You are on page 1of 27

ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ acute

additive
¾
¾
οξύς-εία-ύ
προσθετική δι(πλο)γλωσσία (η)
ΓΛΩΣΣΑΡΙ bilingualism
address ¾ προσαγόρευση (η), προσφώνηση (η)
ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ adducted ¾
¾
πεπιεσµένες πτυχές (οι),
πεπιεσµένες χορδές (οι)
Γ.Ι. Ξυδόπουλος adequacy ¾ επάρκεια
© 2003-2006 adequate ¾ επαρκής-ής-ές
adessive ¾ επιτοπικός-ή-ό (η)
adjacency ¾ γειτνίαση (η)
adjacency pair ¾ γειτνιαστικό ζεύγος (το)
a-bar-binding ¾ µη α-δέσµευση (η) (αναφορική adjacency principle ¾ αρχή της γειτνίασης (η)
δέσµευση σε θέση µη ορίσµατος), adjacent ¾ γειτνιάζων-ουσα-ον
¾ αναφορική δέσµευση σε µη οργανική adjectival ¾ επιθετικός-η-ό
θέση adjective ¾ επίθετο (το)
abbreviation ¾ συντοµογραφία (η), adjoin ¾ προσαρτώ
¾ βραχυγραφία (η), adjunct ¾ προσάρτηµα (το)
¾ σύντµηση (η) adjunction ¾ προσάρτηση (η)
abbreviatory ¾ συντοµογραφικός-ή-ό, adjunctival ¾ προσαρτηµατικός-ή-ό
¾ συντοµογραφηµένος-η-ο adnominal ¾ µετονοµατικός-ή-ό, επονοµατικός-ή-ό
abducted ¾ πεπλατυσµένες πτυχές (οι), adstratum ¾ αντίστρωµα (το)
¾ πεπλατυσµένες χορδές (οι) adultocentric ¾ ενηλικοκεντρικός-ή-ό
a-binding ¾ α-δέσµευση (η) (αναφορική δέσµευση adultomorphic ¾ ενηλικόµορφος-η-ο
σε θέση ορίσµατος),
advanced tongue ¾ προωθηµένη βάση της γλώσσας (η)
¾ αναφορική δέσµευση σε οργανική
root
θέση
advancement ¾ προβιβασµός (ο)
ablative ¾ αφαιρετικός-ή-ό
adverb ¾ επίρρηµα (το),
ablaut ¾ µετάπτωση (η) ¾ επιρρηµατικός-ή-ό
abrupt ¾ απότοµος-η-ο adverbial ¾ επιρρηµατικό (το),
absolute ¾ απόλυτος-η-ο ¾ επιρρηµατικός-ή-ό
absolutive ¾ απόλυτος-η-ο, adversative ¾ εναντιωµατικός-ή-ό
¾ αντικειµενικός-ή-ό
aerometry ¾ αεροµετρία (η)
accent ¾ τόνος (ο), προφορά (η) affect ¾ συναίσθηµα (το)
accented ¾ τονισµένος-η-ο affected ¾ επιβαρυµένος-η-ο,
accentual ¾ τονικός-ή-ό ¾ επηρεασµένος-η-ο
accentuation ¾ τονισµός (ο) affective ¾ συναισθηµατικός-ή-ό
acceptability ¾ αποδεκτότητα (η) affirmative ¾ καταφατικός-ή-ό
acceptable ¾ αποδεκτός-ή-ό affix ¾ πρόσφυµα (το), παράθηµα (το)
accessibility ¾ προσβασιµότητα (η) affixation ¾ προσφυµατοποίηση (η),
accidence ¾ τυπολογικό µέρος (το) ¾ παραθηµατοποίηση (η)
accommodate ¾ προσαρµόζω affixing ¾ προσφυµατοποίηση (η)
accomodation ¾ προσαρµογή (η) ¾ προσφυµατικός-ή-ό
accusative ¾ αιτιατική (η) ¾ παραθηµατικός-ή-ό
accusativity ¾ αιτιατικότητα (η) affricate ¾ προστριβόµενος-η-ο
acoustic ¾ ακουστικός-ή-ό affricated ¾ προστριµµένος-η-ο,
acoustic domain ¾ ανάλογο ακουστικού πεδίου (το) affrication ¾ πρόστριψη (η)
analog agent ¾ δράστης (o)
acoustic feature/cue ¾ ακουστικό χαρακτηριστικό (το) agentive ¾ δράστη (µε/του),
¾ ακουστική ένδειξη (η) ¾ ποιητικό αίτιο (το)
acoustic phonetics ¾ ακουστική φωνητική (η) agentless ¾ χωρίς δράστη
acoustics ¾ ακουστική (η) agglutinating ¾ συγκολλητικός-ή-ό
acquire ¾ κατακτώ, αποκτώ agglutination ¾ συγκόλληση (η)
acquisition ¾ κατάκτηση (η), απόκτηση (η), agglutinative ¾ συγκολλητικός-ή-ο
acrolect ¾ ακρόλεκτος (η) agr ¾ Συµφ
acrolectal ¾ ακρολεκτικός-ή-ό agrammatism ¾ αγραµµατισµός (ο)
acronym ¾ ακρωνύµιο (το) agreement ¾ συµφωνία (η)
across-the-board ¾ διάχυτα φαινόµενα (τα), airstream ¾ µηχανισµός του ρεύµατος αέρα (ο)
phenomena ¾ φαινόµενα εκτός ορίων (τα) mechanism
actant ¾ καθορισµένο στοιχείο (το) Aktionsart ¾ λεξικό ποιό ενέργειας (Aktionsart) (το)
active ¾ ενεργητικός-ή-ό alethic ¾ αληθειακός-ή-ό
actor-action-goal ¾ δράστης-πράξη-στόχος (ακολουθία) algorithm ¾ αλγόριθµος (ο)
(η) alienable ¾ αλλοτριώσιµος-η-ο,
actualization ¾ ενεργοποίηση (η) ¾ αποσπάσιµος-η-ο
actualize ¾ ενεργοποιώ

511
allative ¾ κινησιακός-ή-ό (η) apical ¾ ακραίο-α-ο
allo- ¾ αλλο- apico- ¾ ακραιο-
alpha movement ¾ µετακίνηση του αλφα (η) apocope ¾ αποκοπή (η)
alpha notation ¾ συµβολισµός άλφα (ο) apodosis ¾ απόδοση (η)
alphabetism ¾ αρκτικόλεξο (το) appellative ¾ ονοµατοδοτικό (το)
alternant ¾ εναλλάκτης (ο) appendix ¾ παράρτηµα (το)
alternating ¾ εναλλασσόµενος-η-ο, applicability ¾ εφαρµοσιµότητα (η)
¾ αναπληρών-ούσα-όν applicable ¾ εφαρµόσιµος-η-ο
alternation ¾ εναλλαγή (η) application ¾ εφαρµογή (η)
alveo(lo)-palatal ¾ φατνιοουρανικός-ή-ό applicative ¾ εφαρµοστικός-ή-ό
alveolar ¾ φατνιακός-ή-ό applied linguistics ¾ εφαρµοσµένη γλωσσολογία (η)
alveolo-palatal ¾ φατνιοουρανικός-ή-ό apposition ¾ παράθεση (η)
ambifix ¾ αµφίθηµα (το) appositional ¾ παραθετικός-ή-ό
ambiguity ¾ αµφισηµία (η) appropriate ¾ κατάλληλος-η-ο
ambiguous ¾ αµφίσηµος-η-ο appropriateness ¾ καταλληλότητα (η)
ambisyllabic ¾ αµφισυλλαβικός-ή-ό approximant ¾ προσεγγιστικός-ή-ό
ambisyllabicity ¾ αµφισυλλαβικότητα (η) arbitrariness ¾ αυθαιρετότητα (η)
ambisyllabification ¾ αµφισυλλαβισµός (ο) arbitrary ¾ αυθαίρετος-η-ο
ambisyllabify ¾ αµφισυλλαβίζω arbitrary reference ¾ αυθαίρετη αναφορά (η)
amelioration ¾ βελτίωση (η) arboreal ¾ δενδρικός-ή-ό
amplitude ¾ εύρος (το) arc ¾ τόξο (το)
anacoluthon ¾ ανακόλουθον (το) archiphoneme ¾ αρχιφώνηµα (το)
analogy ¾ αναλογία (η) archistratum ¾ αρχιστρώµα (το)
analysable ¾ αναλύσιµος-η-ο area ¾ περιοχή (η)
analysis-by- ¾ ανάλυση µέσω σύνθεσης (η) areal ¾ χωρικός-ή-ό,
synthesis ¾ τοπικός-ή-ό
analytic ¾ αναλυτικός-ή-ό argument ¾ όρισµα (το)
analyticity ¾ αναλυτικότητα (η) arrangement ¾ διευθέτηση (η)
anaphor ¾ αναφορικό στοιχείο (το) article ¾ άρθρο (το)
anaphora ¾ αναφορικότητα (η), articulate ¾ αρθρώνω
¾ αναποµπή (η) articulation ¾ άρθρωση (η),
anaphoric ¾ αναφορικός-ή-ό, ¾ διάρθρωση (η)
¾ αναπεµπτικός-ή-ό articulator ¾ αρθρωτής (ο)
anaptyctic ¾ αναπτυκτικός-ή-ό articulator model ¾ αρθρωτικό πρότυπο (το)
anaptyxis ¾ ανάπτυξη (η) articulator-based ¾ θεωρία των χαρακτηριστικών βάσει
anchor ¾ αγκυρώνω, feature theory των αρθρωτών (η)
¾ άγκυρα (η) articulatory ¾ αρθρωτικός-ή-ό
anchored ¾ αγκυρωµένος-η-ο articulatory analog ¾ αρθρωτικό ανάλογο (το)
anchoring ¾ αγκύρωση (η) articulatory ¾ αρθρωτική φωνητική (η)
angle brackets ¾ γωνιώδεις αγκύλες (οι) phonetics
animate ¾ έµψυχος-η-ο articulatory ¾ αρθρωτική φωνολογία (η)
animateness ¾ εµψυχότητα (η) phonology
antecedent ¾ ηγούµενο στοιχείο (το), articulatory setting ¾ αρθρωτική ρύθµιση (η),
¾ σηµείο αναφοράς (το) ¾ ρύθµιση των αρθρωτών (η)
anterior ¾ πρόσθιος-α-ο (2) artificial language ¾ τεχνητή γλώσσα (η)
anthropological ¾ ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) ascension ¾ ανάβαση (η)
linguistics ascriptive ¾ προσάπτουσα (η)
anthropophonics ¾ ανθρωποφωνητική (η) aspect(ual, -izer) ¾ ποιό ενεργείας (το), όψη (η)
anticipation ¾ προδροµική παραδροµή (η) Aspects ¾ πρότυπο / θεωρία των Απόψεων (το),
anticipatory ¾ προληπτικός-ή-ό, model/theory ¾ πρότυπο / θεωρία των Όψεων (το)
¾ οπισθοχωρητικός-ή-ό aspectual ¾ του ποιού ενέργειας
antipassive ¾ αντιπαθητική (η) aspectualizer ¾ δείκτης ποιού ενέργειας (ο)
antonym ¾ αντώνυµο (το) aspirated ¾ δασυνόµενος-η-ο
antonymy ¾ αντωνυµία (η) aspiration ¾ δάσυνση (η)
aorist ¾ αόριστος (o) ASR ¾ ΑΑΦ
aoristic ¾ αοριστικός-ή-ό assign ¾ αποδίδω, εκχωρώ
a-over-a ¾ α-πάνω στο-α (το) assignment ¾ απόδοση (η),
aperiodic ¾ απεριοδικός-ή-ό ¾ εκχώρηση (η)
aperture ¾ άνοιγµα (το) assimilation ¾ αφοµοίωση (η)
apex ¾ άκρο (το) association ¾ σύνδεση (η), συνειρµός (ο)
aphaeresis ¾ αφαίρεση (η) association line ¾ γραµµή σύνδεσης (η)
aphesis ¾ άφεση (η) associative ¾ συνειρµικός-ή-ό
aphetic ¾ αφετικός-ή-ό asterisk ¾ αστερίσκος (ο)

512
asterisked ¾ σηµειωµένος-η-ο µε αστερίσκο bidialect(al)ism ¾ διδιαλεκτισµός (ο)
asymmetric ¾ ασυµµετρική ρυθµική θεωρία (η) bidirectionality ¾ διπλοκατευθυντικότητα (η)
rhythmic theory bilabial ¾ διχειλικός-ή-ό
asyndeton ¾ σχήµα ασύνδετο (το) bilateral ¾ διπλευρικός-ή-ό,
atelic ¾ ατελικός-ή-ό ¾ δίπλευρος-η-ο
ATN ¾ ΓΕ∆Μ bilateral opposition ¾ δίπλευρη αντίθεση (η)
atomic phonology ¾ φωνολογία του ατόµου (η) bilingual ¾ διπλόγλωσσος-η-ο,
atonal ¾ µη µουσικοτονικός-ή-ό ¾ δίγλωσσος-η-ο
ATR ¾ ΠΒΓ bilingualism ¾ διπλογλωσσία (η),
attenuative ¾ µετριαστικός-ή-ό ¾ διγλωσσία
attested ¾ επιβεβαιωµένος-η-ο bimoraic ¾ διµοραϊκός-ή-ό
attitudinal ¾ συµπεριφορικός-ή-ό binary feature ¾ δυαδικό χαρακτηριστικό (το)
attribute ¾ ιδιότητα (η) bind ¾ συνδέω/-οµαι αναφορικά,
attribute ¾ επίθετο (το) ¾ δεσµεύω/-οµαι αναφορικά
attribution ¾ επιθετικός προσδιορισµός (ο) binding ¾ αναφορική σύνδεση (η),
attributive ¾ επιθετικός-ή-ό ¾ αναφορική δέσµευση (η)
audible friction ¾ ακουστή τριβή (η) binomial ¾ διωνυµικός-η-ο
auditory phonetics ¾ αντιληπτική φωνητική (η) biolinguistics ¾ βιογλωσσολογία (η)
augmentative ¾ µεγεθυντικός-ή-ό, bioprogram(me) ¾ υπόθεση του βιοπρογράµµατος (η)
¾ επαυξητικός-ή-ό hypothesis
augmented ¾ γραµµατική ενισχυµένου δικτύου bipositionality ¾ διπλοθεσία (η)
transition network µετάβασης (η) biuniqueness ¾ αµφιµονοσηµαντότητα (η),
grammar αµφιµονοσήµαντο (το)
autohyponym ¾ αυτοϋπώνυµο (το) bivalent ¾ δισθενής-ής-ές
autolexical syntax ¾ αυτολεξική σύνταξη (η) black English ¾ καθοµιλουµένη των αγγλοφώνων
automata ¾ αυτόµατα (τα, πληθ.) vernacular αφροαµερικανών (η)
automatic ¾ αυτόµατος-η-ο blade ¾ λεπίδα της γλώσσας (η)
automatic speech ¾ αυτόµατη αναγνώριση οµιλίας (η) bleaching ¾ αποχρωµατισµός (ο),
recognition ¾ ξεθώριασµα (το)
automaton ¾ αυτόµατο (το) bleed ¾ απαγορεύω
autonomous ¾ αυτόνοµος-η-ο bleeding ¾ απαγόρευση (η)
autonomous syntax ¾ αυτόνοµη σύνταξη (η) blend ¾ αµάλγαµα (το),
autosegment ¾ αυτοτεµάχιο (το) ¾ µίγµα (το)
autosegmental ¾ αυτοτεµαχιακή φωνολογία (η) ¾ συµφυρµός (ο)
phonology blending ¾ αµαλγάµωση (η)
aux ¾ βοηθ block ¾ αποκλείω,
auxiliary ¾ βοηθητικός-ή-ό ¾ εµποδίζω
avalent ¾ ασθενής-ής-ές block language ¾ συντµηµένος λόγος (ο)
avoidance ¾ γλώσσες αποφυγής (οι) blocked ¾ αποκλεισµένος-η-ο
languages blocking ¾ αποκλεισµός (ο)
axiom ¾ αξίωµα (το) Bloomfieldian(ism) ¾ Μπλουµφιλντ (του)
axiomatic ¾ αξιωµατικός-ή-ό Bloomfieldiansim ¾ µπλουµφιλντιανισµός (ο)
axis ¾ άξονας (o) Boolean ¾ Μπουλ (του)
baby-talk ¾ βρεφική οµιλία (η), bootstrap(ping) ¾ βάση εκκίνησης (η)
¾ µωρουδίστικη οµιλία (η) borrow ¾ δανείζοµαι
back ¾ οπίσθιος-α-ο borrowing ¾ δανεισµός (ο)
backchannelling ¾ ένδειξη λήψης (η), bottom-up ¾ από κάτω προς τα πάνω,
¾ ανατροφοδότηση (η) ¾ από τη βάση προς τα πάνω
back-formation ¾ αναδροµικός σχηµατισµός (ο) bound ¾ δεσµευµένος-η-ο
backgrounding ¾ βάθος (το) boundary tone ¾ οριακός τόνος (o)
backlooping ¾ ανακύκλωση (η) boundary-symbol/- ¾ συνοριακό σύµβολο (το) / συνοριακός
bar ¾ τονούµενος-η-ο, marker δείκτης (ο)
¾ τόνος (ο) bounded foot ¾ δεσµευµένος πόδας (ο)
barrier ¾ φραγµός (ο) boundedness ¾ δεσµευτικότητα (η)
base ¾ βάση (η) bounding theory ¾ θεωρία των δεσµεύσεων (η)
basic ¾ βασικός-ή-ό brace ¾ άγκιστρα (τα)
basilect ¾ βασίλεκτος (η) bracketed grid ¾ επιγεγραµµένο πλέγµα (το)
basilectal ¾ βασιλεκτικός-ή-ό bracketing ¾ περίκλειση σε αγκύλες (η)
beat ¾ διακρότηµα (το), bracketing paradox ¾ παράδοξο της περίκλεισης σε αγκύλες
¾ κρούση (η) (το)
behaviourism ¾ συµπεριφορισµός (ο), brackets ¾ αγκύλες (οι)
¾ µπιχεβιορισµός (ο) branch ¾ κλάδος (ο, η)
benefactive ¾ ευεργεσιακός-ή-ό branching ¾ διακλάδωση (η),
¾ διακλαδούµενος-η-ο

