Professional Documents
Culture Documents
Η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποιία στην Ελλάδα είναι παραγωγή με παράδοση και ρίζες βαθιές.
Επιβίωσε παρά τις δυσχέρειες ανά τους αιώνες, κτήμα των Ελλήνων αγροτών που φρόντιζαν να διατηρούν
ένα αμπελάκι για την οικογένεια ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκτεταμένη καλλιέργεια
και το εμπόριο.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού
κράτους, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για όλες τις παραγωγές και ακόμα
περισσότερο για το ευαίσθητο αμπέλι. Η παραγωγή περιορίζονταν στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Στα
μέσα του 19ου αιώνα οι επιδημίες που έπληξαν τα ευρωπαϊκά αμπέλια, έδωσαν μια νέα πνοή στην ελληνική
αμπελοκαλλιέργεια. Μεγάλες ποσότητες κρασιών άρχισαν να εξάγονται με σκοπό τη μίξη τους με
ευρωπαϊκά κρασιά. Τελικά η φυλλοξήρα έπληξε και την Ελλάδα, ευτυχώς με βραδύτερους ρυθμούς λόγω
των γεωγραφικών φραγμών και της ερήμωσης της υπαίθρου.
Η αμπελοκαλλιέργεια στα στενά γεωγραφικά όρια της σημερινής ελληνικής Θράκης υπήρξε μάλλον
περιορισμένη σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας και χωρίς αυτό να οφείλεται στο κλίμα ή το έδαφος.
Αντίθετα κάποιες περιοχές παρουσιάζουν τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη της αμπέλου. Ο λόγος
φαίνεται να είναι η εκτεταμένη καλλιέργεια, σχεδόν μονοκαλλιέργεια καπνού. Το αμπέλι περιορίστηκε σε
μικρή, οικογενειακής φύσεως παραγωγή που κάλυπτε τοπικές ανάγκες. Κρασιά καλύτερης ποιότητας
παράγονταν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και σε αμπελοοινικές περιοχές της γειτονικής Βουλγαρίας και
Τουρκίας 1 . Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε και τη συνέχεια της μεγάλης θρακικής παράδοσης στην
καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή κρασιού. Στις αλησμόνητες πατρίδες των Θρακιωτών της
Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας αμπέλια καλλιεργούνταν σε εκτεταμένες εκτάσεις με
πολλές παραδοσιακές ποικιλίες επιτραπέζιες και για κρασί. 2 Οι πρόσφυγες από αυτές τις περιοχές, έφεραν
στην Ελλάδα και μεταφύτευσαν εκατομμύρια κλήματα αλλά και τις παραδόσεις αιώνων από τις
πατρογονικές τους εστίες. Στα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης όπου μετεγκαταστάθηκαν μετά τα
θλιβερά γεγονότα του πολέμου, αναζήτησαν οι λαογράφοι των αρχών του αιώνα τους κατοίκους αυτών των
περιοχών και κατέγραψαν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και την οικονομία στις περιοχές τους που σε ένα
μεγάλο ποσοστό φαίνεται ότι εξαρτιόταν από το αμπέλι και το κρασί 3 .
Διάσημες για την παραγωγή τους οι Σαράντα Εκκλησιές 4 που περιβάλλονταν από πεδινές εκτάσεις
και χώματα κατάλληλα για την καλλιέργεια αμπελιού που αποδίδει και προοδεύει παράλληλα. Γύρω από την
πόλη σε ακτίνα μιάμιση ώρας με τα μέσα της εποχής είχε μόνο αμπέλια. Ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής
ήταν 7.800.000 οκάδες ενώ μια καλή σοδειά μπορούσε να φτάσει 12.000.000 οκάδες. Σημαντικές ποσότητες
εξάγονταν στην Βουλγαρία αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό εξάγονταν στη Γαλλία,. Έφτιαχναν κυρίως τρία
είδη κρασιού, λευκό, μαύρο και πηλίνο. Το τελευταίο παρασκευάζονταν από λευκό με προσθήκη αψινθίου,
είχε γεύση υπόπικρη και το έπιναν κυρίως για δυναμωτικό και ορεκτικό. Σταφύλι που ευδοκιμούσε και
απέδιδε ήταν το παπάς καρασή, μαύρο με πολλή τανίνη, για αυτό τα κρασιά ονομάζονταν μπογιαμάδες και
στυφά. Είχαν κατά μέσο όρο 11-12 βαθμούς οινοπνεύματος γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη της
κονιακοποιΐας. Παρήγαγαν περίπου 18.000.000 οκάδες σταφύλια, από τα οποία παράγονταν 9.000.000
οκάδες λευκό κρασί, 4.000.000 οκάδες μαύρο και 5.000.000 τσίπουρα για απόσταξη. Τα λεγόμενα άσπρα
κρασιά στην πραγματικότητα είχαν το χρώμα του κονιάκ γιατί τα σταφύλια όπως είπαμε ήταν μαύρα. Η
φυλλοξήρα έπληξε την περιοχή γύρω στα 1910. Έγινε μια προσπάθεια ανάκαμψης με τη μεταφύτευση
αμερικάνικων κλημάτων αλλά ήρθαν τελικά οι καταστροφικοί πόλεμοι και έδωσαν την χαριστική βολή στα
αμπέλια που μετατράπηκαν σε χωράφια.
Από τις πιο γνωστές περιοχές για την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής ήταν και η
Στενήμαχος 5 (σήμερα στη Βουλγαρία). Καλλιεργούσαν μεγάλες εκτάσεις με τα καλύτερα αμπέλια και
έφτιαχναν εξαιρετικά κρασιά όπως τον πηλίνο, το μαύρο, τον καρτσιάγκο, το τσιμπητό κ.α. Παρήγαγαν και
ένα κρασί για τους Εβραίους, με μούστο ντόπιο αλλά συνταγή εβραίικη.
1
Miles Lambert-Gocs, Τα Ελληνικά κρασιά, Οδοιπορικό στη χώρα του Διονύσου, Αθηνά 1993, σελ.133
2
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Από τα φυτά της Θράκης, Θρακικά 20, Αθήνα 1944, σελ.9-72
3
Ζ. Παπαγεωργοπούλου - Α. Μπρούσκου, Το κουρμπάνι του Αγίου Τρύφωνα στη Γουμένισσα, Ιστορία του ελληνικού κρασιού,
Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990, σελ.276-284
4
1.Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 85-100
2. Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Βιοτεχνία και Εμπόριο, Θρακικά 47, 1974, , και, σελ. 150-151
5
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 157-165
1
Πολλοί αμπελώνες υπήρχαν και στη Συλήμβρια (Επιβάτες, Δελλιώνας, Εξάστερον, Γιαλούς,
Οικονοεμείον, Δημοκράτειαν, Καλλικράτειαν) όπου καλλιεργούνταν τα λεγόμενα περατεινά ή
γιαπουντζάκια. Σταφύλια εξήγαγαν στην Πόλη 6 σε ποσότητα που έφτανε τις 150-200.000 οκάδες ημερησίως
και κρασιά στη Γαλλία 7 μετά την προσβολή των αμπελιών της από την φυλλοξήρα.
Στην Αγχίαλο της Αν. Ρωμυλίας 8 με την αμπελουργία ασχολούνταν το 80% του πληθυσμού. Έκαναν
πολλά και καλά κρασιά, ρακί και ξύδι. Ειδικεύονταν στον πηλίνο και τους μουσελέδες, εξαιρετικά γλυκά
κρασιά.
Κρασιά έπιναν όλοι οι Θράκες στο τραπέζι τους. Το λαϊκότερο κρασί ήταν ο μπογιαμάς. Γινότανε από
μαύρο σταφύλι, είχε βαθύ κόκκινο χρώμα και δυνατή γεύση ενώ θεωρούνταν και απαραίτητο θερμαντικό.
Για ορεκτικά είχαν πολλά είδη ρακιών. Στο πολύ κρύο έπιναν πριν φύγουν για τη δουλειά ένα μάρετς
δηλαδή κρασί βρασμένο με πιπέρι μαύρο, τόσο καυτερό που άναβε το στόμα και το στομάχι. Εκλεχτά
κρασιά τα παλαίωναν και τα θεωρούσαν τόσο δυναμωτικά που οι γιατροί τα σύνεστηναν ως φάρμακο. Σε
όλη τη χώρα, το κρασί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής δίαιτας των ανθρώπων όλων των
κοινωνικών τάξεων και ομάδων, σχεδόν ίσης σημασία με τα σιτηρά και το λάδι. 9
Από τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, 10 η Σάμος κατείχε μάλλον την πρώτη θέση στη
παραγωγή κρασιού. Οι ορεινές περιοχές της υπήρξαν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την παραγωγή καλής ποιότητας
λευκών μοσχάτων κρασιών, γλυκών, ημίγλυκων και ρετσινάτων. Κατά την αρχαιότητα δεν
συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα των περιοχών με κρασιά άριστης ποιότητας. Τα πράγματα άλλαξαν στους
μεσαιωνικούς χρόνους όταν το νησί ερήμωσε από το φόβο των πειρατών και επανακατοικήθηκε στα τέλη
του 16ου αιώνα. Τότε ανανεώθηκαν και οι αμπελώνες της, με το άσπρο μοσχάτο σταφύλι να κυριαρχεί
σχεδόν κατά αποκλειστικότητα. Αντίθετα ονομαστά από την αρχαιότητα ήταν τα κρασιά της Λήμνου και τα
αμπέλια της μεταφυτεύτηκαν σε πολλά μέρη της χώρας και κυρίως στη Χαλκιδική. Μετά την επέλαση της
φυλλοξήρας, φυτεύτηκε το γνωστό μοσχάτο Αλεξανδρείας που ήταν επικερδές οικονομικά και εκτοπίστηκε
η παραδοσιακή κόκκινη ποικιλία καλάμπακι που από κάποιους ταυτίζεται με την αρχαία λημνία άμπελο. Η
παραδοσιακή αυτή ποικιλία ίσως επιβίωσε στη Λέσβο όπου παράγονταν κόκκινο κρασί με ασυνήθιστα
καλές κριτικές από ευρωπαίους γνώστες. Στη Χίο, μια μεγάλη παράδοση ξεριζώθηκε βίαια όταν κατά την
επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το νησί. Οι αμπελώνες του δεν
αποκαταστάθηκαν ποτέ, οι οικονομικές συνθήκες άλλωστε έστρεψαν το ενδιαφέρον των κατοίκων του σε
πιο επικερδείς παραγωγές και στην ναυσιπλοΐα. Τα κρασιά της τελευταίοι γεύτηκαν και κατέγραψαν οι
δυτικοί επισκέπτες του 19ου αιώνα. Η ποικιλία που κυριαρχούσε ήταν ένα μαύρο γλυκό κρασοστάφυλο, ίσως
παρακλάδι της αιγαιοπελαγίτικης μανδηλαριάς που καλλιεργείται σε περιορισμένες εκτάσεις ακόμη και
σήμερα. Λαμπρή η παράδοση αλλά φτωχή η συνέχεια και για την Ικαρία. Οι δύσκολες συνθήκες κράτησαν
τους Ικαριώτες, ναυτικούς ή μετανάστες μακριά από το νησί τους. Παρόλα αυτά αμπέλια καλλιεργούνταν
και στήριζαν την οικονομία του νησιού, κυρίως όμως για την παραγωγή μαύρης σταφίδας.
Ευνοϊκότερα εξελιχθήκαν τα πράγματα για την αμπελουργία στα Δωδεκάνησα και ιδιαίτερα στη Ρόδο.
Το νησί από την πολύ πρώιμη αρχαιότητα ως την τουρκοκρατία διατήρησε την παράδοσή, του παρά τις
δυσκολίες κατά την τελευταία αυτή περίοδο. Είχε μάλιστα την ευλογία να μην πληγεί ποτέ από την
φυλλοξήρα. Το κλίμα ήταν ιδανικό για ποιοτική και ποσοτική παραγωγή, με αρκετές βροχοπτώσεις, τις
περισσότερες μέρες ηλιοφάνειας και την θερμοκρασία του εδάφους να μετριάζεται χάρη στις θαλάσσιες
αύρες που το δροσίζουν δύο φορές τη μέρα κατά τους μήνες της ωρίμανσης των σταφυλιών. Οι ποικιλίες
που στιγμάτισαν τα ροδίτικα κρασιά είναι το λευκό αθήρι και η κόκκινη μανδηλαριά. Είναι πιθανό και τα
δύο να ήρθαν στο νησί από τις Κυκλάδες, αφού η μανδηλαριά ονομάζεται από τους ντόπιους αμοργιανό, ενώ
το αθήρι ίσως σχετίζεται με την αρχαία θηριακή άμπελο. Στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα η ερήμωση και τα
απαξιωτικά μέτρα των Οθωμανών έφεραν σταδιακά τον μαρασμό. Στην Κω παράγονταν σε μικρές
ποσότητες μανδηλαριά ή αμουργιανό και αθήρι. Στη Σύμη και στη Νίσυρο επίσης μικρή παραγωγή, κυρίως
από μανδηλαριά και φωκιανό. Καλύτερη τύχη είχε η Κάρπαθος που δεν πλήγηκε από την φυλλοξήρα. Οι
6
Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Πλουτοπαραγωγικαί πηγαί κατά την Τουρκοκρατία, Θρακικά 47, 1974, σελ. 119, και
Βιοτεχνία και Εμπόριο, σελ. 141-178
7
Μ. Α. Σταμούλη, Αναμνήσεις εξ Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 18, 1943, σελ. 209-210
8
Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 257-279
9 Για περισσότερα στοιχεία και βιβλιογραφία βλ. Α. Ματθαίου, Το κρασί ως βοηθητικό είδος διατροφής στην Τουρκοκρατία,
Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ,
Αθήνα 1990, σελ. 193-189
10
Miles Lambert – Gocs, ο.π., σελ. 19-33
2
ποικιλίες της όπως και η γεωγραφική της θέση είναι κάτι ανάμεσα σε Ρόδο και Κρήτη, με άσπρα σταφύλια,
το αθήρι, τη θράψα, το ροζακί και το μοσχάτο και κόκκινα, τη μανδηλαριά και το φωκιανό.
Η Σαντορίνη 11 και η γειτονική Θηρασία αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στα νησιά των
Κυκλάδων με κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες μοναδικές. Τα αμπέλια, φυτεμένα σε άγονα
και άνυδρα ηφαιστειακά εδάφη θα ήταν και εντελώς απροστάτευτα από τους ανέμους, αν οι Σαντορινιοί δεν
εφάρμοζαν ένα δικό τους τρόπο καλλιέργειας. Φύτευαν, και συνεχίζουν να το κάνουν, σε απόσταση σχεδόν
διπλάσια από τη συνηθισμένη και έπλεκαν τα νέα φυτά σε στεφάνια που ακουμπούν στο χώμα ώστε να
παίρνουν το δυνατόν περισσότερα θρεπτικά στοιχεία και να προστατεύονται από τους ανέμους. Τα πιο
συνηθισμένα κρασιά ήτανε τα μπρούσκα, άσπρα και μαύρα. Το άσπρο είχε χρώμα κανελί και γινότανε
κυρίως από ασύρτικα, ποικιλία που κυριαρχεί στο νησί και η προέλευσή της συζητείται. Το κόκκινο
μπρούσκο γινότανε κυρίως από μανδηλαριά. Και τα δύο είχανε έντονο χρώμα και εξάγονταν σε μεγάλες
ποσότητες για μίξη με ευρωπαϊκά κρασιά. Το δυνατό χρώμα τους το όφειλαν στο ότι μένανε μέρες στο
πατητήρι και βάφανε από τα τσάμπουρα. Ενώ το νυχτέρι, λευκό και ξηρό, γινότανε από άσπρα σταφύλια που
τα πατούσανε αυθημερόν. Το όνομα του ίσως αντανακλά την αρχαία συνήθεια του πολύ πρωινού τρύγου.
Από τα ξενόλοα (όλες οι ξένες ποικιλίες) γινότανε ο μαλαβαζίας, γλυκό κρασί που βασιζότανε στην
υπερβολική ωρίμανση των σταφυλιών πάνω στο κλήμα. Το βισάντο (Vino Santo), ήταν το πιο γνωστό γλυκό
κρασί του Αιγαίου. Για την παραγωγή του απλώνανε μαύρα και άσπρα σταφύλια στη λιάστρα, τα αφήνανε
μερικές μέρες στον ήλιο και μετά τα πατούσανε. Παρήγαγαν ακόμα και ημίγλυκο, το μέντζο από μούστο
μισό από φρέσκα σταφύλια και μισό από λιαστά ή όλα λιαστά αλλά «μισοψημένα». Η Πάρος 12 φημιζότανε
για την παραγωγή του μαλβαζία της και άλλων κρασιών που προορίζονταν επίσης για εξαγωγή προς μίξη με
ευρωπαϊκές ετικέτες. Το κλίμα περίπου τυπικό των Κυκλάδων και για προστασία από τους αέρηδες τα
παριανά κλήματα αναπτύσσονταν χαμηλά στο χώμα και με παραφυάδες που έφταναν τα 5 μέτρα και
ονομάζονταν απλωταριές. Η ποικιλία που κυριαρχούσε ήταν η μαύρη μανδηλαρία και λιγότερο η μονοβασιά
ή μονεμβασιά. Μικρότερη η παραγωγή αλλά εξίσου μεγάλη η παράδοση και στις υπόλοιπες Κυκλάδες. Οι
συχνότερες ποικιλίες ήταν η μανδηλαριά, και η μονεμβάσια, το αθήρι και το αϊδάνι για την παραγωγή του
μαλβαζία που στήριξε την οικονομία των νησιών.
