνουμε δομές στην σχετικότητα (σ.τ.μ. κατά
αναλογία με το άπλωμα της κυματοσυνάρτησης στην κβαντική θεωρία), οπότε τα άτομα
πρέπει να εκληφθούν σαν αδιάστατα σημεία. Αυτό οδήγησε σε απειρισμούς σε
υπολογισμούς της κβαντικής θεωρίας. Με διάφορους γνωστούς αλγορίθμους (π.χ.
κανονικοποίηση, S πίνακες, κλπ.) κάποια πεπερασμένα και μαθηματικά σωστά
αποτελέσματα εξήχθηκαν από τη σχετικότητα. Ωστόσο, κατ’ ουσία, η θεωρία παραμένει
γενικά μη ικανοποιητική, όχι μόνο γιατί περιέχει σοβαρές αντιφάσεις αλλά γιατί
επιπλέον περιέχει ορισμένα αυθαίρετα χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να
αμφισβητηθούν από τα δεδομένα, όπως κατά μία έννοια οι επίκυκλοι του Πτολεμαίου
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για όποια παρατηρησιακά δεδομένα προέκυπταν (π.χ.
κατά την κανονικοποίηση, η θεμελιώδης κατάσταση της κυματοσυνάρτησης έχει έναν
άπειρο αριθμό αυθαίρετες ιδιότητες).
Δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα, ωστόσο, να κάνουμε μια λεπτομερή ανάλυση εδώ
αυτών των προβλημάτων. Αντίθετα, θα ήταν ποιο χρήσιμο να επισημάνουμε μερικές
γενικές δυσκολίες, η θεώρηση των οποίων θα δείξει ίσως ότι αυτές οι λεπτομέρειες δεν
είναι τόσο σχετικές με την παρούσα συζήτηση.
Πρώτον, η κβαντική θεωρία πεδίων ξεκινά ορίζοντας ένα πεδίο της μορφής
Ψ(x,t). Αυτό το πεδίο είναι ένας τελεστής, αλλά το x και το t περιγράφουν μια συνεχή
τάξη στο χώρο και στο χρόνο. Για να το διευκρινίσουμε καλύτερα, μπορούμε να
γράψουμε το στοιχείο Ψij(x,t) ενός πίνακα. Εντούτοις, μόλις επιβάλλουμε σχετικιστική
αναλλοιότητα, καταλήγουμε σε ‘απειριζόμενες διακυμάνσεις’, δηλ., το Ψij(x,t) είναι
γενικά άπειρο και ασυνεχές εξαιτίας των κβαντικών διακυμάνσεων ‘μηδενικού σημείου’.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αρχική παραδοχή της συνέχειας όλων των
συναρτήσεων που απαιτείται από κάθε σχετικιστική θεωρία.
Αυτή η έμφαση στη συνεχή τάξη είναι (όπως τονίστηκε στην προηγούμενη
ενότητα) μια σοβαρή αδυναμία της θεωρίας της σχετικότητας. Αν ωστόσο λάβουμε
υπόψη την ασυνεχή τάξη (π.χ., όπως στην κίνηση Brown), τότε η έννοια του σήματος
παύει να έχει ισχύ (και με αυτήν, η έννοια του ορίου της ταχύτητας του φωτός)· και
χωρίς την έννοια του σήματος σε έναν βασικό ρόλο, είμαστε πάλι ελεύθεροι να
θεωρήσουμε διευρυμένες δομές µε μια θεμελιώδη θέση στην περιγραφή μας.
Βέβαια, ο περιορισμός της ταχύτητας του φωτός θα συνεχίσει να ισχύει κατά
κανόνα και μακροπρόθεσμα. Οπότε, οι σχετικιστικές έννοιες θα ισχύουν σε κατάλληλες
οριακές συνθήκες. Αλλά η θεωρία της σχετικότητας δεν μπορεί απλά να ερμηνεύσει την
κβαντική θεωρία. Είναι εκείνη η απαίτηση της ελλοχεύουσας περιγραφικής τάξης της
μιας θεωρίας πάνω στην άλλη που οδήγησε στα αυθαίρετα συμπεράσματα και στις
διάφορες αντιφάσεις.
Για να καταλάβουμε πώς συμβαίνει αυτό, αν η σχετικιστική έννοια του
θεμελιώδη ρόλου της μετάδοσης σήματος από ένα σημείο σε ένα άλλο έχει την
οποιαδήποτε ισχύ, τότε η πηγή του σήματος θα πρέπει να είναι σαφώς διαχωρισμένη από
την περιοχή όπου το σήμα θα ληφθεί, και αυτό όχι μόνο στο χώρο αλλά και με την έννοια
ότι τα δύο γεγονότα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά ανεξάρτητα στη συμπεριφορά τους.