513
breath group ¾ αναπνευστική οµάδα (η) child language ¾ κατάκτηση της παιδικής γλώσσας (η),
breathy ¾ µόρµυρος-η-ο (1) acquisition ¾ απόκτηση γλώσσας από το παιδί (η)
broad ¾ µη λεπτοµερής (η) choice ¾ επιλογή (η)
BT ¾ BO, ΜΟ chômeur ¾ ανενεργός-ή-ό
buccal ¾ ενδοστοµατικός-ή-ό Chomsky hierarchy ¾ ιεραρχία κατά Τσόµσκι (Chomsky) (η)
bunching ¾ εξόγκωση (η), Chomsky-adjoin ¾ προσαρτώ κατά Chomsky
¾ κουλούριασµα (το) Chomsky- ¾ προσάρτηση κατά Τσόµσκι (Chomsky)
bundle ¾ δεσµίδα (η) adjunction (η)
burst ¾ ριπή (η) Chomskyan ¾ Τσοµσκι Chomsky (του),
CA ¾ ΑΣ (Chomskian) ¾ Τσοµσκιανός-ή-ό
calculus ¾ λογισµός (ο) chrone ¾ χρονικό στοιχείο (το)
calque ¾ έκτυπο (το), chroneme ¾ χρόνηµα (το)
¾ µεταφραστικό δάνειο (το) chunk ¾ κέρµα (το)
canonical ¾ κανονικός-ή-ό chunking ¾ κερµατισµός (ο)
CAP ¾ ΑΕΣ cinematics ¾ κινηµατική (η)
capacity ¾ δυναµικότητα (η) cinemic ¾ κινηµικός-ή-ό
cardinal ¾ απόλυτο αριθµητικό (το) cinetics ¾ κινητική (η)
cardinal vowels ¾ οριακά φωνήεντα (τα) circonstant ¾ µη καθορισµένο στοιχείο (το)
caregiver/caretaker ¾ οµιλία γονέα / τροφού (η) circumfix ¾ περίθηµα (το)
speech
circumscribe ¾ περικυκλώνω
Cartesian ¾ Καρτεσιανή γλωσσολογία (η)
linguistics circumscription ¾ περικύκλωση (η)
case ¾ πτώση (η) citation form ¾ τύπος παραποµπής (ο)
cataphora ¾ καταφορικότητα (η), clashing ¾ σύγκρουση (η)
¾ καταδροµή (η) class ¾ τάξη (η)
cataphoric ¾ καταφορικός-ή-ό, classeme ¾ τάξηµα (το),
¾ καταδροµικός-ή-ό ¾ κλάσηµα (το)
categorial ¾ κατηγοριακός-ή-ό classification ¾ ταξινόµηση (η)
categorical ¾ κατηγοριακή αντίληψη (η) classifier ¾ ταξινοµητής (ο)
perception clausal ¾ προτασιακός-ή-ό,
categorization ¾ κατηγοριοποίηση (η) ¾ υποπροτασιακός-ή-ό
categorize ¾ κατηγοριοποιώ clause ¾ πρόταση (η),
category ¾ κατηγορία (η) ¾ υποπρόταση (η)
catenative ¾ αλυσοειδής-ής-ές clause-mate ¾ οµοπροτασιακός-ή-ό
causative ¾ αιτιακός-ή-ό clause-wall ¾ προτασιακό τείχος (το)
cavity ¾ κοιλότητα (η) clear l ¾ καθαρό l (το),
c-command ¾ δοµική επιβολή (η), ¾ φατνιακό l (το)
¾ επιβάλλοµαι δοµικά cleft sentence ¾ δίπτυχη πρόταση (η)
ceneme ¾ κίνηµα (το) click ¾ κλικ (click) (το)
cenemic ¾ κίνηµα (το) cline ¾ συνέχεια (η)
central ¾ κεντρικός-ή-ό clinical linguistics ¾ κλινική γλωσσολογία (η)
centralization ¾ κεντρικοποίηση (η) clipped form ¾ περικεκοµµένος τύπος (ο)
centralize ¾ κεντρικοποιώ clitic ¾ κλιτικό (το),
centre ¾ κέντρο (το), ¾ κλιτικός-ή-ό
¾ µέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) cliticization ¾ κλιτικοποίηση (η)
centre-embedding ¾ κεντρικός εγκιβωτισµός (ο), cliticize ¾ κλιτικοποιώ
¾ ενδοεγκιβωτισµός (ο) close ¾ κλειστός-ή-ό
centum language ¾ γλώσσα σέντουµ (centum) (η) closed ¾ κλειστός-ή-ό
chain ¾ αλυσίδα (η), closure ¾ φραγµός (ο),
¾ άλυση (η) ¾ κλείσιµο (το)
chain/choice ¾ αλυσίδα/επιλογή cluster ¾ σύµπλεγµα (το)
charm ¾ γοητεία (η), coalesce ¾ συµφύω
¾ θέλγητρο (το) coalescent ¾ επαµφοτερίζων-ουσα-ον
charmed ¾ γοητευµένος-η-ο, coarticulation ¾ συνάρθρωση (η)
¾ θελκτικός-ή-ό coctail party ¾ φαινόµενο του κοκτέιλ πάρτι (το)
charmless ¾ µη γοητευµένος-η-ο, phenomenon
¾ µη θελκτικός-ή-ό coda ¾ έξοδος (η)
chart ¾ διάγραµµα (το) code ¾ κώδικας (ο)
checked ¾ ανακεκοµµένος-η-ο codification ¾ κωδικοποίηση (η)
checking ¾ επαλήθευση (η), codify ¾ κωδικοποιώ
¾ επαληθευτικός-ή-ό cognate ¾ συγγενής-ής-ές,
chereme ¾ χείρηµα (το) ¾ σύστοιχος-η-ο
cherology ¾ χειρολογία (η) cognitive ¾ γνωσιακή (σηµασία) (η)
chest pulse ¾ στερνικός παλµός (o) (meaning)

514
cognitive grammar ¾ γνωσιακή γραµµατική (η) composition ¾ σύνθεση (η)
cognitive metaphor ¾ γνωσιακή µεταφορά (η) compositional ¾ συνθετικός-ή-ό
cognitive semantics ¾ γνωσιακή σηµασιολογία (η) compositionality ¾ συνθετικότητα (η)
cognize ¾ αντιλαµβάνοµαι compound ¾ σύνθετος-η-ο
coherence ¾ συνεκτικότητα (η) compounding ¾ σύνθεση (η)
cohesion ¾ συνοχή (η) comprehension ¾ κατανόηση (η)
cohesive ¾ συνοχικός-ή-ό computational ¾ υπολογιστική γλωσσολογία (η),
cohesiveness ¾ συνοχικότητα (η) linguistics ¾ πληροφορική γλωσσολογία (η)
co-hyponyms ¾ συνυπώνυµο (τα) computational ¾ υπολογιστικό σύστηµα (το)
co-index ¾ συνενδείκτης (ο), system
¾ φέρω τον ίδιο δείκτη conative ¾ προθετικός-ή-ό
co-indexing ¾ προσθήκη συνενδείκτη (η), concatenation ¾ αλυσιδωτή σύνδεση (η)
¾ συνένδειξη (η) concessive ¾ παραχωρητικός-ή-ό,
colescence ¾ σύµφυση (η) ¾ ενδοτικός-ή-ό
collapse ¾ σύµπτυξη (η), concord ¾ οµόνοια (η)
¾ συµπτύσσω condition ¾ συνθήκη (η),
collective ¾ περιληπτικός-ή-ό, ¾ περιορισµός (ο)
¾ συλλογικός-ή-ό conditional ¾ υποθετικός-ή-ό
colligate ¾ συναθροίζω/οµαι, conditioned/conditi ¾ προσαρµοσµένος-η-ο /προσαρµογή
¾ συνάπτω/οµαι oning (η),
colligation ¾ συνάθροιση (η), ¾ εξαρτηµένος-η-ο / εξάρτηση (η)
¾ σύναψη (η) configuration ¾ διάγραµµα (το)
collocability ¾ συµφρασιµότητα (η) configurational ¾ διαγραµµατικός-ή-ό
collocate ¾ σύµφραση (η) configurational ¾ διαγραµµατικές γλώσσες (οι)
collocation ¾ σύµφραση (η), languages
¾ συµπαράθεση (η) congruence ¾ σύµπτωση (η)
collocational ¾ συµφραστικός-ή-ό congruent ¾ συµπίπτων-ουσα-ον
colour ¾ χρώµα (το) conj ¾ Συνδ
colouring ¾ χρωµατισµός (ο) conjoin ¾ συνδέω
combinatorial ¾ συνδυαστικός-ή-ό conjoined ¾ συνδεδεµένος-η-ο
command ¾ προσταγή (η), conjoining ¾ σύνδεση (η)
¾ επιβολή (η) conjugate ¾ κλίνοµαι,
comment ¾ σχόλιο (το) ¾ συζευγνύοµαι
commissive ¾ δεσµευτικός-ή-ό conjugation ¾ συζυγία (η)
common ¾ κοινός-ή-ό conjunct ¾ προ-σύνδεσµος (o)
communicate ¾ επικοινωνώ conjunction ¾ σύζευξη (η),
communication ¾ επικοινωνία (η) (conjunct) ¾ σύνδεσµος (ο)
communicative ¾ επικοινωνιακός-ή-ό conjunctive ¾ συνδετικός-η-ο
commutation ¾ µεταλλαγή (η) connected speech ¾ συνδεδεµένη οµιλία (η)
Comp, COMP, C ¾ Σ∆ connection ¾ σύνδεση (η)
compact ¾ συµπαγής-ής-ές connectionism ¾ διασυνδετισµός (ο)
comparative ¾ συγκριτικός-ή-ό, connectionist ¾ διασυνδετικός-ή-ό
¾ αντιπαραθετικός-ή-ό connective ¾ συνδετικός-ή-ό
compensatory ¾ αναπληρωτική έκταση (η) connectivity ¾ συνδετικότητα (η)
lengthening connector ¾ συνδετικό (στοιχείο) (το)
competence ¾ γλωσσική ικανότητα (η) connotation ¾ συνδήλωση (η),
complement ¾ συµπλήρωµα (το) ¾ συνεκδοχή (η)
complementarity ¾ συµπληρωµατικότητα (η) connotative ¾ συνδηλωτικός-ή-ό,
complementary ¾ συµπληρωµατικός-ή-ό ¾ συνεκδοχικός-ή-ό
complementation ¾ συµπλήρωση (η) consonant ¾ σύµφωνο (το)
complementizer ¾ συµπληρωµατικός δείκτης (ο), consonant harmony ¾ συµφωνική αρµονία (η)
¾ Σ∆ consonantal ¾ συµφωνικός-ή-ό
complete feedback ¾ πλήρης ανατροφοδότηση (η) conspiracy ¾ συνωµοσία (η)
complex ¾ σύνθετος-η-ο, conspire ¾ συνωµοτώ
¾ πολύπλοκος-η-ο constant ¾ σταθερός-ή-ό
complex symbol ¾ σύνθετο σύµβολο (το) constant opposition ¾ σταθερή αντίθεση (η)
complexity ¾ συνθετότητα (η), constative ¾ διαπιστωτικός-ή-ό
¾ πολυπλοκότητα (η) constituency ¾ συστατικότητα (η)
component ¾ σηµασιακό συστατικό (το), constituent ¾ συστατικό (το),
¾ τοµέας (ο) ¾ συστατικός-ή-ό
componential ¾ σηµασιακά συστατικά (σε) constrain ¾ περιορίζω
compose ¾ συνθέτω constraint ¾ περιορισµός (ο)
composite ¾ σύνθετος-η-ο constricted ¾ στενωµένος-η-ο

515
constriction ¾ στένωση (η) co-ordinating ¾ παρατακτικός-ή-ό
construal ¾ ερµηνεία (η) co-ordination ¾ παράταξη (η),
construct ¾ δόµηµα (το) ¾ σύνδεση κατά παράταξη (η),
construction ¾ δοµή (η), ¾ παρατακτική σύνδεση (η)
¾ δόµηση (η), co-ordinative ¾ παρατακτικός-ή-ό
¾ σύνθεση (η) co-ordinator ¾ δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο)
construe ¾ ερµηνεύω Copenhagen School ¾ Σχολή της Κοπεγχάγης (η)
consultant ¾ σύµβουλος (ο, η) copula ¾ συνδετικό ρήµα (το)
contact (1) ¾ επαφή (η) (1) copulative ¾ συνδετικός-ή-ό
content ¾ περιεχόµενο (το) copy ¾ αντίγραφο (το),
contentive ¾ περιεχόµενο (το) ¾ αντιγράφω
context ¾ περικείµενο (το), copying ¾ αντιγραφή (η)
¾ περιβάλλον (το), core ¾ πυρήνας (ο),
¾ συγκείµενο (το), ¾ πυρηνικός-ή-ό
¾ συγκειµενικό περιβάλλον (το), co-referential ¾ συναναφορικός-ή-ό
¾ συµφραζόµενα (τα) co-referentiality ¾ συναναφορικότητα (η)
contextual ¾ περικειµενικός-ή-ό, co-representational ¾ συναναπαραστατική γραµµατική (η)
¾ περιβαλλοντικός-ή-ό grammar
contextualization ¾ περικειµενοποίηση (η), coronal ¾ κορωνιδικός-ή-ό
¾ ένταξη σε περιβάλλον corpora ¾ σώµατα κειµένου (τα, πληθ.)
continuant ¾ εξακολουθητικός-ή-ό corpus ¾ κόρπους (corpus) (το),
continuity ¾ υπόθεση της συνέχειας (η) ¾ σώµα κειµένου (το)
hypothesis correct ¾ ορθός-ή-ό
continuous ¾
εξακολουθητικός-ή-ό, correctness ¾ ορθότητα (η)
¾
διαρκείας (της) correlation ¾ συσχετισµός (ο)
contoid ¾ συµφωνοειδές (το) correlative ¾ συσχετικός-ή-ό
contour ¾ περίγραµµα (το), correspond ¾ αντιστοιχώ
¾ περίγυρος (ο), correspondence ¾ αντιστοιχία (η)
¾ περιγραµµατικός-ή-ό cost ¾ κόστος (το)
contracted ¾ συνηρηµένος-η-ο co-text ¾ συν-κείµενο (το)
contraction ¾ συναίρεση (η) count ¾ αριθµήσιµος-η-ο
contradictory ¾ αντιφατικός-ή-ό counter-agent ¾ υποκείµενο αντίδρασης (το)
contrafactive ¾ αντιγεγονοτικός-ή-ό counterbleed ¾ αντιαπαγορεύω
contrary ¾ αντίθετος-η-ο counterbleeding ¾ αντιαπαγόρευση (η)
contrast ¾ αντίθεση (η) counter-bleeding ¾ αντι-απαγόρευση (η)
contrastive ¾ αντιθετικός-ή-ό counter-example ¾ αντιπαράδειγµα (το)
contrastive accent ¾ αντιθετική προφορά (η) counter-factual ¾ αντιπραγµατικός-ή-ό
contrastive stress ¾ αντιθετικός δυναµικός τόνος (ο) counterfeed ¾ αντιτροφοδοτώ
contrastivity ¾ αντιθετικότητα (η) counterfeeding ¾ αντιτροφοδότηση (η)
control ¾ έλεγχος (ο), ελέγχω counter-feeding ¾ αντι-τροφοδότηση (η)
control agreement ¾ αρχή ελέγχου της συµφωνίας (η) counter-intuitive ¾ αντιδιαισθητικός (η)
principle counter- ¾ αντιδιαισθητικότητα (η)
controller ¾ ελεγκτής (ο) intuitiveness
convention ¾ σύµβαση (η) covered ¾ καλυµµένος-η-ο
conventional ¾ συµβατικός-ή-ό covert ¾ καλυµµένος-η-ο,
conventional ¾ συµβατικό υπονόηµα (το) ¾ µη εµφανής-ής-ές
implicature C-place ¾ τόπος συµφώνου (η)
converge ¾ συγκλίνω cps ¾ κύκλοι ανά δευτερόλεπτο (οι)
convergence ¾ σύγκλιση (η) crash ¾ κατάρρευση (η),
conversation ¾ ανάλυση συνοµιλίας (η) ¾ καταρρέω
analysis creak ¾ οξύς ήχος (ο),
conversational ¾ συνοµιλιακό υπονόηµα (το) ¾ τρίξιµο (το)
implicature creaky ¾ οξύηχος-η-ο,
conversational turn ¾ συνοµιλιακή συνεισφορά (η) ¾ τριζάτoς-η-ο
converse ¾ αντίστροφος-η-ο creative ¾ δηµιουργικός-ή-ό
creativity ¾ δηµιουργικότητα (η)
converseness ¾ αντιστροφικότητα (η) creole ¾ κρεολή (η),
conversion ¾ µετάπλαση (η) ¾ µιγαδική γλώσσα (η),
co-occur ¾ συνεµφανίζοµαι ¾ κρεολική γλώσσα (η)
co-occurence ¾ συνεµφάνιση (η) creolization ¾ κρεολοποίηση (η),
co-operative ¾ αρχή της συνεργασιµότητας (η) ¾ µιγαδοποίηση (η)
principle creolize ¾ κρεολοποιώ,
co-ordinate ¾ συντονιστικός-ή-ό ¾ µιγαδοποιώ
co-ordinate ¾ παρατακτικός-ή-ό criteria ¾ κριτήρια (τα)

516
critical linguistics ¾ κριτική γλωσσολογία (η) degenerate foot ¾ εκφυλισµένος πόδας (ο)
cross-over ¾ προσπέραση (η), degree ¾ βαθµός (ο),
¾ διασταύρωση (η) ¾ διαβαθµιστικός-ή-ό
cross-sectional ¾ συγχρονικό δείγµα (το), deictic ¾ δεικτικός-ή-ό
¾ αντιπροσωπευτικό δείγµα (το) deixis ¾ δείξη (η)
cryptophasia ¾ κρυπτοφασία (η) delayed ¾ καθυστερηµένος-η-ο
c-structure ¾ συστατική δοµή (η) delete ¾ απαλείφω
cue ¾ ένδειξη (η) deletion ¾ απαλοιφή (η)
culminative ¾ κορυφωσιακός-ή-ό delicacy ¾ λεπτότητα (η),
culminativity ¾ κορύφωση (η) ¾ λεπτοµέρεια (η)
cultural ¾ πολιτισµική µετάδοση (η) delicate ¾ λεπτός-ή-ό,
transmission ¾ λεπτοµερής-ής-ές
cupping ¾ κοίλωση (η) delimitative ¾ οριοθετικός-ή-ο (η)
curly brackets ¾ άγκιστρα (τα) delinking ¾ αποσύνδεση (η)
CV phonology ¾ φωνολογία ΣΦ (η) delinking ¾ αποσύνδεση (η)
CV rule ¾ κανόνας ΣΦ (o) delta ¾ δέλτα
CV, CVC, etc. ¾ ΣΦ, ΣΦΣ, κ.τ.λ. demibeat ¾ ηµιδιακρότηµα (το)
cycle (1) ¾ κύκλος (ο) demonstrative ¾ δεικτικός-ή-ό
cyclic ¾ κυκλικός-ή-ό demotion ¾ υποβάθµιση (η)
cyclical ¾ κυκλικός-ή-ό denasalised ¾ απορρινικοποιηµένος-η-ο
cyclicality ¾ κυκλικότητα (η) denominal ¾ ονοµατικό παράγωγο (το)
dark l ¾ µη καθαρό l (το), denotation ¾ δήλωση (η)
¾ υπερωικοποιηµένο l (το) denotative ¾ δηλωτικός-ή-ό
data ¾ δεδοµένα (τα) dental ¾ οδοντικός-ή-ό
dative ¾ δοτική (η) deontic ¾ δεοντικός-ή-ό
daughter ¾ θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) deoralization ¾ αποστοµατοποίηση (η)
daughter adjunction ¾ προσάρτηση σε θυγατρικό κόµβο (η) dependency ¾ γραµµατική της εξάρτησης (η)
daughter- ¾ γραµµατική της κάθετης εξάρτησης (η) grammar
dependency dependency ¾ φωνολογία της εξάρτησης (η)
grammar phonology
Davidsonian ¾ σηµασιολογία του Ντέιβιντσον dependent ¾ εξαρτώµενος-η-ο,
semantics (Davidson) (η) ¾ εξαρτηµένος-η-ο
de dicto ¾ ντε ντίκτο (de dicto) depth hypothesis ¾ υπόθεση του βάθους (η)
de re ¾ ντε ρε (de re) derivation ¾ παραγωγή (η)
death of language ¾ γλωσσικός θάνατος (ο) derivational ¾ παραγωγικός-ή-ό
debuccalization ¾ αποστοµατοποίηση (η) derive ¾ παράγω,
debuccalized ¾ αποστοµατοποιηµένος-η-ο ¾ παράγοµαι
declaration ¾ δήλωση (η) derived ¾ παράγωγος-η-ο,
declarative ¾ δηλωτικός-ή-ό ¾ παράγωγο (το)
declension ¾ κλίση (η) derived ¾ παραγόµενο περιβάλλον (το)
declination ¾ απόκλιση (η), environment
¾ κατερχόµενο ύψος (το) description ¾ περιγραφή (η)
decode ¾ αποκωδικοποιώ descriptive ¾ περιγραφικός-ή-ό
decompose ¾ αποσυνθέτω descriptivism ¾ περιγραφισµός (ο)
deconstruction ¾ αποδόµηση (η) descriptivist ¾ περιγραφιστής (ο)
decreolization ¾ αποκρεολοποίηση (η), desiderative ¾ εφετικός-ή-ό
¾ αποµιγαδοποίηση (η) designated terminal ¾ στοιχείο του προσδιορισµένου
decreolization ¾ αποκρεολοποίηση (η) element (DTE) τερµατικού (το)
decreolize ¾ αποκρεολοποιώ, destressed ¾ αποτονισµένος-η-ο (δυναµικά)
¾ αποµιγαδοποιώ destressing ¾ αποβολή δυναµικού τόνου (η)
deep structure ¾ βαθεία δοµή (η) det, DET, D ¾ Προσδ
default ¾ ουδέτερος-η-ο, deterioration ¾ επιδείνωση (η)
¾ βασικός-ή-ό, determiner ¾ προσδιοριστής (ο)
¾ τυπικός-ή-ό developmental ¾ εξελικτική γλωσσολογία (η)
defective ¾ ελλειµµατικός-ή-ό linguistics
deficit hypothesis ¾ υπόθεση της υστέρησης (η), deverbal ¾ ρηµατικό παράγωγο (το)
¾ υπόθεση της ανεπάρκειας (η) deviance ¾ απόκλιση (η) (2)
defining ¾ περιοριστικός-ή-ό deviant ¾ αποκλίνων-ουσα-ον
defining vocabulary ¾ λεξιλόγιο ορισµού (το) device ¾ µηχανισµός (o),
definite ¾ οριστικός-ή-ό ¾ συσκευή (η)
definiteness ¾ οριστικότητα (η) devoiced ¾ αποηχηροποιηµένος-η-ο
defooting ¾ αποβολή πόδα (η) devoicing ¾ αποηχηροποίηση (η)
deforestation ¾ αποψίλωση (η) dia- ¾ δια-