Περιώνυμη για τα κρασιά της από την αρχαιότητα η «εύοινος» Κύπρος, ταυτίστηκε κατά τους
μεσαιωνικούς χρόνους των Λουζινιάν και των Ναϊτών με το εξαιρετικό γλυκό κρασί της, την κουμανταρία.
Η επωνυμία Commandaria είναι φράγκικη, και προέρχεται από την έκταση που κατείχαν οι Ναΐτες και
Ιωαννίτες ιππότες και είχαν εγκαταστήσει το στρατηγείου τους, την «Grand Commandarie». Ο τρόπος
παρασκευής όμως, ήταν γνωστός από τους αρχαίους και τους βυζαντινούς χρόνους και κοινός σε πολλά
νησιά του Αιγαίου. Οι μεγάλες εκτάσεις με τα φέουδα όπου καλλιεργούνταν αμπέλια για την παραγωγή
κουμανταρίας, ταυτίζονται σχεδόν με τα σημερινά κρασοχώρια της Πάφου και της Λεμεσού, στους
πρόποδες του Τρόοδους. Οι αμπελώνες αναπτύσσονταν συνήθως σε άνδηρα από ξερολιθιές, τις «δομές» που
κτίζονταν σε απανωτές σειρές και έδιναν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο τοπίο. Φυτεύονταν αραιά και δεν
ποτίζονταν, με κλήματα χαμηλά, σε κυπελλοειδές σχήμα και τα σταφύλια να ακουμπούν σχεδόν στο χώμα.
Μετά τον τρύγο τα σταφύλια «ψήνονταν» στον ήλιο και ακολουθούσε το πάτημα και η οινοποίηση. Το
αποτέλεσμα ήταν ένα κρασί υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρο και οινόπνευμα, με δυνατότητα παλαίωσης
και ικανό να αντέξει στις μεγάλες μετακινήσεις, άρα ιδανικό για το εμπόριο.
Ποικιλίες σταφυλιών
11
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 241
12
Miles Lambert – Gocs, ο.π., σελ.96-103
3
Θα κάνουμε μία μικρή αναφορά σε ονόματα και περιγραφές
ποικιλιών που καταγράφονται από τους λαογράφους, χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι μπορούμε πραγματικά να καταμετρήσουμε
ποικιλίες, δεδομένου ότι αρκετές σίγουρα εμφανίζονται με πολλά
ονόματα στην ίδια ή σε άλλες περιοχές.
13
Για τις ποικιλίες της Θράκης βλ.
1. Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Πλουτοπαραγωγικαί πηγαί κατά την Τουρκοκρατία, Θρακικά 47, 1974, σελ. 119
2. Π. Παπαχριστοδούλου, Τροφές και δίαιτα Θρακών, ΑΘΛΓΘ 9, Αθήνα 1942-3, σελ. 167
3. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Από τα φυτά της Θράκης, Θρακικά 20, Αθήνα 1944, σελ. 9-72
4. Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 91-92
5. Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Βιοτεχνία και Εμπόριο, Θρακικά 47, 1974, , και, σελ. 150-151
6. Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 13
4
Πεμπί το : κόκκινο (Σαμακόβιο)
Πρωιμάδ’ : ωριμάζει νωρίς
Ροζακιά : (Αδριανούπολη)
Σαμιώτικα : με μακρουλές μαύρες ρόγες
Τσαμπάτο : με στρογγυλές μαύρες ρόγες, κατάλληλο για κρασί
Τσαουσιά τα : τα εκλεκτότερα της Θράκης, αρωματικά, ψιλόφλουδα ωρίμαζαν αρχές Αυγούστου
(Ανδριανούπολη, Τσεντώ)
Τσεπρά : άσπρα με χοντρή φλούδα
Τσιρλάδες : νερουλά σταφύλια από φυτεία, δηλαδή αμπέλι ενός έως τριών χρόνων
Τσουμπιατή : κόκκινα με λεπτές ρόγες (Σκοπός)
Τσουμπινή η : κόκκινα (Σαμακόβιον)
Τον ίδιο μεγάλο αριθμό έφταναν οι ποικιλίες της Σαντορίνης 14 . Κρασί έκαναν συνήθως από τα
ασύρτικα (άσπρα), τις μαντηλαριές (μαύρα) και τα αηδάνια. Τα ξενόλοα που ήταν λιγοστά τα
χρησιμοποιούσαν οι μικροκτηματίες για να κάνουν την σταφίδα του σπιτιού και οι μεγαλοκτηματίες για τα
ιδιαίτερα κρασιά τους. Άσπρα φαγώσιμα σταφύλια ήταν τα αθήρι, ασπροβουδόματο, ασπρούλα, αετονύχι,
ασπρομαντηλαριά, αηδάνι, ασπρομοσχάτο, γλυκάδα, καστανό, κρητικό, πλατάνι, ποταμίσι, σάμιο,
σταυραχιώτης, σουλτανίνα, σαββατιανό, ροζακί, φλασκί. Κόκκινα τα ρούσσο, μοσχάτο, αηδάνι κόκκινο,
ροδίτης, φράουλα, σιδερίτης και μαύρα τα αετονύχι, αουστιάτικο, βάφτρα, βουδόματο, εφτάκοιλο,
μαυροτράγανο, μαυράθηρο, μαυροφράουλα, σιρίκι, ασπροσύρτικο, κουνετάτο, μαυροσύρικας, ξιπεξίδικο,
ροδομούσα, ρομέκο.
Στην Τήνο 15 ο αριθμός ήταν λίγο πιο περιορισμένος. Τα πιο συνηθισμένα σταφύλια οινοποίησης ήταν
τα ποταμίσια ή κρασοστάφυλα, και τα μαυροποταμίσια που δίνουν μαύρο μούστο. Επιτραπέζιες ποικιλίες
ήταν τα αετονύχια, οι αντιρίτες, τα ασπράδια τα βοϊδομάτ΄κα (έχουν το ίδιο χρώμα με το μάτι του βοδιού),τα
κ’μαίρανα, τα κρητ΄κά τα μπεγλέρια, τα πλατάνια, τα ροδίτ’ακα, τα ροζακιά, τα σκαθάρια, και οι φράουλες,
Στην Κύπρο 16 μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, βασικές ποικιλίες οινοποίησης ήταν το μαύρο
και το ξυνιστέρι, αλλά και άλλες λευκές, κανέλλα, μαλάγα, μωροκανέλλα πρωμάρα, σπούρτικο και
κόκκινες, βλούρικο, γιαννούδι, λευκάδα, μαραθεύτικο, όφθαλμο κ.α.
14
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 237
15
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 106-7
16
Φ. Κυθραιώτου, Το βιβλίο του κυπριακού κρασιού, Intercollege Press 2003, σελ.13
5
Η καλλιέργεια του αμπελιού
Το φύτεμα του αμπελιού απαιτούσε εμπειρία αλλά και χέρια πολλά και δυνατά. Γινότανε συνήθως από
μεγάλες ομάδες νέων και μεγαλύτερων έμπειρων εργατών που μισθώνονταν από τον ιδιοκτήτη ή
προσέτρεχαν σε βοήθεια του συγχωριανού τους. Σε μικρότερα αμπελάκια αρκούσε να συγκεντρωθούν
συγγενείς και φίλοι. Η δουλειά έπαιρνε χαρακτήρα γιορτής και κατέληγε σε γλέντι στο σπίτι του νοικοκύρη.
Στις Σαράντα Εκκλησιές 17 πριν φυτέψουν ένα χωράφι με αμπέλι ακολουθούσαν συγκεκριμένη
προεργασία. Δούλευαν το χώμα με το δικέλι ώσπου να γυρίσει το πάνω κάτω και μάζευαν τις ρίζες της
αγριάδας και τις πέτρες. Όταν τέλειωνε το γύρισμα του χώματος, τότε με έναν σπάγκο βάζανε τα σημάδια,
ανά δύο βήματα και μια ρίζα κλήματος και κατόπιν άνοιγαν τρύπες με λοστό και φύτευαν βέργες βαλμένες
προηγουμένως στο νερό για να πιάσουν ρίζες. Οι βέργες ήταν διαλεγμένες από τα καλύτερα κούρβουλα και
κομμένες πλάγια και από τις δύο μεριές. Φύτευαν σε τετράγωνα 40 επί 40 πόδια που τα έλεγαν αυλάκια και
απέδιδαν στα παλιάμπελα σχεδόν ένα ληνό σταφύλι.
Στην Αγχίαλο 18 στο μπροστινό και το πισινό μέρος του αμπελιού σπέρνανε φασόλια, ρεβίθια και
κουκιά και κάνανε έτσι την κουμπάνια του σπιτιού σε όσπρια ενώ γύρω από τα αμπέλια, φύτευαν και
οπωροφόρα, κερασιές, βυσσινιές, ροδακινιές, κυδωνιές κ.α..
Και στην Τήνο 19 που η καλλιέργεια γίνονταν συνήθως σε πεζούλες, τα αμπέλια τα φύτευαν στα ριζά
της πεζούλας (εικ. 3) για να είναι προστατευμένα από το βοριά και στο υπόλοιπο χωράφι σπέρνανε άλλα
είδη.
Στην Κύπρο 20 , έκοβαν φυτά από τον Γενάρη και τα φύτευαν τον Μάη, δεμένα πολλά μαζί για να
κάνουν ρίζες.
17
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 88-89
18
Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 257-278
19
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 106
20
Φρ. Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, Η αμπελοκαλλιέργεια και οι παραδοσιακοί ληνοί της Κύπρου, Τεχνολογία και Έρευνα, Τεύχος
3, 1989, σελ. 20
21
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 106
6
σιδερένιου πριονιού, τους σβανάδες ή τσεκμέδες (εικ.4). Τις βίτσες που μαζεύονταν τις μετέφεραν στα
σπίτια, τους φούρνους και τα καζαναριά για καύσιμη ύλη ενώ μερικές τις άφηναν στο αμπέλι για να τις καίνε
οι εργάτες. Μετά σκάλιζαν με το δικέλι γύρω από την ρίζα του φυτού. Την άνοιξη προχωρούσανε στα
τσαπίσματα για να καθαρίσει το χώμα από χόρτα και αγριάδες. Το τσάπισμα γινόταν μια φορά ή και
παραπάνω ανάλογα με τις ανάγκες και τις βροχοπτώσεις. Τα τελευταία χρόνια κάνανε και ραντίσματα με
γαλαζόπετρα, θειάφι και άλλα κατάλληλα φάρμακα, για να προφυλάξουν τα αμπέλια από τον περονόσπορο
και άλλες αρρώστιες 22 .
Ακολουθούσε ο τρύγος και οι εργασίες έκλειναν για τον χειμώνα. Σε πολλά μέρη άνοιγαν αυτή την
περίοδο μικρούς λάκκους γύρω από τις ρίζες των φυτών για να ποτίζεται καλά. Όσοι είχαν την δυνατότητα
να τα λιπάνουν κουβαλούσαν την κοπριά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και την σκορπίζανε το καλοκαίρι.
Θα παραθέσουμε παρακάτω όσο πιστότερα γίνεται, περιγραφές της εκπληκτικής αυτής δουλειάς από
περιοχές της Θράκης και των νησιών του Αιγαίου, έτσι όπως την κατέγραψαν οι λαογράφοι στις αρχές και
τα μέσα του προηγούμενου αιώνα 25 .
25
Τα κείμενα παρατίθενται με ελάχιστες περικοπές και σε σημερινή γλώσσα.
8
βουβαλιών. Πριν φύγουν από το αμπέλι, έκοβαν ένα κλαδί τσαλιού βατσουνιάς και το έστηναν στο μέσον του
ληνού. Αυτό ήταν το λούσο του ληνού.
Μόλις έφταναν στο σπίτι ή στο κρασομάγαζο, σήκωναν τους μπροστινούς τροχούς και βάζανε από κάτω
τους χοντρά ξύλα ώστε να δημιουργείται κλίση και να τρέχει ο μούστος από το στουράκι. Αμέσως βάζανε έναν
κάδο (μετάκι) και τραβούσαν το πανί από την τρύπα στο στουράκι. Ο πρώτος μούστος που έτρεχε ήταν ο πιο
δυνατός σε γλυκύτητα γιατί προερχότανε από τις ώριμες ρόγες που έσπαζαν μόνες τους. Μόλις έπαιρναν όλη
την ποσότητα περίπου έναν κάδο, 200-300 οκάδες, άρχιζαν το πάτημα. Τον μούστο που έτρεχε πλέον τον
κουβαλούσαν με τις γκιουγιούμες μέσα στα βαρέλια στο κρασομάγαζο.
Αφού άδειαζε ο ληνός φρόντιζαν να αλείψουν τα αξόνια του αμαξιού με κατράνι, μετά έβαζαν μέσα στο
ληνό τα τρυγοκάλαθα, το ληνοσάνιδο, το φκιάρι, το φανάρι για κάθε ενδεχόμενο και ύστερα οι μπουζουτζήδες
πήγαιναν κοντά στο πηγάδι ή στην τουλούμπα και πλένονταν καλά και κάθονταν να ξεκουραστούν.
Εντωμεταξύ η νοικοκυρά ετοίμαζε το τραπέζι πάνω σε μια ψάθα εντόπια από παπύρα, άπλωνε μια
μεσάλα, στη μέση έβαζε ένα σταυροειδές σταμνί και σκαλιστό συνάμα και πάνω στο σκαμνί ένα σινί μπακιρένιο
και γανωμένο και πάνω σε αυτό έβαζε γύρω-γύρω τα κουτάλια ή περόνια ανάλογα του φαγητό, φέτες ή φελιά
ψωμιού σπιτικού και στη μέση μια πήλινη γκιουβέτσα με τραχανά ή κρέας με λάχανο και μέσα λίγες τσούσκες
και δίπλα τους ένα σουραχί κρασί που πήγαινε από τον ένα στον άλλο. Στο μεταξύ ο σαραπαντζής τραβούσε τα
βουβάλια στο αχούρι και τα περιποιότανε.
Μετά το φαγητό γλεντούσαν στην αυλή του σπιτιού ή αν δεν είχε αυλή, έξω στους δρόμους. Συχνά ο
νοικοκύρης έπαιρνε τσαλκιτζήδες, μεταμφιέζονταν σε τζαμάλες (καρναβάλια) και γλένταγαν ως την ώρα του
ύπνου.
Ο τρύγος κρατούσε περίπου 15 μέρες και μόλις ξετρυγούσε ο νοικοκύρης, τραβούσε το ληνό του στο Ασά
– Μπουνάρ, πηγή έξω από την πόλη, και έπλεναν το ληνό και τα άλλα εργαλεία ως και τα ρούχα τους. Την
επομένη πλήρωνε τους εργάτες «το δίκιο τους» και αυτοί του εύχονταν και του χρόνου και έφευγαν για τα
χωριά τους αφού πρώτα ψώνιζαν από την αγορά ότι χρειάζονταν. Πριν φύγουν όλοι τοποθετούσαν το ληνό και
το αμάξι στο κρασομάγαζο ή στο σαϊβάνι για να μην βρέχονται.»
9
Ο τρύγος στο Σαμακόβιον και τα περίχωρα
Από το άρθρο του Ζ. Θ. Κιακίδου, Ιστορία Σαμακοβίου και Περιχώρων, Θρακικά 33, Αθήνα 1960, σελ 27-
28
«Ο Τρύγος γινότανε στα τέλη του Σεπτέμβρη. Από πολλές μέρες ετοιμάζονταν οι κάδοι, οι τίνες, τα
μετάγκια, οι βούτες, οι ληνοί και οι βαρέλες. Φρόντιζαν τα αφεντικά για τα τρόφιμα των τρυγητάδων, κανένα
βαρέλι παστά κολιαρούδια, κανένα κάδι πιπεριά τουρσί και καμία γελάδα για το βραδινό στιφάδο.
Όταν τέλειωναν οι προετοιμασίες έβγαινε ο τελάλη και διαλαλούσε πως την επόμενη Δευτέρα με διαταγή
του Μουντούρη (πρόεδρος της κοινότητας), θα τρυγηθούν τα κάτω αμπέλια, γιατί ωρίμαζαν πρώτα. Τότε
άρχισε η μεταφορά των εργαλείων. Πριν αρχίσουν γίνοτανε ευχαριστήριος δέηση. Διαρκούσε πάνω από
βδομάδα και είχε χαρακτήρα πανηγυριού. Το κέφι άναβε κατά τη μεταφορά των ληνών με τα αμάξια. Δύο ζεύγη
βουβάλια με μπιχλιμπιδωτά καπίστρια, με πολύχρωμες φούντες και κορδέλες και κουδούνες στις ζέβλες του
ζυγού έσερναν τα αμάξια. Μπροστά πήγαιναν οι νέοι και οι νέες και τα παιδιά ντυμένα πολύχρωμα,
τραγουδούσαν όλοι και χόρευαν με τη συνοδεία οργάνων, όπως ντέφια, τούμπανα, γκάιντες και λύρες ώσπου
να φτάσουν στο αμπέλι. Εκεί αμέσως άρχιζε ο τρύγος. Άλλοι έκοβαν άλλοι κουβαλούσαν, τα κορίτσια φόραγαν
στεφάνι από κληματσίδες στα μαλλιά . Τα σταφύλια τα ανακάτευαν και τα συνέθλιβαν μέσα στα μετάγκια.