Κατά συνέπεια, όπως φαίνεται στο Σχήμα 5.10, αν ένα σήμα εκπέμπεται από τον
κοσμικό ‘σωλήνα’ μιας πηγής Α, τότε θα πρέπει να διαδοθεί συνεχώς χωρίς αλλαγή
τάξης στο Β, όπου είναι ο κοσμικός σωλήνας του δέκτη. Ωστόσο, σε ένα κβαντικό
επίπεδο περιγραφής, η χρονική σειρά των γεγονότων στους δύο κοσμικούς σωλήνες Α
και Β μπορεί, σύμφωνα με την αρχή αβεβαιότητας, να πάψει να είναι προσδιορίσιμη
σύμφωνα με την κλασσική περιγραφή.
Αυτό το γεγονός από μόνο του θα καθιστούσε την έννοια ενός σήματος χωρίς
νόημα. Επιπλέον, η έννοια ενός σαφούς και διακριτού χωρικού διαχωρισμού των Α και
Β, καθώς επίσης και της ανεξαρτησίας στη συμπεριφορά τους, δεν θα έχει ισχύ, γιατί η
‘επαφή’ μεταξύ των Α και Β πρέπει να θεωρείται παρόμοια με ένα αδιαίρετο κβαντικό
άλμα ενός ατόμου μεταξύ στάσιμων καταστάσεων. Επιπλέον, η περαιτέρω ανάπτυξη
αυτής της έννοιας σύμφωνα με το πείραμα των Einstein, Podolsky και Rosen οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι η σύνδεση μεταξύ των Α και Β δεν μπορεί να περιγραφεί με όρους
διάδοσης αιτιακών επιρροών (καθόσον η έννοια της ‘διάδοσης’ είναι απαραίτητη για
έναν ‘φορέα’ του σήματος).
Φαίνεται λοιπόν σαφές, ότι η σχετικιστική έννοια του σήματος απλά δεν ταιριάζει
σε ένα ‘κβαντικό’ πλαίσιο. Αυτό βασικά συμβαίνει επειδή ένα σήμα προϋποθέτει μια
ορισμένου είδους ανάλυση που δεν είναι συμβατή με την αδιαίρετη ολότητα που
υπονοείται από την κβαντική θεωρία. Με αυτή τη λογική, μπορεί κάποιος να πει ότι αν
και η ενοποιημένη θεωρία πεδίου του Einstein αρνείται τη δυνατότητα πλήρους
ανάλυσης του κόσμου σε ανεξάρτητα συνιστώντα στοιχεία, παρόλα αυτά, το γεγονός ότι
ένα σήμα διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο υπονοεί ένα διαφορετικό και περισσότερο
αφηρημένο είδος της ανάλυσης βασισμένο σε ένα είδος ανεξάρτητου και αυτόνομου
‘πλαισίου μετάδοσης πληροφορίας’ που είναι διαφορετικό σε διαφορετικές περιοχές του
χώρου. Αυτό το είδος αφηρημένης ανάλυσης μπορεί όχι μόνο να είναι ασύμβατο με την
κβαντική θεωρία αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, και με την αδιαίρετη ολότητα που
υπονοείται από άλλες πτυχές της θεωρίας της σχετικότητας.
Αυτό που προτείνεται, λοιπόν, είναι να εξετάσουμε σοβαρά την προοπτική να
εγκαταλείψουμε την έννοια του σήματος, αλλά να συνεχίσουμε με τις άλλες πτυχές της
θεωρίας της σχετικότητας (ειδικά την αρχή ότι οι φυσικοί νόμοι είναι αναλλοίωτες
σχέσεις, και ότι μέσω της μη γραμμικότητας των εξισώσεων, ή με κάποιο άλλο τρόπο, η
ανάλυση ανεξάρτητων μεταξύ τους τμημάτων θα πάψει να έχει ισχύ). Έτσι, με την
εγκατάλειψη αυτού του είδους προσκόλλησης σε ένα συγκεκριμένο είδος ανάλυσης που
δεν εναρμονίζεται με το ‘κβαντικό’ περιεχόμενο, ανοίγουμε το δρόμο για μια νέα θεωρία
που συμπεριλαμβάνει εννοιολογικά ό,τι ισχύει στη θεωρία της σχετικότητας, αλλά δεν
αρνείται την αδιαίρετη ολότητα που υπονοείται από την κβαντική θεωρία.