517
diachronic ¾ διαχρονικός-ή-ό distinctiveness ¾ διαφοροποιητικότητα (η)
diacritic ¾ διακριτικό σηµάδι (το), distinguisher ¾ διαφοροποιητικό στοιχείο (το),
¾ σηµάδι διάκρισης (το) ¾ διαφοροποιητής (ο)
diagramming ¾ διαγραµµατική (η) distributed ¾ κατανεµηµένος-η-ο
dialect ¾ διάλεκτος (η) distributed ¾ κατανεµηµένη αναπαράσταση (η)
dialectal ¾ διαλεκτικός-ή-ό representation
dialectology ¾ διαλεκτολογία (η) distribution(al) ¾ κατανοµή (η)
dialinguistics ¾ διαγλωσσολογία (η) distributional ¾ κατανοµικός-ή-ό
diamorph ¾ διαµόρφηµα (το) disyllable ¾ δισύλλαβος-η-ο
diaphone ¾ διαφώνηµα (το) ditransitive ¾ διµετάβατος-η-ο,
diasystem ¾ διασύστηµα (το) ¾ δίπτωτος-η-ο
diatype ¾ διάτυπος (ο) divergence ¾ απόκλιση (η)
DICE ¾ ΛΣΚΛ DO ¾ ΑΑ
difference ¾ υπόθεση της διαφοράς (η) docking ¾ πρόσδεση (η)
hypothesis do-deletion / ¾ απαλοιφή του do (η) / εισαγωγή του do
differential ¾ διαφορικός-ή-ό insertion / support (η) / υποστήριξη του do / µε το do (η)
diffuse ¾ διάχυτος-η-ο domain ¾ πεδίο (το)
diffusion ¾ διάδοση (η) domain ¾ περιοχή (η)
diglossia ¾ διγλωσσία (η), dominance ¾ κυριάρχηση (η),
¾ κοινωνική διγλωσσία (η) ¾ κυριαρχείν (το)
diglossic ¾ διγλωσσικός-ή-ό, dominate ¾ κυριαρχώ, κυριαρχούµαι
¾ δίγλωσσος-η-ο domination ¾ κυριαρχία (η)
digraph ¾ δίγραµµα (το), donkey sentence ¾ πρόταση ντάνκι (donkey) (η),
¾ δίψηφο (το) ¾ ονική πρόταση (η)
diminutive ¾ υποκοριστικό (το) dorsal ¾ ραχιαίος-α-ο
diphthong ¾ δίφθογγος (ο, η) dorsum ¾ ράχη (η),
diphthongal ¾ διφθογγικός-ή-ό ¾ οπίσθιο µέρος της γλώσσας (το)
diphthongization ¾ διφθογγοποίηση (η) double articulation ¾ διπλή άρθρωση (η)
diphthongize ¾ διφθογγοποιώ double-bar ¾ διπλός τόνος (ο),
direct ¾ άµεσος-η-ο, ¾ δισ-τονούµενος-η-ο
¾ ευθύς-εία-ύ double-base ¾ διπλής βάσης (της)
directed ¾ κατευθυνόµενος-η-ο doubly filled ¾ φίλτρο του διπλά πεπληρωµένου
directionality ¾ κατευθυντικότητα (η) COMP filter συµπληρωµατικού δείκτη (το)
directive ¾ κατευθυντικός-ή-ό downdrift ¾ κατερχόµενο ύψος (το)
director ¾ κατευθυντής (ο) downgraded ¾ έχει υποστεί φθίνουσα διαβάθµιση
disambiguate ¾ διασαφηνίζω downgrading ¾ φθίνουσα διαβάθµιση (η)
discontinuity ¾ ασυνέχεια (η) downstep ¾ αποδυνάµωση (η)
discontinuous ¾ ασυνεχής-ής-ές, downstepped ¾ αποδυναµωµένος-η-ο
¾ µη εξακολουθητικός-ή-ό DP ¾ ΠροσδΦ
discourse ¾ λόγος (ο) drag chain ¾ αλυσίδα έλξης (η)
discourse ¾ προσάρτηµα λόγου (το) DRS ¾ ∆ΑΛ
attachement drum language ¾ κώδικας τυµπάνου (ο)
discourse in ¾ λόγος στη συνεπαγωγή κοινής λογικής D-structure ¾ β(αθεία)-δοµή
common sense (ο) DTE ¾ ΣΠΤ
entailment dual ¾ δυϊκός-ή-ό
discourse ¾ θεωρία αναπαράστασης του λόγου (η) dualism ¾ δυϊσµός (ο)
representation dualist ¾ δυϊστής (ο),
theory ¾ δυϊστικός-ή-ό
discovery ¾ ανακάλυψη (η), duality (of ¾ δυϊκότητα (του σχηµατισµού/της
¾ ανεύρεση (η) patterning/structure δοµής) (η)
discrete ¾ ασυνεχής-ής-ές )
discreteness ¾ ασυνέχεια (η) dummy ¾ ψευδο-παραπλήρωµα (το),
disharmonic ¾ δυσαρµονικός-ή-ό ¾ σηµασιολογικά κενό στοιχείο (το)
disharmonicity ¾ δυσαρµονικότητα (η) duration ¾ διάρκεια (η)
disharmony, ¾ δυσαρµονία (η) durative ¾ διηνεκής-ής-ές
disjunct ¾ διαθεσιακός παραδιορισµός (ο) durativity ¾ ιδιότητα του διηνεκούς/διαρκούς
disjunction ¾ διάζευξη (η) dynamic ¾ δυναµικός-ή-ό
disjunctive ¾ διαζευκτικός-ή-ό dynamic time ¾ συστροφή δυναµικού χρόνου (η)
displaced ¾ µετατεθιµένος-η-ο warping
displacement ¾ µετάθεση (η dynamism ¾ δυναµισµός (ο)
dissimilation ¾ ανοµοίωση (η) ear-training ¾ εξάσκηση ακοής (η)
dissyllabic ¾ δισυλλαβικός-ή-ό echo ¾ αντηχητικός-ή-ό
distinctive ¾ διαφοροποιητικός-ή-ό eclectic ¾ εκλεκτικός-ή-ό

518
eclecticism ¾ εκλεκτισµός (o) entry ¾ λήµµα (το),
economy ¾ οικονοµία (η) ¾ καταχώριση (η)
ECP ¾ ΑΚΚ entry ¾ είσοδος (η)
-ed form ¾ τύπος –ed (ο), τύπος του αορίστου της environment ¾ περιβάλλον (το)
αγγλικής (ο) epenthesis ¾ επένθεση (η)
edge ¾ ακραίο µέρος (το), ακράιος-α-ο epenthetic ¾ επενθετικός-ή-ό
educational ¾ παιδαγωγική γλωσσολογία (η), EPG ¾ ΗΟΓ
linguistics ¾ εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) epicene ¾ επίκοινος-η-ο
egressive ¾ εκπνευστικός-ή-ό epistemic ¾ επιστηµικός-ή-ό
ejective ¾ έκκροτος-η-ο (το) eponym ¾ επωνύµιο (το)
elaborated ¾ επεξεργασµένος-η-ο, eponymous ¾ επωνυµικός-ή-ό
¾ ανεπτυγµένος-η-ο, equational ¾ εξισωτικός-ή-ό,
¾ διευρυµένος-η-ο ¾ εξοµοιωτικός-ή-ό
E-language ¾ εξ-γλώσσα (η) equative ¾ εξισωτικός-ή-ό,
elative ¾ εκτοπικός-ή-ό ¾ εξοµοιωτικός-ή-ό
electroaerometry ¾ ηλεκτροαεροµετρία (η) equi NP deletion ¾ απαλοιφή ισοδύναµης ΟΦ (η),
electrokymograph ¾ ηλεκτροκυµατογράφος (ο) ¾ έκπτωση ισοδύναµης ΟΦ (η),
electrokymographic ¾ ηλεκτροκυµατογραφικός-ή-ό ¾ απαλοιφή όµοιου υποκειµένου (η),
electrokymography ¾ ηλεκτροκυµατογραφία (η), ¾ απαλοιφή ταυτόσηµης ΟΦ (η)
¾ ηλεκτροκυµατογράφηµα (το) equipollent ¾ ισοδύναµος-η-ο
electromyograph ¾ ηλεκτροµυογράφος (ο) equipollent ¾ ισοδύναµη αντίθεση (η)
electromyographic ¾ ηλεκτροµυογραφικός-ή-ό opposition
electromyography ¾ ηλεκτροµυογραφία (η), equivalence ¾ ισοδυναµία (η)
¾ ηλεκτροµυογράφηµα (το) erasure ¾ εξάλειψη (η)
electropalatograph ¾ ηλεκτροουρανισκογράφος (ο), ergative ¾ εργαστικός-ή-ό
ηλεκτροπαλατογράφος (ο) ergativity ¾ εργαστικόητα (η)
electropalatographi ¾ ηλεκτροουρανισκογραφικός-ή-ό error ¾ λάθος (γνώσης) (το)
c esophageal ¾ οισοφαγικός-ή-ό
electropalatography ¾ ηλεκτροουρανισκογράφηµα (το) essential conditions ¾ αναγκαίες συνθήκες (οι)
¾ ηλεκτροουρανισκογραφία (η) essive ¾ υποστασιακός-ή-ό
element ¾ στοιχείο (το) EST ¾ ∆ΒΘ
elicit ¾ εκµαιεύω état de langue ¾ κατάσταση γλώσσας (η),
elicitation ¾ εκµαίευση (η) ¾ ετά ντε λανγκ,
elide ¾ ελλείπω ¾ état de langue
elision ¾ αποβολή (η), ethnography of ¾ εθνογραφία της επικοινωνίας (η)
¾ έκθλιψη (η) communication
ellipsis ¾ έλλειψη (η) ethnography of ¾ εθνογραφία της οµιλίας (η)
ellipted ¾ ελλίπων-ουσα-ον speaking
elliptical ¾ ελλειπτικός-ή-ό ethnolinguistics ¾ εθνογλωσσολογία (η)
elsewhere condition ¾ συνθήκη του λοιπού περιβάλλοντος (η) ethnomethodologist ¾ εθνοµεθοδολόγος (ο)
embed ¾ εγκιβωτίζω ethnomethodology ¾ εθνοµεθοδολογία (η)
embedded ¾ εγκιβωτισµένος-η-ο ethnopoetics ¾ εθνοποιητική (η)
embedding ¾ εγκιβωτισµός (ο) etic ¾ ητικός-ή-ό
EMG ¾ ΗΜΓ etymological ¾ ετυµολογικός-ή-ό
emic/etic ¾ ηµικός-ή-ό / ητικός-ή-ό etymology ¾ ετυµολογία (η)
emotive ¾ συγκινησιακός-ή-ό etymon ¾ έτυµον (το)
emphatic consonant ¾ εµφατικό σύµφωνο (το) eurhythmic ¾ εύρυθµος-η-ο
empty ¾ κενός-ή-ό eurhythmy ¾ ευρυθµία (η)
empty category ¾ αρχή της κενής κατηγορίας (η) evaluative ¾ αξιολογητικός-ή-ό
principle eventive ¾ τερµατικός-ή-ό
-en form ¾ τύπος –en (ο), evidential ¾ αυτοπτικός-ή-ό
¾ τύπος της µετοχής της αγγλικής evidentiality ¾ αυτοπτικότητα (η)
enclitic ¾ εγκλιτικός-ή-ό exceptional case ¾ απόδοση πτώσης κατ’εξαίρεση (η)
encode ¾ κωδικοποιώ marking (ECM)
endearment, terms ¾ όροι θωπεύµατος (οι) exclamation ¾ επιφώνηµα (το) (1)
of exclamative ¾ θαυµαστικός-ή-ό
endocentric ¾ ενδοκεντρικός-ή-ό exclamatory ¾ επιφωνηµατικός-ή-ό
endoglossic ¾ ενδογλωσσικός-ή-ό exclusive ¾ αποκλειστικός-ή-ό
endophora ¾ ενδοφορά (η), exhaustiveness ¾ διεξοδικότητα (η)
¾ ενδοφορική ιδιότητα (η) exhaustivity ¾ εξαντλητικότητα (η)
endophoric ¾ ενδοφορικός-ή-ό existential ¾ υπαρκτικός-ή-ό
engineering ¾ οργάνωση (η) exocentric ¾ εξωκεντρικός-ή-ό
entailment ¾ συνεπαγωγή (η) exoglossic ¾ εξωγλωσσικός-ή-ό

519
exophora ¾ εξωφορικότητα (η), finite-state ¾ γραµµατική των πεπερασµένων
¾ εξωφορά (η), grammar φάσεων (η)
¾ εξωφορική ιδιότητα (η) finite-state ¾ γλώσσα των πεπερασµένων φάσεων
exophoric ¾ εξωφορικός-ή-ό language (η)
expand ¾ αναπτύσσω first language ¾ πρώτη γλώσσα (η)
expansion ¾ ανάπτυξη (η) Firthian ¾ Φιρθ (Firth) (του)
experiencer ¾ δοκιµαζόµενος (ο), fis phenomenon ¾ φαινόµενο ‘φις’ (fis) (το)
¾ φορέας εµπειρίας (ο) fission ¾ σχάση (η)
experimental ¾ πειραµατική φωνητική (η) fixed ¾ σταθερός-ή-ό
phonetics flap ¾ µονοπαλλόµενος-η-ο
explanatory ¾ επεξηγηµατικός-ή-ό, flapped ¾ µονοπαλλόµενος-η-ο
¾ ερµηνευτικός-ή-ό flat ¾ επίπεδος-η-ο
expletive ¾ πλεοναστικός-ή-ό flat ¾ σχισµοειδής-ής-ές,
explicit ¾ ρητός-ή-ό ¾ µετριασµένος-η-ο
explicitness ¾ ρητότητα (η) floating ¾ περιπλανώµενος-η-ο,
exponence ¾ µορφική εκπροσώπηση (η) ¾ µετακινούµενος-η-ο
exponent ¾ µορφικός εκπρόσωπος (ο) flotation ¾ περιπλάνηση (η)
expression ¾ έκφραση (η) focal area ¾ περιοχή εστίασης (η)
expressive ¾ εκφραστικός-ή-ό focus ¾ εστίαση (η),
extended standard ¾ διευρυµένη βασική θεωρία ¾ εστιάζω,
theory ¾ εστία (η)
extension ¾ έκταση (η), folk etymology ¾ παρετυµολογία (η),
¾ διεύρυνση (η), ¾ λαϊκή ετυµολογία (η)
¾ επέκταση (η) foot ¾ πόδας (ο)
extensional ¾ εκτασιακός-ή-ό foreground ¾ προσκήνιο (το)
extensive ¾ εκτατικός-ή-ό, foregrounding ¾ προσκήνιο (το)
¾ εκτενής-ής-ές foreign language ¾ ξένη γλώσσα (η)
external adequacy ¾ έξωτερική επάρκεια (η) forensic linguistics ¾ δικαστική γλωσσολογία (η)
externalized ¾ εξωτερικευµένη γλώσσα (η) form ¾ τύπος (o),
language ¾ µορφή (η)
extralinguistic ¾ εξωγλωσσικός-ή-ό form of address ¾ τύπος προσφώνησης (ο)
extrametricality ¾ εξωµετρικότητα (η) form word ¾ τυπική λέξη (η)
extraposition ¾ εξωθέτηση (η) formal ¾ τυπικός-ή-ό
extraprosodicity ¾ εξωπροσωδιακότητα (η) formalism ¾ φορµαλισµός (ο)
extrasyllabic ¾ εξωσυλλαβικός-ή-ό formalist ¾ φορµαλιστικός-ή-ό
extrasyllabicity ¾ εξωσυλλαβικότητα (η) formality ¾ τυπικότητα (η)
extrinsic ¾ εξωγενής-ής-ές formalization ¾ τυποποίηση (η)
face ¾ πρόσωπο (το) formalize ¾ τυποποιώ
factitive ¾ µέσος-διάµεσος-η-ο formant ¾ διαµορφωτής (ο)
factive ¾ γεγονοτικός-ή-ό formation rule ¾ κανόνας σχηµατισµού (ο)
factivity ¾ γεγονοτικότητα (η) formative ¾ σχηµατιστικό στοιχείο (το)
falling/fall ¾ κατιών-ούσα-όν formulaic language ¾ τυποποιηµένη γλώσσα (η)
family ¾ οικογένεια (η), fortis ¾ τεταµένος-η-ο
¾ οικογενειακός-ή-ό fortition ¾ ενίσχυση (η)
fatherese ¾ πατρική οµιλία (η) fossilization ¾ απολίθωση (η)
favourite ¾ ευνοούµενος-η-ο fossilized ¾ απολιθωµένος-η-ο
feature ¾ χαρακτηριστικό (το) frame ¾ πλαίσιο (το)
feature geometry ¾ γεωµετρία των χαρακτηριστικών (η) free ¾ ελεύθερος-η-ο
feed ¾ τροφοδοτώ frequency ¾ συχνότητα (η)
feedback ¾ ανατροφοδότηση (η), frequentative ¾ θαµιστικός-ή-ό
¾ ανάδραση (η) fricative ¾ τριβόµενος-η-ο
feeding ¾ τροφοδότηση (η) friction ¾ τριβή (η)
felicity conditions ¾ συνθήκες επιτυχίας (οι) frictionless ¾ άτριβος-η-ο εξακολουθητικός-η-ο
field ¾ πεδίο (το) continuant
filled pause ¾ πεπληρωµένη παύση (η) front ¾ πρόσθιος-α-ο,
filler ¾ στοιχείο πλήρωσης (το), ¾ προράχη (η),
¾ εµβόλιµος τύπος (ο), ¾ προτάσσω
¾ προσθήκη (η) fronted ¾ προσθιωµένος-η-ο,
filter ¾ φίλτρο (το), ¾ προσθιοποιηµένος-η-ο
¾ φλιτράρω, fronting ¾ προσθίωση (η),
¾ διηθώ ¾ προσθιοποίηση (η)
filtered speech ¾ φιλτραρισµένη οµιλία (η) fronting ¾ πρόταξη (η)
final ¾ τελικός-ή-ό
finite ¾ παρεµφατικός-ή-ό