Σαν τέλειωνε ο τρύγος έφερναν στο σπίτια τους ληνούς γεμάτους μούστο, εκεί γινότανε το μεγάλο
φαγοπότι.»
11
Στο μεταξύ τα σταφύλια στραγγίζανε από μόνα τους και ο μούστος έτρεχε στον ληνό από μια τρύπα που τη
λέγανε άφλα και την προστατεύανε με φρύγανα για να μην πέφτουν μαζί με το μούστο, ρόγες και τσάμπουρα.
Για παραπάνω προστασία βάζανε ένα άδειο κοφίνι μπροστά στην άφλα. Από εκεί έτρεχε ο μούστος στον ληνό
και από εκεί μεταγγίζονταν στα βαρέλια. Αυτό ήτανε δύσκολη δουλειά, λόγω των αναθυμιάσεων. Ο εργάτης
που έμπαινε μέσα πρόσεχε πολύ να μην γλιστρήσει και ένας άλλος εργάτης του έκανε αέρα με μία σκούπα. Ο
ληνός ήτανε μια στρόγγυλη στέρνα με βάθος ένα δύο μπόγια. Βάζανε μέσα μια ξύλινη σκάλα για να μπαίνει ο
εργάτης, υπήρχε και ένα ακόμα σκαλιστό σκαλοπάτι που ανήκε στο ληνό που βοηθούσε στην στήριξη του
εργάτη. Γύρω είχε φαρδύ πεζούλι και εκεί άφηναν του κουβά με τον μούστο. Από κει άλλο χέρι τον έφερνε ως
το βαρέλι που περίμενε άλλος εργάτης για να το παραλάβει.
Και το πάτημα ήτανε δύσκολη δουλειά και για να την ελαφρύνουν φέρνανε τα παιχνίδια, τα όργανα (βιολί,
λαούτο, κλαρίνο) ή τη λύρα ή τη τζαμπούνα και έτσι το πάτημα γινότανε χορός. Το πάτημα άρχιζε από το
βράδυ. Οι πατητές ντύνονταν ελαφρά μόνο με σώβρακο και φανέλα και ένα μαντήλι στο κεφάλι και βασιλικό
στο αυτί για να τον μυρίζουν και να φεύγει ο θυμός του κρασιού.
Τα πατημένα σταφύλια τα στρώνανε με τα φτυάρια που ήτανε ξύλινα για να μην ξύνεται το πατητήρι, και
παίρνανε όλο το ζουμί. Μετά τα πήγαιναν με τα κοφάκια στο μάγγανο και τα ξαναστράγγιζαν.
Όταν έμπαινε ο μούστος στα βαρέλια είχε και άλλες δουλειές να γίνουν. Αν ήτανε ξηρασία και ο μούστος
παχύς τότε ρίχνανε νερό για να μην σταματήσει το βράσιμο. Και από την πολύ ζέστη σταματούσε το βράσιμο.
Τότε ανοίγανε την μαΐστρα, κάτω τρύπα του βαρελιού και χυνότανε ο μούστος στη σκάφη και μετά τον
ξαναβάζανε στο βαρέλι. Άλλοτε κατάβρεχαν τα βαρέλια και άφηναν το παράθυρο συνέχεια ανοιχτό.»
26
Κάδοι ξύλινοι.
12
Το καλύτερο κρασί το έπαιρναν από τον ληνό πριν ακόμα
αρχίσουν το πάτημα. Ο χυμός που έτρεχε προέρχονταν από
τις πιο ώριμες ρόγες που έσπαγαν κάτω από το ίδιο τους το
βάρος. Ακολουθούσε μια μεγάλη ποσότητα μούστου που
προέκυπτε από το πρώτο πάτημα (εικ.6) και τέλος το
υπόλοιπο προϊόν που έπαιρναν από τα τσάμπουρα και τις
σπασμένες ρόγες που συνέχιζαν να τα πιέζουν ως να
αποδώσουν όλο το χυμό τους. Σε ειδικές περιπτώσεις το
πάτημα γινόταν και με το χέρι, συνήθως με μεγάλα ξύλα,
για την παραγωγή εξαίρετων κρασιών.
Στην Κύπρο εκτός από τους κτιστούς ληνούς που
πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια υπήρχαν και
συστήματα πίεσης των σταφυλιών με μεγάλους μοχλούς
που κινούσαν ογκώδεις λίθους μέσα σε κτιστές
υπερυψωμένες δεξαμενές «τζυάθια», ή περιστρεφόμενους
ξύλινους μοχλούς σε ξύλινες δεξαμενές για μικρότερες
ποσότητες (εικ.7). Τα μεγάλα πατητήρια - πιεστήρια ήταν
εγκαταστημένα σε ανεξάρτητα κτίσματα, ενώ τα μικρά
συνήθως σε κάποια γωνία στο ισόγειο των σπιτιών 27 . Αποτελούνταν από
δύο ξύλινους δοκούς, σχεδόν ίδιου μήκους που συνδέονταν μεταξύ τους
με επίσης ξύλινη σφήνα. Οι δοκοί αυτοί στηρίζονταν σε υποδοχή στον
τοίχο πίσω από την δεξαμενή και σε δύο ακόμη στύλους. Στο ελεύθερο
άκρο του άνω δοκού που είναι λίγο μακρύτερος, διαμορφωνόταν
ελικοειδής υποδοχή μέσα στην οποία περιστρεφόταν ένας κάθετος
κοχλίας με έναν ογκόλιθο στερεωμένο στο κάτω μέρος του. Δύο τρία
άτομα έστρεφαν τον κοχλία με ξύλινους βραχίονες και έτσι ανυψωνόταν
ο ογκόλιθος που μετακινούσε με τη σειρά του τους δοκούς και αυτοί
πίεζαν τα σανίδια μέσα στην δεξαμενή. Χρησιμοποιούσαν ακόμη την
αλέστρα, μία απλούστερη ξύλινη κατασκευή που προσαρμοζόταν στο
στόμιο του πίθου και με δύο συμπλεκόμενους κυλίνδρους συνέθλιβε τα
σταφύλια. Στους πίθους, μούστος τσάμπουρα και ρόγες αφήνονταν να
κάνουν το πρώτο βράσιμο. Μετά την πρώτη ζύμωση ακολουθούσε το
«κούλιασμα». Ένα μικρό κοφίνι έμπαινε στη μέση του πιθαριού και το
κρασί μαζεύονταν με την «κολόκαν» και μεταγγίζονταν σε καθαρό και
αποστειρωμένο με θειάφισμα πιθάρι. Εκεί έμεναν λίγες μέρες ανοιχτά ώσπου να ολοκληρωθεί η ζύμωση και
να καθαριστούν από τα κατακάθια. Συχνά προσέθεταν γύψο για να φύγουν τα οξέα και να πετύχουν διαύγεια
στο χρώμα.
Το βράσιμο κρατούσε περίπου σαράντα μέρες και τα πιθάρια δεν
τα γέμιζαν ποτέ μέχρι πάνω για να μην υπερχειλίζουν. Μπορούσαν
όμως και να τα σφραγίσουν, αφήνοντας μόνο μια οπή ανοιχτή για
να «αναπνέουν». Μάλιστα αυτή η μέθοδος θεωρούνταν η
καλύτερη. 28 Τέλος τα πιθάρια κλίνονταν με μαρμάρινα πώματα και
σφραγίζονταν με γύψο (εικ.8).
Σε κάποια μέρη 29 χρησιμοποιούσαν βρασμένο μούστο για να
ενισχύσουν τα κρασιά τους. Έβραζαν ένα μέρος του μούστου και
το έριχναν στα βαρέλια, για να δώσουν χρώμα, γεύση, δύναμη και
άρωμα στο κρασί, ιδίως τις χρονιές που τα σταφύλια δεν ήταν
ζαχαρωμένα. Πολλές φορές το έκαναν άσχετα από την ποιότητα
των σταφυλιών γιατί τα κρασιά που παράγονταν όταν πάλιωναν 2-3
χρόνια μοσχοβολούσαν τόσο όμορφα σαν να ήταν 10-15 χρόνων και έπαιρναν ένα χρώμα κονιάκ θαυμάσιο.
27
Βλ. παρακάτω, κεφ. Αρχιτεκτονική
28
Ε. Egoumenidou, From the grape to the vat : traditional buildings and the installations for the production and storage of wine in
Cyprus (18th – 19th century), DOURO-Estudos, vol. VII (13), 2002(3o), p. 139
29
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 94-95
13
Άλλη ιδιαίτερη μέθοδος οινοποίησης ήταν αυτή που γινόταν από λιαστά σταφύλια Συνηθιζόταν κυρίως
στα νησιά. Απλώνανε μαύρα και άσπρα σταφύλια στη λιάστρα και τα αφήνανε μερικές μέρες στον ήλιο
ώσπου να αφυδατωθούν και μετά τα πατούσανε. Η τεχνική γνωστή από την αρχαιότητα έδινε ένα εξαιρετικά
γλυκό κρασί που το λέγανε λιαστό. Κάνανε και μίξεις από φρέσκα σταφύλια και λιαστά για να φτιάξουνε
ημίγλυκα κρασιά. Διάσημα τέτοια κρασιά ήταν και παραμένουν το Σαντορινιό Βισάντο και η Κυπριακή
Κουμανταρία.
Απόσταξη
30
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 99
31
Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 262
32
Π. Δούδου, Λαογραφία Πραγγίου Διδυμοτείχου, Θρακικά 41, Αθήνα 1967, σελ. 115
14
«καζάνιασμα» μπορούσε να γίνει με τρεις τρόπους, με σκέτο κρασί, με κρασί και ζίβανα και τέλος με ζίβανα
και νερό ή την αδύνατη ζιβανία, το πόρακο. Αποθηκευόταν σε καθαρά δοχεία με ασφαλές πώμα για να μην
εξατμίζεται. Με την παλαίωση στα πιθάρια γινόταν καλύτερη και πιο αρωματική. Σε κάποια χωριά
αρωματιζόταν με κανέλλα και έπαιρνε ένα κοκκινωπό χρώμα, αλλού πάλι με ανισοόλη και τότε
παρασκευάζονταν το χωριάτικο τσίπουρο, το ζούκκι.
Αργότερα, εκτός από τα αποστάγματα κρασιού και τσάμπουρων, άρχισε και η παρασκευή ούζου από
αιθυλική αλκοόλη σταφίδας και γλυκάνισο. Το μείγμα περνούσε τρεις φορές από τη διαδικασία της
απόσταξης, έμενε αποθηκευμένο για ένα χρονικό διάστημα και τέλος αναμειγνυόταν με νερό και
εμφιαλωνόταν 33 .
Ακόμη ένα παράγωγο από τα τσάμπουρα ήταν το τρυγικό οξύ. Ένας Γάλλος έμπορος κρασιών υπέδειξε
στους αμπελουργούς στις Σαράντα Εκκλησιές 34 πώς να επεξεργάζονται τα ζουμιά των τσίπουρων για να βγει
τρυγικό οξύ ή γυλ’(ύλη) που την εξήγαγαν στην Ευρώπη για την παρασκευή λεμόντοζου και για
χρωματισμούς. Τα ζουμιά της πρώτης καζανιάς τα βράζανε ώσπου να πήξουν και κατόπιν τα έβαζαν στα
καζάνια ύλης, που ήταν βαθιά και ανοιχτά από πάνω. Εκεί τα ξανάβραζαν ως να πήξουν εντελώς. Κατόπιν
τραβούσαν την φωτιά και αράδιαζαν μέσα στο καζάνι όρθια στενά σανίδια, ανάμεσα στα οποία και πάνω
στο χείλος του καζανιού βάζανε καυσόξυλα βαριά για να τα συγκρατούν να μην κινούνται Καθώς κρύωνε το
ζουμί, η ύλη που περιείχε επικάθονταν πάνω στα σανίδια. Μετά από 2-3 μέρες τα έβγαζαν και με ένα
μαχαίρι ξύνανε την ύλη.
Αρκετά διαδεδομένη και η κονιακοποιΐα κυρίως σε περιοχές της Θράκης όπως οι Σαράντα Εκκλησιές
και η Ραιδεστός που παρήγαγαν κρασιά με βαθμούς οινοπνεύματος κατάλληλους για απόσταξη κονιάκ.
Εξάγονταν μάλιστα και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η παραδοσιακή άλλωστε και μάλλον πρωτόγονη
παραγωγή κρασιού στην Ελλάδα δεν τράβηξε το ενδιαφέρον των ξένων εμπόρων παρά μόνο για την αγορά
κονιάκ και κρασιών που προορίζονταν για μίξεις.
33
Λειτουργεί στο Πλωμάρι με ευθύνη της οικογένειας Βαρβαγιάννη, μουσείο Ούζου για να ενημερωθεί κανείς για τις
παραδοσιακές μεθόδους και τα εργαλεία της δουλειάς.
34
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 95-96
15
Ληνοί, κάναβες και κρασομάγαζα
Η παραγωγή και η αποθήκευση κρασιού και ρακιού απαιτούσε ανάλογα με την ποσότητα του
προϊόντος την κατασκευή ειδικών χώρων που προορίζονταν να φιλοξενήσουν τα προϊόντα ως την οριστική
διάθεσή τους. Οι χώροι αυτοί ήταν απλοί στη κατασκευή τους και φυσικά εναρμονισμένοι με την
παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις ανάγκες μιας αγροτικής οικογένειας. Μπορούσαν να είναι ανεξάρτητα
κτίσματα κοντά στους αμπελώνες ή να αποτελούν μέρος του σπιτιού αλλά με σχετική αυτονομία. Μέσα
αποθηκεύονταν εκτός από τα βαρέλια ή τα πιθάρια με το κρασί και τα ρακιά, όλα τα απαραίτητα εργαλεία
για την καλλιέργεια του αμπελιού, τον τρύγο, το πάτημα των σταφυλιών, την οινοποίηση και την απόσταξη
μούστου και στέμφυλων. Στις περισσότερες περιπτώσεις κτιστοί ληνοί και πατητήρια αποτελούσαν μέρος
την κατασκευής, χωρίς να λείπουν και παραδείγματα όπου ο ληνός και το πατητήρι ήταν ξύλινες
μεταφερόμενες κατασκευές ή αστέγαστα ανεξάρτητα κτίσματα συνήθως μέσα στα αμπέλια.
Στην Κύπρο τα κτίσματα αυτά διατήρησαν την αρχαία ονομασία τους και αναφέρονται ως ληνοί.
‘Ήταν ορθογώνια λιθόκτιστα κτίσματα που καλύπτονταν με δώμα, με τέσσερεις εγκάρσιες δοκούς που
στηρίζονταν σε στύλους. Στις δοκούς πατούσαν μικρότερα δοκάρια και πάνω στρώνονταν κλαδιά και χώμα
για να κατασκευαστεί η επίπεδη στέγη. Η είσοδος μπορούσε να έχει τη μορφή οξυκόρυφης καμάρας,
35
στοιχείο χαρακτηριστικό στην αρχιτεκτονική του νησιού. Το κτίσμα φωτιζόταν και αερίζονταν από μικρά
ανοίγματα στο πάνω μέρος των τοίχων. Φιλοξενούσε το «τζυάθι», την υπερυψωμένη δεξαμενή όπου
προσαρμόζονταν το πιεστήριο και ένα πατάρι, τον «σεντέ» για αποθήκευση. Οι ληνοί ανήκαν συνήθως σε
πολλούς συνιδιοκτήτες ή ήταν και κοινοτικοί. Καθένας από τους ιδιοκτήτες είχε τα δικά του «λουκοτόπια»,
λάκκους για την υποδοχή πιθαριών. Για τους οικιακούς ληνούς επιστρατεύονταν κάποια γωνία στο ισόγειο
των σπιτιών, κάτω από οριζόντια οροφή με άνοιγμα για να ρίχνουν τα σταφύλια. Το άνοιγμα αυτό μπορούσε
να είναι ένα σπασμένο πιθάρι ενσωματωμένο στην οροφή.
Στη Νίσυρο 36 οι αποθήκες του κρασιού και του λαδιού ήταν κοινές και λέγονταν «κρεφτές».
Αποτελούσαν ιδιαίτερα κτίσματα κατασκευασμένα στους αγρούς που συνοδεύονταν συνήθως από τα
«σπηλάδια». Τα τελευταία ήταν αχυρώνες που συνδύαζαν και άλλες χρήσεις, χρησίμευαν δηλαδή ως
στάβλοι, μαντριά αλλά και προσωρινές κατοικίες των αγροτών όταν λόγω της δουλειάς έπρεπε να μείνουν
έξω από το χωριό. Κατασκευάζονταν από ξερολιθιά με πειθαρχία και προσήλωση στη ντόπια αρχιτεκτονική.