Από την άλλη πλευρά, η κβαντική θεωρία περιέχει επίσης μια συγκεκριμένη
προσκόλληση σε ένα πολύ αφηρημένο είδος ανάλυσης που δεν εναρμονίζεται με την
αδιαίρετη ολότητα που υπονοείται από τη θεωρία της σχετικότητας. Για να δούμε ποιο
είναι αυτό, σημειώνουμε ότι συζητήσεις όπως εκείνες που εστιάζονται στο ‘μικροσκόπιο
του Heisenberg’ υπογραμμίζουν την αδιαίρετη ολότητα του οργάνου παρατήρησης και
το παρατηρούμενου αντικειµένου μόνο σε ό,τι αφορά τα πραγματικά αποτελέσματα του
πειράματος. Ωστόσο, στη μαθηματική θεωρία, η κυματοσυνάρτηση εξακολουθεί να
θεωρείται σαν περιγραφή συνολικών στατιστικών δυνατοτήτων που υπάρχουν χωριστά
και αυτόνομα. Με άλλα λόγια, το πραγματικό και μοναδικό αντικείμενο της κλασσικής
φυσικής αντικαθίσταται από ένα, πιο αφηρημένου είδους, πιθανό και στατιστικό
αντικείµενο. Αυτό το τελευταίο λέµε ότι αντιστοιχεί στην ‘κβαντική κατάσταση του
συστήματος’, η οποία με τη σειρά της αντιστοιχεί στην ‘κυματοσυνάρτηση’ του
συστήματος (ή πιο γενικά σε ένα διάνυσμα στο χώρο Hilbert). Τέτοια χρήση της
γλώσσας (π.χ., όταν εισάγει φράσεις όπως ‘η κατάσταση ενός συστήματος’) υπονοεί ότι
θεωρούμε κάτι που έχει ένα χωριστό και αυτόνομο είδος ύπαρξης.
Η συνέπεια αυτού του τρόπου χρήσης της γλώσσας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από τη μαθηματική παραδοχή ότι η εξίσωση κύματος (δηλ., ο νόμος που καθορίζει την
εξέλιξη της κυματοσυνάρτησης με το χρόνο, ή ο διανυσματικός χώρος Hilbert) είναι
γραμμικοί. (Μη γραμμικές εξισώσεις έχουν προταθεί αλλά και πάλι πρόκειται για ένα
περιορισμένο είδος μη γραμμικότητας, με την έννοια ότι η βασική εξίσωση για ‘το
θεμελιώδες διάνυσμα στο χώρο Hilbert’ είναι πάντα γραμμική.) Αυτή η γραμμικότητα
των εξισώσεων μας επιτρέπει στη συνέχεια να θεωρήσουμε ότι τα ‘διανύσματα της
θεμελιώδους κατάστασης’ έχουν μια ανεξάρτητη ύπαρξη (παρόμοια με κάποιον τρόπο με
εκείνη που αποδίδεται στις κλασσικές θεωρίες πεδίων, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό
αφαίρεσης).
Αυτή η πλήρης ανεξαρτησία της ‘κβαντικής κατάστασης’ ενός συστήματος
υποτίθεται ότι ισχύει μόνο όταν το σύστημα δεν παρατηρείται. Κατά την παρατήρηση,
θεωρείται ότι έχουμε να κάνουμε με δύο αρχικά αυτόνομα συστήματα που έχουν τώρα
περιέλθει σε αλληλεπίδραση. Το ένα από αυτά περιγράφεται με το ‘διάνυσμα
κατάστασης του παρατηρούμενου αντικειμένου’ και το άλλο με το ‘διάνυσμα
κατάστασης του οργάνου παρατήρησης’.
Σε ό,τι αφορά αυτή την αλληλεπίδραση, εισάγονται ορισμένα νέα
χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με την πραγματοποίηση κάποιων δυνατοτήτων του
παρατηρούμενου αντικειμένου εις βάρος των υπόλοιπων δυνατοτήτων που δεν μπορούν
να πραγματοποιηθούν την ίδια στιγμή. (Μαθηματικά, μπορούμε να πούμε ότι ‘η
κυματοσυνάρτηση καταρρέει’ ή ότι ‘γίνεται μια προβολή’.)
Υπάρχει πολλή διαμάχη και συζήτηση σχετικά με την παραπάνω ερμηνεία σε
αυτό το στάδιο περιγραφής, επειδή οι βασικές σχετικές έννοιες δεν είναι πολύ σαφείς.