520
frozen expression ¾ απολιθωµένη έκφραση (η), ghost segment ¾ τεµάχιο-φάντασµα (το)
¾ παγιωµένη έκφραση (η) given ¾ γνωστός-ή-ό,
FSP ¾ ΛΠΠ ¾ δεδοµένος-η-ο
f-structure ¾ λειτουργική δοµή (η) glide ¾ ηµίφωνο (το),
full ¾ πλήρης-ης-ες ¾ µεταβατικός φθόγγος (ο)
function ¾ λειτουργώ, global ¾ σφαιρικός-ή-ό
¾ λειτουργία (η), glossematics ¾ γλωσσηµατική (η)
¾ συνάρτηση (η) glosseme ¾ γλώσσηµα (το)
function word ¾ λειτουργική λέξη (η) glossogenetics ¾ γλωσσογενετική (η)
functional ¾ λειτουργικός-ή-ό, glossolalia ¾ γλωσσολαλία (η)
¾ συναρτησιακός-ή-ό glossolalic ¾ γλωσσολαλικός-ή-ό
functional grammar ¾ λειτουργική γραµµατική (η) glossolalist ¾ γλωσσολαλιστής (ο)
functional sentence ¾ λειτουργική προοπτική της πρότασης glossolalistic ¾ γλωσσολαλιστικός-ή-ό
perspective (η) glottal ¾ γλωττιδικός-ή-ό
functor ¾ συναρτητής (ο), glottalic ¾ γλωττιδικός-ή-ό
¾ λειτουργικό στοιχείο (το), glottalization ¾ γλωττιδικοποίηση (η)
¾ συσχετιστής (ο) glottalize ¾ γλωττιδικοποιώ
fundamental ¾ θεµελιώδης συχνότητα (η) glottis ¾ γλωττίδα (η)
frequency glottochronology ¾ γλωσσοχρονολόγηση (η)
fuse ¾ διαχέω, διαχέοµαι goal ¾ στόχος (ο)
fusion ¾ συνίζηση (η), God’s truth ¾ αλήθεια του Θεού (η)
¾ διάχυση (η), govern ¾ κυβερνώ
¾ σύντηξη (η), governed ¾ κυβερνώµενος-η-ο,
¾ συγχώνευση (η), ¾ κυβερνηµένος-η-ο
¾ σύµµιξη (η) governing ¾ κυβερνητικός-ή-ό
fusional ¾ διάχυτος-η-ο government ¾ κυβέρνηση (η)
future tense ¾ µέλλων χρόνος (ο) government ¾ φωνολογία της κυβέρνησης (η)
fuzzy ¾ ασαφής-ής-ές, phonology
¾ απροσδιόριστος-η-ο government theory ¾ θεωρία της κυβέρνησης (η)
gap ¾ κενό (το) government- ¾ θεωρία της κυβέρνησης και
gapping ¾ κενό (το) binding theory, αναφορικής σύνδεσης (η)
GB ¾ ΚΑΣ government and
geminate ¾ δίδυµος-η-ο binding theory GB
gemination ¾ διδυµία (η) governor ¾ κυβερνήτης (ο)
gender ¾ γένος (το) GPSG ¾ ΓΓΦ∆
genealogical ¾ γενεαλογική ταξινόµηση (η) gradability ¾ διαβαθµισιµότητα (η)
classification gradable ¾ διαβαθµίσιµος-η-ο
general ¾ γενικός-ή-ό ungradable ¾ µη διαβαθµίσιµος-η-ο
General American ¾ κοινή αµερικανική ποικιλία (η) gradation ¾ διαβάθµιση (η),
generality ¾ γενικότητα (η) ¾ βαθµοθεσία (η),
generalization ¾ γενίκευση (η) ¾ σταδιακή τροπή (φωνήεντος) (η)
generalize ¾ γενικεύω gradience ¾ βαθµιδωτός-ή-ό
generalized ¾ γενικευµένος-η-ο gradual ¾ βαθµιαίος-α-ο
generalized phrase- ¾ γραµµατική της γενικευµένης gradual opposition ¾ βαθµιαία αντίθεση (η)
structure grammar φραστικής δοµής (η) grammar ¾ γραµµατική (η)
generate ¾ γεννώ, grammarian ¾ γραµµατικός (ο)
¾ γεννιέµαι, grammatical ¾ γραµµατικός-ή-ό
¾ παράγω grammaticality ¾ γραµµατικότητα (η)
generation ¾ γένεση (η) grammaticalize ¾ γραµµατικοποιώ
generative ¾ γενετικός-ή-ό
generativist ¾ γενετικιστής (ο) grammaticalness ¾ γραµµατικότητα (η)
generic ¾ γενικευτικός-ή-ό graph ¾ γραφή (η)
genetic ¾ γενετική ταξινόµηση (η) grapheme ¾ γράφηµα (το)
classification graphemics ¾ γραφηµική (η)
Geneva School ¾ Σχολή της Γενεύης (η) graphetic ¾ γραφητικός-ή-ό
genitive ¾ γενική (η) graphetics ¾ γραφητική (η)
genre ¾ κειµενικό είδος (το), graphic substance ¾ γραφική υπόσταση (η)
¾ γραµµατειακό είδος (το) graphological ¾ γραφολογικός-ή-ό
geographical ¾ γεωγραφική γλωσσολογία (η) graphology ¾ γραφολογία (η)
linguistics grave ¾ βαρύς-εία-ύ
geolinguistics ¾ γεωγλωσσολογία (η) greed ¾ αρχή της απληστίας (η)
geometry ¾ γεωµετρία (η) grid ¾ πλέγµα (το)
gerund ¾ γερούνδιο (το) grinder ¾ αλεστής (ο)
gesture ¾ κίνηση (η)

521
grinding ¾ άλεση (η), homophone ¾ οµόφωνο (το)
¾ αλεστικός-ή-ό homophonic ¾ οµοφωνικός-ή-ό
groove ¾ κοίλος-η-ο homophony ¾ οµοφωνία (η)
grooved ¾ κοιλωµένος-η-ο homorganic ¾ οµοργανικός-ή-ό
grooving ¾ κοίλωση (η) honorific ¾ ευγενείας (της)
ground ¾ αλεσµένος-η-ο hortative ¾ παρακελευσµατικός-ή-ό
group ¾ οµαδικός-ή-ό, HPSG ¾ ΓΚΦ∆
¾ οµάδα (η), hypercorrection ¾ υπερδιόρθωση (η)
¾ ενότητα (η) hypernasality ¾ υπερρινικότητα (η)
guttural ¾ λαρυγγοφαρυγγικός-ή-ό hypernym ¾ υπερώνυµο (το)
habitual ¾ θαµιστικός-ή-ό hypersememic ¾ υπερσηµηµικός-ή-ό
half-close ¾ ηµίκλειστος-η-ο hyperurbanism ¾ υπεραστισµός (ο)
half-open ¾ ηµιανοικτός-ή-ό hypocoristic ¾ υποκοριστικό (το),
Hallidayan ¾ Χάλιντεϊ (Halliday) (του) ¾ χαϊδευτικό (το)
hand configuration ¾ διαµόρφωση των χεριών (η) hyponasality ¾ υπορρινικότητα (η)
haplology ¾ απλολογία (η) hyponym ¾ υπώνυµο (το)
hard consonant ¾ σκληρό σύµφωνο (το) hyponymy ¾ υπωνυµία (η)
hard palate ¾ ουρανίσκος (σκληρός) (ο) hypophonemic ¾ υποφωνηµικός-ή-ό
harmonic ¾ αρµονική (η), hypotactic ¾ υποτακτικός-ή-ό
¾ αρµονικός-ή-ό hypotaxis ¾ υπόταξη (η)
harmonic ¾ φωνολογία της αρµονίας (η) IA ¾ Σ∆
phonology iamb ¾ ίαµβος (ο)
harmony ¾ αρµονία (η) iambic reversal ¾ ιαµβική αναστροφή (η)
hash ¾ δίεση (η) IC ¾ ΑΣ
head ¾ κεφαλή (η) iconic ¾ εικονικός-ή-ό
head-driven phrase- ¾ γραµµατική της κεφαλοστραφούς iconicity ¾ εικονικότητα (η)
structure grammar φραστικής δοµής (η) ID ¾ AK
headed ¾ κεφαλοφόρος-ος-ο idealization ¾ εξιδανίκευση (η)
headword ¾ λέξη κεφαλή (η) idealize ¾ εξιδανικεύω
heavy ¾ βαρύς-ιά-ύ ideational ¾ νοησιακός-ή-ό
hedge (noun/verb) ¾ υπεκφυγή (η) ideophone ¾ ιδεόφωνο (το)
heightened sub- ¾ αυξηµένη υπογλωττιδική πίεση (η) ideophonic ¾ ιδεοφωνικός-ή-ό
glottal pressure idioglossia ¾ ιδιογλωσσία (η)
Hertz ¾ Χερτς (Hertz, Hz) idiolect ¾ ιδιόλεκτος (η)
hesitation ¾ δισταγµός (ο) idiom ¾ ιδιωµατισµός (ο)
heterography ¾ ετερογραφία (η) idiomatic ¾ ιδιωµατικός-ή-ό
heteronym ¾ ετερώνυµο (το) idiophone ¾ ιδιόφωνο (το)
heteronymy ¾ ετερωνυµία (η) I-language ¾ εσ-γλώσσα (η)
heterorganic ¾ ετεροργανικός-ή-ό ill formed ¾ µη ορθώς σχηµατισµένος-η-ο
heuristic ¾ ευρετικός-ή-ό illative ¾ κατευθυνσιακός-ή-ό
hidden Markov ¾ κρυφό πρότυπο (Markov) Μαρκόφ ill-formedness ¾ µη ορθός σχηµατισµός (ο)
model (το) illocutionary ¾ προσλεκτικός-ή-ό
hierarchical ¾ ιεραρχικός-ή-ό imitation ¾ µίµηση (η)
hierarchy ¾ ιεραρχία (η) immediate ¾ άµεσο συστατικό (το)
high ¾ υψηλός-ή-ό constituent
higher category ¾ ανώτερη κατηγορία (η) immediate ¾ άµεση κυριαρχία (η)
historical ¾ ιστορική γλωσσολογία (η) dominance
linguistics imperative ¾ προστακτική (η)
hocus-pocus ¾ χόκους-πόκους (hocus-pocus) imperfect tense ¾ παρατατικός χρόνος (ο)
hodiernal ¾ παροντικός-ή-ό imperfective ¾ µη συνοπτικός-ή-ό
hold ¾ στάση (η), impersonal ¾ απρόσωπος-η-ο
¾ αναλλοίωτη διατήρηση (η) implicational ¾ συνεπαγωγική κλιµάκωση (η)
holding ¾ αναλλοίωτη διατήρηση (η) scaling
holophrase ¾ ολόφραση (η) implicational ¾ συνεπαγωγική καθολική αρχή (η)
holophrasis ¾ ολόφραση (η) universal
holophrastic ¾ ολοφραστικός-ή-ό implicature ¾ υπονόηµα (το)
homograph ¾ οµόγραφο (το) implosive ¾ εσωθητικός-η-ο
homographic ¾ οµογραφικός-ή-ό inalienable ¾ µη αλλοτριώσιµος-η-ο,
homography ¾ οµογραφία (η) ¾ αναπόσπαστος-η-ο
homonym ¾ οµώνυµο (το) inanimate ¾ άψυχος-η-ο
homonymic ¾ οµωνυµικός-ή-ό inanimate ¾ άψυχος-η-ο
homonymy ¾ οµωνυµία (η) inceptive ¾ εναρκτικός-ή-ό,
homophene ¾ οµόφαινο (το) ¾ δηλωτικός-ή-ό του ‘γίγνεσθαι’

522
inchoative ¾ εναρκτικός-ή-ό intensifier ¾ εντασιακός δείκτης (ο),
included ¾ εγκλεισµένος-η-ο ¾ ενισχυτικός προσδιορισµός (ο)
inclusion ¾ εγκλεισµός (ο) intensifying ¾ ενισχυτικός-ή-ό,
inclusive ¾ µη αποκλειστικός-ή-ό, ¾ εντασιακός-ή-ό
¾ εγκλειστικός-ή-ό intension ¾ ένταση (η),
incompatibility ¾ ασυµβατότητα (η) ¾ διάταση (η)
incompatible ¾ ασύµβατος-η-ο intensional ¾ εντασιακός-ή-ό,
incorporate ¾ ενσωµατώνω, ¾ διατενής-ής-ές
¾ ενσωµατώνοµαι intensity ¾ ένταση (η)
incorporating ¾ ενσωµατωσιακός-ή-ό intensive ¾ εντατικός-ή-ό
incorporation ¾ ενσωµάτωση (η) interaction ¾ διεπίδραση (η),
indefinite ¾ αόριστος-η-ο ¾ αλληλεπίδραση (η)
indefiniteness ¾ αοριστότητα (η) interchangeability ¾ εναλλαξιµότητα (η)
indeterminacy ¾ απροσδιοριστία (η) interclausal ¾ ενδοπροτασιακή γραµµατική (η)
indeterminate ¾ απροσδιόριστος-η-ο grammar
index ¾ ενδείκτης (ο) interdental ¾ µεσοδοντικός-ή-ό
indexical ¾ ενδεικτικός-ή-ό interface ¾ επίπεδο διασύνδεσης (το),
indexicality ¾ ενδεικτικότητα (η) ¾ διεπίπεδο (το),
indexing ¾ προσθήκη ενδείκτη (η) ¾ διεπαφή (η),
indicative ¾ οριστική (η) ¾ επίπεδο διεπαφής (το)
indices ¾ ενδείκτες (οι) interference ¾ παρεµβολή (η)
indirect ¾ έµµεσος-η-ο, πλάγιος-α-ο interjection ¾ επιφώνηµα (το)
inessive ¾ εντοπικός-ή-ό interlanguage ¾ διαγλώσσα (η)
infelicitous ¾ ανεπιτυχές εκφώνηµα (το) inter-level ¾ ενδιάµεσο επίπεδο (το)
utterance interlingua(l) ¾ ιντερλίνγκουα (interlingua) (η)
infinitival ¾ απαρεµφατικός-ή-ό intermediate ¾ ενδιάµεσος-η-ο
infinitive ¾ απαρέµφατο (το) internal adequacy ¾ εσωτερική επάρκεια (η)
infix ¾ ένθηµα (το) internal ¾ εσωτερική ανασύνθεση (η)
infixation ¾ ενθηµατοποίηση (η) reconstruction
infixing ¾ ενθηµατικός-ή-ό internalize ¾ εσωτερικεύω
INFL, I ¾ Κλ internalized ¾ εσωτερικευµένη γλώσσα (η)
inflect ¾ κλίνοµαι language
inflecting ¾ κλιτικός-ή-ό International ¾ ∆ιεθνής Φωνητική Εταιρεία (η),
inflection ¾ κλίση (η), Phonetic ¾ ∆ιεθνής Φωνητικός Οργανισµός (ο),
¾ κλιτική κατάληξη (η), Association ¾ ∆ιεθνές Φωνητικό Ινστιτούτο (το)
¾ κλιτικός-ή-ό interpersonal ¾ διαπροσωπικός-ή-ό
inflectional ¾ κλιτικός-ή-ό interpretive ¾ ερµηνευτικός-ή-ό
inflexion ¾ κλίση (η) interrogative ¾ ερωτηµατικός-ή-ό
inflexional ¾ κλιτικός-ή-ό interruptability ¾ διασπαστικότητα (η)
informant ¾ πληροφορητής (ο) interrupted ¾ διακεκοµµένος-η-ο
information ¾ πληροφορία (η) intervocalic ¾ διαφωνηεντικός-ή-ό
-ing form ¾ τύπος –ing (ο), intonation ¾ επιτονισµός (ο)
¾ τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) intransitive ¾ αµετάβατος-η-ο
ingressive ¾ εισπνευστικός-ή-ό intransitivity ¾ αµεταβατότητα (η)
inherent features ¾ εγγενή χαρακτηριστικά (τα) intrinsic ¾ ενδογενής-ής-ές
inherit ¾ κληρονοµώ intrusion ¾ παρείσδυση (η)
inheritance ¾ κληρονοµία (η), intuition ¾ διαίσθηση (η)
¾ κληρονόµηση (η) intuitive ¾ διαισθητικός-ή-ό
initial ¾ αρχικός-ή-ό invariable ¾ αµετάβλητος-η-ο
initial symbol ¾ αρχικό σύµβολο (το) invariance ¾ αµεταβλητότητα (η)
initialism ¾ αρχικά (τα) invariant ¾ αµετάβλητος-η-ο
initiation ¾ έναρξη (η) inventory ¾ κατάλογος (ο)
initiator ¾ εναρκτήριο όργανο (το) inversion ¾ αντιστροφή (η)
innate ¾ έµφυτος-η-ο IP ¾ Σ∆
innateness ¾ εµφυτότητα (η) irrealis ¾ µη πραγµατικός-ή-ό
insert ¾ εισάγω irregular ¾ ανώµαλος-η-ο
insertion ¾ εισαγωγή (η) irregularity ¾ ανωµαλία (η)
instantaneous ¾ στιγµιαίος-α-ο -isation/-ization ¾ -ποίηση (η)
institutional ¾ θεσµική γλωσσολογία (η) -ise/ize ¾ -ποιώ
linguistics -ised/-ized ¾ -ποιηµένος-η-ο
instrumental ¾ οργανικός-ή-ό island ¾ νησίδα (η)
instrumental ¾ εργαστηριακή φωνητική (η), iso- ¾ ισο-
phonetics ¾ πειραµατική φωνητική (η)