Το σπηλάδι ήταν κτίσμα ορθογώνιο και συχνά δίχωρο με διμερή διαίρεση σε βάθος, στοιχείο γνώριμο στην
αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική. Η κρεφτή πάλι είχε κυκλικό σχήμα και ήταν ημιυπόγεια με το δάπεδό
χαμηλότερα κατά 1,20μ. από το δάπεδο του σπηλαδιού και τη στάθμη του εδάφους. Μέσα σε αυτόν τον
ημιυπόγειο, δροσερό και προστατευμένο χώρο, με ένα μόνο μικρό άνοιγμα για πόρτα, τοποθετούσαν και
φύλαγαν μέσα σε πήλινα δοχεία, τα αγγειά, το λάδι και το κρασί της χρονιάς. Το πάτημα του σταφυλιού
γίνονταν σε ειδικά κτίσματα, τα πατητήρια, που αποτελούνταν από δύο μέρη: τη δεξαμενή, κτιστή
ορθογώνια στέρνα, που πατούσαν τα σταφύλια και το μικρό στερνάκι, δοχείο που έμοιαζε με πιθάρι και ήταν
πάντα υπόγειο σκαμμένο μέσα στη γη. Και οι δύο στέρνες ήταν επιχρισμένες. Τα κτίσματα αυτά ήταν
συνήθως υπαίθρια και έμοιαζαν με μικρές εξέδρες ανάμεσα στα αμπέλια. Άλλοτε πάλι είναι στεγασμένα και
συστεγάζονταν με τις οιναποθήκες και τα καζαναριά, αφού η μία δουλειά ακολουθούσε την άλλη. Τα
καζαναριά ήταν σαν τα σπηλάδια με προσθήκες απαραίτητες για την ειδική τους χρήση. Για παράδειγμα
υπήρχε ένα υπερυψωμένο επίπεδο περίπου μισό μέτρο από το δάπεδο που απάνω άναβε η φωτιά και στο
βάθος υπήρχε το τζάκι, η τσιμνιά. Επάνω εκεί στήνονταν το καζάνι μέσα στο οποίο βράζανε με αρκετό νερό
τα τσίπουρα, αλλά και χαρούπια και σύκα. Ο σωλήνας του καζανιού στένευε προς τη μια άκρη και πέρναγε
από μια δεξαμενή με νερό, τη μπερβερίτσα όπου ψύχονταν οι υδρατμοί, υγροποιούνταν και μαζεύονταν σε
ένα μικρό ρηχό στερνάκι σκαμμένο στη γη, τη χαβούζα, που βρίσκονταν κάτω από τον σωλήνα του καζανιού
σε χαμηλότερη στάθμη. Υπήρχαν και μερικά ειδικά ανοίγματα για να επιτυγχάνεται ο αερισμός κατά την
απόσταξη. Ήταν μικρές στενόμακρες σχισμές, σαν πολεμίστρες που φάρδαιναν προς το εσωτερικό του
χώρου. Στο δώμα υπήρχαν άλλες μικρές κυκλικές τρύπες για τον ίδιο σκοπό. Έτσι δημιουργούνταν ένα
σταθερό ρεύμα αέρα που καθάριζε την ατμόσφαιρα. Όταν δεν λειτουργούσε το καζάνι οι τρύπες κλείνονταν
με σπασμένα αγγεία ή πλάκες. Έξω από κάθε καζαναριό φύτευαν συνήθως δεντρολίβανο που χρησίμευε για
το πλύσιμο των αγγείων.
35
Όπως στον αναστηλωμένο ληνό στο Όμοδος, βλ. : Φρ. Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, Η αμπελοκαλλιέργεια και οι παραδοσιακοί
ληνοί της Κύπρου, Τεχνολογία και Έρευνα, Τεύχος 3, 1989, σελ. 21
36
Δ. Βασιλειάδη, Αγροτικά κτίσματα από τη Νίσυρο, Λαογραφία 24, Αθήνα 1966, σελ. 343-355
16
Στην Κάρπαθο 37 τα αντίστοιχα αγροτικά κτίσματα λέγονταν αμπελόσπιτα και στη Σκύρο πατητάδες.
Κτίζονταν κοντά στα αμπέλια που υπήρχαν άφθονα στο νησί. Έμοιαζαν σε διάταξη με τους στάβλους με τη
διαφορά ότι στα πλάγια τοποθετούνταν τα πανωπίθια με το κρασί. Στη μία πλευρά βρίσκονταν ο σουφάς για
τον ύπνο. Συχνά στα πλάγια προσέθεταν και ένα κελάρι. Στο εσωτερικό σε μια γωνία, έκτιζαν το πατητήρι,
τη δεξαμενή δηλαδή για το πάτημα και το δοχείο ή (δ)ιχειό ή χειό, την μικρή στέρνα όπου μαζευόταν ο
μούστος και ήταν πάντα υπόγεια, σκαμμένη μέσα στη γη. Και τα δυο ήταν επιχρισμένα. Από το δοχείο τον
μούστο τον έπαιρναν με χοντρές πήλινες στάμνες και τον μάζευαν στα πανωπίθια. Πολλές φορές τα
πατητήρια δεν ήταν στεγασμένα αλλά βρίσκονταν ελεύθερα στην εξωτερική πλευρά του στάβλου.
Στην Σύμη τα πατητήρια ήταν κυκλικά μονόχωρα κτίσματα με μικρά ανοίγματα, συχνά μόνο
παράθυρα που λειτουργούσαν και ως είσοδοι. Για δάπεδο συνήθως χρησιμοποιούσαν το φυσικό βράχο ή
μεγάλες πλακαρές πέτρες και επένδυαν τις ενώσεις με κουρασάνι. Κτίζονταν ανεξάρτητα στους αγρούς και
συνήθως όπου βρίσκονταν αρκετά συγκεντρωμένα υπήρχε και ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Άη Γιάννη τον
Αποκεφαλισθέντα. Πιθανότατα τον θεωρούσαν προστάτη του τρύγου που στο νησί ξεκίναγε στις 29
Αυγούστου, την ημέρα της εορτής του.
Στην Σαντορίνη 38 το κρασί φυλάσσονταν στην κάναβα που ήταν κατά κανόνα υπόσκαπτη, για να
έχουν δροσιά και υγρασία και στεγαζόταν με θόλο. Είχε πάντα ένα παράθυρο, τον ανεμολόο που έμενε
ανοιχτό κατά το βράσιμο. Συνήθως είχε δύο σειρές βαρέλια πάνω σε κτιστούς πάγκους ή μεγάλα ξύλα και
δύο τουλάχιστον πατητήρια με τους ληνούς τους. Στο ένα πατητήρι έμπαινε το μαύρο σταφύλι και στο άλλο,
το μεγαλύτερο το άσπρο. Σπάνια υπήρχε και τρίτο για το βισάντο. Κατασκευαστικά μοιάζουν με την τυπική
παραδοσιακή κατοικία και μιας και συνήθως βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα σπίτια, ο μόνος τρόπος
για να τις διακρίνει κανείς είναι οι μεγάλες δίφυλλες τοξωτές εξώπορτες τους. Ανάλογες κατασκευές και τα
ρακιδιά, για την απόσταξη των τσίπουρων. Ανεξάρτητα ή ενταγμένα στις κάναβες ανάλογα με τις ανάγκες
του παραγωγού και τις συνθήκες της εποχής, δεν ξεχώριζαν κατασκευαστικά. Διέθεταν απαραίτητα ληνό
αλλά όχι πάντα πατητήρι και συνήθως ήταν κοντά σε ιδιόκτητες ή κοινόχρηστες δεξαμενές νερού.
Ταβέρνες 39 ονομάζονταν τα οινοποιεία στο Κοκκάρι της Σάμου. Κτίσματα των αρχών του
προηγουμένου αιώνα με σαφή διάκριση από την ντόπια παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Βρίσκονταν στις
παρυφές των οικισμών, ανάμεσα στα σπίτια και στα αμπέλια. Τετράπλευρα κτίσματα με ξύλινη στέγη,
προσεγμένη λιθοδομή και δύο παράλληλες πόρτες με δίοδο για τροχοφόρα ανάμεσά τους. Ο χώρος
διαιρούνταν σε δύο μέρη, στον ένα βρισκόταν ο ληνός και το πολύμι και στον άλλο αποθηκεύονταν τα
βαρέλια. Στον ίδιο χώρο στεγάζονταν και οι αποστακτήρες για την παρασκευή τσίπουρου.
Ιδιότυπα υπαίθρια πατητήρια, χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι σε χωριά της Λήμνου 40 . Στο μαλακό
βράχο του νησιού σκάλιζαν υπόγειες πιθαρόσχημες κοιλότητες που τις αποκαλούσαν γούβες. Σκαλίζονταν
σε κοινόχρηστες συστάδες στους αγρούς ή ιδιωτικά κοντά στα σπίτια. Χρησίμευαν ως πατητήρια αλλά
κυρίως για την φύλαξη του μούστου όσο διαρκούσε η πρώτη ζύμωση. Το πάτημα των σταφυλιών γίνονταν
δίπλα στις γούβες σε ξύλινα μεταφερόμενα σκεύη.
Στη Θράκη τέλος κάθε σπίτι είχε το δικό του κρασομάγαζο, δηλαδή μια αποθήκη όπου σε ξύλινα
ικριώματα ήταν τοποθετημένα τα βαρέλια αλλά και άλλα μεγάλα δοχεία από σανίδες που λέγονταν τίνες,
μέσα στα οποία έβαζαν τα μισοσπασμένα σταφύλια όταν τα μετέφεραν από τον αμπελώνα μέσα στο ληνό. Ο
ληνός ήταν μια ξύλινη φορητή δεξαμενή σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, χωρητικότητας 1000-
2000 οκάδων που μεταφέρονταν στον αμπελώνα με αμάξια. Στο πίσω και κάτω μέρος είχε ένα άνοιγμα, το
στουράκι από όπου έτρεχε ο μούστος σε ξύλινο δοχείο, το μετάκι. Από εκεί με χάλκινα δοχεία τον
μετάγγιζαν στα βαρέλια. Μέσα στο κρασομάγαζο φύλαγαν κατά τη διάρκεια του χρόνου όλα τα απαραίτητα
εργαλεία και τα μεγάλα ξύλινα αμάξια.
37
Ε. Λειμώνα – Τρεμπέλα, Το λαϊκό Καρπαθικό σπίτι, Παράρτημα Δ’ τόμου (1969-1970) της Επιστημονικής Επετηρίδας της
Πολυτεχνικής Σχολής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσ/νικη 1970, σελ. 50-51
38
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 237-238
39
Π. Τουρκινώτη, Κτίσμα και κρασί στη Σάμο και στην Αρκαδία, Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη
7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990, σελ. 148-149
40
Χρ. Μπουλιώτη, Ιδιόρρυθμα πατητήρια στη Λήμνο (19-20ου αιώνα), Αμπελοοινική Ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της
Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1993,
σελ.421-448
17
Γλυκίσματα από μούστο
Σε όλη τη χώρα συνήθιζαν τον καιρό του τρύγου να κάνουν πολλά
γλυκίσματα από μούστο, άλευρα και ξηρούς καρπούς. Ο τρόπος
παρασκευής ήταν απλός αλλά κοπιαστικός και η επιτυχία εξαρτιόταν
από την εμπειρία της νοικοκυράς. Στις μεγάλες πόλεις μάλιστα υπήρχαν
και πλανόδιοι πωλητές που διέθεταν παρασκευάσματα από μούστο (εικ.
11). Πρώτα γινότανε το πετιμέζι που ήταν η βάση για όλα τα υπόλοιπα.
Καταναλωνόταν αμέσως ή διατηρούνταν για την παρασκευή άλλων
γλυκών και σε μερικές περιπτώσεις για υποκατάστατο της ζάχαρης. Για
το καλό της καινούργιας χρονιάς το μοίραζαν στη γειτονιά και στους
συγγενείς πασπαλισμένο με άσπρα μύγδαλα. Φημισμένα θεωρούνταν
στη Θράκη τα πετμέζια των Σαράντα Εκκλησιών. Τα κρατούσαν σε
κιούπια και τα άνοιγαν την Σαρακοστή των Χριστουγέννων που ήταν
μεγάλη νηστεία. Το καλοκαίρι τα έκαναν σερμπέτια και τα έπιναν για
να δροσίζονται. 41
Φτιάχνανε ακόμα μουσταλευριές με πετιμέζι και αλεύρι και ρετσέλια με
όλα τα είδη των λαχανικών και των φρούτων (μελιτζάνες, κολοκύθια
κ.α.). Σταφυλαρμιές από σειρές σταφύλια με σινάπι και μούστο και
απλά κρεμαστά σταφύλια και σταφίδες για κεράσματα, αλλά και
σουτζούκια ή μουσταλαμπάδες, ράμματα νήματος με καρύδια που τα περιέχυναν με πετιμέζι. Υψηλής
θρεπτικής αξίας, προορίζονταν για το χειμώνα και κυρίως για την εποχή των μεγάλων νηστειών.
Συνοδεύονταν συχνά από ξερά λιαστά φρούτα ή ξηρούς καρπούς.
Από τη Θράκη 42 ως την Κύπρο 43 είναι κοινά, το ίδιο αγαπητά και ο τρόπος παρασκευής τους ελάχιστα
διαφέρει. Παραθέτουμε κάποιες συνταγές όπως δημοσιεύονται για του λόγου το αληθές.
41
Π. Παπαχριστοδούλου, Τροφές και δίαιτα Θρακών, ΑΘΛΓΘ 9, Αθήνα 1942-3, σελ. 166
42
Οι συνταγές από τη Θράκη είναι από τις Σαράντα Εκκλησιές, τη Στενήμαχο, τον Σκοπό, την Τσεντώ και την Αγχίαλο, για
περισσότερες πληροφορίες βλ.
1.Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 94-97
2. Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 165-166
3. Δ. Α. Πετροπούλου, Λαογραφικά Σκοπού Αν. Θράκης, Ο τρύγος, ΑΘΓΛΘ 5, Αθήνα 1938 39, σελ. 161
4. Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 15
5. Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 262
43
Οι συνταγές από τη Κύπρο είναι από το χωριό Τσακκίστρα βλ.
Χρ. Κυπριανού, Κυπριακές τροφές του χωριού Τσακκίστρα, Λάπηθος 1970, Λαογραφία 29, Αθήνα 1974, σελ. 295-310
18
Πετιμέζια
Έψημα από την Κύπρο. Λέγεται και μέλιν έψημαν. Έπαιρναν σταφύλια, συνήθως μαύρα και τα αλέθανε.
Ξεχωρίζανε το μούστο από τα τσίπουρα και τα βράζανε μέσα στο χαρτζίν, στο καζάνι. Όταν κόχλαζε
ξαφρίζανε με τρυπητή κουτάλα για να φύγουν οι ακαθαρσίες. Ύστερα το κατέβαζαν και το άφηναν να
κρυώσει λίγο. Όσο ήταν στη φωτιά προσθέταν ψιλό ασπρόχωμα από ασβεστώδη εδάφη της Πάφου και
συνέχιζαν το ξάφρισμα. Σε δύο κούζες μούστο (16 οκάδες) έριχναν 50-100 δράμια ασπρόχωμα. Αφού
κρύωνε, το μετάγγιζαν 2-3 φορές και πετάγαν το κατακάθι. Το χώμα αυτό καθάριζε και γλύκαινε τον
μούστο. Το βάζανε ξανά για βράσιμο χωρίς να ανακατεύουν. Έπρεπε να ψηθεί καλά για να μην ξινίσει. Στο
τέλος γινότανε πηκτό σαν μέλι, λίγο πιο ρευστό και μαύρο με γεύση γλυκόξινη. Διατηρούνταν καιρό σε
γυάλινα δοχεία και συχνά το μεταχειρίζονταν αντί ζάχαρης σε γλυκά με ζύμη κ.α.
Πετμέζι από τη Θράκη. Για να κάνουν πετμέζια συγκέντρωναν τον πρώτο μούστο που έτρεχε πριν το
πάτημα από το ληνό. Για πετμέζια άσπρα τον θειαφίζανε δυο τρεις φορές και τότε τον έλεγαν
κιουκιουρτλίδικο. Όταν ο μούστος ήταν αθειάφιστος το πετμέζι γινότανε μαύρο και με πολύ λάσπη. Το
κιουκιουρτλίδικο κρατούσε ως και έναν χρόνο. Την πέτρα που μεταχειρίζονταν για το κόψιμο του μούστου
την αγόραζαν από τις κατσιβέλες, οι οποίες είχαν ορισμένο μέρος που την έβγαζαν και πότε την πουλούσαν
πότε την αντάλλαζαν με φαγητό. Το πετμέζι από κομμένο μούστο το έλεγαν και σκέτο γλυκό, αν δεν έκοβαν
το μούστο τότε το πετμέζι γινότανε υπόξινο και το λέγανε ξινό.