Εντούτοις, δεν είναι ο στόχος μας να κρίνουμε εδώ αυτές τις προσπάθειες. Ανταυτού,
επιθυμούμε μόνο να επισημάνουμε ότι ολόκληρος αυτός ο τρόπος προσέγγισης
επαναφέρει σε αφηρημένο επίπεδο στατιστικών δυνατοτήτων το ίδιο είδος ανάλυσης των
χωριστών και αυτόνομων αντικειμένων που γίνεται σε ένα πιο περιγραφικό επίπεδο.
Είναι ακριβώς αυτό το είδος αφηρημένης ανάλυσης που δεν συνάδει με τη βασική
περιγραφική τάξη της θεωρίας της σχετικότητας, καθώς, όπως είδαμε, η θεωρία της
σχετικότητας δεν είναι συμβατή με μια ανάλυση του κόσμου σε χωριστά τμήματα.
Αντίθετα, υπονοεί ότι τελικά τα διάφορα ‘αντικείμενα’ πρέπει να θεωρηθούν σαν να
ενώνονται μεταξύ τους (όπως συμβαίνει με τα σημεία μοναδικότητας των πεδίων) για να
αποτελέσουν ένα αδιαίρετο σύνολο.
Παρομοίως, κάποιος μπορεί να θεωρήσει ότι διαμέσου μιας μη γραμμικότητας, ή
με κάποιο άλλο τρόπο, η κβαντική θεωρία μπορεί να αλλάξει, έτσι ώστε η προκύπτουσα
νέα θεωρία θα συμπεριλάβει την αδιαίρετη πληρότητα, όχι μόνο σε επίπεδο πραγματικών
μεμονωμένων φαινομένων, αλλά επιπλέον και στο επίπεδο των δυνατοτήτων που
αναλύονται μέσω στατιστικών συνόλων. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι πτυχές της κβαντικής
θεωρίας που θα έχουν ακόμα ισχύ θα μπορέσουν να εναρμονιστούν με τις επίσης
ισχύουσες πτυχές της σχετικότητας.
Το να εγκαταλείψουμε τόσο τον θεμελιώδη ρόλο του σήματος όσο και αυτόν της
κβαντικής κατάστασης ενός συστήματος, ωστόσο, δεν είναι απλό. Για να βρούμε μια
θεωρία που να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτές τις έννοιες θα απαιτηθούν προφανώς
νέες έννοιες σχετικά με την τάξη, το μέτρο και τη δομή.
Κάποιος θα μπορούσε να προτείνει σε αυτό το σημείο ότι βρισκόμαστε στην ίδια
θέση με αυτή του Γαλιλαίου όταν άρχιζε τις έρευνές του. Πολλή δουλειά έχει γίνει
δείχνοντας την ανεπάρκεια των παλαιών ιδεών, οι οποίες απλά επιτρέπουν σε μια σειρά
νέων δεδομένων να ταιριάξουν μαθηματικά (όπως έγινε από τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ
και άλλους), αλλά δεν έχουμε ακόμα ελευθερωθεί πλήρως από την παλιά τάξη σκέψης,
χρήσης της γλώσσας, και παρατήρησης. Πρέπει έτσι να συλλάβουμε μια νέα τάξη. Όπως
με τον Γαλιλαίο, θα πρέπει να δούμε τις νέες διαφοροποιήσεις έτσι ώστε ένα μεγάλο
μέρος απ’ ότι θεωρείτο βασικό στον παλιό τρόπο σκέψης θα γίνει αντιληπτό ως κάτι
λιγότερο ή περισσότερο σωστό, αλλά όχι θεμελιώδους σημασίας (όπως έγινε, για
παράδειγμα, με κάποιες από τις βασικές ιδέες του Αριστοτέλη). Όταν δούμε τις βασικές
νέες διαφορές, τότε (όπως έγινε με τον Νεύτωνα) θα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε
μια νέα παγκόσμια αναλογία ή λογική που να συσχετίζει και να ενοποιεί όλες τις
διαφορές. Αυτό μπορεί τελικά να μας πάει τόσο μακριά από την κβαντική θεωρία και τη
σχετικότητα όσο μακριά έφτασαν οι ιδέες του Νεύτωνα από εκείνες του Κοπέρνικου.
Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη. Πρέπει να
εργαστούμε υπομονετικά, αργά, και προσεκτικά, ώστε να κατανοήσουμε την τωρινή
γενική κατάσταση στη φυσική με έναν νέο τρόπο. Μερικά προκαταρκτικά βήματα προς
αυτήν την κατεύθυνση θα συζητηθούν στο κεφάλαιο 6.
* Από το κεφάλαιο 5, Ολότητα και η Ελλοχεύουσα Τάξη, David Bohm.

You might also like