523
isochrony/isochroni ¾ ισοχρονία (η) / ισοχρονισµός (ο) language awareness ¾ γλωσσική επίγνωση (η),
sm ¾ γλωσσική συναίσθηση (η),
isolated ¾ µεµονωµένος-η-ο ¾ γλωσσική συνειδητότητα (η)
isolated opposition ¾ µεµονωµένη αντίθεση (η) langue ¾ λάνγκ (langue) (η),
isolating ¾ αποµονωτικός-ή-ό ¾ γλώσσα (η)
isolation ¾ αποµόνωση (η) laryngeal ¾ λαρυγγικός-ή-ό
isomorphic ¾ ισοµορφικός-ή-ό laryngealization ¾ λαρυγγοποίηση (η)
isomorphism ¾ ισοµορφισµός (ο) laryngograph ¾ λαρυγγογράφος (ο)
item ¾ στοιχείο (το) laryngoscope ¾ λαρυγγοσκόπιο (το)
item and ¾ στοιχείο και διάταξη larynx ¾ λάρυγγας (ο)
arrangement (IA) latent consonant ¾ λανθάνον σύµφωνο (το)
item and process ¾ στοιχείο και διεργασία lateral ¾ πλευρικός-ή-ό
(IP) laterally ¾ πλευρικά (επίρ.)
iteration ¾ επανάληψη (η) law ¾ νόµος (ο)
iterative ¾ επαναληπτικός-ή-ό lax ¾ χαλαρός-ή-ό
iterativity ¾ επαναληπτικότητα (η) layer ¾ διαστρωµάτωση (η)
Jakobsonian ¾ Γιάκοµπσον (Jakobson) (του) layering ¾ υπόστρωση (η)
jaw setting ¾ ρύθµιση της γνάθου (η) lead ¾ καθοδηγητική ένδειξη (η)
junction ¾ συναρµογή (η) learnability ¾ µαθησιµότητα (η)
juncture ¾ σύνδεση (η), lect ¾ λέκτος (η)
¾ άρµοση (η), lectal ¾ λεκτικός-ή-ό
¾ αρµός (ο) left dislocation ¾ αριστερή µετατόπιση (η)
¾ σύνδεση (η) left-associative ¾ αριστερή προσεταιριστική γραµµατική
jussive ¾ ειδική προστακτική (η) grammar (η)
Katz-Postal ¾ υπόθεση Κατς-Πόσταλ (Katz-Postal) left-branching ¾ αριστερή διακλάδωση (η)
hypothesis (η) left-linear grammar ¾ αριστερή γραµµική γραµµατική (η)
kernel ¾ πυρήνας (ο), lemma ¾ λήµµα (το)
¾ πυρηνικός-ή-ό length ¾ µήκος (το),
key ¾ κλειδί (το) ¾ µακρότητα (η)
kine ¾ κινηµατική µορφή (η) lenis ¾ ασθενής-ής-ές
kineme ¾ κινήµηµα (το) lenition ¾ εξασθένιση (η)
kinesic ¾ κινηµατικός-ή-ό level ¾ επίπεδο (το),
kinesics ¾ κινηµατολογία (η) ¾ επίπεδος-η-ο,
kinetic ¾ κινητικός-ή-ό ¾ σχηµατίζοµαι αναλογικά
kinship terms ¾ όροι συγγένειας (οι) levelling ¾ αναλογικός σχηµατισµός (ο)
label ¾ επιγράφω, level-skipping ¾ παράλειψη επιπέδου (η)
¾ τιτλοφορώ, lexeme ¾ λέξηµα (το)
¾ επιγραφή (η) lexical ¾ λεξικός-ή-ό,
labelled ¾ επιγεγραµµένος-η-ο, ¾ λεξικολογικός-ή-ό
¾ τιτλοφορηµένος-η-ο lexical noun phrase ¾ λεξική ονοµατική φράση (η)
labelling ¾ τοποθέτηση επιγραφής (η), lexical NP ¾ λεξική ΟΦ (η)
¾ τιτλοφόρηση (η) lexical phonology ¾ λεξική φωνολογία (η)
labial ¾ χειλικός-ή-ό lexical ¾ γλώσσα λεξικής αναπαράστασης (η)
labialization ¾ χειλικοποίηση (η) representation
labialize ¾ χειλικοποιώ language
labio-dental ¾ χειλοδοντικός-ή-ό lexical-functional ¾ λεξική-λειτουργική γραµµατική (η)
labio-dentalization ¾ χειλοδοντικοποίηση (η) grammar
labio-dentalize ¾ χειλοδοντικοποιώ lexicalist ¾ λεξικαλιστικός-ή-ό
labio-velar ¾ χειλοϋπερωϊκός-ή-ό lexicalize ¾ λεξικοποιώ
labio-velarization ¾ χειλοϋπερωϊκοποίηση (η) lexicography ¾ λεξικογραφία (η)
labio-velarize ¾ χειλοϋπερωϊκοποιώ lexicology ¾ λεξικολογία (η)
LAD ¾ ΜΓΚ lexicon ¾ λεξικό (το),
lag ¾ καθυστέρηση (η), ¾ λεξικολόγιο (το)
¾ χρονική υστέρηση (η), lexicostatistics ¾ λεξικοστατιστική (η)
¾ βράδυνση (η) lexis ¾ λέξις (η)
lambda (λ) ¾ λάµδα (το), LF ¾ Λ∆
¾ λάµβδα (το) LFG ¾ ΛΛΓ
lamina ¾ προράχη της γλώσσας (η) liaison ¾ λιεζόν (liaison) (η),
laminal ¾ προραχιαίος-α-ο ¾ συνεκφώνηση (η),
laminar ¾ προραχιαίος-α-ο ¾ υφέν (το),
lamino- ¾ προραχιαιο- ¾ συνεκφορά (η)
landing site ¾ σηµείο κατάληξης (το) license ¾ εξουσιοδοτώ,
language ¾ γλώσσα (η), γλωσσικός-ή-ό ¾ νοµιµοποιώ

524
licenser ¾ εξουσιοδότης (ο), logophoric ¾ λογοφορικός-ή-ό
¾ νοµιµοποιητής (ο) London School ¾ Σχολή του Λονδίνου (η)
licensing ¾ εξουσιοδότηση (η), long (sound) ¾ µακρός-ά-ό (φθόγγος)
¾ νοµιµοποίηση (η) longitudinal ¾ διαχρονικό/ή δείγµα/µελέτη (το/η),
light syllable ¾ ελαφριά συλλαβή (η) ¾ διαµήκης-ης-ες
line ¾ γραµµή (η) loopback ¾ ανακύκλωση (η)
linear ¾ γραµµικός-ή-ό loss (of language) ¾ απώλεια (γλώσσας) (η)
linear grammar ¾ γραµµική γραµµατική (η) loudness ¾ ακουστότητα (η)
linear phonology ¾ γραµµική φωνολογία (η) low ¾ χαµηλός-ή-ό
linear precedence ¾ κανόνας γραµµικής προτεραιότητας (ο) lower category ¾ κατώτερη κατηγορία (η)
rule lowering ¾ χαµήλωση (η)
linear prediction ¾ γραµµική πρόβλεψη (η) loyalty (language) ¾ αφοσίωση (γλωσσική) (η)
linearity ¾ γραµµικότητα (η) LP rule ¾ κανόνας ΓΠ
lingua franca ¾ λίνγκουα φράνκα (lingua franca), ludic ¾ λογοπαικτικός-ή-ό
¾ γλώσσα διαµεσολάβησης (η) ludling ¾ λογοπαίγνιο (το)
lingual ¾ γλωσσικός-η-ο (όργανο) macrolinguistic ¾ µακρογλωσσολογικός-ή-ό,
linguist ¾ γλωσσολόγος (ο) ¾ µακρογλωσσικός-ή-ό
linguistic ¾ γλωσσικός-ή-ό, macrolinguistics ¾ µακρογλωσσολογία (η)
¾ γλωσσολογικός-ή-ό macro-phylum ¾ µακρόφυλο (το)
linguistic ¾ γλωσσολογική ανθρωπολογία (η) main ¾ κύριος-α-ο,
anthropology ¾ ανεξάρτητος-η-ο
linguistic atlas ¾ γλωσσικός άτλας (ο) maintenance ¾ διατήρηση (η)
linguistic ¾ γλωσσική αιτιοκρατία (η) major ¾ κύριος-α-ο,
determinism ¾ µείζων-ων-ον
linguistic ¾ γλωσσικό περιβάλλον (το) major class feature ¾ χαρακτηριστικό κύριας τάξης (το)
environment mandibular setting ¾ γναθιαία ρύθµιση (η)
linguistic ¾ γλωσσολογική γεωγραφία (η) manifest ¾ εκδηλώνοµαι
geography manifestation ¾ εκδήλωση (η)
linguistic ¾ ιστοριογραφία της γλωσσολογίας (η) manner ¾ τροπικός-ή-ό,
historiography ¾ τρόπος (ο)
linguistic ¾ γλωσσολογική φιλοσοφία (η) manner of ¾ τρόπος άρθρωσης (ο)
philosophy articulation
linguistic relativity ¾ γλωσσική σχετικότητα (η) map ¾ αντιστοιχίζω,
linguistically ¾ γλωσσολογικά σηµαντική γενίκευση ¾ απεικονίζω
significant (η) mapped ¾ αντιστοιχισµένος-η-ο,
generalization ¾ απεικονισµένος-η-ο
linguistics ¾ γλωσσολογία (η) mapping ¾ αντιστοίχιση (η),
linguo- ¾ γλωσσο- ¾ απεικόνιση (η)
linkage ¾ σύνδεση (η) marginal auxiliary ¾ περιθωριακό βοηθητικό ρήµα (το)
linked ¾ συνδεδεµένος-η-ο margins ¾ περιθώρια (τα)
linking ¾ σύνδεση (η) marked ¾ χαρακτηρισµένος-η-ο,
linking ¾ συνδετικός-ή-ό ¾ µαρκαρισµένος-η-ο
liquid ¾ υγρός-η-ο markedness ¾ χαρακτηρισµός (ο)
little pro ¾ µικρό pro (το) marker ¾ δείκτης (ο)
l-marking ¾ λεξικός χαρακτηρισµός (ο) marking ¾ χαρακτηρισµός (ο),
loan ¾ δάνειο (το), ¾ µαρκάρισµα (το)
¾ δάνειος-α-ο Markov process ¾ διεργασία Μαρκόφ (Markov) (η)
loc ¾ τοπ mass ¾ µετρήσιµος-η-ο,
local ¾ τοπικός-ή-ό ¾ µαζικός-ή-ό
localism ¾ τοπικισµός (ο) matched guise ¾ εναρµονισµένη µεταµφίεση (η)
localist ¾ τοπικιστής (ο) matching ¾ ισοτίµηση (η),
localistic ¾ τοπικιστικός-ή-ό ¾ αντιστοίχιση (η)
locality ¾ τοπικότητα (η), mathematical ¾ µαθηµατική γλωσσολογία (η)
¾ τόπος (ο) linguistics
¾ θέση (η), matrix ¾ στηλοειδής δεσµίδα (η),
¾ τοποθεσία (η) ¾ µήτρα (η),
location ¾ στάση (η) ¾ πίνακας (ο),
locative ¾ τοπικός-ή-ό ¾ µητρώο (το),
locus ¾ φασµατικός τόπος (ο) ¾ υποδοχή (η)
locutionary ¾ λεκτικός-ή-ό, maxims of ¾ αξιώµατα της συνοµιλίας (τα)
¾ εκφωνητικός-ή-ό conversation
logical form (LF) ¾ λογική δοµή (η) m-command ¾ µέγιστη δοµική επιβολή (η)
logocentric ¾ λογοκεντρικός-ή-ό MDP ¾ ΑΕΑ
logocentrism ¾ λογοκεντρισµός (ο)

525
mean length of ¾ µέσο µήκος εκφωνήµατος (το) modality ¾ τροπικότητα (η)
utterance (MLU) mode ¾ τρόπος (o)
meaning ¾ σηµασία (η) model ¾ πρότυπο (το), µοντέλο (το)
meaning-changing / ¾ µεταβολή / διατήρηση της σηµασίας model-theoretic ¾ σηµασιολογία της θεωρίας του
-preserving (η) semantics µοντέλου (η)
meaningful ¾ πλήρης-ης-ες σηµασίας modification ¾ τροποποίηση (η)
medial ¾ µεσαίος-α-ο modifier ¾ τροποποιητής (ο)
medium ¾ µέσο (το) modify ¾ τροποποιώ
mellow ¾ ήπιος-α-ο modular ¾ υποσυστηµικός-η-ο,
melodic tier ¾ µελωδικός άξονας (ο) ¾ στοιχειακός-η-ό
mentalese ¾ νοητική γλώσσα (η) ¾ τµηµατικός-ή-ό
mentalism ¾ νοησιαρχία (η) modularity ¾ υποσυστηµικότητα (η),
mentalistic ¾ νοησιαρχικός-ή-ό ¾ τµηµατικότητα (η),
merge ¾ συγχωνεύω ¾ στοιχειακότητα (η)
¾ συγχώνευση (η) modulate ¾ ρυθµίζω
merge ¾ συγχωνεύω modulation ¾ ρύθµιση (η)
merger ¾ συγχώνευση (η) module ¾ υποσύστηµα (το),
meronym ¾ µερώνυµο (το) ¾ τµήµα (το)
meronymy ¾ µερωνυµία (η) mono- ¾ µονο-
mesolect ¾ µεσόλεκτος (η) monogenesis ¾ µονογένεση (η)
mesolectal ¾ µεσολεκτικός-ή-ό monogenetic ¾ µονογενετικός-ή-ό
metadiscourse ¾ µεταλόγος (ο) monophthong ¾ µονόφθογγος (ο)
metagrammar ¾ µεταγραµµατική (η) monophthongizatio ¾ µονοφθογγοποίηση (η)
metalanguage ¾ µεταγλώσσα (η) n
metalinguistic ¾ µεταγλωσσικός-ή-ό monophthongize ¾ µονοφθογγοποιώ
metalinguistics ¾ µεταγλωσσολογία (η) monosemy ¾ µονοσηµία (η)
metanalysis ¾ µετανάλυση (η) monostratal ¾ µονοστρωµατικός-ή-ό
metaphony ¾ µεταφωνία (η) monovalent ¾ µονοσθενής-ής-ές
metaphor ¾ µεταφορά (η) Montague grammar ¾ γραµµατική του Μόνταγκιου
metarule ¾ µετακανόνας (ο) (Montague) (η)
metathesis ¾ µετάθεση (η) (1) mood ¾ τρόπος (ο),
metonym ¾ µετώνυµο (το) ¾ έγκλιση (η)
metonymy ¾ µετωνυµία (η) mora ¾ µόρα (η)
metric ¾ µέτρηση (η) moraic ¾ µοραϊκός-ή-ό
metrical ¾ µετρικός-ή-ό morph ¾ µορφή (η)
metrical grid ¾ µετρικό πλέγµα (το) morpheme ¾ µόρφηµα (το)
metrical phonology ¾ µετρική φωνολογία (η) morpheme- ¾ κανόνες / συνθήκες της δοµής του
metrics ¾ µετρική (η) structure µορφήµατος (οι)
microlinguistic ¾ µικρογλωσσολογικός-ή-ό, rules/conditions
¾ µικρογλωσσικός-ή-ό morphemic ¾ µορφηµατικός-ή-ό
microlinguistics ¾ µικρογλωσσολογία (η) morphemics ¾ µορφηµατική (η)
mid ¾ µέσος-η-ο morpho(pho)nology ¾ µορφοφωνολογία (η)
minimal ¾ ελάχιστος-η-ο morphological ¾ µορφολογικός-ή-ό
minimal free form ¾ ελάχιστος ελεύθερος τύπος (ο), morphology ¾ µορφολογία (η)
¾ ελάχιστη ελέυθερη µορφή (η) morphophoneme ¾ µορφοφώνηµα (το)
minimal link ¾ συνθήκη της ελάχιστης σύνδεσης (η) morphophonemics ¾ µορφοφωνηµατική (η),
condition ¾ µορφοφωνηµική (η)
minimal pair ¾ ελάχιστο ζεύγος (το) morphosyntactic ¾ µορφοσυντακτικός-ή-ό
minimal pair test ¾ κριτήριο / τεστ του ελάχιστου ζεύγους morphosyntax ¾ µορφοσύνταξη (η)
(το) morphotactics ¾ µορφοτακτικοί περιορισµοί (οι)
minimal-distance ¾ αρχή της ελάχιστης απόστασης (η) mot (M) ¾ προσωδιακή λέξη (η)
principle mother ¾ µητρικός-ή-ό, µητέρα (η)
minimalist ¾ µινιµαλιστικό πρόγραµµα (το) motherese ¾ µητρική οµιλία (η)
program(me) mother-in-law ¾ γλώσσες ‘της πεθεράς’ (οι)
minimality ¾ ελαχιστότητα (η) languages
minor ¾ ελάσσων-ελάσσων-έλασον, motor theory ¾ θεωρία κινητήρων (η)
¾ ελάχιστος-η-ο move ¾ µετακινώ
minority language ¾ µειονοτική γλώσσα (η) move alpha ¾ µετακινώ το άλφα
misderivation ¾ εσφαλµένη παραγωγή (η) move α ¾ µετακινώ το α
mismatch ¾ έλλειψη αντιστοιχίας (η) movement ¾ µετακίνηση (η)
mistake ¾ σφάλµα (επιτέλεσης) (το) MP ¾ ΜΠ
MLU ¾ ΜΜΕ multidimensional ¾ πολυδιάστατη κλιµάκωση (η)
modal ¾ τροπικός-ή-ό scaling

526
multilateral ¾ πολυπλευρικός-ή-ό nominative ¾ ονοµαστική (η)
multilateral ¾ πολύπλευρη αντίθεση (η) nonce ¾ λεξιπλασία (η)
opposition non-configurational ¾ µη διαγραµµατικές γλώσσες (οι)
multilingual ¾ πολύγλωσσος-η-ο languages
multilingualism ¾ πολυγλωσσία (η) non-core ¾ µη πυρηνικός-ή-ό
murmur ¾ µόρµυρος-η-ο non-countable ¾ µη αριθµήσιµος-η-ο
mutation ¾ ετεροίωση (η) countability ¾ αριθµησιµότητα (η)
mutual ¾ αµοιβαία κατανόηση (η), non-defining ¾ µη-περιοριστικός-ή-ό
intelligibility ¾ αµοιβαία κατανοησιµότητα (η) non-discrete ¾ µη ασυνεχής γραµµατική (η)
N ¾ Ο grammar
narrative ¾ αφηγηµατικός-ή-ό, non-echo ¾ µη αντηχητικός-ή-ό
¾ αφήγηµα (η) non-equivalent ¾ µη ισοδύναµος-η-ο
narrow ¾ λεπτοµερής-ής-ές, non-favourite ¾ µη ευνοούµενος-η-ο
¾ στενός-ή-ό non-headed ¾ ακέφαλος-η-ο
narrowing ¾ στένωση (η) non-linear ¾ µη γραµµική φωνολογία (η)
nasal ¾ ρινικός-ή-ό, phonology
¾ έρρινος-η-ο non-native varieties ¾ µη µητρικές ποικιλίες (η)
nasalisation ¾ ρινικοποίηση (η), non-productive ¾ µη παραγωγικός-ή-ό
¾ ερρινοποίηση (η) nonsense ¾ χωρίς σηµασία
nasalised ¾ ρινικοποιηµένος-η-ο, norm ¾ νόρµα (η)
¾ ερρινοποιηµένος-η-ο normative ¾ κανονιστικός-ή-ό
nasality ¾ ρινικότητα (η), notation(al) ¾ συµβολισµός (o)
¾ ερρινότητα (η) notational ¾ συµβολισµού (του),
native-speaker ¾ φυσικός οµιλητής (ο) ¾ συµβολιστικός-ή-ό
natural gender ¾ φυσικό γένος (το) notional ¾ εννοιοκεντρικός-ή-ό
natural generative ¾ φυσική γενετική φωνολογία (η) noun ¾ όνοµα (το),
phonology ¾ ονοµατικός-ή-ό
natural kind terms ¾ όροι των φυσικών ειδών (οι) NP-movement ¾ µετακίνηση-ΟΦ (η)
natural language ¾ επεξεργασία φυσικής γλώσσας (η) nuclear ¾ πυρηνικός-ή-ό
processing nucleus ¾ πυρήνας (ο)
natural morphology ¾ φυσική µορφολογία (η) null ¾ µηδενικός-ή-ό
natural phonology ¾ φυσική φωνολογία (η) number ¾ αριθµός (ο)
naturalness/natural ¾ φυσικότητα / φυσική τάξη (η) numeration ¾ αρίθµηση (η)
class object ¾ αντικείµενο (το)
negation ¾ άρνηση (η) object language ¾ γλώσσα-αντικείµενο (η)
negative ¾ αρνητικός-ή-ό objective ¾ αντικειµενικός-ή-ό
negative transfer ¾ αρνητική µετάβαση (η) obligatory ¾ υποχρεωτικός-ή-ό
neo-Firthian ¾ νεοφιρθιανός-ή-ό obligatory contour ¾ αρχή του υποχρεωτικού περιγράµµατος
neogrammarian ¾ νεογραµµατικός (ο) principle (OCP) (η),
neologism ¾ νεολογισµός (o) ¾ αρχή του υποχρεωτικού περίγυρου (η)
nested ¾ εντεθιµένος-η-ο σε οµοειδή δοµή oblique ¾ πλάγιος-α-ο
nesting ¾ ένθεση σε οµοειδή δοµή (η) observational ¾ παρατηρητική επάρκεια (η)
network grammar ¾ δικτυακή γραµµατική (η) adequacy
neural network ¾ νευρωνικό δίκτυο (το) obsolescence ¾ απαρχαίωση (η)
neurolinguistic ¾ νευρογλωσσολογικός-ή-ό, obsolete ¾ απαρχαιωµένος-η-ο
¾ νευρογλωσσικός-ή-ό obstruent ¾ φρακτικός-ή-ό
neurolinguistics ¾ νευρογλωσσολογία (η) obviative ¾ απώτερο πρόσωπο (το),
neutral ¾ ουδέτερος-η-ο ¾ ετεροαναφορικός-ή-ό
neutralizable ¾ ουδετεροποιήσιµος-η-ο occlusion ¾ πλήρες κλείσιµο (το)
neutralizable ¾ ουδετεροποιήσιµη αντίθεση (η) occlusive ¾ πλήρως κλειστός-ή-ό
opposition OCP ¾ ΑΥΠ
neutralization ¾ ουδετεροποίηση (η) oesophageal ¾ οισοφαγικός-ή-ό
neutralize ¾ ουδετεροποιώ off-/on-glide ¾ καθοδικό/ανοδικό ηµίφωνο (το)
new ¾ νέος-α-ο offset ¾ έκβαση (η)
nexus ¾ δεσµός (ο) onomasiology ¾ ονοµασιολογία (η)
NLP ¾ ΕΦΓ onomastics ¾ ονοµατική (η)
no-crossing ¾ περιορισµός της µη διασταύρωσης (o) onset ¾ έµβαση (η)
constraint ontogenesis ¾ οντογένεση (η)
node ¾ κόµβος (ο) ontogenetic ¾ οντογενετικός-ή-ό
noise ¾ θόρυβος (ο) ontogeny ¾ οντογένεση (η)
NOM ¾ ONOM opacity ¾ αδιαφάνεια (η)
nominal ¾ ονοµατικός-ή-ό opaque ¾ αδιαφανής-ής-ές
nominalization ¾ ονοµατικοποίηση (η) open ¾ ανοικτός-ή-ό