Μουσταλευριές
Ππαζουλές και Κκιοφτέρκα από την Κύπρο. Η διαδικασία ίδια με το έψημα ως την ώρα που γίνονταν το
δεύτερο ψήσιμο. Τότε προσέθεταν λίγο αλεύρι. Για κάθε 8 οκάδες μούστο, μία οκά αλεύρι. Όταν
προορίζονταν για μείγμα που θα κάνανε μετά σουτζιούκκο τότε έβαζαν 200-300 δράμια αλεύρι για να γίνουν
πιο λεπτά τα φύλλα του. Έβαζαν το καζάνι σε κανονική φωτιά και το ανακάτευαν συνέχεια με ειδική ξύστρα
για να μην κολλήσει και γίνουν «κουβαράκια». Όταν έπηζε έριχναν ροδόσταγμα, μισή οκά για 8 οκάδες
μούστο, και τα μυρωδικά, κανέλλα και μαστίχι και συνέχιζαν το ανακάτεμα. Μαστίχι λίγο για να μην ξινίσει
και από την κανέλλα το ζουμί μόνο από δυο τρία ξυλάκια βρασμένα. Ήταν έτοιμο όταν δεν κολλούσε στο
χέρι ή στο κουτάλι. Διατηρούνταν λίγες μέρες και το σέρβιραν σε πιάτα βαθουλά με μύγδαλα και καρύδια
για να πάρουν τη γλύκα. Μπορούσε να κοπεί σε μπακλαβαδωτά κομμάτια και να ξεραθεί στον ήλιο, τότε τα
κομμάτια λέγονταν Κκιοφτέρκα (τα) και τα έπαιρναν συνήθως το χειμώνα τα παιδιά στο σχολείο.
Πορτός από την Κύπρο. Γινόταν από το έψημα όταν αυτό κόχλαζε και πλυμένο στάρι. Η αναλογία ήταν 3
κούζες έψημα και μισή οκά στάρι. Το αφήναν να ψηθεί καλά χωρίς να ανακατεύουν. Φυλάγονταν σε πότσες,
μεγάλες μπουκάλες, και αν ήταν καλά ψημένο κρατούσε ως και δύο χρόνια. Καμιά φορά όταν ήταν έτοιμο
προσέθεταν και λίγο καβουρντισμένο σουσάμι.
Πελτές από τη Θράκη. Βράζανε τον κιουκιουρτλίδικο στη φωτιά ωσότου να πάρει μία γλύκα. Αυτό
λεγόταν σερμπέτιασμα. Κατόπιν τον κρύωναν σε μία ταγάρα και μετά το βάζανε πάλι στη φωτιά με έναν
ταβά, ρίχνανε νισεστέ και τον ανακάτευαν ώσπου γινότανε πελτές. Κάποιες φορές είχαν έτοιμα ρετσέλια και
τα έριχναν μέσα όσο έβραζε. Όταν κατέβαζαν τον ταβά από τη φωτιά βουτούσαν μέσα βασιλικό και άφηναν
να πάρει το πετμέζι τη μυρωδιά του. Άλλοτε στέγνωναν και σκέτο πελτέ πάνω σε καθαρή σανίδα.
Μουλαμάς από τη Θράκη. Ήταν ένα είδος χαλβά. Σερμπέτιαζαν τον κιουκιουρτλίδικο και αντί να βάλουν
νισεστέ για να γίνει πελτές, έβαζαν τσουβένι και γινόταν ένα σοκολατί πηχτό γλυκό, αγαπητό πολύ στους
Τούρκους.
Σουτζούκια
Σουτζιούκκος από την Κύπρο. Αρχικά ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία με τον ππαζουλέ. Μόλις ήταν
έτοιμος, έβγαζαν τα ξύλα από την φωτιά και άφηναν μόνο τα κάρβουνα. Τότε αρχίζανε το βούτηγμα της
βέρκας, δηλαδή της κουλουράς. Αυτή ήταν κλωστή περίπου δύο μέτρα στην οποία περνούσαν κομμάτια
αμύγδαλο ή καρύδι. Οι δύο άκρες της ήταν δεμένες με διχαλωτό ξύλο που κάμπτεται στην κορυφή και
λέγεται κατσούνιν. Βουτάγανε την κλωστή δύο φορές στο μείγμα, κρεμάγανε να στεγνώσει λίγο και μετά
την ξαναβουτάγανε άλλες δύο φορές. Τη επόμενη και για 4 συνολικά ημέρες ξανακάνανε μείγμα και
19
επαναλάμβαναν την διαδικασία. Έτσι ο σουτζιούκκος είχε 16 φύλλα. Αν ο καιρός ήταν υγρός τότε έκαναν
μείγμα μέρα παρά μέρα. Τέλος τον άφηναν να στεγνώσει για καμιά εικοσαριά μέρες ανάλογα με τον καιρό.
Μετά τον κόβανε σε κομμάτια τριάντα περίπου εκατοστών και τον φυλάγανε σε καλάθια για να αερίζεται.
Πελτεκοσούτζουκα ή μουσταλαμπάδες από τη Θράκη. Βουτούσαν στον πελτέ αρμαθιές από καρύδια
περασμένα σε σπάγκο που κρεμόταν από ξύλινη κούτσα και η δουλειά αυτή επαναλαμβανόταν 3-4 φορές
μέχρι να σκεπαστούν τα καρύδια. Μετά τα κρεμούσαν στο κελάρι σε ένα σκοινί χοντρό καλά τεντωμένο και
άνοιγαν το παράθυρο για να τα χτυπά ο αέρας. Πολλές νοικοκυρές μετά το τελευταίο βούτηγμα κολλούσαν
πάνω και αμυγδαλόψιχα. Τα μάζευαν όταν στέγνωναν καλά και τα κερνούσαν το χειμώνα κομμένα σε
κομμάτια. Πολλές τα έκοβαν σαν τα πούλια από το τάβλι και τα τηγάνιζαν σε σαμόλαδο. Συχνά τα
συσκεύαζαν σε κουτάκια και τα έστελνα δώρα ή τα πουλούσαν.
Ποτά
Χαρδαλιές από τη Θράκη. Βάζανε σταφύλια σε ένα βάζο ή βαρελάκι και πάνω τους στρώνανε κομμάτια
από βυσσινόφυλλα, κυδώνια και μήλα. Από πάνω έχυναν κιουκιουρτλίδικο μέχρι να γεμίσει ο κάδος και
χανδράλι, το μετάγγιζαν 5-6 φορές και το άφηναν να ησυχάσει. Ύστερα από έναν μήνα καθάριζε, έπαιρνε
χρώμα βυσσινί, μια γεύση χαρδαλιού και άρωμα μήλου, κυδωνιού κ.α. Το συνήθιζαν οι Τούρκοι που δεν
έπιναν κρασί. Το βαρέλι, για να μην πέφτουν μέσα σκόνες είχε το καπάκι του κλειδωτό και από πάνω στο
καπάκι έριχναν μια μεσάλα δύο τρία κάτια και με ένα σκοινί ή μια βρακοζούνα την έδεναν σφιχτά γύρω-
γύρω για να μην παίρνει αέρα.
Σερμπέτι από τη Θράκη. Αραιωμένο πετιμέζι που πινόταν για δροσιστικό.
20
Γιατρικά
Το κρασί αλλά και τα άλλα οινοπνευματώδη που παράγονται από το αμπέλι, όπως το ρακί και το κονιάκ,
χρησιμοποιούνταν για να παραχθούν διάφορα γιατροσόφια. Συνήθως αποτελούσε τη βάση μέσα στην
οποία έβραζαν ή διέλυαν διάφορα βότανα. Θεωρούνταν καρδιοτονωτικό και δυναμωτικό και
καταναλωνόταν προληπτικά αναμεμειγμένο με άλλες ουσίες. Ήταν η βάση σε γιατροσόφια που
βοηθούσαν στην σωστή και τακτική έμμηνο ρήση, το χρησιμοποιούσαν για έμπλαστρα και επιθέματα σε
απλά κτυπήματα και εκζέματα αλλά και για πολύ ευαίσθητα όργανα όπως τα μάτια κ.α. Θεωρούνταν
επίσης ότι ωφελεί το αίμα και βοηθάει στην αναπλήρωσή του. Για αυτό και ήταν απαραίτητο, κυρίως το
γλυκό, για όσους είχαν αιμορραγήσει όπως οι λεχώνες και οι τραυματίες. Λιγότερο συχνά το
χρησιμοποιούσαν και για την θεραπεία ζώων. Παραθέτουμε ενδεικτικά κάποια παραδείγματα:
• Ως Εμμηναγωγό, Σε τρία ποτήρια κρασί έβραζαν ένα χόρτο, τον φονιά ή φονικόχορτο και το πίνανε
νηστικές πρωί και βράδυ για δυόμισι μήνες. Στο Σουφλί για την άτακτη περίοδο έβαζαν μέσα σε
μπουκάλι μιας οκάς, μαύρο κρασί τριών με πέντε χρόνων και προσθέτανε κανέλλα, μοσχοκάρφια και
μαύρο πιπέρι, το έκλειναν και το άφηναν για δεκαπέντε μέρες. Όταν ήταν έτοιμο έπινε η γυναίκα που
υπέφερε ένα κρασοπότηρο κάθε πρωί. Σε άλλα μέρη της Θράκης βράζανε μέσα σε κρασί ρίζα
γαλάζιου κρίνου και φλούδα από τη ρίζα μαύρης ασκαμνιάς (μουριάς). 44 Στην Κύπρο σε μια οκά
κρασί, έβραζαν λίγα κλωνιά απήγανο, μέχρι να απομείνει μισή η οκά και έπιναν κάθε πρωί για
δεκαπέντε μέρες 45
• Έμπλαστρο για τον πόνο λεπτοφυών μερών όπως το μάτι και η μύτη, παρασκευάζονταν στην
Ανδριανούπολη και λέγονταν κρασοπαπάρα. Ήταν ψυχρό κατάπλασμα από ψίχα άρτου βουτηγμένου
στο κρασί. 46 . Σε άλλα μέρη της Θράκης για τον πόνο του ματιού μαζεύανε το δάκρυ από κλαδεμένο
κλήμα και πλένανε με αυτό το μάτι. Για τον «μουσαφίρη», ματόπονο με εξάνθημα, φωνάζανε μια
γυναίκα που ήξερε τη γητειά και έκανε τα εξής: Έπαιρνε ένα μαυρομάνικο μαχαίρι και σταύρωνε το
μουσαφίρη τρεις φορές και έλεγε από μέσα της τα λόγια, τον φύσαγε και πέρναγε. Μετά έπαιρνε ψίχα
ψωμιού, τη βούταγε στο κρασί και την έβαζε πάνω στο μάτι. Το πρωί πριν βγει ο ήλιος το δίνανε να
το φάει ένα μαύρο σκυλί και λέγανε «έχω ένα μουσαφίρη και τον φιλεύω να φύγει». 47
• Σε τσίμπημα οχιάς έπιναν το φιδοβότανο σε σκόνη ανακατεμένη με κρασί ή νερό, ημέρα Τετάρτη ή
Παρασκευή. 48
• Για το κτύπημα στη Θράκη, φτιάχνανε κρασοψυχιά και τη βάζανε πάνω για να μην πρηστεί και
μελανιάσει.
• Για το έκζεμα στη Θράκη έφτιαχναν μια αλοιφή από υδράργυρο, αντιμόνιο, κρόκο αυγού, λάδι κα
απήγανο. Αφού το άλειφαν στην πληγή χρησιμοποιούσαν ως γάζα κληματόφυλλα. 49
• Για πρόληψη πυρετού στη Λήμνο έτρωγαν σκόρδο και βρέχανε παξιμάδι μέσα σε κρασί πριν να
φάνε τίποτα άλλο και έτσι δεν « τις πιάν’ η θέρμη». 50 Στη Θράκη για τον πυρετό έπαιρναν καρύδια,
τα χτυπούσαν βάζανε και δύο σκελίδες σκόρδο και 100 δράμια κρασί μαύρο και το πίνανε δύο μέρες
κάθε πρωί. 51
44
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 9, Αθήνα 1938, σελ. 198
45
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ β’, σελ. 187
46
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ β’, σελ. 172
47
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 9, Αθήνα 1938, σελ. 213
48
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ β’, σελ. 176
49
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 8, Αθήνα 1937, σελ. 377
50
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ β’, σελ. 188
51
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 8, Αθήνα 1937, σελ. 381
21
• Για τον πόνο της καρδιάς στη Θράκη, έκαναν φρυγανιά, την βουτούσαν στο κρασί και όπως ήταν
ζεστή την βάζανε επάνω στην καρδιά. 52
• Γαργάρες για το λαιμό έκαναν στη Κύπρο με νερό και κονιάκ ή ούζο και μαστίχα. 53 , ενώ
χρησιμοποιούσαν τη ζιβανία για εντριβές, κρυολογήματα, απολύμανση πληγών, λιποθυμίες και
πονόδοντο.
• Προληπτικά, έφτιαχναν στη Θράκη ένα παρασκεύασμα από κονιάκ, κινίνο και αιθέρα σε ένα
μπουκάλι κατά αναλογία και υπόδειξη γιατρού. Έπιναν κάθε πρωί ένα ρακοπότηρο και ωφελούσε
στο στομάχι, έδιωχνε τον αέρα, δυνάμωνε τη διάθεση προλάβαινε τις αρρώστιες και άνοιγε την
όρεξη. 54
• Το «αμπελοκλάδι», θεραπεύονταν στην Σαντορίνη 55 με κλαδί αμπέλου που έχει τρία μάτια και σε
αυτό οφείλει το όνομά του.
• Κτηνιατρικά, στη Νάξο για τον κοιλόπονο των ζώων βράζανε σπόρο αλυγαριάς με κρασί και τα
πότιζαν. Στην Κύπρο έβαζαν στο κρασί μια χούφτα στάχτη καλά κοσκινισμένη, ενώ για αποστήματα
μεγάλων ζώων κοπανίζανε τη χοληδόχο κύστη χοίρου, την κοσκίνιζαν και τη έβαζαν σε 100 δράμια
κρασί.
52
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 9, Αθήνα 1938, σελ. 196
53
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ β’, σελ. 174
54
Π. Παπαχριστοδούλου, Τροφές και δίαιτα Θρακών, ΑΘΛΓΘ 9, Αθήνα 1942-3, σελ. 167
55
Ιρ. Τζαχίλη, Άνθρωποι και χώρος, Ιστορία του Ελληνικού κρασιού, Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, σελ.37
22
Εορτολόγιο και έθιμα
Το ημερολογιακό έτος είναι διάσπαρτο με γιορτές και έθιμα που σχετίζονται με την καλλιέργεια, την
ανάπτυξη και την καρποφορία του αμπελιού ως και την παραγωγή του πολύτιμου χυμού του. Όλα τα στάδια
της καλλιέργειας και της παραγωγής, καλά ζυγιασμένα μέσα στο χρόνο ταυτίζονται με τις μεγάλες
πανελλαδικές γιορτές, με γιορτές περιώνυμων, αλλά και τοπικών, λιγότερο γνωστών Αγίων. Η μίξη της
εμπειρικής αλλά πανάρχαιας γνώσης για το αμπέλι και το κρασί με πλήθος παγανιστικών εθίμων και τη
μεγάλη χριστιανική παράδοση απέδωσε μια σειρά από γιορτές και έθιμα που καλύπτουν όλο το φάσμα των
απαραίτητων εργασιών. Έθιμα που συνήθως λειτουργούν ως κανόνες και απλά και αβίαστα μεταφέρουν την
εμπειρία στο μέλλον. Αρκετά τα συναντάμε σε όλα τα μέρη της χώρας και άλλα είναι τόσο τοπικά όσο και η
φύση αυτού του φυτού που ευδοκιμεί οπουδήποτε αλλά αποδίδει πάντα άλλους καρπούς ανάλογα με την
ιδιαιτερότητα του τόπου και του τοπικού κλίματος.
Πρωτοχρονιά 56
Σε μέρη της Θράκης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχαν στο τραπέζι εννιά λογιών νηστίσιμα φαγητά και
στη μέση το πιάτο με τα Χριστόψωμα, ένα ποτήρι κρασί και τρία ψωμάκια. Σε κάθε ψωμί έμπηγαν από ένα
κεράκι. Η μητέρα άναβε τα κεράκια και θυμιάτιζε με το αλετροσίδερο (υνί) το τραπέζι, τους ανθρώπους, το
σπίτι και τα ζώα. Ο πατέρας έβγαζε από την τσέπη την «παραδοσακκούλα», την άφηνε στο τραπέζι και έλεγε
«Αυτές οι παράδες είναι τη Χρηστού». Αφού τέλειωναν το φαγητό, έριχναν κρασί σε μία καθαρή γωνιά του
σπιτιού και άφηναν εκεί το υνί για το υπόλοιπο δωδεκαήμερο. 57
Παρόμοιο το έθιμο και στην Κύπρο, όπου έφτιαχναν τον «Βασίλη», άρτο με ειδικό σχήμα που το έβαζαν σε
ένα πιάτο με κόλλυβα και μια αναμμένη λαμπάδα στο κέντρο. Στα δεξιά του πιάτου τοποθετούσαν ένα
ποτήρι με αγνό κρασί, κουμανταρία, αριστερά την εικόνα του Αγίου και μπροστά το πορτοφόλι του
νοικοκύρη με λίγα χρήματα μέσα ώστε όταν έρθει ο Άγιος να φάει το ψωμί και να του «πολλύνη τα ριάλια
του». 58 Στο Σκοπό της Θράκη αυτός που κέρδιζε ένα κλωνάκι που κρύβανε στη βασιλόπιτα κληρονομούσε
το αμπέλι, οποίος κέρδιζε το μεταλλικό το σπίτι και όποιος κέρδιζε το άχυρο γίνονταν «ρεσπερ’ς».
Θεοφάνια
Ο μεγάλος αγιασμός σε όλη την Ελλάδα ραντίζεται παντού και βέβαια και στα αμπέλια. Στη Χίο ο παπάς
μετά το αγιασμό παρέθετε στο ναό ψωμί, τυρί και κρασί για όλους.
56
Ακολουθούμε καταχρηστικά την αρχή του ημερολογιακού έτους για λόγους ευκολίας, σωστότερο ίσως θα ήταν να
ακολουθήσουμε τη αρχή του αγροτικού έτους την πρώτη του Σεπτέμβρη.
57
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 13, Αθήνα 1951, σελ. 202-203
58
Χ. Κωνσταντίνου, Λαϊκή Λατρεία, Έθιμα Πρωτοχρονιάς, Λαογραφία 15, Αθήνα 1953, σελ. 462-463
59
Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 259
60
Α. Πανάρετου, Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης ΛΤΔ, Λευκωσία 1967, σελ 246-
248
61
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 159
23
«Μεγάλο πανηγύρι 62 γινότανε στο παρεκκλήσι του Αγίου πέρα από το ποτάμι. Εσπερινός αποβραδίς και
λειτουργία ανήμερα. Στην εικόνα του ο Άγιος παριστανόταν νέος, με αδρά χαρακτηριστικά, με ρούχα που
θύμιζαν φουστανέλα και με το κλαδευτήρι στο χέρι. Απ’ έξω ήταν γεμάτη αφιερώματα, φρεσκοκομμένα
κλήματα ή ομοιώματα από τα εργαλεία της δουλειάς. Κάθε χρόνο θυσίαζαν ένα μοσχάρι. Το έφεραν από το
βράδυ και το στόλιζαν με κληματσίδες και κορδέλες και το σεργιάνιζαν στους μαχαλάδες με τα όργανα να το
δουν όλοι. Το βράδυ το έσφαζαν μπροστά στη εκκλησία και το επόμενο πρωί έκαναν κουρμπάνι. Όταν τέλειωνε
η λειτουργία ο παπάς το διάβαζε και παίρνανε όλοι το κομμάτι τους. Όλος ο δρόμος που οδηγούσε από την
ενορία του Αγίου Γεωργίου ως το παρεκκλήσι ήταν στολισμένος με πρασινάδες και κρεμαστάρια και αψίδες με
σκοινιά από όπου κρέμονταν εργαλεία του αμπελιού, σταφύλια ξεραμένα και κληματαριές. Οι παπάδες και οι
πιστοί έκαναν λιτανεία με την εικόνα του Αγίου και πήγαιναν στους μαχαλάδες. Οι νοικοκυρές έστηναν έξω
από το σπίτι το δικό τους τραπεζάκι με την εικόνα του Αγίου και ένα καντήλι και περίμεναν με τα λιβανιστήρια
να περάσει η λιτανεία και να κάνει δέηση ο παπάς. Όταν τέλειωνε με τους μαχαλάδες η λιτανεία έπαιρνε το
δρόμο για τα αμπέλια για να διαβάσει ο παπάς τον αγιασμό και να ευλογήσει το πρώτο κλάδεμα. Οι καμπάνες
χτυπούσαν συνέχεια. Η γιορτή συνεχιζότανε ως το βράδυ με γλέντι και χορό και παλέματα. Πάλευαν ποίος θα
ρίξει τον άλλον κάτω ή σε αγώνες με άλογα ή ακόμα ποίος θα πιει το περισσότερο χωρίς να μεθύσει.»
62
Μεταφέρουμε σχεδόν αυτούσια την περιγραφή του πανηγυριού με τις απαραίτητες περικοπές και σε γλώσσα σημερινή, για τη
δροσιά του κειμένου βλέπετε το πρωτότυπο ο.π.
63
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ, σελ.28
64
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.35
65
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 162
24
έκαναν λιτανείες στα αμπέλια με την εικόνα του Άη Τρύφωνα και άλλων Αγίων. Έκαναν επίσης το έθιμο της
Περπερούνας 66 , που εφαρμόζονταν παντού και για όλες τις αναβροχιές.
Το Μέγα Σάββατο
Στις Κυδωνιές έφτιαχναν αυτή τη μέρα μια μεγάλη κουλούρα με σταυρό και πέντε κόκκινα αυγά, την
άφηναν να γίνει παξιμάδι και την τρώγανε με γλυκό κρασί την Πρωτομαγιά. Αλλού την ίδια κουλούρα την
τρώγανε ανήμερα το Πάσχα στο αμπέλι. 68
Το Πάσχα
Σε κάποια μέρη αφήνανε το γιορτινό τραπέζι στρωμένο για τρεις μέρες και όταν το μάζευαν τελικά τα
ψίχουλα τα έριχναν στα αμπέλια για αφθονία. Στη Δευτερανάσταση στη Λήμνο πήγαιναν όλοι από μια
κληματσίδα στην εκκλησία, τις έστηναν όρθιες και έβαζαν φωτιά. 69
Της Αναλήψεως
Στη Μεσημβρία πήγαιναν στα μνήματα, τα καθάριζαν και τα έραιναν με κρασί τρεις φορές, πρωί, μεσημέρι
και στο ενδιάμεσο. 72
66
Πανελλαδικό έθιμο. Έντυναν ένα κοριτσάκι με λουλούδια και χόρτα και το γυρνούσαν σε πομπή με άλλα παιδιά σε όλο το
χωριό. Οι νοικοκυρές της έριχναν νερό και λέγανε ευχές για να βρέξει.
67
Α. Πανάρετου, Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης ΛΤΔ, Λευκωσία 1967, σελ 246-
248
68
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.45,47
69
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.45
70
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.57
71
Κ. Θρακιώτη, Λαϊκή πίστη και λατρεία στη Θράκη, Αθήνα 1991, σελ.215-216
72
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.66
73
Κ. Θρακιώτη, Λαϊκή πίστη και λατρεία στη Θράκη, Αθήνα 1991, σελ.248
74
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.68
25
Του Αγίου Βαρθολομαίου στις 11 Ιουνίου
Τώρα που το χαλάζι ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο, στη Στενήμαχο 75 τηρούσαν αργία για να τους προστατέψει
ο Άγιος τα αμπέλια.
Την Πρωταυγουστιά
Στη Τσεντώ 80 και στη Στενήμαχο 81 γινότανε αγιασμός στην εκκλησία γιατί ωρίμαζαν τα τσαμπιά στα
αμπέλια. Παραβρίσκονταν όλοι από τα αμπελουργικά σπίτια και γέμιζαν το δίσκο του παπά νομίσματα.
Έπαιρναν μετά τον αγιασμό σε μπουκάλια και ραντίζανε όλα τα κλήματα, ψάλλοντας το «Σώσον κύριε τον
λαό σου» ενώ μάζευαν και τα πρώτα τσαουσιά που μόλις ωρίμαζαν τότε. Δεν τρώγανε όμως ακόμα
σταφύλια.
75
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 163
76
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Από τα φυτά της Θράκης, Θρακικά 20, Αθήνα 1944, σελ. 16
77
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ. 25
78
Κ. Θρακιώτη, Λαϊκή πίστη και λατρεία στη Θράκη, Αθήνα 1991, σελ.216
79
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 220
80
Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 14
81
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 163
82
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 220
83
Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ.163-4
84
Α. Πανάρετου, Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης ΛΤΔ, Λευκωσία 1967, σελ 246-
248
85
πυρετός
86
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 73, 221
26
Σεπτέμβρης
Η πρώτη του Σεπτέμβρη ήταν ημερομηνία σημαντική για Ρωμαίους και Βυζαντινούς. Την ονόμαζαν
«Ινδικτιώνα» που σημαίνει κατανομή φόρου και αυτό γιατί οι περισσότερες παραγωγές είχαν ολοκληρωθεί
και το κράτος συγκέντρωνε τις εισπράξεις. 87
Για τους αγρότες την πρώτη του Σεπτέμβρη άρχιζε η καινούργια αγροτική χρονιά για τα σπαρτά και γινότανε
με κόπο αλλά και πανηγύρια και χαρές ο τρύγος. Στο σακούλι της σποράς βάζανε συχνά και ρώγες από
σταφύλι για να είναι γλυκά τα γεννήματα. 88 Σε πολλά μέρη πήρε το όνομά του από τον τρύγο και λεγότανε
Τρυγητής. Πολλές προλήψεις και έθιμα υπήρχαν για τον τρύγο. Για να μην βασκαθούν, για παράδειγμα τα
σταφύλια δεν τρυγούσαν Τρίτη και Παρασκευή ούτε τελείωναν Σάββατο 89 . Επίσημο χαρακτήρα είχε ή
έναρξη του τρύγου στο Βυζάντιο με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη να παίρνουν μέρος στις τελετές. 90
Στη Ρόδο και στην Κω είχαν το έθιμο της Αρχιχρονιάς, της αρχής δηλαδή του εκκλησιαστικού έτους. Οι
Ροδίτες κρεμούσαν στον μεσιά, στο χοντρό δοκάρι που κρατούσε τη στέγη του σπιτιού, ένα άσπρο
σακουλάκι γεμάτο στάρι και γύρω-γύρω μια αρμαθιά καρύδια, ένα κρεμμύδι ένα σκόρδο, κεχρί, μπαμπάκι,
ασκινόκαρπο και ένα τσαμπί σταφύλι. Στην Κω η αρχιχρονιά ήταν μια αρμαθιά από ρόδι, σταφύλι, σκόρδο
και φύλλο από τον πλάτανο του Ιπποκράτη. Την μέρα αυτή πριν βγει ο ήλιος αγόρια και κορίτσια
κατέβαιναν στην παραλία και έριχναν την παλιά αρχιχρονιά στη θάλασσα και βάφτιζαν την καινούργια στο
νερό. Μετά μάζευαν νερό από σαράντα κύματα και γύριζαν σπίτι να κρεμάσουν την αρχιχρονιά στο
εικονοστάσι. 91
87
Αικ. Τσοκάκου – Καρβέλη, Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Αθήνα 1986, σελ. 183
88
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. 3, σελ. 95
89
Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 117
90
Αικ. Τσοκάκου – Καρβέλη, Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Αθήνα 1986 σελ. 186
91
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τευχ. γ’, σελ.86
92
Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 117
93
Β. Πλάτανου, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια, Αθήνα 1963, σελ. 72
94
Φύλακες των αμπελώνων
95
Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 113
96
Ζ. Θ. Κιακίδου, Διάφορα Λαογραφικά Σαμακοβίου, Θρακικά 17, Αθήνα 1942, σελ 97-187
97
Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 117
98
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 241
27
Του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου
Σε μέρη της Θράκης 99 , τώρα ανοίγανε τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί και όσοι είχαν έδιναν και μούστο
για γλυκίσματα. Μετά την εκκλησία γυρνούσαν στα σπίτια παρέες παρέες και δοκίμαζαν το τσιμπητό κρασί.
Το λέγανε έτσι γιατί ακόμα δεν είχε γίνει καλά και τσιμπούσε λίγο η γεύση του. Πολλοί έκαναν το έθιμο της
Τζαμάλας, ντύνανε δηλαδή δύο χωρικούς με ξύλινο ομοίωμα καμήλας καλυμένο με προβιές ενώ οι
υπόλοιποι μεταμφιέζονταν με παράξενα ρούχα και φύλλα κληματαριάς στο κεφάλι. Γυρνούσαν όλοι μαζί
στο χωριό και εύχονταν «καλή χρονιά και καλά μπερεκέτια».
99
Ζ. Θ. Κιακίδου, Ιστορία Σαμακοβίου και Περιχώρων, Θρακικά 33, Αθήνα 1960, σελ 27-28
100
Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 107
28
Δεισιδαιμονίες και προλήψεις
Μια σειρά από δεισιδαιμονίες και προλήψεις σχετίζονταν με την καλλιέργεια του αμπελιού, την απόλαυση
του οίνου και τη συμβολική του θέση σε τελετές και μυστήρια της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής του
λαού μας.
Τα περισσότερα μοιάζουν σήμερα δυσερμήνευτα έως και παράλογα ενώ σε κάποια ίσως φαίνεται
ευκολότερο να αναζητηθεί μια λογική εξήγηση. Όλες αυτές οι συνήθειες, φιλτραρισμένες μέσα από το
θρησκευτικό αίσθημα και τους εθιμικούς κανόνες που από αιώνες διαμόρφωνε ο λαός μας, κατέληξαν να
είναι αξιώματα ακλόνητα και μη αμφισβητήσιμα.
111
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.131
112
Συμπεθεριάτικα, τα δώρα των συμπεθέρων.
113
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.134
114
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Από τα φυτά της Θράκης, Θρακικά 20, Αθήνα 1944, σελ.16
115
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 14, Αθήνα 1952, σελ. 193
116
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 14, Αθήνα 1952, σελ. 195
117
Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 14, Αθήνα 1952, σελ. 200
118
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.175
119
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.177
120
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.179
121
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.184
122
Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975, τεύχ. α΄, σελ.185-186
30
Λαϊκό δίκαιο και κοινωνική οργάνωση
Τα αμπέλια ήταν συνήθως άφραχτα και οριοθετούνταν με διάφορους τρόπους. Στα νησιά και σε
αρκετές ημιορεινές περιοχές που οι φυτείες γίνονταν κυρίως σε πεζούλες, οι κατασκευές αυτές
λειτουργούσαν και ως ενδεικτικό όριο του αμπελώνα που μπορούσε όμως να υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια
της μίας πεζούλας. Λίγες πληροφορίες έχουμε για πιο συγκεκριμένους και περίπλοκους τρόπους
οριοθέτησης, όπως το παράδειγμα από την Τσεντώ της Αν. Θράκης 123 . Εκεί τα αμπέλια ήταν άφραχτα εκτός
από όσα βρίσκονταν στην άκρη του χωριού. Τα αμπέλια που κατέληγαν σε περαστικό δρόμο ξεχώριζαν με
χαμηλό χαντάκι, μεταξύ τους τα χώριζαν στενά δρομάκια, που ονομάζονταν σαγίτες.
Η φύλαξη των αμπελώνων από ανεπιθύμητους
επισκέπτες κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες,
ήταν υπόθεση που αφορούσε όλη την κοινότητα και
αντιμετωπίζονταν συνολικά. Συνήθως διορίζονταν από
τον πρόεδρο του χωριού ειδικοί φύλακες, οι δραγάτες.
Αυτοί έφτιαχναν τα τσαρδάκια τους ανάμεσα στους
αμπελώνες και από εκεί επόπτευαν, συχνά οπλισμένοι,
και προστάτευαν τα αμπέλια από τους δίποδους και
τετράποδους εχθρούς τους (εικ 12).
Στην Τσεντώ 124 τους λέγανε μπεξήδες, και
γυρίζανε με το δίκαννο στον ώμο και σιλαχλήκι,
δηλαδή δερμάτινη οπλοθήκη στη μέση. Για όσο
διαρκούσε η θητεία τους ήτανε εγκατεστημένοι στους
αγρούς και είχανε δίπλα στις καλύβες τους ψηλές
σκοπιές από κλαδιά δέντρων. Από εκεί επόπτευαν και
φώναζαν όποτε έβλεπαν κάποια ύποπτη κίνηση άλλα
και προληπτικά διότι καθώς έλεγαν «ο φόβος φλάγη
τ’αμπέλια». Ο αριθμός τους διπλασιαζόταν κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες με βοηθούς, τα γιαμάκια.
Διορίζονταν από τον μουχτάρη του χωριού και
έπαιρναν την αμοιβή τους από τα δοσίματα που
εισπράττονταν από κάθε νοικοκύρη μετά τον τρύγο.
Παρά τα αυστηρά μέτρα φύλαξης, είχανε και ένα πολύ
«ανθρώπινο» έθιμο. Επέτρεπαν σε κάθε ξένο να μπει σε
οποιοδήποτε αμπέλι και να φάει όσα σταφύλια θέλει,
χωρίς όμως να πάρει μαζί του φεύγοντας. Όλα αυτά
τελείωναν περί τα μέσα του Σεπτέμβρη. Την παραμονή του Σταυρού 125 σε πολλά μέρη, οι δραγάτες καίγανε
τις καλύβες τους για να δείξουν ότι τέλειωσε η θητεία τους. Αυτή τη μέρα σχεδόν παντού επιτρεπότανε στα
παιδιά και στα ζώα να κόψουν και να φαν όσα σταφύλια ήθελαν.
Οι αμπελώνες είχαν ανάγκη καλλιέργειας και φροντίδας όλο το χρόνο. Η εγκατάλειψή τους έστω και
για έναν χρόνο σήμαινε πολυετή απώλεια παραγωγής. Έτσι στη Σαντορίνη, όποιος αναλάμβανε να
καλλιεργήσει ξένο αμπέλι δεν όφειλε και δεν απέδιδε τίποτα στον ιδιοκτήτη. Ο τελευταίος μάλιστα του
χρωστούσε και ευγνωμοσύνη γιατί προστατευόταν η περιουσία του. Άλλωστε και το νεοσύστατο ελληνικό
κράτος, το 1830 προκειμένου να αντιμετωπίσει τον μαρασμό, παραχώρησε τους εθνικούς αμπελώνες για
ενοικίαση χωρίς μίσθωμα. 126
Σε όλα τα στάδια της αμπελοκαλλιέργειας από το φύτεμα ως τον τρύγο, οι αγρότες συνέπρατταν και
βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη. Συνήθως η πρόσκληση για αλληλοβοήθεια 127 αφορούσε εορτάσιμες ημέρες
123
Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 13
124
Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 13
125
Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 113
126
Στ. Κουράκου-Δραγώνα, Η εξέλιξη του ελληνικού αμπελώνα από την Εθνεγερσία μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, Ιστορία του
ελληνικού κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990,
σελ.120.