527
operator ¾ τελεστής (ο) part ¾ Μ
opposition ¾ αντίθεση (η) part of speech ¾ µέρος του λόγου (το)
optative ¾ ευκτική (η) participant role ¾ ρόλος του συµµετέχοντος (ο)
optimality theory ¾ θεωρία του βελτίστου (η) participial ¾ µετοχικός-ή-ό
optional ¾ προαιρετικός-ή-ό participle ¾ µετοχή (η)
oral ¾ στοµατικός-ή-ό, particle ¾ µόριο (το)
¾ προφορικός-ή-ό particle phonology ¾ µοριακή φωνολογία (η), φωνολογία
order ¾ σειρά (η), των µορίων (η)
¾ διάταξη (η) partitive ¾ επιµεριστικός-ή-ό (η)
ordered ¾ διατεταγµένος-η-ο passive ¾ παθητικός-ή-ό
ordering ¾ διάταξη (η) passive vocabulary ¾ παθητικό λεξιλόγιο (το)
ordinal ¾ τακτικό αριθµητικό (το) passivization ¾ παθητικοποίηση (η)
other-repair ¾ ετεροδιόρθωση (η) passivize ¾ παθητικοποιώ
output ¾ εξαγόµενο (το) past anterior ¾ προγενέστερος παρελθοντικός (ο)
overcorrection ¾ υπερδιόρθωση (η) past definite ¾ οριστικός παρελθοντικός (ο)
overextension ¾ υπερεπέκταση (η), past historic ¾ ιστορικός παρελθοντικός (ο)
¾ επέκταση (η) past perfect ¾ υπερσυντέλικος (ο),
overgeneralization ¾ υπεργενίκευση (η) ¾ συντελεσµένος παρελθοντικός (ο)
overgenerate ¾ υπεργεννώ past tense ¾ παρελθοντικός χρόνος (ο)
overgeneration ¾ υπεργένεση (η) path ¾ µονοπάτι (το)
overlap ¾ επικαλύπτω, patient ¾ πάσχων (ο)
¾ επικαλύπτοµαι pattern ¾ σχήµα (το)
overlapping ¾ επικαλυπτόµενος-η-ο paucal ¾ ολιγοµερής-ής-ές
overlapping ¾ επικάλυψη (η) pause ¾ παύση (η)
overt ¾ εµφανής-ής-ές PCF ¾ ΦΣΤ
overtone ¾ ταλάντωση ανωτέρας αρµονικής (η) peak ¾ κορυφή κύµατος (η)
palatal ¾ ουρανικός-ή-ό pedagogical ¾ παιδαγωγική γλωσσολογία (η)
palatal(ization) ¾ ουρανικός-ή-ό linguistics
palatalization ¾ ουρανικοποίηση (η), pejoration ¾ υποτίµηση (η)
¾ ουράνωση (η) percentage symbol ¾ σύµβολο ‘τοις εκατό’ (%)
palate ¾ ουρανίσκος (ο) (%)
palato-alveolar ¾ ουρανοφατνιακός-ή-ό perception ¾ αντίληψη (η)
palatogram ¾ ουρανισκόγραµµα (το), perceptual ¾ αντιληπτικός-ή-ό
¾ παλατογράφηµα (το) percolate ¾ διαπηδώ
palatography ¾ ουρανισκογραφία (η), percolation ¾ διαπήδηση (η),
¾ παλατογραφία (η) ¾ µεταπήδηση (η)
pandialectal ¾ πανδιαλεκτικός-ή-ό perf ¾ Συντ, Συν
panlectal ¾ πανλεκτικός-ή-ό perfect ¾ συντελεσµένος-η-ο
paradigm ¾ παράδειγµα (το) perfect grid ¾ τέλειο µετρικό πλέγµα (το)
paradigmatic ¾ παραδειγµατικός-ή-ό perfective ¾ συνοπτικός-ή-ό
paradox ¾ παράδοξο (το) performance ¾ γλωσσική πλήρωση (η),
paragrammatism ¾ παραγραµµατισµός (ο) ¾ γλωσσική επιτέλεση (η), ε
paralanguage ¾ παραγλώσσα (η) ¾ ξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η)
paralinguistic ¾ παραγλωσσικός-ή-ό performative ¾ επιτελεστικός-ή-ό
parallel distributed ¾ παράλληλη κατανεµηµένη επεξεργασία period ¾ περίοδος (η)
processing (η) periodic ¾ περιοδικός-ή-ό
parameter ¾ παράµετρος (η) periodicity ¾ περιοδικότητα (η)
parametric ¾ παραµετρικός-ή-ό peripheral ¾ περιφερειακός-ή-ό
parametric ¾ παραµετρική φωνητική (η) periphery ¾ περιφέρεια (η)
phonetics periphrasis ¾ περίφραση (η)
paraphrase ¾ παράφραση (η) periphrastic ¾ περιφραστικός-ή-ό
parasite vowel ¾ παρασιτικό φωνήεν (το) perlocutionary ¾ διαλεκτικός-ή-ό
parasitic gap ¾ παρασιτικό κενό (το) permutation ¾ συνδυασµός (ο),
paratactic ¾ παρατακτικός-ή-ό ¾ εναλλαγή (η)
parataxis ¾ παράταξη (η) perseveration ¾ παραδροµή εµµονής (η)
paratone ¾ µουσικός παρατόνος (o) person ¾ πρόσωπο (το)
parole ¾ παρόλ (parole) (η), personal ¾ προσωπικός-ή-ό
¾ οµιλία (η) PF ¾ Φ∆
paronym ¾ παρώνυµο (το) phantom segment ¾ τεµάχιο-φάντασµα (το)
paronymy ¾ παρωνυµία (η) pharyngeal ¾ φαρυγγικός-ή-ό
parse ¾ συντακτική ανάλυση (η) pharyngealization ¾ φαρυγγικοποίηση (η)
parser ¾ συντακτικός αναλυτής (ο) pharyngealize ¾ φαρυγγικοποιώ
parsing ¾ συντακτική ανάλυση (η) pharynx ¾ φάρυγγας (ο)

528
phase ¾ φάση (η) plosion ¾ έκκρουση (η),
phatic communion ¾ φατική (επι)κοινωνία (η), ¾ εξώθηση (η)
¾ επαφική (επι)κοινωνία (η) plosive ¾ εξωθητικό κλειστό (το)
philologist ¾ φιλόλογος (ο) pluperfect ¾ υπερσυντέλικος (ο)
philology ¾ φιλολογία (η) plurisegmental ¾ πολυτεµαχιακός-ή-ό
philosophical ¾ φιλοσοφική γλωσσολογία (η) plus juncture ¾ θετική άρµοση (η)
linguistics PM ¾ Φ∆
philosophical ¾ φιλοσοφική σηµασιολογία (η) pneumotachograph ¾ πνευµονοταχογράφος (o)
semantics poetics ¾ ποιητική (η)
phon(a)estheme ¾ φωναίσθηµα (το) polarity ¾ πολικότητα (η)
phon(a)esthesia ¾ φωναισθησία (η) politeness ¾ φαινόµενα ευγένειας (τα)
phon(a)esthetics ¾ φωναισθητική (η) phenomena
phonation ¾ φώνηση (η) poly- ¾ πολύ-
phone ¾ φώνος (ο) polygenesis ¾ πολυγένεση (η)
phonematic unit ¾ φωνηµατική µονάδα (η) polylectal ¾ πολυλεκτικός-ή-ό
phoneme ¾ φώνηµα (το) polysemia ¾ πολυσηµία (η)
phonemic ¾ φωνηµικός-ή-ό, polysemic ¾ πολυσηµικός-ή-ό
¾ φωνηµατικός-ή-ό polysemy ¾ πολυσηµία (η)
¾ φωνηµατική (η) polysemοus ¾ πολύσηµος-η-ο
phonemics ¾ φωνηµική (η) polysyllabic ¾ πολυσυλλαβικός-ή-ό
phonetic ¾ φωνητικός-ή-ό polysyllable ¾ πολυσύλλαβος-η-ο
phonetic form ¾ φωνητική δοµή (η) polysynthetic ¾ πολυσυνθετικός-ή-ό
phonetic setting ¾ φωνητική ρύθµιση (η) polysystemic ¾ πολυσυστηµικός-ή-ό
phonetically ¾ φωνητικά σταθερός τύπος (ο) polysystemicism ¾ πολυσυστηµισµός (ο)
consistent form popular etymology ¾ λαϊκή ετυµολογία (η),
phonetician ¾ φωνητικός (ο) ¾ παρετυµολογία (η)
phonetics ¾ φωνητική (η) Port Royal ¾ Πόρ Ρουαγιάλ (Port Royal)
phonic substance ¾ φωνητική υπόσταση (η) portmanteau ¾ πορµαντό (portmanteau) (στοιχείο)
phonological ¾ φωνολογικός-ή-ό (το)
phonological space ¾ φωνολογικός χώρος (ο) position ¾ θέση (η)
phonologist ¾ φωνολόγος (ο) positional ¾ θέσης (της)
phonologization ¾ φωνηµικοποίηση (η) positional mobility ¾ κινητικότητα θέσης (η)
phonologize ¾ φωνηµικοποιώ positive ¾ καταφατικός-ή-ό, θετικός-ή-ό
phonology ¾ φωνολογία (η) possession ¾ κτήση (η)
phonostylistics ¾ φωνοϋφολογία (η) possessive pronoun ¾ κτητικός-ή-ό
phonotactics ¾ φωνοτακτικοί Περιορισµοί (οι) possible worlds ¾ σηµασιολογία των δυνατών κόσµων
phrasal ¾ φραστικός-ή-ό semantics (η)
phrasal verb ¾ φραστικό ρήµα (το), post- ¾ µετα-
¾ περιφραστικό ρήµα (το) post-alveolar ¾ ουρανοφατνιακός-ή-ό
phrase ¾ φράση (η) post-aspiration ¾ µεταδάσυνση (η)
phrase-marker ¾ φραστικός δείκτης (ο) post-creole ¾ µετακρεολικό συνεχές (το)
phrase-structure ¾ γραµµατική της φραστικής δοµής (η) continuum
(PS) grammar post-cyclic ¾ µετακυκλικός-ή-ό
phylogenesis ¾ φυλογένεση (η) post-determiner ¾ µεταπροσδιοριστής (ο)
phylogenetic ¾ φυλογενετικός-ή-ό post-lexical ¾ µεταλεξικός-ή-ό
phylogeny ¾ φυλογένεση (η) postmodification ¾ µετατροποποίηση (η)
phylum ¾ φύλο (το) postmodify ¾ µετατροποποιώ
pidgin ¾ πίτζιν (pidgin) (η) postpose ¾ µετα-θέτω
pidginize ¾ πιτζινοποιώ postposition ¾ µετά-θεση (η)
pied piping ¾ συνέλκυση (η) post-structuralism ¾ µεταδοµισµός (η),
pitch ¾ τονικό ύψος (το) ¾ µεταστρουκτουραλισµός (ο)
pivot ¾ αξονική (η) postulates ¾ αιτήµατα (τα),
place (of ¾ τόπος (άρθρωσης) (ο) ¾ αξιώµατα (τα)
articulation) potential pause ¾ πιθανή παύση (η)
plain ¾ µη µετριασµένος-η-ο power ¾ ισχύς (η)
planar ¾ πεδιακός-ή-ό powerful ¾ ισχυρός-ή-ό
plane ¾ πεδίο (το) pr, prep ¾ Προθ
planning ¾ σχεδιασµός (ο), pragmalinguistics ¾ πραγµατολογική γλωσσολογία (η)
¾ προγραµµατισµός (ο) pragmatics ¾ πραγµατολογία (η)
plateauing ¾ υψιπέδωση (η) Prague School ¾ Σχολή της Πράγας (η)
pleonastic pronoun ¾ πλεοναστική αντωνυµία (η) pre- ¾ προ-
plereme ¾ πλήρηµα (το) precede ¾ προηγούµαι (η)
pleremic ¾ πληρηµικός-ή-ό

529
precedence ¾ προηγείσθαι (το), pro-drop ¾ προ ντροπ (pro-drop),
¾ προτεραιότητα (η) ¾ απόρριψη του pro (η),
predeterminer ¾ προπροσδιοριστής (ο) ¾ παράλειψη του εµφανούς υποκειµένου
predicate ¾ κατηγόρηµα (το), (η)
¾ προτασιακός-ή-ό production ¾ παραγωγή (η)
predication ¾ κατηγόρηση (η) productive ¾ παραγωγικός-ή-ό
predication theory ¾ θεωρία της κατηγόρησης (η) productivity ¾ παραγωγικότητα (η)
predicative ¾ κατηγορηµατικός-ή-ό pro-form ¾ αντωνυµικός τύπος (o)
predicator ¾ κατηγορητής (ο) progressive ¾ προοδευτικός-ή-ό,
prefabricated ¾ προκατασκευασµένη γλώσσα (η) ¾ διαρκής-ής-ές
language ¾ προκαταβολικός-ή-ό
prefix ¾ πρόθηµα (το) project ¾ προβάλλω
prefixation ¾ προθηµατοποίηση (η) projection ¾ προβολή (η)
prefixing ¾ προθηµατικός-ή-ό, prominence ¾ εξοχότητα (η)
¾ προθηµατοποίηση (η) prominent ¾ έξοχος-η-ο
prehodiernal ¾ προπαροντικός-ή-ό promotion ¾ αναβάθµιση (η)
pre-lexical ¾ προλεξικός-ή-ό pronominal ¾ αντωνυµικός-ή-ό
prelinguistic ¾ προγλωσσικός-ή-ό, pronominalization ¾ αντωνυµικοποίηση (η)
¾ προγλωσσολογικός-ή-ό pronominalize ¾ αντωνυµικοποιώ
prelinguistics ¾ προγλωσσολογία (η) pronoun ¾ αντωνυµία (η),
premodification ¾ προτροποποίηση (η) ¾ αντωνυµικό στοιχείο (το)
premodifier ¾ προτροποποιητής (ο) prop ¾ υποστήριγµα (το)
premodify ¾ προτροποποιώ proper ¾ κατάλληλος-η-ο
preparatory ¾ προπαρασκευαστικές συνθήκες (οι) proper ¾ κύριος-α-ο
conditions proportional ¾ αναλογικός-ή-ό
preparatory it ¾ προληπτικό it (το) proportional ¾ αναλογική αντίθεση (η)
prepose ¾ προθέτω opposition
preposition ¾ πρόθεση (η) proposition ¾ λογική πρόταση (η)
prepositional ¾ προθετικός-ή-ό proposition(al) ¾ λογικοπροτασιακός-ή-ό
prerequisites ¾ προαπαιτούµενα (τα) proscriptive ¾ απαγορευτικός-ή-ό
prescriptive ¾ ρυθµιστικός-ή-ό prosodeme ¾ προσώδηµα (το)
prescriptivism ¾ ρυθµιστικισµός (ο) prosodic ¾ προσωδιακός-ή-ό
prescriptivist ¾ ρυθµιστικιστικός-ή-ό prosodic feature ¾ προσωδιακό χαρακτηριστικό (το)
prespecification ¾ προχαρακτηρισµός (ο) prosodic phonology ¾ προσωδιακή φωνολογία (η)
prespecify ¾ προχαρακτηρίζω prosody ¾ προσωδία (η)
pressure ¾ πίεση (η) protasis ¾ υπόθεση (η)
presuppose ¾ προϋποθέτω prothesis ¾ πρόθεση (η)
presupposition ¾ προϋπόθεση (η) prothetic ¾ προθετικός-ή-ό
prevarication ¾ προσποίηση (η) proto- ¾ πρωτο-
primary articulation ¾ πρωτεύουσα άρθρωση (η) prototype ¾ πρωτότυπος (ο)
prime ¾ αρχέτυπο (το) proxemics ¾ σηµειολογία της απόστασης (η)
primitive ¾ αρχέτυπος-η-ο, pseudo-cleft ¾ ψευδο-δίπτυχη πρόταση (η)
¾ αρχετυπικός-ή-ό sentence
principal parts ¾ πρωταρχικά µέρη (τα) pseudo-intransitive ¾ ψευδο-αµετάβατος-η-ο
principles ¾ αρχές (οι) pseudo-passive ¾ ψευδο-παθητική (η)
privative ¾ στερητικός-ή-ό pseudo-procedure ¾ ψευδο-διαδικασία (η)
privative opposition ¾ στερητική αντίθεση (η) psycholexicology ¾ ψυχολεξικολογία (η)
privativity ¾ στερητικότητα (η) psycholinguistics ¾ ψυχογλωσσολογία (η)
privilege of ¾ προνόµιο εµφάνισης (το) pulmonic ¾ πνευµονικός-ή-ό
occurrence punctual(ity) ¾ στιγµιαίος-α-ο
PRO ¾ µεγάλο PRO (το) punctuality ¾ στιγµιότητα (η)
pro ¾ µικρό pro (το) pure vowel ¾ αµιγές φωνήεν (το),
procedural ¾ διαδικασιακή γραµµατική (η) ¾ µονοφώνηµα (το)
grammar purism ¾ καθαρολογία (η)
procedural ¾ διαδικασιακή σηµασιολογία (η) purist ¾ καθαρολόγος (ο),
semantics ¾ καθαρολογικός-ή-ό
procedure ¾ διαδικασία (η) push chain ¾ αλυσίδα πίεσης (η)
process ¾ διεργασία (η) Q ¾ Ερωτ
processing ¾ επεξεργασία (η) Q ¾ Ποσοδ
proclitic ¾ προκλιτικός-ή-ό qualia structure ¾ δοµή ιδιοτήτων (η)
pro-constituent ¾ αντωνυµικό συστατικό (το) qualification ¾ προσδιορισµός (ο)
procrastinate ¾ αρχή της αναβολής (της) qualifier ¾ προσδιορισµός (ο)
qualify ¾ προσδιορίζω