127
Δ. Α. Πετροπούλου, Έθιμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας του ελληνικού λαού, Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου 5-6,
Αθήνα 1943-44, σελ. 67
31
και όφειλε να γίνει από την προηγούμενη με επίσημη αναγγελία. Ο νοικοκύρης είχε μόνο την υποχρέωση να
παράσχει τα εργαλεία για την δουλειά και να φιλέψει όσους τον βοήθησαν. Η αργατιά 128 στα Δωδεκάνησα
ήταν σωστό πανηγύρι (Μ. Μιχαηλίδη-Νονάρου, Δωδεκανησιακή Επιθεώρηση, έτος Α’, 1947, σελ. 142). Οι
νέοι σκάβανε και οι κοπέλες τους τρατάρανε γλυκό ή μπρούσκο κρασί με μεζέδες ενώ οι ηλικιωμένοι
τραγουδούσαν με λύρα και τσαμπούνα.
Όμορφο που μου φαίνεται της αργατιάς τ’ασκέρι
Σαν το βασιλικό στρατό, που πάει στο σεφέρι
Ας είναι καλορίζικο το αμπέλι που φυτεύγουν
Να χαίρωνται οι νοικοκυροί όπου μας περετεύουν
Σε γιορτινή μέρα φύτευαν τα αμπέλια στη Μήλο. Η πρόσκληση για βοήθεια γίνονταν μετά την απόλυση της
εκκλησίας. Ο νοικοκύρης καλούσε όσους χρειάζονταν ανάλογα με τις ανάγκες του χωραφιού, τους έδινε
εργαλεία, αλλά και τρόφιμα και κρασί και όδευαν όλοι σε πομπή προς το χωράφι με μπροστάρη έναν που
κρατούσε μια άσπρη σημαία. Ως το απόγευμα έπρεπε να έχουν τελειώσει οπότε και γυρνούσαν πάλι με τον
σημαιοφόρο τους. Ομαδικά φύτευαν και οι Κύπριοι, «η πρώτη πιννιά (κέρασμα) με μεζέ χαλούμι δόθηκε και
τα κρασωμένα χείλη του καθενός είπαν το Η ώρα η καλή. Η φυτεία αρχίζει. Δαχαμαί, φωνάζουν οι γέροι με
το καλάμι στα χέρια. Α νερόν τσαι πα ξερόν, εκείνοι που κρατούσαν τα σκαλιστήρια». Στην Κω το φύτεμα
ήταν μια διασκέδαση. Οι γυναίκες της οικογένειας περιφέρονταν και κερνούσαν ρακί και γλυκασιάν,
(χαλούμι ή μουσταλευριά). Το βράδυ πήγαιναν στο σπίτι του ιδιοκτήτη όπου στήνονταν το γλέντι ως
πληρωμή των φυτευτάδων. Στη Σκύρο 129 καλούσαν κυρίως συγγενείς και φίλους για το φύτεμα. Όταν
τέλειωναν, έπιαναν τον νοικοκύρη και τον απειλούσαν τάχα πως θα τον φυτέψουν και αυτόν σαν αμπέλι
μέχρι να τους τάξει κάτι. Εκείνος έταζε ένα σφαχτό και το βράδυ μαγείρευαν το τάμα και γλένταγαν.
Στις περιοχές της Θράκης και στα νησιά που η παραγωγή ήταν ιδιαιτέρα μεγάλη μισθώνονταν και
εργάτες, κυρίως κατά την εποχή του τρύγου που ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Οι συμφωνίες για την
μίσθωση γίνονταν προφορικά και συνήθως στις υποχρεώσεις του νοικοκύρη ήταν και η σίτιση του
προσωπικού. Όταν δεν αρκούσαν τα εργατικά χέρια της περιοχής, μίσθωναν εργάτες και από άλλα μέρη και
τότε όφειλαν να παρέχουν και φιλοξενία. Στην Αγχίαλο 130 , που τα αμπέλια ήταν πολλά και απείχαν μία με
δύο ώρες από το χωριό, για να μεταφερθούν τα σταφύλια έγκαιρα μετά τον τρύγο, έφερναν για εργάτες
Τούρκους, Γιουρούκιδες από τη βόρεια Βουλγαρία. Έπαιρναν σχεδόν πάντα τους ίδιους και μέρος της
συμφωνίας ήταν να τους φιλοξενήσουν στις αυλές των σπιτιών τους. Μετά τον τρύγο και πριν φύγουν οι
Τούρκοι έδιναν αγώνες πάλης στον «έξω μαχαλά». Στις Σαράντα Εκκλησιές 131 , οι εργάτες του τρύγου είχαν
συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Άλλοι προσλαμβάνονταν ως μποζουτζήδες δηλαδή τρυγητές και άλλοι ως
καδοτζήδες ή βουτατζήδες, υπεύθυνοι να κουβαλούν τη βούτα κοντά στους τρυγητές και από κει στον
ληνό. Στη Σαντορίνη 132 , συμφωνούσαν τα μεροκάματα των εργατών πριν από τον τρύγο και το ποσό ήταν
άλλο για τους άνδρες και άλλο για τις γυναίκες. Έκαναν επίσης αγορές σε τρόφιμα για να φιλεύουν τους
εργάτες μια και ελάχιστοι συμφωνούσαν χωρίς φαγητό. Η συμφωνία αυτή λεγόταν αφαγάπια. Είχανε ακόμα
έναν ειδικό εργάτη της εμπιστοσύνης τους, τον μπαλή που έκανε κουμάντο στην κάναβα μια και ήταν
σύνηθες ο ιδιοκτήτης να μην είναι πάντα παρών.
Συνήθως όμως καλλιεργητές και οινοπαραγωγοί γνώριζαν όλα τα στάδια της εργασίας και διέθεταν τα
απαραίτητα μέσα και εργαλεία. Ωστόσο σε περιοχές με μεγάλη παραγωγή αναπτύσσονταν επαγγέλματα που
απαιτούσαν μαθητεία και εξειδίκευση, οργάνωση εργαστηρίων ή κατοχή ειδικών μέσων.
Η βαρελοποιία ήταν τέχνη γνωστή σε όλη την Βαλκανική και οι βαρελοποιοί ονομάζονταν συνήθως
βαγενάδες ή βουτσάδες και οι πλανόδιοι, γκιούσηδες. Εκτός από τα εργαστήρια που διατηρούσαν,
συνήθως κοντά στα λιμάνια 133 , δούλευαν και πλανόδιοι στην ύπαιθρο γιατί είχαν πολλές παραγγελίες και για
επισκευές. Κατασκεύαζαν βαρέλια ποικίλων μεγεθών για κρασί, λάδι, κονιάκ, ρακί αλλά και τυροκομικά
καθώς και μικρότερα ξύλινα σκεύη αγροτικής και οικιακής χρήσης. Βέβαια τα βαρέλια και ιδίως τα
κρασοβάρελα ήταν η σημαντικότερη εργασία τους, λόγω του μεγέθους και της αξίας του προϊόντος. Τα
υλικά κατασκευής ήταν κυρίως το ξύλο, το ψαθί, οι πρόκες και τα στεφάνια, ξύλινα και σιδερένια. Τα ξύλα
128
έτσι λέγεται η ομάδα των εργατών.
129
Ν. Περδίκα, Σκύρος, τομ. Α’ Αθήνα 1940, σελ. 157-164
130
Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 262
131
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 89-91
132
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 237-244
133
Φαίνεται πως τα καΐκια δεν είχαν μόνιμα βαρέλια άλλα τα φόρτωναν στα λιμάνια και τα άφηναν μετά με το περιεχόμενό τους
στο τόπο που πωλούνταν, όπως περίπου και τους αρχαίους αμφορείς.
32
που χρησιμοποιούσαν ήταν δρυς, οξιά και καστανιά, με τη δρυ να θεωρείται πρώτης ποιότητας, και τα
προμηθεύονταν από τη Μακεδονία, αλλά και τη Ρωσία, την Ιταλία, τη Σερβία κ.α. Συχνά έκαναν και
ανακύκλωση του υλικού, χρησιμοποιώντας ξυλεία από παλιά βαρέλια που αχρηστεύονταν. Η δουλειά ήταν
μάλλον εποχιακή. Άρχιζε με τις πρώτες παραγγελίες στην αρχή της Άνοιξης και τελείωνε του Αγίου
Δημητρίου που σε πολλά μέρη ήταν και ο προστάτης Άγιός τους. Ήταν ένα επάγγελμα που όπως πολλά στις
παραδοσιακές μας κοινωνίες εξασκούσανε κάτοικοι ορισμένων κοινοτήτων με ιδιαίτερη επιτυχία και γ’ αυτό
γίνονταν γνωστοί και περιζήτητοι σε όλοι την επικράτεια. Περιώνυμοι ήταν οι βαρελάδες της Ηπείρου και
ειδικά από τα χωριά Σωπική και Τσιάτιστα της Β. Ηπείρου. Γνωστά συνεργεία υπήρχαν ακόμα στην
Κέρκυρα, στη Βοιωτία, στα Δαρδανέλια και στα νησιά, Σκόπελο, Ίο, Πάρο, Σαντορίνη 134 και Κρήτη.
Σε κάποια νησιά ως και τους νεότερους χρόνους, η φύλαξη των κρασιών γίνονταν σχεδόν
αποκλειστικά σε μεγάλα πήλινα πιθάρια όπως στην αρχαιότητα. Την κατασκευή των πίθων αναλάμβαναν
εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι πιθαράδες. Στην Κύπρο κατάγονταν κυρίως από τα χωριά Κόρνο και Φοινί και
μετακινούνταν κατασκευάζοντας τις παραγγελίες τους επί τόπου. Η δουλειά τους ήταν σκληρή και ξεκίναγε
με την εύρεση και την επεξεργασία των κατάλληλων υλών. Το πλάσιμο των πίθων γίνονταν σε ανοιχτούς
χώρους και μόνο καλοκαίρι, με χειροκίνητους απλούς τροχούς. Απαιτούνταν λοιπόν η ενασχόληση του
τεχνίτη και ενός βοηθού για να κινεί τον τροχό και να ετοιμάζει τον πηλό. Τα πιθάρια πλάθονταν σε ζώνες.
Για αυτό υπήρχαν διαθέσιμοι αρκετοί τροχοί για να δουλεύονται ταυτόχρονα και σταδιακά πολλά αγγεία.
Πριν προχωρήσουν στην κατασκευή της επόμενης ζώνης έπρεπε να βεβαιωθούν ότι οι προηγούμενες έχουν
στεγνώσει αρκετά αλλά διατηρούν και την απαιτούμενη υγρασία. Ακολουθούσε το ψήσιμο σε ειδικούς
φούρνους. Αυτό το κομμάτι της δουλειάς απαιτούσε περισσότερα χέρια για το κουβάλημα και την
τοποθέτηση των πίθων στα καμίνια. Η διαδικασία διαρκούσε περίπου δύο μέρες. Έπειτα τα άφηναν σε
θερμοκρασία περιβάλλοντος για λίγο καιρό και μετά τα βουτούσαν σε δεξαμενές με νερό για να «σβήσουν».
Τέλος επιχρίονταν εσωτερικά με πίσσα από ρητίνη πεύκου.
Σε περιοχές με μεγάλη παραγωγή και αμπελώνες σε ευρεία έκταση γύρω από τους οικισμούς, ήταν
απαραίτητη και η μίσθωση αγωγιατών για την εποχή του τρύγου. Αυτοί διέθεταν τα ζώα, ενώ τα αμάξια που
χρησιμοποιούνταν συνήθως ανήκαν στον ιδιοκτήτη του αμπελιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
Σαντορίνη 135 , με την τεράστια παραγωγή κρασιού. Οι ιδιοκτήτες των αμπελώνων, πριν ξεκινήσει ο τρύγος
συμφωνούσαν την τιμή με τον γαδουρολάτη για τη μεταφορά των σταφυλιών στις κάναβες. Οι αγωγιάτες
περιποιούνταν και ετοίμαζαν τα ζώα και τα εργαλεία τους και αγόραζαν τροφές παραπάνω για να ταΐσουν
καλύτερα τα ζώα τις δύσκολες μέρες του τρύγου. Οι μερακλήδες τα στόλιζαν μάλιστα με χαϊμαλιά, και
κουδούνια ενώ και οι ίδιοι στολίζονταν με καινούργια καπέλα, μαντήλια και ζωνάρια με κρόσσια. Στην
Ανατολική Θράκη 136 προσελάμβαναν αγωγιάτες για να μεταφέρουν τους ληνούς στα αμπέλια και από εκεί
γεμάτους πίσω στα κρασομάγαζα. Ήταν χωρικοί από τις γύρω περιοχές με δύο ζεύγη βόδια ή από ορεινές
περιοχές με βουνίσια βουβάλια που μπορούσαν να τραβήξουν και μόνα τους το ληνό. Το αμάξι ανήκε στον
αμπελουργό και το στολίζανε με σούβλες ψηλές και ενωμένες με αλυσιδίτσες από τις οποίες κρέμονταν
κουδουνάκια, φούντες και τάματα ακόμα και από ασήμι.
Πληροφορίες για την φορολογία που επιβάλλονταν στους αμπελουργούς μετά τον τρύγο έχουμε μόνο
από τις Σαράντα Εκκλησιές 137 . Εκεί οι αρχές φορολογούσαν με βάση τους ληνούς την ώρα που
μεταφέρονταν από τα αμπέλια στα σπίτια. Έστηναν λοιπόν στις άκρες της πόλης τα τσαντίρια στα οποία
διόριζαν δύο γραμματείς και έναν μετρητή, ιστημέρατζη που καταμετρούσε τους ληνούς του κάθε
ιδιοκτήτη. Το δημοτικό συμβούλιο όριζε την τιμή για κάθε ληνό και η είσπραξη γινότανε μετά το τέλος του
τρύγου. Πολλές φορές πουλούσαν τον φόρο σε πλειοδότη εργολάβο για να τον εισπράξει αυτός και με δικό
του ρίσκο.
134
Για λεπτομέρεις στην κατασκευή βαρελιών βλ. Δ. Οικονιμίδου, Η βαρελοποιία εις την Σαντορίνη, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης
(επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 231-236
135
Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ. 237-244
136
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 92-93
137
Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ. 98-99
33
Παροιμίες
Αρκετές παροιμίες 138 από τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη - πολλές ταυτόσημες και άλλες τοπικές
και ιδιαίτερες - χρησιμοποιούν το αμπέλι ως κύριο μοτίβο με σκοπό να επιτύχουν τον παραδειγματισμό και
την παραίνεση και να μεταφέρουν μνήμες και εμπειρίες. Οι ιδιότητες του αμπελιού που σχολιάζονται
αφορούν συνήθως την ιδιαίτερη δυσκολία, τον κόπο και την εμπειρία που απαιτεί η καλλιέργειά του αλλά
και το μεγάλο κέρδος που αποφέρει τελικά.
138
Μεταφέρονται όπως έχουν συγκεντρωθεί από τους λαογράφους, με τους λατινικούς χαρακτήρες να αποδίδουν ιδιαιτερότητες
της τοπικής προφοράς.
139
Πολίτη, Παροιμίαι, τόμ. Β’, Αθήνα 1965, σελ. 164-170
140
Κ. Χουρμουζιάδου, Παροιμίαι και Παροιμιώδεις φράσεις Πετροχωρίου (Τσακηλίου) Μέτρων, Θρακικά 16, Αθήνα 1941, σελ.
200
141
Πολίτη ο.π.
142
Πολίτη ο.π.
143
Κ. Χουρμουζιάδου, ο.π..
144
Πολίτη ο.π.
145
Πολίτη, ο.π.
34
Αναφέρεται όταν κάποιος διαφεύγει την καταδίωξη, αποζημιώσου δηλαδή από τα αμπέλια που δεν έχει.
Λέγεται ακόμα όταν κάποιος αρνείται να κάνει μία χάρη.
Μια μεγάλη συλλογή από παροιμίες - οδηγίες για την καλλιέργεια του αμπελιού συναντούμε στα νησιά
και κυρίως στην Κύπρο. Συλλογή εντυπωσιακή που καλύπτει σχεδόν όλο το φάσμα των εργασιών που
απαιτούνται από το φύτεμα του αμπελιού ως και τον τρύγο. Δίνουν οδηγίες για την σωστή ηλικία των
αμπελιών, τον τρόπο επιλογής και την προεργασία του χώρου για να φυτευτεί ένας σωστός αμπελώνας, τις
μεθόδους φυτέματος, τους τρόπους κλαδέματος, σκαλίσματος και λίπανσης ως και την ώρα της συλλογής
του πολυπόθητου καρπού. Δεν παραλείπουν ακόμα να τονίσουν την αποδοτικότητα και οικονομική αξία των
αμπελιών σε σύγκριση με άλλες καλλιέργειες.
146
Σακελλαρίδη, Παροιμίες και φράσεις από τη Νίσυρο Αθήνα 1983, σελ. 38
147
Π. Παπαχριστοδούλου, Παροιμίες 40Εκκλησιών, Θρακικά 1, Αθήνα 1928, σελ. 147
148
Κ. Χουρμουζιάδου,ο.π.
149
Μανίτσα = μαμή
150
Π. Παπαχριστοδούλου, ο.π.