530
qualitative ¾ ποιοτικός-ή-ό reduplicative ¾ αναδιπλασιαστικός-ή-ό
quality ¾ ποιότητα (η) reference ¾ αναφορά (η)
quantal ¾ κβαντικός-ή-ό, reference grammar ¾ γραµµατική αναφοράς (η)
¾ κβάντου (του) referent ¾ αντικείµενο αναφοράς (το)
quantal theory ¾ θεωρία των κβάντων (η) referential ¾ αναφορικός-ή-ό
quantification ¾ ποσοδεικτική ένδειξη (η), referential indices ¾ αναφορικοί δείκτες (οι)
¾ ποσοδεικτικός προσδιορισµός (ο) referring ¾ αναφορικός-ή-ό,
quantifier ¾ ποσοδείκτης (ο) ¾ αναφοράς (της)
quantitative ¾ ποσοτικός-ή-ό referring- ¾ στοιχείο ανεξάρτητης αναφοράς (το)
quantitative ¾ ποσοτική γλωσσολογία (η) expression
linguistics reflexive ¾ αυτοπαθής-ής-ές
quantity ¾ ποσότητα (η) reflexiveness ¾ αυτοπάθεια (η)
quantity sensitivity ¾ ποσοτική ευαισθησία (η) reflexivity ¾ αυτοπαθητικότητα (η)
quantum ¾ κβάντο (το) reflexivization ¾ αυτοπαθητικοποίηση (η)
question ¾ ερώτηση (η) regional accent ¾ γεωγραφική προφορά (η),
Quirk grammar ¾ γραµµατική του Κουίρκ (Quirk) (η) ¾ τοπική προφορά (η),
quotative ¾ παραθετικός-ή-ό ¾ περιφερειακή προφορά (η)
radical ¾ ριζικός-ή-ό regional dialect ¾ γεωγραφική διάλεκτος (η),
radix ¾ ρίζα (η) ¾ τοπική διάλεκτος (η),
raise ¾ ανυψώνω, ανυψώνοµαι ¾ περιφερειακή διάλεκτος (η)
raising ¾ ανύψωση (η) register ¾ επίπεδο ύφους (το), διάστηµα (το)
rank ¾ βαθµός (ο) register tone ¾ γλώσσα µε βαθµιαίους τόνους (η),
rate ¾ ταχύτητα (η) language ¾ γλώσσα µε τόνους βαθµίδας (η),
r-colouring ¾ χρωµατισµός του ‘ρ’ (ο) ¾ γλώσσα µε επίπεδους τόνους (η)
readjustment rules ¾ κανόνες επανόρθωσης (οι) regressive ¾ εµµένων-ουσα-ον
realis ¾ πραγµατικός-ή-ό regular ¾ οµαλός-ή-ό,
realistic grammar ¾ πραγµατιστική γραµµατική (η) ¾ κανονικός-ή-ό
realization ¾ πραγµάτωση (η) regular grammar ¾ κανονική γραµµατική (η)
realizational ¾ πραγµατωσιακός-ή-ό regularity ¾ οµαλότητα (η),
realize ¾ πραγµατώνω, πραγµατώνοµαι ¾ κανονικότητα (η)
reanalyse ¾ επαναναλύω reiteration ¾ ανακύλιση (η)
reanalysis ¾ επανανάλυση (η) relation ¾ σχέση (η)
reassociation ¾ επανασύνδεση (η) relational ¾ συσχετιστικός-ή-ό,
recategorization ¾ επανακατηγοριοποίηση (η) ¾ σχεσιακός-ή-ό
recategorize ¾ επανακατηγοριοποιώ relational grammar ¾ συσχετιστική γραµµατική (η)
received ¾ παραδεδοµένη προφορά (η), relative ¾ αναφορικός-ή-ό
pronunciation ¾ πρότυπη προφορά (η), relative ¾ σχετικός-ή-ό
¾ δόκιµη προφορά (η), relativisation ¾ αναφορικοποίηση (η)
¾ καθιερωµένη προφορά (η) relativity ¾ σχετικότητα (η)
recessive ¾ υπολειπόµενος-η-ο relativized ¾ σχετικοποιηµένη ελαχιστότητα (η)
recipient ¾ αποδέκτης (ο) minimality
reciprocal ¾ αµοιβαίος-α-ο, release ¾ άφεση (η),
¾ αλληλοπαθής-ής-ές ¾ αφήνω/οµαι
recognition ¾ αναγνώριση (η) ¾ έκλυση (η)
reconstruct ¾ ανασυνθέτω relevance theory ¾ θεωρία της συνάφειας (η)
reconstruction ¾ ανασύνθεση (η) relexification ¾ επαναλεξικοποίηση (η)
recoverability ¾ ανακτησιµότητα (η) relic area ¾ περιοχή υπολειµµάτων (η)
recoverable ¾ ανακτήσιµος-η-ο remote structure ¾ απόµακρη δοµή (η)
recursion ¾ (επ)αναδροµή (η) renewal of ¾ ανανέωση της σύνδεσης (η)
recursive ¾ (επ)αναδροµικός-ή-ό, connection
¾ επαναληπτικός-ή-ό reordering ¾ αναδιάταξη (η)
recursiveness ¾ (επ)αναδροµικότητα (η), repair ¾ διόρθωση (η)
¾ επαναληπτικότητα (η), repertoire ¾ ρεπερτόριο (το)
¾ επανάληψη (η) (repertory)
reduce ¾ µειώνω replacive ¾ αντικαταστατικός-ή-ό
reduced ¾ µειωµένος-η-ο represent ¾ αναπαριστώ
reduction ¾ µείωση (η) representation ¾ αναπαράσταση (η)
redundancy ¾ πλεονασµός (ο) representative ¾ αντιπροσωπευτικός-ή-ό,
redundant ¾ πλεονάζων-ουσα-ον ¾ αναπαραστατικός-ή-ό
reduplicant ¾ αναδιπλασιάζων-ουσα-ον, resonance ¾ αντήχηση (η)
αναδιπλασιαστής (ο) resonant ¾ αντηχών-ούσα-όν
reduplicate ¾ αναδιπλασιάζω resonate ¾ αντηχώ
reduplication ¾ αναδιπλασιασµός (ο) REST ¾ Α∆ΒΘ
restricted ¾ περιορισµένος-η-ο

531
restrictive ¾ περιοριστικός-ή-ό rule-to-rule ¾ από κανόνα σε κανόνα
restructuring ¾ αναδόµηση (η) SAAD ¾ ΑΕΚ∆
result ¾ αποτέλεσµα (το) sandhi ¾ σάντι (sandhi)
result(at)ive ¾ αποτελέσµατος (του) Sapir-Whorf ¾ υπόθεση Σαπάιρ-Γουρφ (Sapir–Whorf)
resultant ¾ αποτελέσµατος (του) hypothesis (η)
resulting ¾ αποτελέσµατος (του) satellite ¾ δορυφόρος (ο)
resumptive ¾ ανακλητικός-ή-ό satem language ¾ γλώσσα σάτεµ (satem) (η)
resyllab(if)ication ¾ ανασυλλαβισµός (ο), Saussurean ¾ σοσιρικός-ή-ό, Σοσίρ (Saussure) (του)
¾ ανακατανοµή συλλαβών (η), SC ¾ ∆Μ
resyllabify ¾ ανασυλλαβίζω, scalar expressions ¾ εκφράσεις διαβάθµισης (οι)
¾ ανακατανέµω συλλαβή / συλλαβική scale ¾ κλίµακα (η)
δοµή scale-and-category ¾ συστηµατοδοµική γραµµατική (η)
resyllabify ¾ ανασυλλαβίζω, grammar
¾ ανακατανέµω συλλαβές scan ¾ σαρώνω
retract ¾ περιστέλλω, ανακαλώ scansion ¾ σάρωση (η)
retracted ¾ περιεσταλµένος-η-ο, SCC ¾ ΣΑΚ
¾ ανακεκληµένος-η-ο schwa/shwa ¾ σουά (schwa)
retroflex ¾ ανακεκαµµένος-η-ο scope ¾ πεδίο (το),
retroflexed ¾ ανακεκαµµένος-η-ο ¾ εµβέλεια (η)
retroflexion ¾ ανάκαµψη (η) scrambling ¾ ανακατάταξη (η)
reversal ¾ αναστροφή (η) SD ¾ ∆Π
revised extended ¾ αναθεωρηµένη διευρυµένη βασική second language ¾ δεύτερη γλώσσα (η)
standard theory θεωρία (η) secondary aperture ¾ δευτερεύον άνοιγµα (το)
rewrite rule ¾ κανόνας επανεγγραφής (ο) secondary ¾ δευτερεύουσα άρθρωση (η)
rewriting rule ¾ κανόνας επανεγγραφής (ο) articulation
R-expression ¾ στοιχείο ανεξάρτητης αναφοράς (το) secondary response ¾ δευτερογενής απόκριση (η)
rhematic ¾ σχολιακός-ή-ό segment ¾ τεµάχιο (το), τεµαχίζω
rheme ¾ σχόλιο (το) segmental ¾ τεµαχιακός-ή-ό
rhetorian ¾ ρήτωρ (ο) segmental tier ¾ τεµαχιακός άξονας (o),
rhetoric ¾ ρητορικός-ή-ό ¾ τεµαχιακό επίπεδο (το)
rhetorical ¾ ρητορικός-ή-ό segmentation ¾ τεµαχισµός (ο)
rhetorical question ¾ ρητορική ερώτηση (η) segmentator ¾ τεµαχιστής (ο)
rhotic ¾ ρωτικός-ή-ό segmented ¾ θεωρία αναπαράστασης του
rhyme ¾ ρίµα (η) discourse κατατµηµένου λόγου (η)
rhythm ¾ ρυθµός (ο) representation
rhythm rule ¾ ρυθµικός κανόνας (ο) theory
right dislocation ¾ δεξιά µετατόπιση (η) selectional feature / ¾ χαρακτηριστικό (το) /περιορισµός (ο) /
right node raising ¾ ανύψωση του δεξιού κόµβου (η) restriction / rule κανόνας (ο) επιλογής,
right-branching ¾ δεξιά διακλάδωση (η) ¾ επιλογικό χαρακτηριστικό (το) /
right-linear ¾ δεξιά γραµµική γραµµατική (η) επιλογικός κανόνας (ο) / επιλογικός
grammar περιορισµός (ο)
rim ¾ στεφάνη (η), selective listening ¾ επιλεκτική ακρόαση (η)
¾ εξωτερικό περίγραµµα (το) self-embedding ¾ αυτοεγκιβωτισµός (ο)
rime ¾ ρίµα (η) self-repair ¾ αυτοδιόρθωση (η)
rising/rise ¾ ανιών-ούσα-όν semantic ¾ σηµασιολογικός-ή-ό,
role ¾ ρόλος (ο) ¾ σηµασιακός-ή-ό
role and reference ¾ γραµµατική ρόλου και αναφοράς (η) semanticity ¾ σηµασιακότητα (η)
grammar semantics ¾ σηµασιολογία (η)
roll ¾ παλλόµενος-η-ο semasiology ¾ σηµειολογία (η)
rolled ¾ παλλόµενος-η-ο seme ¾ σήµα (το)
root ¾ βάση (της γλώσσας) (η) semeiology ¾ σηµειολογία (η)
root ¾ ρίζα (η), ριζικός-ή-ό semelfactive ¾ στιγµιαίος-α-ο
root-and-pattern ¾ ρίζα και σχήµα (το) sememe ¾ σήµηµα (το)
round brackets ¾ παρενθέσεις (οι) sememic ¾ σηµηµικός-ή-ό
rounded ¾ στρογγυλός-ή-ό, sememics ¾ σηµηµική (η)
¾ στρογγυλωµένος-η-ο semi-auxiliary ¾ ηµιβοηθητικός-ή-ό
rounding ¾ στρογγυλότητα (η), semi-consonant ¾ ηµισύµφωνο (το)
¾ στρογγύλωση (η) semilingual ¾ ηµίγλωσσος-η-ο
RP ¾ ΠΠ, ∆Π, ΚΠ semilingualism ¾ ηµιγλωσσία (η)
rule ¾ κανόνας (ο) semiotic ¾ σηµειολογικός-ή-ό
rule features ¾ χαρακτηριστικά κανόνα (τα) semiotics ¾ σηµειολογία (η),
rule-ordering ¾ παράδοξο της διάταξης των κανόνων ¾ σηµειωτική (η)
paradox (το) semi-productive ¾ ηµιπαραγωγικός-ή-ό

532
semi-sentence ¾ ηµιπρόταση (η) slit ¾ σχισµοειδής-ής-ές
semi-vowel ¾ ηµίφωνο (το) slot ¾ υποδοχέας (ο), υποδοχή (η)
semology ¾ σηµολογία (η) sluicing ¾ εκκένωση (η)
semotactics ¾ σηµασιοτακτικοί περιορισµοί (οι) small clause ¾ µικρή πρόταση (η),
sense ¾ έννοια (η), ¾ µικρή προτασιακή δοµή (η),
¾ εννοιακός-ή-ό ¾ ακέφαλη πρόταση (η)
sentence ¾ πρόταση (η) social accent ¾ κοινωνική προφορά (το)
sentence accent ¾ προτασιακός τόνος (ο) social dialectology ¾ κοινωνική διαλεκτολογία (η)
sentential relative ¾ προτασιακή αναφορική δοµή (η) social function ¾ κοινωνική λειτουργία (η)
clause sociolect ¾ κοινωνιόλεκτος (η)
sequence ¾ ακολουθία (η) sociolinguistics ¾ κοινωνιογλωσσολογία (η)
sequencing ¾ τοποθέτηση σε ακολουθία (η) sociopragmatics ¾ κοινωνιοπραγµατολογία (η)
serial relationship ¾ σειριακή σχέση (η) soft consonant ¾ µαλακό σύµφωνο (το)
serial verb ¾ σειριακό ρήµα (το) soft palate ¾ υπερώα (η),
series ¾ σειρά (η) ¾ µαλακός ουρανίσκος (ο)
set expression ¾ παγιωµένη έκφραση (η) sonagram ¾ ηχητικό φασµατογράφηµα (το)
setting ¾ ρύθµιση (η) sonagraph ¾ ηχητικός φασµατογράφος (ο)
SFH ¾ ΥΣΧ sonorant ¾ αντηχητικός-ή-ό
SGML ¾ ΚΓΓΣ sonority ¾ ηχηρότητα (η)
shadow pronoun ¾ σκιώδης αντωνυµία (η) sonorous ¾ ηχηρός-ή-ό
shallow ¾ αβαθής-ής-ές, sortal ¾ ειδολογικός-ή-ό
¾ προεπιφανειακός-ή-ό sortality ¾ ειδολογικότητα (η)
shared constituent ¾ παρατακτική σύνδεση του κοινού sound ¾ µεταβολή (η) / νόµος (ο) / µετατόπιση
co-ordination συστατικού (η) change/law/shift (η) φθόγγου
sharp ¾ οξύς-εία-ύ, sound system ¾ φθογγικό σύστηµα (το)
¾ µετριασµένος-η-ο sound-symbolism ¾ ηχητικός συµβολισµός (ο)
shift ¾ γλωσσική µετακίνηση (η), source ¾ πηγή (η)
¾ γλωσσική µετατόπιση (η) space grammar ¾ χωρική γραµµατική (η),
short ¾ βραχύς-εία-ύ ¾ γραµµατική του χώρου (η)
sibilance ¾ συριγµός (ο) speaker ¾ αναγνώριση (η) / προσδιορισµός (ο) /
sibilant ¾ συριστικός-ή-ό recognition/identifi επαλήθευση (η) οµιλητή
sigma (Σ) ¾ σίγµα (το) cation/verification
sign ¾ σηµείο (το), spec ¾ Χαρακτ
¾ νόηµα (το), specialization ¾ εξειδίκευση (η)
¾ νοηµατικός-ή-ό specification ¾ χαρακτηρισµός (ο)
signifiant ¾ σηµαίνον (το) specified-subject ¾ συνθήκη του καθορισµένου
significant ¾ σηµαντικός-ή-ό condition υποκειµένου (η)
significant ¾ σηµαντικός-ή-ό specifier ¾ χαρακτηριστής (ο)
signification ¾ σηµασία (η) spectral ¾ φασµατικός-ή-ό
significs ¾ σηµειολογία (η) spectrogram ¾ φασµατόγραµµα (το)
signifié ¾ σηµαινόµενο (το) spectrograph ¾ φασµατογράφος (ο)
signify ¾ σηµαίνω spectrum ¾ φάσµα (το)
silent pause ¾ άφωνη παύση (η) speech ¾ οµιλία (η), γλωσσικός-ή-ό
silent stress ¾ άφωνος δυναµικός τόνος (ο) speech act ¾ γλωσσική πράξη (η)
simple ¾ απλός-ή-ό speech recognition ¾ αναγνώριση οµιλίας (η)
simplicity (metric) ¾ απλότητα (µέτρηση της) (η) speech synthesis ¾ σύνθεση οµιλίας (η)
sincerity conditions ¾ συνθήκες ειλικρίνειας (οι) speed ¾ ταχύτητα (η)
single-bar ¾ µονός τόνος (ο), spell-out ¾ εκφορά (η), ανάδυση (η)
¾ τονούµενος-η-ο (άπαξ) spirant ¾ εξακολουθητικό σύµφωνο (το)
single-base ¾ απλή βάση (η) spirantization ¾ τροπή σε εξακολουθητικό (η)
singular ¾ ενικός (ο) spirantize ¾ τρέπω σε εξακολουθητικό
singulary ¾ απλός-ή-ό split ergative ¾ διασπασµένη εργαστική (η)
sister ¾ αδελφικός-ή-ό, αδελφός (ο) spoken medium ¾ µέσο οµιλίας (το)
sister-adjoin ¾ προσαρτώ σε αδελφικό κόµβο Sprachbund ¾ γλωσσική ένωση (η)
sister-adjunction ¾ προσάρτηση σε αδελφικό κόµβο (η) Sprachgefuhl ¾ γλωσσικό αίσθηµα (το)
situation ¾ περίσταση (η) spread ¾ διαδίδω,
situation semantics ¾ σηµασιολογία της περίστασης (η) ¾ µεταδίδω,
situational ¾ περιστασιακός-ή-ό ¾ τεταµένος-η-ο
skeletal tier ¾ σκελετικός άξονας (ο), spreading ¾ διάδοση (η),
¾ σκελετός (ο), ¾ µετάδοση (η),
¾ σκελετικό επίπεδο (το) ¾ διάταση (η)
slash ¾ πλάγια γραµµή (η) squish ¾ ρηµατονοµατικό συνεχές (το)
slip of the tongue ¾ παραδροµή οµιλίας (η) S-structure ¾ προ)επιφανειακή δοµή (η)