151
Ενίνα = έναν
152
Ευστ. Ζήση, Παροιμίαι Αυδημίου, Θρακικά 10, Αθήνα 1938, σελ. 296
153
Ευστ. Ζήση, Παροιμίαι και παροιμιώδεις φράσεις Αυδημίου, Θρακικά 15, Αθήνα 1941, σελ. 297
154
Α. Πανάρετου Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία, Λευκωσία 1967ο.π, σελ.125
35
Όποιος πουλάει αμπέλι κάνει σφάλμα γιατί δεν θα βρει κάτι εξίσου αποδοτικό για να αγοράσει. Αναφέρεται
κυρίως στα κρασοχώρια Λεμεσού και Πάφου με τις αμπελόφυτες πλαγιές όπου το προϊόν ευδοκιμεί και οι
τιμές είναι ικανοποιητικές.
155
Πολίτη ο.π.
156
Πολίτη ο.π.
157
Πολίτη ο.π.
158
Πολίτη ο.π.
159
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.131
160
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.126
161
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.128
162
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.128
36
Τζ’αι καλλύτερη τομ Μαν.
(Κύπρος) 163
Καλό είναι να φυτεύεται το αμπέλι Μάρτη και ακόμα καλύτερα Μάη.
173
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.128
174
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.127
175
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.132
176
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.132
177
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.128
178
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.129
179
Α. Πανάρετου, ο.π σελ.132
180
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.129
181
Α. Πανάρετου, ο.π. σελ.132
38
40 Της Αγιάς Μαρίνας δείχνει, σύκον τζ’ αι σταφύλιν
τζ’ αι πορτίν στο γαλευτήρι
(Κύπρος) 182
42 Τ’ Αγιά-Μαρίνας μπαίν’
Και το κούτρελο στ’αμπέλι
(Τήνος) 184
Τα σταφύλια και τα σύκα αρχίζουν και ωριμάζουν από τη γιορτή του Αγίου Προκόπη στις 8 Ιουλίου και
συνεχίζουν ως της Αγίας Μαρίνας στις 17 και του Αη Λιά στις 20 Ιουλίου οπότε κόβεται και το γάλα των
προβάτων, ενώ μέχρι του Αγίου Παντελεήμονα, 27 Ιουλίου όλοι οι καρποί είναι έτοιμοι.
Άγνωστης προέλευσης, πιθανότατα πανελλαδικές παροιμίες για το κρασί, σίγουρα διδακτικές και
χαριτωμένες.
1 Σε άλλου κρασί μη χύνεις νερό 188
182
Α.Πανάρετου, ο.π. σελ.132
183
Α.Πανάρετου, ο.π. σελ.132
184
Α.Φλωράκη, Τήνος, Λαϊκός Πολιτισμός, Αθήνα 1971, σελ.220
185
Α.Πανάρετου, ο.π. σελ.132
186
Ευστ. Ζήση, Παροιμίαι Αυδημίου, Θρακικά 10, Αθήνα 1938, σελ. 296
187
Στ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Οι αφηγήσεις βιωμάτων των προσφύγων από Ανατολική Θράκη ως μαρτυρίες για την
αμπελοκαλλιέργεια, Ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993,
Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1993, σελ.483
188
Με αρ. 1-18 από : Γ.Κ.Σμυρνιωτάκη – Γ.Ι. Σηφάκη, Λαϊκή Σοφία, 10.000 Ελληνικές Παροιμίες, σελ. 269
39
8 Το καλό κρασί κάνει το καλό ξίδι
189
Με αρ. 19-21 από : Φ. Τόσκας, Ελληνικές Παροιμίες, Θεσ/νίκη, σελ.146
40
Αινίγματα
Κοινά στα περισσότερα μέρη της χώρας τα αινίγματα για το αμπέλι, το σταφύλι και το κρασί. Η εκδοχή
με τα περισσότερα παραδείγματα, περιγράφει γλαφυρά τη «συγγενική» σχέση των τριών με κατάληξη πάντα
στον τελευταίο επικίνδυνο απόγονο, το κρασί. Εντύπωση προκαλεί ότι στα περισσότερα παραδείγματα, η
αρχή της γονικής αλυσίδας είναι γένους θηλυκού. Συνήθως το κλήμα περιγράφεται ως στραβό ή μαύρο,
όμορφο, χρυσό και μαλαματένιο το σταφύλι αλλά τρελό και δαιμονισμένο το κρασί. Και όταν το αίνιγμα
αφορά μόνο το κρασί η ερώτηση περιορίζεται στο να περιγράψει τις συνέπειες της απόλαυσής του.
Τι είναι ;;;
Το κλήμα, τα σταφύλια και το κρασί 190
10 Στραβουδίβουλη γ-η μάνα, τσι κανακαριά γ-η κόρ’, τσι διμουνιαριά γ-η αγγόν’
(Λέσβος)
12 Είχαμεν ένα στραόκορμο πατέρα τσι ήκανεν όμορφα παιδιά, παλληκάρια τσαι κόρες, τσαι τ΄αγγόνια του
κατεσταίνουττο παλλαρά
13 Άσκημος γονής, όμορφο παιί και λωλό αγγόνι
14 Η μάνα καλή, η κόρη καλή, η εγγόνη μαλώχτρα
(Κάρπαθος)
19 Γεναίκα αναμαλλιαρκά έκαμε γιον ωραίον, έκαμεν άγγονα πελλόν, δισάγγονον λαωμένον
20 Κουρουμπού κουρεμμένη κάμνει γιόν πολλά όμορφον, αγγονομ πελλόν, δισάλλονολ λαωμένον τζαι
τρισάγγονον τσαρτισμένον
190
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, Θησαυρός Νεοελληνικών Αινιγμάτων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σελ.
318-321
41
21 Γεναίκα αναμαλλιαρκά έκαμεν γιον ωραίον, άγγονον πελλόν, δισάγγονον λαώμενον
(Κύπρος)
Τι είναι ;;;
Η Κληματαριά 191
23 Πολύ στα ύψη κρέμομαι, πολλά κακά παθαίνω, πολύ το αίμα μου γλυκό, το φαγητό μου μέλι.
(Χίος)
Τι είναι ;;;
Το Κρασί 192
24 Βάλε με μες στο λαήνι, να με πάρεις όπου θέλεις, βάλε με μες στην κοιλία σου, να σε πάω όπου θέλω
(Νίσυρος)
25 Βαρ’ με μέσα στο λαήνιν να με πάρεις όπου θέλεις, βαρ’ με μέσα στην τζοιλίας σου να σε πάρω όπου θέλω
(Κύπρος)
Τι είναι ;;;
Αγωγιάτης με ζώο που φέρνει ασκιά με κρασί 193
Τι είναι ;;;
Ασκί με κρασί 194
191
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, ο.π., σελ. 321
192
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, ο.π., σελ. 342-343
193
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, ο.π., σελ. 129
194
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, ο.π., σελ 153-154
42
36 Ανοίει ο μαλλιαρός και μπαίνει ο θυμωμένος
(Ίος)
37 Άννοιξε τον μαλλουρωτόν σου να βάλω τον θυμωμένον μου μέσα (ή έσω)
38 Άννοιξε τον μαλλουρωτόν σου να βάλω τον λαμπασμένον μου μέσα
(Κύπρος)
Τι είναι ;;;
Ποτήρι με κρασί και δάχτυλα 195
39 Πουλλίν κοκκινοπούππουθον στους πέντε κλώνους κάθεται, διά γυρόν και χάνεται και πάλε μεταλλάσσεται
(Κύπρος)
195
Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, ο.π., σελ. 471
43
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Φ Αποστολίδου, Ιστορία Τσεντώς Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 34, Αθήνα 1961, σελ. 12-22
2. Δ. Βασιλειάδη, Αγροτικά κτίσματα από τη Νίσυρο, Λαογραφία 24, Αθήνα 1966, σελ. 343-361
3. Κ. Γρηγόρη – Μ. Σαμαρά, Αγροτικά έθιμα Λευκάδος – Κύπρου, Λαογραφία 15, Αθήνα 1953-54,
σελ. 161-168
4. Π. Δούδου, Λαογραφία Πραγγίου Διδυμοτείχου, Θρακικά 41, Αθήνα 1967, σελ. 111-1222
5. Ευστ. Ζήση, Παροιμίαι και παροιμιώδεις εκφράσεις Αυδημίου, Θρακικά 15, Αθήνα 1941, σελ. 297-
305
6. Ευστ. Ζήση, Παροιμίαι Αυδημίου, Θρακικά 10, Αθήνα 1938, σελ. 295-323
7. Κ. Θρακιώτη, Λαϊκή πίστη και λατρεία στη Θράκη, Αθήνα 1991
8. Φ. Κατσίπη, Από το χρονικό του κάμπου μας, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971, σελ.
237-244
9. Ζ. Θ. Κιακίδου, Διάφορα Λαογραφικά Σαμακοβίου, Θρακικά 17, Αθήνα 1942, σελ. 97-187
10. Ζ. Θ. Κιακίδου, Ιστορία Σαμακοβίου και Περιχώρων, Θρακικά 33, Αθήνα 1960, σελ. 27-28
11. Θ. Κίζλαρη, Αγροτικός βίος Θρακών, Λαογραφία 12, Αθήνα 1938-1949, σελ. 386-416
12. Στ. Κουράκου-Δραγώνα, Η εξέλιξη του ελληνικού αμπελώνα από την Εθνεγερσία μέχρι το Β’
παγκόσμιο πόλεμο, Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου
1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990, σελ.117-132
13. Φ. Κυθραιώτου, Το βιβλίο του κυπριακού κρασιού, Intercollege Press 2003
14. Χρ. Κυπριανού, Κυπριακές τροφές του χωριού Τσακκίστρα, Λάπηθος 1970, Λαογραφία 29, Αθήνα
1974, σελ. 295-310
15. Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Οι 12 μήνες – τα λαογραφικά, Αθήνα 1986, σελ. 117
16. Χ. Κωνσταντίνου, Λαϊκή Λατρεία, Έθιμα Πρωτοχρονιάς, Λαογραφία 15, Αθήνα 1953, σελ. 462-463
17. Ε. Λειμώνα – Τρεμπέλα, Το λαϊκό Καρπαθικό σπίτι, Παράρτημα Δ’ τόμου (1969-1970) της
Επιστημονικής Επετηρίδας της Πολυτεχνικής Σχολής, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσ/νικη 1970, σελ.
50-51
18. Δ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 1977
19. Δ. Σ. Λουκάτου, Αμπελουργικά – λατρευτικά Στενημάχου, ΑΘΛΓΘ 12, Αθήνα 1945-46, σελ. 157-
166
20. Α. Ματθαίου, Το κρασί ως βοηθητικό είδος διατροφής στην Τουρκοκρατία, , Ιστορία του ελληνικού
κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα
ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990, σελ. 193-189
21. Θ. Μαυρομάτη, Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου, ΑΘΛΓΘ 23, Αθήνα 1958, σελ. 257-278
22. Γ. Α. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 1975
23. Γ. Α. Μέγα, Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1957, σελ. 239-348
44
24. Γ. Μήτσιου, Μαργαρίτες, Οι τελευταίο Πιθαράδες, Κεραμεική Τέχνη, σελ. 22-25
25. Miles Lambert – Gocs, Τα Ελληνικά Κρασιά, Οδοιπορικό στη χώρα του Διονύσου, Αθήνα 1993
26. Χρ. Μπουλιώτη, Ιδιόρρυθμα πατητήρια στη Λήμνο (19-20ου αιώνα), Αμπελοοινική Ιστορία στο χώρο
της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993,
Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1993, σελ.421-448
27. Δ. Οικονιμίδου, Η βαρελοποιία εις την Σαντορίνη, Σαντορίνη, Μ. Α. Δανέζης (επιμ), Αθήνα 1971,
σελ. 231-236
28. Κ. Παλυβού, Κάναβες και βαρελοποιία στο Ακρωτήρι, Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο
Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990,
σελ.44-52
29. Α. Πανάρετου, Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης ΛΤΔ,
Λευκωσία 1967
30. Ζ. Παπαγεωργοπούλου - Α. Μπρούσκου, Το κουρμπάνι του Αγίου Τρύφωνα στη Γουμένισσα, ,
Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό
Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990, σελ.276-284
31. Ζ. Παπαγεωργοπούλου, Γηγενείς κάτοικοι και πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Δύο φορείς
αμπελοοινικής παράδοσης στη Γουμένισσα, Ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’
Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ,
Αθήνα 1993, σελ. 449-464
32. Κ. Παπαδόπουλος, Κουμανταρία, Το κρασί θρύλος, Λευκωσία 2004
33. Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Πλουτοπαραγωγικαί πηγαί κατά την Τουρκοκρατία, Θρακικά 47,
1974, σελ. 104-140, και Βιοτεχνία και Εμπόριο, σελ. 141-178
34. Χρ. Παπασταματίου – Μπαμπαλίτη, Λαογραφικά Σουφλίου, Θρακικά 41, Αθήνα 1967, σελ. 84-110
35. Π. Παπαχριστοδούλου, Παροιμίαι Σαράντα Εκκλησιών, Θρακικά 1, Αθήνα 1928, σελ. 147
36. Π. Παπαχριστοδούλου, Τροφές και δίαιτα Θρακών, ΑΘΛΓΘ 9, Αθήνα 1942-3, σελ. 157-177
37. Ν. Περδίκα, Σκύρος, τομ. Α’ Αθήνα 1940, σελ. 157-164
38. Δ. Α. Πετροπούλου, Έθιμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας του ελληνικού λαού, Επετηρίς
Λαογραφικού Αρχείου 5-6, Αθήνα 1943-44, σελ. 59-85
39. Δ. Α. Πετροπούλου, Λαογραφικά Σκοπού Αν. Θράκης, Ο τρύγος, ΑΘΓΛΘ 5, Αθήνα 1938 39, σελ.
161
40. Β. Πλάτανου, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια, Αθήνα 1963, σελ. 71-79, 115-121
41. Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, τομ. Α’, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, Αθήνα
1965, σελ. 460
42. Ν. Πολίτη, Παροιμίαι, τομ Β’, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, Αθήνα
1965, σελ. 164-170
45
43. Φρ. Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, Η αμπελοκαλλιέργεια και οι παραδοσιακοί ληνοί της Κύπρου,
Τεχνολογία και Έρευνα, Τεύχος 3, 1989, σελ. 20-22
44. Ε. Egoumenidou, From the grape to the vat : traditional buildings and the installations for the
production and storage of wine in Cyprus (18th – 19th century), DOURO-Estudos, vol. VII (13),
2002(3o), p. 135-142
45. Κ. Σακελλαρίδη, Παροιμίες και φράσεις από τη Νίσυρο, Αθήνα 1983, σελ. 38,292
46. Α. Σαρπάκη, Παραδοσιακές τεχνικές της αμπελουργίας, Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο
Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990,
σελ.54-67
47. Γ. Κ. Σμυρνιωτάκη – Γ Ι. Σηφάκη, Λαϊκή Σοφία, 10.000 Ελληνικές Παροιμίες, τόπος χρόνος, σελ.
269
48. Στ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Οι αφηγήσεις βιωμάτων των προσφύγων από Ανατολική Θράκη ως
μαρτυρίες για την αμπελοκαλλιέργεια, Ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’
Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ,
Αθήνα 1993, σελ.483-488
49. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 8, Αθήνα 1937, σελ. 351-383
50. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Πώς γιάτρευαν στη Θράκη, Θρακικά 9, Αθήνα 1938, σελ. 195-286
51. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Από τα φυτά της Θράκης, Θρακικά 20, Αθήνα 1944, σελ. 9-72
52. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 13, Αθήνα 1951, σελ. 202-203
53. Ελπ. Σταμούλη – Σαράντη, Προλήψεις Θράκης, Λαογραφία 14, Αθήνα 1952, σελ. 193-200
54. Μ. Α. Σταμούλη, Αναμνήσεις εξ Ανατολικής Θράκης, Θρακικά 18, 1943, σελ. 193-217
55. Π. Τουρκινώτη, Κτίσμα και κρασί στη Σάμο και στην Αρκαδία, Ιστορία του ελληνικού κρασιού,
Τριήμερο Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ,
Αθήνα 1990,σελ. 148-153
56. Αικ. Τσοκάκου – Καρβέλη, Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Αθήνα 1986
σελ. 183-186
57. Δ. Φιλιππίδης, Κάναβες και ρακιδία στη Σαντορίνη, Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Τριήμερο
Εργασίας Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990,
σελ.74-83
58. Αλ. Φλωράκη, Τήνος Αθήνα 1971, σελ. 69-81
59. Αρ. Χατζηπαρασκευά, Η Αμπελουργία εις τα Σαράντα εκκλησίας , ΑΘΛΓΘ 4, Αθήνα 1937-38, σελ.
85-100
60. Χρ. Χατζητάκη – Καψωμένου, Θησαυρός Νεοελληνικών Αινιγμάτων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 2001.
61. Κ. Χουρμουζιάδου, Παροιμίαι και παροιμιώδεις εκφράσεις Πετροχωρίου (Τσακηλίου) Μέτρων,
Θρακικά 16, Αθήνα 1941, σελ. 191-266
46
62. Ο πολιτισμός της Αμπέλου στην Κύπρο διά μέσου των αιώνων, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως-
Υπουργείο Εσωτερικών, Χορηγός ΚΕΟ,
48