533
stability ¾ σταθερότητα (η) structure ¾ δοµή (η)
standard ¾ κοινός-ή-ό, structure ¾ δοµική εξάρτηση (η)
¾ πρότυπος-η-ο, dependency
¾ στάνταρντ, structure ¾ διατήρηση της δοµής (η)
¾ καθιερωµένος-η-ο preservation
Standard ¾ καθιερωµένη γλώσσα γενικευµένης style ¾ ύφος (το)
Generalized σηµείωσης (η) stylistic ¾ υφολογικός-ή-ό
Markup Language stylistics ¾ υφολογία (η)
standard ¾ βασική θεωρία (η) / βασικό πρότυπο stylo- ¾ υφολογικο-, υφο-
theory/model (το) sub-categorization ¾ υποκατηγοριοποίηση (η)
standardization ¾ τυποποίηση (η), sub-categorize ¾ υποκατηγοριοποιώ
¾ κωδικοποίηση (η) ¾ υποκατηγοριοποιούµαι
¾ καθιέρωση (η) subfamily ¾ υποοικογένεια
starred form ¾ τύπος µε αστερίσκο (ο) subgenre ¾ κειµενικό υπο-είδος (το),
state ¾ κατάσταση (η), ¾ γραµµατειακό υπο-είδος (το)
¾ φάση (η) subgesture ¾ υποκίνηση (η)
statement ¾ δήλωση (η), subjacency ¾ υποκείµενη κυκλική κατηγορία (η)
¾ απόφανση (η) subject ¾ υποκείµενο (το)
static ¾ καταστασιακός-ή-ό, subjective ¾ υποκειµενικός-ή-ό
¾ στατικός-ή-ό subjunct ¾ υποδιορισµός (ο)
static ¾ καταστασιακός-ή-ό subjunctive ¾ υποτακτική (η)
statistical ¾ στατιστική γλωσσολογία (η) sublanguage ¾ υπογλώσσα (η)
linguistics submorpheme ¾ υποµόρφηµα (το)
stative ¾ καταστασιακός-ή-ό subordinate ¾ δευτερεύων-ουσα-ον,
stativity ¾ καταστασιακότητα (η), ¾ υποκείµενος-η-ο
status planning ¾ προγραµµατισµός της κοινωνικής subordinating ¾ υπόταξης (της)
θέσης (ο) subordination ¾ υπόταξη (η),
stem ¾ θέµα (το) ¾ σύνδεση καθ’υπόταξη
stereotype ¾ στερεότυπο (το) subordinator ¾ δείκτης υπόταξης (ο)
stock ¾ προµήθεια (η) subsegment ¾ υποτεµάχιο (το)
stop ¾ κλειστό (το), αποφρακτικό (το) substance ¾ υπόσταση (η)
stranded ¾ εγκαταλελειµένος-η-ο sub-standard ¾ κατώτερη κοινή (η)
stranding ¾ εγκατάλειψη (η) substantival ¾ ουσιαστικός-ή-ό
stratal ¾ στρωµατικός-ή-ό substantive ¾ ουσιαστικός-ή-ό
stratificational ¾ διαστρωµατικός-ή-ό substitutability ¾ υποκαταστασιµότητα (η)
stratum ¾ στρώµα (το) substitutable ¾ υποκαταστάσιµος-η-ο
stray ¾ αδέσποτος-η-ο, substitute ¾ υποκατάστατος-η-ο,
¾ αποκοµµένος-η-ο ¾ υποκαθιστώ
strength ¾ ισχύς (η) substitution ¾ υποκατάσταση (η)
stress ¾ δυναµικός τόνος (ο) substrate ¾ υπόστρωµα (το),
stressed ¾ τονισµένος-η-ο (δυναµικά) ¾ υποστρωµατικός-ή-ό
stress-timed ¾ τονοχρονισµένος-η-ο substratum ¾ υπόστρωµα (το)
strict cycle ¾ συνθήκη της αυστηρής κυκλικότητας substring ¾ υποδιαδοχή στοιχείων (η)
condition (η) subtractive ¾ αφαιρετική δι(πλο)γλωσσία (η)
stricture ¾ στένωµα (το) bilingualism
stridency ¾ διαπεραστικότητα (των στενωτικών subtree ¾ υποδένδρο (το)
τριβόµενων ήχων) (η), suction ¾ οπισθέλκουσα πίεση (η)
¾ συριστικότητα (η) suffix ¾ επίθηµα (το)
strident ¾ στενωτικός τριβόµενος (ο), suffixation ¾ επιθηµατοποίηση (η)
¾ συριστικός (ο) suffixing ¾ επιθηµατικός-ή-ό
string ¾ διαδοχή (στοιχείων) (η) ¾ επιθηµατοποίηση (η)
strong adequacy ¾ ισχυρή επάρκεια (η) superfix/suprafix ¾ επεκτατικός-ή-ό
strong form ¾ ισχυρός τύπος (ο) superfoot ¾ υπερπόδας (ο)
structural ¾ δοµικός-ή-ό superheavy syllable ¾ υπέρβαρη συλλαβή (η)
structural ¾ δοµική αµφισηµία (η) superlative ¾ υπερθετικός-ή-ό
ambiguity superordinate ¾ υπερκείµενος-η-ο
structural change ¾ δοµική µεταβολή (η) superstratum ¾ επίστρωµα (το)
structural ¾ δοµική περιγραφή (η) supplementary ¾ συµπληρωµατικές κινήσεις (οι)
description movements
structural ¾ δοµική διαλεκτολογία (η) suppletion ¾ υποκατάσταση (η)
dialectology
suppletive ¾ υποκατάστατος-η-ο
structuralism ¾ δοµισµός-ή-ό
supraglottal ¾ υπεργλωττιδικός-ή-ό
structuralist ¾ δοµιστής (ο),
suprasegmental ¾ υπερτεµαχιακός-ή-ό
¾ δοµιστικός-ή-ό

534
surface structure ¾ επιφανειακή δοµή (η) telegraphic speech ¾ τηλεγραφική οµιλία (η)
svarabhakti vowel ¾ φωνήεν σβαραµπακτί (svarabhakti) telic ¾ τελικός-ή-ό
(το), telicity ¾ τελικότητα (η)
¾ παρασιτικό φωνήεν (το) template ¾ σχεδίοτυπο (το)
switch reference ¾ εναλλαγή αναφοράς (η) templatic ¾ σχεδιοτυπικός-ή-ό
syllab(if)ication ¾ συλλαβισµός (o), tempo ¾ τέµπο (tempo) (το)
¾ κατανοµή συλλαβών (η), tenor (of discourse) ¾ συνοµιλιακός ρόλος (ο)
¾ συλλαβοποίηση (η) tense ¾ τεταµένος-η-ο
syllabic ¾ συλλαβικός-ή-ό tense ¾ χρόνος (ρηµατικός) (ο)
syllabify ¾ συλλαβίζω, tense ¾ τεταµένος-η-ο
¾ κατανέµω συλλαβές, tensed ¾ έγχρονος-η-ο, µε χρόνο
¾ συλλαβοποιώ tension ¾ τάση (η)
syllable ¾ συλλαβή (η) term of address ¾ όρος προσφώνησης (o),
syllable-timed ¾ συλλαβοχρονισµένος-η-ο ¾ τύπος προσφώνησης (ο)
synaesthesia ¾ συναισθησία (η) terminal ¾ τερµατικός-ή-ό
synchronic ¾ συγχρονικός-ή-ό terminal analogs ¾ τερµατικά ανάλογα (τα)
syncope ¾ συγκοπή (η) termination ¾ λήξη (η)
syncretism ¾ συγκρητισµός (ο) tertiary response ¾ τριτογενής απόκριση (η)
syncretize ¾ συγκρητίζω tessitura ¾ τεσιτούρα (tessitura)
syndetic ¾ συνδετικός-ή-ό test ¾ κριτήριο (το), τεστ (το)
syndeton ¾ σχήµα συνδετό (το) text ¾ κείµενο (το)
synonym ¾ συνώνυµο (το) textlinguistics ¾ κειµενογλωσσολογία (η)
synonymous ¾ συνωνυµικός-ή-ό, text-to-speech ¾ µετατροπή κειµένου σε οµιλία (η)
¾ συνώνυµος-η-ο textual ¾ κειµενικός-ή-ό
synonymy ¾ συνωνυµία (η) textuality ¾ κειµενικότητα (η)
syntactic ¾ συντακτικός-ή-ό texture ¾ κειµενικότητα (η)
syntactics ¾ συντακτικό (το), that-clause ¾ πρόταση ότι (η),
¾ συντακτικοί περιορισµοί (οι) ¾ ειδική πρόταση (η)
syntagma ¾ σύνταγµα (το) that-trace ¾ περιορισµός (ο) / φίλτρο (το) /
syntagmatic ¾ συνταγµατικός-ή-ό constraint/filter/phe φαινόµενο (το) του ίχνους that
syntagmatics ¾ συνταγµατική (η) nomenon
syntagmeme ¾ συντάγµηµα (το) thematic ¾ θεµατικός-ή-ό
syntax ¾ σύνταξη (η) thematicization ¾ θεµατοποίηση (η)
synthesis ¾ σύνθεση (η) theme ¾ θέµα (το)
synthetic ¾ συνθετικός-ή-ό theory ¾ θεωρία (η)
system ¾ σύστηµα (το) there-insertion ¾ εισαγωγή του there (η)
system architecture ¾ αρχιτεκτονική συστήµατος (η) theta role ¾ θ-ρόλος (ο)
systematic ¾ συστηµατικός-ή-ό theta theory ¾ θεµατική θεωρία (η)
systematic ¾ συστηµατική φωνηµική (η) thirteen men rule ¾ κανόνας των ‘δεκατριών ανδρών’ (ο)
phonemics tier ¾ άξονας (ο), επίπεδο (το)
systematic ¾ συστηµατική φωνητική (η) timbre ¾ χροιά (η)
phonetics timing ¾ χρονοργάνωση (η)
systemic ¾ συστηµικός-ή-ό tip ¾ άκρη (η), κορυφή (η)
t ¾ t tip-of-the-tongue ¾ φαινόµενο ‘στην άκρη της γλώσσας’
T forms ¾ τύποι T (οι) phenomenon (το)
tacit ¾ σιωπηρός-ή-ό token ¾ δείγµα (το), έκτυπο (το)
tactic(s) ¾ τακτικοί περιορισµοί (οι) tonal ¾ µουσικοτονικός-ή-ό
tag (1) ¾ ετικέτα (η) tonality ¾ µουσικοτονικότητα (η)
tagma ¾ τάγµα (το) tone ¾ µουσικός τόνος (ο)
tagmatics ¾ ταγµατική (η) tone group/unit ¾ οµάδα µουσικού τόνου / µονάδα
tagmeme ¾ τάγµηµα (το) µουσικού τόνου
tagmemics ¾ ταγµηµατική (η) toneme ¾ τόνηµα (το)
tail ¾ ουρά (η) tonemics ¾ τονηµική (η)
tambre, tamber ¾ χροιά (η) tonetics ¾ τονητική (η)
tap ¾ παλλόµενο ακαριαίο (το) tongue ¾ γλώσσα (η) (όργανο)
target ¾ στόχος (ο) tongue-slip (slip of ¾ παραδροµή οµιλίας (η)
tautosyllabic ¾ ταυτοσύλλαβος-η-ο, the tongue)
¾ ταυτοσυλλαβικός-ή-ό tonic ¾ τονικός-ή-ό
taxeme ¾ τάξηµα (το) tonicity ¾ τονικότητα (η)
taxis ¾ τακτικοί περιορισµοί (οι), top-down ¾ από πάνω προς τα κάτω,
¾ διατακτική (η) ¾ από την κορυφή προς τα κάτω
taxonomic ¾ ταξινοµικός-ή-ό
taxonomy ¾ ταξινοµία (η)

535
topic ¾ θέµα (δοµικό) (το), unassociated ¾ ασύνδετος-η-ο
¾ θέµα (το), unbounded ¾ αδέσµευτη εξάρτηση (η)
¾ συντακτικό θέµα (το) dependency
total accountability ¾ πλήρης εξηγησιµότητα (η) unchecked ¾ µη ανακεκοµµένος-η-ο
tough movement ¾ απαλοιφή αντικειµένου (η) uncountable ¾ µη αριθµήσιµος-η-ο
trace ¾ ίχνος (το) underextension ¾ υποεπέκταση (η)
traditional ¾ παραδοσιακός-ή-ό underlying ¾ υποκείµενος-η-ο
transcribe ¾ µεταγράφω underspecification ¾ υποχαρακτηρισµός (ο)
transcription ¾ µεταγραφή (η) underspecify ¾ υποχαρακτηρίζω
transcriptional ¾ µεταγραφικός-ή-ό ungoverned ¾ µη κυβερνώµενος-η-ο, µη
transfer ¾ µεταβίβαση (η) ¾ κυβερνηµένος-η-ο
transform ¾ µετασχηµατίζω ungoverned ¾ ακυβέρνητος-η-ο
transformation ¾ µετασχηµατισµός (ο) ungradable ¾ µη διαβαθµίσιµος-η-ο
transformational ¾ µετασχηµατιστικός-ή-ό ungraded antonyms ¾ µη διαβαθµισµένα αντώνυµα (τα)
transient ¾ χαρακτηριστικό µετάβασης (το) ungrammatical ¾ αντιγραµµατικός-ή-ό
transition ¾ µετάβαση (η) ungrammaticality ¾ αντιγραµµατικότητα (η)
transition network ¾ γραµµατική δικτύου µετάβασης (η) ungrammaticalness ¾ αντιγραµµατικότητα (η)
grammar unification ¾ ενοποίηση (η)
transitional ¾ µετάβασης (της) unified features ¾ ενοποιηµένα χαρακτηριστικά (τα)
transitional area ¾ περιοχή µετάβασης (η) uniformitarian ¾ αρχή της οµοιοµορφίας (η)
transitive ¾ µεταβατικός-ή-ό principle
transitivity ¾ µεταβατικότητα (η) unify ¾ ενοποιώ
transparency ¾ διαπερατότητα (η), unilateral ¾ µονοπλευρική (άρθρωση) (η)
¾ διαφάνεια (η) (articulation)
transparent ¾ διαπερατός-ή-ό uninterruptability ¾ αντιδιασπαστικότητα (η)
tree ¾ δένδρο (το) unit ¾ µονάδα (η),
triadic ¾ τριαδικός-ή-ό ¾ ενότητα (η)
trial ¾ τριϊκός-ή-ό universal ¾ καθολικός-ή-ό,
triangle ¾ τρίγωνο (το) ¾ καθολική αρχή (η)
trill ¾ παλλόµενος-η-ο (2) universal quantifier ¾ καθολικός ποσοδείκτης (ο)
trilled ¾ παλλόµενος-η-ο universality ¾ καθολικότητα
triphthong ¾ τρίφθογγος (o) universe of ¾ σύµπαν του λόγου (το),
triphthongal ¾ τριφθογγικός-ή-ό discourse ¾ κόσµος του λόγου (ο)
triphthongization ¾ τριφθογγοποίηση (η) univocality ¾ µονοσηµία (η) (2)
triphthongize ¾ τριφθογγοποιώ unmarked ¾ αποχαρακτηρισµένος-η-ο,
trivalent ¾ τρισθενής-ής-ές ¾ αµαρκάριστος-η-ο,
trochee ¾ τροχαίος (ο) ¾ µη µαρκαρισµένος-η-ο
trough ¾ κοιλάδα κύµατος (η) ¾ ασηµάδευτος-η-ο
true generalization ¾ συνθήκη της αληθούς γενίκευσης (η) unproductive ¾ µη παραγωγικός-ή-ό
condition unrounded ¾ µη στρογγυλός-ή-ό, µη
truncate ¾ περικόπτω ¾ στρογγυλωµένος-η-ο
truncation ¾ περικοπή (η) unstressed ¾ άτονος-η-ο
truth-conditional ¾ σηµασιολογία των συνθηκών αληθείας untensed ¾ άχρονος-η-ο, χωρίς χρόνο
semantics (η) unvoiced ¾ άηχος-η-ο
Turing machine ¾ µηχανή του Τιούρινγκ (Τuring) (η) update semantics ¾ σηµασιολογία ενηµέρωσης (η)
turn ¾ συνεισφορά (η) usage ¾ χρήση (η)
type ¾ τύπος (ο), είδος (το) utterance ¾ εκφώνηµα (το),
Type 0/1/2/3 ¾ γραµµατικές τύπου 0/1/2/3 (οι) ¾ εκφώνηση (η)
grammars uvular ¾ σταφυλικός-ή-ό
typed ¾ τυποποιηµένος-η-ο uvularization ¾ σταφυλικοποίηση (η)
type-token ratio ¾ αναλογία τύπου και δείγµατος (η), uvularize ¾ σταφυλικοποιώ
¾ αναλογία τύπου και εκτύπου (η) V ¾ Ρ
typological ¾ τυπολογική γλωσσολογία (η) V forms ¾ τύποι V (οι)
linguistics vagueness ¾ ασάφεια (η)
typology ¾ τυπολογία (η) valency ¾ σθένος (το)
UC ¾ ΕΣ valent ¾ στοιχείο σθένους (το)
ultimate constituent ¾ έσχατο συστατικό (το) valeur ¾ αξία (η)
unaccented ¾ άτονος-η-ο, χωρίς µελωδικό τόνο valley ¾ κοίλο κύµατος (το)
unacceptability ¾ µη αποδεκτότητα (η) value ¾ τιµή (η),
unacceptable ¾ µη αποδεκτός-ή-ό ¾ αξία (η)
unaccusative ¾ αναιτιατική (η) variable ¾ µεταβλητή (η),
unanalysable ¾ µη αναλύσιµος-η-ο ¾ µεταβλητός-ή-ό
unary ¾ µοναδιαίος-α-ο variant ¾ παραλλαγή (η)

536
variation ¾ ποικιλία (η) wide ¾ ευρύς-εία-ύ
variety ¾ γλωσσική ποικιλία (η) word ¾ λέξη (η), όρος (ο)
velar ¾ υπερωικός-ή-ό word and paradigm ¾ λέξη και παράδειγµα
velaric ¾ υπερωιαίος-α-ο word formation ¾ σχηµατισµός λέξης (ο)
velarization ¾ υπερωικοποίηση (η) word grammar ¾ γραµµατική της λέξης (η)
velarize ¾ υπερωικοποιώ word order ¾ σειρά των όρων (η),
velum ¾ υπερώα (η), ¾ διάταξη των όρων (η)
¾ µαλακός ουρανίσκος (o) word stress ¾ δυναµικός τόνος της λέξης (ο)
ventricular ¾ κοιλιακός-ή-ό WP ¾ ΛΠ
verb ¾ ρήµα (το), ρηµατικός-ή-ό wugs ¾ γουάγκς (wugs)
verbal ¾ ρηµατικός-ή-ό X-bar (X’) ¾ Χ-τονούµενο (το)
verbal duelling ¾ λεκτική µονοµαχία (η) X-tier ¾ άξονας Χ (ο)
verbal play ¾ λεκτικό παιχνίδι (το) yers ¾ φωνήεν ‘γιέρσ’ (yers) (το)
verbless ¾ αρρηµατικός-ή-ό yes-no question ¾ ερώτηση ολικής άγνοιας (η)
vernacular ¾ καθοµιλουµένη (η), zero ¾ µηδέν (το),
¾ οικείο ύφος (το), ¾ µηδενικός-ή-ό
¾ κοινή (η) zoösemiotics ¾ ζωοσηµειολογία (η)
via ¾ διαµέσου, α movement ¾ µετακίνηση του α
¾ διαµέσως
visibility ¾ ορατότητα (η)
visible ¾ ορατός-ή-ό
vocable ¾ πρωτολέξη (η)
vocabulary ¾ λεξιλόγιο (το)
vocal cords / lips / ¾ φωνητικές πτυχές (οι),
bands / folds ¾ φωνητικές χορδές (οι)
vocal organs ¾ φωνητήρια όργανα (τα)
vocal tract ¾ φωνητήρια οδός
vocal-auditory ¾ φωνητικοακουστική δίαυλος (η),
channel ¾ φωνητικοακουστικό κανάλι (το)
vocalic ¾ φωνηεντικός-ή-ό
vocalization ¾ φωνητικοποίηση (η)
vocative ¾ κλητική (η)
vocoid ¾ φωνηεντοειδές (το)
voice ¾ ηχηρότητα (η),
¾ φωνή (η)
voice dynamics ¾ δυναµική της φωνής (η)
voice quality/set ¾ ποιότητα φωνής (η)
voice/vocal ¾ χαρακτήρας φωνής (ο)
qualifier
voiced ¾ ηχηρός-ή-ό
voiceless ¾ άηχος-η-ο
voice-onset time ¾ χρόνος εκκίνησης φωνής (ο)
voiceprint ¾ φωνητικό αποτύπωµα (το)
voiceprinting ¾ φωνητική αποτύπωση (η)
voicing ¾ ηχηροποίηση (η)
volition ¾ βούληση (η)
volitional ¾ βουλητικός-ή-ό
vowel ¾ φωνήεν (το)
V-place ¾ τόπος φωνήεντος (η)
wanna-construction ¾ δοµή γουάνα (wanna) (η)
wave ¾ κύµα (το)
weak adequacy ¾ ασθενής επάρκεια (η)
weak form ¾ ασθενής τύπος (ο)
weather it ¾ ατµοσφαιρικό it (το), µετεωρολογικό it
(το)
weight ¾ βάρος (το)
well formed ¾ ορθώς σχηµατισµένος-η-ο
wellformedness ¾ ορθός σχηµατισµός (ο)
wh- ¾ ντάµπλ-γιου-εϊτσ (wh-),
¾ ερωτηµατικοαναφορικό (το)
whistle(d)-speech ¾ σφυριχτή οµιλία (η)
whiz-deletion ¾ απαλοιφή του γουίζ (whiz) (η)
Whorfian ¾ Γουρφ (Whorf) (του)

537

You might also like